Αποσπάσματα από το 2ο κεφάλαιο στο έργο του συγγραφέα
«Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»
Ὁ ἄνθρωπος ἀντιμετωπίζει το φόβο καί τό μυστήριο ἀρχικά με τη μορφή τοῦ θεϊκοῦ και δαιμονικοῦ στοιχείου, πού οἱ πρωτόγονοι προσπαθοῦν να το θέσουν ὑπό ἔλεγχο και να το ἐξορκίσουν με τη θρησκεία. Ὑπερνίκηση τοῦ φόβου σημαίνει συγχρόνως και μεταβολή τῶν θρησκευτικῶν παραστάσεων. Με την πίστη στους ὀλύμπιους θεούς, ὅπως παρουσιάζεται στην Ἰλιάδα και την Ὀδύσσεια, πραγματοποιείται αὐτή ἡ μεταβολή, και μάλιστα τόσο ριζικά, ὥστε δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε αύτή τη θρησκευτικότητα, ἀπό την ὁποία λείπει σε μεγάλο βαθμό ὁ φόβος για τις μυστηριακές δυνάμεις…
Για τον Ἕλληνα οἱ θεοί εἶναι κάτι τόσο φυσικό και αὐτονόητο, ὥστε ποτέ του δεν ἀναρωτήθηκε ἄν ἄλλοι λαοί θα μπορούσαν να ἔχουν διαφορετική πίστη ἤ διαφορετικούς θεούς…
Οἱ θεοί τῶν Ἕλλήνων ἀνήκουν στη φυσική τάξη τοῦ κόσμου, και γι’ αὐτό δεν περιορίζονται σε ἐθνικά σύνορα οὔτε συνδέονται με ὁρισμένες ὁμάδες…
Οἱ δίκες για ἀθεΐα δείχνουν με ποιο νόημα μποροῦμε να μιλοῦμε για θρησκευτική πίστη ἤ ἀπιστία στην ἀρχαία Ἑλλάδα…Κανείς δεν καταδίωκε «ἀλλόθρησκους», δηλαδή ὁπαδούς μιᾶς ἄλλης θρησκείας ἤ μιᾶς ἄλλης πίστης, ἀλλά φιλοσόφους. Δεν τους κατηγοροῦσε γιατί ἀμφισβητοῦσαν ἕνα ὁρισμένο δόγμα - ἡ ἑλληνική θρησκεία δεν εἶχε κανένα δόγμα και δεν γνωρίζουμε να κλήθηκε ποτέ κανένας ἕλληνας φιλόσοφος για να ἀνακαλέσει την αἱρετική διδασκαλία του· τους κατηγοροῦσε για ἀσέβεια, για προσβολή τῶν θεῶν, ὅπως θα μπορούσαμε να μεταφράσουμε την ἀρχαία ἑλληνική λέξη…Ὁ Σωκράτης δεν χαρακτηρίστηκε, ἑπομένως, αἱρετικός ἀλλά ἄθεος…Μόνο σε μία σύντομη περίοδο, την περίοδο τοῦ Διαφωτισμοῦ πού δημιούργησε ἡ φιλοσοφία, ὁπότε φάνηκε ὅτι κινδύνευε να διαταραχτεί ἡ σταθερή κοινωνική τάξη, ἔγιναν διώξεις ἀθέων, και μάλιστα μόνο στην Ἀθήνα…
Σύμφωνα με την κλασική ἑλληνική ἀντίληψη καί οἱ ἴδιοι οἱ θεοί ὑποτάσσονται στην κοσμική τάξη…Ἡ ἑλληνική θεότητα δεν εἶναι σε θέση να δημιουργήσει κάτι ἀπό το μηδέν, γι’ αὐτό και ὁ μύθος τῆς Δημιουργίας τοῦ κόσμου εἶναι ἄγνωστος στους Ἕλληνες· …Ὑπάρχουν κανόνες σύμφωνα με τους ὁποίους οἱ θεοί ἐπεμβαίνουν ἤ καλύτερα πρέπει να ἐπεμβαίνουν στην ἐπίγεια δράση…
Ἡ ἀνθρώπινη δράση δεν εἶναι πραγματική και αὐτόνομη. Ό,τι σχεδιάζει και ἐκτελεῖ ὁ ἄνθρωπος ὀφείλεται σε θεϊκό σχέδιο και ένέργεια…Ἔτσι ὁτιδήποτε κάνουν οἱ ἄνθρωποι με ἐπιμέλεια και μόχθο ἀπό την ἀρχή τῆς ζωῆς τους, το κατευθύνουν χωρίς κόπο οἱ θεοί…
Στο Ὅμηρο ὅμως ὁ ἄνθρωπος δεν αἰσθάνεται ἀκόμη τον ἑαυτό του ὡς πηγή τῶν ἀποφάσεών του· αὐτό συμβαίνει για πρώτη φορά στην τραγωδία. Στον Ὅμηρο ὅταν ἕνας ἄνθρωπος μετά ἀπό σκέψη καταλήγει σε κάποια ἀπόφαση, αἰσθάνεται ὅτι καθορίζεται ἀπό τους θεούς…Στον Ὅμηρο δεν ὑπάρχει ἡ συνείδηση τῆς αὐθορμησίας τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος, ἡ συνείδηση δηλαδή ὅτι ὁ ἄνθρωπος φέρει στον ἐσωτερικό του κόσμο την πηγή τῶν ἀποφάσεών του, καθώς και τῶν παρορμήσεων και συναισθημάτων του. Ὅ, τι ἰσχύει για τά γεγονότα στο ἔπος ἰσχύει και για τά αἰσθήματα, τη σκέψη και τη βούληση τοῦ ἀνθρώπου: ὅλα αὐτά συνδέονται ἄμεσα με τους θεούς…
Κάθε πρωτόγονος ἄνθρωπος νιώθει δεμένος με τους θεούς, και δεν ἔχει ἀφυπνιστεῖ, ὥστε να ἀποκτήσει συνείδειση τῆς προσωπικῆς του ἐλευθερίας. Οἱ Ἕλληνες καταργοῦν αὐτή τη δεσμευτική σχέση με τους θεούς και ἔτσι θεμελιώνουν το δυτικό πολιτισμό…
Ὁ ἑλληνικός θεός δεν χρησιμοποιεῖ τη θύελλα και τον κατακλυσμό για να κατακεραυνώσει τον ἄνθρωπο, και ὁ ἄνθρωπος δεν αἰσθάνεται, γεμάτος δέος, την ἀδυναμία του στο ἀντίκρυσμα τοῦ θεοῦ…Στον Ὅμηρο ἡ παρουσία τοῦ θεοῦ δεν κονιορτοποιεῖ ποτέ τον ἄνθρωπο…Το αἴσθημα πού νιώθει ὁ ἄνθρωπος μπρός στο θεό δεν εἶναι ρίγος, οὔτε δέος ἤ φόβος ἤ ἀκόμη θρησκευτική εὐλάβεια και σεβασμός. Ὅλα αὐτά προϋποθέτουν το φόβο πού ἐμπνέει μια μυστηριακή θεότητα, πράγμα πού γενικά εἶναι ἄγνωστο στον Ὅμηρο. Ἡ ταπεινοφροσύνη και ἡ ἀγάπη προς το θεό εἶναι φυσικά ἐπίσης ἄγνωστες· παρόμοια αἰσθήματα ἐμφανίζονται για πρώτη φορά στο χριστιανισμό…
Ἡ ἔκπληξη και ὁ θαυμασμός δεν αποτελούν χαρακτηριστικά θρησκευτικά αἰσθήματα οὔτε γενικά οὔτε και στον Ὅμηρο εἰδικότερα…Θαυμασμός σημαίνει το γεμάτο ἔκπληξη βλέμμα…Ὅταν λοιπόν το δέος μπρός στο άγνωστο ἀντικαθίσταται ἀπό το θαυμασμό τοῦ ὡραίου, το θεῖο γίνεται για τον ἄνθρωπο πιο ξένο και συγχρόνως πιο οἰκεῖο, δεν καταπιέζει τον ἄνθρωπο οὔτε τον δεσμεύει ἄμεσα με μαγικό τρόπο, και παρά ταῦτα γίνεται για τον ἄνθρωπο φυσικότερο…Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος πρέπει να ὑποφέρει ἐξαιτίας ἑνός θεοῦ, ὅπως ὁ Ὀδυσσέας ἐξαιτίας τοῦ Ποσειδώνα, δεν ταπεινώνεται οὔτε ὑποκύπτει, ἀλλά ὑπομένει θαρραλέα αὐτή την ἐχθρότητα διατηρώντας μια ἰσορροπία ἀνάμεσα στην ταπεινοφροσύνη και την ἀλαζονεία, ἰσορροπία πού δεν εἶναι εὔκολο να διατηρηθεῖ. Ἡ ἑλληνική θεότητα σε ἀντίθεση με την ἑβραϊκή, την ἰνδική ἤ την κινεζική προκαλεῖ τον ἄνθρωπο να την μιμηθεῖ. Γι’ αὐτό οἱ Ἕλληνες διέτρεχαν πάντα τον κίνδυνο να γίνουν αὐτάρεσκοι και ἀλαζόνες ὑπερβαίνοντας τά ἀνθρώπινα ὅρια. Αὐτή την κενοδοξία, πού οἱ Ἕλληνες την ὀνομάζουν ὕβρη, κληρονόμησε ἡ εὐρωπαϊκή σκέψη παρ’ὅλο τον ἐκχριστιανισμό της, ἤ ἴσως ἐξαιτίας τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ της, σε ἀκόμη μεγαλύτερο βαθμό άπό τους Ἕλληνες…
Ἡ καθαρότητα και ἡ διαύγεια τῆς ὁμηρικῆς πίστης πρέπει να ἀποδοθοῦν στους ριζοσπάστες άριστοκράτες τῶν πόλεων τῆς Μικρασίας πού ἔφυγαν ἀπό την Ἑλλάδα ἀφήνοντας πίσω τους τις σκοτεινές δυνάμεις τῆς γῆς, και τίμησαν τον οὐράνιο θεό Δία ὡς ἄρχοντα θεῶν και ἀνθρώπων. Αὐτοί οἱ θεοί δεν προήλθαν ἀπό τη λατρεία και δεν ὀφείλουν τήν ὕπαρξή τους σε θεολογικά συστήματα ἱερέων, ἀλλά δημιουργήθηκαν με το ἐπικό τραγούδι μαζί με τους άχαιούς ἥρωες. Τους ἥρωες αὐτούς τους δημιούργησε ἡ ἀνάμνηση τῆς μυκηναϊκῆς ἡρωϊκῆς ἐποχῆς, πού διατηρήθηκε ζωντανή στους σκοτεινούς αἰῶνες, και ἡ νοσταλγία για μια χαμένη ἐποχή και για την ἐγκαταλειμμένη πατρίδα…
Και ἐπειδή ὁ Ὅμηρος εἶναι ὁ δημιουργός μιᾶς λογοτεχνικῆς γλώσσας κατανοητῆς ἀπό ὅλους τούς Ἕλληνες, αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ Ὅμηρος – το ὄνομα το χρησιμοποιοῦμε με την ἀοριστία πού καθιερώθηκε στη φιλολογική ἔρευνα – δημιούργησε τον πνευματικό κόσμο, την πίστη και τη σκέψη τῶν Ἑλλήνων…
Ἐπειδή οἱ θεοί αὐτοί δεν ἐπεμβαίνουν στη ζωή τοῦ ἀνθρώπου με μια ἄλογη και τρομακτική ἐπίδειξη τῆς δύναμής τους, εἶναι δυνατόν ἡ ζωή του να διαμορφωθεῖ ἄνετα σύμφωνα με τους δικούς της ἄγραφους νόμους. Καθώς οἱ Ἕλληνες ἀντίκρυσαν ἀπροκατάληπτα και με θαυμασμό ἕναν ἔλλογο και τακτοποιημένο κόσμο, Θεώρησαν ὅτι ἄξιζε να θέσουν σε κίνηση τά χέρια τους, να ἀνοίξουν τά μάτια τους και προπαντός να δραστηριοποιήσουν το πνεῦμα τους. Ὁ ὄμορφος κόσμος, πού ἑλκυστικά ἀπλωνόταν γύρω τους, τους ὑποσχόταν να ἀποκαλύψει το νόημα και τη διάρθρωσή του. Ἀπό το θαυμασμό και την ἀπορία, με μια σημασία πλατύτερη ἀπό αὐτήν πού ἔδινε στη λέξη ὁ Ἀριστοτέλης, γεννήθηκε ἡ φιλοσοφία…
Και το σπουδαιότερο ἀπό ὅλα εἶναι ὅτι ἡ ἐπιστήμη γεννήθηκε στην Ἑλλάδα ἀπό την πίστη ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἔλλογος και πώς μπορεῖ να ἀποκαλυφθεῖ στην ἀνθρώπινη νόηση. Ἔτσι οἱ σημερινοί Εὐρωπαῖοι εἴμαστε σε τελευταία άνάλυση δημιουργήματα τῶν ὀλύμπιων θεῶν…
Οἱ ὀλύμπιοι θεοί "πέθαναν"ἐξαιτίας τῆς φιλοσοφίας, ἀλλά ἐξακολούθησαν να ζοῦν στην τέχνη…
Οἱ ὀλύμπιοι θεοί ἔχουν ὅλα τά πάθη (μόνο στους μύθους, όχι στην πραγματική τους φύση), χωρίς αὐτό να τους ἀφαιρεῖ τίποτε ἀπό την ὀμορφιά τους. ..
Σ’ ἐμᾶς φαίνεται ἀδιανόητο πῶς μπορεῖ κάποιος να σατιρίζει με ἀριστοφανικά ἀστεῖα τους θεούς στούς ὁποίους πιστεύει. Ἀλλά το γέλιο ἀνήκει και αὐτό στην ἔλλογη, γόνιμη και θετική πλευρά τῆς ζωῆς, και για τους Ἕλληνες εἶναι θεϊκότερο ἀπό τη βλοσυρή ἐπισημότητα πού μᾶς φαίνεται ὅτι ταιριάζει στην εὐσέβεια. Τρία πράγματα λοιπόν συνδιάζουν οἱ ὀλύμπιοι θεοί: ζωτικότητα, ὀμορφιά και πνευματική διαύγεια. ..
Αὐτόν τον κάπως εὐτελή ἀλλά πνευματώδη και λαμπρό κόσμο ταῶν ἀρχαίων θεῶν γνώρισε κυρίως ἡ Ἀναγέννηση, και ἦταν φυσικό το εἰδωλολατρικό στοιχεῖο με την ἰδιαίτερη σημασία τῆς λέξης να ἀσκήσει ἐπίδραση πάνω της, γιατί οἱ χαρούμενοι θεοί ἔρχονταν σε ἀντίθεση με τις ἀσκητικές τάσεις τοῦ Χριστιανισμοῦ. Στις μορφές τῶν ὀλύμπιων θεῶν και τῶν κλασικῶν μύθων χρωστᾶ ἡ Ἀναγέννηση ὄχι λίγα, γιατί χάρη σ’ αὐτούς ἔμαθε να βλέπει και να θαυμάζει την όμορφιά καί το μεγαλεῖο τοῦ κόσμου.
πηγή: ekivolos.gr