ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Με τη γέννησή της η φιλοσοφική σκέψη δέχτηκε την πρόκληση του μη όντος. Από τον αγώνα για το ον και το μη ον βγήκε νικήτρια. Δάμασε τις έννοιες που τη συνόδευσαν και, με βοηθό τον ορθό λόγο, προχώρησε στη διερεύνηση της ``ζητούμενης επιστήμης``, στο λόγο για τα γένη του όντος. Μια μάχη, όμως, έχασε ۠ τη μάχη του «άλλου». Γιατί το «άλλο» είναι « πάγκρυφον» και ο άνθρωπος δεν κατορθώνει να το προσεγγίσει, να το δει. Έτσι, ο άνθρωπος αρκείται να το ονομάζει. Οι ονομασίες, όμως, δε σβήνουν τον πόθο για τη γνώση του.
Το « Άλλο », ωστόσο, αποκαλύπτεται με χίλιες δυο μορφές. Είναι, όμως, η μοίρα του ανθρώπου να μην το καταλαβαίνει και έτσι ακολουθεί το δρόμο των μυστηρίων. Και ξεπηδά μια μορφή θρησκευτικότητας, την οποία ο άνθρωπος θέλει να μοιράζεται μόνο σε λίγους. Γιατί το « Άλλο » το ονομάζει πια Θεό, αρχή των πάντων, Ένα.
Πάνω από 800 χρόνια χωρίζουν τον Ιάμβλιχο από τον Πυθαγόρα. Μαθαίνουμε ότι ο Πυθαγόρας έγραψε έργα που όλα χάθηκαν. Υπήρξαν άραγε; Οι γνώμες ποικίλουν ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Ο Πλούταρχος εμφατικά τονίζει ότι δεν έγραψε ποτέ. Ο Επίκτητος, ο Κλήμης και ο Ιάμβλιχος δέχονται ότι άφησε βιβλία, ο Διογένης αφήνει το θέμα ανοιχτό. Αν καταφύγουμε στον Αριστοτέλη, που εκθέτει στα ``Μετά τα Φυσικά`` τις θεωρίες των Πυθαγορείων, βλέπουμε ότι συνάγεται έμμεσα ότι υπήρχαν βιβλία του ίδιου του Πυθαγόρα.
Η λέξη φιλόσοφος δηλώνει την αγάπη για τη σοφία. Και ο άνθρωπος που υψώνεται στη σοφία υπερέχει από τους άλλους. Μόνο ο φιλόσοφος μπορεί και αγγίζει την ουσία των πραγμάτων. Η σοφία δεν ανήκει στον άνθρωπο ۠ τείνει σ` αυτήν ως ένα ιδεώδες, ποτέ δεν την αγγίζει, Ο Πίνδαρος λέει ότι η σοφία είναι των θεών και όχι των θνητών. Ο άνθρωπος, λοιπόν, γνωρίζει ότι από μόνος του δε μπορεί να φτάσει στη σοφία, ή μπορεί ίσως, αν άλλοι το θελήσουν να του αποκαλυφθεί με θεϊκή πια παρέμβαση. Στρέφει έτσι το βλέμμα στους θεούς, με την εσώτερη σκέψη ότι κάτι θα φωτισθεί μέσα του, αρκεί να έχει την προετοιμασία εκείνη την εσωτερική, που τον φέρνει σε μυστική επαφή με το ιερό. Η προετοιμασία σώματος και ψυχής, άσκησης των αισθήσεων και άσκησης του νου δεν είναι εύκολη, ούτε είναι δοσμένο στον καθένα να την αντέξει. Γιατί η προετοιμασία είναι πραγματικός τρόπος ζωής, είναι βίος, ο βίος του Πυθαγόρα.
Έτσι φτάνουμε στην ιδέα εκείνη, τον πυρήνα του πυθαγορικού βίου, που είναι η εσωτερική βελτίωση του ανθρώπου μέσα από διδασκαλία και πρακτικές με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Εσωτερική ζωή, ηθική τελειότητα, τάση προς το μυστικισμό και ασκητισμός είναι στοιχεία που θα συγκροτήσουν την όλη εικόνα των Πυθαγορείων. Και σε αυτή την εικόνα κυρίαρχη είναι η συνύπαρξη θρησκείας και φιλοσοφίας, μυστικισμού και πρακτικής.
Η θρησκεία παίρνει ήδη τη μορφή της πολιτικής οργάνωσης : πειθαρχία, υπακοή, διδαχή, σιωπή. Οδηγός η καταπληκτική αρχή της αρμονίας ο Πυθαγόρας ακούει την αρμονία των ουράνιων σφαιρών. Μπορεί και ο άνθρωπος, αρκεί να σιωπά. Γίνεται έτσι η σιωπή πρώτη βαθμίδα της άσκησης. Για να γνωρίσεις πρέπει να μάθεις να ακούς, πρέπει να μάθεις να σωπαίνεις.
Όλη η ασκητική των Πυθαγορείων απέβλεπε στην περιφρόνηση του σώματος και στην αρετή της υπακοής. Για τον Πυθαγόρα η φιλοσοφία απαιτεί σιωπή και περισυλλογή. Δεν της αρμόζει η δημοσιότητα. Έτσι, δημιουργείται η παράδοση του απόρρητου λόγου, έτσι επιβάλλεται στους Πυθαγορείους ο όρκος να μην πωλούν και να μη δίνουν σε άλλους τα βιβλία τους. Ο ορθός λόγος είναι το όπλο και η δύναμη του Πυθαγόρα. Σκοπός είναι ο καθαρμός από τα πάθη. Για να βρει ο άνθρωπος την αρετή, είναι αναγκαίο να ελέγχει το λογικό του.
Ο ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΣ ΒΙΟΣ
Ο Πυθαγόρας, γιος του Μνήσαρχου και της Παρθενίδας, γεννήθηκε το 580 π.Χ. και πέθανε γύρω στο 490 π.Χ. Ήταν μαθηματικός, γεωμέτρης, αστρονόμος, γιατρός και μουσικός. Ταξίδεψε στην Κρήτη, στη Δήλο, στη Σπάρτη, στη Φοινίκη και στη Βαβυλωνία της Μεσοποταμίας, όπου ήρθε σε επαφή με τα περσικά μυστήρια και τον Ζωροαστρισμό. Μετά από την πολυετή περιήγησή του στις χώρες των μυστηρίων, σε ηλικία περίπου 56 χρονών, επέστρεψε στην πατρίδα του τη Σάμο και οργάνωσε Σχολή, από όπου, όμως, σύντομα αποδήμησε ξανά, λόγω του τυραννικού καθεστώτος του Πολυκράτη και λόγω της αδιαφορίας των συμπολιτών του για όσα αυτός τους δίδασκε.
Η καινούργια αποδημία του φιλοσόφου από τη Σάμο τον φέρνει στις δωρικές αποικίες της Νότιας Ιταλίας και πιο συγκεκριμένα στην πόλη της Κρότωνος. Η Κρότων την εποχή εκείνη φημιζόταν για τον πνευματικό της πολιτισμό, τους εξαίρετους φυσικούς, τους μαθηματικούς, τους γιατρούς και τους αθλητές της. Η άφιξη του Πυθαγόρα χαιρετίστηκε από το λαό με μεγάλο ενθουσιασμό, και μάλιστα κατά την πρώτη του ομιλία είχε περισσότερους από 2.000 ακροατές. Σημαντικό ρόλο για την επιτυχία αυτή έπαιξε η εξαιρετική του φύση, οι φιλελεύθερες ιδέες του, το ήθος του, η χάρη και η ευπρέπεια στη φωνή του. Τόσο πολύ εκτίμησαν οι Κροτωνιάτες τη διδασκαλία του, που του επέτρεψαν να οργανώσει Σχολή, του πρότειναν να κυβερνήσει την πόλη τους και να θεσπίσει νόμους για τους Έλληνες της Ιταλίας. Πράγματι, ο Πυθαγόρας ανέλαβε να κυβερνήσει την πόλη ۠ κατέταξε τους ενεργούς πολίτες σε τρεις τάξεις: στους εμπόρους, τους αγωνιζόμενους και τους θεωρητικούς ή φιλοσόφους, και πρότεινε τη φιλία και την αδελφοσύνη για όλους τους ανθρώπους.
Έτσι, στην πόλη της Κρότωνος κυριάρχησαν οι Πυθαγόρειοι, οι οποίοι κατείχαν τα ανώτερα αξιώματα ۠ παρόμοια κατάσταση επικράτησε και σε άλλες πόλεις της Νότιας Ιταλίας. Το γεγονός αυτό δημιούργησε τη ζηλοφθονία και την αντίδραση όσων δεν ήταν ικανοποιημένοι από την ακριβοδίκαιη νομοθεσία. Η εξέγερση που εκδηλώθηκε το 510 π.Χ. στη γειτονική πόλη της Σύβαρης εναντίον των Πυθαγορείων, ο σφαγιασμός της τριανταμελούς αποστολής των Κροτωνιατών στη Σύβαρη και η αποδημία 500 Πυθαγορείων στην Κρότωνα, ήταν μονάχα η αρχή του κακού : ο Κύλων ο Κροτωνιάτης θα υποστηρίξει ότι οι Πυθαγόρειοι είχαν σκοπό να επιβάλουν στην πόλη τυραννικό καθεστώς και θα πείσει του συμπολίτες του, να επιτεθούν στους κυβερνώντες Πυθαγορείους, κατορθώνοντας άλλους από αυτούς να σκοτώσουν και άλλους να απομακρύνουν από την πόλη. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο, ο Πυθαγόρας συνελήφθηκε και φονεύτηκε, ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει.
Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΩΝ
Ο Πυθαγόρας, όταν έφτασε στην πόλη της Κρότωνος, οργάνωσε Σχολή, το "ομακοείον" ( το χώρο των κοινών ακροάσεων ), που απαρτιζόταν από 300 μέλη. Η ένταξη των μελών γινόταν μέσα από διαδικασίες μύησης και τελετουργικών πρακτικών. Σκοπός της Πυθαγόρειας διδασκαλίας ήταν η επίτευξη της επικοινωνίας με το θεό, η οποία συνιστούσε τον τέλειο εξαγνισμό της ψυχής από τους ρύπους της σωματικής φυλακής. Η διαδικασία ήταν μακροχρόνια και απαιτούσε αυστηρό σεβασμό στους νόμους της Σχολής.
Οι Πυθαγόρειοι δείχνουν μεγάλη εμπιστοσύνη στις μυθολογικές αφηγήσεις του παρελθόντος (θεογονίες και ομηρικά έπη) και έχουν ``ορφική`` νοοτροπία. ``Ανακαλύπτουν`` έτσι τη σημασία του αριθμού, τη δυνατότητα δηλ. της ακριβούς έρευνας στη φυσική και ταυτόχρονα κατασκευάζουν φανταστικές αναλογίες που ορίζουν έννοιες όπως της διάνοιας (ανάλογη με τον αριθμό 1), της γνώμης (ανάλογη με τον αριθμό 2), της δικαιοσύνης, του γάμου, της τελειότητας, του σύμπαντος, των σφαιρικών πλανητών κ.λπ.
Η επιλογή των υποψήφιων μελών γινόταν σε πρώτη φάση φυσιογνωμικά, και κατόπιν τα μέλη υποβάλλονταν σε τριετή δοκιμασία και έλεγχο της συμπεριφοράς. Αν η δοκιμασία αυτή στεφόταν με επιτυχία, τότε οι υποψήφιοι γίνονταν δεκτοί στη Σχολή ως ``ακουσματικοί``, και αποκτούσαν το δικαίωμα να ακροώνται μέρος της διδασκαλίας του Διδασκάλου, χωρίς όμως να μπορούν να τον βλέπουν ή να του μιλούν. Η διδασκαλία των ``ακουσμάτων`` κρατούσε 5 χρόνια. Μετά το τέλος της πενταετίας, όσοι επιτύγχαναν στη δοκιμασία αυτοί γίνονταν ``εσωτερικοί`` και, ταυτόχρονα, επίσημα μέλη της Σχολής, πράγμα που υποδήλωνε ότι κατείχαν τα προκαταρκτικά εφόδια για να διδαχθούν το ουσιαστικό γνωσιοθεωρητικό μέρος των μαθημάτων, που κάλυπταν τις επιστήμες της Αριθμητικής, της Γεωμετρίας και της Μουσικής. Λόγω, μάλιστα, του χαρακτήρα των μαθημάτων αυτών, οι ``εσωτερικοί`` ονομάζονταν και ``μαθηματικοί`. Η διδαχή των Μαθηματικών επιστημών συμπληρωνόταν με διδασκαλίες σχετικές με τις Φυσικές επιστήμες, την Αστρονομία, τη Γεωγραφία, τη Μετεωρολογία, την Ανατομία, τη Φυσιολογία και την Ιατρική.
ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΣ, ΚΑΘΑΡΣΗ, ΘΕΟΥΡΓΙΑ
Σύμφωνα με την Πυθαγόρεια διδασκαλία, οι υποψήφιοι εκπαιδεύονταν να αγνοούν κάθε δυσαρμονική και περιττή επιθυμία τους και να ικανοποιούν μονάχα τις αληθινά χρήσιμες ανάγκες του σώματος και της κοινότητας. Αυτό το επιτύγχαναν με την άσκηση. Ο φιλοσοφικός στοχασμός σκόπευε στον έλεγχο της διατροφής – ο Πυθαγόρας αποδοκίμαζε όσες τροφές προκαλούν φούσκωμα και διαταραχή (κρέας, αυγά, κουκιά και κρασί), και παρότρυνε να χρησιμοποιούνται όσες αποκαθιστούν τη σωματική ευεξία (κυρίως τα δημητριακά), στον έλεγχο του ύπνου (να είναι μικρής διάρκειας και με καλά όνειρα) και, γενικότερα, στον έλεγχο του τρόπου του βίου, επειδή μονάχα έτσι είναι δυνατό το πνεύμα να απελευθερωθεί και να καταστεί ικανό να θεωρεί υπέρ – λογικά και ενορατικά την πραγματικότητα.
Η ορθή, ωστόσο, θεώρηση της πραγματικότητας προαπαιτούσε συγκεκριμένη αγωγή, η οποία συνέτεινε στην κάθαρση, την απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της αυτογνωσίας και της θεωρίας της πραγματικότητας. Η γνωσιοθεωρητική, όμως, αγωγή δεν ήταν επαρκής παράγοντας. Σε ένα ανώτερο στάδιο μύησης, ο μυημένος επιτυγχάνει μέσω της ταπεινοφροσύνης (φρόνησης) και της ευλαβικής του στάσης να κυριαρχεί, τόσο στον ίδιο του τον εαυτό όσο και στον κοινωνικό του περίγυρο, να ερμηνεύει τα σύμβολα και, τέλος, κατορθώνει να οδηγηθεί στη φιλοσοφία. Η ολοκληρωτική κάθαρση προϋποθέτει τη συνεπικουρία των θεών, οι οποίοι ανταποκρίνονται στις ανθρώπινες επικλήσεις. Οι φιλάνθρωποι θεοί, λοιπόν, υποβοηθούν τις ανθρώπινες ψυχές να ανυψωθούν προς τις ανώτερες τάξεις και να ενθεωθούν. Η θεϊκή αυτή παρουσία καλείται θεουργία.
Ο Ιάμβλιχος αποκαλεί τον Πυθαγόρα δαίμονα και θεϊκό άντρα ۠ ο Πυθαγόρας δηλαδή. μεταβαίνει σε μια ανώτερη κατάσταση, σύμφωνα με την οποία είναι κάτι περισσότερο από άνθρωπος και κάτι λιγότερο από θεός: είναι φιλόσοφος και θεός καθ` ομοίωση. Στο τυπικό της ορφικοπυθαγόρειας-πλατωνικής παράδοσης ο Πυθαγόρας θεωρείται καταχθόνιος δαίμων, δηλαδή επέχει βαθμού δαίμονος που ενίοτε ενσαρκώνεται σε κάθε νέα φάση θείου γεννητού. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την τελετουργική δραστηριότητα και τη θεϊκή συγκατάβαση.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ
Ο Ιάμβλιχος γεννήθηκε στη Χαλκίδα της Κοίλης Συρίας γύρω στο 245 μ.Χ. από οικογένεια γαιοκτημόνων και πέθανε το 325. Σπούδασε στην Αντιόχεια και στην Αλεξάνδρεια, πόλεις – κέντρα τόσο της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας όσο και της χριστιανικής θεολογίας. Ο Ανατόλιος – που πιθανόν ήταν καθηγητής της αριστοτελικής φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια – ήταν ο πρώτος από τους δασκάλους του Ιάμβλιχου και συνέγραψε βιβλία πάνω στην αριθμητική. Ο άλλος του δάσκαλος ήταν ο Πορφύριος ο Τύριος, μαθητής του Πλωτίνου.
Ο Ιάμβλιχος, γύρω στο 290, αναλαμβάνει τη Σχολή της Συρίας, που βρισκόταν στη Δάφνη, προάστιο της Αντιόχειας, όπου και θα διδάξει μέχρι την έκρηξη του ``μεγάλου διωγμού`` που κηρύχθηκε από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό (303 – 311 μ.Χ.). Ο Ιάμβλιχος είχε πλήθος μαθητών, άντρες υπέρτατης αρετής, τους οποίους και δίδασκε σύμφωνα με τον τρόπο των Πυθαγορείων. Την τελευταία περίοδο της ζωής του επιστρέφει και εγκαθίσταται στη Χαλκίδα, ενώ ο Κωνσταντίνος γίνεται κυρίαρχος της δυτικής αυτοκρατορίας και υποστηρίζει ένθερμα το Χριστιανισμό. Πιθανόν, όμως, να μην πρόλαβε να τον δει να κυβερνά και την ανατολική αυτοκρατορία το 324, ούτε να συγκαλεί την Α` Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325.
ΤΟ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Η επίσημη αποδοχή του Χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο είχε ως αποτέλεσμα και την επαναπροσέγγιση του ελληνορωμαϊκού τρόπου σκέψης. Ο θεός των νεοπλατωνικών διαφέρει από τον χριστιανικό και ως προς την ποιότητα αλλά και ως προς το πλήθος. Για τους νεοπλατωνικούς ο χριστιανικός θεός φαίνεται να λειτουργεί αυθαίρετα, επειδή ο υιός αυτός είναι με σάρκα και οστά, πράγμα που προκαλεί περιέργεια, καθώς είναι ασύμφωνο με το χαρακτήρα της πρώτης υπόστασης, δηλ. της υπόστασης του Ενός. Γι` αυτό και οι νεοπλατωνικοί θα στραφούν προς τους Χαλδαϊκούς χρησμούς και τα Ερμητικά κείμενα, που έδιναν μια πιο έγκυρη κατά τη γνώμη τους ερμηνεία του θεού ``Πατέρα Διός``, ως την Ενάδα εκείνη που συνδημιουργεί τον κόσμο μαζί με τους υπόλοιπους θεούς
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΙΚΟΥ ΒΙΟΥ
Από τότε που η φιλοσοφία παραδόθηκε από τους θεούς, δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να γίνει κατανοητή παρά μονάχα με τη βοήθειά τους.
Η Πυθαΐδα (Παρθενίδα) γέννησε στη Σιδώνα της Φοινίκης γιο και τον ονόμασε Πυθαγόρα, καθώς η γέννησή του προφητεύτηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα. Ο Μνήμαρχος ανέθρεψε το παιδί του με ποικίλους και αξιόλογους τρόπους ۠ διδασκόταν τα θεία όσο το δυνατόν καλύτερα. Ο Πυθαγόρας, μετά το θάνατο του πατέρα του, μεγάλωσε με πολλή σεμνότητα και σωφροσύνη και, ακριβώς γι` αυτό, αν και ήταν ακόμη νέος, απολάμβανε το σεβασμό όλων. Ο ίδιος, καμαρώνοντας για την παιδεία που άρχισε να αποκτά από τη βρεφική του ηλικία, όσο και από την εκ φύσεως θεόμορφη όψη του, κόσμησε τον εαυτό του με θρησκευτικές συνήθειες, μαθήματα και εξαίρετη διατροφή, με ψυχική ισορροπία και σωματική νηστεία ۠ και όλα όσα έλεγε ή έπραττε τα έκανε με ηρεμία και αμίμητη γαλήνη, χωρίς να κυριεύεται ποτέ ούτε από οργή, ούτε από γέλια, ούτε από ζήλια, ούτε από άλλη διαταραχή ή απερισκεψία, ζώντας στη Σάμο ένα νηφάλιο τρόπο ζωής.
Για τους λόγους αυτούς, όταν ήταν ακόμη έφηβος, η μεγάλη του φήμη διαδόθηκε στους σοφούς, στη Μίλητο στον Θαλή, στην Πριήνη στον Βίαντα και στις γειτονικές πόλεις. Όταν, γύρω στα 18 του χρόνια, άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις της επερχόμενης τυραννίδας του Πολυκράτη, ξέφυγε από όλους μέσα στη νύχτα και, μαζί με τον Ερμοδάμαντα, πέρασαν απέναντι στον Φερεκύδη, στον Αναξίμανδρο τον φυσικό και στον Θαλή τον Μιλήσιο. Συναντώντας όλους αυτούς, τον ένα μετά τον άλλο, μιλούσε με τέτοιο τρόπο ώστε όλοι να τον αγαπούν και να θαυμάζουν τη φύση του. Και μάλιστα ο Θαλής, αφού του μετέδωσε όσα μπορούσαν να είναι αντικείμενο μάθησης, τον προέτρεψε να πλεύσει στην Αίγυπτο για να συναναστραφεί με τους ιερείς στη Μέμφιδα ۠ διότι και ο Θαλής από εκείνους είχε πάρει τα εφόδια, χάρη στα οποία ο κόσμος τον θεωρεί σοφό.
Αφού, λοιπόν, ωφελήθηκε από τον Θαλή, για χάρη του απαρνήθηκε την οινοποσία, την κρεοφαγία και ακόμη περισσότερο την πολυφαγία και έμαθε να τρώει με μέτρο φαγητό ελαφρύ και εύπεπτο. Και, όταν χάρη σ` αυτόν απόχτησε την ικανότητα να κοιμάται λίγο, απόχτησε ακόμη εγρήγορση, καθαρότητα ψυχής, καθώς και τέλεια και διαρκή σωματική υγεία, απέπλευσε προς τη Σιδώνα, γιατί θεώρησε ότι από εκεί ευκολότερα θα περνούσε στην Αίγυπτο.
Εκεί συναντήθηκε με τους απογόνους του φυσικού φιλοσόφου Μώχου και με τους άλλους ιεροφάντες της Φοινίκης. Και μυήθηκε σε όλες τις θείες τελετές που τελούνται με κάθε ιεροπρέπεια στη Βύβλο, στην Τύρο και σε πολλά μέρη της Συρίας. Μετά από αυτά πήγε στην Αίγυπτο. Προσάραξε σε μια ακρογιαλιά που βρίσκεται κάτω από το φοινικικό όρος Κάρμηλο κι εκεί έμεινε για πολύ καιρό μόνος κοντά στο ιερό. Καθ` όλη τη διάρκεια του ταξιδιού έμεινε στην ίδια στάση για δύο νύχτες και τρεις ημέρες, χωρίς να πάρει ούτε τροφή ούτε νερό και χωρίς να κοιμηθεί! Έπειτα προσορμίστηκε στην Αιγυπτιακή ακτή.
Εκεί σύχναζε σε όλα τα ιερά με μεγάλο ζήλο και θαυμασμό. Μάθαινε με επιμέλεια το καθετί, χωρίς να παραβλέπει ούτε άκουσμα σχετικό με εκείνα που κατά την εποχή του επαινούνταν, ούτε κάποιον άντρα που φημιζόταν για τη σύνεσή του, ούτε τελετές που λάμβαναν χώρα για να τιμηθούν κάποιοι. Κατά τον ίδιο τρόπο επισκέφτηκε όλους τους ιερείς, επωφελούμενος από τη σοφία που ο καθένας τους διέθετε.
22 χρόνια παρέμεινε στα βάθη της Αιγύπτου, ασχολούμενος με την αστρονομία και τη γεωμετρία και μυημένος σε όλες τις τελετές των θεών, μέχρις ότου μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα από τους στρατιώτες του Καμβύση. Στην Αίγυπτο μάθαινε για την θρησκεία των θεών (ίδιας ποιότητας και καταγωγής με την μινωική θρησκεία) και έφτανε (με τη βοήθεια θεουργών) στο υψηλότερο σημείο γνώσης των αριθμών, της μουσικής και των άλλων επιστημών. Αφού, λοιπόν, συναναστράφηκε με τους σοφούς μάγους άλλα 12 χρόνια, επέστρεψε στη Σάμο σε ηλικία περίπου 56 ετών.
Επειδή αναγνωρίστηκε για την αξία του, η πατρίδα του τον κάλεσε δημόσια να είναι χρήσιμος σε όλους, μεταδίδοντάς τους όσα έμαθε. Και ενώ η φιλοσοφία είχε ήδη κάνει μεγάλη πρόοδο, ολόκληρη η Ελλάδα τον αναζητούσε και τον θαύμαζε ۠ όλοι ήθελαν να συμμετέχουν στα μαθήματα που έκανε και οι συμπολίτες του τον ανέβαζαν σε αξιώματα και τον υποχρέωναν να συμμετέχει σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες.
Χάρη στον Πυθαγόρα οι οπαδοί του απόχτησαν μια σχετικά ορθή κατανόηση περί των θεών, των ηρώων, των δαιμόνων και του κόσμου, περί των ουράνιων σφαιρών και κάθε αστρικής κίνησης, των σκιάσεων, των εκλείψεων και των εκτροπών και περί όλων όσων αφορούν τον κόσμο, τον ουρανό και τη γη και τις φύσεις που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, φανερές και αόρατες. Τέλος, η βέλτιστη σχέση του πολίτη με την πόλη, η καλή συμβίωση, τα ¨ κοινά ¨ των φίλων, η λατρεία των θεών, ο σεβασμός προς αυτούς που έχουν πεθάνει, η νομοθεσία, η παιδεία, η εχεμύθεια, η οξύτητα του νου, η θεία φύση και τα άλλα αγαθά, όλα αυτά χάρη στον Πυθαγόρα έγιναν γνωστά.
Ο Πυθαγόρας, αφού αποδήμησε στην Ιταλία και στη Σικελία, σε όσες πόλεις συνάντησε να είναι υπόδουλες η μία στην άλλη, ενέπνευσε το φρόνημα της ελευθερίας μέσω των ακροατών του, τις λύτρωσε από το ζυγό και τις απελευθέρωσε. Έπειτα θέσπισε νόμους και, χάρη σε αυτούς, οι πόλεις κυβερνούνταν καλά για πολύ καιρό και ήταν αξιοζήλευτες στους περιοίκους. Σταμάτησε αμέσως κάθε πολιτική εξέγερση, διχόνοια και απλή διαφωνία από όλες σχεδόν τις πόλεις της Ιταλίας και της Σικελίας. Διότι ένα βαθυστόχαστο απόφθεγμά του ήταν παντού γνωστό : ¨ Πρέπει να αποφεύγεται με κάθε τρόπο και να κόβεται δια πυρός και σιδήρου από το σώμα η ασθένεια, από την ψυχή η αμάθεια, από την κοιλιά η πολυτέλεια, από την πόλη η πολιτική εξέγερση, από την οικογένεια η διχόνοια και από όλα η έλλειψη μέτρου ¨. Τα άριστα αυτά δόγματα τα υπενθύμιζε με μεγάλη φιλοστοργία σε κάθε μαθητή του.
Σε κάποιον λόγο του προέτρεπε τους νέους να σέβονται τους μεγαλύτερους, υποστηρίζοντας ότι και στον κόσμο και στη ζωή και στις πόλεις και στη φύση τιμάται περισσότερο αυτό που προηγείται, παρά αυτό που έπεται στο χρόνο, όπως η ανατολή περισσότερο από τη δύση, η αυγή από την εσπέρα, η αρχή από το τέλος, η γέννηση από τη φθορά. Με παρόμοιο τρόπο, μάλιστα, τιμώνται περισσότερο οι αυτόχθονες από τους ξένους και, γενικά, οι θεοί περισσότερο από τους δαίμονες, οι δαίμονες περισσότερο από τους ημίθεους, οι ήρωες από τους ανθρώπους, και από αυτούς οι γονείς περισσότερο από τα παιδιά τους. Τους έλεγε ακόμη ότι οφείλουν τόση χάρη στους γονείς τους όση θα όφειλε ένας νεκρός σε αυτόν που θα μπορούσε να τον ξαναφέρει στη ζωή. Κατά συνέπεια, είναι δίκαιο, τους πρώτους και αυτούς που τους ευεργέτησαν περισσότερο να τους αγαπούν πιο πολύ από όλους και ουδέποτε να τους προκαλούν λύπη. Και μονάχα τους γονείς πρέπει κατά προτεραιότητα να ευεργετούν ۠ διότι για όλα όσα κατορθώνουν οι απόγονοι, αίτιοι είναι οι πρόγονοι. Και πρέπει να ευεργετούμε τους προγόνους όχι λιγότερο από όσο τους θεούς. Αυτά, λοιπόν, συζήτησε με τους νέους στο γυμναστήριο.
Έπειτα, αφού τον κάλεσαν σε συνέδριο οι Κροτωνιάτες, τους συμβούλευε πρώτα απ` όλα να είναι δίκαιοι. Τους είπε να μην κάνουν κατάχρηση των όρκων προς τους θεούς και ότι είναι ορθό να χρησιμοποιούν λόγους που να γίνονται πιστευτοί και χωρίς όρκους. Τους προέτρεπε να αποδοκιμάζουν την αναβολή της εκτέλεσης των πράξεών τους, καθώς δεν υπάρχει άλλο αγαθό από το να επιτελείται η κάθε πράξη στον καιρό της. Να θεωρούν ότι το άριστο είναι να μπορεί ο καθένας να προβλέπει το συμφέρον του, δεύτερο να αντιλαμβάνεται αυτό που τον συμφέρει από όσα προκύπτουν από τις πράξεις των άλλων και ότι το χειρότερο είναι να περιμένει κάποιος να πάθει κακό, για να αντιληφθεί το καλύτερο. Όταν οι Κροτωνιάτες άκουσαν αυτά (και άλλα παρόμοια πολλά), ζήτησαν από τον Πυθαγόρα να συζητήσει ξεχωριστά με τα παιδιά τους στο Πυθαίο και με τις γυναίκες τους στο ιερό της Ήρας.
Αφού, λοιπόν, ο Πυθαγόρας πείσθηκε να συζητήσει, λένε ότι εισηγήθηκε στα παιδιά τα εξής : ποτέ να μην αρχίζουν να λοιδορούν (να κακολογούν και να υβρίζουν) και να ασχολούνται πρόθυμα και επιμελώς με την παιδεία. Τους είπε να σέβονται τους θεούς και να μην αντιμιλούν καθόλου στους μεγαλύτερους. Διότι έτσι θα έχουν τη φυσική αξίωση να μην αντιδικούν καθόλου στους μεγαλύτερους. Διότι έτσι θα έχουν τη φυσική αξίωση να μην αντιδικούν οι νεότεροι με αυτούς.
Στις γυναίκες λέγεται ότι πρώτα μίλησε σχετικά με τις θυσίες, λέγοντάς τους ότι, όταν σκοπεύουν να κάνουν προσφορές στους θεούς – στρογγυλές πίτες και γλυκίσματα από σιμιγδάλι και κηρήθρες και λιβάνι – να τις πραγματοποιούν με τα δικά τους χέρια και να τις φέρνουν στους βωμούς χωρίς τη βοήθεια δούλων. Λέγεται, επίσης, ότι στη συγκέντρωση είπε και αυτό : ότι εάν, μετά από συνουσία με το σύζυγο, η σύζυγος την ίδια μέρα παρευρεθεί σε τελετουργίες, τότε ο θεός θα τη συγχωρήσει ۠ εάν, όμως, έρθει σε συνουσία με άλλον άνδρα, ποτέ δε θα τη συγχωρήσει.
Ο Πυθαγόρας ημέρευε ακόμα και τα άλογα ζώα, έχοντας στο λόγο του κάτι παραινετικό. Με τη διδασκαλία του επιβαλλόταν σε όλους τους νοήμονες ανθρώπους και σε όλα τα ανήμερα ζώα που θεωρούμε ότι στερούνται λογικής. Ως πρώτη μορφή εκπαίδευσης των νέων καθόρισε τη μουσική. Και αυτό διότι με κάποιες μελωδίες και ρυθμούς θεράπευε τις συμπεριφορές και τα ανθρώπινα πάθη, επινοώντας καταστολές και θεραπείες για τα σωματικά και τα ψυχικά νοσήματα.
Με τον ίδιο τρόπο επιχειρούσε και άλλη κάθαρση της διάνοιας και, συγχρόνως, όλης της ψυχής, με κάθε είδους φροντίδες. Θεωρούσε ότι τα μαθήματα και οι παιδαγωγικές ασκήσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με γενναιοφροσύνη και θεσμοθέτησε, για όσους υποπίπτουν σε σφάλματα, ποικιλόμορφες δοκιμασίες και τιμωρίες και εμπόδια. Πρόσθετα με αυτά, υπέδειξε στους συντρόφους του να απέχουν από το να τρώνε οποιοδήποτε έμψυχο και, ακόμη, από κάποια φαγητά που εμποδίζουν την εγρήγορση και την κριτική σκέψη. Οι σύντροφοι ασκούνταν μαζί για πολλά χρόνια στην εχεμύθεια και την απόλυτη σιωπή, έτσι ώστε να ελέγχουν τα λεγόμενά τους. Ακόμη, συνιστούσε και αποχή από το κρασί και λιτή διατροφή, περιορισμένο ύπνο, καθώς επίσης και εναντίωση κατά της δόξας και του πλούτου και των παρομοίων. Προς τους μεγαλύτερους συνιστούσε ανυπόκριτο σεβασμό και απέναντι στους νεότερους, στάση ενίσχυσης και παρόρμησης, χωρίς φθόνο. Συνιστούσε και τη φιλία από όλους για όλους.
Αφού, λοιπόν, ο Πυθαγόρας είχε προετοιμαστεί με αυτόν τον τρόπο για την εκπαίδευση των μαθητών, όταν έρχονταν οι νεότεροι και εκδήλωναν την επιθυμία να περνούν το χρόνο τους μαζί του, δεν τους δεχόταν αμέσως, έως ότου να τους δοκιμάσει από όλες τις μεριές. Και όποιον δοκίμαζε, τον έθετε σε τριετή περιφρόνηση, για να ελέγξει τη σταθερότητα και την αυθεντικότητα της αγάπης που έχει για μάθηση. Κατόπιν αυτού, σε όσους προσέρχονταν, επέβαλε πενταετή σιωπή, επιχειρώντας να μάθει σε ποια κατάσταση βρίσκονται από άποψη εγκράτειας, θεωρώντας ως το δυσκολότερο από τα υπόλοιπα το να συγκρατούν τη γλώσσα τους. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, τα υπάρχοντα του καθενός (οι περιουσίες τους) δημεύονταν και δίνονταν προς φύλαξη σε εκείνους από τους μαθητές που ήταν αποδεδειγμένα ικανοί γι` αυτό, οι οποίοι ονομάζονταν ¨ πολιτικοί ¨. Οι νέοι, μετά από την πενταετή σιωπή, γίνονταν ¨ εσωτερικοί ¨ και, φορώντας σεντόνι, άκουγαν και ταυτόχρονα έβλεπαν τον Πυθαγόρα ۠ κατά την προηγούμενη εκπαίδευση δεν το φορούσαν και, χωρίς ποτέ να τον βλέπουν, παρευρίσκονταν στους λόγους ακούγοντας μονάχα, δίνοντας έτσι για πολύ καιρό αποδείξεις για το δικό τους χαρακτήρα. Εάν, λοιπόν, μετά από τη φυσιογνωμική εξέταση του παραστήματος, του βαδίσματος και του χαρακτήρα τους, έκαναν τον Πυθαγόρα να ελπίζει θετικά ότι θα προόδευαν μετά από την πενταετή σιωπή και των άλλων μαθημάτων, γεννιόταν γι` αυτούς η κριτική ικανότητα και η καθαρότητα της ψυχής με κάθε τρόπο και σε όλα τα επίπεδα.
Από την έλλειψη αυτοκυριαρχίας έχουν γεννηθεί άνομοι γάμοι, διαφθορές, μεθύσια, παρά φύση ηδονές και κάποιες σφοδρές επιθυμίες, που καταδιώκουν όσους κατέχονται από αυτές μέχρι τα βάραθρα και τους γκρεμούς. Αυτές, λοιπόν, οι επιθυμίες, δένοντας πισθάγκωνα τους εμπαθείς σαν να ήταν αιχμάλωτοι, τους έριξαν στη μεγαλύτερη καταστροφή. Από την πλεονεξία, πάλι, έχουν γεννηθεί αρπαγές, ληστείες, πατροκτονίες, ιεροσυλίες, δηλητηριάσεις κ.ά. Ο Πυθαγόρας προσέδιδε τεράστια σημασία και εξέταζε λεπτομερέστατα όσα αφορούσαν τη διδασκαλία και τη μετάδοση αυτών που ο ίδιος είχε διδάξει.
Μετά από αυτά διαχώριζε όσους ο ίδιος ενέκρινε, ανάλογα με την αξία του καθενός. Τους μεν άξιους αποκάλεσε ¨ Πυθαγορείους ¨, τους δε λιγότερο άξιους ¨ Πυθαγοριστές ¨. Διέταξε, λοιπόν, η περιουσία των Πυθαγορείων να είναι κοινή και η συμβίωση να είναι συνεχής καθ` όλη τη διάρκεια των μαθημάτων. Για τους Πυθαγοριστές, ωστόσο, διέταξε να κρατήσουν τις προσωπικές τους περιουσίες, αλλά να συναντιούνται στον ίδιο χώρο, συζητώντας μεταξύ τους.
Η σοφία που δίδασκε ο Πυθαγόρας είναι ίδια με τη σοφία των ¨ Επτά Σοφών ¨. Διότι και εκείνοι αναζητούσαν όχι τι είναι το αγαθό, αλλά ποιο είναι το μεγαλύτερο (αγαθό) ۠ όχι τι είναι το δύσκολο, αλλά ποιο είναι το δυσκολότερο (που είναι η γνώση του εαυτού). Το θείο είναι η αρχή ۠ ολόκληρη η ζωή έχει οργανωθεί έτσι ώστε να ακολουθεί το θεό ۠ και αυτός είναι ο λόγος της φιλοσοφίας. Για το λόγο αυτό και οι άνθρωποι συμπεριφέρονται γελοία όταν ζητούν την ευτυχία από αλλού και όχι από τους θεούς. Οι θεοί σε όλους όσους αγαπούν και χαίρονται με αυτούς, σε αυτούς δίνουν τα αγαθά, στους άλλους που αντιπαθούν δίνουν τα αντίθετα. Αρχικά, λοιπόν, ο Πυθαγόρας αποσκοπούσε στο να γίνεται πλήρης δοκιμή, αν μπορούν να είναι εχέμυθοι, και παρατηρούσε κατά πόσο, αφού μάθαιναν τα ¨ ακούσματα ¨, μπορούν να σιωπούν και να τα διαφυλάσσουν. Έπειτα παρατηρούσε εάν συμπεριφέρονται με σεβασμό ۠ και νοιαζόταν περισσότερο για τη σιωπή παρά για την ομιλία. Παρατηρούσε όμως και όλα τα άλλα, μήπως δηλαδή επηρεάζονται ελλείψει αυτοκυριαρχίας από κάποιο πάθος ή επιθυμία. Ακόμη, επέβλεπε π.χ. πώς συμπεριφέρονται όταν είναι οργισμένοι ή πώς συμπεριφέρονται όταν κυριεύονται από επιθυμία ή αν είναι φιλόνικοι ή φιλότιμοι. Εάν, λοιπόν, σε όλα όσα εξέταζε λεπτομερώς, αυτοί φαίνονταν ότι έχουν καλούς χαρακτήρες, εξέταζε όσα αφορούν την ικανότητά τους για μάθηση και απομνημόνευση. Έψαχνε να βρει πώς είναι η φύση τους για να την εξημερώσει.
Σύμφωνα με τη μέθοδό του, όσοι ήταν υπό την καθοδήγησή του, έπρατταν τα εξής : Οι άνδρες αυτοί έκαναν πρωινούς περιπάτους σε τόπους, στους οποίους συνέβαινε να υπάρχει στον ίδιο βαθμό ησυχία και ηρεμία και στους οποίους υπήρχαν ιερά και άλση και άλλα παρόμοια θέλγητρα της ψυχής, επειδή πίστευαν ότι δεν πρέπει να συναντηθούν με κάποιον πριν από τους περιπάτους, προτού δηλαδή φέρουν την ψυχή τους σε ευστάθεια και προτού βάλουν σε τάξη τις σκέψεις τους. Θεωρούσαν, μάλιστα, ότι αυτού του είδους η ησυχία είναι κατάλληλη για την ευστάθεια της διάνοιας. Μόνον ύστερα από τον πρωινό περίπατο (τον οποίο έκαναν ένας ένας) συνευρίσκονταν μεταξύ τους ۠ και χρησιμοποιούσαν το χρόνο της συνεύρεσης για διδασκαλίες και μαθήσεις και για τη διόρθωση του χαρακτήρα τους.
Μετά την ενασχόληση αυτή, στρέφονταν προς την άσκηση των σωμάτων. Οι περισσότεροι έτρεχαν, λιγότεροι ήταν αυτοί που ασκούνταν στην πάλη, ενώ άλλοι έκαναν άλματα ή γύμναζαν τα χέρια και το σώμα τους με βάρη. Για το γεύμα τους χρησιμοποιούσαν ψωμί με μέλι ή κηρήθρα, ενώ κρασί κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν έπιναν. Μετά το γεύμα ασχολούνταν με τα πολιτικά ζητήματα και με ζητήματα που αφορούσαν τους ξένους. Και όταν έφτανε το δειλινό, εξορμούσαν πάλι σε περιπάτους, όχι όμως ένας ένας (όπως τον πρωινό περίπατο), αλλά δύο δύο και τρεις τρεις, φέρνοντας ξανά στη μνήμη τους τα μαθήματα και ασκούμενοι στις καλές ενασχολήσεις.
Μετά τον περίπατο έκαναν λουτρό και, όταν τελείωναν, συναντιόντουσαν στα συσσίτια ۠ τα συσσίτια είναι χώροι που δε γευματίζουν περισσότεροι των δέκα ανθρώπων. Αφού, λοιπόν, συγκεντρώνονταν, έκαναν σπονδές και θυσίες σφαγείων και λιβανωτού. Κατόπιν προχωρούσαν για το δείπνο, ώστε να έχουν τελειώσει το φαγητό πριν από τη δύση του ήλιου. Χρησιμοποιούσαν κρασί και κριθαρένιες πίτες και ψωμί και εδέσματα και λαχανικά, βρασμένα και ωμά ۠ παρέθεταν, επίσης, κρέας (ιερών) ζώων που επιτρεπόταν να θυσιάσουν.
Μετά από το δείπνο γίνονταν σπονδές και ακολουθούσε ανάγνωση. Όταν μετά επρόκειτο να προχωρήσουν, ο οινοχόος έκανε σπονδή για χάρη τους : να έχουν ευνοϊκό και καλοπροαίρετο τρόπο σκέψης αναφορικά με το θείο, το δαιμόνιο και το ηρωικό γένος ۠ και να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο για τους γονείς και τους ευεργέτες, να υπηρετούν το νόμο και να καταπολεμούν την παρανομία. Αφού, λοιπόν, λέγονται αυτά, ο καθένας πηγαίνει στο σπίτι του. Στα σπίτια πρέπει να χρησιμοποιούνται λευκά και καθαρά στρώματα και λινά υφάσματα, όχι προβιές.
Ας εξετάσουμε τώρα τι νομοθέτησε και για την τροφή, επειδή και αυτή συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην άριστη παιδεία. Από όλες, λοιπόν, τις τροφές αποδοκίμαζε όσες προκαλούν φούσκωμα και διαταραχή, ενώ αντίθετα δοκίμαζε και παρότρυνε να χρησιμοποιούνται όσες αποκαθιστούν τη σωματική ευεξία. Αφαίρεσε μια για πάντα τα περιττά και βλαβερά εδέσματα, εισηγούμενος να μην τρώνε ποτέ έμψυχο, ούτε να πίνουν ποτέ κρασί, ούτε να θυσιάζουν ζώα στους θεούς, ούτε καν να τα βλάπτουν, αλλά να τα διασώζουν με μεγάλη επιμέλεια και με την ανάλογη δικαιοσύνη. Ο ίδιος εξάλλου έζησε με τον ίδιο τρόπο. Τα άγρια ζώα μάλλον τα ημέρευε και τα εκπαίδευε με λόγια και έργα, παρά τα έβλαπτε με τιμωρίες.
Επιπλέον, θεωρούσε ότι και η μουσική συμβάλλει κατά πολύ στην υγεία, αν κάποιος τη χρησιμοποιεί με ορθό τρόπο. Έβαζε, λοιπόν, κάποιον να παίζει λύρα και γύρω του ( έβαζε ) αυτούς που μπορούσαν να τραγουδούν παιάνες. Υπήρχαν κάποιες μελωδίες τις οποίες είχε επινοήσει ως εξαιρετικά βοηθητικές, για να αποκαθίστανται τα ψυχικά πάθη, οι απελπισίες και οι οξείς πόνοι. Άλλες πάλι μελωδίες τις επινοούσε για την οργή και το θυμό. Υπάρχει, επίσης, και άλλο είδος μουσικής για τις επιθυμίες. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα και την όρχηση. Ως όργανο χρησιμοποιούσαν τη λύρα, διότι θεωρούσαν ότι ο αυλός δεν έχει ήχο που να απελευθερώνει τα ήθη. Ακόμη, απαγγέλλονταν και επιλεγμένοι στίχοι από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, για να επανορθώνουν την ψυχή.
Οι Πυθαγόρειοι θεωρούν ότι, αφού υπάρχουν θεοί, και αυτοί είναι κύριοι όλων, πρέπει να είναι αποδεκτό από όλους ότι από αυτούς πρέπει να ζητούμε το αγαθό. Σε αυτούς, λοιπόν, που οι θεοί αγαπούν και με αυτούς που χαίρονται, σε αυτούς δίνουν τα αγαθά, ενώ σε αυτούς για τους οποίους αισθάνονται τα αντίθετα, απουσιάζουν πλήρως. Οι θεοί δεν παρεμβαίνουν, οι άνθρωποι είναι αυτοί που πρέπει να ανέβουν πνευματικά για να τους πλησιάσουν. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι πρέπει να πράττουμε αυτά με τα οποία συμβαίνει να χαίρεται ο θεός. Θεωρούσαν, επίσης, πως τίποτα δε συμβαίνει από μόνο του τυχαία, αλλά από θεία πρόνοια. Ο Πυθαγόρας έλεγε ότι πρέπει κανείς να μπαίνει στο ιερό φορώντας λευκή και καθαρή ενδυμασία, με την οποία να μην έχει κοιμηθεί ۠ η καθαριότητα είναι μαρτυρία που αποδεικνύει την ισορροπημένη σκέψη και τη δικαιοσύνη. Ακόμη, παραγγέλνει σε όλους να ορκίζονται την αλήθεια, επειδή το μακρινό παρελθόν, για τους θεούς δεν είναι μακρινό, διότι ενώ οι άνθρωποι ξεχνούν και κατά συνέπεια μπορούν να συγχέουν την αλήθεια με το ψέμα, οι θεοί δεν ξεχνούν ποτέ. Τέτοιος περίπου λέγεται ότι ήταν ο τρόπος ενασχόλησής του με την ευσέβεια. Ο Πυθαγόρας δίδαξε όλα όσα αφορούν τη φύση και τελειοποίησε την ηθική φιλοσοφία και τη λογική. Ακόμη, ασχολήθηκε με τη γεωμετρία και τα ουράνια σώματα. Συνήθιζε να χρησιμοποιεί με συμβολικό τρόπο πολύ μικρές φράσεις, με πολλά και ποικιλόμορφα νοήματα, μιλώντας εμπνευσμένα στους μαθητές του, όπως π.χ. ¨ η αρχή είναι το ήμισυ του παντός ¨. Απέκρυπτε τους σπινθήρες της αλήθειας, που προοριζόταν μονάχα για όσους μπορούσαν να λάβουν το έναυσμα.
Καθημερινά οι Πυθαγόρειοι έκαναν επανάληψη των όσων λέγονταν με τον εξής τρόπο : Κανείς δε σηκωνόταν από το κρεβάτι του, αν πρώτα δεν έφερνε στο μυαλό του όσα έκανε την προηγούμενη μέρα. Ο Πυθαγόρας προέτρεπε τους μαθητές του να στέκονται στο πλευρό του νόμου και να πολεμούν την παρανομία. Και έθεσε νόμους σχετικούς με την αποχή από τη βρώση ζωικών τροφών, διότι αυτοί που εθίζονται στην αποστροφή της σφαγής ζώων, θεωρώντας την παράνομη και αφύσικη, πολύ περισσότερο θεωρούν παράνομο το να σκοτώνουν άνθρωπο ή να εμπλέκονται σε πολέμους.
Ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του απείχαν από τις ζωικές τροφές, καθώς επίσης και από κάποιες τροφές που συντείνουν στην ακολασία. Ο ίδιος παράγγελνε μάλιστα να παραθέτουν εύγευστα και πολυτελή φαγητά κατά τις συνεστιάσεις, αλλά να τα απομακρύνουν και να τα προσφέρουν στους δούλους, επειδή τα έχουν παραθέσει μονάχα για να τιμωρηθούν οι επιθυμίες! Επίσης, καμιά ελεύθερη γυναίκα δεν πρέπει να φορά χρυσά κοσμήματα παρά μονάχα οι δούλες! Άλλες αρετές ήταν: η εχεμύθεια, η παντελής σιωπή, που συμβάλλει στην άσκηση της εγκράτειας της γλώσσας, η αποχή από το κρασί, η ολιγοφαγία και η ολιγοϋπνία, η ανεπιτήδευτη περιφρόνηση του πλούτου και των ομοίων, ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους, η ειλικρινής παρατήρηση και η ενθάρρυνση προς τους νεότερους, και όλα τα παρόμοια. Ακόμη, ο Πυθαγόρας τους παράγγελνε να μην είναι ούτε φαιδροί ούτε κατηφείς σε ό,τι αφορά την ψυχική τους διάθεση, αλλά να χαίρονται με μέτρο και πραότητα. Αντέκρουαν και την οργή, την απελπισία και τη σύγχυση. Εάν, μάλιστα, τους συνέβαινε κάποτε να οργίζονται ή να λυπούνται ή κάτι άλλο παρόμοιο, απομακρύνονταν αμέσως από τους υπόλοιπους και, ο καθένας απομονωμένος στον εαυτό του, επιχειρούσε να καταπραΰνει και να θεραπεύσει το πάθος του.
Η τάξη και η συμμετρία είναι ωραία πράγματα, ενώ τα αντίθετά τους, η αταξία και η ασυμμετρία, είναι αισχρά. Επίσης, ο μέθυσος και ο άπληστος είναι επονείδιστοι. Οι Πυθαγόρειοι, μάλιστα, προέτρεπαν όσους τους συναναστρέφονταν να προφυλάσσονται από την ηδονή περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα, διότι τίποτα δε μας κάνει να σφάλλουμε τόσο και τίποτα δεν πρέπει να πράττουμε έχοντας κατά νου την ηδονή. Όμως, πάνω από όλα, πρέπει να πράττουμε αποβλέποντας προς το καλό και το ωραίο και, κατά δεύτερο λόγο, προς το συμφέρον και το ωφέλιμο. Από τη νεαρή ηλικία, μόλις αρχίζουν να δημιουργούνται τα πάθη, πρέπει να υπάρχει φροντίδα, ώστε οι νέοι να επιθυμούν αυτά που πρέπει ۠ και, όντας ατάραχοι και καθαροί από τέτοιες πράξεις, να περιφρονούν τους αξιοκαταφρόνητους που είναι προσκολλημένοι στις επιθυμίες.
Τα μικρά αγόρια και τα παρθένα κορίτσια πρέπει να ανατρέφονται με πόνους και ασκήσεις και με την κατάλληλη υπομονή, και να δέχονται την αρμόζουσα τροφή για μια φιλόπονη, σώφρονα και υπομονετική ζωή. Το μικρό αγόρι πρέπει να ανατρέφεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην αναζητά κατά τα πρώτα 20 χρόνια συνεύρεση. Και όταν φτάσει σε αυτήν την ηλικία, σπάνια πρέπει να επιζητεί τις σαρκικές ηδονές. Οι άνθρωποι δεν κάνουν σωστές σκέψεις για τους δικούς τους απογόνους, αλλά γεννούν συμπτωματικά και τυχαία τα παιδιά τους.
Ο Πυθαγόρας, ταξιδεύοντας παντού μόνος, αντιμετώπισε πολλούς πόνους και ανυπέρβλητους κινδύνους. Κατέλυσε τυραννικά καθεστώτα και οργάνωσε ταραγμένα πολιτεύματα, παραδίδοντας τις πόλεις ελεύθερες από τη δουλεία και ακόμη, σταματώντας την παρανομία, νίκησε την αλαζονεία και παρεμπόδισε τους υβριστές και τους τυράννους. Οι σύντροφοί του προτιμούσαν να πεθάνουν, παρά να παραβούν κάποια από τις εντολές του. Υπήρχε σε αυτούς μια αδιάκοπη προτροπή : να βοηθούν πάντοτε το νόμο και να μάχονται την παρανομία, και να εθίζονται από τη μέρα που γεννιούνται στο σώφρονα και ανδρικό τρόπο του βίου, αποφεύγοντας και καταπολεμώντας την τρυφηλότητα.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα κανένα από τα αξιόλογα δόγματα δε δημοσιοποιήθηκε, παρά γίνονταν γνωστά μονάχα από διδασκαλίες και μαθήματα. Ο κυριότερος σκοπός είναι η απαλλαγή και η απελευθέρωση του νου από τους τόσους δεσμούς και εξαρτήσεις που τον κρατούν δέσμιο από την βρεφική ηλικία ۠ χωρίς το σκοπό αυτό τίποτε το υγιές ούτε το αληθές δε μπορεί να μάθει ή να κατανοήσει κανείς, ενεργώντας μέσα από οποιαδήποτε αίσθηση. Διότι, σύμφωνα με τους Πυθαγόρειους, « ο νους όλα τα βλέπει και όλα τα ακούει ».
Υπήρχαν, όμως, και μερικοί που αντιτάχθηκαν στους Πυθαγόρειους και εξεγέρθηκαν εναντίον τους. Ο Κύλων ο Κροτωνιάτης κατείχε την πρώτη θέση ανάμεσα στους συμπολίτες του λόγω του γένους του, της δόξας του και του πλούτου του ۠ στο χαρακτήρα, όμως, ήταν δύστροπος, βίαιος και τυραννικός. Έτσι, αν και έδειξε κάθε προθυμία να γίνει κοινωνός του Πυθαγορικού βίου, αφού πήγε στον ίδιο τον Πυθαγόρα όταν ήταν ήδη γέρος, αποδοκιμάστηκε για τους προαναφερθέντες λόγους. Εξαιτίας, λοιπόν, του περιστατικού αυτού, ο Κύλων και οι φίλοι του κήρυξαν ανελέητο πόλεμο κατά του Πυθαγόρα και των συντρόφων του. Ο Πυθαγόρας, για το λόγο αυτό, διέφυγε στο Μεταπόντιο, και εκεί λέγεται ότι τερμάτισε τη ζωή του. Με την πάροδο του χρόνου εξοντώθηκαν και οι τελευταίοι Πυθαγόρειοι.
Από όλους ομολογείται ότι διάδοχος του Πυθαγόρα είχε γίνει ο Αρισταίος, ο γιος του Δαμοφώντα, ο Κροτωνιάτης, που έζησε κατά τους ίδιους χρόνους με τον Πυθαγόρα, 7 γενεές πριν από τον Πλάτωνα. Και επειδή κατείχε απόλυτα τα δόγματα των Πυθαγορείων, καταξιώθηκε να γίνει ηγέτης της Σχολής. Ιστορείται ότι ο Πυθαγόρας δίδαξε στη Σχολή για 39 χρόνια, ότι έζησε συνολικά περίπου 100 χρόνια και ότι, όταν ήταν ήδη πολύ γέρος, παρέδωσε τη Σχολή στον Αρισταίο. Μετά από αυτόν ηγήθηκε της Σχολής ο Μνήμαρχος, ο γιος του Πυθαγόρα, και αυτός την παρέδωσε στον Βουλαγόρα. Μετά από αυτόν, διάδοχος έγινε ο Γαρτύδας ο Κροτωνιάτης. Αργότερα ανέλαβε την ηγεσία της Σχολής ο Αρεσάς από τους Λευκανούς ۠ αυτός, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, διέδωσε τις Πυθαγόρειες διδασκαλίες.
πηγή: alexmandis