Πτυχές Επικούρειας φιλοσοφίας:
οικολογικός κοινοτισμός και δημοκρατία - ελεύθερη βούληση - ανθρωπισμός - η φύση ως λόγος
Χρησιμοποιούμε τον όρο ελληνικότητα - και αλλού ελληνικό τρόπο - για να ξεκαθαρίσουμε από τον τίτλο της μελέτης ότι στις προθέσεις μας δεν είναι να χαϊδολογήσουμε κάποια εθνική φιλαρέσκεια και δεν επιθυμούμε να υπηρετήσουμε καμιάς απόχρωσης εθνικισμό.
Αναφερόμαστε στην ελληνικότητα, στα πλαίσια του θαυμασμού που εκφράστηκε απ’ όλο τον σκεπτόμενο κόσμο από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, και επικεντρώθηκε στα επιτεύγματα ενός λαού σε μια περίοδο της ιστορίας του, προφανώς των αρχαίων χρόνων, που αποτελεί κορυφαίο υπόδειγμα, ένα διαρκές σημείο αναφοράς, πολιτιστική κολυμβήθρα έμπνευσης για τον τρόπο που είναι ικανός να ζει ο άνθρωπος.
Αναφερόμαστε στην ελληνικότητα για να δούμε εμείς, που φέρουμε το όνομα και κατοικούμε σήμερα τον τόπο, μιλάμε τη γλώσσα ως μητρική, σε ποια χαρακτηριστικά στηρίχτηκαν εκείνοι και έφτασαν σε τέτοιο πολιτιστικό θαύμα. Δεν θα θαυμάζαμε την αρχαιότητα το ίδιο αν είμαστε ικανοποιημένοι από τη δική μας κατάσταση. Προφανώς κάτι έχει πάει στραβά. Αν τα χαρακτηριστικά αυτά αλλοιώθηκαν ή χάθηκαν να δούμε γιατί και πώς. Να δούμε αν μπορούμε να τα αναδείξουμε ξανά με τρόπο χρήσιμο και για εμάς και για τον τόπο.
Επειδή το εγχείρημα είναι ακανθώδες και κρύβει παγίδες, θα αφιερώσουμε μεγαλύτερη έκταση στην ελληνικότητα, από την ανάγκη να στηρίξουμε με επιχειρήματα την άποψή μας και μικρότερη στην επικούρεια φιλοσοφία. Θεωρώ πως ακόμη και η λιγοστή, όμως απροκατάληπτη, γνώση της επικούρειας φιλοσοφίας είναι αρκετή για την αποδοχή του συμπεράσματος που υπαινίσσεται ο τίτλος.
Όπως έχει πει ο Καστοριάδης δεν μπορούμε να αντιγράψουμε τους αρχαίους, οφείλουμε όμως να εμπνευστούμε από αυτούς. Θα ορίσουμε λοιπόν ποια είναι κατά τη γνώμη μας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Έλληνα ανθρώπου.
Ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης από την αρχή του έργου του στο κεφάλαιο «Το γνήσιο ελληνικό» γράφει: Η ελληνική παιδεία είναι στην ουσία δημοκρατική, ρασιοναλιστική, κι εδωκοσμική. Γεννήθηκε και άκμασε με την πάλη και τη νίκη πάνω στις πατρικές βασιλείες, στη γαιοκτημονική αριστοκρατία και στη μυθική κοσμοερμηνεία των χρόνων της αγροτικής οικονομίας».
Η παιδεία κάθε λαού μεταφράζει το πολιτιστικό του διαμέτρημα, εκφράζει και αποτυπώνει τα κύρια χαρακτηριστικά του. Η τέτοια ελληνική παιδεία δεν θα μπορούσε να προκύψει παρά μόνο από τα κύρια χαρακτηριστικά του Έλληνα ανθρώπου.
Το πρώτο είναι η ισχυρή του ατομικότητα και το δεύτερο η ερμηνεία του κόσμου με βάση τη λογική.
Ο όρος ατομικότητα δεν έχει να κάνει με τον ατομισμό - πόσο μάλλον με τον εγωισμό - που αποτελούν έκπτωση της ατομικότητας, αλλά με την έννοια της αυτοτελούς, αυθύπαρκτης και αυτοδύναμης προσωπικότητας, της ικανής να κατανοήσει και να καλλιεργήσει έτσι τη γνήσια αλληλέγγυα συλλογικότητα.
Είναι προφανές πως και τα δύο παραπάνω χαρακτηριστικά στηρίζουν και ενισχύουν το ένα το άλλο, μα θα τα δούμε ξεχωριστά, αφού από το καθένα δρομολογήθηκαν ιδιαίτερα πολιτιστικά προϊόντα που ακόμη θρέφουν την ανθρωπότητα. Θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε το αντίκρισμα, την εκδήλωση αυτών των χαρακτηριστικών μέσα από τη διασταλτική ερμηνεία των μύθων και των ιστορικών δεδομένων.
Η ισχυρή ατομικότητα, πρώτα, εκφράζεται ήδη από νωρίς στο μύθο του Προμηθέα. Ένας γιος Τιτάνα ξεγελά τους θεούς και φέρνει τη γνώση και τα τεχνολογικά μέσα στους ανθρώπους. Ο Έλληνας χειραφετείται και παρέχει μια εξήγηση για τη χειραφέτηση, μυθοποιώντας έναν γνήσιο αγώνα. Δεν θέλει τη γνώση να του χαρίζεται με αντάλλαγμα την υποταγή, αλλά να την κερδίζει με οδυνηρό αντίτιμο τις συμφορές του κουτιού της Πανδώρας.
Στην Ιλιάδα ο Αίαντας τολμά να σηκώσει το όπλο του στον ίδιο τον Άρη και προκαλεί στο θεό τραύματα που τον θέτουν εκτός μάχης. Μέσα από τη λαϊκή λογοτεχνία ο άνθρωπος αναμετριέται με τους θεούς.
Επόμενοι σταθμοί έκφρασης της χειραφέτησης λοιπόν, τα Ομηρικά έπη με κορυφαία την ανάδειξη του προσώπου του Οδυσσέα, έπειτα η ιωνική φυσική, στην οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, και το «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» του Πρωταγόρα, η επίσημη αναγόρευση της αυτονόμησης του Έλληνα ανθρώπου. Ο ελληνικός τρόπος είναι οριστικά ανθρωποκεντρικός και εκφράζεται πρώτα στις πόλεις που ακμάζουν σε όλα τα παράλια της Μεσογείου κι έπειτα στη μεγάλη δημοκρατία της Αττικής.
Η πόλη για τον Έλληνα άνθρωπο προοδευτικά γίνεται αιτία ανάπτυξης θεσμών που φέρνουν τους ανθρώπους της τόσο κοντά, ώστε ακόμη κι οι φτωχότεροι να νιώθουν πως ευεργετούνται. Αυτό ξεκίνησε από την προκλασσική περίοδο ώστε στα κλασσικά χρόνια, σχεδόν καμιά από τις ελληνικές πόλεις δεν υπάρχει ως μάζωξη υποταχτικών και ετερονομημένων ανθρώπων. Η ελληνική πόλη – κράτος της περιόδου εκείνης αποτελεί εξαιρετικό δείγμα αυτονόμησης αξεπέραστο στους αιώνες που ακολούθησαν.
Η ισχυρή ατομικότητα βεβαίως, ενόχλησε πολλούς. Οι ναζί απέπεμψαν τους Έλληνες από τη νέα τάξη που σχεδίαζαν, γιατί είναι πολύ ατομιστές. Έτσι ερμήνευσαν εκείνοι την ατομικότητα. Η πλειονότητα των ιστορικών, υπηρετώντας προφανώς τις ανάγκες του σύγχρονου κράτους, με παράκαμψη κι εδώ του όρου ατομικότητα, στον εγωισμό των Ελλήνων αποδίδουν τις συγκρούσεις και τον αλληλοσπαραγμό, αφού εξ αιτίας του δεν κατάφεραν να κάνουν ενιαίο κράτος, κάτι που έχουν περάσει και στα σχολικά μας βιβλία. Έτσι, μικροί μαθητές, βάζουμε στη ζυγαριά τον εγωισμό, ελάττωμα βαρύ προφανώς, με την ατομικότητα από την άλλη να αγνοείται.
Ωραία το επισημαίνει ο Θεοδωρίδης: «Ενότητα αχάλαστη, λέει, είχαν οι ανατολικές μοναρχίες, η αυτοκρατορική Ρώμη, το Βυζάντιο, η αυτοκρατορία των σουλτάνων. Καμιά από τις τρανές αυτές αυτοκρατορίες δεν παρουσίασε την απόδοση της κομματιασμένης αλληλοσπαρασσόμενης Ελλάδας. Η ενωμένη Ελλάδα δε θα ήταν Ελλάδα πια».
Το πρώτο λοιπόν στον ελληνικό χαρακτήρα, το στοιχείο της ισχυρής ατομικότητας, ανέδειξε τον άνθρωπο ως πρόσωπο, τον έσπρωξε στη νέα οικονομία, τη βιοτεχνική και τη μεταπρατική, γέννησε την πόλη – κράτος, τους δημοκρατικούς της θεσμούς, τις ιστορικές προσωπικότητες, τη νικηφόρα αντίσταση στους Πέρσες, αλλά και τη διαρκή πάλη μεταξύ αριστοκρατικών και δημοκρατικών που μέσω του Θουκυδίδη έδωσε τροφή στις σύγχρονες πολιτικές τεχνικές διακυβέρνησης.
Η δημοκρατία, αποτελεί πράγματι το πέρασμα των προνομίων των λίγων στους πολλούς, σύμφωνα με τα μέτρα της εποχής. Οι σημερινοί όμως «δημοκράτες» βγάζουμε σπυριά όταν ακούμε για κλήρωση και για καθολική συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων.
Η ισχυρή ατομικότητα και οι επιτυχίες της γεμίζουν εμπιστοσύνη και αισιοδοξία τον Έλληνα άνθρωπο. Οι θεοί του έχουν τα δικά του προτερήματα και ελαττώματα. Εξελίσσονται μαζί του. Τον ξεπερνούν μόνο γιατί είναι αθάνατοι και προοδευτικά γίνονται οι προστάτες των θεσμών της πόλης. Από προνόμιο της αριστοκρατίας γίνονται προστάτες του Δήμου.
Όταν η πόλη θα χάσει την αυτονομία της και θα πισωγυρίσει, απ’ αυτή την αρνητική εξέλιξη που σημάδεψε το ελληνικό φρόνημα, θα απαξιωθούν κι οι θεοί. «Έτσι θα αντιμετωπίσουν και τον τρόμο τους από το θάνατο των θεών τους», όπως επισημαίνει η Λιλή Ζωγράφου, γιατί «πνεύμα που δεν εξελίσσεται, πεθαίνει».
Στον Άγγλο ιστορικό Άρνολντ Τόινμπι διαβάζουμε πως οι Έλληνες απέτυχαν παταγωδώς στο θέμα της θρησκείας, πως αυτή υπήρξε η «αχίλλειος πτέρνα» τους. Θεωρώ πως η ισχυρή τους ατομικότητα αποτελεί απάντηση στο γιατί. Η ελληνική θρησκεία «είναι η αισθητική αναπαράσταση των φαινομένων της φύσης» όπως γράφει ο Λιαντίνης, και, θα συμπληρώναμε, της κοινωνικής και πνευματικής ζωής.
Διακινδυνεύω να πω πως κατά έναν τρόπο ο Έλληνας έφτιαξε τους θεούς με σκοπό να τους φτάσει και στο δρόμο, καθώς ο ίδιος διαρκώς ψήλωνε, οι θεοί έφτασαν να είναι συντροφιά και σημείο αναφοράς στη γιορτή της ζωής.
Ο Έλληνας άνθρωπος αισθάνεται και γνωρίζει πως ο θεός είναι δικό του δημιούργημα κι όχι το αντίθετο. Αυτό νομίζω είναι αρκετό.
Στην ελληνική σκέψη δεν υπάρχει η έννοια της δημιουργίας και της αρχής του κόσμου. Ο κόσμος είναι αϊδιος. Αυτό εκφράζεται στον Ηράκλειτο. «Τον κόσμο αυτόν δεν τον έφτιαξε κανείς ούτε θεός ούτε άνθρωπος αλλά ήταν από πάντα φωτιά που φουντώνει και καταλαγιάζει με μέτρο». Η απόπειρα του Ησίοδου, που είχε προηγηθεί και όπως μαρτυρούν οι πηγές είχε χετιτικές επιρροές, να δώσει μια αρχή στα πράγματα με το Χάος, σκόνταφτε στο εύλογο ερώτημα: και πριν από το Χάος, τι; Όπως το πρόβαλε ο 14χρονος Επίκουρος στον πρώτο του δάσκαλο, αφού «τίποτε δεν προέρχεται από το τίποτε». Από τότε ο μικρός Επίκουρος κατάλαβε τη διαφορά μεταξύ ποίησης και φιλοσοφίας. Ο Ησίοδος ήταν ποιητής κι εξέφραζε την ηπειρωτική αγροτική συντηρητική Ελλάδα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη απόπειρα ερμηνείας του κόσμου έξω από τους μύθους εκφράζεται στις αποικίες της Ιωνίας, και στη μεγάλη πολιτεία της Μιλήτου. Οι πρώτοι σοφοί, επηρεασμένοι από το προοδευτικό μεταπρατικό πνεύμα, ήρθαν σε επαφή με άλλους αρχαίους πολιτισμούς των οποίων τη γνώση αξιολόγησαν και κατά βάση, ως προς τα συμπεράσματα εκείνων, απέρριψαν. Έχει μείνει σαν κλισέ η αναφορά πως «Οι Έλληνες πήραν τα πάντα από τους ανατολικούς και απλώς τα αξιοποίησαν βάζοντας τη δική τους σφραγίδα». Η ανταλλαγή και μετάδοση γνώσης και βέβαια υπάρχει κατ’ εφαρμογή κι αντιστοιχία με το νόμο της οικονομίας της φύσης, όμως η ελληνική σφραγίδα ήταν βουτηγμένη στο μελάνι της λογικής.
Γι’ αυτό δε βρήκε ιδιαίτερη απήχηση η δυιστική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση – άλλο το σώμα άλλο η ψυχή - που ήρθε από την ανατολή με τον Ορφισμό. «Όσο και να τη δούλεψαν με τη λογική οι Πυθαγόρειοι, κι ο Πλάτωνας, έμεινε σαν κάτι ξένο στην ελληνική διανοητική ζωή», όπως επισημαίνουν οι Τσέλλερ – Νεστλέ στα συμπεράσματά τους, και συνεχίζουν. «Το ίδιο ξένος και ολότελα ασυμβίβαστος με τη φύση του Έλληνα ο ασκητισμός και η συναφής ιδέα της λύτρωσης της ψυχής».
Η εύρεση των αιτίων μέσα από τη φύση των πραγμάτων αποτέλεσε το αντικείμενο έρευνας των Ιώνων φυσικών φιλοσόφων, τότε μιλούμε πρώτη φορά για φιλοσοφία, και εγκαινίασε την ευγενή προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει άνθρωπος. Αναζητώντας τις φυσικές αιτίες σκοντάφτουμε στο ανθρώπινο συναίσθημα και ή θα το εξοβελίσουμε καταπολεμώντας το, κάτι που ο Έλληνας απέρριψε εξ ορισμού ή θα το αποδεχτούμε. Εδώ η ελληνική φιλοσοφία μας έδωσε απαράμιλλα δείγματα.
Η ηθική διδασκαλία στα χρόνια του Δημόκριτου, του Σωκράτη και των σοφιστών καταλήγει στην οικοδόμηση της αρετής επάνω στα πάθη. Αυτό αποτέλεσε τον γνήσιο ελληνικό τρόπο. «Η οδηγία τους», παρατηρεί ο Λιαντίνης, «δεν ήταν να ξεριζώνουν τα πάθη αλλά να τα παιδαγωγούν». Η ηθική συμπεριφορά του Έλληνα ανθρώπου εξαρτάται από τη γνώση του και το ζύγιασμα των παθών του.
Ο Έλληνας μετρώντας τη φύση των πραγμάτων μετριάζει και την υπερβατικότητα των θεών του. Ο Ερμής πετάει μεν αλλά έχει φτερά στα πέδιλα. Ο Ήφαιστος κατασκευάζει πανοπλίες με προσωπική εργασία σε μηχανουργείο. Ο Απόλλων παίζει μουσική με τη λύρα. Ο Άρης και η Αθηνά πολεμούν με ασπίδα και δόρυ. Είπαμε και πριν: Κατά το μύθο οι θεοί κατείχαν πριν τον Προμηθέα μόνοι αυτοί την τεχνική, όμως οι θεοί των Ελλήνων έτσι κι αλλιώς ενεργούσαν υπεράνθρωπα μόνο με χρήση των κοινών πλέον εργαλείων.
Το δεύτερο στοιχείο λοιπόν στον ελληνικό τρόπο, η λογική ερμηνεία, με βάση την πραγματικότητα των φαινομένων, «η ζωή σύμφωνα με την ηθική της γνώσης» όπως το διατύπωσε ο Λιαντίνης, οικοδομεί έναν κόσμο που στηρίζεται στην παρατήρηση και τη νόηση, που προσμετρά τα όρια στα ανθρώπινα μέτρα, - να θυμηθούμε το «μηδέν άγαν» - μας δίνει την ίδια τη φιλοσοφία, την ανάπτυξη της γλώσσας, την ελληνική παιδεία, την επιστήμη με βάση την απόδειξη, τη φιλοκαλία στην τέχνη, την ανάπτυξη της τεχνικής, το παιδευτικό θέατρο, που μαζί με τη μελέτη του θανάτου και την επίγνωση της θνητότητας συνθέτουν τον ελληνικό τρόπο ζωής.
«Με μια απλοποίηση που εξιδανικεύει, γράφει ο ελληνιστής Λαυρέντιος Γκέμερεϋ στο βιβλίο του «Η δύση της Δύσης», μπορεί να χαρακτηριστεί η συνείδηση του Έλληνα σαν η συνείδηση του ότι είναι άνθρωπος. Όχι με την έννοια μιας αποστολής για το καλό της ανθρωπότητας, αλλά σαν τρόπος ζωής, που εμφανίζεται ως αυτοτελής σκοπός».
Για το πώς αποδίδονται όλα τα προηγούμενα στην επικούρεια φιλοσοφία θα μπορούσαμε να γεμίσουμε σελίδες. Για την οικονομία του χώρου σταχυολογήσαμε ενδεικτικά αποσπάσματα από τα λιγοστά σωζόμενα κείμενα, που τα παρουσιάζουμε μεταφρασμένα με μορφή σημειώσεων, παραθέτοντας παρακάτω την περιγραφή τους.
Η ισχυρή ατομικότητα, εκφράζεται με την απεριόριστη εμπιστοσύνη του Επίκουρου στην ελεύθερη βούληση(1), στην περίφημη παρέγκλιση στην κίνηση των ατόμων της ύλης(2), με τη δυνατότητα του ανθρώπου, όπου αυτό είναι εφικτό, να διαφεύγει από την ανάγκη(3), με τον ανθρωποκεντρισμό της καθώς συνισταμένη της ανθρώπινης δράσης είναι η προσωπική ωφέλεια(4), με την παρρησία που αναγνωρίζει ως έμφυτο σκοπό την ηδονή(5), με την απελευθέρωση από τις πλάνες και τους παράλογους φόβους που στοιχειώνουν την ζωή του ανθρώπου(6), με την αναίρεση της θείας πρόνοιας(7) και το κάλεσμα στην μακάρια ισόθεη ευζωία με απλές συνταγές(8), με το λάθε βιώσας στους Κήπους των αξιών της ζωής κι όχι στις παλαίστρες της εξουσίας(9), με τον ύμνο προς το αθάνατο αγαθό της φιλίας(10)…
Η εξήγηση του κόσμου με βάση τη λογική εκφράζεται μεγαλόπρεπα στον κανόνα(11), την επικούρεια μέθοδο σκέψης, που εμπιστεύεται απεριόριστα τις αισθήσεις και τα συναισθήματα, τις προλήψεις που προέρχονται από αυτά και την κοινωνία της γνώσης(12), που εξαρτά την σχετική αλήθεια των πραγμάτων από την επιμαρτύρηση ή τη μη αντιμαρτύρηση προς αυτά της πραγματικότητας των φαινομένων(13), επαγωγικά και κατ’ αναλογία των γνωστών για τα άδηλα(14), τον πλεοναχό τρόπο ως τεκμήριο επιστημοσύνης(15), όλα χρηστικά προς επίτευξη της ευδαιμονίας. Με την παραίνεση προς τη φιλοσοφία από την πρώτη νεότητα και για όλη τη ζωή (16), με την εμπιστοσύνη στο εύκτητο των καλών και αναγκαίων και την αναγνώριση του πλούτου της φύσης(17). Με την διδασκαλία για την υλικότητα της ψυχής, τον μονισμό της ανθρώπινης φύσης(18) και επομένως την μια και μοναδική εδωκοσμική ζωή(19).
Συμπληρωματικά οφείλουμε να πούμε ότι στον Επίκουρο δεν βρίσκουμε απολύτως τίποτε ξένο προς την ελληνική σκέψη, απεναντίας θέλησε τους Έλληνες μόνους ικανούς προς φιλοσοφία(20), και όπως εκτιμά ο Θεοδωρίδης «…εννοεί την ιωνική παιδεία, που χωρίς άλλο, μόνο σε αστική κοινωνία μπορούσε να βλαστήσει και τέτοια ήταν μονάχα η ελληνική στα χρόνια του».
Θα επιχειρήσω δύο μόνο συγκριτικές αναφορές, παρ’ όλο που θα ήθελα να τις αποφύγω. Ο σύγχρονος μελετητής του Πλάτωνα μελετά τον τρόπο άμυνας της αρχαίας αθηναϊκής αριστοκρατίας απέναντι στην ιωνική φυσική και τη δημοκρατία. Η άμυνα αυτή πήρε στοιχεία από τον ασιατικό δεσποτισμό. Ασιατικός δεσποτισμός με ελληνικό λεξιλόγιο και απαράμιλλη ποιητική έκφραση, όμως δεσποτισμός.
Δεύτερο: Ενώ ο Επίκουρος έκρινε επικίνδυνο το «κατ’ ανάγκην γίγνεσθαι», παρακολούθημα της απόπειρας εύρεσης των αιτίων από τους Ίωνες φυσικούς, και γι’ αυτό στήριξε φιλοσοφικά το τυχαίο και την ελεύθερη βούληση, οι στωικοί αντίθετα ανέδειξαν πρόθυμα την ανάγκη ώστε ο δούλος να αποδέχεται τη μοίρα του και κάθε προσπάθεια αλλαγής της προσωπικής κατάστασης να θεωρείται διατάραξη της ισορροπίας. Πόσο ελληνικό είναι κι αυτό;
Και μια τρίτη συγκριτική αναφορά, επίκαιρη γιατί είναι σε σχέση με τη Δύση: Οι Νεοέλληνες σήμερα αναζητούμε τις ρίζες μας στραμμένοι στη Δύση πεισμένοι πως ο Δυτικός πολιτισμός βασίζεται στην ελληνικότητα που εμείς απωλέσαμε. Καλά ο διαφωτισμός, όμως, τα σύγχρονα πολιτικά και χρηματοοικονομικά συστήματα είναι προϊόντα εξέλιξης της ελληνικότητας; Αν το εξετάσουμε νηφάλια θα διαπιστώσουμε πως οι δυτικοί θαυμαστές του ελληνικού πολιτισμού πήραν μόνο ό,τι τους βόλευε κι ό,τι μπορούσαν να κατανοήσουν με βάση τις δικές τους πολιτισμικές καταβολές. Όπως υποστηρίζει ο Λαυρέντιος Γκέμερεϋ «πήραν μόνο τον τύπο και καθόλου την ουσία».
Ο τίτλος αυτής της μελέτης θα μπορούσε να ήταν: «Επικούρεια φιλοσοφία, η φιλοσοφική απόδοση του Έλληνα ανθρώπου». Για εμάς η επικούρεια φιλοσοφία και η ελληνικότητα είναι ταυτόχρονα σώμα και ψυχή.
Όπως καταθέτει ο Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, «Ο Έλληνας άνθρωπος κι ο κόσμος του είναι καρπός λειτουργίας αιώνων που πρέπει να κρατηθεί με κάθε θυσία. Την αποστολή αυτή την ανάλαβε ο Κήπος μέσα στις σκληρές δοκιμασίες της εποχής. Ο ίδιος ο Επίκουρος μας έδωσε μιαν εικόνα του ανθρώπου αυτού, του Έλληνα και Επικούρειου (…). Για τους θεούς έχει όσιες δοξασίες, για το θάνατο είναι πάντα άφοβος, κατάλαβε με το στοχασμό του το σκοπό που έχει βάλει η φύση, ξέρει πως το ύψιστο αγαθό μπορεί να το αποκτήσει ολοκληρωμένα κι εύκολα, ενώ η διάσταση των κακών είναι περιορισμένη σε χρόνο κι ένταση. Δεν ταράζεται ούτε στον ξύπνο ούτε στον ύπνο και ζει σαν θεός ανάμεσα στους ανθρώπους. Γιατί δε μοιάζει σε τίποτε με θνητό άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά: ουθέν γαρ έοικε θνητώ ζώω ζων άνθρωπος εν αθανάτοις αγαθοίς».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. ελεύθερη βούληση
«…άλλα γίνονται κατ’ ανάγκη, άλλα από τύχη και άλλα οφείλονται στη δική μας βούληση…».
Επιστολή στο Μενοικέα, 133
2. παρέγκλιση
«…το ότι ο νους δεν διακατέχεται από μιαν εσωτερική αναγκαιότητα σε κάθε του ενέργεια, και δεν υποχρεώνεται στην αδράνεια και στην παθητικότητα, είναι αποτέλεσμα αυτής της μικρής παρέγκλισης των ατόμων σε ακαθόριστο τόπο και χρόνο.».
Λουκρήτιος, De rerum natura, 290 – 293 Μετάφραση: Γιάννης Αβραμίδης
3. απελευθέρωση από την ανάγκη
«Κακόν ανάγκη, αλλ’ ουδεμιά ανάγκη ζην μετ’ ανάγκης».
Επικούρου προσφώνησις, 9
4. προσωπική ωφέλεια
«…η φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτε αν δεν απαλλάσσει την ψυχή από τα πάθη της».
Επικούρου απόσπασμα, 54
«Πρώτα απ’ όλα, να θεωρείς ότι ο σκοπός της γνώσης των ουράνιων φαινομένων (…) δεν ειν’ άλλος από την ψυχική αταραξία και την απόκτηση μιας σταθερής πεποίθησης…».
Επιστολή προς Πυθοκλή, 85
5. σκοπός της δράσης η ηδονή
«…η ηδονή είναι αρχή και σκοπός του μακαρίως ζην. (…) είναι το πρωταρχικό και συγγενικό με τη φύση μας αγαθό (…) αφετηρία για κάθε επιλογή και για κάθε αποφυγή μας».
Επιστολή προς Μενοικέα, 129
6. απελευθέρωση από παράλογους φόβους
Άφοβον ο θεός ανύποπτον ο θάνατος
το μεν καλόν εύκτητον το δε δεινόν ευεκκαρτέρητον
τετραφάρμακος
7. δεν υπάρχει θεία πρόνοια
«Το μακάριο και άφθαρτο ον ούτε το ίδιο έχει προβλήματα ούτε και σε άλλους προκαλεί. Έτσι δεν οργίζεται με κανέναν και δεν χαρίζεται σε κανέναν. Γιατί όλα αυτά είναι γνωρίσματα των αδύναμων όντων».
Κύρια Δόξα, 1
8. ισόθεη ευζωία
«…θα ζήσεις σα θεός ανάμεσα σε ανθρώπους, γιατί δεν μοιάζει με θνητό ζώο ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά».
Επιστολή στο Μενοικέα, 135
9. λάθε βιώσας
«Την ευδαιμονία και τη μακαριότητα δεν τη φέρνουν τα μεγάλα πλούτη κι οι περιουσίες, ούτε οι εξουσίες και η ισχύς, αλλά η αλυπία και η πραότητα των συναισθημάτων κι η ψυχική διάθεση που αναγνωρίζει τα όρια της φύσης μας».
Επικούρου απόσπασμα 85
10. φιλία
«Απ’ όλα τα αγαθά που παρέχει η σοφία, διασφαλίζοντας από κάθε άποψη τον ευτυχισμένο βίο, το μέγιστο είναι η απόκτηση φίλων».
Κύρια Δόξα 27
11. Κανόνας
«…ο Επίκουρος λέγει ότι κριτήρια της αλήθειας είναι οι αισθήσεις, οι προλήψεις και τα αισθήματα (πάθη)».
Διογένης Λαέρτιος, Επικούρου βίος, 31
12. αλήθεια των αισθήσεων
«Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα έχεις πλέον τίποτα με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμα και εκείνες τις αισθήσεις που ισχυρίζεσαι ότι μας εξαπατούν».
Κύρια Δόξα, 23
13. πραγματικότητα των φαινομένων
«…η επιβεβαίωση και μη αμφισβήτηση είναι το κριτήριο της αλήθειας ενός πράγματος ενώ η μη επιβεβαίωση και αμφισβήτηση είναι το κριτήριο του ψευδούς. Βάση και θεμέλιο των πάντων είναι το ολοφάνερο (ενάργεια)».
Σέξτος Εμπειρικός, προς λογικούς, 25
14. κατ’ αναλογία των γνωστών για τα άδηλα
«Το σύμπαν αποτελείται από σώματα και κενό. Την ύπαρξη των σωμάτων επιβεβαιώνει πριν απ’ όλα η αίσθηση με βάση την οποία είμαστε υποχρεωμένοι να σκεφτόμαστε και να βγάζουμε συμπεράσματα και για το άγνωστο (το άδηλον)(…) Όσο γι αυτό που ονομάζουμε χώρο ή κενό ή άψαυστη φύση, αν δεν υπήρχε, τότε τα σώματα δεν θα είχαν πού να σταθούν ούτε πού να κινηθούν, ενώ, καθώς φαίνεται, κινούνται».
Επιστολή προς Ηρόδοτο 39,40
15. πλειότιμος λογική
«…τα πάντα παραμένουν ακλόνητα αν εξηγηθούν με τη μέθοδο των πολλαπλών αιτίων (κατά πλεοναχόν τρόπον) σε συμφωνία πάντοτε με τα αντιληπτά φαινόμενα όταν αποδεχτούμε, όπως θα έπρεπε, μιαν εύλογη εξήγησή τους».
Επιστολή προς Πυθοκλή, 87
16. φιλοσοφία
«Όσο είναι κανείς νέος ας μην αναβάλλει για το μέλλον τη φιλοσοφία, μα κι όταν γεράσει ας μη βαριέται να φιλοσοφεί».
Επιστολή προς Μενοικέα, 122
17. εμπιστοσύνη στη φύση
«Ας ευγνωμονούμε την ευλογημένη φύση, που έκανε όλα τα αναγκαία ευκολοαπόκτητα».
Επικούρου απόσπασμα 67
18. υλική ψυχή
«Η ψυχή είναι μια πολύ λεπτή σωματική ουσία, κατεσπαρμένη στο σύνολο των μερών του σώματος. (…) Και βέβαια, όταν διαλύεται η δομή του σώματος, η ψυχή διασκορπίζεται και ούτε κινείται ούτε διαθέτει αίσθηση…».
Επιστολή προς Ηρόδοτο, 63, 66
19. εδωκοσμική ζωή
«Ζούμε μόνο μια φορά και δεύτερη δεν θα υπάρξει στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως χωρίς να έχεις σίγουρο το αύριο, αναβάλλεις τη χαρά. Κι η ζωή περνάει και χάνεται κι ο καθένας μας πεθαίνει μέσα στις ασχολίες».
Επικούρου προσφώνησις, 14
20. «Ο δε Επίκουρος έμπαλιν υπολαμβάνει μόνους φιλοσοφήσαι Έλληνας δύνασθαι». Κλήμης ο Αλεξανδρείας, Στρωματείς Ι
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Κείμενα – πηγές της επικούρειας φιλοσοφίας και τέχνης του ζην. Επιμέλεια Γιάννης Αβραμίδης, ΘΥΡΑΘΕΝ Εκδόσεις, 2000.
2. ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ, Η αληθινή όψη του αρχαίου κόσμου, Χαράλαμπος Θεοδωρίδης, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1954
3.ΑΝΤΙΓΝΩΣΗ, τα δεκανίκια του καπιταλισμού, Λιλή Ζωγράφου, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1974
4. Τα Ελληνικά, Δημήτρης Λιαντίνης
5. Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, Arnold Toynbee, Ινστιτούτο του βιβλίου – Μ. Καρδαμίτσα, 1992
6. Ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας, Τσέλλερ – Νέστλε, Μετάφραση – πρόλογος Χαράλαμπου Θεοδωρίδη, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1941.
7. Η δύση της Δύσης, η απομυθοποίηση της Ευρώπης και ο ελληνισμός, Λαυρέντιος Γκέμερεϋ, Εκδόσεις Παπαζήση, 1977
πηγή: epicuros.net