Σε προηγούμενη ανάρτηση με τίτλο «ΓΙΑΤΙ ΣΧΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΟΜΑΔΕΣ» ο Ν. Χ. Τάτσης, στο βιβλίο τουΚοινωνική οργάνωση και πολιτισμικές διεργασίες Εκδόσεις Οδυσσέας 1994, προσέγγισε τις αιτίες σχηματισμού των ανθρώπινων ομάδων. Το παρόν κείμενο περιλαμβάνει αποσπάσματα του παραπάνω βιβλίου που σχετίζονται με τη συμμόρφωση των μελών μιας ομάδας. Δηλαδή με την υπακοή των ατόμων της ομάδας στην ομαδική βούληση.
——————– / ——————–
«Τόση είναι η δύναμη συμμόρφωσης του ατόμου προς την ομάδα, ώστε τα άτομα με δημόσιο ήθος και σπάνια ακαδημαϊκή κατάρτιση να δέχονται την ένοχη σιωπή της ανομίας και του παραλόγου»
H συμμόρφωση προς την ομάδα αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που δείχνει τη δύναμη της συλλογικής κυριαρχίας πάνω στις ατομικές επιλογές, την ικανότητα της ομάδας να διαπλάθει τη συμπεριφορά εκάστου από εμάς με τρόπο συνάδοντα σε ένα γενικό πρότυπο σκέψης και δράσης.
H συμμόρφωση προς την ομάδα προκύπτει έντονα σε δύο καταστάσεις που μπορούν να μας χρησιμεύσουν σαν ενδεικτικά πλαίσια της σημασίας της: Αφενός με την ετερογενή επίδραση ομάδων σε μια πλουραλιστική κοινωνία και αφετέρου με την ετερόκλητη επιρροή των κoινωνικoπoιητικώv φορέων. Αν υποθέσουμε ότι ένας ανήλικος μαθητής του λυκείου συλληφθεί για βανδαλισμό ενός δημόσιου μνημείου, συνήθης είναι η αιτιολόγηση της πράξης του σαν αποτέλεσμα της «κακής παρέας» που οδήγησε το νεαρό σε μια αντικοινωνική πράξη χωρίς αυτός να συνειδητοποιήσει το μέγεθος των συνεπειών. Η άσκηση της ομαδικής πίεσης για ανεύθυνη «πλάκα» γίνεται συχνά καταλυτική στις δραστηριότητες των «παραβατικών ανηλίκων». Ας σκεφθούμε τώρα έναν ενήλικα ο οποίος ανήκει σε κάποιο πολιτικό κόμμα και υφίσταται τη συνειδησιακή πίεση να δεχθεί κάποιο μέτρο κοινωνικής πρόνοιας που απάδει προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Όπως στο πρώτο παράδειγμα, η ομάδα της πολιτικής ένταξης μεταβάλει εδώ τη στάση του καλού χριστιανού. Πρέπει να αναγνωρίσουμε πως τόσο οι καταλυτικές μεταστροφές στα στάδια της κοινωνικοποίησης, όσο και η πληθώρα των διαφοροποιημένων ομαδικών προσανατολισμών στις σύγχρονες κοινωνίες, κάνουν το θέμα πρωταρχικού ενδιαφέροντος.
Ποιος είναι ο βαθμός της επήρειας; Μέχρι ποιου σημείου μπορεί να φτάσει το άτομο από την επιβολή της ομάδας; Τι χαρακτηρίζει την καθόλου διαδικασία μεταστροφής των απόψεων ενός ατόμου; Υπάρχουν όρια αντίστασης στην ομαδική ευθυγράμμιση; Οι κοινωνιολόγοι και οι κοινωνικοί ψυχολόγοι ασχολήθηκαν εκτενέστατα με όλα αυτά τα ζητήματα. Ο λόγος ήταν φυσικά οι πολλές και συνεχείς διαπιστώσεις ότι το άτομο κινείται μαγνητικά προς τη συμμόρφωση σε μια πλειάδα καταστάσεων ομαδικής επενέργειας.
Ο Ουίλιαμ Γουέστλεη βρήκε ότι οι αστυνομικοί αρνούνται να καταδώσουν συνάδελφό τους που παρανόμησε. Στο ερώτημα τι θα έκαναν εάν πληροφορούνταν πως ένας συνάδελφός τους έκλεψε χρηματικό ποσό από κάποιο μεθυσμένο που συνελήφθη, η συντριπτική πλειοψηφία απάντησε πως ούτε θα τον κατέδιδε, ούτε θα δεχόταν να χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας. Τα όργανα του νόμου παρέβαιναν, επομένως, συνειδητά το νόμο εξαιτίας της ομαδικής αίσθησης συμπαράστασης και φυσικά τις συνέπειες του εξοστρακισμού που οπωσδήποτε θα ακολουθούσε την αναίρεση της συναδελφικής υποστήριξης σε μια «κακή στιγμή» του εν λόγω παραβάτη αστυνομικού. Η συμμόρφωση ως προς τους άγραφους νόμους της ομαδικής αλληλεγγύης ήταν απόλυτη. Ένας μόνο αστυνομικός φάνηκε ότι ακολουθούσε το καθήκον του ως όργανο της τάξης, προς πάσα κατεύθυνση, μας πληροφορεί ο Γουέστλεη, και αυτός ήταν ένας νεαρός που μόλις είχε προσληφθεί στο σώμα της αστυνομίας. Οι διαπιστώσεις πλείστων μελετών συνηγορούν υπέρ του κανόνα ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις η ομάδα ρυθμίζει πλήρως την κοινωνική δράση. Να δώσουμε όμως μερικές ακόμη έρευνες από εκείνες που άφησαν εποχή στις κοινωνικές επιστήμες και συνεχίζονται ως τις μέρες μας.
Η πρώτη έρευνα που παρέμεινε για καιρό πηγή έμπνευσης σε πλειάδα μελετητών ήταν εκείνη του Σόλομον Ας. Ο Ας έθεσε το ακόλουθο ερώτημα: Μέχρι ποιου σημείου τα άτομα αποδέχονται την πίεση της ομάδας όταν οι απόψεις τους διαφωνούν με τις ομαδικές παραδοχές; Ο Ας οργάνωσε μικρο-ομάδες* στις οποίες ένα άτομο δεν γνώριζε τη σκηνοθετημένη πειραματική προσπάθεια. Το «αφελές υποκείμενο», όπως συνήθως αποκαλείται από τους ειδικούς, αγνοούσε ότι οι υπόλοιποι που συνευρίσκονταν στη σχετική διαδικασία συνεργάζονταν με τους επικεφαλής της ομάδας για να δημιουργήσουν τεχνητή πίεση σ’ αυτόν. Ο Ας έδειχνε δύο κάρτες με τις γραμμές που απεικονίζουν τα παρακάτω σχήματα:
Είναι άμεσα προφανές ότι η «Γραμμή A» της δεύτερης κάρτας συμπίπτει σε μήκος με τη γραμμή της πρώτης κάρτας. Καθώς όμως το μη μυημένο στο πείραμα άτομο άκουγε τους άλλους να υποδεικνύουν τις γραμμές B και Γ υφίστατο σύγχυση και εκνευρισμό εξαιτίας της οφθαλμοφανούς παραβίασης της εμπειρικής πραγματικότητας. Να ήταν «όλοι» οι άλλοι ξαφνικά μύωπες; Ήταν λογικό «όλοι» οι άλλοι να κάνουν λάθος; Πώς να διαφωνήσει κανείς με το σύνολο των παρευρισκόμενων; Ο Ας παρ’ όλα αυτά είδε ποικιλία αντιδράσεων με διάφορους τρόπους προσαρμογής της μειοψηφίας στη βούληση της πλειοψηφίας. Το ένα τρίτο των ατόμων που συμμετείχαν σαν «αφελή υποκείμενα» μετέβαλε τις απόψεις του και ακολούθησε την πασιφανώς λανθασμένη άποψη της ομάδας. Το ποσοστό αυτό είναι εκπληκτικό αν σκεφθεί κανείς ότι πολύ μικρότερα ποσοστά έχουν διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στην ιστορία του κόσμου. Ο Ας μετέτρεψε τον αρχικό ερευνητικό του σχεδιασμό και έβαλε ένα μέλος να συμφωνήσει με το «αφελές υποκείμενο». H επίδραση της ομαδικής πίεσης μειώθηκε σημαντικά. Όταν όμως σε μια τρίτη πειραματική φάση, το μέλος που διαφοροποιήθηκε από την πλειοψηφία και συνετάγει με το «αφελές υποκείμενο» άλλαξε και πάλι την άποψή του υποστηρίζοντας ότι είχε κάνει λάθος, τότε η πίεση της ομάδας επανέκτησε την αρχική της ισχύ. Ο Ας προσδιόρισε ότι και μια μικρή πλειοψηφία τριών ατόμων οδηγεί στη συμμόρφωση.
H δεύτερη έρευνα διεξήχθη από ένα μαθητή του Ας, τον Στάνλεη Mίλγκραμ. Με σκοπό την επισήμανση της επιρροής που ασκεί η εξουσιαστική επιβολή και των ορίων της αποδοχής από τα άτομα, ο Μίλγκραμ επινόησε ένα πείραμα μνήμης. Χώρισε τους συμμετέχοντες σε «δασκάλους» και «μαθητές». Οι μαθητές ήταν μέλη της πειραματικής προσπάθειας, ενώ οι «δάσκαλοι» αποτελούσαν τα «αφελή υποκείμενα» που δεν γνώριζαν τους απώτερους στόχους του Μίλγκραμ. Κάθε «δάσκαλος» έπρεπε να ελέγχει την ικανότητα του «μαθητή» να θυμάται τη δεύτερη λέξη από τα ζεύγη λέξεων που του υποβάλλονταν. Σε περίπτωση λάθους, ο «δάσκαλος» «τιμωρούσε» το «μαθητή» με ηλεκτροσόκ διαφόρων βαθμών έντασης αναλογικά προς τη συχνότητα των λανθασμένων απαντήσεων. Χωρίς να υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες τον πειράματος του Μίλγκραμ, θα αναφέρουμε απλώς ότι, παρά το υποτιθέμενο μαρτύριο των «μαθητών» από τα ηλεκτροσόκ που το «αφελές υποκείμενο» πίστευε ότι ήταν αληθινά, περίπου τα δύο τρίτα δέχθηκαν να συνεχίσουν τη διαδικασία της γνωστικής επιχείρησης και φυσικά τη δοκιμασία. Με τη νομιμοποιητική κάλυψη της επιστημονικής αναζήτησης, οι «δάσκαλοι» δεν είχαν προβλήματα. Αν λοιπόν συλλογιστούμε τι σημαίνει γενικότερα η συμμόρφωση αυτή των υποκειμένων της πειραματικής παραποίησης που επιχειρούσε ο Μίλγκραμ, θα αντιληφθούμε τους κινδύνους που διατρέχουμε από τις πιέσεις των φορέων της εξουσίας που εμφανίζονται μάλιστα με τα ιδεολογικά προσωπεία κάποιας «νόμιμης ή καθαγιασμένης» στήριξης. Οι σκοποί κάθε ομάδας είναι για τους περισσότερους και νόμιμοι και καθαγιασμένοι από την παράδοση και τις θεσμικές αιτιολογήσεις. Τι νόημα έχει ότι το πείραμα εμφανιζόταν εικονικά μέσα στα πλαίσια της επιστημονικής αναζήτησης; Πάντοτε θα υπάρχει κάποιος λόγος υπέρτερης εξουσιαστικής στήριξης της συλλογικής δράσης. Το ζήτημα είναι μέχρι πού μπορεί να μας φέρουν ντετερμινιστικά οι δυνάμεις που εκφράζουν εκάστοτε το λόγο της αρχής. H έρευνα του Μίλγκραμ αποτελεί ένα είδος ανθρωπιστικής προειδοποίησης για τις παγίδες της ομαδικής μας υπόταξης.
H τρίτη έρευνα ήταν ιστορικού χαρακτήρα και διεξήχθη από τον Ίρβινγκ Τζάνις πάνω σε ένα θέμα που έχει πλέον πάρει τραγικές διαστάσεις. Τα ηγετικά κλιμάκια, όπως συνήθως αποκαλούνται, των μεγάλων δυνάμεων συντίθενται από επιτελεία πολιτικών, στρατιωτικών, διπλωματών, ακαδημαϊκών κ.λπ. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με συλλογικές διαδικασίες κατά τη διάρκεια των οποίων προκύπτουν ασφαλώς διαφωνίες και αντιρρήσεις σχετικά με τις προτεινόμενες ειδικές ενέργειες. Με δεδομένη την παγκόσμια επιρροή που ασκούν αυτές οι αποφάσεις, το ζήτημα δεν είναι πλέον Αμερικανικό, Ρωσικό, Γερμανικό, Αγγλικό ή Ευρωπαϊκό, αλλά συναρτάται άμεσα με όλους τους λαούς της γης. Αν μάλιστα σκεφθούμε το πλήθος των εμφανιζόμενων κρίσεων οι οποίες φθάνoυv στο σημείο να οδηγούν τα πράγματα σχεδόν σε πυρηνικό ολοκαύτωμα που θα σήμαινε το τέλος του πλανήτη, η έρευνα του Τζάνις αποκτά μια άλλη διάσταση. Το ερώτημα, το πολύ απλό ερώτημα, που τέθηκε από τον Τζάνις και θα τίθεται από κάθε λογικό άτομο είναι το εξής: Πώς συμβαίνει να λαμβάνονται τέτοιες αποφάσεις όπως η ρίψη της βόμβας στη Χιροσίμα, η εισβολή στην Κούβα ή o πόλεμος στο Βιετνάμ, και να μην εμφανίζεται ισχυρή αντίσταση που να αποτρέψει τις ιστορικά παράλογες πράξεις; Ο Τζάνις θέλησε να ελέγξει τις γνωστές περιπέτειες στη χώρα του εξαιτίας της εξωτερικής της πολιτικής. Το ερώτημα γίνεται πράγματι εφιαλτικό αν σκεφθούμε ότι οι μικρο-ομάδες των δραματικών αποφάσεων αφενός λειτουργούν δημοκρατικά και αφετέρου έχουν ως μέλη άτομα που διακρίθηκαν για την ικανότητα και το χαρακτήρα τους. Δεν βρέθηκε κανείς να αποτρέψει τους προέδρους Τρούμαν, Κέννεντυ και Τζόνσον που έλαβαν τις προαναφερθείσες τρεις αποφάσεις; Θα μπορούσε ίσως να στοιχειοθετηθεί κάποια δικαιολογία σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και με δικτάτορες όπως ο Χίτλερ ή ο Στάλιν. Πώς όμως εξηγείται το φαινόμενο σε δημοκρατικές κοινωνίες; Ο Τζάνις πιστοποίησε την πίεση της ομάδας με τον ακόλουθο μηχανισμό:
α. Διαφαίνεται μια τάση ομοφωνίας. Αντί να εξετάζεται το πρόβλημα από διαφορετικές πλευρές, η δυναμική της ομάδας περιορίζει την πρισματική θεώρησή του.
β. Οι ομάδες που έχουν μια κοινή σύνθεση για ένα διάστημα διαμορφώνουν ένα είδος κοινής λογικής σύλληψης και ερμηνείας των φαινομένων.
γ. Από τη στιγμή κατά την οποία μία ομάδα πρέπει να πάρει απόφαση, κάθε διαφοροποιημένος ισχυρισμός χαρακτηρίζεται σαν υποβολιμιαίος και εχθρικός.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η «ομαδική σκέψη», η οποία περιορίζει το στοχασμό και αποθαρρύνει κάθε διαφωνία. Σε μια συνεδρίαση για τον πόλεμο του Βιετνάμ, γράφει ο Τζάνις, ένας υπουργός εξωτερικών προέτρεπε τα μέλη κάποιας επιτροπής να συσκέπτονται «σαν μια ορχήστρα από βιολιά». H «ορχήστρα» αυτή αποφάσιζε τους βομβαρδισμούς στην ασιατική χώρα! Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο έγκυρος ιστορικός-καθηγητής Άρθουρ Σλέσιντζερ, ο οποίος υπήρξε στενός συνεργάτης και σύμβουλος του προέδρου Τζων Κέννεντυ, εξήγησε ως εξής τη σιωπή του κατά την εισβολή στην Κούβα: Το «κλίμα» στις διυπουργικές διαβουλεύσεις με τον πρόεδρο ήταν τέτοιο που να αποθαρρύνει κάθε αντίθετη γνώμη. Οτιδήποτε δεν συμφωνούσε με την άποψη της ομάδας αυτής εθεωρείτο ανοησία. Τόση είναι η δύναμη συμμόρφωσης του ατόμου προς την ομάδα, ώστε τα άτομα με δημόσιο ήθος και σπάνια ακαδημαϊκή κατάρτιση να δέχονται την ένοχη σιωπή της ανομίας και του παραλόγου.
——————– / ——————–
*Μια μικρο-ομάδα δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 15 με 20 άτομα. Ο αριθμός αυτός είναι «ενδεικτικά περιοριστικός». Μικρο-ομάδες είναι για παράδειγμα ένα υπηρεσιακό συμβούλιο, τα ηγετικά στελέχη μιας οικουμενικής κυβέρνησης, οι διαπραγματευτικές ομάδες, οι εταιρικές ενώσεις, οι ομάδες επικοινωνίας ή χάραξης στρατηγικής μιας πολιτικής οργάνωσης. Ασφαλώς το αριθμητικό κριτήριο που αποτελεί τη βάση μιας πρώτης τυπικής αναγνώρισης αυτής της κατηγορίας ομάδων, ενδέχεται να δημιουργήσει (και μερικές φορές δημιουργεί) αντιρρήσεις.
πηγή: respublica.gr