Όταν ο άνθρωπος είναι ερωτευμένος με άνθρωπο προσφέρει τα πάντα για να είναι μαζί του, γιατί νιώθει να έχει όλον τον κόσμο δικό του. Ας σκεφτούμε τι βιώνει η ψυχή όταν είναι ερωτευμένη με το Θείο και άρρητο στοιχείο! Πραγματικά δεν μπορεί κανείς να εκφράσει με τον ανθρώπινο λόγο τη γιορτή που βιώνει η ανθρώπινη ψυχή με τη θέαση του κάλλους και της συμμετρίας ευρισκόμενη στους κόλπους του Αγαθού!
____________________________________
«Όπως αναφέρει ο Παλαιός Λόγος[1], η “σωφροσύνη, η ανδρεία και κάθε αρετή, είναι κάθαρση, ακόμα και αυτή η φρόνηση. Για αυτό και στις τελετές ορθώς αναφέρουν ότι ο μη αποκαθαρμένος και στον Άιδη θα κείτεται στο βόρβορο”, αφού το μη καθαρό προτιμά το βόρβορο λόγω της κακίας-ασχήμιας∙ όπως οι χοίροι[2], με τα ακάθαρτα σώματά τους, που αρέσκονται σε αυτήν την κατάσταση. Ποια, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι η αληθής σωφροσύνη, παρά μόνο η μη υποταγή στις ηδονές του σώματος, και η αποφυγή αυτών ως μη καθαρές και ανάξιες καθαρού (ανθρώπου). Ανδρεία είναι η αφοβία θανάτου. Ο δε θάνατος είναι χωρισμός της ψυχής και του σώματος. Κι αυτό δεν το φοβάται όποιος επιθυμεί να γίνει μόνος (μονάδα). Η μεγαλοψυχία είναι η περιφρόνηση των εδώ χαμηλά ευρισκομένων πραγμάτων. Η δε φρόνηση, είναι η νόηση που αποστρέφεται τα χαμηλά και άγει τη ψυχή στα υψηλά. Η αποκαθαρμένη ψυχή γίνεται τότε Είδος-Ιδέα και Λόγος, και εντελώς ασώματη και νοερή, και ολόκληρη (ανήκει) στο Θείο, απ’ όπου εκεί είναι η πηγή του καλού-ωραίου και τα συγγενή με όλα αυτά. Έτσι η ψυχή που ανάγεται στο νου, γίνεται όσο το δυνατόν καλή-ωραία. Και ο νους, και τα παρά του νου, το κάλλος, είναι οικεία για αυτήν (τη ψυχή) και όχι αλλότρια, και μόνο τότε είναι αληθώς ψυχή. Για αυτό και ορθώς λέγεται ότι η ψυχή που γίνεται αγαθή και καλή-ωραία, ομοιάζει με Θεό, διότι εκεί είναι το καλό-ωραίο και η κάθε μοίρα των όντων.»
(Βλ., Πλωτίνος «Εννεάς Α’», 1.6.6.1 – 1.6.6.21)
(Βλ., Πλωτίνος «Εννεάς Α’», 1.6.6.1 – 1.6.6.21)
«Ποιος είναι ο τρόπος; Ποια η μέθοδος; (για να φθάσουμε στο Καλό). Πώς να θεαθούμε το ακατάληπτο κάλλος, που μοιάζει να μένει μέσα σε άγια ιερά και δεν βγαίνει έξω για μην το δει κανένας βέβηλος; Ας πάει, λοιπόν, όποιος έχει τη δύναμη, να το αναζητήσει και να αφήσει έξω την όραση και να μην επιστρέψει σε ότι νόμιζε για τη σωματική ωραιότητα. Όταν βλέπει την ωραιότητα στα σώματα, δεν πρέπει να προστρέχει σε αυτή, αλλά να γνωρίζει ότι είναι εικόνες και ίχνη και σκιές. Αν τρέξει προς την εικόνα θέλοντας να την αγγίξει σαν να ήταν αληθινή, θα συμβεί σαν τον μύθο, όπου κάποιος μου φαίνεται, θέλησε να πιάσει ένα ωραίο είδωλο που αντανακλάτο πάνω σε νερό και βυθίστηκε μέσα στο ρεύμα και χάθηκε. Με το ίδιο τρόπο, εκείνος που έλκεται από την ωραιότητα των σωμάτων και δεν την αφήνει, θα βυθιστεί όχι ως σώμα, αλλά ως ψυχή στα σκοτεινά και μαύρα για το νου βάθη, ζώντας τυφλός στον Άιδη και να συναναστρέφεται με τις σκιές και εκεί και εδώ. “Ας φύγουμε για την πολυαγαπημένη μας πατρίδα”, αληθέστερη συμβουλή δεν μπορεί να δοθεί από αυτή. Αλλά ποια φυγή και με ποιον τρόπο; Είμαστε σαν τον Οδυσσέα, ο οποίος λένε, ομολόγησε ότι εγκατέλειψε την μάγισσα Κίρκη ή την Καλυψώ, παρά τις ηδονές που αντίκριζε και παρά τα πολλά αισθητά κάλλη που γνώριζε και δεν θέλησε να μείνει μαζί τους. Πατρίδα μας είναι αυτή από την οποία προήλθαμε και εκεί που είναι ο Πατέρας μας. Αλλά ποιος είναι ο στόλος και η φυγή για εκεί; Δεν μπορούμε να πάμε με τα πόδια, διότι αυτά μας φέρνουν από τη μία γη στην άλλη, ούτε σου χρειάζεται όχημα με ίππους ή να κατασκευάσεις πλοίο∙ αυτά απαρνήσου τα και μη τα κοιτάς. Μυήσου και ξύπνα σε άλλη θέαση, που όλοι την έχουμε μεν, αλλά λίγοι την χρησιμοποιούν.
(Βλ., Πλωτίνος «Εννεάς Α’», 1.6.8.1 – 1.6.8.27)
[1] Παλαιός Λόγος, ονομάζονταν οι Ορφικοί Λόγοι.
[2] Ιδού ο λόγος που προ της μυήσεως στα Ελευσίνια Μυστήρια, υπήρχε ο καθαρμός στη θάλασσα του Φαλήρου, κρατώντας ένα χοίρο.
------------------------------------------------------------------------
«Εστι γὰρ δή, ὡς ὁ παλαιὸς λόγος, καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ἀνδρία καὶ πᾶσα ἀρετὴ κάθαρσις καὶ ἡ φρόνησις αὐτή. Διὸ καὶ αἱ τελεταὶ ὀρθῶς αἰνίττονται τὸν μὴ κεκαθαρμένον καὶ εἰς Ἅιδου κείσεσθαι ἐν βορβόρῳ, ὅτι τὸ μὴ καθαρὸν βορβόρῳ διὰ κάκην φίλον· οἷα δὴ καὶ ὕες, οὐ καθαραὶ τὸ σῶμα, χαίρουσι τῷ τοιούτῳ. Τί γὰρ ἂν καὶ εἴη σωφροσύνη ἀληθὴς ἢ τὸ μὴ προσομιλεῖν ἡδο ναῖς τοῦ σώματος, φεύγειν δὲ ὡς οὐ καθαρὰς οὐδὲ καθαροῦ; Ἡ δὲ ἀνδρία ἀφοβία θανάτου. Ὁ δέ ἐστιν ὁ θάνατος χωρὶς εἶναι τὴν ψυχὴν τοῦ σώματος. Οὐ φοβεῖται δὲ τοῦτο, ὃς ἀγαπᾷ μόνος γενέσθαι. Μεγαλοψυχία δὲ δὴ ὑπεροψία τῶν τῇ δε. Ἡ δὲ φρόνησις νόησις ἐν ἀποστροφῇ τῶν κάτω, πρὸς δὲ τὰ ἄνω τὴν ψυχὴν ἄγουσα. Γίνεται οὖν ἡ ψυχὴ καθαρθεῖσα εἶδος καὶ λόγος καὶ πάντη ἀσώματος καὶ νοερὰ καὶ ὅλη τοῦ θείου, ὅθεν ἡ πηγὴ τοῦ καλοῦ καὶ τὰ συγγενῆ πάντα τοιαῦτα. Ψυχὴ οὖν ἀναχθεῖσα πρὸς νοῦν ἐπὶ τὸ μᾶλλόν ἐστι καλόν. Νοῦς δὲ καὶ τὰ παρὰ νοῦ τὸ κάλλος αὐτῇ οἰκεῖον καὶ οὐκ ἀλλότριον, ὅτι τότε ἐστὶν ὄντως μόνον ψυχή. Διὸ καὶ λέγεται ὀρθῶς τὸ ἀγαθὸν καὶ καλὸν τὴν ψυχὴν γίνεσθαι ὁμοιωθῆναι εἶναι θεῷ, ὅτι ἐκεῖθεν τὸ καλὸν καὶ ἡ μοῖρα ἡ ἑτέρα τῶν ὄντων.»
«Τίς οὖν ὁ τρόπος; Τίς μηχανή; Πῶς τις θεάσηται κάλλος ἀμήχανον οἷον ἔνδον ἐν ἁγίοις ἱεροῖς μένον οὐδὲ προιὸν εἰς τὸ ἔξω, ἵνα τις καὶ βέβηλος ἴδῃ; Ἴτω δὴ καὶ συνεπέσθω εἰς τὸ εἴσω ὁ δυνάμενος ἔξω καταλιπὼν ὄψιν ὀμμάτων μηδ᾽ ἐπιστρέφων αὑτὸν εἰς τὰς προτέρας ἀγλαίας σωμάτων. Ἰδόντα γὰρ δεῖ τὰ ἐν σώμασι καλὰ μήτοι προστρέχειν, ἀλλὰ γνόντας ὥς εἰσιν εἰκόνες καὶ ἴχνη καὶ σκιαὶ φεύγειν πρὸς ἐκεῖνο οὗ ταῦτα εἰκόνες. Εἰ γάρ τις ἐπιδράμοι λαβεῖν βουλόμενος ὡς ἀληθινόν, οἷα εἰδώλου καλοῦ ἐφ᾽ ὕδατος ὀχουμένου, ὁ λαβεῖν βουληθείς, ὥς πού τις μῦθος, δοκῶ μοι, αἰνίττεται, δὺς εἰς τὸ κάτω τοῦ ῥεύματος ἀφανὴς ἐγένετο, τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον ὁ ἐχόμενος τῶν καλῶν σωμάτων καὶ μὴ ἀφιεὶς οὐ τῷ σώματι, τῇ δὲ ψυχῇ καταδύσεται εἰς σκοτεινὰ καὶ ἀτερπῆ τῷ νῷ βάθη, ἔνθα τυφλὸς ἐν Ἅιδου μένων καὶ ἐνταῦθα κἀκεῖ σκιαῖς συν έσται. Φεύγωμεν δὴ φίλην ἐς πατρίδα, ἀληθέστερον ἄν τις παρακελεύοιτο. Τίς οὖν ἡ φυγὴ καὶ πῶς; Ἀναξόμεθα οἷον ἀπὸ μάγου Κίρκης φησὶν ἢ Καλυψοῦς Ὀδυσσεὺς αἰνιττόμενος, δοκεῖ μοι, μεῖναι οὐκ ἀρεσθείς, καίτοι ἔχων ἡδονὰς δι᾽ ὀμμάτων καὶ κάλλει πολλῷ αἰσθητῷ συνών. Πατρὶς δὴ ἡμῖν, ὅθεν παρήλθομεν, καὶ πατὴρ ἐκεῖ. Τίς οὖν ὁ στόλος καὶ ἡ φυγή; Οὐ ποσὶ δεῖ διανύσαι· πανταχοῦ γὰρ φέρουσι πόδες ἐπὶ γῆν ἄλλην ἀπ᾽ ἄλλης· οὐδέ σε δεῖ ἵππων ὄχημα ἤ τι θαλάττιον παρασκευάσαι, ἀλλὰ ταῦτα πάντα ἀφεῖναι δεῖ καὶ μὴ βλέπειν, ἀλλ᾽ οἷον.» μύσαντα ὄψιν ἄλλην ἀλλάξασθαι καὶ ἀνεγεῖραι, ἣν ἔχει μὲν πᾶς, χρῶνται δὲ ὀλίγοι.
πηγή: odysseus69.wordpress