Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.96-184), 125.1 – 136.13», η ερμηνεία της εισόδους και της εξόδου της ψυχής είναι κοινή. Διότι η έξοδος δεν γίνεται σαν η ψυχή να βρίσκεται σε κάποια υποκείμενη ουσία, διότι στο σύνολο της έχει ουσία χωριστή από του σώματος. Είσοδος της ψυχής βέβαια ονομάζεται ο συσχετισμός της με το σώμα και έξοδος η κατάλυση του συσχετισμού, όχι του ζωτικού, τον οποίο προσθέτει λόγω της συγκατάνευσής της και της ταυτότητας των παθών της προς το δεσμό, αλλά του φυσικού, στο οποίο αναφέρεται ο Σωκράτης στον πλατωνικό «Τίμαιο, 73.d», διότι οι βιοτικοί δεσμοί της ψυχής ριζώνουν στην περιοχή του μυελού. Χαρακτηριστικό μάλιστα εκείνου που αφηγείται αυτά είναι ότι λάμβανε επιπλέον από τους θεούς και ζωή με εντονότερο τον θεϊκό χαρακτήρα της που του επέτρεπε να βρίσκεται σε επαφή με όλους : με τους δικαστές και τους δικαζόμενους, με τους δρώντες και τους πάσχοντες, με τους τόπους και τους χρόνους, με τα λόγια και τα έργα. Διότι ως μελλοντικός θεατής όλων αυτών έπρεπε να πάρει από τους ανώτερους κάποιαν ανώτερη μοίρα, εκείνους που ήθελαν να τον κάνουν αγγελιοφόρο των θεαμάτων αυτών για τους ανθρώπους.
Αλλά και την πορεία επίσης δεν πρέπει να την παρακολουθήσουμε με μειωμένο ενδιαφέρον, καθώς ο μύθος την παρουσιάζει εδώ, αλλά να εννοήσουμε και να πούμε ότι είναι μια άλλη ζωτική, κατά κάποιο τρόπο, μετάβαση των ψυχών αυτών «ἀπὸ τοῦ ἐν κατατάξει βίου πρὸς τὸν ἄσχετον», την οποία ο μύθος απεικονίζει με τις κατά τόπον κινήσεις και την ονομάζει «πορεία» (διότι τα υποδείγματα όλων των σωματοειδών κινήσεων προϋπάρχουν στην ψυχή). Και πάλι άλλη τοπική κίνηση, μαζί με το σώμα που πορεύεται προς την κρίση στις εξόδους, αυτή που μέχρι τώρα ήτα τοπική πορεία της ψυχής, με το σωματικό μέρος να είναι έξω ή μέσα σε αυτήν και να πορεύεται τόσο προς τα ύψη όσο και προς τα βάθη του Κόσμου, ακολουθώντας στην ύψωση του την ψυχή και πάλι κατεβαίνοντας μαζί της μέχρι τα βαθύτερα σημεία της γης. Για τα οχήματα του είδους αυτού άλλωστε μιλούσε και ο μύθος του «Φαίδωνα, 113.d», ότι επιβαίνοντας σε αυτά οι ψυχές κινούνται προς τον Αχέροντα, και ότι των περισσότερων είναι πυκνά και σκοτεινά, ενώ των λιγότερων πιο άυλα και πιο καθαρά. Η πορεία λοιπόν είναι και ασώματη και σωματική, και ζωτική και τοπική. Η μια από τις δύο μάλιστα αποτελεί εικόνα της άλλης. Η επιθυμία όλων των ψυχών για την επάνω περιοχή είναι βέβαια φυσική, βάσει του ότι κατευθύνονται σε τόπο οικείο για αυτές, μετά την αφόρμησή τους από το οστράκινο σώμα (το σαρκικό). Έλκονται όμως από τα πάθη που συνυπάρχουν και συν-αυξάνονται με τα σώματα και συνωστίζονται στην κάτω περιοχή. Το δείχνει και ο χρησμός που λέει : «όλες είναι κυριευμένες από πόθο γλυκό να βρεθούν στον Όλυμπο, συνταξιδιώτες παντοτινοί των αθανάτων θεών. Αλλά δεν επιτρέπεται σε όλες να πατήσουν σε τέτοια ανάκτορα – πάσας μὲν γὰρ ἔχει γλυκερὸς πόθος, ὥς κεν Ὄλυμπον ἀθανάτοισι θεοῖσι συνέμποροι αἰὲν ἔχωσιν· οὐ πάσαις δὲ θέμις ἐπιβήμεναι τῶνδε μελάθρων».
Στην συνέχεια, καθώς αυτός που λαμβάνει τους χρησμούς, που του ανακοινώθηκαν με περισσότερες λεπτομέρειες, ρωτούσε ποιος είναι αυτός που επιτυγχάνει την άνοδο στους θεούς και αν συμβαίνει αυτό για κείνον που προέταξε «τὸν θυτικὸν βίον» (τον βίο του ιερέα των θυσιών), ο θεός προσθέτει : «Με της ψυχής τα ανάλαφρα φτερά δεν θα υψωθεί όποιος τη γνώμη τη συνετή στα σπλάχνα αποθέτει και στον δρόμο για τον Όλυμπο διαλύει το γήινο σώμα αλλά όποιος σοφά – οὐχ ὅστις σπλάγχνοισιν ἐπίφρονα θήκατο βουλήν, ἤδη καὶ πρὸς Ὄλυμπον ἀποσκεδάσας τόδε σῶμα ᾖξεν ἀειρόμενος ψυχῆς κούφαις πτερύγεσσιν, ἀλλ᾽ ὅστις σο[φ]α» που είναι αλήθεια, σύμφωνα με όσα διαμηνύουν οι θεοί, και όλες τις ψυχές που βγαίνουν στην ανωφερή πορεία (εἰς τὸ ἄναντες) κινεί μια ορμή που οδηγεί στο κατά φύση συγγενικό τους λόγω της ομοιότητας τους με τη θεότητα, την οποία διαθέτουν όλες κατά την ουσία τους. Μερικές όμως έλκονται από τα άλογα και άγρια πλάσματα που έχουν αναπτυχθεί μέσα τους προς τον οικείο για εκείνες τόπο, τον χθόνιο. Διότι το όμοιο αναγκαστικά κινείται προς το όμοιο του, ενώ κατά την εξέλιξη των κινήσεων επικρατεί αυτό που πλεονεκτεί. Δικαιολογημένα συνεπώς λέει ότι πορεύεται μαζί με άλλους προς το δαιμόνιο τόπο που βρίσκεται πάνω υπέρ την γη, ακόμα κι αν κάποιες από τις ψυχές αυτές βίωσαν άξια τις υπό την τη γη τιμωρίες. Διότι το μεν έχει να κάνει με την τάση εκείνων που επιθυμούν την κρίση για όλες, ενώ το δε με την αξία που οδηγεί την καθεμία προς τον κλήρο που της προσιδιάζει.
Εμφανίζεται λοιπόν και τούτο σαν αληθοφανές και συνάμα πολλές ψυχές, καθεμία προερχόμενη από διαφορετικό τόπο, συγκεντρώνονται στο τόπο της δίκης, εφόσον είναι οι ίδιοι δικαστές που τις δικάζουν όλες. Και δεν είναι παράδοξο που ο Ήρ πορεύεται μαζί με πολλές ψυχές. Κι ακόμα περισσότερο ίσως τις ψυχές εκείνων που πέθαναν στον πόλεμο, για τους οποίους ο μύθος λέει ότι παραδόθηκαν στην φθορά, ψυχές που για την ίδια περίσταση εξήλθαν από τα σώματα και που, υφιστάμενες τα ίδια πάθη η μια με την άλλη, συγκεντρώνονται μαζί, μετά το θάνατο, και ορμώνται από κοινού προς τόπο της δίκης. Και με την μαρτυρία της ιστορίας για αυτούς λέμε ότι οι αποθανόντες πορεύονται κοινή πορεία, καθώς έφτασαν στον ίδιο χρόνο για να συναντήσουν τους δικαστές …στο ίδιο σημείο όλες. Πραγματικά, και στην περίπτωση επίσης ανθρώπων που σκοτώθηκαν σε πόλεμο ή σε ναυάγια ή σε μαζικές καταστροφές σε πόλεις που χτυπήθηκαν από σεισμό έχουν παρατηρηθεί κάποιες αγέλες ψυχών που είχαν υποστεί τα ίδια πράγματα να πληροφορούν για τις συμφορές τους εκείνους που έτυχε να συναντήσουν. Αν, μάλιστα, όπως μάθαμε στον «Φαίδωνα, 107.d», δεν είναι μόνο ορμές των ψυχών αλλά και οι δαίμονες που έλαχαν στην καθεμία που τις κινούν προς τον τόπο όπου πρέπει να έρθουν, έτσι ώστε να οδηγούνται θα λέγαμε αυτόματα και χωρίς δική τους απόφαση, τότε και ο λόγος του Ηρός θα μπορούσε υπό την έννοια αυτή να είναι εντελώς αληθινός.
Ποιος είναι όμως ο δαιμόνιος τόπος στον οποίο φτάνουν οι ψυχές ; Κι αν είναι εκείνος, για τον οποίο μιλάει και ο μύθος στον «Γοργία, 523.b», λέει κι αυτός σε ένα σημείο ότι στον λειμώνα δικάζουν ο Μίνως, ο Ραδάμανθυς και τρίτος ο Αιακός στο τρίστρατο (ἐν τῇ τριόδῳ). Αλλά αμφότεροι οι μύθοι μιλάνε για τον ίδιο τόπο, πως οι δικαστές συμπίπτουν μεταξύ τους, οι ψυχές των ηρώων με τους δαίμονες ; Διότι ο δαιμόνιος τόπος, που πήρε το όνομά του από τους δαίμονες, φαίνεται να παραπέμπει τους δικαζόμενους σε δαίμονες. Είναι ωστόσο φανερό ότι δεν μας πληροφορούν για τα πάντα όλοι οι μύθοι που συνέθεσε ο Πλάτωνας για τον Άδη. Άλλος δηλ. αποδίδει στους δικαστές τα ονόματα αυτά, όπως ο μύθος που περιέχεται στον «Γοργία», άλλος ονομάζει τον τόπο διαφορετικά, όπως ο παρών μύθος (οι αναφορές του Γοργία περιορίζονται στο ότι δικάζουν στον λειμώνα καθισμένοι όλοι στο τρίστρατο [ἐν τῇ τριόδῳ]. εδώ όμως λέγεται σαφώς ποιος είναι αυτός ο τόπος, ότι βρίσκεται «μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ»), άλλος διηγείται λεπτομερώς για τα ρεύματα της δίκης και τους υπό την γη ποταμούς, όπως ο μύθος του «Φαίδωνα, 111.d». Αν τα συνδυάσουμε όλα αυτά μαζί στον νου μας, θα έχουμε τους δικαστές, τον τόπο των δικαστών και «τὰς λήξεις τὰς ὑπ᾽ αὐτῶν ἀφοριζομένας» (τις αποφάσεις που αυτοί αποφασίζουν). Στην συνέχεια όμως θα ερευνήσουμε εμείς για το καθένα. Ας δούμε λοιπόν εμείς τι πρέπει να πούμε σχετικά με τον τόπο, που στον υπό εξέταση διάλογο εξύμνησε λέγοντάς τον δαιμόνιο. Διότι ο Νουμήνιος λέει ότι αυτός είναι το κέντρο «τοῦ τε κόσμου παντὸς καὶ τῆς γῆς» (του Κόσμου ολόκληρου και της γης), αφού βρίσκεται «μεταξὺ μὲν ὂν τοῦ οὐρανοῦ, μεταξὺ δὲ καὶ τῆς γῆς» (μεταξύ ουρανού και γη). Εκεί έχουν την έδρα τους οι δικαστές και παραπέμπουν τις ψυχές, «τὰς μὲν εἰς οὐρανὸν, τὰς δὲ εἰς τὸν ὑπὸ γῆς τόπον καὶ τοὺς ἐκεῖ ποταμούς». ουρανό ονομάζει την σφαίρα των απλανών κι εκεί λέει ότι υπάρχουν δύο χάσματα, ο Αιγόκερως και ο Καρκίνος, «τοῦτον μὲν καθόδου χάσμα τῆς εἰς γένεσιν, ἀνόδου δὲ ἐκεῖνον» (ο ένας χάσμα καθόδου στην γένεση και ο άλλος ανοδικό), ενώ «ποταμοὺς ὑπὸ γῆς τὰς πλανωμένας (ἀνάγει γὰρ εἰς ταύτας τοὺς ποταμοὺς καὶ αὐτὸν τὸν Τάρταρον)» (υπόγειους ποταμούς ονομάζει τους πλανήτες [αναγάγει όντως σε αυτούς τους ποταμούς και αυτόν τον Τάρταρο]).
Προσθέτει και άλλες πολλές τερατολογίες, μεταπηδήσεις «ψυχῶν ἀπὸ τῶν τροπικῶν ἐπὶ τὰ ἰσημερινὰ καὶ ἀπὸ τούτων εἰς τὰ τροπικὰ», και μεταβάσεις τις οποίες κάνει ο ίδιος, συνενώνοντας «τὰ Πλατωνικὰ ῥήματα» με της γενεθλιαλογίας και αυτής με πρακτικές της τελεστικής. Για την ύπαρξη των δύο χασμάτων επικαλείται την μαρτυρία του Ομήρου (Οδύσσεια ν’, σ. 110 :«δύω δέ τέ οἱ θύραι εἰσίν, αἱ μὲν πρὸς βορέαο καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν, αἱ δ᾽ αὖ πρὸς νότου εἰσὶ θεώτεραι· οὐδέ τι κείνῃ ἄνδρες ἐσέρχονται, ἀλλ᾽ ἀθανάτων ὁδός ἐστιν») που όχι μόνο αναφέρεται στις «βορινές καθοδικές για τους ανθρώπους» οδούς, που ολοκληρώνει ο Καρκίνος πλησιάζοντας τον τον Αιγόκερω [ἐπείπερ ὁ καρκίνος εἰς †αἰγόκερον προ σελθὼν ἀποτελεῖ]. Οι νότιες οδοί έχουν χαρακτηριστεί περισσότερο θεϊκοί και από αυτές είναι αδύνατον να περάσουν οι άνθρωποι, αφού πρόκειται για οδούς αθανάτων μόνο. Διότι «ὁ αἰγοκέρως ἀνάγων τὰς ψυχὰς λύει μὲν αὐτῶν τὴν ἐν ἀνδράσι ζωήν» [την ζωή που ζουν μέσα άνδρες/ανθρώπους] και «μόνην δὲ τὴν ἀθάνατον εἰσδέχεται καὶ θείαν». Και όχι μόνον, όπως είπαμε, αυτά, αλλά η ποίηση του Ομήρου επιπλέον εξυμνεί «καὶ ἡλίου πύλας καὶ δῆμον ὀνείρων», ονομάζοντας πύλες ηλίου τα τροπικά ζώδια, τον Αιγόκερω και τον Καρκίνο, και λαό τον ονείρων, όπως λέει εκείνος, τον γαλαξία. Και ο Πυθαγόρας άλλωστε ονομάζει δια απορρήτων «τὸν γαλαξίαν καὶ τόπον ψυχῶν», επειδή εκεί συνωθούνται οι ψυχές. Για τούτο και λαοί προσφέρουν στους θεούς που καθαίρουν τις ψυχές σπονδές με γάλα, ενώ και οι ψυχές που πέφτουν στην γένεση έχουν για πρώτη τροφή τους το γάλα.
Ο Πλάτων, λοιπόν με τα χάσματα, όπως ειπώθηκε, δηλώνει τις δύο πύλες, ενώ με το φώς, που είναι σύνδεσμος του ουρανού, δηλώνει τον γαλαξία. Και σε αυτόν ανεβαίνουν οι ψυχές μέσα σε δώδεκα ημέρες από τον τόπο των δικαστών – και ο τόπος αυτός είναι το κέντρο. Η δωδεκάδα λοιπόν αρχίζει από εκεί και καταλήγει στον ουρανό. Εκεί είναι το κέντρο, η γη, το ύδωρ, ο αήρ, τα επτά πλανήτες, ο ίδιος ο απλανής κύκλος. Είναι λοιπόν «τὰ τροπικὰ ζῴδια, τὰ χάσματα τὰ διπλᾶ», οι δύο πύλες που διαφέρουν μόνο κατ’ όνομα, και πάλι ο γαλαξίας το φως που φτάνει στην ίριδα, που ταυτίζεται με τον δήμο/λαό των ονείρων. Ο ποιητής βέβαια και σε άλλο σημείο «ὀνείροις ἀπεικάζειν» (παρομοιάζει) «τὰς ἄνευ σωμάτων ψυχὰς», στις ψυχές. Ο ένας δηλ (ο Νουμήνιος) λέει ότι ο δαιμόνιος τόπος είναι το κέντρο και ο άλλος (ο Πλάτων) τον τοποθετεί μεταξύ γης και ουρανού, όχι μόνο στην γη ούτε μόνο στον ουρανό. Και ο ένας μιλάει για την γη τούτη, πάνω στην οποία ήρθαμε, και οδηγεί τις ψυχές στους υπόγειους ποταμούς, ενώ ο άλλος τοποθετεί τους ποταμούς στον ουρανό και τις τιμωρίες των ψυχών εκεί, όπου η μακαριστή ζωή των ψυχών – το δείχνει και ο «Τίμαιος, 42.b», που λέει ότι «αυτή που ολοκλήρωσε την επιστροφή της στο σύννομο άστρο θα έχει ευδαίμονα ζωή», και επίσης ο Σωκράτης του «Φαίδρου, 249.a» που λέει ότι άλλες προχωρούν «εἰς τὰ ὑπὸ γῆς δικαιωτήρια (ὅπου καὶ οἱ ποταμοὶ πάντες καὶ αὐτὸς ὁ Τάρταρος,ὡς ἐν <Φαίδωνι> διδασκόμεθα», ενώ άλλες – κατά πως λέει στον «Φαίδρο, 249.b» – «αφού υψωθούν σε κάποιον τόπο του ουρανού, κουφαίνονται από την Δικαιοσύνη ώστε να ζήσουν αντάξια του τρόπου ζωής που έζησαν μέσα στο είδος του ανθρώπου –εἰς τοῦ οὐρανοῦ τινα τόπον ὑπὸ τῆς Δίκης κουφισθείσας διάγειν ἀξίως οὗ ἐν ἀνθρώπου εἴδει ἐβίωσαν βίου».
Με αυτά κάθε άλλο παρά ανάγονται στους πλανήτες οι υπό γη ποταμοί. Επιπλέον ο ένας ανάγει στον σύμπαντα ουρανό τις ψυχές τις «ἀποκαθισταμένας» (διότι «περὶ πάντας νενεμῆσθαι τοὺς ἀστέρας ὑπὸ τοῦ πατρὸς διαιρεθείσας ἰσαρίθμους τοῖς ἄστροις» [και μερίζονται σε όλους τους αστέρες, αφού ο πατέρας τις διαίρεσε να είναι “ισάριθμες με τα άστρα” κατά πως λέει ο Σωκράτης του «Τίμαιου, 41.d»]), ενώ ο άλλος θεωρεί ότι ο γαλαξίας συμπληρείται εκ των ψυχών των ανεβαίνοντας από εδώ στον ουρανό. Ο ένας δεν λέει ότι οι ευδαίμονες ψυχές προχωρούν προς τον υποχθόνιο τόπο, ενώ ο άλλος τις οδηγεί υποχρεωτικά πρώτα σε εκείνο τον τόπο, εφόσον κάθε ψυχή πρέπει να πορευτεί πρώτα προς τον δικαστή της, ενώ στην συνέχεια ανεβαίνουν στον ουράνιο τόπο, όπου «διάγουσιν εὐδαιμόνως». Διότι, μετά από τις δίκες, πρέπει να είναι και οι δαίμονες και οι τόποι και τα διάφορα γεγονότα, και ο δαιμόνιος τόπος, όπως λέγεται, θεωρείται ενδιάμεσος γης και ουρανού, όπου ο ουρανός είναι ο τόπος των θεών, ενώ η γη γεννά και τρέφει τα θνητά πλάσματα. Ενδιάμεσος μάλιστα ουρανού και γης τόπος είναι εκείνος που περιέχοντας απέξω όλη την γη, και τα μέσα της και τα άκρα της, και πολύ περισσότερο περικλείοντας τα έσχατα, περιζώνει εκ των κάτω τον ουρανό. Διότι δεν είναι ενδιάμεσος μέρους της γης και όλου του ουρανού. Συνεπώς θα βρίσκεται μετά τον σύμπαντα ουρανό και θα βρίσκεται ψηλότερα από τη γη στο σύνολό της, και όχι μόνο των βαθύτερων μερών της, όπου κατοικούμε εμείς, αλλά και των ψηλότερων, όπου τοποθετεί τους κλήρους των ευδαιμόνων ψυχών, που δεν έχουν αποβάλει ακόμα τελείως τα υλικά τους σώματα, όπως μάθαμε στον «Φαίδωνα, 114.b–c».
Αν πρέπει να δεχτούμε αυτά, και κάτω από τον ουρανό είναι μόνο ο αιθέρας που περιβάλλει κυκλικά όλη την γη, τούτος είναι ο δαιμόνιος τόπος, όπου βρίσκονται και οι δικαστές καθήμενοι ανάμεσα στη γη και στον ουρανό και το τρίστρατο αυτό των ψυχών και η σύνδεση των χασμάτων, τόσο αυτών που τείνουν προς την γη όσο και αυτών που τείνουν προς τον ουρανό. Όταν όμως ο δαιμόνιος τόπος λέγεται τρίστρατο (ἐν τῇ τριόδῳ), παραπέμπει στις τρις ζωές των ψυχών, αυτή που βρίσκεται «τὴν εἰς τὰ ἄκρα τῆς γῆς εὐδαιμόνων οὖσαν θεατῶν» (αυτήν που βρίσκεται στις κορυφές της γης και είναι των «ευδαιμόνων θεατών»), «τὴν εἰς τὸν ὑπόγειον τόπον κολαζομένων οὖσαν» (αυτήν που υπάρχει στον υπόγειο τόπο των τιμωρούμενων), «τὴν εἰς γένεσιν ἀμφοῖν μεσότητα συμπληροῦσαν» (αυτή που υπάρχει εν τη γενέσει ως ενδιάμεση των δύο τούτων), ή, κατά άλλον τρόπο, «τὴν οὐρανίαν, τὴν χθονίαν» και «τὴν ὑποχθονίαν», τις οποίες διευθετεί σε τάξη η κρίση των δικαστών. Πραγματικά ητης απολαύσεως και ευδαιμονίας ζωή, θεϊκή καθώς είναι, τίθεται στον ουρανό, η ζωή της δίκης τοποθετείται στην ενδιάμεση περιοχή, ενώ αυτή που αξίζει την ποινή δια του ξίφους τοποθετείται υπό γης.
Και αν πάλι αναφέρεται το κοινό σημείο των τεσσάρων χασμάτων, συνδέεται με τις δύο οδούς των αφανών λήξεων (κληρώσεων), την ουράνια και την χθόνια, και με τις διπλές καθόδους στην γένεση, που όλες συντελούνται και ολοκληρώνονται σύμφωνα με την δικαιοσύνη (κατὰ δίκην ἑκατέρων ἀπο τελουμένων). Διότι οι λήξεις (κληρώσεις) (προσδι)ορίζονται από αυτές, και από εκείνες δημιουργούνται αμέσως οι προς την γένεση οδοί μετά από τις περιόδους που καθόρισαν εκείνοι. Το ότι ο δαιμόνιος τόπος είναι ο τόπος της δίκης είναι φανερό από αυτά που γράφονται στον εν λόγω μύθο, καθώς αναφέρεται ότι ο Ήρ έφτασε μαζί με πολλούς σε κάποιο δαιμόνιο τόπο, όπου κάθονται οι δικαστές. Το ότι εξάλλου δεν έχει καμία διαφορά από το τρίστρατο θα πούμε ότι μας το διδάσκει ο μύθος που καταγράφεται στον πλατωνικό «Γοργία», διότι κι εκείνος λέει ότι οι δικαστές στο τρίστρατο κάθονται. Και αν εκείνος συνδέει και τον λειμώνα με το τρίστρατο, σημειώνοντας ότι αυτοί δικάζουν στον λειμώνα στο τρίστρατο, είναι βέβαια πασίγνωστο ότι τα τρία τούτα στοιχεία – ο δαιμόνιος τόπος, το τρίστρατο και ο λειμώνας – δηλώνουν την ίδια τοποθεσία του Κόσμου. Ο δαιμόνιος τόπος βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης, συνεπώς το ίδιο και το τρίστρατο και ο λειμώνας. Όσο για τον αιθέρα, είναι ο μόνος που βρίσκεται στο ενδιάμεσο των δύο, όπως αποδείχτηκε με τα γραφόμενα στον «Φαίδωνα, 109.c», εξαπλωμένος καθώς είναι όχι σε ένα μέρος της γης αλλά σε ολόκληρη και σε σύμπαντα τον ουρανό. Για τούτο και κατηγορεί τους πολλούς που τοποθετούν στο ίδιο σημείο τον αιθέρα και τν ουρανό.
Επομένως, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο δαιμόνιος τόπος, ο λειμώνας και το τρίστρατο δεν είναι άλλο από μέσον του σύμπαντος ουρανού, πλην αν το ενδιάμεσο του αέρος και του της ακρότητας της γης είναι ο υπό σελήνη τούτος τόπος. Εύλογα λοιπόν ονομάζεται και λειμώνας, καθώς περιέχει τις αρχές της γενέσεως και της εν υγρό φερόμενης φύσεως. Διότι μαζί με αυτή είναι και ο αήρ, το ύδωρ και η γη, στα οποία οι γενέσεις συντελούνται μέσω της υγρότητας και της επίκτητης θερμότητας. Και αν συναρτώνται άμεσα προς τη σφαίρα της σελήνης, όπου οι αιτίες της γενέσεως συνολικά και, όπως λέει κάποιος Ιερός Λόγος, «λάμπει το άγαμα (εικόνα) το αυτό-αποκαλυπτόμενο της φύσης – αὔτοπτον ἄγαλμα τῆς φύσεως προσλάμπει», είναι βέβαια φανερό ότι και υπό αυτό το πνεύμα δικαιολογημένα ονομάζεται λειμώνας, αφού δέχεται από εκεί πρώτος τις ανοδικές πορείες των πνοών που συγκροτούν την γένεση. Ονομάζεται βέβαια στη βάση του ορθού λόγου και τρίστρατο ψυχών, εκείνων που προσαγορεύονται τα τρία είδη ζωής : των «ἀνιουσῶν», των «πιπτουσῶν» και των «καταδεδικασμένων». Και το τρίτο είναι ο δαιμόνιος τόπος, εφόσον του έλαχε η ενδιάμεση περιοχή του Κόσμου. Διότι από παλιά κιόλας, η ξένη από την Μαντίνεια προσδιόρισε τους δαίμονες (βλ. και Συμπόσιο, 202.e) προσδιόρισε τους δαίμονες ως ενδιάμεσους των αθανάτων και θνητών – και ο αιθέρας ενδιάμεσος είναι και αυτός και των δύο τούτων.
Αν μάλιστα κάποιος συνέδεε με τον αιθέρα τους λόγους που περιέχονται στην πλατωνική «Επινομίδα», η οποία αποδίδει στους δαίμονες τόσο τις οξύτερες αισθήσεις όσο και τις άχραντες διανοήσεις, λέγοντας πως βλέπουν με μεγαλύτερη δύναμη τα ανθρώπινα πράγματα, σε κάθε περίπτωση, με βάση ότι γράφει και αυτή, δεν θα έχουμε αμφιβολία για το ότι ο Πλάτων ονομάζει δαιμόνιο τόπο τον αιθέρα. Η «Επινομίδα» όμως, γεμάτη από νόθα στοιχεία καθώς είναι και αινιγματικές υποδηλώσεις (νοῦ μυστηριώδους), ξεγελά το «νηπιόφρονα» και απλοϊκό μυαλό. Το ότι το στοιχείο αυτό της ομοφωνίας των συγκραμάτων αποδεικνύεται και από άλλα (είναι προφανές), και από τους συγχρόνους μας θα καταδείξουν το σφάλμα της άποψης μας οι ερμηνευτές της σχολής του Πατέριου, άντρες για τους οποίους τρέφουμε σεβασμό, καθώς ο Πατέριος αναγάγει τις ευδαίμονες ψυχές στον αιθέρα για τον οποί κάναμε λόγο, και παρουσιάζουν εκείνοι τον «Φαίδωνα» ως μάρτυρα (αυτό που λένε βέβαια είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα), σαν ο αιθέρας θα έλεγα εγώ να ανεβαίνει προς τον τόπο των δικαστών και προς κάποια λήξη (κλήρωση) των ψυχών (διότι το ένα εκπροσωπεί τον τόπο των ψυχών και το άλλο τον τόπο των δικαστών). Άλλωστε και στα ουράνια πράγματα μπορούμε να μετέχουμε, όχι όμως ως ουράνιοι. Διότι αν βρεθούμε στον ουρανό, γινόμαστε από κάθε άποψη ουράνιοι, αλλά και παραμένοντας κάτω από τον ουρανό δεν εμποδιζόμαστε να μετέχουμε στα ουράνια. Και στον κλήρο του αιθέρα συνεπώς όταν φτάνουμε, σαν τον τόπο δίκης και δικαστών, λέμε ότι υφιστάμεθα αυτό λόγω του ότι τείνουμε προς τους δικαστές, όταν όμως είναι σαν να φτάνουμε στην λήξη (κλήρο) που μας απονέμεται, όλοι βρισκόμαστε στην περιοχή αυτή στην οποία καταλαμβάνουμε σαν να πρόκειται για κάτι δικό μας.
Τούτου λοιπόν το προσδιορίσαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Κανείς όμως που έχει αντιληφτεί τον τόπο αυτό ως δαιμόνιο να μη σκεφτεί ότι τούτα διαφωνούν προς τα γραφόμενα του «Γοργία», όπου λέει ότι οι δικαστές των ψυχών είναι ένα είδος ψυχών ηρώων, ή ότι μόνο οι δαίμονες τοποθετούνται δικαστές για όσα έχει ζήσει κανείς και ότι οι θεοί δεν έχουν καμία συμμετοχή σε αυτό το μερίδιο. Ή ότι τοποθετούν ως δικαστές τις ψυχές που, όπως λέει ο Πλάτων στον «Κρατύλο», μεταβαίνουν στην τάξη των δαιμόνων, σαν να ήταν εκείνες οι ψυχές που αποφασίζουν σχετικά με την προηγούμενη ζωή εναντίον εκείνων που έφτασαν στην τιμωρία. Στις αναφορές του αυτές διακρίνει τους θεούς από τους δαίμονες και τους δαίμονες από τους ήρωες, αυτούς που αναφέρονται στον «Κρατύλο, 397.d» μέσα από πληθώρα των ονομάτων σχετικά με τα τρία τούτα γένη, αυτούς που αναφέρονται στο «Συμπόσιο, 202.e» μέσα από την φιλοσοφική ανάλυση για την ουσία για την ουσία και την τάξη των δαιμόνων, η οποία είναι πραγματική ενδιάμεση σε όλα τα εγκόσμια πράγματα. Αντίθετα, τον τόπο τούτο πρέπει να τον πει δαιμόνιο υπό το εξής λογική, ότι δηλαδή είναι μέσος του σύμπαντος που από την μία συμπορεύεται με τον ουρανό και από την άλλη περιρρέει κυκλικά την θνητή περιοχή στο σύνολό της. Στ’ αλήθεια, στους δαίμονες ταιριάζει η μεσότητα ως προς όλα τα πράγματα που λαχαίνουν, όπως στους θεούς ταιριάζει η κορυφή, όπως, αν θέλεις , στις ψυχές ταιριάζει το τέλος της ασώματης ζωής.
Επομένως, κι αν όλοι είναι στον ουρανό, θεοί, δαίμονες, ψυχές, είναι κατά τρόπο θεϊκό, αφού βέβαια ο ουρανός κατέχει την κορυφαία τάξη, κι αν πάλι είναι στον αιθέρα, είναι κατά τρόπο δαιμόνιο, λόγω της ενδιάμεσης θέσης του αιθέρα, και τέλος, αν είναι στη γη, είναι κατά τον τρόπο της ψυχής, λογω του έσχατου υποβιβασμού προς τα επάνω της γης. Οπότε η τριάδα τη μια φορά διέπεται από τον τρόπο του ουρανού, την άλλη από τον τρόπο του αιθέρα και την τρίτη προς τα επάνω της γης. Οπότε η τριάδα τη μία φορά διέπεται από τον τρόπο του ουρανού, την άλλη από τον τρόπο του αιθέρα και την τρίτη από της γης. Ο αιθέρας λοιπόν είναι δαιμόνιος τόπος όχι επειδή αποτελεί των δαιμόνων κλήρο, αλλά στη βάση του ότι (ακόμα και αν οι θεοί είναι εκεί έχοντας λάβει την τάξη των δικαστών ή κάποια άλλη ιδιαίτερο χαρακτήρα της πρόνοιας ή οι δαίμονες στην υπηρεσία της βούλησης των θεών ή οι ψυχές στον συσχετισμό τους προβάλλοντας την δικαστική ζωή) όλοι βρίσκονται εκεί κατά τον τρόπο των δαιμόνιο, και απεικονίζουν το μέσον ακριβώς αυτό ως αναγνωριστικό σύμβολο της ύπαρξης.
Στη βάση επίσης του ότι και οι εκεί θεοί είναι ενδιάμεσοι των ουράνιων θεών και των χθόνιων, στην θεώρησή τους ως εκφραστών της πρόνοιας, και οι ψυχές των ανώτερων και δικασμένων ψυχών, μέσω των οποίων συνέχεται το σύμπαν. Διότι το «δαιμόνιο» δεν είναι ονομασία ουσίας αλλά μόνο σχέσης, αυτής που πρέπει να έχει το μέσον προς αμφότερα τα άκρα. Πραγματικά, πως δεν θα μπορούσε να είναι και των θεών τόπος εκείνος, εφόσον στου «Νόμους, 828.c» διδαχτήκαμε να λατρεύουμε και τους χθόνιους θεούς ; πως πάλι δεν θα είναι τόπος και των ψυχών που έχουν άφθονο μερίδιο, εφόσον στον τόπο εκείνο και τα άκρα της εντός του αιθέρα γης μπορούν να μετέχουν σε θεϊκή χορήγηση, όπως μας παραδόθηκε στον «Φαίδωνα, 109.e»; Δεδομένου λοιπόν ότι εκείνος είναι ένας και μοναδικός τόπος των πάντων – θεών, δαιμόνων και ψυχών -, ως ενδιάμεσος που είναι πήρε το όνομά του από την τάξη αυτών στους οποίους έλαχε.
πηγή: eleysis69.wordpress