Εισήγηση του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου στην Ημερίδα ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ 2014
Αρχέγονη κοινότητα, άνθρωπος και συστήματα
Όταν αποπειράται κανείς να μιλήσει για την έννοια της κοινότητας και εξαντλεί όλη την διαλεκτική του καταφυγή για αυτήν στην πολιτική και κοινωνική της διάσταση, πρέπει να γνωρίζει ότι σμικρύνει τα μέγιστα τόσο τον ιστορικό λειτουργικό υπαρκτικό ρόλο που επιτέλεσε στην ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού όσο και την ουσιαστική συμβολή της σε ζητήματα που αφορούν την συναισθηματική και εσωτερική πληρότητα του ανθρώπου. Οποιαδήποτε αναφορά στη θεματική της ιστορίας της έννοιας κοινότητας απαιτεί ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο, στην εποχή κατά την οποία τέθηκαν οι όροι της ανάγκης για κοινότητα μεταξύ των πρώτων ανθρώπων. Είναι σίγουρο ότι στην ανάλυσή μας αυτή θα υπεισέλθουν και ψυχαναλυτικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις που αποκαλύπτουν τα ανθρωπολογικά κίνητρα και την αιτία συγκρότησης της αρχέγονης ή πρωτόγονης κοινότητας.
Στην πρωτόγονη κατάσταση ο άνθρωπος είχε την αντίληψη του ζώου, ανήκε στο βασίλειο των ζώων με βάση την θεώρηση της επιστήμης της βιολογίας. Με θεμέλιο την βιολογική θεώρηση, η λειτουργία του ζωικού οργανισμού καθορίζεται νομοτελειακά από ένστικτα, ανεξέλεγκτες παρορμήσεις, από ειδικές μορφές δράσης, που με τη σειρά τους καθορίζονται από την κληρονομική νευρολογική συγκρότησή του.
Όσο ψηλότερα βρίσκεται ένας ζωικός οργανισμός στην ιεραρχία της εξέλιξης, τόσο λιγότερη πληρότητα δομικής προσαρμογής συναντάμε στη γέννησή του. Στα ανώτερα ανθρωποειδή διαπιστώνουμε αξιόλογη ευφυϊα. Δηλαδή συναντάμε τη χρήση της νόησης για την πραγματοποίηση των επιθυμητών σκοπών, που προσφέρει τη δυνατότητα στον ζωικό οργανισμό να προχωρήσει πολύ πιο πέρα από τις ενστικτώδεις μορφές δράσης. Βέβαια κάποια χαρακτηριστικά της ύπαρξης των οργανισμών παραμένουν αμετάβλητα στη δίνη της διαρκούς εξέλιξης.
Η ζωώδης, όμως, ύπαρξη ενέχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που την καθιστούν αρμονική οντότητα ζώου και φύσης. Ο άνθρωπος, στα πρώτα στάδια της εξέλιξής του, περισσότερο της νοητικής εξέλιξής του, ήταν απόλυτα συνδεδεμένος με τη φύση, αυτή αποτέλεσε την ζωοδότρα μήτρα κάθε νοήματος για τη ζωή. Αυτός ήταν ο φυσικός τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου, ήταν ένα με τη φύση. Η έννοια φύση δε συλλαμβάνεται μόνο ως εξωτερική μορφή της ύλης, όπως την προσεγγίζει η καθαρή φυσική επιστήμη. Η φυσική την προσλαμβάνει μόνο στατικά και μονόπλευρα. Ως προς την παρατήρηση και την φαινομενικά ορατή εμφάνισή της. Η φύση συνεχώς αποκαλύπτεται μπροστά μας, υπόκειται σε ένα δυναμικό γίγνεσθαι και είμαστε στη θέση να γνωρίζουμε μόνο ένα μικρό μέρος των νόμων που τη διέπουν στη βάση στατικών σχέσεων προσδιορισμού. Οπότε αποφεύγεται κάθε μονιστική και αποκλειστικά μηχανιστική πρόσληψη στην οντολογική της συγκρότηση, εφόσον η κοσμική φανέρωσή της υπόκειται στην εποπτεία του χωρόχρονου. Ο άνθρωπος έτσι την εκλαμβάνει μόνο μέσα σε αυτόν και όχι στην άχρονη και μη χωρική διάστασή της.
Σε ένα ορισμένο, λοιπόν, χρονικό σημείο της εξέλιξης του ανθρώπου, συνέβη ένα ανεπανάληπτο συμβάν, ένα εξελικτικό εκρηκτικό άλμα που άλλαξε ποιοτικά τα πάντα γύρω του. Το συμβάν αυτό συντελέστηκε όταν στην εξελικτική αυτή πορεία του η δράση του ανθρώπου έπαψε να καθορίζεται από τα ένστικτα. Η ανθρώπινη δραστηριότητα σταμάτησε πια να καθορίζεται από τους κληρονομικούς καταγωγικούς μηχανισμούς του βιολογικού είναι του. Για πρώτη φορά ένας ζωικός οργανισμός υπερβαίνει τη φύση και τους προκαθορισμένους νόμους της, αυτονομείται και στέκεται απέναντί της. Έτσι, ορθώνεται απέναντι στην υλική φύση μια νέα ύπαρξη, γεννιέται ο άνθρωπος. Το νέο στοιχείο που εισέρχεται στην κοσμική ιστορία είναι ο λόγος, η ανάπτυξη διανοητικών και πνευματικών δυνατοτήτων στο ανθρώπινο είναι. Η πνευματική συνιστώσα αίρει κάθε ενδοκοσμική εμμονή και υπερβαίνει τη φυσική νομοτέλεια. Ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι η δυνατότητά του να διαφοροποιεί και να αυτονομεί το λόγο του σε σχέση με το φυσικά αναγκαίο.
Όσο ο άνθρωπος ζούσε μέσα στην αγκαλιά της υλικής φανέρωσης της φύσης υπότασσε τον τρόπο ζωής του στην σαρκική πρόσδεση και υπηρετούσε τους νόμους της αποκομίζοντας παραδείσια πληρότητα που του έδινε νόημα ζωής, σιγουριά και ασφάλεια. Η ασφάλεια αυτή αντικατοπτριζόταν στην υποδειγματική του βιολογική προσαρμογή στο περιβάλλον εναρμονίζοντας πλήρως τις ανάγκες του με τους σκοπούς του. Η ρήξη του ανθρώπου με την φύση με την ανάπτυξη μορφών αυτονομίας στη σκέψη του, που αναπτύχθηκαν μέσω του λογικού και της φαντασίας, αποκάλυψε την δρομολογημένη μητρική αποκοπή του από αυτήν με αποτέλεσμα να εγείρονται ζητήματα καθολικού νοήματος και οντολογικής προοπτικής του. Ο πρότερος φυσικός ζωικός τρόπος κάλυπτε πλήρως τη συναισθηματική, συγκινησιακή και βιολογική εναρμόνιση του όντος με την φυσική νομοτέλεια, εκπληρώνονταν σε όλη τους την έκταση οι προσδοκίες των σκοπών που έθεταν οι ανάγκες. Συνειδητοποιούσε ο άνθρωπος μέσα του τη φυσική σειρά που ακολουθούσαν τα πάντα γύρω του, τα πράγματα, οτιδήποτε γινόταν υποχρεωτικά στη φύση, ως αποκάλυψη του όντως όντος, και τους διαρκώς εξελισσόμενους νόμους της. Έτσι ρύθμιζε την ενστικτώδη βούλησή του να πράξει σύμφωνα με αυτή την ροή και γνώση των φυσικών πραγμάτων.
Η φύση αντανακλούσε στην αρχέγονη ανθρώπινη φύση χαρακτηριστικά θεότητας. Κάθε ελάχιστο μεταφυσικό υπόστρωμα που απέρρεε από την γενετική κοινωνικότητα εγκιβωτιζόταν στον ασύνειδο κόσμο του όντος και επικολλούνταν ως νευρολογικό συσσωμάτωμα εξερχόμενο στο βιολογικό δίκτυο των ενστίκτων. Ο αφυπνισμένος λογικός άνθρωπος, αποκομμένος από τη μητέρα φύση, έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια του. Ήταν μόνος. Συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να βρει ένα τρόπο να αποκαταστήσει την ζωτική σχέση με την φύση, προκειμένου να αναπτύξει ένα τρόπο ζωής που να προσφέρει και πάλι καθολικό νόημα και οντολογική προοπτική. Όμως η ικανοποίηση των βιολογικών αναγκών δεν αρκούσε για να είναι χαρούμενος και ευτυχισμένος, όπως πριν. Όλοι οι προηγούμενοι βιολογικοί όροι δράσης του για την ευτυχία του δεν μπορούσαν να κομίσουν τίποτα στη νέα εποχή που άνοιξε μπροστά του. Έτσι, έχουμε μια καίρια μεταβολή στον τρόπο πρόσληψης των αναγκών του. Οι ανάγκες του δεν ήταν πλέον μόνο βιολογικής φύσεως αλλά και κοινωνικής ή μεταφυσικής φύσεως. Τότε ο άνθρωπος άρχισε να αναπτύσσει διανοητικές τεχνικές και λειτουργίες που τις μετήλθε τόσο για την επικοινωνία του με τους άλλους ανθρώπους όσο και για την κατανόηση του τρόπου που υπάρχουν τα πάντα γύρω του. Σε αυτό το κομβικό χρονικό σημείο ανακάλυψε ότι μπορεί να συγκροτήσει μια νέα σχέση και επαφή με τη φύση επανευρίσκοντας την πηγαία θαλπωρή και την κοινωνία με αυτή όχι μέσω της ζωικής υποταγής στους νόμους της αλλά μέσω της ανθρώπινης κοινότητας.
Η κοινότητα αποτέλεσε για τον άνθρωπο την ανθρωπομάνα, την αληθινή καταφυγή. Αυτή εκπλήρωνε όλες τις προϋποθέσεις αποκατάστασης. Πρώτον, η κοινότητα, η συντροφική δηλαδή συμβίωση και σχέση μεταξύ ανθρώπων, προσέφερε ένα καθολικό νόημα για τις ανθρώπινες κοινωνίες, ως κοινωνική εστία ζύμωσης και συνεργατικής ιεράρχησης των αναγκών, και ως χώρος σύναψης διαπροσωπικών σχέσεων αγάπης, ισότητας και συναδέλφωσης. Η συμμετοχή στην κοινότητα ήταν η αιτία δημιουργίας της ανθρώπινης γλώσσας. Η συνεννόηση και η επικοινωνία μέσω της γλώσσας γέννησε μέσα στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου ανάγκες πνευματικές που βάθυναν την ποιότητα του βίου του, τόσο ως προς τον τρόπο που έπρεπε να συνυπάρχουν οι άνθρωποι όσο και ως προς τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν τους όρους κάτω από τους οποίους υπήρχε η φύση. Η κοινότητα, λοιπόν, λειτούργησε λυτρωτικά για την εξέλιξη της ανθρωπότητας και ήταν η μόνη καταφυγή για την εξασφάλιση ενός ευτυχισμένου και ολοκληρωμένου βίου, γιατί ήταν αυτή που συνέδεσε τον νέο άνθρωπο με τη φύση αποκαλύπτοντας ένα νέο περιεχόμενο στη σχέση του με αυτή, με την κατανόηση του τρόπου ύπαρξής της.
Αυτή η αρμονική λειτουργία της κοινότητας διήρκεσε τόσα χρόνια όσο χρονικό διάστημα οι δομές των κοινοτήτων είχαν μητριαρχική συγκρότηση. Η μεταβολή του τρόπου παραγωγής και εργασίας στις προϊστορικές γεωργικές κοινωνίες με την ανακάλυψη του αρότρου ενδυνάμωσε κοινωνικά το ρόλο του ανδρικού φύλου και όλα ανατράπηκαν. Όταν οι κοινότητες απέκτησαν πατριαρχική μοναρχική εξουσιαστική δομήκαι υιοθέτησαν τη δύναμη επιβολής ως εσωτερικό οργανωτικό και εξωτερικό αμυντικό διακύβευμα για την εξέλιξή τους, προκειμένου να ανταπεξέλθουν στον ανταγωνισμό που έλαβε χώρα αργότερα, απώλεσαν την πρότερη συνεκτική συμβολή τους για μια συνεργατική κοινωνία. Η πατριαρχική κοινωνία απεμπόλησε όλα τα εξισωτικά στοιχεία της κοινότητας, υποχώρησε η ισότιμη ανθρώπινη σχέση και υιοθετήθηκε ως όρος για την επιβίωση της κοινότητας η επιβολή του ενός, του δυνατού. Έκτοτε, κάθε μορφή εξουσίας προκειμένου να αναπαραχθεί και να συντηρηθεί μετερχόταν κυριαρχικά συστήματα, μεσολαβητικά εργαλεία όπως η μεθοδολογική ανακατασκευή μυθικών παραδόσεων με τη θέσπιση θρησκευτικών τελετών και την καθιέρωση πρακτικών συμβάσεων και ανάλογων ηθών και εθίμων στο σώμα της κοινωνίας, όπως η αποτίμηση της αξίας των προϊόντων, το χρήμα με τις παρεπόμενες λειτουργίες του στον καθορισμό της μορφής της οικονομικής ζωής μιας κοινωνίας. Η προσταγή και τα αρχέγονα κυριαρχικά συστήματα των αρχόντων, των πατριαρχών, των βασιλέων, δήθεν απόγονοι θεοτήτων, προσλάμβαναν ιερό χαρακτήρα και τροφοδοτούσαν την καλλιέργεια του κοινωνικού φόβου, την φιλοσοφία της υποταγής στον ισχυρό με την υιοθέτηση μορφών δουλείας για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Έκτοτε η δύναμη των συστημάτων και η ελευθερία αποκτούν διαλεκτική ισχύ, είναι έννοιες διαλεκτικές. Όσο περισσότερο εμπλέκονται κυριαρχικά συστήματα μεταξύ των σχέσεων των ανθρώπων αλλοτριώνεται η σχέση τους, αποκόπτεται η πραγματική κοινωνία αλληλεγγύης και αγάπης. Αντίθετα, όσο λιγότερο μεσολαβούν κυριαρχικά συστήματα μεταξύ των ανθρώπων διευκολύνεται η ουσιαστική τους πρόθεση για συνύπαρξη και κοινωνική αρμονία. Ενώ δηλαδή, στην εξισωτική, συναδελφωμένη μητριαρχική κοινότηταέχουμε άμεση σχέση και διαπροσωπική επαφή μεταξύ των ανθρώπων, επειδή εκλείπει η αρχή του ενός που αποφασίζει για τα πάντα, στην πατριαρχική κοινωνία, η πατρική εξουσία προκειμένου να ελέγξει τη συνοχή της κοινότητας με το πρόσχημα της διάλυσής της, λόγω ενδεχόμενης πολεμικής της σύγκρουσης με άλλες, αναπτύσσει την υιοθέτηση αυστηρών διαταγών-νόμων προς συμμόρφωση με αντίτιμο την τιμωρία, την κοινωνική απομόνωση ή και το θάνατο. Η διαταγή, η πατρική αυθεντία του νόμου λειτουργεί ως το πρώτο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου που μεσολαβεί στις διαπροσωπικές σχέσεις. Οι ανθρώπινες σχέσεις καταλύονται, ποδηγετούνται, ρυθμίζονται με βάση την κυριαρχική ισχύ του δυνατού.
Η αρχαιοελληνική πολιτική κοινότητα
Όσο περνά ο χρόνος τα κυριαρχικά συστήματα επιβάλλουν από τα πάνω ήθη, έθιμα και παραδόσεις που διαιωνίζουν την κυριαρχία των Βασιλέων. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι αρχαίοι πολιτισμοί αναπτύσσουν πολλές τέτοιες μορφές συστημάτων που επιβάλλονται από τους ισχυρούς. Μεγάλη εξαίρεση η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία. Είναι η πρώτη ανθρώπινη κοινωνία που συλλαμβάνει και υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό τον κοινοτικό τρόπο συγκρότησης στις δομές της, την δημοκρατία. Το κράτος των Δήμων. Η ανάπτυξη της φιλοσοφίας, της τέχνης, της τραγωδίας και της καλλιέργειας του λόγου λειτούργησε καταλυτικά. Στην αθηναϊκή πόλη-κράτος των κλασσικών χρόνων οι πολίτες αποκτούν τη δυνατότητα να αποφασίζουν για τα της πόλεως. Σε αυτήν την πολιτική σύλληψη συμπυκνώνεται η ουσία της αναφοράς μας για την πρόσληψη της έννοιας της δημοκρατίας και κάθε παρεπόμενη συζήτηση ή θεώρηση για αυτήν. Στη δημόσια σφαίρα της αρχαιοελληνικής πόλης αίρεται κάθε δογματική εμμονή σε άνωθεν (από τους θεούς ή τους άρχοντες) παρεμβάσεις. Οι πολίτες συνέρχονται στην εκκλησία του δήμου και ομονοούν. Μέσα εκεί, στην συνέλευση της εκκλησίας του δήμου, απουσιάζουν κυριαρχικά συστήματα επιβολής και ελέγχου της κοινωνίας πολιτών από οποιαδήποτε ενική ή ολιγαρχική εξουσία. Εξουσία καθίσταται η ίδια η κοινωνία πολιτών. Ο κοινός δημόσιος βίος καθίσταται πραγματικότητα. Για αυτό και ο επιθετικός προσδιορισμός «άμεση» στην έννοια της δημοκρατίας κομίζει σήμερα αυτό ακριβώς: την απουσία ανάπτυξης μεσολαβητικών κυριαρχικών τεχνολογικών ή μηχανιστικών συστημάτων μέσα στην κοινωνία από ενικές ή ολιγαρχικές μορφές εξουσίας.
Το ζήτημα που απασχολεί τους σύγχρονους καιρούς έχει σχέση με το πώς θα ανακαλύψουμε και πάλι τη ζωτική λειτουργία μιας κοινότητας που θα επιτυγχάνει να αποκαταστήσει τόσο την επαφή του ανθρώπου με τη φύση, την επαφή του ανθρώπου με άνθρωπο και την επαφή του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό. Και οι τρεις αυτές σχέσεις δεν λειτουργούν.
Η σύγχρονη ελληνική πολιτική κοινότητα
Η σύγχρονη ελληνική πολιτική κοινότηταπου αναζητούμε, στους άγονους καιρούς που ζούμε, σίγουρα πρέπει να κομίζει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα συλλαμβάνουν και θα συνθέτουν σε ένα ενιαίο όλον μερικά απαραίτητα στοιχεία-συνιστώσες :
Α.Πρώτον, η σύγχρονη κοινότητα θα πρέπει να κομίζει την καθολική δομική δυναμική της αρχέγονης κοινότητας που ανέπτυξε μια συνεκτική εντροπία μοναδική στα πρώτα χρόνια που αναπτύχθηκε. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο είναι ανάγκη να ανανοηματοδοτηθεί ο τρόπος που βλέπουμε την πολιτική, τον δημόσιο βίο. Η πολιτική θα πρέπει να είναι κάτι πολύ περισσότερο από την ενασχόληση με τις δημόσιες υποθέσεις.
Β. Δεύτερον, θα πρέπει να συλλαμβάνει την δυνατότητα πραγμάτωσης της δυαδικής σύνδεσης του ατομικού με το συλλογικό ενεργοποιώντας την κοινωνία των πολιτών με κομβικό στόχο τη συγκρότηση μιας δημοκρατικής πολιτείας που θα έχει θεσπίσει την αέναη, από τα κάτω, από τους πολίτες, διαρκή αυτοθέσμισή της, χαρακτηριστικό της αρχαιοελληνικής εκδοχής του κοινοτισμού για 50 περίπου χρόνια. Τι εννοείται πρακτικά ως σύζευξη του ατομικού με το συλλογικό;Η παράλληλη δυαδική σύνθεση μιας απόφασης από την θεσμική συνδρομή του θεσπισμένου πολιτικού λειτουργού και της κοινωνία πολιτών. Ο ατομικός χαρακτήρας του πολιτεύματος διασώζεται με την εντεταλμένη παρουσία του εφαρμόζοντος τις αποφάσεις. Ο συλλογικός χαρακτήρας διασώζεται μέσα από την ενεργή παρουσία της κοινωνίας πολιτών στα θεσμικά πολιτειακά όργανα ως μέσα έκφρασης της λαϊκής βούλησης των πολιτών (κοινοτικές συνελεύσεις και δημοψηφίσματα διαμόρφωσης ή επιλογής καθολικών αποφάσεων-προϋπολογισμοί). Δυαδική πολιτική σχέση. Η θεσπισμένη κοινωνία των πολιτικών λειτουργών αφενός και η κοινωνία των πολιτών αφετέρου. Ο σύγχρονος ελληνικός κοινοτισμός συνίσταται στην συγκρότηση μιας πολιτείας κοινωνίας σχέσεων προσώπων. Πώς πραγματώνεται αυτή η ιδέα στην πράξη; Ο εξουσιοδοτημένος κληρωτός ή αιρετός πολιτικός λειτουργός συλλαμβάνει το συγκεκριμένο πρακτικό υπόβαθρο μιας δημόσιας πράξης, το γραφειοκρατικό εκκρεμές μιας νομικής καθημερινής σύμβασης ή απόφασης. Αντίθετα, η κοινωνία των πολιτών, μέσω των λαϊκών πρωτοβουλιών, συμμετέχει στην προώθηση των κοινών συμφερόντων, του καθολικού δικαίου. Και οι δύο πυλώνες του κοινοτικού πολιτεύματος συναντώνται και στοιχίζονται στη δημοτική συνέλευση. Η πολιτική διαλεκτική συγκροτεί έναν δημόσιο χώρο, μια δημόσια σφαίρα αγοράς κοινού λόγου. Η λειτουργία ποικίλων ειδών συστημάτων μεταβάλλεται. Το ελεγκτικό περιοριστικό στοιχείο λειτουργίας των συστημάτων στη χαοτική δυναμική, η οποία εκλύεται από την κοινωνία εξαιτίας της αυθόρμητης διαστολικής τάσης που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη πρακτική σφαίρα ζωής, μεταβάλλεται από επιβάλλον-κυριαρχικό σε αρμόζον.Ο λόγος καθίσταται επαλήθευση του κοινού βιώματος. Ο πολιτικός βίος κοινωνείται, γιατί κάθε ατομικιστική υπέρβαση του κοινού δέοντος συνετίζεται με την διαλεκτική υποχώρησή του στο συλλογικό πολιτικό ψηφιδωτό. Η συλλογική αυτονομία βιώνεται ως αυτοσυνείδηση της ίδιας της κοινωνίας. Κάθε απόπειρα εξοστρακισμού της αναγκαίας και στοιχειώδους ατομικότητας αποφεύγεται, γιατί περικλείεται στην χαρακτηριστική ιδιοπροσωπία και τον δημοκρατικό πλουραλισμό του συστήματος ως μέθεξη του κοινωνικού στην συλλογική του αυτοσυνειδησία.
Γ.Τρίτον, η αποσπασματική ισχύ του δημοψηφίσματος δεν δύναται να είναι χαρακτηριστικό του σύγχρονου ελληνικού κοινοτισμού. Ο ελληνικός κοινοτισμός προσλαμβάνει την καθολική διασύνδεση του μερικού και όχι την εμβόλιμη εισαγωγή του στο πολιτικό όλον. Για αυτό και γίνεται λόγος για συνολικό καθορισμό του πλαισίου κάθε προϋπολογισμού από την κοινωνία πολιτών.
Δ. Τέταρτον, να μην εμμένει στα προτάγματά της σε άκριτη υιοθέτηση προνεωτερικών χαρακτηριστικών που αναπτύχθηκαν με βάση τις κοινωνιολογικές συνιστώσες των οικονομικών και γεωπολιτικών συνθηκών άλλων εποχών που επέβαλλαν κάθε φορά τις ανάλογες στάσεις και τις ανάλογες πολιτικές ζυμώσεις που κρίνονταν κατάλληλες στις τότε περιστάσεις. Η έννοια και ο ρόλος της παράδοσης στην ποιότητα και τη μορφή της κοινωνίας είναι καθοριστικός παράγοντας διαμόρφωσης των πολιτιστικών προταγμάτων που αναδύονται ως δομικά συστατικά στοιχεία του συλλογικού της κοινωνίας ως προς την ιεράρχηση των αναγκών και των στόχων που διατάσσονται στο διηνεκές από την ίδια την κοινωνία.Το παλιό ενδύεται νέα φορεσιά μέσα στο νεοδημιουργηθέν. Τίποτε παλιό δεν προσλαμβάνεται στατικά μέσα στο νέο, αλλά ενέχεται δυναμικά στο νέο υποκείμενο στην ροή του ποιοτικού χρόνου. Η σύγχρονη πολιτική κοινότητα θα πρέπει να αποτελέσει την οργανική μήτρα του νέου πολιτικού και κοινωνικού όντος.
Ε. Τέταρτον, για την συγκρότηση μιας δημοκρατικής πολιτείας, μιας πολιτείας της οποίας η μορφή και οι δομές της θα αποτελούν απόρροια των πολιτικών και οικονομικών σχέσεων που θα έχουν θεσπιστεί από τους πολίτες, συνδρομητικό ρόλο στη σύγχρονη εποχή σχετικά με τη θεμελιακή σύστασή της παίζουν τόσο η υιοθέτηση του τρόπου ερμηνείας της αφήγησης της παράδοσης όσο και η επικουρία της πολιτικής επιστήμης στο επίπεδο της διαδικαστικής λειτουργίας των θεσμών, της γεωπολιτικής και γεωοικονομικής στρατηγικής, των διακρατικών ή υπερκρατικών σχέσεων και της διαρκούς διοικητικής και οργανωτικής αναθεώρησης των πολιτικών στόχων στην συλλογική κλίμακα με τη συμμετοχή των πολιτών.
Κάθε συζήτηση για την πολιτική και την κοινωνική οντολογία έχει ως συγκροτητικό στόχο την λειτουργική οργάνωση της κοινωνίας και την επιτυχημένη θεσμικά διαχείριση των θεσμικών, πολιτικών και κοινωνικών ρόλων που δομούν τη διοικητική της ευρυθμία. Στην πολιτική επιστήμη και θεωρία όλες οι πρωταρχικές συνιστώσες μιας ουσιαστικής βάσης για την επιστημονική αυτονομία της ανάγονται στον Θουκυδίδη και στους κλασσικούς φιλοσόφους τους 5ουκαι 4ουαιώνα π.Χ. Πρώτος ο Θουκυδίδης απαγκίστρωσε την μυθολογική ιστορική αφήγηση από κάθε είδους στοιχεία της παράδοσης με τα οποία ήταν προσδεμένη, όπως η θρησκεία και η εθιμική λαογραφία, που απέρρεαν από συγκεχυμένες συνδηλώσεις προς την κοινωνία, και εγκαινίασε τις απαρχές ενός επιστημονικού λόγου για την πολιτική, τον διαρθρωμένο πολιτικό λόγο που πρέπει να μετέλθουμε για να εκκαθαρίσουμε τα όποια προτάγματα του κοινοτισμού δεν προσαρμόζονται κατάλληλα στις κατεστημένες παρωχημένες δομές που χαρακτηρίζουν το σημερινό πολιτικό σύστημα. Όλες αυτές οι Θουκυδίδειες συλλήψεις πρέπει να ληφθούν υπόψη.
Είναι αξιόλογο όμως να επισημανθεί ότι αυτή η καινοτόμος πρόθεση του Θουκυδίδη να συγγράψει ιστορία, να αφηγηθεί αριστοτεχνικά με τρόπο αντικειμενικό την ιστορική παράθεση των γεγονότων της εποχής του αφαιρώντας, γραμματολογικά τουλάχιστον, υποδειγματικά κάθε υποκειμενική προσέγγιση του συμβάντος, έλαβε χώρα λίγο αργότερα ή παράλληλα με την συγκρότηση της αθηναϊκής πόλεως σε δημοκρατία. Αυτό δεικνύει ότι μια κοινωνία που αναγάγει το λόγο ως δημόσιο εργαλείο όσμωσης της κοινής εμπειρίας, δύναται να μεταβάλλει και την ποιότητα του πολίτη, του ανθρωπολογικού τύπου της.
Επίλογος
Η ελληνική κοινοτική πολιτεία στην ουσία της δεν συλλαμβάνει ως υποκείμενό της ούτε το άτομο ούτε την αφηρημένη έννοια της κοινωνίας, αλλά τη σχέση ανάμεσα σε άνθρωπο με άνθρωπο, τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, τη σχέση με τη φύση, τον κόσμο ή το υπερβατικό. Στον Ελληνικό Κοινοτισμό η ελευθερία εκλαμβάνεται ως σχέση, γιατί το καθολικό νόημα για τη ζωή και τον κόσμο βιώνεται μέσα από την αμεσολάβητη, από κυριαρχικά συστήματα, διαπροσωπική και δημόσια κοινότητα, η οποία νοηματοδοτεί και πραγματώνει εξολοκλήρου τόσο την εσωτερική ψυχική διάρθρωση του ανθρώπινου είναι όσο και την εξωτερική αισθητική εκφραστική της ύπαρξής του.