Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

Η ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΧΡΗΣΜΟΥ)

$
0
0
Olof   Gigon


«ΣΩΚΡΑΤΗΣ», Του Όλοφ Γκίγκον  (Εκδόσεις “Γνώση”, 1995, σελ. 101-120)
 Όσο αυτονόητο είναι για την ελληνική σκέψη ότι κάθε άνθρωπος ως επαγγελματίας προστατεύεται από ορισμένη θεότητα, ως σιδηρουργός από τον Ήφαιστο και ως ποιητής από τις Μούσες, τόσο σπάνιο είναι να επεμβαίνει ένας θεός αυθόρμητα στη ζωή ενός ανθρώπου και να τον καλεί ν’  ασκήσει αυτήν ή εκείνη τη δραστηριότητα. […]  Γνωρίζουμε μόνο μία διήγηση για το πώς ο Ησίοδος έλαβε από τις Μούσες την κλήση να γίνει ποιητής […] Αλλά αυτά βρίσκονται στις παρυφές του μύθου. […]
Μεταξύ των Ελλήνων φιλοσόφων υπήρχαν, βέβαια, μερικοί, οι οποίοι δεν απέδιδαν το φιλοσοφείν τους στην καθοδήγηση ορισμένου δασκάλου, αλλά επέμεναν ότι ήλθαν στη φιλοσοφία αποκλειστικά με δική τους πρωτοβουλία. Άλλα δεν γνωρίζουμε κανέναν, ο οποίος να έγινε φιλόσοφος με άμεση θεϊκή κλήση – έκτος από τον Σωκράτη. […]
Η ιστορία για την κλήση του Σωκράτη στη φιλοσοφία έχει διασωθεί σε μια σειρά παραλλαγές. […] Από την άλλη,στις διηγήσεις για θεϊκή κλήση του Σωκράτη αντιπαρατίθεται μία εντελώς διαφορετική, η οποία, πιθανώς με πολεμική πρόθεση, αποκλείει εντελώς το θεϊκό στοιχείο.
Από ορισμένους υπαινιγμούς του Πλάτωνα πρέπει να συναγάγουμε την αρχαιότερη, όπως υποθέτουμε, εκδοχή του μοτίβου. […] Το δεύτερο μέρος της πρώτης ομιλίας της Απολογίας του Πλάτωνα κυριαρχείται από την ιδέα ότι ο Σωκράτης φιλοσοφεί κατά διαταγή της θεότητας, η οποία τον διέταξε να προτρέπει τους ανθρώπους να μεριμνούν πρώτα για την ψυχή τους και μόνον έπειτα για τα εξωτερικά πράγματα. Επειδή ο Σωκράτης έχει αυτή τη διαταγή, δεν επιτρέπεται να φοβάται τον θάνατο και πρέπει να υπακούει μάλλον στον θεό παρά στους ανθρώπους. […] Έτσι ο Σωκράτης, στο τέλος της ομιλίας του, τονίζει σύντομα άλλα ρητά ότι το φιλοσοφείν του το επέβαλε ο θεός «με χρησμούς, όνειρα και θεϊκά σημεία κάθε είδους» (33c). Με τους χρησμούς ίσως εννοεί τον χρησμό του Χαιρεφώντα· αλλά τι έχει υπόψη του στην περίπτωση των ονείρων; Εδώ οδηγούμαστε αυτομάτως σε ένα χωρίο του Φαίδωνα (60e κ.ε.) όπου ο Σωκράτης διηγείται για τον εαυτό του τα εξής: Νωρίτερα στη ζωή του έβλεπε συχνά το ίδιο όνειρο, το οποίο  με διαφορετικές μορφές του απηύθυνε συνεχώς την ίδια διαταγή: “μουσικήν ποίει και εργάζου”. Παλιότερα ο Σωκράτης σκεφτόταν ότι το όνειρο ήθελε απλώς να τον ενθαρρύνει ώστε να μην παραιτηθεί από τη φιλοσοφία, τώρα όμως θα ήθελε να εκτελέσει αυτή τη διαταγή και κατά γράμμα, και γι’ αυτό συνέθεσε στη φυλακή ορισμένα ποιήματα. […] Εδώ, στο όνειρο, δίνει ένας θεός την πραγματική διαταγή να φιλοσοφεί ο Σωκράτης, τη διαταγή εκείνη, για την όποια πέθανε ο Σωκράτης. […] Ο Πλάτων συμπεριέλαβε μία άλλη ιστορία, η οποία χάρη σ’ αυτόν έγινε η πραγματικά κλασική ιστορία της κλήσης του Σωκράτη, […] Είναι η διήγηση για τον χρησμό του Χαιρεφώντα. Μας έχει σωθεί όχι μόνο στον Πλάτωνα, αλλά και στον Ξενοφώντα, και τις δύο φορές όμως έτσι, ώστε να έχει συσκοτισθεί το αρχικό της περιεχόμενο.
Ο Χαιρεφών, ο φίλος του Σωκράτη (παραδόξως εμφανίζεται ήδη στις Νεφέλες του Αριστοφάνη ως ο μοναδικός κατονομαζόμενος μαθητής του Σωκράτη […] πήγε κάποτε στους Δελφούς και ρώτησε τον θεό αν είναι κάνεις σοφότερος από τον Σωκράτη. O θεός απάντησε αρνητικά. Είπε ότι o Σωκράτης είναι o σοφότερος απ’ όλους τούς ανθρώπους. Αυτή είναι μία διήγηση, την οποία πρέπει να συνδυάσουμε με σχετικά παλιούς δελφικούς θρύλους. Υπάρχει μία ομάδα ιστοριών, πού όλες τους έχουν το νόημα να δείξουν ότι ο ευτυχέστερος, ευσεβέστερος και σοφότερος ακριβώς δεν είναι εκείνος, ο οποίος θεωρεί τον εαυτό του ότι είναι και τον όποιο θεωρεί ο κόσμος ότι είναι, αλλά πολύ περισσότερο κάποιος εντελώς άγνωστος και αφανής άνθρωπος. Έχουμε μία εκδοχή από τον πρώιμο 6ο αιώνα ακόμη, όπου ο πλούσιος βασιλιάς Γύγης παρουσιάζεται να ρωτά στους Δελφούς αν είναι κάνεις πιο ευτυχισμένος από αυτόν. Το μαντείο του άπαντα ότι γνωρίζει κάποιον, και μάλιστα ότι αυτός είναι ο αγρότης Αγλαός στην Ψωφίδα της μακρινής, φτωχής Αρκαδίας, ο όποιος σ’ όλη του τη ζωή δεν ασχολήθηκε με τίποτε άλλο παρά με την καλλιέργεια του μικρού αγρού του.[1] Εδώ το παράδοξο έχει αποδοθεί αδρά: ευτυχισμένοι δεν είναι οι μεγάλοι του κόσμου, αλλά ένας εντελώς άγνωστος, ο οποίος περνά τη ζωή του ανενόχλητα, ευχαριστημένος με την ελάχιστη περιουσία του. Το μοτίβο χρησιμοποιήθηκε αργότερα για τον βασιλιά Κροίσο και βρήκε την κλασική διατύπωσή του στον Ηρόδοτο (I, 30), στη διήγηση του Σόλωνα για τη ζωή του Αθηναίου πολίτη Τέλλου. Μια φιλοσοφική μετεξέλιξη έχουμε στην ιδέα (αρχικά φαίνεται ότι διατυπώθηκε για έναν σωκρατικό διάλογο με τον Αλκιβιάδη) ότι και ο ίδιος ο βασιλιάς των Περσών δεν μπορεί να λεχθεί ευτυχισμένος, αν δεν μεριμνά για την ψυχή του.
Παράλληλα δίνεται απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι ο σοφότερος. Αλλά εδώ έχουμε περισσότερες, όχι τελείως εξιχνιάσιμες παραδόσεις. Συμφωνούν ως προς το όνομα εκείνου τον οποίο ο θεός χαρακτηρίζει ως τον σοφότερο. Είναι ο αγρότης Μύσων από την Χήνα στην οροσειρά της Οίτης, δηλαδή πάλι ένας απλός άνθρωπος, ο όποιος ζει εντελώς χαμένος σε μια πολύ απομακρυσμένη περιοχή. Διαφορές υπάρχουν κυρίως όσον αφορά το πρόσωπο εκείνου πού ερωτά. Άλλοτε είναι ο Σκύθης Ανάχαρσης, άλλοτε ο Σπαρτιάτης Χείλων. Εμάς δεν μας ενδιαφέρει πολύ αυτό. Το γενικό νόημα πρέπει να είναι και εδώ ότι ο σοφότερος δεν είναι εκείνος, ο οποίοςς φαίνεται να είναι εξαιτίας της πολυμαθείας του ή απαιτεί να είναι, αλλά ένας ασήμαντος τυχαίος άνθρωπος, ο όποιος μένει στο κτήμα του και το καλλιεργεί. Αυτό το μοτίβο μεταφέρθηκε στον Σωκράτη. Και αυτός είναι ένας απλός πολίτης της Αθήνας, πού δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει δόξα και πλούτο, δεν μαθήτευσε στη σχολή κανενός από τούς σοφούς του κόσμου και δεν καταλαβαίνει τούς λόγους τους. Οπωσδήποτε, πρέπει να συνεξεταστεί αμέσως ένα φαινομενικά συγγενέστατο, αλλά κατ’ ουσίαν διαφορετικό μοτίβο. 
Μία εκδοχή του θρύλου για τούς Επτά σοφούς αναφέρει τα έξης. Στη Μίλητο έβγαλαν έναν τρίποδα από τη θάλασσα. Όταν ρώτησαν τι να τον κάνουν, το μαντείο των Δελφών απάντησε ότι ο τρίποδας έπρεπε να δοθεί δώρο στον σοφότερο. Έτσι, δόθηκε στον Θαλή, αλλά αυτός τον έδωσε σε άλλον, ώσπου στο τέλος τον πήραν στο χέρι τους και οι Επτά. Ο τελευταίος, ο Σόλων, έστειλε τον τρίποδα στους Δελφούς, επειδή μόνον ο θεός είναι ο σοφότερος.[2] Εδώ υπόκειται η ιδέα ότι στην πραγματικότητα κανένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να λέγεται σοφός. Δεν ξέρουμε πόσο παλιά είναι η αφήγηση. Όμως ένα περίφημο απόσπασμα του Ηρακλείτου δείχνει ότι η ιδέα, πώς σοφός μπορεί να λεχθεί στην πραγματικότητα μόνον ο θεός, ανάγεται σε πρώιμη εποχή: «Ένα, το μόνο σοφό, θέλει και δεν θέλει να ονομάζεται με το όνομα του Δία». Το χωρίο έχει ακόμα μεγαλύτερη σπουδαιότητα, επειδή ο Ηράκλειτος βρίσκεται κοντύτερα στον δελφικό χρησμό απ’ οποιονδήποτε άλλο αρχαίο φυσικό φιλόσοφο, αφού ήδη η μορφή των προτάσεών του κατανοείται μόνον όταν τη θεωρήσουμε απομίμηση των χρησμών του Απόλλωνα. Αργότερα, η ιδέα ότι μόνον ο θεός επιτρέπεται να χαρακτηρίζεται σοφός, ενώ στους ανθρώπους δεν μένει παρά η φιλοσοφία, χρησιμοποιήθηκε για τον Πυθαγόρα.
Σημαντικότερο είναι ότι προπάντων ο ίδιος ο Πλάτων την παρέλαβε και ότι έκτοτε η έννοια του φιλοσόφου στον Πλάτωνα απέκτησε τη σημασία της ως όρος (Φαίδρος 278a). Έχουμε εδώ ένα σύμπλεγμα, το όποιο συνδέει το ερώτημα για τον σοφότερο με την παραδοχή της έμφυτης ασοφίας του ανθρώπου. Μπορούμε να πούμε ότι η πλατωνική ερμηνεία του χρησμού του Χαιρεφώντα έχει επηρεασθεί έντονα από αυτό. Γιατί και στην Απολογία (23ab) δηλώνεται ρητά ότι δεν επιτρέπεται να μιλάμε για σοφία στην περίπτωση του ανθρώπου. Οπωσδήποτε, δύο πράγματα πρέπει να προσέξουμε. Από τη μια, η ίδια η διήγηση για τον Χαιρεφώντα, ως μεταφορά του αρχαίου θρύλου όπου ταυτίζεται ο αφανέστερος με τον σοφότερο, πρέπει να διαχωρισθεί ριζικά από τη διήγηση, η οποία καταλήγει στο ότι μόνο ο θεός είναι σοφός. Το νόημα των δύο ιστοριών είναι εντελώς διαφορετικό και, εκτός αυτού, ο Ξενοφών στην Απολογία του έχει υπόψη του μόνο το πρώτο και όχι το δεύτερο μοτίβο. Επιπλέον, μπορούμε να διακρίνουμε στον ίδιο τον Πλάτωνα και ένα τρίτο σύμπλεγμα. Η πλατωνική ερμηνεία της ανθρώπινης άγνοιας βασίζεται σε μία τρίτη διήγηση, η οποία βέβαια παραπέμπει επίσης στους Δελφούς, αλλά και πάλι έχει διαφορετικό προσανατολισμό. 
Αλλά ας επιστρέψουμε για μια φορά ακόμη στα δύο πρώτα μοτίβα. Κατ’ αρχήν και τα δύο μπορούν να κατανοηθούν εντελώς μη φιλοσοφικά, ως έκφραση αρχαϊκής λιτής βιοσοφίας. Το νόημα του πρώτου μοτίβου είναι η δίκαιη ταπείνωση όσων θεωρούν τον εαυτό τους σπουδαίο. Ίσως καταλάβουμε καλύτερα γιατί τούτο το μοτίβο μπόρεσε να μεταφερθεί στον Σωκράτη, αν προσθέσουμε ότι κατά τα φαινόμενα η πρωταρχική κατάσταση του σωκρατικού διαλόγου υπήρξε η αντιπαράθεση του απλού γιου του τεχνίτη αφ’ ενός με τον αλαζόνα και πλούσιο νεαρό Αλκιβιάδη και αφ’ ετέρου με τους ματαιόδοξους και περήφανους για τις γνώσεις τους σοφιστές. Στην αντίθεση του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη απηχείται η αντίθεση του Αγλαού με τον Γύγη, ενώ στην αντίθεση του Σωκράτη με τους σοφιστές απηχείται η αντίθεση του Μύσωνα με όλους τους σοφούς άνδρες, τους οποίους είχε επισκεφθεί αρχικά ο Ανάχαρσης, ελπίζοντας να αποκτήσει κοντά τους ελληνική μόρφωση. Ο Ξενοφών χρησιμοποίησε αυτό το μοτίβο, αλλά του αφαίρεσε με χαρακτηριστικότατο τρόπο το πραγματικό του νόημα. 
Γιατί ερμηνεύει τον χρησμό του Χαιρεφώντα ως έναν γενικό έπαινο του Σωκράτη, στον οποίο δίδεται η θεία επιβεβαίωση ότι κατέχει όλες τις αρετές. Ο χρησμός γίνεται συστατικό στοιχείο ενός πολύ τετριμμένου εγκωμίου του Σωκράτη. Και το δεύτερο μοτίβο έχει τις ρίζες του σε αρχαιοελληνικές αντιλήψεις. Στους στίχους του Θεόγνιδος, για παράδειγμα, μπορεί να ξαναβρεί κάνεις την ιδέα ότι μόνον ο θεός είναι σοφός: «Εμείς οι άνθρωποι έχουμε κενές γνώμες και δεν γνωρίζουμε τίποτε. Οι θεοί τα επιτελούν όλα όπως νομίζουν» (141 κ.ε.). Αλλά αυτοί ακριβώς οι στίχοι μας επιτρέπουν και να διαπιστώσουμε προς ποια κατεύθυνση μπόρεσε να μετεξελιχθεί τούτη η ιδέα. Στο τέλος του πράττειν διαχωρίζεται βαθύτερα η σοφία των θεών από την ασοφία των ανθρώπων. Μόνον ο θεός γνωρίζει το αποτέλεσμα και προκαλεί το αποτέλεσμα, γνωρίζει τι είναι αγαθό και προκαλεί το αγαθό. Μπορούμε να παραπέμψουμε στην παρέκβασή μας για τον Ξενοφώντα, στο προηγούμενο κεφάλαιο. Εκεί είδαμε πόσο σπουδαία είναι για τον Ξενοφώντα η ιδέα ότι ο άνθρωπος έχει την υποχρέωση να αποκτά την εφικτή γι’ αυτόν τεχνική γνώση, μόνον ο θεός όμως γνωρίζει το απώτερο αγαθόν και το αποκαλύπτει στους ανθρώπους μέσω της μαντικής. Είδαμε επίσης πως εδώ μπορούμε να αναζητήσουμε πιθανώς μιαν από τις αφετηρίες της διδασκαλίας του Πλάτωνα για το αγαθόν.
Είναι παράξενο που και τα δύο μοτίβα φέρνουν σε εκπληκτική εγγύτητα τον Σωκράτη με τον κύκλο των Επτά Σοφών. Ίσως μας επιτρέπεται κιόλας να το διατυπώσουμε κάπως αδρότερα: η μεταφορά αυτών των μοτίβων θέλει να ενσωματώσει τον Σωκράτη ακριβώς σ’ αυτόν τον κύκλο. Είναι μια τελευταία προσπάθεια να διευρυνθεί τούτος ο κύκλος, ο όποιος κατά κανόνα έκλεινε χρονολογικά σημαντικά νωρίτερα. Μπορούμε να σκεφθούμε ότι σε μερικές παραδόσεις συγκαταλέγονταν στους σοφούς ακόμη και ο Αναξαγόρας, ο Επίχαρμος και ο Λάσος από την Ερμιόνη, δηλαδή άνδρες, οι όποιοι ήταν – δεν ήταν μία ή δύο γενιές μεγαλύτεροι από τον Σωκράτη.
Από την άποψη των ιδεών, περισσότερο διαφορισμένο είναι ένα τρίτο μοτίβο, το οποίο επίσης πέρασε μέσα στην πολύ περίπλοκη διήγηση του Πλάτωνα στην ΑπολογίαΜπορούμε να το ανασυνθέσουμε από τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα και τον Αριστοτέλη. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι στον Αριστοτέλη, σ’ ένα αντιπροσωπευτικό κείμενο, δηλαδή στο πρώτο βιβλίο του προγραμματικού του συγγράμματος Περί φιλοσοφίας φαίνεται ότι αυτό το μοτίβο πήρε τη θέση της πλατωνικής διήγησης για τον Χαιρεφώντα, πράγμα πού αποτελεί ένα πρόσθετο σημαντικό επιχείρημα εναντίον της ιστορικότητας αυτής της διήγησης.
            Κατά τον Αριστοτέλη, ο Σωκράτης έκανε κάποτε ένα ταξίδι στους Δελφούς και εκεί, στον ναό του Απόλλωνα, διάβασε το αρχαίο ρητό της Πυθίας «Γνώθι σαυτόν»· και το ρητό τούτο σήμανε γι’ αυτόν την αφετηρία του φιλοσοφείν. Τα αποσπάσματα του Αριστοτέλη δεν λένε τίποτε περισσότερο. Το πρόβλημα είναι λοιπόν τι νόημα είχε το «Γνώθι σαυτόν» σ’ αυτή τη διήγηση. Μπορούμε να επωφεληθούμε εδώ από την απαραγνώριστη συγγένεια ιδεών μεταξύ της πληροφορίας του Πλάτωνα για τον σωκρατικό έλεγχο των ανθρώπων (Απολογία 21b-23b) και μιας σημαντικής περικοπής του Ξενοφώντα, όπου παρατίθεται το «Γνώθι σαυτόν» (Απομνημονεύματα IV, 2, 24-30). O Ξενοφών ερμηνεύει το δελφικό ρητό ως εξής: να γνωρίζεις τον εαυτό σου δεν σημαίνει μόνο να ξέρεις το όνομά σου, αλλά να έχεις συνειδητοποιήσει τι είσαι ικανός να κάνεις και τι όχι. Όποιος το ξέρει αυτό θα επιχειρεί πάντοτε μόνον εκείνα, για τα oποία είναι ικανός και αρμόδιος, και θα προφυλάσσεται από όλα τα λάθη, όσα γεννά η αναρμοδιότητα. Θα είναι επιτυχημένος και ευτυχισμένος, ενώ όποιος ασχολείται με πράγματα πού δεν καταλαβαίνει και απλώς νομίζει ότι καταλαβαίνει, αναγκαστικά θα τα κάνει όλα λάθος και θα αποτύχει παντού. 
Το «Γνώθι σαυτόν» δηλαδή είναι η παρότρυνση να συνειδητοποιήσει κάνεις την έκταση και τα όρια των γνώσεων και των ικανοτήτων του. Είναι σαφές ότι αυτή η συλλογιστική συμφωνεί, στα βασικά χαρακτηριστικά της, με το πλατωνικό κείμενο. Αλλά στον Πλάτωνα προστίθεται μία νέα έννοια, η οποία με τη σειρά της υποδηλώνει μια μετατόπιση της ιδέας. Η νέα έννοια είναι η έννοια τής οιήσεως του νομίζειν: οι άνθρωποι νομίζουν ότι ξέρουν και παρ’ όλα αυτά δεν ξέρουν. Δεν ισχύει πια όμως ό,τι λέει ο Ξενοφών, πώς δηλαδή η παρότρυνση του δελφικού ρητού να γνωρίζει κανείς τα όρια της αρμοδιότητάς του απευθύνεται μόνο σε όποιον τη διαβάζει. Στον Πλάτωνα, ο φιλόσοφος που απέκτησε τη γνώση έχει ως έργο του να αποκαλύψει την υποκειμενική γνώμη των άλλων ανθρώπων και να τούς κάνει να συνειδητοποιήσουν την άγνοιά τους. Εδώ φαίνεται από μια νέα πλευρά ότι πάνω στον Πλάτωνα ασκήθηκε μια επίδραση, την οποία ήδη αναγκαστήκαμε να αναφέρουμε σε μια κάπως διαφορετική συνάφεια, η επίδραση του Ηρακλείτου. Ειδικά αυτή η έννοια της οιήσεως, του νομίζειν, έπαιξε στον Ηράκλειτο σημαντικό ρόλο. Και ταυτόχρονα ο Ηράκλειτος, όπως κανένας άλλος αρχαίος Ίωνας, αντιπαρέθεσε τη γνώση του για τη συνάφεια της ανθρώπινης ύπαρξης με τον κοσμικό νόμο στην ανοησία των ανθρώπων, οι οποίοι, σαν κι αυτούς πού ονειρεύονται, νομίζουν άτι έχουν γνώσεις. Δεν θα αστοχήσουμε, αν χαρακτηρίσουμε τον Ηράκλειτο ως τον πρώτο φιλόσοφο, ο όποιος εντόπισε το ευγενές έργο της σοφίας στην καταστροφή της ανθρώπινης υποκειμενικής γνώμης. Απ αυτόν επηρεάσθηκε ο Πλάτων στην περιγραφή του για τον Σωκράτη και απ’ αυτόν ξεκινούν τελικά και οι Στωικοί και οι Νεοακαδημεικοί, όταν αναγνωρίζουν ως πρώτη υποχρέωση του σοφού να φυλάγεται από την υποκειμενική γνώμη.
            Ίσως φάνηκε ότι παρατραβήξαμε κάπως την ανάλυση της πλατωνικής Απολογίας. Είναι πολύ πιθανό μια υστερότερη ερμηνεία κάπως να απλοποιήσει και πάλι το αποτέλεσμα της ανάλυσής μας. Εμάς όμως μας ενδιέφερε να διακρίνουμε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια τα διάφορα στοιχεία, τα οποία υπεισήλθαν στη διήγηση του Πλάτωνα για την κλήση του Σωκράτη. Βασικά, νομίζουμε ότι αναγνωρίζουμε δύο κύριες εκδοχές και δύο δευτερεύοντα μοτίβα, τα οποία μετατόπισαν κάπως την πορεία των κύριων εκδοχών.
Η μία κύρια εκδοχή είναι ο χρησμός του Χαιρεφώντα, ο οποίος ανακηρύσσει τον Σωκράτη σοφότερο ακριβώς επειδή κανένας άνθρωπος δεν θα τον θεωρούσε σοφότερο.
Η άλλη κύρια εκδοχή είναι η γνωριμία του Σωκράτη με το δελφικό «Γνώθι σαυτόν», απ’ όπου ο Σωκράτης αντλεί την παρότρυνση ότι έργο του ανθρώπου και τρόπος κατάκτησης της ευδαιμονίας είναι να παραμείνει στα όρια των γνώσεων και δυνατοτήτων του.
Το πρώτο συμπληρωματικό μοτίβο είναι η ιδέα του θρύλου των Επτά Σοφών, ότι δηλαδή κανένας άνθρωπος δεν επιτρέπεται να λέγεται σοφός, παρά μόνο ο θεός.
Το δεύτερο συμπληρωματικό μοτίβο είναι το πιθανώς ηρακλείτειο μοτίβο ότι έργο του φιλοσόφου είναι να θεραπεύσει τους ανθρώπους από την επιφατική γνώση τους. […]
Γνήσια ιστορία κλήσεως είναι μόνο η διήγηση για τη διαταγή πού έλαβε ο Σωκράτης στο όνειρό του, όπως την εκθέσαμε στην αρχή. Μόνο αυτή συνιστά επαρκή προϋπόθεση της μέχρι θανάτου υπακοής, την οποία ο φιλοσοφών Σωκράτης θέλει να προσφέρει στον θεό του. Στην Απολογία όμως ο Πλάτων δεν ήθελε απλώς να παρουσιάσει την τραγική απόφαση του Σωκράτη μεταξύ ζωής και υπακοής. Ήθελε να δώσει συγχρόνως ένα περίγραμμα εκείνου πού αποτελούσε συγκεκριμένα στα μάτια του το σωκρατικό φιλοσοφείν. Για τούτο αντικατέστησε την απλή εκείνη διήγηση με τη συγχώνευση πολλών μοτίβων, τα όποια μπορούσαν να καταστήσουν κατανοητές προπάντων δύο ιδέες πού τον ενδιέφεραν: αφ’ ενός την αντίθεση της λιτότητας του αληθινού φιλοσόφου προς τη σοφιστική έπαρση των δυνάμεων πού τον περιβάλλουν – έπειτα, και πρώτιστα, το ερώτημα για το έσχατο αγαθόν στο όποιο η ανθρώπινη υποκειμενική γνώμη αναγκαστικά αποτυγχάνει, το οποίο ο φιλόσοφος όμως πρέπει να ανακαλεί διαρκώς. Τα μοτίβα, τα οποία εδώ εξυπηρετούν τον Πλάτωνα, προέρχονται από την αρχαία παράδοση, αναμφίβολα όμως μεταφέρθηκαν στον Σωκράτη μέσα σε σωκρατικούς διαλόγους εν μέρει ήδη πριν απ’ αυτόν. Προπάντων τη γνωριμία του Σωκράτη με το δελφικό ρητό, όπως δείχνουν ο Αριστοτέλης και ο Ξενοφών, πρέπει να την διηγούνταν ένα πραγματικά σπουδαίο έργο.
Θα ήταν όμως απορίας άξιο αν δεν είχαν διαμορφωθεί και ιστορίες, οι οποίες απέκλειαν κάθε θεϊκή παρέμβαση στη ζωή του Σωκράτη και κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιμάχονταν, περισσότερο ή λιγότερο άμεσα, τις εκδοχές πού παρουσιάσαμε. […]
Η μία, φαινομενικά αθωότερη διήγηση αποδίδεται σε κάποιον σχεδόν άγνωστο σε μας Δημήτριο Βυζάντιο και αναφέρει τα εξήςο Σωκράτης ξεκίνησε ως λιθοξόος σ’ ένα λατομείο. Εκεί λένε ότι τον ανακάλυψε ο Κρίτων, τον πήρε από κει και του έδωσε ανώτερη μόρφωση. Γιατί ερωτεύθηκε τη χάρη της ψυχής του.[3]
Αυτή η σύντομη ιστορία ανακινεί μια σειρά προβλήματα. Φαίνεται πρώτα-πρώτα σαφές ότι ο Σωκράτης γίνεται λιθοξόος, επειδή προφανώς είχε επιβεβαιωθεί ιστορικά ότι ο πατέρας του ο Σωφρονίσκος είχε ασκήσει αυτό το επάγγελμα. Πιθανόν όμως πρέπει να συνδέσουμε την ιστορία μας με την παράξενη πληροφορία του ιστορικού της ελληνιστικής περιόδου Δούριδος του Σαμίου, σύμφωνα με την οποία ο Σωκράτης εργάσθηκε ως σκλάβος σ’ ένα λατομείο.[4] Τότε ο Κρίτων δεν πρέπει απλώς να τον πήρε από το λατομείο, αλλά να εξαγόρασε την ελευθερία του, πράγμα που ταιριάζει πολύ καλά με τον ρόλο του ως πλούσιου φίλου του Σωκράτη. Ο Δούρις, βέβαια, ο οποίος αυτοαποκαλούνταν απόγονος του Αλκιβιάδη και στα ιστορικά έργα του δεν έχανε ευκαιρία να παρουσιάσει τον πρόγονό του με τον ευνοϊκότερο τρόπο, θα μπορούσε να είχε κιόλας εμφανίσει τον Αλκιβιάδη σ’ αυτόν τον ρόλο, κι έτσι η προ πολλού δεδομένη μέσω τής αρχαίας σωκρατικής φιλολογίας σχέση του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη θα είχε γνωρίσει την ύψιστη επισφράγιση.
Η έκφραση, ότι τον Κρίτωνα τον κυρίεψε αγάπη για την «ψυχική χάρη» του Σωκράτη, μας βάζει στον πειρασμό να θέσουμε και άλλα ερωτήματα. Άραγε είναι κάπως συναφής η παρατήρηση ότι, ως τεκμήριο της τέχνης του Σωκράτη, μπορούσε να δει κάνεις πάνω στην Ακρόπολη μία ομάδα ενδεδυμένων Χαρίτων; Είναι πάρα πολύ πιθανό ότι και αυτό επινοήθηκε. Ούτε ο Πλάτων ούτε ο Ξενοφών έχουν την παραμικρή ιδέα για το ότι ο ίδιος ο Σωκράτης είχε ασκήσει κάποτε στο παρελθόν ένα επάγγελμα – ακόμη κι αν η διήγηση του Ξενοφώντα για τη συνομιλία του Σωκράτη με τον γλύπτη Κλείτωνα ανήκε στην ευρύτερη περιοχή αυτού του μοτίβου.[5] Αν όμως τα  αγάλματα στην Ακρόπολη επινοήθηκαν, πρέπει να είχαν ορισμένη σχέση με τον χαρακτήρα και τη μοίρα του Σωκράτη. Δεν πρέπει να είναι τυχαίο ότι ως έργο του Σωκράτη αναφέρονταν αγάλματα αυτών ακριβώς των θεοτήτων, όπως π.χ. και ότι ως ημέρα γεννήσεως του αναφερόταν η έκτη του μηνός Θαργελίωνος, η ημέρα της μαίας και αδελφής του Απόλλωνα Αρτέμιδος. Σ’ αυτή τη συνάφεια ίσως έχει ενδιαφέρον και η σημείωση ότι ο Σπεύσιππος, ο συνεχιστής του Πλάτωνα στη σχολή, είχε πει να στήσουν αγάλματα των Χαρίτων στο ιερό των Μουσών της Ακαδημίας.[6]
Τι σήμαινε επιπλέον ο “έρως” του Κρίτωνα; Το κείμενο μας αναφέρει ρητά ότι αυτή η αγάπη αναφερόταν μόνο στη χάρη της ψυχής του Σωκράτη. Αυτή η παρατήρηση είναι κατανοητή. Ο συγγραφέας ήθελε ασφαλώς να υπενθυμίσει ότι η άσχημη σωματική κατασκευή του Σωκράτη δύσκολα μπορούσε να προκαλέσει την εκδήλωση σαρκικού πάθους. Το ότι, παρ’ όλα αυτά, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα κάνει τον Αλκιβιάδη αλλόφρονα έχει νόημα καθαρού παραδόξου.
Οπωσδήποτε, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς μήπως πίσω απ’ αυτά κρύβεται μια επιθετική πολεμική διήγηση, στην οποία ο Σωκράτης ήταν ο ερωμένος του Κρίτωνα υπό την πλέον χυδαία έννοια. Κι αυτό είναι πιθανό και θ’ αντιστοιχούσε σ’ έναν τύπο κουτσομπολιού, αγαπητό στην αρχαία ιστορία της φιλοσοφίας.
Αυτή την τελευταία ερμηνεία μας την υποβάλλει η δεύτερη διήγηση πού πρέπει να συζητήσουμε και έχει ως συγγραφέα τον περιπατητικό φιλόσοφο Αριστόξενο τον Ταραντίνο, έναν αδυσώπητο αντίπαλο του Σωκράτη και πολύ πετυχημένο συγγραφέα. Στη βιογραφία του για τον Σωκράτη ανέφερε, αν συγκεφαλαιώσουμε τις διάσπαρτες πληροφορίες, περίπου τα εξής.[7]
Όταν ήταν πολύ νέος, ο Σωκράτης ζούσε πολύ άτακτα. Αργότερα έγινε λιθοξόος. Τότε τον συνάντησε ο φιλόσοφος Αρχέλαος, και μάλιστα υπό τις εξής συνθήκες. Ο Αρχέλαος μπήκε κάποτε στο εργαστήριο όπου εργαζόταν ο Σωκράτης κι έγινε μάρτυρας μιας συζήτησης μεταξύ του Σωκράτη και των συναδέλφων του. Ο Σωκράτης είχε πέσει θύμα απάτης ως προς την αμοιβή του και υπερασπιζόταν τον εαυτό του με επιδεξιότητα και ανωτερότητα. Αυτό έκανε εντύπωση στον Αρχέλαο. Πήρε μαζί του τον ταλαντούχο νεαρό από το εργαστήριο, τον έκανε μαθητή του στη φιλοσοφία και συγχρόνως ερωμένο του. Και ο Σωκράτης έμεινε πολλά χρόνια κοντά στον Αρχέλαο.
Αυτή τη διήγηση την κάνει ιδιαίτερα κακόβουλη ο ισχυρισμός ότι δεν ήταν κάποιος πλούσιος φίλος και προστάτης αυτός πού άνοιξε στον Σωκράτη τον δρόμο για τη φιλοσοφία, αλλά ένας φιλόσοφος, και μάλιστα ο φιλόσοφος Αρχέλαος.
Μ’ αυτό δηλώνεται πρώτα-πρώτα ότι ο Σωκράτης διόλου δεν δημιούργησε το φιλοσοφείν του μόνος του και με εντολή του Απόλλωνα, όπως φαίνεται π.χ. στον Πλάτωνα, αλλά μαθήτευσε σ’ έναν δάσκαλο, όπως κάθε άλλος σχολικός φιλόσοφος. Είναι χαρακτηριστικό για την αρχαία ιστορία της φιλοσοφίας ότι η έκθεση τούτη, παρά την απαραγνώριστη αιχμή της εναντίον του Πλάτωνα και των άλλων Σωκρατικών, έγινε δεκτή παντού, όπου έπρεπε να κατασκευασθεί ένα πλήρες συνολικό σύστημα της αρχαίας ιστορίας της φιλοσοφίας.[8] Εκεί, φυσικά, ήταν αδύνατο να εξαιρεθεί ο Σωκράτης λ.χ. ως φιλόσοφος ο όποιος δημιούργησε εντελώς μόνος του τη σοφία του ή την είχε δεχθεί από έναν θεό. Αυτές οι εκδοχές ήταν άχρηστες σε μία έλλογη ιστοριογραφία. Οι ιστορικοί κατέφυγαν λοιπόν στον Αριστόξενο και κατασκεύασαν μία μετάβαση από τον Αρχέλαο στον Σωκράτη, αν και έτσι αψηφούσαν τη σχετική σιωπή όλης της αρχαίας σωκρατικής φιλολογίας.
Κατά τα φαινόμενα όμως η δολιότητα του Αριστόξενου προχώρησε ακόμη πιο πέρα.
Στο πρώτο κεφάλαιο αναφέραμε σύντομα ότι ήδη ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε τον Σωκράτη δημιουργό της φιλοσοφικής ηθικής των Ελλήνων. Στον Πλάτωνα δεν απαντά αυτή η άποψη. Επειδή όμως ανάγεται αναμφίβολα στην αρχαία Σωκρατική, επιτρέπεται να υποθέσει κανείς μάλλον ότι θεμελιωτής της ήταν ένας από εκείνους τους Σωκρατικούς, οι οποίοι αρνήθηκαν εντονότατα κάθε σχέση του Σωκράτη με τη φυσική φιλοσοφία, δηλαδή ο Αντισθένης ή ο Αρίστιππος.
Με τη διήγηση του ο Αριστόξενος προσπάθησε να ανασκευάσει και αυτή την εκδοχή. Βέβαια, ο Αρχέλαος ήταν οίκοθεν φυσικός φιλόσοφος και μαθητής του Αναξαγόρα. Αλλά σε ορισμένες σωζόμενες ως εμάς αναφορές δίνονται πληροφορίες και για ηθικές διδασκαλίες του, και μάλιστα κατεξοχήν διαφωτιστικού και επικίνδυνου χαρακτήρα. Λένε ότι ο Αρχέλαος δίδαξε πώς το δίκαιο και το άδικο, το καλό και το κακό δεν είναι δεδομένα εκ φύσεως, αλλά απλώς έχουν καθιερωθεί αυθαίρετα κατ’ έθιμον. Έχει παρατηρηθεί πολλές φορές ήδη ότι δεν έχουμε ιδέα για το τι σχέση έχουν αυτές οι διδασκαλίες με τις μαρτυρούμενες φυσικοφιλοσοφικές θεωρίες του Αρχέλαου. Μάλιστα, αυτές καθαυτές, δημιουργούν μερικές δυσκολίες στην ερμηνεία πού ενδιαφέρεται για την ιστορία των προβλημάτων. Θεωρώ ότι δεν αποκλείεται ο Αριστόξενος να επινόησε απλώς μια ηθική του Αρχελάου, για να χαρακτηρίσει τον Σωκράτη απλό μαθητή σ’ αυτόν τον σπουδαιότατο και κατεξοχήν δικό του τομέα. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μας παραξένευε πια πού έδωσε ακραία «σοφιστικό» και σχεδόν αμοραλιστικό χαρακτήρα σ’ αυτή την ηθική. Ήδη ο Πολυκράτης ισχυρίσθηκε στο κατηγορητήριο του ότι ο Σωκράτης δίδασκε έναν ελεεινό ηθικό σχετικισμό.[9]
Ένα τελευταίο χαρακτηριστικό της διήγησης του Αριστόξενου πρέπει να συζητήσουμε ακόμη. Η προσοχή του Αρχελάου στα φιλοσοφικά χαρίσματα του μαθητευόμενου λιθοξόου Σωκράτη έλκεται από κάποια λεπτομέρεια, πού την παρατηρεί τυχαία. Πρόκειται για  ένα μοτίβο, το οποίο επανέρχεται στην ιστορία (την πρωτοβρίσκουμε στον Επίκουρο) για την κλήση του Πρωταγόρα στη φιλοσοφία. Στον Πρωταγόρα, του οποίου το αρχικό επάγγελμα ήταν αχθοφόρος, ένας ιδιαίτερα επιδέξιος τρόπος δεσίματος φορτίων επέσυρε την προσοχή του τυχαία διερχόμενου Δημόκριτου στην ευφυΐα του ανδρός· ο Δημόκριτος τον πήρε κοντά του και τον έκανε φιλόσοφο (δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε εδώ ότι σ’ αυτή την περίπτωση, ήδη για χρονολογικούς λόγους, πρέπει να πρόκειται για απόλυτα ελεύθερη επινόηση). Και στις δύο διηγήσεις όμως ίσως δεν έχει επιλεγεί αυθαίρετα η λεπτομέρεια, η οποία δίνει την αφορμή. Το δέσιμο των φορτίων στον Πρωταγόρα μπορεί να προήλθε από μία σύγκριση των επαγγελμάτων «σωκρατικού ύφους». Δεν είναι παράξενο που ο Σωκράτης συζητά ακριβώς για την αμοιβή πού δικαιούται, αν σκεφθούμε ποιόν ρόλο έπαιξε στη σωκρατική φιλολογία το ερώτημα αν ο φιλόσοφος επιτρέπεται να ζητά υλική ανταμοιβή.
Έτσι επισκοπήσαμε σε γενικές γραμμές τις διάφορες μορφές, με τις οποίες περιγράφηκε η πορεία του Σωκράτη προς τη φιλοσοφία. Μία πρώτη ομάδα ιστοριών συνέχεται από την επιδίωξη να αναχθεί το σωκρατικό φιλοσοφείν στον θεό των Δελφών. Η δεύτερη ομάδα απορρίπτει τη θεϊκή παρέμβαση. Η εκδοχή του Αριστόξενου έχει ολοφάνερα τον χαρακτήρα πολεμικής. Η άλλη εκδοχή δεν υποδηλώνει αναγκαστικά επίθεση εναντίον του προσώπου του ίδιου του Σωκράτη. Μπορεί να προέκυψε από την προσπάθεια να διορθωθούν ρεαλιστικά οι υπερβολικά ενθουσιώδεις διηγήσεις ορισμένων Σωκρατικών. Παρ’ όλα αυτά μπορεί να ερμηνευθεί και ως (παλαιότερη ή νεότερη;) παραλλαγή της εκδοχής του Αριστόξενου.
Εύλογα απορούμε για τη σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη μιας εκδοχής, την όποια θα αναμέναμε φυσιολογικά. Πρόκειται για τη σύνδεση της φιλοσοφικής πορείας του Σωκράτη με τη συμβουλευτική δράση του δαιμονίου. Διαθέτουμε μόνο ορισμένους ελάχιστους υπαινιγμούς. Ο πρώτος είναι ότι ο πατέρας του Σωκράτη, δηλαδή ο Σωφρονίσκος, πήρε ένα θεϊκό μήνυμα, πού του έλεγε να επιτρέπει στο παιδί να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να το εξαναγκάζει να κάνει κάτι ή να το αποτρέπει από κάτι. Ότι πρέπει απλώς να αφήσει ελεύθερο το πεδίο στις ορμές και στις τάσεις του παιδιού και να προσεύχεται γι’ αυτό στον Αγοραίο Δία και στις Μούσες. Κατά τα άλλα, δεν χρειάζεται να ανησυχεί για τον Σωκράτη. Γιατί εκείνος έχει μέσα του έναν οδηγό για τη ζωή καλύτερον από χιλιάδες δασκάλους και παιδαγωγούς.[10] Καθεαυτήν η διήγηση τούτη δεν είναι, βέβαια, απόλυτα σαφής. Ότι μπορεί όμως να είναι παλαιά το δείχνει ένα χωρίο της πλατωνικής Απολογίας (31d) όπου λέγεται υπαινικτικά ότι ο Σωκράτης δεχόταν συμβουλές από το δαιμόνιον ήδη από πολύ μικρό παιδί – πράγμα πού πιθανώς παραπέμπει στη συνάφειά μας ή σε κάτι συγγενές.
Εδώ, λοιπόν, το γεγονός ότι ο Σωκράτης δεν είχε ανθρώπινο δάσκαλο αποδίδεται σ’ ένα θεϊκό σημείο και έτσι υποδηλώνεται επίσης ότι ο Σωκράτης ήλθε στη φιλοσοφία με την καθοδήγηση του δαιμονίου και μόνο του δαιμονίου. Μ’ αυτό πρέπει να συνδέσουμε ένα τρίτο χωρίο, το οποίο είναι ιδιαίτερα παράξενο, αλλά δυστυχώς και ιδιαίτερα σύντομο. Στην πλατωνική Πολιτεία (496bc) ο Σωκράτης λέει μια φορά ότι ο φίλος του ο Θεάγης είναι από τη φύση του μάλλον προορισμένος για πολιτικός, παρά για φιλόσοφος. Αλλά το φιλάσθενο σώμα του τον κρατά δέσμιο και του καθιστά αδύνατη κάθε πολιτική δραστηριότητα. Ο Σωκράτης λέει ότι το ίδιο συμβαίνει και με τον ίδιο, σε σχέση βέβαια με το δαιμόνιον· ωστόσο δεν μπορεί να μιλήσει κάνεις γι’ αυτό, επειδή είναι εντελώς ιδιόρρυθμο ζήτημα.
Εύκολα μπαίνει κάνεις στον πειρασμό να βάλει πάρα πολλά πράγματα μέσα σ’ αυτό το χωρίο. Γιατί φαίνεται να εννοεί ότι ο Σωκράτης είχε φύση καθεαυτήν εντελώς μη φιλοσοφική και ότι χωρίς την καθοδήγηση του δαιμονίου ούτε θα είχε έλθει από μόνος του στη φιλοσοφία ούτε και θα είχε παραμείνει σ’ αυτήν όπως δεν θα το είχε κάμει και ο Θεάγης χωρίς την αρρώστια του. Αν μας επιτρέπεται να ωθήσουμε την ερμηνεία μας ως αυτό το σημείο, τότε προσεγγίζουμε εκπληκτικά όσα διηγήθηκε ο Φαίδων στον διάλογό του Ζώπυρος για τον Σωκράτη.[11] Εκεί εμφανιζόταν ο φυσιογνωμιστής Ζώπυρος και έλεγε ότι η εξωτερική όψη του Σωκράτη επιτρέπει το συμπέρασμα ότι έχει πνευματικά περιορισμένη και ελαττωματική φύση. Ενώ οι παρευρισκόμενοι φίλοι του Σωκράτη γελούν μ’ αυτά, εκείνος παρατηρεί ότι ο Ζώπυρος έχει πολύ δίκιο· πράγματι, τα έχει όλα αυτά, όμως τα έχει ξεπεράσει με τον λόγον.
Και εδώ η φύση του Σωκράτη εναντιώνεται στη φιλοσοφία (άλλωστε αυτό το υπαινίσσεται στην εκδοχή του και ο Αριστόξενος). Χαρακτηριστικό είναι ότι στον Φαίδωνα τις αντιστάσεις τις ξεπερνά ο λόγος ενώ στο πλατωνικό χωρίο τις ξεπερνά το δαιμόνιον. Πραγματολογικά, τούτη η αντίθεση συμπίπτει με εκείνη στις διηγήσεις για τη σωκρατική δίκη, για παράδειγμα, όπου άλλοτε το δαιμόνιον και άλλοτε η προσωπική απόφαση του Σωκράτη προκαλεί την παραίτηση από την τυπική προετοιμασία μιας απολογίας. Παρ’ όλα αυτά, εκεί ακριβώς ο Πλάτων δεν μιλά για το δαιμόνιον.
Επιπλέον, το μοτίβο μας βρίσκεται σε στενή συνάφεια με τις διάφορες περιγραφές της μορφής του Σωκράτη. Ασφαλώς, πρέπει να υπάρχει μία ιστορική βάση. Σταν παράδοση η ασχήμια του Σωκράτη έρχεται σε αντίθεση με την ομορφιά του πρώτου-πρώτου συντρόφου του, του Αλκιβιάδη, αφ’ ετέρου όμως και με την ομορφιά του δικού του φιλοσοφούντος πνεύματος. Αυτό το στοιχείο απαντούσε ήδη στην ιστορία για την κλήση του Σωκράτη από τον Κρίτωνα. Εδώ όμως βρίσκουμε μία νέα τροπή του μοτίβου. Κρίνοντας με βάση την εξωτερική του εμφάνιση, ο Σωκράτης είναι ο χειρότερος αγροίκος – και αυτή η εξωτερική εμφάνιση δεν απατά. Αλλά η φιλοσοφία άλλαξε τον Σωκράτη. Εδώ η κλήση γίνεται εσωτερική μεταστροφή, πλήρης αναμόρφωση μιας φύσης αρχικά εχθρικής προς τη φιλοσοφία.
Έτσι κλείνει ο κύκλος των μοτίβων. Γιατί κάτι τέτοιο υπονοούσε ήδη η σκηνή, από την οποία ξεκινήσαμε και στην οποία οι Μούσες κάλεσαν τον αγροίκο και λαίμαργο βοσκό Ησίοδο να δοξάσει τον πατέρα τους τον Δία.
[1]     Valerius Maximus VII, 1, 2. Η δυστυχία του βασιλιά των Περσών: Πλάτωνος, Γοργίας 470e, επιπλέον ως γελοιογραφία στον Διογένη Λαέρτιο 2, 76.
[2]     Διογένους Λαέρτιου 1, 28.
[3]     Διογένους Λαέρτιου 2, 20.
[4]     Ό Σωκράτης ως δούλος: Δούρις, Fragmente der griechischen Historiker 76, απ. 78.
[5]     Απομνημονεύματα ΙΙΙ, 10, 6-8. Η ομάδα των χαρίτων στον Διογένη Λαέρτιο 2, 19.
[6]     Διογένους Λαέρτιου 4, 1.
[7]     Αριστόξενος, απ. 52 Wehrli· Πορφυρίου, Φιλόσοφος ιστορία, απ., 12 Nauck· Scholia, Piatonis Euthyphron 11B.
[8]     Για τον Σωκράτη στο σύστημα της ιστορίας της φιλοσοφίας πρβλ., μεταξύ άλλων, Διογένους Λαέρτιου 1, 14.
[9]     Η ηθική του Αρχελάου: Die Fragmente der Vorsokratiker 60A 1 και 2. Ο Πολυκράτης για την ηθική του Σωκράτη: Λιβανίου, Απολογία Σωκράτους 86 κ.έ.
[10]   Πλουτάρχου, Ηθικά 589ef.
[11] Ο διάλογος του Φαίδωνα Ζώπυρος: Κικέρωνα, Tusculanae disputationes 4, 80, De fato 10· Αλεξάνδρου Αφροδισιέως,De fato 6· Scholia Pers. 4, 24· Μάξιμος Τύριος 31, 3· Ωριγένους, contra Celsum 1, 33· Εύσεβίου, Ευαγγελική προπαρασκευή 6, 9, 22, και αλλού.

Ο ΥΜΝΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΕΤΗ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

$
0
0
Astrology.gr, Ζώδια, zodia, Ο άγνωστος Ύμνος στην Αρετή του Αριστοτέλη

Η συγκεκριμένη ιδιότητα του Αριστοτέλη ως υμνογράφου, παραμένει στις μέρες μας παντελώς άγνωστη

Ο Διογένης Λαέρτιος στο βιβλίο του «ΒΙΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ» αναφέρεται στους βίους και τις διδασκαλίες πολλών σπουδαίων αρχαίων Ελλήνων Φιλοσόφων.Στο κεφάλαιο που αφιερώνει στην ζωή και στο έργο του Αριστοτέλη, μεταξύ πολλών άλλων σημαντικών πληροφοριών που ρίχνουν άπλετο φως στην τόσο ιδιαίτερη προσωπικότητα του μεγάλου μας Φιλοσόφου, μας παραδίδει και έναν ΥΜΝΟ που έγραψε ο ίδιος ο Αριστοτέλης.
Η πληροφορία αυτή είναι άκρως σημαντική και αξιοσημείωτη, διότι η συγκεκριμένη ιδιότητα του Αριστοτέλη ως υμνογράφου, παραμένει στις μέρες μας παντελώς άγνωστη, καθώς δεν έχει κοινοποιηθεί ποτέ.

Σήμερα θα πρέπει να θεωρήσουμε τους εαυτούς μας εξαιρετικά ευτυχείς διότι μας προσφέρεται μία μοναδική και ανεπανάληπτη δυνατότητα.
Έχουμε μπροστά μας ένα καθαρά ποιητικό του κείμενο, το μοναδικό ίσως που διασώζεται από τον Αριστοτέλη, το οποίο αποτελεί μάλιστα έναν τον ΥΜΝΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ.

Μέσω αυτού του Ύμνου, θα μπορούσαμε να διεισδύσουμε στον εσωτερικό κόσμο του μεγάλου μας Φιλοσόφου έτσι ώστε να μας αποκαλυφθεί ο χαρακτήρας και οι αντιλήψεις του, αλλά και να γνωρίσουμε επίσης τις ευαισθησίες του.

Είναι γνωστό ότι ο Αριστοτέλης έχει ασχοληθεί διεξοδικά με το μέγιστο θέμα της κατάκτησης της Αρετής κυρίως στα βιβλία του «Ηθικά Νικομάχεια» και «Ηθικά Ευδήμια», αλλά παραμένει εντελώς άγνωστο το γεγονός ότι μας έχει διασωθεί και κάποιος «Ύμνος προς την Αρετή» γραμμένος από τον ίδιο.

Στην απόδοση του κειμένου στα νέα Ελληνικά, έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια να μεταφερθούν αυτούσια τα νοήματα, οι σκέψεις και η ποιητική διάθεση του Αριστοτέλη, έτσι ώστε να κατανοήσουμε ότι η απόκτηση της Αρετής είναι πιο σπουδαία ακόμα και από το χρυσάφι όλου του κόσμου.
Διαβάστε λοιπόν και απολαύστε αυτόν τον άγνωστο ύμνο που συνέθεσε ο Αριστοτέλης προς τιμή της Αρετής
_____________
ΥΜΝΟΣ ΑΡΕΤΗΣ:

«Αρετή, που των θνητών το γένος με μόχθους πολλούς σε κατακτά,
της ζωής κάλλιστο θήραμα,
για την δική σου όψη, παρθένε,
ακόμη και ο θάνατος είναι ζηλευτή στην Ελλάδα μοίρα
κι η αντοχή σε κόπους φοβερούς και ακάματους.
Τόσο πολύτιμος είναι ο καρπός που τρέφεις μέσα στον νου,
ισαθάνατος, από το χρυσό ανώτερος
κι από τους γονείς κι από τον ύπνο που μαλακώνει τα μάτια.
Για χάρη σου του Δία, ο Ηρακλής, της Λήδας οι γιοί
πολλά υπέφεραν στους άθλους τους,
τη δύναμη σου θηρεύοντας,
από πόθο για σένα ο Αχιλλεύς και ο Αίας πήγαν στα δώματα του Άδη.
Για την δική σου αγαπημένη μορφή, του Αταρνέως
το θρέμμα έχασε του ήλιου το φώς.
Για αυτό και του αξίζει ο ύμνος των έργων του
κι αθάνατο θα τον κάνουν οι Μούσες,
της Μνημοσύνης οι κόρες,
που ψέλνουν το σέβας του ξένιου Δία και το βραβείο της σταθερής φιλίας».
 ****  ****  ***  ***  ***
 «Ἀρετὰ πολύμοχθε γένει βροτείωι,  
θήραμα κάλλιστον βίωι,
σᾶς πέρι, παρθένε, μορφᾶς  
καὶ θανεῖν ζηλωτὸς ἐν Ἑλλάδι πότμος
καὶ πόνους τλῆναι μαλεροὺς ἀκάμαντας·
τοῖον ἐπὶ φρένα βάλλεις  
καρπὸν ἰσαθάνατον χρυσοῦ τε κρείσσω
καὶ γονέων μαλακαυγήτοιό θ᾽ ὕπνου.
σεῦ δ᾽ ἕνεκεν ὁ δῖος   Ἡρακλῆς Λήδας τε κοῦροι
πόλλ᾽ ἀνέτλασαν ἐν ἔργοις
σὰν ἀγρεύοντες δύναμιν.
σοῖς τε πόθοις Ἀχιλεὺς Αἴας τ᾽ Ἀίδαο δόμους ἦλθον·
σᾶς δ᾽ ἕνεκεν φιλίου μορφᾶς Ἀταρνέος  
ἔντροφος ἀελίου χήρωσεν αὐγάς.
τοιγὰρ ἀοίδιμος ἔργοις, 
ἀθάνατόν τέ μιν αὐξήσουσι Μοῦσαι,
Μναμοσύνας θύγατρες, Διὸς
ξενίου σέβας αὔξουσαι φιλίας τε γέρας βεβαίου».
________________

Βεβαίως, δεν μπορούμε παρά να υποκλιθούμε στον μοναδικό και ανεπανάληπτο τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει ο Αριστοτέλης το θεμελιώδες θέμα της Αρετής!
Ας επιδιώξουμε λοιπόν να λάβουμε και εμείς αυτά τα πολύτιμα δώρα των Μουσών, τα οποία είναι βεβαίως πνευματικά…
Είναι δώρα που σήμερα τα έχουμε όλοι μας ανάγκη, πολύ περισσότερο από ποτέ.
Σε αυτήν την εποχή της απόλυτης πνευματικής παρακμής στην οποία ζούμε, όπου η έννοια των ηθικών αρετών ή κάποιων αντίστοιχων παρεμφερών εννοιών έχουν ξεχαστεί και υποτιμηθεί, ας πάρουμε δύναμη και κουράγιο από αυτόν τον πραγματικά αριστουργηματικό ύμνο του Αριστοτέλη.
Ας κατανοήσουμε επιτέλους ότι στην ζωή μας, δεν αποτελεί μοναδικό κριτήριο η αξία του κέρδους, αλλά αντιθέτως οι ΗΘΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ που σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είναι περισσότερο πολύτιμες και από όλο το χρυσάφι του κόσμου και επίσης είναι ικανές να μας ΟΔΗΓΗΣΟΥΝ ακόμα και σε αυτήν την ίδια την ΑΘΑΝΑΣΙΑ.
Ας κατανοήσουμε ότι αυτή η οικονομική κρίση την οποία όλοι μας βιώνουμε, οφείλεται σε μία πολύ μεγαλύτερη Κρίση αξιών, που έχει ξεκινήσει από την αποκοπή μας από την αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία η οποία αποτελεί την μόνη ασφαλή μέθοδο που είναι σε θέση να μας οδηγήσει στην οδό της Σωτηρίας και να μας δώσει την σωστή και ενδεδειγμένη λύση σε όλα μας τα προβλήματα.
Να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τον πραγματικό σκοπό της ζωής μας, γεγονός που έχουμε απόλυτη ανάγκη.
Αυτός ο Ύμνος του Αριστοτέλη προς την Αρετή, ας αποτελέσει για όλους μας την έμπνευση των Μουσών, που θα μπορούσε να μας οδηγήσει να ασχοληθούμε με κάποια πνευματική δημιουργία, που θα βάλει σε νέα τροχιά την καθημερινή μας ζωή.
Η δημιουργία κάποιων σκέψεων ή ενός βιβλίου, η σύνθεση ενός ποιήματος ή ενός ύμνου, η ενασχόληση με κάποια τέχνη ή ακόμα η κατανόηση κάποιας μυστικής διδασκαλίας, αποτελούν πνευματικές ασχολίες που θα μπορούσαν να μεταμορφώσουν την ζωή μας και να ανεβάσουν το Πνευματικό μας επίπεδο!

πηγές: eleysis69.wordpress - astrology.gr

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

$
0
0
           

       

Ο Καστοριάδης επισημαίνει στο εν λόγω κείμενο τέσσερις σημαντικές διαφορές-πτυχές σχετικά με την έννοια της πραγματικής δημοκρατίας που σήμερα εκλείπουν από το αντιπροσωπευτικό σύστημα: Η έννοια "κράτος" (=βία) καταλύει κάθε έννοια δημοκρατίας. Στην αρχαία δημοκρατία γίνεται λόγος για ΠΟΛΙΤΕΙΑ και όχι κράτος. Για την άμεση δημοκρατία είναι αδιανόητη η αντιπροσώπευση (η κυβερνητική από αιρετούς πολιτικούς). Την εξουσία ασκούν οι πολίτες στην εκκλησία του δήμου. Όταν οι αρχαίοι  έκαναν λόγο  στην πολιτική για μια πόλη ποτέ δεν αναφέρονταν με την έννοια ΑΘΗΝΑ, ΚΟΡΙΝΘΟΣ αλλά  με την αναφορά ΑΘΗΝΑΙΟΙ, ΚΟΡΙΝΘΙΟΙ κ.λπ, ένδειξη ότι ως πόλη νοούνταν οι ίδιοι οι πολίτες. Η έννοια ΑΘΗΝΑ ή ΣΠΑΡΤΗ είχε καθαρά γεωγραφικό προσδιορισμό και μόνο. Οι δούλοι στην αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία είχαν περισσότερα δικαιώματα από τους εργάτες στο σημερινό αντιπροσωπευτικό σύστημα, κατά τον Καστοριάδη. Συγκεκριμένα, στην αρχαία Αθήνα την εκτελεστική εξουσία ασκούσαν  οι δούλοι και όχι οι πολίτες, επειδή ουσία και ύψιστη σημασία είχε η νομοθετική εξουσία της Εκκλησίας του Δήμου από τους ίδιους τους ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ. Για τον έσχατο Καστοριάδη οι έννοιες αριστερά και δεξιά δεν έχουν νόημα στην ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, αποδομώντας τους μαρξιστές αριστερούς, οι οποίοι διαστρέβλωσαν κάθε έννοια πραγματικής δημοκρατίας και αυτοκυβερνώμενης ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ....

____________________

    1. Ἡ ἀρχαία Ἑλλάδα: σπέρμα καί ὄχι πρότυπο
Ίσως δέν θά 'ταν ἄσκοπο νά πῶ παρεμπιπτόντως, ὅτι τό ἐνδιαφέρον μου γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία, καί, γενικότερα, γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική δημιουργία - ἐνδιαφέρον πάρα πολύ παλιό - ἀναζωπυρώθηκε κατά τήν ἐξέλιξη τῆς σκέψης μου καί, ἰδιαίτερα, μετά ἀπό τήν κριτική στήν ὁποία ὑπέβαλα τήν παραδοσιακή ἐπαναστατική ἰδεολογία, καί πιό συγκεκριμένα τόν μαρξισμό. Ἡ ἀναζωπύρωση αὐτή εἶναι συνέπεια τῆς ἀναγνώρισης ὁρισμένων βασικῶν στοιχείων πού δημιουργήθηκαν γιά πρώτη φορά στήν ἀρχαία Ἑλλάδα. Τά στοιχεῖα αὐτά χάθηκαν στή συνέχεια μέσα στήν ἱστορία μέ τήν παρακμή τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς πόλης, μέ τήν ἄνοδο καί τήν κυριαρχία τῆς Ρώμης καί μέ τήν ἐμφάνιση καί ἐγκαθίδρυση τοϋ χριστιανισμοῦ· ξαναδημιουργήθηκαν στήν δυτική Εὐρώπη κατά τό τέλος τοΰ Μεσαίωνα, ὅταν ξαναδημιουργήθηκαν, ὅπως στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, πόλεις, δηλαδή κοινότητες, οἱ ὁποῖες ξαναπροσπάθησαν – μέσα σέ συνθῆκες τελείως διαφορετικές ἀπό τίς ἀρχαῖες ἑλληνικές – να αὐτοκυβερνηθοϋν κατά τό δυνατόν, παλεύοντας ἐναντίον τῆς φεουδαρχίας, ἐναντίον τῆς ἐκκλησίας, ἐναντίον τῆς ἀπόλυτης μοναρχίας, συνάπτοντας ἐναλλάξ συμμαχίες μέ τήν μιά ἤ τήν ἄλλη ἀπ'αὐτές τίς δυνάμεις, γιά νά μπορέσουν νά ἐπιβιώσουν σάν αὐτοκυβερνούμενες, ὥς ἕνα βαθμό, πολιτικές κοινότητες. 
Οἱ πόλεις αὐτές εἶναι δημιουργία τῆς ἀστικῆς τάξης. Χρησιμοποιῶ ἐδῶ τόν ὅρο αὐτό μέ τήν πρωταρχική του ἔννοια, πού χαρακτηρίζει τούς πρώτους ἀστούς, τούς πρώτους βιοτέχνες καί ἐμπόρους, τούς «φυγάδες δουλοπάροικους ἀπό τό φεουδαρχικό κτῆμα», ὅπως τούς ἀποκαλοῦσε ὁ Μάρξ, οἱ ὁποῖοι βρίσκανε ἐλευθερία καί προστασία μέσα στά τείχη μίας πόλης πού σιγά σιγά, ἀποσποῦσε ὁρισμένα προνόμια καί ὁρισμένες ἐλευθερίες ἀπό τίς ὑπάρχουσες τότε ἐξουσίες, πού ἤδη ἀνέφερα: τόν μονάρχη, τούς φεουδάρχες καί τήν ἐκκλησία. 
Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, τό χαρακτηριστικό της εὐρωπαϊκῆς Ἀναγέννησης -στίς ἀρχές της - εἶναι ἡ ἀναδημιουργία μίας πραγματικῆς πολιτικῆς κοινότητας, πολιτικῆς ὄχι μέ τήν τρέχουσα ἔννοια, συνώνυμή της ψηφοθηρίας, τῶν παρασκηνιακῶν ἐλιγμῶν καί τῶν μεγαλόστομων προεκλογικῶν ὑποσχέσεων, ἀλλά μέ τήν μεγάλη καί σημαντική ἔννοια πού ἀφορᾶ τήν αὐτοθέσμιση καί τήν πράξη μίας ἀνθρώπινης κοινότητας, τῆς ὁποίας τά μέλη θέλουν πράγματι νά ἐπωμισθοῦν τήν ρύθμιση τῶν κοινωνικῶν τους σχέσεων, θέλουν κατά κάποιο τρόπο νά εἶναι αὐτόνομοι. 
Τέτοια πολιτική κοινότητα, γιά πρώτη φορά, δημιουργεῖται στήν αρχαία Ἑλλάδα, καί αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ σημασία πού ἔχει γιά μᾶς σήμερα τόσο ἡ ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία ὅσο καί ἡ ἀρχαία ἑλληνική δημιουργία γενικότερα. 
Θά ἤθελα, στό σημεῖο αὐτο, νά ξεκαθαρίσω εὐθύς ἐξ ἀρχῆς τήν θέση μου, ὥστε νά ἀρθεῖ κάθε ἐνδεχόμενο παρεξήγησης. Δέν βλέπω, ὅπως νομίζω ὅτι καί κανείς δέν μπορεῖ νά δεῖ, ἐκτός ἄν εἶναι τελείως φαντασιόπληκτος ἤ προγονόπληκτος, τήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὡς πρότυπο τό ὁποῖο θά ἀρκοῦσε νά τό ἀντιγράψουμε γιά νά βροῦμε τήν ἐλευθερία, τήν δικαιοσύνη, τήν ἰσότητα καί πᾶν τό ἀγαθόν. 
Ἡ αρχαία Ἑλλάδα δέν εἶναι πρότυπο, οὔτε μοντέλο πρός μίμηση, ὅπως ἄλλωστε δέν μπορεῖ νά εἶναι κανένα ἱστορικό ἔργο σέ ὁποιονδήποτε τομέα. Θεωρῶ, ὅμως, ὅτι μπορεῖ νά λειτουργήσει γιά μᾶς σάν γονιμοποιό σπέρμα, δεδομένου ὅτι μᾶς ἐπιτρέπει νά δοῦμε ἐν τῇ γενέσει τους πληθώρα στοιχείων πάντοτε ἐπίκαιρων - μπορεῖ καί πρέπει νά εἶναι γιά μᾶς κέντρισμα, ἔμπνευση καί πηγή ἰδεῶν.

  
            2. Ἡ ἀρχή τῆς ἀμφισβήτησης

             Τό ἐξαιρετικό καί μοναδικό φαινόμενο πού παρατηρεῖται στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, προϋπόθεση καί ἀποτέλεσμα μιᾶς ἄλλης θεώρησης τοῦ κόσμου (ὅπως θά ἀναπτύξω στή συνέχεια), εἶναι ἡ ἀμφισβήτηση τῆς παράδοσης : ἡ κοινωνία δέν μένει προσκολλημένη στούς παραδοσιακούς θεσμούς, σ’ αὐτό πού βρήκαμε ἄπ’ τούς πατεράδες μας, στόν λόγο καί τίς ἐντολές τοϋ Ἰεχωβᾶ, ἤ σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐξωτερική καί ἐξωκοινωνική ἀρχή καί πηγή θέσμισης. Θέτει ὑπό ἀμφισβήτηση τούς παραδοσιακούς θεσμούς, ἄφ’ ἑνός μέν ὡς νόμους μέ τήν στενή καί τρέχουσα σημασία τοῦ δρού, δηλαδή νόμους πολιτικούς, νόμους συνταγματικούς, νόμους καταστατικούς της πολιτικῆς κοινότητας, νόμους πού ἀπαντοῦν ἅπαξ διά παντός στό ἐρώτημα: ποιός ἄρχει; (βασιλιάς καί ἀριστο-κράτες, ὅπως κατά τήν παράδοση, ἤ δῆμος, σύμφωνα μέ τή νέα θέσμιση;), ἄφ’ ἑτέρου δέ ὡς κοινωνικές παραστάσεις (εἰκόνες) τοῦ κόσμου, δηλαδή θεσμισμένες παραστάσεις μέ τίς ὁποῖες γαλουχοῦνται τά παιδιά καί μαθαίνουν ἐξ ἁπαλοτάτων ὀνύχων τί εἶναι καλό, τί εἶναι κακό, τί εἶναι κόσμος, γιά ποιό πράγμα ἀξίζει κανείς νά ζεῖ ἤ νά πεθαίνει. 
Τήν διττή αὐτή ἀμφισβήτηση τῶν κληρονομημένων θεσμῶν ἔχουμε φθάσει σήμερα νά τήν θεωροῦμε κατά κάποιο τρόπο σάν αὐτονόητη. Ἔχουμε φθάσει, ἐπίσης, νά θεωροῦμε αὐτονόητες ὁρισμένες ἰδέες πού διέπουν τήν κοινωνική ὀργάνωση ἐν γένει, καί ὁπωσδήποτε τήν δική μας συγκεκριμένη κοινωνική ὀργάνωση, ὅπως ἡ ἰδέα τῆς κοινωνικῆς ἤ καί ἁπλῶς δικαιοσύνης, ἡ ἴδεά της ἰσότητας κλπ. 
Ἐκεῖνος πού πιστεύει ὅτι οἱ ἰδέες αὐτές, ὡς ρυθμιστικές σημασίες τῆς κοινωνικῆς ζωῆς, εἶχαν τεθεῖ καί ἰσχύσει παντοῦ καί πάντοτε ἀπατᾶται βαθύτατα. Ἐάν θεωρήσουμε τήν ἀνθρώπινη ἱστορία στό σύνολό της θά διαπιστώσουμε ὅτι οὐδέποτε καί οὐδαμοῦ ἐτέθησαν, οὐδέποτε καί οὐδαμοῦ ἴσχυσαν, ἐκτός ἀπό δύο ἐξαίρεσεις: τήν ἀρχαία Ἑλλάδα κατά πρῶτον καί, πολύ ἀργότερα, τήν Δυτική Εὐρώπη καί τίς κοινωνίες πού ἐπηρεάστηκαν ἄπ’ αὐτήν. 
Σέ ὅλες τίς ἄλλες γνωστές κοινωνίες θεωρήθηκε αὐτονόητη ἡ συνέχιση τῆς ζωῆς ὅπως βρέθηκε καί ἡ διατήρηση τοῦ καθενός στήν θέση του. Τό αὐτονόητο γιά τούς κλασικούς Ἑβραίους δέν ἦταν ἡ ἀναζήτηση τῆς ἐλευθερίας ἤ τῆς ἰσότητας ἤ τῆς δικαιοσύνης, ἀλλά ἡ συμμόρφωση πρός τίς ἐντολές τοῦ Ἰεχωβᾶ. Γιά ἕνα Χριστιανό, ἄν πράγματι εἶναι Χριστιανός, αὐτό πού ἔχει σημασία δέν εἶναι ἡ τύχη τῆς κοινωνίας ἀλλά ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς του καί ἡ κατάκτηση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Τό αὐτονόητο γιά ἕνα Ἰνδό, ἀκόμα καί σήμερα, εἶναι ἡ διατήρηση τῆς θέσης του μέσα στίς ὑπάρχουσες κοινωνικές κάστες. Τήν κατώτερη κάστα ἀποτελοῦν οἱ παρίες, τούς ὁποίους ἀκόμα κι ἄν ἀγγίξει μέλος ἀνώτερης κάστας μολύνεται (γι’ αὐτό καί ὑπάρχει μιά σειρά κανονισμῶν πού ρυθμίζουν τίς σχέσεις τους μέ τίς ἄλλες κάστες). Σήμερα, ἐν σωτηρίῳ ἔτει 1984, μετά ἀπό ὅλα ὅσα ἔχουν συμβεῖ - μεταξύ τῶν ἄλλων ἡ Ἰνδία, ἀπ’ τήν ἄποψη τοῦ πληθυσμοῦ, φυσικά, ὀνομάζεται «ἤ μεγαλύτερη δημοκρατία τοϋ κόσμου» - οἱ παρίες παραμένουν παρίες. Κι αὐτό δέν ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀπειλή τῶν ὅπλων κάποιων συνταγματαρχῶν, τῆς CIA, τοῦ KGB ἤ τῆς ἰνδικῆς ἀστυνομίας, ἀλλά μέ τήν πεποίθηση τῶν ἴδιων τῶν ἀτόμων ὅτι αὐτή εἶναι ἡ θέση πού τούς ἀνήκει μέσα στήν κοινωνία. Καί οἱ ἐλάχιστοι ἀπ’ τούς παρίες πού θά ἤθελαν ν’ ἀλλάξουν τήν μοίρα τους οὔτε ἐπαναστατικό κόμμα δημιουργοῦν, οὔτε ἐπανάσταση κάνουν: ἁπλῶς προσχωροῦν στό Ἰσλάμ, θρησκεία πού ἐπίσης ὑπάρχει στίς Ἰνδίες, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἔχει παρίες, 
Μ’ αὐτό θέλω νά πῶ ὅτι ἡ λεγόμενη πάλη τῶν τάξεων (δέν μπορῶ νά μπῶ σέ πολλές λεπτομέρειες στό θέμα αὐτό), ὡς ἐνεργός ἀντίδραση ἐκ μέρους τῆς τάξης ἤ τῶν τάξεων πού ὑφίστανται καταπίεση καί ἐκμετάλλευση, εἶναι ἡ ἐξαίρεση στήν ἀνθρώπινη Ἱστορία. Τίς περισσότερες φορές τό μόνο πού παρατηροῦμε εἶναι μιά ἀτομική (καί αὐτονόητη) ἀντίδραση τῶν καταπιεζομένων ἄτομων· σχεδόν ποτέ, ἐκτός ἀπό τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό δῆμο καί ἀπό τόν δυτικοευρωπαϊκό χῶρο καί τίς προεκτάσεις του (πού σήμερα, φυσικά, ἔχουν πάρει παγκόσμιες διαστάσεις), τά καταπιεζόμενα στρώματα δέν θέτουν ὡς σκοπό τους τήν ἀλλαγή της κοινωνικῆς θέσμισης. Στήν καλύτερη ἀπό τίς γνωστές περιπτώσεις ἐξεγέρσεων δούλων στήν ἀρχαιότητα, τήν ρωμαϊκή ἰδίως, ὁ στόχος τῶν ξεσηκωμένων δούλων ἦταν ἡ ἀλλαγή τῶν θέσεων καί τῶν ρόλων μέσα στό ἴδιο κοινωνικό σύστημα. Σέ δυό ἀπ’ αὐτές τίς ἐξεγέρσεις, μιά στή Σικελία καί μιά στή Μικρά Ἀσία, οἱ δοῦλοι, μόλις συνέστησαν ἀνεξάρτητη κοινότητα, ἐξέλεξαν βασιλιά, ὁ ὁποῖος περιστοιχίστηκε ἀμέσως ἀπό ὑπηρέτες και δούλους. Δηλαδή, ἡ ἐξέγερση αὐτή καταλήγει στήν ἐπανασυγκρότηση τῆς ἴδιας παλιᾶς κατάστασης χωρίς καμιά ἀλλαγή. Τό παράδειγμα αὐτό δείχνει ὅτι ὁ βαθύτερος σκοπός ὅλης αὐτῆς τῆς κίνησης δέν ἦταν ἡ ἀλλαγή τῶν θεσμῶν, ἀλλά ἡ ἀλλαγή τῆς ἀτομικῆς κατάστασης τῶν ἄνθρωπων μέσα στούς ἴδιους θεσμούς. (Σέ ἄλλες περιπτώσεις, τό μόνο πού ἐπιδιώκουν οἱ ξεσηκωμένοι δοῦλοι εἶναι νά ξαναγυρίσουν στήν πατρίδα τους)


            3. Ἡ Ἱστορία σάν δημιουργία.  Ἀδυναμία τῶν αἰτιακῶν ἐξηγήσεων

             Μίλησα πρίν γιά ἀρχαία ἑλληνική δημιουργία. Ἡ λέξη δημιουργία εἶναι γιά μένα πολύ σημαντική καί κεντρική. Θεωρῶ ὅτι ἀποτελεῖ κλειδί γιά ὅλη τήν κατανόηση τῆς ἱστορίας. Ἡ θέση μου συνοψίζεται στό ἐξῆς: κάθε κοινωνία αὐτοδημιουργεῖται, αὐτοθεσμίζεται χωρίς νά τό ξέρει - καί, κατά κανόνα, καλύπτει τό γεγονός αὐτό παραπέμποντας το σέ μιά ἐξωκοινωνική ὀντότητα. Τήν ἱστορική δημιουργία μποροῦμε νά τήν κατανοήσουμε μέ περισσότερη ἤ λιγότερη δυσκολία ἀφότου ἔχει πλέον συντελεσθεῖ. Ὁρισμένες πραγματικές συνθῆκες διευκολύνουν τήν κατανόησή της χωρίς ὅμως νά κάνουν δυνατή μιά αἰτιακή ἐξήγησή της. Δέν μποροῦμε νά βροῦμε τούς νόμους, τίς αἰτίες ἤ τίς ἀναγκαῖες καί ἱκανές συνθῆκες οἱ ὁποῖες θά παρήγαγαν ὁπωσδήποτε τόν ἑβραϊκό μονοθεϊσμό τόν 12ο π.Χ. αί., στήν συγκεκριμένη ἐκείνη περιοχή καί μόνο, ὅπως καί μόνο σ’ ἐκείνη τήν χρονική στιγμή, πράγμα πού εἶναι ἀναγκαῖο αἴτημα κάθε αὐθεντικῆς αἰτιακῆς ἐξήγησης τῶν φαινομένων. 
Θά ἐξετάσω συνοπτικά τρία κεντρικά παραδείγματα αἰτιακῶν ἑρμηνειῶν τοῦ φαινομένου «ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία»: 
α. τόν γεωγραφικό προσδιορισμό,
β. τόν τρόπο παραγωγῆς καί, ἰδιαίτερα, τήν ὕπαρξη δουλείας,
γ. τήν ὁπλιτική φάλαγγα.
Στήν συνέχεια θά ἀναφερθῶ στήν ἰδιομορφία τοῦ ἑλληνικοῦ ἀποικισμοῦ. 
 α. Ἔχει ὑποστηριχθεΐ ὅτι ἡ κερματισμένη γεωγραφική διάρθρωση τῆς χώρας, παρεμποδίζοντας τήν συγκρότηση ἑνιαίας κρατικῆς ἐξουσίας, εὐνόησε τήν δημιουργία αὐτόνομων κοινοτήτων, οἱ ὁποῖες ἐξελίχθηκαν, στήν συνέχεια, σέ δημοκρατίες. 
Πάνω σ'αὖτο, δύο παρατηρήσεις: 
I. Ἡ γεωγραφική διάρθρωση ἐξακολούθησε καί ἐξακολουθεῖ, ἀκόμα καί σήμερα, νά εἶναι ἴδια. Ὅμως, οὔτε σήμερα, οὔτε τό 1480 μ.Χ., οὔτε τό 1200 π.Χ. παρουσιάστηκε στό κοινωνικό-πολιτικό πεδίο φαινόμενο ἀνάλογο μέ τήν δημοκρατία τῆς ἔποχής του Περικλῆ.
II. Τό παράδειγμα τῆς Γερμανίας, ἕως τό 1870, μᾶς ἐπιτρέπει νά δοῦμε ὅτι, ἐνῶ ἡ γεωγραφική δομή της θά διευκόλυνε τήν συγκρότηση ἑνιαίου κράτους, ἐντούτοις, ἡ χώρα ἔμεινε διηρημένη σέ μικρές ἑνότητες - γεγονός πού δέν εἶχε σάν ἀποτέλεσμα τήν ἐμφάνιση δημοκρατικοῦ πολιτεύματος. Ἀντίστροφα, σέ πολλές ἄλλες περιπτώσεις, οἱ «μικρές» πολιτικές ἑνότητες, «γεωγραφικά» καθορισμένες ἤ ὄχι, παρέμειναν μοναρχίες ἤ ὀλιγαρχίες (π.χ. οἱ φοινικικές πόλεις). 
Ἑπομένως, οὔτε αὐτό πού δῆθεν «ἐπιτρέπει» ἤ «ἀποκλείει» ἡ γεωγραφική μορφολογία πραγματοποιεῖται ἀναγκαστικά (μικρές πολιτικές κοινότητες ἤ ἑνιαῖο κράτος), οὔτε ἡ σύσταση μικρῶν ἀνεξάρτητων κοινοτήτων ὁδηγεῖ ἀναγκαστικά στήν δημοκρατική ὀργάνωσή τους. 
Εἶναι προφανές, νομίζω, ὅτι δέν μποροῦμε νά πάρουμε στά σοβαρά τέτοιου εἴδους ἐξήγηση, ὅπως, σύμφωνα μ’ αὐτά πού θά δείξω, δέν μποροῦμε νά πάρουμε στά σοβαρά τήν ἐπικρατοῦσα ἀντίληψη στόν χῶρο κάποιων μαρξιστῶν καί ἀριστερῶν γιά τήν ὁποία:

β. οἱ παραγωγικές σχέσεις καί ἰδιαίτερα ἡ ὕπαρξη δουλείας ἐξηγοῦν τήν ἀρχαία ἑλληνική δημοκρατία. 
Δουλεία ὑπῆρχε, ἀσφαλῶς. Ὑπῆρχε συγκεκριμένη ἀντίληψη γιά τό ποιό εἶναι καί ποιό πρέπει νά εἶναι τό πολιτικό ὑποκείμενο, δηλαδή ὁ πολίτης ὡς ἄτομο πού ὀφείλει καί μπορεῖ νά μετέχει «κρίσεως καί ἀρχῆς». (Ὁ Ἀριστοτέλης, ἀπ’ τόν ὁποῖο προέρχεται ἡ φράση αὐτή, προτάσσει τήν «κρίση», δηλαδή τήν συμμετοχή στήν δικαστική ἐξουσία, τῆς «ἀρχῆς», δηλαδή τῆς συμμετοχῆς στήν κυβέρνηση· κι αὐτό γιατί στήν Ἀθήνα τοῦ τετάρτου αἰώνα, στό καθεστώς πού γνωρίζει καί μέσα στό ὁποῖο ζεῖ ὁ ἴδιος, ἡ δικαστική ἐξουσία τείνει πράγματι νά γίνει ἡ πρώτη, γιατί ἔχει τήν δυνατότητα νά ἐπικυρώσει ἤ νά ἀναιρέσει στήν πράξη ἀκόμα καί ἀποφάσεις τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται, φυσικά, γιά λαϊκά κι ὄχι γιά ἐπαγγελματικά δικαστήρια). 
Ἄν, ἀναφερόμενος στήν δουλεία, θέλει νά πεῖ κανείς ὅτι οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες, ὁ δῆμος, οἱ δημοκρατικές πόλεις ἔμειναν σέ μιά ἀντίληψη τοῦ ποιός εἶναι ἤ δέν εἶναι πολίτης ἀπαράδεκτα στενή γιά μᾶς, νομίζω ὅτι θά μᾶς βρεῖ ὅλους σύμφωνους. Ἀλλά δέν συζητᾶμε αὐτό. Συζητᾶμε ἄν ἡ δουλεία ἦταν ἀναγκαία καί ἱκανή συνθήκη γιά νά ὑπάρξει δημοκρατία. Ἡ ἱστορία δείχνει ὅτι δέν ἦταν κάν ἱκανή συνθήκη. Δουλεία δέν ὑπῆρχε μόνο στήν Ἀθήνα. Ἀνθοῦσε στήν Ἀσία. Ποῦ εἶναι ἡ δημοκρατία στήν Ἀσία; Δουλεία ὑπῆρχε καί στήν Ρώμη, ὅπου, παρά τήν πάλη τῶν πληβείων ἐναντίον τοῦ θεσμισμένου καθεστῶτος, οὐδέποτε ὑπῆρξε πραγματική δημοκρατία. Ἡ Ρώμη, ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος, ἔμεινε μιά ὀλιγαρχία. Ἡ πάλη τῶν πληβείων κατόρθωσε νά περιορίσει λίγο τήν ἐξουσία τῶν ἀριστοκρατικῶν οἰκογενειῶν, πού ἔμειναν πάντοτε κυρίαρχες, καί, κυρίως, νά τροποποιήσει τήν μορφή αὐτῆς τῆς ἐξουσίας. Ἡ ρίζα τῆς βίας καί νοθείας κατά τίς ψηφοφορίες, πού τόσο πολύ χαρακτηρίζει τήν δική μας πολιτική ζωή, δέν βρίσκεται στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἄλλα στήν Ρώμη: τό ἐκλογικό σῶμα ἦταν ὀργανωμένο κατά τέτοιο τρόπο καί ἡ παρέμβαση τῶν πατρικίων ἦταν τέτοια, ὥστε, κατ’ ἀνάγκη, καί οἱ πληβεῖοι ἀκόμα ψήφιζαν τούς ὑποψήφιους τῆς ἀριοτοκρατίας. Καί οὔτε κάνει κανείς τόν κόπο νά μᾶς πεῖ γιατί, στήν ἴδια τήν Ἑλλάδα, μέ τήν δουλεία, ὑπάρχουν πόλεις – κατ’ ἐξοχήν, φυσικά, παράδειγμα ἡ Ἀθήνα - πού φθάνουν στήν δημοκρατία, κι ἄλλες – Σπάρτη - πού γίνονται ὁλοένα καί περισσότερο ὀλιγαρχικές. Ἀπ’ ὅλες τίς χῶρες τοῦ ἀρχαίου κόσμου πού γνωρίζουν τήν δουλεία (δηλαδή περίπου ὅλες) μία μόνο δημιούργησε τήν δημοκρατία. Συνεπῶς, ἡ δουλεία οὔτε ἀναγκαία οὔτε ἱκανή συνθήκη εἶναι. 
Σημειωτέον ὅτι, στό σημεῖο αὐτό, παρατηρεῖται μιά περίεργη συμμαχία μαρξο-ἀριστερῶν καί ἀντιδραστικῶν. Καί οἱ δυό δέχονται ὅτι ὑπῆρξε πράγματι δημοκρατία στήν Ἀθήνα, π.χ., γιά 30.000 πολίτες ἐπί τρεῖς αἰῶνες περίπου, ἡ ὁποία καί ἄφησε ἔργα τεράστια καί θαυμαστά σέ ὅλους τους τομεῖς, ἔργα πού ἐπέζησαν μέχρι σήμερα. Ἄν ἡ δουλεία ἦταν ἀναγκαία προϋπόθεση αὐτοῦ τοῦ πράγματος, ποιά πολιτικά συμπεράσματα μποροῦμε νά βγάλουμε ἐμεῖς σήμερα; Καταλαβαίνει κανείς ἄριστα ποιά πολιτικά συμπεράσματα βγαίνουν ἀπ’ τήν σκοπιά τῶν ἀντιδραστικῶν. Ἀλλα γιά τούς μαρξιστές; 
Ἕνας σχεδόν ἄγνωστος σήμερα ἀλλά σημαντικός Γερμανός κοινωνιολόγος καί φιλόσοφός του ΧΙΧου αἰ. (λέω ἄγνωστος γιατί πολλοί τόν παπαγαλίζουν ἀλλά ἐλάχιστοι τόν καταλαβαίνουν), λεγόμενος Κάρολος Μάρξ, τά ἤξερε ὅλα αὐτά πολύ καλά καί ἔγραφε στό Κεφάλαιο ὅτι ἡ πραγματική κοινωνικό-οἰκονομική βάση τῆς ἀρχαίας δημοκρατικῆς πολιτείας ἦταν ἡ κοινότητα τῶν ἀνεξάρτητων μικροπαραγωγῶν καί ὄχι ἡ δουλεία.Ὁταν μέσα στήν ἑλληνική πόλη ἐμφανίζονται οἱ πρῶτες τάσεις τοῦ Δήμου νά πολεμήσει τήν ὀλιγαρχία καί τήν ἀριστοκρατία, οἱ πόλεις δέν ζοῦν ἀπό τήν δουλεία. Πρόκειται γιά ἀγροτικές περιοχές, ὅπως ὁ κάμπος τοῦ Λεωνιδίου, περίπου αὐτάρκεις ἀπό τήν ἄποψη τῆς γεωργικῆς καλλιέργειας, πού ἐκτείνονται γύρω ἀπό τό ἄστυ, τήν ὀχυρωμένη πόλη μέ τούς τεχνίτες, τίς ἀρχές, τό πολιτικό κέντρο καί ἕνα μέρος τῶν ναῶν (ἐνῶ ἕνα ἄλλο μέρος στήν ὕπαιθρο ὁριοθετεῖ τήν ἐπικράτεια). 
Μερικοί, καί μερικοί μόνο ἀπό τους οἴκους ποῦ συγκροτοῦν αὐτόν τόν συνολικά ἐργαζόμενο πληθυσμό, διαθέτουν ἕνα, δύο ἤ τρεῖς δούλους. Ὅταν γίνεται ἡ μεγάλη δημοκρατική ἐπανάσταση στήν Ἀθήνα, ὑπό τήν ἡγεσία τοῦ Κλεισθένη (508-506), ἡ κοινωνία δέν στηρίζεται οὔτε κάν οἰκονομικά στήν δουλεία, ἀλλά στήν ἐργασία τῶν ἀνεξάρτητων μικροπαραγωγῶν: ἀγροτῶν, τεχνιτῶν, ἔμπορων. 
γ. Ἤ τρίτη αἰτιακή ἐξήγηση στηρίζεται στό φαινόμενο τῆς ὁπλιτικῆς φάλαγγας. Θεωρεῖ ὅτι ¨η δημοκρατία ἀποτελεῖ προέκταση στόν πολιτικό χῶρο τοῦ νέου αὐτοῦ τρόπου διεξαγωγῆς τοῦ πολέμου, ὅπου ἡ μάχη δέν εἶναι «σειρά μονομαχιῶν» (πρβλ., π.χ., τήν Ἰλιάδα), ἀλλά σύγκρουση δύο πειθαρχημένων καί ἑνοποιημένων συνόλων ὁπλιτῶν, καί τό μάχιμο σῶμα δέν περιορίζεται στούς εὐ γενεῖς ἱππεῖς, ἀλλά περιλαμβάνει τό σύνολο τῶν πολιτῶν συντεταγμένων σέ φάλαγγα. Τό φαινόμενο αὐτό, ὅμως, δέν προέρχεται ἀπό τήν ἐφαρμογή κάποιας τεχνολογικῆς ἀνακάλυψης. Ὁ ὁπλισμός του ὁπλίτη τῆς φάλαγγας δέν διαφέρει σέ τίποτα οὐσιῶδες ἀπ’ τόν ὁπλισμό τοῦ μονομάχου ἥρωα. Ἡ ἐπινόηση τῆς φάλαγγας εἶναι κοινωνική (καί ὄχι τεχνική), καί μάλιστα κοινώνικο-πολιτική: προϋποθέτει τήν φαντασιακή κοινωνική (πολιτική) σημασία τῆς ἰσότητας τῶν πολιτικῶν κοινωνιῶν ὡς πολεμιστῶν, τήν πραγμάτωσή της στήν ἑνότητα καί ἀλληλεξάρτηση τῶν ὁπλιτῶν ταῆς φάλαγγας, τήν ἐξαφάνιση τοῦ «μονομάχου ἥρωα», Μέ ἄλλα λόγια: ἡ ἐπινόηση τῆς φάλαγγας ὄχι μόνο δέν «ἐξηγεῖ» τίποτα, ἄλλα δέν μπορεῖ, ἡ ἴδια, νά ἐρμηνενθεΐ παρά σάν ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς δημιουργίας τῆς πόλης. 
Ἕνα ἄλλο φαινόμενο ἐξαιρετικῆς σημασίας εἶναι ὁ ἑλληνικός ἀποικισμός. Ὁ πρῶτος ἀποικισμός τῆς Ἰωνίας ἀρχίζει τόν 11ο αἵ, π.Χ- Ὁ δεύτερος ἐκτείνεται στά παράλια ὅλης της Μεσογείου, ἀλλά ἰδίως στή νότιο Ἰταλία καί τήν Σικελία. Οἱ παλαιότερες ἀποικίες του χρονολογοῦνται ἀπό τό 770 ἤ 760 π.Χ., εἶναι, δηλαδή, σύγχρονες περίπου μέ τήν συλλογή τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν. 
Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες δέν εἶναι ὁ μόνος λαός πού κάνει ἀποικίες. Ὑπάρχει, ὅμως, ἕνα ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τῶν ἑλληνικῶν ἀποικιῶν, πού τίς διακρίνει ἀπό τίς ἀποικίες τῶν ἄλλων λαῶν. Οἱ ἀποικίες τῶν Φοινίκων, π.χ., μεταφέρουν αὐτούσια τους νόμους τῆς μητροπόλεως, ὅπως καί οἱ ἀποικισμοί τῶν ἑβραϊκῶν κοινοτήτων, μετά τήν διασπορά, μεταφέρουν αὐτούσια τόν νόμο τοῦ Ἰεχωβά, καθώς καί τόν παραδοσιακό τρόπο ζωῆς. 
Ἀντίθετα, τόσο οἱ πρῶτες, ὅσο καί οἱ δεύτερες ἑλληνικές ἀποικίες, ἱδρύονται ἐπιλέγοντας κάθε μία δικούς της νόμους ἤ δικό της νομοθέτη, ἐπιφορτισμένο μέ τή σύνταξη τῶν νόμων πού ταιριάζουν κατά περίπτωση. 
Ἡ σχέση τῆς δημοκρατικῆς δημιουργίας μέ ὁρισμένα φαινόμενα πού παρουσιάζονται ἀπ’ τήν πρώτη στιγμή, ὅπως ἡ φάλαγγα ἤ οἱ ἀποικίες, εἶναι, κατ’ ἀρχήν, σχέση νοημάτων καί μᾶς παραπέμπει στήν ἐξέταση τῶν νέων ὀχημάτων, παραστάσεων καί σημασιῶν τοῦ κόσμου πού ἔρχονται νά ἀντικαταστήσουν τά παλιά.

  
            4. Ἡ ἑλληνική σύλληψη τοΰ κόσμου: κεντρικές φαντασιακές σημασίες

             Ἡ θέσμιση τῆς κοινωνίας εἶναι κάθε φορά θέσμιση ἑνός μάγματος κοινωνικῶν φαντασιακῶν σημασιῶν, πού μποροῦμε καί πρέπει νά καλέσουμε κόσμο φαντασιακῶν σημασιῶν[1]. 
Εἶμαι ὑποχρεωμένος, δυστυχῶς, ἐδῶ, νά περιοριστῶ σέ κάποιες κεντρικές ἰδέες, βιαστικά διατυπωμένες: 
α. Ἡ ἑρμηνεία πού εἶχε παλιότερα ἐπικρατήσει καί διαδοθεῖ γιά τόν ἀρχαῖο ἑλληνικό κόσμο καί ἄνθρωπο, σάν κόσμο καί ἄνθρωπο ἁρμονίας καί μέτρου, εἶναι παιδαριωδῶς ἀφελής, εἰδυλλιακή προβολή δυτικῶν σχημάτων καί νοσταλγιῶν τοῦ 18ου καί 19ου αἰώνα. Ἡ ἁρμονία καί τό μέτρο γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες δέν εἶναι δεδομένα, ἀλλά προβλήματα καί σκοπός - πού ἡ πράγματοποίησή τους εἶναι πάντα ἀβέβαιη καί ἐπισφαλής σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ἀνθρώπινη ζωή. 
β. Κεντρική γιά τήν ἄρχαια ἑλληνική σύλληψη εἶναι ἡ ἰδέα τοῦ Χάους. Γιά τόν Ἡσίοδο (Θεογονία, στίχος 116), τό σύνολο τῶν ὄντων (θεοί καί ἄνθρωποι, «πράγματα», «φαινόμενα» καί «δυνάμεις») γεννιέται ἀπό τό χάος, δηλαδή ἀπό τό τίποτα, τό κενό, τό μηδέν (χαίνω): ἧ τοι μέν πρώτιστα Χάος γένετ’. Αὐτό τό Χάος δέν ἔχει σχέση μέ τήν πολύ μεταγενέστερη ἔννοια τοῦ χάους ὡς συμφυρμοῦ, κυκεώνα, γενικευμένης ἀταξίας. Ἐντούτοις ὅμως, στήν ἴδια τήν Θεογονία ὑπάρχει ἕνα ἔσχατο μέρος ἤ βάθος, μιά ἀνάποδη τοῦ κόσμου, πού εἶναι Χάος μέ τήν μεταγενέστερη ἔννοια: ¨ο ποιητής τοῦ δίνει, συμβατικά καί συμβολικά, τό ὄνομα Τάρταρος (στίχοι 717-720, 722-723 , 724-730, 731-735). Οἱ «ρίζες» τοῦ κόσμου - «τῆς γῆς καί τῆς στείρας θάλασσας» - βγαίνουν ἀπ’ αὐτό τό τεράστιο κιούπι, πού τό στόμα του τό ζώνει «τριπλή νύχτα». Οἱ «ρίζες» τοῦ κόσμου -κόσμος=τάξη -, ἡ «ἄλλη του ὄψη» εἶναι αὐτός ὁ τερατώδης χῶρος, Σέ τούτη μόνο τήν ὄψη (ὅπου ζοῦμε καί ἐμεῖς) βασιλεύει - πρός τό παρόν - ὁ Ζεύς, καί τήν κάνει νά εἶναι κατά κάποιο τρόπο κόσμος. 
γ. Ὁ κόσμος δέν εἶναι καμωμένος γιά τούς ἀνθρώπους οὔτε ἐνδιαφέρεται γι’ αὐτούς. Γενικότερα, σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη γιά τήν ζωή, δέν ὑπάρχει καμιά ὑπερβατική ἐξωκοσμική δύναμη πού νά ἐνδιαφέρεται γιά τούς ἀνθρώπους, ἀκόμα λιγότερο, νά τούς «ἀγαπάει». Οἱ θεοί ἐπεμβαίνουν μόνο ἄν κάποιος τούς ζημιώσει ἤ ἀσεβήσει εἰς βάρος τους κλπ. Ἐξάλλου, καί οἱ ἴδιοι οἱ θεοί δέν εἶναι παντοδύναμοι, ὑπόκεινται σέ μιά ἀπρόσωπη Μοίρα, ἡ ὁποία ἔφερε πρῶτα τόν Οὐρανό, ἔπειτα τόν Κρόνο κι ἔπειτα τόν Δία, Ὁ Προμηθέας, στήν ὁμώνυμη τραγωδία τοϋ Αἰσχύλου, μηνύει στόν Δία μέσω τοῦ ἀγγελιαφόρου του Ἑρμῆ ὅτι:
Νέον νέοι κρατεῖτε καί δοκεῖτε δή
ναίειν ἀπενθῆ πέργαμ’ οὐκ ἐκ τῶν δ’ ἐγώ
δισσούς τυράννους ἐκπεσόντας ἠσθόμην;
Τρίτον δέ τόν νῦν κοιρανοῦντά ἐπόψομαι
αἴσχιστα καί τάχιστα
             [Νέοι, νέαν ἐξουσία κατέχετε καί νομίζετε πώς κατοικεῖτε ἀπροσπέλαστα ἀπ’ τόν πόνο παλάτια· μήπως δέν εἶδα μέχρι τώρα τήν καθαίρεση δύο τυράννων; Ἔτσι καί τόν τρίτο, τόν σημερινό ἀφέντη θά δῶ νά πέφτει πολύ ἄσχημα καί πολύ σύντομα].
 Προμηθεύς Δεσμώτης, στίχ. 955-959 
             δ. Τουλάχιστον μέχρι τό τέλος τοῦ 5ου αἰώνα - κι αὐτή εἶναι ἡ ἐποχή πού μέ ἐνδιαφέρει: 8ος -5ος  αἰώνας - γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη, ἡ μετά θάνατον ζωή ἤ δέν ὕπαρχει ἤ, ἄν ὑπάρχει, εἶναι πολύ χειρότερη ἀπ’ τήν ἐπίγεια ζωή. Αὐτό λέγεται σαφῶς στήν Ὀδύσσεια, στή Νέκυια (λ, 488), ὅταν ὁ Ὀδυσσέας συναντᾶ τή σκιά τοῦ νεκροῦ Ἀχιλλέα στόν Ἅδη, ἡ ὁποία καί τοῦ λέει:
Μή δή μοι θάνατον γέ παραύδα, φαίδιμ’ Ὀδυσεῦ.
Βουλοίμην κ’ ἐπάρουρος ἐών θητευέμεν ἄλλῳ,
ἀνδρί παρ’ ἀκλήρῳ, ᾧ μή βίοτος πολύς εἴη,
ἤ πάσιν νεκύεσσι καταφθίμενοισιν ἀνάσσειν.
             [Τό θάνατο μή μοῦ παινεύεις λαμπρέ Ὀδυσσέα. Καλύτερα τήν γῆ νά δουλεύω ὑποτακτικός κάποιου φτωχοῦ χωριάτη μέ λίγο βιός,παρά νά βασιλεύω σ’ ὅλούς αὐτούς τους σβησμένους νεκρούς].
Ὀδύσσεια λ488-491 
Αὐτος εἶναι, λοιπόν, ὁ νόμος τῆς ὑπάρξεως τοῦ εἶναι: νόμος γενέσεως καί φθορᾶς, ἐπιστροφῆς στό χάος, ἄν μπορῶ νά πῶ, καί ἀναδημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπό τό χάος, Ἡ ἰδέα ἑνός ἱστορικοῦ νόμου, ἐγγυητή μιᾶς ἰδανικῆς κοινωνίας, εἶναι ἰδέα ἄγνωστη στούς Ἕλληνες, ὅπως ἄγνωστος εἶναι ὁ μεσσιανισμός ἤ ἡ δυνατότητα ἐξωκοσμικῆς φυγῆς. Ἡ θεώρηση αὐτή ἐμπνέει μιά στάση, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὅ,τι εἶναι νά γίνει θά γίνει ἐδῶ. Ὅ,τι δέν γίνεται ἐδῶ, δέν γίνεται γιά μας, δέν μᾶς ἀφορᾶ, γίνεται ἀλλοῦ, μεταξύ θεῶν, ἤ γίνεται στίς ρίζες τοῦ χάους. Τό σημαντικό γιά μᾶς γίνεται ἐδῶ, ἐξαρτᾶται ἀπό μας κι ἐμεῖς θά τό κάνουμε. Δέν θά τό κάνει οὔτε ὁ θεός, οὔτε ἡ ἱστορική ἀναγκαιότητα, οὔτε καμιά πολιτική διεύθυνση, κάτοχος τῆς ἐπιστημονικῆς σοφίας ἐπί τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, θά τό κάνουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι - ἄν γίνεται, κι ἄν μᾶς ἀφήσει ἡ Μοίρα - ἤ δέν μπορεῖ νά γίνει. Καί αὐτό ἐν γνώσει μας ὅτι ὑποκείμεθα στόν ἴδιο νόμο πού διέπει καί τόν ὑπόλοιπο κόσμο, νόμο γενέσεως καί φθορᾶς. Τό χάος τό ἔχουμε καί μέσα μας μέ τήν μορφή τῆς ὕβρεως, δήλ. τῆς ἄγνοιας ἤ ἀδυναμίας ἀναγνωρίσεως τῶν ὁρίων τῶν πράξεών μας - διότι, βεβαίως, ἄν τά ὅρια ἦσαν σαφῆ καί ἀναγνωρίσιμα ἐκ τῶν προτέρων, δέν θά ὕπηρχε ὕβρις -, θά ὑπῆρχε ἁπλῶς παράβαση ἤ ἁμάρτημα, ἔννοιες χωρίς κανένα βάθος. 
Αὐτο εἶναι ἐξάλλου κι ἕνα ἀπ’ τά μαθήματα τῆς τραγωδίας, ἡ ὁποία συνδέεται ἄμεσα μέ τήν φιλοσοφία καί τήν γονιμοποιεῖ. Σάν πολιτικός θεσμός ἡ τραγωδία εἶναι θεσμός αὐτοπεριορισμοῦ. Ὑπενθυμίζει διαρκῶς στους Ἀθηναίους πολίτες ὅτι ὑπάρχουν ὅρια ἄγνωστα ἐκ τῶν προτέρων στό δρῶν ὑποκείμενο, τό ὁποῖο ἐνεργεῖ ὑπεύθυνα ἀναλαμβάνοντας τούς κινδύνους τῶν πράξεών του. Κανείς δέν μπορεῖ νά τοῦ τά ὑποδείξει ἐκ τῶν προτέρων. Μόνο του πρέπει νά τά καταλάβει ἤ νά τά διαισθανθεῖ. 
Αὐτες τίς ἰδέες τίς ὀνομάζω κεντρικές φανταοιακές σημασίες. Ἀποτελοῦν τρόπο σημασιοδότησης τῆς πραγματικότητας, τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καί τοῦ κόσμου. Τίς συναντᾶμε ἀπό τήν καταβολή, ἀπό τήν ἀρχική σύσταση τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου, ἀπό τόν Ὅμηρο ἤδη καί ἀπό τήν μυθολογία. Ἡ σημασία τῆς διαδοχῆς Οὐρανοῦ, Κρόνου, Διός, ὅπως περιγράφεται ἀπό τόν μύθο, ἐκφράζει τήν ἴδια αὐτή φιλοσοφική ἀντίληψη πού προσπάθησα νά διατυπώσω περιληπτικά. Γι’ αὐτό καί θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι ὑπάρχουν πολλές καί ὡραῖες μυθολογίες, μιά ὅμως εἶναι ἀληθινή: ἡ ἀρχαία ἑλληνική. Ἀληθινή μέ τήν ἔννοια ὅτι ὅλοι οἱ μύθοι της ἔχουν ἕνα σημασιακό ὑπόβαθρο, μέσα στό ὁποῖο κατοπτρίζεται ἡ ἴδια μας ἡ ζωή καί κάθε ἀνθρώπινη ζωή. 
Ὁ ἑλληνικός κόσμος κτίζεται πάνω στήν ἐπίγνωση ὅτι δέν ὑπάρχει φυγή ἀπό τόν κόσμο κι ἀπό τόν θάνατο, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι θνητός. Στό σημεῖο αὐτό θά τολμήσω νά διορθώσω ἕνα μεγάλο Ἕλληνα ποιητή, τον Ἀνδρέα Ἐμπειρῖκο. Στό ποίημά του «Εἰς τήν ὁδόν τῶν Φιλελλήνων», ὁ Ἐμπειρίκος τελειώνει μέ τήν εὐχή: νά γίνῃ [...] πανανθρώπινη, ἡ δόξα τῶν Ἑλλήνων, πού πρῶτοι, θαρρῶ, αὐτοί, στόν κόσμο ἐδῶ κάτω, ἔκαμαν οἶστρο τῆς ζωῆς τόν φόβο τόν θανάτου. Ἐγώ θά ἔλεγα: ἔκαμαν οἶστρο τῆς ζωῆς τήν γνώση τοῦ θανάτου. 
Ὁ φόβος τοῦ θανάτου διακατεῖχε παντοῦ καί πάντοτε ὅλους τους θνητούς. Ἴσως αὐτός μας ἐμποδίζει κι ἐμᾶς σήμερα, ὅπως ἐμπόδισε πολλές φορές στό παρελθόν τούς ἀνθρώπους, νά ἔχουμε τόν ἀπαιτούμενο οἶστρο γιά τήν ζωή μας, νά ἔχουμε δηλαδή τήν ἐπίγνωση ὅτι εἴμαστε πραγματικά θνητοί, καί ὅ,τι ἔχουμε νά κάνουμε, ἄν γίνεται, θά γίνει ἐδῶ, ἀπό μας, καί ἐδῶ θά τό κάνουμε, ἔμεῖς.


            5. Ἐσωτερική σχέση δημοκρατίας καί φιλοσοφίας

             Ἡ πόλις δημιουργεῖται κατά τόν 8ο  αἰ. Μέσα σέ μικρό χρονικό διάστημα, ἀπό τήν στιγμή αὐτή παρατηρεῖται μιά καταπληκτική δημιουργία, πού καλύπτει ὅλους τους τομεῖς τῆς πολιτικῆς ζωῆς. Στό διάστημα αὐτό τοποθετεῖται καί ἡ τελική διαμόρφωση τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν, καθώς καί ὁ Ἡσίοδος. 
Στίς ἀρχές τοῦ 7ου αἰ., περί τό 680-670, γράφει ὁ μεγάλος λυρικός ποιητής Ἀρχίλοχος, τοῦ ὁποίου δυστυχῶς λίγα ἀποσπάσματα σώζονται. Μεταξύ αὐτῶν, τό καταπληκτικό καί ἀδιανόητο γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη κοινωνία:
 Ἀσπίδι μέν Σάϊών τίς ἀγάλλεται, ἥν παρά θάμνωι
             ἐντός ἀμώμητον κάλλιπον οὐκ ἐθέλων
             ψυχήν δ’ ἐξεσάωσα. Τί μοι μέλλει ἀσπίς ἐκείνη;
             ἐρρέτω· ἕξαῦτις κτήσομαι οὐ κακίω.
(ἀπόσπασμα 13)

         [Τήν ἀσπιδά μου κάποιος Σάιος χαίρεται, αὐτήν πού ὁλοκαινούρια παράτησα κοντά σ’ ἕνα θάμνο ἄθελά μου· ἔσωσα ὅμως τήν ζωή μου. Τί μέ νοιάζει ἡ ἀσπίδα μου ἐκείνη; χαλάλι· καλύτερη θέ ν’ ἀγοράσω ἄλλη]. 
         Καί αὐτό λέγεται ἀνοιχτά καί συμβάλλει στήν δόξα τοῦ Ἀρχιλόχου, σέ μιά κοινωνία σάν τήν ἑλληνική ὅπου ἡ προσωπική ἀνδρεία καί ἡ στρατιωτική τιμή ἦταν πολύ ψηλά τοποθετημένες. Εἶναι δυνατόν νά φαντασθεῖ κανείς Ἑβραῖο ἤ Χριστιανό, ὄχι ἁπλῶς νά γράφει: «Τί κι ἄν σκούπισα τήν μύτη μου μέ τήν Βίβλο; Θά βρῶ ἀλλοῦ καλύτερο ἀντίτυπο», ἄλλα καί νά γίνεται διάσημος σάν ποιητής μέ τόν στίχο αὖτο; 
Ἀπό πολύ νωρίς, ἀπό τήν ἀρχή της ἀσφαλῶς, αὐτη ἡ πολιτική κοινότητα ἔχει τήν πεποίθηση ὅτί δέν μπορεῖ νά διατηρηθεῖ σάν κοινότητα ἄν οἱ πολίτες πού τήν ἀποτελοῦν δέν τήν ὑπερασπίζονται. Συνεπῶς, τιμᾶ ἰδιαίτερα τό θάρρος καί τήν ἀνδρεία. Τό καταπληκτικό, ὅμως, εἶναι ὅτι, ταυτόχρονα, δίνει στόν ποιητή τήν δυνατότητα νά λέει ἐλεύθερα: «Τί κι ἄν παράτησα τήν ἀσπιδα μου, ἔσωσα τήν ζωή μου, καλύτερη θέ νά ‘βρω ἄλλη». 
Ἡ ἀμφισβήτηση, τῆς ὁποίας βλέπουμε ἐδῶ τίς πρῶτες καταβολές, εἶναι ἡ κοινή ρίζα καί τῆς δημοκρατίας καί τῆς φιλοσοφίας. Ὅπως τόνισα ἤδη ἀρχίζοντας, ἡ ἀμφισβήτηση τῶν νόμων, μέ τήν τρέχουσα σημασία τοῦ ὄρου, ἐκφράζεται μέ τήν ἐρώτηση: Ποιός εἶναι κύριος; Ποιός ἄρχει τῆς πόλεως; Ὁδηγεῖ στήν κοινωνική πάλη ἐναντίον τῆς ἀριστοκρατίας καί ἔχει σάν ἀποτέλεσμα τήν δημοκρατία. Ἡ ἀμφισβήτηση τῆς θεσμισμένης κοινωνικῆς παράστασης γιά τόν κόσμο παίρνει τήν μορφή τῆς φιλοσοφικῆς ἐρώτησης. Θέτει τό ἐρώτημα: Τί εἶναι κόσμος; Τί σημαίνει ὅταν λέμε ὅτι κάτι εῖναι; Ποιά εἶναι ἡ διαφορά ἀνάμεσα στό εἶναι καί τό φαίνεσθαι; Τί εἶναι ἀλήθεια καί τί ἁπλῶς γνώμη; 
Ὁ Θαλής, ἀπό τους πρώτους πού ἔθεσαν τά ἐρώτηματά αὐτά καί προσπάθησαν νά δώσουν ἀπάντηση, χωρίς νά χαρακτηρίζει σάν μυθεύματα τίς μέχρι τότε ἰσχύουσες πεποιθήσεις, ὑποστηρίζει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι καμωμένος ἀπό ἕνα στοιχεῖο, πού ὅ ἴδιος ὀνομάζει: ὕδωρ. Ἀκολουθεῖ ὁ Ἀναξίμανδρος, ὁ ὁποῖος (πολύ σωστά κατά τήν γνώμη μου), λέει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι καμωμένος ἀπό ἕνα στοιχεῖο: τό ἄπειρο (ὄχι μέ τήν ἔννοια τοϋ ποσοτικοῦ ἀπείρου, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τοῦ ἀπροσδιόριστου). 
Γεννιέται ἔτσι ἡ φιλοσοφία, αὐτή ἡ ἀπέραντη καί διηνεκής ἀναζήτηση. Ἡ γέννηση της εἶναι ἀξεχώριστη ἀπ’ τό καταπληκτικό ἄνοιγμα πού συντελεῖται μέσα στήν ἀρχαία ἑλληνική κοινωνία, μέ τήν ἀμφισβήτηση τῶν παραδοσιακῶν παραστάσεων καί τῶν παραδοσιακῶν θεσμῶν. Τόν μοναδικό της χαρακτήρα τόν χρωστάει ἀκριβῶς σ’ αὐτό τό μοναδικό πλαίσιο μέσα στό ὁποῖο δημιουργεῖται. 
Πολλοί ἔχουν ἐπισημάνει ὅτι ὑπάρχουν κι ἄλλες φιλοσοφίες ἐκτός ἀπό τήν ἑλληνική. Πράγματι, καί στίς Ἰνδίες καί στήν Κίνα ὑπῆρξε ἑνός εἴδους φιλοσοφία. Σωστά, ὅμως, ἀπάντησαν ἄλλοι ὅτι φιλοσοφία, μέ τήν πραγματική ἔννοια, μόνο στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὑπῆρξε, ἀπ’ ὅπου καί ξεκίνησε. (Ἄποψη πού ἔχει ἄλλο βάρος ὅταν προέρχεται ἀπό δυτικούς καί ἄλλο ὅταν προέρχεται ἀπό ἄτομα πού ἔχουν τήν ἰδέα ὅτι πρέπει νά ξαναπάρουμε τήν Πόλη). 
Τά ἐπιχειρήματα πού στηρίζουν τήν ἄποψη αὐτή εἶναι πολλά καί ποικίλα, στήν πλειοψηφία τους σχετικά μέ τό περιεχόμενο τῆς φιλοσοφίας. Κατά τήν δική μου γνώμη, τό βασικό ἐπιχείρημα ἔγκειται στό γεγονός ὅτι ἡ φιλοσοφία στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἦταν φιλοσοφία πολιτῶν πού συζητοῦν στήν ἀγορά μέ ἄλλους πολίτες, ἐνῶ ἡ φιλοσοφία στίς Ἰνδίες καί στήν Κίνα ἔμεινε φιλοσοφία Ἱερατείου, ἤ φιλοσοφία αὐλικῶν καί μανδαρίνων. Ἡ ἀμοιβαία γονιμοποίηση τοῦ πολιτικοῦ κινήματος μέ τήν φιλοσοφική ἐρώτηση εἶναι τό στοιχεῖο ἀκριβῶς πού χαρακτηρίζει ὅλη αὐτή τήν ἐποχή καί σφραγίζει τήν μοναδικότητα καί τῆς δημοκρατικῆς πόλης καί τῆς φιλοσοφίας πού ἀναπτύσσεται στό πλαίσιό της. Ἀπό τή μιά, οἱ φιλόσοφοι ἀπασχολοῦνται μέ πολιτικά ἐρωτήματα (αὐτό φαίνεται ἤδη στόν Ἠράκλειτο π.χ.), καί ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ἴδια ἡ πολιτική ζωή ἀναγκάζει, κατά κάποιο τρόπο, τίς ἀναζητήσεις νά πᾶνε βαθύτερα. Δέν διερωτᾶται ἁπλῶς: Ποιός ἄρχει; ἀλλά καί: Πῶς μπορεῖ νά δικαιολογηθεῖ τό ποιός ἄρχει; Ἡ συζήτηση προεκτείνεται, δηλαδή, στό θέμα τῆς νομιμοποίησης τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί τῶν πολιτικῶν καθεστώτων. Εἶναι δίκαιο νά ἄρχουν οἱ ὀλίγοι ἤ οἱ πολλοί; Καί τί σημαίνει δίκαιο; Συναντᾶ ἑπομένως τήν φιλοσοφική ἐρώτηση: Τί σημαίνει δίκαιο καί τί δικαιοσύνη; Ἐρώτηση πού ἔχει τόν ἴδιο χαρακτήρα μέ τήν ἀρχική φιλοσοφική ἐρώτηση: Τί καί πῶς εἶναι ὁ κόσμος;

  
            6. Ἡ αὐτοθέσμιση

             Ἡ ἀνάδυση ὅλων αὐτῶν τῶν ἐρωτημάτων μέσα στήν ἀρχαία δημοκρατική πόλη (ἕνας μεγάλος ἀριθμός πόλεων γίνονται δημοκρατικές ἀπό τόν 8ο ὡς τόν 4ο αἰ., σχεδόν ὅλες δέ συνταράσσονται ἀπό τήν πολιτική πάλη, ἐκτός ἀπό τήν Σπάρτη πού εἶναι εἰδική περίπτωση) προκαλεῖ μιά τεράστια κίνηση αὐτοθέσμισης τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία ἀναθεωρεῖ ἐκ βάθρων τόσο τήν πολιτική της ζωή ὅσο καί τήν παράσταση πού ἔχει τοῦ κόσμου. 
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ αὐτοθέσμιση δέν συνίσταται σέ μιά συγκεκριμένη καί τελειωτική πολιτική μορφή ἡ ὁποία διαμορφώνεται μιά γιά πάντα. Ἡ πολιτική ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν, ἀπό τίς καταβολές της (δηλαδή, ἀπό τήν στιγμή ποῦ οἱ κληρονομικοί ἄρχοντες ἀντικαθίστανται ἀπό ἐκλεγόμενους, ἀρχικά ἀνάμεσα ἀπό τά μέλη τῆς ἀριστοκρατίας καί μέ ἰσόβια θητεία, στή συνέχεια, γιά δέκα χρόνια κλπ.) μέχρι τήν φάση ποῦ περιγράφει ὁ Ἀριστοτέλης στήν Ἀθηναίων Πολιτεία, (γύρω στά 340 π.Χ.), δηλαδή λίγο πρίν νά καταλύσει ἡ μακεδονική κυριαρχία τήν ἀνεξαρτησία τῆς πόλεως, εἶναι μιά πολιτική ἱστορία συνεχοῦς δημιουργίας. Ἡ αὐτοθέσμιση δέν εἶναι κατάσταση, εἶναι διαδικασία πού ἐκφράζεται σάν δραστηριότητα μεταβολῆς τῶν «βασικῶν», «καταστατικῶν», «συνταγματικῶν» νόμων (τῆς πολιτείας δηλαδή) καί ἄλλων θεσμῶν, ὄχι ὅλων συλλήβδην καί ταυτοχρόνως, ἀλλά σταδιακά, σύμφωνα μέ τίς ἀνάγκες καί τίς περιστάσεις. 
Ὁ Ἀριστοτέλης (τοῦ ὁποίου, εἰρήσθω ἐν παρόδω, οἱ πολιτικές ἰδέες ἔχουν ἐμπνεύσει πολλές ἀνοησίες στούς διάφορους σχολιαστές) λέει ἀναφερόμενος στήν ἔποχή του:

 Ἁπάντων γάρ οὗτος αὐτόν πεποίηκεν ὁ δῆμος κύριον, καί πάντα διοικεῖται ψηφίσμασιν καί δικαστηρίοις, ἐν οἷς ὁ δῆμος ἔστιν ὁ κρατῶν. Καί γάρ αἱ τῆς βουλῆς κρίσεις εἰς τόν δῆμον ἐληλύθασιν. Καί τοῦτο δοκοῦσι ποιεῖν ὀρθῶς· εὐδιαφθορώτεροι γάρ [οἱ]ὀλίγοι τῶν πολλῶν εἰσιν καί κέρδει καί χάρισιν.
 Ἀθηναίων Πολιτεία XLI,2

             [Διότι ὁ δῆμος ἔγινε ὁ ἴδιος κύριος τῶν πάντων, καί τά πάντα διοικεῖ μέ τά ψηφίσματα καί μέ τά δικαστήρια ὅπου ὁ ἴδιος κατέχει τήν ἐξουσία. Πράγματι, καί οἱ ἀποφάσεις πού ἦταν ἄλλοτε στήν ἁρμοδιότητα τῆς βουλῆς περιῆλθαν στά χέρια τοΰ δήμου. Καί σ’ αὐτό φαίνεται νά ‘χουνε πράξει σωστά· διότι εὐκολότερα διαφθείρονται μέ τά κέρδη καί μέ τίς χάριτες οἱ ὀλίγοι παρά οἱ πολλοί]. 
 Δοκοῦσι ποιεῖν ὀρθῶς : ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ μόνος φιλόσοφος μέ φρόνηση δέν λέει ὅτι ὁ λαός εἶναι ἀδιάφθορος. Πιστεύει ὅτι μπορεῖ νά διαφθαρεῖ μέ τίς χάριτες καί μέ τά ὀφέλη (ἤ μέ τίς προεκλογικές ὑποσχέσεις), λέει, ὅμως, ὅτι διαφθείρεται δυσκολοτέρα ἀπό τους ὀλίγους: εὐδιαφθορώτεροι γάρ [οἱ]ὀλίγοι τῶν πολλῶν εἰσιν καί κέρδει καί χάρισιν. 
 Μιά ἀπό τίς πιό καταπληκτικές στιγμές αὐτῆς τῆς διαδικασίας αὐτοθέσμισης εἶναι ἡ περίφημη μεταρρύθμιση τοῦ Κλεισθένη (508-506), Γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία βλέπουμε ἕνα πολιτικό κίνημα, τό ὁποῖο δέν ἀντιμετωπίζει τήν ρύθμιση τῆς κοινωνίας ἀπό τήν ὅποια προέρχεται σάν κάτι δεδομένο πού ἐπ’ οὐδενί λόγῳ μπορεῖ νά θίγει, ἀλλά σάν ὕλη πολιτικῆς δράσης, πού μπορεῖ καί πρέπει νά μεταβληθεῖ προκειμένου νά θεσμιστοῦν νέες, πρόσφορες πολιτικές μορφές. Ὁ Κλεισθένης ἀναδιοργανώνει τίς φυλές τῆς Ἀττικῆς. Ἀπό τέσσαρες τίς κάνει δέκα. Καί, ὅπως γράφει ὁ Ἀριστοτέλης, θά μποροῦσε νά τίς κάνει δώδεκα, ὁπότε καί ὁ χρόνος πρυτανείας κάθε φυλῆς θά συνέπιπτε μέ τόν ἡμερολογιακό μήνα. Δέν τό κάνει, ὅμως, γιατί, στήν περίπτωση αὐτή, ¨η νεοσύστατη φυλή θά συνέπιπτε μέ τήν παλαιά τριττύ (τρίτον της παλαιᾶς φυλῆς, ἄρα δωδέκατον τοῦ συνολικοῦ πληθυσμοῦ), καί οἱ πολιτικοκοινωνικές ὁμάδες θά ἔμεναν οἱ ἴδιες. Προκειμένου νά κάνει κοινή συνείδηση τήν ριζική ἀλλαγή καί ἀναδιοργάνωση, ἀνακατατέμνει (πολιτικά: ὄχι οἰκιστικά, δέν εἶναι Πόλ-Πότ) τούς πολίτες σέ δέκα φυλές καί διαιρεῖ τό πολιτικό ἡμερολόγιο σέ ἰσάριθμους μῆνες (35 ἤ 36 ἥμερων). Μέ τόν τρόπο αὐτο δείχνει ὅτι ὅλη ἡ κοινωνική ζωή, ὡς ἕνα σημεῖο (διότι, φυσικά, δέν πρόκειται γιά τήν πλήρη ἀναδιοργάνωση τῶν πάντων), μπορεῖ νά ἀποτελέσει ἀντικείμενο πολιτικῆς, δράσης.

  
            7. Ὁ δῆμος

             Κύριο χαρακτηριστικό της δημοκρατικῆς διαδικασίας εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ δῆμος βάζει τόν ἑαυτό του στό κέντρο τῶν πάντων. Ὅλοι οἱ ἀθηναϊκοί νόμοι ἀρχίζουν μέ τήν φράση: «ἔδοξε τῇ βουλή καί τῷ δήμω». Αὐτό μᾶς ἐπισημαίνει ὅτι τό ψήφισμα πού ἄκολουθεϊ δέν προέρχεται ἀπό κάποια «ἐπιστημονική» ἀνάλυση οὔτε ἀπό ἠλεκτρονικό ὑπολογιστή. Ἀποφασίστηκε γιατί ἔτσι φάνηκε σωστό, ἔδοξε, στόν δῆμο. 
α. Ποιός εἶναι ὁ δῆμος; 
Ὁ δῆμος ἀποτελεῖται ἀπό τό σύνολο τῶν ἐνηλίκων ἀρρένων ἐλευθέρων Ἀθηναίων. Ἀσφαλῶς, γιά μᾶς ὑπάρχουν σ’ αὐτόν τόν ὁρισμό πράγματα ἀπαράδεκτα. Ὑπάρχει τό «ἐλευθέρων», πού ἀποκλείει τούς δούλους· ὑπάρχει τό «ἀρρένων», πού ἀποκλείει τίς γυναῖκες. Τό «ἐνηλίκων» εἶναι πιό προβληματικό διότι μᾶς παραπέμπει ἀμεσότερα σ’ ἕνα βασικό ζήτημα τῆς πολιτικῆς φιλοσοφίας καί τῆς πολιτικῆς πράξεως: τό ζήτημα τῆς ἰδρυτικῆς στιγμῆς κατά τήν ὁποία ἕνα σῶμα ἀποφασίζει ὅτι: «ἐμεῖς εἴμαστε οἱ κυρίαρχοι καί ἐμεῖς ὁρίζουμε ἐπίσης ποιοί ἄλλοι συμμετέχουν σ’ αὐτή τήν κυριαρχία». Τό ζήτημα αὐτό πάντοτε θά ὑπάρχει. Ἐμεῖς, ἤ ἐγώ τουλάχιστον, σήμερα, λέμε ὅτι κάθε ἐνήλικο ἄτομο πρέπει νά συμμετέχει μέ ἀπολύτως ἴσα δικαιώματα σ’ ὅλες τίς πολιτικές ἐξουσίες. Πρόκειται γιά θέση πού ἐμεῖς διατυπώνουμε σχετικά μέ τήν συγκρότηση τοῦ κυρίαρχου σώματος καί ἡ ὁποία δέν ἀποδεικνύεται οὔτε γεωμετρικά οὔτε μέ ὁποιονδήποτε ἄλλον ἐπιστημονικό τρόπο. Πρόκειται γιά θέση πολιτική, τήν ὁποία ὑπεύθυνα ἀποφασίζουμε καί υἱοθετοῦμε, ἐν γνώσει μας ὅτι δέν ἐξαλείφει ὅλά τά προβλήματα πού ὑπάρχουν. 
Ἀκόμα καί στήν πιό ἐλεύθερη, αὐτόνομη, διεθνιστική κοινωνία θά πρέπει νά ἀποφασίζεται ἡ σύνθεση τοϋ ἐκλογικοῦ σώματος. Θά πρέπει, π.χ., νά ἀποφασίζεται ἄν στίς δημοτικές ἔκλογες μιᾶς πόλεως θά ἔχει δικαίωμα ψήφου ὁποιοσδήποτε βρίσκεται στήν πόλη αὐτή, τήν στιγμή τῶν ἐκλογῶν. Ἐάν ὄχι, ποιό εἶναι τό ἐλάχιστο ὅριο χρόνου διαμονῆς μετά ἀπό τό ὁποῖο θά ἔχει κανείς τό δικαίωμα νά ψηφίζει; Αὐτό θά πρέπει νά ὁρισθεῖ ἀπό τήν κοινότητα, ἡ ὁποία καί θά ἐπωμισθεῖ τίς εὐθύνες καί τίς συνέπειες τοῦ ὁρισμοῦ. Ἡ ἄποψη «εἶμαι ἀνθρώπινο ὄν καί ψηφίζω σέ μιά κοινωνία ὅπου δέν ὕπαρχουν διακρίσεις», μπορεῖ νά καταλήξει, καί καταλήγει, στό ἀντίθετο ἀπ’ αὐτό πού θά ἤθελε νά εἶναι. Ὁ θεσμός τῆς ἐκλογῆς διακωμωδεῖται ἄν ὁ ὁποιοσδήποτε, χωρίς καμιά προϋπόθεση, καμιά συμμετοχή στήν πολιτική ζωή τῆς ὁμάδας γιά τήν ὁποία πρόκειται, καμιά πιθανότητα νά ὑποστεῖ τίς συνέπειες τῆς ψήφου του, ψηφίζει. Ψηφίζω, σημαίνει συμμετέχω πλήρως σέ μιά συγκεκριμένη πολιτική κοινότητα, ἡ ὁποία καί πρέπει κατά κάποιο τρόπο νά ὁριοθετεῖται. Δέν εἶναι δυνατό ὅλα τά δισεκατομμύρια τοῦ πληθυσμοῦ τῆς γής νά ἀποφασίζουν μαζί καί ταυτοχρόνως γιά ὅλα τά θέματα, ὁπουδήποτε κι ἄν ἐμφανίζονται αὐτά. Θά πρέπει νά ὑπάρχει κάποια διαίρεση σέ μικρότερες κοινότητες καί κάποιο καταστατικό πού θά ρυθμίζει τά θέματα πού τίς ἀφοροῦν καί θά ὁρίζει ποιό εἶναι τό πολιτικό σῶμα καί ἀπό ποιά ἡλικία καί μετά συμμετέχει κανείς σ’ αὐτό. (Γιατί νά εἶναι τά εἴκοσι ἕνα χρόνια ἤ τά δεκαοκτώ, ὅπως ἀπεφάσισε ἡ δεξιά στήν Γαλλία κατεβάζοντας τό ὅριο ἐνηλικιώσεως;). Οὕτως ἤ ἄλλως θά πρέπει νά παρθεῖ κάποια ἀπόφαση ἡ ὁποία δέν ἐπιδέχεται ἀπόδειξη καί εἶναι, ὡς ἕνα σημεῖο, αὐθαίρετη. 
       6. Κατά ποιό τρόπο ἀσκεῖ ὁ δῆμος τήν ἐξουσία: 
             Τήν ἀσκεῖ ὡς ἄμεση δημοκρατία, δηλαδή χωρίς «ἀντιπροσώπους». 
Πρίν ἀρχίσουν οἱ πολιτικοί φιλόσοφοι νά συζητοῦν γιά τήν πολιτική διαίρεση τῶν ἐξουσιῶν, ὁ Θουκυδίδης εἶχε ὁρίσει μέ μιά φράση ποιές εἶναι οἱ τρεῖς βασικές πολιτικές ἐξουσίες. Ὅταν θέλει νά χαρακτηρίσει μιά πόλη ὡς ἐλεύθερη, τήν ἀποκαλεῖ: «αὐτόνομο, αὐτόδικο, αὐτοτελή». 
I. Αὐτόνομος,σημαίνει ὅτι δίνει ἡ ἴδια στόν ἑαυτό της τούς νόμους της. Μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι, στήν περίοδο τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ δήμου ἀποφασίζει μέ τά ψηφίσματά της, καί, μετά ἀπό συζήτηση στή βουλή τῶν πεντακοσίων, μέ τούς νόμους καί, ἰδίως, μέ τούς βασικούς καταστατικούς νόμους. Ὅπως ρητά λέει ὁ Ἀριστοτέλης, τόν 4ο αἰ., τά πάντα κατ’ οὐσίαν ἀποφασίζονταν μέ τά ψηφίσματα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου. 
II. Αὐτόδικος, σημαίνει ὅτι τά δικά της δικαστήρια ἀποφασίζουν γιά ὅλες τίς ἀμφισβητήσεις πού εἶναι δυνατόν νά προκύψουν. Πρέπει νά ὑπογραμμιστεῖ στό σημεῖο αὐτο ὅτι τά δικαστήρια στήν Ἀθήνα δέν ἦταν ἐπαγγελματικά. Οἱ δικαστές ἦταν κληρωτοί. Ἡ ἰδέα ἐπαγγελματία δικαστή θά φαινόταν σ’ ἕνα ἀρχαίο Ἕλληνα ἐξωφρενική. Ἀπό τίς 30.000 ἐνηλίκους Ἀθηναίους κληρώνονταν κάθε χρόνο 6.000 ἐνδεχόμενοι δικαστές, μ’ ἕνα πολύπλοκο σύστημα, τό ὁποῖο διαρκῶς βελτιωνόταν, μέ σκοπό νά ἐξαλειφθεῖ κάθε δυνατότητα ἀπάτης, παρέμβασης ἤ ἐπηρεασμοῦ τῶν 501, 1.001 ἤ 1.501, οἱ ὁποῖοι, ἀναλόγώς της περιπτώσεως, ἀπάρτιζαν τό συγκεκριμένο δικαστήριο. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἕνα τυχαῖο δεῖγμα τοῦ λαοῦ, πού νομοθέτησε ψηφίζοντας ἕνα νόμο, καλεῖται, ὑπό τήν ἰδιότητα τῆς δικαστικῆς ἐξουσίας, νά τόν ἐφαρμόσει. Ἔτσι, δέν ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νά θεωρηθεῖ ὅτι ἕνας δεδομένος νόμος ψηφίστηκε μέ σκοπό νά παρθεῖ μιά συγκεκριμένη ἀπόφαση. 
III. Αὐτοτελής, πού εἶναι καί τό πιό σημαντικό, σημαίνει ὅτι ἡ πόλις αὐτοκυβερνᾶται, μέ τήν πραγματική ἔννοια τῆς κυβερνητικῆς ἐξουσίας καί λειτουργίας, πού μεταφράζεται, μεταξύ ἄλλων, καί στό γεγονός ὅτι οἱ βασικές ἀποφάσεις τῆς πολιτικῆς ζωῆς τῆς κοινότητας, εἴτε ἐσωτερικῆς εἴτε ἐξωτερικῆς φύσεως, παίρνονται ἀπό τήν Ἐκκλησία τοϋ δήμου: πόλεμος, εἰρήνη, συμμαχίες, δημόσια ἔργα, ἀνέγερση τοῦ Παρθενώνα, κλπ. Στό σημεῖο αὐτό ἔχω νά κάνω δύο παρατηρήσεις: 
— Ἡ πρώτη ἀφορᾶ τήν ποιότητα τῶν ἀποφάσεων: Τήν ἐποχή τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου, ὁ Δῆμος τῶν Ἀθηναίων ἀπαρτίζεται ἀπό 30.000 ἐνηλίκους. Κατά τήν γνώμη μου, ὅπως καί πολλῶν ἄλλων φυσικά, ἡ συμμετοχή στίς συνελεύσεις ἦταν πολύ μεγάλη, παρά τίς ἀποστάσεις πού ἔπρεπε νά διανύσουν οἱ ἀγρότες τῆς Ἀττικῆς. Πιθανότατα, τό ἥμισυ ἤ καί τά 2/3 τῶν πολιτῶν ἦταν παρόντες ὅταν ἐπρόκειτο νά συζητηθοῦν πολύ σοβαρά θέματα στήν Ἐκκλησία. Ἐπί δύο περίπου αἰῶνες, ἡ Ἐκκλησία τοῦ δήμου, δήλ. οἱ τεχνίτες καί οἱ ἀγρότες πού τήν συγκροτοῦν, πῆρε ἀποφάσεις, ἀπό τίς ὁποῖες τά 9/10 ἦταν ἀπολύτως σωστές. Πῆρε, βεβαίως, καί ἐγκληματικές, ὅπως ἡ καταδίκη τῶν στρατηγῶν τῆς ναυμαχίας στίς Ἀργινοῦσες. Πῆρε καί ἐσφαλμένες, ὅπως ἡ ἐκστρατεία στήν Σικελία, πού εἶναι ὅμως, γιά τήν ἐποχή ἐκείνη, τό ἀντίστοιχο τῆς ἀποστολῆς ἀνθρώπου στή σελήνη. Πῆρε καί ἄριστες, ὅπως ἡ κατασκευή στόλου, ἰδέα καί συμβουλή τοϋ Θεμιστοκλῆ, πού ὁδήγησε στήν νίκη τῆς Σαλαμίνας. Σχετικά μέ τίς δύο αὐτές τελευταῖες ἀποφάσεις, πρέπει νά ὑπογραμμιστεῖ ὅτι ἀνήκουν σέ μιά κατηγορία πού ἐμεῖς σήμερα, ἐν τῇ βλακείᾳ μας, ἀναθέτουμε σέ τεχνικούς, στῶν ὁποίων τήν κρίση καί μόνο ἐπαφιόμαστε. Αὐτές τίς ἀποφάσεις τίς πῆρε ὁ Δῆμος. 
Ἡ δεύτερη ἀφορᾶ τόν αὐτοτελῆ χαρακτήρα τῆς κυβερνητικῆς ἐξουσίας. 
Ἡ σημερινή πολιτική καί νομική φιλοσοφία παρουσιάζει σάν βασικές λειτουργίες τῆς κρατικῆς ἐξουσίας τήν νομοθετική, τήν δικαστική καί τήν ἐκτελεστική. Αὐτο εἶναι ἕνα εἶδος ἀκούσιας ἀπάτης ἤ ψεύδους, δεδομένου ὅτι ἀποσιωπᾶται ἔτσι μιά βασική ἐξουσία, ἡ κυβερνητική, ἡ ὁποία ἐπ’ οὐδενί λόγῳ μπορεῖ νά ὀνομαστεῖ «ἐκτελεστική». Ὁταν μιά κυβέρνηση κυβερνᾶ, μέ κανένα τρόπο δέν ἔκτελεῖ. Ὅταν κηρύττει ἕνα πόλεμο, π.χ., δέν ἐκτελεῖ νόμους, μέ τήν ἔννοια πού ὁ τμηματάρχης β΄ ἐκτελεῖ ἕνα νόμο συγκεκριμενοποιώντας λεπτομέρειες πού ὁ νομοθέτης δέν μποροῦσε νά καθορίσει. Ὅταν μιά κυβέρνηση προκαλεῖ ἕνα πόλεμο, κάνει πολιτική, δηλαδή κυβερνᾶ (καλῶς ἤ κακῶς εἶναι ἄλλο θέμα). Ὅταν μιά κυβέρνηση διαμορφώνει, προτείνει καί κάνει τήν Βουλή νά ψηφίσει ἕνα προϋπολογισμό, τότε κυβερνᾶ. Πρόκειται ἐδῶ γιά τήν πραγματική κυβέρνηση τῆς πολιτικῆς κοινότητας καί γιά τήν πραγματική ἐξουσία, ἡ ὁποία, κατά κάποιο τρόπο, δέν ὑπάρχει οὔτε στά σύγχρονα νομικά συγγράμματα, οὔτε καί στήν σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία, ὀνομάζεται δέ ταπεινά (καί ἀπατηλά) ἐκτελεστική. Ἡ ἐκτελεστική ἐξουσία δέν εἶναι κάν ἐξουσία, εἶναι μιά τρέχουσα διοίκηση τῶν πραγμάτων, ἡ ὁποία, κατά μέγα μέρος, στήν ἀρχαία Ἀθήνα εἶχε ἀνατεθεῖ σέ δούλους, θά τολμοῦσα νά πῶ ὅτι ἄν ζούσαμε στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ὁ διοικητής τῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδας θά ἦταν ἐνδεχομένως κάποιος ἐπιδέξιος δοῦλος Φοῖνιξ, Σύριος ἤ καί Ἕλληνας, πού, οὕτως ἤ ἄλλως, δέν θά ἐθεωρεῖτο σημαντικό πρόσωπο γιατί ἡ δουλειά του θά ἦταν ἁπλῶς ἐκτελεστική. 
Ὅλα αὐτά, βέβαια, δέν σημαίνουν ὅτι στήν ἄμεση δημοκρατία δέν υπάρχουν ἀρχές ἤ, ἀκόμα, παρόλο ὅτι ἡ λέξη μπορεῖ νά πειράζει, ἄρχοντες: πολίτες, δηλαδή, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μιά συγκεκριμένη ἐπίσημη ἀποστολή ὁρισμένης χρονικῆς διάρκειας μέ συγκεκριμένα καθήκοντα καί μέ ἀντίστοιχα δικαιώματα. 
Κατά τό μέγιστο μέρος, οἱ ἄρχοντες κληρώνονται. Οἱ ἐλάχιστοι πού ἐκλέγονται, φυσικά, ὄχι μόνο εἶναι ὑπεύθυνοι, ἀλλά (ἄλλη ἑλληνική δημιουργία) εἶναι ἀνακλητοί κατά τήν διάρκεια τῆς ἐξουσίας τους, ὅπως, π.χ., οἱ στρατηγοί. Ἄν ἡ Ἐκκλησία βρεῖ βάσιμη μιά κατηγορία ἐναντίον κάποιου ἄρχοντα, τότε αὐτος μπορεῖ νά καθαιρεθεῖ ἀπό τό ἀξίωμά του.

  
            8. Σύγκριση μέ τήν νεότερη ἀντίληψη

  Ἔχουμε ἐδῶ τρεῖς τουλάχιστον βασικές διαφορές ἀπό τήν νεότερη ἤ τήν σύγχρονη Ἀντίληψη.

             α. Ἡ Ἀντιπροσώπευση

          Οἱ ἀρχαῖοι δέν γνωρίζουν τήν ὑποκριτική καί ἀπατηλή ἔννοια τῆς ἀντιπροσωπείας τοῦ λαοῦ, ὅπως δέν τήν γνωρίζουν καί οἱ μεγάλοι νεότεροι πολιτικοί φιλόσοφοι συμπεριλαμβανομένου καί τοῦ Ρουσσώ. Γιά τούς ἀρχαίους, τό ζήτημα δέν ἔμπαινε κάν, ὁ δέ λόγος εἶναι ἐμφανής. Ἀπό τήν στιγμή κατά τήν ὁποία, ἀμετάκλητα καί γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. πέντε χρόνια), ἀναθέτει κανείς τήν ἐξουσία σέ ὁρισμένους ἀνθρώπους, ἔχει μόνος του ἀλλοτριωθεῖ πολιτικά. Ὁ Ρουσσώ ἔγραφε γιά τούς Ἀγγλους (γιατί τότε ἡ Ἀγγλία μόνο εἶχε κοινοβούλιο): Οἱ Ἀγγλοι νομίζουν ὅτι εἶναι ἐλεύθεροι, ἐπειδή ἐκλέγουν τους βουλευτές τούς· εἶναι ἐλεύθεροι μία μέρα στά πέντε χρόνια. Στό σημεῖο αὐτό ὁ Ρουσσώ εἶναι, βέβαια, μᾶλλον ἐνδοτικός, διότι, φυσικά, οὔτε μιά μέρα στά πέντε χρόνια δέν εἶναι ἐλεύθεροι: αὐτό πού σκέφτεται κανείς, οἱ ἐπιλογές πού κάνει αὐτή τή μέρα ἔχουν ἤδη καθοριστεῖ (καί πολύ περισσότερο στή σημερινή ἐποχή) ἀπό τά προηγούμενα πέντε χρόνια: ἀπό τόν ἐκλογικό νόμο, ἀπό τά ὑπάρχοντα κόμματα, τούς ὑποψήφιους κλπ. 
Ὑπάρχει, στό σημεῖο αὐτό, μιά βασική πολιτική ἀλλοτρίωση, πού οἱ ἀρχαῖοι δέν εἶχαν κάν ἀντιμετωπίσει ὡς πολιτική δυνατότητα, δεδομένου ὅτι θεωροῦσαν πώς κανείς δέν μπορεῖ νά ἀντιπροσωπεύσει τόν πολίτη στήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου. Μ’ ἄλλα λόγια, δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ θεολογική ἰδέα σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ κυρίαρχη ὑπόσταση τοῦ λαοῦ, μετά ἀπό μιά μυστηριώδη χημική διαδικασία, συμπυκνώνεται μιά Κυριακή καί, μέσω ἐπιφοιτήσεως, βρίσκει σκήνωμα σέ 300 ἄνθρωπους, οἱ ὁποῖοι τήν διατηροῦν καί τήν μεταφέρουν ἐνσαρκώνοντάς την γιά πέντε χρόνια μέχρι, ξαφνικά, στά πέντε χρόνια ἀπάνω, νά ξαναδιαλυθεῖ μέσα στόν λαό πού τήν ξανασυμπυκνώνει καί τήν μεταφέρει στούς 300 κ.ο.κ.

            β. Οἱ ἐκλογές

         Τό δεύτερο χαρακτηριστικό μπορεῖ νά φανεῖ παραδοξολογία καί ἴσως ἐρεθίσει μερικούς - τόσο τό καλύτερο ἄλλωστε. Γιά τούς ἀρχαίους, ἡ ἀρχή καί ἡ ἰδέα τῆς δημοκρατίας δέν εἶναι καθόλου αὐτο πού νομίζουμε ἐμεῖς σήμερα, δηλαδή οἱ ἐκλογές. 
Εἶναι ἡ ψῆφος, βεβαίως, (ψήφιζαν, ναί ἤ ὄχι, γιά τά διάφορα θέματα). Δέν θεωροῦσαν ὅμως ὅτι οἱ ἄρχοντες ἐκλέγονται. Ἐκτός ἀπό ὁρισμένες ἐξαιρέσεις, στίς ὁποῖες ἤδη ἀναφέρθηκα, οἱ ἄρχοντες ἀναδεικνύονται μέ κλῆρο. Ἀπό τόν Ἡρόδοτο μέχρι καί τόν Ἀριστοτέλη, θεωροῦσαν (καί ἐφιστῶ τήν προσοχή στό σημεῖο αὐτό) ὅτι οἱ ἐκλογές εἶναι θεσμός ἀριστοκρατικός. Κι ἄν τό καλοσκεφθεῖ κανείς, τό πράγμα εἶναι προφανές. Ἐκλέγει κανείς αὐτούς πού θεωρεῖ ἄριστους, ἐνῶ, ταυτόχρονα, κάθε ὑποψήφιος προσπαθεῖ νά πείσει τούς ἐκλογεῖς ὅτι εἶναι ἄριστος. Βέβαια ἡ λέξη ἄριστος ἔχει διπλή σημασία (τήν σημασία τῆς καταγωγῆς καί τήν σημασία τῆς ἐγγενοῦς ἀξίας τοῦ ἀτόμου). Ἀλλά γιά τούς ἀρχαίους, ἡ ἐκλογή εἶναι, κατά κύριο λόγο, ἀρχή ἀριστοκρατική. 
Στό σημεῖο αὐτό ὑπεισέρχεται καί ἕνα ἄλλο κεφαλαιῶδες θέμα, τό θέμα τῆς ἁρμοδιότητας. Γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική ἄντιληψη, δέν ὑπάρχουν ἁρμόδιοι στόν πολιτικό τομέα· ἡ γνώμη ὅλων βαραίνει τό ἴδιο. Δέν ὑπάρχει ἐπιστήμη ἤ τέχνη - μέ τήν ἀρχαία ἑλληνική ἔννοια τοῦ ὅρου - τῶν πολιτικῶν πραγμάτων, ἡ γνώση τῆς ὁποίας νά ἐπιτρέπει στούς κατόχους της νά θεωροῦνται καλύτεροι ὡς κυβερνῆται. Στά πεδία ὅπου ἀναμφισβήτητα ἀπαιτεῖται τέχνη ἤ εἰδικές γνώσεις, οἱ Ἀθηναῖοι διεξάγουν ἐκλογές. Ἐκλέγουν, π.χ., κάθε χρόνο δέκα στρατηγούς σέ στρατιωτικά ἀξιώματα. Σ’ αὐτο τό πεδίο μπαίνει πράγματι ζήτημα ἐπιλογῆς τοῦ ἀρίστου, ὁ ὁποῖος καί διακρίνεται ἀπ’ ὅ,τι ἔχει ἤδη κάνει, ἀπ'ὅλη του τήν συμπεριφορά κλπ. Δεδομένης βέβαια τῆς σημασίας πού εἶχε τότε ὁ πόλεμος, οἱ στρατηγοί παίζουν, κατά κάποιο τρόπο, πολιτικό ρόλο. 
Σημασία, ὅμως, ἔχει ἡ ἀρχαία ἑλληνική ἀντίληψη, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ζήτημα ἀναδείξεως μέ ἐκλογή μπαίνει μόνο ὅπου ὑπάρχει τεχνική ἁρμοδιότητα, ὁπότε καί ἔχει νόημα νά διαλέξει κανείς τόν καλύτερο τεχνίτη. 
Ἐμφανίζεται, ἑπομένως, τό ἐρώτημα: Ποιός εἶναι ὁ ἁρμόδιος νά διαλέξει τόν καλύτερο τεχνίτη; Εἶναι καταπληκτικό ὅτι, τόσο γιά τήν κοινή γνώμη τῶν πολιτῶν, ὅσο καί γιά τόν πιό ἀντιδραστικό καί κατ’ ἐξοχήν ἀντιδημοκρατικό φιλόσοφο, δηλαδή τόν Πλάτωνα, ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτό τό ἐρώτημα, πού διαρκῶς ἐπανέρχεται, εἶναι ἡ ἴδια: Ὁ ἁρμόδιος νά διαλέξει τόν καλύτερο τεχνίτη δέν εἶναι ἕνας ἄλλος τεχνίτης ἀλλά αὐτός πού χρησιμοποιεῖ τό προϊόν της ἐργασίας του. Ὁ καβαλάρης εἶναι ὁ ἁρμόδιος νά ἐκφέρει γνώμη γιά τόν καλύτερο πεταλωτή ἤ σαμαρτζή καί ὄχι ἕνας ἄλλος πεταλωτής. Συνεπῶς, αὐτός πού ἐνδείκνυται νά διαλέξει τόν καλύτερο πολιτικό, εἶναι αὐτός πού χρησιμοποιεῖ τίς πολιτικές του ἱκανότητες, δηλαδή ὁ λαός. Κρίνοντας ἀπό τό ἀποτέλεσμα, δηλαδή τίς ἐπιλογές πού κάνανε οἱ Ἀθηναῖοι, καταλαβαίνει κανείς ὅτι κάποιο δίκιο ὑπαρχει στήν ἰδέα αὐτή. Διάλεξαν ἀνθρώπους σάν τόν Θεμιστοκλῆ καί τόν Περικλῆ, βράβευσαν τραγωδίες σάν τήν Ἀντιγόνη κλπ.

 γ. Τό κράτος

             Τό τρίτο σημεῖο πού πρέπει νά θιγεῖ εἶναι ἡ περίφημη ἔννοια τοῦ κράτους. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική πόλις δέν μπορεῖ νά ὀνομασθεῖ κράτος μέ τήν ἔννοια πού ἔχει ὁ ὅρος αὐτός σήμερα, δηλαδή τήν ἔννοια ἑνός μηχανισμοῦ ἀνεξάρτητου καί ξέχωρου ἀπό τήν κοινωνία. Ἡ ἀρχαία ἑλληνική κοινότητα εἶναι πόλις, πολιτεία καί ὄχι κράτος.Ὅταν οἱ Νεοέλληνες, μέ τήν βοήθεια τῶν προστάτιδων δυνάμεων καί τῶν Βαυαρῶν, ἐφτίαξαν τό σύγχρονο ἑλληνικό κράτος, πήρανε τήν λέξη αὐτή ἀπό τά ἀρχαῖα ἑλληνικά ὅπου δηλώνει, ἁπλῶς καί ὀρθότατα, τήν ὠμή βία. 
Οἱ ξένοι φιλόλογοι, καί ἰδίως οἱ Γερμανοί, μεταφράζοντας τήν Πολιτεία τοῦ Πλάτωνα μέ τόν τίτλο Der Staat, δημιουργοῦν τεράστια παρεξήγηση. Τόν Σεπτέμβριο τοῦ ΄39 οἱ Waffen-SS ἐδημοσίευσαν μιά γερμανική μετάφραση τοῦ Ἐπιταφίου του Περικλῆ, τοῦ ὑψηλότερου δημοκρατικοῦ κειμένου πού ἔχει ποτέ γραφεῖ. Στήν μετάφραση αὐτή, ἡ ἀντικατάσταση τῆς λέξεως «πόλις» ἀπό τήν λέξη «Κράτος» ἀρκεῖ γιά νά κάνει τό κείμενο περίπου ναζιστικό. Λέει ὁ Περικλῆς: «οἱ ἄνθρωποι αὐτοί θυσίασαν τόν ἑαυτό τους γιά τήν πόλη». Τί εἶναι ἡ πόλις; Σύμφωνα μέ τόν Θουκυδίδη: «ἄνδρες γάρ πόλις», πόλις εἶναι οἱ Ἀθηναῖοι. Ἑπομένως, ἡ φράση τοῦ Περικλῆ σημαίνει ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοι θυσίασαν τόν ἑαυτό τους γιά τούς ἄλλους, γιά τά ὑπόλοιπα μέλη τῆς κοινότητας. Αὐτό στά γερμανικά ἀποδίδεται μέ τό: «θυσίασαν τόν ἑαυτό τους γιά τό κράτος». 
Τό ἴδιο καί μέ τό περίφημο βιβλίο τοῦ Ἀριστοτέλη πού ἀνακαλύφθηκε τόν XIX αἰ., τήν Ἀθηναίων Πολιτεία. Καθηγητές πανεπιστημίου, ἑλληνιστές πού ξέρουν ἑλληνικά ἑκατό φορές καλύτερα ἀπό μένα, μεταφράζουν: Ἡ Πολιτεία τῶν Ἀθηνῶν, λάθος στοιχειῶδες, γιά τό ὁποῖο θά ἔπρεπε νά ἀπορρίπτεται πρωτοετής φοιτητής καί τό ὁποῖο ὀφείλεται, φυσικά, σέ προβολή σχημάτων τῆς ἐποχῆς τῶν μεταφραστῶν. Γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες δέν ὑπάρχει Πολιτεία τῶν Ἀθηνῶν. Ἀθῆναι εἶναι γεωγραφική ἔκφραση. Ἡ πόλη εἶναι οἱ Ἀθηναῖοι. Ἄνδρες γάρ πόλις. Ὁ Θουκυδίδης δέν μιλάει ποτέ γιά Ἀθήνα ἤ καί γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη πόλη. Ὅταν πρόκειται γιά τήν πόλη λέει: οἱ Ἀθηναῖοι, οἱ Κορίνθιοι, οἱ Μυτιληναῖοι. Λέει: Ἀθήνα, Κόρινθος κλπ. ὅταν πρόκειται γιά τόν τόπο. Ἡ πόλις ὄεν εἶναι γεωγραφικός προσδιορισμός. Πρίν ἀπό τήν ναυμαχία τῆς Σαλαμίνος, ἀπελπισμένος ὁ Θεμιστοκλῆς γιατί οἱ ὑπόλοιποι Ἕλληνες δέν δέχονται τά ἐπιχειρήματά του νά δοθεῖ ἡ μάχη στό μέρος αὐτό ἀπειλεῖ λέγοντας: ἐμεῖς (πού ἔχουμε τά περισσότερα καράβια) θά φύγουμε καί θά φτιάξουμε μιά ἄλλη πόλη ἀλλοῦ, στήν Ἰταλία. Μέ αὐτό ἐννοεῖ ὅτι ἡ Ἀθήνα θά εἶναι ἐκεῖ πέρα, ὅτι ἡ Ἀθήνα εἶναι ἐκεῖ πού εἶναι οἱ Ἀθηναῖοι καί ὄχι οἱ Ἀθηναῖοι ἐκεῖ πού εἶναι ἡ Ἀθήνα. Κι ὅμως, ἕνας Θεός ξέρει ἄν οἱ Ἀθηναῖοι ἦταν συνδεδεμένοι μέ τήν γῆ τους. θεωροῦσαν τούς ἑαυτούς τους ὡς τούς μόνους αὐτόχθονες Ἕλληνες, θεωροῦσαν ὅτι εἴχανε φυτρώσει μέσα ἀπό τήν γῆ. Ἡ ἐδαφική ἀντίληψη τῆς πολιτικῆς κοινότητας εἶναι σύγχρονη ἀντίληψη. Ἀρχίζει στούς ρωμαϊκούς χρόνους καί κορυφώνεται μέ τήν φεουδαρχία. 
Θά σταματήσω ἐδῶ, ἄν καί θά εἶχα πολλά νά προσθέσω, θά προσπαθήσω μόνο, συνοψίζοντάς τους σέ λίγες φράσεις, νά κάνω σαφέστερους τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ὅλα αὐτά διατηροῦν μιά ἐξαιρετική ἐπικαιρότητα. 
 θά ὑπενθυμίσω ὅτι κάθε φορᾶ πού ξεκίνησε ἕνα πραγματικά δημοκρατικό πολιτικό κίνημα στούς τελευταίους αἰῶνες - κι αὖτο ἰσχύει κατ’ ἐξοχήν γιά τίς ἀρχές του ἐργατικοῦ κινήματος - ξαναεφεῦρε, ξαναεπινόησε, ξαναδημιούργησε μερικές ἀπό τίς βασικές ἰδέες γιά τίς ὁποῖες μιλήσαμε σήμερα. 
Ἡ ἴδεά της ἄμεσης δημοκρατίας βρίσκεται σαφῶς στήν ἀμερικανική ἔπανασταση τοῦ 1776. Τά Town Hall Meetings, δηλαδή οἱ συνελεύσεις ὅλων τῶν πολιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἀποφασίζουν ἀπό κοινοῦ γιά τήν συμμετοχή στόν πόλεμο ἐναντίον τῶν Ἄγγλων, γιά τούς φόρους, γιά τό Σύνταγμα τῆς Πολιτείας ἤ τῆς Ὁμοσπονδίας, ἔχουν τεράστια σημασία. Ἀκόμα καί σήμερα, ὁ θεσμός αὐτός διατηρεῖ μιά κάποια ζωτικότητα στήν σύγχρονη Ἀμερική, μέ τήν μορφή τῆς ἄμεσης συμμετοχῆς τῶν πολιτῶν στίς ἀποφάσεις τῶν τοπικῶν μονάδων αὐτοδιοικησης. 
Πολύ περισσότερο συναντᾶ κανείς τό στοιχεῖο αὐτό στούς κανονισμούς πού θέσμισαν τά ἀγγλικά συνδικάτα τά πρῶτα πενήντα ἤ ἑξῆντα χρόνια της ὑπάρξεώς τους. Τά μέλη τῶν συνδικάτων κατελάμβαναν ἐκ περιτροπῆς ὅλες τίς ὑπεύθυνες θέσεις. Ὄχι μόνο δέν ὑπῆρχαν μόνιμοι ἄρχηγοί - τους ὁποίους ἀργότερα πολύ σωστά ὀνομάζουμε γραφειοκράτες τῶν συνδικάτων - ἀλλά δέν ὑπῆρχαν κάν ἐκλεγόμενοι. Οἱ ἐπικεφαλῆς θήτευαν ἐκ περιτροπῆς. 
Ἄς σημειωθεῖ ὅτι ὁ Λένιν, σ’ ἕνα ἀπ’ τά νεανικά του ἔργα, χαρακτηρίζει αὐτό τόν τρόπο ὀργάνωσης σάν πρωτόγονη δημοκρατία. Στή συνέχεια, στό Κράτος καί Ἐπανάσταση, ὅπου ὑπεραμύνεται τρόπον τινά τῆς ἀμέσου δημοκρατίας, τόν ἀποκαλεῖ, ἀκριβῶς, ἄμεση δημοκρατία καί τόν ἐπαινεῖ. Ἡ τρίτη φάση τοῦ δράματος εἶναι, φυσικά, αὐτό πού ἔκανε ὁ ἴδιος μετά ἀπό τόν Ὀκτώβρη, ὅπου οὔτε ἄμεση, οὔτε ἀντιπροσωπευτική δημοκρατία ὑπαρχει· ἀλλά αὐτό βέβαια εἶναι μιά ἄλλη ἱστορία. 
Δεύτερο στοιχεῖο: ἡ ἀνακλητότητα. Ἡ ἀνακλητότητα τῶν ὑπευθύνων ἦταν ἕνας ἀπό τους θεσμούς τῆς Κομμούνας τοϋ Παρισιοῦ - γιά τόν ὁποῖο καί τήν ἐπαίνεσε ὁ Μάρξ. Αὐτο σημαίνει ὅτι κάθε ὑπεύθυνος εἶναι ἀνακλητός διαρκῶς ἀπ’ αὐτούς πού τόν ἐξέλεξαν, ἀσχέτως τακτῶν προθεσμιῶν ἐκλογῆς κλπ. Τήν ἀνακλητότητα τήν συναντᾶμε ἐπίσης στήν ἀρχή τῆς ἐκλογῆς τῶν ἀντιπροσώπων στά πραγματικά σοβιέτ, πρίν νά ὑποδουλωθοῦν τελείως στό Κόμμα. Ἴσχυσε καί στά ἐργατικά συμβούλια στήν Ἰταλία καί στήν Γερμανία τό ‘20-‘21, ὅπως καί στήν Οὔγγαρια τό ‘56. 
Τέλος, ἄν καί δέν χρειάζεται κάν νά τό ὑπενθυμίσω, ἡ αὐτοκυβέρνηση, δηλαδή ἡ κατάργηση τῆς ἀντινομίας μεταξύ κράτους-ἀνεξάρτητου μηχανισμοῦ ἀφ’ ἑνός καί κοινωνίας ἀφ’ ἑτέρου, μέ τήν ἀναδημιουργία μίας πραγματικῆς πολιτικῆς κοινότητας, μιᾶς κοινωνικῆς ὁμάδας πού εἶναι ἱκανή νά ἀντοκυβερνᾶται, πού δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕνα ἐξωτερικό μηχανισμό ἐξειδικευμένο καί ἐπιφορτισμένο μέ τό ἔργο αὐτό, ἦταν καί παραμένει ἕνας ἀπό τους κεντρικούς σκοπούς κάθε κινήματος πού ἐπιδιώκει μιά ριζική ἀναμόρφωση τῆς σημερινῆς κοινωνίας πρός τήν κατεύθυνση μιᾶς αὐτόνομης κοινωνίας μέσα στήν ὁποία νά ζοῦν αὐτόνομα οἱ ἄνθρωποι



[1]  «Ἡ κοινωνία κάνει νά ὑπάρξει ἕνας κόσμος σημασιῶν καί ὑπάρχει ἡ ἴδια ἀναφερόμενη σ’ ἕνα τέτοιο κόσμο», Κ. Καστοριάδης, Ἡ φαντασιακή θέσμιση τῆς κοινωνίας, ἔκδ. Ράππας, Ἀθήνα 1981, σέλ. 499.

πηγή: ekivolos.gr 

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΤΙ ΕΠΙΤΥΓΧΑΝΕΙ Ο ΕΡΜΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

$
0
0


Φωτογραφίες: Θεός Ερμής , Μουσείο Πίο-Κλεμεντίνο, Βατικανό


Απόσπασμα από το Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη Β΄(194, 24 -195, 20):

"...Διότι το μάτι της ψυχής, που από τις πολλές ενασχολήσεις έχει χάσει το φως του κι έχει σκεπαστεί, ξαναβρίσκει τη φλόγα του χάρη σε τούτα (παρακάτω) και επιστρέφει προς τον εαυτό του και τη γνώση του εαυτού του. Με αυτά λοιπόν τρέφεται ο εντός μας λόγος και μέσω αυτών ανάγεται σε νου, όπως δίδαξε ο Σωκράτης στα έργα εκείνα. Όλα τούτα μάλιστα τα παιδευτικά αντικείμενα κατάγονται από τον Ερμή. Πράγματι ο Θεός αυτός είναι επόπτης τωνγυμναστικών αγώνων (εξ ου και τοποθετούν τα αγάλματά του στις παλαίστρες), τηςμουσικής (εξ ου και στον ουρανό τον τιμούν ως άστρο της Λύρας), των μαθηματικών ( σ΄αυτόν αποδίδουν την εύρεση της γεωμετρίας, των υπολογισμών και όλων των συναφών) και της διαλεκτικής (διότι αυτός ο Θεός ανακάλυψε τον λόγο εν γένει: αυτός είναι που μηχανεύτηκε τον λόγο, όπως μάθαμε στον διάλογο Κρατύλο). Δικαιολογημένα λοιπόν προϊσταται της όλης παιδείας και ηγείται, επικεφαλής της πορείας μας προς το νοητό, ανυψώνοντας την ψυχή από τον θνητό τόπο, χαράζοντας τον δρόμο στις διαφορετικές αγέλες των ψυχών, σκορπίζοντας τον ύπνο και τη λήθη τους και χορηγώντας τους την ανάμνηση, ολοκλήρωση της οποίας είναι η καθαρή και αγνή νόηση της θεότητας..."


Διότι, όπως μας λέει πάλι ο Πρόκλος νωρίτερα στο 194, με την γυμναστική μεταμορφώνεται η μαλθακότητα που προκαλούν οι επιθυμίες σε ρωμαλεότητα αποκαθιστώντας την ψυχοσωματική ευτονία. Με τη μουσική χαλαρώνεται η ένταση και η αγριότητα του θυμικού καθιστώντας το αρμονικό και συμμετρικό, αφού το θυμοειδές είναι ο συντονισμός της ψυχής.Με τα μαθηματικά και τη διαλεκτική κινείται και προάγεται η λογική μας.

Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΗ ΠΙΣΤΙΡΟΣ ΣΤΟΝ ΑΝΩ ΕΒΡΟ (ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ)

$
0
0
epigrafi

«Επιγραφή στην αρχαία ελληνική γλώσσα», γράφει το βουλγαρικό δημοσίευμα, όπου αναφέρεται η αρχαία πόλη Πίστιρος.
Το 1988, ο καθηγητής της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών, Μ. Ντομαράντσκι,ανακάλυψε στην αριστερή όχθη του ποταμού ‘Μαρίτσα’ («Μαρίτσα» ονομάζουν οι Βούλγαροι το βόρειο τμήμα του ποταμού Έβρου) μεταξύ των πόλεων Βετρέν καιΣεπτέμβρι (της σημερινής Βουλγαρίας) τα ερείπια μιας αρχαίας ελληνικής πόλης – κέντρο εμπορίου, που βρίσκονταν βαθιά στη Θράκη, στο βασίλειο των Οδρυσσών (το ισχυρότερο όλων των θρακικών βασιλείων σε διάρκεια χρόνου).

aggeia
Ο καθηγητής Μ. Ντομαράντσκι ξεκίνησε τακτικές ανασκαφές στην περιοχή το 1990 και η ομάδα του βρήκε μια λίθινη επιγραφή (γνωστή ως επιγραφή Βετρέν) που βοήθησε τους επιστήμονες να προσδιορίσουν με ακρίβεια ότι η αρχαία ελληνική πόλη ‘Εμπόριον’(κέντρο εμπορίου) ήταν η Πίστιρος.
Οι Έλληνες έμποροι από τις παράκτιες πόλεις της Μαρώνειας, της Θάσου και της Απολλωνίας, επισκέπτονταν την πόλη αυτή και δραστηριοποιούνταν εμπορικά με τους Θράκες του άνω Έβρου που βρίσκονταν υπό την προστασία των Θρακών βασιλέων των Οδρυσσών.
Το Εμπόριον ήταν επίσης ένα μεγάλο μεταλλουργικό κέντρο και βασικό λιμάνι για την εξαγωγή μετάλλων και μεταλλικών προϊόντων από την Θράκη στα παράλια και τη νότιο Ελλάδα την κλασική και την πρώιμη ελληνιστική περίοδο, δηλαδή από τα μέσα του 5ου έως τις αρχές του 3ου αιώνα προ Χριστού.
Το περιεχόμενο του εμπορίου είναι εμφανές μέσα από τα ευρήματα των πολλών εισαγωγών, όπως τα αττικά ερυθρόμορφα και μελαμβαφή αγγεία, αμφορείς- κυρίως από τη Θάσο και νομίσματα ασημένια και χρυσά που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές που αντιπροσωπεύουν την νομισματοκοπία των διάφορων βασιλιάδων των Οδρυσών . Νομίσματα που αναγράφουν: ΑΜΑΔΟΚΟΣ (βασίλευσε από το 359 έως το 351 π.Χ),ΒΕΡΓΑΙΟΣ (βασίλευσε από το 400 έως το 350 π.Χ. στο Παγγαίον), ΚΟΤΥΣ, ΑΜΑΔΟΚΟΣ Β΄, ΤΗΡΗΣ Β΄( βασίλευσε από το 351 έως το 342 π.Χ.). Επίσης αγγεία και μνημεία που αναγράφουν τις πόλεις Θάσος, Μαρώνεια, Πάριον, Θρακική Χερσόνησος, Κυψέλη, Αίνος, Απολλωνία, Μεσημβρία κλπ. Επίσης νομίσματα μακεδονικά του Φίλιππου του Β΄, του Αλεξάνδρου του Γ΄(Μεγάλου Αλεξάνδρου), του Κάσσανδρου, του Δημητρίου Πολιορκητή, του Λυσίμαχου κλπ.
nomismataΑνασκαφές που διεξήχθησαν το 2013, στην αρχαία γη του Διονύσου, (όπως γράφει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα) έφεραν στο φως μεγάλα πήλινα σκεύη που χρησιμοποιούνται για λατρευτικούς σκοπούς, βωμούς και αγάλματα.
Η Πίστιρος ήταν υποδειγματική αρχαία ελληνική πόλη των αρχαίων Θρακών, τόσο στον λατρευτικό στοιχείο όσο και στην ελληνική γραφή των επιγραφών, των αγγείων και των νομισμάτων, με σαφή σύνδεση με τον ελληνικό πολιτισμό των νότιων Ελλήνων.
Στο ανασκαφικό έργο επέβλεπε:
Ο επίκουρος καθηγητής Αλεξέι Γκότσεφ – Διδάκτωρ Αρχαιολογία του τμήματος της Θρακικής Αρχαιολογία του Εθνικού Ινστιτούτου Αρχαιολογίας και Μουσείου της Βουλγαρικής Ακαδημίας Επιστημών.
Στην ανασκαφική εργασία έλαβαν μέρος:
Ο καθηγητής Αρχαιολογίας Jan Bouzek, του Πανεπιστήμιου του Καρόλου της Πράγας, της Τσεχικής Δημοκρατίας, Η επίκουρος καθηγήτρια Zofia H. Archibald, διδάκτωρ Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Λίβερπουλ, του τμήματος Κλασικών σπουδών και Αιγυπτιολογίας της Μεγάλης Βρετανίας. [Πηγές: α. Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αμερικής. β. Αρχαιολογικό Μουσείο της Βουλγαρικής πόλης Σεπτέμβρι.
πηγή: mikresekdoseis.gr

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΙΣΗΜΕΡΙΑ - ΕΝΑΡΞΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ ΘΕΟΥ ΗΦΑΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΙΝΟΣ

$
0
0



Ας θυμηθούμε ότι η  Φθινοπωρινή Ισημερία, που ταυτίζεται με την έναρξη του ζωδίου του Ζυγού, σηματοδοτεί την έναρξη της κυριαρχίας του θεού Ηφαίστου και την τέλεση των Μεγάλων Μυστηρίων της Ελευσίνος.

Ας δούμε κάποιο απόσπασμα του Ιουλιανού σχετικά με την εποχή τέλεσης των Μυστηρίων :

"Υποστήριζα προηγουμένως ότι σημασία έχει και η εποχή την οποία διάλεξαν οι αρχαίοι για την τέλεση των μυστηρίων και το γεγονός ότι την όρισαν έτσι ώστε να έχει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σχέση με την πραγματικότητα.

Οταν λοιπόν ο Ηλιος βρίσκεται ακριβώς στο σημείο εκείνο του ισημερινού κύκλου, εκείνο διάλεξε η θεά για τον εαυτό της.

Οταν δηλαδή βρίσκεται στο σημείο του Ζυγού, τελούνται τα μεγαλόπρεπα και απόκρυφα μυστήρια της Δήμητρας και της Κόρης.

Και πολύ σωστά. Γιατί τότε ακριβώς πρέπει πάλι να τελέσουμε τα μυστήρια προς τιμή του θεού που απομακρύνεται, για να αποφύγουμε τις καταστροφές που μπορεί να μας προκαλέσει ο θρίαμβος της ανόσιας δύναμης του σκότους.

Πάντως οι Αθηναίοι τελούσαν δυο μυστήρια προς τιμήν της Δήμητρας, τα Μικρά Μυστήρια, όπως τα έλεγαν, όταν ο ήλιος βρίσκεται στο σημείο του Κριού, και τα Μεγάλα Μυστήρια, όταν μπαίνει στον Ζυγό για τους λόγους που ανέφερα.

Οσο για την ονομασία Μεγάλα και Μικρά Μυστήρια, νομίζω πως εξηγείται με την απομάκρυνση του θεού, όπως ταιριάζει άλλωστε, και όχι με το πλησίασμα του προς την γη.

Ετσι τα Μικρά Μυστήρια αποτελούν απλως υπόμνηση, δεδομένου ότι ακριβώς την στιγμή που είναι παρών ο θεός που μας τράβηξε κοντά του, τότε αρχίζουν ταπροκαταρκτικά της μύησης και λίγο αργότερα επακολουθεί η κάθαρση και οι επίσημες θρησκευτικές τελετές.

Οταν ο θεός φεύγει προς την αντιχθόνα ζώνη, τελείται το σπουδαιότερο μέρος των μυστηρίων, που αφορά την διαφύλαξη και την σωτηρία μας.

Κοιτάξτε! Οπως και στην προκειμένη περίπτωση, αποκόπτεται το όργανο της γονιμοποίησης, έτσι και όσοι Αθηναίοι παίρνουν μέρος στις μυστικές τελετές πρέπει να είναι τελείως αγνοί, και στον αρχηγό τους, τον ιεροφάντη,απαγορεύεται η γονιμοποίηση, επειδή δεν μπορεί να συνεχίζει την πορεία προς το άπειρο-αφού η περιορισμένη και μόνιμη ουσία που περικλείεται στο Ενα είναι αμιγής και καθαρή.Αλλά αρκετά μέχρις εδώ, σχετικά με αυτά"

ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ - Εις την μητέρα των θεών 173


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ - ΠΩΣ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΧΑΣΑΝ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΨΗΦΟΥ

$
0
0
Το όνομα της Αθήνας
Προς έκπληξη πολλών, η δημοκρατίακαι ο ανθρωπισμόςείναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής παράδοσης, γιατί η ισότητα ανδρών και γυναικών έρχεται από πολύ παλιά, από την προϊστορική περίοδο.  Οι γυναίκες συμμετείχαν στα κοινά και ψήφιζαν, όπως και οι άνδρες, μέχρι τη στιγμή της διήγησης του μύθου που ακολουθεί....

Συχνά λένε ότι είμαστε «καταδικασμένοι» να γίνουμε αυτό για το οποίο μας έταξε η μοίρα. Και το όνομά μας παίζει συχνά ένα σπουδαίο ρόλο σ’ αυτό. Γιατί όχι πείτε μου: τι σπουδαίο θα μπορούσε να «ξεπεταχτεί» από μία πόλη με το όνομα Κεκροπία; Τόσο κακόηχο,αλλά και τόσο κοινότυπο…

Μια πόλη να παίρνει το όνομα του βασιλιά της. Και μάλιστα ν’ αλλάζει και όνομα κάθε φορά που αλλάζει βασιλιά. Μόλις λίγα χρόνια πριν αυτήν την ίδια πόλη την ονόμαζαν Ακτική, προς τιμήν του πρώτου μυθικού βασιλιά της, Ακταίου. «Αυτή τη δουλειά θα κάνουμε κάθε φορά», σκέφτηκε σοφά ο Κέκροπας, γαμπρός του προαναφερθέντος, δεύτερος βασιλιάς-ανάδοχος στη σειρά, και αποφάσισε να βγάλει την πόλη του σ΄ έναν ιδιότυπο «πλειστηριασμό»…

«Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια» θα μεταφράζαμε εμείς σήμερα την ιδέα του Κέκροπα, που όντας μισός άνθρωπος και μισός φίδι κάτι παραπάνω θα ήξερε… Κάλεσε λοιπόν τους θεούς του Ολύμπου, σε πλειοψηφικό διαγωνισμό, με δημοκρατικές διαδικασίες να εκδηλώσουν ενδιαφέρον με ανοικτές προσφορές για το όνομα και την προστασία της πόλης του.

Από τους 12 θεούς δύο εκδήλωσαν το ενδιαφέρον τους: Η θεά της Σοφίας Αθηνά και ο θεός της Θάλασσας Ποσειδώνας.

Η θέση του Κέκροπα ξαφνικά έγινε πολύ δύσκολη και παραλίγο η φαεινή μέχρι πριν λίγο ιδέα του να μετατραπεί σε κόλαφο. Από την Αθηνά και τον Ποσειδώνα ποιον να διαλέξει; Άξιοι στα μάτια του και οι δυο αλλά έπρεπε να επιλέξει έναν και μάλιστα χωρίς να προσβληθεί ο άλλος. Αποφάσισε λοιπόν να τους ζητήσει να προσφέρουν ο καθένας από ένα δώρο στους κατοίκους της πόλης και να επιλεγεί ο δωροθέτης, που θα προσφέρει το πλέον χρήσιμο. Οι δύο ανταγωνιστές συμφώνησαν ότι αυτό θα ήταν αρκετά δίκαιο και δεσμεύτηκαν ότι δε θα προχωρούσαν σε αντίποινα. Ο διαγωνισμός εκτυλίχθηκε στο Βράχο, όπου αργότερα έμελλε να χτιστεί η Ακρόπολη της πόλης.

Ο θεϊκός Ποσειδώνας, μ’ ένα σαρδόνιο χαμόγελο, χτύπησε με την αστραφτερή του τρίαινα το Βράχο και ευθύς ξεπετάχτηκε μία πηγή που ανάβλυζε δροσερό, γάργαρο …και εντελώς αλμυρό νερό. Οι γυναίκες και οι άντρες της πόλης κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία και μετά όλοι μαζί κοίταξαν τον Ποσειδώνα με «μισό» μάτι. «Αλμυρό νερό», «που ξανακούστηκε αλμυρή πηγή», «σίγουρα μας περιπαίζει ο θεός», μουρμούριζαν μεταξύ τους, χαμηλόφωνα όμως, γιατί δεν είχαν καμιά διάθεση να προκαλέσουν το, γνωστό για τον κακότροπο χαρακτήρα του, θεό.

Ο Ποσειδώνας είχε, όμως, το σκοπό του. Αφού άφησε να καταλαγιάσει λιγάκι η δυσαρέσκεια, με τη βροντερή φωνή του ανακοίνωσε ότι χάρη στην αλμυρή πηγή ως προστάτης της πόλης, θα έκανε την Ποσειδωνία θαλασσοκράτειρα… Κάποιες «ιστορικές» πηγές βέβαια, τώρα τι σόι ιστορικές αφού μιλάμε για τους μυθικούς χρόνους αλλά τέλος πάντων, αναφέρουν ότι δώρισε ένα πολεμικό άλογο.
Αλλά και σημειολογικά αυτό δεν «κλειδώνει» με την Ιστορία… Τι πάρε δώσε να’ χε ο Ποσειδώνας με τ’ άλογα; Το πολύ-πολύ να τους δώριζε κανέναν ιππόκαμπο… Και σαφώς δε θα το έκανε ποτέ κάτι τέτοιο. Είπαμε, ήθελε να κερδίσει την εύνοια τους όχι την κοροϊδία τους…! Εξάλλου η αλμυρή πηγή υπήρχε στον Ιερό Βράχο. Για την ύπαρξη της πίσω από το Ερεχθείο ορκίζονταν ένα σωρό αυτόπτες μάρτυρες… Μυθικοί μεν μάρτυρες δε…! Η Κεκροποί άρχισαν λοιπόν να το καλοσκέφτονται. Όχι ότι είχαν καμία ιδιαίτερη σχέση με τη θάλασσα, μέχρι τότε, αλλά ήδη είχαν αρχίσει να πέφτουν οι πρώτοι σπόροι του εμπορίου, οπότε δεν το απέρριψαν ασυζητητί ως ιδέα. 

Στη συνέχεια τα μάτια όλων, γυναικών, ανδρών και παιδιών στράφηκαν στην Αθηνά, τη θεά της Σοφίας και περίμεναν με αγωνία το δώρο της. Η θεά μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη, αφού ξέρει ότι το μέλι πιάνει πιο πολλές μύγες από το ξύδι, και αυτοί εδώ σίγουρα έχασκαν σαν τις μύγες –βλέπετε τους είχε ανοίξει η όρεξη για τα καλά- ακούμπησε το δόρυ της απαλά πάνω σ΄ ένα βράχο, απ’ όπου ξεπετάχτηκε μια φουντωτή, στρουμπουλή και καταπράσινη ελιά, τα κλαδιά της οποίας έγερναν προς τη γη καθώς ήταν βαρυφορτωμένα με τον πολύτιμο καρπό τους. Βέβαια εδώ που τα λέμε ο καρπός τους είναι πολύτιμος γι’ εμάς γιατί οι καημένοι οι Κεκροποί ούτε που είχαν ξαναματαδεί στη ζωή τους ελιά.

Και άντε ξανά μανά τα ίδια. Κατσουφιάσματα, «καρφιά» και μοχθηρές ματιές προς τη θεά. Η Αθηνά πήρε το λόγο και τους μίλησε για το πόσο χρήσιμο θα τους είναι το δέντρο αυτό στο μέλλον. Μολονότι θα χαρακτηρίζαμε τις πηγές συγκεχυμένες στο σημείο αυτό, αποκλείεται να μην τους ανέπτυξε τη θεωρία για την επίδραση της κακής χοληστερόλης στο αίμα από τα διάφορα παρακατιανά λάδια. Αλλά και πόσο πολύ θα στήριζαν στο εξής τη μεσογειακή τους διατροφή (σ.σ. πρόκειται για έναν ακόμη αρχαίο μύθο, που κατέληξε αστικός) στο έξτρα παρθένο – πιθανότατα προς τιμήν της γιατί εμείς έχουμε να το δούμε εδώ και χρόνια, οπότε αδυνατούμε να βρούμε άλλη εξήγηση ετυμολογική- ελαιόλαδο… Μάλιστα για να τους δελεάσει τους ενημέρωσε ότι η ελιά θα είναι πλέον ένα σύμβολο ειρήνης.

Αυτό ήταν…! Η Αθηνά είχε κερδίσει στα σημεία… Δηλαδή στις καρδιές των γυναικών…! Και υγιεινή διατροφή και ειρήνη, δύο σ’ ένα, κατ’ αυτές ο κύβος είχε πλέον ριφθεί. Ένας πονηρά σκεπτόμενος πιθανότατα θα υπαινισσόταν ότι οι Κέκροπες, στο πίσω μέρος του μυαλού τους, επεξεργάζονταν και τις άλλες αρετές τις θεάς: Αθηνά Εργάνη δεν είναι και λίγο. Ενώ μολονότι ήταν θεά της Σοφίας και της Γνώσης, όλοι γνώριζαν δα ότι όσον αφορούσε τις πολεμικές τέχνες, τις έπαιζε στα δάχτυλα και έβαζε κάτω, χωρίς μεγάλη προσπάθεια ακόμη και τον Άρη. Επίσης μπορεί να μην ειπώθηκε ποτέ φωναχτά αλλά ήταν πασίγνωστο ότι η Αθηνά ήταν η αγαπημένη κόρη του Δία. Και ποιος εξάλλου ήθελε να προκαλέσει τη μήνη του πατέρα των θεών και των ανθρώπων. Πάντως όχι οι Κέκροπες! Αυτά όμως είπαμε θα τα έλεγε μόνο ένας πονηρά σκεπτόμενος άνθρωπος και μακριά από μας κάθε τέτοια υστεροβουλία.

Αφού λοιπόν οι Κέκροπες -υπολογίζοντας και τις θερμίδες- συνεννοήθηκαν μ’ ένα βουβό βλέμμα, που έλεγε πολλά και υπαινισσόταν ακόμη περισσότερα, ψήφισαν τελικά αναφανδόν υπέρ της Παλλάδας για την προστασία της πόλης τους και πρόκριναν το όνομα Αθήνα. Οι άντρες πιάστηκαν στον ύπνο κυριολεκτικά, αφού δεν έδιναν δεκάρα τσακιστή για την υγιεινή διατροφή ενώ ελάχιστα τους «έλεγε» το Εργάνη. Και καλά έκαναν εδώ που τα λέμε. Ανήρ και αργαλειός πάει; Δεν πάει…! Αλλά και να μπορούσαν να τα σκεφτούν δεν πρόλαβαν. Η σκέψη τους μόλις που είχε προλάβει να επεξεργαστεί τη λέξη «θαλασσοκράτειρα». Και ενώ στα ματάκια τους στριφογύριζαν οι μνες σαν τα φρουτάκια των καζίνων, καθώς όσο οι γυναίκες μέτραγαν θερμίδες αυτοί έκαναν ακόμα όνειρα για εμπόριο, υπερπόντια ταξίδια και αποικίες αναγκάστηκαν να «καταπιούν αμάσητη» την κατραπακιά καθώς οι γυναίκες ήταν περισσότερες κατά μία.

Και οι μεν Κεκροποί δεν μπορούσαν να αντιδράσουν αλλά δε συνέβη το ίδιο και με τον Ποσειδώνα, ο οποίος να ξαναθυμίσουμε ήταν εξαιρετικά κακότροπος και όπως δείχνουν και οι εξελίξεις δεν ήξερε να χάνει. Με μια οργισμένη κίνηση χτυπάει την πηγή που είχε μόλις πριν από λίγο δημιουργήσει. Αντάρα και πανικός σκόρπισε πάνω από την πόλη. Το αλμυρό μεν γάργαρο δε νεράκι μετατράπηκε αυτοστιγμεί σε παλιρροϊκό κύμα που έπνιξε ολόκληρο το λεκανοπέδιο, βυθίζοντας κάτω από τα ορμητικά του νερά τις περιουσίες των κατοίκων, καλλιέργειες και κατοικίες.

Οι Κεκροποί καθώς δεν μπορούσαν να στρέψουν την οργή τους και την πίκρα τους γι’ αυτήν την καταστροφή εναντίον του θεού, δειλοί γαρ, στράφηκαν εναντίον των γυναικών τους. Αφορμή έψαχναν θα έλεγε ένας προκατειλημμένος παρατηρητής και τη βρήκαν –πόσο καχύποπτοι μπορούν να γίνουν κάποιοι άνθρωποι θα λέγαμε εμείς και κλείνουμε το θέμα εδώ. Τιμώρησαν λοιπόν τις Αθηναίες πια – αφού ό,τι γίνεται δεν ξεγίνεται- απαγορεύοντας τους στο εξής να συμμετέχουν στις δημόσιες συνελεύσεις και τους αφαίρεσαν το δικαίωμα ψήφου. Έπρεπε να περάσουν αρκετές χιλιάδες χρόνια και να γίνουν πολλοί αγώνες προκειμένου οι γυναίκες να «ξεπλύνουν» το αμάρτημα τους που εξέφρασαν ελεύθερα τη γνώμη τους και να ξανακερδίσουν τα δικαιώματά τους. Πρόκειται για μια από τις πιο μακραίωνες τιμωρίες στην Ιστορία του Κόσμου. Ακόμη και το προπατορικό αμάρτημα «συγχωρέθηκε» 2.000 χρόνια νωρίτερα.

Η πόλη πλέον πήρε και επίσημα το όνομα Αθήνα στη διάρκεια μια λαμπρής τελετής, την οποία οργάνωσαν οι Αθηναίοι αφού τραβήχτηκαν τα νερά. Ενώ να σημειώσουμε ότι αφού ως γνωστόν τα δώρα δεν γυρίζουν πίσω τους έμεινε και η αλμυρή πηγή, και κατά συνέπεια εκπληρώθηκε και η υπόσχεση του Ποσειδώνα και τους αιώνες που ακολούθησαν η Αθήνα έγινε η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη του αρχαίου κόσμου.



Υ.Γ. Τώρα βέβαια δε θα μπορούσαμε να κλείσουμε την ιστορία αυτή χωρίς να αναφερθούμε στις κακόβουλες φήμες, που ήθελαν το «λάδωμα» στους ανοιχτούς, τάχα μου, διαγωνισμούς να ξεκινά από αυτή ακριβώς τη συγκυρία. Οι έρευνες όμως στις ιστορικές πηγές φανερώνουν ότι οι φήμες ελέγχονται ως τελείως ανακριβείς καθώς δεν υποστηρίζονται από κανέναν αρχαίο συγγραφέα, ούτε καν από τον Ηρόδοτο. Αυτό και μόνο μας προσφέρει μια δικλίδα ασφαλείας.

πηγή: athinainfo

ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ "ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ"ΑΙΣΧΥΛΟΥ - ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ (ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ)

$
0
0
Υπόθεση

Ο απείθαρχος Τιτάνας Προμηθέας, αμφισβητεί την εξουσία του Δία, χαρίζοντας τη φωτιά στους ανθρώπους. Η τιμωρία θα είναι αμείλικτη. Με διαταγή του πατέρα των θεών θα δεθεί σ’ έναν άγριο βράχο, στα πέρατα του κόσμου. Ωστόσο εκείνος δεν θα σταματήσει να καταφέρεται κατά της εξουσίας, εξαγριώνοντας τον Δία, ο οποίος τον καταποντίζει στον Τάρταρο. 

Τραγωδία με φιλοσοφικό και πολιτικό υπόβαθρο, το ποιητικό αριστούργημα του Αισχύλου μιλά για την ελεύθερη βούληση και την αμφισβήτηση της εξουσίας. Ο Προμηθέας κραυγάζει πως η αμφισβήτηση της εξουσίας είναι πάντα, ένα ρήγμα, ένα άλμα, ένα δημιουργικό ξέσπασμα της ελεύθερης βούλησης - χωρίς τακτικούς ελιγμούς, χωρίς «στρατηγικούς» περιορισμούς και γίνεται έτσι η πρώτη φωνή στην ανθρώπινη Ιστορία που δηλώνει ευθαρσώς: Είμαι ρεαλιστής, γιατί ζητώ το αδύνατο. Και το ζητώ, χωρίς άλλον λόγο από τον εαυτό μου.


________________

Μια τελευταία υπενθύμιση πριν περάσω στο έργο: υπήρχε στην Αθήνα, και απ’ ό, τι φαίνεται στην Αθήνα και μόνο, η λατρεία του Προμηθέα.[1] 0 Προμηθέας δεσμώτης είναι πιθανώς ένα από τα τελευταία έργα του Αισχύλου (525-456) και παίχθηκε μετά τους Επτά επί Θήβας (ανέβηκαν το 467), ίσως σε κάποια στιγμή χρονικά κοντά με την Ορέστεια, που θεωρείται συχνά ως το απόγειό του έργου του, και που παρουσιάστηκε το 468. Το έργο ήταν μέρος μιας τριλογίας. Γνωρίζουμε τους τίτλους των άλλων δύο έργων: Προμηθέας πυρφόρος και Προμηθέας λυόμενος. Μπορούμε, σύμφωνα με αυτό, να φανταστούμε μια «φυσική» σειρά. Πρώτος ο Προμηθεύς «πυρφόρος» (δίνει τη φωτιά στους ανθρώπους), στη συνέχεια «δεσμώτης» (τιμωρείται από τον Δία) και τέλος «λυόμενος» (όπου θα είχαμε την τελική συμφιλίωση). Διαθέτουμε ένα αρχαίο σχόλιο που φαίνεται να μην αποδέχεται αυτή τη διάταξη, αλλά σε ό, τι με αφορά δεν το θεωρώ αποφασιστικό. Εν πάση περιπτώσει το πρόβλημα που μας αφορά είναι προφανώς η εικόνα του Προμηθέα και οι σημασίες που παρουσιάζονται στο έργο.

Όπως ξέρετε, το επίθετο «προμηθεϊκός» αποτελεί τρέχοντα όρο στους νεότερους χρόνους. Η σημασία του παραπέμπει στην εξέγερση του Προμηθέα εναντίον του Δία, σύμφωνα με μια ανάγνωση του έργου που βλέπει σε αυτό τη μόνιμη καταγγελία της εξουσίας, πράγμα που ενόχλησε έντονα τους φιλολόγους, διότι θέτει υπό αμφισβήτηση μια κυρίαρχη ιδέα για τη φιλοσοφία και τη θεολογία του Αισχύλου, που βασίζεται ουσιαστικά στην Ορέστεια. Η ιδέα αυτή ερμηνεύει το σύνολο των τραγωδιών του ως βαθμιαία διαδικασία κάθαρσης της αρχαϊκής θρησκείας μέσω της δημιουργίας της μορφής του Δία ως πηγής δικαιοσύνης και αμεροληψίας. Θα μπαίναμε στον πειρασμό να δούμε εδώ μια απλή προβολή, όπως συμβαίνει με άλλους φιλολόγους που καταφέρνουν να βρουν το Θεό των χριστιανών (τον δικό τους Θεό) στους συγγραφείς της ειδωλολατρικής Αρχαιότητας - ιδιαίτερα στον Πλάτωνα. Πράγμα εξάλλου σχετικά εύκολο, διότι τελικά η φιλοσοφία του ήταν η μήτρα όλων όσων βρίσκουμε ως ορθολογική θεολογία στο χριστιανισμό. Παρ’ όλ’ αυτά πολλοί σημαντικοί φιλόλογοι ήταν προφανώς πανευτυχείς να συναντήσουν έναν πρόγονο του Θεού των χριστιανών στη μορφή του Δία. Μπορούμε πράγματι να διαβάσουμε μερικά αποσπάσματα της Ορέστειας με αυτή την οπτική. Όχι βέβαια ως αναγγελία του χριστιανισμού, αλλά ως σκιαγράφηση μιας ήδη υπάρχουσας τάσης στους προσωκρατικούς, όπως στον Ξενοφάνη ή τον Ηράκλειτο, και η οποία αποσπάται από την κοινή παράσταση των θεών (με τις ιστορίες των εγκλημάτων τους, των μοιχειών κ.λπ.) και τους αναγάγει σε κάτι διαφορετικό, και ίσως σε έναν μοναδικό θεό. Ακόμη μία φορά, έχουμε εδώ την ασυγκράτητη τάση προς μια ενωτική οντολογία, ένα στοιχείο της οποίας είναι ο μονοθεϊσμός. 

Ωστόσο, δεν βρίσκουμε τίποτε από όλα αυτά στον Προμηθέα δεσμώτη, αντιθέτως μάλιστα. Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει μια πολύ εύκολη λύση, την οποία δεν παρέλειψαν να την προτείνουν και σε αυτή την περίπτωση. Πρόκειται για τη διατύπωση υποψίας σχετικά με την αυθεντικότητα του κειμένου που ενοχλεί. Υποστηρίχθηκε, πράγματι, ότι ο Αισχύλος δεν μπορεί να είναι ο συγγραφέας αυτής της τραγωδίας, μιας και δεν συνάδει με τη θεολογία του.(ε)Ευτυχώς η θέση αυτή δεν επικράτησε. Ένα πράγμα είναι σίγουρο κατ’ εμέ: η μορφή και η γλώσσα του έργου που είναι υπέροχες δηλώνουν μια συγγένεια, μια προφανή ταυτότητα ουσίας με τα στοιχεία που βρίσκουμε στις άλλες τραγωδίες του Αισχύλου. Θα ισχυριζόμουν ευχαρίστως ότι ο Προμηθέας είναι η κορυφή της ποιητικής τραγικής γλώσσας. Οι αντιρρήσεις υποχωρούν προβάλλοντας το γεγονός ότι καθώς το έργο έπρεπε να είναι το πρώτο (ή ίσως το δεύτερο) μιας τριλογίας που κατέληγε σε συμφιλίωση, η διαμάχη με τον Δία αναγκαστικά ξε- περνιόταν, καθώς ο Δίας εξελισσόταν τελικά σε ηθικά αποδεκτή μορφή. Είναι δυνατό, και μάλιστα πολύ πιθανό. Αλλά το ζήτημα δεν βρίσκεται εδώ. Έχετε παρά ταύτα ένα έργο ολοκληρωτικά εστιασμένο στην καταγγελία της στυγνότητας του Δία, της αδικίας του, του μίσους του για τους ανθρώπους, της τυραννίας που ασκούσε - και της στυγνότητας και αδικίας κάθε εξουσίας. Ας πάρουμε ένα σημείο αναφοράς: ας υποθέσουμε μάλιστα ότι στο επόμενο έργο ή στο μεθεπόμενο η τραγωδία καταλήγει σε συμφιλίωση. Μπορείτε να φανταστείτε ένα χριστιανικό έργο του οποίου το πρώτο ή το δεύτερο μέρος θα συνίστατο σε μια σειρά από κατάρες εναντίον του Θεού, επαναλαμβάνοντας και εξωθώντας στα άκρα τις εκφράσεις του Ιώβ, κατηγορώντας αδιάκοπα το Θεό ως άδικο, στυγνό, εγωκεντρικό, αυθαίρετο και ούτω καθεξής; Είναι απολύτως αδιανόητο, ακόμη κι αν σε μια τρίτη φάση μάς έδειχνε έναν «αληθινό» πατέρα Θεό, δίκαιο, ελεήμονα κ.λπ. Ε, λοιπόν, τη στιγμή που ο Αισχύλος ανεβάζει την τριλογία του, οι σημασίες αυτές μπορούν να παρουσιαστούν δημόσια, χωρίς να προκαλέσουν κανένα σκάνδαλο — και αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει. Προϊόν της σκέψης, οι σημασίες αυτές εκφράστηκαν, έγιναν δεκτές και βρίσκονται προφανώς σε βαθιά αρμονία με το στοιχείο που, ανεξάρτητα από τον Προμηθέα, διακρίναμε την περασμένη χρονιά ως το κεντρικό στοιχείο των ελληνικών φαντασιακών σημασιών.

Θα εξετάσω τώρα πιο λεπτομερειακά τους πυρήνες των σημασιών που παρουσιάζονται στο έργο, διευκρινίζοντας ότι δεν πρόκειται καθόλου για θέσεις, αλλά μάλλον για πόλους, για σχήματα που μας επιτρέπουν να συλλάβουμε τον κόσμο, να του δώσουμε νόημα, για σχήματα γύρω από τα οποία οργανώνονται τα πάντα. Μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον πέντε. Το πρώτο αφορά στη θρησκεία, και ιδιαίτερα τον πρόσκαιρο χαρακτήρα της θεότητας. Το δεύτερο αρνείται στην εξουσία κάθε ηθική διάσταση, κάθε χαρακτήρα δικαιοσύνης: η εξουσία - θεία εν προκειμένω - είναι η εξουσία, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να λεχθεί επ’ αυτού. Μπορεί μάλιστα να τη βρει κανείς άδικη, αυτό όμως εμφανίζεται μέσα από την οπτική ενός συγκεκριμένου ατόμου (εδώ του Προμηθέα). Τρίτον, έχουμε μια ολόκληρη σειρά θεωρήσεων πάνω στη φύση της εξουσίας γενικά, που εξετάζονται μέσω της κατεξοχήν εξουσίας, δηλαδή της εξουσίας του Δία. Ο τέταρτος πυρήνας αφορά στην ουσία της ανθρωπότητας. Εδώ παρεμβάλλεται το περίφημο απόσπασμα του Προμηθέα για τις τέχνες που έδωσε στους ανθρώπους και όλα όσα τους έμαθε, πράγμα που βεβαίως θέτει το ερώτημα: τι σημαίνει, μέσα στην προοπτική αυτού που ονόμασα αναδυόμενη συνείδηση της αυτοσυγκρότησης της ανθρωπότητας, το γεγονός ότι αυτός που έδωσε όλα αυτά είναι ο Προμηθέας; Τέλος βρίσκουμε την αντίθεση της καθαρής βίας, της ωμής βίας από τη μια μεριά, και της σκέψης από την άλλη. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ένα μεθοδολογικό πρόβλημα, που προηγείται από κάθε ανάλυση απολύτως. Θα ήταν βεβαίως όχι μόνο επικίνδυνο, αλλά εντελώς καταδικαστέο να αποσπάσουμε μερικές φράσεις από ένα κείμενο για να τους προσδώσουμε μια σημασία ανεξάρτητα από το σύνολο του οποίου αποτελούν μέρος. Πράγματι, μια σε βάθος εργασία θα απαιτούσε συγκεκριμένη ανάλυση του Προμηθέα, κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε. Θα σας παρουσιάσω απλώς ένα είδος θεματικής ανθολογίας του έργου, μια συλλογή αποσπασμάτων και προτάσεων. Αλλά στην πραγματικότητα δεν έχω αμφιβολίες επ’ αυτού. Είναι για μένα προφανές ότι τα αποσπάσματα αυτά υποστηρίζονται από το υπόλοιπο κείμενο και ότι από μεθοδολογική άποψη είναι απολύτως πειστικά λόγω του πλήθους τους και της συχνότητάς τους. Τα θέματα για τα οποία θα μιλήσω επανέρχονται διαρκώς.

Σχετικά με τον πρόσκαιρο χαρακτήρα του θείου ή ακριβέστερα των θεών ξαναβρίσκουμε το παλιό θέμα της διαδοχής των θεοτήτων στην εξουσία, και κατά συνέπεια τον μεταβατικό χαρακτήρα αυτής της εξουσίας. Ο Ουρανός υποσκελίζεται από τον Κρόνο, ο Κρόνος από τον Δία κ.λπ. Το πρώτο κείμενο που έχουμε για αυτό το θέμα είναι φυσικά η Θεογονία του Ησιόδου. Το κείμενο αυτό αντιστοιχεί βαθύτατα στην περίφημη φράση του Αναξίμανδρου [Σημ. Περιθ.: ο Αναξίμανδρος τοποθετείται ανάμεσα στον Ησίοδο και τον Αισχύλο, ο μόνος δε που το ξεχνάει είναι ο Heideggerπου σχολιάσαμε πέρυσι,[2] σύμφωνα με την οποία «όλα τα όντα οφείλουν να πληρώσουν τα μεν στα δε δίκην καιτίσιν, ποινή και αποζημίωση, για την αδικία τους», η αδικία δε είναι στην περίπτωση αυτή το απλό γεγονός της ύπαρξής τους. 

Στην περίπτωση των θεοτήτων, γνωρίζουμε καλά ποια είναι η αδικία τους, η ὕβρις τους, διότι κάθε γενιά αρνείται να παραχωρήσει τη θέση της στη νεότερη και προσπαθεί να την καταστρέψει - αυτό αληθεύει τόσο για τον Ουρανό, όσο και για τον Κρόνο. Υπάρχει βεβαίως στην ελληνική κοινωνία μια πίστη, μια λαϊκή ευσέβεια: οικοδομούνται ναοί, λατρεύονται οι θεοί, τους προσφέρονται θυσίες. Και στη συνέχεια, σε ένα δεύτερο επίπεδο της πίστης, που δεν διαχωρίζεται από αυτή, βρίσκουμε την παραπάνω άποψη για τους θεούς. Πρόκειται για δύο στοιχεία που μπορεί να φανούν - και είναι πράγματι - αντιφατικά, πλην όμως έτσι έχουν τα πράγματα. Ο προσωρινός χαρακτήρας της θείας εξουσίας ισχύει επίσης και για τον Δία. Πρόκειται για την έμφυτη, την εγγενή τάξη του κόσμου, και από την άποψη αυτή δεν έχει πολύ σημασία αν το δεύτερο ή το τρίτο μέρος της τριλογίας παρουσίαζε μια τελική συμφιλίωση, διότι η εξουσία του ίδιου του Δία είναι σαφώς καταδικασμένη να εκλείψει. Αυτό λέγεται στους στίχους 164-165* από το χορό των Ωκεανίδων: ο Δίας δεν θα πάψει να κάνει κακό «πριν κάποιος άλλος, με ένα τέχνασμα, καταλάβει τον ανίκητο του θρόνο», την ανώτατη εξουσία. Έτσι και ο Προμηθέας, σε μία από τις απειλητικές του προφητείες που επανέρχονται συνεχώς στη διάρκεια του έργου, λέει για τον Δία (στ. 166-177): «θα έχει σίγουρα την ανάγκη μου, αυτός, ο πρώτος των μακαρίων, για να του δείξω τη νέα βουλή της μοίρας που θα του στερήσει το σκήπτρο του και τις τιμές του... και αυτό, δεν θα το αποκαλύψω πριν δεχτεί να ξεπληρώσει αυτή την προσβολή που μου επιβάλλει». Μπορούμε να παραθέσουμε πολλά άλλα αποσπάσματα. Στίχοι 189-190: ο Δίας θα επανέλθει με ευνοϊκότερες διαθέσεις μετά από το πλήγμα που τον περιμένει. 

Ο Προμηθέας αναγγέλλει (στ. 756) ότι μια μέρα ο Δίας θα πέσει από την τυραννίδα του -στη γλώσσα των τραγικών, η λέξη αυτή υποδηλώνει την απόλυτη εξουσία-, ότι η βασιλεία του δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμη (στ. 939-940). Λέει δε αλλού (στ. 516) ότι ο Δίας πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες με την αλάνθαστη μνήμη και από τις Μοίρες «με τις τρεις μορφές» (ο Αισχύλος χρησιμοποιεί εδώ μια εκπληκτική έκφραση: Μοῖραι τρίμορφοι - πράγμα που σημαίνει επίσης τη Μοίρα που έχει τρεις μορφές). Και όταν ο χορός τον ρω­τά: μήπως ο Δίας είναι πιο αδύναμος από τις Μοίρες και τις Ερινύες; Απαντά ότι κανείς, ούτε ο Δίας ούτε οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να ξεφύγει από την πεπρωμένην του. Αυτή ακριβώς η Μοίρα, ή Ανάγκη, τοποθετημένη πάνω από τη θεία εξουσία, συνθλίβει ό, τι υπάρχει και επιτρέπει την έλευση του καινούργιου. Το ξαναβρίσκουμε αυτό στον τελευταίο διάλογο (στ. 944-1039) ανάμεσα στον Ερμή και τον Προμηθέα. Θυμάστε ότι ο Προμηθέας είχε περιγράψει στην Ιώ όσα την περίμεναν και της είχε αναγγείλει, προκειμένου να την παρηγορήσει για τα μελλοντικά της βάσανα, ότι ένας από τους απογόνους της, μετά από πολλές γενιές, θα ερχόταν να τον ελευθερώσει και ταυτόχρονα να κλονίσει την εξουσία του Δία. Οι Ολύμπιοι το άκουσαν αυτό και έστειλαν τον Ερ­μή στον Προμηθέα για να μάθουν περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Ο Ερμής προσπαθεί να κάνει τον Προμηθέα να μιλήσει απειλώντας τον ο Προμηθέας αρνείται και το έργο τελειώνει με την πραγματοποίηση των απειλών του Ερμή, ένα είδος κατακλυσμού με κεραυνούς και αστραπές, όπου η γη σχίζεται και καταπίνει τον Προμηθέα κάτω από τα κομμάτια του βουνού στο οποίο τον είχε δέσει στην αρχή ο Ήφαιστος εκτελώντας τις διαταγές του Κράτους και της Βίας, της Ισχύος και της Βίας (και όχιPouvoir, εξουσία και Force, βία, όπως μεταφράζει ο Mazon). Επομένως, σε αυτό τον τελευταίο διάλογο, ο Προμηθέας βεβαιώνει (στ. 958-959) ότι η εξουσία του Δία, η τρίτη κατά σειρά, θα πέσει όπως και οι προηγούμενες, αἴσχιστα καί τάχιστα, σύντομα και πολύ άσχημα, ότι η τυραννία του θα τελειώσει.

Έχουμε λοιπόν εδώ έναν πρώτο πυρήνα σημασιών, οι οποίες είναι ευρύτατα παρούσες σε όλη τη μυθολογία. Ο Προμηθέας τις επαναλαμβάνει με ιδιαίτερη ένταση, συνοδεύοντάς τες με αυτή την εκπληκτική φράση που θα μας επιτρέψει να περάσουμε στο δεύτερο θέμα. Είναι στην αρχή του έργου, όταν το Κράτος λέει (στ. 49-50): ἅπαντ'ἐπράχθη πλήν θεοῖσι κοιρανεῖν/ἐλεύθερος γάρ οὔτις ἐστί πλήν Διός. «Τα πάντα ρυθμίστηκαν, τακτοποιήθηκαν - settled, θα λέγαμε στα Αγγλικά -, εκτός από τη διακυβέρνηση των θεών». Όλα τα άλλα παγιώθηκαν από καταβολής χρόνου: ο ρόλος κάθε θεότητας, η ανάπτυξη των φυτών, η αντιστοίχιση του τάδε δένδρου στην τάδε νύμφη κ.λπ. Παραμένει ένα μόνο ακαθόριστο στοιχείο, κορυφαίο, το στοιχείο του θεοῖσι κοιρανεῖν, το γεγονός της κυριαρχίας επί των ίδιων των θεών (η μετάφραση του Mazonεδώ μου φαίνεται ελλιπής). Και το Κράτος προσθέτει αυτή την εκπληκτική φράση: «Επομένως, κανείς δεν είναι ελεύθερος, εκτός από τον Δία». Ο Αισχύλος, προφανώς, δεν γράφει φιλοσοφική διατριβή, το πρόβλημά του δεν είναι ο λόγος με την έννοια της συγκροτημένης απόδειξης. Στην πραγματικότητα, έχουμε ταυτόχρονα δύο απόψεις: αφενός μια Μοίρα, μια Ειμαρμένη, επιβάλλεται σε όλους, συμπεριλαμβανομένου και του Δία του οποίου και επιφέρει την πτώση, και αφετέρου το γεγονός ότι υπάρχει όντως, στην κορυφή, ένα και μόνο ελεύθερο ον. Και το ον αυτό είναι ο Δίας. Τα πάντα έχουν ρυθμιστεί, εκτός από ένα πράγμα: ποιος θα είναι ο αφέντης των θεών [Σημ. Περίθ.: Αν ο Δίας δεν είχε την εξουσία κατόπιν διατάγματος της Μοίρας, θα ήταν ελεύθε­ρος. Επίσης όμως: η ανώτατη εξουσία διακυβεύεται σε μια πιθανή μάχη. Ο Προμηθέας διαβεβαιώνει: τη μάχη αυτή θα τη χάσει.]

Αυτό μας φέρνει στο ερώτημα της φύσης της εξουσίας, και καταρχήν στο γεγονός ότι στερείται απολύτως κάθε ηθικής ιδιότητας και κάθε δικαίου. Έχουμε ένα παράδειγμα μεταξύ άλλων στους στίχους 231-233, όπου ο Προμηθέας διηγείται ότι ο Δίας, αφού κατέλαβε την εξουσία, θέλησε να καταστρέψει τους δυστυχείς θνητούς για να δημιουργήσει μια άλλη φυλή. Στη συνέχεια υπάρχουν όλα όσα αναφέρονται στο πρόσωπο της Ιούς. Η ιστορία της εξηγείται διά μακρών (στ. 640-686): ο Δίας την ποθούσε και δεν σταμάτησε να την πολιορκεί μέχρι να πετύχει το σκοπό του, χρησιμοποιώντας τα πιο απίθανα μέσα - της στέλνει ερωτικά όνειρα και καταλήγει να απειλήσει τον πατέρα της ότι θα σβήσει τη γενιά του αν δεν τη διώξει από το σπίτι του. Η Ιώ γίνεται τότε θύμα της Ήρας και ο Δίας μάς παρουσιάζεται σαν κάποιος ο οποίος, προκειμένου να ικανοποιήσει μια παροδική επιθυμία, πατάει επί πτωμάτων, καταστρέφει οικογένειες. Στη συνέχεια, ο Προμηθέας θα κάνει ένα περιφρονητικό σχόλιο για τη στάση του αυτή (στ. 737-738): αυτός, ο θεός, επειδή επιθυμούσε μιγῆναι, να πλαγιάσει με αυτή τη θνητή, της επέβαλε αυτές τις τρομερές περιπλανήσεις. Το ίδιο θέμα επανέρχεται στον τελευταίο διάλογο με τον Ερμή, όπου ο Προμηθέας δείχνει ένα Δία να ασκεί αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια αδιάφορη τυραννία, η οποία δεν υπολογίζει τίποτα, και ακόμη λιγότερο τους ανθρώπους.

Το τρίτο σημείο αφορά στη φύση της εξουσίας γενικά, θείας ή άλλης, δηλαδή στον εγγενώς αυθαίρετο χαρακτήρα της και μπορώ να πω αδικαιολόγητο. Πέρα από τις ιδιαίτερες κατηγορίες που απευθύνονται στον Δία μέσα στο έργο, βλέπουμε ότι το ζήτημα της «αδικίας» του δεν τίθεται καν. Η εξουσία, δρώντας, συνθλίβει ό, τι της αντιστέκεται ή συναντά στο δρόμο της και δεν χρειάζεται να ρωτήσουμε αν αυτό είναι δίκαιο ή όχι. Εδώ θα κάνω μια ιστορική παρατήρηση. Στον Προμηθέα, όλες αυτές οι καταγγελίες εναντίον της εξουσίας μοιάζουν σαφώς συνδεδεμένες με τον πρόσφατο χαρακτήρα της. Παραφράζοντας θα λέγαμε: κάθε εξουσία είναι κακή, αλλά μια νεοπαγής εξουσία είναι ακόμη πιο κακή από τις άλλες. Υπάρχει ωστόσο μια νεοπαγής εξουσία στην Αθήνα του 5ου αιώνα, αυτό είναι μάλιστα το ουσιώδες γεγονός της εποχής εκείνης: πρόκειται βεβαίως για την εξουσία του δήμου, η κατάτμηση της οποίας ολοκληρώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη το 462, επομένως, ίσως, τη στιγμή ακριβώς που παίζεται η τραγωδία. Και η άλλη νεοπαγής εξουσία είναι η εξουσία των Αθηνών πάνω στις συμμαχικές ελληνικές πόλεις με τη σύσταση μετά τους Μηδικούς Πολέμους της Ομοσπονδίας της Δήλου, αρχή αυτού που ονομάστηκε αθηναϊκή ηγεμονία. Σχετικά με αυτή την ηγεμονία, κατά τον Θουκυδίδη,[3] ο Περικλής απευθυνόμενος στους Αθηναίους λέει: μην ξεχνάτε ότι κατέχετε την ηγεμονία ως τυραννία, δηλαδή ως εξουσία που κατακτήθηκε μέσω της βίας και ότι - πρόκειται για μια κλασική παροιμία που προέρχεται από τους Επτά σοφούς - μπορεί να είναι εύκολο να γίνει κανείς τύραννος, είναι όμως δύσκολο να εγκαταλείπει αυτή την εξουσία ατιμωρητί. Εν ολίγοις, η τυραννία θα ήταν το καλύτερο πράγμα αν το τέλος της δεν ήταν πάντα ολέθριο. Η ιστορία, δυστυχώς, δεν το αποδεικνύει αυτό πάντοτε, είδαμε δε πρόσφατα ακόμη τυράννους που πέθαναν στο κρεβάτι τους. Το αποδεικνύει όμως αρκετά συχνά. 

Ο Περικλής προειδοποιεί λοιπόν τους Αθηναίους για τον κίνδυνο που διατρέχει αυτός που θέλει να εγκαταλείψει την τυραννία: πέφτουν επάνω του και τον σκοτώνουν. Στον Προμηθέα ο Ήφαιστος (στ. 35) περιγράφει αυτή τη φύση της εξουσίας, και ειδικότερα της νεοπαγούς εξουσίας: άπας τραχύς όσης αν νέον κράτη, όλοι όσοι ανέβηκαν πρόσφατα στην εξουσία, όσοι μόλις κατέλαβαν την εξουσία, είναι σκληροί, ανελέητοι. Και ο χορός, στους στίχους 149-151: νέοι οἰκονόμοι κρατοῦσ’ Ὀλυμπου, νέοι κυβερνώντες βασιλεύουν στον Όλυμπο, νεοχμοῖς δέ δή νόμοις Ζεῦς ἀθέσμως κρατύνει, και ο Δίας, με καινούργιους νόμους (η ελληνική όμως λέξη λέει πολύ περισσότερα από αυτό), ασκεί μια εξουσία χωρίς κανόνες. Νεοχμός είναι αυτός που θα μεταφράζαμε στα Αγγλικά με το new­fangled., ένα είδος νέας, περίεργης ανακάλυψης. Οι Ωκεανίδες, που μιλάνε εδώ, αντιπροσωπεύουν την παλαιά τάξη των Τιτάνων, είναι Τιτανίδες, όπως και ο Προμηθέας. Για αυτές πρόκειται επομένως για νεωτερίζουσες νομοθεσίες, με κάποια απόχρωση περιφρόνησης. Και προσθέτουν (στ. 152): ο Δίας κυριαρχεί (κρατύνει) και καταστρέφει αυτό που πριν ήταν τεράστιο, που ασκούσε τεράστια εξουσία. Λίγο πιο κάτω, όταν ο Προμηθέας προειδοποιείται να φοβάται την οργή του Δία, απαντά (στ. 186): ξέρω ότι είναι τραχύς, σκληρός, ανελέητος, και ότι έχει το δίκαιο στη διάθεσή του, παρ’ ἑαυτῷ τό δίκαιον ἔχων. Ο Δίας εφευρίσκει το δίκαιο, δημιουργεί το δίκαιο, απλώς και μόνο επειδή έχει την εξουσία. Ξαναβρίσκουμε το ίδιο θέμα στην επόμενη σκηνή, όπου ο Ωκεανός (στ. 324) λέει: έχουμε τώρα έναν τραχύ μονάρχη, που δεν είναι υπεύθυνος - τυπικός πολιτικός όρος της αθηναϊκής δημοκρατίας - που δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα. Και ο χορός επανέρχεται (στ. 402-403): αυτά τα αποτρόπαια πράγματα επιβάλλονται από τον Αία με βάση δικούς του και μόνο νόμους, ἰδίοις νόμοις κρατύνων.

Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτή η τραγωδία επαναλαμβάνει και τονίζει τον πυρήνα σημασιών που σχετίζεται με τον προσωρινό χαρακτήρα της εξουσίας, ακόμη και της θείας, τον ολοσχερή διαχωρισμό της από κάθε ηθική ή δικαιοσύνη, το γεγονός ότι δημιουργεί ένα δίκαιο που είναι δίκαιο απλώς και μόνο επειδή η εξουσία το ονομάζει έτσι - η εξουσία είναι η εξουσία, τελεία και παύλα. Ιδού τι διακηρύσσεται στον Προμηθέα δεσμώτη, και αυτό άκουσαν όλοι οι Αθηναίοι περί το 460 π.Χ.


Από το «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ»
(Η πόλις και οι νόμοι,  Σεμινάρια 1983-1984, απόσπασμα)


 


[1] <Ψευδο-Ξενοφών, Αθηναίων Πολιτεία, Γ, 4.> 
[2] <Πρβλ. ΕΙ Α΄, σεμ. X, σ. 281-304.>
* ΈκδLes Belles Lettres από τον Paul Mazon. [Σ.τ.Μ.] 
[3] <Θουκυδίδης, Β, 63, 2.>

πηγή: Εκηβόλος


ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΧΟΥΣΕΡΛ - Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ "ΕΠΟΧΗ"

$
0
0
Έντμουντ Χούσερλ (1859 - 1938)





















Έχουμε τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθούμε τόσο πολύ από τα ίδια τα πράγματα και τις προκαταλήψεις που αυτά επιφέρουν στο νου μας ώστε να αποκαθάρουμε όλη την αστήρικτη γνώση που κουβαλάμε μέσα μας. Στόχος η ασφαλέστερη γνώση, η βεβαιότητα με στόχο την ΑΛΗΘΕΙΑ, γιατί η "λήθη"είναι που γεννά την ψευδαίσθηση, την οίηση, την παρμενίδειο "δόξα"και ουσιαστικά την άγνοια για την σωστή μέθοδο που θα μας οδηγήσει στο φως......

§1

Ποιος είναι ο Χούσερλ; Είναι ο γερμανός φιλόσοφος που εισήγαγε τη φαινομενολογία ως μέθοδο σκέψης και έρευνας. Η φαινομενολογία έκτοτε εξελίχθηκε σε μια από τις πιο εύρωστες φιλοσοφικές τάσεις του εικοστού αιώνα. Κατά τον Χούσερλ, η φαινομενολογία στρέφεται προς τη μελέτη των φαινομένων και όχι των πραγμάτων. Με τα τελευταία ασχολούνται οι επί μέρους επιστήμες. Αλλά οι τελευταίες δεν μας οδηγούν σ’ αυτά τα ίδια, γιατί δεν μας βοηθούν να ξεπεράσουμε τις προκαταλήψεις μας γι’ αυτά ούτε μας παρέχουν κάποια σχετικά νοήματα. Ασχολούνται με την εξακρίβωση αυτού που μπορεί να είναι αντικειμενικά ο κόσμος· συναφώς, τον αντιμετωπίζουν ως μια σειρά γεγονότων, αποκλείοντας κάθε παράγοντα υποκειμενικότητας. Επομένως, αυτό που έχει σημασία για μας τους ανθρώπους είναι να διεκδικούμε την επιστροφή μας στα ίδια τα πράγματα ως ανθρώπινα φαινόμενα.
§2

Η φαινομενολογία, κατ’ αυτή την έννοια, μας δείχνει τον τρόπο, με τον οποίο η συνείδησή μας μπορεί να κατανοεί τα πράγματα και να αποκτά τεκμηριωμένη γνώση περί αυτά. Τούτη τη γνώση δεν μπορούν να μας την προσφέρουν οι (θετικές) επιστήμες, επειδή ενδιαφέρονται μόνο για όσο το δυνατόν περισσότερα πειραματικά αποτελέσματα. Σε αντίθεση λοιπόν με τις επιστήμες, η φαινομενολογία δημιουργεί τους όρους, για να ερευνάμε την πραγματικότητα με κριτικό μάτι και χωρίς δογματικές αγκυλώσεις. Με κριτικό μάτι σημαίνει ότι δεν προκαταλαμβάνουμε τα αποτελέσματα της ερευνώμενης πραγματικότητας, αλλά συγκεντρώνουμε την προσοχή μας πρωτίστως στην εμφάνισή της, στον τρόπο δηλαδή που η πραγματικότητα προσλαμβάνεται από την εμπειρία μας, δίνεται σε τούτη. Η τελευταία αποτελεί τη βάση οποιασδήποτε θεώρησης, την εποπτική πηγή για την άντληση κάθε γνώσης, μια πηγή που ορθώνεται ως το αντίπαλο δέος κάθε αυθεντίας.

§3

Αλλά πώς καθίσταται δυνατή μια σαφής στροφή του ερευνητικού μας βλέμματος σε αυτό που μας δίδεται πρωταρχικά στην εμπειρία, χωρίς  να χανόμαστε σε άσκοπες και βιαστικές κρίσεις πάνω στην πραγματικότητα; Με τη νοητική πρακτική ή διαδικασία, την οποία ο φιλόσοφος ονομάζει εποχή. Πρώτοι χρησιμοποίησαν αυτή τη λέξη οι αρχαίοι σκεπτικοί, για να δηλώσουν μια πλήρη αποχή ή ουδετεροποίηση: κρατώ μια τέτοια στάση απέναντι στα πράγματα, ώστε τίποτα να μη δέχομαι, να μην αρνούμαι, να μην επαληθεύω, να μην διαψεύδω. Η φαινομενολογική εποχή, από τη δική της σκοπιά, δεν στοχεύει σε μια πλήρη άρνηση, αμφισβήτηση, εγκατάλειψη, αποκλεισμό της πραγματικότητας από τον ερευνητικό μας ορίζοντα, αλλά στην υιοθέτηση μιας μεθοδικής αμφιβολίας, δηλαδή μιας τέτοιας νοητικής ή πνευματικής στάσης, που θα διαλύει κάθε είδους δογματική αντιμετώπιση της πραγματικότητας.

§4

Με την άσκηση της εποχής δεν εκμηδενίζουμε την πραγματικότητα, αλλά την αντιμετωπίζουμε με έναν πιο διαυγή τρόπο, δηλαδή φαινομενολογικά: ακριβώς έτσι όπως εμφανίζεται. Συνεπώς, ασκώ εποχή σημαίνει τοποθετώ σε παρένθεση όλες τις προκαταλήψεις μου, αναστέλλω όλες εκείνες τις παγιωμένες κρίσεις που προκαθορίζουν ή επηρεάζουν προς δογματικές κατευθύνσεις, και με την παρουσία τους μόνο, τις πραγματικές μου ιδέες ή αντιλήψεις. Με την εποχή αφήνουμε πίσω μας ακόμη και κάθε φιλοσοφική, θρησκευτική ή ιδεολογική μας πεποίθηση, καθώς επίσης και τα αποτελέσματα που μας χορηγούν οι επιστήμες και τα οποία γενικώς θεωρούνται ή γίνονται αποδεκτά. Ακολουθώντας έτσι την εποχή σημαίνει ότι εκ-θέτουμε τον εαυτό μας σε μια επίπονη και επώδυνη πνευματική στάση: τιθέμεθα στη θέση του θεατή, ο οποίος έχει αδειάσει –και αξίζει να έχει αδειάσει– το νου του από καθετί το επίπλαστο, το περιττό, το ψεύτικο, το τυχαίο, το μεροληπτικό.

§5

Στόχος της φαινομενολογικής εποχής δεν είναι να φτάσουμε στον σκεπτικισμό ή να σκεφτούμε σοφιστικά, αλλά να ανακαλύψουμε ένα νέο επιστημονικό πεδίο, δυνάμει του οποίου μπορούμε να προσεγγίσουμε τον κόσμο σαν να τον ανακαλύπτουμε για πρώτη φορά. Τούτο υποδηλώνει ότι δεν αποδεχόμαστε τον κόσμο που μας δίδεται έτσι απλά ως υπαρκτό, αλλά ως ένα γενικό πεδίο ύπαρξης για μια γνώση που διέρχεται μέσα από την εμπειρία και τη σκέψη. Όσο πιο δημιουργικά και εύστοχα λειτουργεί η εποχή σε σχέση με το ένα ή το άλλο αντικείμενο, τόσο πιο ευδιάκριτη είναι η διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη του πράγματος και την απεικόνισή του στη συνείδησή μας. Τελικά, ο φαινομενολόγος ερευνητής  είναι και αποδεικνύεται ο αμερόληπτος και ανυστερόβουλος θεατής που ελευθερώνεται με τον τρόπο της εποχής από ένα μέρος του εαυτού του, για να ανασυντάξει την αυθεντική υποκειμενικότητα μέσα από την απροκατάληπτη ανάλυση τόσο του κόσμου όσο και των φαινομένων της συνείδησης και του πνεύματος.

πηγή: hegel -platon.blogspot

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ - ΣΩΜΑ, ΨΥΧΗ , ΝΟΥΣ (ΔΑΙΜΩΝ)

$
0
0


Όπως εξηγεί ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος, στο έργο του «Περί Σωκράτους Δαιμόνιου» και στο «Περί εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της Σελήνης», το σώμα, η ψυχή και ο Νους αποτελούν τρία πράγματα εντελώς διακριτά μεταξύ τους. Υπάρχουν δύο θάνατοι. Ο πρώτος αποτελεί χωρισμό του σώματος από τα άλλα δύο, δηλ. απο την ψυχή και τον νου, και συμβαίνει στην και εντός της γης. Ο δεύτερος θάνατος είναι χωρισμός του νου από την ψυχή και συμβαίνει στην σελήνη. Η ψυχή μετά τον πρώτο θάνατο στην γη ακολουθεί μία πορεία μέχρι τον λειμώνα, στο τρίστρατο, στο χωρικό διάστημα από την Γη έως την Σελήνη. Για 12 ημέρες. Η άφιξή της στην Σελήνη της φέρνει χαρά  και έκσταση παρόμοια με εκείνη που νιώθουν όσοι μυούνται στα μυστήρια. Έτσι η σελήνη είναι πλήρης από τι υπάρξεις που κατόρθωσαν να ανέβουν μέχρι εκεί. Αυτές οι υπάρξεις είναι πλέον δαίμονες κατά θέση. Στέλνονται στην Γη για να εποπτεύσουν μαντεία, να τιμωρήσουν σφάλματα ή να προστατεύσουν τους ανθρώπους. Μία ημέρα ο έρωτάς τους για τον ήλιο θα τις οδηγήσει σε μία περαιτέρω απελευθέρωση: ο νους εγκαταλείπει την ψυχή, ενώ η τελευταία παραμένει στην σελήνη ωσότου αφομοιωθεί τελείως από αυτήν, όπως το σώμα από τη γη.[1]

Υπάρχει βέβαια και η αντίστροφη διαδικασία, λέγει ο Πλούταρχος: ο ήλιος σπέρνει νόες στην σελήνη και εκείνη διαμορφώνει από αυτούς ψυχές. Όταν αυτές πέσουν στη Γη, αποκτούν σώματα. Η σελήνη λοιπόν είναι το μόνος μέρος του κόσμου μας που λαμβάνει όσο και δίνει.

Επομένως, αποτελεί το μεσαίο στάδιο στην διαδικασία της οντογένεσης. Όπως στην πλατωνική «Πολιτεία», είναι οι Μοίρες που εποπτεύουν όλη την διαδικασία: Η Άτροπος στον ήλιο την θέτει σε κίνηση, η Κλωθώ που γυρίζει στη σελήνη ενώνει και συνδέει ενώ η Λάχεση δραστηριοποιείται όταν η ψυχή πλησιάζει στη γη.

Όπως λέγει και ο Πλούταρχος, στο «Περί εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της Σελήνης», οι περισσότεροι άνθρωποι, παρότι αποκαλούν με τα ορθά ονόματα την Δήμητρα και την Κόρη, τις σχετίζουν λανθασμένα και τις δύο με τον ίδιο τόπο. Η μία είναι στη γη και κυρία των επίγειων, η άλλη στην σελήνη και των επισελήνιων πραγμάτων, Κόρη και Φερσεφόνη/Περσεφόνη έχει ονομαστεί, το δεύτερο επειδή είναι φωσφόρος (φέρνει το φώς), ενώ Κόρη, επειδή και του ματιού το μέρος, μέσα στο οποίο αντιλάμπει (αντικατοπτρίζεται) το είδωλο του βλέποντος (αυτού που το κοιτάζει), όπως ακριβώς το φέγγος του ήλιου είναι ορατό στη σελήνη, κόρη ονομάζεται. Στα όσα πάλι λέγονται για την περιπλάνηση και την αναζήτηση στην περίπτωσή τους ενυπάρχει και κάποια δόση αλήθειας, διότι ποθούν η μία την άλλη, χωριστά καθώς βρίσκονται, και πολλές φορές αγκαλιάζονται στη σκιά. Το ότι πάλι η Κόρη τη μία βρίσκεται στον ουρανό και στο φως, την άλλη στο σκοτάδι και τη νύχτα δεν είναι βέβαια ψέμα, αλλά έδωσε αφορμή για λάθος στον υπολογισμό του χρόνου. Στα αλήθεια, δεν την βλέπουμε για έξι μήνες αλλά κάθε έξι μήνες κάτω από την γη (έκλειψη σελήνης), λες και την αγκαλιάζει η Δήμητρα με την σκιά της, ενώ σε λίγες περιπτώσεις την βλέπουμε να το παθαίνει κάθε πέντε μήνες, διότι είναι δυνατόν για αυτήν να εγκαταλείψει τον Άδη, εφόσον είναι πέρας του Άδη, όπως ακριβώς το είπε και ο Όμηρος (Οδύσσεια, ραψ. Δ’, σ. 563) εύστοχα με υπονοούμενα : «Αλά και στο Ηλύσιο πεδίο, τα πέρατα της γης. Στ’ αλήθεια, έθεσε το τέρμα της γης και το πέρας εκεί όπου η περιοχή της σκιάς της γης σταματά. Σε τούτο το σημείο κανένας φάυλος ή ακάθαρτος δεν ανεβαίνει, ενώ οι χρηστοί, αφού μεταφερθούν εδώ μετά τον θάνατο τους, συνεχίζουν να ζουν ζωη που είναι πιο εύκολη, όχι όμως μακάρια ούτε θεϊκή, μέχρι τον δεύτερο θάνατο τους».

Επίσης οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν σωστά σύνθετο τον άνθρωπο, όχι σωστά όμως σύνθετο από δύο μόνο στοιχεία. Πράγματι, θεωρούν τον νου μέρος κατά κάποιο τρόπο της ψυχής, σφάλλοντας όχι λιγότερο από εκείνους για τους οποίους η ψυχή θεωρείται μέρος του σώματος. Ενώ ο νους όμως είναι ανώτερο και πιο θεϊκό από την ψυχή όσο είναι η ψυχή από το σώμα.

Εκείνο το τμήμα, ο νους, λέγει ο Πλούταρχος, στο «Περί Σωκράτους Δαιμόνιου», μοιάζει σαν σημαδούρα προσαρτημένη στην κορυφή, η οποία επιπλέει στην επιφάνεια (της θάλασσας = γίγνεσθαι) ακουμπώντας στο κεφάλι του ανθρώπου, ενώ εκείνος μοιάζει σαν βουλιαγμένος στον βυθό. Και κρατώντας ορθή την ψυχή την βαστά για όσο καιρό εκείνη τον υπακούει και δεν κυριαρχείται από τα πάθη. Το τμήμα, λοιπόν που μένει βυθισμένο στο σώμα λέγεται ψυχή, ενώ το τμήμα που δεν υπόκειται σε φθορά οι πολλοί το αποκαλούν νου και νομίζουν ότι βρίσκεται εντός τους, όπως νομίζουν ότι είναι μέσα στους καθρέφτες τα είδωλα της αντανάκλασης. Όσοι, όμως έχουν ορθή αντίληψη το αποκαλούν δαίμονα που βρίσκεται εκτός τους. Μάλιστα πρώτος ο Πλάτων στον «Τίμαιο» μας λέγει ότι το κυρίαρχο μέρος της ψυχής, οφείλουμε να σκεπτόμαστε ως εξής για αυτό : ο θεός το έδωσε στο καθένα μας ως δαίμονα για να κατοικεί στην κορυφή του σώματός μας, να μας ανυψώνει από τη γη και μας φτάνει μέχρι τον ουρανό, δεδομένου ότι θεωρούμε δικαιολογημένα πως είμαστε ουράνια όντα και όχι γήινα. Και πραγματικά λέει ο Πλάτων, κρεμώντας το κεφάλι μας σαν ρίζα από τον ουρανό, όπου αρχικά δημιουργήθηκε η ψυχή, η ο νους διατηρεί όρθιο το σώμα μας.

Όταν, λοιπόν, τα τρία τούτα συναρμοστούν λέγει ο Πλούταρχος, το σώμα η γη, την ψυχή η σελήνη, τον νου ο ήλιος παρέχει τη γέννηση του ανθρώπου, όπως από την άλλη μεριά στη σελήνη το φέγγος. Όσο για τον θάνατο που πεθαίνουμε, ο ένας, ο πρώτος, κάνει τον άνθρωπο αντί για τρία να αποτελείται από δύο μέρη – την ψυχή και τον νου, ο άλλος, ο δεύτερος θάνατος, αντί για δύο μέρη κάνει τον άνθρωπο να αποτελείται από ένα μέρος – τον νου. Ο πρώτος θάνατος συμβαίνει εντός της γης, της Δήμητρας, μέσα σε αυτή γίνεται το μυστήριο και τους νεκρούς Δημήτριους ονόμαζαν παλιά οι Αθηναίοι. Ο δεύτερος θάνατος γίνεται στην σελήνη της Φερσεφόνης/Περσεφόνης. Σύνοικος της μίας είναι ο χθόνιος Ερμής, της άλλης ο ουράνιος. Λύνει όμως τούτη γρήγορα και με βία την ψυχή από το σώμα, ενώ η Φερσεφόνη/Περσεφόνη με πραότητα και χρόνο πολύ τον νου από την ψυχή, για τούτο έχει αποκληθεί και μονογενής, διότι μένει μόνο του το βέλτιστο μέρος του ανθρώπου, καθώς διαχωρίζεται από αυτήν.

Καθένας από αυτούς τους διαχωρισμούς επιτυγχάνεται κατά φύση και με τον τρόπο αυτό: πάσα ψυχή, τόσο δίχως νου όσο και με νου, όταν θα βγει από το σώμα, είναι ορισμένο από την ειμαρμένη να πλανηθεί μεταξύ Γης και σελήνης για ορισμένο χρονικό διάστημα – όχι ίσο, αλλά οι άδικες και ακόλαστες ψυχές πληρώνουν για τα αδικήματά τους, ενώ οι καλές όσο για να εξαγνιστούν, σαν να ήταν χαλασμένος ατμός, να εκπνεύσουν τα μιάσματα που έρχονται από το σώμα, στο πιο πράο μέρος του αέρα, τον οποίο αποκαλούν λιβάδι του Άδη (λειμώνας), πρέπει να μείνουν  για ορισμένο διάστημα.

Εκεί σαν να επαναφέρονται στην πατρίδα από την ξενιτιά της εξορίας, γεύονται χαρά παρόμοια με εκείνη που νιώθουν όσοι μυούνται στα μυστήρια, συνδυασμένη με ελπίδα γλυκιά αλλά ανακατεμένη σε μεγάλο βαθμό με ταραχή και έξαψη. Πράγματι, πολλές είναι εκείνες τις οποίες σπρώχνει εκείνη και απομακρύνει με το κύμα, μολονότι έχουν πιαστεί ήδη από την σελήνη, ορισμένες πάλι από τις εκεί βλέπουν να αναποδογυρίζονται, πάλι σε βυθό. Όσες όμως έφτασαν επάνω και πάτησαν το πόδι τους γερά, πρώτα από όλα, όπως ακριβώς οι νικηφόροι, κάνουν γύρους, φορώντας στο κεφάλι τους στεφάνια από φτερά, στεφάνια της ευστάθειας, όπως λέγονται, επειδή στη ζωή απέδειξαν το άλογο και παθιασμένο στοιχείο της ψυχής αρκετά ευάγωγο στον Λόγο και κόσμιο. Δεύτερον, μοιάζοντας εξωτερικά με ακτίνες, από πυρ όμως η ψυχή, που κουφίζεται και πηγαίνει προς τα επάνω, στον γύρω από την σελήνη αιθέρα, παίρνουν από εκεί τόνο και δύναμη, όπως τα στομούμενα βαφή αντικείμενα σκληραίνουν.

Η σελήνη όντας ανακατεμένη μέχρι μέσα με αιθέρα, είναι έμψυχη και γόνιμη, ενώ ταυτόχρονα έχει ισορροπημένη αναλογία βαρύτητας και ελαφρότητας. Η σελήνη καταμετρεί τη σκιά της γης με λίγα από τα δικά της μεγέθη όχι επειδή είναι μικρή, αλλά λόγω της θερμότητας, στον βαθμό που επιτυγχάνει την κίνηση της για να περάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από τον σκοτεινό τόπο (την σκιά), βγάζοντας έξω τις ψυχές των αγαθών, που την παροτρύνουν να κάνει γρήγορα και φωνάζουν, διότι, όταν μπαίνουν στην σκιά, που ονομάζεται Στύγα, δεν ακούνε πια την περί τον ουρανό αρμονία (την μουσική των ουράνιων σφαιρών). Ταυτόχρονα όμως και οι ψυχές των κολαζόμενων με οδυρμούς και αλαλαγμούς πλησιάζουν από κάτω εδώ, περνώντας μέσα από την σκιά (αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι συνήθιζαν να χτυπούν χαλκώματα κατά τις εκλείψεις και να κάνουν θόρυβο και πάταγο ενάντια στις φαύλες ψυχές). Τις φοβίζει όμως και το αποκαλούμενο πρόσωπο, όταν φτάνουν κοντά, που είναι βλοσυρό και τρομακτικό να το βλέπεις. Ωστόσο στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε, αλλά, όπως ακριβώς η δική μας γη διαθέτει κόλπους βαθείς και μεγάλους, έναν εδώ που, περνώντας από τις Ηράκλειες στήλες, χύνεται μέσα προς το μέρος μας, έξω τον κόλπο της Κασπίας και τους γύρω από την Ερυθρά θάλασσα, έτσι και τούτα είναι βάθη της σελήνης και κοιλώματα. Από αυτά το μεγαλύτερο αποκαλείται από τους έλληνες μυχό της Εκάτης, όπου τιμωρούνται και παίρνουν εκδίκηση οι ψυχές για όσα τυχόν υποστούν ή πράξουν, αφού έχουν ήδη γίνει δαίμονες, και τα δύο Μακρές. Από μέσα τους περνούν οι ψυχές τη μια προς τη μεριά της σελήνης που βλέπει προς τον ουρανό, την άλλη προς την μεριά που βλέπει προς την Γη. Οι περιοχές της σελήνης που βλέπουν προς τον ουρανό ονομάζονται Ηλύσιο πεδίο, ενώ οι προς τα εδώ Φερσεφόνης/Περσεφόνης.

Ωστόσο, οι δαίμονες δεν μένουν για πάντα στη σελήνη, αλλά κατεβαίνουν εδώ να φροντίσουν για τα μαντεία, παρευρίσκονται κι αυτού και λαμβάνουν μέρος στις ανώτερες οργιαστικές τελετές, γίνονται τιμωροί αλλά και προστάτες έναντι των αδικημένων, αποδεικνύονται σωτήρες στους πολέμους και λάμπουν στη θάλασσα. Για ό,τι τυχόν δεν πράξουν σωστά σε αυτά τα θέματα, αλλά κινούμενοι από οργή, για να κάνουν κάποια άδικη χάρη ή πάλι από φθόνο, τιμωρούνται, εφόσον σπρώχνονται πάλι στην γη και φυλακίζονται σε ανθρώπινα σώματα. Από των βέλτιστων εκείνων είπαν οι ακόλουθοι του Κρόνου πως είναι οι ίδιοι αλλά και πριν από αυτούς στην Κρήτη οι Ιδαίοι Δάκτυλοι, στην Φρυγία οι Κορύβαντες, οι Τροφωνιάδες στην Ουδώρα της Βοιωτίας και μύριοι άλλοι σε πολλά μέρη της οικουμένης, των οποίων παραμένουν οι τελετές, οι τιμές και οι επωνυμίες, οι δυνάμεις όμως ορισμένων χάθηκαν, εφόσον πέτυχαν σε άλλο τόπο την αλλαγή προς το άριστο.

Την πετυχαίνουν άλλοι νωρίτερα και άλλοι αργότερα, όταν ο νους διαχωριστεί από την ψυχή. Διαχωρίζεται μέσω του έρωτα για την περί τον ήλιο εικόνα, με την οποία λάμπει και φαίνεται το εφετό (επιθυμητό), το καλό (ωραίο), το θεϊκό και το μακάριο, το οποίο κάθε φύση, η καθεμία με τον δικό της τρόπο, ορέγεται. Πράγματι, ακόμη και η ίδια η σελήνη λένε από έρωτα προς τον ήλιο εκτελεί συνεχώς τις περιφορές και τον συναντά, λαχταρώντας από αυτό ότι πιο γόνιμο. Η ουσία όμως της ψυχής μένει επάνω στη σελήνη, διατηρώντας κάποια ίχνη και όνειρα βίου, για να το πούμε έτσι, και για αυτήν να θεωρείς ότι σωστά έχει λεχθεί το «ψυχή σαν όνειρο φτερούγισε και πέταξε» στην Οδύσσεια, ραψ. Λ’,  σ. 222. Στην πραγματικότητα δεν το παθαίνει αμέσως ούτε αφού αποχωριστεί από το σώμα αλλά αργότερα, όταν μείνει έρημη και μόνη, αφού χωριστεί από τον νου. Αλλά και από όλα όσα είπε ο Όμηρος (Οδύσσεια, ραψ. Λ’, σ. 601 – 602) αυτά που ανέφερε για τον Άδη μοιάζουν να λέχθηκαν με την θεϊκή έμπνευση : «Μετά πήρα είδηση τον δυνατό Ηρακλή, το είδωλο του. Ο ίδιος είναι με τους αθάνατους θεούς».

Πραγματικά, αυτό που είναι ο καθένας από εμάς δεν είναι ούτε θυμός ούτε φόβος ούτε επιθυμία, όπως ακριβώς ούτε σάρκες και υγρά, αλλά αυτό με το οποίο διανοούμεθα, και η ψυχή, που δέχεται το αποτύπωμα του νου, που αφήνει με τη σειρά της αποτύπωμα στο σώμα και το αγκαλιάζει από παντού, αποκτά ως αποτύπωμα το είδος (μορφή). Έτσι ακόμη και αν χωριστεί από το ένα και από το άλλο, διατηρώντας για πολύ χρόνο την ομοιότητα και το αποτύπωμα, σωστά ονομάζεται είδωλο. Τούτων η σελήνη είναι στοιχείο, διότι διαλύεται σε αυτή, όπως ακριβώς διαλύονται σε γη τα σώματα των νεκρών – γρήγορα οι ψυχές που διαθέτουν σωφροσύνη, που πόθησαν ζωή άνετη, χωρίς σκοτούρες και φιλοσοφημένη ζωή (διότι , αφότου εγκαταλείφτηκαν από τον νου και δεν έχουν πια καμία σχέση με τα πάθη, μαραίνονται).

Από τις φιλότιμες ψυχές (που αγαπούσαν τις τιμές), που αγαπούσαν τη δράση, από τις ψυχές που ερωτεύονται τα σώματα και λειτουργούσαν με το θυμικό ορισμένες ζουν σα σε ύπνο, βλέποντας για όνειρα ότι θυμούνται από τη ζωή, όπως ακριβώς η ψυχή του Ενδυμίωνα. Αν όμως το άστατο και επιρρεπές στα πάθη στοιχείο τις ξεσηκώνει και τις τραβάει από τη σελήνη προς άλλη γένεση, δεν τις αφήνει η σελήνη να γείρουν προς της Γη αλλά τις καλεί πίσω και τις καταθέλγει. Στα αλήθεια δεν είναι μικρό πράγμα ούτε κάτι που φέρνει ηρεμία και αρμονία, όταν, χωριστά από τον νου, αδράξουμε σώμα με το παθητικό μας μέρος. Οι Τίτυοι, οι Τυφώνες και ο γνωστός Πύθων, που κατέλαβε τους Δελφούς και έφερε το μαντείο άνω κάτω με την αυθάδειά του, ήταν σίγουρα από εκείνες τις ψυχές, που εγκαταστάθηκαν από τον Λόγο και στηρίχτηκαν στο παθιασμένο στοιχείο, το οποίο πλάνεψε η έπαρση.

Με τον χρόνο όμως δέχεται και αυτές πίσω η σελήνη και τις βάζει σε τάξη. Έπειτα, αφού παίρνει πάλι μέσα της τον νου με τη ζωτική δύναμη του ήλιου, που τον σπέρνει, δημιουργεί νέες ψυχές, ενώ η γη, τρίτη στη σειρά, προμηθεύει το σώμα, διότι η ίδια η γη δεν δίνει τίποτα αλλά δίνει πίσω μετά θάνατον όσα πήρε για την γένεση, ο ήλιος δεν παίρνει τίποτα αλλά παίρνει πίσω τον νου που έδωσε, ενώ η σελήνη και παίρνει και δίνει και συνθέτει και διαιρεί ανάλογα με τις διαφορετικές της δυνάμεις, από τις οποίες Ειλείθυια ονομάζεται αυτή που συνθέτει και Άρτεμις αυτή που διαιρεί. Από τις τρείς Μοίρες πάλι η Ατροπός είναι εγκατεστημένη περί τον ήλιο και δίνει αρχή στην γένεση, η Κλωθώ, που κινείται περί τη σελήνη, συνδέει και αναμιγνύει, ενώ τελευταία γύρω από την γη συμμετέχει στο έργο η Λάχεσις, η οποία έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην τύχη.


[1] Εδώ να σημειώσουμε την θέση του Ευριπίδη στην τραγωδία «Ελένη, σ. 1014 – 1016» : «ο νους  των νεκρών δεν ζει, αλλά έχει αιώνια συνείδηση αφού ενωθεί με τον αθάνατο αιθέρα – ὁ νος τν κατθανόντων ζι μν ο, γνώμην δχει θάνατον ες θάνατον αθέρμπεσών».

πηγή: eleysis69.wordpress

ΜΑΪΚΛ ΣΑΝΤΕΛ - Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΥ: "ΑΝΗΘΙΚΗ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ"

$
0
0


Το καινούργιο έρχεται τον 21ο αιώνα......Κοινοτισμός!! Μια αίγλη φωτός!

Αν σας ρωτούσαν ποιο είναι το πιο δημοφιλές μάθημα στο Χάρβαρντ, δύσκολα θα μαντεύατε τη σωστή απάντηση: Είναι οι παραδόσεις του Μάικλ Σαντέλ για την πολιτική φιλοσοφία. Όπου και αν μιλάει, από τη Βοστόνη ως το Τόκιο, τον υποδέχονται σαν ροκ σταρ. Στις διαλέξεις του δεν πέφτει καρφίτσα από ανθρώπους που τρέχουν να ακούσουν πώς θα απαντούσε, π.χ., σήμερα ο Αριστοτέλης στα σύγχρονα ηθικά διλήμματα: Πώς θα πρέπει να κατανεμηθούν τα βάρη της λιτότητας; Ποιες είναι οι ευθύνες των πλουσίων σε μια δίκαιη κοινωνία; Πρέπει να υπάρχουν ηθικά όρια στις αγορές; «Σε καιρούς οικονομικής κρίσης ξεχάσαμε την ηθική και χάσαμε την τέχνη του δημοκρατικού διαλόγου» τονίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο αμερικανός καθηγητής, ο οποίος πιστεύει ότι και τα πλέον αμφιλεγόμενα ζητήματα μπορούν να φωτιστούν από μια στέρεη ηθική επιχειρηματολογία. 


Ο Μάικλ Σαντέλ πιστεύει ότι η κρίση χρέους της Ελλάδας έχει και ηθικές διαστάσεις. «Στις δυτικές δημοκρατίες προσπαθούμε συχνά να συζητήσουμε για την πολιτική και την οικονομία χωρίς να αναφερόμαστε σε ζητήματα ηθικής, αξιών και κοινού καλού. Πιστεύω ότι είναι λάθος. Οδηγεί σε μια τεχνοκρατική, διαχειριστική πολιτική που δεν μπορεί να εμπνεύσει τους πολίτες να συμμετέχουν. Δεν είναι δυνατόν να μιλήσουμε για μια δίκαιη κοινωνία χωρίς να απαντήσουμε σε ηθικά ερωτήματα- ποια αγαθά αξίζει να επιδιώξουμε; ποιες αρετές αξίζει να καλλιεργήσουμε και ποιες είναι οι υποχρεώσεις μας απέναντι στους άλλους πολίτες; Όπως βλέπουμε σήμερα στην Ελλάδα,η συζήτηση για τα οικονομικά προβλήματα, για το χρέος, τα ελλείμματα, τη λιτότητα και τη φοροδιαφυγή είναι αναπόφευκτα ηθικά ερωτήματα. Πώς θα πρέπει να κατανεμηθούν τα βάρη της λιτότητας; Ποιες είναι οι ευθύνες των πλουσίων προς τα λιγότερο προνομιούχα μέλη της κοινωνίας; Πώς απαντά σε αυτά τα ερωτήματα μια δίκαιη κοινωνία;».


Αντίθετα από πολλούς σύγχρονους φιλοσόφους, λέει ότι πρέπει να υπάρχουν ηθικά όρια στις ελεύθερες αγορές: «Οι αγορές είναι πολύτιμα εργαλεία για την οργάνωση της παραγωγικής δραστηριότητας. Αλλά δεν είναι αυτοσκοπός και δεν μπορούν από μόνες τους να ορίσουν τη Δικαιοσύνη. Στο βιβλίο μου “Δικαιοσύνη- Τι είναι το σωστό” (σ.σ.: κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις) εξετάζω τη φιλοσοφία της ελεύθερης αγοράς. Σύμφωνα με αυτήν, όποια αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου γίνεται βάσει εθελοντικής συνεισφοράς στην ελεύθερη αγορά είναι δίκαιη. Αλλά προβάλλω αντιρρήσεις σε αυτή την άποψη. Ρωτώ αν κάποια αγαθά δεν θα πρέπει να πωλούνται και να αγοράζονται με χρήματα. Για παράδειγμα, πρέπει να υπάρχουν αγορές για ανθρώπινα όργανα προς μεταμόσχευση; Για τη στρατιωτική θητεία; Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των αγορών στην Παιδεία και στην Υγεία; Αν υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν πρέπει να αγοράζονται με χρήματα,πρέπει να κάνουμε μια δημόσια συζήτηση για τα ηθικά όρια των αγορών. Αλλιώς διατρέχουμε τον κίνδυνο να διολισθήσουμε από μια οικονομία της αγοράς σε μια κοινωνία της αγοράς, στην οποία κοινωνικές σχέσεις και αξίες μετατρέπονται σε εμπορεύματα κατ΄ εικόνα των αγορών».


Ο Σαντέλ αρχίζει τις παραδόσεις του κάνοντας μια συγκεκριμένη ερώτηση. Π.χ.: «Είναι δίκαιο ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι των μεγάλων επιχειρήσεων κερδίζουν 344 φορές περισσότερα από τον μέσο εργαζόμενο στις ΗΠΑ;»

«Το 1980 οι διευθύνοντες σύμβουλοι στις μεγάλες εταιρείες έβγαζαν μόνο 42 φορές περισσότερα χρήματα από τον μέσο εργαζόμενο, επομένως κάτι έχει αλλάξει. Αν πιστεύετε ότι αυτές οι διαφορές απηχούν τη μεγαλύτερη προσπάθεια, ευφυΐα και σκληρή δουλειά των στελεχών, πρέπει να αναρωτηθούμε αν οι διευθύνοντες σύμβουλοι εργάζονται οκτώ φορές πιο σκληρά ή αν είναι οκτώ φορές πιο έξυπνοι σήμερα από ό,τι το 1980. Αυτό είναι μάλλον απίθανο. Ετσι, πρέπει να υπάρχουν άλλες εξηγήσεις, που έχουν να κάνουν με τις αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία, αλλά αυτό δείχνει ότι ο μισθός των μεγαλοστελεχών καθορίζεται από παράγοντες ανεξάρτητους από την ηθική αξία εκείνου που τον λαμβάνει. Στο βιβλίο μου χρησιμοποιώ αυτό το παράδειγμα για να εξετάσω το μεγαλύτερο ερώτημα του ποιος αξίζει τι:Πώς θα πρέπει να διανέμονται το εισόδημα,ο πλούτος και τα αγαθά σε μια δίκαιη κοινωνία;». 

«ΠΛΗΡΩΣΑΤΕ ΣΤΗ “ΜΑΥΡΗ” ΑΓΟΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕΤΕ. ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟ Ή ΑΔΙΚΟ;»
500 δολάρια για ένα...«δωρεάν» εισιτήριο
Στο Τόκιο ο κόσμος περίμενε στην ουρά για να τον ακούσει να μιλάει.Τα εισιτήρια, τα οποία ήταν δωρεάν και διατέθηκαν με κλήρωση, πωλούνταν στη «μαύρη» αγορά για 500 δολάρια. Ο Σαντέλ άρχισε τη διάλεξη με το ερώτημα: «Είναι δίκαιη ή άδικη η “μαύρη” αγορά εισιτηρίων;». 
Ενας Αμερικανός στην Οξφόρδη
Ο Μάικλ Τζ.Σαντέλ γεννήθηκε το 1953. Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης,είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.Διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στη Σορβόννη και είναι τακτικός συνεργάτης των «Νew York Τimes». 

«Θα σκότωνες τον χοντρό για να σώσεις το τρένο»;
Χρησιμοποιεί εκλαϊκευτικά παραδείγματα όπως: «Ενα τρένο περνάει με τα φρένα σπασμένα. Αν ένας πολύ χοντρός άνθρωπος πέσει στις γραμμές θα σκοτωθεί, αλλά θα σωθούν πέντε εργαζόμενοι στις γραμμές. Εσείς θα τον σπρώχνατε;».
Ψηφιακό ραντεβού://www.justiceharvard.org.
Περίπου 15.000 φοιτητές του Χάρβαρντ έχουν παρακολουθήσει το θρυλικό μάθημα του Σαντέλ για τη «Δικαιοσύνη». Εξάλλου εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συντονίζονται στην ιστοσελίδα http://www.justiceharvard. org και τον παρακολουθούν ζωντανά στον υπολογιστή. 
Τι θα έλεγε σήμερα ο Αριστοτέλης
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Σαντέλ είναι ο ακαδημαϊκός που επανέφερε στη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία τον Αριστοτέλη, τον οποίο επικαλείται πολύ συχνά στις διαλέξεις και στα βιβλία του.- Πώς θα απαντούσε ο Αριστοτέλης στο ερώτημα αν «δικαιούται» μια κυβέρνηση να φορολογεί τους πλουσίους για να βοηθά τους φτωχούς; 

«Ο Αριστοτέλης θα έλεγε ότι πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε τον σκοπό της πολιτικής κοινότητας. Μόνο τότε μπορούμε να αποφασίσουμε ποιο σύστημα φορολόγησης ή δημόσιων οικονομικών είναι δίκαιο. Η απάντησή του, φυσικά, είναι ότι σκοπός της πολιτικής δεν είναι μόνο να προωθήσει την ασφάλεια και τις οικονομικές συναλλαγές, αλλά να καλλιεργήσει και την αρετή των πολιτών. Ο Αριστοτέλης θα έλεγε ότι ένα πολύ μεγάλο χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς θα υπονόμευε την πολιτική αρετή και το κοινό καλό. Οι πλούσιοι θα διαφθείρονταν και οι φτωχοί θα οδηγούνταν σε διάσπαση από τις υλικές τους ανάγκες για να συμμετάσχουν στη δημόσια ζωή». 


πηγή; τοvima.gr

ΜΑΪΚΛ ΣΑΝΤΕΛ - Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ (ΒΙΝΤΕΟ

$
0
0


Πατήστε εδώ, για να δείτε το βίντεο:

Πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη μια θεωρία της δημοκρατίας; Ο κοινοτισμός υπερβαίνει τα πολιτικά στερεότυπα της νεωτερικής πολιτικής θεωρίας που σχετίζονται με τις έννοιες αριστερά-κέντρο-δεξιά. Ο κοινοτισμός αποτελεί την φανέρωση μιας κοινωνίας της οποίας θεμέλια είναι η αρετή και το κοινό καλό (αρχαιοελληνικό δημοκρατικό πρόταγμα).



Στον κοινοτισμό, δεν μιλάμε απλά για άμεση δημοκρατία, αλλά για κάτι ακόμα πιο βαθύ. Πριν από κάθε συλλογική απόφαση (δημοψήφισμα) προέχει ο βαθύς δημοκρατικός θεσπισμένος διάλογος μέσα από το "συνέρχεσθαι" , προκειμένου να τεθούν οι βάσεις και οι όροι κάτω από τους οποίους θα παρθεί μια συλλογική απόφαση!!!. Με λίγα λόγια θα κριθούν από πριν ζητήματα που καθορίζουν τον αληθινό δημοκρατικό ανθρωπισμό, όπως π.χ:

α) πότε πρέπει να αποφασίζουμε συλλογικά και γιατί;
β) τι ορίζεται κάθε φορά ως δίκαιο σε κάθε περίσταση;
γ) ποια τα όρια μεταξύ της ηθικής, της δικαιοσύνης και της πολιτικής; Πώς συνδέονται με βάση έναν  πρακτικό βίο αυτές οι τρεις;

Πετυχαίνουμε τη συγκρότηση μιας αρμονικότερης κοινωνίας όταν δοθεί έμφαση σε συλλογικές αξίες, όπως η αμοιβαιότητα, η εμπιστοσύνη και η αλληλεγγύη όταν είναι συνυφασμένες με τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης.

Μια ενδιαφέρουσα διαδραστική ομιλία του καθηγητή του Χάρβαρντ, Μάικλ Σαντέλ (Michael Sandel)

Η δημοκρατία ευδοκιμεί στις πολιτικές συζητήσεις, αλλά δυστυχώς μας λείπει η εξάσκηση, λέει ο Μάικλ Σαντέλ. Έτσι, ξεκινά ένα διάλογο με το κοινό, με αφετηρία τη φιλοσοφία περί δικαιοσύνης και ηθικής του Αριστοτέλη: «Δικαιοσύνη είναι να δίνεις στους ανθρώπους αυτό που τους αξίζει». Ο Μ. Σάντελ, πολιτικός φιλόσοφος και καθηγητής στο Harvard, καθοδηγεί ευχάριστα τη συνομιλία, για να διαπιστώσουμε αν όντως ο τρόπος του Αριστοτέλη ουσιαστικά μας υπαγορεύει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και επιχειρηματολογούμε σήμερα. Έτσι, εμπλέκει τους ακροατές ενεργά σε μια συζήτηση γύρω από μια υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν τα κρίσιμα συστατικά της δικαιοσύνης.

ΝΙΤΣΕ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ (1)

$
0
0



Το νέο Είδωλο:
Ο Λεβιάθαν-το Τέρας

§1
Προκατανοήσεις

Ο σημερινός άνθρωπος είναι τόσο μπερδεμένος, που στην χοντροκομμένη αυταρέσκεια του συνωμοτικού δικαστηρίου της δειλίας, του περιβόητου κράτους, αναζητεί τη δική του ευτυχία. Έτσι θυσιάζει τον εαυτό του για χάρη ενός ειδώλου, που τον απατά και τον ευτελίζει. Συμβαίνει λοιπόν να βασιλεύει πάνω στη γέρικη γη, σύμφωνα με τον Νίτσε, μια τερατώδης πολιτικο-κρατική οντότητα, της οποίας τα κύρια συστατικά συνυφαίνονται με την σκοτεινή φύση των πάσης φύσεως εθνικισμώνδημοκρατιώνσοσιαλισμών και των αντίστοιχων τύπων κυβερνήσεων και διακυβερνήσεων. Αυτή η οντότητα, το σύγχρονο κράτος, είναι στ’ αλήθεια ο Λεβιάθαν, που παρουσιάζεται ως φύλακας των λαών και έτσι αξιώνει να κηδεμονεύει, με τη διαμεσολάβηση των νόμων, τους πάντες και τα πάντα. Αλλά αυτός ο Λεβιάθαν δεν είναι κάποιος θεός, κάποιος σωτήρας ή λυτρωτής των ανθρώπων, παρά ένα τέρας, ένα ψευδολόγο και αρπακτικό θηρίο. Είναι ακριβώς αυτό που διακηρύσσει. Τι διακηρύσσει; Μια ψυχρή λειτουργία και μια απρόσωπη διαχείριση: δρα ύπουλα και δυναστεύει τυφλά τους λαούς, στο όνομα μάλιστα αυτών λαών. Έτσι όπου είναι παρόν το κράτος, ωσεί παρών είναι και ο λαός. Αλλά ποιος λαός; Η αγέλη, που οι αισθήσεις της είναι τυλιγμένες με ψέματα/ψευδαισθήσεις και απάτες αίσθησης.

§2

Κατανοήσεις

Στον Ζαρατούστρα ( πρώτο μέρος-ομιλία 11) ο Νίτσε απεικονίζει ως εξής αυτό τον Λεβιάθαν –το Τέρας:

«Υπάρχουν ακόμα κάπου λαοί και αγέλεςόχι όμως σε μαςαδελφοί μουεδώ υπάρχουν κράτη ΚράτοςΤι είναι αυτόΛοιπόνΑνοίξτε τώρα τα αφτιά σας,γιατί θα σας μιλήσω για το θάνατο των λαών. Κράτος λέγεται το πιο ψυχρό απ’όλα τα ψυχρά τέραταΨυχρά επίσης ψεύδεται και τούτο το ψέμα σέρνεται από το στόμα του«Εγώτο κράτοςείμαι ο λαός». Αυτό κι αν είναι Ψέμα!Δημιουργοί ήταν εκείνοι που δημιούργησαν τους λαούς και που κρέμασαν μιαπίστη και μια αγάπη από πάνω  τουςέτσι υπηρέτησαν τη ζωήΕξολοθρευτές είναι εκείνοι που στήνουν παγίδες για τους πολλούς και αποκαλούνται κράτος:κρεμούν ένα σπαθί κι εκατό επιθυμίες από πάνω τους. Όπου υπάρχει ακόμη λαόςδεν καταλαβαίνει το κράτος και το μισεί σαν κακό μάτι και σαν αμαρτία έναντι των ηθών και των δικαιωμάτων».

Τι μας λέει εδώ ο Νίτσε; Πως το κράτος, ως το πιο ψυχρό από όλα τα ψυχρά τέρατα, υπονομεύει την αληθινή ύπαρξη των λαών, ταυτίζοντας τον εαυτό του με την έννοια του λαού. Ετούτη η ταύτιση είναι μια παγίδα για τους λαούς, καθώς το κράτος-καταστροφέας εξολοθρεύει τη δημιουργική τους πνοή και τους μετατρέπει σε μια θλιβερήαυτο-προδομένη μάζα καταπιεσμένων όντων που «εργάζονται» με όλη τους τη «λαϊκουριά» και με περισσό ζήλο για την ευτυχία των καταστροφέων τους. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και στη σημερινή ελλαδική πραγματικότητα: τα πιο αδηφάγα τέρατα της κρατικής μηχανής, όσο πιο αδηφάγα είναι –και μάλιστα με «σοσιαλ-αριστερό» μανδύα–  τόσο πιο φιλολαϊκά εμφανίζονται. Έτσι αποκοιμίζουν τον λαό με ψευδαισθήσεις παραμυθίας, οι οποίες τελικά αποβαίνουν ολέθριες για την ίδια την ύπαρξή του, βιοτική και πολιτισμική. Και είναι τότε που από δημιουργικός λαός γίνεται ένας ξέπνοος στυλοβάτης των πιο αντιδραστικών-σκοταδιστικών δυνάμεων: γίνεται ένα άβουλο κυβερνώμενο res, που γελοιοποιεί με την ίδια του τη συμπεριφορά τα πιο ευγενικά του συναισθήματα.

πηγή: hegel-platon.blogspot.gr

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ - Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ (ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ)

$
0
0
Friedrich Hölderlin
                     1770–1843
















 Άρτος και Οίνος:                        
Από τις σκιές στο φως
Προς την ποιητική ανάγνωση               

Στην παρούσα ανάρτηση αναγιγνώσκουμε την τέταρτη ακολουθία από το συνθετικό ποίημα του Χαίλντερλιν: Άρτος και ΟίνοςΤι αξία έχει μια τέτοια ανάγνωση; Την ίδια ακριβώς που έχει ο μεγάλος ποιητής εν γένει ως ποιητής και ο Χαίλντερλιν ειδικότερα ως τέτοιος ποιητής. Έχει, στ’ αλήθεια, την αξία της διάνοιξης –που μόνο η υψηλή ποίηση διασφαλίζει–  προς τις αρχέγονες πηγές της ανθρώπινης ύπαρξης. Όσο θνητήπεπερασμένη είναι, στην καθημερινή της βίωση, η ύπαρξή μας, τόσο αθάνατη, δηλαδή απέραντη, γίνεται στις προοπτικές και τον προορισμό της. Τέτοιες όμως προοπτικές δεν είναι ούτε άμεσα ορατές ούτε ευκολοδιάβατες: είναι δύσβατες, αν όχι άβατες. Προκύπτουν από τη συνάντηση με τον ποιητή. 
Η συνάντηση με τον Χαίλντερλιν προς ένα τέτοιο Δύσβατο μας οδηγεί: μακριά και πέρα από την εύπεπτη ποίηση ως χθαμαλή πολιτιστική διεκπεραίωση, ως επιβράβευση με πολλά κοσμητικά επίθετα της μιας ή της άλλης υποκειμενικότητας, που θέλει να ορίζει την υφιστάμενη πραγματικότητα του ποιείν [=δημιουργείν] και συνάμα να ορίζεται απ’ αυτή ως ο αδιαφιλονίκητος αυθέντης της. Μας οικειώνει με εκείνη τη δυναμική πνοή της ποίησης, που μεταμορφώνει το ποίημα από ένα εργαλειακό αντικείμενο σε ουσιακή πράξη ελευθερίας και εμάς τους αναγνώστες, καθότι διψώντες και πεινώντες, σε αναζητητές της ιδίας ημών αρχέγονης πηγής. 

Η αρχέγονη πηγή μας στο  ποίημα που ακολουθεί είναι η μακάρια Γη των Ελλήνων, η μακάρια Ελλάδα.Και τούτη όχι ως ένας κενός, σχηματικός λόγος, ως βάναυση προγονοπληξία αλλά ως ποιητικός τόπος μιας άλλης σκέψης, ως ένα ιστορικό συμβάν, που εισέρχεται στη ζωή μας ως μια αιφνίδια και άκρως προνομιακή στιγμή αποκάλυψης του Είναι μας: του Άρτου και το Οίνου μας: της ημέρας, του φωτός, και της νύχτας μας, του σκότους της ζωής.

Άρτος και Οίνος:                

Μακάρια Γη  των Ελλήνων! Κατοικία πάντων των Ουρανίων εσύ,
Είναι αλήθεια, λοιπόν, αυτό που κάποτε στη νιότη μας ακούσαμε;
Εορταστικό δώμα! Το δάπεδο είναι θάλασσα! Και τα βουνά  τραπέζια,
Αληθινά για μια γιορτή  μοναδική από παλιά φτιαγμένα!
Αλλά πού τώρα οι θρόνοι; Οι ναοί, και πού οι αμφορείς, 
Πού οι μεστοί από νέκταρ, πού  τα άσματα για των θεών την τέρψη;
Πού, πού λάμπουν άραγε , οι μεγαλεπήβολοι χρησμοί;
Καθεύδουν οι Δελφοίˑ και πού η μεγάλη μοίρα αντηχεί;
Πού είναι η γρήγορη; Πού ξεσπά γεμάτη πανταχού παρούσα ευδαιμονία,
Βροντώντας, από ευφρόσυνο αγέρα εκκινώντας, μπροστά στα μάτια μας;
Πατέρα Αθέρα! Έτσι αντιλάλησε και πέταξε από γλώσσα σε γλώσσα
Χίλιες φορές ο λόγος, κανείς δεν άντεχε μονάχος τη ζωή,
Μοιρασμένο με άλλους τέτοιο αγαθό δίνει χαρά και σαν ανταλλαχθεί, με ξένους,
Γίνεται αγαλλίαση, αυξάνει, καθώς κοιμάται, η δύναμη του λόγου:
Πατέρα! Χαρούμενα! και αντηχεί, όσο γίνεται πιο μακριά, το πανάρχαιο
Σημείο, απ’ τους γονείς κληρονομιά, το στόχο βρίσκοντας προς τα
κάτω εδώ και δημιουργώντας.
Έτσι επι-στρέφουν οι Επουράνιοι, συγκλονιστική βαθιά φτάνει έτσι
μέσα απ’ τις σκιές προς τα κάτω, ανάμεσα στους ανθρώπους, η μέρα τους.   

                         

                   Επί του ποιήματος        

1.      Ο ποιητής οραματίζεται την ευδαίμονα γη των Ελλήνων ως έναν τόπο [=εορταστικό δώμα με δάπεδο τη θάλασσα και τα βουνά τραπέζια], όπου όλα είναι φτιαγμένα για να συντελείται η πνευματική ευωχία, που είναι μοναδική πατρογονική στιγμή ευτυχίας: μοναδικό συμβάν αποκάλυψης του Είναι μας.

2.     Αλλά μια τέτοια ευωχία/ευτυχία δεν είναι συμβατή με τον δικό μας αργό ρυθμό, με τον ράθυμο βηματισμό του μαζικού πολιτισμού. Αυτή η ραθυμία εμποδίζει την έγκαιρη και εσωτερική συμμετοχή μας στην ως άνω ευωχία [=αλλά πού …μπροστά στα μάτια μας]: απώλεια της αποκαλυπτικής δυνατότητας του ανθρώπινου Dasein να βρεθεί στο φωτεινό μονοπάτι προς το Είναι [του]ˑ να βρεθεί πλησίον των θεών.

    3.     Αυτό το Πλησίον, μας λέει ο Χάιντεγκερ, είναι το ίδιον χαρακτηριστικό της Πατρίδας. Όταν είναι μακριά, όταν δηλαδή η φυγή των θεών είναι γεγονός, τότε περισφίγγει ανέκκλητα τη ζωή μας το σιδηρουργείο της επιτηδευμένης γλώσσας του ως άνω μαζικού πολιτισμού: στα ρείθρα της βιοπορείας μας λιμνάζουν τα στυγερά ύδατα του υπολογισμού, του σκοταδισμού, της καταθλιπτικής ερήμωσης.

  4.     Όλα τούτα είναι σήματα ακριβώς της απουσίας του Ιερού. Την υπέρβαση μιας τέτοιας απουσίας αναγγέλλει στη συνέχεια ο ποιητής. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να πορεύεται μονάχος στη ζωή του. Χρειάζεται την εύηχη γλώσσα των θεών, τα σήμαντρα των χρησμών, που μεταφράζουν τη βούληση των θεών για μια ανθρώπινη ζωή με νόημα και προ-οπτική, για ένα δεσμό με τον συμπαντικό ρυθμό της φύσης και του κόσμου [=του Είναι και του γίγνεσθαι], για μια οικείωση των ανθρώπων με τους ανθρώπους και με τους θεούς.

  5.     Το Πλησίον της φυγής των θεών (Χάιντεγκερ) έτσι τείνει να μας αποκαλύπτεται ως επι-στροφή τους (Ein-kehr) μέσα στη ζωή μας: οι άνθρωποι συνειδητοποιούν βαθμιαία πως είναι παρών ο λόγος των θεών, ο αυθεντικά δηλαδή ποιητικός λόγος ως ισόθεος λόγος, στην ερημωμένη  ύπαρξή τουςˑ και όσο το συνειδητοποιούν γίνονται οι ίδιοι δημιουργοί και γράφουν την ιστορία τους ως ιστορία μεγάλων-θείων έργων.

 6.     Πρόκειται καθαρά για την ποιητική διεργασία μεταστοχασμού, όπου το κάθε δημιούργημα καταφάσκεται ως δωρεά των θεών προς τους ανθρώπουςˑ τουτέστι ως μετασχηματιστική πράξη, σε επίπεδο κοινωνικής οντολογίας, του ίδιου του υπαρκτικού Είναι μας. Σ’ αυτά τα θεία έργα, για παράδειγμα, ανήκει και η ποίηση του Χαίλντερλιν, αλλά και όλα τα μεγαλουργήματα της ιστορίας, ας πούμε η αρχαία τραγωδία, η φιλοσοφία, τα έργα του Μπετόβεν κ.λπ.:  Ιδού η μέρα των θεών!

πηγή: hegel - platon.blogspot

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΒΡΑΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (ΕΩΣ ΚΑΙ 500.000 Π.Χ)

$
0
0
 
                                 Βραχογραφίες στο Παγγαίο

 Μπορεί να μας εντυπωσίασαν  οι  παλιές βραχογραφίες  που  βρέθηκαν  στα Πυρηναία (Ισπανία και Γαλλία), γιατί είχαν  ωραία σχέδια  και χρώματα. Υπολογίστηκε  ότι είναι τουλάχιστον  35.000  ετών.

       Όμως οι βραχογραφίες  που βρέθηκαν στην Ελλάδα  είναι κατά πολλούς  ερευνητές και επιστήμονες  εκατοντάδων χιλιάδων ετών. Μπορεί  να είναι πιο πρωτόγονες, πιο ασαφείς, αλλά  αυτό ακριβώς είναι εκείνο  που μαρτυρεί την παλαιότητά τους.  Οσο νεότερες είναι τόσο πιο μεγαλύτερη τελειότητα εμφανίζουν.

     Οι βραχογραφίες που ανακαλύφθηκαν  κατά καιρούς  στον Ελληνικό χώρο  αποτελούν αδιάψευστες  μαρτυρίες για τους γηγενείς κατοίκους αυτού του τόπου. Κι όσο πιο πρωτόγονες είναι  τόση μεγαλύτερη σημασία έχουν, τόσο  περισσότερο μας  οδηγούν στο  μακραίωνο  παρελθόν.



       
   Βραχογραφία   στο  Παγγαίο


Παγγαίο όρος, Κρυονέρι Καβάλας, 500.000 χρόνια  πριν. Το 1981 σε συνέδριο που έγινε στη Καβάλα οργανωμένο από την "Παύλιο" Εταιρεία Ιστορικών Μελετών και υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, για τις βραχογραφίες στο Κρυονέρι Καβάλας (καβαλάρηδες, τόξα, ακόντια, ήλιοι και γενικότερα στοιχεία της φύσης,)  συμμετείχε και ο ανθρωπολόγος καθηγητής της Ινδίας Σ.Μ. Μισρά, που κατά τη γνώμη του, μετά από έρευνα που έκανε στην περιοχή τις χρονολογεί στο 500.000 χρόνια π.Χ.

     Σύμφωνα  με την υπάρχουσα βιβλιογραφία για τις βραχογραφίες που βρίσκονται στο χωριό Κρυονέρι Καβάλας, στους πρόποδες του όρους Λεκάνη, απέναντι από το Παγγαίο, στο Φαράγγι του Αγγίτη, κοντά στο σπήλαιο Αλιστράτης Σερρών και στο βορειοδυτικό Παγγαίο, η χρονολογική τους ηλικία προσδιορίζεται από τα μέσα της 1ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι το 580.000 π.Χ.

     Συγκεκριμένα κατά τους Ρ. COLLART και CUCREY ( 1975) η ηλικία τους τοποθετείται στο μέσον της 1ης χιλιετίας.

     Ο γεωλόγος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης Λ. Χατζηλαζαρίδης σε ανακοινώσεις του τις συγκρίνει με τις αντίστοιχες βραχογραφίες της Ευρώπης στα σπήλαια Αλταμίρα της Ισπανίας, Λασκώ της Γαλλίας και βράχων της Σαχάρας, που εκείνες ξεπερνούν την ηλικία των 15.000 χρόνων και πιστεύει   ότι επειδή εκείνες έχουν χρώματα,  ενώ αυτές είναι σκαλίσματα επάνω σε βράχο, ότι είναι αρχαιότερες.

                      Ο πανάρχαιος ζωδιακός

     Στις  βραχογραφίες  του Παγγαίου  υπάρχει χάραξη του ζωδιακού κύκλου. Το Λιοντάρι   ένα από τα σχέδια που υπάρχουν  χαραγμένα πάνω στο βράχο σε ημικυκλική διάταξη και αποτελούν  έναν πανάρχαιο ζωδιακό. Αυτός ο ζωδιακός ξεκινάει από τους Διδύμους και φθάνει μέχρι τον Τοξότη και ίσως τον Αιγόκερω. Οι Δίδυμοι απεικονίζονται πάνω στον βράχο από δυο μεγαλόπρεπους πολεμιστές με ακόντια κι ασπίδες και σε ορθή γωνία ο ένας με τον άλλο. Μάλιστα του κάθετου πολεμιστή το ακόντιο τελειώνει σε αγκυλωτό σταυρό, γνωστό σύμβολο των Θρακών της περιοχής που συμβόλιζε τον Ήλιο (Απόλλωνα) κατά την αρχαιότητα. Για τους αρχαίους Έλληνες οι Δίδυμοι ήταν οι αδελφοί Κάστωρ και Πολυδεύκης.Ο Κάστωρ στην αρχαιότητα αναφερόταν και με το όνομα Απόλλων ή δωρικά Αππέλων κι o Πολυδεύκης ως Ηρακλής. Στους κλασικούς χρόνους συμβολιζόταν με δυο αστέρια πάνω από ένα πλοίο και για αιώνες εθεωρούντο οι προστάτες των ναυτικών. Αυτό ξεκίνησε από τη συμμετοχή των Διόσκουρων στην Αργοναυτική εκστρατεία. Κατά τη μυθολογία η Αργώ κινδυνεύει σε μια τρικυμία κι ο Ορφέας έπαιξε την λύρα. Ο Απόλλωνας άκουσε τη λύρα του κι η τρικυμία σταμάτησε όταν δυο αστέρια εμφανίστηκαν πάνω από τα κεφάλια των Διόσκουρων. Έτσι για αιώνες οι Διόσκουροι ήταν οι προστάτες των ναυτιλλομένων. Οι Έλληνες όμως και οι Ρωμαίοι επικαλούνταν τους Διόσκουρους και σε στιγμές πολέμου και πολλές φορές ορκίζονταν και σ'αυτούς, ίσως γιατί ο Κάστωρ (Απόλλων) φημιζόταν για την ιππευτική του ικανότητα και ο Πολυδεύκης για τη δύναμη των χεριών του. Τα αρχαιότερα, όμως, ίχνη της λατρείας των Διδύμων βρίσκονται στα μυστήρια της γειτονικής Σαμοθράκης που αναφέρονται ως μεγάλοι Θεοί, Εφέστιοι, Κουρήτες και ουράνιοι Δίδυμοι"....

****   Αστερισμοί, που βρέθηκαν λαξευμένοι πάνω σε βράχια σε διάφορες τοποθεσίες της Ελλάδος, προσελκύοντας πρωτίστως το ενδιαφέρον αρχαιολόγων και δευτερευόντως φιλάρχαιων, που ερεύνησαν γι’ αυτό το σκοπό ορεινές περιοχές, έρχονται να δώσουν τις πρώτες σχετικές πληροφορίες σε ένα ανερχόμενο επιστημονικό πεδίο, την Αρχαιοαστρονομία, έναν κλάδο, που, όπως υποδηλώνει και η ονομασία του, μελετά τις προεκτάσεις και την εφαρμογή της Αστρονομίας σε αρχαίους πολιτισμούς. Σαφώς σε πρώτη φάση απορεί κανείς για τις γνώσεις της Αστρονομίας σε μία εποχή, όπου τα τεχνικά μέσα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα.

     Ένα άλλο σχέδιο, που παρουσιάζει ενδιαφέρον από τις βραχογραφίες του Παγγαίου, είναι ένα σχέδιο   για υπερσύγχρονο διαστημικό όχημα με αποθήκη καυσίμων, ραντάρ, πίνακα ελέγχου, καμπίνα πλοήγησης και πλοηγό. Ένα σχέδιο που έρχεται να στηρίξει τη θεωρία  ότι οι φυλές αυτές των Θρακών (Αρίων) του Παγγαίου είχαν μνήμες από ένα πολιτισμό ανώτερο και εξελιγμένο. Ένα πολιτισμό που ενδεχομένως κάποτε να καταστράφηκε ή να εξαφανίστηκε για λόγους που δεν γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή. Εκείνο, όμως, που δεν μπορούμε να προσπεράσουμε είναι  οι βραχογραφίες   και τα θέματα των σχεδίων τους. Παρόμοια σχέδια έχουν βρεθεί στον αρχαίο πολιτισμό των Μάγια στο Τσιάπας του Μεξικού, όπου ο Ρώσος επιστημονικός συγγραφέας Κατάντσεφ πιστεύει ότι πρόκειται για την αναπαράσταση ενός διαστημικού οχήματος πλήρους με σύστημα αεροπλοήγησης, στροβιλοσυμπιεστή, πίνακα ελέγχου, δεξαμενές, θάλαμο καύσης, τουρμπίνα και εξάτμιση. Παρόμοιο αντικείμενο έχει βρεθεί στο Τοπρακκαλέ της ανατολικής Τουρκίας (χώρος που άλλοτε ζούσε η Αρεία φυλή στους πρόποδες του Αραράτ). Έχει μήκος 22cm, πλάτος 7,5 cm και ύψος 8 cm και ανήκει στη περίοδο της Ουρ (3000 π.Χ.). Είναι βέβαια φανερή η ομοιότητα αυτού του αντικειμένου μ'ένα σύγχρονο μονοθέσιο, διαστημικό όχημα παρόλο που λείπει το κεφάλι του πιλότου. Το αντικείμενο εκτείθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης....

 Καβάλα, Φίλιπποι,3.000 χρόνια.
                      
          Βραχογραφίες στους  Φιλίππους 
      


Κρυονέρι, ο ζωδιακός

 Oι βραχογραφίες των Φιλίππων, παραστάσεις ζώων, ανθρώπινες μορφές, όπλα, σκηνές κυνηγιού και διάφορα σχήματα,  οι πλουσιότερες και σημαντικότερες που συναντώνται στον ελλαδικό χώρο, αποτελούσαν μέσο έκφρασης και επικοινωνίας των θρακικών φύλων που κατοικούσαν στην περιοχή στο τέλος της εποχής του χαλκού με αρχή της εποχής του σιδήρου, και δεν είχαν συναντήσει ακόμα τη γραφή.
       Η παλαιότητα, ο αριθμός και η θεματική πολυπλοκότητα των βραχογραφιών της περιοχής έχουν κεντρίσει το διεθνές ενδιαφέρον. Kαθηγητές Aρχαιολογίας, ειδικευμένοι σε βραχογραφίες, από την Iταλία και την Πορτογαλία, μαζί με φοιτητές των τμημάτων τους,  επισκέπτονται   τους Φιλίππους και έχουν ξεκινήσει τη συστηματική καταγραφή και μελέτη των στιγμάτων που άφησαν στους βράχους οι κάτοικοι της περιοχής πριν από 3.000 χρόνια.



    
  Βραχογραφίες   στην Αλιστράτη,  Σέρρες (Αγγίτης ποταμός).


    Στο σπήλαιο Αλιστράτης Σερρών στο περίφημο Φαράγγι του ποταμού Αγγίτη   έχουν βρεθεί πολύ σημαντικές  βραχογραφίες με μεγάλη ποικιλία σχεδίων και θεμάτων σχετικών με τις δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής. Οι βραχογραφίες χρονολογούνται στον 5ο και 6ο αι. μ.Χ. Παριστάνουν  ζώα (ελάφια, καμήλες, ιππείς που κρατούν τα ηνία των αλόγων και ακόντια), αλλά και αφηρημένα σχέδια.

Στο Γονικό

     Σε ένα Πομάκικο χωριό του Έβρου,   μετά από το Δέρειο και τη Ρούσσα, το Γονικό, καθοδόν προς το ύψωμα Χίλια, υπάρχουν δυο  βραχογραφίες του 1100 π.Χ., που επιβεβαιώνουν με τις εγχαράξεις τους την παράδοση που θέλει τον Ορφέα να έζησε στην ίδια περιοχή.

     Ανάμεσά τους δεκαπέντε  εγχάρακτα σχέδια,  σκηνές χορού και σκηνές προσευχής καθώς επίσης τα προσφιλή στο Θράκα μύστη πουλιά, αλλά και πολλά άλλα, όπως τα μεγάλα φαλλικά μόρια, απαρτίζουν τον τεράστιο αυτό ζωγραφικό πίνακα, με διαστάσεις πέντε επί πέντε μέτρα. Η πιο εντυπωσιακή εικόνα σε τρεις τουλάχιστον σκηνές, είναι αυτή του σταυρού. Το σημαντικό είναι ότι όλα αυτά  γίνονται 1.500 χρόνια   πριν την υιοθεσία του, από τη Χριστιανική θρησκεία. 

     Οι εν λόγω επιφανειακές – δίπλα στο δρόμο - βραχογραφίες ανακαλύφθηκαν από τον αρχαιολόγο Διαμαντή Τριαντάφυλλο πριν τρεις δεκαετίες, όμως οι Πομάκοι  τις βλέπουν μπροστά τους, εδώ και τρεις χιλιετίες.

Στο σπήλαιο  του Αρχανθρώπου, στα Πετράλωνα Χαλκιδικής  υπάρχουν πολλά τέτοια ευρήματα.

Στην  Εδεσσα  βραχογραφίες και ευρήματα από τα σπήλαια και τον περιβάλλοντα χώρο τους (λίθινα εργαλεία, ακμές, βέλη κλπ.), οδηγούν στην υπόθεση ότι πρώτοι κάτοικοι των Λουτρών, μόνιμοι ή εποχικοί, ήταν οι κάτοικοι των σπηλαίων (τέλος νεολιθικής εποχής – εποχή χαλκού), ενώ η ανακάλυψη οστράκων (θραύσματα κεραμικής) μέσα στα σπηλαιοκαταφύγια μαρτυρούν την κατοίκησή τους από κτηνοτρόφους, κάποια παρελθούσα χρονική περίοδο.

Στην Καστοριά, Δισπηλιό, από  το Γιώργο Χουρμουζιάδη  βρέθηκε  επιγραφή - χάρτης επί πέτρας, 7.200 ετών, Πελασγικής  προέλευσης  που οδηγεί σε  ανατροπή  του   Φοινικισμού.

Σπήλαιο της Καστρίτσας Ιωαννίνων. Την παρουσία του παλαιολιθικού ανθρώπου μαρτυρούν τα λίθινα εργαλεία, που βρέθηκαν στις ανασκαφές που έγιναν στο σπήλαιο της Καστρίτσας. Άλλα ευρήματα από την ίδια θέση και τη θέση Κλειδί στην κοιλάδα του Βοϊδομάτη, βεβαιώνουν τη συνέχιση της κατοίκησης και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (33.000-8.000π.Χ.). 

Στη Μάνη, Σπήλαιο Αλεπότρυπα Δυρού. Ασημένια κοσμήματα, χάλκινα εγχειρίδια, αλλά και βραχογραφίες και πιθανά σημάδια γραφής της νεολιθικής εποχής περιλαμβάνονται ανάμεσα στα πλούσια ευρήματα των συνεχιζόμενων ανασκαφών.

     Τα πολυπληθή ευρήματα του Νεολιθικού Μουσείου Δυρού  μιλούν για τη  ζωή, τις δραστηριότητες και το υψηλό πνευματικό επίπεδο του ανθρώπου που έζησε εκεί οργανωμένος σε κοινότητα κατά την διάρκεια της 5ης και 4ης χιλιετίας π.Χ.

    Η νεολιθική κοινότητα στο Δυρό αναπτύχθηκε κατά το διάστημα του 5.000 – 3200 π.Χ. (νεότερη και τελική νεολιθική περίοδος).

     Η ζωή της κοινότητας διεκόπηκε  όπως φαίνεται  απότομα γύρω στα 3200 π.Χ. από έναν ισχυρό σεισμό, ο οποίος προκάλεσε κατάρρευση βράχων με αποτέλεσμα να φράξει η είσοδος του σπηλαίου. Οι εγκλωβισμένοι στο σπήλαιο  άνθρωποι πέθαναν από πείνα (όπως μαρτυρούν οι άταφοι σκελετοί), ενώ όσοι βρέθηκαν στο ύπαιθρο, εγκατέλειψαν την περιοχή γιατί στερήθηκαν το πόσιμο νερό που υπήρχε στην λίμνη της Αλεπότρυπας.

Καλαμάκια Μάνης. Ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα σπήλαια είναι αυτό που ανοίγεται στην τοποθεσία «Καλαμάκια», ακριβώς στην είσοδο του όρμου του Οιτύλου.  Το σπήλαιο κατοικήθηκε κατά τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο και πιο συγκεκριμένα πριν από 100.000 ως πριν από 40.000 χρόνια περίπου. Εκείνη την περίοδο η  θαλάσσια στάθμη βρισκόταν πολλές δεκάδες μέτρα χαμηλότερα και η ακτή πολύ πιο μακριά από τη σημερινή.

Απήδημα Μάνης. Δύο ανθρώπινα κρανία "ηλικίας" 300.000 ετών - Ο αρχάνθρωπος της Μάνης αποσιωπάται από την επίσημη Ανθρωπολογική επιστήμη. 

    Η ανακάλυψη  των δύο ανθρώπινων κρανίων στο σπήλαιο  αυτό  αποτελεί μία σημαντική τομή στα μέχρι σήμερα στοιχεία της ανθρωπολογικής ιστορίας, που παρόλα αυτά παραμένει προκλητικά θαμμένη κάτω από τις σκόνες των επίπονων εργασιών, όλων εκείνων που υλοποιούν την έρευνα. Τα κρανία ανήκουν στην προγονική μορφή του Homo Neanderthalensis και η ηλικία τους προσεγγίζει τα 300 χιλιάδες χρόνια.

Στην Εύβοια. Στο  σπήλαιο Σκοτεινή στο χωριό Θαρρούνια κοντά στο Αλιβέρι, έγινε  μία σημαντική ανασκαφή, που διήρκεσε 6 χρόνια. Πρόκειται για ένα ορεινό σπήλαιο, στο οποίο βρέθηκαν πολλά ευρήματα της Νεώτερης Νεολιθικής από το 5.300 μέχρι το 330 π.Χ. Μάλιστα κοντά στο σπήλαιο ανασκάφηκε  και ένας οικισμός και ένα μικρό νεκροταφείο.

            
       Αλεπότρυπα  Μάνης                       Φολέγανδρος




     Δισπηλιό


Στην Ανδρο, Στρόφιλα, παράσταση πλοιαρίων 4.500-3.300  π.Χ. Προς το παρόν, οι  βραχογραφίες  του νεολιθικού οικισμού Στρόφιλας της Άνδρου που αποκάλυψε η αρχαιολόγος κ. Xριστίνα Tελεβάντου, κρατούν  σκήπτρο της μοναδικότητας στον ελληνικό χώρο.  

     Στην είσοδο της πύλης  του οικισμού υπάρχει χαραγμένο ένα πλοίο μήκους 30 εκατοστών. Αλλά και άλλα καραβάκια υπάρχουν κατά μήκος του τείχους.   Σε μια δεύτερη βραχογραφία που εντοπίστηκε, κάτω στη ρίζα του τείχους και σε απόσταση 1 μέτρου από αυτό, απεικονίζεται μια σύνθεση με 17 ζώα, ένα γουρουνάκι, διάφορα αιλουροειδή, ελάφια, ημικυκλικά παρουσιασμένα σε δυο σειρές αντικρυστά. Δεν είναι μεγάλα, όπως τα πλοία. Δεν υπερβαίνουν τα 5 εκατοστά το καθένα.  

Στη Νάξο  υπάρχουν  βραχογραφίες της Πρωτοκυκλαδικής II στην Kορφή τ' Aρωνιού. 
Στη Φολέγανδρο υπάρχουν βραχογραφίες.
Στη  Θάσο  βραχογραφίες  ανακαλύφθηκαν στο Καστρί.
Στην Κρήτη, χωριό  Ασφέντο. Η Κρήτη  θεωρείται ότι κατοικήθηκε στο 8.000 π.Χ. ή και λίγο παλαιότερα, εποχή που χρονολογούνται οι βραχογραφίες  που ανακαλύφθηκαν σε σπήλαιο κοντά στο χωριό Ασφέντου Σφακίων και θεωρούνται οι πρώτες γνωστές βραχογραφίες  στο νησί. 

       

***   Κοντά στο σπήλαιο Φράχθι   της Κοιλάδας Ερμιονίδας   υπάρχει  μια βραχογραφία με ένα αιγυπτικό πρόσωπο.  


                        Στις  άλλες χώρες

Μεμονωμένα ευρήματα, γραμμικά σχέδια χαραγμένα σε οστά ελέφαντα, βρέθηκαν  στο  Bilzingsleben της Γερμανίας, όπου έζησε άνθρωπος του τύπου Homo erectus, ανάγουν τις πρώτες εκφράσεις τέχνης πιθανά στην Κατώτερη Παλαιολιθική (600.000-100.000 π.Χ.), όπως και στην Ελλάδα.

     Στην Ευρώπη διατηρήθηκαν  βραχογραφίες  σε  πολυάριθμα σπήλαια των Πυρηναίων, τόσο στη Γαλλία (Lascaux, Niaux, Perle Meche, Chauvet, Cosquer, Les Trois Freres) όσο και στην Ισπανία (Altamira, Tito Bustillo, Covalanas).

    Ως  παλιότερες από τις μέχρι στιγμής γνωστές   εξελιγμένες  βραχογραφίες αναφέρονται αυτές  στο σπήλαιο Chauvet και χρονολογούνται 32.500 χρόνια πριν από σήμερα. Μαμούθ, βίσονες, ταύροι, άγρια άλογα, ελάφια, αλλά, σπανιότερα, και μεγάλα ψάρια, φώκιες και πιγκουίνοι συνθέτουν μαζί με ανθρώπινες φιγούρες σκηνές κυνηγιού με μοναδική ζωντάνια. Οι μορφές είναι χαραγμένες, ανάγλυφες και ζωγραφισμένες στα τοιχώματα των σπηλαίων. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι γαιώδη: κόκκινη ώχρα από αιματίτη, μαύρο από καμένα ξύλα ή κόκαλα ζώων, και τέλος κίτρινο και καφέ από λιμονίτη ή από μίγμα αιματίτη και οξειδίου του μαγγανίου. Η θέση των βραχογραφιών, κατά κανόνα στους σκοτεινούς θαλάμους των σπηλαίων, καθώς και η θεματογραφία τους, οδηγούν στη σύνδεση της τέχνης αυτής με τη διεξαγωγή κάποιων τελετών.

  
Γαλλία, Αβινιόν            Γαλλία,  Cosquer



 
 Γαλλία,  Λασκό              Γαλλία,  Σωβέ


35.000  χρόνια. Στο σπήλαιο Φουμάνε, στη Βερόνα της Ιταλίας, βρέθηκαν βραχογραφίες 35.000 ετών.

21.000 χρόνια.  ΒΑ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ παλαιολιθικά χαράγματα.

20.000 χρόνια. ΙΣΠΑΝΙΑ Ελ Πέντο βραχογραφίες

17.000 χρόνων είναι οι βραχογραφίες  του σπηλαίου  Λασκώ Δυτικής Γαλλίας.  Εκεί οι αρχαιολόγοι βρέθηκαν σε αίθουσες   με τα τοιχώματά τους διακοσμημένα με παραστάσεις με βίσονες και λεοπαρδάλεις και ρινόκερους που καλπάζουν. Χρονολογούνται περίπου στα 17.000-20.000 χρόνια.  Επίσης εντοπίστηκε Ελληνική Γραμμική Γραφή  Β.

15.000   ΑΡΜΕΝΙΑ.  Βραχογραφίες του σκύλου Γκάμπρ.  Κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς εξημερώθηκε ο Γκάμπρ. Είναι όμως εξακριβωμένο ότι ο πρόγονος του σύγχρονου Γκάμπρ έχει ιστορία τουλάχιστον τριών χιλιάδων ετών. Βραχογραφίες που  βρέθηκαν στην Αρμενία και που τοποθετούνται χρονικά στο 15.000 έως το 12.000 π.Χ. αναπαριστούν μια μεγάλη ποικιλία σκύλων και αποτελούν σήμερα την αδιαμφισβήτητη απόδειξη της παρουσίας και εξέλιξης του Γκάμπρ στην Αρμενία.

13.000 χρόνων. Οι  σπηλαιογραφίες της Αλταμίρα στη βορειοδυτική Ισπανία.  

12.000  ΓΑΛΛΙΑ Λα Μαρς. Βραχογραφίες.

5.000 ΣΟΜΑΛΙΑ. Οι ανακαλύψεις έγιναν στη Σομαλιλάνδη (Somaliland), γνωστή και ως "ανύπαρκτη χώρα", αφού μετά τη διακήρυξη ανεξαρτησίας της από τη Σομαλία, το 1991, δεν αναγνωρίστηκε από το σύνολο της Διεθνούς Κοινότητας. Αυτή  περικλείει τμήμα της ερήμου που βρίσκεται στο Κέρας της Αφρικής και έχει έκταση 137.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Στην αρχαιότητα η περιοχή ήταν κατάφυτη και εύφορη και η βασίλισσα της Αιγύπτου Χατσεπσούτ (18η Δυναστεία) την είχε προσαρτήσει στην επικράτειά της.

 Η ανατροπή έγινε όταν μια ομάδα Γάλλων αρχαιολόγων ανακάλυψε εκατόν πενήντα  βραχογραφίες στην περιοχή Λας Τζιλ. Οι εικόνες -διατηρημένες σε άριστη κατάσταση- είναι εξίσου εντυπωσιακές μ'εκείνες που βρέθηκαν στο σπήλαιο Λασκό της Γαλλίας. Τα θέματά τους εντούτοις διαφέρουν από εκείνα που συναντάμε σε προϊστορικές βραχογραφίες που βρέθηκαν στην κοντινή Αιθιοπία.

           
           Ισπανία,   Ελ  Πέντο                               Ισπανία,   Αλταμίρα

3.000 Νότια  Αφρική.  Νέες μετρήσεις των βραχογραφιών στην Ukhahlamba-Drakensberg της Νοτίου Αφρικής με την τελευταία μέθοδο χρονολόγησης (radio-carbon) έδειξε ηλικία 3.000 ετών ανατρέποντας την προηγούμενη έρευνα των βραχογραφιών που είχε γίνει από το βρετανικό πανεπιστήμιο του Newcastle σύμφωνα με την οποία η ηλικία των βραχογραφιών ήταν 1.000 ετών.

    Πρόκειται για παραπάνω από 40.000 βραχογραφίες που πρωτο-ανακαλύφθηκαν από ευρωπαίους πριν από 150 χρόνια, και έγιναν από μία φυλή που κατοίκησε την περιοχή πριν από 8.000 χρόνια περίπου.  
   
     Τα χρώματα των βραχογραφιών είναι κυρίως άσπρο, μαύρο και πορτοκαλί και αναπαριστούν κυρίως ζώα και ανθρώπινες δραστηριότητες.

Οι Λάπωνες, "Σάμις"όπως προτιμούν να λέγονται, είναι κοντοί, με πλατιά πρόσωπα και λευκοκίτρινη όψη. Η γλώσσα τους έχει πολλές κλίσεις και πτώσεις και μοιάζει με την Φινλανδική. Ασχολούνται με τη μαγεία και τη μαντική κι είναι πολύ επιτήδειοι στο σκάλισμα κεράτων από ταράνδους ή κατασκευασμάτων από δέρματα. 

Μια πολύ αξιόλογη μικρή και γνωστή πόλη είναι το Φίνμαρκ που έχει γύρω στις 2.000   βραχογραφίες.  Εκείνο που θαυμάζει κανένας περισσότερο σ’ αυτές είναι η ζωντάνια τους. Παραστάσεις ανθρώπων, ζώων, πουλιών, πλοίων προβάλλουν μπροστά σου και δεν μπορείς να πιστέψεις πως έρχονται από τα βάθη των αιώνων, κουβαλώντας μαζί τους δείγματα πολιτισμού της μακρινής εκείνης εποχής.

    Σήμερα Βραχογραφίες δημιουργούν οι Βουσμάνοι  της Νότιας Αφρικής που χρησιμοποιούν στα έργα τους κόκκινα, κίτρινα και καστανά χρώματα. Τα έργα τους είναι ζωντανά, εκφραστικά και πολυποίκιλα με θέματα παρμένα από σκηνές κυνηγιού και πάλης, χορούς, μαγικές ιεροτελεστίες και μάχες με Κάφρους βοσκούς.

πηγή: koutouzis.gr


ΠΡΟΚΛΟΣ - ΟΙ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΕΙΣ ΨΥΧΩΝ (ΚΑΘΟΔΟΙ ΨΥΧΩΝ) ΚΑΙ ΠΟΙΕΣ ΨΥΧΕΣ ΠΕΦΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΛΟΓΙΑ

$
0
0


Ας γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής η θεμελιώδης διάκριση των αναφορών "κατ'ουσίαν"και "κατά σχέση"των όντων. Η ανθρώπινη ψυχή δεν εισέρχεται ποτέ σε σώμα ζώου όταν λέμε ότι βιώνει "κατά σχέση"την θηριώδη ζωή. Κάτι τέτοιο θα εννοούνταν αν λέγαμε ότι "κατ'ουσίαν"συμβαίνει αυτό, το οποίο δεν ισχύει. 

Στην Πλατωνική «Πολιτεία, 620.a.3 – .d.5» βλέπουμε τον Ηρ,  στο 10ο βιβλίο,  να μας λέγει ότι στο τρίστρατο είδε «μια ψυχή, που κάποτε ήταν του Ορφέα, να διαλέγει τη ζωή του κύκνου, γιατί δεν ήθελε να ξανά γεννηθεί από γυναίκα, εξ αιτίας του μίσους που είχε κατά των γυναικών επειδή τον σκότωσαν. Είδε την ψυχή του θαμύρου να διαλέγει τη ζωή ενός αηδονιού, είδε και έναν κύκνο να αλλάζει τη ζωή του με ανθρώπινη, καθώς και άλλα μουσικά ζώα. Η εικοστή στην σειρά ψυχή διάλεξε τη ζωή λιονταριού. Αυτή ήταν η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα, που απέφυγε να γίνει άνθρωπος, γιατί θυμόταν την κρίση των όπλων. Ύστερα από αυτή ήλθε η ψυχή του Αγαμέμνονα. Και αυτή από το μίσος της κατά του ανθρώπινου γένους για τα όσα έπαθε, άλλαξε την ανθρώπινη ζωή με τη ζωή του αετού. Στην μέση είχε κληρώσει η ψυχή της Αταλάντης, που άμα είδε μεγάλες τιμές ενός ανθρώπου αθλητού, δεν μπόρεσε να προσπεράσει αδιάφορη, και τις πήρε. 

Ύστερα από αυτή είδε την ψυχή του Επειού, γιού του Πανοπέως, να παίρνει τη φύση μίας άξιας τεχνίτριας γυναίκας. Πολύ μακριά ανάμεσα στις τελευταίες είδε την ψυχή του γελωτοποιού Θερσίτου να ενδύεται την ζωή ενός πιθήκου. Κατά τύχη πέρασε και η ψυχή του Οδυσσέως, που της είχε πέσει ο τελευταίος κλήρος για να εκλέξει, και από την ανάμνηση των βασάνων που πέρασε στη γη, είχε περιορίσει υπερβολικά τη φιλοτιμία (φιλοδοξία) της, και για αυτό γύριζε για πολύ ώρα και ζητούσε να βρει ζωή ενός ανθρώπου απράγμονος και ιδιώτη, και μόλις και μετά βίας την βρήκε κάπου περιφρονημένη από όλες τις άλλες ψυχές. Άμα την είδε φώναξε πως θα έκανε την ίδια επιλογή, και αν ακόμα είχε τον πρώτο κλήρο, και την πήρε  με όλη της την ευχαρίστηση. Και από τα άλλα θηρία το ίδιο, άλλαζα τη ζωή τους με ανθρώπινη ή και μεταξύ τους, τα άδικα έπαιρναν τη ζωή των άγριων, ενώ τα δίκαια έπαιρναν τη ζωή των ήμερων ζώων, και γενικά γινόταν μεταξύ τους κάθε είδους ανάμιξη. 

 ἰδεῖν μὲν γὰρ ψυχὴν ἔφη τήν ποτε Ὀρφέως γενομένην κύκνου βίον αἱρουμένην, μίσει τοῦ γυναικείου γένους διὰ τὸν ὑπ᾽ ἐκείνων θάνατον οὐκ ἐθέλουσαν ἐν γυναικὶ γεννηθεῖσαν γενέσθαι· ἰδεῖν δὲ τὴν Θαμύρου   ἀηδόνος ἑλομένην· ἰδεῖν δὲ καὶ κύκνον μεταβάλλοντα εἰς ἀνθρωπίνου βίου αἵρεσιν, καὶ ἄλλα ζῷα μουσικὰ ὡσαύτως. εἰκοστὴν δὲ λαχοῦσαν ψυχὴν ἑλέσθαι λέοντος βίον· εἶναι δὲ τὴν Αἴαντος τοῦ Τελαμωνίου, φεύγουσαν ἄνθρωπον γενέσθαι, μεμνημένην τῆς τῶν ὅπλων κρίσεως. τὴν δ᾽ ἐπὶ τούτῳ Ἀγαμέμνονος· ἔχθρᾳ δὲ καὶ ταύτην τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ τὰ πάθη ἀετοῦ διαλλάξαι βίον. ἐν μέσοις δὲ λαχοῦσαν τὴν Ἀταλάντης ψυχήν, κατιδοῦσαν μεγάλας τιμὰς ἀθλητοῦ ἀνδρός, οὐ δύνασθαι παρελθεῖν, ἀλλὰ λαβεῖν. μετὰ δὲ ταύτην ἰδεῖν τὴν Ἐπειοῦ τοῦ Πανοπέως εἰς τεχνικῆς γυναικὸς ἰοῦσαν φύσιν· πόρρω δ᾽ ἐν ὑστάτοις ἰδεῖν τὴν τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου πίθηκον ἐνδυομένην. κατὰ τύχην δὲ τὴν Ὀδυσσέως λαχοῦσαν πασῶν ὑστάτην αἱρησομένην ἰέναι, μνήμῃ δὲ τῶν προτέρων πόνων φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν ζητεῖν περιιοῦσαν χρόνον πολὺν βίον ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος, καὶ μόγις εὑρεῖν κείμενόν που καὶ παρημελημένον ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ εἰπεῖν ἰδοῦσαν ὅτι τὰ αὐτὰ ἂν ἔπραξεν καὶ πρώτη λαχοῦσα, καὶ ἁσμένην ἑλέσθαι. καὶ ἐκ τῶν ἄλλων δὴ θηρίων ὡσαύτως εἰς ἀνθρώπους ἰέναι καὶ εἰς ἄλληλα, τὰ μὲν ἄδικα εἰς τὰ ἄγρια, τὰ δὲ δίκαια εἰς τὰ ἥμερα μεταβάλλοντα, καὶ πάσας μείξεις μείγνυσθαι».

Το παραπάνω απόσπασμα του πλατωνικού κειμένου της «Πολιτείας» είναι ένα από εκείνα τα χωρία που έχουν παραποιηθεί σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα όχι απλά την μη κατανόησή του αλλά και δημιουργία εσφαλμένων συμπερασμάτων.

Δεν θα σταθούμε στην πραγματική εξήγηση και κατανόησή του στο σύνολό του αυτού χωρίου, άλλωστε θα απαιτούνταν πολύ μεγαλύτερη ανάλυση από μέρους μας, παρά μονάχα στο σημαντικότερο σημείο της εσφαλμένη εντυπώσεως ότι οι ανθρώπινες ψυχές ενσαρκώνονται και σε ζώα! Κάτι που είναι παντελώς εσφαλμένο!!

Ας δούμε όμως πως έχουν τα πράγματα, ποια είναι η πραγματική εξήγηση του επίμαχου χωρίου της πλατωνικής «Πολιτείας».

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 309.30 – 316.29», σύμφωνα με την απόφανση του Πλάτωνα, η ψυχή μεταβαίνει σε άλογα ζώα λόγω της ομοιότητας της ζωής, αλλά «οὐκ ἐνοικίζεσθαι τοῖς σώμασιν αὐτῶν» (οι φυσικές συγκροτήσεις τους αντιτίθενται σε μία τέτοια κατάταξη), παρά βρίσκεται εκεί στην βάση ενός συσχετισμού μόνο προς τη ζωή της ψυχής των ζώων εκείνων, εμψυχώνοντας το σώμα που της ταιριάζει, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον την ανθρώπινη ψυχή.

Επίσης κάθε είδους ψυχή συνδέεται με το σώμα κατά τον άμεσο τρόπο που επηρεάζεται καθεμία και ο οποίος συμπαρασύρει το περίβλημα της ψυχής προς τη δική του ζωή και ορμή. Αυτό το βεβαίωσε ικανοποιητικά και ο μέγας Πλωτίνος. Έχουμε λοιπόν στοιχεία και από το ένα και από το άλλο, και αυτού του είδους είναι ο δεσμός που μας συνδέει με τα άλογα ζώα, και είναι μεν ένας τρόπος του πάσχειν, με φυσική συνάφεια, όμως προς εκείνα με τα οποία συνδεόμαστε (διότι και προκειμένου για τα ζώα επικρατεί άλλος κάθε φορά τρόπος, και το ίδιο προκειμένου για τους ανθρώπους. Αυτό που επικράτησε σε εμάς συνδέει με αυτό που επικρατεί σε εκείνα), και επίσης με τον τρόπο αυτό γίνεται η σύνδεση τους και διαμορφώνεται σύμφωνα με μια μορφή ζωής «εν σχέσει». 

Διότι η ψυχή μας υπάρχει μέσα μας προφανώς «εν κατατάξει», και το ίδιο στα άλογα ζώα η ψυχή που υπάρχει σε αυτά. Και η ψυχή που υπάρχει σε εμάς συνδέεται «εν σχέσει» με την ψυχή που υπάρχει στα άλογα ζώα και εμψυχώνει το άλογο πλάσμα ερχόμενη από έξω, κατά τρόπο συσχετικό. Πραγματικά, η ψυχή εισέρχεται επίσης και σε δαίμονες και στους θεούς και μπορεί να γίνει όχι δαίμων καθαυτό ούτε θεός καθαυτό, αλλά δαίμων και θεός κατά σχέση, όπου δεν υπάρχει ύπαρξη (ουσία) πρέπουσα σε δαίμονες και θεούς. Διότι φαίνεται, κατά τις πορείες της και προς τα πάνω και προς τα κάτω, να γίνεται τα πάντα κατά τρόπο συσχετικό, και τα πριν από αυτή και τα μετά από αυτή, και συμφύεται με τα πάντα. Διότι πραγματικά σύμφωνα με τον Σωκράτη της πλατωνικής «Πολιτείας, 618.b» «δεν υπάρχει τάξη της ψυχής» μέσα στα είδη της ζωής, αλλά αυτή μετακινείται και προς τις κατευθύνσεις, και μέχρι τ’αγαθό και μέχρι τον Τάρταρο, και γίνεται δαιμόνια και θεϊκή αφενός λόγω του νου και αυτού που βρίσκεται πάνω από τον νου, και αφετέρου εξαιτίας της άλογης επιθυμίας και γνώσης γίνεται ένα διαφορετικό κάθε φορά άλογο ζώο.

Το ότι και ο Πλάτων δεν εγκαθιστά την ψυχή μας μέσα στα σώματα των άλογων ζώων αλλά σε αυτά που ήδη υπάρχουν ως άλλα ζωντανά πλάσματα το δηλώνει και στο σημείο αυτό λέγοντας ότι η ψυχή εισχώρησε μέσα σε κύκνο, η άλλη σε αηδόνι, η άλλη σε αετό, η άλλη σε λιοντάρι, ενώ η άλλη ενδύθηκε τη μορφή πιθήκου εντελώς γελοίου, χωρίς ωστόσο να ενδύεται σώματα των ζώων αυτών (διότι τα «κύκνος», «λιοντάρι» ή «πίθηκος» δεν δηλώνουν σώματα, αλλά ούτε για το σύνθετο από ψυχή και σώμα πρέπει να κάνουμε λόγο). Το δηλώνει επίσης στην περίπτωση του άντρα που μετακινείται σε είδος ζωής γυναίκας, όπου δεν λέει ότι κατευθύνεται σε γυναίκα, υπό την έννοια ότι η ψυχή αυτή δημιούργησε τούτη την εμψύχωση κατά σχέση, όπως οι άλλες ψυχές προηγουμένως, αλλά «στην φύση γυναίκας εργάτριας». Και είναι σαφές ότι η φύση είναι η έσχατη ζωή του σώματος. Σε αυτή λοιπόν τη φύση έρχεται, τη δημιουργημένη από το σύμπαν, και ενδύεται όχι ζωντανό πλάσμα (διότι αυτή είναι που το κάνει ζωντανό πλάσμα αλλά σώμα φυσικό).

Συνοψίζοντας λοιπόν λέμε ότι η ψυχή είναι δυνατόν να εισχωρήσει και σε άλογα ζώα και από τα άλογα ζώα στον άνθρωπο, καθώς δεν πραγματοποιεί τη μετάβαση αυτή κάθε ψυχή μέσα σε άλογο ζώο αλλά μόνο ανθρώπινη ψυχή. Υπό την έννοια αυτή και ο Σωκράτης του πλατωνικού «Φαίδρου, 249.b» προσδιόρισε σαφέστατα ότι «από ένα θηρίο που κάποτε ήταν άνθρωπος η ψυχή πέρασε πάλι σε άνθρωπο». Δεδομένου λοιπόν ότι υπάρχουν δύο μορφές εμψύχωσης του άλογου ζώου, η μία υπό την έννοια της κατάταξης και η άλλη κατά σχέση, μόνο η ψυχή που εμψυχώνει το άλογο ζώο κατά σχέση μεταβαίνει σε άνθρωπο και γίνεται πάλι άνθρωπος. Και ότι οι παρακάμψεις που πραγματοποιούν οι ψυχές δεν συνδέονται με εκείνες που ήρθαν πρόσφατα από τον ουρανό. «υπάρχει νόμος να μην εμφυτευτεί» η ψυχή «σε φύση θηρίου κατά την πρώτη γένεση», σύμφωνα με τον Σωκράτη του πλατωνικού «Φαίδρου, 248.d», και μόνο η ψυχή που κάνει λάθος έρχεται διαδοχικά σε ένα τέτοιο τρόπο εμψύχωσης. Πραγματικά , δεν επιτρέπεται να συνδέσει αμέσως τη νοητική ζωή με τη ζωή που ταιριάζει σε θηρίο, αλλά με την μεσολάβηση μόνο της ζωής που χρησιμοποιεί μια λογική ανώτερη ή κατώτερη, η οποία.

Βέβαια ότι όλα αυτά που λέει ο Πλάτων είναι γεμάτα από παραδοξότητα για εκείνους που τα προσεγγίζουν με απερισκεψία. Το ότι δηλ. εγκαθιστά τις ψυχές των θεϊκών και των ηρωικών αντρών μέσα σε άλογα ζώα δεν παραλείπει καμία υπερβολή σε σχέση με την εσφαλμένη εντύπωση των εν λόγω ζητημάτων. Ωστόσο όμως ο Πλάτων δεν σκέφτεται για τα ζητήματα με τον τρόπο που τα αποδίδει ο μύθος. Άλλωστε και αυτά που λέει ο Σωκράτης στην «Απολογία, 41.a» φανερώνουν ότι εκτιμά ιδιαίτερα το ότι στον Άδη θα βρεθεί μαζί με ανθρώπους όπως ο Ορφέας, ο Μουσαίος και ο Αίας. Διότι γνώριζε ότι και τα Ελευσίνια μυστήρια υμνούν εκείνον που αποκάλυψε τις αγιότατες τελετές.

Πώς είναι, άλλωστε, λογικό τη στιγμή που τέτοιες σκέψεις έχει για τους ανθρώπους αυτούς, να ρίχνει καταπάνω τους τόσα τραγικά στοιχεία ή να δίνει πίστη στον Ηρ που έχει τέτοιες σκέψεις για την τύχη τους αντίθετα προς το τέλος τους; Πως θα μπορούσε όμως κάποιος να διασχίσει ένα τόσο μεγάλο πέλαγος μυθοπλασιών;

Οι κύκνοι και τα αηδόνια έρχονται από το μέρος των ψυχών οι οποίες κατέχονται από τις Μούσες, ενώ οι αετοί και οι λέοντες από τις ψυχές των ηρώων. Και όλα αυτά στο έργο όπου κραυγάζει εναντίον των ποιητών οι οποίοι παρουσίασαν τους ήρωες να μην είναι καθόλου υπέρτεροι από τους κοινούς ανθρώπους αλλά να εμπλέκονται στα ίδια πάθη. Και ύστερα αυτός που τα στρεφόμενα περί το σώμα πάθη των ηρωικών ψυχών τα εξοβελίζει πέρα από το σώμα, εγκαθιστά εξαιτίας των παθών τις ψυχές μέσα στα άλογα ζώα;

Για να φανούμε λοιπόν ευγενείς και με τον μύθο και να κατανοήσουμε ορθά αυτά που θέλει να πλάσει, αλλά και για να απαλλάξουμε τον Πλάτωνα από τους βλάσφημους λόγους που από μη κατανόηση νομίζουν πολύ ότι λέει εις βάρους των ηρώων, θα πούμε ότι μέσα από τούτες τις μυθοπλασίες δεν έχει την πρόθεση αυτές ακριβώς τις ψυχές των ηρώων, των οποίων κάνει τώρα μνεία, να τις διασκορπίσει σε άλογα ζώα αλλά ότι μέσω των ονομάτων αυτών υπαινίσσεται άλλες μορφές ζωών, ονομάτων ταιριαστών μεν με αυτούς τους οποίους κατονομάζουν αλλά που με την προσθήκη κάποιων παθών τους αποδίδουν χωρίς ομοιότητα και εκπίπτουν σε έλλειψη λογική που εξομοιώνεται, μέσα από έναν τρόπο άλογο, με τις μορφές εκείνων. Επί παραδείγματι, από τη ζωή του Ορφέα και του Θύμαρη ο Πλάτων δείχνει μια ζωή απόλυτα μουσική η οποία παρά ταύτα, εξαιτίας κάποιου άλογου πάθους, μίσους φερ’ ειπείν ή φθόνου ή κάποιου άλλου παρόμοιου, εκπίπτει σε κάποιο μουσικό ζώο, το οποίο, στον βαθμό που είναι μουσικό, συγγενεύει προς την ανθρώπινη μουσική, αλλά στον βαθμό που είναι άλογο, αποτελεί την υποδοχή της ψυχής που εξαιτίας κάποιου πάθους έγινε άλογη. Πραγματικά, η προσθήκη του πάθους αυτού παρουσίασε την ψυχή οικεία με την αλογία.

Το ότι αυτά είναι όντως έτσι το συμπεραίνει κάποιος από το ό,τι και στον «Γοργία, 523.e» ο Σωκράτης λέει ότι στον Άδη είναι εγκατεστημένοι ως δικαστές των ψυχών άνθρωποι σαν τον Μίνωα, τον Αιακό και τον Ραδάμανθυ, θέλοντας μέσω αυτών να δηλώσει δικαστικές μορφές του ζην. Αλλιώς πως, ενώ οι ήρωες αυτοί ζούσαν ακόμη την ζωή τους, οι ψυχές πήγαιναν στον Άδη και εμπλέκονταν με τις δίκες; Από αυτά και τα ανάλογα τους νομίζω πως είναι πασίδηλο ότι ο Πλάτων χρησιμοποιεί στους μύθους τα ονόματα των ηρώων σε ένδειξη των μορφών εν γένει του ζην, με βάση τα οποία οι ήρωες έζησαν πρωταρχικά τη ζωή τους, και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί στο «Γοργία» τις δικαστικές ψυχές στην θέση των κάθε λογής δικαστικών τάξεων, θεϊκών και δαιμονίων, από τις οποίες ψυχές οι κοινωνοί των φιλοσοφικών λόγων μαθαίνουν τα ζητήματα που δεν γνωρίζουν, και ότι ο Πλάτων μας διδάσκει μέσω των επιμέρους και κατά σχέση δικαστών αντί μέσω των καθολικών και κατ’ ουσία

Εδώ για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιεί τις μουσικές ψυχές στην θέση των όμοιων μέσα στο σύμπαν μουσικών ψυχών, αυτές που είναι γνωστές στη θέση εκείνων που είναι άγνωστες στην θέση εκείνων που είναι άγνωστες, αυτές που είναι απαλλαγμένες από πάθη στη θέση εκείνων που είναι γεμάτες πάθη. Αν ο Ηρ μιλούσε καθαρά για όσα δηλώνει υπαινικτικά, θα έλεγε ότι «είδε μια ψυχή σαν του Ορφέα, μία ψυχή σαν του Θάμυρη» σαν να εισέρχονται εξαιτίας κάποιου πάθους σε κύκνους και σε αηδόνια. Και τι πράγμα είναι το πάθος αυτό το δείχνει μέσω της μίας από τις δύο τούτες ψυχές, λέγοντας «από μίσος για το γυναικείο γένος». Για να μην συμβεί να γεννηθεί μέσα σε γυναίκα στην περίπτωση που επέλεγε ανθρώπινο είδος ζωής, εξαιτίας κάποιου μίσους μετακινήθηκε προς τον κύκνο, δεδομένου ότι και από την μουσική δεν μπορούσε να απαλλαχτεί και το ανθρώπινο γένος ήθελε να  αποφύγει. Ο Θάμυρης εξάλλου ήταν και αυτός μουσικός, αλλά εξαιτίας του ανταγωνισμού του με τις Μούσες τυφλώθηκε. Με άλλα λόγια λοιπόν, η ψυχή που δηλώνεται μέσω αυτού, που είναι μεν μουσική αλλά υπέρμετρα φιλότιμη (φιλόδοξη), έσπευσε προς τα αηδόνια, «που σκορπίζουν τη γεμάτη από ποικίλους ήχους φωνή τους», που περνούν  τις νύχτες τραγουδώντας και υπερηφανεύονται για τις πολύμορφες και αρμονικές φωνές τους. 

Ο Πλάτων φαίνεται να χρησιμοποιεί μέρος από τον μύθο του Ορφέα, επειδή αυτός δηλώνει ότι η μουσική του διαφέρει από την εκθηλυσμένη και πραγματικά χαλαρή – διότι η ένθεος, παρότι οι άνθρωποι μετά τον θάνατο του μετείχαν στην μουσική του κατά τρόπο διαιρεμένο (το οποίο οι μύθοι δηλώνουν με τον διαμελισμό του), ενώ το κύριο μέρος της το δέχτηκε η Λέσβος (αυτό που επονομάστηκε «κεφαλή του Ορφέως»), εξ ου και πήρε το όνομά τη  η Λέσβια Μούσα και η έκφραση «μετά τον Λέσβιο αοιδό» έγινε παροιμιακή -, χρησιμοποιώντας λοιπόν μέρος του μύθου αυτού ο Πλάτων, στην θέση της υποτίμησης των εκθηλυσμένων μελωδιών έβαλε την απέχθεια προς το γυναικείο γένος συνολικά, παρουσιάζοντας τη μουσική ψυχή γεμάτη πάθος ενάντια στην ανθρώπινη φύση και ζωή, και έκανε το είδος αυτή της ψυχής συνολικά, ακόμα κι αν ήταν μουσική, να μετακινηθεί προς την αλογία, που δεν ήταν ούτε έξω από τη μουσική αφού η ψυχή αρνιόταν να εισέλθει στο ανθρώπινο γένος. Επομένως, ούτε το μουσικό είδος σώζει την ψυχή αν αυτή δεν είναι απρόσβλητη από τα πάθη, αλλά όπως ακριβώς το ερωτικό είδος ζωής, έτσι και αυτό ανυψώνει την ψυχή συνοδευόμενη από τη φιλοσοφία. Και αν το πάθος αναμειχθεί κάπως με αυτό, συνδέει με τα άλογα μουσικά ζώα.

Αυτά λοιπόν για τις ανθρώπινες ψυχές που είναι μεν μουσικές, όχι όμως χωρίς πάθος, που εκδηλώνουν αποστροφή προς την ανθρώπινη φύση. Διότι οι ψυχές που δεν εννοούν να πέσουν στην αλογία χρειάζονται, όπως φαίνεται, ζωή ασυσχέτιστη προς τα πάθη. Αν μάλιστα και ο κύκνος και ο κύκνος μετακινούνταν προς το ανθρώπινο είδος ζωής, ή και άλλα μουσικά ζώα, τα οποία άλλωστε είναι πολλά, είναι ολοφάνερο ότι μέσα τους υπήρχαν ψυχές ανθρώπινες που από τα κατώτερα ενδιαιτήματα τους αποκαθίστανται πάλι στην εαυτών τάξη. «Διότι η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα», λέει ο Σωκράτης του πλατωνικού «Φαίδρου, 249.b» χωρίς να προκαλεί τη μετοικεσία κάθε ενυπάρχουσας στα άλογα ζωής στους ανθρώπους, αλλά μόνο αυτής που αρχικά ήταν ανθρώπινη και εξέπεσε στην αλογία. Εδώ λοιπόν πρόκειται για μεταβάσεις μουσικών ψυχών από όντα λογικά προς όντα άλογα, και πάλι από άλογα σε λογικά. Και είναι φανερό ότι, αν η επικράτηση της λογικής είναι αυτή που προκαλεί τη μετάβαση σε άνθρωπο, η πλησμονή του πάθους είναι αυτή που ωθεί προς την αλογία. Ας πούμε λοιπόν ότι κάθε μουσική ψυχή είναι κάποιου Ορφέα ή κάποιου Θάμυρη, και παίρνει την ονομασία της από τους κατεξοχήν μουσικούς. Ωστόσο πάθος άμουσο και αφιλόσοφον είναι το αίτιο για την πορεία προς τα άλογα ζώα.

Επειδή όμως υπάρχουν δύο είδη μουσικής, η ένθεη και η ανθρώπινη, όπου τη μια μπορούμε να την αναγνωρίσουμε στην περίπτωση του Ορφέα και την άλλη στην περίπτωση του Θάμυρη (ο πρώτος άλλωστε είναι γιός της Καλλιόπης λόγω της θεϊκής έμπνευσης από τη Μούσα, και ο δεύτερος τυφλώθηκε από τις Μούσες επειδή η ανθρώπινη μουσική θέλησε να παραβγεί με την θεϊκή), αν η μία ή η άλλη αμαυρωθεί από κάποιο πάθος, οδηγεί στην αλογία τις ψυχές που χρησιμοποιούν είτε την ένθεη είτε την ανθρώπινη μουσική. Χωρίς την Φιλοσοφία ακόμα και αυτά που είναι δαιμόνια δεν μπορούν να σώσουν τις ψυχές (διότι μόνον η φιλοσοφία προξενεί την απαθή ζωή), εννοώ και το μουσικό και το ερωτικό αλλά και κάθε άλλο είδος ζωής αν έχει συμμετοχή στο πάθος είναι από τη φύση τέτοιο ώστε να συνδέει με την αλογία. Πραγματικά, κανένα άλογο ον δεν μπορεί να επιδοθεί στο φιλοσοφείν, τη φυσική μουσική όμως μπορεί να δεις να την ασκούνε και τα άλογα πλάσματα, και υπερηφανεύονται για την μουσική τους πολύ περισσότερο τέτοια πλάσματα παρά άνθρωποι. Διότι και εκείνα μετέχουν στην αίσθηση, ενώ η μουσική και η ερωτική ζωή χρησιμοποιούν τις κορυφαίες των αισθήσεων. Η Φιλοσοφία αντίθετα, από παλιά, καταδικάζει κάθε αίσθηση, κρίνοντας και αποδεικνύοντας ότι τίποτε ακριβές δεν ακούμε και τίποτα το ακριβές δεν βλέπουμε, και μας πείθει να τοποθετούμε ως μοναδικό οδηγό μας τον Λόγο και τον νου. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτή και μόνο μας ελευθερώνει από τις οδούς που οδηγούν στην αλογία.

Εδώ σε αυτό το σημείο δεν θα προβούμε σε εξήγηση του τι είναι οι υπόλοιπες ζωές, αν και θα μπορούσαμε, θα αφήσουμε, τον μελετητή να προβεί ο ίδιος σε αυτή την διαδικασία. Όμως θα αναφέρουμε το εξής :

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 319.10 – 320.5», σε όλες τις περιπτώσεις ο μύθος ακολουθεί την ίδια μέθοδο που αναφέραμε, λαμβάνοντας τα είδη της ζωής από τις ηρωικές ψυχές, προσθέτοντας τα ηθικά χαρακτηριστικά από την ιστορία. Αν λοιπόν ανάμεσα στις ψυχές αυτές άλλες, μετά την έξοδο τους από τα σώματα, είναι ελεύθερες να έχουν μια ζωή ανεξάρτητη από τον γένεση (γίγνεσθαι), και άλλες, που έχουν βέβαια παρόμοιο με τις προηγούμενες είδος ζωής αλλά εμπλέκονται σε πάθη, εγκαθίστανται σε αντίστοιχα άλογα ζώα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο εν λόγω μύθος σχεδόν κραυγάζει : «οι ψυχές, αυτά που φαίνονται ως αγαθά μην στα συνδυάζεται με πάθη. Αυτό θα σας οδηγήσει στην αλογία, στην οποία ανήκουν τούτα σύμφωνα με τη φύση τους και την ανάμειξή τους με τα πάθη. Για παράδειγμα, θα οδηγήσει τον μουσικό σε άλογη μουσική, τον ανδρείο σε άλογη ανδρεία, τον βασιλικό σε άλογη βασιλεία, και θα δημιουργήσει κύκνους, λέοντες και αετούς. Διότι τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούν να συνδυάζουν και άλογο και λογικό χαρακτήρα, και αυτό που δημιουργεί την άλογη κατάσταση είναι η εμπαθής ζωή ενώ αυτό που δημιουργεί την ανθρώπινη κατάσταση είναι η απαθής ζωή».

Βέβαια δεν θα παραλείψουμε να πούμε ότι :

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 330.20 – 341.6», μας λέγει ότι δεν θα βρούμε τον Πλάτωνα σε κανένα σημείο να διακρίνει με σαφήνεια μεταξύ τους τις ψυχές που πέφτουν και τις ψυχές που δεν πέφτουν στην αλογία, αλλά όλως αντιθέτως να δείχνει ότι είναι της άποψης πως το πάθος αυτό το υφίστανται όλες οι ψυχές. Πραγματικά, στον «Τίμαιο, 42.c», όταν ο δημιουργός ανακοινώνει προς όλες τις ψυχές τους ειμαρμένους νόμους, λέει ότι η σφαλερή ψυχή θα φτάσει και στην φύση του θηρίου, χωρίς να κάνει διάκριση ότι αυτό είναι κάτι που ταιριάζει σε συγκεκριμένες ψυχές και όχι σε όλες. Στον «Φαίδρο, 249.a» επίσης λέει ότι η φιλοσοφίσασα ψυχή θα επανέλθει στην πρότερη κατάσταση της αφού επιλέξει το φιλοσοφικό είδος ζωής τρείς συνεχόμενες φορές, ενώ οι άλλες, μετά την πρώτη τους ζωή, κινούνται και πέφτουν σε άλογα ζώα, και αποδίδει την πτώση αυτή όχι στο γένος των ψυχών αλλά στο είδος της ζωής, με την σκέψη ότι και αυτή που επέλεξε το φιλοσοφικό είδος ζωής, αν δεν φιλοσοφήσει αδόλως (γνησίως), δεν απαλλάσσεται από το να υποστεί ότι και ακριβώς και οι άλλες ψυχές. Και στον μύθο  (Πολιτεία, 618.b) λέει ότι «δεν υπάρχει ποιοτική κατάταξη της ψυχής» επειδή επιλέγει άλλο είδος ζωής, χωρίς και στο σημείο αυτό να αναφέρεται στη ψυχή κάποιου συγκεκριμένου αλλά στην ψυχή γενικά. Από όλα αυτά επομένως καταλαβαίνουμε ότι ο Πλάτων δεν απαλλάσσει καμία ψυχή από το να υποστεί τη μεταβολή του είδους αυτού.

Αν πάλι θεωρεί πραγματικά ότι οι ηρωικές ψυχές διαφοροποιούνται κατ’ ουσίαν σε σχέση με τις λεγόμενες ανθρώπινες, είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι κατεβάζει τις ψυχές αυτές μόνο μέχρι τους ανθρώπους, όπως ακριβώς τις ανθρώπινες τις κατεβάζει μέχρι τα θηρία. Ότι και αυτό είναι σύμφωνο με τον Πλάτωνα θα μπορούσε να το καταλάβει κάποιος και από αυτά που λέει στην «Πολιτεία, 391.d+» αντικρούοντας τους μυθοπλάστες που τους επικρίνει διότι παρουσιάζουν τους ήρωες σαν να μην είναι καθόλου καλύτεροι από τους ανθρώπους και αποδίδουν στους ήρωες πάθη που ταιριάζουν σε ανθρώπους. Επίσης και από αυτά που λέγονται στον «Κρατύλο, 397.d» όπου τοποθετεί το γένος των ηρώων ως ενδιάμεσο μεταξύ δαιμόνων και ανθρώπων, υποστηρίζοντας ότι όπως οι δαίμονες υπερέχουν των ηρώων κατ’ ουσίαν, έτσι θεωρεί και τους ήρωες ως υψηλότερους των ανθρώπων. Και πέρα από αυτά, θα το καταλάβαινες και από όσα ορίζει στους «Νόμους, 717.b» όπου ενθαρρύνει τους τροφίμους του να τιμούν και τα τέκνα των θεών με τα ίδια ιερά (ιεροτελεστίες) και θυσίες που προσφέρουν στους θεούς και τους δαίμονες, κατατάσσοντας κατά σειρά τους θεούς, τους δαίμονες, τους ήρωες και τους ανθρώπους με τις ξεχωριστές όσιες/ιερές τελετές, και θέτει τέσσερα γένη ψυχών, το θεϊκό, το δαιμόνιο, το ηρωικό και το ανθρώπινο, σύμφωνα ακριβώς και με τους προσδιορισμούς του «Κρατύλου» όπου ερμηνεύει τις ονομασίες τους. Αν στρέψει δε κανείς το βλέμμα σε όλα τα παραπάνω και τα παρόμοια, που είναι πολλά, θα μπορούσε να καταλάβει ότι τις ηρωικές ψυχές, που τις ονομάζει «παίδες θεών», δεν τις οδηγεί μέχρι τη φύση των θηρίων, όπως κάνει με τις ψυχές των ανθρώπων (διότι τότε δεν θα υπήρχε πια διαφορά κατ  ουσία, βάσει των κοινών τους παθών με τις ονομαζόμενες ανθρώπινες ψυχές), αλλά σε είδη ζωής ανθρώπων, κατ’ αναλογία με τις δαιμόνιες ψυχές που ούτε καν σε ανθρώπινα είδη ζωής τις οδηγεί, αποκλείοντας την πτώση τους στην γένεση (κόσμος του γένεσης).

Φαίνεται εξάλλου ότι και η πραγματικότητα συμφωνεί με τους λόγους τούτους. Είναι στ’ αλήθεια αναγκαίο οι μεσότητες να συμπληρώνουν σε κάθε περίπτωση όλες τις σειρές των όντων. Όπως λοιπόν, προκειμένου για τα σώματα, εκείνα που υπόκεινται σε πλήρη φθορά δεν γεννιούνται κατευθείαν από τα αΐδια, αλλά εκείνα που είναι ενδιάμεσα τους, που είναι όντα και μη αΐδια, όπως τα στοιχεία της υποσελήνιας περιοχής, το ίδιο και προκειμένου για τις ψυχές αυτές που υφίστανται κάθε είδους πτώση δεν λαμβάνουν την υπόστασή τους από αυτές που μένουν αιωνίως επάνω, αλλά αυτό συμβαίνει με τις ενδιάμεσες τους, πέφτουν μεν αλλά, προτού πέσουν σε βάθος, επιστρέφουν στις αρχές. Αν η αντίληψη αυτή μπορούσε να επικρατήσει, τότε και όλα όσα  λέει ο δημιουργός στον «Τίμαιο» και όσα είναι γραμμένα στον «Φαίδρο» για τις ψυχές που πραγματοποίησαν τις πρώτες καθόδους τους και επίσης το ότι δεν υπάρχει ποιοτική κατάταξη της ψυχής θα τα αναγάγουμε στην αναφορά την κοινή για όλες τις ψυχές που κατέρχονται στην γένεση. Διότι ανάμεσα σε αυτές είναι κι εκείνες που πέφτουν μέχρι το έσχατο σημείο και λόγω αυτών ο Πλάτων καταγράφει τα επακόλουθα των ποικιλόμορφων επιλογών και σε αυτές βλέπουμε αποτυπωμένους τους κανόνες για τις δεύτερες και τις τρίτες ψυχές που καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατεβαίνουν από εκεί προς τα εδώ. Ο Πλάτων άλλωστε εξ υποθέσεως αναφέρεται στα επακόλουθα των ψυχών που υποπίπτουν σε σφάλματα. Και αν θα μπορούσαν να υπάρξουν και κάποιες ψυχές που χάρη στην άχραντη (αγνή) ζωή τους δεν θα βαρύνονταν με κανένα σφάλμα, αυτές είναι χωρισμένες από τις άλλες ψυχές. Κι αν κάποιες άλλες διατηρήθηκαν καθαρές από ποικιλόμορφες επιλογές, αυτών και τα είδη ζωής είναι ενιαία.

Το ότι τώρα ο Πλάτων οδηγεί τη λογική ανθρώπινη ψυχή σε κάθε ζώο είναι σαφές και από όσα έχει πει στην «Πολιτεία, 620.a – d», ότι μπροστά στις ψυχές ήταν τοποθετημένα τα είδη ζωής όλων των ζώων. Αν δηλ. πρόκειται για όλα, προφανώς η ψυχή συνδέεται με κάθε λογής ζώο, πτηνό, ένυδρο, και χερσαίο. Είναι όμως φανερό και από όσα λέγονται στον «Τίμαιο, 91.d», όπου τις ψυχές που έχουν συμβιώσει μέσα στους ανθρώπους με την αφροσύνη τις οδηγεί σε όλα τα είδη άλογων ζώων, τόσο των ήμερων όσο και των άγριων. Φαίνεται έτσι ότι εξαιρεί τις ψυχές μόνο από την πτώση τους στα φυτά, και κατά τούτο διαφέρει από τον Εμπεδοκλή, απ. Νο.117.2, ο οποίος λέει ότι κάποτε είχε γίνει «θάμνος τ᾽ οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔλλοπος ἰχθύς – θάμνος και πουλί και ψάρι που πορευόταν στη θάλασσα». Ο Πλάτων θεωρεί ότι στην ψυχή του ανθρώπου δεν ταιριάζει να ολισθαίνει στα πιο απομακρυσμένα σημεία της ανθρώπινης ζωής αλλά σε αυτά που έχουν πιο καθαρή και εναργή αίσθηση χάρη στη λογική ζωή τους (εικόνα της οποίας είναι η αίσθηση), και κατέχουν την κατά τόπο κίνηση επειδή κινούνται από μόνα τους (εικόνα της οποίας είναι κατεξοχήν η κατά τόπο κίνηση των ζώων). Βλέπουμε λοιπόν πάλι την συμφωνία των θεωριών. Όπως δηλ. τις ηρωικές ψυχές ο Πλάτων τις πηγαίνει μέχρι τους ανθρώπους, όχι όμως και μέχρι τα άλογα ζώα, έτσι και τις ανθρώπινες ψυχές τις πηγαίνει μέχρι τα άλογα ζώα, όχι όμως και μέχρι τα φυτά. Το ότι δεν συνδέει την ανθρώπινη ψυχή με τα φυτά, όπως κάνει ο Εμπεδοκλής, το δείχνει και ο «Τίμαιος, 77.a-b, που διευθετεί όλες τις γενέσεις των ζώων με βάση την ανθρώπινη ψυχή, ενώ για τα φυτά λέει ότι τα δημιούργησαν οι θεοί, αφού ανάμειξαν κάποιες άλλες αισθήσεις, για να είναι τροφή των ζώων, και μετέχουν στο τρίτο είδος ψυχής, εννοώντας το επιθυμητικό. Το δηλώνει επίσης ο Σωκράτης του «Φαίδωνα», ο οποίος μετακινεί της ψυχή μας στα γένη των ζώων τη μία ψυχή στα μεν γένη και την άλλη στα δε, και με άλλο κάθε φορά είδος ζωής, όχι όμως και στα φυτά όπως ο Εμπεδοκλής.

Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί ότι ο «Τίμαιος» λέει πως η εμψύχωση όλων των άλογων ζώων συμβαίνει από ψυχές που μετοίκησαν σε αυτά ερχόμενες από ανθρώπους. Φαίνεται όμως ότι ο Σωκράτης του «Φαίδρου, 249.b» γνωρίζει και άλλο τρόπο εμψύχωσης τους και όχι από λογικές ψυχές μόνο, εκεί που λέει ότι «από ένα θηρίο που κάποτε ήταν άνθρωπος» η ψυχή έφτασε «πάλι σε άνθρωπο. Διότι η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια», λέει, «δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα». Ο Σωκράτης λοιπόν ορίζει με σαφήνεια, όπως αξιώνει και ο Αριστοτέλης, ότι δεν μπαίνει όποια ψυχή τύχει σε όποια σώματα τύχει ούτε παίρνει την τάξη της μέσα σε αυτά και τα συμβάλλει στην ολοκλήρωση ενός και μόνου ζωντανού πλάσματος. Διότι η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να βρεθεί σε άλογο ζώο, στην εξωτερική συνύπαρξή της με αυτό βάσει κάποιας σχέσης και μόνο (αφού προκειμένου για εμάς ο «Τίμαιος» δημιουργεί μεταξύ της λογικής ψυχής και του ζωντανού πλάσματος τη σχέση που έχει με αυτό ο δαίμων. Πολύ περισσότερο λοιπόν προΐσταται του άλογου πλάσματος ως δαίμων, συνδεδεμένος προφανώς με αυτό μέσω της αλογίας), ενώ η άλογη ψυχή είναι εντελώς αδύνατο να βρεθεί σε σώμα ανθρώπου κατά κατάταξη, λόγω της προαναφερθείσας αιτίας, αφού το ανθρώπινο σχήμα είναι ασύμβατο με την άλογη ζωή (διότι αυτό, λέει ο «Τίμαιος», «έχε κρεμασμένο το κεφάλι του» από τον ουρανό, δείχνοντας ότι είναι «φυτό όχι γήινο αλλά ουράνιο» , ενώ η  άλογη ψυχή βλέπει προς τα κάτω, και δεν διαθέτει κανένα στοιχείο που κινείται προς τον ουρανό), ενώ το να στέκεται μπροστά στην ανθρώπινη ψυχή από έξω και κατά σχέση, όπως η ανθρώπινη ψυχή με το άλογο ζώο, λέμε πως είναι εντελώς αδύνατο. Διότι πως μπορεί το άλογο να έχει φύση κατάλληλη για να προΐσταται του λογικού ; 

Όταν λοιπόν ο Σωκράτης λέει ότι «αυτός που κάποτε ήταν άνθρωπος» περνάει σε άνθρωπο, θα νόμιζε κανείς ότι υπάρχει και κάποιος άλλος τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων από την δική τους ακριβώς ψυχή και όχι μόνο από την ανθρώπινη, όπως φαίνεται να λέει ο «Τίμαιος». Ωστόσο είναι δυνατή η αναγωγή της άποψης του Σωκράτη στη θεωρία του «Τίμαιου»  –  διότι ας υποθέσουμε ότι σε όλα τα ζώα υπάρχει ανθρώπινη ψυχή, και μετά από αυτήν η ξεχωριστή ψυχή του ίδιου του  άλογου ζώου όπως και πριν από αυτήν. Εκείνη λοιπόν που επανέρχεται σε άνθρωπο είναι αυτή που εμψυχώνει το άλογο ζώο κατά σχέση, και όχι η εν κατατάξει εμψυχούσα ψυχή (αυτό εννοεί ο Σωκράτης  όταν λέει ότι «η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα», όπου η ψυχή που δεν γνώρισε ποτέ την αλήθεια εννοεί εκείνη που πριν από την ανθρώπινη ψυχή εμψύχωσε το ζώο και που από τον εαυτό της και την ανθρώπινη ψυχή δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο ζωντανό πλάσμα) – και επίσης είναι με τη σειρά της δυνατή η αναγωγή της κρίσης του «Τίμαιου» στην, προσπελάσιμη από όλους, γνώμη του Σωκράτη για τη διπλή εμψύχωση. Διότι ακόμα και αν η ψυχή του ανθρώπου είναι δυνατόν να περάσει σε όλα τα άλογα ζώα και να τα εμψυχώνει όλα μέσω του εαυτού της, ωστόσο ο «Τίμαιος» δεν λέει ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος εμψύχωσης των ζώων. Δεδομένου λοιπόν ότι υπάρχουν δύο τρόποι εμψύχωσης, τίποτε δεν εμποδίζει τον «Τίμαιο» να επιλέξει το ένα μόνο από αυτούς, και εφόσον δεν προσθέτει ότι τούτος είναι κατ’ αυτόν ο μόνος τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων, αφήνει περιθώριο και για τις υποδείξεις του Σωκράτη σχετικά με τις δύο εμψυχώσεις.

Αξίζει όμως και πρέπει να εξετάσουμε τη θεωρία καθαυτή, αν δηλαδή κάθε άλογο ζώο γίνεται έμψυχο μόνο από την ανθρώπινη ψυχή ή αν υπάρχει και κάποια άλλη εμψύχωση των ζώων, δική τους, ανεξάρτητη από την ανθρώπινη.

Η παρουσία λοιπόν σε κάθε άλογο ζώο της ανθρώπινης ψυχής όπως φαίνεται, ώστε αυτό να διαθέτει ζωή που θα το εμπνέει άμεσα, δεδομένου ότι η «εκ κατατάξει» ψυχή, ακριβώς λόγω της κατάταξής της στο «σκιδνάμενο/διασκορπισμένο» σώμα, δεν έχει τη δύναμη να συντηρήσει τον εαυτό της και χρειάζεται μιαν άλλη εξωτερική, ικανή να τη ζωογονήσει όταν η ίδια φθίνει, όμοια όπως και το σώμα μέσα στο οποίο βρίσκεται. Το ότι υπάρχουν πάντως κάποια άλογα ζώα που δεν ζωογονούνται από ανθρώπινη ψυχή επαληθεύεται βάσει των επιχειρημάτων για την μεσότητα. Διότι αν τα μεν φυτά μετέχουν στο τρίτο είδος της ψυχής, όντας ανεπίδεκτα ανθρώπινης ψυχής, ορισμένα όμως από τα άλογα ζώα εμψυχώνονται από την ανθρώπινη ψυχή, είναι αναγκαίο να υπάρχουν και τα ενδιάμεσα των δύο παραπάνω κατηγοριών, που μετέχουν, αφενός, στην άλογη ζωή στο σύνολό της –  και κατά τούτο υπερέχουν των φυτών –, αλλά, αφετέρου, ζουν χωρίς την παρουσία σε αυτά ανθρώπινης ψυχής – και κατά τούτο υστερούν σε σχέση με εκείνα που μετέχουν στην ανθρώπινη ψυχή. Και αυτά γίνονται εκάστοτε διαφορετικά, όπως ακριβώς και προκειμένου για τους ανθρώπους ο καθένας γίνεται μέτοχος διαφορετικής τη μια φορά και διαφορετικής την άλλη δαιμόνιας επίπνοιας (έμπνευσης). Αυτό αξίζει να μελετηθεί. 

Και με το επιχείρημα για τη μεσότητα πρέπει να παραβληθεί αυτό που προκύπτει από το ότι οι ψυχές των ζώων χρειάζονται την ανθρώπινη ψυχή για να εξασφαλίζουν μέσω αυτής την συντήρηση και τη συνοχή τους. Διότι τούτο μεν είναι ίσως δυνατό να επιτευχθεί και από τις αρχές που προΐστανται αυτών, χωρίς μία μεσάζουσα κατάσταση όμως είναι αδύνατη η παρουσία είτε ουσιών είτε ζωών είτε γνώσεων. Υπάρχει όμως αναγκαστικά και κάποια φύση άλογων ζώων που έχουν μια δική τους ξεχωριστή εμψύχωση, όπως και φυτών, που η ανθρώπινη ψυχή, όταν πέφτει σε λάθη και παραπτώματα, περιβάλλεται τη ζωή τους, αντίθετα προς τη φύση. Αυτή η μετάβαση στα ζώα δεν θα ήταν αντίθετη προς την φύση αν τα άλογα ζώα δεν ήταν δυνατόν να εμψυχωθούν διαφορετικά αλλά μόνο με ένα τρόπο, μέσω δηλ. της ανθρώπινης ψυχής. Διότι από μόνο το αντίθετο προς τη φύση τίποτα δεν προκύπτει σύμφωνο με την φύση πάντοτε σταθερά. 

Το ότι όλα λοιπόν, εκτός από τον άνθρωπο, γεννιούνται αντίθετα προς τη φύση είναι εντελώς άτοπο. Για το ότι βέβαια η μετάβαση στα άλογα ζώα είναι για τις ανθρώπινες ψυχές αντίθετη προς τη φύση δεν μας διδάσκουν μόνο οι χρησμοί (βλ. χαλδαϊκά λόγια, 62), που λένε «υπάρχει ένας θεσμός ακατάλυτος από τη μεριά των μακάριων θεών», καθώς η ψυχή των ανθρώπων «δημιουργεί μία νέα ζωή στους ανθρώπους, όχι στα θηρία», με τη σκέψη ότι η μετακίνηση προς τα θηρία είναι απότοκο μίας άδικης ζωής – αλλά για το ίδιο μας διδάσκει και ο Πλάτων, που θεωρεί την τέτοιου είδους εμψύχωση χαρακτηριστικό των σφαλερών (που αμαρτάνουν = κάνουν λάθη) ψυχών. Είναι παράλογο λοιπόν σύσταση των άλογων ζώων, όλη αυτή και μόνη αυτή, να μην είναι σύμφωνη με τη φύση, ενώ τα φυτά και οι άνθρωποι να γίνονται σύμφωνα με τη φύση. Για ποιόν δηλαδή θα είναι σύμφωνη με την φύση η μετάβαση των ανθρώπινων ψυχών στα σώματα των ζώων; Για τις ανθρώπινες ψυχές; Αλλά όλες οι ανθρώπινες ψυχές ζουν παρά φύση όταν βρίσκονται μέσα σε τέτοια σώματα. Μήπως για τα σώματα; Ούτε όμως για αυτά είναι σύμφωνη με τη φύση, όταν τα όργανα αντίθετα προς τη φύση για τις ψυχές που τα χρησιμοποιούν. Διότι κάθε όργανο είναι σε συμφωνία με τη φύση. 

Αν λοιπόν υπάρχει και κάποιο γένος δαιμόνων άλογο, και αν δεν είναι όλα τα δαιμόνια όντα λογικά – διότι πως θα έλεγε η Διοτίμα, στο πλατωνικό «Συμπόσιο, 202.e», ότι όχι μόνο η ιερατική τέχνη αλλά και οι πρακτικές των γητεμάτων επιτελούνται μέσω των δαιμόνων, αν πέρα από το λογικό δεν υπάρχει και κάποιο άλογο δαιμόνιο; (αυτό οι χρησμοί το παρομοιάζουν συνήθως «σκύλο» και το ονομάζουν «ανάπηρο» επειδή είναι στερημένο από τον νου και διάνοια) - πως δεν υπάρχει και κάποιο θνητό γένος που μόνο αυτό είναι άλογο, το οποίο δεν μετέχει καθόλου στην ανθρώπινη ψυχή; Διότι βέβαια ούτε και οι άλογοι δαίμονες θα πούμε ότι δημιουργήθηκαν κι αυτοί από μία τέτοια ψυχή εφόσον είναι αΐδιοι, ούτε και εφόσον θα υπάρχει ένα αΐδιο γένος άλογο και στερημένο από την ανθρώπινη ψυχή, θα αρνηθούμε τη δυνατότητα να υπάρχει ένα τέτοιο γένος θνητό. Επιπλέον, το ενδεχόμενο κάθε ιδέα (μορφικό αίτιο) να μην γεννά τα είδη των ζώων σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της αλλά όλες τους να χρειάζονται κάποια μοναδική μορφή, προς την οποία αντιδιαστέλλονται, είναι εντελώς άτοπο. Διότι σε τέτοια περίπτωση οι ιδέες των άλογων ζώων θα χρειάζονται όλες μια μοναδική άλλη, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να γεννήσουν ίππο ή σκύλο ή λέοντα ούτε οποιοδήποτε άλλο ζώο, αν όλες τους μέσω εκείνης εμψυχώνουν όλα τα ζώα του εδώ Κόσμου, ενώ κατ’ άλλο τρόπο είναι ανήμπορες να παράγουν σκύλους ή ίππους ή λέοντες ή κάθε άλλο ζώο. Τι είναι λοιπόν αυτό που γεννούν; 

Ο ειδοποιός χαρακτήρας έρχεται και προστίθεται στα ζώα από κάποιαν άλλη ιδέα, την ανθρώπινη. Αν αυτές δίνουν υπόσταση στην ύλη και μόνο, φερ’ ειπείν στο σώμα των ζώων, δεν θα είναι πια ιδέες (μορφικά αίτια) των ζώων αλλά της ύλης των ζώων, η οποία είναι αλλότρια ως προς τα είδη (μορφές). Αυτός λοιπόν ο τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων δεν είναι ο μοναδικός, αλλά πριν από αυτόν υπάρχει οπωσδήποτε για κάθε ζώο γένεση της ξεχωριστής δικής τους ψυχής, αφού η κατά φύση εμψύχωση είναι πρότερη της παρά φύση, και η κοινή εμψύχωση όλων των ίδιου είδους (ειδοποιού χαρακτήρα) είναι πρότερη της επιμέρους. Αυτά μας διδάσκει και η ορφική θεολογία. Και ο Ορφέας, στο απ. Νο.224.a, άλλωστε τέτοια πράγματα μας παραδίδει σαφώς, όταν, μετά την κατά τον μύθο τιμωρία των Τιτάνων και την από εκείνους γέννηση των θνητών ζώων του εδώ Κόσμου, λέει πρώτα από όλα ότι οι ψυχές εναλλάσσουν τα είδη της ζωής τους σε ορισμένες περιόδους, και εισέρχονται μέσα σε σώματα ανθρώπων πολλές φορές, η μία στο ένα και η άλλη στο άλλο : «οι ίδιοι πατέρες και υιοί στα μέγαρα και χαριτωμένες σύζυγοι, μητέρες και θυγατέρες γίνονται αλλάζοντας ο ένας ο ένας με τον άλλο τη γέννηση». Με τους παραπάνω στίχους ο Ορφέας μιλάει για τη μετοίκηση των ψυχών από ανθρώπινα σώματα σε ανθρώπινα σώματα. Αυτό δεν θα το αρνιόταν ούτε ο Αριστοτέλης, εφόσον ισχύει ότι οι ψυχές είναι αθάνατες, ότι κατά το πλήθος είναι πεπερασμένος και ότι ο Κόσμος είναι αιώνιος. Το τελευταίο τούτο το παραδέχεται καθαρά όταν λέει για τον δυνάμει νου ότι «και τούτο είναι το μόνο» από τα εν ημίν στοιχεία μας «που είναι αθάνατο». Όσο για το δεύτερο είναι αληθές διότι κάθε αιώνιο πλήθος είναι πεπερασμένο.

Έπειτα ότι υπάρχει μετάβαση των ανθρωπίνων ψυχών και σε άλλα ζώα, και αυτό το υποδεικνύει ρητά ο Ορφέας, όταν στο απ. Νο.224.b ορίζει : «Για αυτό αλλάζοντας η ψυχή των ανθρώπων στους κύκλους του χρόνου κάθε φορά και σε άλλο ζώο μεταβαίνει. Άλλοτε ίππος και άλλοτε…. Γίνεται, κι άλλοτε πρόβατο και άλλοτε όρνεο φριχτό στην όψη, κι άλλοτε πάλι σκυλίσιο σώμα και βαριά φωνή και ράτσα παγωμένων φιδιών σέρνεται στη θεϊκή γη».

Αυτό βέβαια είναι εντελώς αδύνατο να τα δεχτεί ο Αριστοτέλης. «Διότι», λέει, «είναι αναγκαίο η ψυχή αφενός να χρησιμοποιεί το σώμα και η τέχνη αφετέρου τα όργανα». Και τα όργανα που είναι ξένα και άσχετα προς τις τέχνες είναι άχρηστα σε όλες. Αυτά έχουν ειπωθεί αμέτρητες φορές. Και από την Πλευρά του Πρόκλου στα Υπομνήματα και την παλινωδία, έχει δηχθεί με περισσότερα λόγια η κριτική στην οποία μπορούν να υποβληθούν.

Το ότι υπάρχει και μία ιδιαίτερη εμψύχωση των άλογων ζώων και όχι μόνον από τις ανθρώπινες ψυχές, το δηλώνει και ο Ορφέας, απ. Νο.223, λέγοντας : «Οι ψυχές των θηρίων και των φτερωτών πουλιών όταν πετάξουν και τις αφήσει η ιερή ζωή, αυτών την ψυχή κανείς δεν την οδηγεί στο παλάτι του Άδη, αλλά εκεί πετά μάταια, έως ότου αυτήν άλλο την αρπάξει μαζί με του ανέμου τις πνοές. Όποτε όμως ο άνθρωπος αφήσει το φώς του ήλιου, τις αθάνατες ψυχές κατεβάζει ο Κυλλήνιος στην απέραντη αγκαλιά της γη».

Με αυτά ο Ορφέας υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες ψυχές πηγαίνουν στον κάτω από την γη τόπο και στα δεσμωτήρια της ποινής για καθαρμό και τιμωρία, ενώ οι ψυχές των άλογων ζώων πετούν στον αέρα έως ότου δεσμευτούν σε άλλα σώματα. Αν όμως οι εμψυχώσεις των άλογων ζώων γίνονται μόνο από τις ανθρώπινες ψυχές, έπρεπε να πει ότι ο Ερμής τις κατεβάζει όλες στον Άδη είτε για να καθαρθούν είτε για να τιμωρηθούν. Όπως ακριβώς και ο Πλάτων κατεβάζει κάτω από την γη τις ψυχές που προέρχονται από τα άλογα ζώα αλλά είναι ανθρώπινες, και πάλι από εκεί τις στέλνει σε επιλογές άλλων ειδών ζωής. Διότι και τα υπόλοιπα ο Πλάτων τα έπλασε παίρνοντας τα από τον Ορφέα, στο απ. Νο.222, όπως για παράδειγμα ότι στον Αχέροντα οι νεκροί κάθονται και λαμβάνουν κάποιο μερίδιο ευδαιμονίας : «Όσοι ζουν ενάρετα κάτω από το φως του ήλιου, αυτοί, κι όταν πεθάνουν, πάλι έχουν μοίρα πιο μαλακή σε όμορφο λειμώνα (λιβάδι) πλάι στον βαθυρέματο Αχέροντα», και ότι τιμωρούνται στον Τάρταρο : «Όσοι έκαναν αδικίες κάτω από το φώς του ήλιου, οι ξιπασμένοι, ρίχνονται κάτω από την πεδιάδα του Κωκυτού, στον παγωμένο Τάρταρο».

Με αυτά σαφώς φαίνεται να προαναγγέλλει τις πλατωνικές ταξινομήσεις σχετικά με τους κλήρους κάτω από την γη, όπως ακριβώς και τις σχετικές με τις μετεμψυχώσεις. Αν όμως ο Πλάτων αυτά τα ορίζει ακολουθώντας τον Ορφέα, δεν είναι παράλογο ο αρχηγέτης τούτων των δογμάτων, ως προς τα οποία η πλατωνική φιλοσοφία διαφέρει από όλες τις υπόλοιπες, να κατεβάζει σε άλογα ζώα και να δημιουργεί ψυχή κύκνου; Ο ίδιος ο Πλάτων στο «Τίμαιο, 40.e» λέει ότι η διδασκαλία του Ορφέα για τους Θεούς είναι αξιόπιστη, παρότι λέγεται δίχως αληθοφανείς λόγους και αποδείξεις, σαν να γνωρίζει πολύ καλά δια ένθεης επίνοιας τα σχετικά με τους θεούς που είναι πατέρες, όποιος υπήρξε πατέρας της θεογονίας των Ελλήνων. Έχοντας λοιπόν την πρόθεση αυτή, ανάγει την αλήθεια στους πρώτους οι οποίοι την παρέδωσαν.

Πηγές

Πρόκλος
  • Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368],  309.30 – 316.29.
  • Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368],  319.10 – 320.5.
  • Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368],  330.20 – 341.6
πηγή: eleysis69.wordpress

ΣΩΚΡΑΤΗΣ - Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ "ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ" (Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ)

$
0
0

Μιλάμε συχνά για αυτογνωσία και «γνώθι σαυτόν». Θα επιχειρήσομε να δούμε από πιο κοντά το περιεχόμενο τους. Ας σημειώσουμε πρώτα ότι για τον Σωκράτη, που στράφηκε από τη φύση στον άνθρωπο, ήταν φυσικό να πάρει για οδηγό του το δελφικό παράγγελμα «γνώθι σαυτόν».
           
Δυο πράγματα ενδιαφέρει να δούμε ως προς αυτό:

Α) με ποια πορεία έφτασε ο Σωκράτης στην αυτογνωσία και
Β) ποιο «είναι » του ανθρώπου ανακάλυψε.
           
Πολύτιμος βοηθός μας για το πρώτο είναι πάλι η πλατωνική «Απολογία», για το δεύτερο μαζί μ’ αυτήν και τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντος.

Αφορμή για την πορεία προς την αυτογνωσία στάθηκε, ο χρησμός που έδωσε το δελφικό μαντείο στο φίλο και μαθητή του Σωκράτη το Χαιρεφώντα. 1

Ο χρησμός έριξε το δάσκαλο σε μεγάλη φροντίδα. Είχε καθαρή συνείδηση του πόσο μικρή, πόσο ασήμαντη ήταν η δική του σοφία. Ο αυστηρός αυτοέλεγχος είχε απολήξει στο ότι ένα πράγμα ήξερε καλά, ότι δεν ήξερε τίποτα, (.. εν οίδα ότι ουδέν οίδα»). Θυμίζει με τούτη τη ρήση ο Σωκράτης σε μας τους νεώτερους την ανάλογη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Descatres κατά την περίοδο της καθολικής περί των πάντων αμφιβολίας του, την περίοδο του doute methodique, πριν ανακαλύψει το θεμέλιο της φιλοσοφίας του, το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» (cogito ergo sum).

Πως, αναρωτιέται ο Σωκράτης, είναι δυνατό αυτό το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» να ονομάζεται σοφία, και μάλιστα η μεγαλύτερη ανθρώπινη σοφία; Αλλά πάλι πως ήταν δυνατόν ο Θεός να μη λέει αλήθεια;

Για να απαντήσει στα βασανιστικά αυτά ερωτήματα αποφάσισε ο Σωκράτης να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του Απόλλωνος: να θεωρήσει αποστολή του τη διερεύνηση του νοήματος του χρησμού, και άμα το νόημα του αποκαλυφθεί, να το μεταδώσει και στους άλλους ανθρώπους. Είναι γνωστή από την «Απολογία » και από τις άλλες πηγές μας η μεθοδική πορεία που ακολούθησε ο Σωκράτης. Είχε ελέγξει και αποτιμήσει τη δική του σοφία. Στράφηκε τώρα στον έλεγχο της σοφίας των άλλων. Πήγε σε ανθρώπους που και οι ίδιοι πίστευαν ότι είναι σοφοί σε κάτι ή σε πολλά, και ο κόσμος τους πίστευε για σοφούς: σε πολιτικό, σε ποιητή τραγωδίας, σε ποιητή διθυράμβων, σε χειροτέχνες. Δεν άργησε να αντιληφθεί, από τη συζήτηση που έκανε μαζί τους, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ενώ πίστευαν πραγματικά ότι ήταν σοφοί σε κάτι, ή σε πολλά, στην πραγματικότητα δεν ήταν. Έβγαλε τότε το συμπέρασμα ο Σωκράτης, ότι αυτός, που ξέρει ότι δεν είναι σε τίποτα σοφός, είναι σοφότερος από τους άλλους σε τούτο δα ακριβώς: «ώσπερ ουκ οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι»2

Δεν έχουν προσέξει, νομίζω, αρκετά οι μελετητές του Σωκράτη, ότι η διαφωνία του δασκάλου με τους συζητητές του, απορρέει στο βάθος από την πίστη του ότι μόνο ο Θεός είναι σοφός. Για τούτο ο άνθρωπος μόνο φιλόσοφος, φίλος, εραστής του «σοφού», της σοφίας μπορεί να είναι. Το απόλυτο είναι ανέφικτο στον άνθρωπο.Τούτο ακριβώς προσπαθεί να δείξει στους συνομιλητές του. Ας λένε πως ξέρουν, αφού δεν κατέχουν, στο χώρο όπου ο καθένας κινείται, τη ριζική γνώση στην καθαρή και απόλυτη μορφή της. Αυτά που ξέρουν είναι όσα μπορεί να νομίζει κανείς ότι ξέρει, όσα του επιτρέπουν να κινείται με άνεση, μικρή, ή μεγάλη, στο έργο που κάνει. Αλλά η ρίζα του λείπει. Και αυτή είναι η σοφία. Πρέπει ακόμη να προσέξουμε περισσότερο το «ώσπερ ουκ οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι». Δείχνει ότι η αυτογνωσία στην οποία φτάνει ο Σωκράτης είναι η ίδια η συνείδηση στην ανωτάτη ποιότητα της, εκείνη που λείπει από τους άλλους. Ανακαλύπτει δηλαδή ο άνθρωπος σωστά τον εαυτό του τότε μόνον, όταν φτάσει στο χώρο όπου η συνείδηση «ομολογεί» με τον εαυτό της. Θα ξαναγυρίσουμε σε τούτο το πηγαίο θέμα της σωκρατικής διδασκαλίας, το οποίο αποτελεί τον ακριβό πυρήνα της.

Η διερεύνηση λοιπόν του χρησμού οδήγησε το Σωκράτη στην αυτογνωσία, μια αυτογνωσία που πείθει ότι σοφότερος είναι εκείνος που φτάνει στο συμπέρασμα ότι δεν ξέρει τίποτε. Δεν πρόκειται καθόλου για σκεπτικισμό, όπως ο σκεπτικισμός των σοφιστών ή οποιοσδήποτε άλλος. Η διαπίστωση του Σωκράτη στηρίζεται, όπως είδαμε, στην προϋπόθεση ότι μόνο ο Θεός είναι σοφός.3

Αυτή η διαπίστωση είναι λοιπόν θετική, όχι αρνητική. Αφήνει ανοιχτή τη θύρα της ψυχής για στροφή της προς τον Θεό. Έτσι η ψυχή είναι απαλλαγμένη και από τη φοβερή «ύβριν». Αυτήν που πείθει τον άνθρωπο για το αντίθετο, που τον πείθει ότι είναι σοφός.

Και ένα δεύτερο πολύτιμο στοιχείο της σωκρατικής αυτογνωσίας δεν έχουμε προσέξει αρκετά. Στο «γνώθι σαυτόν», το πραγματικό «γνώθι σαυτόν», φτάνει κανείς μόνο όταν με άγρυπνη την προσοχή, με στερεή τη στοχαστική λογική διάκριση έχει τη δύναμη να απορρίπτει όσα εσφαλμένα και παραπλανητικά και δέχεται μόνο τα ουσιώδη και σωστά. Αυτά σημαίνουν ότι η αυτογνωσία προϋποθέτει την αυτοκυριαρχία, την κυβέρνηση με άλλα λόγια του ανθρώπου από την αλήθεια, από τον ανιδιοτελή έρωτα για την αλήθεια, που αποτελεί την πραγματική ουσία του είναι του, την πνευματική του ουσία. Σημαίνει ακόμη ότι, όπως τώρα μόλις το υποδηλώσαμε, στο βάθος το σωκρατικό «γνώθι σαυτόν» είναι η φροντίδα για την ψυχή, ή καλύτερα είναι η ανακάλυψη και παρουσίαση για πρώτη φορά της ψυχής του ανθρώπου. «Απαντούσα λοιπόν στον εαυτό μου και τον χρησμό», λέγει ο Σωκράτης μετά τη διερεύνηση που έκανε, «ότι είναι καλύτερα να είμαι όπως είμαι».

Σε ένα θαυμάσιο κεφάλαιο του έργου του Paideia ο Wrner Jaeger5 ονομάζει πρωτάκουστη την αποφασιστικότητα με την οποία ο Σωκράτης έβαλε την ψυχή του ανθρώπου στην υψηλότερη θέση της ιεραρχίας των αξιών. Την έβαλε πρώτη. Εστί, αντίθετα από την αριστοκρατική ηθική, κατέστησε τον άνθρωπο ελεύθερο και ανεξάρτητο από τον πλούτο και την εξωτερική γενικά αναγνώριση. Η ψυχή που είναι το πιο πολύτιμο κτήμα του ανθρώπου, γίνεται την ίδια ώρα και το ύψιστο καθήκον του. Το να κάνει αδικίες, αυτό αποτελεί το στίγμα του ανθρώπου, της ψυχής του. Το αριστοκρατικό ιδεώδες ότι άντρας είναι εκείνος που ωφελεί τους φίλους του και βλάπτει τους εχθρούς του δεν βρίσκει φυσικά στο Σωκράτη καμία δικαίωση× δεν αποτελεί αρετή, αλλά κακία. Τούτη είναι η γλώσσα που απορρέει από τη σωκρατική ανθρωπογνωσία και που πρώτος ο Σωκράτης δίδαξε τόσο απερίφραστα και θεμελίωσε.

Όσα είπαμε έως εδώ δεν αναφέρονται μόνο στην πορεία του Σωκράτη προς την αυτογνωσία, αλλά μιλούν και για την ανακάλυψη του "είναι"του ανθρώπου.

Ως προς το δεύτερο τούτο έχουμε μια πολύτιμη πληροφορία από τον Ξενοφώντα, η οποία ενισχύει την ερμηνεία που δώσαμε και την ολοκληρώνει. Πρόκειται για την περίφημη διάκριση της ανθρώπινης ζωής σε δυο περιοχές: την περιοχή των «εφ’ ημίν» και την περιοχή των «ουκ εφ’ ημίν».
Στην δεύτερη περιοχή δεν είναι ο άνθρωπος κυρίαρχος, κυβερνήτης και διευθυντής. Την ορίζει η θέληση του Θεού, ή από πάντα ορισμένη τάξη να γίνουν τα πράγματα που πρόκειται να γίνουν και να γίνουν όπως γίνονται. Πρόκειται για την περιοχή της «τύχης», όπως κοινά τη λέγουν: σπέρνεις, αλλά δεν ξέρεις αν θα θερίσεις× φεύγεις με το πλοίο για ταξίδι, αλλά δεν ξέρεις αν θα φτάσεις στον προορισμό σου. Στην περιοχή τούτη, στο βάθος τίποτε δεν μπορεί ο άνθρωπος να αλλάξει, να αποσβήσει, να προκαλέσει. Για τα «ουκ εφ’ ημίν» ο άνθρωπος εμπιστεύεται τον εαυτό του στους θεούς. Προσφεύγει στη μαντική.6

Φροντίζουν οι θεοί για τον άνθρωπο. Προσθέτει ένδειξη γι’ αυτή τη φροντίδα έχει ο Σωκράτης το «δαιμόνιο» του, τη φωνή που ακούει μέσα του, τη σταλμένη από τον αγαθό του δαίμονα σε δύσκολες ώρες που αναφέρονται σε πράξεις και αποφάσεις για πράγματα «ουκ εφ’ ημίν». Απαγορευτική είναι πάντα η φωνή. Ειδοποιεί το Σωκράτη να μην κάνει κάτι που σκέφτεται να κάνει. Αποτρέπει, δεν προτρέπει. Το «μη» του δαιμόνιου, εφ’ όσον ο Σωκράτης πιστεύει ότι είναι θειο μήνυμα, μήνυμα από εκείνον που γνωρίζει τα πάντα, του είναι αρκετό.

Είναι βέβαια στο βάθος το δαιμόνιο μια μορφή της φωνής της συνείδησης, αυτή που φωτίζεται από την πίστη προς τους θεούς, και από το μήνυμα του Θεού, πάντοτε όμως για τα «ουκ εφ’ ημίν». Για πράξεις όπου η υπεύθυνη προσωπικότητα ηθικότητα δεν έχει θέση. Με το δαιμόνιο, όπως βλέπουμε, ο Σωκράτης που έταξε τον εαυτό του στην υπηρεσία του λόγου, αφήνει θέση στην ψυχή και για το άλογο. Θέση γεμάτη μυστήριο. Ωστόσο το δαιμόνιο δεν είναι για το Σωκράτη η φωνή της συνείδησης στην ολότητά της. Γιατί απλούστατα η φωνή της συνείδησης δεν αποτρέπει μόνο, αλλά και προτρέπει. Μιλάμε για το έργο της συνείδησης στην περιοχή όπου στην πράξη ωθούν «τα εξ ανάγκης», η λογική αναγκαιότητα. Και αυτό συμβαίνει στα «εφ’ ημίν», σε όσα δηλαδή εξαρτάται από τον καθένα μας να κάνει ή να μην κάνει. Η ύπαρξη της περιοχής αυτής, μέγα ευτύχημα, δίνει νόημα στη ζωή του ανθρώπου, όντος που σκέφτεται, ερευνά και εξετάζει, παίρνει αποφάσεις και εκτελεί πράξεις, ενεργεί και δημιουργεί. Όλη τούτη η δραστηριότητα σε όλο βαθμό αναφέρεται στην περιοχή των «εφ’ ημίν», την περιοχή της «γνώμης», όπως έλεγαν, αποτελεί την ανθρώπινη σοφία. Κυβερνήτης στην περιοχή αυτή ο άνθρωπος και με ότι κάνει, οικοδομεί τον εαυτό του, του δίνει νόημα και περιεχόμενο. Θα ήταν ανάξιο για τον άνθρωπο, θα ανέτρεπε τη φυσική του τάξη, αν δεν ήθελε να είναι βασιλιάς σ’ αυτό του το Βασίλειο. Αν δε φρόντιζε να βάζει σε δουλειά κάθε περίπτωση την ικανότητα του να κατανοεί, για να ελέγχει και διαφωτίζει τη συμπεριφορά του. Όποιος, λέγει ο Σωκράτης, πιστεύει… «πάντα της ανθρώπινης (είναι ) γνώμης», αυτός «δαιμονά»× αλλά «δαιμονώσι» και «οι μαντευόμενοι» «α τοις ανθρώποις έδωκαν οι θεοί μαθούσι διακρίνειν».

Πως θα ενεργήσει όμως ο άνθρωπος; Ο απλός τεχνίτης, ο «δημιουργός», το σκοπό της ενέργειας του τον δέχεται απ’ έξω, από την παράδοση, τη συνήθεια. Δεν αναρωτιέται για την αξία του σκοπού, ούτε ξέρει ότι και ο σκοπός της ενέργειας του είναι μέσο για κάποιον άλλο, τον αληθινό σκοπό. Αληθινός σκοπός είναι, όχι να κάνεις απλώς ότι αποφάσισες, αλλά η εκτέλεση της πράξης να έχει ηθικό αποτέλεσμα, να σου χαρίζει εσωτερική ευεξία. Στους μαθητές του ο τεχνίτης- όπως δα και οι σοφιστές- περιορίζεται να αναπτύσσει δεξιοτεχνία. Ο σοφός άνθρωπος, ο «αγαθός», πάει βαθύτερα. Από την πράξη που κάνει, θέλει να αποσπάσει εκείνο που προσδοκά απ’ αυτήν, με οδηγό τον αληθινό σκοπό. Για το έργο τούτο δεν αρκεί να ξέρει πως ενεργεί, να ξέρει δηλαδή καλά την τεχνική της πράξης, πρέπει κυρίως να ξέρει αν πρέπει να κάνει την πράξη. Αυτό φυσικά θα το ξέρει, αν γνωρίζει το «όντως αγαθόν». Με άλλα λόγια η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις πράξεις του απλού τεχνίτη και του σοφού- σοφός από το Σωκράτη και πέρα θα ονομάζεται εκείνος που πραγματώνει το πρότυπο για τον άνθρωπο πρόσωπο- είναι ότι ο πρώτος περιορίζεται στον προσεχή σκοπό που του θέτει η δεξιοτεχνία σε κάθε έργο του, ενώ ο δεύτερος εμπνέεται πάντοτε από το «όντως αγαθόν» και θέλει αυτό το αγαθό να φωτίζει τις πράξεις του. Αυτό να προϋποθέτουν όλα του τα έργα.

Ποιο είναι όμως «το όντως αγαθόν»; Η απάντηση του Σωκράτη στο βασικό τούτο ερώτημα είναι εκπληκτικά νέα. Το «όντως αγαθόν» πρέπει να είναι κάτι που να μη είναι ποτέ δυνατό να στραφεί ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του. Να είναι λοιπόν κάτι που να αποκλείει κάθε αμφιβολία και διφορούμενο, να είναι με μια λέξη «αναμφιλογώτατον». Τέτοιο αγαθό δεν μπορεί να είναι άλλο από την «ομολογία» της συνείδησης με τον εαυτό της. Της συνείδησης που θέτει το σκοπό, με τη συνείδηση που τον εγκρίνει γιατί τον βρίσκει σύμφωνα με το αγαθόν.

Προϋποθέτουν αυτά ότι η συνείδηση κατέχει άμεσα και απόλυτα το αγαθό. Το γνωρίζει η ψυχή και γι’ αυτό μπορεί να διευθύνει τη ζωή της. Κατανοούμε έτσι τη μεγάλη σημασία που παίρνει η ομολογία της συνείδησης με τον εαυτόν της. Τούτο το βαθύτατο νόημα πρέπει να έχει για το Σωκράτη η σκέψη ότι η αρετή είναι γνώση. Πρόκειται για την άμεση περί του αγαθού μαρτυρία της ψυχής. Έργο δικό μας η άμεση τούτη μαρτυρία να διέπει και να φωτίζει τη ζωή μας από τα μικρότερα έως τα υψηλότερα έργα. Και το έργο αυτό δεν μπορεί να επιτελείται παρά μόνο με τη συνεχή ομολογία της συνείδησης με τον εαυτό της. Η γραμμή που ακολούθησε ο Σωκράτης δίνει ανάγλυφα την εικόνα των λεγόμενων μας. Η μαθηματική σκέψη διέπεται πάντα από την ίδια άμεση γνώση για τον αριθμό και έτσι παίρνει νόημα και περιεχόμενο, ταυτίζεται πάντα με τον εαυτό της. Έτσι και η ηθική διαγωγή του ανθρώπου, επειδή διέπεται από την άμεση μαρτυρία της ψυχής για το αγαθό, επειδή ταυτίζεται διαρκώς η συνείδηση με τον εαυτό της, για τούτο- και όταν αυτό γίνεται- παίρνει νόημα και περιεχόμενο.

Με την πολύτιμη τούτη θέση φτάνει ο Σωκράτης την εσωτερίκευση της αρετής στο υπέρτατο βαθμό. Αρετή είναι η ποιότητα με την οποία αποκαλύπτεται η ψυχή κατά την πράξη. Όταν έτσι ενεργεί η ψυχή τότε «ευ πράττει», βρίσκεται τότε στην «ευπραξία », στην κατάσταση η οποία σημαίνει ότι έχει δοθεί στη διαγωγή η κατεύθυνση εκείνη την οποία επιτάσσει το «αναμφιλογώτατον» αγαθόν. Αναπόφευκτο επακόλουθο τέτοιας ενέργειας είναι η επιτυχία, που δεν έχει καμία σχέση με το εξωτερικό αποτέλεσμα της πράξης- την κοινώς λεγόμενη επιτυχία- αλλά είναι η ίδια η ποιότητα της ενέργειας, η καλά καμωμένη ενέργεια. Όταν αυτό αισθάνεται η ψυχή, τότε «ευ έχει», έχει «ευεξία».

Ας σημειώσουμε πάλι εδώ ότι η ευπραξία στάθηκε ο σταθερός κανόνας με τον οποίο ρύθμιζε ο Σωκράτης τη ζωή του. Δεν δέχτηκε την πρόταση του Κρίτωνα να δραπετεύσει από τη φυλακή, γιατί «το αναμφιλογώτατον αγαθόν» δεν ήταν η διάσωση με κάθε τρόπο της ζωής του, αλλά η σωστή ποιοτική κατεύθυνση της ενέργειας του, το «ευ πράττειν»× εκείνη η κατεύθυνση που δείχνει ότι τίποτε δεν μπορεί να κάμει τον άνθρωπο να πάψει να είναι άξιος κυβερνήτης και εκτελεστής των επιταγών «του όντως» αγαθού.

Τον Σωκράτη τον συνοδεύει, αλήθεια, πάντα στη ζωή του η ευπραξία, ή καλύτερα γεμίζει τη ζωή του πάντα η φροντίδα για ευπραξία. Μ’ αυτή τη φροντίδα αντιμετωπίζει και λύνει τα αποφασιστικά και δραματικά γεγονότα της ζωής του. Για να μας δώσει να κατανοήσουμε σωστά το νόημα της, αντιπαραθέτει σ’ αυτήν τον όρο «ευτυχία». Ευτυχία, όμως και ετυμολογικά φαίνεται, είναι η ευδαιμονία που νοιώθουμε, όταν η έκβαση ενός περιστατικού συμπέσει με την ενδόμυχη επιθυμία μας. Επιθυμεί ο γεωργός καλή εσοδεία από τη σπορά του× όταν αυτό συμβεί, έχει ευτυχία, καλή δηλαδή γι’ αυτόν σύμπτωση των εξωτερικών γεγονότων με την ενδόμυχη επιθυμία του.

Η ευπραξία οιστρηλατεί το Σωκράτη στον έλεγχο του εαυτού του και των άλλων, στην έρευνα και την πραγμάτωση του δικαίου, του καλού, του αγαθού. Η ευπραξία κάνει τον Σωκράτη ένα γίγαντα, τον άνθρωπο που θέλει στην περιοχή των «εφ’ ημίν» να είναι πέρα ως πέρα αυτουργός της φιλοσοφίας, υπεύθυνος ρυθμιστής και κυβερνήτης της διαγωγής του. Σωστή τρέλα, πιστεύει ο Σωκράτης όπως είδαμε, να καταφεύγει κανείς στο μάντη για τα «εφ’ ημίν» την ώρα που ο Θεός προίκισε τον άνθρωπο με νου για να δημιουργεί υπεύθυνα τη δική του τη μοίρα.

Αφού η ευπραξία είναι, όπως είδαμε, η φωτισμένη από το «αναμφιλογώτατον αγαθόν» ενέργεια, αναγκαίο πόρισμα, πολύ ουσιώδες, για την ηθική φιλοσοφία του Σωκράτη, είναι ότι όποιος γνωρίζει το «όντως αγαθόν», δεν είναι δυνατό να μην «πράττει ευ». Δεν είναι, δυνατόν να νοηθεί για το Σωκράτη άνθρωπος που γνωρίζει το αγαθό, αλλά πράττει το κακό.

            Αυτό σημαίνει, ας το ξαναπούμε, ότι κατά τον Σωκράτη δεν νοείται χωρισμός θεωρίας και πράξεως. Δεν ήταν βέβαια τόσο αφελής ο Σωκράτης, ώστε να μην έβλεπε ότι γύρω του οι άνθρωποι, ενώ ξέρουν το καλό, πράττουν το κακό. Έχει μια απάντηση πολύ βαθιά, που δεν την πρόσεξαν όσοι χαρακτηρίζουν την ηθική του φιλοσοφία ορθολογική, επειδή δέχεται ότι η αρετή είναι γνώση. Η απάντηση του είναι ότι οι άνθρωποι που ενώ ξέρουν το αγαθό πράττουν το κακό, στην πραγματικότητα δεν ξέρουν το αγαθό× ή καλύτερα το βλέπουν εξωτερικά. Δεν επέτυχαν να ολοκληρώσουν μέσα στην ψυχή τους την γνώση του αγαθού, να μεταστρέψουν σε τέτοιο βαθμό το όμμα της ψυχής με το φωτισμό του αγαθού, ώστε να μην είναι δυνατό να ενεργήσουν αλλιώς, αλλά να κάμουν τη ζωή τους, από κει και πέρα, «ομόλογη». Τούτο το βαθύ, το μυστικό, θα έλεγα, νόημα έχει ο όρος γνώση στο Σωκράτη. Δεν είναι λοιπόν ο Σωκράτης απλά ορθολογιστής, ο Σωκράτης του δαιμόνιου, ο Σωκράτης με την αποστολική διάθεση. Ο ορθολογισμός του αναπηδά από μυστικό βάθος και μυστικές προϋπόθεσης. Το ότι έτσι βλέπει τη γνώση αποκαλύπτει και το περιεχόμενο που δίνει στον όρο φιλοσοφία.

Δεν τον βλέπει μόνο ως θεωρητική πορεία του νου× η φιλοσοφία, κατά το Σωκράτη είναι θεωρία που την ίδια ώρα είναι και πράξη, και το αντίστροφο, η πράξη που αναδίνει το θεωρητικό της υπόβαθρο.

Το μεγάλο δίδαγμα του Σωκράτη είναι ακριβώς ότι προβάλλει με τις σκέψεις του και τις πράξεις του όχι διχασμένο άνθρωπο, που άλλα ξέρει και άλλα κάνει, αλλά άνθρωπο ενιαίο και ολοκληρωμένο, άνθρωπο επέκεινα των αντιφάσεων και της ροϊκότητας του ψυχολογικού εγώ.

Όταν ο άνθρωπος φτάσει στο ύψιστο της ευπραξίας, ελεύθερος και αυτόνομος, αυτουργός της ζωής του, αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο το θεϊκό που έχει μέσα του. Γιατί επιτελεί έργο θεϊκό, αφού ενεργεί, όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, σαν θεός, δημιουργώντας το δικό του κόσμο, κατά τρόπο ανάλογο με τους θεούς που δημιούργησαν το σύμπαν. Γιατί εκτελεί σωστά την εντολή που απέθεσαν οι θεοί στην πνευματική του φύση.

Αξίζει στο σημείο τούτο να θυμηθούμε πάλι τη μεγαλόστομη φωνή του Επιταφίου, για να δούμε πόσο συγγενική είναι προς τη σωκρατική πορεία. Ο Περικλής καλεί τους νέους να δεχτούν ότι ευδαιμονία είναι η ελευθερία και ελευθερία η ευψυχία. Με την κλίμακα τούτη εσωτερικεύεται η ευδαιμονία× περνώντας από την ελευθερία βρίσκει ότι ουσία της ψυχής είναι η ευψυχία.

Η κατεύθυνση και εδώ είναι προς την εσωτερική ποιότητα της αρετής. Έτσι η ευδαιμονία, αντί να υποδουλώνει τον άνθρωπο ως υλική, τον απελευθερώνει από τα εξωτερικά αγαθά, τον οδηγεί ελεύθερα, αυτόνομα προς την ευψυχία. Η ευψυχία είναι η πηγή και της σωκρατικής ευπραξίας.

Καταλαβαίνουμε τώρα καλύτερα και βαθύτερα τι είναι εκείνο που διαχύνει και στα λόγια και στις πράξεις του Σωκράτη την εξαίσια γαλήνη, την αδιατάρακτη και κρυστάλλινη, που μας συγκινεί με το μεγαλείο της. Πηγή της έχει την ευπραξία, η οποία δηλώνει την ομολογία της συνείδησης με τον εαυτό της. Έτσι εξηγείται πως ο Σωκράτης συζητά με τον Κρίτωνα αν πρέπει να δραπετεύσει και να σώσει τη ζωή του ή όχι, πως πίνει ακόμη και το κώνειο με όποια νηφαλιότητα κουβεντιάζει, ή ενεργεί για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Έχει τη δύναμη ο Σωκράτης να μεταφέρεται στο χώρο του προσώπου του ανθρώπου, όπου το πρόβλημα για όλα, όσα στους άλλους είναι δραματικά, παραμένει για κείνον πάντα ένα και το ίδιο: πως θα δώσει στη σκέψη και στην πράξη του εκείνη την ποιοτική κατεύθυνση που θα του επιτρέπει να είναι άνθρωπος.

Με το «γνώθι σαυτον» λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι ανακαλύφθηκε και γεννήθηκε η συνείδηση, που από τότε απασχολεί και κυβερνά τον άνθρωπο του δυτικού πολιτισμού μας.


Πλάτων, Απολογία 20e «ανείλεν ουν η Πυθία μηδένα σοφώτερον (Σωκράτους) είναι.
2 Πλάτων, Απολογία 21d
3 Πλάτων, Απολογία 23a Η ανθρώπινη σοφία «ολίγου τινός αξία εστίν».
4 Πλάτων , Απολογία 22e
Paideia, Berlin a959 (Sokrates als Erzieher, II, 74 ke.)
6 Ξενοφών, Απομνημονεύματα. Ι,1,6-12
7 Ξενοφών, Απομ, Ι 1,9
8 Ξενοφών. Απομνημονεύματα ΙΙΙ, ΙΧ, 14: «Παν μεν ουν τουναντίον εγωγ’, έφη (ο Σωκράτης), τύχην και πράξιν ηγούμαι…»


 Ο Σωκράτης, H ζωή και το έργο του”, B. Τατάκης, καθηγητής Πανεπ. Θες/νικης Εκδ. Αστήρ, 1993

πηγή: ekivolos.gr

ΣΤΩΙΚΙΣΜΟΣ - Η ΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΟΡΘΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ

$
0
0



1. Η φιλοσοφία ως “τέχνη τον βίου ” και το πρότυπο τον σοφού

Ο στωικισμός έχει ένα σημαντικό γνώρισμα κοινό με τις άλλες φιλοσοφίες που εμφανίστηκαν στις αρχές των ελληνιστικών χρόνων (τον κυνισμό, το σκεπτικισμό, τον επικουρισμό)· απαντά με τον ίδιο τρόπο στο ερώ­τημα για το ποιο είναι το πρώτο επίπεδο πραγματικότητας, το επίπεδο από το οποίο πρέπει να εκκινήσει ο φιλοσοφικός λόγος. Πρόκειται για το χώρο του ατομικού βίου, το πεδίο που αποτελείται από αυτό που είναι για όλους...


ΣΤΩΙΚΙΣΜΟΣ: Η στωική σχολή ιδρύθηκε από τον Ζήνωνα στην Αθήνα, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Μολονότι η οργάνωσή της ήταν λιγότερο αυστηρή από της Ακαδημίας, επρόκειτο να αποτελέσει την επικρατέστερη φιλοσοφική σχολή μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. Συνήθως διακρίνουμε τρεις περιόδους του στωικισμού'τον πρώτο στωικισμό, κατά τον οποίο κυρίως οι τρεις πρώτοι διευθυντές, Ζήνωνας, Κλεάνθης και Χρύσιππος, διαμορφώνουν το όλο φιλοσοφικό σύστημα· το μέσο στωικισμό (δεύτερο ήμισυ του 2ου αιώνα π.Χ, - 1ος αιώνας π.Χ.), όπου, χάρη στο έργο του Παναίτιου και του μαθητή του Ποσειδώνιου, επιχειρείται κατά κάποιο τρόπο ένας συγκερασμός των στωικών φυσικών και κοσμολογικών θεωριών με τις αντίστοιχες πλατωνικές και αριστοτελικές και ο στωικισμός γίνεται η κυρίαρχη θεωρία στο πλαίσιο της άρχουσας τάξης της ρωμαϊκής δημοκρατίας· τέλος, τον ύστερο στωικισμό (εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), οι κύριοι εκπρόσωποι του οποίου, ο Σενέκας, ο Επίκτητος και ο Μάρκος Αυρήλιος, ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με ηθικά θέματα.

Η στωική φιλοσοφία ερμηνεύθηκε με δύο τρόπους αντίθετους αλλά απολύτως δικαιολογημένους· από μερικούς θεωρήθηκε υλιστική, δεδομένου ότι σύμφωνα με αυτήν τα πάντα, ακόμη και η ίδια η θεότητα, έχουν φύση υλική, ενώ από άλλους θεωρήθηκε ιδεαλιστική, εφόσον η κοσμολογία της, μολονότι “υλιστική” με την παραπάνω έννοια, αποσκοπεί στην αναγνώριση της ενδοκοσμικής παρουσίας ενός “νου”, ο οποίος αποκτά με τον τρόπο αυτό μια αξία την οποία δεν θα μπορούσαν να του δώσουν οι αισθήσεις.

...τους ανθρώπους το πλέον οικείο και σημαντικό· ο χώρος της αντίληψης του καθενός, οι διαπροσωπικές του σχέσεις, η πηγή των σωματικών καταστάσεων και των ατομικών αισθημάτων. Πιο συγκεκριμένα, οι Στωικοί υποστηρίζουν ότι κάθε τι πραγματικό είναι σωματικό, ακόμη και η ψυχή'τα γεγονότα παράγει η κίνηση των σωμάτων, ενώ η ζωή του καθενός είναι μία συγκεκριμένη ακολουθία γεγονότων. Ένα ακόμη κοινό σημείο του στωικισμού με τις άλλες ελληνιστικές φιλοσοφίες αφορά στη γενική σύλληψη της φύσης και του ρόλου της φιλοσοφίας· όλες τους συλλαμβάνουν τη φιλοσοφία ως “τέχνη του βίου” (με την έννοια που και η ιατρική είναι '‘τέχνη"). Αλλά η συγγένεια του στωικισμού με τις άλλες ελληνιστικές φιλοσοφίες σταματάει εδώ’ οι απαντήσεις του ήσαν διαφορετικές και συχνά αντίθετες. Από ιστορική άποψη, ο στωικισμός υπήρξε η φιλοσοφία που κυριάρχησε σε όλη την ελληνιστική εποχή· από την άποψη της κοινωνικής του απήχησης δικαιούται αναμφίβολα μία θέση δίπλα στον πλατωνισμό και τον αριστοτελισμό. Ο κυνισμός, ο σκεπτικισμός και ο επικουρισμός έμειναν, αντιθέτως, πάντοτε στο περιθώριο, και συχνά επικρίθηκαν δριμύτατα ως κοινωνικά απαράδεκτοι.


  • Η ορθολογική τάξη του κόσμου

Ο στωικισμός ξεκινά από μία βασική παραδοχή, που τον διαφοροποιεί ριζικά από τις υπόλοιπες ελληνιστικές φιλοσοφίες και τον φέρνει κοντά στον πλατωνισμό και τον αριστοτελισμό· το σύνολό των πραγμάτων που συνθέτουν τον κόσμο διέπεται και ενοποιείται από μια έλλογη τάξη. Αγαθό (ελευθερία και ευδαιμονία) για κάθε ον δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ορθή ενσωμάτωση σε αυτή την τάξη. Είναι, όμως, σημαντικό να αντιληφθούμε την ιδιαιτερότητα της έλλογης τάξης των Στωικών σε σχέση με την αντίστοιχη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Δεν πρόκειται, όπως συνέβαινε στον Πλάτωνα, για ένα επίπεδο καθαρού ορθολογισμού, χωρισμένου από τον κόσμο, που επιτρέπει μέσα στον κόσμο αυτό την ύπαρξη μιας διάστασης  αντιπαλότητας και αταξίας και το οποίο εγκαθιδρύει, ακριβώς λόγω αυτού του χωρισμού και αυτής της αντιπαλότητας το χώρο για την ύπαρξη του πολιτικού σχεδιασμού. Ούτε πρόκειται, όπως στον Αριστοτέλη, για το επίπεδο των ουσιωδών χαρακτηριστικών, που ορίζουν το είδος στο οποίο ανήκει κάθε ατομική ουσία, αφήνοντας, αφενός, κατά μέρος το σύνολο των τυχαίων ατομικών χαρακτηριστικών και θεμελιώνοντας, αφετέρου, για τον μεν άνθρωπο την ηθική της ατομικής αρετής, για τα δε μέλη της πόλης την ηθική των εξειδικευμένων κοινωνικών αρετών. Η έλλογη τάξη των Στωικών δεν αφήνει τίποτε έξω από αυτήν δεν αφήνει χώρο για συγκρούσεις μέσα στον κόσμο. Εκτείνεται, πράγματι, στη διάσταση του ατομικού και του συμβάντος και την αφομοιώνει ολοκληρωτικά· ταυτίζεται ακριβώς με την πλήρη σειρά των γεγονότων, θεωρούμενη ως η αναγκαιότητα που καθορί­ζει κάθε γεγονός και το συνδέει με όλα τα υπόλοιπα.
  
  • Η ελευθερία τον σοφού

Δεδομένου ότι η πορεία των γεγονότων αποτελεί μια έλλογη τάξη, η στωική "τέχνη του βίου"δεν επιχειρεί να καταστείλει την πίεση του έξω κόσμου για να μας προστατεύσει από αυτήν δεν επιχειρεί, δηλαδή, να μας αποκόψει από τον κόσμο. Ο Στωικός δεν περιφέρεται έξω από την κοινωνική ομάδα, δεν σωπαίνει μακριά από το πεδίο των συζητήσεων, δεν φτιάχνει έναν προσωπικό κήπο για. να απομονωθεί εκεί. Εάν η πορεία τν γεγονότων είναι έλλογη, η αιτία της ανελευθερίας δεν μπορεί παρά να βρίσκεται εντός μας, στον τρόπο με τον οποίο αποδεχόμαστε τον αναγκαίο καθορισμό. Τα πάντα εξαρτώνται από το εάν αναγνωρίζουμε ή όχι την έλλογη φύση των γεγονότων. Αν δεν είμαστε σε θέση να το κάνουμε, θα δημιουργηθεί δυσαρμονία ανάμεσα σε αυτό που είμαστε, από τη μια, και στις φιλοδοξίες μας και τη θέλησή μας, από την άλλη· τότε θα εμφανιστούν τα πάθη. οι ταραχές. οι φόβοι, δηλαδή όλα όσα μας καθιστούν δυστυχισμένους και μας αφαιρούν την ελευθερία. Αν. αντιθέτως. είμαστε σε θέση να το κάνουμε, θα ζούμε μέσα μας μια ήρεμη και αρμονική ζωή. Υπάρχει μια στωική ρήση που εκφράζει με κάθε σαφήνεια την εσωτερική κατάσταση την οποία κάποιος πρέπει να κατακτήσει: «να θέλουμε αυτό που συμβαίνει» (συμπεριλαμβανομένου και γεγονότων όπως ο θάνατός μας). Το περιεχόμενο αυτής της ρήσης συμπίπτει με αυτό μίας άλλης: ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν  («να ζει κανείς σε συμφωνία με τη φύση »). Έτσι, η στωική ευδαιμονία και ελευθερία είναι άμεσα και σοφία και δεν έχει καθόλου πρόσχαρο χαρακτήρα· μοιάζει περισσότερο με την ίδια φυσικότητα με την οποία αναπνέουμε. Αυτό που έχει, λοιπόν, σημασία για το στωικό σοφό είναι η περιφρούρηση της εσωτερικής του διάθεσης, που τον καθιστά σοφό. Όλα τα άλλα-η δόξα και η αφάνεια, ο πλούτος και η φτώχεια, η κοινωνική ελευθερία και η κοινωνική δουλεία- του είναι αδιάφορα. Κανένα από αυτά δεν έχει τη δύναμη να προσδιορίσει, είτε θετικά είτε αρνητικά, την εσωτερική του διάθεση που τον καθιστά σοφό, ελεύθερο και ευδαίμονα. Τίποτε δεν εμποδίζει, κατά τους Στωικούς, έναν δούλο να παραμείνει δούλος και ταυτόχρονα να είναι σοφός, ελεύθερος και ευδαίμων η μόνη προϋπόθεση είναι να θέλει αυτό που συμβαίνει, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του να διαταράσσεται από τα πάθη.

  • Ο στωικός κοσμοπολιτισμός
  • Ο στωικισμός ως ιδεολογία των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων

Όλες οι φιλοσοφίες των ελληνιστικών χρόνων ήσαν -ακόμη κι αν δεν το δήλωναν-κοσμοπολιτικές, με την έννοια ότι ο ιδανικός τους αποδέκτης ήταν ο άνθρωπος στην πρωτογενή φυσική του κατάσταση, ανεξάρτητα από τις διάφορες εθνικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Ο στωικισμός διακηρύσσει τον κοσμοπολιτισμό του ξεκάθαρα. Θα ήταν όμως, σφάλμα να το ερμηνεύσουμε αυτό ως πράξη με πολιτικές προεκτάσεις. Ο στωικός κοσμοπολιτισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνέπεια της παραδο­χής ότι η αναγνώριση του έλλογου χαρακτήρα των γεγονότων είναι ανε­ξάρτητη από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται κανείς. Δεδομέ­νου ότι η οδός προς τη σοφία δεν περνά από τη μεσολάβηση της πολιτικής, αλλά ριζώνει στη φύση του ανθρώπου, ο στωικός σοφός αισθάνεται πως έχει μια φυσική ομοιότητα με όλους τους συνανθρώπους του, ανεξάρτητα α­πό την εξουσία στην οποία τυχαίνει να είναι υποτελείς, και πως όλοι απο­λαμβάνουν μια κοινή ελευθερία. Γι΄ αυτό, ο στωικός σοφός, μολονότι κο­σμοπολίτης, μπορεί να συμμετέχει στους πολιτικούς θεσμούς, ακόμη και να κυβερνά, “εφόσον δεν παρεμποδίζεται”, δηλαδή με την προϋπόθεση ότι θα μπορεί να διατηρεί την προσωπική του ορθολογική διάθεση και αυτονομία.

Αυτός ο τύπος σοφού, η σοφία του οποίου ριζώνει στη φύση και καταρ­γεί με τον τρόπο αυτό τη σημασία των κοινωνικών κανόνων, μπορεί από ο­ρισμένες απόψεις να φανεί ότι πλησιάζει τον Κυνισμό. Πραγματικά, ο θεμε­λιωτής του στωικισμού, ο Ζήνωνας από το Κίτιο, υπήρξε μαθητής των Κυνικών και στην αρχή Κυνικός ο ίδιος· σε ένα νεανικό του σύγγραμμα ο Ζή­νωνας εξέφρασε την αδιαφορία του για ορισμένους από τους ουσιαστικότε­ρους κοινωνικούς κανόνες, όπως την απαγόρευση της αιμομιξίας και του κανιβαλισμού. Όμως, το νόημα του στωικισμού δεν ήταν αυτό· άλλωστε, η ταύτιση των κοινωνικών συμβατικοτήτων με το "κακό” και της φύσης με το “καλό” θα ήταν, σε τελική ανάλυση, αντιφατική προς τη στωική παρα­δοχή μιας έλλογης τάξης που αγκαλιάζει τα πάντα. Οι πολίτες των ελληνι­στικών βασιλείων, αρχικά, και της ρωμαϊκής δημοκρατίας, αργότερα, ανα­γνώριζαν συχνά τον εαυτό τους στον στωικό τύπο ανθρώπου, ιδωμένου α­πό μιαν άλλη οπτική γωνία: ιδωμένου, δηλαδή, από τύπο ανθρώπου που βρί­σκει μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, μέσα στη σφαίρα της προσωπικής του ζωής τη ρίζα της ελευθερίας και της αυτονομίας του, και που εφοδιασμένος με την αυτονομία αυτή έχει πρόσβαση στη σφαίρα της πολιτικής, όπου θα λειτουργήσει διεκδικώντας κατά πρώτο λόγο αυτή την αυτονομία και, επο­μένως, κρίνοντας κάθε φορά τους πολιτικούς θεσμούς ανάλογα με το βαθ­μό συμβατότητάς τους με αυτή του τη διεκδίκηση. Σε αυτή την παραλλαγή του ο στωικισμός κατάφερε να γίνει η ιδεολογία της άρχουσας τάξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο απόγειο της ακμής της. Αργότερα, στο στωικισμό θα καταφύγουν τα μέλη της συγκλητικής τάξης κατά την αρχική τους αντίθεση προς την αυτοκρατορία, η οποία θεωρείτο εξουσία που αρ- νείτο την ατομική αυτονομία- αυτό πάντως δεν εμπόδισε, έναν αιώνα αργό­τερα, όταν οι θεσμικές ισορροπίες της αυτοκρατορικής κοινωνίας είχαν πλέον αποκατασταθεί, έναν αυτοκράτορα, τον Μάρκο Αυρήλιο, να γίνει ο τελευταίος σπουδαίος Στωικός.


2. Το στωικό σύστημα: λογική, φυσική, ηθική

Οι πρώτοι τρεις ηγέτες του στωικισμού ήταν ο Ζήνωνας από το Κίτιο, ο Κλεάνθης και ο Χρύσιππος, στους οποίους οφείλεται η ολοκληρωμένη επεξεργασία των θεωριών της σχολής. Σήμερα πια δεν είμαστε σε θέση να δια­κρίνουμε με σαφήνεια την ιδιαίτερη συμβολή του καθενός. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχουν σωθεί τα συγγράμματα τους, το περιεχόμενο των οποίων γνωρίζουμε μόνο από μεταγενέστερες μαρτυρίες. Αυτό, όμως, δεν θα αρκούσε για να καταστήσει την ιδιαιτερότητα της συμβολής του καθενός αδιάκριτη, εάν η στωική φιλοσοφία δεν είχε λάβει ήδη από τον Ζήνωνα έντονα συστηματικό χαρακτήρα και αν ο Κλεάνθης και ο Χρύσιππος δεν είχαν ουσιαστικά επιδιώξει να ολοκληρώσουν, να βελτιώσουν σε επιμέρους σημεία και να καταστήσουν περισσότερο συνεκτικό το ίδιο σύστημα, διατηρώντας αναλλοίωτες τις βασικές δομές του. Μία τόσο αυστηρή συστηματικότητα είναι σύμφωνη με τη θεμελιώδη στωική παραδοχή ότι η πραγματικότητα είναι ένα σύνολο με τόση συνοχή, ώστε κάθε σημείο του ή πτυχή του να είναι πλήρως ενταγμένο στη γενική τάξη. Αυτό σημαίνει ό­τι κάθε φιλοσοφική πρόταση συνδέεται άρρηκτα με τις υπόλοιπες και ότι, κατά συνέπεια, μια άρνησή της θα έθετε υπό αμφισβήτηση όλο το σύστη­μα. Μόνο για παιδαγωγικούς λόγους οι Στωικοί χώριζαν το φιλοσοφικό τους σύστημα σε τρία μέρη, τη λογική, τη φυσική και την ηθική.
  
  • Η στωϊκή λογική: σημαίνον, σημαινόμενο, πράγματα

Αυτό που οι Στωικοί ονομάζουν “λογική” περιλαμβάνει πολύ περισσό­τερα πράγματα απ’ όσα σήμερα αποδίδουμε στον όρο. Αντικείμενό της ή­ταν το πώς εκδηλώνεται η τάξη της πραγματικότητας μέσα στους λόγους και τη γνώση. Η στωική λογική περιλάμβανε, κατ'αρχήν μία θεωρία περί γλώσσας. Σε σύγκριση με τον Αριστοτέλη, σύμφωνα με τον οποίο η γλώσσα εφάπτεται φυσικά με τα πράγματα και, συνεπώς, η ανάλυση της πρώτης συνιστά οδό άμεσης πρόσβασης στη γνώση της δομής των δεύτερων, η στωική λογική εισάγει μία σημαντική καινοτομία: αρνείται ότι η γλώσσα παραπέμπει ευθέως στα πράγματα. Για να εξηγήσουν αυτό το σημείο, οι Στωικοί, επικαλούνται την περίπτωση ενός Έλληνα που λέει σε έναν Έλληνα και σε ένα βάρβαρο τη λέξη, π.χ., «ίππος». Και οι δύο συνομιλητές συλλαμβάνουν τον ήχο «ίππος», και οι δύο γνωρίζουν το αντικείμενο « Ίππος»· όμως, ο πρώτος καταλαβαίνει αυτό που ακούει, ενώ ο δεύτερος ό­χι. Ανάμεσα στην άρθρωση του σημαίνοντος, που είναι ο ήχος, και στο α­ντικείμενο βρίσκεται, συνεπώς, το επίπεδο του σημαινόμενου, που είναι ο χώρος όπου συντελείται η κατανόηση·  χωρίς  γνώση του σημαινόμενου ο ή­χος δεν μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο του πράγματος. Έχοντας απομο­νώσει το επίπεδο του σημαινόμενον, οι Στωικοί εισήγαγαν το πεδίο του λεκτοῡ. Το λεκτον είναι ό, τι από το σημαινόμενο παραμένει αναλλοίωτο σε μία μετάφραση· ταυτόχρονα είναι το έλλογο και αντικειμενικό, και συνε­πώς καθολικά κατανοητό, περιεχόμενο της γλωσσικής σήμανσης. Σε μια μετάφραση όχι μόνο αλλάζει εντελώς η άρθρωση της σημαίνουσας λέξης, αλλά απαλείφονται οι ασάφειες, οι ενδεχόμενες αμφισημίες και κάθε σημασιολογική αχλύ, που διαφέρουν από γλώσσα σε γλώσσα και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Αυτό που απομένει είναι αυτό που καθιστά δυνατή όχι μόνο τη μετάφραση, αλλά την ίδια την επικοινωνία και την κατανόηση· είναι αυτό που αναφέρεται στο αντικείμενο και αυτό που θέλει να πει καθένας που αρθρώνει λόγο.
  
  • Η στωική λογική: το συμπέρασμα

Αυτή η θεωρία επέτρεψε στους Στωικούς να διακρίνουν, για πρώτη φορά, σαφώς τη γραμματική από τη λογική με τη στενή έννοια της λέξης. Η γραμματική έχει ως αντικείμενο τις σημαίνουσες δομές των υπαρκτών γλωσσών με τις ιδιαιτερότητες τους (η μελέτη της γραμματικής αναπτύχθη­κε κατά την ελληνιστική εποχή, χάρη στο στωικό ενδιαφέρον γι'αυτήν). Η λογική με τη στενή έννοια (την οποία οι Στωικοί προτιμούσαν να αποκαλούν “διαλεκτική”) έχει, αντιθέτως, ως αντικείμενο τα λεκτά, κατά το ότι ενδέχεται να είναι τόσο αληθή όσο και ψευδή. Δεν είναι όλα τα λεκτά αλη­θή ή ψευδή· για παράδειγμα, μια διαταγή ή μια προσευχή έχουν ένα έλλογο περιεχόμενο και μπορούν να μεταφραστούν, αλλά δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς. Η ελάχιστη λογική μονάδα είναι εκείνος ο συνδυασμός λέξεων που μπορεί να χαρακτηριστεί αληθής ή ψευδής (για παράδειγμα: «Υπάρχει καπνός»· «Αυτή η γυναίκα έχει γάλα»)· πρόκειται στην ουσία για αυτό που σήμερα ονομάζουμε "πρόταση". Η στωική λογική μελετά με ακρίβεια τις τυπικές προϋποθέσεις που απαιτείται να πληρούνται, ώστε οι συνδέσεις μεταξύ πολλών απλών προτάσεων να είναι αληθείς· μελετά δη­λαδή τα τυπικώς έγκυρα συμπερασματικά σχήματα. Ιδού δύο παραδείγμα­τα του βασικότερου στωικού συμπερασματικού σχήματος:

Αν υπάρχει καπνός, τότε υπάρχει φωτιά·
υπάρχει καπνός· άρα υπάρχει φωτιά.

Αν μία γυναίκα έχει γάλα, τότε έχει γεννήσει·
αυτή η γυναίκα έχει γάλα· άρα έχει γεννήσει.

Με την αντικατάσταση των περιεχομένων των προτάσεων, που διαφέ­ρουν στα δύο παραδείγματα, με σύμβολα (όπως έκαναν οι Στωικοί), φθά­νουμε σε μια τυπική δομή αυτού του συμπεράσματος: Αν ρ. τότε q· ρ· άρα q. Οπως είπαμε όταν μιλούσαμε για τη λογική του Αριστοτέλη, εδώ έχουμε έ­να έγκυρο συμπέρασμα, δηλαδή ένα συμπέρασμα του οποίου η λογική α­λήθεια είναι ανεξάρτητη από την πραγματική αλήθεια των προκειμένων.

Όμως, η αναλογία της στωικής με την αριστοτελική λογική, σταματάει εδώ. Στην περίπτωση της αριστοτελικής λογικής, τα σύμβολα με τα οποία διατυπωνόταν ο συλλογισμός αντικαθιστούσαν καθολικές έννοιες -θνη­τούς, ζώα, ανθρώπους. Η αριστοτελική λογική μηχανή υπαγόρευε, διά της αναλυτικής οδού, τους τρόπους με τους οποίους η μία εμπεριείχε την άλλη. Με τον τρόπο αυτό διατεινόταν ότι αποκαλύπτει τη δομή του πραγματικού'τοποθετώντας τις καθολικές πραγματικότητες τη μια μέσα στην άλλη, σκιαγραφούσε και οργάνωνε το όλο επίπεδο των επιμέρους ουσιών, το ο­ποίο αποτελούσε το σταθερό πλέγμα που είναι. Άλλωστε η αριστοτελική λογική δεν αποτελούσε εργαλείο επιστημονικής ανακάλυψης, αλλά ανα­διατύπωνε αυτό που ήταν ήδη γνωστό διά άλλων οδών, εκτός λογικής, προ- κειμένου να του προσδώσει συνοχή. Στην περίπτωση, τώρα, της στωικής λογικής τα σύμβολα αντικαθιστούν προτάσεις, δηλαδή περιγραφές γεγονό­των και περιστατικών: «Υπάρχει καπνός», «Υπάρχει φωτιά» κ.τ.λ. Τα στωικά συμπερασματικά, σχήματα στοχεύουν να ανακαλύψουν πράγματα ά­γνωστα· αν δω μια γυναίκα που έχει γάλα, συμπεραίνω ότι έχει γεννήσει, μολονότι δεν το γνωρίζω (άμεσα). Με αυτό τον τρόπο, γεγονότα που δεν μπορούν να παρατηρηθούν μπορούν να επαληθευθούν επιστημονικά. Αντιστρόφως, ο στωικός συλλογισμός δεν είναι δεσμευτικός από οντολογική ά­ποψη. Η πρώτη προκείμενη του παραπάνω σχήματος είναι υποθετική πρό­ταση· η πρόταση αυτή καταφάσκει μια σχέση συνεπαγωγής μεταξύ δύο α­πλών προτάσεων αν αυτή η σχέση είναι έγκυρη και η δεύτερη προκείμενη είναι αληθής, τότε το συμπέρασμα είναι αληθές. Αλλά (απλοποιώντας) σε αυτή τη σχέση η πρώτη προκείμενη («Υπάρχει καπνός») είναι σημείο του συνεπαγόμενου («Υπάρχει φωτιά»)· πίσω από αυτές μπορούν να υπάρχουν διαφορετικές ή και αντίθετες πραγματικές σχέσεις. Για παράδειγμα, ένα α­ποτέλεσμα μπορεί να παίξει το ρόλο σημείου της αιτίας, αλλά και μια αιτία μπορεί να παίξει το ρόλο σημείου του αποτελέσματος. Η στωική λογική ασχολείται με προτάσεις, θεμελιώνοντας αναγκαίους δεσμούς ανάμεσα στα γεγονότα που αυτές περιγράφουν και διευρύνοντας τον ιστό της σύνδεσης δεν αποκαλύπτει τη δομή του πραγματικού.
  
  • Θεωρία της γνώσης: αισθήσεις και αναπαραστάσεις

Η εφαρμογή αυτού του λογικού μηχανισμού στο πεδίο της πραγματικό­τητας απαιτεί να ορισθούν ο τρόπος με τον οποίο φθάνουμε στη γνώση των γεγονότων και ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζεται ότι μια πρόταση που αφορά σε ένα γεγονός είναι αληθής. Οι Στωικοί ενέτασσαν στη λογική ε­κείνο το μέρος της φιλοσοφίας τους, που σήμερα μάλλον θα ονομάζαμε γνωσιολογία. Η γνώση πηγάζει από την αίσθηση, που είναι το αποτέλεσμα που έχει μια σωματική κίνηση πάνω στην ψυχή (η οποία είναι, επίσης, σω­ματική). Αυτό το αποτέλεσμα είναι για την ψυχή, από φυσική άποψη, «αλ­λοίωσή» της και, από λογική άποψη, “αναπαράσταση” του σώματος που την προκάλεσε. Μετά από αυτήν υπάρχουν στην ψυχή τρεις επιπλέον φά­σεις της γνωστικής διαδικασίας· η συγκατάθεσίς, με την οποία η ψυχή ανα­γνωρίζει ότι η αναπαράσταση συμφωνεί με αυτό που την προκάλεσε, η κα­τάληψης, με την οποία η αναπαράσταση μετατρέπεται στην πρόταση που περιγράφει αυτό που την προκάλεσε, και η γνώσις η επιστήμη, με την οποία η αναπαράσταση εντάσσεται σε ένα ολόκληρο πλέγμα παραστάσεων. Αυ­τό που εγγυάται την εγκυρότητα της διαδικασίας αυτής, κυρίως στο ευαίσθητο σημείο όπου δίνεται η συγκατάθεσις στην αναπαράσταση, με άλλα λόγια αυτό που αποτελεί το κριτήριον άληθείας, είναι για τους Στωικούς η δυνατότητα κατανόησης της αναπαράστασης (καταληπτική φαντασία), δηλαδή η προφάνεια (ενάργεια.) που τη διακρίνει από τις άλλες αναπαρα­στάσεις, για να μετατραπεί σε πρόταση και να ενταχθεί στον ιστό της επι­στήμης. Η “καταληψιμότητα” αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρι­σμα της αναπαράστασης και, γι’ αυτό, όταν είναι παρούσα, υποχρεώνει την έλλογα διατεταγμένη ψυχή να δώσει τη συγκατάθεσή της, οπότε η α­ναπαράσταση δεν είναι αυθαίρετη. Στα όνειρα, για παράδειγμα, έχουμε α­ναπαραστάσεις, αλλά δεν είναι σαφώς καταληπτές· γι’ αυτό δεν τις εγκρί­νουμε. Στην αντίθετη πλευρά βρίσκονται οι αναπαραστάσεις που εγκρί­νουμε και κατανοούμε.
  
  • Η αντιστωική πολεμική της Ακαδημείας

Η στωική θεωρία της γνώσης δέχθηκε δριμύτατες επιθέσεις από τους σχολάρχες της μέσης Ακαδημίας· ο Αρκεσίλαος από την Πιτάνη στράφηκε κατά του Ζήνωνα και του Κλεάνθη· ο Καρνεάδης, αργότερα, κατά του Χρύ­σιππου. Και οι δύο Ακαδημεικοί σκοπό τους είχαν να καταρρίψουν ολόκλη­ρο το στωικό οικοδόμημα χτυπώντας τα θεμέλιά του, δηλαδή την οδό που ξεκινά από την παράσταση, περνά από την συγκατάθεση και καταλήγει στη μετατροπή της σε στοιχειώδη πρόταση. Ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης αμφισβητούν ακριβώς την ύπαρξη ενός σαφούς και καθολικά έγκυρου κριτηρίου, που να υποδεικνύει σε ποιες περιπτώσεις το πέρασμα μπορεί να πραγματοποιηθεί σίγουρα και ανώδυνα, και συμπεραίνουν ότι η συγκατά­θεση δεν είναι σε καμιά περίπτωση πραγματικά δικαιολογημένη και, επομέ­νως, πρέπει να μένα διαρκώς σε εκκρεμότητα. Αυτή η πολεμική δεν διεξάγε­ται στο όνομα ενός εναλλακτικού γνωσιολογικού μηχανισμού· απεναντίας, ουσιαστικός σκοπός των Ακαδημεικών είναι να αποδείξουν ότι κανένας μη­χανισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει. Πέρα από τη χρήση σωρείας τεχνικών όρων, για την οποία οι Ακαδημεικοί καμάρωναν, το μεγαλύτερο μέρος της ανατρεπτικής τους τακτικής στηριζόταν σε μια σειρά αντιπαραδειγμάτων, τα οποία αντιπαρέτασσαν συστηματικά στα παραδείγματα της στωικής γνωσιολογίας. Τόσο ο Αρκεσίλαος όσο και ο Καρνεάδης ανέτρεξαν για το σκοπό αυτό στα διαλεκτικά μέσα του Πύρρωνα.
  
  • Οι κοινές έννοιες

Η συγκεκριμένη κριτική αφορούσε κατά πρώτο λόγο στο ρόλο του σο­φού στο ζήτημα της γνώσης. Αν η έλλογη διάταξη της ψυχής του σοφού δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εγγυηθεί για την αλήθεια των παραστά­σεων, τότε ο στωικός σοφός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει την αλή­θεια περισσότερο απ’ όσο οι μη σοφοί. Επιπλέον, ολόκληρη η στωική λογι­κή μηχανή έμοιαζε να δουλεύει μάταια, δεδομένου ότι η εφαρμογή της στο είναι απαιτούσε παραστάσεις αληθείς. Κατά δεύτερο λόγο, η αδυναμία μας να φθάσουμε σε βεβαιότητα για οποιαδήποτε παράσταση ισοδυναμούσε με απόρριψη της αξίας των κοινών εννοιών ή προλήψεων, δηλαδή των εννοιών και ιδεών που οι Στωικοί ισχυρίζονταν ότι ήσαν καθολικά γνωστές, ως ρι­ζωμένες στο γνωστικό μέρος της ψυχής καθ'εαυτό, και που ήσαν γι’αυτό ικανές να αποκαλύψουν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τού είναι (η σπου­δαιότερη από αυτές ήταν η ιδέα της ύπαρξης Θεού). Οι κοινές έννοιες ή προλήψεις ήσαν για τους Στωικούς μια απολύτοος απαραίτητη οδός για τη γνώση των πραγμάτων, δεδομένου ότι η λογική τους δεν αναπαρήγε τη δο­μή του πραγματικού. Εύκολα καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί η διαμάχη με­ταξύ των σχολών επικεντρώθηκε ως επί το πλείστον σε αυτό το σημείο.
  
  • Η στωική φυσική: το πνεύμα          

      Η στωική φυσική είχε ως αντικείμενο, κατά πρώτο λόγο, τα γενικά χαρακτηριστικά του πραγματικού, τα οποία έπαιζαν, στη συνέχεια, ρόλο θε­ωρητικών αρχών και πλαισίων για τις επί μέρους επιστημονικές έρευνες (ιατρική, μετεωρολογία, αστρονομία κ.τ.λ.). Η στωική φυσική κορυφωνόταν σε μια θεολογία, που συνιστούσε ρητή καταγραφή της λογικής που συ­νέχει την ίδια την πραγματικότητα.

Η πραγματικότητα για τους Στωικούς είναι ένα σωματικό όλο απολύτως συνεχές· η αδιάσπαστη αυτή συνέχεια έχει ως αποτέλεσμα κάθε ση­μείο είναι απολύτως ενταγμένο στη δυναμική του συνόλου. Η σωματικότητα και η δυναμικότητα του πραγματικού είναι για τους Στωικούς στενά συνυφασμένες με τη θεμελιώδη ζωτικότητά του, που φθάνει ώς το τελευ­ταίο του σημείο και που. χάρη στη διαφοροποίηση, παράγει τα επιμέρους φυσικά πράγματα. Οι Στωικοί περιέγραφαν, μεταξύ άλλων, αυτή τη διαφο­ροποίηση ως το αποτέλεσμα της επίδρασης μιας ενεργητικής, ζωτικής αρχής πάνω σε μια παθητική· αλλά είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι αυτές οι δύο αρχές δεν ήσαν για τους Στωικούς δύο χωριστά, οντολογικώς αυτάρκη πράγματα νοούνταν ως δύο αντίθετοι και συμπληρωματικοί πόλοι του ζωτικού και δυναμικού όλου που απαρτίζει το σύμπαν η παρουσία του ενός είναι πάντοτε συνυφασμένη με την παρουσία του άλλου. Η ποικι­λία της φύσης για τους Στωικούς είναι η διαφοροποίηση μιας θεμελιώδους αδιάκοπης ενότητας και όχι το αποτέλεσμα της σύνθεσης αρχικά ξεχωρι­στών στοιχείων.

Οι Στωικοί αποκαλούσαν την αδιαφοροποίητη σωματική φύση κυρίως πνεύμα (φύσημα, πνοή), λέξη που ενέχει τις έννοιες της ζωτικότητας και της ελαστικότητας.

Η ελαστικότητα του πνεύματος, ο τόνος του, είναι η πλευρά της ζωτικότητας πριν από την εμφάνιση της οργανικής ζωής. Διαφοροποιούμενος ο τόνος προκαλεί διαφορετικούς βαθμούς συνογής του πνεύματος, Κάθε επιμέρους πράγμα χαρακτηρίζεται από μια δική του συνοχή, που το κρατά ε­νωμένο. Μια πέτρα, για παράδειγμα, ή ένας ιστός ενός οργανισμού έχουν ίο καθένα τη δική του συνοχή, που είναι το αποτέλεσμα μιας δυναμικής ε­ξέλιξης μέσα στο πνεύμα, συνοχή που εισδύει εντός τους, τα διαφοροποιεί και τους προσδίδει την ταυτότητά τους. Τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι, έ­χουν με τη σειρά τους έναν εσωτερικό παράγοντα που τα κρατά. ενωμένα και τους προσδίδει την ταυτότητά τους· εδώ, όμως, ο παράγοντας αυτός δεν περιορίζεται στο συνεκτικό ρόλο, αλλά συντονίζει τα διάφορα μέρη της σωματικής τους οργάνωσης. Για τα ζώα και τους ανθρώπους, η διάταξη αυτή είναι η ψυχή· η ψυχή των ανθρώπων έχει έλλογη διάταξη, πράγμα, που λείπει από τα ζώα.
  
  • Η αιτιότητα είναι πάντοτε εσωτερική

Τις αιτιώδεις σχέσεις, τώρα, μέσα σε αυτό τον κόσμο, που περιλαμβάνει επιμέρους σώματα, καθένα από τα οποία είναι εφοδιασμένο με μια δική του εσωτερική διάταξη και τα οποία βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς ν’ αφήνουν κενά, οι Στωικοί τις αντιλαμβάνονται με έναν τρόπο εξολοκλήρου πρωτότυπο. Η αιτία κάθε κίνησης ή μεταβολής είναι πάντοτε εσωτερική και εξαρτάται από το πώς η διάταξη ενός σώματος το κάνει να αντιδρά σε μια επαφή ή στην αίσθηση ενός άλλου πράγματος. Στην περίπτωση ενός ζώου αυτό είναι προφανές· αν, για παράδειγμα, ένας σκύλος δει κάτι που του προκαλεί φόβο, θα τρέξει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το πράγμα που τον φόβισε δεν είναι αιτία, αλλά μόνο συν-αιτία· αυτό που προκαλεί το φόβο και τη φυγή είναι η εσωτερική διάταξη του σκύλου. Ένα σώμα με διαφορετική διάταξη θα αντιδρούσε διαφορετικά και θα είχαμε άλλα απο­τελέσματα. Οι Στωικοί επέκτειναν αυτή την αντίληψη της αιτιότητας και στα ανόργανα σώματα· αν μια πέτρα, έλεγαν, που βρίσκεται σε κατηφόρα κατρακυλά λόγω μιας ώθησης, αυτό δεν εξαρτάται από την ώθηση, αλλά από τη μορφή της (αν είναι επίπεδη, δεν κατρακυλά). Αλλά η μορφή με τη σειρά της εξαρτάται, κατά κάποιον τρόπο, από τον τόνον που οδήγησε την πέτρα να έχει αυτή τη διάταξη και μορφή. Με αυτό τον τρόπο, οι Στωικοί επιδίωκαν να περιλάβουν όλες τις καθαρά μηχανικές πλευρές της αλληλεπίδρασης μεταξύ των σωμάτων, μέσα σε μια αντίληψη για τη φύση και την αιτιότητα, σύμφωνα με την οποία η πορεία των γεγονότων μοιάζει με το σύνολο των αλληλεπιδράσεων των κλειστών αυτορυθμιζόμενων συστημάτων. Έτσι, οι κινήσεις του ανόργανου κόσμου ερμηνεύονταν με βάση το πρότυπο της λειτουργίας των έμβιων όντων.
  
  • Οικουμενική αναγκαιότητα

Από αυτή την αντίληψη προέρχεται και μία πλευρά της στωικής φυσι­κής που είναι σημαντική και για την ηθική. Η εσωτερική διάταξη, που σε κάθε περίπτωση είναι η κύρια αιτία των γεγονότων, είναι με τη σειρά xrjg αποτέλεσμα μιας προηγούμενης αιτιώδους αλυσίδας, που την έκανε να εί­ναι όπως είναι και να δρα όποιος δρα. Κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, διότι μια προηγούμενη δυναμική εξέλιξη το οδήγησε στην τωρινή του διά­ταξη. Επομένως, κάθε γεγονός (και, συνεπώς, ολόκληρη η πορεία των γεγο­νότων) είναι κάτι προκαθορισμένο και αναγκαίο, με την έννοια ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Αν δεχθούμε ότι μπορούσε, θα χρειαστεί να εισαγάγουμε για την εξήγηση αυτής της δυνατότητας έναν ανεξάρτητο αιτιώδη παράγοντα, δηλαδή ή ένα θεϊκό στοιχείο της ψυχής, που δεν θα περιορίζεται από τη σωματική δυναμική, ή μια μηχανική αιτιότητα ανεξάρτητη από την εσωτερική διάθεση. Και με τις δύο αυτές προϋποθέσεις θα εισαγόταν κάτι που διαφεύγει από τη σφαιρική δυναμική του πνεύματος και, έτσι, ολόκληρη η στωική φυσική θα κατέρρεε. Αλλά τότε. κάθε διάταξη, ενέργεια ή γεγονός οποιουδήποτε ατόμου είναι προκαθορισμένα. Αυτός ο προκαθορισμός, όμως, σύμφωνα με τους Στωικούς, δεν καθιστά την ηθική κενή νοήματος, ακριβώς επειδή το κάθε άτομο είναι ο παράγοντας του καθορισμού του: όπως είδαμε, η συμπαντική αναγκαιότητα πραγματώνεται μέσω του εσωτερικού κόσμου του καθενός. Γι’ αυτό, καθένας παραμένει υ­πεύθυνος για τις πράξεις του, οι οποίες εξαρτώνται από αυτό που ο ίδιος εί­ναι· το άτομο. λοιπόν, εξακολουθεί να υπόκειται σε ηθική αξιολόγηση και κρίση.


  • Η κοσμολογία: η τελική “εκπύρωσις"και το “κοσμικόν πυρ ”

Η στωική κοσμολογία υιοθετεί, σε γενικές γραμμές, την κοσμολογία της προηγούμενης επιστήμης. Ο κόσμος είναι μια πεπερασμένη σφαίρα με πλή­ρη συνοχή, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η Γη και στο εξωτερικό μέρος της οποίας περιστρέφονται τα άστρα. Η κυριότερη καινοτομία της κοσμολογίας των Στωικών είναι η άρση του φυσικού χάσματος μεταξύ ουρανού και Γης την οποία είχε εισαγάγει ο Αριστοτέλης. Τα άστρα εντάσσονται στην ίδια ζωογόνο δυναμική που αγκαλιάζει τα γήινα πράγματα· για παρά­δειγμα, τα άστρα τρέφονται από τις εξατμίσεις των ωκεανών που βρίσκο­νται κάτω από αυτά. Από τους Στωικούς, ο Κλεάνθης απέδιδε στον Ήλιο έ­ναν ιδιαίτερο ρόλο: ο Ήλιος καθορίζει το συνολικό ρυθμό της ζωής. Αυτή η θεώρηση, αν από τη μια θεμελιώνεται πάνω στον προφανή συσχετισμό των ηλιακών κινήσεων με τον κύκλο των εποχών και τα βιολογικά φαινόμενα, από την άλλη επιτρέπει στο στωικισμό να ενσωματώσει σημαντικό μέρος των παραδοσιακών θρησκευτικών αναπαραστάσεων και, συνεπώς, να αυτοπροταθεί ως η φιλοσοφία που τις θεμελίωνε και δικαιολογούσε τις λειτουργίες τους. Η κύρια καινοτομία της στωικής κοσμολογίας είναι η θεωρία της τελικής εκπυρώοεως· η πορεία των γεγονότων κορυφώνεται σε μία στιγμή. κατά την οποία όλα καταλήγουν σε κοσμικόν πυρ. Πρόκειται για ένα εί­δος τελικού θριάμβου της εγγενούς στον κόσμο ζωτικής δύναμης, του οποί ου η φωτιά είναι η ύψιστη εκδήλωση. Από την τελική εκπυρωοίν ξεκινά έ­νας νέος κύκλος γεγονότων, που θα είναι πανομοιότυπος με τον προηγούμενο ώς και στις λεπτομέρειες· θα υπάρξει ξανά Σωκράτης, θα κατηγορηθεί ξανά για ασέβεια, θα καταδικαστεί ξανά σε θάνατο, θα πιει ξανά το κώνειο - και το ίδιο θα συμβεί με όλα τ’ άλλα πράγματα. Στη ρίζα αυτής της στωικής θεωρίας υπήρχε η θεωρητική αναγκαιότητα να αποδειχθεί ο κόσμος πε­περασμένος και στη διάσταση του χρόνου· μία επ’ άπειρον μεταβλητή πο­ρεία των γεγονότων θα καθιστούσε αβάσιμη τη θέση ότι η τωρινή πορεία των γεγονότων χαρακτηρίζεται από μια έλλογη και αναγκαία τάξη. Επίσης, οι κύκλοι πρέπει να συμπίπτουν μεταξύ τους γιατί, εφόσον διέπονται όλοι α­πό τη θεία πρόνοια, δεν μπορούν να αποδειχθούν καλύτεροι ή χειρότεροι α­πό τους άλλους, αλλά εξίσου τέλειοι.
  
  • Η θεολογία: η θεότητα ως ορθολογισμός της φύσης

Η στωική φυσική κατέληγε σε μία θεολογία. Η στωική θεολογία δεν εί­ναι μία χωριστή επιστήμη, στενά συνδεδεμένη, έστω, με τη φυσική- είναι μία πλευρά της ίδιας της φυσικής. Πράγματι, ο στωικός θεός δεν διακρίνεται από τον κόσμο· αυτός δεν είναι παρά η διάσταση της λογικότητας του κόσμου που ενυπάρχει εντός του. Η ανάγκη και η ειμαρμένη (ή "μοίρα”, πε­πρωμένο) ήταν από κάποια άποψη για τους Στωικούς δύο ονόματα που δή­λωναν το ίδιο πράγμα: τη διάσταση της θείας λογικότητας· τα δύο καταλ­ληλότερα ονόματα ήσαν για τους Στωικούς Θεός και λόγος, που από την οπτική γωνία αυτής της κοσμικής θεολογίας συνέπιπταν. Ένα άλλο όνομα για αυτό τον κοσμικό θεό ήταν για τους Στωικούς το “Ζευς”· ταυτίζοντας τη σπουδαιότερη από τις παραδοσιακές θεϊκές μορφές με τον θεό τους, ενέ­τασσαν τη μορφή αυτή στη φιλοσοφία τους. Τ έλος, ο κοσμικός ορθός λόγος αποκαλείτο “θεία πρόνοια”. Η ειμαρμένη, που μας επιφυλάσσει αυτή, είναι καλή, ακόμη κι αν εμείς δεν κατανοούμε το θετικό και ωφέλιμο χαρα­κτήρα της. Η στωική θεία πρόνοια ασχολείται με την ιδιωτική και καθημε­ρινή διάσταση της ζωής, από την οποία ο πλατωνικός και ο αριστοτελικός θεός απουσίαζαν. Αλλά για να γευθούν οι άνθρωποι τις ευεργεσίες της, εί­ναι απαραίτητη η στωική κατάληψις. Γι’ αυτό, η στωική θεία πρόνοια είναι πολύ διαφορετική από τη χριστιανική, η οποία επεμβαίνει μέσω μιας λυτρωτικής χάριτος, με σκοπό τη μεταμόρφωση της ζωής.
  
  • Η ψυχή και ο λόγος

Η φυσική παρέχει στους Στωικούς τα θεωρητικά ερείσματα για την αν­θρωπολογία τους, στην οποία θεμελιώνουν την ηθική τους. Η ατομική ταυτότητα κάθε ανθρώπου, όπως κάθε πράγματος, προσδιορίζεται από μια ιδιαίτερη κατάσταση του παγκόσμιου πνεύματος. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του μια αργή που τον κρατά ενωμένο, διατηρεί την ταυτότητά του και του δίνει ζωή. Αυτή τη λειτουργία επιτελεί για τους ανθρώπους, όπως και για τα ζώα, η ψυχή. Σωματική και αυτή, είναι η ενεργητική διάσταση του πνεύματος που μας συγκροτεί. Διάχυτη παντού στον οργανισμό, είναι ο τόπος όπου οι μηχανισμοί των αισθήσεων δημιουργούν τις παραστάσεις. Η ψυχή έχει μια “διευθύνουσα αρχή” (ἡγεμονικόν), ένα είδος κεντρικού διευ­θυντικού οργάνου, τοποθετημένου στην καρδιά, στο οποίο συρρέουν οι διαφορετικές παραστάσεις και το οποίο καθορίζει τις κινήσεις, τις πράξεις και τις συμπεριφορές μας. Αυτό που διαφοροποιεί τους ανθρώπους από τα ζώα είναι ο τρόπος με τον οποίο εκτελεί το ήγεμονικόν τη λειτουργία αυτή, η οποία μόνο στους ανθρώπους συμβαίνει σύμφωνα με τη λογική· οι άν­θρωποι. και μόνο αυτοί, διαθέτουν λόγον.

Στη στωική ψυχολογία, η δομή της ψυχής δεν είναι - και δεν θα μπορού­σε να είναι- αντινομική. Η ψυχή δεν μπορεί να ταράσσεται από κινήσεις α­νεξάρτητες από τη διευθύνουσα αρχή. πάνω στις οποίες η τελευταία χρειά­ζεται να επεμβαίνει κυριαρχώντας τες. Η λειτουργία μιας ψυχής του είδους αυτού θα ήταν το προϊόν της σύνθεσης ετερογενών παρωθήσεων προς δρά­ση, πράγμα που θα ήταν ασύμβατο με τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις του στωικισμού. Γι’ αυτό, για τους Στωικούς, οι ψυχικές κινήσεις πρέπει να έπονται της λειτουργίας του ηγεμονικού. Οι Στωικοί διευκρίνιζαν το σημείο αυτό, λέγοντας ότι η πρωτογενής ζωτική παρόρμηση, που είναι παρούσα ή­δη από τη στιγμή της γέννησης και αποτελεί το κέντρο της ατομικής ταυτό­τητας, είναι μια παρόρμηση οίκειώσεως, δηλαδή αυτοελέγχου μέσω μιας συνολικής αντίληψης της ατομικής σωματικής ταυτότητας και, κατ’ επέκταση, ελέγχου του πεδίου όπου βρίσκεται το συγκεκριμένο άτομο. Αυτή η παρόρμηση καθορίζει ταυτόχρονα το ρόλο της “διευθύνουσας αρχής” ως του παράγοντα εκείνου που διατηρεί την ψυχή ενωμένη και αποτελεί την κινητήρια δύναμή της. Η ηδονή και η οδύνη είναι αποτελέσματα της λειτουργίας του ηγεμονικού -αν αυτό δεν υπήρχε, δεν θα υπήρχαν ούτε αυτές. Όταν το βρέφος κατά την κύηση χωρίζεται από τη μητέρα του και εισέρχε­ται στο ψύχος, αισθάνεται οδύνη· αν επαναφερθεί στη θερμότητα, αισθάνε­ται ηδονή. Όμως, δεν θα αισθανόταν οδύνη, αν δεν είχε τη ζωτική παρόρ­μηση και τη συνολική αντίληψη του σώματός του, αν, επομένως, το ήγεμονικόν, που περιφρουρεί τη σωματική ταυτότητα, δεν αντιλαμβανόταν το ψύχος ως βλάβη -και ανάλογα όσον αφορά στην ηδονή.
  
  • Η ηθική και η αποδοχή του κόσμου

Η λογική ικανότητα, η λογικότητα, δεν είναι έμφυτη στο ήγεμονικόν του ανθρώπου· αναδύεται στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών περίπου.Μετά το πέρασμα από αυτό το κατώφλι, που διαχωρίζει τους ανθρώπους α­πό τα ζώα (με τα οποία μοιάζουν τα μωρά), αρχίζει ο ηθικός λόγος να επε­νεργεί'από αυτή την ηλικία και έπειτα; ο άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίσει την ύπαρξη μιας εγγενούς λογικότητας στον κόσμο, η οποία προσδιορίζει όλα τα γεγονότα, τόσο τα δικά μας όσο κι εκείνα που αφορούν στους άλ­λους. Σε αυτό το σημείο του στωικισμού υπάρχει ένα παράδοξο. Η αναγνώ­ριση αυτή είναι έργο του ηγεμονικού, ρόλος του οποίου είναι η συντήρηση της ατομικής μας ζωής· η αναγνώριση αυτή, όμως, συνεπιφέρει την παρα­δοχή της λογικότητας ακόμη και σε αυτό που μας αφαιρεί τη ζωή - στην αρρώστια, για παράδειγμα και, κυρίως, στο θάνατο. Αυτό αποτελεί ένα πραγματικό άλμα στην ψυχική ζωή, και η δυνατότητά του εγκαθιδρύει μια ουσιαστική διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα ζώα. Οι Στωικοί συγκρί­νουν τη συνθήκη εκείνου που έχει πετύχει αυτού του είδους την αναγνώρι­ση με τη συνθήκη εκείνου που έχει το κεφάλι έξω από το νερό, ενώ οι υπό­λοιποι το έχουν μέσα και πνίγονται, ανεξάρτητα από το αν βρίσκονται σε βάθος ενός ή εκατό μέτρων. Πράγματι, αυτό το είδος ψυχικής μεταστροφής μέσω του λόγον τοποθετείται, θα λέγαμε, στην καρδιά της στωικής φιλοσο­φίας. Χωρίς αυτό, ένα μεγάλο μέρος των στωικών θεωριών (η εσωτερική αι­τιότητα, η ειμαρμένη, η παρόρμηση συντήρησης της ζωής, η οποία συγκρο­τεί την ατομική ταυτότητα) θα έχαναν κάθε σημασία.

Η στωική ηθική μπορεί επομένως να συνοψιστεί σε ένα μοναδικό κανό­να: να διατηρείς λογική την αρχή που έχει καθοριστεί να διευθύνει τη ζωή. Προκύπτει συνεπώς ότι καλό είναι αυτή η διατήρηση και κακό ό,τι της ε­ναντιώνεται, ενώ ό,τι δεν έχει υπό το πρίσμα αυτό σημασία είναι άδιάφορον. Η σοφία, η ευδαιμονία και η ελευθερία συμπίπτουν με αυτή τη λογικότητα. Στην περίπτωση που κάποιος δεν αναγνωρίζει τη λογική φύση των γεγονότων (πράγμα πολύ συχνό), η ζωή του κυριαρχείται από τα πάθη και κυλάει μέσα στη δυστυχία. Τ α πάθη δεν είναι ανεξάρτητες κινήσεις του ανθρώπινου ψυχικού βίου, αλλά συνέπειες των εσφαλμένων κρίσεων του ηγεμονικού μας, ενός ελλείμματος λογικότητας. Αν δεν κατανοούμε την αναγκαιότητα ενός γεγονότος που μας επηρεάζει, αναπόφευκτα υπεισέρχεται μια δυσαρμονία ανάμεσα σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που θέλου­με· και αυτό είναι πάθος. Αν την κατανοήσουμε, τότε δεν τιθασεύουμε το πάθος μας, αλλά το εξαλείφουμε. Όπως στην περίπτωση της μηχανικής αι­τιότητας στη φυσική και της ψυχικής αιτιότητας των ηδονών, έτσι και εδώ οι Στωικοί εξαλείφουν κάθε εξωτερικό αιτιακό παράγοντα, υποβιβάζοντάς τον και καθιστώντας τον εξάρτημα της (καλής ή κακής) λειτουργίας αυτού που μας ρυθμίζει από μέσα μας.


3 Ο στωικισμός και η ιδεολογία τον ανθρωπισμού

Η θεωρητική επεξεργασία του φιλοσοφικού συστήματος των Στωικών κορυφώνεται και ολοκληρώνεται με τον Χρύσιππο. Η στωική ορθοδοξία θα πάρει στη συνέχεια την μορφή της αναδιατύπωσης των θέσεων του Χρύσιπ­που και την υπεράσπισή τους ενάντια στις επιθέσεις που εξαπέλυαν υποστηρικτές άλλων φιλοσοφιών. Στον περιορισμένο χώρο αυτών που ασχο­λούνταν με τη φιλοσοφία επαγγελματικά -των δασκάλων των σχολών- οι έ­ριδες αυτές συνεχίστηκαν, ουσιαστικά με τους ίδιους όρους, για μερικούς αιώνες, μέχρι την προοδευτική τους εξαφάνιση. Όμως, η σημασία του στωικισμού για τον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο, ακόμη και η ίδια του η ι­στορία, δεν μπορούν να ερμηνευθούν από αυτή τη εξειδικευμένη οπτική γωνία. Αν ο στωικισμός υπήρξε, όπως ειπώθηκε, η κυρίαρχη φιλοσοφία της ελληνιστικής εποχής, αυτό οφείλεται στις απαντήσεις που έδινε στα αιτήματα όχι των φιλοσόφων αλλά των πρωταγωνιστών της κοινωνικής ζωής.
     
  • Ο πολιτισμικός ρόλος του στωικισμού

Πρόκειται για τους πολίτες των ελληνιστικών αυτοκρατοριών και αργό­τερα του ρωμαϊκού κράτους'οι πολίτες αυτοί ήσαν ελεύθεροι χάρη στη κοι­νωνική τους θέση, ευγενείς και γαιοκτήμονες. Για αυτούς, η φιλοσοφία δεν ήταν επάγγελμα, ούτε μπορούσε να συνοδεύεται από ένθερμο ζήλο, σαν αυ­τόν που φαίνεται να απαιτεί η στωική σοφία. Η ζωή τους έχει μια ιδιωτική σφαίρα, την οικογένεια και τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας, και μια δημόσια, όπου είναι υπάλληλοι των μεγάλων κρατικών μηχανι­σμών, ανώτεροι αξιωματούχοι. δικηγόροι, πολιτικοί. Αυτό που ζητούν από τη φιλοσοφία δεν είναι βέβαια ένα θεωρητικό σύστημα στέρεο σε όλους του τους αρμούς· αυτό που ζητούν είναι ένα γενικό πλαίσιο, εντός του οποίου τα διάφορα στοιχεία της εμπειρίας τους (οι γνώσεις και οι πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις, αφενός, και τα φυσικά χαρακτηριστικά της ζω­ής, αφετέρου) να οργανώνονται και να αποκτούν νόημα. Θέλουν, επίσης, να βρουν τη δική τους ταυτότητα και το δικό τους ρόλο μέσα σε αυτό το πλαί­σιο και να ξεκαθαρίσουν τη σχέση ανάμεσα στα κοινωνικά καθήκοντα και την ιδιωτική σφαίρα. Αυτά τα εφόδια γενικής μόρφωσης θα φέρουν μαζί τους στη μελλοντική τους δραστηριότητα. Τα στοιχεία αυτά θα είναι που θα διακρίνουν τους μορφωμένους και τους ελεύθερους, θα αποτελούν τη βά­ση της επικοινωνίας των πολιτών μεταξύ τους και θα τους βοηθούν να εντα­χθούν σε ένα πλαίσιο κοινών αξιών. Η τεχνική πολυπλοκότητα των διάφο­ρων επιστημών δεν περιλαμβάνεται σε αυτό το επίπεδο σπουδών μπορούν να την οικειωθούν οι λιγοστοί εκείνοι που θα συνεχίσουν τις σπουδές τους σε επαγγελματικό επίπεδο.

Με την πάροδο του χρόνου, η στωική φιλοσοφία τείνει να αναδιοργα­νωθεί με βάση την ανάγκη να ικανοποιηθεί αυτή η παιδευτική αξίωση. Η λογική δεν σημειώνει πρόοδο μετά τον Χρύσιππο και σταδιακά περνάει σε δεύτερη μοίρα. Από τη φυσική αντλούνται, κυρίως, όσα στοιχεία φαίνο­νται αμεσότερα συνδεδεμένα με την ανθρωπολογία, την κοσμολογία και τη θεολογία. Το μεγαλύτερο μέρος του ενδιαφέροντος καταλαμβάνει τώρα η ηθική. Αυτή η εσωτερική αναδιάταξη οδηγεί σε φιλοσοφικές αλλαγές που είναι αρκετά σημαντικές, μολονότι συχνά παρουσιάζονται με τρόπο που υ­ποβαθμίζει τη σημασία τους.
  
  • Μεταβολές της στωϊκής ηθικής

Ήταν δύσκολο να καρπωθεί κανείς τις πιο ριζοσπαστικές διατυπώσεις της στωικής ηθικής. Στη στωική παρομοίωση του σοφού με τον άνθρωπο που έχει το κεφάλι του έξω από το νερό, η διαφορετική απόσταση όλων των άλλων από την επιφάνεια αντιστοιχεί στο διαφορετικό βαθμό ηθικότητας των συμπεριφορών τους. Αλλά αυτός ο βαθμός ήταν τελικά αδιάφορος, για­τί, όπως όλοι όσοι βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του νερού πνίγονται, έτσι όλοι όσοι δεν είναι σοφοί είναι “μωροί", δηλαδή διανοητικά τυ­φλοί και ηθικά φαύλοι. Αφού οι πραγματικοί σοφοί είναι πολύ σπάνιοι, ή ίσως δεν υπάρχουν, λαμβανομένου υπόψη του πολύ υψηλού βαθμού δια­νοητικής και ηθικής τελειότητας που απαιτείται να έχουν, η στωική ηθική έμοιαζε απλώς με διαπίστωση και απόλυτη καταδίκη της γενικής παρακ­μής των ανθρώπων. Αυτή η άποψη, ωστόσο, δύσκολα συμβιβάζεται με την ιδέα ενός κόσμου που διέπεται από τη θεία πρόνοια και τη λογικότητα, κα­θώς και με το αίτημα για ηθική παιδεία που απηύθυναν στο στωικισμό οι κοινωνικές ομάδες για τις οποίες μιλήσαμε.

Καθιερώνεται, λοιπόν, σταδιακά στο στωικισμό μια αλλαγή στην αντίληψη για τη παρόρμηση του ατόμου προς τη διατήρηση της ζωής του· η παρόρμηση αυτή συνδυάζεται με μια παρόρμηση κοινωνικότητας, που θεωρείται εξίσου έμφυτη στον άνθρωπο. Απαξ και αποδεχθεί αυτή την αλλαγή, ο στωικός σοφός θα πάψει να αντιμετωπίζει το πεδίο των ανθρώπινων σχέ­σεων με την αποστασιοποίηση που του υπαγόρευε το γεγονός ότι οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι σοφοί· εφόσον αυτός είναι σοφός, θα τηρήσει τους θεμελιώδεις κανόνες που ρυθμίζουν την ανθρώπινη κοινωνία. Έτσι, η κυνική συνιστώσα του στωικισμού σταδιακά εξαλείφεται. Προπαντός, με τον τρόπο αυτόν η μορφή του σοφού αποκτά ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιεχόμενο, το οποίο της επιτρέπει να τεθεί ως κανονιστικό πρότυπο αξιολόγησης των συμπεριφορών. Ορισμένες συμπεριφορές, λοιπόν, μπορούν να καταξιωθούν (και ενδεχομένως να θεωρηθούν υποχρεωτικές), διότι εμπεριέχονται στο υπόδειγμα του σοφού, ακόμη κι αν κάποιος δεν μετέχει στη λογικότητα του σοφού. Στην πραγματικότητα, με αυτό τον τρόπο η μορφή του σοφού παραμένει σε δευτερεύουσα θέση· στην πρώτη θέση περνά η προβληματική των καθηκόντων και των κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς του πολίτη, δηλαδή όλων εκείνων των υποχρεώσεων (που περιλαμβάνουν από τους σημαντικότερους ηθικούς κανόνες μέχρι τους κανόνες απλής εθιμοτυπίας) ο σεβασμός των οποίων είναι ο μόνος τρόπος για να προσδοθεί ηθικό κύρος στο ρόλο που έχει ο πολίτης λόγω της κοινωνικής του θέσης.


  • Παναίτιος: φιλοσοφική και γενική πολιτιστική συμφιλίωση

Αυτή η εξέλιξη της στωικής ηθικής ολοκληρώνεται με τον Παναίτιο. Δι­ευθυντής της Στοάς, ο Παναίτιος είναι φίλος των Σκιπιόνων και φιλοξενού­μενος τους στη Ρώμη για περισσότερα από δέκα χρόνια; άρα βρίσκεται σε θέση που του επιτρέπει να ανταποκριθεί με τον καλύτερο τρόπο στις προσδοκίες με τις οποίες η άρχουσα τάξη της αναδυόμενης ρωμαϊκής δημοκρα­τίας προσεγγίζει τη φιλοσοφία. Εκτός από το ότι αναπτύσσει ευρέως τη θε­ματική των καθηκόντων, ο Παναίτιος απαλείφει ορισμένες από τις πιο ε­ντυπωσιακές πλευρές της στωικής θεωρίας, η αποδοχή των οποίων έμοιαζε περιττό βάρος· απαλείφει, για παράδειγμα, την τελική εκπύρωσιν και τη θε­ωρία των αέναης επανάληψης πανομοιότυπων κοσμικών κύκλων.

Η άλλη σημαντική πρωτοτυπία του Παναίτιου ήταν ότι συνόψισε τη φι­λοσοφική παράδοση σε ένα εγχειρίδιο, ικανό να χρησιμοποιηθεί ως μία ι­στορία της φιλοσοφίας κατά την εγκύκλιο παιδεία. Το ''κλείσιμο"της στωι­κής φιλοσοφίας ως συστήματος είχε ως -τουλάχιστον πιθανή - συνέπεια την απόρριψη όλων των φιλοσοφικών και γενικά πολιτιστικών περιεχομέ­νων που δεν μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτό το σύστημα. Από την άλλη πλευρά, ο στωικισμός δεν μπορούσε να προχωρήσει σε ρήξη με την παράδοση· δεν ήταν δυνατόν τη λογικότητα. που ήταν ανέκα­θεν παρούσα στον κόσμο και ήταν τόσο φανερή για τον ανθρώπινο νου, να τη συνέλαβαν για πρώτη φορά οι Στωικοί· αυτό, άλλωστε, θα ερχόταν σε α­ντίθεση με την παραδοχή των κοινών εννοιών. Απέναντι σε αυτό το πρόβλη­μα, η στωική σχολή εισήγαγε την αλληγορική ανάγνωση της πολιτιστικής κληρονομιάς· πίσω από το γράμμα των ποιημάτων, των μύθων, των θρησκευτικών και των φιλοσοφικών διατυπώσεων, υπήρχε μία σημασία, που αποτελούσε το κοινό ορθολογικό και ηθικό τους υπόβαθρο'χάρη σε αυτήν, μπορούσαν να ενταχθούν στη στωική θεωρία (η περίπτωση της παραδοχής του ως δεύτερου ονόματος του στωικού κοσμικού θεού είναι η πιο χα­ρακτηριστική). Ο Παναίτιος παρεμβαίνει εδώ με μια πολύ σημαντική και­νοτομία'παρουσιάζει ως κεντρικό φιλοσοφικό ρεύμα το σωκρατικό, που θεωρεί πως χαρίστηκε σε τρία ίσης αξίας ρεύματα: τον πλατωνισμό, τον α­ριστοτελισμό και το στωικισμό (ο οποίος με την κατάλληλη επανερμηνεία μπορούσε να αναχθεί στον Σωκράτη μέσω του Αντισθένη και του αρχαίου κυνισμού). Έτσι, ο ίδιος ο διευθυντής της σχολής αποκλείει κάθε προνομιακή μεταχείριση των θεωριών της σχολής του και διαλύει μέσω της παρά­δοσης τη θεωρητική της συνοχή μέσα σε ένα ευρύ πεδίο προβληματισμών με ακαθόριστα όρια, όπου ποικίλες διατυπώσεις και απαντήσεις μπορούν να αναμιχθούν και να συντεθούν με τρόπο ιδιαίτερα ελαστικό. Η μόνη φι­λοσοφία που μένει έξω από το πεδίο αυτό είναι του Επίκουρου· η άρνησή του να δεχθεί την ύπαρξη μιας τάξης στον κόσμο και μιας ηθικής στηριγμέ­νης σε αυτή την τάξη θεωρείτο πραγματικά απαράδεκτη.
  
  • Ο πολιτισμός της humanitas

Το συνεκτικό στοιχείο του στοχασμού του Παναίτιου δεν είναι πια ένα συγκεκριμένο σύνολο βασικών παραδοχών, αλλά μια πολύ ευρεία κατηγορία: η κατηγορία της άνθρωπύπψος. Η μορφή του Σωκράτη γίνεται εδώ το σύμβολο του ανθρακιού εκείνου που ανακάλυψε τη humanitas(ανθρωπισμός) αποτελώντας ταυτόχρονα τον ήρωά της. Τα ερωτήματα του Σωκρά­τη για την ανθρώπινη συμπεριφορά, για τις αξίες, για τη δικαιοσύνη, και η άρνησή του να εισηγηθεί συστηματικές απαντήσεις ερμηνεύονται ως ανα­γνώριση της αλήθειας ότι πίσω από τη διαφορά και τις συγκρούσεις υπάρ­χει ένα πεδίο συγγένειας μεταξύ όλων των ανθρώπων, το οποίο εξασφαλίζει τη δυνατότητα γεφύρωσης όλων των χασμάτων πρόκειται για το πεδίο του ανθρώπινου είναι των ανθρώπων και για την ικανότητά μας να αναγνωρί­ζουμε ο ένας τον άλλο ως όμοιό του. Έτσι, η συμμετοχή στην ανθρωπότητα αναγνωρίζεται σε όλους, και ο πολιτισμός τής humanitas εντάσσει θεωρητικά μέσα του κάθε ανθρώπινη εκδήλωση. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για έναν πολιτισμό που συμφιλιώνει'στο εσωτερικό του εντάσσονται, εν μέρει πάντοτε, τα πιο ανόμοια γνωστικά στοιχεία. Στο πλαίσιό του η υπο­γράμμιση των διαφορών και η τάση της χρήσης των επιμέρους στοιχείων ως βάσης για καινοτομίες είναι άγνωστες. Πάντως, ο πολιτισμός τής humanitas εισάγει ξανά - «αν και με έμμεσο μόνο τρόπο - μια διάκριση μετα­ξύ των ανθρώπων: μεταξύ αυτών που κατέχουν συνειδητά αυτόν τον πολι­τισμό, για τους οποίους «τίποτε ανθρώπινο δεν είναι ξένο», και οι οποίοι μπορούν πραγματικά να επικοινωνήσουν με τους ομοίους τους, και εκεί­νων που βρίσκονται στον κόσμο αυτό μόνο ως ηθοποιοί, δίχως να έχουν ε­πίγνωση της πραγματικής τους φύσης. Στο θέατρο του κόσμου των ανθρώ­πων “άνθρωποι” με την πλήρη σημασία της λέξης είναι μόνο οι πρώτοι.


4. Η εγκυκλοπαίδεια του Ποσειδώνιου

Οι τελευταίες συμβολές του στωικισμού στο θεωρητικό στοχασμό οφείλονται στον Ποσειδώνιο τον Ρόδιο. Όντας όχι μόνο φιλόσοφος αλλά και ε­πιστήμονας, ο Ποσειδώνιος ασχολήθηκε με όλους σχεδόν τους τομείς του ε­πιστητού της εποχής του: τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη μετεωρολογία, την εθνολογία, τη γεωγραφία, την ιστορία, πέρα από πιο καθαρά φιλο­σοφικούς τομείς, όπως η ψυχολογία και η ηθική· ασχολήθηκε επίσης με τον αμφιλεγόμενο χώρο της αστρολογίας, συμβάλλοντας στην πολιτιστική της αναγνώριση. Οι σύγχρονοί του υποστήριξαν ότι κανείς δεν είχε συμβάλει περισσότερο από αυτόν στο να "καταστήσει το σύμπαν οικείο στους ανθρώπους”· τα λόγια αυτά αφενός εκφράζουν θαυμασμό για το εγκυκλοπαιδικό εύρος του έργου του και αφετέρου προσδιορίζουν τη σημασία του, που αφορά εξολοκλήρου στον πολιτισμό τής humanitas'στο έργο του η τά­ξη του σύμπαντος παρουσιάζεται με τρόπο εντυπωσιακό και καθίσταται προσιτή σε όλα της τα επίπεδα και τις διαρθρώσεις.
  
  • Επίπεδα του κόσμου και οικουμενική συμπάθεια

Ο μηχανισμός της εγκυκλοπαίδειας του Ποσειδώνιου βασίζεται σε μια διάρθρωση διαφορετικών επιπέδων (και συνεπώς αιτιακών επιπέδων και επιστημονικών πεδίων), σύμφωνα με την οποία τα σπουδαιότερα περιέχουν και καθορίζουν τα κατώτερα. Το πρωταρχικό αιτιακό επίπεδο είναι το κοσμολογικό και ουράνιο· αυτό καθορίζει τα όρια εντός των οποίων εκδηλώνεται η αιτιότητα των μετεωρολογικών και των γήινων φαινομένων. Μετά κατεβαίνουμε στην εθνολογία και, από εκεί, στην ιστορία. Κάθε ενέργεια που λαμβάνει χώρα σε ένα επίπεδο προκαλεί αποτελέσματα μέσα στα όρια που του θέτει το αμέσως ανώτερο επίπεδο. Υπάρχει, επιπλέον, ένας κοινός παρονομαστής αιτιότητας, που ισχύει σε όλα τα επίπεδα: είναι η “συμπά­θεια” την οποία αισθάνεται κάθε πράγμα για όλα τ'άλλα. Κάθε πράγμα δηλαδή, δρώντας μέσα στα όρια των δικών του δυνάμεων, είναι ταυτόχρο­να διευθετημένο έτσι ώστε να διατηρεί και να αναπαράγει το σύμπαν, του οποίου αποτελεί μέρος. Η αναγκαία συμπλοκή των γεγονότων, η οποία στον αρχαίο στωικισμό ήταν ουσιαστικά ακόμη ένα θεωρητικό αίτημα, αναδεικνύεται με τον τρόπο αυτό από τον Ποσειδώνιο σε όλες τις πτυχές της. Έτσι έχουμε ένα σύμπαν, μέσα στο οποίο κάθε τι βρίσκεται στη θέση του με τρόπο απολύτως σαφή.
  
  • Η σύγκρουση της ψυχής

Από την άλλη, με τον Ποσειδώνιο αρχίζουν να εισδύουν στο στωικισμό στοιχεία που προετοιμάζουν τη διάλυσή του. Εξαιρετικά σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Ποσειδώνιος εισάγει, εμπνεόμενος από τον Πλάτωνα, μια διαίρεση της ψυχής· μέσα μας υπάρχει ένα καλό και έλλογο μέρος της ψυ­χής, και ένα κακό και άλογο. Εδώ δεν πρόκειται, όπως συνέβαινε με τους πρώτους Στωικούς, για μία ενιαία ψυχή, που μπορεί να είναι είτε λογική εί­τε παράλογη, αλλά για δύο μέρη της ψυχής, από τα οποία το πρώτο έχει το καθήκον να εξουσιάζει και να κυβερνά το δεύτερο, χωρίς όμως να μπορεί και να το εξαφανίσει. Αυτή η πόλωση της ψυχής συνδέεται με μια αντί­στοιχη πόλωση του κόσμου· υπάρχει ένα μέρος του κόσμου, το ουράνιο και θεϊκό, που χαρακτηρίζεται από συμμετρία και τάξη, και ένα άλλο, το δικό μας, όπου η ασυμμετρία και η αταξία είναι εμφατικά παρούσες· το πρώτο μέρος κυβερνά το δεύτερο.

Αυτή η χρήση πλατωνικών στοιχείων οφείλεται, αφενός, στην εξασθέ­νιση της θεωρητικής συνοχής του στωικισμού, στην οποία είχε προχωρή­σει ήδη ο Παναίτιος. Εξάλλου, η θέση περί ιεραρχικά διατεταγμένων επιπέ­δων αιτιακής δράσης αποτελεί, ώς ένα βαθμό, χαλάρωση της ένταξης κάθε επιμέρους σημείου στη δυναμική του συνόλου (όσο κι αν η καθολική συ­μπάθεια εγγυάται ότι δεν υπάρχουν πουθενά ρωγμές). Ωστόσο, ο κύριος λό­γος αυτής της χρήσης ήταν η ανάγκη των Στωικών να προσλάβουν και να ενσωματώσουν συγκεκριμένες πολιτιστικές τάσεις που πρόβαλλαν ήδη κα­τά τον 1ο αιώνα π.Χ: οι τάσεις αυτές χαρακτηρίζονταν από ένα ισχυρό θρησκευτικό στοιχείο και επέβαλλαν πολύ ξεκάθαρες διχοτομήσεις στο συμπαγή κόσμο του επίσημου πολιτισμού. ΓΓ αυτές θα μιλήσουμε σε επό­μενο κεφάλαιο οι τρεις τελευταίοι αξιόλογοι Στωικοί, ο Σενέκας, ο Επίκτη­τος και ο Μάρκος Αυρήλιος, κινούνται σε ένα πλαίσιο όπου οι τάσεις αυτές είναι έντονα παρούσες (14.2).
  
5. Ο στωικισμός και η εκπαίδευση τον ελληνιστικού πολίτη

Ο άνθρωπος των ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή ο πολίτης των μεγάλων αυτοκρατοριών, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα πολύ ευρύ και διαρκώς κατακερματιζόμενο πεδίο γνώσης. Αυτή η γνώση, παρ'ότι δεν είναι πλέον δυ­νατό να δαμαστεί στο σύνολό της, πρέπει να μεταδίδεται συνεχώς και, επο­μένως, να μπαίνει σε μία τάξη. διότι εξακολουθεί να είναι χρήσιμη σε άλλα επίπεδα· μια γενική, έστω, χρήση του χάρτη της είναι αναγκαία, προκειμένου η επικοινωνία μέσα στον εξαιρετικά διευρυμένο κόσμο του πολίτη των ελληνιστικών χρόνων να μπορεί να στηρίζεται σε σχετικά σταθερές και κοινές αντιλήψεις, έτσι ώστε οι προσανατολισμοί και οι συμπεριφορές να χαρακτηρίζονται από μια σχετικά υψηλή καθολική συνοχή.
  
  • Η «γενική παιδεία»

Διαμορφώνεται, λοιπόν, σταδιακά στον ελληνιστικό κόσμο ένα μέσο ε­πίπεδο εκπαίδευσης του πολίτη, που έχει μια σχετική αυτονομία. Αυτό το ε­πίπεδο βρίσκεται μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πριν από το ανώτατο επίπεδο (όπου η γνώση αποκτά άμεσα τη μορφή επιστήμης και συνδέεται με τις αρχές, οι οποίες τη στηρίζουν και εγγυώνται την αλήθεια και την εγκυρότητά της). Αυτό δηλώνει ο όρος “εγκύκλιος παιδεία”, από τον οποίο παράγεται η σύγχρονη λέξη "εγκυκλοπαίδεια” -με τη διαφορά ότι η σύγ­χρονη λέξη σημαίνει το σύνολο των πορισμάτων της επιστημονικής δραστηριότητας, ενώ ο ελληνικός όρος έχει την κατά πολύ ασθενέστερη σημα­σία της φράσης: “η τρέχουσα παιδεία” και αντιστοιχεί κύριος με αυτό που στη σύγχρονη γλώσσα εννοούμε με τον όρο “γενική παιδεία”. Πρόκειται για τη γνώση των εννοιών και των αντιλήψεων, οι οποίες αφορούν σε όλους τους τομείς του επιστητού (τόσο των επιστημών του ανθρώπου όσο και των φυσικών επιστημών), είναι ευρέως διαδεδομένες και με τις οποίες συνδέεται η γνώση των γενικών δομών του πεδίου του επιστητού.

Αυτό το επίπεδο παιδείας, που δεν έχει την αυστηρότητα της επιστήμης, έχει μια δική του λειτουργικότητα· αυτός που το έχει κατακτήσει είναι σε θέση να προσανατολιστεί στον κόσμο, να αναγνωρίσει τις κοινά αποδεκτές αξίες και ιδεολογίες και να ενταχθεί στον κύκλο της επικοινωνίας, και γενικά της συναλλαγής (με τη γενικότερη σημασία της λέξης), μεταξύ πολι­τών.

Η διαμόρφωση και η διάδοση του παιδαγωγικού ιδεώδους της “γενικής παιδείας” υπήρξε, επομένως, αποτέλεσμα της ανάγκης να ανταποκρίνονται τα εξωτερικά γνωρίσματα και το περιεχόμενο της παιδείας του ελληνιστι­κού πολίτη στα καινούργια δεδομένα της περίπλοκης γενικής κατάστασης που είχε διαμορφωθεί. Αυτό το ιδεώδες εμφανίστηκε και διαδόθηκε χωρίς κάποια φιλοσοφία να γίνει κήρυκάς της· οι φιλοσοφίες των ελληνιστικών σχολών το αντιμετώπισαν ως δεδομένη κατάσταση, απέναντι στην οποία έπρεπε να τοποθετηθούν. Οι σπουδαιότερες θέσεις τους σχετικά με την παι­δεία αναφέρονταν στο πρόβλημα της αξίας της γενικής μόρφωσης.
  
  • Οι ριζοστιαστιοί σωκρατικοί κατι της γενικής καλλιέργειας

Όπως είδαμε, το κοινό χαρακτηριστικό όλων των ελληνιστικών φιλοσο­φικών ρευμάτων ανάγεται στο σωκρατικό ριζοσπαστισμό· πρόκειται για τη θέση ότι σκοπός της φιλοσοφίας είναι η απελευθέρωση του ατόμου - απε­λευθέρωση από την τυραννία των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων και, γενικότερα, από την πίεση που ασκεί στην ατομική ζωή η εξωτερική πραγ­ματικότητα. Τι αξία μπορεί να έχει, λοιπόν, η απόκτηση γενικής παιδείας; Η απάντηση των Κυρηναϊκών, των Κυνικών και των Σκεπτικών μπορούσε να είναι μόνον η εξής: καμία. Η μόρφωση απορρίπτεται εξολοκλήρου· εφόσον στόχος της είναι να εντάξει το άτομο στον κόσμο, στην πραγματικότη­τα δεν είναι παρά όργανο της τυραννίας που επιβάλλει ο εξωτερικός κό­σμος στο άτομο. Την ίδια στην ουσία απάντηση έδινε ο Επίκουρος: «Σήκωσε άγκυρα, νεαρέ, κι απόφυγε κάθε είδος μόρφωσης», προειδοποιούσε. Η μόνη διαφορά ήταν ότι για τον επικουρισμό έμενε κάτι να μάθει κανείς: η θεωρία του δασκάλου, το ουσιαστικό μέσο της απελευθέρωσης. Τίποτε πε­ρισσότερο, όμως· ο δάσκαλος έχει πει όλα τα σημαντικά πράγματα. Και το φυσικό μέρος της θεωρίας του - η αλήθεια του οποίου αποδεικνυόταν από την εγκυρότητα των ηθικών του προεκτάσεων - δεν συνεπαγόταν την υπο­χρέωση να περιπλανηθεί κανείς στο πεδίο της επιστήμης· η φυσική, μαζί με ολόκληρο τον κύκλο των επιστημονικών συζητήσεων, είχε αποκλειστεί.
  
  • Φιλοσοφία και εκπαίδευση στο στωικισμό

Ο στωικισμός, αντίθετα, καθώς ταύτιζε την απελευθέρωση του ατόμου με την ένταξή του στη λογική τάξη του σύμπαντος, αξιολόγησε πιο προσεκτικά τη γενική παιδεία. Αφενός, η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της στωικής θεωρίας απαιτούσε για την κατάκτησή της έναν κύκλο σπουδών όλο και πιο περίπλοκο και ευρύ· αφετέρου, και κυρίως, η αναγόρευση μιας συμπαντικής λογικότητας σε αίτημα καθιστούσε θεωρητικά πολύ δύσκολη την ολοκληρωτική απόρριψη της μορφωτικής παράδοσης. Γι’ αυτό, μολο­νότι επέμεναν εκ προοιμίου ότι μόνο η εκμάθηση του στωικού συστήματος Επανάκαμψη της πολιτιστικής παράδοσης στον στωικισμό μπορούσε να οδηγήσει στην αταραξία και την ευδαιμονία, οι Στωικοί σταδιακά απέδιδαν όλο και περισσότερη αξία στη γενική παιδεία· συγκεκριμέ­να, την έβλεπαν σαν ένα σταθμό της οδού που οδηγεί στη φιλοσοφία και τη σοφία. Ως οδηγό σ’ αυτή την πορεία και ταυτόχρονα ως συνδετικό κρίκο μεταξύ παραδοσιακού πολιτισμού και στωικής φιλοσοφίας, οι Στωικοί εισήγαγαν τη μέθοδο της αλληγορικής ερμηνείας των ποιημάτων και των πα­ραδοσιακών μύθων έπρεπε να ανεύρουν, πέρα από το “γράμμα” των κειμέ­νων που διάβαζαν, μια βαθύτερη σημασία, που θα ήταν επιπλέον ηθικής ή κοσμολογικής φύσης και, με αυτόν τον τρόπο, να εντάξουν ένα μεγάλο μέ­ρος της παράδοσης στις στωικές θεωρίες. Σε παιδαγωγικό επίπεδο, η μέθο­δος αυτή (που είναι ο μακρινός πρόγονος του μαθήματος της Λογοτεχνίας στη σύγχρονη μέση εκπαίδευση) παρείχε ένα κριτήριο-οδηγό για τις γενι­κές σπουδές, συμβατό με την ανυπέρβλητη ανωτερότητα της στωικής θεω­ρίας σε σύγκριση με την άλλη γνώση· σε θεωρητικό επίπεδο καθιστούσε δυνατή τη σύνδεση του στωικισμού με την πολιτιστική παράδοση και, συ­νεπώς, μια μερική θεωρητική αποκατάσταση της δεύτερης.

Ο Παναίτιος εκμεταλλεύεται σε βάθος και έκταση τη στωική δυνατότη­τα για την αφομοίωση της γενικής παιδείας και της ιδεολογικής παράδοσης, με στόχο την προσαρμογή της στωικής σχολής στα νέα δεδομένα του αναδυόμενου ρωμαϊκού imperium. Συγκεκριμένα, ο Παναίτιος μετριάζει την αυστηρότητα του αρχαίου στωικισμού, απορρίπτοντας τη θέση ότι ο ενάρε­τος βίος είναι δυνατός μόνο για όποιον κατακτά την ύψιστη, τελική βαθμί­δα σοφίας, δηλαδή για τον σοφόν. Υπάρχουν ενδιάμεσες βαθμίδες παιδείας και αρετής, που έχουν τη δική τους αξία. Ο καλλιεργημένος πολίτης, ο πολί­της που έχει λάβει καλή ανατροφή και τηρεί τα κοινωνικά του καθήκοντα αντιμετωπίζεται έτσι ως μια θετική φυσιογνωμία, παρόλο που δεν είναι ακό­μη πραγματικά σοφός. Για να χρησιμοποιήσουμε την παρομοίωση των αρ­χαίων Στωικών, ο πολίτης αυτός τώρα πια δεν “πνίγεται” στη “μωρία”.


6. Η παιδεία στον ελληνιστικό-ρωμαϊκό κόσμο

  • Άρνηση της τεχνικής εκπαίδευσης

Το πλαίσιο σπουδών και παιδείας που διαμορφώθηκε και σταδιακά κα­θιερώθηκε στον ελληνιστικό κόσμο και υιοθετήθηκε σχεδόν αυτούσιο από το ρωμοακό κόσμο, ονομάστηκε δικαιωματικά “κλασικό”. Αυτό αποτέλεσε τη βάση της οργάνωσης των σπουδών ακόμη και στους Νέους Χρόνους, κυρίως στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό που το κατέστησε ικανό να καθιερωθεί ως πρότυπο ήταν το γεγονός ότι οι κοινωνίες που το υιοθέτησαν αποδέχονταν το θεμελιώδη σκοπό του: τη διαμόρφωση μίας πολιτικής και ιδεολογικής άρχουσας τάξης μέσα σε μια στατική κοινωνική δομή - το γε­γονός, δηλαδή, ότι επρόκειτο για κοινωνίες που δεν έθεταν ως κύριο σκοπό τους την εξέλιξη. Από τα βασικά χαρακτηριστικά του προγράμματος σπουδών του ελληνιστικού-ρωμαϊκού κόσμου ξεχωρίζει η απουσία κάθε τεχνικής παιδείας· η παιδεία αυτή περιορίζεται στα εργαστήρια των τεχνιτών και οι κάτοχοί της διαδραματίζουν έναν κοινωνικά υποδεέστερο ρόλο.

Οι βαθμίδες εκπαίδευσης είναι επταετείς. Από την ηλικία των 7 ώς των 14 ετών υπάρχει η στοιχειώδης εκπαίδευση, στην οποία τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν, να γράφουν, να μετρούν και να κάνουν τις απλούστερες πρά­ξης. Οι παιδαγωγικές μέθοδοι του αρχαίου σχολείου δεν λάμβαναν υπόψη την παιδική ψυχολογία· έτσι, η μάθηση ήταν πάντοτε κουραστική και αρ­γή· στο τέλος του πρώτου κύκλου σπουδών, το επίπεδο των μαθητών ήταν αρκετά χαμηλό σε σχέση με το αντίστοιχο των σημερινών μαθητών.
  
  • Λόγια εκπαίδευση

Από τα 14 ώς τα 21, το κύριο μάθημα ήταν η Λογοτεχνία. Τα λογοτεχνι­κά κείμενα, αφενός, χρησιμεύουν για την εκμάθηση της Γραμματικής και, αφετέρου, επιλέγονται κυρίως με ηθικολογικά κριτήρια, για να προβάλ­λουν πρότυπα που θα εισαγάγουν προοδευτικά τους μαθητές στις παραδοσιακές αξίες. Η γενική παιδεία ολοκληρώνεται με την παρακολούθηση μα­θημάτων από διάφορους κλάδους των επιστημών, τα οποία, εκτός από τις θετικές επιστήμες, περιλαμβάνουν μερικές φορές και σχέδιο, δίκαιο ή πολε­μική τέχνη.
  
  • Τρίοδος και Τετράοδος

Τον 1ο  αιώνα π.Χ. διαμορφώνεται ο κανονικός κατάλογος των μαθημά­των της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης· αυτός περιλαμβάνει τις τρεις “τέ­χνες” που αργότερα θα ονομαστούν “ελευθέριες” (την τρίοδο, “trivium” του Μεσαίωνα), δηλαδή τη γραμματική, τη ρητορική και τη διαλεκτική, και τους τέσσερις μαθηματικούς κλάδους (την τετράοδο, “quadrivium” του Με­σαίωνα), δηλαδή τη γεωμετρία, την αριθμητική, την αστρονομία και τη θε­ωρία της μουσικής.

Τα τελευταία δύο χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αφιερώνο­νται σε ένα είδος στρατιωτικής θητείας, την εφηβείαν, η οποία έγινε υπο­χρεωτική γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα με σκοπό την ενίσχυση της στρατιωτικής δύναμης των πόλεων-κρατών ενάντια στην απειλή του μακε­δονικού βασιλείου. Μετά την εδραίωση των ελληνιστικών αυτοκρατοριών, η θητεία αυτή εξακολουθεί να υπάρχει· όμως, γρήγορα χάνει μεγάλο μέρος από τη στρατιωτική της διάσταση και μετατρέπεται σε περίοδο ολοκλήρω­σης της εκπαίδευσης των νέων των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Έτσι, στη Φυσική Αγωγή δίνονται διαλέξεις, όπου διδάσκονται έννοιες και ιδέες γενικής φύσης σχετικές με όλους σχεδόν τους τομείς των επιστημών, με σκοπό να δοθούν στον μαθητή οι πολύ γενικές γραμμές του συνολικού πλαισίου της γνώσης. Έχοντας ολοκληρώσει μετά από αυτά ο νέος την εκ­παίδευσή του. αρχίζει τη ζωή του μέσα στην κοινωνία, ως πολίτης μεταξύ πολιτών. Λίγοι φοιτούν στην ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης· η βαθμίδα αυ­τή είναι ανώφελη για τον πολίτη, αν δεν ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φιλοσοφία και την επιστήμη. Εδώ τα μαθήματα διδάσκονται στις μεγάλες σχολές πανεπιστημιακού επιπέδου με το μέγιστο βαθμό εμβάθυνσης και θε­ωρητικής αυστηρότητας.

  • Η οικογένεια εντολοδότης της εκπαίδευσης

Η οργάνωση του κύκλου των σπουδών ελέγχεται από την κοινότητα, συνήθως μέσω μιας αρμόδιας διοικητικής αρχής. Όμως. η εκπαίδευση χρη­ματοδοτείται από ιδιώτες, είτε με τη μορφή καταβολής διδάκτρων από τις οικογένειες των φοιτητών είτε. σπανιότερα, με κληρονομιές και δωρεές (γι’ αυτό και η οικογένεια παραμένει ο πρώτος εντολοδότης της εκπαίδευσης). Έτσι, μόνο γόνοι σχετικά πλούσιων οικογενειών περάτωναν το δεύτερο κύ­κλο σπουδών.

Η συμβολή αυτή της οικογένειας καθόριζε αποφασιστικά τις παιδαγω­γικές μεθόδους. Κατά. το μέτρο που η απόκτηση γνώσης ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση και τη διατήρηση ενός ανώτερου κοινωνικού ρόλου και ε­νός γοήτρου στο πλαίσιο της πόλης, οι οικογένειες, και κυρίως αυτές των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, απαιτούσαν από τους δασκάλους να ο­λοκληρώσουν απαραιτήτως οι γιοι τους τη βαθμίδα εκπαίδευσης που ζη­τούσαν.

Αυτή η απαίτηση, σε συνδυασμό με την άγνοια της ψυχολογίας τοι παιδιού, οδήγησε σε μια πολύ σκληρή παιδαγωγική μέθοδο· για να κάμψει την υποτιθέμενη απείθεια και το θράσος του μαθητή, ο δάσκαλος των ελληνιστικών και των ρωμαϊκών χρόνων καταφεύγει συνεχώς σε σωματικές τιμωρίες, με τη συχνή χρήση μαστιγίου.
  
  • Το πρόβλημα τον αποκλεισμού από την εκπαίδευση στην ελληνιστικορωμαϊκή κοινωνία

Από αυτό το εκπαιδευτικό πρόγραμμα εξακολουθούν να αποκλείονται φυσικά, όλοι οι νέοι που δεν είναι προορισμένοι εκ γενετής να γίνουν πολίτες με την πλήρη σημασία της λέξης: πρώτα απ’ όλα, τα παιδιά των δούλων μετά των αγροτών και των πληβείων της πόλης και. τέλος, ένα μεγάλο μέρος των γυναικών. Εφόσον δεν υπάρχει καθολική στοιχειώδης εκπαίδευση ο αναλφαβητισμός είναι ο κανόνας σε αυτές τις τεράστιες κοινωνικές μάζες του ελληνιστικού-ρωμαικού κόσμου· οι όποιες στοιχειώδεις γνώσεις παρέχονται μόνο από την οικογένεια και, στο πλαίσιο του χωριού ή της επαγγελματικής συντεχνίας, από τους κατόχους των πρακτικών τεχνών, οι οποίοι μεταδίδουν τις γνώσεις τους στα νέα μέλη του επαγγέλματος.

Μετά τον Πλάτωνα, εξάλλου, το πρόβλημα διαφοροποίησης της εκπαί­δευσης, ανάλογα με τα κοινωνικά στρώματα, δεν τίθεται πλέον ούτε καν σε φιλοσοφικό επίπεδο. Στο πλαίσιο της ιδεολογίας τής humanitas, όλοι οι άν­θρωποι θεωρούνται προγραμματικά ίσον όμως, η θεώρηση αυτή δεν οδήγησε στην κατάργηση των υπαρκτών κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά στη συ­γκάλυψή τους, στην απόκρυψη των προβλημάτων που δημιουργούσαν αυ­τές στο εκπαιδευτικό επίπεδο. Αν η πλατωνική φιλοσοφία αποδεχόταν τη δι­αίρεση της κοινωνίας σε τάξεις και ήθελε να την εντάξει σε ένα ορθολογικό πολιτικό σχέδιο, η ιδεολογική εξίσωση όλων των ανθρώπων από τις ελληνιστικές-ρωμαικές σχολές κρύβει, πίσω από την κεντρική φυσιογνωμία του πολίτη, την ύπαρξη όλων όσων δεν είναι και δεν θα γίνουν ποτέ πολίτες. Το να μιλάς διαρκούς για την κοινή ανθρώπινη φύση. για. γενική παιδεία, για α­πελευθέρωση του ανθρώπου, είχε παραδόξως το τίμημα της αποσιώπησης της υποβάθμισης, του αναλφαβητισμού, της πραγματικής υποδούλωσης της μεγάλης μάζας των ανθρώπων που βρίσκονταν στο περιθώριο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    FOUCAULT Μ., La cura di se, (ιτμτφ), Feltrinelli, Milano, 1987.
    GOLDSCIIMIDT V., Le systeme stdicien et I'idee du temps, Paris, 1989.
    ISNARDI PARENTE M„ Stoichiantichi. Vol. I II. Torino 1989. lOPPOLO A.M., Opinione e scienza, Bibliopolis, Napoli, 1986.
    LAFFRANQUE M„ Poseidonios d’Apamee, Paris. 1964.
    MIGNUCCI Μ.. II signillcato della logica. Patron. Bolognia. 1965.
          POHLENZ M., La Stoa. Storia di un movimenlo spirituale, (ιτμτφ). La Nuova Italia, Firenze,1967.
    SAMBURSKY S.. IImondo fisico deigreci, (ιτμτφ), Feltrinelli. Milano, 1983. VEGETTI M„ L ’etica degliantichi, Laterza. Roma-Bari. 1990.

πηγή: ekivolos

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΑΙΜΟΝΩΝ

$
0
0


Η έννοια των δαιμόνων είναι πολυποίκιλη στα Ελληνικά κείμενα.

Σαν δαίμονες ονομάζονται σε πολλά σημεία οι άσαρκες ψυχές των τεθνεώτων, όπως επίσης και οι ιεραρχικά ανώτερες οντότητες από τους θνητούς.

Το επίθετο δε "δαιμόνιος"¨χρησιμοποιείται επίσης και σε πολλά Φιλοσοφικά κείμενα για να χαρακτηρίσει που τοποθετείται κάποιος Φιλόσοφος σε σχέση με κάποιους άλλους.

Παραδείγματος χάριν, στα κείμενα της Ορφικοπυθαγορείου Φιλοσοφίας ο Πλάτων, ο Ιάμβλιχος και άλλοι χαρακτηρίζονται ως "θείοι", ενώ ο Αριστοτέλης ως "δαιμόνιος"για να τονιστεί αφ΄ενός μεν η σπουδαιότητα του ανδρός αλλά και η κατώτερη θέση του ως προς τους Ορφικοπυθαγόρειους Φιλοσόφους.



Σημειώνουμε απλώς ότι, σύμφωνα με τον Μαρίνο τον Νεαπολίτη που ήταν ο βιογράφος του Πρόκλου, ο Αριστοτέλης εδιδάσκετο στην Πλατωνική Ακαδημεία, πριν από την διδασκαλία των Πλατωνικών κειμένων.

Ο όρος δαίμων διακρίνεται στις εξής κατηγορίες :

Κατ'αναλογίαν Δαίμων : Προνοεί για τον καθένα. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό που είναι τοποθετημένο αμέσως πάνω από κάτι ελέγχοντας την βαθμίδα ως προς το κατώτερο, συνηθίζουν να το λένε Δαίμονα.

Παράδειγμα είναι η φράση "Υψωσε την γενιά μας ένδοξε δαίμονα"που απευθύνει ο Ζεύς στον Κρόνο. ( ο Κρόνος σε σχέση με τον Δία είναι σε ανώτερη θέση, για αυτό και χαρακτηρίζεται ως δαίμων σε σχέση με τον Δία )

Κατά σχέση Δαίμων : Αυτός που λόγω της ομοιότητας του προς το δαιμόνιο γένος εκδηλώνει ενέργειες υπερφυέστερες εν συγκρίσει προς τον άνθρωπο που συνδέει την όλη ζωή του με τους δαίμονες.

Κατ΄ουσίαν Δαίμων : Ονομάζεται δαίμων όχι λόγω της προς τα κατώτερα σχέσης του, ούτε λόγω της εξομοίωσης του με κάτι άλλο, αλλά του έλαχε κατ'αυτόν ο ιδιαίτερος τούτος χαρακτήρας και προσδιορίζεται βάσει κάποιας ύπαρξης των οικείων δυνάμεων και των διαφορετικών τρόπων που ενεργεί. 


Η κατηγορία αυτή των δαιμόνων είναι και η τάξις των δαιμόνων που προκύπτει από την εκδήλωση.
Οι δαίμονες αυτοί είναι εκείνοι που διαχειρίζονται συγκεκριμένες λειτουργίες της φύσης, όπως παραδείγματος χάριν ρυθμίζουν πόσες "ανταμοιβές"ή "τιμωρίες"αναλογούν σε κάθε ενσάρκωση της ψυχής. ( δηλαδή, ενώ για κάθε ψυχή έχει συσσωρευθεί μια "ποσότητα κάρμα", για διάφορους λόγους, ρυθμίζεται τι ποσό από αυτό το κάρμα, θα επιβαρύνει την συγκεκριμένη ενσάρκωση της ψυχής, έτσι ώστε αφ'ενός μεν να "ξεπληρώσει"μέρος του κάρμα της, αφ'ετέρου η ψυχή να αντεπεξέλθει και να μην τσακιστεί από το βάρος των υποχρεώσεων της στην συγκεκριμένη ενσάρκωση)
Πρέπει να τονιστεί ότι η ρύθμιση αυτή είναι καθαρά φυσιοκρατική και όχι αποτέλεσμα κάποιας οντότητας που επιλέγει ευνοώντας ή όχι κάποιες ψυχές σε σχέση με κάποιες άλλες.
Ενα φυσικό ανάλογο που μπορούμε να φανταστούμε είναι όταν έχουμε μια μεγάλη ποσότητα νερού που προσπαθεί να περάσει από ένα λεπτό στόμιο. Η ποσότητα που περνά ρυθμίζεται από το στόμιο, ώστε να διέλθει σχετικά ομαλά.
Κατά περίεργη (?) σύμπτωση, οι δαίμονες αυτοί που κάνουν αυτή την δουλειά στον μύθο του Ηρός στην Πολιτεία του Πλάτωνα, είναι τα "μυκώμενα"στόμια που ελέγχουν τις ανόδους και καθόδους της Ψυχής.
Πρόκλος - Σχόλια στον Αλκιβιάδη 74, Σχόλια στην Πολιτεία 2.94.5

πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΠΩΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΧΟΥΜΕ ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ (Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ ΣΤΗ "ΘΕΩΣΗ")

$
0
0


Οι Δαίμονες, όντες οι σύνδεσμοι μεταξύ του νοερού κόσμου και των ανθρώπων, παρέχουν σημαντική βοήθεια στην πορεία της εξέλιξης του ανθρώπου.

Μια βοήθεια που αναφέραμε ήδη είναι ότι φροντίζουν ώστε οι δράσεις που θα δεχτούμε ("τιμωρίες" - "ανταμοιβές") να είναι μοιρασμένες στο σύνολο της περιφοράς του θείου γεννητού και να μην υποστούμε υπερβολικές δράσεις που από την φύση μας δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε.

Συνεπώς για να μπορέσουμε να επωφεληθούμε τα μέγιστα από την βοήθεια των Δαιμόνων, πρέπει να αποκαταστήσουμε επαφή μαζί τους.

Η επαφή αυτή θα γίνει μετά από δική μας προσπάθεια να "ανεβούμε" προς αυτούς και όχι περιμένοντας αυτούς να κατεβούν σε εμάς. Άλλωστε κοντά σε εμάς είναι οι υλαίοι δαίμονες, οι οποίοι είναι πιο εύκολοι στην επικοινωνία μαζί μας, με αποτέλεσμα αρκετοί από εμάς να παραπλανώμαστε και να νομίζουμε ότι έχουμε επαφή με ανώτερες οντότητες ενώ στην πραγματικότητα να επικοινωνούμε με οντότητες χαμηλοτάτης ποιότητας.



Σκοπός μας είναι να "ανεβούμε"και να επικοινωνήσουμε με τους ανώτερους δαίμονες, οι οποίοι όπως είπαμε είναι σχεδόν νοεροί, άρα λοιπόν πρέπει να εξελίξουμε το νοερό μέρος της ψυχής μας, ώστε να αποκαταστήσουμε επαφή με αυτούς.

Η εξέλιξη του νοερού μέρους της ψυχής μας γίνεται μόνο με την γνώση και τον διαλογισμόγια αυτό και πρέπει να προσεγγίσουμε τα κείμενα και τους Φιλοσόφους μας.

------

Οι επαφές μας με τις θείες οντότητες γίνονται με το να ανερχόμαστε εμείς προς αυτές και όχι αυτές να κατέρχονται προς εμάς.
Πρόκλος - Σχόλια στον Αλκιβιάδη 92
Το γένος των δαιμόνων, όντας κοντινό στους θεούς, συμβάλλει τα μέγιστα για την πορεία των ψυχών προς την θεία ζωή. Διότι μέσω αυτού πραγματοποιείται η ανάβαση και η επαφή με τους θεούς.
Πρόκλος - Σχόλια στον Αλκιβιάδη 93 

Για όσους δεν έχουν αποκαθάρει τελείως τον νου της ψυχής τους, είναι πολύ δύσκολο να θεαθούν τις υπάρξεις των δαιμόνων και όλων των ανωτέρων μας.
Πρόκλος - Σχόλια στον Αλκιβιάδη 94

Οι τιμωρίες που επιβάλλουν οι δαίμονες δεν είναι σωστό να ανάγονται σε μια και μόνο ζωή, αλλά στην όλη κυκλική περιφορά, με τον ίδιο τρόπο και τα αγαθά και τα ωφελήματα που παρέχουν αυτοί, πρέπει να ανάγονται στον συνολικό σκοπό της περιφοράς.
Πρόκλος - Σχόλια στον Αλκιβιάδη 90


____________

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ "ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ"ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΕΙΟ!!

Παρότι σκοπός μας είναι να ανέβουμε προς τους θεούς, δεν μπορούμε τελικά να επιτύχουμε την θέωση παρά μόνο με την θεουργία. Όσοι νομίζουν ότι διίστανται οι γνώμες Πρόκλου και Ιάμβλιχου έχουν άγνοια. Δεν υπάρχει διάσταση Πρόκλου και Ιαμβλίχου. 

Οπως θα δούμε η ψυχή μας έχει τους λεγόμενους "ουσιώδεις λόγους", τους οποίους πρέπει να αφυπνίσει/εκδηλώσει. Αυτό ουσιαστικά είναι η άνοδος μας προς το θείο, η οποία επιτυγχάνεται με την νόηση.

Ομως, εκ κατασκευής, δεν μπορούμε να νοούμε συνέχεια (μόνον οι θεοί "αεί νοούν") και συνεπώς δεν μπορούμε να επιτύχουμε την ένωση με το νοητό. 

Για αυτό χρειαζόμαστε "εξωτερική βοήθεια", η οποία θα μας επιτρέψει να επιτύχουμε την ένωση μας με το θείο.

Αυτή την επιτυγχάνει η θεουργία, η οποία ήταν πρακτική που εχρησιμοποιείτο στα μυστήρια, και για την οποία δεν γνωρίζουμε τίποτα.

Συνεπώς, η θέωση μας είναι αποτέλεσμα συνδυασμένων ενεργειών. Αφ'ενός μεν είναι θέμα δικό μας, να ανεβούμε όσο είναι εφικτό ανθρωπίνως και αφού φτάσουμε στο μέγιστο δυνατόν, με την βοήθεια της θεουργίας, να ολοκληρώσουμε τον σκοπό μας.

Είναι όπως μας λέει ο Πρόκλος, στο Περί Ιερατικής Τέχνης, που οι ιερείς "προετοίμαζαν"τα αγάλματα έτσι ώστε να είναι δεκτικά για την κάθοδο και επιφάνεια των θεών στα μυστήρια.


πηγή: empedotimos.blogspot.gr
Viewing all 939 articles
Browse latest View live