Είναι γνωστό ότι η έννοια του «λόγου» στην φυσική, λογική και ηθική της διάσταση δεσπόζει στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία[1], αλλά ειδικά στην στωική φιλοσοφία αποτελεί -μαζί με την έννοια της φύσης - την σπονδυλική στήλη του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος, εφόσον οι δύο αυτές αλληλένδετες έννοιες συνδέουν τους τρεις κλάδους της στωικής φιλοσοφίας, την φυσική, την λογική και την ηθική, ενώ οι περισσότεροι προβληματισμοί της στωικής σκέψης θεμελιώνονται σ’ αυτές τις δύο έννοιες. Η έμφαση αυτή στην έννοια του Λόγου συνδέεται όχι μόνο με το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί η Colish «η διαφορά της στωικής φυσικής φιλοσοφίας από τις προηγούμενες σχολές έγκειται κυρίως στην προσπάθεια υπέρβασης του ανθρωπολογικού δυϊσμού, η οποία χαρακτήριζε τις άλλες ελληνικές φιλοσοφικές σχολές»[2], αλλά και με την προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ πλατωνικού ιδεαλισμού και επικούρειου μηχανικισμού.
Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας οι αρχαίοι και νεότεροι Στωικοί - οι Μέσοι Στωικοί Παναίτιος και Ποσειδώνιος προσπάθησαν να συνδυάσουν οντολογικό μονισμό με ανθρωπολογικό δυϊσμό- πρότειναν έναν νοησιαρχικό μονισμό, στον οποίο ο Λόγος, όπως είπαμε, κατέχει θέση-κλειδί και το περιεχόμενό του είναι συστηματικό και δεοντολογικό, χωρίς υπερβατικό χαρακτήρα. Είναι γνωστό ότι στον τομέα της οντολογίας και της φυσικής θεολογίας ο Λόγος για πρώτη φορά στην Ιστορία της φιλοσοφίας ταυτίστηκε συλλογικά με τον Θεό, τη Φύση, την Ειμαρμένη, την Πρόνοια, εκλαμβανόμενος όχι ως αφηρημένη υπερβατική ουσία, αλλά ως υλική πραγματικότητα: «Ζήνων ο Στωϊκός νοῦν κόσμου πύρινον (δηλ. τον θεόν) ἀπεφήνατο»[3]
Ο Λόγος - ως η λογική δομή του Σύμπαντος- αποτελεί την σπουδαιότερη διάσταση της καθολικής πραγματικότητας - του όλου, η οποία ως αΐδια, συνεχής, αυτοκινούμενη οντότητα προσδιορίζεται και από το «πνεῦμα» και τον «πνευματικόν τόνον», δηλ. τη συνεκτική δύναμη που ενώνει τα υλικά σώματα, ενώ σε γενικότερο επίπεδο ταυτίζεται με τη φύση, νοούμενη ως την υπεύθυνη για τις κοσμικές διεργασίες δύναμη, με την «εἱμαρμένην» ως έκφραση της αιτιοκρατημένης δομής του Σύμπαντος («τήν εἱμαρμένην κίνησιν ἀΐδιον. συνεχῆ καί τεταγμένην»[4]) και τέλος με την «Πρόνοια», η οποία αποτελεί την τελεολογική διάσταση του Λόγου»[5].
Δεδομένου όμως ότι στην στωική φιλοσοφία αναγνωρίζεται μια άμεση και οργανική συνάφεια μεταξύ των διαφόρων επιπέδων οργάνωσης του υλικού κόσμου, μακροκοσμικού και μικροκοσμικού, η μετάβαση από τον φυσικό, θεϊκό, παγκόσμιό Λόγο στον ανθρώπινο -ενδιάθετο και έναρθρο - λόγο αποτελεί τον κρίκο σύνδεσης μεταξύ της οντολογίας και της ανθρωπολογίας των Στωικών· κατά τους Στωικούς ο ανθρώπινος λόγος, ως τμήμα του παγκόσμιου Λόγου, αποτελεί το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της ανθρώπινης «οἰκειώσεως» η παρουσία του οποίου διαφοροποιεί τον άνθρωπο απ’ όλα τα έμβια όντα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα μέσω της γνώσης «τῶν θείων καί ἀνθρωπίνων πραγμάτων καί τῶν τούτων αἰτιῶν»[6] να ολοκληρώνει την ηθική και διανοητική του υπόσταση. Ο Σενέκας εκφράζει με σαφήνεια αυτή την θέση: «Ο άνθρωπος είναι λογικόν ζώον. Η ιδεώδης κατάσταση του ανθρώπου πραγματώνεται, όταν εκπληρώνει τον σκοπό για τον οποίο έχει γεννηθεί. Και τι απαιτεί ο λόγος από αυτόν, κάτι πολύ εύκολο - να ζει σύμφωνα με τη φύση του»[7]. Για τους Στωικούς είναι σαφές ότι, σε αντίθεση προς νεότερες αντιλήψεις του διαφωτισμού, ο Λόγος θεωρείται ως ο κατεξοχήν παράγοντας επιβίωσης και τελειότητας και όχι τα «πάθη», τα οποία από τους Στωικούς γενικά εκλαμβάνονται είτε ως διαστροφές του λογικού, όπως πίστευε ο Ζήνων, είτε ως εσφαλμένες λογικές κρίσεις, όπως δέχονταν ο Χρύσιππος και ο Αρίστων: «Δοκεῖ δε αὐτοῖς τά πάθη κρίσεις εἶναι, καθά φησί Χρύσιππος ἐν τῷ ΙΙερί παθῶν, ἥ τε γάρ φιλαργυρία ὑπόληψίς ἐστι τοῦ τό ἀργύριον καλόν είναι, καί ἡ μέθη δέ καί ἡ ἀκολασία ὁμοίως καί τά ἄλλα»[8]. Ο επηρεασμένος από την στωική φιλοσοφία Κικέρων προσδιορίζει με: «το ζώο, στον βαθμό που παρακινείται μόνο από τις αισθήσεις. χωρίς συναίσθηση παρελθόντος και μέλλοντος, προσαρμόζεται μόνο στο παρόν, ενώ ο άνθρωπος, επειδή διαθέτει λογικό με το οποίο αντιλαμβάνεται τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος... κατασκευάζει αναλογίες... εύκολα μπορεί να εποπτεύσει την πορεία της ζωής του και να προετοιμάσει τη... δράση του»[9].
Από όσα ήδη είπαμε, είναι προφανές ότι ο άνθρωπος εκλαμβάνεται από τους Στωικούς ως μια ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, στην οποία το κυρίαρχο πνευματικού, υλοζωικού χαρακτήρα «ἡγεμσνικόν» ελέγχει τόσο τις αισθήσεις όσο και την διάνοια. Ο ψυχολογικός αυτός μονισμός επέτρεψε στους Στωικούς α) να παρακάμψουν το δίλημμα που αντιμετώπιζαν οι δυνατές ως προς την πηγή της γνώσης (αισθήσεις ή λόγος) και β) να θεμελιώσουν μια ηθική, στην οποία το περιγραφικό μέρος συνδυάζεται αρμονικά με το κανονιστικό-δεοντολογικό της περιεχόμενο»[10]. Το «κανονιστικό» αυτό περιεχόμενο της Στωικής ηθικής αποτελεί ίσως την πλέον σημαντική συμβολή αυτού του ρεύματος, εφόσον, όπως θα δούμε στη συνέχεια, επηρέασε αποφασιστικά τις διάφορες τάσεις της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, στις οποίες ο ίδιος προβληματισμός για τη σχέση όντος-δέοντος, Λόγου-Φύσης απαιτούσε μια παρόμοια αντιμετώπιση.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πάντως ότι πάνω στην έννοια του φυσικού και ανθρώπινου Λόγου οι Στωικοί θεμελίωσαν σημαντικές ηθικές και κοινωνικές θέσεις της κοσμοθεωρίας τους, όπως τις έννοιες της αρετής, του φυσικού δικαίου, της ανθρώπινης κοινωνικότητας, της φυσικής ισότητας και του συναφούς κοσμοπολιτισμού, την θεωρία περί των «σπερματικών λόγων».
Ειδικά ως προς την αρετή είναι γνωστόν ότι ορίζεται από τους Στωικούς στο σύνολό τους ως «ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν», που συμπίπτει με το «κατά λόγον ζῆν»[11]. Σ'αυτόν τον ορισμό οι Στωικοί θεμελίωσαν την θεωρία τους περί φυσικού δικαίου, το οποίο είχε και γι’ αυτούς, όπως και για τους Κυνικούς, ορθολογικό χαρακτήρα και συνίστατο, κατά ένα μέρος, στην ικανότητα του ανθρώπινου λόγου να κατανοεί τους «νόμους» με τους οποίους ο παγκόσμιος Λόγος διοικεί το Σύμπαν. Ο Επίκτητος εκφράζει παραστατικά την στωική αυτή θέση «ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον θεατήν εἰσήγαγε αὐτοῦ τε καί τῶν ἔργων τῶν αὐτοῦ, καί οὐ μόνον θεατήν ἀλλά καί ἐξηγητήν αὐτῶν. διά τοῦτο αἰσχρόν ἐστι τῷ ἀνθρώπῳ ἄρχεσθαι καί καταλήγειν ὅπου καί τά ἄλογα, ἀλλά μᾶλλον ἔνθεν μέν ἄρχεσθαι καταλήγειν δέ ἐφ’ ὅ κατέληξεν ἐφ’ ἡμῶν καί ἡ φύσις κατέληξεν δ’ ἐπί θεωρίαν καί παρακολούθησιν καί σύμφωνον διεξαγωγήν τῇ φύσει»[12]. Αν ο Επίκτητος προσδιορίζει τη σχέση θείου και ανθρώπινου Λόγου, ο Κικέρων ορίζει το περιεχόμενο του φυσικού νόμου, προβάλλοντας τον λογικό και δεοντολογικό του χαρακτήρα: «Lex est ratio summa insita in natura quae jubet quae facienda sunt prohibetque contratia. Eadem ratio, cam est hominis mente confirmata et perfecta, lex est[13].
Κατά τους Στωικούς ανήκει στα κατά φύσιν καθήκοντα του ολοκληρωμένου ηθικά και διανοητικά ανθρώπου, δηλ. του σοφού, η συμμόρφωση μ’ ένα σταθερό κώδικα συμπεριφοράς, ο οποίος εδράζεται στο φυσικό δίκαιο. Έτσι η λογική ολοκλήρωση συμπίπτει με την ηθική επιτρέποντας στον φορέα της πάνω απ’ όλα τον έλεγχο των παθών, και ιδιαίτερα του φόβου του θανάτου, και παράλληλα την εξασφάλιση της απαραίτητης ψυχικής κατάστασης της « απάθειας ».
Είναι προφανές ότι οι Στωικοί τάσσονται υπέρ της ισχύος ενός φυσικού δικαίου προερχόμενου από τον παγκόσμιο Λόγο και εξασκούμενου από τον ανθρώπινο λόγο. Η σύγκλιση αυτή θείου και ανθρώπινου Λόγου είχε δημιουργήσει για τους Στωικούς, όπως και για νεότερους υποστηρικτές της θεωρίας, το πρόβλημα του συμβιβασμού φυσικού ντετερμινισμού και ελεύθερης βούλησης. Παρά τις κριτικές αντιρρήσεις των Ακαδημαϊκών με τους οποίους συμφωνεί και ο Κικέρων[14], οι Στωικοί έλυσαν το πρόβλημα, προτείνοντας μια βουλησιαρχική θεωρία, η οποία ισχύει για τον ανθρώπινο κόσμο χωρίς να καταστρατηγεί την παγκόσμια αιτιοκρατία (εισάγοντας τη διάκριση μεταξύ αναγκαίου και «δυνατού»[15]). Η ελευθερία της βούλησης συγκεκριμένα εντοπίζεται στην δυνατότητα επιλογών και λήψης αποφάσεων κατόπιν λογικής εκτίμησης των προσφερομένων δυνατοτήτων δράσης πάντοτε μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης συμπαντικής αιτιοκρατίας. Είναι σαφές ότι τόσο για τους Στωικούς όσο και για νεότερους υποστηρικτές της ανάγκης συμβιβασμού της φυσικής αιτιοκρατίας και της ελεύθερης βούλησης στόχος είναι « η διάσωση του θείου λόγου ως του διοικητού του σύμπαντος και ταυτόχρονα του ανθρώπινου λόγου. Ο τελευταίος ως τμήμα του πρώτου πρέπει να διαθέτει τη δυνατότητα αυτόνομης δράσης. Διαφορετικά τόσο η φυσική όσο και η ηθική δεν έχουν νόημα[16].
Μια τελευταία αλλά πολύ σημαντική πλευρά της περί Λόγου θεωρίας των Στωικών αποτελεί η πολιτική και κοινωνική διάσταση του θέματος, εφόσον στην θεωρία του φυσικού Λόγου εδράζονται η θεωρία της έμφυτης ανθρώπινης κοινωνικότητας, του «κοσμοπολιτισμού» και της φυσικής ισότητας των ανθρώπων. Στο στωικό σύστημα η φυσική κοινωνικότητα δεν αντιστρατεύεται την «ατομικότητα», εφόσον οι άνθρωποι ως φορείς του Λόγου και ως κοινωνικά όντα είναι φύσει ίσοι και ισότιμα μέλη της παγκόσμιας κοινότητας κατά πρώτο λόγο και κατά δεύτερο λόγο των επί μέρους κοινωνιών. Φυσικά οι αντιλήψεις των Στωικών στο θέμα αυτό κυμαίνονται μεταξύ ακραίων αντιλήψεων, επηρεασμένων από τους Κυνικούς, όπως αυτών του Ζήνωνα στην «Πολιτεία» του και του Αρίστωνα, κατά τον οποίο «φύσει οὐκ ἔστι πατρίς, ὥσπερ οὐδ’ οἶκος οὐδ’ ἀγρός... ἀλλά γίγνεται μᾶλλον δ’ ὀνομάζεται»[17], έως τις πιο μετριοπαθείς αντιλήψεις των Μέσων Στωικών και τις απαλλαγμένες από ριζοσπαστισμό «ασκητικές» αντιλήψεις του Επίκτητου.
Αν και η στωική ηθική γενικά και η θεωρία περί φυσικού δικαίου ειδικότερα. λόγω της ακαμψίας και του απόλυτου χαρακτήρα τους, δεν επιδέχονται κατά. μερικούς μελετητές εξαιρέσεις, οι οποίοι θεωρούν την στωική ηθική γενικά ως ανεφάρμοστη σε πρακτικό πολιτικό επίπεδο»[18], ωστόσο είναι αναμφισβήτητο ότι πρώτοι αυτοί πρόβαλαν την ύπαρξη και την προτεραιότητα φυσικών νόμων, συνδεόμενων με τον κοινό λόγο- οι νόμοι αυτοί ισχύουν για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως εθνικότητας, καταγωγής και φύλου. Η αντίληψη αυτή, όπως εύστοχα έχει υποστηρίξει η κ. Δραγώνα-Μονάχου[19], επιτρέπει να θεωρούνται οι Στωικοί ως πρόδρομοι της θεωρίας των ατομικών δικαιωμάτων, στην οποία, ως γνωστόν, κυριαρχούν οι ιδέες της ελευθερίας, προσωπικής, νομικής, πολιτικής, της αυτοπραγίας, της ισηγορίας, της αξιοπρέπειας και της αυτοδιάθεσης και βέβαια η άρνηση της νομιμότητας του θεσμού της δουλείας, τον οποίο και οι Στωικοί σε συμφωνία προς τους Κυνικούς είχαν απορρίψει.Ένα χωρίο του Φίλωνα του Αλεξανδρέως, που ίσως συνδέεται με τον Ποσειδώνιο, είναι έξοχα παραστατικό: «προσθήκη γάρ ἔστι τῆς τό κῦρος ἁπάντων ἀνημμένης φύσεως ἡ κατά δήμους πολιτεία· ἡ μέν γάρ μεγαλόπολις ὅδε ὁ κόσμος ἐστί καί μιᾷ χρῆται πολιτείᾳ καί νόμῳ ἐνί. Λόγος δέ ἐστι φύσεως προστακτικός μέν ὧν πρακτέον. ἀπαγορευτικός δέ ὧν οὐ φύσει ποιητέον»[20]. Είναι αυτονόητο ότι σε περίπτωση που η πολιτική εξουσία δεν αναγνωρίζει τα φυσικά αυτά δικαιώματα, οι Στωικοί πρέσβευαν ότι ο σοφός έχει το δικαίωμα ν’ αμφισβητήσει τη νομιμότητα των συμβατικών κανόνων, έτσι ώστε η ηθική του ακεραιότητα να παραμείνει αλώβητη, χωρίς να υπολογίζει τις φυσικές συνέπειες αυτής της άρνησης.
Είναι γνωστό ότι ο αντισυμβατικός χαρακτήρας των αντιλήψεων ορισμένων εκπροσώπων της αρχαίας Στοάς είχε προσλάβει τόσο έντονα ριζοσπαστικό χαρακτήρα, ώστε να επισύρει την αυστηρή κριτική εθνικών και χριστιανών συγγραφέων[21]. Κατά τον Ζήνωνα ιδίως και τον Αρίστωνα ο φυσικός λόγος επιτρέπει στους φορείς του ως μέλη της κοσμόπολης ν’ απορρίπτουν όλες τις κοινωνικές συμβάσεις. Έτσι οι αρχαίοι Στωικοί πρέσβευαν μια χαλαρή ερωτική ηθική, η οποία ανεχόταν την πορνεία, την ομοφυλοφιλία, ακόμα και την αιμομιξία - με κάποια αρνητική στάση απέναντι στην μοιχεία ίσως γιατί στόχευαν στην αναβάθμιση των συζυγικών σχέσεων - ενώ ακόμη και ο κανιβαλισμός εθεωρείτο ως μια «κατά περίστασιν» αποδεκτή και μέσα στα πλαίσια του φυσικού δικαίου δραστηριότητα»[22].
Μια τελευταία σημαντικότατη διάσταση της λογοκρατικής Στωικής ηθικής αποτελούν οι αντιλήψεις τους περί φιλίας ως του κατεξοχήν συνεκτικού κρίκου της φυσικής κοινωνικότητας των έλλογων όντων. Σε αντίθεση βέβαια προς την αντίληψη περί φιλίας του Αριστοτέλη, οι Στωικοί αναγνώριζαν την δυνατότητα σύναψης αληθινών φιλικών σχέσεων μόνο στους σοφούς: «λέγουσιν δέ τήν φιλίαν ἐν μόνοις τοῖς σπουδαίοις εἶναι διά τήν ὁμοιότητα, φασί δέ αυτήν κοινωνίαν τινά εἶναι τῶν κατά τόν βίον χρωμένων ἡμῶν τοῖς φίλοις ὡς ἑαυτοῖς»[23].
H στωική φιλοσοφία γενικά και ειδικά έχει ασκήσει σημαντική επίδραση σε διάφορες φάσεις της ιστορίας της φιλοσοφίας, ιδιαίτερα στην πρώιμη χριστιανική εποχή, στην Αναγέννηση και στον Διαφωτισμό[24]. Στη συνέχεια αυτής της μελέτης θα περιοριστούμε στην αναφορά ορισμένων επιδράσεων κατά τους νεότερους χρόνους, ιδιαίτερα στο έργο των Σκώτων φιλοσόφων Α. Ferguson. Shaftesbury και A. Smith. Γενικά ωστόσο αξίζει να επισημανθεί ότι το υλοζωικό στωικό κοσμοείδωλο ικανοποιούσε τις απαιτήσεις μιας φάσης της Αναγέννησης, κατά την οποία κυριαρχούσε η πολεμική στάση ενάντια στον υπερβατικό χαρακτήρα του χριστιανικού (βλ. νεοπλατωνικού) κοσμοειδώλου. Έτσι κατά την φάση αυτή και κατά στωική μίμηση οι έννοιες του Θεού-Λόγου αντικαθίστανται από τις έννοιες Φύση-Λόγος-Άνθρωπος, με την πρώτη να εκλαμβάνεται ως πηγή της ηθικής. Όπως παρατηρεί ο Π. Κονδύλης «η πολύ χρήσιμη, από τακτική άποψη, πλαστικότητα της στωικής αντίληψης φαίνεται στο ότι απ’ αυτήν προήλθαν δύο βασικά ρεύματα, που το ένα τους βοηθεί τον χωρισμό χριστιανικής και θύραθεν ηθικής, προλειαίνοντας έτσι τον δρόμο του ελευθεριασμού. ενώ το άλλο παραμένει κοντά στη χριστιανική ηθική»[25]. Στο πρώτο ρεύμα ανήκουν οι νεοστωικοί του 16ου και 17ου αι. (Vossius, Lipsius, Scioppius, Heinsius, Hooker) και πολύ περισσότερο ο Grotius, ο οποίος επεδίωκε την θεμελίωση ενός φυσικού δικαίου ικανού να υπερβεί τις θρησκευτικές έριδες και να θεμελιώσει μίαν ηθική που ν’ απορρέει από τη φύση και την αμετάβλητη νομοτέλειά της, προβάλλοντας ταυτόχρονα την φυσική λογικότητα και κοινωνικότητα των ανθρώπων»[26].
Σε ακόμα νεότερη εποχή πολύ κοντά στις περί «οικειώσεως» θεωρίες των Στωικών βρίσκεται η ανθρωπολογία στου Σκώτου ηθικού φιλοσόφου Α. Ferguson, ο οποίος τοποθετεί την οικεία πλευρά της ανθρώπινης φύσης στον φυσικό λόγο. στην συνείδηση και στη δυνατότητα κριτικής επιλογής. Ο ίδιος φιλόσοφος αποδέχεται εν μέρει το στωικό κριτήριο της διάκρισης μεταξύ καλoύ-κακού υιοθετώντας την άποψη ότι η πηγή της ανθρώπινης ευδαιμονίας και της κακοδαιμονίας δεν είναι τα πράγματα αλλά οι ορθές ή εσφαλμένες κρίσεις[27].
Μια άλλη σημαντική περίπτωση στωικίζουσας φιλοσοφίας στην περίοδο του Διαφωτισμού αποτελεί ο Shaftesbury, ο οποίος, σε αντίθεση προς την Χομπεσιανή μηχανοκρατία, έχει υιοθετήσει μια τελεολογική αντίληψη της φύσης ως ενός οργανικού αρμονικού, αιτιοκρατουμένου συνόλου, από την «καλή» δομή του οποίου πηγάζουν οι ηθικές αξίες. Η υφή του κόσμου, κατά τον Shaftesbury, γίνεται αντιληπτή μέσω εμφύτων ιδεών και ενός Λόγου, ο οποίος, και εδώ υπάρχει μια σημαντική διαφορά από τους Στωικούς, θεωρείται ως η καθαρότερη έκφραση των παθών[28]. Ως προς το τελευταίο αξίζει να σημειωθεί ότι η στάση του Διαφωτισμού απέναντι στα πάθη ήταν σε γενικές γραμμές διαμετρικά αντίθετη αυτής των Στωικών, εφόσον οι περισσότεροι φιλόσοφοι τα θεωρούσαν ως ουσιαστικές πλευρές της ανθρώπινης φύσης.
Η ανακοίνωσή μου θα κλείσει με μια σύντομη αναφορά στον στωικό χαρακτήρα της ηθικής φιλοσοφίας του οικονομολόγου και φιλοσόφου A. Smith. Κατά. τους σύγχρονους εκδότες του έργου του «The theory of Moral Sentiments» «οι ηθικές αντιλήψεις του Smith είναι ένας συνδυασμός στωικών και χριστιανικών αρετών, ή. με φιλοσοφικούς όρους. ένας συνδυασμός στωικισμού και Hutcheson. Ο Στωικισμός του Smith αντλείται κατά κύριο λόγο από τα γραπτά του Κικέρωνα, του Επίκτητου και του Μ. Αυρήλιου»[29]. Ο Smith πράγματι εδραίωσε την ηθική του στην - όχι μόνο χριστιανικής - αλλά και στωικής προέλευσης αρετή της φιλανθρωπίας και στις στωικής καταγωγής έννοιες του αυτοέλεγχου (Self-command) και της «συμπάθειας» στην φυσική και κοινωνική κυρίως διάστασή της. Οι ίδιοι εκδότες πιστεύουν - και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό - ότι η στωική περί φύσεως και Λόγου αντίληψη έχει ασκήσει επίδραση και στο «Wealth of Nations»[30], ιδιαίτερα στην εκεί υπάρχουσα αντίληψη περί «φυσικής ελευθερίας». Από τα δύο αυτά έργα φαίνεται ότι ο Smith έχει υιοθετήσει την κοσμοπολιτική ηθική των Στωικών και τη θεωρία του φυσικού δικαίου, ενώ έκδηλα στωικά στοιχεία παρουσιάζει η περί καθηκόντων θεωρία του Smith στο τμ. 111 και οι περί αρετών θέσεις του (prudence, beneficence, self-command). Συγκεκριμένα ο Στωικός κοσμοπολιτισμός είναι έκδηλος στο εξής απόσπασμα: «Ο άνθρωπος», λέγει ο Smith, « κατά τους Στωικούς οφείλει να θεωρεί τον εαυτό του... ως πολίτη του κόσμου, μέλος της τεράστιας φυσικής κοινοπολιτείας... θα ‘πρεπε να βλέπουμε τους εαυτούς μας... όπως θα μας έβλεπε κάθε πολίτης του κόσμου, ό. τι μας συμβαίνει θα πρέπει να νομίζουμε ότι συμβαίνει και στον γείτονά μας»[31].
Η διάκριση που κάνει ο Smith μεταξύ κοινωνικών και αντικοινωνικών παθών θυμίζει την στάση των Στωικών απέναντι στα θετικά (ευπάθεια) και αρνητικά συναισθήματα (απάθεια), ενώ ομοιότητα με τις στωικές θέσεις παρουσιάζουν οι αντιλήψεις του Smith περί της έμφυτης κοινωνικότητας, του κοσμοπολιτισμού και των αμοιβαίων υποχρεώσεων των σοφών απέναντι στην ανθρωπότητα: «ο σοφός και ενάρετος» κατά τον Smith «σ’ όλες τις εποχές είναι πρόθυμος να θυσιάσει το ατομικό του συμφέρον στο συμφέρον της δικής του κοινωνίας. Θα πρέπει ωστόσο να είναι πρόθυμος να θυσιάσει όλα τα κατώτερα συμφέροντα στο ευρύτερο συμφέρον του σύμπαντος, αυτής της τεράστιας κοινωνίας όλων των λογικών όντων, της οποία διοικητής είναι ο ίδιος ο Θεός»[32].
Συνδυάζοντας ο Smith την στωική απάθεια (Self-command) με την χριστιανική αγάπη αποκαλεί τον συνδυασμό αυτό «τη μεγάλη επιταγή της φύσης», υιοθετώντας έτσι τη Βασική στωική ρήση του «ὁμολογονμένως τῇ φύσει ζῆν», ενώ, όπως ορθά παρατηρούν οι εκδότες του πιο πάνω ηθικού έργου του[33], η υιοθέτηση της στωικής περί φύσης αντίληψης συνοδεύεται και από την υιοθέτηση της στωικού χαρακτήρα αντίληψης περί της φύσης ως κοσμικής αρμονίας, η οποία επεκτείνεται και στο αίτημα της κοινωνικής αρμονίας, για την έκφραση της οποίας ο Smith χρησιμοποιεί τον στωικό όρο «συμπάθεια»[34].
Ας σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Smith εκφράζει τον θαυμασμό και την οφειλή του στην στωική φιλοσοφία ως εξής: «η στωική φιλοσοφία παραδίδει τα ευγενέστερα μαθήματα μεγαλοψυχίας... και δεν μπορεί να υπάρξει αντίρρηση απέναντι στο μεγαλύτερο μέρος των παραγγελμάτων της. εκτός από ότι διδάσκουν μια τελειότητα πέρα από την ανθρώπινη φύση»[35]· και δεν είναι τυχαίο ότι αφιερώνει στον στωικισμό ένα μεγάλο μέρος της ιστορικής ανασκόπησης στο VII τμήμα του ηθικού του έργου.
Η ανακοίνωση αυτή θα κλείσει με την επισήμανση ότι μέσω της επίδρασης των στωικών αντιλήψεων και σε αυτούς τους φιλόσοφους σε πρακτικό επίπεδο η σύγχρονη εποχή οφείλει κάτι εξαιρετικά σημαντικό στους Στωικούς, εφόσον η «πρωτεϊκή», κατά την έκφραση της Μ. Δραγώνα-Μονάχου[36], έννοια του φυσικού νόμου και η προέκτασή της η θεωρία του φυσικού δικαίου κληροδοτήθηκε στην ανθρωπότητα με όλες τις θετικές για την βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων στις κοινωνίες και τα κράτη, των οποίων ο καταστατικός χάρτης βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα. Τελικά, παρά τις αντιρρήσεις για την δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής, μια πλευρά της στωικής φιλοσοφίας είχε μια εξαιρετικά εποικοδομητική για την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής εφαρμογή. Αν δε αληθεύει η παρατήρηση των Raphael-Murfie, ότι η ηθική του Smith είχε ως βάση μια αντίληψη του φυσικού δικαίου από την οποία απέρρευσε και η οικονομική του θεωρία[37], οι δυτικές - και όχι μόνο - κοινωνίες οφείλουν στην στωική φιλοσοφία και μια σημαντική οικονομική θεωρία.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ"
Τεύχος 38, Σεπτέμβριοσ 1995
[1] Βλ. μεταξύ άλλων A. Aall: Da Logos: Geschiclite seiner Entwicklung ill der griechischcn Philosophic uni! del christlichen l.ilcnilur. Leipzig, 1896, Max Ileinze: Die l.ehre vom Logos in der griechischcn Philosophic. Oldenburg, 1872.
[2] M. Colish: The Stoic Tradition from Antiquity to the Early Middle Ages. Leiden, 1985, τ. 2. σ. 23.
[3] J. von Arnim: Stoicoruni Vctcrum Erngmenlu. Edilio Stereotypa, editionis Primae, SUilgardiae, Bande I-1V, 1905-1924 (SVF 158).
[4] SVF II 916
[5] SVF II 937, βλ. και 945, 914, 1024.
[6] Ωριγένους: Πρός Κέλσον, 3,72 (Loeb). Βλ. και SVF II 725, III 219-220, 337-339.
[7] Epistulae Morales XLI, 8-9 (Loeb).
[8] SVF. 111456, βλ. και 1208, 205-207, III 457-460.
[9] Κικέρωνος: De officiis I, 4 (Loeb).
[10] Βλ. M. Colish: ό.π., σ. 28.
[11] SVF 1552, βλ. και SVF III 4.
[12] Επικτήτου: Διατριβαί 16, 19-22 (Loeb).
[13] De legibus I 6, 18-19 (Loeb).
[14] De fato VIII 15-16, XIV 34-35 (Loeb).
[15] Βλ. SVF: II 956-60, 974 σελ. 124., 979, 991.
[16] M. Colish: ό.π., σ. 35.
[17] SVF I 37.
[18] Βλ. M. Nussbaum: The Therapy of Desire: Theory and Practice in Hellenistic N.J. 1994. scl. 124.
[19] Μ. Δραγώνα-Μονάχου: «Ο νόμος της φύσης στη Στοά: Μια έννοια θεμελιακή για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Μνήμη Ευάγγελου
Παπανουτσου, Αθήνα, 1983, τ.Β'. σσ. 133-16
[20] SVF III 323.
[21] Βλ. Ωριγένη: Πρός Κέλσον 4,45(SVF III 743), Σέξτου Εμπειρικού: Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις III 246(SVF III 745). Επιφάνιου: Πρός
Αιρετικούς III 39(SVF III 746), Πλούταρχου: Περί κρεωφαγίας II 3(SVF III 749), Περί Στωϊκών εναντιιωμάτων 1044f(SVF III 753).
[22] SVF I 249-51. 254-56, 985, ΙΙΙ745, 685, 744, 747, 753 (πρβλ. Μ. Colish: ό.π., σ. 39
[23] SVF III 631, βλ. και 625, 626, 630.
[24] Βλ. το εξαίρετο δίτομο έργο της Μ.Colish για την επίδραση του Στωικισμού στη ρωμαϊκή σκέψη και τους πρώιμους Πατέρες της Δυτικής
Εκκλησίας. Για την νεότερη εποχή βλ.G. Abel: Stozismus und fruhe Neuzeit. Bntstehungsgeschichte Mode men Denkens in Felde von Ethik und
Politik. Berlin. 1978. Andre Bridoux: Le Stoicisme et son influence. Paris, 1966.
[25] Π. Κονδύλη: Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Θεμέλιο,1 64, υπ. 358.
[26] H. Grotius: De Jure Belli ac Pads lihri ires in quibus Jus naturae et Gentium, i praecipua explicantur. Amstelaedami, 1712, Proleg., 31 (6. XVIII, 6
(σ. V).
[27] A. Ferguson: Principles of Moral and political Sciences. Hildesheim 1975 (1792)
[28] Shaftesbury: Characteristics of Men, Manners. Opinions, Times, I-II, London, 1723
[29] A. Smith: The Theory of Moral Sentiments, ed. by D.D. Raphael and A.L. Mini (1759). Εισαγωγή, σ. 6.
[30] Στ. ιδ. σ. 5.
[31] Στ. ίδ.. III 3 σ. 11.
[32] Στ. ίδ. VI, 3, σ. 235.
[33] Στ. ίδ. Εισαγωγή σ. 7.
[34] Οι σύγχρονοι εκδότες του έργου του A. Smith διατυπώνουν την άποψη ότι οι έννοιες της συμπάθειας και του αμερόληπτου παρατηρητή
αποτελούν την πρωτότυπη συμβολή του Smith (Εισαγωγή σελ. 7). Αν και κατά την γνώμη της συγγραφέως αυτής της εργασίας η στωική
επίδραση είναι εμφανής τόσο στην αντίληψή του Smith περί «κοινωνικής συμπάθειας», c του περί «φυσικής συμπάθειας», την οποία, κατά
τους ίδιους τους εκδότες, εφάρμοσε και στην οικονομική του θεωρία (στ. ίδ. σσ. 7-8), το θέμα απαιτεί μια πιο λεπτομερή διερεύνηση.
[35] Στ. ίδ. VII.
[36] «Ο Νόμος της φύσης στη Στοά», ό.π., σ. 136.