Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. Είναι από τις παλαιότερες πόλεις του κόσμου, με την καταγεγραμμένη ιστορία της να φθάνει ως το 3.200 π.Χ. Η Αρχαία Αθήνα, μια περιτοιχισμένη πόλη, ήταν μία πανίσχυρη πόλη-κράτος, που αναπτύχθηκε παράλληλα με το λιμάνι της, το οποίο αρχικά ήταν το Φάληρο και αργότερα ο Πειραιάς. Κέντρο των τεχνών, της γνώσης και της φιλοσοφίας, έδρα της Ακαδημίας του Πλάτωνα και το Λυκείου του Αριστοτέλη, αναφέρεται ευρέως ως λίκνο του Δυτικού πολιτισμού και γενέτειρα της δημοκρατίας, κυρίως λόγω της επίδρασης των πολιτιστικών και πολιτικών επιτευγμάτων της κατά τους 5ο και 4ο αιώνες π.Χ. στο υπόλοιπο της τότε γνωστής Ευρωπαϊκής ηπείρου.
Στην Αρχαία Ελλάδα η πόλη αναφερόταν στον πληθυντικό: «Ἀθῆναι» (Αθήνες, εξού και η μετάφραση Athens στην αγγλική γλώσσα) καθώς αποτελούσε "συνοικισμό"των διάσπαρτων δήμων της Αττικής, τους οποίους σύμφωνα με το μύθο συνένωσε οΘησέας. Το 19ο αιώνα το όνομα αυτό επανήλθε ως το επίσημο όνομα της πόλης. Το 1979, με την εγκατάλειψη της καθαρεύουσας, το όνομα «Αθήνα» καθιερώθηκε ως το επίσημο. Εντούτοις, συχνή παραμένει η χρήση της γενικής πληθυντικού («Αθηνών»), ιδίως στον γραπτό, δικαστικό ή επίσημο λόγο.
Ψηφιακή αναπαράσταση της Ακρόπολης των Αθηνών
Ετυμολογία
Το όνομα της πόλης της Αθήνας, προέρχεται από την προστάτιδα θεά Αθηνά. Αυτό είναι και ένα ακόμη στοιχείο της αρχαιότητας της πόλης μιας και παραπέμπει ευθέως σε μητριαρχικές κοινωνίες. Σε παλαιότερα ελληνικά, όπως μαρτυρείται και στα Ομηρικά Έπη, το όνομα της πόλης ήταν στον ενικό ως Ἀθήνη και αργότερα μετατράπηκε στον πληθυντικό ως Ἀθῆναι όμοια με άλλες πόλεις όπως τις Θήβες (Θῆβαι) και τις Μυκήνες (Μυκῆναι). Κατά τον Μεσαίωνα το όνομα αποδόθηκε στην καθομιλουμένη στον ενικό αν και λόγω του συντηρητισμού του γραπτού λόγου και του γλωσσικού ζητήματος η επίσημη ονομασία παρέμεινε ως Ἀθῆναι μέχρι την κατάργηση της καθαρεύουσας.
Παλαιότερα, είχαν προταθεί άλλες ετυμολογήσεις από λόγιους του 19ου αιώνα. Ο Κρίστιαν Λόμπεκ πρότεινε ως ρίζα του ονόματος την λέξηἄθος ή ἄνθος για να δηλώσει την Αθήνα ως πόλη ανθούσα. Μετέφρασε ακόμη την πόλη στα λατινικά ως Florentia. Ο Λούντβιχ Ντεντερλάιν πρότεινε ως ρίζα το επικό ρήμα θάω (θέμα θη–), δηλαδή θηλάζω, που δηλώνει ότι η Αθήνα έχει εύφορη γη.
Κατά τη μυθολογία λέγεται ότι η πόλη έχει το όνομα της θεάς Αθηνάς, μετά από τον αγώνα της με τον θεό της θάλασσας Ποσειδώνα για να αναδειχθεί το καλύτερο δώρο, που είχε καθένας για την πόλη. Συγκεκριμένα ο πρώτος βασιλιάς της Αθήνας Κέκροπας, ο οποίος ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι, έπρεπε να αποφασίσει ποιος θα ήταν ο προστάτης της πόλης. Οι δύο θεοί Ποσειδώνας και Αθηνά θα έκαναν από ένα δώρο στον Κέκροπα και όποιος έκανε το καλύτερο, αυτός θα γινόταν προστάτης. Εμφανίστηκαν και οι δύο μπροστά στον Κέκροπα και πρώτος ο Ποσειδώνας χτύπησε την τρίαινά του στο έδαφος και εμφανίστηκε ένα ρυάκι με γάργαρο νερό. Μετά η Αθηνά χτύπησε το δόρυ της στο έδαφος και εμφανίστηκε μια μικρή ελιά. Ο Κέκροπας παραξενεύτηκε αλλά και εντυπωσιάστηκε από το δώρο της Αθηνάς και αποφάσισε να διαλέξει το δώρο της και αυτήν ως προστάτιδα της πόλης. Έτσι πήρε η Αθήνα το όνομά της. Όμως, ο Ποσειδώνας, θυμωμένος με τον Κέκροπα, καταράστηκε την Αθήνα να μην έχει ποτέ αρκετό νερό. Έτσι από τότε ξεκίνησε το πρόβλημα της λειψυδρίας που ταλαιπωρούσε την Αθήνα.
Ερέχθειο και Παρθενώνας
Η αρχαία Αθήνα
Η ίδρυση της Αθήνας χάνεται στην αχλύ του μύθου, καθώς είναι γενικά αποδεκτό ότι προϋπήρχε της Μυκηναϊκής Εποχής. Είναι γνωστό ότι πράγματι υπήρχαν προϊστορικά πολίσματα στην Αττική, αλλά από πότε ακριβώς πρωτοχρησιμοποιήθηκε για ένα τουλάχιστον από αυτά το όνομα «Αθήνα» είναι άγνωστο.
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα στον Τίμαιο, Αιγύπτιοι ιερείς της Ίσιδος αποκάλυψαν στον Σόλωνα που τους επισκέφτηκε ότι σύμφωνα με τα αρχεία τους, υπήρχε πόλη ακμάζουσα με το όνομα «Αθήνα» πριν από το 9600 π.Χ. Φυσικά η ακρίβεια της αναφοράς αμφισβητείται, όπως και ο υπολογισμός του έτους, αλλά ελλείψει ακριβέστερων στοιχείων και αναφορών, διατηρεί κάποια ενδεικτική αξία.
Πρώτοι κάτοικοι της περιοχής θεωρούνται οι Πελασγοί. Πρώτος βασιλιάς της πόλης, σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο Κέκροπας κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. ή 3η χιλιετία π.Χ., από τον οποίο ονομάστηκε το τμήμα κείμενο μεταξύ Ακροπόλεως, Αχαρνών και Ελευσίνος Κεκροπία (Κεχρωπία). Οι κάτοικοι ήταν Ίωνες που εγκαταστάθηκαν στην αττική γη.
Ο μύθος του Θησέα και του Μινώταυρου φανερώνει την ύπαρξη σχέσης υποτέλειας της Αθήνας προς τη Μινωική Κρήτη, που έσπασε μετά την παρακμή του πολιτισμού αυτού. Πατέρας του Θησέα ήταν ο Αιγέας, βασιλιάς των Αθηνών μέχρι τον θάνατό του, οπότε και πέρασε ο θρόνος στον γιο του τον Θησέα. Τον θρόνο αμφισβήτησαν οι Παλλαντίδες γιοι του Πάλλαντος, αδελφού του Αιγέα, αλλά σφαγιάστηκαν από τον Θησέα, ο οποίος παρέμεινε βασιλιάς και κέρδισε ξανά την εύνοια των πολιτών του.
Κατά την Εποχή του Τρωικού Πολέμου η Αθήνα πήρε το μέρος των Μυκηνών, εκστρατεύοντας κατά της Τροίας με επικεφαλής τον Μενεσθέα και σημαντική στρατιωτική και ναυτική δύναμη 50 πλοίων (κατ'εκτίμηση 1.650-2.750 άνδρες) όπως αναφέρεται στον κατάλογο πλοίων που αναφέρεται στην Ιλιάδα. Τα γεγονότα αυτά κατατάσσουν την Αθήνα, που καταλάμβανε τότε την Αττική, χωρίς τη Μεγαρίδα(που υπαγόταν στη Σαλαμίνα), και τον Ωρωπό (που ανήκε στη Βοιωτία), σε μια πολύ σημαντική ελληνική πόλη. Λειτουργούσαν όμως ήδη από το 3000 π.Χ. τα μεταλλεία Λαυρίου παρέχοντας στην πόλη μόλυβδο και άργυρο(αργότερα την Εποχή του Σιδήρου και σίδηρο). Η παραγωγή κεραμικών, λαδιού, μελιού και κρασιού, καθώς και μαρμάρου από την Πεντέλη, σε συνδυασμό με την εμπορική δραστηριότητα, σηματοδοτούν μια οικονομικά ακμάζουσα πόλη. Ο βαθμός ανεξαρτησίας της, όμως, λόγω της ηγεμονίας των Μυκηνών, ήταν μάλλον μικρός, μέχρι και την παρακμή του πολιτισμού αυτού.
Ο Παρθενώνας όπως ήταν με τα χρώματά του
Η Αθήνα διέφυγε πάντως την καταστροφή ή υποδούλωση από την Κάθοδο των Δωριέων και συμμετείχε μάλλον χαλαρά στην «Πελοποννησιακή Συμμαχία». Πρώτος νομοθέτης της πόλης ήταν ο Δράκων, ο οποίος θέσπισε τον 7ο αιώνα π.Χ. τους Δρακόντειους Νόμους, γραμμένους σε μαρμάρινες πλάκες. Κατά την παράδοση, οι νόμοι ήταν τόσο αυστηροί, που ο όρος «δρακόντεια μέτρα» δήλωνε μέτρα αμείλικτα και σκληρά. Τη νομοθεσία του Δράκοντα διαδέχθηκαν οι νόμοι του Σόλωνα. Βασικότεροι όλων ήταν η "σεισάχθεια", κατάργηση της υποδούλωσης ελεύθερων πολιτών για χρέη και ο αναδασμός της γης.
Γύρω στον 6ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα επικράτησαν οι Αλκμεωνίδες, αριστοκρατικό γένος με σημαντικό ρόλο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης, τους οποίους εξόρισε ο Πεισίστρατος, όταν εγκατέστησε την τυραννία. Μετά τον θάνατο του Πεισιστράτου, ο Κλεισθένης, μεταρρυθμιστής των Αθηνών από το γένος των Αλκμεωνιδών, εφάρμοσε την ισονομία και την ισοπολιτεία, καταργώντας τις παλαιές φυλές και ιδρύοντας τεχνητές, με ονόματα που προέρχονται από τον τοπικό ήρωα της κάθε περιοχής. Χώρισε δε την αττική γη στο άστυ, τη μεσογαία και την παράλια χώρα, κατανέμοντας ισάριθμα τον πληθυσμό της κάθε φυλής σε δήμους κι από τις τρεις ζώνες, ενώ παράλληλα νομοθέτησε υπέρ της ποινής του εξοστρακισμού.
Κεραμεικός
Κατά τη «Χρυσή Εποχή» της Ελλάδας από το 500 π.Χ. μέχρι το 300 π.Χ. η Αθήνα ήταν σημαντικό κέντρο πολιτισμού και διανόησης στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτό που αποκαλούμε σήμερα «Δυτικός πολιτισμός» στηρίζεται σε πολλές από τις ιδέες και τις πρακτικές της αρχαίας Αθήνας. Φυσικά πολλές από αυτές εξήχθησαν κατά περιόδους και σε άλλες ελληνικές πόλεις-κράτη, ίσως και στην Ρώμη, όπου όμως επικράτησε ιδιόμορφη δημοκρατία που ίσως να ήταν δική της επινόηση. Πάντως οι δυο πόλεις είχαν σαφώς εμπορικές σχέσεις και επομένως και ενεργή ανταλλαγή ιδεών.
Αναπαράσταση σπιτιού στην αρχαία Αθήνα
Η Αθήνα έστειλε βοήθεια 20 πλοίων (4.000 άνδρες) κατά την Ιωνική Επανάσταση, (499 π.Χ. - 493 π.Χ.. Αυτό αποτέλεσε την αφορμή για τις Περσικές Εκστρατείες κατά της ηπειρωτικής Ελλάδας. Η Αθήνα απέκρουσε με επιτυχία, μαζί με τις Πλαταιές, τη δεύτερη εκστρατεία τουΔάτη και του Αρταφέρνη, κατά την οποία ήταν ο κύριος περσικός αντικειμενικός στόχος. Η πόλη παρέταξε 10.000 οπλίτες στη Μάχη του Μαραθώνα. Κατά την εκστρατεία του Ξέρξη η πόλη παρέταξε 8.000 οπλίτες στη Μάχη των Πλαταιών και 200 τριήρεις στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας.
Ο αμφιβόητος πολιτικός Περικλής ανέλαβε περί το 462-461 π.Χ. την ηγεσία της Αθήνας με απόφαση της Εκκλησίας του Δήμου και σε συνεργασία με τον Εφιάλτη του Σοφωνίδου και τον Αρχέστρατο, στους οποίους οφείλεται και η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην Αθήνα, αφαίρεσε από τον ολιγαρχικών αποκλίσεων Άρειο Πάγο την εποπτεία για τη διοίκηση και τους υπαλλήλους και την ανέθεσε στη Βουλή των Πεντακοσίων. Η πολιτική του Περικλή εδραίωσε την αθηναϊκή ηγεμονία, που πρακτικά άρχισε λίγο νωρίτερα με τον Κίμωνα, που συνέχισε τον πόλεμο με την Περσική Αυτοκρατορία μετά την απόσυρση των Σπαρτιατών από αυτόν, αλλά σε μεγάλο βαθμό προκάλεσε την έναρξη του καταστροφικού για τον Ελληνισμό Πελοποννησιακού πολέμου. Πράγματι, το 431 π.Χ. εισέβαλαν οι Σπαρτιάτες στην Αττική και κατέστρεψαν την ύπαιθρο χώρα, ξεκινώντας τον οδυνηρό αυτό πόλεμο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ξέσπασε ο λοιμός των Αθηνών που αφάνισε τα 2/3 του πληθυσμού της Αθήνας. Κατά τη μέγιστη στρατιωτική της ισχύ η Αθήνα παρέτασσε (χωρίς να συνυπολογίζονται ξένοι μισθοφόροι) 14.000 οπλίτες, 2.000 τοξότες, 1.000 ιππείς, 400 ιπποτοξότες και 470 τριήρεις. Με βάση τα δεδομένα αυτά και ανάλογους υπολογισμούς υπολογίζεται συνολικός πληθυσμός της τάξης των 400.000 ψυχών (συνυπολογίζοντας γυναίκες, λογικό αριθμό ανηλίκων, μετοίκους, ξένους και δούλους) κατά την Κλασική εποχή. Η Αθήνα έχασε τελικά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά συνήλθε σχετικά γρήγορα αν και χωρίς να ανακτήσει πλήρως την ισχύ που είχε επί ηγεμονίας της. Το 86 π.Χ., μετά από πολιορκία, καταλήφθηκε και λεηλατήθηκε άγρια από τον στρατό του Ρωμαίου στρατηγού Λεύκιου Κορνήλιου Σύλλα.
Η Αθήνα κατά το Βυζάντιο
Η Αθήνα παρέμενε μητρόπολη και στον ρωμαϊκό κόσμο, μέχρι και τον 3ο αιώνα μ.Χ, όταν η πόλη λεηλατήθηκε από τη φυλή των Ερούλων και καταστράφηκε. Διατήρησε όμως τη χρεία της ως πνευματικό κέντρο, φιλοξενώντας στις σχολές της προσωπικότητες που αργότερα πρωτοστάτησαν στη νέα Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπως τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Παραβάτη. Όμως οι σχολές φιλοσοφίας έκλεισαν το 529 με σχετικό διάταγμα του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανού, περίπου 200 χρόνια από τότε που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποδέχθηκε τον Χριστιανισμό ως επίσημη θρησκεία. Η Αθήνα είχε εδώ και αιώνες καταντήσει σκιά του αρχαίου ένδοξου εαυτού της, το κέντρο του ελληνισμού έχει ήδη αυτά τα χρόνια μετατοπιστεί βορειότερα προς τη Μακεδονία και ανατολικότερα προς την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία, με αποτέλεσμα η Αθήνα σταδιακά να μετατραπεί σε περιφερειακή πόλη, με μικρό πληθυσμό της τάξης των 20.000 κατοίκων[εκκρεμεί παραπομπή]. Εξάλλου ο ελληνισμός είχε υιοθετήσει στη συντριπτική του πλειοψηφία τον Χριστιανισμό, πράγμα που οδήγησε όχι στην αλλαγή χρήσης, αλλά στη μετατροπή του Παρθενώνα σε χριστιανικό ναό, αφιερωμένο στην Παναγία την Αθηνιώτισσα. Η Αθήνα είχε ήδη αρχίσει να ανακάμπτει μετά τον 6ο αιώνα, αλλά ποτέ δεν επανέκτησε τη δυναμική που είχε κατά την κλασική και ρωμαϊκή περίοδο. Η Ειρήνη η Αθηναία ήταν αυτοκράτειρα του Βυζαντίου από το 780 έως το 802. Η Αθήνα άρχισε να ακμάζει ξανά από τον 9ο αιώνα και μετά, ακολουθώντας την πορεία της αυτοκρατορίας. Αυτήν την περίοδο, ιδίως τον 11ο και 12ο αιώνα κτίστηκαν αρκετοί ναοί, στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού.
Η Αθήνα κατά την Φραγκοκρατία
Μεταξύ του 13ου και 15ου αιώνα η πόλη πολιορκήθηκε και διεκδικήθηκε από τα Λατινικά κρατίδια που σχηματίστηκαν μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204 κατά την «ανίερη» Δ'Σταυροφορία. Η φήμη και η στρατηγική της θέση συνέβαλαν στο να γίνει η Αθήνα πρωτεύουσα του Φραγκικού δουκάτου των Αθηνών, με την Ακρόπολη να μετατρέπεται σε παλάτι. Την περίοδο αυτή (1204-1458) την Αθήνα κατέλαβαν κατά σειρά: ο Βονιφάτιος ο Μονφερατικός, ο Φράγκικος οίκος Ντε λα Ρος, η Καταλανική Κομπανία και τέλος ο ιταλικός οίκος των Ατζαγιόλι της Φλωρεντίας.
Η Αθήνα κατά την τουρκοκρατία
Το 1458 η πόλη κατακτήθηκε από τους Τούρκους και περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά την οθωμανική κατάκτηση η πόλη διεκδικήθηκε από τη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας. Το 17ο αιώνα, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του Έκτου Βενετοτουρκικού Πολέμου πολιορκήθηκε από τους Βενετούς και υπέστη μεγάλες ζημιές, συμπεριλαμβανομένης της ανατίναξης του Παρθενώνα από το στρατηγό Μοροζίνι.
Τον 18ο αιώνα η Αθήνα γνώρισε μια σειρά από αναστατώσεις κυρίως λόγω της κακοδιοίκησης των Τούρκων και των μεταξύ των ανταγωνισμών για την ιδιοποίηση των δικαιωμάτων είσπραξης φόρων ή την ιδιοκτησία των κτημάτων. Το 1771-1772 η πόλη δεχόταν επιδρομές από τους Λεμπέσηδες, εξεγερμένους της Σαλαμίνας που είχαν υψώσει τη ρωσική σημαία υπό τον Μήτρο-Μάρα. Η περίοδος 1775-1795 χαρακτηρίζεται από την τυραννική διοίκηση του Χατζή Αλή Χασεκή. Αυτός αρχικά ήταν υπηρέτης στο παλάτι του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, όπου αφού συνήψε ερωτικό δεσμό με την Εσμέ σουλτάνα, αδελφή του σουλτάνου Σελήμ Γ', κατόρθωσε να διοριστεί βοεβόδας των Αθηνών, δηλαδή υπεύθυνος για την είσπραξη του φόρου της δεκάτης. Επί των ημερών του η Αθήνα περιτειχίστηκε με υποτυπώδες τειχίο για να προστατευθεί από τις επιδρομές τουρκαλβανών. Περί το 1789 ενέσκηψαν στην πόλη επιδημίες ευλογιάς και πανώλης καθώς και έλλειψη τροφίμων. Πολλοί κάτοικοι πέθαναν ενώ άλλοι διασκορπίστηκαν. Το 1795 ο Χασεκή αποκεφαλίστηκε αφού είχαν προηγηθεί σειρά διαμαρτυριών εναντίον του από Τούρκους και Έλληνες προς τον σουλτάνο.
Στις αρχές του 19ου αιώνα η Αθήνα, λόγω του αρχαιολογικού της ενδιαφέροντος, είχε συγκεντρώσει το ενδιαφέρον διαφόρων ξένων καλλιτεχνών, αρχαιολόγων κτλ και είχε σχηματιστεί μια αρκετά μεγάλη κοινότητα Ευρωπαίων στην πόλη. Μεταξύ αυτών ήταν και η αποστολή του λόρδου Έλγιν που έκανε τη γνωστή αφαίρεση των γλυπτών από την Ακρόπολη. Άλλες γνωστές προσωπικότητες που πέρασαν από την Αθήνα ήταν ο Σατωμπριάν, ο λόρδος Βύρων, ο Βρετανός πρέσβης στην Πόλη λόρδος Στράνγκφορντ, ο Φρανσουά Πουκεβίλ, η πριγκίπισσα της Ουαλίας Καρολίν κ.ά. Το 1812 ιδρύθηκε στην Αθήνα η "Φιλαθηναϊκή Ακαδημία"και κατόπιν η "Φιλόμουσος Εταιρεία".
Η Αθήνα κατά την επανάσταση και μετά
Λόγω της δράσης της Φιλομούσου Εταιρείας δεν είχε μεγάλη διείσδυση στην πόλη η Φιλική Εταιρεία, με εξαίρεση κάποιους ιερωμένους. Εκείνη την εποχή οι Αθηναίοι χωρίζονταν στους "Γκαγκαραίους"και τους "Ξωτάρηδες". Οι πρώτοι ήταν οι αστοί και οι άρχοντες που περιλαμβάνονταν στο "αρχοντολόγιο", ενώ οι δεύτεροι ήταν οι αγρότες που ζούσαν στα πέριξ της Αθήνας χωριά και κτήματα, πολλοί των οποίων αρβανιτόφωνοι. Οι Τούρκοι ήταν μειοψηφία στην Αθήνα και βαθμιαία είχαν τεθεί υπό τον έλεγχο των Ελλήνων αρχόντων ή "γκαγκαραίων". Ισχυρές οικογένειες ήταν αυτή του Λογοθέτη Χωματιανού και του Προκοπίου Μπενιζέλου. Η εξέγερση του Υψηλάντη στη Ρουμανία άφησε σχεδόν αδιάφορους τους αστούς Αθηναίους. Ωστόσο, εκείνη την εποχή ο οπλαρχηγός της Χασιάς, ο "ξωτάρης" Χατζή-Μελέτης Βασιλείου, συγκρότησε σώμα από ενόπλους Χασιώτες και Μενιδιάτες με την άδεια του ζαμπίτη (αστυνόμου) των Αθηνών, δήθεν για να προστατεύσει την πόλη από επιδρομές. Πιστεύεται ότι ο Βασιλείου είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, διότι παρόμοια πράξη έκανε λίγο πριν την Επανάσταση και ο Αθανάσιος Διάκος στη Λιβαδειά, αλλά και διότι δέχτηκε να τεθεί υπό τις διαταγές του Φιλικού Δήμου Αντωνίου από τη Λιβαδειά.
Το βράδυ της 25 Μαρτίου 1821 ήλθε από την Ύδρα αγγελιαφόρος και ειδοποίησε τους Αθηναίους να ετοιμαστούν για εξέγερση. Επειδή όμως δεν είχε γίνει καμία προετοιμασία, όλος ο Μάρτιος πέρασε σχεδόν χωρίς καμία ενέργεια. Ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει ότι οι Αθηναίοι δεν ξεσηκώθηκαν γιατί δεν είχαν αρχηγούς. Οι Τούρκοι των Αθηνών είχαν πληροφορηθεί τα γεγονότα της Πελοποννήσου αλλά είχαν την εντύπωση ότι επρόκειτο για ενέργειες του Αλή Πασά, που τον αποκαλούσαν "Καραλή". Εμπιστεύθηκαν την άμυνα του τοιχίου της πόλης στο ένοπλο σώμα του Χατζή-Μελέτη Βασιλείου. Το τελευταίο ενισχύθηκε και με άλλους οπλαρχηγούς όπως ο Μήτρος Σκευάς από το Μενίδι, ο "αρβανιτόβλαχος"Χατζή-Αναγνώστης Κιουρκακιώτης, ο Ιωάννης Ντάβαρης από τα Μεσόγεια. Οι Τούρκοι κάλεσαν τον μητροπολίτη Αθηνών Διονύσιο, ανεψιό του πατριάρχη Γρηγορίου Ε', ο οποίος όμως είχε καταφύγει στη Βοιωτία όπου με τους μητροπολίτες Ταλαντίου Νεόφυτο και Σαλώνων Ησαΐα κήρυξε την Επανάσταση στη μονή Αγ. Παρασκευής έξω από τη Λιβαδειά και ευλόγησε τα όπλα του Αθαν. Διάκου.
Το βράδυ της 25 Μαρτίου 1821 ήλθε από την Ύδρα αγγελιαφόρος και ειδοποίησε τους Αθηναίους να ετοιμαστούν για εξέγερση. Επειδή όμως δεν είχε γίνει καμία προετοιμασία, όλος ο Μάρτιος πέρασε σχεδόν χωρίς καμία ενέργεια. Ο Σπυρίδων Τρικούπης αναφέρει ότι οι Αθηναίοι δεν ξεσηκώθηκαν γιατί δεν είχαν αρχηγούς. Οι Τούρκοι των Αθηνών είχαν πληροφορηθεί τα γεγονότα της Πελοποννήσου αλλά είχαν την εντύπωση ότι επρόκειτο για ενέργειες του Αλή Πασά, που τον αποκαλούσαν "Καραλή". Εμπιστεύθηκαν την άμυνα του τοιχίου της πόλης στο ένοπλο σώμα του Χατζή-Μελέτη Βασιλείου. Το τελευταίο ενισχύθηκε και με άλλους οπλαρχηγούς όπως ο Μήτρος Σκευάς από το Μενίδι, ο "αρβανιτόβλαχος"Χατζή-Αναγνώστης Κιουρκακιώτης, ο Ιωάννης Ντάβαρης από τα Μεσόγεια. Οι Τούρκοι κάλεσαν τον μητροπολίτη Αθηνών Διονύσιο, ανεψιό του πατριάρχη Γρηγορίου Ε', ο οποίος όμως είχε καταφύγει στη Βοιωτία όπου με τους μητροπολίτες Ταλαντίου Νεόφυτο και Σαλώνων Ησαΐα κήρυξε την Επανάσταση στη μονή Αγ. Παρασκευής έξω από τη Λιβαδειά και ευλόγησε τα όπλα του Αθαν. Διάκου.
Στις αρχές Απριλίου άρχισαν να σημειώνονται επεισόδια στην Αθήνα, και πολλοί Αθηναίοι για να προστατευθούν από τους Τούρκους κατέφευγαν σε ξένα προξενεία, με εξαίρεση τον πρόξενο της Αυστρίας ο οποίος βοηθούσε τους Τούρκους. Τη νύχτα της 9ης προς 10η Απριλίου, νύχτα της Αναστάσεως, συνελήφθησαν πολλοί άρχοντες ως όμηροι και φυλακίστηκαν στην Ακρόπολη, ενώ ο τουρκικός όχλος ζητούσε γενική σφαγή των χριστιανών. Λόγω της φυλάκισης των ομήρων η πόλη παρέμεινε ήσυχη, ενώ στην ύπαιθρο άρχισαν επιθέσεις και αρπαγές κατά των Τούρκων. Το πρώτο σημαντικό πολεμικό επισόδειο έγινε την 18 Απριλίου στον Κάλαμο όπου ο Χατζή-Μελέτης Βασιλείου απέκρουσε σώμα 300 Τούρκων που έρχονταν από τη Χαλκίδα προς βοήθεια των Τούρκων της Αθήνας. Έτσι κηρύχθηκε ανοιχτά η Επανάσταση και στη Λιβαδειά διορίστηκε στρατιωτικός αρχηγός των Αθηνών ο Λειβαδίτης Δήμος Αντωνίου. Στην εκκλησιαστική τελετή ο Αθηνών Διονύσιος και Ταλαντίου Νεόφυτος περιέβαλαν των Αντωνίου με στρατιωτική εξάρτηση όπως στους Μεσαίους Χρόνους χρίονταν οι ιππότες. Ο Αντωνίου, φορώντας περικεφαλαία και επωμίδες των Αγγλικών στρατιωτικών σωμάτων των Επτανήσων, κατέβηκε στη Χασιά όπου με την επιβλητική εμφάνισή του έδωσε στους ενόπλους ξωτάρηδες την αίσθηση ότι πράγματι υπήρχε η στήριξη της Ρωσίας στην εξέγερση. Την 24η Απριλίου, οι Τούρκοι των Αθηνών αφού έμαθαν τον απαγχονισμό του πατριάρχη και τις σφαγές των Ελλήνων στην Κωνσταντινούπολη, φοβήθηκαν ότι θα συνέβαιναν αντίποινα. Ζήτησαν από τον Ιμάμη να ευλογήσει τη δική τους σημαία του ιερού πολέμου και διασπάρθηκαν στους δρόμους, ζητώντας σφαγή των χριστιανών. Τότε οι Αθηναίοι κάλεσαν σε βοήθεια το στρατιωτικό σώμα της Χασιάς, από το οποίο όμως μόνο περί τα 500 άτομα κινήθηκαν και αυτοί ελαφρά οπλισμένοι, πολλοί με αγροτικά εργαλεία και αυτοσχέδιες λόγχες. Την 26η Απριλίου οι Τούρκοι οχυρώθηκαν στην Ακρόπολη ενώ οι Έλληνες εισήλθαν στην πόλη φωνάζοντας "Χριστός Ανέστη"και "Ελευθερία ή θάνατος". Ο Χατζή-Μελέτης ύψωσε στην Αθήνα τη σημαία της ελευθερίας την 28η Απριλίου. Την επομένη έφτασε στην πόλη και ο επίσκοπος Διονύσιος και μετά από εκκλησιαστική τελετή στη μικρή πλατεία του Αγ.Παντελεήμονα υπό την Ακρόπολη (το λεγόμενο "Δημοπρατήριο") εγκαταστάθηκε στην πόλη πολιτική διοίκηση και "βουλευτές". Τότε αυξήθηκαν και τα ένοπλα σώματα από αστούς Αθηναίους ενώ προσήλθαν και άλλοι από τη Σαλαμίνα, την Αίγινα, την Κέα κλπ.
Οι πολιορκούμενοι Τούρκοι ξέροντας ότι δεν θα μπορούσαν να κρατήσουν πολύ καιρό αν δεν έρχονταν βοήθεια, αποφάσισαν και επιχείρησαν μια νυχτερινή έξοδο. Την νύχτα της 15ης Μαϊου του 1821, 15 Τούρκοι με αρχηγό τον Μεχμετάκο Τουραλή, κατόρθωσαν να περάσουν μέσα από τις ελληνικές γραμμές και να φτάσουν μέχρι τη Χαλκίδα, [11]όπου και ανέφεραν τη δύσκολη κατάστασή τους. Από τη πλευρά τους, όλο και περισσότεροι Έλληνες μαζεύονταν -κυρίως από τα γειτονικά νησιά- να βοηθήσουν τους Αθηναίους στην πολιορκία. Την 8η Ιουνίου οι Τούρκοι σκότωσαν τους 8 από τους 12 Αθηναίους προκρίτους που κρατούσαν ως ομήρους στην Ακρόπολη και πέταξαν τα κεφάλια τους από τα τείχη της Ακρόπολης. Κατά τήν παράδοση, η κεφαλή του ιερομόναχου Φιλαρέτου Τριανταφύλλη έμεινε σφηνωμένη σε ένα βράχο και την επομένη έγινε μάχη μεταξύ Αθηναίων και Τούρκων για την περισυλλογή της, ενώ τα γεγονότα φούντωσαν το μίσος των Αθηναίων.
Περί τα μέσα Ιουνίου σκοτώθηκε ο Δήμος Αντωνίου που είχε την γενική αρχηγεία και λόγω ασυμφωνίας μεταξύ γκαγκαραίων και ξωτάρηδων ο Δημ. Υψηλάντης διόρισε αρχηγό των Αθηνών τον εκ Ρωσίας Λιβέριο Λιβερόπουλο, ο οποίος όμως δεν είχε στρατιωτική πείρα. Ο Λιβερόπουλος έφτασε στην Αθήνα ντυμένος με τη στενή μαύρη στολή του Ιερολοχίτου. Οι Τούρκοι βλέποντας αρκετούς από τους πολιορκητές να φορούν τα "στενά" (δηλ. ευρωπαϊκές στολές) πείσθηκαν ότι οι επαναστάτες είχαν υποστήριξη από ευρωπαϊκές δυνάμεις και απελπίστηκαν.
Στα μέσα Ιουλίου 1821 τουρκικός στρατός με επικεφαλής τον Ομέρ Βρυώνη και τον Ομέρ μπέη της Καρύστου κατέβηκε προς την Ανατολική Στερεά. Οι Αθηναίοι φοβηθέντες έλυσαν την πολιορκία της Ακρόπολης και εγκατέλειψαν την πόλη. Όσοι κατάφεραν να ξεφύγουν, έφυγαν για την Αίγινα, τη Σαλαμίνα, ακόμα και στο ελληνικό στρατόπεδο του Ισθμού. Έτσι, οι Τούρκοι διέλυσαν τη πρώτη πολιορκία των Αθηνών. Ο Ομέρ Βρυώνης έδειξε ότι ήθελε να παραμείνει στην στην Αθήνα και μάλιστα τέλεσε τον γάμο του με την κόρη ενός Τούρκου ιερωμένου. Όμως γύρω στα μέσα Οκτωβρίου του 1821 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, για να βοηθήσει τον Χουρσίτ Πασά στην Ήπειρο. Αλλά και ο Ομέρ μπέης αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στην Εύβοια. Έτσι η Αθήνα έμεινε και πάλι, μόνο με τη φρουρά της Ακρόπολης. Όλο αυτό το διάστημα οι Έλληνες συνέχιζαν να παρενοχλούν τα τουρκικά στρατεύματα, και μόλις έμαθαν ότι ο Βρυώνης έφυγε, άρχισαν πάλι να μαζεύονται στη πόλη, για να πολιορκήσουν και πάλι την Ακρόπολη. Γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι ο Λιβερόπουλος δεν μπορούσε να έχει την αρχηγία των Αθηνών. Μεταξύ διαφόρων διεκδικητών τελικώς η αρχηγία ανετέθη στον Ηλία Μαυρομιχάλη, γιό του Πετρόμπεη.
Την 3η Νοεμβρίου 1821 οι Έλληνες ανακατέλαβαν την πόλη και πολιόρκησαν και πάλι την Ακρόπολη ενώ επανήλθαν από τα νησιά οι οικογένειες που είχαν φύγει. Οι πολιορκητές αρχικά στέρησαν από τους Τούρκους το νερό που έπαιρναν από ένα πηγάδι κοντά στο Ηρώδειο θέατρο, το λεγόμενο "Σκερπετζέ". Την 13η Νοεμβρίου, εορτή του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, ο οπλαρχηγός Παναγής Κτενάς μετά τον αγιασμό των όπλων κάλεσε τους άνδρες του να πολεμήσουν με ανδρεία, φωνάζοντας προς αυτούς "Βρωμόσκυλα, θα τη βγάλουμε με καθαρό πρόσωπο "(χρησιμοποιώντας την ύβρι με την οποία οι Τούρκοι αποκαλούσαν τους Έλληνες). Επιτέθηκαν εναντίον των τουρκαλβανών που φρουρούσαν το πηγάδι και τους απώθησαν στα βράχια της Ακρόπολης. Η πολιορκία αργότερα ενισχύθηκε με κανόνι που έβαλε από τον Άρειο Πάγο, ενώ ειδικός στην κατασκευή υπονόμων κατόρθωσε ανατινάξει μέρος των τειχών της Ακρόπολης. Τελικά, οι Τούρκοι παρέδωσαν την Ακρόπολη την 9η Ιουνίου 1822. Ο Διονύσιος έστειλε ανθρώπους να δώσουν νερό στους διψασμένους Τούρκους, πολλοί των οποίων όμως πέθαναν πίνοντας αχόρταγα μεγάλη ποσότητα. Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν με ασφάλεια την Ακρόπολη, παρουσία των Αυστριακών πρέσβεων, την 10η Ιουνίου 1822 αφού παρέδωσαν τα κλειδιά του φρουρίου στον Παναγιώτη Κτενά. Ο Κτενάς ατυχώς σκοτώθηκε όταν εξερράγη το κανόνι που πυροδότησε για να πανηγυρίσει την κατάληψη της Ακρόπολης.
Έτσι οι Αθηναίοι ελευθερώθηκαν για πρώτη φορά.
Έτσι οι Αθηναίοι ελευθερώθηκαν για πρώτη φορά.
Μετά την κατάληψη της Ακρόπολης, οι Τούρκοι που παραδόθηκαν συνέχισαν να ζουν στην Αθήνα, ενώ τα γυναικόπαιδα παρέμεναν υπό την προστασία των προξενείων της Γαλλίας και της Αυστρίας. Όταν έγινε γνωστό στην Αθήνα ότι κατέρχεται ο Δράμαλης με ισχυρό στρατό για να συντρίψει την επανάσταση, οι Τούρκοι αναθάρρησαν και άρχισαν να προπηλακίζουν και να απειλούν τους χριστιανούς. Αφορμή για συγκρούσεις δόθηκε όταν Χιώτες που είχαν επιβιώσει από τη σφαγή της Χίου και Κεφαλλονίτες επιτέθηκαν εναντίον Τούρκων τις 27 και 28 Ιουνίου 1822.
Στο μεταξύ οι Αθηναίοι, προ του κινδύνου του Δράμαλη, δεν είχαν φροντίσει για την άμυνα, ενώ πολλοί κατέφευγαν πάλι προς τη Σαλαμίνα. Ο Πουκεβίλ κατηγορεί Γάλλους ναύτες που βρίσκονταν στον Πειραιά ότι εμπόδιζαν τους Έλληνες να φύγουν προς τη Σαλαμίνα ενώ υποστήριζαν τους Τούρκους. Μετά από πρόσκληση των εφόρων αρκετοί νέοι έσπευσαν να εφοδιάσουν και να οχυρώσουν την Ακρόπολη. Ενώ στην Πελοπόννησο δίνονταν μάχες κατά του Δράμαλη, στην Αθήνα ξέσπασε διχόνοια μεταξύ οπλαρχηγών για την κυριαρχία στην Ακρόπολη. Τελικά η μία φατρία κάλεσε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο να καταλάβει την Ακρόπολη. Αυτός εισήλθε την 21 Αυγούστου 1822 ακολουθούμενος από τον υπαρχηγό του Ιωάννη Γκούρα και 150 οπλίτες. Ο Οδυσσέας οχύρωσε την Ακρόπολη και ζήτησε από τους Αθηναίους να του υπογράψουν ομόλογο έναντι της αξίας των εφοδίων που ο ίδιος είχε καταβάλλει. Αναχώρησε προσωρινά από την Ακρόπολη αφήνοντας τον Γκούρα φρούραρχο και ουσιαστικά κύριο της Αθήνας. Στην Ακρόπολη είχαν εγκατασταθεί και οι οικογένειες των Ανδρούτσου και Γκούρα καθώς και άλλων ρουμελιωτών ώστε να έχουν προσωπικό ενδιαφέρον για την άμυνα της πόλης. Μεταξύ των συζύγων των δύο αρχηγών ξέσπασε αντιζηλία για τα πρωτεία, το οποίο και στάθηκε αφορμή της εχθρότητας μεταξύ των δύο ανδρών. Στη διαμάχη ενεπλάκησαν πολλοί έφοροι και ο φιλέλληνας Στάνχοπ που ήλθε στην Αθήνα το φθινόπωρο μαζί με τον επανερχόμενο Οδυσσέα.
Οι Αθηναίοι συμμετείχαν στον αγώνα κατά του κατερχόμενου εχθρού.
Στην Τιθορέα (Βελίτσα) αγωνίστηκαν 350 οπλίτες υπό τον Οδυσσέα και τους οπλαρχηγούς Ν. Σαρή, Μήτρο Λέκκα, Ν. Αργύρη, Μελέτη Βασιλείου και Ι. Ντάβαρη. Αρχικά ανέκοψαν τον εχθρό αλλά τελικά διασκορπίστηκαν. Ο Ν. Σαρής συνελήφθη και δραπέτευσε ενώ οδηγείτο προς Λάρισα, για να φονευθεί αργότερα στην Αθήνα, θύμα της αντιπαλότητας Ανδρούτσου και Γκούρα. Το καλοκαίρι του 1823 η Αθήνα είχε κυκλωθεί από παντού από οθωμανικά στρατεύματα και στο στόλο. Από βορρά κατερχόταν ο Γιουσούφ Μπερκόφτσαλης με τον διοικητή της Αδριανούπολης Σελήμ Σαλήχ πασά, ενώ από τη Χαλκίδα εκστράτευε ο Καρυστινός Ομέρ μπέης. Οι οικογένειες κατέφυγαν και πάλι στη Σαλαμίνα ενώ ταυτόχρονα τον τόπο μάστιζε επιδημία. Ο Γκούρας είχε εφοδιάσει και οχυρώσει την Ακρόπολη. Οι εχθροί έφτασαν μέχρι τους Αμπελοκήπους αλλά μετά αποχώρησαν παίρνοντας αιχμαλώτους γυναικόπαιδα. Ο Μπερκόφτσαλης ασθένησε σοβαρά και πολλοί πέθαναν από τον λοιμό. Το φθινόπωρο επανήλθε από την Εύβοια ο Οδυσσέας. Ο Στάνχοπ έφερε μαζί του και μια τυπογραφική μηχανή με την οποία τυπώθηκαν διάφορα έντυπα, μεταξύ των οποίων και η "Εφημερίς των Αθηνών", η πρώτη αθηναϊκή εφημερίδα υπό τον Γεώργιο Ψύλλα. Επίσης επανασυστήθηκε η Φιλόμουσος Εταιρεία Αθηνών, γίνονταν ανασκαφές και άρχισαν να λειτουργούν ορισμένα σχολεία, με οικονομική βοήθεια και από τα μοναστήρια της Αττικής. Η ζωή στην Αθήνα άρχιζε να αποκαθίσταται. Στα σχολεία εισήχθη η διδασκαλία μέσω της αλληλοδιδακτικής μεθόδου και η εκμάθηση ξένων γλωσσών.
Το καλοκαίρι του 1824 έγινε νέα εκστρατεία με επικεφαλής τον Ιμπραήμ ή Δερβίς πασά. Αυτός διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη να επιτεθεί από τη Δυτική Ελλάδα και τον Ομέρ Καρυστινό μπέη από την Ανατολική, ενώ ο ίδιος θα επετίθετο στην Πελοπόννησο από τη Φωκίδα και την Αιγιαλεία. Ο Ομέρ Καρυστινός με 4.000 άνδρες, μεταξύ των οποίων 2.000 γενίτσαροι που είχαν σταλεί από την Κωνσταντινούπολη, αποβιβάστηκε από τη Χαλκίδα στον Μαραθώνα και άρχισε να λεηλατεί την ύπαιθρο. Ο Γκούρας αποφάσισε να αμυνθεί μόνο με 300 άνδρες κατά τον Σουρμελή ή 600 κατά τον Τρικούπη. Η ιστορικότητα του χώρου και οι εμφύλιες αντιπαλότητες που είχαν προηγηθεί έκαναν τον Γκούρα να ενθαρρύνει τους λίγους άνδρες του υπενθυμίζοντας την αρχαία μάχη του Μαραθώνα. Οι ολιγάριθμοι Αθηναίοι οχυρωμένοι σε πρόχειρα ταμπούρια αντιστάθηκαν αποτελεσματικά από την 3η έως την 6η Ιουλίου αναγκάζοντας τους εχθρούς να διασκορπιστούν και να εισβάλλουν στην Αττική από άλλες διαδρομές. Την τελευταία μέρα κινδύνευσε ολόκληρο το σώμα του Γκούρα και διασώθηκε χάρη στην επέμβαση επικουρίας υπό τον Δ. Ευμορφόπουλο. Οι εχθροί αποχώρησαν και οι Έλληνες έστειλαν ως τρόπαια στην Αθήνα τριάντα κεφάλια και δύο σημαίες. Μεταξύ των Οθωμανών που σκοτώθηκαν ήταν ο αρχηγός των γενιτσάρων Ιμπραήμ και ο Αμπεδίν-μπέης, ανιψιός του Ομέρ Καρυστινού και αρχηγός των ντελήδων.
Οι νικητές Αθηναίοι, απασχολημένοι με την λαφυραγωγία των νεκρών, δεν καταδίωξαν τους υποχωρούντες Οθωμανούς οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στο Καπανδρίτι με σκοπό να εισβάλλουν μέσω Κάζας και Φυλής.
Τον Οκτώβριο του 1824, πραγματοποιήθηκε μια καταγραφή στην επαναστατημένη Αθήνα, σύμφωνα με την οποία στην Πόλη υπήρχαν 9.040 κάτοικοι και 1.605 σπίτια, που κατανέμονταν σε 35 ενορίες.
Η Αθήνα πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους
Η Αθήνα ήταν μια μικρή ημιέρημη και μισοκατεστραμμένη πόλη (από τις αλλεπάλληλες πολιορκίες κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας), όταν έγινε πρωτεύουσα του νέου Βασιλείου της Ελλάδας το 1833.
Μετά την απελευθέρωση, με πρωτοβουλία του Βασιλιά Όθωνα, η Αθήνα χαρακτηρίζεται νέα πρωτεύουσα. Το 1834 ανοικοδομείται και σχεδιάζεται η επέκταση της προς βορρά της παλαιάς πόλης, από τους αρχιτέκτονες Σταμάτη Κλεάνθη, Έντουαρτ Σάουμπερτ (Eduard Schaubert) και τον βασιλικό σύμβουλο Λέο φον Κλέντσε (Leo von Klenze). Ως πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους και κέντρο των πολιτικών εξελίξεων, η Αθήνα υπήρξε τόπος γεγονότων-οροσήμων της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Τις επόμενες δεκαετίες η Αθήνα ανοικοδομήθηκε κατά τα πρότυπα σύγχρονης πόλης. Η επόμενη φάση μεγάλης επέκτασης ήταν το 1923 μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, οπότε πολλές γειτονιές δημιουργήθηκαν, κυρίως άναρχα, από πρόσφυγες της Μικράς Ασίας.
Εδώ έγινε η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου το 1843, που αναδιαμόρφωσε την πολιτειακή φυσιογνωμία του κράτους. Η πόλη έγινε θέατρο πολυάριθμων κινημάτων και πραξικοπημάτων για περισσότερα από 50 χρόνια, από τοστρατιωτικό κίνημα στο Γουδί, τα πολυάριθμα κινήματα του ελληνικού μεσοπολέμου έως τοπραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967. Εδώ παίχτηκε η πρώτη πράξη του Ελληνικού Εμφυλίου, τα Δεκεμβριανά, όπως επίσης αποκαταστάθηκε η κοινοβουλευτική δημοκρατία μετά την πτώση της Χούντας το 1974.
Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη κατακτήθηκε από τους Γερμανούς και ιδιαίτερα κατά τα τελευταία χρόνια του πολέμου υπέφερε πάρα πολύ, κυρίως από λιμό και υπέστη μεγάλες καταστροφές. Μετά τον πόλεμο η πόλη άρχισε ξανά να μεγαλώνει, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του '60, οπότε παρατηρήθηκε έκρηξη στην οικοδομική δραστηριότητα, με την ανέγερση πολλών πολυκατοικιών τόσο στο κέντρο όσο και στα προάστια της Αθήνας.
Η είσοδος της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε Ε.Ο.Κ.) το 1981 έφερε καινούργιες επενδύσεις στην πόλη, μαζί όμως με προβλήματα κυκλοφοριακού και ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Η χρήση καταλυτικών οχημάτων βελτίωσε κατά πολύ την ποιότητα της ατμόσφαιρας, χωρίς ωστόσο να λυθεί οριστικά το πρόβλημα που στον 21ο αιώνα αφορά κυρίως ρύπους, όπως το όζον και τα αιωρούμενασωματίδια. Η κατασκευή του κέντρου βιολογικού καθαρισμού στη νησίδα της Ψυττάλειας, όπου γίνεται η επεξεργασία των λυμάτων της Αθήνας, βελτίωσε βραχυπρόθεσμα την ποιότητα των θαλασσών και των παραλιών της Αττικής, πριν ανακύψει πρόβλημα διάθεσης της λυματολάσπης.
Το κέντρο της αρχαίας πόλης εντοπίζεται πέριξ του λόφου της Ακρόπολης, στο Θησείο και την Πλάκα. Οι περιοχές αυτές σήμερα, πέρα από τον τουριστικό τους χαρακτήρα, αποτελούν και τις πιο ακριβές ζώνες του κέντρου (μαζί με το Σύνταγμα και το Κολωνάκι κάτω από τον λόφο του Λυκαβηττού). Το ιστορικό κέντρο των Αθηνών εντοπίζεται σε αυτή τη ζώνη, μαζί με το Μοναστηράκι, το οποίο αποτελεί δημοφιλή τουριστικό και εμπορικό προορισμό για τους επισκέπτες. Χαρακτηριστικό είναι και το τρενάκι στην Πλάκα για την περιήγηση των τουριστών, όπως επίσης και η τουριστική λεωφορειακή γραμμή που γυρνάει το κέντρο.
Το κέντρο της σύγχρονης πόλης είναι η Πλατεία Συντάγματος, όπου είναι εγκατεστημένα τα παλαιά βασιλικά ανάκτορα τα οποία σήμερα στεγάζουν το Κοινοβούλιο, καθώς και άλλα δημόσια κτίρια του 19ου αιώνα. Κατά τις 3 δεκαετίες που ακολούθησαν τον Β'Παγκόσμιο Πόλεμο οικοδομήθηκαν πολλά νέα πολυώροφα κτίρια, τα οποία και χαρακτηρίζουν τη σημερινή εικόνα της πόλης.
Η Αθήνα είναι διοργανώτρια πόλη των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της σύγχρονης εποχής (1896) και των Μεσοολυμπιακών του 1906. Στα νεότερα χρόνια διοργάνωσε και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 που διαρκούν από τις 13 έως τις 29 Αυγούστου του 2004.
Το παλαιό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών στη Λεωφόρο Πανεπιστημίου είναι ένα από τα πιο καλαίσθητα κτίρια των Αθηνών μαζί με το κτίριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης και την Ακαδημία Αθηνών. Τα τρία αυτά κτίρια, τα λεγόμενα ως «Τριλογία των Αθηνών», κατασκευάστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Αρκετές από τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες των πανεπιστημίων έχουν μεταφερθεί σήμερα στην Πανεπιστημιούπολη Ζωγράφου. Μία ακόμα σπουδαία ακαδημαϊκή σχολή της Αθήνας είναι το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Ε.Μ.Π.), ένα από τα σημαντικότερα τεχνικά ιδρύματα της Ευρώπης. Στην ίδια περιοχή με το Πολυτεχνείο είναι εγκατεστημένο το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ), ενώ στην περιοχή του Βοτανικού βρίσκεται το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Άλλες σχολές εδρεύουν στα προάστια της πόλης, όπως η Γυμναστική Ακαδημία των Αθηνών (ΤΕΦΑΑ) στη Δάφνη, η ΣΕΛΕΤΕ στο Μαρούσι και άλλες.
πηγές: Ιστορία του ελληνικού έθνους, Εκδοτική Αθηνών - el.wikipedia