Από την θεολογία στον σχετικισμό
Μας παραμένει άγνωστο κατά πόσο ο William of Ockham κατανοούσε το μέγεθος της ρήξης και τις συνέπειες που θα προκαλούσε η προσπάθεια του να αποκαταστήσει στους σχολαστικούς της εποχής του τον εμπειρικό Αριστοτέλη. Ίσως απλά στρεφόμενος κατά των καθολικών αφαιρέσεων (universalias) το μόνο που να επιζητούσε ήταν η επαναφορά του πρακτικού νου στην προγενέστερη του θέση, δίπλα στις υπόλοιπες «ευγενείς τέχνες», μετά την απεμπόληση του στην απαξία από την πρωτοκαθεδρία του θεωρητικού βίου (vita contemplativa). Κάτι που επετεύχθη τελικά αργότερα με τους ουμανιστές που μετατόπισαν το κέντρο βάρος από τη μεταφυσική στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Σίγουρα ενοχλημένος να θέλησε να συνετίσει κάπως τη φιλοσοφική αμετροέπεια των ομολόγων του, οι οποίοι είχαν φτάσει στο σημείο να αξιώνουν δια μέσου της νόησης την «έλλογη σύλληψη του όντος», πράγμα που στα μάτια του ίδιου του Ockham όπως και του Αυγουστίνου πρωτύτερα φάνταζε εκτός από ύβρη και σκέτη ανοησία.
Ήταν βέβαια πέρα από ικανός να αντιληφθεί πως μετά την επίθεσή του στη μεταφυσική ιεραρχία των universalias ο κόσμος που τον περιέβαλε, και όπως τον γνώριζε, δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Μάλιστα σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο ήδη στον ύστερο μεσαίωνα επιτελούνταν στα νεόδμητα αστικά κέντρα μια ανάλογη τομή, η οποία και προετοίμαζε το έδαφος για τις κατοπινές επαναστάσεις. Η σχέση του νομιναλισμού (Νομιναλισμός(Nominalismus) ή ονοματοκρατία αποκαλείται το φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι λέξεις και τα ονόματα τα οποία αποδίδουμε στα πράγματα, δεν αφορούν την ουσία, την αλήθεια ή την αντικειμενική πραγματικότητα των φαινομένων,αλλά την ύπαρξη και τις ιδιότητές τους) με την εμφάνιση αυτού του πρωτοαστικού στοιχείου από τη μία και του νεοσύστατου απολυταρχικού κράτους από την άλλη είναι πρόδηλη στην επίθεση που εξαπέλυσαν αμφότερα, άλλες φορές συμμαχώντας και άλλες ξέχωρα, στην παλιά τάξη (ancient regime). Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε πως την εποχή που ξεκινάει να διδάσκεται ο νομιναλιστικός έλεγχος στα βορειοευρωπαϊκά πανεπιστήμια ο απολυταρχικός μονάρχης της Γαλλίας Φίλιππος ο Δ’ κρατούσε φυλακισμένο στην Αβινιόν τον Πάπα Βονιφάτιο Η’ αφήνοντας μας παρακαταθήκη μια σειρά από δυναμικούς δικανικούς που εξαπέλυαν μεταξύ τους για το πρωτείο της κοσμικής ή πνευματικής εξουσίας: «δεν είστε εσείς που με εκλέξατε Πάπα», έγραφε στον Φίλιππο ο Βονιφάτιος, «αλλά εγώ, δια μέσου της θεϊκής εξουσίας που σας επέτρεψα να βασιλεύετε» . Αλλά αυτή ήταν μια συμμαχία που την χώριζαν πολλά, περισσότερα από όσα την ένωναν ενάντια στον κοινό τους αντίπαλο, την παπική εξουσία. Και γνωρίζουμε καλά πως ακόμα και ο Ockham επιχείρησε στο τέλος να μετριάσει τις πρακτικές συνέπειες του νομιναλισμού όπως αργότερα και ο Λούθηρος τις δικές του λογικές επιπτώσεις στους χωρικούς του βορρά. Οι πρώτοι που είδαν καθαρά πως τα λογικά όρια του νομιναλιστικού έλεγχου ήταν ένας διάχυτος μηδενισμός ήταν οι ίδιοι οι νομιναλιστές. Στα κείμενα τους είναι χαρακτηριστική η προσπάθεια τους να αυτοπεριορισθούν.
ού γαρ έστι το ψεύδος και το αληθές εν τοις πράγμασιν αλλ’ εν διάνοια
Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά (βιβλίο ε’)
Στο πεδίο του πνεύματος με αφετηρία τον Ockham και τους νομιναλιστές της Αγγλίας στη μία άκρη έως τους ιταλούς ουμανιστές των αυτοκυβερνώμενων πόλεων του 12ου αιώνα στην άλλη υφάνθηκε η χορδή που μετέπειτα θα οπλίσει επάνω της το βέλος του ο Διαφωτισμός. Με αφορμή μια -κατά τις προθέσεις της αθώα- θεολογική διαμάχη για την potentia absoluta dei (απόλυτη ισχύ του Θεού) και την απόλυτη συντυχιακότητα του κόσμου απέναντι στην potentia ordinata (διαταγμένη ισχύ του Θεού) η οποία κράταγε δέσμια την τάξη του υπαρκτού φυσικού κόσμου κατακρημνίστηκε η για σχεδόν χίλια χρόνια κραταιά ισχύς των universalias τόσο στον άνωθεν κόσμο του Όντος όσο και στον θύραθεν των ιερατείων και των λαϊκών. Στο κενό του καταπετάσματος που δημιουργήθηκε αναδύθηκε εκ νέου στο προσκήνιο των πραγμάτων ο επαναστατικός ζήλος και η vita activa (πρακτικός βίος). Οι εξεγέρσεις των χωρικών και τα πρωτοαστικά κινήματα σε ολόκληρη τη βορειοδυτική Ευρώπη, γνωστά ήδη από τον 14ο αιώνα με τον όρο rivoltura, από την Αγγλία του John Ball τo 1381 έως στην Γερμανία του Λούθηρου και του Thomas Müntzer τo 1521, αλλά και οι αυτοκρατορικές διαμάχες με τους εκάστοτε ποντίφικες δεν ήταν τίποτα λιγότερο από την προέκταση των θεολογικών διαξιφισμών που αναφέρουμε στα εγκόσμια τους όρια.
Έτσι όταν ο Ockham θέλησε, επηρεασμένος ασφαλώς από την Εισαγωγή στις Κατηγορίες (305μ.Χ.) του Πορφύριου [είδη, γένη, διαφορές, ουσία και συμβεβηκός], να υπενθυμίσει στους συγκαιρινούς του τον αντισχολαστικό Αριστοτέλη λέγοντας πως «η αλήθεια δεν βρίσκεται στις λέξεις αλλά στα πράγματα», δεν άργησε αργότερα να δηλώσει πως οι καθολικές έννοιες αποτελούν το «μεγαλύτερο λάθος της φιλοσοφίας» και δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά «κατασκεύασμα του λόγου για αποκλειστικά και μόνο δική του χρήση». Μετά από αυτή την κατάληξη είναι άξιο απορίας αν δεν αναλογίστηκε ο ίδιος ο Ockham τις συνέπειες και το πόσο αντιφατικά στέκονταν τα συμπεράσματα του απέναντι στις αιτίες που τα προκαλέσανε. Αυτό γιατί θέλοντας ο ίδιος να αποδώσει στον Θεό την potentia absoluta dei ελευθερώνοντας τον από τα δεσμά που τον κράταγαν οι νόμοι της δημιουργίας κατέληξε στο συμπέρασμα πως αν οι καθολικές γενικεύσεις είναι οι ίδιες τίποτα λιγότερο από συμβάσεις του λόγου, αυτό που επομένως κάνουν είναι να δίνουν υπόσταση σε ανύπαρκτα πράγματα (τίποτα δεν είναι αυθύπαρκτο στην ονομαστική του αξία και μόνο). Τότε η αλήθεια αναγκαστικά δεν βρίσκεται -ή είναι εκ των ανθρωπίνων ορίων απροσέγγιστη- στις πλατωνικές ιδέες, στο θεϊκό υπέρκεινα, αλλά κατοικοεδρεύει εντός των τειχών του κόσμου τούτου «του οποίου και μπορούμε τουλάχιστον να γνωρίσουμε τις αιτίες του». Το verum factum convertuntur (το αληθές και το κατασκευάσιμο είναι ισοδύναμα) κάνει την εμφάνιση του εκείνη την στιγμή στην ιστορία ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη μετέπειτα πρωτοκαθεδρία της επιστήμης και τον θετικισμό. Εφόσον λοιπόν οι αφαιρέσεις δεν είναι τίποτα παρεκτός από λεκτικά κατασκευάσματα, η λογική συνέπεια είναι πως η μεγαλύτερη πλάνη όλων δεν μπορεί παρά να είναι ο Θεός, αφού αποτελεί και ο ίδιος την κορωνίδα των αφαιρέσεων και περιλαμβάνει εντός του όλες τις υπόλοιπες.
Η διένεξη που προέκυψε μεταξύ των θεολογικών συζητήσεων για τον απόλυτο ή δεσμευτικό χαρακτήρα του Θεού στη δημιουργία του κόσμου κατέληγε αναγκαστικά σε λογικό ασυμβίβαστο: είτε σε ένα Θεό λιγότερο παντοδύναμο (στην περίπτωση που ο Θεός είναι εξ ανάγκης υπάκουος στους νόμους του) ή στη αποστασιοποίηση του από την δημιουργία του κόσμου (όπου δεν υπάρχουν απόλυτα καθολικοί νόμοι παρά μόνο άπειρες δυνατότητες για αναρίθμητα σύμπαντα). Και στις δύο περιπτώσεις άμεσο επακόλουθο του νομιναλισμού ήταν η παγίωση του αγνωστικισμού. Όπως οι Μαρξ και Ένγκελς διατύπωναν το 1845 στην Άγια Οικογένεια, οι βάσεις του σύγχρονου υλισμού τέθηκαν επάνω στην κορυφή της θεολογικής διένεξης του 12ου αιώνα. Μια παρατήρηση που κατά τ’ άλλα δεν έτυχε από τους επίγονους του μαρξισμού αρμόζουσας προσοχής.
O τρόπος σκέψης στον αντίστοιχο τρόπο ζωής
Δεν πρέπει όμως να κάνουμε το λάθος και να ερμηνεύσουμε πως ο ρόλος που έπαιξε ο νομιναλιστικός έλεγχος στην ανάδυση και ωρίμανση της νεωτερικότητας (θετικισμός, επιστήμη, σχετικισμός, υλισμός κ.α.) αποτελεί απλά μια άμεση προεξόφληση από τον χώρο των ιδεών στον κόσμο της πράξης. Το αντίθετο η σχέση αυτή είναι περισσότερο επάλληλη και αλληλοτροφοδοτούμενη. Εξάλλου, ένας τέτοιος ισχυρισμός πως τα ιστορικά αποτελέσματα είναι προϊόντα του κόσμου των ιδεών θα έρχονταν ex contrario με τη βασική θέση των νομιναλιστών πως οι ιδέες είναι σχηματικές αναπαραστάσεις του εμπράγματου κόσμου και όχι το ανάποδο. Ούτε θα πρέπει να παραπλανηθούμε εδώ από τον περιορισμό που εξ ανάγκης μας επιβάλει η οικονομία του κειμένου και να συμπεράνουμε πως ο νομιναλισμός ευνόησε αποκλειστικά χειραφετικά και εξισωτικά αιτήματα και κινήματα. Το αντίθετο πάλι, χρειάστηκε να ανασκευαστεί ξανά και ξανά από την αρχή, πρώτα από τους ίδιους τους ουμανιστές, μέχρι να λάβει τον κοινωνικό του χαρακτήρα για την vita activa και αξιοποιήθηκε σε κάθε ευκαιρία από αντικρουόμενες σφαίρες συμφερόντων. Έτσι νομιναλιστικά επιχειρήματα συναντάμε να εξοπλίζουν τα ρητορικά επιχειρήματα των ουμανιστών και αργότερα των ριζοσπαστών διαφωτιστών (οι Machiaveli, Locke και Hobbes άσκησαν δριμύ νομιναλιστικό έλεγχο στη μεταφυσική), αλλά στηρίξανε και τις αξιώσεις των απολυταρχικών ηγεμόνων στον διαχωρισμό κοσμικής και παπικής εξουσίας και την αδιαμφισβήτητη εδραίωση της κυριαρχίας του κράτους. Επιπλέον, νομιναλιστικά στοιχεία μπορούμε να βρούμε και στην υπεράσπιση μιας πιο μετριοπαθούς μεταφυσικής, ως μιας πιο μετριασμένης θεολογίας που ασχολείται με διαστάσεις και προβλήματα έξω από την σφαίρα του πειραματικού έλεγχου και των φυσικών μεγεθών, που μετά και τη νομιναλιστική επανάσταση μετέφερε η επιστήμη το κέντρο βάρους από το αφηρημένο στο επιστητό και διεκδικούσε τον φυσικό και ανθρώπινο αισθητό κόσμο ως αποκλειστικά δικό της πεδίο.
Επομένως αφήνουμε εδώ πέρα ανοιχτή την πρόκληση για να βρούμε άλλη φορά σε ποιά κομμάτια του κόσμου αντιστοιχούσε η εννοιολογική συζήτηση που εκφράστηκε με τον όρο νομιναλισμός, και θα περιοριστούμε στην παρούσα γραφή μας μόνο σε αυτό που αντιστοιχεί στις μεσαιωνικές πόλεις.
Φύσει νεωτεροποιόν ο δήμος
Αν και αποτελεί ήδη κοινό τόπο από τις έρευνες των φιλολόγων του 1930, πως οι «σκοτεινοί χρόνοι» της μεταρωμαϊκής εποχής μόνο σκοτεινοί δεν ήταν, παρ’ όλα αυτά το γεγονός είναι πως το πραγματικό σκοτάδι βρίσκεται στην προκατάληψη που συνοδεύει την ιδεολογία της νεωτερικότητας, η οποία εξακολουθεί να θολώνει παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των φιλολόγων, την εκτίμηση που έχουμε σήμερα για τη συμβολή της περιόδου εκείνης στον τεχνικό και πνευματικό πολιτισμό. Βασικός λόγος αυτής της παραγνώρισης δεν είναι άλλος από την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος πιστεύει πως οφείλει να προφυλάσσει την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία της προόδου από οτιδήποτε παραδοσιακό επιβιώνει στο σήμερα, συκοφαντώντας ως παρωχημένο και «καταπιεστικό» το παρελθόν. Είναι η εκτίμηση λοιπόν και όχι οι γνώσεις μας που χρειάζονται περισσότερο φως, παρά η εποχή που ακολούθησε την κατάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Σε γενικές γραμμές αυτό που υποθέτουμε σήμερα είναι πως τα βασίλεια του Οδόακρου και του Θεοδώριχου που ακολούθησαν το 476μ.X. χτίστηκαν και αξιοποίησαν τόσο την προηγούμενη ρωμαϊκή διοίκηση όσο και το ρωμαϊκό δίκαιο, διατηρώντας έτσι ζωντανά τα δύο βασικά συστατικά που συγκροτούσαν την societas civilis (πολιτική κοινωνία). “Οι νόμοι και όχι τα τείχη κάνουνε τις πόλεις“, επισήμανε ο Cicero λίγους αιώνες πριν. Όσο λοιπόν φύλασσαν σε λανθάνουσα μορφή τον πολιτειακό τους χαρακτήρα οι πρώην ρωμαϊκές πόλεις, παρέμενε γόνιμο το έδαφος για την ανάδυση των ιταλικών δήμων τον 10ο αιώνα που θα προετοίμαζε εντός των τειχών τους τον ουμανισμό και την πρώιμη αναγέννηση. Παράλληλα, και ακριβώς κάτω από την μύτη του φεουδαλισμού και της δουλοπαροικίας, άρχισαν να αναπτύσσονται στις Καρλομάγνιες περιοχές από τον Βόλγα μέχρι τη δυτική Γαλλία κοντά κυρίως σε λιμάνια και ποταμούς τα πρώτα bürgs (οχυρωμένες πόλεις), στα οποία και θα εμφανιστεί ένας νέος τύπος ανθρώπου, ο αστός, απ’ όπου θα δανειστεί αργότερα και την ονομασία του ως κάτοικος αυτών των μεσαιωνικών πόλεων: burger, bourgeois. Είναι κοντά πλέον η εποχή όπου ο βυζαντινός Θεόδωρος ο Μετοχίτης στην έκφραση του «φύσει νεωτεροποιόν ο δήμος» θα αποτύπωνε την αίσθηση που έκανε στους συγκαιρινούς του η κατάργηση των ταξικών διαχωρισμών στην Γένοβα· φράση που περικλείει εντός της όλη την ένταση φεουδαλισμού και νεοσύστατων πόλεων του μεσαίωνα «που ο άνεμος τους κάνει τους ανθρώπους ελευθέρους». Μέσα στα guilds, τα σινάφια και τις συντεχνίες των νεόδμητων πόλεων επιβίωσε η societas civilis ως η νομική κατοχύρωση της ένωσης διαφορετικών ατόμων σε πολιτικό λαό.
Η αναγέννηση του πολιτικού βίου
Το φυσικό δίκαιο πλέον σταματάει να αποτελεί τον κρίκο που συνδέει την επουράνια ιεραρχία με τον επίγειο κόσμο των χωρικών, των ιπποτών και του ιερατείου. Διάκριση που αναλάμβανε το παπικό ιερατείο να μεταφέρει από τον ουρανό στη γη, αλλά αποτελεί τώρα πια από μόνο του αυθύπαρκτο επιχείρημα για την ισότητα όλων των ανθρώπων με αναφορά στην πρωταρχική τους φύση. Στο ποίημα του Το όνειρο του John Ball έγραφε ο ριζοσπάστης καλόγερος: «Όταν όργωνε ο Αδάμ και έγνεθε η Εύα, πες μου ποιός από τους δύο ήταν ο αφέντης;» Στις νεόδμητες πόλεις μαζί με το εμφανιζόμενο σώμα των τεχνιτών, των εμπόρων, των μαστόρων και των βιοτεχνών πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο ελεύθερος δημότης, κατά κύριο λόγο προερχόμενος από πρώην δουλοπάροικους. Εκεί μέσα στον χώρο του εμπορίου και της μικρής αγροτοβιοτεχνίας ο απελεύθερος πολίτης θα ανακαλύψει σταδιακά πως δεν είναι το θεϊκό δίκαιο, και κατ’ επέκταση η κληρονομική ιεραρχία, αυτό που εκπροσωπεί τα άμεσα συμφέροντα του, αλλά αξιοποιώντας τα επιχειρήματα που του έδινε το φυσικό δίκαιο (jus naturale) χτίζει τα θεμέλια της πόλης του επάνω στον λίθο του juis positive, του θετικού δικαίου.Σε ένα επίσημο Φλωρεντιανό κείμενο του 1289 σχεδόν 500 χρόνια πριν την διακήρυξη του πολίτη διαβάζουμε «σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο όλοι οι άνθρωποι γεννήθηκαν ελεύθεροι».
Οι πόλεις λοιπόν αποτελούνται από κατοίκους αποδεσμευμένους από την κληρονομική και θεϊκή ιεραρχία και συνδέονται σε σώμα με κοινωνικό συμβόλαιο όπως συνέχει σε κοινό έργο το εμπορικό συμβόλαιο τα μέλη μιας εταιρίας. Αυτό το υλικό και πολιτικό περιβάλλον, που μετατόπιζε το κέντρο βάρος από τα «universalias» προς τον πρακτικό βίο και το πολιτικό δίκαιο (jus civile), ήταν ιδανικό υπόστρωμα για να ευνοήσει την μετέπειτα εξέλιξη του νομιναλιστικού έλεγχου στον μεταφυσικό σχολαστικισμό. Ο κριτικός έλεγχος της μεταφυσικής ιεραρχίας του όντως-Όντος επί των φαινομένων τροφοδοτήθηκε αρχικά από τους νομιναλιστές και στη συνέχεια πυροδότησε με την σειρά του την επιθυμία των λαϊκών στοιχείων των πόλεων και της υπαίθρου για την ανατροπή της επίγειας κυριαρχίας των εκπροσώπων της μεταφυσικής ιεραρχίας: τις τάξεις των κληρικών και των φεουδαρχών.
Τώρα πια ο θύραθεν κόσμος δεν είναι απλά «η πρόσκαιρη μορφή του όντος» που οι μεταβολές του δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό στην αναζήτηση μας για τη γνώση, αλλά ο μοναδικός πραγματικός χώρος όπου μπορούμε να τον γνωρίσουμε αναλύοντας και δημιουργώντας τον. Το veritas filia temporis (η αλήθεια είναι θυγατέρα της εποχής) έρχεται να επικυρώσει την προτεραιότητα της certitudo modi procedendi (βεβαιότητα ως προς τον τρόπο μεθόδευσης) παραγκωνίζοντας πλέον την παραδοσιακή certitudo obiecti (βεβαιότητα ως προς το αντικείμενο) η οποία σμίλευε την πεποίθηση των σχολαστικών πως η σπουδαιότητα του αντικειμένου μελέτης τους (το όντως-Ον) προεξοφλούσε την εγκυρότητα της αξιοπιστίας τους. Από εδώ και πέρα αυτό που μετράει και είναι το μοναδικό αληθές είναι αυτό που γνωρίζουμε ενώ όλες οι άλλες «επιστήμες» της φιλοσοφίας ασχολούνται απλά με «ονομαστικά κατασκευάσματα του λόγου και διαλεκτικούς τσαρλαντανισμούς». Η υιοθέτηση της αρχής verum factum convertuntur (αληθές είναι μόνο το κατασκευάσιμο) κάνει άμεσο το πέρασμα της από τις έριδες της φιλοσοφίας στους εμφύλιους και τις εξεγέρσεις για αυτοδιάθεση και κυριαρχία. Εάν η αλήθεια λοιπόν δεν δίδεται «εκ των άνωθεν» αλλά βρίσκεται σε αυτό που κατασκευάζουμε εμείς με τα δικά μας χέρια, η «Πολιτεία του Θεού» μπορεί να πραγματωθεί σε αυτή τη γη και είναι απλά ζήτημα θέλησης και μέσων και όχι μια εξ αποκαλύψεως τελεολογία.
Οι συνέπειες του νομιναλιστικού ελέγχου στην συγκρότηση του νεωτερικού πνεύματος, και ως επέκταση τούτου, η συμβολή του στον αγνωστικισμό, προετοίμασε την θεολογική εξέγερση και έδωσε έμβασμα για τη μετέπειτα κοινωνική κινητικότητα. Η αποκατάσταση αυτής της πτυχής βρίσκεται ακόμα σε γενικές γραμμές υπό το ημίφως της ιστορίας χωρίς να της έχει δοθεί η απαραίτητη προσοχή, παρόλη την σημαντική βιβλιογραφία. Ο λόγος πάλι δεν έχει να κάνει με την ελλιπή γνώση μας παρά προσκρούει στην κυρίαρχη αστική αφήγηση ότι τάχα η όποια πρόοδος της ανθρωπότητας είναι αποτέλεσμα ανταγωνισμών που προήρθαν από την αστική τάξη, τις τεχνικές ανακαλύψεις και για χάρη του Κεφαλαίου. Συμπλήρωμα των παραπάνω είναι και το λαϊκό παραμύθι πως τα ατομικά δικαιώματα και το καθολικό αίτημα για ελευθερία ανακαλύφθηκαν μέσα στα ερείπια της Βαστίλης. Προφανώς αυτοί οι γάμοι με την ιστορία περιπλέκουν εάν αρχίσουμε να ανακαλύπτουμε σε προαστικές εποχές τα πρώτα υφάδια του νυφικού.
Η πρώτη λέξη για το μοντέρνο και το πρωτείο της βούλησης, ο οδοδείκτης της via moderni, πρωτοεμφανίζεται ακριβώς σε μια τέτοια χρονική περίοδο κάτω από τον όρο Νομιναλισμός.
Βιβλιογραφία:
-Αlbert Camus, 1951, L’ homme revolte [O εξεγερμένος άνθρωπος], Εκδόσεις Μπουκουμάνη.
– Hannah Arendt, 1958, H ανθρώπινη κατάσταση, Εκδόσεις γνώση.
– Lewis Mumford, 1970, Ο μύθος της μηχανής, Εκδόσεις Νησίδες.
– Νούτσος Χρ. Παναγιώτης,1980, Ο Νομιναλισμός: Κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις της ύστερομεσαιωνικής φιλοσοφίας, Εκδόσεις Κέδρος.
– Κονδύλης Παναγιώτης, 1983, Η κριτική της μεταφυσικής στην νεώτερη σκέψη, από τον όψιμο μεσαίωνα έως τον διαφωτισμό, τόμος α’ ( Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης).
– Κονδύλης Παναγιώτης, 1984, (Εισαγωγή) Έργα Niccolo Mαchiavelli , Εκδόσεις Κάλβος.
πηγή: respublica.gr