Αρχαίο κείμενο:
"τὸ γὰρ ἐν τοῖς μύθοις ἀπεμφαῖνον αὐτῷ τούτῳ προοδοποιεῖ πρὸς τὴν ἀλήθειαν·
ὅσῳ γὰρ μᾶλλον παράδοξόν ἐστι καὶ τερατῶδες τὸ αἴνιγμα, τοσούτῳ μᾶλλον ἔοικε διαμαρτύρεσθαι μὴ τοῖς αὐτόθεν λεγομένοις πιστεύειν, ἀλλὰ τὰ λεληθότα περιεργάζεσθαι καὶ μὴ πρότερον ἀφίστασθαι, πρὶν ἂν ὑπὸ θεοῖς ἡγεμόσιν ἐκφανῆ γενόμενα τὸν ἐν ἡμῖν τελέσῃ. μᾶλλον δὲ τελειώσῃ, νοῦν καὶ εἰ δή τι κρεῖττον ἡμῖν ὑπάρχει τοῦ νοῦ αὐτοῦ, τοῦ ἑνὸς καὶ τἀγαθοῦ μοῖρά τις ὀλίγη τὸ πᾶν ἀμερίστως ἔχουσα, τῆς ψυχῆς πλήρωμα, καὶ ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἀγαθῷ συνέχουσα πᾶσαν αὐτὴν διὰ τῆς ὑπερεχούσης καὶ χωριστῆς αὐτοῦ καὶ ἐξῃρημένης παρουσίας.
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀμφὶ τὸν μέγαν Διόνυσον οὐκ οἶδ’ ὅπως ἐπῆλθέ μοι βακχεύοντι μανῆναι,
«τὸν βοῦν δὲ ἐπιτίθημι τῇ γλώττῃ»·
περὶ τῶν ἀρρήτων γὰρ οὐδὲν χρὴ λέγειν. Ἀλλά μοι θεοὶ μὲν ἐκείνων καὶ ὑμῶν δὲ τοῖς πολλοῖς, ὅσοι τέως ἐστὲ τούτων ἀμύητοι, τὴν ὄνησιν δοῖεν"
«τὸν βοῦν δὲ ἐπιτίθημι τῇ γλώττῃ»·
περὶ τῶν ἀρρήτων γὰρ οὐδὲν χρὴ λέγειν. Ἀλλά μοι θεοὶ μὲν ἐκείνων καὶ ὑμῶν δὲ τοῖς πολλοῖς, ὅσοι τέως ἐστὲ τούτων ἀμύητοι, τὴν ὄνησιν δοῖεν"
Απόδοση στην νεοελληνική:
"Διότι εκείνο που μας ανοίγει το δρόμο προς την αλήθεια είναι ακριβώς το απίθανο στοιχείο που υπάρχει στους μύθους.
Όσο δηλαδή πιο παράδοξος κι απίστευτος είναι ο μύθος, τόσο περισσότερο δεν θέλουμε να πιστέψουμε ό,τι λέει, αλλά να ερευνήσουμε όσα υπονοεί, και δεν σταματάμε μέχρις ότου, με την καθοδήγηση των θεών φωτιστούμε ή μάλλον τελειοποιήσουμε τον νου μας, χωρίς να ξεχνάμε πως υπάρχει μέσα μας κάτι ανώτερο από τον νου, ένα μικρό κομμάτι δηλαδή από το Ένα και το Αγαθό, που κατέχει αδιαίρετα το Παν, το πλήρωμα, θα λέγαμε της ψυχής, μέσα στο οποίο η αφηρημένη παρουσία του Ενός και του Αγαθού περικλείει ολόκληρη την ψυχή.
Αλλά δεν ξέρω τι μου ήρθε και παρασύρθηκα σε τέτοιες Διονυσιακές εξάρσεις, "και θα σφραγίσω το στόμα μου"επειδή δεν πρέπει να λέμε τίποτα για τα άρρητα.
Για τα οποία όμως εύχομαι οι θεοί να μου δώσουν το προνόμιο, όπως και στους περισσότερους από εσάς που είστε ακόμα αμύητοι".
Ιουλιανός - Προς Ηράκλειον κυνικόν 12.9
πηγή: empedotimos.blogspot