Όπως λέει ο μέγιστος Ιουλιανός:
«τελικός σκοπός είναι το να ζει κανείς κατά φύσει, πράγμα που δεν μπορείς να επιτύχεις αν δεν γνωρίζεις ποιος και τι είσαι. Γιατί ο αγνοών τι και ποιος είναι, δεν ξέρει ασφαλώς τι του ταιριάζει να πράττει,»[1]
Εξ ου και λέγει αφενός ότι:
«Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από το “γνώθι Σ’ αυτόν”, γιατί πρόκειται ακριβώς για θείο κέλευσμα. Εκείνος, λοιπόν, που γνωρίζει τον εαυτό του, γνωρίζει και την ψυχή του και το σώμα του. Αλλά δεν αρκεί μόνο να γνωρίζει ότι ο άνθρωπος είναι μια ψυχή που χρησιμοποιεί ένα σώμα, αλλά και να αναζητήσει την ουσία της και τις δυνάμεις της. Αλλά ούτε αυτό είναι αρκετό, αλλά θα πρέπει να ερευνήσει αν υπάρχει εντός μας κάτι ανώτερο & θειότερο από την ψυχή, κάτι που, αν και δεν γνωρίζουμε τι είναι πάντες όμως πειθόμαστε ότι είναι κάτι θείον, και πάντες από κοινού το θεωρούμε ενιδρυμένο εν ουρανώ. Προχωρώντας θα πρέπει να ερευνήσει και τις αρχές του σώματος, αν είναι σύνθετο ή απλό. Εν συνεχεία θα πρέπει να μελετήσει την αρμονία του σώματος, τα πάθη του και τις δυνάμεις του και γενικά όλα όσα χρειάζεται για την διατήρησή του. Έπειτα θα πρέπει να στραφεί προς τις αρχές των τεχνών, υπό των οποίων μπορεί να βοηθηθεί στην διατήρηση του σώματος, όπως η ιατρική, η γεωργία και κάποιες άλλες. Οπωσδήποτε δεν θα πρέπει να αγνοήσει και κάποια από εκείνα τα άχρηστα και περιττά, τα οποία όμως μπορούν να εξυπηρετήσουν την κολακεία του παθητικού της ψυχής. Δεν θα επιμείνει όμως ιδιαίτερα σε αυτό το σημείο, γιατί θα το θεωρήσει υποτιμητικό, και θα αποφύγει να ερευνήσει εκείνα που φαίνονται πως χρειάζονται πολύ κόπο. Συνολικά, δεν θα πρέπει να αγνοήσει από τι συνίστανται ούτε σε ποιο μέρος της ψυχής ταιριάζουν. Παρατήρησε τώρα το κέλευσμα “γνώθι Σ’ αυτόν” πόσες επιστήμες και τέχνες απαιτεί, ενώ συμπεριέλαβε και τους καθολικούς λόγους. Αφενός δηλαδή τα θεία στοιχεία της εν ημίν ούσας θείας μερίδας και αφετέρου τα θνητά στοιχεία της εν ημήν ούσας θνητοειδούς μερίδας. Σχετικά με τούτα, είπε, ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που βρίσκεται ανάμεσα σε αυτά: από την μία καθ’ έκαστο είναι θνητό, τω παντί αθάνατο, και βέβαια και ο ένας και ο καθ’ έκαστος αποτελείται εκ θνητής και αθανάτου μερίδας. Διότι το να ομοιάσουμε κατά δύναμην με τον θεό δεν είναι τίποτα άλλο παρά το διασώσουμε την εφικτή για τους ανθρώπους γνώση των όντως Όντων, αυτό φαίνεται από το εξής: γιατί ούτε για πλούτο χρημάτων μακαρίζουμε το θείον, ούτε για κάτι για άλλο από αυτά που νομίζονται αγαθά, αλλά όπως λέγει ο Όμηρος : “οι θεοί τα πάντα γνωρίζουν” και αλλού περί του Διός “αλλά ο Ζευς έγινε πρότερος και γνώρισε περισσότερα”. Γιατί στην επιστήμη οι θεοί διαφέρουν από εμάς. Γιατί ίσως θεωρείται και για αυτούς καλό το ότι γνωρίζουν τους εαυτούς τους. Και όσο κρείττονες είναι από εμάς ως προς την ουσία, τόσο γνωρίζοντας τους εαυτούς τους υπερέχουν στην επιστήμη των βελτιόνων. Κανείς λοιπόν από εμάς ας μην διαιρέσει την φιλοσοφία σε πολλά και ας μην την τέμνει σε πολλά, και περισσότερο να μην δημιουργεί πολλές από μια. Γιατί η αλήθεια είναι μια. Έτσι και η φιλοσοφία. Τίποτα δεν είναι παράξενο. Ακόμα και αν πορευόμαστε προς αυτήν από διαφορετικούς οδούς.»[2]
Αφετέρου ότι:
«Έτσι, ενώ ο θεός των Δελφών προστάζει “γνώθι Σ ’αυτόν”, ο Ηράκλειτος λέγει “Αναζήτησα τον εαυτόν μου”. Όμως ο Πυθαγόρας και οι από αυτόν μέχρι τον Θεόφραστο, όλοι αναζητούν, όπως άλλωστε και ο Αριστοτέλης, να ομοιάσουμε όσο γίνεται στον θεό. Γιατί κάποτε "γινόμαστε"εμείς αυτό που ο θεός είναι πάντα. Είναι γελοίο να ισχυριζόμαστε ότι ο θεός δεν γνωρίζει τον εαυτό του. Γιατί δεν θα ήξερε τίποτα για τα άλλα, αν αγνοούσε τον εαυτό του. Γιατί ο θεός είναι τα πάντα, εφόσον εν εαυτώ και παρά εαυτώ έχει κατά κάποιον τρόπο τις αιτίες όλων των όντων, είτε των αθανάτων αθάνατες, είτε των θνητών ούτε θνητές ούτε φθαρτές, αλλά αΐδιες και αεί μένουσες και τέτοιες που να είναι αιτίες της αείγενεσίας τους.»[3]
[1] Βλ. Ιουλιανός «Προς τους απαιδεύτους κύνας, 6.13 – 6.18» :
*EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 6.13 ` to *EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 6.18 τὸ γὰρ ὁμολογουμένως ζῆν τῇ φύσει τέλος ἐποιήσαντο, οὗπερ οὐχ οἷόν τε τυχεῖν τὸν ἀγνοοῦντα τίς καὶ ὁποῖος πέφυκεν· ὁ γὰρ ἀγνοῶν ὅστις ἐστίν, οὐκ εἴσεται δήπουθεν ὅτι πράττειν ἑαυτῷ προσήκει,
[2] Βλ. Ιουλιανός «Προς τους απαιδεύτους κύνας, 4.1 – 5.16» :
*EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 4.1 ` to *EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 5.16 Ἀρξώμεθα δὲ πρῶτον ἀπὸ τοῦ «Γνῶθι σαυτόν», ἐπειδὴ καὶ θεῖόν ἐστι τοῦτο τὸ παρακέλευσμα. Οὐκοῦν ὁ γιγνώσκων αὑτὸν εἴσεται μὲν περὶ ψυχῆς, εἴσεται δὲ καὶ περὶ σώματος. Καὶ τοῦτο οὐκ ἀρκέσει μόνον ὡς ἔστιν ἄνθρωπος ψυχὴ χρωμένη σώματι μαθεῖν, ἀλλὰ καὶ αὐτῆς τῆς ψυχῆς ἐπελεύσεται τὴν οὐσίαν, ἔπειτα ἀνιχνεύσει τὰς δυνάμεις· καὶ οὐδὲ τοῦτο μόνον ἀρκέσει αὐτῷ, ἀλλὰ καὶ εἴ τι τῆς ψυχῆς ἐν ἡμῖν ἐστι κρεῖττον καὶ θειότερον, ὅπερ δὴ πάντες ἀδιδάκτως πειθόμενοι θεῖόν τι εἶναι νομίζομεν, καὶ τοῦτο ἐνιδρῦσθαι πάντες οὐρανῷ κοινῶς ὑπολαμβάνομεν. Ἐπιὼν δὲ αὖθις τὰς ἀρχὰς τοῦ σώματος σκέψαιτο, εἴτε σύνθετον εἴτε ἁπλοῦν ἐστιν· εἶτα ὁδῷ προβαίνων ὑπέρ τε ἁρμονίας αὐτοῦ καὶ παθῶν καὶ δυνάμεων καὶ πάντων ἁπλῶς ὧν δεῖται πρὸς διαμονήν. Ἐπιβλέψει δὲ τὸ μετὰ τοῦτο καὶ ἀρχαῖς τεχνῶν ἐνίων, ὑφ᾽ ὧν βοηθεῖται πρὸς διαμονὴν τὸ σῶμα, οἷον ἰατρικῆς, γεωργίας, ἑτέρων τοιούτων. Οὐ μὴν οὐδὲ τῶν ἀχρήστων καὶ περιττῶν τι παντάπασιν ἀγνοήσει, ἐπεὶ καὶ αὐτὰ πρὸς κολακείαν τοῦ παθητικοῦ τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἐπινενόηται. Προσλιπαρῆσαι μὲν γὰρ τούτοις ἀποκνήσει αἰσχρὸν οἰόμενος τὸ τοιοῦτον, τὸ δοκοῦν ἐργῶδες ἐν αὐτοῖς φεύγων· τὸ δ᾽ ὅλον ὁποῖα ἄττα δοκεῖ καὶ οἷστισιν ἁρμόττει τῆς ψυχῆς μέρεσιν οὐκ ἀγνοήσει. Σκόπει δὴ εἰ μὴ τὸ «ἑαυτὸν γνῶναι» πάσης μὲν ἐπιστήμης, πάσης δὲ τέχνης ἡγεῖται τε ἅμα καὶ τοὺς καθόλου λόγους συνείληφε. Τά τε γὰρ θεῖα διὰ τῆς ἐνούσης ἡμῖν θείας μερίδος, τά τε θνητὰ διὰ τῆς θνητοειδοῦς μοίρας· πρὸς τούτοις, ἔφη, τὰ μεταξὺ τού<των> ζῷον εἶναι τὸν ἄνθρωπον, τῷ μὲν καθ᾽ ἕκαστον θνητόν, τῷ παντὶ δὲ ἀθάνατον, καὶ μέντοι καὶ τὸν ἕνα καὶ τὸν καθ᾽ ἕκαστον συγκεῖσθαι ἐκ θνητῆς καὶ ἀθανάτου μερίδος. Ὅτι μέν τοι καὶ τὸ τῷ θεῷ κατὰ δύναμιν ὁμοιοῦσθαι οὐκ ἄλλο τί ἐστιν ἢ τὸ τὴν ἐφικτὴν ἀνθρώποις γνῶσιν τῶν ὄντων περιποιήσασθαι, πρόδηλον ἐντεῦθεν. Οὐ γὰρ ἐπὶ πλούτῳ χρημάτων τὸ θεῖον μακαρίζομεν οὐδὲ ἐπ᾽ ἄλλῳ τινὶ τῶν νομιζομένων ἀγαθῶν, ἀλλ᾽ ὅπερ Ὅμηρός φησι «θεοὶ δέ τε πάντα ἴσασι», καὶ μέντοι καὶ περὶ τοῦ Διὸς «Ἀλλὰ Ζεὺς πρότερος γεγόνει καὶ πλείονα ᾔδει»· ἐπιστήμῃ γὰρ ἡμῶν οἱ θεοὶ διαφέρουσιν. Ἡγεῖται γὰρ ἴσως καὶ αὐτοῖς τῶν καλῶν τὸ αὑτοὺς γινώσκειν· ὅσῳ δὴ κρείττονες ἡμῶν εἰσι τὴν οὐσίαν, τοσούτῳ γνόντες ἑαυτοὺς ἴσχουσι τῶν βελτιόνων ἐπιστήμην. Μηδεὶς οὖν ἡμῖν τὴν φιλοσοφίαν εἰς πολλὰ διαιρείτω μηδὲ εἰς πολλὰ τεμνέτω, μᾶλλον δὲ μὴ πολλὰς ἐκ μιᾶς ποιείτω. Ὥσπερ γὰρ ἀλήθεια μία. οὕτω δὲ καὶ φιλοσοφία· θαυμαστὸν δὲ οὐδέν. εἰ κατ᾽ ἄλλας καὶ ἄλλας ὁδοὺς ἐπ᾽ αὐτὴν πορευόμεθα.
[3] Βλ. Ιουλιανός «Προς τους απαιδεύτους κύνας, 5.30 – 5.42» :
*EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 5.30 ` to *EI)S TOUA)PAIDEU/TOUS KU/NAS 5.42 Οὐκοῦν ὁ μὲν ἐν Δελφοῖς θεὸς τὸ «Γνῶθι σαυτὸν» προαγορεύει, Ἡράκλειτος δὲ «ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν», ἀλλὰ καὶ Πυθαγόρας οἵ τε ἀπ᾽ ἐκείνου μέχρι Θεοφράστου τὸ κατὰ δύναμιν ὁμοιοῦσθαι θεῷ φασι, καὶ γὰρ καὶ Ἀριστοτέλης· ὃ γὰρ ἡμεῖς ποτέ, τοῦτο ὁ θεὸς ἀεί· γελοῖον εἰ τὸν θεὸν ἑαυτὸν μὴ εἰδέναι· κομιδῇ γὰρ οὐθὲν εἴσεται τῶν ἄλλων, εἴπερ ἑαυτὸν ἀγνοοίη· πάντα γὰρ αὐτός ἐστιν, εἴπερ ἐν ἑαυτῷ καὶ παρ᾽ ἑαυτῷ ἔχοι τῶν ὁπωσοῦν ὄντων τὰς αἰτίας, εἴτε ἀθανάτων ἀθανάτους, εἴτε ἐπικήρων οὐ θνητὰς οὐδὲ ἐπικήρους, ἀϊδίους δὲ καὶ μενούσας ἀεὶ καὶ <αἳ> τούτοις εἰσὶν αἰτίαι τῆς ἀειγενεσίας.
πηγή: hellenictheologyandplatonicphilosophy