Οι Θεοί όλων των λαών, όλων των ανθρώπων, στον βαθμό που αυτοί ήταν ή είναι ένθεοι, στον βαθμό δηλαδή που ανέρχονταν όντως προς τους Θεούς και το νοητό Κόσμο, είναι οι ίδιοι. Όμως οι άνθρωποι τους κατανοούν διαφορετικά, βλέπουν μια πλευρά του θείου λόγω αφενός διαφορετικού τρόπου μέθεξης αφετέρου λόγω πολλαπλών οντικών πτώσεων – βλέπε Ησιόδεια γένη. Έτσι ο κάθε λαός ή άνθρωπος – στην «χ» χρονική στιγμή ή Κοσμολογική περίοδο – έχει Θεό ή Θεούς ανάλογα με το αν “βλέπει” μόνο την υπερούσια & αμέθεκτη Ενάδα/Αγαθότητα/Θεό των υπερούσιων, μεθεκτών & αυτοτελών Ενάδων/Αγαθοτήτων/Θεών (την Ενάδα των Ενάδων, το Ένα ή Αγαθό: τον πρώτο Θεό) ή μόνο τις υπερούσιες, μεθεκτές αυτοτελείς Ενάδες/Αγαθότητες/Θεούς ή τον νου της εκάστοτε Ενάδας/Αγαθοτητας/Θεότητας ως οντική μονάδα της εκάστοτε θείας βαθμίδας και του εκάστοτε θείου πλήθους – π.χ. τον αμέθεκτο, νοητικό δημιουργό και πατέρα Ζεύς ως μονάδα τόσο των υπερκόσμιων όσο και των εγκόσμιων Θεών-, δίχως να βλέπει το πλήθος των Θεών, Αρχαγγέλων, Αγγέλων, Δαιμόνων, Ηρώων, υποσελήνιων αρχόντων ή Κοσμοκρατόρων, υλικών αρχόντων και ψυχών (άχραντες & ανθρώπινες) που δημιουργούνται από αυτή και συντάσσονται κάτω από αυτήν.
Όλα αυτά όχι μόνον θα τα αποδείουμε μέχρι κεραίας αλλά είναι και κάτι που είναι απόλυτα φυσιολογικό να γίνεται διότι όπως λέγει ο Πρόκλος:
«οι ψυχές λησμονούν γρηγορότερα τις αρχές που βρίσκονται πιο κοντά τους, ενώ θυμούνται περισσότερο τις ανώτερες αρχές. Γιατί οι ανώτερες αρχές λόγω της υπεροχής της δυνάμεως τους επιδρούν περισσότερο στις ψυχές, και λόγω των ενεργειών τους φαίνεται να είναι παρούσες στις ψυχές. Το ίδιο γίνεται και με την όρασή μας. Γιατί, ενώ δεν βλέπουμε πολλά από όσα βρίσκονται πάνω στην γη, ωστόσο πιστεύουμε ότι βλέπουμε την ίδια την σφαίρα των απλανών και τους ίδιους τους αστέρες, επειδή με το φως τους φωτίζουν την όρασή μας. Το μάτι, λοιπόν, της ψυχής ξεχνά και δεν βλέπει περισσότερο τις πλησιέστερες αρχές παρά τις ανώτερες και θεϊκότερες. Έτσι όλες οι θρησκείες και οι αιρέσεις συμφωνούν ότι υπάρχει η πρώτη αρχή και όλοι οι άνθρωποι αποκαλούν κάποιον θεό βοηθό, δεν πιστεύουν όλες, όμως, ότι μετά την αρχή αυτή υπάρχουν θεοί και πρόνοια από τους θεούς στο σύμπαν. Γιατί βλέπουν ξεκάθαρα το “ένα” από ότι το “πλήθος”. Άλλες πιστεύουν ότι υπάρχουν Θεοί και, θεωρώντας ότι υπάρχει γένος δαιμόνων μετά τους θεούς, αγνοούν την τάξη των ηρώων. Και γενικά αυτό είναι το μεγαλύτερο έργο της επιστήμης περί τα θεία και τα Όντα, να αναπτύξει με λεπτομέρειες τις μεσαίες τάξεις και τις προόδους των Όντων».[1]
Μάλιστα όλες οι Πλατωνικές & νεοπλατωνικές σχολές – που ήταν οι γνησιότεροι και ουσιαστικότεροι θύλακες της ιερής θρησκείας και Ευσέβειας των Ελλήνων και των μυστηρίων της και ήταν το ισχυρότερο «κλαδί» του μέσα στην ιστορία θρησκευτικού τύπου γενεαλογικού δένδρου της των Ελλήνων θρησκείας – αποδέχονταν ως απόδειξη ορθότητας & αλήθειας των λεγομένων της Πλατωνικής φιλοσοφίας και της Ορφικής θεολογίας τα «Χαλδαϊκά Λόγια/Χρησμούς» τα οποία δόθηκαν από τους ίδιους υς Θεούς δια μέσω θεουργίας. Εξ ου και τους θεωρούσαν νοηματικά, φιλοσοφικά και θεολογικά απόλυτα ταυτιζόμενους με τα λεγόμενα του Ορφέως και του Πλάτωνος : δηλ. Θεοί Χαλδαϊκών Λόγων/Χρησμών = Θεοί Ελλήνων = Θεοί.
Για περισσότερη κατανόηση θα πούμε πως : Ως γνωρίζουμε οι Πλούταρχος ο Αθηναίος, Συριανός, Πρόκλος και γενικά όλοι οι πλατωνικοί φιλόσοφοι & θεολόγοι, χρησιμοποιούν και ακολουθούν την Ορφική Θεογονία, την «Ιερή Πραγμάτευση» ή «Ιεροί Λόγοι εν Ραψωδίαις κδ’» ή «Ραψωδική Θεογονία»[2].
Κάτι άλλωστε που φαίνεται και από τα λεγόμενα του μαθητή του Πρόκλου Μαρίνου Νεαπόλεως που αναφέρει πως :
«όταν εγώ μελετούσα κάποτε κοντά του – στον Πρόκλο – τα Ορφικά, και ακούγοντας στις διδασκαλίες όχι μόνο όσα έχει γράψει ο Ιάμβλιχος και ο Συριανός, αλλά περισσότερα και ταυτόχρονα πιο ταιριαστά με την θεολογία, ζήτησα από τον φιλόσοφο να μην αφήσει χωρίς υπομνήματα και αυτή την ένθεη ποίηση, αλλά να την υπομνηματίσει πλήρως. Και αυτός έλεγε ότι είχε την διάθεση πολλές φορές να γράψει τέτοια υπομνήματα, αλλά εμποδίστηκε ξεκάθαρα από κάποια όνειρα. Γιατί έλεγε ότι είδε τον ίδιο τον δάσκαλό του, τον Συριανό, να τον εμποδίζει απειλητικά. Επινοώντας λοιπόν ένα άλλο τέχνασμα, του ζήτησα να γράψει όσα ήθελε στο περιθώριο των βιβλίων του δασκάλου του. Και αφού πείστηκε ο αγαθότατος άνδρας και έγραψε στο περιθώριο των υπομνημάτων, αποκτήσαμε συλλογή όλων μαζί και υπήρξαν στον Ορφέα από αυτόν σχόλια και υπομνήματα όχι λίγα, αν και δεν κατέστη σε αυτόν δυνατόν να το κάνει για όλη την θεολογική μυθολογία ή για όλες τις ορφικές Ραψωδίες.»[3]
Τα σχόλια αυτά του Πρόκλου, που ως έργο άλλοτε αναφέρεται δικό του και άλλοτε ως έργο του δασκάλου του Συριανού, είναι τα έργα “Ορφέως Θεολογία” και “Συμφωνία Ορφέως, Πυθαγόρα, και Πλάτωνος Λόγια βιβλία ι’”. Οι δε Ορφικές Ραψωδίες είναι η καταγραμμένη θεολογία στην οποία στηρίζεται η θρησκεία των Ελλήνων την μετά-Μινωική & μετά-Μυκηναϊκή περίοδο, είναι η των Ελλήνων Θρησκεία – ειδικά την κλασική περίοδο. Κάτι που αποδεικνύεται και από τα αρχαιολογικά ευρήματα της Ολβίας στην Σκυθία[4] κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα. Αυτό καταδεικνύεται και από τον «πάπυρο του Δερβενίου»[5], ο οποίος περιέχει ένα υπόμνημα σε κάποιο μη διασωμένο ορφικό έπος. Μάλιστα ο «πάπυρος του Δερβενίου» ταιριάζει απόλυτα σε πολλές λεπτομέρειες με την «Ευδήμεια Θεογονία»[6] η οποία παρατίθεται από τον Αριστοφάνη στις “Όρνιθες, στ. 693-703”. Όμως ο άνθρωπος που μπορεί να θεωρηθεί ως κατεξοχήν “σωτήρας” και μεταλαμπαδευτής της του Ορφέως θεολογίας είναι ο Πλάτων, ο οποίος σε πάμπολλα σημεία των διαλόγων του παρουσιάζει τόσο ομηρικούς όσο και ορφικούς μύθους. Πολύ σημαντικό είναι δε το γεγονός ότι στους «Νόμους»[7] παραθέτει ένα ορφικό στίχο που ταυτίζεται με τον 26-ον στίχο του παπύρου του Δερβενίου και στο «Συμπόσιο»[8] παραθέτει μια παράφραση ορφικού στίχου, που όμοιά της υπάρχει στον 1-ον σωσμένο στίχο του «παπύρου του Δερβενίου».[9]
Επίσης δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τα Ορφικά επιστόμια χρυσά ελάσματα που προέρχονται από τάφους της κάτω Ιταλίας, της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Πελοποννήσου, της Μυτιλήνης και της Κρήτης που χρονολογούνται από τον 5-ον π.κ.χ μέχρι τον 1-ον αιώνα μ.κ.ε. Το σχήμα των ελασμάτων είναι αυτό του στόματος ή ορθογωνίου παραλληλόγραμμου, ή το σχήμα φύλλων ελιάς, μυρτιάς και κισσού, και είναι λεπτά όσο ένα φύλλο χαρτιού. Τα ελάσματα τοποθετούνταν πάνω στο στόμα του νεκρού ως επιστόμια ή πάνω στο στήθος ή σε μία από τις παλάμες του.[10]
Τα κείμενα των Ορφικών επιστόμιων χρυσών ελασμάτων παρουσιάζουν με τρόπο μοναδικό πράγματα που μόνον ποιήματα όπως ο 2-ος «Ολυμπιόνικος» του Πινδάρου – για τον Θήρωνα του Ακράγαντα – αναφέρουν. Το γεγονός δε ότι τα Ορφικά επιστόμια χρυσά ελάσματα έχουν βρεθεί σε περιοχές που τις χωρίζουν αρκετά μεγάλες χιλιομετρικές αποστάσεις – για την εποχή που χρονολογούνται – καθώς και το γεγονός ότι νοηματικά και εννοιολογικά αν δεν ταυτίζονται είναι όμοια σε τεράστιο βαθμό, καταδεικνύει το γεγονός ότι όλα αυτά τα Ορφικά επιστόμια χρυσά ελάσματα αποτελούν ομάδες κειμένων μιας & μόνης θρησκευτικής παραδόσεως : της θρησκείας των Ελλήνων που η αρχαιότερη και ταυτόχρονα χρονολογικά κοντινότερη στον σύγχρονο άνθρωπο μορφή της έχει καταγραφεί από τον Ορφέα και επεξηγηθεί πλήρως από τους Πυθαγόρειους, τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους.
Γιατί όμως να θεωρεί κάποιος την Ορφική Θεογονία ή «Ιερή Πραγμάτευση» ή «Ιεροί Λόγοι εν Ραψωδίαις κδ’» ή «Ραψωδική Θεογονία», τα Ομηρικά έπη και τα την Ησιόδεια “Θεογονία” Ιερά βιβλία(ως νόημα) και τον ακρογωνιαίο λίθο της θρησκείας των Ελλήνων την μετά Κρητομυκηναϊκή χρονική περίοδο;
Η απάντηση έρχεται δια στόματος Πλάτωνος, ο οποίος στο έργο του «Τίμαιο, 40.d.6 – 41.a.3», λέγει περί των προαναφερόμενων θεολόγων & ποιητών και των έργων αυτών το εξής ένα :
«Ας πιστέψουμε λοιπόν εκείνους που μίλησαν για τους Θεούς στο παρελθόν και που, επειδή όπως έλεγαν ήταν απόγονοι Θεών, και επειδή ήξεραν ξεκάθαρα τους προγόνους τους. Γιατί είναι αδύνατον να απιστούμε σε τέκνα Θεών, έστω και αν όσα λένε στερούνται επαρκών αποδείξεων, αλλά, αφού μιλάνε για οικογενειακά τους θέματα, ας δεχτούμε αυτά που υποστηρίζουν, ότι δηλ. από τη Γη και τον Ουρανό γεννήθηκαν ο Ωκεανός και η Τηθύς, και από αυτούς ο Φόρκυς, ο Κρόνος, η Ρέα και αρκετοί άλλοι μαζί τους. Κι ότι από τον Κρόνο και τη Ρέα γεννήθηκαν ο Ζευς και η Ήρα και όλοι εκείνοι τους οποίους λέμε αδελφούς και απογόνους τους.»[11]
Σχολιάζοντας δε ο Πρόκλος το επίμαχο απόσπασμα από τον Πλατωνικό «Τίμαιο» λέγει πως :
«Αυτός που γνωρίζει τα πράγματα με μια απλή νόηση, ακόμα και στα ζητήματα που φαίνονται δυσδιάκριτα και δυσεπίλυτα, βρίσκει τον δρόμο της λύσης ανατρέχοντας στην θεία γνώση και στην ένθεση νόηση, μέσω της οποίας όλα γίνονται φανερά και γνωστά. Γιατί όλα υπάρχουν μέσα στους Θεούς και αυτό που έχει συμπεριλάβει από πριν τα πάντα μπορεί να συμπληρώσει και τα άλλα με τη γνώση του. Αυτό, λοιπόν που κάνει ο εδώ Τίμαιος, ανάγοντας μας στους θεολόγους και στη γένεση των θεών η οποία έχει εξυμνηθεί από εκείνους. Ποιοι είναι, λοιπόν, οι θεολόγοι και ποια είναι η γνώση τους ; Αυτοί, λοιπόν, είναι “απόγονοι Θεών” και “γνωρίζουν ξεκάθαρα τους προγόνους τους”. Είναι απόγονοι και τέκνα Θεών επειδή στην παρούσα ζωή τους σώζουν το είδος ζωής του προστάτη θεού τους. Γιατί οι απολλώνιακές ψυχές, όταν επιλέξουν ένα μαντικό ή τελεστικό τρόπο ζωής, αποκαλούνται παιδιά και απόγονοι του Απόλλωνα. Παιδιά του επειδή είναι ψυχές προσήκουσες με την συγκεκριμένη σειρά, και απόγονοι του επειδή εμφανίζουν απολλωνιακή και την παρούσα ζωή τους. Όλες, λοιπόν, οι ψυχές είναι παιδιά Θεών, αλλά δεν αναγνώρισαν όλες τον Θεό τους. Όσες, όμως, τον αναγνώρισαν και επέλεξαν την αντίστοιχη ζωή, αποκαλούνται παιδιά Θεών. Για αυτό και ο Πλάτων προσέθεσε το “όπως έλεγαν”. Γιατί οι ίδιες αποκαλύπτουν από ποια τάξη έχουν κατέβει, όπως η Σίβυλλα, η οποία άρχισε να λέει χρησμούς αμέσως μόλις γεννήθηκε ή ο Ηρακλής ο οποίος κατά την γέννηση εμφανίστηκε μαζί με τα δημιουργικά σύμβολα. Οι ψυχές αυτού του είδους επιστρέφουν στους προγόνους τους και πληρούνται από αυτούς με ένθεη νόηση. Η γνώσης τους είναι ενθουσιαστική, συνδέεται με τον θεό τους δια του θείου φωτός και βρίσκεται υπεράνω κάθε άλλη γνώσης που επιτυγχάνεται είτε μέσω πιθανών επιχειρημάτων είτε μέσω αποδείξεων. Γιατί η γνώση που προέρχεται από τα πιθανά επιχειρήματα ασχολείται με την φύση και με τις γενικές αρχές που υπάρχουν μέσα στα επιμέρους. Η γνώση που προέρχεται από τις αποδείξεις ασχολείται με την ασώματη ουσία και με τα αντικείμενα της επιστήμης. Μόνο η ένθεη γνώση ενώνεται με τους ίδιους τους θεούς.»[12]
Και συνεχίζει ο Πρόκλος :
«Αν κανείς, λοιπόν, εξετάσει με ακρίβεια τα λόγια του Πλάτωνα, θα μπορέσει να συμπεράνει πολλά, όπως για παράδειγμα ότι η ένθεη γνώση επιτυγχάνεται μέσω της εξομοίωσης με τους Θεούς (γιατί και ο ήλιος φανερώνεται μέσω του ηλιακού φωτός και το θείο φανερώνεται μέσω της θείας ελλάμψεως), ή ότι ο θείος νόμος καθόρισε τις θείες τάξεις, νόμος τον οποίο αποκαλύπτουν οι ένθεες νοήσεις των παλαιών και σύμφωνα με τον οποίο οι ψυχές που ενεργούν και δεν ενθουσιάζονται από το θείο πείθονται σε όσες ενθουσιάζονται από το θείο. Σε αυτόν τον νόμο υπάκουσε ο Πλάτωνας και είπε στο προοίμιο του “Τίμαιου” ότι θα επικαλεστεί τους θεούς και τις θεές προκειμένου να διευθετήσει όλες τις βασιλείες τις εν ουρανώ και τις υπό σελήνη σύμφωνα με τις πρώτες νοητικές αρχές, και προκειμένου όλες οι βασιλείες να υπάρχουν παντού με βάση την αναλογία και η τάξη των πραγμάτων να κατευθύνει τις δικές μας νοήσεις.[13] »
Μάλιστα ο Πρόκλος λέγει αφενός πως :
«Ολόκληρη η Θεολογία των Ελλήνων προέρχεται από την Ορφική μυσταγωγία, καθώς πρώτος ο Πυθαγόρας από τον Αγλαόφημο διδάχτηκε τα όργια (μυστήρια) των Θεών και δεύτερος ο Πλάτωνας[14] δέχτηκε την παντελή περί τούτων επιστήμη από τα πυθαγόρεια και τα ορφικά συγγράμματα. Στον “Φίληβο”, λοιπόν, ανάγοντας την περί των δυοειδών αρχών θεωρία στους Πυθαγορείους, τους αποκαλεί “συγκάτοικους των θεών” και αληθινά μακάριους. Πολλές, βέβαια, θαυμαστές σκέψεις για τους θεούς και ο Φιλόλαος ο Πυθαγόρειος κατέγραψε για εμάς, εξυμνώντας την κοινή πρόοδο τους στα όντα και την ξεχωριστή τους δημιουργική δράση. Στον “Τίμαιο” ο Πλάτων εξάλλου, επιχειρώντας να μιλήσει για τους υποσελήνιους Θεούς και για την διαβάθμιση μέσα σε αυτούς, καταφεύγει στους θεολόγους και τους αποκαλεί “παίδες Θεών” (“Τίμαιος, 40.e”) και τους θεωρεί πατέρες της αλήθειας για τους θεούς και, τέλος, σύμφωνα με την πρόοδο των νοητικών βασιλέων, όπως εμφανίζεται στους θεολόγους, και των υποσελήνιων θεών, μας παραδίδει και τις διακοσμήσεις (=Κόσμους) που προέρχονται από τα καθολικά. Και πάλι στον “Κρατύλο”… για τη σειρά των θείων διακόσμων (Κόσμων), ενώ στον “Γοργία” τον Όμηρο για την τριαδική υπόσταση των δημιουργικών μονάδων. Και παντού, για να μιλήσω γενικά, ακολουθώντας τις αρχές των θεολόγων αναπτύσσει τους συλλογισμούς του για τους Θεούς, αφαιρώντας το τραγικό στοιχείο από τη μυθολογία και θέτοντας τις αρχικές υποθέσεις ως κοινές με αυτούς».[15]
Αφετέρου ότι:
«ο Τίμαιος, επειδή είναι πυθαγόρειος, ακολουθεί τις αρχές των πυθαγορείων. Γιατί όσα έχει παραδώσει ο Ορφέας με μυστικό τρόπο και μέσω απόρρητων λόγων, αυτά ο Πυθαγόρας τα έμαθε αφού μυήθηκε στα Λίβηθρα της Θράκης από τον τελεστή Αγλαόφημο, ο οποίος του μετάδωσε τη σοφία που σχετικά με τους θεούς διδάχτηκε ο Ορφέας από τη μητέρα του, την Καλλιόπη. Γιατί αυτά τα λέει ο ίδιος ο Πυθαγόρας στον “Ιερό Λόγο”. Ποιες, είναι, λοιπόν, οι “ορφικές παραδόσεις” (βλ. Ορφικό απ. Νο.85), εφόσον πιστεύουμε ότι πρέπει σε αυτές να αναγάγουμε τη διδασκαλία του Τίμαιου σχετικά με τους Θεούς; Ο Ορφέας έχει παραδώσει ότι υπάρχουν βασιλείς των Θεών, οι οποίοι “κατὰ τὸν τέλειον ἀριθμὸν” εποπτεύουν τα πάντα : ο Φάνης, η Νύχτα, ο Ουρανός, ο Κρόνος, ο Ζευς και ο Διόνυσος. Γιατί πρώτος ο Φάνης κατασκευάζει το σκήπτρο : “καὶ πρῶτος βασίλευσε περικλυτὸς Ἠρικεπαῖος”. Δεύτερη η Νυξ, “δεξαμένη παρὰ τοῦ πατρός” το σκήπτρο, τρίτος ο “Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτός”, τέταρτος ο Κρόνος, “βιασάμενος”, όπως λένε, τον πατέρα του, πέμπτος ο Ζευς, [επί]”κρατήσας τοῦ πατρός”, και μετά από αυτόν ο Διόνυσος. Όλοι αυτοί, λοιπόν, οι βασιλείς ξεκίνησαν από ψηλά, από τους νοητικούς και νοητούς θεούς, και προχωρούν μέσω των μεσαίων τάξεων μέχρι τον ορατό Κόσμο, προκειμένου να ταχτοποιήσουν και όσα βρίσκονται εδώ κάτω. Γιατί ο Φάνης δεν υπάρχει μόνο μέσα στους νοητούς θεούς αλλά και στους νοητικούς, δηλαδή στην δημιουργική βαθμίδα [Πλατωνικό «υπόδειγμα»], και στους υπερκόσμιους και στους εγκόσμιους, και το ίδιο η Νυξ και ο Ουρανός. Γιατί οι ιδιότητές τους απλώνονται σε όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες. Και μήπως ο ίδιος μέγιστος Κρόνος δεν έχει τοποθετηθεί πριν από τον Ζευς και μετά την Δίιον βασιλεία, αφού “μετὰ τῶν ἄλλων Τιτάνων τὴν Διονυσιακὴν μερίζων δημιουργίαν”, και άλλος είναι μέσα στον ουρανό, άλλος “ἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην”, άλλος μέσα στην σφαίρα των απλανών, άλλος μέσα στις σφαίρες των πλανητών, και το ίδιο και ο Ζευς και ο Διόνυσος! Αυτά, λοιπόν έχουν δηλωθεί ρητώς από τους παλαιούς».[16]
Μάλιστα ο Πρόκλος τονίζει αφενός πως:
«Είναι, μάλιστα, Πυθαγόρεια πράξη το να ακολουθεί κανείς τις ορφικές γενεαλογίες. Γιατί η γνώση που αφορά τους θεούς, ξεκίνησε αρχικά από την ορφική παράδοση και μέσω του Πυθαγόρα έφτασε στους Έλληνες, όπως λέει ο ίδιος ο Πυθαγόρας στον “Ιερό λόγο”.»[17]
Αφετέρου ότι :
«εάν ήθελε κάποιος να μάθει από πού παρέλαβαν την τόσο μεγάλη ευσέβεια οι άνδρες αυτοί (οι Πυθαγόρειοι), πρέπει να λεχθεί ότι το εναργές υπόδειγμα της περί τους αριθμούς Πυθαγορικής Θεολογίας βρισκόταν στα Ορφικά. Καθόλου, λοιπόν, δεν είναι αναμφίβολο το ότι ο Πυθαγόρας έλαβε αφορμή από τον Ορφέα να συντάξει τον λόγο περί των Θεών, τον οποίον και για τον λόγο αυτόν τον επέγραψε ”Ιερό λόγο”, επειδή είναι απανθισμένος από τον μυστικότατο Ορφικό τόπο. Ο “Ιερός λόγος” είτε είναι πραγματικό σύγγραμμα του ανδρός, όπως πολλοί παραδέχονται, είτε του Τηλαύγους, όπως μερικοί μαθητές του διδασκαλείου, ελλόγιμοι και αξιόπιστοι, διαβεβαιώνουν στηριζόμενοι στα υπομνήματα, τα οποία κατέλειπε ο ίδιος ο Πυθαγόρας στην Δαμώ τη θυγατέρα του, αδελφή του Τηλαύγους. Αυτά βέβαια αναφέρουν ότι δόθηκε μετά τον θάνατό της Δαμούς στην Βιτάλη την θυγατέρα της και στον Τηλαύγη, ενηλικιωθέντα, γιο μεν του Πυθαγόρα και σύζυγο της Βιτάλης. Γιατί όταν ο Πυθαγόρας πέθανε, ο Τηλαύγης πολύ νέος, είχε απομείνει στην Θεανώ την μητέρα του. Δηλούται, λοιπόν, δια του “Ιερού Λόγου” τούτου (ή “περί Θεών λόγος”, διότι επιγράφεται και με τους δυο τίτλους), και ποιος ήταν εκείνος, ο οποίος είχε παραδώσει στον Πυθαγόρα αυτόν τον “Περί Θεών λόγο”. Λέει, λοιπόν, “Ούτος είναι ο λόγος περί Θεών, τον οποίο εγώ ο Πυθαγόρας, υιός του Μνησάρχου, έμαθα καλά οργιασθείς στους Λιβήθρους των Θρακίων από τον τελεστή Αγλαόφημο, που μου μετάδωσε, ότι ο Ορφέας, ο υιός της Καλλιόπης, νουθετηθείς από την μητέρα του στο Παγγαίο όρος, είπε ότι ο αριθμός είναι αΐδιος ουσία, αρχή προνοούσα γα όλον τον ουρανό και την γη και την ενδιάμεση φύση, ακόμη δε και ρίζα σταθερή των θείων ανθρώπων και των θεών και των δαιμόνων”. Από αυτά, λοιπόν, έχει γίνει φανερό ότι ο Πυθαγόρας παρέλαβε τον αριθμό ως καθορισμένη ουσία των θεών από τους Ορφικούς. Έκανε δε δια μέσου των ίδιων των αριθμών θαυμαστή πρόγνωση και λατρεία των θεών. Θα αποκτούσε δε κανείς γνώση τούτου και από το εξής : Από το ότι δηλαδή πρέπει να παρουσιάσει κανείς και κάποιο για να γίνουν πιστευτά και τα λεγόμενά του. Επειδή ο Άβαρις βρισκόταν ασχολούμενος με τα συνήθη για αυτόν ιερουργήματα, μάθαινε μέσω των θυσιαζόμενων ζώων την καλλιεργούμενη σε κάθε βαρβαρικό γένος πρόγνωση, προπαντός δε μέσω των ορνιθίων (γιατί τα σπλάχνα των ορνίθιων τα θεωρούν καταλληλότερα για την διάγνωση). Επειδή ο Πυθαγόρας ήθελε να μην αφαιρέσει από αυτόν την μελέτη για το αληθές, επιθυμούσε δε να παράσχει κάποιον ασφαλέστερο και δίχως αίμα και σφαγή τρόπο και, εξάλλου, θεωρούσε ότι ο πετεινός είναι ιερό πτηνό του Ήλιου, δίδαξε σε αυτόν το λεγόμενο “παναληθές” που ήταν συντεταγμένο δια αριθμητικής επιστήμης.»[18]
Πιο ειδικά λέγει πως :
«ο Πυθαγόρας έγινε ζηλωτής της του Ορφέως ερμηνείας και διαθέσεως και τιμούσε παραπλήσια με τον Ορφέα τους θεούς, που απεικονίζονται στα μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα και παρουσιάζονται όχι με τις δικές μας μορφές, αλλά όπως ακριβώς τα θεία δημιουργήματα. Οι Θεοί περιβάλλουν τα πάντα και προνοούν για όλα και έχουν την φύση και την μορφή όμοια με το παν. Διακήρυξε δε αυτός τους καθαρμούς και τις λεγόμενες τελετές, που έχουν την ακριβέστατη γνώση περί Θεών.»[19]
Ο Πρόκλος βέβαια δεν θεωρεί ότι ο Πυθαγόρας είναι ο μόνος σειριακά αποδέκτης της πανάρχαιας των Ελλήνων μυήσεως/θεολογίας, της ορφικής μύησης/θεολογίας, αλλά λέγει ότι πέρασε η πανάρχαια περί τα θεία και τους Θεούς γνώση σειριακά από τους μεν στους δε :
Ορφέας(Ορφικοί) -> Πυθαγόρας(Πυθαγόρειοι) -> Πλάτων(Ακαδημία) -> πλατωνικοί(σχολές).
Δίνει δηλαδή ένα θρησκευτικού τύπου γενεαλογικό «δένδρο«, με πολλά κλωνάρια – επί της ουσίας δηλώνει ότι μέσα στους αιώνες υπάρχει συνέχεια της θρησκείας και Ευσέβειας των Ελλήνων και ότι δεν έχει χαθεί! (για τουλάχιστον 3.000+ έτη συμβατικής ιστορίας, άλλωστε η Ορφική παράδοση ανάγεται στο 1.100 π.κ.ε. σύμφωνα με τα μεγαλιθικά & τις βραχογραφίες του χωριού Ρούσα της Θράκης (ύψωμα Χίλλια) και ο Πρόκλος διατέλεσε σχολάρχης της Πλατωνική Ακαδημίας κατά τα έτη 450 – 485 μ.Χ.).
Ο Πρόκλος στην ουσία λέγει πως :
Ελλήνων Μυθολογία (Ορφική, Ομηρική & Ησιόδεια) = Ελλήνων Θεολογία = Ελλήνων Θρησκεία = Πυθαγόρεια/Πλατωνική/νεοπλατωνική Φιλοσοφία!
Μάλιστα – κατά πως λέγεται στα «Ανώνυμα προλεγόμενα στην Πλατωνική Φιλοσοφία, 6.7 – 6.22»:
«Και μετά το θάνατό του [του Πλάτωνος] δύναται κάποιος να καταλάβει τη θεϊκότητά του. Κάποια γυναίκα, λοιπόν, πήγε να πάρει χρησμό αν πρέπει τη στήλη του να την κοσμήσει με αγάλματα Θεών. Ο Θεός, λοιπόν, έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: “Τον Πλάτωνα που οδηγεί μία ισόθεη δόξα να τιμήσεις είναι καλό χάρη θα ανταποδώσει από των Μακάρων τον τόπο, που ζει ανάμεσά τους”. Άλλος πάλι χρησμός δόθηκε, ότι θα γεννηθούν δύο παιδιά, ο Ασκληπιός από τον Απόλλωνα και ο Πλάτων από τον Αρίστωνα. Ο ένας να είναι ιατρός των σωμάτων, και των ψυχών ο άλλος. Και οι Αθηναίοι την ημέρα των γενεθλίων του εόρταζαν λέγοντας τραγουδιστά: “την ημέρα εκείνη οι Θεοί έδωσαν τον Πλάτωνα στους ανθρώπους”. Υπερείχε δε τόσο ο Πλάτων του Πυθαγόρα, που ο μεν Πυθαγόρας πήγε στην Περσία για να μετάσχει της των Μάγων σοφίας, οι δε Πέρσες Μάγοι ήρθαν στην Αθήνα για να μετάσχουν στην του Πλάτωνος Φιλοσοφία».[20]
«Και μετά το θάνατό του [του Πλάτωνος] δύναται κάποιος να καταλάβει τη θεϊκότητά του. Κάποια γυναίκα, λοιπόν, πήγε να πάρει χρησμό αν πρέπει τη στήλη του να την κοσμήσει με αγάλματα Θεών. Ο Θεός, λοιπόν, έδωσε τον ακόλουθο χρησμό: “Τον Πλάτωνα που οδηγεί μία ισόθεη δόξα να τιμήσεις είναι καλό χάρη θα ανταποδώσει από των Μακάρων τον τόπο, που ζει ανάμεσά τους”. Άλλος πάλι χρησμός δόθηκε, ότι θα γεννηθούν δύο παιδιά, ο Ασκληπιός από τον Απόλλωνα και ο Πλάτων από τον Αρίστωνα. Ο ένας να είναι ιατρός των σωμάτων, και των ψυχών ο άλλος. Και οι Αθηναίοι την ημέρα των γενεθλίων του εόρταζαν λέγοντας τραγουδιστά: “την ημέρα εκείνη οι Θεοί έδωσαν τον Πλάτωνα στους ανθρώπους”. Υπερείχε δε τόσο ο Πλάτων του Πυθαγόρα, που ο μεν Πυθαγόρας πήγε στην Περσία για να μετάσχει της των Μάγων σοφίας, οι δε Πέρσες Μάγοι ήρθαν στην Αθήνα για να μετάσχουν στην του Πλάτωνος Φιλοσοφία».[20]
Η μέθοδος μάλιστα που ακολούθησε η Πλατωνική Ακαδημία ήταν η συγκέντρωση και η ενοποίηση σε μια ολότητα όλα τα επί μέρους “κλαδιά” του προαναφερόμενου αυτού θρησκευτικού τύπου γενεαλογικού δένδρου. Ένωσε σε μία ενοειδή θρησκεία την πανάρχαια Ορφική θεολογία με την μόνη και ταυτόχρονα πληρέστερη εξήγηση της αυτής θεολογίας : την Πυθαγόρεια και Πλατωνική φιλοσοφία : εξήγησε την πανάρχαια Ορφική Θεολογία διεξοδικά. Αυτή η μέθοδος ιδρύθηκε στην αθηναϊκή σχολή από τον Πλούταρχο τον Αθηναίο, όταν αυτός διατελούσε σχολάρχης της Πλατωνικής Ακαδημίας, και συνεχίστηκε από τον Συριανό και τον Ιεροκλή που υπήρξε μαθητής του Συριανού. Ο Συριανός, στο έργο του ”Συμφωνία Ορφέως, Πυθαγόρα, και Πλάτωνος Λόγια βιβλία ι’”, όπως και ο Ιεροκλής, στο “Περί Πρόνοιας”[21], απέδειξε την θεολογική ταύτιση της πανάρχαιας Θεολογίας του Ορφέα, τόσο με την του Πυθαγόρα και Πλάτωνα Φιλοσοφία και Θεολογία όσο και με τους Χαλδαϊκούς “Χρησμούς”.
Με όλα αυτά τα έργα τους οι πλατωνικοί φιλόσοφοι και θεουργοί – οι Ιεροκλής, Πρόκλος και πριν από αυτούς ο Συριανός, και μετά από αυτούς οι διάδοχοί τους – ακολούθησαν τα βήματα του Ιάμβλιχου – με το έργο του “Περί Μυστηρίων” – και του Πλωτίνου – με το έργο του «Ενεάδες» – σε μία προσπάθεια αναγωγής σε ιερά νοήματα(κείμενα) τόσο την θρησκευτική παράδοση των Ελλήνων – όπως αυτή αποτελείται αφενός από τα Ορφικά κείμενα, την ένθεη ποίηση του Ομήρου, του Ησιόδου και τις τραγωδίες, αφετέρου από τις θεολογικές εξηγήσεις και αναλύσεις της αυτής Θεολογίας και ένθεης ποιήσεως εκ μέρους του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα και των Πλατωνικών/νεοπλατωνικών φιλοσόφων και θεουργών – όσο και την θρησκευτική παράδοση των Αιγυπτιακών και των Ασσυριακών/Χαλδαϊκών “Χρησμών”, ως εκφράσεις όλες τους της μίας και αυτής σύμφυτης στην ουσία των ψυχών γνώσης περί Θεών και Κόσμου και ως εκ τούτου της μιας, ενιαίας και παγκόσμιας ένθεης θρησκευτικής παραδόσεως, της μιας ενιαίας σοφίας και επιστήμης περί Θεών που στους Έλληνες η χρονολογικά κοντινότερη στην σύγχρονη εν τη γενέσει ανθρωπότητα μορφή της έχει καταγραφεί από τον θράκα θεολόγο Ορφέα και επεξηγηθεί από τους Πυθαγορείους, τον Πλάτωνα και τους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους!
Δηλαδή οι Πλατωνικοί Φιλόσοφοι & θεουργοί έδειξαν & εξήγησαν πλήρως ότι: Πανελλήνια(Ορφική) θεολογία = Πυθαγόρεια & Πλατωνική Θεολογία & Φιλοσοφία = Αιγυπτιακή Θεολογία = Χαλδαϊκά Χρησμοί.
Δηλαδή:
- η του Πλάτωνα φιλοσοφία αναφέρεται στην ιεράρχηση, στους Κόσμους και στις τάξεις των όντως Όντων και των Θεών/Ενάδων/Αγαθοτήτων.
- Οι Ορφικοί, Ομηρικοί & Ησιόδειοι Μύθοι αναφέρονται σε Θεούς συγκεκριμένα και επί του ειδικού, πολλές φορές δε αναφέρονται στον νου του εκάστοτε Θεού, δηλαδή στην οντική “πλευρά” του Θεού.
Τουτέστιν στο σύνολό τους – η Φιλοσοφική & Θεολογική θεωρία του Πλάτωνα και οι αναλύσεις των μέγιστων “πλατωνικών” φιλοσόφων – δομούν και αποτελούν το “παρὰ τοῖς ἀρχαίοις Ἔλλησιν Θεραπεύειν” τους Θεούς και τα πανίερα Μυστήριά του κατά την μετά Κρητομυκηναϊκή χρονική εποχή! Ο Πρόκλος μάλιστα χώρισε τα συγγράμματα των παλαιών σε 4-εις ομάδες, ανάλογα με τον τρόπο έκφρασης του : Παρόμοια με τους 4 τρόπους, τον συμβολικό των Ορφικών, στον με εικόνες των Πυθαγορείων, στον επιστημονικό του Πλάτωνα και στον ιερατικό των Χαλδαίων.
Άλλωστε – κατά πως λέγει ο Πρόκλος – αφενός :
«είναι δυνατόν κανείς να εκφράσει τα θεία με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο. Οι Φοιβόληπτοι ποιητές μέσω των μυθικών ονομάτων και ερμηνείας πλουσιότερης. Όσοι απέχουν από τη μυθική δραματοποίηση, αλλά κατά τα άλλα με ένθεη γλώσσα μιλούν, μέσω των ιεροπρεπών ονομάτων και του υψηλού ύφους. Όσοι έχουν την πρόθεση να τα περιγράψουν με εικόνες, μέσω των μαθηματικών ονομάτων που χρησιμοποιούνται στην αριθμητική ή στη γεωμετρία. Από όλα αυτά, λοιπόν, έχει διαφοροποιηθεί εντελώς η περιγραφή των θείων μέσω των διαλεκτικών ονομάτων, η οποία ταιριάζει κυρίως στα μέλη του Ελεατικού διδασκαλείου. Από τους άλλους τρόπους, ένας είναι χαρακτηριστικός των Πυθαγορείων, όπως δηλώνει ο Φιλόλαος ο οποίος περιέγραψε μέσω των αριθμών τις υπάρξεις και τις προόδους των θεών.»[22]
Αφετέρου :
«Άλλος τρόπος είναι χαρακτηριστικός των ιερέων ο οποίοι έχουν παρουσιάσει τα ονόματα των θεών σύμφωνα με την μυστική τους διδασκαλία, όπως αυτά που έχουν περιγραφεί από τους Ασσύριους, οι Ζώνες και οι Άζωνοι, οι Πηγές, οι Αμείλικτοι και οι Συνοχείς, μέσω των οποίων εκείνοι περιγράφουν τις τάξεις των θεών. Άλλος τρόπος είναι χαρακτηριστικός της Ελληνικής θεολογίας που αποδίδει τις ονομασίες Κρόνος, Ζευς, Ουρανός, Νύχτα, Κύκλωπες και Εκατόγχειρες στις κορυφαίες αρχές των πάντων. Η διαλεκτική εξήγηση των θείων, που ήταν υφήγηση του Πλάτωνα, αντί για όλα αυτά χρησιμοποιεί, τα διαλεκτικά ονόματα, το “Ένα” και το “ΟΝ”, το “όλον” και τα “μέρη”, το “ίδιο” και το “έτερο”, το “όμοιο” και το “ανόμοιο”. Με αυτά, λοιπόν, ασχολείται ιδιαιτέρως η διαλεκτική και τα χρησιμοποιεί για την ερμηνεία των θείων.»[23]
Eξ ου και:
«όσοι μιλούν δια τα θεία με ενδείξεις, μιλούν ή συμβολικά και μυθικά ή με εικόνες, ενώ όσοι απροκάλυπτα απαγγέλουν τις διανοήσεις τους, άλλοι με βάση την επιστήμη και άλλοι με βάση τη εκ των Θεών επίπνοια αναπτύσσουν τους λόγους τους. Ο τρόπος που επιθυμεί με σύμβολα να δηλώνει τα θεία είναι Ορφικός και γενικά οικείος σε όσους γράφουν τις μυθολογίες για τους θεούς. Ο τρόπος με εικόνες είναι πυθαγόρειος, επειδή από τους Πυθαγόρειους έχουν εφευρεθεί τα μαθηματικά για την ανάμνηση των θείων μέσω αυτών, επιχειρούν με αυτά ως εικόνες να μεταβούν σε εκείνα. Γιατί και τους αριθμούς και τα σχήματα τα ανήγαγαν στους θεούς, όπως λένε αυτοί που επιδιώκουν να γράψουν την ιστορία τους. Ένας άλλος τρόπος, ο “ἐνθεαστικῶς μὲν αὐτὴν καθ᾽ ἑαυτὴν ἐκφαίνων τὴν περὶ θεῶν ἀλήθειαν”, εμφανίζεται κυρίως στις ανώτερες βαθμίδες μυσταγωγών. Γιατί δεν θεωρούν αυτοί άξιο μέσα από κάποια παραπετάσματα βέβαια να παρουσιάσουν στους μαθητές τους τις θεϊκές βαθμίδες και τις ιδιότητες τους, αλλά αναγγέλλουν τις δυνάμεις και τους αριθμούς που βρίσκονται μέσα στους θεούς, κινούμενοι από τους ίδιους τους θεούς. Ο τρόπος εξάλλου που βασίζεται στην επιστήμη είναι ιδιαίτερος της πλατωνικής φιλοσοφίας. Γιατί και την βαθμιαία πρόοδο των θεϊκών γενών και την μεταξύ τους διαφορά και τις κοινές ιδιότητες όλων των διάκοσμων και τις ξεχωριστές καθενός μόνο ο Πλάτων από όσους εμείς γνωρίζουμε, επιχείρησε και να διακρίνει και να τακτοποιήσει.»[24]
Εξ ου και οι παλαιοί Έλληνες τιμούσαν και θεράπευαν τους Θεούς μέσω και των παραδόσεων άλλων λαών. Επί παραδείγματι ο Πυθαγόρας, ο Πλωτίνος, ο τελευταίος νόμιμος Ιεροφάντης του Ελευσίνιου ναού Νεστόριος ο Ευμολπίδης, ο Ιάμβλιχος, ο Συριανός, ο Πλούταρχος ο Αθηναίος (ο νεότερος), η Ασκληπιγένια – κόρη του Πλουτάρχου του Αθηναίου – και κυρίως ο Πρόκλος (ο σχολάρχης της Πλατωνικής Ακαδημίας και τελευταίος Δαδούχος & Ιεροφάντης των Ελλήνων) που ως ψυχή άνηκε στην Ερμαϊκή βαθμίδα και μπορούσε να απλώνει τα φτερά του νου του και να σηκώνεται προς τον πυρσοέλικτο αιθέρα και αντηχούσαν οι πολύαστροι κύκλοι της αθάνατης ψυχής του Κόσμου, όχι μόνον συνέγραψε όπως και ο δάσκαλός του Συριανός, κείμενο περί θεολογικής ταυτίσεως Χαλδαϊκών Χρησμών, Ορφέως και Πλάτωνος αλλά όπως λέγει ο βιογράφος, μαθητής του και σχολάρχης της Πλατωνικής ακαδημίας Μαρίνος Νεαπόλεως, αναφέρει:
«Τις καστείες τις οποίες πραγματοποιούσαν προς τη Μητέρα των Θεών οι Ρωμαίοι και πρότερα οι Φρύγες, τις τηρούσε και τις δυσοίωνες μέρες για τους Αιγύπτιους τις πρόσεχε περισσότερο και από εκείνους τους ίδιους, και νήστευε κάποιες προσωπικές ημέρες εξ επιφανείας. Γιατί την τελευταία ημέρα κάθε μήνα ούτε κάν προδειπνούσε, όπως ακριβώς και την πρώτη ημέρα κάθε μήνα την εόρταζε με λαμπρότητα και ιερότητα, και για τις σημαντικές για όλους, για να το πούμε έτσι, κατά τα πάτρια έκαστου εορτές ενθέσμως δρούσε, και δεν χρησιμοποιούσε όπως άλλοι, ως πρόφαση για κάποια ανάπαυλα ή και για κάποια κατάχρηση του σώματος, αλλά για εντυχίες μέσα στην νύχτα και ύμνους και τα παρόμοια. Το φανερώνει και η πραγματεία με τους ύμνους του, η οποία περιέχει εγκώμια όχι μόνον των τιμηθέντων Θεών παρά των Ελλήνων, αλλά εξυμνεί και τον Μάρνα τον Γαζαίο και τον Ασκληπιό τον Λεοντούχο, τον Ασκαλωνίτη και τον Θυανδρίτη, έναν άλλο πολυτιμημένο από τους Άραβες Θεό, και την Ίσιδα που ακόμα λατρεύεται στις Φίλες, και γενικά όλους τους άλλους. Γιατί είχε πολύ πρόχειρο και πάντοτε έλεγε ο θεοσεβέστατος άνδρας πως ο φιλόσοφος δεν πρέπει να είναι θεραπευτής μόνο μίας πόλεως ούτε των πάτριων μερικών, αλλά ιερέας από κοινού όλου του κόσμου Ιεροφάντης.»
Και εδώ θα φέρουμε ένα ακόμη παράδειγμα, από αρκετά παλιότερη εποχή ώστε να αποδείξουμε τα λεγόμενά μας, από την Μινωική εποχή και συγκεκριμένα την Αγία Τριάδα Μεσσαράς Ηρκλείου κατά την Νεοανακτορική περίοδο (Μεσο-Μινωική περίοδος, 1800-1700 π.Χ.)
Η Αγία Τριάδα υπήρξε αναμφίβολα διοικητικό κέντρο ενταγμένο στο ανακτορικό διοικητικό δίκτυο, η εκεί έπαυλη που κτίστηκε κατά τη ΜΜ ΙΙΙ και τροποποιήθηκε κατά την ΥΜ ΙΑ υιοθετώντας πολλά κνωσιακά στοιχεία. Το νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας βρίσκεται στο δυτικό άκρο του λόφου όπου βρίσκεται το ανάκτορο της Φαιστού, 100 μ. ΒΑ της νέο-ανακτορικής έπαυλης της Αγίας Τριάδας. Η χρήση του φαίνεται πως καλύπτει σχεδόν όλη τη μινωική εποχή. Απέχει περίπου 2 χμ. από το ανάκτορο της Φαιστού και ενδέχεται να χρησίμευσε ως νεκροταφείο και των δυο οικισμών. Επίσης σε συγκεκριμένες περιόδους, λειτουργούσε ως τελετουργικό κέντρο. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τη χρήση του από δυο σημαντικά κέντρα, δικαιολογεί τη μακρότατη χρήση του. Αν και δεν έχει ολοκληρωθεί η ανασκαφή του, μέχρι στιγμής περιλαμβάνει κατάλοιπα πέντε τουλάχιστον τάφων και ταφικών κτηρίων. Τα πρωιμότερα από αυτά είναι δυο κυκλικοί/θολωτοί τάφοι, που βρίσκονται στους πρόποδες του λόφου προς τα βόρεια. Πρόκειται για τους Θολωτούς τάφους Α’ και Β’, που φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν στην ΠΜ II, ενώ στο τέλος της Προ-ανακτορικής περιόδου σειρά προθαλάμων προστέθηκε στη ΝΑ τους πλευρά. Την ίδια περίοδο ένας περίβολος μήκους 13.65μ. προστέθηκε στη Δ πλευρά του Θολωτού τάφου Α’. Τόσο οι κυκλικοί τάφοι, όσο και ο τοίχος συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και κατά την Παλαιο-ανακτορική περίοδο. Νότια του θολωτού Α’, σε ψηλότερο σημείο στην πλαγιά του λόφου, βρίσκεται το Νότιο Κτίριο που κατασκευάστηκε στη MM ΙΑ περίοδο, ενώ νότια του θολωτού Β’, στο ψηλότερο σημείο του νεκροταφείου, βρίσκεται ο τάφος 5 που φαίνεται ότι κατασκευάστηκε στη Νέο-ανακτορική περίοδο. Ανάμεσα σε αυτόν και στο Θολωτό Β’, βρίσκεται ο τάφος-οικία (τάφος 4) της ΥΜ IIIA που περιείχε την περίφημη σαρκοφάγο της Αγίας Τριάδας.[25]
Το παλαιό νεκροταφείο στην Αγία Τριάδα φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε κι αυτό επιλεκτικά κατά τα νέο-ανακτορικά χρόνια, ίσως από την εκεί διαμένουσα αριστοκρατική ομάδα, ίσως όμως και από εκείνη της γειτονικής Φαιστού. Ταφές φαίνεται πως έγιναν μόνο στο κτήριο 5, καθώς και μια μεμονωμένη ταφή σε πρόσκτισμα του θολωτού Β’. Το κτίριο 5 είναι ένα κτίριο επίσης με έντονα χαρακτηριστικά ταφικής λατρείας. [26]
Ο οικιόσχημος Τάφος 4 ή, όπως είναι γνωστός, «Τάφος της Γραπτής Σαρκοφάγου» στην Αγία Τριάδα, που είναι κατασκευασμένη αρχές της ΥΜ ΙΙΙΑ2[27] είναι μα υπέργεια κατασκευή, τετράγωνης κάτοψης, με έκκεντρη θύρα στη ΒΑ της πλευρά. Οι τοίχοι της κατασκευής είναι ιδιαίτερα παχύς (3,85 Χ 4,10 μ.), κατάλληλοι να αντέξουν το βάρος ενός υπερκείμενου ορόφου, ενώ ο εσωτερικός ωφέλιμος χώρος σχετικά μικρός (1,95 Χ 2,39 μ.). Το δάπεδο είχε διαμορφωθεί πάνω στο φυσικό βράχο. Κατά την ανασκαφή, είχε παρατηρηθεί πως στην ανώτερη επιφάνεια των τοίχων είχε διαμορφωθεί περιχείλωμα, προφανώς για τη στήριξη ξύλινων δοκών, γεγονός που, από τη βέβαιη στέγαση του χώρου με δώμα, καθιστά πιθανή την ύπαρξη ανωδομής από ελαφρά υλικά, πιθανότατα ωμοπλίνθους. Έχει διατυπωθεί άλλωστε η άποψη πως το κτήριο που αναπαριστάται στη λήκυθο-σαρκοφάγο απεικονίζει τον ίδιο τον τάφο που την περιείχε. Στο εσωτερικό του τάφου είχαν τοποθετηθεί δυο σαρκοφάγοι. Η πρώτη, πήλινη, είχε τοποθετηθεί σε λαξευμένο στο δάπεδο λάκκο, που είχε ανοιχτεί ακριβώς απέναντι από τη θύρα. Ο ανασκαφέας πίστευε πως είχε χρησιμοποιηθεί ως οστεοθήκη. Αν και δεν υφίσταται οστεολογικό υλικό που να τεκμηριώνει μια τέτοια υπόθεση, το γεγονός πως ήταν τοποθετημένες σε ρηχό λάκκο, από τον οποίο και εξείχε το σαμαρωτό πώμα της σαρκοφάγου, ίσως αποτελεί ένδειξη για μια τέτοια ερμηνεία. Η δεύτερη σαρκοφάγος, λίθινη, επιχρισμένη με λευκό κονίαμα και διακοσμημένη με γραπτές παραστάσεις, είχε τοποθετηθεί επί του δαπέδου, σε παράλληλη διάταξη με το λάκκο και είναι αυτή στην οποία ο τάφος οφείλει το όνομά του. Η σαρκοφάγος περιείχε τμήματα από 2 κρανία.[28]
Ο La Rosa (2000) θεωρεί πως o νεκρός της λίθινης σαρκοφάγου είχε δεχτεί ως δώρο από τη βασίλισσα Tiyi (ή Taia, Tiy, Tiye) τον από στεατίτη σκαραβαίο μαζί με την δέλτο της – που τοποθετήθηκε στο γειτονικό Τάφο 5, στον «τάφο των χρυσών αντικειμένων». [29]
Σχετικά με τη χρονολόγηση του αντικειμένου βλ. Soles 1992, 124. Oι Platon – Pini 1984 την αναφέρουν ως ελεφάντινη κομβιόσχημη με 6 αιγυπτιακά ιερογλυφικά.
Η ύπαρξη αυτών των Αιγυπτιακών δώρων στον «τάφο των χρυσών αντικειμένων» της Αγίας Τριάδας Μεσαράς Ηρακλείου – εκ μέρους της Αιγύπτιας βασίλισσας Tiyi – εξηγεί ποιας καταγωγής είναι οι ερυθρού χρώματος δέρματος άνθρωποι (μουσικοί και ιερείς) που αναπαρίστανται επί της γραπτής σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας να παίρνουν μέρος στην λατρεία των Θεών και των νεκρών μαζί με τους Κρήτες ιερείς και ιέρειες!
Μάλιστα ο Ιάμβλιχος στο «Περί Μυστηρίων» έργο του, απαντώντας στην ερώτηση του Πορφύριου περί της προτιμήσεως τόσο των άφθεγκτων όσο και των βάρβαρων ονομάτων των θεών, λέγει πως:
«Υπάρχει για αυτό μυστικός λόγος. Επειδή, δηλαδή, οι Θεοί υπέδειξαν ότι η διάλεκτος των ιερών εθνών, όπως των Ασσυρίων και των Αιγυπτίων, είναι ιεροπρεπής, για αυτό θεωρούμε ότι τις λεκτικές επαφές πρέπει να τις επιδιώκουμε στην συγγενική με τους Θεούς γλώσσα. Και επειδή αυτός ο τρόπος της ομιλίας είναι πρωταρχικός και παλαιότερος, και κυρίως επειδή όσοι έμαθαν τα πρώτα ονόματα των Θεών μας τα έχουν παραδώσει αφού τα ανέμιξαν με την δική τους γλώσσα, με την ιδέα ότι είναι αυτή οικεία και κατάλληλη για τα ονόματα, για αυτό διατηρούμε εδώ πάντα αμετάβλητο τον νόμο της παράδοσης. Γιατί, αν κάτι άλλο ταιριάζει στους Θεούς, σίγουρα το αιώνιο και αμετάβλητο είναι συγγενικό με αυτούς.»[30]
Και συνεχίζει – πιο κάτω – ο Ιάμβλιχος λέγοντας στον Πορφύριο:
«δικαιολογημένα έχει προτιμηθεί η γλώσσα των ιερών εθνών αντί αυτών των άλλων ανθρώπων. Γιατί τα ονόματα δεν διατηρούν σε κάθε περίπτωση το ίδιο νόημα, όταν μεταφράζονται, αλλά υπάρχουν κάποιοι ιδιωματισμοί σε κάθε έθνος, οι οποίοι δεν μπορούν να δηλωθούν σε άλλο έθνος μέσω της ομιλίας. Έπειτα, ακόμα και αν είναι δυνατόν να τα μεθερμηνεύσουμε, ωστόσο δεν διατηρούν την ίδια δύναμη. Τα βαρβαρικά, μάλιστα, ονόματα έχουν πολλή έμφαση και πολλή συντομία, και μετέχουν λιγότερο στην αμφιβολία, στην ποικιλία και στο πλήθος των λέξεων που τα εκφράζουν. Για όλους αυτούς τους, λοιπόν, τους λόγους αυτά ταιριάζουν στα ανώτερα όντα.
Βγάλε, λοιπόν, από τη μέση τις σκέψεις που απομακρύνονται από την αλήθεια, ότι ο Θεός που προσκαλείται είναι Αιγύπτιος ή μιλά την αιγυπτιακή γλώσσα. Αντιθέτως μάθε το εξής, ότι, επειδή στους Αιγύπτιους πρώτους έλαχε η μετουσία στους Θεούς, οι Θεοί χαίρονται, όταν προσκαλούνται με τους θεσμούς των Αιγυπτίων. Ούτε, πάλι, όλα αυτά είναι τεχνάσματα μάγων. Γιατί πώς αυτά που είναι στον μέγιστο βαθμό συνενωμένα με τους Θεούς και μας συνδέουν με αυτούς και σχεδόν έχουν τις ίδιες δυνάμεις με τα κρείττονα γένη, θα μπορούσαν να ήταν δημιουργήματα της φαντασίας, αυτά χωρίς τα οποία δεν γίνεται κανένα ιερατικό έργο ;[31] Ούτε όμως αυτά γίνονται προκαλύμματα των δικών μας παθών μέσω των λέξεων που αποδίδονται στο θείο. Γιατί ξεκινώντας όχι από όσα τυχόν εμείς πάθαμε αλλά, αντιθέτως, από όσα είναι οικεία στους Θεούς, έτσι προσφέρουμε τις κατάλληλες για αυτούς λέξεις σύμφωνα με τη φύση. Ούτε κάνουμε για το θείο σκέψεις αντίθετες από την κατάσταση στην οποία το ίδιο πραγματικά βρίσκεται. Αλλά όπως έχει από την φύση του και όπως έχουν λάβει τη σχετική με αυτό αλήθεια εκείνοι που πρώτοι καθιέρωσαν τους νόμους της ιερείς αγιστείας, έτσι παραμένουμε σε αυτούς. Γιατί περισσότερο από κάθε άλλο ιεροπρεπές νόμιμο, σε αυτούς ταιριάζει η αμεταβλησία. Και πρέπει τα λόγια των παλαιών προσευχών να διατηρούνται, σαν ιερά άσυλα, ίδια και απαράλλαχτα, χωρίς να αλλάζουμε κάτι από αυτές ούτε να προσθέτουμε σε αυτές κάτι από αλλού.»[32]
Βγάλε, λοιπόν, από τη μέση τις σκέψεις που απομακρύνονται από την αλήθεια, ότι ο Θεός που προσκαλείται είναι Αιγύπτιος ή μιλά την αιγυπτιακή γλώσσα. Αντιθέτως μάθε το εξής, ότι, επειδή στους Αιγύπτιους πρώτους έλαχε η μετουσία στους Θεούς, οι Θεοί χαίρονται, όταν προσκαλούνται με τους θεσμούς των Αιγυπτίων. Ούτε, πάλι, όλα αυτά είναι τεχνάσματα μάγων. Γιατί πώς αυτά που είναι στον μέγιστο βαθμό συνενωμένα με τους Θεούς και μας συνδέουν με αυτούς και σχεδόν έχουν τις ίδιες δυνάμεις με τα κρείττονα γένη, θα μπορούσαν να ήταν δημιουργήματα της φαντασίας, αυτά χωρίς τα οποία δεν γίνεται κανένα ιερατικό έργο ;[31] Ούτε όμως αυτά γίνονται προκαλύμματα των δικών μας παθών μέσω των λέξεων που αποδίδονται στο θείο. Γιατί ξεκινώντας όχι από όσα τυχόν εμείς πάθαμε αλλά, αντιθέτως, από όσα είναι οικεία στους Θεούς, έτσι προσφέρουμε τις κατάλληλες για αυτούς λέξεις σύμφωνα με τη φύση. Ούτε κάνουμε για το θείο σκέψεις αντίθετες από την κατάσταση στην οποία το ίδιο πραγματικά βρίσκεται. Αλλά όπως έχει από την φύση του και όπως έχουν λάβει τη σχετική με αυτό αλήθεια εκείνοι που πρώτοι καθιέρωσαν τους νόμους της ιερείς αγιστείας, έτσι παραμένουμε σε αυτούς. Γιατί περισσότερο από κάθε άλλο ιεροπρεπές νόμιμο, σε αυτούς ταιριάζει η αμεταβλησία. Και πρέπει τα λόγια των παλαιών προσευχών να διατηρούνται, σαν ιερά άσυλα, ίδια και απαράλλαχτα, χωρίς να αλλάζουμε κάτι από αυτές ούτε να προσθέτουμε σε αυτές κάτι από αλλού.»[32]
Δείξαμε, λοιπόν, πως οι Θεοί που λάτρευαν όλοι οι παλαιοί λαοί την προχριστιανική εποχή, δια μέσω των θρησκευτικών παραδόσεών τους – που είχαν ελάχιστες διαφορές και πάμπολλες ομοιότητες ως προς τα λατρευτικά τυπικά τους-, στον βαθμό που αυτοί ήταν ένθεοι, στον βαθμό δηλαδή που ως λογικές και αΐδιες ψυχές ανέρχονταν όντως και αληθώς προς τους Θεούς, τα θεία και τον νοητό Κόσμο, είναι οι ίδιοι. Κατά την έννοια ότι η θρησκεία των παλαιών λαών δεν είναι φαντασιακό κατασκεύασμα. Άλλωστε θρησκεία, για τους παλαιούς ανθρώπους, είναι το ένθεο ζην αΐδιων & λογικών ψυχών, που στηριζόμενες στο τεράστιο, πολύπλοκο & κυρίως ιεραρχημένο σύστημα σύμφυτης στην ουσία των ψυχών οντικής γνώσης, επιστήμης και αλήθειας περί :
- τον τριμερή σωματικό Κόσμο[33]
- τις χορείες των ψυχών (άχραντες και ανθρώπινες)
- τα κρείττονα γένη[34]
- τα όντως Όντα
- τους υπερούσιους, μεθεκτούς & αυτοτελείς Θεούς-Ενάδες-Αγαθότητες
- το υπερούσιο & αμέθεκτο Ένα-Αγαθό ή «πρώτο Θεό»
θεραπεύουν(λατρεύουν) τους Θεούς, τα κρείττονα γένη και τον σύμπαντα Κόσμο.
Μάλιστα ο Ιάμβλιχος, ένας εκ των θειότερων φιλοσόφων και θεουργών, λέγει πως:
«με την ουσία μας συνυπάρχει και μια περί θεών έμφυτη γνώση και αυτή η γνώση είναι ανώτερη από κάθε κρίση και προαίρεση, καθώς προϋπάρχει κάθε λογικής και αποδείξεως. Επίσης, είναι συνενωμένη εξαρχής με την οικεία της αιτία και συνυπάρχει με την ουσιαστικότερη έφεση της ψυχής, την έφεση προ τ’ Αγαθό. Εάν λοιπόν πρέπει να πούμε την αλήθεια, η προς το θείο συναφή δεν είναι καν γνώση. Διότι, η γνώση διακρίνεται κατά κάποιο τρόπο από το γνωστικό αντικείμενό της, εξαιτίας της ετερότητας. Μάλιστα, πριν από τη γνώση – που ως κάτι άλλο γνωρίζει το διαφορετικό – υπάρχει η αυτοφυής γνώση, η από τους θεούς εξαρτώμενη μονοειδής συμπλοκή. Για τον λόγο αυτό, δεν πρέπει να θεωρούμε δεδομένη την ύπαρξη των θεών εάν δεν είναι ούτε να τη θεωρούμε αμφίβολη (διότι παραμένει αιώνια κατ’ ενέργεια ενοειδώς). Ούτε είμαστε άξιοι να την κρίνουμε και να την διαχωρίσουμε, ως να ήμασταν άξιοι να την εξετάσουμε. Διότι, εμείς, περιεχόμαστε σε αυτή ή, μάλλον, ολοκληρωνόμαστε από αυτή και κατέχουμε το ειδέναι[35] δια της γνώσεως των θεών.»[36]
Εξ ου και λέγει ο Ιάμβλιχος πως:
«η ανθρώπινη ψυχή συνάπτεται με τους θεούς – με τον τρόπο που οι θεοί πάντοτε υπάρχουν, χωρίς να αλλοιώνονται, έτσι, δια της γνώσης – σύμφωνα με την ομοιότητα της υπάρξεως, χωρίς την βοήθεια κάποιας εικασίας ή γνώσης ή συλλογισμού – πραγμάτων δηλαδή που προκύπτουν με τον χρόνο – αλλά με τη βοήθεια μιας ουσίας που βρίσκεται πέραν αυτών και που βρίσκεται μέσα στις καθαρές και άμεμπτες νοήσεις, τις οποίες η ψυχή έλαβε από τους θεούς εκ του αΐδιου, και που είναι συναρτημένη με αυτούς.»[37]
Μάλιστα ο Ιάμβλιχος λέγει αφενός πως:
«διαφυλάσσουμε στην ψυχή μας ολοκληρωμένη τη μυστική & απόρρητη εικόνα των Θεών, και μέσω των ονομάτων ανυψωνόμαστε προς τους θεούς, αφού δε ανέβουμε, συνδεόμαστε κατά το δυνατόν με τους Θεούς.»[38]
Αφετέρου ότι:
«τα ονόματα είναι στον μέγιστο βαθμό συνενωμένα με τους Θεούς και μας συνδέουν με αυτούς και σχεδόν έχουν τις ίδιες δυνάμεις με τα κρείττονα γένη και χωρίς τα ονόματα δεν γίνεται κανένα ιερατικό έργο.»[39]
Επί της ουσίας και συμφώνως με τον Πρόκλο:
«όλα, και τα νοητικά και τα θεία ονόματα, υπάρχουν εντός μας ψυχικώς[40]. Τα νοήματα ενυπάρχουν στην ψυχή όχι κατά τρόπο σύστοιχο του νοός, αλλά εικονικώς[41] και σε καθοδική πορεία, εξ ου και αφενός η ψυχή ιλιγγιά όταν περί θεών νοεί, αφετέρου μόνο εικονικώς[42] δύναται να εννοήσει την ουσία του Θεού και την ονομασία του.»[43]
Μάλιστα όπως λέγει ο θειότατος Πρόκλος:
«τα άρρητα ονόματα των θεών έχουν πληρώσει τον Κόσμο, όπως λένε οι Θεουργοί. Και όχι τούτον μόνο τον Κόσμο αλλά και όλες τις δυνάμεις που βρίσκονται πάνω από αυτόν. Διότι, στο “διαπόρθμιο όνομα”, αυτό που “σε άπειρους κόσμους εμφανίζεται”, τέτοια δύναμη έλαχε. Ο σύμπας Κόσμος λοιπόν είναι πλήρης τόσο από την ύπαρξη των Θεών όσο και από τα ονόματα τους. Αυτά θέονται οι ψυχές προ της γενέσεως, και ποθούν την προς εκείνους ομοίωση.»[44]
Εξ ου και ο Πρόκλος μας λέγει πως:
«Η φιλοσοφία στην λήθη και στην ανάμνηση των αΐδιων νοητικών Λόγων αποδίδει την απομάκρυνση από τους θεούς και την επιστροφή αντίστοιχα. Ενώ οι Χαλδαϊκοί Χρησμοί τις αποδίδουν στην λήθη και στην ανάμνηση των Πατρικών συνθημάτων αντίστοιχα. Όμως και οι δύο επί της ουσίας συμφωνούν διότι η ψυχή έχει συσταθεί από τους ιερούς νοητικού Λόγους και από τα θεία συνθήματα. Εκ των οποίων οι μεν ιεροί Λόγοι προέρχονται εκ των νοητικών Ειδών/Ιδεών, τα δε Πατρικά συνθήματα προέρχονται εκ των θείων Ενάδων. Και είμαστε εικόνες των νοητικών ουσιών και αγάλματα των αγνώστων συνθημάτων. Και όπως ακριβώς κάθε ψυχή είναι πλήρωμα όλων των Ιδεών και έχει λάβει υπόσταση από μία αιτία, έτσι μετέχει σε όλα τα συνθήματα μέσω των οποίων συνάπτεται με τον Θεό, ενώ η ύπαρξή της έχει καθοριστεί μέσα σε ένα, με το οποίο ολόκληρο το πλήθος που έχει μέσα της συνάγεται σε μια κορυφή.»[45]
Δηλαδή:
Η ψυχή έχει συσταθεί από :
Η ψυχή έχει συσταθεί από :
- Τους εκ των νοητικών Ειδών/Ιδεών προερχόμενους ιερούς Λόγους.
- Τα εκ των θείων Ενάδων προερχόμενα θεία συνθήματα.
Ως ψυχές είμαστε :
- εικόνες των νοητικών ουσιών.
- αγάλματα των αγνώστων συνθημάτων.
Επίσης ως ψυχές είμαστε :
- Πληρώματα όλων των Ειδών/Ιδεών υποστασιοποιημένα εκ μίας αιτίας.
- Μετέχουμε σε όλα τα Πατρικά συνθήματα μέσω των οποίων συνδεόμαστε με τον Θεό.
- Η ύπαρξή μας έχει καθοριστεί μέσα ένα, με το οποίο ολόκληρο το πλήθος που έχουμε μέσα μας συνάγεται σε μια κορυφή.
Εξ ου και αφενός ο Πρόκλο λέγει πως:
«η ψυχή γίνεται υμνωδός των Θείων, κατά τον Χαλδαϊκό Χρησμό, καθώς προβάλλει τα άρρητα σύμβολα του Πατρός και προσφέρει στον Πατέρα αυτά, τα οποία τοποθέτησε ο Πατήρ μέσα της κατά την πρώτη εμφάνιση της ουσίας της. Τέτοιοι, λοιπόν, είναι οι νοεροί και αφανείς ύμνοι της αναγομένης ψυχής, που ανακινούν τη μνήμη των αρμονικών Λόγων, οι οποίοι φέρουν απόρρητες εικόνες των θείων δυνάμεων που έχει μέσα της η ψυχή.»[46]
Αφετέρου ο εκ των Θεών Χαλδαϊκός Χρησμός/Λόγιο λέγει πως:
Αλλά και πως:
«Ἀλλ᾽ οὐκ εἰσδέχεται κείνης τὸ θέλειν πατρικὸς νοῦς, μέχρις ἂν ἐξέλθῃ λήθης καὶ ῥῆμα λαλήσῃ μνήμην ἐνθεμένη πατρικοῦ συνθήματος ἁγνοῦ.»[48]
Μάλιστα ο Πρόκλος στον «Ύμνο εις Θεόν» – “απευθυνόμενος” στον Πρώτο Θεό- λέγει :
«Σε σένα τα πάντα προσεύχοναι. Σε σένα τα πάντα απευθύνουν σιωπηλό ύμνο, νοώντας μέσα τους τα σύμβολά σου.»
Άλλωστε ο Πρόκλος λέγει αφενός πως :
«Όλα τα όντα είναι έκγονα των θεών και όλα παράγονται από αυτούς άμεσα και εδράζονται σε αυτούς. Γιατί δεν πραγματοποιείται μόνο η συνεχής πρόοδος των πραγμάτων και τα επόμενα δεν λαμβάνουν υπόσταση πάντα μόνο από τα αμέσως προηγούμενα αίτιά τους, αλλά κατά κάποιο τρόπο τα πάντα γεννιούνται κατευθείαν από τους θεούς, ακόμα και αν λέγονται ότι είναι πάρα πολύ μακριά από τους θεούς, ακόμα κι αν μιλήσεις για την ίδια την ύλη. Γιατί το θείο δεν λείπει από τίποτα, αλλά παρευρίσκεται εξίσου στα πάντα. Για αυτό, ακόμα κι αν πάρεις τα τελευταία όντα, και σε αυτά θα βρεις να υπάρχει το θείο. Γιατί το Ένα υπάρχει παντού, στον βαθμό που κάθε όντως ΟΝ έχει λάβει υπόσταση από τους θεούς, και τα πάντα, μολονότι έχουν προέλθει από τους θεούς, δεν έχουν απομακρυνθεί από αυτούς, αλλά είναι ριζωμένα σε αυτούς – οι θεοί έχουν περιβάλει και συμπεριλάβει τα πάντα και τα κρατούν μέσα τους. Γιατί αυτό που υπάρχει πέρα από τους θεούς είναι “τὸ μηδαμῶς ὄν ἐστι” (αυτό που δεν υπάρχει καθόλου). Όλα τα όντα περιλαμβάνονται ολόγυρα από τους θεούς και υπάρχουν μέσα σε αυτού. Με έναν θαυμαστό, λοιπόν, τρόπο, και έχουν βγει τα πάντα και δεν έχουν βγει. Γιατί δεν αποσπάστηκαν από τους θεούς. Γιατί αν είχαν αποσπαστεί, δεν θα υπήρχαν καν, επειδή και όλα τα γεννήματα, αν αποσπαστούν από τους πατέρες τους, αμέσως ξεπέφτουν στην αχάνεια του μη όντος. Αντιθέτως, είναι εδραιωμένα κατά κάποιο τρόπο σε αυτούς και, και παρότι έχουν προχωρήσει στον εαυτό τους, παραμένουν όμως στους θεούς. Επειδή, όμως, από τη στιγμή που προχώρησαν, έπρεπε και να επιστρέψουν, μιμούμενοι την εμφάνιση των θεών και την επιστροφή τους στο αίτιο, προκειμένου και αυτά να είναι τακτοποιημένα σύμφωνα με την “τελειοποιητική τριάδα”[49] και να περιέχονται πάλι από τους θεούς και τις πρωταρχικές Ενάδες, για αυτό δέχονται από αυτούς μια κατώτερη τελειότητα, με βάση την οποία μπορούν να επιστρέφουν προς την αγαθότητα των θεών, προκειμένου, επειδή εξ αρχής ήταν ριζωμένα στους θεούς, να στηριχτούν και πάλι σε αυτούς μέσω της επιστροφής, κάνοντας ένα τέτοιο κύκλο που ξεκινά από τους θεούς και καταλήγει στους θεούς.
Όλα, λοιπόν, και μένουν και επιστρέφουν στους θεούς, έχοντας λάβει από αυτούς τούτη τη δύναμη και έχοντας υποδεχτεί στην ουσία τους δύο σύμβολα, το ένα για να μένουν εκεί και το άλλο για να επιστρέφουν μετά την πρόοδό τους. Και αυτά μπορούμε να τα δούμε όχι μόνο στις ψυχές αλλά και στα κατώτερα άψυχα όντα. Γιατί τι άλλο είναι αυτό που και σε τούτα προκαλεί την ομοιοπάθεια με διαφορετικές κάθε φορά δυνάμεις, αν όχι το ότι έχουν λάβει συνθήματα από τη Φύση, εκ των οποίων η καθεμία τα εξοικειώνει και με διαφορετική σειρά των θεών; Γιατί η Φύση είναι εξαρτημένη από ψηλά και από τους ίδιους τους θεούς και έχει διανεμηθεί στις τάξεις των θεών και βάζει μέσα στα σώματα σύμβολα της εξοικείωσης των σωμάτων με τους θεούς, σε άλλα ηλιακές, σε άλλα σεληνιακές και σε άλλα κάποιου άλλου θεού, και τα επιστρέφει και αυτά στους θεούς, αλλά γενικά στους θεούς και άλλα σε συγκεκριμένους θεούς, τελειοποιώντας τα γεννήματα της με βάση διαφορετική κάθε φορά ιδιότητα των θεών. Αυτά, μάλιστα, πολύ πιο πριν και ο δημιουργός τα έπραξε στις ψυχές, δίνοντας τους συνθήματα της (παρα)μονής και της επιστροφής τους, εδραιώνοντας τις στο Ένα και χαρίζοντας τους την “κατὰ τὸν νοῦν ἐπιστροφὴν”. Για αυτή την επιστροφή η (προς)ευχή παρέχει μέγιστη συντέλεια, καθώς με τα άρρητα σύμβολα των θεών, τα οποία ο πατέρας των ψυχών έσπειρε μέσα τους, προσελκύει κοντά τους την ευποιία των θεών και ενώνει τους [προσ]ευχόμενους με τους θεούς στους οποίους προσεύχονται, συνάπτει τον των Θεών νου προς τους των ευχομένων λόγους, παρακινεί την βούληση όσων περιέχουν μέσα τους πλήρως τα αγαθά στη γενναιόδωρη μετάδοσή τους, προκαλεί την πειθώ και την θεία δημιουργία των θεών, και εγκαθιστά όλα τα δικά μας μέσα στους θεούς.»[50]
Όλα, λοιπόν, και μένουν και επιστρέφουν στους θεούς, έχοντας λάβει από αυτούς τούτη τη δύναμη και έχοντας υποδεχτεί στην ουσία τους δύο σύμβολα, το ένα για να μένουν εκεί και το άλλο για να επιστρέφουν μετά την πρόοδό τους. Και αυτά μπορούμε να τα δούμε όχι μόνο στις ψυχές αλλά και στα κατώτερα άψυχα όντα. Γιατί τι άλλο είναι αυτό που και σε τούτα προκαλεί την ομοιοπάθεια με διαφορετικές κάθε φορά δυνάμεις, αν όχι το ότι έχουν λάβει συνθήματα από τη Φύση, εκ των οποίων η καθεμία τα εξοικειώνει και με διαφορετική σειρά των θεών; Γιατί η Φύση είναι εξαρτημένη από ψηλά και από τους ίδιους τους θεούς και έχει διανεμηθεί στις τάξεις των θεών και βάζει μέσα στα σώματα σύμβολα της εξοικείωσης των σωμάτων με τους θεούς, σε άλλα ηλιακές, σε άλλα σεληνιακές και σε άλλα κάποιου άλλου θεού, και τα επιστρέφει και αυτά στους θεούς, αλλά γενικά στους θεούς και άλλα σε συγκεκριμένους θεούς, τελειοποιώντας τα γεννήματα της με βάση διαφορετική κάθε φορά ιδιότητα των θεών. Αυτά, μάλιστα, πολύ πιο πριν και ο δημιουργός τα έπραξε στις ψυχές, δίνοντας τους συνθήματα της (παρα)μονής και της επιστροφής τους, εδραιώνοντας τις στο Ένα και χαρίζοντας τους την “κατὰ τὸν νοῦν ἐπιστροφὴν”. Για αυτή την επιστροφή η (προς)ευχή παρέχει μέγιστη συντέλεια, καθώς με τα άρρητα σύμβολα των θεών, τα οποία ο πατέρας των ψυχών έσπειρε μέσα τους, προσελκύει κοντά τους την ευποιία των θεών και ενώνει τους [προσ]ευχόμενους με τους θεούς στους οποίους προσεύχονται, συνάπτει τον των Θεών νου προς τους των ευχομένων λόγους, παρακινεί την βούληση όσων περιέχουν μέσα τους πλήρως τα αγαθά στη γενναιόδωρη μετάδοσή τους, προκαλεί την πειθώ και την θεία δημιουργία των θεών, και εγκαθιστά όλα τα δικά μας μέσα στους θεούς.»[50]
Αφετέρου :
«σε κάθε μέρος του σύμπαντος και σε κάθε φύση ο δημιουργός όλων των εγκόσμιων τοποθέτησε ινδάλματα της ασύλληπτης των θεών υπάρξεως, για να μπορούν όλα να επιστρέφουν στο θείο με βάση τη συγγένεια τους προς αυτό».[51]
Η επιστήμη αυτή, λοιπόν – η περί Θεών, όντως Όντων, κρειττόνων γενών, ψυχών και Κόσμου – καθώς είναι οντική γνώση σύμφυτη στην ουσία των ψυχών, σημαίνει κατά πως λέγει ο Ιάμβλιχος πως «δεν λαμβάνει υπόσταση με το να την αποδεχτεί κάποιος τώρα ή με το να γεννηθεί η ίδια, αλλά συνυπάρχει αιώνια μέσα στην ψυχή μονοειδώς»[52] : τουτέστιν ΔΕΝ αποτελεί κάποιο διανοητικό ή φαντασιακό κατασκεύασμα αποκλειστικά μιας κάποιος φυλής ανθρώπων και φυσικά ΔΕΝ δημιουργήθηκε σε κάποια «χ» χρονική στιγμή της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά είναι η ζωή όλων των λογικών και αίδιων ψυχών στον βαθμό που ζούνε κατά φύση, ήτοι νοητικά.
Οι άνθρωποι δηλαδή, όντας λογικές & αίδιες ψυχές, όταν ενεργοποιήσουν τους εντός τους Λόγους των πάντων, σταθούν δηλαδή στην διανοητική τους ικανότητα, ανακτούν την επιστήμη των όντως Όντων. Όταν δηλαδή εδραιώσουν τον εαυτό τους στο νοητικό μέρος της ουσίας τους νοούν τα πάντα με απλές και αδιαίρετες συλλήψεις και ανακτούν την γνώση των αΐδιων ιερών Λόγων και τα θεία Πατρικά σύμβολα. Εκ των οποίων οι μεν ιεροί Λόγοι προέρχονται εκ των νοητικών Ειδών, τα δε Πατρικά σύμβολα προέρχονται εκ των θείων Ενάδων.
Εξ ου και λέγει ο Πρόκλος πως :
«σε εκείνους που έμπαιναν στο τέμενος της Ελευσίνας η επιγραφή ανακοίνωνε να μην εισέρχονται στο άδυτο οι αμύητοι και οι ατέλεστοι, έτσι και το στην είσοδο του Δελφικού ναού αναγεγραμμένο “Γνώθι σ’ αυτόν” δήλωνε τον τρόπο της ανοδικής πορείας προς την Θεότητα και της πιο ωφέλιμης και αποτελεσματικής οδού που οδηγεί στην κάθαρση, λέγοντας σχεδόν ολοκάθαρα σε όσους μπορούν να καταλάβουν, ότι αυτός που γνωρίζει τον εαυτό του, αρχίζοντας από την εστία του, μπορεί να έρθει σε επαφή με τον θεό ο οποίος αποκαλύπτει τη σύνολη αλήθεια και είναι αρχηγέτης της καθαρτήριας ζωής. Αντίθετα, εκείνος που αγνοεί ποιος είναι, ατέλεστος και αμύητος όντας, είναι ακατάλληλος για να μετέχει στην πρόνοια του Απόλλωνα.»[53]
Οι άνθρωποι γίνονται ένθεοι, έχουν δηλαδή θρησκεία, τότε και μόνον τότε όταν ως λογικές & αΐδιες ψυχές νοούν τον Κόσμο, επικοινωνούν με τα ανώτερα και κατώτερα τους όντα, τα οποία αποτελούν μια Κοσμική ιεραρχία, και επιστρέφουν στον νοητό Κόσμο και στους Θεούς. Η θρησκεία, δηλαδή, υφίσταται όταν οι άνθρωποι, όντας λογικές & αΐδιες ψυχές, ανταποκριθούν στο από τα βάθη της υπάρξεώς τους κάλεσμα, του με μορφή πυρσού σύμφυτου έρωτάς για τα θεία, που τους καλεί να επικρατήσουν επί της άλογης& περί τα σώματα ζωής τους και όχι μόνον να επιχειρήσουν αλλά και κατορθώσουν να κατακτήσουν το εν τη γενέσει κάλλος, δια του οποίου ως άχραντο όχημα θα καταφέρουν να αναμνησθούν το νοητό κάλλος και να αναχθούν στον νοητό-θείο σύμπαν και στους Θεούς. Δηλαδή οι άνθρωποι μπορούν να μετέχουν στα Μυστήρια των Θεών, όπως αυτά τελούνται από ένα πλήθος βαθμίδων άχραντων και ανθρώπινων ψυχών, σε αγαστή συνεργασία μετά των κρειττόνων γενών με μοναδικούς Τελετάρχες και Τελεσιουργούς τους ίδιους τους Θεούς – έχοντας ως μοναδικό ναό τους τον σωματοειδή Κόσμο, οποίος είναι αισθητός, έμψυχος & έννους ευδαίμων Θεός.
Άλλωστε κατά πως λέγει ο Δίων ο Χρυσόστομος :
«ολόκληρο το ανθρώπινο γένος μυείται στην αληθώς τέλεια τελετή, όχι μέσα σε ένα μικρό οίκημα που έχει παρασκευαστεί από Αθηναίους για την υποδοχή κάποιοι όχλου, αλλά εντός αυτού του Κόσμου, σε αυτό το ποικίλο και σοφό δημιούργημα, όπου φαίνονται μυριάδες θαυμαστά πράγματα, και όπου οι τελετάρχες δεν είναι κάποιοι άνθρωποι όμοιοι με τους τελούμενους, αλλά Θεοί αθάνατοι, που μυούν τους θνητούς και νύχτα και μέρα στο φως και στα άστρα, αν επιτρέπεται να το πω, χορεύουν γύρω τους συνεχώς [δηλαδή οι Θεοί γύρω από τους ανθρώπους].»[54]
Μάλιστα κατά πως λέγει ο Πρόκλος :
«σύμφωνα με τον “Τίμαιο, 37c”, ο Κόσμος τούτος είναι άγαλμα των αΐδιων Θεών και ο δημιουργός είναι ο τελεστής του αγάλματος αυτού, που εμφύσησε σε αυτόν ζωή αμήχανον και τον έκανε νοήμον άγαλμα, που μέσω της κίνησής του δίνει χρησμούς σε όσους μπορούν να βλέπουν και μέσω των ουράνιων σημείων ανακοινώνει τα εσόμενα. Το άγαλμα αυτό το περιέβαλε με τον χαρακτήρα της ψυχής και τις περιφορές, στις οποίες έδωσε ο ίδιος ονόματα, και το έδεσε μαζί τους. Του έβαλε ολόγυρα φυλακτήρια και στο μέσο των κόλπων του εγκατέστησε τους νόες που προείπαμε, σαν σύμβολα, αν θέλει, των άτμητων και εννοειδών ιύγγων. Και αν όχι εκείνων επειδή είναι πιο ξενικές, τουλάχιστον των άμεσων προς τον Κόσμο θεϊκών αιτιών. Λένε άλλωστε ότι ο πόλος είναι σύμβολο του Κρόνου, για τούτο και είναι ταιριαστό που ονομάζεται άγκιστρο, σαν μίμηση αληθινά του “αγκυλομήτη” εκείνου νου. Της ζωογονικής θεάς πάλι το σύμβολο είναι ο άξονας, αποτύπωση της προόδου της σταθερής και απαρασάλευτης, ενώ απομένει για τον δημιουργό τον ίδιο εικόνα να είναι το σφοντύλι, που έχει το σχήμα εκείνου που μορφοποιεί την κίνηση περί τον εαυτό του και τον άξονα, του στραμμένου προς τον εαυτό του και προς τα αίτια από τα οποία προήλθε.»[55]
Η θρησκεία δηλαδή υφίσταται και τα Μυστήρια λαμβάνουν χώρα μόνο όταν οι άνθρωποι όντας λογικές και αίδιες ψυχές μπορούν να ανέρχονται προς τους Θεούς και το θείο-νοητό σύμπαν!
Μάλιστα ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, ο διατελέσας ιερέας στον εν Δελφοίς ναό, στο έργο του «Περί Ίσιδας και Οσίριδος», όταν αναφέρεται περί των δυο αυτών θεών, λέγει εκτός των άλλων τα εξής αποκαλυπτικά – σχετικά με το ότι όλοι οι λαοί λάτρευαν τους ίδιους θεούς:
«Και για να συνοψίσουμε : ούτε το ύδωρ, ούτε ο ήλιος, ούτε η γη, ούτε ο ουρανός είναι ο Όσιρις ή η Ίσιδα. Ούτε κάποιο άλλο, ούτε το πυρ ή η ξηρασία ουδέ η θάλασσα είναι ο Τυφώνας, αλλά δεν θα σφάλουμε εάν απλώς όσο μέρος σε ταύτα είναι άμετρο και άτακτο το αποδώσουμε στον Τυφώνα, ενώ το κεκοσμημένο και αγαθό και ωφέλιμο της Ίσιδας είναι έργο, εικόνα δε και μίμημα & λογική απεικόνιση του Οσίριδος. Αλλά και τον Εύδοξο θα σταματήσουμε να απιστεί και να απορεί, γιατί δεν μετέχει της ερωτικής επιμέλειας η Δήμητρα παρά μόνο η Ίσιδα, και γιατί ο Διόνυσος, που προσομοιώνεται με τον Όσιρι, δεν δύναται μήτε του Νείλου τα ύδατα να πολλαπλασιάζει μήτε των τεθνηκόντων να άρχει. Διότι δια της κοινής λογικής τους οι θεοί τούτοι, ο Όσιρις και η Ίσις, ηγούνται της παραγωγής όλων των εγκόσμιων αγαθών. Και όσο κάλλος και αγαθό υπάρχει εν τη Φύσει, δια τούτων των δυο θεών υπάρχει, ο μεν Όσιρις δίνει τις αρχές, η δε Ίσις αφού τις δεχθεί τις διανέμει. Με τον ίδιο τρόπο θα αντιταχθούμε και στους πολλούς και φορτικούς, οι οποίοι όσα αναφέρονται γύρω από τούτους τους δύο θεούς αισθάνονται εξαιρετική ευχαρίστηση να τα συσχετίζουν είτε με τις καθ’ έκαστην εποχή του έτους ατμοσφαιρικές μεταβολές ή με τις παραγωγές των καρπών, τις σπορές και τα οργώματα, και λέγουν ότι θάπτεται μεν ο Όσιρις όταν ο καρπός σπειρόμενος κρύπτεται στην γη, πάλι δε επανέρχεται στην ζωή και εκ νέου εμφανίζεται όταν αρχίζει η βλάστηση. Ότι δε δια τούτο και λέγεται, ότι, όταν η Ίσιδα αντελήφθη ότι διατελεί έγκυος, τότε κρέμασε επι τον τράχηλο της ένα φυλακτό την έκτη ημέρα της αρχής του μηνός Φαωφί. Και ότι ο Αρποκράτης γεννήθηκε περί την χειμερινή τροπή ετελής και νεαρός εν τις πρώτες ανθήσεις και πρώτες βλαστήσεις – γι’ αυτό και προσκομίζουν σε αυτόν απαρχές από τις φακές, οι οποίες φυτρώνουν, τις δε λόχειες ημέρες γιορτάζουν μετά την εαρινή ισημερία. Αυτά, λοιπόν, ακούγοντας οι άνθρωποι, ικανοποιούνται και τα πιστεύουν, έλκοντας από αυτά, τα πρόχειρα και συνηθισμένα, τις πιθανότητες τής πίστης τους. Και δεν είναι τόσο επικίνδυνο να λέγονται αυτά, εάν και εφόσον κατά πρώτον διαφύλατταν τους θεούς κοινούς όλων των ανθρώπων και δεν τους καθιστούσαν θεούς αποκλειστικώς και μόνον των Αιγυπτίων, με το να ονομάζουν δια των ονομάτων τούτων εξ ολοκλήρου τον Νείλο και αποκλειστικώς την χώρα, που αυτός αρδεύει, ή μιλώντας για την γέννηση Θεών από έλη και λωτούς, δεν στερούσαν παντελώς μεγάλους θεούς από τους άλλους λαούς, στους οποίους δεν υπάρχει ούτε Νείλος ούτε Βούτος ούτε Μέμφις. Ενώ άπαντες έχουν και γνωρίζουν την Ίσιδα και τους περί αυτήν θεούς, αν και μερικοί έχουν μάθει προσφάτως να τους ονομάζουν με τα αιγυπτιακά ονόματα, εκάστου όμως θεού την δύναμη από παλιά την γνώριζαν και τον τιμούσαν άπαντες οι λαοί.»[56]
Πέραν αυτών και συμφώνως με τον Πρόκλο :
«Της ίδιας της άρρητης και επέκεινα των νοητών αιτίας υπάρχει για καθένα από τα όντα, μέχρι και τα έσχατα, ένα σύνθημα, μέσω του οποίου τα πάντα εξαρτώνται από εκείνη, άλλα πιο μακριά και άλλα πιο κοντά, ανάλογα με το πόσο έντονο ή πόσο αμυδρό είναι το σύνθημα σε αυτά, και τούτο είναι η κινητήρια δύναμη προς τον πόθο του Αγαθού ή Ένα, αυτό που παρέχει στα όντα άσβεστο τον έρωτα αυτόν, άγνωστο το ίδιο στην ύπαρξή του (καθώς φτάνει και μέχρι εκείνα που δεν μπορούν να έχουν γνώση), υπέρτερο της ζωής (υπάρχει άλλωστε και στα άψυχα) και χωρίς νοητική τη δύναμη του (καθώς βρίσκεται και στα αμέτοχα της νόησης). Όπως λοιπόν η Φύση και η δημιουργική μονάδα – ο δημιουργός Νους που είναι ο τελευταίος της βαθμίδας των νοητικών θεών – και ο ίδιος ο εξηρημένος των όλων πατέρας εγκατέσπειρε στα δευτερεύοντα τα συνθήματα της δικής τους ιδιότητας, και μέσω εκείνων στρέφουν τα πάντα προς τον εαυτό τους, έτσι και όλοι οι θεοί δίνουν σε όσα δημιουργούνται από αυτούς τα συνθήματα της δικής τους αιτίας, και μέσω αυτών εγκαθιστούν τα πάντα στον εαυτό τους.
Τα συνθήματα λοιπόν της ύπαρξης των υπέρτερων όντων, εγκατασπειρόμενα στα δευτερεύοντα, είναι άρρητα και άγνωστα[57] και η δράση και η κίνηση τους υπερ-υψώνει κάθε νόηση. Αυτοί είναι πράγματι οι χαρακτήρες του φωτός δια των οποίων οι θεοί φανερώνονται στα γεννήματά τους, εναδικοί στην οντότητά τους μέσα στους ίδιους τους θεούς, δείχνοντας στους ανώτερους από εμάς εκείνους ως γένεση και φτάνοντας τελικά σε εμάς μεριστοί και σχηματοποιημένα. Για τούτο και προτρέπουν οι θεοί να νοούμε το προβαλλόμενη μορφή του φωτός. Ενώ δηλαδή επάνω είναι ασχημάτιστη, σχηματοποιείται κατά την προχώρηση της, και ενώ εκεί είναι εγκαθιδρυμένη στον απόκρυφο και εναδικό χαρακτήρα της, με την κίνηση αποκαλύπτει τους ίδιους τους θεούς, οφείλοντας, αφενός, τη δραστηριότητα της στην θεϊκή αιτία και, αφετέρου, τον σχηματισμό της στην δεχόμενη αιτία. Τα μέσα πάλι που φωτίζονται από τις δυνάμεις ανήκουν κατά έναν τρόπο στα άρρητα και στα ρητά, προχωρώντας και αυτά δια μέσου όλων των ενδιάμεσων γενών (δεν θα ήταν άλλωστε δυνατόν να φτάσουν μέχρι εμάς οι δημιουργικές των πρωτίστων δόσεις των θεών, αν πολύ πρωτύτερα τα ανώτερα από εμάς γένη δεν μετείχαν του φωτισμού που έρχεται από εκεί), όντας οικεία στον καθένα και φανερώνοντας καθολικά με σύμμετρο τρόπο τις δυνάμεις εκείνων που τους έδωσε υπόσταση. Τέτοιας λογής είναι τα λεγόμενα συνθήματα των θεών, μονοειδή ενόσω βρίσκονται στους υψηλότερους διακόσμους και πολυειδή στους υποδεέστερους. Αυτά μιμείται και η θεουργία, και τα αδιάρθρωτα αυτά, τα φέρνει ενώπιών μας με την ανακοίνωση τους. Τα τρίτα στην σειρά, που ξεκινούν από τις νοητικές υποστάσεις και φτάνουν σε κάθε επιμέρους περίπτωση προχωρώντας μέχρι εμάς, είναι τα θεϊκά ονόματα, με τα οποία ονομάζονται οι θεοί και δια των οποίων εξυμνούνται. Αυτά τα φανέρωσαν οι ίδιοι οι θεοί, προς τους οποίους και στρέφονται πάλι, όντας προαγωγικά της ανθρώπινης γνώσης κατά τον βαθμό της φανερότητάς τους. Πράγματι, μέσω αυτών μπορούμε να δηλώσουμε κάτι μεταξύ μας σχετικά με εκείνους αλλά και να διαλεχθούμε με τον εαυτό μας. Αυτά χρησιμοποιούν κατά διαφόρους τρόπους και άλλοι, φερ’ ειπείν οι Αιγύπτιοι που πήραν στην γλώσσα τους τέτοια ονόματα από τους Θεούς, με διαφορετικό τρόπο οι Χαλδαίοι και οι Ινδοί στην δική τους γλώσσα, και ομοίως στην γλώσσα που ομιλούν οι Έλληνες. Και αν λοιπόν ο δείνα Θεός ονομάζεται για τους Έλληνες από τους Θεούς Βριάρεως και για τους Χαλδαίους διαφορετικά, πρέπει να θεωρήσουμε ότι καθένα από τα δύο ονόματα έχει γεννηθεί από τους Θεούς και ότι δηλώνει την ουσία εκείνη. Αν τώρα κάποια είναι πιο δραστήρια και κάποια λιγότερο, δεν είναι παράδοξο, μιας και από όσα κατέστησαν γνωστά σε εμάς τα δαιμόνια και τα αγγελικά έχουν πιο δραστήριο χαρακτήρα, και γενικά τα πιο κοντινά ονόματα είναι πιο ολοκληρωμένα από τα απώτερα τεταγμένα.»[58]
Τα συνθήματα λοιπόν της ύπαρξης των υπέρτερων όντων, εγκατασπειρόμενα στα δευτερεύοντα, είναι άρρητα και άγνωστα[57] και η δράση και η κίνηση τους υπερ-υψώνει κάθε νόηση. Αυτοί είναι πράγματι οι χαρακτήρες του φωτός δια των οποίων οι θεοί φανερώνονται στα γεννήματά τους, εναδικοί στην οντότητά τους μέσα στους ίδιους τους θεούς, δείχνοντας στους ανώτερους από εμάς εκείνους ως γένεση και φτάνοντας τελικά σε εμάς μεριστοί και σχηματοποιημένα. Για τούτο και προτρέπουν οι θεοί να νοούμε το προβαλλόμενη μορφή του φωτός. Ενώ δηλαδή επάνω είναι ασχημάτιστη, σχηματοποιείται κατά την προχώρηση της, και ενώ εκεί είναι εγκαθιδρυμένη στον απόκρυφο και εναδικό χαρακτήρα της, με την κίνηση αποκαλύπτει τους ίδιους τους θεούς, οφείλοντας, αφενός, τη δραστηριότητα της στην θεϊκή αιτία και, αφετέρου, τον σχηματισμό της στην δεχόμενη αιτία. Τα μέσα πάλι που φωτίζονται από τις δυνάμεις ανήκουν κατά έναν τρόπο στα άρρητα και στα ρητά, προχωρώντας και αυτά δια μέσου όλων των ενδιάμεσων γενών (δεν θα ήταν άλλωστε δυνατόν να φτάσουν μέχρι εμάς οι δημιουργικές των πρωτίστων δόσεις των θεών, αν πολύ πρωτύτερα τα ανώτερα από εμάς γένη δεν μετείχαν του φωτισμού που έρχεται από εκεί), όντας οικεία στον καθένα και φανερώνοντας καθολικά με σύμμετρο τρόπο τις δυνάμεις εκείνων που τους έδωσε υπόσταση. Τέτοιας λογής είναι τα λεγόμενα συνθήματα των θεών, μονοειδή ενόσω βρίσκονται στους υψηλότερους διακόσμους και πολυειδή στους υποδεέστερους. Αυτά μιμείται και η θεουργία, και τα αδιάρθρωτα αυτά, τα φέρνει ενώπιών μας με την ανακοίνωση τους. Τα τρίτα στην σειρά, που ξεκινούν από τις νοητικές υποστάσεις και φτάνουν σε κάθε επιμέρους περίπτωση προχωρώντας μέχρι εμάς, είναι τα θεϊκά ονόματα, με τα οποία ονομάζονται οι θεοί και δια των οποίων εξυμνούνται. Αυτά τα φανέρωσαν οι ίδιοι οι θεοί, προς τους οποίους και στρέφονται πάλι, όντας προαγωγικά της ανθρώπινης γνώσης κατά τον βαθμό της φανερότητάς τους. Πράγματι, μέσω αυτών μπορούμε να δηλώσουμε κάτι μεταξύ μας σχετικά με εκείνους αλλά και να διαλεχθούμε με τον εαυτό μας. Αυτά χρησιμοποιούν κατά διαφόρους τρόπους και άλλοι, φερ’ ειπείν οι Αιγύπτιοι που πήραν στην γλώσσα τους τέτοια ονόματα από τους Θεούς, με διαφορετικό τρόπο οι Χαλδαίοι και οι Ινδοί στην δική τους γλώσσα, και ομοίως στην γλώσσα που ομιλούν οι Έλληνες. Και αν λοιπόν ο δείνα Θεός ονομάζεται για τους Έλληνες από τους Θεούς Βριάρεως και για τους Χαλδαίους διαφορετικά, πρέπει να θεωρήσουμε ότι καθένα από τα δύο ονόματα έχει γεννηθεί από τους Θεούς και ότι δηλώνει την ουσία εκείνη. Αν τώρα κάποια είναι πιο δραστήρια και κάποια λιγότερο, δεν είναι παράδοξο, μιας και από όσα κατέστησαν γνωστά σε εμάς τα δαιμόνια και τα αγγελικά έχουν πιο δραστήριο χαρακτήρα, και γενικά τα πιο κοντινά ονόματα είναι πιο ολοκληρωμένα από τα απώτερα τεταγμένα.»[58]
Μάλιστα ο Πλουτάρχος του Χαιρωνεύς, του διατελέσαντος ιερέας στο(ν) εν Δελφοίς ναό & μαντείο του Απόλλωνα λέγει πως :
«Από τη Φύση δεν υπάρχει πατρίδα, καθώς ούτε σπίτι, ούτε αγρός, ούτε χαλκουργείο, όπως έλεγε ο Αρίστων, ούτε ιατρείο, αλλά γίνεται ή καλύτερα ονομάζεται και αποκαλείται, το καθένα τους σε σχέση με αυτό που το κατοικεί και το χρησιμοποιεί. Ο άνθρωπος, όπως λέει ο Πλάτων (“Τίμαιος”, 90.a.6), “δεν είναι φυτό της γης”, ούτε ακίνητο, “αλλά ουράνιο”, όπου σαν άλλη ρίζα η κεφαλή κρατάει το σώμα όρθιο, στραμμένο προς τον ουρανό. Επομένως, εύστοχα είπε ο Ηρακλής : “Αργείος ή Θηβαίος∙ αφού δεν καυχιέμαι για μία (δηλαδή για κάποια πόλη που ανήκει)∙ κάθε πύργος Ελλήνων είναι για μένα πατρίδα”. Ο Σωκράτης το είπε ακόμη πιο εύστοχα, λέγοντας πως δεν είναι Αθηναίος, ούτε Έλλην, αλλά Κόσμιος (του Κόσμου), όπως θα έλεγε κανείς ότι είναι Ρόδιος ή Κορίνθιος, επειδή δεν θέλησε να κλειστεί μέσα στα όριο του Σουνίου, του Ταινάρου και των Κεραυνίων. “Βλέπεις εκεί ψηλά τον άπειρο αιθέρα, και τη γη έχει πέριξ στις υγρές του αγκάλες;” τούτα είναι τα όρια της πατρίδας μας και κανείς εντός τους δεν είναι φυγάς, ξένος ή αλλοδαπός, όπου υπάρχει το ίδιο πυρ, ύδωρ, αήρ, οι ίδιοι άρχοντες, διοικητές, πρυτάνεις, ο ήλιος, η σελήνη, ο φωσφόρος. Οι ίδιοι νόμοι για όλους, ένα το πρόσταγμα και μία η ηγεμονία, οι βόρειες τροπές (χειμερινό ηλιοστάσιο) οι νότιες τροπές (θερινό ηλιοστάσιο), οι ισημερίες, οι Πλειάδες, ο Αρκτούρος, οι ώρες της σποράς και οι ώρες του φυτεύματος. Ένας ο Βασιλιάς και Άρχων∙ “ο Θεός που είναι αρχή και μέση και τέλος του σύμπαντος, που το διατρέχει από τη φύση του απ’ άκρου εις άκρον σε όλη του την έκτασή του. Τον ακολουθεί από πίσω του η Δίκη, η τιμωρός όσων παραβαίνουν τον Θείο Νόμο” (Πλάτων “Νόμοι, 716.Α”) τον οποίο εφαρμόζουμε όλοι εμείς οι άνθρωποι από τη φύση μας προς όλους τους ανθρώπους σαν να ήταν συμπολίτες μας.»[59]
Άλλωστε – κατά πως λέγει ο Πρόκλος :
«Η σταθερή και αΐδιος “ευγένεια” των ψυχών εξαρτάται από τους θεούς περί τους οποίους εσπάρησαν και από τις θεϊκές δυνάμεις υπό τις οποίες ετάχθησαν. Διότι ευγενέστερες είναι αυτές που ακολουθούν τους υψηλότερους θεούς και όσες συνδέονται με τις μεγαλύτερες δυνάμεις κατά την δια κλήρου διανομή μέσα στο σύμπαν. Το ίδιο λέω και για τις πόλεις. Διότι η διαφορά ως προς τους κλήρους αρχίζει από ψηλά και φτάνει μέχρι τις ψυχές. Λέμε λοιπόν ότι άλλοι κλήροι είναι οι εμπύριοι, άλλοι οι αιθέριοι, άλλοι οι ουράνιοι, άλλοι των χθόνιων θεών, και ότι από τις ψυχές άλλες είναι της Ηλιακής σφαίρας, άλλες της Ερμαϊκής σφαίρας, άλλες της Σεληνιακής. Η τοιαύτη κατά τόπους διακλήρωση των ψυχών όντως είναι άξια φρονήματος, ενώ η “εἰς τὰς παρ᾽ ἡμῖν πόλεις καὶ τοὺς ἐν γῇ τόπους ἀποβλέπουσα διάκρισις ἄτοπός ἐστι καὶ χαυνότητος αἰτία ταῖς ψυχαῖς”».[60]
Επί παραδείγματι ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, στο έργο του Συμποσιακά Β’, πραγματεύεται διάφορα Φιλοσοφικά και μη ζητήματα, στο 4ον Βιβλίο : στο “Πρόβλημα” Στ’ (671e – 672c) και στο με τίτλο «Τίς ὁ παρ’ Ἰουδαίοις θεός» λέγει πως :
«Απορώντας με αυτό που λέχθηκε στο τέλος, ο Σύμμαχος είπε: “Επομένως, Λαμπρία, τον συμπατριώτη σου Θεό, τον Διόνυσο του Ευοί, που ξεσηκώνει τις γυναίκες και δέχεται τις τιμές που του αποδίδουν μέσα στη μανία τους, τον πολιτογραφείς και τον εισάγεις κρυφά στα απόρρητα δόγματα των Εβραίων; Ή μήπως υπάρχει όντως κάποια παράδοση που τον ταυτίζει με εκείνον;”. Ο Μοιραγένης όμως πήρε τον λόγο και είπε: “Άφησε τον Λαμπρία, διότι εγώ, που είμαι Αθηναίος, σου απαντώ και σου λέω πως δεν είναι διαφορετικός. Τα περισσότερα τεκμήρια για το θέμα αυτό είναι ρητά και διδάσκονται μόνο σε όσους μυούνται στα μέρη μας στην Τριετηρική Παντέλεια, ενώ όσα δεν απαγορεύεται να εκθέσει κανείς σε φίλους, τη στιγμή μάλιστα που βρισκόμαστε μπροστά στον οίνο και τα δώρα του Θεού, αν τούτοι μου το ζητήσουν, είμαι έτοιμος να σου τα πω“. Καθώς όλοι τον καλούσαν και τον παρακαλούσαν να μιλήσει, είπε: “Πρώτα απ’ όλα ο καιρός (εποχή) και ο τρόπος της μεγίστης και τελειοτάτης εορτής τους, ταιριάζει στον Διόνυσο. Πράγματι, όταν τηρούν τη λεγόμενη νηστεία, πάνω στην κορύφωση του τρύγου, στρώνουν τραπέζια με κάθε είδους φρούτα κάτω από σκηνές και καλύβες πλεγμένες κυρίως από κλήματα και κισσό. Εξ άλλου, την πρώτη μέρα της εορτής ονομάζουν σκηνή. Λίγες μέρες αργότερα εορτάζουν άλλη εορτή, που δεν την ονομάζουν (…) με αινίγματα αλλά την αποκαλούν ξεκάθαρα “του Βάκχου”. Υπάρχει επίσης σε αυτούς και εορτή που γίνεται λιτανεία με κλαδιά και θύρσους, κατά την οποίο, κρατώντας θύρσους, μπαίνουν στο ιερό. Αφού μπουν δεν ξέρουμε τι κάνουν, κατά πάσα πιθανότητα όμως τα όσα γίνονται είναι βακχικά: και σάλπιγγες μικρές χρησιμοποιούν για να καλέσουν τον Θεό, όπως ακριβώς οι Αργείοι στα Διονύσια, και άλλοι προχωρούν μπροστά παίζοντας κιθάρα, τους οποίους τους αποκαλούν Λευίτες, και το όνομα προέρχεται είτε από το “Λύσιος” ή πιο πιθανό, από το “Εύιος”. Αλλά και η εορτή των Σαββάτων δεν είναι θαρρώ τελείως άσχετη με τον Διόνυσο, διότι ακόμα και σήμερα πολλοί αποκαλούν τους Βάκχους, Σάβους και αυτή είναι η φωνή τους όταν τελούν τις οργιαστικές τελετές προς τιμή του Θεού, κάτι για το οποίο μπορεί να βρει επιβεβαίωση στον Δημοσθένη και στον Μέναδρο και δεν θα ήταν άστοχο να πει κανείς ότι το όνομα είναι πεποιημένο από ένα είδους παράκρουση (σόβησιν) που κατέχει τους βακχεύοντες. Οι ίδιοι, εξ άλλου, μαρτυρούν υπέρ της παράδοσης αυτής, όταν εορτάζουν τα Σάββατα, όπου κυρίως καλεί ο ένας τον άλλον να πίνει και να μεθάει, και έχουν έθιμο, όταν τους εμποδίζει κάποια ανώτερη βία, να γεύονται τουλάχιστον σε κάθε περίπτωση οίνο άκρατο. Τούτα βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν είναι παρά πιθανοφανή. Ισχυρότατη διάψευση όμως για όσους έχουν αντίθετη γνώμη είναι ο αρχιερέας, ο οποίος πηγαίνει μπροστά στις εορτές φορώντας μίτρα, τυλιγμένος μέσα σε χρυσοποίκιλτο δέρμα ελαφιού (νεβρίδα χρυσόπαστον), φορώντας ποδήρη χιτώνα και κοθόρνους, ενώ πολλά κουδουνάκια κρέμονται από τα ρούχα του, που ηχούν όταν βαδίζει, όπως ακριβώς και σε εμάς∙ παράγονται επίσης θόρυβοι κατά τα νυκτέλια και ονομάζονται χαλκόκροτοι οι παραμάνες τροφοί του Θεού∙ αλλά και ο σκαλισμένος θύρσος που βλέπουμε (…) στα πλάγια του Ναού και τα τύμπανα, τα οποία βέβαια ταιριάζουν σε κανέναν άλλον από τους Θεούς περισσότερο παρά στον Διόνυσο. Επίσης, δεν κάνουν βέβαια προσφορές με μέλι στις ιερουργίες, επειδή θεωρείται ότι καταστρέφει τον οίνο ανακατεμένο μαζί του, αλλά αυτό χρησιμοποιούνταν στις σπονδές ως ποτό, προτού φανεί το αμπέλι. Επίσης, μέχρι σήμερα όσοι από τους βαρβάρους δεν φτιάχνουν οίνο πίνουν μελίτειον (υδρομέλι), μειώνοντας τη γλυκύτητά του με ρίζες που έχουν τη στυφή γεύση του οίνου, ενώ οι Έλληνες το ίδιο αυτό μείγμα προσφέρουν ως νηφάλιες σπονδές και μελίσπονδα (νερό, γάλα και μέλι), επειδή θεωρούν ότι η φύση του μελιού είναι κατ’ εξοχήν αντίθετη προς του οίνου. Για το ότι αυτές είναι οι πίστεις τους (των Ιουδαίων δηλαδή) ενδεικτικό σημείο όχι ασήμαντο είναι και το ότι ανάμεσα στις πολλές τιμωρίες που εφαρμόζουν μία είναι κυρίως η πιο ατιμωτική, η οποία απαγορεύει στους τιμωρούμενους να πίνουν οίνο για όσο χρόνο ορίσει αυτός που επιβάλλει την τιμωρία.»[61]
Στο δε προηγούμενο “Πρόβλημα” Ε’ (669e-671e) όταν εξετάζοντας γιατί οι Ιουδαίοι δεν τρώνε χοιρινό («Πότερον οἱ Ἰουδαῖοι σεβόμενοι τὴν ὗν ἢ δυσχεραίνοντες ἀπέχονται τῶν κρεῶνῃ»), λέγεται από τον Πλούταρχο ότι οι Ιουδαίοι ταυτίζουν τον Διόνυσο των Ελλήνων με τον Άδωνη της δικής τους θρησκείας (671b) : «εἰ δὲ δεῖ καὶ τὰ μυθικὰ προσλαβεῖν, λέγεται μὲν ὁ Ἄδωνις ὑπὸ τοῦ συὸς διαφθαρῆναι, τὸν δ᾽ Ἄδωνιν οὐχ ἕτερον ἀλλὰ Διόνυσον εἶναι νομίζουσιν,».
Έτσι λοιπόν βλέπουμε ούτε λίγο ούτε πολύ πως στα μυστήρια του “Τριετηρικού Διονύσου” στην Αθήνα με το όνομα «Τριετηρική Παντέλεια» διδασκόταν ότι ο θεός των Ιουδαίων Άδωνις είναι ο Θεός που οι Έλληνες ονομάζουν Διόνυσο – δηλαδή ο Άδωνης των Ιουδαίων και ο Διόνυσος των Ελλήνων είναι μια και η αυτή θεότητα!
Στην συνέχεια δε του Πλουταρχεικού κειμένου αναπτύσσονται μόνο όσα από τα χαρακτηριστικά της λατρείας του Ιουδαϊκού θεού επιτρεπόταν να ανακοινωθούν και που όπως αναφέρεται στο κείμενο είναι σχεδόν ίδια με τα αντίστοιχα της λατρείας του Διονύσου στην Ελλάδα.
Πέραν αυτών στο θέμα τούτο, στις αντιστοιχίσεις των Αιγυπτίων θεών, των Ελλήνων θεών και των Ρωμαίων θεών με τον θεό των Ιουδαίων, έχει αναφερθεί και ο Ιωάννης Λυδός στο έργο του «Περί μηνών, (De Mensibus) 4.53» :
«(53.) Ὅτι πολλὴ τοῖς θεολόγοις διαφωνὴ περὶ τοῦ παρ’ Ἑβραίων τιμωμένου θεοῦ καὶ γέγονε καὶ ἔστιν· Αἰγύπτιοι γὰρ καὶ πρῶτος Ἑρμῆς Ὄσιριν τὸν ὄντα θεολογοῦσιν αὐτόν, περὶ οὗ Πλάτων ἐν Τιμαίῳ λέγει· ‘τί τὸ ὂν μὲν ἀεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχον, τί δὲ τὸ γινόμενον, ὂν δὲ οὐδέποτε;’ Ἕλληνες δὲ τὸν Ὀρφέως Διόνυσον, ὅτι, ὡς αὐτοί φασι, πρὸς τῷ ἀδύτῳ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ ἐξ ἑκατέρων σταθμῶν τὸ πρὶν ἄμπελοι ἀπὸ χρυσοῦ πεποιημένοι ἀνέστελλον τὰ παραπετάσματα ἐκ πορφύρας καὶ κόκκου πεποικιλμένα, ἐξ ὧν καὶ ὑπέλαβον Διονύσου εἶναι τὸ ἱερόν· Λίβιος δὲ ἐν τῇ καθόλου Ῥωμαϊκῇ ἱστορίᾳ ἄγνωστον τὸν ἐκεῖ τιμώμενόν φησι· τούτῳ δὲ ἀκολούθως ὁ Λούκανος ἀδήλου θεοῦ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν εἶναι λέγει, ὁ δὲ Νουμήνιος ἀκοινώνητον αὐτὸν καὶ πατέρα πάντων τῶν θεῶν εἶναι λέγει, ἀπαξιοῦντα κοινωνεῖν αὐτῷ τῆς τιμῆς τινα· καὶ Ἰουλιανὸς δὲ ὁ βασιλεύς, ὅτε πρὸς Πέρσας ἐστρατεύετο, γράφων Ἰουδαίοις οὕτω φησίν· ‘ἀνεγείρω γὰρ μετὰ πάσης προθυμίας τὸν ναὸν τοῦ ὑψίστου θεοῦ’· δι’ ἣν αἰτίαν καί τινες τῶν ἀπαιδεύτων, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὴν περιτομὴν Κρόνον αὐτὸν εἶναι νομίζουσιν· ὑψηλότερος γάρ φασι τῶν πλανήτων ὁ Κρόνος· οὐ συνορῶντες ὅτι ἡ περιτομὴσύμβολόν ἐστι τοῦ καθαρμοῦ τῆς νοερᾶς ψυχῆς, ὡς τοῖς μυστικοῖς τῶν Ἑβραίων δοκεῖ, ὅτι δὲ οὐ Κρονία τελετὴ ἡπεριτομή· καὶ Ἀράβων οἱ λεγόμενοι Σκηνῖται ἐπὶ τοῦ τρισκαιδεκάτου ἐνιαυτοῦ τοὺς ἑαυτῶν παῖδας περιτέμνουσιν ὡς Ὠριγένης λέγει, καίτοι Ἀστάρτην ἀλλ’ οὐ Κρόνον τιμῶντες· καὶ Αἰθίοπες δὲ τὰς κόγχας τῶν γονάτων τῶν νέων σιδηρῷ καυστικῷ σφραγίζουσι τῷ Ἀπόλλωνι. ὁ μέντοι Πορφύριος ἐν τῷ ὑπομνήματι τῶν λογίων τὸν δὶς ἐπέκεινα τουτέστι τὸν τῶν ὅλων δημιουργὸν τὸν παρὰ Ἰουδαίων τιμώμενον εἶναι ἀξιοῖ, ὃν ὁ Χαλδαῖος δεύτερον ἀπὸ τοῦ ἅπαξ ἐπέκεινα, τουτέστι τοῦ ἀγαθοῦ, θεολογεῖ. οἱ μέντοι περὶἸάμβλιχον καὶ Συριανὸν καὶ Πρόκλον δημιουργὸν αὐτὸν τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου νομίζουσιν εἶναι καλοῦντες αὐτὸν τῆς τετραστοίχου θεόν· ὁ δὲ Ῥωμαῖος Βάρρων περὶ αὐτοῦ διαλαβών φησι παρὰ Χαλδαίοις ἐν τοῖς μυστικοῖς αὐτὸν λέγεσθαι Ἰάω ἀντὶ τοῦ φῶς νοητὸν τῇ Φοινίκων γλώσσῃ, ὥς φησιν Ἑρέννιος. καὶ Σαβαὼθ δὲ πολλαχοῦ λέγεται, οἷον ὁ ὑπὲρ τοὺς ἑπτὰ πόλους, τουτέστιν ὁ δημιουργός».
Είδαμε λοιπόν σχετικά με τον παρά των Ιουδαίων τιμώμενο θεό αφενός ότι :
«Ἕλληνες δὲ τὸν Ὀρφέως Διόνυσον, ὅτι, ὡς αὐτοί φασι, πρὸς τῷ ἀδύτῳ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ ἐξ ἑκατέρων σταθμῶν τὸ πρὶν ἄμπελοι ἀπὸ χρυσοῦ πεποιημένοι ἀνέστελλον τὰ παραπετάσματα ἐκ πορφύρας καὶ κόκκου πεποικιλμένα, ἐξ ὧν καὶ ὑπέλαβον Διονύσου εἶναι τὸ ἱερόν»,
αφετέρου ότι:
«οἱ μέντοι περὶ Ἰάμβλιχον καὶ Συριανὸν καὶ Πρόκλον δημιουργὸν αὐτὸν τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου νομίζουσιν εἶναι καλοῦντες αὐτὸν τῆς τετραστοίχου θεόν».
Επιπλέον ο Ιουλιανός στις «Επιστολές, 89a.46 – 89a.64» του λέγει περί του θεού των Ιουδαίων :
«Επειδή βλέπω την μεγάλη αδιαφορία μας προς τους θεούς και αναλογίζομαι ότι το σύνολο της ευλάβειας που οφείλουμε στις ανώτερες δυνάμεις έχει παραμεριστεί από μια ακάθαρτη και χυδαία μαλθακότητα, από καιρό τώρα δεν έχω πάψει να θρηνώ μέσα μου για όλα αυτά, την στιγμή που [αναφέρεται στους οπαδούς της ιουδαϊκής θρησκείας] είναι τόσο αφοσιωμένοι σε αυτή, ώστε προτιμούν να πεθάνουν γι’αυτήν, προτιμούν να ανέχονται την φτώχεια και την πείνα, παρά να φάνε χοιρινό ή άλλο κρέας που δεν στραγγίστηκε το αίμα του αμέσως. Εμείς είμαστε τόσο αδιάφοροι προς τους Θεούς ώστε λησμονούμε τα πάτρια και αγνοούμε ακόμη και το ότι κάποτε επιβλήθηκε κάποιος θεσμός. Πάντως εκείνοι είναι εν μέρει θεοσεβείς, αφού εκείνον που τιμούν […]είναι αληθινά παντοδύναμος και αγαθότατος και επιτροπεύει τον αισθητό κόσμο, θεός που, όπως γνωρίζω καλά, θεραπεύουμε και εμείς με άλλα ονόματα. Επομένως, μου φαίνεται φυσικό να μην παραβαίνουν στους νόμους του. Μοναδικό τους αμάρτημα είναι πως δεν θεραπεύουν και τους άλλους Θεούς και αρέσκονται μόνο σε αυτό τον Θεό, επειδή φαντάζονται ότι οι άλλοι Θεοί αρμόζουν μόνο σε μας από όλους τους λαούς, και παρασύρθηκαν σε αυτή την ύβρη από την βαρβαρική αλαζονεία τους».[62]
Με άλλα λόγια, λοιπόν, ο θεός των Ιουδαίων είναι ένας και ο αυτός Θεός που οι Έλληνες ονομάζουν Διόνυσο, Θεός ο οποίος είναι ο δημιουργός της μεριστής δημιουργίας και μονάδα των εγκοσμίων θεών, αυτός ο Θεός ως μονάδα βρίσκεται στην αμέσως προηγούμενη τάξη από αυτήν των εγκοσμίων θεών, δηλαδή στους υπερκόσμιους θεούς : ο κατά τους Έλληνες Διόνυσος ή κατά τους Ιουδαίου Θεός Άδωνης είναι υπερκόσμιος θεός.
[1] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον Τίμαιο του Πλάτωνα, τόμος E’, 3.152.31 – 3.153.15» :
in Ti 3.152.31 ` to in Ti 3.153.15 αἱ ψυχαὶ τῶν ἑαυταῖς προσεχεστέρων θᾶττον ἐπιλανθάνονται, τῶν δὲ ὑπερτέρων ἀρχῶν μᾶλλον μνημονεύουσι· δρῶσι γὰρ μᾶλλον εἰς αὐτὰς δι᾽ ὑπεροχὴν δυνάμεως καὶ δοκοῦσιν αὐταῖς παρεῖναι δι᾽ ἐνέργειαν· ὃ δὴ καὶ περὶ τὴν ὄψιν γίγνεται τὴν ἡμετέραν· πολλὰ γὰρ τῶν ἐν γῇ κειμένων οὐχ ὁρῶντες ὅμως αὐτὴν ὁρᾶν δοκοῦμεν τὴν ἀπλανῆ καὶ αὐτοὺς τοὺς ἀστέρας, διότι καταλάμπουσιν ἡμῶν τὴν ὄψιν τῷ ἑαυτῶν φωτί. μᾶλλον οὖν καὶ τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς λήθην ἴσχει καὶ ἀορασίαν τῶν προσεχεστέρων ἢ τῶν ἀνωτέρω καὶ θειοτέρων ἀρχῶν. οὕτω τὴν μὲν πρωτίστην ἀρχὴν πᾶσαι θρησκεῖαι καὶ αἱρέσεις συγχωροῦσιν εἶναι, καὶ θεὸν πάντες ἄνθρωποι καλοῦσι βοηθόν, θεοὺς δὲ εἶναι μετ᾽ αὐτὴν καὶ πρόνοιαν ἀπ᾽ αὐτῶν ἐν τῷ παντὶ οὐ πᾶσαι πιστεύουσιν· ἐναργέστερον γὰρ αὐταῖς καταφαίνεται τὸ ἓν τοῦ πλήθους. ἄλλαι δὲ θεοὺς μὲν εἶναι νομίζουσι, μετὰ δὲ θεοὺς δαιμόνιον γένος ὑποτιθέμεναι τὴν ἡρωικὴν ἀγνοοῦσι τάξιν· καὶ ὅλως τοῦτο καὶ μέγιστόν ἐστι τῆς ἐπιστήμης ἔργον, τὸ τὰς μεσότητας καὶ τὰς προόδους τῶν ὄντων λεπτουργεῖν.
[2] Βλ. Δαμάσκιος ο διάδοχος “Απορίες και λύσεις περί των πρώτων αρχών ,1.316.18 – 1.317.14” :
De principiis 1.316.18 ` to De principiis 1.317.14 Ἐν μὲν τοίνυν ταῖς φερομέναις ταύταις ῥαψῳδίαις <ὀρφικαῖς> ἡ θεολογία δή τίς ἐστιν ἡ περὶ τὸν νοητόν, ἣν καὶ οἱ <φιλόσοφοι> διερμνεύουσιν ἀντὶ μὲν τῆς μιᾶς τῶν ὅλων ἀρχῆς τὸν <Χρόνον> τιθέντες, ἀντὶ δὲ τοῖν δυεῖν <Αἰθέρα> καὶ <Χάος>, ἀντὶ δὲ τοῦ ὄντος ἁπλῶς τὸ ὠὸν ἀπολογιζόμενοι, καὶ τριάδα ταύτην πρώτην ποιοῦντες· εἰς δὲ τὴν δευτέραν τελεῖν ἤτοι τὸ κυούμενον καὶ τὸ κύον ὠὸν τὸν θεόν, ἢ τὸν ἀργῆτα χιτῶνα, ἢ τὴν νεφέλην, ὅτι ἐκ τούτων ἐκθρώσκει ὁ Φάνης· ἄλλοτε γὰρ ἄλλα περὶ τοῦ μέσου φιλοσοφοῦσιν. Τοῦτο μὲν οὖν ὁποῖον ἂν ᾖ, ὡς τὸν νοῦν, ὡς δὲ πατέρα καὶ δύναμιν, ἄλλα τινὰ προσεπινοοῦντες οὐδὲν τῷ <Ὀρφεῖ> προσήκοντα, τὴν δὲ τρίτην τὸν <Μῆτιν> <ὡς νοῦν>, τὸν <Ἠρικεπαῖον> ὡς δύναμιν, τὸν <Φάνητα> αὐτὸν ὡς πατέρα.
Μήποτε δὲ καὶ τὴν μέσην τριάδα θετέον κατὰ τὸν τρίμορφον θεὸν ἔτι κυόμενον ἐν τῷ ὠῷ· καὶ γὰρ καὶ τὸ μέσον ἀεὶ φαντάζει συναμφότερον τῶν ἄκρων, ὥσπερ καὶ τοῦτο ἅμα καὶ ὠὸν καὶ τρίμορφος ὁ θεός. Καὶ ὁρᾷς ὅτι τὸ μὲν ὠόν ἐστιν τὸ ἡνωμένον, ὁ δὲ τρίμορφος καὶ πολύμορφος τῷ ὄντι θεὸς τὸ διακεκριμένον τοῦ νοητοῦ, τὸ δὲ μέσον κατὰ μὲν τὸ ὠὸν ἔτι ἡνωμένον, κατὰ δὲ τὸν θεὸν ἤδη διακεκριμένον, τὸ δὲ ὅλον εἰπεῖν, διακρινόμενον. Τοιαύτη μὲν ἡ συνήθης <ὀρφικὴ θεολογία>.
«στις θεωρούμενες Ορφικές ραψωδίες, η θεολογική άποψη για το νοητό είναι παρόμοια με αυτή που εξηγούν οι φιλόσοφοι βάζοντας στη θέση της μιας αρχής των όλων τον “Χρόνο”, στη θέση των δύο τον “Αιθέρα” και το “Χάος” και θεωρώντας ότι στη θέση του καθολικού Όντος είναι το ”Ωό”, κάνοντας αυτή πρώτη τριάδα. Στη δεύτερη ότι φέρνει το ”Ωό”, που κυοφορεί και κυοφορείται τον θεό ή τον “λαμπρό χιτώνα” ή την “Νεφέλη”, γιατί από αυτά ξεπηδά ο Φάνης – διότι θεωρούν ως μεσαίο πότε το ένα και πότε το άλλο. την τρίτη ανήκει ο “Μήτις” ως Νους, ο “Ηρικεπαίος” ως δύναμη και ο ίδιος ο Φάνης ως πατέρας…… Κάπως έτσι είναι η γνωστή Ορφική θεολογία.»
[3] Βλ. Μαρίνος Νεαπόλεως “Βίος Πρόκλου ή Περί Αρετή, 27”.
[4] Αναφερόμαστε στην πρώτη από τις σημαντικότερες Ολβίες, που ιδρύθηκε από Μιλήσιου το 645 π.Χ. κοντά στις εκβολές του Δνείπερου ποταμού – όπως μαρτυρεί ο Στράβων στα «Γεωγραφικά»:
Geog 7.3.17.4 ` to Geog 7.3.17.6 πλεύσαντι δὲ τὸν Βορυσθένη σταδίους διακο σίους ὁμώνυμος τῷ ποταμῷ πόλις· ἡ δ᾽ αὐτὴ καὶ Ὀλ βία καλεῖται, μέγα ἐμπόριον, κτίσμα Μιλησίων.
Τον 6-ον π.Χ. αιώνα γνώρισε μεγάλη ακμή, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες του Ηρόδοτου αλλά και από τα αρχαιολογικά ευρήματα (χρυσά κοσμήματα, περίτεχνα αγγεία, αλαβάστρινοι τρίποδες κτλ.). Η Ολβία Ποντική (ονομαζόταν και Βορυσθένης) ήταν στις βορειοδυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας και χτίστηκε κατά τον δεύτερο ελληνικό αποικισμό πιθανόν τον 7ο αιώνα π.Χ. Στην Ολβία υπήρχε ναός αφιερωμένος στον Απόλλωνα Δελφίνιο. Οι κάτοικοι εκτός από τον Απόλλωνα λάτρευαν και τον Αχιλλέα, ως θεό.
[5] Χρονολογείται γύρω στο 340-320 π.Χ. και αντιγράφει ένα παλιότερο κείμενο του τέλους του 5ου αι. π.Χ.. Βρέθηκε στην νεκρόπολη της αρχαίας Λητής, επάνω σε έναν κιβωτιόσχημο τάφο, ανάμεσα σε απομεινάρια καμένων κτερισμάτων που συνόδευαν τον νεκρό. Η γλώσσα του κειμένου είμαι μια μίξη ιωνικής και αττικής διαλέκτου, σε εξάμετρο στίχο.
[6] Βλ. Δαμάσκιος ο διάδοχος “Απορίες και λύσεις περί των πρώτων αρχών, 1.319.8 – 1.319.15” :
De principiis 1.319.8 ` to De principiis 1.319.15 Ἡ δὲ παρὰ τῷ περιπατητικῷ <Εὐδήμῳ> ἀναγεγραμμένη ὡς τοῦ <Ὀρφέως> οὖσα θεολογία πᾶν τὸ νοητὸν ἐσιώπησεν, ὡς παντάπασιν ἄρρητόν τε καὶ ἄγνωστον τρόπῳ κατὰ διέξοδόν τε καὶ ἀπαγγελίαν· ἀπὸ δὲ τῆς <Νυκτὸς> ἐποιήσατο τὴν ἀρχήν, ἀφ᾽ ἧς καὶ ὁ <Ὅμηρος>, εἰ καὶ μὴ συνεχῆ πεποίηται τὴν γενεαλογίαν, ἵστησιν· οὐ γὰρ ἀποδεκτέον <Εὐδήμου> λέγοντος ὅτι ἀπὸ <Ὠκεανοῦ> καὶ <Τηθύος> ἄρχεται· φαίνεται γὰρ εἰδὼς καὶ τὴν <Νύκτα> μεγίστην οὕτω θεόν, ὡς καὶ τὸν Δία σέβεσθαι αὐτήν· ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ῥέζοι.
«Η αναφερόμενη στον περιπατιτικό Εύδημο ως έργο του Ορφέα Θεολογία αποσιώπησε καθετί το νοητό ως παντελώς άγνωστο και άρρητο. Ως αρχή των πάντων θεωρεί την Νύχτα, από την οποία ξεκινάει και ο Όμηρος, αν και αυτός δεν έχει παρουσιάσει την γενεαλογία συνεχή. Διότι δεν πρέπει να δεχτούμε αυτό που λέει ο Εύδημος, ότι δηλαδή ο Όμηρος ξεκινάει από τον Ωκεανό και την Τηθή. Γιατί φαίνεται να ξέρει ότι και η Νύχτα ήταν τόσο μεγάλη θεά, ώστε να την σέβεται και ο Ζευς : “γιατί φοβόταν μην κάνει δυσάρεστο στην γρήγορη Νύχτα” (Ιλιάδα Ξ’ 261). Ας αρχίζει λοιπόν και αυτό ακόμη ο Όμηρος από την Νύχτα.»
[7] Leg 715.e.7 ` to Leg 716.a.2 ὁ μὲν δὴ θεός, ὥσπερ καὶ ὁ παλαιὸς λόγος, ἀρχήν τε καὶ τελευτὴν καὶ μέσα τῶν ὄντων ἁπάντων ἔχων, εὐθείᾳ περαίνει κατὰ φύσιν περιπορευόμενος·
[8] Βλ. Πλάτωνος «Συμπόσιο, 218.b3 – 218b.7» :
Symp 218.b.3 ` to Symp 218.b.7 πάντες γὰρ κεκοινωνήκατε τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας—διὸ πάντες ἀκούσεσθε· συγγνώσεσθε γὰρ τοῖς τε τότε πραχθεῖσι καὶ τοῖς νῦν λεγομένοις. οἱ δὲ οἰκέται, καὶ εἴ τις ἄλλος ἐστὶν βέβηλός τε καὶ ἄγροικος, πύλας πάνυ μεγάλας τοῖς ὠσὶν ἐπίθεσθε.
[9] 1-ος σοσμένος στίχος του παπύρου του Δερβενίου : Ἀείσω συνετοῖσι – θύρας δ’ ἐπίθεσθε βέβηλοι.
[10] Για τα μέχρι σήμερα δημοσιευμένα κείμενα σε χρυσά ελάσματα βλέπε την έκδοση του Zuntz 1971, του Pugliese Carratelli 1993 και κυρίως την πρόσφατη του Riedweg 1998, 359-398, όπου και εκτενέστατη βιβλιογραφία για τον Ορφισμό. Γενικά βλέπε Burkert 1993, 562-71, 589-615, Burkert 1994 και Παπαχατζής 1986, 293-9, όπου και όλες οι αρχαίες πηγές, καθώς επίσης και τα λήμματα «Orphies» και «Orphism» στα ετήσια Επιγραφικά Δελτία Ελληνικής Θρησκείας 1987-1998 (EpigraphicBulletinforGreekReligionEBGR 1987-1998) του Αγγέλου Χανιώτη στο Κέρνος/Kernos: Kernos4 (1991) http://kernos.revues.org/312 , Kernos5 (1992) http://kernos.revues.org/1066, Kernos6 (1993) http://kernos.revues.org/557, Kernos 7 (1994) http://kernos.revues.org/1113, Kemos8 (1995) http://kernos.revues.org/605, Kernos9 (1996) http://kernos.revues.org/1186, Kernos10 (1997) http://kernos.revues.org/666, Kernos11 (1998) http://kernos.revues.org/1236, Kernos12 (1999) http://kernos.revues.org/724, Kemos13 (2000) http://kernos.revues.org/1300, Kernos14 (2001) http://kernos.revues.org/779.
[11] Tim 40.d.6 ` to Tim 41.a.3 Περὶ δὲ τῶν ἄλλων δαιμόνων εἰπεῖν καὶ γνῶναι τὴν γένεσιν μεῖζον ἢ καθ᾽ ἡμᾶς, πειστέον δὲ τοῖς εἰρηκόσιν ἔμπροσθεν, ἐκγόνοις μὲν θεῶν οὖσιν, ὡς ἔφασαν, σαφῶς δέ που τούς γε αὑτῶν προγόνους εἰδόσιν· ἀδύνατον οὖν θεῶν παισὶν ἀπιστεῖν, καίπερ ἄνευ τε εἰκότων καὶ ἀναγκαίων ἀποδείξεων λέγουσιν, ἀλλ᾽ ὡς οἰκεῖα φασκόντων ἀπαγγέλλειν ἑπομένους τῷ νόμῳ πιστευτέον. οὕτως οὖν κατ᾽ ἐκείνους ἡμῖν ἡ γένεσις περὶ τούτων τῶν θεῶν ἐχέτω καὶ λεγέσθω. Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ὠκεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέσθην, τούτων δὲ Φόρκυς Κρόνος τε καὶ Ῥέα καὶ ὅσοι μετὰ τούτων, ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ῥέας Ζεὺς ῞Ηρα τε καὶ πάντες ὅσους ἴσμεν ἀδελφοὺς λεγομένους αὐτῶν, ἔτι τε τούτων ἄλλους ἐκγόνους·
[12] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 3.159.13 – 3.160.12» :
in Ti 3.159.13 ` to in Ti 3.160.12 Ὁ ἁπλῶς ἐπιστήμων καὶ ἐν τοῖς δοκοῦσι δυσγνώστοις καὶ ἀπόροις θεῖ τὰς τῆς εὐπορίας ὁδοὺς ἐπὶ τὴν θείαν γνῶσιν ἀνατρέχων καὶ τὴν ἔνθεον νόησιν, δι᾽ ἧς πάντα φανὰ καὶ γνώριμα γίγνεται· πάντα γάρ ἐστιν ἐν θεοῖς. τὸ δὲ πάντα προειληφὸς δύναται καὶ τὰ ἄλλα τῆς ἑαυτοῦ γνώσεως πληροῦν. τοῦτο δὴ καὶ ἐνταῦθα πεποίηκεν ὁ Τίμαιος, ἐπὶ τοὺς θεολόγους ἡμᾶς ἀναπέμπων καὶ τὴν παρ᾽ ἐκείνων ὑμνημένην γένεσιν τῶν θεῶν. τίνες οὖν εἰσιν οὗτοι καὶ τίς αὐτῶν ἡ γνῶσις; αὐτοὶ μὲν οὖν εἰσιν <ἔγγονοι θεῶν> καὶ <σαφῶς τοὺς ἑαυτῶν προγόνους εἰδότεσ>, ἔγγονοι μὲν καὶ παῖδες ὄντες θεῶν ὡς τὸ εἶδος σῴζοντες τοῦ ἑαυτῶν προστάτου κατὰ τὴν παροῦσαν ζωήν· αἱ γὰρ Ἀπολλωνιακαὶ ψυχαὶ μαντικὸν ἢ τελεστικὸν ἑλόμεναι βίον παῖδες καὶ ἔγγονοι καλοῦνται τοῦ Ἀπόλλωνος, παῖδες μὲν καθὸ ψυχαὶ προσήκουσαι τῷδε τῷ θεῷ καὶ ᾠκειωμέναι πρὸς τήνδε τὴν σειράν, ἔγγονοι δὲ ὅτι καὶ τὸν παρόντα βίον τοιοῦτον ἐπιδείκνυνται. πᾶσαι μὲν οὖν ψυχαὶ θεῶν παῖδες, ἀλλ᾽ οὐ πᾶσαι τὸν ἑαυτῶν ἐπέγνωσαν θεόν· αἱ δὲ ἐπιγνοῦσαι καὶ τὴν ὁμοίαν ἑλόμεναι ζωὴν καλοῦνται παῖδες θεῶν. διὸ καὶ τὸ <ὡς ἔφασαν> προσέθηκεν· αὐταὶ γὰρ ἑαυτὰς ἐκφαίνουσιν ἀφ᾽ ἧς ἥκουσι τάξεως, ὥσπερ καὶ ἡ Σίβυλλα παρ᾽ αὐτὴν τὴν ἀποκύησιν χρησμῳδήσασα καὶ ὁ Ἡρακλῆς κατὰ τὴν γένεσιν μετὰ συμβόλων δημιουργικῶν ἐκφανείς. αἱ δὲ τοιαῦται ψυχαὶ καὶ ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τοὺς ἑαυτῶν προγόνους καὶ πληροῦνται παρ᾽ ἐκείνων ἐνθέου νοήσεως, ἡ δὲ γνῶσις αὐτῶν ἐστιν ἐνθουσιαστική, διὰ τοῦ θείου φωτὸς τῷ θεῷ συναπτομένη, πάσης ἄλλης ἐξῃρημένη γνώσεως τῆς τε δι᾽ εἰκότων καὶ τῆς ἀποδεικτικῆς· ἣ μὲν γὰρ περὶ τὴν φύσιν διατρίβει καὶ τὰ καθ᾽ ὅλου τὰ ἐν τοῖς καθ᾽ ἕκαστα, ἣ δὲ περὶ τὴν ἀσώματον οὐσίαν καὶ τὰ ἐπιστητά· μόνη δὲ ἡ ἔνθεος γνῶσις αὐτοῖς συνάπτεται τοῖς θεοῖς.
[13] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 3.160.17 – 3.160.30» :
in Ti 3.160.17 ` to in Ti 3.160.30 Πολλὰ ἄν τις ἀπὸ τούτων λάβοι τῶν τοῦ Πλάτωνος ῥημάτων σκοπῶν ἀκριβῶς, οἷον τὸ τὴν ἔνθεον γνῶσιν δι᾽ οἰκειότητος ἐπιτελεῖσθαι τῆς πρὸς τοὺς θεούς (καὶ γὰρ ἥλιος ὁρᾶται διὰ τοῦ ἡλιοειδοῦς φωτὸς καὶ τὸ θεῖον ἐκφαίνεται διὰ τῆς θείας ἐλλάμψεως)· τὸ τὸν θεῖον νόμον διορίσαι τὰς θείας τάξεις, ὃν ἐκφαίνουσιν αἱ ἐνθεαστικαὶτῶν παλαιῶν νοήσεις, καθ᾽ ὃν καὶ ψυχαὶ ἐνεργοῦσαι καὶ μὴ ἐνθουσιάζουσαι πείθονται ταῖς ἐνθουσιαζούσαις. τούτῳ δὲ τῷ νόμῳ πειθόμενος καὶ <ἐν προοιμίοισ> [27 C] εἶπε θεοὺς καὶ θεὰς παρακαλέσειν τὸ κατὰ τὰς πρωτίστας καὶ νοερὰς ἀρχὰς πάσας διακεκοσμῆσθαι τὰς βασιλείας τάς τε ἐν οὐρανῷ καὶ τὰς ὑπὸ σελήνην καὶ εἶναι πανταχοῦ πάσας κατὰ τὸ ἀνὰ λόγον, τὴν δὲ τάξιν τῶν πραγμάτων προηγεῖσθαι τῶν ἡμετέρων νοήσεων·
[14] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.3.32 – 1.4.1» : «μόνο ο Πλάτωνας διέσωσε τον πυθαγόρειο τρόπο της φυσικής επιστήμης και μελέτησε λεπτομερώς την εν λόγω φιλοσοφία.»
in Ti 1.3.32 ` to in Ti 1.4.1 μόνος ὁ Πλάτων τὸ Πυθαγόρειον ἦθος τῆς περὶ τὴν φύσιν θεωρίας διασωσάμενος ἐλεπτούργησε τὴν προκειμένην διδασκαλίαν,
[15] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, 1. 25.26 – 1.26.4» :
Theol Plat 1.25.26 ` to Theol Plat 1.26.22 ἅπασα γὰρ ἡ παρ᾽ Ἕλλησι θεολογία τῆς Ὀρφικῆς ἐστὶ μυσταγωγίας ἔκγονος, πρώτου μὲν Πυθαγόρου παρὰ Ἀγλαοφήμου τὰ περὶ θεῶν ὄργια διδαχθέντος, δευτέρου δὲ Πλάτωνος ὑποδεξαμένου τὴν παντελῆ περὶ τούτων ἐπιστήμην ἔκ τε τῶν Πυθαγορείων καὶ τῶν Ὀρφικῶν γραμμάτων. Ἐν Φιλήβῳ μὲν γὰρ τὴν περὶ τῶν δυοειδῶν ἀρχῶν θεωρίαν εἰς τοὺς Πυθαγορείους ἀναφέρων, <μετὰ θεῶν οἰκοῦντας> αὐτοὺς καὶ μακαρίους ὄντως ἀποκαλεῖ• πολλὰ γοῦν ἡμῖν περὶ τούτων καὶ Φιλόλαος ὁ Πυθαγόρειος ἀνέγραψε νοήματα καὶ θαυμαστά, τήν τε κοινὴν αὐτῶν εἰς τὰ ὄντα πρόοδον καὶ τὴν διακεκριμένην ποίησιν ἀνυμνῶν• ἐν Τιμαίῳ <δὲ> περὶ τῶν ὑπὸ σελήνην θεῶν καὶ τῆς ἐν αὐτοῖς τάξεως ἀναδιδάσκειν ἐγχειρῶν, ἐπὶ τοὺς θεολόγους καταφεύγει καὶ <θεῶν παῖδας> αὐτοὺς ἀποκαλεῖ, καὶ πατέρας ποιεῖται τῆς περὶ αὐτῶν ἀληθείας, καὶ τέλος κατὰ τὴν παρ᾽ αὐτοῖς τῶν νοερῶν βασιλέων πρόοδον καὶ τῶν ὑπὸ σελήνην θεῶν παραδίδωσι τὰς ἀπὸ τῶν ὅλων προϊούσας διακοσμήσεις• καὶ πάλιν ἐν Κρατύλῳ τῆς τῶν θείων διακόσμων τάξεως, ἐν Γοργίᾳ δὲ τὸν Ὅμηρον τῆς τῶν δημιουργικῶν<μονάδων> τριαδικῆς ὑποστάσεως. Πανταχοῦ δέ, ὡς εἰπεῖν συλλήβδην, ἑπομένως ταῖς ἀρχαῖς τῶν θεολόγων τοὺς περὶ θεῶν λόγους ἀποδίδωσι, τῆς μὲν μυθοποιίας τὸ τραγικὸν ἀφελὼν τὰς δὲ ὑποθέσεις τὰς πρωτίστας κοινὰς πρὸς αὐτοὺς τιθέμενος.
[16] Βλ. Πρόκλος «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, 3.168.7 – 3.169.9» :
in Ti 3.168.7 ` to in Ti 3.169.9 . ῥητέον δ᾽ οὖν τοῦτον τὸν τρόπον, ὅτι Πυθαγόρειος ὢν ὁ Τίμαιος ἕπεται ταῖς τῶν Πυθαγο ρείων ἀρχαῖς. αὗται δέ εἰσιν αἱ Ὀρφικαὶ παραδόσεις• ἃ γὰρ <Ὀρφεὺς δι᾽ ἀπορρήτων λόγων> μυστικῶς παραδέδωκε, ταῦτα <Πυθαγόρας> ἐξέμαθεν <ὀργιασθεὶς ἐν Λεβήθροις τοῖς Θρᾳκίοις Ἀγλαοφάμω τελεστᾶ μεταδόντος> ἣν περὶ θεῶν <Ὀρφεὺς> σοφίαν <παρὰ Καλλιόπης τῆς μητρὸς ἐπινύσθη>• ταῦτα γὰρ αὐτός φησιν ὁ <Πυθαγόρας ἐν τῷ Ἱερῷ λόγῳ>. τίνες οὖν <αἱ Ὀρφικαὶ παραδόσεις> [frg. 85], ἐπειδήπερ εἰς ταύτας ἀναφέρειν οἰόμεθα χρῆναι τὴν τοῦ Τιμαίου περὶ θεῶν διδασκαλίαν; θεῶν βασιλέας παραδέδωκεν Ὀρφεὺς κατὰ τὸν τέλειον ἀριθμὸν τῶν ὅλων προεστηκότας Φάνητα Νύκτα Οὐρανὸν Κρόνον Δία Διόνυσον• πρῶτος γὰρ ὁ Φάνης κατασκευάζει τὸ σκῆπτρον• <καὶ πρῶτος βασίλευσε περικλυτὸς Ἠρικεπαῖος>• δευτέρα δὲ ἡ Νύξ, δεξαμένη παρὰ τοῦ πατρός, τρίτος δὲ <ὁ> Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτός, καὶ τέταρτος ὁ Κρόνος, βιασάμενος, ὥς φασι, τὸν πατέρα, καὶ πέμπτος ὁ Ζεύς, κρατήσας τοῦ πατρός, καὶ μετὰ τοῦτον ἕκτος ὁ Διόνυσος. οὗτοι δὴ πάντες οἱ βασιλεῖς ἄνωθεν ἀπὸ τῶν νοητῶν καὶ νοερῶν ἀρξάμενοι θεῶν χωροῦσι διὰ τῶν μέσων τάξεων καὶ ἐς τὸν κόσμον, ἵνα καὶ τὰ τῇδε κοσμήσωσι• Φάνης γὰρ οὐ μόνον ἐστὶν ἐν τοῖς νοητοῖς, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς νοεροῖς, ἐν τῇ δημιουργικῇ τάξει καὶ ἐν τοῖς ὑπερκοσμίοις καὶ τοῖς ἐγκοσμίοις, καὶ Νὺξ καὶ Οὐρανὸς ὁμοίως• αἱ γὰρ ἰδιότητες αὐτῶν διὰ πάντων χωροῦσι τῶν μέσων. αὐτὸς δὲ ὁ μέγιστος Κρόνος οὐχὶ καὶ πρὸ τοῦ Διὸς τέτακται καὶ μετὰ τὴν Δίιον βασιλείαν, μετὰ τῶν ἄλλων Τιτάνων τὴν Διονυσιακὴν μερίζων δημιουργίαν, καὶ ἄλλος μὲν ἐν τῷ οὐρανῷ, ἄλλος δὲ ἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην, καὶ ἐν μὲν τῇ ἀπλανεῖ ἄλλος, ἐν δὲ ταῖς πλανωμέναις ἄλλος, καὶ Ζεὺς ὁμοίως καὶ Διόνυσος; ταῦτα μὲν οὖν καὶ διαρρήδην <εἴρηται τοῖς παλαιοῖς>.
[17] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα εις Τίμαιον Πλάτωνος, τόμος Δ’, 3.161.2 – 3.161.6» :
in Ti 3.161.2 ` to in Ti 3.161.6 Πυθαγόρειον δὲ καὶ τὸ ταῖς Ὀρφικαῖς ἕπεσθαι γενεαλογίαις· ἄνωθεν γὰρ ἀπὸ τῆς Ὀρφικῆς παραδόσεως διὰ Πυθαγόρου καὶ εἰς Ἕλληνας ἡ περὶ θεῶν ἐπιστήμη προῆλθεν, ὡς αὐτὸς ὁ <Πυθαγόρας> φησὶν ἐν τῷ <Ἱερῷ λόγῳ>.
[18] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορείου βίου, 28.145.12 – 28.148.4» :
Vit Pyth 28.145.12 ` to Vit Pyth 28.148.4 πόθεν δὴ οὖν τὴν τοσαύτην εὐσέβειαν παρέλαβον οὗτοι οἱ ἄνδρες, εἴ τις βούλοιτο μαθεῖν, ῥητέον ὡς τῆς Πυθαγορικῆς κατ᾽ ἀριθμὸν θεολογίας παράδειγμα ἐναργὲς ἔκειτο παρὰ Ὀρφεῖ. οὐκέτι δὴ οὖν ἀμφίβολον γέγονε τὸ τὰς ἀφορμὰς παρὰ Ὀρφέως λαβόντα Πυθαγόραν συντάξαι τὸν περὶ θεῶν λόγον, ὃν καὶ ἱερὸν διὰ τοῦτο ἐπέγραψεν, ὡς ἂν ἐκ τοῦ μυστικωτάτου ἀπηνθισμένον παρὰ Ὀρφεῖ τόπου, εἴτε ὄντως τοῦ ἀνδρός, ὡς οἱ πλεῖστοι λέγουσι, σύγγραμμά ἐστιν, εἴτε Τηλαύγους, ὡς ἔνιοι τοῦ διδασκαλείου ἐλλόγιμοι καὶ ἀξιόπιστοι διαβεβαιοῦνται ἐκ τῶν ὑπομνημάτων τῶν Δαμοῖ τῇ θυγατρί, ἀδελφῇ δὲ Τηλαύγους, ἀπολειφθέντων ὑπ᾽ αὐτοῦ Πυθαγόρου, ἅπερ μετὰ θάνατον ἱστοροῦσι δοθῆναι Βιτάλῃ τε τῇ Δαμοῦς θυγατρὶ καὶ Τηλαύγει <ἐν> ἡλικίᾳ γενομένῳ, υἱῷ μὲν Πυθαγόρου, ἀνδρὶ δὲ τῆς Βιτάλης• κομιδῇ γὰρ νέος ὑπὸ τὸν Πυθαγόρου θάνατον ἀπολελειμμένος ἦν παρὰ Θεανοῖ τῇ μητρί. δηλοῦται δὴ διὰ τοῦ ἱεροῦ λόγου τούτου [ἢ περὶ θεῶν λόγου, ἐπιγράφεται γὰρ ἀμφότερον] καὶ τίς ἦν ὁ παραδεδωκὼς Πυθαγόρᾳ τὸν περὶ θεῶν λόγον. λέγει γάρ• «<λόγος> ὅδε περὶ θεῶν Πυθαγόρα τῶ Μνημάρχω, τὸν ἐξέμαθον ὀργιασθεὶς ἐν Λιβήθροις τοῖς Θρᾳκίοις, Ἀγλαοφάμω τελεστᾶ μεταδόντος, ὡς ἄρα Ὀρφεὺς ὁ Καλλιόπας κατὰ τὸ Πάγγαιον ὄρος ὑπὸ τᾶς ματρὸς πινυσθεὶς ἔφα, τὰν ἀριθμῶ οὐσίαν ἀίδιον ἔμμεν ἀρχὰν προμαθεστάταν τῶ παντὸς ὠρανῶ καὶ γᾶς καὶ τᾶς μεταξὺ φύσιος, ἔτι δὲ καὶ θείων <ἀνθρώπων> καὶ θεῶν καὶ δαιμόνων διαμονᾶς ῥίζαν.» ἐκ δὴ τούτων φανερὸν γέγονεν ὅτι τὴν ἀριθμῷ ὡρισμένην οὐσίαν τῶν θεῶν παρὰ τῶν Ὀρφικῶν παρέλαβεν. ἐποιεῖτο δὲ διὰ τῶν αὐτῶν ἀριθμῶν καὶ θαυμαστὴν πρόγνωσιν καὶ θεραπείαν τῶν θεῶν κατὰ τοὺς ἀριθμοὺς ὅτι μάλιστα συγγενεστάτην. γνοίη δ᾽ ἄν τις τοῦτο ἐντεῦθεν• δεῖ γὰρ καὶ ἔργον τι παρασχέσθαι εἰς πίστιν τοῦ [δὲ] λεγομένου. ἐπειδὴ Ἄβαρις περὶ τὰ συνήθη ἑαυτῷ ἱερουργήματα διετέλει ὢν καὶ τὴν σπουδαζομένην παντὶ βαρβάρων γένει πρόγνωσιν διὰ θυμάτων ἐπορίζετο, μάλιστα τῶν ὀρνιθείων (τὰ γὰρ τῶν τοιούτων σπλάγχνα ἀκριβῆ πρὸς διάσκεψιν ἡγοῦνται), βουλόμενος ὁ Πυθαγόρας μὴ ἀφαιρεῖν μὲν αὐτοῦ τὴν εἰς τἀληθὲς σπουδήν, παρασχεῖν δὲ διά τινος ἀσφαλεστέρου καὶ χωρὶς αἵματος καὶ σφαγῆς, ἄλλως τε καὶ ὅτι ἱερὸν ἡγεῖτο εἶναι τὸν ἀλεκτρυόνα ἡλίῳ, τὸ λεγόμενον παναληθὲς ἀπετέλεσεν αὐτῷ, δι᾽ ἀριθμητικῆς ἐπιστήμης συντεταγμένον. ὑπῆρχε δ᾽ αὐτῷ ἀπὸ τῆς εὐσεβείας καὶ ἡ περὶ θεῶν πίστις• παρήγγελλε γὰρ ἀεὶ περὶ θεῶν μηδὲν θαυμαστὸν ἀπιστεῖν μηδὲ περὶ θείων δογμάτων, ὡς πάντα τῶν θεῶν δυναμένων.
[19] Βλ. Ιάμβλιχος, «Περί Πυθαγορείου βίου, 28.151.1 – 28.151.9» :
Vit Pyth 28.151.1 ` to Vit Pyth 28.151.9 ὅλως δέ φασι Πυθαγόραν ζηλωτὴν γενέσθαι τῆς Ὀρφέως ἑρμηνείας τε καὶ διαθέσεως καὶ τιμᾶν τοὺς θεοὺς Ὀρφεῖ παραπλησίως, ἱσταμένους αὐτοὺς ἐν τοῖς ἀγάλμασι καὶ τῷ χαλκῷ, οὐ ταῖς ἡμετέραις συνεζευγμένους μορφαῖς, ἀλλὰ τοῖς ἱδρύμασι τοῖς θείοις, πάντα περιέχοντας καὶ πάντων προνοοῦντας καὶ τῷ παντὶ τὴν φύσιν καὶ τὴν μορφὴν ὁμοίαν ἔχοντας, ἀγγέλλειν δὲ αὐτῶν τοὺς καθαρμοὺς καὶ τὰς λεγομένας τελετάς, τὴν ἀκριβεστάτην εἴδησιν αὐτῶν ἔχοντα.
[20] «γυνὴ γοῦν τις ἀπῆλθεν χρησομένη εἰ δεῖ τὴν στήλην αὐτοῦ συντάξαι αὐτὴν τοῖς ἀγάλμασι τῶν θεῶν, ἔχρησεν δ᾽ὁ θεὸς τάδε· “δόξης ἀντιθέοιο καθηγητῆρα Πλάτωνα εὖ δρῴης τίουσα, χάρις δέ σ᾽ἀμείψεται ἐσθλὴἐκ μακάρων, οἷσίν περ ἀνὴρ ἐνάριθμος ἐκεῖνος“. ἄλλος δὲ χρησμὸς ἐδόθη ὡς δύο παῖδες τεχθήσονται, Ἀπόλλωνος μὲν Ἀσκληπιός, Ἀρίστωνος δὲ Πλάτων, ὧν ὁ μὲν ἰατρὸς ἔσται σωμάτων, ὁ δὲ ψυχῶν. καὶἈθηναῖοι δὲ τὴν γενεθλιακὴν αὐτοῦἡμέραν ἐπιτελοῦντες ἐπᾴδοντες φάσκουσιν· “ἤματι τῷδε Πλάτωνα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν“. ὅρα δὲ καὶ τὴν ὑπεροχὴν ἣν ἔσχεν πρὸς Πυθαγόραν· αὐτὸς μὲν γὰρ ἀπῆλθεν εἰς Περσίδα τὴν τῶν μάγων ὠφεληθῆναι θέλων σοφίαν, οἱ δὲ μάγοι διὰ τὸν Πλάτωνα Ἀθήναζε παρεγένοντο τῆς ἐξ αὐτοῦμετασχεῖν φιλοσοφίας γλιχόμενοι.»
[21] Ο Φώτιος που διασώζει μέρος του έργου «Περί Πρόνοιας» του Ιεροκλή, όταν αναφέρεται στο περιεχομενο των βιβλίων που αποτελούσαν το αυτό έργο, μας αναφέρει πως :
«το τέταρτο βιβλίο θέλει να φέρει τα αποκαλούμενα Λόγια των Χαλδαίων και τους ιερατικούς Θεσμούς σε συμφωνία με τις απόψεις του Πλάτωνα. Το πέμπτο βιβλίο αναγάγει την πλατωνική φιλοσοφία για αυτά τα θέματα στον Ορφέα, στον Όμηρο και σε όσους άλλουςήταν γνωστοί πριν από την θεία εμφάνηση του Πλάτωνα.»
Bibl 214.173a.13 ` to Bibl 214.173a.18 Ο δὲ δ τὰ λεγόμενα λό για καὶ τοὺς ἱερατικοὺς θεσμοὺς εἰς συμφωνίαν συνάγειν οἷς Πλάτων ἐδογμάτισε βούλεται. Ὁ δὲ ε εἰς Ὀρφέα καὶ Ὅμηρον, καὶ ὅσοι ἄλλοι πρὸ τῆς Πλάτωνος ἐπιφανείας ἐγνωρίζοντο, τὴν πλατωνικὴν περὶ τῶν προκειμένων φιλοσοφίαν ἀνάπτει.
[22] Βλ. Πρόκλος στο «Υπόμνημα στον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α’, 646.21 – 647.4» :
in Prm 646.21 ` to in Prm 647.4 Τὰ γὰρ θεῖα κατ᾽ ἄλλον καὶ ἄλλον τρόπον ἑρμηνεύειν δυνατόν· τοῖς μὲν φοιβολήπτοις ποιηταῖς, διὰ τῶν μυθικῶν ὀνομάτων καὶ ἑρμηνείας ἁδροτέρας· τοῖς δὲ τῆς τραγικῆς σκευῆς τῆς ἐν τοῖς μυθικοῖς ἀπεχομένης, ἄλλως δὲ ἐν θείῳ στόματι φθεγγομένης, δι᾽ ὀνομάτων ἱεροπρεπῶν καὶ εἰς τὸ ὕψος ἀνηγμένης ἰδέας· τοῖς δὲ δι᾽ εἰκόνων αὐτὰ προθεμένοις ἐξαγγέλλειν, δι᾽ ὀνομάτων μαθηματικῶν, ἤπου τῶν ἐναριθμητικῶν λεγομένων ἢ τῶν γεωμετρικῶν. Τούτων δὴ οὖν πάντων ἐξήλλακται παντελῶς ἡ διὰ τῶν διαλεκτικῶν ὀνομάτων αὐτῶν ἐφερμήνευσις προσήκουσα μάλιστα τοῖς ἐκ τοῦ Ἐλεατικοῦ διδασκαλείου, καθάπερ ἐκείνων ἡ μὲν ἐξαίρετός ἐστι τῶν Πυθαγορείων, ὡς ὁ Φιλόλαος δηλοῖ, τοῖς ἀριθμοῖς τὰς τῶν θεῶν ὑπάρξεις καὶ προόδους ἀφηγησάμενος·
[23] Βλ. Πρόκλος στο «Υπόμνημα στον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α’, 647.4 – 647.22» :
in Prm 647.4 ` to in Prm 647.24 ἡ δὲ τῶν ἱερατικῶν, ὀνόματα τῶν θεῶν κατὰ τὴν ἑαυτῶν μυστικὴν ἑρμηνείαν ἐκδεδωκότων, οἷα τὰ τοῖς Ἀσσυρίοις ὑμνημένα, Ζῶναι καὶ Ἄζωνοι, καὶ Πηγαὶ καὶ Ἀμείλικτοι καὶ Συνοχεῖς, δι᾽ ὧν ἐκεῖνοι τὰς τάξεις ἑρμηνεύουσι τῶν θεῶν· ἡ δὲ τῶν Ὀρφικῶν τῆς Ἑλληνικῆς οὖσα θεολογίας ἰδία, Κρόνον καὶ Δία καὶ Οὐρανὸν καὶ Νύκτα καὶ Κύκλωπας καὶ Ἑκατόγχειρας ἐπιφημίζουσα ταῖς ἀκροτάταις τῶν πάντων ἀρχαῖς. Ἡ τοίνυν διαλεκτικὴ τῶν θείων ἐξήγησις ἀντὶ πάντων, ὡς εἴρηται, τῶν τοιούτων ὀνόμασι χρῆται διαλεκτικοῖς, ἓν καὶ ὂν, καὶ <ὅλον> καὶ <μέρη>, καὶ <ταὐτὸν> καὶ <ἕτερον>, καὶ <ὅμοιον> καὶ < ἀνόμοιον>· περὶ ἃ δὴ καὶ διαφερόντως ἡ διαλεκτικὴ διατρίβει, παραλαμβάνουσα πρὸς τὴν τῶν θείων ἑρμηνείαν·
[24] Βλ. Πρόκλος στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Α’, 1.19.24 – 1.20.25» :
Theol Plat 1.19.24 ` to Theol Plat 1.20.25 δῆλον δὲ ἐκ τῶν εἰρημένων 1.20 ὅτι καὶ τὸν ἀριθμὸν εἶναι τοσούτους ἀναγκαῖον· οἱ μὲν γὰρ δι᾽ ἐνδείξεως περὶ τῶν θείων λέγοντες ἢ συμβολικῶς καὶ μυθικῶς ἢ δι᾽ εἰκόνων λέγουσιν, οἱ δὲ ἀπαρακαλύπτως τὰς ἑαυτῶν διανοήσεις ἀπαγγέλλοντες οἱ μὲν κατ᾽ ἐπιστήμην οἱ δὲ κατὰ τὴν ἐκ θεῶν ἐπίπνοιαν ποιοῦνται τοὺς λόγους. Ἔστι δὲ ὁ μὲν διὰ τῶν συμβόλων τὰ θεῖα μηνύειν ἐφιέμενος Ὀρφικὸς καὶ ὅλως τοῖς τὰς θεομυθίας γράφουσιν οἰκεῖος. Ὁ δὲ διὰ τῶν εἰκόνων Πυθαγόρειος, ἐπεὶ καὶ τοῖς Πυθαγορείοις τὰ μαθήματα πρὸς τὴν τῶν θείων ἀνάμνησιν ἐξηύρητο καὶ διὰ τούτων ὡς εἰκόνων ἐπ᾽ ἐκεῖνα διαβαίνειν ἐπεχείρουν· καὶ γὰρ τοὺς ἀριθμοὺς ἀνεῖσαν τοῖς θεοῖς καὶ τὰ σχήματα, καθάπερ λέγουσιν οἱ τὰ ἐκείνων ἱστορεῖν σπουδάζοντες. Ὁ δὲ ἐνθεαστικῶς μὲν αὐτὴν καθ᾽ ἑαυτὴν ἐκφαίνων τὴν περὶ θεῶν ἀλήθειαν παρὰ τοῖς ἀκροτάτοις τῶν τελεστῶν μάλιστα καταφανής· οὐ γὰρ ἀξιοῦσιν οὗτοι διὰ δή τινων παραπετασμάτων τὰς θείας τάξεις ἢ τὰς ἰδιότητας αὐτῶν τοῖς ἑαυτῶν γνωρίμοις ἀποδιδόναι, ἀλλὰ τάς τε δυνάμεις καὶ τοὺς ἀριθμοὺς τοὺς ἐν αὐτοῖς ὑπ᾽ αὐτῶν κινούμενοι τῶν θεῶν ἐξαγγέλλουσιν. Ὁ δὲ αὖ κατ᾽ ἐπιστήμην ἐξαίρετός ἐστι τῆς τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας· καὶ γὰρ τὴν ἐν τάξει πρόοδον τῶν θείων γενῶν καὶ τὴν πρὸς ἄλληλα διαφορὰν καὶ τάς τε κοινὰς τῶν ὅλων διακόσμων ἰδιότητας καὶ τὰς ἐν ἑκάστοις διῃρημένας μόνος, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τῶν ἡμῖν συνεγνωσμένων ὁ Πλάτων καὶ διελέσθαι καὶ τάξαι κατὰ τρόπον ἐπεχείρησε.
[25] Βλ. Γεώργιου Ν. Ευαγγέλου «Πρακτικές ταφής κατά την νέο-ανακτορική, τελική ανακτορική και μετά-ανακτορική περίοδο στην Κεντρική Κρήτη», σελ. 77.
[26] Βλ. Γεώργιου Ν. Ευαγγέλου «Πρακτικές ταφής κατά την νέο-ανακτορική, τελική ανακτορική και μετά-ανακτορική περίοδο στην Κεντρική Κρήτη», σελ. 83.
[27] Η χρονολόγηση του τάφου, αρχικά βασιζόμενη στη γραπτή λάρνακα, ετοποθετείτο στην περίοδο ακριβώς πριν την τελική καταστροφή του ανακτόρου της Κνωσού. Αργότερα, ο La Rosa χρονολόγησε με ακρίβεια τον τάφο σε αρχική φάση της ΥΜ ΙΙΙΑ2, βάσει της κεραμικής που βρέθηκε μέσα στους τοίχους του τάφου (LaRosa 1990, 280 κεξ.).
[28] Πβλ. Γεώργιου Ν. Ευαγγέλου «Πρακτικές ταφής κατά την νέο-ανακτορική, τελική ανακτορική και μετά-ανακτορική περίοδο στην Κεντρική Κρήτη», σελ. 259-260.
[29] Πβλ. Γεώργιου Ν. Ευαγγέλου «Πρακτικές ταφής κατά την νέο-ανακτορική, τελική ανακτορική και μετά-ανακτορική περίοδο στην Κεντρική Κρήτη», σελ. 320 – σχόλιο 1344 – και σελ. 419.
[30] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 7.4.29 – 7.4.41» :
Myst 7.4.29 ` to Myst 7.4.41 ἔστι δὲ καὶ τούτου μυστικὸς ὁ λόγος. Διότι γὰρ τῶν ἱερῶν ἐθνῶν, ὥσπερ Ἀσσυρίων τε καὶ Αἰγυπτίων, οἱ θεοὶ τὴν ὅλην διάλεκτον ἱεροπρεπῆ κατέδειξαν, διὰ τοῦτο καὶ τὰς κοινολογίας οἰόμεθα δεῖν τῇ συγγενεῖ πρὸς τοὺς θεοὺς λέξει προσφέρειν, καὶ διότι πρῶτος καὶ παλαιότερός ἐστιν ὁ τοιοῦτος τρόπος τῆς φωνῆς, καὶ μάλιστα ἐπειδὴ οἱ μαθόντες τὰ πρῶτα ὀνόματα περὶ τῶν θεῶν μετὰ τῆς οἰκείας γλώττης αὐτὰ συμμίξαντες παραδεδώκασιν ἡμῖν, ὡς οἰκείας καὶ προσφόρου πρὸς αὐτὰ ὑπαρχούσης, ἀκίνητον διατηροῦμεν δεῦρο ἀεὶ τὸν θεσμὸν τῆς παραδόσεως. Εἴπερ γάρ τι τοῖς θεοῖς ἄλλο προσήκει, δηλονότι καὶ τὸ ἀίδιον καὶ ἀμετάβλητον αὐτοῖς ἐστι συγγενές.
[31] Στο ίδιο κείμενο και λίγο ποιο πάνω («Περί Μυστηρίων, 7.4.24 – 7.4.27») ο Ιάμβλιχος λέγει πως :
«διαφυλάσσουμε στην ψυχή μας ολοκληρωμένη τη μυστική & απόρρητη εικόνα των Θεών, και μέσω των ονομάτων ανυψωνόμαστε προς τους θεούς, αφού δε ανέβουμε, συνδεόμαστε κατά το δυνατόν με τους Θεούς.»
Myst 7.4.24 ` to Myst 7.4.27 Καὶ ἔτι ἀθρόαν τὴν μυστικὴν καὶ ἀπόρρητον εἰκόνα τῶν θεῶν ἐν τῇ ψυχῇ διαφυλάττομεν, καὶ τὴν ψυχὴν δι᾽ αὐτῶν ἀνάγομεν ἐπὶ τοὺς θεούς, καὶ ἀναχθεῖσαν κατὰ τὸ δυνατὸν τοῖς θεοῖς συνάπτομεν.
[32] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 7.5.8 – 7.5.43» :
Myst 7.5.8 ` to Myst 7.5.43 ἐκ δὴ τοῦδε καταφαίνεται ὡς εὐλόγως καὶ ἡ τῶν ἱερῶν ἐθνῶν προκέκριται φωνὴ πρὸ τῶν ἄλλων ἀνθρώπων· οὐδὲ γὰρ πάντως τὴν αὐτὴν διασώζει διάνοιαν μεθερμηνευόμενα τὰ ὀνόματα, ἀλλ᾽ ἔστι τινὰ καθ᾽ ἕκαστον ἔθνος ἰδιώματα, ἀδύνατα εἰς ἄλλο ἔθνος διὰ φωνῆς σημαίνεσθαι· ἔπειτα κἂν εἰ οἷόν τε αὐτὰ μεθερμηνεύειν, ἀλλὰ τήν γε δύναμιν οὐκέτι φυλάττει τὴν αὐτήν· ἔχει δὲ καὶ τὰ βάρβαρα ὀνόματα πολλὴν μὲν ἔμφασιν πολλὴν δὲ συντομίαν, ἀμφιβολίας τε ἐλάττονος μετέσχηκε καὶ ποικιλίας καὶ τοῦ πλήθους τῶν λέξεων· διὰ πάντα δὴ οὖν ταῦτα συναρμόζει τοῖς κρείττοσιν. Ἄνελε οὖν ἐκ μέσων τὰς ἀποπιπτούσας τῆς ἀληθείας ὑπονοίας, ἢ ὡς Αἰγύπτιος ἢ αἰγυπτίᾳ φωνῇ χρώμενός ἐστιν ὁ καλούμενος· ἀλλὰ μᾶλλον ἐκεῖνο ὑπολάμβανε, ὡς Αἰγυπτίων πρώτων τὴν μετουσίαν τῶν θεῶν διακληρωσαμένων, καὶ οἱ θεοὶ χαίρουσι τοῖς Αἰγυπτίων θεσμοῖς καλούμενοι· οὐδ᾽ αὖ γοήτων ἐστὶ ταῦτα πάντα τεχνάσματα· πῶς γὰρ ἂν τὰ μάλιστα συνηνωμένα τοῖς θεοῖς καὶ ἡμᾶς πρὸς αὐτοὺς συνάπτοντα καὶ μόνον οὐχὶ τὰς ἴσας δυνάμεις ἔχοντα τοῖς κρείττοσι, φανταστικὰ ἂν εἴη πλάσματα, ὧν χωρὶς οὐδὲν ἱερατικὸν ἔργον γίγνεται; ἀλλ᾽ οὐδὲ προκαλύμματα ταῦτα διὰ τῶν ἐπιφημιζομένων τῷ θείῳ τῶν περὶ ἡμᾶς γίγνεται παθῶν. Οὐ γὰρ ἀφ᾽ ὧν ἂν ἡμεῖς πάθωμεν, τοὐναντίον δὲ ἀπὸ τῶν οἰκείων τοῖς θεοῖς ὁρμώμενοι τὰς προσφόρους αὐτοῖς λέξεις κατὰ φύσιν προσφέρομεν· οὐδ᾽ ἐναντίας ποιούμεθα περὶ τοῦ θείου τὰς ἐννοίας ᾗ αὐτὸ τῷ ὄντι διάκειται· ἀλλ᾽ ᾗπερ ἔχει φύσεως, καὶ ὡς τετυχήκασι τῆς περὶ αὐτοῦ ἀληθείας οἱ πρῶτοι καταστησάμενοι τοὺς νόμους τῆς ἱερᾶς ἁγιστείας, οὕτως ἐν αὐτοῖς ἐμμένομεν· εἴπερ γάρ τι τῶν ἄλλων τῶν ἱεροπρεπῶς νομίμων, καὶ τὸ ἀμετάπτωτον αὐτοῖς συναρμόζει· καὶ δεῖ τὰ τῶν παλαιῶν εὐχῶν, ὥσπερ ἱερὰ ἄσυλα, τηρεῖσθαι κατὰ τὰ αὐτὰ καὶ ὡσαύτως, μήτε ἀφαιροῦντάς τι ἀπ᾽ αὐτῶν μήτε προστιθέντας τι αὐταῖς ἀλλαχόθεν.
[33] Ο Κόσμος είναι επταμερής, αποτελείται εκ του μονοειδούς εμπύριου σύμπανος, του τριμερούς αιθερικού & εκ του τριμερούς υλαιού [απλανείς, πλανήτες & υποσελήνιος τόπος].
[34] Τα κρείττονα γένη είναι οι χορείες των υλικών & υποσελήνιων Αρχόντων ή Κοσμοκρατόρων και κατ’ ουσία Ηρώων, οι Δαίμονες, οι Άγγελοι και οι Αρχάγγελοι.
[35] αυτό που είμαστε.
[36] Βλ. Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.1 – 1.3.18» :
Myst 1.3.1 ` to Myst 1.3.18 Φῂς τοίνυν πρῶτον διδόναι εἶναι θεούς· τὸ δ᾽ ἐστὶν οὐκ ὀρθὸν οὑτωσὶ λεγόμενον. Συνυπάρχει γὰρ ἡμῶν αὐτῇ τῇ οὐσίᾳ ἡ περὶ θεῶν ἔμφυτος γνῶσις, κρίσεώς τε πάσης ἐστὶ κρείττων καὶ προαιρέσεως, λόγου τε καὶ ἀποδείξεως προϋπάρχει· συνήνωταί τε ἐξ ἀρχῆς πρὸς τὴν οἰκείαν αἰτίαν, καὶ τῇ πρὸς τἀγαθὸν οὐσιώδει τῆς ψυχῆς ἐφέσει συνυφέστηκεν. Εἰ δὲ δεῖ τἀληθὲς εἰπεῖν, οὐδὲ γνῶσίς ἐστιν ἡ πρὸς τὸ θεῖον συναφή. Διείργεται γὰρ αὕτη πως ἑτερότητι. Πρὸ δὲ τῆς ὡς ἑτέρας ἕτερον γιγνωσκούσης αὐτοφυής ἐστιν … ἡ τῶν θεῶν ἐξηρτημένη μονοειδὴς συμπλοκή. Οὐκ ἄρα συγχωρεῖν χρὴ ὡς δυναμένους αὐτὴν καὶ διδόναι καὶ μὴ διδόναι, οὐδ᾽ ὡς ἀμφίβολον τίθεσθαι (ἕστηκε γὰρ ἀεὶ κατ᾽ ἐνέργειαν ἑνοειδῶς), οὐδ᾽ ὡς κυρίους ὄντας τοῦ κρίνειν τε καὶ ἀποκρίνειν οὕτως αὐτὴν δοκιμάζειν ἄξιον· περιεχόμεθα γὰρ ἐν αὐτῇ μᾶλλον ἡμεῖς καὶ πληρούμεθα ὑπ᾽ αὐτῆς, καὶ αὐτὸ ὅπερ ἐσμὲν ἐν τῷ τοὺς θεοὺς εἰδέναι ἔχομεν.
[37] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.32 – 1.3.38» :
Myst 1.3.32 ` to Myst 1.3.38 οὕτω καὶ ἡ ἀνθρωπίνη ψυχὴ κατὰ τὰ αὐτὰ τῇ γνώσει πρὸς αὐτοὺς συναπτέσθω, εἰκασίᾳ μὲν ἢ δόξῃ ἢ συλλογισμῷ τινι, ἀρχομένοις ποτὲ ἀπὸ χρόνου, μηδαμῶς τὴν ὑπὲρ ταῦτα πάντα οὐσίαν μεταδιώκουσα, ταῖς δὲ καθαραῖς καὶ ἀμέμπτοις νοήσεσιν αἷς εἴληφεν ἐξ ἀιδίου παρὰ τῶν θεῶν, ταύταις αὐ τοῖς συνηρτημένη·
[38] Βλ. Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 7.4.24 – 7.4.27»:
Myst 7.4.24 ` to Myst 7.4.27 Καὶ ἔτι ἀθρόαν τὴν μυστικὴν καὶ ἀπόρρητον εἰκόνα τῶν θεῶν ἐν τῇ ψυχῇ διαφυλάττομεν, καὶ τὴν ψυχὴν δι᾽ αὐτῶν ἀνάγομεν ἐπὶ τοὺς θεούς, καὶ ἀναχθεῖσαν κατὰ τὸ δυνατὸν τοῖς θεοῖς συνάπτομεν.
[39] Βλ. Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 7.5.26 – 7.5.30»:
Myst 7.5.26 ` to Myst 7.5.30 πῶς γὰρ ἂν τὰ μάλιστα συνηνωμένα τοῖς θεοῖς καὶ ἡμᾶς πρὸς αὐτοὺς συνάπτοντα καὶ μόνον οὐχὶ τὰς ἴσας δυνάμεις ἔχοντα τοῖς κρείττοσι, φαντασ τικὰ ἂν εἴη πλάσματα, ὧν χωρὶς οὐδὲν ἱερατικὸν ἔργον γίγνεται;
[40] ως ψυχικές οντότητες.
[41] ως απεικόνηση.
[42] μόνο απεικονιστικά
[43] Πρβλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 135.1 – 135.9» :
in Cra 135.1 ` to in Cra 135.10 Ὅτι ἕκαστος τῶν θεῶν, καθ᾽ ὅσον ἑαυτὸν γινώσκει καὶ τὰ ἄλλα πάντα θεῖα γένη καὶ μετέχει πάντων καὶ ἀφώρισται κατὰ τὴν ἰδίαν ὕπαρξιν, κατὰ τοσοῦτον ὑπόστασιν παρέχεται τοῖς θείοις ὀνόμασιν, ἅπερ ἡμῖν ἐστιν ἄγνωστα καὶ ἄφθεγκτα, εἴπερ ψυχικῶς ἐν ἡμῖν πάντα τά τε νοερὰ καὶ τὰ θεῖα. εἰ δὲ μὴ συστοίχως τῷ νῷ εἰσιν ἐν τῇ ψυχῇ τὰ νοήματα, ἀλλ᾽ εἰκονικῶς καὶ ἐν ὑφέσει, πολλῷ πλέον ἡ ψυχὴ περὶ θεῶν νοεῖν εἰλικρινῶς ἰλιγγιάσει, εἰκονικῶς δὲ μόνον δύναται περί τε οὐσίας θεοῦ καὶ περὶ ὀνομασίας λαβεῖν ἐννοίας.
[44] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος Πρώτον Αλκιβιάδη (Β), 150.10 – 150.16»
in Alc 150.10 ` to in Alc 150.23 τὰ γὰρ ἄρρητα ὀνόματα τῶν θεῶν ὅλον πεπλήρωκε τὸν κόσμον, ὥσπερ οἱ θεουργοὶ λέγουσι· καὶ οὐ τὸν κόσμον τοῦτον μόνον, ἀλλὰ καὶ τὰς ὑπὲρ αὐτὸν πάσας δυνάμεις· καὶ γὰρ τὸ <διαπόρθμιον ὄνομα> τὸ ἐν ἀπείροις <κόσμοις ἐνθρῶσκον> τοιαύτην ἔλαχε δύναμιν. πεπληρώκασιν οὖν οἱ θεοὶ καὶ ἑαυτῶν καὶ τῶν οἰκείων ὀνομάτων τὸν σύμπαντα κόσμον· ἃ καὶ θεασάμεναι πρὸ τῆς γενέσεως αἱ ψυχαὶ καὶ ποθοῦσαι τὴν πρὸς ἐκείνους ὁμοίωσιν, ἀγνοοῦσαι δὲ τὸν τῆς ὁμοιώσεως τρόπον, φίλαρχοι γίνονται καὶ ποθοῦσι τὰ ἐκείνων εἴδωλα καὶ τοῦ ἑαυτῶν ὀνόματος καὶ τῆς ἑαυτῶν δυνάμεως ἐμπλῆσαι πᾶν τὸ ἀνθρώπων γένος. αἱ μὲν οὖν ἔννοιαι μεγάλαι καὶ θαυμασταὶ τῶν τοιούτων ψυχῶν, τὰ δὲ ἐπιτηδεύματα σμικρὰ καὶ ἀγεννῆ καὶ εἰδωλικά, χωρὶς ἐπιστήμης μεταδιωκόμενα· τὰ μὲν γάρ ἐστι παρὰ φύσιν, αἱ δὲ κατὰ φύσιν, καὶ τὰ μὲν λήθης ἐστὶν ἔκγονα καὶ ἀγνοίας, αἱ δὲ τῶν αὐτοφυῶν ὠδίνων ἀνακινήσεις.
[45] Βλ. Πρόκλος «Εκλογές εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 5.1 – 5.20» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 5.1 ` to Eclogae de philosophia Chaldaica 5.20 Ἡ φιλοσοφία τήν τε λήθην καὶ ἀνάμνησιν τῶν ἀιδίων λόγων αἰτιᾶται τῆς τε ἀποφοιτήσεως τῆς ἀπὸ τῶν θεῶν καὶ τῆς ἐπ᾽ αὐτοὺς ἐπιστροφῆς· τὰ δὲ λόγια, τῶν πατρικῶν συνθημάτων. Συνᾴδει δὲ ἀμφότερα· συνέστηκε γὰρ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τῶν ἱερῶν λόγων καὶ τῶν θείων συμβόλων· ὧν οἱ μέν εἰσιν ἀπὸ τῶν νοερῶν εἰδῶν, τὰ δὲ ἀπὸ τῶν θείων ἑνάδων· καὶ ἐσμὲν εἰκόνες μὲν τῶν νοερῶν οὐσιῶν, ἀγάλματα [τὰ] δὲ τῶν ἀγνώστων συνθημάτων. Καὶ ὥσπερ πᾶσα ψυχὴ πάντων μέν ἐστι πλήρωμα τῶν εἰδῶν, κατὰ μίαν δὲ ὅλως αἰτίαν ὑφέστηκεν, οὕτω καὶ πάντων μὲν μετέχει τῶν συνθημάτων, δι᾽ ὧν συνάπτεται τῷ θεῷ, ἀφώρισται δὲ ἡ ὕπαρξις ἐν ἑνί, καθὸ συνάγεται πᾶν τὸ ἐν αὐτῇ πλῆθος εἰς μίαν κορυφήν.
[46] Βλ. Πρόκλος «Εκλογές εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 1.17 – 1.24» :
Eclogae de philosophia Chaldaica 1.17 ` to Eclogae de philosophia Chaldaica 1.24 Υμνῳ δὸς δὲ ἀποτελεῖται τῶν θείων ἡ ψυχή, κατὰ τὸ λόγιον, τὰ συνθήματα τοῦ Πατρὸς τὰ ἄρρητα προβαλλομένη καὶ προσφέρουσα αὐτὰ τῷ Πατρί, ἃ ἐνέθετο ὁ Πατὴρ εἰς αὐτὴν ἐν τῇ πρώτῃ παρόδῳ τῆς οὐσίας. Τοιοῦτοι γὰρ οἱ νοεροὶ καὶ ἀφανεῖς ὕμνοι τῆς ἀναγομένης ψυχῆς, ἀνακινοῦντες τὴν μνήμην τῶν ἁρμονικῶν λόγων οἳ φέ ρουσιν ἀπορρήτους εἰκόνας τῶν θείων ἐν αὐτῇ δυνάμεων.
[47] Oracula 108.1 ` to Oracula 108.2
[48] Oracula 109.1 ` to Oracula 109.3
[49] παρα)μονή, πρόοδος και επιστροφή.
[50] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, 1.209.13 – 211.8» :
in Ti 1.209.13 ` to in Ti 1.211.8 Πάντα τὰ ὄντα θεῶν ἐστιν ἔκγονα καὶ παράγεται ὑπ᾽ αὐτῶν ἀμέσως πάντα καὶ ἱδρύεται ἐν αὐτοῖς. οὐ γὰρ μόνον ἡ κατὰ συνέχειαν ἐπιτελεῖται τῶν πραγμάτων πρόοδος, ἀεὶ τῶν ἑξῆς ἀπὸ τῶν προσεχῶς αἰτίων ὑφισταμένων, ἀλλὰ καὶ αὐτόθεν ἀπὸ τῶν θεῶν ἔστιν ὅπῃ γεννᾶται τὰ πάντα, κἂν πορρωτάτω τῶν θεῶν εἶναι λέγηται, κἂν αὐτὴν εἴπῃς τὴν ὕλην• οὐδενὸς γὰρ ἀφέστηκε τὸ θεῖον, ἀλλὰ πᾶσιν ἐξ ἴσου πάρεστι. διό, κἂν τὰ ἔσχατα λάβῃς, καὶ τούτοις παρὸν τὸ θεῖον εὑρήσεις• ἔστι γὰρ πανταχοῦ τὸ ἕν, καθὸ τῶν ὄντων ἕκαστον ἐκ θεῶν ὑφέστηκε, προελθόντα δὲ πάντα ἐκ θεῶν οὐκ ἐξελήλυθεν ἀπ᾽ αὐτῶν, ἀλλ᾽ ἐνερρίζωται ἐν αὐτοῖς• ποῦ γὰρ ἂν καὶ ἐξέλθοι, πάντα τῶν θεῶν περιειληφότων καὶ προκατειληφότων καὶ ἐν ἑαυτοῖς ἐχόντων; τὸ γὰρ ἐπέκεινα τῶν θεῶν τὸ μηδαμῶς ὄν ἐστι. πάντα δὲ τὰ ὄντα κύκλῳ περιείληπται ὑπὸ τῶν θεῶν καὶ ἐν αὐτοῖς ἐστι. θαυμαστὸν οὖν τινα τρόπον καὶ προῆλθε πάντα καὶ οὐ προῆλθεν. οὐ γὰρ ἀπεσπάσθη τῶν θεῶν• οὐδὲ γὰρ ἂν ἦν ἀποσπασθέντα, διότι καὶ πάντα τὰ ἔκγονα τῶν πατέρων ἀποσπώμενα πρὸς τὴν ἀχάνειαν εὐθὺς ὑποτρέχει τοῦ μὴ ὄντος• ἀλλ᾽ ἵδρυταί πως ἐν αὐτοῖς, καί, ὡς τὸ ὅλον εἰπεῖν, ἑαυτοῖς μὲν προελήλυθε, μένει δὲ τοῖς θεοῖς. ἐπεὶ δὲ προελθόντα καὶ ἐπιστρέφειν ἔδει μιμούμενα τὴν τῶν θεῶν ἔκ φανσίν τε καὶ εἰς τὸ αἴτιον στροφήν, ἵνα κατὰ τὴν τελεσιουργὸν τριάδα καὶ ταῦτα διατεταγμένα πάλιν ὑπὸ τῶν θεῶν περιέχηται καὶ τῶν πρωτίστων ἑνάδων, δευτέραν τινὰ δέχεται παρ᾽ αὐτῶν τελειότητα, καθ᾽ ἣν ἐπιστρέφειν δύναται πρὸς τὴν ἀγαθότητα τῶν θεῶν, ὅπως ἂν ἐρριζωμένα τὴν ἀρχὴν ἐν θεοῖς διὰ τῆς ἐπιστροφῆς αὖθις ἐν αὐτοῖς ἀπερείδηται, κύκλον τινὰ τοῦτον ἀπὸ θεῶν τε ἀρχόμενον καὶ εἰς θεοὺς λήγοντα ποιούμενα. πάντ᾽ οὖν καὶ μένει καὶ ἐπιστρέφει πρὸς τοὺς θεούς, ταύτην λαβόντα παρ᾽ αὐτῶν τὴν δύναμιν καὶ διττὰ συνθήματα κατ᾽ οὐσίαν ὑποδεξάμενα, τὰ μὲν ὅπως ἂν ἐκεῖ μένῃ, τὰ δὲ ὅπως ἂν ἐπιστρέφῃ προελθόντα. καὶ ταῦτα οὐκ ἐν ψυχαῖς μόνον, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς ἑπομένοις ἀψύχοις πάρεστι θεωρεῖν. τί γὰρ ἄλλο ἐστὶ τὸ καὶ τούτοις τὴν συμπάθειαν πρὸς ἄλλας καὶ ἄλλας δυνάμεις ἐναπεργαζόμενον, ἢ τὸ σύμβολα παρὰ τῆς φύσεως εἰληχέναι, τὰ μὲν πρὸς ἄλλην, τὰ δὲ πρὸς ἄλλην οἰκειοῦντα σειρὰν θεῶν; ἄνωθεν γὰρ καὶ ἀπ᾽ αὐτῶν ἐξηρτημένη τῶν θεῶν ἡ φύσις καὶ διανενεμημένη περὶ τὰς τῶν θεῶν τάξεις ἐντίθησι καὶ τοῖς σώμασι τῆς πρὸς θεοὺς αὐτῶν οἰκειότητος συνθήματα, τοῖς μὲν Ἡλιακά, τοῖς δὲ Σεληνιακά, τοῖς δὲ ἄλλου τινὸς θεῶν, καὶ ἐπιστρέφει καὶ ταῦτα πρὸς θεούς, τὰ μὲν ὡς πρὸς θεοὺς ἁπλῶς, τὰ δὲ ὡς πρὸς τούσδε τοὺς θεούς, τελεώσασα τὰ ἑαυτῆς γεννήματα κατ᾽ ἄλλην καὶ ἄλλην ἰδιότητα θεῶν. ταῦτ᾽ οὖν πολλῷ πρότερον καὶ ὁ δημιουργὸς περὶ τὰς ψυχὰς ἐνήργησε τοῦ τε μένειν αὐταῖς καὶ τοῦ ἐπιστρέφειν συνθήματα δοὺς καὶ κατὰ μὲν τὸ ἓν ἱδρύσας αὐτάς, κατὰ δὲ τὸν νοῦν τὴν ἐπιστροφὴν αὐταῖς καταχαρισάμενος. πρὸς δὲ τὴν ἐπιστροφὴν ταύτην ἡ εὐχὴ μεγίστην παρέχεται συντέλειαν συμβόλοις ἀρρήτοις τῶν θεῶν, ἃ τῶν ψυχῶν ὁ πατὴρ ἐνέσπειρεν αὐταῖς, τῶν θεῶν τὴν εὐποιίαν ἕλκουσα εἰς ἑαυτὴν καὶ ἑνοῦσα μὲν τοὺς εὐχομένους ἐκείνοις, πρὸς οὓς εὔχονται, συνάπτουσα δὲ καὶ τὸν τῶν θεῶν νοῦν πρὸς τοὺς τῶν εὐχομένων λόγους, κινοῦσα δὲ τὴν βούλησιν τῶν τελείως τὰ ἀγαθὰ περιεχόντων ἐν ἑαυτοῖς ἐπὶ τὴν ἄφθονον αὐτῶν μετάδοσιν, πειθοῦς τε οὖσα τῆς θείας δημιουργὸς καὶ ὅλα τὰ ἡμέτερα τοῖς θεοῖς ἐνιδρύουσα.
[51] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.24.3 – 1.24.7» :
Theol Plat 1.24.3 ` to Theol Plat 1.24.7 καὶ ὥσπερ ἐν ἑκάστῃ μοίρᾳ τοῦ παντὸς καὶ φύσει τῆς ἀγνώστου τῶν θεῶν ὑπάρξεως ἰνδάλματα κατέθηκεν ὁ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ πάντων δημιουργὸς ἵνα πάντα πρὸς τὸ θεῖον ἐπιστρέφηται κατὰ τὴν πρὸς αὐτὸ συγγένειαν,
[52] Βλ. Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 1.3.42 – 1.3.46» :
Myst 1.3.42 ` to Myst 1.3.46 ἐξήλλακται γὰρ αὐτῶν ἡ εἴδησις, ἀντιθέσεώς τε πάσης κεχώρισται, καὶ οὐκ ἐν τῷ συγχωρεῖσθαι νῦν ἢ ἐν τῷ γίγνεσθαι ὑφέστηκεν, ἀλλ᾽ ἦν ἐξ ἀιδίου μονοειδὴς ἐπὶ τῇ ψυχῇ συνυπάρχουσα.
[53] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 5.3– 5.12» :
in Alc 5.3 ` to in Alc 5.12 ὡς γὰρ τοῖς εἰς τὸ τῶν Ἐλευσινίων τέμενος εἰσιοῦσιν ἐδήλου τὸ πρόγραμμα μὴ χωρεῖν εἴσω τῶν ἀδύτων ἀμυήτοις οὖσι καὶ ἀτελέστοις, οὕτω δὴ καὶ πρὸ τοῦ νεὼ τοῦ Δελφικοῦ τὸ «<γνῶθι σαυτὸν>» ἀναγεγραμμένον ἐδήλου τὸν τρόπον οἶμαι τῆς ἐπὶ τὸ θεῖον ἀναγωγῆς καὶ τῆς εἰς κάθαρσιν ὁδοῦ τῆς ἀνυσιμωτάτης, μονονουχὶ λέγον σαφῶς τοῖς ξυνιέναι δυναμένοις, ὡς ὁ μὲν γνοὺς ἑαυτὸν ἀφ᾽ ἑστίας ἀρξάμενος συνάπτεσθαι δύναται θεῷ τῷ τῆς ὅλης ἀληθείας ἐκφαντικῷ καὶ ἡγεμόνι τῆς καθαρτικῆς ζωῆς, ὁ δὲ ἀγνοῶν ὅστις ἐστίν, ἀτέλεστος καὶ ἀμύητος ὢν μετέχειν τῆς τοῦ Ἀπόλλωνος προνοίας ἐστὶν ἀνεπιτήδειος.
[54] Βλ., Δίων Χρυσόστομος «Ολυμπικός ή περί της πρώτης του Θεού έννοιας, 12.23.1 – 12.38.1».
[55] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.184 – 368), 2. 212.21 – 213.11»:
in R 2.212.21 ` to in R 2.213.11 κατὰ τὸν <Τίμαιον> [ p. 37c ] ἄγαλμα τῶν ἀϊδίων ἐστὶν θεῶν ὅδε ὁ κόσμος, τελεστὴν μὲν εἶναι τοῦ ἀγάλματος τούτου τὸν δημιουργόν, ὃς ἔπνευσεν εἰς αὐτὸν ζωὴν ἀμήχανον ὅσην καὶ ἐποίησεν ἄγαλμα ἔννουν χρηματίζον διὰ τῆς αὐτοῦ κινήσεως τοῖς ὁρᾶν δυναμένοις καὶ διὰ τῶν ἐν οὐρανῷ σημείων τὰ ἐσόμενα λέγον· τῷ δὲ τῆς ψυχῆς χαρακτῆρι καὶ ταῖς περιφοραῖς, αἷς ὀνόματα αὐτὸς ἔθηκεν, περιέλαβεν αὐτὸ καὶ συνέδησεν· φυλακτήρια δὲ αὐτῷ περιῆψεν καὶ ἐν μέσοις ἥδρασεν τοῖς κόλποις τοὺς εἰρημένους νόας, οἷον αὐτῶν, εἰ βούλει, τῶν ἰΰγγων συνθήματα τῶν ἀτόμων καὶ ἑνοειδῶν· εἰ δὲ μὴ ἐκείνων ὡς ξενικωτέρων, ἀλλὰ τῶν γε προσεχῶν αὐτοῦ θείων αἰτίων. τοῦ μὲν Κρόνου τὸν πόλον εἶναί φασι σύμβολον· διὸ καὶ ἄγκιστρον οἰκείως εἴρηται, τὸν ἀγκυλομήτην ἐκεῖνον ὡς ἀληθῶς μιμούμενον νοῦν· τῆς δὲ ζωογόνου θεᾶς ὁ ἄξων, πρόοδον ἀποτυπούμενος μένουσαν ἀκλι[νῶς, καὶ] αὐτοῦ τοῦ δημιουργοῦ λοιπὸν [εἰκὼν ὁ σ]φόνδυλος, σχῆμα ἔχων τοῦ εἰδοπο[οῦντος τ]ὴν κίνησιν περὶ ἑαυτὸν καὶ τὸν ἄξονα, τοῦ πρὸς ἑαυτὸν ἐπεστραμμένου καὶ πρὸς τὰς αἰτίας ἀφ᾽ ὧν προῆλθεν.
[56] Βλ. Πλούταρχος «Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 376.F.5 – 377.D.3» :
De Iside et Osiride 376.F.5 ` to De Iside et Osiride 377.D.3 Συνελόντι δ᾽ εἰπεῖν οὔθ᾽ ὕδωρ οὔθ᾽ ἥλιον οὔτε γῆν οὔτ᾽ οὐρανὸν Ὄσιριν ἢ Ἶσιν ὀρθῶς ἔχει νομίζειν οὐδὲ πῦρ Τυφῶνα πάλιν οὐδ᾽ αὐχμὸν οὐδὲ θάλατταν, ἀλλ᾽ ἁπλῶς ὅσον ἐστὶν ἐν τούτοις ἄμετρον καὶ ἄτακτον ὑπερβολαῖς ἢ ἐνδείαις Τυφῶνι προσνέμοντες, τὸ δὲ κεκοσμημένον καὶ ἀγαθὸν καὶ ὠφέλιμον ὡς Ἴσιδος μὲν ἔργον εἰκόνα δὲ καὶ μίμημα καὶ λόγον Ὀσίριδος σεβόμενοι καὶ τιμῶντες οὐκ ἂν ἁμαρτάνοιμεν. ἀλλὰ καὶ τὸν Εὔδοξον ἀπιστοῦντα παύσομεν καὶ διαποροῦντα (fr. 63), πῶς οὔτε Δήμητρι τῆς τῶν ἐρωτικῶν ἐπιμελείας μέτεστιν ἀλλ᾽ Ἴσιδι τόν τε Διόνυσον <Ὀσίριδι προσομοιοῦσι τὸν> οὐ τὸν Νεῖλον αὔξειν οὔτε τῶν τεθνηκότων ἄρχειν δυνάμενον. ἑνὶ γὰρ λόγῳ κοινῷ τοὺς θεοὺς τούτους περὶ πᾶσαν ἀγαθοῦ μοῖραν ἡγούμεθα τετάχθαι καὶ πᾶν ὅσον ἔνεστι τῇ φύσει καλὸν καὶ ἀγαθὸν διὰ τούτους ὑπάρχειν, τὸν μὲν διδόντα τὰς ἀρχάς, τὴν δ᾽ ὑποδεχομένην καὶ διανέμουσαν. Οὕτω δὲ καὶ τοῖς πολλοῖς καὶ φορτικοῖς ἐπιχειρήσομεν, εἴτε ταῖς καθ᾽ ὥραν μεταβολαῖς τοῦ περιέχοντος εἴτε ταῖς καρπῶν γενέσεσι καὶ σποραῖς καὶ ἀρότοις χαίρουσι τὰ περὶ τοὺς θεοὺς τούτοις συνοικειοῦντες καὶ λέγοντες θάπτεσθαι μὲν τὸν Ὄσιριν, ὅτε κρύπτεται τῇ γῇ σπειρόμενος ὁ καρπός, αὖθις δ᾽ ἀναβιοῦσθαι καὶ ἀναφαίνεσθαι, ὅτε βλαστήσεως ἀρχή· διὸ καὶ λέγεσθαι τὴν Ἶσιν αἰσθομένην ὅτι κύει περιάψασθαι φυλακτήριον ἕκτῃ μηνὸς ἱσταμένου Φαωφί, τίκτεσθαι δὲ τὸν Ἁρποκράτην περὶ τροπὰς χειμερινὰς ἀτελῆ καὶ νεαρὸν ἐν τοῖς προανθοῦσι καὶ προβλαστάνουσι (διὸ καὶ φακῶν αὐτῷ φυομένων ἀπαρχὰς ἐπιφέρουσι), τὰς δὲ λοχείους ἡμέρας ἑορτάζειν μετὰ τὴν ἐαρινὴν ἰσημερίαν. ταῦτα γὰρ ἀκού οντες ἀγαπῶσι καὶ πιστεύουσιν, αὐτόθεν ἐκ τῶν προ χείρων καὶ συνήθων τὸ πιθανὸν ἕλκοντες. Καὶ δεινὸν οὐδέν, ἂν πρῶτον μὲν ἡμῖν τοὺς θεοὺς φυλάττωσι κοινοὺς καὶ μὴ ποιῶσιν Αἰγυπτίων ἰδίους μηδὲ Νεῖλον ἥν τε Νεῖλος ἄρδει μόνην χώραν τοῖς ὀνόμασι τούτοις καταλαμβάνοντες μηδ᾽ ἕλη μηδὲ λωτοὺς † μὴ θεοποιίαν λέγοντες ἀποστερῶσι μεγάλων θεῶν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, οἷς Νεῖλος μὲν οὐκ ἔστιν οὐδὲ Βοῦτος οὐδὲ Μέμφις, Ἶσιν δὲ καὶ τοὺς περὶ αὐτὴν θεοὺς ἔχουσι καὶ γιγνώσκουσιν ἅπαντες, ἐνίους μὲν οὐ πάλαι τοῖς παρ᾽ Αἰγυπτίων ὀνόμασι καλεῖν μεμαθηκότες, ἑκάστου δὲ τὴν δύναμιν ἐξ ἀρχῆς ἐπιστάμενοι καὶ τιμῶντες·
[57] μη αντικείμενο γνώσης.
[58] Βλ. Πρόκλος «Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 71.29 – 71.86» :
in Cra 71.29 ` to in Cra 71.86 ἀλλὰ αὐτῆς τῆς ἀρρήτου καὶ ἐπέκεινα τῶν νοητῶν αἰτίας ἐστὶν ἑκάστῳ τῶν ὄντων σύνθημα καὶ μέχρι τῶν ἐσχάτων, δι᾽ οὗ πάντα εἰς ἐκείνην ἀνήρτηνται τὰ μὲν πορρώτερον τὰ δ᾽ ἐγγύτερον κατὰ τὴν τρανότητα καὶ τὴν ἀμυδρότητα τοῦ ἐν αὐτοῖς συν θήματος, καὶ τοῦτό ἐστιν τὸ πάντα κινοῦν εἰς τὸν τοῦ ἀγαθοῦ πόθον καὶ ἄσβεστον τὸν ἔρωτα τοῦτον παρεχόμενον τοῖς οὖσιν, ἄγνωστον μὲν ὑπάρχον (διήκει γὰρ καὶ μέχρι τῶν γινώσκειν μὴ δυναμένων), κρεῖττον δ᾽ ὂν ζωῆς (πάρεστι γὰρ καὶ τοῖς ἀψύχοις), νοερὰν δὲ τὴν δύναμιν οὐκ ἔχον (ἔγκειται γὰρ τοῖς ἀμοίροις τοῦ νοεῖν). ὥσπερ οὖν ἡ φύσις καὶ ἡ μονὰς ἡ δημιουργικὴ καὶ αὐτὸς <ὁ> πάντων ἐξῃρημένος πατὴρ ἐνέσπει- ραν τοῖς δευτέροις τῆς οἰκείας ἰδιότητος συνθήματα, καὶ δι᾽ ἐκείνων ἐπιστρέφουσι πάντα πρὸς ἑαυτούς, οὕτως δὲ καὶ πάντες οἱ θεοὶ τοῖς ἀφ᾽ ἑαυτῶν παραγομένοις ἐνδιδόασι τῆς σφετέρας αἰτίας σύμβολα, καὶ διὰ τούτων ἑδράζουσι πάντα ἐν ἑαυτοῖς. τὰ μὲν οὖν τῆς ὑπάρξεως τῶν ὑπερτέρων ἐνσπειρόμενα τοῖς δευτέροις συνθήματα ἄρρητά ἐστιν καὶ ἄγνωστα, καὶ τὸ δραστήριον αὐτῶν καὶ κινητικὸν ὑπεραίρει πᾶσαν νόησιν. τοιοῦτοι δ᾽ ἄρα εἰσὶν οἱ τοῦ φωτὸς χαρακτῆρες δι᾽ ὧν οἱ θεοὶ τοῖς ἑαυτῶν ἐκφαίνονται γεννήμασιν, ἑνιαίως μὲν ὄντες ἐν αὐτοῖς τοῖς θεοῖς, προφαίνοντες δ᾽ αὐτοὺς ἐν τοῖς κρείττοσιν ἡμῶν γένεσιν, μεριστῶς δὲ καὶ μορφωτικῶς εἰς ἡμᾶς καταντῶντες. διὸ καὶ παρακελεύονται <οἱ θεοὶ> (or chald p 57) νοεῖν <μορφὴν φωτὸς προταθεῖσαν>· ἄνω γὰρ ἀμόρφωτος οὖσα διὰ τὴν πρόοδον ἐγένετο μεμορφωμένη, καὶ ἐκεῖ κρυφίως καὶ ἑνοειδῶς ἱδρυμένη διὰ κινήσεως ἡμῖν παρ᾽ αὐτῶν ἐκφαίνεται τῶν θεῶν, τὸ μὲν δραστήριον ἔχουσα διὰ τὴν θείαν αἰτίαν, τὸ δ᾽ ἐσχηματισμένον διὰ τὴν ὑποδεχομένην οὐσίαν. τὰ δ᾽ αὖ ἀπὸ τῶν δυνάμεων ἐλλαμπόμενα μέσα πώς ἐστι τῶν ἀρρήτων καὶ τῶν ῥητῶν, διήκοντα μὲν καὶ αὐτὰ διὰ πάντων τῶν μεταξὺ γενῶν (οὐ γὰρ ἦν δυνατὸν εἰς ἡμᾶς καταντῆσαι τὰς πρωτουργοὺς τῶν θεῶν δόσεις, μὴ πολλῷ πρότερον τῶν κρειττόνων ἡμῶν γενῶν μετασχόντων τῆς ἐκεῖθεν ἐλλάμψεως), οἰκείως δ᾽ ὄντα παρ᾽ ἑκάστοις καὶ πᾶσι συστοίχως ἐκφαίνοντα τὰς τῶν ὑποστησάντων δυνάμεις. τοιαῦτα δ᾽ ἐστὶν τὰ καλούμενα σύμβολα τῶν θεῶν· μονοειδῆ μὲν ἐν τοῖς ὑψηλοτέροις ὄντα διακόσμοις, πολυειδῆ δ᾽ ἐν τοῖς καταδεεστέροις· ἃ καὶ ἡ θεουργία μιμουμένη δι᾽ ἐκφωνήσεων μέν, ἀδιαρθρώτων δέ, αὐτὰ προφέρεται. τὰ δὲ δὴ τρίτα καὶ ἀπὸ τῶν νοερῶν ὑποστάσεων ἐπὶ πάντα καθήκοντα ἰδιώματα καὶ μέχρις ἡμῶν προϊόντα τὰ ὀνόματά ἐστι τὰ θεῖα, δι᾽ ὧν οἱ θεοὶ καλοῦνται καὶ οἷς ἀνυμνοῦνται, παρ᾽ αὐτῶν τῶν θεῶν ἐκφανέντα καὶ εἰς αὐτοὺς ἐπιστρέφοντα, καὶ ὅσον ἐστὶν αὐτῶν φανόν, εἰς γνῶσιν ἀνθρωπίνην προάγοντα· διὰ γὰρ τούτων καὶ ἀλλή λοις σημαίνειν τι δυνάμεθα περὶ ἐκείνων καὶ αὐτοὶ πρὸς ἑαυτοὺς διαλέγεσθαι. μετέχουσιν δ᾽ ἄλλως ἄλλοι καὶ τούτων, οἷον Αἰγύπτιοι κατὰ τὴν ἐπιχώριον φωνὴν τοιαῦτα παρὰ τῶν θεῶν ἔλαβον ὀνόματα, Χαλδαῖοι δὲ καὶ Ἰνδοὶ ἄλλως κατὰ τὴν οἰκείαν γλῶσσαν καὶ Ἕλληνες ὡσαύτως κατὰ τὴν σφετέραν διάλεκτον. κἂν ὅδε οὖν ὁ θεὸς παρ᾽ Ἕλλησι μὲν καλῆται παρὰ τῶν θεῶν Βριάρεως, παρὰ δὲ Χαλδαίοις ἄλλως, ἑκάτερον τῶν ὀνομάτων ἔγγονον εἶναι τῶν θεῶν ὑποληπτέον καὶ σημαίνει<ν> τὴν οὐσίαν ἐκείνην. εἰ δὲ τὰ μέν ἐστιν μᾶλλον δραστήρια, τὰ δ᾽ ἧττον, οὐ θαυμαστόν, ἐπεὶ καὶ τῶν ἡμῖν γνωρίμων γεγονότων τὰ δαιμόνια καὶ τὰ ἀγγελικὰ δραστικώτερα καὶ ὅλως τὰ ἐγγυτέρω τῶν ὀνομαζομένων τελειότερα τῶν πορρώτερον τεταγμένων.
[59] Βλ., Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς «Περί Φυγής, 600.E.7 – 601.B.6» :
De exilio 600.E.7 ` to De exilio 601.B.6 Οἷόν ἐστιν ἡ νῦν σοι παροῦσα μετάστασις ἐκ τῆς νομιζομένης πατρίδος. φύσει γὰρ οὐκ ἔστι πατρίς, ὥσπερ οὐδ᾽ οἶκος οὐδ᾽ ἀγρὸς οὐδὲ χαλκεῖον, ὡς Ἀρίστων (St. V. Fr. I 371) ἔλεγεν, οὐδ᾽ ἰατρεῖον· ἀλλὰ γίνεται μᾶλλον δ᾽ ὀνομάζεται καὶ καλεῖται τούτων ἕκαστον ἀεὶ πρὸς τὸν 600.F οἰκοῦντα καὶ χρώμενον. ὁ γὰρ ἄνθρωπος, ᾗ φησιν ὁ Πλάτων (Tim. 90a), «φυτὸν οὐκ ἔγγειον» οὐδ᾽ ἀκίνητον «ἀλλ᾽ οὐράνιόν» ἐστιν, ὥσπερ ἐκ ῥίζης τὸ σῶμα τῆς κεφαλῆς ὀρθὸν ἱστάσης πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνεστραμμένον. ὅθεν εὖ μὲν ὁ Ἡρακλῆς εἶπεν (Trag. adesp. 392)
«Ἀργεῖος ἢ Θηβαῖος· οὐ γὰρ εὔχομαι
μιᾶς· ἅπας μοι πύργος Ἑλλήνων πατρίς.»
ὁ δὲ Σωκράτης βέλτιον, οὐκ Ἀθηναῖος οὐδ᾽ Ἕλλην ἀλλὰ κόσμιος εἶναι φήσας, ὡς ἄν τις Ῥόδιος εἶπεν ἢ Κορίνθιος, ὅτι μηδὲ Σουνίῳ μηδὲ Ταινάρῳ μηδὲ τοῖς Κεραυνίοις ἐνέκλεισεν ἑαυτόν.
«ὁρᾷς τὸν ὑψοῦ τόνδ᾽ ἄπειρον αἰθέρα,
καὶ γῆν πέριξ ἔχονθ᾽ ὑγραῖς <ἐν> ἀγκάλαις;» ( Eur. fr. 941, 1. 2 )
οὗτοι τῆς πατρίδος ἡμῶν ὅροι [εἰσί], καὶ οὐδεὶς οὔτε φυγὰς ἐν τούτοις οὔτε ξένος οὔτ᾽ ἀλλοδαπός, ὅπου τὸ αὐτὸ πῦρ ὕδωρ ἀήρ, ἄρχοντες οἱ αὐτοὶ καὶ διοικηταὶ καὶ πρυτάνεις ἥλιος σελήνη φωσφόρος· οἱ αὐτοὶ νόμοι πᾶσι, ὑφ᾽ ἑνὸς προστάγματος καὶ μιᾶς ἡγεμονίας τροπαὶ βόρειοι τροπαὶ νότιοι ἰσημερίαι Πλειὰς Ἀρκτοῦρος ὧραι σπόρων ὧραι φυτειῶν· εἷς δὲ βασιλεὺς καὶ ἄρχων· «θεὸς ἀρχήν τε καὶ μέσα καὶ τελευτὴν ἔχων τοῦ παντὸς εὐθείᾳ περαίνει κατὰ φύσιν περιπορευόμενος· τῷ δ᾽ ἕπεται Δίκη τῶν ἀπολειπομένων τοῦ θείου νόμου τιμωρός» (Plat. Legg. 716a), ᾗ χρώμεθα πάντες ἄνθρωποι φύσει πρὸς πάντας ἀνθρώ πους ὥσπερ πολίτας.
[60] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 113.2 – 113.13» :
in Alc 113.2 ` to in Alc 113.13 ἡ δὲ ἑστῶσα καὶ ἀΐδιος εὐγένεια τῶν ψυχῶν ἀπὸ τῶν θεῶν ἤρτηται περὶ οὓς ἐσπάρησαν, καὶ τῶν θείων δυνάμεων ὑφ᾽ ἃς ἐτάχθησαν· εὐγενέστεραι γὰρ αἱ τῶν θεῶν ὑψηλοτέρων ὀπαδοὶ καὶ αἱ δυνάμεων μειζόνων ἐξημμέναι κατὰ τὴν ἐν τῷ παντὶ διακλήρωσιν. τὸ δὲ αὐτὸ λέγω καὶ περὶ τῶν πόλεων. ἄνωθεν γὰρ ἡ κατὰ τοὺς κλήρους διαφορὰ διήκει καὶ μέχρι τῶν ψυχῶν· καί φαμεν τοὺς μὲν ἐμπυρίους εἶναι, τοὺς δὲ αἰθερίους, τοὺς δὲ οὐρανίους, τοὺς δὲ χθονίους θεούς, καὶ τῶν ψυχῶν τὰς μὲν τῆς ἡλιακῆς εἶναι σφαίρας, τὰς δὲ τῆς Ἑρμαϊκῆς, τὰς δὲ τῆς σεληνιακῆς. καὶ ἔστιν ἡ τοιαύτη κατὰ τόπους διακλήρωσις τῶν ψυχῶν ὄντως ἀξία φρονήματος, ἡ δὲ εἰς τὰς παρ᾽ ἡμῖν πόλεις καὶ τοὺς ἐν γῇ τόπους ἀποβλέπουσα διάκρισις ἄτοπός ἐστι καὶ χαυνότητος αἰτία ταῖς ψυχαῖς.
[61] Quaestiones convivales 671.C.5 ` to Quaestiones convivales 672.C.4 Θαυμάσας οὖν τὸ ἐπὶ πᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος “ἆρ᾽” ἔφη “σὺ τὸν πατριώτην θεόν, ὦ Λαμπρία, “εὔιον ὀρσιγύναικα μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον” (Lyr. adesp. 131) ἐγγράφεις καὶ ὑποποιεῖς τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις; ἢ τῷ ὄντι λόγος ἔστι τις ὁ τοῦτον ἐκείνῳ τὸν αὐτὸν ἀποφαίνων;” ὁ δὲ Μοιραγένης ὑπολαβών “ἔα τοῦτον” εἶπεν· “ἐγὼ γὰρ Ἀθηναῖος ὢν ἀποκρίνομαί σοι καὶ λέγω μηδέν᾽ ἄλλον εἶναι· καὶ τὰ μὲν πολλὰ τῶν εἰς τοῦτο τεκμηρίων μόνοις ἐστὶ ῥητὰ καὶ διδακτὰ τοῖς μυουμένοις παρ᾽ ἡμῖν εἰς τὴν τριετηρικὴν παντέλειαν· ἃ δὲ λόγῳ διελθεῖν οὐ κεκώλυται πρὸς φίλους ἄνδρας, ἄλλως τε καὶ παρ᾽ οἶνον ἐπὶ τοῖς τοῦ θεοῦ δώροις, ἂν οὗτοι κελεύωσι, λέγειν ἕτοιμος.” Πάντων οὖν κελευόντων καὶ δεομένων “πρῶτον μέν” ἔφη “τῆς μεγίστης καὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ᾽ αὐτοῖς ὁ καιρός ἐστιν καὶ ὁ τρόπος Διονύσῳ προσήκων. τὴν γὰρ λεγομένην νηστείαν ἀκμάζοντι τρυγητῷ τρα πέζας τε προτίθενται παντοδαπῆς ὀπώρας ὑπὸ σκηναῖς καὶ καλιάσιν ἐκ κλημάτων μάλιστα καὶ κιττοῦ διαπεπλεγ μέναις· καὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκηνὴν ὀνομάζουσιν. ὀλίγαις δ᾽ ὕστερον ἡμέραις ἄλλην ἑορτήν, οὐκ (…) ἂν δι᾽ αἰνιγμάτων ἀλλ᾽ ἄντικρυς Βάκχου καλουμένην, τελοῦ σιν. ἔστι δὲ καὶ κραδηφορία τις ἑορτὴ καὶ θυρσοφορία παρ᾽ αὐτοῖς, ἐν ᾗ θύρσους ἔχοντες εἰς τὸ ἱερὸν εἰσίασιν· εἰσελ θόντες δ᾽ ὅ τι δρῶσιν, οὐκ ἴσμεν, εἰκὸς δὲ βακχείαν εἶναι τὰ ποιούμενα· καὶ γὰρ σάλπιγξι μικραῖς, ὥσπερ Ἀργεῖοι τοῖς Διονυσίοις, ἀνακαλούμενοι τὸν θεὸν χρῶνται, καὶ κιθαρίζοντες ἕτεροι προΐασιν, οὓς αὐτοὶ Λευίτας προσ ονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης. οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββάτων ἑορτὴν μὴ παντάπασιν ἀπροσδιόνυσον εἶναι· Σάβους γὰρ καὶ νῦν ἔτι πολλοὶ τοὺς Βάκχους καλοῦσιν καὶ ταύτην ἀφιᾶσι τὴν φωνὴν ὅταν ὀργιάζωσι τῷ θεῷ, οὗ πίστωσιν ἔστι δήπου καὶ παρὰ Δημοσθένους (18, 260) λαβεῖν καὶ παρὰ Μενάνδρου (fr. 1060), καὶ οὐκ ἀπὸ τρόπου τις ἂν φαίη τοὔνομα πεποιῆσθαι πρός τινα σόβησιν, ἣ κατέχει τοὺς βακχεύοντας· αὐτοὶ δὲ τῷ λόγῳ μαρτυροῦσιν, ὅταν σάββατα τελῶσι, μάλιστα μὲν πίνειν καὶ οἰνοῦσθαι παρακαλοῦντες ἀλλήλους, ὅταν δὲ κωλύῃ τι μεῖζον, ἀπογεύεσθαί γε πάντως ἀκράτου νομίζοντες. καὶ ταῦτα μὲν εἰκότα φαίη τις ἂν εἶναι· κατὰ κράτος δὲ τοὺς ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρη φόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομ ποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ᾽ ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς (…) ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσ ῆκεν. ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουρ γίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ᾽ ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελί τειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, Ἕλληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ᾽ αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως·
[62] Epistulae 89a.46 ` to Epistulae 89a.64 Ὁρῶν οὖν πολλὴν μὲν ὀλιγωρίαν οὖσαν ἡμῖν πρὸς τοὺς θεούς, ἅπασαν δὲ εὐλάβειαν τὴν εἰς τοὺς κρείττονας ἀπεληλαμένην ὑπὸ τῆς ἀκαθάρτου καὶ χυδαίας τρυφῆς, ἀεὶ μὲν οὖν ὠδυράμην ἐγὼ κατ᾽ ἐμαυτὸν τὰ τοιαῦτα, τοὺς μὲν ·····ων····είας σχολῇ προσέχοντας οὕτω διαπύρους ὡς αἱρεῖσθαι μὲν ὑπὲρ αὐτῆς θάνατον, ἀνέχεσθαι δὲ πᾶσαν ἔνδειαν καὶ λιμόν, ὑείων ὅπως μὴ γεύσαιντο μηδὲ κρέως του μὴ παραχρῆμα ἀποθλιβέντος, ἡμᾶς δὲ οὕτω ῥᾳθύμως τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς διακειμένους, ὥστε ἐπιλελῆσθαι μὲν τῶν πατρίων, ἀγνοεῖν δὲ λοιπὸν εἰ καὶ ἐτάχθη πώποτέ τι τοιοῦτον. Ἀλλ᾽ οὗτοι μὲν ἐν μέρει θεοσεβεῖς ὄντες, ἐπείπερ ὃν τιμῶσι …, ἀλλ᾽ ἀληθῶς ὄντα δυνατώτατον καὶ ἀγαθώτατον, ὃς ἐπιτροπεύει τὸν αἰσθητὸν κόσμον, ὅνπερ εὖ οἶδ᾽ ὅτι καὶ ἡμεῖς ἄλλοις θεραπεύομεν ὀνόμασιν, εἰκότα μοι δοκοῦσι ποιεῖν τοὺς νόμους μὴ παραβαίνοντες, ἐκεῖνο <δὲ> μόνον ἁμαρτάνειν, ὅτι μὴ καὶ τοὺς ἄλλους θεούς, ἀρέσκοντες τούτῳ μάλιστα τῷ θεῷ, θεραπεύουσιν, ἀλλ᾽ ἡμῖν οἴονται τοῖς ἔθνεσιν ἀποκεκληρῶσθαι μόνοις αὐτούς, ἀλαζονείᾳ βαρβαρικῇ πρὸς ταυτηνὶ τὴν ἀπόνοιαν ἐπαρθέντες.
πηγή: hellenictheologyandplatonicphilosophy