Η Λιβαδειά είναι η αρχαία πρωτεύουσα της Βοιωτίας, και δεν ονομάζεται έτσι επειδή υπάρχουν εκεί λιβάδια. Στην βαθιά αρχαιότητα, όπως γράφει ο Παυσανίας υπήρχε εκεί μία πόλη με την ονομασία Μήδεια και ήταν χτισμένη στον «πράσινο λόφο». Αργότερα, σύμφωνα με την μυθολογική παράδοση, ο Αθηναίος Λέβαδος ίδρυσε μία πόλη στην πεδιάδα, η οποία πήρε το όνομα της από τον κτήτορα της και ονομάστηκε Λιβαδεία και πολύ αργότερα το τοπωνύμιο παραφράστηκε και έγινε «Λιβαδειά».
Στους ιστορικούς χρόνους η πόλη έγινε ευρύτερα γνωστή στον Ελλαδικό χώρο λόγω του μυστηριακού μαντείου του Τροφωνίου. Στο αρχαίο Τροφώνιο Άντρο ταξίδευαν από παντού και ζητούσαν μελλοντολογικούς χρησμούς πάρα πολλοί άνθρωποι και εκεί είχαν προσφύγει ζητώντας βοήθεια πολύ σπουδαίοι άντρες (ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι εκεί ζήτησε χρησμό ο πάμπλουτος βασιλιάς Κροίσος, ο αρχηγός του περσικού στρατού Μαρδόνιος, ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος-Παύλος, κ.α.).
Κατά την αρχαιότητα ή πόλη λεηλατήθηκε και καταστράφηκε δύο φορές (395π.κ.ε.- 86π.κ.ε.) αλλά τον 2ο αι. μ.κ.ε. η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή και στο Τροφώνιο Άντρο κατέφτασαν για χρησμό άνθρωποι από τις τέσσερις γωνίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, (ανάμεσα τους και ο Παυσανίας, που στις Περιηγήσεις του περιγράφει με όλες τις λεπτομέρειες τα παράξενα που συνέβαιναν εκεί). Στο ιερό άλσος, το μαντείο του Τροφώνιου λειτουργούσε μέχρι την πλήρη εγκαθίδρυση του Χριστιανισμού και την απαγόρευση δια νόμου, από τον Θεοδόσιο ‘Α, των τελετουργιών, των αρχαίων θρησκειών και μυστηρίων.
Το όνομα Λιβαδειά έγινε ταυτόσημο με τη παγανιστική χθόνια μαγεία και την μυστηριακή μαγεία. Συχνά το μέρος αναφερόταν ως Λεβάδις, από το Λέβις (αρχ. Λέβητας, καζάνι) και Άδης, δηλαδή η Λιβαδειά θεωρούνταν πλέον «το καζάνι του Άδη» δηλαδή η είσοδος προς τα καζάνια της κόλασης, τα λεγόμενα κεκολαστήρια, επειδή εκεί οι άνθρωποι έμπαιναν σε πειρασμό να αμαρτήσουν αναβιώνοντας τα αρχαία παγανιστικά μυστήρια λόγω της ύπαρξης του Τροφωνίου Άντρου στην περιοχή.
Επιστρέφοντας από τον κάτω κόσμο ο Λουκιανός οδηγήθηκε και εκείνος στην Λιβαδειά. Είχε καταλήξει να επισκεφθεί τον Άδη για να ζητήσει μία απάντηση στην ερώτηση: «Ποια είναι καλύτερη ζωή που πρέπει κάθε μυαλωμένος άνθρωπος να εκλέγει»; Αυτή ήταν πάντα ή αγωνία που επιζητούσε χρησμό από τους Θεούς και σε συμβουλή από τους σοφούς. Αυτή ήταν και η ερώτηση που βασάνιζε το Λουκιανό στις σελίδες του εξαίσιου έργου του Μένιππος η Νεκυομαντεία.
Διηγείται στους φίλους του ότι κανένας φιλόσοφος δεν μπόρεσε να του προτείνει τον τρόπο για μια καλύτερη ζωή, όσους και αν επισκέφτηκε, και έτσι αποφάσισε να φτάσει για να μάθει τα πάντα για το μυστήριο της ζωής: «Δεν επιτρέπεται όμως να ανακοινώνονται σε όλους αυτά και ούτε να λέγονται τα όσα είναι μυστικά γιατί υπάρχει φόβος να με καταγγείλει κανείς για ασέβεια στο Ραδάμανθυ…» «Μην φοβάσαι Μένιππε, για το Θεό, δεν υπάρχει τέτοιος φόβος από μένα. Σε παρακαλώ λοιπόν, μην το κρύβεις από τους φίλους σου. Θα μιλήσεις σε άνθρωπο που ξέρει να κρατά τα μυστικά και σε μεμυημένο…»
«…Κάποια νύχτα δεν με έπαιρνε ο ύπνος κάνοντας αυτές τις σκέψεις, πήρα την απόφαση να πάω στη Βαβυλώνα και να παρακαλέσω κάποιον από τους μάγους εκείνους, που είναι μαθητές και διάδοχοι του Ζωροάστρη, για τους οποίους είχα ακούσει ότι με κάποιες τελετές μπορούσαν να ανοίξουν και τις κρυφές πόρτες του Άδη και να κατεβάσουν σ’ αυτόν στα σίγουρα όποιον θέλουν και να τον ανεβάσουν πάλι επάνω, να με βοηθήσουν αυτοί να βρω την αλήθεια.
Νόμιζα, λοιπόν, πως το καλύτερο που είχα να κάνω με την βοήθεια από αυτούς τους μάγους, να κατεβώ στον Άδη και να πάω να βρω τον Τειρεσία τον Βοιωτό για να μάθω από αυτόν, που ήταν μάντης και σοφός, ποια είναι η καλύτερη ζωή που πρέπει ο κάθε μυαλωμένος άνθρωπος να εκλέγει. Πετάχτηκα λοιπόν αμέσως από το κρεβάτι μου και πήγα στη Βαβυλώνα. Όταν έφτασα εκεί, βρήκα ένα Χαλδαίο, που ήταν σοφός και θαυμάσιος στην δουλειά του, με κάτασπρα μαλλιά και σεβάσμια γενειάδα, που τον έλεγα Μυθροβαρζάνη και ύστερα από χίλιες ικεσίες και όρκους, τον κατάφερα να μου δείξει τον δρόμο για τον Άδη..
Τότε ο Χαλδαίος με πήρε κοντά του και πρώτα άρχισε να με λούζει 29 μέρες κατά σειρά κάνοντας αρχή από το νέο φεγγάρι. Με κατέβαζε κάθε πρωί ξημερώματα στον Ευφράτη και όταν έβγαινε ο ήλιος απάγγελλε σ’ αυτόν μια μεγάλη προσευχή, που απ’ αυτήν ούτε λέξη δεν καταλάβαινα, φαινόταν ωστόσο πως επικαλούσε κάποιους θεούς. Ύστερα από την μαγική του προσευχή και αφού με έφτυνε 3 φορές στο πρόσωπο, γυρίζαμε πίσω στο σπίτι του, χωρίς όμως να βλέπω κανέναν από τους ανθρώπους που έβρισκα στο δρόμο.
Ή τροφή μας ήταν τα ακροβλάσταρα, ποτό μας το γάλα και το υδρόμελι, καθώς και το νερό του Χοάσπου και κρεβάτι μας ή ύπαιθρος, πάνω στα χορτάρια. Όταν έγινε ή προετοιμασία που έπρεπε με έφερε κατά τα μεσάνυχτα στον Τίγρητα ποταμό, όπου με έπλενε, με σπόγγιζε, με εξάγνιζε με δαδιά και σκοινιά και με άλλα τέτοια πολλά μουρμουρίζοντας και την μαγική του προσευχή, και ύστερα αφού έκανε μάγια σε όλο του το σώμα και έκανε διάφορους κύκλους ολόγυρά μου για να μην πάθω κανένα κακό από τα πνεύματα με ξανάφερε πάλι στο σπίτι μου έτσι όπως ήμουν, βαδίζοντας όμως πισώπατα.
Ως το πρωί ετοιμαζόμασταν για το ταξίδι και μου έδινε οδηγίες… Μου έφερε τούτο το καπέλο την προβιά του λιονταριού, και μου ‘δωσε να κρατώ τη λύρα, και με πρόσταξε, αν με ρωτήσει κανείς στο δρόμο για το όνομα μου, να μην πω ότι με λένε Μένιππο, αλλά Ηρακλή ή Οδυσσέα, η Ορφέα……αφού περάσαμε και την λίμνη, φτάσαμε σε ένα μέρος έρημο, που ήταν γεμάτο από δέντρα, που δεν το έβλεπε ο ήλιος… στο τέλος, ο Μυθροβαρζάνης, κρατώντας δαυλό αναμμένο και με δυνατή φωνή, επικαλούνταν φωνάζοντας όλα τα δαιμόνια μαζί, και τις Τιμωρίες και τις Ερινύες, και τη μαύρη Εκάτη και τη φοβερή Περσεφόνη ανακατεύοντας μαζί με τα ονόματα αυτά και μερικές άλλες βαρβαρικές, άγνωστες μου, θεότητες που τα ονόματα τους ήταν δύσλεξα και μακρόλεξα.
Αμέσως τότε, όλος ο τόπος τραντάχτηκε, και όταν ειπώθηκε η μαγική προσευχή η γη σχίστηκε και ακούστηκε από μακριά η κραυγή του Κέρβερου και με κατάκλυσε φόβος και τρόμος. «…και ο βασιλιάς τον νεκρών κάτω από την γη φοβήθη». Γιατί φαίνονταν τα πιο πολλά ,μέρη του Άδη, και λίμνη και ο πυριφλεγέθων ποταμός και του Πλούτωνα τα ανάκτορα…»
Έπειτα από πολλές παράξενες περιηγήσεις στον κάτω κόσμο και συναντήσεις με πνεύματα στο βασίλειο των σκιών, ο Μένιππος διηγείται το τέλος της περιπέτειας του: «Ήταν πια αργά, και τότε εγώ είπα στον Μυθροβαρζάνη εμπρός, γιατί αργοπορούμε και δεν γυρίζουμε στην επάνω ζωή;»
Αυτός μου απάντησε: «Μην ανησυχείς Μένιππε θα σου δείξω ένα μονοπάτι που θα σε βγάλει γρήγορα και εύκολα…» «Και αμέσως με έφερε σε ένα μέρος πιο σκοτεινό από τον άλλο Άδη που ήταν ημιφωτισμένος, και μου έδειξε από μακριά ένα φωτάκι που μόλις ζάριζε και φαινόταν σαν να έβγαινε από κλειδαρότρυπα. Εκεί, μου είπε είναι το ιερό του Τροφώνιου, και από εκεί κατεβαίνουν εδώ όσοι έρχονται από την Βοιωτία. Πάρε λοιπόν αυτό το μονοπάτι και σε λίγο θα είσαι στην Ελλάδα. Τα λόγια του αυτά με γέμισαν χαρά, και αφού χαιρέτησα τον μάγο, σερνάμενος και με πολύ κόπο βρέθηκα χωρίς να καταλάβω πως στην Λιβαδειά…»
Ακολουθώ αντίστροφα την Ερκύνα (τον αρχαίο ποταμό Έρκυνα) το μικρό ποτάμι που διασχίζει την πόλη της Λιβαδειάς. Κάτω από τα πλατάνια, οδηγούμαι στις αρχαίες πηγές της Κρύας, της Λήθης και της Μνημοσύνης, κοιτώ ψηλά το μεσαιωνικό κάστρο στο λόφο, στους πρόποδες του οποίου βρίσκονται τα ερείπια για τα οποία πιστεύεται ότι αποτελούν, ό,τι απέμεινε από το Τροφώνιο Άντρο, στο ιερό άλσος της αριστερής όχθης του ποταμού, προς τον προφήτη Ηλία (το κάστρο το έχτισαν εκεί οι Φράγκοι και οι Καταλανοί και κρύβει ερείπια από το ιερό του Διός Βασιλέως).
Κοιτώ γύρω μου: τα παιδάκια ταΐζουν τις πάπιες, οι παρέες γελούν και διασκεδάζουν στις καφετέριες και στα αναψυκτήρια που περικυκλώνουν τον χώρο, παντού ακούγεται χορευτική μουσική, βρίσκομαι στο κέντρο αναψυχής της Λιβαδειάς, κανείς απ’ όλους αυτούς δεν ξέρει ότι εδώ βρισκόταν ένα από τα πιο μυστηριώδη μέρη της αρχαιότητας, κανείς τους δεν ξέρει πόσο παράξενα ήταν αυτά τα νερά, σχεδόν κανείς του δεν προσέχει ούτε κανείς τις αρχαίες αναθηματικές κόγχες και τις εισόδους από τις σπηλαιώδεις στοές στην απέναντι όχθη, που παλιά χανόντουσαν στα βάθη της γης ενώ τώρα μετά τα είκοσι μέτρα σταματούν, έχουν στραγγιστεί και λένε ότι το έκανε ο δήμος γιατί εκεί μέσα χάθηκε ένα ζευγάρι νέων που δεν βρέθηκε ποτέ, πριν από αρκετά χρόνια.
Πίσω στον χρόνο, όλοι αυτοί οι χώροι ολόγυρα μου ήταν αφιερωμένοι στη λατρεία του Αγαθού Δαίμονα, της Αγαθής Τύχης, του Ερμή, του Διόνυσου, της Άρτεμης και της Ειλυθείας, και άλλων πολύ παράξενων θεοτήτων, που σήμερα-για κάποιον ανεξήγητο λόγο-θεωρούμε κλασικές και οικείες και εκεί, πέρα, στο Τροφώνιο, υπήρχε ένα μέρος μυστηρίου, τρόμου, δέους, ψυχεδέλειας…
Ο Τροφώνιος ήταν ένας μυθολογικός ήρωας για τον οποίο πιστευόταν ότι έχτισε το μαντείο και το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ο μύθος λέει ότι όταν τελείωσε την κατασκευή, συμβουλεύτηκε ο ίδιος το μαντείο των Δελφών, και όταν ρωτήθηκε τι θα ήθελε ως ανταμοιβή για την υπηρεσία του στο Θεό, εκείνος απάντησε: «Θέλω αυτό που είναι καλύτερο για τον άνθρωπο…» (χωρίς να ξέρει ότι μια παρόμοια επιθυμία θα οδηγούσε αιώνες αργότερα τον Λουκιανό στον Άδη και έπειτα στη Λιβαδειά).
Το μαντείο απάντησε ότι την Τρίτη μέρα η επιθυμία του θα πραγματοποιούνταν και θα είχε αυτό που ήταν καλύτερο για τον άνθρωπο. Και έπειτα από τρεις ημέρες, την αυγή, ο Τροφώνιος βρέθηκε νεκρός. Το καλύτερο, λοιπόν, για τον άνθρωπο είναι να πεθάνει ή αν δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι ο χρησμός ήταν πέραν του δέοντος κυνικός, το καλύτερο βρίσκεται στα πεδία πέρα από το θάνατο η στον Άδη… ένας άλλος θρύλος λέει ότι τον Τροφώνιο τον «τον κατάπιε η γη στην Λιβαδειά».
Όπως και να ‘χει το μαντείο των Δελφών έπειτα πρόσταξε να εγκαθιδρυθεί ή λατρεία του Τροφώνιου στη Λιβαδειά και να χτιστεί εκεί ένα μαντείο αφιερωμένο σε αυτόν και ήταν ένα υπόγειο μαντείο (αντίστοιχο ίσως με τα νεκρομαντεία που ήταν διάσπαρτα σε όλο τον αρχαίο κόσμο). Ο Τροφώνιος ξεκίνησε να ιστορείται ως ήρωας (οι λεπτομέρειες της ιστορίας του δεν έφτασαν μέχρι εμάς), έπειτα να λατρεύεται ως ημίθεος και έπειτα ως θεός (πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι αντικατέστησε την λατρεία του Ερμή και κατά κάποιον τρόπο ταυτιζόταν με τον «υπόγειο Ερμή»).
Πάλι ο Λουκιανός, στους Νεκρικούς διαλόγους του (10:338-40), διηγείται τον διάλογο του νεκρού Τροφώνιου μαζί με ένα άλλο φάντασμα στον Άδη. Ο συνομιλητής του τον ρωτά γιατί, ενώ ο ίδιος δεν είναι παρά ακόμη ένα φάντασμα, πιστεύει ότι είναι άξιος για ένα δικό του ναό και για λατρεία. Ο Τροφώνιος απαντά: «Είμαι Ήρωας, και είμαι και προφήτης για κάποιον που θα έλθει εδώ κάτω για μένα. Αλλά, δεν νομίζω ότι έχεις επισκεφτεί τη Λιβαδειά, αλλιώς δεν θα ήσουν τόσο σκεπτικιστής…».
Το άλλο φάντασμα απαντά: «Τι λες; Πρέπει άραγε να πάω στη Λιβαδειά, να φορέσω λινά ρούχα και να κρατώ μια μελόπιτα στα χέρια, και να συρθώ μέσα στη σπηλιά σου μέσα από εκείνο το πέρασμα που είναι τόσο στενό, για να μπορώ να πω ότι είσαι νεκρός σαν κι εμάς, κι ότι μας ξεπερνάς μόνο στα ψέματα που λες; Αλλά, στο όνομα της προφητείας, τι είναι ένας ήρωας; Εγώ δεν το γνωρίζω…» κι ο Τροφώνιος απαντά: «Ένας συνδυασμός θεού και ανθρώπου, μισός άνθρωπος και μισός θεός…» Το άλλο φάντασμα γελά και τον ρωτά: «Και, πού είναι αυτή τη στιγμή το θεϊκό άλλο σου μισό;…» κι ο Τροφώνιος απαντά ότι είναι πίσω στη Λιβαδειά και προφητεύει…
Όμως, τι ακριβώς συνέβαινε στο μυστηριώδες Τροφώνιο Άνδρο; Ο Παυσανίας-που συμβουλεύτηκε και ο ίδιος το μαντείο- μας διηγείται τα πάντα γι αυτό, ή, τέλος πάντων, όσα δεν ήταν απαγορευμένα να συζητηθούν: «Στο μαντείο γίνονται τα εξής: όταν κάποιος αποφασίσει να κατεβεί στον Τροφώνιο, πρώτα ζει καθορισμένες ημέρες σε οίκημα, το οποίο είναι αφιερωμένο στον αγαθό Δαίμονα και στην αγαθή Τύχη. Όσο ζει εκεί, και κατά τα άλλα μένει καθαρός και απέχει από θερμά λουτρά, λούζεται στον ποταμό Έρκυνα. Κρέατα έχει άφθονα από τις θυσίες, γιατί όποιος κατεβαίνει θυσιάζει και στον ίδιο τον Τροφώνιο, στα παιδιά του, καθώς και στον Απόλλωνα, στον Κρόνο, στον επονομαζόμενο Βασιλιά Δία, στην Ηνίοχη Ήρα και στη Δήμητρα, που την ονομάζουν Ευρώπη και λένε πως ήταν η τροφός του Τροφωνίου. Σε κάθε θυσία παρευρίσκεται μάντης, που εξετάζει τα σπλάχνα του σφαγίου και προλέγει σ’ εκείνον που πρόκειται να κατέβει, αν ο Τροφώνιος θα τον δεχθεί με ευμένεια και καλοσύνη…
Τη νύχτα που πρόκειται να κατέβει κανείς, θυσιάζουν σε βόθρο επικαλούμενοι τον Αγαμήδη. Αν όλα τα σφάγια είναι ευνοϊκά και δείξουν όλα το ίδιο, τότε καθένας κατεβαίνει με καλές ελπίδες. Κάποιος, κατεβαίνει ως εξής: Τον οδηγούν πρώτα τη νύχτα στον ποταμό Έρκυνα, τόν αλείφουν με λάδι και τον λούζουν δύο παιδιά των πολιτών, δεκατριών περίπου χρονών, που επονομάζονται Ερμές. Αυτά πλένουν όποιον θα κατέβει και τον βοηθούν σε ό,τι χρειάζεται. Κατόπιν οδηγείται τους ιερείς όχι αμέσως στο μαντείο, αλλά σε πηγές νερού που είναι πολύ κοντά η μία στην άλλη.
Εδώ αυτός πρέπει να πιει το λεγόμενο Νερό της Λήθης, για να λησμονήσει όλα όσα σκεφτόταν προηγουμένως, έπειτα να πιει και το άλλο Νερό της Μνημοσύνης για να θυμάται όσο θα δει όταν κατέβει. Βλέπει το άγαλμα, πού λένε ότι είναι έργο του Δαιδάλου, που οι ιερείς δεν το παρουσιάζουν παρά μόνο σ’ όσους πρόκειται να πάνε στον Τροφώνιο. Αφού δει το άγαλμα αυτό και το λατρέψει και προσευχηθεί, έρχεται προς το μαντείο φορώντας λινό χιτώνα, ζωσμένο με ταινίες και φορώντας ντόπια υποδήματα.Το μαντείο είναι στο βουνό, πάνω από το άλσος.
Περιβάλλεται από κυκλικό κρηπίδωμα από λευκό μάρμαρο, η περιφέρεια του είναι όσο ένα μικρό αλώνι και το ύψος του λιγότερο από δύο πήχεις. Πάνω στο κρηπίδωμα είναι στημένοι πάσσαλοι, χάλκινοι και αυτοί και οι ζώνες που τους συνδέουν, και διαμέσου αυτών υπάρχει πόρτα. Μέσα στον περίβολο υπάρχει άνοιγμα γης, όχι φυσικό, αλλά χτισμένο με μεγάλη τέχνη και αρμονία. Το οικοδόμημα αυτό έχει σχήμα φούρνου… Για να κατέβει κανείς στο βάθος δεν έχει χτιστή σκάλα, αλλά όταν κανείς έρχεται στον Τροφώνιο του φέρνουν μια σκάλα στενή κι ελαφριά.
Στο βάθος υπάρχει τρύπα ανάμεσα στο δάπεδο και στο οικοδόμημα… «Αυτός λοιπόν που κατεβαίνει, ξαπλώνει ανάσκελα στο έδαφος κρατώντας γλυκά ζυμωμένα με μέλι (μελόπιτες) και βάζει πρώτα μέσα στην τρύπα τα πόδια του για να μπει μετά και ο ίδιος. Αν τα γόνατα του βρεθούν μέσα στην τρύπα, το υπόλοιπο σώμα τραβιέται αμέσως ακολουθώντας τα γόνατα, όπως ο μεγαλύτερος και γρηγορότερος ποταμός μπορεί να ρουφήξει τον άνθρωπο που τον άρπαξε με τη δίνη του. (!!) Έπειτα, για όσους βρεθούν στο άδυτο, δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να μάθουν το μέλλον, αλλά άλλος βλέπει και άλλος ακούει.
Όσοι κατεβαίνουν γυρίζουν πίσω από το ίδιο στόμιο, και βγάζοντας πρώτα τα πόδια, ξεβράζονται έξω.Λένε πως κανένας απ’ όσους κατέβηκαν δεν πέθανε, εκτός από κάποιον δορυφόρο του Δημητρίου. Αυτός δεν έκανε όσα προβλέπουν οι κανονισμοί του ιερού, ούτε κατέβηκε για μαντεία, αλλά πήγε με την ελπίδα να πάρει ασήμι και χρυσάφι από το άδυτο. Λέγεται ότι το πτώμα του φάνηκε σε άλλο μέρος και δεν βγήκε από το ιερό στόμιο. Λένε κι άλλα για τον άνθρωπο αυτόν, αλλά ανέφερα τα πιο αξιόλογα.
Όποιον ανεβαίνει από τον Τροφώνιο τον παίρνουν πάλι οι ιερείς και τον καθίζουν στον λεγόμενο θρόνο της Μνημοσύνης, που βρίσκεται κοντά στο άδυτο. Αφού καθίσει, τον ρωτούν για όσα είδε και έμαθε, και αφού τα πληροφορηθούν τον παραδίδουν στους δικούς του, που τον παίρνουν και τον μεταφέρουν στο οίκημα όπου έμενε προηγουμένως, κοντά στην αγαθή Τύχη και στον αγαθό Δαίμονα, ενώ αυτός έχει χάσει το γέλιο του και κατέχεται ακόμη από μεγάλο φόβο και δεν γνωρίζει ούτε τον εαυτό του ούτε τους γύρω του. Αργότερα όμως, ανακτά και άλλα και τη φρόνηση στον βάθρο που την είχε και πριν, και επανέρχεται το γέλιο του.
Γράφω αυτά, όχι επειδή τα άκουσα, αλλά και άλλους είδα και εγώ ο ίδιος έκανα χρήση του Τροφωνίου. Όσοι κατεβαίνουν στο Τροφώνιο είναι ανάγκη να αφιερώσουν, γραμμένα σε πινακίδα, όσα άκουσε ή είδε ο καθένας…»
Φαντάζομαι μια ολόκληρη βιβλιοθήκη από πινακίδες, στις οποίες είναι καταγεγραμμένες ατελείωτες ιστορίες παράξενων εμπειριών και αποκαλύψεων για το μέλλον, μια βιβλιοθήκη που -φυσικά- αγνοείται η τύχη της, ούτε την έχει αναζητήσει ποτέ κανείς. Ο Φιλόστρατος, επίσης, μας διηγείται πολλά για το Τροφώνιο Άνδρο, και μεταξύ άλλων μας λέει ότι η υπόγεια εμπειρία του επισκέπτη συμπεριλάμβανε και επαφές με «ερπετά»: «Το σπήλαιο στη Λιβαδειά είναι αφιερωμένο στον Τροφώνιο, τον γιο του Απόλλωνα, και εκεί μπορούν να εισέλθουν μόνο όσοι μείνουν εκεί για να πάρουν χρησμό, και το μαντείο δεν είναι ορατό από τον ναό, αλλά στέκει λίγο πιο πάνω απ’ αυτόν, στον λόφο, και είναι κλεισμένο από σιδερένια κάγκελα που το περικυκλώνουν. Για να κατέβεις σε αυτό, πρέπει να καθίσει κάτω και να τραβηχτείς απότομα εκεί μέσα. Εκείνοι που εισέρχονται εκεί, είναι ντυμένοι με λευκά ρούχα και κρατούν μελόπιτες στα χέρια τους, για να εξευμενίσουν τα ερπετά που συναντούν κατά την κάθοδο τους…».
Η αληθινή μαντική σπηλιά του Τροφώνιου στη Λιβαδειά δεν έχει ανακαλυφθεί, παρόλο που οι ιερές πηγές αποτελούν τουριστικό αξιοθέατο και τα ερείπια ενός ναού στέκουν λίγο πιο πέρα. Οι ερευνητές και οι αρχαιολόγοι δεν φαίνονται να γνωρίζουν την αναφορά του Φιλόστρατου που δηλώνει με ακρίβεια ότι «το μαντείο δεν είναι ορατό από τον ναό, αλλά στέκει στον λόφο», ούτε την αντίστοιχη αναφορά του Παυσανία που συμφωνεί με αυτήν του Φιλόστρατου:«Το μαντείο είναι στο βουνό, πάνω από το άλσος…» (Ανεβαίνοντας προς τη Ζωοδόχο Πηγή, στον δρόμο μπορείς να ακούσεις νερό να τρέχει μέσα από τους βράχους, υπάρχει ακόμη ένα υπόγειο σύστημα από σπήλαια μέσα στο βουνό).
Ο Φιλόστρατος, επίσης, αναφέρει την ύπαρξη ενός μεγάλου συστήματος σπηλαίων στη Λιβαδειά, και λέει για εκείνους που το επισκέπτονται ότι «η γη τους φέρνει και πάλι στην επιφάνεια, σε μερικές περιπτώσεις εκεί κοντά, αλλά σε άλλες περιπτώσεις πολύ μακριά από εκεί…» (εννοώντας ότι υπάρχουν στοές και ανοίγματα όχι μόνο στην περιοχή αλλά και άλλα που σε βγάζουν πολύ μακριά από εκεί), ένα δίκτυο συνδεόμενων σπηλαίων και μυστικών εσόδων και εξόδων, στοές μεγάλης απόστασης. Μάλιστα, οι αρχαίοι θρύλοι υποστήριζαν ότι όχι μόνο υπήρχαν τέτοιας έκτασης σπηλαιώδεις διάδρομοι, αλλά και ότι οδηγούσαν μέχρι τους Δελφούς, κι αυτή ήταν η μυστική «συγγένεια» των δύο μαντείων.
Ο Δικαίαρχος, ένας από τους αγαπημένους μαθητές του Αριστοτέλη, ένας πολύ φημισμένος ιστορικός κατά την εποχή του, ασχολήθηκε με το ζήτημα. Τα έργα του δεν «διασώθηκαν» μέχρι τις μέρες μας, αλλά υπήρχαν ακόμη και την εποχή του Κικέρωνα (50 π.κ.ε.), ο οποίος αναφέρει σε μία επιστολή προς τον φίλο του Αττικό: «Στηρίζομαι στους χάρτες του Δικαίαρχου, ενός συγγραφέα μεγάλου κύρους… Στην περιγραφή του για το σπήλαιο του Τροφώνιου, την οποία βάζει στο στόμα του Χάρωνα, κατηγορεί τους Έλληνες για το γεγονός ότι έμειναν προσκολλημένοι στις σκιές της θάλασσας…»
Έτσι, πληροφορούμαστε έμμεσα από τον Κικέρωνα ότι αυτός ο μεγάλος λόγιος του Λυκείου του Αριστοτέλη είχε συγγράψει μία περιγραφή για το «σπήλαιο του Τροφώνιου», την οποία δεν νομίζω ότι θα έμπαινε στον κόπο να συγγράψει αν δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο σπήλαιο εκεί.
Υπάρχουν πολλοί που θεωρούν ότι η παράξενη τρύπα της γης που «σε ρουφάει σαν ηλεκτρική σκούπα» (όπως θα περιέγραφε κανείς τις διηγήσεις των αρχαίων για την είσοδο εκεί κάτω, όπου κανείς δεν ξέρει τι συνέβαινε) κι έπειτα σε ξεβράζει πίσω (έπειτα από πολλές ώρες ή και μέρες), δηλαδή το υπόγειο μαντείο του Τροφώνιου, βρίσκεται επάνω στον Προφήτη Ηλία, στον απόκρημνο λόφο. Άλλοι μελετητές (με τους οποίους μάλλον συμφωνώ) υποστηρίζουν ότι ο λάκκος όπου κατέβαινε ο επισκέπτης πριν εισχωρήσει στην παράξενη τρύπα, μετατράπηκε σε υπόγειο χριστιανικό ναό της Αγίας Βαρβάρας, και πάνω του χτίστηκε και δεύτερος υπέργειος ναός της Αγίας Σοφίας.
Εκεί που σήμερα βρίσκεται αυτός ο παράξενος διπλός διώροφος ναός, κατά τη γνώμη μου και όχι μόνο, ήταν ο «λάκκος του Αγαμήδη» (π.χ. βλέπε στον Παυσανία: «θυσιάζουν σε βόθρο επικαλούμενοι τον Αγαμήδη»), κι αυτό σημαίνει ότι κάπου εκεί ήταν και η παράξενη τρύπα, η είσοδος του υπόγειου μαντείου. Στον υπόγειο ναό της Αγίας Βαρβάρας, το ιερό που έχει χτιστεί έτσι ώστε να φράζει ακριβώς τη δίοδο που οδηγούσε στην τρομακτική τρύπα, (φαινόμενο που επαναλαμβάνεται σε εκατοντάδες ναούς της Ελληνικής υπαίθρου, που το ιερό σφραγίζει στοές ή εισόδους σπηλαίων.
Ο Αριστοφάνης αναφέρεται στο Τροφώνιο και στον Σωκράτη (για το ένθερμο ενδιαφέρον του Σωκράτη για το Τροφώνιο, θα μιλήσουμε παρακάτω) στο σατιρικό έργο του Νεφέλες (423 π.κ.ε.}, σε έναν χαρακτηριστικό διάλογο: «Στρεψιάδης: Α! Συμφορά μου! θα γίνω μισοπεθαμένος. Σωκράτης: Άσε τα λόγια κι ακολούθησε με και κούνα τα πόδια σου. Στρεψιάδης: Δώσε μου πρώτα να βαστάω μια μελόπιτα, γιατί τρομάζω σαν να κατεβαίνω στο Τροφώνιο Άνδρο. Σωκράτης: Εμπρός! Τι στέκεσαι στην πόρτα και σκύβεις και κοιτάς; Προχώρα!…»
Αυτή η παράξενη είσοδος που βρισκόταν στο έδαφος, μια στενή σκοτεινή τρύπα μπροστά στην οποία καθόσουν στο έδαφος, έβαζες τα πόδια σου μέχρι τα γόνατα μέσα σου, κι εκείνη σε τραβούσε απότομα μέσα, στην λεγόμενη «απαγωγός οπή» {ένας αγωγός που έκανε απαγωγή). Χανόσουν από την επιφάνεια της γης, κανείς δεν ήξερε πού πηγαίνεις, εσύ ταξίδευες μέσα στο μαντείο (!), ήταν σαν να πήγαινες σε έναν άλλον κόσμο, έβλεπες οράματα, συναντούσες ερπετά και φαντάσματα, σκιές και οπτασίες, άκουγες φωνές και ιστορίες, διδασκαλίες και Χρησμούς, έλειπες για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα πολλών ωρών και ακόμη και ημερών, ώσπου να σε ξεβράσει έξω η ίδια τρύπα, να σε πετάξει έξω και να εμφανιστεί πρώτα με τα πόδια κι έπειτα με το υπόλοιπο σώμα, ακριβώς όπως σε ρούφηξε, αντίστροφα αυτή τη φορά.
Έβγαινες συγκλονισμένος, δεν θυμόσουν ούτε καν πώς σε λένε, ήσουν σαν χαμένος, ακόμη «έχανες το χαμόγελο και το γέλιο σου», κι έπρεπε να σε περιλάβουν οι ιερείς, να σε πάνε σε έναν ειδικό χώρο για να σε συνεφέρουν. Μόλις ανακτούσες την ομιλία σου και την πρόσφατη μνήμη σου, σε ανέκριναν για να τους διηγηθείς τα πάντα που είδες ή άκουσες εκεί κάτω, όλα αυτά που σου συνέβησαν. Κατέγραφαν την εμπειρία σου στο ιερό αρχείο τους, κι έπειτα σε παρέδιδαν στους δικούς σου ανθρώπους, τελικά έβρισκες τον εαυτό σου, κι έπειτα από λίγο καιρό «επανερχόταν το γέλιο σου», πράγμα που σημαίνει ότι τότε βρισκόσουν σε κατάθλιψη ή μελαγχολία. Είχες πάρει τον χρησμό που ζητούσες, αλλά απαγορευόταν αυστηρά να μιλήσεις σε οποιονδήποτε άλλον γι’ αυτόν, ούτε έπρεπε να διηγηθείς ποτέ σε κανέναν αυτά που σου συνέβησαν στο υπόγειο ταξίδι σου μέσα από εκείνη την τρύπα-ρουφήχτρα.
Όποιος παρέβαινε αυτόν τον άγραφο νόμο, πέθαινε με ανεξήγητο τρόπο. Όλα αυτά τα τρομακτικά πράγματα, πάνω-κάτω, τα ήξεραν οι άνθρωποι που επισκέπτονταν το Τροφώνιο, κι όμως χιλιάδες απ’ αυτούς πήγαιναν εκεί ανά τους αιώνες -τουλάχιστον από το 500 π.κ.ε. ως την απαγόρευση λειτουργίας από τον Θεοδόσιο Α’ -για να ζητήσουν χρησμό, κι αυτό το γεγονός δείχνει πόσο σημαντική θεωρούνταν η περιπέτεια αυτή και πόσο έγκυρο: ήταν οι μελλοντολογικοί χρησμοί που δίνονταν εκεί).
Τις ιδιότητες αυτής της ιερής τρύπας στο Τροφώνιο, φαίνεται ότι είχαν και άλλες τρύπες και σχισμές σε άλλα μέρη της αρχαιότητας. Για παράδειγμα, όπως ανακαλύπτω στα γραπτά του Φιλόστρατου, μια τέτοια σχισμή υπάρχει στον πρόδομο του Παρθενώνα, πάνω στον βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών, «μια σχισμή η οποία τραβά μέσα της όλα τα πουλιά που πετούν από πάνω της».
(Με αυτό σχετίζεται η λεγόμενη «άορνος πέτρα» – ο βράχος που δεν πετούν τα όρνια από πάνω του. Την πληροφορία γι’ αυτή τη σχισμή στην Ακρόπολη που ρουφάει τα πουλιά -που είναι και η αιτία για την παλιά δοξασία που λέει ότι ποτέ δεν θα δεις πουλιά να πετούν ακριβώς πάνω από την Ακρόπολη -κάποιοι μελετητές την παραφράσανε και την παρουσίασαν ως πληροφορία για κάποιο υποτιθέμενο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο της Ακρόπολης που απωθεί τα πουλιά, που εξαιτίας του αποπροσανατολίζονται και δεν πετούν πάνω από τον βράχο).
Ο τρόπος εισόδου και εξόδου στο μαντείο, καθώς και το υπόγειο ταξίδι του τολμηρού επισκέπτη του Τροφώνιου, «μου υποδεικνύουν ένα είδος ιερατικής Πνευματικής Συγκοινωνίας της αρχαιότητας. {Ο όρος «Πνευματική» -αλλά και το πνεύμα- προέρχεται από τη λέξη πνοή, πνέω, κλπ, δηλαδή φύσημα, φυσώ ή εμφυσώ, και υπονοεί τη ροή του αέρα που χρησιμοποιείται ως προωθητική δύναμη για τη συγκοινωνία αυτή).
Η επινόηση της Πνευματικής Συγκοινωνίας, δηλαδή της μεταφοράς ανθρώπων ή αντικειμένων με το μέσον του πεπιεσμένου αέρα μέσα σε ένα δίκτυο σωληνώσεων, ή «Pneumatics» ή «Pneumatic Transit», στη νεότερη Ιστορία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο από τον George Medhurst, γύρω στο 1810. Ο Medhurst και οι συνεργάτες του προσπαθούσαν να στήσουν ένα υπόγειο δίκτυο από Pneumatics σε όλο το Λονδίνο, για να μεταφέρει με τον πεπιεσμένο αέρα του επιστολές και δέματα, για λογαριασμό της ταχυδρομικής υπηρεσίας, με σωλήνες μικρής διαμέτρου.
Ένα ολόκληρο Institute of Pneumatic Research είχε δημιουργηθεί για να ερευνηθούν οι προδιαγραφές και οι δυνατότητες που θα οδηγούσαν στην επίτευξη αυτού του παράξενου σχεδίου. Τελικά, κατασκευάστηκε ένα τμήμα πειραματικού δικτύου το οποίο όμως έπεσε σε αχρηστία εξαιτίας κάποιων τεχνικών προβλημάτων, κυρίως… διότι εκείνη την εποχή ο Medhurst δεν μπορούσε να κατασκευάσει μία αεραντλία αρκετά ισχυρή ώστε να παράγει την απαιτούμενη πίεση αέρα για το δίκτυο.
Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα έγινε έμμονη ιδέα για πολλούς εφευρέτες και μηχανικούς, που συνέχισαν να πειραματίζονται με σκοπό την εγκαθίδρυση ενός τέτοιου ταχυδρομικού δικτύου.Ο Αμερικανός εφευρέτης και επιχειρηματίας Alfred Ely Beach (1826-1896), μεταξύ άλλων αρθρογράφος και ιδρυτής, εκδότης, ιδιοκτήτης του γνωστού επιστημονικού περιοδικού Scientific American, ενημερώθηκε –στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1860- για παλαιότερες προσπάθειες των Άγγλων εφευρετών, και του ήρθε μία φαεινή ιδέα: να κατασκευάσει ένα τεράστιο υπόγειο σύστημα με Pneumatics κάτω από τη Νέα Υόρκη, το οποίο θα μεταφέρει ανθρώπους, λύνοντας έτσι το αυξανόμενο κυκλοφοριακό πρόβλημα της μεγαλούπολης. Στην αρχή ήθελε να εκτοξεύει με τη ροή του αέρα ανθρώπους μέσα σε σωλήνες κάτω από την πόλη!
Ο Beach οραματίστηκε τελικά ένα κλειστό βαγονέτο με επιβάτες, σαν κάψουλα, που θα κινείται μέσα σε ένα σωλήνα (γι’ αυτό και λέγεται «tube-way»), με την ισχυρή ροή του αέρα που δημιουργεί ένας τεράστιος ανεμιστήρας, σε ένα υπόγειο δίκτυο στο υπέδαφος της Νέας Υόρκης. Τελικά, έπειτα από χρόνια αγώνων, ο Beach κατάφερε να πραγματοποιήσει το σχέδιο του για το Pneumatics. Το Φεβρουάριο του 1870 παρουσίασε στο κοινό της Νέας Υόρκης το πρώτο Πνευματικό Τούνελ: ξεκινούσε από τη Warren Street κάτω από το Broadway και το διέσχιζε προς το νότο, μέχρι τη Murray Street.
Ηταν καθαρό, χωρίς ρύπους, λαμπρά φωτισμένο, αθόρυβο και χωρίς δονήσεις, προσφέροντας ένα πολύ άνετο και πολύ γρήγορο ταξίδι. Ο υπόγειος σταθμός ήταν φωτισμένος από τεράστιους πολυέλαιους, υπήρχε ένα πιάνο με ουρά που έπαιζε μουσική, και ένα σιντριβάνι γεμάτο χρυσόψαρα. Τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του, τετρακόσιες χιλιάδες επιβάτες το επισκέφτηκαν, πληρώνοντας είκοσι πέντε σεντς για να κάνουν τη βόλια.
Ο Beach αγωνιζόταν πλέον για την έγκριση της διεύθυνσης του Πνευματικού δικτύου σε όλο το υπέδαφος της Νέας Υόρκης. Τελικά, για άγνωστους λόγους, το Πνευματικό Τούνελ έκλεισε, και στο τέλος σφραγίστηκε… Μέσα σε λίγα χρόνια είχε ξεχαστεί τελείως. Η Πνευματική Συγκοινωνία του Beach αποτέλεσε το πρώτο «μετρό». Η ιδέα των Pneumatics υποτίθεται ότι δεν καρποφόρησε διότι σύντομα αντικαταστάθηκε από την ιδέα των ηλεκτροκίνητων υπόγειων τραίνων.
Το παράξενο σύστημα των Pneumatics, τελικά, χρησιμοποιήθηκε με μικρά δίκτυα σωληνώσεων μέσα σε γραφειακά κτίρια, στα οποία μέσω πεπιεσμένου αέρα γινόταν η ταχύτατη μεταφορά επιστολών και γραφειοκρατικών χαρτιών μέσα σε κάψουλες, από γραφείο σε γραφείο και από όροφο σε όροφο, η Πνευματική Συγκοινωνία του Beach σε μικροσκοπική κλίμακα.
Η Πνευματική Συγκοινωνία και το Πνευματικό Τούνελ είχε ξεχαστεί από τους περισσότερους κατοίκους της Νέας Υόρκης, όταν το 1912, δεκάξι χρόνια μετά το θάνατο του Alfred Ely Beach, οι εργάτες της BMT Subway που έκαναν εκσκαφές για ένα νέο παρακλάδι της υπόγειας γραμμής Μπρούκλιν-Μανχάταν, έπεσαν επάνω σε ένα χτισμένο και ερμητικά σφραγισμένο τούνελ, το οποίο φιλοξενούσε σχεδόν ανέπαφο ένα παράξενο βαγόνι. Ήταν το Πνευματικό Τούνελ.
Βρήκαν ακόμη και τον σταθμό, με το πιάνο του και το σιντριβάνι του. Πήραν την εντολή καταστρέψουν τα πάντα… (Για περισσότερα περί Πνευματικής Συγκοινωνίας και για παράξενες ιστορίες σε σχέση με όλα αυτά, βλέπε στο κεφάλαιο Όταν Ήμουν Αόρατος του βιβλίου μου Megapolisomancy: Τα Μυστήρια των Πόλεων). Άραγε, υπήρχε, λοιπόν, ένα είδος ιερατικής Πνευματικής Συγκοινωνίας της αρχαιότητας, σε ενέργεια στο Τροφώνιο Άντρο και αλλού;
Ίσως να χρησιμοποιούσε φυσικά ρεύματα ισχυρού σέρα που διέτρεχε τις υπόγειες στοές, αλλά ίσως και να ήταν ένα τεχνητό δίκτυο (η αρχαία τεχνολογία που ξέρουμε πως είχαν στη διάθεση τους οι αρχαίοι Έλληνες, αρκούσε για να κατασκευαστεί κάτι ανάλογο). Το θεωρώ πολύ πιθανό, αν και είναι μια τολμηρή, σκέψη, φυσικά. (Να μία ακόμη πιο τολμηρή σκέψη: Μήπως οι ιερείς είχαν κατασκευάσει εκεί κάτω μία υπόγεια ιερατική «Disneyland; Σου έδιναν να πιεις ψυχοτροπικές ουσίες μαζί με τα νερά της Λήθης και της Μνημοσύνης, σε ρουφούσε η τρύπα, κι έπειτα ταξίδευες με τρόπο πνευματικό και παρακολουθούσες έντρομος το Grotesque υπόγειο ιερό σώου που είχαν στημένο εκεί κάτω…)
Όπως είπα, αυτά που είδαν, άκουσαν και έμαθαν μέσα στο Τροφώνιο οι επισκέπτες, δεν επιτρεπόταν να τα διηγηθούν σε τρίτους. (Ούτε ο Παυσανίας μάς διηγείται τι συνέβη εκεί μέσα στον ίδιο). Απ’ όσο ξέρουμε, στον ιερό νόμο που απαγόρευε να διηγηθεί κανείς την εμπειρία του στους άλλους, υπήρξε τουλάχιστον μία εξαίρεση: ένας Αθηναίος, ο Τίμαρχος, συγκλονισμένος απ’ αυτά που του συνέβησαν μέσα στο Τροφώνιο, τα διηγήθηκε όλα λεπτομερώς στους φίλους του, με αποτέλεσμα να πεθάνει ανεξήγητα λίγο αργότερα.
Οι φίλοι του αυτοί, μετέφεραν τη διήγηση του Τίμαρχου στον Σωκράτη, κι εκείνος οργίστηκε και τους μάλωσε, λέγοντας τους ότι έπρεπε να είχαν φέρει αμέσως τον Τίμαρχο σ’ αυτόν, για να ακούσει από τον ίδιο τη διήγηση των συμβάντων. (Σημειώστε ότι ο Σωκράτης ήταν εξαιρετικά σκεπτικιστής και κυνικός απέναντι στα θρησκευτικά δρώμενα, κι όμως ενδιαφερόταν πολύ για το τι συνέβαινε στο Τροφώνιο). Τόσο σπουδαία τα θεώρησε όλα αυτά ο Σωκράτης, ώστε οργίστηκε που μπόρεσε να μιλήσει με τον ίδιο τον Τίμαρχο εξαιτίας αυτής της απερισκεψίας των φίλων του, αλλά μόνο άκουσε τη διήγηση από δεύτερο ή τρίτο χέρι (κι έτσι γνώριζε πως κάποιες ίσως σημαντικές λεπτομέρειες είχαν αλλοιωθεί).
Ο Πλούταρχος παραθέτει με πολλές λεπτομέρειες τη διήγηση του Τίμαρχου για την επίσκεψη του στο Τροφώνιο, και, ως αρχιερέας του γειτονικού Μαντείου των Δελφών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι κατείχε πολλές ειδικές γνώσεις πάνω στο ζήτημα. Η αναφορά του Πλουτάρχου είναι αρκετά σκοτεινή και δυσνόητη, πολύ μεγάλη για να την παραθέσω εδώ, αλλά τα αποσπάσματα που τελικά θα παραθέσω είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικά:
«Κατήλθε στην κρύπτη του Τροφώνιου, αφού πρώτα τέλεσε όλες τις τελετουργίες που συνηθίζοντας στο μαντείο. Έμεινε κάτω από το έδαφος για δύο νύχτες και μία μέρα, οι περισσότεροι είχαν ήδη αφήσει κάθε ελπίδα να τον ξαναδούν, και η οικογένεια του τον θρηνούσε για νεκρό, όταν το πρωί εκείνος βγήκε έξω με λαμπερό παρουσιαστικό. Λάτρεψε τον θεό, και, αμέσως μόλις ξεγλίστρησε από το πλήθος, άρχισε να μας διηγείται τα πολλά θαύματα που είδε και άκουσε εκεί μέσα…»
Το υπόγειο σύστημα πρέπει να ήταν τόσο μεγάλο σε έκταση για να δικαιολογεί την περιπλάνηση κάποιου εκεί μέσα για μέρες ολόκληρες, κι αυτό υποδεικνύει έναν λαβύρινθο από στοές (ίσως και κάποια μέσα για να του δοθεί φαγητό και νερό, ίσως ακόμη και αίθουσες όπου μπορούσε να φιλοξενηθεί). Ο σοφός Απολλώνιος Τυανέας, λέγεται ότι έμεινε εκεί μέσα για δύο ολόκληρες εβδομάδες (σίγουρα σπάζοντας κάποιο ρεκόρ), όπως αναφέρει ο Φιλόστρατος… Ο Πλούταρχος συνεχίζει τη διήγηση του: «Ο Τίμαρχος είπε ότι, στην κάθοδο του στη μαντική κρύπτη, η πρώτη του εμπειρία ήταν αυτή της πτήσης σε απόλυτο σκοτάδι, κι έπειτα από μια προσευχή, έμεινε να κείτεται για πολύ ώρα χωρίς να έχει συνείδηση για το αν ήταν ξυπνητός ή αν ονειρευόταν. Παρ’ όλα αυτά, την ίδια ώρα τού φάνηκε ότι άκουσε έναν κρότο και ότι χτύπησε στο κεφάλι, και ότι χτύπησε στο κεφάλι, και ότι οι ραφές του κρανίου του χωρίστηκαν και απελευθέρωσαν την ψυχή του…».
Έπειτα είχε μια πολύ μεγάλη και πολύπλοκη μυστικιστική εμπειρία, βλέπονται οράματα που χρειάζονται πολλές σελίδες για να περιγραφούν, και όταν έπειτα από απροσδιόριστο χρονικό διάστημα αναδύθηκε από τα οράματα, άκουσε μια φωνή στο σκοτάδι (ένας ιερέας; κάποια οντότητα;) να του μιλά:«Τίμαρχε, τι θέλεις να σου εξηγήσω;» «Τα πάντα», απάντησε εκείνος, «γιατί, τι υπάρχει εδώ κάτω που να μην είναι θαυμαστό;» «Όχι», είπε η φωνή, «στα υψηλότερα πεδία εμείς οι άλλοι λαμβάνουμε ελάχιστο μέρος, διότι ανήκουν στους θεούς.
Αλλά, μπορείς αν θέλεις να ρωτήσεις για το πεδίο της Περσεφόνης, που διοικείται από εμάς, είναι μια από τις τέσσερις "χώρες", και σημαδεύεται από την πορεία της Στυγός…» «Τι είναι η Στύγα;» ρώτησε εκείνος. «Είναι το μονοπάτι που οδηγεί στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη», ήρθε η απάντηση, «περνά δίπλα σου απ’ εδώ… εκτείνεται προς τα πάνω, όπως βλέπεις, ερχόμενη από τον Άδη από κάτω μας. Καθώς η Στύγα πλησιάζει, οι ψυχές φωνάζουν από τρόμο, γιατί πολλοί είναι εκείνοι που γλιστρούν και μεταφέρονται μακριά από τον Άδη…» «Μα, δεν βλέπω τίποτε», είπε ο Τίμαρχος, «μονάχα βλέπω πολλά άστρα να τρεμοφέγγουν πάνω από την Άβυσσο, άλλα να βυθίζονται μέσα σ’ αυτήν, και άλλα να εξακοντίζονται από εκεί κάτω προς τα πάνω…» «Τότε», αποκρίθηκε η φωνή, «χωρίς να το συνειδητοποιείς βλέπεις τους δαίμονες…»
«Όταν ο Τίμαρχος θέλησε να αντικρίσει τον ομιλούντα, (η φωνή ακουγόταν από πίσω του), δεν μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι του (είχε πάθει κάτι σαν αγκύλωση). Έπειτα ένιωσε πάλι έναν οξύ πόνο στο κεφάλι, σαν να το πίεζε μια δύναμη μεγάλη για να το συμπιέσει, κι έχασε κάθε συνείδηση και αίσθηση του τι συνέβαινε. Όταν αργότερα συνήλθε, βρήκε τον εαυτό του στην είσοδο του μαντείου, εκείνη που τον είχε τραβήξει κάτω εκεί… Όταν αργότερα ήρθε στην Αθήνα, και πέθανε στον τρίτο μήνα, όπως το είχε προφητέψει το μαντείο, θαυμάσαμε και είπαμε στον Σωκράτη όλη την ιστορία…»
Ο Πλούταρχος, λοιπόν, στο έργο του Περί του Σωκράτους Δαιμονίου (590Β) καταγράφει ένα μέρος της διδασκαλίας που εκπέμπεται από τη θεία φωνή προς τον Τίμαρχο. Να ένα απόσπασμα του διδακτικού χρησμού που δίδεται στον Τίμαρχο:«Η ανθρώπινη Ψυχή προήλθε από τον θείο Νου. Ένα μέρος της, καθώς αναμιγνύεται με τα πάθη της ύλης, αλλοιώνεται, αλλά ένα άλλο θαυμάσιο μέρος της μας κρατάει ψηλά το κεφάλι, ώστε να αναπνέουμε τον ελεύθερο αέρα, σαν αεραγωγός επικοινωνών με το σκάφανδρο ανθρώπου που έχει καταδυθεί στον βυθό. Το μέρος εκείνο που βρίσκεται στο υποβρύχιο σώμα ονομάζεται Ψυχή. Ενώ, γι’ αυτό που δεν αλλοιώνεται, οι πολλοί, βλέποντάς το ως ανταύγεια επί εσόπτρου, πιστεύουν ότι βρίσκεται μέσα τους. Όσοι όμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ότι αυτό βρίσκεται έξω από αυτούς, και το αποκαλούν Δαίμονα…».
Μελετώντας διάφορα βιβλία, ανακάλυψα ένα αξιόλογο σχόλιο για την παραπάνω παράγραφο. Σχολιάζοντας αυτό το απόσπασμα, ο Δημ. Δημόπουλος, στο εξαιρετικό έργο του περί των ελληνικών μαντείων, γράφει:«Εδώ γίνεται για πρώτη φορά η διάκριση της Ψυχής σε δύο τμήματα, αυτά που αργότερα η φιλοσοφία δια του Πλάτωνος θα ονόμαζε Επιθυμητικόν και Θυμοειδές, και, επί το φιλοσοφικότερον, Μεριστή και Αμέριστη Ουσία.
Η Ψυχή-Νέκυς, διακρίνεται από την ψυχή-θυμόν: αυτή η δεύτερη είναι η θεία αιτία της ζωής, είναι αυτή που μπορεί να διασυνδέει τον άνθρωπο, σαν αεραγωγός με σκάφανδρο δύτου, προς τον θείον Δαίμονα, προς την Αμέριστη Ουσία του Κόσμου. Τι είναι όμως άραγε αυτός ο Δαίμων, που ευρίσκεται επάνω από τον άνθρωπο και τον οποίο αυτός είναι σε ψυχική συνάρτηση;
Οι Δαίμονες, γράφει ο Πλούταρχος, είναι ‘ψυχές αποχωρισθείσες του σώματος ή ουδέποτε ενσωματωθείσες, οι οποίες, κατά τον θείον Ησίοδο, είναι αγνοί επιχθόνιοι φύλακες θνητών ανθρώπων…’ Ο Κέλσος ονομάζει «ήρωες» και «αγγέλους» αυτά τα δύο είδη δαιμόνων. Οι Δαίμονες είναι γενικώς ανώτερες υπάρξεις, πνευματικές, οι οποίες συμπαρίστανται αθέατες στους ενάρετους ανθρώπους. Για τον πολύν κόσμο, που δεν είχε τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε ένθεο Μαντείο (σ’ αυτά προηγούνταν οι εκπρόσωποι των πόλεων), λειτουργούσαν τα Νεκρομαντεία και τα Ηρωομαντεία.
Εκεί ερχόταν κανείς σε επαφή με ψυχές νεκρών ή με σχετικώς κατώτερα πνεύματα, με ψυχές δηλαδή αποχωρισθείσες του σώματος. Αυτά τα Μαντεία μπορεί να μην είχαν τις δυνατότητες των μεγάλων ένθεων Μαντείων, αλλά προσέφεραν σοβαρές υπηρεσίες στους απλούς ανθρώπους, και γι’ αυτό μέχρι και τη βίαιη καταστροφή τους δεν έπαψαν να λειτουργούν. Η ύπαρξη βεβαίως ανωτέρων και κατωτέρων δαιμόνων, δεν σημαίνει ότι υπάρχουν και «πονηροί δαίμονες» είτε (πολλώ μάλλον) και δαίμονες «του Κακού». Απαξιούμε δε τελείως να σχολιάσουμε τη βλάσφημη διαφθορά που έχει γίνει στη λέξη «δαίμων».
Λέγοντας όμως «δαίμονα» ο χρησμός του Τροφωνίου εννοούσε τις ‘ψυχές τις ουδέποτε ενσωματωθείσες’: το Θείον! Με αυτό ευρίσκεται η ανθρώπινη ψυχή σε πλήρη εξάρτηση, είτε το έχει συνειδητοποιήσει είτε όχι. Όταν όμως εκείνη το συνειδητοποιεί αυτό, τότε της ανοίγονται τεράστιοι ορίζοντες γνώσεως και χάριτος…» (Δημ. Δημόπουλος, Στο Άδυτο των Ελληνικών Μαντείων, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις).
«Οι πολλοί, βλέποντας το ως ανταύγεια επί εσόπτρου, πιστεύουν ότι βρίσκεται μέσα τους. Όσοι όμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ότι αυτό βρίσκεται έξω από αυτούς, και το αποκαλούν Δαίμονα…» Αυτό το σημείο της διήγησης του Πλούταρχου, δεν μπορεί παρά να μου φέρει στον νου ένα θρυλικό αινιγματικό εδάφιο από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, εμπνευσμένο από τη πλατωνική θεολογία (Προς Κορινθίους Α ‘, ιγ’: 12): «Βλέπομεν γαρ άρτι δι εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον, άρτι γιγνώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην…» (Τώρα βλέπουμε μέσα σ’ έναν εσωτερικό καθρέφτη, αινιγματικά, σκοτεινά, τότε όμως θα δούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Αυτό που τώρα γνωρίζω μόνο εν μέρει, τότε θα το γνωρίσω όπως γνωρίζομαι…» (Αναφέρεται είτε στη θέαση της θεότητας, είτε στον τρόπο που θεώμεθα τα πάντα).
Ο Leon Bloy (Le mendiant Ingrant, 1894), σχολιάζει εξίσου αινιγματικά: «Η φράση του Αποστόλου Παύλου: Videmus nunc per speculum in aenigmate , ίσως να είναι ο φωταγωγός, απ’ όπου μπορούμε να καταδυθούμε στην αληθινή Άβυσσο: την ψυχή του ανθρώπου. Η τρομακτική απεραντοσύνη των αβύσσων του στερεώματος είναι μια ψευδαίσθηση, ένα εξωτερικό είδωλο των δικών μας αβύσσων που «καθρεφτίζονται». Πρέπει να στρέψουμε τα μάτια, να αφιερωθούμε σε μια ανυπέρβλητη αστρονομία προς το άπειρο της καρδιάς μας, για την οποία θυσιάστηκε ο θεός… Αν βλέπουμε τον Γαλαξία, είναι γιατί υπάρχει αληθινά μέσα στην ψυχή μας…».
Κρυφακούγοντας τα λόγια της φωνής μέσα στο σκοτάδι, που λέει: «ένα άλλο θαυμαστό μέρος της μας κρατάει ψηλά το κεφάλι, ώστε να αναπνέουμε τον ελεύθερο αέρα, σαν αεραγωγός επικοινωνών με το σκάφανδρο ανθρώπου που έχει καταδυθεί στον βυθό…..», σκέφτομαι ότι η κατάδυση στο εσωτερικό της γης είναι ταυτόχρονα και μία κατάδυση στο εσωτερικό της ψυχής, και είναι ξεκάθαρο ότι αυτό υπονοούνταν στις εμπειρίες των «καταδύσεων» στο Τροφώνιο Άνδρο.
Μια υπόγεια ονειροπόληση. Αυτό προϋποθέτει μία «ψυχαγωγία» και μία «φωταγωγία». (Για τις δύο αυτές μυστικές καταστάσεις, βλέπε υπό έκδοση βιβλίο μου Ονειροπόλος, στο κεφαλαίο Καβάλα στον Άνεμο, απ’ όπου και προέρχονται οι παρακάτω παράγραφοι}: Ναι, μέσα μας έχουμε ένα ψιχίο του Σύμπαντος, ένα ψιχίο από το Όλον, ένα ψίχουλο. Αυτό είναι η ψυχή: ένα κομμάτι του σύμπαντος, όχι του υλικού σύμπαντος αλλά του πνευματικού, ένα ψίχουλο από την ψίχα (που είναι το εσωτερικό μέρος του ψωμιού, κρυμμένο μέσα από την κόρα του. Κι αυτό είναι ένα σπάνιο ψωμί του οποίου ο φούρναρης μας είναι άγνωστος).
Αυτή είναι μία σπίθα μιας φλόγας, που προέρχεται από τη μεγάλη φωτιά, που στέλνει το φως της παντού, διαφωτίζοντας τα πιο βαθιά σκοτάδια, κανόνισε μία φωτεινή διάνοιξη στο σκότος, ένα φως που μπαίνει μέσα στο σκοτεινό υπόγειο από τον φωταγωγό: μία φωταγωγία.
Λοιπόν, πλέον δεν υπάρχει λόγος να το κρατάμε μυστικό (αρκετά κρατήθηκε τόσο ζηλότυπα μέσα στους καιρούς}: η ονειροπόληση είναι ψυχαγωγία. Αυτό το διαφωτιστικό γεγονός μας αποκρύπτεται εξαιτίας του πέπλου που σκεπάζει την καθημερινή μας αντίληψη, και επιπλέον υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι ψυχαγωγία σημαίνει απλά διασκέδαση, και άλλοι που με στόμφο λένε ότι σημαίνει την αγωγή της ψυχής (έχοντας κατά νου την αμφιλεγόμενη διαγωγή μας).
Ψυχαγωγός είναι ο αγωγός μέσα στο μεταλλείο, στο υπόγειο και σκοτεινό εκείνο μέρος όπου εργάζονται οι μεταλλωρύχοι, ο αγωγός από τον οποίο εισχωρεί ο αέρας και φέρνει δροσιά και οξυγόνο για τους ανθρώπους εκεί κάτω. Ο αγωγός του ψύχους. Υπάρχουν μέρη και άνθρωποι εκεί κάτω, στο βαθύτερο σκοτάδι, που έχουν ψυχαγωγία. Ψυχαγωγός είναι ο κρυφός αγωγός μέσα στη σπηλιά στην οποία είμαστε κλεισμένοι, φυλακισμένοι και ξεχασμένοι, από τον οποίο εισχωρεί ο άνεμος στη φυλακή μας και ανεμίζει την ψυχή μας.
Καθόμαστε εκεί, μέσα στο σκοτάδι, στη δυσωδία, στη δύσπνοια και στην αφόρητη ζέστη, και ξαφνικά εισχωρεί από τον ψυχαγωγό ένας άνεμος από έξω, ένας άνεμος από αλλού, που φέρνει -μέσα από ένα άνοιγμα, άνοιξη- ευωδιές λουλουδιών, ανοιξιάτικη αύρα, δρόσο, αναπνοή, έμπνευση, ελπίδα ελευθερίας. Και από την ίδια δίοδο εισχωρεί το φως: η φωταγωγία.
Αν περιπλανιέσαι μέσα στο σκοτάδι και αναζητάς το φως, να θυμάσαι ότι η φωταγωγία δεν φαίνεται από μακριά στη σκοτεινιά, σε αντίθεση με αυτό που σου είπαν, πως αν υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ θα το δεις. Πρέπει να ψυχανεμιστείς τον τόπο, να περιπλανηθείς μέχρι να νιώσεις ένα ρίγος, να αισθανθείς τη δροσιά, να ακολουθήσει το αιθέριο ίχνος της, κι έπειτα να βρεθείς εκεί που φυσάει ο άνεμος.
Εκεί, αν αφήσεις την ψυχή σου να παρασυρθεί από τον άνεμο και περιέλθει σε κατάσταση ψυχαγωγίας, θα δεις τη φωταγωγία… Ο άνεμος είναι καλός αγωγός της ψυχής, αφού η ψυχή είναι η ανάσα μας και ο άνεμος είναι η ανάσα του κόσμου…Ο Παυσανίας διηγείται τον τρόπο με τον οποίο ανακαλύφθηκε η τρύπα του Τροφώνιου Μαντείου. Ένα μεγάλο σμήνος από άγριες μέλισσες εμφανίστηκε στη Λιβαδειά, κάποιοι το ακολούθησαν ως την τεράστια κυψέλη του κάτω από τη γη, κι αυτό τους οδήγησε στην ανακάλυψη του Μαντείου (που σημαίνει ότι κάτι «έπαθαν» εκεί).
Γι’ αυτόν τον λόγο ο Τροφώνιος συχνά απεικονίζεται να κρατά μία κυψέλη μελισσών. Αυτή η διήγηση της ανακάλυψης μοιάζει αλληγορική, ο Παυσανίας μιλάει σε κώδικα το ίδιο και όλοι οι άλλοι που το διηγούνται αυτό ως δοξασία, αφού η «κυψέλη κάτω από τη γη» υπονοεί το υπόγειο δίκτυο στοών που κρύβεται στο Τροφώνιο. Οι μέλισσες, επίσης, ως σύμβολο συνδεόταν με τους Δελφούς, και το σμήνος που ακολουθείται ως το Μαντείο του Τροφώνιου υπονοεί την εντολή του Μαντείου των Δελφών για να ιδρυθεί ένας τόπος λατρείας του Τροφώνιου στη Λιβαδειά…
Ένας από τους πιο αινιγματικούς μυστικιστές του 13ου αιώνα, ο Michael Scott, έγραφε ότι το μέλι πλανάται στον αέρα και πέφτει από τον ουρανό στα λουλούδια, απ’ όπου και το συλλέγουν οι μέλισσες. Μπορεί σε κάποιους η ιδέα αυτή να ακούγεται παράδοξη, μονάχα όμως επειδή δεν καταλαβαίνουν ότι είναι η δήλωση ενός ανθρώπου που έχει εντρυφήσει στις μυστικιστικές τέχνες. Ο Scott ήξερε ότι η μέλισσα είναι ένα αρχαιότατο σύμβολο για την ανθρώπινη ψυχή, ενώ το μέλι συμβόλιζε την ουσία εκείνη που είναι η τροφή της ψυχής. Κανόνισε αυτή τη δήλωση στα αινιγματικά γραπτά του, ο Scott έγραφε στη μυστικιστική γλώσσα των πουλιών.
Οι ουρανοί δίνουν μυστικά τη γνώση σε αυτούς που την αναζητούν, «Ubi mel ibi apes» (Όπου υπάρχει μέλι, εκεί υπάρχουν και μέλισσες). Οι μέλισσες παίρνουν το μέλι από τα ρόδα και το συγκεντρώνουν στην κυψέλη, κι ή κυψέλη (από το κυώ /κύηση και ψάλλω) είναι το σύμβολο για το ανθρώπινο σώμα, στο οποίο ενοικεί η μέλισσα, η ψυχή. Το ρόδο είναι το σύμβολο του Μυστικού. Η λέξη Μυστικό σημαίνει την απόκρυφη πνευματική γνώση που προέρχεται από τους Μύστες.
“Dat rosa mel apibus” (Το Ρόδο δίνει στις μέλισσες το μέλι), μια παλιά ροδοσταυρική ρήση που στη μυστική γλώσσα σημαίνει: «Η πνευματική γνώση χαρίζει παρηγοριά στις ψυχές». (Αυτό το ροδοσταυρικό σύμβολο χρησιμοποιήθηκε πρώτα στο αλχημιστικό έργο Summum Bonum-Υπέρτατο Αγαθό- του Joachim Frizious, και ύστερα υιοθετήθηκε από τον Robert Fludd, γι’ αυτό είναι γνωστό και ως το «Κλειδί του Fludd»). Η μέλισσα και το μέλι της, επίσης, χρησιμοποιούνται και ως κωδικές λέξεις για το μέλλον.
Κατά τη γνώμη μου, είναι φανερό ότι το Τροφώνιο Άνδρο ήταν μία κρύπτη Ψυχεδέλειας (η λέξη σημαίνει φανέρωση της ψυχής), κι εκείνοι που κατέβαιναν εκεί (δια της απαγωγής) έκαναν μία εξομοίωση της κατάβασης στον Άδη, περνούσαν από μυητικό θάνατο της προσωπικότητάς τους (την οποία δεν θυμόντουσαν όταν ανέρχονταν), ταξίδευαν στο εσωτερικό της γης ταξιδεύοντας στο εσωτερικό της ψυχής τους και βλέποντας «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» την ψυχή τους να φανερώνεται θριαμβικά σε αυτούς με οράματα και διοράματα, στη φαντασμαγορία του γκροτέσκου περιβάλλοντος, συνομιλούσαν με τους Δαίμονες (με την αρχαία ελληνική σημασία του όρου), έπαιρναν χρησμούς, μιλούσαν με το μέλλον (έπαιρναν το μέλι από την κυψέλη του Τροφώνιου), εξιστορούσαν την περιπέτεια τους στους επόπτες ιερείς, εκείνοι κατέγραφαν τη διήγηση, είχαν λεπτομερές αρχείο με τις ψυχές όλων των επισκεπτών, μία υπόγεια ψυχολογία, έκαναν ένα είδος μυστικής ψυχανάλυσης.
Τα μυστικά γνωστικά αντικείμενα των αρχαίων ελληνικών τόπων, όπως αυτά που βρισκόντουσαν στο Τροφώνιο στη Λιβαδειά, χάθηκαν όχι επειδή ξεχάστηκαν ή καταστράφηκαν, αλλά επειδή τα μελέτησαν και τα έκλεψαν -ή έστω τα διέσωσαν μυστικά- ξένοι περιηγητές οι οποίοι ήταν μυημένοι σε μυστικές αδελφότητες της Ευρώπης, οι οποίοι ερχόντουσαν στην Ελλάδα για να ανακαλύψουν τις ρίζες των πραγμάτων που διδάσκονταν στις αδελφότητες τους.
Στη Λιβαδειά υπάρχει ακόμη το ρολόι που δώρισε ο Βρετανός διαβόητος αρχαιοκάπηλος λόρδος Έλγιν. Το δώρο αυτό δόθηκε στην πόλη για να καλοπιάσει τους Τούρκους αγάδες για της ανασκαφές που έκανε το 1803 στον χώρο του Τροφωνίου (και, όπως καταλαβαίνετε, έφυγε με πολύ περισσότερα πράγματα από τα «Ελγίνεια» του Παρθενώνα, αφού στο Τροφώνιο έκανε τόσες μελέτες και έρευνες όσες δεν έκανε πουθενά αλλού. Αλλά κανείς δεν συζητάει για όλα αυτά, κι ακόμη κι εγώ το αναφέρω εδώ εκ παραδρομής…)
Ή αρχετυπική εντύπωση ότι μια κατάβαση μέσα στη Γη είναι μια βουτιά στον κόσμο των ονείρων, αλλά και η ανησυχητική αίσθηση και ο αποπροσανατολισμός που οι περισσότεροι από εμάς νιώθουν στα σκοτεινά κλειστά μέρη, έχει εμπνεύσει πολλές δραματικές χρήσεις σπηλαίων και υπόγειων θαλάμων για πολλές χιλιάδες χρόνια. Όταν χρησιμοποιούνταν για θρησκευτικές τελετές και για συναντήσει μυστικών αδελφοτήτων, οι υπόγειοι ναοί και στοές υπενθύμιζαν στους μυημένους την ανάγκη για μυστικότητα.
Επίσης, μετέφεραν ένα ισχυρό συναίσθημα της στενής σύνδεσης μεταξύ θανάτου και γέννησης, Η παλιά πεποίθηση πολλών δήθεν "αιρετικών"ότι τίποτε απ’ όσα μπορούν να γίνουν σε υπόγεια μέρη δεν ήταν αμαρτία και ότι κάτω από τη γη κανένας νόμος δεν ισχύει, οδήγησε πολλές μυστικές αδελφότητες σε οργιαστικές δραστηριότητες σε υπόγεια μυστηριακά μέρη που ήταν, γνωστά από την αρχαιότητα και λίγοι γνώριζαν που βρίσκονταν.
Για παράδειγμα, ο χρονικογράφος Καισάριος αναφέρει «για αιρετικούς στη Βερόνα, γύρω στα 1175, οι οποίοι συγκεντρώνονταν σε μια τεράστια υποχθόνια αίθουσα, παρακολουθούσαν μια βλάσφημη τελετή, έσβηναν όλα τα κεριά και έκαναν όργια σε απόλυτο σκοτάδι, χωρίς να βλέπουν ποιον έχουν κοντά τους. Έλεγαν ότι έτσι γνώριζαν τον αληθινό τους εαυτό, ενώ κανείς άλλος δεν μπορούσε να τους δει…».
Αλλά τα πιο δραματικά τελετουργικά ταξίδια στον αρχετυπικό κόσμο της γέννησης και του θανάτου, πολύ μακριά από τον επιφανειακό κόσμο του συνειδητού και της λογικής, γίνονταν από τα μυστικά θρησκευτικά τάγματα πολλών πολιτισμών, με τις τελετές μύησής τους, η του «μικρού θανάτου», η της «δεύτερης γέννησης». Αυτές οι τελετές ήταν πολύ εντυπωσιακές, τρομαχτικές, συχνά βίαιες, σαν ένα «shock treatment», όπως λέει ο Joseph Cambell για τις παλαιολιθικές τελετές του 30.000-10.000 π.Χ.
Αυτές οι τελετουργίες «μεταμόρφωναν μωρά σε άντρες, ικανούς κυνηγούς, γενναίους υπερασπιστές της φυλής…» Εκεί, μόνο όταν ο έφηβος περνούσε με επιτυχία από δύσκολες τελετουργικές δοκιμασίες, μπορούσε να γίνει άντρας, και να του εμπιστευθούν τα μεγαλύτερα μυστικά της φυλής. Για να γίνει ενήλικος το παιδί έπρεπε να ξαναγεννηθεί, και σε πολλές κοινωνίες αυτή ή μυητική αναγέννηση η σε υπόγεια Άνδρα, σε στενά σκοτεινά μέρη που θύμιζαν ταυτόχρονα τον τάφο και τη μήτρα. (Μυστικιστικά, ο αμύητος συμβολίζεται με το «μωρό», ο μυούμενος με το «παιδί», ο νεόφυτος με τον «νεαρό» και ο μυημένος με τον «ενήλικο»).
Ο Joseph Cambell περιγράφει τις παλαιολιθικές και νεολιθικές τελετουργικές σπηλιές και στοές της νότιας Γαλλίας και της βόρειας Ισπανίας, σαν μέρη αληθινά τρομερά και πλημμυρισμένα από το δέος του Άγνώστου: «Μια τρομακτική αίσθηση κλειστοφοβίας, αλλά ταυτόχρονα και μια αίσθηση λύτρωσης από κάθε στοιχείο του επάνω κόσμου, επιτίθεται στο μυαλό που ήταν έγκλειστο σ’ αυτές τις κατασκότεινες αβύσσους, όπου το σκοτάδι δεν είναι απλώς μία απουσία φωτός, αλλά μία χθόνια δύναμη που μπορείς να τη βιώσεις βαθιά μέσα σου. Έπειτα ερχόταν το αναπάντεχο φως. Κατά τη διάρκεια των τελετών, όλα γινόντουσαν για να εμπνεύσουν στο νεαρό μια πνευματική αναγέννηση, τον σκότωναν συμβολικά με το ενεργοποιούν το φόβο της παιδικής ηλικίας για το σκοτάδι.
Το σκοτάδι που επιφέρει την τυφλότητα που είναι το σύμβολο της άγνοιας, είναι το πεδίο του Αγνώστου, και το φως στο σκοτάδι είναι ή γνώση που έρχεται να φωτίσει το Άγνωστο…» Τα μυστηριακά υπόγεια μέρη λειτουργούσαν ως αναπαραστάσεις του Άδη (όπως συνέβαινε στο τρομερό υπόγειο δίκτυο στοών και σπηλαίων στο νεκρομαντείο της Βιαία στην Ιταλία, όπου οι ιερείς είχαν στήσει μία ολόκληρη γεωγραφική αναπαράσταση του Άδη), το ταξίδι της μύησης σε αυτά, νοούνταν ως ένα ταξίδι πέρα από τον θάνατο.
Ή γνώση του μέλλοντος είτε δινόταν από ιερείς που έπαιζαν τον ρόλο των θείων δαιμόνων, των πνευματικών μεσολαβητών ανάμεσα στους ανθρώπους και τους Θεούς, είτε δινόταν από αληθινούς δαίμονες που έμοιαζαν σαν άστρα μέσα σε μια υπόγεια νύχτα, στον ουρανό της Αβύσσου, όπως διηγείται και ο Τίμαρχος… Εξέρχομαι τώρα από αυτό το σκοτεινό και μυστηριώδες άρθρο, διαβάζοντας την τελευταία στροφή της «Κόλασης» στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη (Dante):
«Ο οδηγός μου και εγώ, στον κρύφιο τούτο δρόμο μπήκαμε για να βρούμε του φωτός τονκόσμο,και δίχως να ζητούμε ανάπαυση καμιά, ανεβήκαμε πρώτος αυτός και εγώ ξωπίσω του,μέχρι που είδα εγώ τα πράγματα τα ωραία που’ χει ο ουρανός, από ένα στρόγγυλο φωταγωγό,κι εβγήκαμε απ’ αυτόν να ξαναδούμε τ’ άστρα…!».
πηγή: ekivolos.gr - περιοδικό Strange (τεύχος 62)