Όλοι έχουμε βιώσει από την πρώιμη κιόλας ηλικία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το αίσθημα της αγωνίας. Είναι κάτι που μπορεί να μας επισκέπτεται συχνά και το βιώνουμε ως αίσθημα ταραχής, ανησυχίας ή ιλίγγου. Μπορεί να προέλθει από κάτι ανεπαίσθητο ως και κάτι σοβαρό, χωρίς να διαφέρει ο βαθμός της έντασης.
Είναι, «Όπως ακριβώς όταν στην άκρη ενός ψηλού κατακόρυφου βράχου, ο άνθρωπος νιώθει καμία φορά να καταλαμβάνεται από ταραχή... Μέσα σ'αυτόν τον περιδινούμενο κύκλο, που η φρενιτιώδης κίνηση του τον έλκει ακαταμάχητα, βλέπει τον εαυτό του σε μίαν άβυσσο - η άβυσσος τον καταπίνει». (περιγραφή από το βιβλίο του Άβελ και Άβελ, «η γέννηση μιας ταραχής).
Αυτός που μελέτησε πιο βαθιά την έννοια της αγωνίας είναι ο Κίρκεγκωρ. Άλλοι συγγραφείς της αγωνίας θεωρούνται: ο Ποέ, ο Κάφκα, ο Ανρί Μισσώ, ο Μπλανσώ.
Ο Κίρκεγκωρ είχε διακρίνει την αγωνιά του ανθρώπου, ως την απόδειξη της ετερογένειας του σε σχέση με το σύνολο της φύσεως. Την παρουσιάζει ως κάτι που συγκρατεί τον άνθρωπο από την πλήρη διαφθορά. (Ο Χάμαν την αναφέρει ως την «ιερή μελαγχολία»). Η ζωή του Κίρκεγκωρ ήταν ολόκληρη αγωνιώδης. Μιλάει για τις αγωνίες της παιδικής του ηλικίας, που γεννήθηκαν από τις αυστηρές απαγορεύσεις του πατέρα του: «Αύτη η εκπαίδευση μ'έκανε να βυθιστώ στη θλίψη και στην αγωνία.. Αν είχαν πει σε ένα παιδί πως είναι αμαρτία να χτυπήσει το πόδι του, μέσα σε ποιά αγωνία δεν θα ζούσε! Ίσως δε ακόμη και να το χτύπαγε συχνότερα».
Η αγωνία παίζει ουσιαστικό ρόλο στη σκέψη του Κίρκεγκωρ. Γνώριζε ο ίδιος τον πειρασμό, και ζούσε την αγωνιά στον εαυτό του, καθώς ο ίδιος ήταν συνδεμένος με τον πειρασμό.
Σε μία περίοδο της νεότητας του θέλει να αναζητήσει την αλήθεια που ενυπάρχει στο κακό. Μας αναφέρει ότι γι'αυτόν πως: όλη η ύπαρξη είναι αιτία αγωνίας, από το πιο μικρό μέχρι το ποιο μεγάλο μυστήριο. Μέσα σε μια φιλοσοφία της πλησμονής (της αφθονίας) του Είναι και της σαφήνειας του Είναι, δεν υπάρχει τόπος για το φαινόμενο, που γι'αυτόν ουσιαστικά είναι αμφίσημο αφ'ενός, και συνδέεται µε το μ η δ έ ν [1], αφ'έτερου.
Αναφερθήκαμε ήδη, μιλώντας για την παιδική ηλικία του Κίρκεγκωρ και το γεγονός πως γι'αυτόνη αγωνία συνδέεται µε την απαγόρευση: η αιτία της πρώτης αγωνίας είναι η απαγόρευση του Θεού προς τον Αδάμ. Ήδη μέσα στην αθωότητα υπάρχει µία αγωνία, ένα σπέρμα αγωνίας: είναι λανθάνον και βγαίνει στο φώς µε την απαγόρευση. Και τι γίνεται τότε; Γεννιέται στον άνθρωπο η δυνατότητα και η αγωνία της δυνατότητας.
Οι δύο ιδέες, α γ ω ν ί α και δ υ ν α τ ό τ η τ α, συνδέονται εσωτερικά. Υπάρχει μέσα μας µία γνώση, που δεν γνωρίζει ωστόσο πως είναι γνώση, διότι η δυνατότητα είναι άγνοια και συνάμα γνώση. Είναι ον και µη-ον και βιώνεται ως αγωνία.
Αυτή η παρουσία των δυνατοτήτων, καλών ή και κακών, που έρχονται μπροστά µας, είναι η αιτία του πειρασμού. Όταν δε η κακή δυνατότητα παρουσιάζεται κατά προτίμηση, τότε προκαλεί αποδυνάμωση της βούλησής µας.
Καθώς λοιπόν η αγωνία είναι συνδεδεμένη µε την ιδέα της δυνατότητας, και ακριβώς γι'αυτό, είναι συνδεδεμένη και µε την Ιδέα της α µ φ ι σ η µ ί α ς. Αυτό που µας παρουσιάζεται μέσα στην αγωνία, είναι ένα είδος δύναμης, η οποία µας έλκει και µας απωθεί. Είναι µία αντιπαθητική συμπάθεια και µία συμπαθητική αντιπάθεια.
Ώστε, αυτό που παρουσιάζεται είναι ουσιαστικά η ιδέα της α μ φ ι σ η μ ί α ς και ταυτοχρόνως η δ ι α λ ε κ τ ι κ ή ιδέα. Μας έλκει κάτι το οποίο δεν το θέλουμε και δεν μπορούμε να το κοιτάξουμε, και που δεν μπορούμε να µην το κοιτάξουμε.
Αυτό που είπαμε για την δυνατότητα συνδέεται επί πλέον και με το γεγονός ότι η αγωνία στρέφεται πάντοτε προς το μέλλον. Καλό θα ήταν να μελετούσαμε τη σχέση της αγωνίας με τον χρόνο. Η αγωνία είναι πάντοτε αγωνία για κάτι που δεν υπάρχει ακόμη εκεί, όπου αυτή κατευθύνεται. Αλλά ταυτόχρονα είναι κάτι σαν επιβράδυνση του χρόνου. Όταν κανείς έχει αγωνία, ο χ ρ ό ν ο ς κυλάει αργά και όταν κανείς έχει αγωνία στο ύψιστο σημείο, ο χρόνος κυλάει πάρα πολύ αργά και έχει την αίσθηση πως δεν μπορεί πλέον να κινηθεί. Κι ωστόσο, μπορούμε να πούμε, πως η στιγμή της αγωνίας είναι ταυτοχρόνως μία στιγμή αποφασιστική. Έτσι λοιπόν υπάρχουν τρεις, δύσκολα να συμβιβασθούν, σχέσεις της αγωνίας με τον χρόνο: κατευθύνεται προς το μέλλον, κάνει τον χρόνο να βραδυπορεί, κι ωστόσο είναι μία στιγμή.
Από την ιδέα της δυνατότητας μπορούμε να οδηγηθουμε επίσης προς την ιδέα της Ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς. Η αγωνία είναι ο ίλιγγος που έχουμε μπροστά στην ελευθερία μας. Λες και η ελευθερία πιάστηκε στην παγίδα από μόνη της και έγινε αιχμάλωτη του εαυτού της.
Είμαστε ελεύθεροι ή είμαστε προσδιορισμένοι; Επίσης: Είμαστε αθώοι ή είμαστε ένοχοι; Αν και δεν είμαστε ακόμη ένοχοι: ωστόσο, μπορούμε να πούμε πως ήδη έχουμε χάσει την αθωότητά μας, πράγμα που σημαίνει πως η αγωνία κατακυριάρχησε τον άνθρωπο ή μάλλον ο άνθρωπος παραδόθηκε στην αγωνία του. Έτσι, ποτέ δεν ξέρουμε αν υπάρχει ελευθερία ή προσδιορισμός. Ο άνθρωπος βλέπει πως είναι ένοχος χωρίς να μπορεί να πει πότε έγινε, επειδή δεν συλλαμβάνουμε τη στιγμή κατά την οποία γινόμαστε πραγματικά ένοχοι.
Η αγωνία παράγει ταυτοχρόνως το αίσθημα της α ν α γ κ α ι ό τ η τ α ς και της ελευθερίας και συνάμα παράγεται εντός μας μία μεταμέλεια, κατά κάποιο τρόπο πριν από την συντέλεση, επειδή ήδη βλέπουμε τους εαυτούς μας ως έχοντες πραγματοποιήσει την πράξη που δεν θέλαμε να πραγματοποιήσουμε. Και έτσι, δεν έχουμε πλέον, ακόμη και πριν από την πράξη, παρά να ρίχτουμε στην αγκαλιά των τ ύ ψ ε ω ν.
Θα μπορούσατε επίσης να θυμηθούμε τον δεσμό της αγωνίας µ'αυτό που ο Κίρκεγκωρ αποκαλεί π ν ε ύ μ α, διότι ο άνθρωπος δεν είναι µόνο ψυχή και σώμα: θεμελιώνεται σε κάτι που συνδέει την ψυχή µε το σώμα, είναι το πνεύμα· και όσο περισσότερο πνεύμα είναι κανείς τόσο περισσότερο αγωνιά. Ο ίδιος ο Κίρκεγκωρ είπε: «Από τα παιδικά µου χρόνια ήμουν πνεύμα». Εξ έτερου όμως η αγωνία συνδέεται µε το σώμα. Ακριβώς δε η ένταση της συνειδητοποίησης του γεγονότος ότι είναι πνεύμα, κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει επίσης το γεγονός ότι είναι και σώμα.
Ποτέ ο άνθρωπος δεν είχε εντονότερη συνείδηση του σώματός του ως αντιτιθέμενου στο πνεύμα, όσο µε τον Χριστιανισμό. Έτσι η αγωνία είναι συνδεμένη µε την παρουσία του πνεύματος και µε την παρουσία του σώματος, ταυτοχρόνως. Και όσο περισσότερο αισθανόμαστε το πνεύμα ως πνεύμα, τόσο περισσότερο θα αισθανθούμε το αισθητό ως αιαθησιακότητα.
Θα μπορούσαμε επίσης να επισημάνουμε επιγραμματικά τις διάφορες μορφές αγωνίας που διακρίνει ο Κίρκεγκωρ, όπως την αγωνία πριν από την αμαρτία, την αγωνία μετά την αμαρτία, η οποία όμως στο βάθος είναι πάντοτε αγωνία πριν από την αμαρτία, διότι η αμαρτία βαίνει αυξανόμενη. Επίσης το σκοτεινό αίσθημα ενοχής στον Ιουδαϊσμό προέρχεται από την εφαρμογή και την ιδέα του Νόμου, ενώ για το Χριστιανισμό προέρχεται από το παράδοξο.
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν με την αγωνία;
Σε τι μας χρησιμεύει;
Κατά τον Κίρκεγκωρ, «Πρέπει να μπούμε στο σχολείο των πιο φοβερών δυνατοτήτων». Ονομάζει τον εαυτό του «μαθητή της δυνατότητας». «Πρέπει με την αγωνία να προεικάσουμε το πεπρωμένο μας και να κ α λ ω σ ο ρ ί σ ο υ μ ε τον κάθε τρόμο που θα μας έλθει. Η αγωνία διαβρώνει όλα τα πράγματα του πεπερασμένου κόσμου και ξεγυμνώνει όλες τις ψευδαισθήσεις ξεριζώνει ότι μετριότητα υπάρχει εντός μας». Έτσι, για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας στο ύψιστο σημείο, πρέπει να βιώσουμε την αγωνία ως το ύψιστο σημείο, μέχρι τον θάνατο και την εκμηδένιση. Η αγωνία οικοδομεί το άτομο, κατεδαφίζοντας όλα τα πεπερασμένα του· εκπαιδεύει κατά ένα τρόπο άπειρο. Και ακριβώς μέσα στην αγωνία απαιτούμε την παρουσία του Θεού.
Ακριβώς τη στιγμή που πιστεύομε ότι είμαστε πλήρως χαμένοι, έρχεται η βοήθεια. Έτσι, η αγωνία είναι το φάρμακο κατά της αγωνίας η αγωνία καθαρίζει τον αέρα και στο τέλος καθιστά τα πάντα πιο ήπια, πιο αγαπητά, πιο εσωτερικά και ταυτοχρόνως πιο γοητευτικά. Αν όμως δεχθούμε αύτη τη βοήθεια, η αγωνία παραταύτα δεν εξαφανίζεται, διότι εμφανίζεται μια νέα αγωνία: η αγωνία μπροστά στο παράδοξο, η αγωνία μπροστά στο Άλλο, το απόλυτο, που δεν μπορούμε να το σκεφθούμε πλήρως και από το οποίο δεν μπορούμε ωστόσο να αποσύρουμε τη σκέψη μας.
Για τον Κίρκεγκωρ, η αγωνιά αν την δούμε από την πλευρά του Θεού, δεν είναι παρά μια όψη της θείας ενέργειας. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια εκλογή του Θεού, μια φανέρωση, που πραγματοποιείται δια της αγωνίας.
Αλλά η αγωνία υπάρχει πάντοτε εντός µας, είναι συνδεμένη µε την κατάσταση του ανθρώπου. Συνεπώς, ακόμη και μέσα στην ευτυχία υπάρχει αγωνία, επειδή αποτελεί την ουσία τού ανθρώπου - καθώς ο άνθρωπος μετέχει στο απόλυτο και τείνει προς το κακό· καθώς αυτός είναι ταυτοχρόνως ον του χρόνου και ον της αιωνιότητας· καθώς αυτός είναι πνεύμα. Ώστε ο άνθρωπος θα είναι τόσο περισσότερο άνθρωπος όσο περισσότερο βαθιά θα είναι η αγωνία του.
Ο Κίρκεγκωρ συνέδεσε την αγωνιά με την απελπισία, αν και την απελπισία την θεωρούσε ως ενεργητική, περισσότερο αρρενωπή και ταυτόχρονα πιο εξιδιασμένο αίσθημα.
Η αγωνία µας επιτρέπει να κατανοήσουμε πως ο άνθρωπος αμάρτησε εν τη ελευθερία του, ενώ ταυτοχρόνως µας επιτρέπει να πούμε πως είμαστε αιτιοκρατούµενοι. Ο επονομαζόμενοςκιρκεγκωριανός ρυθμός αναφέρει την ιδέα πως: πηγαίνουμε από το ένα άκρο στο άλλο, από το πιο χαμηλό στο πιο ψηλό, από το άκρο της αγωνίας στη σκέψη της μακαριότητας. Δεν πρόκειται εδώ να διαλέξει κανείς το ένα ή το άλλο, πρόκειται πολύ περισσότερο να διαλέξει το ένα και μέσω αυτού να διαλέξει και το άλλο. Εδώ διαφαίνεται η επιρροή που είχε ο Ηράκλειτος στον στοχασμό του Κίρκεγκωρ με την έννοια του αμφί-δρομου.
Με την αγωνία, µε την κρίση της αγωνίας, αυξάνουμε την ατομικότητα µας και ταυτόχρονα τη θέτουμε σε επαφή µε το άγνωστο.
Ποιός είναι όμως ο ρόλος της αγωνίας στον Χάϊντεγκερ;
Κατ'αρχήν ο Χάιντεγκερ τονίζει περισσότερο καθαρά τον ρόλο που μπορεί να παίξει η αγωνία σε ένα φιλόσοφο: «Αυτό που μας χρειάζεται είναι ένα φαινόμενο που θα μας ανοίξει το Είναι». Πρέπει να υπάρχει -και αυτό είναι ένα αίτημα- μέσα στον άνθρωπο κάτι που του διανοίγει αυτό τoίδιο το πραγματικό. Αυτό το κάτι δεν είναι η διάνοια· είναι το αίσθημα, είναι αυτό που ονομάζεικατάσταση[2]. Στο βάθος, κάθε αίσθημα μας αποκαλύπτει κάτι από την ουσία των πραγμάτων,αλλά υπάρχει ένα προνομιακό αίσθημα, που είναι το αίσθημα της αγωνίας.
«Κάθε α ί σ θ η μ α -λέει ο Χάιντεγκερ- έχει μίαν αναφορικότητα(intentionalite), κατευθύνεται προς μία πραγματικότητα. Δεν είναι επιφαινόμενο, δηλαδή κάτι επιφανειακό, εξωτερικό που θα φύγει, αλλά είναι κάτι που μας κάνει να ψαύσουμε-να αγγίξουμε ελαφρά, να ψηλαφίσουμε- κάποιο πράγμα».
Ώστε, αφ’ ενός η αγωνία είναι ένα είδος όξυνσης της ατομικότητας μας είναι αυτό πού, κατά κάποιο τρόπο, υπονοείται σε όλη τη σκέψη του Κίρκεγκωρ και είναι αυτό που έγινε ρητό στον Χάιντεγκερ: Η αγωνία εξατομικεύει, μοναδικοποιεί το είναι του ανθρώπου σ'αυτό που είναι το πιο δικό του.
Αλλά, αφ'έτερου, μας θέτει σε επαφή με κάτι που με πολύ δυσκολία θα λέγαμε με τί: κάτι που είναι εξαιρετικά γενικό. Αυτό που χαρακτηρίζει την αγωνία είναι η απροσδιοριστία της. Ενώ ο φόβος, ο τρόμος, προκαλούνται πάντοτε άπα συγκεκριμένα πράγματα· η αγωνία όμως έχει ένα εντελώς απροσδιόριστο αντικείμενο. Δεν υπάρχουν βάσεις, από τις οποίες ξεκινώντας η αγωνία µας πλησιάζει: το αντικείμενο της αγωνίας δεν υπάρχει πουθενά· δεν μπορούμε να εντοπίσουμε αυτό για το οποίο αγωνιούμε.
Και αυτό µας οδηγεί στην ιδέα του μ η δ ε ν ό ς, Ύστερα από µια κρίση αγωνίας, λέμε: στο βάθος αυτό που µας έκανε να αγωνιούμε ήταν ένα τίποτε. Κατά τον Χάϊντεγκερ, δεν γνωρίζομε τί να πούμε- ακριβώς το τίποτε είναι η αιτία της αγωνίας.
Μιλώντας με την χαίντεγκεριανη γλώσσα θα μπορούσαμε να πούμε ότι : πίσω από αύτη την ιδέα του τίποτε βρίσκεται κάτι άλλο. Η αγωνία µας δείχνει κάτι που είναι ένα τίποτε, επειδή δεν είναι κανένα συγκεκριμένο ον, αλλά είναι ο κόσμος γενικά.
Ακριβώς γι'αυτό το λόγο η αγωνία είναι ένα προνομιακό φαινόμενο. Μας αποκαλύπτει αυτό που ο Χάϊντεγκερ ονομάζει «ο κόσμος», δηλαδή αυτό που περιβάλλει το άτομο, αυτό που χωρίς του το άτομο δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Και έτσι είναι ένα θεμελιώδες αίσθημα, επειδή µας αποκαλύπτει τον κόσμο ως τέτοιον. Και ο θεμελιώδης χαρακτήρας µας, σύμφωνα µε τον Χάϊντεγκερ, είναι ακριβώς το να βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο.
Η αγωνία µας αποκαλύπτει τον κόσμο ως ολότητα. Έχουμε την αίσθηση του κόσμου στην ολότητα του. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η αγωνία είναι ένα φαινόμενο εντελώς προνομιακό, µία βασική, μια θεμελιώδης κατάσταση.
Ο ρόλος της αγωνίας στον Χάϊντεγκερ είναι ουσιαστικά το να µας επιτρέψει να διακρίνουμε το αυθεντικό από το αναυθεντικό. Αυτό ξεκίνησε από την παρατήρηση του κόσμου της καθημερινότητας, δηλαδή από τον κόσμο όπως τον ανακαλύπτουν οι πραγματιστές, τον κόσμο των αντικειμένων και των εμποδίων. Άλλα αυτή η πρώτη θεώρηση του κόσμου πρέπει να καταστραφεί για να σχετισθούμε με μία πραγματικότητα του κόσμου βαθιά, και αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά χάρις στο φαινόμενο της αγωνίας.
Μόνο ο Κίρκεγκωρ, και ο Χάιντεγκερ μελέτησαν και ασχολήθηκαν πραγματικά με την αγωνία[3].
Πως μπορούμε όμως τελικά να ξεπεράσουμε την αγωνία;
Δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό παρά αφού πρώτα την δοκιμάσουμε στα κατάβαθα του εαυτού μας, με τη σκέψη μας επάνω στον θάνατο, επάνω σ'αυτή την αδυνατότητα της δυνατότητας, η οποία είναι ταυτοχρόνως η δυνατότητα της αδυνατότητας μας. Μόνο με την αγωνία σ χ ε τ ι ζ ό μ α σ τ ε με τον θάνατο και μπορούμε να πάμε προς αυτό που είναι το πιο αυθεντικό για μας. Το ότι τελούμε εν αγωνία μπροστά στο θάνατο αποδεικνύεται από τη φυγή μας και από τη δειλία μας μπροστά σ'αυτή την αγωνία. Άλλα δεν μπορούμε να πούμε πως ο Χάϊντεγκερ και ο Κίρκεγκωρ θέλουν να μας αφήσουν μέσα στην αγωνία. Όπως μας λένε: πρόκειται εν τέλει να υπερβούμε την αγωνία και να την ε ν ώ σ ο υ μ ε, με ένα είδος γ α λ ή ν η ς.
___
Ο Γιάσπερς διακρίνει δύο είδη αγωνίας την βιοτική αγωνία και την υποστασιακή αγωνία. Η βιοτική αγωνία σχετίζεται µε τη ζωή µας και η υποστασιακή αγωνία σχετίζεται µε την υπόσταση µας, µε την αξία του είναι µας.
Η υποστασιακή αγωνία παράγεται μέσα σ'αυτά που ο Γιάσπερς ονομάζει οριακές καταστάσεις. Σ'αυτές τις οριακές καταστάσεις οτιδήποτε δεν είναι ουσιαστικό εξαφανίζεται και από αυτή την άποψη η αγωνία είναι ένα είδος μεταφυσικού οργάνου, ή είναι δρόμος προς τη μεταφυσική.
Ο ίλιγγος της αγωνίας είναι η βαθιά πηγή της πράξης του φιλοσόφου, επειδή όλο αυτό, που είναι η ύπαρξη, µε την γιασπερσιανή σημασία του όρου, πρέπει να εξαφανισθεί και να φανερωθεί η καθαρότητα του Είναι.
Άλλα, κι εδώ ακόμη, πρέπει να υπερβούμε την αγωνία, και πρέπει να έχουμε το θάρρος να ζήσουμε, χωρίς εξασφάλιση, µε την αξία και από την αξία που θα δημιουργήσουμε.
___
Στον Σάρτρ, όπως στον Χάιντεγκερ, και όπως ήδη σε ορισμένο βαθμό, στον Κίρκεγκωρ, η αγωνία συνδέεται µε το μηδέν.
Σ'αυτούς τους φιλοσόφους, επίσης, η αγωνία συνδέεται µε την ελευθερία: Η αγωνία, και συνείδηση της ελευθερίας, συλλαμβάνεται από αυτό που μου παρέχει η ελευθερία.
Στον Σαρτρ η αγωνία συνδέεται ειδικότερα µε τη βεβαίωση πως εκλέγουμε τις αξίες χωρίς αντικειμενική εγγύηση, πως τις εκλέγουμε απολύτως αφ'εαυτών µας. «Συλλαμβάνω τον εαυτό µου πλήρως ελεύθερο, και παρέχω ένα νόημα στον κόσμο. Εγώ είμαι το θεμέλιο των αξιών γιατί η τελευταία απόφαση απόκειται σ'εμάς».
Και, αφ'έτερου, δεν αποφασίζουμε μόνο για μας αποφασίζουμε για όλους. Κάθε μία από τις πράξεις μας ισχύει μέσα στο πνεύμα που έχουμε για την ανθρωπότητα. Είμαστε ένας νομοθέτης πού, καθώς εκλέγει τον εαυτό του, ταυτοχρόνως εκλέγει ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Αυτή η σύνθεση των δύο ιδεών, απόλυτη απουσία της δικαίωσης και ευθύνη έναντι πάντων, συνθέτει την σαρτρική αγωνία.
Έτσι, λοιπόν, στους διαφόρους φιλοσόφους, η αγωνία δεν παρακινείται εντελώς κατά τον αυτό τρόπο, άλλα η ποικιλία των κινήτρων της μας δείχνει άλλο τόσο καλύτερα την αναγκαιότητα της αγωνίας στην φιλοσοφία της υποστάσεως. Αν και η δικαιολόγηση είναι διαφορετική, εν τούτοις η αγωνία βρίσκεται σε όλους. Στον Κίρκεγκωρ έχει τους θεολογικούς λόγους της: πρόκειται να μας κάνη να κατανοήσουμε την ανθρώπινη αμαρτία. Στον Χάϊντεγκερ ο λόγοι της βρίσκονται στη δομή του συστήματός του, επειδή πρόκειται να περάσουμε από τον κόσμο της καθημερινότητας προς έναν άλλο κόσμο ποιο συνειδητό.
Έχουν μήπως δίκιο αυτοί οι φιλόσοφοι, όταν βλέπουν την αγωνία ως ένα φαινόμενο προνομιακό; Της αξίζει της αγωνίας μία τέτοια προνομιακότητα; Ο στοχασμός σε σχέση με τη βιωματική εμπειρία, θα οδηγούσαν κατά πάσα βεβαιότητα το αίσθημα της αγωνία στην αυτό-αποκάλυψη της. -><-
======
[1]-Το Μηδέν :Κατά τον Χάϊντεγκερ, η ιδέα της αγωνία και της δυνατότητας συνδέονται µε το μ η δ έ ν. Υπάρχει η δυνατότητα του μηδενός, που µας αποκαλύπτεται μέσα στην αγωνία. Στις φιλοσοφίες της αρχαιότητας δεν υπήρχε εμφανώς καταγεγραμμένη η θέση του μηδενός. Ωστόσο, ο Παρμενίδης αναφερόμενος στο μη-είναι προφανώς σε αυτό αναφέρεται. Ο Ξενοφάνης όταν μιλάει για το ατρεμές το ίδιο. Ο Ηράκλειτος μας υποδηλώνει ότι προς την διάβαση των αντιθέτων περνάμε από το μηδέν. Το ίδιο και στην μυστικιστική σχολή του ο Πυθαγόρας. Ο μυστικός αριθμός της σχολής θεωρείτο ότι ήταν το μηδέν. Η δύναμη των αριθμών, θετικών και αρνητικών τέμνεται από το μηδέν. Το μηδέν εκφράζει την απειρία των δυνατοτήτων. Την απαρχή κάθε δυνατότητας. Έτσι, η κάθε δυνατότητα είναι το ανεκδήλωτο του Όντος. Το μηδέν του Όντος. (η Μονάδα είναι η εκδήλωση κάθε υπαρκτού, η φανέρωση αυτού που προκύπτει από το Μηδέν).
Στον Ιουδαϊσμό και στον Χριστιανισμό υπάρχει η ιδέα της δημιουργίας και υπάρχει η αμαρτία ως αντιπροσώπευση ενός ηθικού μηδενός, το οποίο ενεργεί εντός µας. Για να διακρίνει κανείς και να του φανερωθεί το μηδέν –δηλαδή η προοπτική κάθε δυνατότητας-θα πρέπει να προσεγγίζει το μεταίχμιο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας. Εκεί που εδράζει το α-δύνατο, στο μηδέν, είναι και το γόνιμο έδαφος για την καρποφορία και φανέρωση της κάθε δυνατότητας.
[2]-Κατάσταση: Ο W. Brock ορίζει την κατάσταση ως τον τρόπος μέσω του οποίου τοποθετήθηκε το Είναι, η ουσία της ύπαρξη στον κόσμο. Ο Νησιώτης το μεταφράζει ως «εύρεσις». Πρόκειται για μία θεμελιακή θυμική κατάσταση, για μία προεννοιολογική σύλληψη των οντολογικών προσβάσεων του άνθρωπου που «ευρέθη» στον κόσμο. Η συναίσθηση αυτή του να τελείς «ευρημένος» στον κόσμο, αποτελεί αυθεντική αφετηρία φιλοσοφικής διεισδύσεως. Ο ίδιος ο Χάϊντεγκερ την ορίζει ως έξης: «Είναι η ευημερία και ο οντολογική συντονισμός, της διάθεση του Είναι. Είναι η κατάσταση της ύπαρξης που έρχεται πάντα μπροστά από τον εαυτό της ώστε να βρίσκεται πάντα συντονισμένη», ειςSein und Zeit, σ. 136΄.
Είναι το ε ν θ ά δ ε του Ό ν τ ο ς ανάμεσα στα όντα του κ ό σ μ ο υ. Είναι ο οντολογικός δεσμός ανάμεσα στον άνθρωπο και στο Είναι. Ο άνθρωπος ε ί ν α ι αυτός ο δεσμός.
[3]-Πολύ λίγοι φιλόσοφοι ανέλυσαν και μελέτησαν το φαινόμενο της αγωνίας. Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τον ιερό Αυγουστίνο και τον Λούθηρο, αλλά περισσότερο για τα φαινόμενα του φόβου παρά για τα φαινόμενα της αγωνίας.
πηγή: e-aftognosia