Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΠΟΤΕ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΤΟ ΟΡΓΑΝΙΚΟ ΣΩΜΑ;

$
0
0


Ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 43.a» αναφερόμενος στην κάθοδο της ψυχής στο από τους εγκόσμιους ή νέους θεούς δημιουργούμενο «ὀστρεῶδες» [οστρακοειδές] ορατό & οργανικό σώμα, ή αλλιώς «τὸν ἐκ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἀέρος καὶ γῆς ὄχλον ἄλογον»  δεύτερο όχημα, μας λέγει πως : «Αλλά συντήκοντας τα με πυκνά καρφιά, αόρατα λόγω του μικρού μεγέθους τους, και κατασκευάζοντας από όλα τα στοιχεία ένα ατομικό σώμα, δέσμευσαν τις περιστροφές τις αθάνατης ψυχής περιόδους [περιστροφές] μέσα στο σώμα που εισρέει και διαρρέει. – Αλλὰ διὰ σμικρότητα ἀοράτοις, πυκνοῖς γόμφοις συντήκοντες, ἓν ἐξ ἁπάντων ἀπεργαζόμενοι σῶμα ἕκαστον, τὰς τῆς ἀθανάτου ψυχῆς περιόδους ἐνέδουν εἰς ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀπόρρυτον».


Αφού, λοιπόν, ο Πλάτων ξεκίνησε από τα ατελέστερα και ενυλότερα και αφού δημιούργησε τα ομοιομερή και από αυτά το οργανικό σώμα, μεταδίδει σε αυτό την ψυχή. Γιατί οι νέοι θεοί, δανειζόμενοι μέρη από τα σύνολα, έπαιρναν τα απλά στοιχεία και δημιουργούσαν τα οχήματα των άλογων ψυχών, τα οποία έλεγε προηγουμένως ότι είναι «ο θορυβώδης και άλογος φόρτος που αποτελείται από πυρ, γη, αέρα και ύδωρ». Αυτά συγκολλώντας γεννούν τα ομοιομερή, των οποίων η σύνθεση αποτελείται από τα τέσσερα στοιχεία. Και «συντήκοντας με πυκνούς γόμφους» [καρφιά] τα γεννήματα δημιουργούν το οργανικό σώμα. Γιατί αυτό είναι που χρειάζεται, όλα τα μικρά και αόρατα καρφιά λόγω της σύστασής του από ανόμοια πράγματα, και μάλιστα καρφιά πολλά και πυκνά λόγω της ευδιαλυτότητας της σύνθεσής του. Ως πυκνά και αόρατα καρφιά, λοιπόν, λέμε τις εισαγωγές των μικρών και αόρατων στοιχείων στα μεγαλύτερα, καθώς και ότι η σύντηξη είναι οικεία με τα έργα του Ηφαίστου, αφού το πυρ, μέσω της αραιώσεως κατά τη σύνταξη, προκαλεί την ολοκληρωτική διείσδυση του ενός μέσα στο άλλο, όπως γίνεται στην περίπτωση των μετάλλων που συγχωνεύονται, όταν με την τήξη τα σμικρομερή διεισδύουν στα μεγαλομερέστερα και έτσι πραγματοποιείται η σύγκραση. Η συνέχεια, λοιπόν, των νοημάτων είναι ότι οι νέοι θεοί «συγκολλούσαν τα μέρη που έπαιρναν, κατασκευάζοντας το σώμα όχι με αδιάλυτους δεσμούς, αλλά συντήκοντας τα μέρη αυτά με πυκνά καρφιά μικρά και αόρατα». Γιατί χρειάζεται τήξη και συγκόλληση για τη γέννηση των ομοιομερών, εκ των οποίων τη συγκόλληση παρέχει η υγρότητα και τήξη η θερμότητα. Γιατί καθετί τήκεται από το πυρ και συγκολλάται από το ύδωρ.

Μετά, λοιπόν, την ένωση από τα πολλά και ανόμοια προστίθεται η ψυχή, πρώτα οπωσδήποτε η θνητή (γιατί μέσω αυτής, δηλαδή μέσω της φυτικής, της αισθητικής και της ορεκτικής ζωής, το σώμα καθίσταται “ἐπίρρυτον” [διαρρέει]) και δεύτερη η αθάνατη (γιατί αυτή δεν «ενδύεται» [βυθίζεται] απλώς σε ένα σώμα, αλλά σε ένα σώμα «ἐπίρρυτον σῶμα καὶ ἀπόρρυτον» [που εισρέει και διαρρέει]). Και η μία γεννιέται μαζί με το σώμα, ενώ η άλλη δεσμεύεται στο σώμα.

Αυτή, λοιπόν, είναι η σειρά της δημιουργίας, και έχει μια προφανή λογική. Γιατί ολόκληρη η γέννηση ξεκινά από το ατελές και προχωρά σιγά – σιγά προς το τέλειο. Και στην περίπτωση του σύμπαντος η δημιουργία προχωρούσε από τον νου και στην ψυχή μέχρι τα σώματα (γιατί η γέννηση ήταν άχρονη), ενώ στην περίπτωση των θνητών ζωντανών όντων η γέννηση ξεκινά από σώματα. Γιατί γίνεται μέσα στον χρόνο και καθετί που γεννιέται μέσα στον χρόνο ξεκινά από το ατελές, αυτό δεν έχει γεννηθεί μέσα στον χρόνο. Επομένως το σύμπαν δεν έχει γεννηθεί μέσα στον χρόνο. Γιατί ο δημιουργός δεν έδωσε υπόσταση πρώτα στο σώμα αλλά στην ψυχή, όπως έχει πει ο Πλάτων. Αυτό δηλώνει ότι η επονομαζόμενη γέννηση στην περίπτωση του σύμπαντος είναι αγέννητη, και ότι η σύνθεση του γίνεται μεμιάς. Και στην περίπτωση του σύμπαντος το όλον [σύνολο] λάβανε υπόσταση πριν από τα μέρη, και τα «ένα» πριν από το πλήθος. Στην περίπτωση των θνητών ζωντανών όντων τα πολλά γεννιούνται πριν από το «ένα», και αυτά συντήκονται με τα πυκνά καρφιά και αποτελούν «ένα». Γιατί συντήκονται με τα πυκνά σώματα, και αυτά που συντήχθησαν καρφώνονται, και αυτά που καρφώθηκαν ζωογονούνται, και αυτά που ζωογονήθηκαν προσαρμόζονται στην αθάνατη ψυχή.
Από αυτά είναι φανερό ότι σύμφωνα με τον Πλάτωνα πρέπει να υποστηρίξουμε ότι η είσοδος της ψυχής γίνεται με την έξοδο του βρέφους. Γιατί τότε το κύημα είναι τέλειο και όχι προηγουμένως. Γιατί, καθώς έχει γίνει τέλειο, η φύση δεν το κρατάει μάταια μέσα. Όταν, λοιπόν, το σώμα γίνει «ἓν και ὅλον», τότε η αθάνατη ψυχή δεσμεύεται σε αυτό. Και γίνεται «ἓν» όταν γίνει τέλειο, και είναι τέλειο, όταν έρθει στο φως. Γιατί όταν μένει μέσα, είναι μέρος του άλλου. Άρα δεν υφίστασται καμία «ἔνδεσις» [δέσμευση] της ψυχής από τους θεούς μέσα στο σπέρμα, όπως πιστεύουν κάποιοι, ούτε φυτεύεται μαζί με το σπέρμα, αλλά οι περιστροφές της συνδέονται με το σώμα όταν το σώμα ήδη γεννηθεί. Γιατί που μέσα στο σπέρμα υπάρχει ένα σώμα γεννημένο «εκ πολλών και πυκνών γόμφων»; Άρα, όταν το όργανο γίνει τέλειο, τότε οι θεοί «συνδέουν» την ψυχή που θα το χρησιμοποιήσει.

Βέβαια δεν θα παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι :

«περιόδους ψυχῆς» [περιστροφές της ψυχής] ο Πλάτων λέει τις ενέργειες της οποίες προχωρούν προς το ζωντανό οργανισμό και τις δύο δυνάμεις της, αυτή του κύκλου του «Ταύτου» [ταυτότητα] και αυτή του κύκλου του «Θατέρου» [διαφορετικότητα]. Άρα σύμφωνα με τον Πλάτωνα ολόκληρη η ψυχή κατεβαίνει. Γιατί ο Πλάτωνας έχει δώσει στην ψυχή μόνο δύο κύκλους και δυο «περιόδους» [περιστροφές], και τις κατεβάζει και τις δυο.

πηγή: eleysis69.wordpress

ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ - ΟΙ ΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΩΤΕΡΩΝ ΓΕΝΩΝ (ΑΓΓΕΛΩΝ, ΔΑΙΜΟΝΩΝ, ΗΡΩΩΝ)

$
0
0


Οι Δαίμονες παράγονται από τις γεννητικές και δημιουργικές δυνάμεις των θεών, στην πιο μακρινή περάτωση της προόδου και τον έσχατο διαμερισμό. Οι Ήρωες παράγονται σύμφωνα με τους λόγους της ζωής στις θείες φύσεις («κατ τος τς ζως ν τος θεοις λγους»), και από αυτούς τα πρώτα και τέλεια μέτρα των ψυχών λαμβάνουν τον προορισμό και το διαμερισμό τους («κα τ πρτα κα τ λεια μτρα τν ψυχν ποτελευτν π ατν κα πο μερζεσθαι»).


Εν ολίγοις η ουσία των δύο τάξεων όντων είναι διαφορετική: η ουσία των δαιμόνων είναι εκτελεστική και αποτελεσματική για τις εγκόσμιες φύσεις, συμπληρώνοντας την επιστασία όλων των ξεχωριστών πραγμάτων που συμβαίνουν («περγαστικν μν εναι τν τν δαιμνων κα τελεσιουργν τν περικοσμων φσεων κα ἀποπληρωτικν τς καθκαστον τν γιγνομνων πιστασας»), ενώ η ουσία των Ηρώων είναι ζωτική, λογική και κυβερνά τις ψυχές. Σεβόμενοι μάλιστα κάθε δύναμη, η δαιμονική πρέπει να είναι γονιμοποιός και να ελέγχει τη φύση και το σύνδεσμο των ψυχών με τα σώματα. Ωστόσο, είναι αναγκαίο, τις ζωοποιούς δυνάμεις που κυβερνούν τους ανθρώπους και δεν είναι εξαρτημένες από την γέννηση να τις αποδώσουμε στους Ήρωες.

Στην συνέχεια θα προσδιορίσουμε τις ενέργειες της κάθε τάξης: αυτές των Δαιμόνων θα πρέπει να πούμε πως αφορούν στα εγκόσμια και πως, ως επί το πλείστον, εξαρτούνται από τον εαυτό τους. Αυτές όμως των Ηρώων, πρέπει να τις θεωρούμε λιγότερο εξαρτημένες και τρεπόμενες προς την διάταξη των ψυχών.

Αφού λοιπόν εξηγήσαμε τις δυνάμεις, η ψυχή λαμβάνει από τα δύο αυτά γένη συγκεκριμένα μερίδια δύναμης, πλεονάζει από τις προσθήκες και τα άλλα προνόμια που προέρχονται από την ίδια. Επίσης, δημιουργεί σε διαφορετικούς χρόνους διαφορετικά είδη (μορφές), λόγους και τρόπους, που πηγάζουν από διαφορετικές πηγές. Και σύμφωνα με το κάθε μέρος του Κόσμου χρησιμοποιεί ποικίλες ζωές και ιδέες, συνυπάρχοντος με όποιες θέλει και φεύγοντας από όποιες θέλει, ερχόμενη σε ομοίωση με όλες και διαχωρίζοντας τη θέση τη εξαιτίας της διαφοράς της, προετοιμάζοντας συγγενικούς λόγους με τα όντως όντα και τις γεννημένες φύσεις και ερχόμενη με τους θεούς, σύμφωνα με διαφορετικές αρμονίες ουσιών και δυνάμεων από εκείνες που ενώνουν τους δαίμονες και τους ήρωες με τις θεότητες. Και παρά το γεγονός ότι έχει σε μικρότερο βαθμό από τους θεούς την αιωνιότητα της θεϊκής ζωής και ενέργειας, εξαιτίας ακριβώς της αγαθοεργούς βούλησης των θεών και της λάμψης φωτός που τις περιέχουν, συχνά ανεβαίνει προς τα πάνω και εξυψώνεται σε μια ανώτερη τάξη την αγγελική, οπότε πλέον δεν μένει τίποτα στην τάξη της ψυχής και ολόκληρη τελειοποιείται σε αγγελική ψυχή και άχραντο τελειωμένο βίο. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που πρέπει κάθε ουσία, ενέργεια και είδος (μορφή) να παρέχεται στην ψυχή καθεαυτή. Όμως για να λέμε την αλήθεια, η ψυχή πάντοτε ορίζεται σύμφωνα με το Ένα, αλλά ενοποιείται μαζί με τις προηγούμενες αιτίες, συντασσόμενη κάθε φορά με διαφορετική.

Τόσο λοιπόν μεγάλη είναι η διαφορά μεταξύ της ενέργειας των δαιμόνων, των ηρώων και των ψυχών, που ίσως είναι περιττό να πούμε ότι διαχωρίζονται σύμφωνα με την προσιδιάζουσα φύση του καθενός. Και καθόσον μπορεί να προκαλέσουμε μια σχέση, η (επι)κοινωνία τους πρέπει να θεωρείται σύμφωνη με αυτή. Διότι έτσι θα μπορούμε, κατά πάσα πιθανότητα αληθινά, να κατανοούμε και να καθορίζουμε ξεχωριστά της αντίληψη που θα πρέπει να έχουμε για τα 3 γένη.

Ας δούμε όμως πιο είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της παρουσίας ενός θεού, ενός αγγέλου, ενός αρχαγγέλου, ενός δαίμονα ή κάποιου άρχοντα ή κάποιας ψυχής. Ας εξετάσουμε δηλ. τις επιφάνειες τους.

Αρχικώς, και με μία και μόνη φράση θα πούμε ότι οι επιφάνειες όλων καθορίζονται από τις ουσίες τους, τις δυνάμεις τους και τις ενέργειές τους. Διότι όπως ακριβώς είναι, παρόμοια εμφανίζονται και σε όσους τους καλούν, εκθέτοντας ενέργειες και ιδέες σύμφωνες με αυτούς και επιδεικνύοντας τα οικεία τους γνωρίσματα. Αυτά, όμως, που θα ορίσουμε για τον καθένα ξεχωριστά, των θεών είναι φάσματα μονοειδή (με μια μορφή), των δαιμόνων ποικίλα, των αγγέλων απλούστερα από εκείνα των δαιμόνων αλλά υποδεέστερα των θείων, των αρχαγγέλων δε πολύ πιο κοντινά με εκείνα των θεών, των αρχόντων είναι ποικίλα και εύτακτα διακοσμημένα, εάν αυτοί είναι οι Κοσμοκράτορες οι τα υπό σελήνη στοιχεία διοικούντες, ενώ περισσότερα και ατελέστερα των προηγούμενων, αν αυτοί προΐστανται της ύλης και, τέλος, εκείνα των ψυχών είναι παντοδαπά (κάθε τύπου). Τα φάσματα των θεών είναι χρηστά κατά την όψη (ωφέλιμα στην όψη) και λάμπουν ευεργετικά, των αρχαγγέλων βλοσυρά μεν αλλά ήρεμα, των αγγέλων δε πραότερα από αυτά των αρχαγγέλων, των δαιμόνων όμως φοβερά. Τα φάσματα, τώρα, των ηρώων είναι ηρεμότερα από αυτά των δαιμόνων, των αρχόντων αν εξουσιάζουν τον Κόσμο είναι καταπληκτικά, ενώ αν είναι υλικοί, σε όσους τους βλέπουν θλιβερά και, τέλος, των ψυχών προσομοιάζουν με τα ηρωϊκά, αν και είναι υποδεέστερα.

Εν ολίγοις λοιπόν τα φάσματα των θεών είναι παντελώς αμετάβλητα κατά το μέγεθος και την μορφή και το σχήμα και γενικά στα πάντα τους. Εκείνα των αρχαγγέλων μοιάζουν με των θεών, αλλά στερούνται της θεϊκής ταυτότητας, ενώ τα αγγελικά είναι κατώτερα των αρχαγγέλων, αλλά αμετάβλητα. Τα φάσματα, τώρα, των δαιμόνων εμφανίζονται κάθε φορά με διαφορετική μορφή, άλλοτε μικρά και άλλοτε μεγάλα, εκείνα των αρχόντων, όσα είναι ηγεμονικά εμφανίζονται πάντοτε ίδια, ενώ όσα είναι υλικά αλλοιώνονται πολύμορφα. Τα φάσματα των ηρώων μοιάζουν με εκείνα των δαιμόνων, ενώ, τέλος, εκείνα των ψυχών μοιάζουν αρκετά με τα δαιμονικά, σε ότι αφορά τη μεταβλητότητά.

Βέβαια η τάξη και η ηρεμία αρμόζει στους θεούς, ενώ στους αρχαγγέλους υπάρχει δραστηριότητα στην τάξη και ηρεμία. Στους αρχαγγέλους, ωστόσο, αν και υπάρχει καλή τάξη και ησυχία, επικρατεί ακόμη κινητικότητα, ενώ, ακόμη περισσότερο, στα φάσματα των δαιμόνων επικρατεί ταραχή και αταξία. Σε ότι τώρα αφορά εκείνων των αρχόντων, τα υλικά είναι θορυβώδη, ενώ τα ηγεμονικά εμμένουν στον εαυτό τους, τα δε ηρωικά υπάγονται στους κανόνες της κίνησης και της μεταβολής και, τέλος, τα ψυχικά προσομοιάζουν κάπως με τα ηρωικά, αλλά είναι λιγότερα από εκείνα.

Επιπρόσθετα αυτά τα θεϊκά φάσματα ακτινοβολούν αμήχανον κάλλος, προκαλούν σε όσους τα βλέπουν θαυμασμό, παρέχουν θεσπέσια ευφροσύνη και είναι στη συμμετρία, χωρίς να μπορούν να συγκριθούν στην ευπρέπεια με άλλες μορφές. Τα μακάρια θεάματα των αρχαγγέλων έχουν και αυτά μέγιστο κάλλος, χωρίς ωστόσο να είναι ακόμη παρόμοια άρρητο και θαυμαστό με εκείνο του θείου. Τα φάσματα λαμβάνουν μερικώς το αγαθό από τους αρχαγγέλους, ενώ τα πνεύματα των δαιμόνων και των ηρώων που αυτό-αποκαλύπτονται έχουν και τα δύο κάλλος, τα πρώτα καθορίζοντας τη διακόσμηση της ουσίας με λόγους και τα δεύτερα επιδεικνύοντας την ανδρεία. Τα φάσματα πάλι των αρχόντων μπορούν να χωριστούν σε δύο κατηγορίες, διότι κάποια από αυτά επιδεικνύουν κάλλος ηγεμονικό και αυτοφυές και κάποια άλλα κάλλος επίπλαστο και επισκευαστό. Τέλος, τα φάσματα των ψυχών, και αυτά διακοσμούν την ουσία με λόγους πεπερασμένους, αν και αυτοί οι λόγοι είναι περισσότεροι από τους ηρωικούς, συμπεριληπτικοί και υποταγμένοι σε μια μορφή. Εάν, ωστόσο, επιβάλλεται να τα καθορίσουμε όλα με τρόπο κοινό, τότε πολύ απλά θα λέγαμε πως η κάθε τάξη συμμετέχει στο κάλλος σύμφωνα με την τάξη της, την οικεία φύση της και το μερίδιο που της ανήκει.

Βέβαια μια περιγραφή των ιδιωμάτων των γενών θα ήταν ελλιπής εάν δεν αναφέραμε ότι με τους θεούς υπάρχει οξύτητα στις ενέργειές τους και ότι λάμπουν δύο φορές ταχύτερα από τον νου, παρά το γεγονός πως είναι καθαυτοί ακίνητοι και σταθεροί. Με τους αρχαγγέλους λέμε πως οι ταχύτητες είναι μεικτές με τις δραστήριες ενέργειες. Οι ενέργειες δε των αγγέλων κατά κάποιο τρόπο θα λέγαμε κινούνται, αλλά ανόμοια με των αρχαγγέλων και έχουν μια δύναμη που είναι αποτελεσματική στην ομιλία. Εκείνες των δαιμόνων φαίνονται πιο γρήγορες από ότι είναι στην πραγματικότητα, ενώ οι των ηρώων, αν και φαίνονται μεγαλοπρεπείς στις κινήσεις τους, σε σχέση με την αποτελεσματικότητα δεν ενεργούν με την ίδια γρηγοράδα που ενεργούν οι δαίμονες.

Σε ότι αφορά τώρα τις ενέργειες των αρχόντων, οι πρώτες και εξουσιαστικές φαίνονται αξιόλογες, ενώ οι δεύτερες υπερβολικές στην παρουσία και πρακτικά άσκοπες. Τέλος, τα ενεργήματα των ψυχών είναι, μάλλον, πολύ κινητικά και φαίνονται ασθενέστερα από τα ηρωικά.

Επιπρόσθετα σε όλα αυτά, το μέγεθος των επιφανειών στους θεούς είναι κάποτε τόσο μεγάλο που αποκρύπτει ολόκληρο τον ουρανό, τον ήλιο και τη σελήνη, όπως και την ίδια την γη, καθώς τίποτα δεν μπορεί να σταθεί μπροστά στην κάθοδό τους. Όταν κάνουν την εμφάνισή τους οι αρχάγγελοι, κάποια κομμάτια του Κόσμου μετακινούνται («μοραι μν τινες συγκινονται το κσμου») και ένα πρόδρομο και διαιρεμένο φώς προηγείται αυτών, ενώ το μέγεθος της ηγεμονίας τους είναι ίσο με εκείνο της αυγής. Το αγγελικό φώς είναι λιγότερο από των αρχαγγέλων και πιο διαιρεμένο, ενώ των δαιμόνων ακόμη περισσότερο και το μέγεθος της επιφάνειάς τους, πολλές φορές μικρότερο των ίδιων. Η επιφάνεια των ηρώων είναι ακόμη μικρότερη από τους ίδιους, αλλά είναι καθ’ όλα δηλωτική της μεγαλοφροσύνης τους. Οι επιφάνειες, τώρα, των αρχόντων είναι μεγάλες και υπέρογκες, ενώ των υλικών γεμάτες από ματαιοδοξία και αλαζονεία και τέλος, των ψυχών άνισες μεταξύ τους και μικρότερες από εκείνες των αρχόντων. Με λίγα λόγια, το μέγεθος τω επιφανειών υπάρχει μέσα στον καθένα, σύμφωνα με το μέγεθος της δύναμης που έχει και το πλήθος της αρχής, μέσα από την οποία εκτείνονται και ασκούν την εξουσία τους.

Μετά από αυτά, λοιπόν, ας προσδιορίσουμε και την ενάργεια των αυτοφανέρωτων αγαλμάτων. Έτσι στις «τν θεν ατοψαις»  τα θεάματα είναι εναργέστερα (γίνονται αντιληπτά ευκρινέστερα) και από την ίδια την αλήθεια, καθώς λάμπουν με ακρίβεια και είναι διαρθρωμένα με λαμπρότητα. Τα αγάλματα των αρχαγγέλων θεωρούνται (βλέπονται με το νου) αληθινά και τέλεια, αλλά και εκείνα των αγγέλων, αν και διασώζουν το είδος (τη μορφή) εκείνων που αναπαριστούν, στερούνται κάτι από την γνωριστική τους αποπλήρωση. Αμυδρά είναι των δαιμόνων, ενώ των ηρώων είναι υποδεέστερα από τα προηγούμενα. Τα αγάλματα των αρχόντων, τα κοσμικά είναι εναργή, τα υλικά αμυδρά, ενώ και τα δύο εξουσιαστικά βλέπονται. Τα δε των ψυχών σκιώδη φαίνονται.

Κατά τον ίδιο τρόπο βέβαια πρέπει να καθορίσουμε και το φώς των δυνάμεων αυτών. Διότι, τα αγάλματα των θεών αστράπτουν φώς, εκείνα των αρχαγγέλων είναι γεμάτα με υπερφυσικό φως και των αγγέλων φωτεινά. Τα αγάλματα των δαιμόνων φανερώνουν το πυρ με τρόπο θολό, ενώ εκείνα των ηρώων εκπέμπουν πως ανάμικτο με άλλα πράγματα. Οι Κοσμικοί άρχοντες εκπέμπουν διαυγέστατο φως, οι υλικοί ανάμεικτο από ανόμοια και ενάντια πράγματα, ενώ οι ψυχές εμφανίζονται γεμάτες κομμάτια που προκύπτουν από τις μείξεις και τις γενέσεις.

Βέβαια μετά από όλα αυτά δεν θα μπορούσε να λείψει μια αναφορά στο πύρ : των θεών που «τομον φθεγκτον κλμπει» και πληροί «τ λα βθη το κσμου πυρως λλ ο περικοσμως» (*να έχουμε όμως κατά νου ότι ο εμπύριος Κόσμος βρίσκεται πέραν του κοσμικού και εκπέμπει υπερκόσμιο πυρ ή φως). Το πυρ των αρχαγγέλων, αν και είναι αμέριστο, καθώς κατέχει αυτό που είναι, προηγείται ή ακολουθεί το θεϊκό πυρ και θεωρείται πλήθος (πολλαπλότητα, πολυπληθές). Το πυρ των αγγέλων από την άλλη είναι διηρημένο, παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται μέσα στις τελειότερες ιδέες και των δαιμόνων ακόμη πιο διαιρεμένο, εκφράζεται με το ρητό λόγο και στην όψη δεν είναι καλύτερο από εκείνους που είδαν τα πιο σπουδαία. Το πυρ των ηρώων μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με το δαιμονικό, αλλά όχι απολύτως, ενώ αυτό των αρχόντων, εκείνων που ανήκουν στην ανώτερη τάξη θεωρείται διαφανέστερο, το ένυλο πιο σκοτεινό. Το πυρ, τέλος, των ψυχών είναι πολυμερές και πολυειδές (ανακατεμένο με τις κοσμικές φύσεις). Εν ολίγοις, λοιπόν, το θεϊκό πυρ εμφανίζεται απολύτως σταθερό, των αρχαγγέλων να συμμετέχει στην ηρεμία, των αγγέλων μόνιμα ταραγμένο, άστατο των δαιμόνων, έντονα ανήσυχο τις περισσότερες φορές εκείνο των ηρώων, στους κοσμικούς άρχοντες να ηρεμεί και στους υλικούς να βρίσκεται σε ταραχή και των ψυχών να είναι εν κινήσει και συνεχώς μεταβαλλόμενο.

Στην συνέχεια θα αναφερθούμε στο αποκαθαρτικό στοιχείο : στους θεούς είναι τέλειο ενώ στους αρχαγγέλους είναι ανάγωγον (ανυψώνει). Οι άγγελοι το αποδεσμεύουν μονάχα από τα δεσμά της ύλης, ενώ οι δαίμονες το τραβούν στη φύση. Οι ήρωες το οδηγούν στην επιμέλεια των αισθητών έργων, οι άρχοντες προστατεύουν με αυτό τα κοσμικά ή περιβλέπουν τα υλικά και οι ψυχές το χρησιμοποιούν τείνοντας προς τη γένεση.

Τα δώρα βέβαια από τις επιφάνειες δεν είναι πάντοτε ίδια, αλλά ούτε έχουν τους ίδιους καρπούς.
Η των θεών παρουσία δίδει σε εμάς υγεία σώματος, ψυχής αρετή, νοός καθαρότητα και με λίγα λόγια αναγάγει όλες τις οικείες μας αρχές. Αφανίζει, μάλιστα, το ψυχρό και φθοροποιό στοιχείο που έχουμε μέσα μας, αυξάνει το θερμό και επιχειρεί να το κάνει δυνατότερο και επικρατέστερο, κάνει τα πάντα να συμφωνούν με την ψυχή και με το νου, εκπέμπει φώς που συνοδεύεται από νοητή αρμονία και επιδεικνύει το μη ον σώμα ως σώμα στα μάτια της ψυχής, διαμέσου των ματιών του σώματος. Η παρουσία, τώρα, των αρχαγγέλων τα ίδια και αυτή μας δίδει, αλλά όχι αιώνια, ούτε σε όλα, ούτε συνεχώς, δεν απονέμει επαρκή αγαθά, τέλεια και αναφαίρετα και, τέλος, δεν έχει την ίδια λαμπρή επιφάνεια με εκείνη των θεών. Η παρουσία των αγγέλων δωρίζει, ακόμη περισσότερο μεριστά τα αγαθά και η ενέργεια της λάμψης τους είναι πολύ πιο αδύνατη από εκείνη εκ της οποίας οι ίδιοι έλαβαν το τέλειο φώς. Η των δαιμόνων παρουσία βαραίνει το σώμα και το κολάζει με νόσους, καθέλκει μάλιστα την ψυχή προς την φύση, δεν εγκαταλείπει ποτέ τα σώματα και τις σωματικές αισθήσεις, παρεμποδίζοντας όσους επιχειρούν να σπεύσουν προς το πυρ και δεν απελευθερώνει ποτέ κανέναν από τα δεσμά της Ειμαρμένης. Η των ηρώων παρουσία αν και παραπλήσια με των δαιμόνων, ξεχωρίζει από αυτή, καθώς μας διεγείρει και μας οδηγεί σε κάποια γενναία και μεγάλα έργα. Η «ατοπτικ δεξις» των κοσμικών αρχόντων παρέχει περικόσμια πράγματα, ενώ των υλικών αρχόντων υλικά πράγματα και όσα αφορούν τις επίγειες εργασίες. Η θέαση των άχραντων ψυχών, αυτών που είναι εγκαθιδρυμένες στην τάξη των αγγέλων, είναι εξυψωτική και σωτήρια για την ψυχή, συνοδεύεται από ιερή ελπίδα και παρέχει εκείνα τα αγαθά, που η ιερή ελπίδα παρέχει στον εαυτό της. Η θέαση όμως των υπολοίπων ψυχών οδηγεί κάτω, προς τη γένεση, φθείρει τους καρπούς της ελπίδας και γεμίζει τα σώματα με πάθη όσων τις θεωρούν.

Ακόμη κατά τις επιδείξεις, υπάρχει μια ένδειξη της τάξης που κατέχουν οι δαίμονες. Διότι, οι θεοί περιτριγυρίζονται από άλλους θεούς ή αγγέλους, αλλά οι αρχάγγελοι έχουν αγγέλους προπομπούς ή που συντάσσονται/συνταξιδεύουν ή συνακόλουθους, είτε άλλου τύπου δορυφορία, κατά την οποία περιτριγυρίζονται από πολλούς φύλακες αγγέλους. Οι άγγελοι, μαζί με τη φύση τους εκθέτουν και τα σχετικά έργα της τάξης που ανήκουν. Οι αγαθοί δαίμονες μας επιτρέπουν να βλέπουμε, εκτός από τους ίδιους, τα δημιουργήματα και τα αγαθά που έχουν, άλλα οι τιμωροί εκθέτουν τα είδη των τιμωριών και έτσι, καθώς είναι πονηροί, περιτριγυρίζονται από βλαβερά θηρία, αιμοβόρα και άγρια. Οι κοσμικοί άρχοντες επιδεικνύονται με κομμάτια του Κόσμου, ενώ οι υλικοί παρασύροντας μαζί τους αταξία και αμαρτία της ύλης. Σε ότι τώρα αφορά ολόκληρη την ψυχή και όχι την μεριστή, αυτή παριστά το άμορφο πυρ, που εκτείνεται σε ολόκληρο τον Κόσμο και υποδηλώνει την καθολική, αφανή και άμορφη ψυχή του σύμπαντος («τν λην κα μαν κα τομον κα νεδεον το παντς ψυχν»). Αλλά μια αποκεκαθαρμένη ψυχή έχει πύρινο τύπο θέασης  – το πυρ της είναι άχραντο και αμιγές, με φώς καθαρό και εξουσιαστικό – και ακολουθεί αυτόβουλα και με πολλή χαρά τον οδηγό της, ξεδιπλώνοντας με τα έργα της την οικεία της τάξη. Όμως, η ψυχή που πάει προς τα κάτω κουβαλώντας δεσμούς και σημάδια τιμωρίας, βρίθει υλικών πνευμάτων και διακατέχεται από ταραχώδεις ανωμαλίες της ύλης, βλέποντας μπροστά της, αντί στον εαυτό της, τους προϊστάμενους γενεσιουργούς δαίμονες.

Συνοπτικά, λοιπόν, όλα τα γένη επιδεικνύουν με την παρουσία τους της δική τους τάξη, από πού ήρθαν και που εγκαταστάθηκαν, οι αέριες τάξεις παριστούν το αέριο πυρ, οι γήινες το χθόνιο και μελανό, ενώ οι ουράνιες ένα λαμπρότερο. Μέσα όμως στα τρία, σύμφωνα με την αρχή, τη μέση και το τέλος. Και, πράγματι, οι θεοί παρουσιάζουν τα πρωταρχικά και καθαρότερα αίτια αυτής της τριμερούς τάξης, ενώ τα αίτια της τριπλής τάξης των αρχαγγέλων διαφέρουν από εκείνα των αγγέλων, καθώς παρέχονται από τους πρώτους. Τα αίτια της δαιμονικής τάξης φαίνονται να υπηρετούν τα αίτια της αγγελικής, όπως επίσης και εκείνα των ηρώων, χωρίς ωστόσο οι ήρωες να υπηρετούν τους αγγέλους με τον ίδιο τρόπο που τους υπηρετούν οι δαίμονες. Και πάλι, τα γένη των αρχόντων, αναλόγως με αυτό που είναι, επιβάλλονται και επιστατούν του Κόσμου ή της ύλης, ενώ εκείνα των ψυχών παρίστανται ως τα τελευταία των καλύτερων φύσεων. Για αυτό άλλωστε το λόγο και συνεκθέτουν τόπους που έχουν σχέση με τον εαυτό τους. Τα πρώτα γένη τους πρώτους, τα δεύτερα εκείνους που είναι δευτέρας τάξης και τα υπόλοιπ, το καθένα εκείνο που του αρμόζει.

Βέβαια αφού έχουμε αναφερθεί σε όλα αυτά δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στα του φωτός: οι θεοί εκπέμπουν τόσο λεπτό φώς, που τα μάτια των θνητών δεν μπορούν να το συγκρατήσουν, αλλά παθαίνουν ότι και τα μάτι των ψαριών όταν βγουν έξω από το θόλο και πυκνό νερό και εκτεθούν στο λεπτό και διάφανο αέρα. Διότι, οι άνθρωποι που βλέπουν το θείο πυρ δεν είναι ικανοί να αναπνεύσουν τη λεπτότητά του, αποχαυνώνονται μόλις δούν και αποκλείονται από το πνεύμα που υπάρχει μέσα του. Οι αρχάγγελοι, επίσης, εκπέμπουν ένα φως που οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να αναπνεύσουν, αλλά η λάμψη τους δεν είναι το ίδιο καθαρή με των θεών, ούτε το ίδιο δυνατή. Οι επιφάνειες των αγγέλων καθιστούν «φορητν το ἀέρος τν κρσιν», για να μπορούν οι θεουργοί να συνενώνονται μαζί της, ενώ εκείνες των δαιμόνων, όταν είναι παρούσες, δεν επιτρέπετε σε όλο τον αέρα να υπάρχει μαζί τους, ούτε ο αέρας που τις περιβάλει καθίσταται λεπτομερώς ούτε προηγείται κάποιο φώς – το οποίο να έλαβε και να κατέχει εκ των προτέρων ο αέρας – μέσα από το οποίο να εκδηλώνονται οι μορφές τους, αλλά ούτε περιβάλλονται από κάποιο ηλιακό φως που να διαχέεται παντού. Όταν εμφανίζονται οι ήρωες, κάποια μέρη της γης μετακινούνται και ακούγονται ήχοι («γς μρη τιν συγκινεται κα ψφοιπεριηχοσιν»). Ο αέρας, όμως, δεν γίνεται λεπτότερος ούτε δυσανάλογος στους θεουργούς, καθιστώντας τους ανίκανους να το λαμβάνουν. Όταν όμως εμφανίζονται οι άρχοντες, ανεξαιρέτως αν είναι κοσμικοί ή υλικοί, συναθροίζονται μαζί τους πλήθος δυσανάσχετα φάσματα, αν και δεν έχουν υπερκόσμια λεπτότητα, αλλά ούτε και πολύ υψηλά στοιχεία. Οι ψυχικές, τέλος, επιφάνειες μοιάζουν περισσότερο στον αέρα και καθώς συντηρείται από αυτές λαμβάνει την περιγραφή τους.

Κλίνοντας θα αναφερθούμε στις διαθέσεις των ψυχών που καλούν τις επιφάνειες των θεών να εμφανιστούν και να τις απαλλάξουν από τα πάθη, αποδεχόμενες μια «ξηλλαγμνην» (εξελιγμένη) και υπερέχουσα ενέργεια, τέλεια και μεγάλη, μεταλαμβάνοντας «θεον ρωτα κα εφροσνην μχανον». Όταν εμφανίζονται οι αρχάγγελοι, οι διαθέσεις γίνονται άχραντες, λαμβάνοντας νοερή θεωρία και απόλυτη δύναμη, ενώ με την παρουσία των αγγέλων παραλαμβάνουν την κατά λόγο σοφία, αληθινή αρετή, καθαρή και βέβαιη γνώση και σύμμετρη τάξη. Όταν, όμως, οι δαίμονες γίνονται ορατοί, οι διαθέσεις ορέγονται τη γένεση και τη φύση, επιθυμώντας να εκπληρώσουν τα έργα της Μοίρας και αποδέχονται την εκτελεστική δύναμη τέτοιων πράξεων. Εάν οι ήρωες γίνονται ορατοί, τότε λαμβάνουν παρόμοια ήθη και μεταλαμβάνουν ζηλευτά έργα που συνεισφέρουν στην κοινωνία των ψυχών. Αν όμως οι διαθέσεις αυτές έρθουν σε επαφή με τους άρχοντες, κοσμικές ή υλικές κινήσεις συγκινούνται σε συνδυασμό με την ψυχή. Και μαζί με τη θέα των ψυχών, προκύπτουν γενεσιουργές τάσεις και έμφυτες επιστασίες, χάριν της σωματικής επιμέλειας, μαζί με οτιδήποτε άλλο αυτό επιφέρει.

Επιπρόσθετα με αυτά, η των θεών επιφάνεια παρέχει αλήθεια και δύναμη, ορθότητα έργων και δώρα των μέγιστων αγαθών, ενώ η επιφάνεια των άλλων δυνάμεων παρέχει τα ανάλογα με εκείνα που ανήκουν στην κάθε τάξη. Έτσι, η επιφάνεια των αρχαγγέλων παρέχει την αλήθεια, όχι για όλα τα πράγματα αλλά για ορισμένα, όχι πάντοτε αλλά κάποτε, όχι σε όλους ή παντού αλλά σε κάποιους και σε συγκεκριμένο χώρο. Παρομοίως, δεν παρέχει δύναμη χρήσιμη για όλα τα πράγματα, αδιάκριτα παντού, αλλά χρήσιμη κάποιες φορές και σε συγκεκριμένο μέρος. Η επιφάνεια των αγγέλων, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από εκείνο των αρχαγγέλων, διαιρεί σε δόσεις αγαθών τις περιγραφές, που πάντοτε καθορίζονται από εκείνους με τρόπο περιοριστικό. Ακόμη, η επιφάνεια των δαιμόνων δεν παρέχει τα αγαθά της ψυχής, αλλά είτε εκείνα του σώματος είτε εκείνα που ανήκουν στο σώμα και αυτά, όταν η τάξη του Κόσμου το επιτρέπει. Κατά τον ίδιο τρόπο, η επιφάνεια των ηρώων παρέχει τα δευτερεύοντα και τριτεύοντα αγαθά, στοχαζόμενη ολόκληρη την περίγεια και περικόσμια πολιτεία των ψυχών. Η επιφάνεια τώρα των αρχόντων χαρίζει κοσμικά ωφέλημα ή άλλα σχετικά με τη ζωή ή άλλα – όχι λίγα – υποδεέστερα πλεονεκτήματα των υλικών. Όταν εμφανίζονται οι ψυχές, όσοι τις βλέπουν αποκτούν πράγματα που συνεισφέρουν στην ωφέλεια της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, λοιπόν, έχουμε κατάλληλα ορίσει τα δώρα αυτών των δυνάμεων, σε συμφωνία με την ορθή σειρά του καθενός.

πηγή: eleysis69.wordpress

ΤΙΣ Ο ΠΑΡΑ ΙΟΥΔΑΙΟΙΣ ΘΕΟΣ; (ΒΙΝΤΕΟ ΚΑΙ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ)

$
0
0













Επειδή πολλοί από τους συμπατριώτες μας δεν ακολουθούν την Ελληνική Παράδοση αλλά μια παραλλαγή της Ιουδαϊκής παράδοσης, ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια συγκρητική και να δούμε ο θεός των Ιουδαίων και των Χριστιανών σε ποιο σημείο στο σύνολο της πραγματικότητας εντάσσεται και μάλιστα αναφορικά με την Ελληνική Κοσμοθέαση.

(Ας σημειωθεί ότι ο όρος που χρησιμοποιείται για την αντιστοίχιση φιλοσοφιών και θρησκειών είναι ο συγκρητισμός – με η και όχι με ι)
Όλοι οι λαοί μελετώντας το παν προσπάθησαν να το αποτυπώσουν σαν μια ιεραρχική δομή που απλώνεται από τον θείο κόσμο μέχρι την έσχατη ύλη.


Ας θυμηθούμε κατ’αρχήν την δομή της πραγματικότητας όπως την αποτυπώνει η Ορφικοπυθαγόρεια και Πλατωνική Παράδοση :

Σε γενικές γραμμές η πραγματικότητα αποτελείται από μια υπεραισθητή πραγματικότητα που είναι αιώνια, αγέννητη, άχρονη, όχι σε τόπο, αμετάβλητη, ενιαία και συνεχής και μια αισθητή πραγματικότητα η οποία είναι εν χρόνω και τόπω, μεταβάλλεται συνεχώς και είναι μεριστή.

Η δομή των θείων τάξεων που είναι αρμόδιες για τις δύο αυτές πραγματικότητες αποτυπώνεται στα δύο διαγράμματα που έχουν ήδη προαναφερθεί :

Yπεραισθητή πραγματικότητα:
[OPT1-diag.jpg]

Aισθητή πραγματικότητα:

[aesthetos-kosmos.jpg]

Όπως βλέπουμε δεν υπάρχει σε κανένα σημείο κάποια ανώτατη θεότης η οποία να «προΐσταται» όλων των άλλων αλλά όπως έχουμε ήδη μελετήσει σε άλλες αναρτήσεις – πράγμα που αρχίζει και επιβεβαιώνει η σύγχρονη επιστήμη όσον αφορά τον υλικό κόσμο– όλος ο θείος κόσμος και ο αισθητός είναι ολογράμματα στα οποία όλα είναι μέσα σε όλα και αποτελούν ένα ενιαίο όλον.

Έχουμε επίσης αναφέρει σε προηγούμενη ανάρτηση ότι οι μονοθεϊστικές θρησκείες όλη την δομή των θείων τάξεων την έχουν απεικονίσει/αποτυπώσει σαν μια θεότητα είτε για χάριν απλότητος είτε κυρίως με σκοπό τον έλεγχο και τον εκφοβισμό των συνειδήσεων.

Διότι ο πιστός αν δεν γνωρίζει την δομή του συστήματος και κυρίως το πως λειτουργεί, είναι έρμαιο των επιτηδείων που με πρόφαση νηστείεςμετάνοιεςεξομολογήσειςαπονομή χάριτος κλπ εμφυσούν τον φόβο και την υπακοή και την πλύση εγκεφάλου για τον προσπορισμό ωφελειών.

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να δούμε σε ποιο σημείο της δομής που γνωρίζουμε μπορεί να ενταχθεί ο θεός των Ιουδαίων και των Χριστιανών πάντα με βάση τις Ελληνικές μαρτυρίες μέσα από τα Ελληνικά κείμενα.

Ο Πλούταρχος στο έργο του Συμποσιακά Β’ που πραγματεύεται  Φιλοσοφικά και μη ζητήματα, στο Βιβλίο 4Πρόβλημα Στ’ ( 671e- 672c) με τίτλο «Τίς o παρ’ Iουδαίοις θεός» πραγματεύεται αυτό ακριβώς, στο επίπεδο ποιάς θεότητας θα μπορούσε να αντιστοιχηθεί ο θεός των Ιουδαίων ( και των Χριστιανών ).

Ηδη από το προηγούμενο Πρόβλημα Ε (669e-671e) : «Πότερον οι Ιουδαίοι σεβόμενοι την ύν ή δυσχεραίνοντες απέχονται των κρεων» που εξετάσθηκε γιατί οι Ιουδαίοι δεν τρώνε χοιρινό, έγινε αναφορά στον Διόνυσο και τον Αδωνι (671b :«τον δ’ Αδωνιν ουχ έτερον αλλά Διόνυσον είναι νομίζουσιν» ) οπότε στο Πρόβλημα αυτό εξετάζεται το ποιος είναι τελικά ο θεός των Ιουδαίων.

Συγκεκριμένα το Πρόβλημα αυτό αρχίζει ως εξής :

« Θαυμάσας ουν το επί πάσι ρηθέν ο Σύμμαχος
αρ’ έφη συ τον πατριώτην θεόν, ω Λαμπρία, ευιον (5)
ορσιγύναικα μαινομέναις ενθέοντα τιμαίσι Διόνυσον
εγγράφεις και υποποιείς τοις Εβραίων
απορρήτοις
ή τω όντι λόγος εστι τις ο τούτον εκείνω
τον αυτόν αποφαίνων
; ο δε Μοιραγένης υπολαβών έα
τούτον είπεν· εγώ γαρ Αθηναίος ων αποκρίνομαί σοι (10)
και λέγω μηδέν’ άλλον είναι· και τα μεν πολλά των εις
τούτο τεκμηρίων μόνοις εστί ρητά και διδακτά τοις
(D.) μυουμένοις παρ’ ημίν εις την τριετηρικήν παντέλειαν· α
δε λόγω διελθείν ου κεκώλυται πρός φίλους άνδρας, άλλως
τε και παρ’ οίνον επί τοις του θεού δώροις, αν ούτοι
κελεύωσι, λέγειν έτοιμος.»

Δηλαδή :

«Απορώντας με αυτό που λέχθηκε στο τέλος ο Σύμμαχος είπε : ‘Επομένως Λαμπρία, τον συμπατριώτη σου θεό, τον Διόνυσο του ευοί που ξεσηκώνει τις γυναίκες και δέχεται τις τιμές που του αποδίδουν μέσα στην τρέλα τους , τον πολιτογραφείς και τον εισάγεις κρυφά στα απόρρητα δόγματα των Εβραίων; Ή μήπως υπάρχει όντως κάποια παράδοση που τον ταυτίζει με εκείνον ;


Ο Μοιραγένης όμως πήρε τον λόγο και είπε : «Άφησε τον Λαμπρία, διότι εγώ, που είμαι Αθηναίος, σου απαντώ και σου λέω πως δεν είναι διαφορετικός. Τα περισσότερα τεκμήρια για το θέμα αυτό αποκαλύπτονται και διδάσκονται μόνο σε όσους μυούνται στα μέρη μας στην τριετηρική παντέλεια, ενώ όσα δεν απαγορεύεται να εκθέσει κανείς σε φίλους, την στιγμή μάλιστα που βρισκόμαστε μπροστά στο κρασί και τα δώρα του θεού, αν αυτοί μου το ζητήσουν, είμαι έτοιμος να πω».

Ετσι λοιπόν εδώ μας ανακοινώνεται ότι στα μυστήρια του Τριετηρικού Διονύσου στην Αθήνα με το όνομα «Τριετηρική Παντέλεια» εδιδάσκετο ότι ο θεός των Ιουδαίων είναι ο Διόνυσος, στην συνέχεια δε του κειμένου αναπτύσσονται μόνο τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της λατρείας του Ιουδαϊκού θεού που επετρέπετο να λεχθούν και που όπως καταγράφεται είναι σχεδόν πανομοιότυπα με τα αντίστοιχα της λατρείας του Διονύσου.

Για το θέμα αυτό και τις αντιστοιχίσεις – όπως των Αιγυπτίων, των Ελλήνων και των Ρωμαίων - που έχουν αναφερθεί έχει καταγράψει ο Ιωάννης Λυδός στο έργο του Περί μηνών (De Mensibus) 4.53 :

« (53.) ότι πολλή τοις θεολόγοις διαφωνή περί του
παρ’ Εβραίων τιμωμένου θεού και γέγονε και εστιν·
Αιγύπτιοι γαρ και πρώτος Ερμής Όσιριν τον όντα
θεολογούσιν αυτόν, περί ου Πλάτων εν Τιμαίω λέγει·
τί το ον μεν αεί, γένεσιν δε ουκ έχον, τί δε το γι- (5)
νόμενον, ον δε ουδέποτε
; Έλληνες δε τον Ορφέως
Διόνυσον
, ότι, ως αυτοί φασι, προς το άδύτο του εν
Ιεροσολύμοις ναού εξ εκατέρων σταθμών το πριν άμ-
πελοι
 από χρυσού πεποιημένοι ανέστελλον τα παρα-
πετάσματα εκ πορφύρας και κόκκου πεποικιλμένα, εξ (10)
ων και υπέλαβον Διονύσου είναι το ιερόν· Λίβιος δε
εν τη καθόλου Ρωμαϊκή Ιστορία άγνωστον τον εκεί
τιμώμενόν φησι
· τούτω δε ακολούθως ο Λούκανος
αδήλου θεού τον εν Ιεροσολύμοις ναόν είναι λέγει, ο
δε Νουμήνιος ακοινώνητον αυτόν και πατέρα πάντων (15)
των θεών είναι λέγει
, απαξιούντα κοινωνείν αυτώ της
τιμής τινα· και Ιουλιανός δε ο βασιλεύς, ότε προς
Πέρσας εστρατεύετο, γράφων Ιουδαίοις ούτω φησίν·
ανεγείρω γαρ μετά πάσης προθυμίας τον ναόν του
υψίστου θεού
· δι’ ήν αιτίαν καί τινες των απαιδεύ- (20)
των, έτι δε και δια την περιτομήν Κρόνον αυτόν είναι
νομίζουσιν· υψηλότερος γάρ φασι των πλανήτων ο
Κρόνος· ου συνορώντες ότι η περιτομή σύμβολόν εστι
του καθαρμού της νοεράς ψυχής, ως τοις μυστικοίς
των Εβραίων δοκεί, ότι δε ου Κρονία τελετή η περι- (25)
τομή· και Αράβων οι λεγόμενοι Σκηνίται επί του
τρισκαιδεκάτου ενιαυτού τους εαυτών παίδας περιτέμ-
νουσιν ως Ωριγένης λέγει, καίτοι Αστάρτην αλλ’ ου
Κρόνον τιμώντες· και Αιθίοπες δε τας κόγχας των
γονάτων των νέων σιδηρώ καυστικώ σφραγίζουσι τω (30)
Απόλλωνι. ο μέντοι Πορφύριος εν τω υπομνήματι
των λογίων τον δις επέκεινα τουτέστι τον των όλων
δημιουργόν
 των παρά Ιουδαίων τιμώμενον είναι αξιοί,
ον ο Χαλδαίος δεύτερον από του άπαξ επέκεινα, τουτ-
έστι του αγαθού, θεολογεί. οι μέντοι περί Ιάμβλι- (35)
χον και Συριανόν καί Πρόκλον δημιουργόν αυτόν του
αισθητού κόσμου
 νομίζουσιν είναι καλούντες αυτόν
της τετραστοίχου θεόν
· ο δε Ρωμαίος Βάρρων περί
αυτού διαλαβών φησι παρά Χαλδαίοις εν τοις μυστι-
κοίς
 αυτόν λέγεσθαι Ιάω αντί του φως νοητόν (40)
τη Φοινίκων γλώσση, ως φησιν Ερέννιος. και Σαβαώθ
δε πολλαχού λέγεται, οίον ο υπέρ τους επτά πόλους,
τουτέστιν ο δημιουργός. »

Αξίζει να αναφέρουμε και κάποια άλλα ενδεικτικά σημεία :

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι μια από τις μυθολογίες που αφορούν τον Διόνυσο (που είναι ίδια με του Οσιρι μιας και Οσιρις και Διόνυσος ταυτίζονται) είναι ότι γεννήθηκε (όπως και ο Όσιρις) στο βουνό Νύσσα που είναι μεταξύ Φοινίκης και Αιγύπτου (πολύ πιθανόν να είναι το όρος Σινά που όντως βρίσκεται εκεί, φωνητικά μοιάζει με αυτό και που από την Παλαιά Διαθήκη έχει άμεση σχέση με τον θεό των Ιουδαίων) και σαν υιός του Διός πήρε το όνομα του από τον πατέρα του και τον τόπο γέννησης του. Αλλωστε εκεί καλλιεργείτο και η άμπελος.

«και τραφήναι μεν της ευδαίμονος Αραβίας εν
Νύση πλησίον Αιγύπτου Διός όντα παίδα, και
την προσηγορίαν έχειν παρά τοις Έλλησιν από
τε του πατρός και του τόπου Διόνυσον ονομα- (5)
(7.) σθέντα
. μεμνήσθαι δε της Νύσης και τον ποιητήν
εν τοις ύμνοις, ότι περί την Αίγυπτον γέγονεν, εν
οις λέγει
έστι δέ τις Νύση, ύπατον όρος ανθέον ύλη,
τηλού Φοινίκης, σχεδόν Αιγύπτοιο ροάων. (5)
ευρετήν δ’ αυτόν γενέσθαι φασί της αμπέλου περί
την Νύσαν
, και την κατεργασίαν του ταύτης καρ-
πού προσεπινοήσαντα πρώτον οίνω χρήσασθαι»
Διόδωρος Σικελιώτης 1.15.7.2


και
«και τούτο μεν τον
Δία ταχέως εις τον εαυτού μηρόν εγκρύψαι· μετά
δε ταύτα του κατά φύσιν της γενέσεως χρόνου την
τελείαν αύξησιν ποιήσαντος απενεγκείν το βρέφος
(6.) εις Νύσαν της Αραβίας
. ενταύθα δ’ υπό νυμφών
τραφέντα τον παίδα προσαγορευθήναι μεν από του
πατρός και τού τόπου Διόνυσον
»
Διόδωρος ο Σικελιώτης 3.64.6.6


Με άλλα λόγια ο θεός των Ιουδαίων αντιστοιχεί στο επίπεδο του Διονύσου ο οποίος είναι ο δημιουργός της μεριστής δημιουργίας και είναι η μονάδα των εγκοσμίων θεών, που σαν μονάδα βρίσκεται στην αμέσως προηγούμενη τάξη από αυτήν των εγκοσμίων θεών, δηλαδή στους υπερκόσμιους θεούς.

Δεν πρέπει  να παραξενευόμαστε γιατί ενώ το όνομα του Ιουδαϊκού θεού είναι άρρητο, η ρητή έκφραση του είναι Αδωνάι, πράγμα που παραπέμπει στον Αδωνι και εις επίρρωσιν του οποίου είναι η αναφορά του Πλουτάρχου ότι οι Ιουδαίοι «τον δ’ Άδωνιν ουχ έτερον αλλά Διόνυσον είναι νομίζουσιν».


Είτε λοιπόν η αντίληψη της πραγματικότητας για τους Ιουδαίους έφτανε μέχρι το επίπεδο του Διονύσου, είτε από το επίπεδο του Διονύσου και πάνω όλη η δομή παρίστατο με μια θεότητα, είναι όμως αναμενόμενο ότι ενώ για εξωτερικούς ευνόητους λόγους η θεότητα αποτυπώνετο σαν μια, στις εσωτερικές τους διδασκαλίες (ενδείξεις έχουμε από την Καμπαλά) να αναλύεται η δομή της πολυθεϊστικής οργάνωσης του θείου κόσμου. Και αυτό όχι για κανέναν άλλο λόγο αλλά γιατί η πραγματικότητα είναι εκ φύσεως πολυθεϊστική.
_____________________


(Δες σχετικό θέμα : Η ΦΥΣΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΘΕΪΣΜΟΥ)

Για κάθε υπόσταση ( και κατ'επέκτασιν Οντική λειτουργία ) πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον μια ενάδα της οποίας η ενέργεια να είναι "ειδικευμένη"σε αυτή την υπόσταση.

Παραδείγματος χάριν η Ψυχή είναι μια καινούργια υπόσταση μετά τον νου, δεν μπορεί να είναι πρόοδος των Νοερών Θεών σε χαμηλότερο επίπεδο, αλλά πρέπει να έχει την δικιά της τάξης θεότητας που να εγγυάται μια άμεση θέωση. Ο Διόνυσος πρέπει να είναι η ενάδα της τάξης αυτής.

Ετσι αν ο αριθμός των Θεών είναι μεγαλύτερος από τις Οντικές λειτουργίες,τότε η φιλοσοφική προσέγγιση των Μύθων για να διευκρινισθεί η συνεισφορά κάθε Θεού στο οντολογικό σύστημα, έχει αποτύχει.

Αν ο αριθμός των Θεών είναι μικρότερος από τις Οντικές λειτουργίες, τότε είτε επιβάλλεται μια τεχνιτή έλλειψη στο πεδίο της εκδήλωσης ( π.χ. Μονοθειστικές θρησκέιες ), είτε υπάρχουν περιττά στοιχεία στο Οντολογικό μας σύστημα. Αυτό διαγιγνώσκεται διαλεκτικά.

Συνεπώς ο αριθμός των Θεών ισούται με τις οντικές λειτουργίες.

( Βλέπε σχετικά Πρόκλος – Στοιχεία Θεολογίας 135, 162
Πλατωνική Θεολογία Γ 14.49 )
  ]

_______________________

Μην ξεχνάμε δε ότι η Εβραϊκή θεολογία αρχικά ήταν πολυθεϊστική.

Η σχέση αυτή επεκτάθηκε και στην Καινή Διαθήκη.

Επειδή ο Ιησούς δεν είναι ιστορικό πρόσωπο- πέραν της απουσίας ιστορικών τεκμηρίων, η όλη ιστορία του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή μιας και είναι παρά φύσιν - η μόνη προσέγγιση που μπορούμε να κάνουμε στην Καινή Διαθήκη είναι να την δούμε σαν καθαρά αλληγορικό κείμενο.

[Αλλωστε τα Ευαγγέλια γράφτηκαν πολύ αργότερα από την υποτιθέμενη ζωή του Ιησού, άρα η όλη παρουσίαση δεν έχει ιστορικό έρισμα]


Στην περίπτωση αυτή λοιπόν βλέπουμε ότι ο Ιησούς καλεί τον εαυτό του Αμπελο και τον πατέρα του Γεωργό/Αμπελουργό («Εγώ ειμι η άμπελος η αληθινή και ο πατήρ μου ο γεωργός εστιν», Κατά Ιωάννη ιε΄, 1-17), δίδοντας δηλαδή Διονυσιακά χαρακτηριστικά. (Πράγμα όχι περίεργο μιας και ο Ιωάννης είναι ο Ευαγγελιστής που απευθύνεται στους εξ Εθνικών Χριστιανούς και προσπαθεί να τους πείσει δίδοντας Ελληνικούς συμβολισμούς.)

Αν λοιπόν θεωρηθεί ο Ιουδαϊκός θεός αντίστοιχος του Διονύσου (που είναι ο δημιουργός της μερικής δημιουργίας ), τότε ο υιός του, δηλαδή η επόμενη μονάδα μετά από αυτόν θα αντιστοιχεί στον αμέσως επόμενο δημιουργό, που είναι ο Δημιουργός της Υποσελήνιας Δημιουργίας, δηλαδή ο Άδωνις.

(Για τις τρεις δημιουργίες και τους αντίστοιχους δημιουργούς βλεπε :
Αισθητός Κόσμος και Είδη Δημιουργίας : http://ellinikoskoinotismos.blogspot.gr/2015/08/blog-post_43.html
___________________

και Η Τρίτη Δημιουργία και ο Αδωνις σαν δημιουργός :
[ Η τρίτη δημιουργία είναι η δημιουργία του Υποσεληνίου Κόσμου και μονάδα αυτής είναι ο Αδωνις.

Επειδή η δημιουργία αυτή έχει να κάνει με την αναπλήρωση αυτών που γεννιούνται, φθείρονται και πεθαίνουν - όπως είναι το χαρακτηριστικό της υποσεληνίου περιοχής - για αυτό και έχει παρομοιωθεί με κήπο, στον οποίο όλα γεννιούνται και πεθαίνουν.

Σχετική αναφορά στους Κήπους του Αδώνιδος κάνει ο Πλάτων στον Φαίδρο 276b και ο Ερμείας στα Σχόλια στον Φαίδρο 260.8-20

( βλέπε επίσης : Πρόκλος - Σχόλια στον Τίμαιο B 443.14, E.242.9-22, 330.5-9, Σχόλια στην Πολιτεία 2.7-8 και Σχόλια στον Ευκλείδη 167.1 ) ]



__________________ 

Έτσι λοιπόν δεν παραξενευόμαστε γιατί η αυθεντική Ελληνική παράδοση διασώθηκε και συνεχίστηκε τηρώντας τα λατρευτικά έθιμα του Άδωνι με το πρόσχημα της λατρείας του Ιησού.

Γνωρίζοντας λοιπόν την δομή της πραγματικότητας που βρίσκεται πίσω από τον μονοθεϊστικό θεό και συνεπώς τον τρόπο λειτουργίας της, είμαστε σε θέση να προσεγγίζουμε υπεύθυνα τα Φιλοσοφικά και Πνευματικά θέματα που μας απασχολούν και να μην παρασυρόμαστε από αυτούς που προσπαθούν να επωφεληθούν από την άγνοια μας για να μας κατευθύνουν.

Οπως επίσης είναι προφανές ότι η Ελληνική Οπτική είναι αυτή που δίνει μια καθαρή, πλήρη και έγκυρη καταγραφή της πραγματικότητας και μας δίδει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα μας, χωρίς διλήμματα και εξαναγκασμούς.

Ας μελετήσουμε λοιπόν αποκλειστικά τα Φιλοσοφικά μας κείμενα χωρίς να αποσπούμε την προσοχή μας σε άλλες παραδόσεις.

πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ - Η ΣΥΝΑΡΠΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ (ΒΙΝΤΕΟ ΚΑΙ ΚΕΙΜΕΝΟ)

$
0
0

Δείτε ένα εκπληκτικό ντοκιμαντέρ από το Science Illustrated, μια εισαγωγή στην Αστρονομία 
και τον νυχτερινό ουρανό στην Ελληνική γλώσσα διάρκειας 30 λεπτών

















Εισαγωγή

Η Αστρονομία (ως διεθνής όρος εκ των ελληνικών λέξεων του «άστρον» + «νέμω») είναι η επιστήμη που ερευνά και εξετάζει όλα τα ουράνια σώματα (μεταξύ αυτών και τη Γη) καθώς και τις σχέσεις, κινήσεις και δυναμική αυτών.

Γενικά η Αστρονομία γεννήθηκε με την εμφάνιση του «διανοούμενου ανθρώπου» στον ημέτερο πλανήτη. Ειδικότερα όμως για τους Έλληνες, η «Αστρονομία» γεννήθηκε ακριβώς την ίδια ιερή εκείνη στιγμή που γεννήθηκε και η ελληνική μυθολογία και μάλιστα σε μια αμφίδρομη σχέση. Προστάτης της, η θεία Μούσα Ουρανία.

H Αστρονομία αναφέρεται στην παρατήρηση και την ερμηνεία των φαινομένων που λαμβάνουν χώρα στον ουράνιο χώρο πέρα από την Γη και την ατμόσφαιρά της. Μελετά την προέλευση, την εξέλιξη, τις φυσικές και χημικές ιδιότητες των ουρανίων σωμάτων που μπορούν να παρατηρηθούν (και είναι εκτός των ορίων της ατμόσφαιρας), καθώς και των διεργασιών που περιλαμβάνουν αυτές.

Η Αστρονομία ως επιστήμη με την πρόοδο των φυσικομαθηματικών επιστημών έλαβε δια μέσου των αιώνων τόση ευρύτητα ώστε να καταταχθεί στις φυσικές επιστήμες αλλά και να κατατμηθεί σε επιμέρους άλλους σημαντικούς κλάδους. Σημαντικότεροι αυτών είναι:


  • Πρακτική Αστρονομία ή Παρατηρησιακή Αστρονομία (ή απλά Αστρονομία) η οποία και πραγματεύεται τα όργανα, τις μεθόδους που εκτελούνται οι αστρονομικές παρατηρήσεις καθώς και οι υπολογισμοί αυτών.
  • Σφαιρική Αστρονομία η οποία θεωρώντας τα ουράνια σώματα ως μαθηματικά σημεία στην κοίλη επιφάνεια της ουράνιας σφαίρας αποτελεί την εφαρμογή της σφαιρικής τριγωνομετρίας στην Αστρονομία. Σ΄ αυτόν τον κλάδο οφείλεται η δυνατότητα της χαρτογραφίας και της έκδοσης αστρονομικών πινάκων.
  • Ουράνια Μηχανική η οποία εξετάζοντας τα ουράνια σώματα από δυναμική άποψη μελετά τις διέπουσες αυτών δυνάμεις ως και τα αποτελέσματα με βάση φυσικούς νόμους (π.χ. παγκόσμιας έλξης κ.ά.). Ο κλάδος αυτός στηρίζεται στην ανώτερη μαθηματική Ανάλυση και Θεωρητική Μηχανική. Διαμορφωτής αυτού ήταν ο Γάλλος μαθηματικός Λαπλάς στο μνημειώδες σύγγραμμά του «Μεκανίκ σελέστ».
  • Φυσική Αστρονομία ή Αστροφυσική η οποία εξετάζει τα ουράνια σώματα από φυσικής πλευράς, δηλαδή χημικής σύστασης, θερμοκρασίας, χρώματος, λαμπρότητας κλπ. Από αυτόν το κλάδο γίνεται η κατάταξη των ουρανίων σωμάτων (π.χ. αστέρες, πλανήτες, δορυφόροι κλπ). Κύριοι ακόμη επιμέρους κλάδοι αυτής είναι η «Αστρική Φωτομετρία» και η «Αστρική Φασματοσκοπία».
  • Ναυτική Αστρονομία ή Αστρονομική Ναυτιλία η οποία αποτελεί συνδυασμό της Πρακτικής Αστρονομίας και της Σφαιρικής Αστρονομίας τόσο για τις ανάγκες της ναυσιπλοΐας όσο και της αεροπλοΐας.
  • Περιγραφική Αστρονομία ή Κοσμογραφία η οποία περιγράφει τα ουράνια σώματα καθώς και τα διάφορα ουράνια φαινόμενα. Ο κλάδος αυτός χαρακτηρίζεται ως «ο ξεναγός του διαστήματος». Περιλαμβάνει δηλαδή τις βασικές γνώσεις της Αστρονομίας, τις οποίες και εκθέτει χωρίς αποδείξεις και χωρίς τη χρήση πολύπλοκων μαθηματικών τύπων.
  • Κοσμογονία σκοπός της οποίας είναι, εκ του συνδυασμού των πορισμάτων των διαφόρων άλλων κλάδων της Αστρονομίας η αποκάλυψη των νόμων της δημιουργίας και της εξέλιξης.


Η Αστρονομία είναι μία από τις λίγες επιστήμες που έχουν απομείνει, όπου οι ερασιτέχνες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, κυρίως με την παρατήρηση μεταβατικών φαινομένων όπως τα μεταβλητά αστέρια, οι κομήτες κ.ά.

Τα τελευταία χρόνια υπάρχει συχνά σύγχυση μεταξύ της Αστρονομίας και της Αστρολογίας Παρότι έχουν κοινή καταγωγή, η μεν Αστρονομία βασίζεται στην επιστημονική μεθοδολογία (επαναληψιμότητα των παρατηρήσεων, διατύπωση νόμων που ερμηνεύουν τις παρατηρήσεις), η δε Αστρολογία είναι μία ψευδοεπιστήμη που ανήκει στη σφαίρα της «προνοητικής δεισιδαιμονίας» και που διατυπώνει νόμους για την εξέλιξη της καθημερινής ανθρώπινης ζωής, βασιζόμενη κυρίως στις μεταξύ των ουρανίων και επίγειων σωμάτων μαγνητικές δυνάμεις, οι οποίοι όμως πολλάκις στερούνται συνέπειας φθάνοντας και στα όρια της απάτης.


  • Νεότερη διάκριση της Αστρονομίας γίνεται σε δύο μεγάλους κλάδους α) την Κλασσική Αστρονομία, που εξετάζει τις φαινόμενες θέσεις και κινήσεις των ουρανίων σωμάτων, περιγράφει τα αστρονομικά όργανα με τα οποία γίνονται οι παρατηρήσεις και εκθέτει τις μεθόδους υπολογισμών των παρατηρήσεων, ενώ συνάμα μελετά τις πραγματικές κινήσεις και τις μεταξύ των σωμάτων αυτών σχέσεις, αναζητώντας τα αίτια που τις προκαλούν, διατυπώνοντας έτσι τους μαθηματικούς τύπους που συνδέουν αυτά, και β) την Αστροφυσική που ασχολείται με τα φυσικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ουρανίων σωμάτων όπως η λαμπρότητα, η θερμοκρασία, η ακτινοβολία, η χημική σύσταση κλπ.

Ιστορία

Η πρόοδος της Αστρονομίας είναι στενά συνδεδεμένη με την εξέλιξη των παρατηρήσεων. Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα στη Γη που σηκώνει το κεφάλι του για να κοιτάξει απευθείας τον ήλιο και τα ουράνια σώματα που φαίνονται τη νύχτα. Η γοητεία που ασκεί ο ουρανός στον άνθρωπο τον οδήγησε στην συστηματοποίηση των παρατηρήσεών του και στην διατύπωση νόμων που εξηγούν φαινόμενα όπως οι φάσεις της σελήνης, η διάρκεια του έτους και η εναλλαγή των εποχών. Οι πρώτοι αστρονόμοι χρησιμοποίησαν ως μέσο παρατήρησης το γυμνό οφθαλμό.

Μυθολογία - Αρχαιότητα




Η αστρονομία θεωρείται κατ'εξοχήν ελληνική επιστήμη αφού θεμελιώθηκε από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους και οι οποίοι έκαναν σημαντικά βήματα στην επιστήμη της Αστρονομίας, όπως το σύστημα τουφαινόμενου μεγέθους των αστέρων (που εφαρμόζεται ακόμα), την σφαιρικότητα της γης (Πυθαγόρας, 6οςαιώνας π.Χ.) την πρόταση ηλιοκεντρικού συστήματος (Αρίσταρχος ο Σάμιος 310 - 230 π.Χ.), την μέτρηση της ακτίνας της Γης (Ερατοσθένης, 276 - 192 π.Χ.), την κατάρτιση καταλόγου ουρανίων σωμάτων (Ίππαρχος, 2οςπ.Χ. αιώνας), κ.α. Αργότερα η Αλεξανδρινή σχολή δεν αρκείται σε απλές θεωρητικές έρευνες αλλά επιδιώκει και την εκτέλεση των παρατηρήσεων με πολύ μεγάλη ακρίβεια.

Τις θεωρίες και τις παρατηρήσεις των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων συγκέντρωσε κατά τον 16ο αιώνα οΚοπέρνικος και τις εμφάνισε σαν δικό του σύστημα.

Άλλοι αρχαίοι λαοί όπως οι Βαβυλώνιοι, οι Αιγύπτιοιασχολήθηκαν με την Αστρονομία. Γνωρίζουμε επίσης την κατάρτιση ημερολογίων από τους αρχαίους Αιγύπτιους με πρακτικούς σκοπούς, όπως την συστηματοποίηση των καλλιεργειών περί τον Νείλο.

Μεσαίωνας


Ο Μεσαίωνας υπήρξε περίοδος οπισθοδρόμησης των επιστημών. Ο φόβος της ιεράς εξέτασης, ο σκοταδισμός, απέτρεπε κάθε πρόοδο. Η εγκατάλειψη του ηλιοκεντρικού συστήματος και η καθιέρωση ενός γεωκεντρικού ήταν επιβεβλημένη από τη «Χριστιανική Ηθική». Ωστόσο κατά την περίοδο του Μεσαίωνα πρόοδος στην Αστρονομία υπήρξε από Άραβες αστρονόμους (όπως ο al-Farghani, 9οςαιώνας μ.Χ.), κείμενά τους μεταφράστηκαν στα λατινικά περί τον 12ο Αιώνα.

Αναγέννηση


Η Αναγέννηση υπήρξε η περίοδος εκρηκτικής εξέλιξης της Αστρονομίας με την διατύπωση του ηλιοκεντρικού συστήματος του Κοπέρνικου (1473-1543), τους νόμους κίνησης του Κέπλερ (1571-1630), τις εργασίες του Γαλιλαίου (1564-1642) και τέλος τους νόμους της δυναμικής του Νεύτωνα (1642-1727). Οι παρατηρήσεις του Τυχό Μπραχέ ή Τύχωνος (1546-1601) ήταν οι σπουδαιότερες πριν την εισαγωγή του τηλεσκοπίου και χρησιμοποιήθηκαν για τη διατύπωση των νόμων του Κέπλερ. Ένα από τα σπουδαιότερα βήματα στην Αστρονομία είναι η εισαγωγή του τηλεσκοπίου από τον Γαλιλαίο. Το τηλεσκόπιο έδωσε μεγάλη προώθηση στην Αστρονομία επιτρέποντας παρατηρήσεις ακριβείας σε ουράνια σώματα που δεν είχαμε την δυνατότητα να παρατηρήσουμε με τον γυμνό οφθαλμό.

Σύγχρονη Ιστορία


Η Παρατηρησιακή Αστρονομία εξακολούθησε να δίνει υλικό με την κατασκευή ισχυρότερων τηλεσκοπίων. Ο Messier (1730-1817) κατήρτησε κατάλογο με τα απομακρυσμένα αντικείμενα όπως Γαλαξίες, Νεφελώματα, κ.ά.. Η εξέλιξη συνέχισε με επιταγχυνόμενα βήματα στην σύγχρονη εποχή του Διαστημικού Τηλεσκοπίου Hubble. Μπορούμε να αναφέρουμε ως ορόσημα τον νόμο του Hubble (1889-1953) για την επέκταση του Σύμπαντος, τις θεωρίες της σχετικότητας (ειδική και γενική) του Einstein (1879-1955), την εφεύρεση του ραδιοτηλεσκοπίου και την έναρξη της εξερεύνησης του διαστήματος.

Ουράνια σώματα


Η Αστρονομία εξετάζει τους φυσικούς νόμους που διέπουν τα ουράνια (εκτός της γήινης ατμόσφαιρας) σώματα, τα οποία είναι δυνατόν να παρατηρηθούν με τις κατάλληλες μεθόδους.

  • Αστέρες. Οι αστέρες, αστέρια ή άστρα, είναι αέρια σώματα, στα οποία κυριαρχεί συνήθως το στοιχείο Υδρογόνο. Οι συνθήκες στους αστέρες είναι τέτοιες ώστε να λαμβάνουν χώρα θερμοπυρηνικές αντιδράσεις και να ακτινοβολούν ενέργεια σε μορφή ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. Ο Ήλιος είναι ο κοντινότερος αστέρας στη Γη. Μία καθαρή ασέληνη νύχτα μπορούμε να διακρίνουμε περί τα 4000 αστέρια χωρίς οπτικά βοηθήματα. Αυτά είναι άστρα που ανήκουν στον Γαλαξία μας. Ο κοντινότερος αστέρας στο Ηλιακό Σύστημα είναι ο Εγγύτατος Κενταύρου (Proxima Centauri), σε απόσταση 4,2 ετών φωτός.
  • Πλανήτες. Οι πλανήτες είναι σώματα (αέρια όπως ο Δίας ή στερεά όπως η Γη) τα οποία δεν έχουν δυνατότητα να συντηρήσουν θερμοπυρηνικές αντιδράσεις. Οι πλανήτες του Ηλιακού μας Συστήματος περιφέρονται γύρω από τον Ήλιο. Οι πλανήτες συχνά διαθέτουν δορυφόρους, δηλαδή σώματα που περιστρέφονται γύρω τους. Ο μοναδικός φυσικός δορυφόρος της γης είναι η Σελήνη, το φεγγάρι.
  • ΚομήτεςΑστεροειδείς. Σημαντικά μικρότερα από τους πλανήτες σώματα.
  • Νεφελώματα. Σχηματισμοί αερίων και σκόνης που εκτείνονται σε ευρύτερες περιοχές του Γαλαξία. Τα νεφελώματα συχνά είναι περιοχές δημιουργίας νέων αστέρων. Γνωστό νεφέλωμα είναι το «Μεγάλο Νεφέλωμα του Ωρίωνα» (Μ42) στον αστερισμό Ωρίωνα.
  • Σμήνη αστέρων. Σχηματισμοί αστέρων που έχουν βαρυτική αλληλεπίδραση. Διακρίνονται σε σφαιρωτά και ανοικτά σμήνη. Ένα από τα γνωστότερα σμήνη είναι οι «Πλειάδες» ή «Πούλια» (Μ45 στον αστερισμό Ταύρο).
  • Γαλαξίες. Οι αστέρες αποτελούν μέρη μεγαλύτερων σχηματισμών, των γαλαξιών. Οι γαλαξίες είναι πολλές τάξεις μεγέθους μεγαλύτεροι από τους αστέρες, και οργανώνονται σε σμήνη γαλαξιών. Ο κοντινότερος γαλαξίας στον Γαλαξία μας είναι ο νάνος γαλαξίας του Μεγάλου Κυνός, σε απόσταση περίπου 25.000 ετών φωτός, αλλά ο πλησιέστερος γαλαξίας ορατός με γυμνό μάτι είναι το Μέγα Νέφος του Μαγγελάνου(169.000 έτη φωτός).
  • Αστερισμοί. Για ευκολότερη αναγνώριση και ανεύρεση των ουράνιων σωμάτων, ο ουρανός χωρίζεται σε 88 τμήματα, ισάριθμων αστερισμών. Οι αστερισμοί που διασχίζει ο ήλιος κατά την εναλλαγή των εποχών (η εκλειπτική) ονομάζονται αστερισμοί του Ζωδιακού Κύκλου.
  • Μαύρες τρύπεςΑστέρες νετρονίων. Σώματα στα οποία ισχύουν ακρότατες συνθήκες της Φυσικής. Συνήθως προέρχονται από το τελικά στάδιο της εξέλιξης μεγάλων αστέρων.

Εξερεύνηση του διαστήματος


Ο 20ος αιώνας έχει ταυτιστεί με αυτό που ονομάζουμε «Διαστημική εποχή». Για πρώτη φορά ο άνθρωπος κατάφερε να «φτάσει» τα αστέρια, να ξεπεράσει δηλαδή τα όρια της γήινης ατμόσφαιρας με τα διαστημικά σκάφη. Η εξερεύνηση του διαστήματος συνέβαλε ριζικά στην ανάπτυξη της Αστρονομίας, καθώς έδωσε τη δυνατότητα απευθείας δειγματοληψίας και επισκόπησης.

Συστηματοποίηση της Αστρονομίας


Κύριοι κλάδοι της Αστρονομίας είναι:
  • Η Αστρομετρία
  • Η Ουράνια Μηχανική και
  • Η Αστροφυσική.
Κύριοι κλάδοι της Αστροφυσικής είναι:
  • Η Κοσμολογία,
  • Η Ραδιοαστρονομία,
  • Η Αστρονομία ακτίνων Χ,
  • Η Αστρονομία ακτίνων γ,
  • Η Αστρονομία Υπέρυθρης Ακτινοβολίας και
  • Η Αστρονομία Υπεριώδους Ακτινοβολίας

Η αξία της Αστρονομίας


Η συμβολή της αστρονομίας και η πλοκή της με άλλες επιστήμες και τέχνες είναι σπουδαιότατη. Κανείς δεν μπορεί ν΄ αμφισβητήσει ότι οι θεωρίες και οι παρατηρήσεις των αρχαίων Ελλήνων Φυσικών Φιλοσόφων, αποτελούν τη βάση της σύγχρονης αυτής θετικής επιστήμης. Αλλά και σήμερα η Οπτική (τηλεσκόπιο, μικροσκόπιο) αναπτύχθηκε πολύ από την ανάγκη της έρευνας των ουρανίων σωμάτων. Η Φασματοσκοπία, που έχει αστρονομική εξ ανάγκης προέλευση, χρησιμοποιείται σήμερα από τη Φυσική, Χημεία, Μεταλλουργία, Βιολογία κλπ. Ακόμα η Χρονομετρία, η Ναυτιλία, και η Γεωδαισία σχετίζονται στενά με την Αστρονομία. Αποκορύφωμα της συμβολής της αποτελεί η σύγχρονη έρευνα του διαστήματος, οι ασφαλείς αποστολές τεχνητών δορυφόρων και διαστημοπλοίων.

Τέλος η Αστρονομία σχετίζεται στενά με τη Φιλοσοφία και τη Μεταφυσική. Παρότι ως επιστήμη δεν μπορεί να δώσει άμεση απάντηση σε φιλοσοφικά προβλήματα, εντούτοις «ασκεί σημαντική επίδραση», όπως σημειώνει ο διάσημος αμερικανός φυσικός Χένρυ Νόρις Ράσελ (1877-1957), «στο καθορισμό της θέσης του σκεπτόμενου ανθρώπου στις υποχρεώσεις του προς τις μέλλουσες γενιές, ή τη θέση του στο Σύμπαν ως προς τη Δύναμη εκείνη υπεράνω αυτού» [1]. Ακριβώς κάτι παρόμοιο υποστήριξε χαρακτηριστικά και ο Καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Δημήτριος Αιγινήτης (1862 – 1934): ότι η Αστρονομία παρουσιάζει «τη συγγένεια της ανθρώπινης διανοίας προς τον Άπειρον Λόγον».

Η Ερασιτεχνική Αστρονομία

Η ερασιτεχνική αστρονομία είναι ένα χόμπι στο οποίο οι συμμετέχοντες, οι οποίοι ονομάζονταιερασιτέχνες αστρονόμοι, απολαμβάνουν τη μελέτη της αστρονομίας και την παρατήρηση των ουράνιων σωμάτων. Συνήθως οι ερασιτέχνες αστρονόμοι διεξάγουν νυκτερινές παρατηρήσεις, αλλά μερικοί παρατηρούν και τον Ήλιο, ιδίως τις ηλιακές κηλίδες, ενώ μια ειδική υποκατηγορία τους είναι οι «κυνηγοί εκλείψεων», οι οποίοι κάνουν ενίοτε μεγάλα ταξίδια για να παρατηρήσουν και να φωτογραφήσουν μία ολική έκλειψη Ηλίου.

Η ερασιτεχνική αστρονομία μπορεί να ασκηθεί ως απλή παρατήρηση του ουρανού με γυμνό μάτι, αλλά συνηθισμένος εξοπλισμός είναι τα κιάλια και τα τηλεσκόπια καθώς και οι αστρικοί χάρτες, οι φωτογραφικές μηχανές και οι κάμερες CCD για τη φωτογράφηση-απεικόνιση των ουράνιων σωμάτων.

Σε όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας, πολλοί άνθρωποι μελετούσαν τον ουρανό σε ερασιτεχνικά πλαίσια, χωρίς κάποια συστηματική μέθοδο, χρήση ανώτερων μαθηματικών ή χρηματοδότηση. Μόλις κατά τον 20ό αιώνα η ερασιτεχνική αστρονομία εξελίχθηκε σε μία δραστηριότητα καθαρά διαχωρισμένη από την «επαγγελματική» αστρονομία. Ωστόσο, η αστρονομία παραμένει ίσως η μοναδική θετική επιστήμη στην οποία οι ερασιτέχνες μπορούν να προσφέρουν στην επιστημονική έρευνα. Εξάλλου, αρκετοί ερασιτέχνες αστρονόμοι έχουν συνδέσει το όνομα τους με ανακαλύψεις ή εφευρέσεις, όπως ο ζυθοποιός Ουίλλιαμ Λάσελ, ο οποίος ανακάλυψε τον Τρίτωνα, τονΥπερίωνα και άλλους πλανητικούς δορυφόρους, ή ο Τζον Ντόμπσον, ο οποίος εφηύρε το κατοπτρικό τηλεσκόπιο Dobsonian.

Στην Ελλάδα, η ερασιτεχνική αστρονομία άρχισε να αναπτύσσεται ιδιαίτερα μετά το 1995, και σήμερα υπάρχουν αρκετοί ερασιτέχνες αστρονόμοι, κυρίως στην επαρχία, πολλοί από τους οποίους είναι οργανωμένοι σε συλλόγους. Κάθε δύο χρόνια από τ


ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ

Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων, η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν γενικότερη έννοιά της και εφαρμόζεται σε όλα τα πράγματα που βρίσκονται στον ουρανό: πλανήτες, ήλιος, δορυφόροι (φυσικοί και τεχνητοί), κομήτες, διαπλανητικά αέρια και σκόνη, αστέρες, ομάδες αστέρων, γαλαξιακά νεφελώματα, αέρια και κοσμική ύλη, πηγές ραδιενέργειας, σύνολα γαλαξιών και τελικά το σύμπαν ως γενικό σύνολο όλων των αστέρων. Η μελέτη της Γης, ως ουράνιου σώματος, ανήκει επίσης σε ένα από τα πεδία μελέτης της αστρονομίας. H αστρονομία δεν έχει ως μόνο σκοπό να περιγράψει τους αστέρες, αλλά κυρίως να αναλύσει τη φυσική, χημική και τη βιολογική τους κατάσταση, όχι μόνο την πρόσφατη, αλλά και την κατάσταση που βρίσκονταν στο παρελθόν και εκείνη στην οποία θα βρίσκονται στο μέλλον. Ένα σημαντικό μέρος, ίσως το σημαντικότερο, της αστρονομικής έρευνας είναι αφιερωμένο στην εξέλιξη των αστέρων και του σύμπαντος.
 
Ο αστέρας είναι ένα πολυσύνθετο αντικείμενο, που δέχεται την ενέργεια ενός κέντρου μιας επίσης πολύπλοκης δομής και τις ποικίλες επιδράσεις του συστήματος στο οποίο ανήκει. Για να εξηγήσουμε τις κινήσεις ενός αστέρα, πρέπει να στηριχτούμε στους νόμους της στατιστικής μηχανικής, για να αναλύσουμε τις ακτινοβολίες που δέχεται και την προέλευση της ενέργειας, καταφεύγουμε στην ατομική φυσική, για τα φαινόμενα της ατμόσφαιρας του πλανήτη, στη χημεία, για τη φύση του εδάφους, στη γεωλογία. Καθώς τοποθετούνται μηχανήματα μετρήσεων στο έδαφος της Σελήνης και των πλανητών πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τις μεθόδους της κρυσταλλογραφίας.  H  μελέτη λοιπόν του σύμπαντος και των σωμάτων που το συγκροτούν αφορά σε ένα από τα ευρύτερα πεδία δράσης που το ανθρώπινο πνεύμα μπορεί vα αντιμετωπίσει μέσα στον φυσικό κόσμο. Για να προχωρήσει στην έρευνά της, η αστρονομία οφείλει να χρησιμοποιήσει γνώσεις που απέκτησαν όλες οι άλλες επιστήμες και να εφαρμόσει κάθε τεχνική μέθοδο. 

Η σύγχρονη αστρονομία μπορεί να διαιρεθεί σε τρία κύρια μέρη: 1) την αστρομετρία (υπολογισμός θέσης, ουράνια μηχανική, αστρική δυναμική, αστρική κινηματική, αστρική στατιστική κλπ.)  2) την αστροφυσική (μελέτη της φύσης των ουράνιων σωμάτων, φωτομετρία, μέτρηση ακτινοβολιών, φασματοσκοπία, ραδιοαστρονομία, πυρηνική α. κλπ), 3) τη διαστημική αστρονομία (άμεση συλλογή πληροφοριών και ανάλυση της ύλης που αποτελεί τα άστρα). 

Η αλματώδης τελειοποίηση των μέσων έρευνας και η τεράστια διεύρυνση του πεδίου των μελετών προκάλεσαν αμφισβητήσεις αν το εκτεταμένο αυτό σύνολο αποτελεί ενιαία επιστήμη. Μερικοί ειδικοί προτείνουν τον χωρισμό της αστρονομίας από την αστροφυσική και επιμένουν ότι πρακτικά με τον όρο αστρονομία εννοούμε το σύνολο των μελετών που αφορούν στους αστέρες μόνο από δυναμική και κινηματική άποψη. Άλλοι όμως υποστηρίζουν ότι o διαχωρισμός είναι τυπικός και ότι η αστρονομία μελετά καθετί σχετικό με τα ουράνια σώματα και φαινόμενα. 

Η αστρονομία είναι, χωρίς αμφιβολία, η αρχαιότερη επιστήμη. Από την προϊστορική ακόμα εποχή καλλιεργήθηκε με επιτυχία η παρατηρητική αστρονομία. Οι αντιλήψεις των πρώτων εκείνων παρατηρητών για το σύμπαν δεν επέτρεψαν βέβαια την ακριβή ερμηνεία των φαινομένων που διαπίστωναν, αλλά η μεγάλη κληρονομιά των διαφόρων παρατηρήσεων αποτέλεσε ένα σημαντικό και αναγκαστικά απαραίτητο υπόβαθρο για τις μεγάλες αστρονομικές ανακαλύψεις που έγιναν από την Αναγέννηση και ύστερα. 

Οι απαρχές της αστρονομίας. Για να γίνουν καταληπτά τα ουράνια φαινόμενα είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε στην ιστορική εξέλιξη των αστρονομικών αναζητήσεων. Με την έννοια αυτή θα ήταν σκόπιμη μια επισκόπηση των αντιλήψεων για το σύμπαν πριν και μετά τον Γαλιλαίο. Τα φαινόμενα που επέσυραν αμέσως την προσοχή των πρώτων αστρονόμων ήταν η κανονική εναλλαγή της ημέρας με τη νύχτα, η διαδοχή των εποχών, η θεώρηση του έναστρου ουρανού, το γεγονός της ανατολής και της δύσης των αστέρων και το ότι μερικοί από αυτούς είναι ορατοί όλο το έτος, ενώ άλλοι παραμένουν στον ουρανό μόνο ορισμένες περιόδους. Η εμφάνιση στον ουρανό μερικών αστέρων που κινούνται διαφορετικά από τους άλλους οδήγησε τους αρχαίους αστρονόμους να τους κατατάξουν σε άλλη ομάδα. Αυτοί ονομάστηκαν πλανήτες και οι πρώτοι που παρατηρήθηκαν πήραν τα ονόματα Ερμής, Αφροδίτη, Άρης, Ζευς, Κρόνος. Έγινε επίσης αντιληπτό ότι ακόμα και o Ήλιος και η Σελήνη δεν συμμετέχουν με ακρίβεια στη γενική κίνηση των άλλων αστέρων. Οι πιο παλιές πληροφορίες αστρονομικών παρατηρήσεων προέρχονται από τους Βαβυλώνιους οι οποίοι, μεταξύ των άλλων, διέκριναν στον ουρανό τους αστερισμούς του ζωδιακού κύκλου και διαίρεσαν την ημέρα και τη νύχτα σε δώδεκα ώρες. Οι γνώσεις όμως των Αιγυπτίων ήταν πολύ πιο βαθιές: κατάφεραν να προσδιορίσουν ότι το έτος διαρκεί 365 1/4 ημέρες, οι πυραμίδες τους χτίστηκαν με ακριβή αστρονομικό προσανατολισμό και οι ψηλοί οβελίσκοι έδειχναν πάντοτε τον μεσημβρινό. Οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν περισσότερο από κάθε αρχαίο λαό τη μελέτη των ουράνιων φαινομένων. 


Ο Ίππαρχος τον 2o αι. π.Χ. υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους αστρονόμους της αρχαιότητας. Αν και οι μελέτες του δεν τον έφεραν στο σημείο να θεωρήσει τον Ήλιο ως κέντρο του συστήματος στο οποίο ανήκει ο πλανήτης μας, πάντως πέτυχε να συμπεράνει ότι και η Γη κινείται στο Διάστημα. Μεταξύ των πολυάριθμων φιλοσόφων και μαθηματικών που ασχολήθηκαν με την α. επιτελώντας ακριβείς παρατηρήσεις, σημειώνουμε τον Αρίσταρχο τον Σάμιο (3ος αι. π.Χ.), εισηγητή του ηλιοκεντρικού συστήματος, τον Θαλή, τον Πυθαγόρα, τον Φιλόλαο, τον Μέτωνα και τον Αριστοτέλη. Ο Ερατοσθένης, που ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον 2o αι. μ.Χ., προσπάθησε να μετρήσει τις διαστάσεις της Γης. H μέτρηση ήταν, για τα μέσα της εποχής εκείνης, εκπληκτικά ακριβής. Άλλος μεγάλος αστρονόμος υπήρξε o Πτολεμαίος (2ος αι. μ.Χ.), οι μελέτες του οποίου αποτέλεσαν τη βάση για τις έρευνες όλων των σοφών του Μεσαίωνα στη δυτική Ευρώπη. 

Η σύγχρονη αστρονομία. H πρώτη παρατήρηση, κατά την οποία τα ουράνια φαινόμενα εξηγούνται πολύ απλούστερα αν παραδεχτούμε ότι o Ήλιος και όχι η Γη είναι o κεντρικός αστέρας του σύμπαντος και ότι η Γη περιστρέφεται γύρω από αυτόν μαζί με τους άλλους πλανήτες, οφείλεται στον Αρίσταρχο τον Σάμιο (280 π.Χ.). Ύστερα από 14 αιώνες, την ηλιοκεντρική αυτή θεωρία αναβίωσε ο Κοπέρνικος (1473-1543) και οι μεταγενέστεροι της έδωσαν το όνομά του. H ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου είχε το μεγάλο πλεονέκτημα ότι θεωρούσε τη Γη έναν πλανήτη σαν τους άλλους, χωρίς δηλαδή τη θέση που της απέδιδαν προηγουμένως για λόγους που δεν μπόρεσαν να επιβεβαιωθούν από το πείραμα. Από τυπική όμως άποψη, η ιδέα του Κοπέρνικου δεν ήταν ανώτερη από τις ιδέες των προηγούμενων αστρονόμων, γιατί η μεγαλύτερη απλούστευση του συστήματος δεν είναι ικανός λόγος για την υποστήριξη των ιδεών του, αντίθετα, η αφαίρεση από τη Γη της προνομιούχας θέσης που κατείχε μπορούσε να φανεί πολύ νεωτεριστική σε σχέση με την απλοποίηση που επέφερε. 

Στην πραγματικότητα, από τις αντιλήψεις αυτές έλειπε η φυσική άποψη, η οποία, με τον Γαλιλαίο (1564-1624) και τον Νεύτωνα (1642-1727), έμελλε να μεταφέρει την περιγραφή του κόσμου από το κινηματικό ομοίωμα στο δυναμικό και να τον ερμηνεύσει με την έννοια της δύναμης και ιδιαίτερα με τις έννοιες του έργου, της ενέργειας κλπ. Έτσι τελειοποιήθηκε η θεωρία που χαρακτηρίζει τη μετά τον Γαλιλαίο αντίληψη για τον κόσμο και που βρήκε μοναδική δυνατότητα εφαρμογής στο σύστημα που είχε προτείνει ο Κοπέρνικος. Με τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα, λοιπόν, θεμελιώθηκε η σύγχρονη α. και θεωρήθηκε η επιστήμη που μελετά τις γενικές κινήσεις των ουράνιων σωμάτων, βασισμένη στις στέρεες αρχές της μηχανικής. Μαζί με τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα πρέπει να σημειώσουμε και τον Κέπλερ (1571-1630), ο οποίος απέδειξε οριστικά την ισχύ του συστήματος του Κοπέρνικου καθορίζοντας τρεις νόμους πολύ ακριβείς, που μπορούν να διατυπωθούν μαθηματικά και ρυθμίζουν την κίνηση των πλανητών γύρω από τον Ήλιο:

1) Οι πλανήτες διαγράφουν ελλειπτικές τροχιές, στις οποίες ο Ήλιος κατέχει τη μία από τις εστίες. 
2) Τα εμβαδά που διαγράφει σε ίσους χρόνους η επιβατική ακτίνα, η οποία ενώνει τον Ήλιο με τον πλανήτη, είναι για κάθε πλανήτη ίσα μεταξύ τους. 
3) Ο λόγος του κύβου του μεγάλου ημιάξονα της έλλειψης, την οποία διαγράφει γύρω από τον Ήλιο ένας πλανήτης, προς το τετράγωνο του χρόνου της αστρικής περιφοράς αυτού, είναι σταθερός για όλους τους πλανήτες.

H μελέτη της αστρονομίας, που άρχισε από τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα, έφτασε γρήγορα στο συμπέρασμα ότι οι τρεις νόμοι του Κέπλερ είναι η αναγκαία συνέπεια της θεώρησης του ηλιακού συστήματος ως ενός μηχανικού συστήματος που διέπεται από τους νόμους της παγκόσμιας έλξης. Βάσει αυτού θεωρήθηκε το ομοίωμα του Κοπέρνικου η πραγματική περιγραφή του ηλιακού συστήματος.

Ο Γαλιλαίος προίκισε τη μελέτη του ουρανού με ένα ισχυρό μέσο έρευνας, το τηλεσκόπιο. Με αυτό έγινε δυνατή η απόδειξη των θεωριών του Κοπέρνικου και ταυτόχρονα η εκτέλεση παρατηρήσεων με υψηλό βαθμό ακρίβειας. Σιγά-σιγά οι αστρονόμοι διαιρέθηκαν σε δύο κατηγορίες: στους παρατηρητές και τους θεωρητικούς. Οι πρώτοι αφοσιώθηκαν στην παρατήρηση των πλανητών και των αστέρων με όργανα όλο και πιο ισχυρά και στην εκτέλεση παρατηρήσεων και μετρήσεων όλο και πιο ακριβών. Οι δεύτεροι μελετούσαν θεωρητικά τη μηχανική και τις συνέπειές της, με βάση τους νόμους της παγκόσμιας έλξης. 

Έτσι, μέσα σε λίγο περισσότερο από δύο αιώνες, συσσωρεύτηκε ένα τεράστιο ερευνητικό έργο, χάρη στο οποίο υπολογίστηκαν, έως τις μικρότερες λεπτομέρειες, η κίνηση της Γης γύρω από τον Ήλιο και η περιστροφή της γύρω από τον άξονά της μαζί με τα διάφορα φαινόμενα μεταπτώσεων και κλονίσεων. Οι έρευνες αυτές επέτρεψαν επίσης να καταστρωθούν αστρονομικοί χάρτες του ουρανού και να καθιερωθεί ένα σύστημα συντεταγμένων με το οποίο μπορούμε να προσδιορίσουμε κάθε άστρο στην ουράνια σφαίρα. 

Με την ακριβή μελέτη της κίνησης της Γης έγινε δυνατόν να θεμελιωθεί η θεωρία της μέτρησης του χρόνου. Προσδιορίστηκε με ικανοποιητική ακρίβεια η απόσταση της Γης από τον Ήλιο και, με βάση τριγωνισμού τη διάμετρο της γήινης τροχιάς, η απόσταση πολλών αστέρων. Με τον τρόπο αυτό έγιναν αντιληπτές οι πραγματικές διαστάσεις του ηλιακού συστήματος, η θέση της Γης και του Ήλιου μέσα σε αυτό και μελετήθηκε η δυναμική συμπεριφορά του συστήματος. H νέα αντίληψη για τον κόσμο, όπως πήγασε από τη μηχανική του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα, γιόρτασε έναν από τους πράγματι μεγαλύτερους θριάμβους της, όταν o Γερμανός αστρονόμος Γιόχαν Γκότφριντ Γκάλε ανακάλυψε (1846) την ύπαρξη του Ποσειδώνα, την οποία είχε προβλέψει θεωρητικά ο Γάλλος Ουρμπέν-Ζαν-Ζοζέφ Λε Βεριέ.

Ύστερα από αυτό, η αστρονομία είχε βρει τον σωστό τρόπο ερμηνείας των ουράνιων φαινομένων και μπορούσε να δίνει ικανοποιητικές ερμηνείες του κόσμου στον οποίο ανήκει ο πλανήτης μας. Ιδρύθηκαν μεγάλα αστεροσκοπεία στις κυριότερες πόλεις και τη διεύθυνσή τους ανέλαβαν εξέχοντες μελετητές της αστρονομίας. Ο πρώτος διευθυντής του αστεροσκοπείου του Γκρήνουιτς ήταν ο Τζον Φλάμστιντ (1646-1719) και του αστεροσκοπείου του Παρισιού ο Κασίνι (1748-1845). 

Με την είσοδο της αστροφυσικής, στις αρχές του 19ου αι., πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες φασματοσκοπικές παρατηρήσεις του Ήλιου και αργότερα, μετά τα μέσα του 20ού αι., των διαφόρων άλλων αστέρων. Ακόμα δεν είχε γίνει καταληπτή σε όλους η θεμελιώδης σημασία όλων αυτών των ερευνών και το μεγαλύτερο μέρος των αστρονόμων συνέχιζε να ασχολείται με τα αστρονομικά προβλήματα κατά την καθιερωμένη μέθοδο, που στηριζόταν κυρίως στη μελέτη των ουράνιων κινήσεων. Όταν αναπτύχθηκε σημαντικά και ο τομέας της αστροφυσικής, μερικοί υποστήριξαν ότι οι νέες μέθοδοι της αστροφυσικής ήταν προορισμένες να υποκαταστήσουν τις μεθόδους της κλασικής αστρονομίας. Το ότι οι αστροφυσικοί προτίμησαν τη δική τους ονομασία από την ιδιότητα του αστρονόμου οφείλεται κυρίως στο ότι μεταξύ των πρώτων και των δεύτερων υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά στις μεθόδους έρευνας: οι αστροφυσικοί εμπνέονταν από τις νεότερες ανακαλύψεις της φυσικής και η νοοτροπία τους πλησίαζε περισσότερο στη νοοτροπία των πρωτοπόρων της νέας φυσικής του ατόμου, παρά σε εκείνη που χαρακτήριζε, για δύο σχεδόν αιώνες, τους ερευνητές της ουράνιας μηχανικής μαζί με το μεγαλειώδες φυσικομαθηματικό οικοδόμημά τους. Σταδιακά οι διαφορές αυτές εξασθένησαν πολύ, γιατί και οι αστροφυσικοί και οι αστρονόμοι αναγνωρίζουν τη σημασία των διαφόρων τομέων της έρευνας. Τελικά, μπορούμε να ονομάζουμε κλασικούς αστρονόμους όσους ασχολούνται με έρευνες βασισμένες κυρίως στην κλασική μηχανική των Όιλερ, Λανγκράνζ και Λαπλάς και αστροφυσικούς όσους μελετούν τα φυσικοχημικά χαρακτηριστικά των αστέρων. δηλαδή αστροφυσική.


πηγή: sfak.org

Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΝΑΔΩΝ-ΘΕΩΝ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΕΝΆΔΕς ΘΕΟΊ

Α. Περί ταυτότητας των θεών

Οι Ενάδες είναι οι θεοί, οι οποίοι συνιστούν ουσιαστικά το ΕΝ μιας και είναι ριζωμένες μέσα του.

Βασικός κανόνας της Προόδου είναι ότι κάθε επόμενη τάξη είναι πολυπληθέστερη της προηγουμένης και κάθε μέλος της επόμενης αυτής τάξης είναι ασθενέστερο από τα μέλη της προηγούμενης.

Συνεπώς, αν το ΕΝ ήταν ένα και από αυτό προέκυπτε ένα πλήθος ( όσο μικρό και να είναι, αρκεί να είναι πλήθος ) τότε το πλήθος αυτό θα προέκυπτε με εξασθένιση και συνεπώς το αμέσως μετά το ΕΝ ( που είναι οι Ενάδες ) δεν θα προέκυπτε λόγω αφθονίας δύναμης κάτι που δεν αρμόζει στο ΕΝ.

Αρα λοιπόν, το ΕΝ ουσιαστικά είναι ΠΟΛΛΑ, και αυτά τα ΠΟΛΛΑ είναι οι Ενάδες που είναι οι θεοί. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Πολυθεϊσμός υπάρχει εξ υπαρχής, δεν γεννιέται. 


Αν δεχόμασταν ότι από κάτι που είναι ΕΝ προέκυπταν ΠΟΛΛΑ, τότε δεν θα υπήρχε ουσιαστικά διαφορά από άλλες παραδόσεις (π.χ. μονοθειστικές ) που θεωρούν ότι προκύπτει Ενας θεός.

Ο Πολυθεισμός δεν είναι δηλαδή θέμα Πολυτεκνοποίησης! Και αυτό θα φανεί ξεκάθαρα, όταν δούμε πως ουσιαστικά ιδρύεται το Σύμπαν.

------------
Διότι όμως αν πολλαπλασιάζεται το Αγαθό, η Πρόοδος των Πάντων θα οφείλεται στην εξασθένιση και στη χαλάρωση και όχι στην αφθονία της αγαθότητας.
Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία B 50.20-22

Το πιο πρώτο όμως πλήθος και συμφυόμενο με το Ένα έχει την μορφή του Ενός (Ενοειδής ), είναι απόρρητο, υπερούσιο και εντελώς όμοιο με την αιτία του...εδραίωσε γύρω από τον εαυτό του το θείο πλήθος και το συνένωσε με την δική του απλότητα. Το Ένα λοιπόν δίνει υπόσταση στις Ενάδες των Όντων πριν από τα Όντα.Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Γ 12.22

Γιατί τα πάντα ανεβαίνοντας καταλήγουν στις Ενάδες, αφού από εκεί λαμβάνουν τα πάντα την είσοδο τους στην Υπαρξη.
Πρόκλος - Σχόλια στον Ευκλείδη 142.5

Αλλά, όπως φαίνεται, το έν δεν είναι έν (=δηλαδή είναι πολλά ) ούτε υπάρχει (= δηλαδή δεν έχει εκδηλωθεί, η εκδηλωμένη κατάσταση του είναι οι Ενάδες ), εάν πρέπει να πιστέψουμε σε έναν τέτοιο ισχυρισμό

- Πλάτων – Παρμενίδης 141e


___________________________


Β. Ιδιότητες των Θεών

Παρατίθενται ενδεικτικά αποσπάσματα τα οποία περιγράφουν τις ιδιότητες των θεών. Η δομή των θεών θα εξεταστεί αναλυτικά ανά τάξη ( νοητή, νοητή-νοερή, νοερή κλπ )


Οι Θεοί είναι αμετάβλητοιαυτάρκειςάφθαρτοιαπλοίυπεράνω κάθε πλήθους, ανώτεροι από κάθε διαίρεση και μερισμό ή σχέση προς τα κατώτερα. Βρίσκονται σε απροσπέλαστες περιοχές, απλωμένοι πάνω από τα πάντα και αιώνια "επιβαίνουν"σε όλα τα όντα.
Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Α 91.22-97.5


Καθώς ανεβαίνουμε από τα σώματα οι θεοί μας παρουσιάστηκαν σαν Ενάδες, Ενάδες υπερούσιες, οι οποίες γεννούν τις ουσίεςτελειοποιούνρυθμίζουν και εξαρτούν από τον εαυτό τους όλες τις πρωταρχικές ουσίες.
Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Α 114.8 

Το Τριαδικόν άνωθεν πρόεισι μέχρι των εσχάτων
(Δηλαδή όλη η εκδήλωση έχει τριαδική δομή, από τους θεούς, μέχρι και την έσχατη ύλη) 
Πρόκλος - Σχόλια στον Παρμενίδη - 1091.2-3 

Καθάπερ γαρ φασί και οι Πυθαγόρειοι το παν και τα πάντα τοις τρισίν ώρισται. Τελευτά γαρ και μέσον και αρχή τον αριθμόν έχει του παντός, ταύτα δε τον της τριάδος.
Αριστοτέλης- Περί Ουρανού Α 1,268α10-13

Έτσι και κάθε θεός έχει λάβει ουσία ( ουσιώται ) ή μάλλον είναι υπερούσιος ( υπερουσιώται ), από το γεγονός ότι είναι θεός, ενώ δεν υπάρχει κάτι στο οποίο αυτός να συμμετέχει, επειδή οι θεοί είναι οι ΠΡΕΒΥΤΑΤΟΙ.(Δηλαδή, πριν από τους θεούς δεν υπάρχει τίποτα, οι θεοί είναι οι αρχαιότεροι και οι πιο σεβαστοί )
Πρόκλος - Σχόλια στον Τίμαιο B 364.19 

Κάθε θεός είναι αυτοτελής Ενάδα, και κάθε αυτοτελής Ενάδα είναι θεός.
(Δηλαδή η έννοια Ενάδα και θεός ταυτίζονται. Χρησιμοποιούμε την λέξη Ενάδα, όταν θέλουμε να είμαστε ξεκάθαροι ότι αναφερόμαστε στους πρωταρχικούς θεούς)
Πρόκλος - Στοιχεία Θεολογίας 114

Κάθε θεός είναι υπερούσιος, υπεράνω ζωής και υπεράνω του νού.
(Όπως θα δούμε, η τριάδα της εκδήλωσης είναι ΟΥΣΙΑ-ΖΩΗ-ΝΟΥΣ, άρα οι θεοί επειδή προϋπάρχουν είναι υπεράνω και των τριών )
Πρόκλος - Στοιχεία Θεολογίας 115 

Ολόκληρο το πλήθος των θεϊκών Ενάδων είναι πεπερασμένο ως προς τον αριθμό.
(Δηλαδή οι θεοί δεν είναι άπειροι σε αριθμό)
Πρόκλος - Στοιχεία Θεολογίας 149 

Παν το θείον είναι πρωταρχικά και στον μέγιστο βαθμό απλούν, και γι'αυτό απολύτως αυτάρκες.
(Δηλαδή οι θεοί δεν έχουν μέρη, άρα είναι αυτάρκεις. Γιατί αν αποτελούντο από μέρη θα εξαρτιόνταν  από αυτά τα οποία τους αποτελούν)
Πρόκλος - Στοιχεία Θεολογίας 127 

Όλος ο αριθμός των θεών είναι ενιαίος
(Δηλαδή όλοι οι θεοί είναι "κολλημένοι"μεταξύ τους, παρότι κάθε ένας διακρίνεται απόλυτα σαν ατομικότητα, έχει "συνταχθεί"τρόπον τινά με τους άλλους, άρα δεν μπορεί να χωριστεί από αυτούς)
Πρόκλος - Στοιχεία Θεολογίας 113 

Κάθε ένας από τους θεούς είναι το παν αλλά καθένας με τον δικό του τρόπο, άλλος με τρόπο δημιουργικό, άλλος με συνεκτικό κλπ
(Δηλαδή, κάθε θεός συμβάλλει στην δημιουργία του σύμπαντος, παρέχοντας κάποια ιδιότητα)
Πρόκλος - Σχόλια στον Τίμαιο Β 308-314

Κάθε ένα από τα θεία ονομάζεται από την ιδιότητα του, ακόμα και αν περιέχει τα πάντα.Κάθε θεϊκή ουσία αποτελεί το υπόστρωμα των Ενάδων των θεών, και κάθε ένα που επιδέχεται συμμετοχή ενοποιεί την ουσία, είτε νοητά, είτε νοερά είτε ψυχικά, είτε σωματικά, και κάθε ένας από τους θεούς δεν είναι τίποτα άλλο παρά το ένα που επιδέχεται συμμετοχή.
(Δηλαδή, η ουσία αποτελεί υπόστρωμα των θεών ,εκεί δηλαδή που "πατά"ο θεός στο οντικό επίπεδο)
Πρόκλος - Σχόλια στον Παρμενίδη 1069.3

Όλα τα όντα είναι απότοκα των θεών και όλα παράγονται από αυτούς άμεσα και εδράζονται σε αυτούς. Γιατί δεν πραγματοποιείται μόνο η συνεχής πρόοδος των πραγμάτων και τα επόμενα δεν λαμβάνουν υπόσταση πάντα μόνο από τα αμέσως προηγούμενα αίτια τους, αλλά κατά κάποιον τρόπο τα πάντα γεννιούνται κατευθείαν από τους θεούς, ακόμα και αν λέγονται ότι είναι μακριά από τους θεούς, ακόμα και αν μιλήσεις για την ίδια την ύλη. Γιατί το θείο δεν λείπει από τίποτα, αλλά παρευρίσκεται εξίσου στα πάντα.
(Πέραν των άλλων, εδώ αναφέρεται ότι κάθε πράγμα λαμβάνει υπόσταση από τα αμέσως προηγούμενο, αλλά και από την ανώτατη αρχή που είναι οι θεοί. Δηλαδή, κάθε επίπεδο "επηρεάζει"το επόμενο του επίπεδο μόνο. Μόνο οι θεοί έχουν την δύναμη να επηρεάζουν όλα τα επίπεδα που είναι κάτω από αυτούς)
Πρόκλος - Σχόλια στον Τίμαιο Β 209.14


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ "ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ"ΑΙΣΧΥΛΟΥ - ΑΝΑΛΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ (ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ)

$
0
0
Υπόθεση

Ο απείθαρχος Τιτάνας Προμηθέας, αμφισβητεί την εξουσία του Δία, χαρίζοντας τη φωτιά στους ανθρώπους. Η τιμωρία θα είναι αμείλικτη. Με διαταγή του πατέρα των θεών θα δεθεί σ’ έναν άγριο βράχο, στα πέρατα του κόσμου. Ωστόσο εκείνος δεν θα σταματήσει να καταφέρεται κατά της εξουσίας, εξαγριώνοντας τον Δία, ο οποίος τον καταποντίζει στον Τάρταρο. 

Τραγωδία με φιλοσοφικό και πολιτικό υπόβαθρο, το ποιητικό αριστούργημα του Αισχύλου μιλά για την ελεύθερη βούληση και την αμφισβήτηση της εξουσίας. Ο Προμηθέας κραυγάζει πως η αμφισβήτηση της εξουσίας είναι πάντα, ένα ρήγμα, ένα άλμα, ένα δημιουργικό ξέσπασμα της ελεύθερης βούλησης - χωρίς τακτικούς ελιγμούς, χωρίς «στρατηγικούς» περιορισμούς και γίνεται έτσι η πρώτη φωνή στην ανθρώπινη Ιστορία που δηλώνει ευθαρσώς: Είμαι ρεαλιστής, γιατί ζητώ το αδύνατο. Και το ζητώ, χωρίς άλλον λόγο από τον εαυτό μου.


________________

Μια τελευταία υπενθύμιση πριν περάσω στο έργο: υπήρχε στην Αθήνα, και απ’ ό, τι φαίνεται στην Αθήνα και μόνο, η λατρεία του Προμηθέα.[1] 0 Προμηθέας δεσμώτης είναι πιθανώς ένα από τα τελευταία έργα του Αισχύλου (525-456) και παίχθηκε μετά τους Επτά επί Θήβας (ανέβηκαν το 467), ίσως σε κάποια στιγμή χρονικά κοντά με την Ορέστεια, που θεωρείται συχνά ως το απόγειό του έργου του, και που παρουσιάστηκε το 468. Το έργο ήταν μέρος μιας τριλογίας. Γνωρίζουμε τους τίτλους των άλλων δύο έργων: Προμηθέας πυρφόρος και Προμηθέας λυόμενος. Μπορούμε, σύμφωνα με αυτό, να φανταστούμε μια «φυσική» σειρά. Πρώτος ο Προμηθεύς «πυρφόρος» (δίνει τη φωτιά στους ανθρώπους), στη συνέχεια «δεσμώτης» (τιμωρείται από τον Δία) και τέλος «λυόμενος» (όπου θα είχαμε την τελική συμφιλίωση). Διαθέτουμε ένα αρχαίο σχόλιο που φαίνεται να μην αποδέχεται αυτή τη διάταξη, αλλά σε ό, τι με αφορά δεν το θεωρώ αποφασιστικό. Εν πάση περιπτώσει το πρόβλημα που μας αφορά είναι προφανώς η εικόνα του Προμηθέα και οι σημασίες που παρουσιάζονται στο έργο.

Όπως ξέρετε, το επίθετο «προμηθεϊκός» αποτελεί τρέχοντα όρο στους νεότερους χρόνους. Η σημασία του παραπέμπει στην εξέγερση του Προμηθέα εναντίον του Δία, σύμφωνα με μια ανάγνωση του έργου που βλέπει σε αυτό τη μόνιμη καταγγελία της εξουσίας, πράγμα που ενόχλησε έντονα τους φιλολόγους, διότι θέτει υπό αμφισβήτηση μια κυρίαρχη ιδέα για τη φιλοσοφία και τη θεολογία του Αισχύλου, που βασίζεται ουσιαστικά στην Ορέστεια. Η ιδέα αυτή ερμηνεύει το σύνολο των τραγωδιών του ως βαθμιαία διαδικασία κάθαρσης της αρχαϊκής θρησκείας μέσω της δημιουργίας της μορφής του Δία ως πηγής δικαιοσύνης και αμεροληψίας. Θα μπαίναμε στον πειρασμό να δούμε εδώ μια απλή προβολή, όπως συμβαίνει με άλλους φιλολόγους που καταφέρνουν να βρουν το Θεό των χριστιανών (τον δικό τους Θεό) στους συγγραφείς της ειδωλολατρικής Αρχαιότητας - ιδιαίτερα στον Πλάτωνα. Πράγμα εξάλλου σχετικά εύκολο, διότι τελικά η φιλοσοφία του ήταν η μήτρα όλων όσων βρίσκουμε ως ορθολογική θεολογία στο χριστιανισμό. Παρ’ όλ’ αυτά πολλοί σημαντικοί φιλόλογοι ήταν προφανώς πανευτυχείς να συναντήσουν έναν πρόγονο του Θεού των χριστιανών στη μορφή του Δία. Μπορούμε πράγματι να διαβάσουμε μερικά αποσπάσματα της Ορέστειας με αυτή την οπτική. Όχι βέβαια ως αναγγελία του χριστιανισμού, αλλά ως σκιαγράφηση μιας ήδη υπάρχουσας τάσης στους προσωκρατικούς, όπως στον Ξενοφάνη ή τον Ηράκλειτο, και η οποία αποσπάται από την κοινή παράσταση των θεών (με τις ιστορίες των εγκλημάτων τους, των μοιχειών κ.λπ.) και τους αναγάγει σε κάτι διαφορετικό, και ίσως σε έναν μοναδικό θεό. Ακόμη μία φορά, έχουμε εδώ την ασυγκράτητη τάση προς μια ενωτική οντολογία, ένα στοιχείο της οποίας είναι ο μονοθεϊσμός. 

Ωστόσο, δεν βρίσκουμε τίποτε από όλα αυτά στον Προμηθέα δεσμώτη, αντιθέτως μάλιστα. Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει μια πολύ εύκολη λύση, την οποία δεν παρέλειψαν να την προτείνουν και σε αυτή την περίπτωση. Πρόκειται για τη διατύπωση υποψίας σχετικά με την αυθεντικότητα του κειμένου που ενοχλεί. Υποστηρίχθηκε, πράγματι, ότι ο Αισχύλος δεν μπορεί να είναι ο συγγραφέας αυτής της τραγωδίας, μιας και δεν συνάδει με τη θεολογία του.(ε)Ευτυχώς η θέση αυτή δεν επικράτησε. Ένα πράγμα είναι σίγουρο κατ’ εμέ: η μορφή και η γλώσσα του έργου που είναι υπέροχες δηλώνουν μια συγγένεια, μια προφανή ταυτότητα ουσίας με τα στοιχεία που βρίσκουμε στις άλλες τραγωδίες του Αισχύλου. Θα ισχυριζόμουν ευχαρίστως ότι ο Προμηθέας είναι η κορυφή της ποιητικής τραγικής γλώσσας. Οι αντιρρήσεις υποχωρούν προβάλλοντας το γεγονός ότι καθώς το έργο έπρεπε να είναι το πρώτο (ή ίσως το δεύτερο) μιας τριλογίας που κατέληγε σε συμφιλίωση, η διαμάχη με τον Δία αναγκαστικά ξε- περνιόταν, καθώς ο Δίας εξελισσόταν τελικά σε ηθικά αποδεκτή μορφή. Είναι δυνατό, και μάλιστα πολύ πιθανό. Αλλά το ζήτημα δεν βρίσκεται εδώ. Έχετε παρά ταύτα ένα έργο ολοκληρωτικά εστιασμένο στην καταγγελία της στυγνότητας του Δία, της αδικίας του, του μίσους του για τους ανθρώπους, της τυραννίας που ασκούσε - και της στυγνότητας και αδικίας κάθε εξουσίας. Ας πάρουμε ένα σημείο αναφοράς: ας υποθέσουμε μάλιστα ότι στο επόμενο έργο ή στο μεθεπόμενο η τραγωδία καταλήγει σε συμφιλίωση. Μπορείτε να φανταστείτε ένα χριστιανικό έργο του οποίου το πρώτο ή το δεύτερο μέρος θα συνίστατο σε μια σειρά από κατάρες εναντίον του Θεού, επαναλαμβάνοντας και εξωθώντας στα άκρα τις εκφράσεις του Ιώβ, κατηγορώντας αδιάκοπα το Θεό ως άδικο, στυγνό, εγωκεντρικό, αυθαίρετο και ούτω καθεξής; Είναι απολύτως αδιανόητο, ακόμη κι αν σε μια τρίτη φάση μάς έδειχνε έναν «αληθινό» πατέρα Θεό, δίκαιο, ελεήμονα κ.λπ. Ε, λοιπόν, τη στιγμή που ο Αισχύλος ανεβάζει την τριλογία του, οι σημασίες αυτές μπορούν να παρουσιαστούν δημόσια, χωρίς να προκαλέσουν κανένα σκάνδαλο — και αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει. Προϊόν της σκέψης, οι σημασίες αυτές εκφράστηκαν, έγιναν δεκτές και βρίσκονται προφανώς σε βαθιά αρμονία με το στοιχείο που, ανεξάρτητα από τον Προμηθέα, διακρίναμε την περασμένη χρονιά ως το κεντρικό στοιχείο των ελληνικών φαντασιακών σημασιών.

Θα εξετάσω τώρα πιο λεπτομερειακά τους πυρήνες των σημασιών που παρουσιάζονται στο έργο, διευκρινίζοντας ότι δεν πρόκειται καθόλου για θέσεις, αλλά μάλλον για πόλους, για σχήματα που μας επιτρέπουν να συλλάβουμε τον κόσμο, να του δώσουμε νόημα, για σχήματα γύρω από τα οποία οργανώνονται τα πάντα. Μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον πέντε. Το πρώτο αφορά στη θρησκεία, και ιδιαίτερα τον πρόσκαιρο χαρακτήρα της θεότητας. Το δεύτερο αρνείται στην εξουσία κάθε ηθική διάσταση, κάθε χαρακτήρα δικαιοσύνης: η εξουσία - θεία εν προκειμένω - είναι η εξουσία, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να λεχθεί επ’ αυτού. Μπορεί μάλιστα να τη βρει κανείς άδικη, αυτό όμως εμφανίζεται μέσα από την οπτική ενός συγκεκριμένου ατόμου (εδώ του Προμηθέα). Τρίτον, έχουμε μια ολόκληρη σειρά θεωρήσεων πάνω στη φύση της εξουσίας γενικά, που εξετάζονται μέσω της κατεξοχήν εξουσίας, δηλαδή της εξουσίας του Δία. Ο τέταρτος πυρήνας αφορά στην ουσία της ανθρωπότητας. Εδώ παρεμβάλλεται το περίφημο απόσπασμα του Προμηθέα για τις τέχνες που έδωσε στους ανθρώπους και όλα όσα τους έμαθε, πράγμα που βεβαίως θέτει το ερώτημα: τι σημαίνει, μέσα στην προοπτική αυτού που ονόμασα αναδυόμενη συνείδηση της αυτοσυγκρότησης της ανθρωπότητας, το γεγονός ότι αυτός που έδωσε όλα αυτά είναι ο Προμηθέας; Τέλος βρίσκουμε την αντίθεση της καθαρής βίας, της ωμής βίας από τη μια μεριά, και της σκέψης από την άλλη. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ένα μεθοδολογικό πρόβλημα, που προηγείται από κάθε ανάλυση απολύτως. Θα ήταν βεβαίως όχι μόνο επικίνδυνο, αλλά εντελώς καταδικαστέο να αποσπάσουμε μερικές φράσεις από ένα κείμενο για να τους προσδώσουμε μια σημασία ανεξάρτητα από το σύνολο του οποίου αποτελούν μέρος. Πράγματι, μια σε βάθος εργασία θα απαιτούσε συγκεκριμένη ανάλυση του Προμηθέα, κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε. Θα σας παρουσιάσω απλώς ένα είδος θεματικής ανθολογίας του έργου, μια συλλογή αποσπασμάτων και προτάσεων. Αλλά στην πραγματικότητα δεν έχω αμφιβολίες επ’ αυτού. Είναι για μένα προφανές ότι τα αποσπάσματα αυτά υποστηρίζονται από το υπόλοιπο κείμενο και ότι από μεθοδολογική άποψη είναι απολύτως πειστικά λόγω του πλήθους τους και της συχνότητάς τους. Τα θέματα για τα οποία θα μιλήσω επανέρχονται διαρκώς.

Σχετικά με τον πρόσκαιρο χαρακτήρα του θείου ή ακριβέστερα των θεών ξαναβρίσκουμε το παλιό θέμα της διαδοχής των θεοτήτων στην εξουσία, και κατά συνέπεια τον μεταβατικό χαρακτήρα αυτής της εξουσίας. Ο Ουρανός υποσκελίζεται από τον Κρόνο, ο Κρόνος από τον Δία κ.λπ. Το πρώτο κείμενο που έχουμε για αυτό το θέμα είναι φυσικά η Θεογονία του Ησιόδου. Το κείμενο αυτό αντιστοιχεί βαθύτατα στην περίφημη φράση του Αναξίμανδρου [Σημ. Περιθ.: ο Αναξίμανδρος τοποθετείται ανάμεσα στον Ησίοδο και τον Αισχύλο, ο μόνος δε που το ξεχνάει είναι ο Heideggerπου σχολιάσαμε πέρυσι,[2] σύμφωνα με την οποία «όλα τα όντα οφείλουν να πληρώσουν τα μεν στα δε δίκην καιτίσιν, ποινή και αποζημίωση, για την αδικία τους», η αδικία δε είναι στην περίπτωση αυτή το απλό γεγονός της ύπαρξής τους. 

Στην περίπτωση των θεοτήτων, γνωρίζουμε καλά ποια είναι η αδικία τους, η ὕβρις τους, διότι κάθε γενιά αρνείται να παραχωρήσει τη θέση της στη νεότερη και προσπαθεί να την καταστρέψει - αυτό αληθεύει τόσο για τον Ουρανό, όσο και για τον Κρόνο. Υπάρχει βεβαίως στην ελληνική κοινωνία μια πίστη, μια λαϊκή ευσέβεια: οικοδομούνται ναοί, λατρεύονται οι θεοί, τους προσφέρονται θυσίες. Και στη συνέχεια, σε ένα δεύτερο επίπεδο της πίστης, που δεν διαχωρίζεται από αυτή, βρίσκουμε την παραπάνω άποψη για τους θεούς. Πρόκειται για δύο στοιχεία που μπορεί να φανούν - και είναι πράγματι - αντιφατικά, πλην όμως έτσι έχουν τα πράγματα. Ο προσωρινός χαρακτήρας της θείας εξουσίας ισχύει επίσης και για τον Δία. Πρόκειται για την έμφυτη, την εγγενή τάξη του κόσμου, και από την άποψη αυτή δεν έχει πολύ σημασία αν το δεύτερο ή το τρίτο μέρος της τριλογίας παρουσίαζε μια τελική συμφιλίωση, διότι η εξουσία του ίδιου του Δία είναι σαφώς καταδικασμένη να εκλείψει. Αυτό λέγεται στους στίχους 164-165* από το χορό των Ωκεανίδων: ο Δίας δεν θα πάψει να κάνει κακό «πριν κάποιος άλλος, με ένα τέχνασμα, καταλάβει τον ανίκητο του θρόνο», την ανώτατη εξουσία. Έτσι και ο Προμηθέας, σε μία από τις απειλητικές του προφητείες που επανέρχονται συνεχώς στη διάρκεια του έργου, λέει για τον Δία (στ. 166-177): «θα έχει σίγουρα την ανάγκη μου, αυτός, ο πρώτος των μακαρίων, για να του δείξω τη νέα βουλή της μοίρας που θα του στερήσει το σκήπτρο του και τις τιμές του... και αυτό, δεν θα το αποκαλύψω πριν δεχτεί να ξεπληρώσει αυτή την προσβολή που μου επιβάλλει». Μπορούμε να παραθέσουμε πολλά άλλα αποσπάσματα. Στίχοι 189-190: ο Δίας θα επανέλθει με ευνοϊκότερες διαθέσεις μετά από το πλήγμα που τον περιμένει. 

Ο Προμηθέας αναγγέλλει (στ. 756) ότι μια μέρα ο Δίας θα πέσει από την τυραννίδα του -στη γλώσσα των τραγικών, η λέξη αυτή υποδηλώνει την απόλυτη εξουσία-, ότι η βασιλεία του δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμη (στ. 939-940). Λέει δε αλλού (στ. 516) ότι ο Δίας πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες με την αλάνθαστη μνήμη και από τις Μοίρες «με τις τρεις μορφές» (ο Αισχύλος χρησιμοποιεί εδώ μια εκπληκτική έκφραση: Μοῖραι τρίμορφοι - πράγμα που σημαίνει επίσης τη Μοίρα που έχει τρεις μορφές). Και όταν ο χορός τον ρω­τά: μήπως ο Δίας είναι πιο αδύναμος από τις Μοίρες και τις Ερινύες; Απαντά ότι κανείς, ούτε ο Δίας ούτε οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να ξεφύγει από την πεπρωμένην του. Αυτή ακριβώς η Μοίρα, ή Ανάγκη, τοποθετημένη πάνω από τη θεία εξουσία, συνθλίβει ό, τι υπάρχει και επιτρέπει την έλευση του καινούργιου. Το ξαναβρίσκουμε αυτό στον τελευταίο διάλογο (στ. 944-1039) ανάμεσα στον Ερμή και τον Προμηθέα. Θυμάστε ότι ο Προμηθέας είχε περιγράψει στην Ιώ όσα την περίμεναν και της είχε αναγγείλει, προκειμένου να την παρηγορήσει για τα μελλοντικά της βάσανα, ότι ένας από τους απογόνους της, μετά από πολλές γενιές, θα ερχόταν να τον ελευθερώσει και ταυτόχρονα να κλονίσει την εξουσία του Δία. Οι Ολύμπιοι το άκουσαν αυτό και έστειλαν τον Ερ­μή στον Προμηθέα για να μάθουν περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Ο Ερμής προσπαθεί να κάνει τον Προμηθέα να μιλήσει απειλώντας τον ο Προμηθέας αρνείται και το έργο τελειώνει με την πραγματοποίηση των απειλών του Ερμή, ένα είδος κατακλυσμού με κεραυνούς και αστραπές, όπου η γη σχίζεται και καταπίνει τον Προμηθέα κάτω από τα κομμάτια του βουνού στο οποίο τον είχε δέσει στην αρχή ο Ήφαιστος εκτελώντας τις διαταγές του Κράτους και της Βίας, της Ισχύος και της Βίας (και όχιPouvoir, εξουσία και Force, βία, όπως μεταφράζει ο Mazon). Επομένως, σε αυτό τον τελευταίο διάλογο, ο Προμηθέας βεβαιώνει (στ. 958-959) ότι η εξουσία του Δία, η τρίτη κατά σειρά, θα πέσει όπως και οι προηγούμενες, αἴσχιστα καί τάχιστα, σύντομα και πολύ άσχημα, ότι η τυραννία του θα τελειώσει.

Έχουμε λοιπόν εδώ έναν πρώτο πυρήνα σημασιών, οι οποίες είναι ευρύτατα παρούσες σε όλη τη μυθολογία. Ο Προμηθέας τις επαναλαμβάνει με ιδιαίτερη ένταση, συνοδεύοντάς τες με αυτή την εκπληκτική φράση που θα μας επιτρέψει να περάσουμε στο δεύτερο θέμα. Είναι στην αρχή του έργου, όταν το Κράτος λέει (στ. 49-50): ἅπαντ'ἐπράχθη πλήν θεοῖσι κοιρανεῖν/ἐλεύθερος γάρ οὔτις ἐστί πλήν Διός. «Τα πάντα ρυθμίστηκαν, τακτοποιήθηκαν - settled, θα λέγαμε στα Αγγλικά -, εκτός από τη διακυβέρνηση των θεών». Όλα τα άλλα παγιώθηκαν από καταβολής χρόνου: ο ρόλος κάθε θεότητας, η ανάπτυξη των φυτών, η αντιστοίχιση του τάδε δένδρου στην τάδε νύμφη κ.λπ. Παραμένει ένα μόνο ακαθόριστο στοιχείο, κορυφαίο, το στοιχείο του θεοῖσι κοιρανεῖν, το γεγονός της κυριαρχίας επί των ίδιων των θεών (η μετάφραση του Mazonεδώ μου φαίνεται ελλιπής). Και το Κράτος προσθέτει αυτή την εκπληκτική φράση: «Επομένως, κανείς δεν είναι ελεύθερος, εκτός από τον Δία». Ο Αισχύλος, προφανώς, δεν γράφει φιλοσοφική διατριβή, το πρόβλημά του δεν είναι ο λόγος με την έννοια της συγκροτημένης απόδειξης. Στην πραγματικότητα, έχουμε ταυτόχρονα δύο απόψεις: αφενός μια Μοίρα, μια Ειμαρμένη, επιβάλλεται σε όλους, συμπεριλαμβανομένου και του Δία του οποίου και επιφέρει την πτώση, και αφετέρου το γεγονός ότι υπάρχει όντως, στην κορυφή, ένα και μόνο ελεύθερο ον. Και το ον αυτό είναι ο Δίας. Τα πάντα έχουν ρυθμιστεί, εκτός από ένα πράγμα: ποιος θα είναι ο αφέντης των θεών [Σημ. Περίθ.: Αν ο Δίας δεν είχε την εξουσία κατόπιν διατάγματος της Μοίρας, θα ήταν ελεύθε­ρος. Επίσης όμως: η ανώτατη εξουσία διακυβεύεται σε μια πιθανή μάχη. Ο Προμηθέας διαβεβαιώνει: τη μάχη αυτή θα τη χάσει.]

Αυτό μας φέρνει στο ερώτημα της φύσης της εξουσίας, και καταρχήν στο γεγονός ότι στερείται απολύτως κάθε ηθικής ιδιότητας και κάθε δικαίου. Έχουμε ένα παράδειγμα μεταξύ άλλων στους στίχους 231-233, όπου ο Προμηθέας διηγείται ότι ο Δίας, αφού κατέλαβε την εξουσία, θέλησε να καταστρέψει τους δυστυχείς θνητούς για να δημιουργήσει μια άλλη φυλή. Στη συνέχεια υπάρχουν όλα όσα αναφέρονται στο πρόσωπο της Ιούς. Η ιστορία της εξηγείται διά μακρών (στ. 640-686): ο Δίας την ποθούσε και δεν σταμάτησε να την πολιορκεί μέχρι να πετύχει το σκοπό του, χρησιμοποιώντας τα πιο απίθανα μέσα - της στέλνει ερωτικά όνειρα και καταλήγει να απειλήσει τον πατέρα της ότι θα σβήσει τη γενιά του αν δεν τη διώξει από το σπίτι του. Η Ιώ γίνεται τότε θύμα της Ήρας και ο Δίας μάς παρουσιάζεται σαν κάποιος ο οποίος, προκειμένου να ικανοποιήσει μια παροδική επιθυμία, πατάει επί πτωμάτων, καταστρέφει οικογένειες. Στη συνέχεια, ο Προμηθέας θα κάνει ένα περιφρονητικό σχόλιο για τη στάση του αυτή (στ. 737-738): αυτός, ο θεός, επειδή επιθυμούσε μιγῆναι, να πλαγιάσει με αυτή τη θνητή, της επέβαλε αυτές τις τρομερές περιπλανήσεις. Το ίδιο θέμα επανέρχεται στον τελευταίο διάλογο με τον Ερμή, όπου ο Προμηθέας δείχνει ένα Δία να ασκεί αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια αδιάφορη τυραννία, η οποία δεν υπολογίζει τίποτα, και ακόμη λιγότερο τους ανθρώπους.

Το τρίτο σημείο αφορά στη φύση της εξουσίας γενικά, θείας ή άλλης, δηλαδή στον εγγενώς αυθαίρετο χαρακτήρα της και μπορώ να πω αδικαιολόγητο. Πέρα από τις ιδιαίτερες κατηγορίες που απευθύνονται στον Δία μέσα στο έργο, βλέπουμε ότι το ζήτημα της «αδικίας» του δεν τίθεται καν. Η εξουσία, δρώντας, συνθλίβει ό, τι της αντιστέκεται ή συναντά στο δρόμο της και δεν χρειάζεται να ρωτήσουμε αν αυτό είναι δίκαιο ή όχι. Εδώ θα κάνω μια ιστορική παρατήρηση. Στον Προμηθέα, όλες αυτές οι καταγγελίες εναντίον της εξουσίας μοιάζουν σαφώς συνδεδεμένες με τον πρόσφατο χαρακτήρα της. Παραφράζοντας θα λέγαμε: κάθε εξουσία είναι κακή, αλλά μια νεοπαγής εξουσία είναι ακόμη πιο κακή από τις άλλες. Υπάρχει ωστόσο μια νεοπαγής εξουσία στην Αθήνα του 5ου αιώνα, αυτό είναι μάλιστα το ουσιώδες γεγονός της εποχής εκείνης: πρόκειται βεβαίως για την εξουσία του δήμου, η κατάτμηση της οποίας ολοκληρώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη το 462, επομένως, ίσως, τη στιγμή ακριβώς που παίζεται η τραγωδία. Και η άλλη νεοπαγής εξουσία είναι η εξουσία των Αθηνών πάνω στις συμμαχικές ελληνικές πόλεις με τη σύσταση μετά τους Μηδικούς Πολέμους της Ομοσπονδίας της Δήλου, αρχή αυτού που ονομάστηκε αθηναϊκή ηγεμονία. Σχετικά με αυτή την ηγεμονία, κατά τον Θουκυδίδη,[3] ο Περικλής απευθυνόμενος στους Αθηναίους λέει: μην ξεχνάτε ότι κατέχετε την ηγεμονία ως τυραννία, δηλαδή ως εξουσία που κατακτήθηκε μέσω της βίας και ότι - πρόκειται για μια κλασική παροιμία που προέρχεται από τους Επτά σοφούς - μπορεί να είναι εύκολο να γίνει κανείς τύραννος, είναι όμως δύσκολο να εγκαταλείπει αυτή την εξουσία ατιμωρητί. Εν ολίγοις, η τυραννία θα ήταν το καλύτερο πράγμα αν το τέλος της δεν ήταν πάντα ολέθριο. Η ιστορία, δυστυχώς, δεν το αποδεικνύει αυτό πάντοτε, είδαμε δε πρόσφατα ακόμη τυράννους που πέθαναν στο κρεβάτι τους. Το αποδεικνύει όμως αρκετά συχνά. 

Ο Περικλής προειδοποιεί λοιπόν τους Αθηναίους για τον κίνδυνο που διατρέχει αυτός που θέλει να εγκαταλείψει την τυραννία: πέφτουν επάνω του και τον σκοτώνουν. Στον Προμηθέα ο Ήφαιστος (στ. 35) περιγράφει αυτή τη φύση της εξουσίας, και ειδικότερα της νεοπαγούς εξουσίας: άπας τραχύς όσης αν νέον κράτη, όλοι όσοι ανέβηκαν πρόσφατα στην εξουσία, όσοι μόλις κατέλαβαν την εξουσία, είναι σκληροί, ανελέητοι. Και ο χορός, στους στίχους 149-151: νέοι οἰκονόμοι κρατοῦσ’ Ὀλυμπου, νέοι κυβερνώντες βασιλεύουν στον Όλυμπο, νεοχμοῖς δέ δή νόμοις Ζεῦς ἀθέσμως κρατύνει, και ο Δίας, με καινούργιους νόμους (η ελληνική όμως λέξη λέει πολύ περισσότερα από αυτό), ασκεί μια εξουσία χωρίς κανόνες. Νεοχμός είναι αυτός που θα μεταφράζαμε στα Αγγλικά με το new­fangled., ένα είδος νέας, περίεργης ανακάλυψης. Οι Ωκεανίδες, που μιλάνε εδώ, αντιπροσωπεύουν την παλαιά τάξη των Τιτάνων, είναι Τιτανίδες, όπως και ο Προμηθέας. Για αυτές πρόκειται επομένως για νεωτερίζουσες νομοθεσίες, με κάποια απόχρωση περιφρόνησης. Και προσθέτουν (στ. 152): ο Δίας κυριαρχεί (κρατύνει) και καταστρέφει αυτό που πριν ήταν τεράστιο, που ασκούσε τεράστια εξουσία. Λίγο πιο κάτω, όταν ο Προμηθέας προειδοποιείται να φοβάται την οργή του Δία, απαντά (στ. 186): ξέρω ότι είναι τραχύς, σκληρός, ανελέητος, και ότι έχει το δίκαιο στη διάθεσή του, παρ’ ἑαυτῷ τό δίκαιον ἔχων. Ο Δίας εφευρίσκει το δίκαιο, δημιουργεί το δίκαιο, απλώς και μόνο επειδή έχει την εξουσία. Ξαναβρίσκουμε το ίδιο θέμα στην επόμενη σκηνή, όπου ο Ωκεανός (στ. 324) λέει: έχουμε τώρα έναν τραχύ μονάρχη, που δεν είναι υπεύθυνος - τυπικός πολιτικός όρος της αθηναϊκής δημοκρατίας - που δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα. Και ο χορός επανέρχεται (στ. 402-403): αυτά τα αποτρόπαια πράγματα επιβάλλονται από τον Αία με βάση δικούς του και μόνο νόμους, ἰδίοις νόμοις κρατύνων.

Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτή η τραγωδία επαναλαμβάνει και τονίζει τον πυρήνα σημασιών που σχετίζεται με τον προσωρινό χαρακτήρα της εξουσίας, ακόμη και της θείας, τον ολοσχερή διαχωρισμό της από κάθε ηθική ή δικαιοσύνη, το γεγονός ότι δημιουργεί ένα δίκαιο που είναι δίκαιο απλώς και μόνο επειδή η εξουσία το ονομάζει έτσι - η εξουσία είναι η εξουσία, τελεία και παύλα. Ιδού τι διακηρύσσεται στον Προμηθέα δεσμώτη, και αυτό άκουσαν όλοι οι Αθηναίοι περί το 460 π.Χ.


Από το «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ»
(Η πόλις και οι νόμοι,  Σεμινάρια 1983-1984, απόσπασμα)


 


[1] <Ψευδο-Ξενοφών, Αθηναίων Πολιτεία, Γ, 4.> 
[2] <Πρβλ. ΕΙ Α΄, σεμ. X, σ. 281-304.>
* ΈκδLes Belles Lettres από τον Paul Mazon. [Σ.τ.Μ.] 
[3] <Θουκυδίδης, Β, 63, 2.>

πηγή: Εκηβόλος

ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΧΟΥΣΕΡΛ - Η ΝΟΗΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ "ΕΠΟΧΗ"

$
0
0
Έντμουντ Χούσερλ (1859 - 1938)





















Έχουμε τη δυνατότητα να αποστασιοποιηθούμε τόσο πολύ από τα ίδια τα πράγματα και τις προκαταλήψεις που αυτά επιφέρουν στο νου μας ώστε να αποκαθάρουμε όλη την αστήρικτη γνώση που κουβαλάμε μέσα μας. Στόχος η ασφαλέστερη γνώση, η βεβαιότητα με στόχο την ΑΛΗΘΕΙΑ, γιατί η "λήθη"είναι που γεννά την ψευδαίσθηση, την οίηση, την παρμενίδειο "δόξα"και ουσιαστικά την άγνοια για την σωστή μέθοδο που θα μας οδηγήσει στο φως......

§1

Ποιος είναι ο Χούσερλ; Είναι ο γερμανός φιλόσοφος που εισήγαγε τη φαινομενολογία ως μέθοδο σκέψης και έρευνας. Η φαινομενολογία έκτοτε εξελίχθηκε σε μια από τις πιο εύρωστες φιλοσοφικές τάσεις του εικοστού αιώνα. Κατά τον Χούσερλ, η φαινομενολογία στρέφεται προς τη μελέτη των φαινομένων και όχι των πραγμάτων. Με τα τελευταία ασχολούνται οι επί μέρους επιστήμες. Αλλά οι τελευταίες δεν μας οδηγούν σ’ αυτά τα ίδια, γιατί δεν μας βοηθούν να ξεπεράσουμε τις προκαταλήψεις μας γι’ αυτά ούτε μας παρέχουν κάποια σχετικά νοήματα. Ασχολούνται με την εξακρίβωση αυτού που μπορεί να είναι αντικειμενικά ο κόσμος· συναφώς, τον αντιμετωπίζουν ως μια σειρά γεγονότων, αποκλείοντας κάθε παράγοντα υποκειμενικότητας. Επομένως, αυτό που έχει σημασία για μας τους ανθρώπους είναι να διεκδικούμε την επιστροφή μας στα ίδια τα πράγματα ως ανθρώπινα φαινόμενα.
§2

Η φαινομενολογία, κατ’ αυτή την έννοια, μας δείχνει τον τρόπο, με τον οποίο η συνείδησή μας μπορεί να κατανοεί τα πράγματα και να αποκτά τεκμηριωμένη γνώση περί αυτά. Τούτη τη γνώση δεν μπορούν να μας την προσφέρουν οι (θετικές) επιστήμες, επειδή ενδιαφέρονται μόνο για όσο το δυνατόν περισσότερα πειραματικά αποτελέσματα. Σε αντίθεση λοιπόν με τις επιστήμες, η φαινομενολογία δημιουργεί τους όρους, για να ερευνάμε την πραγματικότητα με κριτικό μάτι και χωρίς δογματικές αγκυλώσεις. Με κριτικό μάτι σημαίνει ότι δεν προκαταλαμβάνουμε τα αποτελέσματα της ερευνώμενης πραγματικότητας, αλλά συγκεντρώνουμε την προσοχή μας πρωτίστως στην εμφάνισή της, στον τρόπο δηλαδή που η πραγματικότητα προσλαμβάνεται από την εμπειρία μας, δίνεται σε τούτη. Η τελευταία αποτελεί τη βάση οποιασδήποτε θεώρησης, την εποπτική πηγή για την άντληση κάθε γνώσης, μια πηγή που ορθώνεται ως το αντίπαλο δέος κάθε αυθεντίας.

§3

Αλλά πώς καθίσταται δυνατή μια σαφής στροφή του ερευνητικού μας βλέμματος σε αυτό που μας δίδεται πρωταρχικά στην εμπειρία, χωρίς  να χανόμαστε σε άσκοπες και βιαστικές κρίσεις πάνω στην πραγματικότητα; Με τη νοητική πρακτική ή διαδικασία, την οποία ο φιλόσοφος ονομάζει εποχή. Πρώτοι χρησιμοποίησαν αυτή τη λέξη οι αρχαίοι σκεπτικοί, για να δηλώσουν μια πλήρη αποχή ή ουδετεροποίηση: κρατώ μια τέτοια στάση απέναντι στα πράγματα, ώστε τίποτα να μη δέχομαι, να μην αρνούμαι, να μην επαληθεύω, να μην διαψεύδω. Η φαινομενολογική εποχή, από τη δική της σκοπιά, δεν στοχεύει σε μια πλήρη άρνηση, αμφισβήτηση, εγκατάλειψη, αποκλεισμό της πραγματικότητας από τον ερευνητικό μας ορίζοντα, αλλά στην υιοθέτηση μιας μεθοδικής αμφιβολίας, δηλαδή μιας τέτοιας νοητικής ή πνευματικής στάσης, που θα διαλύει κάθε είδους δογματική αντιμετώπιση της πραγματικότητας.

§4

Με την άσκηση της εποχής δεν εκμηδενίζουμε την πραγματικότητα, αλλά την αντιμετωπίζουμε με έναν πιο διαυγή τρόπο, δηλαδή φαινομενολογικά: ακριβώς έτσι όπως εμφανίζεται. Συνεπώς, ασκώ εποχή σημαίνει τοποθετώ σε παρένθεση όλες τις προκαταλήψεις μου, αναστέλλω όλες εκείνες τις παγιωμένες κρίσεις που προκαθορίζουν ή επηρεάζουν προς δογματικές κατευθύνσεις, και με την παρουσία τους μόνο, τις πραγματικές μου ιδέες ή αντιλήψεις. Με την εποχή αφήνουμε πίσω μας ακόμη και κάθε φιλοσοφική, θρησκευτική ή ιδεολογική μας πεποίθηση, καθώς επίσης και τα αποτελέσματα που μας χορηγούν οι επιστήμες και τα οποία γενικώς θεωρούνται ή γίνονται αποδεκτά. Ακολουθώντας έτσι την εποχή σημαίνει ότι εκ-θέτουμε τον εαυτό μας σε μια επίπονη και επώδυνη πνευματική στάση: τιθέμεθα στη θέση του θεατή, ο οποίος έχει αδειάσει –και αξίζει να έχει αδειάσει– το νου του από καθετί το επίπλαστο, το περιττό, το ψεύτικο, το τυχαίο, το μεροληπτικό.

§5

Στόχος της φαινομενολογικής εποχής δεν είναι να φτάσουμε στον σκεπτικισμό ή να σκεφτούμε σοφιστικά, αλλά να ανακαλύψουμε ένα νέο επιστημονικό πεδίο, δυνάμει του οποίου μπορούμε να προσεγγίσουμε τον κόσμο σαν να τον ανακαλύπτουμε για πρώτη φορά. Τούτο υποδηλώνει ότι δεν αποδεχόμαστε τον κόσμο που μας δίδεται έτσι απλά ως υπαρκτό, αλλά ως ένα γενικό πεδίο ύπαρξης για μια γνώση που διέρχεται μέσα από την εμπειρία και τη σκέψη. Όσο πιο δημιουργικά και εύστοχα λειτουργεί η εποχή σε σχέση με το ένα ή το άλλο αντικείμενο, τόσο πιο ευδιάκριτη είναι η διαφορά ανάμεσα στην αντίληψη του πράγματος και την απεικόνισή του στη συνείδησή μας. Τελικά, ο φαινομενολόγος ερευνητής  είναι και αποδεικνύεται ο αμερόληπτος και ανυστερόβουλος θεατής που ελευθερώνεται με τον τρόπο της εποχής από ένα μέρος του εαυτού του, για να ανασυντάξει την αυθεντική υποκειμενικότητα μέσα από την απροκατάληπτη ανάλυση τόσο του κόσμου όσο και των φαινομένων της συνείδησης και του πνεύματος.

πηγή: hegel -platon.blogspot

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ - ΣΩΜΑ, ΨΥΧΗ , ΝΟΥΣ (ΔΑΙΜΩΝ)

$
0
0


Όπως εξηγεί ο Χαιρωνεύς Πλούταρχος, στο έργο του «Περί Σωκράτους Δαιμόνιου» και στο «Περί εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της Σελήνης», το σώμα, η ψυχή και ο Νους αποτελούν τρία πράγματα εντελώς διακριτά μεταξύ τους. Υπάρχουν δύο θάνατοι. Ο πρώτος αποτελεί χωρισμό του σώματος από τα άλλα δύο, δηλ. απο την ψυχή και τον νου, και συμβαίνει στην και εντός της γης. Ο δεύτερος θάνατος είναι χωρισμός του νου από την ψυχή και συμβαίνει στην σελήνη. Η ψυχή μετά τον πρώτο θάνατο στην γη ακολουθεί μία πορεία μέχρι τον λειμώνα, στο τρίστρατο, στο χωρικό διάστημα από την Γη έως την Σελήνη. Για 12 ημέρες. Η άφιξή της στην Σελήνη της φέρνει χαρά  και έκσταση παρόμοια με εκείνη που νιώθουν όσοι μυούνται στα μυστήρια. Έτσι η σελήνη είναι πλήρης από τι υπάρξεις που κατόρθωσαν να ανέβουν μέχρι εκεί. Αυτές οι υπάρξεις είναι πλέον δαίμονες κατά θέση. Στέλνονται στην Γη για να εποπτεύσουν μαντεία, να τιμωρήσουν σφάλματα ή να προστατεύσουν τους ανθρώπους. Μία ημέρα ο έρωτάς τους για τον ήλιο θα τις οδηγήσει σε μία περαιτέρω απελευθέρωση: ο νους εγκαταλείπει την ψυχή, ενώ η τελευταία παραμένει στην σελήνη ωσότου αφομοιωθεί τελείως από αυτήν, όπως το σώμα από τη γη.[1]

Υπάρχει βέβαια και η αντίστροφη διαδικασία, λέγει ο Πλούταρχος: ο ήλιος σπέρνει νόες στην σελήνη και εκείνη διαμορφώνει από αυτούς ψυχές. Όταν αυτές πέσουν στη Γη, αποκτούν σώματα. Η σελήνη λοιπόν είναι το μόνος μέρος του κόσμου μας που λαμβάνει όσο και δίνει.

Επομένως, αποτελεί το μεσαίο στάδιο στην διαδικασία της οντογένεσης. Όπως στην πλατωνική «Πολιτεία», είναι οι Μοίρες που εποπτεύουν όλη την διαδικασία: Η Άτροπος στον ήλιο την θέτει σε κίνηση, η Κλωθώ που γυρίζει στη σελήνη ενώνει και συνδέει ενώ η Λάχεση δραστηριοποιείται όταν η ψυχή πλησιάζει στη γη.

Όπως λέγει και ο Πλούταρχος, στο «Περί εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της Σελήνης», οι περισσότεροι άνθρωποι, παρότι αποκαλούν με τα ορθά ονόματα την Δήμητρα και την Κόρη, τις σχετίζουν λανθασμένα και τις δύο με τον ίδιο τόπο. Η μία είναι στη γη και κυρία των επίγειων, η άλλη στην σελήνη και των επισελήνιων πραγμάτων, Κόρη και Φερσεφόνη/Περσεφόνη έχει ονομαστεί, το δεύτερο επειδή είναι φωσφόρος (φέρνει το φώς), ενώ Κόρη, επειδή και του ματιού το μέρος, μέσα στο οποίο αντιλάμπει (αντικατοπτρίζεται) το είδωλο του βλέποντος (αυτού που το κοιτάζει), όπως ακριβώς το φέγγος του ήλιου είναι ορατό στη σελήνη, κόρη ονομάζεται. Στα όσα πάλι λέγονται για την περιπλάνηση και την αναζήτηση στην περίπτωσή τους ενυπάρχει και κάποια δόση αλήθειας, διότι ποθούν η μία την άλλη, χωριστά καθώς βρίσκονται, και πολλές φορές αγκαλιάζονται στη σκιά. Το ότι πάλι η Κόρη τη μία βρίσκεται στον ουρανό και στο φως, την άλλη στο σκοτάδι και τη νύχτα δεν είναι βέβαια ψέμα, αλλά έδωσε αφορμή για λάθος στον υπολογισμό του χρόνου. Στα αλήθεια, δεν την βλέπουμε για έξι μήνες αλλά κάθε έξι μήνες κάτω από την γη (έκλειψη σελήνης), λες και την αγκαλιάζει η Δήμητρα με την σκιά της, ενώ σε λίγες περιπτώσεις την βλέπουμε να το παθαίνει κάθε πέντε μήνες, διότι είναι δυνατόν για αυτήν να εγκαταλείψει τον Άδη, εφόσον είναι πέρας του Άδη, όπως ακριβώς το είπε και ο Όμηρος (Οδύσσεια, ραψ. Δ’, σ. 563) εύστοχα με υπονοούμενα : «Αλά και στο Ηλύσιο πεδίο, τα πέρατα της γης. Στ’ αλήθεια, έθεσε το τέρμα της γης και το πέρας εκεί όπου η περιοχή της σκιάς της γης σταματά. Σε τούτο το σημείο κανένας φάυλος ή ακάθαρτος δεν ανεβαίνει, ενώ οι χρηστοί, αφού μεταφερθούν εδώ μετά τον θάνατο τους, συνεχίζουν να ζουν ζωη που είναι πιο εύκολη, όχι όμως μακάρια ούτε θεϊκή, μέχρι τον δεύτερο θάνατο τους».

Επίσης οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν σωστά σύνθετο τον άνθρωπο, όχι σωστά όμως σύνθετο από δύο μόνο στοιχεία. Πράγματι, θεωρούν τον νου μέρος κατά κάποιο τρόπο της ψυχής, σφάλλοντας όχι λιγότερο από εκείνους για τους οποίους η ψυχή θεωρείται μέρος του σώματος. Ενώ ο νους όμως είναι ανώτερο και πιο θεϊκό από την ψυχή όσο είναι η ψυχή από το σώμα.

Εκείνο το τμήμα, ο νους, λέγει ο Πλούταρχος, στο «Περί Σωκράτους Δαιμόνιου», μοιάζει σαν σημαδούρα προσαρτημένη στην κορυφή, η οποία επιπλέει στην επιφάνεια (της θάλασσας = γίγνεσθαι) ακουμπώντας στο κεφάλι του ανθρώπου, ενώ εκείνος μοιάζει σαν βουλιαγμένος στον βυθό. Και κρατώντας ορθή την ψυχή την βαστά για όσο καιρό εκείνη τον υπακούει και δεν κυριαρχείται από τα πάθη. Το τμήμα, λοιπόν που μένει βυθισμένο στο σώμα λέγεται ψυχή, ενώ το τμήμα που δεν υπόκειται σε φθορά οι πολλοί το αποκαλούν νου και νομίζουν ότι βρίσκεται εντός τους, όπως νομίζουν ότι είναι μέσα στους καθρέφτες τα είδωλα της αντανάκλασης. Όσοι, όμως έχουν ορθή αντίληψη το αποκαλούν δαίμονα που βρίσκεται εκτός τους. Μάλιστα πρώτος ο Πλάτων στον «Τίμαιο» μας λέγει ότι το κυρίαρχο μέρος της ψυχής, οφείλουμε να σκεπτόμαστε ως εξής για αυτό : ο θεός το έδωσε στο καθένα μας ως δαίμονα για να κατοικεί στην κορυφή του σώματός μας, να μας ανυψώνει από τη γη και μας φτάνει μέχρι τον ουρανό, δεδομένου ότι θεωρούμε δικαιολογημένα πως είμαστε ουράνια όντα και όχι γήινα. Και πραγματικά λέει ο Πλάτων, κρεμώντας το κεφάλι μας σαν ρίζα από τον ουρανό, όπου αρχικά δημιουργήθηκε η ψυχή, η ο νους διατηρεί όρθιο το σώμα μας.

Όταν, λοιπόν, τα τρία τούτα συναρμοστούν λέγει ο Πλούταρχος, το σώμα η γη, την ψυχή η σελήνη, τον νου ο ήλιος παρέχει τη γέννηση του ανθρώπου, όπως από την άλλη μεριά στη σελήνη το φέγγος. Όσο για τον θάνατο που πεθαίνουμε, ο ένας, ο πρώτος, κάνει τον άνθρωπο αντί για τρία να αποτελείται από δύο μέρη – την ψυχή και τον νου, ο άλλος, ο δεύτερος θάνατος, αντί για δύο μέρη κάνει τον άνθρωπο να αποτελείται από ένα μέρος – τον νου. Ο πρώτος θάνατος συμβαίνει εντός της γης, της Δήμητρας, μέσα σε αυτή γίνεται το μυστήριο και τους νεκρούς Δημήτριους ονόμαζαν παλιά οι Αθηναίοι. Ο δεύτερος θάνατος γίνεται στην σελήνη της Φερσεφόνης/Περσεφόνης. Σύνοικος της μίας είναι ο χθόνιος Ερμής, της άλλης ο ουράνιος. Λύνει όμως τούτη γρήγορα και με βία την ψυχή από το σώμα, ενώ η Φερσεφόνη/Περσεφόνη με πραότητα και χρόνο πολύ τον νου από την ψυχή, για τούτο έχει αποκληθεί και μονογενής, διότι μένει μόνο του το βέλτιστο μέρος του ανθρώπου, καθώς διαχωρίζεται από αυτήν.

Καθένας από αυτούς τους διαχωρισμούς επιτυγχάνεται κατά φύση και με τον τρόπο αυτό: πάσα ψυχή, τόσο δίχως νου όσο και με νου, όταν θα βγει από το σώμα, είναι ορισμένο από την ειμαρμένη να πλανηθεί μεταξύ Γης και σελήνης για ορισμένο χρονικό διάστημα – όχι ίσο, αλλά οι άδικες και ακόλαστες ψυχές πληρώνουν για τα αδικήματά τους, ενώ οι καλές όσο για να εξαγνιστούν, σαν να ήταν χαλασμένος ατμός, να εκπνεύσουν τα μιάσματα που έρχονται από το σώμα, στο πιο πράο μέρος του αέρα, τον οποίο αποκαλούν λιβάδι του Άδη (λειμώνας), πρέπει να μείνουν  για ορισμένο διάστημα.

Εκεί σαν να επαναφέρονται στην πατρίδα από την ξενιτιά της εξορίας, γεύονται χαρά παρόμοια με εκείνη που νιώθουν όσοι μυούνται στα μυστήρια, συνδυασμένη με ελπίδα γλυκιά αλλά ανακατεμένη σε μεγάλο βαθμό με ταραχή και έξαψη. Πράγματι, πολλές είναι εκείνες τις οποίες σπρώχνει εκείνη και απομακρύνει με το κύμα, μολονότι έχουν πιαστεί ήδη από την σελήνη, ορισμένες πάλι από τις εκεί βλέπουν να αναποδογυρίζονται, πάλι σε βυθό. Όσες όμως έφτασαν επάνω και πάτησαν το πόδι τους γερά, πρώτα από όλα, όπως ακριβώς οι νικηφόροι, κάνουν γύρους, φορώντας στο κεφάλι τους στεφάνια από φτερά, στεφάνια της ευστάθειας, όπως λέγονται, επειδή στη ζωή απέδειξαν το άλογο και παθιασμένο στοιχείο της ψυχής αρκετά ευάγωγο στον Λόγο και κόσμιο. Δεύτερον, μοιάζοντας εξωτερικά με ακτίνες, από πυρ όμως η ψυχή, που κουφίζεται και πηγαίνει προς τα επάνω, στον γύρω από την σελήνη αιθέρα, παίρνουν από εκεί τόνο και δύναμη, όπως τα στομούμενα βαφή αντικείμενα σκληραίνουν.

Η σελήνη όντας ανακατεμένη μέχρι μέσα με αιθέρα, είναι έμψυχη και γόνιμη, ενώ ταυτόχρονα έχει ισορροπημένη αναλογία βαρύτητας και ελαφρότητας. Η σελήνη καταμετρεί τη σκιά της γης με λίγα από τα δικά της μεγέθη όχι επειδή είναι μικρή, αλλά λόγω της θερμότητας, στον βαθμό που επιτυγχάνει την κίνηση της για να περάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από τον σκοτεινό τόπο (την σκιά), βγάζοντας έξω τις ψυχές των αγαθών, που την παροτρύνουν να κάνει γρήγορα και φωνάζουν, διότι, όταν μπαίνουν στην σκιά, που ονομάζεται Στύγα, δεν ακούνε πια την περί τον ουρανό αρμονία (την μουσική των ουράνιων σφαιρών). Ταυτόχρονα όμως και οι ψυχές των κολαζόμενων με οδυρμούς και αλαλαγμούς πλησιάζουν από κάτω εδώ, περνώντας μέσα από την σκιά (αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι συνήθιζαν να χτυπούν χαλκώματα κατά τις εκλείψεις και να κάνουν θόρυβο και πάταγο ενάντια στις φαύλες ψυχές). Τις φοβίζει όμως και το αποκαλούμενο πρόσωπο, όταν φτάνουν κοντά, που είναι βλοσυρό και τρομακτικό να το βλέπεις. Ωστόσο στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε, αλλά, όπως ακριβώς η δική μας γη διαθέτει κόλπους βαθείς και μεγάλους, έναν εδώ που, περνώντας από τις Ηράκλειες στήλες, χύνεται μέσα προς το μέρος μας, έξω τον κόλπο της Κασπίας και τους γύρω από την Ερυθρά θάλασσα, έτσι και τούτα είναι βάθη της σελήνης και κοιλώματα. Από αυτά το μεγαλύτερο αποκαλείται από τους έλληνες μυχό της Εκάτης, όπου τιμωρούνται και παίρνουν εκδίκηση οι ψυχές για όσα τυχόν υποστούν ή πράξουν, αφού έχουν ήδη γίνει δαίμονες, και τα δύο Μακρές. Από μέσα τους περνούν οι ψυχές τη μια προς τη μεριά της σελήνης που βλέπει προς τον ουρανό, την άλλη προς την μεριά που βλέπει προς την Γη. Οι περιοχές της σελήνης που βλέπουν προς τον ουρανό ονομάζονται Ηλύσιο πεδίο, ενώ οι προς τα εδώ Φερσεφόνης/Περσεφόνης.

Ωστόσο, οι δαίμονες δεν μένουν για πάντα στη σελήνη, αλλά κατεβαίνουν εδώ να φροντίσουν για τα μαντεία, παρευρίσκονται κι αυτού και λαμβάνουν μέρος στις ανώτερες οργιαστικές τελετές, γίνονται τιμωροί αλλά και προστάτες έναντι των αδικημένων, αποδεικνύονται σωτήρες στους πολέμους και λάμπουν στη θάλασσα. Για ό,τι τυχόν δεν πράξουν σωστά σε αυτά τα θέματα, αλλά κινούμενοι από οργή, για να κάνουν κάποια άδικη χάρη ή πάλι από φθόνο, τιμωρούνται, εφόσον σπρώχνονται πάλι στην γη και φυλακίζονται σε ανθρώπινα σώματα. Από των βέλτιστων εκείνων είπαν οι ακόλουθοι του Κρόνου πως είναι οι ίδιοι αλλά και πριν από αυτούς στην Κρήτη οι Ιδαίοι Δάκτυλοι, στην Φρυγία οι Κορύβαντες, οι Τροφωνιάδες στην Ουδώρα της Βοιωτίας και μύριοι άλλοι σε πολλά μέρη της οικουμένης, των οποίων παραμένουν οι τελετές, οι τιμές και οι επωνυμίες, οι δυνάμεις όμως ορισμένων χάθηκαν, εφόσον πέτυχαν σε άλλο τόπο την αλλαγή προς το άριστο.

Την πετυχαίνουν άλλοι νωρίτερα και άλλοι αργότερα, όταν ο νους διαχωριστεί από την ψυχή. Διαχωρίζεται μέσω του έρωτα για την περί τον ήλιο εικόνα, με την οποία λάμπει και φαίνεται το εφετό (επιθυμητό), το καλό (ωραίο), το θεϊκό και το μακάριο, το οποίο κάθε φύση, η καθεμία με τον δικό της τρόπο, ορέγεται. Πράγματι, ακόμη και η ίδια η σελήνη λένε από έρωτα προς τον ήλιο εκτελεί συνεχώς τις περιφορές και τον συναντά, λαχταρώντας από αυτό ότι πιο γόνιμο. Η ουσία όμως της ψυχής μένει επάνω στη σελήνη, διατηρώντας κάποια ίχνη και όνειρα βίου, για να το πούμε έτσι, και για αυτήν να θεωρείς ότι σωστά έχει λεχθεί το «ψυχή σαν όνειρο φτερούγισε και πέταξε» στην Οδύσσεια, ραψ. Λ’,  σ. 222. Στην πραγματικότητα δεν το παθαίνει αμέσως ούτε αφού αποχωριστεί από το σώμα αλλά αργότερα, όταν μείνει έρημη και μόνη, αφού χωριστεί από τον νου. Αλλά και από όλα όσα είπε ο Όμηρος (Οδύσσεια, ραψ. Λ’, σ. 601 – 602) αυτά που ανέφερε για τον Άδη μοιάζουν να λέχθηκαν με την θεϊκή έμπνευση : «Μετά πήρα είδηση τον δυνατό Ηρακλή, το είδωλο του. Ο ίδιος είναι με τους αθάνατους θεούς».

Πραγματικά, αυτό που είναι ο καθένας από εμάς δεν είναι ούτε θυμός ούτε φόβος ούτε επιθυμία, όπως ακριβώς ούτε σάρκες και υγρά, αλλά αυτό με το οποίο διανοούμεθα, και η ψυχή, που δέχεται το αποτύπωμα του νου, που αφήνει με τη σειρά της αποτύπωμα στο σώμα και το αγκαλιάζει από παντού, αποκτά ως αποτύπωμα το είδος (μορφή). Έτσι ακόμη και αν χωριστεί από το ένα και από το άλλο, διατηρώντας για πολύ χρόνο την ομοιότητα και το αποτύπωμα, σωστά ονομάζεται είδωλο. Τούτων η σελήνη είναι στοιχείο, διότι διαλύεται σε αυτή, όπως ακριβώς διαλύονται σε γη τα σώματα των νεκρών – γρήγορα οι ψυχές που διαθέτουν σωφροσύνη, που πόθησαν ζωή άνετη, χωρίς σκοτούρες και φιλοσοφημένη ζωή (διότι , αφότου εγκαταλείφτηκαν από τον νου και δεν έχουν πια καμία σχέση με τα πάθη, μαραίνονται).

Από τις φιλότιμες ψυχές (που αγαπούσαν τις τιμές), που αγαπούσαν τη δράση, από τις ψυχές που ερωτεύονται τα σώματα και λειτουργούσαν με το θυμικό ορισμένες ζουν σα σε ύπνο, βλέποντας για όνειρα ότι θυμούνται από τη ζωή, όπως ακριβώς η ψυχή του Ενδυμίωνα. Αν όμως το άστατο και επιρρεπές στα πάθη στοιχείο τις ξεσηκώνει και τις τραβάει από τη σελήνη προς άλλη γένεση, δεν τις αφήνει η σελήνη να γείρουν προς της Γη αλλά τις καλεί πίσω και τις καταθέλγει. Στα αλήθεια δεν είναι μικρό πράγμα ούτε κάτι που φέρνει ηρεμία και αρμονία, όταν, χωριστά από τον νου, αδράξουμε σώμα με το παθητικό μας μέρος. Οι Τίτυοι, οι Τυφώνες και ο γνωστός Πύθων, που κατέλαβε τους Δελφούς και έφερε το μαντείο άνω κάτω με την αυθάδειά του, ήταν σίγουρα από εκείνες τις ψυχές, που εγκαταστάθηκαν από τον Λόγο και στηρίχτηκαν στο παθιασμένο στοιχείο, το οποίο πλάνεψε η έπαρση.

Με τον χρόνο όμως δέχεται και αυτές πίσω η σελήνη και τις βάζει σε τάξη. Έπειτα, αφού παίρνει πάλι μέσα της τον νου με τη ζωτική δύναμη του ήλιου, που τον σπέρνει, δημιουργεί νέες ψυχές, ενώ η γη, τρίτη στη σειρά, προμηθεύει το σώμα, διότι η ίδια η γη δεν δίνει τίποτα αλλά δίνει πίσω μετά θάνατον όσα πήρε για την γένεση, ο ήλιος δεν παίρνει τίποτα αλλά παίρνει πίσω τον νου που έδωσε, ενώ η σελήνη και παίρνει και δίνει και συνθέτει και διαιρεί ανάλογα με τις διαφορετικές της δυνάμεις, από τις οποίες Ειλείθυια ονομάζεται αυτή που συνθέτει και Άρτεμις αυτή που διαιρεί. Από τις τρείς Μοίρες πάλι η Ατροπός είναι εγκατεστημένη περί τον ήλιο και δίνει αρχή στην γένεση, η Κλωθώ, που κινείται περί τη σελήνη, συνδέει και αναμιγνύει, ενώ τελευταία γύρω από την γη συμμετέχει στο έργο η Λάχεσις, η οποία έχει το μεγαλύτερο μερίδιο στην τύχη.


[1] Εδώ να σημειώσουμε την θέση του Ευριπίδη στην τραγωδία «Ελένη, σ. 1014 – 1016» : «ο νους  των νεκρών δεν ζει, αλλά έχει αιώνια συνείδηση αφού ενωθεί με τον αθάνατο αιθέρα – ὁ νος τν κατθανόντων ζι μν ο, γνώμην δχει θάνατον ες θάνατον αθέρμπεσών».

πηγή: eleysis69.wordpress

ΜΑΪΚΛ ΣΑΝΤΕΛ - Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΥ: "ΑΝΗΘΙΚΗ Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ"

$
0
0


Το καινούργιο έρχεται τον 21ο αιώνα......Κοινοτισμός!! Μια αίγλη φωτός!

Αν σας ρωτούσαν ποιο είναι το πιο δημοφιλές μάθημα στο Χάρβαρντ, δύσκολα θα μαντεύατε τη σωστή απάντηση: Είναι οι παραδόσεις του Μάικλ Σαντέλ για την πολιτική φιλοσοφία. Όπου και αν μιλάει, από τη Βοστόνη ως το Τόκιο, τον υποδέχονται σαν ροκ σταρ. Στις διαλέξεις του δεν πέφτει καρφίτσα από ανθρώπους που τρέχουν να ακούσουν πώς θα απαντούσε, π.χ., σήμερα ο Αριστοτέλης στα σύγχρονα ηθικά διλήμματα: Πώς θα πρέπει να κατανεμηθούν τα βάρη της λιτότητας; Ποιες είναι οι ευθύνες των πλουσίων σε μια δίκαιη κοινωνία; Πρέπει να υπάρχουν ηθικά όρια στις αγορές; «Σε καιρούς οικονομικής κρίσης ξεχάσαμε την ηθική και χάσαμε την τέχνη του δημοκρατικού διαλόγου» τονίζει μιλώντας στο «Βήμα» ο αμερικανός καθηγητής, ο οποίος πιστεύει ότι και τα πλέον αμφιλεγόμενα ζητήματα μπορούν να φωτιστούν από μια στέρεη ηθική επιχειρηματολογία. 


Ο Μάικλ Σαντέλ πιστεύει ότι η κρίση χρέους της Ελλάδας έχει και ηθικές διαστάσεις. «Στις δυτικές δημοκρατίες προσπαθούμε συχνά να συζητήσουμε για την πολιτική και την οικονομία χωρίς να αναφερόμαστε σε ζητήματα ηθικής, αξιών και κοινού καλού. Πιστεύω ότι είναι λάθος. Οδηγεί σε μια τεχνοκρατική, διαχειριστική πολιτική που δεν μπορεί να εμπνεύσει τους πολίτες να συμμετέχουν. Δεν είναι δυνατόν να μιλήσουμε για μια δίκαιη κοινωνία χωρίς να απαντήσουμε σε ηθικά ερωτήματα- ποια αγαθά αξίζει να επιδιώξουμε; ποιες αρετές αξίζει να καλλιεργήσουμε και ποιες είναι οι υποχρεώσεις μας απέναντι στους άλλους πολίτες; Όπως βλέπουμε σήμερα στην Ελλάδα,η συζήτηση για τα οικονομικά προβλήματα, για το χρέος, τα ελλείμματα, τη λιτότητα και τη φοροδιαφυγή είναι αναπόφευκτα ηθικά ερωτήματα. Πώς θα πρέπει να κατανεμηθούν τα βάρη της λιτότητας; Ποιες είναι οι ευθύνες των πλουσίων προς τα λιγότερο προνομιούχα μέλη της κοινωνίας; Πώς απαντά σε αυτά τα ερωτήματα μια δίκαιη κοινωνία;».


Αντίθετα από πολλούς σύγχρονους φιλοσόφους, λέει ότι πρέπει να υπάρχουν ηθικά όρια στις ελεύθερες αγορές: «Οι αγορές είναι πολύτιμα εργαλεία για την οργάνωση της παραγωγικής δραστηριότητας. Αλλά δεν είναι αυτοσκοπός και δεν μπορούν από μόνες τους να ορίσουν τη Δικαιοσύνη. Στο βιβλίο μου “Δικαιοσύνη- Τι είναι το σωστό” (σ.σ.: κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις) εξετάζω τη φιλοσοφία της ελεύθερης αγοράς. Σύμφωνα με αυτήν, όποια αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου γίνεται βάσει εθελοντικής συνεισφοράς στην ελεύθερη αγορά είναι δίκαιη. Αλλά προβάλλω αντιρρήσεις σε αυτή την άποψη. Ρωτώ αν κάποια αγαθά δεν θα πρέπει να πωλούνται και να αγοράζονται με χρήματα. Για παράδειγμα, πρέπει να υπάρχουν αγορές για ανθρώπινα όργανα προς μεταμόσχευση; Για τη στρατιωτική θητεία; Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος των αγορών στην Παιδεία και στην Υγεία; Αν υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν πρέπει να αγοράζονται με χρήματα,πρέπει να κάνουμε μια δημόσια συζήτηση για τα ηθικά όρια των αγορών. Αλλιώς διατρέχουμε τον κίνδυνο να διολισθήσουμε από μια οικονομία της αγοράς σε μια κοινωνία της αγοράς, στην οποία κοινωνικές σχέσεις και αξίες μετατρέπονται σε εμπορεύματα κατ΄ εικόνα των αγορών».


Ο Σαντέλ αρχίζει τις παραδόσεις του κάνοντας μια συγκεκριμένη ερώτηση. Π.χ.: «Είναι δίκαιο ότι οι διευθύνοντες σύμβουλοι των μεγάλων επιχειρήσεων κερδίζουν 344 φορές περισσότερα από τον μέσο εργαζόμενο στις ΗΠΑ;»

«Το 1980 οι διευθύνοντες σύμβουλοι στις μεγάλες εταιρείες έβγαζαν μόνο 42 φορές περισσότερα χρήματα από τον μέσο εργαζόμενο, επομένως κάτι έχει αλλάξει. Αν πιστεύετε ότι αυτές οι διαφορές απηχούν τη μεγαλύτερη προσπάθεια, ευφυΐα και σκληρή δουλειά των στελεχών, πρέπει να αναρωτηθούμε αν οι διευθύνοντες σύμβουλοι εργάζονται οκτώ φορές πιο σκληρά ή αν είναι οκτώ φορές πιο έξυπνοι σήμερα από ό,τι το 1980. Αυτό είναι μάλλον απίθανο. Ετσι, πρέπει να υπάρχουν άλλες εξηγήσεις, που έχουν να κάνουν με τις αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία, αλλά αυτό δείχνει ότι ο μισθός των μεγαλοστελεχών καθορίζεται από παράγοντες ανεξάρτητους από την ηθική αξία εκείνου που τον λαμβάνει. Στο βιβλίο μου χρησιμοποιώ αυτό το παράδειγμα για να εξετάσω το μεγαλύτερο ερώτημα του ποιος αξίζει τι:Πώς θα πρέπει να διανέμονται το εισόδημα,ο πλούτος και τα αγαθά σε μια δίκαιη κοινωνία;». 

«ΠΛΗΡΩΣΑΤΕ ΣΤΗ “ΜΑΥΡΗ” ΑΓΟΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕ ΑΚΟΥΣΕΤΕ. ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΑΙΟ Ή ΑΔΙΚΟ;»
500 δολάρια για ένα...«δωρεάν» εισιτήριο
Στο Τόκιο ο κόσμος περίμενε στην ουρά για να τον ακούσει να μιλάει.Τα εισιτήρια, τα οποία ήταν δωρεάν και διατέθηκαν με κλήρωση, πωλούνταν στη «μαύρη» αγορά για 500 δολάρια. Ο Σαντέλ άρχισε τη διάλεξη με το ερώτημα: «Είναι δίκαιη ή άδικη η “μαύρη” αγορά εισιτηρίων;». 
Ενας Αμερικανός στην Οξφόρδη
Ο Μάικλ Τζ.Σαντέλ γεννήθηκε το 1953. Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης,είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ.Διετέλεσε επισκέπτης καθηγητής στη Σορβόννη και είναι τακτικός συνεργάτης των «Νew York Τimes». 

«Θα σκότωνες τον χοντρό για να σώσεις το τρένο»;
Χρησιμοποιεί εκλαϊκευτικά παραδείγματα όπως: «Ενα τρένο περνάει με τα φρένα σπασμένα. Αν ένας πολύ χοντρός άνθρωπος πέσει στις γραμμές θα σκοτωθεί, αλλά θα σωθούν πέντε εργαζόμενοι στις γραμμές. Εσείς θα τον σπρώχνατε;».
Ψηφιακό ραντεβού://www.justiceharvard.org.
Περίπου 15.000 φοιτητές του Χάρβαρντ έχουν παρακολουθήσει το θρυλικό μάθημα του Σαντέλ για τη «Δικαιοσύνη». Εξάλλου εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι συντονίζονται στην ιστοσελίδα http://www.justiceharvard. org και τον παρακολουθούν ζωντανά στον υπολογιστή. 
Τι θα έλεγε σήμερα ο Αριστοτέλης
Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ Σαντέλ είναι ο ακαδημαϊκός που επανέφερε στη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία τον Αριστοτέλη, τον οποίο επικαλείται πολύ συχνά στις διαλέξεις και στα βιβλία του.- Πώς θα απαντούσε ο Αριστοτέλης στο ερώτημα αν «δικαιούται» μια κυβέρνηση να φορολογεί τους πλουσίους για να βοηθά τους φτωχούς; 

«Ο Αριστοτέλης θα έλεγε ότι πρέπει πρώτα να προσδιορίσουμε τον σκοπό της πολιτικής κοινότητας. Μόνο τότε μπορούμε να αποφασίσουμε ποιο σύστημα φορολόγησης ή δημόσιων οικονομικών είναι δίκαιο. Η απάντησή του, φυσικά, είναι ότι σκοπός της πολιτικής δεν είναι μόνο να προωθήσει την ασφάλεια και τις οικονομικές συναλλαγές, αλλά να καλλιεργήσει και την αρετή των πολιτών. Ο Αριστοτέλης θα έλεγε ότι ένα πολύ μεγάλο χάσμα ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς θα υπονόμευε την πολιτική αρετή και το κοινό καλό. Οι πλούσιοι θα διαφθείρονταν και οι φτωχοί θα οδηγούνταν σε διάσπαση από τις υλικές τους ανάγκες για να συμμετάσχουν στη δημόσια ζωή». 


πηγή; τοvima.gr

ΜΑΪΚΛ ΣΑΝΤΕΛ - Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ (ΒΙΝΤΕΟ

$
0
0


Πατήστε εδώ, για να δείτε το βίντεο:

Πώς μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη μια θεωρία της δημοκρατίας; Ο κοινοτισμός υπερβαίνει τα πολιτικά στερεότυπα της νεωτερικής πολιτικής θεωρίας που σχετίζονται με τις έννοιες αριστερά-κέντρο-δεξιά. Ο κοινοτισμός αποτελεί την φανέρωση μιας κοινωνίας της οποίας θεμέλια είναι η αρετή και το κοινό καλό (αρχαιοελληνικό δημοκρατικό πρόταγμα).



Στον κοινοτισμό, δεν μιλάμε απλά για άμεση δημοκρατία, αλλά για κάτι ακόμα πιο βαθύ. Πριν από κάθε συλλογική απόφαση (δημοψήφισμα) προέχει ο βαθύς δημοκρατικός θεσπισμένος διάλογος μέσα από το "συνέρχεσθαι" , προκειμένου να τεθούν οι βάσεις και οι όροι κάτω από τους οποίους θα παρθεί μια συλλογική απόφαση!!!. Με λίγα λόγια θα κριθούν από πριν ζητήματα που καθορίζουν τον αληθινό δημοκρατικό ανθρωπισμό, όπως π.χ:

α) πότε πρέπει να αποφασίζουμε συλλογικά και γιατί;
β) τι ορίζεται κάθε φορά ως δίκαιο σε κάθε περίσταση;
γ) ποια τα όρια μεταξύ της ηθικής, της δικαιοσύνης και της πολιτικής; Πώς συνδέονται με βάση έναν  πρακτικό βίο αυτές οι τρεις;

Πετυχαίνουμε τη συγκρότηση μιας αρμονικότερης κοινωνίας όταν δοθεί έμφαση σε συλλογικές αξίες, όπως η αμοιβαιότητα, η εμπιστοσύνη και η αλληλεγγύη όταν είναι συνυφασμένες με τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης.

Μια ενδιαφέρουσα διαδραστική ομιλία του καθηγητή του Χάρβαρντ, Μάικλ Σαντέλ (Michael Sandel)

Η δημοκρατία ευδοκιμεί στις πολιτικές συζητήσεις, αλλά δυστυχώς μας λείπει η εξάσκηση, λέει ο Μάικλ Σαντέλ. Έτσι, ξεκινά ένα διάλογο με το κοινό, με αφετηρία τη φιλοσοφία περί δικαιοσύνης και ηθικής του Αριστοτέλη: «Δικαιοσύνη είναι να δίνεις στους ανθρώπους αυτό που τους αξίζει». Ο Μ. Σάντελ, πολιτικός φιλόσοφος και καθηγητής στο Harvard, καθοδηγεί ευχάριστα τη συνομιλία, για να διαπιστώσουμε αν όντως ο τρόπος του Αριστοτέλη ουσιαστικά μας υπαγορεύει τον τρόπο που σκεφτόμαστε και επιχειρηματολογούμε σήμερα. Έτσι, εμπλέκει τους ακροατές ενεργά σε μια συζήτηση γύρω από μια υπόθεση του Ανώτατου Δικαστηρίου. Τα αποτελέσματα αποκαλύπτουν τα κρίσιμα συστατικά της δικαιοσύνης.

ΝΙΤΣΕ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ (1)

$
0
0



Το νέο Είδωλο:
Ο Λεβιάθαν-το Τέρας

§1
Προκατανοήσεις

Ο σημερινός άνθρωπος είναι τόσο μπερδεμένος, που στην χοντροκομμένη αυταρέσκεια του συνωμοτικού δικαστηρίου της δειλίας, του περιβόητου κράτους, αναζητεί τη δική του ευτυχία. Έτσι θυσιάζει τον εαυτό του για χάρη ενός ειδώλου, που τον απατά και τον ευτελίζει. Συμβαίνει λοιπόν να βασιλεύει πάνω στη γέρικη γη, σύμφωνα με τον Νίτσε, μια τερατώδης πολιτικο-κρατική οντότητα, της οποίας τα κύρια συστατικά συνυφαίνονται με την σκοτεινή φύση των πάσης φύσεως εθνικισμώνδημοκρατιώνσοσιαλισμών και των αντίστοιχων τύπων κυβερνήσεων και διακυβερνήσεων. Αυτή η οντότητα, το σύγχρονο κράτος, είναι στ’ αλήθεια ο Λεβιάθαν, που παρουσιάζεται ως φύλακας των λαών και έτσι αξιώνει να κηδεμονεύει, με τη διαμεσολάβηση των νόμων, τους πάντες και τα πάντα. Αλλά αυτός ο Λεβιάθαν δεν είναι κάποιος θεός, κάποιος σωτήρας ή λυτρωτής των ανθρώπων, παρά ένα τέρας, ένα ψευδολόγο και αρπακτικό θηρίο. Είναι ακριβώς αυτό που διακηρύσσει. Τι διακηρύσσει; Μια ψυχρή λειτουργία και μια απρόσωπη διαχείριση: δρα ύπουλα και δυναστεύει τυφλά τους λαούς, στο όνομα μάλιστα αυτών λαών. Έτσι όπου είναι παρόν το κράτος, ωσεί παρών είναι και ο λαός. Αλλά ποιος λαός; Η αγέλη, που οι αισθήσεις της είναι τυλιγμένες με ψέματα/ψευδαισθήσεις και απάτες αίσθησης.

§2

Κατανοήσεις

Στον Ζαρατούστρα ( πρώτο μέρος-ομιλία 11) ο Νίτσε απεικονίζει ως εξής αυτό τον Λεβιάθαν –το Τέρας:

«Υπάρχουν ακόμα κάπου λαοί και αγέλεςόχι όμως σε μαςαδελφοί μουεδώ υπάρχουν κράτη ΚράτοςΤι είναι αυτόΛοιπόνΑνοίξτε τώρα τα αφτιά σας,γιατί θα σας μιλήσω για το θάνατο των λαών. Κράτος λέγεται το πιο ψυχρό απ’όλα τα ψυχρά τέραταΨυχρά επίσης ψεύδεται και τούτο το ψέμα σέρνεται από το στόμα του«Εγώτο κράτοςείμαι ο λαός». Αυτό κι αν είναι Ψέμα!Δημιουργοί ήταν εκείνοι που δημιούργησαν τους λαούς και που κρέμασαν μιαπίστη και μια αγάπη από πάνω  τουςέτσι υπηρέτησαν τη ζωήΕξολοθρευτές είναι εκείνοι που στήνουν παγίδες για τους πολλούς και αποκαλούνται κράτος:κρεμούν ένα σπαθί κι εκατό επιθυμίες από πάνω τους. Όπου υπάρχει ακόμη λαόςδεν καταλαβαίνει το κράτος και το μισεί σαν κακό μάτι και σαν αμαρτία έναντι των ηθών και των δικαιωμάτων».

Τι μας λέει εδώ ο Νίτσε; Πως το κράτος, ως το πιο ψυχρό από όλα τα ψυχρά τέρατα, υπονομεύει την αληθινή ύπαρξη των λαών, ταυτίζοντας τον εαυτό του με την έννοια του λαού. Ετούτη η ταύτιση είναι μια παγίδα για τους λαούς, καθώς το κράτος-καταστροφέας εξολοθρεύει τη δημιουργική τους πνοή και τους μετατρέπει σε μια θλιβερήαυτο-προδομένη μάζα καταπιεσμένων όντων που «εργάζονται» με όλη τους τη «λαϊκουριά» και με περισσό ζήλο για την ευτυχία των καταστροφέων τους. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και στη σημερινή ελλαδική πραγματικότητα: τα πιο αδηφάγα τέρατα της κρατικής μηχανής, όσο πιο αδηφάγα είναι –και μάλιστα με «σοσιαλ-αριστερό» μανδύα–  τόσο πιο φιλολαϊκά εμφανίζονται. Έτσι αποκοιμίζουν τον λαό με ψευδαισθήσεις παραμυθίας, οι οποίες τελικά αποβαίνουν ολέθριες για την ίδια την ύπαρξή του, βιοτική και πολιτισμική. Και είναι τότε που από δημιουργικός λαός γίνεται ένας ξέπνοος στυλοβάτης των πιο αντιδραστικών-σκοταδιστικών δυνάμεων: γίνεται ένα άβουλο κυβερνώμενο res, που γελοιοποιεί με την ίδια του τη συμπεριφορά τα πιο ευγενικά του συναισθήματα.

πηγή: hegel-platon.blogspot.gr

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΧΑΙΛΝΤΕΡΛΙΝ - Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ (ΕΝΑΣ ΥΜΝΟΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ)

$
0
0
Friedrich Hölderlin
                     1770–1843
















 Άρτος και Οίνος:                        
Από τις σκιές στο φως
Προς την ποιητική ανάγνωση               

Στην παρούσα ανάρτηση αναγιγνώσκουμε την τέταρτη ακολουθία από το συνθετικό ποίημα του Χαίλντερλιν: Άρτος και ΟίνοςΤι αξία έχει μια τέτοια ανάγνωση; Την ίδια ακριβώς που έχει ο μεγάλος ποιητής εν γένει ως ποιητής και ο Χαίλντερλιν ειδικότερα ως τέτοιος ποιητής. Έχει, στ’ αλήθεια, την αξία της διάνοιξης –που μόνο η υψηλή ποίηση διασφαλίζει–  προς τις αρχέγονες πηγές της ανθρώπινης ύπαρξης. Όσο θνητήπεπερασμένη είναι, στην καθημερινή της βίωση, η ύπαρξή μας, τόσο αθάνατη, δηλαδή απέραντη, γίνεται στις προοπτικές και τον προορισμό της. Τέτοιες όμως προοπτικές δεν είναι ούτε άμεσα ορατές ούτε ευκολοδιάβατες: είναι δύσβατες, αν όχι άβατες. Προκύπτουν από τη συνάντηση με τον ποιητή. 
Η συνάντηση με τον Χαίλντερλιν προς ένα τέτοιο Δύσβατο μας οδηγεί: μακριά και πέρα από την εύπεπτη ποίηση ως χθαμαλή πολιτιστική διεκπεραίωση, ως επιβράβευση με πολλά κοσμητικά επίθετα της μιας ή της άλλης υποκειμενικότητας, που θέλει να ορίζει την υφιστάμενη πραγματικότητα του ποιείν [=δημιουργείν] και συνάμα να ορίζεται απ’ αυτή ως ο αδιαφιλονίκητος αυθέντης της. Μας οικειώνει με εκείνη τη δυναμική πνοή της ποίησης, που μεταμορφώνει το ποίημα από ένα εργαλειακό αντικείμενο σε ουσιακή πράξη ελευθερίας και εμάς τους αναγνώστες, καθότι διψώντες και πεινώντες, σε αναζητητές της ιδίας ημών αρχέγονης πηγής. 

Η αρχέγονη πηγή μας στο  ποίημα που ακολουθεί είναι η μακάρια Γη των Ελλήνων, η μακάρια Ελλάδα.Και τούτη όχι ως ένας κενός, σχηματικός λόγος, ως βάναυση προγονοπληξία αλλά ως ποιητικός τόπος μιας άλλης σκέψης, ως ένα ιστορικό συμβάν, που εισέρχεται στη ζωή μας ως μια αιφνίδια και άκρως προνομιακή στιγμή αποκάλυψης του Είναι μας: του Άρτου και το Οίνου μας: της ημέρας, του φωτός, και της νύχτας μας, του σκότους της ζωής.

Άρτος και Οίνος:                

Μακάρια Γη  των Ελλήνων! Κατοικία πάντων των Ουρανίων εσύ,
Είναι αλήθεια, λοιπόν, αυτό που κάποτε στη νιότη μας ακούσαμε;
Εορταστικό δώμα! Το δάπεδο είναι θάλασσα! Και τα βουνά  τραπέζια,
Αληθινά για μια γιορτή  μοναδική από παλιά φτιαγμένα!
Αλλά πού τώρα οι θρόνοι; Οι ναοί, και πού οι αμφορείς, 
Πού οι μεστοί από νέκταρ, πού  τα άσματα για των θεών την τέρψη;
Πού, πού λάμπουν άραγε , οι μεγαλεπήβολοι χρησμοί;
Καθεύδουν οι Δελφοίˑ και πού η μεγάλη μοίρα αντηχεί;
Πού είναι η γρήγορη; Πού ξεσπά γεμάτη πανταχού παρούσα ευδαιμονία,
Βροντώντας, από ευφρόσυνο αγέρα εκκινώντας, μπροστά στα μάτια μας;
Πατέρα Αθέρα! Έτσι αντιλάλησε και πέταξε από γλώσσα σε γλώσσα
Χίλιες φορές ο λόγος, κανείς δεν άντεχε μονάχος τη ζωή,
Μοιρασμένο με άλλους τέτοιο αγαθό δίνει χαρά και σαν ανταλλαχθεί, με ξένους,
Γίνεται αγαλλίαση, αυξάνει, καθώς κοιμάται, η δύναμη του λόγου:
Πατέρα! Χαρούμενα! και αντηχεί, όσο γίνεται πιο μακριά, το πανάρχαιο
Σημείο, απ’ τους γονείς κληρονομιά, το στόχο βρίσκοντας προς τα
κάτω εδώ και δημιουργώντας.
Έτσι επι-στρέφουν οι Επουράνιοι, συγκλονιστική βαθιά φτάνει έτσι
μέσα απ’ τις σκιές προς τα κάτω, ανάμεσα στους ανθρώπους, η μέρα τους.   

                         

                   Επί του ποιήματος        

1.      Ο ποιητής οραματίζεται την ευδαίμονα γη των Ελλήνων ως έναν τόπο [=εορταστικό δώμα με δάπεδο τη θάλασσα και τα βουνά τραπέζια], όπου όλα είναι φτιαγμένα για να συντελείται η πνευματική ευωχία, που είναι μοναδική πατρογονική στιγμή ευτυχίας: μοναδικό συμβάν αποκάλυψης του Είναι μας.

2.     Αλλά μια τέτοια ευωχία/ευτυχία δεν είναι συμβατή με τον δικό μας αργό ρυθμό, με τον ράθυμο βηματισμό του μαζικού πολιτισμού. Αυτή η ραθυμία εμποδίζει την έγκαιρη και εσωτερική συμμετοχή μας στην ως άνω ευωχία [=αλλά πού …μπροστά στα μάτια μας]: απώλεια της αποκαλυπτικής δυνατότητας του ανθρώπινου Dasein να βρεθεί στο φωτεινό μονοπάτι προς το Είναι [του]ˑ να βρεθεί πλησίον των θεών.

    3.     Αυτό το Πλησίον, μας λέει ο Χάιντεγκερ, είναι το ίδιον χαρακτηριστικό της Πατρίδας. Όταν είναι μακριά, όταν δηλαδή η φυγή των θεών είναι γεγονός, τότε περισφίγγει ανέκκλητα τη ζωή μας το σιδηρουργείο της επιτηδευμένης γλώσσας του ως άνω μαζικού πολιτισμού: στα ρείθρα της βιοπορείας μας λιμνάζουν τα στυγερά ύδατα του υπολογισμού, του σκοταδισμού, της καταθλιπτικής ερήμωσης.

  4.     Όλα τούτα είναι σήματα ακριβώς της απουσίας του Ιερού. Την υπέρβαση μιας τέτοιας απουσίας αναγγέλλει στη συνέχεια ο ποιητής. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να πορεύεται μονάχος στη ζωή του. Χρειάζεται την εύηχη γλώσσα των θεών, τα σήμαντρα των χρησμών, που μεταφράζουν τη βούληση των θεών για μια ανθρώπινη ζωή με νόημα και προ-οπτική, για ένα δεσμό με τον συμπαντικό ρυθμό της φύσης και του κόσμου [=του Είναι και του γίγνεσθαι], για μια οικείωση των ανθρώπων με τους ανθρώπους και με τους θεούς.

  5.     Το Πλησίον της φυγής των θεών (Χάιντεγκερ) έτσι τείνει να μας αποκαλύπτεται ως επι-στροφή τους (Ein-kehr) μέσα στη ζωή μας: οι άνθρωποι συνειδητοποιούν βαθμιαία πως είναι παρών ο λόγος των θεών, ο αυθεντικά δηλαδή ποιητικός λόγος ως ισόθεος λόγος, στην ερημωμένη  ύπαρξή τουςˑ και όσο το συνειδητοποιούν γίνονται οι ίδιοι δημιουργοί και γράφουν την ιστορία τους ως ιστορία μεγάλων-θείων έργων.

 6.     Πρόκειται καθαρά για την ποιητική διεργασία μεταστοχασμού, όπου το κάθε δημιούργημα καταφάσκεται ως δωρεά των θεών προς τους ανθρώπουςˑ τουτέστι ως μετασχηματιστική πράξη, σε επίπεδο κοινωνικής οντολογίας, του ίδιου του υπαρκτικού Είναι μας. Σ’ αυτά τα θεία έργα, για παράδειγμα, ανήκει και η ποίηση του Χαίλντερλιν, αλλά και όλα τα μεγαλουργήματα της ιστορίας, ας πούμε η αρχαία τραγωδία, η φιλοσοφία, τα έργα του Μπετόβεν κ.λπ.:  Ιδού η μέρα των θεών!

πηγή: hegel - platon.blogspot

ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΕΣ ΒΡΑΧΟΓΡΑΦΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (ΕΩΣ ΚΑΙ 500.000 Π.Χ)

$
0
0
 
                                 Βραχογραφίες στο Παγγαίο

 Μπορεί να μας εντυπωσίασαν  οι  παλιές βραχογραφίες  που  βρέθηκαν  στα Πυρηναία (Ισπανία και Γαλλία), γιατί είχαν  ωραία σχέδια  και χρώματα. Υπολογίστηκε  ότι είναι τουλάχιστον  35.000  ετών.

       Όμως οι βραχογραφίες  που βρέθηκαν στην Ελλάδα  είναι κατά πολλούς  ερευνητές και επιστήμονες  εκατοντάδων χιλιάδων ετών. Μπορεί  να είναι πιο πρωτόγονες, πιο ασαφείς, αλλά  αυτό ακριβώς είναι εκείνο  που μαρτυρεί την παλαιότητά τους.  Οσο νεότερες είναι τόσο πιο μεγαλύτερη τελειότητα εμφανίζουν.

     Οι βραχογραφίες που ανακαλύφθηκαν  κατά καιρούς  στον Ελληνικό χώρο  αποτελούν αδιάψευστες  μαρτυρίες για τους γηγενείς κατοίκους αυτού του τόπου. Κι όσο πιο πρωτόγονες είναι  τόση μεγαλύτερη σημασία έχουν, τόσο  περισσότερο μας  οδηγούν στο  μακραίωνο  παρελθόν.



       
   Βραχογραφία   στο  Παγγαίο


Παγγαίο όρος, Κρυονέρι Καβάλας, 500.000 χρόνια  πριν. Το 1981 σε συνέδριο που έγινε στη Καβάλα οργανωμένο από την "Παύλιο" Εταιρεία Ιστορικών Μελετών και υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού, για τις βραχογραφίες στο Κρυονέρι Καβάλας (καβαλάρηδες, τόξα, ακόντια, ήλιοι και γενικότερα στοιχεία της φύσης,)  συμμετείχε και ο ανθρωπολόγος καθηγητής της Ινδίας Σ.Μ. Μισρά, που κατά τη γνώμη του, μετά από έρευνα που έκανε στην περιοχή τις χρονολογεί στο 500.000 χρόνια π.Χ.

     Σύμφωνα  με την υπάρχουσα βιβλιογραφία για τις βραχογραφίες που βρίσκονται στο χωριό Κρυονέρι Καβάλας, στους πρόποδες του όρους Λεκάνη, απέναντι από το Παγγαίο, στο Φαράγγι του Αγγίτη, κοντά στο σπήλαιο Αλιστράτης Σερρών και στο βορειοδυτικό Παγγαίο, η χρονολογική τους ηλικία προσδιορίζεται από τα μέσα της 1ης χιλιετίας π.Χ. μέχρι το 580.000 π.Χ.

     Συγκεκριμένα κατά τους Ρ. COLLART και CUCREY ( 1975) η ηλικία τους τοποθετείται στο μέσον της 1ης χιλιετίας.

     Ο γεωλόγος καθηγητής μέσης εκπαίδευσης Λ. Χατζηλαζαρίδης σε ανακοινώσεις του τις συγκρίνει με τις αντίστοιχες βραχογραφίες της Ευρώπης στα σπήλαια Αλταμίρα της Ισπανίας, Λασκώ της Γαλλίας και βράχων της Σαχάρας, που εκείνες ξεπερνούν την ηλικία των 15.000 χρόνων και πιστεύει   ότι επειδή εκείνες έχουν χρώματα,  ενώ αυτές είναι σκαλίσματα επάνω σε βράχο, ότι είναι αρχαιότερες.

                      Ο πανάρχαιος ζωδιακός

     Στις  βραχογραφίες  του Παγγαίου  υπάρχει χάραξη του ζωδιακού κύκλου. Το Λιοντάρι   ένα από τα σχέδια που υπάρχουν  χαραγμένα πάνω στο βράχο σε ημικυκλική διάταξη και αποτελούν  έναν πανάρχαιο ζωδιακό. Αυτός ο ζωδιακός ξεκινάει από τους Διδύμους και φθάνει μέχρι τον Τοξότη και ίσως τον Αιγόκερω. Οι Δίδυμοι απεικονίζονται πάνω στον βράχο από δυο μεγαλόπρεπους πολεμιστές με ακόντια κι ασπίδες και σε ορθή γωνία ο ένας με τον άλλο. Μάλιστα του κάθετου πολεμιστή το ακόντιο τελειώνει σε αγκυλωτό σταυρό, γνωστό σύμβολο των Θρακών της περιοχής που συμβόλιζε τον Ήλιο (Απόλλωνα) κατά την αρχαιότητα. Για τους αρχαίους Έλληνες οι Δίδυμοι ήταν οι αδελφοί Κάστωρ και Πολυδεύκης.Ο Κάστωρ στην αρχαιότητα αναφερόταν και με το όνομα Απόλλων ή δωρικά Αππέλων κι o Πολυδεύκης ως Ηρακλής. Στους κλασικούς χρόνους συμβολιζόταν με δυο αστέρια πάνω από ένα πλοίο και για αιώνες εθεωρούντο οι προστάτες των ναυτικών. Αυτό ξεκίνησε από τη συμμετοχή των Διόσκουρων στην Αργοναυτική εκστρατεία. Κατά τη μυθολογία η Αργώ κινδυνεύει σε μια τρικυμία κι ο Ορφέας έπαιξε την λύρα. Ο Απόλλωνας άκουσε τη λύρα του κι η τρικυμία σταμάτησε όταν δυο αστέρια εμφανίστηκαν πάνω από τα κεφάλια των Διόσκουρων. Έτσι για αιώνες οι Διόσκουροι ήταν οι προστάτες των ναυτιλλομένων. Οι Έλληνες όμως και οι Ρωμαίοι επικαλούνταν τους Διόσκουρους και σε στιγμές πολέμου και πολλές φορές ορκίζονταν και σ'αυτούς, ίσως γιατί ο Κάστωρ (Απόλλων) φημιζόταν για την ιππευτική του ικανότητα και ο Πολυδεύκης για τη δύναμη των χεριών του. Τα αρχαιότερα, όμως, ίχνη της λατρείας των Διδύμων βρίσκονται στα μυστήρια της γειτονικής Σαμοθράκης που αναφέρονται ως μεγάλοι Θεοί, Εφέστιοι, Κουρήτες και ουράνιοι Δίδυμοι"....

****   Αστερισμοί, που βρέθηκαν λαξευμένοι πάνω σε βράχια σε διάφορες τοποθεσίες της Ελλάδος, προσελκύοντας πρωτίστως το ενδιαφέρον αρχαιολόγων και δευτερευόντως φιλάρχαιων, που ερεύνησαν γι’ αυτό το σκοπό ορεινές περιοχές, έρχονται να δώσουν τις πρώτες σχετικές πληροφορίες σε ένα ανερχόμενο επιστημονικό πεδίο, την Αρχαιοαστρονομία, έναν κλάδο, που, όπως υποδηλώνει και η ονομασία του, μελετά τις προεκτάσεις και την εφαρμογή της Αστρονομίας σε αρχαίους πολιτισμούς. Σαφώς σε πρώτη φάση απορεί κανείς για τις γνώσεις της Αστρονομίας σε μία εποχή, όπου τα τεχνικά μέσα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα.

     Ένα άλλο σχέδιο, που παρουσιάζει ενδιαφέρον από τις βραχογραφίες του Παγγαίου, είναι ένα σχέδιο   για υπερσύγχρονο διαστημικό όχημα με αποθήκη καυσίμων, ραντάρ, πίνακα ελέγχου, καμπίνα πλοήγησης και πλοηγό. Ένα σχέδιο που έρχεται να στηρίξει τη θεωρία  ότι οι φυλές αυτές των Θρακών (Αρίων) του Παγγαίου είχαν μνήμες από ένα πολιτισμό ανώτερο και εξελιγμένο. Ένα πολιτισμό που ενδεχομένως κάποτε να καταστράφηκε ή να εξαφανίστηκε για λόγους που δεν γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή. Εκείνο, όμως, που δεν μπορούμε να προσπεράσουμε είναι  οι βραχογραφίες   και τα θέματα των σχεδίων τους. Παρόμοια σχέδια έχουν βρεθεί στον αρχαίο πολιτισμό των Μάγια στο Τσιάπας του Μεξικού, όπου ο Ρώσος επιστημονικός συγγραφέας Κατάντσεφ πιστεύει ότι πρόκειται για την αναπαράσταση ενός διαστημικού οχήματος πλήρους με σύστημα αεροπλοήγησης, στροβιλοσυμπιεστή, πίνακα ελέγχου, δεξαμενές, θάλαμο καύσης, τουρμπίνα και εξάτμιση. Παρόμοιο αντικείμενο έχει βρεθεί στο Τοπρακκαλέ της ανατολικής Τουρκίας (χώρος που άλλοτε ζούσε η Αρεία φυλή στους πρόποδες του Αραράτ). Έχει μήκος 22cm, πλάτος 7,5 cm και ύψος 8 cm και ανήκει στη περίοδο της Ουρ (3000 π.Χ.). Είναι βέβαια φανερή η ομοιότητα αυτού του αντικειμένου μ'ένα σύγχρονο μονοθέσιο, διαστημικό όχημα παρόλο που λείπει το κεφάλι του πιλότου. Το αντικείμενο εκτείθεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης....

 Καβάλα, Φίλιπποι,3.000 χρόνια.
                      
          Βραχογραφίες στους  Φιλίππους 
      


Κρυονέρι, ο ζωδιακός

 Oι βραχογραφίες των Φιλίππων, παραστάσεις ζώων, ανθρώπινες μορφές, όπλα, σκηνές κυνηγιού και διάφορα σχήματα,  οι πλουσιότερες και σημαντικότερες που συναντώνται στον ελλαδικό χώρο, αποτελούσαν μέσο έκφρασης και επικοινωνίας των θρακικών φύλων που κατοικούσαν στην περιοχή στο τέλος της εποχής του χαλκού με αρχή της εποχής του σιδήρου, και δεν είχαν συναντήσει ακόμα τη γραφή.
       Η παλαιότητα, ο αριθμός και η θεματική πολυπλοκότητα των βραχογραφιών της περιοχής έχουν κεντρίσει το διεθνές ενδιαφέρον. Kαθηγητές Aρχαιολογίας, ειδικευμένοι σε βραχογραφίες, από την Iταλία και την Πορτογαλία, μαζί με φοιτητές των τμημάτων τους,  επισκέπτονται   τους Φιλίππους και έχουν ξεκινήσει τη συστηματική καταγραφή και μελέτη των στιγμάτων που άφησαν στους βράχους οι κάτοικοι της περιοχής πριν από 3.000 χρόνια.



    
  Βραχογραφίες   στην Αλιστράτη,  Σέρρες (Αγγίτης ποταμός).


    Στο σπήλαιο Αλιστράτης Σερρών στο περίφημο Φαράγγι του ποταμού Αγγίτη   έχουν βρεθεί πολύ σημαντικές  βραχογραφίες με μεγάλη ποικιλία σχεδίων και θεμάτων σχετικών με τις δραστηριότητες των κατοίκων της περιοχής. Οι βραχογραφίες χρονολογούνται στον 5ο και 6ο αι. μ.Χ. Παριστάνουν  ζώα (ελάφια, καμήλες, ιππείς που κρατούν τα ηνία των αλόγων και ακόντια), αλλά και αφηρημένα σχέδια.

Στο Γονικό

     Σε ένα Πομάκικο χωριό του Έβρου,   μετά από το Δέρειο και τη Ρούσσα, το Γονικό, καθοδόν προς το ύψωμα Χίλια, υπάρχουν δυο  βραχογραφίες του 1100 π.Χ., που επιβεβαιώνουν με τις εγχαράξεις τους την παράδοση που θέλει τον Ορφέα να έζησε στην ίδια περιοχή.

     Ανάμεσά τους δεκαπέντε  εγχάρακτα σχέδια,  σκηνές χορού και σκηνές προσευχής καθώς επίσης τα προσφιλή στο Θράκα μύστη πουλιά, αλλά και πολλά άλλα, όπως τα μεγάλα φαλλικά μόρια, απαρτίζουν τον τεράστιο αυτό ζωγραφικό πίνακα, με διαστάσεις πέντε επί πέντε μέτρα. Η πιο εντυπωσιακή εικόνα σε τρεις τουλάχιστον σκηνές, είναι αυτή του σταυρού. Το σημαντικό είναι ότι όλα αυτά  γίνονται 1.500 χρόνια   πριν την υιοθεσία του, από τη Χριστιανική θρησκεία. 

     Οι εν λόγω επιφανειακές – δίπλα στο δρόμο - βραχογραφίες ανακαλύφθηκαν από τον αρχαιολόγο Διαμαντή Τριαντάφυλλο πριν τρεις δεκαετίες, όμως οι Πομάκοι  τις βλέπουν μπροστά τους, εδώ και τρεις χιλιετίες.

Στο σπήλαιο  του Αρχανθρώπου, στα Πετράλωνα Χαλκιδικής  υπάρχουν πολλά τέτοια ευρήματα.

Στην  Εδεσσα  βραχογραφίες και ευρήματα από τα σπήλαια και τον περιβάλλοντα χώρο τους (λίθινα εργαλεία, ακμές, βέλη κλπ.), οδηγούν στην υπόθεση ότι πρώτοι κάτοικοι των Λουτρών, μόνιμοι ή εποχικοί, ήταν οι κάτοικοι των σπηλαίων (τέλος νεολιθικής εποχής – εποχή χαλκού), ενώ η ανακάλυψη οστράκων (θραύσματα κεραμικής) μέσα στα σπηλαιοκαταφύγια μαρτυρούν την κατοίκησή τους από κτηνοτρόφους, κάποια παρελθούσα χρονική περίοδο.

Στην Καστοριά, Δισπηλιό, από  το Γιώργο Χουρμουζιάδη  βρέθηκε  επιγραφή - χάρτης επί πέτρας, 7.200 ετών, Πελασγικής  προέλευσης  που οδηγεί σε  ανατροπή  του   Φοινικισμού.

Σπήλαιο της Καστρίτσας Ιωαννίνων. Την παρουσία του παλαιολιθικού ανθρώπου μαρτυρούν τα λίθινα εργαλεία, που βρέθηκαν στις ανασκαφές που έγιναν στο σπήλαιο της Καστρίτσας. Άλλα ευρήματα από την ίδια θέση και τη θέση Κλειδί στην κοιλάδα του Βοϊδομάτη, βεβαιώνουν τη συνέχιση της κατοίκησης και κατά την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (33.000-8.000π.Χ.). 

Στη Μάνη, Σπήλαιο Αλεπότρυπα Δυρού. Ασημένια κοσμήματα, χάλκινα εγχειρίδια, αλλά και βραχογραφίες και πιθανά σημάδια γραφής της νεολιθικής εποχής περιλαμβάνονται ανάμεσα στα πλούσια ευρήματα των συνεχιζόμενων ανασκαφών.

     Τα πολυπληθή ευρήματα του Νεολιθικού Μουσείου Δυρού  μιλούν για τη  ζωή, τις δραστηριότητες και το υψηλό πνευματικό επίπεδο του ανθρώπου που έζησε εκεί οργανωμένος σε κοινότητα κατά την διάρκεια της 5ης και 4ης χιλιετίας π.Χ.

    Η νεολιθική κοινότητα στο Δυρό αναπτύχθηκε κατά το διάστημα του 5.000 – 3200 π.Χ. (νεότερη και τελική νεολιθική περίοδος).

     Η ζωή της κοινότητας διεκόπηκε  όπως φαίνεται  απότομα γύρω στα 3200 π.Χ. από έναν ισχυρό σεισμό, ο οποίος προκάλεσε κατάρρευση βράχων με αποτέλεσμα να φράξει η είσοδος του σπηλαίου. Οι εγκλωβισμένοι στο σπήλαιο  άνθρωποι πέθαναν από πείνα (όπως μαρτυρούν οι άταφοι σκελετοί), ενώ όσοι βρέθηκαν στο ύπαιθρο, εγκατέλειψαν την περιοχή γιατί στερήθηκαν το πόσιμο νερό που υπήρχε στην λίμνη της Αλεπότρυπας.

Καλαμάκια Μάνης. Ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα σπήλαια είναι αυτό που ανοίγεται στην τοποθεσία «Καλαμάκια», ακριβώς στην είσοδο του όρμου του Οιτύλου.  Το σπήλαιο κατοικήθηκε κατά τη Μέση Παλαιολιθική περίοδο και πιο συγκεκριμένα πριν από 100.000 ως πριν από 40.000 χρόνια περίπου. Εκείνη την περίοδο η  θαλάσσια στάθμη βρισκόταν πολλές δεκάδες μέτρα χαμηλότερα και η ακτή πολύ πιο μακριά από τη σημερινή.

Απήδημα Μάνης. Δύο ανθρώπινα κρανία "ηλικίας" 300.000 ετών - Ο αρχάνθρωπος της Μάνης αποσιωπάται από την επίσημη Ανθρωπολογική επιστήμη. 

    Η ανακάλυψη  των δύο ανθρώπινων κρανίων στο σπήλαιο  αυτό  αποτελεί μία σημαντική τομή στα μέχρι σήμερα στοιχεία της ανθρωπολογικής ιστορίας, που παρόλα αυτά παραμένει προκλητικά θαμμένη κάτω από τις σκόνες των επίπονων εργασιών, όλων εκείνων που υλοποιούν την έρευνα. Τα κρανία ανήκουν στην προγονική μορφή του Homo Neanderthalensis και η ηλικία τους προσεγγίζει τα 300 χιλιάδες χρόνια.

Στην Εύβοια. Στο  σπήλαιο Σκοτεινή στο χωριό Θαρρούνια κοντά στο Αλιβέρι, έγινε  μία σημαντική ανασκαφή, που διήρκεσε 6 χρόνια. Πρόκειται για ένα ορεινό σπήλαιο, στο οποίο βρέθηκαν πολλά ευρήματα της Νεώτερης Νεολιθικής από το 5.300 μέχρι το 330 π.Χ. Μάλιστα κοντά στο σπήλαιο ανασκάφηκε  και ένας οικισμός και ένα μικρό νεκροταφείο.

            
       Αλεπότρυπα  Μάνης                       Φολέγανδρος




     Δισπηλιό


Στην Ανδρο, Στρόφιλα, παράσταση πλοιαρίων 4.500-3.300  π.Χ. Προς το παρόν, οι  βραχογραφίες  του νεολιθικού οικισμού Στρόφιλας της Άνδρου που αποκάλυψε η αρχαιολόγος κ. Xριστίνα Tελεβάντου, κρατούν  σκήπτρο της μοναδικότητας στον ελληνικό χώρο.  

     Στην είσοδο της πύλης  του οικισμού υπάρχει χαραγμένο ένα πλοίο μήκους 30 εκατοστών. Αλλά και άλλα καραβάκια υπάρχουν κατά μήκος του τείχους.   Σε μια δεύτερη βραχογραφία που εντοπίστηκε, κάτω στη ρίζα του τείχους και σε απόσταση 1 μέτρου από αυτό, απεικονίζεται μια σύνθεση με 17 ζώα, ένα γουρουνάκι, διάφορα αιλουροειδή, ελάφια, ημικυκλικά παρουσιασμένα σε δυο σειρές αντικρυστά. Δεν είναι μεγάλα, όπως τα πλοία. Δεν υπερβαίνουν τα 5 εκατοστά το καθένα.  

Στη Νάξο  υπάρχουν  βραχογραφίες της Πρωτοκυκλαδικής II στην Kορφή τ' Aρωνιού. 
Στη Φολέγανδρο υπάρχουν βραχογραφίες.
Στη  Θάσο  βραχογραφίες  ανακαλύφθηκαν στο Καστρί.
Στην Κρήτη, χωριό  Ασφέντο. Η Κρήτη  θεωρείται ότι κατοικήθηκε στο 8.000 π.Χ. ή και λίγο παλαιότερα, εποχή που χρονολογούνται οι βραχογραφίες  που ανακαλύφθηκαν σε σπήλαιο κοντά στο χωριό Ασφέντου Σφακίων και θεωρούνται οι πρώτες γνωστές βραχογραφίες  στο νησί. 

       

***   Κοντά στο σπήλαιο Φράχθι   της Κοιλάδας Ερμιονίδας   υπάρχει  μια βραχογραφία με ένα αιγυπτικό πρόσωπο.  


                        Στις  άλλες χώρες

Μεμονωμένα ευρήματα, γραμμικά σχέδια χαραγμένα σε οστά ελέφαντα, βρέθηκαν  στο  Bilzingsleben της Γερμανίας, όπου έζησε άνθρωπος του τύπου Homo erectus, ανάγουν τις πρώτες εκφράσεις τέχνης πιθανά στην Κατώτερη Παλαιολιθική (600.000-100.000 π.Χ.), όπως και στην Ελλάδα.

     Στην Ευρώπη διατηρήθηκαν  βραχογραφίες  σε  πολυάριθμα σπήλαια των Πυρηναίων, τόσο στη Γαλλία (Lascaux, Niaux, Perle Meche, Chauvet, Cosquer, Les Trois Freres) όσο και στην Ισπανία (Altamira, Tito Bustillo, Covalanas).

    Ως  παλιότερες από τις μέχρι στιγμής γνωστές   εξελιγμένες  βραχογραφίες αναφέρονται αυτές  στο σπήλαιο Chauvet και χρονολογούνται 32.500 χρόνια πριν από σήμερα. Μαμούθ, βίσονες, ταύροι, άγρια άλογα, ελάφια, αλλά, σπανιότερα, και μεγάλα ψάρια, φώκιες και πιγκουίνοι συνθέτουν μαζί με ανθρώπινες φιγούρες σκηνές κυνηγιού με μοναδική ζωντάνια. Οι μορφές είναι χαραγμένες, ανάγλυφες και ζωγραφισμένες στα τοιχώματα των σπηλαίων. Τα χρώματα που χρησιμοποιούνται είναι γαιώδη: κόκκινη ώχρα από αιματίτη, μαύρο από καμένα ξύλα ή κόκαλα ζώων, και τέλος κίτρινο και καφέ από λιμονίτη ή από μίγμα αιματίτη και οξειδίου του μαγγανίου. Η θέση των βραχογραφιών, κατά κανόνα στους σκοτεινούς θαλάμους των σπηλαίων, καθώς και η θεματογραφία τους, οδηγούν στη σύνδεση της τέχνης αυτής με τη διεξαγωγή κάποιων τελετών.

  
Γαλλία, Αβινιόν            Γαλλία,  Cosquer



 
 Γαλλία,  Λασκό              Γαλλία,  Σωβέ


35.000  χρόνια. Στο σπήλαιο Φουμάνε, στη Βερόνα της Ιταλίας, βρέθηκαν βραχογραφίες 35.000 ετών.

21.000 χρόνια.  ΒΑ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ παλαιολιθικά χαράγματα.

20.000 χρόνια. ΙΣΠΑΝΙΑ Ελ Πέντο βραχογραφίες

17.000 χρόνων είναι οι βραχογραφίες  του σπηλαίου  Λασκώ Δυτικής Γαλλίας.  Εκεί οι αρχαιολόγοι βρέθηκαν σε αίθουσες   με τα τοιχώματά τους διακοσμημένα με παραστάσεις με βίσονες και λεοπαρδάλεις και ρινόκερους που καλπάζουν. Χρονολογούνται περίπου στα 17.000-20.000 χρόνια.  Επίσης εντοπίστηκε Ελληνική Γραμμική Γραφή  Β.

15.000   ΑΡΜΕΝΙΑ.  Βραχογραφίες του σκύλου Γκάμπρ.  Κανείς δεν ξέρει πότε ακριβώς εξημερώθηκε ο Γκάμπρ. Είναι όμως εξακριβωμένο ότι ο πρόγονος του σύγχρονου Γκάμπρ έχει ιστορία τουλάχιστον τριών χιλιάδων ετών. Βραχογραφίες που  βρέθηκαν στην Αρμενία και που τοποθετούνται χρονικά στο 15.000 έως το 12.000 π.Χ. αναπαριστούν μια μεγάλη ποικιλία σκύλων και αποτελούν σήμερα την αδιαμφισβήτητη απόδειξη της παρουσίας και εξέλιξης του Γκάμπρ στην Αρμενία.

13.000 χρόνων. Οι  σπηλαιογραφίες της Αλταμίρα στη βορειοδυτική Ισπανία.  

12.000  ΓΑΛΛΙΑ Λα Μαρς. Βραχογραφίες.

5.000 ΣΟΜΑΛΙΑ. Οι ανακαλύψεις έγιναν στη Σομαλιλάνδη (Somaliland), γνωστή και ως "ανύπαρκτη χώρα", αφού μετά τη διακήρυξη ανεξαρτησίας της από τη Σομαλία, το 1991, δεν αναγνωρίστηκε από το σύνολο της Διεθνούς Κοινότητας. Αυτή  περικλείει τμήμα της ερήμου που βρίσκεται στο Κέρας της Αφρικής και έχει έκταση 137.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Στην αρχαιότητα η περιοχή ήταν κατάφυτη και εύφορη και η βασίλισσα της Αιγύπτου Χατσεπσούτ (18η Δυναστεία) την είχε προσαρτήσει στην επικράτειά της.

 Η ανατροπή έγινε όταν μια ομάδα Γάλλων αρχαιολόγων ανακάλυψε εκατόν πενήντα  βραχογραφίες στην περιοχή Λας Τζιλ. Οι εικόνες -διατηρημένες σε άριστη κατάσταση- είναι εξίσου εντυπωσιακές μ'εκείνες που βρέθηκαν στο σπήλαιο Λασκό της Γαλλίας. Τα θέματά τους εντούτοις διαφέρουν από εκείνα που συναντάμε σε προϊστορικές βραχογραφίες που βρέθηκαν στην κοντινή Αιθιοπία.

           
           Ισπανία,   Ελ  Πέντο                               Ισπανία,   Αλταμίρα

3.000 Νότια  Αφρική.  Νέες μετρήσεις των βραχογραφιών στην Ukhahlamba-Drakensberg της Νοτίου Αφρικής με την τελευταία μέθοδο χρονολόγησης (radio-carbon) έδειξε ηλικία 3.000 ετών ανατρέποντας την προηγούμενη έρευνα των βραχογραφιών που είχε γίνει από το βρετανικό πανεπιστήμιο του Newcastle σύμφωνα με την οποία η ηλικία των βραχογραφιών ήταν 1.000 ετών.

    Πρόκειται για παραπάνω από 40.000 βραχογραφίες που πρωτο-ανακαλύφθηκαν από ευρωπαίους πριν από 150 χρόνια, και έγιναν από μία φυλή που κατοίκησε την περιοχή πριν από 8.000 χρόνια περίπου.  
   
     Τα χρώματα των βραχογραφιών είναι κυρίως άσπρο, μαύρο και πορτοκαλί και αναπαριστούν κυρίως ζώα και ανθρώπινες δραστηριότητες.

Οι Λάπωνες, "Σάμις"όπως προτιμούν να λέγονται, είναι κοντοί, με πλατιά πρόσωπα και λευκοκίτρινη όψη. Η γλώσσα τους έχει πολλές κλίσεις και πτώσεις και μοιάζει με την Φινλανδική. Ασχολούνται με τη μαγεία και τη μαντική κι είναι πολύ επιτήδειοι στο σκάλισμα κεράτων από ταράνδους ή κατασκευασμάτων από δέρματα. 

Μια πολύ αξιόλογη μικρή και γνωστή πόλη είναι το Φίνμαρκ που έχει γύρω στις 2.000   βραχογραφίες.  Εκείνο που θαυμάζει κανένας περισσότερο σ’ αυτές είναι η ζωντάνια τους. Παραστάσεις ανθρώπων, ζώων, πουλιών, πλοίων προβάλλουν μπροστά σου και δεν μπορείς να πιστέψεις πως έρχονται από τα βάθη των αιώνων, κουβαλώντας μαζί τους δείγματα πολιτισμού της μακρινής εκείνης εποχής.

    Σήμερα Βραχογραφίες δημιουργούν οι Βουσμάνοι  της Νότιας Αφρικής που χρησιμοποιούν στα έργα τους κόκκινα, κίτρινα και καστανά χρώματα. Τα έργα τους είναι ζωντανά, εκφραστικά και πολυποίκιλα με θέματα παρμένα από σκηνές κυνηγιού και πάλης, χορούς, μαγικές ιεροτελεστίες και μάχες με Κάφρους βοσκούς.

πηγή: koutouzis.gr

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΟΙ ΜΕΤΕΝΣΑΡΚΩΣΕΙΣ ΨΥΧΩΝ (ΚΑΘΟΔΟΙ ΨΥΧΩΝ) ΚΑΙ ΠΟΙΕΣ ΨΥΧΕΣ ΠΕΦΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΛΟΓΙΑ

$
0
0


Ας γίνει αντικείμενο ιδιαίτερης προσοχής η θεμελιώδης διάκριση των αναφορών "κατ'ουσίαν"και "κατά σχέση"των όντων. Η ανθρώπινη ψυχή δεν εισέρχεται ποτέ σε σώμα ζώου όταν λέμε ότι βιώνει "κατά σχέση"την θηριώδη ζωή. Κάτι τέτοιο θα εννοούνταν αν λέγαμε ότι "κατ'ουσίαν"συμβαίνει αυτό, το οποίο δεν ισχύει. 

Στην Πλατωνική «Πολιτεία, 620.a.3 – .d.5» βλέπουμε τον Ηρ,  στο 10ο βιβλίο,  να μας λέγει ότι στο τρίστρατο είδε «μια ψυχή, που κάποτε ήταν του Ορφέα, να διαλέγει τη ζωή του κύκνου, γιατί δεν ήθελε να ξανά γεννηθεί από γυναίκα, εξ αιτίας του μίσους που είχε κατά των γυναικών επειδή τον σκότωσαν. Είδε την ψυχή του θαμύρου να διαλέγει τη ζωή ενός αηδονιού, είδε και έναν κύκνο να αλλάζει τη ζωή του με ανθρώπινη, καθώς και άλλα μουσικά ζώα. Η εικοστή στην σειρά ψυχή διάλεξε τη ζωή λιονταριού. Αυτή ήταν η ψυχή του Τελαμώνιου Αίαντα, που απέφυγε να γίνει άνθρωπος, γιατί θυμόταν την κρίση των όπλων. Ύστερα από αυτή ήλθε η ψυχή του Αγαμέμνονα. Και αυτή από το μίσος της κατά του ανθρώπινου γένους για τα όσα έπαθε, άλλαξε την ανθρώπινη ζωή με τη ζωή του αετού. Στην μέση είχε κληρώσει η ψυχή της Αταλάντης, που άμα είδε μεγάλες τιμές ενός ανθρώπου αθλητού, δεν μπόρεσε να προσπεράσει αδιάφορη, και τις πήρε. 

Ύστερα από αυτή είδε την ψυχή του Επειού, γιού του Πανοπέως, να παίρνει τη φύση μίας άξιας τεχνίτριας γυναίκας. Πολύ μακριά ανάμεσα στις τελευταίες είδε την ψυχή του γελωτοποιού Θερσίτου να ενδύεται την ζωή ενός πιθήκου. Κατά τύχη πέρασε και η ψυχή του Οδυσσέως, που της είχε πέσει ο τελευταίος κλήρος για να εκλέξει, και από την ανάμνηση των βασάνων που πέρασε στη γη, είχε περιορίσει υπερβολικά τη φιλοτιμία (φιλοδοξία) της, και για αυτό γύριζε για πολύ ώρα και ζητούσε να βρει ζωή ενός ανθρώπου απράγμονος και ιδιώτη, και μόλις και μετά βίας την βρήκε κάπου περιφρονημένη από όλες τις άλλες ψυχές. Άμα την είδε φώναξε πως θα έκανε την ίδια επιλογή, και αν ακόμα είχε τον πρώτο κλήρο, και την πήρε  με όλη της την ευχαρίστηση. Και από τα άλλα θηρία το ίδιο, άλλαζα τη ζωή τους με ανθρώπινη ή και μεταξύ τους, τα άδικα έπαιρναν τη ζωή των άγριων, ενώ τα δίκαια έπαιρναν τη ζωή των ήμερων ζώων, και γενικά γινόταν μεταξύ τους κάθε είδους ανάμιξη. 

 ἰδεῖν μὲν γὰρ ψυχὴν ἔφη τήν ποτε Ὀρφέως γενομένην κύκνου βίον αἱρουμένην, μίσει τοῦ γυναικείου γένους διὰ τὸν ὑπ᾽ ἐκείνων θάνατον οὐκ ἐθέλουσαν ἐν γυναικὶ γεννηθεῖσαν γενέσθαι· ἰδεῖν δὲ τὴν Θαμύρου   ἀηδόνος ἑλομένην· ἰδεῖν δὲ καὶ κύκνον μεταβάλλοντα εἰς ἀνθρωπίνου βίου αἵρεσιν, καὶ ἄλλα ζῷα μουσικὰ ὡσαύτως. εἰκοστὴν δὲ λαχοῦσαν ψυχὴν ἑλέσθαι λέοντος βίον· εἶναι δὲ τὴν Αἴαντος τοῦ Τελαμωνίου, φεύγουσαν ἄνθρωπον γενέσθαι, μεμνημένην τῆς τῶν ὅπλων κρίσεως. τὴν δ᾽ ἐπὶ τούτῳ Ἀγαμέμνονος· ἔχθρᾳ δὲ καὶ ταύτην τοῦ ἀνθρωπίνου γένους διὰ τὰ πάθη ἀετοῦ διαλλάξαι βίον. ἐν μέσοις δὲ λαχοῦσαν τὴν Ἀταλάντης ψυχήν, κατιδοῦσαν μεγάλας τιμὰς ἀθλητοῦ ἀνδρός, οὐ δύνασθαι παρελθεῖν, ἀλλὰ λαβεῖν. μετὰ δὲ ταύτην ἰδεῖν τὴν Ἐπειοῦ τοῦ Πανοπέως εἰς τεχνικῆς γυναικὸς ἰοῦσαν φύσιν· πόρρω δ᾽ ἐν ὑστάτοις ἰδεῖν τὴν τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου πίθηκον ἐνδυομένην. κατὰ τύχην δὲ τὴν Ὀδυσσέως λαχοῦσαν πασῶν ὑστάτην αἱρησομένην ἰέναι, μνήμῃ δὲ τῶν προτέρων πόνων φιλοτιμίας λελωφηκυῖαν ζητεῖν περιιοῦσαν χρόνον πολὺν βίον ἀνδρὸς ἰδιώτου ἀπράγμονος, καὶ μόγις εὑρεῖν κείμενόν που καὶ παρημελημένον ὑπὸ τῶν ἄλλων, καὶ εἰπεῖν ἰδοῦσαν ὅτι τὰ αὐτὰ ἂν ἔπραξεν καὶ πρώτη λαχοῦσα, καὶ ἁσμένην ἑλέσθαι. καὶ ἐκ τῶν ἄλλων δὴ θηρίων ὡσαύτως εἰς ἀνθρώπους ἰέναι καὶ εἰς ἄλληλα, τὰ μὲν ἄδικα εἰς τὰ ἄγρια, τὰ δὲ δίκαια εἰς τὰ ἥμερα μεταβάλλοντα, καὶ πάσας μείξεις μείγνυσθαι».

Το παραπάνω απόσπασμα του πλατωνικού κειμένου της «Πολιτείας» είναι ένα από εκείνα τα χωρία που έχουν παραποιηθεί σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα όχι απλά την μη κατανόησή του αλλά και δημιουργία εσφαλμένων συμπερασμάτων.

Δεν θα σταθούμε στην πραγματική εξήγηση και κατανόησή του στο σύνολό του αυτού χωρίου, άλλωστε θα απαιτούνταν πολύ μεγαλύτερη ανάλυση από μέρους μας, παρά μονάχα στο σημαντικότερο σημείο της εσφαλμένη εντυπώσεως ότι οι ανθρώπινες ψυχές ενσαρκώνονται και σε ζώα! Κάτι που είναι παντελώς εσφαλμένο!!

Ας δούμε όμως πως έχουν τα πράγματα, ποια είναι η πραγματική εξήγηση του επίμαχου χωρίου της πλατωνικής «Πολιτείας».

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 309.30 – 316.29», σύμφωνα με την απόφανση του Πλάτωνα, η ψυχή μεταβαίνει σε άλογα ζώα λόγω της ομοιότητας της ζωής, αλλά «οὐκ ἐνοικίζεσθαι τοῖς σώμασιν αὐτῶν» (οι φυσικές συγκροτήσεις τους αντιτίθενται σε μία τέτοια κατάταξη), παρά βρίσκεται εκεί στην βάση ενός συσχετισμού μόνο προς τη ζωή της ψυχής των ζώων εκείνων, εμψυχώνοντας το σώμα που της ταιριάζει, χωρίς να χρειάζεται επιπλέον την ανθρώπινη ψυχή.

Επίσης κάθε είδους ψυχή συνδέεται με το σώμα κατά τον άμεσο τρόπο που επηρεάζεται καθεμία και ο οποίος συμπαρασύρει το περίβλημα της ψυχής προς τη δική του ζωή και ορμή. Αυτό το βεβαίωσε ικανοποιητικά και ο μέγας Πλωτίνος. Έχουμε λοιπόν στοιχεία και από το ένα και από το άλλο, και αυτού του είδους είναι ο δεσμός που μας συνδέει με τα άλογα ζώα, και είναι μεν ένας τρόπος του πάσχειν, με φυσική συνάφεια, όμως προς εκείνα με τα οποία συνδεόμαστε (διότι και προκειμένου για τα ζώα επικρατεί άλλος κάθε φορά τρόπος, και το ίδιο προκειμένου για τους ανθρώπους. Αυτό που επικράτησε σε εμάς συνδέει με αυτό που επικρατεί σε εκείνα), και επίσης με τον τρόπο αυτό γίνεται η σύνδεση τους και διαμορφώνεται σύμφωνα με μια μορφή ζωής «εν σχέσει». 

Διότι η ψυχή μας υπάρχει μέσα μας προφανώς «εν κατατάξει», και το ίδιο στα άλογα ζώα η ψυχή που υπάρχει σε αυτά. Και η ψυχή που υπάρχει σε εμάς συνδέεται «εν σχέσει» με την ψυχή που υπάρχει στα άλογα ζώα και εμψυχώνει το άλογο πλάσμα ερχόμενη από έξω, κατά τρόπο συσχετικό. Πραγματικά, η ψυχή εισέρχεται επίσης και σε δαίμονες και στους θεούς και μπορεί να γίνει όχι δαίμων καθαυτό ούτε θεός καθαυτό, αλλά δαίμων και θεός κατά σχέση, όπου δεν υπάρχει ύπαρξη (ουσία) πρέπουσα σε δαίμονες και θεούς. Διότι φαίνεται, κατά τις πορείες της και προς τα πάνω και προς τα κάτω, να γίνεται τα πάντα κατά τρόπο συσχετικό, και τα πριν από αυτή και τα μετά από αυτή, και συμφύεται με τα πάντα. Διότι πραγματικά σύμφωνα με τον Σωκράτη της πλατωνικής «Πολιτείας, 618.b» «δεν υπάρχει τάξη της ψυχής» μέσα στα είδη της ζωής, αλλά αυτή μετακινείται και προς τις κατευθύνσεις, και μέχρι τ’αγαθό και μέχρι τον Τάρταρο, και γίνεται δαιμόνια και θεϊκή αφενός λόγω του νου και αυτού που βρίσκεται πάνω από τον νου, και αφετέρου εξαιτίας της άλογης επιθυμίας και γνώσης γίνεται ένα διαφορετικό κάθε φορά άλογο ζώο.

Το ότι και ο Πλάτων δεν εγκαθιστά την ψυχή μας μέσα στα σώματα των άλογων ζώων αλλά σε αυτά που ήδη υπάρχουν ως άλλα ζωντανά πλάσματα το δηλώνει και στο σημείο αυτό λέγοντας ότι η ψυχή εισχώρησε μέσα σε κύκνο, η άλλη σε αηδόνι, η άλλη σε αετό, η άλλη σε λιοντάρι, ενώ η άλλη ενδύθηκε τη μορφή πιθήκου εντελώς γελοίου, χωρίς ωστόσο να ενδύεται σώματα των ζώων αυτών (διότι τα «κύκνος», «λιοντάρι» ή «πίθηκος» δεν δηλώνουν σώματα, αλλά ούτε για το σύνθετο από ψυχή και σώμα πρέπει να κάνουμε λόγο). Το δηλώνει επίσης στην περίπτωση του άντρα που μετακινείται σε είδος ζωής γυναίκας, όπου δεν λέει ότι κατευθύνεται σε γυναίκα, υπό την έννοια ότι η ψυχή αυτή δημιούργησε τούτη την εμψύχωση κατά σχέση, όπως οι άλλες ψυχές προηγουμένως, αλλά «στην φύση γυναίκας εργάτριας». Και είναι σαφές ότι η φύση είναι η έσχατη ζωή του σώματος. Σε αυτή λοιπόν τη φύση έρχεται, τη δημιουργημένη από το σύμπαν, και ενδύεται όχι ζωντανό πλάσμα (διότι αυτή είναι που το κάνει ζωντανό πλάσμα αλλά σώμα φυσικό).

Συνοψίζοντας λοιπόν λέμε ότι η ψυχή είναι δυνατόν να εισχωρήσει και σε άλογα ζώα και από τα άλογα ζώα στον άνθρωπο, καθώς δεν πραγματοποιεί τη μετάβαση αυτή κάθε ψυχή μέσα σε άλογο ζώο αλλά μόνο ανθρώπινη ψυχή. Υπό την έννοια αυτή και ο Σωκράτης του πλατωνικού «Φαίδρου, 249.b» προσδιόρισε σαφέστατα ότι «από ένα θηρίο που κάποτε ήταν άνθρωπος η ψυχή πέρασε πάλι σε άνθρωπο». Δεδομένου λοιπόν ότι υπάρχουν δύο μορφές εμψύχωσης του άλογου ζώου, η μία υπό την έννοια της κατάταξης και η άλλη κατά σχέση, μόνο η ψυχή που εμψυχώνει το άλογο ζώο κατά σχέση μεταβαίνει σε άνθρωπο και γίνεται πάλι άνθρωπος. Και ότι οι παρακάμψεις που πραγματοποιούν οι ψυχές δεν συνδέονται με εκείνες που ήρθαν πρόσφατα από τον ουρανό. «υπάρχει νόμος να μην εμφυτευτεί» η ψυχή «σε φύση θηρίου κατά την πρώτη γένεση», σύμφωνα με τον Σωκράτη του πλατωνικού «Φαίδρου, 248.d», και μόνο η ψυχή που κάνει λάθος έρχεται διαδοχικά σε ένα τέτοιο τρόπο εμψύχωσης. Πραγματικά , δεν επιτρέπεται να συνδέσει αμέσως τη νοητική ζωή με τη ζωή που ταιριάζει σε θηρίο, αλλά με την μεσολάβηση μόνο της ζωής που χρησιμοποιεί μια λογική ανώτερη ή κατώτερη, η οποία.

Βέβαια ότι όλα αυτά που λέει ο Πλάτων είναι γεμάτα από παραδοξότητα για εκείνους που τα προσεγγίζουν με απερισκεψία. Το ότι δηλ. εγκαθιστά τις ψυχές των θεϊκών και των ηρωικών αντρών μέσα σε άλογα ζώα δεν παραλείπει καμία υπερβολή σε σχέση με την εσφαλμένη εντύπωση των εν λόγω ζητημάτων. Ωστόσο όμως ο Πλάτων δεν σκέφτεται για τα ζητήματα με τον τρόπο που τα αποδίδει ο μύθος. Άλλωστε και αυτά που λέει ο Σωκράτης στην «Απολογία, 41.a» φανερώνουν ότι εκτιμά ιδιαίτερα το ότι στον Άδη θα βρεθεί μαζί με ανθρώπους όπως ο Ορφέας, ο Μουσαίος και ο Αίας. Διότι γνώριζε ότι και τα Ελευσίνια μυστήρια υμνούν εκείνον που αποκάλυψε τις αγιότατες τελετές.

Πώς είναι, άλλωστε, λογικό τη στιγμή που τέτοιες σκέψεις έχει για τους ανθρώπους αυτούς, να ρίχνει καταπάνω τους τόσα τραγικά στοιχεία ή να δίνει πίστη στον Ηρ που έχει τέτοιες σκέψεις για την τύχη τους αντίθετα προς το τέλος τους; Πως θα μπορούσε όμως κάποιος να διασχίσει ένα τόσο μεγάλο πέλαγος μυθοπλασιών;

Οι κύκνοι και τα αηδόνια έρχονται από το μέρος των ψυχών οι οποίες κατέχονται από τις Μούσες, ενώ οι αετοί και οι λέοντες από τις ψυχές των ηρώων. Και όλα αυτά στο έργο όπου κραυγάζει εναντίον των ποιητών οι οποίοι παρουσίασαν τους ήρωες να μην είναι καθόλου υπέρτεροι από τους κοινούς ανθρώπους αλλά να εμπλέκονται στα ίδια πάθη. Και ύστερα αυτός που τα στρεφόμενα περί το σώμα πάθη των ηρωικών ψυχών τα εξοβελίζει πέρα από το σώμα, εγκαθιστά εξαιτίας των παθών τις ψυχές μέσα στα άλογα ζώα;

Για να φανούμε λοιπόν ευγενείς και με τον μύθο και να κατανοήσουμε ορθά αυτά που θέλει να πλάσει, αλλά και για να απαλλάξουμε τον Πλάτωνα από τους βλάσφημους λόγους που από μη κατανόηση νομίζουν πολύ ότι λέει εις βάρους των ηρώων, θα πούμε ότι μέσα από τούτες τις μυθοπλασίες δεν έχει την πρόθεση αυτές ακριβώς τις ψυχές των ηρώων, των οποίων κάνει τώρα μνεία, να τις διασκορπίσει σε άλογα ζώα αλλά ότι μέσω των ονομάτων αυτών υπαινίσσεται άλλες μορφές ζωών, ονομάτων ταιριαστών μεν με αυτούς τους οποίους κατονομάζουν αλλά που με την προσθήκη κάποιων παθών τους αποδίδουν χωρίς ομοιότητα και εκπίπτουν σε έλλειψη λογική που εξομοιώνεται, μέσα από έναν τρόπο άλογο, με τις μορφές εκείνων. Επί παραδείγματι, από τη ζωή του Ορφέα και του Θύμαρη ο Πλάτων δείχνει μια ζωή απόλυτα μουσική η οποία παρά ταύτα, εξαιτίας κάποιου άλογου πάθους, μίσους φερ’ ειπείν ή φθόνου ή κάποιου άλλου παρόμοιου, εκπίπτει σε κάποιο μουσικό ζώο, το οποίο, στον βαθμό που είναι μουσικό, συγγενεύει προς την ανθρώπινη μουσική, αλλά στον βαθμό που είναι άλογο, αποτελεί την υποδοχή της ψυχής που εξαιτίας κάποιου πάθους έγινε άλογη. Πραγματικά, η προσθήκη του πάθους αυτού παρουσίασε την ψυχή οικεία με την αλογία.

Το ότι αυτά είναι όντως έτσι το συμπεραίνει κάποιος από το ό,τι και στον «Γοργία, 523.e» ο Σωκράτης λέει ότι στον Άδη είναι εγκατεστημένοι ως δικαστές των ψυχών άνθρωποι σαν τον Μίνωα, τον Αιακό και τον Ραδάμανθυ, θέλοντας μέσω αυτών να δηλώσει δικαστικές μορφές του ζην. Αλλιώς πως, ενώ οι ήρωες αυτοί ζούσαν ακόμη την ζωή τους, οι ψυχές πήγαιναν στον Άδη και εμπλέκονταν με τις δίκες; Από αυτά και τα ανάλογα τους νομίζω πως είναι πασίδηλο ότι ο Πλάτων χρησιμοποιεί στους μύθους τα ονόματα των ηρώων σε ένδειξη των μορφών εν γένει του ζην, με βάση τα οποία οι ήρωες έζησαν πρωταρχικά τη ζωή τους, και για τον λόγο αυτό χρησιμοποιεί στο «Γοργία» τις δικαστικές ψυχές στην θέση των κάθε λογής δικαστικών τάξεων, θεϊκών και δαιμονίων, από τις οποίες ψυχές οι κοινωνοί των φιλοσοφικών λόγων μαθαίνουν τα ζητήματα που δεν γνωρίζουν, και ότι ο Πλάτων μας διδάσκει μέσω των επιμέρους και κατά σχέση δικαστών αντί μέσω των καθολικών και κατ’ ουσία

Εδώ για τον ίδιο σκοπό χρησιμοποιεί τις μουσικές ψυχές στην θέση των όμοιων μέσα στο σύμπαν μουσικών ψυχών, αυτές που είναι γνωστές στη θέση εκείνων που είναι άγνωστες στην θέση εκείνων που είναι άγνωστες, αυτές που είναι απαλλαγμένες από πάθη στη θέση εκείνων που είναι γεμάτες πάθη. Αν ο Ηρ μιλούσε καθαρά για όσα δηλώνει υπαινικτικά, θα έλεγε ότι «είδε μια ψυχή σαν του Ορφέα, μία ψυχή σαν του Θάμυρη» σαν να εισέρχονται εξαιτίας κάποιου πάθους σε κύκνους και σε αηδόνια. Και τι πράγμα είναι το πάθος αυτό το δείχνει μέσω της μίας από τις δύο τούτες ψυχές, λέγοντας «από μίσος για το γυναικείο γένος». Για να μην συμβεί να γεννηθεί μέσα σε γυναίκα στην περίπτωση που επέλεγε ανθρώπινο είδος ζωής, εξαιτίας κάποιου μίσους μετακινήθηκε προς τον κύκνο, δεδομένου ότι και από την μουσική δεν μπορούσε να απαλλαχτεί και το ανθρώπινο γένος ήθελε να  αποφύγει. Ο Θάμυρης εξάλλου ήταν και αυτός μουσικός, αλλά εξαιτίας του ανταγωνισμού του με τις Μούσες τυφλώθηκε. Με άλλα λόγια λοιπόν, η ψυχή που δηλώνεται μέσω αυτού, που είναι μεν μουσική αλλά υπέρμετρα φιλότιμη (φιλόδοξη), έσπευσε προς τα αηδόνια, «που σκορπίζουν τη γεμάτη από ποικίλους ήχους φωνή τους», που περνούν  τις νύχτες τραγουδώντας και υπερηφανεύονται για τις πολύμορφες και αρμονικές φωνές τους. 

Ο Πλάτων φαίνεται να χρησιμοποιεί μέρος από τον μύθο του Ορφέα, επειδή αυτός δηλώνει ότι η μουσική του διαφέρει από την εκθηλυσμένη και πραγματικά χαλαρή – διότι η ένθεος, παρότι οι άνθρωποι μετά τον θάνατο του μετείχαν στην μουσική του κατά τρόπο διαιρεμένο (το οποίο οι μύθοι δηλώνουν με τον διαμελισμό του), ενώ το κύριο μέρος της το δέχτηκε η Λέσβος (αυτό που επονομάστηκε «κεφαλή του Ορφέως»), εξ ου και πήρε το όνομά τη  η Λέσβια Μούσα και η έκφραση «μετά τον Λέσβιο αοιδό» έγινε παροιμιακή -, χρησιμοποιώντας λοιπόν μέρος του μύθου αυτού ο Πλάτων, στην θέση της υποτίμησης των εκθηλυσμένων μελωδιών έβαλε την απέχθεια προς το γυναικείο γένος συνολικά, παρουσιάζοντας τη μουσική ψυχή γεμάτη πάθος ενάντια στην ανθρώπινη φύση και ζωή, και έκανε το είδος αυτή της ψυχής συνολικά, ακόμα κι αν ήταν μουσική, να μετακινηθεί προς την αλογία, που δεν ήταν ούτε έξω από τη μουσική αφού η ψυχή αρνιόταν να εισέλθει στο ανθρώπινο γένος. Επομένως, ούτε το μουσικό είδος σώζει την ψυχή αν αυτή δεν είναι απρόσβλητη από τα πάθη, αλλά όπως ακριβώς το ερωτικό είδος ζωής, έτσι και αυτό ανυψώνει την ψυχή συνοδευόμενη από τη φιλοσοφία. Και αν το πάθος αναμειχθεί κάπως με αυτό, συνδέει με τα άλογα μουσικά ζώα.

Αυτά λοιπόν για τις ανθρώπινες ψυχές που είναι μεν μουσικές, όχι όμως χωρίς πάθος, που εκδηλώνουν αποστροφή προς την ανθρώπινη φύση. Διότι οι ψυχές που δεν εννοούν να πέσουν στην αλογία χρειάζονται, όπως φαίνεται, ζωή ασυσχέτιστη προς τα πάθη. Αν μάλιστα και ο κύκνος και ο κύκνος μετακινούνταν προς το ανθρώπινο είδος ζωής, ή και άλλα μουσικά ζώα, τα οποία άλλωστε είναι πολλά, είναι ολοφάνερο ότι μέσα τους υπήρχαν ψυχές ανθρώπινες που από τα κατώτερα ενδιαιτήματα τους αποκαθίστανται πάλι στην εαυτών τάξη. «Διότι η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα», λέει ο Σωκράτης του πλατωνικού «Φαίδρου, 249.b» χωρίς να προκαλεί τη μετοικεσία κάθε ενυπάρχουσας στα άλογα ζωής στους ανθρώπους, αλλά μόνο αυτής που αρχικά ήταν ανθρώπινη και εξέπεσε στην αλογία. Εδώ λοιπόν πρόκειται για μεταβάσεις μουσικών ψυχών από όντα λογικά προς όντα άλογα, και πάλι από άλογα σε λογικά. Και είναι φανερό ότι, αν η επικράτηση της λογικής είναι αυτή που προκαλεί τη μετάβαση σε άνθρωπο, η πλησμονή του πάθους είναι αυτή που ωθεί προς την αλογία. Ας πούμε λοιπόν ότι κάθε μουσική ψυχή είναι κάποιου Ορφέα ή κάποιου Θάμυρη, και παίρνει την ονομασία της από τους κατεξοχήν μουσικούς. Ωστόσο πάθος άμουσο και αφιλόσοφον είναι το αίτιο για την πορεία προς τα άλογα ζώα.

Επειδή όμως υπάρχουν δύο είδη μουσικής, η ένθεη και η ανθρώπινη, όπου τη μια μπορούμε να την αναγνωρίσουμε στην περίπτωση του Ορφέα και την άλλη στην περίπτωση του Θάμυρη (ο πρώτος άλλωστε είναι γιός της Καλλιόπης λόγω της θεϊκής έμπνευσης από τη Μούσα, και ο δεύτερος τυφλώθηκε από τις Μούσες επειδή η ανθρώπινη μουσική θέλησε να παραβγεί με την θεϊκή), αν η μία ή η άλλη αμαυρωθεί από κάποιο πάθος, οδηγεί στην αλογία τις ψυχές που χρησιμοποιούν είτε την ένθεη είτε την ανθρώπινη μουσική. Χωρίς την Φιλοσοφία ακόμα και αυτά που είναι δαιμόνια δεν μπορούν να σώσουν τις ψυχές (διότι μόνον η φιλοσοφία προξενεί την απαθή ζωή), εννοώ και το μουσικό και το ερωτικό αλλά και κάθε άλλο είδος ζωής αν έχει συμμετοχή στο πάθος είναι από τη φύση τέτοιο ώστε να συνδέει με την αλογία. Πραγματικά, κανένα άλογο ον δεν μπορεί να επιδοθεί στο φιλοσοφείν, τη φυσική μουσική όμως μπορεί να δεις να την ασκούνε και τα άλογα πλάσματα, και υπερηφανεύονται για την μουσική τους πολύ περισσότερο τέτοια πλάσματα παρά άνθρωποι. Διότι και εκείνα μετέχουν στην αίσθηση, ενώ η μουσική και η ερωτική ζωή χρησιμοποιούν τις κορυφαίες των αισθήσεων. Η Φιλοσοφία αντίθετα, από παλιά, καταδικάζει κάθε αίσθηση, κρίνοντας και αποδεικνύοντας ότι τίποτε ακριβές δεν ακούμε και τίποτα το ακριβές δεν βλέπουμε, και μας πείθει να τοποθετούμε ως μοναδικό οδηγό μας τον Λόγο και τον νου. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτή και μόνο μας ελευθερώνει από τις οδούς που οδηγούν στην αλογία.

Εδώ σε αυτό το σημείο δεν θα προβούμε σε εξήγηση του τι είναι οι υπόλοιπες ζωές, αν και θα μπορούσαμε, θα αφήσουμε, τον μελετητή να προβεί ο ίδιος σε αυτή την διαδικασία. Όμως θα αναφέρουμε το εξής :

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 319.10 – 320.5», σε όλες τις περιπτώσεις ο μύθος ακολουθεί την ίδια μέθοδο που αναφέραμε, λαμβάνοντας τα είδη της ζωής από τις ηρωικές ψυχές, προσθέτοντας τα ηθικά χαρακτηριστικά από την ιστορία. Αν λοιπόν ανάμεσα στις ψυχές αυτές άλλες, μετά την έξοδο τους από τα σώματα, είναι ελεύθερες να έχουν μια ζωή ανεξάρτητη από τον γένεση (γίγνεσθαι), και άλλες, που έχουν βέβαια παρόμοιο με τις προηγούμενες είδος ζωής αλλά εμπλέκονται σε πάθη, εγκαθίστανται σε αντίστοιχα άλογα ζώα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο εν λόγω μύθος σχεδόν κραυγάζει : «οι ψυχές, αυτά που φαίνονται ως αγαθά μην στα συνδυάζεται με πάθη. Αυτό θα σας οδηγήσει στην αλογία, στην οποία ανήκουν τούτα σύμφωνα με τη φύση τους και την ανάμειξή τους με τα πάθη. Για παράδειγμα, θα οδηγήσει τον μουσικό σε άλογη μουσική, τον ανδρείο σε άλογη ανδρεία, τον βασιλικό σε άλογη βασιλεία, και θα δημιουργήσει κύκνους, λέοντες και αετούς. Διότι τα χαρακτηριστικά αυτά μπορούν να συνδυάζουν και άλογο και λογικό χαρακτήρα, και αυτό που δημιουργεί την άλογη κατάσταση είναι η εμπαθής ζωή ενώ αυτό που δημιουργεί την ανθρώπινη κατάσταση είναι η απαθής ζωή».

Βέβαια δεν θα παραλείψουμε να πούμε ότι :

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368], 330.20 – 341.6», μας λέγει ότι δεν θα βρούμε τον Πλάτωνα σε κανένα σημείο να διακρίνει με σαφήνεια μεταξύ τους τις ψυχές που πέφτουν και τις ψυχές που δεν πέφτουν στην αλογία, αλλά όλως αντιθέτως να δείχνει ότι είναι της άποψης πως το πάθος αυτό το υφίστανται όλες οι ψυχές. Πραγματικά, στον «Τίμαιο, 42.c», όταν ο δημιουργός ανακοινώνει προς όλες τις ψυχές τους ειμαρμένους νόμους, λέει ότι η σφαλερή ψυχή θα φτάσει και στην φύση του θηρίου, χωρίς να κάνει διάκριση ότι αυτό είναι κάτι που ταιριάζει σε συγκεκριμένες ψυχές και όχι σε όλες. Στον «Φαίδρο, 249.a» επίσης λέει ότι η φιλοσοφίσασα ψυχή θα επανέλθει στην πρότερη κατάσταση της αφού επιλέξει το φιλοσοφικό είδος ζωής τρείς συνεχόμενες φορές, ενώ οι άλλες, μετά την πρώτη τους ζωή, κινούνται και πέφτουν σε άλογα ζώα, και αποδίδει την πτώση αυτή όχι στο γένος των ψυχών αλλά στο είδος της ζωής, με την σκέψη ότι και αυτή που επέλεξε το φιλοσοφικό είδος ζωής, αν δεν φιλοσοφήσει αδόλως (γνησίως), δεν απαλλάσσεται από το να υποστεί ότι και ακριβώς και οι άλλες ψυχές. Και στον μύθο  (Πολιτεία, 618.b) λέει ότι «δεν υπάρχει ποιοτική κατάταξη της ψυχής» επειδή επιλέγει άλλο είδος ζωής, χωρίς και στο σημείο αυτό να αναφέρεται στη ψυχή κάποιου συγκεκριμένου αλλά στην ψυχή γενικά. Από όλα αυτά επομένως καταλαβαίνουμε ότι ο Πλάτων δεν απαλλάσσει καμία ψυχή από το να υποστεί τη μεταβολή του είδους αυτού.

Αν πάλι θεωρεί πραγματικά ότι οι ηρωικές ψυχές διαφοροποιούνται κατ’ ουσίαν σε σχέση με τις λεγόμενες ανθρώπινες, είναι δυνατόν να υποθέσουμε ότι κατεβάζει τις ψυχές αυτές μόνο μέχρι τους ανθρώπους, όπως ακριβώς τις ανθρώπινες τις κατεβάζει μέχρι τα θηρία. Ότι και αυτό είναι σύμφωνο με τον Πλάτωνα θα μπορούσε να το καταλάβει κάποιος και από αυτά που λέει στην «Πολιτεία, 391.d+» αντικρούοντας τους μυθοπλάστες που τους επικρίνει διότι παρουσιάζουν τους ήρωες σαν να μην είναι καθόλου καλύτεροι από τους ανθρώπους και αποδίδουν στους ήρωες πάθη που ταιριάζουν σε ανθρώπους. Επίσης και από αυτά που λέγονται στον «Κρατύλο, 397.d» όπου τοποθετεί το γένος των ηρώων ως ενδιάμεσο μεταξύ δαιμόνων και ανθρώπων, υποστηρίζοντας ότι όπως οι δαίμονες υπερέχουν των ηρώων κατ’ ουσίαν, έτσι θεωρεί και τους ήρωες ως υψηλότερους των ανθρώπων. Και πέρα από αυτά, θα το καταλάβαινες και από όσα ορίζει στους «Νόμους, 717.b» όπου ενθαρρύνει τους τροφίμους του να τιμούν και τα τέκνα των θεών με τα ίδια ιερά (ιεροτελεστίες) και θυσίες που προσφέρουν στους θεούς και τους δαίμονες, κατατάσσοντας κατά σειρά τους θεούς, τους δαίμονες, τους ήρωες και τους ανθρώπους με τις ξεχωριστές όσιες/ιερές τελετές, και θέτει τέσσερα γένη ψυχών, το θεϊκό, το δαιμόνιο, το ηρωικό και το ανθρώπινο, σύμφωνα ακριβώς και με τους προσδιορισμούς του «Κρατύλου» όπου ερμηνεύει τις ονομασίες τους. Αν στρέψει δε κανείς το βλέμμα σε όλα τα παραπάνω και τα παρόμοια, που είναι πολλά, θα μπορούσε να καταλάβει ότι τις ηρωικές ψυχές, που τις ονομάζει «παίδες θεών», δεν τις οδηγεί μέχρι τη φύση των θηρίων, όπως κάνει με τις ψυχές των ανθρώπων (διότι τότε δεν θα υπήρχε πια διαφορά κατ  ουσία, βάσει των κοινών τους παθών με τις ονομαζόμενες ανθρώπινες ψυχές), αλλά σε είδη ζωής ανθρώπων, κατ’ αναλογία με τις δαιμόνιες ψυχές που ούτε καν σε ανθρώπινα είδη ζωής τις οδηγεί, αποκλείοντας την πτώση τους στην γένεση (κόσμος του γένεσης).

Φαίνεται εξάλλου ότι και η πραγματικότητα συμφωνεί με τους λόγους τούτους. Είναι στ’ αλήθεια αναγκαίο οι μεσότητες να συμπληρώνουν σε κάθε περίπτωση όλες τις σειρές των όντων. Όπως λοιπόν, προκειμένου για τα σώματα, εκείνα που υπόκεινται σε πλήρη φθορά δεν γεννιούνται κατευθείαν από τα αΐδια, αλλά εκείνα που είναι ενδιάμεσα τους, που είναι όντα και μη αΐδια, όπως τα στοιχεία της υποσελήνιας περιοχής, το ίδιο και προκειμένου για τις ψυχές αυτές που υφίστανται κάθε είδους πτώση δεν λαμβάνουν την υπόστασή τους από αυτές που μένουν αιωνίως επάνω, αλλά αυτό συμβαίνει με τις ενδιάμεσες τους, πέφτουν μεν αλλά, προτού πέσουν σε βάθος, επιστρέφουν στις αρχές. Αν η αντίληψη αυτή μπορούσε να επικρατήσει, τότε και όλα όσα  λέει ο δημιουργός στον «Τίμαιο» και όσα είναι γραμμένα στον «Φαίδρο» για τις ψυχές που πραγματοποίησαν τις πρώτες καθόδους τους και επίσης το ότι δεν υπάρχει ποιοτική κατάταξη της ψυχής θα τα αναγάγουμε στην αναφορά την κοινή για όλες τις ψυχές που κατέρχονται στην γένεση. Διότι ανάμεσα σε αυτές είναι κι εκείνες που πέφτουν μέχρι το έσχατο σημείο και λόγω αυτών ο Πλάτων καταγράφει τα επακόλουθα των ποικιλόμορφων επιλογών και σε αυτές βλέπουμε αποτυπωμένους τους κανόνες για τις δεύτερες και τις τρίτες ψυχές που καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατεβαίνουν από εκεί προς τα εδώ. Ο Πλάτων άλλωστε εξ υποθέσεως αναφέρεται στα επακόλουθα των ψυχών που υποπίπτουν σε σφάλματα. Και αν θα μπορούσαν να υπάρξουν και κάποιες ψυχές που χάρη στην άχραντη (αγνή) ζωή τους δεν θα βαρύνονταν με κανένα σφάλμα, αυτές είναι χωρισμένες από τις άλλες ψυχές. Κι αν κάποιες άλλες διατηρήθηκαν καθαρές από ποικιλόμορφες επιλογές, αυτών και τα είδη ζωής είναι ενιαία.

Το ότι τώρα ο Πλάτων οδηγεί τη λογική ανθρώπινη ψυχή σε κάθε ζώο είναι σαφές και από όσα έχει πει στην «Πολιτεία, 620.a – d», ότι μπροστά στις ψυχές ήταν τοποθετημένα τα είδη ζωής όλων των ζώων. Αν δηλ. πρόκειται για όλα, προφανώς η ψυχή συνδέεται με κάθε λογής ζώο, πτηνό, ένυδρο, και χερσαίο. Είναι όμως φανερό και από όσα λέγονται στον «Τίμαιο, 91.d», όπου τις ψυχές που έχουν συμβιώσει μέσα στους ανθρώπους με την αφροσύνη τις οδηγεί σε όλα τα είδη άλογων ζώων, τόσο των ήμερων όσο και των άγριων. Φαίνεται έτσι ότι εξαιρεί τις ψυχές μόνο από την πτώση τους στα φυτά, και κατά τούτο διαφέρει από τον Εμπεδοκλή, απ. Νο.117.2, ο οποίος λέει ότι κάποτε είχε γίνει «θάμνος τ᾽ οἰωνός τε καὶ ἔξαλος ἔλλοπος ἰχθύς – θάμνος και πουλί και ψάρι που πορευόταν στη θάλασσα». Ο Πλάτων θεωρεί ότι στην ψυχή του ανθρώπου δεν ταιριάζει να ολισθαίνει στα πιο απομακρυσμένα σημεία της ανθρώπινης ζωής αλλά σε αυτά που έχουν πιο καθαρή και εναργή αίσθηση χάρη στη λογική ζωή τους (εικόνα της οποίας είναι η αίσθηση), και κατέχουν την κατά τόπο κίνηση επειδή κινούνται από μόνα τους (εικόνα της οποίας είναι κατεξοχήν η κατά τόπο κίνηση των ζώων). Βλέπουμε λοιπόν πάλι την συμφωνία των θεωριών. Όπως δηλ. τις ηρωικές ψυχές ο Πλάτων τις πηγαίνει μέχρι τους ανθρώπους, όχι όμως και μέχρι τα άλογα ζώα, έτσι και τις ανθρώπινες ψυχές τις πηγαίνει μέχρι τα άλογα ζώα, όχι όμως και μέχρι τα φυτά. Το ότι δεν συνδέει την ανθρώπινη ψυχή με τα φυτά, όπως κάνει ο Εμπεδοκλής, το δείχνει και ο «Τίμαιος, 77.a-b, που διευθετεί όλες τις γενέσεις των ζώων με βάση την ανθρώπινη ψυχή, ενώ για τα φυτά λέει ότι τα δημιούργησαν οι θεοί, αφού ανάμειξαν κάποιες άλλες αισθήσεις, για να είναι τροφή των ζώων, και μετέχουν στο τρίτο είδος ψυχής, εννοώντας το επιθυμητικό. Το δηλώνει επίσης ο Σωκράτης του «Φαίδωνα», ο οποίος μετακινεί της ψυχή μας στα γένη των ζώων τη μία ψυχή στα μεν γένη και την άλλη στα δε, και με άλλο κάθε φορά είδος ζωής, όχι όμως και στα φυτά όπως ο Εμπεδοκλής.

Κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί ότι ο «Τίμαιος» λέει πως η εμψύχωση όλων των άλογων ζώων συμβαίνει από ψυχές που μετοίκησαν σε αυτά ερχόμενες από ανθρώπους. Φαίνεται όμως ότι ο Σωκράτης του «Φαίδρου, 249.b» γνωρίζει και άλλο τρόπο εμψύχωσης τους και όχι από λογικές ψυχές μόνο, εκεί που λέει ότι «από ένα θηρίο που κάποτε ήταν άνθρωπος» η ψυχή έφτασε «πάλι σε άνθρωπο. Διότι η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια», λέει, «δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα». Ο Σωκράτης λοιπόν ορίζει με σαφήνεια, όπως αξιώνει και ο Αριστοτέλης, ότι δεν μπαίνει όποια ψυχή τύχει σε όποια σώματα τύχει ούτε παίρνει την τάξη της μέσα σε αυτά και τα συμβάλλει στην ολοκλήρωση ενός και μόνου ζωντανού πλάσματος. Διότι η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να βρεθεί σε άλογο ζώο, στην εξωτερική συνύπαρξή της με αυτό βάσει κάποιας σχέσης και μόνο (αφού προκειμένου για εμάς ο «Τίμαιος» δημιουργεί μεταξύ της λογικής ψυχής και του ζωντανού πλάσματος τη σχέση που έχει με αυτό ο δαίμων. Πολύ περισσότερο λοιπόν προΐσταται του άλογου πλάσματος ως δαίμων, συνδεδεμένος προφανώς με αυτό μέσω της αλογίας), ενώ η άλογη ψυχή είναι εντελώς αδύνατο να βρεθεί σε σώμα ανθρώπου κατά κατάταξη, λόγω της προαναφερθείσας αιτίας, αφού το ανθρώπινο σχήμα είναι ασύμβατο με την άλογη ζωή (διότι αυτό, λέει ο «Τίμαιος», «έχε κρεμασμένο το κεφάλι του» από τον ουρανό, δείχνοντας ότι είναι «φυτό όχι γήινο αλλά ουράνιο» , ενώ η  άλογη ψυχή βλέπει προς τα κάτω, και δεν διαθέτει κανένα στοιχείο που κινείται προς τον ουρανό), ενώ το να στέκεται μπροστά στην ανθρώπινη ψυχή από έξω και κατά σχέση, όπως η ανθρώπινη ψυχή με το άλογο ζώο, λέμε πως είναι εντελώς αδύνατο. Διότι πως μπορεί το άλογο να έχει φύση κατάλληλη για να προΐσταται του λογικού ; 

Όταν λοιπόν ο Σωκράτης λέει ότι «αυτός που κάποτε ήταν άνθρωπος» περνάει σε άνθρωπο, θα νόμιζε κανείς ότι υπάρχει και κάποιος άλλος τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων από την δική τους ακριβώς ψυχή και όχι μόνο από την ανθρώπινη, όπως φαίνεται να λέει ο «Τίμαιος». Ωστόσο είναι δυνατή η αναγωγή της άποψης του Σωκράτη στη θεωρία του «Τίμαιου»  –  διότι ας υποθέσουμε ότι σε όλα τα ζώα υπάρχει ανθρώπινη ψυχή, και μετά από αυτήν η ξεχωριστή ψυχή του ίδιου του  άλογου ζώου όπως και πριν από αυτήν. Εκείνη λοιπόν που επανέρχεται σε άνθρωπο είναι αυτή που εμψυχώνει το άλογο ζώο κατά σχέση, και όχι η εν κατατάξει εμψυχούσα ψυχή (αυτό εννοεί ο Σωκράτης  όταν λέει ότι «η ψυχή που δεν είδε ποτέ την αλήθεια δεν μπορεί να φτάσει να μπει στο ανθρώπινο σχήμα», όπου η ψυχή που δεν γνώρισε ποτέ την αλήθεια εννοεί εκείνη που πριν από την ανθρώπινη ψυχή εμψύχωσε το ζώο και που από τον εαυτό της και την ανθρώπινη ψυχή δημιούργησε ένα ολοκληρωμένο ζωντανό πλάσμα) – και επίσης είναι με τη σειρά της δυνατή η αναγωγή της κρίσης του «Τίμαιου» στην, προσπελάσιμη από όλους, γνώμη του Σωκράτη για τη διπλή εμψύχωση. Διότι ακόμα και αν η ψυχή του ανθρώπου είναι δυνατόν να περάσει σε όλα τα άλογα ζώα και να τα εμψυχώνει όλα μέσω του εαυτού της, ωστόσο ο «Τίμαιος» δεν λέει ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος εμψύχωσης των ζώων. Δεδομένου λοιπόν ότι υπάρχουν δύο τρόποι εμψύχωσης, τίποτε δεν εμποδίζει τον «Τίμαιο» να επιλέξει το ένα μόνο από αυτούς, και εφόσον δεν προσθέτει ότι τούτος είναι κατ’ αυτόν ο μόνος τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων, αφήνει περιθώριο και για τις υποδείξεις του Σωκράτη σχετικά με τις δύο εμψυχώσεις.

Αξίζει όμως και πρέπει να εξετάσουμε τη θεωρία καθαυτή, αν δηλαδή κάθε άλογο ζώο γίνεται έμψυχο μόνο από την ανθρώπινη ψυχή ή αν υπάρχει και κάποια άλλη εμψύχωση των ζώων, δική τους, ανεξάρτητη από την ανθρώπινη.

Η παρουσία λοιπόν σε κάθε άλογο ζώο της ανθρώπινης ψυχής όπως φαίνεται, ώστε αυτό να διαθέτει ζωή που θα το εμπνέει άμεσα, δεδομένου ότι η «εκ κατατάξει» ψυχή, ακριβώς λόγω της κατάταξής της στο «σκιδνάμενο/διασκορπισμένο» σώμα, δεν έχει τη δύναμη να συντηρήσει τον εαυτό της και χρειάζεται μιαν άλλη εξωτερική, ικανή να τη ζωογονήσει όταν η ίδια φθίνει, όμοια όπως και το σώμα μέσα στο οποίο βρίσκεται. Το ότι υπάρχουν πάντως κάποια άλογα ζώα που δεν ζωογονούνται από ανθρώπινη ψυχή επαληθεύεται βάσει των επιχειρημάτων για την μεσότητα. Διότι αν τα μεν φυτά μετέχουν στο τρίτο είδος της ψυχής, όντας ανεπίδεκτα ανθρώπινης ψυχής, ορισμένα όμως από τα άλογα ζώα εμψυχώνονται από την ανθρώπινη ψυχή, είναι αναγκαίο να υπάρχουν και τα ενδιάμεσα των δύο παραπάνω κατηγοριών, που μετέχουν, αφενός, στην άλογη ζωή στο σύνολό της –  και κατά τούτο υπερέχουν των φυτών –, αλλά, αφετέρου, ζουν χωρίς την παρουσία σε αυτά ανθρώπινης ψυχής – και κατά τούτο υστερούν σε σχέση με εκείνα που μετέχουν στην ανθρώπινη ψυχή. Και αυτά γίνονται εκάστοτε διαφορετικά, όπως ακριβώς και προκειμένου για τους ανθρώπους ο καθένας γίνεται μέτοχος διαφορετικής τη μια φορά και διαφορετικής την άλλη δαιμόνιας επίπνοιας (έμπνευσης). Αυτό αξίζει να μελετηθεί. 

Και με το επιχείρημα για τη μεσότητα πρέπει να παραβληθεί αυτό που προκύπτει από το ότι οι ψυχές των ζώων χρειάζονται την ανθρώπινη ψυχή για να εξασφαλίζουν μέσω αυτής την συντήρηση και τη συνοχή τους. Διότι τούτο μεν είναι ίσως δυνατό να επιτευχθεί και από τις αρχές που προΐστανται αυτών, χωρίς μία μεσάζουσα κατάσταση όμως είναι αδύνατη η παρουσία είτε ουσιών είτε ζωών είτε γνώσεων. Υπάρχει όμως αναγκαστικά και κάποια φύση άλογων ζώων που έχουν μια δική τους ξεχωριστή εμψύχωση, όπως και φυτών, που η ανθρώπινη ψυχή, όταν πέφτει σε λάθη και παραπτώματα, περιβάλλεται τη ζωή τους, αντίθετα προς τη φύση. Αυτή η μετάβαση στα ζώα δεν θα ήταν αντίθετη προς την φύση αν τα άλογα ζώα δεν ήταν δυνατόν να εμψυχωθούν διαφορετικά αλλά μόνο με ένα τρόπο, μέσω δηλ. της ανθρώπινης ψυχής. Διότι από μόνο το αντίθετο προς τη φύση τίποτα δεν προκύπτει σύμφωνο με την φύση πάντοτε σταθερά. 

Το ότι όλα λοιπόν, εκτός από τον άνθρωπο, γεννιούνται αντίθετα προς τη φύση είναι εντελώς άτοπο. Για το ότι βέβαια η μετάβαση στα άλογα ζώα είναι για τις ανθρώπινες ψυχές αντίθετη προς τη φύση δεν μας διδάσκουν μόνο οι χρησμοί (βλ. χαλδαϊκά λόγια, 62), που λένε «υπάρχει ένας θεσμός ακατάλυτος από τη μεριά των μακάριων θεών», καθώς η ψυχή των ανθρώπων «δημιουργεί μία νέα ζωή στους ανθρώπους, όχι στα θηρία», με τη σκέψη ότι η μετακίνηση προς τα θηρία είναι απότοκο μίας άδικης ζωής – αλλά για το ίδιο μας διδάσκει και ο Πλάτων, που θεωρεί την τέτοιου είδους εμψύχωση χαρακτηριστικό των σφαλερών (που αμαρτάνουν = κάνουν λάθη) ψυχών. Είναι παράλογο λοιπόν σύσταση των άλογων ζώων, όλη αυτή και μόνη αυτή, να μην είναι σύμφωνη με τη φύση, ενώ τα φυτά και οι άνθρωποι να γίνονται σύμφωνα με τη φύση. Για ποιόν δηλαδή θα είναι σύμφωνη με την φύση η μετάβαση των ανθρώπινων ψυχών στα σώματα των ζώων; Για τις ανθρώπινες ψυχές; Αλλά όλες οι ανθρώπινες ψυχές ζουν παρά φύση όταν βρίσκονται μέσα σε τέτοια σώματα. Μήπως για τα σώματα; Ούτε όμως για αυτά είναι σύμφωνη με τη φύση, όταν τα όργανα αντίθετα προς τη φύση για τις ψυχές που τα χρησιμοποιούν. Διότι κάθε όργανο είναι σε συμφωνία με τη φύση. 

Αν λοιπόν υπάρχει και κάποιο γένος δαιμόνων άλογο, και αν δεν είναι όλα τα δαιμόνια όντα λογικά – διότι πως θα έλεγε η Διοτίμα, στο πλατωνικό «Συμπόσιο, 202.e», ότι όχι μόνο η ιερατική τέχνη αλλά και οι πρακτικές των γητεμάτων επιτελούνται μέσω των δαιμόνων, αν πέρα από το λογικό δεν υπάρχει και κάποιο άλογο δαιμόνιο; (αυτό οι χρησμοί το παρομοιάζουν συνήθως «σκύλο» και το ονομάζουν «ανάπηρο» επειδή είναι στερημένο από τον νου και διάνοια) - πως δεν υπάρχει και κάποιο θνητό γένος που μόνο αυτό είναι άλογο, το οποίο δεν μετέχει καθόλου στην ανθρώπινη ψυχή; Διότι βέβαια ούτε και οι άλογοι δαίμονες θα πούμε ότι δημιουργήθηκαν κι αυτοί από μία τέτοια ψυχή εφόσον είναι αΐδιοι, ούτε και εφόσον θα υπάρχει ένα αΐδιο γένος άλογο και στερημένο από την ανθρώπινη ψυχή, θα αρνηθούμε τη δυνατότητα να υπάρχει ένα τέτοιο γένος θνητό. Επιπλέον, το ενδεχόμενο κάθε ιδέα (μορφικό αίτιο) να μην γεννά τα είδη των ζώων σύμφωνα με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της αλλά όλες τους να χρειάζονται κάποια μοναδική μορφή, προς την οποία αντιδιαστέλλονται, είναι εντελώς άτοπο. Διότι σε τέτοια περίπτωση οι ιδέες των άλογων ζώων θα χρειάζονται όλες μια μοναδική άλλη, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσαν να γεννήσουν ίππο ή σκύλο ή λέοντα ούτε οποιοδήποτε άλλο ζώο, αν όλες τους μέσω εκείνης εμψυχώνουν όλα τα ζώα του εδώ Κόσμου, ενώ κατ’ άλλο τρόπο είναι ανήμπορες να παράγουν σκύλους ή ίππους ή λέοντες ή κάθε άλλο ζώο. Τι είναι λοιπόν αυτό που γεννούν; 

Ο ειδοποιός χαρακτήρας έρχεται και προστίθεται στα ζώα από κάποιαν άλλη ιδέα, την ανθρώπινη. Αν αυτές δίνουν υπόσταση στην ύλη και μόνο, φερ’ ειπείν στο σώμα των ζώων, δεν θα είναι πια ιδέες (μορφικά αίτια) των ζώων αλλά της ύλης των ζώων, η οποία είναι αλλότρια ως προς τα είδη (μορφές). Αυτός λοιπόν ο τρόπος εμψύχωσης των άλογων ζώων δεν είναι ο μοναδικός, αλλά πριν από αυτόν υπάρχει οπωσδήποτε για κάθε ζώο γένεση της ξεχωριστής δικής τους ψυχής, αφού η κατά φύση εμψύχωση είναι πρότερη της παρά φύση, και η κοινή εμψύχωση όλων των ίδιου είδους (ειδοποιού χαρακτήρα) είναι πρότερη της επιμέρους. Αυτά μας διδάσκει και η ορφική θεολογία. Και ο Ορφέας, στο απ. Νο.224.a, άλλωστε τέτοια πράγματα μας παραδίδει σαφώς, όταν, μετά την κατά τον μύθο τιμωρία των Τιτάνων και την από εκείνους γέννηση των θνητών ζώων του εδώ Κόσμου, λέει πρώτα από όλα ότι οι ψυχές εναλλάσσουν τα είδη της ζωής τους σε ορισμένες περιόδους, και εισέρχονται μέσα σε σώματα ανθρώπων πολλές φορές, η μία στο ένα και η άλλη στο άλλο : «οι ίδιοι πατέρες και υιοί στα μέγαρα και χαριτωμένες σύζυγοι, μητέρες και θυγατέρες γίνονται αλλάζοντας ο ένας ο ένας με τον άλλο τη γέννηση». Με τους παραπάνω στίχους ο Ορφέας μιλάει για τη μετοίκηση των ψυχών από ανθρώπινα σώματα σε ανθρώπινα σώματα. Αυτό δεν θα το αρνιόταν ούτε ο Αριστοτέλης, εφόσον ισχύει ότι οι ψυχές είναι αθάνατες, ότι κατά το πλήθος είναι πεπερασμένος και ότι ο Κόσμος είναι αιώνιος. Το τελευταίο τούτο το παραδέχεται καθαρά όταν λέει για τον δυνάμει νου ότι «και τούτο είναι το μόνο» από τα εν ημίν στοιχεία μας «που είναι αθάνατο». Όσο για το δεύτερο είναι αληθές διότι κάθε αιώνιο πλήθος είναι πεπερασμένο.

Έπειτα ότι υπάρχει μετάβαση των ανθρωπίνων ψυχών και σε άλλα ζώα, και αυτό το υποδεικνύει ρητά ο Ορφέας, όταν στο απ. Νο.224.b ορίζει : «Για αυτό αλλάζοντας η ψυχή των ανθρώπων στους κύκλους του χρόνου κάθε φορά και σε άλλο ζώο μεταβαίνει. Άλλοτε ίππος και άλλοτε…. Γίνεται, κι άλλοτε πρόβατο και άλλοτε όρνεο φριχτό στην όψη, κι άλλοτε πάλι σκυλίσιο σώμα και βαριά φωνή και ράτσα παγωμένων φιδιών σέρνεται στη θεϊκή γη».

Αυτό βέβαια είναι εντελώς αδύνατο να τα δεχτεί ο Αριστοτέλης. «Διότι», λέει, «είναι αναγκαίο η ψυχή αφενός να χρησιμοποιεί το σώμα και η τέχνη αφετέρου τα όργανα». Και τα όργανα που είναι ξένα και άσχετα προς τις τέχνες είναι άχρηστα σε όλες. Αυτά έχουν ειπωθεί αμέτρητες φορές. Και από την Πλευρά του Πρόκλου στα Υπομνήματα και την παλινωδία, έχει δηχθεί με περισσότερα λόγια η κριτική στην οποία μπορούν να υποβληθούν.

Το ότι υπάρχει και μία ιδιαίτερη εμψύχωση των άλογων ζώων και όχι μόνον από τις ανθρώπινες ψυχές, το δηλώνει και ο Ορφέας, απ. Νο.223, λέγοντας : «Οι ψυχές των θηρίων και των φτερωτών πουλιών όταν πετάξουν και τις αφήσει η ιερή ζωή, αυτών την ψυχή κανείς δεν την οδηγεί στο παλάτι του Άδη, αλλά εκεί πετά μάταια, έως ότου αυτήν άλλο την αρπάξει μαζί με του ανέμου τις πνοές. Όποτε όμως ο άνθρωπος αφήσει το φώς του ήλιου, τις αθάνατες ψυχές κατεβάζει ο Κυλλήνιος στην απέραντη αγκαλιά της γη».

Με αυτά ο Ορφέας υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες ψυχές πηγαίνουν στον κάτω από την γη τόπο και στα δεσμωτήρια της ποινής για καθαρμό και τιμωρία, ενώ οι ψυχές των άλογων ζώων πετούν στον αέρα έως ότου δεσμευτούν σε άλλα σώματα. Αν όμως οι εμψυχώσεις των άλογων ζώων γίνονται μόνο από τις ανθρώπινες ψυχές, έπρεπε να πει ότι ο Ερμής τις κατεβάζει όλες στον Άδη είτε για να καθαρθούν είτε για να τιμωρηθούν. Όπως ακριβώς και ο Πλάτων κατεβάζει κάτω από την γη τις ψυχές που προέρχονται από τα άλογα ζώα αλλά είναι ανθρώπινες, και πάλι από εκεί τις στέλνει σε επιλογές άλλων ειδών ζωής. Διότι και τα υπόλοιπα ο Πλάτων τα έπλασε παίρνοντας τα από τον Ορφέα, στο απ. Νο.222, όπως για παράδειγμα ότι στον Αχέροντα οι νεκροί κάθονται και λαμβάνουν κάποιο μερίδιο ευδαιμονίας : «Όσοι ζουν ενάρετα κάτω από το φως του ήλιου, αυτοί, κι όταν πεθάνουν, πάλι έχουν μοίρα πιο μαλακή σε όμορφο λειμώνα (λιβάδι) πλάι στον βαθυρέματο Αχέροντα», και ότι τιμωρούνται στον Τάρταρο : «Όσοι έκαναν αδικίες κάτω από το φώς του ήλιου, οι ξιπασμένοι, ρίχνονται κάτω από την πεδιάδα του Κωκυτού, στον παγωμένο Τάρταρο».

Με αυτά σαφώς φαίνεται να προαναγγέλλει τις πλατωνικές ταξινομήσεις σχετικά με τους κλήρους κάτω από την γη, όπως ακριβώς και τις σχετικές με τις μετεμψυχώσεις. Αν όμως ο Πλάτων αυτά τα ορίζει ακολουθώντας τον Ορφέα, δεν είναι παράλογο ο αρχηγέτης τούτων των δογμάτων, ως προς τα οποία η πλατωνική φιλοσοφία διαφέρει από όλες τις υπόλοιπες, να κατεβάζει σε άλογα ζώα και να δημιουργεί ψυχή κύκνου; Ο ίδιος ο Πλάτων στο «Τίμαιο, 40.e» λέει ότι η διδασκαλία του Ορφέα για τους Θεούς είναι αξιόπιστη, παρότι λέγεται δίχως αληθοφανείς λόγους και αποδείξεις, σαν να γνωρίζει πολύ καλά δια ένθεης επίνοιας τα σχετικά με τους θεούς που είναι πατέρες, όποιος υπήρξε πατέρας της θεογονίας των Ελλήνων. Έχοντας λοιπόν την πρόθεση αυτή, ανάγει την αλήθεια στους πρώτους οι οποίοι την παρέδωσαν.

Πηγές

Πρόκλος
  • Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368],  309.30 – 316.29.
  • Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368],  319.10 – 320.5.
  • Εις τα Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συνέχεια 2.184-368],  330.20 – 341.6
πηγή: eleysis69.wordpress

ΣΩΚΡΑΤΗΣ - Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ "ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ" (Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ)

$
0
0

Μιλάμε συχνά για αυτογνωσία και «γνώθι σαυτόν». Θα επιχειρήσομε να δούμε από πιο κοντά το περιεχόμενο τους. Ας σημειώσουμε πρώτα ότι για τον Σωκράτη, που στράφηκε από τη φύση στον άνθρωπο, ήταν φυσικό να πάρει για οδηγό του το δελφικό παράγγελμα «γνώθι σαυτόν».
           
Δυο πράγματα ενδιαφέρει να δούμε ως προς αυτό:

Α) με ποια πορεία έφτασε ο Σωκράτης στην αυτογνωσία και
Β) ποιο «είναι » του ανθρώπου ανακάλυψε.
           
Πολύτιμος βοηθός μας για το πρώτο είναι πάλι η πλατωνική «Απολογία», για το δεύτερο μαζί μ’ αυτήν και τα «Απομνημονεύματα» του Ξενοφώντος.

Αφορμή για την πορεία προς την αυτογνωσία στάθηκε, ο χρησμός που έδωσε το δελφικό μαντείο στο φίλο και μαθητή του Σωκράτη το Χαιρεφώντα. 1

Ο χρησμός έριξε το δάσκαλο σε μεγάλη φροντίδα. Είχε καθαρή συνείδηση του πόσο μικρή, πόσο ασήμαντη ήταν η δική του σοφία. Ο αυστηρός αυτοέλεγχος είχε απολήξει στο ότι ένα πράγμα ήξερε καλά, ότι δεν ήξερε τίποτα, (.. εν οίδα ότι ουδέν οίδα»). Θυμίζει με τούτη τη ρήση ο Σωκράτης σε μας τους νεώτερους την ανάλογη κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Descatres κατά την περίοδο της καθολικής περί των πάντων αμφιβολίας του, την περίοδο του doute methodique, πριν ανακαλύψει το θεμέλιο της φιλοσοφίας του, το «σκέφτομαι άρα υπάρχω» (cogito ergo sum).

Πως, αναρωτιέται ο Σωκράτης, είναι δυνατό αυτό το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα» να ονομάζεται σοφία, και μάλιστα η μεγαλύτερη ανθρώπινη σοφία; Αλλά πάλι πως ήταν δυνατόν ο Θεός να μη λέει αλήθεια;

Για να απαντήσει στα βασανιστικά αυτά ερωτήματα αποφάσισε ο Σωκράτης να θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του Απόλλωνος: να θεωρήσει αποστολή του τη διερεύνηση του νοήματος του χρησμού, και άμα το νόημα του αποκαλυφθεί, να το μεταδώσει και στους άλλους ανθρώπους. Είναι γνωστή από την «Απολογία » και από τις άλλες πηγές μας η μεθοδική πορεία που ακολούθησε ο Σωκράτης. Είχε ελέγξει και αποτιμήσει τη δική του σοφία. Στράφηκε τώρα στον έλεγχο της σοφίας των άλλων. Πήγε σε ανθρώπους που και οι ίδιοι πίστευαν ότι είναι σοφοί σε κάτι ή σε πολλά, και ο κόσμος τους πίστευε για σοφούς: σε πολιτικό, σε ποιητή τραγωδίας, σε ποιητή διθυράμβων, σε χειροτέχνες. Δεν άργησε να αντιληφθεί, από τη συζήτηση που έκανε μαζί τους, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, ενώ πίστευαν πραγματικά ότι ήταν σοφοί σε κάτι, ή σε πολλά, στην πραγματικότητα δεν ήταν. Έβγαλε τότε το συμπέρασμα ο Σωκράτης, ότι αυτός, που ξέρει ότι δεν είναι σε τίποτα σοφός, είναι σοφότερος από τους άλλους σε τούτο δα ακριβώς: «ώσπερ ουκ οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι»2

Δεν έχουν προσέξει, νομίζω, αρκετά οι μελετητές του Σωκράτη, ότι η διαφωνία του δασκάλου με τους συζητητές του, απορρέει στο βάθος από την πίστη του ότι μόνο ο Θεός είναι σοφός. Για τούτο ο άνθρωπος μόνο φιλόσοφος, φίλος, εραστής του «σοφού», της σοφίας μπορεί να είναι. Το απόλυτο είναι ανέφικτο στον άνθρωπο.Τούτο ακριβώς προσπαθεί να δείξει στους συνομιλητές του. Ας λένε πως ξέρουν, αφού δεν κατέχουν, στο χώρο όπου ο καθένας κινείται, τη ριζική γνώση στην καθαρή και απόλυτη μορφή της. Αυτά που ξέρουν είναι όσα μπορεί να νομίζει κανείς ότι ξέρει, όσα του επιτρέπουν να κινείται με άνεση, μικρή, ή μεγάλη, στο έργο που κάνει. Αλλά η ρίζα του λείπει. Και αυτή είναι η σοφία. Πρέπει ακόμη να προσέξουμε περισσότερο το «ώσπερ ουκ οίδα ουδέ οίομαι ειδέναι». Δείχνει ότι η αυτογνωσία στην οποία φτάνει ο Σωκράτης είναι η ίδια η συνείδηση στην ανωτάτη ποιότητα της, εκείνη που λείπει από τους άλλους. Ανακαλύπτει δηλαδή ο άνθρωπος σωστά τον εαυτό του τότε μόνον, όταν φτάσει στο χώρο όπου η συνείδηση «ομολογεί» με τον εαυτό της. Θα ξαναγυρίσουμε σε τούτο το πηγαίο θέμα της σωκρατικής διδασκαλίας, το οποίο αποτελεί τον ακριβό πυρήνα της.

Η διερεύνηση λοιπόν του χρησμού οδήγησε το Σωκράτη στην αυτογνωσία, μια αυτογνωσία που πείθει ότι σοφότερος είναι εκείνος που φτάνει στο συμπέρασμα ότι δεν ξέρει τίποτε. Δεν πρόκειται καθόλου για σκεπτικισμό, όπως ο σκεπτικισμός των σοφιστών ή οποιοσδήποτε άλλος. Η διαπίστωση του Σωκράτη στηρίζεται, όπως είδαμε, στην προϋπόθεση ότι μόνο ο Θεός είναι σοφός.3

Αυτή η διαπίστωση είναι λοιπόν θετική, όχι αρνητική. Αφήνει ανοιχτή τη θύρα της ψυχής για στροφή της προς τον Θεό. Έτσι η ψυχή είναι απαλλαγμένη και από τη φοβερή «ύβριν». Αυτήν που πείθει τον άνθρωπο για το αντίθετο, που τον πείθει ότι είναι σοφός.

Και ένα δεύτερο πολύτιμο στοιχείο της σωκρατικής αυτογνωσίας δεν έχουμε προσέξει αρκετά. Στο «γνώθι σαυτόν», το πραγματικό «γνώθι σαυτόν», φτάνει κανείς μόνο όταν με άγρυπνη την προσοχή, με στερεή τη στοχαστική λογική διάκριση έχει τη δύναμη να απορρίπτει όσα εσφαλμένα και παραπλανητικά και δέχεται μόνο τα ουσιώδη και σωστά. Αυτά σημαίνουν ότι η αυτογνωσία προϋποθέτει την αυτοκυριαρχία, την κυβέρνηση με άλλα λόγια του ανθρώπου από την αλήθεια, από τον ανιδιοτελή έρωτα για την αλήθεια, που αποτελεί την πραγματική ουσία του είναι του, την πνευματική του ουσία. Σημαίνει ακόμη ότι, όπως τώρα μόλις το υποδηλώσαμε, στο βάθος το σωκρατικό «γνώθι σαυτόν» είναι η φροντίδα για την ψυχή, ή καλύτερα είναι η ανακάλυψη και παρουσίαση για πρώτη φορά της ψυχής του ανθρώπου. «Απαντούσα λοιπόν στον εαυτό μου και τον χρησμό», λέγει ο Σωκράτης μετά τη διερεύνηση που έκανε, «ότι είναι καλύτερα να είμαι όπως είμαι».

Σε ένα θαυμάσιο κεφάλαιο του έργου του Paideia ο Wrner Jaeger5 ονομάζει πρωτάκουστη την αποφασιστικότητα με την οποία ο Σωκράτης έβαλε την ψυχή του ανθρώπου στην υψηλότερη θέση της ιεραρχίας των αξιών. Την έβαλε πρώτη. Εστί, αντίθετα από την αριστοκρατική ηθική, κατέστησε τον άνθρωπο ελεύθερο και ανεξάρτητο από τον πλούτο και την εξωτερική γενικά αναγνώριση. Η ψυχή που είναι το πιο πολύτιμο κτήμα του ανθρώπου, γίνεται την ίδια ώρα και το ύψιστο καθήκον του. Το να κάνει αδικίες, αυτό αποτελεί το στίγμα του ανθρώπου, της ψυχής του. Το αριστοκρατικό ιδεώδες ότι άντρας είναι εκείνος που ωφελεί τους φίλους του και βλάπτει τους εχθρούς του δεν βρίσκει φυσικά στο Σωκράτη καμία δικαίωση× δεν αποτελεί αρετή, αλλά κακία. Τούτη είναι η γλώσσα που απορρέει από τη σωκρατική ανθρωπογνωσία και που πρώτος ο Σωκράτης δίδαξε τόσο απερίφραστα και θεμελίωσε.

Όσα είπαμε έως εδώ δεν αναφέρονται μόνο στην πορεία του Σωκράτη προς την αυτογνωσία, αλλά μιλούν και για την ανακάλυψη του "είναι"του ανθρώπου.

Ως προς το δεύτερο τούτο έχουμε μια πολύτιμη πληροφορία από τον Ξενοφώντα, η οποία ενισχύει την ερμηνεία που δώσαμε και την ολοκληρώνει. Πρόκειται για την περίφημη διάκριση της ανθρώπινης ζωής σε δυο περιοχές: την περιοχή των «εφ’ ημίν» και την περιοχή των «ουκ εφ’ ημίν».
Στην δεύτερη περιοχή δεν είναι ο άνθρωπος κυρίαρχος, κυβερνήτης και διευθυντής. Την ορίζει η θέληση του Θεού, ή από πάντα ορισμένη τάξη να γίνουν τα πράγματα που πρόκειται να γίνουν και να γίνουν όπως γίνονται. Πρόκειται για την περιοχή της «τύχης», όπως κοινά τη λέγουν: σπέρνεις, αλλά δεν ξέρεις αν θα θερίσεις× φεύγεις με το πλοίο για ταξίδι, αλλά δεν ξέρεις αν θα φτάσεις στον προορισμό σου. Στην περιοχή τούτη, στο βάθος τίποτε δεν μπορεί ο άνθρωπος να αλλάξει, να αποσβήσει, να προκαλέσει. Για τα «ουκ εφ’ ημίν» ο άνθρωπος εμπιστεύεται τον εαυτό του στους θεούς. Προσφεύγει στη μαντική.6

Φροντίζουν οι θεοί για τον άνθρωπο. Προσθέτει ένδειξη γι’ αυτή τη φροντίδα έχει ο Σωκράτης το «δαιμόνιο» του, τη φωνή που ακούει μέσα του, τη σταλμένη από τον αγαθό του δαίμονα σε δύσκολες ώρες που αναφέρονται σε πράξεις και αποφάσεις για πράγματα «ουκ εφ’ ημίν». Απαγορευτική είναι πάντα η φωνή. Ειδοποιεί το Σωκράτη να μην κάνει κάτι που σκέφτεται να κάνει. Αποτρέπει, δεν προτρέπει. Το «μη» του δαιμόνιου, εφ’ όσον ο Σωκράτης πιστεύει ότι είναι θειο μήνυμα, μήνυμα από εκείνον που γνωρίζει τα πάντα, του είναι αρκετό.

Είναι βέβαια στο βάθος το δαιμόνιο μια μορφή της φωνής της συνείδησης, αυτή που φωτίζεται από την πίστη προς τους θεούς, και από το μήνυμα του Θεού, πάντοτε όμως για τα «ουκ εφ’ ημίν». Για πράξεις όπου η υπεύθυνη προσωπικότητα ηθικότητα δεν έχει θέση. Με το δαιμόνιο, όπως βλέπουμε, ο Σωκράτης που έταξε τον εαυτό του στην υπηρεσία του λόγου, αφήνει θέση στην ψυχή και για το άλογο. Θέση γεμάτη μυστήριο. Ωστόσο το δαιμόνιο δεν είναι για το Σωκράτη η φωνή της συνείδησης στην ολότητά της. Γιατί απλούστατα η φωνή της συνείδησης δεν αποτρέπει μόνο, αλλά και προτρέπει. Μιλάμε για το έργο της συνείδησης στην περιοχή όπου στην πράξη ωθούν «τα εξ ανάγκης», η λογική αναγκαιότητα. Και αυτό συμβαίνει στα «εφ’ ημίν», σε όσα δηλαδή εξαρτάται από τον καθένα μας να κάνει ή να μην κάνει. Η ύπαρξη της περιοχής αυτής, μέγα ευτύχημα, δίνει νόημα στη ζωή του ανθρώπου, όντος που σκέφτεται, ερευνά και εξετάζει, παίρνει αποφάσεις και εκτελεί πράξεις, ενεργεί και δημιουργεί. Όλη τούτη η δραστηριότητα σε όλο βαθμό αναφέρεται στην περιοχή των «εφ’ ημίν», την περιοχή της «γνώμης», όπως έλεγαν, αποτελεί την ανθρώπινη σοφία. Κυβερνήτης στην περιοχή αυτή ο άνθρωπος και με ότι κάνει, οικοδομεί τον εαυτό του, του δίνει νόημα και περιεχόμενο. Θα ήταν ανάξιο για τον άνθρωπο, θα ανέτρεπε τη φυσική του τάξη, αν δεν ήθελε να είναι βασιλιάς σ’ αυτό του το Βασίλειο. Αν δε φρόντιζε να βάζει σε δουλειά κάθε περίπτωση την ικανότητα του να κατανοεί, για να ελέγχει και διαφωτίζει τη συμπεριφορά του. Όποιος, λέγει ο Σωκράτης, πιστεύει… «πάντα της ανθρώπινης (είναι ) γνώμης», αυτός «δαιμονά»× αλλά «δαιμονώσι» και «οι μαντευόμενοι» «α τοις ανθρώποις έδωκαν οι θεοί μαθούσι διακρίνειν».

Πως θα ενεργήσει όμως ο άνθρωπος; Ο απλός τεχνίτης, ο «δημιουργός», το σκοπό της ενέργειας του τον δέχεται απ’ έξω, από την παράδοση, τη συνήθεια. Δεν αναρωτιέται για την αξία του σκοπού, ούτε ξέρει ότι και ο σκοπός της ενέργειας του είναι μέσο για κάποιον άλλο, τον αληθινό σκοπό. Αληθινός σκοπός είναι, όχι να κάνεις απλώς ότι αποφάσισες, αλλά η εκτέλεση της πράξης να έχει ηθικό αποτέλεσμα, να σου χαρίζει εσωτερική ευεξία. Στους μαθητές του ο τεχνίτης- όπως δα και οι σοφιστές- περιορίζεται να αναπτύσσει δεξιοτεχνία. Ο σοφός άνθρωπος, ο «αγαθός», πάει βαθύτερα. Από την πράξη που κάνει, θέλει να αποσπάσει εκείνο που προσδοκά απ’ αυτήν, με οδηγό τον αληθινό σκοπό. Για το έργο τούτο δεν αρκεί να ξέρει πως ενεργεί, να ξέρει δηλαδή καλά την τεχνική της πράξης, πρέπει κυρίως να ξέρει αν πρέπει να κάνει την πράξη. Αυτό φυσικά θα το ξέρει, αν γνωρίζει το «όντως αγαθόν». Με άλλα λόγια η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις πράξεις του απλού τεχνίτη και του σοφού- σοφός από το Σωκράτη και πέρα θα ονομάζεται εκείνος που πραγματώνει το πρότυπο για τον άνθρωπο πρόσωπο- είναι ότι ο πρώτος περιορίζεται στον προσεχή σκοπό που του θέτει η δεξιοτεχνία σε κάθε έργο του, ενώ ο δεύτερος εμπνέεται πάντοτε από το «όντως αγαθόν» και θέλει αυτό το αγαθό να φωτίζει τις πράξεις του. Αυτό να προϋποθέτουν όλα του τα έργα.

Ποιο είναι όμως «το όντως αγαθόν»; Η απάντηση του Σωκράτη στο βασικό τούτο ερώτημα είναι εκπληκτικά νέα. Το «όντως αγαθόν» πρέπει να είναι κάτι που να μη είναι ποτέ δυνατό να στραφεί ενάντια στον ίδιο τον εαυτό του. Να είναι λοιπόν κάτι που να αποκλείει κάθε αμφιβολία και διφορούμενο, να είναι με μια λέξη «αναμφιλογώτατον». Τέτοιο αγαθό δεν μπορεί να είναι άλλο από την «ομολογία» της συνείδησης με τον εαυτό της. Της συνείδησης που θέτει το σκοπό, με τη συνείδηση που τον εγκρίνει γιατί τον βρίσκει σύμφωνα με το αγαθόν.

Προϋποθέτουν αυτά ότι η συνείδηση κατέχει άμεσα και απόλυτα το αγαθό. Το γνωρίζει η ψυχή και γι’ αυτό μπορεί να διευθύνει τη ζωή της. Κατανοούμε έτσι τη μεγάλη σημασία που παίρνει η ομολογία της συνείδησης με τον εαυτόν της. Τούτο το βαθύτατο νόημα πρέπει να έχει για το Σωκράτη η σκέψη ότι η αρετή είναι γνώση. Πρόκειται για την άμεση περί του αγαθού μαρτυρία της ψυχής. Έργο δικό μας η άμεση τούτη μαρτυρία να διέπει και να φωτίζει τη ζωή μας από τα μικρότερα έως τα υψηλότερα έργα. Και το έργο αυτό δεν μπορεί να επιτελείται παρά μόνο με τη συνεχή ομολογία της συνείδησης με τον εαυτό της. Η γραμμή που ακολούθησε ο Σωκράτης δίνει ανάγλυφα την εικόνα των λεγόμενων μας. Η μαθηματική σκέψη διέπεται πάντα από την ίδια άμεση γνώση για τον αριθμό και έτσι παίρνει νόημα και περιεχόμενο, ταυτίζεται πάντα με τον εαυτό της. Έτσι και η ηθική διαγωγή του ανθρώπου, επειδή διέπεται από την άμεση μαρτυρία της ψυχής για το αγαθό, επειδή ταυτίζεται διαρκώς η συνείδηση με τον εαυτό της, για τούτο- και όταν αυτό γίνεται- παίρνει νόημα και περιεχόμενο.

Με την πολύτιμη τούτη θέση φτάνει ο Σωκράτης την εσωτερίκευση της αρετής στο υπέρτατο βαθμό. Αρετή είναι η ποιότητα με την οποία αποκαλύπτεται η ψυχή κατά την πράξη. Όταν έτσι ενεργεί η ψυχή τότε «ευ πράττει», βρίσκεται τότε στην «ευπραξία », στην κατάσταση η οποία σημαίνει ότι έχει δοθεί στη διαγωγή η κατεύθυνση εκείνη την οποία επιτάσσει το «αναμφιλογώτατον» αγαθόν. Αναπόφευκτο επακόλουθο τέτοιας ενέργειας είναι η επιτυχία, που δεν έχει καμία σχέση με το εξωτερικό αποτέλεσμα της πράξης- την κοινώς λεγόμενη επιτυχία- αλλά είναι η ίδια η ποιότητα της ενέργειας, η καλά καμωμένη ενέργεια. Όταν αυτό αισθάνεται η ψυχή, τότε «ευ έχει», έχει «ευεξία».

Ας σημειώσουμε πάλι εδώ ότι η ευπραξία στάθηκε ο σταθερός κανόνας με τον οποίο ρύθμιζε ο Σωκράτης τη ζωή του. Δεν δέχτηκε την πρόταση του Κρίτωνα να δραπετεύσει από τη φυλακή, γιατί «το αναμφιλογώτατον αγαθόν» δεν ήταν η διάσωση με κάθε τρόπο της ζωής του, αλλά η σωστή ποιοτική κατεύθυνση της ενέργειας του, το «ευ πράττειν»× εκείνη η κατεύθυνση που δείχνει ότι τίποτε δεν μπορεί να κάμει τον άνθρωπο να πάψει να είναι άξιος κυβερνήτης και εκτελεστής των επιταγών «του όντως» αγαθού.

Τον Σωκράτη τον συνοδεύει, αλήθεια, πάντα στη ζωή του η ευπραξία, ή καλύτερα γεμίζει τη ζωή του πάντα η φροντίδα για ευπραξία. Μ’ αυτή τη φροντίδα αντιμετωπίζει και λύνει τα αποφασιστικά και δραματικά γεγονότα της ζωής του. Για να μας δώσει να κατανοήσουμε σωστά το νόημα της, αντιπαραθέτει σ’ αυτήν τον όρο «ευτυχία». Ευτυχία, όμως και ετυμολογικά φαίνεται, είναι η ευδαιμονία που νοιώθουμε, όταν η έκβαση ενός περιστατικού συμπέσει με την ενδόμυχη επιθυμία μας. Επιθυμεί ο γεωργός καλή εσοδεία από τη σπορά του× όταν αυτό συμβεί, έχει ευτυχία, καλή δηλαδή γι’ αυτόν σύμπτωση των εξωτερικών γεγονότων με την ενδόμυχη επιθυμία του.

Η ευπραξία οιστρηλατεί το Σωκράτη στον έλεγχο του εαυτού του και των άλλων, στην έρευνα και την πραγμάτωση του δικαίου, του καλού, του αγαθού. Η ευπραξία κάνει τον Σωκράτη ένα γίγαντα, τον άνθρωπο που θέλει στην περιοχή των «εφ’ ημίν» να είναι πέρα ως πέρα αυτουργός της φιλοσοφίας, υπεύθυνος ρυθμιστής και κυβερνήτης της διαγωγής του. Σωστή τρέλα, πιστεύει ο Σωκράτης όπως είδαμε, να καταφεύγει κανείς στο μάντη για τα «εφ’ ημίν» την ώρα που ο Θεός προίκισε τον άνθρωπο με νου για να δημιουργεί υπεύθυνα τη δική του τη μοίρα.

Αφού η ευπραξία είναι, όπως είδαμε, η φωτισμένη από το «αναμφιλογώτατον αγαθόν» ενέργεια, αναγκαίο πόρισμα, πολύ ουσιώδες, για την ηθική φιλοσοφία του Σωκράτη, είναι ότι όποιος γνωρίζει το «όντως αγαθόν», δεν είναι δυνατό να μην «πράττει ευ». Δεν είναι, δυνατόν να νοηθεί για το Σωκράτη άνθρωπος που γνωρίζει το αγαθό, αλλά πράττει το κακό.

            Αυτό σημαίνει, ας το ξαναπούμε, ότι κατά τον Σωκράτη δεν νοείται χωρισμός θεωρίας και πράξεως. Δεν ήταν βέβαια τόσο αφελής ο Σωκράτης, ώστε να μην έβλεπε ότι γύρω του οι άνθρωποι, ενώ ξέρουν το καλό, πράττουν το κακό. Έχει μια απάντηση πολύ βαθιά, που δεν την πρόσεξαν όσοι χαρακτηρίζουν την ηθική του φιλοσοφία ορθολογική, επειδή δέχεται ότι η αρετή είναι γνώση. Η απάντηση του είναι ότι οι άνθρωποι που ενώ ξέρουν το αγαθό πράττουν το κακό, στην πραγματικότητα δεν ξέρουν το αγαθό× ή καλύτερα το βλέπουν εξωτερικά. Δεν επέτυχαν να ολοκληρώσουν μέσα στην ψυχή τους την γνώση του αγαθού, να μεταστρέψουν σε τέτοιο βαθμό το όμμα της ψυχής με το φωτισμό του αγαθού, ώστε να μην είναι δυνατό να ενεργήσουν αλλιώς, αλλά να κάμουν τη ζωή τους, από κει και πέρα, «ομόλογη». Τούτο το βαθύ, το μυστικό, θα έλεγα, νόημα έχει ο όρος γνώση στο Σωκράτη. Δεν είναι λοιπόν ο Σωκράτης απλά ορθολογιστής, ο Σωκράτης του δαιμόνιου, ο Σωκράτης με την αποστολική διάθεση. Ο ορθολογισμός του αναπηδά από μυστικό βάθος και μυστικές προϋπόθεσης. Το ότι έτσι βλέπει τη γνώση αποκαλύπτει και το περιεχόμενο που δίνει στον όρο φιλοσοφία.

Δεν τον βλέπει μόνο ως θεωρητική πορεία του νου× η φιλοσοφία, κατά το Σωκράτη είναι θεωρία που την ίδια ώρα είναι και πράξη, και το αντίστροφο, η πράξη που αναδίνει το θεωρητικό της υπόβαθρο.

Το μεγάλο δίδαγμα του Σωκράτη είναι ακριβώς ότι προβάλλει με τις σκέψεις του και τις πράξεις του όχι διχασμένο άνθρωπο, που άλλα ξέρει και άλλα κάνει, αλλά άνθρωπο ενιαίο και ολοκληρωμένο, άνθρωπο επέκεινα των αντιφάσεων και της ροϊκότητας του ψυχολογικού εγώ.

Όταν ο άνθρωπος φτάσει στο ύψιστο της ευπραξίας, ελεύθερος και αυτόνομος, αυτουργός της ζωής του, αποκαλύπτει με τον καλύτερο τρόπο το θεϊκό που έχει μέσα του. Γιατί επιτελεί έργο θεϊκό, αφού ενεργεί, όσο του επιτρέπουν οι δυνάμεις του, σαν θεός, δημιουργώντας το δικό του κόσμο, κατά τρόπο ανάλογο με τους θεούς που δημιούργησαν το σύμπαν. Γιατί εκτελεί σωστά την εντολή που απέθεσαν οι θεοί στην πνευματική του φύση.

Αξίζει στο σημείο τούτο να θυμηθούμε πάλι τη μεγαλόστομη φωνή του Επιταφίου, για να δούμε πόσο συγγενική είναι προς τη σωκρατική πορεία. Ο Περικλής καλεί τους νέους να δεχτούν ότι ευδαιμονία είναι η ελευθερία και ελευθερία η ευψυχία. Με την κλίμακα τούτη εσωτερικεύεται η ευδαιμονία× περνώντας από την ελευθερία βρίσκει ότι ουσία της ψυχής είναι η ευψυχία.

Η κατεύθυνση και εδώ είναι προς την εσωτερική ποιότητα της αρετής. Έτσι η ευδαιμονία, αντί να υποδουλώνει τον άνθρωπο ως υλική, τον απελευθερώνει από τα εξωτερικά αγαθά, τον οδηγεί ελεύθερα, αυτόνομα προς την ευψυχία. Η ευψυχία είναι η πηγή και της σωκρατικής ευπραξίας.

Καταλαβαίνουμε τώρα καλύτερα και βαθύτερα τι είναι εκείνο που διαχύνει και στα λόγια και στις πράξεις του Σωκράτη την εξαίσια γαλήνη, την αδιατάρακτη και κρυστάλλινη, που μας συγκινεί με το μεγαλείο της. Πηγή της έχει την ευπραξία, η οποία δηλώνει την ομολογία της συνείδησης με τον εαυτό της. Έτσι εξηγείται πως ο Σωκράτης συζητά με τον Κρίτωνα αν πρέπει να δραπετεύσει και να σώσει τη ζωή του ή όχι, πως πίνει ακόμη και το κώνειο με όποια νηφαλιότητα κουβεντιάζει, ή ενεργεί για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Έχει τη δύναμη ο Σωκράτης να μεταφέρεται στο χώρο του προσώπου του ανθρώπου, όπου το πρόβλημα για όλα, όσα στους άλλους είναι δραματικά, παραμένει για κείνον πάντα ένα και το ίδιο: πως θα δώσει στη σκέψη και στην πράξη του εκείνη την ποιοτική κατεύθυνση που θα του επιτρέπει να είναι άνθρωπος.

Με το «γνώθι σαυτον» λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι ανακαλύφθηκε και γεννήθηκε η συνείδηση, που από τότε απασχολεί και κυβερνά τον άνθρωπο του δυτικού πολιτισμού μας.


Πλάτων, Απολογία 20e «ανείλεν ουν η Πυθία μηδένα σοφώτερον (Σωκράτους) είναι.
2 Πλάτων, Απολογία 21d
3 Πλάτων, Απολογία 23a Η ανθρώπινη σοφία «ολίγου τινός αξία εστίν».
4 Πλάτων , Απολογία 22e
Paideia, Berlin a959 (Sokrates als Erzieher, II, 74 ke.)
6 Ξενοφών, Απομνημονεύματα. Ι,1,6-12
7 Ξενοφών, Απομ, Ι 1,9
8 Ξενοφών. Απομνημονεύματα ΙΙΙ, ΙΧ, 14: «Παν μεν ουν τουναντίον εγωγ’, έφη (ο Σωκράτης), τύχην και πράξιν ηγούμαι…»


 Ο Σωκράτης, H ζωή και το έργο του”, B. Τατάκης, καθηγητής Πανεπ. Θες/νικης Εκδ. Αστήρ, 1993

πηγή: ekivolos.gr

ΣΤΩΙΚΙΣΜΟΣ - Η ΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΟΡΘΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ

$
0
0



1. Η φιλοσοφία ως “τέχνη τον βίου ” και το πρότυπο τον σοφού

Ο στωικισμός έχει ένα σημαντικό γνώρισμα κοινό με τις άλλες φιλοσοφίες που εμφανίστηκαν στις αρχές των ελληνιστικών χρόνων (τον κυνισμό, το σκεπτικισμό, τον επικουρισμό)· απαντά με τον ίδιο τρόπο στο ερώ­τημα για το ποιο είναι το πρώτο επίπεδο πραγματικότητας, το επίπεδο από το οποίο πρέπει να εκκινήσει ο φιλοσοφικός λόγος. Πρόκειται για το χώρο του ατομικού βίου, το πεδίο που αποτελείται από αυτό που είναι για όλους...


ΣΤΩΙΚΙΣΜΟΣ: Η στωική σχολή ιδρύθηκε από τον Ζήνωνα στην Αθήνα, στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. Μολονότι η οργάνωσή της ήταν λιγότερο αυστηρή από της Ακαδημίας, επρόκειτο να αποτελέσει την επικρατέστερη φιλοσοφική σχολή μέχρι τον 3ο αιώνα μ.Χ. Συνήθως διακρίνουμε τρεις περιόδους του στωικισμού'τον πρώτο στωικισμό, κατά τον οποίο κυρίως οι τρεις πρώτοι διευθυντές, Ζήνωνας, Κλεάνθης και Χρύσιππος, διαμορφώνουν το όλο φιλοσοφικό σύστημα· το μέσο στωικισμό (δεύτερο ήμισυ του 2ου αιώνα π.Χ, - 1ος αιώνας π.Χ.), όπου, χάρη στο έργο του Παναίτιου και του μαθητή του Ποσειδώνιου, επιχειρείται κατά κάποιο τρόπο ένας συγκερασμός των στωικών φυσικών και κοσμολογικών θεωριών με τις αντίστοιχες πλατωνικές και αριστοτελικές και ο στωικισμός γίνεται η κυρίαρχη θεωρία στο πλαίσιο της άρχουσας τάξης της ρωμαϊκής δημοκρατίας· τέλος, τον ύστερο στωικισμό (εποχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας), οι κύριοι εκπρόσωποι του οποίου, ο Σενέκας, ο Επίκτητος και ο Μάρκος Αυρήλιος, ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με ηθικά θέματα.

Η στωική φιλοσοφία ερμηνεύθηκε με δύο τρόπους αντίθετους αλλά απολύτως δικαιολογημένους· από μερικούς θεωρήθηκε υλιστική, δεδομένου ότι σύμφωνα με αυτήν τα πάντα, ακόμη και η ίδια η θεότητα, έχουν φύση υλική, ενώ από άλλους θεωρήθηκε ιδεαλιστική, εφόσον η κοσμολογία της, μολονότι “υλιστική” με την παραπάνω έννοια, αποσκοπεί στην αναγνώριση της ενδοκοσμικής παρουσίας ενός “νου”, ο οποίος αποκτά με τον τρόπο αυτό μια αξία την οποία δεν θα μπορούσαν να του δώσουν οι αισθήσεις.

...τους ανθρώπους το πλέον οικείο και σημαντικό· ο χώρος της αντίληψης του καθενός, οι διαπροσωπικές του σχέσεις, η πηγή των σωματικών καταστάσεων και των ατομικών αισθημάτων. Πιο συγκεκριμένα, οι Στωικοί υποστηρίζουν ότι κάθε τι πραγματικό είναι σωματικό, ακόμη και η ψυχή'τα γεγονότα παράγει η κίνηση των σωμάτων, ενώ η ζωή του καθενός είναι μία συγκεκριμένη ακολουθία γεγονότων. Ένα ακόμη κοινό σημείο του στωικισμού με τις άλλες ελληνιστικές φιλοσοφίες αφορά στη γενική σύλληψη της φύσης και του ρόλου της φιλοσοφίας· όλες τους συλλαμβάνουν τη φιλοσοφία ως “τέχνη του βίου” (με την έννοια που και η ιατρική είναι '‘τέχνη"). Αλλά η συγγένεια του στωικισμού με τις άλλες ελληνιστικές φιλοσοφίες σταματάει εδώ’ οι απαντήσεις του ήσαν διαφορετικές και συχνά αντίθετες. Από ιστορική άποψη, ο στωικισμός υπήρξε η φιλοσοφία που κυριάρχησε σε όλη την ελληνιστική εποχή· από την άποψη της κοινωνικής του απήχησης δικαιούται αναμφίβολα μία θέση δίπλα στον πλατωνισμό και τον αριστοτελισμό. Ο κυνισμός, ο σκεπτικισμός και ο επικουρισμός έμειναν, αντιθέτως, πάντοτε στο περιθώριο, και συχνά επικρίθηκαν δριμύτατα ως κοινωνικά απαράδεκτοι.


  • Η ορθολογική τάξη του κόσμου

Ο στωικισμός ξεκινά από μία βασική παραδοχή, που τον διαφοροποιεί ριζικά από τις υπόλοιπες ελληνιστικές φιλοσοφίες και τον φέρνει κοντά στον πλατωνισμό και τον αριστοτελισμό· το σύνολό των πραγμάτων που συνθέτουν τον κόσμο διέπεται και ενοποιείται από μια έλλογη τάξη. Αγαθό (ελευθερία και ευδαιμονία) για κάθε ον δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ορθή ενσωμάτωση σε αυτή την τάξη. Είναι, όμως, σημαντικό να αντιληφθούμε την ιδιαιτερότητα της έλλογης τάξης των Στωικών σε σχέση με την αντίστοιχη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Δεν πρόκειται, όπως συνέβαινε στον Πλάτωνα, για ένα επίπεδο καθαρού ορθολογισμού, χωρισμένου από τον κόσμο, που επιτρέπει μέσα στον κόσμο αυτό την ύπαρξη μιας διάστασης  αντιπαλότητας και αταξίας και το οποίο εγκαθιδρύει, ακριβώς λόγω αυτού του χωρισμού και αυτής της αντιπαλότητας το χώρο για την ύπαρξη του πολιτικού σχεδιασμού. Ούτε πρόκειται, όπως στον Αριστοτέλη, για το επίπεδο των ουσιωδών χαρακτηριστικών, που ορίζουν το είδος στο οποίο ανήκει κάθε ατομική ουσία, αφήνοντας, αφενός, κατά μέρος το σύνολο των τυχαίων ατομικών χαρακτηριστικών και θεμελιώνοντας, αφετέρου, για τον μεν άνθρωπο την ηθική της ατομικής αρετής, για τα δε μέλη της πόλης την ηθική των εξειδικευμένων κοινωνικών αρετών. Η έλλογη τάξη των Στωικών δεν αφήνει τίποτε έξω από αυτήν δεν αφήνει χώρο για συγκρούσεις μέσα στον κόσμο. Εκτείνεται, πράγματι, στη διάσταση του ατομικού και του συμβάντος και την αφομοιώνει ολοκληρωτικά· ταυτίζεται ακριβώς με την πλήρη σειρά των γεγονότων, θεωρούμενη ως η αναγκαιότητα που καθορί­ζει κάθε γεγονός και το συνδέει με όλα τα υπόλοιπα.
  
  • Η ελευθερία τον σοφού

Δεδομένου ότι η πορεία των γεγονότων αποτελεί μια έλλογη τάξη, η στωική "τέχνη του βίου"δεν επιχειρεί να καταστείλει την πίεση του έξω κόσμου για να μας προστατεύσει από αυτήν δεν επιχειρεί, δηλαδή, να μας αποκόψει από τον κόσμο. Ο Στωικός δεν περιφέρεται έξω από την κοινωνική ομάδα, δεν σωπαίνει μακριά από το πεδίο των συζητήσεων, δεν φτιάχνει έναν προσωπικό κήπο για. να απομονωθεί εκεί. Εάν η πορεία τν γεγονότων είναι έλλογη, η αιτία της ανελευθερίας δεν μπορεί παρά να βρίσκεται εντός μας, στον τρόπο με τον οποίο αποδεχόμαστε τον αναγκαίο καθορισμό. Τα πάντα εξαρτώνται από το εάν αναγνωρίζουμε ή όχι την έλλογη φύση των γεγονότων. Αν δεν είμαστε σε θέση να το κάνουμε, θα δημιουργηθεί δυσαρμονία ανάμεσα σε αυτό που είμαστε, από τη μια, και στις φιλοδοξίες μας και τη θέλησή μας, από την άλλη· τότε θα εμφανιστούν τα πάθη. οι ταραχές. οι φόβοι, δηλαδή όλα όσα μας καθιστούν δυστυχισμένους και μας αφαιρούν την ελευθερία. Αν. αντιθέτως. είμαστε σε θέση να το κάνουμε, θα ζούμε μέσα μας μια ήρεμη και αρμονική ζωή. Υπάρχει μια στωική ρήση που εκφράζει με κάθε σαφήνεια την εσωτερική κατάσταση την οποία κάποιος πρέπει να κατακτήσει: «να θέλουμε αυτό που συμβαίνει» (συμπεριλαμβανομένου και γεγονότων όπως ο θάνατός μας). Το περιεχόμενο αυτής της ρήσης συμπίπτει με αυτό μίας άλλης: ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν  («να ζει κανείς σε συμφωνία με τη φύση »). Έτσι, η στωική ευδαιμονία και ελευθερία είναι άμεσα και σοφία και δεν έχει καθόλου πρόσχαρο χαρακτήρα· μοιάζει περισσότερο με την ίδια φυσικότητα με την οποία αναπνέουμε. Αυτό που έχει, λοιπόν, σημασία για το στωικό σοφό είναι η περιφρούρηση της εσωτερικής του διάθεσης, που τον καθιστά σοφό. Όλα τα άλλα-η δόξα και η αφάνεια, ο πλούτος και η φτώχεια, η κοινωνική ελευθερία και η κοινωνική δουλεία- του είναι αδιάφορα. Κανένα από αυτά δεν έχει τη δύναμη να προσδιορίσει, είτε θετικά είτε αρνητικά, την εσωτερική του διάθεση που τον καθιστά σοφό, ελεύθερο και ευδαίμονα. Τίποτε δεν εμποδίζει, κατά τους Στωικούς, έναν δούλο να παραμείνει δούλος και ταυτόχρονα να είναι σοφός, ελεύθερος και ευδαίμων η μόνη προϋπόθεση είναι να θέλει αυτό που συμβαίνει, χωρίς να επιτρέπει στον εαυτό του να διαταράσσεται από τα πάθη.

  • Ο στωικός κοσμοπολιτισμός
  • Ο στωικισμός ως ιδεολογία των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων

Όλες οι φιλοσοφίες των ελληνιστικών χρόνων ήσαν -ακόμη κι αν δεν το δήλωναν-κοσμοπολιτικές, με την έννοια ότι ο ιδανικός τους αποδέκτης ήταν ο άνθρωπος στην πρωτογενή φυσική του κατάσταση, ανεξάρτητα από τις διάφορες εθνικές, πολιτιστικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις. Ο στωικισμός διακηρύσσει τον κοσμοπολιτισμό του ξεκάθαρα. Θα ήταν όμως, σφάλμα να το ερμηνεύσουμε αυτό ως πράξη με πολιτικές προεκτάσεις. Ο στωικός κοσμοπολιτισμός δεν είναι τίποτε άλλο παρά συνέπεια της παραδο­χής ότι η αναγνώριση του έλλογου χαρακτήρα των γεγονότων είναι ανε­ξάρτητη από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες βρίσκεται κανείς. Δεδομέ­νου ότι η οδός προς τη σοφία δεν περνά από τη μεσολάβηση της πολιτικής, αλλά ριζώνει στη φύση του ανθρώπου, ο στωικός σοφός αισθάνεται πως έχει μια φυσική ομοιότητα με όλους τους συνανθρώπους του, ανεξάρτητα α­πό την εξουσία στην οποία τυχαίνει να είναι υποτελείς, και πως όλοι απο­λαμβάνουν μια κοινή ελευθερία. Γι΄ αυτό, ο στωικός σοφός, μολονότι κο­σμοπολίτης, μπορεί να συμμετέχει στους πολιτικούς θεσμούς, ακόμη και να κυβερνά, “εφόσον δεν παρεμποδίζεται”, δηλαδή με την προϋπόθεση ότι θα μπορεί να διατηρεί την προσωπική του ορθολογική διάθεση και αυτονομία.

Αυτός ο τύπος σοφού, η σοφία του οποίου ριζώνει στη φύση και καταρ­γεί με τον τρόπο αυτό τη σημασία των κοινωνικών κανόνων, μπορεί από ο­ρισμένες απόψεις να φανεί ότι πλησιάζει τον Κυνισμό. Πραγματικά, ο θεμε­λιωτής του στωικισμού, ο Ζήνωνας από το Κίτιο, υπήρξε μαθητής των Κυνικών και στην αρχή Κυνικός ο ίδιος· σε ένα νεανικό του σύγγραμμα ο Ζή­νωνας εξέφρασε την αδιαφορία του για ορισμένους από τους ουσιαστικότε­ρους κοινωνικούς κανόνες, όπως την απαγόρευση της αιμομιξίας και του κανιβαλισμού. Όμως, το νόημα του στωικισμού δεν ήταν αυτό· άλλωστε, η ταύτιση των κοινωνικών συμβατικοτήτων με το "κακό” και της φύσης με το “καλό” θα ήταν, σε τελική ανάλυση, αντιφατική προς τη στωική παρα­δοχή μιας έλλογης τάξης που αγκαλιάζει τα πάντα. Οι πολίτες των ελληνι­στικών βασιλείων, αρχικά, και της ρωμαϊκής δημοκρατίας, αργότερα, ανα­γνώριζαν συχνά τον εαυτό τους στον στωικό τύπο ανθρώπου, ιδωμένου α­πό μιαν άλλη οπτική γωνία: ιδωμένου, δηλαδή, από τύπο ανθρώπου που βρί­σκει μέσα στον ίδιο του τον εαυτό, μέσα στη σφαίρα της προσωπικής του ζωής τη ρίζα της ελευθερίας και της αυτονομίας του, και που εφοδιασμένος με την αυτονομία αυτή έχει πρόσβαση στη σφαίρα της πολιτικής, όπου θα λειτουργήσει διεκδικώντας κατά πρώτο λόγο αυτή την αυτονομία και, επο­μένως, κρίνοντας κάθε φορά τους πολιτικούς θεσμούς ανάλογα με το βαθ­μό συμβατότητάς τους με αυτή του τη διεκδίκηση. Σε αυτή την παραλλαγή του ο στωικισμός κατάφερε να γίνει η ιδεολογία της άρχουσας τάξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στο απόγειο της ακμής της. Αργότερα, στο στωικισμό θα καταφύγουν τα μέλη της συγκλητικής τάξης κατά την αρχική τους αντίθεση προς την αυτοκρατορία, η οποία θεωρείτο εξουσία που αρ- νείτο την ατομική αυτονομία- αυτό πάντως δεν εμπόδισε, έναν αιώνα αργό­τερα, όταν οι θεσμικές ισορροπίες της αυτοκρατορικής κοινωνίας είχαν πλέον αποκατασταθεί, έναν αυτοκράτορα, τον Μάρκο Αυρήλιο, να γίνει ο τελευταίος σπουδαίος Στωικός.


2. Το στωικό σύστημα: λογική, φυσική, ηθική

Οι πρώτοι τρεις ηγέτες του στωικισμού ήταν ο Ζήνωνας από το Κίτιο, ο Κλεάνθης και ο Χρύσιππος, στους οποίους οφείλεται η ολοκληρωμένη επεξεργασία των θεωριών της σχολής. Σήμερα πια δεν είμαστε σε θέση να δια­κρίνουμε με σαφήνεια την ιδιαίτερη συμβολή του καθενός. Αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχουν σωθεί τα συγγράμματα τους, το περιεχόμενο των οποίων γνωρίζουμε μόνο από μεταγενέστερες μαρτυρίες. Αυτό, όμως, δεν θα αρκούσε για να καταστήσει την ιδιαιτερότητα της συμβολής του καθενός αδιάκριτη, εάν η στωική φιλοσοφία δεν είχε λάβει ήδη από τον Ζήνωνα έντονα συστηματικό χαρακτήρα και αν ο Κλεάνθης και ο Χρύσιππος δεν είχαν ουσιαστικά επιδιώξει να ολοκληρώσουν, να βελτιώσουν σε επιμέρους σημεία και να καταστήσουν περισσότερο συνεκτικό το ίδιο σύστημα, διατηρώντας αναλλοίωτες τις βασικές δομές του. Μία τόσο αυστηρή συστηματικότητα είναι σύμφωνη με τη θεμελιώδη στωική παραδοχή ότι η πραγματικότητα είναι ένα σύνολο με τόση συνοχή, ώστε κάθε σημείο του ή πτυχή του να είναι πλήρως ενταγμένο στη γενική τάξη. Αυτό σημαίνει ό­τι κάθε φιλοσοφική πρόταση συνδέεται άρρηκτα με τις υπόλοιπες και ότι, κατά συνέπεια, μια άρνησή της θα έθετε υπό αμφισβήτηση όλο το σύστη­μα. Μόνο για παιδαγωγικούς λόγους οι Στωικοί χώριζαν το φιλοσοφικό τους σύστημα σε τρία μέρη, τη λογική, τη φυσική και την ηθική.
  
  • Η στωϊκή λογική: σημαίνον, σημαινόμενο, πράγματα

Αυτό που οι Στωικοί ονομάζουν “λογική” περιλαμβάνει πολύ περισσό­τερα πράγματα απ’ όσα σήμερα αποδίδουμε στον όρο. Αντικείμενό της ή­ταν το πώς εκδηλώνεται η τάξη της πραγματικότητας μέσα στους λόγους και τη γνώση. Η στωική λογική περιλάμβανε, κατ'αρχήν μία θεωρία περί γλώσσας. Σε σύγκριση με τον Αριστοτέλη, σύμφωνα με τον οποίο η γλώσσα εφάπτεται φυσικά με τα πράγματα και, συνεπώς, η ανάλυση της πρώτης συνιστά οδό άμεσης πρόσβασης στη γνώση της δομής των δεύτερων, η στωική λογική εισάγει μία σημαντική καινοτομία: αρνείται ότι η γλώσσα παραπέμπει ευθέως στα πράγματα. Για να εξηγήσουν αυτό το σημείο, οι Στωικοί, επικαλούνται την περίπτωση ενός Έλληνα που λέει σε έναν Έλληνα και σε ένα βάρβαρο τη λέξη, π.χ., «ίππος». Και οι δύο συνομιλητές συλλαμβάνουν τον ήχο «ίππος», και οι δύο γνωρίζουν το αντικείμενο « Ίππος»· όμως, ο πρώτος καταλαβαίνει αυτό που ακούει, ενώ ο δεύτερος ό­χι. Ανάμεσα στην άρθρωση του σημαίνοντος, που είναι ο ήχος, και στο α­ντικείμενο βρίσκεται, συνεπώς, το επίπεδο του σημαινόμενου, που είναι ο χώρος όπου συντελείται η κατανόηση·  χωρίς  γνώση του σημαινόμενου ο ή­χος δεν μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο του πράγματος. Έχοντας απομο­νώσει το επίπεδο του σημαινόμενον, οι Στωικοί εισήγαγαν το πεδίο του λεκτοῡ. Το λεκτον είναι ό, τι από το σημαινόμενο παραμένει αναλλοίωτο σε μία μετάφραση· ταυτόχρονα είναι το έλλογο και αντικειμενικό, και συνε­πώς καθολικά κατανοητό, περιεχόμενο της γλωσσικής σήμανσης. Σε μια μετάφραση όχι μόνο αλλάζει εντελώς η άρθρωση της σημαίνουσας λέξης, αλλά απαλείφονται οι ασάφειες, οι ενδεχόμενες αμφισημίες και κάθε σημασιολογική αχλύ, που διαφέρουν από γλώσσα σε γλώσσα και από πολιτισμό σε πολιτισμό. Αυτό που απομένει είναι αυτό που καθιστά δυνατή όχι μόνο τη μετάφραση, αλλά την ίδια την επικοινωνία και την κατανόηση· είναι αυτό που αναφέρεται στο αντικείμενο και αυτό που θέλει να πει καθένας που αρθρώνει λόγο.
  
  • Η στωική λογική: το συμπέρασμα

Αυτή η θεωρία επέτρεψε στους Στωικούς να διακρίνουν, για πρώτη φορά, σαφώς τη γραμματική από τη λογική με τη στενή έννοια της λέξης. Η γραμματική έχει ως αντικείμενο τις σημαίνουσες δομές των υπαρκτών γλωσσών με τις ιδιαιτερότητες τους (η μελέτη της γραμματικής αναπτύχθη­κε κατά την ελληνιστική εποχή, χάρη στο στωικό ενδιαφέρον γι'αυτήν). Η λογική με τη στενή έννοια (την οποία οι Στωικοί προτιμούσαν να αποκαλούν “διαλεκτική”) έχει, αντιθέτως, ως αντικείμενο τα λεκτά, κατά το ότι ενδέχεται να είναι τόσο αληθή όσο και ψευδή. Δεν είναι όλα τα λεκτά αλη­θή ή ψευδή· για παράδειγμα, μια διαταγή ή μια προσευχή έχουν ένα έλλογο περιεχόμενο και μπορούν να μεταφραστούν, αλλά δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς. Η ελάχιστη λογική μονάδα είναι εκείνος ο συνδυασμός λέξεων που μπορεί να χαρακτηριστεί αληθής ή ψευδής (για παράδειγμα: «Υπάρχει καπνός»· «Αυτή η γυναίκα έχει γάλα»)· πρόκειται στην ουσία για αυτό που σήμερα ονομάζουμε "πρόταση". Η στωική λογική μελετά με ακρίβεια τις τυπικές προϋποθέσεις που απαιτείται να πληρούνται, ώστε οι συνδέσεις μεταξύ πολλών απλών προτάσεων να είναι αληθείς· μελετά δη­λαδή τα τυπικώς έγκυρα συμπερασματικά σχήματα. Ιδού δύο παραδείγμα­τα του βασικότερου στωικού συμπερασματικού σχήματος:

Αν υπάρχει καπνός, τότε υπάρχει φωτιά·
υπάρχει καπνός· άρα υπάρχει φωτιά.

Αν μία γυναίκα έχει γάλα, τότε έχει γεννήσει·
αυτή η γυναίκα έχει γάλα· άρα έχει γεννήσει.

Με την αντικατάσταση των περιεχομένων των προτάσεων, που διαφέ­ρουν στα δύο παραδείγματα, με σύμβολα (όπως έκαναν οι Στωικοί), φθά­νουμε σε μια τυπική δομή αυτού του συμπεράσματος: Αν ρ. τότε q· ρ· άρα q. Οπως είπαμε όταν μιλούσαμε για τη λογική του Αριστοτέλη, εδώ έχουμε έ­να έγκυρο συμπέρασμα, δηλαδή ένα συμπέρασμα του οποίου η λογική α­λήθεια είναι ανεξάρτητη από την πραγματική αλήθεια των προκειμένων.

Όμως, η αναλογία της στωικής με την αριστοτελική λογική, σταματάει εδώ. Στην περίπτωση της αριστοτελικής λογικής, τα σύμβολα με τα οποία διατυπωνόταν ο συλλογισμός αντικαθιστούσαν καθολικές έννοιες -θνη­τούς, ζώα, ανθρώπους. Η αριστοτελική λογική μηχανή υπαγόρευε, διά της αναλυτικής οδού, τους τρόπους με τους οποίους η μία εμπεριείχε την άλλη. Με τον τρόπο αυτό διατεινόταν ότι αποκαλύπτει τη δομή του πραγματικού'τοποθετώντας τις καθολικές πραγματικότητες τη μια μέσα στην άλλη, σκιαγραφούσε και οργάνωνε το όλο επίπεδο των επιμέρους ουσιών, το ο­ποίο αποτελούσε το σταθερό πλέγμα που είναι. Άλλωστε η αριστοτελική λογική δεν αποτελούσε εργαλείο επιστημονικής ανακάλυψης, αλλά ανα­διατύπωνε αυτό που ήταν ήδη γνωστό διά άλλων οδών, εκτός λογικής, προ- κειμένου να του προσδώσει συνοχή. Στην περίπτωση, τώρα, της στωικής λογικής τα σύμβολα αντικαθιστούν προτάσεις, δηλαδή περιγραφές γεγονό­των και περιστατικών: «Υπάρχει καπνός», «Υπάρχει φωτιά» κ.τ.λ. Τα στωικά συμπερασματικά, σχήματα στοχεύουν να ανακαλύψουν πράγματα ά­γνωστα· αν δω μια γυναίκα που έχει γάλα, συμπεραίνω ότι έχει γεννήσει, μολονότι δεν το γνωρίζω (άμεσα). Με αυτό τον τρόπο, γεγονότα που δεν μπορούν να παρατηρηθούν μπορούν να επαληθευθούν επιστημονικά. Αντιστρόφως, ο στωικός συλλογισμός δεν είναι δεσμευτικός από οντολογική ά­ποψη. Η πρώτη προκείμενη του παραπάνω σχήματος είναι υποθετική πρό­ταση· η πρόταση αυτή καταφάσκει μια σχέση συνεπαγωγής μεταξύ δύο α­πλών προτάσεων αν αυτή η σχέση είναι έγκυρη και η δεύτερη προκείμενη είναι αληθής, τότε το συμπέρασμα είναι αληθές. Αλλά (απλοποιώντας) σε αυτή τη σχέση η πρώτη προκείμενη («Υπάρχει καπνός») είναι σημείο του συνεπαγόμενου («Υπάρχει φωτιά»)· πίσω από αυτές μπορούν να υπάρχουν διαφορετικές ή και αντίθετες πραγματικές σχέσεις. Για παράδειγμα, ένα α­ποτέλεσμα μπορεί να παίξει το ρόλο σημείου της αιτίας, αλλά και μια αιτία μπορεί να παίξει το ρόλο σημείου του αποτελέσματος. Η στωική λογική ασχολείται με προτάσεις, θεμελιώνοντας αναγκαίους δεσμούς ανάμεσα στα γεγονότα που αυτές περιγράφουν και διευρύνοντας τον ιστό της σύνδεσης δεν αποκαλύπτει τη δομή του πραγματικού.
  
  • Θεωρία της γνώσης: αισθήσεις και αναπαραστάσεις

Η εφαρμογή αυτού του λογικού μηχανισμού στο πεδίο της πραγματικό­τητας απαιτεί να ορισθούν ο τρόπος με τον οποίο φθάνουμε στη γνώση των γεγονότων και ο τρόπος με τον οποίο προσδιορίζεται ότι μια πρόταση που αφορά σε ένα γεγονός είναι αληθής. Οι Στωικοί ενέτασσαν στη λογική ε­κείνο το μέρος της φιλοσοφίας τους, που σήμερα μάλλον θα ονομάζαμε γνωσιολογία. Η γνώση πηγάζει από την αίσθηση, που είναι το αποτέλεσμα που έχει μια σωματική κίνηση πάνω στην ψυχή (η οποία είναι, επίσης, σω­ματική). Αυτό το αποτέλεσμα είναι για την ψυχή, από φυσική άποψη, «αλ­λοίωσή» της και, από λογική άποψη, “αναπαράσταση” του σώματος που την προκάλεσε. Μετά από αυτήν υπάρχουν στην ψυχή τρεις επιπλέον φά­σεις της γνωστικής διαδικασίας· η συγκατάθεσίς, με την οποία η ψυχή ανα­γνωρίζει ότι η αναπαράσταση συμφωνεί με αυτό που την προκάλεσε, η κα­τάληψης, με την οποία η αναπαράσταση μετατρέπεται στην πρόταση που περιγράφει αυτό που την προκάλεσε, και η γνώσις η επιστήμη, με την οποία η αναπαράσταση εντάσσεται σε ένα ολόκληρο πλέγμα παραστάσεων. Αυ­τό που εγγυάται την εγκυρότητα της διαδικασίας αυτής, κυρίως στο ευαίσθητο σημείο όπου δίνεται η συγκατάθεσις στην αναπαράσταση, με άλλα λόγια αυτό που αποτελεί το κριτήριον άληθείας, είναι για τους Στωικούς η δυνατότητα κατανόησης της αναπαράστασης (καταληπτική φαντασία), δηλαδή η προφάνεια (ενάργεια.) που τη διακρίνει από τις άλλες αναπαρα­στάσεις, για να μετατραπεί σε πρόταση και να ενταχθεί στον ιστό της επι­στήμης. Η “καταληψιμότητα” αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρι­σμα της αναπαράστασης και, γι’ αυτό, όταν είναι παρούσα, υποχρεώνει την έλλογα διατεταγμένη ψυχή να δώσει τη συγκατάθεσή της, οπότε η α­ναπαράσταση δεν είναι αυθαίρετη. Στα όνειρα, για παράδειγμα, έχουμε α­ναπαραστάσεις, αλλά δεν είναι σαφώς καταληπτές· γι’ αυτό δεν τις εγκρί­νουμε. Στην αντίθετη πλευρά βρίσκονται οι αναπαραστάσεις που εγκρί­νουμε και κατανοούμε.
  
  • Η αντιστωική πολεμική της Ακαδημείας

Η στωική θεωρία της γνώσης δέχθηκε δριμύτατες επιθέσεις από τους σχολάρχες της μέσης Ακαδημίας· ο Αρκεσίλαος από την Πιτάνη στράφηκε κατά του Ζήνωνα και του Κλεάνθη· ο Καρνεάδης, αργότερα, κατά του Χρύ­σιππου. Και οι δύο Ακαδημεικοί σκοπό τους είχαν να καταρρίψουν ολόκλη­ρο το στωικό οικοδόμημα χτυπώντας τα θεμέλιά του, δηλαδή την οδό που ξεκινά από την παράσταση, περνά από την συγκατάθεση και καταλήγει στη μετατροπή της σε στοιχειώδη πρόταση. Ο Αρκεσίλαος και ο Καρνεάδης αμφισβητούν ακριβώς την ύπαρξη ενός σαφούς και καθολικά έγκυρου κριτηρίου, που να υποδεικνύει σε ποιες περιπτώσεις το πέρασμα μπορεί να πραγματοποιηθεί σίγουρα και ανώδυνα, και συμπεραίνουν ότι η συγκατά­θεση δεν είναι σε καμιά περίπτωση πραγματικά δικαιολογημένη και, επομέ­νως, πρέπει να μένα διαρκώς σε εκκρεμότητα. Αυτή η πολεμική δεν διεξάγε­ται στο όνομα ενός εναλλακτικού γνωσιολογικού μηχανισμού· απεναντίας, ουσιαστικός σκοπός των Ακαδημεικών είναι να αποδείξουν ότι κανένας μη­χανισμός δεν μπορεί να λειτουργήσει. Πέρα από τη χρήση σωρείας τεχνικών όρων, για την οποία οι Ακαδημεικοί καμάρωναν, το μεγαλύτερο μέρος της ανατρεπτικής τους τακτικής στηριζόταν σε μια σειρά αντιπαραδειγμάτων, τα οποία αντιπαρέτασσαν συστηματικά στα παραδείγματα της στωικής γνωσιολογίας. Τόσο ο Αρκεσίλαος όσο και ο Καρνεάδης ανέτρεξαν για το σκοπό αυτό στα διαλεκτικά μέσα του Πύρρωνα.
  
  • Οι κοινές έννοιες

Η συγκεκριμένη κριτική αφορούσε κατά πρώτο λόγο στο ρόλο του σο­φού στο ζήτημα της γνώσης. Αν η έλλογη διάταξη της ψυχής του σοφού δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να εγγυηθεί για την αλήθεια των παραστά­σεων, τότε ο στωικός σοφός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει την αλή­θεια περισσότερο απ’ όσο οι μη σοφοί. Επιπλέον, ολόκληρη η στωική λογι­κή μηχανή έμοιαζε να δουλεύει μάταια, δεδομένου ότι η εφαρμογή της στο είναι απαιτούσε παραστάσεις αληθείς. Κατά δεύτερο λόγο, η αδυναμία μας να φθάσουμε σε βεβαιότητα για οποιαδήποτε παράσταση ισοδυναμούσε με απόρριψη της αξίας των κοινών εννοιών ή προλήψεων, δηλαδή των εννοιών και ιδεών που οι Στωικοί ισχυρίζονταν ότι ήσαν καθολικά γνωστές, ως ρι­ζωμένες στο γνωστικό μέρος της ψυχής καθ'εαυτό, και που ήσαν γι’αυτό ικανές να αποκαλύψουν τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά τού είναι (η σπου­δαιότερη από αυτές ήταν η ιδέα της ύπαρξης Θεού). Οι κοινές έννοιες ή προλήψεις ήσαν για τους Στωικούς μια απολύτοος απαραίτητη οδός για τη γνώση των πραγμάτων, δεδομένου ότι η λογική τους δεν αναπαρήγε τη δο­μή του πραγματικού. Εύκολα καταλαβαίνουμε, λοιπόν, γιατί η διαμάχη με­ταξύ των σχολών επικεντρώθηκε ως επί το πλείστον σε αυτό το σημείο.
  
  • Η στωική φυσική: το πνεύμα          

      Η στωική φυσική είχε ως αντικείμενο, κατά πρώτο λόγο, τα γενικά χαρακτηριστικά του πραγματικού, τα οποία έπαιζαν, στη συνέχεια, ρόλο θε­ωρητικών αρχών και πλαισίων για τις επί μέρους επιστημονικές έρευνες (ιατρική, μετεωρολογία, αστρονομία κ.τ.λ.). Η στωική φυσική κορυφωνόταν σε μια θεολογία, που συνιστούσε ρητή καταγραφή της λογικής που συ­νέχει την ίδια την πραγματικότητα.

Η πραγματικότητα για τους Στωικούς είναι ένα σωματικό όλο απολύτως συνεχές· η αδιάσπαστη αυτή συνέχεια έχει ως αποτέλεσμα κάθε ση­μείο είναι απολύτως ενταγμένο στη δυναμική του συνόλου. Η σωματικότητα και η δυναμικότητα του πραγματικού είναι για τους Στωικούς στενά συνυφασμένες με τη θεμελιώδη ζωτικότητά του, που φθάνει ώς το τελευ­ταίο του σημείο και που. χάρη στη διαφοροποίηση, παράγει τα επιμέρους φυσικά πράγματα. Οι Στωικοί περιέγραφαν, μεταξύ άλλων, αυτή τη διαφο­ροποίηση ως το αποτέλεσμα της επίδρασης μιας ενεργητικής, ζωτικής αρχής πάνω σε μια παθητική· αλλά είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι αυτές οι δύο αρχές δεν ήσαν για τους Στωικούς δύο χωριστά, οντολογικώς αυτάρκη πράγματα νοούνταν ως δύο αντίθετοι και συμπληρωματικοί πόλοι του ζωτικού και δυναμικού όλου που απαρτίζει το σύμπαν η παρουσία του ενός είναι πάντοτε συνυφασμένη με την παρουσία του άλλου. Η ποικι­λία της φύσης για τους Στωικούς είναι η διαφοροποίηση μιας θεμελιώδους αδιάκοπης ενότητας και όχι το αποτέλεσμα της σύνθεσης αρχικά ξεχωρι­στών στοιχείων.

Οι Στωικοί αποκαλούσαν την αδιαφοροποίητη σωματική φύση κυρίως πνεύμα (φύσημα, πνοή), λέξη που ενέχει τις έννοιες της ζωτικότητας και της ελαστικότητας.

Η ελαστικότητα του πνεύματος, ο τόνος του, είναι η πλευρά της ζωτικότητας πριν από την εμφάνιση της οργανικής ζωής. Διαφοροποιούμενος ο τόνος προκαλεί διαφορετικούς βαθμούς συνογής του πνεύματος, Κάθε επιμέρους πράγμα χαρακτηρίζεται από μια δική του συνοχή, που το κρατά ε­νωμένο. Μια πέτρα, για παράδειγμα, ή ένας ιστός ενός οργανισμού έχουν ίο καθένα τη δική του συνοχή, που είναι το αποτέλεσμα μιας δυναμικής ε­ξέλιξης μέσα στο πνεύμα, συνοχή που εισδύει εντός τους, τα διαφοροποιεί και τους προσδίδει την ταυτότητά τους. Τα φυτά, τα ζώα, οι άνθρωποι, έ­χουν με τη σειρά τους έναν εσωτερικό παράγοντα που τα κρατά. ενωμένα και τους προσδίδει την ταυτότητά τους· εδώ, όμως, ο παράγοντας αυτός δεν περιορίζεται στο συνεκτικό ρόλο, αλλά συντονίζει τα διάφορα μέρη της σωματικής τους οργάνωσης. Για τα ζώα και τους ανθρώπους, η διάταξη αυτή είναι η ψυχή· η ψυχή των ανθρώπων έχει έλλογη διάταξη, πράγμα, που λείπει από τα ζώα.
  
  • Η αιτιότητα είναι πάντοτε εσωτερική

Τις αιτιώδεις σχέσεις, τώρα, μέσα σε αυτό τον κόσμο, που περιλαμβάνει επιμέρους σώματα, καθένα από τα οποία είναι εφοδιασμένο με μια δική του εσωτερική διάταξη και τα οποία βρίσκονται το ένα δίπλα στο άλλο χωρίς ν’ αφήνουν κενά, οι Στωικοί τις αντιλαμβάνονται με έναν τρόπο εξολοκλήρου πρωτότυπο. Η αιτία κάθε κίνησης ή μεταβολής είναι πάντοτε εσωτερική και εξαρτάται από το πώς η διάταξη ενός σώματος το κάνει να αντιδρά σε μια επαφή ή στην αίσθηση ενός άλλου πράγματος. Στην περίπτωση ενός ζώου αυτό είναι προφανές· αν, για παράδειγμα, ένας σκύλος δει κάτι που του προκαλεί φόβο, θα τρέξει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το πράγμα που τον φόβισε δεν είναι αιτία, αλλά μόνο συν-αιτία· αυτό που προκαλεί το φόβο και τη φυγή είναι η εσωτερική διάταξη του σκύλου. Ένα σώμα με διαφορετική διάταξη θα αντιδρούσε διαφορετικά και θα είχαμε άλλα απο­τελέσματα. Οι Στωικοί επέκτειναν αυτή την αντίληψη της αιτιότητας και στα ανόργανα σώματα· αν μια πέτρα, έλεγαν, που βρίσκεται σε κατηφόρα κατρακυλά λόγω μιας ώθησης, αυτό δεν εξαρτάται από την ώθηση, αλλά από τη μορφή της (αν είναι επίπεδη, δεν κατρακυλά). Αλλά η μορφή με τη σειρά της εξαρτάται, κατά κάποιον τρόπο, από τον τόνον που οδήγησε την πέτρα να έχει αυτή τη διάταξη και μορφή. Με αυτό τον τρόπο, οι Στωικοί επιδίωκαν να περιλάβουν όλες τις καθαρά μηχανικές πλευρές της αλληλεπίδρασης μεταξύ των σωμάτων, μέσα σε μια αντίληψη για τη φύση και την αιτιότητα, σύμφωνα με την οποία η πορεία των γεγονότων μοιάζει με το σύνολο των αλληλεπιδράσεων των κλειστών αυτορυθμιζόμενων συστημάτων. Έτσι, οι κινήσεις του ανόργανου κόσμου ερμηνεύονταν με βάση το πρότυπο της λειτουργίας των έμβιων όντων.
  
  • Οικουμενική αναγκαιότητα

Από αυτή την αντίληψη προέρχεται και μία πλευρά της στωικής φυσι­κής που είναι σημαντική και για την ηθική. Η εσωτερική διάταξη, που σε κάθε περίπτωση είναι η κύρια αιτία των γεγονότων, είναι με τη σειρά xrjg αποτέλεσμα μιας προηγούμενης αιτιώδους αλυσίδας, που την έκανε να εί­ναι όπως είναι και να δρα όποιος δρα. Κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι, διότι μια προηγούμενη δυναμική εξέλιξη το οδήγησε στην τωρινή του διά­ταξη. Επομένως, κάθε γεγονός (και, συνεπώς, ολόκληρη η πορεία των γεγο­νότων) είναι κάτι προκαθορισμένο και αναγκαίο, με την έννοια ότι δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Αν δεχθούμε ότι μπορούσε, θα χρειαστεί να εισαγάγουμε για την εξήγηση αυτής της δυνατότητας έναν ανεξάρτητο αιτιώδη παράγοντα, δηλαδή ή ένα θεϊκό στοιχείο της ψυχής, που δεν θα περιορίζεται από τη σωματική δυναμική, ή μια μηχανική αιτιότητα ανεξάρτητη από την εσωτερική διάθεση. Και με τις δύο αυτές προϋποθέσεις θα εισαγόταν κάτι που διαφεύγει από τη σφαιρική δυναμική του πνεύματος και, έτσι, ολόκληρη η στωική φυσική θα κατέρρεε. Αλλά τότε. κάθε διάταξη, ενέργεια ή γεγονός οποιουδήποτε ατόμου είναι προκαθορισμένα. Αυτός ο προκαθορισμός, όμως, σύμφωνα με τους Στωικούς, δεν καθιστά την ηθική κενή νοήματος, ακριβώς επειδή το κάθε άτομο είναι ο παράγοντας του καθορισμού του: όπως είδαμε, η συμπαντική αναγκαιότητα πραγματώνεται μέσω του εσωτερικού κόσμου του καθενός. Γι’ αυτό, καθένας παραμένει υ­πεύθυνος για τις πράξεις του, οι οποίες εξαρτώνται από αυτό που ο ίδιος εί­ναι· το άτομο. λοιπόν, εξακολουθεί να υπόκειται σε ηθική αξιολόγηση και κρίση.


  • Η κοσμολογία: η τελική “εκπύρωσις"και το “κοσμικόν πυρ ”

Η στωική κοσμολογία υιοθετεί, σε γενικές γραμμές, την κοσμολογία της προηγούμενης επιστήμης. Ο κόσμος είναι μια πεπερασμένη σφαίρα με πλή­ρη συνοχή, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η Γη και στο εξωτερικό μέρος της οποίας περιστρέφονται τα άστρα. Η κυριότερη καινοτομία της κοσμολογίας των Στωικών είναι η άρση του φυσικού χάσματος μεταξύ ουρανού και Γης την οποία είχε εισαγάγει ο Αριστοτέλης. Τα άστρα εντάσσονται στην ίδια ζωογόνο δυναμική που αγκαλιάζει τα γήινα πράγματα· για παρά­δειγμα, τα άστρα τρέφονται από τις εξατμίσεις των ωκεανών που βρίσκο­νται κάτω από αυτά. Από τους Στωικούς, ο Κλεάνθης απέδιδε στον Ήλιο έ­ναν ιδιαίτερο ρόλο: ο Ήλιος καθορίζει το συνολικό ρυθμό της ζωής. Αυτή η θεώρηση, αν από τη μια θεμελιώνεται πάνω στον προφανή συσχετισμό των ηλιακών κινήσεων με τον κύκλο των εποχών και τα βιολογικά φαινόμενα, από την άλλη επιτρέπει στο στωικισμό να ενσωματώσει σημαντικό μέρος των παραδοσιακών θρησκευτικών αναπαραστάσεων και, συνεπώς, να αυτοπροταθεί ως η φιλοσοφία που τις θεμελίωνε και δικαιολογούσε τις λειτουργίες τους. Η κύρια καινοτομία της στωικής κοσμολογίας είναι η θεωρία της τελικής εκπυρώοεως· η πορεία των γεγονότων κορυφώνεται σε μία στιγμή. κατά την οποία όλα καταλήγουν σε κοσμικόν πυρ. Πρόκειται για ένα εί­δος τελικού θριάμβου της εγγενούς στον κόσμο ζωτικής δύναμης, του οποί ου η φωτιά είναι η ύψιστη εκδήλωση. Από την τελική εκπυρωοίν ξεκινά έ­νας νέος κύκλος γεγονότων, που θα είναι πανομοιότυπος με τον προηγούμενο ώς και στις λεπτομέρειες· θα υπάρξει ξανά Σωκράτης, θα κατηγορηθεί ξανά για ασέβεια, θα καταδικαστεί ξανά σε θάνατο, θα πιει ξανά το κώνειο - και το ίδιο θα συμβεί με όλα τ’ άλλα πράγματα. Στη ρίζα αυτής της στωικής θεωρίας υπήρχε η θεωρητική αναγκαιότητα να αποδειχθεί ο κόσμος πε­περασμένος και στη διάσταση του χρόνου· μία επ’ άπειρον μεταβλητή πο­ρεία των γεγονότων θα καθιστούσε αβάσιμη τη θέση ότι η τωρινή πορεία των γεγονότων χαρακτηρίζεται από μια έλλογη και αναγκαία τάξη. Επίσης, οι κύκλοι πρέπει να συμπίπτουν μεταξύ τους γιατί, εφόσον διέπονται όλοι α­πό τη θεία πρόνοια, δεν μπορούν να αποδειχθούν καλύτεροι ή χειρότεροι α­πό τους άλλους, αλλά εξίσου τέλειοι.
  
  • Η θεολογία: η θεότητα ως ορθολογισμός της φύσης

Η στωική φυσική κατέληγε σε μία θεολογία. Η στωική θεολογία δεν εί­ναι μία χωριστή επιστήμη, στενά συνδεδεμένη, έστω, με τη φυσική- είναι μία πλευρά της ίδιας της φυσικής. Πράγματι, ο στωικός θεός δεν διακρίνεται από τον κόσμο· αυτός δεν είναι παρά η διάσταση της λογικότητας του κόσμου που ενυπάρχει εντός του. Η ανάγκη και η ειμαρμένη (ή "μοίρα”, πε­πρωμένο) ήταν από κάποια άποψη για τους Στωικούς δύο ονόματα που δή­λωναν το ίδιο πράγμα: τη διάσταση της θείας λογικότητας· τα δύο καταλ­ληλότερα ονόματα ήσαν για τους Στωικούς Θεός και λόγος, που από την οπτική γωνία αυτής της κοσμικής θεολογίας συνέπιπταν. Ένα άλλο όνομα για αυτό τον κοσμικό θεό ήταν για τους Στωικούς το “Ζευς”· ταυτίζοντας τη σπουδαιότερη από τις παραδοσιακές θεϊκές μορφές με τον θεό τους, ενέ­τασσαν τη μορφή αυτή στη φιλοσοφία τους. Τ έλος, ο κοσμικός ορθός λόγος αποκαλείτο “θεία πρόνοια”. Η ειμαρμένη, που μας επιφυλάσσει αυτή, είναι καλή, ακόμη κι αν εμείς δεν κατανοούμε το θετικό και ωφέλιμο χαρα­κτήρα της. Η στωική θεία πρόνοια ασχολείται με την ιδιωτική και καθημε­ρινή διάσταση της ζωής, από την οποία ο πλατωνικός και ο αριστοτελικός θεός απουσίαζαν. Αλλά για να γευθούν οι άνθρωποι τις ευεργεσίες της, εί­ναι απαραίτητη η στωική κατάληψις. Γι’ αυτό, η στωική θεία πρόνοια είναι πολύ διαφορετική από τη χριστιανική, η οποία επεμβαίνει μέσω μιας λυτρωτικής χάριτος, με σκοπό τη μεταμόρφωση της ζωής.
  
  • Η ψυχή και ο λόγος

Η φυσική παρέχει στους Στωικούς τα θεωρητικά ερείσματα για την αν­θρωπολογία τους, στην οποία θεμελιώνουν την ηθική τους. Η ατομική ταυτότητα κάθε ανθρώπου, όπως κάθε πράγματος, προσδιορίζεται από μια ιδιαίτερη κατάσταση του παγκόσμιου πνεύματος. Κάθε άνθρωπος έχει μέσα του μια αργή που τον κρατά ενωμένο, διατηρεί την ταυτότητά του και του δίνει ζωή. Αυτή τη λειτουργία επιτελεί για τους ανθρώπους, όπως και για τα ζώα, η ψυχή. Σωματική και αυτή, είναι η ενεργητική διάσταση του πνεύματος που μας συγκροτεί. Διάχυτη παντού στον οργανισμό, είναι ο τόπος όπου οι μηχανισμοί των αισθήσεων δημιουργούν τις παραστάσεις. Η ψυχή έχει μια “διευθύνουσα αρχή” (ἡγεμονικόν), ένα είδος κεντρικού διευ­θυντικού οργάνου, τοποθετημένου στην καρδιά, στο οποίο συρρέουν οι διαφορετικές παραστάσεις και το οποίο καθορίζει τις κινήσεις, τις πράξεις και τις συμπεριφορές μας. Αυτό που διαφοροποιεί τους ανθρώπους από τα ζώα είναι ο τρόπος με τον οποίο εκτελεί το ήγεμονικόν τη λειτουργία αυτή, η οποία μόνο στους ανθρώπους συμβαίνει σύμφωνα με τη λογική· οι άν­θρωποι. και μόνο αυτοί, διαθέτουν λόγον.

Στη στωική ψυχολογία, η δομή της ψυχής δεν είναι - και δεν θα μπορού­σε να είναι- αντινομική. Η ψυχή δεν μπορεί να ταράσσεται από κινήσεις α­νεξάρτητες από τη διευθύνουσα αρχή. πάνω στις οποίες η τελευταία χρειά­ζεται να επεμβαίνει κυριαρχώντας τες. Η λειτουργία μιας ψυχής του είδους αυτού θα ήταν το προϊόν της σύνθεσης ετερογενών παρωθήσεων προς δρά­ση, πράγμα που θα ήταν ασύμβατο με τις θεμελιώδεις προϋποθέσεις του στωικισμού. Γι’ αυτό, για τους Στωικούς, οι ψυχικές κινήσεις πρέπει να έπονται της λειτουργίας του ηγεμονικού. Οι Στωικοί διευκρίνιζαν το σημείο αυτό, λέγοντας ότι η πρωτογενής ζωτική παρόρμηση, που είναι παρούσα ή­δη από τη στιγμή της γέννησης και αποτελεί το κέντρο της ατομικής ταυτό­τητας, είναι μια παρόρμηση οίκειώσεως, δηλαδή αυτοελέγχου μέσω μιας συνολικής αντίληψης της ατομικής σωματικής ταυτότητας και, κατ’ επέκταση, ελέγχου του πεδίου όπου βρίσκεται το συγκεκριμένο άτομο. Αυτή η παρόρμηση καθορίζει ταυτόχρονα το ρόλο της “διευθύνουσας αρχής” ως του παράγοντα εκείνου που διατηρεί την ψυχή ενωμένη και αποτελεί την κινητήρια δύναμή της. Η ηδονή και η οδύνη είναι αποτελέσματα της λειτουργίας του ηγεμονικού -αν αυτό δεν υπήρχε, δεν θα υπήρχαν ούτε αυτές. Όταν το βρέφος κατά την κύηση χωρίζεται από τη μητέρα του και εισέρχε­ται στο ψύχος, αισθάνεται οδύνη· αν επαναφερθεί στη θερμότητα, αισθάνε­ται ηδονή. Όμως, δεν θα αισθανόταν οδύνη, αν δεν είχε τη ζωτική παρόρ­μηση και τη συνολική αντίληψη του σώματός του, αν, επομένως, το ήγεμονικόν, που περιφρουρεί τη σωματική ταυτότητα, δεν αντιλαμβανόταν το ψύχος ως βλάβη -και ανάλογα όσον αφορά στην ηδονή.
  
  • Η ηθική και η αποδοχή του κόσμου

Η λογική ικανότητα, η λογικότητα, δεν είναι έμφυτη στο ήγεμονικόν του ανθρώπου· αναδύεται στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών περίπου.Μετά το πέρασμα από αυτό το κατώφλι, που διαχωρίζει τους ανθρώπους α­πό τα ζώα (με τα οποία μοιάζουν τα μωρά), αρχίζει ο ηθικός λόγος να επε­νεργεί'από αυτή την ηλικία και έπειτα; ο άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίσει την ύπαρξη μιας εγγενούς λογικότητας στον κόσμο, η οποία προσδιορίζει όλα τα γεγονότα, τόσο τα δικά μας όσο κι εκείνα που αφορούν στους άλ­λους. Σε αυτό το σημείο του στωικισμού υπάρχει ένα παράδοξο. Η αναγνώ­ριση αυτή είναι έργο του ηγεμονικού, ρόλος του οποίου είναι η συντήρηση της ατομικής μας ζωής· η αναγνώριση αυτή, όμως, συνεπιφέρει την παρα­δοχή της λογικότητας ακόμη και σε αυτό που μας αφαιρεί τη ζωή - στην αρρώστια, για παράδειγμα και, κυρίως, στο θάνατο. Αυτό αποτελεί ένα πραγματικό άλμα στην ψυχική ζωή, και η δυνατότητά του εγκαθιδρύει μια ουσιαστική διαφορά του ανθρώπου από τα άλλα ζώα. Οι Στωικοί συγκρί­νουν τη συνθήκη εκείνου που έχει πετύχει αυτού του είδους την αναγνώρι­ση με τη συνθήκη εκείνου που έχει το κεφάλι έξω από το νερό, ενώ οι υπό­λοιποι το έχουν μέσα και πνίγονται, ανεξάρτητα από το αν βρίσκονται σε βάθος ενός ή εκατό μέτρων. Πράγματι, αυτό το είδος ψυχικής μεταστροφής μέσω του λόγον τοποθετείται, θα λέγαμε, στην καρδιά της στωικής φιλοσο­φίας. Χωρίς αυτό, ένα μεγάλο μέρος των στωικών θεωριών (η εσωτερική αι­τιότητα, η ειμαρμένη, η παρόρμηση συντήρησης της ζωής, η οποία συγκρο­τεί την ατομική ταυτότητα) θα έχαναν κάθε σημασία.

Η στωική ηθική μπορεί επομένως να συνοψιστεί σε ένα μοναδικό κανό­να: να διατηρείς λογική την αρχή που έχει καθοριστεί να διευθύνει τη ζωή. Προκύπτει συνεπώς ότι καλό είναι αυτή η διατήρηση και κακό ό,τι της ε­ναντιώνεται, ενώ ό,τι δεν έχει υπό το πρίσμα αυτό σημασία είναι άδιάφορον. Η σοφία, η ευδαιμονία και η ελευθερία συμπίπτουν με αυτή τη λογικότητα. Στην περίπτωση που κάποιος δεν αναγνωρίζει τη λογική φύση των γεγονότων (πράγμα πολύ συχνό), η ζωή του κυριαρχείται από τα πάθη και κυλάει μέσα στη δυστυχία. Τ α πάθη δεν είναι ανεξάρτητες κινήσεις του ανθρώπινου ψυχικού βίου, αλλά συνέπειες των εσφαλμένων κρίσεων του ηγεμονικού μας, ενός ελλείμματος λογικότητας. Αν δεν κατανοούμε την αναγκαιότητα ενός γεγονότος που μας επηρεάζει, αναπόφευκτα υπεισέρχεται μια δυσαρμονία ανάμεσα σε αυτό που είμαστε και σε αυτό που θέλου­με· και αυτό είναι πάθος. Αν την κατανοήσουμε, τότε δεν τιθασεύουμε το πάθος μας, αλλά το εξαλείφουμε. Όπως στην περίπτωση της μηχανικής αι­τιότητας στη φυσική και της ψυχικής αιτιότητας των ηδονών, έτσι και εδώ οι Στωικοί εξαλείφουν κάθε εξωτερικό αιτιακό παράγοντα, υποβιβάζοντάς τον και καθιστώντας τον εξάρτημα της (καλής ή κακής) λειτουργίας αυτού που μας ρυθμίζει από μέσα μας.


3 Ο στωικισμός και η ιδεολογία τον ανθρωπισμού

Η θεωρητική επεξεργασία του φιλοσοφικού συστήματος των Στωικών κορυφώνεται και ολοκληρώνεται με τον Χρύσιππο. Η στωική ορθοδοξία θα πάρει στη συνέχεια την μορφή της αναδιατύπωσης των θέσεων του Χρύσιπ­που και την υπεράσπισή τους ενάντια στις επιθέσεις που εξαπέλυαν υποστηρικτές άλλων φιλοσοφιών. Στον περιορισμένο χώρο αυτών που ασχο­λούνταν με τη φιλοσοφία επαγγελματικά -των δασκάλων των σχολών- οι έ­ριδες αυτές συνεχίστηκαν, ουσιαστικά με τους ίδιους όρους, για μερικούς αιώνες, μέχρι την προοδευτική τους εξαφάνιση. Όμως, η σημασία του στωικισμού για τον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο, ακόμη και η ίδια του η ι­στορία, δεν μπορούν να ερμηνευθούν από αυτή τη εξειδικευμένη οπτική γωνία. Αν ο στωικισμός υπήρξε, όπως ειπώθηκε, η κυρίαρχη φιλοσοφία της ελληνιστικής εποχής, αυτό οφείλεται στις απαντήσεις που έδινε στα αιτήματα όχι των φιλοσόφων αλλά των πρωταγωνιστών της κοινωνικής ζωής.
     
  • Ο πολιτισμικός ρόλος του στωικισμού

Πρόκειται για τους πολίτες των ελληνιστικών αυτοκρατοριών και αργό­τερα του ρωμαϊκού κράτους'οι πολίτες αυτοί ήσαν ελεύθεροι χάρη στη κοι­νωνική τους θέση, ευγενείς και γαιοκτήμονες. Για αυτούς, η φιλοσοφία δεν ήταν επάγγελμα, ούτε μπορούσε να συνοδεύεται από ένθερμο ζήλο, σαν αυ­τόν που φαίνεται να απαιτεί η στωική σοφία. Η ζωή τους έχει μια ιδιωτική σφαίρα, την οικογένεια και τη διαχείριση της οικογενειακής περιουσίας, και μια δημόσια, όπου είναι υπάλληλοι των μεγάλων κρατικών μηχανι­σμών, ανώτεροι αξιωματούχοι. δικηγόροι, πολιτικοί. Αυτό που ζητούν από τη φιλοσοφία δεν είναι βέβαια ένα θεωρητικό σύστημα στέρεο σε όλους του τους αρμούς· αυτό που ζητούν είναι ένα γενικό πλαίσιο, εντός του οποίου τα διάφορα στοιχεία της εμπειρίας τους (οι γνώσεις και οι πολιτιστικές και θρησκευτικές παραδόσεις, αφενός, και τα φυσικά χαρακτηριστικά της ζω­ής, αφετέρου) να οργανώνονται και να αποκτούν νόημα. Θέλουν, επίσης, να βρουν τη δική τους ταυτότητα και το δικό τους ρόλο μέσα σε αυτό το πλαί­σιο και να ξεκαθαρίσουν τη σχέση ανάμεσα στα κοινωνικά καθήκοντα και την ιδιωτική σφαίρα. Αυτά τα εφόδια γενικής μόρφωσης θα φέρουν μαζί τους στη μελλοντική τους δραστηριότητα. Τα στοιχεία αυτά θα είναι που θα διακρίνουν τους μορφωμένους και τους ελεύθερους, θα αποτελούν τη βά­ση της επικοινωνίας των πολιτών μεταξύ τους και θα τους βοηθούν να εντα­χθούν σε ένα πλαίσιο κοινών αξιών. Η τεχνική πολυπλοκότητα των διάφο­ρων επιστημών δεν περιλαμβάνεται σε αυτό το επίπεδο σπουδών μπορούν να την οικειωθούν οι λιγοστοί εκείνοι που θα συνεχίσουν τις σπουδές τους σε επαγγελματικό επίπεδο.

Με την πάροδο του χρόνου, η στωική φιλοσοφία τείνει να αναδιοργα­νωθεί με βάση την ανάγκη να ικανοποιηθεί αυτή η παιδευτική αξίωση. Η λογική δεν σημειώνει πρόοδο μετά τον Χρύσιππο και σταδιακά περνάει σε δεύτερη μοίρα. Από τη φυσική αντλούνται, κυρίως, όσα στοιχεία φαίνο­νται αμεσότερα συνδεδεμένα με την ανθρωπολογία, την κοσμολογία και τη θεολογία. Το μεγαλύτερο μέρος του ενδιαφέροντος καταλαμβάνει τώρα η ηθική. Αυτή η εσωτερική αναδιάταξη οδηγεί σε φιλοσοφικές αλλαγές που είναι αρκετά σημαντικές, μολονότι συχνά παρουσιάζονται με τρόπο που υ­ποβαθμίζει τη σημασία τους.
  
  • Μεταβολές της στωϊκής ηθικής

Ήταν δύσκολο να καρπωθεί κανείς τις πιο ριζοσπαστικές διατυπώσεις της στωικής ηθικής. Στη στωική παρομοίωση του σοφού με τον άνθρωπο που έχει το κεφάλι του έξω από το νερό, η διαφορετική απόσταση όλων των άλλων από την επιφάνεια αντιστοιχεί στο διαφορετικό βαθμό ηθικότητας των συμπεριφορών τους. Αλλά αυτός ο βαθμός ήταν τελικά αδιάφορος, για­τί, όπως όλοι όσοι βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια του νερού πνίγονται, έτσι όλοι όσοι δεν είναι σοφοί είναι “μωροί", δηλαδή διανοητικά τυ­φλοί και ηθικά φαύλοι. Αφού οι πραγματικοί σοφοί είναι πολύ σπάνιοι, ή ίσως δεν υπάρχουν, λαμβανομένου υπόψη του πολύ υψηλού βαθμού δια­νοητικής και ηθικής τελειότητας που απαιτείται να έχουν, η στωική ηθική έμοιαζε απλώς με διαπίστωση και απόλυτη καταδίκη της γενικής παρακ­μής των ανθρώπων. Αυτή η άποψη, ωστόσο, δύσκολα συμβιβάζεται με την ιδέα ενός κόσμου που διέπεται από τη θεία πρόνοια και τη λογικότητα, κα­θώς και με το αίτημα για ηθική παιδεία που απηύθυναν στο στωικισμό οι κοινωνικές ομάδες για τις οποίες μιλήσαμε.

Καθιερώνεται, λοιπόν, σταδιακά στο στωικισμό μια αλλαγή στην αντίληψη για τη παρόρμηση του ατόμου προς τη διατήρηση της ζωής του· η παρόρμηση αυτή συνδυάζεται με μια παρόρμηση κοινωνικότητας, που θεωρείται εξίσου έμφυτη στον άνθρωπο. Απαξ και αποδεχθεί αυτή την αλλαγή, ο στωικός σοφός θα πάψει να αντιμετωπίζει το πεδίο των ανθρώπινων σχέ­σεων με την αποστασιοποίηση που του υπαγόρευε το γεγονός ότι οι άλλοι άνθρωποι δεν είναι σοφοί· εφόσον αυτός είναι σοφός, θα τηρήσει τους θεμελιώδεις κανόνες που ρυθμίζουν την ανθρώπινη κοινωνία. Έτσι, η κυνική συνιστώσα του στωικισμού σταδιακά εξαλείφεται. Προπαντός, με τον τρόπο αυτόν η μορφή του σοφού αποκτά ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιεχόμενο, το οποίο της επιτρέπει να τεθεί ως κανονιστικό πρότυπο αξιολόγησης των συμπεριφορών. Ορισμένες συμπεριφορές, λοιπόν, μπορούν να καταξιωθούν (και ενδεχομένως να θεωρηθούν υποχρεωτικές), διότι εμπεριέχονται στο υπόδειγμα του σοφού, ακόμη κι αν κάποιος δεν μετέχει στη λογικότητα του σοφού. Στην πραγματικότητα, με αυτό τον τρόπο η μορφή του σοφού παραμένει σε δευτερεύουσα θέση· στην πρώτη θέση περνά η προβληματική των καθηκόντων και των κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς του πολίτη, δηλαδή όλων εκείνων των υποχρεώσεων (που περιλαμβάνουν από τους σημαντικότερους ηθικούς κανόνες μέχρι τους κανόνες απλής εθιμοτυπίας) ο σεβασμός των οποίων είναι ο μόνος τρόπος για να προσδοθεί ηθικό κύρος στο ρόλο που έχει ο πολίτης λόγω της κοινωνικής του θέσης.


  • Παναίτιος: φιλοσοφική και γενική πολιτιστική συμφιλίωση

Αυτή η εξέλιξη της στωικής ηθικής ολοκληρώνεται με τον Παναίτιο. Δι­ευθυντής της Στοάς, ο Παναίτιος είναι φίλος των Σκιπιόνων και φιλοξενού­μενος τους στη Ρώμη για περισσότερα από δέκα χρόνια; άρα βρίσκεται σε θέση που του επιτρέπει να ανταποκριθεί με τον καλύτερο τρόπο στις προσδοκίες με τις οποίες η άρχουσα τάξη της αναδυόμενης ρωμαϊκής δημοκρα­τίας προσεγγίζει τη φιλοσοφία. Εκτός από το ότι αναπτύσσει ευρέως τη θε­ματική των καθηκόντων, ο Παναίτιος απαλείφει ορισμένες από τις πιο ε­ντυπωσιακές πλευρές της στωικής θεωρίας, η αποδοχή των οποίων έμοιαζε περιττό βάρος· απαλείφει, για παράδειγμα, την τελική εκπύρωσιν και τη θε­ωρία των αέναης επανάληψης πανομοιότυπων κοσμικών κύκλων.

Η άλλη σημαντική πρωτοτυπία του Παναίτιου ήταν ότι συνόψισε τη φι­λοσοφική παράδοση σε ένα εγχειρίδιο, ικανό να χρησιμοποιηθεί ως μία ι­στορία της φιλοσοφίας κατά την εγκύκλιο παιδεία. Το ''κλείσιμο"της στωι­κής φιλοσοφίας ως συστήματος είχε ως -τουλάχιστον πιθανή - συνέπεια την απόρριψη όλων των φιλοσοφικών και γενικά πολιτιστικών περιεχομέ­νων που δεν μπορούσαν να ενταχθούν σε αυτό το σύστημα. Από την άλλη πλευρά, ο στωικισμός δεν μπορούσε να προχωρήσει σε ρήξη με την παράδοση· δεν ήταν δυνατόν τη λογικότητα. που ήταν ανέκα­θεν παρούσα στον κόσμο και ήταν τόσο φανερή για τον ανθρώπινο νου, να τη συνέλαβαν για πρώτη φορά οι Στωικοί· αυτό, άλλωστε, θα ερχόταν σε α­ντίθεση με την παραδοχή των κοινών εννοιών. Απέναντι σε αυτό το πρόβλη­μα, η στωική σχολή εισήγαγε την αλληγορική ανάγνωση της πολιτιστικής κληρονομιάς· πίσω από το γράμμα των ποιημάτων, των μύθων, των θρησκευτικών και των φιλοσοφικών διατυπώσεων, υπήρχε μία σημασία, που αποτελούσε το κοινό ορθολογικό και ηθικό τους υπόβαθρο'χάρη σε αυτήν, μπορούσαν να ενταχθούν στη στωική θεωρία (η περίπτωση της παραδοχής του ως δεύτερου ονόματος του στωικού κοσμικού θεού είναι η πιο χα­ρακτηριστική). Ο Παναίτιος παρεμβαίνει εδώ με μια πολύ σημαντική και­νοτομία'παρουσιάζει ως κεντρικό φιλοσοφικό ρεύμα το σωκρατικό, που θεωρεί πως χαρίστηκε σε τρία ίσης αξίας ρεύματα: τον πλατωνισμό, τον α­ριστοτελισμό και το στωικισμό (ο οποίος με την κατάλληλη επανερμηνεία μπορούσε να αναχθεί στον Σωκράτη μέσω του Αντισθένη και του αρχαίου κυνισμού). Έτσι, ο ίδιος ο διευθυντής της σχολής αποκλείει κάθε προνομιακή μεταχείριση των θεωριών της σχολής του και διαλύει μέσω της παρά­δοσης τη θεωρητική της συνοχή μέσα σε ένα ευρύ πεδίο προβληματισμών με ακαθόριστα όρια, όπου ποικίλες διατυπώσεις και απαντήσεις μπορούν να αναμιχθούν και να συντεθούν με τρόπο ιδιαίτερα ελαστικό. Η μόνη φι­λοσοφία που μένει έξω από το πεδίο αυτό είναι του Επίκουρου· η άρνησή του να δεχθεί την ύπαρξη μιας τάξης στον κόσμο και μιας ηθικής στηριγμέ­νης σε αυτή την τάξη θεωρείτο πραγματικά απαράδεκτη.
  
  • Ο πολιτισμός της humanitas

Το συνεκτικό στοιχείο του στοχασμού του Παναίτιου δεν είναι πια ένα συγκεκριμένο σύνολο βασικών παραδοχών, αλλά μια πολύ ευρεία κατηγορία: η κατηγορία της άνθρωπύπψος. Η μορφή του Σωκράτη γίνεται εδώ το σύμβολο του ανθρακιού εκείνου που ανακάλυψε τη humanitas(ανθρωπισμός) αποτελώντας ταυτόχρονα τον ήρωά της. Τα ερωτήματα του Σωκρά­τη για την ανθρώπινη συμπεριφορά, για τις αξίες, για τη δικαιοσύνη, και η άρνησή του να εισηγηθεί συστηματικές απαντήσεις ερμηνεύονται ως ανα­γνώριση της αλήθειας ότι πίσω από τη διαφορά και τις συγκρούσεις υπάρ­χει ένα πεδίο συγγένειας μεταξύ όλων των ανθρώπων, το οποίο εξασφαλίζει τη δυνατότητα γεφύρωσης όλων των χασμάτων πρόκειται για το πεδίο του ανθρώπινου είναι των ανθρώπων και για την ικανότητά μας να αναγνωρί­ζουμε ο ένας τον άλλο ως όμοιό του. Έτσι, η συμμετοχή στην ανθρωπότητα αναγνωρίζεται σε όλους, και ο πολιτισμός τής humanitas εντάσσει θεωρητικά μέσα του κάθε ανθρώπινη εκδήλωση. Πρόκειται, κατά συνέπεια, για έναν πολιτισμό που συμφιλιώνει'στο εσωτερικό του εντάσσονται, εν μέρει πάντοτε, τα πιο ανόμοια γνωστικά στοιχεία. Στο πλαίσιό του η υπο­γράμμιση των διαφορών και η τάση της χρήσης των επιμέρους στοιχείων ως βάσης για καινοτομίες είναι άγνωστες. Πάντως, ο πολιτισμός τής humanitas εισάγει ξανά - «αν και με έμμεσο μόνο τρόπο - μια διάκριση μετα­ξύ των ανθρώπων: μεταξύ αυτών που κατέχουν συνειδητά αυτόν τον πολι­τισμό, για τους οποίους «τίποτε ανθρώπινο δεν είναι ξένο», και οι οποίοι μπορούν πραγματικά να επικοινωνήσουν με τους ομοίους τους, και εκεί­νων που βρίσκονται στον κόσμο αυτό μόνο ως ηθοποιοί, δίχως να έχουν ε­πίγνωση της πραγματικής τους φύσης. Στο θέατρο του κόσμου των ανθρώ­πων “άνθρωποι” με την πλήρη σημασία της λέξης είναι μόνο οι πρώτοι.


4. Η εγκυκλοπαίδεια του Ποσειδώνιου

Οι τελευταίες συμβολές του στωικισμού στο θεωρητικό στοχασμό οφείλονται στον Ποσειδώνιο τον Ρόδιο. Όντας όχι μόνο φιλόσοφος αλλά και ε­πιστήμονας, ο Ποσειδώνιος ασχολήθηκε με όλους σχεδόν τους τομείς του ε­πιστητού της εποχής του: τα μαθηματικά, την αστρονομία, τη μετεωρολογία, την εθνολογία, τη γεωγραφία, την ιστορία, πέρα από πιο καθαρά φιλο­σοφικούς τομείς, όπως η ψυχολογία και η ηθική· ασχολήθηκε επίσης με τον αμφιλεγόμενο χώρο της αστρολογίας, συμβάλλοντας στην πολιτιστική της αναγνώριση. Οι σύγχρονοί του υποστήριξαν ότι κανείς δεν είχε συμβάλει περισσότερο από αυτόν στο να "καταστήσει το σύμπαν οικείο στους ανθρώπους”· τα λόγια αυτά αφενός εκφράζουν θαυμασμό για το εγκυκλοπαιδικό εύρος του έργου του και αφετέρου προσδιορίζουν τη σημασία του, που αφορά εξολοκλήρου στον πολιτισμό τής humanitas'στο έργο του η τά­ξη του σύμπαντος παρουσιάζεται με τρόπο εντυπωσιακό και καθίσταται προσιτή σε όλα της τα επίπεδα και τις διαρθρώσεις.
  
  • Επίπεδα του κόσμου και οικουμενική συμπάθεια

Ο μηχανισμός της εγκυκλοπαίδειας του Ποσειδώνιου βασίζεται σε μια διάρθρωση διαφορετικών επιπέδων (και συνεπώς αιτιακών επιπέδων και επιστημονικών πεδίων), σύμφωνα με την οποία τα σπουδαιότερα περιέχουν και καθορίζουν τα κατώτερα. Το πρωταρχικό αιτιακό επίπεδο είναι το κοσμολογικό και ουράνιο· αυτό καθορίζει τα όρια εντός των οποίων εκδηλώνεται η αιτιότητα των μετεωρολογικών και των γήινων φαινομένων. Μετά κατεβαίνουμε στην εθνολογία και, από εκεί, στην ιστορία. Κάθε ενέργεια που λαμβάνει χώρα σε ένα επίπεδο προκαλεί αποτελέσματα μέσα στα όρια που του θέτει το αμέσως ανώτερο επίπεδο. Υπάρχει, επιπλέον, ένας κοινός παρονομαστής αιτιότητας, που ισχύει σε όλα τα επίπεδα: είναι η “συμπά­θεια” την οποία αισθάνεται κάθε πράγμα για όλα τ'άλλα. Κάθε πράγμα δηλαδή, δρώντας μέσα στα όρια των δικών του δυνάμεων, είναι ταυτόχρο­να διευθετημένο έτσι ώστε να διατηρεί και να αναπαράγει το σύμπαν, του οποίου αποτελεί μέρος. Η αναγκαία συμπλοκή των γεγονότων, η οποία στον αρχαίο στωικισμό ήταν ουσιαστικά ακόμη ένα θεωρητικό αίτημα, αναδεικνύεται με τον τρόπο αυτό από τον Ποσειδώνιο σε όλες τις πτυχές της. Έτσι έχουμε ένα σύμπαν, μέσα στο οποίο κάθε τι βρίσκεται στη θέση του με τρόπο απολύτως σαφή.
  
  • Η σύγκρουση της ψυχής

Από την άλλη, με τον Ποσειδώνιο αρχίζουν να εισδύουν στο στωικισμό στοιχεία που προετοιμάζουν τη διάλυσή του. Εξαιρετικά σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο Ποσειδώνιος εισάγει, εμπνεόμενος από τον Πλάτωνα, μια διαίρεση της ψυχής· μέσα μας υπάρχει ένα καλό και έλλογο μέρος της ψυ­χής, και ένα κακό και άλογο. Εδώ δεν πρόκειται, όπως συνέβαινε με τους πρώτους Στωικούς, για μία ενιαία ψυχή, που μπορεί να είναι είτε λογική εί­τε παράλογη, αλλά για δύο μέρη της ψυχής, από τα οποία το πρώτο έχει το καθήκον να εξουσιάζει και να κυβερνά το δεύτερο, χωρίς όμως να μπορεί και να το εξαφανίσει. Αυτή η πόλωση της ψυχής συνδέεται με μια αντί­στοιχη πόλωση του κόσμου· υπάρχει ένα μέρος του κόσμου, το ουράνιο και θεϊκό, που χαρακτηρίζεται από συμμετρία και τάξη, και ένα άλλο, το δικό μας, όπου η ασυμμετρία και η αταξία είναι εμφατικά παρούσες· το πρώτο μέρος κυβερνά το δεύτερο.

Αυτή η χρήση πλατωνικών στοιχείων οφείλεται, αφενός, στην εξασθέ­νιση της θεωρητικής συνοχής του στωικισμού, στην οποία είχε προχωρή­σει ήδη ο Παναίτιος. Εξάλλου, η θέση περί ιεραρχικά διατεταγμένων επιπέ­δων αιτιακής δράσης αποτελεί, ώς ένα βαθμό, χαλάρωση της ένταξης κάθε επιμέρους σημείου στη δυναμική του συνόλου (όσο κι αν η καθολική συ­μπάθεια εγγυάται ότι δεν υπάρχουν πουθενά ρωγμές). Ωστόσο, ο κύριος λό­γος αυτής της χρήσης ήταν η ανάγκη των Στωικών να προσλάβουν και να ενσωματώσουν συγκεκριμένες πολιτιστικές τάσεις που πρόβαλλαν ήδη κα­τά τον 1ο αιώνα π.Χ: οι τάσεις αυτές χαρακτηρίζονταν από ένα ισχυρό θρησκευτικό στοιχείο και επέβαλλαν πολύ ξεκάθαρες διχοτομήσεις στο συμπαγή κόσμο του επίσημου πολιτισμού. ΓΓ αυτές θα μιλήσουμε σε επό­μενο κεφάλαιο οι τρεις τελευταίοι αξιόλογοι Στωικοί, ο Σενέκας, ο Επίκτη­τος και ο Μάρκος Αυρήλιος, κινούνται σε ένα πλαίσιο όπου οι τάσεις αυτές είναι έντονα παρούσες (14.2).
  
5. Ο στωικισμός και η εκπαίδευση τον ελληνιστικού πολίτη

Ο άνθρωπος των ελληνιστικών χρόνων, δηλαδή ο πολίτης των μεγάλων αυτοκρατοριών, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα πολύ ευρύ και διαρκώς κατακερματιζόμενο πεδίο γνώσης. Αυτή η γνώση, παρ'ότι δεν είναι πλέον δυ­νατό να δαμαστεί στο σύνολό της, πρέπει να μεταδίδεται συνεχώς και, επο­μένως, να μπαίνει σε μία τάξη. διότι εξακολουθεί να είναι χρήσιμη σε άλλα επίπεδα· μια γενική, έστω, χρήση του χάρτη της είναι αναγκαία, προκειμένου η επικοινωνία μέσα στον εξαιρετικά διευρυμένο κόσμο του πολίτη των ελληνιστικών χρόνων να μπορεί να στηρίζεται σε σχετικά σταθερές και κοινές αντιλήψεις, έτσι ώστε οι προσανατολισμοί και οι συμπεριφορές να χαρακτηρίζονται από μια σχετικά υψηλή καθολική συνοχή.
  
  • Η «γενική παιδεία»

Διαμορφώνεται, λοιπόν, σταδιακά στον ελληνιστικό κόσμο ένα μέσο ε­πίπεδο εκπαίδευσης του πολίτη, που έχει μια σχετική αυτονομία. Αυτό το ε­πίπεδο βρίσκεται μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πριν από το ανώτατο επίπεδο (όπου η γνώση αποκτά άμεσα τη μορφή επιστήμης και συνδέεται με τις αρχές, οι οποίες τη στηρίζουν και εγγυώνται την αλήθεια και την εγκυρότητά της). Αυτό δηλώνει ο όρος “εγκύκλιος παιδεία”, από τον οποίο παράγεται η σύγχρονη λέξη "εγκυκλοπαίδεια” -με τη διαφορά ότι η σύγ­χρονη λέξη σημαίνει το σύνολο των πορισμάτων της επιστημονικής δραστηριότητας, ενώ ο ελληνικός όρος έχει την κατά πολύ ασθενέστερη σημα­σία της φράσης: “η τρέχουσα παιδεία” και αντιστοιχεί κύριος με αυτό που στη σύγχρονη γλώσσα εννοούμε με τον όρο “γενική παιδεία”. Πρόκειται για τη γνώση των εννοιών και των αντιλήψεων, οι οποίες αφορούν σε όλους τους τομείς του επιστητού (τόσο των επιστημών του ανθρώπου όσο και των φυσικών επιστημών), είναι ευρέως διαδεδομένες και με τις οποίες συνδέεται η γνώση των γενικών δομών του πεδίου του επιστητού.

Αυτό το επίπεδο παιδείας, που δεν έχει την αυστηρότητα της επιστήμης, έχει μια δική του λειτουργικότητα· αυτός που το έχει κατακτήσει είναι σε θέση να προσανατολιστεί στον κόσμο, να αναγνωρίσει τις κοινά αποδεκτές αξίες και ιδεολογίες και να ενταχθεί στον κύκλο της επικοινωνίας, και γενικά της συναλλαγής (με τη γενικότερη σημασία της λέξης), μεταξύ πολι­τών.

Η διαμόρφωση και η διάδοση του παιδαγωγικού ιδεώδους της “γενικής παιδείας” υπήρξε, επομένως, αποτέλεσμα της ανάγκης να ανταποκρίνονται τα εξωτερικά γνωρίσματα και το περιεχόμενο της παιδείας του ελληνιστι­κού πολίτη στα καινούργια δεδομένα της περίπλοκης γενικής κατάστασης που είχε διαμορφωθεί. Αυτό το ιδεώδες εμφανίστηκε και διαδόθηκε χωρίς κάποια φιλοσοφία να γίνει κήρυκάς της· οι φιλοσοφίες των ελληνιστικών σχολών το αντιμετώπισαν ως δεδομένη κατάσταση, απέναντι στην οποία έπρεπε να τοποθετηθούν. Οι σπουδαιότερες θέσεις τους σχετικά με την παι­δεία αναφέρονταν στο πρόβλημα της αξίας της γενικής μόρφωσης.
  
  • Οι ριζοστιαστιοί σωκρατικοί κατι της γενικής καλλιέργειας

Όπως είδαμε, το κοινό χαρακτηριστικό όλων των ελληνιστικών φιλοσο­φικών ρευμάτων ανάγεται στο σωκρατικό ριζοσπαστισμό· πρόκειται για τη θέση ότι σκοπός της φιλοσοφίας είναι η απελευθέρωση του ατόμου - απε­λευθέρωση από την τυραννία των κοινωνικών και πολιτικών σχέσεων και, γενικότερα, από την πίεση που ασκεί στην ατομική ζωή η εξωτερική πραγ­ματικότητα. Τι αξία μπορεί να έχει, λοιπόν, η απόκτηση γενικής παιδείας; Η απάντηση των Κυρηναϊκών, των Κυνικών και των Σκεπτικών μπορούσε να είναι μόνον η εξής: καμία. Η μόρφωση απορρίπτεται εξολοκλήρου· εφόσον στόχος της είναι να εντάξει το άτομο στον κόσμο, στην πραγματικότη­τα δεν είναι παρά όργανο της τυραννίας που επιβάλλει ο εξωτερικός κό­σμος στο άτομο. Την ίδια στην ουσία απάντηση έδινε ο Επίκουρος: «Σήκωσε άγκυρα, νεαρέ, κι απόφυγε κάθε είδος μόρφωσης», προειδοποιούσε. Η μόνη διαφορά ήταν ότι για τον επικουρισμό έμενε κάτι να μάθει κανείς: η θεωρία του δασκάλου, το ουσιαστικό μέσο της απελευθέρωσης. Τίποτε πε­ρισσότερο, όμως· ο δάσκαλος έχει πει όλα τα σημαντικά πράγματα. Και το φυσικό μέρος της θεωρίας του - η αλήθεια του οποίου αποδεικνυόταν από την εγκυρότητα των ηθικών του προεκτάσεων - δεν συνεπαγόταν την υπο­χρέωση να περιπλανηθεί κανείς στο πεδίο της επιστήμης· η φυσική, μαζί με ολόκληρο τον κύκλο των επιστημονικών συζητήσεων, είχε αποκλειστεί.
  
  • Φιλοσοφία και εκπαίδευση στο στωικισμό

Ο στωικισμός, αντίθετα, καθώς ταύτιζε την απελευθέρωση του ατόμου με την ένταξή του στη λογική τάξη του σύμπαντος, αξιολόγησε πιο προσεκτικά τη γενική παιδεία. Αφενός, η αυξανόμενη πολυπλοκότητα της στωικής θεωρίας απαιτούσε για την κατάκτησή της έναν κύκλο σπουδών όλο και πιο περίπλοκο και ευρύ· αφετέρου, και κυρίως, η αναγόρευση μιας συμπαντικής λογικότητας σε αίτημα καθιστούσε θεωρητικά πολύ δύσκολη την ολοκληρωτική απόρριψη της μορφωτικής παράδοσης. Γι’ αυτό, μολο­νότι επέμεναν εκ προοιμίου ότι μόνο η εκμάθηση του στωικού συστήματος Επανάκαμψη της πολιτιστικής παράδοσης στον στωικισμό μπορούσε να οδηγήσει στην αταραξία και την ευδαιμονία, οι Στωικοί σταδιακά απέδιδαν όλο και περισσότερη αξία στη γενική παιδεία· συγκεκριμέ­να, την έβλεπαν σαν ένα σταθμό της οδού που οδηγεί στη φιλοσοφία και τη σοφία. Ως οδηγό σ’ αυτή την πορεία και ταυτόχρονα ως συνδετικό κρίκο μεταξύ παραδοσιακού πολιτισμού και στωικής φιλοσοφίας, οι Στωικοί εισήγαγαν τη μέθοδο της αλληγορικής ερμηνείας των ποιημάτων και των πα­ραδοσιακών μύθων έπρεπε να ανεύρουν, πέρα από το “γράμμα” των κειμέ­νων που διάβαζαν, μια βαθύτερη σημασία, που θα ήταν επιπλέον ηθικής ή κοσμολογικής φύσης και, με αυτόν τον τρόπο, να εντάξουν ένα μεγάλο μέ­ρος της παράδοσης στις στωικές θεωρίες. Σε παιδαγωγικό επίπεδο, η μέθο­δος αυτή (που είναι ο μακρινός πρόγονος του μαθήματος της Λογοτεχνίας στη σύγχρονη μέση εκπαίδευση) παρείχε ένα κριτήριο-οδηγό για τις γενι­κές σπουδές, συμβατό με την ανυπέρβλητη ανωτερότητα της στωικής θεω­ρίας σε σύγκριση με την άλλη γνώση· σε θεωρητικό επίπεδο καθιστούσε δυνατή τη σύνδεση του στωικισμού με την πολιτιστική παράδοση και, συ­νεπώς, μια μερική θεωρητική αποκατάσταση της δεύτερης.

Ο Παναίτιος εκμεταλλεύεται σε βάθος και έκταση τη στωική δυνατότη­τα για την αφομοίωση της γενικής παιδείας και της ιδεολογικής παράδοσης, με στόχο την προσαρμογή της στωικής σχολής στα νέα δεδομένα του αναδυόμενου ρωμαϊκού imperium. Συγκεκριμένα, ο Παναίτιος μετριάζει την αυστηρότητα του αρχαίου στωικισμού, απορρίπτοντας τη θέση ότι ο ενάρε­τος βίος είναι δυνατός μόνο για όποιον κατακτά την ύψιστη, τελική βαθμί­δα σοφίας, δηλαδή για τον σοφόν. Υπάρχουν ενδιάμεσες βαθμίδες παιδείας και αρετής, που έχουν τη δική τους αξία. Ο καλλιεργημένος πολίτης, ο πολί­της που έχει λάβει καλή ανατροφή και τηρεί τα κοινωνικά του καθήκοντα αντιμετωπίζεται έτσι ως μια θετική φυσιογνωμία, παρόλο που δεν είναι ακό­μη πραγματικά σοφός. Για να χρησιμοποιήσουμε την παρομοίωση των αρ­χαίων Στωικών, ο πολίτης αυτός τώρα πια δεν “πνίγεται” στη “μωρία”.


6. Η παιδεία στον ελληνιστικό-ρωμαϊκό κόσμο

  • Άρνηση της τεχνικής εκπαίδευσης

Το πλαίσιο σπουδών και παιδείας που διαμορφώθηκε και σταδιακά κα­θιερώθηκε στον ελληνιστικό κόσμο και υιοθετήθηκε σχεδόν αυτούσιο από το ρωμοακό κόσμο, ονομάστηκε δικαιωματικά “κλασικό”. Αυτό αποτέλεσε τη βάση της οργάνωσης των σπουδών ακόμη και στους Νέους Χρόνους, κυρίως στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Αυτό που το κατέστησε ικανό να καθιερωθεί ως πρότυπο ήταν το γεγονός ότι οι κοινωνίες που το υιοθέτησαν αποδέχονταν το θεμελιώδη σκοπό του: τη διαμόρφωση μίας πολιτικής και ιδεολογικής άρχουσας τάξης μέσα σε μια στατική κοινωνική δομή - το γε­γονός, δηλαδή, ότι επρόκειτο για κοινωνίες που δεν έθεταν ως κύριο σκοπό τους την εξέλιξη. Από τα βασικά χαρακτηριστικά του προγράμματος σπουδών του ελληνιστικού-ρωμαϊκού κόσμου ξεχωρίζει η απουσία κάθε τεχνικής παιδείας· η παιδεία αυτή περιορίζεται στα εργαστήρια των τεχνιτών και οι κάτοχοί της διαδραματίζουν έναν κοινωνικά υποδεέστερο ρόλο.

Οι βαθμίδες εκπαίδευσης είναι επταετείς. Από την ηλικία των 7 ώς των 14 ετών υπάρχει η στοιχειώδης εκπαίδευση, στην οποία τα παιδιά μαθαίνουν να διαβάζουν, να γράφουν, να μετρούν και να κάνουν τις απλούστερες πρά­ξης. Οι παιδαγωγικές μέθοδοι του αρχαίου σχολείου δεν λάμβαναν υπόψη την παιδική ψυχολογία· έτσι, η μάθηση ήταν πάντοτε κουραστική και αρ­γή· στο τέλος του πρώτου κύκλου σπουδών, το επίπεδο των μαθητών ήταν αρκετά χαμηλό σε σχέση με το αντίστοιχο των σημερινών μαθητών.
  
  • Λόγια εκπαίδευση

Από τα 14 ώς τα 21, το κύριο μάθημα ήταν η Λογοτεχνία. Τα λογοτεχνι­κά κείμενα, αφενός, χρησιμεύουν για την εκμάθηση της Γραμματικής και, αφετέρου, επιλέγονται κυρίως με ηθικολογικά κριτήρια, για να προβάλ­λουν πρότυπα που θα εισαγάγουν προοδευτικά τους μαθητές στις παραδοσιακές αξίες. Η γενική παιδεία ολοκληρώνεται με την παρακολούθηση μα­θημάτων από διάφορους κλάδους των επιστημών, τα οποία, εκτός από τις θετικές επιστήμες, περιλαμβάνουν μερικές φορές και σχέδιο, δίκαιο ή πολε­μική τέχνη.
  
  • Τρίοδος και Τετράοδος

Τον 1ο  αιώνα π.Χ. διαμορφώνεται ο κανονικός κατάλογος των μαθημά­των της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης· αυτός περιλαμβάνει τις τρεις “τέ­χνες” που αργότερα θα ονομαστούν “ελευθέριες” (την τρίοδο, “trivium” του Μεσαίωνα), δηλαδή τη γραμματική, τη ρητορική και τη διαλεκτική, και τους τέσσερις μαθηματικούς κλάδους (την τετράοδο, “quadrivium” του Με­σαίωνα), δηλαδή τη γεωμετρία, την αριθμητική, την αστρονομία και τη θε­ωρία της μουσικής.

Τα τελευταία δύο χρόνια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αφιερώνο­νται σε ένα είδος στρατιωτικής θητείας, την εφηβείαν, η οποία έγινε υπο­χρεωτική γύρω στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα με σκοπό την ενίσχυση της στρατιωτικής δύναμης των πόλεων-κρατών ενάντια στην απειλή του μακε­δονικού βασιλείου. Μετά την εδραίωση των ελληνιστικών αυτοκρατοριών, η θητεία αυτή εξακολουθεί να υπάρχει· όμως, γρήγορα χάνει μεγάλο μέρος από τη στρατιωτική της διάσταση και μετατρέπεται σε περίοδο ολοκλήρω­σης της εκπαίδευσης των νέων των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Έτσι, στη Φυσική Αγωγή δίνονται διαλέξεις, όπου διδάσκονται έννοιες και ιδέες γενικής φύσης σχετικές με όλους σχεδόν τους τομείς των επιστημών, με σκοπό να δοθούν στον μαθητή οι πολύ γενικές γραμμές του συνολικού πλαισίου της γνώσης. Έχοντας ολοκληρώσει μετά από αυτά ο νέος την εκ­παίδευσή του. αρχίζει τη ζωή του μέσα στην κοινωνία, ως πολίτης μεταξύ πολιτών. Λίγοι φοιτούν στην ανώτατη βαθμίδα εκπαίδευσης· η βαθμίδα αυ­τή είναι ανώφελη για τον πολίτη, αν δεν ασχοληθεί επαγγελματικά με τη φιλοσοφία και την επιστήμη. Εδώ τα μαθήματα διδάσκονται στις μεγάλες σχολές πανεπιστημιακού επιπέδου με το μέγιστο βαθμό εμβάθυνσης και θε­ωρητικής αυστηρότητας.

  • Η οικογένεια εντολοδότης της εκπαίδευσης

Η οργάνωση του κύκλου των σπουδών ελέγχεται από την κοινότητα, συνήθως μέσω μιας αρμόδιας διοικητικής αρχής. Όμως. η εκπαίδευση χρη­ματοδοτείται από ιδιώτες, είτε με τη μορφή καταβολής διδάκτρων από τις οικογένειες των φοιτητών είτε. σπανιότερα, με κληρονομιές και δωρεές (γι’ αυτό και η οικογένεια παραμένει ο πρώτος εντολοδότης της εκπαίδευσης). Έτσι, μόνο γόνοι σχετικά πλούσιων οικογενειών περάτωναν το δεύτερο κύ­κλο σπουδών.

Η συμβολή αυτή της οικογένειας καθόριζε αποφασιστικά τις παιδαγω­γικές μεθόδους. Κατά. το μέτρο που η απόκτηση γνώσης ήταν αναγκαία για την εξασφάλιση και τη διατήρηση ενός ανώτερου κοινωνικού ρόλου και ε­νός γοήτρου στο πλαίσιο της πόλης, οι οικογένειες, και κυρίως αυτές των μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων, απαιτούσαν από τους δασκάλους να ο­λοκληρώσουν απαραιτήτως οι γιοι τους τη βαθμίδα εκπαίδευσης που ζη­τούσαν.

Αυτή η απαίτηση, σε συνδυασμό με την άγνοια της ψυχολογίας τοι παιδιού, οδήγησε σε μια πολύ σκληρή παιδαγωγική μέθοδο· για να κάμψει την υποτιθέμενη απείθεια και το θράσος του μαθητή, ο δάσκαλος των ελληνιστικών και των ρωμαϊκών χρόνων καταφεύγει συνεχώς σε σωματικές τιμωρίες, με τη συχνή χρήση μαστιγίου.
  
  • Το πρόβλημα τον αποκλεισμού από την εκπαίδευση στην ελληνιστικορωμαϊκή κοινωνία

Από αυτό το εκπαιδευτικό πρόγραμμα εξακολουθούν να αποκλείονται φυσικά, όλοι οι νέοι που δεν είναι προορισμένοι εκ γενετής να γίνουν πολίτες με την πλήρη σημασία της λέξης: πρώτα απ’ όλα, τα παιδιά των δούλων μετά των αγροτών και των πληβείων της πόλης και. τέλος, ένα μεγάλο μέρος των γυναικών. Εφόσον δεν υπάρχει καθολική στοιχειώδης εκπαίδευση ο αναλφαβητισμός είναι ο κανόνας σε αυτές τις τεράστιες κοινωνικές μάζες του ελληνιστικού-ρωμαικού κόσμου· οι όποιες στοιχειώδεις γνώσεις παρέχονται μόνο από την οικογένεια και, στο πλαίσιο του χωριού ή της επαγγελματικής συντεχνίας, από τους κατόχους των πρακτικών τεχνών, οι οποίοι μεταδίδουν τις γνώσεις τους στα νέα μέλη του επαγγέλματος.

Μετά τον Πλάτωνα, εξάλλου, το πρόβλημα διαφοροποίησης της εκπαί­δευσης, ανάλογα με τα κοινωνικά στρώματα, δεν τίθεται πλέον ούτε καν σε φιλοσοφικό επίπεδο. Στο πλαίσιο της ιδεολογίας τής humanitas, όλοι οι άν­θρωποι θεωρούνται προγραμματικά ίσον όμως, η θεώρηση αυτή δεν οδήγησε στην κατάργηση των υπαρκτών κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά στη συ­γκάλυψή τους, στην απόκρυψη των προβλημάτων που δημιουργούσαν αυ­τές στο εκπαιδευτικό επίπεδο. Αν η πλατωνική φιλοσοφία αποδεχόταν τη δι­αίρεση της κοινωνίας σε τάξεις και ήθελε να την εντάξει σε ένα ορθολογικό πολιτικό σχέδιο, η ιδεολογική εξίσωση όλων των ανθρώπων από τις ελληνιστικές-ρωμαικές σχολές κρύβει, πίσω από την κεντρική φυσιογνωμία του πολίτη, την ύπαρξη όλων όσων δεν είναι και δεν θα γίνουν ποτέ πολίτες. Το να μιλάς διαρκούς για την κοινή ανθρώπινη φύση. για. γενική παιδεία, για α­πελευθέρωση του ανθρώπου, είχε παραδόξως το τίμημα της αποσιώπησης της υποβάθμισης, του αναλφαβητισμού, της πραγματικής υποδούλωσης της μεγάλης μάζας των ανθρώπων που βρίσκονταν στο περιθώριο.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

    FOUCAULT Μ., La cura di se, (ιτμτφ), Feltrinelli, Milano, 1987.
    GOLDSCIIMIDT V., Le systeme stdicien et I'idee du temps, Paris, 1989.
    ISNARDI PARENTE M„ Stoichiantichi. Vol. I II. Torino 1989. lOPPOLO A.M., Opinione e scienza, Bibliopolis, Napoli, 1986.
    LAFFRANQUE M„ Poseidonios d’Apamee, Paris. 1964.
    MIGNUCCI Μ.. II signillcato della logica. Patron. Bolognia. 1965.
          POHLENZ M., La Stoa. Storia di un movimenlo spirituale, (ιτμτφ). La Nuova Italia, Firenze,1967.
    SAMBURSKY S.. IImondo fisico deigreci, (ιτμτφ), Feltrinelli. Milano, 1983. VEGETTI M„ L ’etica degliantichi, Laterza. Roma-Bari. 1990.

πηγή: ekivolos

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΔΑΙΜΟΝΩΝ

$
0
0


Η έννοια των δαιμόνων είναι πολυποίκιλη στα Ελληνικά κείμενα.

Σαν δαίμονες ονομάζονται σε πολλά σημεία οι άσαρκες ψυχές των τεθνεώτων, όπως επίσης και οι ιεραρχικά ανώτερες οντότητες από τους θνητούς.

Το επίθετο δε "δαιμόνιος"¨χρησιμοποιείται επίσης και σε πολλά Φιλοσοφικά κείμενα για να χαρακτηρίσει που τοποθετείται κάποιος Φιλόσοφος σε σχέση με κάποιους άλλους.

Παραδείγματος χάριν, στα κείμενα της Ορφικοπυθαγορείου Φιλοσοφίας ο Πλάτων, ο Ιάμβλιχος και άλλοι χαρακτηρίζονται ως "θείοι", ενώ ο Αριστοτέλης ως "δαιμόνιος"για να τονιστεί αφ΄ενός μεν η σπουδαιότητα του ανδρός αλλά και η κατώτερη θέση του ως προς τους Ορφικοπυθαγόρειους Φιλοσόφους.



Σημειώνουμε απλώς ότι, σύμφωνα με τον Μαρίνο τον Νεαπολίτη που ήταν ο βιογράφος του Πρόκλου, ο Αριστοτέλης εδιδάσκετο στην Πλατωνική Ακαδημεία, πριν από την διδασκαλία των Πλατωνικών κειμένων.

Ο όρος δαίμων διακρίνεται στις εξής κατηγορίες :

Κατ'αναλογίαν Δαίμων : Προνοεί για τον καθένα. Σε πολλές περιπτώσεις, αυτό που είναι τοποθετημένο αμέσως πάνω από κάτι ελέγχοντας την βαθμίδα ως προς το κατώτερο, συνηθίζουν να το λένε Δαίμονα.

Παράδειγμα είναι η φράση "Υψωσε την γενιά μας ένδοξε δαίμονα"που απευθύνει ο Ζεύς στον Κρόνο. ( ο Κρόνος σε σχέση με τον Δία είναι σε ανώτερη θέση, για αυτό και χαρακτηρίζεται ως δαίμων σε σχέση με τον Δία )

Κατά σχέση Δαίμων : Αυτός που λόγω της ομοιότητας του προς το δαιμόνιο γένος εκδηλώνει ενέργειες υπερφυέστερες εν συγκρίσει προς τον άνθρωπο που συνδέει την όλη ζωή του με τους δαίμονες.

Κατ΄ουσίαν Δαίμων : Ονομάζεται δαίμων όχι λόγω της προς τα κατώτερα σχέσης του, ούτε λόγω της εξομοίωσης του με κάτι άλλο, αλλά του έλαχε κατ'αυτόν ο ιδιαίτερος τούτος χαρακτήρας και προσδιορίζεται βάσει κάποιας ύπαρξης των οικείων δυνάμεων και των διαφορετικών τρόπων που ενεργεί. 


Η κατηγορία αυτή των δαιμόνων είναι και η τάξις των δαιμόνων που προκύπτει από την εκδήλωση.
Οι δαίμονες αυτοί είναι εκείνοι που διαχειρίζονται συγκεκριμένες λειτουργίες της φύσης, όπως παραδείγματος χάριν ρυθμίζουν πόσες "ανταμοιβές"ή "τιμωρίες"αναλογούν σε κάθε ενσάρκωση της ψυχής. ( δηλαδή, ενώ για κάθε ψυχή έχει συσσωρευθεί μια "ποσότητα κάρμα", για διάφορους λόγους, ρυθμίζεται τι ποσό από αυτό το κάρμα, θα επιβαρύνει την συγκεκριμένη ενσάρκωση της ψυχής, έτσι ώστε αφ'ενός μεν να "ξεπληρώσει"μέρος του κάρμα της, αφ'ετέρου η ψυχή να αντεπεξέλθει και να μην τσακιστεί από το βάρος των υποχρεώσεων της στην συγκεκριμένη ενσάρκωση)
Πρέπει να τονιστεί ότι η ρύθμιση αυτή είναι καθαρά φυσιοκρατική και όχι αποτέλεσμα κάποιας οντότητας που επιλέγει ευνοώντας ή όχι κάποιες ψυχές σε σχέση με κάποιες άλλες.
Ενα φυσικό ανάλογο που μπορούμε να φανταστούμε είναι όταν έχουμε μια μεγάλη ποσότητα νερού που προσπαθεί να περάσει από ένα λεπτό στόμιο. Η ποσότητα που περνά ρυθμίζεται από το στόμιο, ώστε να διέλθει σχετικά ομαλά.
Κατά περίεργη (?) σύμπτωση, οι δαίμονες αυτοί που κάνουν αυτή την δουλειά στον μύθο του Ηρός στην Πολιτεία του Πλάτωνα, είναι τα "μυκώμενα"στόμια που ελέγχουν τις ανόδους και καθόδους της Ψυχής.
Πρόκλος - Σχόλια στον Αλκιβιάδη 74, Σχόλια στην Πολιτεία 2.94.5

πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΠΩΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΧΟΥΜΕ ΒΟΗΘΕΙΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΑΙΜΟΝΕΣ (Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΗΣ ΘΕΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ ΣΤΗ "ΘΕΩΣΗ")

$
0
0


Οι Δαίμονες, όντες οι σύνδεσμοι μεταξύ του νοερού κόσμου και των ανθρώπων, παρέχουν σημαντική βοήθεια στην πορεία της εξέλιξης του ανθρώπου.

Μια βοήθεια που αναφέραμε ήδη είναι ότι φροντίζουν ώστε οι δράσεις που θα δεχτούμε ("τιμωρίες" - "ανταμοιβές") να είναι μοιρασμένες στο σύνολο της περιφοράς του θείου γεννητού και να μην υποστούμε υπερβολικές δράσεις που από την φύση μας δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε.

Συνεπώς για να μπορέσουμε να επωφεληθούμε τα μέγιστα από την βοήθεια των Δαιμόνων, πρέπει να αποκαταστήσουμε επαφή μαζί τους.

Η επαφή αυτή θα γίνει μετά από δική μας προσπάθεια να "ανεβούμε" προς αυτούς και όχι περιμένοντας αυτούς να κατεβούν σε εμάς. Άλλωστε κοντά σε εμάς είναι οι υλαίοι δαίμονες, οι οποίοι είναι πιο εύκολοι στην επικοινωνία μαζί μας, με αποτέλεσμα αρκετοί από εμάς να παραπλανώμαστε και να νομίζουμε ότι έχουμε επαφή με ανώτερες οντότητες ενώ στην πραγματικότητα να επικοινωνούμε με οντότητες χαμηλοτάτης ποιότητας.



Σκοπός μας είναι να "ανεβούμε"και να επικοινωνήσουμε με τους ανώτερους δαίμονες, οι οποίοι όπως είπαμε είναι σχεδόν νοεροί, άρα λοιπόν πρέπει να εξελίξουμε το νοερό μέρος της ψυχής μας, ώστε να αποκαταστήσουμε επαφή με αυτούς.

Η εξέλιξη του νοερού μέρους της ψυχής μας γίνεται μόνο με την γνώση και τον διαλογισμόγια αυτό και πρέπει να προσεγγίσουμε τα κείμενα και τους Φιλοσόφους μας.

------

Οι επαφές μας με τις θείες οντότητες γίνονται με το να ανερχόμαστε εμείς προς αυτές και όχι αυτές να κατέρχονται προς εμάς.
Πρόκλος - Σχόλια στον Αλκιβιάδη 92
Το γένος των δαιμόνων, όντας κοντινό στους θεούς, συμβάλλει τα μέγιστα για την πορεία των ψυχών προς την θεία ζωή. Διότι μέσω αυτού πραγματοποιείται η ανάβαση και η επαφή με τους θεούς.
Πρόκλος - Σχόλια στον Αλκιβιάδη 93 

Για όσους δεν έχουν αποκαθάρει τελείως τον νου της ψυχής τους, είναι πολύ δύσκολο να θεαθούν τις υπάρξεις των δαιμόνων και όλων των ανωτέρων μας.
Πρόκλος - Σχόλια στον Αλκιβιάδη 94

Οι τιμωρίες που επιβάλλουν οι δαίμονες δεν είναι σωστό να ανάγονται σε μια και μόνο ζωή, αλλά στην όλη κυκλική περιφορά, με τον ίδιο τρόπο και τα αγαθά και τα ωφελήματα που παρέχουν αυτοί, πρέπει να ανάγονται στον συνολικό σκοπό της περιφοράς.
Πρόκλος - Σχόλια στον Αλκιβιάδη 90


____________

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΘΕΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ "ΑΓΑΛΜΑΤΩΝ"ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΕΙΟ!!

Παρότι σκοπός μας είναι να ανέβουμε προς τους θεούς, δεν μπορούμε τελικά να επιτύχουμε την θέωση παρά μόνο με την θεουργία. Όσοι νομίζουν ότι διίστανται οι γνώμες Πρόκλου και Ιάμβλιχου έχουν άγνοια. Δεν υπάρχει διάσταση Πρόκλου και Ιαμβλίχου. 

Οπως θα δούμε η ψυχή μας έχει τους λεγόμενους "ουσιώδεις λόγους", τους οποίους πρέπει να αφυπνίσει/εκδηλώσει. Αυτό ουσιαστικά είναι η άνοδος μας προς το θείο, η οποία επιτυγχάνεται με την νόηση.

Ομως, εκ κατασκευής, δεν μπορούμε να νοούμε συνέχεια (μόνον οι θεοί "αεί νοούν") και συνεπώς δεν μπορούμε να επιτύχουμε την ένωση με το νοητό. 

Για αυτό χρειαζόμαστε "εξωτερική βοήθεια", η οποία θα μας επιτρέψει να επιτύχουμε την ένωση μας με το θείο.

Αυτή την επιτυγχάνει η θεουργία, η οποία ήταν πρακτική που εχρησιμοποιείτο στα μυστήρια, και για την οποία δεν γνωρίζουμε τίποτα.

Συνεπώς, η θέωση μας είναι αποτέλεσμα συνδυασμένων ενεργειών. Αφ'ενός μεν είναι θέμα δικό μας, να ανεβούμε όσο είναι εφικτό ανθρωπίνως και αφού φτάσουμε στο μέγιστο δυνατόν, με την βοήθεια της θεουργίας, να ολοκληρώσουμε τον σκοπό μας.

Είναι όπως μας λέει ο Πρόκλος, στο Περί Ιερατικής Τέχνης, που οι ιερείς "προετοίμαζαν"τα αγάλματα έτσι ώστε να είναι δεκτικά για την κάθοδο και επιφάνεια των θεών στα μυστήρια.


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΠΕΡΙ ΣΥΜΒΟΛΩΝ - ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

$
0
0


Για να κάνουμε τα σύμβολα να μιλήσουν σε εμάς πρέπει να οπλιστούμε κατάλληλα φιλοσοφικά ώστε να προσεγγίσουμε το απεικονιζόμενο από το σύμβολο θέμα με την σωστή οπτική.

Αν δεν το κάνουμε αυτό, οι προσπάθειες μας στην καλύτερη περίπτωση θα πλησιάζουν και θα αποκτούν μια αμυδρή κατανόηση του συμβόλου, εαν δε φιλοσοφικά δεν έχουμε σημείο επαφής με το θέμα, είναι σαφές ότι το σύμβολο δεν πρόκειται ποτέ να μας μιλήσει.

Ας κάνουμε μια προσέγγιση στα αγάλματα των θεών.

Κάποιος ο οποίος φιλοσοφικά ανήκει σε διαφορετική προσέγγιση από ότι η Ελληνική, είναι σαφές ότι δεν πρόκειται ποτέ να του μιλήσουν τα αγάλματα και δεν θα δώσουν στην ψυχή του αυτό για τα οποίο προορίζοντο όταν κατασκευάστηκαν.

Σίγουρα θα αποκομίζει αυτό που του προσφέρει η θέα των αγαλμάτων, αλλά είναι προφανές ότι δεν θα αντιληφθεί τι ακριβώς θείες δυνάμεις και λειτουργίες απεικονίζονται σε αυτά.

Ετσι για παράδειγμα ένας Χριστιανός σίγουρα θα εκστασιαστεί από το κάλλος και την ευφορία που προσδίδει η θέα ενός αγάλματος αλλά θα το θεωρήσει σαν ένα απλό έργο τέχνης. Διότι είναι προφανές ότι αν αρχίσει και αναγνωρίζει τι κρύβεται στην συμβολική κάποιου αγάλματος και αρχίσει να του «μιλά» το άγαλμα, τότε είναι σαφές ότι θα αρχίσει να βρίσκεται σε συνειδησιακή σύγχυση.

Θα ήταν περιττό να τονίσω ότι τα αγάλματα ποτέ δεν ελατρεύτηκαν για την ύλη από την οποία φτιάχθηκαν, δεν υπήρξε δηλαδή ειδωλολατρική λατρεία, όμως δυστυχώς διακινήθηκε αυτή η θέση προφανώς όταν χρειάστηκε να συκοφαντηθεί και ναπαραποιηθεί η Ελληνική Θρησκεία.

Αλλωστε οι φιλόσοφοι μας είναι ξεκάθαροι σε αυτό το θέμα.

Ο Πορφύριος στο Κατά Χριστιανών 76 λέει : «Οποιος σέβεται τους θεούς δεν τους ταυτίζει με το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα ομοιώματα τους...Είναι φυσικό οι θεοί να αποδίδονται ανθρωπομορφικά «διότι ο άνθρωπος είναι το ωραιότερο από τα έμβια όντα και θεωρείται εικόνα του θεού».

Οπως επίσης ο Ερμείας, μαθητής του Συριανού και συμμαθητής του Πρόκλου, σταΣχόλια του στον Φαίδρο 181.29 μας τονίζει ότι : «Και εδώ οι θυσιάζοντες στα αγάλματα δεν θυσιάζουν στην ύλη και στις εικόνες αλλά στους θεούς» όπως και στο190.15 «όπως ακριβώς εδώ τιμούμε το άγαλμα όχι για το υποκείμενο αλλά για τον θεό»

Είναι προφανές γιατί οι μεγάλοι αυτοί φιλόσοφοι αναγκάστηκαν να διατυπώσουν τέτοιες θέσεις για να ξεκαθαρίσουν τα αυτονόητα, αν κρίνουμε από την εποχή στην οποία συνεγράφησαν τα συγκεκριμένα έργα.

Ομως και σήμερα, σύγχρονοι και περιφερόμενοι «μυσταγωγοί» προς άγραν πελατείας διακινούν την, ξένη προς την Ελληνική σκέψη, θέση ότι οι θεοί ήταν άνθρωποι που εξελίχθησαν και κατόρθωσαν να γίνουν θεοί και μάλιστα κάποια στιγμή και Ολύμπιοι.

Ενα από τα επιχειρήματα που προβάλλουν είναι ότι η θέση αυτή στηρίζεται και από το γεγονός ότι τα αγάλματα των θεών είναι ανθρωπομορφικά άρα κατ’αυτους «αποτυπώνουν ότι οι θεοί ήταν κάποτε άνθρωποι και για αυτόν τον λόγο έχουν ανθρωπομορφική απεικόνιση».

Πρόκειται σαφώς για σαφή άγνοια βασικών αρχών της Ελληνικής Θεολογίας.

Προφανώς – και επιεικώς – απέχουν πόρρω από μια στοιχειώδη μελέτη των Ελληνικών κειμένων – γιατί η Ελληνική απόρριψη τέτοιων θέσεων είναι σκληρή και αμείλικτη.

Ο Προφύριος στο Περί Αγαλμάτων 2 μας λέει ότι : «Και απεικόνισαν τους θεούς με μορφή ανθρώπων επειδή το θείον διέπεται από λογική και τους έκαναν ωραίους διότι οι θεοί έχουν ομορφιά αγνή και ανόθευτη»

Ο Ολυμπιόδωρος στα Σχόλια στον Αλκιβιάδη 2.137 τονίζει ότι «Αυτό που είναι για τους Ελληνες τα αγάλματα είναι για τους Αιγυπτίους τα ζώα. Είναι σύμβολα κάθε ενός από τους θεούς στον οποίο αφιερώνονται»

Ο Σαλούστιος στο Περί Θεών και Κόσμου 23, πέραν άλλων συμβολισμών που μας παραθέτει, τονίζει ότι τα αγάλματα σαν εικόνες ζωής έλαβαν ανθρωπομορφικό σχήμα :

«Και η μεν πρόνοια των θεών απλώνεται παντού και απλώς απαιτείται μόνο κάποια ικανότητα για να την δεχθούμε, η κάθε ικανότητα ωστόσο αποκτάται δια της μυήσεως και της ομοιώσεως προς τους θεούς

για αυτό λοιπόν οι μεν ναοί εκτίσθησαν ως εικόνες του ουρανού,
οι δε βωμοί ως εικόνες της γης,
τα δε αγάλματα ως εικόνες της ζωής –για αυτό και επλάσθησαν ωσάν ζωντανά όντα–
οι δε ευχές ως εικόνες του νοερού
τα δε μυστηριακά σύμβολα ως εικόνες των αρρήτων ουρανίων δυνάμεων,
τα δε βότανα και οι λίθοι ως εικόνες της ύλης,
τα δε θυσιαζόμενα ζώα ως εικόνες της εντός μας άλογης ζωής»

Ομως τι ακριβώς θα μας πουν τα αγάλματα αν τα προσεγγίσουμε έχοντας οπλιστεί με την λαμπερή πανοπλία που μας παρέχει η Ελληνική Φιλοσοφία και Θεολογία;

Πέραν του παραπάνω αποσπάσματος από τον Σαλούστιο, ο Πρόκλος στα Σχόλια στον Ευκλείδη 138.10 μας δίνει μια ένδειξη για το πως να προσεγγίσουμε ένα άγαλμα :

«Υπεράνω τέλος όλων αυτών των σχημάτων βρίσκονται τα τέλεια, ενιαία, άγνωστα και απόρρητα σχήματα των θεών, τα οποία επιβαίνουν στα νοερά σχήματα και περατώνουν με ενιαίο τρόπο όλα τα σχήματα και συγκρατούν τα πάντα μέσα στα δικά τους ενιαία όρια.

Αυτών των σχημάτων τις ιδιότητες αποτυπώνει η θεουργία στα αγάλματα των θεών και περιβάλλει κάθε άγαλμα με διαφορετικά σχήματα.

Και άλλα τα απεικονίζει μέσω των απορρήτων συμβόλων (γιατί και αυτά αποκαλύπτουν τις άγνωστες δυνάμεις των θεών ), ενώ άλλα τα μιμείται με τις μορφές και με τα σχήματα.

Γι’αυτό άλλα τα φτιάχνει όρθια και άλλα καθισμένα, άλλα καρδιόσχημα, άλλα σφαιροειδή και άλλα με άλλα σχήματα, άλλα απλά και άλλα σύνθετα από περισσότερες μορφές, άλλα τα κατασκευάζει σοβαρά, άλλα ήρεμα, ώστε να προβάλλουν την ευσπλαχνία των θεών και άλλα βλοσυρά.

Και γενικά προσάγει σε κάθε θεό διαφορετικά σύμβολα ανάλογα με την συγγένεια των συμβόλων προς τους θεούς.

Γιατί το σχήμα ξεκινά από ψηλά και από τους ίδιους τους θεούς και απλώνεται μέχρι τα τελευταία όντα και εμφανίζεται μέσα σε αυτά σαν εικόνα από τα πρωταρχικά αίτια».

Αλλωστε στο Περί Ιερατικής Τέχνης μας εξηγεί τον λόγο που οι ιερείς πέραν των συμβόλων που είχαν αποτυπωθεί κατά την κατασκευή του αγάλματος, τοποθετούσαν πρόσθετα σύμβολα επί των αγαλμάτων για να ενισχύσουν την δύναμη της συμπάθειας μέσω της οποίας ενετείνετο η σύνδεση με το θείο.

Ο δε Πορφύριος έχει αφιερώσει ένα ολόκληρο έργο, το «Περί Αγαλμάτων» όπου μας δίνει κάποια κλειδιά με τα οποία θα μπορέσουμε να προσεγγίσουμε τους συμβολισμούς των αγαλμάτων, όσο είμαστε ικανοί.

Ας κοιτάξουμε λοιπόν την επόμενη φορά ένα άγαλμα με άλλη οπτική και ας το αφήσουμε να μας μιλήσει.

Αλλωστε τα Ελληνικά Αγάλγματα δεν είναι ισχνές και θανατερές απεικονίσεις, ούτε οι θεοί έχουν εκφράσεις που θα μας προκαλούσαν ποτέ φόβο, αλλά στην πλειοψηφία τους μας μεταδίδουν μια γαλήνια δύναμη, με εκείνο το αδιαόρατο χαμόγελο τους.

Γιατί όπως μας λέει ο Πρόκλος στα Σχόλια στον Παρμενίδη 1022.24 :

«Το χαμόγελο μιμείται την αόρατη και απόκρυφη ενέργεια των θεών»


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ - Η ΚΛΑΣΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

$
0
0
   Κώστας Παπαϊωάννου












(ομώνυμο κεφάλαιο από το έργο του "ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ")



πελεκημένη ἡ πέτρα - ἀγκωνάρι
ἀπελέκητη ἡ πέτρα - ἑτοιμόγενη ἡ μήτρα τῶν θαυμάτων
ρωτῆστε τόν Φειδία - εἶχε τά μάτια του στά χέρια
Π. Στάμος


Γένεση και γίγνεσθαι των κλασικών μορφών      
                                                                                                                                       

       Αυτό το κοσμικό συναίσθημα, που η κλασική Ελλάδα εξέφρασε μ’ έναν εκπληκτικό πλούτο μέσω μύθων, εννοιών και συμβόλου, μέσα από την αντίληψή της για την πολιτική, μέσα από τις μαθηματικές και επιστημονικές θεωρίες της ή τα φιλοσοφικά της συστήματα, βρήκε την πρώτη του έκφραση στη γλώσσα της πέτρας των ναών. Προς το τέλος του 7ου αιώνα και στις αρχές του 6ου, την εποχή δηλαδή του Σόλωνα και των πρώτων νομοθετούν και τυράννων, τελειώνουν οι αβεβαιότητες και τα ψηλαφίσματα της προκλασικής εποχής. Ολόκληρη η Ελλάδα, από την Ιωνία μέχρι τη Σικελία, στολίζεται με άπειρους ναούς. Και την ίδια στιγμή που δημιουργούνται οι δυο μεγάλες σχολές αρχιτεκτονικής, η πλαστική αναδεικνύει δύο άλλα σύμβολα της νέας ψυχής όχι λιγότερο μεγαλειώδη: τον Κούρο*, άνθρωπο ή θεό αδιακρίτως, και την Κόρη*, τελειοποίηση της θηλυκότητας, δεύτερη φιγούρα μιας ανθρωπότητας που επιτέλους «εξομοιώθηκε» και «εξισώθηκε» με τους θεούς. Στη ζωγραφική, τη γλυπτική, την αρχιτεκτονική, μέχρι και στα νομίσματα των πιο μικρών πόλεων, μια νέα σύλληψη μοναδικών μορφών εμφανίζεται, που προσδίδει στο σχέδιο το μεγαλείο του επιγράμματος. 

Στο εξής, οτιδήποτε υπάρχει, άνθρωποι και θεοί, πράξεις και πεπρωμένα, πρέπει να εκδηλώνονται με τρόπο χειροπιαστό, ευδιάκριτο, και να εξωτερικεύονται σε υλικές μορφές, σιλουέτες, χειρονομίες, μνημεία. Οτιδήποτε θυμίζει το απόμακρο και το ακαθόριστο απορρίπτεται σθεναρά, με μια γαλήνια αυτοπεποίθηση που δεν παύει να μας εκπλήσσει και να μας αναστατώνει. Κι αυτές οι μορφές, κλεισμένες στον εαυτό τους, με μια αναμφίβολα υπεράνθρωπη τελειότητα, διαδίδονται με μια όμοια εκπληκτική ταχύτητα σε όλους τους τομείς της τέχνης. Η αυθεντία ενός μεγάλου ύφους γίνεται αισθητή ακόμη και στις πιο ταπεινές χρηστικές κατασκευές: αγγεία, όπλα ή όπλα. Παντού βρίσκουμε την ίδια αίσθηση της μορφής, την ίδια θέληση αναχθούν τα επιφαινόμενα στην ουσία, την ίδια αποστροφή για το όμορφο και το αβέβαιο, την ίδια παθιασμένη αποδοχή της τέλειας αυτονομίας των ζωντανών μορφών. Έτσι τα νομίσματα και τα κοσμήματα προκαλούν ίδια μνημειακή εντύπωση με τα αγάλματα των θεών και των ηρώων -  οπωσδήποτε πολύ πιο μνημειακή από αυτήν που προκαλούν τα περισσότερα αγάλματα των δικών μας δημόσιων μνημείων. Και είναι αυτή η πληκτική ομοιογένεια των κλασικών μορφών που καθιστά άνευ αντικειμένου την παραδοσιακή διάκριση μεταξύ μείζονος και ελάσσονος τέχνης.

       Τον 6ο και τον 5ο αιώνα, το ίδιο σφρίγος διέτρεχε τόσο τα κατώθι στρώματα όσο και τις πνευματικές κορυφές· η ενότητα γινόταν αισθητή σε όλες τις πτυχές του βίου· το είναι και το πνεύμα, η «μάζα» και η "ελίτ" δεν ήταν ακόμη διαχωρισμένες. Δεν υπήρχε ακόμη θεωρία για τη θεωρία, επιστήμη για την επιστήμη, τέχνη για την τέχνη, ανεξάρτητες από τους καθημερινούς στόχους της πόλεως. Αυτή η άμεση επαφή ανάμεσα στο άτομο που δημιουργεί και την κοινότητα που απολαμβάνει εξηγεί την ομοιογένεια της καλλιτεχνικής παραγωγής, την εκπληκτική ομοιομορφία των αισθητικών και των απαιτήσεων και την οικουμενική –πανελλήνια - διάδοση των τεχνοτροπιών.

Μέχρι το τέλος του 5ου αιώνα, η τέχνη είναι ουσιαστικά η έκφραση της πόλεως. Δεν υπήρχαν πλέον ανάκτορα, σχεδόν ούτε καν όμορφα ιδιωτικά οικήματα. Το κράτος ήταν ο μοναδικός μαικήνας. Στον 6ο αιώνα ο τύραννος είναι αυτός που ταυτίζεται με το κράτος, και αυτή η κατάσταση παρατάθηκε στη Δύση (Μεγάλη Ελλάδα και Σικελία) όπου οι τύραννοι παρέμεναν σημαντικοί. Τον 5ο αιώνα στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα στην Αθήνα, μαικήνας είναι ο δήμος* ο οποίος έχει αναχθεί σε κράτος. Οι παραγγελίες δεν καθορίζονταν από ιδιώτες που δρούσαν ατομικά, πολύ λιγότερο δε από επαγγελματικές επιτροπές των καλών τεχνών, αλλά από την κοινότητα και τα θεσμικά της όργανα: συνελεύσεις, συμβούλια και δημοτικούς άρχοντες. Έτσι η τέχνη ήταν στενά δεμένη με την καθημερινή ζωή της κοινότητας και αποτελούσε το κατ’ εξοχήν συλλογικό αγαθό.

Τα μνημεία που στολίζουν την πόλη αποτελούν μαρτυρίες της δόξας της στον ίδιο βαθμό με τα μεγάλα πολιτικά ή στρατιωτικά κατορθώματα. «Δια τούτο (αυτές τις μαρτυρίες), έλεγε ο Περικλής, θα μας θαυμάζουν και οι σημερινοί και οι μεταγενέστεροι, χωρίς μάλιστα να μας χρειάζεται ούτε Όμηρος δια να μας υμνήσει, ούτε άλλος ποιητής που με το έργον του θα τέρψει μεν παροδικώς αλλά. ύστερα, η πραγματική αλήθεια θα ζημιώσει τη φανταστική ιδέα για τα έργα μας[1]». Η Αθήνα έπρεπε να επιβληθεί τόσο με την ομορφιά όσο και με τη δύναμή της. Οι δυσαρεστημένοι μπορεί να έβρισκαν τα έξοδα υπερβολικά. Ο Περικλής θα τους απαντήσει ότι «πρέπει η πόλη να ξοδεύει τα πλούτη της σ’ αυτά τα έργα από τα οποία, όταν γίνουν, θ’ αποκτήσει αθάνατη δόξα[2]». Για να τους πείσει, χρησιμοποίησε ένα εξαιρετικά εύγλωττο όπλο: «Οι δαπάνες αυτές λοιπόν ας μην είναι εις βάρος σας αλλά εις βάρος μου, στην επιγραφή τους όμως θα σημειώσω ότι αφιερώνονται στους θεούς από μένα». Στο άκουσμα αυτών των λόγων, αφηγείται ο Πλούταρχος, «οι Αθηναίοι, είτε επειδή θαύμασαν τη μεγαλοφροσύνη του είτε επειδή δεν ήθελαν να στερηθούν τη δόξα από τα έργα, ανέκραξαν εγκρίνοντας να ξοδεύει και να δαπανά χωρίς καθόλου να φειδωλεύεται».

Όντας στην υπηρεσία της πόλεως. η κλασική τέχνη άνθησε μέσα στους ναούς, τα θέατρα, τις στοές και τα νεκροταφεία και όχι στα μουσεία ή τις ιδιωτικές συλλογές. Δεν υπήρχαν πορτρέτα στο εσωτερικό των ιδιωτικών οικιών και οι εξιδανικευμένες μορφές που αποκαλούμε «πορτρέτα» είχαν όλες δημόσια αποστολή. Μόνο μετά θάνατον οι άνδρες, οι γυναίκες τους ή τα παιδιά τους είχαν δικαίωμα εικονιστικής αναπαράστασης. Όπως λέει πολύ σωστά ο Μ.Ι.Φίνλεϊ, «ποτέ μια εξαίρεση δεν επιβεβαίωσε πληρέστερα τον κανόνα[3]». Πρέπει ακόμη να συμπληρώσουμε ότι τα ταφικά μνημεία έπρεπε να είναι πολύ απλά: το εξισωτικό πνεύμα της πόλεως αντιτίθεται σε κάθε υπέρμετρη επιβεβαίωση της σημαντικότητας των ιδιωτών ως ατόμων.

       Ως τέχνη της κοινότητας, η κλασική τέχνη προϋποθέτει μια εκπληκτική ομοιογένεια ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό. Και οι δύο σκέπτονταν μέσα σε ένα πλαίσιο ξεκάθαρο και γνωστό, ρυθμιζόμενο από κανόνες τους οποίους όχι μόνο στοχάζονταν αλλά αισθάνονταν και τιμούσαν ως ιερή παράδοση. Ενώ στο σύγχρονο εξατομικευμένο κόσμο μας, η δημιουργική μεγαλοφυΐα είναι πάνω απ’ όλα αυτή που ανατρέπει τους κανόνες του είδους, στην κλασική Αρχαιότητα, η μεγαλοφυΐα είναι πάνω απ’ όλα εκείνη που οδηγεί το είδος στην τελειότητα. Από την Αναγέννηση και μετά, ο άνθρωπος είναι το μέτρο, ο μεσολαβητής ή ο καταστροφέας του είδους, στην αρχαιότητα όμως το είδος ήταν το μέτρο του μεγάλου ανδρός. Έτσι, η δική μας αντίληψη για τον «μεγάλο άνδρα», τη «μεγάλη προσωπικότητα», ήταν άγνωστη στην αρχαιότητα και από λάθος την αποδίδουμε σ'αυτήν. Το άτομο, ακόμη κι ένας Αισχύλος ή ένας Φειδίας, είχε βέβαια απέναντι στην παράδοση κάποια δύναμη αλλά κανένα δικαίωμα μπορούσε κάλλιστα να την υποτάξει, να την πλουτίσει, να διευρύνει το πεδίο των μορφών της - γιατί η παράδοση είναι ένα σύστημα ζωντανού μορφών και τύπων και όχι ένας γραπτός κώδικας διανοητικών κανόνων αλλά και για τον πιο επαναστάτη ήταν αδιανόητο να την παραβιάσει ή να την καταργήσει: ακόμα καλύτερα, ο καθένας πίστευε ότι υλοποιούσε τι επιταγές της.

Τέχναν είδότες εκ προτέρων*. «Μάθαμε την τέχνη μας από τους προγόνους μας». βεβαιώνει μια από τις αρχαιότερες επιγραφές καλλιτεχνών[4]. Η συμπεριφορά της μεγαλοφυΐας απέναντι στην άσκηση της τέχνης της, ήταν παρόμοια με εκείνη του ιερέα απέναντι στους ιερούς κανόνες: και ο ένας και ο άλλος δεν είναι παρά εκτελεστές της θείας εντολής, δεν εκφράζουν γεγονότα της προσωπικής τους ζωής. Αυτό εξηγεί την εκπληκτική συνέχεια της κλασικής τέχνης. Στην αρχιτεκτονική, τη γλυπτική, τη ζωγραφική, τα είδη εμφανίζονται και διατηρούνται με μια εκπληκτική μορφική ακρίβεια. Τα ίδια τα καλλιτεχνικά είδη ήταν οι ιερές μορφές μιας ιερής παράδοσης ως τέτοια σήμαιναν κάτι βαθύτατα ζωντανό, με καθαρό περίγραμμα, από σάρκα και οστά. Ήταν η πραγματική έννοια, το περιεχόμενο, το μέσο, η συνέχεια, το στοιχείο της αναπαραγωγής και της συντήρησης κάθε καλλιτεχνικής πρακτικής: εξ ου και ο όρος γένος[5], δανεισμένος από το ίδιο το μυστήριο της γέννησης, που εμείς θεωρούμε υπερβολικά σχολαστικό και κοινότοπο για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε το θρησκευτικό ρίγος που ο αρχαίος άνθρωπος αισθανόταν μπροστά του.

            Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για τους Αιγυπτίους ή τους Σουμέριους, αλλά αυτό που μας εντυπωσιάζει στην Ελλάδα είναι η ταχύτητα με την οποία μπόρεσαν να γίνουν αποδεκτοί και να διαδοθούν οι νεωτερισμοί. Σε λιγότερο από έναν αιώνα, οι Κούροι* γνώρισαν τέτοια εξέλιξη που οι Αιγύπτιοι ή οι κάτοικοι της Μεσοποταμίας δεν προσπάθησαν καν να φανταστούν μέσα σε δύο χιλιάδες χρόνια. Η αφύπνιση και η επιβεβαίωση της ατομικότητας - για πρώτη φορά στα χρονικά της τέχνης βλέπουμε υπογεγραμμένα έργα, ακόμη κι από ταπεινούς κεραμείς - συνοδεύεται από μια θαυμαστή επιτάχυνση του ιστορικού χρόνου. Αν τοποθετήσουμε τη γέννηση των κλασικών μορφών στα μέσα του 6ου αιώνα, δεν χρειάστηκαν στους Έλληνες παρά μόνο δύο αιώνες, περίπου έξι γενιές, για να ολοκληρώσουν μια από τις μεγαλύτερες καλλιτεχνικές επαναστάσεις όλων των εποχών.

Και είναι στη θρησκευτική αρχιτεκτονική που βλέπουμε να εμφανίζονται οι πρώτες ειδικά κλασικές μορφές. Από αυτήν λοιπόν θα πρέπει να αρχίσουμε.

Ο ναός

Ο ελληνικός ναός δεν είναι τόπος λατρείας· οι πιστοί δεν συγκεντρώνονται μέσα σ’ αυτόν και η αρχιτεκτονική του δεν είναι φτιαγμένη ούτε για την προσωπική περισυλλογή ούτε για τη συλλογική αφοσίωση. Είναι ουσιαστικά μια κατοικία, όπως δηλώνει και το όνομά του[6]. Είναι η κατοικία της θεότητας· δεν είναι ανοικτός στο πλήθος· υπάρχουν μάλιστα ιερά όπου απαγορεύεται εντελώς η είσοδος (άβατον*). Δίχως καμιά λατρευτική ή πνευματική σηματοδότηση, ο κυρίως ναός (σηκός) χρησιμεύει αποκλειστικά ως στέγη του θεϊκού ειδώλου. Μπροστά του υπάρχει μια στοά (πρόναος*) και πίσω συμπληρώνεται από μια απομονωμένη αίθουσα (ο­πισθόδομος*) που χρησίμευε μερικές φορές ως θησαυροφυλάκιο ή αποθήκη για αναθήματα. Η πραγματική θρησκευτική ζωή εκτυλισσόταν στο εξωτερικό του ναού, γύρω από τον βωμό*, χώρο για θυσίες ή για προσφορές, που ήταν πάντα υπαίθριος. Και ήταν πάλι από το εξωτερικό του ναού που αντιλαμβανόταν κανείς τη θρησκευτική ή καλλιτεχνική σημασία του.

Ο αρχικός αρχιτεκτονικός πυρήνας, η κατοικία του θεού και ο κλειστός της χώρος (σηκός*) περνά σε δεύτερη μοίρα· αυτό που προβάλλει είναι η στοά ή το σύστημα στοών που περιβάλλει το ναό. Ναοί «εν παραστάσι» με δύο κίονες ανάμεσα στις παραστάδες, προεκτάσεις των τοίχων του σηκού*) ναοί πρόστυλοι* (με κίονες στην πρόσοψη)· ναοί αμφιπρόστυλοι* (με κιονοστοιχία στις δύο στενές πλευρές)· ναοί περίπτεροι* (με περίστασιν*, δηλαδή με κιονοστοιχία σε όλες τις πλευρές), δίπτεροι* (με διπλή κιονοστοιχία), μονόπτεροι* (ναοί κυκλικοί με εξωτερική περίσταση[7]) - όλες αυτές οι μορφές του κλασικού ναού είναι φτιαγμένες να φαίνονται από έξω.

Πολύ πριν από τον Πυθαγόρα, οι κατασκευαστές των ναών γνώριζαν ότι ο αριθμός είναι το κλειδί της αρμονίας. Έτσι οι διαστάσεις του συνόλου της κατασκευής και τον μερών της δεν είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους αλλά είναι συναρτήσεις μιας μονάδας μέτρου και αρμονίας που αποκαλείται«εμβάτης». Γενικά ο εμβάτης είναι η ακτίνα (ή η διάμετρος) του κίονα στη βάση του κορμού του. Κάθε υπολογισμός ξεκινά από αυτόν τον εμβάτη, κάθε διάσταση εναρμονίζεται με αυτόν. Αυτό που οι Έλληνες αρχιτέκτονες αποκαλούσαν ευρυθμία* είναι ακριβώς ο καθορισμός των γενικών όσο και των επί μέρους διαστάσεων σε. σχέση με τον εμβάτη: μήκος, πλάτος, ύψος, προεξοχές των διακοσμήσεων, αριθμός κιόνων, μήκος του μετακιονίου κ.λπ. Η ευρυθμία, λέει ο Βιτρούβιος (De Architectura, κεφ. II), επιτυγχάνεται όταν θεμελιώνουμε «μια σωστή αναλογία στη γενική διάταξη του οικοδομήματος, σχετίζοντας το ύψος με το πλάτος, το πλάτος με το μήκος, και οδηγώντας έτσι όλες τις λεπτομέρειες ώστε να συνεργούν στην τελειότητα του συνόλου». Η σωστή αναλογία είναι το αποτέλεσμα της σχέσης των διαστάσεων των μερών μεταξύ τους ανάμεσα στη διάμετρο του κίονα και το ύψος του (στους δωρικούς ναούς το ύψος περιέχει πέντε, έξι ή επτά φορές τη διάμετρο), ανάμεσα στο λόγο των διαστημάτων, ανάμεσα στον θριγκό και το ύψος του κίονα. Αυτή η σχέση ή αναλογία είναι επίσης συνάρτηση του εμβάτη, που είναι πάντα συμμετρικός μ’ αυτήν. Έτσι ο εμβάτης είναι ταυτόχρονα αιτία και αποτέλεσμα. Καθορίζεται σε συνάρτηση με τις γενικές διαστάσεις και ταυτόχρονα καθορίζει τη σχέση μεταξύ των μερών. Δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά ο αριθμός το μέτρο των πραγμάτων: μερικά στοιχεία που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν από τον άνθρωπο, όπως πόρτες ή σκαλοπάτια, μπορεί να έχουν διαστάσεις παράλογες σε σχέση με το μέγεθος ενός ανθρώπου, αλλά ο νόμος της ευρυθμίας τηρείται πάντοτε.

Πατώντας γερά στο χώμα με μια μυστηριώδη γαλήνη, ο ναός δεν παρουσιάζει καμιά ίσια γραμμή. Όλα τα σκαλοπάτια είναι ελαφρώς κυρτωμένα προς τα έξω, το καθένα σε διαφορετικό βαθμό. Αετώματα, στέγες και προσόψεις είναι κεκλιμένες. Κάθε κίονας έχει μια ελαφρά «ένταση»[8], κανένας δεν είναι απόλυτα κάθετος, ούτε τοποθετημένος σε ίση απόσταση από τους πλαϊνούς του», αλλά από τις γωνίες προς το κέντρο, οι «εντάσεις», οι κλίσεις και οι αποστάσεις διαφέρουν κατά φθίνουσα αναλογία. Έχει κανείς έτσι την αίσθηση μιας ρυθμικής κίνησης που υπερβαίνει τη στερεότητα του κτιρίου και το ρίζωμά το\) στο ενθάδε: όλα, σαν από θαύμα, ισορροπούν - σε έναν «ρυθμό» επακριβώς καθορισμένο και κωδικοποιημένο.

Για τον Πλάτωνα, τάξη, ρυθμός και αρμονία είναι συνώνυμα· το ίδιο νόημα πρέπει να δώσουμε στους δυο μεγάλους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς: ο δωρικός ρυθμός είναι η δωρική τάξη, η δωρική αρμονία· ο ιωνικός ρυθμός είναι η ιωνική τάξη, η ιωνική αρμονία.

Γεννημένος στην Πελοπόννησο, ο δωρικός ρυθμός διαδόθηκε γρήγορα στην ηπειρωτική Ελλάδα και στις αποικίες με ισχυρή πελοποννησιακή επιρροή: Μεγάλη Ελλάδα και Σικελία. Στον λιτό. μετρημένο, ογκώδη, δωρικό ρυθμό, οι κίονες υψώνονται απ’ ευθείας από τον στυλοβάτη. Ο κορμός του κίονα σπάνια είναι μονολιθικός (για παράδειγμα στο ναό του Α­πόλλωνος της Κορίνθου, γύρω στο 540)'τις περισσότερες φορές αποτελείται από σπονδύλους. Στην Ποσειδωνία (Paestum) έχει ευθύγραμμη ακμή: σχεδόν πάντα είναι ελαφρά κυρτός, με «ένταση». Η «μείωση», με κατεύθυνση από κάτω προς τα πάνω, υπολογίζεται σε τρία εκατοστά για κάθε μέτρο, για τους κίονες του 6ου αιώνα, και σε δύο για τους κίονες του 5ου. Ο κορμός είναι ραβδωτός με οξείες ακμές, ο αριθμός των οποίων ποίκιλλε από δεκαέξι έως είκοσι τέσσερεις, για να σταθεροποιηθεί στις είκοσι τον 5ο αιώνα.

Η βίαιη αντίθεση ανάμεσα στο κάθετο και το οριζόντιο, ανάμεσα στη δύναμη και τη μάζα, λύνεται αρμονικά με τα κιονόκρανα που συνδέουν τους κίονες με τα επιστύλια. Το κιονόκρανο περιλαμβάνει τον καμπυλόγραμμο εχίνο και τον ευθύγραμμο «άβακα». Αρχικά ο εχίνος συνοδευόταν από το υποτραχήλιο, όπως στον ναό της Αρτέμιδος στην Κέρκυρα από τον 5ο αιώνα και μετά όμως, η αυστηρή απλοποίηση του ρυθμού θα οδηγήσει στην εξαφάνισή του.

Το επιστύλιο, λείο, χωρίς διακόσμηση, στηρίζεται πάνω στον άβακα ο οποίος εξέχει πάντα. Τον 6ο αιώνα βρίσκεται στην ίδια ευθεία με τον κορμό του κίονα, τον 5ο αιώνα προεξέχει. Πάνω από το επιστύλιο υπάρχει μια ζώνη όπου εναλλάσσονται τρίγλυφα, ορθογώνια διακοσμημένα με δύο πλήρεις γλυφές στο κέντρο και δύο μισές στα άκρα, και μετόπες, άλλοτε γυμνές άλλοτε διακοσμημένες με παραστάσεις. Ο θριγκός στεφανώνεται από ένα γείσο στην κάτω επιφάνεια του οποίου υπάρχουν οι πρόμοχθοι, διακοσμημένες με δεκαοκτώ ανάγλυφες σταγόνες.

Σε αυτή την τάξη που προσδίδει στον δωρικό ναό την ασύγκριτη επισημότητά του και το απρόσιτο μεγαλείο του, αντιπαρατίθεται ο ιωνικός ρυθμός, πιο ελαφρύς, πιο ρευστός, πιο ευλύγιστος, πιο ανθρώπινος. Ο κίονας, λεπτότερος, στηρίζεται σε ένα βάθρο η «πλίνθο» πάνω στον οποίο επικάθηται μια σπείρα. Στην Αθήνα, στο ναό της Αθηνάς Νίκης, η βάση έχει δύο σπείρες που χωρίζονται από μια σκοτία. Με ελάχιστη «ένταση», διακοσμημένος με είκοσι τέσσερεις ραβδώσεις, σε ημικυκλική τομή, ο κορμός του κίονα είναι σχεδόν πάντα μονολιθικός. Το κιονόκρανο χαρακτηρίζεται από τους έλικες οι οποίοι θυμίζουν φυτό· το επιστύλιο, αποτελούμενο από τρεις επάλληλες οριζόντιες ταινίες, ακολουθείται είτε από γεισήποδες είτε από μια συνεχόμενη ζώνη, που παλιά ονομαζόταν «ζωοφόρος», η οποία φέρει συχνά γραπτό ή ανάγλυφο διάκοσμο. Ό, τι χάνει σε γεωμετρική βαρύτητα, ο ιωνικός ρυθμός το κερδίζει σε διακοσμητική χάρη: οργανικά θέματα, ωά, ανθέμια, ελαφραίνουν το βάρος του υλικού και υπογραμμίζουν την κομψότητα και την ευλυγισία του οικοδομήματος.

Σαν να θέλουν να γελοιοποιήσουν τη λειτουργιστική αισθητική, οι δύο ρυθμοί υποδηλώνουν μια έντονη επιβίωση των πρωτόγονων τεχνικών των ξύλινων οικοδομών. Τα δωρικά τρίγλυφα είναι μεταφορά στη λίθινη αρχιτεκτονική των απολήξεων των ξύλινων δοκών οι σταγόνες που κοσμούν τις προμόχθους παραπέμπουν στα πρωτόγονα καρφιά· το ιωνικό επιστύλιο με τις οριζόντιες ταινίες είναι ανάμνηση των μαδεριών που τοποθετούνταν το ένα πάνω στο άλλο, οι οδόντες κάτω από το γείσο παριστούν τις άκρες των εφαπτόμενων δοκών...

Θα ήταν απατηλό να δούμε στους δύο ρυθμούς την αντανάκλαση μιας «φυλετικής» αντίθεσης ανάμεσα στη δωρική «αρρενωπότητα» και την ιωνική «θηλυκότητα». Όπως και οι λογοτεχνικές γλώσσες, αυτοί οι δύο ρυθμοί είναι καθαρά πολιτισμικά προϊόντα και δεν έχουν καμία σχέση με εθνικά χαρακτηριστικά. Πολύ νωρίς μεταβλήθηκαν σε απλά στοιχεία δια- κόσμησης και συνδυάστηκαν στο ίδιο οικοδόμημα. Ο δωρικός ρυθμός θα αγγίξει την τελειότητα στον Παρθενώνα των Αθηνών.

Παντού η πέτρα αντικαθιστά το ξύλο και τον άργιλο. Κόβουν τον λίθο, τον πώρο, σε κομμάτια που στρώνουν οριζόντια χωρίς συνδετικό κονίαμα, και τα ενώνουν με συνδέσμους και γόμφους από σίδερο ή χαλκό. Τα καλύπτουν με ένα ειδικό για τη διακόσμηση κονίαμα· στη συνέχεια, το μάρμαρο, άφθονο στην Ελλάδα και με μεγάλη ποικιλία αποχρώσεων και υφής, καθιερώνεται ως το κατ’ εξοχήν οικοδομικό υλικό.


Η δωρική αρχιτεκτονική κατά τον 6ο  αιώνα

Στον δωρικό κόσμο, το ιερό της Ήρας στην Ολυμπία (γύρω στο 600) είναι εκείνο που σημαδεύει τη μετάβαση προς την κλασική μορφή. Για να αντικαταστήσουν το παλαιό Ηραίον, έκτισαν έναν περίπτερο ναό, 50 μέτρων μήκους και 18,76 πλάτους, ο οποίος στηριζόταν σε λίθινα θεμέλια οι τοίχοι του σηκού δεν ήταν από πέτρα σε όλο το ύψος τους, αλλά συνεχίζονταν με πλίνθινη ανωδομή. Επίσης, το ξύλο συνέχιζε να παίζει ακόμα σημαντικό ρόλο. Από τους έξι κίονες στις στενές και τους δεκαέξι στις μακρές πλευρές, ύψους 5,40 μέτρων, οι περισσότεροι ήταν αρχικά δρύινοι· αντικαταστάθηκαν σε διάφορες εποχές από λίθινους κορμούς, χωρίς καμιά προσοχή όσον αφορά τη συμμετρία ή την ομοιομορφία· τέλος, το ιερό που λατρευόταν ιδιαίτερα δεν είχε ούτε αετώματα ούτε γλυπτές μετώπες· η πλαστική διακόσμηση περιοριζόταν στα ακρωτήρια, τα κυμάτια και τις υδρορροές από πηλό, βαμμένο ασπρόμαυρο πάνω στο κίτρινο φόντο, όπως στα κορινθιακά κεραμεικά της εποχής.

Πιθανώς, η ίδια ανάμειξη υλικών χαρακτήριζε και το πρώτο ιερό της Αθηνάς Προναίας στους Δελφούς (Μαρμαριά), το οποίο κατασκευάστηκε την ίδια περίπου εποχή. Στενός και ραδινός, με λεπτούς κορμούς και πεπλατυσμένα κιονόκρανα, αυτός ο ναός δεν ανταποκρίνεται καθόλου στην «ηρωική», ογκώδη και συμπαγή εικόνα που συνήθως έχουμε για τη δωρική αρχιτεκτονική. Δυστυχώς, τίποτε δεν έχει διασωθεί από τον πρώτο λίθινο ναό που οι Δελφοί είχαν αφιερώσει στο θεό τους. Μετά την εξαφάνιση των μυθικών ιερών από δαφνόξυλα, φτερά και χαλκό, οι κάτοικοι των Δελφών, διηγείται ο Παυσανίας (X, 5 και IX, 37). ανέθεσαν στον Τροφώνιο και τον Αγαμήδη να ανακατασκευάσουν την κατοικία του θεού από πέτρα. Το 547, αυτός ο πρώτος λίθινος ναός κατεστράφη από πυρκαγιά και πιθανόν ήδη από το 539-538 άρχισαν να τον ανοικοδομούν χάρη στα χρήματα που συλλέχθηκαν από ένα διεθνή έρανο. Γνωρίζουμε ότι ο Άμασις, ο φιλέλλην Φαραώ, απέστειλε από την Αίγυπτο 1000 τάλαντα στυπτηρίας και ότι ο προϋπολογισμός της ανακατασκευής ανήρχετο σε 300 τάλαντα (1.800.000 χρυσά φράγκα). Το 514 το έργο δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. 

Η ισχυρή αττική οικογένεια των Αλκμεωνιδών, την οποία είχε εξορίσει από την Αθήνα ο Πεισίστρατος, είχε βρει καταφύγιο στους Δελφούς. Προσφέρθηκε να ολοκληρώσει την αποκατάσταση του οικοδομήματος. Δεν μπορούμε πλέον να κρίνουμε το έργο τους, αφού ο ναός των Αλκμεωνιδών κατεστράφη το 373, αλλά ο θαυμάσιος αναλημματικός τοίχος που τον στήριζε, ο μόνος που διατηρήθηκε, αποτελεί αναμφίβολα μία από τις πιο αξιόλογες εργασίες που έγιναν στο ιερό των Δελφών. Αυτός ο κυκλώπειος τοίχος με πολυγωνική λιθοδομή με καμπύλους αρμούς, εκτείνεται σε μήκος 117 μέτρων περίπου'ακανόνιστοι όγκοι, μερικοί από τους οποίους φτάνουν τα 2,20 1,45 μέτρα, είχαν εφαρμόσει τόσο τέλεια που τον 2ο αιώνα χρησιμοποίησαν την ολότελα λεία επιφάνειά τους για να χαράξουν περίπου οκτακόσιες επίσημες πράξεις. Από τις εργασίες του Φ. Κουρμπύ, γνωρίζουμε ακόμη ότι ο ναός, ο οποίος αντικατέστησε στο διάστημα μεταξύ 370 και 340 τον ναό των Αλκμεωνιδών. ήταν σχεδόν ακριβές αντίγραφο του προηγούμενου και ότι αυτός του 548 αναπαρήγε πιστά την αρχαιότερη κατασκευή, η οποία φαίνεται ότι κατελάμβανε τον ίδιο χώρο. Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι στους Δελφούς που μπορούμε σχηματίσουμε μια σωστή ιδέα για τα χαρακτηριστικά της δωρικής αρχιτεκτονικής του 6ου αιώνα.

Τα πρώτα μνημειακά έργα της δωρικής αρχιτεκτονικής τα συναντούμε στις κορινθιακές αποικίες της Δύσης, στις Συρακούσες και την Κόρκυρα (Κέρκυρα). Στον ναό του Απόλλωνα, στις Συρακούσες (γύρω στο 570), αρχιτέκτονας Κλεομένης και ο λατόμος Επικλής υπέγραψαν το έργο του σαν να ήθελαν να μνημονεύσουν τη νίκη τους πάνω στην πέτρα. Πράγματι, αυτός ο ναός μας αποκαλύπτει τις εργώδεις αρχές της μεγάλης αρχιτεκτονικής, με τους κοντόχοντρους κίονες του (το ύψος τους μόλις που ξεπερνά τέσσερις φορές την κατώτερη διάμετρο), τον υπερβολικά βαρύ θριγκό και τα πολύ στενά διάκενα. Αντίθετα ο περίπτερος ναός της Αρτέμιδος στην Παλαιόπολη (γύρω στο 590) αντιπροσωπεύει έναν υψηλό βαθμό τελειότητας. Ο μακρύς σηκός (35 χ 9,35 μέτρα), που περιελάμβανε πρόναο και οπισθόδομο, ήταν χωρισμένος σε. τρία κλίτη με δύο σειρές από δέκα κίονες η καθεμιά. Με τις μνημειακές του διαστάσεις (48,14 μ. μήκος και 22,56 μ. πλάτος), την όμορφη κιονοστοιχία του (αριθμούσε δεκαεπτά κίονες στις μακρές πλευρές και οκτώ στις στενές) και την ήδη... κλασική τελειότητα των κιονοκράνων, αυτός ο ναός πιστοποιεί μια εκπληκτική ωριμότητα· εξάλλου, τα εναέτια γλυπτά του αποτελούν την αρχαιότερη μαρτυρία μνημειακής γλυπτικής που έφτασε ως εμάς.

Προς τα μέσα του 6ου αιώνα, ο δωρικός ρυθμός αναπτύσσεται στην Ελλάδα (ναός του Απόλλωνος στην Κόρινθο) και κυρίως στην Ιταλία, στο Σελινούντα (ναοί και D), στις Συρακούσες (ναός Ολυμπίου Διός), στην Ποσειδωνία και στο Ηραίον του Σιλάρεως. Στην Ακρόπολη του Σελινούντα, ο ναός (γύρω στο 540;) αναδύεται μέσα από τα ερείπια που άφησαν δύο βωμοί και ένα αρχαίο ιερό. Ολο από χονδρόκοκκο κιτρινωπό πωρόλιθο, επιστρωμένο με λευκό κονίαμα, αναδείκνυε, πάνω σε μια κρηπίδα τεσσάρων βαθμίδων, μια υπέροχη περίστασιν*. στολισμένη στην πρόσοψη με έξι και στις μακρές πλευρές με δεκαεπτά κίονες ύψους 8,60 μέτρων και διαφόρων διαμέτρων (από 1.81 έως I ,()4 μέτρα). Επάνω τους στηριζόταν μια πολύχρωμη επίστεψη με πήλινη επένδυση. Ο ναός είχε λιγότερο επιμήκεις αναλογίες. Περιλάμβανε έξι κίονες στην πρόσοψη και δεκατρείς στις πλευρές, που στεφάνωναν έναν στυλοβάτη μήκους 56 και πλάτους 24 μέτρων. Δύο άλλοι ναοί του Σελινούντα, ο ναός F, αφιερωμένος στην Αθηνά και ο ναός G, αφιερωμένος στον Απόλλωνα, μας επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της δωρικής μνημειακής αρχιτεκτονικής κατά τη διάρκεια του δευτέρου μισού του αιώνα. Ο ναός της Αθηνάς (62 μέτρα μήκος με 24,43 μέτρα πλάτος) έχει μόνο δεκατέσσερις κίονες στις πλευρές και η ελαφριά κιονοστοιχία του προαναγγέλλει τις καλύτερες δημιουργίες του 5ου αιώνα: οι κίονες έχουν μέση διάμετρο 1,82 μ. στη βάση και ύψος περίπου εννέα μέτρων. Ο ναός (Απολλώνειον) πρέπει να ήταν η πιο τολμηρή σύλληψη της ελληνικής αρχιτεκτονικής: είχε 113, 34 μέτρα μήκος, 54,05 μέτρα πλάτος και κάλυπτε μια έκταση 6.126 τετραγωνικών μέτρων. Η σωριασμένη του μάζα, που το κάθε στοιχείο της μας ξαφνιάζει με τις κολοσσιαίες διαστάσεις του, υποδηλώνει έναν τιτάνιο αγώνα και μια εκπληκτική κυριαρχία του χώρου. Το περιστύλιο περιλάμβανε δεκαεπτά κίονες στις μακρές πλευρές και οκτώ στις στενές. Αυτοί οι κίονες που είχαν μέση κατώτερη διάμετρο 3,41 μέτρα, έφταναν σε ύψος τα 16, 27 μέτρα. Ο εχίνος των κιονοκράνων σχημάτιζε μια επιφάνεια δεκαέξι τετραγωνικών μέτρων. Ήταν τέτοια η ευρυχωρία των περιστυλίων του που δύο χιλιάδες πιστοί μπορούσαν άνετα να κι κυκλοφορούν ανάμεσά τους. Ακόμη η κατασκευή του, η οποία άρχισε γύρω στο 520, συνεχίστηκε μέχρι το 480 και δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.

Ωστόσο, τον πιο καλοδιατηρημένο ναό του 6ου αιώνα θα τον βρούμε στο Paestum (Ποσειδωνία): πρόκειται για τον πρώτο ναό της Ήρας, γνωστό με το όνομα «Βασιλική» (γύρω στο 530). Ο σηκός χωριζόταν σε δύο κλίτη από μια σειρά επτά κιόνων, εκ των οποίων τρεις βρίσκονται ακόμη όρθιοι. Η κιονοστοιχία του περιστυλίου (εννέα κίονες σε κάθε πρόσοψη και δεκαοκτώ σε κάθε πλευρά) είναι ένα αριστούργημα κομψότητας όπου κάθε κίονας, που λεπταίνει έντονα προς τα πάνω, με την «ένταση» σ μέσον του κορμού, είναι επεξεργασμένος σαν γλυπτό. Κατόπιν, προς τέλη του αιώνα, ένας άλλος ναός, ο λεγόμενος «ναός της Δήμητρας», αφιερώθηκε στην Αθηνά. Είναι ένας περίπτερος εξάστυλος, ο οποίος πε λαμβάνει 34 κίονες. Αν η δομή του είναι παρόμοια με εκείνου της Ήρας οι αναλογίες του (33 μέτρα μήκος και 14, 50 μέτρα πλάτος) είναι πιο αρμονικές και ο πρόναος του έχει ένα ασυνήθιστο βάθος. Με ένα πρόστυλο 4x2 κιόνων, ο σηκός ήταν ιωνικού ρυθμού: πρόκειται για τον αρχαιότερο γνωστό ναό στον οποίο χρησιμοποιήθηκαν ταυτόχρονα και οι δύο ρυθμοί στο ίδιο οικοδόμημα.

Ξαναβρίσκουμε την ίδια συνύπαρξη ρυθμών στον «θησαυρό» του ιερού της Ήρας στις όχθες του Σίλαρη ποταμού, κοντά στην Ποσειδωνία. Αυτός ο θησαυρός (δεκατρία μέτρα μήκος, εννέα μέτρα πλάτος), του ποίου η ανάγλυφη ζωφόρος μπόρεσε σχεδόν καθ’ ολοκληρίαν να αναστηλωθεί, παρουσίαζε μια δωρική πρόσοψη με δύο κίονες εν παραστάσι, κιονόκρανα των οποίων είχαν διαμορφωθεί σε ιωνικό ρυθμό. Άλλοι δωρικοί «θησαυροί» βρίσκονται στην Ολυμπία (θησαυροί των Συρακουσών του Σελινούντος, της Γέλας): αυτός της Γέλας είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτος εξ αιτίας του γείσου με πήλινη επένδυση, διακοσμημένη με γεωμετρικά θέματα.

Ο ναός της Αθηνάς στην Ακρόπολη της Άσσου στη Μικρά Ασία σηματοδοτεί μια από τις πρώτες διεισδύσεις του δωρικού ρυθμού στην ανατολική Ελλάδα· στην πραγματικότητα είχε κατασκευαστεί σύμφωνα με έναν σύνθετο ρυθμό, με χαρακτήρα τόσο ιωνικό όσο και δωρικό. Πέρα από το δωρικό διάζωμα, όπου εναλλάσσονται τρίγλυφα και μετώπες, το επιστύλιο ήταν διακοσμημένο με ένα διάζωμα πρόστυπων (χαμηλών) αναγλύφων στις προσόψεις και στη γωνία των μακρών πλευρών του ναού. Οι μετόπες ήταν κι αυτές διακοσμημένες με πρόστυπα ανάγλυφα που παριστούσαν μυθολογικές σκηνές, ζωομαχίες κ.λπ. Ο σηκός αυτού του περίπτερου ναού, με έξι κίονες στην πρόσοψη και δεκατρείς στις μακρές πλευ­ρές, εκτεινόταν σε μήκος 1 7.74 μέτρων με 6, 65 μέτρα πλάτος· μπροστά, υψωνόταν ένας πρόναος με παραστάδες και δύο κίονες με ραβδώσεις, αλλά δεν περιελάμβανε οπισθόδομο.

Και άλλοι δωρικοί ναοί πρέπει να οικοδομήθηκαν στο έδαφος της ασιατικής Ελλάδας. Αλλά. αυτός που επιβλήθηκε γενικά ήταν ο ιωνικός ρυθμός.


Η ιωνική αρχιτεκτονική κατά τον 6ο αιώνα

Υψώνονται ναοί κολοσσιαίων διαστάσεων, που περιβάλλονται από διπλή κιονοστοιχία. Το ιερό της Ήρας στη Σάμο και ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο, γύρω στα 570-560, αντιπροσωπεύουν το δύο πρώτα μνημειακά επιτεύγματα του ιωνικού ρυθμού και αποτελούν πραγματικά τα δύο μεγαλύτερα οικοδομήματα που είδαμε ποτέ στην Ιωνία. Με μήκος 112 μέτρα και πλάτος 56, περιβαλλόμενος στις προσόψεις από οκτώ κίονες, με βάσεις προσεκτικά δουλεμένες, και στις πλευρές από είκοσι τέσσερις, το Ηραίον, έργο των Σαμίων Ροίκου και Θεόδωρου, ονομαζόταν «λαβύρινθος της Σάμου», εξ αιτίας του δάσους των 134 κιόνων του. Το Αρτεμίσιον της Εφέσου, δημιούργημα του Χερσίφρονος της Κνωσού και του γιου του Μεταγένη, είναι μια κατασκευή ακόμη πιο κολοσσιαία, η οποία θα απαιτήσει εκατόν είκοσι χρόνια, μέχρι το 430. Είναι κι αυτός δίπτερος, με περιστύλιο με διπλή κιονοστοιχία. με εκπληκτικές αναλογίες (115, 14 μ.χ 55, 10 μ. στον στυλοβάτη), και οι βαθιά αυλακωμένοι κορμοί των κιόνων φτάνουν τα δεκαεννέα μέτρα ύψος (δηλαδή δώδεκα φορές την κατώτερη διάμετρο). Με τα θαυμαστά του κιονόκρανα με έλικες και ρόδακες, τους ανάγλυφους σπονδύλους των οκτώ κιόνων της πρόσοψής του, τη μακριά ζωφόρο του που φέρει παραστάσεις, το κέδρινο ταβάνι και τις ανάγλυφες πόρτες του, το Αρτεμίσιον της Εφέσου τράβηξε την προσοχή του Κροίσου, του ισχυρού βασιλιά της Λυδίας, ο οποίος έγινε, το 560 περίπου, κύριος της Εφέσου: από τους 127 κίονες που υψώνονταν μπροστά από το τεράστιο οικοδόμημα, οι τριανταέξι, που είχαν μια ιδιαίτερη διακόσμηση στον κατώτερο σπόνδυλο, ήταν αφιέρωμα του Κροίσου στη μεγάλη θεά της Εφέσου. Στη Σάμο ο ναός του Ροίκου κατεστράφη από πυρκαγιά λίγο μετά την ανέγερσή του, ίσως κατά τη διάρκεια της εισβολής των Σπαρτιατών στο νησί, το 525-524. Ο Πολυκράτης θα τον ανοικοδομήσει με ακόμη πιο αξιοσημείωτες αναλογίες: έτσι, σε απομίμηση του Αρτεμισίου της Εφέσου, πρόσθεσε μια τρίτη κιονοστοιχία στις δύο στενές πλευρές. Οι εργασίες διακόπηκαν μετά από πολιτική αναταραχή που ακολούθησε τη θανάτωση του Πολυκράτη από τους Πέρσες (522) και δεν ολοκληρώθηκαν παρά στη ρωμαϊκή εποχή.

Ο πρώτος ναός της Αρτέμιδος-Κυβέλης στις Σάρδεις, πρωτεύουσα του Κροίσου (που κατεστράφη το 494), και ο πρώτος ναός του Απόλλωνα στους Διδύμους (τέλη του 6ου αιώνα) θα είναι δύο ακόμη μεγαλειώδη δημιουργήματα του ιωνικού ρυθμού στη Μικρά Ασία. Στους Διδύμου ο περιστύλιο αποτελείται από μια διπλή κιονοστοιχία, ύψους I 5,45 μετρ λ και οι κατώτεροι σπόνδυλοι της πρόσοψης έφεραν μορφές Kορών*. Ξαναβρίσκουμε αυτό το ιδιαζόντως κλασικό στοιχείο στους κωνικούς θησαυρούς που οι Κνίδιοι (Δωριείς...) και οι Σίφνιοι ανήγειραν στους Δελφούς, το 550-545 και το 525, αλλά εδώ οι Κόρες* παίζουν τον ρόλο των «Καρυατίδων». Στους Δελφούς, ο ιωνικός ρυθμός αντιπροσωπεύεται σης από τους θησαυρούς της Μασσαλίας και των Κλαζομενών, αλλά ο το κιονόκρανο με έλικες έχει αντικατασταθεί από κιονόκρανο με ανθέμια.

Αν οι Δωριείς της Κνίδου είχαν επιλέξει τον ιωνικό ρυθμό, οι Αθηναίοι από τη μεριά τους χρησιμοποιούσαν και τους δύο ρυθμούς ταυτόχρονα. Στην Ακρόπολη, στα οικοδομήματα που κατεστράφησαν από τους Πέρσες το 480, κυριαρχούσε ο δωρικός ρυθμός. Αλλά όταν οι Πεισιστρατίδες κατεδάφισαν τον παλαιό Παρθενώνα, κατασκεύασαν στη θέση του, σε μεγαλύτερη έκταση, έναν μεγάλο δίπτερο ναό από πωρόλιθο, ιωνικού ρυθμού, ανάλογο με τον κολοσσιαίο ναό του Ολυμπίου Διός, του όπου είχαν θέσει τα θεμέλια στην κάτω πόλη, στις όχθες του Ιλισσού. Ο μύθος απέδιδε στον Δευκαλίωνα την αφιέρωση του πρώτου ναού στον Δία και την Γαία Ολυμπία, στο σημείο όπου κύλησαν τα τελευταία ύδατα του κατακλυσμού, προς τον ιερό ποταμό Ιλισσό. Γύρω στο 515, οι Πεισιστρατίδες ανέλαβαν την κατασκευή ενός Ολυμπιείου κολοσσιαίων διαστάσεων (41 μ χ 107, 75 μ. στον στυλοβάτη), εμπνευσμένου απ’ ευθείας από ί ιωνικά πρότυπα και πιο συγκεκριμένα από τον μεγάλο δίπτερο ναό του Πολυκράτη. Τέσσερεις αρχιτέκτονες (σύμφωνα με τον Βιτρούβιο), οι Αντιστάτης, Κάλαισχρος, Αντιμαχίδης και Πορίνος, άρχισαν την κατασκευή αυτού του ναού, που έπρεπε να περιλαμβάνει εκατόν τέσσερεις κίονες, μοιρασμένους σε δύο κιονοστοιχίες των είκοσι κιόνων στις μακρές πλευρές και τρεις κιονοστοιχίες row οκτώ κιόνων στις στενές. Μπορούμε ακόμα και σήμερα να δούμε μερικούς σπονδύλους χωρίς ραβδώσεις αυ­τών των κιόνων από πωρόλιθο, που είχαν διάμετρο 2,38 μέτρων: πρόκειται νια τους πιο ογκώδεις κίονες που διατηρούνται μέχρι σήμερα στο ελληνικό έδαφος. Λυτός ο ναός, που δεν συγκρίνεται παρά με το Αρτεμίσιον της Εφέσου και το Απολλώνειον του Σελινούντος, έμεινε ανολοκλήρωτος (θα ολοκληρωθεί, σε κορινθιακό ρυθμό, έξι αιώνες αργότερα, από τον αυτοκράτορα Αδριανό)· η πτώση των τυράννων το 510 θα διακόψει τις εργασίες, ενώ σύντομα θα ακολουθήσει η φοβερή δοκιμασία των μηδικών πολέμων.

Στα μέσα του 6ου αιώνα, ο ιωνικός ρυθμός έχει πάρει την τελική του μορφή. Το κιονόκρανο έχει εξελιχθεί: οι έλικες, παλαιότερα ασύνδετοι μεταξύ τους, με τον μίσχο τους σχεδόν κάθετο (όπως στον οίκο* των Ναξίων, στη Δήλο, στις αρχές του 6ου αιώνα), έχουν ενωθεί από μια κομψή καμπυλότητα και τείνουν να γίνουν οριζόντιοι όπως στο κιονόκρανο του κίονα των Ναξίων στους Δελφούς. Παράλληλα, έχει εξελιχθεί, από τις αρχές του 6ου αιώνα, το λεγόμενο αιολικό κιονόκρανο, στη Νεάνδρια (γύρω στα 580-570) και στη Λάρισσα επί του Έρμου (γύρω στο 550) στη Μικρά Ασία· αν και θα παραγκωνιστεί από τον κλασικό ιωνικό ρυθμό, θα γνωρίσει μια δεύτερη άνθηση στις ετρουσκικές επαρχίες και σε κάποια μνημεία της ελληνιστικής εποχής. Εξάλλου, αυτό που αποκαλούμε κορινθιακό ρυθμό (από το τέλος του 5ου αιώνα και μετά) δεν είναι καθόλου ένας ανεξάρτητος ρυθμός, αλλά μονάχα μια μορφή που προήλθε από τον ιωνικό ρυθμό και δεν θα αποκτήσει μεγάλη σημασία παρά μόνο στη ρωμαϊκή εποχή. Συνοψίζοντας, όλα τα θεμελιώδη στοιχεία των δύο ρυθμών είχαν εδραιωθεί ήδη στα μέσα του 6ου αιώνα'στο εσωτερικό κάθε ρυθμού, παρά τις συχνά θαυμαστές παραλλαγές και αποχρώσεις, δεν υπάρχει δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα σε μια υποτιθέμενη αρχαϊκή περίοδο (6ος αιώνας) και την κλασική εποχή (5ος αιώνας): η ζωγραφική και η γλυπτική θα γνωρίσουν αξιοσημείωτες και επιταχυνόμενες αλλαγές, όμως η αρχιτεκτονική θα μείνει εκπληκτικά πιστή στο πλαίσιο που καθιερώθηκε τον 6ο αιώνα.


Εικαστικές τέχνες: προβλήματα ταξινόμηση και περιοδολόγησης

Στη βάση της παραδοσιακής ή συμβατικής διάκρισης ανάμεσα στην «αρχαϊκή» τέχνη του 6ου αιώνα και την «κλασική» τέχνη του 5ουαιώνα βρίσκεται το αξίωμα της μιμήσεως*: η τέχνη πρέπει να «μιμείται» ή να «αναπαριστά» τη φύση και η ιστορία της τέχνης είναι η ιστορία της προόδου ή της οπισθοχώρησης αυτής της μιμήσεως*. Για την κλασικιστική αισθητική (που ήταν επίσης η αισθητική της αρχαίας παρακμής), η ιδέα της «ακριβούς» αναπαράστασης αποτελούσε ένα κριτήριο τόσο προφανές μπορεί να είναι, για τον σύγχρονο κόσμο, η αναγκαιότητα ανάπτυξης τεχνικής. Έτσι, ο Πλίνιος παρουσιάζει το ιστορικό της ζωγραφικής και της γλυπτικής αποδίδοντας σε διάφορους καλλιτέχνες τις αρετές της βαθμιαίας προόδου στη μίμηση της φύσης: ο ζωγράφος Πολύγνωτος ήτα πρώτος που μπόρεσε να αναπαραστήσει πρόσωπα τα οποία ανοίγουν στόμα αφήνοντας να φανούν τα δόντια τους· ο γλύπτης Πυθαγόρας ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να αποδώσει το διάγραμμα των μυώνων και φλεβών· ο ζωγράφος Νικίας επεδίωξε να αποδώσει σωστά το περίγραμμα της σκιάς και του φωτός κ.λπ. Με τον ίδιο τρόπο περιγράφεται το πώς αγάλματα των Κούρων* με την άκαμπτη και ακινητοποιημένη στάση άρχισαν να κινούν το ένα σκέλος, έπειτα να λυγίζουν τα χέρια, πώς το «συμβατικό» τους χαμόγελο γλυκαίνει, πώς, στον 5ο αιώνα, η συμμετρία γραμμών μετριάζεται από μια ελαφριά ένταση των καμπυλών και πώς η «αληθινά φυσική» ζωή κατορθώνει να εισχωρήσει σ’ αυτά τα μαρμάρινα κορμιά που άλλοτε ήταν «σχηματικά» και «χωρίς φυσικότητα». Η διαδικασία στο σύνολό της μοιάζει τόσο απόλυτα λογική που τελικά σε προκαλεί να ταξινομήσεις τα ντοκουμέντα και τα μνημεία σαν διαδοχικά στο μιας συνεχούς προόδου προς την απεικόνιση της «ζωής», περιορισμέ λίγο-πολύ σε... ανατομία. Έτσι, τα πιο «άκαμπτα» κομμάτια χαρακτηρίζονται ως «αρχαϊκά» και οτιδήποτε υποδύεται τις πιο «κινητικές» όψεις «ζωής» θα θεωρηθεί «κλασικό». «Γιατί μόνο το αριστερό σκέλος των αγαλμάτων να προβάλλει μπροστά;» αναρωτιούνται οι ντε Ρίντερ και Ντεόννα. «Κάτι τέτοιο αντίκειται στην ποικιλομορφία της ζωής. Γι’ αυτό ο έφηβος 698 της Ακρόπολης προβάλλει το δεξιό σκέλος...[9]»

Με τέτοιου είδους συλλογισμούς επιμένουμε πεισματικά, ακόμα μέχρι σήμερα, να χαρακτηρίζουμε αρχαϊκές τις Κόρες* της Ακρόπολης ή τη ζωγραφική του Εξηκία. ¨ομοίως και η ιστορία της αρχαίας τέχνης, έτσι όπως τη βρίσκουμε στο έργο του Πλίνιου και του Κουιντιλιανού - αυτών των τέλειων αντιπροσώπων του αναιμικού κλασικισμού της όψιμης Αρχαιότητας - παρουσιάζεται ως το χρονικό των κατακτήσεων στην τέχνη της «αληθοφάνειας». Για τον Κουιντιλιανό, για παράδειγμα (Institutio oratoria, XII. 10, 1, 10), όλη η ιστορία της γλυπτικής συνοψίζεται σε μια βαθμιαία και προοδευτική μετάβαση από τη «χονδροειδή τραχύτητα» του 6ου αιώνα στη «γλυκύτητα ύφους» και την «κομψότητα» των δασκάλων τ0υ 4ου αιώνα. Έτσι και ο Πλίνιος στέκεται στον Λύσιππο, ο οποίος δήλωνε για το έργο του ότι οι προηγούμενοι καλλιτέχνες ζωγράφιζαν τους ανθρώπους όπως ήταν, ενώ αυτός τους παρουσίαζε «όπως φαίνονταν[10]».


Οι πρωτοκλασικές μορφές: το πρώτο τρίτο τον 6ου  αιώνα.

Αναμφίβολα, δεν είναι ο κόσμος των «επιφαινομένων μορφών» αυτός που ανακαλύπτουμε στις πρώτες κλασικές μορφές, στην αυγή του 6ου αιώνα. Στο κολοσσιαίο αέτωμα του ναού της Αρτέμιδος στην Κόρκυρα (Κέρκυ­ρα), βλέπουμε τόσο την αρχαιότερη μνημειακή σύνθεση που έχει σωθεί όσο και την πρώτη έκφραση η το πρώτο προείκασμα της νέας τάξης του κόσμου*. Ήδη προ πολλού, ο μύθος είχε συλλάβει την ανάδυση της ολύμπιας τάξης ως γιγαντομαχία· η εξολόθρευση των τεράτων από τους ήρωες εκπολιτιστές, τον Ηρακλή, τον Θησέα η τον Περσέα, εξέφραζε και αυτή το αίσθημα της νίκης πάνω στους πρωτόγονους φόβους. Είδαμε ήδη αλλού πώς πραγματεύθηκε η προκλασική τέχνη τον μύθο του αποκεφαλισμού της Γοργόνας Μέδουσας από τον Περσέα. Το αέτωμα της Κέρκυρας συνδυάζει αυτό το θέμα με τη γιγαντομαχία'στις γωνίες, σε μικρή κλίμακα, οι Αθάνατοι -ένας Δίας ακόμη αγένειος- παλεύουν κατά των Γιγάντων, αλλά, στο κέντρο του τυμπάνου, μια Γοργόνα που μορφάζει, ύψους 2,74 μέτρων, παραμένει φαινομενικά ακλόνητη, φέροντας ακόμη όλη τη δαιμονική δύναμη που υποδηλώνουν οι λεοντοπάνθηρες οι οποίοι την πλαισιώνουν. Σύμφωνα με τον μύθο, τη στιγμή που φονεύεται από τον Περσέα, γεννά τον Πήγασο, το φτερωτό άλογο, και τον Χρυσάωρα, «με το χρυσό σπαθί». Στο αέτωμα δεν βλέπουμε τον Περσέα, αλλά η Γοργόνα περιστοιχίζεται ήδη από τους θεϊκούς βλαστούς της (ο Πήγασος και ο Χρυσάωρ είναι τέκνα του Ποσειδώνα). Ενώ η γιγαντομαχία ολοκληρώνεται στις γωνίες του αετώματος, παρακολουθούμε τον μετασχηματισμό του τέρατος και τις μεταμορφώσεις που σηματοδοτούν τον θρίαμβο του Δία. Στο εξής, οι κεφαλές της Γοργούς (τα Γοργόνεια) θα κοσμούν τα ακρωτήρια των ναών - ως τρόπαια...

Αυτό που το αέτωμα της Κέρκυρας εκφράζει αρνητικά, ως  εφιαλτική ανάμνηση και ως ανεκπλήρωτη ακόμη υπόσχεση, καταδεικνύεται θετικά, ως βεβαιότητα και ως παρουσία, στις κολοσσιαίες μορφές των που στο εξής σημαδεύουν το τοπίο. Άνθρωποι ή θεοί αδιακρίτως, αυτές οι μεγάλες γυμνές νεανικές μορφές σηματοδοτούν την έλευση του κλασικού θεομορφισμού. Από την ανθρωπομορφική, ρεαλιστική, ανεκδοτική και σχεδόν γελοιογραφική τέχνη της προκλασικής εποχής, περνάμε πλέον στην αναπαράσταση μιας ανθρωπότητας πραγματικά «ίσης» και «όμοιας» με τη θεότητα. Στα τέλη του 7ου και τις πρώτες δεκαετίες του 6ου αιώνα, η Ελλάδα ολόκληρη γεμίζει από Κούρους κολοσσιαίων διαστάσεων με δύο θραύσματα του κολοσσιαίου Απόλλωνος που οι Νάξιοι είχαν εγείρει κοντά στον οίκο* τους. στη Δήλο. Στη βάση αυτού του μαρμάρινου αγάλματος ένα επίγραμμα, με αρχαϊκή γραφή του τέλους του 7ου αιώνα, εξυμνεί - όπως και η επιγραφή των Συρακουσών - την κυριαρχία πάνω στο υλικό: «Είμαι φτιαγμένο από την ίδια πέτρα, άγαλμα και βάση». Στη Νάξο, κοντά σε ένα χωριό που ακόμη και σήμερα φέρει το όνομαΑπόλλωνας, απέναντι από μια πανέμορφη ακτή στεφανωμένη από πολύχρωμα βράχια, μπορούμε να δούμε, σ’ ένα αρχαίο λατομείο, ένα άγαλμα μόλις αρχινισμένο, μήκους σχεδόν δέκα μέτρων. Στη Θάσο, ένας άλλος μισοτελειωμένος γίγας κουβαλά ένα κριάρι. Σε όλα τα ελληνικά εδάφη, μέχρι και τη μακρινή Κυρήνη, Απόλλωνες και γυμνές νεανικές αναγγέλλουν το ξύπνημα της νέας ψυχής. Και είναι στην Αττική, στο νεκροταφείο του Διπύλου και στα περίχωρα του ναού του Ποσειδώνος, στο  Σούνιο, που βρέθηκαν τα ωραιότερα δείγματα αυτών των πρωτοκλασικών (με την έννοια του fruh-klassisch) * Κούρων. Ολοκληρωτικά εξωστρεφείς, βαδίζοντας προς το φως, πίνοντας το φως με τα τεράστια μάτια τους οι «Κούροι του Διπύλου» (γύρω στο 620-610), αυτές οι γιγάντιες μορφές (μερικοί έχουν πάνω από τρία μέτρα ύψος) μας εισάγουν στον χώρο της «θεόσταλτης χάρης» που υμνεί ο Πίνδαρος:

Εφήμεροι· τι είναι κανείς και τι δεν είναι;
Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος.
Μα σαν τον βρει αίγλη θεόσταλτη,
Φέγγος λαμπρό τον αγκαλιάζει
Κι είναι γλυκύτατη η ζωή του ανθρώπου[11]

Και πάλι τον Πίνδαρο και τους αθλητές του που άγγιξε «η λάμψη της δόξας» σκεφτόμαστε όταν βλέπουμε στους Δελφούς την εικόνα του Κλέοβι και του Βίτωνος[12], έργο του Αργείου Πολυμήδη (γύρω στο 600). Αυτοί οι δίδυμοι δέθηκαν οι ίδιοι στην τελετουργική βοϊδάμαξα για να μεταφέρουν τη μητέρα τους, ιέρεια της Ήρας, από το Άργος στο Ηραίον. Για να τους ανταμείψουν, οι θεοί τους έδωσαν έναν «γλυκύτατο» θάνατο, καθώς αποκοιμήθηκαν στο ιερό. Ο Πολυμήδης τους αποθανάτισε στην υπέρτατη στιγμή της προσπάθειας: είναι σαν να διαβάζουμε μια πρόκληση στη σχεδόν ζωώδη δύναμη που διαποτίζει τις αδιόρατα χαμογελαστές μορφές τους και τραβά προς τα πίσω τα μπράτσα τους με τις σφιγμένες γροθιές αντί να τα αφήσει να κρέμονται όπως σε άλλα αγάλματα.

Στους Κούρους του Πολυμήδη πιστέψαμε ότι αναγνωρίσαμε, τη σφραγίδα του δωρικού πνεύματος. Πράγματι, βρίσκουμε, την ίδια τάση στη δύναμη, την εκφραστικότητα, ακόμη και την ωμότητα στα γλυπτά (κατοπινότερα και εμφανώς επαρχιώτικα) που κοσμούν τις μετόπες των δωρικών ναών της Δύσης: ο Περσέας και ο Ηρακλής στον ναό του Σελινούντος, οι Διόσκουροι του θησαυρού του Σιλάρεως (Paestum) φαντάζουν ω κληρονόμοι των διδύμων του Πολυμήδη. Παρ’ όλα αυτά, αρκεί να κανείς την κολοσσιαία κεφαλή της Ήρας στην Ολυμπία (αρχές του 6ου αιώνα), που αποδίδεται στους Λακεδαιμόνιους Μέδωνα και Δορυκλείδη, για να καταλάβει πόσο μάταιο είναι να θεωρητικολογεί για δήθεν «εθνικές» ιδιαιτερότητες.

       Η τέχνη πολύ νωρίς γίνεται πανελλήνια: ούτε η αρχιτεκτονική ούτε η γλυπτική ούτε η ζωγραφική έχουν τοπικές ιδιαιτερότητες, όχι περισσότερο από τη λογοτεχνική γλώσσα. Οι λιγότερο ή περισσότερο διακριτές σχολές δεν εμπόδισαν τη δημιουργία μιας κοινής αισθητικής. Ήδη από την προκλασική εποχή βλέπουμε τους Κρητικούς τεχνίτες Δίποινο και Σκύλλι να δουλεύουν στο Άργος, τη Σικυώνα, τους Δελφούς ακόμη και στην Αμβρακία. Στα μέσα του 6ου αιώνα, η δωρική Σπάρτη θα καλέσει τον Σάμιο αρχιτέκτονα Θεόδωρο για να κατασκευάσει τη Σκιάδα της[13] και τον γλύπτη Βαθυκλή από τη Μαγνησία της Ιωνίας για να κατασκευάσει και να διακοσμήσει το μνημειακό σύνολο που απεκαλείτο Θρόνος του Απόλλω­να και περιέβαλλε το άγαλμα του θεού στο ιερό των Αμυκλών (540-530 περίπου). Τίποτε δεν έχει σωθεί από αυτό το μνημείο που περιέγραψε λεπτομερώς ο Παυσανίας, αλλά η στήλη στα Χρύσαφα Λακωνίας (περί το 540-530. Ανατολικό Βερολίνο) ή η ηδυπαθής ορειχάλκινη Αφροδίτη του μουσείου του Βερολίνου αρκούν για να δείξουν πόσο η ιωνική τέχνη επηρέασε τη λακωνική τέχνη. Αντίστροφα. είναι ο Σικυώνιος Κάναχος ένας Δωριεύς - που θα φιλοτεχνήσει το άγαλμα του Απόλλωνα στο ιερό των Διδύμων. Τον 5ο αιώνα, ο Αθηναίος Κάλαμις και ο Αιγινήτης Ονάτας - Δωριεύς- φιλοτέχνησαν από κοινού το άρμα του Ιέριονος των Συρακου­σών στην Ολυμπία ενώ στη δωρική Κυρήνη θα βρούμε μια από τις λαμπρότερες αττικές μορφές. Από την άλλη. όλα τα μεγάλα ιερά - Δελφοί. Ολυμπία, το Ηραίον της Σάμου κ.ά. ήταν πραγματικά ζωντανά μουσεία όπου όλοι οι ρυθμοί συνυπήρχαν: χωρίς αμφιβολία εδώ πρέπει να αναζητήσουμε την εξήγηση της εκπληκτικής ταχύτητας με την οποία η κλασική αισθητική διαδόθηκε έως τα πιο απομακρυσμένα σημεία του ελληνικού κόσμου και εξαπλώθηκε στις «βαρβαρικές» χώρες της Δύσης (Ετρούσκοι) και της Ανατολής.

Η οδός των Βραγχιδών, στη Μίλητο. αντιπροσωπεύει μια άλλη μορφή της νέας αναζήτησης της μνημειακότητας. Το ιερό του Διδυμαίου Απόλλωνα συνδεόταν με το επίνειο της Πανόρμου με μια Ιερά Οδό μήκους έξι χιλιομέτρων. Δέοντες, σφίγγες, αγάλματα καθιστών ιερέων κοσμούσαν από τις δυο πλευρές το τελευταίο χιλιόμετρο της πομπικής οδού που κατέληγε σε μια μεγάλη πλατεία όπου οι προσκυνητές κατέθεταν τα αναθήματά τους. Ήδη από την προκλασική εποχή, η Δήλος είχε,, τη δική της οδό των Λεόντων, αλλά στους Διδύμους κυριαρχούσαν τα αγάλματα με ανθρώπινες μορφές. Κάποιο, είναι ενυπόγραφα και παριστούν μέλη της πανίσχυρης ιερατικής οικογένειας των Βραγχιδών, η οποία κυβερνούσε το μαντείο μέχρι τους μηδικούς πολέμους. Ένα γυναικείο ομοίωμα - το μόνο που πρέπει να διατηρήθηκε σχεδόν ανέπαφο (γύρω στα 570-560, Βρετανικό Μουσείο)- παραπέμπει στην Αίγυπτο, με τη συμπαγή του μάζα και τη μεγαλοπρέπεια της γεμάτης κατάνυξη στάσης του.

       Δυστυχώς, δεν μπορούμε να κάνουμε παρά μόνον εικασίες για την τέχνη της Ιωνίας κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσιμης περιόδου. Μόνο ένα θραύσμα από τη βάση ενός κίονα που προέρχεται από τους Διδύμους (γύρω στο 560, Μουσείο Ανατολικού Βερολίνου) μας επιτρέπει να υποπτευτούμε την ομορφιά των κορών της Μιλήτου. Στη Σάμο, η λαϊκή ευλάβεια και οι μεγαλοπρεπείς κατασκευές του Ροίκου είχαν μετατρέψει το Ηραίον σε πραγματικό κέντρο τέχνης. Στέρεα στημένη σαν δένδρο - 32 κίονας, η Ήρα του Λούβρου (γύρω στο 570), ανάθημα του Χηραμύη. μας δείχνει πώς η κλασική τέχνη κατορθώνει να συνδυάσει την τελειότητα της οργανικής μορφής με τη ρευστή ευλυγισία της γραμμικής αφαίρεσης: και είναι μέσα από τις πτυχώσεις του χι πόνος και του ιματίου που ο Χηραμύ- ης θέλησε να αναδειχθούν οι καμπύλες του γυναικείου σώματος. Στο ίδιο πνεύμα, αλλά λιγότερο επιτυχημένα, είναι τα αγάλματα που απαρτίζουν ένα οικογενειακό σύμπλεγμα που κατασκεύασε ο Γενέλεως γύρω στο 560, στα βόρεια της Ιεράς οδού του Ηραίου (σήμερα στο μουσείο, στο Βαθύ της Σάμου). Η νεαρή Φιλίππη έχει ήδη τη στάση των κλασικών Κο- ρών, αλλά αυτά τα ακέφαλα αγάλματα δεν μας βοηθάνε καθόλου να φανταστούμε αυτό που υπήρξε η ιωνική τέχνη κατά τη διάρκεια του πρώτου τρίτου του αιώνα.

Στη ζωγραφική, η αφύπνιση εκφράζεται με την επανεμφάνιση των αφηγηματικών σκηνών και την προοδευτική εξαφάνιση του παλαιού «ανατολίζοντος» διακόσμου. Στο εξής όλα θα είναι ανθρωπομορφικά. Αν και η λεγόμενη ροδιακή κεραμική εξακολουθεί να ζωγραφίζει στα αγγεία ζώνες με ζωικά θέματα, η ανθρώπινη μορφή θα καταστεί κυρίαρχη στην κορινθιακή και αττική κεραμική Ο μύθος είχε ήδη μεταμορφώσει τη φύση και το τοπίο αποκλειστικά σε χώρο δράσης θεών και ηρώων. Τα βουνά, οι ποταμοί, η θάλασσα, οι πήγες, τα ζώα. τα δένδρα ήταν τα ίδια θεϊκά πρόσωπα, σύντροφοι των θεών ή μάρτυρες των κατορθωμάτων τους. Πίσω από κάθε πηγή υπήρχε και μια νύμφη, η θάλασσα δεν ήταν απλώς το «ατελείωτο χαμόγελο των κυμάτων», αλλά ο τόπος της ανθρώπινης δράσης η το θέατρο των άθλων του Διονύσου, συνοδευόμενου από τα δελφίνια του. Το τοπίο δεν έχει νόημα παρά στον βαθμό που συμπυκνώνεται και μεταμορφώνεται μέσα στη μυθική δράση· και είναι μέσα από τον τρελό χορό των Μαινάδων, τη συνάντηση του Οιδίποδα με τη Σφίγγα, τον χορό των Σιληνών, την αρπαγή των βοδιών του Απόλλωνα από τον Ερμή, τις αναρίθμητες περιπέτειες των θεών και των ηρώων που ο (.Ηθικός άνθρωπος αναγνωρίζει την ουσία της φύσης. Στο εξής, η ζωγραφική εμπνέεται από τον μύθο και, καθώς ο φυσικός διάκοσμος εξαφανίζεται σαν τέτοιος ενώ η ανθρώπινη μορφή γίνεται κυρίαρχη, μια νέα σχεδιαστική μορφή εμφανίζεται η οποία αναγγέλλει την απίστευτη αυστηρότητα του κλασικού ύφους.

Το νέο αυτό ύφος γεννήθηκε στην Κόρινθο προς τα τέλη του 7ου αιώνα. Ένας μνημειακός κιονωτός κρατήρας, που βρίσκεται στο Λούβρο, μας δίνει το μέτρο αυτής της αλλαγής. Η κεντρική σκηνή απεικονίζει το συμπόσιο του Ευρύτιου. Τα ονόματα τον προσώπων σημειώνονται με κορινθιακούς χαρακτήρες: Ηρακλής, Ιόλη, Ίφιτος, Ευρύτιος, Διδαέων, Κλύ τος και Τοξεύς και παρουσιάζονται σαν εύποροι Κορίνθιοι του τέλους του 7ου αιώνα, εν μέσο) της πολυτελούς τους επίπλωσης. Στο πίσω μέρος του κρατήρα διεξάγεται μια μάχη οπλιτών, ενώ σε όλη την κατώτερη ζώνη καλπάζει μια πομπή ιππέων. Κάτω από τη δεξιά λαβή παρακολουθούμε τις προετοιμασίες του συμποσίου και κάτω από την αριστερή παρουσιάζεται η αυτοκτονία του Αίαντα. Εδώ όλες οι υποσχέσεις της Όλπης Chigi έχουν τηρηθεί και ο κρατήρας, ύψους 45 εκ., παρουσιάζεται κιόλας ως μνημειακή σύνθεση.

Στη διάρκεια αυτής της περιόδου («πρώιμη κορινθιακή», 620-590), διαμορφώνονται όλα τα στοιχεία του κλασικού σχεδίου ενώ μια απλή εναλλαγή κόκκινου και μαύρου χρώματος έχει αντικαταστήσει την αλλοτινή πολυχρωμία. Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι βλέπουμε ζωγράφους να υπογράφουν τα έργα τους (όπως ο Τιμωνίδας, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας), ενώ βλέπουμε έναν πραγματικό πίνακα να διακοσμεί μια τριφυλλόσχημη οινοχόη στο Λούβρο: αυτοί οι ιππείς που καλπάζουν οπλισμένοι με δόρατα και τα άλογά τους, τονισμένα με κόκκινες και λευκές σκιάσεις, προαναγγέλλουν αληθινά τις μεγαλειώδεις πομπές ιππέων του 5ου αιώνα.

Στην Αθήνα, ο «ζωγράφος των Γοργόνων» (γύρω στο 590) είναι αυτός που μας επιτρέπει να συλλάβουμε τη μετάβαση στην κλασική μορφή. Ενώ ο «ζωγράφος του Νέσσου» (620-600, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 33 Αθήνας, Αίγινα, Βερολίνο), διατηρεί τον φολκλορικό ρεαλισμό του πρωτοαττικού ύφους, ο μεγάλος δίνος του Λούβρου (93 εκ. ύψος και 1,75 μ. περιφέρεια) απεικονίζει μια μνημειακή σύνθεση του παραδοσιακού δια- κοσμητικού και του νέου σχεδιαστικού ύφους. Από τη μια μεριά είναι διακοσμημένος με ζωφόρους και έναν πολυτελή διάκοσμο με ανθέμια και γιρλάντες· από την άλλη πλευρά, σε μια από τις όψεις του ώμου, ο Περσέας ξεφεύγει κυνηγημένος από τις Γοργόνες, αφού έχει αποκεφαλίσει τη Μέδουσα· στην άλλη όψη, δυο οπλίτες μάχονται ανάμεσα τέθριππά τους, τα οποία οδηγούν δύο ηνίοχοι. Το πόδι του δίνου* είναι κοσμημένο με γιρλάντες, ανθέμια και ζωικές μορφές. Δεν μπορούμε να φανταστούμε μεγαλειωδέστερη σύνθεση του νέου και του παλαιού: αυτός ο μεγαλοφυής σχεδιαστής αναγγέλλει τη μεγάλη μελανόμορφη ζωγραφική, η οποία θα μεταμορφώσει σύντομα την Αθήνα σε πρώτε της ελληνικής κεραμικής.

Στην Αθήνα πάλι, ο ζωγράφος Σοφίλος τόλμησε κι αυτός να υπογράψει τα έργα του· ειδικότερα έναν δίνο* όπου απεικονίζονται οι αγώνες που έγιναν στην ταφή του Πατρόκλου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο  Αθηνών)[14] ξαναβρίσκουμε το χιούμορ του στη γέννηση της Αθηνάς ανώνυμος καλλιτέχνης, ο επονομαζόμενος ζωγράφος («κορινθιάζων») απεικόνισε σε μια τριποδική πυξίδα που βρίσκεται στο Λούβρο. Αλλά οι ζωγράφοι των «αττικο-κορινθιακών» αγγείων δεν μένουν για καιρό στην απομίμηση. Ο περίφημος κρατήρας του αγγειοπλάστη Εργότιμου και του ζωγράφου Κλειτία. ο οποίος βρέθηκε στο Chiusi της Ετρουρίας και είναι γνωστός με το όνομα «αγγείο Frangois» (μουσείο Φλωρεντίας), είναι λαμπρή μαρτυρία της πρωτοκαθεδρίας που είχε κατακτήσει η Αθήνα, ήδη από το 570. Αυτό το αγγείο, ύψους 66 εκ., περιλαμβάνει, στη σημερινή του κατάσταση, περίπου 270 μορφές, ανθρώπων και ζώων. Χαρακτήρισαν αυτό το αγγείο ως ένα είδος «Βίβλου», εξ αιτίας του πλούτου και της ποικιλίας των θεμάτων του, τοποθετημένων σε έξι διαδοχικές ζώνε τη δύναμη του σχεδίου, τη χάρη του χρώματος, τη χαρά της αφήγησης, την ευλυγισία του ύφους, που περνά από τη θρησκευτική αυστηρότητα στη χιουμοριστική ζωντάνια, αυτό το αγγείο - σύγχρονο του Μοσχοφόρου της Ακροπόλεως - εγκαινιάζει την περίοδο που θα γνωρίσει την πρώτη άνθηση των κλασικών μορφών, την ακμή* της τεχνοτροπίας των Κούρων* και των Κορών* και το απόγειο της μελανόμορφης ζωγραφικής.

Βεβαίως, δεν είχαν όλα τα είδη την ίδια εξέλιξη. Στην ίδια την Αθήνα άβυσσος χωρίζει τη δεξιοτεχνία ενός Κλειτία και την αδεξιότητα των  μικρών μορφών με τα ζωηρά χρώματα στο αέτωμα της Ελαίας (γύρω στο 570) ή της Υποδοχής τον Ηρακλή στον Όλυμπο, στην Ακρόπολη των Αθηνών (γύρω στο 580). Χωρίς να φτάνουν το επικό μεγαλείο του αετώματος της Κέρκυρας, κάποια άλλα γλυπτά της Ακροπόλεως μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τα δύσκολα πρώτα βήματα της μνημειακής διακόσμησης. Ένα λιοντάρι που κατασπαράζει έναν ταύρο, ένα σύμπλεγμα αιλουροειδών που κομματιάζει έναν σκοτωμένο ταύρο, μας θυμίζουν τις στοιχειακές δυνάμεις που μνημονεύουν οι λεοντοπάνθηρες της Κέρκυρας. Αντίθετα, τα υπολείμματα ενός αετώματος που κοσμούσε πιθανώς τον αρχαίο ναό της Αθηνάς (γύρω στο 580-570) εικονογραφούν τον θρίαμβο των θεών και των εκπολιτιστών ηρώων. Το κεντρικό τμήμα του αετώματος λείπει, αλλά στη δεξιά πτέρυγα ο Ηρακλής στραγγαλίζει το θαλάσσιο τέρας Τρίτωνα ενώ, απέναντι τους, στην άλλη κερκίδα*, ένα οφιόμορφο τέρας Ε-31 με τρία ανθρώπινα φτερωτά κορμιά, ο «γέρος της θάλασσας» Νηρέας, ατενίζει χαμογελώντας τη νίκη του προστατευομένου της Αθηνάς. Εδώ το κοσμογονικό δράμα βρήκε την κάθαρσή* του: τίποτε πιο ξένο προς την τερατοσύνη από αυτά τα τρία άκακα και χαμογελαστά κεφάλια, εκ των οποίων ένα, με προσεκτικά χτενισμένο το γαλάζιο γένι του, στρέφεται στον θεατή με τα μεγάλα χαρωπά μάτια του.

Αυτή η σύνθεση - που θυμίζει τη χαρωπή γραφικότητα του «ζωγράφου του Νέσσου» - εντυπωσιάζει με την πολυχρωμία της. Παρ’ ότι ο χρόνο·: αποδυνάμωσε τη λάμψη της. αυτά τα αστραφτερά χρώματα, που δεν αναμιγνύονται ποτέ ούτε. περνούν από τη μια απόχρωση στην άλλη, και όπου κυριαρχούν, συχνά παραθετικά, το κόκκινο και το γαλάζιο, κάλυπταν τη\ ανώμαλη επιφάνεια της μαλακής πέτρας· ταυτόχρονα επεξέτειναν στο σύνολο του μνημείου την κυριαρχία των καθαρών και σαφώς χαραγμένο» μορφών που είχαν ήδη επιβληθεί στη ζωγραφική των μελανόμορφων αγγείων και των πινάκων* του 6ου αιώνα.



«Έστω και λίγο, συγγενεύουμε με τους θεούς τους αθανάτους, το πνεύμα και την έμφυτη ορμή (φύσις*)», έλεγε ο Πίνδαρος. Και ακριβώς αυτή την ομοιότητα της ανθρώπινης φύσεως* προς τη θεϊκή φύση* αναδεικνύει η εξαίσια σειρά των Κούρων* και των Κορών* που καλύπτουν το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα.

Το χαμόγελο που δίνεται αδιαφοροποίητα στους πάντες. ακόμη και στους μαχητές ή τους ετοιμοθάνατους, θα είναι το πιο φανερό σημάδι της ομοούσιας ενότητας των. θνητών ή αθανάτων, παιδιών της Γης: ο Απόλλων του Πειραιώς δεν διαφέρει σε τίποτε από τους νεαρούς αθλητές που κοσμούν τα ιερά ή τα. ταφικά μνημεία. Ακόμη περισσότερο, η ίδια τελειότητα χαρακτηρίζει πλέον όλα τα όντα, ανθρώπους, θεούς ή ζώα. Αυτή η απέραντη δημοκρατία των όντων θα βρει στη ζωφόρο των Παναθηναίων την ολοκληρωμένη της έκφραση και θα επεκταθεί μέχρι τις εσχατιές του κόσμου* με τα άλογα. Του Ήλιου και της Σελήνης, αλλά είναι ήδη παρούσα στον Μοσχοφόρο του Μουσείου της Ακροπόλεως (περίπου 570). Με το βλέμμα καρφωμένο προς το ίδιο σωτήριο αντικείμενο, ο θύτης Ρόμβος και ο μόσχος που φέρει στους ωμούς του. προχωρούν προς τον βωμό της θυσίας, το ίδιο τέλειοι, θαρρείς και δονούνται από τον ίδιο ρυθμό. Η κεφαλή του αλόγου του ιππέα Rampin (Μουσείο της Ακροπόλεως, Μουσείο του Λούβρου, περίπου 560) ή εκείνη του ιππέα 623 της Ακροπόλεως (περίπου 550) δεν έχουν διασωθεί, αλλά πρέπει να είχαν την ίδια τελειότητα με το κυνηγόσκυλο (Ακρόπολις, Αρ. 143) που φύλασσε ίσως την είσοδο του ιερού της Βραυρωνίας κοντά στον Παρθενώνα ή το άλογο που προσέφεραν στην Αθηνά περί το 490-480.

Η ζωή από την οποία ξεχείλιζαν οι πρώτοι κολοσσιαίοι Κούροι και την κρατούσαν κλεισμένη θαρρείς στις σφιγμένες τους γροθιές, απλώνει βαθμιαία στο κορμί τους, ζωντανεύει τα κυρτά μάτια και επιβεβαιώνει το χαμόγελο τη μεγάλη συμφωνία ανάμεσα στο νεοαφυπνισθέν Είναι και τον κόσμο* που έχει πια γίνει κατανοητός και αποδεκτός. Ακόμη και τέρατα όπως οι σφίγγες θα συμμετέχουν πλέον στη μεγάλη κοινότητα των ζώντων: η μνημειακή σφίγγα που ύψωσαν οι Νάξιοι στους Δελφούς γύρω στο 560, η σφίγγα που κοσμούσε μια ταφική στήλη στην Αθήνα (περίπου 540, τώρα στη Νέα Υόρκη), η σφίγγα του Κεραμεικού (γύρω στο 560) ή σφίγγα-ακρωτήριο του Λούβρου (περίπου 530) δεν διαφέρουν σε τίποτε από τη φτερωτή Νίκη* που ο Χίος Άρχερμος προσέφερε στο ιερό της Δήλου (περίπου 550, Αθήνα, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο). Σε αυτές τις αγέρωχες και χαμογελαστές κεφαλές διαβάζουμε την ίδια άπληστη και πυκνή ζωή που θα λάμψει στους μεγάλους Κούρους* του δεύτερου τρίτου του αιώνα.

Ανάμεσα στο 550 και το 520, σε διάστημα μιας μόνο γενιάς, ολόκληρη η Ελλάδα βίωσε τον μύθο του Πυγμαλίωνα. Αυτό μοιάζουν να μι λένε οι Κούροι* που βρέθηκαν στην Αττική (οι περισσότεροι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών), στα Μέγαρα, στη Θήρα (Σαντορίνη) στη Μήλο, στην Κέο (βρίσκονται όλοι στην Αθήνα), στη Θάσο (Θάσος και Κοπεγχάγη), στην Πάρο (Αθήνα και Παρίσι), στη Σάμο (Σάμος, Βερολίνο, Κωνσταντινούπολη), στην Τενέα, κοντά στην Κόρινθο (Μόναχο) στο ιερό του Πτώϊου Απόλλωνος, στη Βοιωτία (Αθήνα και Θήβα), στ Άκτιο (Παρίσι), στα Υβλαία Μέγαρα (ταφικό μνημείο του Σομβροτίδα περίπου 550, Μουσείο Συρακουσών) κ.λπ. Κάθε έργο ολοκληρώνεται στο εαυτό του και για τον εαυτό του, αλλά ανάμεσα στους χαριτωμένους Κούρους της Θήρας και της Μήλου και το άγαλμα του Κροίσου της Αναβύσσου (όλα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών) βλέπουμε νι σκιαγραφείται η λογική (και όχι υποχρεωτικά χρονολογική) ιστορία αυτής μυστηριώδους ανάμιξης (όπως έλεγε ο Πλάτων) του ιδεώδους και του φυσικού που η κλασική τέχνη δεν θα πάψει ποτέ να επαναπροσδιορίζει και να εμβαθύνει. Και, παράλληλα με αυτά τα αρρενωπά σώματα που πάλλουν από ζωή, βλέπουμε να εμφανίζονται οι πιο χαριτωμένες γυναικείες μορφές που παρήγαγε ποτέ η τέχνη.

Η ιστορία της κλασικής τέχνης άλλαξε κυριολεκτικά άξονα όταν ανακαλύφθηκε και μελετήθηκε, ανάμεσα στο 1886 και το 1889, η «περσική επίχωση»του αρχαίου ναού της Αθηνάς, πραγματικό ιερό κοιμητήριο όπου ενταφιάστηκαν ευλαβικά πάμπολλα αγάλματα βεβηλωμένα από τον βανδαλισμό των Περσών το 480. Αναθήματα στη θεά ή αναπαραστάσεις [σύμφωνα με τον Γκραίντορ (Graindor)] των γυναικών που ήταν αφοσιωμένες στην υπηρεσία της, οι Κόρες* της Ακροπόλεως μας εισάγουν σε έναν μαγεμένο κόσμο. Σοβαρές η κομψές, ντυμένες με τον πλούσιο ιωνικό χιτώνα* ή με το αυστηρό δωρικό πέπλο*, μόνες ή μέρος ενός οικογενειακού αναθήματος (όπως αυτή του Γενέλεω στο Ηραίον της Σάμου), οι Κόρες* - και οι Νίκες*, οι εξαδέλφες τους- αντιπροσωπεύουν μια από τις υψηλότερες δημιουργίες του ανθρώπινου πνεύματος: πρέπει να περιμένουμε τις μεγάλες στιγμές της ινδικής τέχνης, στο Σάντσι ή την Αγιάντα, ή της «γοτθικής« (την Ούτα του Νάουμπουργκ η τις μορφές της Σαρτρ, της Ρεμς ή του Στρασβούργου) · να ξαναβρούμε μια τόσο ολοκληρωμένη συγχώνευση φύσης και χάρης μια τόσο μακάρια συμφιλίωση της θηλυκότητας με τον εαυτό της.

Ας ακούσουμε τον Χόφμανσταλ (Hofmannsthal):
«Εκείνη τη στιγμή κάτι συνέβη εντός μου, ένα ανείπωτο σοκ. Δεν προερχόταν από μέσο μου αλλά από τα απροσμέτρητα βάθη μιας εσωτερικής αβύσσου. Ήταν σαν κεραυνός: το δωμάτιο... φωτίστηκε ξαφνικά από ένα φως τελείως διαφορετικό από εκείνο που μέχρι εκείνη τη στιγμή το φώτιζε πραγματικά, μάτια των αγαλμάτων στράφηκαν ξαφνικά προς εμένα, στο πρόσωπό τους απλωνόταν ένα άρρητα χαμόγελο. Κατάλαβα αμέσως: δεν ήταν η πρώτη φορά που τα έβλεπα, είχα βρεθεί μπροστά τους σε κάποιον άλλο κόσμο, είχαμε διατηρήσει κάποια επαφή και από τότε όλα μέσα μου περίμεναν το τωρινό συναίσθημα, τόσο βίαιο, που χρειάστηκε να συγκρατηθώ για να ξαναβρώ τον εαυτό μου όπως πριν. Λέω “τότε” και “από τότε”, αλλά καμιά χρονική θεώρηση δεν μπορεί να ταιριάζει στην κατάσταση έκστασης στην οποία είχα εγκαταλειφθεί. Βρισκόταν έξω από τη διάρκεια και αυτό από το οποίο ήταν φτιαγμένη συνέβαινε πέρα από τον χρόνο...[15]»

Πράγματι, ο χρόνος δεν υπάρχει πια σ'αυτόν τον μυστηριώδη χώρο μέσα στον οποίο κινούνται αυτά τα φαινομενικά ακίνητα πλάσματα που προχωρούν προς τον θεατή κρατώντας με. το ένα χέρι το ανασηκῳμένο φόρεμά τους και με το άλλο μια προσφορά, ένα αγγείο ή έναν καρπό. Μπροστά σε αυτές τις οπτασίες καταλαβαίνουμε τι εννοούσε ο Πλάτων με την «ανάμνησή» του: είναι πράγματι αρχέτυπα, εικόνες «τέλειες, απλές, γαλήνιες και ευδαίμονες»: ολόκληρα και απλά και ατρεμή καί ευδαίμονα φάσματα[16] που προσφέρονται εδώ στα έκθαμβα μάτια μας,φιλομειδής*, καλλιπλόκαμος*, καλλίπυγος*... όλα τα θεία ονόματα και οι θεϊκές ιδιότητες αποκτούν τώρα την πλήρη σημασία τους. Μία πεπλοφόρος που χρονολογείται μεταξύ 540-530 ανοίγει τη σειρά τον αριστουργημάτων. Η Κόρη του Ευθυδίκου (περίπου 490) την ολοκληρώνει: ανάμεσα σε αυτές τις δύο χρονολογίες, μια τέχνη που επιμένουμε να αποκαλούμε «αρχαϊκή» μπόρεσε να συλλάβει και να ορίσει όλες τις αποχρώσεις της κλα­σικής κοσμιότητος[17]

Μια τέλεια ζωή, ταυτόχρονα ζωική και θεϊκή, σαρκική και πνευματική, πλήρης και μυστική, κυκλοφορεί, αδιάκοπη και άφθαρτη, στα πρόσωπα, τα σώματα, τις πτυχές των ρούχων και επιβεβαιώνεται θριαμβική ακόμη και στα μικρότερα ακρωτηριασμένα θραύσματα. Το ίδιο συναίσθημα αρμονικής διεύρυνσης του χώρου, σεβασμού και τρυφερότητας μας διαπερνά μπροστά στις ολοκληρωμένες μορφές των Κούρων του τελευταίου τετάρτου του αιώνα. Από τους Κούρους του Απολλώνειου ιερού στο Πτώον έως τον Αριστόδικο (περίπου 500 ), από τον Κούρο του Ακράγαντα (γύρω στα 500-490) έως τον Ξανθό έφηβο (περίπου 480) ή τον «Απόλλωνα του Πιομπίνο» (Λούβρο, περίπου 480), μπροστά στα μάτια μας ξετυλίγεται ο κόσμος των μεγάλων Θριαμβικών Ωδών. Στο περίφημο Σκόλιον, που απηύθυνε στον Θεσσαλό Σκόπα ο Σιμωνίδης (550-460) μετέφρασε σε στίχους το ιδεώδες που οι Κούροι εξέφραζαν στη γλώσσα της πέτρας:

ἄνδρ’ ἀγαθόν μέν ἀλαθέως γενέσθαι
χαλεπόν, χεροῖν τε καί ποσί και νόω
τετράγωνον, άνευ ψόγου τετυγμένον

 «Είναι δύσκολο να γίνεις πραγματικά αγαθός άνδρας, τετράγωνος στα χέρια και στα πόδια και στο μυαλό, δουλεμένος χωρίς ψεγάδι». Μόνο στον άνθρωπο που αγαπούν οι θεοί, που τον έχουν προικίσει μ’ ένα ευτυχισμένο δαιμόνιο*, αρμόζει να πλησιάσει αυτή την τελειότητα. Έτσι ο Σιμωνίδης βιάζεται να συμπληρώσει: «Αλλά όταν βρω ανάμεσα σε μας, τα παιδιά της γης, κάποιον αψεγάδιαστο, θα σας τον γνωρίσω». Αυτό είναι που μας γνωρίζουν τα αγάλματα των Κούρων. Αυτούς έχει στο μυαλό ο Πίνδαρος (γεννημένος το 518) όταν, στην εισαγωγή του 5ου  Νεμεόνικου (που γράφτηκε γύρω στο 489), συγκρίνει την τέχνη του με εκείνη του γλύπτη: «Δεν είμαι ανδριαντοποιός. Αγάλματα δεν πλάθω, ασάλευτα που μένουνε στο ίδιο πάντα βάθρο». Για τον Πίνδαρο, τα «έπεα πτερόεντα» του ποιητή ήταν πιο αποτελεσματικά από τα ακίνητα αγάλματα: «Ω, άσμα μου, από την Αίγινα, τη νήσο, ας κινήσεις, με μια σχεδία γρήγορη, ή μ’ ένα πλοίο, και διαλάλησε: ο γυιος του Λάμπωνος, ο χειροδύναμος Πυθέας, στη Νεμέα το στέφανο του παγκρατίου έχει κερδίσει». Όμως τέχνη και ποίηση έχουν την ίδια αποστολή: να διαδώσουν το φως της αλήθειας*, να κάνουν αξέχαστη τη στιγμή που ο άνθρωπος αγγίζει την αρετή* και γίνεται πράγματι τετράγωνος* και «δουλεμένος χωρίς ψεγάδι». Και η ομοιότητα πάει ακόμα πιο μακριά. Όταν αναπαράγουν το ανθηρό σφρίγος των Κούρων, τα αγάλματα αυτής της περιόδου παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα όμοια με αυτή της πινδαρικής ποίησης: δεν προσπαθούν να εκφράσουν τα ψυχολογικά στοιχεία ή την προσωπική φυσιογνωμία, αλλά το ιδανικό σώμα του ολοκληρωμένου όντος. Το ίδιο κι ο Πίνδαρος μιλά για τους νικητές όχι τόσο ως άτομα όσο ως ενσαρκώσεις της υπέρτατης αρετής*.

       Αυτή η στάση, που την υιοθετεί τόσο ο γλύπτης όσο και ο ποιητής, πηγάζει απ’ ευθείας από την ελληνική αντίληψη της σχέσης ανάμεσα στην τέχνη και την αλήθεια. Στα ελληνικά, η αλήθεια.* ετυμολογικά σημαίνει «έλλειψη λήθης». Ως τέτοια, η αλήθεια* παραπέμπει απ’ ευθείας στον πρωταρχικό στόχο του ποιητή, που είναι να παρουσιάζει και να διαφυλάττει τη μνήμη: Μνήμη* ή Μνημοσύνη*. Κόρες της Μνήμης, οι Μούσες, ονομάζονται και Μνείαι, «ενθυμήσεις»: ο ποιητής είναι φύλακας της αλήθειας γιατί, με τους επαίνους του, διασώζει από τη λήθη αυτό που είναι αληθές*, «αλησμόνητο». Να δοξάσει, να σώσει από τη λήθη, να διατηρήσει αυτό που υπάρχει, «να δοξάσει τους αθανάτους, να δοξάσει τα κατορθώματα των ανδρείων ανθρώπων», όπως λέει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ιδού ο πρώτος στόχος της τέχνης. «Των παλαιών των έργων η μνήμη σβει και δεν θα θυμηθούν τίποτε οι θνητοί, ανίσως οι ποιητές δεν τα τιμήσουν με ένθεους στίχους και στροφές» λέει ο Πίνδαρος στον 7ο Ισθμιόνικο (στ 16-19). Το υπαρξιακό πεδίο μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η προσωκρατική σκέψη είναι ο χώρος της διαρκώς αναγεννώμενης αντιπαράθεσης ανάμεσα στη νύχτα, τον ψόγο, τη σιωπή, τη λήθη, από τη μια. και το φως, το εγκώμιο, τον λόγο και την αλήθεια, την «υφάντρα της μνήμης», από την άλλη. Η λήθη* δεν είναι λησμονιά ενός παρελθόντος, που αναφέρεται απλά στον χρόνο ή στο πρόσωπο. Είναι έννοια συνώνυμη με το μηδέν και υποδηλώνει την παραγνώριση του θείου και. μάλιστα, για τον Παρμενίδη, την άγνοια του Είναι. Στον ησιοδικό κατάλογο των παιδιών της Νύκτας, η Λή θη, η Πείνα και ο Πόνος πάνε μαζί και μόνο η υμνητική δράση της τέχνη μπορεί να προστατέψει τον άνθρωπο από το να τυλιχθεί «στο μαύρο πέπλο του σκότους», «στο μαύρο πέπλο της σιωπής», όπως αναφέρουν ο Βακχυλίδης και ο Πίνδαρος. «Όπως η πρωινή δροσιά το δέντρο ανασηκώνει, λέει ο Πίνδαρος[18], η αρετή, που οι ποιητές εγκωμιάζουν και ο Δίκαιοι, την μεγαλώνει, την υψώνει στον αιθέρα τον υγρό».

Δεν πρόκειται εδώ για μια απλή λογοτεχνική εικόνα. Φύλακας της υμνητικής λειτουργίας, η τέχνη νοείται όντως ως φυσική πραγματικότητα, ριζωμένη εις την φύσιν*, συνώνυμη του Είναι. Και η αλήθεια δεν είναι σε καμιά περίπτωση μια απλώς σωστή κρίση, adaequatio rei et intellectus. Είναι μία Θεά, λέει ο Βακχυλίδης, και «δίνει λάμψη και φως στο κάθε τι»:

σύν ἀλαθεῖ δέ πᾶν λάμπει χρέος

Λυτό το φως της «αλήθειας» που αστράφτει πάνω στους Κούρους και τις Κόρες, εξαπλώνεται βαθμιαία στις μνημειακές συνθέσεις που πολλαπλασιάζονται κατά τη διάρκεια του δευτέρου μισού του αιώνα, στην Ποσειδωνία-Paestum (θησαυρός Σιλάρεως. 550-540, Ηραίον 510-505), στον Σελινούντα (ναός C, περ. 540) στους Δελφούς (θησαυρός των Σικυωνίων, 560· των Σιφνίων, 530-525· ναός των Αλκμεωνιδών, περίπου 510), στην Αθήνα (ναός της Αθηνάς των Πεισιστρατιδών, περίπου 525), στην Ερέτρια (ναός του Δαφνηφόρου Απόλλωνος, περίπου 510), στην Αίγινα (δωρικός ναός της Αφαίας, δυτικό αέτωμα, περί το 500).


Κατάχτηση της μνημειακότητας

Παρά την όμορφη ρυθμική κίνηση των βοδιών, που άρπαξαν οι Διόσκουροι, οι πέντε μετόπες του δωρικού θησαυρού των Σικυωνίων στους Δελφούς μας επαναφέρουν στο δύσκολο ξεκίνημα της μνημειακής σύνθεσης. Μια άβυσσος χωρίζει την ισορροπημένη δύναμη των Κούρων από τις μορφές που απεικονίζονται στις μετόπες του Σιλάρεως ή του Σελινού- ντος. Αλλά, ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, ο ιωνικός θησαυρός των Σιφνίων στους Δελφούς αποκαλύπτει ξαφνικά την τεράστια πρόοδο που είχε σημειωθεί.

Ήδη η «καρυάτιδα» Κόρη της ανατολικής πρόσοψης του θησαυρού παρουσιάζεται ως αδελφή της θαυμάσιας Κόρης 675 του Μουσείου της Ακροπόλεως, έργο κι αυτή ενός νησιώτη, ίσως από τη Χίο. Η Χίος ήταν εκείνη την εποχή ένα ονομαστό κέντρο τέχνης. Έχουμε ήδη αναφέρει τον Άρχερμο, εικαζόμενο δημιουργό της Νίκης της Δήλου· τα έργα του, καθώς και εκείνα των γιων του, Βούπαλου και Άθηνι, ήταν σκορπισμένα στη Μικρά Ασία και στη Δήλο. Ίσως σ’ αυτούς τους νησιώτες να ανέθεσαν οι Σιφνιώτες να ευχαριστήσουν τον θεό των Δελφών για τα ορυχεία χρυσού που είχαν ανακαλύψει.

Πάντως, ο γλυπτός διάκοσμος του θησαυρού των Σιφναίων αποτελεί την πρώτη μεγάλη μνημειακή δημιουργία της κλασικής εποχής. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονιζόταν η μυστηριώδης έρις ανάμεσα στον Ηρακλή και τον Απόλλωνα για την κατοχή του μαντικού τρίποδος, ενώ πάνω στις τέσσερεις πλευρές του σηκού στηριζόταν μια ζωφόρος ύψους εξήντα πέντε εκατοστών. Δύο γλύπτες συνεργάστηκαν σ’ αυτό. Στη δυτική ζωφόρο, ένας μεγάλος καλλιτέχνης ζωικών μορφών αναπαρέστησε την κρίση του Πάριδος, με τα τρία τέθριππα των συναγωνιζόμενων θεαινών· στη νότια ζωφόρο ξεδίπλωσε μια μεγαλειώδη πομπή ιππέων η οποία παριστά ίσως την αρπαγή των θυγατέρων του Λεύκιππου από τους Διόσκουρους. Στη βόρεια και ανατολική ζωφόρο, ένας άλλος, όχι λιγότερο προικισμένος, δημιουργός παρέστησε μια μάχη οπλιτών, ανάμεσα σε δύο άρματα, στην πεδιάδα της Τροίας, υπό το βλέμμα των θεών, και κυρίως μια μεγαλειώδη γιγαντομαχία, που τονίζεται από το σκίρτημα των λεόντων της Κυβέλης, την ορμητική έφοδο των θεών και τα όπλα, τα κράνη και τις ασπίδες των γιγάντων.

Στα γλυπτά του σιφνιακού θησαυρού, ο μεγάλος ενιαίος ρυθμός της κλασικής ζωφόρου έχει ήδη σχεδόν επιτευχθεί. Δυστυχώς, η διακόσμηση (μια γιγαντομαχία) του δυτικού αετώματος του ναού του Απόλλωνα (ναός των Αλκμεωνιδών) στους Δελφούς έχει σχεδόν ολοκληρωτικά καταστραφεί. Αντιθέτως, το μαρμάρινο ανατολικό αέτωμα είχε καλύτερη τύχη. Ο Αθηναίος Αντήνωρ, ο εικαζόμενος δημιουργός της μεγαλειώδους Κόρης 681, ο μελλοντικός δημιουργός του συμπλέγματος των Τυραννοκτόνων (που αρπάχτηκε από τους Πέρσες το 480) ήταν ο δημιουργός ή ο εμπνευστής του. Θηριομαχίες στις γωνίες, ανδρικές μορφές και υπέροχες Κόρες πλαισιώνουν τα Θεοφάνεια της απολλωνείου τριάδος πάνω σε ένα τέθριππο: στην αρμονική ισορροπία αυτής της σύνθεσης, ο Π Λεβέκ (Ρ. Leveque) και ο Π. Βιντάλ Νακέ (P.Vidal-Naquet) είδαν, και σωστά, την αντανάκλαση του γεωμετρικού ορθολογισμού των Μιλησίων και του πολιτικού ορθολογισμού του Κλεισθένη.

Από την αμαζονομαχία που κοσμούσε το δυτικό αέτωμα του ναού της Ερέτριας (Μουσείο Χαλκίδος) δεν έχει διασωθεί παρά το αξιοσημείωτο σύμπλεγμα του Θησέα που αρπάζει την Αντιόπη και η προτομή της Αθηνάς. Μια τυπική μορφή Κούρου και μια τυπική μορφή Κόρης έχουν αποσπαστεί εδώ από την αρχική τους απομόνωση για να σχηματίσουν έναν μοναδικό πλαστικό οργανισμό. Πρέπει ακόμη να αναφέρουμε τη γιγαντομαχία του ανατολικού αετώματος του Εκατόμπεδου των Αθηνών, που κάνει ορατή την κατάκτηση της μνημειακότητας: στους ηττημένους γίγαντες, στην τρομακτική και συνάμα ειρηνευτική μορφή της Αθηνάς, δια- 44 βάζουμε όλες τις εντάσεις και όλα τα ρίγη της εποχής που είδε την τραγωδία να γεννιέται.

Ας ξαναδούμε τους Κούρους και τις Κόρες: δεν θα βρούμε πουθενά μορφές τόσο κοντινές μας λόγω της ομοιότητας και ταυτόχρονα τόσο απόμακρες. Καταλαβαίνουμε πολύ καλά το συναίσθημα πανικού του Χόφμανσταλ μπροστά στις Κόρες του μουσείου της Ακροπόλεως: «Τίποτε πάνω τους δεν με κάνει να σκεφτώ τον κόσμο μέσα στον οποίο αναπνέω και κινούμαι. Μήπως βρίσκομαι άραγε μπροστά στο πιο άγνωστο από τα άγνωστα; Μήπως, σ’ αυτές τις παρθενικές σιλουέτες διακρίνω τον τρόμο του χάους;» Ολοκληρωτική σαρκική παρουσία και απέραντη απόσταση: πραγματικό αίμα μοιάζει να κυλά κάτω από αυτές τις επιδερμίδες· σαν το θεϊκό ιχώρ[19], είναι ξένο στους θνητούς αλλά συγκεντρώνει όλες τις ζω­ικές δυνάμεις και τις κάνει παρούσες μέσα στο παραμικρό θραύσμα. Ας κοιτάξουμε τις κνήμες της θεάς του Εκατόμπεδου, αυτής της Κόρης από την οποία δεν σώζονται παρά μόνο τα πόδια στο μουσείο της Ακροπόλεως (αρ. 136) ή τα πόδια τα οποία ανήκαν ίσως στη μυστηριώδη Κόρη 674: είναι το αρχετυπικό πόδι, η «αποδοτικότητα» του ποδιού (όπως θα έλεγαν οι αριστοτελικοί του Μεσαίωνα), η ίδια η ιδέα της ζωής η οποία βρίσκεται εκεί.

Καμιά άλλη τέχνη δε δημιούργησε ερείπια τόσο άφθαρτα και το πιο εκπληκτικό, και σχεδόν ανυπόφορο, είναι να βλέπεις ετούτο τον κόσμο* των μορφών που αναδύθηκε από αυτή την καθαρή και αμετάβλητη ζωή.

Και είναι αυτή η ζωή που στόχευαν και που συνέλαβαν οι χαλκοπλάστες στους οποίους οφείλουμε τα θαυμάσια αγαλματίδια των ιππέων. των πολεμιστών, των συμποσιαστών που μας αποκάλυψαν οι νεκροπόλεις ή τα μεγάλα ιερά της Δωδώνης. της Ολυμπίας ή των Δελφών.  Και η ίδια μνημειακότητα που αποπνέουν οι μεγάλοι κρατήρες του Τρεμπενίστε ή του Βιξ εκδηλώνεται με παρόμοια επιτυχία στον Διαδούμενο του μουσείου της Αγοράς όπως και στα πλέον χρηστικά αντικείμενα, νομίσματα ή αγγεία. Και ακριβώς σε. αυτά τα τελευταία θα πρέπει να απευθυνθούμε για να σχηματίσουμε μια ιδέα για τη μεγάλη ζωγραφική του 6ου αιώνα.


Το απόγειο της μελανόμορφης ζωγραφικής (560 - 540)

Αντίθετα με τη γλυπτική του 6ου αιώνα που μας εισάγει σε έναν κόσμο κορεσμένο από το θείο. στις πιο μυστικές περιοχές της πνευματικής ζωής, η ζωγραφική των αγγείων μας φέρνει πίσω στον εαυτό μας και σε ό, τι πιο οικείο μας προσφέρει ο μύθος. Από τα επικά ύψη όπου αντηχούν οι στίχοι του Πινδάρου και οι κεραυνοί του Διός. η κεραμική μας οδηγεί σε έναν κόσμο όπου το ανθρώπινο, ακόμη και το «υπερβολικά ανθρώπινο», ξαναβρίσκουν τα δικαιώματά τους· δίνοντας ανθρώπινη μορφή στους θεούς, η κεραμική δείχνει την αγάπη της για την ανθρωπότητα: τι κοινό υπάρχει ανάμεσα στη Γέννηση της Αθηνάς του «ζωγράφου C» (Λούβρο) και στο κοσμικό θαύμα του Φειδία; Είναι αυτός ο κόσμος της χαρούμενης οικειότητας που οι  Ίωνες ζωγράφοι ανοίγουν μπροστά μας σαν οικογενειακά άλ­μπουμ. Ο Ίωνας ζωγράφος των καιρετανών υδριών[20] ξαναβρίσκει όλον τον οίστρο του ομηρικού ύμνου προς τον Ερμή.

       Ξέρουμε ήδη πώς ο «ληστής, κλέφτης βοδιών, ονείρων οδηγός, κατάσκοπος της νύχτας, πυλωρός[21], είχε αρχίσει τα «περιλάλητα έργα» του: «Αν και γεννήθη αυγή, το μεσημέρι κιόλας έπαιζε κιθάρα, και την εσπέρα έκλεψε του μακροβόλου Απόλλωνα τα βόδια»... και τα έκρυψε σε μια σπηλιά. Ξέρουμε επίσης πως «μόλις λοιπόν κατάλαβε ο γιος του Δία και της Μαιάδος τον μακροβόλο Aπόλλωνα νάναι οργισμένος για τα βόδια του, χώθηκε μες στα ευωδιαστά του σπάργανα· όπως μεγάλη ανθρακιά κούτσουρων δρυμού η στάχτη τη καλύπτει, έτσι ο Ερμής ως είδε τον Εκάεργο κουλουριάστηκε. Και στη στιγμή μάζεψε το κεφάλι του τα χέρια και τα πόδια του όπως νεόλουστος που προσκαλεί τον γλυκόν ύπνο[22]». Σ'αυτό ακριβώς το σημείο ο ζωγράφος της υδρίας του Λούβρου αρχίζει να διηγείται την ιστορία του: ο Ερμής προσποιείται ότι κοιμάται στην κούνια του, ενώ ο Απόλλων και άλλα δύ'πρόσωπα συζητούν για την εξαφάνιση των βοδιών που διακρίνουμε στ σπηλιά, καλυμμένη με θάμνους, ανάμεσα στους οποίους τρέχει ένας λαγός[23]. Την ίδια παιγνιώδη έμπνευση ξανασυναντάμε στο μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του δευτέρου τετάρτου του αιώνα, ακόμη και στου αυστηρούς Σπαρτιάτες: με ένα χιούμορ χρωματισμένο από ειρωνεία, περίφημη λακωνική κύλιξ της Εθνικής Βιβλιοθήκης δείχνει τον Αρκεσίλαο, βασιλιά της Κυρήνης, να ζυγίζει τα σακιά με το σίλφιο[24] πριν από τ φόρτωσή τους. Στην άφθονη παραγωγή των εργαστηρίων των Κυκλάδων της Ρόδου, της Χίου, της Σάμου, των Κλαζομενών. της Χαλκίδας, το Ρηγίου και, κυρίως, της Κορίνθου και της Αθήνας, αναγνωρίζουμε μι φυλή με πληθωρικό ψυχισμό που θέλει να βλέπει και να ξαναβλέπει τι χιλιοακουσμένες ιστορίες, τους μύθους και τα ανέκδοτα, που χαίρεται τ θέαμα της ζωής και διεκδικεί τα δράματα και τις μάχες όπου διακρίθηκα οι παραδειγματικοί ήρωες και οι αθάνατοι θεοί. Όμως, περισσότερο απ την εικαστική δίψα, είναι η εκφραστική δύναμη του σχεδίου που μα καταπλήσσει.

Μπροστά σ’ αυτές τις χιλιάδες μέλαινες μορφές που ξεπηδούν πάνω στο πορτοκαλέρυθρο βάθος τον αγγείων και των πινακίων*, κατανοούμε τη θρησκευτική λατρεία με την ο­ποία περιέβαλλαν οι πυθαγόρειοι την έννοια του πέρατος*, της ολοκληρωμένης και σαφώς οροθετημένης μορφής. Ένα παιδικό αίνιγμα που αναφέρει ο Πλάτων στην Πολιτεία (479c) αποκαλύπτει ίσως καλύτερα από οτιδήποτε άλλο την αληθινή ψυχή αυτού του λαού των σχεδιαστούν, τον ιερό τρόμο που έδειχνε μπροστά σε οτιδήποτε δεν ήταν σαφώς αντιληπτό, απτό, κατανοητό και δοκιμασμένο. Να το αίνιγμα: «Ένας άνδρας που δεν είναι άνδρας βλέπει χωρίς να βλέπει ένα πτηνό που δεν είναι πτηνό, καθισμένο σ’ ένα κομμάτι ξύλου που δεν είναι ξύλο· του ρίχνει και δεν του ρίχνει μια πέτρα που δεν είναι πέτρα», ανήρ τε κουκ άνηρ όρνιθα κούκ όρνιθ ιδων, έπι ξύλου τε κού ξύλου καθημένην λίθω τε κού λίθω βάλλει τε κού βάλλει.

Είναι ένας ευνούχος - άνδρας και μη-άνδρας - που διακρίνει στο ηλιοβασίλεμα μια νυχτερίδα κουρνιασμένη σ’ ένα καλάμι που κινείται· της ρίχνει μια ελαφρόπετρα και φυσικά δεν καταφέρνει τίποτε. Ο ευνούχος, η ελαφρόπετρα και η νυχτερίδα παρουσιάζουν για τον Πλάτωνα τις τρεις πλευρές του υβριδικού κόσμου της δόξης*, κόσμου ενδιάμεσου, ανάμεσα στο είναι και το μηδέν, όπου ο άνθρωπος, χωρίς σχήμα, αναφέρεται σε αντικείμενα χωρίς σύσταση τα οποία δεν μπορεί να στοχεύσει παρά με ελαφρόπετρες. Σ’ αυτό το αίνιγμα διαβάζουμε όλη την αποστροφή του Έλληνα για το άμορφο: αυτό πρέπει να το έχουμε κατά νου αν θέλουμε να καταλάβουμε την εκπληκτική ποιότητα και τη θαυμαστή μοίρα της κλασικής κεραμικής.

Έχουμε ήδη αναφέρει τη μεγάλη εποχή της Κορίνθου και τις α της αττικής ζωγραφική:. Μετά τον Κλειτία, η Αθήνα γίνεται η δεύτερη πρωτεύουσα της ελληνικής κεραμικής και προς τα μέσα του 6ου αιώνα κατακτά μια πραγματική ηγεμονία: περισσότερα από τα τρία τέταρτα ελληνικών αγγείων της κλασικής εποχής παρήχθησαν από τα εργαστήρια των Αθηνών. Με τα άλογα του Νέαρχου (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, περίπου 560-550) η αγγειογραφία φτάνει στο ύψος της μεγάλης πλαστικής, και με τον Λυδό το ίδιο το πνεύμα της μνημειακής διακόσμησης εισάγεται στην κεραμεική. Στο εξής ο ζωγράφος εισάγει σε πραγματικές μετόπες πίνακες τέλεια προσαρμοσμένους στις καμπύλες του φορέα: ποτέ πλέον ο κλασικός διάκοσμος δεν θα ξεφύγει από την αυστηρότητα του κανόνα που τον διατηρεί σε καθορισμένες θέσεις και πλαίσια. Ξεκινώντας από τους τρεις αυτούς θεμελιωτές - Κλειτία, Νέαρχο και Λυδό - η αθηναϊκή ζωγραφική κατακτά έναν πλούτο ουσίας, μια πληρότητα, μια αυθεντία που την κάνουν να ξεχωρίζει από κάθε άλλη σύγχρονη παραγωγή: μόνο ο χαλκιδαίος τεχνίτης που διακόσμησε τον αμφορέα I -33 Ηρακλή και του Γηρυόνη («ζωγράφος των επιγραφών», Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη) πλησιάζει το επικό μεγαλείο της αθηναϊκής υδρίας που παριστά τη μάχη του Ηρακλή με τη Λερναία Ύδρα. Με τον Εξηκία και τη σχολή του (ζωγράφοι της «ομάδας Ε»), ο μελανόμορφος ρυθμός φτάνει σ κορύφωσή του. Ζωγράφος και αγγειοπλάστης ταυτόχρονα, ο Εξηκίας (περίπου 540-530) είναι ο κλασικός της μελανόμορφης ζωγραφικής: είναι ήδη το πνεύμα της τραγωδίας που εκδηλώνεται στην αυτοκτονία του Aίαντα που κοσμεί τον όμορφο αμφορέα της Βουλώνης. Οι πίνακες* Βερολίνου, ο αμφορέας του Βατικανού που δείχνει τον Αχιλλέα και 47 Αίαντα να παίζουν πεσσούς, ο αμφορέας του Μονάχου με τον Αίαντα μεταφέρει το σώμα του Αχιλλέα και το ονειρικό Ταξίδι του Διονύσου, στην κύλικα του Μονάχου, είναι τα αριστουργήματα της ζωγραφικής του 6ου  αιώνα.

Ταυτόχρονα με τους μνημειακούς αμφορείς του Εξηκία, η Αθήνα παράγει και κύλικες εξαιρετικής κομψότητας, ληκύθους και όλπες τις οποίες διακοσμούν μικρογράφοι μεγάλου ταλέντου, όπως ο «ζωγράφος του Άμαση» και κυρίως οι «μικροί τεχνίτες», ο «ζωγράφος του Φρύνου» ή ο «ζωγράφος του Τλήσωνος». Μια κύλικα στο Λούβρο, η οποία παριστά τον Διόνυσο και την ακολουθία του και μια θαυμάσια μάχη οπλιτών και ιππέων, μαρτυρεί την εξαιρετική ποιότητα μερικών από αυτούς τους ανώνυμους «μικρούς τεχνίτες». Σε μία όλπη του Λούβρου, ύψους 21 εκατοστών, παρουσιάζεται ένας κριοφόρος Ερμής να τρέχει με μεγάλο διασκελισμό κάτω από μια γιρλάντα από κισσό: η ζωντάνια της κίνησης, η τέλεια μορφή του κριαριού, οι λευκές και κόκκινες σκιάσεις και τα τρία ροδάνθια που ορίζουν τον χοίρο προσδίδουν σ’ αυτό το έργο μια μνημειακή ευρύτητα που μοιάζει με τις ευγενείς και μεγαλειώδεις συνθέσεις του Εξηκία.

Ο Ψίαξ, δημιουργός μεταξύ άλλων και ενός θαυμάσιου τέθριππου σε μια υδρία που βρίσκεται στο Βερολίνο, είναι ο τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος του μελανόμορφου ρυθμού ο οποίος θα αρχίσει να παρακμάζει από το τέλος του αιώνα. Από το 530, μια νέα επινόηση, φαινομενικά απλούστατη, έφερε πραγματική επανάσταση στη ζωγραφική τέχνη: ο «ερυθρόμορφος ρυθμός». Λυτός πλέον θα μεταφράζει στη ζωγραφική γλώσσα την ολοκληρωμένη και ανεπτυγμένη μορφή των Κούρων και των Κο­ρών.


Το απόγειο της ερυθρόμορφης ζωγραφικής (520-480)

Το γάνωμα, αντί να χρησιμοποιείται για να σχηματίσει τις σιλουέτες, χρησιμεύει στο εξής ως βάθος ενώ οι μορφές, άβαφες, κρατούν το χρώμα του πηλού. Αυτή η ανατροπή του παραδοσιακού τρόπου ήταν πραγματικά επαναστατική, γιατί επέτρεπε πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης, μια και η γραμμή που σχεδιαζόταν ήταν πολύ πιο ευλύγιστη από τη γραμμή που χαρασσόταν με την ακίδα. Αυτή η αναστροφή των αξιών, που απελευθέρωσε οριστικά τη ζωγραφική από την επιρροή της χαρακτικής, πραγματοποιήθηκε γύρω στο 530, στον κύκλο του αγγειοπλάστη Ανδοκίδη ή του ανταγωνιστού του Νικοσθένη. Για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιούσαν συγχρόνως και τις δύο τεχνοτροπίες[25]όπως π.χ. στη θαυμάσια ταφική λουτροφόρο του Λούβρου (αρχές του 5ου αιώνα): οι θρηνωδοί που θρηνούν γύρω από τον νεκρό, στον λαιμό και στην κοιλιά του αγγείου, είναι ερυθρόμορφες, αλλά οι έξι ιππείς στην κάτω ζώνη συνεχίζουν τη μελανόμορφη τεχνοτροπία. Οι δύο όψεις του αμφορέα του Μονάχου (περίπου 520) μας παρουσιάζουν έναν πραγματικό αγώνα*, όπου ο «ζωγράφος του Ανδοκίδη» και ο «ζωγράφος του Λυσιππίδη» παρουσιάζουν το ίδιο θέμα - το γεύμα του Ηρακλή με την Αθηνά - σύμφωνα με τις δύο τεχνικές . 

Και στις δύο περιπτώσεις βλέπουμε καθαρά τι κέρδισε η ζωγραφική σε χάρη και τι έχασε σε σφρίγος: σε κάθε περίπτωση πάντως, οι δύο τεχνικές είναι πλήρως αυτόνομες και τίποτε δεν μας επιτρέπει να δούμε τη μελανόμορφη ζωγραφική ως ένα κατώτερο στάδιο: η μία φάση προετοιμασίας του νέου ρυθμού. Ο «ζωγράφος του Ανδοκίδη», ο Όλτος, ο Επίκτητος, ο Ευφρόνιος, ο ανταγωνιστής του Ευθυμίδης (ο οποίος δηλώνει σε μια επιγραφή: «όπως ποτέ δεν μπόρεσε να κάνει ο Ευφρόνιος. ..»), ο Φιντίας, είναι οι πρώτοι που εξερευνούν το νέο είδος και, ήδη από το 520-510, το οδηγούν στην τελειότητα. Εκείνο που κατ’ αρχάς μας εκπλήσσει σ’ αυτή την ελεύθερη και ασύγκριτα κομψή ζωγραφική είναι συγγένειά της με τα ανάγλυφα της ίδιας περιόδου. Σε μία όψη του περίφημου κρατήρα του Ευφρονίου που παριστά την πάλη του Ηρακλή με τον Ανταίο (Λούβρο), βλέπουμε τρεις κομψούς νεαρούς Αθηναίους, τον όμορφο Λέαγρο (στον οποίο είναι αφιερωμένη ολόκληρη σειρά παραστάσεων με την παραδοσιακή επιγραφή Κα­λός*, δηλαδή όμορφος), τον Κηφισόδωρο και έναν ανώνυμο[26] να ετοιμάζονται να ακούσουν τη μουσική με διπλό αυλό που θα τους παίξει ένας μουσικός ονόματι Πολυκλής: αναγνωρίζουμε εδώ το ύφος και το πνεύμα που μοιάζουν με αντανακλάσεις των ταφικών ανάγλυφων των Αθηνών ή της Νέας Υόρκης (ανάγλυφα του Μεγακλή η του Φίλωνος).

Υπό την επίδραση της γλυπτικής, οι ζωγράφοι απομακρύνονται από την παλιά καλλιγραφία και αναζητούν τον όγκο, την όμορφη σωματικότητα που μονάχα η κίνηση μπορεί να αναδείξει. Ο μεγάλος Ευφρόνιος μας δείχνει πώς μπόρεσαν να εξερευνήσουν τις δυνατότητες που τους πρόσφερε αυτή η καινούργια ελευθερία: ανάμεσα στον μνημειακό κρατήρα του Αρέτσο (μάχη του Ηρακλή με τις Αμαζόνες, χοροί των κωμαστών) και τον θαυμάσιο ιππέα της κύλικος του Μονάχου, μας αποκαλύπτεται όλο το πνεύμα του τέλους του 6ου αιώνα. Οι ζωγράφοι της δεύτερης γενιάς (500- 480). ο Επίκτητος Β’ (ή «ζωγράφος του Κλεοφράδη»), ο «ζωγράφος του Βερολίνου», ο «ζωγράφος του Βρύγου», ο Δούρις, ο Μάκρων, ο Ονήσιμος δεν θα κάνουν τίποτε περισσότερο από το να εξαντλήσουν τις δυνατότητες που είχαν ήδη επαρκώς εξερευνηθεί τον 6ο αιώνα.

Ας παρατηρήσουμε από πιο κοντά αυτούς τους πρωτοπόρους της ερυθρόμορφης τεχνικής. Θα διαπιστώσουμε αρχικά τη λατρεία των όμορφων αγοριών, διακηρυγμένη με φροντισμένες επιγραφές. Ο όμορφος Λέαγρος επανέρχεται ασταμάτητα στη σκέψη του Ευφρόνιου γύρω στα 520-500. Καθώς σκοτώθηκε το 456 στο πεδίο της μάχης, ο Λέαγρος είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τους ομορφότερους νέους των αρχών του αιώνα: Πα­ναίτιο, Αθηνόδωτο, Χαιρέστρατο, μετά Εροθέμη, Λύκο και τον ίδιο τον γιο του, Γλαύκωνα, που υπήρξε διασημότητα γύρω στ». 470. Την κύλικα του Λούβρου με τα κατορθώματα και το ταξίδι του Θησέα στον Κάτω Κόσμο την χρωστάμε σε έναν ανώνυμο εραστή του Παναίτιου και είναι ίσως χάρις στον έρωτα του Αθηνόδωτου που ο εξαίσιος Πειθίνος ζωγράφισε τα καταπληκτικά ζευγάρια των εραστών που περιβάλλουν την γη της Θέτιδος από τον Πηλέα στην κύλικα του Βερολίνου! Ο Ευθυμίδης (Λούβρο), ο Φιντίας (Μόναχο) είχαν χειριστεί το θέμα της αρπαγής με την ίδια μνημειακή ευρύτητα του γλύπτη του αετώματος της Ερέτριας. Ξαναβρίσκουμε την ίδια μνημειακότητα τόσο στις μεμονωμένες μορφές όπως ο Γανυμήδης του Λούβρου, ο Ηρακλής του «ζωγράφου του Βερολίνου» (Βύρτσμπουργκ και Βασιλεία) ή του Φιντία (Ταρκίνια), όσο και στις μεγάλες επικές συνθέσεις, όπως οι σκηνές του Τρωικού πολέμου τον Επίκτητο Β΄ (Νάπολη) ή τον «ζωγράφο του Βρύγου» (Λούβρο και Βιέννη). Μία κύλιξ αυτού του τελευταίου που φυλάσσεται στο Βερολίνο δίνει ίσως τη σύνθεση των δύο βαθύτερων πόλων αυτής της τρυφερής και γαλήνιας εποχής. Στα εξωτερικά τοιχώματα εκτυλίσσεται μια ορμητική γιγαντομαχία, αλλά στο εσωτερικό η θεά της Σελήνης οδηγεί το άρμα της με τα δυο φτερωτά άλογα στην κάθοδο προς τον κοσμικό ωκεανό: σχεδόν το πρόγραμμα που θα πραγματοποιήσει ο Φειδίας στα αετώματα του Παρθενώνα.

Μια μορφική γλώσσα τέλεια, κυριαρχημένη, ενοποιημένη, ακτινοβολεί με μια ζωηρή λάμψη σ’ αυτές τις δημιουργίες. Ανάμεσα στο 510 και το 480, στη διάρκεια μιας μόνο γενεάς, ύλες, ή σχεδόν όλες, οι δυνατότητες της ερυθρόμορφης τεχνικής είχαν χρησιμοποιηθεί, είχαν εκφραστεί είχαν δει το φως: ο αγών* και η παλιά καλή έρις* ανάμεσα σε αυτούς όμοια προικισμένους και όμοια διψασμένους για αναγνώριση των πρωτείων τους καλλιτέχνες έχει αναμφίβολα συμβάλει πολύ σ’ αυτή τη εκπληκτική επιτάχυνση του ιστορικού χρόνου. Μετά το 480 έχει κανείς  εντύπωση ότι οι μορφές χλομιάζουν και εξαντλούνται: παρά την ίδιο του «ζωγράφου του Πιστοξένου» (γύρω στο 475). παρά το πραγματικό ταλέντο του «ζωγράφου της Αλταμούρα» ή του «ζωγράφου του Πανός παρά την τόλμη του Ερμόνακα. τίποτε ουσιαστικά νέο δεν θα ειπωθεί ερυθρόμορφη γλώσσα[27]. Η ακμή* της. το ύψιστο σημείο της άνθησής της είναι κατά πολύ προγενέστερο αυτού που η παραδοσιακή περιοδολόγηση αποκαλεί κλασική εποχή της ελληνικής ζωγραφικής.


Η μεγάλη καμπή: ο αυστηρός ρυθμός

Καθώς φτάνουμε στο τέλος μιας μεγάλης εποχής, ας σταθούμε για λίγο στη χρονολογία. Ανάμεσα στη στιγμή που ο Ευφρόνιος σταματά να ζωγραφίζει (γύρω στο 500) και σε αυτήν που ο Επίκτητος Β'ζωγραφίζει την τραγική αρπαγή της Κασσάνδρας στην υδρία της Νάπολης (480), μια θανάσιμη απειλή πλανιόταν πάνω από την Ελλάδα. Η εξεγερμένη κατά των Περσών Ιωνία έχει συντριβεί. Η Μίλητος κατεστράφη το 494 και ο ναός των Διδύμων παραδόθηκε στις φλόγες. Στη μάχη του Μαραθώνος (490), η νεαρή αθηναϊκή δημοκρατία έδειξε την αξία της αλλά, δέκα χρόνια αργότερα, η Αθήνα καταστρέφεται από τους Πέρσες ενώ οι Καρχηδόνιοι και οι Ετρούσκοι απειλούν τη Σικελία. Στη συνέχεια, την ίδια μέρα καθώς λέγεται, οι Πέρσες ηττώνται στα νερά της Σαλαμίνας και οι Συρακούσες θριαμβεύουν των αντιπάλων τους στη μάχη της Iμέρας. Κατά τη διάρκεια τον είκοσι αυτών τρομερών ετών, η ελληνική τέχνη άλλαξε άξονα, ορίζοντα και προσανατολισμό. Η λάμψη της εσωτερικής ζωής που φωτίζει το πρόσωπο της Κόρης 643 μετατρέπεται σε εμβρίθεια με τους τελευταίους Κούρους και τις τελευταίες Κόρες της Ακροπόλεως: τις Κόρες 674 και 686 και τον Ξανθό Έφηβο. Στη συνέχεια, η τέχνη των Κούρων και των Κορών, στην οποία συμπυκνώθηκε το πνεύμα του 6ου αιώνα, τελειώνει ξαφνικά: με το θαυμάσιο «παιδί του Κριτίου», βλέπει το φως ένα καινούργιο ύφος, πιο ανθρώπινο, λιγότερο δονούμενο από θείο ρίγος. «Το πνεύμα, λέει ο Χέγκελ, δεν εργάζεται πάνω στα αντικείμενα παρά μόνον όσο αυτά διατηρούν ακόμη μια μυστηριώδη πλευρά, όχι ρητή, μη αποκαλυφθείσα (Nichtoffenbares)[28]». 

Δεν φιλοδοξούμε αλαζονικά να δώσουμε ένα όνομα στο μυστήριο που αποκάλυψαν και εξέφρασαν στη διάρκεια αυτού του γεμάτου σφρίγος αιώνα ετούτες οι υψηλόκορμες νεανικές μορφές, αλλά είναι προφανές ότι εί εκπληρώσει την αποστολή τους και έπρεπε να εκλείψουν. Στη θέση αυτών των αδιαφοροποίητα θείων και ανθρώπινων όντων η δεύτερη κλασική εποχή θα τοποθετήσει το ανθρώπινο ως τέτοιο, διακριτό από το θείο και ταυτόχρονα κοντινό σε αυτό «με το μεγαλείο του πνεύματός του». Ο Ηνίοχος των Δελφών και οι σύντροφοι και κληρονόμοι του θα διαδεχθούν 53 τους Κούρους, αλλά καμιά Νίκη ούτε καν κι αυτές της Ακροπόλεως - καμιά Αφροδίτη, καμιά «Καρυάτις» κυρίως αυτές του Ερεχθείου – δεν θα μπορέσουν να αναστήσουν τα λαμπρά Θεοφάνεια του αιώνα που μόλις τελειώνει. Το μεγαλείο του 5ου αιώνα θα αναδειχθεί προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.

Η δεύτερη κλασική εποχή θα είναι κατ’ αρχάς η εποχή της άνθησης της αρχιτεκτονικής.


Αρχιτεκτονική

Σε όλη διάρκεια του 5ου αιώνα, ένας οικοδομικός οργασμός κυριεύει την Ελλάδα. Σε ανάμνηση της νίκης του επί της Καρχηδόνος (480), ο Γέλων των Συρακουσών υψώνει έναν μεγαλοπρεπή δωρικό ναό στην Iμέρα. Την ίδια εποχή, η Κυρήνη κοσμείται με έναν μεγάλο ναό αφιερωμένο στον Δία, ενώ στην Ανατολή, το Μνημείο των Αρπυιών στον Ξάνθο της Λυκίας εγκαινιάζει τον εξελληνισμό της Ασίας. Στη δεκαετία του 470, θα οικοδομηθούν ο ναός της Αθηνάς στη Μίλητο, η Στοά των Αθηναίων στους Δελφούς, ο μεγάλος ναός του Διός στην Ολυμπία (468-456), το εκπληκτικό Ολυμπιεῖον, το «ιερό των Γιγάντων» στον Ακράγαντα. Αυτός ο γιγαντιαίος ναός (110x52,7 μ. στον στυλοβάτη), σχεδόν τερατώδης, είναι ο πιο αιρετικός από τους δωρικούς ναούς: δεν υπάρχουν κίονες. αλλά ημικίονες. που στηρίζονται πάνω στους τοίχους· τριάντα οκτώ τελαμώνες. τεράστιοι Άτλαντες, ύψους 7,70 μ., κατελάμβαναν το διάστημα μεταξύ των κιόνων για να σηκώνουν τη μάζα του θριγκού στα λογισμένα μπράτσα τους. Ευτυχώς, οι θαυμάσιοι ναοί της Ήρας Λακινίας (περί το 460). της Δήμητρας και της Περσεφόνης και κυρίως ο ναός της Ομονοίας (περίπου 440) επαναφέρουν την πόλη του Εμπεδοκλή στο κλασικό μέτρο. Περί το 470, ο Σελινούς κατασκευάζει ακόμα τον κολοσσιαίο ναό του Απόλλωνα (ναός G)· ταυτόχρονα προικίζεται με ένα ναό της Ήρας (ναός Ε) με όμορφες ανάγλυφες μετόπες και στη συνέχεια, περί το 440. με δύο άλλους ναούς, τους Ο και Α. Μαζί με το ναό της Ομονοίας στον Ακράγαντα και το ναό της Ήρας II στην IΙοσειδωνία (περί το 450). ο ανολοκλήρωτος ναός στο θαυμάσιο τοπίο της Έγεστας αντιπροσωπεύει την επέκταση της δωρικής   αρχιτεκτονικής στη Δύση τον 5ο αιώνα. Ταυτόχρονα, στην Πελοπόννησο μετά τον Δία της Ολυμπίας, ένα άλλο δωρικό αριστούργημα, ένας ναός αφιερωμένος στον Επικούριο Απόλλωνα, υψώνεται στην άγρια ομορφιά  των Βασσών της Φιγαλείας στην Αρκαδία (περί το 430)· το Άργος κοσμείται με ένα καινούργιο Ηραίο ενώ στη Δήλο, που έγινε η έδρα της ναυτική, Συμμαχίας, οι Αθηναίοι κτίζουν, μεταξύ του 425 και του 417, έναν άλλο δωρικό ναό, ο οποίος επρόκειτο να στεγάσει το κολοσσιαίο άγαλμα του Απόλλωνα που είχαν κατασκευάσει ο Τεκταίος και ο Αγγελίων κατά τα μέσα του 6ου αιώνα. Αλλά το θαύμα συνέβη στην Αθήνα.

Στα 450-449, ο Φειδίας, γιος του Χαρμίδη, σαράντα δύο ετών τότε και ήδη διάσημος, καθώς φαίνεται, από το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός στην Ολυμπία, αναλαμβάνει από τον Περικλή όλες τις εξουσίες για να ευπρεπίσει τον «Μέγα Ναό*» της θεάς στην Ακρόπολη. Διευθύνοντας και εμπνέοντας μια από τις μεγαλειωδέστερες συλλογικές δημιουργίες της ιστορίας, συγκεντρώνοντας μια πλειάδα αρχιτεκτόνων (Καλλικράτης, Ι­κτίνος. Μνησικλής, Κόροιβος). γλυπτών (Αλκαμένης, Αγοράκριτος, Κρησίλας) και ανώνυμων τεχνιτών, ο Φειδίας ολοκληρώνει τον Παρθενώνα και τη γλυπτή διακόσμησή του μέσα σε δέκα χρόνια (447-438). Στον Μνησικλή χρωστάμε τα Προπύλαια (437-432), εκπληκτικό μαρμάρινο διάδημα πάνω στον φλεγόμενο από τον ήλιο βράχο. Το 410, μεσούντος του Πελοποννησιακού πολέμου, ολοκληρώθηκαν τα άλλα δύο θαύματα της Ακροπόλεως, ο ναός της Αθηνάς Νίκης και το Ερέχθειον. Σ’ αυτό το διάστημα. η Αθήνα και η Αττική είχαν ολοκληρώσει τον μαρμάρινο στολισμό τους. Στην ίδια την Αθήνα ήταν ο ναός του Ιλισσού (γύρω στο 450), το Θησείον (ναός του Ηφαίστου) και ο ναός του Άρεως (περί το 440). η Ποι­κίλη Στοά, η Θόλος της Αγοράς. Ένα καινούργιο Τελεστήριον (αίθουσα μυήσεως) υψωνόταν στην Ελευσίνα (γύρω στο 460-450), ενώ στους ιερούς τόπους του Ιουνίου και του Ραμνούντος νέοι ναοί αφιερώνονταν στον Ποσειδώνα. την Αθηνά και τη Νέμεση.

Φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας*: «αγαπάμε το κάλλος μέσα στην απλότητα», αυτή την προγραμματική αντίληψη του Περικλή μετέφρασαν στη μαρμάρινη γλώσσα τους τα μνημεία της Ακροπόλεως. Αυτό που ο Αναξαγόρας. φίλος του Περικλή, αποκαλούσε νου*, την κανονιστική διάνοια την οποία λάτρευε ως θεμέλιο του κόσμου*, ενσαρκώθηκε στον Παρθενώνα, σύμβολο του μέτρου και της αναλογίας, όπου όλα έχουν προβλεφθεί και μετρηθεί αλλά όπου όλα πάλλουν από μια μυστηριακή ζωή, ασύλληπτη και απρόβλεπτη. Όλα μοιάζουν να είναι αποτέλεσμα ενός τεράστιου γεωμετρικού υπολογισμού, αλλά, όπως λέει ο Ιωάννης Μηλιάδης, «μέχρι και στις πλέον κρυφές λεπτομέρειες του Παρθενώνα, έχουμε πάντα την αίσθηση ότι δεν είναι οι μαθηματικοί υπολογισμοί, αλλά το μάτι και το χάδι του χεριού, που καθορίζουν τη διευθέτηση των αρχιτεκτονικών στοιχείων[29]». Οι πιο λεπτές παραμορφώσεις τέθηκαν στην υπηρεσία της ευαισθησίας σ’ αυτή τη μεγαλοπρεπή γεωμετρία, όπου όλα μοιάζουν να συνοψίζονται σε μια απλή εναλλαγή οριζόντιων και καθέτων γραμμών. Οι μακρές οριζόντιες γραμμές στοιχείων όπως τα επιστύλια, τα γείσα και οι στυλοβάτες, σχηματίζουν γραμμές ελαφρά, σχεδόν αδιόρατα, κυρτές. Κυρτώνουν ή χαμηλώνουν στο μέσο για να δώσουν την εντύπωση της ευθείας. Το στρώμα των λίθων του κρηπιδώματος δεν είναι ακριβώς οριζόντιο, για να μην λυγίζει στο μέσον: στη δυτική και ανατολική πρόσοψη, ο στυλοβάτης έχει στο κέντρο του μια μικρή κυρτότητα, πέντε ή έξι εκατοστών· αυτή γίνεται ένδεκα εκατοστά στις μακρές πλευρές. Παρομοίως, οι κάθετοι κορμοί των κιόνων γέρνουν ελαφρά προς τον τοίχο του σηκού, για να αποφευχθεί η οφθαλμαπάτη που θα τους έκανε να φαίνονται ότι γέρνουν προς τα έξω. Οι γωνιακοί κίονες είναι παχύτεροι κατά 6,4 εκ. για να μη φαίνονται λεπτότεροι από τους άλλους. Η κλίση του άξονα των κιόνων είναι τέτοια που υπολογίστηκε πως οι άξονες τους θα μπορούσαν να συναντηθούν σε ύψος 1500 μ. περίπου από το έδαφος. Ποτέ το συνταίριασμα της τέχνης των μεγάλων μνημειακών όγκων μ’ αυτή της παραμικρής και τέλειας λεπτομέρειας δεν υπήρξε τόσο ευτυχές όσο στον Παρθενώνα. Αν το πλατωνικό όνειρο ενός «λόγου συνδυασμένου με τη μουσική» (λόγος μουσικῇ κεκραμένος[30]), πραγματοποιήθηκε ποτέ, τότε - σίγουρα αυτό έγινε στον βράχο που ο Ποσειδώνας έσχισε με την τρίαινα του και όπου η Αθηνά φύτεψε την ελιά της. Σ’ αυτόν τον βράχο επίσης οι πλαστικές αναζητήσεις της κλασικής εποχής βρήκαν την ολοκλήρωση και το επιστέγασμά τους.


Η προπαρθενώνεια τέχνη

Σίγουρα δεν είναι η εξαφάνιση του λεγόμενου «αρχαϊκού» (sic), βλέπε «συμβατικού» (και πάλι sic) χαμόγελου, κι ακόμη λιγότερο η πρόοδος των ανατομικών γνώσεων που μας αποκαλύπτει το βάθος των αλλαγών που αναγγέλλονται από την έλευση του αυστηρού ρυθμού.

Στη μετωπικότητα και τη φαινομενική ακινησία του Μοσχοφόρου και των Κούρων δεν βλέπουμε κανένα σημάδι κατωτερότητας, «αρχαϊσμού» ή «πρωτογονισμού». Αυτό που είχε να πει η Κόρη του Αντήνορος, και όλες οι Αθηναίες αδελφές της, δεν χρειαζόταν τη γλώσσα, την κίνηση ή τα επισφαλή και μεταβαλλόμενα επιφαινόμενα. Ο Ηνίοχος δεν είναι «προκλασικός» επειδή στέκεται ακίνητος και ο Ποσειδών της Ιστιαίας δεν γίνεται κλασικός επειδή είναι εμφανείς οι μυώνες του. Παρομοίως, η αγγειογραφία δεν αγγίζει την κλασική της τελειότητα την ίδια στιγμή με τη γλυπτική ή την αρχιτεκτονική του 5ου αιώνος ή ακόμα τη «μεγάλη ζωγραφική την οποία μας μιλούν τα κείμενα αλλά δεν ξέρουμε απολύτως τίποτε.

Γνωρίζουμε αρκετά ανέκδοτα για τον Μίκωνα, τον Πολύγνωτο η ον Παρράσιο και οι αρχαίοι συγγραφείς, από τον Πλίνιο έως τον Παυσανία, μας έχουν αφήσει λεπτομερείς περιγραφές ορισμένων έργων τους, τοιχογραφιών ή πινάκων. Τα ελληνορωμαϊκά αντίγραφα, τα ελληνιστικά ψηφιδωτά της Πέλλας ή οι τοιχογραφίες των τάφων της Λευκανίας, της Θράκης ή της Μακεδονίας δεν μιλούν παρά για τον εαυτό τους. Εξίσου μάταιο θα ήταν να αναζητήσουμε αντανακλάσεις της μεγάλης ζωγραφικής στην παραγωγή των αγγειογράφων: στον βαθμό που πράγματι υπήρξαν, άσκησαν ολέθρια επιρροή. Σχεδιαστής ποιότητας, ο «ζωγράφος των Νιοβιδών», μοιάζει αμήχανος μπροστά στο πρότυπο της τοιχογραφίας και πιο συγκεκριμένα την προοπτική που επινόησε ο Αγάθαρχος ο Σάμιος, ο σκηνογράφος του Αισχύλου: η καινούργια αίσθηση του χώρου που αντιλαμβανόμαστε στον καλυκωτό κρατήρα του Λούβρου δεν κάνει τίποτε άλλο από το να καταστρέφει την αρμονία της σύνθεσης. Με ικανοποίηση διαπιστώνουμε ότι οι τελευταίοι μεγάλοι αγγειογράφοι, ο «ζωγράφος του Πιστοξένου», ο «ζωγράφος του Σωτάδη», ο «ζωγράφος της φιάλης», ο «ζωγράφος του Αχιλλέως» ή ο «ζωγράφος των Καλαμιών», μπόρεσαν να αντισταθούν στον πειρασμό της μετάθεσης. Και το πιο σημαντικό είναι ότι εγκατέλειψαν την λίγο-πολύ εξαντλημένη μελανόμορφη τεχνική για να στραφούν προς την πολύχρωμη ζωγραφική σε λευκό ή κίτρινο βάθος, μοναδικό μέσο πλέον για να διαφυλάξουν την πρωτοκαθεδρία του σχεδίου στην υπέρτατη και τελευταία άνθησή του. Και είναι πάνω στο υπόλευκο βάθος τον ληκύθων που η κλασική αγγειογραφία λέει την τελευταία της λέξη.

Δεν γνωρίζουμε και δεν θα γνωρίσουμε ποτέ τις τοιχογραφίες που εκτέλεσε ο Πολύγνωτος ο Θάσιος στην Ποικίλη Στοά των Αθηνών ή στους Δελφούς όπου ζωγράφισε την Ιλίου πέρσιν και μία Κάθοδο στον Άδη, στους τοίχους της Λέσχης των Κνιδίων. Αλίμονο πρόκειται να γνωρίσουμε και τα έργα των διασημότερων γλυπτών της εποχής του Φειδία: του Κάναχου, του Κριτίου και του Νησιώτη, του Πυθαγόρα από το Ρήγιο, του Κάλαμι του Μύρωνα, του Πολύκλειτου. Όλοι αυτοί οι λατρεμένοι δάσκαλοι, χιλιάδες φορές αντιγραμμένοι για λογαριασμό ελληνο-ρωμαίων φιλότεχνων, λιγότερο ή περισσότερο φωτισμένων, δεν είναι για μας τίποτε άλλο παρά ονόματα. Και δεν μπορούμε, από αυτά τα ανούσια και άψυχα αντίγραφα, να φανταστούμε τους Τυραννοκτόνους του Κριτίου και του Νησιώτη, τον Δίσκο του Μύρωνα ή τον Δορυφόρο του Πολύκλειτου. Αλλά τα θραύσματα και μερικά, λίγο-πολύ ανέπαφα, αριστουργήματα που έφτασαν ως εμάς αποκαλύπτουν μια τεράστια μεταβολή, μια πραγματική αναθεώρηση αξιών.

Ας δούμε κατ’ αρχάς τις μνημειακές συνθέσεις της δεκαετίας του 490: τα γλυπτά του ναού της Αφαίας στο Μόναχο (ανατολικό αέτωμα), στην Αθήνα (για παράδειγμα μια πολύ ωραία κεφαλή πολεμιστού), στο μουσείο της Αίγινας, τη νέα κοπέλα που τρέχει να ξεφύγει μπροστά στην αρπαγή της Περσεφόνης, μοναδικό θραύσμα από ένα αέτωμα της Ελευσίνας, τους άθλους του Θησέα στις μετόπες του θησαυρού των Αθηναίων στους Δελφούς. Οι μορφές έχουν κατακτήσει εδώ μια πλαστικότητα και μια ελευθερία κίνησης αδιανόητες μερικές δεκαετίες νωρίτερα. Το πιο χαρακτηριστικό σύμβολο αυτής της χαλαρής, πιο ευλύγιστης και πιο ελεύθερης ζωής είναι ίσως ο θεός απαγωγέας του Γανυμήδη, στην Ολυμπία. (γύρω στο 470).

Ας δούμε επίσης μερικές γυναικείες μορφές, τυπικές των δεκαετιών 470-450: τα θεϊκά κεφάλια του Σελινούντα στο Παλέρμο, της Κυρήνης στην Κυρήνη, τη θεά του «δίσκου της Μήλου» στην Αθήνα, τις μορφές του θρόνου Λουντοβίζι στη Ρώμη. Η ιδανικότητα της ομορφιάς τους δεν έχει καμία σχέση με τη σαρκική παρουσία της Αθήνας της Ολυμπίας, αδελφής της πελοποννήσιας Κόρης 684 της Ακρόπολης. Παρομοίως, η ρυθμική κίνηση των πτυχώσεων και των χεριών στην Εξύμνηση του Άνθους του ανάγλυφου των Φαρσάλων που βρίσκεται στο Λούβρο αναδεικνύει μπροστά στα μάτια μας μια νέα πνευματικότητα. Την ίδια περίπου εποχή (470-460), στους Λοκρούς, μια σειρά από πήλινα ψηφισματικά ανάγλυφα, μερικά από τα οποία διατηρούν ακόμη την αρχική τους πολυχρωμία, αποκαλύπτει άγνωστες πλευρές του μυστικισμού της λατρείας της Δήμητρας. Παντού, η γαλήνη των προσώπων, η ευγένεια των σωμάτων κηρύσσουν την έλευση ενός νέου πνεύματος και αυτός ο ιδεαλισμός φανερώνεται με την ίδια δύναμη στα ορειχάλκινα έργα. στα πήλινα, ακόμη και στα νομίσματα, για παράδειγμα τη θαυμάσια Αρέθουσα των αργυρών δεκαδράχμων (Δημαρέτεια*) που έκοψε ο Γέλων των Συρακουσών σε, ανάμνηση της νίκης του στην Ιμέρα.

Όλα αυτά τα στοιχεία, που αποκαλύπτουν μια νέα ορμή, θα βρεθούν συγκεντρωμένα σε μια πρώτη μνημειακή σύνθεση στα γλυπτά του ναού του Διός στην Ολυμπία, γύρω στο 460. Αίγα χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα το 447, ο Φειδίας θα αρχίσει τη διακόσμηση του Παρθενώνα.
Αυτό το τεράστιο έργο θα τελειώσει μετά από δέκα χρόνια, το 438. Στα είκοσι χρόνια που χωρίζουν τα γλυπτά της Ολυμπίας από αυτά του Παρθενώνα, η Ελλάδα είχε γνωρίσει μια θαυμαστή ειρήνη, την θεία Ησυχία* που ύμνησε ο Πίνδαρος. Αυτή είναι η εποχή που η κλασική τέχνη γνώρισε την ύψιστη άνθησή της.


Από την Ολυμπία στην Ακρόπολη: η κορύφωση

Δέσποινα ἀλαθείας*:έτσι παρουσιάζει ο Πίνδαρος το ιερό τοπίο της Ολυμπίας[31]. Στο πνεύμα του, η Αλήθεια* βασίλευε στον τόπο όπου ο Αγών* αποκάλυπτε αυτό που ο ύμνος έπρεπε να διατηρήσει αλησμόνητο. Οι χριστιανοί, οι σεισμοί, οι πλημμύρες, κάθε είδους θεομηνία έπληξε τους ναούς που αναπαύονται τώρα εν ειρήνη στο πευκοδάσος, στα πόδια του ιερού λόφου του Κρόνου. Από το ναό του Διός δεν σώζονται σήμερα παρά το κολοσσιαίο κρηπίδωμα, γύρω από τον οποίο κείτονται πελώριοι σπόνδυλοι κιόνων. Ο χρυσελεφάντινος Δίας του Φειδία εξαφανίστηκε από μια πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη το 475 μ.Χ. Τα πάντα σχεδόν χάθηκαν από την καταστροφή: δυο μεγάλες τετράγωνες βάσεις είναι ό, τι απέμεινε από τα άρματα που οι μεγάλοι Αιγινήτες γλύπτες, Γλαυκίας και Ονάτας, και ο Αθηναίος Κάλαμις έφτιαξαν για τον Γέλωνα τον Συρακουσών και τον αδελφό και διάδοχό του Ιέρωνα, τον αγαπημένο ήρωα του Πινδάρου. Άμορφα ερείπια υποδηλώνουν τη θέση του εργαστηρίου του Φειδία και την περίφραξη της Καλλιστεφάνου ελαίας, με τους κλώνους της οποίας έφτιαχναν τα στεφάνια των νικητών. Αλλά η Δέσποινα της Αλήθειας είναι πάντα εκεί και μας διηγείται ακόμα τους Άθλους του Ηρακλέους, την τρομερή ιστορία της αρματοδρομίας που έδωσε στον Πέλοπα το χέρι της 64 Ιπποδάμειας και το βασίλειο της Πίσης, τις μάχες των Λαπιθών με τους μεθυσμένους Κενταύρους στους γάμους του Πειρίθου, του φίλου του Θησέα, με τη Δηιδάμεια. 

Οι μετόπες που παριστούν τους Άθλους του Ηρακλέους είναι ίσως το αριστούργημα και ξεπερνούν, θαρρώ, εκείνες του Παρθενώνα. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζεται η προετοιμασία των αγώνων Πέλοπα και Οινομάου: οι λίγες μορφές που διατηρούνται ανέπαφες, ο Κλαδέος, ο θεός του καταστροφικού ποταμού, ο μάντης, η γριά υπηρέτρια κ.λπ., μας οδηγούν στα ύψη της κλασικής τέχνης. Αλλά αυτό που είναι κυριολεκτικά θαυμάσιο είναι τα Θεοφάνεια του Απόλλωνα στο μέσον του οργισμένου συμπλέγματος που ξεδιπλώνεται στο δυτικό αέτωμα. Χαμηλά στις γωνίες, ένας άνεμος τρέλας παρασύρει τους μεθυσμένους και λάγνους Κενταύρους και τους υπερασπιστές των νεαρών Λαπιθίδων, και η αγριότητα της μάχης θαρρείς πως εξυμνείται από την απίστευτη ομορφιά της Δηιδάμειας και των φιλενάδων της. Ψηλότερα, κοντά στο κέντρο του αετώματος, το γαλήνιο πρόσωπο του Θησέα, που χτυπά με ένα τσεκούρι στα δυο του χέρια, αναγγέλλει την εγγύτητα μιας ανείπωτης δύναμης. Και, πράγματι, στο κέντρο του αετώματος, είναι ο ίδιος ο Απόλλων που προβάλλει από μια άπειρη απόσταση, για να τείνει χείρα σωτηρίας. Έτσι ανασηκώνεται μπροστά στα μάτια μας το πέπλο, που κρύβει το τραγικό βάθος της απολλώνειας γαλήνης: το θείο μέτρο οφείλει να κατευνάζει την τιτανική ύβρη, πάντα έτοιμη να εκδηλωθεί. Ο Βίνκελμαν είχε την έμπνευση να συγκρίνει το «ήρεμο μεγαλείο» των ελληνικών μορφών με τα «βάθη της θάλασσας που μένουν πάντα ήρεμα όση κι αν είναι η δύναμη της καταιγίδας που λυσσομανά στην επιφάνεια).Τότε αναφερόταν στον άχαρο Απόλλωνα του Μπελβεντέρε, που θεωρούσε κορυφαία στιγμή της τέχνης. Τι θα έλεγε, άραγε, αν είχε δει την Ολυ­μπία;

Μετά το ασύγκριτο αυτό αριστούργημα, οι μετόπες του Παρθενώνα, οι οποίες παριστούν το ίδιο θέμα, δεν μπορούν παρά να μας φανούν λίγο αδύναμες. Είναι γιατί στο πνεύμα του «Ολύμπιου» (έτσι αποκαλούσαν οι σύγχρονοί του τον Περικλή), οι τερατώδεις μάχες ανήκαν σε ένα οριστικά τελειωμένο παρελθόν. Γι’ αυτόν ο νους* , ο ρυθμιστής λόγος του Αναξαγόρα, είχε ήδη κατακτήσει τον κόσμο. Ήδη η Ορέστεια του Αισχύλου είχε δείξει ότι είναι δικαστήριο ελεύθερων ανθρώπων μπορεί να κατευνάσει ακόμη και τη διαμάχη που διχάζει τις θεϊκές δυνάμεις, ότι η προστάτιδα των Αθηνών μεταμόρφωσε τις μαύρες Ερινύες σε ευνοϊκές Ευμενίδες.

Επιπλέον, ο Περικλής ήταν φίλος και μαθητής του πυθαγόρειου Δάμωνα, ο οποίος δίδασκε ότι δεν γίνεται «να μετακινηθούν οι τρόποι της μουσικής» (του «πολιτισμού» θα λέγαμε σήμερα) «χωρίς να μετακινηθούν μαζί και οι κορυφαίοι πολιτικοί νόμοι[32]». Το κράτος του Περικλή ήταν το μόνο μέχρι τότε γνωστό όπου μουσική και πολιτική, δηλαδή οι τέχνες του πολιτισμού και η τέχνη της διαχείρισης της κοινής ζωής, πρακτικά συγχέονταν, το μόνο κράτος επίσης όπου η λέξη «συμμετοχή» - τόσο στη μόδα σήμερα - δεν ήταν ένα απατηλό σύνθημα αλλά μια πραγματικότητα που οι πολίτες βίωναν καθημερινά. Αυτοί οι πολίτες, που ήταν στρατιώτες, δικαστές, δημόσιοι λειτουργοί, επιλεγμένοι με κλήρο ελεύθερες εκλογές, ήταν οι ίδιοι που αποτελούσαν τον χορό των τραγωδιών, των κωμωδιών, των μουσικών αγώνων. Μόνο την πρώτη ημέρα «των Μεγάλων Διονυσίων, στον διαγωνισμό των διθυραμβικών ωδών συμμετείχαν δέκα. χορωδίες. πέντε ανδρών και πέντε νεαρών αγοριών, που η καθεμιά τους αριθμούσε πενήντα μέλη, και τις οποίες συνόδευε αυλός. Την επομένη μέρα παρουσιάζονταν πέντε κωμωδίες 

Ο διαγωνισμός τραγωδίας διαρκούσε τρεις ολόκληρες μέρες, κάθε μια αφιερωμένη σ;. από τους διαγωνιζόμενους τραγωδούς. ο οποίος έγραφε γι’ αυτή την περίπτωση τρεις τραγωδίες και ένα «σατυρικό δράμα». Το εύρος της συμμετοχής ήταν «εκπληκτικό», γράφει ο Μ.Ι. Φίνλεϊ[33]. «Οι ενεργώς συμμετέχοντες ήταν περίπου χίλιοι άνδρες και νεαρά αγόρια που προηγουμένως είχαν περάσει πολλές μέρες σε δοκιμές». Αυτό συνέβαινε κάθε χρόνο πάντα με καινούργια έργα. Πάνω από 1.800 θεατρικά έργα γράφτηκαν παίχτηκαν κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνος. Ο Αριστοφάνης ήταν βέβαιο ότι θα γίνει κατανοητός όταν, στους Βατράχους, συνέκρινε την τέχνη Αισχύλου με αυτή του Ευριπίδη αναφέροντας και παρωδώντας πλήθος αποσπασμάτων τους, περιγράφοντας έτσι όλη την εξέλιξη της τραγωδίας. Και αυτή η θεατροκρατία*, κατά την έκφραση του Πλάτωνα, ήταν επίσης μια δημοκρατία: μην ξεχνάμε ότι ένα από τα κύρια επιχειρήματα του Αριστοτέλη υπέρ της δημοκρατίας ήταν ότι «καλύτερον κρίνουν οι πολλοί τα έργα της μουσικής ή των ποιητών· διότι άλλο σημείο κρίνει ο καθένας κατά την αντίληψή του, συνεπώς οι πάντες κρίνουν τα πάντα στο σύνολο[34]». Ποιος σύγχρονος θα τολμούσε να μιλήσει έτσι;

Αυτή τη συμμετοχή εξέφρασε ο Φειδίας στη μεγαλειώδη ζωφόρο που εκτείνεται σε μήκος 160 μέτρων γύρω από τις τέσσερις πλευρές του σηκού. Στον γλυπτό της διάκοσμο, ύψους 1.05 μ., ένας ολόκληρος λαός έρχεται να αποδώσει τιμές στη θεά της πόλης. Τριακόσια εξήντα πρόσωπα, εκ των οποίων εκατόν σαράντα τρεις ιππείς με διακόσια είκοσι ζώα, άλογα που καλπάζουν, δαμάλια, πρόβατα που φτερνοκοπούν, αποτελούν την πομπή της εορτής των Παναθηναίων, η οποία ανεβαίνει από την πόλη για να παραδώσει στους ιερείς της Αθηνάς, στην Ακρόπολη, τον νεοϋφασμένο πέπλο* που προσφερόταν στο διιπετές (πεσμένο από τον ουρανό) αρχαίο ξύλινο Ξόανον*. Σύμφωνα με το πανάρχαιο έθιμο, αυτός ο πέπλος*, στο χρώμα του κρόκου, κεντημένος με γαλάζια κλωστή, παριστούσε την πάλη της Αθηνάς με τον γίγαντα Εγκέλαδο· η τεράστια πομπή ξεκινούσε σε την αυγή. Επίσης, όπως και στην πραγματικότητα, το πλήθος τη: φόρου αρχίζει την πορεία του από την πλευρά των Προπυλαίων: παρακολουθούμε την αναχώρηση των ιππέων πάνω στα ομορφότερα άλογα καλλιτέχνης, γλύπτης ή ζωγράφος, μπόρεσε ποτέ να φανταστεί. 

Αυτή η πινδαρική ωδή στη δόξα του ίππου και του αναβάτη και συντρόφου μεταβάλλεται σε πραγματική συμφωνία στη βόρεια πλευρά: όλα καταλήγουν σε ένα ζωντανό αραβούργημα που δονείται και πάλλει στα πόδια φλέβες, τα ρουθούνια, τους δυνατούς λαιμούς των ζώων, τις πτυχώσεις των υφασμάτων, τις πάντα, ακριβείς κινήσεις των ιππέων. Αλλά. ήδη, τη νότια πλευρά, η πομπή οργανώνεται: οι άνθρωποι και τα ζώα. υποζύγια και θύματα,. θαλλοφόροι και υδριοφόροι, κιθαρωδοί, οι εργαστίνες[35] ευθυτενείς μέσα στους μακριούς πτυχωτούς χιτώνες τους, παρελαύνουν με τον ελεύθερο αυθορμητισμό μιας γιορτής που δεν θυμίζει τίποτε από στρατιωτική πομπή, για να καταλήξει, στην ανατολική πλευρά, ανάμεσα σε δώδεκα μεγάλους θεούς που ήρθαν να αναμιχθούν με τον λαό τους: ι ανάμεσα στους συγκεντρωμένους θεούς, σταματά το τεράστιο κύμα Πάνω από αυτό το ασύγκριτο έργο, δυο θαύματα εκτυλίσσονται αετώματα. Στο δυτικό, η Αθηνά και ο Ποσειδών ερίζουν για την και της Αττικής: ανάμεσα στα θραύσματα που σώζονται (ο ποταμός Κηφισός στο Βρετανικό Μουσείο), βλέπουμε θεϊκά κορμιά, από τα ομορφότερα που δημιούργησε ποτέ η αρχαία τέχνη. 

Στο ανατολικό αέτωμα, γινόμαστε μάρτυρες στο κατ’ εξοχήν θαύμα: τα Θεοφάνεια της Αθηνάς, που ξεπροβάλλει πάνοπλη από το κεφάλι του Δία. Αυτό συμβαίνει την αυγή, όταν το άρμα του Ήλιου αναδύεται από τη νύχτα και τα άλογα της νύχτας ετοιμάζονται να βυθιστούν στην κοσμική άβυσσο. Είναι αδύνατον να μη νιώσει κανείς ένα πανικό ρίγος μπροστά, στη δαιμονική κεφαλή του ίππου Νύχτας: κανείς - ούτε καν ο Μπερνίνι των Βερσαλλιών δεν συνέλαβε τη χθόνια αμφισημία του αλόγου με τόση ενάργεια. Το άλογο της Σελήνης βυθίζεται στον Ωκεανό και είναι η ίδια η θάλασσα ή μάλλον ένας κυματιστός, σαν χάδι, αφρός που σχεδιάζει τις πτυχώσεις και δίνει μορφή στο σώμα της Αφροδίτης και της Διώνης: η θεά, που βγήκε από τον αφρό των κυμάτων της Κύπρου ή των Κυθήρων, ακουμπά θεϊκά (ρεῖα*...) πάνω στη Διώνη· δεν δείχνει να υποψιάζεται την τεράστια σημασία του γεγονότος που εκτυλίσσεται στο κέντρο. Παρομοίως, στην άλλη κερκίδα του αετώματος, ο Διόνυσος. θαμπωμένος από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, δεν έχει ακόμη ακούσει το θριαμβευτικό μήνυμα που η Ίρις στέλνει στους Αθανάτους· αλλά ήδη οι θεότητες-τροφοί, Δήμητρα και Κόρη, στρέφονται προς τον τόπο του θαύματος. Μια σχεδόν αδιόρατη κίνηση διαπερνά τα υπόλοιπα θεϊκά σώματα: σε λίγο η μέρα θα σηκωθεί και η θεά θα είναι ορατή στον καθένα.

Και μ’ αυτό το εωθινό μήνυμα ολοκληρώνεται ο κλασικός κόσμος.

Λίγες δεκαετίες μετά τον Παρθενώνα, πολλές Νίκες υψώθηκαν στο ελληνικό έδαφος. Το 420, ο Παιώνιος από τη Μένδη δημιούργησε μια υπέροχη φτερωτή Νίκη που τοποθέτησε μπροστά στον ναό του Διός στην Ολυμπία. Στη βάση διαβάζουμε αυτή την απλή φράση: «Οι Μεσσήνιοι και οι Ναυπακτείς αφιέρωσαν στον Ολύμπιο Δία το δέκατο από τα λάφυρα που κέρδισαν από τους εχθρούς τους». Οι εχθροί ήταν οι Σπαρτιάτες, εξασθενημένοι από την ήττα τους στη μάχη της Σφακτηρίας, το 425. Από το 431 ο πόλεμος λυσσομανούσε στην Ελλάδα. Ο λοιμός είχε αποδεκατίσει την Αθήνα παίρνοντας μαζί του και τον Περικλή. Ο Φειδίας πέθανε έχοντας πέσει σε δυσμένεια. Στην Αθήνα, μια θαυμάσια Νίκη στηνόταν στοά του Διός στην Αγορά και στην Ακρόπολη υψωνόταν ο ναός-κόσμημα της Αθηνάς Νίκης. Νίκες εξαιρετικής χάριτος - τα τελευταία αριστουργήματα της κλασικής εποχής - κάλυπταν το θωρακείο που περιέβαλλε πύργο του ναού. Στο μέσο αυτού του θωρακείου, μήκους 41 μ., η Αθηνά δεχόταν τιμές από δυο συγκλίνουσες ομάδες φτερωτών Νικών, που προετοίμαζαν τα τρόπαια και τις θυσίες. Στη θέα τους πλημμυρίζει κανείς ένα απερίγραπτο αίσθημα ευφορίας'θαρρείς πως ακούς το θρόισμα φτερών, τα γέλια και τους ψιθύρους, τις φωνές νεαρών κοριτσιών ακροθαλασσιά. Κορμιά εκπληκτικής φρεσκάδας διακρίνονται ανάμεσα από τις πτυχές των μουσκεμένων χιτώνων, αλλά μάταια λικνίζονται αυτά τα ωραία πλάσματα. Ο αιώνας δεν θα τελειώσει μέσα σ’ ένα θριαμβικό παιάνα, αλλά εν μέσω δακρύων και θρήνων.

   

[1] Θουκυδίδης, ΙΙ, 41. 
[2] Πλουτάρχου, Περικλής (Εκδ. I. Ζαχαρόπουλος, μετ. Θ.Γ. Παπακωνσταντίνου). 
[3] Μ.Ι. Finley, Οι αρχαίοι Έλληνες (γαλλική μετάφραση, 1971 ,σελ 1 36). 
[4] Παυσανίας VI, 10, 4. 
[5] Τη λέξη γένος αποδώσαμε με τον όρο είδος (σ.τ.μ.). 
[6] ναίω = κάτοικώ (σ.τ.μ.). 
[7] Ο συγγραφέας περιγράφει ως μονόπτερους τους κυκλικούς ναούς με εξωτερική περί στάση. Ωστόσο, οι μονόπτεροι ναοί μπορεί να είναι συχνά κυκλικοί αλλά το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι έχουν κιονοστοιχία χωρίς σηκό (σ.τ.μ.). 
[8] «Ένταση» του κίονα ονομάζουμε μια ελαφριά καμπύλωση του περιγράμματος του στο κάτω μέρος έτσι ώστε να φαίνεται σαν να πιέζεται από το βάρος του θριγκού (σ.τ.μ·). 
[9] Ade Ridder και WDeonna, Η τέχνη στην Ελλάδα, 1924. σελ. 222. 
[10] Πλίνιος, Φυσική Ιστορία, XXX, IV, 65. 
[11] Πυθιόνικοι, VIΙΙ, στ. 95 (Εκδοση Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, Κείμενα Ελληνικά, Ηράκλειο, 1994. μετ. Γιάννης Οικονομίδης). 
[12] Η ταυτότητα αυτών των δύο αγαλμάτων είναι στην πραγματικότητα αντικείμενο συζητήσεων: κάποιοι πιστεύουν ότι εικονίζονται ο Κλέοβις και ο Βίτων, άλλοι οι Διόσκουροι (σημείωση της γαλλικής έκδοσης). 
[13] Το κτίριο όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία του δήμου (σ.τ.μ )· 
[14] Γνωρίζουμε τώρα και άλλο ένα έργο του Σοφίλου, έναν πολύ ωραίο δίνο* που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο και παριστά τους γάμους της Θέτιδος και του Πηλέα (σημείωση της γαλλικής έκδοσης). 
[15] Hugo von Hofmannstahl, Augenhlicke in Griechcnland. 1908. μτφρE. Coche dc La
Fcrte. Heuresgrecques. G.L.M., Παρίσι1948. 
[16] Σύμφωνα με τον ορισμό του Φαίδρου, 250(Εκδ. I. και Π. Ζαχαρόπουλος, μετ. Β.
Δεδούση). 
[17] Για να εκτιμήσουμε σωστά τα σφάλματα ενός ορισμένου «κλασικισμού», έχει ενδιαφέρον να θυμίσουμε αυτό που μπόρεσε να πει για τις Κόρες. το 1901, ένας εραστής της «Ελλάδας του Ρενάν»: «Συνήθιζα να διασχίζω τρέχοντας σχεδόν την αίθουσα με τις δεκατέσσερεις ιέρειες της Αθηνάς, έγραφε ο Μωρός στο έργο του Ταξίδι στην Αθήνα. Τα σχιστό μάτια τους, όπως στα μογγολικά πρόσωπα, τα ρουθούνια τους, το παράξενο μέτωπό τους... αυτό το ομοιόμορφο και ακαθόριστο χαμόγελο στα γυαλιστερά σαν ελεφαντόδο­ντο μάγουλα, μου προκαλούσαν ένα είδος λύπης που με έκανε να το βάζω στα πόδια... Οι δεκατέσσερεις ιέρειες με εξόργιζαν με την ενδυμασία τους... παρομοίαζα αυτή τη δήθεν πολυτέλεια με εκείνην ενός μυκηναϊκού ερείπιου... Αλίμονο, έλεγα, ποιος θα πάρει από μπροστά μου αυτές τις Κινέζες;» 
[18] Πίνδαρος, 8ος Νεμεόνικος. στ.40 ,ε.κ.( Πινδάρου, Επίνικοι, μετ. Β.Ι Λαζανά. Λθήνα, 1997) 
[19] ιχώρ (αρχ.) = αίμα (σ.τ.μ.). 
[20] Βρέθηκαν στο Caere (αρχαία Καιρέα) της Ετρουρίας (σ.τ.μ.) 
[21] Ύμνος στον Ερμή, I. στ. 1 5-20. 
[22] Ό.π., στ. 235 κ.ε. 
[23] Σήμερα οι υδρίες του Caere χρονολογούνται μάλλον στο τελευταίο τρίτο του 6ου αιώνα (σημ. της γαλλικής έκδοσης). 
[24] Σίλφιο: φυτό περιζήτητο ως καρύκευμα και ως φάρμακο που παραγόταν αποκλειστικά στην Κυρηναϊκή και που εξέλιπε κατά το τέλος της αρχαιότητας (σ.τ.μ.). 
[25] Πρόκειται για τα περίφημα «δίγλωσσα αγγεία» (σ.τ.μ ) 
[26] Το όνομα του τρίτου αυτού νέου έχει πρόσφατα αναγνωριστεί: ονομαζόταν Ύλας (σημ. της γαλλικής έκδοσης). 
[27] Στην πραγματικότητα, πλήθος άλλων ζωγράφων ερυθρόμορφων αγγείων θα άξιζε να αναφερθούν, μερικοί από τους οποίους προσέφεραν πολλά στην τέχνη τους, όπως οι λεγόμενοι ζωγράφοι παν Νιοβιδών, της Πενθεσίλειας, του Αχιλλέα, του Κλεοφώντος. της Ερέτριας, ο Μειδίας κ.λπ. (σημ. της γαλλικής έκδοσης). 
[28] Χέγκελ, Αισθητική. Werke (α έκδοση). XIII, σελ.231. 
[29] Ιωάννης Μηλιάδης, Η Ακρόπολις, Αθήνα I960, σελ. 46. 
[30] Πλάτων, Η Πολιτεία, 549b
[31] Πίνδαρος, 8ος  Ολυμπιόνικος  3
[32] Αναφέρεται «πό τον Πλάτωνα, Πολιτεία, 424. c.
[33] Οι Αρχαίοι Έλληνες, σελ. 92. 
[34] Αριστοτέλης, Πολιτικά. III, 6, 4 (Εκδ. I. Και Π. Ζαχαρόπουλος, μετ. Παναγή Λεκατσά). 
[35] Αθηναίες παρθένοι και δέσποινες επιφανών οικογενειών που ετοίμαζαν τον ιερό πέπλο της Αθηνάς για την εορτή των Μεγάλων Παναθηναίων (σ.τ.μ.).

πηγή: ekivolos.gr

Viewing all 939 articles
Browse latest View live