Η θεμελίωση της φιλοσοφίας του Ωραίου
§1: Η θετική διαλεκτική, δυνάμει της οποίας παριστάνεται η πολυδιάστατη δυναμική του Έρωτος στον Φαίδρο, ως συνέχεια –τρόπον τινά– μιας παρόμοιας δυναμικής του στο Συμπόσιο, μας φέρνει κοντά την εικόνα μιας εγγενούς σχέσης ανάμεσα στο αγαθό και το ωραίο. Πρόκειται για μια συνεχώς αυτό-αναγεννώμενη σχέση, που αποκτά τον χαρακτήρα της ερωτικής αγάπης για τη φιλοσοφική γνώση και η οποία εν τέλει καθιστά τον Έρωτα Φιλόσοφο. Ανάμεσα στον Έρωτα και τη Φιλοσοφία εφεξής σφυρηλατείται ένας εσωτερικός δεσμός, που μέλλει να προσδιορίσει, με ξεχωριστό τρόπο, την ιστορική πορεία της φιλοσοφίας. Τούτο σημαίνει πως η φιλοσοφία πια δεν παύει εις το διηνεκές να είναι η πιο ουσιαστική εκ-δήλωση του Έρωτος, όπως και αντίστροφα ο Έρως δεν παύει να αποτελεί τη θεά Εστία του φιλοσοφικού Είναι του ανθρώπου. Αλλά πώς νοείται ο Έρως στον παρόντα Διάλογο; Νοείται ως έρως του ιδεατού κάλλους.
Αναλογικά και η θεματική του έργου περιστρέφεται γύρω από την ομορφιά και εκτυλίσσεται ως διαλεκτική διαπάλη ανάμεσα στην εμπειρική και τη νοητή πρόσληψη του κάλλους, ανάμεσα στη μόρφωση και την παραμόρφωση της ψυχής του νέου, ανάμεσα στο θείο λόγο του φιλοσόφου, ως εραστή του απόλυτου κάλλους, και τον παραπειστικό λόγο του ρήτορα-σοφιστή, ως κατασκευαστή επιδεικτικών, «ερωτικών» λόγων και ως κομιστή σοφιστικών τεχνασμάτων περί τα ερωτικά. Τώρα λοιπόν πρέπει η αληθινή φιλοσοφία να προχωρήσει πέρα από κάθε λογής καλοστημένη σοφιστεία και να πλησιάσει την ψυχή, το πνεύμα του ανθρώπου, όχι ως κάτι το μεμονωμένο ή ξεχωριστό, αλλά στον καθολικό της/του χαρακτήρα ως ένα όλο (270c).
§2: Γι’ αυτό, στον υπό συζήτηση Διάλογο, δεν έχουν θέση τα εγκώμια, που συναντάμε στο Συμπόσιον, παρά μια καθολική θεώρηση του ανθρώπου και του κόσμου. Όποιος θέλει να μελετήσει τον άνθρωπο, μας λέει ο φιλόσοφος, δεν μπορεί παρά να στοχεύει στο κέντρο: στην ψυχή του. Σε τούτο το κέντρο στοχεύει και ο ρητορικός και ο φιλοσοφικός λόγος, αλλά με διαφορετικό τρόπο και μέθοδο, όπως και για διαφορετικό σκοπό. Ο πρώτος θέλει να σταλάξει στην ψυχή την πειθώ, ο δεύτερος την αλήθεια. Ως εκ τούτου, ο μεν πρώτος σφυροκοπεί την ψυχή με γραπτούς, επιδεικτικούς λόγους, που μεγαλοποιούν, ήτοι παραμορφώνουν την πραγματικότητα κατά το δοκούν, αφήνοντας την αλήθεια να πάει στο καλόˑ ο δεύτερος, απεναντίας, δια-λέγεται, καλλιεργεί τη μνήμη και πάντοτε εκτυλίσσεται ως ανάμνηση της πρωταρχικής θέασης του ύψιστου κάλλους.
Επομένως δεν αισθάνεται την ανάγκη να απολογείται σε ό,τι ηδονίζει τη μάζα κατά τη σκοπιμότητα της στιγμής, ούτε ενδιαφέρεται να προβάλλει το εύλογο, την εικασία, την αληθοφάνεια, αλλά παρα-ακολουθεί πιστά, μέσα από την ανάμνηση, την εικόνα και την ενέργεια της ζωντανής ψυχής. Αυτή την εικόνα και ενέργεια μας παρουσιάζει ο Πλάτων στο δεύτερο λόγο του Σωκράτη, όπου ο τελευταίος, ανάμεσα στα άλλα, διηγείται το μεγάλο μύθο της ψυχής στα χνάρια του πνευματικού πολιτισμού της εποχής. Ετούτη η διήγηση, στη διαχρονική της ισχύ, έρχεται να μας υπενθυμίσει πως ο Έρως, ως αυθεντικός τοιούτος, ως Έρως του υπέρτατου, του αδιάψευστου κάλλους, δεν αποστρέφεται το υπάρχον, ως πολιτισμό, κοινωνία, πολιτεία κ.λπ., αλλά ενυπάρχει λιγότερο ή περισσότερο, εντελώς ή ατελώς, μέσα στην ίδια τούτη την πραγματικότητα ως δυνητική ενέργεια κάθαρσης του πολιτισμού από καθετί το χαμερπές, το διεφθαρμένο, το παράλογο, το διεστραμμένο κ.λπ.
§3: Την κάθαρση τούτη συμβολίζει ο Έρως, ως φιλόσοφος Έρως, και την πραγμάτωσή της καθιστά εφικτή μόνο ο ερωτικός φιλόσοφος. Πώς τον φιλοτεχνεί στον Φαίδρο ο Πλάτων; Με τον Σωκράτη να γίνεται ένα με την ζωντανή εκδίπλωση των μορφών της μανίας και με τη μυσταγωγία του Έρωτος.. Είναι ακριβώς αυτή τούτη η θετική μανία, που συνιστά θεία δωρεά και εξοπλίζει τους ανθρώπους με συγκεκριμένες μορφές έμπνευσης, όπως μαντική, προφητική, ποιητική, ερωτική. Απέναντι στον ωφελιμιστικό «έρωτα», που εισηγήθηκε ο Λυσίας ορθώνεται τώρα ο ευδαιμονικός έρως. Για να δείξει τη δύναμη και τη σημασία αυτού του τελευταίου ο Πλάτων, αφού πρώτα περιγράψει, διά στόματος του Σωκράτη, το κοσμικό πανόραμα, την εικόνα του ουράνιου και υπερουράνιου τόπου, τη σφαίρα του κόσμου και το νόμο της Αδράστειας, καταπιάνεται με τη φύση της ψυχής, όπου έχει την έδρα του ο έρως.
Σύμφωνα με το μύθο, η ψυχή σύρεται από δυο άλογα, απόλυτα αντίθετης νοο-τροπίας: το ενάρετο, το λογικό και αυτοπειθαρχημένο και το ατίθασο, το παρ-άλογο. Ο αμαξηλάτης–νους επιχειρεί να τιθασεύσει το ατίθασο άλογο και να οδηγήσει το φτερωτό άρμα προς το υπεραισθητό κάλλος. Η ανάβαση τούτη παριστά την πράξη που κάνει τον φιλόσοφο ερωτικό και τον έρωτα φιλοσοφικό. Η μαινόμενη εδώ διαλεκτική πάλη είναι σύμφυτη με το Είναι του ανθρώπου. Όποιος τη συνειδητοποιεί και δεν μένει στα μισά του δρόμου, συνεχίζει, μέσα από όλες τις ανασχέσεις, τη μεγάλη πορεία προς το Κάλλος και πραγματώνει τη φιλοσοφία ως αγάπη της σοφίας. Αυτή είναι η γραμμή που κινείται ο φιλόσοφος εραστής, καθώς με τη θέαση και το άγγιγμα της ομορφιάς του ανθρώπινου σώματος αναμιμνήσκεται δυνατά το αιώνιο που είδε κάποτε η ψυχή του. Η ομορφιά εν τέλει, στην περιοχή του εμπειρικού κόσμου, είναι παρούσα με τη μορφή εκείνων των φιλοσοφικών ιδεών ή εκείνης της Ιδέας, που φωτίζει πέρα ως πέρα τα έξω και τα έσω της ανθρώπινης ύπαρξης, που συγκροτεί το εσωτερικό της ρεύμα και την οδηγεί, πάνω από τα συντρίμμια της καθημερινής ζωής, προς το ανώτερο, το τέλειο, το άριστο. Ποιος φοβάται το άριστο;
πηγή: hegel-platon.blogspot.gr