Του Σπύρου Ράγκου, επίκουρου καθηγητή Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών
Η πεποίθηση ότι μέσω μυστηριακών τελετών μπορούσε να έρθει κανείς σε επαφή με τη θεότητα ήταν πανάρχαιη. Ομως, στην ελληνική φιλοσοφία εμφανίστηκε όψιμα. Το πρώτο ολοκληρωμένο σύγγραμμα που μας διέσωσε η αρχαιότητα για την υπεράσπιση των μεθόδων αυτών (γνωστών υπό τον όρο θεουργία) είναι το Περί των αιγυπτίων μυστηρίων του Ιάμβλιχου (3ος - 4ος αι. μ. Χ.). Στην παράδοση που εγκαινίασε το έργο αυτό εγγράφεται και ένα μικρό σωζόμενο πόνημα του Πρόκλου, το οποίο κάποιος χριστιανός συμπιλητής, πιθανότατα ο Μιχαήλ Ψελλός, επέγραψε Περί της καθ'Ελληνας ιερατικής τέχνης.
Καταγόμενος από τη Λυκία της Μ. Ασίας, ο Πρόκλος (412 - 485 μ. Χ.), επικεφαλής της πλατωνικής σχολής στην Αθήνα (διάδοχος), ήταν ένας ακαταπόνητος σχολιαστής των πλατωνικών διαλόγων και ταυτοχρόνως ένα συνθετικό και συστηματικό πνεύμα. Ηταν επίσης βαθύτατα ευσεβής. Στόχος του φιλοσόφου ήταν, κατά τη γνώμη του, όχι η ενατένιση και ψυχρή γνώση (θεωρία) των θείων δυνάμεων που διοικούν το σύμπαν, αλλά η ένωση της ανθρώπινης ψυχής μαζί τους. Τη θεουργία ως επιστήμη των τελετουργικών μεθόδων έλλαμψης του νου αποκαλούσε ο Πρόκλος ιερατική τέχνη. Για να την θεμελιώσει θεωρητικά, επικαλείται, ήδη στον πρόλογο του έργου του, την στωικής διάρθρωσης αρχή της κοσμικής συμπάθειας:
«Οπως ακριβώς οι ερωτικοί άνθρωποι, ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί από τις ομορφιές των αισθητών σε αυτή τούτη τη μία αρχή όλων των ωραίων και νοητών, έτσι και οι ιερατικοί, ξεκινώντας από τη συμπάθεια που ενυπάρχει σε όλα τα φαινόμενα, τόσο μεταξύ τους όσο και προς τις αφανείς δυνάμεις, και κατανοώντας έτσι ότι τα πάντα ενυπάρχουν στα πάντα, συνέστησαν την ιερατική επιστήμη».
Οπως φαίνεται στο ανωτέρω παράθεμα, η μετάφραση του Παύλου Καλλιγά (= Π. Κ.), ενός εμβριθούς μελετητή του Πλωτίνου, διαθέτει ακρίβεια και σαφήνεια. Μάλιστα, επειδή δεν διαστρεβλώνει τη γλώσσα υποδοχής, μπορεί να λειτουργήσει ως αψευδής οδηγός για τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει αρχαία ελληνικά ή δυσκολεύεται με το αντικριστά τυπωμένο πρωτότυπο κείμενο.
Στη σύντομη εισαγωγή του τόμου, ο Π. Κ. παρουσιάζει το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφεται το μικρό αυτό έργο, καθώς και την ιστορία του μοναδικού χειρόγραφου κώδικα που το περισώζει. Στις φειδωλές αλλά καίριες σημειώσεις, ο επιμελητής υπομνηματίζει το πονημάτιο με αναφορά σε πλατωνικές πηγές και παράλληλα χωρία από άλλα σωζόμενα έργα του Πρόκλου. Ως παραπλήρωμα της μικρής θεωρητικής πραγματείας, τυπώνονται και μεταφράζονται στη νέα ελληνική οι επτά σωζόμενοι Υμνοι που συνέθεσε ο φιλόσοφος για να τιμήσει θεούς όπως ο Ηλιος, η Αφροδίτη, οι Μούσες και η Αθηνά. Στα ποιήματα αυτά, γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο, αναγνωρίζει κανείς τη χρήση υμνητικών μοτίβων και λογοτυπικών εκφράσεων της παράδοσης προς όφελος ενός νέου σωτηριολογικού περιεχομένου. Το ύφος της μετάφρασης του Π. Κ. είναι εδώ δικαίως διαφορετικό, καθώς μιμείται επιτυχώς την πηγαία έξαρση και τον ενθουσιώδη τόνο του ποιητικού πρωτοτύπου.
Στο ολιγοσέλιδο νέο βιβλίο των αισθητικά άρτιων εκδόσεων «Στιγμή» έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε ένα δυσεύρετο έργο της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης, να βρούμε τις κύριες φιλολογικές διορθώσεις που έγιναν από τον J. Bidez, τον πρώτο εκδότη του (1928), να διεισδύσουμε στην ιδιότυπη πνευματική ατμόσφαιρα της ύστερης αρχαιότητας και να απολαύσουμε ποιητικές ενοράσεις σαν την ακόλουθη:
«Τα πάντα, επομένως, προσεύχονται ανάλογα με την τάξη τους και υμνούν τους ηγεμόνες ολόκληρων των σειρών τους, είτε νοητικά, είτε λογικά, είτε φυσικά, είτε αισθητά. Ετσι, λοιπόν, και το ηλιοτρόπιο κινείται σύμφωνα με εκείνο προς το οποίο είναι συνηρτημένο και, αν κανείς μπορούσε να το ακούσει να κρούει τον αέρα κατά την περιφορά του, ίσως να αφουγκραζόταν έναν ύμνο να αναπέμπεται με τον ήχο αυτό προς τον βασιλέα του (τον Ηλιο), όσο μπορεί ένα φυτό να υμνήσει».
Με την αναμόχλευση των θρησκευτικών ορθοδοξιών, την αναζήτηση του αυθεντικού παρελθόντος και τον οικολογικό προβληματισμό που χαρακτηρίζουν τον 21ο αιώνα, κείμενα σαν αυτό μπορούν να συμβάλουν στη νέα αυτοσυνειδησία για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο που απαιτεί, άλλοτε ηπιότερα και άλλοτε πιο επιτακτικά, η εποχή μας.
πηγή: kathimerini.gr