Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΠΕΡΙ ΕΝΔΟΣΚΟΠΗΣΗΣ - ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑ, ΟΤΑΝ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΗΤΑΝ "ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΗ"

0
0


Αν ακολουθήσετε τον σύνδεσμο που έχω εδώ [ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΟΣΚΟΠΗΣΗ (ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟ) ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΟΧΑΣΜΟ], θα δείτε πως πρόσφατα Βρετανοί μελετητές ανακάλυψαν τον τομέα του εγκεφάλου που ελέγχει τη διαδικασία της ενδοσκόπησης και του  στοχασμού, δηλαδή την ικανότητα του ανθρώπου να συλλογίζεται σχετικά με αυτά που σκέφτεται και νιώθει.  Την (αυτο)συνείδηση. Πότε όμως ενεργοποιήθηκε η ικανότητα αυτή στον άνθρωπο; Τα ομηρικά έπη είναι πολύ διδακτικά σ'αυτό το σημείο.

Ορίστε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο Α της Ιλιάδας ο Αχιλλέας προσβεβλημένος από τα λόγια του Αγαμέμνονα  - ορμητικός και οξύθυμος όπως είναι - ετοιμάζεται να τραβήξει το σπαθί του  και να τον σφάξει στο γόνατο. Αλλά ενώ τραβάει το σπαθί, εμφανίζεται πραγματικός από μηχανής θεός [έστω και μεταφορικά  η θεά (τι παράδοξο!)] η Αθηνά, τον πιάνει από τα μαλλιά (δεν είναι τυχαίο, η θεά της σοφίας, της λογικής και της σύνεσης) και τον συγκρατεί. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά του υπαγορεύει και τι πρέπει να κάνει... Να μην τον σφάξει, γιατί αυτό κανέναν δε συμφέρει (ούτε και την ίδια, καθώς η Αθηνά υποστηρίζει σταθερά τους Αχαιούς στον Τρωικό πόλεμο και μια "τελική"επίλυση λογαριασμών μεταξύ του αρχηγού του στρατού και του καλύτερου πολεμιστή δυναμιτίζει τα σχέδια της). Αντ'αυτού, τον συμβουλεύει να αφήσει την οργή του να ξεσπάσει με τα λόγια, καθώς αυτά σε τελική ανάλυση δεν προξενούν κανένα μόνιμο και τελεσίδικο κακό ωστόσο μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν για να αφήσει κανείς την οργή του να ξεσπάσει άμετρα.
  
Δέκα χρόνια μετά σχηματικά (καθώς η σύγκρουση Αχιλλέα και Αγαμέμνονα διεξάγεται τους τελευταίους μήνες της δεκάχρονης πολιορκίας της Τροίας και η επιστροφή του Οδυσσέα τοποθετείται δέκα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας) και περίπου μισό αιώνα αργότερα σε πραγματικό χρόνο θεωρείται ότι είναι μεταγενέστερη η "Οδύσσεια"της "Ιλιάδας", τα πράγματα όμως είναι τελείως διαφορετικά.  Ο Οδυσσέας (ονομαστός για τη σύνεση, τη λογική και τη δύναμη της σκέψης του... Τυχαίο;) συχνά - πυκνά καταφεύγει σε εσωτερικούς μονολόγους (ένδον σκοπείν) για να πάρει θέση απέναντι στα πράγματα, να καθυποτάξει τους φόβους του και να εκπονήσει το καταλληλότερο σχέδιο για την περίσταση. Χαρακτηριστικό δείγμα της καινούριας εποχής που ανατέλλει για την ζεύξη του λογικού με το εξωλογικό και την τελική επικράτηση του πρώτου   κι έχει τον άνθρωπο στο κέντρο της είναι το παράδειγμα με την Λευκοθέα / Ινώ στην ραψωδία ε. Ο ήρωας αντιμετωπίζει την τρομερή καταιγίδα που του έστειλε ο οργισμένος Ποσειδώνας με την χαρακτηριστική του επιμονή και καρτερικότητα. Ενώ θαλασσοπνίγεται πάνω στα συντρίμμια της  σπασμένης σχεδίας του, εμφανίζεται (και πάλι σε ρόλο από μηχανής θεού) η θαλασσινή θεά Λευκοθέα, του δίνει το μαντήλι της και του λέει πως αν τυλιχθεί με αυτό θα βρει τη σωτηρία...

Όμως, ο Οδυσσέας είναι καχύποπτος απέναντι στο θαύμα. Με έναν εσωτερικό μονόλογο, μιλώντας στον εαυτό του εκφράζει την απελπισία του για την κατάστασή του, τους φόβους του για νέα "εξαπάτηση"των θεών και εκπονεί το σχέδιο δράσης του έχοντας σταθμίσει τα δεδομένα με βάση τη λογική του. Θα περιμένει πάνω στα συντρίμμια της σχεδίας. Αν διαλυθούν κι αυτά -και μόνο τότε-  θα κάνει χρήση του μαγικού μαντηλιού. Όπως και γίνεται, και φτάνει τελικά στους Φαίακες ταλαιπωρημένος και γυμνός αλλά, κι αυτό είναι τελικά που μετράει, ζωντανός...

Φαίνεται, νομίζω, καθαρά από το παράδειγμα ότι ο άνθρωπος την εποχή της συγγραφής της Οδύσσειας γνωρίζει και είναι συμφιλιωμένος με την ικανότητα του ανθρώπινου πνεύματος να κάνει ενδοσκοπήσειςκαι να αυτοαναλύεται και είναι ώριμος να συνδιαλέγεται με τον εαυτό του. Αντίθετα με αυτό που συμβαίνει  μόλις πενήντα χρόνια πριν.  Η ανώριμη ανθρώπινη σκέψη δεν καταλάβαινε την έννοια της συνείδησης, Την θεωρούσε κάτι υπερφυσικό και την εμφάνισή της επέμβαση των θεών.  Κάπως έτσι το σπαθί του Αχιλλέα μένει στο θηκάρι του....

Προφανώς, το ότι ανακαλύφθηκε η συνείδηση, δε σημαίνει ότι δεν μπορεί να ξανα-απολεσθεί. Τι γίνεται, όμως, τότε; Οι διαταραχές της συνείδησης προκαλούν αλλοίωση της ταυτότητας και σ'αυτήν  οφείλονται διάφορες παρανοϊκές ή σχιζοειδείς συμπεριφορές... 

πηγή: afterschoolbar

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ - ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ

0
0

"Ελληνισμός- Ιουδαϊσμός! Μεταξύ αυτών των δύο σημείων επιρροής κινείται ο κόσμος μας", μας λέει ο φιλόσοφος Ζακ Ντεριντά.
Στην ελληνική αντίληψη ο νους είναι ελεύθερος και ανακαλύπτει την αλήθεια στη βάση της δικής του λογικής θεώρησης είτε από μόνος του με ενδοσκόπηση, είτε μέσα από την διαλεκτική με έναν συνομιλητή, είτε μέσα από την μελέτη και τον στοχασμό.
Αντίθετα, στην ιουδαϊκή αντίληψη η αλήθεια αποκαλύπτεται από τα πάνω και ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να την αποδεχτεί στερούμενος την ελευθερία να επιλέξει ή να εκφράσει με τον δικό του τρόπο την θέαση των όντων.
Στην ελληνική κοσμοθεώρηση ο άνθρωπος μετέρχεται τον ΛΟΓΟ, γίνεται κοινωνός του και για να συλλάβει την αλήθεια ανέρχεται, ανεβαίνει αενάως πνευματικό επίπεδο με βάση τις δικές του δυνάμεις θεώμενος τα όντα, ενώ στην ιουδαϊκή κοσμοθεώρηση αναμένει την κάθοδο της αλήθειας χωρίς να έχει δικαίωμα να την κατανοήσει με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο πρόσληψης. ούτε βεβαίως να αναπτύξει λειτουργικά τον νου του προκειμένου να προοδεύσει.
"Γιατί μέγιστο και συναρπαστικό έργο της ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ είναι η ενεργοποίηση των ουσιωδών λόγων μέσα μας", μας λέει ο Πρόκλος. Και οι λόγοι αυτοί που είναι ανενεργοί μέσα μας λόγω της λήθης, απαρτίζουν το σύνολο της ουσίας μας. Και ο δρόμος προς την Α - ΛΗΘΕΙΑ είναι ο δρόμος της μνήμης (Μνημοσύνη) και της καλλιέργειας του ΛΟΓΙΚΟΥ ΝΟΥ μας με την ενεργοποίηση του συνόλου των λόγων της ουσίας μας μέσα στην αιωνιότητα.
Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ του πλατωνικού διαλόγου αντιστοιχεί στον Δαίμονα που μας έλαχε και είναι αυτός που θα μας καθοδηγήσει να ανέλθουμε πνευματικά. Ο Δαίμων μας (Σωκράτης) αυτός θα μας πλησιάσει (Αλκιβιάδης) όταν εμείς θα έχουμε το "γνώθι σε αυτόν", και θα έχουμε απαγκιστρωθεί από τα έντονα πάθη και έχουμε αρχίσει να φιλοσοφούμε....

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΝΩΡΙΖΑΝ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ - ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΒΙΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ

0
0



Ο άνθρωπος βρίσκεται συνεχώς σε μια αέναη αναζήτηση για να κατανοήσει τι πραγματικά είναι, ποια είναι η σχέση του με όλα τα άλλα που απαρτίζουν τον ορατό και αόρατο κόσμο, τι απογίνεται μετά το θάνατό του και τόσα άλλα θεμελιώδη ερωτήματα. 

Πρόσφατα μέσα από τις εξελίξεις της κβαντικής κυρίως φυσικής ο άνθρωπος έχει αρχίσει να κατανοεί πράγματα που για τα περισσότερα χρόνια της μακράς πορείας του φαίνονταν αδιανόητα, όπως ότι αυτός «δημιουργεί» αυτό που κατανοεί ως πραγματικότητα και ότι εντέλει αυτή είναι μία ψευδαίσθηση ουσιαστικά και συνεπώς «υφίσταται» «κάτι άλλο» που δεν υπακούει στις γνωστές χωροχρονικές συντεταγμένες… Και όμως αυτήν ακριβώς την θεώρηση για την ύπαρξη είχαν, απ” ότι έχει εκφρασθεί από πολλές πλευρές, και οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί. Οι αρχαίοι αυτοί διανοητές, λοιπόν, έβλεπαν το φυσικό σώμα του ανθρώπου όχι ως κάτι ξεχωριστό, όπως λανθασμένα κάνει η επιστήμη έως τώρα, αλλά πάντοτε σε σχέση με την ψυχή που εδρεύει σε αυτό. Γι” αυτούς το σώμα είναι απλά το όργανο που αυτή χρησιμοποιεί και σώμα χωρίς ψυχή είναι κάτι αδιανόητο. 

Για τους Πυθαγόρειους και Πλατωνικούς η λέξη άνθρωπος σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο από τον ορατό άνθρωπο και, στην κυριολεξία, με τον όρο αυτόν εννοούσαν αποκλειστικά τον άνθρωπο, ως το πνεύμα και την ψυχή την ενσαρκωμένη προσωρινά στο ανθρώπινο σώμα. «άνθρωπος εστί ψυχή σώματι χρωμένη» (Πλάτων, Τιμαίος 42 D, Φαίδων 111 Α). Η ψυχή έλκει την καταγωγή της από το νοητικό πεδίο, για να εκδηλώσει την διαπλαστική και οργανική της ικανότητα. Κατέχει διάμεση θέση μεταξύ νοητού και αισθητού και έρχεται να εμψυχώσει τα σώματα, γεννώντας το χώρο και το χρόνο. Αποτελεί τμήμα της παγκόσμιας ψυχής του κόσμου η οποία μερίζεται σε ατομικές ψυχές, με σκοπό την απόκτηση της εμπειρίας του υλικού πεδίου. 

Συμβατά με την θεώρηση αυτή των αρχαίων Ελλήνων και σύμφωνα με τις νεότερες απόψεις της επιστήμης, είναι και τα όσα ο καθηγητής Robert Lanza πρεσβεύει και τα οποία εδράζονται κυρίως στην κβαντική φυσική. Η θεωρία αυτή που έχει αναπτύξει λέγεται biocentrism (βιοκεντρισμός) και αναπτύσσει τις παρακάτω βασικές θεωρήσεις. Η θεωρία του biocentrism διδάσκει ότι ο θάνατος, όπως τον γνωρίζουμε, είναι μια ψευδαίσθηση που δημιουργείται από τη συνείδησή μας. «Πιστεύουμε ότι η ζωή είναι μόνο η δραστηριότητα του άνθρακα και ενός μείγματος μορίων – ζούμε και στη συνέχεια σαπίζουμε στο έδαφος», λέει ο επιστήμονας στην ιστοσελίδα του. 

Και συνεχίζει ο Lanza: Οι άνθρωποι πιστεύουμε στο θάνατο, επειδή «έχουμε διδαχθεί ότι θα πεθάνουμε», ή πιο συγκεκριμένα, επειδή στη συνείδησή μας το σώμα μας και η ζωή μας συνδέονται άμεσα, ​​και επειδή γνωρίζουμε ότι οι οργανισμοί πεθαίνουν. Η θεωρία του biocentrism, ωστόσο, εξηγεί ότι ο θάνατος δεν μπορεί να είναι τερματικός σταθμός όπως πιστεύουμε ότι είναι. Biocentrism είναι η θεωρία των πάντων και προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις το «κέντρο της ζωής». Είναι η πεποίθηση ότι η ζωή και η βιολογία είναι ύψιστης σημασίας για την πραγματικότητα και ότι η ζωή δημιουργεί το σύμπαν, και όχι το αντίστροφο. Αυτό υποδηλώνει ότι η συνείδηση ​​ενός ατόμου καθορίζει το σχήμα και το μέγεθος των αντικειμένων στο σύμπαν. 

Ο Lanza χρησιμοποιεί το παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας. Βλέπουμε τον ουρανό μπλε, αλλά τα κύτταρα στον εγκέφαλό μας θα μπορούσαν να αλλάξουν ώστε να βλέπουμε τον ουρανό πράσινο ή κόκκινο. Πρόσθεσε επίσης ότι όλα όσα μπορούν ενδεχομένως να συμβούν, συμβαίνουν κάποια στιγμή στα πολυσύμπαντα, και αυτό σημαίνει ότι ο θάνατος δεν μπορεί να υπάρξει «πραγματικά». Αντ ‘αυτού, είπε ότι όταν πεθαίνουμε η ζωή μας γίνεται ένα «αιώνιο λουλούδι που επιστρέφει για να ανθίσει στο πολυσύμπαν». Και συνέχισε: «Η ζωή είναι μια περιπέτεια που ξεπερνά το συνήθη γραμμικό τρόπο σκέψης μας». 

Ο Lanza αναφέρει το περίφημο πείραμα της διπλής σχισμής για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του. Στο πείραμα, όταν οι επιστήμονες παρακολουθούν ένα σωματίδιο να περνά μέσω δύο σχισμών σε ένα φράγμα, το σωματίδιο συμπεριφέρεται σαν μια σφαίρα και περνά, ή μέσα από τη μια σχισμή, ή την άλλη. Ωστόσο, εάν ένα άτομο δεν παρακολουθεί το σωματίδιο, αυτό λειτουργεί σαν ένα κύμα, δηλαδή περνά μέσα από τις δύο σχισμές ταυτόχρονα. Αυτό αποδεικνύει ότι η ύλη και η ενέργεια μπορεί να εμφανίσουν χαρακτηριστικά και των κυμάτων και των σωματιδίων, και ότι η συμπεριφορά των αλλαγών των σωματιδίων βασίζεται στην αντίληψη και τη συνείδηση ​​ενός ατόμου.

πηγή: ellinondiktyo

O ΑΘΗΝΑΪΚΟΣ ΒΩΜΟΣ ΤΩΝ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΩΝ

0
0


Το 522 με 521 π.α.χ.χ. ο Πεισίστρατος, υιός του Ιππίου κι εγγονός του πασίγνωστου Πεισιστράτου (που επί της «τυραννίδος» του πραγματοποιήθηκε με την φροντίδα του η συλλογή και καταγραφή των Ομηρικών Επών), έστησε στην αθηναϊκή Αγορά το Ιερό των Δώδεκα Θεών, για να τιμηθεί έτσι από τους Αθηναίους το δωδεκαμελές Ολύμπιο Ελληνικό Πάνθεον, το οποίο για τους γνωρίζοντες σχετίζεται άμεσα με όλες τις πνευματικές και πολιτικές συλλήψεις των προγόνων μας. Όλες τις συλλήψεις από την μινωϊκή θεσμοθέτηση (όπου ο Μίνως παρελάμβανε από τους μάντεις του Ιδαίου Διός τους νόμους, ως «προτάγματα» του ίδιου του Θεού, «διδασκόμενος υπ’ αυτού τα πολιτικά») μέχρι την μυκηναϊκή πολιτική οργάνωση στο όνομα των Αρκάδων / Λυκαίων Ολυμπίων (U-ru-pa-ja-jo στην αναγνωσθείσα γραμμική γραφή της Πύλου).


Το Ιερό των Δώδεκα Θεών, το οποίο ανακηρύχθηκε «ομφαλός» της πόλεως και από το κέντρο του μετρούσαν οι αρχές τις εξ Αθηνών αποστάσεις, αποτελείτο από έναν περίτεχνο πώρινο Περίβολο διαστάσεων 9,35 Χ 9,86 μέτρων, που στο κέντρο του φιλοξενούσε έναν «τοις Δώδεκα Θεοίς» μαρμάρινο Βωμό. Ο Περίβολος, προσανατολισμένος περίπου όπως και ο Παρθενώνας επάνω στην Ακρόπολη (και αυτό ίσως είχε ιδιαίτερη σημασία ως προς τα ενεργειακά ρεύματα της αττικής γης), διέθετε  δύο ανοίγματα στο μέσον των μεγαλύτερων πλευρών του, ένα εκ δυσμών και ένα εξ ανατολών (ίσως το πρώτο να ήταν μόνον είσοδος και το δεύτερο μόνον έξοδος) και έφερε διακόσμηση από πλούσιες ανάγλυφες σκηνές από την ελληνική μυθολογία, ενώ μερικές δενδροστοιχίες δαφνόθαμνων και ελαιόδενδρων συμπλήρωναν την λιτή αλλά επιβλητική αισθητική του Ιερού. Δεξιά του δυτικού ανοίγματος υπήρχε περίτεχνο μαρμάρινο περιρραντήριο για τον συμβολικό καθαρμό των εισερχομένων θρησκευτών, το οποίο και δημιουργεί την πιο πάνω πιθανότητα ν’ αποτελεί δηλαδή το δυτικό άνοιγμα την επίσημη είσοδο στο Ιερό.
 
Η θέση του Ιερού των Δώδεκα Θεών, σε έναν πολύ ανοικτό χώρο της Αγοράς (τουλάχιστον έως τους ελληνιστικούς χρόνους) και μάλιστα ακριβώς δίπλα στην περίφημη Οδό των Παναθηναίων, το ανέδειξε εξαρχής σε έναν πασίγνωστο τόσο «ασυλίας» παντός είδους (δούλων, διωκομένων κ.λπ.): όποιος κατέφευγε στον Περίβολο των Δώδεκα Θεών και άγγιζε τον σεβαστό Βωμό τους, θεωρείτο ιερός και απαραβίαστος. Δίπλα σχεδόν στο Ιερό των Δώδεκα Θεών και σε απόλυτη (επίσης!) παραλληλία  ως προς τον μεταξύ τους προσανατολισμό, υπήρχε από τα τέλη του 6ου π.α.χ.χ. αιώνος και άλλος Περίβολος, με χθόνιου τύπου Βωμό («εσχάρα»), ίσως αφιερωμένος στον ήρωα Αιακό («Αιακείον»). 

Το Ιερό των Δώδεκα Θεών υπέστη καταστροφές από τους Πέρσες που κατέλαβαν την πόλη το έτος 480, όμως ανακαινίστηκε γύρω στο έτος 425. Με τον θεσμικό / πολιτικό όμως μαρασμό της πόλεως λίγο πριν την Ρωμαιοκρατία, το Ιερό των Δώδεκα Θεών, σημαντικότατο σημείο της πολιτειακής λατρείας των Αθηναίων (όπως αποδεικνύει ένας όρκος συμμαχίας με τους Αρακάδες το 362 / 361 π.α.χ.χ., αλλά και η ύπαρξη ιδιαιτέρας θέσεως του «Ιερέως των Δώδεκα Θεών» στο μεγάλο Θέατρο του Διονύσου), υποβιβάστηκε σταδιακά σε μία ακόμη τοπική «μνημειακή» «αρχαιότητα», από τις πάμπολλες που απλώς θύμιζαν την παλαιά δόξα της πόλεως του Θησέως. 

Ήδη από τους ελληνιστικούς κιόλας χρόνους δεν γίνεται καμία  αναφορά για την συνέχιση ύπαρξης του «Αιακείου», και ίσως λογικά, αφού οι τοπικές ηρωο-λατρείες ήσαν λίαν αντιπαθείς στους περιφρονητές της πολιτικής αυτονομίας, ενώ όταν θα επισκεφθεί την πόλη ο περιηγητής Παυσανίας, πολύ αργότερα, επί Ρωμαιοκρατίας τον 2ο μ.α.χ.χ. αιώνα, οι εντόπιοι αποκαλούν στην καθημερινή γλώσσα τους τον Βωμό «Βωμό του Ελέους», αποδεικνύοντας έτσι εμμέσως πλην σαφώς ότι από την αυθεντική λατρεία έχει μείνει ισχυρός μόνον ο ασυλικός χαρακτήρας... («ένας βωμός του Ελέου, που από όλους τους Έλληνες μονάχα οι Αθηναίοι τον τιμούν, γιατί συντρέχει περισσότερο από κάθε άλλον Θεό στην ζωή του ανθρώπου και στης τύχης τις καταστροφές»). Την ταύτιση των δύο βωμών (του «Βωμού των 12 Θεών» και του «Βωμού του Ελέους») υποψιάστηκε πρώτος ο Βιλαμόβιτς και επαλήθευσε τελικά η αμερικανική αρχαιολογική σκαπάνη κατά τις ανασκαφές του 1934.

Το πότε ακριβώς καταστράφηκε το σεβαστό «Ιερό των 12 Θεών» δεν είναι γνωστό. Μπορεί στη καταστροφική επιδρομή των Ερούλων (267 μ.α.χ.χ.), μπορεί στην ανόητη πρόχειρη «οχύρωση» της πόλης με αρχαία υλικά από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Πρόβο (276 - 282), μπορεί στην επιδρομή των εκχριστιανισμένων βαρβαρικών στιφών του Αλαρίχου (395), μπορεί στις απειράριθμες «ειδωλοσαρωτικές» εκστρατείες των νεόθρησκων Βυζαντινορωμαίων κατακτητών (5ος - 6ος αιώνας). Πάντως ολόκληρη η περιοχή της Αγοράς ανάμεσα στον Βωμό του Διός και στον Βωμό των 12 Θεών καταλαμβάνεται τον 5ο αιώνα από άγνωστης χρησιμότητας βυζαντινορωμαϊκό κτίσμα που «πατούσε» τον Ναό του Άρεως και ένα μεγάλο τμήμα του Βωμού των 12 Θεών.

Η αρχαιολογική σκαπάνη κατάφερε να εντοπίσει, όπως προαναφέραμε, με μεγάλη ακρίβεια την θέση του σεβαστού Ιερού / Βωμού των 12 Θεών, από μαρμάρινη επιγραφή που βρέθηκε νοτιοδυτικά του Περιβόλου, σχετικά με την προσφορά ενός αγάλματος εκ μέρους κάποιου Λεάγρου, υιού του Γλύκωνος, προς το Ολύμπιο Δωδεκάθεον. Σήμερα όμως δυστυχώς, μόνο τμήμα της νοτιοδυτικής γωνίας του Ιερού είναι ορατή στον νεοέλληνα επισκέπτη (κατά τραγική ειρωνεία της τύχης μάλιστα, το συγκεκριμένο τμήμα που είχε «πατηθεί» από το βυζαντινορωμαϊκό κατασκεύασμα του 5ου αιώνος.

Ολόκληρος ο υπόλοιπος Περίβολος και φυσικά ο Βωμός, σκεπάζονται από τις... ράγες του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου (...) ώστε χιλιάδες αμέριμνοι νεοέλληνες να περνούν από πάνω του κάθε μέρα, μη γνωρίζοντας φυσικά ότι εκεί, και για πολλούς αιώνες, η ψυχή των Ελλήνων προγόνων τους άνοιγε καθημερινά τις δώδεκα «πύλες» της για να κοινωνήσει με τους φαεσίμβροτους Θεούς. Όπως όμοια περνάνε επίσης και από πάνω από δύο ακόμα, λίγο πιο δυτικά κείμενα (βορείως του Ηφαιστείου «Θησείου») Ιερά της Πατρώας Λατρείας. Πάνω από τον Ναό της Αφροδίτης Ουρανίας και πάνω από το Ιερό του Δήμου και των Χαρίτων. 

πηγή: rassias.gr

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ - ΗΘΙΚΗ, Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

0
0
epicurus

Σκέψεις για το μέλλον και το παρελθόν μας απορροφούν συχνά, με αποτέλεσμα να χάνουμε τα όμορφα, απλά, μικρά και καθημερινά πράγματα  που βιώνουμε. Η εκτίμηση των μικρών  καθημερινών πραγμάτων συμβάλλει σημαντικά στη προσωπική μας ευτυχία.

Ένα τηλεφώνημα από έναν φίλο-η, ένα ηλιοβασίλεμα, η μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού, ένα αγαπημένο μουσικό κομμάτι , ένα ωραίο βιβλίο , μπορούν να αποτελέσουν αφορμές βίωσης θετικών συναισθημάτων. Με τα θετικά συναισθήματα , οι άνθρωποι είναι περισσότερο ανθεκτικοί απέναντι στις αντιξοότητες της ζωής και της οικονομικής ανέχειας και βιώνουν λιγότερο άγχος.

Εμείς οι Έλληνες είχαμε κτίσει μικρούς παραδείσους μέσα στους οποίους απολαμβάναμε μια πρωτόγνωρη υλιστική ευτυχία. Δηλώναμε ευτυχισμένοι , αφού οι τραπεζικές κάρτες ήταν γεμάτες με χρήματα δανεικά και καταναλώναμε με μανία και απληστία.
Σήμερα όλοι ζούμε στο μείον. Μείον οι μισθοί, η εργασία, οι συντάξεις, η ευτυχία , η ζωή.
Πολλοί τώρα επιστρέφουν στις συμβουλές ευζωίας του Επίκουρου (341-270 π.Χ.).
Η ηθική και η ευτυχία του ανθρώπου βασίζονται στη θεωρία ότι «χωρίς τη γνώση της φύσης είναι αδύνατον να επιτευχθούν οι καρποί της απόλαυσης». Κατά τη γνώμη του , το ύψιστο αγαθό είναι η τέρψη. Λέγοντας αυτό δεν αναφερόταν στις χυδαίες απολαύσεις των ακόλαστων , ούτε στα γαστρονομικά όργια, αλλά εννοούσε κυρίως στην  εξάλειψη του σωματικού πόνου και της ψυχικής αναστάτωσης. Η επίτευξη της ψυχικής ηρεμίας στηρίζεται σε φυσικά και σε ατομικά θεμέλια.
Ο καθένας να κατευθύνει τις επιθυμίες του εντός των ορίων των σωματικών αναγκών. Η φιλία , η ελευθερία, η σκέψη, το φαγητό, το κατάλυμα  είναι απολύτως απαραίτητα για την ευτυχία του ατόμου. Αντιθέτως για τον Επίκουρο, δεν είναι  απαραίτητα η φήμη, η εξουσία, τα μεγάλα σπίτια,  τα συμπόσια , το κρέας .
Η ομορφιά της ζωής κρύβεται  σε μικρές καθημερινές ανέξοδες απολαύσεις και κυρίως σε μεγάλες πανανθρώπινες αξίες.
Αρχές του 341 π.Χ. γεννήθηκε ο Επίκουρος στη Σάμο .Το 307 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Λίγο αργότερα , αγόρασε ένα οικόπεδο στα όρια της πόλης ,κατάλληλο για περιδιάβαση μέσα στη φύση και ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, που ονομάστηκε «Κήπος».
Δεν έγραψε ο Επίκουρος κείμενα εφάμιλλα των πλατωνικών διαλόγων και των αριστοτελικών αναλύσεων , απέφυγε τους πολιτικούς τεχνικούς όρους και τις περίτεχνες εκφράσεις , απαξίωσε τη λογική και τη ρητορική. Έδωσε πρωτοκαθεδρία στην ηθική φιλοσοφία και επί 35 χρόνια μέσα στον Κήπο οργάνωσε τη διδασκαλία και τη ζωή του , ώστε να φανεί πως η φιλοσοφία είναι τέχνη που κάνει τη ζωή μας ευτυχισμένη και ότι μόνο τότε έχει αξία , όταν μας βοηθά να το πετύχουμε. Ο Επίκουρος έγραφε απλά και είχε τους λόγους του. Αν μπορείς και θέλεις να βοηθήσεις όσο περισσότερους ανθρώπους γίνεται, θα σκεφτόταν,  πρέπει η θεραπεία που τους προτείνεις να είναι απλή για να την καταλάβουν , εύκολη για να την εφαρμόσουν και , ασφαλώς , αποτελεσματική. Πρώτα πρώτα σαν γιατρός των ψυχών οφείλεις να διαβεβαιώσεις ότι η θεραπεία είναι εφικτή , ότι δεν απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια ή ειδικές γνώσεις αλλά και οφείλεις να αποδείξεις στους ασθενείς σου ότι η θεραπεία έχει δοκιμαστεί με επιτυχία , φέρνοντας το δικό σου παράδειγμα και των άλλων συμφιλοσόφων σου. Το σημείο που σχολιάστηκε κυρίως από τη φιλοσοφία του Επίκουρου είναι η ηθική του .
Σκοπός της φιλοσοφίας του ήταν να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα πάθη της ψυχής και να κάνει τη ζωή του ευτυχισμένη.
Το κέντρο της ηθικής του ήταν: ευδαιμονία, κριτήριο του καλού και του κακού, θάνατος , αγαθό , ηδονή, επιθυμίες, αρετές, φιλία.
Τα πάθη της ψυχής: ο φόβος και οι επιθυμίες .Όμως από ποιους φόβους και από ποιες επιθυμίες πρέπει να απαλλαγούμε; Και με ποιόν τρόπο;  Την ανθρώπινη ζωή τυραννούν φόβοι για τον θάνατο (και την μετά από αυτόν ζωή), για  τους θεούς (που τιμωρούν), για το κακό (που είναι ανυπόφορο), για τα φυσικά φαινόμενα (που προκαλούν δέος και μένουν ανεξήγητα).Επιθυμίες προς αποφυγήν είναι όλες εκείνες που μας προξενούν πόνο, όταν επιμένουμε να τις ικανοποιήσουμε, οι μη αναγκαίες: λ.χ. ο πόθος της αθανασίας, η αναρρίχηση στα δημόσια αξιώματα.
Πώς θα λυτρωθούμε από αυτά τα εσωτερικά δεσμά; Τους (ανυπόστατους) φόβους τους διαλύει η φυσική επιστήμη , ενώ αρκεί να ακολουθήσουμε τη φύση για να επιθυμούμε πράγματα φυσικά και αναγκαία. Αυτές είναι οι ελάχιστες προϋποθέσεις για την κατάκτηση της μακάριας ζωής: η εξασφάλιση τροφής, στέγης, ενδυμασίας, στοιχειώδους ιατρικής φροντίδας. Για να επιτύχουμε την ευτυχισμένη ζωή θα πρέπει να απαλλαγούμε από τον πόνο και να απολαύσουμε την ηδονή. Στην τελευταία  θεμελιώνεται το ευπόριστο αγαθό και προς την κατάκτηση  της ενεργοποιούνται οι αρετές. Η κατάσταση αυτής της αταραξίας διασφαλίζεται κατεξοχήν στον έλλογο βίο του σοφού. Ο σοφός μπορεί να μην είναι αθάνατος θεός, αλλά είναι αυτός που κατακτά το είδος της αθανασίας που ταιριάζει στον άνθρωπο:  «ζει σαν αθάνατος  ανάμεσα στους θνητούς». Το κράτος , η αρχαία πόλις δεν μπορούν πλέον να προστατεύσουν την ήσυχη ζωή του φιλοσοφημένου ανθρώπου. Ο Κήπος είναι ο τόπος όπου η φιλοσοφική επικούρεια παιδεία (αγωγή) είναι τρόπος ζωής (διαγωγή). Είναι μια δημοκρατική κοινότητα, τα μέλη της οποίας δεν συνδέονται με δεσμούς θρησκευτικούς, κοινωνικούς ή πολιτικούς, η κατεξοχήν αρετή σε αυτή την κοινωνία είναι η φιλία.
Όλες οι  επιθυμίες μας δεν είναι αναγκαίες. Δεν αξίζει να πονάμε σωματικά ή ψυχολογικά για πράγματα που δεν συμβάλλουν στον τελικό μας στόχο , που είναι μια ευτυχισμένη ζωή. Τέτοια πράγματα είναι μη αναγκαίες επιθυμίες που οφείλονται σε λανθασμένες πεποιθήσεις , δικές μας ή της κοινωνίας, και αποτελούν τα συχνότερα εμπόδια για τη ζωή κάθε ανθρώπου. Πρέπει, να αναζητήσουμε άλλες ηδονές , πιο μόνιμες στο σώμα και στην ψυχή , που αφορούν το παρελθόν (ευχάριστες αναμνήσεις) και το μέλλον (βεβαιότητα για το τι θα συμβεί). Όταν ικανοποιούμε τις φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες μας και δεν έχουμε άλλες ανικανοποίητες επιθυμίες , ζούμε μια σταθερή κατάσταση , την πιο ηδονική από όλες. Ο Επίκουρος το έλεγε ξεκάθαρα: «Η ηδονή είναι η αρχή και ο σκοπός της ευτυχισμένης ζωής».
Το ίδιο συμβαίνει και με τους φόβους μας. Επιθυμούμε να ζήσουμε για πάντα ταυτόχρονα φοβόμαστε επειδή θα πεθάνουμε. Η επιθυμία της αιωνιότητας δεν μας αφήνει να χαρούμε τα όσα ζούμε τώρα σε αυτήν την ζωή , γιατί αγωνιούμε αν θα τα έχουμε πάντα ή αγωνιζόμαστε διαρκώς να τα αυξήσουμε.Και ο φόβος του τέλους δεν μας αφήνει να χαρούμε , γιατί αγωνιούμε ότι ο θάνατος θα είναι φρικτός . Αυτοί οι φόβοι για το κακό που είναι ανυπόφορο , για τους θεούς που παρεμβαίνουν στους ανθρώπους και τιμωρούν στη ζωή και μετά τον θάνατο είναι για τον Επίκουρο τα μεγαλύτερα εμπόδια για την απόλαυση της ευχαρίστησης.
Πώς όμως θα διαλυθούν αυτοί οι φόβοι; Και εδώ αναλαμβάνει ο λόγος , ο νηφάλιος στοχασμός, η φρόνηση, η πρακτική σοφία, η φιλοσοφία. Αυτή θα απελευθερώσει τον άνθρωπο από ανυπόστατους φόβους αλλά και μάταιες ελπίδες , και θα τον κάνει να κατανοήσει την αληθινή φύση των επιθυμιών του και της ηδονής. Όπως ο Σωκράτης πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την αρετή , έτσι και ο Επίκουρος πίστευε ότι η γνώση είναι αναγκαία για την ευτυχία , την ευδαιμονία.
Δεν υποσχόταν ότι μπορούν οι άνθρωποι να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά ότι μπορούν να αλλάξουν τον εαυτό τους
Να μην φοβόμαστε τον θάνατο διότι δεν μας αφορά , να μην φοβόμαστε τη ζωή μετά τον θάνατο, γιατί δεν υπάρχει (γιατί χάνεται μόνο η ψυχοσωματική μας ενθαδική ταυτότητα, όχι η αιώνια νοητική), να μην φοβόμαστε τον ακραίο πόνο πριν από τον θάνατο , γιατί θα κρατήσει λίγο, να φεύγουμε από τη ζωή με ευγνωμοσύνη για όσα ζήσαμε , γιατί τα ευχάριστα υπερισχύουν σε σύγκριση με τα δυσάρεστα.Τι  γίνεται όμως με αυτούς που αφήνουμε πίσω; Μόνο αυτό νικά τον θάνατο έλεγε: « η γλυκιά ανάμνηση» των όσων ζήσαμε και των όσων είπαμε μαζί με τους φίλους μας.
Η τετραφάρμακος του Επίκουρου είναι :
O θεός δεν εμπνέει φόβο
ο θάνατος δεν φέρνει ταραχή,
το αγαθό αποκτιέται εύκολα
και το κακό υποφέρεται εύκολα.
Ο μόνος τρόπος που οδηγεί στην ευτυχία είναι ο φιλοσοφικός. Δεν είναι μια ζωή χαμένη στην ερημική γαλήνη των μελετών , αλλά μια άσκηση των αρετών στην χαρούμενη κοινότητα των φίλων. Ανάμεσα στους φίλους ο άνθρωπος λυτρώνεται από επίμονες και επίπονες επιθυμίες , ηρεμεί η τρικυμία της ψυχής και ζει σε μια κατάσταση που συναγωνίζεται τη θεϊκή  μακαριότητα. Μέσα στις επικούρειες κοινότητες ο φιλόσοφος δεν έχει ανάγκη από νόμους , γιατί τα πάντα είναι γεμάτα δικαιοσύνη και φιλία. Ο Επίκουρος θεωρούσε τη φιλία ύψιστη αρετή. Η κατάκτηση της ευτυχίας είναι εφικτή σε αυτήν τη ζωή,  όσο σύντομη κι αν είναι. Απόδειξη αποτελεί ο σοφός. Ο σοφός, ακριβώς επειδή έχει κατανοήσει τη φύση και έχει κατακτήσει τον πλούτο της αυτάρκειας , χρειάζεται ελάχιστα πράγματα. Και επειδή χρειάζεται ελάχιστα , μπορεί και να τα απολαύσει καλύτερα….
Αυτά που δίδαξε με τα έργα του και τα λόγια ο Επίκουρος στον Κήπο τα  διαφύλαξαν  ευλαβικά οι διάδοχοί του για έξι σχεδόν αιώνες. Όπως είπε ο ίδιος ο Επίκουρος στους φίλους του προτού αφήσει την τελευταία του πνοή στον Κήπο το 270 π.Χ. : «να είστε καλά και να θυμάστε τις διδασκαλίες μου». Όσο  για τις παρεξηγήσεις της διδασκαλίας και του χαρακτήρα του , ο Επίκουρος  επαναλάμβανε με το μειλίχιο ύφος του : «Οι βλάβες που προξενούν οι άνθρωποι οφείλονται στο μίσος, στον φθόνο ή στην περιφρόνηση, πράγματα που ο σοφός ξεπερνά χάρη στο λογικό»….
«Ηθική-Η θεραπεία της ψυχής» Επίκουρος Mετάφραση –Σχόλια Γ.Ζωγραφίδης Εκδόσεις Ζήτρος 2010 σελ. 704
πηγή: antikleidi

ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ - ΤΑ ΑΝΩΤΕΡΑ ΓΕΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΤΟΥΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για νεοπλατωνισμός και πνεύματα

Οι Δαίμονες παράγονται από τις γεννητικές και δημιουργικές δυνάμεις των θεών, στην πιο μακρινή περάτωση της προόδου και τον έσχατο διαμερισμόΟι Ήρωες παράγονται σύμφωνα με τους λόγους της ζωής στις θείες φύσεις («κατ τος τς ζως ν τος θεοις λγους»), και από αυτούς τα πρώτα και τέλεια μέτρα των ψυχών λαμβάνουν τον προορισμό και το διαμερισμό τους («κα τπρτα κα τ λεια μτρα τν ψυχν ποτελευτν π ατν κα πο μερζεσθαι»).


Εν ολίγοις η ουσία των δύο τάξεων όντων είναι διαφορετική: η ουσία των δαιμόνων είναι εκτελεστική και αποτελεσματική για τις εγκόσμιες φύσεις, συμπληρώνοντας την επιστασία όλων των ξεχωριστών πραγμάτων που συμβαίνουν («περγαστικν μν εναι τν τν δαιμνων κα τελεσιουργν τν περικοσμων φσεων κα ἀποπληρωτικν τς καθκαστον τν γιγνομνωνπιστασας»), ενώ η ουσία των Ηρώων είναι ζωτική, λογική και κυβερνά τις ψυχές. Σεβόμενοι μάλιστα κάθε δύναμη, η δαιμονική πρέπει να είναι γονιμοποιός και να ελέγχει τη φύση και το σύνδεσμο των ψυχών με τα σώματα. Ωστόσο, είναι αναγκαίο, τις ζωοποιούς δυνάμεις που κυβερνούν τους ανθρώπους και δεν είναι εξαρτημένες απο ην γέννηση να τις αποδώσουμε στους Ήρωες.

Στην συνέχεια θα προσδιορίσουμε τις ενέργειες της κάθε τάξης: αυτές των Δαιμόνων θα πρέπει να πούμε πως αφορούν στα εγκόσμια και πως, ως επί το πλείστον, εξαρτώνται από τον εαυτό τους. Αυτές όμως των Ηρώων, πρέπει να τις θεωρούμε λιγότερο εξαρτημένες και τρεπόμενες προς την διάταξη των ψυχών.

Αφού λοιπόν εξηγήσαμε τις δυνάμεις, η ψυχή λαμβάνει από τα δύο αυτά γένη συγκεκριμένα μερίδια δύναμης, πλεονάζει από τις προσθήκες και τα άλλα προνόμια που προέρχονται από την ίδια. Επίσης, δημιουργεί σε διαφορετικούς χρόνους διαφορετικά είδη (μορφές), λόγους και τρόπους, που πηγάζουν από διαφορετικές πηγές. Και σύμφωνα με το κάθε μέρος του Κόσμου χρησιμοποιεί ποικίλες ζωές και ιδέες, συνυπάρχοντος με όποιες θέλει και φεύγοντας από όποιες θέλει, ερχόμενη σε ομοίωση με όλες και διαχωρίζοντας τη θέση τη εξαιτίας της διαφοράς της, προετοιμάζοντας συγγενικούς λόγους με τα όντως όντα και τις γεννημένες φύσεις και ερχόμενη με τους θεούς, σύμφωνα με διαφορετικές αρμονίες ουσιών και δυνάμεων από εκείνες που ενώνουν τους δαίμονες και τους ήρωες με τις θεότητες. Και παρά το γεγονός ότι έχει σε μικρότερο βαθμό από τους θεούς την αιωνιότητα της θεϊκής ζωής και ενέργειας, εξαιτίας ακριβώς της αγαθοεργούς βούλησης των θεών και της λάμψης φωτός που τις περιέχουν, συχνά ανεβαίνει προς τα πάνω και εξυψώνεται σε μια ανώτερη τάξη την αγγελική, οπόταν πλέον δεν μένει τίποτα στην τάξη της ψυχής και ολόκληρη τελειοποιείται σε αγγελική ψυχή και άχραντο τελειωμένο βίο. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που πρέπει κάθε ουσία, ενέργεια και είδος (μορφή) να παρέχεται στην ψυχή καθεαυτή. Όμως για να λέμε την αλήθεια, η ψυχή πάντοτε ορίζεται σύμφωνα με το Ένα, αλλά ενοποιείται μαζί με τις προηγούμενες αιτίες, συντασσόμενη κάθε φορά με διαφορετική.

Τόσο λοιπόν μεγάλη είναι η διαφορά μεταξύ της ενέργειας των δαιμόνων, των ηρώων και των ψυχών, που ίσως είναι περιττό να πούμε ότι διαχωρίζονται σύμφωνα με την προσιδιάζουσα φύση του καθενός. Και καθόσον μπορεί να προκαλέσουμε μια σχέση, η (επι)κοινωνία τους πρέπει να θεωρείται σύμφωνη με αυτή. Διότι έτσι θα μπορούμε, κατά πάσα πιθανότητα αληθινά, να κατανοούμε και να καθορίζουμε ξεχωριστά της αντίληψη που θα πρέπει να έχουμε για τα 3 γένη.

Ας δούμε όμως ποιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της παρουσίας ενός θεού, ενός αγγέλου, ενός αρχαγγέλου, ενός δαίμονα ή κάποιου άρχοντα ή κάποιας ψυχής. Ας εξετάσουμε δηλ. τις επιφάνειες τους.

Αρχικώς, και με μία και μόνη φράση θα πούμε ότι οι επιφάνειες όλων καθορίζονται από τις ουσίες τους, τις δυνάμεις τους και τις ενέργειές τους. Διότι όπως ακριβώς είναι, παρόμοια εμφανίζονται και σε όσους τους καλούν, εκθέτοντας ενέργειες και ιδέες σύμφωνες με αυτούς και επιδεικνύοντας τα οικεία τους γνωρίσματα. Αυτά, όμως, που θα ορίσουμε για τον καθένα ξεχωριστά, των θεών είναι φάσματα μονοειδή (με μια μορφή), των δαιμόνων ποικίλα, των αγγέλων απλούστερα από εκείνα των δαιμόνων αλλά υποδεέστερα των θείων, των αρχαγγέλων δε πολύ πιο κοντινά με εκείνα των θεών, των αρχόντων είναι ποικίλα και εύτακτα διακοσμημένα, εάν αυτοί είναι οι Κοσμοκράτορες οι τα υπό σελήνη στοιχεία διοικούντες, ενώ περισσότερα και ατελέστερα των προηγούμενων, αν αυτοί προΐστανται της ύλης και, τέλος, εκείνα των ψυχών είναι παντοδαπά (κάθε τύπου)Τα φάσματα των θεών είναι χρηστά κατά την όψη (ωφέλιμα στην όψη) και λάμπουν ευεργετικά, των αρχαγγέλων βλοσυρά μεν αλλά ήρεμα, των αγγέλων δε πραότερα από αυτά των αρχαγγέλων, των δαιμόνων όμως φοβερά. Τα φάσματα, τώρα, των ηρώων είναι ηρεμότερα από αυτά των δαιμόνων, των αρχόντων αν εξουσιάζουν τον Κόσμο είναι καταπληκτικά, ενώ αν είναι υλικοί, σε όσους τους βλέπουν θλιβερά και, τέλος, των ψυχών προσομοιάζουν με τα ηρωϊκά, αν και είναι υποδεέστερα.

Εν ολίγοις λοιπόν τα φάσματα των θεών είναι παντελώς αμετάβλητα κατά το μέγεθος και την μορφή και το σχήμα και γενικά στα πάντα τους. Εκείνα των αρχαγγέλων μοιάζουν με των θεών, αλλά στερούνται της θεϊκής ταυτότητας, ενώ τα αγγελικά είναι κατώτερα των αρχαγγέλων, αλλά αμετάβλητα. Τα φάσματα, τώρα, των δαιμόνων εμφανίζονται κάθε φορά με διαφορετική μορφή, άλλοτε μικρά και άλλοτε μεγάλα, εκείνα των αρχόντων, όσα είναι ηγεμονικά εμφανίζονται πάντοτε ίδια, ενώ όσα είναι υλικά αλλοιώνονται πολύμορφα. Τα φάσματα των ηρώων μοιάζουν με εκείνα των δαιμόνων, ενώ, τέλος, εκείνα των ψυχών μοιάζουν αρκετά με τα δαιμονικά, σε ότι αφορά τη μεταβλητότητά τους.

Βέβαια η τάξη και η ηρεμία αρμόζει στους θεούς, ενώ στους αρχαγγέλους υπάρχει δραστηριότητα στην τάξη και ηρεμία. Στους αρχαγγέλους, ωστόσο, αν και υπάρχει καλή τάξη και ησυχία, επικρατεί ακόμη κινητικότητα, ενώ, ακόμη περισσότερο, στα φάσματα των δαιμόνων επικρατεί ταραχή και αταξία. Σε ότι τώρα αφορά εκείνων των αρχόντων, τα υλικά είναι θορυβώδη, ενώ τα ηγεμονικά εμμένουν στον εαυτό τους, τα δε ηρωικά υπάγονται στους κανόνες της κίνησης και της μεταβολής και, τέλος, τα ψυχικά προσομοιάζουν κάπως με τα ηρωικά, αλλά είναι λιγότερα από εκείνα.

Επιπρόσθετα σε αυτά τα θεϊκά φάσματα ακτινοβολούν αμήχανον κάλλος, προκαλούν σε όσους τα βλέπουν θαυμασμό, παρέχουν θεσπέσια ευφροσύνη και είναι στη συμμετρία, χωρίς να μπορούν να συγκριθούν στην ευπρέπεια με άλλες μορφές. Τα μακάρια θεάματα των αρχαγγέλων έχουν και αυτά μέγιστο κάλλος, χωρίς ωστόσο να είναι ακόμη παρόμοια άρρητο και θαυμαστό με εκείνο του θείου. Τα φάσματα λαμβάνουν μερικώς το αγαθό από τους αρχαγγέλους, ενώ τα πνεύματα των δαιμόνων και των ηρώων που αυτό-αποκαλύπτονται έχουν και τα δύο κάλλος, τα πρώτα καθορίζοντας τη διακόσμηση της ουσίας με λόγους και τα δεύτερα επιδεικνύοντας την ανδρεία. Τα φάσματα πάλι των αρχόντων μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες, διότι κάποια από αυτά επιδεικνύουν κάλλος ηγεμονικό και αυτοφυές και κάποια άλλα κάλλος επίπλαστο και επισκευαστό. Τέλος, τα φάσματα των ψυχών, και αυτά διακοσμούν την ουσία με λόγους πεπερασμένους, αν και αυτοί οι λόγοι είναι περισσότεροι από τους ηρωικούς, συμπεριληπτικοί και υποταγμένοι σε μια μορφή. Εάν, ωστόσο, επιβάλλεται να τα καθορίσουμε όλα με τρόπο κοινό, τότε πολύ απλά θα λέγαμε πως η κάθε τάξη συμμετέχει στο κάλλος σύμφωνα με την τάξη της, την οικεία φύση της και το μερίδιο που της ανήκει.

Βέβαια μια περιγραφή των ιδιωμάτων των γενών θα ήταν ελλιπείς εάν δεν αναφέραμε ότι με τους θεούς υπάρχει οξύτητα στις ενέργειές τους και ότι λάμπουν δύο φορές ταχύτερα από τον νου, παρά το γεγονός πως είναι καθαυτοί ακίνητοι και σταθεροί. Με τους αρχαγγέλους λέμε πως οι ταχύτητες είναι μεικτές με τις δραστήριες ενέργειες. Οι ενέργειες δε των αγγέλων κατά κάποιο τρόπο θα λέγαμε κινούνται, αλλά ανόμοια με των αρχαγγέλων και έχουν μια δύναμη που είναι αποτελεσματική στην ομιλία. Εκείνες των δαιμόνων φαίνονται πιο γρήγορες από ότι είναι στην πραγματικότητα, ενώ οι των ηρώων, αν και φαίνονται μεγαλοπρεπείς στις κινήσεις τους, σε σχέση με την αποτελεσματικότητα δεν ενεργούν με την ίδια γρηγοράδα που ενεργούν οι δαίμονες.

Σε ότι αφορά τώρα τις ενέργειες των αρχόντων, οι πρώτες και εξουσιαστικές φαίνονται αξιόλογες, ενώ οι δεύτερες υπερβολικές στην παρουσία και πρακτικά άσκοπες. Τέλος, τα ενεργήματα των ψυχών είναι, μάλλον, πολύ κινητικά και φαίνονται ασθενέστερα από τα ηρωικά.

Επιπρόσθετα σε όλα αυτά, το μέγεθος των επιφανειών στους θεούς είναι κάποτε τόσο μεγάλο που αποκρύπτει ολόκληρο τον ουρανό, τον ήλιο και τη σελήνη, όπως και την ίδια την γη, καθώς τίποτα δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στην κάθοδό τους. Όταν κάνουν την εμφάνισή τους οι αρχάγγελοι, κάποια κομμάτια του Κόσμου μετακινούνται («μοραι μν τινες συγκινονται το κσμου») και ένα πρόδρομο και διαιρεμένο φώς προηγείται αυτών, ενώ το μέγεθος της ηγεμονίας τους είναι ίσο με εκείνο της αυγής. Το αγγελικό φώς είναι λιγότερο από των αρχαγγέλων και πιο διαιρεμένο, ενώ των δαιμόνων ακόμη περισσότερο και το μέγεθος της επιφάνειάς τους, πολλές φορές μικρότερο των ίδιων. Η επιφάνεια των ηρώων είναι ακόμη μικρότερη από τους ίδιους, αλλά είναι καθ’ όλα δηλωτική της μεγαλοφροσύνης τους. Οι επιφάνειες, τώρα, των αρχόντων είναι μεγάλες και υπέρογκες, ενώ των υλικών γεμάτες από ματαιοδοξία και αλαζονεία και τέλος, των ψυχών άνισες μεταξύ τους και μικρότερες από εκείνες των αρχόντων. Με λίγα λόγια, το μέγεθος τω επιφανειών υπάρχει μέσα στον καθένα, σύμφωνα με το μέγεθος της δύναμης που έχει και το πλήθος της αρχής, μέσα από την οποία εκτείνονται και ασκούν την εξουσία τους.

Μετά από αυτά, λοιπόν, ας προσδιορίσουμε και την ενάργεια των αυτοφανέρωτων αγαλμάτων. Έτσι στις «τν θεν ατοψαις»  τα θεάματα είναι εναργέστερα (γίνονται αντιληπτά ευκρινέστερα) και από την ίδια την αλήθεια, καθώς λάμπουν με ακρίβεια και είναι διαρθρωμένα με λαμπρότητα. Τα αγάλματα των αρχαγγέλων θεωρούνται (βλέπονται με το νου) αληθινά και τέλεια, αλλά και εκείνα των αγγέλων, αν και διασώζουν το είδος (τη μορφή) εκείνων που αναπαριστούν, στερούνται κάτι από την γνωριστική τους αποπλήρωση. Αμυδρά είναι των δαιμόνων, ενώ των ηρώων είναι υποδεέστερα από τα προηγούμενα. Τα αγάλματα των αρχόντων, τα κοσμικά είναι εναργή, τα υλικά αμυδρά, ενώ και τα δύο εξουσιαστικά βλέπονται. Τα δε των ψυχών σκιώδη φαίνονται.

Κατά τον ίδιο τρόπο βέβαια πρέπει να καθορίσουμε και το φώς των δυνάμεων αυτών. Διότι, τα αγάλματα των θεών αστράπτουν φώς, εκείνα των αρχαγγέλων είναι γεμάτα με υπερφυσικό φως και των αγγέλων φωτεινά. Τα αγάλματα των δαιμόνων φανερώνουν το πυρ με τρόπο θολό, ενώ εκείνα των ηρώων εκπέμπουν πως ανάμικτο με άλλα πράγματα. Οι Κοσμικοί άρχοντες εκπέμπουν διαυγέστατο φως, οι υλικοί ανάμεικτο από ανόμοια και ενάντια πράγματα, ενώ οι ψυχές εμφανίζονται γεμάτες κομμάτια που προκύπτουν από τις μείξεις και τις γενέσεις.

Βέβαια μετά από όλα αυτά δεν θα μπορούσε να λείψει μια αναφορά στο πύρ: των θεών που «τομον φθεγκτον κλμπει» και πληροί «τ λα βθη το κσμου πυρως λλ ο περικοσμως» (*να έχουμε όμως κατά νου ότι ο εμπύριος Κόσμος βρίσκεται πέραν του κοσμικού και εκπέμπει υπερκόσμιο πυρ ή φως). Το πυρ των αρχαγγέλων, αν και είναι αμέριστο, καθώς κατέχει αυτό που είναι, προηγείται ή ακολουθεί το θεϊκό πυρ και θεωρείται πλήθος (πολλαπλότητα, πολυπληθές). Το πυρ των αγγέλων από την άλλη είναι διηρημένο, παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται μέσα στις τελειότερες ιδέες και των δαιμόνων ακόμη πιο διαιρεμένο, εκφράζεται με το ρητό λόγο και στην όψη δεν είναι καλύτερο από εκείνους που είδαν τα πιο σπουδαία. Το πυρ των ηρώων μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με το δαιμονικό, αλλά όχι απολύτως, ενώ αυτό των αρχόντων, εκείνων που ανήκουν στην ανώτερη τάξη θεωρείται διαφανέστερο, το ένυλο πιο σκοτεινό. Το πυρ, τέλος, των ψυχών είναι πολυμερές και πολυειδές (ανακατεμένο με τις κοσμικές φύσεις). Εν ολίγοις, λοιπόν, το θεϊκό πυρ εμφανίζεται απολύτως σταθερό, των αρχαγγέλων να συμμετέχει στην ηρεμία, των αγγέλων μόνιμα ταραγμένο, άστατο των δαιμόνων, έντονα ανήσυχο τις περισσότερες φορές εκείνο των ηρώων, στους κοσμικούς άρχοντες να ηρεμεί και στους υλικούς να βρίσκεται σε ταραχή και των ψυχών να είναι εν κινήσει και συνεχώς μεταβαλλόμενο.

Στην συνέχεια θα αναφερθούμε στο αποκαθαρτικό στοιχείο: στους θεούς είναι τέλειο ενώ στους αρχαγγέλους είναι ανάγωγον (ανυψώνει). Οι άγγελοι το αποδεσμεύουν μονάχα από τα δεσμά της ύλης, ενώ οι δαίμονες το τραβούν στη φύση. Οι ήρωες το οδηγούν στην επιμέλεια των αισθητών έργων, οι άρχοντες προστατεύουν με αυτό τα κοσμικά ή περιβλέπουν τα υλικά και οι ψυχές το χρησιμοποιούν τείνοντας προς τη γένεση.

Τα δώρα βέβαια από τις επιφάνειες δεν είναι πάντοτε ίδια, αλλά ούτε έχουν τους ίδιους καρπούς. Η των θεών παρουσία δίδει σε εμάς υγεία σώματος, ψυχής αρετή, νοός καθαρότητα και με λίγα λόγια αναγάγει όλες τις οικείες μας αρχές. Αφανίζει, μάλιστα, το ψυχρό και φθοροποιό στοιχείο που έχουμε μέσα μας, αυξάνει το θερμό και επιχειρεί να το κάνει δυνατότερο και επικρατέστερο, κάνει τα πάντα να συμφωνούν με την ψυχή και με το νου, εκπέμπει φώς που συνοδεύεται από νοητή αρμονία και επιδεικνύει το μη ον σώμα ως σώμα στα μάτια της ψυχής, διαμέσου των ματιών του σώματος. Η παρουσία, τώρα, των αρχαγγέλων τα ίδια και αυτή μας δίδει, αλλά όχι αιώνια, ούτε σε όλα, ούτε συνεχώς, δεν απονέμει επαρκή αγαθά, τέλεια και αναφαίρετα και, τέλος, δεν έχει την ίδια λαμπρή επιφάνεια με εκείνη των θεών. Η παρουσία των αγγέλων δωρίζει, ακόμη περισσότερο μεριστά τα αγαθά και η ενέργεια της λάμψης τους είναι πολύ πιο αδύνατη από εκείνη εκ της οποίας οι ίδιοι έλαβαν το τέλειο φώς. Η των δαιμόνων παρουσία βαραίνει το σώμα και το κολάζει με νόσους, καθέλκει μάλιστα την ψυχή προς την φύση, δεν εγκαταλείπει ποτέ τα σώματα και τις σωματικές αισθήσεις, παρεμποδίζοντας όσους επιχειρούν να σπεύσουν προς το πυρ και δεν απελευθερώνει ποτέ κανέναν από τα δεσμά της Ειμαρμένης. Η των ηρώων παρουσία αν και παραπλήσια με των δαιμόνων, ξεχωρίζει από αυτή, καθώς μας διεγείρει και μας οδηγεί σε κάποια γενναία και μεγάλα έργα. Η «ατοπτικ δεξις» των κοσμικών αρχόντων παρέχει περικόσμια πράγματα, ενώ των υλικών αρχόντων υλικά πράγματα και όσα αφορούν τις επίγειες εργασίες. Η θέαση των άχραντων ψυχών, αυτών που είναι εγκαθιδρυμένες στην τάξη των αγγέλων, είναι εξυψωτική και σωτήρια για την ψυχή, συνοδεύεται από ιερή ελπίδα και παρέχει εκείνα τα αγαθά, που η ιερή ελπίδα παρέχει στον εαυτό της. Η θέαση όμως των υπολοίπων ψυχών οδηγεί κάτω, προς τη γένεση, φθείρει τους καρπούς της ελπίδας και γεμίζει τα σώματα με πάθη όσων τις θεωρούν.

Ακόμη κατά τις επιδείξεις, υπάρχει μια ένδειξη της τάξης που κατέχουν οι δαίμονες. Διότι, οι θεοί περιτριγυρίζονται από άλλους θεούς ή αγγέλους, αλλά οι αρχάγγελοι έχουν αγγέλους προπομπούς ή που συντάσσονται/συνταξιδεύουν ή συνακόλουθους, είτε άλλου τύπου δορυφορία, κατά την οποία περιτριγυρίζονται από πολλούς φύλακες αγγέλους. Οι άγγελοι, μαζί με τη φύση τους εκθέτουν και τα σχετικά έργα της τάξης που ανήκουν. Οι αγαθοί δαίμονες μας επιτρέπουν να βλέπουμε, εκτός από τους ίδιους, τα δημιουργήματα και τα αγαθά που έχουν, άλλα οι τιμωροί εκθέτουν τα είδη των τιμωριών και έτσι, καθώς είναι πονηροί, περιτριγυρίζονται από βλαβερά θηρία, αιμοβόρα και άγρια. Οι κοσμικοί άρχοντες επιδεικνύονται με κομμάτια του Κόσμου, ενώ οι υλικοί παρασύροντας μαζί τους αταξία και αμαρτία της ύλης. Σε ότι τώρα αφορά ολόκληρη την ψυχή και όχι την μεριστή, αυτή παριστά το άμορφο πυρ, που εκτείνεται σε ολόκληρο τον Κόσμο και υποδηλώνει την καθολική, αφανή και άμορφη ψυχή του σύμπαντος («τν λην κα μαν κα τομον κα νεδεον το παντς ψυχν»). Αλλά μια αποκεκαθαρμένη ψυχή έχει πύρινο τύπο θέασης  – το πυρ της είναι άχραντο και αμιγές, με φώς καθαρό και εξουσιαστικό – και ακολουθεί αυτόβουλα και με πολλή χαρά τον οδηγό της, ξεδιπλώνοντας με τα έργα της την οικεία της τάξη. Όμως, η ψυχή που πάει προς τα κάτω κουβαλώντας δεσμούς και σημάδια τιμωρίας, βρίθει υλικών πνευμάτων και διακατέχεται από ταραχώδεις ανωμαλίες της ύλης, βλέποντας μπροστά της, αντί στον εαυτό της, τους προϊστάμενους γενεσιουργούς δαίμονες.

Συνοπτικά, λοιπόν, όλα τα γένη επιδεικνύουν με την παρουσία τους της δική τους τάξη, από πού ήρθαν και που εγκαταστάθηκαν, οι αέριες τάξεις παριστούν το αέριο πυρ, οι γήινες το χθόνιο και μελανό, ενώ οι ουράνιες ένα λαμπρότερο. Μέσα όμως στα τρία, σύμφωνα με την αρχή, τη μέση και το τέλος. Και, πράγματι, οι θεοί παρουσιάζουν τα πρωταρχικά και καθαρότερα αίτια αυτής της τριμερούς τάξης, ενώ τα αίτια της τριπλής τάξης των αρχαγγέλων διαφέρουν από εκείνα των αγγέλων, καθώς παρέχονται από τους πρώτους. Τα αίτια της δαιμονικής τάξης φαίνονται να υπηρετούν τα αίτια της αγγελικής, όπως επίσης και εκείνα των ηρώων, χωρίς ωστόσο οι ήρωες να υπηρετούν τους αγγέλους με τον ίδιο τρόπο που τους υπηρετούν οι δαίμονες. Και πάλι, τα γένη των αρχόντων, αναλόγως με αυτό που είναι, επιβάλλονται και επιστατούν του Κόσμου ή της ύλης, ενώ εκείνα των ψυχών παρίστανται ως τα τελευταία των καλύτερων φύσεων. Για αυτό άλλωστε το λόγο και συνεκθέτουν τόπους που έχουν σχέση με τον εαυτό τους. Τα πρώτα γένη τους πρώτους, τα δεύτερα εκείνους που είναι δευτέρας τάξης και τα υπόλοιπα, το καθένα εκείνο που του αρμόζει.

Βέβαια αφού έχουμε αναφερθεί σε όλα αυτά δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στα του φωτός: οι θεοί εκπέμπουν τόσο λεπτό φώς, που τα μάτια των θνητών δεν μπορούν να το συγκρατήσουν, αλλά παθαίνουν ότι και τα μάτι των ψαριών όταν βγουν έξω από το θόλο και πυκνό νερό και εκτεθούν στο λεπτό και διάφανο αέρα. Διότι, οι άνθρωποι που βλέπουν το θείο πυρ δεν είναι ικανοί να αναπνεύσουν τη λεπτότητά του, αποχαυνώνονται μόλις δούν και αποκλείονται από το πνεύμα που υπάρχει μέσα του. Οι αρχάγγελοι, επίσης, εκπέμπουν ένα φως που οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να αναπνεύσουν, αλλά η λάμψη τους δεν είναι το ίδιο καθαρή με των θεών, ούτε το ίδιο δυνατή. Οι επιφάνειες των αγγέλων καθιστούν «φορητν το ἀέρος τν κρσιν», για να μπορούν οι θεουργοί να συνενώνονται μαζί της, ενώ εκείνες των δαιμόνων, όταν είναι παρούσες, δεν επιτρέπεται σε όλο τον αέρα να υπάρχει μαζί τους, ούτε ο αέρας που τις περιβάλει καθίσταται λεπτομερώς ούτε προηγείται κάποιο φώς – το οποίο να έλαβε και να κατέχει εκ των προτέρων ο αέρας – μέσα από το οποίο να εκδηλώνονται οι μορφές τους, αλλά ούτε περιβάλλονται από κάποιο ηλιακό φως που να διαχέεται παντού. Όταν εμφανίζονται οι ήρωες, κάποια μέρη της γης μετακινούνται και ακούγονται ήχοι («γς μρη τιν συγκινεται καψφοι περιηχοσιν»). Ο αέρας, όμως, δεν γίνεται λεπτότερος ούτε δυσανάλογος στους θεουργούς, καθιστώντας τους ανίκανους να το λαμβάνουν. Όταν όμως εμφανίζονται οι άρχοντες, ανεξαιρέτως αν είναι κοσμικοί ή υλικοί, συναθροίζονται μαζί τους πλήθος δυσανάσχετα φάσματα, αν και δεν έχουν υπερκόσμια λεπτότητα, αλλά ούτε και πολύ υψηλά στοιχεία. Οι ψυχικές, τέλος, επιφάνειες μοιάζουν περισσότερο στον αέρα και καθώς συντηρείται από αυτές λαμβάνει την περιγραφή τους.

Κλίνοντας θα αναφερθούμε στις διαθέσεις των ψυχών που καλούν τις επιφάνειες των θεών να εμφανιστούν και να τις απαλλάξουν από τα πάθη, αποδεχόμενες μια «ξηλλαγμνην» (εξελιγμένη) και υπερέχουσα ενέργεια, τέλεια και μεγάλη, μεταλαμβάνοντας «θεον ρωτα κα εφροσνην μχανον». Όταν εμφανίζονται οι αρχάγγελοι, οι διαθέσεις γίνονται άχραντες, λαμβάνοντας νοερή θεωρία και απόλυτη δύναμη, ενώ με την παρουσία των αγγέλων παραλαμβάνουν την κατά λόγο σοφία, αληθινή αρετή, καθαρή και βέβαιη γνώση και σύμμετρη τάξη. Όταν, όμως, οι δαίμονες γίνονται ορατοί, οι διαθέσεις ορέγονται τη γένεση και τη φύση, επιθυμώντας να εκπληρώσουν τα έργα της Μοίρας και αποδέχονται την εκτελεστική δύναμη τέτοιων πράξεων. Εάν οι ήρωες γίνονται ορατοί, τότε λαμβάνουν παρόμοια ήθη και μεταλαμβάνουν ζηλευτά έργα που συνεισφέρουν στην κοινωνία των ψυχών. Αν όμως οι διαθέσεις αυτές έρθουν σε επαφή με τους άρχοντες, κοσμικές ή υλικές κινήσεις συγκινούνται σε συνδυασμό με την ψυχή. Και μαζί με τη θέα των ψυχών, προκύπτουν γενεσιουργές τάσεις και έμφυτες επιστασίες, χάριν της σωματικής επιμέλειας, μαζί με οτιδήποτε άλλο αυτό επιφέρει.

Επιπρόσθετα με αυτά, η των θεών επιφάνεια παρέχει αλήθεια και δύναμη, ορθότητα έργων και δώρα των μέγιστων αγαθών, ενώ η επιφάνεια των άλλων δυνάμεων παρέχει τα ανάλογα με εκείνα που ανήκουν στην κάθε τάξη. Έτσι, η επιφάνεια των αρχαγγέλων παρέχει την αλήθεια, όχι για όλα τα πράγματα αλλά για ορισμένα, όχι πάντοτε αλλά κάποτε, όχι σε όλους ή παντού αλλά σε κάποιους και σε συγκεκριμένο χώρο. Παρομοίως, δεν παρέχει δύναμη χρήσιμη για όλα τα πράγματα, αδιάκριτα παντού, αλλά χρήσιμη κάποιες φορές και σε συγκεκριμένο μέρος. Η επιφάνεια των αγγέλων, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από εκείνο των αρχαγγέλων, διαιρεί σε δόσεις αγαθών τις περιγραφές, που πάντοτε καθορίζονται από εκείνους με τρόπο περιοριστικό. Ακόμη, η επιφάνεια των δαιμόνων δεν παρέχει τα αγαθά της ψυχής, αλλά είτε εκείνα του σώματος είτε εκείνα που ανήκουν στο σώμα και αυτά, όταν η τάξη του Κόσμου το επιτρέπει. Κατά τον ίδιο τρόπο, η επιφάνεια των ηρώων παρέχει τα δευτερεύοντα και τριτεύοντα αγαθά, στοχαζόμενη ολόκληρη την περίγεια και περικόσμια πολιτεία των ψυχών. Η επιφάνεια τώρα των αρχόντων χαρίζει κοσμικά ωφέλημα ή άλλα σχετικά με τη ζωή ή άλλα – όχι λίγα – υποδεέστερα πλεονεκτήματα των υλικών. Όταν εμφανίζονται οι ψυχές, όσοι τις βλέπουν αποκτούν πράγματα που συνεισφέρουν στην ωφέλεια της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, λοιπόν, έχουμε κατάλληλα ορίσει τα δώρα αυτών των δυνάμεων, σε συμφωνία με την ορθή σειρά του καθενός.

πηγή: eleysis69

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΛΗΘΩΝ ΓΕΜΙΣΤΟΣ - ΟΙ ΠΕΡΙ ΘΕΙΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΛΗΘΩΝ ΓΕΜΙΣΤΟΣ


Η καλύτερη κατανόηση των περί Θείου απόψεων του Γεμιστού προϋποθέτει και τη γνώση της ουσίας στη διαμάχη μεταξύ Νεοπλατωνικών και Χριστιανών, έτσι όπως αυτή είχε διαμορφωθεί από τα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου. Ο διωγμός της Ακαδημίας των Αθηνών, δεν ήταν καθόλου άσχετος με τις απόψεις του Πρόκλου περί «αϊδιότητος του Κόσμου». Ο Ιωάννης Φιλόπονος από την Αλεξάνδρεια, είχε απαντήσει στα μέσα του έκτου αιώνα στον Έλληνα φιλόσοφο με τη γνωστή πραγματεία «Κατά των Πρόκλου περί αϊδιότητος του Κόσμου επιχειρημάτων», και σε πλήρη σύγχυση είχε προσπαθήσει να απαντήσει με επιχειρήματα μέσα από τον Πλάτωνα και από τον Αριστοτέλη, μολονότι ο πρώτος δεχόταν την ύπαρξη της ουσίας προ της Δημιουργίας και ο δεύτερος, με λίγες διαφορές, συμφωνούσε με τον Πρόκλο.



Άλλωστε, είναι γνωστό ότι ουδέποτε η Ελληνική Σκέψη δέχτηκε «έξωθεν και εκ του μηδενός» Δημιουργό του Κόσμου. Η δημιουργία του Κόσμου έτσι όπως δίνεται από τη Γένεση των Ιουδαίων, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή από τον Έλληνα Άνθρωπο. Τα ενδιάμεσα επίπεδα μεταξύ Υπέρτατου Θεού και ανθρώπων ικανοποιούν τη φύση του στο να μη βλέπει αποξενωμένο το Θείο από το ανθρώπινο. Αυτή η κλιμακούμενη διάταξη των Θεών, αυτή η διαβαθμισμένη ιεραρχία των Θείων, με μια πλήρωση από πάνω προς τα κάτω και όχι δια υποβολής, αποτέλεσε το πρότυπο του Πλήθωνος για το δικό του Πάνθεον.

Το βασικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Γεμιστός στην υπέρβαση του κοινωνικού κατεστημένου, ήταν πρώτα απ'όλα το ξεπέρασμα της βυζαντινής παράδοσης που ήθελε τον αυτοκράτορα ως τάχα δικαίως αυταρχικό όργανο μιας θείας πολιτικής. Όπως και αλλού ήδη περιγράψαμε, ο «ελέω Θεού» μονάρχης ήταν ο αντικατοπτρισμός στη γη ενός μονοθεϊστικού μοντέλου, στην προκειμένη περίπτωση του Χριστιανισμού, που κατά τον Γεμιστό πάση θυσία έπρεπε να αντικατασταθεί με κάποιο άλλο μοντέλο, το οποίο θα παρείχε μεγαλύτερο βαθμό συνάφειας με την Ιδανική Πολιτεία του. Έψαξε δηλαδή για μια θρησκεία που θα μπορούσε να στηρίξει την ανάλογη πολιτική του μεταρρύθμιση, τη «σπουδαία» Πολιτεία του όπως τόνιζε στο Θεόδωρο. Για τον σκοπό αυτό, κατέφυγε στον Πλάτωνα. Η σημασία λοιπόν της νεοπλατωνικής θεώρησής του ήταν ο ηθικός κώδικας που έβγαινε από αυτή. Η δε Κοσμολογία του, όπως θα δούμε, έδινε μεγαλύτερη αξία στον υλικό κόσμο. Στον Πλήθωνα, το χάσμα της αποξένωσης μίκραινε σε εκπληκτικό βαθμό. Ο άνθρωπος έστρεφε το βλέμμα του πιο πολύ προς το Φυσικό Κόσμο και το αχανές και ψυχρό διάστημα ξανακέρδιζε μέρος της χαμένης μοναξιάς του. Ο Massai γράφει χαρακτηριστικά: «Η ψυχή που δεν έχει ενσαρκωθεί, δεν ευρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση από εκείνη που έχει ενσαρκωθεί. Η παρούσα ζωή είναι εξ ίσου ουσιώδης και διαρκής, εφόσον η ανθρώπινη ζωή θα πρέπει διαδοχικώς να λαμβάνει και να εγκαταλείπει το φθαρτό σώμα. Γι'αυτό ο Πλήθων προτιμά την προσφορά της παρούσης ζωής από κάθε μελλοντική υπόσχεση και ελπίδα. (1)

Η βασική του Κοσμολογική Αρχή παραμένει πιστή στην Ελληνική Παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Κόσμος όλος είναι φτιαγμένος από άφθαρτες και αιώνιες ουσίες και δεν μπορεί ποτέ του να καταστραφεί. Άποψη που έντονα είχε καταδιώξει η χριστιανική σκέψη, υποστηρίζοντας αντίθετα τις βιβλικές αντιλήψεις. Το μη φθαρτό του Κόσμου εξουδετέρωνε την εσχατολογική φύση του Μονοθεϊσμού, όπως και την σχετικά δουλική αναγωγή του υπαρκτού σήμερα στο μακρινό και ασαφές προσδοκόμενο. Ακύρωνε την καθοσίωση μιας ζωής βασάνων και δυστυχίας, όπου το μέλλον έφτανε να προσδιορίζεται μόνο μέσα από την προσμονή, και ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη μέσα από την προσδοκία. Η γενικευμένη υποδούλωση του ανθρώπου ήταν γεγονός. Άνθρωπος-υπήκοος ενός δήμιου-δημιουργού, εξόριστος σκλάβος σε έναν κόσμο υποταγμένο μέχρι τα σπλάχνα του στην βία, κατακάθι ενός χαμένου ουρανού, ξένος πάνω στην ίδια του τη γη. Ο άνθρωπος βρισκόταν εξόριστος πάνω σε ένα πλανήτη πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης, όπως και φυλακισμένος μέσα σ'ένα σώμα πού δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία φυλακή για δυστυχισμένες ψυχές (2). (Αποτέλεσμα αυτής της βιοαντίληψης και οι γνωστές σε όλους μας «καλύτερες μέρες», το προσφιλές σύνθημα όλων των υποψήφιων εξουσιαστών της γής, «προοδευτικών» ή «συντηρητικών», που αν και λίαν συντόμως μεταλλάσσεται σε απογοήτευση, εντούτοις κάθε φορά το αόριστο μέλλον γίνεται επίσης αυτομάτως και μια νέα αρχή για μια νέα ακόμη προσδοκία. Στην «Άριστη» Πολιτεία, η πραγμάτωση του πολίτη έρχεται μέσα σε αυτή την ίδια τη ζώσα πραγματικότητα και όχι σε ένα ασαφές μέλλον, μιας και αυτό, ειδωμένο μόνο ως χυδαίο επενδυτικό έδρανο, είναι παντελώς άγνωστο στον Κόσμο των Ελλήνων).

Στον ίδιο τον Άνθρωπο, ο Πλήθων, σύμφωνα με την κλασσική πλατωνική αντίληψη, διακρίνει ψυχή αθάνατη και σώμα θνητό, που και τα δυο όμως έχουν την αιτία τους στο Θεό. Η αντίληψη αυτή επεκτείνεται και στα ζώα, τα φυτά, τους πλανήτες, που την ύπαρξή τους οφείλουν σε κάποιες διαφορετικές χρονικά αιτίες, οι οποίες εκφράζουν ξεχωριστές δυναμικότητες, και όλες μαζί έχουν την αιτία τους στον «Άκρως Ένα». Πρόκειται για έναν εσωκοσμικό Δημιουργό, αυτογένητο, αθάνατο, μέγιστο, εκ της ουσίας του αγαθό, πατέρα και αιτία όλων των πραγμάτων. Στην συνέχεια έχουν δημιουργηθεί οι υπόλοιπες θεότητες, που γεννήθηκαν από αυτόν και σε αυτόν έχουν την αιτία.. Αυτοί οι Θεοί, ανάλογα με τη δημιουργία τους και τις ιδιότητές τους, διακρίνονται σε διάφορες τάξεις. Οι πρώτοι, είναι τα παιδιά του Διός, είναι δηλαδή τα Έργα. Οι δεύτεροι, τα παιδιά των παιδιών του Διός, είναι τα Έργα των Έργων. Οι Θεοί που έχουν γεννηθεί απ'ευθείας από τον Δία λέγονται Υπερουράνιοι, και είναι απαλλαγμένοι από το σώμα και την ύλη. Μετά τους Υπερουράνιους Θεούς ακολουθούν οι Ουράνιοι Θεοί, με τελευταίο μεταξύ αισθητού Κόσμου και Θεών τον Άνθρωπο, ο οποίος αποτελείται από ύλη και ψυχή.


________


Κεφάλαιο 21ο του βιβλίου του Κώστα Π. Μανδηλά «Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων» των εκδόσεων «Ανοιχτή Πόλη», Αθήναι 1997, ISBN 960 - 7748 - 08 - 5. Αναδημοσίευση με άδεια των εκδοτών.


(1Λ. Κ. Μπαρτζελιώτη «Ο Ελληνοκεντρισμός και Οι Κοινωνικοπολιτικές Ιδέες Του Πλήθωνος», Αθήνα 1989, σελ. 52

(2Jacques Lacarriere «Οι Γνωστικοί», εκδ. «Χατζηνικόλη», 3η έκδοση, σελ. 22, 25


πηγή: clubs.pathfinder

ΠΡΟΚΛΟΣ - Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ ΣΕ ΦΥΣΕΙ ΚΑΙ ΣΧΕΣΕΙ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ηρωες και μυθολογία

Τα ανώτερα από εμάς γένη έχουν τριαδική δομή και είναι οι λεγόμενοι «αγαυοί ήρωες» που αναφέρει ο Ιεροκλής και που αποκαλούνται συλλήβδην δαίμονες από τον Πλάτωνα.

Η τριαδική αυτή δομή αποτυπώνει την γνωστή διάκριση «μονή-πρόοδος-επιστροφή», οι άγγελοι αντιστοιχώντας στην μονή, οι δαίμονες αντιστοιχώντας στην πρόοδο (μιας και είναι στραμμένοι προς τον κόσμο της γέννησης) και οι ήρωες που αντιστοιχούν στην επιστροφήμιας και η δράση τους είναι αναγωγική (για αυτό και σε κάποιο σημείο ο Πρόκλος ετυμολογεί την λέξη από το αίρω=σηκώνω, που είναι πλήρως συμβατό και με το ότι η λέξη προέρχεται από την λέξη έρως. Πράγματι, ο έρως είναι η αναγωγική δύναμη που υπάρχει στο σύμπαν, που αναβιβάζει προς τα ανώτερα).


Και οι τρεις αυτές κατηγορίες είναι συστατικά της δομής του όλου συστήματος, είναι όπως λέμε φύσει.

Σε ένα πολύ ενδιαφέρον σημείο των Σχολίων του στον Κρατύλο, ο Πρόκλος μας ξεκαθαρίζει την διαφορά μεταξύ των φύσειηρώων (δηλαδή των οντοτήτων που ευρίσκονται στη δομή του όλου συστήματος και έχουν συγκεκριμένη αποστολή, ως το τρίτο από τα ανώτερα γένη –άγγελοι, δαίμονες, ήρωες) και των σχέσει ηρώων που είναι ψυχές οι οποίες έχουν τελειοποιηθεί (έχουν φτάσει δηλαδή στον ανώτατο σημείο της τάξεως της ψυχής) και αποστολή έχουν να κατεβαίνουν στον κόσμο της γέννησης για να βοηθήσουν την ανθρωπότητα να επιτύχει αυτό που επέτυχαν εκείνες.

Τέτοιος ήρωας είναι ο Ηρακλής ή σε άλλες παραδόσεις οι λεγόμενοι Βούδες.

Ο Πλάτων στους Νόμους 717b μας τονίζει ότι πρέπει να τους τιμάμε, ιδιαίτερα, προφανώς ως αναγνώριση από την μια των κόπων που έχουν κάνει για να πετύχουν την τελείωση και ως αναγνώριση και ευγνωμοσύνης για την θυσία που κάνουν να κατέβουν στον κόσμο της γέννησης για να μας βοηθήσουν.

Ας δούμε τι μας λέει ο Πρόκλος για αυτό το θέμα:

«οἱ δὲ νῦν ἐκ τοῦ χρυσοῦ γένους δαίμονες μνημονευόμενοι καὶ οἱ ἡμίθεοι ἥρωες οὐκ εἰσὶν φύσει δαίμονες καὶ ἥρωες (οὐ γὰρ ἀεὶ ἕπονται θεοῖς), ἀλλὰ σχέσει εἰσίν, ψυχαὶ οὖσαι κατὰ φύσιν γενέσει ἑαυτὰς ἐπιδιδοῦσαι, οἷος ἦν ὁ μέγας  Ἡρακλῆς καὶ οἱ τοιοῦτοι. ἴδιον δὲ τῶν ἡρωϊκῶν ψυχῶν τούτων τὸ μεγαλουργὸν καὶ ὑψηλὸν καὶ μεγαλοπρεπές, καὶ τοὺς τοιούτους ἥρωας δεῖ τιμᾶν καὶ ἐναγίζειν αὐτοῖς κατὰ τὰς τοῦ Ἀθηναίου ξένου παραγγελίας· μετὰ θεοὺς γάρ φησι ), καὶ τοῖς δαίμοσιν ὅ γ’ ἔμφρων ὀργιάζοιτο ἄν, ἥρωσι δὲ μετὰ τούτους.  τοῦτο γοῦν τὸ ἡρωϊκὸν γένος τῶν ψυχῶν οὐκ ἀεὶ μὲν ἕπεται θεοῖς, ἄχραντον δέ ἐστιν καὶ νοερώτερον παρὰ τὰς ἄλλας ψυχάς, καὶ κάτεισι μὲν ἐπ’ εὐεργεσίᾳ τοῦ τῶν ἀνθρώπων βίου, ἅτε μετέχον καὶ τῆς βριθούσης κάτω μοίρας, πολὺ δὲ τὸ ἀναγωγὸν  καὶ εὐαπάλλακτον τῆς ὕλης ἔχουσι· διὸ καὶ ῥᾳδίως εἰς τὸ νοητὸν ἀποκαθίστανται καὶ πολλὰς περιόδους ἐκεῖ διάγουσιν, ὥσπερ τὰ ἀλογωδέστερα τῶν ψυχῶν γένη ἢ οὐδ’ ὅλως ἢ δυσχερῶς ἢ ἐπ’ ἐλάχιστον εἰς τὸ νοητὸν ἀποκαθίστανται»


Οι εδώ όμως μνημονευόμενοι από το «χρυσό γένος δαίμονες» και οι ημίθεοι ήρωες δεν είναι από την φύση τους ήρωες και δαίμονες (διότι δεν ακολουθούν πάντα τους θεούς), αλλά κατά σχέση, ως ψυχές που παραδίδονται κατά φύση στην γένεση, όπως ήταν ο μεγάλος Ηρακλής και οι παρόμοιοι.

Χαρακτηριστικό μάλιστα των ηρωικών τούτων ψυχών ήταν η επιτέλεση σπουδαίων έργων, η υπεροχή και η μεγαλοπρέπεια, και τους τέτοιου είδους ήρωες πρέπει να τους τιμάμε και να τους σεβόμαστε σύμφωνα με τα παραγγέλματα του Αθηναίου ξένου. Πράγματι λέει ότι «μετά τους θεούς, ο ευσεβής άνθρωπος θα αποδώσει τιμές στους δαίμονες και εν συνεχεία στους ήρωες» (Νόμοι 717β).

Τούτο λοιπόν το ηρωικό γένος των ψυχών δεν ακολουθεί πάντα τους θεούς, είναι αγνό και με περισσότερο νοερό χαρακτήρα σε σχέση με τις άλλες ψυχές και, ενώ κατέρχεται για να ευεργετήσει την ζωή των ανθρώπων, ως συμμέτοχο και στο βαρύ στοιχείο της κάτω περιοχής, έχει ωστόσο έντονα αναγωγικό προς τα άνω χαρακτήρα και εύκολα αποχωριζόμενο την ύλη.

Για τούτο αποκαθίστανται ευχερώς στην περιοχή του νοητού και διαγράφουν εκεί πολλές περιφορές, όπως ακριβώς τα κατεξοχήν άλογα γένη των ψυχών, είτε δεν αποκαθίστανται καθόλου στην νοητή περιοχή είτε με δυσκολίες είτε σε πολύ μικρό βαθμό».

Πρόκλος – Σχόλια στον Κρατύλο 117

πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΠΕΡΙ ΕΡΩΤΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΠΡΩΤΟΝ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για έρως ανίκατε μάχαν

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 30.9 – 37.18», οι ιδιότητες παρελάσουν από τον ένα θεό στον άλλο και ορισμένοι είναι ικανοί να δημιουργούν τα πάντα και να δίνουν υπόσταση στα όντα και «τῆς ἐν αὐτοῖς διακοσμήσεως» (και στους κόσμους τους), ορισμένοι χορηγούν τη ζωή και γεννούν τα ποικίλα γένη της ζωής, ενώ οι φρουρητικοί «τὴν ἄτρεπτον τάξιν τῶν πραγμάτων καὶ τὴν ἄλυτον συνοχὴν» διαφυλάσσουν αχράντως, τέλος ορισμένοι ηγούνται κάποιας άλλης δυνάμεως και συντηρούν/σώζουν τα πάντα «διὰ τῆς ἑαυτῶν μεταδόσεως»: έτσι και η ερωτική βαθμίδα στο σύνολό της είναι αιτία για την επιστροφή όλων των όντων προς το θεϊκό κάλλος, ανυψώνοντας αφενός, όλα τα κατώτερα προς εκείνο, συνάπτοντάς τα και ενιδρύοντας τα σε αυτό, και πληρώντας, αφετέρου, από εκείνο όλα τα επόμενα της και εκπέμποντάς τις μεταδόσεις του θεϊκού φωτός που προέρχονται από εκεί. 


Για τούτο λοιπόν και στο πλατωνικό «Συμπόσιο» ο λόγος αποκαλούσε «δαίμονα μέγα» τον Έρωτα, που επιδεικνύει την δύναμη της μεσότητας αυτής πρωταρχικά στον εαυτό του. Ως ενδιάμεσο για καθετί που επιστρέφει και που είναι αίτιο της επιστροφής και ορεκτό (ποθητό) που υπάρχει στα κατώτερα. Όλη λοιπόν η ερωτική σειρά της αιτίας του κάλλους με τη δημιουργία της συγκεντρώνει τα πάντα προς τον εαυτό της και τα καλεί στη μέθεξη της και δημιουργεί την ενδιάμεση πορεία του εραστού και των μέσω του έρωτα ανυψούμενων. Για τούτο τοποθέτησε πρώτα στον εαυτό της το υπόδειγμα της σύνολης βαθμίδας των δαιμόνων κρατώντας στην περιοχή των θεών τη μεσότητα που οι δαίμονες μοιράστηκαν «μεταξύ των θεϊκών και των θνητών» πραγμάτων. Δεδομένου λοιπόν ότι η όλη ερωτική σειρά υπάρχει μεταξύ των θεών σύμφωνα με αυτή την ιδιότητα αυτή, την ενοειδή και κρυφή κορύφωση της, ας την εννοήσουμε στους πρωταρχικούς διακόσμους (Κόσμους) των θεών ως αρρήτως εγκατεστημένη και συνενωμένη με το πρωταρχικό και νοητό κάλλος, χωρισμένα από όλα τα όντα. 

Ας θεωρήσουμε, πάλι, την ενδιάμεση πορεία της στους πάνω από τον Κόσμο θεούς να εκπέμπεται στην ολοκλήρωσή της, αποκαλύπτοντας την ως πρωταρχική με τρόπο νοητικό, στην δεύτερη βαθμίδα όμως να της έχει λάχει το ηγεμονικό είδος, ενώ κατά το τέλος του όλου Κόσμου να βρίσκεται εγκατεστημένη πάνω από όλα τα εγκόσμια με τρόπο ανεξάρτητο. Την τρίτη τώρα στην σειρά κάθοδό της θα την δούμε να επιμερίζεται σε πλήθος ειδών περί τον Κόσμο, να δημιουργεί αφ’ εαυτής της πολλές βαθμίδες και δυνάμεις και να χωρίζει τα διαφορετικά μέρη του σύμπαντος. Μετά δηλ. από την ενιαία και πρωταίτια του Έρωτα αρχή και την τριπλασιαζόμενη και ολοκληρούμενη από τον ίδιο ακριβώς τον εαυτό της υπόσταση, αποκαλύπτεται το κάθε λογής πλήθος των ερώτων, εξ ου και πληρούνται οι χοροί των Αγγέλων από την μέθεξη του Έρωτα, ενώ οι αγέλες Δαιμόνων, χάρη στην από τον θεό τούτο πληρότητα, ακολουθούν τους θεούς στην αναγωγή τους προς το νοητό κάλλος, και οι στρατιές των Ηρώων «συμβακχεύουσι» μετά των Δαιμόνων και των Αγγέλων περί την μέθεξη του καλού/ωραίου. Τα πάντα θα λέγαμε κινούνται, αναζωπυρώνονται και θερμαίνονται περί «τὴν ἀπορροὴν τοῦ κάλλους» (στην απορροή του κάλλους).

Αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων μεταδίδεται η επίπνοια αυτή, και λόγω της οικείωσης του θεού κινούνται «περὶ τὸ καλὸν» και κατέρχονται στον τόπο της γενέσεως για την ευεργεσία, εφ’ ενός, των ατελέστερων ψυχών και την πρόνοια, αφετέρου, των όσων χρειάζονται σωτηρία. Διότι οι θεοί και οι ακόλουθοι των θεών «μένοντες ἐν τοῖς ἑαυτῶν ἤθεσιν» (παραμένοντας σταθερά στα δικά τους ήθη) ευεργετούν όλα τα κατώτερα και επιστρέφουν προς τον εαυτό τους, ενώ οι ψυχές των ανθρώπων, «κατιοῦσαι καὶ γενέσεως ἐφαπτόμεναι τὴν ἀγαθοειδῆ πρόνοιαν ἀποτυποῦνται τῶν θεῶν» (κατά την κάθοδό τους και στην επαφή τους με τον κόσμο της γενέσεως, καθίστανται αποτύπωση της αγαθοειδούς πρόνοιας των θεών). Όπως λοιπόν διαφορετικές ψυχές ίσταντο σε άλλον θεό και με άχραντο τρόπο έρχονται στον θνητό τόπο και στις ψυχές που στρέφονται εκεί, όπου ωφελούν τις ατελέστερες ψυχές άλλες μέσω της μαντικής, άλλες μέσω της τελεστικής και άλλες μέσω της θεϊκής ιατρικής, έτσι και ι ψυχές που επιλέγουν των ερωτικό βίο κινούνται από τον θεό που είναι έφορος των ωραίων/καλών παιδιών προς την επιμέλεια των «εὖ πεφυκότων» (των προικισμένων φύσεων), ενώ εκ του «φαινομένου κάλλους ἀνάγονται πρὸς τὸ θεῖον κάλλος» και μαζί υψώνουν τους ερωμένους (τὰ παιδικὰ), δημιουργώντας την επιστροφή του εαυτού τους αλλά και τους ερωμένους προς καθαυτό ωραίο/καλό.

Αυτό λοιπόν δημιουργεί κι ο θεϊκός έρωτας εκεί πρωταρχικά, ενοποιεί τον εαυτό του με «τὰ μετέχοντα τῆς ἀπ᾽ αὐτοῦ προϊούσης δυνάμεως» και ανατείνει και εμβάλλει στα πάντα έναν δεσμό και μια ακατάλυτη φιλία τόσο του ενός προς το άλλο όσο και προς το ίδιο το καλό/ωραίο. Οι ψυχές, λοιπόν, που κατέρχονται από τον έρωτα και μετέχουν της εκείθεν επίπνοιας, χρησιμοποιούν το φαινόμενο κάλλος ως άχραντο όχημα και οδηγούνται προς το νοητό κάλλος και θέτουν αυτό ως κύριο προορισμό της ενέργειάς τους, και «φως ανάβουν» στις ατελέστερες ψυχές, υψώνουν και αυτές προς το θείο και σχηματίζουν μαζί τους τον χορό γύρω από την μία και μόνη πηγή του κάλλους του σύμπαντος. Όσες πάλι εξέπεσαν της από εκεί ερχόμενης παροχής, εξαιτίας της μοχθηρής/κακής τροφής, τους έλαχε όμως ερωτική φύση και προσπίπτουν στα είδωλα των καλών/ωραίων από άγνοια των αληθινών καλών/ωραίων, διάκεινται φιλικά προς τα υλικού χαρακτήρα και μεριστά κάλλη και τα επιθυμούν, «αγνοώντας το πάθος» που υφίστανται, απομακρυνόμενες από το θεϊκό Σύμπαν και κατεβαίνουν στην ξένη προς τον θεό σκοτεινή περιοχή της ύλης. Και ενώ δίνουν την εντύπωση ότι σπεύδουν προς την ένωση με το καλό/ωραίο, όπως οι ολοκληρωμένα ερωτικά ψυχές, χάνουν τον εαυτό τους και οδηγούνται, αντί για την ένωση, στο σκόρπισμα της ζωής και «στο πέλαγος της ανομοιότητας», και συζεύγυνται, αντί προς το όντως και υπαρκτό καλό/ωραίο, προς το καθαυτό αίσχος (άσχημο) και το ασχημάτιστο της ύλης.

Διότι πως είναι δυνατόν ή τα υλικά πράγματα να υπάρχουν το ένα μέσω του άλλου ή το ορατό κάλλος να είναι καθαρό και ανόθευτο, δεδομένου ότι είναι αναμεμειγμένο με την ύλη και κατακυριευμένο από την αμορφία που αποτελεί το υπόστρωμά του;

Επειδή λοιπόν τις πολύμορφες βαθμίδες του έρωτα και τις ψυχές που είτε μετέχουν γνήσια σε αυτόν είτε εκτρέπουν την από εκεί προερχόμενη παροχή τις απομακρύνουμε τις μεν από τις δε – πραγματικά, «η του νου απορροή», λέει ο Πλωτίνος «Εννεάδες, ΙΙ,3,11», γεννά «πανουργία» και η σφαλερή συμμετοχή στη σοφία δημιουργεί τη σοφιστική του κόσμου τούτου, έτσι που και η λαμπερή εκπομπή του έρωτα, αν τυχόν βρεθεί σε ακατάλληλη υποδοχή, δημιουργεί την ακόλαστη ζωή -, επειδή, τις απομακρύνουμε, ας προχωρήσουμε μέσα από τα ίδια τα λόγια του Πλάτωνα και ας δούμε τις διαφοροποιήσεις των εραστών μεταξύ τους, που μας τις αποδίδει σχηματικά ο Σωκράτης με τις πρώτες ακριβώς λέξεις, και ας εξετάσουμε ποιος είναι ο θεϊκός έρωτας και τι λογής πράγματα δίνει στον ερωμένο, και ποιος είναι ο «πάνδημος» έρωτας που έπεται του πλήθους της ψυχής.

Ο «δημώδης καὶ φορτικὸς» (κοινός) εραστής θαυμάζει τον ερωμένο, τον αναζητά και σαστίζει απέναντί του, ενώ ο αληθινός εραστής «θαῦμα παρέχει τῷ ἐρωμένῳ καὶ εἰς ἔκπληξιν αὐτὸν ἀνακινεῖ παντοδαπῶς τῆς ἐν αὐτῷ ζωῆς» (παρέχει/ δημιουργεί στον ερωμένος θαύμα/δέος και με κάθε τρόπο τον παρακινεί προς την έκπληξη της εντός του ζωής). Διότι ο κατώτερος ομολογεί την υπεροχή του εραστή του (φιλόσοφος) και λέει ότι έχει ανάγκη του, ενώ ο αυτάρκης «δυνάμεως πλήρης» είναι και επαγγέλλεται (υπόσχεται) «τῶν οἰκείων ἀγαθῶν εἰς τὰς τῶν ἐρωμένων ψυχάς». Ο ένθεος εραστής, λέγει ο Πρόκλος, παρακολουθεί τον ερωμένο του από τα σπάργανα, με το πέρας της πρώτης νιότης τον πλησιάζει, όταν η σωματική αναστάτωση έχει πάψει. Διότι δεν είναι με το σώμα ερωτευμένος αλλά με την ψυχή, και όταν τελειώσει η άνθηση του σώματος τότε λάμπει «τὸ τῆς ψυχῆς κάλλος»!

Ο πάνδημος βέβαια ορέγεται τη ακμή/νιότη του ερωμένου του, σαν τον καρπό στην εποχή του, και δεν ασχολείται με αυτόν ούτε πριν ούτε μετά, αλλά με το που θα φύγει εκείνος από το άνθος της ηλικίας του, και τον έρωτά του χάνει και παθαίνει ότι είναι λογικό σε τέτοιες καταστάσεις. Ερωτευμένος δηλ. με το σώμα καθώς είναι, μετράει τον έρωτα με την ακμή του φαινόμενου κάλλους. Ο ένας παραμένει αμετακίνητος και είναι πάντοτε ο ίδιος, «συγχωνευμένος καθώς είναι με κάτι σταθερό» κατά την Σωκρατική έκφραση στο «Συμπόσιο, 183.e», αλλά ο άλλος είναι ευμετάβλητος, η παρουσία του γίνεται ενοχλητική, ενώ μετακινείται γρήγορα και εγκαταλείπει εύκολα τον ερωμένο του. Ένα άλλο στοιχείο είναι η διαφορά των ανθρώπων. Ο ένας, κι όταν είναι μαζί με τον ερωμένο του, είναι χωριστά από αυτόν, χωρίς να τον αγγίζει, να τον πλησιάζει, να του μιλάει γενικά όταν η στιγμή δεν προσφέρεται για την ωφέλεια της ψυχής, ενώ στον άλλο αρέσει η επαφή δια μέσου των αισθήσεων, γίνεται κουραστικός, αλλάζει τις εκδηλώσει του και επινοεί κάθε λογής προφάσεις για τα λόγια που του λέει.

Επίσης ακόμα και από τις εκφράσεις θα μπορούσες να καταλάβεις ότι ο θεϊκός εραστής χαρακτηρίζεται ένας και «πρώτος» και «μόνος», οικείος καθώς είναι προς το Ένα και το Αγαθό, και τείνει προς το απλόμορφο και ενοειδές υπόδειγμα των ωραίων/καλών, ενώ ο φορτικός (πάνδημος) χαρακτηρίζεται «πληθορικός» και «κακοσχηματισμένος».

Δεν θα παραλείψουμε να αναφέρουμε, σε έντονο ύφος, το γεγονός ότι, συμφώνως και με τον Πρόκλο, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 37.  12 – 19», πάσα ερωτική τάξη/βαθμίδα συμπαρατάσσεται με κάποιο αντίστοιχο κάλλος, και όπως ο θεϊκός έρωτας ανάγεται στο θεϊκό κάλλος, έτσι και ο ειδωλικός έρωτας (δηλ. ο έρωτας που έχει κάποιος, όχι με τον ερωμένο του, αλλά τα χαρακτηριστικά του ερωμένου του) σπεύδει προς την σύλληψη του αντίστοιχου κάλλους, αυτού που αντιλαμβάνεται. Μόνο αυτό άλλωστε μπορεί να δει, ενώ απέναντι στο θεϊκό κάλλος μοιάζει να βρίσκεται σε απόλυτο σκοτάδι. «τὰ γὰρ τῶν πολλῶν τῆς ψυχῆς ὄμματα καρτερεῖν πρὸς τὸ ἀληθὲς ἀφορῶντα ἀδύνατα - τα όμμα της ψυχής των πολλών δεν αντέχουν να κοιτάζουν για πολύ την αλήθεια», λέει ο Πλάτων στον «Σοφιστή, 254.a».

Μάλιστα όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 39.9 – 42.2», το τελειότερο υπεισέρχεσαι και αναλαμβάνει κάποιο από τα ατελέστερα και τις μη κατορθωμένες ψυχές (τις ανοκλήρωτες) προς τον εαυτό του και απομακρύνει από τα καλύτερα. Όπως λοιπόν στα νοητικά θεάματα της φιλοσοφίας στέκονται εμπόδιο η σοφιστική ζωή και η συμπαράταξη με εκείνη, που απομακρύνει τους ατελέστερους από την των όντων θέαση/θεωρία και τους οδηγεί στην φαντασία η οποία είναι σύστοιχη των φθαρτών πραγμάτων του γίγνεσθαι, κατά τον ίδιο τρόπο και στην ανύψωση προς το θεϊκό έρωτα το πλήθος των «φορτικών» (χυδαίων) εραστών παρεμβάλλεται και εμποδίζει τον αληθινό εραστή, και την ψυχή του νεαρού/μαθητή την τραβάει και, από πάνω από τα Ολύμπια αγαθά, την καθέλκει στα γήινα και στα σκοτεινά. Ομοίως λοιπόν και στις πιο ιερές τελετές, προ της του θεού παρουσίας εμφανίζονται χθόνιων δαιμόνων παρεμβολές, εικόνες που συνταράζουν τους τελουμένους (μετέχοντες) στην τελετή, τους αποσπούν από τα άχραντα αγαθά και τους καλούν προς την ύλη. Εξ ου και οι θεοί προστάζουν να μη στρέφουμε το βλέμμα προς εκείνους προτού θωρακιστούμε με τις δυνάμεις των τελετών: «οὐ γὰρ χρὴ κείνους σε βλέπειν πρὶν σῶμα τελεσθῇς - Δεν πρέπει στ’ αλήθεια να τους βλέπεις όσο το σώμα είναι ακόμα αμύητο». Και για τούτο οι χρησμοί προσθέτουν ότι «τὰς ψυχὰς θέλγοντες ἀεὶ τῶν τελετῶν ἀπάγουσιν - θέλγουν τις ψυχές και τις απομακρύνουν πάντοτε από τις τελετές».

Πράγμα λοιπόν ανάλογο προς τους χθόνιους δαίμονες, οι «φορτικοί» (απρεπείς και χυδαίοι) εραστές κυκλοφορούν ολόγυρα του νεαρού και τον απομακρύνουν από την ανύψωση προς την θεότητα, κάνοντας τον τελικά ανεπιτήδειο (απρόσφορο) για την του ένθεου φίλου συνουσία (συναναστροφή). Όπως δηλαδή εκεί η θεότητα φανερώνεται μετά την αποκάθαρση όλων των τέτοιου είδους δαιμόνων που κατεβάζουν τις ψυχές επί την ύλη, έτσι και ο ένθεος εραστής – π.χ. ο Σωκράτης, μετά την φυγή (απομάκρυνση) των γενεσιουργών εραστών – π.χ. του Αλκιβιάδη, εμφανίζεται και κάνει τον ερωμένο κοινωνό της συνουσίας του  (συναναστροφής του). Δηλαδή ο Σωκράτης απέχει θέση αγαθού δαίμονος από τον Αλκιβιάδη, τον οποίο παρακολουθεί από τα νεανικά του χρόνια, όπως ακριβώς κάνει και ο δαίμων, τον φρουρεί/προστατεύει, και επισκοπεί όλων των ενεργειών του και εφορεύει των λόγων και των πράξεών του. Όπως, εξάλλου, ο δαίμων εκδηλώνει αρχικά την πρόνοιά του προς εμάς και πριν από τους πατέρες μας επιστατεί, σαν να είναι κυβερνήτης μας, πάνω σε όλη τη ζωή μας, και όπως, τέλος, μετά την εντεύθεν απαλλαγή μας φροντίζει για το πώς θα πορευθούμε ενώπιον των δικαστών μας (διότι, λέει ο Σωκράτης, «τον καθένα τον οδηγεί ακριβώς αυτός που του είχε λάχει όσο ζούσε»), με τον ίδιο τρόπο και ο Σωκράτης προλαβαίνει όλους τους άλλους οικείους και φίλους του νεαρού/ Αλκιβιάδη ως προς την πρόνοιά του για κείνον, και ταυτόχρονα με τους πολλούς εραστές προσθέτει την προσωπική του κηδεμονία, και, τέλος, όταν οι άλλοι έχουν σταματήσει, αυτός συνεχίζει να πηγαίνει, να βρίσκεται μαζί του και να ανακαλεί τον ερωμένο του προς την καθολική δικαιοσύνη και τα όντως αγαθά της ψυχής.

Επιπλέον, όπως ο αγαθός δαίμων βρίσκεται ως επί το πλείστον μαζί μας χωρίς να εμφανίζεται, μας παρέχει την πρόνοιά του δίχως να φαίνεται από πριν και με την σιωπηρή παρουσία του στηρίζει μυστικά τους βίους μας, έτσι και ο Σωκράτης έρχεται σιωπηλός πίσω από τον ερωμένο του και προνοεί για εκείνον, χωρίς ακόμα να τον καθιστά κοινωνό της συνουσίας του (συναναστροφής του). Και όπως ακριβώς ο δαίμων φανερώνει τον εαυτό του σε όσους έφτασαν στο υψηλότερο σημείο της επιτηδειότητας (καταλληλότητας), τους μιλά και τους καθιστά κοινωνούς των λόγων του, έτσι και ο ίδιος ο Σωκράτης απολαύοντας της παρουσίας του δαιμονίου, θεωρήθηκε αποδέκτης κάποιας φωνής, και κατ’ αυτό τον τρόπο και ο θεϊκός εραστής μεταδίδει στον ερωμένο του τον λόγο του και τον καλεί προς την δια μέσου των λόγων συνουσία (συναναστροφή) τη στιγμή ακριβώς που ορά την εντός εκείνου ζωή να αρχίζει να ξελύνεται εκ των «ἀγκτήρων - δεσμών» της ύλης, να αποσυνθέτει το μεγάλο όχλο (πλήθος) των εραστών και να υπερνικά τις γηγενείς (γήινες) και χθόνιες ενασχολήσεις της. Διότι τα παραπάνω αποτελούν ενδείξεις της «ἐν αὐτῷ πρὸς τὸ καλόν» συμπάθειας/ταυτότητας (της εσωτερικής του ταυτότητας αισθημάτων προς το ωραίο/καλό).

Ο Σωκράτης, λοιπόν, τον πλησιάζει τη στιγμή ακριβώς που τον είδε να είναι κατεξοχήν έτοιμος για να δεχτεί την συνουσία (συναναστροφή) – «ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ καθ᾽ ὃν διαφερόντως εἰς ὑποδοχὴν τῆς ἑαυτοῦ συνουσίας ἑώρα τὸν ἐρώμενον ἐγηγερμένον»λέγει ο Πρόκλος. Το δηλώνει και ο ίδιος: «θαυμάζεις» (απορείς), του λέει στον «Αλκιβιάδη, Ι, 104.d», «τι συμβαίνει τέλος πάντων με εμένα και πως εγώ μένω σταθερός όταν οι άλλοι εραστές έχουν απομακρυνθεί – ὅ τι ποτέ ἐστι τὸ ἐμὸν πρᾶγμα καὶ ὅπως ὑπομένω τῶν ἄλλων ἐραστῶν πεφευγότων». Το «θαυμάζεις» (απορείς) όμως είναι «η αρχή της φιλοσοφίας – φιλοσοφίας ἐστὶν ἀρχή», συμφώνως με τον πλατωνικό «Θεαίτητο, 155.d», και για τούτο ειπώθηκε πως «η Ίριδα είναι του Θαύμαντος - τὴν Ἶριν Θαύμαντος» θυγατέρα, σύμφωνα με τον παλαιό χρησμό. Αν λοιπόν προσεγγίζει τον νεαρό Αλκιβιάδη όταν ακριβώς εκείνος «θαυμάζει» (απορεί) για την ζωή του φιλοσόφου και αναζητά τις αιτίες των σχετικών με αυτόν πραγμάτων, μπορεί να είναι η αρχή της ορμής του προς την φιλοσοφία και, υπό μια έννοια, η απαλλαγή από τους «φορτικούς» (ποταμούς & απρεπείς) εραστές συμβαδίζει με τον δισταγμό και τον φόβο απέναντι στην φιλοσοφία. Όταν δηλ. οι ψυχές αποκαθαρθούν  από τα κακά που περιχύθηκαν πάνω τους εκ της γενέσεως (εκ του γίγνεσθαι), φέρνουν τον εαυτό τους σε πλήρη ετοιμότητα για την μετουσία των θείων αγαθών.

Εξετάστε τώρα, σύμφωνα με τη παραπάνω αναλογία (αντιστοιχία), ποια βαθμίδα/τάξη αντιπροσωπεύει ο Αλκιβιάδης σε σχέση προς τους εραστές, καθ’ ον τρόπο και τούτο συμβάλλει στην θεώρηση των συγκεκριμένων θεμάτων.

Ο Σωκράτης επί παραδείγματι, ως ένθεος εραστής και αναγόμενος προς το καθαυτό νοητό κάλλος, ίδρυσε (εγκατέστησε) τον εαυτό του ανάλογο (αντίστοιχο) προς τον νου της ψυχής. Πράγματι, τι άλλο είναι το συναπτόμενο (συνδεδεμένο) με το νοητό παρεκτός νου και κάθε τι που διαθέτει νοητική ζωή. Όσο για την ποικίλη και πάνδημη ομάδα των εραστών, που οδηγείται από την αισθητηριακή αντίληψη και την φαντασία, τις εικόνες και συνδέεται με το «πολυκέφαλο θηρίο» της ψυχής, κατά τον στοχασμό του Σωκράτη στην πλατωνική «Πολιτεία, 588.c», αποτελεί αποτύπωση της αντίστοιχης ζωής, βάσει της οποίας και χαρακτηρίζει τη δική του ζωή. Διότι κάθε ψυχή είναι αυτό ακριβώς το μέρος δια του οποίου ζει, και βάσει αυτού προσδιορίζει τον εαυτό της. Στο ενδιάμεσο τώρα, τούτων βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο ο Αλκιβιάδης, σπαρασσόμενος (διαμελιζόμενος), από την κάτω πλευρά, από τους εμπαθείς εραστές του και «κατασπώμενος ἐπὶ τὴν χείρονα μοῖραν» (παρασυρόμενος προς την κατώτερο μέρος), ενώ, από την επάνω πλευρά, ο Σωκράτης τον βοηθά και προσπαθεί να τον σώσει, προνοώντας να μην του συμβεί τίποτε εκ «τῶν περιρρεόντων αὐτὸν ἐραστῶν». Είναι ανάγκη, λοιπόν, σύμφωνα με την αναλογία των άκρων, να τοποθετήσουμε και τον Αλκιβιάδη στην λογική ψυχή, από την οποία συνεχίζουν να εξαρτώνται τα πάθη και οι άλογες δυνάμεις, σαν να επιβουλεύονται τη λογική ζωή και να επιχειρούν να τη διαμελίσουν κατά τον τρόπο τον Τιτάνων, αλλά από επάνω είναι εδραιωμένος ο Νους, «ὑπερίδρυται δὲ ὁ νοῦς Ἀθηναϊκῶς» (ανυψώνεται κατά τον τρόπο της Αθηνάς) από την ροπή και την τάση προς τον ένυλο χαρακτήρα. Πράγματι η διαφύλαξη της ζωής αδιαίρετης παραπέμπει στην Αθηνά, «εξ ου και ονομάζεται Σώτειρα η Αθηνά Παλλάδα – ἐξ οὗπερ Σώτειρ᾽ ἐπεκλήθη Παλλὰς Ἀθήνη».

Αντίθετα, στοιχείο που παραπέμπει στους Τιτάνες είναι ο «τὸ μερίζειν» αυτή και η σύνδεση με την γένεσιν (κόσμος της γενέσεως). Όπως λοιπόν ο νους δεν επιδεικνύει πάντοτε τον εαυτό του στις ψυχές, αλλά όταν αποσυνθέσουν «τον πολύ όχλο που έρχεται εκ της γενέσεως εκ των υστέρων και συνδέεται μαζί τους», όπως λέγει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 42.c», έτσι και ο Σωκράτης μεταδίδει στον νεαρό την συνουσία του (συναναστροφή του) τότε μόνον όταν, καθίσταται ελεύθερος από τους πολλούς εραστές που τον περιστοιχίζουν εκ των υστέρων, έχει την άνεση να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία και με όσα μπορούν να τον οδηγήσουν προς αυτή. Και όπως ακριβώς ο νους αεί μεν ενεργεί «περὶ ἡμᾶς καὶ δίδωσιν ἀεὶ τὸ τῆς νοήσεως φῶς» – και πριν την ροπή μας στην αλογία και ενόσω συμβιώνουμε με τα πάθη και όταν τα πάθη αποκοιμηθούν πια μέσα μας -, εμείς όμως δεν έχουμε διαρκώς τη συναίσθηση του αλλά μόνο όταν αποκαθαρθούμε «τοῦ πολλοῦ κλύδωνος τοῦ γενεσιουργου» και οδηγήσουμε τη ζωή μας σε ένα γαλήνιο όρμο/λιμάνι (τότε είναι πράγματι που μας φανερώνεται ο νους και μοιάζει να μας μιλάει, τότε είναι που μας μεταδίδει τη φωνή του εκείνος που πρωτύτερα έμενε σιωπηλός κι ήταν ήσυχα μαζί μας), έτσι και ο θεϊκός εραστής και πριν από πολλούς εραστές είναι μαζί με τον ερωμένο του, και ταυτόχρονα με αυτούς και μετά από αυτούς – αλλά απλώς σιωπώντας, ηρεμώντας και προνοώντας. 

Όταν όμως εκείνοι σταμάτησαν, καθιστά τον ερωμένο του κοινωνό και του λόγου του, θέτει εμπρός του την κοινή τους συνουσία (συναναστροφή) και δείχνει το ποιος είναι ο εαυτός του και ότι ο έρωτάς του για αυτόν είναι προνοητικός, αγαθοειδής και κατευθύνεται προς τα επάνω και δεν είναι όπως ο έρωτας των πολλών εκείνων εραστών επιμερισμένος, «ἐνδεὴς καὶ ἔνυλος καὶ εἰδωλικός» (ελλιπής, ένυλος και απεικονιστικός). Όποιος αγαπά τα τέτοιου είδους θεάματα είναι δυνατόν να πορευτεί και μέσω αυτής της αναλογίας, είναι όμως πάλι δυνατόν και μέσω αυτής που αναφέραμε νωρίτερα, παρομοιάζοντας δηλ. με αγαθό δαίμονα τον Σωκράτη, με χθόνιους και υλικούς δαίμονες τους πάνδημους εραστές και, τέλος, με τον λαμβάνοντα μέρος στην τελετή, τον νεανίσκο, ο οποίος αποδρά/ξεφεύγει από το «καταγωγὸν ἔθνος τῶν δαιμόνων», οδηγεί τον εαυτό του στον αγαθό δαίμονα και παραδίδει σε εκείνον όλη την διακυβέρνηση της ζωής του. Αν μάλιστα πρέπει να συνδέσουμε τις δύο αυτές νοητικές συλλήψεις/επεξηγήσεις, ας εννοήσουμε διττό τον Αλκιβιάδη, και ως ψυχή απλώς και ως ψυχή που χρησιμοποιεί σώμα. Πράγματι, τα δυο τούτα δεν ταυτίζονται, όπως ούτε ο κυβερνήτης με τον άνθρωπο καθ’ εαυτόν ταυτίζονται ούτε ο ηνίοχος με τον υποκείμενο σε αυτόν. Και γενικά το ανεπίδεκτο μεθέξεως είναι άλλο πράγμα από το δεκτικό και το καθαυτό από το θεωρούμενο μαζί με άλλο και το ξεχωριστό από αυτό που συντάσσεται με κάτι άλλο. Επειδή λοιπόν ο Αλκιβιάδης νοείται κατά δύο τρόπους, και ως ψυχή και ως ψυχή που χρησιμοποιεί σώμα, στον βαθμό με που είναι ψυχή ο Σωκράτης διαφυλάσσει την αναλογία του αγαθού δαίμονα. Και υπάρχει ταύτιση του δαίμονα ως προς τον άνθρωπο με τον νου ως προς την ψυχή. Άλλωστε και όταν νοούμε τη δαιμόνια μεσότητα, τη θεώμεθα ως ενδιάμεση μεταξύ θεών και όντων/ανθρώπων, ενώ όταν τοποθετούμε τον νου στο άκρο, φέρνουμε την ψυχή σε εξάρτηση προς αυτόν και το σώμα προς την ψυχή. Την μία νοητική σύλληψη μπορείτε να την βρείτε στο πλατωνικό «Συμπόσιο, 202.d.13 – e.1», όπου λέγεται ότι «πᾶν τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ». Την δε άλλη νοητική σύλληψη μπορείτε να την βρείτε στον πλατωνικό «Τίμαιο», καθόσον η ψυχή παίρνει την υπόστασή της στο ενδιάμεσο νου και σώματος. Δαίμων λοιπόν και νους ταυτίζονται, κατά την σύνδεση του νου με την ψυχή, και του δαίμονα με την ανθρώπινη ψυχή.

Εν τέλει, και όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 60.19 – 61.7», οι πάνδημοι εραστές προβαίνουν σε καθέλκυση του ερωμένου προς το άλογο στοιχείο και την ύλη, ενώ ο θεϊκός εραστής τον ανυψώνει προς τον Λόγο και τον αγαθό δαίμονα. Τέτοιου είδους πράγμα είναι ο θεϊκός έρωτας, ανυψωτικός, αγαθοειδής, χορηγός τελειώσεως και νου, αίτιος της κατά νου ζωής (της σύμφωνης με τον νου ζωής). Διότι και ο ίδιος ο Σωκράτης, στο Πλατωνικό «Συμπόσιο, 212.b», λέει «συμπαραστάτης καλύτερος από τον έρωτα στην φιλοσοφία δεν είναι εύκολο να βρεθεί - ἀμείνω ἔρωτος συνεργὸν εἰς φιλοσοφίαν οὐ ῥᾴδιον εὑρεῖ».

Πέραν τούτου ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 61.  14 – 23», λέγει πως όπως στις αγιότατες τελετές προηγούνται των δρώμενων κάποιες καταπλήξεις, άλλες μέσω των λεγομένων και άλλες μέσω των δεικνυόμενων, οι οποίες υποτάσσουν την ψυχή στην θεότητα, κατά τον ίδιο τρόπο και στο κατώφλι της φιλοσοφίας ο καθηγούμενος προκαλεί τον θαυμασμό του νεαρού και την έκπληξη για τον εαυτό του, για να ασκήσουν επάνω του επίδραση οι λόγοι που θα έρθουν και να τον καλέσουν προς την φιλοσοφική ζωή.

Ο ερωτικός, λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 63.17 – 67.3»,  αν είναι ένθεος, κερδίζει την άμεση επαφή με τον αγαθό δαίμονα  και μέσω αυτού συνδέεται με τους θεούς, και μέσω του αγαθού δαίμονα δέχεται τη θεϊκή τούτη παροχή (διότι τα αγαθά που έρχονται από τους θεούς φτάνουν στους ανθρώπους δια μέσω των δαιμόνων, κατά τον λόγο της Διοτίμας στο πλατωνικό «Συμπόσιο»). Και ο δαιμόνιος, πάλι, είναι ερωτικός. Πως αλλιώς δηλ. απολαύει του δαίμονος, αν δεν συνέδεσε τον εαυτό του με εκείνον και δεν έφερε τη ζωή του σε επαφή με τις δυνάμεις εκείνου; Τι είναι αυτό που δημιουργεί τη σύνδεση τούτη του κατώτερου προς το ανώτερο αν όχι ο έρωτας; Πράγματι, τον θεό αυτό οι χρησμοί τον ονομάζουν «επιβήτορα που συνδέει τα πάντα – συνδετικὸν πάντων ἐπιβήτορα». Και εμάς λοιπόν αυτός είναι που μας συνδέει με τις επιστασίες των δαιμόνων. Επιπλέον, και ο ίδιος ο έρωτας είναι «δαίμων μέγας», κατά την έκφραση της Διοτίμας, στο βαθμό που συμπληρώνει ολοκληρωτικά ό,τι μεσολαβεί ανάμεσα στα εραστά και σε όσους σπεύδουν προς εκείνα μέσω του έρωτα.

Πραγματικά, το εραστό (το αντικείμενο του έρωτα) κατέχει την πρώτη βαθμίδα και ο ερών (το υποκείμενο του έρωτα) την τρίτη θέση, ενώ το ενδιάμεσο των δύο το συμπληρώνει ο έρως συνάγοντας και συνδέοντας αμοιβαία το εφετό και το εφιέμενο, και πληροί το κατώτερο με στοιχεία από το ανώτερο, ενώ στην περιοχή των νοητών και απόκρυφων θεών ενοποιεί το νοητό με το πρώτιστο και απόκρυφο Κάλλος στην βάση μιας ανώτερης ζωής της νοήσεως (για αυτό και ο θεολόγος των Ελλήνων, ο Ορφέας, τον Έρωτα εκείνο, το ορφικό απόσπασμα Νο.82, τον αποκαλεί αόμματο: «ποιμαίνοντας με το μυαλό του τον αόμματο ταχύ Έρωτα - ποιμαίνων πραπίδεσσιν ἀνόμματον ὠκὺν Ἔρωτα»). Όσο για τα εκτός της περιοχής των νοητών, εκπέμπει το ακατάλυτο δεσμό των όσων τελειοποιούνται από εκείνον. Ο δεσμός, πράγματι, είναι ένωση, με πολύ όμως τον διαχωρισμό, εξ ου και οι χρησμοί [βλ. Χαλδαϊκά λόγια] ονομάζουν το πυρ «συνδέσμιο» με τον έρωτα τούτο: «Αυτός πρώτος από τον νου ξεπρόβαλε, πυρ συνδέσμιο με το πυρ - ὃς ἐκ νόου ἔκθορε πρῶτος ἑσσάμενος πυρὶ πῦρ συνδέσμιον».

Προερχόμενος δηλ. από τον νοητό νου, συνδέει όλα τα κατώτερα μεταξύ τους και με εκείνο. Φέρνει σε επαφή, λοιπόν, τους θεούς όλους με το νοητό κάλλος, και τους δαίμονες με τους θεούς, και εμάς με τους δαίμονες και τους θεούς, υποστασιοποιημένος πρωταρχικά μεταξύ των θεών, δευτερευόντως μεταξύ των δαιμόνων, ενώ μεταξύ των επιμέρους ψυχών κατά την τρίτη προχώρηση του από τις αρχές. Υποστασιοποιημένος μάλιστα μεταξύ θεών υπερουσίως (τέτοιο είναι άλλωστε το σύνολο γένος των θεών), μεταξύ των δαιμόνων κατ’ ουσία, και μεταξύ των ψυχών κατά τη φωτεινή απορροή του. Η τριπλή τούτη βαθμίδα μοιάζει με την τριπλή δύναμη του νου. Πράγματι άλλος είναι ο αμέθεκτος νους, ο εξηρημένος από όλα τα επιμέρους γένη, άλλος είναι ο μεθεκτός νους, στον οποίο – επειδή είναι ανώτερος – μετέχουν και οι ψυχές των εγκόσμιων θεών, και άλλος αυτός που προέρχεται από τον μεθεκτό νου και δημιουργείται εντός των ψυχών, ο οποίος βέβαια είναι η τελείωση ακριβώς των ψυχών. Τις τρείς τούτες σημασίες του νου τις βρίσκεις στον πλατωνικό «Τίμαιο». Αντίστοιχο του αμέθεκτου νου πρέπει να θεωρήσουμε τον έρωτα της περιοχής των θεών (τὸν ἐν θεοῖς ἀνάλογον ληπτέον), διότι και εκείνος είναι εξηρημένος από όλους όσοι κατέχουν από αυτόν και καταυγάζονται από την απορροή του. Αντίστοιχον, τώρα, του μεθεκτού νου πρέπει να θεωρήσουμε των έρωτα της περιοχής των δαιμόνων (τὸν ἐν δαίμοσιν), διότι και αυτός είναι ουσία και αυτοτελής, όπως ο μεθεκτός νους, και επιβαίνει αμέσως στις ψυχές. Αντίστοιχον, τέλος, του καθ’ έξιν νου είναι φανερό πως πρέπει να θεωρήσουμε τον τρίτο, τον έρωτα που λαμβάνει υπόσταση μέσα στις ψυχές ως αποτέλεσμα απορροής. Και δικαιολογημένα νομίζω ότι και του έρωτα η θέαση αντιστοιχεί προς την παραπάνω διαίρεση του νοητικού, διότι την πρώτιστη και απόκρυφη υπόσταση την έχει στον νοητό νου. Διότι, «ξεπροβάλει» από εκεί, εδράζεται αιτιακά μέσα σε εκείνον. Μάλιστα ο Πλάτων, που βρήκε στα ορφικά συγγράμματα τον ίδιο τούτο θεό να αποκαλείται και «έρωτας» και «δαίμων μέγας», θα ήθελε και ο ίδιος έναν τέτοιο ύμνο για τον έρωτα. Πράγματι, ο θεολόγος μιλώντας για τον νοητό νου «ο έρωτας ο τρυφερός - ἁβρὸς Ἔρως» λέει, «και η Μήτις η άδικη - καὶ Μῆτις ἀτάσθαλος», και αλλού λέει «πάνω σε αυτά ο μέγας δαίμων ακολουθούσε τα ίχνη - οἷσιν ἐπεμβεβαὼς δαίμων μέγας ἆεν ἐπ᾽ ἴχνη» .

Σχετικά εξάλλου με τον νοητικό και αμέθεκτο νου λέει: «η Μήτις πρώτος γεννήτορας κι ο Έρωτας με τις αμέτρητες ευχαριστίες – καὶ Μῆτις πρῶτος γενέτωρ καὶ Ἔρως πολυτερπής», και πάλι: «δύναμη μια, ένας δαίμονας έγινε μέγας των όλων άρχοντας –ἓν κράτος, εἷς δαίμων γένετο μέγας, ἀρχὸς ἁπάντων».

πηγή: eothetis.blogspot

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ "ΤΡΙΕΣΠΕΡΟΝ"Ή ΗΛΙΟΥΓΕΝΝΑ

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για Το Ελληνικό «Τριέσπερον» ή Ηλιούγεννα

Στη θέση των «Χριστουγέννων», οι πρόγονοί μας εόρταζαν το λεγόμενο «Τριέσπερον», μία εορτή η οποία γενικεύεται από τους ελληνιστικούς χρόνους κι εντεύθεν, προς τιμήν των πυρφόρων και ηλιακών θεοτήτων Ηρακλέους (ο οποίος κατά τον Κορνούτο ορίζεται ως «ο εν τοίς όλοις Λόγος καθ'όν η Φύσις ισχυρά και κραταιά εστί και απεριγένητος ούσα, μεταδοτικός ισχύος και τοίς κατά μέρος και αλκής υπάρχων») και Ηλίου. Το «Τριέσπερον» ξεκινούσε με το Χειμερινό Ηλιοστάσιο (τη νύκτα της 21ης προς την 22α του Δεκεμβρίου, τη μεγαλύτερη δηλαδή νύκτα του έτους) και κορυφωνόταν με την αναγέννηση του φωτοδότη Ηλίου (τη νύκτα της 24ης προς 25η, όταν η ημέρα έχει ήδη μείνει «στάσιμη» επί 3 ημέρες μετά το Ηλιοστάσιο και αρχίζει πλέον να μεγαλώνει).


Αργότερα, με την επιβολή της κρατικής ηλιολατρίας από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αυρηλιανό, το ελληνικό «Τριέσπερον» επισκιάσθηκε (κατά μίμηση της παρσικής λατρείας του Θεού Μίθρα που εόρταζε και αυτή την γέννηση του Θεού στις 25 Δεκεμβρίου) από την «επίσημη» ρωμαϊκή εορτή του «Ανίκητου Ήλιου» («Sol Invictus»). Η «Ημέρα της Γεννήσεως του Ανίκητου Ηλίου» («Dies Natalis Solis Invicti»), η στιγμή δηλαδή που ο ακατάβλητος Ήλιος, έχοντας θριαμβεύσει επάνω στο σκοτάδι της «bruma» (βλέπε κατωτέρω), αρχίζει να ανέρχεται δυναμικά και υπερήφανα στον ουράνιο θόλο, είχε, φυσικά, ως προεόρτιο τη νύκτα του Χειμερινού Ηλιοστασίου, όταν ετιμάτο σιωπηρώς η Θεά του Κάτω Κόσμου Αντζερόνα (Angerona, Dea Tacita), προστάτις των νεκρών και προσωποποίηση της Θελήσεως, της Εσωτερικής Φωνής, της Ενοράσεως και της Σιωπής, στα λεγόμενα «Ντιβάλια» ή «Αντζερονάλια» («Divalia» ή «Angeronalia», βλ. Claudio Rutilio, «Η Θεολογία των Ρωμαίων»). Τα «Divalia» έκλειναν τις λεγόμενες «σύντομες ημέρες» («brevissimi dies», «bruma») που σηματοδοτούσαν την ολοκλήρωση της ηλιακής διαδρομής μέσα στον ενιαυτό.

Ο Sol «Invictus» συνέχισε να λατρεύεται ως Ανώτατος Θεός και καθοδηγητής της οργανωμένης κοινωνίας και των Ρωμαίων αυτοκρατόρων μέχρι την εποχή του Κωνσταντίνου, ο οποίος άρχισε την βασιλεία του ως τυπικός ηλιολάτρης. Υπάρχουν νομίσματα ως το 324 μ.α.χ.χ. που εμφανίζουν τον Κωνσταντίνο να δοξάζει τον Sol ως «Πηγή της Αυτοκρατορικής Δυνάμεως», μόνον δε κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του οι αναφορές στον Sol και τις άλλες εθνικές θεότητες εξαφανίσθησαν από τα νομίσματα. Η εορτή πάντως του «Sol Invictus» επικαλύφθηκε με τη σειρά της αμέσως μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού (4ος αιώνας, με απόφαση του Πάπα Ιουλίου) από τα γνωστά μας «Χριστούγεννα» (που έως τότε υπολογίζονταν στις 6 Ιανουαρίου -ημερομηνία που στην Ανατολή παρέμεινε μέχρι τουλάχιστον τη βασιλεία του αυτοκράτορα Γιουτπράβδα, ελληνιστί Ιουστινιανού-, ή στις 19 Απριλίου, ή στις 20 Μαϊου κατ'άλλους, ενώ στο «Pascha Compustus» του 243 μ.α.χ.χ. η «γέννηση» του Τζεσουά ορίζεται στις 28 Μαρτίου). Η μετέπειτα χυδαία ιδιοποίηση του ελληνικού «Τριεσπέρου» δεν εμπόδισε φυσικά τους πιο σκληροπυρηνικούς απολογητές της νέας Θρησκείας να περιγελούν τους Εθνικούς, κατά την προσφιλή τους πρακτική, ακόμη και κατά τον 3ο αιώνα μ.α.χ.χ. (!!), ως τάχα... ανόητους που εώρταζαν γενέθλια Θεών (Αρνόβιος, περίπου 296 μ.α.χ.χ.).

Προχριστιανικές θεογεννήσεις (ηλιακών ή / και σωτηριακών Θεών):

25 Δεκεμβρίου

  • Άδωνις (κυπριακός, συριακός και ελληνορωμαϊκός Θεός. Στη λεγόμενη «Βηθλεέμ» που σημαίνει «Οίκος του Άρτου» υπήρχε πανάρχαιος Ναός του Αδώνιδος που λειτουργούσε ακόμη και την εποχή των Αντωνίνων, δηλαδή τον 2ο μ.α.χ.χ. αιώνα)

  • Ταμμούζ (βαβυλωνιακός Θεός)

  • Ντουμούζι (σουμεριακός Θεός)

  • Μίθρας (παρσικός Θεός)

  • Βέλλενος (κελτικός ηλιακός Θεός που οι Ρωμαίοι εταύτισαν με τον Απόλλωνα)

  • Έρκλε (ετρουσκικός ηλιακός Θεός)

  • Άττις (φρυγικός και ευρύτερα μικρασιατικός Θεός)

  • Ηρακλής (Έλλην ηλιακός Θεός)

  • Όντιν (ο ύπατος, εκπολιτιστής και φιλάνθρωπος σκανδιναβο-γερμανικός Θεός, από τις εορτές του οποίου προέρχονται τα υποτιθέμενα «χριστιανικά» έθιμα του στολισμένου ελάτου και του «Αγιοβασίλη»)

  • Μπάλντερ (σκανδιναβο-γερμανικός ηλιακός, θνήσκων και ανασταινόμενος Θεός)

  • Λουπέρκους (ιταλιώτικος, ηλιακός Θεός)

  • Ντάζμπογκ (σλαβονικός Θεός)

  • Γιαρίλο (σλαβονικός ηλιακός Θεός της χαράς της ζωής και της νεότητος -«jaru» = «νεότης»)

  • Σάουλε (λιθουανή, ηλιακή Θεά)


Πηγές:

Claudio Rutilio «Θεολογία των Ρωμαίων», Αθήναι 1997
Βλάσης Γ. Ρασσιάς «Εορτές και Ιεροπραξίες των Ελλήνων», Αθήναι 2000 (β έκδοση)
Robertson John M. «Pagan Christs», Λονδίνο 1903
Otto Walter F. «Διόνυσος. Μύθος και Λατρεία», Αθήναι 1991
Λεκατσάς Παναγής «Η Καταγωγή Των Θεσμών, Των Εθίμων, Και Των Δοξασιών», Αθήναι 1951
Jackson G. John «Pagan Origins Of The Christ Myth», Τέξας 1991 (γ έκδοση)
Steve Wyler «Ηλιακά Σύμβολα», Αθήναι 1998
Λέτσας Ν. Αλέξανδρος «Μυθολογία Της Γεωργίας», τόμοι 1-3, Θεσσαλονίκη 1957

πηγή: ysee.gr

Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

0
0
308925_426334210751426_535225223_n (2)

Παραθέτουμε παρακάτω ένα απόσπασμα από το έργο του Χρήστου Ρήγα, Τότε που λειτουργούσε η δημοκρατία (εκδ. Εντός, 1996). Το βιβλίο στο σύνολό του αποτελεί μια αξιόλογη μελέτη της δημοκρατικής εποχής της αρχαίας Αθήνας, ιδωμένης με ριζοσπαστικό τρόπο από τον συγγραφέα. Η ριζοσπαστικότητά του έγκειται στο ότι ερμηνεύει, με εμβριθή αλλά όχι ακαδημαϊκό τρόπο, την ουσία των πολιτικών εξελίξεων και εντάσεων της εποχής, παρουσιάζει το ρόλο των σημαντικότερων προσωπικοτήτων καταλύοντας τις στερεότυπες αντιλήψεις που έχουν επικρατήσει γι’ αυτούς στη νεώτερη εποχή, και καταρρίπτει πολλούς μύθους με τους οποίους έχουμε επενδύσει την προσέγγιση των γεγονότων και των σχέσεων εξουσίας της αθηναϊκής δημοκρατίας. Είναι ένα βιβλίο που μπορεί να αποδειχτεί περισσότερο χρήσιμο και ουσιαστικό από πολλά σύγχρονα έργα επαγγελματιών διανοούμενων, που αξίζει να διαβαστεί και να διαδοθεί, ώστε να συνεισφέρει, με την ευρύτητα των γνώσεων που περιέχει, στο ξεκαθάρισμα της αντίληψής μας για το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισμικό περιεχόμενο της αρχαίας δημοκρατικής εποχής.


Η δημοκρατία συνάντησε, από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας της, την αντίδραση των εχθρών της στο εσωτερικό και κυρίως στο εξωτερικό. Στο εσωτερικό φαίνεται πως δεν συνένωσε το σύνολο των ευγενών εναντίον της παρά μόνο τους ολιγαρχικούς. Η δολοφονία του Εφιάλτη και η αποτυχημένη προσπάθεια του Κίμωνα να επαναφέρει το παλαιό καθεστώς ήταν οι μόνες αντιδράσεις των ολιγαρχικών. Μετά την εξορία του Κίμωνα οι ολιγαρχικοί δεν προέβησαν σε καμιά φανερή ενέργεια ανατροπής του νέου καθεστώτος. Η δημοκρατία, από την πλευρά της, δεν προέβη σε διώξεις ολιγαρχικών ούτε στην κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας ούτε σε αναδασμό της γης, αλλά αντίθετα εγγυήθηκε την περιουσία, την ασφάλεια και την ελευθερία, την τιμή και την υπόληψη όλων ανεξαιρέτως των πολιτών.

Η ‘γραφή παρανόμων’ ήταν το πιο αποτελεσματικό όπλο για την προστασία της μειοψηφίας από την πλειοψηφία και του κάθε πολίτη ατομικά απέναντι στο κράτος. Έπειτα μια μεγάλη μερίδα των ευγενών τάχθηκε υπέρ της δημοκρατίας, ελπίζοντας να αναλάβει την πολιτική ηγεσία του λαού. Η δημοκρατία όμως δεν αναγνώρισε καμιά δημοκρατική ηγεσία παρά μόνο άτομα-πολίτες και έτσι απέφυγε τον κίνδυνο να ταυτιστεί με την δημοκρατική παράταξη, όπως επιδίωξαν οι εχθροί της και όπως έγινε αργότερα σε άλλες πόλεις. Η δημοκρατία καταργώντας τους ευγενείς, σαν τάξη, και αφαιρώντας τους στην εξουσία δεν τους παραγκώνισε, αλλά αντίθετα τους έδωσε την ευκαιρία, όπως και σε όλους τους άλλους πολίτες, να αναδείξουν την προσωπική τους αξία και ικανότητα. Τιμούσε αυτούς που πρόσφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην πολιτεία, είτε με τις πολιτικές τους προτάσεις είτε σαν στρατηγοί, είτε σε οποιοδήποτε άλλο τομέα της δημόσιας ζωής. Με τον τρόπο αυτό οι ευγενείς – όχι σαν τάξη, αλλά σαν άτομα-πολίτες – όχι μόνο δεν πέρασαν στο περιθώριο, αλλά έγιναν πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής. Με την πολιτική της αυτή πέτυχε η δημοκρατία, στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της να έχει τη συναίνεση από όλες τις μερίδες της κοινωνίας, στοιχείο απαραίτητο για την ειρήνευση και την κοινωνική γαλήνη.

Από την πλευρά των εξωτερικών της εχθρών δεν απειλήθηκε αμέσως, γιατί συνέπεσε να γίνει η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας σε μια ευνοϊκή γι’ αυτή συγκυρία, καθώς η μεν Σπάρτη δεν είχε συνέλθει ακόμα από το μεγάλο σεισμό που την έπληξε το 464 π.Χ. και η επανάσταση των ειλώτων της Ιθώμης, που συνεχιζόταν ακόμη την είχαν εξαντλήσει, η δε Περσία, μετά τον θάνατο του Ξέρξη, πλησσόταν από εσωτερικές αναστατώσεις και επαναστάσεις. Απέναντι στην Περσία οι Αθηναίοι αποφάσισαν να εφαρμόσουν επιθετική πολιτική. Αφ’ ενός να κτυπούν με τον συμμαχικό στόλο τα παράλια και τα λιμάνια των Περσών και αφ’ ετέρου, να βοηθήσουν την Αίγυπτο να ελευθερωθεί από τους Πέρσες.

H Αίγυπτος είχε μεγάλη στρατιωτική και εμπορική αξία, γιατί ήταν τότε ένας από τους μεγαλύτερους σιτοβολώνες του κόσμου και εκτός των σιτηρών έκανε εξαγωγή παπύρου και υφασμάτων. Μια φιλική Αίγυπτος είχε μεγάλη αξία, γιατί θα εξασφάλιζε στο συμμαχικό στόλο βάσεις και ορμητήρια στην νοτιοανατολική άκρη της Μεσογείου. Στη Σπάρτη η είδηση για την εγκαθίδρυση λαϊκής εξουσίας στην Αθήνα προκάλεσε φόβο και ανησυχία. Δεν ήταν όμως, όπως είπαμε, σε θέση να επέμβει και η μόνη της αντίδραση ήταν να διώξει τους Αθηναίους στρατιώτες από την Ιθώμη για να μην ενωθούν με τους επαναστάτες. Όταν μετά από λίγο οι δημοκρατικοί πήραν την εξουσία στο Άργος, η Σπάρτη αισθάνθηκε την ηγεμονία της να κλονίζεται. Έβλεπε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος που την απειλούσε ήταν η επέκταση της δημοκρατίας και σε άλλες πελοποννησιακές πόλεις, και, πριν είναι αργά, αποφάσισε να επιτεθεί στο Άργος και να επιβάλει τη θέλησή της. Οι Αργείοι ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων και κείνοι αποφάσισαν να τους βοηθήσουν χωρίς χρονοτριβή.

Οι δύο στρατοί έδωσαν μάχη στην Οινόη, στα σύνορα Μαντινείας και Άργους, και νίκησαν οι Αργείοι με τους Αθηναίους. Μετά από λίγο τα Μέγαρα, που βρίσκονταν σε διένεξη με την Κόρινθο, αποχώρησαν από την πελοποννησιακή συμμαχία και ζήτησαν τη συμμαχία της Αθήνας. Η συμμαχία των Μεγάρων είχε μεγάλη σπουδαιότητα για τους Αθηναίους που δεν είχαν ακόμη συμπληρώσει τα Μακρά Τείχη και η Αττική ήταν έτσι εκτεθειμένη σε κάθε εχθρική επιδρομή. Οι Αθηναίοι είχαν επίσης συνάψει συμμαχία με τους Θεσσαλούς. Οι επιτυχίες αυτές των Αθηναίων και η αίγλη που ασκούσε η δημοκρατία στους λαούς των άλλων πόλεων-κρατών, έκανε τη Σπάρτη και τις άλλες πόλεις με ολιγαρχικά καθεστώτα να συσπειρωθούν και να αντιμετωπίσουν ενωμένοι τον κοινό κίνδυνο: την επέκταση της δημοκρατίας και στις πόλεις τους. Η διαμάχη ανάμεσα στη Σπάρτη και την Αθήνα, την εποχή εκείνη, δεν ήταν για την κατάκτηση της ηγεμονίας, αλλά για την αποτροπή της δημοκρατίας. “Με την εμφάνιση της συνειδητής δημοκρατίας το επίκεντρο της διαμάχης μετατοπίστηκε σε μια περιοχή όπου η Σπάρτη μόνο ως συντηρητική ή αντιδραστική μπορούσε να θεωρηθεί, στην αντίθεση ανάμεσα στην ολιγαρχία και τη δημοκρατία” [1].

Έτσι άρχισε ένας πόλεμος των ολιγαρχικών πόλεων κατά της δημοκρατικής Αθήνας για την κατάλυση της δημοκρατίας που κράτησε κάπου δεκαπέντε χρόνια και είναι γνωστός ως ‘μικρός πελοποννησιακός πόλεμος’. Στον πόλεμο κατά της δημοκρατίας τάχτηκαν, εκτός από τη /Σπάρτη, η Κόρινθος, η Επίδαυρος, η Αίγινα, και λίγο αργότερα οι Θηβαίοι, οι Οπούντιοι Λοκροί, οι Φωκείς και άλλοι. Η μεγαλύτερη απειλή για τους Αθηναίους ήταν η Αίγινα, γιατί είχε σημαντικό στόλο και μπορούσε να απειλήσει την κυριαρχία τους στη θάλασσα. Οι Αθηναίοι αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν όσες δυνάμεις είχαν στη διάθεσή τους – ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεών του βρίσκονταν στην Αίγυπτο – για την κατάκτηση της Αίγινας και τη διασφάλιση της κυριαρχίας τους στη θάλασσα, από την οποία πήγαζε η δύναμή τους. Οργάνωσαν μεγάλη εκστρατεία εναντίον της και την πολιόρκησαν από στεριά και θάλασσα, αποβιβάζοντας στρατό στο νησί. Οι Πελοποννήσιοι βλέποντας ότι οι Αθηναίοι έχουν διαθέσει όλες τους τις δυνάμεις στην Αίγινα και στην Αίγυπτο, βρήκαν την ευκαιρία κατάλληλη και εισέβαλαν στα Μέγαρα. Ο κίνδυνος που απειλούσε τους Αθηναίους και τη δημοκρατία ήταν μεγάλος και άμεσος.

Οι Πελοποννήσιοι βρίσκονταν στα Μέγαρα έτοιμοι να εισβάλουν στο έδαφος της Αττικής, ενώ ο στρατός των Αθηναίων βρισκόταν στην Αίγινα και στην Αίγυπτο. Αν απέσυραν το στρατό από την Αίγινα, η νίκη της Αίγινας θα τους στερούσε την κυριαρχία στη θάλασσα. Τα Μακρά Τείχη δεν είχαν ακόμα ολοκληρωθεί και η άμυνα της πόλης δεν μπορούσε να στηριχτεί σ’ αυτά. Οι Αθηναίοι πολίτες που είχαν απομείνει στην πόλη, δηλαδή οι βουλευτές, οι γέροι και τα παιδιά, γιατί οι άλλοι βρίσκονταν στα μέτωπα της Αίγινας και της Αιγύπτου έπρεπε να αποφασίσουν περί του πρακτέου. Βρέθηκαν σε πολύ δύσκολη θέση γιατί από την απόφασή τους θα κρινόταν η τύχη της Αθήνας και της δημοκρατίας. Τη κρίσιμη αυτή στιγμή οι βουλευτές και οι γέροι της Αθήνας πήραν μια απόφαση που καμιά εκλεγμένη κυβέρνηση δε θα μπορούσε να πάρει. Αποφάσισαν να μην αποσύρουν ούτε ένα στρατιώτη από την Αίγινα, αλλά να στρατευτούν όλοι, παιδιά και γέροι και να πάνε στα Μέγαρα να αντιμετωπίσουν τους εισβολείς. Ένας στρατός από δεκαοκτάχρονα παιδιά και γέρους πάνω των πενήντα ετών, με στρατηγό των Μυρωνίδη, που ήταν στρατηγός στην μάχη των Πλαταιών, δίδαξε τι θα πει θάρρος και ανδρεία, όταν οι αρετές αυτές δεν επιβάλλονται με το νόμο, αλλά είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης επιλογής ενός λαού που έχει κάμει την ελευθερία πράξη ζωής […]

Μετά την επιτυχία αυτή των Αθηναίων, η Σπάρτη κατανόησε ότι δεν έχει να κάνει με μια αντίπαλη πόλη, αλλά με έναν ολόκληρο λαό εμψυχωμένο και αποφασισμένο να θυσιαστεί, προκειμένου να διατηρήσει την ελευθερία του και το πολίτευμά του. Και ότι, αν ήθελε να επικρατήσει, έπρεπε να δράσει αμέσως και αποφασιστικά, με μεγάλες δυνάμεις, τώρα που ο στρατός των Αθηναίων ήταν μακριά. Σε συμμαχία με τους Θηβαίους αποφάσισε να μεταφέρει τις πολεμικές επιχειρήσεις στα σύνορα της Αττικής κάνοντας τη Βοιωτία ορμητήριο κατά των Αθηναίων. Ένα στράτευμα από χίλιους πεντακόσιους Σπαρτιάτες και δέκα χιλιάδες συμμάχους έφτασε στη Βοιωτία και, αφού διευθέτησε τη διαφορά μεταξύ Φωκίδας και Δωρίδας, που δήθεν γι’ αυτό ήρθε, στρατοπέδευσε στα σύνορα της Αττικής. Οι σύμμαχοι πίεζαν τους Σπαρτιάτες να επέμβουν αμέσως στην Αθήνα. Το ίδιο και οι ολιγαρχικοί της Αθήνας, που έστειλαν κρυφά αντιπροσώπους τους να παρακινήσουν τους Σπαρτιάτες να επιτεθούν χωρίς χρονοτριβή στην Αττική, τώρα που ο στρατός των Αθηναίων βρισκόταν μακριά και δεν έχουν ολοκληρώσει το κτίσιμο των Τειχών, και να καταλύσουν τη δημοκρατία.

“Και σ’ αυτό”, γράφει ο Θουκυδίδης, “τους παρακινούσαν κρυφά και μερικοί Αθηναίοι, ελπίζοντας έτσι να καταλύσουν τη δημοκρατία και να σταματήσουν το χτίσιο των Μακρών Τειχών¨. Είναι η πρώτη άμεση αναφορά του Θουκυδίδη στη δημοκρατία. Μας πληροφορεί ότι επιδιώκεται η κατάλυσή της, ενώ δε μας πληροφόρησε για την εγκαθίδρυσή της. Οι Αθηναίοι ζήτησαν βοήθεια από το Άργος και τις ιωνικές πόλεις καθώς και ιππικό από τους συμμάχους τους Θεσσαλούς και αποφάσισαν να μην αποσύρουν στρατεύματα από την Αίγινα, αλλά να στρατευτούν και πάλι όλοι, για να αντιμετωπίσουν τον κίνδυνο. Οι σύμμαχοι ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση των Αθηναίων και οι δύο στρατοί συγκρούστηκαν το καλοκαίρι του 457 στην Τανάγρα. […] Το ότι ο πόλεμος αυτός γινόταν για την ανατροπή της δημοκρατίας το μαρτυράει και η στάση των Θεσσαλών ιππέων που ήταν ολιγαρχικοί. Ενώ ήρθαν να βοηθήσουν τους Αθηναίους, με βάση τη συνθήκη συμμαχίας που είχαν υπογράψει, μόλις βρήκαν την ευκαιρία, τη νύχτα, μεταπήδησαν στο στρατόπεδο των Σπαρτιατών που ήταν ομοϊδεάτες τους. Οι Σπαρτιάτες με τη βοήθεια του θεσσαλικού ιππικού κατάφεραν τη δεύτερη μέρα να νικήσουν τους Αθηναίους και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν στην Αττική. Η νίκη των Σπαρτιατών δεν ήταν ολοκληρωτική και οι Αθηναίοι υποχώρησαν διατηρώντας τις δυνάμεις τους. Οι Σπαρτιάτες δεν καταδίωξαν τους Αθηναίους στο έδαφος της Αττικής, αλλά αρκέστηκαν στην αποκατάσταση του στρατιωτικού τους γοήτρου. Μετά την απομάκρυνση των Σπαρτιατών από τη Βοιωτία, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Θηβαίους, διέλυσαν την ηγεμονία τους στη Βοιωτία και κατεδάφισαν το τείχος της Τανάγρας, ώστε να μην υπάρχει οχυρωμένη πόλη στα σύνορα της Αττικής. Μετά τα γεγονότα αυτά συνθηκολόγησε και η Αίγινα με βαρύτατους όρους: κατεδάφιση των Τειχών της, παράδοση του στόλου της και υποχρεωτική συμμετοχή στην αθηναϊκή συμμαχία, χωρίς δικαίωμα να διατηρεί στόλο, αλλά να πληρώνει φόρο τριάντα τάλαντα το χρόνο. Μετά τη συνθηκολόγηση της Αίγινας, κανένα κράτος δεν ήταν σε θέση να απειλήσει την κυριαρχία των Αθηναίων στη θάλασσα.

Ο συνασπισμός των ολιγαρχικών για την κατάλυση της δημοκρατίας έκαμε τους Αθηναίους να κατανοήσουν ότι για την προστασία της δεν αρκούσε πλέον η παλικαριά τους, αλλά ότι έπρεπε να γίνουν πολύ ισχυροί, για να εξασφαλίσουν τη διατήρησή της. Αποφάσισαν να διευρύνουν τις συμμαχίες τους στον ελλαδικό χώρο και να επιβάλλουν το κύρος και τη δύναμή τους σε εχθρούς και φίλους. Ανέθεσαν στον Τολμίδη την αποστολή να εκφοβίσει τους Σπαρτιάτες, μέσα στην Λακωνική και να επιδιώξει να κάμει συμμάχους πόλεις του Ιονίου. Ο Τολμίδης με χίλιους οπλίτες και πενήντα τριήρεις, αφού έδωσε ισχυρά κτυπήματα στους Σπαρτιάτες, έπλευσε στη Ζάκυνθο και την Κεφαλλονιά και τις έκανε συμμάχους των Αθηναίων. Μετά την Κεφαλλονιά ήρθε στον Κορινθιακό κόλπο, πέρασε το Ρίο κι έφτασε στη Ναύπακτο, όπου βοήθησε να εγκατασταθούν οι Μεσσήνιοι, που είχαν αφεθεί “ομόσπονδοι” από τους Σπαρτιάτες, κατά τον Γ’ Μεσσηνιακό πόλεμο. Οι Μεσσήνιοι, που με αυτόν τον τρόπο αποκτούσαν πατρίδα, έμειναν πιστοί σύμμαχοι των Αθηναίων. Κι έτσι ο αθηναϊκός στόλος αποκτούσε μια σίγουρη βάση στον κορινθιακό κόλπο.

Τον επόμενο χρόνο, το 455 π.Χ. εξέλεξαν στρατηγό τον Περικλή και του ανέθεσαν την αρχηγία του στόλου, που είχε ο Τολμίδης, με την εντολή να κάμει όσο το δυνατό περισσότερες πόλεις συμμάχους των Αθηναίων. Ο Περικλής έκανε αποβάσεις στις βόρειες ακτές της Πελοποννήσου, έπειτα πήγε στην Ακαρνανία και έκαμε συμμάχους των Αθηναίων όλες τις πόλεις που βρίσκονταν δυτικά του Αχελώου εκτός από τις Οινιάδες. Με τις επιτυχίες αυτές των Αθηναίων η επιρροή και το κύρος της αθηναϊκής δημοκρατίας έγιναν αδιαμφισβήτητα. Εφτά χρόνια εξουσίας των πολιτών έκαμαν την Αθήνα να φτάσει στο υψηλότερο σημείο της ισχύος της και να γίνει πρώτη δύναμη στην Ελλάδα. Δεν είχαν όμως τις ίδιες επιτυχίες και στην Αίγυπτο όπου ο αθηναϊκός και συμμαχικός της στόλος τελικά νικήθηκαν, και η Αίγυπτος καθώς και η Κύπρος επανήλθαν στην κυριαρχία των Περσών. Οι Αθηναίοι επιδίωξαν να κλείσουν ειρήνη με τη Σπάρτη για να στραφούν απερίσπαστοι κατά των Περσών. Φοβούμενοι ότι οι Πέρσες θα επεκτείνουν τις επιχειρήσεις τους στα νησιά του Αιγαίου, μετάφεραν το συμμαχικό ταμείο από τη Δήλο στην Αθήνα. Οι Σπαρτιάτες δε δέχονταν διαπραγματεύσεις, γιατί δεν εμπιστεύονταν κανέναν από τους δημοκρατικούς.

Τότε έγινε πρόταση στη Συνέλευση των πολιτών να ανακαλέσουν το Κίμωνα από την εξορία και να τον χρησιμοποιήσουν στις διαπραγματεύσεις με τη Σπάρτη, γιατί ήταν ο μόνος που εμπιστεύονταν οι Σπαρτιάτες. Οι Αθηναίοι ούτε απέρριψαν, ούτε έκαμαν αμέσως δεκτή την πρόταση, αλλά αποφάσισαν να επανέλθει το θέμα σε άλλη Συνέλευση πολιτών, με την προϋπόθεση ότι ο Κίμων θα δώσει στο μεταξύ εγγυήσεις ότι δε θα επαναλάβει το πείραμα για ανατροπή της δημοκρατίας. Λένε πως ο Κίμων έδωσε τις εγγυήσεις αυτές, μέσω της αδελφής του Ελπινίκης, και έτσι αποφάσισαν οι Αθηναίοι την επιστροφή του. Ο Κίμων επιστρέφοντας έθεσε τον εαυτό του και τις ικανότητές του στην υπηρεσία της πολιτείας και δεν προέβη σε καμιά αντιδημοκρατική ενέργεια. Του ανέθεσαν τις διαπραγματεύσεις με τη Σπάρτη και πέτυχε την υπογραφή πενταετούς ειρήνης. Μετά από αυτά οι Αθηναίοι τον εξέλεξαν στρατηγό και του ανέθεσαν την εκστρατεία κατά των Περσών στην Κύπρο. Ο Κίμων έφτασε στην Κύπρο και πολιόρκησε το Κίτιο. Δεν κατάφερε όμως να ελευθερώσει την Κύπρο, γιατί στο μεταξύ πέθανε. Μετά από λίγο σταμάτησαν και οι εχθροπραξίες με τους Πέρσες και οι Αθηναίοι έζησαν δύο-τρία χρόνια ειρηνικά κι έτσι επιδόθηκαν απερίσπαστοι σε έργα πολιτισμού.

Αμέσως μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας παρατηρήθηκε μια πρωτοφανής δραστηριότητα σε όλους τους τομείς, μια πληθωρική προσφορά, δίνοντας ο καθένας τον καλύτερο εαυτό του, και παρακινώντας τους συμπολίτες του να κάνουν το ίδιο. ¨Ήταν ένας κόσμος υπερβολικά ανοιχτός, με περισσότερο δημόσια παρά ιδιωτική ζωή, όπου κάθε άνθρωπος αισθανόταν πολύ έντονα την παρουσία και την πίεση των γειτόνων του και όπου ο ίδιος ασκούσε όση πίεση μπορούσε, επιστρατεύοντας όλες τις ικανότητες που πίστευε ότι διαθέτει”. Οι Αθηναίοι ήταν περήφανοι για τη δημοκρατία τους, ήταν περήφανοι γιατί απόδειξαν ότι οι πολλοί μπορούν καλύτερα να διαχειριστούν τις υποθέσεις της πολιτείας, παρά οι λίγοι, οι “¨ειδικοί”, και αυτό του έκαμε να επιδοθούν σ’ αυτόν το δημιουργικό οργασμό και να δημιουργήσουν αυτό που αποκαλούμε πολιτικό θαύμα ή κλασικό πολιτισμό. […] Αυτή η δημιουργική αναγέννηση δεν ήταν έξαρση μιας στιγμής, μαι γενιάς, αλλά διατηρήθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της δημοκρατίας. Γεννήθηκε και πέθανε μαζί της. Γιατί μόνο η δημοκρατία δημιούργησε τις προϋποθέσεις για πλήρη και ανεμπόδιστη ανάπτυξη όλων των μορφών της ζωής, όλων των μορφών της τέχνης και του πνεύματος. Αυτό έκαμε το Δημόκριτο, που ήρθε και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, να πει πως: “αξίζει περισσότερο να ζεις φτωχός σε μια δημοκρατία, παρά να απολαμβάνεις μια φαινομενική ευτυχία στην αυλή ενός βασιλιά”. [2] […]

Στην πρωτοφανή αυτή πνευματική άνθιση και στην τάση να γίνει η επιστήμη και η σοφία κτήμα όλου του λαού, ενώ μέχρι το 460 π.Χ. ήταν κτήμα μόνο των ευγενών, συντέλεσαν πολύ οι σοφιστές, και γι’ αυτό συνάντησαν την αντίδραση του Σωκράτη και αργότερα του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, που ήταν οι εκπρόσωποι της φιλοσοφίας των ευγενών ολιγαρχικών. […] “Υπάρχουν όμως αρκετές ενδείξεις ότι η θεωρητική σκέψη των σοφιστών προχώρησε σε εκτεταμένη κριτική των δεδομένων συνθηκών και στην απαίτηση για βαθιές, ριζικές μεταβολές στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Τότε άνοιξε και ο δρόμος για την ιδέα ότι όλες οι θεσπισμένες διακρίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους βασίζονται απλώς στο νόμο και ότι η φύση απαιτεί το ίδιο δίκαιο για όλους. Ο Λυκόφρων ζητούσε να καταργηθεί η αριστοκρατική τάξη. Ο Αλκιδάμας και άλλοι καταφέρονται κατά του θεσμού της δουλείας. Ο Φαλέας απαιτούσε να έχουν όλοι οι πολίτες ίση περιουσία και μόρφωση, και Ιππόδαμος σχεδίασε, πρώτος αυτός, τις βασικές αρχές ενός πολιτειακού ιδανικού βασισμένου στο λογικό. Ακόμη και η ιδέα της πολιτικής εξίσωσης της γυναίκας προς τον άντρα ξεπηδά από την αλληλουχία των ιδεών”. [3]

Αυτό το πολιτιστικό θαύμα, που όμοιό του δε γνώρισε η ανθρωπότητα, μερικοί το αποδίδουν όχι στη δημοκρατία, αλλά στη μεγαλοφυή σκέψη του Περικλή. Ξεχνούν όμως ότι η δημοκρατία ανέδειξε τον Περικλή και όχι ο Περικλής τη δημοκρατία. Μεγαλοφυείς ηγέτες υπήρξαν και πριν από την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην Αθήνα. Μεγαλοφυείς ηγέτες ανέδειξαν όλες σχεδόν οι πόλεις-κράτη, αλλά ούτε η Αθήνα πριν το 462 π.Χ. ούτε οι άλλες πόλεις-κράτη ανέπτυξαν έναν τέτοιο πολιτισμό, που να αγκαλιάζει όλες τις εκδηλώσεις της ζωής. Ο πολιτισμός που δημιουργήθηκε στην Αθήνα κατά τη διάρκεια της δημοκρατίας ήταν και θα παραμείνει για πάντα κλασικός.

[1] An. Andrewes: Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, σελ 291. εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.
[2] ο.π.
[3] W. Windelband – H. Heimsoety: Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας τομ. Α, σελ. 88. εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.

πηγή: respublica.gr

ΕΠΟΙΚΟΔΟΜΗΤΙΣΜΟΣ - Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για εποικοδομισμός

Ο Εποικοδομητισμός (constructivisme) θεωρεί τη μάθηση σαν μια διαδικασία ενεργητικής δόμησης των γνώσεων και όχι σαν μια διαδικασία πρόσκτησής της. Δεν υπάρχει αντικειμενική μάθηση αλλά μόνο προσωπικές μεταφράσεις/αποδόσεις της πραγματικότητας, καθένας οικοδομεί τις δικές του και δεν έχουν αξία παρά μόνο για ένα συγκεκριμένο χρόνο. Διαρκούν ένα μικρό διάστημα και έχουν αυτή την ιδιότητα, γιατί πραγματοποιούνται μέσα σε μια κοινότητα, που αποδέχεται τις ίδιες βάσεις και αξίες. Η διδασκαλία παίρνει το σχήμα μιας ενίσχυσης σε αυτή τα διαδικασία. Ο εκπαιδευτικός αλλά και οι άλλοι μαθητεύοντες οδηγούν το μαθητή στη δική του αναζήτηση νοήματος. Το άτομο ψάχνει να κατανοήσει τις πολλαπλές προοπτικές μέσα από την αλληλόδραση, που έχει με τον εξωτερικό κόσμο. Σε πολλά σημεία οι θέσεις των εποικοδομητιστών / κονστρουκτιβιστών μοιάζουν με αυτές των γνωστικών. Μια νέα έννοια σαν αντίβαρο έρχεται να παρέμβει σε αυτή την τάση, η έννοια της διαμεσολάβησης.


Ο όρος constructionism, επομένως, πηγάζει από τη λέξη construct (κονστράκτ: κατασκευή) υποδηλώνοντας δύο από τις πολλαπλές όψεις του εποικοδομητισμού, μία σοβαρή και μία παιγνιώδη. Η σοβαρή όψη αφορά τη σύνδεσή του με την οικογένεια των θεωριών της κατασκευής της γνώσης που συνήθως αναφέρονται ως οικοδομιστικές ή κονστρουκτιβιστικές κατ’ ακολουθία του όρου constructivism (κονστρουκτιβισμός ή οικοδομισμός). Ο κονστρουκτιονισμός, όπως και ο κονστρουκτιβισμός, θεωρεί τη μάθηση ως οικοδόμηση γνωστικών δομών ανεξάρτητα από τις συνθήκες μάθησης. Το πρόσθετο στοιχείο του εποικοδομητισμού έγκειται στο ότι ο μαθητευόμενος συνειδητά κατασκευάζει ένα αντικείμενο-οντότητα, είτε πρόκειται για πύργο στην άμμο είτε για μία επιστημονική θεωρία. Oτιδήποτε γίνεται κατανοητό, όταν κατασκευαστεί. Η παιγνιώδη όψη υπονοεί την αυτο-αναφερόμενη απόδοση νοήματος στην ιδέα του εποικοδομητισμού. Με έναυσμα τη βάση του εποικοδομητισμού όπου η διαδικασία της μάθησης προσεγγίζεται ως μαθαίνω-φτιάχνοντας (learning-by-making), ο ενδιαφερόμενος καλείται και ενθαρρύνεται να επεξεργαστεί, να κατασκευάσει προσωπικά την έννοια του εποικοδομητισμού. Η διατύπωση ενός ορισμού του εποικοδομητισμού θα ήταν οξύμωρο σχήμα.

Θέση πρωτεύουσας σημασίας κατέχει η ιδέα της εγγύτητας στα αντικείμενα: κάποιοι προτιμούν τρόπους σκέψης συνδεδεμένους άμεσα με τα φυσικά αντικείμενα, ενώ άλλοι χρησιμοποιούν αφηρημένα και τυπικά μέσα προκειμένου να αποστασιοποιούνται από το συγκεκριμένο.

Η μαστορική ως κεντρική έννοια στον εποικοδομητισμό

Κεντρικό σημείο του εποικοδομητισμού αποτελεί η έννοια του bricolage (μπρικολάζ: μαστόρεμα) ως τεχνικός όρος για τη μαθησιακή διαδικασία. Bricoleur (μπρικολέρ: μάστορας) είναι αυτός που ασχολείται με το bricolage. Η αφετηρία του bricolage έγκειται στην ανάπτυξη στρατηγικών οργάνωσης δουλειάς: ο μαθητευόμενος καθοδηγείται από την πορεία της δουλειάς του και δεν εμμένει σε ένα προκαθορισμένο σχέδιο.

«Η μάθηση αποτελείται από το κτίσιμο συνόλων από υλικά και εργαλεία που μπορεί κάποιος να χειριστεί και να χρησιμοποιήσει. Ίσως στο κέντρο όλων, είναι η διαδικασία της εργασίας με ό,τι έχεις.... Με την πιο ουσιαστική έννοια, ως μαθητευόμενοι, είμαστε όλοι μάστορες.... Αν το μαστόρεμα είναι ένα μοντέλο του πώς κτίζονται οι επιστημονικά έγκυρες θεωρίες, τότε μπορούμε ν’ αρχίσουμε να αποκτούμε μεγαλύτερο σεβασμό για τον εαυτό μας ως μάστορα.»

"O Εποικοδομητισμός ή Κονστρουκτιονισμός πρεσβεύει ότι οι μαθητευόμενοι κατασκευάζουν νέες ιδέες όταν ενεργά ασχολούνται με τη δημιουργία εξωτερικής κατασκευής -μπορεί ένα ρομπότ, ένα ποίημα, ένα κάστρο στην άμμο, ένα πρόγραμμα στον υπολογιστή- πάνω στις οποίες αναστοχάζονται και μοιράζονται με άλλους. Έτσι ο εποικοδομητισμός εμπλέκει δυο διαπλεκόμενους τύπους κατασκευής: την οικοδόμηση της γνώσης στο πλαίσιο οικοδόμησης κατασκευών με προσωπικό νόημα. (Kafai & Resnick, 1996, Constructionism in practice).

Εποικοδομιστές και Μάθηση

Οι εποικοδομιστές ή κοστρουκτιβιστές βλέπουν την μάθηση ως ενεργό διαδικασία στην οποία οι μαθητές/τριες κατασκευάζουν ενεργά τη γνώση δεδομένου ότι προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο που τους περιβάλλει.


Κάθε οργανισμός συνθέτει νοητικά πρότυπα ή σχήματα μέσω των οποίων κατανοεί τις εμπειρίες του.Αυτά τα νοητικά πρότυπα κατασκευάζονται με βάση την προγενέστερη γνώση, τις νοητικές δομές και τις υπάρχουσες πεποιθήσεις του. Η μάθηση είναι απλά η εσωτερική ρύθμιση των νοητικών προτύπων ή σχημάτων, ώστε να ενσωματώσουν τις νέες εμπειρίες. Διακρίνονται δυο κατευθύνσεις στη σκέψη των εποικοδομιστών:

  1. Εκείνοι που έχουν την πραγματιστική άποψη ότι η γνώση είναι μια διαδικασία έρευνας με την οποία οι μαθητές κατασκευάζουν τελικά τα νοητικά σχήματα που αντιστοιχούν στο περιβάλλον που  παρατηρούν.

  2. Εκείνοι που έχουν τη ριζική άποψη ότι η γνώση χρησιμεύει για να οργανώσει τον εμπειρικό κόσμο του μαθητή (να καταλαβαίνει τι είναι αυτό που παρατηρεί) παρά για να ανακαλύψει την οντολογική πραγματικότητα αυτών που παρατηρεί.



   Μια νέα τάση στον κονστρουκτιβισμό (εποικοδομισμό) είναι ο αναπαραστατικός κονστρουκτιβισμός. Η θέση του αναπαραστατικού εποικοδομισμού είναι ότι δεν λαμβάνει υπόψη μόνο τον αντικειμενικό κόσμο ούτε μόνο την υποκειμενική έννοια του κόσμου που δομείται μέσα μας.Αντίθετα και τα δυο συμπλέκονται κατά τη διάρκεια διεξαγωγής μιας δραστηριότητας σε ένα δεσμό που λέγεται δομική σύζευξη. Αυτή η φιλοσοφία υποστηρίζει την ιδέα ότι η κατανόηση των μετασχηματισμών του κόσμου που μας περιβάλλει γίνεται με τον μετασχηματισμό του νου.



   Οι εποικοδομιστές έχουν τις ακόλουθες απόψεις:


1. Ο νους είναι η εσωτερική αντιπροσώπευση της εξωτερικής πραγματικότητας
2. Η γνώση εγκαθίσταται στο νου, σαν αποτέλεσμα μάθησης από την προσωπική ερμηνεία του κόσμου
3. Η σκέψη στηρίζεται στην αντίληψη και τη σωματική εμπειρία (άσκηση)
4. Η έννοια κατασκευάζεται εσωτερικά και αναπτύσσεται με βάση την εμπειρία
5. Η κατανόηση της έννοιας απαιτεί την κατανόηση του όλου και του μέρους της
6. Η μάθηση είναι η αναζήτηση του νοήματος των εννοιών

   Σύμφωνα με τον εποικοδομισμό το γεγονός της μάθησης χαρακτηρίζεται από τα παρακάτω:

α.Το περιεχόμενο της μάθησης δεν ορίζεται εκ των προτέρων, αλλά πρέπει να κατασκευαστεί με τη γνώση των μαθητών/τριών.Αυτή η γνώση πρέπει να ενσωματωθεί στο πρόγραμμα σπουδών και σε άλλους σχετικούς τομείς της σχολικης δραστηριότητας.

β. Το περιεχόμενο της γνώσης περιλαμβάνει την πολυαισθητηριακή ενεργή συμμετοχή του μαθητή/τριας.Οι μαθητές παρουσιάζουν ένα συγκεκριμένο πρόβλημα που πρέπει να λύσουν.  Η μάθηση πρέπει να γίνεται μέσα σε αυθεντικές συνθήκες και σε ρεαλιστικά πλαίσια.

γ.Οι δεξιότητες επίλυσης προβλήματος που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων είναι μοναδικές σε κάθε άτομο. Η μάθηση πραγματοποιείται μέσω της ανακάλυψης, της εμπειρίας και της διαμόρφωσης προτύπων. Ο μαθητής συμμετέχει ενεργά χρησιμοποιώντας το υλικό μάθησης και έχει τον έλεγχο της μάθησης. Τα προβλήματα λύνονται ολοκληρωτικά. Ο μαθητής ακολουθεί το δικό του ρυθμό μάθησης και για να δράσει πρέπει να παρακινηθεί πραγματικά.

δ. Ενθαρρύνεται η επικοινωνία μεταξύ των μαθητών. Η προς μάθηση έννοια συζητιέται από τις όλες τις πλευρές.

ε.Ο εκπαιδευτικός αναλαμβάνει το ρόλο του βοηθού στη μάθηση. Ο εκπαιδευτικός υποστηρίζει τον μαθητή για να κατασκευάσει τα εννοιολογικά και λειτουργικά νοητικά σχήματα των αντικειμένων της μάθησης.

στ. Η αξιολόγηση αποτελεί μέρος της διαδικασίας μάθησης. Ο μαθητής αξιολογείται από τον εκπαιδευτικό, αλλά αξιολογεί και ο ίδιος την πρόοδό του. Η αποτυχία του μαθητή σημαίνει ότι έχει ανάγκη βοήθειας.

   Ο εκπαιδευτικός εποικοδομισμός ή εποικοδομητισμός (κονστρουκτιβισμός) μπορεί να διαιρεθεί σε ατομικό (προσωπικό) και κοινωνικό κονστρουκτιβισμό.  Στον προσωπικό κονστρουκτιβισμό είναι το μεμονωμένο πρόσωπο που κάνει την κατασκευή ή την επεξεργασία των γνωστικών δομών και των δομών της μνήμης. Οι θεωρίες του Von Glaserfeld και του Piaget εμπίπτουν κυρίως σε αυτήν την κατηγορία.  Ο κοινωνικός κονστρουκτιβισμός περιλαμβάνει μια ομάδα που κάνει την κατασκευή των γνωστικών δομών και των δομών της μνήμης. Οι θεωρίες Vygotsky και Bandura είναι σημαντικές στην περιγραφή αυτών των ομαδικών διαδικασιών μάθησης.

Οι κυριότεροι θεωρητικοί του εποικοδομισμού είναι οι:

Max Wertheimer(1880-1943): Θεωρία της τέλειας μορφής


Μαζί με τον Kohler και τον Koffka, ο Wertheimer ήταν ένας από τους κύριους υπερασπιστές της θεωρίας της τέλειας μορφής που έδωσαν έμφαση στις γνωστικές λειτουργίες την εποχή της παντοδυναμίας του συμπεριφορισμού. Η Βάση της θεωρίας της τέλειας μορφής ήταν η ιδέα «της ομαδοποίησης» των χαρακτηριστικών των ερεθισμάτων μας αναγκάζουν να ερμηνεύσουμε κάτι που παρατηρούμε ή ένα πρόβλημα με έναν ορισμένο τρόπο (Wertheimer, 1922). Οι αρχικοί παράγοντες που καθορίζουν την ομαδοποίηση είναι : (1) η εγγύτητα -  τα στοιχεία τείνουν να συνδυάζονται μεταξύ τους σύμφωνα με την συγγένειά τους , (2) ομοιότητα -  στοιχεία που είναι παρόμοια συνδυάζονται, (3) η ολοκλήρωση - τα στοιχεία συνδυάζονται άν τείνουν να ολοκληρώσουν κάποια οντότητα, και (4) η απλότητα - τα στοιχεία οργανώνονται σε μορφή απλών αριθμών σύμφωνα με τη συμμετρία, την τακτικότητα, και την ομαλότητα. Αυτοί οι παράγοντες ονομάστηκαν νόμοι της οργάνωσης και εξηγήθηκαν στα πλαίσια της αντίληψης και της επίλυσης προβλήματος. Ο Wertheimer ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τις στρατηγικές επίλυσης προβλήματος. 

Ο Werthiemer (1959) προσπάθησε να ερμηνεύσει με τη θεωρία της τέλειας μορφής τα στάδια επίλυσης προβλήματος που χρησιμοποίησαν διάσημοι επιστήμονες(π.χ., Γαλιλαίος, Einstein) καθώς επίσης και τα στάδια που διέρχονται τα παιδιά κατά την επίλυση προβλήματος στα Μαθηματικά. Η ουσία μιας επιτυχημένης συμπεριφοράς επίλυσης προβλήματος σύμφωνα με τον Wertheimer είναι να είναι σε θέση ο μαθητής/τρια να δει τη γενική δομή του προβλήματος: Να εστιάζει στα σημαντικά στοιχεία ενός προβλήματος, χωρίς να τα απομονώνει από τα υπόλοιπα. Μ'αυτόν τον τρόπο αναπτύσσεται μια νέα, βαθύτερη δομική άποψη της κατάστασης του προβλήματος, που περιλαμβάνει αλλαγές στις λειτουργικές έννοιες, στις ομαδοποιήσεις των στοιχείων, κλπ. Οδηγούμενος ο μαθητής από αυτό που απαιτείται από τη δομή ενός προβλήματος σε ένα στάδιο επίλυσης, οδηγείται σε μια λογική πρόβλεψη, η οποία όπως τα άλλα μέρη της δομής, πρέπει να επαληθευτεί άμεσα ή έμμεσα.


Η θεωρία της τέλειας μορφής ισχύει για όλες τις πτυχές της ανθρώπινης μάθησης, αν και ισχύει αμεσότερα για τις δεξιότητες της αντίληψης και της επίλυσης προβλήματος. Κλασικό παράδειγμα των αρχών της τέλειας μορφής του Wertheimer είναι τα παιδιά που βρίσκουν το εμβαδό των παραλληλογράμμων. Εφ'όσον τα παραλληλόγραμμα είναι ορθογώνια, εφαρμόζεται μια τυποποιημένη διαδικασία αναγνώρισης (βλέποντας πως οι πλευρές είναι κάθετες και οι γωνίες ορθές). Αν όμως ένα παραλληλόγραμμο έχει μια άλλη μορφή(είναι πλάγιο)ή έχει έναν άλλο προσανατολισμό, δεν θα λειτουργήσει η τυποποιημένη διαδικασία  και τα παιδιά αναγκάζονται να λύσουν το πρόβλημα με την κατανόηση της πραγματικής δομής του παραλληλογράμμου.


Αρχές της τέλειας μορφής:


1. Ο μαθητής πρέπει να ενθαρρυνθεί για να ανακαλύψει την βαθύτερη φύση ενός θέματος ή ενός προβλήματος(δηλ., η σχέση μεταξύ των στοιχείων)
2. Τα κενά, οι ασυμφωνίες ή οι ανησυχίες είναι σημαντικά ερεθίσματα για την μάθηση
3. Η διδασκαλία πρέπει να βασίζεται στους νόμους της οργάνωσης: εγγύτητα, ολοκλήρωση, ομοιότητα και απλότητα


Jean Piaget(1896-1980):  Γενετική επιστημολογία

   Για μία περίοδο εξήντα χρόνων ο Jean Piaget διηύθυνε ένα πρόγραμμα φυσιοκρατικής έρευνας που έχει επηρεάσει βαθιά την κατανόηση της ψυχοσωματικής ανάπτυξης των παιδιών. Ο Piaget ονόμασε το γενικό θεωρητικό πλαίσιό του «γενετική επιστημολογία» επειδή ενδιαφέρθηκε πρώτιστα για το πώς αναπτύχθηκε η γνώση  στους ανθρώπινους οργανισμούς. Ο Piaget είχε ένα σοβαρό γνωστικό υπόβαθρο και στη βιολογία και στη φιλοσοφία και οι έννοιες των δυο αυτών επιστημών επηρέασαν τη θεωρία του για την παιδική ανάπτυξη.

Η έννοια της γνωστικής δομής είναι κεντρική έννοια στη θεωρία του. Οι γνωστικές δομές είναι σχέδια φυσικής ή νοητικής δράσης που αποτελούν τη βάση των ενεργειών του νου και αντιστοιχούν σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης των παιδιών.  Υπάρχουν τέσσερις αρχικές γνωστικές δομές (στάδια ανάπτυξης) σύμφωνα με τον Piaget: το αισθητικοκινητικό, το προλογικό,το στάδιο των συγκεκριμένων ενεργειών και το στάδιο των τυπικών ή συμβολικών ενεργειών. Στο αισθητικοκινητικό στάδιο (0-2 έτη), η νοημοσύνη λαμβάνει τη μορφή κινητικών ενεργειών. Η νοημοσύνη στην περίοδο του προλογικού σταδίου(3-7 έτη) είναι διαισθητικής φύσης. Η γνωστική δομή κατά τη διάρκεια του σταδίου των συγκεκριμένων πράξεων(8-11 έτη) είναι λογική αλλά εξαρτάται από συγκεκριμένες αναφορές. Στη τελική φάση των τυπικών - συμβολικών διαδικασιών(12-15 έτη), η σκέψη γίνεται αφαιρετική και συμβολική.

Οι γνωστικές δομές του ατόμου αλλάζουν μέσω των διαδικασιών της προσαρμογής: της αφομοίωσης και της συμμόρφωσης. Η αφομοίωση περιλαμβάνει την ερμηνεία των γεγονότων από την άποψη της υπάρχουσας γνωστικής δομής ενώ η συμμόρφωση αναφέρεται στην αλλαγή της γνωστικής δομής για να κατανοήσει το περιβάλλον. Η γνωστική ανάπτυξη συντελείται από την σταθερή προσπάθεια του ατόμου να προσαρμοστεί στο περιβάλλον από την άποψη της αφομοίωσης και της συμμόρφωσης. Ενώ τα στάδια γνωστικής ανάπτυξης που προσδιορίζονται από τον Piaget συνδέονται με την ηλικία του ατόμου, ποικίλλουν σε κάθε άτομο. Επιπλέον, κάθε στάδιο έχει πολλές λεπτομερείς δομικές μορφές. Παραδείγματος χάριν, το στάδιο των συγκεκριμένων ενεργειών έχει περισσότερες από σαράντα ευδιάκριτες δομές που καλύπτουν έννοιες όπως η ταξινόμηση, οι σχέσεις, ο χώρος, ο χρόνος, η κίνηση,η πιθανότητα, ο αριθμός, η διατήρηση και η μέτρηση.Ο Piaget ερεύνησε τις επιπτώσεις της θεωρίας του σε όλες τις πτυχές της γνώσης, της νοημοσύνης και της ψυχικής ανάπτυξης των παιδιών. Πολλά από τα πειράματα του Piaget στράφηκαν στην ανάπτυξη των μαθηματικών και λογικών εννοιών. Η θεωρία έχει εφαρμοστεί εκτενώς στη διδασκαλία και στο ΑΠΣ της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι ιδέες του Piaget επηρέασαν τη σκέψη άλλων σπουδαίων ερευνητών, όπως ο Seymour Papert.

   Σε εφαρμογή της θεωρίας του Piaget οι δάσκαλοι στο αισθητικοκινητικό στάδιο των παιδιών πρέπει να προσπαθήσουν να παρέχουν ένα πλούσιο και παρακινητικό περιβάλλον με άφθονα αντικείμενα για να παίξουν. Στο στάδιο των συγκεκριμένων πράξεων θα πρέπει να περιλάβουν προβλήματα ταξινόμησης, σειράς,θέσης,διατήρησης χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα αντικείμενα.

Αρχές της θεωρίας του:

1. Τα παιδιά δίνουν διαφορετικές εξηγήσεις της πραγματικότητας στα διάφορα στάδια γνωστικής ανάπτυξης
2. Η γνωστική ανάπτυξη διευκολύνεται με την παροχή δραστηριοτήτων ή καταστάσεων που ενεργοποιούν τους μαθητές και επιτυγχάνουν την προσαρμογή των γνωστικών σχημάτων του νου τους (αφομοίωση, συμμόρφωση)
3. Τα υλικά μάθησης και οι δραστηριότητες πρέπει να εναρμονίζονται με το επίπεδο των νοητικών διαδικασιών για ένα παιδί της συγκεκριμένης ηλικίας. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αποφεύγουν να εισάγουν τους μαθητές στην εκτέλεση στόχων που είναι πέρα από τις τρέχουσες γνωστικές ικανότητές τους.




 Lev Vygotsky(1836-1934):  Θεωρία της κοινωνικής ανάπτυξης

Το σημαντικότερο θέμα του θεωρητικού πλαισίου του Vygotsky είναι ότι η κοινωνική αλληλεπίδραση διαδραματίζει έναν θεμελιώδη ρόλο στην ανάπτυξη της γνώσης. Είπε:(1978): «Κάθε λειτουργία στην πολιτιστική ανάπτυξη του παιδιού εμφανίζεται δύο φορές: κατ'αρχάς, στο κοινωνικό επίπεδο, και κατόπιν σε ατομικό  επίπεδο, δηλαδή μια φορά μεταξύ των ανθρώπων (interpsychological) και έπειτα μέσα στο παιδί (intrapsychological). Μια δεύτερη πτυχή της θεωρίας του Vygotsky είναι η ιδέα ότι η δυνατότητα για τη γνωστική ανάπτυξη εξαρτάται από τη «ζώνη της επικείμενης ανάπτυξης», ένα επίπεδο ανάπτυξης που επιτυγχάνεται όταν συμμετέχουν τα παιδιά σε ομαδικές δραστηριότητες. Η πλήρης ανάπτυξη της ζώνης επικείμενης ανάπτυξης εξαρτάται από την κοινωνική αλληλεπίδραση. Ως Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης θεωρείται η δυνατότητα της νοητικής και μαθησιακής ανάπτυξης του παιδιού με την καθοδήγηση του ενήλικα ή του συμμαθητή του σε σχέση με το τι μπορεί να καταφέρει μόνο του χωρίς την παρεμβολή των ενηλίκων ή των συμμαθητών. Η θεωρία του Vygotsky ήταν μια προσπάθεια να εξηγηθεί η συνείδηση ως τελικό προϊόν της κοινωνικοποίησης. Παραδείγματος χάριν, στην μάθηση της γλώσσας, οι πρώτες εκφράσεις μας με τους συνομηλίκους ή τους ενήλικες έχουν σκοπό την επικοινωνία αλλά μόλις κατανοηθούν,εσωτερικοποιούνται και γίνονται «εσωτερική ομιλία». Η θεωρία του Vygotsky συμπληρώνει την θεωρία του Bandura στην κοινωνική μάθηση και είναι συστατικό κλειδί της θεωρίας της πλαισιωμένης μάθησης.

Η κοινωνικοπολιτισμική θεωρία είναι μια γενική θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης. Το μεγαλύτερο μέρος της εργασίας του Vygotsky έγινε στα πλαίσια της μάθησης της Γλώσσας στα παιδιά (Vygotsky, 1962), αν και οι μεταγενέστερες εφαρμογές του πλαισίου της θεωρίας του είναι ευρύτερες. Ένα παράδειγμα της θεωρίας του είναι το παράδειγμα με το τυχαίο γνέψιμο ενός δαχτύλου του χεριού. Αρχικά, αυτή η κίνηση γίνεται χωρίς νόημα. Πιάνοντας την κίνηση  εντούτοις οι άνθρωποι αντιδρούν στη χειρονομία αυτή, η οποία γίνεται μια κίνηση που αποχτά σημασία και νόημα. Συγκεκριμένα η χειρονομία αντιπροσωπεύει μια διαπροσωπική σύνδεση μεταξύ των ατόμων.

Αρχές της θεωρίας του:

1. Η γνωστική ανάπτυξη περιορίζεται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ηλικίας
2. Η πλήρης γνωστική ανάπτυξη απαιτεί την κοινωνική αλληλεπίδραση


Jerome Bruner(1915-..): Θεωρία της ανακάλυψης της γνώσης

Ένα σημαντικό θέμα στο θεωρητικό πλαίσιο του Bruner είναι ότι η μάθηση είναι μια ενεργός διαδικασία στην οποία οι μαθητές κατασκευάζουν τις νέες ιδέες ή τις έννοιες που βασίζονται στις προηγούμενες γνώσεις και εμπειρίες τους. Ο μαθητής επιλέγει και μετασχηματίζει τις πληροφορίες, κάνει υποθέσεις, και παίρνει αποφάσεις, που στηρίζονται στην υπάρχουσα γνωστική δομή του. Η γνωστική δομή του ατόμου δίνει νόημα και οργανώνει τις εμπειρίες επιτρέποντάς του "να πάει πιο πέρα από την δοθείσα πληροφορία".

Όσον αφορά στην εκπαίδευση, ο εκπαιδευτικός πρέπει να ενθαρρύνει τους μαθητές για να ανακαλύψουν μόνοι τους τις αρχές των εννοιών. Ο εκπαιδευτικός και ο μαθητής πρέπει να συμμετέχουν σε έναν ενεργό διάλογο (σωκρατική μάθηση). Ο στόχος του εκπαιδευτικού είναι να μεταφράσει τις πληροφορίες που μαθαίνονται σε ένα σχήμα κατάλληλο για τη τρέχουσα νοητική κατάσταση του μαθητή. Το πρόγραμμα σπουδών πρέπει να οργανωθεί κατά τρόπο σπειροειδή έτσι ώστε ο μαθητής να χτίζει συνεχώς επάνω σε αυτό που ήδη έχει μάθει. Ο Bruner (1966) δήλωσε ότι μια διδασκαλία πρέπει να εξετάζει τέσσερις σημαντικές πτυχές: (1) την προδιάθεση προς την μάθηση, (2) τους τρόπους με τους οποίους ένα σώμα γνώσης μπορεί να κτιστεί έτσι ώστε μπορεί να κατανοηθεί ευκολότερα από τον μαθητή, (3) τους αποτελεσματικούς τρόπους παρουσίασης του μαθησιακού υλικού, και (4) τη φύση και τον ρυθμό των ανταμοιβών και των τιμωριών. Οι καλές μέθοδοι για την απόκτηση της γνώσης πρέπει να οδηγούν στην απλούστευση, να γεννούν νέες προτάσεις, και να αναπτύσσουν μεθοδους καλής διαχείρισης της πληροφορίας.


Η εποικοδομιστική θεωρία του Bruner είναι ένα γενικό πλαίσιο για την διδασκαλία που βασίζεται στη μελέτη της γνώσης. Ένα μεγάλο μέρος της θεωρίας συνδέεται με την έρευνα της νοητικής ανάπτυξης των παιδιών. Οι ιδέες που σκιαγράφησε ο Bruner(1960) προήλθαν από έρευνες που εστιάστηκαν στη μάθηση των Φυσικών Επιστημών και των Μαθηματικών. Ο Bruner(1983) εστίασε τις έρευνές του στη μάθηση της Γλώσσας από τα μικρά παιδιά.


Αρχές της θεωρίας του:

1. Η διδασκαλία πρέπει να συνδυαστεί με την εμπειρία και τα πλαίσια που καθιστούν τον μαθητή πρόθυμο και ικανό να μάθει(ετοιμότητα)
2. Η διδασκαλία πρέπει να κτιστεί έτσι ώστε μπορεί να κατανοηθεί εύκολα από το μαθητή(σπειροειδής οργάνωση)
3. Η διδασκαλία πρέπει να έχει ως σκοπό να διευκολύνει τις υποθέσεις ή να συμπληρώσει τα κενά του μαθητή(που προχωρούν πιο πέρα από τις πληροφορίες που δίνονται).


Albert Bandura (1925-..): Κοινωνική θεωρία μάθησης 


Η κοινωνική θεωρία μάθησης του Bandura υπογραμμίζει τη σημασία της παρατήρησης και της μοντελοποίησης των συμπεριφορών,των στάσεων,και των συναισθηματικών αντιδράσεων των άλλων με βάση πρότυπα συμπεριφοράς. Είπε(1977): «Η μάθηση θα ήταν υπερβολικά κοπιαστική, για να μην αναφέρουμε επικίνδυνη, εάν οι άνθρωποι έπρεπε να στηριχθούν απλώς στα αποτελέσματα των ενεργειών τους για να ενημερώνονται για το τι να κάνουν. Ευτυχώς, το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης συμπεριφοράς μαθαίνεται παρατηρητικά μέσω της μοντελοποίησης προτύπου. Παρατηρώντας τη συμπεριφορά των άλλων μπορούμε να διαμορφώσουμε μια ιδέα για το πώς επιτελούνται οι νέες συμπεριφορές, και στις  πιο πρόσφατες περιπτώσεις αυτές οι κωδικοποιημένες πληροφορίες χρησιμεύουν σαν ένας οδηγός για  δράση.

Η κοινωνική θεωρία μάθησης εξηγεί τη ανθρώπινη συμπεριφορά από την άποψη της συνεχούς αμοιβαίας αλληλεπίδρασης μεταξύ της γνωστικής λειτουργίας, της εξωτερικής συμπεριφοράς και της επιρροής που δέχεται το άτομο από το περιβάλλον. Οι συνιστάμενες διαδικασίες της μάθησης με παρατήρηση είναι: (1) η προσοχή,(2) η διατήρηση, (3) η αναπαραγωγή, (4) η παρακίνηση. Επειδή η κοινωνική θεωρία μάθησης ασχολείται με την προσοχή, τη μνήμη και τα κίνητρα καλύπτει και τα γνωστικά και τα συμπεριφοριστικά πλαίσια. Η θεωρία του Bandura βελτιώνει την αυστηρά συμπεριφοριστική ερμηνεία των προτύπων των Miller& Dollard (1941).Η εργασία του Bandura συσχετίζεται με τις θεωρίες του Vygotsky και του Lave που υπογραμμίζουν επίσης το πρωταρχικό ρόλο της κοινωνικής μάθησης.

Η κοινωνική θεωρία μάθησης έχει εφαρμοστεί εκτενώς στην κατανόηση της επιθετικότητας(Bandura, 1973) και των ψυχολογικών διαταραχών, ιδιαίτερα στα πλαίσια της τροποποίησης της συμπεριφοράς(Bandura, 1969). Είναι επίσης κατάλληλη θεωρητική βάση για την τεχνική της συμπεριφοράς των προτύπων που χρησιμοποιείται ευρέως σε διάφορα επιμορφωτικά προγράμματα. Τα τελευταία χρόνια, ο Bandura έχει στρέψει την προσοχή του στην έννοια της αυτοαποτελεσματικότητας μέσα σε ποικίλα πλαίσια(Bandura, 1997). Τα πιο κοινά (και κυρίαρχα) παραδείγματα των κοινωνικών καταστάσεων μάθησης είναι τηλεοπτικές διαφημίσεις. Μια διαφήμιση προσπαθεί να μας πείσει για παράδειγμα ότι η κατανάλωση ενός ορισμένου ποτού ή η χρησιμοποίηση ενός ιδιαίτερου σαμπουάν τρίχας θα μας κάνει δημοφιλείς και επιπλέον ότι θα κερδίσουμε το θαυμασμό των άλλων. Ανάλογα με τις σχετικές συστατικές διαδικασίες της διαφήμισης (ο τρόπος με τον οποίο πλασάρεται αποσπώντας μας την προσοχή και κεντρίζοντας τα κίνητρά μας), μπορούμε να διαμορφώσουμε τη συμπεριφορά που παρουσιάζεται στη διαφήμιση και να αγοράσουμε το προϊόν που διαφημίζεται.

Αρχές της θεωρίας:

1. Το πιο  υψηλό επίπεδο μάθησης με την παρατήρηση προτύπου επιτυγχάνεται οργανώνοντας πρώτα και προβάροντας την πρότυπη συμπεριφορά συμβολικά και έπειτα εφαρμόζοντάς την φανερά. Η κωδικοποίηση της πρότυπης συμπεριφοράς με λέξεις, ετικέτες ή εικόνες έχει καλύτερα αποτελέσματα στη διατήρησή τους από την απλή παρατήρησή της.
2. Τα άτομα είναι πιθανότερο να υιοθετήσουν μια πρότυπη συμπεριφορά εάν αυτή οδηγεί στα αποτελέσματα που επιθυμούν.
3. Τα άτομα είναι πιθανότερο να υιοθετήσουν μια συμπεριφορά, άν το πρότυπο είναι παρόμοιο με τον παρατηρητή,αν διαθέτει γόητρο και αν η συμπεριφορά του έχει πρακτική αξία.


Ernst Von Glaserfeld: Ριζικός εποικοδομισμός.


Ο Ernst Von Glaserfeld είναι ένας από τους κύριους αποστόλους του ριζικού κονστρουκτιβισμού.Ο ριζικός κονστρουκτιβισμός απορρίπτει την παραδοσιακή φιλοσοφική θέση του ρεαλισμού και υιοθετεί μια θέση σχετικιστική.  Η παραδοσιακή άποψη του ρεαλισμού βλέπει τη γνώση ως αντιπροσώπευση μιας απόλυτης πραγματικότητας - ένας κόσμος «εκεί έξω» πριν από τη βίωση.  Οι ριζικοί δομιστές βλέπουν τη γνώση ως κάτι που κατασκευάζεται προσωπικά από τα άτομα, με έναν ενεργό τρόπο, δεδομένου ότι προσπαθούν να δώσουν νόημα στις κοινωνικά αποδεκτές και κοινές έννοιες. Όπως ο ίδιος ο von Glaserfeld  λέει:"η γνώση είναι το αποτέλεσμα μιας εποικοδομητικής δραστηριότητας για ένα συγκεκριμένο θέμα, κι όχι κάποιο αγαθό που κατά κάποιο τρόπο βρίσκεται έξω από τον γνώστη. Η γνώση μπορεί να μεταβιβαστεί και να φιλτραριστεί με την αντίληψη των αισθήσεων και με τη γλωσσική επικοινωνία".




 Jean Lave: Πλαισιωμένη μάθηση 



Η Lave υποστηρίζει ότι η μάθηση όπως εμφανίζεται κανονικά είναι η εκδήλωση μιας δραστηριότητας που τοποθετείται μέσα στα πολιτιστικά και κοινωνικά πλαίσια όπου προκύπτει(είναι τοποθετημένη). Αυτή η θεώρηση αντιπαραβάλλεται με τις περισσότερες δραστηριότητες μάθησης στις σχολικές αίθουσες που δίνουν αποσπασματική,αφηρημένη γνώση και έξω από τα πλαίσια αυθεντικής παραγωγής της. Η κοινωνική αλληλεπίδραση είναι ένα κρίσιμο συστατικό της πλαισιωμένης μάθησης - οι μαθητές δραστηριοποιούνται σε «κοινότητες πρακτικής» που ενσωματώνουν ορισμένες πεποιθήσεις και συμπεριφορές τις οποίες πρέπει να αποκτήσουν. Καθώς ο μαθητής κινείται από την περιφέρεια της κοινότητας  πρακτικής προς το κέντρο της, γίνεται ολοένα πιο ενεργός και προικίζεται με τα πολιτιστικά αγαθά της κοινότητας. Ως εκ τούτου ύστερα από την πάροδο ορισμένου χρόνου αναλαμβάνει το ρόλο του έμπειρου. Επιπλέον, η πλαισιωμένη μάθηση είναι συνήθως ακούσια παρά σκόπιμη. Αυτές τις ιδέες οι Lave & Wenger(1991) ονόμασαν διαδικασία της «λογικής περιφερειακής συμμετοχής.» Άλλοι ερευνητές έχουν αναπτύξει περαιτέρω τη θεωρία της πλαισιωμένης μάθησης. Οι Collins & Duguid (1989) υπογράμμισαν την ιδέα της γνωστικής μαθητείας: Η γνωστική μαθητεία υποστηρίζει την μάθηση σε ένα τομέα με τη διευκόλυνση των σπουδαστών για να αποκτήσουν, να αναπτύξουν και να χρησιμοποιήσουν γνωστικά εργαλεία μέσα σε αυθεντικές δραστηριότητες. Μαθαίνοντας μέσα και έξω από το σχολείο ο μαθητής προάγει τις νοητικές του ικανότητες μέσω της συνεργατικής κοινωνικής αλληλεπίδρασης και της κοινωνικής κατασκευής της γνώσης. Ο Brown επίσης υπογράμμισε την ανάγκη για μια νέα επιστημολογία για την μάθηση που να υπογραμμίζει την ενεργή αντίληψη πέρα από τις έννοιες και απεικονίσεις.Ο Suchman(1988) ερεύνησε την πλαισιωμένη μάθησης στα πλαίσια της τεχνητής νοημοσύνης.

   Η πλαισιωμένη μάθηση είναι μια γενική θεωρία απόκτησης της γνώσης. Έχει εφαρμοστεί στα πλαίσια των βασισμένων στην τεχνολογία δραστηριοτήτων μάθησης για τα σχολεία που εστιάζουν σε δεξιότητες επίλυσης προβλήματος. Παράδειγμα:Οι Lave & Wenger (1991) έδωσαν μια ανάλυση της πλαισιωμένης μάθησης σε πέντε διαφορετικές τοποθετήσεις: Μαίες Yucatec, παλιές ράφτες, αξιωματικοί ναυτικού, χασάπηδες και αλκοολικοί. Σε όλες τις περιπτώσεις, υπήρξε μια βαθμιαία απόκτηση της γνώσης και των δεξιοτήτων - στην αρχή σαν αρχάριοι που σιγά σιγά μαθαίνουν από τους ειδικούς στα πλαίσια των καθημερινών δραστηριοτήτων.

Αρχές της θεωρίας:

1. Η γνώση πρέπει να παρουσιαστεί σε ένα αυθεντικό πλαίσιο, δηλαδή το περιβάλλον και οι εφαρμογές που θα μπορούσαν να προωθήσουν τη γνώση πρέπει να είναι πραγματικό περιβάλλον καθημερινής ζωής.
2. Η μάθηση απαιτεί κοινωνική διάδραση και συνεργασία.



 John Bransford: Αγκυροβολημένη διδασκαλία


Η αγκυροβολημένη διδασκαλία/μάθηση είναι ένα σημαντικό παράδειγμα για τη βασισμένη στην τεχνολογία μάθηση που έχει αναπτυχθεί από την ομάδα γνώσης & τεχνολογίας στο Vanderb ilt (CTGV) υπό την εποπτεία του John Bransford. Ενώ πολλοί επιστήμονες έχουν συμβάλει στην θεωρία της αγκυροβολημένης διδασκαλίας/μάθησης ο Bransford είναι ο κύριος εκπρόσωπός της και ως εκ τούτου η θεωρία αποδίδεται σ'αυτόν.Η αρχική εστίαση της εργασίας του ήταν στην ανάπτυξη των διαλογικών εργαλείων βιντεοδίσκων που ενθάρρυναν τους σπουδαστές και τους δασκάλους για να θέσουν και να λύσουν σύνθετα, ρεαλιστικά προβλήματα.Τα τεχνολογικά υλικά χρησιμεύουν σαν «άγκυρες» ή "μικροπλαίσια"για την μεταγενέστερη μάθηση και διδασκαλία. Όπως εξηγήθηκε από το CTGV (1993, p52):"Η σχεδίαση αυτών των αγκύρων ήταν αρκετά διαφορετική από τη σχεδίαση των βίντεο που  χρησιμοποιήθηκαν τυπικά στην εκπαίδευση. Ο στόχος μας ήταν να δημιουργήσουμε ενδιαφέροντα, ρεαλιστικά πλαίσια που να ενθαρρύνουν την ενεργή δόμηση της γνώσης από τους μαθητές. Οι άγκυρές μας ήταν περισσότερο ιστορίες παρά διδακτικές διαλέξεις και σχεδιάστηκαν για να εξερευνηθούν από τους μαθητές και τους δασκάλους".

   Η χρήση της αλληλεπιδραστικής τεχνολογίας των βιντεοδίσκων κάνει εύκολη την εξερεύνηση του περιεχομένου τους από τους μαθητές. Η αγκυροβολημένη διδασκαλία/μάθηση σχετίζεται και με τη θεωρία πλασιωμένης μάθησης. Η αρχική εφαρμογή της αγκυροβολημένης διδασκαλίας/μάθησης ήταν στη στοιχειώδη ανάγνωση, στην τεχνική της Γλώσσας και σε δεξιότητες μαθηματικών.

   Το CLGV έχει αναπτύξει ένα σύνολο διαλογικών προγραμμάτων βιντεοδίσκων αποκαλούμενων «σειρά επίλυσης προβλήματος Jasper Woodbury». Αυτά τα προγράμματα περιλαμβάνουν περιπέτειες στις οποίες χρησιμοποιούνται οι μαθηματικές έννοιες  για να λύσουν τα προβλήματα που παρουσιάζονται. Εντούτοις, η αγκυροβολημένη διδασκαλία/μάθηση είναι βασισμένη στο γενικό πρότυπο της επίλυσης προβλήματος(Bransford & Stein (1993).

Αρχές της θεωρίας:

1. Οι δραστηριότητες μάθησης και διδασκαλίας πρέπει να σχεδιάζονται γύρω από μια «άγκυρα» που πρέπει να είναι κάποιο είδος μελέτης περίπτωσης ή επίλυσης προβλήματος.
2. Τα υλικά του προγράμματος σπουδών πρέπει να επιτρέπουν την εξερεύνηση από τον αρχάριο μαθητή.



Carl Rogers(1902-1987):  Εμπειρική μάθηση


Ο Rogers διάκρινε δύο τύπους μάθησης:τον γνωστικό (χωρίς νόημα) και τον εμπειρικό (σημαντικός). Ο πρώτος τύπος αντιστοιχεί στην ακαδημαϊκή γνώση όπως η μάθηση των λέξεων της καρτέλας ή του πίνακα του πολλαπλασιασμού και ο δεύτερος αναφέρεται στην εφαρμοσμένη γνώση όπως η μάθηση για τη λειτουργία της μηχανής προκειμένου να επισκευαστεί ένα αυτοκίνητο. Το κλειδί για τη διάκριση είναι ότι η εμπειρική μάθηση καλύπτει τις ανάγκες και τα "θέλω"του μαθητευόμενου.

   Ο Rogers απαρίθμισε αυτές τις ιδιότητες της εμπειρικής μάθησης: προσωπική συμμετοχή, αυτομάθηση, αποτίμηση της μάθησης από τον μαθητευόμενο, επίδραση των αποτελεσμάτων της μάθησης στον μαθητευόμενο. Για τον Rogers, η εμπειρική μάθηση είναι αντίστοιχη της  προσωπικής αλλαγής και ανάπτυξης. Ο Rogers θεώρησε ότι όλα τα ανθρώπινα οντα έχουν μια φυσική ροπή προς την μάθηση. Ο ρόλος του δασκάλου είναι να διευκολύνει αυτού του είδους τη μάθηση. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να: (1) δημιουργεί θετικό κλίμα για την μάθηση, (2)να διευκρινίζει τους σκοπούς της μάθησης στον μαθητή, (3) να  οργανώνει και να παρέχει τους πόρους της  μάθησης, (4) να εξισορροπεί τα διανοητικά και τα συναισθηματικά συστατικά της μάθησης, και (5) να μοιράζεται τα συναισθήματα και τις σκέψεις με τους μαθητές του και να μη φέρεται εξουσιαστικά απέναντί τους. 

   Σύμφωνα με τον Rogers η μάθηση διευκολύνεται όταν: (1) ο μαθητής συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία μάθησης και έχει τον έλεγχο αυτού που μαθαίνει, (2) είναι βασισμένη για να ερευνά και να αντιμετωπίζει πρακτικά, κοινωνικά, προσωπικά προβλήματα, και (3) η αυτοαξιολόγηση είναι η κύρια μέθοδος για την αξιολόγηση της διαδικασίας και της επιτυχίας. Ο Rogers υπογράμμιζε επίσης τη σημασία του "μαθαίνω πώς να μαθαίνω"και της ανοικτής διάθεσης προς την εξέλιξη και την αλλαγή. 

   Η θεωρία της μάθησης του Ρότζερ προέρχεται από τις απόψεις του στην ψυχοθεραπεία και την ανθρωπιστική προσέγγιση στην ψυχολογία. Ισχύει πρώτιστα για τους ενήλικους μαθητευόμενους και έχει επηρεάσει πολλές άλλες θεωρίες της εκπαίδευσης ενηλίκων.Παράδειγμα της θεωρίας του: Ένα πρόσωπο που επιθυμεί να γίνει πλούσιο θα μπορούσε να αναζητήσει βιβλία ή άλλες πηγές οικονομικών μελετών, τρόπους επένδυσης, χρηματοδότες, τράπεζες, κ.λπ. Ένα τέτοιο άτομο θα αντιλαμβανόταν (και θα μάθαινε) οποιεσδήποτε πληροφορίες που θα του δινόταν πάνω σ'αυτό το θέμα με ένα τελείως διαφορετικό τρόπο από ένα άλλο πρόσωπο στο οποίο θα ανέθετε απλά να τις διαβάσει και να τις κατηγοριοποιήσει.

Αρχές της θεωρίας του:

1. Η σημαντική μάθηση πραγματοποιείται όταν το περιεχόμενό της είναι σχετικό με τα προσωπικά ενδιαφέροντα του μαθητή
2. Η μάθηση η οποία φοβίζει το άτομο(π.χ.οι νέες στάσεις ή προοπτικές) αφομοιώνεται ευκολότερα όταν είναι οι εξωτερικοί φόβοι ελαχιστοποιούνται
3. Η μάθηση προχωρά γρηγορότερα όταν ο φόβος για την απόχτησή της είναι μικρός
4. Η αυτοκαθορισμένη μάθηση είναι μόνιμη και κυρίαρχη.


John Dewey(1859-1952):   ο  πραγματισμός

Η προσέγγιση του Δαρβίνου στη μελέτη του ανθρώπινου οργανισμού επηρέασε κατά ένα μεγάλο μέρος τις επιστημονικές απόψεις του Dewey.  Σύμφωνα με τον Dewey η μάθηση οδηγείται από την αίσθηση της ανισορροπίας (γνωστική δυσαρμονία) του μαθητή όταν έρχεται αντιμέτωπος με τις νέες εμπειρίες και τις ιδέες παρά την ενίσχυση που του δίνεται. Για να εμφανιστεί η γνωστική ανάπτυξη, ο μαθητής θα πρέπει να θελήσει να μάθει και να είναι ενεργός στη διαδικασία μάθησης. Ο Dewey θεώρησε ότι η παραδοσιακή ενίσχυση για τη μάθηση της πληροφορίας οδηγούσε μόνο στην επιφανειακή μάθηση. Ο εκπαιδευτικός είναι αρμόδιος για τη δημιουργία των γεγονότων της μάθησης, στα οποία ο μαθητής εμπλέκεται σε προβληματικές καταστάσεις που τον παρακινούν για  να τις επιλύσει μαθαίνοντας.



Robert Spiro: Γνωστική θεωρία της ευελιξίας

Η γνωστική θεωρία ευελιξίας εστιάζει στη φύση της μάθησης σε περιοχές σύνθετες και προβληματικές. Οι Spiro & Jehng είπαν:«Με τη θεωρία της γνωστικής ευελιξίας, επισημαίνουμε τη δυνατότητα να αναδομήσουμε αυθόρμητα τη γνώση κάποιου, από πολλές απόψεις, προσαρμόζοντας τις αντιδράσεις του στις μεταβαλλόμενες περιστασιακές απαιτήσεις. Αυτή η θεωρία είναι μια παρουσίαση των τρόπων με τους οποίους αντιπροσωπεύεται η γνώση(με σύνθετες κι όχι με απλές εννοιολογικές διαστάσεις) και των διαδικασιών που δρουν στις διανοητικές απεικονίσεις(διαδικασίες σχηματισμού σύνθετων σχημάτων παρά απεικονίσεις απλών και άθικτων). Η θεωρία ενδιαφέρεται κατά ένα μεγάλο μέρος για τη μεταφορά της γνώσης και των δεξιοτήτων πέρα από την αρχική κατάσταση μάθησής τους. Για αυτόν τον λόγο, δίνεται έμφαση  πάνω στην παρουσίαση των πληροφοριών από όλες τις όψεις  με τη χρήση πολλών περιπτωσιολογικών μελετών που παρουσιάζονται με διαφορετικά παραδείγματα. Η θεωρία επίσης βεβαιώνει ότι η αποτελεσματική μάθηση είναι πλαισιωμένη, έτσι η διδασκαλία πρέπει να είναι πολύ συγκεκριμένη. Επιπλέον, η θεωρία τονίζει τη σημασία της δόμησης της γνώσης. Πρέπει να δίνονται στους μαθητές ευκαιρίες να αναπτύσσουν τις προσωπικές απεικονίσεις των πληροφοριών με σκοπό την αποτελεσματική μάθηση. Η γνωστική θεωρία της ευελιξίας διατυπώνεται ειδικά για να υποστηρίξει τη χρήση της διαλογικής τεχνολογίας (π.χ., βιντεοδίσκοι, υπερκείμενα). Οι αρχικές εφαρμογές της ήταν στην κατανόηση κειμένου, στην ιστορία, στη βιολογία και στην ιατρική. Παράδειγμα: Οι Jonassen, Ambruso & Olesen (1992) περιγράφουν μια εφαρμογή της γνωστικής θεωρίας της ευελιξίας στο σχεδιασμό ενός υπερκειμενικού προγράμματος για την μετάγγιση του αίματος στην ιατρική. Το πρόγραμμα παρέχει διάφορες διαφορετικές κλινικές περιπτώσεις που οι σπουδαστές πρέπει να εντοπίσουν και να διαχειριστούν τη χρησιμοποίηση των διάφορων διαθέσιμων πηγών πληροφορίας (συμπεριλαμβανομένων των συμβουλών από τους εμπειρογνώμονες). Το μαθησιακό περιβάλλον παρουσιάζει πολλαπλάσιες απεικονήσεις του περιεχομένου, είναι σύνθετο και υπογραμμίζει την κατασκευή της γνώσης από τον σπουδαστή.


Αρχές της θεωρίας:

1. Οι δραστηριότητες μάθησης πρέπει να παρέχουν πολλαπλές απεικονίσεις του περιεχομένου
2. Τα εκπαιδευτικά υλικά πρέπει να αποφεύγουν την υπεραπλούστευση της γνωστικής περιοχής και να υποστηρίζουν την πλαισιωμένη γνώση
3. Η διδασκαλία πρέπει να είναι βασισμένη στη μελέτη περιπτώσεων και να υποστηρίζει την κατασκευή γνώσης, όχι την απλή μετάδοση των πληροφοριών
4. Οι πηγές γνώσης πρέπει να είναι καλά διασυνδεμένες κι όχι χωρισμένες σε τμήματα.



Charles Reigeluth: Θεωρία επεξεργασίας των πληροφοριών

Σύμφωνα με τη θεωρία της επεξεργασίας, η διδασκαλία πρέπει να οργανώνεται ώστε να γίνεται ολοένα και πιο πολύπλοκη με σταθερά βήματα έχοντας σκοπό την βέλτιστη μάθηση. Παραδείγματος χάριν, διδάσκοντας έναν διδακτικό στόχο,παρουσιάζεται στα πρώτα μαθήματα η απλούστερη μορφή του στόχου  και στα επόμενα μαθήματα παρουσιάζονται οι πρόσθετες πληροφορίες κι έτσι η διδασκαλία σιγά σιγά γίνεται πιο πολύπλοκη καλύπτοντας όλη την έκταση των αντικειμένων διδασκαλίας. Σε κάθε μάθημα, ο μαθητής πρέπει να θυμάται όλες τις μορφές μάθησης που έχει εμπεδώσει (σύνοψη/σύνθεση).

   Μια βασική ιδέα της θεωρίας της επεξεργασίας της πληροφορίας είναι ότι ο μαθητής πρέπει να αναπτύξει ένα νοητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσαν να ενσωματωθούν οι μεταγενέστερες ιδέες και δεξιότητες. Η θεωρία επεξεργασίας της πληροφορίας προτείνει επτά σημαντικά στοιχεία στρατηγικής: (1) συγκεκριμένη επεξεργαστική ακολουθία(σειρά), (2) προαπαιτούμενες σειρές μάθησης, (3) περίληψη, (4) σύνθεση, (5) αναλογίες, (6) γνωστικές στρατηγικές, και (7) έλεγχος της γνώσης. Η επεξεργαστική ακολουθία ορίζεται ως μια απλή ή σύνθετη ακολουθία στην οποία το πρώτο μάθημα συνοψίζει τις ιδέες και τις δεξιότητες που ακολουθούν. Η σύνοψη αυτή θα πρέπει να γίνει βάσει ενός ενιαίου τύπου περιεχομένου (έννοιες, διαδικασίες, αρχές), αν και μπορούν να διαμορφωθούν ταυτόχρονα δύο ή περισσότεροι τύποι. Θα πρέπει επίσης η σύνοψη να περιλαμβάνει τη μάθηση μερικών θεμελιωδών και αντιπροσωπευτικών ιδεών ή δεξιοτήτων σε επίπεδο εφαρμογής.
   Υποστηρίζεται ότι η επεξεργαστική προσέγγιση της μάθησης έχει σαν αποτέλεσμα τον σχηματισμό σταθερότερων γνωστικών δομών και επομένως βοηθά στην καλύτερη διατήρηση και μεταφορά της γνώσης. Υποστηρίζεται επίσης ότι αυξάνει τα κίνητρα των μαθητών μέσω της δημιουργίας θεμελιωδών πλαισίων μάθησης. Η θεωρία επεξεργασίας της πληροφορίας είναι μια επέκταση των θεωριών του Ausubel (προκαταβολικοί οργανωτές) και του Bruner (σπειροειδές πρόγραμμα σπουδών). Πρακτικά όλες οι οι αρχές των οικονομικών επιστημών μπορούν να ερευνηθούν υπό το πρίσμα της θεωρίας της επεξεργασίας.

Αρχές της θεωρίας:

1. Η διδασκαλία θα είναι αποτελεσματικότερη εάν ακολουθεί μια στρατηγική επεξεργασίας, δηλαδή συνόψεις, αναλογίες, περιλήψεις, και συνθέσεις.
2. Υπάρχουν τέσσερις τύποι σχέσεων που είναι σημαντικές στο σχεδιασμό της διδασκαλίας: εννοιολογικές, διαδικαστικές, θεωρητικές και προϋποθέσεις μάθησης.

  
Thomas Sticht: Θεωρία του λειτουργικού πλαισίου

Η θεωρία του λειτουργικού  πλαισίου στη μάθηση τονίζει τη σημασία του να γίνει η μάθηση σχετική με τις εμπειρίες των μαθητών και με το πλαίσιο της εργασίας τους. Η μάθηση των νέων πληροφοριών διευκολύνεται με το να τις καταστήσει εφικτές για τον μαθητή,να τις συσχετίσει με τις γνώσεις που ήδη κατέχει και να ενσωματώσει την παλαιά γνώση στη νέα γνώση. Με τη χρήση των υλικών μέσων από τον μαθητή μετά την σχολική εκπαίδευση θα ενισχυθεί η μεταφορά της μάθησης από την τάξη στο «πραγματικό κόσμο» έξω από το σχολείο.



πηγές: users.sch.gr/glezou - economu.wordpress -jmokias 

ΜΠΡΟΥΝΟ ΣΝΕΛΛ - Η ΓΕΝΕΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για μπρουνο σνελ



Αποτελεί ένα από τα πιο αξιοσημείωτα και μυστηριώδη φαινό­μενα της παγκόσμιας πνευματικής ιστορίας το γεγονός ότι γύρω στο 500 π.Χ. σε τρεις διαφορετικές και απομακρυσμένες μεταξύ τους χώρες, στην Ελλάδα, την Ινδία και την Κίνα, εμφανίζον­ται για πρώτη φορά στοχαστές ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο, τους οποίους ονομάζουμε, χρησιμοποιώντας την ελληνική λέξη, φιλοσόφους. Όλοι τους προσπαθούν με συγγενικούς τρόπους να ξεπεράσουν τα δεδομένα των αισθήσεων με την προσωπική σκέ­ψη τους και να γνωρίσουν την πραγματική ουσία του κόσμου. Έτσι δημιουργείται μια πνευματική κίνηση η οποία προχωρεί παράλληλα και στις τρεις χώρες και μετασχηματίζει ουσιαστικά τον πολιτισμό.


Ακόμη πιο αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι αυτές οι τρεις μορφές φιλοσοφίας αποκλίνουν ή μια από την άλλη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αλληλοσυμπληρώνονται, ενώ ταυτόχρονα ανάμε­σα στις τρεις διαφορετικές αφετηρίες υφίσταται μια συστηματική σχέση. Στην περίπτωση αυτή γίνεται καίρια η αντίθεση θεωρίας-πράξης, κυρίως στην αφετηρία που ανακάλυψαν οι Έλληνες για τη φιλοσοφία τους. Αυτή η διαφορά ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ανατολή μου φαίνεται αρκετά σημαντική και ενδιαφέρου­σα, ώστε να ασχοληθώ μαζί της σύντομα, αν και οι γνώσεις μου για την Ανατολή προέρχονται υποχρεωτικά από δεύτερο χέρι. Πάντως αυτή η έμμεση πηγή, αν επιτρέπεται να προβάλω αυτό το υποκειμενικό επιχείρημα, είναι το έργο ενός ανθρώπου που εκτιμώ εξαιρετικά και που κοντά του έγραψα τη διατριβή μου στη Γοττίγγη και έμαθα πολλά: είναι το έργο του Georg Misch. Το σημαντικό έργο του ο δρόμος προς τη φιλοσοφία, ένα φι­λοσοφικό αλφαβητάρι μας διδάσκει τα έξης: Στην αρχή της κι­νεζικής φιλοσοφίας επικρατεί το πρακτικό ενδιαφέρον: «πώς δη­λαδή θα μπορέσει κάποιος να βοηθήσει τους ανθρώπους κατά τον καλύτερο τρόπο, ώστε να ζήσουν με ομόνοια και καλή τάξη».

Στην αρχή της ινδικής φιλοσοφίας προβάλλεται ο προβληματι­σμός για το αίνιγμα της ζωής και της ψυχής, ενώ  στην αρχή της ελ­ληνικής γεννιέται το ερώτημα για την ουσία του κόσμου και της φύσης.

Δεν είναι εδώ η κατάλληλη στιγμή να εκθέσουμε πώς αυτές οι διαφορετικές αφετηρίες προκύπτουν από τις διαφορετικές ιστο­ρικές συνθήκες: στην Κίνα από τη φροντίδα για την τεράστια αυ­τοκρατορία, στην Ινδία από τη θρησκευτική αμφιβολία του αν­θρώπου που έχει ενδοιασμούς για την αθανασία, και στην Ελλά­δα (όπου ήταν άγνωστη στους αποφασιστικούς αιώνες της αρχα­ϊκής εποχής η ιδέα ενός ισχυρού κράτους και μιας ενιαίας θρη­σκείας) από τη γεμάτη θαυμασμό θέαση της αρμονικής φύσης. (Οι Έλληνες είχαν συναίσθηση του πλεονεκτήματος που τους πρόσφερε το εύκρατο κλίμα. Σημαντική υπήρξε επίσης και η μορφολογία της χώρας: Όποιος αναζητήσει στο χάρτη ένα μέρος του κόσμου που να παρουσιάζει την πιο πλούσια διαμόρφωση, θα σταματήσει στην Ελλάδα η ισχυρή εντύπωση που αποκομίζει ο επισκέπτης του ελληνικού τοπίου είναι πώς τα στοιχεία γη, νε­ρό, αέρας, διεισδύουν παντού και όμως διακρίνονται με σαφήνεια το ένα από το άλλο.)

Όπως και να έχει το πράγμα, γεγονός είναι πάντως ότι ούτε στην Κίνα ούτε στην 'Ινδία δεν προέκυψε ή έντονη αντίθεση ανά­μεσα στη θεωρία και την πράξη. Στην Κίνα πρόδρομοι των φιλοσόφων υπήρξαν οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα, και έργο των φιλοσόφων ήταν να υποδεικνύουν τον σωστό δρόμο, ο δρόμος που χάραξαν οι πρόγονοι χαρακτηρίζεται ως πρότυπο για τις μέλλου­σες γενεές, και από εδώ εξελίσσεται η ιστορική και ή φιλοσοφική γραμματεία. Αναμφισβήτητα υπάρχουν και στην Κίνα σοφοί που προτιμούν να αποσυρθούν στην απραξία, αλλά σκοπός τους είναι μάλλον να ζήσουν μια ηθικά άμεμπτη ζωή παρά να αφιερωθούν σε στοχασμούς. Εναντίον αυτής της στάσης στρέφεται ο Κομ­φούκιος με βαθυστόχαστα και φοβερά λόγια: «Όποιος έχει σκο­πό να ζήσει τη δική του ζωή άμεμπτα, διαταράσσει τις μεγάλες ανθρώπινες σχέσεις». Πρόκειται για μια σκέψη που δεν θα μπο­ρούσαν να την εκφράσουν ούτε οι Έλληνες ούτε οι Ινδοί. Όταν στο βιβλίο Τάο Tε Κινγκ υπάρχει η εντολή της απραξίας, αυτό δεν οφείλεται στην αγάπη για τη γνώση αλλά στο γεγονός ότι είναι ωφελιμότερο να αφήνουμε τα πράγματα να ωριμάζουν με ηρεμία.

Να θέλεις να κυριέψεις τον κόσμο με τη δράση:
Ή πείρα μου λέει ότι κάτι τέτοιο αποτυχαίνει.

Ο κόσμος είναι ένα πράγμα πνευματικό

που δεν επιτρέπεται να το μεταχειρίζεσαι.
Όποιος δρα καταστρέφει τον κόσμο,
οποίος τον κρατά γερά τον χάνει.

Στην Ινδία πρόδρομος του φιλοσόφου είναι ο ιερέας που βυθί­ζεται στα ανεξερεύνητα βάθη του εαυτού του. Στις Ουπανισάδες διαβάζουμε: «Ο δημιουργός άνοιξε τα παράθυρα του κόσμου προς τα έξω. Γι'αυτό βλέπουμε προς τα έξω και όχι μέσα μας. Κάθε σοφός, αντίθετα, κοιτάζει τον ίδιο του τον εαυτό, στρέφον­τας τα μάτια προς τα μέσα, γιατί επιζητεί την αθανασία». Αυτό το «εσωτερικό βλέμμα» αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό της ινδικής φιλοσοφίας.

Οι Έλληνες, αντίθετα, βλέπουν προς τα έξω, αλλά πραγμα­τικός και ουσιαστικός στόχος τους δεν είναι, όπως στους Κινέ­ζους, η κοινωνική δραστηριότητα, η σωστή συμβίωση των αν­θρώπων, αλλά η δράση και η θέαση, η πράξη και η θεωρία (γιατί θεωρία σημαίνει στην κυριολεξία «θέαση»), οι οποίες συμπλέκον­ται μεταξύ τους με έναν ιδιότυπο τρόπο.

Οι πρόδρομοι των Ελλήνων φιλοσόφων είναι οι αοιδοί. Ήδη ο Όμηρος αντιπαραθέτει προγραμματικά στη δράση τη θέαση. Οι ήρωες που ψάλλει ο ποιητής είναι δραστήριοι, την ποίηση του όμως τη χρωστά στις Μούσες, οι οποίες είναι «παντού παρούσες, τα έχουν δει όλα, και επομένως τα γνωρίζουν». Αυτή η γνώση δεν είναι ενδοσκοπική, όπως στους Ινδούς, αλλά στηρίζεται στο βλέμμα που τα μάτια στρέφουν δραστήρια προς τα έξω. Αυτή η γνώση δεν είναι επίσης η γεμάτη φροντίδα κατανόηση του κό­σμου, όπως στους Κινέζους, ο Έλληνας βρίσκεται σε απόσταση από το γνωστικό αντικείμενο και από ό,τι αντικρίζουν τα μάτια του και μπορεί να το περιγράψει με ακρίβεια, γιατί είναι πραγ­ματικό. Αυτό το καθαρό βλέμμα προς τον εξωτερικό κόσμο δια­κρίνει τους αρχαϊκούς Έλληνες και σε άλλες περιπτώσεις. Οι θε­οί, καθετί μεγάλο και ωραίο, είναι για τον ομηρικό άνθρωπο κά­τι «αξιοθέατο», αξιοθαύμαστο.

Φυσικά ο ποιητής της αρχαϊκής εποχής δεν έχει γίνει ακόμη θεωρητικός, πάντως η τέχνη του δεν είναι αποτέλεσμα ενός διά­χυτου συναισθήματος, αλλά της ευφυΐας του. Γι'αυτό άλλωστε ονομάζεται «σοφός». Η ελληνική λέξη «σοφός» δεν σημαίνει βέβαια ότι ο άνθρωπος διαθέτει κάποια πλατιά γνώση παρόμοια με τη γνώση που αποδίδεται στις Μούσες, αλλά ότι είναι έμπειρος στην τέχνη του. Επομένως, η σημασία της λέξης δεν περιλαμ­βάνει μόνο θεωρητικές γνώσεις, αλλά και πρακτική δεξιότητα, όπως π.χ. αναφερόμαστε σε έναν σοφό τιμονιέρη ή έναν σοφό η­νίοχο. Οι άνθρωποι δρουν μες στη ζωή, ο αοιδός είναι ένας τε­χνίτης, όπως ο τιμονιέρης ή ο ηνίοχος.

Στην αρχή της ιστορίας της ελληνικής φιλοσοφίας συναντού­με τους «επτά σοφούς». Και αυτοί ήταν στην ουσία άνθρωποι με πρακτική δράση, οι περισσότεροι ασχολήθηκαν με κρατικές υπο­θέσεις ως νομοθέτες, άρχοντες ή σύμβουλοι. Η σοφία τους έγ­κειται κυρίως στο γεγονός ότι μπορούν να συμβιβάσουν αντίθε­τες πολιτικές παρατάξεις και, πράγμα που κάποτε ήταν σίγουρα καινούριο, να κλείνουν συμφωνίες. Αλλά ήδη στην εποχή τους αρχίζει να διαχωρίζεται η θεωρητική από την πρακτική σοφία. Ωστόσο οι πολιτικοί δεν ανέπτυξαν, όπως θα υπέθετε κάποιος σε αναλογία προς τους Κινέζους, μια φιλοσοφία της κοινωνικής συμβίωσης, ασφαλώς υπήρχαν ρητά και σοφές προτροπές, αλλά αυτά δεν είχαν καμιά σημασία για τη φιλοσοφία. Το θεωρητικό τους ενδιαφέρον στρέφεται, αντίθετα, στην αντικειμενική πραγ­ματικότητα που είναι δυνατό να παρατηρήσουν με ακρίβεια. Ο Θαλής αναπτύσσει για πρώτη φορά μέσα από τη χωρομετρική επιστήμη των Αιγυπτίων, που υπηρετούσε καθαρά ωφελιμιστι­κούς σκοπούς, γεωμετρικούς νόμους, αποδεσμεύει τη βαβυλωνια­κή αστρολογία από τους θρησκευτικούς στόχους της και τη με­ταβάλλει σε ένα σύνολο καθαρά θεωρητικών διαπιστώσεων, οι οποίες μετασχημάτισαν τις μυθικές θεωρίες για την καταγωγή του κόσμου στην πρώτη φιλοσοφική θέση ότι το νερό είναι η αρ­χή όλων των όντων. Για τον Σόλωνα, που ανήκε επίσης στους επτά σοφούς, ο Ηρόδοτος λέει ότι αφού θέσπισε νόμους για τους Αθηναίους ταξίδεψε θεωρίης ένεκεν, που σημαίνει: για να γνω­ρίσει τον κόσμο. Έτσι ο Σόλων επιδίωξε για πρώτη φορά να πραγματοποιήσει το ιδεώδες της γνώσης που αντιπροσώπευαν οι Ομηρικές Μούσες.

Από αυτή την κλίση για τη θεωρία δημιουργήθηκε η αρχαϊκή επιστήμη, από τα πρακτικά εγχειρίδια θαλασσοπλοϊας προέκυ­ψαν τα πρώτα γεωγραφικά και εθνογραφικά έργα, και από αυτά και τις μυθικές γενεαλογίες δημιουργήθηκε η ιστορική επιστήμη τέλος, από την πρακτική ιατρική προήλθε η διδασκαλία των στοιχείων και ορισμένα άλλα θεωρητικά σχήματα. Αυτή η εξέλιξη από την πράξη στη θεωρία δηλώνει ότι το ενδιαφέρον δεν στρέ­φεται σε «στόχους» (δηλαδή σε κάποιο τέλος, τον μελλοντικό σκοπό προς τον οποίο κατευθύνεται μια δραστηριότητα) αλλά στις «αρχές» (δηλαδή σε παρελθοντικά γεγονότα που τουλάχι­στον πρόσφεραν τη δυνατότητα να γίνουν αντικείμενο θεωρητικής σύλληψης). Αυτό δημιούργησε δυσκολίες.

Στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα εμφανίζεται μια πρώτη αν­τιπαράθεση ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη σε μια χαμένη για μας τραγωδία του Ευριπίδη, την Αντιόπη. Από τη μεγάλη συζήτηση που διεξάγουν τα δύο αδέρφια, ο πολεμιστής Ζήθος και ο τραγουδιστής Αμφίων, μας έχουν παραδοθεί αποσπάσμα­τα που μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε με ποια επιχειρήματα υπερασπίζεται ο καθένας τον δικό του τρόπο ζωής. Πρόκειται για επιχειρήματα που προβάλλονται ακόμη και σήμερα, παρόλο που ο Ευριπίδης στην τραγωδία του δεν έχει τη δυνατότητα να παρουσιάσει έναν φιλόσοφο ή έναν επιστήμονα-ερευνητή ως εκ­πρόσωπο του θεωρητικού βίου πρέπει να μείνει πιστός στις μορ­φές του μύθου, και στην περίπτωση αυτή μόνο έναν ποιητή μπο­ρεί να παρουσιάσει. Ο Ζήθος μιλά όπως θα μιλούσε ακόμη και σήμερα ένας σοβαρός και ανήσυχος πατέρας, όταν ο γιος του πα­ρουσιάζει ύποπτες κλίσεις προς την τέχνη ή την επιστήμη. Μια τέτοια άχρηστη εκθηλυμμένη ζωή δεν έχει καμία αξία μες στη σκληρή πραγματικότητα. Οδηγεί σε αδράνεια και αταξία και δεν συμβάλλει στη δημιουργία μιας καλά θεμελιωμένης οικογένειας και, πολύ λιγότερο, ενός κράτους. Παρόμοιες κατηγορίες διατυ­πώνει συγχρόνως και ή κωμωδία γι'αυτούς που εμπιστεύονται τους σοφιστές.

Ο Αμφίων αντεπιτίθεται με ένα διπλό επιχείρημα: ο μουσι­κός βίος είναι στην πραγματικότητα πολύ πιο χρήσιμος και κά­νει τον άνθρωπο πολύ πιο ευτυχισμένο. Η μεγαλύτερη ωφέλεια έγκειται στο γεγονός ότι η λογική προσφέρει περισσότερες υπη­ρεσίες από ό,τι μια ισχυρή πυγμή, γιατί ωφελεί την οικογένεια και το κράτος ουσιαστικότερα. Ακόμη και στον πόλεμο αξίζει περισσότερο από την απλή μυϊκή δύναμη. Εδώ γίνεται ιδιαίτερα φανερό ότι ο Αμφίων δεν υπερασπίζεται μόνο την ποίηση και τη μουσική, αλλά την πνευματική συμπεριφορά στο σύνολό της. Η μεγαλύτερη ευτυχία πάντως συνίσταται στο γεγονός ότι η πνευ­ματική δραστηριότητα είναι απαλλαγμένη από τις ταραχές και τους κινδύνους της πολιτικής πάλης, και μπορεί να γευθεί μονι­μότερες και υψηλότερες απολαύσεις, επειδή περιορίζεται σε μια ασφαλή και μετρημένη ζωή.

Ο Πλάτων στον Γοργία του αναφέρεται σ'αυτή τη συζήτηση ανάμεσα στον Ζήθο και τον Αμφίωνα - μας διασώζει μάλιστα ορισμένα παραθέματα από τη συζήτηση αυτή. Εδώ η αντίθεση αποκτά ένα νέο βάθος και για πρώτη φορά μια αφυπνιστική δύ­ναμη. Για τον Πλάτωνα αυτή η αντίθεση οδηγεί στις ρίζες της δικής του ζωής. Ως γόνος εκλεκτής οικογένειας ήταν αυτονόητο ότι έπρεπε να λάβει μέρος στην πολιτική ζωή της Αθήνας. Αλλά όταν ανδρώθηκε βρέθηκε, έπειτα από τα φοβερά χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου, μπρος σε τέτοια αποτροπιαστική πο­λιτική κατάσταση, ώστε αποσύρθηκε αηδιασμένος από τον πολι­τικό στίβο, ιδιαίτερα γιατί ο Σωκράτης τον δίδαξε να έχει αυ­στηρά κριτήρια για τη σοβαρή δράση και την έντιμη σκέψη.

Στον Γοργία τα επιχειρήματα του Ζήθου τα υποστηρίζει ένας νεαρός ευπατρίδης από την Αττική. Αναγνωρίζει ότι οι νέοι της κοινωνικής τάξης του πρέπει να έχουν θεωρητική και φιλοσοφική κατάρτιση, την προσδοκά μάλιστα ως στοιχείο της παιδείας τους αλλά όποιος ανδρώνεται πρέπει να δράσει και να αποκτήσει δύ­ναμη. Το δίκαιο είναι το δίκαιο του ισχυρότερου - έχοντας ως αφετηρία τέτοιες διδασκαλίες ο Nietzsche διαμόρφωσε τις αν­τιλήψεις του για τον υπεράνθρωπο. Η πολιτική ζωή της Αθή­νας, έτσι πιστεύει ο Πλάτων εδώ, επιτρέπει μόνο τη διάζευξη: ή να αδικείς ή να αδικείσαι. Αργότερα διατυπώνει την άποψη αυτή στην αυτοβιογραφία του (στην εβδόμη επιστολή) ως εξής: Όταν ο λόγος δεν τελεσφορεί και αυτός που εμμένει στο δίκαιο, εί­ναι εκτεθειμένος στη θανατική ποινή, πρέπει να διατηρήσει την ψυχραιμία του και «να ευχηθεί κάθε καλό για τον εαυτό του και την πόλη». Ο Πλάτων αρνήθηκε κάθε βίαιη ανατροπή που συ­νοδεύεται από λουτρό αίματος.

Ακριβώς επειδή οι άνθρωποι δρουν ακολουθώντας ατελείς ή ακόμη και ευτελείς αρχές και δεν είναι εύκολο να τους πείσεις να πράττουν το δίκαιο και το πρέπον, για το λόγο αυτόν ο Πλά­των αναγκάστηκε να στρέψει τις σκέψεις του προς αυτό που εί­ναι αναμφισβήτητα σίγουρο και είναι δυνατό να γίνει αντικείμε­νο ακριβόλογης και σταθερής γνώσης. Τότε ανακαλύπτει το βα­σίλειο του αληθινού και καθαρού όντος, του θείου, στη γεμάτη θαυμασμό θέαση του οποίου βρίσκεται, κατά τη γνώμη του, ή υψηλή ευτυχία για τον άνθρωπο. Εδώ διαπιστώνουμε την επι­βίωση χαρακτηριστικών της ομηρικής θρησκείας. Ο Πλάτων ί­δρυσε την Ακαδημία, για να ζήσει εκεί αφιερωμένος απόλυτα στη θεωρία μαζί με τους μαθητές του. Αν υπάρχουν στον ευρω­παϊκό κόσμο θεσμοί που αποσκοπούν στην καλλιέργεια της ανε­πηρέαστης και της καθαρής σκέψης, οφείλουν την ύπαρξη τους στην πλατωνική Ακαδημία.Βέβαια, όταν ο Πλάτων επαινεί ε­πανειλημμένα τη θεωρητική ζωή σε σύγκριση με την πρακτική, στο βάθος κάνει μια υποχώρηση. Όπως είναι γνωστό, δεν απέ­κλεισε εντελώς την πράξη, όταν πίστεψε ότι μπορεί να μεταβά­λει τη θεωρία του σε πραγματικότητα. Όταν του φάνηκε ότι στη Σικελία ένας νεαρός άρχοντας θα κυβερνούσε σύμφωνα με τις ιδέες του, με βαριά καρδιά εγκατέλειψε την ευτυχία του κα­θαρά θεωρητικού βίου. Περιττεύει να υπενθυμίσουμε ότι τελι­κά ή απογοήτευση του ήταν πικρότατη.

Στην ιδανική πολιτεία του, όπου θέλει να δείξει πώς πρέπει να είναι η ζωή στην πραγματικότητα, προσφέρει στους φιλοσόφους το βασιλικό αξίωμα. Η πιο θεωρητική και η πιο πρακτική μορφή πρέπει να συνδυάζεται σε ένα πρόσωπο. Ωστόσο γνωρίζει ότι πρέπει να εξαναγκάσει τους φιλοσόφους να ασχοληθούν με τις υ­ποθέσεις του κράτους. Εκούσια δεν πρόκειται να εγκαταλείψουν ποτέ τη σκέψη και την έρευνα, χάρη στην οποία ζουν στα νησιά των μακάρων. Ο Πλάτων δεν χάρισε στους φιλοσόφους - βασιλιάδες τη θεωρητική ζωή που ο ίδιος έζησε στην Ακαδημία. Στην Πολιτεία αιτιολογεί τη διαδικασία που επέλεξε με τη σκέψη ότι το κράτος εκπαιδεύει τους φιλοσόφους, και αυτοί είναι υποχρεω­μένοι με τη σειρά τους να πληρώσουν τα δίδακτρα υπηρετώντας το κράτος. Ο Πλάτων τονίζει με έμφαση ότι στα άλλα κράτη, δηλαδή σε ολόκληρο τον τότε ελληνικό κόσμο, όπου ζούσαν φι­λόσοφοι, κανείς δεν μπορεί να τους υποχρεώσει σε κάτι τέτοιο, γιατί δεν οφείλουν τίποτε στο κράτος. Αυτό το πρώτο κρατικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα επρόκειτο να γίνει πολύ επίκαιρο, όταν στον ευρωπαϊκό κόσμο το ίδιο το κράτος μετά από πολλούς αι­ώνες πήρε στα χέρια του την εκπαίδευση. Ο Πλάτων δεν χρεια­ζόταν να αφιερώσει σκέψεις στο θέμα αυτό, γιατί στην ιδανική πολιτεία, όπου κυβερνούσαν οι φιλόσοφοι, αποκλειόταν να δημι­ουργηθεί σύγκρουση ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τη θεω­ρητική έρευνα.

Το γεγονός ότι ο Πλάτων απαιτούσε από τους φιλοσόφους της πολιτείας του να εγκαταλείψουν το αγαθό της έρευνας μαρτυρεί ότι στη δική του ευτυχία που απολάμβανε στην Ακαδημία υπήρ­χε μια σταγόνα πικρού συμβιβασμού. Την περήφανη αγαλλίαση με την οποία ο Πλάτων επανειλημμένα αναφέρεται στην ευτυχία της γνώσης, την εκφράζουν ήδη οι αρχαιότεροι φιλόσοφοι και ε­ρευνητές, οι οποίοι με αυτοπεποίθηση διαχωρίζουν τη θέση τους από το πλήθος. Ο Πλάτων όμως κατέστησε για πρώτη φορά πραγματοποιήσιμη δυνατότητα τον θεωρητικό βίο ως προσωπι­κή μορφή ζωής χάρη σ'ένα ίδρυμα που υπηρετούσε αυτόν το σκο­πό, την Ακαδημία, και για πρώτη φορά επίσης έκανε το κράτος και το σύνολο της πρακτικής ζωής αντικείμενο της θεωρητικής σκέψης. Ωστόσο ως αριστοκράτης είχε συνείδηση ότι ο πραγμα­τικός προορισμός του ήταν να γίνει πολιτικός που αναλαμβάνει προσωπικά τις διάφορες κρατικές υποθέσεις. Δεν πιέζει όμως τον εαυτό του, γιατί έχει καιρό και μπορεί να περιμένει με αριστο­κρατική άνεση. Γι'; αυτό και περιγράφει τον άρχοντα στον Γορ­γία (όσο μοιραία και αν στάθηκε η εμπειρία του) όχι χωρίς κα­τανόηση, θα λέγαμε μάλιστα με κάποια συμπάθεια. Ο Πλάτων δημιούργησε στην Ακαδημία μια κοινωνία που μπόρεσε να ανα­πτύξει μια δεσμευτική ταξική συνείδηση η οποία ήταν ανεξάρ­τητη από καταγωγή ή περιουσία και βασιζόταν μόνο στα πνευ­ματικά χαρίσματα. Εδώ βρήκε ένας κύκλος αξιόλογων ανθρώπων την ευκαιρία να επιδοθεί σε αυτό που θεωρούσε σημαντικό, χωρίς να πιέζεται από ευτελείς πρακτικές σκοπιμότητες.

Αυτή η ακαδημαϊκή περηφάνια άσκησε μακρόχρονη επίδραση, αν και σύντομα φάνηκαν οι κίνδυνοι της. Στον Πλάτωνα η θεω­ρία τρέφεται, θα λέγαμε, από το αίμα των πρακτικών ενδιαφερόντων. Όχι μόνο το μεγαλείο του ανθρώπου, άλλα και καθετί αντικειμενικά σημαντικό στηρίζεται στη γνήσια ένταση ανάμεσα στην πρακτική και τη θεωρητική στάση. Ωστόσο, ήταν φυσικό ότι ή θεωρία θα υπογραμμιζόταν στη σχολή του Πλάτωνα κα­ταρχήν με μεγαλύτερη έμφαση. Ήδη στον Αριστοτέλη, οπότε η εξειδίκευση γίνεται υποχρεωτικά μεγαλύτερη, ο δεσμός ανάμε­σα στη θεωρία και την πράξη ατονεί ακόμη περισσότερο. Ο παν­τογνώστης επιστήμονας και ερευνητής ενδιαφέρεται κυρίως για τη συνταγματική ιστορία και τη συστηματική κατάταξη των κρατικών θεσμών. Ως δάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου έρ­χεται σε επαφή με την υψηλή πολιτική, αλλά η επίδραση του πά­νω της είναι προφανώς μικρή. Ίσως γι'; αυτό επισκοπεί τον κόσμο σε όλο του το πλάτος με μεγαλύτερη άνεση. Στην περιπατη­τική σχολή όμως διακόπτεται η σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Ο Θεόφραστος, ο πιο σημαντικός μαθητής του Αρι­στοτέλη, υποστηρίζει με αποφασιστικότητα, όπως ο δάσκαλος του, την προτεραιότητα της θεωρίας, ενώ ο Δικαίαρχος αναγνω­ρίζει την προτεραιότητα του πρακτικού βίου.

Από τότε η φιλοσοφία πήρε περισσότερο «πρακτικό χαρακτή­ρα»: δεν υπηρετούσε ούτε τη δική της συντήρηση ούτε το συμ­φέρον των επιμέρους επιστημών, οι όποιες πάντως επέζησαν χά­ρη σε ορισμένες διαμάχες ανάμεσα στους οπαδούς της θεωρίας και τους υποστηρικτές της πράξης. Ήδη ανάμεσα στους μαθη­τές του Σωκράτη είχε επικρατήσει μια πρακτική κατεύθυνση.

Τον Σωκράτη επικαλούνταν ιδιόρρυθμοι φιλόσοφοι όπως ο Διογένης, ο όποιος πρέσβευε ότι ο άνθρωπος δεν έχει καμιά α­νάγκη. Έλεγαν ότι από τον φτωχικό του πίθο κήρυξε μια συγκε­κριμένη πρακτική διδασκαλία, την οποία και διέδιδαν. Στην πε­ρίπτωση αυτή απαιτούνταν ελάχιστη θεωρητική κατάρτιση.

Τα μεγάλα συστήματα της ελληνιστικής φιλοσοφίας στρέφον­ται συνειδητά σε πρακτικούς σκοπούς. Πρόθεσή τους είναι να προσφέρουν στον άνθρωπο ένα σταθερό στήριγμα στην κοινωνία και τον κόσμο. Η θεωρία περιορίζεται σε σκέψεις που καθορί­ζουν τη σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον του (π.χ. γνωσιοθεωρητικοί στοχασμοί για τη σχέση σκέψης και αίσθησης ή ο­ρατού και αοράτου κτλ,)· επειδή όμως δεν χρησιμοποιούν την πα­ρατήρηση ή το πείραμα σύντομα σχηματοποιούνται.

Τόσο στους επικούρειους όσο και στους στωικούς, για να ανα­φέρουμε τις δύο πιο σημαντικές σχολές, αυτό το πρακτικό ενδια­φέρον οδηγεί σε ηθικό δογματισμό. Η επίδραση των διδασκα­λιών τους μπορεί να ασκείται ως τις μέρες μας, γιατί πρόσφεραν ένα στήριγμα στους ανθρώπους που αρνήθηκαν την παλιά πίστη αλλά ή επιστήμη μάλλον δεινοπάθησε εξαιτίας τους, γιατί ασχο­λούνται με τα ερωτήματα για το «αγαθό», την «αληθινή ευτυ­χία», τη «σωτηρία της ψυχής», και δεν επιδιώκουν την κατανό­ηση του υποδεέστερου υλικού κόσμου.

Ότι ο Επίκουρος αντιμετωπίζει τη θεωρία για να καλύψει τα νώτα της πράξης αρκεί ίσως να το δείξει ή πρόταση (Αποφθέγ­ματα 12=Διογένης ό Λαέρτιος 10, 143): «Είναι αδύνατο να α­παλλαγεί ο άνθρωπος από το φόβο που τον κυριεύει όταν ρωτά για εσχατολογικά ζητήματα, αν δεν έχει γνώση της φύσης του σύμπαντος. Χωρίς αυτή τη γνώση υποχρεώνεται να υποψιάζεται ότι οι πληροφορίες των μύθων για τους θεούς ίσως περικλείουν κάποια αλήθεια. Επομένως, χωρίς γνώση της φύσης δεν μπο­ρούμε να απολαύσουμε καμιά απολύτως χαρά». Όποιος αναθέτει στη φυσική επιστήμη να ερευνήσει και την τελευταία γωνιά του κόσμου, για να διαπιστώσει μήπως ακόμη κρύβεται κάπου μια θεότητα που εμπνέει τρόμο, έχει εύκολα μια κατάλληλη θεωρία στη διάθεση του, χωρίς να χρειάζεται να διεξαγάγει μακροχρό­νιες έρευνες. Ο πρακτικός σκοπός που υπέδειξε ο Επίκουρος ή­ταν, όπως μαρτυρεί ο αφορισμός αυτός, η σιωπηλή ικανοποίηση και η εξασφαλισμένη χαρά. Τη γνήσια ενεργητική ζωή την αντι­μετωπίζει με μεγαλύτερο σκεπτικισμό από ό,τι την επιστημονι­κή προσπάθεια. Εξύμνησε την ειρηνική και αποτραβηγμένη ζωή. Η φιλία του εμπνέει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από την κοινότητα μέσα στο κράτος. Περισσότερο αποφασιστικά υποστηρίζουν οι στωικοί την άποψη ότι ο σοφός πρέπει να δραστηριοποιηθεί. Για αυτό π.χ. ο Χρύσιππος (3, 702 Arnim) είναι πολύ αυστηρός με τους επιστήμονες: «Όποιος πιστεύει ότι αρμόζει εξ ορισμού στους φιλοσόφους η ζωή του επιστήμονα, μου φαίνεται ότι σφάλ­λει, γιατί νομίζει ότι αυτό πρέπει να συμβαίνει για ευχαρίστηση τους ή για κάτι παραπλήσιο και ότι θα περάσουν κάπως έτσι ο­λόκληρη τη ζωή τους. Αυτό σημαίνει, αν το εξετάσουμε καλύτε­ρα, ότι θα περάσουν μια ηδονική ζωή. Αυτή την άποψη δεν πρέ­πει να την αφήσουμε αδιευκρίνιστη· πολλοί, βέβαια, την εκφρά­ζουν με σαφήνεια, αρκετοί όμως όχι και τόσο ξεκάθαρα». Η επί­θεση αφορά φυσικά στον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και άλλους, και στρέφεται εναντίον του επάθλου της ευτυχισμένης ζωής του ερευνητή. Αλλά η αντίληψη αυτή καταπνίγει στη γένεση της τη γνήσια επιστημονική προσπάθεια για χάρη μιας ηθικής ακαμ­ψίας, ενώ για τη φύση δεν γίνεται καθόλου λόγος. Πραγματικά, οι στωικοί κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να οδηγή­σουν τους ανθρώπους σε μια πολιτισμένη και λογική συμβίωση. Οι αντιλήψεις μας για το φυσικό δίκαιο, για τα δικαιώματα του ανθρώπου, την ανθρώπινη αξία και ελευθερία ανάγονται κατευ­θείαν στους στωικούς. Αλλά η συμβολή τους στην επιστήμη, αν εξαιρέσουμε τον μεγάλο Ποσειδώνιο, ήταν ασήμαντη.

Αυτά τα λίγα παραδείγματα - η προσαγωγή περισσοτέρων θα μπορούσε να ενισχύσει την άποψη αυτή - δείχνουν ότι η ένταση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη είναι γόνιμη για τη σκέψη.

Η επικράτηση της θεωρίας προωθεί τις ειδικές επιστήμες, απει­λεί όμως να τις αποκόψει από τα ζωντανά συμφραζόμενα τους. Αντίθετα, ο υπερτονισμός της πράξης οδηγεί εύκολα σε ένα δογματισμό που σχηματοποιεί την ελευθερία και το δυναμισμό της έρευνας.

Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα υπάρχει η αντίθεση ανά­μεσα στη vita contemplativa και τη vita activa, τη θεωρητική και την πρακτική ζωή, κυρίως ως αντίθεση ανάμεσα στην πνευματική στάση, που εκφράζει ο στοχασμός και η φροντίδα για το πνεύμα, και στην κοσμική στάση, όπου επικρατούν τα πρακτικά ενδιαφέροντα. Τον οπαδό της θεωρητικής ζωής και τον οπαδό της πρακτικής ζωής τους ενδιαφέρουν διαφορετικά πράγ­ματα: τον πρώτο τα επουράνια, τον δεύτερο τα επίγεια. Αυτή η αντίθεση γίνεται γόνιμη πάλι στην Αναγέννηση, και έτσι δημι­ουργείται ξανά μια ζωντανή επιστήμη.

Όταν το πνεύμα στράφηκε πάλι σε εγκόσμια ζητήματα οι ε­ρευνητές συνάντησαν ξανά τις αρχαίες θεωρίες, οι οποίες αντιπαρατίθενται στις εξ αποκαλύψεως αλήθειες της χριστιανικής πί­στης. Οι θεωρίες αυτές, όπως αρχικά σήμαινε και το όνομά τους, στηρίζονταν στη θέαση του πραγματικού κόσμου, επομένως ήταν δυνατό να ελεγχθούν εμπειρικά. Γι'αυτό, οπότε έρχονταν σε αν­τίθεση με τις ισχύουσες αντιλήψεις, προκαλούσαν αυτό τον έλεγ­χο. Πραγματικά, η ερώτηση που έθετε κάποιος στις αρχαίες επι­στημονικές απόψεις και έμμεσα στις νεότερες ήταν: είναι δυνατό να αποδειχτούν; Η ερώτηση αυτή προώθησε σημαντικά τη σύγ­χρονη επιστήμη. Στις φυσικές επιστήμες εισάγεται το πείραμα (το μέσο δηλαδή για τον έλεγχο της φύσης), που είχε αναπτυχθεί ελάχιστα στην αρχαιότητα. Στις θεωρητικές επιστήμες συναν­τούμε την προτροπή redeamiis ad fontes (πίσω στις πηγές!) και αργότερα την ιστορική κριτική, και έτσι αναπτύσσεται όλο και περισσότερο ο έλεγχος των δεδομένων. Με αυτό τον τρόπο μέσα σε έναν ξένο κόσμο νέες μέθοδοι και αποδείξεις προσδίδουν πάλι κύρος σε ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής σκέψης - μόνο ο αδιάπτωτος παροξυσμός για έλεγχο δεν αρμόζει ολότελα στην ελληνική σκέψη. Έτσι, θεωρία και πράξη - οι όποιες στον Με­σαίωνα παρά τις όποιες διαμάχες προχώρησαν παράλληλα - σχε­τίζονται εκ νέου με μια δυναμική ένταση, γιατί αντικείμενο πα­ρατήρησης ήταν πάλι ο ίδιος ο κόσμος, μέσα στον οποίο δρούσε ο ενεργητικός άνθρωπος.

Από το βιβλίο του Bruno Snell  «Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ»

πηγή: ekivolos.gr

ΝΙΤΣΕ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ

0
0

Αποτέλεσμα εικόνας για νίτσε

Βούληση για δύναμη και πολιτικός τυχοδιωκτισμός


Η γενικότερη στρατηγική της φιλοσοφίας του Νίτσε έγκειται στο να αναζητά πίσω από τις λέξεις, τη γλώσσα και τα αρθρωμένα συστήματα ηθικής την έννοια της γενεαλογίας και της γενεαλογικής αξίας των αξιών. Τούτο σημαίνει πως εξετάζει κάθε σύστημα στη βάση της αξίας της καταγωγής του ως ριζικής αξίας σε εσωτερική σχέση με αυτή τούτη την καταγωγή της αξίας ως τέτοιας. Η γενεαλογία έτσι επιτρέπει στον φιλόσοφο να αντιμετωπίζει κριτικά την έννοια της αξίας· τουτέστι όχι απλώς ως ένα στατικά απόλυτο ή σχετικά απόλυτο μέγεθος, αλλά ως ένα μέγεθος, που συγχρόνως εκτυλίσσεται  ως επί μέρους εφαρμοσμένο με έναν πάντοτε ωφελιμιστικό χαρακτήρα. Δεν υπάρχει εφαρμογή μη-ωφελιμιστική ούτε απόλυτο μέγεθος χωρίς μια τέτοια εφαρμογή του. Υπ’ αυτή την έννοια δεν υπάρχει κανένα απόλυτο, αιωρούμενο πάνω από τον άνθρωπο ως απόλυτη αξία.   Π.χ. η αξία του κράτους δεν είναι τέτοια παρά σε σχέση πάντοτε με τις επί μέρους ωφελιμιστικές του εφαρμογές: καπιταλισμός, σοσιαλισμός, δημοκρατία κ.λπ. 

Από την άποψη συναφώς της γενεαλογίας δεν έρχεται στην επιφάνεια απλώς ένα ομοιόμορφο γενεαλογικό στοιχείο, π.χ. ένα θετικό ή αρνητικό χαρακτηριστικό της καταγωγής, ας πούμε η ευγένεια ή η ποταπότητα του καπιταλισμού ή του σοσιαλισμού αντιστοίχως, αλλά το ένα και το άλλο –δηλαδή η ευγένεια και η ποταπότητα– ως αντιθετικές δυνάμεις: ως δράση και αντίδραση. Τούτο σημαίνει πως γενεαλογικά, στο παράδειγμά μας, ριζική δράση και αντίδραση δεν προκύπτει μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού, αλλά στο εσωτερικό κάθε συστήματος μεταξύ των ποιοτικών και ποσοτικών του χαρακτηριστικών, ήτοι δυνάμεων. Τα δυο συστήματα (καπιταλισμός-σοσιαλισμός), εξωτερικά ιδωμένα, εμφανίζονται αντίπαλα, αντίθετα συστήματα αξιών, ενώ στην ουσία είναι ίδια εσωτερικά. Πρόκειται στ’ αλήθεια για φαινομενικά απλώς αντίθετες δυνάμεις, καθώς τα πάντα εξαρτώνται από τον παράγοντα άνθρωπο και τη σύλληψή του ή την κατανόηση της υπαρκτικής του συνθήκης ως αγελαίας ή υπό την προ-οπτική της ριζικής ανατροπής αυτής της αγελαίας συνθήκης.

Οι δυνάμεις, που εκάστοτε μάχονται και αντιμάχονται η μια την άλλη, δεν είναι μόνο και κύρια το ένα και το άλλο υποκείμενο, αλλά υποκείμενο συν αντικείμενο ως διαφορετικές δυνάμεις: το υποκείμενο, λιγότερο ή περισσότερο ως δύναμη, επιχειρεί να ιδιοποιηθεί, να σφετεριστεί κ.λπ. το αντικείμενο, κι αυτό ως δύναμη. Επίσης μεταξύ των αντικειμένων-φαινομένων σε συνάφεια με αντίστοιχες βλέψεις της συνείδησης. Όταν λοιπόν γίνεται λόγος περί βούλησης για δύναμη, γενεαλογικά συμβαίνουν δυο τινά: πρώτον, είναι παρούσα η έννοια της δύναμης, ως αναφορική σχέση μιας δύναμης σε μια άλλη δύναμη· δεύτερον, είναι παρούσα η έννοια της βούλησης ως εκείνο το ενδογενές στοιχείο, που κάνει τη μια δύναμη να διαφοροποιείται από την άλλη και δυνάμει αυτής της διαφοροποίησης να προκύπτει ενέργεια, επενέργεια, δράση και αντί-δραση κ.λπ. 

Τι συμβαίνει εδώ; Κάθε δύναμη είναι δύναμη, για τον εαυτό της, ως ποιότητα και ως τέτοια διαφοροποιείται από την άλλη, που είναι εξίσου ποιότητα, με τη μορφή της ποσότητας. Κάθε δύναμη, απ’ αυτή την άποψη, ανάγει το Είναι της στην εν λόγω διαφορά, η οποία ως σύνθετη δύναμη είναι αυτή τούτη η βούληση.  Η τελευταία τούτη έτσι είναι, ουσιωδώς, το στοιχείο που φέρνει σε ύπαρξη τη δύναμη· είναι το γενετικό στοιχείο της τελευταίας ως σχέσης κυριαρχίας. Και κάθε σχέση κυριαρχίας είναι μια σχέση με εναλλασσόμενους ρόλους, ας πούμε αφέντη και δούλου, κυρίαρχου και κυριαρχούμενου. Ο εν λόγω εναλλασσόμενος ρόλος εξαρτάται κάθε φορά από την εκδήλωση, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, της βούλησης για δύναμη της μιας και της άλλης πλευράς. Τούτο σημαίνει ότι κάθε φορά η βούληση συνθέτει την ικανότητα επίδρασης που δέχεται ο κυρίαρχος ή ο κυριαρχούμενος από άλλες ανώτερες ή κατώτερες –ποιοτικά και ποσοτικά– δυνάμεις. Υπό έναν τέτοιο ορίζοντα, ερμηνεύει, σε πολλά κείμενά του, ο Νίτσε το φαινόμενο του σοσιαλισμού, όπως και εκείνο του καπιταλισμού· και όχι μόνο τα ερμηνεύει, αλλά και τα αξιολογεί παράλληλα ως σχέσεις κυριαρχίας, που ακινητοποιούν τον άνθρωπο στο χαμηλό επίπεδο του αγελαίου όντος και του φράσσουν έτσι την προ-οπτική προς τη βούληση για δύναμη.

Ένα από τα κεντρικά συνθήματα του Γαλλικού Μάη του ΄68 ήταν το ακόλουθο: όλη η φαντασία στην εξουσίαΕτούτη η ρήση, στην αρχέγονη καθαρότητά της και όχι στην ιδιοτελή της εφαρμογή ως επί μέρους σύστημα κυριαρχίας, μεθερμηνεύει, σε μεγάλο βαθμό, τη Νιτσεϊκή θεωρία: «βούληση για δύναμη». Ο γερμανός φιλόσοφος δεν κατανοεί τη συνολική τούτη έννοια ως μια τυχοδιωκτική βλέψη για αρπαγή της εξουσίας και για τυραννική καταδυνάστευση, με εφικτό ή ανέφικτο τρόπο, των άλλων ανθρώπων, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους άξεστους «διαφθορείς της βούλησης»[1], τους τσαρλατάνους δηλαδή της νεοφασιστικής «αριστεράς» που λυμαίνεται, με κάθε ευκαιρία, τον Ελλαδικό τόπο. Απεναντίας την κατανοεί ως ένα «εσωτερικό βούλεσθαι»[2] της εγγενούς δυναμικής της ανθρώπινης ύπαρξης, το οποίο αποτρέπει την τελευταία, ως υποκείμενο, να αποξενωθεί μέσω ενός άλλου υποκειμένου ή αντικειμένου, μέσω μιας άλλης εξωτερικής δύναμης, ενώ συγχρόνως της επιτρέπει να συνδυάζει την ποιότητα και την ποσότητα, που της αναλογεί, και να καθιστά το άτομο κυρίαρχο του εαυτού, αλλά και της εξωτερικής συνθήκης, που το απειλεί ή επιχειρεί να το καθορίσει. 

Η φαντασία στην εξουσία λοιπόν νοείται, στην πράξη, ως ένας τέτοιος συνδυασμός αυτόνομης δράσης του Εαυτού ενάντια σε καθετί το εξωτερικό/εξουσιαστικό, που επιχειρεί να τον συντρίψει και ως προϋπόθεση για να μένει ο Εαυτός πάντα –και όχι οποιοδήποτε νοσηρό Εγώ– στην κορυφή, νοούμενη ως μέτρο της ελευθερίας του[3]. Μια αρρωστημένη όμως φαντασία στην εξουσία οδηγεί στην «ανικανότητα για δύναμη»[4]. Πιστό αντίγραφο, στην προκειμένη περίπτωση, είναι η σχέση κυριαρχίας που εκφράζει στην Ελλάδα σήμερα ο μεταμοντέρνος νεοφασιστικός «αριστερισμός», αλλά και οι σχέσεις κυριαρχίας, που υλοποίησαν αργότερα υπό τη μορφή εξουσιαστικών σχημάτων στην Ευρώπη,  εκείνοι που το Μάη του ΄68 έδιναν το Είναι τους για: τη φαντασία στην εξουσία. Η πεμπτουσία αυτής της ανικανότητας για δύναμη, δηλαδή της ανεστραμμένης σχέσης εξουσίας, αποτυπώνεται ακριβοδίκαια, εάν παραφράσουμε το υπό συζήτηση γαλλικό σύνθημα ως εξής: «όλοι οι τζογαδόροι στην εξουσία». Οι απανωτές τυχοδιωκτικές πράξεις της «αριστερής» συμμορίας –που έχει ως ύψιστο ιδανικό της, ως μοναδικό αξιολογικό της κριτήριο την παντί τρόπω διατήρησή της στην εξουσία και προς τούτο διώκει την ετερότητα– επιβεβαιώνουν αυτή την αίσχιστη πολιτική της: την πολιτική του τζόγου. Η εν λόγω συμμορία παραπέμπει σε ανθρώπους ακατέργαστους, άξεστους, παρίες, υποκριτές…, εντελώς-παντελώς ανίκανους, που λόγω ακριβώς αυτής της απόλυτης ανικανότητάς τους έχουν ως πρότυπο τον πολιτικό-οικονομικό τζόγο και την τυραννική άσκηση της εξουσίας. Γι’ αυτό και ο Νίτσε διαχωρίζει με απόλυτη σαφήνεια τη βουλιμία για εξουσία από τη βούληση για δύναμη.


[1] Fr. Nietzsche: Der Wille zur Macht§ 116.

[2] Ό.π., § 619.

[3] Ό.π., § 770.

[4] Ό.π., § 721.

πηγή: hegel-platon

ΠΛΩΤΙΝΟΣ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΩΡΑΙΟ

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για πλωτίνος


                              «Ποτέ το μάτι δεν θα μπορούσε να δει τον ήλιο,

                              αν  δεν ήταν  ηλιοειδές  [=αν δεν διέθετε ηλιακή

                              μορφή  ή  φύση],  ούτε η  ψυχή  θα  μπορέσει να

                              αντικρίσει το ωραίο, αν δεν έχει γίνει πρώτα ωραία

                              η ίδια».


Γιατί το Ωραίο είναι ωραίο;

Θεμελιώδης πεποίθηση του Πλωτίνου ήταν ότι ο άνθρωπος φέρει μέσα του το θείο και αξίζει, εφόσον αποκτά επίγνωση αυτού, να προσ(ς)-παθεί να το συμφιλιώνει με το θείο του σύμπαντος. Όντας ο τελευταίος διανοητής της αρχαιότητας, ο φιλόσοφος επιδίδεται στη ζήτηση του πραγματικού εαυτού και σαν τον γλύπτη, που προσπαθεί να αποτυπώσει σε ένα κομμάτι πέτρα τη μορφή που θα φέρει στο φως την αυθεντική, την ιδεατή ομορφιά, δηλαδή το νοητό κάλλος, επιχειρεί μέσα στο έργο του να φιλοτεχνήσει την πνευματική άσκηση της ψυχής. Τι σημαίνει η τελευταία τούτη φράση; Πως η ψυχή δεν έρχεται σε ύπαρξη παρά ως μια κίνηση αυτοκάθαρσης του εαυτού από καθετί το ανοίκειο, δηλαδή φόβους, κόπους, εμπειρίες, οδύνες κ.λπ., και ανύψωσης στο επίπεδο του νου, του πνεύματος του καθαρού νοείν. Η Ψυχή, όπως επίσης το Πνεύμα και το Ον, έχουν την εκπήγασή τους από το Ένα. Η αισθητικότητα είναι εικόνα του εαυτού της ψυχής. Τούτο σημαίνει ότι η ψυχή δεν είναι αποστασιοποιημένη από το αισθητό ή υποστασιοποιημένη προβολή πάνω από το αισθητό, αλλά εισχωρεί ως καθαρτική κίνηση σε όλα τα επίπεδα, ακόμη και μέχρι τα φυτά, για να δημιουργήσει ένα νέο ον. Η πορεία προς μια τέτοια δημιουργία συνιστά πορεία ανύψωσης της ψυχής προς το ωραίο, ήτοι επιστροφής στο θείο.


Πότε γίνεται αυτή η ανύψωση, η επιστροφή; Όταν η ανθρώπινη ψυχή επιχειρεί να κατανοήσει τον κόσμο, στον οποίο ανήκει και η ίδια, δηλαδή τον νοητό κόσμο. Πώς μπορεί να τον κατανοήσει, να τον μελετήσει; Με το πιο πολύτιμο μέρος που διαθέτει η φιλοσοφία, τη διαλεκτική. Η ανθρώπινη ψυχή, κατά τον Πλωτίνο, αποτελείται από τρία μέρη: α) από το σταθερά στραμμένο προς τις νοητές πραγματικότητες· β) από το στραμμένο προς τα πράγματα και γ) από το μεσαίο, τα ευρισκόμενο ανάμεσα στα δύο τούτα. Με δεδομένη έτσι αυτή την τρισυπόστατη δομή της, αξιοποιεί εκάστοτε τη δυνατότητα να χαράσσει ανάλογο προσανατολισμό· τη δυνατότητα, για παράδειγμα, να επανέλθει στο Ένα, στην υψηλή εκείνη έκφραση του θείου, από όπου προήλθε, ή να καταβυθιστεί μέσα στην ηδυπάθεια. Πώς δύναται να συμβεί το τελευταίο; Με το να ενεργοποιείται το χειρότερο μέρος της ανθρώπινης ψυχής: τούτο ενίοτε ακολουθεί την κατιούσα, συμπαρασύροντας προς τα κάτω και το ενδιάμεσο, αφού δεν  εξουσιάζει το ανώτερο μέρος, προκειμένου να συμπαρασύρει και τούτο προς τα κάτω. Το ενδιάμεσο τμήμα της ψυχής παίζει σημαντικό ρόλο για τη θέαση του ωραίου ή για την απομάκρυνση απ’ αυτό. Τούτο το τμήμα είναι ο σκεπτόμενος εαυτός μας και ανάλογα με τον βαθμό της διαλεκτικής του εκλογίκευσης ανέρχεται προς το ωραίο ή κατέρχεται στην άβυσσο.



Η διαλεκτική χορηγεί στην ανθρώπινη ψυχή την ικανότητα να διατρέχει όλα τα επίπεδα, όλες τις βαθμίδες, να εισχωρεί σε όλα εκείνα τα βάθη, όπου χρειάζεται να εκδηλώνει την έγνοια της για ό,τι επέρχεται ως χειρότερο. Καθ’ όλες αυτές τις διαλεκτικές διαβαθμίσεις της δεν είναι παρούσα ως το Ένα, ως ενιαίο όλο, αλλά ως το ένα ή το άλλο τμήμα της, ως το ένα ή το μη-ένα, καθένα από τα οποία τελεί σε απόλυτη ομο-λογία προς την ενεργοποίηση των συναισθημάτων και από εδώ αρχίζει να προσδιορίζεται ως το λιγότερο ή περισσότερο πνευματικό. Ο άνθρωπος λοιπόν, καθότι είναι αυτή η ψυχή, μπορεί, μεταξύ άλλων, να σκέφτεται τον υλικό κόσμο· τον σκέφτεται, επειδή ζει μέσα σ’ αυτόν και συνάμα επειδή κινείται μέσα στον νοητό κόσμο. Πώς τον σκέπτεται;  Με τον τρόπο της τέχνης. Η ψυχή μπορεί να ανέλθει στον ανώτερο κόσμο του πνεύματος και να ζήσει την ομορφιά ως τέτοια, μέσα από την τέχνη, τη μουσική ας πούμε, και την αγάπη για την ομορφιά, για το ωραίο. Όσο η ανθρώπινη ψυχή βιώνει την τέχνη ως δημιουργία και την απολαμβάνει ως τέτοια, διανοίγεται προς τον κόσμο του ωραίου. Εξάλλου, το ωραίο, δεν ενδημεί μόνο και κύρια μέσα στην αίσθηση, στην ύλη, στη σωματικότητα, αλλά και στα ήθη, στις διάφορες συμπεριφορές, στην αρετή κ.α.



Εάν όλα τα πράγματα μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο όμορφα και ωραία, υπάρχει κάτι που προηγείται όλων αυτών; Υπάρχει. Είναι η Ιδέα, με βάση την οποία μορφοποιείται το ωραίο πράγμα, η ωραία φύση, το ωραίο άγαλμα κ.λπ. Π.χ. ο ογκόλιθος που απέκτησε την ωραιότητα της μορφής από την τέχνη, δεν θα φαίνεται όμορφος, επειδή είναι πέτρα, αλλά επειδή έχει αυτή τη μορφή που ενστάλαξε μέσα του η τέχνη. Η Ιδέα, απ’ αυτή την άποψη, δεν νοείται ως κάποια υπόσταση έξω από την ψυχή παρά ως πρώτη αρχή της που στρέφει την ψυχή στην αυτοκάθαρσή της, καθιστώντας έτσι την ίδια Ιδέα και Λόγο. Στην αναλογία τούτη, άσχημο είναι εκείνο που δεν μετέχει στην Ιδέα, δεν άρχεται απ’ αυτήν, δεν διέπεται από τη μορφή και τον λόγο. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με την ύλη, όταν δεν αποδέχεται ολόκληρο το νόημα που της έχει μεταβιβάσει η Ιδέα. Εν τέλει, είναι δυνατό να εναρμονίζεται η σωματική ωραιότητα με την ομορφιά που προηγείται αυτής; Είναι δυνατόν, γιατί οι συνδυασμοί, το νόημα, η συνοχή του σώματος και όλα τα άλλα στοιχεία που συνθέτουν το κάλλος του παραπέμπουν στην Ιδέα, από την οποία προήλθαν. Αλλά αυτό το κάλλος ανήκει στην κατηγορία εκείνη που μπορεί να συλλαμβάνουν οι αισθήσεις.



Τα είδη ή οι μορφές του κάλλους που δεν μπορούν να συλλάβουν οι αισθήσεις είναι ανώτερα και απαιτούν την ανύψωση της ψυχής σε επίπεδα που θα της επιτρέπουν να  θαυμάζει  και να βιώνει το κάλλος τέτοιων ειδών, όπως τις ωραίες ενασχολήσεις, την ομορφιά της αρετής, της δικαιοσύνης κ.λπ. Στη βίωση αυτών των ωραίων ενασχολήσεων η ψυχή γεμίζει με συγκίνηση, θαυμασμό, αλλά και με έρωτα. Τότε αυτή καθίσταται εράσμια, άξια του έρωτος. Κατ’ αυτήν την έννοια εκφράζει ένα μέγα κάλλος. Σε σχέση όμως με τούτο το κάλλος υπάρχει και κάποιο μεγαλύτερο, το απόλυτο, το νοητό κάλλος. Όποιος κατορθώνει να φτάσει στη θέα του νοητού κόσμου και του κάλλους του, εισέρχεται στην ιδέα του Νου και δεν κουράζεται πλέον ούτε χορταίνει να θεάται τη διαύγεια του νοητού κόσμου και την ωραιότητά του. Τούτο δείχνει ότι η ανθρώπινη ψυχή, ενόσω ανυψώνεται στη σφαίρα αυτού του κόσμου, πλέει με πλεονάζουσα πληρότητα μέσα στο κάλλος, γίνεται και η ίδια κάλλος. Όσο η ψυχή μεταμορφώνεται η ίδια σε κάλλος, υποχωρεί το Εγώ του ανθρώπου, κατά την αρνητική του φορά, χάνεται ως τέτοιο, προκειμένου να απλωθεί στην αυθεντική, την ανώτερη ωραία πραγματικότητα του νοητού κόσμου.  

πηγή: hegel-platon

ΔΑΙΜΩΝ - Ο ΑΝΩΤΕΡΟΣ (ή ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ) ΕΑΥΤΟΣ ΜΑΣ

0
0


Οι Ορφικοί δίδασκαν: «Γνώρισε το θεό που έχεις μέσα σου, γιατί είσαι συ ο ίδιος θεός»· μια αλήθεια που σήμερα θεωρείται αμαρτία από το θρησκευτικό δόγμα. Η έννοια του θεού είναι αφηρημένη ή δογματική, και δημιουργεί τρομακτικούς συνειρμούς στην ανθρώπινη σκέψη. Αν ο άνθρωπος ισορροπήσει το είναι του και δεχθεί με τη λογική και την ψυχή του την ύπαρξη του θεού, τότε μπορεί να συνδεθεί νοητικά μαζί του. 

Ο παγκόσμιος νους είναι έννοια άπειρη και ασύλληπτη από την πεπερασμένη ανθρώπινη νοημοσύνη, η οποία πολλές φορές βρίσκει διέξοδο με το να αμφισβητεί την ύπαρξή του. Ο άνθρωπος ως μέρος του όλου πάλλεται μέσα στους άπειρους κραδασμούς της παγκόσμιας νοημοσύνης μπορεί να ελέγχει τα πάντα με το νου του, τη ζωή και την υγεία του, να μεταβάλλεται σε φως, να ελέγχει το θάνατο του και να ενσαρκώνεται κατά βούληση, και τούτο γιατί ζει σε πολλά επίπεδα και πολλές πραγματικότητες. 

Με το πνεύμα και το νου έχει τη δυνατότητα να βρίσκεται συνειδητό σε συνεχή επαφή με την παγκόσμια νοημοσύνη, αλλά και με τον άλλο εαυτό του (ανώτερο ή παράλληλο), που ζει σε μια παράλληλη πραγματικότητα. Ο παράλληλος εαυτός του έχει τη δυνατότητα να επισκέπτεται τόσο τα πεδία του παρελθόντος όσο και του μέλλοντος χρόνου, και να γνωρίζει τα μέλλοντα να συμβούν. Προηγείται του μελλοντικού χρόνου, γιατί πάλλεται σε μια πολύ ανώτερη συχνότητα από αυτήν του φυσικού σώματος. 

Ο άλλος εαυτός μας, ο παράλληλος, δεν υπόκειται στο χρόνο και τη φθορά, είναι ενέργεια, και κατά συνέπεια είναι αιώνιος και αθάνατος. Δεν επηρεάζεται από το τέλος της ζωής, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από μια αναλαμπή μέσα στο φως του κόσμου. Ανοίγει προσβάσεις προς τη νοόσφαιρα που περιβάλλει τη γη, και μας φέρνει σε επαφή με τις υπερβατικές οντότητες και την παγκόσμια νοημοσύνη. Ο άλλος εαυτός μας δεν αισθάνεται φόβο και δεν γνωρίζει όρια. 'Έχει τεράστιες δυνατότητες και επιλογές, και μπορεί να πετύχει τα πάντα, διότι είναι τμήμα του θεϊκού νου. 'Έχει επίγνωση των προβλημάτων και των αναγκών του τρισδιάστατου εαυτού του, και γνωρίζει τις ζητούμενες εξελίξεις με τη διάνοιξη πρόσβασης σε όλα τα κέντρα πληροφοριών, σε κάθε στιγμή που θα το θελήσει αυτός. 

Μπορεί να ενδυναμώσει τον υλικό εαυτό του με ελπίδα, αυτοπεποίθηση, αποφασιστικότητα, θάρρος και κάθε δύναμη όταν απαιτηθεί, να μετριάζει ή και να εξαφανίζει τελείως το φόβο του θανάτου, την απόγνωση και την αγωνία που τον αποσυντονίζουν και αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία όλων των παθήσεων. Η επικοινωνία με τον άλλον εαυτό μας είναι πολύ προσωπική υπόθεση, και κατά κανόνα εκτελεί πιστά τις εντολές που του δίνουμε. Για να συνομιλήσουμε καλύτερα με τον άλλο εαυτό μας η καλλίτερη ώρα είναι πριν από τον ύπνο. 

Με κλειστά μάτια χαλαρώνουμε, γαληνεύουμε την ψυχή μας και εκπέμπουμε κύματα αγάπης, συμπαθείας, συμπόνιας προς όλες τις κατευθύνσεις, ακόμη και προς αυτούς που μας έβλαψαν. Αρχικά δίνουμε εντολή να μας εξασφαλίσει έναν ήρεμο ύπνο, και να ξυπνήσουμε ευδιάθετοι και χαρούμενοι. Κατόπιν, με αναδρομή στο παρελθόν αναζητούμε τα αίτια του προβλήματος ή των προβλημάτων που έχουμε για επίλυση και διαγράφουμε από τον εγκέφαλό μας όλα τα αίτια που τα δημιούργησαν. Μεταβιβάζουμε την ευθύνη επίλυσης του προβλήματος εξ ολοκλήρου στον άλλο εαυτό μας και κοιμόμαστε. 

Τα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα επιτυγχάνονται όταν κλείνουμε τα μάτια και προσπαθούμε να ανοίξουμε την πύλη φωτός του εγκεφάλου μέσω της οποίας ερχόμαστε σε επαφή με τη νοόσφαιρα και τις φωτεινές υπερβατικές οντότητες. Το φως αυτό είναι εκτυφλωτικό σαν ήλιος, και δεν υπάρχουν λόγια στο ανθρώπινο λεξιλόγιο για την περιγραφή των εικόνων και των συναισθημάτων. Το άνοιγμα της πύλης φωτός μπορεί να αργήσει αλλά κάποια στιγμή θα γίνει αν προσπαθούμε συνεχώς. Η ήρεμη σκέψη μας συνδέει με το συμπαντικό νου. 

Ο παράλληλος εαυτός μας κινείται μέσα στο σύμπαν επισκέπτεται όλα τα ενεργειακό πεδία και όλα τα κοσμικά αρχεία στα οποία είναι καταχωρημένη η σοφία του παγκόσμιου νου για την εξεύρεση καταλληλότερης επίλυσης του προβλήματός μας. Υπάρχει πιθανότητα να πάρουμε τις απαντήσεις που ψάχνουμε για το πρόβλημά μας και με όνειρα. Ποτέ δεν ζητάμε βοήθεια από το συμπαντικό νου, γιατί μας παραχώρησε μέρος των δυνατοτήτων του και μας κατέστησε «εν δυνάμει θεούς»- μόνο ευχαριστίες αναπέμπουμε προς αυτόν. κάθε είδους βοήθεια τη ζητάμε από τον παράλληλο εαυτό μας ο οποίος και θα φροντίσει να ικανοποιήσει το αίτημά μας. Μόνο σε πολύ δύσκολες και επείγουσες περιπτώσεις ζητάμε τη βοήθεια του θεού. 

Η επικοινωνία με τον άλλον εαυτό μας πρέπει να είναι συνεχής για να βρισκόμαστε σε επαφή μαζί του ώστε να έχουμε καλύτερα αποτελέσματα. Μπορεί να φαίνεται μυστικιστική διαδικασία αυτή όμως δεν είναι. Τα εμπόδια που θα παρουσιαστούν με τη μορφή αμφιβολίας πρέπει να παρακάμπτονται γιατί εμποδίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία του άλλου μας εαυτού. Η ενέργεια που εκπέμπει ο ανθρώπινος νους παράγει δονήσεις που δηλώνουν κάθε στιγμή την παρουσία μας στο συμπαντικό νου. 

Οτιδήποτε κάνουμε, λέμε και σκεφτόμαστε εξέρχεται από τον ανθρώπινο νου με τη μοναδική ιδιοσυχνότητα του κάθε ατόμου σαν σκεπτομορφή, η οποία επιστρέφει πίσω σε εμάς. Εάν είναι αρνητική σκέψη πνίγει ψυχικά το άτομο πομπό και το αρρωσταίνει. Η προσέλκυση του καλού ή του κακού εξαρτάται από το είδος της ενέργειας την οποία εκπέμπουμε και με την οποία ταυτιζόμαστε. Είμαστε απόλυτα υπεύθυνοι για τη ζωή μας, όπως είμαστε υπεύθυνοι και για τις σκέψεις τα συναισθήματα και τις συνέπειες που προκαλούν αυτό. 

Η ακόρεστη επιθυμία και το άγχος για την απόκτηση υλικών αγαθών δημιουργούν κατά κανόνα αρνητικά συναισθήματα, που προκαλούν πολύ ταραγμένες αρνητικές ενεργειακές δονήσεις στις οποίες ο συμπαντικός νους δεν μπορεί να ανταποκριθεί θετικά και επιστρέφουν βίαιες στον αποστολέα τον οποίον πνίγουν ψυχικά. Κάθε άτομο κατέχει μια μορφή συνείδησης και όταν άτομα ομοειδούς συνείδησης ενώνονται, συγχωνεύονται και δημιουργούν ένα ενεργειακό σώμα καθορισμένης παλμικής έντασης. 

Για παράδειγμα η μαζική προσευχή είναι ένας έντονος παλμός που φθάνει ακαριαία μέχρι τη βάση της δημιουργίας. Η φωνή είναι κραδασμοί. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε τη φωνή μας είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας στη διαμόρφωση της μοριακής δομής του σώματός μας. Οι κλαψιάρικες φωνές δημιουργούν πολύ αρνητικές καταστάσεις. Άτομα που μιλάνε με αυτό τον τρόπο σπάνια είναι χωρίς προβλήματα. Ο κακός άνθρωπος έχει επικριτική φωνή και φαίνεται να προσελκύει τη βία τα ατυχήματα και τις καρδιακές παθήσεις. 'Όταν ένα άτομο αρχίζει να αλλάζει τον τόνο της φωνής του αρχίζει να αλλάζει τη ζωή του. 

Ο συντονισμός με το συμπαντικό νου που προκαλεί ο ψαλμός η προφορική προσευχή και η συνειδητή χρήση της φωνής με ηρεμία και αισθήματα αυτοπεποίθησης δίνουν την απαραίτητη θετική φόρτιση στον άνθρωπο. 'Ο,τι μέχρι σήμερα ονομάζαμε μαγεία αφύσικο και μυστήριο είναι στην πραγματικότητα οι άγνωστοι μηχανισμοί του κβαντικού ενεργειακού κόσμου και το αποτέλεσμα φυσικών κανόνων. Η συνείδηση και η ενέργεια του ανθρώπινου σώματος βρίσκονται σε αέναη κίνηση και παλλόμενα εναρμονίζονται με τα ενεργειακό πεδία του σύμπαντος. 

Γεράσιμος Καλογεράκης, ΦΩΣ Από ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΥΡΑΜΙΔΑ, σελ. 294-298, εκδ. Δίον

πηγή: enneaetifotos

ΠΡΟΚΛΟΣ - Η ΑΠΛΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΠΩΣ ΑΥΤΗ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ ΠΟΙΚΙΛΟΜΟΡΦΗ ΣΤΙΣ ΚΑΤΩΤΕΡΕΣ ΒΑΘΜΙΔΕΣ

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για προκλος


Η απλότητα χαρακτηριστικό των Θεών

94,10
“Η αμεταβλησία των Θεών η οποία συνίσταται στην αυτάρκεια την αφθαρσία και την ταυτότητα τους είναι τέτοια, εκτός από αυτά ας κατανοήσουμε ποια είναι η σημασία της απλότητας. Γιατί και αυτό το προσθέτει ο Σωκράτης κατά τους συλλογισμούς του για το θείο, καθώς δεν τους αποδίδει την ποικιλία, την πολυμορφία και την διαφορετική κάθε φορά εμφάνιση αλλά ανάγοντας στο θείο την ενιαία μορφή και την απλότητα παραμένει δηλαδή όπως λέει καθένας με απλότητα στη δική του μορφή.”


94,22
Το είδος ή το γένος δεν είναι απλό γιατί έχει διανεμηθεί σε πολλά επειδή έλαβε μέρος στην ύλη και προσέλαβε τις διαφοροποιήσεις των υλικών.


95,3
Το είδος της φύσης δεν είναι απλό διότι διαμοιράζεται στα σώματα και βυθίζεται μέσα στους σωματικούς όγκους και παρουσιάζει ποικίλες δυνάμεις στην υπόσταση που την δέχεται. Είναι μεν απλούστερη από τα σώματα αλλά έχει ανάμεικτη την ουσία της λόγω της ποικιλομορφίας της που εντοπίζεται σε αυτά.


95,8
Το είδος της ψυχής ούτε αυτό είναι απλό, διότι όντας ενδιάμεση μεταξύ της αμέριστης και μεριζομένης ουσίας μετέχει στα δύο άκρα και με την ποικιλομορφία της συνδέεται με τα κατώτερα,  ενώ η κεφαλή της είναι συγγενική με τον νου.

95,12
Το είδος των νοητικών ούτε αυτό είναι απλό, γιατί κάθε νους είναι αδιαίρετος και ενιαίος έχει όμως μια διαφοροποίηση στην πρόοδο κατά την οποία έχει σχέση με τα κατώτερα.


95,19
“Οι Θεοί όμως μόνο έχουν προσδιορισμένη την ύπαρξη τους από την απλότητα υπεράνω κάθε πλήθους, στο βαθμό που είναι Θεοί, ανώτεροι από κάθε υποδιαίρεση, διαμοιρασμό, επέκταση ή
σχέση με τα κατώτερα και από κάθε συγκερασμό”.


Από τα 94,22 95,3 95,8 95,12 95,19 καταλαβαίνουμε ότι οι Θεοί είναι απλοί όταν δεν μοιράζονται ή υποδιαιρούνται.

Τα κατώτερα όντα των Θεών όπως το είδος του γένους, της φύσης, της ψυχής, των νοητών
περιέχουν υποδιαιρέσεις των Θεών.


Ενώ οι Θεοί που δίνουν αυτές τις υποδιαιρέσεις στα κατώτερα μένουν αδιαίρετοι. Αυτή η αδιαίρετη κατάσταση του όντος είναι χαρακτηριστικό της απλότητας και συναντιέται μόνο στους Θεούς.

Για παράδειγμα το κάλλος (Θεά Αφροδίτη)και η σοφία (Θεά Αθηνά)είναι δύο θεία στοιχεία που είναι πολύ συγκεκριμένα και διαφορετικά μεταξύ τους. Ως τέτοια στοιχεία είναι απλά και αδιαίρετα διότι η σοφία δεν διαιρείται σε άλλα αίτια, το ίδιο και το κάλλος. Άρα το κάλλος και η σοφία είναι δύο απλοί Θεοί.

Τα κατώτερα όντα όμως όπως ο άνθρωπος μπορεί να μετέχει σε διαφορετικά ποσοστά μέθεξης σε αυτούς του Θεούς και  έτσι να προσλαμβάνει ωραιότητα (κάλλος) και γνώση (σοφία). Οι άνθρωποι όμως είναι πλήθος που σε αυτούς η σοφία και το κάλλος μοιράζονται, ενώ τα ίδια αυτά είναι μονάδες αδιαίρετες. Ως κάτι αδιαίρετο είναι απλό και όχι πολυσύνθετο και ποικίλο.


96,1
“Ας μην απορεί λοιπόν κανείς, αν, ενώ οι Θεοί έχουν λάβει ξεχωριστή ουσία με μοναδική απλότητα, προβάλλονται ποικιλόμορφα είδωλα της παρουσίας τους, ούτε να απορεί, αν, εκείνοι είναι ομοιόμορφοι, τα είδωλα τους είναι πολύμορφα όπως έχουμε μάθει στις τελειότερες τελετές”. Εδώ τίθεται το ζήτημα γιατί οι Θεοί ενώ είναι απλοί παρουσιάζονται ποικιλόμορφοι στις τελετές; Η απάντηση είναι ότι ενώ με την φιλοσοφία αντιλαμβανόμαστε την θεία κατάσταση και ιδιότητα θεωρητικώς, στην πράξη επειδή αυτή η απλότητα εισέρχεται στην ύλη πρέπει να πάρει μορφή και να μεριστεί. Ως αποτέλεσμα του μερισμού είναι να εμφανίζεται το θείο ποικιλόμορφα εντός  του υλαίου πεδίου πράγμα που διαπιστώνεται από τα βιώματα των ανθρώπων στις τελετές όταν εμφανίζεται Θεία παρουσία δηλαδή όταν υπάρχει Θεοφάνεια.


Περιγραφή βιώματος της απλότητας των Θεών

96,9
“Τέτοια λοιπόν υποδεικνύοντας και ο Σωκράτης στον Φαίδρο και βεβαιώνοντας ότι οι ασώματες τελετές των ψυχών είναι οι πιο μακάριες και πραγματικά τέλειες, λέει ότι αυτές, όταν βρεθούν εκεί μυούνται σε είδωλα τέλεια,  απλά και γεμάτα εσωτερική ηρεμία και με τους ίδιους τους Θεούς ενώνονται χωρίς όμως να συναντούν τα είδωλα τα οποία από αυτούς προβάλλονται εδώ.

Γιατί αυτά πιο διαμοιρασμένα και πιο σύνθετα και μετακινούμενα προβάλλονται, αλλά όμως στις ακολούθους των Θεών και σε αυτές που έχουν ξεπεράσει το μεγάλο πλήθος του κόσμου, του γίγνεσθαι και έχουν ανεβεί γυμνές προς το Θείο και το καθαρό, οι προβαλλόμενες αντανακλάσεις των ειδώλων, όπως λέει ο Σωκράτης, φτάνουν σε αυτές ομοιόμορφες απλές και γεμάτες εσωτερική ηρεμία.”

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ - ΠΡΟΚΛΟΣ

πηγή: neoplatonismos

Ο ΓΑΛΑΞΙΑΣ, Ο ΩΚΕΑΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΔΗΣ ΚΑΙ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ-ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για αδης θεος

Τι είναι ο υποχθόνιος και τι ο ουράνιος Άδης


Γνωρίζουμε από την Αστρονομία ότι ο Γαλαξίας περιβάλλει την εκλειπτική. (στην πραγματικότητα η εκλειπτική είναι υπό γωνία 90 περίπου μοιρών με το γαλαξιακό επίπεδο, αλλά για τον γήινο παρατηρητή η εικόνα που δέχεται είναι ότι ο Γαλαξίας περικλείει τον ζωδιακό)

Είναι δε γνωστό ότι τις σκοτεινές νύχτες, μακριά από τα φώτα των πόλεων, ένα κομμάτι του Γαλαξία είναι ορατό από την Γη, σαν μια γαλακτόχρους λωρίδα που διασχίζει τον ουρανό.

Η Μυθολογία μας, μας αναφέρει ότι η ονομασία Γαλαξίας, προήλθε από το γάλα της Ηρας, που διαχύθηκε όταν ο Ηρακλής προσπάθησε να θηλάσει από εκείνη και μόλις εκείνη τον αντελήφθη, τον έσπρωξε μακριά από το στήθος της, με αποτέλεσμα να χυθεί το γάλα της και να δημιουργηθεί ο Γαλαξίας.

Βλέπουμε δηλαδή ότι ο Γαλαξίας έχει άμεση σχέση με τον Ηρακλή. Γνωρίζουμε επίσης ότι ο Ηρακλής είναι ήρωας ο οποίος, αφού εξετέλεσε τους άθλους που του ανετέθησαν,αποθεώθηκε από τον Δία.

Ετσι λοιπόν ο Ηρακλής, απεικονίζει την ανθρώπινη ψυχή, η οποία όταν ολοκληρώσει τους άθλους της στον κόσμο της γέννησης, επιστρέφει στο νοητό από όπου ξεκίνησε.

Πέραν της αναφοράς αυτής της Μυθολογίας μας, υπάρχει κάτι άλλο το οποίο θα μας επιτρέψει να εμβαθύνουμε περισσότερο σε μια πιθανή μυστηριακή χρήση του Γαλαξία;

Ο Φιλόπονος κάνει την εξής αναφορά:

«Κάποιοι από τους θεολόγους τους ( = των Ελλήνων) αποφαινόντουσαν ότι ο καλούμενος Γαλαξίας είναι κατάληξη ενός κύκλου και ότι είναι χώρα λογικών ψυχών»
Φιλόπονος- De aeternitato mundi 7.20

Ο δε Πρόκλος μας τονίζει ότι:

«Και ο Πυθαγόρας άλλωστε ονομάζει με τρόπο μυστηριακό Αδη τον Γαλαξία και τόπο ψυχών, επειδή εκεί συνωθούνται οι Ψυχές».
Πρόκλος – Σχόλια στην Πολιτεία 2.129

Σε ένα δε άλλο απόσπασμα του ο Φιλόπονος λέει:

“Ο Δαμάσκιος οικειοποιείται την θεωρία του Εμπεδότιμου για το γάλα ( = Γαλαξία), θεωρώντας την γεγονός και όχι μύθο. Διότι λέει ότι ο Γαλαξίας είναι ο δρόμος μέσω του οποίου οι ψυχές μεταβαίνουν στον ουράνιο Αδη».
Φιλόπονος – Σχόλια στα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη I 8

Εδώ βλέπουμε αναφορά σε ουράνιο Αδη, ενώ η γενική εικόνα που έχουμε από την Μυθολογία μας είναι ότι ο Αδης είναι κάτω από την Γη, η δε είσοδος του είναι στοακρωτήριο Ταίναρο ή κατ’άλλη εκδοχή από τον ποταμό Αχέροντα στην Ηπειρο.

Θα στραφούμε για να λύσουμε την απορία μας στον Ομηρο. Αν προσέξουμε κάποιες αναφορές που κάνει ο Ομηρος σχετικά με τον Αδη, βλέπουμε ότι κάνει αναφορές σε δύο είδη Αδη, στον υποχθόνιο Αδη και σε έναν ουράνιο Αδη.

Στον υποχθόνιο Αδη, οι ψυχές φαίνεται ότι πηγαίνουν χωρίς καμιά «βοήθεια», ο δεΟμηρος μας αναφέρει ότι ο Οδυσσέας πήγε αυτοβούλως στον Αδη για να συναντήσει τον Τειρεσία, εκεί δε συνάντησε και την σκιά του Ηρακλή, πράγμα περίεργο μιας και από ότι γνωρίζουμε ο Ηρακλής αποθεώθηκε.

Αντίθετα, στο Ω της Οδύσσειας, ο Ομηρος μας αναφέρει ότι ο Ερμής μεταφέρει τις ψυχές των μνηστήρων στον Αδη, πηγαίνοντας τες πέρα από τις πύλες του Ηλίου ( με τις πύλες του Ηλίου θα ασχοληθούμε σε άλλη ανάρτηση ).

Συνεπώς παρατηρούμε ότι υπάρχει ο υποχθόνιος Αδης και ο ουράνιος Αδης.

Στον υποχθόνιο Αδηδεν παραμένουν οι ψυχές αλλά μόνο τα λεγόμενα κελύφητους ( οχήματα και χιτώνες που απορρίπτονται λίγο μετά τον θάνατο) για αυτό και ο Ομηρος μας λέει ότι ο Οδυσσέας συναντά την σκιά του Ηρακλή (ενώ η ψυχή του Ηρακλή είναι ήδη με τους θεούς στον Ολυμπο) , ενώ στον ουράνιο Αδη, πηγαίνουν με την συνοδεία του Ερμή, ο οποίος είναι και ο ψυχοπομπός.

Χωρίς να επεκταθούμε, αξίζει νομίζω να σημειώσουμε ότι ο υποχθόνιος Αδης είναι το λεγόμενο Αστρικό (Κάμα Λόκα των Ινδών), ενώ ο ουράνιος Αδης είναι το νοητό (το Ντεβαχάν των Ινδών )

Με άλλα λόγια λοιπόν φαίνεται ότι συμβολικά ο Γαλαξίας είναι το όριο που χωρίζει τον αισθητό κόσμο από τον νοητό.

Αν τώρα δούμε τον Γαλαξία σαν μια θάλασσα που περιβάλλει τον αισθητό κόσμοκαι ανατρέξουμε και σε ένα απόσπασμα του Πρόκλου, από τα σχόλια του στα Εργα και Ημέρες του Ησιόδου, τότε συνάγουμε ότι τελικά ο μυθολογικός Ωκεανός είναι ο Γαλαξίας.

«Λέγεται μάλιστα ότι κατοικούν πλάι στον Ωκεανό, ο οποιος χωρίζει τον νοητό τόπο από το βασίλειο του Αδη, και στον οποίο λέγεται ότι κατ’αρχάς φτάνουν όσοι πάνε στον Αδη».
Πρόκλος – Σχόλια στα Εργα και Ημέρες 171-173

(Άλλωστε οι Ινδοί, τον Γαλαξία τον αποκαλούν Akasha Ganga, δηλαδή ουράνιο Γάγγη, παρομοιάζοντας τον με ποταμό)

πηγή: empedotimos.blogspot

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ - ΥΜΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ, "ΣΤΑ ΛΟΥΤΡΑ ΤΗΣ ΠΑΛΛΑΔΑΣ"

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για θεά αθηνά μυθολογία


Απόσπασμα , Ὕμνοι (5.1-5.56)


Νεοελληνικό κείμενο



Της Παλλάδας λουτράρισσες, όσες κι αν είστε εβγάτε,εβγάτε, μόλις άκουσα το φρούμασμα των ιερών αλόγωνκι όμορφη καταφτάνει η θεά.Βιαστείτε τώρα ξανθές κόρες του Πελασγού, βιαστείτε.
Τα δυνατά της χέρια η Αθηνά ποτέ δε νίβει
πριν βγάλει τη σκόνη απ᾽ τα λαγόνια των αλόγων της.Ούτε κι όταν γεμάτα ρύπον έφερε τα όπλα τηςγυρνώντας απ᾽ τη μάχη της με τ᾽ άδικα παιδιά της Γης.Μα πριν απ᾽ όλα τους αυχένες των αλόγων από τ᾽ άρμα
έλυσε, και στις πηγές καθάρισε του Ωκεανού
του ιδρώτα τις σταλαγματιές και τον πηγμένο σκούπισεαφρόν απ᾽ τα χαλινοφάγα στόματά τους.Αχαιοπούλες, τρέξετε, μονάχα μύρα και σ᾽ αλάβαστρα αλοιφές μη φέρετε—ακούω των τροχών το τρίξιμο πάνω στους άξονες—
όχι μύρα λουτράρισσες, ούτε αλοιφές σ᾽ αλάβαστρα για την Παλλάδα
—η Αθηνά δεν τις ποθεί τις αλοιφές με μύρα—ούτε καθρέφτη. Πάντοτε όμορφο έχει το πρόσωπο.Ούτε όταν στην Ίδα ο Φρύγας Πάρης δίκαζε τη διαφορά,ούτε τότε σ᾽ ορειχάλκινο καθρέφτη η τρανή θεά κοιτάχτηκε,
ούτε και στου Σιμούντα τα διάφανα νερά.
Ούτε η Ήρα. Η Κύπρις μοναχά παίρνοντας τον διαυγή χάλκινο καθρέφτηέφκιαξε και ξανάφκιαξε δύο φορές την κόμη της.Μα εκείνη, δυο φορές εξήντα διαύλους αφού έτρεξε,όπως στον Ευρώτα οι Λακεδαιμόνιοι
αστέρες, τρίφτηκε μ᾽ αγνό λάδι καθώς είχε πείρα,
λάδι που βγαίνει απ᾽ το δικό της δέντρο,ω κόρες και κοκκίνισε το πρόσωπό της ωσάν της αυγήςτο ρόδο ή ωσάν τον κόκκο της ροδιάς.Για τούτο τώρα λάδι για άντρες φέρτε της μονάχα,
αυτό που ο Κάστορας αλείβεται κι ο Ηρακλής.
Και χτένα φέρτε της ολόχρυση την κόμη να χτενίσει,και να γυαλίσει τις μπούκλες της τις λαμπερές.

Έβγα Αθηναία· κι είναι κοντά σου συντροφιά που θα σ᾽ αρέσειαπό παρθένες των μεγάλων Αρεστοριδών.
Ω Αθηνά, και του Διομήδη την ασπίδα φέρνουν
καθώς αυτό συνήθεια είναι στους Αργίτες παλαιότατηπου ο Ευμήδης τούς τη δίδαξε, ο αγαπημένος σου ιερέας,αυτός που κάποτε όταν έμαθε πως ο δήμος ήθελε το θάνατό του,πρόλαβε κι έφυγε με το ιερό σου άγαλμα
και ήρθε και κατοίκησε στο Κρείον όρος.
Ω ναι στο Κρείον όρος, όπου κι εσένα τοποθέτησε, θεά,στις βραχουριές, που Παλλατίδες ονομάζονται και τώρα.

Έβγα, Αθηνά, που κυριεύεις πόλεις, με το κράνος το χρυσόπου χαίρεσαι όταν πάταγον ακούς ίππων κι ασπίδων.
Σήμερα, υδροφόρες, μη βουτάτε σήμερα στον ποταμό τις στάμνες,
κι εσείς Αργίτες πίνετε από κρήνες, όχι από τον ποταμό.Σήμερα και οι δούλες τις υδρίες στη Φυσάδειαή στην Αμυμώνη να πάτε, την κόρη του Δαναού.Γιατί τούτη τη μέρα χρυσάφι κι άνθη θ᾽ αναμείξει στα νερά του
ο Ίναχος, που απ᾽ τα καλολίβαδα βουνά θα κατεβάσει
για το καλό της Αθηνάς λουτρό. Μα Πελασγέπρόσεξε μήπως κι άθελά σου αντικρίσεις τη βασίλισσα θεά.Γιατί όποιος την Παλλάδα ιδεί γυμνή την πολιούχο,το Άργος τούτο θ᾽ αντικρίσει με το φως του για στερνή φορά.
Σεβαστή Αθηνά, πρόβαλε εσύ, κι εγώ ώσπου νά ᾽ρθεις
σ᾽ αυτές θα ειπώ μιαν ιστορία, όχι δικιά μου, μα άλλων.



Αρχαίο κείμενο

ΕΙΣ ΛΟΥΤΡΑ ΤΗΣ ΠΑΛΛΑΔΟΣ

''Οσσαι λωτροχόοι τάς Παλλάδος έξιτε πάσαι,
έξιτε: τάν ίππων άρτι φρυασσομενάν
τάν ιεράν εσάκουσα, καί α θεός εύτυκος έρπεν:
σούσθέ νυν, ώ ξανθαί σούσθε Πελασγιάδες.
ούποκ''Αθαναία μεγάλως απενίψατο πάχεις,
πρίν κόνιν ιππειάν εξελάσαι λαγόνων:
ουδ'όκα δή λύθρω πεπαλαγμένα πάντα φέροισα
τεύχεα τών αδίκων ήνθ'από γαγενέων,
αλλά πολύ πράτιστον υφ'άρματος αυχένας ίππων
λυσαμένα παγαίς έκλυσεν 'Ωκεανώ
ιδρώ καί ραθάμιγγας, εφοίβασεν δέ παγέντα
πάντα χαλινοφάγων αφρόν από στομάτων.
ώ ίτ''Αχαιιάδες, καί μή μύρα μηδ'αλαβάστρως
(συρίγγων αίω φθόγγον υπαξόνιον),
μή μύρα λωτροχόοι τά Παλλάδι μηδ'αλαβάστρως
(ου γάρ 'Αθαναία χρίματα μεικτά φιλεί)
οίσετε μηδέ κάτοπτρον: αεί καλόν όμμα τό τήνας.
ουδ'όκα τάν ''Ιδα Φρύξ εδίκαζεν έριν,
ούτ'ες ορείχαλκον μεγάλα θεός ούτε Σιμούντος
έβλεψεν δίναν ες διαφαινομέναν:
ουδ'''Ηρα: Κύπρις δέ διαυγέα χαλκόν ελοίσα
πολλάκι τάν αυτάν δίς μετέθηκε κόμαν.
α δέ δίς εξήκοντα διαθρέξασα διαύλως,
οία παρ'Ευρώτα τοί Λακεδαιμόνιοι
αστέρες, εμπεράμως ετρίψατο λιτά βαλοίσα
χρίματα, τάς ιδίας έκγονα φυταλιάς,
ώ κώραι, τό δ'έρευθος ανέδραμε, πρώϊον οίαν
ή ρόδον ή σίβδας κόκκος έχει χροϊάν.
τώ καί νύν άρσεν τι κομίσσατε μώνον έλαιον,
ώ Κάστωρ, ώ καί χρίεται `Ηρακλέης:
οίσετε καί κτένα οι παγχρύσεον, ως από χαίταν
πέξηται, λιπαρόν σμασαμένα πλόκαμον.
έξιθ', 'Αθαναία: πάρα τοι καταθύμιος ίλα,
παρθενικαί μεγάλων παίδες 'Αρεστοριδάν:
ωθάνα, φέρεται δέ καί α Διομήδεος ασπίς,
ως έθος 'Αργείως τούτο παλαιοτέρως
Ευμήδης εδίδαξε, τεΐν κεχαρισμένος ιρεύς:
ός ποκα βωλευτόν γνούς επί οι θάνατον
δάμον ετοιμάζοντα φυγά τεόν ιρόν άγαλμα
ώχετ'έχων, Κρείον δ'εις όρος ωκίσατο,
Κρείον όρος: σέ δέ, δαίμον, απορρώγεσσιν έθηκεν
εν πέτραις, αίς νύν ούνομα Παλλατίδες.
έξιθ', 'Αθαναία περσέπτολι, χρυσεοπήληξ,
ίππων καί σακέων αδομένα πατάγω.
σάμερον, υδροφόροι, μή βάπτετε -- σάμερον, ''Αργος,
πίνετ'από κρανάν μηδ'από τώ ποταμώ:
σάμερον αι δώλαι τάς κάλπιδας ή 'ς Φυσάδειαν
ή ες 'Αμυμώναν οίσετε τάν Δαναώ.
καί γάρ δή χρυσώ τε καί άνθεσιν ύδατα μείξας
ηξεί φορβαίων ''Ιναχος εξ ορέων
ταθάνα τό λοετρόν άγων καλόν. αλλά, Πελασγέ,
φράζεο μή ουκ εθέλων τάν βασίλειαν ίδης.
ός κεν ίδη γυμνάν τάν Παλλάδα τάν πολιούχον,
τώργος εσοψείται τούτο πανυστάτιον.
πότνι''Αθαναία, σύ μέν έξιθι: μέσφα δ'εγώ τι
ταίσδ'ερέω: μύθος δ'ουκ εμός, αλλ'ετέρων. 


πηγή: greek-language

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ (ΒΙΝΤΕΟ)

0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για άμεση δημοκρατία και αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα

Όταν  γίνεται λόγος για δημοκρατία στην ελληνική πολιτική αντίληψη δεν εννοείται αυτό που βιώνουμε στον σύγχρονο δυτικό κόσμο με το αντιπροσωπευτικό κοινοβουλευτικό σύστημα το οποίο επιμένουν να το αποκαλούν "αντιπροσωπευτική δημοκρατία". Δημοκρατία είναι το κράτος του Δήμου, η διακυβέρνηση μια πολιτείας με ψηφίσματα πολιτών. Έτσι, προκειμένου να καταστήσουμε σαφή και σύμφωνη με την ελληνική αντίληψη την αληθινή διάσταση του τι είναι δημοκρατία στους νέους καιρούς, την διακρίνουμε με τον όρο ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Σε αυτό το πολίτευμα τον λόγο έχουν αποκλειστικά οι πολίτες.




                                                                      Α΄ ΜΕΡΟΣ


Β΄ ΜΕΡΟΣ


Viewing all 939 articles
Browse latest View live




Latest Images