Ο Ιεροκλής, στην αρχή του προοιμίου τού Υπομνήματός του στα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη, γράφει:
«Η φιλοσοφία είναι κάθαρση & τελειότητα της ανθρώπινης ζωής: κάθαρση από την υλική αλογία και του θνητειδούς σώματος, τελειότητα ως ανάκτηση της οικείας μας ευζωίας (ευδαιμονίας), η οποία οδηγεί στην ομοίωση με το θείο. Αυτά εκ φύσεως τα πραγματοποιούν κυρίως η αρετή και η αλήθεια, η πρώτη αποβάλλοντας την αμετρία των παθών, η δεύτερη κατακτώντας το θείο είδος(μορφή) για όσους είναι εκ φύσεως ικανοί να την αποκτήσουν.»[1]
Εξ ου και ο Ιάμβλιχος λέγει αφενός ό,τι:
«Αρετή της ψυχής θα μπορούσε να είναι η τελειότητα και η αρμονία της ζωής, η κορυφαία και καθαρότατη ενέργεια του Λόγου, του Νοός και της Διάνοιας. Τα έργα της αρετής ας θεωρούνται κυρίως αγαθοειδή, κάλλιστα, νοητικά, σπουδαία, πλήρη μέτρου, ευκαιρίας, πρωτεύοντα, τέλους άριστου στοχαζόμενα[2], τέλος δε χαριτωμένα».[3]
Αφετέρου ό,τι:
«η αλήθεια, όπως και το όνομά της δείχνει, δημιουργεί την επιστροφή μας στους Θεούς και στην ακήρατον ενέργειά τους. Αντιθέτως η δοξομημητική ειδωλοποιία, όπως λέει ο Πλάτων, πλανιέται περί το άθεο & σκοτεινό. Η αλήθεια τελειοποιείται εκ των νοητικών και θείων Ειδών και με τα όντως υπαρκτά που μένουν αιώνια ίδια, ενώ η άλλη προς το ανείδεον και μη-ον που κάθε φορά γίνεται κάτι άλλο αποβλέπει και γύρω από αυτό αμβλύνεται η όρασή της. Η αλήθεια θεωρεί αυτό που υπάρχει, ενώ η άλλη παίρνει τέτοια μορφή, όποια φαίνεται στους πολλούς. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η αλήθεια με τον νου ομιλεί και το εν ημίν νοερό αυξάνει, η δε άλλη με την δύνη των υποθέσεων-εικασιών θηρεύει την άνοια και εξαπατά.»[4]
Όμως, όπως λέγει ο Ιεροκλής, η κάθαρση επιτυγχάνεται με την πρακτική φιλοσοφία, ενώ η ενατένιση του θείου με την θεωρητική και αναγκαστικά πρέπει να προηγείται η πρώτη της δεύτερης γιατί είναι απαραίτητο αυτό που επιθυμεί να προσεγγίσει το θείο, πρωτίστως να καθαρθεί από όσα τον τραβάνε προς τα πάθη της γένεσης.
Σύμφωνα με τον Πορφύριο:
«στον βαθμό που επιθυμεί κανείς το σώμα και τα συνυφασμένα με αυτό πράγματα στον ίδιο βαθμό αγνοεί τον θεό και αδυνατεί μες στην τυφλότητά του να δει – έστω κι αν όλοι οι άνθρωποι τον θεωρούν θεό. Τον σοφό άνθρωπο όμως, ακόμα κι αν τον ξέρουν πολύ λίγοι η, αν θέλεις, ακόμα αν δεν τον ξέρει κανείς, τον γνωρίζει ο θεός. Ας ακολουθεί, λοιπόν, ο νους τον θεό κι ας τον απεικονίζει, μέσω της ομοίωσής του προς αυτόν. Και τον νου ας τον ακολουθεί η ψυχή, κι αυτήν – όσο τούτο μπορεί να γίνει- ας την υπηρετεί το σώμα, την καθαρή ψυχή, το καθαρό σώμα».
Δεν είναι, λοιπόν, θείος άνθρωπος εκείνος για τον οποίο οι άνθρωποι νομίζουν ότι είναι τέτοιος και αυτός επιδιώκει να το νομίζουν, αλλά εκείνος ο οποίος επιθυμεί όσο γίνεται να ομοιάσει στο θείο και για τούτο διαχωρίζει τον εαυτό του από το σώμα, τις σωματικές επιθυμίες και τα πάθη του σώματος.
Άλλωστε ο μεν Πορφύριος λέγε αφενός ότι:
«Τι μάθαμε λοιπόν από εκείνους που έχουν πολύ καλή γνώση, όσο αυτό είναι δυνατόν για τους ανθρώπους; Μάθαμε ότι εγώ δεν είμαι για σένα ο συγκεκριμένος χειροπιαστός άνθρωπος που τον αντιλαμβάνεσαι με τις αισθήσεις σου, αλλά ο τελείως απομακρυσμένος από το σώμα, ο αχρώματος και ασχημάτιστος, αυτός που τα χέρια δεν μπορούν να τον αγγίξουν και μόνο η διάνοια τον αγγίζει και μπορεί να τον συλλάβει;»[5]
Αφετέρου ό,τι:
«Δεν είναι λοιπόν παράδοξο εσύ η πεπεισμένη ότι μέσα σου έχεις αυτό που σώζει και αυτό που σώζεται, αυτό που καταστρέφει και αυτό που καταστρέφεται, τον πλούτο και τη φτώχεια, τον πατέρα και τον άνδρα, τον καθηγεμόνα των όντως αγαθών, δεν είναι παράλογο, λέω, να στέκεσαι σαστισμένη μπροστά στην σκιά του υφηγητού, σαν να μην έχεις μέσα όλα τα πλούτη; Αυτά αναπόφευκτα θα τα καταστρέψεις και θα τα χάσεις, αν κατέβεις προς την σάρκα αντί να στραφείς προς αυτό που σώζει και αυτό που σώζεται. Όσο για την σκιά μου και το φαινόμενο είδωλο μου, ούτε η παρουσία τους θα σε ωφελήσει, ούτε η απουσία τους θα σε κάνει να πονέσεις, εσένα που ασκείσαι στην φυγή από το σώμα. Θα μπορούσες, μάλιστα, να με συναντήσεις με τρόπο καθαρό, σε μια απόλυτα αληθινή παρουσία μου και συμβίωση μαζί σου, νύχτα και μέρα, μέσα στον πιο καθαρό και ωραίο τρόπο συνεύρεσης, αν ασκηθείς στην άνοδο προς τον εαυτό σου, συγκεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις που το σώμα έχει διασκορπίσει και κατακερματίσει σε ένα πλήθος μέλη, από την άλλοτε μεγάλη και ισχυρή μέσα στην ενότητα δύναμη.»[6]
Ενώ ο δε Πλωτίνος λέγει αφενός ό,τι:
«Ο άνθρωπος και ιδιαίτερα ο σοφός δεν είναι σύνθεση ψυχής και σώματος και απόδειξη για αυτό αποτελεί ο αποχωρισμός από το σώμα και η περιφρόνηση των σωματικών αγαθών.»[7]
Αφετέρου ό,τι:
«Αν κάποιος δεν θέτει τον σοφό εκεί, στο νοητό, αλλά τον κατεβάζει, υποτάσσοντάς τον στην τύχη και στον φόβο των κινδύνων που μπορεί να του τύχουν, τότε δεν σκέφτεται τον σοφό, όπως τον αξιολογούμε εμείς, αλλά τον κοινό άνθρωπο, μείγμα αγαθού και κακού, στον οποίο αποδίδει μια ζωή μεικτή από αγαθό και κακό, κάτι που δίνεται εύκολο. Ακόμη και αν υπήρχε τέτοιος άνθρωπος, δεν θα άξιζε να ονομαστεί ευδαίμων, αφού δεν έχει ούτε το μεγαλείο ούτε την αξία της σοφίας ούτε την καθαρότητα του αγαθού. Δεν ανήκει λοιπόν στην κοινή ζωή η ζωή μετά ευδαιμονίας.»[8]
Εξηγεί δε ο θείος Ιάμβλιχος λέγοντας αφενός ό,τι:
«Ευδαίμων άνθρωπος είναι ο κατά το δυνατόν όμοιος με το θεό, ο τέλειος, απλός, καθαρός, εξηρημένος από της ανθρώπινης ζωής.»[9]
Αφετέρου ό,τι:
«Επειδή ο άνθρωπος συνίσταται από την ψυχή και η ψυχή είναι νοητική και αθάνατος, άρα και το αγαθό της και ο σκοπός της υπάρχει στη θεία ζωή, ενώ από τα θνητά τίποτε δεν έχει την δύναμη ή να δώσει κάποια συμβολή στην τέλεια ζωή ή να αφαιρέσει από αυτήν την ευδαιμονία. Διότι γενικά η μακαριότητά μας βρίσκεται στην νοητική ζωή.»[10]
Εξ ου και ο όλως φυσικώς ο Ιάβχλιχος λέγει ό,τι ο θείος Πυθαγόρας:
«Αποδοκίμαζε τα αλλότρια προς τους θεούς, επειδή μας οδηγούν μακριά από την θεία εξοικείωση. Παράγγελνε να απέχουμε και από κάθε τι το σφόδρα ιερό, διότι αυτά είναι άξια θείων τιμών και όχι κοινής και ανθρώπινης χρήσεως και προέτρεπε να φυλάγουμε τα σχετικά με την καθαρότητα της ψυχής και όσα συμβάλλουν στην αγνεία και προς σωφροσύνη και έξιν αρετής.»[11]
Ενώ ο Ιάμβλιχος προτρέπει ο,τι:
«Πρέπει να επιδιώξουμε να ζήσουμε τον κατά νου βίο που είναι εξαρτημένος από τους θεούς. Διότι μόνο αυτός μας δίνει την αδέσμευτη εξουσία της ψυχής, μας απαλλάσσει από τα δεσμά της ανάγκης και μας κάνει να ζούμε όχι κάποιον ανθρώπινο βίο, αλλά τον θείο & πληρούμενο με τα παραγόμενα και προερχόμενα εκ της βουλήσεως των θεών αγαθά.»[12]
Βέβαια η μόνη οδός αναγωγής μας προς τους θεούς και τα νοητά είναι η θεουργία, η του θειότατου Πλάτωνος φιλοσοφία και η γνώση της ουσίας μας, άλλωστε όχι μόνον ο Ολυμπιόδωρος λέγει πως:
«Της μεν φιλοσοφίας έργο είναι να μας μετατρέψει σε νου, της δε θεουργίας να μας ενώσει με τα νοητά ενεργώντας υποδειγματικώς.»[13]
Και ο Ιεροκλής λέγει ότι:
«Ο Πλάτων λέγει πως φιλοσοφεί αδόλως αυτός που αγάπησε την θεωρία των νοητών χωρίς την πολιτική δραστηριότητα και δεν δίνει σημασία σε όλα τα άλλα, αλλά μέσω των “καθαρτήριων αρετών” αφιέρωσε τον εαυτό του μόνο στην αναγωγή προς την “ιερή τελείωση”[14], όπως εξηγεί στον “Θεαίτητο, 173.c – 176.c.5”».[15]
Αλλά και ο Ιάμβλιχος λέγει αφενός ό,τι:
«σκοπός πάσης μαντικής προγνώσεως & παντός θεουργικού έργου η προς το νοητό πυρ άνοδος».[16]
Δηλαδή οι τρεις σκοποί – με αναβαθμούς – της φιλοσοφίας και της Θεουργίας είναι:
- ψυχῆς κάθαρσιν
- ψυχῆς ἀπόλυσιν
- ψυχῆς σωτηρίαν[17]
Αφετέρου ό,τι:
«Οι θεουργοί δεν ενοχλούν το θείο νου – τον Κρόνο – για μικρά πράγματα, αλλά για την κάθαρση της ψυχής, το λύσιμο και την σωτηρία της.»[18]
Ενώ ο Πλωτίνος λέγει ό,τι:
«αν κανείς πρόκειται να ομολογήσει ότι γνωρίζει τον Θεό, θα αναγκαστεί επίσης να παραδεχτεί ότι γνωρίζει τον εαυτό του. Διότι θα γνωρίσει όσα έχει από εκείνον και τι δίνει και ποια πράγματα μπορεί. Αφού μάθει και γνωρίσει αυτά θα γνωρίσει επίσης και τον εαυτό του. Διότι μια από τις παροχές εκείνου είναι και ο ίδιος, ή μάλλον είναι όλες οι παροχές του. Αν, λοιπόν, γνωρίσει κι εκείνο μαθαίνοντάς το με τις δυνάμεις του, θα γνωρίσει και τον εαυτό του, αφού έχει έρθει από εκεί & έχει φέρει μαζί του ό,τι μπορεί.»[19]
Μάλιστα ο Ιεροκλής εξηγεί ότι:
«είναι αδύνατον να κατακτήσει κανείς αδιατάρακτα την αλήθεια, αν οι άλογες δυνάμεις δεν έχουν τακτοποιηθεί από εμάς σύμφωνα με τον νου μέσω των ηθικών αρετών. Γιατί η λογική & αΐδια ψυχή, που ως προς την ουσία της βρίσκεται ανάμεσα στον νου και στο άλογο στοιχείο, μπορεί να συνευρεθεί απερίσπαστα με τον ανώτερό της νου μόνο τότε, όταν καθαρθεί από την περιπαθή προσκόλληση στα κατώτερά της και όταν έρχεται σε επαφή μαζί τους καθαρή. Και θα είναι καθαρή, αν δεν παρασύρεται καθόλου από το άλογο στοιχείο και από το θνητό σώμα, αλλά τα φροντίζει σαν κάτι άλλο από αυτή, απονέμοντας τους τόση φροντίδα, όση προτάσει ο θείος νόμος,».[20]
Και ο Πορφύριος ότι:
«Δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, πράγμα τόσο αντίθετο από κάποιο άλλο, όσο αντίθετη είναι η ράθυμη ζωή των ηδονών από την ανάβαση στους θεούς. Στις κορυφές των βουνών δεν μπορεί να αναρριχηθεί κανείς δίχως κινδύνους και δίχως κόπους και, παρόμοια, δεν μπορεί ν’ ανέβει κανείς από τα μύχια βάθη του σώματος, μέσω αυτών ακριβώς των στοιχείων που τον τραβάνε προς τα κάτω, δηλαδή μέσω της ηδονής και της ραθυμίας».[21]
Άλλωστε κατά πως λέγει ο Πρόκλος:
«Ρίζα της κακίας είναι το σώμα, όπως ακριβώς της αρετής είναι ο νους. Γιατί η μεν δεύτερη άνωθεν φυτρώνει στις ψυχές, η δε πρώτη εισβάλλει από τα χειρότερα και από κάτω.».[22]
Μάλιστα ο Ιάμβλιχος λέγει αφενός ό,τι:
«Πάσα αρετή περιφρονεί το σωματοειδές & ασπάζεται το αθάνατο. Πολύ ξεχωριστά η σωφροσύνη έχει αυτή την σπουδή, επειδή περιφρονεί τις καθηλούσες την ψυχή στο σώμα ηδονές, και πατά πάνω σε αγνό αγνά βάθρα, όπως λέει ο Πλάτων».[23]
Αφετέρου ό,τι:
«η σωφροσύνη μας ποιεί τέλειους εξορίζοντας όλο το ατελές & εμπαθές αφ’ ημών. Θα το καταλάβουμε δε αν σκεφτούμε τον Βελλεροφόντη, ο οποίος συναγωνιστή του την κοσμιότητα την Χίμαιρα και πάν το θηριώδες & άγριο & ανήμερο φύλο αναίρεσε. Διότι γενικά η των παθών άμετρος επικράτηση δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να είναι ούτε άνθρωποι, αλλά έλκει αυτούς προς την αλόγιστη, θηριώδη & άτακτον φύση».[24]
Συμπληρώνει δε ο Ιάμβλιχος λέγοντας αφενός ό,τι:
«η ευταξία που συγκρατεί τις ηδονές με ορισμένα μέτρα, σώζει τους οίκους και τις πόλεις κατά την του Κράτητος γνώμη. Και επίσης με κάποιο τρόπο πλησιάζει τους ανθρώπους προς το των θεών είδος».[25]
Αφετέρου ό,τι:
«κρηπίς της αρετής, όπως λέγει ο Σωκράτης, είναι η εγκράτεια της γλυκυθυμίας – της τάσης για απολαύσεις. Κόσμημα δε όλων των αγαθών θεωρείται η σωφροσύνη, όπως αποφάνθηκε ο Πλάτων στους “Νόμους, 635.c”. Και ασφάλεια των καλλίστων έξεων η αυτή αρετή, όπως εγώ λέγω».[26]
Αφού, λοιπόν, όπως προείπαμε, η κάθαρση επιτυγχάνεται με την πρακτική φιλοσοφία, η οποία είναι ικανή να εξασφαλίσει την αρετή, εκείνος που επιδιώκει την ανάβαση προς τους θεούς, οφείλει πρωτίστως να προετοιμάσει τον εαυτό του, κατακτώντας, δια μέσου αυτής της φιλοσοφίας την πρακτική αρετή και εφαρμόζοντάς την σε όλες τις εκφάνσεις του καθημερινού βίου του.
Αφού πρέπει – κατά πως λέγει ο Ιεροκλής:
«πρώτα να τακτοποιήσουμε τον παραλογισμό και την ραθυμία που έχουμε μέσα μας και έπειτα έτσι να επιδιώξουμε την γνώση των θειότερων πραγμάτων«.[27]
[1] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα στα Πυθαγορικά έπη, αποκαλούμενα χρυσά, 1.1 – 2.1»:
In aureum carmen p.1.1 ` to In aureum carmen p.2.1 Η φιλοσοφία ἐστὶ ζωῆς ἀνθρωπίνης κάθαρσις καὶ τελειότης, κάθαρσις μὲν ἀπὸ τῆς ὑλικῆς ἀλογίας καὶ τοῦ θνητοειδοῦς σώματος, τελειότης δέ, τῆς οἰκείας εὐζωΐας ἀνάληψις, πρὸς τὴν θείαν ὁμοίωσιν ἐπανάγουσα. ταῦτα δὲ πέφυκεν ἀρετὴ καὶ ἀλήθεια μάλιστα ἀπεργάζεσθαι, ἡ μὲν τὴν ἀμετρίαν τῶν παθῶν ἐξορίζουσα, ἡ δὲ τὸ θεῖον εἶδος τοῖς εὐφυῶς ἔχουσι προσκτωμένη.
[2] Ποιο κάτω θα δούμε ποιο είναι το τέλος που στοχάζεται η αρετή για την λογική & αΐδια ψυχή.
[3] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Σώπατρο για την αρετή, 3.1.17.3 – 3.1.17.8» :
Anthologium 3.1.17.3 ` to Anthologium 3.1.17.8 Ψυχῆς μὲν οὖν ἂν εἴη ἀρετὴ τελεότης καὶ εὐμετρία τῆς ζωῆς, λόγου τε καὶ νοῦ καὶ διανοήσεως ἡ ἀκροτάτη καὶ καθαρωτάτη ἐνέργεια. τὰ δ᾽ ἔργα τῆς ἀρετῆς ἀγαθοειδῆ, κάλλιστα, νοερά, σπουδαῖα, πλήρη μεσότητος, εὐκαιρίας μετέχοντα, προηγούμενα, τέλους ἀρίστου στοχαζόμενα, χαρίεντα ὅτι μάλιστα θεωρείσθω.
[4] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Σώπατρο για την αρετή, 3.11.35.2 – 3.11.35.13» :
Anthologium 3.11.35.2 ` to Anthologium 3.11.35.13 Ἀλήθεια μέν, ὥσπερ καὶ τοὔνομα δηλοῖ, περὶ θεοὺς ποιεῖ τὴν ἐπιστροφὴν καὶ τῶν θεῶν τὴν ἀκήρατον ἐνέργειαν· ἡ δὲ δοξομιμητικὴ αὕτη εἰδωλοποιία, ὥς φησι Πλάτων, περὶ τὸ ἄθεον καὶ σκοτεινὸν πλανᾶται. καὶ ἣ μὲν τοῖς νοητικοῖς εἴδεσι καὶ θείοις καὶ τοῖς ὄντως οὖσι καὶ κατὰ τὰ αὐτὰ ἀεὶ ἔχουσι τελεοῦται, ἣ δὲ τὸ ἀνείδεον καὶ μὴ ὂν καὶ ἄλλοτε ἄλλως ἔχον ἀποβλέπει καὶ περὶ αὐτοῦ ἀμβλυώττει. καὶ ἣ μὲν αὐτὸ ὃ ἐστὶ θεωρεῖ, ἣ δ᾽ οἷον φαίνεται τοῖς πολλοῖς τοιοῦτον ὑποδύεται πρόσχημα. διόπερ δὴ ἣ μὲν πρὸς νοῦν ὁμιλεῖ καὶ τὸ ἐν ἡμῖν νοερὸν αὔξει, ἣ δὲ τῷ ἀεὶ δοκοῦντι θηρεύεται τὴν ἄνοιαν καὶ ἐξαπατᾷ.
[5] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 8.11 – 8.14» :
Ad Marcellam 8.11 ` to Ad Marcellam 8.14 ἆρ᾽ οὐχ, ὅτι μὲν σοὶ ἐγὼ οὐχ ὁ ἁπτὸς οὗτος καὶ τῇ αἰσθήσει ὑποπτωτός, ὁ δὲ ἐπὶ πλεῖστον ἀφεστηκὼς τοῦ σώματος, ὁ ἀχρώματος καὶ ἀσχημάτιστος, καὶ χερσὶ μὲν οὐδαμῶς ἐπαφητός, διανοίᾳ δὲ μόνῃ κρατητός;
[6] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 9.11 – 10.8» :
Ad Marcellam 9.11 ` to Ad Marcellam 10.8 πῶς οὖν οὐκ ἄτοπον τὴν πεπεισμένην ἐν σοὶ εἶναι καὶ τὸ σῷζον καὶ τὸ σῳζόμενον καὶ τό γε ἀπολλύον καὶ τὸ ἀπολλύμενον τόν τε πλοῦτον καὶ τὴν πενίαν τόν τε πατέρα καὶ τὸν ἄνδρα καὶ τὸν τῶν ὄντως ἀγαθῶν καθηγεμόνα, κεχηνέναι πρὸς τὴν τοῦ ὑφηγητοῦ σκιάν, ὡς δὴ τὸν ὄντως ὑφηγητὴν μὴ ἐντὸς ἔχουσαν μηδὲ παρὰ σαυτῇ πάντα τὸν πλοῦτον; ὃν ἀνάγκη ἀπολλύναι καὶ διαφεύγειν πρὸς τὴν σάρκα καταβαίνουσαν ἀντὶ τοῦ σῴζοντος καὶ σῳζομένου. Τῆς μὲν οὖν ἐμῆς σκιᾶς καὶ τοῦ φαινομένου εἰδώλου οὔτε παρόντων ὠνήσω τι οὔτ᾽ ἀπόντων ἐπώδυνος ἡ ἀπουσία τῇ μελετώσῃ φεύγειν ἀπὸ τοῦ σώματος. ἐμοῦ δὲ καθαρῶς τύχοις ἂν μάλιστα καὶ παρόντος καὶ συνόντος νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν σὺν καθαρῷ τε καὶ τῷ καλλίστῳ τῆς συνουσίας καὶ μηδὲ χωρισθῆναι οἵου τε ὄντος, εἰ μελετῴης εἰς σεαυτὴν ἀναβαίνειν συλλέγουσα ἀπὸ τοῦ σώματος πάντα τὰ διασκεδασθέντα σου μέλη καὶ εἰς πλῆθος κατακερματισθέντα ἀπὸ τῆς τέως ἐν μεγέθει δυνάμεως ἰσχυούσης ἑνώσεως.
[7] Βλ Πλωτίνος «Εννεάδες, 1.4.14.1 – 1.4.14.11, 1η εννεάδα, κεφάλαιο 4ον, “Περί Ευδαιμονίας”»:
Enneades 1.4.14.1 ` to Enneades 1.4.14.11 Τὸ δὲ μὴ συναμφότερον εἶναι τὸν ἄνθρωπον καὶ μάλιστα τὸν σπουδαῖον μαρτυρεῖ καὶ ὁ χωρισμὸς ὁ ἀπὸ τοῦ σώματος καὶ ἡ τῶν λεγομένων ἀγαθῶν τοῦ σώματος καταφρόνησις. Τὸ δὲ καθόσον ἀξιοῦν τὸ ζῷον τὴν εὐδαιμονίαν εἶναι γελοῖον εὐζωίας τῆς εὐδαιμονίας οὔσης, ἣ περὶ ψυχὴν συνίσταται, ἐνεργείας ταύτης οὔσης καὶ ψυχῆς οὐ πάσης—οὐ γὰρ δὴ τῆς φυτικῆς, ἵν᾽ ἂν καὶ ἐφήψατο σώματος· οὐ γὰρ δὴ τὸ εὐδαιμονεῖν τοῦτο ἦν σώματος μέγεθος καὶ εὐεξία—οὐδ᾽ αὖ ἐν τῷ αἰσθάνεσθαι εὖ, ἐπεὶ καὶ κινδυνεύσουσιν αἱ τούτων πλεονεξίαι βαρύνασαι πρὸς αὑτὰς φέρειν τὸν ἄνθρωπον.
[8] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδες, 1.4.16.1 – 1.4.16.24, 1η εννεάδα, κεφάλαιο 4ον, “Περί Ευδαιμονίας”»:
Enneades 1.4.16.1 ` to Enneades 1.4.16.24 Εἰ δέ τις μὴ ἐνταῦθα ἐν τῷ νῷ τούτῳ ἄρας θήσει τὸν σπουδαῖον, κατάγοι δὲ πρὸς τύχας καὶ ταύτας φοβήσεται περὶ αὐτὸν γενέσθαι, οὔτε σπουδαῖον τηρήσει, οἷον ἀξιοῦμεν εἶναι, ἀλλ᾽ ἐπιεικῆ ἄνθρωπον, καὶ μικτὸν ἐξ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ διδοὺς μικτὸν βίον ἔκ τινος ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ ἀποδώσει τῷ τοιούτῳ, καὶ οὐ ῥᾴδιον γενέσθαι. Ὃς εἰ καὶ γένοιτο, οὐκ ἂν ὀνομάζεσθαι εὐδαίμων εἴη ἄξιος οὐκ ἔχων τὸ μέγα οὔτε ἐν ἀξίᾳ σοφίας οὔτε ἐν καθαρότητι ἀγαθοῦ. Οὐκ ἔστιν οὖν ἐν τῷ κοινῷ εὐδαιμόνως ζῆν. Ὀρθῶς γὰρ καὶ Πλάτων ἐκεῖθεν ἄνωθεν τὸ ἀγαθὸν ἀξιοῖ λαμβάνειν καὶ πρὸς ἐκεῖνο βλέπειν τὸν μέλλοντα σοφὸν καὶ εὐδαίμονα ἔσεσθαι καὶ ἐκείνῳ ὁμοιοῦσθαι καὶ κατ᾽ ἐκεῖνο ζῆν. Τοῦτο οὖν δεῖ ἔχειν μόνον πρὸς τὸ τέλος, τὰ δ᾽ ἄλλα ὡς ἂν καὶ τόπους μεταβάλλοι οὐκ ἐκ τῶν τόπων προσθή κην πρὸς τὸ εὐδαιμονεῖν ἔχων, ἀλλ᾽ ὡς στοχαζόμενος καὶ τῶν ἄλλων περικεχυμένων αὐτόν, οἷον εἰ ὡδὶ κατακείσεται ἢ ὡδί, διδοὺς μὲν τούτῳ ὅσα πρὸς τὴν χρείαν καὶ δύναται, αὐτὸς δὲ ὢν ἄλλος οὐ κωλυόμενος καὶ τοῦτον ἀφεῖναι, καὶ ἀφήσων δὲ ἐν καιρῷ φύσεως, κύριος δὲ καὶ αὐτὸς ὢν τοῦ βουλεύσασθαι περὶ τούτου. Ὥστε αὐτῷ τὰ ἔργα τὰ μὲν πρὸς εὐδαιμονίαν συντείνοντα ἔσται, τὰ δ᾽ οὐ τοῦ τέλους χάριν καὶ ὅλως οὐκ αὐτοῦ ἀλλὰ τοῦ προσεζευγμένου, οὗ φροντιεῖ καὶ ἀνέξεται, ἕως δυνατόν, οἱονεὶ μουσικὸς λύρας, ἕως οἷόν τε χρῆσθαι·
[9] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Σώπατρο για την αρετή, 4.39.23.2 – 4.39.23.4» :
Anthologium 4.39.23.2 ` to Anthologium 4.39.23.4 Εὐδαίμων ἐστὶν ὁ θεῷ κατὰ τὸ δυνατὸν ὅμοιος, τέλεος, ἁπλοῦς, καθαρός, ἐξῃρημένος ἀπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς.
[10] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Μακεδόνιο για την ειμαρμένη, 2.8.43.1 – 2.8.48.10» :
Anthologium 2.8.48.2 ` to Anthologium 2.8.48.10 Ἐπεὶ τοίνυν ἐν ψυχῇ μέν ἐστιν ὁ ἄνθρωπος, ἡ δὲ ψυχὴ νοερά τε ἐστὶ καὶ ἀθάνατος, καὶ τὸ καλὸν ἄρα αὐτῆς καὶ τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ τέλος ἐνυπάρχει τῇ θείᾳ ζωῇ, τῶν δὲ θνητοειδῶν οὐδὲν κύριον ἢ συμβάλλεσθαί τι πρὸς τὴν τελείαν ζωήν ἐστιν, ἢ παραιρεῖν αὐτῆς τὴν εὐδαιμονίαν. Ὅλως γὰρ ἐν νοερᾷ μὲν ζωῇ τὸ μακάριον ἡμῖν ὑπάρχει·
[11] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορικού βίου, 24.106.8 – 24.107.1» :
Vit Pyth 24.106.8 ` to Vit Pyth 24.107.1 καθόλου δὲ ἀπεδοκίμαζε καὶ τὰ τοῖς θεοῖς ἀλλότρια ὡς ἀπάγοντα ἡμᾶς τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς οἰκειώσεως. κατ᾽ ἄλλον δὲ αὖ τρόπον καὶ τῶν νομιζομένων εἶναι ἱερῶν σφόδρα ἀπέχεσθαι παρήγγελλεν ὡς τιμῆς ἀξίων ὄντων, ἀλλ᾽ οὐχὶ τῆς κοινῆς καὶ ἀνθρωπίνης χρήσεως, καὶ ὅσα δὲ εἰς μαντικὴν ἐνεπόδιζεν ἢ πρὸς καθαρότητα τῆς ψυχῆς καὶ ἁγνείαν ἢ πρὸς σωφροσύνης καὶ ἀρετῆς ἕξιν, παρῄνει φυλάττεσθαι.
[12] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Μακεδόνιο για την ειμαρμένη, 2.8.44.2 – 2.8.44.7» :
Anthologium 2.8.44.2 ` to Anthologium 2.8.44.7 Τὸν κατὰ νοῦν ἄρα βίον καὶ τὸν ἐχόμενον τῶν θεῶν διαζῆν μελετητέον· οὗτος γὰρ ἡμῖν μόνος ἀποδίδωσι τὴν ἀδέσποτον τῆς ψυχῆς ἐξουσίαν, ἀπολύει τε ἡμᾶς τῶν ἀναγκαίων δεσμῶν καὶ ποιεῖ ζῆν οὐκ ἀνθρώπινόν τινα βίον, ἀλλὰ τὸν θεῖον καὶ τῇ βουλήσει τῶν θεῶν ἀγαθῶν ἀποπληρούμενον.
[13] Βλ. Ολυμπιόδωρος στο «Υπόμνημα στον Πλατωνικό Φαίδωνα, 8.2.14 – 20» :
In Platonis Phaedonem commentaria 8.2.19 ` to In Platonis Phaedonem commentaria 8.2.20 καὶ φιλοσοφίας μὲν ἔργον νοῦν ἡμᾶς ποιῆσαι, θεουργίας δὲ ἑνῶσαι ἡμᾶς τοῖς νοητοῖς, ὡς ἐνεργεῖν παραδειγματικῶς.
[14] Ιερή τελείωση είναι η εξομοίωση με τον θεό.
[15] Bibl 251.464b.1 ` to Bibl 251.464b.7 Οτι ἀποδιδούς, φησίν, ὁ Πλάτων φιλοσόφου καὶ ἐρωτικοῦ διαφοράν, καὶ πῶς ἰσοτίμως ἀνάγεσθαι λέγονται, φιλοσοφῆσαι μὲν ἀδόλως λέγει τὸν θεωρίαν ἄνευ πράξεως πολιτικῆς ἀγαπήσαντα, καὶ πάντα τὰ ἄλλα παρ᾽ οὐδὲν θέμενον, καὶ ταῖς καθαρτικαῖς ἀρεταῖς ἑαυτὸν παραδόντα τῇ πρὸς μόνην τὴν ἱερὰν τελείωσιν ἀναγωγῇ, ὡς ἐν Θεαιτήτῳ διέξεισιν.
[16] Βλ. Ιάμβλιχος στο «Περί Μυστηρίων, 3.31.68 – 3.31.70» :
Myst 3.31.68 ` to Myst 3.31.70 ἡ πρὸς τὸ νοητὸν πῦρ ἄνοδος, ὃ δὴ καὶ τέλος δεῖ πάσης μὲν προγνώσεως πάσης δὲ θεουργικῆς πραγματείας
[17] Βλ. Ιάμβλιχος στο «Περί Μυστηρίων, 5.6.1 – 5.6.7» :
Myst 5.6.1 ` to Myst 5.6.7 Τὸ δὲ μέγιστον τὸ δραστήριον τῶν θυσιῶν, καὶ διὰ τί μάλιστα τοσαῦτα ἐπιτελεῖ, ὡς μήτε λοιμῶν παῦλαν μήτε λιμῶν ἢ ἀφορίας χωρὶς αὐτῶν γίγνεσθαι, μήτε ὄμβρων αἰτήσεις, μήτε τὰ τιμιώτερα τούτων, ὅσα εἰς ψυχῆς κάθαρσιν ἢ τελείωσιν ἢ τὴν ἀπὸ τῆς γενέσεως ἀπαλλαγὴν συμβάλλεται, ταῦτα δὴ οὖν οὐδ᾽ ὅλως ἐνδείκνυνται οἱ τοιοῦτοι τρόποι τῶν θυσιῶν.
[18] Βλ. Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 10.7.5 – 10.7.8»:
Myst 10.7.5 ` to Myst 10.7.8 οὐδὲ περὶ σμικρῶν οἱ θεουργοὶ τὸν θεῖον νοῦν ἐνοχλοῦσιν, ἀλλὰ περὶ τῶν εἰς ψυχῆς κάθαρσιν καὶ ἀπόλυσιν καὶ σωτηρίαν ἀνηκόντων·
[19] Βλ. Πλτωίνος «Εννέαδες, 5η, “Περί των γνωριστικών υποστάσεων και του επέκεινα”, 5.3.7.1 – 5.3.7.9» :
Enneades 5.3.7.1 ` to Enneades 5.3.7.9 Αλλ᾽ εἰ τὸν θεὸν γινώσκειν αὐτόν τις ὁμολογήσει, καὶ ταύτῃ συγχωρεῖν ἀναγκασθήσεται καὶ ἑαυτὸν γινώσκειν. Καὶ γὰρ ὅσα ἔχει παρ᾽ ἐκείνου γνώσεται, καὶ ἃ ἔδωκε, καὶ ἃ δύναται ἐκεῖνος. Ταῦτα δὲ μαθὼν καὶ γνοὺς καὶ ταύτῃ ἑαυτὸν γνώσεται· καὶ γὰρ ἕν τι τῶν δοθέντων αὐτός, μᾶλλον δὲ πάντα τὰ δοθέντα αὐτός. Εἰ μὲν οὖν κἀκεῖνο γνώσεται κατὰ τὰς δυνάμεις αὐτοῦ μαθών, καὶ ἑαυτὸν γνώσεται ἐκεῖθεν γενό μενος καὶ ἃ δύναται κομισάμενος·
[20] Βλ. Ιεροκλής στο «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 20.1.8 – 20.2.8» :
In aureum carmen 20.1.8 ` to In aureum carmen 20.2.8 καὶ ἄλλως δὲ ἀδύνατον ἀθορύβως κτήσασθαι τὴν ἀλήθειαν, μὴ τῶν ἀλόγων δυνάμεων ἡμῖν ταῖς ἠθικαῖς ἀρεταῖς κατὰ νοῦν τεταγμένων. μέση γὰρ οὖσα ἡ λογικὴ ψυχὴ νοῦ καὶ ἀλογίας τότε μόνον ἀπερισπάστως δύναται συνεῖναι τῷ πρὸ αὐτῆς νῷ, ὅταν καθαρὰ γενομένη τῆς τῶν μετ᾽ αὐτὴν προσπαθείας καθαρῶς ἐφάπτηται ἐκείνων. ἔσται δὲ καθαρά, εἰ μηδὲν τῇ ἀλογίᾳ μηδὲ τῷ θνητῷ σώματι συνεκφέροιτο, ὡς ἄλλη δὲ ἄλλων ἐπιμελοῖτο τοσοῦτον αὐτοῖς ἀπονέμουσα φροντίδος, ὅσον ὁ θεῖος κελεύει νόμος,
[21] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 6.9– 6.13» :
Ad Marcellam 6.9 ` to Ad Marcellam 6.13 αὐτὸ γὰρ τὸ πρᾶγμα ὡς οὐδὲν ἄλλο ἄλλῳ ἀντίκειται πράγματι, ἡδονή τε καὶ ῥᾳθυμία τῇ πρὸς θεοὺς ἀνόδῳ. ἐπεὶ οὐδὲ τὰ ὑψηλότερα τῶν ὀρῶν ἀκινδύνως καὶ πόνων ἄνευ ἦν ἀναβαίνειν, οὐδ᾽ ἀπὸ τῶν μυχῶν τοῦ σώματος διὰ τῶν εἰς τὸ σῶμα καταγωγῶν, ἡδονῆς τε καὶ ῥᾳθυμίας, ἀνακύπτειν.
[22] Βλ. Πρόκλος «Εκ της Χαλδαϊκης Φιλοσοφίας, 3.1 – 4.17» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 3.1 ` to Eclogae de philosophia Chaldaica 4.17 Ῥίζα τῆς κακίας τὸ σῶμα, ὥσπερ τῆς ἀρετῆς ὁ νοῦς. Ἡ μὲν γὰρ ἄνωθεν ἐκβλυστάνει ταῖς ψυχαῖς, ἡ δὲ ἀπὸ τῶν χειρόνων ἐπεισκωμάζει καὶ κάτωθεν·
[23] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου για την σωφροσύνη, 3.5.45.3 – 3.5.45.7» :
Anthologium 3.5.45.3 ` to Anthologium 3.5.45.7 Πᾶσα μὲν γὰρ ἀρετὴ τὸ θνητοειδὲς μὲν ἀτιμάζει, τὸ δὲ ἀθάνατον ἀσπάζεται· πολὺ δὲ διαφερόντως ἡ σωφροσύνη ταύτην ἔχει τὴν σπουδήν, ἅτε δὴ τὰς προσηλούσας τῷ σώματι τὴν ψυχὴν ἡδονὰς ἀτιμάζουσα, καὶ ἐν ἁγνοῖς βάθροις βεβῶσα, ὡς φησὶ Πλάτων.
[24] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου για την σωφροσύνη, 3.5.46.2 – 3.5.46.10» :
Anthologium 3.5.46.2 ` to Anthologium 3.5.46.10 Πῶς γὰρ ἡ σωφροσύνη τελέους ἡμᾶς οὐ ποιεῖ, τὸ ἀτελὲς καὶ ἐμπαθὲς ὅλον ἀφ᾽ ἡμῶν ἐξορίζουσα; γνοίης δ᾽ ἂν ὡς τοῦτο οὕτως ἔχει, τὸν Βελλεροφόντην ἐννοήσας, ὃς μετὰ τῆς κοσμιότητος συναγωνιζομένης τὴν Χίμαιραν καὶ τὸ θηριῶδες καὶ ἄγριον καὶ ἀνήμερον φῦλον πᾶν ἀνεῖλεν. ὅλως γὰρ ἡ τῶν παθῶν ἄμετρος ἐπικράτεια οὐδὲ ἀνθρώπους ἐφίησιν εἶναι τοὺς ἀνθρώπους, πρὸς δὲ τὴν ἀλόγιστον αὐτοὺς ἕλκει φύσιν καὶ θηριώδη καὶ ἄτακτον.
[25] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου για την σωφροσύνη, 3.5.47.2 – 3.5.47.5» :
Anthologium 3.5.47.2 ` to Anthologium 3.5.47.5 Ἡ δὲ μέτροις ὡρισμένοις κατέχουσα τὰς ἡδονὰς εὐταξία σῴζει μὲν οἴκους σῴζει δὲ πόλεις κατὰ τὴν Κράτητος γνώμην· ἔτι δὲ πλησιάζει πως ἤδη πρὸς τὸ τῶν θεῶν εἶδος.
[26] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου για την σωφροσύνη, 3.5.48.2 – 3.5.48.6» :
Anthologium 3.5.48.2 ` to Anthologium 3.5.48.6 Ὅτι τοίνυν κρηπὶς τῆς ἀρετῆς, ὡς ἔλεγε Σωκράτης, ἡ ἐγκράτειά ἐστι τῆς γλυκυθυμίας· κόσμος δὲ τῶν ἀγαθῶν πάντων ἡ σωφροσύνη θεωρεῖται, ὥσπερ δὴ ἀπεφήνατο Πλάτων. ἀσφάλεια δὲ τῶν καλλίστων ἕξεων ἡ αὐτή ἐστιν ἀρετή, ὥσπερ ἐγὼ λέγω.
[27] Βλ. Ιεροκλής στο «Υπόμνημα στα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 3.1 – 3.4» :
In aureum carmen p.3.1 ` to In aureum carmen p.3.4 καὶ πρῶτά γε τὰ τῆς πρακτικῆς ἀρετῆς παρατίθεται παραγγέλματα. πρῶτον γὰρ δεῖ τάξαι τὴν ἐν ἡμῖν ἀλογίαν τε καὶ ῥᾳθυμίαν, ἔπειτα οὕτως ἐπιβαλεῖν τῇ τῶν θειοτέρων γνώσει.
πηγή: eleysis69