Στον βαθμό που ζούμε θεία-νοητικά, δηλαδή κατά φύσιν, και αφού η φύση μας έχει καθοριστεί εκ του θείου νόμου του Πηγαίου & νοητικού Πατέρα Διός, και αφού αφενός:
«Νόμος είναι ο δημιουργικός νους και η θεία βούληση η αΐδίως τα πάντα παράγουσα και εις αεί διασώζουσα«[1],
και αφετέρου:
«ο νόμος είναι η αμετάτρεπτη και δημιουργική ενέργεια του θεού, η γεννώσα τα θεία γένη και τακτοποιούσα αΐδίως και αμεταβλήτως»[2],
τότε κατανοούμε πως το ανθρώπινο ον – ως σύνθετο, ήτοι ως «κράμα» αποτελούμενο από τον καθαυτό & όντως άνθρωπο, δηλαδή την λογική & αΐδια ψυχή μετά συμφυούς αθανάτου-αυγοειδούς (αιθερικού) σώματος, και από την θνητή-άλογη ψυχή συν τις 2 ζωές που αναλογούν σε κάθε μέρος – είναι ελεύθερο όταν ταυτίζει την βούλησή του με τον νόμο του Διός – ήτοι με την δημιουργική βούληση του δημιουργού & πατέρα Ζήνα, ενώ ως καθαυτό άνθρωπος, ήτοι ως λογική & αΐδια ψυχή μετά συμφυούς αθανάτου-αυγοειδούς(αιθερικού-φωτεινού) σώματος αλλά δίχως θνητό/οστράκινο σώμα, είναι ελεύθερος όταν εξομοιώνεται με τους Θεούς.
Ως εκ τούτου κατανοούμε πως υπάρχουν 2 μορφές ελευθερίας για τον άνθρωπο, η 2η είναι η ανώτερη & υφίσταται ως προς την καθαυτό & όντως υπόστασή μας – δηλαδή ως έλλογη & αΐδια ψυχή μετά συμφυούς αθάνατου/αυγοειδούς σώματος, ενώ η 1η υφίσταται ως σύνθετο ον – δηλαδή ως λογική & αΐδια ψυχή μετά και θνητού-οστράκινου σώματος. Η 2η είναι άμεσα εξαρτώμενη από την 1η και παράγωγό της. Όποιος κατέχει την 2η έχει και την 1η. Όποιος έχει την 1η δεν κατέχει απαραίτητα και την 2η.
Όταν ο άνθρωπος κατέχει την 2η μορφή ελευθερίας, παρότι ζει εν τη γενέσει, τότε και μόνον τότε, τηρεί τον σύμφυτο στην ουσία του όρκο προς τους Θεούς, δηλαδή μένει προσκολλημένος παρά τον Πατέρα και Δημιουργό Ζευ και δεν παραβαίνει του νόμους αυτού.
Άλλωστε ο Ιεροκλής λέγει αφενός ό,τι:
«όρκος είναι η αιτία που διατηρεί τα πάντα στην κατάσταση και τα εξασφαλίζει έτσι σαν να κρατιούνται από την πίστη του όρκου και διασώζουν την τάξη του νόμου, ώστε αποτέλεσμα του δημιουργικού νόμου να είναι το απαραβίαστο της τάξης των δημιουργημάτων. Γιατί το να διαμένουν τα πάντα όπως έχουν οριστεί από τον νόμου είναι το κύριο έργο του θείου όρκου, ο οποίος τηρείται προπάντων και πάντα μέσα σε όσους νουν πάντα τον θεό. Μέσα σε όσους όμως άλλοτε νοούν και άλλοτε απομακρύνονται της θείας γνώσεως, παρομοίως παραβιάζεται όταν απομακρύνονται, και τηρείται όταν ανυψώνονται στην επιστροφή προς το θείο. Γιατί η τήρηση των θείων νόμων λέγεται όρκος, μέσω του οποίου έχουν δεθεί και εξαρτηθεί από τον δημιουργό θεό όσα έχουν την φύση να τον γνωρίζουν. Από αυτά, όσα μένουν πάντοτε προσκολλημένα σε αυτόν, σέβονται πάντα τον όρκο, ενώ, όσα μερικές φορές απομακρύνονται, τότε ασεβούν και στον όρκο, παραβαίνοντας όχι μόνον την τάξη του θείου νόμου αλλά και την πίστη του θείου όρκου. Ο όρκος, λοιπόν, που έχει λάβει υπόσταση εντός της ουσίας τους στα λογικά γένη είναι ο εξής: να μένουν προσκολλημένα στον πατέρα και δημιουργό τους και με κανέναν τρόπο να μην παραβαίνουν τους νόμους που ορίστηκαν από εκείνον».[3]
Αφετέρου ό,τι:
«κορυφαία αρετή είναι το να εμμένουμε εντός ορίων που μας τέθηκαν εκ της δημιουργίας, με βάση τα οποία όλα έχουν διακριθεί ως προς το είδος, και να ακολουθούμε τους νόμους της πρόνοιας, λόγω των οποίων τα πάντα εξοικειώνονται ανάλογα την οικεία τους δύναμης προς το σύμμετρο αγαθό».[4]
Στην 1η περίπτωση, της 1ης ελευθερίας, αναφερόμαστε στην ταύτιση της ζωής του ανθρώπινου πλάσματος με την Φύση του Κόσμου, ήτοι με την του Κόσμου Ειμαρμένη ή αλλιώς με τους εκ του Διός εγγεγραμμένους στην ουσία μας “ειμάρμενους νόμους”.
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Πρόκλος:
«ο Πλάτων συμπεριέλαβε όλους τους Ειμάρμενους νόμους σε μια δεκάδα, επειδή η δεκάδα είναι συγγενής με την δημιουργική αιτία. Πράγματι και όσα αγαθά έχει δώσει ο δημιουργός σε ολόκληρο τον Κόσμο, ανέρχονται σε αυτόν τον αριθμό, καθώς όλα κι όλα είναι δέκα. Γιατί η δεκάδα έχει κοσμική ιδιότητα, όπως ακριβώς λέει και ο ύμνος του Πυθαγόρα, ο οποίος αποκαλεί “πανδέκτρεια, πρεσβύτατη, που θέτει όριο στα πάντα, ακλόνητη, ακούραστη δεκάδα την αποκαλούν αγνή”. Όλοι, λοιπόν, οι ειμάρμενοι νόμοι που έχουν ειπωθεί για τις ψυχές είναι δέκα:
- Πρέπει να σπαρθούν οι ψυχές.
- Πρέπει να υπάρχει για όλες μια κοινή κάθοδος σε κάθε περίοδο.
- Πρέπει η ψυχή που κατεβαίνει κατά την πρώτη γένεση, να κατέβει στο θεοσέβαστο ζωντανό ον.
- Πρέπει η ψυχή που κατεβαίνει στην ανθρώπινη φύση (ζωή) να εισέλθει πρώτα σε γονή ανδρός.
- Πρέπει η ψυχή που κατεβαίνει εν σώματι να γεννήσει επιμέρους φύσεις και ένυλους ζωές.
- Πρέπει η ψυχή που κυριαρχεί της ενύλου ζωής να είναι δίκαιη, ενώ αυτή που κυριαρχείται από την ένυλη ζωή να είναι άδικη.
- Πρέπει ο δίκαιος να επιστρέφει στο σύννομο άστρο.
- Πρέπει όποιος σφάλει κατά την δεύτερη γέννηση κατερχόμενος να ενδυθεί τη (ζωή) γυναικός.
- Πρέπει όποιος σφάλει κατά τη δεύτερη γέννηση να μεταβληθεί κατά την τρίτη απομάκρυνση σε φύση (ζωή) θηρίου. (Δεν εννοείται ζώο αλλά βίος που ομοιάζει με ζωή ζώου-ενστικτώδης βίος)
- Και μετά από όλους αυτούς ο δέκατος δημιουργικός νόμος: μοναδική σωτηρία της ψυχής, σωτηρία η οποία σταματά τον κύκλο της εν τη γενέσει περιπλάνησης, είναι η ζωή η οποία ανυψώνει προς την περιφορά της ταυτότητας και της ομοιότητας.
Όλοι, λοιπόν, οι νόμοι που έχουν ειπωθεί και που περιλήφθηκαν μέσα στην δεκάδα επειδή οι Πυθαγόρειοι συνδέουν τη δεκάδα με τον δημιουργό και με την Ειμαρμένη, ενεσπάρησαν στις ψυχές, προκειμένου οι ψυχές να οδηγούν τον εαυτό τους (γιατί και οι Θεοί θέλουν να εξουσιάζουν τα αυτοκινούμενα σαν να είναι αυτοκινούμενα) και προκειμένου οι ίδιες να είναι υπεύθυνες για τα μετέπειτα κακά που θα συμβούν και να μην είναι υπεύθυνος ο δημιουργός.»[5]
Στην 2η περίπτωση, της 2ης ελευθερίας, αναφερόμαστε στην ταύτιση της ανθρώπινης βούλησης με την δημιουργική πρόνοια του δημιουργού & πατέρα για τον Κόσμο, και αυτή είναι η απόλυτη ελευθερία – διότι για τον λόγο ότι οι Θεοί είναι Ενάδες/Αγαθότητες, & επειδή μοναδική τους ενέργεια είναι η πρόνοια, στον βαθμό που γινόμαστε «Εν», προνοούμε για τον Κόσμο.
Άλλωστε κατά πως λέγει ο Πρόκλος:
«Από τα όντα άλλα έχουν την υπόστασή τους μέσα στην αιωνιότητα, άλλα μέσα στον χρόνο (και λέω ότι έχουν υπόσταση μέσα στην αιωνιότητα αυτά των οποίων η ενέργεια μαζί με την ύπαρξη είναι αιώνια, και μέσα στον χρόνο αυτά των οποίων η ύπαρξη δεν υπάρχει αλλά πάντα γεννιέται, ακόμα κι αν αυτό γίνεται για άπειρο χρόνο) και άλλα βρίσκονται κατά κάποιο τρόπο στη μέση μεταξύ αυτών των δύο, καθώς έχουν υπόσταση σταθερή και ανώτερη από τη γέννηση, και ενέργεια που γίνεται πάντα. Και η υπόστασή τους καθορίζεται από την αιωνιότητα, ενώ η ενέργειά τους καθορίζεται από τον χρόνο. Πρέπει, λοιπόν, κάθε πρόοδος να ξεκινά από τα πρώτα και να φτάνει μέχρι τα τελευταία περνώντας από τα μεσαία. Καθώς, λοιπόν, υπάρχουν όντα που είναι αιώνια προς την υπόσταση και αιώνια ως προς την ενέργεια και όντα που υπάγονται στον χρόνο ως προς και τα δύο, είναι ανάγκη να υπάρχει και η περιοχή των μεσαίων όντων και αυτή η περιοχή να έχει είτε αιώνια υπόσταση ύπαρξη και χρονική ύπαρξη, είτε το αντίστροφο. Το δεύτερο όμως είναι αδύνατον, γιατί, αν το αποδεχτούμε, χωρίς να καταλάβουμε θα έχουμε κάνει ανώτερες τις ενέργειες από τις ουσίες. Απομένει, λοιπόν, να αποδώσουμε στα μεσαία όντα αιώνια ουσία και χρονική ενέργεια. Αποκαλούμε, λοιπόν, αυτές τις τρείς τάξεις των όντων που σου αποδείχτηκαν νοητική, ψυχική και σωματική. Και λέμε νοητική την τάξη που ολόκληρη βρίσκεται και νοεί μέσα στην αιωνιότητα. Σωματική αυτή που πάντα γεννιέται είτε μέσα στον άπειρο χρόνο είτε μέσα σε ένα μέρος του χρόνου. Και ψυχική αυτή που έχει αιώνια ουσία και χρονική ενέργεια.»[6]
Δηλαδή έχουμε 3εις τάξεις όντων:
- Νοητική: η τάξη που ολόκληρη βρίσκεται και νοεί μέσα στην αιωνιότητα.
- Ψυχική: η τάξη που έχει αιώνια ουσία και χρονική ενέργεια.
- Σωματική: η τάξη που πάντα γεννιέται είτε μέσα στον άπειρο χρόνο είτε μέσα σε ένα μέρος του χρόνου.
Εν ολίγοις οι ανθρώπινη αυτεξουσιότητα υπάρχει και περιορίζεται στην δυνατότητα που έχουμε ως όντα να επιλέξουμε ανάμεσα σε δυο δρόμους:
- Στην συμπαράταξη μας με την θεία &νοητική ζωή, κάτι που μας καθιστά ως όντα αληθώς & όντως ελεύθερους και μας τοποθετεί παρά των θεών, υπεράνω της ειμαρμένης.
- Στην συμπαράταξη μας με την αίσθηση και το ψεύδος της, κάτι που μας υποδουλώνει στην ειμαρμένη και στα εξωτερικά εγκόσμια, αισθητά και σωματικά.
Και αυτό κατά την έννοια ότι μέσα στο σύμπαν υπάρχουν 3 ειδών όντα: τα ανώτερα, τα οποία είναι ανεξάρτητα από το σώμα και υπάγονται μόνο στον νόμο της πρόνοιας, τα κατώτερα τα οποία έχουν μόνο σώμα και υπάγονται στον νόμο της Ειμαρμένης, και τα ενδιάμεσα/μεσαία, τα οποία έχουν και σώμα και ψυχή και υπάγονται και στην πρόνοια και στην Ειμαρμένη. Δηλαδή όσα έχουν ένα είδος αυτοκινούμενης ζωής και ψυχής είναι τα ίδια υπεύθυνα για την αξία τους μέσα στο σύμπαν, ενώ όσα δεν έχουν κανένα είδος αυτοκινούμενης ζωής δεν είναι υπεύθυνα για τη δική τους αξία και σειρά μέσα στο σύμπαν.
Εξ ου και συμφώνως με τον Ιάμβλιχος:
«ο άνθρωπος που νοείται ως θεοποιημένος, αυτός που από πριν ήταν ενωμένος με τη θέα των Θεών, μπήκε σε μια άλλη ψυχή, στην περί το ανθρώπινης μορφής είδος προσαρμοσμένη ψυχή, και εγένετο μέσα στα δεσμά της ανάγκης και της ειμαρμένης.»[7]
Επί της ουσίας και συμφώνως με τον Πρόκλο:
«υπάρχει μια ψυχή που είναι ξεχωριστή από το σώμα και από κάπου αλλού, από ψηλά από τους θεούς, κατεβαίνει σε τούτον τον θνητό τόπο, και άλλη ψυχή που λαμβάνει υπόσταση μέσα στο σώμα και είναι αχώριστη από τα αντικείμενα στα οποία κατοικεί. Η δεύτερη εξαρτάται από την Ειμαρμένη, ενώ η πρώτη εξαρτάται από την πρόνοια των Θεών ως προς την ουσία της.»[8]
Δηλαδή όπως λέγει και ο Ιάμβλιχος:
«Ο άνθρωπος έχει δυο ψυχές. Η μία προέρχεται από το πρώτο νοητό και μετέχει στη δύναμη του δημιουργού, ενώ η άλλη παραδίδεται εκ της των ουρανίων περιφοράς και σε αυτήν επισέρπει (διεισδύει) η θεοπτική ψυχή. Καθώς, λοιπόν, αυτά έχουν έτσι, η ψυχή που από των κόσμων κατεβαίνει σε εμάς, παρακολουθεί τις περιόδους του Κόσμου, ενώ η από του νοητού νοητά είναι παρούσα. Και υπερέχει από της γενεσιουργού ανακυκλώσεως, και με αυτήν λαμβάνει χώρα η λύσις της ειμαρμένη και η προς τους νοητούς θεούς άνοδος της αΐδιας και λογικής ψυχής, και η θεουργία που ανεβαίνει προς το αγέννητο επιτελείται με βάση αυτή τη ζωή.»[9]
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Ιάμβλιχος:
«Η ουσία της ψυχής είναι άυλη καθαυτή, ασώματος, αγέννητη εντελώς και ανώλεθρη, έχοντας από τον εαυτό της την ύπαρξη και την ζωή της, εντελώς αυτοκινούμενη και αρχή της φύσης και όλων των κινήσεων. Αυτή λοιπόν, στον βαθμό που είναι τέτοια, έχει περιλάβει μέσα της την αυτεξούσια και την ανεξάρτητη ζωή. Και όσο δίνει τον εαυτό της σε όσα γεννιούνται και υποτάσσει τον εαυτό της στην κίνηση του σύμπαντος, τόσο άγεται από την ειμαρμένη και υποτάσσεται στις φυσικές ανάγκες. Και όσο πάλι αναπτύσσει τη νοητική και πραγματικά ανεξάρτητη από όλα και αυτόβουλη ενέργεια της, τόσο πράττει εκούσια τα δικά της και με αλήθεια αγγίζει το θείο, το αγαθό και το νοητό».[10]
Εξ ου και λέγει – ο Ιάμβλιχος – πως:
«Πρέπει άρα να επιδιώξουμε να ζήσουμε τον κατά νου βίο και είναι εξαρτημένος από τους θεούς. Διότι μόνο αυτός μας δίνει την αδέσμευτη εξουσία της ψυχής, μας απαλλάσσει από τα δεσμά της ανάγκης και μας κάνει να ζούμε όχι κάποιον ανθρώπινο βίο, αλλά τον θείο και αυτόν που συμπληρώνεται αγαθών εκ της βούλησης των Θεών.»[11]
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Ιεροκλής:
«Θα μπορούσαμε να ανακαλύψουμε την πραγματική αξία του Θεού που είναι αριστοτέχνης δημιουργός του Κόσμου, μόνο αν τον θεωρήσουμε δημιουργό των Θεών και των αμετάβλητων λογικών όντων. Το κείμενο των χρυσών επώναυτούς αποκάλεσε αθάνατους θεούς, εκείνους που νοούν τον δημιουργό Θεό πάντα και με τον ίδιο τρόπο, και που πάντα έχουν συνταχθεί με τον αγαθό εκείνου, και που λαμβάνουν από εκείνον αδιαίρετα και αμετάβλητα την ύπαρξή και την ευδαιμονία, ώστε να αποτελούν οι ίδιοι εικόνες της δημιουργικής αιτίας, καθώς είναι απαθείς και αδιάφθοροι. Γιατί ταιριάζει στον θεό να δώσει υπόσταση σε τέτοιες εικόνες του εαυτού του και όχι μόνον σε όλες όσες είναι μεταβλητές και υπόκεινται στην πτώση προς την κακία, όπως είναι οι ανθρώπινες ψυχές, οι οποίεςαποτελούν το έσχατο γένος των λογικών φύσεων, όπως ακριβώς το κορυφαίο γένος είναι το γένος των αθανάτων Θεών. Αυτοί ονομάστηκαν αθάνατοι Θεοί σε αντιδιαστολή προς τις ανθρώπινες ψυχές, επειδή αυτοί δεν πεθαίνουν χάνοντας την θεία ευζωία ούτε ποτέ περιέρχονται σε λήθη της δικής τους ουσίας και της αγαθότητας του πατέρα. Η ανθρώπινη ψυχή, όμως, υπόκειται σε αυτά τα παθήματα, καθώς άλλοτε νοεί τον θεό και ανακτά την αξία της, άλλοτε όμως εκπίπτει από αυτά. Για αυτό και δικαιολογημένα οι ανθρώπινες ψυχές χαρακτηρίζονται θνητοί θεοί, καθώς κάποιες φορές πεθαίνουν χάνοντας της θεία ευζωία με την φυγή από τον θεό και πάλι την ξαναζούνε με την επιστροφή στον θεό, και με τον ένα τρόπο ζουν την θεία ευζωία ενώ με τον άλλο τρόπο πεθαίνουν, επειδή είναι αδύνατον μια αθάνατη ουσία να συμμετέχει στην μοίρα του θανάτου, όχι με την έξοδό της στην ανυπαρξία αλλά με την έκπτωση της από την ευδαιμονία. Γιατί θάνατος της λογικής ουσίας είναι η αθεΐα και η άνοια, που τις ακολουθεί η άμετρη επανάσταση των παθών. Γιατί λόγω της άγνοιας των κρειττόνων πραγμάτων εξ ανάγκη γίνεται δούλος των χειρότερων, από τα οποία δεν είναι δυνατόν να απελευθερωθεί αλλιώς παρά μόνον με την δια της αναμνήσεως επιστροφή στον νου και στον θεό.»[12]
[1] Βλ., Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 1.10.3 – 1.10.5» :
In aureum carmen 1.10.3 ` to In aureum carmen 1.10.5 νόμος μὲν ὁ δημιουργικὸς νοῦς καὶ ἡ θεία βούλησις ἡ ἀϊδίως παράγουσα τὰ πάντα καὶ εἰς ἀεὶ διασῴζουσα,
[2] Βλ., Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 1.16.2 – 1.16.5» :
[2] Βλ., Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 1.16.2 – 1.16.5» :
In aureum carmen 1.16.2 ` to In aureum carmen 1.16.5 νόμος μὲν ἡ ἄτρεπτος τοῦ θεοῦ καὶ δημιουργικὴ ἐνέργεια ἡ γεννῶσα τὰ θεῖα γένη καὶ τάττουσα ἀϊδίως τε καὶ ἀμεταβλήτως,
[3] Βλ., Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 2.1.3 – 2.3.9» :
In aureum carmen 2.1.3 ` to In aureum carmen 2.3.9 ὅρκον δὲ νῦν ἑπομένως ἂν τῷ νόμῳ λέγοιμεν τὴν ἐν ταὐτότητι τὰ πάντα διατηροῦσαν αἰτίαν καὶ οὕτως αὐτὰ βεβαιουμένην ὡς ἐν ὅρκου πίστει κρατούμενα καὶ διασῴζοντα τοῦ νόμου τὴν τάξιν, ὥστε ἀποτέλεσμα τοῦ δημιουργικοῦ νόμου εἶναι τὸ ἀπαράβατον τῆς ἐν τοῖς δημιουργηθεῖσιν εὐταξίας. τὸ γὰρ διαμένειν τὰ πάντα, νόμῳ ὡς διάκειται, προηγούμενον ἔργον ἂν εἴη τοῦ θείου ὅρκου, ὃς ἐν μὲν τοῖς ἀεὶ νοοῦσι τὸν θεὸν μάλιστά τε καὶ ἀεὶ διασῴζεται. ἐν δὲ τοῖς ποτὲ μὲν νοοῦσι, ποτὲ δὲ ἀφισταμένοις τῆς θείας γνώσεως καὶ ὁ ὅρκος ὁμοίως παραβαίνεται μὲν ὑπὸ τῶν ἀφισταμένων, αὖθις δὲ τηρεῖται ὑπὸ τῶν πρὸς τὴν θείαν στροφὴν ἀναγομένων. ἡ γὰρ τήρησις τῶν θείων νόμων ὅρκος νῦν λέγεται, ᾧ δέδεται καὶ ἀνήρτηται πάντα πρὸς τὸν δημιουργὸν θεὸν τὰ γινώσκειν αὐτὸν πεφυκότα, ὧν τὰ μὲν ἀεὶ ἐχόμενα αὐτοῦ ἀεὶ σέβει τὸν ὅρκον, τὰ δὲ ἀφιστάμενά ποτε τότε καὶ περὶ τὸν ὅρκον ἀσεβεῖ, οὐ μόνον τοῦ θείου νόμου τὴν τάξιν ἀλλὰ καὶ τοῦ θείου ὅρκου τὴν πίστιν παραβαίνοντα. τοιοῦτος μὲν οὖν ὁ τοῖς λογικοῖς γένεσιν ἐνουσιωμένος ὅρκος· ἔχεσθαι τοῦ πατρὸς αὐτῶν καὶ ποιητοῦ καὶ μὴ παραβαίνειν μηδαμῆ τοὺς ὑπ᾽ ἐκείνου διορισθέντας νόμους.
[4] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά χρυσά έπη, 27.9.4 – 27.9.8» :
In aureum carmen 27.9.4 ` to In aureum carmen 27.9.8 ἀκροτάτη δὲ ἀρετὴ τοῖς τε τῆς δημιουργίας ὅροις ἐμμένειν, οἷς πάντα κατ᾽ εἶδος διακέκριται, καὶ τοῖς τῆς προνοίας ἕπεσθαι νόμοις, δι᾽ οὓς τὰ πάντα κατὰ τὴν οἰκείαν δύναμιν πρὸς τὸ σύμμετρον ἀγαθὸν οἰκειοῦται.
[5] Βλ., Πρόκλος «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 3.301.24 – 3.303.32» :
in Ti 3.301.24 ` to in Ti 3.302.25 Επὶ δὲ τὴν λέξιν χωρήσαντες ἐκεῖνο πρῶτον πιέσωμεν, ὅτι πάντας τοὺς εἱμαρμένους νόμους διὰ τῆς δεκάδος περιέλαβε, διότι καὶ συμφυής ἐστιν ἡ δεκὰς πρὸς τὴν δημιουργικὴν αἰτίαν· †ἤγουν καὶ ὅσα ἀγαθὰ τῷ παντὶ κόσμῳ δέδωκεν ὁ δημιουρ γός, εἰς τοῦτον τελοῦντα τὸν ἀριθμόν, ὄντα τὰ πάντα δέκα· καὶ γάρ ἐστιν ἡ δεκὰς κοσμική, καθάπερ ὁ <ὕμνος ὁ Πυθαγόρειοσ> λέγει, <πανδεχέα, πρέσβειραν> αὐτὴν καλῶν, <ὅρον περὶ πᾶσι τιθεῖσαν, ἄτροπον, ἀκαμάτην· δεκάδα κλείουσί μιν ἁγνήν>. εἰσὶν οὖν καὶ οἱ νόμοι οἱ περὶ τῶν ψυχῶν οἱ εἱμαρμένοι πάντες οἱ εἰρημένοι δέκα· δεῖ σπαρῆναι τὰς ψυχάς. δεῖ μίαν εἶναι πάσαις κάθοδον κοινὴν ἐν ἑκάστῃ περιόδῳ. δεῖ κατιοῦσαν ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει τὴν ψυχὴν εἰς τὸ θεοσεβὲς κατιέναι ζῷον. δεῖ τὴν κατιοῦσαν εἰς ἀνθρωπίνην φύσιν εἰς ἀνδρὸς ἰέναι πρῶτον γονήν. δεῖ τὴν ἐν σώματι ψυχὴν μεριστὰς φῦσαι καὶ ἐνύλους ζωάς. δεῖ τὴν μὲν κρατοῦσαν τῆς ἐνύλου ζωῆς δικαίαν εἶναι, τὴν δὲ κρατουμένην ὑπ᾽ αὐτῆς ἄδικον. δεῖ τὸν δίκαιον εἰς τὸ σύννομον ἄστρον ἀνατρέχειν. δεῖ τὸν ἁμαρτόντα κατιέναι πάλιν εἰς γυναικὸς φύσιν ἐν δευτέρᾳ γενέσει. δεῖ τὸν ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει σφαλέντα κατὰ τὴν τρίτην ἀπόστασιν εἰς θήρειον μεταβάλλειν φύσιν. καὶ ἐπὶ πᾶσι νόμος δημιουργικὸς δέκατος· μία σωτηρία τῆς ψυχῆς, παύουσα τὸν κύκλον τῆς ἐν τῇ γενέσει τῆς πλάνης, ἡ πρὸς τὴν ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περίοδον ἀνάγουσα ζωή. πάντες δὴ οὖν οἱ εἰρημένοι νόμοι, διὰ τῆς δεκάδος περιληφθέντες, διότι τὴν δεκάδα καὶ τῷ δημιουργῷ προσοικειοῦσι καὶ τῇ εἱμαρμένῃ <Πυθαγορείων παῖδεσ>, ἐνεσπάρησαν ταῖς ψυχαῖς, ἵνα δὴ καὶ ἑαυτὰς ἄγωσι (καὶ γὰρ οἱ θεοὶ βούλονται τῶν αὐτοκινήτων ἄρχειν ὡς αὐτοκινήτων ὄντων), καὶ ἵνα τῶν ἔπειτα κακῶν αὐταὶ ἑαυταῖς ὦσιν αἴτιαι καὶ ὁ δημιουργὸς ἀναίτιος·
[6] Βλ., Πρόκλος «Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημί, 9».
[7] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 10.5.7 – 10.5.11» :
Myst 10.5.7 ` to Myst 10.5.11 ὁ θεωτὸς νοούμενος ἄνθρωπος, ἡνωμένος τὸ πρόσθεν τῇ θέᾳ τῶν θεῶν, ἐπεισῆλθεν ἑτέρᾳ ψυχῇ τῇ περὶ τὸ ἀνθρώπινον μορφῆς εἶδος συνηρμοσμένῃ, καὶ διὰ τοῦτο ἐν τῷ τῆς ἀνάγκης καὶ εἱμαρμένης ἐγένετο δεσμῷ.
[8] Βλ., Πρόκλος «Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημί, 3».
[9] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 8.6.4 – 8.6.15» :
Myst 8.6.4 ` to Myst 8.6.15 Δύο γὰρ ἔχει ψυχάς, ὡς ταῦτά φησι τὰ γράμματα, ὁ ἄνθρωπος· καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ, μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως, ἡ δὲ ἐνδιδομένη ἐκ τῆς τῶν οὐρανίων περιφορᾶς, εἰς ἣν ἐπεισέρπει ἡ θεοπτικὴ ψυχή· τούτων δὴ οὕτως ἐχόντων ἡ μὲν ἀπὸ τῶν κόσμων εἰς ἡμᾶς καθήκουσα ψυχὴ ταῖς περιόδοις συνακολουθεῖ τῶν κόσμων, ἡ δὲ ἀπὸ τοῦ νοητοῦ νοητῶς παροῦσα τῆς γενεσιουργοῦ κυκλήσεως ὑπερέχει, καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἥ τε λύσις γίγνεται τῆς εἱμαρμένης καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος, θεουργία τε ὅση πρὸς τὸ ἀγέννητον ἀνάγεται κατὰ τὴν τοιαύτην ζωὴν ἀποτελεῖται.
[10] Βλ., Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Μακεδόνιο για την ειμαρμένη, 2.8.43.1 – 2.8.48.12» :
Anthologium 2.8.43.1 ` to Anthologium 2.8.45.12 Οὐσία ἐστὶν ἄϋλος ἡ τῆς ψυχῆς καθ᾽ ἑαυτήν, ἀσώματος, ἀγέννητος πάντῃ καὶ ἀνώλεθρος, παρ᾽ ἑαυτῆς ἔχουσα τὸ εἶναι καὶ τὸ ζῆν, αὐτοκίνητος παντελῶς καὶ ἀρχὴ τῆς φύσεως καὶ τῶν ὅλων κινήσεων. Αὕτη δὴ οὖν καθ᾽ ὅσον ἐστὶ τοιαύτη, καὶ τὴν αὐτεξούσιον καὶ τὴν ἀπόλυτον περιείληφεν ἐν ἑαυτῇ ζωήν. <Καὶ> καθ᾽ ὅσον μὲν δίδωσιν ἑαυτὴν εἰς τὰ γιγνόμενα καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ παντὸς φορὰν ἑαυτὴν ὑποτάττει, κατὰ τοσοῦτον καὶ ὑπὸ τὴν εἱμαρμένην ἄγεται καὶ δουλεύει ταῖς τῆς φύσεως ἀνάγκαις· καθ᾽ ὅσον δὲ αὖ τὴν νοερὰν ἑαυτῆς καὶ τῷ ὄντι ἄφετον ἀπὸ πάντων καὶ αὐθαίρετον ἐνέργειαν ἐνεργεῖ, κατὰ τοσοῦτον τὰ ἑαυτῆς ἑκουσίως πράττει καὶ τοῦ θείου καὶ ἀγαθοῦ καὶ νοητοῦ μετ᾽ ἀληθείας ἐφάπτεται.
[11] Βλ., Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Μακεδόνιο για την ειμαρμένη, 2.8.44.2 – 2.8.44.7» :
Anthologium 2.8.44.2 ` to Anthologium 2.8.44.7 Τὸν κατὰ νοῦν ἄρα βίον καὶ τὸν ἐχόμενον τῶν θεῶν διαζῆν μελετητέον· οὗτος γὰρ ἡμῖν μόνος ἀποδίδωσι τὴν ἀδέσποτον τῆς ψυχῆς ἐξουσίαν, ἀπολύει τε ἡμᾶς τῶν ἀναγκαίων δεσμῶν καὶ ποιεῖ ζῆν οὐκ ἀνθρώπινόν τινα βίον, ἀλλὰ τὸν θεῖον καὶ τῇ βουλήσει τῶν θεῶν ἀγαθῶν ἀποπληρούμενον.