Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΜΙΑ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΑ ΘΕΣΗ - ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ ΤΟΥ BING BANG Ο ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ

$
0
0
Διαφάνεια από σχετική ομιλία του
Roger Penrose στις 7/11/2005 στο "Isaac Newton Institute
for Mathematical Sciences"






















Ο χώρος και ο χρόνος δεν δημιουργήθηκαν μαζί, με τη «μεγάλη έκρηξη» του σύμπαντος, το γνωστό «Μπιγκ Μπανγκ», αλλά στην πραγματικότητα το σύμπαν μας κάνει συνεχείς κύκλους «γέννησης» και «θανάτου», μέσα από μια αιώνια διαδοχή φάσεων.

Αυτό υποστηρίζει ο διάσημος και πολυβραβευμένος Βρετανός φυσικός και μαθηματικός Ρότζερ Πενρόουζ, καθηγητής του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ο οποίος ισχυρίζεται, σε νέα μελέτη του, ότι εντόπισε στην κοσμική ακτινοβολία μικροκυμάτων, κυκλικά μοτίβα τα οποία παραπέμπουν ακριβώς σε μια «κυκλική» κοσμολογία.


Ο Πενρόουζ, σύμφωνα με το «Physics World», παρουσίασε νέες επιστημονικές εκτιμήσεις που βασίζονται στις παρατηρήσεις του δορυφόρου WMAP της NASA, ο οποίος μελετά τη διάχυτη μικροκυματική ακτινοβολία υποβάθρου στο σύμπαν.

Η θεωρία του Πενρόουζ έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το σημερινό κυρίαρχο μοντέλο του «κοσμικού πληθωρισμού», το οποίο δέχεται ότι το σύμπαν «φούσκωσε» απότομα αμέσως μετά τη δημιουργία του.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη «πληθωριστική θεωρία», το σύμπαν ξεκίνησε από ένα σημείο άπειρης πυκνότητας πριν από περίπου 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια, επεκτάθηκε υπερβολικά γρήγορα μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου και σήμερα συνεχίζει ακόμα την αδιάκοπη επέκτασή του, αν και με πολύ βραδύτερο ρυθμό σε σχέση με το αρχικό «φούσκωμα», ώσπου να καταλήξει κάποτε σε ένα ομοιόμορφο και παγωμένο διάστημα.

Όμως ο Πενρόουζ δεν συμφωνεί, υποστηρίζοντας ότι η ανωτέρω εικόνα δεν εξηγεί το πολύ χαμηλό βαθμό εντροπίας από τον οποίο πιστεύεται ότι γεννήθηκε το σύμπαν, κάτι που επέτρεψε να υπάρξει πολύ γρήγορα ένας υπερβολικά υψηλός βαθμός τάξης, από όπου σταδιακά ξεπήδησαν τα άστρα, οι γαλαξίες και η ζωή (του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου).

Έτσι, ο βρετανός κοσμολόγος δεν πιστεύει ότι ο χώρος και ο χρόνος πρωτοεμφανίστηκαν τη στιγμή του Μπιγκ Μπανγκ, αλλά θεωρεί ότι ουσιαστικά προϋπήρχαν, επειδή το Μπιγκ Μπανγκ δεν ήταν ένα και μοναδικό, αλλά υπήρξαν πολλά στη σειρά στην ιστορία του σύμπαντος και κάθε φορά ένας νέος «αιώνας» ξεκινούσε.

Ο Βρετανός φυσικός πιστεύει ότι κάθε φορά, στο τέλος ενός «αιώνα», το σύμπαν, μετά τη συνεχή επέκτασή του, γίνεται άπειρα μεγάλο, ώσπου τελικά κάνει τη μετάβαση στην επόμενη φάση (αιώνα), οπότε γίνεται ξανά άπειρα μικρό, εκρήγνυται και πάλι με ένα νέο Μπιγκ Μπανγκ, αρχίζει ξανά να επεκτείνεται κ.ο.κ., σε μια κυκλική διαδοχή συμπάντων.

Μεταξύ άλλων, θεωρεί ότι στο μεταβατικό στάδιο η εντροπία πέφτει σε πολύ χαμηλό επίπεδο, επειδή οι μαύρες τρύπες, που καταστρέφουν κάθε πληροφορία την οποία απορροφούν, εξατμίζονται, καθώς το σύμπαν επεκτείνεται κι έτσι μειώνεται η συνολική εντροπία.

Ο Πενρόουζ ισχυρίζεται τώρα ότι βρήκε ενδείξεις που στηρίζουν την γοητευτική αλλά και επίμαχη θεωρία του, η οποία θυμίζει ανατολική φιλοσοφία. Σε συνεργασία με τον Βάχε Γκουρζατνιάν του Ινστιτούτου Φυσικής του Ερεβάν στην Αρμενία, ανέλυσε στοιχεία επτά ετών από το δορυφόρο WMAP που κατέγραψε την κοσμική ακτινοβολία υποβάθρου, η οποία πιστεύεται ότι δημιουργήθηκε περίπου 300.000 χρόνια μετά το Μπιγκ Μπανγκ και έκτοτε παρέχει πληροφορίες για την κατάσταση του πρωτογενούς σύμπαντος.

Οι δύο επιστήμονες -που επίσης χρησιμοποίησαν στοιχεία από το πείραμα Boomerang στην Ανταρκτική- λένε ότι εντόπισαν σαφείς ομόκεντρους κύκλους μέσα στα δεδομένα, δηλαδή περιοχές στον «ουρανό των μικροκυμάτων», όπου η θερμοκρασία της ακτινοβολίας είναι σαφώς μικρότερη από τις άλλες περιοχές.

Σύμφωνα με τους Πενρόουζ και Γκουρζαντιάν, αυτοί οι κύκλοι μας επιτρέπουν να δούμε πίσω από το Μπιγκ Μπανγκ και να διακρίνουμε τον «αιώνα» που προϋπήρξε στο προηγούμενο σύμπαν. Οι κύκλοι, όπως ισχυρίζονται, αποτελούν απομεινάρια στο δικό μας «αιώνα», τα οποία άφησαν οι σφαιρικοί κυματισμοί των βαρυτικών κυμάτων, που δημιουργήθηκαν όταν οι μαύρες τρύπες συγκρούονταν στον προηγούμενο «αιώνα».

Όπως αναφέρουν, αυτοί οι κύκλοι θέτουν σε αμφισβήτηση την θεωρία του «κοσμικού πληθωρισμού», σύμφωνα με την οποία η κατανομή των αποκλίσεων της θερμοκρασίας στο σύμπαν θα έπρεπε να είναι απολύτως τυχαία και όχι να ακολουθεί κάποια πρότυπα (εν προκειμένω κυκλικά). Πάντως, είναι βέβαιο ότι άλλοι κοσμολόγοι θα βάλουν στο «μικροσκόπιο» τις νέες εκτιμήσεις του Πενρόουζ, με κριτική διάθεση.


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΩΝΑ (ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟΝ ΠΛΑΤΩΝΟΣ Α΄)

$
0
0
ΠΡΟΚΛΟΣ ΑΠΑΝΤΑ 23 ( ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ 643 / ΣΕΙΡΑ ) 

Οι πλατωνικοί διάλογοι ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ και ΤΙΜΑΙΟΣ εκθέτουν ολόκληρη την πλατωνική φιλοσοφία με τον μεν πρώτο να αναφέρεται στον νοητό υπεραισθητό κόσμο και τον δεύτερο να αναφέρεται στον αισθητό κόσμο.


Μόνο ο Πλάτωνας, ακολουθώντας τους πυθαγορείους, κάνει λόγο και για τα συναίτια των φυσικών πραγμάτων, δηλαδή για το είδος που δέχεται τα πάντα και για το είδος που είναι δεσμευμένο στην ύλη, τα οποία υπηρετούν τα πρωταρχικά αίτια στην γένεσιν των όντων. Πριν από αυτά όμως διερευνά τα πρωταρχικά αίτια, το δημιουργικό, το υποδειγματικό και το τελικό, και για τον λόγο αυτό τοποθετεί πάνω από το σύμπαν έναν δημιουργό Νου, μια νοητή αιτία, μέσα στην οποία υπάρχει πρωταρχικά τα σύμπαν, και το ύψιστο Αγαθό, το οποίο είναι τοποθετημένο πριν από τον δημιουργό Νου, στην θέση του ποθητού προτύπου. Γιατί, καθώς αυτό που κινείται από κάτι άλλο είναι εξαρτημένο από την δύναμη εκείνου που το κινεί, ως εκ τούτου δεν είναι στην φύση του να παράγει, να τελειοποιεί ή να σώζει τον εαυτό του, αλλά για όλα αυτά χρειάζεται την δημιουργική αιτία και από εκείνη συγκρατείται. Είναι φυσικό, λοιπόν, και τα συναίτια των φυσικών φαινομένων να είναι εξαρτημένα από τα αληθινά αίτια, από τα οποία έχουν παραχθεί, με βάση τα οποία έχουν δημιουργηθεί από τον πατέρα των πάντων, και για τα οποία έχουν γεννηθεί. 

Εύλογα, λοιπόν, όλα αυτά έχουν παραδοθεί από τον Πλάτων εξετασμένα με ακρίβεια, καθώς και τα υπόλοιπα δυο, το είδος και το υλικό υπόστρωμα, εξαρτημένα από αυτά. Γιατί τούτος ο ορατός κόσμος δεν είναι ίδιος με τους νοητούς ή τους νοητικούς κόσμους, οι οποίοι έχουν λάβει υπόσταση με τα καθαρά είδη, αλλά υπάρχουν σε αυτόν δυο πράγματα, το ένα ως λόγος και είδος, και το άλλο ως υπόστρωμα. Αυτά όμως θα έχουμε την ευκαιρία να τα εξετάσουμε και πάλι. Από αυτά είναι φανερό ότι δικαιολογημένα ο Πλάτωνας έχει παρουσιάσει όλες αυτές τις αιτίες της κοσμογονίας, το ύψιστο  Αγαθό, το νοητό υπόδειγμα, το δημιουργικό αίτιο, το είδος και το υπόστρωμα της φύσης. Γιατί αν μιλούσε για νοητούς θεούς, θα παρουσίαζε σαν αίτιο τους μόνο το ύψιστο Αγαθό. Γιατί μόνο από αυτή την αιτία προέρχεται ο νοητός αριθμός. Αν μιλούσε για νοητικούς θεούς, θα θεωρούσε ως αιτία τους το ύψιστο Αγαθό και το νοητό. Γιατί το νοητικό πλήθος προέρχεται από τις νοητές ενάδες και την μία πηγή των όντων. Αν έκανε λόγο για τους υπερκόσμιους θεούς, θα τους παρήγαγε από τον καθολικό δημιουργό νου, από τους νοητούς θεούς και από το αίτιο των πάντων. Γιατί, σε όλα όσα γεννιούνται από τα κατώτερα, εκείνο δίνει υπόσταση κατά τρόπο πρωταρχικό, απόρρητο και ασύλληπτο. Επειδή, όμως, θα κάνει λόγο για εγκόσμια πράγματα και τον Σύμπαντα Κόσμο, ο Πλάτωνας θα τους δώσει ύλη και είδος, το οποίο φτάνει σε αυτόν από τους υπερκόσμιους θεούς, θα τον εξαρτήσει από τον καθολικό δημιουργό Νου, θα τον παρομοιάσει με το νοητό ζωντανό ον, θα το αναδείξει σε θεό μέσω της συμμετοχής του στο ύψιστο Αγαθό και έτσι θα κάνει τον Σύμπαντα Κόσμο ένα νοήμονα έμψυχο θεό.

Αυτός είναι, λοιπόν, ο σκοπός στον οποίο υποστηρίζουμε ότι αποβλέπει ο Τίμαιος, και τέτοιος, όπως τον περιγράψαμε. Καθώς, όμως, είναι τέτοιος, ορθά στην αρχή η τάξη του Σύμπαντος παρουσιάζεται με εικόνες, στην μέση έχει παραδοθεί ολόκληρη η κοσμογονία και προς το τέλος τα μέρη και τα τέλη της δημιουργίας συνδέονται με τα σύνολα. Η επανάληψη, λοιπόν, της Πολιτείας και ο μύθος για την Ατλαντίδα παρουσιάζουν την επισκόπηση του κόσμου μέσω εικόνων. Γιατί, αν τα συσχετίσουμε με την ένωση και το πλήθος των εγκόσμιων πραγμάτων, θα πούμε ότι η Πολιτεία, την οποία ανακεφαλαιώνει ο Σωκράτης, είναι εικόνα ένωσης, καθώς έχει θέση ως σκοπό της την ομόνοια που ενώνει τα πάντα, ενώ εικόνα της διαίρεσης και μάλιστα της αντίθεσης των δυο συστοιχιών του κόσμου είναι ο πόλεμος των Ατλάντων προς τους Αθηναίους, τον οποίον αφηγείται ο Κριτίας. Αν τα συσχετίσουμε με την ουράνια και την υποσελήνια περιοχή, θα πούμε ότι η Πολιτεία είναι εικόνα του ουράνιου κόσμου – γιατί και ο Σωκράτης λέει ότι το υπόδειγμα της είναι εδραιωμένο στον ουρανό -, ενώ ο πόλεμος των Ατλάντων προς του Αθηναίους είναι εικόνα της υποσελήνιας πλάσης η οποία λαμβάνει υπόσταση μέσω της αντίθεσης και της μεταβολής. Για αυτό, λοιπόν, τούτα προηγούνται της όλης μελέτης της φύσης.

Στην συνέχεια, έχει παρουσιάσει το δημιουργικό υπόδειγμα και το τελικό αίτιο του Σύμπαντος. Κι ενώ αυτά προϋπάρχουν, δημιουργείται το σύμπαν, και στο σύνολο και στα μέρη του: γεννιέται δηλαδή το σωματικό στοιχείο του, καθώς τέμνεται από τα είδη, από τις δημιουργικές τομές και από τους θεϊκούς αριθμούς. Παράγεται η ψυχή από τον δημιουργό νου και γεμίζει με αρμονικές αναλογίες και με θεϊκά και δημιουργικά σύμβολα. Συντίθεται το ζωντανό σύμπαν με βάση την ενιαία περίληψη του κόσμου μέσα στο νοητό, και τα μέρη που υπάρχουν σε αυτό τακτοποιούνται κατάλληλα μέσα στο σύνολο, και τα σωματικά και τα ζωτικά. 

Γιατί και οι επιμέρους ψυχές εγκαθίστανται και τοποθετούνται γύρω από τους ηγεμονικούς θεούς και γίνονται εγκόσμιες με τα οχήματα τους, μιμούμενες τους οδηγούς τους, και δημιουργούνται τα θνητά ζώα και λαμβάνουν ζωή από τους ουράνιους θεούς. Εδώ έχει εξεταστεί και πως και για ποιες αιτίες συγκροτήθηκε ο άνθρωπος, και μάλιστα έχει εξεταστεί αυτός πριν από τα άλλα επιμέρους όντα, είτε επειδή η εξέταση του ανθρώπου ταιριάζει σε εμάς που έχουμε θέσει σαν σκοπό μας την μελέτη του ανθρώπου και ζούμε σύμφωνα με αυτήν, είτε επειδή ο άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος και υπάρχουν μέσα σε αυτόν κατά τρόπο μερικό όλα όσα υπάρχουν στον κόσμο κατά τρόπο θεϊκό και καθολικό. Γιατί υπάρχει μέσα μας ο κατ’ ενέργεια νους και ψυχή λογική, η οποία προήλθε από τον ίδιο πατέρα και την ίδια ζωοποιό θεά με την καθολική ψυχή, και όχημα αιθέριο ανάλογο με τον ουρανό, και σώμα γήινο συγκροτημένο από την ανάμειξη των τεσσάρων στοιχείων, με τα οποία είναι συγγενικό. Αν, λοιπόν, χρειαζόταν να μελετήσουμε το σύμπαν με πολλούς τρόπους, ως υπόδειγμα και ως σύνολο στην νοητή του διάσταση, ως εικόνα και μέρη στην αισθητή του διάσταση, καλό θα ήταν να πραγματοποιηθεί πλήρως η μελέτη της φύσεως του ανθρώπου κατά την εξέταση του σύμπαντος. 

Θα μπορούσε επιπλέον να πει κανείς και τον εξής λόγο, ότι δηλαδή κατά την συνήθεια των πυθαγορείων θα έπρεπε να επισυνάψει στο αντικείμενο της μελέτης την αναφορά σε αυτό που πραγματοποιεί την μελέτη. Γιατί, αφού κατέχουμε ποιος είναι ο κόσμος, θα έπρεπε, πιστεύω, να προσθέσει κι εκείνο, ποιο δηλαδή είναι αυτό που τα εξετάζει αυτά και τα κατανοεί λογικά. Ότι και σε αυτό στόχευσε, το δήλωσε προς το τέλος λέγοντας ρητά ότι αυτός που πρόκειται να κατακτήσει την μακάρια ζωή “πρέπει να εξομοιώσει αυτό που κατανοεί με αυτό που κατανοείται”. Γιατί το σύμπαν είναι πάντα μακάριο. Και το δικό μας σύνολο θα γίνει μακάριο, αν εξομοιωθεί με το σύμπαν. Γιατί έτσι θα αναχθεί προς την αιτία. Γιατί, όποια σχέση έχει ο νοητός άνθρωπος με το αληθινό ζωντανό ον. Επίσης, εκεί τα κατώτερα εξαρτώνται από τα ανώτερα και τα μέρη είναι αχώριστα από το σύνολα και είναι εδραιωμένα μέσα τους. Ως εκ τούτου, λοιπόν, όταν και ο εδώ άνθρωπος εξομοιώνεται με το σύμπαν, θα μιμηθεί το υπόδειγμα του με τον κατάλληλο τρόπο και θα γίνει κόσμιος λόγω της εξομοίωσης με τον κόσμο και μακάριος λόγω της εξομοίωσης με τον μακάριο θεό.

Μετά από όσα έχουμε πει, εξετάζοντας λεπτομερώς και τα τελευταία επιτεύγματα της δημιουργίας κατά τα γένη και τα είδη τους, όσα δηλαδή συμβαίνουν στον αέρα, στην γη και στα ζώα, αντίθετα με τη φύση και σύμφωνα με την φύση. Εδώ εμφανίζεται και η αρχή της ιατρικής. Γιατί εδώ σταματά ο φυσικός, αφού είναι παρατηρητής της φύσης. Γιατί μαζί με την φύση υπάρχει το σύμφωνο με την φύση, ενώ το αντίθετο με την φύση αποτελεί υπέρβαση της φύσης. Με πόσους, λοιπόν, τρόπους γίνεται η εκτροπή και πώς επαναφέρεται στο μέτρο και στην φύση, είναι έργο της ιατρικής τέχνης να τα αναπτύξει.

Σε αυτή, μάλιστα, την ενότητα ο Πλάτωνας συμφωνεί περισσότερο με τoυς υπόλοιπους φυσικούς. Γιατί εκείνοι, επειδή πρόσεχαν την ύλη και παρατούσαν τα είδη και τις πρωταρχικές αιτίες, ασχολούνταν με τα πιο υλικά τελευταία έργα της φύσης, αφήνοντας τον Σύμπαντα Ουρανό και τις τάξεις των εγκόσμιων θεών. Μου φαίνεται ότι και ο δαιμόνιος Αριστοτέλης, ο οποίος προσπάθησε όσο μπορούσε να μιμηθεί την διδασκαλία του Πλάτωνα, διαμόρφωσε αναλόγως και την όλη μελέτη της φύσης, διαπιστώνοντας τα εξής: πρώτον, τα κοινά στοιχεία όλων των φυσικών πραγμάτων, δηλαδή το είδος, το υπόστρωμα, αυτό από το οποίο προέρχεται η αρχή της κίνησης, την κίνηση, τον χρόνο και τον τόπος, τα οποία και ο Πλάτωνας έχει παραδώσει σε αυτόν τον διάλογο, δηλαδή, το διάστημα, τον χρόνο που είναι εικόνα της αιωνιότητας και έλαβε υπόσταση μαζί με τον ουρανό, και τα διάφορα είδη της κίνησης και τα συναίτια των φυσικών πραγμάτων. Δεύτερον, τα ιδιαίτερα στοιχεία των πραγμάτων που ως προς την ουσία τους είναι διαιρεμένα. Από αυτά τα δεύτερα, παρατήρησε πρώτα όσα ανήκουν στον ουρανό, σε συμφωνία με τον Πλάτωνα, αφού θεωρεί αγέννητο τον ουρανό και αποτελούμενο από μια Πέμπτη ουσία – γιατί σε τι διαφέρει να την ονομάσουμε πέμπτο στοιχείο ή πέμπτο κόσμο και πέμπτο σχήμα, όπως ονόμασε ο Πλάτωνας ; – Έπειτα όσα ανήκουν από κοινού σε ολόκληρη την υποσελήνια πλάση. 

Στον τομέα αυτό θα μπορούσε κανείς να θαυμάσει τον Πλάτωνα που με μεγάλη ακρίβεια διέκρινε τις ουσίες και τις δυνάμεις τους και διατήρησε σωστά την αρμονία και τις αντιθέσεις τους. Από όσα, τέλος, βρίσκονται μέσα στην υποσελήνια πλάση, διέκρινε αυτά που ανήκουν στα μετεωρολογικά φαινόμενα, των οποίων ο Πλάτωνας έχει παραδώσει τις αρχές και ο Αριστοτέλης επεξέτεινε την διδασκαλία τους πέρα από όσο έπρεπε. Έπειτα, όσα αποσκοπούν στην μελέτη των ζώων, τα οποία από τον Πλάτωνα έχουν διατυπωθεί με βάση όλα τα αίτια τους, τόσο τα τελικά όσο και τα συναίτια, ενώ από τον Αριστοτέλη έχουν εξεταστεί μετά βίας και εν συντομία με βάση το είδος. Γιατί ο Αριστοτέλης ως επί το πλείστον σταματά στην ύλη και, δίνοντας τις ερμηνείες των φυσικών φαινομένων στηριγμένος στην ύλη, μας αποδεικνύει πόσο υπολείπεται από την διδασκαλία του αρχηγέτη μας. Αυτά, λοιπόν, για τα θέματα αυτά.

Μετά από αυτά ας πούμε ποιο είναι το είδος του διαλόγου και ποιος ο χαρακτήρας του. Είναι, λοιπόν, αποδεκτό από όλους ότι ο Πλάτωνας πήρε το βιβλίο του πυθαγόρειου Τίμαιου, το οποίο είχε συγγράψει σχετικά με το σύμπαν, και προσπάθησε να γράψει έναν Τίμαιο με το πνεύμα των πυθαγορείων. Επίσης, από όσους έχουν έστω και λίγη σχέση με τον Πλάτωνα είναι αποδεκτό και τούτο, ότι δηλαδή ο χαρακτήρας του είναι σωκρατικός, φιλάνθρωπος και αποδεικτικός. Αν, λοιπόν, και κάπου αλλού ο Πλάτωνας συνδύασε την πυθαγόρεια με την σωκρατική ιδιότητα, αυτό φαίνεται να κάνει και στον διάλογο τούτο. Γιατί υπάρχει σε αυτόν από την πυθαγόρεια συνήθεια η ανωτερότητα του πνεύματος, η διανοητικότητα, η θεϊκή έμπνευση, η εξάρτηση των πάντων από τα νοητά, ο καθορισμός του σύμπαντος από τους αριθμούς, η ανύψωση, το ξεπέρασμα των επιμέρους αντιλήψεων, ο αποφθεγματικός τόνος. Από την σωκρατική φιλανθρωπία υπάρχει η φιλικότητα, η ηπιότητα, ο αποδεικτικός τόνος, η θεώρηση των όντων μέσω εικόνων, ο ηθικός τόνος, και όλα τα παρόμοια. Για αυτό ο διάλογος είναι μεγαλοπρεπής και αρχίζει τις παρατηρήσεις του από ψηλά, από της πρώτες αρχές, ενώ ανακατεύεται με τον αποφθεγματικό τόνο τον αποδεικτικό, και μας προετοιμάζει να κατανοούμε τα φυσικά πράγματα όχι μόνο με τρόπο φυσικό αλλά και με τρόπο θεολογικό. Γιατί και η ίδια η φύση που καθοδηγεί το σύμπαν, κατευθύνει το σωματικό στοιχείο εξαρτημένη από τους θεούς και εμπνεόμενη από αυτούς, χωρίς να είναι ούτε θεός ούτε άσχετη με την θεϊκή ιδιότητα, αφού φωτίζεται από τους θεούς που υπάρχουν αληθινά. Αν λοιπόν πρέπει και οι λόγοι να εξομοιώνονται με τα πράγματα “των οποίων είναι ερμηνευτές”, όπως ακριβώς θα πει ο ίδιος ο Τίμαιος, θα ήταν πρέπον και τούτος ο διάλογος να έχει και το φυσικό και το θεολογικό στοιχείο, μιμούμενος την φύση, της οποίας είναι παρατηρητής.

Επιπλέον, επειδή σύμφωνα με το πυθαγόρειο δόγμα τα πράγματα είναι χωρισμένα σε τρία μέρη, στα νοητά, στα φυσικά και στα ενδιάμεσα τους, τα οποία συνηθίζουν να αποκαλούν μαθηματικά, και επειδή είναι δυνατόν να τα διακρίνει κανείς όλα μέσα σε όλα με τον ανάλογο τρόπο – γιατί μέσα στα νοητά έχουν λάβει υπόσταση εκ των προτέρων τα ενδιάμεσα και τα τελευταία κατά τρόπο πρωτογενή, και μέσα στα μαθηματικά υπάρχουν και τα άλλα δύο, με τον τρόπο των εικόνων τα πρώτα και με τον τρόπο του υποδείγματος τα τρίτα, και μέσα στα φυσικά, τέλος, υπάρχουν εικόνες των προηγούμενων τους - εύλογα λοιπόν και ο Τίμαιος, αφού έδωσε υπόσταση στην ψυχή, παρουσιάζει τις δυνάμεις, του λόγους και τα στοιχεία της μέσα των μαθηματικών ονομασιών ενώ ο Πλάτωνας προσδιορίζει τις ιδιότητες της με βάση τα γεωμετρικά σχήμα και αποδέχεται ότι οι αιτίες όλων αυτών προϋπάρχουν στον νοητό και στον δημιουργό Νου κατά τρόπο πρωτογενή. Αρκετά, λοιπόν για αυτά, παρόλο που η λεπτομερής ανάλυση μπορεί να μας κάνει να σταθούμε περισσότερο στον χαρακτήρα του διαλόγου.

Η υπόθεση έχει περίπου ως εξής:ο Σωκράτης, αφού πήγε στον Πειραιά για την γιορτή των Βενδιδείνων και την λιτανεία, έχει συζητήσει εκεί για το πολίτευμα με τον Πολέμαρχο, τον  υιό του Κέφαλου, τον Γλαύκωνα, τον Αδείμαντο και, ασφαλώς τον Θρασύμαχο, τον σοφιστή. Την  ημέρα εκείνη βρίσκεται στην πόλη και αφηγείται στον Τίμαιο, στον Ερμοκράτη, στον Κριτία και σε κάποιον τέταρτο μετά από αυτούς, ανώνυμο, τη συζήτηση στον Πειραιά, όπως αυτή είναι καταγραμμένη στην Πολιτεία. Αφού τελείωσε την αφήγηση του, παρακάλεσε και τους υπόλοιπους να του ανταποδώσουν την φιλοξενία με τις δικές τους συζητήσεις την επόμενη μέρα. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, για να ακούσουν και να ομιλήσουν την ημέρα εκείνη, η οποία ήταν η μεθεπόμενη από την συζήτηση στον Πειραιά. Γιατί στην Πολιτεία έχει ειπωθεί το “κατέβηκα χτες” και εδώ έχει ειπωθεί το “των χθεσινών φιλοξενούμενων και σημερινών οικοδεσποτών”. Σε αυτή την ακρόαση δεν παρευρίσκονται όλοι, αλλά ο τέταρτος λείπει λόγω ασθένειας.

Γιατί άραγε, θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς, είναι τρεις οι ακροατές σε αυτή την συζήτηση όπου γίνεται λόγος για τον Σύμπαντα Κόσμο;Επειδή, θα απαντήσω, πρέπει ο πατέρας των λόγων να είναι ανάλογος με τον πατέρα των έργων. Γιατί η κοσμογονία των λόγων είναι εικόνα της κοσμογονίας του Νου. Και η τριάδα αυτών που υποδέχονται τους λόγους πρέπει να είναι ανάλογη με την δημιουργική τριάδα του πατέρα. Κορυφή της τριάδας αυτών που υποδέχονται τους λόγους είναι ο Σωκράτης, ο οποίος συνδέεται κατευθείαν με τον Τίμαιο λόγω της άμεσης συγγένειας της ζωής τους, όπως ακριβώς η κορυφή  της τριάδας που έχουν σαν υπόδειγμα είναι ενωμένη με εκείνον που βρίσκεται πάνω από την τριάδα. Αυτά, λοιπόν, θα τα αποδείξουμε πιο ξεκάθαρα στην συνέχεια, αν έτσι θέλουν οι Θεοί.

Καθώς έχουμε ήδη μιλήσει για τον σκοπό, ποιος και πόσο σπουδαίος είναι, όπως και για την δομή του διαλόγου και για τον χαρακτήρα του, επιπλέον και για την καταλληλότητα των προσώπων όσον αφορά τον παρόντα διάλογο, θα ταίριαζε να μεταβούμε στην ίδια την έκφραση και να εξετάσουμε το καθετί, με τον τρόπο που μπορούμε. Επειδή, όμως, το όνομα της φύσης εκλαμβάνεται διαφορετικά από τους διάφορους μελετητές και προκαλεί σύγχυση του στοχασμού του Πλάτωνα, οι οποίοι διερωτώνται πως εννοεί εκείνος το όνομα και ποια πιστεύει ότι είναι η ουσία της φύσης, ας μιλήσουμε πρώτα για αυτό. Γιατί στον διάλογο που έχει σαν θέμα του την μελέτη της φύσης θα ταιριάζει να γνωρίζουμε τι είναι η φύση και από που προέρχεται και μέχρι που απλώνει τις δημιουργίες της. Από τους παλαιούς, άλλοι αποκαλούσαν την ύλη, όπως ο Αντιφώντας, άλλοι το είδος, όπως ο Αριστοτέλης σε πολλά χωρία, άλλοι το Σύμπαν, όπως μερικοί πριν τον Πλάτωνα, για τους οποίους ανέφερε στους Νόμους ότι αποκαλούσαν φύσεις τα έργα της φύσης, άλλοι τις φυσικές ιδιότητες, όπως την βαρύτητα, την ελαφρότητα, την αραιότητα την πυκνότητα, όπως μερικοί από τους περιπατητικούς και τους ακόμη παλαιότερους φυσικού, άλλοι ονόμαζαν τη φύση τέχνη του θεού, άλλοι ψυχή κι άλλοι κάτι παρόμοιο. 

Ο Πλάτωνας, αντίθετα, δεν θεωρεί σωστά να ονομάζονται κυριολεκτικά φύση η ύλη, το είδος, το σώμα ή οι φυσικές ιδιότητες, ενώ διστάζει να την αποκαλέσει ευθέως ψυχή. Και, καθώς τοποθετεί την ουσία της ανάμεσα του, εννοώ ανάμεσα στην ψυχή και στις σωματικές ιδιότητες, αφού είναι υποδεέστερη από της ψυχή ως προς το ότι μοιράζεται στα σώματα και δεν επιστρέφει στον εαυτό της, και υπερέχει από τα κατώτερα της σώματα ως προς το ότι περιέχει τις λογικές αιτίες όλων τους και τα γεννά όλα και τους δίνει ζωή, μας έχει παραδώσει την πιο ακριβή θεωρία για αυτήν. 

Σύμφωνα με την κοινή αντίληψη, άλλο πράγμα είναι η φύση και άλλο πράγμα το φυσικό και το έργο της φύσης. Γιατί και το τεχνικό είναι άλλο πράγμα από την τέχνη. Και άλλο πράγμα είναι η νοητική  ψυχή και άλλο πράγμα η φύση. Γιατί η φύση ανήκει στα σώματα, καθώς βυθίζεται σε αυτά και είναι αχώριστη από αυτά, ενώ η ψύχη είναι χωριστή και εδραιωμένη στον εαυτό της και ανήκει ταυτόχρονα στον εαυτό της και σε κάτι άλλο, έχοντας την ιδιότητα να ανήκει σε άλλο ως αποτέλεσμα της συμμετοχής των άλλων σε αυτήν, και την ιδιότητα να ανήκει στον εαυτό της ως αποτέλεσμα της άρνησης της να κλίνει προς αυτό το οποίο μετέχει σε αυτήν, όπως ακριβώς ο πατέρας της ψυχής ανήκει μόνο στον εαυτό του, καθώς δεν επιδέχεται τη συμμετοχή κανενός άλλου όντος σε αυτόν, και όπως, αν θέλεις, πριν από αυτόν το νοητό υπόδειγμα του κόσμου είναι ο εαυτός του. 

Γιατί αυτά είναι συνεχόμενα το ένα με το άλλο: ο εαυτός, αυτό που ανήκει στον εαυτό του, αυτό που ανήκει στον εαυτό του και σε άλλο, αυτό που ανήκει σε άλλο, και το άλλο. Είναι φανερό ότι το άλλο είναι το αισθητό σύμπαν μέσα στο οποίο υπάρχει η τοπική διαίρεση και ο επιμερισμός. Από τους υπόλοιπους όρους, αυτό που ανήκει σε άλλο είναι η φύση η αχώριστη από τα σώματα, αυτό που ανήκει στο εαυτό του και σε άλλο είναι η ψυχή η οποία παραμένει στον εαυτό της και ακτινοβολεί μια κατώτερη ζωή σε κάτι άλλο, αυτό που ανήκει στον εαυτό του είναι ο δημιουργός Νους, ο οποίος παραμένει “στον εαυτό του κατά το συνηθισμένο του τρόπο”, και εαυτός είναι η νοητή αιτία των πάντων και υποδειγματική αιτία όσων δημιουργούνται από τον δημιουργό Νου, την οποία για τον λόγο αυτό έκρινε σωστό ο Πλάτων να την αποκαλεί “καθαυτό ζωντανό ον”. Η φύση λοιπόν είναι η τελευταία από τα αίτια που δημιουργούν τούτο το σωματικό και αισθητό σύμπαν. Είναι επίσης το πέρα της περιοχής των ασωμάτων ουσιών, γεμάτη από λογικά αίτια και δυνάμεις, με τις οποίες κατευθύνει τα εγκόσμια. Είναι και θεός, έχοντας την ιδιότητα να είναι θεός όχι από μόνης της αλλά από τη θεοποίηση της – γιατί και τα θεϊκά σώματα τα αποκαλούμενα θεούς, ως εικόνες των θεών – τέλος, καθοδηγεί τον Σύμπαντα Κόσμο με τις δυνάμεις της, συγκροτεί τον ουρανό με την υψηλή της θέση, κυβερνά τον υποσελήνιο κόσμο του γίγνεσθαι και παντού συνδέει τα επιμέρους με τα καθολικά. Καθώς είναι τέτοια, έχει προέλθει από τη ζωογόνο θεά: από την πλάτη της θεάς η απέραντη φύση έχει κρεμαστεί.

Από τη θεά αυτή προέρχεται κάθε ζωή, και η νοητική και αυτή πού είναι αχώριστη από τα κυβερνώμενα. Καθώς, λοιπόν, έχει εξαρτηθεί και κρέμεται από εκεί, απλώνεται μέσα σε όλα ανεμπόδιστα και εμπνέει τα πάντα. Εξαιτίας της ακόμα και τα πιο άψυχα μέρη του κόσμου μετέχουν σε κάποιο είδος ψυχής και τα φθαρτά παραμένουν αιώνια στον κόσμο, επειδή συγκροτούνται από τις αιτίες των ειδών που υπάρχουν μέσα σε εκείνη.

Η ακούραστη φύση εξουσιάζει τους κόσμους και τα έργα, λέει ο Χρησμός, για τα τρέχει ο ουρανός διανύοντας την αιώνια πορεία του, και τα λοιπά. Επομένως, αν κανείς από όσους κάνουν λόγο για τους τρεις δημιουργούς θέλει να τους αναγάγει σε αυτές τις αρχές, δηλαδή στον δημιουργό Νου, στην ψυχή και στην καθολική φύση, σωστά θα μιλά, για τους λόγους που έχουμε πει. Αν, όμως υποθέτει κάποιος άλλους τρεις δημιουργούς του Σύμπαντος πάνω από την ψυχή, δεν θα μιλά σωστά. Γιατί ένας είναι ο δημιουργός των πάντων, και το σύνολο της δημιουργίας του το μοιράστηκαν πιο επιμέρους δυνάμεις. Είτε, λοιπόν, ο Αμέλιος είτε ο Θεόδωρος υποστηρίζουν αυτή την διάταξη, δεν αποδεχόμαστε αυτό τον ισχυρισμό, αλλά θα φροντίσουμε να παραμείνουμε στις πλατωνικές και ορφικές θεωρίες.

Ωστόσο, και όσοι έχουν χαρακτηρίσει την φύση τέχνη δημιουργική, αν εννοούν αυτή που παραμένει μέσα στον ίδιο τον δημιουργό, δεν μιλούν σωστά, αν όμως εννοούν αυτήν που βγαίνει από τον δημιουργό, μιλούν σωστά. Γιατί πρέπει να εννοήσουμε την τέχνη ως τριπλή, μια αχώριστη από τον τεχνίτη, μια που βγαίνει από τον αυτόν και επιστρέφει σε αυτόν, και μια που βγήκε από αυτόν και μπήκε σε κάτι άλλο. Η τέχνη, λοιπόν, που βρίσκεται στον δημιουργό παραμένει σε αυτόν και είναι ο ίδιος ο δημιουργός, με βάση την οποία ονομάζεται “εργοτεχνίτης” από τους Χρησμούς και “Τεχνίτης του πύρινου κόσμου”. Η νοητική ψυχή είναι μεν τέχνη, αλλά μένει και βγαίνει. Η φύση μόνο βγήκε. Για αυτό και λέγεται όργανο των θεών, το οποίο δεν στερείται ζωής και δεν έχει μόνο την ιδιότητα να κινείται από κάτι άλλο, αλλά έχει κατά κάποιο τρόπο και την ιδιότητα να κινείται, να κινείται από μόνη της, επειδή ενεργεί από μόνη της. Γιατί τα όργανα των θεών έχουν λάβει την ουσία τους μέσα στις δραστικές λογικές αιτίες, είναι γεμάτα ζωή και βοηθούν τις ενέργειες των θεών.

Αφού, λοιπόν, έχει ειπωθεί τι είναι σύμφωνα με τον Πλάτωνα η φύση, ότι δηλαδή είναι ασώματη ουσία, αχώριστη από τα σώματα, η οποία έχει λογικές αιτίες των σωμάτων και δεν μπορεί να κοιτάζει στον εαυτό της, και αφού από αυτά είναι φανερό με ποια έννοια είναι “φυσικός” ο διάλογος ο οποίος μελετά ολόκληρη την κοσμογονία, θα ήταν επακόλουθο να προσθέσουμε τα επόμενα. Καθώς, λοιπόν, ολόκληρη η φιλοσοφία είναι χωρισμένη στην μελέτη των νοητών και στην μελέτη των εγκόσμιων, και μάλιστα σωστά, επειδή και ο κόσμος είναι διπλός, κατά ένα μέρος νοητός και κατά ένα άλλο αισθητός, όπως θα πει και ο ίδιος στην πορεία του διαλόγου, ο Παρμενίδης έχει συμπεριλάβει την μελέτη των νοητών και ο Τίμαιος την μελέτη των εγκόσμιων. Γιατί ο πρώτος παραδίδει όλες της θεϊκές βαθμίδες, και ο δεύτερος όλες τις προόδους των εγκόσμιων. Ούτε, όμως, ο πρώτος παραλείπει εντελώς την μελέτη των εγκόσμιων ούτε ο δεύτερος την μελέτη των νοητών, επειδή και τα αισθητά βρίσκονται μέσα στα νοητά με την μορφή του υποδείγματος, και τα νοητά μέσα στα αισθητά με την μορφή των εικόνων. Όμως, ο δεύτερος στέκεται περισσότερο στο φυσικό μέρος και ο πρώτος στο θεολογικό, κατά τρόπο σύμφωνο με τους άντρες από τους οποίους ονομάζονται. Γιατί από τον Τίμαιο έχει γραφτεί ένα παρόμοιο σύγγραμμα για την φύση του Σύμπαντος και από τον Παρμενίδη για τα αληθινά όντα. 

Σωστά, επομένως, ο θεϊκός Ιάμβλιχος υποστηρίζει ότι ολόκληρη η θεωρία του Πλάτωνα εμπεριέχεται σε αυτούς τους δυο διαλόγους, τον Τίμαιο και τον Παρμενίδη. Γιατί ολόκληρη η μελέτη των εγκόσμιων και των υπερκόσμιων λαμβάνει την τέλεια ολοκλήρωση με αυτούς και δεν παραμένει αδιερεύνητη καμία βαθμίδα των όντων. Μπορεί να γίνει φανερό, όμως, σε όσους δεν μελετούν πρόχειρα αυτούς τους διαλόγους ότι ο τρόπος της διαπραγμάτευσης του Τίμαιου είναι πανομοιότυπος με τον τρόπο του Παρμενίδη. Γιατί, όπως ο Τίμαιος ανάγει την αιτία όλων των εγκόσμιων στον πρωταρχικό δημιουργό, έτσι και ο Παρμενίδης εξαρτά την πρόοδο όλων των όντων από το Ένα. Και όπως ο πρώτος διδάσκει ότι όλα μετέχουν στην πρόνοια του δημιουργού, έτσι κι ο δεύτερος παρουσιάζει τα όντα να έχουν μετάσχει στην ενιαία ύπαρξη. Επιπλέον, όπως ακριβώς ο Τίμαιος, πριν από την μελέτη της φύσης προτάσσει την παρατήρηση των εγκόσμιων μέσω εικόνων, έτσι και ο Παρμενίδης ανακινεί την έρευνα των άυλων Ιδεών πριν από την μελέτη του θείου. Γιατί πρέπει κανείς να αναχθεί στην κατανόηση του σύμπαντος, αφού προηγουμένως εκπαιδευτεί με τις συζητήσεις για το καλύτερο πολίτευμα, καθώς επίσης και να ανυψωθεί στην μυστική θεωρία των ενάδων, αφού προηγουμένως προπονηθεί με τις επίμονες απορίες για τις Ιδέες. Αφού λοιπόν έχουν ειπωθεί τούτα, θα ήταν καιρός να πιάσουμε το κείμενο του Πλάτωνα και να εξετάσουμε κάθε λεπτομέρεια, όσο δυνατόν μπορούμε.

μόνος δὲ ὁ Πλάτων τοῖς Πυθαγορείοις ἑπομένως παραδίδωσι μὲν καὶ τὰ συναίτια τῶν φυσικῶν πραγμάτων͵ τὸ πανδεχὲς καὶ τὸ ἔνυλον εἶδος͵ δουλεύοντα τοῖς κυρίως αἰτίοις εἰς γένεσιν· πρὸ δὲ τούτων τὰς πρωτουργοὺς αἰτίας διερευνᾶται͵ τὸ ποιοῦν͵ τὸ παράδειγμα͵ τὸ τέλος͵ καὶ διὰ ταῦτα νοῦν τε ἐφίστησι τῷ παντὶ δημιουργικὸν καὶ νοητὴν αἰτίαν͵ ἐν ᾗ πρώτως ἐστὶ τὸ πᾶν͵ καὶ τὸ ἀγαθόν͵ ἐν ἐφετοῦ τάξει τῷ ποιοῦντι προϊδρυμένον· ἐπεὶ γὰρ τὸ ὑπ΄ ἄλλου κινούμενον ἤρτηται τῆς τοῦ κινοῦντος δυνάμεως͵ οὔτε παράγειν ἑαυτὸ δηλαδὴ πέφυκεν οὔτε τελειοῦν οὔτε σῴζειν͵ ἐν πᾶσι δὲ τούτοις τῆς ποιητικῆς αἰτίας δεῖται καὶ ὑπ΄ ἐκείνης συνέχεται. καὶ οὖν καὶ τὰ συναίτια τῶν φυσικῶν ἐξηρτῆσθαι προσήκει τῶν ἀληθινῶν αἰτίων͵ ἀφ΄ ὧν παρῆκται͵ πρὸς ἃ δεδημιούργηται παρὰ τοῦ πάντων πατρός͵ ὧν ἕνεκα γέγονεν. εἰκότως ἄρα τῷ Πλάτωνι πάντα ταῦτα μετ΄ ἀκριβείας ἐξη τασμένα παραδέδοται͵ καὶ ἀπὸ τούτων ἐξημμένα τὰ λοιπὰ δύο͵ τό τε εἶδος καὶ τὸ ὑποκείμενον· οὐ γάρ ἐστιν ὁ κόσμος οὗτος ὁ αὐτὸς τοῖς νοητοῖς ἢ νοεροῖς κόσμοις͵ οἵτινες ἐν εἴδεσι καθαροῖς ὑφεστήκασιν͵ ἀλλ΄ ἔστιν ἐν αὐτῷ τὸ μὲν ὡς λόγος καὶ εἶδος͵ τὸ δὲ ὡς ὑποκείμενον. ἀλλὰ ταῦτα μὲν καὶ εἰσαῦθις ἐξέσται σκοπεῖν· ὅτι δὲ εἰκότως πάσας τὰς αἰτίας ταύτας ὁ Πλάτων παραδέδωκε τῆς κοσμοποιίας͵ ἐκ τούτων πρόδηλον͵ τὸ ἀγαθόν͵ τὸ νοητὸν παράδειγμα͵ τὸ ποιοῦν͵ τὸ εἶδος͵ τὴν ὑποκειμένην φύσιν· εἰ μὲν γὰρ περὶ νοητῶν διελέγετο θεῶν͵ τἀγαθὸν ἂν μόνον αἴτιον αὐτῶν ἀπέφαινεν· ἐκ γὰρ ταύτης μόνης τῆς αἰτίας ὁ νοητὸς ἀριθμός· εἰ δὲ περὶ νοερῶν͵ τό τε ἀγαθὸν ἂν καὶ τὸ νοητὸν αἴτιον τούτων ὑπέθετο· πρόεισι γὰρ τὸ νοερὸν πλῆθος ἔκ τε τῶν νοητῶν ἑνάδων καὶ τῆς μιᾶς τῶν ὄντων πηγῆς· εἰ δὲ περὶ τῶν ὑπερκοσμίων͵ παρῆγεν ἂν αὐτοὺς ἔκ τε τῆς δημιουργίας τῆς νοερᾶς καὶ ὁλικῆς κἀκ τῶν νοητῶν θεῶν καὶ τοῦ τῶν ὅλων αἰτίου· πάντων γάρ͵ ὧν τὰ δεύτερα γεννητικά͵ πρώτως ἐστὶ καὶ ἀρρήτως ἐκεῖνο καὶ ἀνεπινοήτως ὑποστατικόν· ἐπειδὴ δὲ περὶ ἐγκοσμίων διαλέξεται πραγμάτων καὶ περὶ κόσμου τοῦ ξύμπαντος͵ ὕλην τε αὐτῷ δώσει καὶ εἶδος ἀπὸ τῶν ὑπερκοσμίων θεῶν εἰς αὐτὸν ἐφῆκον καὶ τῆς ὅλης ἐξάψει δημιουργίας καὶ πρὸς τὸ νοητὸν ἀπεικάσει ζῷον καὶ θεὸν ἀποδείξει τῇ μετουσίᾳ τἀγαθοῦ͵ καὶ οὕτω δὴ θεὸν ἔννουν ἔμψυχον ἀποτελέσει τὸν ὅλον κόσμον. Σκοπὸς μὲν οὖν οὗτος͵ οὗ φαμεν στοχάζεσθαι τὸν Τίμαιον͵ καὶ τοιοῦτος͵ ὥσπερ εἴπομεν. τούτου δὲ ὄντος τοιούτου πρεπόντως ἐν ἀρχῇ μὲν δι΄ εἰκόνων ἡ τοῦ παντὸς ἐπιδείκνυται τάξις͵ ἐν μέσοις δὲ ἡ σύμπασα κοσμοποιία παραδίδοται͵ πρὸς δὲ τῷ τέλει τὰ μερικὰ καὶ τὰ τέλη τῆς δημιουργίας συνυφαίνεται τοῖς ὅλοις· ἡ μὲν γὰρ τῆς Πολιτείας ἐπανάληψις καὶ ὁ περὶ τῆς Ἀτλαντίδος μῦθος τὴν δι΄ εἰκόνων ἐμφαίνει τοῦ κόσμου θεωρίαν· εἴτε γὰρ εἰς τὴν ἕνωσιν καὶ τὸ πλῆθος ἀπίδοιμεν τῶν ἐγκοσμίων͵ τῆς μὲν ἑνώσεως εἰκόνα φήσομεν εἶναι τὴν Πολιτείαν͵ ἣν ὁ Σωκράτης ἀνακεφαλαιοῦται͵ τὴν διὰ πάντων διήκουσαν κοι νωνίαν ὡς τέλος προστησαμένην͵ τῆς δὲ διαιρέσεως καὶ μάλιστα τῆς κατὰ τὰς δύο συστοιχίας ἀντιθέσεως τὸν τῶν Ἀτλαντίνων πρὸς Ἀθηναίους πόλεμον͵ ὃν ὁ Κριτίας ἱστορεῖ· εἴτε κατὰ τὸ οὐράνιον καὶ τὸ ὑπὸ σελήνην͵ τὴν μὲν Πολιτείαν ὁμοιοῦσθαι φήσομεν πρὸς τὴν οὐρανίαν δια κόσμησινκαὶ γὰρ ὁ Σωκράτης [rep. IX 592 B] ἐν οὐρανῷ φησιν αὐτῆς τὸ παράδειγμα ἱδρῦσθαιτὸν δὲ τῶν Ἀτλαντίνων πόλεμον τῇ γενέσει δι΄ ἐναντιώσεως καὶ μεταβολῆς ὑφισταμένῃ. ταῦτα μὲν οὖν διὰ ταῦτα προηγεῖται τῆς ὅλης φυσιολογίας. Ἐπὶ δὲ τούτοις τό τε δημιουργικὸν αἴτιον παραδίδοται τοῦ παντὸς καὶ τὸ παραδειγματικὸν καὶ τελικόν· ὧν προϋπαρχόντων δημιουργεῖται τὸ πᾶν καθ΄ ὅλον τε καὶ κατὰ μέρη· καὶ γὰρ τὸ σωματοειδὲς αὐτοῦ τεκταίνεται τοῖς εἴδεσι καὶ ταῖς δημιουργικαῖς τομαῖς καὶ τοῖς θείοις ἀριθμοῖς τεμνόμενον͵ καὶ ἡ ψυχὴ παράγεταί τε ἀπὸ τοῦ δημιουργοῦ καὶ πληροῦται λόγων ἁρμονικῶν καὶ συμβόλων θείων καὶ δημιουργικῶν͵ καὶ τὸ ὅλον ζῷον συνυφαίνεται κατὰ τὴν ἡνωμένην ἐν τῷ νοητῷ τοῦ κόσμου περιοχήν͵ τά τε μέρη τὰ ἐν αὐτῷ δεόντως ἐν τῷ ὅλῳ τάττεται͵ ὅσα τε σωματικὰ καὶ ὅσα ζωτικά· καὶ γὰρ ψυχαὶ μερι καὶ εἰσοικιζόμεναι τάττονται περὶ τοὺς ἡγεμόνας θεοὺς καὶ ἐγκόσμιαι γίνονται κατὰ τὰ ὀχήματα τὰ ἑαυτῶν͵ μιμούμεναι τοὺς ἡγουμένους αὐτῶν͵ καὶ τὰ θνητὰ ζῷα δημιουργεῖται καὶ ζῳοποιεῖται παρὰ τῶν οὐρανίων θεῶν· οὗ δὴ καὶ ἄνθρωπος ὅπη τε συνέστη καὶ δι΄ οἵας αἰτίας τεθεώρηται͵ καὶ πρό γε τῶν ἄλλων οὗτος͵ ἢ διότι καὶ προσήκουσά ἐστιν ἡμῖν ἡ περὶ αὐτοῦ θεωρία τὸν ἀνθρώπου λόγον προβεβλημένοις καὶ κατὰ τοῦτον ζῶσιν͵ ἢ διότι μικρὸς κόσμος ὁ ἄνθρωπος καὶ ἔστι καὶ ἐν τούτῳ πάντα μερικῶς͵ ὅσα ἐν τῷ κόσμῳ θείως τε καὶ ὁλικῶς· νοῦς τε γάρ ἐστιν ἡμῖν ὁ κατ΄ ἐνέργειαν͵ καὶ ψυχὴ λογικὴ προελθοῦσα ἐκ τοῦ αὐτοῦ πατρὸς καὶ τῆς αὐτῆς ζῳογόνου θεᾶς τῇ ὅλῃ͵ καὶ ὄχημα αἰθέριον ἀνάλογον τῷ οὐρανῷ͵ καὶ σῶμα γήινον ἐκ τῶν τεττάρων στοιχείων φυραθέν͵ οἷς καὶ σύστοιχόν ἐστιν. εἰ τοίνυν ἔδει πολλαχῶς θεωρῆσαι τὸ πᾶν καὶ ἐν τῷ νοητῷ καὶ ἐν τῷ αἰσθητῷ παραδειγματικῶς͵ εἰκονικῶς͵ ὁλικῶς͵ μερικῶς͵ εὖ ἂν ἔχοι καὶ ὁ περὶ ἀνθρώπου φύσεως λόγος ἐν τῇ τοῦ παντὸς θεωρίᾳ τελέως ἐξεργασθείς. εἴποις δ΄ ἂν κἀκεῖνον ἔτι τὸν λόγον͵ ὅτι κατὰ τὸ Πυθαγορικὸν ἔθος ἔδει συνάψαι τῷ θεωρουμένῳ τὸν περὶ τοῦ θεωροῦντος λόγον· ἐπεὶ γὰρ ἔχομεν͵ τίς ὁ κόσμος͵ ἐχρῆν οἶμαι προσθεῖναι κἀκεῖνο͵ τί ποτέ ἐστι τὸ ταῦτα ἐπισκεπτόμενον καὶ λογικῶς κατανοοῦν. ὅτι δὲ καὶ πρὸς τοῦτο ἀπέβλεψεν͵ ἐδήλωσε πρὸς τῷ τέλει διαρρήδην εἰπών [90 D]͵ ὅτι δεῖ τῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν ἐξομοιῶσαι τὸν μέλλοντα τῆς εὐδαίμονος ζωῆς ἐπήβολον ἔσεσθαι· τὸ μὲν γὰρ ὅλον ἀεὶ εὔδαιμον· ἔσται δὲ καὶ τὸ ἡμέτερον εὔδαιμον ὁμοιωθὲν τῷ παντί· καὶ γὰρ πρὸς τὴν αἰτίαν οὕτως ἀναχθήσεται· ἐπεὶ γὰρ ὡς ὁ ἐνταῦθα ἄνθρωπος πρὸς τὸ πᾶν͵ οὕτω καὶ ὁ νοητὸς ἄνθρωπος πρὸς τὸ αὐτοζῷον͵ ἐκεῖ δὲ ἀεὶ τὰ δεύτερα τῶν πρώτων ἐξέχεται καὶ τὰ μέρη τῶν ὅλων ἐστὶν ἀνεκφοίτητα καὶ ἵδρυται ἐν αὐτοῖς͵ ὅταν καὶ ὁ τῇδε ἄνθρωπος ἀφομοιῶται τῷ παντί͵ μιμήσεται καὶ τὸ ἑαυτοῦ παράδειγμα τὸν προσήκοντα τρόπον͵ κόσμιος γενόμενος διὰ τὴν πρὸς τὸν κόσμον ὁμοιότητα καὶ εὐδαίμων διὰ τὴν πρὸς τὸν εὐδαίμονα θεὸν ἀπεικασίαν. Ἐπὶ δὴ τοῖς εἰρημένοις καὶ τὰ τέλη τῆς δημιουργίας λελεπτούργηται κατά τε γένη καὶ εἴδη͵ τά τε ἐν τοῖς μετεώροις τά τε ἐν τῇ γῇ συνιστάμενα καὶ τὰ ἐν τοῖς ζῴοις͵ τά τε παρὰ φύσιν καὶ ὅσα κατὰ φύσιν· οὗ δὴ καὶ αἱ ἀρχαὶ τῆς ἰατρικῆς ἀναφαίνονται· λήγει γὰρ ἄχρι τούτων ὁ φυσικός͵ ἐπειδὴ τῆς φύσεώς ἐστι θεατής· ἅμα γὰρ τῇ φύσει καὶ τὸ κατὰ φύσιν͵ τούτου δὲ ἔκβασις τὸ παρὰ φύσιν. ποσαχῶς οὖν ἡ παρατροπὴ καὶ ὅπως ἐπανάγεται πρὸς τὸ μέτριον καὶ τὴν φύσιν͵ τοῦ φυσικοῦ κατανοεῖν ἔργον͵ τὰ δὲ τούτοις ἑπόμενα τῆς ἰατρικῆς ἐξυφαίνειν τέχνης. ἐν δὴ τούτοις μάλιστα κοινωνεῖ τοῖς ἄλλοις φυσιολόγοις ὁ Πλάτων· περὶ γὰρ τὰ ἐνυλότατα καὶ τὰ ἔσχατα ἔργα τῆς φύσεως ἐκεῖνοι διέτριβον͵ ἀφέντες τὸν ὅλον οὐρανὸν καὶ τὰς τῶν θεῶν τῶν ἐγκοσμίων τάξεις͵ ἅτε τὴν ὕλην ὁρῶντες͵ τὰ δὲ εἴδη καὶ τὰς πρωτουργοὺς αἰτίας χαίρειν μεθέντες. δοκεῖ δέ μοι καὶ ὁ δαιμόνιος Ἀριστοτέλης τὴν τοῦ Πλάτωνος διδασκαλίαν κατὰ δύναμιν ζηλώσας οὕτω διαθεῖναι τὴν ὅλην περὶ φύσεως πραγματείαν· τὰ μὲν κοινὰ πάντων τῶν φύσει συνεστώτων ἰδών͵ εἶδος καὶ ὑποκείμενον καὶ τὸ ὅθεν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως καὶ κίνησιν καὶ χρόνον καὶ τόπον͵ ἃ δὴ καὶ Πλάτων ἐνταῦθα παραδέδωκε͵ τό τε διάστημα καὶ τὸν χρόνον εἰκόνα αἰῶνος ὄντα καὶ τῷ οὐρανῷ συνυποστάντα καὶ τὰ ποικίλα τῆς κινήσεως εἴδη καὶ τὰ συναίτια τῶν φύσει͵ τὰ δὲ ἴδια τοῖς κατ΄ οὐσίαν διῃρημένοις͵ καὶ τούτων πρῶτα μὲν τὰ τῷ οὐρανῷ προσήκοντα͵ τῷ Πλάτωνι συμφώνως͵ καθόσον ἀγένητον τίθεται τὸν οὐρανὸν καὶ πέμπτης οὐσίαςτί γὰρ  διαφέρει πέμπτον στοιχεῖον καλεῖν ἣ πέμπτον κόσμον καὶ σχῆμα πέμπτον͵ ὡς ὁ Πλάτων ἐκάλεσεν; δεύτερα δὲ τὰ κοινὰ πάσης τῆς γενεσιουργοῦ συστάσεως͵ οὗ δὴ θαυμάσειεν ἄν τις τὸν Πλάτωνα τάς τε οὐσίας αὐτῶν καὶ τὰς δυνάμεις σὺν πολλῇ τῇ ἀκριβείᾳ θεωρήσαντα καὶ τήν τε ἁρμονίαν αὐτῶν καὶ τὰς ἐναντιώσεις ὀρθῶς διασωσάμενον· τούτων δὲ αὖ τῶν περὶ τὴν γένεσιν τὰ μὲν προσήκοντα τοῖς μετεώροις͵ ὧν ὁ μὲν Πλάτων τὰς ἀρχὰς παραδέδωκεν͵ ὁ δὲ Ἀριστοτέλης τὴν διδασκαλίαν ἐξέτεινε πέρα τοῦ δέοντος͵ τὰ δὲ εἰς τὴν τῶν ζῴων τείνοντα θεωρίαν͵ ἃ δὴ παρὰ μὲν τῷ Πλάτωνι κατὰ πάσας τὰς αἰτίας διήρθρωται τὰς τελικὰς καὶ τὰς συναιτίους͵ παρὰ δὲ τῷ Ἀριστοτέλει μόγις καὶ ἐν ὀλίγοις κατὰ τὸ εἶδος τεθεώρηται· τὰ πολλὰ γὰρ ἄχρι τῆς ὕλης ἵστα ται καὶ τὰς ἀποδόσεις ἀπὸ ταύτης τῶν φυσικῶν ποιούμενος δείκνυσιν ἡμῖν͵ ὅσον ἀπολείπεται τῆς τοῦ καθηγεμόνος ὑφη γήσεως. ταῦτα μὲν δὴ περὶ τούτων. Τὸ δὲ εἶδος τοῦ διαλόγου καὶ ὁ χαρακτὴρ ὁποῖός τίς ἐστι͵ μετὰ ταῦτα λέγωμεν. ὁμολογεῖται δὴ παρὰ πάντων͵ ὅτι τοῦ Πυθαγορικοῦ Τιμαίου τὸ βιβλίον ὁ Πλάτων λαβών͵ ὃ περὶ τοῦ παντὸς αὐτῷ σύγκειται͵ τὸν τῶν Πυθαγορείων τρόπον τιμαιογραφεῖν ἐπεχείρησεν. ὁμολογεῖται δ΄ αὖ καὶ τοῦτο παρὰ τῶν καὶ σμικρὰ τῷ Πλάτωνι συγγεγονότων͵ ὅτι τὸ ἦθος αὐτοῦ Σωκρατικόν ἐστι καὶ φιλάνθρωπον καὶ ἀποδεικτικόν. εἴπερ οὖν ἄλλοθί που ξυνεκεράσατο τήν τε Πυθαγόρειον καὶ Σωκρατικὴν ἰδιότητα͵ κἀν τῷδε τῷ διαλόγῳ τοῦτο φαίνεται ποιῶν· ἔστι γὰρ ἐν αὐτῷ παρὰ μὲν τῆς Πυθαγορικῆς συνηθείας τὸ ὑψηλόνουν͵ τὸ νοερόν͵ τὸ ἔνθεον͵ τὸ ἀπὸ τῶν νοητῶν πάντα ἐξάπτον͵ τὸ ἐν ἀριθμοῖς τὰ ὅλα ἀφοριζόμενον͵ τὸ συμβολικῶς τὰ πράγματα καὶ μυστικῶς ἐνδεικνύμενον͵ τὸ ἀναγωγόν͵ τὸ ὑπεραῖρον τὰς μεριστὰς ἐπιβολάς͵ τὸ ἀποφαντικόν· παρὰ δὲ τῆς Σωκρατικῆς φιλανθρωπίας τὸ εὐσυνουσίαστον͵ τὸ ἤμερον͵ τὸ ἀποδεικτικόν͵ τὸ 1.8 δι΄ εἰκόνων τὰ ὄντα θεωροῦν͵ τὸ ἠθικόν͵ πάντα τὰ τοιαῦτα. διὸ δὴ σεμνὸς μέν ἐστιν ὁ διάλογος καὶ ἄνωθεν ἀπὸ τῶν πρωτίστων ἀρχῶν ποιεῖται τὰς ἐπιβολάς͵ μίγνυσι δὲ τῷ ἀποφαντικῷ τὸ ἀποδεικτικόν͵ καὶ τὰ φυσικὰ οὐ φυσικῶς μόνον͵ ἀλλὰ καὶ θεολογικῶς νοεῖν ἡμᾶς παρασκευάζει· καὶ γὰρ αὐτὴ ἡ φύσις ἡ ποδηγετοῦσα τὸ πᾶν ἐξηρτημένη τῶν θεῶν καὶ ὑπ΄ αὐτῶν ἐμπνεομένη κατευθύνει τὸ σωματοειδὲς καὶ οὔτε ὡς θεός ἐστιν οὔτε ἔξω τῆς θείας ἰδιότητος τῷ προσλάμπεσθαι παρὰ τῶν ὄντως ὄντων θεῶν. εἰ δὴ δεῖ καὶ τοὺς λόγους ὁμοιοῦσθαι τοῖς πράγμασιν͵ ὧν εἰσιν ἐξηγηταί͵ καθάπερ αὐτὸς ὁ Τίμαιος ἐρεῖ [ 29 B ]͵ πρέπον ἂν εἴη καὶ τόνδε τὸν διάλογον ἔχειν μὲν καὶ τὸ φυσικόν͵ ἔχειν δὲ αὖ καὶ τὸ θεολογικόν͵ μιμούμενον τὴν φύσιν͵ ἧς ἐστι θεατής. ἔτι δέ͵ ἐπειδὴ κατὰ τὸ Πυθαγόρειον ἀρέσκον τριχῆ τὰ πράγματα διῄρηται͵ εἴς τε τὰ νοητὰ καὶ τὰ φυσικὰ καὶ τὰ τούτων μέσα͵ ἃ δὴ καλεῖν εἰώθασι μαθηματικά͵ πάντα δὲ ἐν πᾶσιν ἔστι θεωρεῖν οἰκείωςκαὶ γὰρ ἐν τοῖς νοητοῖς ἀρχηγικῶς προϋφέστηκε τά τε μέσα καὶ τὰ ἔσχατα͵ καὶ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς ἀμφότερά ἐστιν͵ εἰκονικῶς μὲν τὰ πρῶτα͵ παραδειγματικῶς δὲ τὰ τρίτα͵ καὶ ἐν τοῖς φυσικοῖς ἐστιν ἰνδάλματα τῶν πρὸ αὐτῶν εἰκότως δήπου καὶ ὁ Τίμαιος τὴν  te  ψυχὴν ὑφιστὰς διὰ τῶν μαθηματικῶν ὀνομάτων ἐνδείκνυται τάς τε δυνάμεις αὐτῆς καὶ τοὺς λόγους καὶ τὰ στοιχεῖα͵ Πλάτων δὲ ἀπὸ τῶν σχημάτων τῶν γεωμετρικῶν τὰς ἰδιότητας αὐτῆς ἀφορίζεται καὶ τούτων ξυμπάντων ἐν τῷ νοητῷ καὶ δημιουργικῷ νῷ τὰς αἰτίας ἀπολείπει προϋπαρχούσας ἀρχοειδῶς. περὶ μὲν δὴ τούτων τοσαῦτα͵ καὶ τῆς τῶν καθ΄ ἕκαστα διερευνήσεως μᾶλλον ἡμᾶς ἐπιστῆσαι τῷ ἤθει τοῦ διαλόγου δυναμένης. Ἡ δὲ ὑπόθεσις τοιάδε τίς ἐστι· Σωκράτης εἰς Πειραιᾶ ἀφικόμενος τῆς τῶν Βενδιδείων ἑορτῆς ἕνεκα καὶ πομπῆς διείλεκται περὶ πολιτείας ἐκεῖ πρός τε Πολέμαρχον τὸν Κεφάλου καὶ Γλαύκωνα καὶ Ἀδείμαντον καὶ δὴ καὶ Θρασύμαχον τὸν σοφιστήν· τῇ δὲ ὑστεραίᾳ τῆς ἡμέρας ταύτης ἐν ἄστει πρὸς Τίμαιον καὶ Ἑρμοκράτην καὶ Κριτίαν καὶ τέταρτον ἐπὶ τούτοις ἄλλον ἀνώνυμον διηγεῖται τὴν ἐν Πειραιεῖ ξυνουσίαν͵ ὡς ἐν τῇ Πολιτείᾳ ὑπόκειται· διηγησάμενος δὲ παρεκάλεσε καὶ τοὺς ἄλλους οἰκείοις αὐτὸν ἀνταφεστιάσαι λόγοις τῇ ταύτης ὑστεραίᾳ. συνεληλύθασιν οὖν ἀκροασόμενοί τε καὶ ἐροῦντες εἰς τήνδε τὴν ἡμέραν͵ τρίτην οὖσαν ἀπὸ τῆς ἐν Πειραιεῖ συνουσίας· ἔν τε γὰρ τῇ Πολιτείᾳ [ I 327 A ] τὸ κατέβην χθὲς εἴρηται κἀνταῦθα [ 17 A ] τὸ τῶν χθὲς μὲν δαιτυμόνων͵ τὰ νῦν δὲ ἑστιατόρων· πάρεισι δὲ εἰς τήνδε τὴν ἀκρόασιν οὐ πάντες͵ ἀλλ΄ ὁ τέταρτος δι΄ ἀσθένειαν ἀπολείπεται. τί δή ποτε οὖν͵ φαίης ἄν͵ ἐν τούτοις οἱ ἀκροώμενοι τρεῖς͵ ἐν οἷς περὶ κόσμου τοῦ σύμπαντος ὁ λόγος; ὅτι͵ φήσω͵ τὸν μὲν πατέρα τῶν λόγων ἀνάλογον ἑστάναι προσήκει τῷ πατρὶ τῶν ἔργων· ἡ γὰρ κατὰ λόγον κοσμοποιία τῆς κατὰ νοῦν ἐστι κοσμοποιίας εἰκών· τῇ δὲ ὑποδεχομένῃ δημιουργικῇ τριάδι τὴν τοῦ πατρὸς μίαν καὶ ὁλικὴν ποίησιν τὴν τριάδα τῶν τοὺς λόγους ὑποδεχομένων͵ ἧς τὸ ἀκρότατόν ἐστι Σωκράτης͵ διὰ συγγένειαν ζωῆς αὐτόθεν τῷ Τιμαίῳ συνάπτων ἑαυτόν͵ ὥσπερ τῆς παραδειγματικῆς τὸ πρῶτον συνήνωται τῷ πρὸ τῶν τριῶν. ταῦτα μὲν οὖν καὶ διὰ τῶν ἐχομένων ἐναργέστερον πιέσομεν͵ εἰ ταύτῃ τοῖς θεοῖς φίλον. Εἰρημένων δὲ ἡμῖν ἤδη τοῦ τε σκοποῦ πέρι͵ τίς τε καὶ ἡλίκος ἐστί͵ καὶ τῆς οἰκονομίας τοῦ διαλόγου τοῦ τε χαρακτῆρος τοῦ ἐν αὐτῷ͵ θαυμασίως συγκεκραμένου͵ καὶ τῆς ὅλης ὑποθέσεως͵ καὶ δὴ καὶ περὶ τῶν προσώπων τῆς πρὸς τοὺς παρόντας λόγους οἰκειότητος͵ ἁρμόττον μὲν ἦν ἐπ΄ αὐτὴν τὴν λέξιν ἐλθόντας ἐξετάζειν ἕκαστα τὸν ἡμῖν δυνατὸν τρόπον· ἀλλ΄ ἐπεὶ τὸ τῆς φύσεως ὄνομα παρ΄ ἄλλοις ἄλλως φερόμενον ταράττει τοὺς τῆς Πλάτωνος διανοίας φιλοθεάμονας πῇ ποτε αὐτῷ δοκεῖ͵ καὶ τίνα βούλεται τὴν οὐσίαν εἶναι τῆς φύσεως͵ φέρε περὶ τούτου πρῶτον διέλθωμεν· πρέποι γὰρ ἄν που καὶ τῷ διαλόγῳ τὸ σκέμμα φυσικὴν ἔχοντι τὴν θεωρίαν εἰδέναι͵ τίς ἡ φύσις καὶ πόθεν πρόεισι καὶ μέχρι τίνος διατείνει τὰς ἑαυτῆς ποιήσεις. τῶν γὰρ παλαιῶν οἳ μὲν τὴν ὕλην φύσιν ἐκάλουν͵ ὡς Ἀντιφῶν͵ οἳ δὲ τὸ εἶδος͵ ὡς Ἀριστοτέλης ἐν πολλοῖς͵ οἳ δὲ τὸ ὅλον͵ ὡς τῶν πρὸ Πλάτωνός τινες͵ περὶ ὧν ἐν Νόμοις [ X 892 B ] ἱστόρησεν͵ ὅτι δὴ τὰ φύσει φύσεις προσηγόρευον͵ οἳ δὲ τὰς φυσικὰς δυνάμεις͵ βαρύτητας͵ κουφότητας͵ μανώσεις͵ πυκνώσεις͵ ὥς τινες τῶν Περιπατητικῶν καὶ τῶν ἔτι ἀρχαιοτέρων φυσικῶν͵ οἳ δὲ τέχνην θεοῦ τὴν φύσιν προσωνόμαζον͵ οἳ δὲ ψυχήν͵ οἳ δὲ ἄλλο τι τοιοῦτον· ὁ δέ γε Πλάτων ὕλην μὲν ἢ τὸ ἔνυλον εἶδος ἢ τὸ σῶμα ἢ τὰς δυνάμεις τὰς φυσικὰς οὐκ ἀξιοῖ πρώτως ἐπονομάζεσθαι φύσιν͵ ψυχὴν δὲ αὐτὴν αὐτόθεν ὀκνεῖ προσαγορεύειν͵ ἐν μέσῳ δὲ ἀμφοῖν τὴν οὐσίαν αὐτῆς θέμενος͵ ψυχῆς λέγω καὶ τῶν σωματικῶν δυνάμεων͵ ὑφειμένην μὲν ἐκείνης τῷ μερίζεσθαι περὶ τὰ σώματα καὶ τῷ μὴ ἐπιστρέφειν εἰς αὐτήν͵ ὑπερέχουσαν δὲ τῶν μετ΄ αὐτὴν τῷ λόγους ἔχειν τῶν πάντων καὶ γεννᾶν πάντα καὶ ζῳοποιεῖν͵ τὴν ἀκριβεστάτην περὶ αὐτῆς θεωρίαν ἡμῖν παραδέδωκε. κατὰ γὰρ τὰς κοινὰς ἐννοίας ἄλλο φύσις καὶ ἄλλο τὸ κατὰ φύσιν καὶ τὸ φύσει· καὶ γὰρ τὸ τεχνητὸν ἄλλο παρὰ τὴν τέχνην· καὶ ἄλλο ψυχὴ νοερὰ καὶ ἄλλο φύσις· ἡ μὲν γὰρ φύσις τῶν σωμάτων ἐστί͵ δύνουσα κατ΄ αὐτῶν καὶ οὖσα ἀχώριστος ἀπ΄ αὐτῶν͵ ἡ δὲ ψυχὴ χωριστή ἐστι καὶ ἐν αὐτῇ ἵδρυται καὶ ἑαυτῆς ἐστιν ἅμα καὶ ἄλλου͵ τῷ μὲν μετέχεσθαι τὸ ἄλλου ἔχουσα͵ τῷ δὲ μὴ νεύειν εἰς τὸ μετασχὸν τὸ ἑαυτῆς͵ ὥσπερ ὁ τῆς ψυχῆς πατὴρ ἑαυτοῦ μόνον ἐστὶν ἀμέθεκτος ὤν͵ καί͵ εἰ βούλει͵ πρὸ τούτου τὸ νοητὸν παράδειγμα τοῦ κόσμου παντὸς αὐτό. ταῦτα γάρ ἐστιν ἐχόμενα 1.11 ἀλλήλων· τὸ αὐτό͵ τὸ αὐτοῦ͵ τὸ αὐτοῦ καὶ ἄλλου͵ τὸ ἄλλου͵ τὸ ἄλλο· τοῦτο μὲν δῆλον ὅτι τὸ αἰσθητὸν πᾶν͵ ἐν ᾧ διάστασις καὶ μερισμὸς παντοῖος· ἐκείνων δὲ τὸ μὲν ἡ φύσις ἡ ἀχώριστος τῶν σωμάτων͵ τὸ δὲ ἡ ψυχὴ ἐν ἑαυτῇ τε οὖσα καὶ ἐλλάμπουσα δευτέραν εἰς ἄλλο ζωήν͵ τὸ δὲ ὁ δημιουργικὸς νοῦς ἐν τῷ ἑαυτοῦ μένων κατὰ τρόπον ἤθει [ Tim.  42 E ]͵ τὸ δὲ ἡ νοητὴ πάντων αἰτία καὶ παραδειγματικὴ τῶν ὑπὸ τοῦ δημιουργοῦ ποιουμένων͵ ἣν καὶ αὐτοζῷον διὰ τοῦτο καλεῖν ὁ Πλάτων ἠξίωσεν [ 30 CD ]. ἡ τοίνυν φύσις ἐσχάτη μέν ἐστι τῶν τὸ σωματοειδὲς τοῦτο καὶ αἰσθητὸν δημιουργούντων αἰτίων καὶ τὸ πέρας τοῦ τῶν ἀσωμάτων οὐσιῶν πλάτους͵ πλήρης δὲ λόγων καὶ δυνάμεων͵ δι΄ ὧν κατευθύνει τὰ ἐγκόσμια͵ καὶ θεὸς μέν͵ τῷ δὲ ἐκθεοῦσθαι καὶ οὐκ αὐτόθεν ἔχουσα τὸ εἶναι θεόςκαὶ γὰρ τὰ θεῖα σώματα θεοὺς καλοῦμεν͵ ὡς ἀγάλματα τῶν θεῶνποδηγετοῦσα δὲ τὸν ὅλον κόσμον ταῖς ἑαυτῆς δυνάμεσι καὶ τὸν μὲν οὐρανὸν τῇ ἑαυτῆς ἀκρότητι συνέχουσα͵ τὴν δὲ γένεσιν διὰ τοῦ οὐρανοῦ κυβερνῶσα͵ πανταχοῦ δὲ τὰ μερικὰ συνυφαίνουσα τοῖς ὅλοις. τοιαύτη δὲ οὖσα προελήλυθεν ἀπὸ τῆς ζῳογόνου θεᾶς·
νώτοις δ΄ ἀμφὶ θεᾶς φύσις ἄπλετος ᾐώρηται· ἀφ΄ ἧς πᾶσα ζωὴ πρόεισιν͵ ἥ τε νοερὰ καὶ ἡ ἀχώριστος τῶν διοικουμένων· ἐξηρτημένη δὲ ἐκεῖθεν καὶ ἀπαιωρουμένη φοιτᾷ διὰ πάντων ἀκωλύτως καὶ πάντα ἐμπνεῖ· δι΄ ἣν καὶ τὰ ἀψυχότατα ψυχῆς μετέχει τινός͵ καὶ τὰ φθειρόμενα μένει διαιωνίως ἐν τῷ κόσμῳ͵ ταῖς ἐν αὐτῇ τῶν εἰδῶν αἰτίαις συνεχόμενα. ἄρχει δὲ αὖ φύσις ἀκαμάτη κόσμων τε καὶ ἔργων͵ φησὶ τὸ λόγιον͵ οὐρανὸς ὄφρα θέῃ δρόμον ἀΐδιον κατασύρων καὶ τὰ ἑξῆς. ὥστ΄ εἴ τις ἐθέλοι τῶν τοὺς τρεῖς δημιουργοὺς λεγόντων εἰς ταύτας ἀναπέμπειν τὰς ἀρχὰς αὐτούς͵ τὸν δημιουργικὸν νοῦν͵ τὴν ψυχήν͵ τὴν ὅλην φύσιν͵ ὀρθῶς ἂν λέγοι διὰ τὰς εἰρημένας αἰτίας· εἰ δὲ ἄλλους τινὰς δημιουργοὺς ἐπέκεινα ψυχῆς ὑποτίθεται τρεῖς τοῦ παντός͵ οὐκ ὀρθῶς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ τῶν ὅλων δημιουργός· κατενείμαντο δὲ αὐτοῦ τὴν ὅλην δημιουργίαν μερικώτεραι δυνάμεις. εἴτ΄ οὖν Ἀμέλιος ἐθέλοι ταύτῃ διατάττεσθαι εἴτε Θεόδωρος͵ οὐ προσιέμεθα τὸν λόγον͵ ἀλλ΄ ἐπὶ τῶν Πλατωνικῶν καὶ Ὀρφικῶν μένειν σπουδάσομεν ὑποθέσεων. καὶ μὴν καὶ ὅσοι τέχνην δημιουργικὴν τὴν φύσιν εἰρήκασιν͵ εἰ μὲν τὴν ἐν αὐτῷ τῷ δημιουργῷ μένουσάν φασιν͵ οὐκ ὀρθῶς λέγουσιν͵ εἰ δὲ τὴν ἀπ΄ αὐτοῦ προϊοῦσαν͵ ὀρθῶς· τριπλῆν γὰρ τὴν τέχνην νοητέον͵ τὴν μὲν ἀνεκφοίτητον τοῦ τεχνίτου͵ τὴν δὲ προϊοῦσαν μέν͵ ἐπιστρέφουσαν δὲ εἰς αὐτόν͵ τὴν δὲ ἤδη προελθοῦσαν καὶ ἐν ἄλλῳ γενομένην. ἡ μὲν οὖν ἐν τῷ δημιουργῷ τέχνη μένει τε ἐν αὐτῷ καὶ αὐτός ἐστι͵ καθ΄ ἣν καὶ ἐργοτεχνίτης ὑπὸ τῶν λογίων ἐπονομάζεται καὶ κόσμου τεχνίτης πυρίου· ἡ δὲ νοερὰ ψυχὴ τέχνη μέν͵ ἀλλὰ μένουσα ἅμα καὶ προϊοῦσα· ἡ δὲ φύσις προελθοῦσα μόνον. διὸ καὶ ὄργανον λέγεται τῶν θεῶν͵ οὐκ ἄζων οὐδὲ ἀλλοκίνητον μόνον͵ ἀλλ΄ ἔχουσά πως τὸ αὐτοκίνη τον τῷ ἀφ΄ ἑαυτῆς ἐνεργεῖν· τὰ γὰρ ὄργανα τῶν θεῶν ἐν λόγοις δραστηρίοις οὐσίωται καὶ ζωτικά ἐστι καὶ σύνδρομα ταῖς ἐνεργείαις αὐτῶν. Ἐπειδὴ τοίνυν εἴρηται͵ τίς ἡ κατὰ Πλάτωνα φύσις͵ ὅτι οὐσία ἀσώματος͵ ἀχώριστος σωμάτων͵ λόγους ἔχουσα αὐτῶν͵ εἰς ἑαυτὴν ὁρᾶν οὐ δυναμένη͵ καὶ δῆλον ἀπὸ τούτων͵ ὅπως ὁ διάλογος φυσικός͵ ὁ περὶ τῆς ὅλης κοσμοποιίας ἀναδιδά σκων͵ ἀκόλουθον ἂν εἴη τὰ τούτοις ἐφεξῆς συνάπτειν· τῆς γὰρ ὅλης φιλοσοφίας εἴς τε τὴν περὶ τῶν νοητῶν καὶ τὴν περὶ τῶν ἐγκοσμίων θεωρίαν διῃρημένης͵ καὶ εἰκότως͵ ὅτι καὶ διττὸς ὁ κόσμος͵ ὁ μὲν νοητός͵ ὁ δὲ αἰσθητός͵ ὡς ἐρεῖ [ 30 C ] καὶ αὐτὸς προελθών͵ ὁ μὲν Παρμενίδης τὴν περὶ τῶν νοητῶν πραγματείαν περιείληφεν͵ ὁ δὲ Τίμαιος τὴν τῶν ἐγκοσμίων· ὃ μὲν γὰρ ἁπάσας τὰς θείας τάξεις παραδίδωσιν͵ ὃ δὲ ἁπάσας τῶν ἐγκοσμίων τὰς προόδους· οὔτε δὲ ἐκεῖνος πάντη παραλείπει τὴν τῶν ἐν τῷ παντὶ θεωρίαν͵ οὔτε οὗτος τὴν τῶν νοητῶν͵ διότι καὶ τὰ αἰσθητὰ ἐν τοῖς νοητοῖς ἐστι παραδειγματικῶς καὶ τὰ νοητὰ ἐν τοῖς αἰσθητοῖς εἰκονικῶς· πλεονάζει δὲ ὃ μὲν περὶ τὸ φυσικόν͵ ὃ δὲ περὶ τὸ θεολογικόν͵ οἰκείως τοῖς ἀνδράσιν͵ ἀφ΄ ὧν ὀνομάζονται· Τιμαίῳ τε γὰρ τοιοῦτό τι γράμμα περὶ τῆς τοῦ παντὸς ἐγέγραπτο φύσεως͵ καὶ Παρμενίδῃ δὲ περὶ τῶν ὄντως ὄντων. ὀρθῶς ἄρα φησὶν ὁ θεῖος Ἰάμβλιχος τὴν ὅλην τοῦ Πλάτωνος θεωρίαν ἐν τοῖς δύο τούτοις περιέχεσθαι διαλόγοις͵ Τιμαίῳ καὶ Παρμενίδῃ· πᾶσα γὰρ ἡ περὶ τῶν ἐγκοσμίων καὶ ὑπερκοσμίων πραγματεία τέλος ἔχει τὸ ἄριστον ἐν αὐτοῖς͵ καὶ οὐδεμία τάξις τῶν ὄντων ἀδιερεύνητος παραλέλειπται. φανείη δ΄ ἂν τοῖς μὴ παρέργως ἐντυγχάνουσι καὶ ὁ τῆς πραγματείας τρόπος τοῦ Τιμαίου πρὸς τὸν Παρμενίδην ὁμοιότατος· ὡς γὰρ ὁ Τίμαιος πάντων τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τὴν αἰτίαν ἐπὶ τὸν πρώτιστον ἀνάγει δημιουργόν͵ οὕτως ὁ Παρμενίδης τῶν ὄντων ἁπάντων τὴν πρόοδον ἐξάπτει τοῦ ἑνός· καὶ ὃ μὲν
ᾗ μετέχει πάντα τῆς δημιουργικῆς προνοίας παραδίδωσιν͵ ὃ δὲ ᾗ τῆς ἑνοειδοῦς ὑπάρξεως τὰ ὄντα μετείληφεν· ἔτι δὲ ὥσπερ ὁ Τίμαιος πρὸ τῆς φυσιολογίας τὴν δι΄ εἰκόνων προτείνει θεωρίαν τῶν ἐγκοσμίων͵ οὕτως ὁ Παρμενίδης τὴν περὶ τῶν εἰδῶν τῶν ἀύλων ἀνακινεῖ ζήτησιν πρὸ τῆς θεολογίας· καὶ γὰρ δεῖ γυμνασάμενον μὲν ἐν τοῖς περὶ τῆς ἀρίστης πολιτείας λόγοις εἰς τὴν τοῦ παντὸς ἀνάγεσθαι κατανόησιν͵ ἀθλήσαντα δὲ ἐν ταῖς συντόνοις περὶ τῶν εἰδῶν ἀπορίαις ἐπὶ τὴν τῶν ἑνάδων ἀναπεμφθῆναι μυστικὴν θεωρίαν. τούτων δὲ εἰρημένων καιρὸς ἂν εἴη τῆς λέξεως ἐφάπτεσθαι τοῦ Πλάτωνος καὶ βασανίζειν ἕκαστον ὡς ἂν οἷοί τε ὦμεν.

 Πρόκλος  “Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, (Βιβλίο πρώτον,  1.2.29  – 1.14.4)"

πηγή: eleysis69.wordpress

ΕΜΠΟΡΙΟΝ ΚΑΤΑΛΟΝΙΑΣ - ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΑΣ

$
0
0

empuries

Εμπόριον, Emporiae, Empuries· όποιο όνομα και να διαλέξουμε, η ουσία είναι μία και δεν αλλάζει: ο πιο σημαντικός αρχαιολογικός χώρος στην Ισπανία αλλά και ολόκληρη την ιβηρική χερσόνησο, φέρει ελληνική υπογραφή, είναι ηλικίας 2.000 και πλέον ετών και, ούτε λίγο ούτε πολύ, αποτελεί για τους Καταλανούς εθνική υπόθεση!Το ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν φροντίσει να «γεμίσουν» τα παράλια της Μεσογείου με αποικίες, είναι σε όλους γνωστό. Από τις Ηράκλειες Στήλες μέχρι τη Μέση Ανατολή και τη Φοινίκη, οι Έλληνες έχτιζαν λιμάνια και εμπορικές αντιπροσωπείες για να εξυπηρετούν τις ανάγκες του εμπορίου αλλά και την έμφυτη ανάγκη τους να ταξιδεύουν. Μια από όλες αυτές τις αποικίες, ωστόσο, αποτελεί σήμερα τον σημαντικότερο αρχαιολογικό χώρο σ’ ολόκληρη την Ισπανία, ταυτισμένη μάλιστα βαθιά με την Καταλονία, όπου βρίσκεται, και την προσπάθεια στήριξης της καταλανικής ταυτότητας.
Ο θεός της Ιατρικής «ταξίδεψε» περίπου 2.000 χιλιόμετρα, από τη Δήλο μέχρι τις ακτές της Καταλονίας.
Ο θεός της Ιατρικής «ταξίδεψε» περίπου 2.000 χιλιόμετρα, από τη Δήλο μέχρι τις ακτές της Καταλονίας.
Το Εμπόριον, λοιπόν, βρίσκεται περίπου 138 χλμ. βόρεια της Βαρκελώνης, στην επαρχία της Τζιρόνα, και αρκετά κοντά στα γαλλικά σύνορα. Αν και δεν έχει ανασκαφεί ακόμη ολόκληρος ο χώρος όπου κάποτε εκτεινόταν η ελληνική και αργότερα η ρωμαϊκή πόλη, εντούτοις συγκεντρώνει το ζωηρό ενδιαφέρον της ισπανικής αρχαιολογικής κοινότητας και αποτελεί σταθερά πόλο έλξης για Ισπανούς και Γάλλους. Σε καμιά άλλη αρχαία πόλη, άλλωστε, δεν ανακαλύφτηκαν ποτέ τόσο λεπτομερή στοιχεία για μια πόλη όπου επί αιώνες συνυπήρξαν ο ελληνικός, ο ρωμαϊκός και ο ιβηρικός πολιτισμός. Μια βόλτα ανάμεσα στα ευρήματα της αρχαίας πολιτείας μάς ταξιδεύει σε εποχές λίγο πολύ άγνωστες για μας τους Ελληνες, που ωστόσο περιγράφουν ένα κομμάτι της ιστορίας δύο χωρών: της Ελλάδας και της Ισπανίας.

ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΕΙΧΗ

Μονάχα το 25% του αρχαιολογικού χώρου έχει εκσκαφεί πλήρως. Παρ’ όλ’ αυτά, ο περίπατος ακόμη και στο ένα τέταρτο της αρχαίας πολιτείας αποκαλύπτει εντυπωσιακές εικόνες και λεπτομέρειες της τότε καθημερινής ζωής. Στο ελληνικό κομμάτι του Εμπορίου σώζεται σήμερα το νεότερο τμήμα της πόλης, η Νεάπολη. Εδώ, λοιπόν, μπορούμε να δούμε ερείπια του τείχους, που, αν και αποσπασματικά, μαρτυρούν την ισχυρή οχύρωση της περιοχής. Μια πρώτη ματιά φέρνει στον νου τα κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών, με τους τεράστιους ογκόλιθους, μόνο που ετούτα εδώ χτίστηκαν πολύ αργότερα απ’ ό,τι στο βασίλειο των Ατρειδών. Εδώ τα τείχη χρονολογούνται στο δεύτερο μισό του 2ου π.Χ. αι., και για την κατασκευή τους χρησιμοποιήθηκαν μεγάλες ποσότητες ασβεστόλιθου, καθώς και υλικά από μια παλαιότερη οχύρωση που βρισκόταν στην περιοχή από τον 4ο π.Χ. αι., επίσης ελληνικής κατασκευής. Φαίνεται πως με την ανάπτυξη της πόλης και την ανάγκη επέκτασης των κατοικιών, το παλιό τείχος περιόριζε σημαντικά τις χωροταξικές δυνατότητες.


Πήλινοι σωλήνες, νεότερη κατασκευή δίπλα στο Ασκληπιείο και στο φόντο η παραλία του Εμπορίου.
Πήλινοι σωλήνες, νεότερη κατασκευή δίπλα στο Ασκληπιείο και στο φόντο η παραλία του Εμπορίου.
Στη νέα οχύρωση δέσποζαν δύο ψηλοί, τετραγωνικοί πύργοι και μια οχυρωματική κατασκευή στο νότιο τμήμα της, από τα οποία σήμερα δυστυχώς δεν σώζονται παρά κάποια υπολείμματα, ελάχιστα μεν για να αντιληφθεί ο επισκέπτης την τότε εικόνα της περιοχής, αρκετά ωστόσο για τους αρχαιολόγους ώστε να εξηγήσουν με πολλές λεπτομέρειες το πολεοδομικό σχέδιο της οχύρωσης.
Ο ΘΕΟΣ-ΓΙΑΤΡΟΣ

Δε θέλει ρώτημα. Το πιο εντυπωσιακό εύρημα στον αρχαιολογικό χώρο του Εμπορίου είναι ο ανδριάντας του Ασκληπιού. Ύψους άνω των 2 μέτρων, το άγαλμα του θεού της Ιατρικής ανακαλύφθηκε στον χώρο που λόγω του ευρήματος διαπιστώθηκε πως ήταν το θεραπευτικό ιερό της πόλης, το Ασκληπιείο. Χτισμένο κι αυτό χάρη στην επέκταση της πόλης, το Ασκληπιείο περιέκλειε τρεις λατρευτικούς ναούς, χώρους αναμονής και προσευχής των ασθενών καθώς και το άδυτο του ιερέα του θεού.
«Γλυκός για ανάπαυση», μας πληροφορεί η επιγραφή «ηδύκοιτος» πως είναι ο χώρος του συμποσίου στο ψηφιδωτό δαπέδου ενός σπιτιού.
«Γλυκός για ανάπαυση», μας πληροφορεί η επιγραφή «ηδύκοιτος» πως είναι ο χώρος του συμποσίου στο ψηφιδωτό δαπέδου ενός σπιτιού.
Σήμερα στον χώρο βλέπουμε τα τετραγωνικά περιγράμματα του λατρευτικού συγκροτήματος, με το άγαλμα του θεού να ξεχωρίζει από μακριά. Δεν πρόκειται ασφαλώς για τον πρωτότυπο ανδριάντα αλλά για ένα αντίγραφο: το αυθεντικό εύρημα, η πιο πολύτιμη αρχαιολογική ανακάλυψη στην περιοχή, φυλασσόταν επί πολλά χρόνια στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καταλονίας, στη Βαρκελώνη, και μόλις το 2008 μεταφέρθηκε στο παράρτημα του μουσείου, στον ίδιο τον χώρο του Εμπορίου, με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη των ανασκαφών.
Όταν έρθετε στο Εμπόριον, θα πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτείτε το μουσείο και να δείτε εκεί τον ανδριάντα: φωτισμένος, σε μαύρο φόντο, ο Ασκληπιός φαντάζει υπέροχα επιβλητικός, σαν να μην πέρασε από πάνω του ούτε μία μέρα από τότε που διέσχισε τη Μεσόγειο για να έρθει έως εδώ. Κι όμως, έτσι είναι: το άγαλμα αυτό δεν κατασκευάστηκε εδώ αλλά στην Ελλάδα, και κατά πάσα πιθανότητα στη Δήλο. Φτιαγμένο σχεδόν εξ ημισείας από πεντελικό και παριανό μάρμαρο, είναι ένα από τα αριστουργήματα της δηλιακής γλυπτικής, και σίγουρα αποτελεί το πιο μακρινό από την Ελλάδα εύρημα αρχαιοελληνικής κατασκευής. Δεν είναι και λίγο να βρεθεί ένα γλυπτό, τέτοιων διαστάσεων μάλιστα, 2.000 χλμ. μακριά από το… σπίτι του!
Υπολείμματα των παλαιών τειχών της Νεάπολης.
Υπολείμματα των παλαιών τειχών της Νεάπολης.

ΕΜΠΟΡΙΟΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ Ο ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ

Ο θεός της Ιατρικής είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής του Εμπορίου, δεν μονοπωλεί ωστόσο το ενδιαφέρον. Η Αγορά, η Στοά, το ιερό του Σέραπι Δία, οι δεξαμενές, τα εργαστήρια επεξεργασίας του αλατιού και ο εντυπωσιακός κυματοθραύστης στην παραλία κερδίζουν το δικό τους μερίδιο «δημοσιότητας» στον αρχαιολογικό χώρο. Ο κυματοθραύστης, μάλιστα, από τα πιο εμβληματικά ευρήματα της αρχαίας πολιτείας, δεν ανακαλύφτηκε από την αρχαιολογική σκαπάνη: το αντίθετο, η σκόνη των αιώνων δεν τον σκέπασε ποτέ, ήταν πάντοτε ορατός και επί αμέτρητα χρόνια επιτελούσε το έργο για το οποίο κατασκευάστηκε, εκεί γύρω στον 1ο μ.Χ. αι. Και οι διαστάσεις του, συνολικού μήκους 82 μέτρων, πάχους 6 και ύψους 6,50 μέτρων φανερώνουν πως μάλλον έκανε αρκετά καλά τη δουλειά του.
Ενα από τα πηγάδια της παλιάς πόλης.
Ενα από τα πηγάδια της παλιάς πόλης.
Τέλος, στο νότιο μέρος του αρχαιολογικού χώρου εκτείνεται η ρωμαϊκή πολιτεία, το Emporiae. Στρατιωτική εγκατάσταση αρχικά, εξελίχτηκε αργότερα σε ρωμαϊκή βάση και έπειτα σε κανονική πολιτεία, υπό την κυριαρχία πια των Ρωμαίων.
Αν και μέχρι σήμερα οι ανασκαφές δεν έχουν φέρει στο φως παρά το 20% της ρωμαϊκής πολιτείας, μπορούμε να δούμε στον χώρο υπολείμματα σπιτιών, τειχών και της συνέλευσης, του ρωμαϊκού φόρουμ. Σε ένα μάλιστα από τα σπίτια διατηρείται σχεδόν ανέπαφο ένα εκπληκτικής λεπτομέρειας ψηφιδωτό που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του δαπέδου της οικίας, που προφανώς ανήκε σε κάποιον ανώτερο αξιωματούχο του ρωμαϊκού Emporiae.

Ατενίζει τη θάλασσα ο Ασκληπιός, από το -κάποτε- άδυτο του ιερού του.
Ατενίζει τη θάλασσα ο Ασκληπιός, από το -κάποτε- άδυτο του ιερού του.

Ευχαριστούμε τον Dr. Joaquim Monturiol, υποδιευθυντή του Αρχαιολογικού Μουσείου Καταλονίας στο Empuries, και τον Eusebi Ayensa Prat, διευθυντή του Ινστιντούτου Θερβάντες Αθηνών, για την πολύτιμη βοήθειά τους.
Η… ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ
Eίναι 24 Οκτωβρίου 1909. Η έξαψη όλων στο συνεργείο ανασκαφών στο Empuries (Εμπούριες), δύσκολα περιγράφεται με λόγια: η σκαπάνη των αρχαιολόγων μόλις χτύπησε πάνω σε ένα μεγάλο κομμάτι μάρμαρο και όλοι, με πρώτο τον επικεφαλής των εργασιών Εμίλι Γκαντία (Emili Gandia), εύχονται αυτή να είναι επιτέλους η ανακάλυψη που τόσο καιρό περιμένουν.

Τμήμα των δεξαμενών δίπλα στο σύμπλεγμα των ναών.
Τμήμα των δεξαμενών δίπλα στο σύμπλεγμα των ναών.

Τα λίγα λεπτά που περνούν μέχρι να καταφτάσει στο σημείο και ο υπεύθυνος της όλης προσπάθειας, ο αρχιτέκτονας και πολιτικός Τζουζέπ Πουτς ι Καδαφάλκ (Josep Puig i Cadafalch), φαντάζουν αιώνες. Καθώς το μάρμαρο σιγά σιγά καθαρίζεται, αποκαλύπτεται η μεγαλοπρεπής σιλουέτα ενός αγάλματος αρχαιοελληνικής τεχνοτροπίας. Δεν είναι ολόκληρο· λείπει το κομμάτι από το στέρνο και πάνω, που θα βρεθεί ωστόσο κι αυτό λίγο παραπέρα, μιαν εβδομάδα αργότερα. Είναι ο θεός της ιατρικής, ο Ασκληπιός, που έπειτα από αιώνες έρχεται ξανά στο φως, για να διηγηθεί ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της Καταλονίας. Και μάλιστα τη στιγμή που οι Καταλανοί το χρειάζονται περισσότερο από καθετί…
Στα τέλη του 19ου αι. και τις αρχές του 20ού, ολόκληρη η Καταλονία ζει έντονα το κίνημα της «Αναγέννησης», μια κοινωνική κινητοποίηση που στόχο έχει την επανάκτηση των θεσμών, της γλώσσας και της μισοχαμένης πια εθνικής ταυτότητας.
Ο μεγαλοπρεπής ανδριάντας του Ασκληπιού εντυπωσιάζει στο Αρχαιολογικό Μουσείο στο Εμπόριον.
Ο μεγαλοπρεπής ανδριάντας του Ασκληπιού εντυπωσιάζει στο Αρχαιολογικό Μουσείο στο Εμπόριον.
Μετά την υποταγή της Βαρκελώνης το 1714 στην κορώνα της Καστίλης, οι καταλανικοί θεσμοί είχαν σταδιακά διαλυθεί ενώ η γλώσσα είχε απαγορευτεί στη δημόσια εκπαίδευση ήδη από το 1857, με τον περίφημο «Νόμο Μογιάνο», που καθιστούσε υποχρεωτική τη διδασκαλία της ισπανικής στα σχολεία. Ετσι, εκεί γύρω στα μέσα του 19ου αι. ο πνευματικός κόσμος της Καταλονίας, καλλιτέχνες (κυρίως οι νεοεμφανιζόμενοι μοντερνιστές), συγγραφείς και εμβληματικές προσωπικότητες όπως ο ακαδημαϊκός Πομπέου Φάμπρα μπαίνουν μπροστάρηδες σ’ αυτήν την πρωτοβουλία που πραγματικά βοήθησε τα μέγιστα ώστε οι Καταλανοί να ανακτήσουν μέρος της χαμένης κοινωνικής συνοχής αλλά και της αυτοπεποίθησής τους.
Σημαντικό βάρος της προσπάθειας της «Αναγέννησης» επωμίζονται οι αρχαιολόγοι, ιδιαίτερα όταν ο ίδιος ο πρόεδρος της Καταλανικής Κοινότητας Ενρίκ Πρατ ντε λα Ρίμπα γράφει στα 1906: «Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στους αρχαιολόγους, εκείνοι είναι που μας παρέχουν αυτό που χρειαζόμαστε: την ψυχή της Καταλονίας».
Το κτίριο του Μουσείου δένει αρμονικά με τον περιβάλλοντα χώρο.
Το κτίριο του Μουσείου δένει αρμονικά με τον περιβάλλοντα χώρο.
Για τους υπέρμαχους της «Αναγέννησης», είναι σημαντικό να καταδείξουν πως κάποιοι πρόγονοί τους κατάγονται από την κλασική Ελλάδα, πως ένα κομμάτι της ίδιας της ψυχής τους έχει γεννηθεί στον θεϊκό Όλυμπο! Και η αρχαιολογική σκαπάνη θα τους κάνει τελικά τη χάρη, ακριβώς σε μια περίοδο που οι ανασκαφές στο Εμπορείον έμοιαζαν ατελέσφορες…
Έτσι, 200 περίπου χρόνια μετά την εγκατάλειψή του, το Εμπόριον γίνεται ξανά κέντρο του ενδιαφέροντος· και όχι μόνο! Η ανασκαφή της αρχαίας πόλης από τους Γκαντία και Καδαφάλκ γίνεται πλέον εθνική υπόθεση και με εξαίρεση τα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου (1936-1939) οι εργασίες δεν θα σταματήσουν μέχρι και σήμερα.
Πινάκιο με παράσταση αρχαιοελληνικού πλοίου.
Πινάκιο με παράσταση αρχαιοελληνικού πλοίου.
Το 2008 γιορτάστηκαν τα 100 χρόνια από την έναρξη των ανασκαφών, με την επιστροφή του αγάλματος του Ασκληπιού από τη Βαρκελώνη στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Εμπούριες ενώ εν έτει 2012 έχει ανασκαφεί περίπου το 25% του αρχαιολογικού χώρου.
Σήμερα, το Εμπορείον αποτελεί πια το πιο σημαντικό αρχαιολογικό μνημείο ολόκληρης της Ισπανίας, ανοιχτό βιβλίο ενός από τους πρώτους ιβηρικούς πολιτισμούς αλλά και «επιβεβλημένη» ιστορική επίσκεψη για όλους τους μαθητές και φοιτητές της Ισπανίας.

ΠΩΣ ΒΡΕΘΗΚΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΙΒΗΡΙΚΗ;
Πήλινο δοχείο, από τα ευρήματα των ανασκαφών.
Πήλινο δοχείο, από τα ευρήματα των ανασκαφών.

Ηδη από τον 7ο αι. π.Χ., αυτόχθονες Iβηρες, συγκεντρωμένοι σε μικρούς οικισμούς, κατοικούσαν στη θέση που σήμερα βρίσκεται η Empuries, διατηρώντας συχνές εμπορικές επαφές με Φοίνικες και Έλληνες, ανταλλάσσοντας κυρίως σιτηρά με κρασί. Στα 576 π.Χ. Φωκείς έμποροι αποφάσισαν να εγκαθιδρύσουν μια δική τους βάση δίπλα σε αυτούς τους οικισμούς, δημιουργώντας μια από τις πρώτες ελληνικές αποικίες στην ιβηρική χερσόνησο.
Ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων γράφει πως η αρχική θέση της νέας βάσης, η Παλαιά Πόλις, ήταν σε ένα μικρό νησάκι ακριβώς στις τότε εκβολές του ποταμού Fluvia (Φλουβιά), που σήμερα πια αποτελεί μέρος της ξηράς. Καθώς ο οικισμός αναπτυσσόταν, η ανάγκη για περισσότερο χώρο ώθησε γρήγορα τους κατοίκους να μετακινηθούν περίπου μισό χιλιόμετρο νοτιότερα, στο κομμάτι της Νέας Πόλης, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος. Η αποικία ονομάστηκε Εμπόριον και η ανάπτυξή της, χάρη στη στρατηγική της θέση αλλά και τη συνεργασία αποίκων και αυτόχθονων Ιβήρων, έφτασε γρήγορα σε αξιοσημείωτα επίπεδα: ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. το Εμπόριον έκοψε και χρησιμοποιούσε το δικό του νόμισμα, με τα διακριτικά της πόλης.
Το ευδιάκριτο ελληνικό κείμενο της επιγραφής δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τις εμπορικές δραστηριότητες στην πόλη.
Το ευδιάκριτο ελληνικό κείμενο της επιγραφής δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τις εμπορικές δραστηριότητες στην πόλη.
ΤΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ
Για την αμυντική προστασία του Εμπορίου, τον 4ο αι. π.Χ. κατασκευάστηκε τείχος από ασβεστόλιθο στη νότια πλευρά της Νέας Πόλης. Δύο αιώνες αργότερα το τείχος μετατοπίστηκε περίπου 25 μ. νοτιότερα, φτάνοντας να καλύπτει μια έκταση 200 μ. επί 130 μ., χωρίζοντας παράλληλα το Εμπόριον και από τους ιβηρικούς οικισμούς.
Από αυτήν την οχυρωματική κατασκευή, αλλά και τις μεταγενέστερες προσθήκες που ιστορικά γνωρίζουμε πως έγιναν, έχουν ανακαλυφθεί μονάχα κάποια τμήματα, κυρίως στην πλευρά της σημερινής εισόδου στον αρχαιολογικό χώρο. Με την επέκταση των τειχών, ο χώρος που απελευθερώθηκε χρησιμοποιήθηκε κυρίως για την ανέγερση λατρευτικών κτιρίων και ναών, όπως το Σαραπείον, ναός αφιερωμένος στον Δία Σάραπιν και την Ισιδα. Σημαντικότερο όλων, όμως, ήταν ασφαλώς το Ασκληπιείο, αφιερωμένο στον θεραπευτή θεό της ιατρικής. Λατρευτικό και θεραπευτικό κέντρο συνάμα, το Ασκληπιείο συγκέντρωνε αμέτρητους πιστούς που έρχονταν από πολύ μακριά με την ελπίδα να απαλλαγούν από μακροχρόνια προβλήματα υγείας που τους ταλαιπωρούσαν.
Τμήμα των τειχών της Νέαπολης, με τους τεράστιους ογκόλιθους.
Τμήμα των τειχών της Νεάπολης, με τους τεράστιους ογκόλιθους.
Το συγκρότημα του Ασκληπιείου αποτελούσαν τρεις συνολικά ναοί και το άδυτον, όπου διανυκτέρευαν οι ασθενείς, προκειμένου να εξαγνιστούν και στη συνέχεια να περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους για να λάβουν την πολυπόθητη θεραπεία από τον Ασκληπιό. Στο βάθος του κυρίως ναού, εκεί που μόνο ο αρχιερέας είχε δικαίωμα να μπει, βρισκόταν το μεγαλοπρεπές άγαλμα του Ασκληπιού, με ύψος πάνω από δύο μέτρα. Δεν είχε φτιαχτεί εδώ στο Εμπόριον αλλά μάλλον στη Δήλο και για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκε πεντελικό μάρμαρο για το μεγαλύτερο μέρος του και παριανό για το τμήμα από το στέρνο και πάνω. Είναι το ίδιο άγαλμα που έπειτα από 2.000 χρόνια θα ανακαλύψει η αρχαιολογική ομάδα του Emili Gandia· μέχρι τότε όμως θα μεσολαβήσουν πολλά ακόμη…

Η ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΚΜΗ
Μια σωστή «καρδιά» σχηματίζει αυτή η δεξαμενή, από τα περίεργα «παιχνίδια» της αρχαιολογικής σκαπάνης.
Μια σωστή «καρδιά» σχηματίζει αυτή η δεξαμενή, από τα περίεργα «παιχνίδια» της αρχαιολογικής σκαπάνης.
Μέχρι τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. το Εμπόριον διατηρούσε ακόμη τη μεγάλη οικονομική του ισχύ στη Δυτική Μεσόγειο, απολαμβάνοντας την ευημερία που του εξασφάλιζαν οι εμπορικές του δραστηριότητες. Από το Εμπόριον θα πάρει μάλιστα το όνομά της και ολόκληρη η ευρύτερη περιοχή, που σήμερα ονομάζεται Empurda (Εμπουρδά), εύγλωττη απόδειξη του κύρους της πόλης. Η εποχή αυτή, ωστόσο, σηματοδοτεί την όλο και αυξανόμενη παρουσία των Ρωμαίων στην περιοχή, κάτι που σε βάθος χρόνου θα σημάνει και την αρχή του τέλους για την ελληνική πόλη.
Το 218 π.Χ., κατά τη διάρκεια του 2ου Καρχηδονιακού Πολέμου, αποβιβάστηκε στο Εμπόριον ισχυρή στρατιωτική δύναμη από τη Ρώμη, με επικεφαλής τον Γάιο Κορνήλιο Σκιπίωνα. Σκοπός τους ήταν να ανακόψουν τον ανεφοδιασμό του Καρχηδόνιου στρατηλάτη Αννίβα, που κατευθυνόταν προς την Αιώνια Πόλη· θα καταφέρουν, ωστόσο, κάτι παραπάνω: να θεμελιώσουν τη ρωμαϊκή παρουσία στην ιβηρική, φτάνοντας μέχρι τη σημερινή Ταρραγόνα και την ευρύτερη περιοχή του ποταμού Εβρου.
Ενα πηγάδι, μέρος του αποχετευτικού συστήματος της πόλης.
Ενα πηγάδι, μέρος του αποχετευτικού συστήματος της πόλης.
Το 195 π.Χ. ο Μάρκος Πόκιος Κάτων εγκατέστησε δίπλα ακριβώς στο Εμπόριον μια στρατιωτική βάση, που δεν άργησε να αναπτυχθεί και γύρω στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. έφτασε ουσιαστικά να ενωθεί με το Εμπόριον, σχηματίζοντας τη ρωμαϊκή πια πόλη Municipium Emporiae. Μετά την ολοκληρωτική κατάκτηση της Ισπανίας από τους Ρωμαίους και ιδιαίτερα μετά το 48 π.Χ. και την επικράτηση του Ιούλιου Καίσαρα στην αναμέτρησή του με τον Πομπήιο ?το Emporiae είχε ταχθεί υπέρ του δεύτερου? η πόλη άρχισε πλέον να παρακμάζει.
Τρεις αιώνες αργότερα, η Νέα Πόλη και το ρωμαϊκό τμήμα του Emporiae, όπως το ονόμαζαν οι Ρωμαίοι, είχε ήδη εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους, που μετοίκησαν στην Παλαιά Πόλη και τον σημερινό Sant Marti d’Empuries (Σαντ Μαρτί ντ’Εμπούριες).
Μέρος των ασβεστολιθικών τειχών.
Μέρος των ασβεστολιθικών τειχών.
Κατά την περίοδο αυτή, ένα κομμάτι της εγκαταλελειμμένης πόλης χρησιμοποιήθηκε μάλιστα ως νεκροταφείο. Χρειάστηκε να περάσουν κοντά πέντε αιώνες και οι Φράγκοι να επικρατήσουν των Αράβων στην περιοχή, για να ακουστεί και πάλι το όνομα του Εμπορίου.
Τον 8ο αι. μ.Χ. έγινε πρωτεύουσα κομητείας, τίτλο που κράτησε μέχρι και τον 11ο αι. όταν και μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα λίγο βορειότερα, στο Castello d’Empuries (Καστελιό ντ-Εμπούριες).
Καθώς οι γειτονικές πόλεις Gerunda (Γερούνδα, σημερινή Girona, Τζιρόνα), Barcino (Μπαρκίνο, η σημ. Βαρκελώνη) και Tarraco (Ταράκο, η σημερινή Ταρραγόνα) αναδεικνύονταν σε νέα εμπορικά και οικονομικά κέντρα, το Sant Marti d’Empuries παρήκμασε πια οριστικά. Τον 17ο αι. ντόπιοι ψαράδες ίδρυσαν στη νότια πλευρά του κόλπου Roses την πόλη L’Escala (Λ’Εσκάλα) και για την κατασκευή των σπιτιών τους μετέφεραν αρκετές πέτρες από το Εμπόριον στη νέα πόλη, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικό υλικό. Η πάλαι ποτέ ισχυρή εμπορική δύναμη της περιοχής έμελλε πια να παραδοθεί στην αφάνεια για πολλούς αιώνες…
πηγή: ethnos.gr

ΣΑΓΑΛΑΣΣΟΣ - ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΠΟΥ ΑΦΗΣΕ ΠΙΣΩ ΤΟΥ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (8000 π.Χ)

$
0
0
Ηρώον στον νοτιοδυτικό τομέα















Η Σαγαλασσός είναι αρχαιολογική τοποθεσία στην νοτιοδυτική Τουρκία, περίπου 100 χιλιόμετρα βόρεια της Αττάλειας (τούρκικα: Antalya), και 30 χιλιόμετρα από το Μπουρντούρ και την Ισπάρτα (την αρχαία Σπάρτη της Μικράς Ασίας). Τα ερείπια της αρχαίας Σαγαλασσού βρίσκονται 7 χιλιόμετρα από στο Ağlasun (η αρχαία Αγαλασσός), στην επαρχία του Μπουρνούμ, στην δυτική μεριά της οροσειράς του Ταύρου (τούρκικα Toros), σε υψόμετρο 1450-1700 μέτρα. Στους Ρωμαϊκούς χρόνους η πόλη ήταν γνωστή ως η «πρώτη πόλη της Πισιδίας», μια περιοχή της δυτικής μεριάς του Ταύρου σήμερα γνωστή ως η Περιοχή των Τουρκικών Λιμνών. Υπήρξε από τις σημαντικότερες πόλεις της Πισιδίας ήδη από τους ελληνιστικούς χρόνους.

Οι αστική περιοχή ήταν απλωμένη σε διάφορα επίπεδα σε ένα υψόμετρο μεταξύ 1400 και 1600 μέτρων. Η πόλη κατάφερε να ανακάμψει μετά από μεγάλο σεισμό στις αρχές του 6ου αιώνα μ.Χ. , αλλά επιδημίες, έλλειψη νερού, έλλειψη ασφάλειας και σταθερότητας, ασταθής οικονομία και τελικά ένας δεύτερος καταστροφικός σεισμός περίπου στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ., ανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να εγκατασταθούν στην πεδιάδα.
Το 1990 άρχισαν μεγάλης κλίμακας ανασκαφές υπό τη επίβλεψη του Marc Waelkens του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λέουβεν. Στο φως ήρθε μεγάλος αριθμός κτηρίων, μνημείων και άλλων αρχαιολογικών ευρημάτων, που μαρτυρούν τη μνημειακή σημασία της ιστορίας της πόλης κατά την ελληνιστικήρωμαϊκή, και βυζαντινή περίοδο.

Νυμφαίο






Η ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή χρονολογείται από το 8000 π.Χ., πριν κατοικηθεί κανονικά. Χετιτικά γραπτά αναφέρονται σε ένα ορεινό μέρος με το όνομα Salawassa τον 14ο αιώνα π.Χ., ενώ η πόλη αναπτύχθηκε κατά τον φρυγικό και λυδικό πολιτισμό. Η Σαγαλασσός ήταν μέρος της Πισιδίας στη δυτική μεριά της οροσειράς του Ταύρου. Κατά την περίοδο της Περσικής Αυτοκρατορίας η Πισιδία έγινε γνωστή για τις πολεμοχαρείς φατρίες της.
Η Σαγαλασσός ήταν μια από τις πλουσιότερες πόλεις της Πισιδία όταν την κατέκτησε ο Μέγας Αλέξανδρος το 333 π.Χ. στην πορεία του προς την Περσία. Είχε πληθυσμό που αριθμούσε τις μερικές χιλιάδες. Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, η περιοχή περιήλθε διαδοχικά στα εδάφη του Αντίγονου, ίσως του Λυσίμαχου, των Σελευκιδών της Συρίας, και στη Δυναστεία των Ατταλιδών της Περγάμου. Τα αρχαιολογικό ιστορικό φανερώνει ότι ο ντόπιος πληθυσμός υιοθέτησε γρήγορα την ελληνιστική κουλτούρα.
Μετά τους Ατταλίδες, η Πισιδία έγινε μέρος της Επαρχίας της Ασίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το 39 π.Χ. δόθηκε στον υποτελή βασιλιά της Γαλατίας Αμύντα, αλλά μετά το θάνατό του το 25 π.Χ., η Ρώμη την ενέταξε στην Επαρχεία της Γαλατίας. Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η Σαγαλασσός έγινε σημαντικό αστικό κέντρο, που απολάμβανε την εύνοια ειδικά του Αυτοκράτορα Αδριανού, ο οποίος την ονόμασε "πρώτη πόλη"της Επαρχίας και κέντρο της λατρείας του Αυτοκράτορα. Κτήρια εκείνης της περιόδου έχουν ρωμαϊκό χαρακτήρα.
Γύρω στα 400 μ.Χ. η Σαγαλασσός οχυρώθηκε. Η πόλη υπέστη εκτεταμένη καταστροφή από σεισμό το 518, και η πανούκλα περίπου το 541 με 543 αποδεκάτισε τον τοπικό πληθυσμό. Αραβικές επιδρομές γύρω στο 640 απείλησαν την πόλη, και μετά δεύτερο καταστροφικό σεισμό στα μέσα του 7ου αιώνα μ.Χ. η τοποθεσία εγκαταλείφθηκε. Ο πληθυσμός πιθανόν εγκαταστάθηκε στην πεδιάδα. Ανασκαφές έχουν φέρε στο φως μόνο ίχνη ενός οχυρωμένου μοναστηρίου –ίσως μέρος θρησκευτικής κοινότητας, το οποίο καταστράφηκε τον 12ο αιώνα. Η Σαγαλασσός χάθηκε από τα ιστορικά αρχεία.
Στους επόμενους αιώνες, η διάβρωση κάλυψε την Σαγαλασσό. Δεν λεηλατήθηκε σε μεγάλο βαθμό από αρχαιοκάπηλους και λαθρανασκαφές, πιθανόν λόγο της (απόμακρης) τοποθεσίας της.
Ο εξερευνητής Paul Lucas, που ταξίδευε στην Τουρκία σε αποστολή για την αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ', επισκέφτηκε τα ερείπια της πόλης το 1706. Μετά το 1824, όταν ο Francis Vyvyan Jago Arundell (1780 - 1846), Βρετανός ιερέας στη Σμύρνη και αρχαιοδίφης, επισκέφτηκε την τοποθεσία και ανακάλυψε το όνομα της πόλης από επιγραφές [1], Δυτικοί εξερευνητές άρχισαν να επισκέπτονται τα ερείπια. Ο Πολωνός ιστορικός της τέχνης κόμης Karol Lanckoroński έφτιαξε τον πρώτο χάρτη της Σαγαλασσού. Παρόλ’ αυτά, η τοποθεσία δεν ήταν στο επίκεντρο της αρχαιολογικής προσοχής μέχρι το 1985, όταν Αγγλό-Βεγλική ομάδα υπό τον Stephen Mitchell ξεκίνησε μεγάλη έρευνα στην τοποθεσία.

Θέατρο







Από το 1990 η Σαγαλασσός, τόπος με μεγάλη τουριστική κίνηση, είναι το αντικείμενο μεγάλου έργου ανασκαφών υπό τον Marc Waelkens του Καθολικού Πανεπιστημίου της Λέουβεν. Το ιστορικό κέντρο της πόλης έχει έρθει στο φως, ενώ τέσσερα μεγάλα έργα ανάπλασης έχουν (σχεδόν) ολοκληρωθεί. Στα πλαίσια του έργου, διενεργείται μεγάλη αστική και γεωφυσική έρευνα, καθώς και ανασκαφές σε ιδιωτικές και βιομηχανικές περιοχές, και εντατική έρευνα στην ευρύτερη περιοχή. Το πρώτο σκέλος ερευνών καταγράφει ιστορία κατακτήσεων της περιοχής χιλιάδων χρόνων, από τον Αλέξανδρο ως τον 7ο αιώνα, ενώ το δεύτερο παρέχει αποδείξεις για τις αλλαγές της πληθυσμιακής κατανομής στην περιοχή, για την εξέλιξη της πανίδας και των καλλιεργειών, για την γεωλογική ιστορία, και για τις κλιματολογικές αλλαγές τα τελευταία 10000 χρόνια.
Στις 9 Αυγούστου του 2007, ο τύπος ανακοινώσε την ανακάλυψη ενός κολοσσιαίου αγάλματος του Αυτοκράτορα Αδριανού, που πιστεύεται ότι είχε 4-5 μέτρα ύψος. Χρονολογείται από την πρώιμη περίοδο βασιλείας του Αδριανού, και αναπαριστά τον αυτοκράτορα με στρατιωτική ενδυμασία. Ήταν φτιαγμένο από τμήματα τα οποία συγκρατούσαν μεταξύ τους μαρμάρινοι σύνδεσμοι και βρισκόταν στα δημόσια λουτρά. Ένας μεγάλος σεισμός κάπου μεταξύ τα τέλη του 6ου και αρχές του 7ου αιώνα είχε σαν αποτέλεσμα την κατάρρευση της αψιδωτής κατασκευής του κτηρίου. Το άγαλμα του Αδριανού έπεσε και διαλύθηκε στα μέρη που το αποτελούσαν. Η ανακάλυψη μαρμάρινων δαχτύλων ποδιού που έφεραν τρύπες για συνδετικά καρφιά με την άκρη του μανδύα, αφήνει ανοιχτή την πιθανότητα της ανακάλυψης ενός δεύτερου αγάλματος, αυτού της συζύγου του Αδριανού Σαβίνας. Στις 14 Αυγούστου του 2008 ανακαλύφθηκε στο ίδιο μέρος το κεφάλι αγάλματος της Φαουστίνας της Πρεσβύτερης, συζύγου του Αντωνίνου, υιοθετημένου γιου και διαδόχου του Αδριανού [2]. Στις 22 Αυγούστου ήρθε στο φως ακόμα ένα κεφάλι κολοσσιαίου αγάλματος, αυτή τη φορά του Μάρκου Αυρήλιου[3].

Άνω αγορά






Σε φυλογενετική έρευνα, το μιτοχοδριακό DNA 85 σκελετών από τη Σαγαλασσό που χρονολογούνται από τον 11ο-13ο αιώνα μ.Χ., συγκρίθηκε με αυτό του σύγχρονου πληθυσμού. Η έρευνα έδειξε σημαντική γενετική υπογραφή Βαλκανικών / Ελληνικών πληθυσμών, όπως και αρχαίων Περσικών και πληθυσμών από την Ιταλική χερσόνησο. Επίσης βρέθηκε μια συμβολή από την περιοχή του Λεβάντε, ενώ δεν βεβαιώθηκε καμία συμβολή από πληθυσμούς της Κεντρικής Ασίας[4].
Το Γαλλό-Ρωμαϊκό Μουσείο του Tongeren στο Βέλγιο φιλοξένησε έκθεση με ευρήματα από τη Σαγαλασσό με τίτλο «Σαγαλασσός: Πόλη των Ονείρων» από τις 29 Οκτωβρίου 2011 μέχρι τις 17 Ιουνίου 2012.
πηγή: wikipedia

Η ΧΡΥΣΗ ΑΛΥΣΟΣ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ

$
0
0













Από τότε που ο Πλάτων ίδρυσε την Ακαδημία του στην Αθήνα, η Ακαδημία του Πλάτωνος απετέλεσε κατά γενική ομολογία το πρώτο Πανεπιστήμιο στον κόσμο και έδωσε στην ανθρωπότητα παρακαταθήκες και πνευματικούς θησαυρούς που διαχρονικά απετέλεσαν τον κινητήριο μοχλό για την πνευματική πορεία αλλά, και σε δύσκολες στιγμές, την αναγέννηση της ανθρωπότητας.

Η Πλατωνική άλυσος ήταν και ο πυρήνας αντίστασης στις εκάστοτε επαπειλούμενες προσπάθειες πνευματικού σκοταδισμού και μισαλλοδοξίας και πολλοί από τους φιλοσόφους που δίδασκαν αλλά και διηύθυναν την Ακαδημία αντιστάθηκαν ο καθένας με τον τρόπο του και διέσωσαν μοναδικούς πνευματικούς θησαυρούς που αποτελούν σήμερα αντικείμενο μελέτης εκατομμυρίων ανθρώπων παγκοσμίως.


Αλλωστε όπως μας λέει ο Whithead «Ολη η Δυτική Φιλοσοφία είναι μια σειρά από υποσημειώσεις στον Πλάτωνα».


Το τέλος της Πλατωνικής Ακαδημίας μετά από 917 έτη λειτουργίας, συνέβη όταν με διάταγμα του Ιουστινιανού έγινε το κλείσιμο της Ακαδημίας και οι εναπομείναντες Φιλόσοφοι με επικεφαλής τον τελευταίο Διευθυντή της Πλατωνικής ΑκαδημίαςΔαμάσκιο αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Περσία όπου με την προστασία του Χορσρόη προσπάθησαν να συνεχίσουν το έργο τους.


Η δύναμη δε της Πλατωνικής διδασκαλίας ήταν τέτοια που η Χριστιανική Εκκλησία αναγκάστηκε να την αναθεματίσει, πράγμα που αποτελεί και τίτλο τιμής της :

«Τοις μετά των άλλων μυθικών πλασμάτων, αφ’ εαυτών και την καθ’ ημάς κλίσιν μεταπλάττουσι, και τας πλατωνικάς ιδέας ως αληθείς δεχομένοις και ως αυθυπόστατον την ύλην παρά των ιδίων μορφούσθαι λέγουσι, και προφανώς διαβάλλουσι το αυτεξούσιον του Δημιουργού, του από του μη όντος εις το είναι παραγαγόντος τα πάντα, και ως ποιητού πάσιν αρχήν και τέλος επιτιθέντος εξουσιαστικώς και δεσποτικώςανάθεμα τρις».
«Τοις δεχομένοις και παραδιδούσι τα μάταια και ελληνικά ρήματα, ότι τε προϋπαρξίς εστι των ψυχών, και ουκ εκ του μη όντος τα πάντα εγένετο και παρήχθησαν.....ανάθεμα τρις».
«Συνοδικόν της Αγίας Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου υπέρ της Ορθοδοξίας»


Τιμώντας τα γενέθλια του Πλάτωνα που είναι την 21η Μαίου, ας στρέψουμε την μνήμη μας και ας ευχαριστήσουμε όλους όσους διατήρησαν και διέδωσαν την Πλατωνική διδασκαλία αναμιμνησκόμενοι τους Διευθυντές της Πλατωνικής Ακαδημίας, στον βαθμό που έχουν διασωθεί τα ονόματα τους και η περίοδος ανάληψης των καθηκόντων τους.

ΠΛΑΤΩΝ (388-348 ΠΚΕ)
Σπεύσιππος (348-339 ΠΚΕ)

Ξενοκράτης (339-314 ΠΚΕ)

Πολέμων (314-270 ΠΚΕ)

Κράτης ο Αθηναίος (270-265 ΠΚΕ)

Αρκεσίλαος(265-241 ΠΚΕ)

Λακύδης (241-225 ΠΚΕ)

Τηλεκλής και Εύανδρος(225-167 ΠΚΕ)

Ηγήσινος (167-165 ΠΚΕ)

Καρνεάδης (165-131 ΠΚΕ)

Κράτης εκ Ταρσού(131-127 ΠΚΕ)

Κλειτόμαχος(127-110 ΠΚΕ)

Φίλων εκ Λαρίσσης (110-84 ΠΚΕ )


Καταστροφή Πλατωνικής Ακαδημίας από Σύλλα 86 ΠΚΕ


«Επεχείρησε τοις ιεροίς άλσεσι, και τήν τε Ακαδήμειαν έκειρε δενδροφορωτάτην προαστείων ούσαν καί το Λύκειον» (Εβαλε χέρι και στα ιερά άλση και κατέστρεψε την Ακαδημεία που ήταν το πιο δενδροφυτευμένο προάστειο και το Λύκειο)

Την οποία ο Κικέρων το 79 ΠΚΕ όταν ήταν στην Αθήνα επισκεπτόμενος την Ακαδημία ένα απόγευμα περιγράφει σαν «ήσυχη και ερημωμένη μια τέτοια ώρα της μέρας».


Αντίοχος Ασκαλων 84 ΠΚΕ


....

Πλούταρχος Αθηναίος

Συριανός

Πρόκλος

Μαρίνος 

Ισίδωρος

Δαμάσκιος



Όπως επίσης και τους τελευταίους φιλοσόφους οι οποίοι ακολούθησαν τον Δαμάσκιοστην αναζήτηση ελεύθερης έκφρασης στην Περσία :
«ου πολλώ γαρ έμπροσθεν Δαμάσκιος ο Σύρος και Σιμπλίκιος ο Κίλιξ Ευλάμιός τε ο Φρύξ και Πρισκιανός ο Λυδός Ερμείας τε και Διογένης οι εκ Φοινίκης καιΙσίδωρος ο Γαζαίος»

Σιμπλίκιος ο Κίλιξ

Ευλάμιος ο Φρυξ

Πρισκιανός ο Λυδός

Ερμείας εκ Φοινίκης

Διογένης εκ Φοινίκης

Ισίδωρος ο Γαζαίος


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΑΓΕΝΝΗΤΟΙ ΜΕΝ ΟΥΝ ΟΙ ΘΕΟΙ

$
0
0


Επειδή ακούστηκαν λίαν πρόσφατα εξωφρενικές θέσεις για την Ελληνική Θεολογία και μάλιστα δημοσίως με σαφέστατο στόχο την παραποίηση της, αισθάνομαι την ανάγκη να υπερασπιστώ τα ύψιστα αυτά μεγέθη με την παράθεση ενδεικτικών αποσπασμάτων που καταδεικνύουν, για όποιον έχει στοιχειώδη νοημοσύνη, ότι : 


(1) Οι θεοί, και κατ'επέκτασιν οι Ολύμπιοι, δεν ήλθαν ποτέ από κάποιο πλανήτη 

Η θέση αυτή διατυπώθηκε με τον ισχυρισμό της "θεωρίας της πανσπερμίας"η οποία λέει ότι η ζωή στην Γη μπορεί να προέκυψε από την μεταφορά βιολογικών ουσιών από το διάστημα μέσω της πρόσκρουσης κομητών και αστεροειδών. 

Η ισχύς της θεωρίας αυτής δεν έχει ΚΑΜΙΑ ΣΧΕΣΗ με τους θεούς γιατί οι θεοί δεν μεταφέρονται με κομήτες κλπ ούτε βέβαια αποτελούνται από βιολογικές ουσίες
Αλλωστε οι θεοί είναι υπερούσιοι και δεν έχουν καμία σχέση με οποιαδήποτε ουσία

(2) Οι θεοί, και κατ'επέκτασιν οι Ολύμπιοι, δεν υπήρξαν ποτέ άνθρωποι στο απώτατο παρελθόν 

Δεν μπορεί να υπήρξαν άνθρωπινες ψυχές γιατί οι θεοί αφένός μεν είναι υπερούσιοι, αφ΄ ετέρου δε δεν μπορεί ποτέ να υπήρξαν ατελείς κάποια στιγμή, ούτε βέβαια θα υπήρξε ποτέ κατάσταση στην οποία το Σύμπαν θα βολόδερνε χωρίς θεούς μέχρι κάποτε να αξιωθεί κάποια ψυχή να γίνει θεός! 

(3) Οι θεοί, και κατ'επέκτασιν οι Ολύμπιοι, δεν "κατασκευάστηκαν"ποτέ. 

Ακούστηκε και το εξωφρενικό ότι οι θεοί κατασκευάστηκαν και μάλιστα όχι πρώτοι-πρώτοι αλλά αφού πρώτα κάποιος "αιθέρας" ο οποίος τα έκανε όλα τους κατασκεύασε. 

Είναι προφανής η υποκρυπτόμενη Χριστιανική θέση εδώ, όπου ο "πανταχού παρών και τα πάντα πληρών"πατήρ, μετονομάζεται σε αιθέρα για να υλοποιηθεί η σοφή ρήση του Ελληνικού λαού "άλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα αλλοιώς" . 

Παρατίθενται ενδεικτικά κάποια απόσπασματα που αποτυπώνουν τις σωστές θέσεις της Ελληνικής Θεολογίας. 

Ας απομονώσουμε τους διακινητές τέτοιων θέσεων και ας ενσκήψουμε στα κείμενα μας για να αντιληφθούμε το μεγαλείο της Ελληνικής Θεολογίας και να προσλάβουμε την σωστή άποψη για τους θεούς, γιατί μόνο τότε θα κατορθώσουμε να έλθουμε σε επαφή με αυτούς

------ 
"Αγέννητοι λοιπόν είναι οι θεοί, ενώ σε αυτούς υπάρχει η σειρά των πρώτων, των ενδιαμέσων και των τελευταίων προόδων και υπεροχές και υποβαθμίσεις των δυνάμεων και ενιαίες συνενώσεις από τα αίτια και πολύμορφες γεννήσεις των αιτιατών" 
Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Α 121.22-25 

"Γιατί, καθώς καθένας έχει λάβει την πρώτη και κορυφαία θέση στην δική του σειρά δεν απομακρύνεται από την δική του βαθμίδα, αλλά διατηρεί την μακαριότητα και την ευδαιμονία της δικής του δύναμης. Και δεν ανταλλάσσει την παρούσα βαθμίδα με μια κατώτερη (γιατί αυτό που έχει κάθε αρετή δεν μπορεί να μετακινηθεί σε μια κατώτερη θέση) ούτε μεταβαίνει στο ανώτερο γιατί που μπορεί να υπάρξει κάτι καλύτερο από το απολύτως αγαθό; 

Βρίσκεται λοιπόν αυτό στον καθένα ανάλογα με την δική του βαθμίδα, όπως είπαμε, και σε όλο το γένος των θεών. Είναι λοιπόν αναγκαίο κάθε θείο να είναι αμετάβλητο, «κλεισμένο στον εαυτό του με τον συνηθισμένο τρόπο» 

Η αυτάρκεια λοιπόν των θεών και το ανέπαφο τους και το ότι πάντοτε παραμένουν ίδιοι και παρόμοιοι αναδεικνύεται από αυτά

Γιατί αν δεν μεταβάλλονται προς το καλύτερο επειδή έχουν το απόλυτο αγαθό σύμφωνα με την δική τους φύση είναι αυτάρκεις και δεν έχουν έλλειψη κανενός από όλα τα αγαθά

Και αν ποτέ δεν μετακινούνται προς την κατώτερη θέση, παραμένουν ανέπαφοι σταθεροποιημένοι στην δική τους υπεροχή. Και αν διαφυλάσσουν αμετάβλητη την τελειότητα τους, διαρκώς θα είναι ίδιοι και όμοιοι." 
Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Α 89.21-90.14 
«Έτσι και κάθε Θεός έχει λάβει Ουσία (Ουσιώται) ή μάλλον είναι υπερούσιος (Υπερουσιώται), από το γεγονός ότι είναι Θεός, ενώ δεν υπάρχει κάτι στο οποίο αυτός να συμμετέχει
επειδή οι Θεοί είναι οι ΠΡΕΣΒΥΤΑΤΟΙ» 


(Δηλαδή,πριν από τους θεούς δεν υπάρχει τίποτα, οι θεοί είναι οι αρχαιότεροι και οι πιο σεβαστοί)
Πρόκλος-Σχόλια στον Τίμαιο B 364.19
 


«Κάθε θεός είναι υπερούσιος, υπεράνω ζωής και υπεράνω του νού»
Πρόκλος - Στοιχεία Θεολογίας 115
«Παν το θείον είναι πρωταρχικά και στον μέγιστο βαθμό απλούν, και γι’αυτό απολύτωςαυτάρκες» 
(Αρα, όντας το θείον κατά τον μέγιστο βαθμό απλούν, δεν αποτελείται από μέρη, και συνεπώς δεν εξαρτάται από τίποτα, δεν "κατασκευάζεται", άρα είναι αυτάρκες) 
Πρόκλος - Στοιχείωσις Θεολογική 127 

«Οι Θεοί είναι αμετάβλητοιαυτάρκειςάφθαρτοιαπλοί, υπεράνω κάθε πλήθους, ανώτεροι από κάθε διαίρεση και μερισμό ή σχέση προς τα κατώτερα. Βρίσκονται σε απροσπέλαστες περιοχές, απλωμένοι πάνω από τα πάντα και αιώνια «επιβαίνουν» σε όλα τα όντα» 
Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Α 91.22-97.5 
«Γιατί δεν είναι ποτέ όμοιο το γένος των αθανάτων θεών και των ανθρώπων που βαδίζουν πάνω στην γη» 
Ομήρου Ιλιάς Ε 441-2 
"Που σημαίνει ότι κάθε θεός είναι αγαθός, δίχως πάθη, και δεν υφίσταται μεταβολές. Διότι κάθε τι που μεταβάλλεται, αλλάζει ή προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο. Εάν μεταβάλλεται μεν προς το χειρότερο καταλήγει κακό, εαν δε προς το καλύτερο, τότε
αρχικά θα πρέπει να υπήρξε κακό"
 
Σαλούστιος – Περί Θεών και Κόσμου II 


"Διότι δεν είναι Πλατωνικό το να δέχονται ότι οι ψυχές ανάγονται σε δαίμονα, ή άγγελο, ή θεό» 
Δαμάσκιος – Σχόλια στον Φαίδωνα 175 

"Για παράδειγμα ένας άνθρωπος που ελπίζει να γίνει αθάνατος θεός ή ένας από τους αγαυούς ήρωες, αυτός δεν γνωρίζει τα όρια της φύσεως και δεν αντιλαμβάνεται καμία διαφορά μεταξύ των πρώτων, των μεσαίων και των εσχάτων όντων....απατάται και αγνοεί τελείως το είδος της ουσίας της ψυχής μας, η οποία ποτέ δεν μπορεί να αλλάξει. Διότι είναι και παραμένει πάντα ανθρώπινηλέγεται ότι γίνεται Θεός ή ζωον λόγω αρετής ή κακίας, ενώ τίποτα από αυτά δεν μπορεί να γίνει λόγω της φύσεως της, αλλά μόνο καθ’ομοίωση προς το εν ή το άλλο
Ιεροκλής - Σχόλια στα Χρυσά Έπη23.7.7 


«Εκείνος δε ο οποίος θεάται αυτάς ενδομύχως ας γίνει όμοιος με το αντικείμενον της θεωρίας του, σύμφωνα με την πρωταρχική φύση, και αφού εξομοιωθεί με αυτή, θα επιτύχει για το παρόν και το μέλλον, την τελειότητα της ζωής την οποία οι θεοί προέθεσαν στους ανθρώπους» 
(Δηλαδή ο Πλάτων μας ξεκαθαρίζει ότι σκοπός μας είναι να γίνουμε όμοιοι και όχι ίδιοι (ταυτοί) με τους Θεούς. Αν ήθελε να πεί ίδιοι θα το έλεγε. Για αυτό και τονίζει ότι γινόμαστε όμοιοι «σύμφωνα με την πρωταρχική φύση») 
Πλάτων - Τίμαιος 90d 

«Για αυτό και πρέπει να προσπαθούμε να φύγουμε από εδώ προς τα εκεί το ταχύτερο.Και η φυγή είναι ομοίωση με τον θεό, όσο είναι δυνατόν. Και ομοίωση είναι να γίνεται κανείς 
δίκαιος και όσιος με καθαρή σκέψη» 
(Δηλαδή επιτυγχάνοντας τον τερματισμό των κύκλων των επαναγεννήσεων και έτσι φεύγοντας από τον κόσμο, επιτυγχάνουμε την ομοίωση με τους Θεούςόσο είναι δυνατόν
Πλάτων - Θεαίτητος 176 


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΔΑΜΑΣΚΙΟΣ - ΠΕΡΙ ΑΡΕΤΩΝ

$
0
0


Οι αρετές κατηγοροιοποιούνται ως εξής :

1. Φυσικές Αρετές: Είναι κοινές με τα ζώα, είναι συνυφασμένες με την σωματική κράση και πολλές φορές συγκρούονται μεταξύ τους είτε ανήκουν στο έμψυχο σώμα ή είναι αντανακλάσεις του λόγου όταν δεν εμποδίζονται από δυσκρασία ή οφείλονται σεπροηγούμενη ζωή.

Ο Πλάτων τις μελετά στον Πολιτικό (306a5-308b9) και στους Νόμους (XII 963c9-e9).



2. Ηθικές Αρετές: Αποκτώνται με εθισμό και δόξα.

Είναι αρετές των σωστά ανατρεφόμενων παιδιών και υπάρχουν και σε κάποια ζώα. Επειδή είναι ανώτερες των κράσεων δεν συγκρούονται μεταξύ τους.



Ανήκουν ταυτόχρονα στην λογική και άλογη λειτουργία.

Ο Πλάτων ασχολείται με αυτές στους Νόμους (II 653a5-c4).



3. Πολιτικές Αρετές: Ανήκουν μόνο στον λόγο, καθώς βασίζονται στην γνώση, αλλά του λόγου που κοσμεί την αλογία και την χρησιμοποιεί σαν όργανο του.

Κυβερνά το λογιστικό της ψυχής με την φρόνηση, το θυμοειδές με την ανδρεία, το επιθυμητικόν με την σωφροσύνη και όλα μαζί με την δικαιοσύνη.

Κάθε μια υπάρχει σε όλες τις άλλες ( ο Στωικός όρος είναι αντακολουθία).


Ο Πλάτων τις μελετά στην Πολιτεία (IV 434d2-445b4).



4. Καθαρκτικές Αρετές: Ανήκουν μόνο στον λόγο που απομακρύνεται από κάθε εξωτερικό σε αυτόν, απορρίπτει τα όργανα σαν άχρηστα και αναστέλλει τις δράσεις που εξαρτώνται από αυτά.

Λύουν δε την ψυχή από τους δεσμούς της γένεσης.



5. Θεωρητικές Αρετές: Είναι αυτές όπου η ψυχή έχει εγκαταλείψει τον ίδιο τον εαυτό της, ή καλύτερα έχει ενωθεί με τα ανώτερα της όχι μόνο με γνώση αλλά και ορεκτικώς.

Είναι σαν η ψυχή να θέλει να γίνει Νους και ο νους είναι νόηση και όρεξη.
Είναι το αντίστροφο των Πολιτικών αρετών.

Οι Πολιτικές αρετές καθοδηγούνται από το κατώτερο και προχωρά με τον λόγο, ενώ οι θεωρητικές καθοδηγούνται από το ανώτερο και προχωρούν με τον νου.


Ο Πλάτων ασχολείται με αυτές στον Θεαίτητο (173c6-177c2)



6. Παραδειγματικές Αρετές: Είναι οι ψυχικές αρετές που δεν θεωρούν τον νου της ψυχής. (Το να θεωρείς υποδηλώνει διαχωρισμό), αλλά έχει φτάσει στο επίπεδο του να μετέχει στον νου, δηλαδή του παραδείγματος όλων, για αυτό και αποκαλούνται παραδειγματικές, μιας και οι αρετές ανήκουν πρωταρχικά στον νου.

Αυτή η κατηγορία προστέθηκε από τον Ιάμβλιχο στο Περί Αρετών.



7. Ιερατικές Αρετές: Ανήκουν στο θεοειδές μέρος της Ψυχής.

Ανήκουν σε όλες τις παραπάνω κατηγορίες με την διαφορά ότι ενώ οι άλλες είναι ουσιώδεις , αυτές είναι ενιαίες.

Αυτές αναφέρθηκαν από τον Ιάμβλιχο, τον Συριανό και τον Πρόκλο.

Δαμάσκιος - Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδωνα 138-144


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

Η ΣΧΕΣΙΟ - ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ (Ή ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ) ΤΟΥ ALFRED NORTH WHITEHEAD

$
0
0


Η σχεσιοδιαδικασιακή φιλοσοφία του ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ή της ΑΝΕΛΙΞΗΣ του Γουάιντχεντ περικλείει έντονα χαρακτηριστικά της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ και ιδιαίτερα της διδασκαλίας της πανθεϊστικής στωικής φιλοσοφίας και θεολογίας. Το μεταφυσικό μοντέλο του Γουάιντχεντ συνάδει με τη σύλληψη ενός πολιτικού προτάγματος αυτοδιαχείρισης, ενός ΚΟΙΝΟΤΙΣΤΙΚΟΥ μοντέλου οργάνωσης της κοινωνίας, γιατί ο κόσμος, κατά τον Γουάιντχεντ,  αναδύεται σαν μια ισονομική αδελφότητα όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Όλα έχουν μερίδιο στην ελευθερία και τον αυτοκαθορισμό, όλα είναι εν μέρει δεσμευμένα στο δίκτυο των σχέσεων από τις οποίες γεννιούνται.

Πρόλογος 

Η μεταφυσική διδασκαλία που διατύπωσε ο Whitehead, στα ύστερα χρόνια του,είναι γνωστή και ως ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ του ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ή της ΑΝΕΛΙΞΗΣ. Σύμφωνα με τη φιλοσοφική αυτή διδασκαλία, το σύμπαν ορίζεται ως μια οργανική ολότητα (οργανική κοινότητα), που συγκροτείται από ελάχιστα μόρια, τις "πραγματικές οντότητες" (actual entities), οι οποίες βρίσκονται σε μια συνεχή κατάσταση διαμόρφωσης, με στόχο να εκπληρώσουν τις δυνατότητές τους. Η άποψη του Γουάιντχεντ ότι το σύμπαν δεν συνιστά μία απλή οντότητα, αλλά, ότι, απεναντίας, αποτελείται από πλήθος πραγματικών οντοτήτων ήταν η αιτία , ώστε το σύστημα της φιλοσοφίας του Οργανισμού, που εισηγήθηκε αυτός, να χαρακτηριστεί ως ένα είδος μεταφυσικής πολυαρχίας. Η πραγματικότητα, κατά τον Γουάιντχεντ, ταυτίζεται με το γίγνεσθαι, είναι μια πολλαπλότητα αντικειμένων, στην οποία τίποτε δεν υφίσταται ως στατική και αυτόνομη οντότητα, αλλά το καθετί βρίσκεται σε διαρκή ανέλιξη. Η διαδικασία μέσω της οποίας ο κόσμος των πολλών οντοτήτων αποκτά συλλήβδην ακεραιότητα και ενότητα καθιστάμενος "πραγματικότητα"εκδηλώνεται βάσει της αρχής της "συγκεκριμενοποίησης" (concresence). 

                                    Λεξικό της Φιλοσοφίας, (Πελεγρίνης Θεοδόσης)


TO PROCESS AND REALITY του Alfred North Whitehead παραμένει ένα σκοτεινό μετέωρο στον φιλοσοφικό ουρανό του εικοστού αιώνα. Όλοι το θαυμάζουν απεριόριστα, αλλά ελάχιστοι το αγγίζουν. Δημοσιευμένο το 1929 (σύγχρονο περίπου με το Είναι και Χρόνος του Heidegger), αντιπροσωπεύει το αποκορύφωμα της προσωπικής προβληματικής που ανέπτυξε ο συγγραφέας του αφότου χώρισαν οι δρόμοι του με τον Bertrand Russell, μετά την κατάρρευση του φιλόδοξου προγράμματος ενοποίησης λογικής και μαθηματικών που εκφράστηκε στον όρο «λογικισμός» και αποτυπώθηκε στo μνημειώδες κοινό τους έργο Principia Mathematica(1910-13). 

Παρότι μόλις 11 χρόνια μεγαλύτερος από τον Russell (γεννήθηκε στο Ράμσγκαίητ του Κεντ της Αγγλίας στις 15 Φεβρουαρίου 1861), ο Whitehead υπήρξε στην πραγματικότητα δάσκαλός του: ήταν εκείνος που επέβλεψε τη διδακτορική διατριβή του Russell όπως και του Willard V. O. Quine. Με το νεανικό του έργο Treatise on Universal Algebra (1898) είχε ήδη καθιερωθεί ως διακεκριμένη φιγούρα στα μαθηματικά, τα οποία και δίδαξε στο Trinity College του Καίμπριτζ μέχρι το 1910. Καρπός της προσωπικής φιλίας που εν συνεχεία τον συνέδεσε με τον Russell ήταν το σχέδιο να αναπτύξουν και να επεκτείνουν τη μαθηματική λογική των Peano και Frege: τα Principia Mathematica ήταν το τελικό προϊόν της συνεργασίας τους, έργο το οποίο προκάλεσε τεράστια εντύπωση στις ημέρες του, ωστόσο οι στόχοι του δεν έμελλε να ευοδωθούν. Προσκρούοντας σε μια σειρά μη επιλύσιμων λογικών παραδόξων, το πρόγραμμα του λογικισμού (παράλληλο με τον «φορμαλισμό» του D. Hilbert στη Γερμανία) εγκαταλείφθηκε και η ενοποίηση λογικής και μαθηματικών αναβλήθηκε επ’ αόριστον. To 1931, ένας εικοσιπεντάχρονος τότε θεωρητικός της λογικής από την Αυστρία, ο Kurt F. Gödel, ενταφίασε το σχέδιο με τα δύο περίφημα θεωρήματά του της «μη πληρότητας». 

Μετά τον Πόλεμο, που επιφύλαξε διαφορετικά δεινά για τους δύο άνδρες (ο Whitehead έχασε έναν από τους δύο γιους του στο μέτωπο· ο Russell πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του 1918 στη φυλακή για τις ειρηνιστικές του ιδέες), ο Whitehead ανέπτυξε ένα παράλληλο ενδιαφέρον για τη σύγχρονη φυσική και για θεολογικά ζητήματα. Μεταξύ 1910 και 1926 δίδαξε ως επί το πλείστον στο University College και στο Imperial College του Λονδίνου φυσική, φιλοσοφία της επιστήμης και θεωρία και πρακτικής τής εκπαίδευσης· από το 1903 ήταν Εταίρος της Royal Society και το 1931 εξελέγη μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας. Το 1924 (σε ηλικία 63 ετών) δέχθηκε μια πρόσκληση να διδάξει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, αντικείμενο το οποίο ποτέ προηγουμένως δεν είχε μελετήσει συστηματικά ή διδάξει. Η πρόταση τον δελέασε, και η οικογένεια Whitehead μετακόμισε οριστικά στις ΗΠΑ. Ο Whitehead αποσύρθηκε από τη διδασκαλία το 1937, και πέθανε δέκα χρόνια αργότερα στο Καίμπριτζ της Μασσαχουσέττης. Σύμφωνα με την επιθυμία του, δεν υπήρξε κηδεία και το σώμα το αποτεφρώθηκε.

Προϊόν αυτής της δεύτερης, «ώριμης» όπως θα λέγαμε, περιόδου της σκέψης του ήταν μια σειρά έργων, μεταξύ των οποίων αξίζει να μνημονευθούν τα  The Concept of Nature (Η έννοια της φύσης, 1920)· Science and the Modern World (Η επιστήμη και ο σύγχρονος κόσμος, 1925)· An Enquiry Concerning the Principles of Natural Knowledge (Έρευνα επί των αρχών της φυσικής γνώσεως, 1925)· Religion in the Making (Θρησκεία εν τω γεννάσθαι, 1926)· Symbolism, Its Meaning and Effect (Συμβολισμός. Το νόημα και οι συνέπειές του, 1927)·  The Aims of Education and Other Essays (Σκοποί της εκπαίδευσης και άλλα δοκίμια, 1929)· Adventures of Ideas (Περιπέτειες ιδεών, 1933)· Modes of Thought (Τρόποι σκέψης, 1938)· Essays in Science and Philosophy (Δοκίμια για την επιστήμη και τη φιλοσοφία, 1947) – με κορυφαίο, αναμφίβολα, τοProcess and Reality. An Essay in Cosmology (Διαδικασία και πραγματικότητα. Ένα δοκίμιο στην κοσμολογία, 1929). 

Η κλιμάκωση αυτού του έργου διαπνέεται από μια ολοφάνερη πρόθεση να φέρει σε συνομιλία την κοσμοεικόνα που αναδύεται από τις σύγχρονες επιστήμες με ένα σύνολο προβλημάτων τα οποία οι επιστήμονες, ιδίως στον καιρό της άγριας εξειδίκευσης, τείνουν να παραμελούν ως «μη επιστημονικά»: προβλήματα αισθητικά, ηθικά, οντολογικά και θεολογικά… Πάνω απ’ όλα όμως ––και αυτό έχει μεγάλη σημασία να κατανοηθεί εξαρχής–– καταγράφει μια κριτική αποστασιοποίησητου Whitehead από το γράμμα της επιστήμης: μολονότι αναθρεμμένος μέσα στο πνεύμα της επιστημονικής πρωτοπορίας, δηλώνει με κάθε δυνατό τρόπο πως η επιστήμη οφείλει να ερμηνευθεί. Ότι, με άλλα λόγια, η σκέψη δεν πρέπει να υπεκφεύγει τα ιδιάζοντα καθήκοντά της αφήνοντας τις επιστημονικές αποφάνσεις να μιλήσουν στη θέση της, διότι οι ίδιες είναι αφ’ εαυτών αποσπασματικές και τυφλές (αμφίσημες) και ζητούν επειγόντως να του αποδοθεί κάποιο νόημα. Αυτή η απόδοση νοήματος στις επιστημονικές αποφάνσεις είναι ό,τι νομιμοποιεί τον όρο «φιλοσοφία της επιστήμης», ως μετα-επιστημονικό σκέπτεσθαι χειραφετημένο από κάθε συμβατικό επιστημονικό περιορισμό, και αυτό είναι το έργο προς το οποίο κατευθύνεται αποφασισμένα ο Whitehead, ως δραπέτης του λογικισμού. Είναι ό,τι τον διαχωρίζει ευδιάκριτα από τον επιστημονισμό της εποχής του και απ’ όλα τα απορρέοντα θετικιστικά ρεύματα (πραγματισμό και νεοπραγματισμό, λογικό εμπειρισμό και νεοθετικισμό, αναλυτικές φιλοσοφίες) που θα δεσπόσουν τυραννικά στην αγγλοσαξωνική σκέψη του εικοστού αιώνα. 

Η πρόθεση αυτή ολοκληρώνεται στο Process and Reality. Τα παράδοξα αυτού του δύσβατου και αινιγματικού έργου ξεκινούν από τον τίτλο του. Το αποκαλεί «δοκίμιο», μολονότι δεν είναι δοκίμιο ούτε προς τη μορφή εκφοράς του ούτε προς την εσωτερική του κατάστρωση: το έργο παρουσιάστηκε υπό μορφήν μιας σειράς διαλέξεων (Διαλέξεις Gifford, στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου) που ο φιλόσοφος έδωσε μεταξύ 1927-28· στην αναθεωρημένη εκδοχή του κειμένου έχει τη δομή και την άρθρωση μιας πυκνής πανεπιστημιακής πραγματείας γραμμένης με τον σχολαστικό τρόπο που χαρακτηρίζει τη μείζονα μεταφυσική παράδοση του παρελθόντος. Ήδη αυτό δίνει μια αίσθηση αναχρονισμού, που επιτείνεται από την εσκεμμένα παλαιομοδίτικη φρασεολογία με την οποία εξαγγέλλει το πρόγραμμά του. Ο Whitehead επιμένει στο θεωρησιακό πρόγραμμα μιας συνεκτικής και καθολικά περιεκτικής μεταφυσικής οντολογίας, απαγωγικά αρθρωμένης, που θέλει να εξηγήσει επαρκώς όλες τις πτυχές του πραγματικού. Παρακάμπτοντας τη μοντέρνα κριτική διαδρομή του καντιανισμού, μοιάζει να επανέρχεται στη φιλοσοφία του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα· και όπως ο Καρτέσιος, ο Σπινόζα και ο Λάιμπνιτζ πάσχιζαν να συγκροτήσουν μια σφαιρική κοσμοαντίληψη η οποία να εμπεριέχει και να ερμηνεύει τις ραγδαίες επιστημονικές εξελίξεις της εποχής τους, ο Whitehead μοιάζει να φιλοδοξεί το αντίστοιχο σε σχέση με τις δραματικές καινοτομίες των μαθηματικών, της υποατομικής φυσικής και της βιολογίας που σημάδεψαν το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Εν ολίγοις, να συγκροτήσει μια μοντέρνα μεταφυσική. 

Ο όρος «μοντέρνα μεταφυσική», όμως, ηχεί ως αντίφαση εν τοις όροις. Διαβάζοντας το Process and Reality, είναι αδύνατο να μη σκεφτεί κανείς μία δηκτική παρατήρηση του Φρόυντ: «Όταν σκεφτόμαστε αφηρημένα, διατρέχουμε τον κίνδυνο να παραβλέψουμε τις σχέσεις των λέξεων με τις ασυνείδητες αναπαραστάσεις των πραγμάτων και πρέπει να ομολογήσουμε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις η φιλοσοφία αποκτάει, τόσο στο επίπεδο της έκφρασης όσο και στο επίπεδο του περιεχομένου της, μιαν ανεπιθύμητη ομοιότητα με τον τρόπο λειτουργίας των σχιζοφρενών».1  Πιθανώς όλη η μεταφυσική είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο που επισημαίνει ο Φρόυντ – απείρως περισσότερο όμως μια «σύγχρονη» μεταφυσική η οποία, λόγω της αλλαγής του πολιτισμικού συμφραζομένου και των επικρατουσών εντός αυτού κατευθύνσεων της σκέψης, ηχεί πολύ πιο ανοίκεια απ’ ό,τι στο παρελθόν… Αυτή η αίσθηση του ανοίκειου, στα όρια κάποτε της ολοσχερούς ακαταληψίας, πλήττει κατεξοχήν το Process and Reality (και είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους, παρότι άφησε κάποιο στίγμα σε μεμονωμένους διανοητές, δεν δημιούργησε πραγματικά σχολή): στην ίδια τη γλώσσα του ηχεί σαν μια γλώσσα ξένη, που είναι αδύνατο να μιλήσεις αν δεν μάθεις καλά πρώτα τις νοηματικές αξίες των λεκτικών της μονάδων και του κανόνες της σύνταξής τους. Ο μαθηματικός φορμαλισμός στον οποίον ήταν εξόχως ασκημένη η σκέψη του Whitehead έπαιξε προφανώς έναν ρόλο σε αυτό.

Άλλο παράδοξο: παρότι το έργο του έχει τη δομή και την άρθρωση ενός μεταφυσικού συστήματος, ο ίδιος ο συγγραφέας υποδεικνύει ρητά ως εγγύτερο πρόγονό του τον πατέρα τού βρετανικού εμπειρισμού, τον Τζων Λοκ. Πώς να το καταλάβουμε αυτό; Στην πορεία ανάπτυξης  τουεπιχειρήματος αποδεικνύεται πως οι κριτικές του διορθώσεις στη φιλοσοφία του Λοκ (και του Χιουμ) δεν είναι μικρότερες από εκείνες που απευθύνει στον Καντ, από τον οποίον ρητά αποστασιοποιείται, αλλά και στον Πλάτωνα, του οποίου επανειλημμένα δηλώνει γοητευμένος οπαδός. Ολοφάνερα, ο Whitehead διαβάζει με έναν πολύ ιδιόρρυθμο τρόπο την ιστορία της φιλοσοφίας. Οι εκπεφρασμένες του συγγένειες, προϊόντα εκλεκτικών ενθουσιασμών, δεν ταυτίζονται πάντα με τα στοιχεία δομής που φέρνει στο φως μια προσεκτική ανάλυση της σκέψης του. Και ένας τρόπος να την κατανοήσουμε εντάσσοντάς την στο ορθό φιλοσοφικοϊστορικό συμφραζόμενο είναι να επαναθέσουμε το ερώτημα που έχει φέρει σε αμηχανία τόσους και τόσους σχολιαστές – «με τί μοιάζει».

Αν ο Whitehead θέλει να κάνει ταυτόχρονα μεταφυσική και συνεπή εμπειρισμό, πρέπει μάλλον να πάρουμε κυριολεκτικά την πρόθεσή του. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κλασικής μεταφυσικής ήταν αφενός η διάκριση ανάμεσα σε αισθητό και υπεραισθητό κόσμο, αφετέρου η γνωσιμότητα του υπεραισθητού. Στα παλαιά μεταφυσικά συστήματα, η γνωσιμότητα αυτή ήταν δυνατή χάρη στην αξίωση της έλλογης δομής του υπεραισθητού. Στον Whitehead, για τον οποίον ο Λόγος έχει μακράν λιγότερο σημαντική θέση, η αξίωση αυτή υπηρετείται από τη βιωσιμότητα του υπεραισθητού. Αυτό το «βίωμα», το οποίο στη φιλοσοφία του επιτρέπει την τυπική για κάθε γνήσιο μεταφυσικό σύστημα σύζευξη γνωσιοθεωρίας και οντολογίας, είναι ό,τι αποδίδει ο αγγλικός όρος εμπειρία (experience).

Αν ο Whitehead παίρνει ως σημείο αφετηρίας του τον νεώτερο εμπειρισμό, είναι επειδή ακριβώς εκείνο στο οποίο αποσκοπεί είναι μια μεταφυσική της εμπειρίας. Στον βαθμό όμως που πρόκειται για μεταφυσική, οφείλει να διαχωρίσει την «εμπειρία» από την απλή κατ’ αίσθησιν αντίληψη (το αισθησιοκρατικό δόγμα, όπως το αποκαλεί)· και αυτό κάνει. Στον Whitehead η «εμπειρία», πρώτον, είναι πολύ ευρύτερο και βαθύτερο γεγονός από την κοινή αισθητηριακή αντίληψη, και δεύτερον, δεν είναι κάτι οποίο τα υποκείμενα «έχουν» αλλά κάτι το οποίο τα υποκείμενα είναι. Πράγμα που σημαίνει, η «εμπειρία» είναι το πρώτο το οποίο υπάρχει, και τα «υποκείμενα» δεν είναι παρά κρυσταλλώματα εμπειρίας. Στα πρώιμα έργα του ο Jilles Deleuze είχε χρησιμοποιήσει τον όρο «υπερβατολογικός εμπειρισμός» για να περιγράψει το φιλοσοφικό του πρόγραμμα. Ανεξαρτήτως του βαθμού επιρροής από τον Whitehead που μπορεί να διαγνώσει κάποιος στη σκέψη του, ο όρος αυτός ακριβολογεί πρωτίστως για τη φιλοσοφία του Whitehead: ένας «υπερβατολογικός εμπειρισμός» ή μια μεταφυσική της εμπειρίας. Ο ίδιος Whitehead ονομάζει το φιλοσοφικό του σχέδιο ––για λόγους που θα φανούν εν συνεχεία–– «πλουραλιστικό ρεαλισμό» και «φιλοσοφία του οργανισμού».

Ο όρος που εκπροσωπεί αυτή τη θεμελιώδη έννοια της εμπειρίας στο Process and Reality είναι αίσθημα (feeling). Κράτησα αυτή τη σχεδόν αυτονόητη απόδοση στα ελληνικά, αλλά πρέπει εδώ να προσθέσω κάποιες διευκρινήσεις. Πρώτον, η απαρεμφατική εκφορά του όρου στα αγγλικά (κυριολεκτικά, «το αισθάνεσθαι») τονίζει τον ρευστό και διαδικασιακό του χαρακτήρα που ξεθωριάζει κάπως στην ουσιαστικοποιημένη μορφή της ελληνικής λέξης. Δεύτερον, πρέπει να εννοείται παντού ως συνώνυμο του ελληνικού όρου βίωμα, που θα μπορούσε να είναι μια κάπως πιο τολμηρή μεταφραστική απόδοση.  Αν αυτό έχει κατανοηθεί, θα δούμε εν συνεχεία πώς πρέπει ο όρος αίσθημα να συνδέεται με τον συναφή, αλλά κάπως ευρύτερο, όρο εννόηση (prehension). Σε κάθε περίπτωση, μπορούμε να πούμε ότι, για τον Whitehead, αν μπορώ να βιώσω με κάποια πληρότητα τον κόσμο, είναι επειδή ο κόσμος είναι βίωμα σε διαρκή έκπτυξη.  

Η χρήση του όρου βίωμα στρέφει αναπόφευκτα τη σκέψη μας στη χουσερλιανή φαινομενολογία. Ως «βίωμα» μεταφράζουμε τυπικά το χουσερλιανό Erlebnis, οπότε γεννάται αμέσως το ερώτημα για τη σχέση μεταξύ των δύο εννοιών. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Husserl επιχείρησε μιαν ανάλογη διάνοιξη της «εμπειρίας» των βρετανών εμπειριστών (πέραν της αισθητηριακής αντίληψης, δηλαδή), φτάνοντας σε μια σύλληψη πολύ συγγενική με αυτή του Whitehead. Το ζεύγμα αίσθημα/εννόηση (feeling/prehension), με το οποίο ο Whitehead ανακατασκευάζει την έννοια της εμπειρίας, είναι κατά βάσιν ομόλογο προς το  ζεύγμα σημασιοδοτικό/σημασιοπληρωτικό ενέργημα (νοείν/νόημα) στον πρώιμο Husserl. Η καταρχήν διαφορά είναι ότι ο Husserl, στο πλαίσιο μιας μετακαντιανής παράδοσης σκέψης που παραμένει δεμένη στο περίβολο του υπερβατολογικού υποκειμένου, περιόρισε ρητά το εγχείρημά του στο πεδίο της γνωσιοθεωρίας, επιφυλασσόμενος να το παρεκτείνει οντολογικά. Το απώτατο σημείο που μπόρεσε να φτάσει ήταν η αναφορικότητα ως διπλός και αδιάλυτος δεσμός μεταξύ «συνείδησης» και «αντικειμένου», τα οποία γεννιούνται κατοπτρικά εντός τού βιωματικού συνεχούς. Διαλεκτικοποίησε δηλαδή, για να το πούμε έτσι, υποκείμενο και αντικείμενο, αλλά με τον καντιανό τρόπο τού «ως εάν». 

Ο Whitehead έκανε στο σημείο αυτό για τον Husserl ό,τι είχε κάνει ο Schelling για τον Καντ: εκείνο που για τον τελευταίο παραμένει μια αναστοχαστική εικασία (η σύμπτωση Λόγου και Φύσης στο δεύτερο μέρος της Τρίτης Κριτικής), για τον πρώτο τρέπεται σε ανεπιφύλακτο οντολογικό αξίωμα. Από τη σκοπιά αυτή ιδωμένη, πάντως, η χουσερλιανή αναφορικότητα μπορεί να διαβαστεί ως ένα πρώτο βήμα προς την σχεσιακή οντολογία που ευαγγελίζεται ο Whitehead (σε πολλούς από τους επιγόνους τού Husserl, άλλωστε, του Merleau-Ponty και του Heidegger περιλαμβανομένων, έχουν γίνει ευδιάκριτα περαιτέρω βήματα). Να μη μας διαφύγει επίσης ότι η τόσο μπερξονική ενόραση όσο και η συνειδησιακή ροή (stream of consciousness) του William James, έννοιες παράλληλες και συγγενικές με το χουσερλιανό βίωμα, βρίσκονται σε ποικίλα σημεία εγγύτητας προς την ανακατασκευή της εμπειρίας  (ως αίσθημα/εννόηση) από τον Whitehead.

Μπορούμε τώρα να θέσουμε το ριζικό ερώτημα: τί «υπάρχει» για τον Whitehead; Πρωτίστως και κατά βάσιν δύο πράγματα: πραγματικές οντότητες (actual entities) και αιώνια αντικείμενα (eternal objects).Οι ονομασίες αυτές έρχονται να αντικαταστήσουν στο Process and Reality ό,τι στα προηγούμενα έργα του αποκαλούσε «συμβάντα» και «αντικείμενα». Οι πραγματικές οντότητες αποκαλούνται και «πραγματικά περιστατικά» (υπάρχει όμως μία πραγματική οντότητα που δεν είναι περιστατικό: ο «Θεός», με ό,τι θα δούμε ότι σημαίνει αυτό για τον Whitehead). Ο όρος περιστατικά (κατά την αριστοτελική έννοια του συμβεβηκότος) επιτρέπει καλύτερα τη νοηματική σύνδεση με τον προηγούμενο όρο «συμβάντα». Ο κόσμος βρίσκεται σε διαδικασία αέναου γίγνεσθαι, αλλεπάλληλων γεννήσεων και αφανισμών. Αυτά που γεννιούνται και αφανίζονται, από τα οποία συνίσταται το γίγνεσθαι του κόσμου, δηλαδή, τα «πραγματικά περιστατικά», είναι για τον Whitehead ρανίδες εμπειρίας

Η συνείδηση που σε μια ορισμένη στιγμή έχουμε, συνίσταται από τέτοιες στιγμιαίες ρανίδες εμπειρίας· το ίδιο και τα ηλεκτρόνια ή τα κουάρκ σε υποατομικό επίπεδο. Τα σώματά μας και όλες ανεξαιρέτως οι υλικές οντότητες που προσλαμβάνουμε είναι οργανωμένοι δεσμοί τέτοιων πραγματικών περιστατικών, τους οποίους ο Whitehead ονομάζει κοινωνίες (societies)· υπάρχουν όμως και μη κοινωνικοί δεσμοί πραγματικών περιστατικών (όπως ο λεγόμενος κενός χώρος) που ταυτίζονται με ό,τι αποκαλούμε χάος. Μια «πραγματική οντότητα» είναι λοιπόν ένα ακαριαίο συμβάν, μια έκλαμψη εμπειρίας ή αισθήματος, ή ακόμα ––που είναι το ίδιο–– μια ρανίδα χωροχρόνου. Διότι βεβαίως δεν συμβαίνει «στον» χώρο ή «στον» χρόνο αλλά πρέπει η ίδια να εννοηθεί με τον πιο ριζικό τρόπο, ως παραγωγή χωροχρόνου. Ομοίως, η προσωπική μας εμπειρία δεν είναι κάτι που συμβαίνει «στη» συνείδηση ή «στον» ψυχισμό μας· αντίστροφα μάλλον, η «συνείδηση» ή ο «ψυχισμός» μας είναι η ροή της εμπειρίας «μας». Είναι, στην πραγματικότητα, η ροή της εμπειρίας που συνυφαίνει τη μία οντότητα με την άλλη, αφού καθεμία είναι το βίωμα των βιωμάτων της άλλης, σε ένα ατέρμονο δίκτυο μεταβιβάσεων (που αντιστοιχεί σε ό,τι οι επιστήμονες αποκαλούν «μεταβίβαση ενέργειας»). 

Μια «πραγματική οντότητα» είναι, άρα, μια πράξη: η πράξη δια της οποίας συγκροτεί τον εαυτό της εισδεχόμενη μέσα της όλο το παρελθόν (παρελθούσες πραγματικές οντότητες ως αντικειμενικά δεδομένα για το βίωμά της) και συγκαθορίζοντας όλο το μέλλον (μέσ’ από την αντικειμενοποίησή της για το βίωμα μελλουσών «πραγματικών οντοτήτων»). Η διαδικασία συγκρότησης της ατομικότητάς της κατ’ αυτό τον τρόπο αποκαλείται από τον Whitehead συγκεκριμενοποίηση (concrescence, στις σημασίες του οποίου περιλαμβάνεται και η βιολογική έννοια της σύμφυσης). Το «πράξη», όρος ανθρωπομορφικός, κομίζει τις συνδηλώσεις της υποκειμενικότητας και της ελευθερίας (δηλαδή, απόφασης και αυτοκαθορισμού). Πρόκειται για ένα από τα πιο σκανδαλώδη για τον κοινό νου σημεία αυτής της φιλοσοφίας. Ακόμη και αν συμφωνήσουμε πως οι στιγμιαίες εμπειρίες των ζώων είναι περιστατικά με ένα ορισμένο υποκειμενικό βάθος, μπορούμε άραγε να περιγράψουμε τα κβάντα ενέργειας κατ’ ανάλογο τρόπο – και τί θα σήμαινε ένας τέτοιος ισχυρισμός; Οπωσδήποτε δεν σημαίνει ότι έχουν συνείδηση, με την τρέχουσα έννοια του όρου. 

Η σκέψη και η συνείδηση προϋποθέτουν εγκέφαλο, νευρικό σύστημα και αισθητήρια όργανα, πράγματα τα οποία τα κβάντα (όπως οι ανόργανες κοινωνίες εν γένει) προφανώς στερούνται. Για τον Whitehead όμως η συνείδηση είναι μόνο μια πολύ ειδική μορφή εμπειρίας που εμφανίζεται σε οργανισμούς μιας ορισμένης περιπλοκότητας και πάνω (κι εκεί, βέβαια, σε διαλείπουσα μορφή)· όταν μιλάμε για «εμπειρία», λοιπόν, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων εννοούμε ασυνείδητη εμπειρία. Αυτό καθόλου δεν της στερεί όμως τον υποκειμενικό χαρακτήρα – τον οποίον ο Whitehead έτσι απονέμει σε όλη τη φύση και σε όλη την πραγματικότητα. Γιατί; Διότι κατανοεί κάτι το οποίο διαφεύγει συστηματικά και ανέκαθεν από τους φυσικούς επιστήμονες, με ολέθριες συνέπειες: ότι «αντικείμενο» είναι όρος σχετικός, και συνυποθέτει πάντα το «υποκείμενο» με την έννοια ότι αντικείμενο καλούμε κάτι το οποίο υπάρχει μόνο για ένα υποκείμενο· συνεπώς, δεν διαθέτει αυτενέργεια· οπότε, αν υφίσταται κάτι αφ’ εαυτού και ως ταυτόχρονα δέκτης και πομπός επιδράσεων ––όπως οι περισσότεροι επιστήμονες αντιλαμβάνονται πλέον τη φύση–– οφείλει να γίνεται νοητό ως υποκείμενο

Και μία απαραμείωτη όψη αυτής της υποκειμενικότητας είναι η ελευθερία, νοούμενη ως στοιχείο αυτοκαθορισμού: έγινε κοινός τόπος μετά τη διατύπωση της «αρχής της αβεβαιότητας» του Heisenbergότι, όσες συνθήκες και αν επιβάλουμε σε ένα ηλεκτρόνιο ή άλλο στοιχειώδες σωματίδιο, δεν μπορούμε να ξέρουμε ακριβώς πώς θα συμπεριφερθεί. Και αυτό όχι επειδή δεν διαθέτουμε αρκετή πληροφορία ώστε να το προβλέψουμε αλλά επειδή, προφανώς, έχει περισσότερες της μιας δυνατότητες απάντησης και σε κάθε περίπτωση, ως έναν βαθμό, «επιλέγει». Ο βαθμός αυτοκαθορισμού αυξάνει βεβαίως δραματικά όσο προχωρούμε σε ανώτερα οργανωμένες κοινωνίες – είναι, στην πραγματικότητα, το κυριότερο γνώρισμα της ζωής, που για τον Whitehead είναι συνώνυμη με την πρωτοτυπία (της οποίας η άλλη όψη είναι η μη εξηγησιμότητα). Αυτή η ανάλυση επιβεβαιώνει, μεταξύ άλλων, και την πεποίθησή του ότι δεν υφίσταται απόλυτη διάκριση ανάμεσα σε «έμβιες» και «μη έμβιες» κοινωνίες περιστατικών. 

Να δούμε τώρα την έννοια του «αιώνιου αντικειμένου». Βασικό μέλημα κάθε μεταφυσικής είναι η διάκριση ανάμεσα σε ό,τι είναι ενεργεία (αυτό ακριβώς σημαίνει ο όρος «actual» στον Whitehead) και ό,τι υφίσταται ως απλή δυνατότητα, δυνάμει. Τέτοιες αφηρημένες δυνατότητες είναι όλες οι «μορφές καθοριστικότητας», λέει ο Whitehead, που σημαίνει: όλες οι γενικές  ιδιότητες πραγμάτων οι οποίες μπορούν να αποσπαστούν από την εμπειρία και να νοηθούν ως καθαρά σχήματα. Όλες οι μαθηματικές μορφές και οι τύποι εμπίπτουν κατ’ εξοχήν σε αυτή την κατηγορία· είναι επίσης τα καθολικά (universalia) της μεταφυσικής και τα πλατωνικα είδη.Αποτελούν «καθαρές δυνητικότητες» κατά το ότι μπορούν να χαρακτηρίσουν κάτι τι το πραγματικό, αλλά από τη φύση τους είναι αδιάφορες αν και κατά πόσον θα το κάνουν· υπάρχουν αιώνια αντικείμενα που ποτέ δεν πραγματώθηκαν και ίσως ποτέ δεν πραγματωθούν – για παράδειγμα, η ιδέα ενός επταδιάστατου χώρου που μπορούν να σκεφτούν οι μαθηματικοί... Ο Whitehead επιφυλάσσει γι’ αυτά τον όρο «αντικείμενα» προκειμένου να δηλώσει τον αδρανή και παθητικό τους χαρακτήρα: δεν υπάρχουν παρά για ένα υποκείμενο, μπορούν να βιωθούν αλλά τα ίδια δεν βιώνουν. Επίσης, ο όρος «αιώνια» δεν πρέπει να εκληφθεί με τιμητική σημασία. Υπό την επιρροή του Πλάτωνα είχε καλλιεργηθεί η αντίληψη ότι τα αιώνια πράγματα είναι κατά κάποιον τρόπο ανώτερα από τα έγχρονα, και ο Αριστοτέλης, αρκούντως πλατωνικός σε αυτό το σημείο, απέδιδε το ενεργεία είναι στις ίδιες τις μορφές· για τον Whitehead όμως όλη η δύναμη και η αξία τού ενεργεία αποδίδεται στην πραγματική ύπαρξη, και όλη η πραγματική ύπαρξη είναι έγχρονη (ή, όπως στην περίπτωση του «Θεού», παράγωγη αυτού του οποίο είναι έγχρονο). 

Με τον τρόπο αυτό λύνει ο Whitehead και το πρόβλημα της φύσης των μαθηματικών. Όλες οι μαθηματικές έννοιες είναι μορφές, όχι οντότητες· και «μορφές» σημαίνει σχηματισμοί εκτατικών σχέσεων. Οι σχηματισμοί αυτοί (τους οποίους αναλύει εκτενώς στο Μέρος 4 του βιβλίου που επιγράφεται «Θεωρία της έκτασης») καθορίζουν τους «νόμους» του φυσικού κόσμου τους οποίους ανευρίσκει η φυσική επιστήμη. Ούτε αυτοί οι νόμοι ωστόσο έχουν απόλυτη μεταφυσική ισχύ: η έννοια των «κοσμικών εποχών» που εισάγει υποδηλώνει ουσιαστικά πλαίσια αναφοράς εντός των οποίων έχουν ισχύ καθορισμένα συστήματα φυσικών νόμων, με τον ίδιο τρόπο που τα θεωρήματα ενός συστήματος γεωμετρίας καθορίζονται από τις αξιωματικές του συμβάσεις. Με τον τρόπο αυτό εισάγει τη ριζική σχετικότητα στην καρδιά των ίδιων των «φυσικών νόμων» οι οποίοι (υποτίθεται) ότι κυβερνούν τον κόσμο μας – που σημαίνει, τον περιορισμένο και οροεξαρτώμενο χαρακτήρα κάθε «φυσικής». Η κυριότερη κριτική του στον πλατωνικό ρεαλισμό, πάντως, είναι ακριβώς ότι συγχέει τα γεωμετρικά στοιχεία με οντότητες.

Θα μπορούσαμε άραγε να σκεφτούμε, ως ένα μοντέρνο συνώνυμο για το «αιώνιο αντικείμενο», τον όρο δομή;  Τότε, το δίπολο πραγματική οντότητααιώνιο αντικείμενο θα μπορούσε να συλληφθεί με τους όρους του ευρύτερου ζεύγματος διαδικασίαδομή (μορφή) που δεσπόζει στη νεωτερική σκέψη από τον Ρομαντισμό και μετά. Με τους όρους της σύγχρονης θεωρίας των συστημάτων, θα μπορούσε ίσως να δειχθεί ως ομόλογο του ζεύγματος ενέργειαπληροφορία. Η μεταφρασιμότητα τέτοιων όρων μπορεί σε κάθε περίπτωση να δείξει τη γονιμότητα της σκέψης του A.N. Whitehead, και να ξεκλειδώσει ταυτόχρονα ένα μέρος τής ερμητικότητάς της.

Φτάνουμε τώρα στην πλέον κεντρική έννοια του Process and Reality, έννοια η οποία έχει συνδεθεί περισσότερο από κάθε άλλη με το όνομα του Whitehead: την εννόηση/σύλληψη (prehension). Η ασυμμετρία της γλώσσας με αναγκάζει κι εδώ να δώσω διπλή απόδοση ενός και μοναδικού, τόσο εμβληματικού μάλιστα, όρου. Λέμε ότι κάθε πραγματική οντότητα πρέπει να δημιουργήσει τον εαυτό της μέσ’ από παρελθούσες πραγματικότητες – να αναλάβει το παρελθόν εντός της. Μεταφορικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρέπει να φτάσει και να «συλλάβει» αυτές τις παρελθούσες πραγματικότητες, να τις δεχθεί μέσα της και να δημιουργήσει μέσω αυτών τον εαυτό της. Αυτή τη ριζική σύλληψη και οικειοποίηση περιγράφει ο όρος εννόηση (prehension) στον Whitehead. Μια «εννόηση» δηλώνει πάντα μια εσωτερική σχέση μεταξύ του εννοούντος και του εννοουμένου, η οποία όμως δεν είναι συμμετρική: η εννόηση δεν μεταβάλλει εκείνο το οποίο εννοεί, αλλά το υποκείμενο της εννόησης γίνεται αυτό που είναι μέσω των εννοήσεών του. Μέσω αυτής της εσωτερικής σχέσης ο Whitehead λύνει και το πρόβλημα της αιτιότητας, η οποία συνίσταται σε αυτόν ακριβώς τον δεσμό. Η αιτιότητα δεν μπορεί να είναι εξωτερική (συνειρμική), όπως πίστευε ο Χιουμ, ούτε προϊόν αναγκαίων (a priori) σχηματισμών «εντός» του υποκειμένου, όπως διατεινόταν ο Καντ, διότι το αιτιακό παρελθόν ενυπάρχει ως δύναμη που ασκεί καθοριστικές επιδράσεις στη μορφή του παρόντος, άρα φέρεται κάθε στιγμή εντός του: το παρελθόν είναι ζωντανό μέσα στο παρόν. Με τον τρόπο αυτό η εννόηση εξηγεί την αιτιότητα και την αθέλητη ή ασυνείδητη μνήμη.

Τώρα, λέμε ότι η «εννόηση» έχει ένα αντικειμενικό δεδομένο και μια υποκειμενική μορφή. Το «αντικειμενικό δεδομένο» είναι αυτό το οποίο η εννόηση συλλαμβάνει· στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων αποδεικνύεται ότι αυτά τα οποία συλλαμβάνονται έτσι δεν είναι μεμονωμένες πραγματικές οντότητες αλλά δεσμοί (με την έννοια που δώσαμε παραπάνω στον όρο). Η «υποκειμενική μορφή» έγκειται στο πώς το συλλαμβάνει: εδώ εμφανίζεται μια κλιμάκωση των υποκειμενικών μορφών η οποία, ξεκινώντας από την απλή συγκίνηση και περνώντας από επιδιώξεις, αποτιμήσεις, εναντιότητες και αποστροφές, οδηγεί ––σε ελάχιστες περιπτώσεις–– στη συνείδηση. Αυτή η κλιμάκωση δεν μπορεί να κατανοηθεί πλήρως αν δεν ληφθεί υπόψιν μία προηγούμενη διάκριση που κάνει ο Whitehead, ανάμεσα σε θετικές και αρνητικές εννοήσεις.«Θετική εννόηση» είναι η ενεργητική συμπερίληψη του παρελθόντος στη σύσταση της παρούσας οντότητας· σημαίνει βίωση των βιωμάτων προηγουμένων στιγμών. Μια «αρνητική εννόηση» είναι, απεναντίας, μια καθορισμένη σχέση αποκλεισμού. Υπεισάγει ένα στοιχείο επιλογής. Σε μια εντυπωσιακή επίδειξη διαλεκτικής οξυδέρκειας (σκεπτόμαστε εδώ την καθορισμένη άρνηση του Χέγκελ), ο Whitehead δείχνει ότι εκείνο που έχει αποκλειστεί δεν παύει να ασκεί, ως αποκλεισμένο, τη δική του επίδραση σε αυτό που κατά θετικό τρόπο συγκροτείται. Μπορούμε να καταλάβουμε ακόμη καλύτερα το πώς ό,τι έχει αποκλειστεί συνεχίζει να έχει επίδραση πάνω μας στην περίπτωση της ψυχαναλυτικής κλινικής, όπου η απωθημένη συγκίνηση αποκαλύπτεται ως αιτιακός παράγων για τον σχηματισμό του συμπτώματος.

Ο Whitehead διακρίνει επίσης τις εννοήσεις σε δύο είδη: σωματικές (physical) και νοητικές (conceptual).«Σωματική εννόηση» είναι η βίωση μιας παρελθούσας πραγματικής οντότητας· «νοητική σύλληψη» είναι η βίωση ενός αιώνιου αντικειμένου – μιας καθαρής δυνητικότητας. «Υβριδική εννόηση» αποκαλείται η ταυτόχρονη βίωση μιας πραγματικής οντότητας κι ενός αιώνιου αντικειμένου. Στην πραγματικότητα, οι δυνητικότητες που λέμε «αιώνια αντικείμενα» είναι συνήθως συστατικά των πραγμάτων τα οποία βιώνονται σωματικά· ανάγονται σε «νοητικές συλλήψεις» μόνον όταν διαχωριστούν από την πραγμάτωσή τους και νοηθούν ως απλές δυνητικότητες. Σε αυτή τη μορφή αποτιμώνται ως δυνατότητες-προς-πραγμάτωσιν, οπότε λέμε πως οι «νοητικές συλλήψεις» είναι σχεδόν πάντα αποτιμήσεις (valuations, το οποίο θα μπορούσε να μεταφραστεί και ως «αξιολογήσεις» ή «αξιοδοτήσεις»· την έννοια αυτή ο Whitehead συναρτά, διορατικά επίσης, με αυτό που αποκαλεί επιθυμία [appetition]). Σε κάθε περίπτωση, αυτές όλες είναι απλώς αναλυτικές διακρίσεις διότι, για τον Whitehead, σωματικά αισθήματα και νοητικές αποτιμήσεις υπάρχουν, ανεξαρτήτως βαθμού, σε όλες τις πραγματικές οντότητες. Και μέσω αυτού φτάνουμε σε μία από τις πιο νευραλγικές θέσεις της φιλοσοφίας του Whitehead, η οποία σφραγίζει τη φυσιογνωμία της: αυτό που θ’ αποκαλούσαμε μη δυισμό του. Λέω «μη δυισμό» (όρο που θυμίζει Αντβάιτα Βεδάντα) και όχι «μονισμό» επειδή ο ίδιος τονίζει χαρακτηριστικά τη διπολικότητα του Είναι. 

Ο Ντεκάρτ μας δίδαξε να σκεφτόμαστε το σωματικό (Έκταση) και το νοητικό (Νους) ως μεταφυσικά διακριτές ουσίες· για τον Whitehead θα ήταν παραπλανητικό να αγνοούμε την διαφορά τους, αλλά η διαφορά αυτή πρέπει να κατανοείται μόνο και μόνον ως οι  δύο αναπόσπαστες όψεις κάθε πραγματικού περιστατικού, κάθε κοινωνίας, κάθε δεσμού. Αυτή είναι η έννοια της διπολικότητας, μέσω της οποίας αίρεται κάθε μεταφυσικός δυισμός σώματος και πνεύματος. Στις περισσότερες οντότητες μέσα στο σύμπαν κυριαρχεί ο σωματικός πόλος – η εμπειρία των χωροχρονικών αιτιωδών σχέσεων. Αλλά ακόμη και τα απλούστερα συμβάντα που συνιστούν τον χωροχρονικό κόσμο πρέπει να βιώνουν αμυδρά κάποιες από τις δυνατότητές τους ως προς το τί μπορούν να γίνουν: σε αυτό τον ελάχιστο έστω βαθμό, μπορούμε να πούμε ότι διαθέτουν νοητικό πόλο και κάποια ελευθερία. Υπάρχουν περιστατικά και κοινωνίες περιστατικών στα οποία ο νοητικός πόλος ανέρχεται σε συντριπτική σημασία, οπότε λέμε ότι βρίσκονται καθ’ οδόν προς τη συνείδηση, και άλλα τα οποία βρίσκονται κάπου ανάμεσα στους δύο πόλους. Τα άκρα τού συνεχούς μάς επιτρέπουν να καταλάβουμε πώς ανέκυψε η δυιστική σκέψη, αλλά δεν την δικαιολογούν. Ειπωμένο με άλλον τρόπο αυτό, μπορεί να σημαίνει ότι κάθε πραγματική οντότητα φέρει μέσα της τόσο την εμπειρία του παρελθόντος κόσμου όσο και τις δυνατότητες του ίδιου της του γίγνεσθαι ως συμβολής σε ένα δυνατό μέλλον.    
  
Ιδού λοιπόν μια εξόχως διαλεκτική σύλληψη του κόσμου (παρότι ο όρος διαλεκτική δεν είναι του ίδιου τού Whitehead). Μέσ’ από την περιγραφή της λειτουργίας θετικών και αρνητικών εννοήσεων, τη συνύφανση σωματικών εννοήσεων και νοητικών συλλήψεων, την κλιμάκωση και ανάλυση των υποκειμενικών μορφών μέχρι την παραγωγή των καλούμενων «διανοητικών αισθημάτων», ο Whitehead συγκροτεί μια περίτεχνη θεωρία της αντίληψης, κατά τους τρεις τρόπους που ονομάζει 1) αιτιώδη δραστικότητα, 2) παραστασιακή αμεσότητα και 3) συμβολική αναφορά.Δι’ αυτών εισερχόμαστε στο πεδίο της συνείδησης και της γλώσσας. Ο Whitehead πλέκει σταυροβελονιά τις έννοιές του με έναν τρόπο τον οποίον ούτε μπορώ ούτε έχει σκοπιμότητα να αναπλάσω εδώ – είναι η απόλαυση που επιφυλάσσει στον κατάλληλα προετοιμασμένο αναγνώστη το ίδιο το βιβλίο. 

Να επισημάνω μόνον ότι, γι’ αυτόν, η συνείδηση όντως συνδέεται με τη λειτουργία του συμβολισμού, ο συμβολισμός όμως πηγαίνει πολύ μακρύτερα από τη (ρηματική) γλώσσα. Η εμπειρία είναι συμβολική σε όλο της το βάθος: στα μάτια του Whitehead, εκείνο που οι περισσότεροι φιλόσοφοι πραγματεύονται ως την στοιχειωδέστερη μορφή αντίληψης (η, κατ’ αυτόν, παραστασιακή αμεσότητα) περιέχει ήδη συμβολισμό. Κάθε οντότητα, σε οιοδήποτε επίπεδο του πραγματικού, μπορεί να λειτουργήσει ως σύμβολο για μία άλλη εννοούσα οντότητα, έχει όμως επίσης τη δική της πραγματικότητα ανεξάρτητα από αυτή τη λειτουργία – που σημαίνει, μπορεί να λειτουργεί ταυτόχρονα τόσο αιτιωδώς όσο και συμβολικά. Ο κόσμος δεν περιορίζεται σε σύμβολα, όπως μας κάνει μερικές φορές να πιστέψουμε η σύγχρονη φορμαλιστική γλωσσολογία. Από την άλλη πλευρά, η γλώσσα είναι μια πολύ ειδική, και απ’ ορισμένες απόψεις ανεπαρκής, μορφή συμβολισμού. Οι μονάδες της, πρώτον, δεν είναι λέξεις αλλά προτάσεις· και δεύτερον, επειδή δεν υπάρχει προεδραιωμένη αντιστοιχία μεταξύ λεκτικών διατυπώσεων και προτάσεων (δίκτυα σημαινόντων και σημαινομένων θα λέγαμε με μοντέρνους γλωσσολογικούς όρους), η σημασία μιας διατύπωσης εξαρτάται από την ορθή ανασύσταση της πρότασης στην οποία παραπέμπει. Οι «προτάσεις» ορίζονται από τον Whitehead εν πολλοίς όπως τα αιώνια αντικείμενα, με τη διαφορά ότι, ενώ ένα αιώνιο αντικείμενο (μπορεί να) είναι καθαρή δυνητικότητα αποσυνδεδεμένη από την πραγματικότητα, μια πρόταση συνδέεται αδιαχώριστα μαζί της: οι προτάσεις ανακύπτουν πάντα δεμένες με πραγματικότητες, στη σχέση με τις οποίες έγκειται η «σημασία» τους. Θα μπορούσαμε άρα να πούμε, η «αλήθεια» τους; Όχι ακριβώς, διότι για τον Whitehead η «αλήθεια» είναι πολύ πιο περιορισμένη από τη σημασία, πράγμα το οποίο κατανοούμε καλύτερα στη ποιητική γλώσσα. Μια πρόταση είναι, στην πραγματικότητα, δέλεαρ για αίσθημα, και σε αυτό έγκειται η πλήρης σημασία της. Ιδού μια εκπληκτική παράγραφος επ’ αυτού:

Το γεγονός ότι οι προτάσεις εξετάστηκαν αρχικά σε συσχετισμό με τη λογική, και η ηθικολογική προτίμηση για αληθείς προτάσεις, έχουν συσκοτίσει τον ρόλο των προτάσεων στον πραγματικό κόσμο. Οι θεωρητικοί της λογικής συζητούν μόνο την κρίση προτάσεων. Στην πραγματικότητα κάποιοι φιλόσοφοι αποτυχαίνουν να διακρίνουν τις προτάσεις από τις κρίσεις· και οι περισσότεροι θεωρητικοί της λογικής θεωρούν τις προτάσεις ως απλώς κληροδότημα για κρίσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι ψευδείς προτάσεις έχουν αντιμετωπιστεί με άσχημο τρόπο, πεταχτεί στον κάλαθο των αχρήστων και αγνοηθεί. Αλλά στον πραγματικό κόσμο είναι σημαντικότερο μια πρόταση να είναι ενδιαφέρουσα παρά αληθής. Η σημασία της αλήθειας έγκειται στο ότι επαυξάνει το ενδιαφέρον (σελ. 543).  

 Η παράγραφος αυτή θα ηχούσε οικεία στα αυτιά ενός νεοπραγματιστή (αλλά κι ενός χαϊντεγκεριανού): δείχνει να μετατοπίζεται από μια έννοια της αλήθειας ως αντιστοιχίας σε μια εκφραστική έννοια της αλήθειας. Προφυλάσσεται όμως από τον απλό σχετικισμό μέσ’ από μια ειδική θεωρία της αλήθειας2 που βασίζεται σε μια προσεκτική διαφοροποίηση πρότασης και κρίσης, αφενός, και μέσ’ από τη σύνδεση της συμβολικής αναφοράς με την αιτιώδη δραστικότητα (πράγμα που θα μπορούσα να μεταφράσω στη γλώσσα του Walter Benjamin: του σημειωτικού με το μιμητικό στοιχείο).

Μίλησα ήδη δύο φορές για «διαλεκτική» στον A.N. Whitehead, και θα έχω μια τρίτη ευκαιρία σε αυτό το σημείο. Διότι πιστεύω πραγματικά ότι, πέραν οτιδήποτε άλλου, η φιλοσοφία του, κατάλληλα διαβασμένη, μπορεί να θεωρηθεί ως μία σημαντική μη μαρξιστική συμβολή στην έννοια της διαλεκτικής (όπως σε άλλο πλαίσιο  αναφοράς πρότεινα και για τη φιλοσοφία των Husserl-Heidegger, καθώς και για την πραξιακή/οικοσυστημική θεωρία τής εμπειρίας του John Dewey), η οποία ταυτόχρονα εμπλουτίζει αυτή την κρίσιμη έννοια για τη μεταμαρξιστική παράδοση σκέψης σε όλο τον εικοστό αιώνα, διευρύνοντας την εμβέλειά της. Αν ο σύγχρονος, κριτικός και διαλεκτικός μαρξισμός, ως φιλοσοφία της πράξης, θέλει να υπεισέλθει σε κάποιου είδους συνομιλία με τις σύγχρονες επιστήμες, θα πρέπει να ξεχάσει οριστικά κάθε αναγωγική «διαλεκτική της φύσης» τύπου Ένγκελς και να αντλήσει ιδέες από μια ––επανερμηνευμένη–– διαδικασιακή οντολογία τύπου Whitehead. Η έννοια της πράξης συνδέεται αναπόσπαστα με την έννοια του υποκειμένου. Είδαμε ήδη ότι, για τον Whitehead, η έννοια του «υποκειμένου» δεν περιορίζεται στον ανθρωπολογικό ορίζοντα αλλά πρέπει (όπως στον Χέγκελ) να επεκταθεί σε όλο το εύρος του Είναι, αν τουλάχιστον πρέπει ο κόσμος στην ολότητά του, και κάθε ρανίδα ύπαρξης που τον απαρτίζει, να συσταθεί ως αυταίτιο (causa sui, στη γλώσσα του Σπινόζα). Επιπλέον, «υποκείμενο» και «αντικείμενο» δεν κατανοούνται ως μεταφυσικές κατηγορίες (ουσίες) αλλά ως γενέσεις, παραγωγές μίας και της αυτής διαδικασίας: έχουν στάδια, ολοκληρώσεις και μετατροπές. Στην πραγματικότητα, μιλάμε για διεργασίεςυποκειμενοποίησης και διεργασίες αντικειμενοποίησης. Kάθε πραγματική οντότητα είναι μια αυτοδημιουργούμενη ρανίδα αισθήματος – δηλαδή, «υποκείμενο» της ίδιας τής εμπειρίας της. 

Γίνεται τέτοιο καθώς προσλαμβάνει εντός της, ως «αντικειμενικά δεδομένα», τις παρελθούσες πραγματικές οντότητες – βιώνοντας, σαν να λέμε, τα δικά τους βιώματα. Όταν μια πραγματική οντότητα ολοκληρώνει τη διαδικασία τού γίγνεσθαί της, λέμε ότι επιτυγχάνει την «υποκειμενική της επιδίωξη»· ο Whitehead το αποκαλεί αυτό πλήρωση (satisfaction). Το σημείο τής πλήρωσης γίνεται η απαρχή του αφανισμού της, ο οποίος ορίζεται όμως και ως «αντικειμενική αθανασία». Γιατί; Διότι ξεκινάει γι’ αυτήν μία μετά-θάνατον-ζωή, για να το πούμε έτσι, όχι πλέον ως αυτοπροσδιοριζόμενου υποκειμένου αλλά ως «αντικειμένου»: γίνεται δηλαδή αντικειμενικό δεδομένο για τη σύσταση νέων οντοτήτων, και μέσα τους διαιωνίζει τα περιεχόμενά της (αισθήματα) εσαεί.Αυτή ακριβώς τη διαδικασία μετάβασης, από το καθεστώς του υποκειμένου στo καθεστώς του αντικειμένου, ο Whitehead περιγράφει με τον τεχνικό όρο υποκείμενο-υπερκείμενο (διότι αντικείμενα, με την κυριολεκτική σημασία του όρου, είναι για τον Whitehead μόνο τα «αιώνια αντικείμενα»). Μένει εδώ να σκεφτεί κάποιος τη συνάφεια με την εγελιανή έννοια της Aufhebung· επίσης, από άλλη σκοπιά, μια ολόκληρη σειρά εννοιών στη διαλεκτική παράδοση, από την εγελομαρξιστική έννοια της αποξένωσης μέχρι τον συσχετισμό πράξης και πρακτικο-αδρανούς στον ύστερο Σαρτρ.   

Για να συνοψίσουμε, λοιπόν: ο Whitehead θέλησε να επαναφέρει την επιστημολογία σ’ εκείνο από το οποίο αποκόπηκε, μια φιλοσοφική γνωσιοθεωρία συνδεδεμένη με μια περιεκτική οντολογία. Με άξονα μια ριζική επανερμηνεία της εμπειρίας, σχεδιάζει μια ορισμένη σχεσιακή και διαδικασιακή οντολογία, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό της αρχή της σχετικότητας με την αρχή τη διαδικασίας. Η «αρχή της σχετικότητας» (που αφορμάται από, αλλά υπερβαίνει ερμηνευτικά, την ειδική και γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν) σημαίνει ότι κάθε τι μέσα στον πραγματικό κόσμο είναι αδιαχώριστα συνδεδεμένο με κάθε τι άλλο, οσοδήποτε απομακρυσμένο στον χώρο και τον χρόνο (που είναι βεβαίως ορολογικές συμβάσεις για τις ίδιες τις διαφορικές σχέσεις), και οσοδήποτε ισχυρός ή ασθενής είναι αυτός ο δεσμός· η «αρχή της διαδικασίας» σημαίνει ότι ο κόσμος βρίσκεται σε διαρκή δημιουργική ροή – οι «οντότητες», οσοδήποτε στοιχειώδεις ή σύνθετες, είναι πυκνώματα ροής, στιγμές ενός ακατάπαυστου γίγνεσθαι, που έχει καθορισμένα, αλληλοσυνδεόμενα και επαναλαμβανόμενα σε κάθε ξετύλιγμα της σπείρας στάδια (αυτό ακριβώς σημαίνει ο όροςδιαδικασία). Δημιουργικότητα είναι ίσως ο μόνος όρος που μπορεί να αποδώσει την έσχατη φύση της πραγματικότητας, την «πρώτη αρχή» για τον Whitehead: δημιουργικότητα είναι η δύναμη που συνυφαίνει τα πολλά σε Ένα, κι εκ του Ενός παράγει πάλι πολλά, στο αέναο ξετύλιγμα της διαδικασίας του κόσμου. Έτσι, το έσχατο μεταφυσικό πρόβλημα που αναδύεται μέσα στον ανθρώπινο στοχασμό, το έσχατο μεταφυσικό ζεύγμα, θα πει, είναι: μονιμότητα και ροή.

Στο αποκορύφωμα αυτού του φιλόδοξου σχεδιάσματος, και σε σχέση με το έτσι διατυπωμένο έσχατο μεταφυσικό πρόβλημα, ο φιλόσοφός μας εισάγει την αινιγματική έννοια του «Θεού». Δεν καταλαβαίνει εκ πρώτης όψεως κάποιος γιατί ο Whitehead έχει ανάγκη αυτή την υπόθεση (για να το πω με τα λόγια του Laplace). Πολύ περισσότερο μάλιστα που ο «Θεός» του Whitehead αντιδιαστέλλεται ρητά προς τον Θεό των μονοθεϊστικών παραδόσεων, τον Θεό-δημιουργό ή τον Θεό-ηγεμόνα, όπως εύγλωττα λέει ο ίδιος. Άλλωστε ο Whitehead γνωρίζει πολύ καλά, και το δηλώνει απερίφραστα, πως η σκέψη του έχει πολύ περισσότερα κοινά με τις μη θεϊστικές ασιατικές μεταφυσικές (αν ο όρος «μεταφυσικές» ευσταθεί εδώ): τη Βεδάντα ή τον Βουδισμό, που ο ίδιος υπαινίσσεται, είτε τον Κομφουκιανισμό/ Ταοϊσμό, που υποδεικνύει ένας από τους διακεκριμένους σχολιαστές του.Πρόκειται απλώς για μια παραχώρηση (όπως και αλλού τον βλέπουμε να κάνει) σε παραδεδομένους τρόπους σκέψης; Ό,τι άποψη και αν έχει κανείς επ’ αυτού ––και προσωπικά πιστεύω οτι η ιδέα αυτή μάλλον στερεί από τη φιλοσοφία του κάτι από την ασφαλή πρόσδεση στην εμπειρία που επιδιώκει––, πρέπει να δούμε τουλάχιστον πώς ο ίδιος τη δικαιολογεί. 

Ο «Θεός» εμφανίζεται για πρώτη φορά στη γλώσσα του Whitehead το 1925, στις διαλέξεις που εκδόθηκαν με τίτλο Η επιστήμη και ο σύγχρονος κόσμος. Συνδέεται με μια προσπάθεια να εξηγηθεί ο ρόλος που παίζουν τα «αιώνια αντικείμενα», κάτι το οποίο δεν προκύπτει πλήρως ούτε από τη δημιουργικότητα αφ’ αυτής ούτε από τις πραγματικές οντότητες. Σύμφωνα με αυτό που αποκαλεί «οντολογική αρχή» (μόνο πραγματικές οντότητες ενεργούν, είναι άρα αιτίες του οτιδήποτε συμβαίνει), τα αιώνια αντικείμενα, ως τέτοια, δεν μπορούν να είναι αιτίες του ρόλου που παίζουν στον κόσμο. Η αιτία θα πρέπει να βρεθεί σε μία πραγματική οντότητα, η οποία θα πρέπει να έχει κοσμικό χαρακτήρα: αυτή την οντότητα ο Whitehead αποφασίζει να ονομάσει «Θεό». Είναι δηλαδή η αιώνια πηγή κάθε δυνητικότητας, που θα πρέπει η ίδια να θεωρείται ενεργεία, από την οποία όλες οι πραγματικές οντότητες αντλούν τηνυποκειμενική επιδίωξή τους να πραγματώσουν ό,τι είναι κάθε φορά εφικτό για τις ίδιες. Από τη στιγμή που πάντα αυτές «επιλέγουν» μεταξύ τέτοιων δυνατοτήτων, όπως είδαμε, ο «Θεός» δεν προκαθορίζει το τί θα γίνουν· είναι απλώς εκεί, θα λέγαμε, ως διαρκής προσφορά δυνατοτήτων. Αυτό ο Whitehead ονομάζει «πρωταρχική φύση του Θεού».

Με αυτή την έννοια, ο «Θεός» δεν είναι δημιουργός αλλά ένα πλάσμα της δημιουργίας. Είναι, αν θέλετε, η δημιουργική διαδικασία ιδωμένη από τη σκοπιά της αιώνιας πληρότητάς της. Όσο παραδοξολογικό κι αν ακούγεται αυτό ––αφού περιέχει το οξύμωρο: το δυνάμει ως ενεργεία––, ο Whitehead θα ωθήσει τη σύλληψή του ως τις έσχατες λογικές της συνέπειες. Αν ο «Θεός» νοηθεί ως πραγματική οντότητα, πρέπει να υπόκειται στις ίδιες μεταφυσικές αρχές που ορίζονται για κάθε άλλη οντότητα, άρα να περιέχει έναν νοητικό και έναν σωματικό πόλο. Ο σωματικός του πόλος θα είναι το εκ μέρους του βίωμα (δηλαδή, εννόηση) κάθε υπαρκτής οντότητας και των ίδιων της των βιωμάτων. Με άλλα λόγια, το σώμα του Θεού είναι ο κόσμος στο ίδιο του το γίγνεσθαι, και πάσχει μαζί με τα πάθη τού κόσμου. Αυτό είναι που αποκαλείται «απορρέουσα φύση του Θεού» (είναι εμφανής η αντιστοιχία προς τη  υπόσταση του «Υιού» στην Τριαδική θεολογία).

Έτσι ο Whitehead καταλήγει να βλέπει τον «Θεό» ως πηγή της ελευθερίας, δηλαδή, όρο δυνατότητας του γίγνεσθαι: διότι δεν θα υπήρχε ελευθερία χωρίς ένα φάσμα δυνατοτήτων-προς-πραγμάτωσιν, και αν πάντα υφίστανται τέτοιες δυνατότητες πέραν του ήδη πραγματωμένου, η έννοια του «Θεού» ορίζει τον τόπο τους. Από τη σύλληψη αυτή πήγασε ένα ολόκληρο θεολογικό ρεύμα στις ημέρες μας, η λεγόμενη θεολογία του γίγνεσθαι (Process Theology). Αναρωτιέται κανείς, πόσο μακριά είναι στον πυρήνα της αυτή η ιδέα από την φλογερή θεολογία της επανάστασης του Ernst Bloch, στο πλαίσιο της οποίας η μεταφορά του «Θεού» καλείται να υποστασιοποιήσει την αρχή της ελπίδας (das Prinzip Hoffnung) – ως ανεκπλήρωτη λαχτάρα ολόκληρης της φύσης, και μαζί τής ανθρωπότητας, για το μη-ακόμα-υπαρκτό, που στο πεδίο της ιστορίας προορίζεται να γίνει η ελεύθερη και δίκαιη "κομμουνιστική"κοινωνία;      

Ο Whitehead, όπως είπα, ονομάζει τη φιλοσοφία του «πλουραλιστικό ρεαλισμό» και «φιλοσοφία του οργανισμού».Διορθώνει τον καρτεσιανό δυισμό σε μια κατεύθυνση που τον φέρνει εγγύτερα στον Σπινόζα,  προτιμάει όμως τον όρο «πλουραλισμός» αντί του «μονισμός» διότι τα στοιχεία με τα οποία ο Σπινόζα προικίζει τη μία και ενιαία υπόστασή του, ελευθερία και αυταιτιότητα, τα επιφυλάσσει για καθεμία από τις «πραγματικές οντότητές» του: το Είναι είναι πολλαπλότητα, όπως έγραφε κάποτε ο Καστοριάδης (που είχε υπόψιν του τον Whitehead). Από αυτή την άποψη θα φαινόταν ακόμη πιο κοντά στον Λάιμπνιτζ, αλλά κι εδώ απαιτούνται πολλές διευκρινίσεις. Οι «πραγματικές οντότητες» δεν είναι καθόλου περίκλειστες στον εαυτό τους μονάδες που η συνεργασία τους θ’ απαιτούσε μια προεδραιωμένη αρμονία, δηλαδή έναν εξωτερικό ρυθμιστή, αλλά σχεσιακά συμβάντα που αλληλεπιδρούν εντατικά μεταξύ τους. Η πολλαπλότητά του είναι λοιπόν μια δικτυακή ενότητα, και αυτό μας φέρνει πολύ πιο κοντά σε μοντέρνες οικοσυστημικές θεωρήσεις. 

Οι «κοινωνίες» του είναι δίκτυα σχέσεων, απ’ όπου αναδύεται ένα κοινοτιστικό μοντέλο του πραγματικού. Από εδώ θα μπορούσε ν’ αντλήσει κανείς εύγλωττες πολιτικές σημασίες, ανεξαρτήτως του πόσο είναι συνειδητά επεξεργασμένες στον ίδιον. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε μια σκέψη ποτισμένη βαθιά από το αισθητικό ιδεώδες του Ρομαντισμού, τη δεσπόζουσα οργανισμική μεταφορά – εξ ου και η επονομασία «φιλοσοφία του οργανισμού».

«Η φιλοσοφία του οργανισμού», θα πει ο Whitehead, «είναι η αντιστροφή της καντιανής φιλοσοφίας […] Για τον Καντ ο κόσμος αναδύεται από το υποκείμενο· για τη φιλοσοφία του οργανισμού το υποκείμενο αναδύεται από τον κόσμο – ένα “υπερκείμενο” μάλλον παρά “υποκείμενο”». (σελ. 221-22). O Whitehead, προφανώς, διαβάζει τον Καντ μόνο μέσ’ από την Πρώτη Κριτική, και σε αυτό το επίπεδο η ανατροπή που επιχειρεί είναι πλήρως κατανοητή και δικαιολογημένη. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όλος ο γερμανικός ιδεαλισμός που ακολούθησε ––ο Fichte, o Schelling, o Χέγκελ–– ξεκίνησε από μια παρόμοια δυσαρέσκεια γι’ εκείνο που τους φαινόταν ως μια δυιστική οντολογία στο καντιανό σύστημα, και το πρόγραμμά τους ήταν ακριβώς ν’ απαλείψουν το αγκάθι του «πράγματος καθεαυτού» ώστε όλο το πραγματικό να μπορεί να εξαχθεί από το υποκείμενο (ή την «άπειρη διάνοια»). Σε αυτή την περίπτωση όμως το «υποκείμενο» παύει να συνδέεται με την πεπερασμένη ανθρώπινη διάνοια και γίνεται προσδιορισμός του ίδιου τού Είναι (ή της «Ιδέας» στον Χέγκελ). To ζήτημα είναι ότι ο ίδιος ο Καντ έχει προλάβει αυτή την κριτική, και έχει προαναγγείλει τις κατευθύνσεις της στην Τελεολογία της Φύσης (δεύτερο μέρος της Κριτικής της Κριτικής Δύναμης) που ολοκληρώνει το σύστημά του. Εκεί ακριβώς εμφανίζεται η έννοια του «οργανισμού», ως εναλλακτικό μοντέλο για τη σύλληψη της Φύσης απέναντι στο μοντέλο του «μηχανισμού» που απορρέει από την Κριτική του Καθαρού Λόγου

Με άλλα λόγια, η Φύση εμφανίζεται δύο φορές στη φιλοσοφία του Καντ: ως φυσικοεπιστημονικό αντικείμενο υπό τη σκοπιά της καθοριστικής κρίσης, που διέπεται από κάποιου είδους ντετερμινιστική αναγκαιότητα (στην Πρώτη Κριτική), και ως προϊόν αισθητικής ενατένισης υπό τη σκοπιά της αναστοχαστικής κρίσης, που χαρακτηρίζεται από ελευθερία και αυτοπροσδιορισμό (στην Τρίτη Κριτική). Σε αυτή τη δεύτερη εμφάνισή της έχει όλα τα χαρακτηριστικά του Λόγου ή του Πνεύματος, δηλαδή, την αυτοοργανωτική δύναμη ενός ζωντανού οργανισμού. Αυτή η τελευταία ενόραση της Φύσης (την οποία θα τονίσει απεριόριστα ο Schelling από τους επιγόνους) μένει τώρα να κρίνει κανείς πόσο μακριά βρίσκεται από τη ριζική σύλληψη του Whitehead. Μένει επίσης να εξαγάγει τη σημασία της για ένα πολιτικό πρόταγμα αυτοδιαχείρισης, μία ακόμη από τις φαντασιακές σημασίες που γέννησε ο Ρομαντισμός και σημάδεψε πολλά από τα επαναστατικά κινήματα του ύστερου δέκατου ένατου αιώνα (μεταβιβάζοντας ακέραιη την κληρονομιά τους στον εικοστό).

Η διαφορά της γλώσσας του Whitehead από αυτήν του γερμανικού ιδεαλισμού δεν πρέπει να μας ξεγελάει. Μια ορισμένη εγελιανή επιρροή ––πιθανότατα μέσω Bradley–– πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Και αν δικαιολογημένα αυτός αρνείται την εγελιανή ιδεοκρατία, η διαλεκτική συνιστώσα διατηρείται ακέραιη· μεταφέροντάς την στο πεδίο της «εμπειρίας» (έννοια την οποία επεξεργάζεται με πολύ διαφορετικό τρόπο από ό,τι ο βρετανικός εμπειρισμός), οδηγείται σε μια σύζευξη υποκειμενικότητας (δηλαδή, ελευθερίας αυτοπροσδιορισμού) και φύσης η οποία από διαφορετικές σκοπιές διατηρεί συνάφειες με τη σκέψη του Σπινόζα και του Λάιμπνιτζ, αλλά προπαντός, υποστηρίζω, συγγενεύει με το πρωτεϊκό όραμα του Schelling. Από τις πλούσιες κοινοτιστικές και οικοσυστημικές συνδηλώσεις μιας τέτοιας σκέψης μπορεί να εξαχθεί ένα ασφαλές πολιτικό νόημα, μολονότι δεν είναι ρητά επεξεργασμένο ως τέτοιο. Υπάρχει ωστόσο δυνάμει στις έννοιες και στις επεξεργασίες του Whitehead. Και για να το κάνω ακόμη πιο απερίφραστο, θα ήθελα να σχολιάσω ένα από τα πιο μεστά σε συνέπειες σημεία της κριτικής του.

Από μια ορισμένη άποψη, όλο το εγχείρημα του Process and Reality στηρίζεται στη διάλυση μιας ψευδαίσθησης που δυναστεύει όλη τη δυτική σκέψη, από τις ελληνικές απαρχές της μέχρι σήμερα: του τρόπου σκέψης ο οποίος βασίζεται στο ζεύγμα ουσία-ποιότητα είτε υποκείμενο-κατηγόρημα. Εδώ η ουσία γίνεται αντιληπτή ως διαρκής και αμετάβλητη ταυτότητα-προς-εαυτόν, ενώ οι ποιότητές της αντιπροσωπεύουν μεταβαλλόμενες ιδιότητες τις οποίες η ουσία «κατέχει». Αν για τον Whitehead η ουσία (υποκείμενο) δεν έχει ιδιότητες (κατηγορήματα), είναι διότι δεν προϋπάρχει αυτών: το υποκείμενο ενυπάρχει στα ίδια τα κατηγορήματά του, είναι προϊόν αυτών όσο και αυτά είναι προϊόντα του, διαμορφώνονται από κοινού (κατά τη διαλεκτική έννοια της σχέσης). Αυτό το οποίο ο Whitehead επιχειρεί να αποδομήσει εδώ, είναι ακριβώς ––μολονότι ο ίδιος δεν γνωρίζει τον όρο–– αστική ιδεολογία. Βασίζεται σε μια ιδιοκτησιακή αντίληψη του υποκειμένου ή της ουσίας, στην οποίαν αντικατοπτρίζεται η ιστορική γένεση της ατομικότητας ως εσωτερίκευσης της ιδιοκτησίας. Το αστικό πρόσωπο (με τη νομική έννοια του όρου) «έχει» έναν εαυτό, που σημαίνει, «έχει» ένα σώμα (όπως στη φιλοσοφία του Ντεκάρτ) ή «έχει» ένα σύνολο ικανοτήτων (όπως στην φιλοσοφία του Λοκ) – στα οποία θεμελιώνει εν πρώτοις ένα δικαίωμα κατοχής, βάσει του οποίου εν συνεχεία μπορεί να τα εκχωρήσει, να τα ενοικιάσει ή να τα πουλήσει. Η μισθωτή εργασία στον σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, που έχει την καταστροφική συνέπεια της αποξένωσης του δημιουργού από το προϊόν της εργασίας του, προϋποθέτει μια πρότερη αποξένωση του δημιουργού από τις ίδιες τις ικανότητές του – τη μετάβαση από το «είμαι ικανός» στο «“έχω” μια ικανότητα». Για την γνωσιολογική οπτική που ο Whitehead μοχθεί να αποκαταστήσει εδώ, δεν «έχω» μια ιδέα ενός επιμέρους πράγματος· είμαι ένα αίσθημα (βίωμα) ενός επιμέρους πράγματος. Τα κατηγορήματα είναι δράσεις, όχι ιδιοκτησία! Ο άνθρωπος (σε όποιον βαθμό μιλάμε γι’ αυτόν) γίνεται εκείνο που κάνει (βιώνει), δεν είναι αυτό που έχει

Μέσ’ από το ποιητικό, ρομαντικό όραμα του Whitehead ο κόσμος αναδύεται σαν μια ισονομική αδελφότητα όλων των όντων και όλων των πραγμάτων. Όλα έχουν μερίδιο στην ελευθερία και τον αυτοκαθορισμό, όλα είναι εν μέρει δεσμευμένα στο δίκτυο των σχέσεων από τις οποίες γεννιούνται. Η σύγχρονη επικοινωνιακή θεωρία στις καλύτερες στιγμές τηςλέει το ίδιο πιθανώς πράγμα με άλλη γλώσσα. Προπαντός, όμως, ο κόσμος ανασυντίθεται σαν μια μαγική εικόνα ατέρμονων εσωτερικών μεταμορφώσεων, εικόνων που μετασχηματίζονται ακατάπαυστα η μία στην άλλη και αναδύονται η μία από τα σπλάχνα της άλλης. Δεν θα αντισταθώ στον πειρασμό να κλείσω παραθέτοντας ένα κομμάτι του Pessoa, που μου φαίνεται πως εικονογραφεί με τον πιο γλαφυρό τρόπο το εκπληκτικό κοσμολογικό βίωμα του Whitehead:

Όσο περισσότερο δοκιμάζομαι, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ ότι είμαι λουλούδι και πουλί, αστέρι και σύμπαν […] Η τωρινή μου ύπαρξη περιλαμβάνει τις εποχές πριν από την εμφάνιση της ζωής, καιρούς παλαιότερους από τη γη, τρύπες του διαστήματος που σχηματίστηκαν πριν γίνει ο κόσμος […].

Δεν υπάρχει ούτε ένα άτομο του πιο μακρινού αστεριού που να μην συμμετέχει στην ύπαρξή μου. Υπάρχω, επειδή υπήρξε ο Αλφόνσο Ενρίκες. Υπάρχω, επειδή αγωνίστηκε ο Νουν Αλβάρες. Θα ήμουν κάποιος άλλος ––δεν θα υπήρχα, δηλαδή–– αν ο Βάσκο ντε Γκάμα δεν είχε ανακαλύψει τον δρόμο για την Ινδία και αν ο Πόμπα δεν είχε κυβερνήσει για χρόνια.   

Ο Σαίξπηρ είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου. Θριαμβεύοντας στη Ρώμη, ο Ερρίκος ο Η΄ με έκανε αυτό που είμαι. Για μένα σκέφτηκε ο Αριστοτέλης και τραγούδησε ο Όμηρος. Κατά κάποια μυστική και αληθινά βαθιά έννοια […] ο Χριστός πέθανε για μένα. Πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, ένας ινδός μυστικιστής, που δεν ξέρω αν υπήρξε πραγματικά, συνέβαλε στην τωρινή μου ύπαρξη. Γι’ αυτό που είμαι σήμερα έγραψε ο Κομφούκιος την Ηθική του. Ο πρώτος άνθρωπος που ανακάλυψε τη φωτιά, αυτός που εφηύρε τον τροχό, αυτός που συνέλαβε την ιδέα του βέλους – αν είμαι σήμερα αυτό που είμαι, είναι επειδή υπήρξαν αυτοί.6


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Siegmund Freud, «Το ασυνείδητο/VII», Δοκίμια μεταψυχολογίας, μετ. Θεόδωρος Παραδέλλης (Καστανιώτης: Αθήνα 1980), σελ. 92.
2. Στο Adventures of Ideas (McMillan Co. & Cambridge University Press, 1933), ο  Whitehead εξηγεί: «Αλήθεια είναι όρος ο οποίος αναφέρεται μόνο στην εμφάνεια. Η πραγματικότητα ταυτίζεται με τον εαυτό της και δεν έχει νόημα να ερωτά κάποιος αν είναι αληθής ή ψευδής. Αλήθεια είναι η συμφωνία της εμφάνειας με την πραγματικότητα» (σελ. 241, υπογράμμιση δική μου). Ως πραγματικότητα μιας πραγματικής οντότητας σκεφτόμαστε πάντα τον παρελθόντα πραγματικό κόσμο που γίνεται δεδομένο της (δηλαδή, συνυφαίνεται μέσα της) με τον τρόπο της αιτιώδους δραστικότητας· και ως εμφάνεια νοούμε τον κόσμο τον οποίον η ίδια η οντότητα αναπαριστά με τον τρόπο της παραστασιακής αμεσότητας.
3. Πρόκειται, στην ουσία, για το ίδιο επιχείρημα με το οποίο ο Χέγκελ στη Λογική του κατασκευάζει την έννοια του (θετικού) απείρου. Είναι σκανδαλώδης η ομοιότητα της διατύπωσης που χρησιμοποιεί ο Herbert Marcuse για να συνοψίσει το εν λόγω εγελιανό επιχείρημα, στο βιβλίο αναφοράς που έγραψε τα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, Λόγος και επανάσταση. Ο Χέγκελ και η γένεση της κοινωνικής θεωρίας (ελλ. έκδ. Ύψιλον: Αθήνα 1985, μετ. Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος). Διαβάζουμε: «Ανακαλύπτουμε ότι η ανάλυση των αντικειμενικών πραγμάτων μάς μετέφερε ήδη από το πεπερασμένο στο άπειρο. Γιατί η διαδικασία με την οποία ένα πεπερασμένο πράγμα αφανίζεται και, αφανιζόμενο, γίνεται ένα άλλο πεπερασμένο που επαναλαμβάνει το ίδιο, είναι καθ’ εαυτήν μια διαδικασία ad infinitum και όχι μόνο κατά την κοινότοπη έννοια ότι η πρόοδος δεν μπορεί να σταματήσει. Όταν ένα πεπερασμένο πράγμα “αφανίζεται μέσα σε” ένα άλλο, έχει μεταβληθεί εφόσον ο αφανισμός είναι ο δικός του τρόπος για την πλήρωση των αληθινών δυνατοτήτων του. Έτσι ο ακατάπαυστος αφανισμός των πραγμάτων είναι μια εξίσου ακατάπαυστη άρνηση της περατότητάς τους. Είναι απειρότητα. “Το πεπερασμένο κατά τον αφανισμό του, κατά την άρνηση αυτή του εαυτού του, έχει φτάσει στο Καθεαυτό Είναι [Ansich Sein] και συνεπώς έχει επιτύχει τον ουσιαστικό εαυτό του […] Έτσι πηγαίνει πέρ’ από τον εαυτό του μόνο και μόνο για να τον ξαναβρεί. Αυτή η ταύτιση με τον εαυτό, ή η άρνηση της άρνησης, είναι καταφατικό Είναι, είναι το έτερον του Πεπερασμένου […] είναι το Άπειρο”» (σελ. 142-3).  Το παράθεμα του Χέγκελ που χρησιμοποιεί εδώ ο Marcuse είναι από την αγγλική μετάφραση (το βιβλίο γράφτηκε στην Αμερική, και είναι το πρώτο έργο του Marcuse στην αγγλική γλώσσα), Science of Logic, μετ. W.H. Johnston και L.G. Struthers (MacMillan Company: Νέα Υόρκη 1929).
4. C. Robert-Mesle, Process-Relational Philosophy. An Introduction to Alfred North Whitehead (Templeton Foundation Press: Πενσυλβάνια 2008), σελ. 79: «Στην Εισαγωγή στη μετάφρασή τους των Αναλέκτων του Κομφούκιου, οι Roger T. Ames και Henry Rosemont Jr. περιγράφουν τη βασιζόμενη στην ουσία αντίληψη της πραγματικότητας που κυριαρχεί στη δυτική σκέψη και τις γλώσσες, αντιδιαστέλλοντας την προς μία βασιζόμενη στο συμβάν αντίληψη της πραγματικότητας η οποία αντανακλάται στην κινεζική γλώσσα και σκέψη. Στη Δύση γνωρίζουμε ότι η εμπειρία μας μάς αποκαλύπτει έναν κόσμο σταθερής αλλαγής ––τον κόσμο της εμφάνειας–– αλλά έχουμε αξιώσει ότι ο λόγος μας μάς προσφέρει πρόσβαση σε μιαν αμετάβλητη πραγματικότητα πίσω απ’ όλες τις αλλαγές. Εξ ου και η εμμονή μας στο σχίσμα εμφάνειας και πραγματικότητας. Απεναντίας, υποστηρίζουν οι Ames και Rosemont, δεν συναντάμε “καμία συζήτηση περί βαθύτερης πραγματικότητας εναντίον μεταβαλλόμενων εμφανειών στα πρώιμα κινεζικά κείμενα: πραγματικότητα και εμφάνεια είναι ένα και το αυτό, και η πραγματικότητα είναι αυτές οι αέναες αλλαγές. Οι πρώιμοι κινέζοι στοχαστές ποτέ δεν φαίνεται να συνέλαβαν ουσίες οι οποίες παραμένουν ίδιες στο πέρασμα του χρόνου […] Το Τάο, η ολότητα όλων των πραγμάτων […] είναι μια διαδικασία που απαιτεί τόσο τη γλώσσα της αλλαγής όσο και της μονιμότητας […] προκειμένου να συλλάβει τη δυναμική του ροπή”. Οι Rosemont και Ames ερμηνεύουν το Τάο (την Οδό) με τους ίδιους σχεσιο-διαδικασιακούς όρους […] Δεν εκπλήσσει λοιπόν το ότι, καθώς γράφω την άνοιξη του 2007, υπάρχουν δεκαεπτά κέντρα για την σχεσιο-διαδικασιακή φιλοσοφία που έχουν ανοίξει στην Κίνα, και δύο ακόμα σχεδιάζεται να ανοίξουν αυτό το καλοκαίρι παράλληλα με τη δεύτερη Θερινή Ακαδημία για τη Διαδικασία στην Κίνα […] Ένας διεθνές συνέδριο για τον Whitehead σχεδιάζεται στη Μπανγκαλόρη της Ινδίας, και άλλα σχεσιο-διαδικασιακά σεμινάρια και κέντρα έχουν δημιουργηθεί σε χώρες απ’ όλο τον κόσμο».
5. Μιας και μπήκα στο παιχνίδι των μεταφράσεων και των αντιστοιχιών, ας μου επιτραπεί να υποδείξω εδώ ένα έργο που θεωρώ κορυφαία στιγμή στην εκδίπλωση αυτού το μοντέρνου πεδίου: το Anthony Wilden, System and Structure. Essays on Communication and Exchange(Tavistock Press: Λονδίνο 1972). Θέτω υπό κρίσιν το ερώτημα του κατά πόσον η κοσμοεικόνα που αανδύεται εδώ συγγενεύει (για να μην πω συμπίπτει) με την κοσμοεικόνα που σχεδιάζει το Process and Reality.
6. Fernando Pessoa, Εγώ και οι «άλλοι», μετ. Βασίλης Πουλάκος (Printa: Αθήνα 2006), σελ. 41-2.



[Δημοσιεύεται ως Επίμετρο στην ελληνική έκδοση του Alfred North Whitehead, Διαδικασία και πραγματικότητα. Ένα δοκίμιο στην κοσμολογία, επιμ.David Ray Griffin & Donald W. Sherburne, μετ. Φώτης Τερζάκης (Παπαζήση: Αθήνα 2013)]

πηγή: fotisterzakis.gr

ΤΑ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΥΔΕΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΜΦΙΑΡΑΟΥ (500 Π.Χ ΠΕΡΙΠΟΥ)

$
0
0


Το 1972, ένας φαρμακοποιός από τη Ρώμη, ο Stefano Mariottini,  έκανε διακοπές στο Ριάτσε της Ιταλίας (στη «μύτη» της μπότας). Βουτώντας με το ψαροντούφεκό του σε βάθος 9 περίπου μέτρων από την ακτή, ανακάλυψε ένα ανθρώπινο χέρι μισοθαμμένο στην άμμο. Ήταν τόσο ρεαλιστικό που νόμισε πως επρόκειτο για πτώμα. Κοιτάζοντας προσεκτικότερα, διαπίστωσε πως ήταν τμήμα ενός αγάλματος που ήταν ξαπλωμένο στο ένα πλευρό, ενώ δίπλα βρισκόταν κι άλλο ένα άγαλμα, ξαπλωμένο ανάσκελα. Ενημέρωσε τις αρχές και δύτες της αστυνομίας επέστρεψαν με μπαλόνια οξυγόνου, με τα οποία ανασήκωσαν προσεκτικά τα αγάλματα από το βυθό.

Crowds flock to the bronze as it's recovered from the sea, 1972
Η ανακάλυψη προκάλεσε αίσθηση. Ελάχιστα αρχαία χάλκινα αγάλματα σώζονται μέχρι σήμερα, καθώς τα περισσότερα κατέληξαν στο χυτήριο για το πολύτιμο μέταλλό τους. Τα περισσότερα από τα αρχαία ελληνικά χάλκινα είναι γνωστά μόνο από μεταγενέστερα μαρμάρινα Ρωμαϊκά αντίγραφα. Η ανακάλυψη δύο ολόκληρων, υπερφυσικών αρχαιοελληνικών αγαλμάτων τόσο κοντά στην ακτή (ή οπουδήποτε αλλού) είναι κάτι σπάνιο.
Eye of Riace B before and after the final removal of eye concretions
Τα αγάλματα στάλθηκαν στο Εθνικό Μουσείο στο Ρήγιο (Reggio) της Καλαβρίας για καθαρισμό και συντήρηση. Οι ειδικοί επιβεβαίωσαν εκεί ότι πράγματι επρόκειτο για πρωτότυπα αρχαιοελληνικά έργα του πρώιμου κλασσικού ρυθμού από τον 5ο αιώνα π.Χ. Οι εργασίες συντήρησης συνεχίστηκαν στο Ρήγιο ως το 1975, χρονιά που τα αγάλματα στάλθηκαν στη Φλωρεντία για επιπλέον συντήρηση στα καλύτερα εξοπλισμένα εργαστήρια της πόλης. Όταν καθαρίστηκαν, τα αγάλματα αποκάλυψαν εξαιρετικές λεπτομέρειες, όπως ασημένιες βλεφαρίδες, χείλη και θηλές στήθους από χαλκό, ασημένια δόντια και ένθετα μάτια από ελεφαντόδοντο και γυαλί.
Riace A head detail
[Χωρίς επιγραφές ή άλλα στοιχεία,] δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιον απεικονίζουν. Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες, που υποστηρίζουν τον ένα ή άλλο ήρωα της ελληνικής λογοτεχνίας. Και τα δύο αγάλματα κάποτε κρατούσαν ασπίδες και δόρατα, οπότε μάλλον αναπαριστούν πολεμιστές. Ο πρώτος, με τις πλούσιες μπούκλες στα μαλλιά και τα ασημένια δόντια που μόλις διακρίνονται μέσα από τα μισάνοιχτα χείλη του, είναι γνωστός ως Riace A. Ο δεύτερος, με το κράνος και τα ελαφρά γουρλωμένα μάτια, είναι γνωστός ως Riace B. Βασιζόμενοι αποκλειστικά στο μισάνοιχτο στόμα και τα δόντια του Α (χαρακτηριστικό μοναδικό στην ελληνική γλυπτική) καθώς και στα ορθάνοιχτα μάτια του Β, μια θεωρία υποστηρίζει ότι πρόκειται για τους ήρωες Τυδέα και Αμφιάραο, δύο από τους πολεμιστές που στρατολόγησε ο Πολυνείκης για να επιτεθεί στη Θήβα, στην τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβαις.
Riace B head detail
Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ο ανδριάντας Α απεικονίζει τον Τυδέα, ο οποίος έφαγε το μυαλό του αντιπάλου του, ο οποίος τον είχε πληγώσει θανάσιμα, πράγμα που εξηγεί την έμφαση στα δόντια. Σε αυτή την περίπτωση ο Β θα πρέπει να είναι ο Αμφιάραος, που ήταν μάντης, καθώς οι μάντεις συχνά απεικονίζονται με μάτια διάπλατα ανοιχτά.
Οι εργασίες συντήρησης ολοκληρώθηκαν το 1980. Τότε οι «Πολεμιστές του Ριάτσε» εκτέθηκαν για σύντομο χρονικό διάστημα στη Φλωρεντία και την Ιταλία, πριν επιστρέψουν στο Ρήγιο. Είχα την τύχη να τους δω στη Ρώμη όταν ήμουν μικρό παιδί […]. Τα πλήθη είχαν ξετρελλαθεί. Στο σπίτι των γονιών μου βρίσκονται ακόμη κορνιζαρισμένες οι αφίσσες των πολεμιστών τις οποίες αγόρασαν από το πωλητήριο του μουσείου. Ήταν μεγάλη ευτυχία που τους είδαμε τότε γιατί, λόγω της μεγάλης τους ευπάθειας, τα αγάλματα δεν έχουν ταξιδέψει από τότε.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα αγάλματα άρχισαν να εμφανίζουν σημάδια περαιτέρω επιδείνωσης. Οι συντηρητές της Φλωρεντίας είχαν αποφύγει να απομακρύνουν τα υπολείμματα της οργανικής ύλης των πυρήνων της χύτευσης, με αποτέλεσμα αυτά να υποστούν αποσύνθεση που δημιούργησε προβλήματα για το μπρούτζινο περίβλημα. Μια δεύτερη συντήρηση, το 1995, απομάκρυνε πλήρως αυτά τα υλικά (απανθρακωμένο ξύλο, φυτικές ύλες, τρίχες ζώων), τα οποία διατηρήθηκαν για να χρονολογηθούν. Τα αποτελέσματα ωστόσο της χρονολόγησης δεν ήταν σαφή.
The Riace Bronzes arrive at Palazzo Campanella in 2009
Το 2009, ξεκίνησε μια ριζική ανακαίνιση του Εθνικού Μουσείου στο Ρήγιο. Για να διατηρηθούν ασφαλή, εκμεταλλευόμενα συγχρόνως το χρόνο που το μουσείο θα ήταν κλειστό, τα δύο αγάλματα μεταφέρθηκαν στο Palazzo Campanella, στη Ρώμη, όπου υποβλήθηκαν σε εξονυχιστικές διαγνωστικές εξετάσεις και περαιτέρω εργασίες συντήρησης, σε ένα ειδικό μονωμένο χώρο με ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, παραμένοντας ωστόσο στη διάθεση των επισκεπτών.
Το πρόγραμμα είχε προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το Μάρτιο του 2011, ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν στο Εθνικό Μουσείο για τον εορτασμό της 150ης επετείου της ενοποίησης της Ιταλίας. Ωστόσο, η συντήρηση των αγαλμάτων δεν είχε ολοκληρωθεί ως τα τέλη του 2011, ενώ οι εργασίες στο Μουσείο βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη.
Έτσι, προς το παρόν βρίσκονται ακόμη στον κλιματιζόμενο χώρο τους στο Palazzo Campanella, ενώ η ανακαίνιση του Μουσείου καθυστερεί λόγω περικοπών στον προϋπολογισμό. Ωστόσο, πρόσφατα, τα τελευταία έξι εκατομμύρια ευρώ μεταφέρθηκαν στο λογαριασμό του μουσείου, το οποίο ευελπιστεί να είναι έτοιμο να δεχτεί τους πολεμιστές μέχρι το Δεκέμβριο αυτής της χρονιάς.
Το βίντεο που ακολουθεί είναι στα Ιταλικά, αξίζει όμως να το παρακολουθήσετε, έστω κι αν δεν καταλαβαίνετε τη γλώσσα, για να δείτε πώς μεταφέρθηκαν τα δύο αγάλματα από το Εθνικό Μουσείο στο Palazzo Campanella το 2009.

















Μερικά σημεία ενδιαφέροντος από τις συνεντεύξεις:
Η Simonetta Bonomi, έφορος αρχαιοτήτων της Καλαβρίας, επισημαίνει ότι οι εργασίες συντήρησης είναι συνδεδεμένες με τις εορταστικές εκδηλώσεις του 2011 για την ιταλική ενοποίηση και ότι, μολονότι ο σχεδιασμός της μετακίνησης έγινε πολύ προσεκτικά, η μεταφορά έπρεπε να γίνει ταχύτατα ώστε τα αγάλματα να ταλαιπωρηθούν όσο το δυνατόν λιγότερο.
Ο Pasquale Dapoto, επικεφαλής αρχαιολόγος του εργαστηρίου συντήρησης, βλέπει, με ιδιαίτερα ποιητικό τρόπο, τα αγάλματα ως σύμβολα δύναμης που ωστόσο, σήμερα είναι εξαιρετικά εύθραυστα, λόγω της παραμονής τους στο βυθό της θάλασσας για 25 περίπου αιώνες. Περιγράφει επίσης τη δυσκολία του να αποσπαστούν τα αγάλματα από την αντισεισμική βάση στην οποία είχαν τοποθετηθεί με ράβδους που ξεκινούσαν από το μηχανισμό της βάσης και, μέσω των ποδιών, έφταναν έως τον κορμό.
πηγή: aristotelisguidegr.wordpress.com

Η ΠΡΩΙΜΗ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

$
0
0

(από το βιβλίο του Erwin Schrodinger)
"Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ" - Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΚΗ


Η φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη στη Δύση, εκπηγάζουν από την ίδια παρόρμηση. Αρχικά, τα δύο είδη σκέ­ψης ταυτίζονταν. Η ώρα και των δύο έφτασε γύρω στην αλλαγή του έβδομου προς τον έκτο προχριστιανικό αιώνα, όταν το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων, «εκείνων των αληθινά υγιών» κατά τον Νίτσε, άρχισε να υπερβαίνει τις ως τότε πεποιθήσεις και να κοι­τά γύρω του τόσο με κατάπληξη όσο και με διάθεση για έρευνα.

Τα πρώτα ερωτήματα που έθεσε δεν αφορούσαν το νόημα του ανθρώπινου μοναχικού ή κοινωνικού βίου. Αφορούσαν τις ιδιότη­τες και τις απαρχές του εξωτερικού Κόσμου, αφορούσαν τη Φύση ως το σύνολο όσων αντιλαμβάνονται οι ανθρώπινες αισθήσεις.


Όμως, το Ελληνικό πνεύμα συνέλαβε ή, πολύ περισσότερο, διείδε τη Φύση, οργανική ή ανόργανη, ως έμβιον Όλον, ως κινούμενο αρθρωτό Όλον, ως Σύμπαν. Και τούτο το συμπαντικό Όλον, με τη σειρά του, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε την προηγούμενη περίοδο, θεωρήθηκε ως «φυσική» ενότητα, δηλαδή δεν ήταν πια αντιληπτό ως κάτι το «υπερφυσικό», μόλο που η εξέλιξη του ερμηνευόταν ακό­μη ως «κοσμικός κύκλος» υπό τη μυθική έννοια και η νομοτέλεια του ως «ειμαρμένη» υπό τη θεολογική έννοια. Εν πάση περιπτώσει, ο σκεπτόμενος λόγος δεν είχε ακόμη ελευθερωθεί από τη δύναμη της φαντασίας και επί δύο σχεδόν αιώνες, δηλαδή μέχρι την εμφάνιση του Σωκράτη, εικόνα και ιδέα, αριθμός και πράγμα, αντίληψη και προαίσθηση παρέμεναν σχεδόν αδιαχώριστα, όπως αντιστοίχως η εικοτολογία και η παρατήρηση βρίσκονταν συχνά εγγύτατα, χωρίς τη διαμεσολάβηση τρίτου.

Γι’ αυτό και η γλώσσα της προσωκρατικής Φιλοσοφίας δεν είναι πια εύκολα προσιτή από τη διανόηση των νεοτέρων χρόνων. Απλώς και μόνο στους «Ρομαντικούς» στοχαστές, για παράδειγμα, στους φυσικούς φιλοσόφους του ύστερου Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, ή ακόμη σε φαινόμενα όπως του Hamann1 ή του Novalis, εμφα­νίζεται για μια ακόμη φορά κάτι από την πολυσημαντότητα της προσωκρατικής Φιλοσοφίας (την οποία ο Martin Heidegger υπέβαλε τελευταία σε μια, θα μπορούσαμε να πούμε, υπερορθολογική ανάλυση). Η πρώιμη αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία, η οποία μας παραδό­θηκε μόνο μέσω περικοπών και αποσπασμάτων, ήταν επομένως ουσιαστικά μια εικοτολογική θεώρηση της Φύσης, ένα ιδιόμορφο μόρφωμα, προϊόν ανάμιξης αποφθεγμάτων και λυρικής ποίησης (καθώς η τελευταία συχνά επέλεγε την εξωτερική μορφή του «διδακτικού ποιήματος»).

Δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί ως σύμπτωση το γεγονός ότι η θεώρηση αυτή δεν αναπτύχθηκε στο εσωτερικό της Ελληνικής χώρας, αλλά σε αποικιακό έδαφος: στις πλούσιες, εμπορικές πόλεις της Μικράς Ασίας και της Ελληνικής Κάτω Ιταλίας. Αυτά τα εμπο­ρικά κέντρα αποτελούσαν συγχρόνως σημεία ανταλλαγής και διά­δοσης ιδεών κατά την «κορύφωση του Πολιτισμού». Ακόμη πρόσφε­ραν στους ελεύθερους πολίτες τους τον ελεύθερο χρόνο που είναι απαραίτητος για την ανάπτυξη κάθε γνήσιας φιλοσοφικής σκέψης.

Παρότι στις μικρασιατικές ακτές, η γνωριμία με τη βαβυλωνια­κή Αστρολογία και την αιγυπτιακή Τοπογραφία μπορεί να γονιμο­ποίησε τόσο τη γνώση όσο και την αντίληψη των πρώιμων θεωρητι­κών της Φύσης, ωστόσο οι βαθύτερες απόψεις τους δεν επηρεάστη­καν τόσο πολύ από τις ανατολικές διαδρομές του πνεύματος —χαραγμένες ad hoc κατά την αποκρυφιστική ή την πραγματιστική έν­νοια— όσο αντιπαρατέθηκαν σε αυτές. Μετά βίας υπάρχει ένας από αυτούς τους Έλληνες φιλοσόφους που να έμεινε στη σκιά. Αναφορι­κά με την προσωπική ζωή του ζήτημα αν υπήρχε κάποιος που να μην ήταν ειδικός σε κάποιον «πρακτικό» τομέα —Πολιτική, Εμπό­ριο ή Τεχνολογία— και συγχρόνως ερασιτέχνης στοχαστής, με τη γονιμότερη έννοια του όρου. Η φιλοσοφία δεν είχε γίνει ακόμη, όπως αργότερα στους Σοφιστές, σχολική σοφία ή ακόμη επάγγελμα προς βιοπορισμό.

Ως πατέρας της Ελληνικής αλλά και ολόκληρης της ύστερης Δυτικής Φιλοσοφίας θεωρείται ο Θαλής, ο οποίος άκμασε περί το 600 π.Χ. στη Μίλητο. Ένας από τους «Επτά Σοφούς», υπήρξε ο πρώ­τος που έθεσε το ερώτημα περί των απαρχών ή του πρώτου αιτίου κάθε ύπαρξης.
Πρώτη αρχή όλων των πραγμάτων ήταν γι’ αυτόν το νερό, κατανοούμενο όχι βέβαια υπό τη σημερινή έννοια ως χημική ένωση, αλλά ως κοσμικό στοιχείο που παράγει, γονιμοποιεί, τρέφει, συντηρεί και φέρει. Αντίθετα, για τον κάπως νεότερο Αναξίμανδρο, πρώτο αί­τιο ήταν το απροσδιόριστο, το μη προσδιορίσιμο, το απεριόριστο από το οποίο ξεχώρισαν για πρώτη φορά αργότερα, «αδίκως» χειρα­φετήθηκαν, οι ποιότητες της ύλης, δηλαδή η —σε πολωμένες αντιθέ­σεις— διαρθρούμενη ύπαρξη.

Ο Αναξιμένης, (που πέθανε το 586 π.Χ.), έδωσε στην πρωταρχική ύλη και πάλι το όνομα ενός στοιχείου, αυτό του αέρα σε αιθέρια μορφή, ο οποίος για τον Αναξιμένη σήμαινε συγχρόνως «πνοή ζωής» και ως παράσταση παρέμενε, κατά κάποιον τρόπο, αιωρούμενος με­ταξύ έννοιας και συμβόλου.

Έτσι, η μυθική θεογονία είχε πια αποσυνδεθεί από μια «συμπαντική» κοσμογονία, η σκέψη μιας δημιουργίας ή πολύ περισσότερο ενός σχηματισμού του σύμπαντος, είχε αποχωριστεί από εκείνην μιας γέννησης και εξέλιξης του.

Όμως, ενώ η Ιωνική Φιλοσοφία κατάφερνε να αντιπαρατάξει στην πρώιμη Ελληνική θρησκεία μια τελείως δική της ερμηνεία του Παντός, χωρίς να έρχεται άμεσα σε σύγκρουση μαζί της (αντιθέτως, o Werner Jäger2 την χαρακτηρίζει ως «Ενότητα της πνευματικής θεώρησης του Θεού και της σκεπτόμενης αποκάλυψης του Όντος»), οι Ιταλοί φιλόσοφοι του 5ου αιώνα έπρεπε να αντιμετωπίσουν ένα νέο θρησκευτικό κίνημα, τον Ορφισμό. Ο τελευταίος είχε συντεθεί κατά έναν ασυνήθιστο τρόπο από πρωτόγονα-οργιαστικά και ανατολικά-πνευματικά στοιχεία (αντιλήψεις περί μετεμψύχωσης και απολύτρωσης). Η Φιλοσοφία, αφομοιώνοντας ή απορρίπτοντας εκείνο το κίνημα, διαιρέθηκε σε δύο ακραίες κατηγορίες, οι οποίες πάλι συνήψαν μεταξύ τους τις πιο παράδοξες ενώσεις: ενώθηκαν σε ένα είδος κάποιου μυστηριακά προετοιμαζόμενου πνευματισμού και σε έναν υλισμό πραγματιστικής κατεύθυνσης.

Εκπρόσωπος της πρώτης τάσης υπήρξε η αινιγματική μορφή του Πυθαγόρα (περί το 500 π.Χ.), που είχε γεννηθεί στη Σάμο, είχε γίνει ο ιδρυτής μιας αποκρυφιστικής αίρεσης στην Ιταλία, και είχε προ­σπαθήσει να συζεύξει την πιο ασύλληπτη από όλες τις πνευματικές εμπειρίες, δηλαδή τη θρησκευτική, με την πιο αυστηρή από όλες τις επιστήμες, δηλαδή τα Μαθηματικά: υπό το σύμβολο του τόσο μονο­σήμαντου όσο και μυστηριώδους αριθμού, ο Πυθαγόρας αντικατέ­στησε την πρωταρχική ουσία με την πρωταρχική σχέση μεταξύ πραγμάτων και σφαιρών ύπαρξης.

Εντούτοις, για τον κάπως νεότερο Ηράκλειτο από τη μικρασια­τική Έφεσο, ίσως τον πλέον οξυδερκή όλων των Προσωκρατικών, εκείνη η πρωταρχική σχέση παρουσιαζόταν ως πρωταρχική έντα­ση, ως «πόλεμος», και η εικόνα με την οποία αναζητούσε να αντί κα­θρεφτίσει μια πραγματικότητα που είχε συλλάβει σε ακατάπαυστη μεταβολή, ήταν εκείνη της διαρκώς αυτοαναλισκόμενης και πάλι αναζωπυρούμενης φωτιάς. Συγχρόνως, όμως, πίσω από τον λαμπρό παροδικό κόσμο των φαινομένων ο Ηράκλειτος αντιλαμβανόταν και το Αμετάβλητο, το Διαρκές, το Διαφεύγον κάθε Γήινης έντασης, στο οποίο έδωσε το όνομα «Λόγος».

Απέναντι σ’ αυτά, ο σύγχρονος του και πνευματικός του αντίπαλος, ο Παρμενίδης, που δρούσε στην ιταλική πόλη Ελέα, δεχόταν μία και μοναδική, σταθερή, δίχως αρχή, διαρκή πραγματικότητα του Είναι, της οποίας το σύμβολο ήταν γι’ αυτόν η τέλεια σφαίρα. Όμως, αυτή ακριβώς η αμετάβλητη πραγματικότητα αποκαλύφθη­κε και εκπληρώθηκε στον Παρμενίδη μέσα από το παιχνίδι των εναλλαγών των εφήμερων στοιχείων, παιχνίδι που περιέγραψε αργότερα ο Εμπεδοκλής ο Ακραγαντίνος (περί το 450 π.Χ.), μια ιδιόμορφη παρουσία όμοια του Παράκελσου, ως διεργασία «μίξης» και «διάλλαξης», «σύνθεσης» και «αποσύνθεσης», αλλά παράλληλα αποδιδό­ταν στην επίδραση ανωτέρων συμπαντικών δυνάμεων, δυνάμεων έλξης και άπωσης, αγάπης και μίσους.
Όμως, μπορούσε άραγε μια τέτοια διεργασία, κατά την οποία το χάος μετατρεπόταν τελικά στο σύμπαν, να είναι μια διεργασία, τυφλή, διεπόμενη από την τύχη;

Ο Αναξαγόρας, σύγχρονος του Εμπεδοκλή, θεωρούσε τη διεργασία αυτή σχεδιασμένη και κατευθυνόμενη από μια ανώτερη πνευματική δύναμη, που την ονόμαζε Νου, παγκόσμιο νου, και η οποία γι’ αυτόν, αντίθετα προς τον οιονεί αιωρούμενο Λόγο του Ηράκλειτου, παρενέβαινε στην πραγματικότητα και μάλιστα ήταν μέρος αυτής ως η πλέον ανώτερη και πλέον ευκίνητη από κάθε ύλη, χωρίς ωστόσο να «αφομοιώνεται» από αυτήν την πραγματικότητα.

Στον Δημόκριτο τον Αβδηρίτη —ο οποίος γεννήθηκε περί το 450 π.Χ.— αποσυνδέθηκε τελικά αυτή η αντίληψη περί ενός «ad hoc δρώντος Νου» από εκείνη μιας τυφλής-μηχανικής «νομοτέλειας της Φύσης», της κινητήριας δύναμης οιονεί αναρίθμητων, διαφορετικών κατά μέγεθος, θέση και σχήμα, περιφερόμενων στον κενό χώρο ατό­μων, τα οποία αποτελούσαν γι’ αυτόν τα τελευταία άφθαρτα και αναλλοίωτα βασικά συστατικά κάθε ύπαρξης.

Έτσι, όμως, η θεώρηση της Φύσης από τους Έλληνες της προ­σωκρατικής εποχής, είχε φτάσει στο σταυροδρόμι δύο κατευθύνσε­ων, από τις οποίες η μία φαινόταν να οδηγεί προς μια νέα αυλή θρη­σκευτικότητα, ενώ η άλλη προς τον κοσμοθεωρητικό υλισμό. Πα­ράλληλα, ξεχώρισε βεβαίως η Φιλοσοφία από την Επιστήμη υπό την αυστηρότερη έννοια, και κατά τα τέλη του 5ου αιώνα στράφηκε με τους Σοφιστές, τους «διαφωτιστές» εκείνης της εποχής, στα προβλή­ματα της ύπαρξης των πολιτών της Γης, ενώ η πολυσήμαντα εναλ­λασσόμενη γλώσσα έκφρασης των Προσωκρατικών ξεδιαλύνθηκε ή ακόμη ισοπεδώθηκε προς μια γλώσσα λογικών εννοιών. Όπως είπε ο ορθολογιστής Bertrand Russell, «το σημείο στο οποίο ίσως προβάλει κάποιος αντιρρήσεις ακόμη και στους καλύτερους των φιλοσόφων μετά από τον Δημόκριτο, είναι η μονόπλευρη θεώρηση της εμφάνι­σης του ανθρώπου σε βάρος του σύμπαντος».

Αναμφίβολα, τα μεγάλα ζητήματα της προσωκρατικής Φιλοσοφίας βρέθηκαν αργότερα στο επίκεντρο της Δυτικής σκέψης. Το ίδιο αναμφίβολα, οι επιστημονικοί σπόροι της προσωκρατικής Φιλοσοφίας άνθησαν αργότερα οδηγώντας σε αδιαφιλονίκητα πορίσματα και γνώσεις.
Είναι, όμως, η προσωκρατική Φιλοσοφία, γι’ αυτούς τους λό­γους, Φιλοσοφία ή Επιστήμη, με τη σημερινή σημασία του όρου; Μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διχογνωμίας αν η προσωκρατική Φιλοσοφία ακολούθησε μετά από μια μυθική φάση ή, αντιθέτως προηγήθηκε μιας ορθολογικής φάσης στην ιστορία της ανθρώπινης ερμηνείας του σύμπαντος. Ακόμη, ίσως τεθεί το ερώτημα: το χάσμα που χωρίζει την προσωκρατική Φιλοσοφία από τη Σωκρατική Δια­λεκτική είναι ευρύτερο από εκείνο μεταξύ του Σωκράτη και των στοχαστών των νεοτέρων χρόνων; Εν πάση περιπτώσει, είναι γεγο­νός ότι η προσωκρατική Φιλοσοφία αγνοήθηκε επί αιώνες από τους αρμόδιους φιλοσόφους.
Από τον Χέγκελ κατά πρώτον —και στη σκιά του από τον Ε. Zeller3— η προσωκρατική Φιλοσοφία ενσωματώθηκε σε εκείνη την κίνηση των τριών ρυθμών, στην οποία ολοκληρώθηκε η αυτοανάπτυξη του πνεύματος. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η προσωκρατική Φιλοσοφία έγινε, κατά το παράδειγμα του Αριστοτέλη παλαιότερα, συναινετική ή κριτική. Η αποτίμηση αυτή επιτεύχθηκε στη βάση ενός αυστηρά εννοιολογικού μέτρου και η προσωκρατική Φιλοσο­φία χαρακτηρίστηκε είτε από τους Gomperz και Burnet ως προθάλα­μος της επιστημονικής σκέψης είτε, αντιστρόφως από τονJoelλίγο αργότερα, ως μυστηριακή απόκλιση από αυτήν. Μόλις τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας αναγνωρίστηκε στην προσωκρατική Φιλο­σοφία —κάτω από την ακόμη επενεργούσα επιρροή του Νίτσε και την αίσθηση μιας ολοένα διευρυνόμενης και εμβαθύνουσας ιστορι­κής έρευνας— ένα είδος ιδιαίτερου χαρακτήρα και μιας ιστορικής «αυτοτέλειας». Η προσωκρατική Φιλοσοφία τοποθετήθηκε σ’ ένα γόνιμο κεντρικό σημείο μεταξύ των προεννοιολογικών —θρη­σκευτικών και μεταμυθικών— ορθολογικών αντιλήψεων.

Ο Erwin Schrödinger φαίνεται να επιδοκιμάζει αυτήν τη νέα αξιολόγηση της Ελληνικής Φιλοσοφίας της Φύσης. Ωστόσο, όταν την προσεγγίζει κυρίως από την άποψη της επιστημονικής σκέψης —τοποθετούμενος κατ’ αυτόν τον τρόπο για μια ακόμη φορά πίσω από τη μεταφυσική ερμηνεία του Heidegger— ίσως ο αναγνώστης αισθάνεται λίγο απογοητευμένος. Εντούτοις, καμία μεμονωμένη ερ­μηνεία δεν μπορεί να εξαντλήσει την πληθώρα των τρόπων έκφρα­σης της Αρχαιότητας, ούτε κάποια αντίθετη ερμηνεία μπορεί να την «ανασκευάσει» πλήρως. Γι’ αυτό ακριβώς υπάρχει η ελπίδα ότι ο Schrödinger θα κατορθώσει, ακόμη και για τους νηφάλιους και σκε­πτικιστές ανάμεσα στους σύγχρονους συναδέλφους του, να διανοί­ξει μια δίοδο σε έναν κόσμο, κατά κανόνα ξένο στους ανθρώπους αυτούς. Έναν κόσμο ο οποίος τελικά προσφέρει πολύ περισσότερα και διαφορετικά απ’ όσα απλώς υπόσχεται η καινούρια ανακάλυψη του. Μήπως δεν αντικαθρεφτίζεται, εμμέσως στην ερμηνεία του Schrödinger και κάτι από τη σημερινή διαμάχη για έναν στενότερο και αυστηρότερο, έναν ισχυρότερο στη δράση και πιο επικίνδυνο τρόπο θεώρησης της Φύσης; Αραγε, μήπως επιχειρούμε —όχι απο­λύτως βέβαιοι για τα μέτρα και τους σκοπούς που έχουμε θέσει στη θεώρηση της Φύσης— να ιδιοποιηθούμε για μια ακόμη φορά, κάτι από τη μαγεία και την αυτοπεποίθηση της πρώιμης νεότητας της;
  
* Προσθήκη του εκδοτικού οίκου Rowohlt, στην γερμανική έκδοση του βιβλίου (1956).
1 Σ. τ.μ, : Johann Georg Hamann (1730 –1788) Γερμανός ειδικός στη Φιλοσοφία της Θρησκείας, 
πολέμιος του Διαφωτισμού και του Καντ.
2 *Σ.τ.μ.: Werner Jäger (¡888 – 1961). Γερμανός Γλωσσολόγος και ερευνητής της Αρχαιότητας.
3 Σ.τ.μ.: Eduard Zeiler (¡814 – 1908). Ονομαστός Γερμανός Εγελιανός ιστορικός της Φιλοσοφίας.

πηγή: Εκηβόλος

ΠΛΗΘΟΣ ΚΑΙ ΑΤΟΜΙΚΟΤΗΤΑ ΣΤΟ ΟΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ

$
0
0



από τον Edward Butler

(μετάφραση Εμπεδότιμος)

[ Από ένα απόσπασμα μιας διαδικτυακής συζήτησης του Edward Butler με τον Robert Wallace, συγγραφέα του «Hegel's Philosophy of Reality, Freedom, and God».
Το πρωτότυπο Αγγλικό κείμενο είναι στην διεύθυνση : http://lemon-cupcake.livejournal.com/36294.html .
Η ιστοσελίδα του συγγραφέα είναι η : http://henadology.wordpress.com/ ]

Σύμφωνα με τον Πρόκλο, οι ενεργοί θεοί σε οποιοδήποτε επίπεδο του όντος είναι υπερούσιες Ενάδες, για παράδειγμα οι «Ψυχικοί Θεοί» δεν καλούνται έτσι επειδή είναι οι ίδιοι ψυχικοί, γιατί δεν είναι στην κυριολεξία ούτε καν «όντα». Αντίθετα, αυτές οι τάξεις των θεών έχουν τέτοιους προσδιορισμούς γιατί τα προϊόντα της θείας ενέργειας τους είναι τα συγκεκριμένα επίπεδα του όντος.

Έτσι για παράδειγμα, ο Πρόκλος στο Έκτο βιβλίο της Πλατωνικής Θεολογίας δίνει έμφαση ότι ακόμα και οι αφομοιωτικοί θεοί, που είναι υπεύθυνοι για την ομοίωση των όντων με τις ιδέες στις οποίες μετέχουν, σίγουρα μια αρκετά «κατώτερη» λειτουργία για αυτούς που το βλέπουν με τέτοιους όρους, «όσον αφορά τις υπάρξεις τους (οι αφομοιωτικοί θεοί) είναι υπεράνω ουσίας και πλήθους, ενώ όσον αφορά αυτά που μετέχουν σε αυτούς και που δέχονται την έλλαμψη της προόδου τους καλούνται αφομοιωτικοί» [ «Κατὰ μὲν γὰρ τὰς ἑαυτῶν ὑπάρξεις οὐσίας ἐπέκεινα καὶ πλήθους ὄντες, κατὰ δὲ τὰς μεθέξεις τὰς ὑποδεξαμένας αὐτῶν τὴν ἔλλαμψιν τῆς τοιαύτης προόδου ὁμοιωτικοὶ καλούμενοι» (Πλατωνική Θεολογία VI 16 79.7-10) ]
Κατ’ανάλογο τρόπο, ακόμα και ο «κατώτερος» θεός είναι «ανώτερος» από το ίδιο το Ον, εάν μιλάμε με τέτοιους όρους. Αυτό απεικονίζεται στην Θεολογική Στοιχείωση, προτάσεις 161-165, στα οποία διαβάζουμε ότι οι υποστάσεις του Οντος, ΝουςΨυχή και Σώμα μετέχουν των αντίστοιχων θείων τάξεων και έτσι, για παράδειγμα, «Όλο το πλήθος των Ενάδων στο οποίο μετέχει ο αμέθεκτος Νους, είναι νοερό» –[ Πᾶν τὸ πλῆθος τῶν ἑνάδων τὸ μετεχόμενον ὑπὸ τοῦ ἀμεθέκτου νοῦ νοερόν ἐστιν»(πρόταση 163)]και «Όλο το πλήθος των Ενάδων στο οποίο μετέχει ολόκληρη την αμέθεκτη ψυχή είναι υπερκόσμιο» – [Πᾶν τὸ πλῆθος τῶν ἑνάδων τὸ μετεχόμενον ὑπὸ τῆς ἀμεθέκτου πάσης ψυχῆς ὑπερκόσμιόν ἐστι.» (πρόταση 164)]

Ενώ το οντικό πλήθος είναι «λιγότερο πραγματικό» από την ένωση του στον νου, το εναδικό (όλα- σε- ένα) πλήθος δεν είναι, και επιπλέον, κατά μιαν έννοια η εναδική ατομικότητα, δηλαδή η υπαρξιακή μοναδικότητα, είναι μια κατάσταση που μοιράζεται ακόμα και από όντα όπως εμείς.

Σαν αρχή της ατομικότητας, το ΕΝ δεν είναι μια ενότητα στην οποία χάνονται οι κατώτερες πραγματικότητες. Αυτό πρέπει να ερμηνευθεί με τον τρόπο των οντικών αρχών, στις οποίες ανάγονται τα πράγματα, αλλά σίγουρα πάντα, με ιδιαίτερη οπτική, οι ψυχές σαν ψυχή, οι νόες σαν νους και ούτω καθεξής. Ωστόσο το ΕΝ, σαν η απόλυτη αρχή, δεν μπορεί να είναι το αντικείμενο μιας απόλυτης αναγωγής, τουλάχιστον όπως το βλέπω εγώ, καθώς δεν μπορώ να δω πώς το ΕΝ θα μπορούσε να είναι ξεχωριστό από το ΟΝ.

Κάθε πρόοδος είναι αγαθή και εξαιτίας του Αγαθού. Ένα σώμα δεν είναι «λιγότερο πραγματικό» από το ΕΝ σαν σώμα, απλά έχει το είδος της ενότητας και τον τρόπο ύπαρξης που είναι κατάλληλο για αυτό το οντικό επίπεδο, το οποίο, στον βαθμό που υποτίθεται ότι είναι ο τόπος της μεταβατικής έκφρασης των ιδεών, κάνει ακριβώς αυτό που έπρεπε να κάνει.

Αλλά υπάρχει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα, μου φαίνεται, στο πως κάποιοι το προσεγγίζουν, συγκεκριμένα τι σημαίνει να λέμε ότι η πραγματικότητα κάποιου «εξαρτάται από εκείνη του ΕΝΟΣ». Θα συμφωνούσα με αυτό, αλλά εννοώ κάτι τελείως διαφορετικό.

Με αυτό εννοώ ότι κάθε επαναλαμβανόμενη ποιότητα μιας οντότητας εξαρτάται από την μη-επαναλαμβανόμενη ύπαρξη αυτής της οντότητας. Άλλοι φαίνεται ότι το χρησιμοποιούν για να υποθέσουν υπεράνω της ύπαρξης κάθε οντότητας μια υποστασιοποιημένη αφηρημένη οντότητα, στην οποία η πρώτη «οφείλει» όλα όσα έχει, λόγω της υπεροχής της δεύτερης στην εκδήλωση της «πραγματικότητας».

Παρόλα αυτά η σχέση με την αρχή της ατομικότητας δεν μπορεί να αφομοιωθεί με αυτήν που είναι μεταξύ Ιδεών και Εικόνων. Η εικόνα μιας ιδέας έχει την ύπαρξη της, σαν στιγμιότυπο της ιδέας αυτής, στην ιδέα και όχι μέσα σε αυτήν την ίδια. Η μονάδα, αντίθετα, δεν μπορεί να λεχθεί ότι έχει την ενότητα της στο ΕΝ, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι αναιρεί ακριβώς αυτό που κάνει το ΕΝ, που κάνει δηλαδή ένα πράγμα άτομο. Αυτό είναι ένα μέτρο του πως η ανώτερη αρχή μεταδίδει τελειότερα στο μετέχον αυτό που πρέπει να του δώσει. Έτσι η υπεροχή του ΕΝΟΣ εκδηλώνεται ακριβώς στο Μη-ΟΝ του, ένα "ένα-υπεράνω-πολλών"ή "ένα του οποίου τα πολλά είναι μέρη", όψεις, απόψεις κλπ

Πρώτον, πρέπει να σημειώσω ότι κατά μιαν έννοια είναι αληθές να μεταχειριζόμαστε την υπαρξιακή μοναδικότητα σαν μια πολύ κατώτερη ποιότητα, σαν το άθροισμα επουσιωδών και υλικών παραγόντων, αλλά μια πολύ σημαντική Πλατωνική αρχή είναι ότι τα κατώτερα φαινόμενα είναι εκδηλώσεις των ανώτερων αρχών. Συνεπώς, η διαφορά που εμείς καλούμε «αριθμητική», στον βαθμό που υπολείπεται της διαφοράς μορφής, εκφράζει την δράση αρχών ανωτέρων από τις ιδέες.

Αυτή η διάκριση είναι παρούσα στην ανώτερη μορφή της μεταξύ των θεών, αλλά οι θεοί κατέχουν μια ατομικότητα πολύ ανώτερη από την δική μας, όντες αυτάρκεις (για την θεία αυτή ιδιότητα, δείτε ειδικά το κεφ. 19 του Πρώτου βιβλίου της Πλατωνικής Θεολογίας και γενικά για τις καθολικές θείες ιδιότητες τα κεφάλαια 13-29 του Πρώτου βιβλίου).

Σαν όντα, εντούτοις είμαστε πολύ λιγότερο άτομα από ότι οι θεοί, γιατί όλες οι επαναλαμβανόμενες ποιότητες – π.χ. «άνθρωπος» - είναι μέρη άλλων όλων, ενώ οι θεοί είναι γενετικοί τέτοιων όλων. Σαν σώμα, είμαι μέρος του όλου της ύλης, σαν ψυχή είμαι μέρος της όλης ουσίας της Ψυχής. Παρόλα αυτά, η τελευταία επιδεικνύει μια ανώτερη μορφή ατομικότητας από ότι το πρώτο. Έτσι είμαι περισσότερο ατομικότητα σαν ψυχή από ότι σαν σώμα. Η κοινή αίσθηση μπορεί να δει μια ψυχή σαν «λιγότερο» ατομικότητα γιατί είναι αόρατη. Αλλά παρόλα αυτά αναγνωρίζει ότι όλα τα σώματα συμπεριφέρονται όμοια σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι ψυχές.

Στο επίπεδο του Νου, μπορούμε να ερμηνεύσουμε το άτομο ακόμα καλύτερα, με την έννοια ότι μπορούμε να το δούμε σαν το άθροισμα όλων των ουσιωδών και επουσιωδών ποιοτήτων και να φθάσουμε με αυτόν τον τρόπο σε μια «ιδεατή» μοναδικότητα – δηλαδή στην μη διάκριση. Ο Αριστοτέλης δεν πηγαίνει πιο πέρα.

Τι βρίσκεται όμως πιο πάνω;

Παίρνουμε μια γεύση αυτού αρκετά νωρίς στον Πλάτωνα, αν θεωρήσουμε τον Φαίδωνα σαν ένα από τους πρώτους διαλόγους του. Πίσω από την ιδέα υπάρχει η αιτία, αυτή που φέρνει την ιδέα όπως αναφέρεται στο τελευταίο επιχείρημα στον Φαίδωνα. Αυτή η«αιτία» εμφανίζεται ξανά αρκετά αργότερα σαν το τέταρτο γένος στον Φίληβο, μαζί με το πέρας, το άπειρο και το μικτό. Στον Φαίδωνα, η ερώτηση για αυτή την αρχή έχει ήδη τεθεί, σύμφωνα με το περιεχόμενο του διαλόγου, με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείσει οποιαδήποτε ουσία ή απορία. Η ερώτηση δεν είναι τι είναι ο Σωκράτης σαν άνθρωπος, αλλά ο Σωκράτης σαν Σωκράτης. Εδώ λειτουργεί το δόγμα της μετενσάρκωσης όπως η μορφική απόκλιση στον Husserl.

Εάν ο «Σωκράτης», δηλαδή η αιτιώδης ενέργεια υπεύθυνη για την τάξη (Πολιτεία 618b) ή το σύνολο των ουσιωδών και επουσιωδών χαρακτηριστικών που ξέρουμε σαν Σωκράτη, νοείται σαν να υπήρξε κάποτε ο γιος, όχι του Σωφρονίσκου, αλλά κάποιου άλλου, ή ακόμα ενός κύκνου ή λιονταριού και να γίνει κάποιος άλλος ξανά στο μέλλον, τότε μπορούμε με κάποιο τρόπο να νοήσουμε αυτό το άτομο στην μοναδική ενότητα του πάνω από κάθε μεταβαλλόμενη ιδιότητα, σαν μια καθαρή ενέργεια, μια καθαρή δύναμη επιλογής οριζόμενη μόνο αποφατικά στον βαθμό που προσπαθούμε να την ορίσουμε σαν μια δέσμη στιγμιοτύπων ιδεών μάλλον, παρά σαν αυτό που φέρνει την μορφή.

Αυτή η σκέψη που παραθέτω είναι ο ουσιαστικός συσχετισμός στον Πλάτωνα στην επίσημη αναζήτηση της ενότητας στον Παρμενίδη. Είναι ένα πείραμα σκέψης που υποστασιοποιεί καταφατικά την καθαρή αρχή της ενότητας που σκιαγραφείται αποφατικά στην Παρμενίδεια διαλεκτκή και η οποία με την σειρά της εξαρτάται από αυτήν την αρχή για την διάρθρωση της. Η απόφαση (άρνηση) επομένως της πρώτης αρχής είναι θέμα, όχι υπεροχής αλλά θεμελιώδους αναγκαιότητας.

πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΠΡΟΚΛΟΣ - Η ΣΠΟΡΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ (ΕΙΣ ΤΟΝ ΤΙΜΑΙΟ ΠΛΑΤΩΝΟΣ Ε)

$
0
0



Ο Πλάτων, στον «Τίμαιο, 41.d – 42.d» λέγει ότι ο δημιουργός «Ανέμειξε κατόπιν στον ίδιο κρατήρα, μέσα στον οποίο ανάμειξε τις ουσίες και έπλασε την ψυχή, τα προηγούμενα υπόλοιπα κατά τον ίδιο περίπου τρόπο, όχι όμως και με τόσο καθαρές και αμετάβλητες ουσίες όπως τότε, αλλά δεύτερες και τρίτες σε επιλογή. Αφού λοιπόν, έκαμε ένα γενικό μείγμα, το διαχώρισε σε τόσες ψυχές, όσα ήσαν τα άστρα, και διένειμε έκαστη σε έκαστο. […][…][…] Αφού έδωκε στις ψυχές αυτές τις διαταγές , για να είναι ανεύθυνος δια τις κατόπιν κακίες της καθεμίας, έσπειρε άλλους στη γη, άλλους στη σελήνη και άλλους στα υπόλοιπα όργανα του χρόνου που υπήρχανΤαῦτ᾽ εἶπε, καὶ πάλιν ἐπὶ τὸν πρότερον κρατῆρα, ἐν ᾧ τὴν τοῦ παντὸς ψυχὴν κεραννὺς ἔμισγεν, τὰ τῶν πρόσθεν ὑπό λοιπα κατεχεῖτο μίσγων τρόπον μέν τινα τὸν αὐτόν, ἀκήρατα δὲ οὐκέτι κατὰ ταὐτὰ ὡσαύτως, ἀλλὰ δεύτερα καὶ τρίτα. συστήσας δὲ τὸ πᾶν διεῖλεν ψυχὰς ἰσαρίθμους τοῖς ἄστροις, ἔνειμέν θ᾽ ἑκάστην πρὸς ἕκαστον, […][…] […]διαθεσμοθετήσας δὲ πάντα αὐτοῖς ταῦτα, ἵνα τῆς ἔπειτα εἴη κακίας ἑκάστων ἀναίτιος, ἔσπειρεν τοὺς μὲν εἰς γῆν, τοὺς δ᾽ εἰς σελήνην, τοὺς δ᾽ εἰς τἆλλα ὅσα ὄργανα χρόνου».


Όπως εξηγεί ο  Πρόκλος, στο «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος,  τόμος Ε΄ (συνέχεια),  304.1 – 310.4», δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι αυτή η σπορά των ψυχών γίνεται τυχαία (γιατί που είναι δυνατόν να παρεμβληθεί το απροσδιόριστο μέσα στα όντα που βρίσκονται πάντα στην ίδια κατάσταση ;) ούτε ότι αυτή αποτελεί μια σκέτη διανομή εκ μέρους του δημιουργού (γιατί αυτά που σπέρνονται δεν είναι ετεροκινούμενα ούτε στερημένα από ελεύθερη επιλογή), αλλά ότι επιτελείται από ψηλά σύμφωνα με τον δημιουργικό Νου, αλλά συμβάλλει και η βούληση των ίδιων των ψυχών. Γιατί κάθε ψυχή γνωρίζει και επιλέγει την τάξη που της ταιριάζει και εγκαθιστά τον εαυτό της και το όχημα της στα μέρη του σύμπαντος που της ταιριάζουν, χωρίς να είναι ίδια με τους θεούς γύρω από τους οποίους σπέρνεται, όπως λένε κάποιοι που ταυτίζουν το μέρος με το σύνολο (γιατί η ουσιώδης ομοιότητα είναι προγενέστερη αυτής της σποράς). Γιατί τι θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει σε αυτή τη διανομή ; Άραγε ότι έπρεπε οι επιμέρους ψυχές να είναι ασύντακτες προς τις καθολικές, και τα οχήματά τους να είναι αποσχισμένα από τις καθολικές σφαίρες; Αλλά αυτό είναι αδύνατον. Γιατί παντού τα μέρη ακολουθούν τα σύνολα. Μήπως ότι οι ψυχές είναι διαφορετικές μεταξύ τους; Και πώς διαφοροποιήθηκαν ολοκληρωτικά η μια από την άλλη, ενώ έχουν λάβει υπόσταση μέσα σε άυλα είδη; Μήπως ότι διαφέρουν μεταξύ τους, αΛλά δεν διακρίθηκαν σύμφωνα με τα προηγούμενα μέτρα των θεϊκών ψυχών; Και πώς επέρχεται σε αυτές η άνοδος και η τελείωση μέσω των θεϊκών ψυχών; Άρα θα πούμε ότι σε κάθε περίπτωση αυτή η σπορά καθορίζεται από το θεϊκό και τέλειο Νουν.

Στην συνέχεια ας προσθέσουμε την παρατήρηση των λεπτομερειών. Πριν από κάθε άλλη δημιουργία των θεών προηγείται η σπορά των ψυχών μετά των οχημάτων τους γύρω από αυτούς. Γιατί πρέπει οι ψυχές όχι μόνο να έχουν ηγεμόνες, επειδή είναι ψυχές, αλλά και να υποτάσσονται σε κάποιες θεϊκές περιφορές, επειδή είναι εγκόσμιες και επειδή τους έλαχε να διοικούν κάποια ζωντανά όντα. Μάλιστα η σπορά, με την ίδια την ονομασία της, δηλώνει τη διαιρεμένη διανομή των οχημάτων και τη δύναμη όλων των επιμέρους ψυχών, η οποία περιέχεται αόρατα μέσα στις καθολικές ψυχές, και τη γόνιμη ενέργεια των θεϊκών σωμάτων, ενέργεια κατά την οποία συμπληρώνουν από τη ζωή τους τα επιμέρους οχήματα με την ιδιότητα τους. Γιατί και αυτά που σπέρνονται οπωσδήποτε προσλαμβάνουν κάτι από τη γη στην οποία σπέρνεται.

Επομένως, αυτό γίνεται κατά πρώτον φανερό από όλα όσα έχουν ειπωθεί, ότι δηλαδή δεν πραγματοποιείται σπορά γύρω από την ψυχή του σύμπαντος. Γιατί δεν πρέπει να αντιδιαστείλουμε τη σπορά γύρω από την ψυχή του σύμπαντος με τις υπόλοιπες σπορές ούτε να αντιδιαστείλουμε ολόκληρο τον Κόσμο με τα μέρη του. Γιατί, αν είναι δυνατόν η επιμέρους ψυχή να μένει ψηλά καθ’ όλη την περίοδο του δικού της θεού, ενώ δεν είναι δυνατόν η ίδια να μένει ψηλά καθ’ όλη την περίοδο του σύμπαντος, όπως έχει ειπωθεί προηγουμένως, είναι αδύνατον να έχει γίνει σπορά ψυχών γύρω από την ψυχή του σύμπαντος. Αντιθέτως, η ψυχή του σύμπαντος έχει τοποθετηθεί μέσα στον Κόσμο ως μονάδα (γιατί είναι η μονάδα των εγκόσμιων ψυχών η οποία είναι συμπαραταγμένη μαζί τουςκαι γύρω της προέκυψε ο αριθμός των θεϊκών ψυχών ο οποίος μοιράστηκε τις δυνάμεις της. Γιατί πάνω σε κάθε θεϊκό σώμα έχει τεθεί επικεφαλής μια δύναμη της καθολικής ψυχής. Γύρω, μάλιστα, από αυτόν τον αριθμό έχουν διαιρεθεί τα ανώτερα από εμάς γένη και οι επιμέρους ψυχές, παίζοντας τον ρόλο των ακολούθων.

Κατά δεύτερον είναι φανερό ότι έχει γίνει σπορά ψυχών σε κάθε στοιχείο του υπεσελήνιου Κόσμου και στις ουράνιες σφαίρες και στα άστρα. Έχει, μάλιστα, ειπωθεί προηγουμένως γύρω από ποια άστρα έχει γίνει η διανομή των ψυχών. Ώστε και η σπορά έχει γίνει γύρω από τα οχήματα εκείνων των άστρων. Γιατί όλα στα άστρα συντελούν στη γέννηση του χρόνου, άλλα από μόνα τους και άλλα μαζί με το σύμπαν, όπως οι απλανείς αστέρες, και είναι όλα «όργανα του χρόνου». Γιατί όλοι οι απλανείς αστέρες και όλοι οι εγκόσμιοι θεοί, οι οποίοι κινούνται κυκλικά, έχουν οπωσδήποτε περιοδικούς χρόνους με βάση τους οποίους μετριέται ολόκληρος ο χρόνος της ζωής του Κόσμου, και έχουν κοινές αποκαταστάσεις και με τον Κόσμο και μεταξύ τους. Ο Πλάτωνας, όμως, μνημόνευσε μόνο εκείνα των οποίων είχε τους χρόνους της αποκατάστασης από την αίσθηση, και αφού διαίρεσε τον Κόσμο σε ουρανό και υποσελήνια γένεση, πήρε από το καθένα το τελευταίο ως προς τη θέση, τη σελήνη και τη γη, και αρκέστηκε σε αυτά, επειδή ο λόγος αφορούσε τη διανομή των κατώτατων ψυχών και τη σπορά των πιο επιμέρους οχημάτων, τα οποία εκ φύσεως μεταβάλλονται και προσεγγίζουν τους ταχύτατους σωματικούς όγκους και βυθίζονται μέσα τους.

Τρίτο μετά από τα παραπάνω αξίζει να γνωρίζουμε και το εξής, ότι σπέρνονται οχήματα και γύρω από τους απλανείς αστέρες. Γιατί κάθε μέρος του Κόσμου είναι γεμάτο από επιμέρους ψυχές, οι οποίες έχουν υπαχθεί στους θεούς που περιέζωσαν την περιοχή και οι οποίες ακολουθούν τους δαίμονες που είναι εξαρτημένοι από αυτούς. Αξίζει, όμως, να εξετάσουμε αν υπάρχει κάποιο από αυτά τα επιμέρους σώματα πάνω από την σφαίρα του Κρόνου ή αν όλα είναι τοποθετημένα μέσα στις σφαίρες των πλανητών λόγω της οικειότητας των σφαιρών με τους απλανείς αστέρες.

Γιατί οι ικανοί σε αυτά τα θέματα λένε και ότι καθένας από τους ίδιους τους πλανήτες είναι εξοικειωμένος με διαφορετικό ζώδιο.

Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου περίεργο αν τα οχήματα των ψυχών, παρόλο που βρίσκονται μέσα στις πλανητικές σφαίρες, περιστρέφονται μαζί με διαφορετικό κάθε φορά απλανή αστέρα. Γιατί αυτό θα φαινόταν πιο εύλογο παρά να τα τοποθετήσουμε πάνω από την σφαίρα του Κρόνου. Γιατί ο τόπος των πλανητικών σφαιρών είναι οικειότερος από την ποικιλία της ζωής, με την κλίση προς τον κόσμο της γένεσης και με την φύση που είναι αναμεμειγμένη από όσα κινούνται κυκλικά και ευθεία.

Ωστόσο, είναι καλύτερα να πούμε ότι γίνεται σπορά των οχημάτων και γύρω από τους απλανείς αστέρες και ότι ανεβαίνουν μέχρι εκείνη τη σφαίρα τα οχήματα που έχουν καθαρθεί και έχουν αστρική μορφή και είναι απαλλαγμένα από την ύλη και έχουν ζωή απλή και κίνηση γύρω από τον Νου και από την φρόνηση και ακολουθούν την περιστροφή της ταυτότητας. Γιατί είναι γελοίο, ενώ η ψυχή διανεμήθηκε γύρω από τους απλανείς αστέρες, η σπορά του οχήματος να έχει γίνει γύρω από κάτι άλλο (γιατί όποια σχέση έχει η μία ψυχή προς την άλλη, έτσι αναμειγνύεται και το ένα όχημα με το άλλοή η ψυχή που σπάρθηκε εκεί να μην ανεβαίνει μέχρι εκείνα, καθώς παντού τα μέρη, όταν βρίσκονται στη φυσιολογική τους κατάσταση, σπεύδουν προς τα σύνολα και μεταφέρονται προς αυτά, αν δεν συμβεί τα ψυχικά οχήματα, με τα οποία η ψυχή μεταφέρεται προς τους απλανείς αστέρες, να διαλυθούν από τις αντίθετες δυνάμεις, παρόλο που είναι αδιάλυτα και αθάνατα λόγω της γέννησής τους από τον ένα δημιουργό.

Αυτά, λοιπόν, περισσότερο αποδεκτά, καθώς συμφωνούν με όσα έχει διακηρύξει ο Πλάτωνας σχετικά με τη διανομή και τη σπορά, οι οποίες και οι δυο έγιναν από τον δημιουργό. Πρέπει επίσης να αποδεχτούμε ότι, επειδή η σπορά αφορά τις ψυχές μαζί με τα οχήματα και όχι μόνο τις ψυχές, όπως γινόταν προηγουμένως με τη διανομή, δικαιολογημένα ο Πλάτωνας είπε ότι σπάρθηκαν «άλλοι στην γη και άλλοι στη σελήνη», υποδεικνύοντας ότι καθεμία από αυτές τις ψυχές είναι πλέον άνθρωπος και ο πρώτος άνθρωπος, καθώς ισχύει και εδώ ο ορισμός ότι ο άνθρωπος είναι μια αθάνατη ψυχή η οποία χρησιμοποιεί αθάνατο σώμα. Αυτόν τον άνθρωπο, μάλιστα, πρέπει να τον διαχωρίσουμε από καθετί θνητό, προκειμένου να γίνει αυτός που ήταν πριν από την πτώση στην γένεση [μέσα στον κόσμο της γένεσης]. Καθώς, λοιπόν, ο δημιουργός σπέρνει πλέον ανθρώπους και όχι ψυχές, δικαιολογημένα έχει ειπωθεί ότι σπέρνει «άλλους στη  γη και άλλους στη σελήνη». Αυτά, λοιπόν, πρέπει να κατανοήσουμε μαζί με τα προηγούμενα, καθώς και ότι ποτέ δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν υπερκόσμια οχήματα, ακόμα και κατά όσους υπάρχουν κι άλλες σφαίρες υπεράνω των απλανών, αν αληθεύει ότι τα κορυφαία και απλούστατα οχήματα μετέχουν στην αιθέρια λάμψη.

Τώρα, η διανομή είναι άλλη από τη σπορά. Γιατί η πρώτη αφορά μόνο ψυχές, ενώ η δεύτερη αφορά τις ψυχές με τα οχήματά τους. Για αυτό και εκεί είπε : «Διάνειμε καθεμία σε κάθε άστρο», ενώ εδώ λέει : «Έσπειρε άλλους στη γη και άλλους στην σελήνη», με την ιδέα ότι αυτές προβάλλουν πλέον το ανθρώπινο είδος. Γιατί και ο άνθρωπος είναι ψυχή που χρησιμοποιεί ένα αθάνατο σώμα, και εκείνος ο άνθρωπος είναι αιώνιος. Καθώς, λοιπόν, καθεμία από αυτές τις δυο είναι διαφορετικές και καθώς η μια ειπώθηκε ότι έχει γίνει στα άστρα ενώ η άλλη στα όργανα του χρόνου, θα φαινόταν ότι καθεμία από τις δυο έγινε σε κάτι διαφορετικό. Γιατί ούτε η γη είναι άστρο, ώστε δεν θα μπορούσε να υπάρξει διανομή γύρω από αυτή, ούτε οι απλανείς αστέρες έχουν χαρακτηριστεί όργανα του χρόνου, ώστε δεν θα μπορούσε να γίνει σπορά σε αυτούς, και μόνο οι πλανήτες είναι άστρα και όργανα του χρόνου, ώστε και οι δύο, και η διανομή και σπορά, θα γινόταν γύρω από αυτούς.

Είναι, όμως, φανερό ότι είναι παράλογο να μη γίνονται και οι δυο γύρω από τη γη και από τους απλανείς αστέρες.Γιατί, αν ο δημιουργός άλλο διανέμει και άλλο σπέρνει, οι ψυχές θα έχουν αυτά τα δύο στην ουσία τους και, αν συμβαίνει αυτό, πρέπει και τα δυο να γίνονται γύρω από το ίδιο πράγμα, προκειμένου και η αποκατάσταση ολόκληρης της ψυχής να μην αναγκάζεται, αφού αποκατασταθεί λόγω της διανομής στο σύννομο άστρο, να αποκατασταθεί σε άλλο άστρο λόγω της σπορά της σε εκείνο. Γιατί αυτό που σπέρνεται είναι ως προς την ουσία του οικείο προς αυτό γύρω από το οποίο έχει σπαρθεί.

Αν, λοιπόν, αυτά αληθεύουν, πρέπει να πούμε ότι και η γη είναι είδος άστρου όχι ως προς το ορατό όγκο της αλλά ως προς το αιθέριο όχημά της, το οποίο είναι αστερόμορφο (αφού και το δικό μας είναι τέτοιο), και ότι οι απλανείς αστέρες «συμβάλλουν στην δημιουργία του χρόνου». Γιατί έχει ειπωθεί ήδη το αίτιο λόγω του οποίου ο Πλάτωνας είπε ότι μόνο οι πλανήτες «συμβάλλουν στην δημιουργία του χρόνου». Και οι απλανείς αστέρες, λοιπόν, στον βαθμό που έχουν περιόδους [περιστροφές], έστω και άγνωστές σε εμάς, οπωσδήποτε μετρούν τον καθολικό χρόνο, καθένας με διαφορετικό τρόπο. Γιατί δεν είναι ίδια η αποκατάσταση όλων. Όμως από την αίσθηση δεν έχουμε καμία απόδειξη της περιφοράς [περιστροφής] τους, όπως έχουμε στην περίπτωση των πλανητών.

Όλα τα μέρη, λοιπόν, του Κόσμου υποδέχτηκαν σπαρμένες επιμέρους ψυχές και κάθε εγκόσμιους θεός είναι «αγελάρχης» επιμέρους ψυχών οι οποίες διανεμήθηκαν και σπάρθηκαν γύρω του σύμφωνα με τον Νου του Δημιουργού. Ο Πλάτωνας, όμως, είπε ότι η διανομή γίνεται κυρίως στα άστρα, ενώ η σπορά στα τελευταία μέρη του σύμπαντος, τη σελήνη και τη γη, υποδεικνύοντας την αξία καθεμιάς από τις δύο, με την ιδέα ότι η διανομή είναι θεϊκότερη (γιατί είναι ασώματη), ενώ η σπορά υποδεέστερη (γιατί η σπορά γίνεται μαζί με κάποια σώματα). Ένδειξη αυτών των πραγμάτων είναι ο διαχωρισμός των προηγούμενων αιτιών της διανομής και της σποράς, εκ των οποίων καθεμία πραγματοποιήθηκε στις περιοχές που προαναφέρθηκαν. Ο διαχωρισμός, μάλιστα, δηλώνει τη διαφορά που έχουν αυτές μεταξύ τους.

Και αν, λοιπόν, υπάρχει διανομή της ψυχής γύρω από τη γη, όμως υπάρχει στον βαθμό που η γη έχει κάτι αστερόμορφο και ασώματο. Κι αν υπάρχει σπορά γύρω από κάποιο άστρο, όμως αυτή υπάρχει στον βαθμό που το άστρο έχει κάτι οικείο με τη γη. Αυτό, μάλιστα, είναι το σωματικό του στοιχείοΣτην περίπτωση της σποράς, λοιπόν, έχει χρησιμοποιηθεί η γη και η σελήνη λόγω της μεταξύ τους οικειότηταςΓιατί κοινό χαρακτηριστικό τους είναι το ότι παράγουν σκιά, και ότι είναι η γη μέσα στο σύμπαν, αυτό είναι η σελήνη μέσα στην ουράνια περιοχή. Επομένως θα υπάρχει αποκατάσταση στη γη όσων σπάρθηκαν στη γη και θα υπάρχουν και κλήροι στη γη.

Αν, όμως, στον «Φαίδρο, 249.a» ο Πλάτωνας χαρακτήρισε ανώτερους κλήρους τους ουράνιους και τους έσχατους [κατώτατους] υπόγειους, δεν είναι περίεργο. Γιατί θέλησε να μιλήσει μόνο για τα άκρα, χωρίς να αναφέρει τους εύμοιρους  αέρινους και χθόνιους (γήινους) κλήρους. Για αυτό και επειδή έχει μνημονεύσει τους έσχατους [κατώτατους] κλήρους, δεν τους είπε απλώς χθόνιους (γήινους), αλλά τους χαρακτήρισε από τα δικαστήρια τα υπό την γη, στον βαθμό που και η γη είναι Θεά, και άλλοι οι τιμωρητικοί.

Πρέπει, λοιπόν, να διαχωρίσουμε τη διανομή και τη σπορά όπως έχει ειπωθεί προηγουμένως. Γιατί η σπορά ταιριάζει πάρα πολύ στα σωματικά στοιχεία, ενώ η διανομή ταιριάζει ειδικά στα ασώματα, επειδή αποτελεί διάκριση ως προς το είδος και όχι τοποθέτηση κάθε πράγματος σε διαφορετικό τόπο, όπως κάνει η σπορά.

Επειδή, όμως, είπαμε ότι το «άλλους στη γη και άλλους στη σελήνη» αναφέρεται σε ανθρώπους, το ότι ο Πλάτωνας γνωρίζει πως ο άνθρωπος είναι αθάνατη ψυχή που χρησιμοποιεί το αθάνατο όχημα πρέπει να πάρουμε τον «Πολιτικό, 272.d» (γιατί εκεί είπε ότι «άνθρωποι» είναι οι ψυχές κατά την περίοδο του Κρόνου, κατά την οποία ζει μόνο το αθάνατο μέρος μας), και το ότι ο Πλάτωνας γνωρίζει και άλλον άνθρωπο, αυτόν που χρησιμοποιεί το μεσαίο όχημα, πρέπει να το πάρουμε από τον «Φαίδωνα, 111.a» όπου λέει ότι στη κορυφή της γης κατοικούν «άνθρωποι» που ζουν περισσότερα χρόνια από τους εδώ ανθρώπους. Γνωρίζει, όμως, και τον τελευταίο άνθρωπο που φέρει τούτο εδώ το ορατό σώμα, και παντού κατά τον Πλάτωνα ο άνθρωπος είναι μια ψυχή που χρησιμοποιεί ένα σώμα, είτε αθάνατο είτε το δεύτερο είναι το σύνθετοΚαι προσθέτοντας την ειδοποιό διαφορά του σώματος αυτού που το χρησιμοποιεί, θα μπορέσουμε να ορίσουμε κάθε είδος του ανθρώπου.

πηγή: eleysis69.wordpress.com

Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

$
0
0


Προλογικές σκέψεις

Πολλοί λίγοι κατανόησαν τις θέσεις του Σωκράτη για αυτό που ονομάζουμε εμείς σήμερα "δημοκρατία". Στην ουσία ο Σωκράτης προέβλεψε την υποχώρηση της αθηναϊκής δημοκρατίας στο κοινωνικό γίγνεσθαι επισημαίνοντας το πλαίσιο των αξιών που εξέλειπε από αυτήν και τις κοινωνικές παθογένειες της τότε δημοκρατίας. Μια αρμονική και αληθινή πολιτεία δεν εδραιώνεται μέσα από στατικούς πολιτικούς θεσμούς που ενδείκνυνται για προβλεπόμενα πολιτικά όντα. Η δημιουργία μιας τέτοιας κοινωνίας και η θεσμοθέτησή της σχετίζεται με την διαρκή εσωτερική και πνευματική εξέλιξη του ανθρώπου. Δεν μπορεί να νοηθεί δημοκρατική πολιτεία χωρίς την αδιάλειπτη ανατροφοδότηση των θεσμών της από τον διαρκώς μεταβαλλόμενο δημόσιο ψυχισμό των πολιτών της. Αληθής πολιτεία χωρίς πολίτες που να φιλοσοφούν δεν νοείται για το Σωκράτη. Από αυτούς θα προέλθουν και οι συντονιστές των δημοκρατικών  διαδικασιών που πλαισιώνουν τις δομές και τους θεσμούς μιας πολιτείας.

Η πλειοψηφία στη δημοκρατία βεβαίως αποτελεί θεμελιακό όρο ύπαρξής της και αποτελεί τη βάση εκκίνησης για την όποια συζήτηση για τη συγκρότηση μιας δημοκρατικής πολιτείας. Ως δεύτερος παράγοντας - καίριο ζήτημα- μιας αληθινής δημοκρατίας είναι η ποιότητα της πλειοψηφίας που αποφασίζει. Στην δημοκρατία δεν λαμβάνεται υπόψη πολλές φορές κατά πόσο μια απόφαση της πλειοψηφίας ενδεχομένως μπορεί να βλάπτει αυτονόητα δικαιώματα μιας ισχνής μειοψηφίας πολιτών. Για αυτό και το κοινωνικό φαινόμενο της δημοκρατικής οργάνωσης μιας κοινωνίας είναι πολυσύνθετο και η αντιμετώπισή του απαιτεί την καθολικότητα στη συμμετοχή και την από τα κάτω ευέλικτη δόμηση των διαδικασιών κάτω από τις οποίες θα λειτουργήσει μια "πλειοψηφία". Η δομική συνεχής κυκλική πορεία που θεμελιώνει την διαιώνιση μιας αληθινής κοινότητας είναι η θεσπισμένη πολιτειακά διάρθρωση διαδικασιών που συλλαμβάνουν άτυπους και άγραφους νόμους της πολιτικής ψυχής του ανθρώπου.


Μια υποτιθέμενη δημοκρατική πολιτεία στην οποία εκτίθεται ή συλλαμβάνεται θεσμικά στον δημόσιο λόγο μόνο η συμπεριφοριστική έξη των πολιτών, η φαινομενική πρόθεση του λεκτικού λόγου και όχι η βαθύτερη ουσία του, είναι καταδικασμένη να απωλέσει την δημοκρατική οργάνωσή της. Η διάκριση, εν πρώτοις, ανθρώπου και πολίτη θα συνδράμει ουσιαστικά στην κατανόηση του προβλήματος με την αναλυτική παράθεση των επιμέρους υποκειμένων που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής:α) Άνθρωπος, β) τυπικός Πολίτης, γ) κοινωνικός Πολίτης, δ) συλλογικά ενάρετος Πολίτης (πρόσωπο). Στην παλιά Αθήνα, το υποκείμενο που βάσταζε την αρχαία δημοκρατία είναι ο κοινωνικός πολίτης ή το συλλογικό άτομο. Εξέλιπε, κατά τον Σωκράτη, η σύνδεση των ψυχικών αρετών με την πολιτική αρετή. Ο Σωκράτης θεωρούσε μια απαίδευτη πλειοψηφία πολιτών επικίνδυνη για να κυβερνά μια πόλη μέσω της εκκλησίας του Δήμου. Τα θεσμικά εργαστήρια εκκόλαψης μιας ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ πρέπει να είναι ο χώρος της εκπαίδευσης και όλων των ειδών οι δημόσιοι χώροι συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση μιας ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΤΟΥ  ΚΟΙΝΟΥ ΛΟΓΟΥ.  Στην εποχή του Σωκράτη υπήρχε έλλειμμα μιας πολιτείας της αρετής, ενώ υπήρχε σε μεγάλο βαθμό μόνο το ενάρετο άτομο, για αυτό και κατέρρευσε η αθηναϊκή δημοκρατία, στην οποία λίγο πριν το 400 π.Χ, για να συμμετέχει κανείς στην εκκλησία του Δήμου έπρεπε να πληρώνει ένα ορισμένο ποσό (σημάδι παρακμής της).  Για να διατηρηθεί  ένα δημοκρατικό σύστημα ή αλλιώς μια ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΣΥΝΟΧΗΣ και ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ είναι ανάγκη η συνύπαρξη ΑΤΟΜΟΥ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ.  Στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει τίποτα από τα δύο.

________________


ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΑΜΠΑΤΖΗ
Κέντρο Ερεύνης Ελληνικής Φιλοσοφίας Ακαδημίας Αθηνών

  «Φοβούμαι ότι διατρέχουμε ξανά τον κίνδυνο να γίνουμε μάρτυρες της παλαιάς και επαναλαμβανόμενης θυσίας του Σωκράτη. Το Ζήτημα του μέλ­λοντος θα είναι είτε η πολιτεία του διαλόγου εί­τε η αυστηρή και συμβολική καταδίκη σε θάνατο των μαρτύρων του διαλόγου...» ΑλμπέρΚαμίActuelles I, σελ. 218

Οι μελετητές των πλατωνικών διαλόγων διακρίνονται σε εξελικτικούς και σε ενωτικούς: οι δεύτεροι τάσσονται υπέρ του ενιαίου χαρακτήρα της πλατω­νικής φιλοσοφίας, ενώ οι πρώτοι υποστηρίζουν ότι αυτή χωρίζεται σε διάφορες περιόδους και η πρώτη περίοδος είναι εκείνη στην οποία καλύτερα διακρίνεται η αληθινή φιλοσοφία του Σωκράτη, ο οποίος ως γνωστόν δεν έγραψε ποτέ τίποτε και μόνο μέσω των μαθητών του, κυρίως του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα, διασώζονται, ίσως, οι πραγματικές φιλο­σοφικές θέσεις του. Ο Ελληνοαμερικανός ιστορικός της σωκρατικής και πλατωνικής φιλοσοφίας Γρη­γόρης Βλαστός (1907-1991) υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο Πλάτων στους μεσαίους διαλόγους του είχε συστηματοποιήσει μια μεγαλειώδη μεταφυσι­κή θεωρία περί ιδεών «χωριστών» από τον αιολικό κόσμο, ενώ ο Σωκράτης δεν είχε καμιά τέτοια θεωρία. Αν σκεφτούμε ότι ο Πλάτων δεν θεωρείται φιλοδημοκρατικός, ο χαρακτηρισμός ως «σωκρατικών» των πρώιμων διαλόγων (των πριν από την Πο­λιτεία όπου βλέπουμε να επικρίνεται το πολίτευμα της δημοκρατίας) επιτρέπει την απαλλαγή του Σω­κράτη από υποψίες περί αντιδημοκρατικών αισθημάτων. Αυτή είναι η άποψη του χριστιανού σοσιαλι­στή Βλαστού, αλλά και του φιλελεύθερου Καρλ Πόπερ, ο οποίος επίσης απαλλάσσει τον Σωκράτη από τις κατηγορίες περί «απολυταρχισμού», που ά­φθονες επιφύλαξε για τον Πλάτωνα, χαρακτηρίζο­ντας τον πρόδρομο των ολοκληρωτικών συστημάτων. Και οι δύο θέσεις αντιτίθενται έτσι, με διαφορετικό τρόπο, στις κατά καιρούς προβαλλόμενες α­πόψεις, όπως πρόσφατα αυτή του Στόουν (Stone), ότι ο Σωκράτης ήταν κρυπτοολιγαρχικός.

Το πρόβλημα είναι ότι οι μαρτυρίες, ακόμη και στους «σωκρατικούς» διάλογους, είναι συχνά αντι­κρουόμενες. Στις ικεσίες του μαθητή του Κρίτωνα να εγκαταλείψει την πόλη για να αποφύγει το θά­νατο, στον οποίο τον είχαν καταδικάσει, ο Σωκράτης εκφωνεί, δια μέσου του στόματος των Νόμων, σε μια περίφημη προσωποποιία, το εγκώμιο της πόλεως των Αθηνών: «Ή τόσον σοφός είσαι ώστε έχει διαφύγει την προσοχή σου... ότι είναι πολυτιμότερον η πατρίς... και ότι πρέπει να την σεβώμεθα και να υπακούωμεν εις αυτήν... και ή να προσπαθώμεν να πείσωμεν αυτήν ή να πράττωμεν όσα διατάσσει, και να πάσχωμεν αν μας διατάσση» (Κρίτων, 51b, Κ. Αραπόπουλος). Τέτοια ήταν η στάση του Σωκράτη απέναντι στα επίσημα όργανα του δήμου, κινούμενη ανάμεσα στην προσπάθεια να «πεισθούν» οι εκπρόσωποί τους και την «υποταγή» στις αποφάσεις τους. Επομένως, ήταν μια στάση εξόχως δημοκρατική. Σε πολλά ωστόσο σημεία, ο Σωκράτης επιδίδεται σε μια κριτική των πολλών, συχνά υ­πέρ της ηθικής ανωτερότητας των ολίγων (πβ.Απολ. 22d, 25b), Λαχ. 184e, Κρίτ. 44d, 47c-48c, Πρωτ. 319b-d). 

Μια παρόμοια άποψη Βρίσκουμε και στον Ξενοφώντα (ο οποίος δεν έχει τη θεωρητι­κή υψηγορία του Πλάτωνα- στην Απολογία του Ξε­νοφώντα, π.χ., η καταδίκη του Σωκράτη εμφανίζεται ως μία σύγκρουση προσωπικοτήτων, αυτής του φιλοσόφου και εκείνης των κατηγόρων του, και ό­χι ως μία σύγκρουση κοσμοθεωριών)· στα Απο­μνημονεύματα του Ξενοφώντα, λοιπόν, βλέπουμε τον Σωκράτη να μιλάει έτσι στον Χαρμίδη: «θέλω να σου διδάξω ένα μάθημα· εσύ που δεν ντρέπεσαι τους σοφότερους, που δεν φοβάσαι τους ισχυρότερους, μπροστά στους πιο αδύναμους και τους πιο ανόητους κοκκινίζεις να πάρεις τον λόγο. Ποιοι εί­ναι αυτοί που σε κάνουν να ντρέπεσαι; οι γναφείς, οι υποδηματοποιοί, οι οικοδόμοι, οι σιδεράδες, οι έ­μποροι, οι εμπορευόμενοι στην αγορά που φροντίζουν ν'αγοράζουν φθηνά και να πουλούν ακριβά; απ'όλους αυτούς συνίσταται η εκκλησία του δή­μου» (III, 7, 5-6). Στο ίδιο έργο, ο Σωκράτης δεί­χνεται επικριτικός προς τις δημοκρατικές μεθό­δους εκλογής αντιπροσώπων (III, 9, 10-III, 1, 5). Τη διάθεση αυτή «μισοδημίας» του Σωκράτη τη βρί­σκουμε και στους πλατωνικούς διάλογους, σε διά­φορα σημεία (Αλκ. Α', 110e-111aΚρίτ. 48a-cΓοργ. 503d, 520dΠρωτ. 319d), ενώ στον Μενέξενο, έχουμε ένα πολύ αμφιλεγόμενο εγκώμιο της δημοκρατίας (239Η), 4 που πολλοί μελετητές συ­γκρίνουν με τον Επιτάφιο λόγο του Περικλή στον Θουκυδίδη (Π, 35-46). Οι διάφορες μαρτυρίες φαί­νονται τόσο περισσότερο αντικρουόμενες όσο τα υ­πό εξέταση Ζητήματα είναι μερικότερα, όπως η στά­ση του Σωκράτη απέναντι στη Σπάρτη (Κρίτ. 52e-53a,Αλκ.Α 120cΙππ. Μ. 283eΛάχ. 183ab, Πρωτ. 342a-343bΠολιτεία Η' 544c, 545aΞενοφ. ΑπομνIV, 4, 15, ΣυμπVIII, 35, αλλά και ΑριστοφάνηΌρνιθ. 1281- 83) ή απέναντι στον Περικλή (Φαίδρ. 269eΓοργ. 503κ.επ.), χωρίς μάλιστα να αγγί­ξουμε γενικότερα Ζητήματα, όπως ποιοι ήταν οι πραγματικοί λόγοι της καταδίκης του.

Αλλά, αν η εξέταση των διάφορων χωρίων των σχετικών με τα αισθήματα του Σωκράτη απέναντι στη δημοκρατία δεν μας διαφωτίζει, αυτό γίνεται ό­χι επειδή, όπως θα φανταζόταν κάποιος, ο Σωκρά­της ή ο Πλάτων είναι ασυνεπείς στις διατυπώσεις τους, αλλά μάλλον επειδή ήταν τόσο συστηματικοί ή ολιστές, ώστε να χρειάζεται να κατανοήσει κανείς το βάθος της φιλοσοφίας τους πριν πραγματευτεί τις λεπτομέρειες της. Ετσι, το θέμα της δημοκρατίας στον Σωκράτη οφείλει να εξεταστεί σε σχέση προς τη γνώση, δηλαδή προς το πλέον καίριο Ζήτημα της ηθικής φιλοσοφίας του, αφού γι'αυτόν η αρετή είναι γνώση. Είναι λοιπόν η γνώση διδακτή στους πολλούς, ή αποτελεί κτήμα μόνο των ολίγων; Το ε­ρώτημα αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας για το θέμα μας. Αν σταθούμε στον Μένωνα, τότε η απάντηση θα ήταν πως όλοι οι άνθρωποι είναι δεκτικοί μορφώσεως, ακόμη και οι δούλοι, όπως άλλωστε υποστηρίζεται εκεί. Δυστυχώς, στο Ζήτημα της πολι­τικής αρετής το πράγμα είναι λιγότερο ξεκάθαρο. Στον Πρωταγόρα, ο Σωκράτης δηλώνει θετικά ότι η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή (3190-3200, βλ. ακόμη Μεν. 93ο-94β). Ετσι, όμως, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα παράδοξο, από εκείνα που, είναι αλήθεια, συνηθίζει ο Σωκράτης και που συνοψίζεται στις παρακάτω προτάσεις: α) η αρετή είναι γνώ­ση· β) η γνώση είναι διδακτή· γ) η πολιτική αρετή δεν είναι διδακτή. Είναι προφανές ότι, εφ'όσον α­ληθεύει η α), οι β) και γ) είναι ασύμβατες. Η πιθα­νή αυτή ασυνέπεια στη σκέψη του Σωκράτη θα μπορούσε ίσως να υπερπηδηθεί χάρη στη θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα, όπου το «όντως ον», αυτό δηλαδή που αξίζει να γνωσθεί, ανήκει στον ιδεατό κόσμο, ενώ ο αισθητός κόσμος του, πολιτικού επί­σης, γίγνεσθαι απαξιώνεται πλήρως.

Τίποτε ωστόσο δεν είναι πιο ξένο, πιστεύουμε, προς τον πλατωνικό στοχασμό, αλλά και προς την ηθική φυσιογνωμία του Σωκράτη, από αυτό το δια­χωρισμό. Η πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα δεν επιτρέπεται επίσης να διαχωρίζεται εύκολα από τον «κοινό νου», σε Ζητήματα σύλληψης, αλλά και πρακτικής, όπως μας έχουν δείξει με θετικό τρόπο οι αναλύσεις του Κ. Δεσποτόπουλου.

            Ο Σωκράτης που, σε αντίθεση προς νεότερους στοχαστές σαν τον Μακιαβέλι, τον Χομπς ή τον Μαξ Βέμπερ, εννοούσε να ταυτίζει ηθική και πολι­τική, πληρώνοντας μάλιστα γι'αυτό με τη ζωή του, δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να μην αντιλαμβάνεται την απόσταση που χωρίζει τη θεωρία από την πρά­ξη σε μια δημοκρατία σαν την αθηναϊκή, η οποία γνώρισε συχνές και βίαιες κρίσεις. Χάρη στη διδα­σκαλία του εγκαινιάζεται μια φιλοσοφία του διαλό­γου, μια διαλεκτική της ελευθερίας, η οποία συνεχίζεται και στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη.

Ο Σωκράτης άλλοτε δήλωνε ότι δεν είναι πολιτικός (Γοργ. 473β) και άλλοτε ότι ή­ταν ο μόνος που κατέχει και εξασκεί την πολιτική τέχνη (ό.π., 521ά). θα λέγαμε, συνεπώς, ότι υπάρχουν δύο είδη πολιτικής και ότι οι πολιτικοί δεν είναι οι πλέον κατάλληλοι για να διδάξουν το υψηλό είδος της πολιτικής, όπως μάλλον υπονοείται και στο προαναφερθέν χωρίο του Πρωταγόρα. Αφού η πολιτική αρετή δεν είναι δι­δακτή από τους πρακτικούς της πολιτικής, είναι ω­στόσο διδακτή από τους φιλοσόφους, όπως θα ανα­πτύξει και ο Πλάτων στην Πολιτεία του. Ο Σωκρά­της που δείχθηκε υπέρμαχος της δικαιοσύνης τόσο ενάντια στους δημοκρατικούς, κατά την άδικη δικα­στική κρίση για το ναυάγιο των Αργινουσών, όσο και ενάντια στους Τριάκοντα τυράννους, δεν υπήρ­ξε άνθρωπος καμιάς παράταξης. Ελέγχοντας τους Αθηναίους στην Αγορά, θα μπορούσε να είχε πει αυ­τό που ισχυρίστηκε πολύ αργότερα ο, επίσης μέγας ειρωνευτής, Κίρκεγκαρντ: «Είμαι μία βαδίζουσα εντιμότης!». Η θέση και η δυνατότητα ύπαρξης του υ­περβατικού μέσα στη δημοκρατία δεν γίνεται, κατ'αρχήν, να τίθενται υπό αμφισβήτηση. 

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - "ΤΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ"
7 Ιουνίου 2001

πηγή: ekivolos

ΣΩΚΡΑΤΗΣ - Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΠΟΡΕΙΑ ΜΥΗΣΗΣ

$
0
0


Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση της Πλατωνικής σκέψης, να αναφερθούμε περιεκτικά στη συμβολή του Σωκράτη στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης. Ο Σωκράτης διαδέχεται τους αρχαίους στοχαστές της Ιωνίας, αλλά σε αντίθεση μ΄αυτούς, οι οποίοι μελετούν το Εν-Παν και τη Φύση, ο Σωκράτης εστιάζει στην ανθρωπινότητα του ανθρώπου και συντάσσει μια «υπαρξιστική» ανθρωπολογία με μεταφυσικές και ιδεαλιστικές αντηχήσεις. Η ανθρωπολογική θεώρηση που εισάγει ο Σωκράτης, αποβλέπει στον άνθρωπο και την ηθική του στάση στις δημόσιες υποθέσεις, αλλά δεν τον αποσυνδέει από το φυσικό και οντολογικό του υπόβαθρο όπως διεξοδικά διερευνάται στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Ο Σωκράτης παρεμβάλλεται εμβόλιμα στην οντολογική, μεταφυσική και γνωσιοθεωρητική διένεξη του Παρμενίδη που υποστηρίζει το Είναι και την παρουσία του όντος και των σοφιστών που υποστηρίζουν το Μηδέν και τη σχετικότητα και ρευστότητα του όντος και με αυτόν τον τρόπο, χαράζει την οδό των ιδεών και την έλλογη φύση του Λόγου. Ο Σωκράτης δεν αρνείται τη θέση του Παρμενίδη ότι υπάρχει δεσμός μεταξύ Όντος και Λόγου. Ωστόσο, το Ον μπορεί να προηγείται σε σχέση με τον Λόγο (και αυτό πρέπει να το υποστηρίξουμε έναντι των ισχυρισμών του Γοργία ή του Πρωταγόρα). Από την άλλη, οι σοφιστές δεν είχαν τελείως άδικο για τον Σωκράτη, όταν υποστήριζαν σε αντίθεση με τον Παρμενίδη, ότι υπάρχει μία μορφή όντος συνδεδεμένη στενά με τον Λόγο, η οποία επιμένει να υφίσταται δίπλα στο μοναδικό, ακίνητο και αιώνιο Ον του Παρμενίδη.


Ο Σωκράτης θεωρεί ότι η αλήθεια προέρχεται από την ψυχή, αλλά είναι αναγκαία η συνάντηση με τον άλλον για να αναδειχθεί και να συνειδητοποιηθεί (αυτή είναι η αρχή της σωκρατικής «μαιευτικής», η οποία αποβλέπει στη γέννηση και τη διαύγαση των πνευμάτων). Αυτό που ανακαλύπτει ο άνθρωπος στην ψυχή «του» είναι μια ά-χρονη καθολική αλήθεια, οντολογική και γνωσιοθεωρητική (η αλήθεια που δε θα ήταν de jure αληθινή για όλους, δεν μπορεί να είναι de facto αληθινή για κανέναν) ακόμα και σε θέματα δεοντολογικής ηθικής. Για τον Σωκράτη, η γνώση είναι ανάμνηση και η αλήθεια καθολικό αγαθό που δομεί την ψυχή. Η a priori γνώση, η οποία αποκαλύπτεται με τον Λόγο και τη διαλεκτική, όπως επίσης και η υπερβατικότητα του Αγαθού της Αλήθειας που φωλιάζει στην Αιώνια Συμπαντική ψυχή, συνιστούν τις μείζονες προκείμενες της μεταφυσικής συλλογιστικής του Σωκράτη. Άγνοια είναι η απόσυρση της αλήθειας από τον ψυχικό χώρο του ενσυνείδητου Λόγου, η εγκατάλειψη της ψυχής στον ποταμό της λησμονιάς, σύμβολο της εισόδου της στο φθαρτό, θνητό και πεπερασμένων δυνατοτήτων σώμα.

Το γεγονός ότι ο Σωκράτης αρνήθηκε πως είχε οποιαδήποτε γνώση «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», λειτούργησε αποφθεγματικά κατά την αρχαιότητα. Αυτή η παράδοση, η οποία επιβιώνει μέχρι την εποχή μας, οφείλεται σε μια ερμηνεία του Πλάτωνα. Ο Σωκράτης δεν αρνείται ότι δε γνωρίζει τίποτα, στην «απολογία του, ισχυρίζεται ότι το να εγκαταλείψει τη θεϊκή αποστολή της γνώσης θα ήταν επονείδιστο (29b, 37b). Αυτό που αρνείται είναι ότι έχει οποιαδήποτε σοφία και κατά συνέπεια αρνείται ότι διαπαιδαγωγεί τους ανθρώπους με την έννοια της μετάδοσης γνώσεων ή πληροφοριών. Στην ‘’Απολογία’’ του υποστηρίζει, ότι ο Θεός είναι ο αληθινός σοφός και ότι η ανθρώπινη σοφία δεν είναι τίποτε σε σχέση με τη Θεϊκή σοφία (23a-b). Με την πεποίθηση αυτή, ο Σωκράτης αναγνωρίζει και αποδέχεται τα ανθρώπινα όρια όσον αφορά τη δυνατότητα ολοκληρωμένης και διαυγούς κατανόησης των πάντων. Αντιτίθεται στην ανθρώπινη αλαζονεία και βλασφημία που προσδοκά ότι ο άνθρωπος μπορεί να εξισωθεί με τον Θεό. Με το «εν οίδα ότι ουδέν οίδα», ο Σωκράτης γίνεται μάρτυρας του Λόγου, πιστός στην πεποίθησή του για τη διαρκή αναζήτηση της Αλήθειας και της μη βίας.

Ο μεταφυσικός ιδεαλισμός του Σωκράτη αντιτίθεται στον εμπειρισμό, τον φαινομεναλισμό και τον θετικισμό που διέπει τη σκέψη των σοφιστών. Στον σχετικισμό και τον ατομικισμό, ο Σωκράτης απαντά με την υπερβατικότητα της Αλήθειας και τη συμπαντικότητα της ψυχής, στον σκεπτικισμό και τον μηδενισμό, αντιπαραθέτει το Δόγμα της βέβαιης γνώσης, του αιώνιου και Απόλυτου Αγαθού.  Στην τεχνολογία της επιχειρηματολογίας των Σοφιστών, τη ρητορική, η οποία αποβλέπει περισσότερο προς τον «ισχυρό λόγο» όπως υποστήριζε ο Πρωταγόρας και λιγότερο προς τον Αληθή Λόγο, εκθέτει ανταγωνιστικά τη «σωκρατική ειρωνεία», τον Λόγο και την Αλήθεια. Εν τέλει, απέναντι στη λογική της Δημοκρατίας (πλειοψηφία), η οποία τον καταδικάζει σε θάνατο, παρατάσσει την «Απόλυτη Δημοκρατία» του συμπαντικού Λόγου που διαμένει στην Ψυχή. Κατά αναλογία, το Πλατωνικό μαθηματικό παράδειγμα (μια αναγκαία Αλήθεια) υπερισχύει του δημοκρατικού παραδείγματος (συμπτωματικές αποφάσεις που δεν έχουν σχέση με την Αλήθεια). Η Γνώση του Απόλυτου είναι αναγκαία αληθής, διακρίνεται από τη δόξα και τη γνώμη που είναι συμπτωματικές και αυθαίρετες διυποκειμενικές συμφωνίες και αποφάνσεις τόσο για τα ορατά όσο και για τα αόρατα.

Αν η προθετικότητα της -ατομοκεντρικής- σοφιστικής στάσης, είναι η χρησιμοποίηση του Λόγου για πραγματιστικούς, χρησιμοθηρικούς και ωφελιμιστικούς σκοπούς,  η -κοινωνικοκεντρική- ηθικότητα της σκέψης του Σωκράτη αποβλέπει στην κατανόηση και τη διαύγαση των ανθρώπινων υποθέσεων. Η Σωκρατική διαλεκτική δε διδάσκει το πώς θα υπερισχύσουμε στις διαλογικές αντιπαραθέσεις, πώς θα ισχυροποιήσουμε την πολιτική μας θέση, πώς θα καθοδηγήσουμε τα ακροατήρια των δικαστηρίων όπως έκαναν οι Σοφιστές, αλλά πώς θα μεθοδεύσουμε ορθολογικά την επικοινωνιακή διαδικασία, η οποία θα πρέπει να συνίσταται στη συν-αναζήτηση του Αγαθού της Αλήθειας και του Καλού. Στον ‘’Γοργία’’ του Πλάτωνα  η κριτική που διατυπώνεται εναντίον της ρητορικής τεχνικής των σοφιστών, συνδέεται με τις πρακτικές της συνέπειες και αυτό γιατί ο Πλάτωνας δε διακρίνει τις ανθρώπινες δραστηριότητες από τις υπερβατικές αξίες του Καλού και της Αλήθειας που θα πρέπει να καθοδηγούν τις ανθρώπινες δραστηριότητες.

Η διαδικασία της ανύψωσης προς την ιδέα του Αγαθού της Αλήθειας είναι η διαλεκτική, η «τέχνη του να ζητάς και να δίνεις λόγο» (Πολιτεία 533γ). Η διαλεκτική μέθοδος συμβάλλει στην ανακάλυψη του μέτρου, στον εντοπισμό της Ανυποθετικής αρχής κάθε υπόθεσης. Με τη διαλεκτική, το πνεύμα μεταβαίνει από ιδέα σε ιδέα και αναπτύσσει με ορθολογικό τρόπο τις απαραίτητες σχέσεις και συνάγει αυστηρά ελεγχόμενα συμπεράσματα. Πέραν από αυτή τη σημασία, η διαλεκτική του Σωκράτη έχει και μια άλλη σημασία, εκείνη της ρηματικής διαδικασίας στον διάλογο. Ο ομιλητής, σ΄έναν διάλογο, ερωτάται με τρόπο που θα αναδείξει τις αντιφάσεις του λόγου του. Η διαδικασία αποβλέπει στο να φέρει τον ομιλητή σε κατάσταση σύγχυσης ή ανημποριάς. Η στρατηγική αυτή εμφανίζει δομικές αναλογίες με την ψυχαναλυτική πρακτική, όπου ο αναλυτής αναδεικνύει τις αντιφάσεις, τα χάσματα και τις παλινωδίες στην αφήγηση του αναλυόμενου. Εντούτοις, όπως ο Σωκράτης διερευνά και αναδεικνύει την αλήθεια από τις συγχυσμένες προτάσεις του συνομιλητή του, έτσι και ο αναλυτής πασχίζει να απομακρύνει τις αυταπάτες και τα στερεότυπα που βασανίζουν τον αναλυόμενο, δίχως να τα συνειδητοποιεί. 

Όπως ο Σωκράτης πιστεύει ότι ο άνθρωπος ξέρει χωρίς να το γνωρίζει, έτσι και ο αναλυτής πιστεύει ότι ο αναλυόμενος ξέρει και καταλαβαίνει περισσότερο από ότι γνωρίζει και αποδέχεται συνειδητά. Η εμπειρία της διαλεκτικής διαδικασίας, τόσο στην παιδαγωγική όσο και στην ψυχαναλυτική πρακτική, συγκλίνει στην πεποίθηση ότι ο άνθρωπος διαθέτει μια «άγνωστη γνώση», μια γνώση που δε γνωρίζει ότι τη γνωρίζει. Ακριβώς γι΄αυτό το λόγο, η φιλοσοφία και ο στοχασμός των επιστημών της αγωγής απαιτείται να αποβλέπουν σε μια σταδιακή ανάδυση και αποκάλυψη αυτής της γνώσης. Βέβαια, οι μέθοδοι, οι τεχνικές όπως και οι στόχοι, μπορεί να αποκλίνουν στις δύο θεματικές της αγωγής. Για παράδειγμα, στην περίπτωση του Σωκράτη και αργότερα στον Hegel, ο άνθρωπος μπορεί να αναχθεί στη γνώση του απόλυτου ή στην «απόλυτη γνώση» με την αφαιρετική σκέψη και τη σύλληψη των καθολικών εννοιών. Στην ψυχανάλυση, όμως, ο στόχος της απόλυτης γνώσης δεν μπορεί να επιτευχθεί και αυτό γιατί το ασυνείδητο είναι μη αναγώγιμο: ανάμεσα στο υποκείμενο και τη γνώση υπάρχει ένας αναπόδραστος διχασμός. Η γνώση είναι γνώση της αλήθειας γύρω από την ασυνείδητη επιθυμία του καθενός μας. Η γνώση δεν ενυπάρχει σε κάποιο συγκεκριμένο υποκείμενο, αλλά είναι διυποκειμενική και βιώνεται με μοναδικό τρόπο από τον καθένα.

Έτσι, η φιλοσοφική μέθοδος του Σωκράτη είναι αδιαχώριστη από το περιεχόμενό της, τη θεωρία της αιώνιας ύπαρξης της αλήθειας στην ψυχή. Η Σωκρατική μεθ’ οδός δεν είναι μια επιστήμη της παιδαγωγικής, δε συγκροτεί ένα διδακτικό σύστημα θεωρητικών αρχών, τεχνικών κανόνων και πρακτικών. Αντίθετα, είναι μια παιδαγωγική της επιστήμης, μια γλώσσα της παιδείας που εδράζεται στην καλλιέργεια, στην ευαισθησία, τη σοφία, στον διάλογο της ψυχής με τον εαυτό της, μ΄αυτό που ονομάζεται σκέψη όπως διατείνεται ο Πλάτωνας (Θεαίτητος 189,ε). Για να επιτευχθεί ο διάλογος της ψυχής με τον εαυτό της, προϋπόθεση είναι η μύηση από τον φιλόσοφο που μεσολαβεί και διευκολύνει την αναζήτηση της Γνώσης του Αγαθού της Αλήθειας, που είναι η ενότητα όλων των αληθειών. Η Αλήθεια έχει απωθηθεί και μ΄αυτή την έννοια, έχει λησμονηθεί από την επικράτηση της πολλαπλότητας των φαινομενικών εντυπώσεων και των συμπτωματικών αντιλήψεων. Η μύηση συνιστά μια δημιουργική και ποιητική Πράξη που χαρακτηρίζεται από έρωτα, ευαισθησία και συμπάθεια για τον μυούμενο, αποδοχή και κατανόηση των αντιστάσεων που εγείρονται κατά τη διάρκεια της διαλεκτικής τέχνης, υπομονή και σεβασμό στον χρόνο που απαιτείται για τη σταδιακή αναγνώριση της διαφοράς μεταξύ της επίπλαστης φαινομενικότητας και της αληθινής πραγματικότητας. Για να απαλλαχθεί ο άνθρωπος από τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που τον κάνουν ένα ον υπόδουλο, χρειάζεται η ψυχή να ξαναθυμηθεί την αλήθεια, γιατί η αλήθεια δεν υπόκειται στις χωροχρονικές μεταβολές, είναι αιώνια παρούσα και δεν έχει αρχή (η α-χωροχρονικότητα της Ιδέας και της Αξίας). Για τον Σωκράτη, η γνώση είναι ανάμνηση και αναγνώριση (γνωρίζω ξανά) που προαπαιτεί τη μεσολάβηση και τη μύηση του φιλόσοφου. Αυτή η Σωκρατική θέση ομοιάζει με τη θέση του Αριστοτέλη που υποστηρίζει ότι αν γνωρίζαμε τι θέλουμε δε θα αναζητούσαμε, αν δε γνωρίζαμε τι θέλουμε δε θα ξέραμε που να στραφούμε και να αναζητήσουμε, οπότε συμπεραίνει ότι μπορεί να μη γνωρίζουμε τι θέλουμε, αλλά αν το συναντήσουμε θα το αναγνωρίσουμε.

Η άρση της υποκειμενικής αλήθειας αναδεικνύει την πραγματική Αλήθεια και τη σκέψη του συμπαντικού Καλού, πάνω στην οποία θα πρέπει να θεμελιώνεται η Δίκαιη Πολιτεία.  Ακριβώς αυτή η πίστη στην αιωνιότητα και όχι στη χρονικότητα της Αιώνιας Αλήθειας του Αγαθού και της Ψυχής είναι που οδήγησε την ορθολογιστική σκέψη του Σωκράτη, να κάνει το «άλμα» στο κενό με την απόφασή του να αποδεχτεί τη θανατική καταδίκη που του επέβαλε το Αθηναϊκό Δικαστήριο για ασέβεια και διαφθορά των νέων. Ο Ορθολογιστής Σωκράτης διακινδύνευσε και θυσίασε τη ζωή του για μια μεταφυσική υπόθεση, η οποία ούτε λογικά συναγόταν ούτε στατιστικά πιθανολογούνταν βάσιμα, αλλά ούτε εμπειρικά μπορούσε να αποδειχθεί ή να διαψευσθεί. Ρίσκαρε τη ζωή του με μια υπαρξιακή κίνηση πέραν του οντολογικού χώρου της λογικής, μια κίνηση που αποφασίσθηκε με αποκλειστικό γνώμονα την προσωπική βεβαιότητα της υποκειμενικής αλήθειας (συγκεκριμένο Δέον), αλλά και την ευλαβική προσήλωση στον Νόμο της Πολιτείας (αφηρημένο Δέον) μιας που αποδέχτηκε την ετυμηγορία των αντιδίκων του. Στην ‘’απολογία’’ του, απευθυνόμενος στους κατήγορούς του, οι οποίοι τον προειδοποιούν για το ενδεχόμενο της θανατικής καταδίκης του, υποστηρίζει ότι δεν μπορούν να τον βλάψουν. Ως βλάβη, εννοούσε τη δυνατότητα αλλοίωσης της συνείδησης και μεταβολής των αποφάσεων που έχει λάβει στην περίπτωση του Σωκράτη, η συνείδηση προσλαμβάνει τη μορφή του θεϊκού δαιμονίου. Για τον Σωκράτη, η αταλάντευτη και επίμονη προσήλωση στην παραδειγματική αρχή της συνέπειας των αρχών και ιδανικών «του», καθιστούσε τους διώκτες του ανίσχυρους και την επιδίωξή τους ατελέσφορη. Θα λέγαμε ότι θυσίασε την αυτοσυντήρησή του στο βωμό υπέρτατων ιδανικών και μ΄ αυτή την πράξη καταξίωσε τον άνθρωπο και το πνεύμα, αλλά ταυτοχρόνως, αποδεχόμενος την ετυμηγορία της πολιτείας αναγνωρίζει την αναγκαιότητα σεβασμού και τήρησης του θεσμισμένου νόμου. 

Ο Σωκράτης υπέβαλε τις ιερότερες ιδέες της κοινωνίας και την παράδοση του αθηναϊκού τρόπου ζωής στην κριτική του δαιμονίου και της διαλεκτικής σκέψης, όπως την ονόμασε ο Πλάτωνας και έτσι προλείανε το ψυχοπνευματικό έδαφος για ριζικά διαφορετικές μορφές ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Μολονότι η διδασκαλία του μπορεί να θεωρηθεί η φιλοσοφική αφετηρία της κατηγορίας του υποκειμένου, ως του τελικού κριτή του καλού και του κακού,  εντούτοις η απόφανσή του  ότι ο Λόγος δεν είναι υποκειμενική και συμβατική αρχή, όπως υποστήριζαν οι σοφιστές, τον κατατάσσει στο πάνθεον των υποστηρικτών της αντικειμενικής δομής του Λόγου. Για τον Σωκράτη ο Λόγος αντανακλά την πραγματική φύση των πραγμάτων και γι αυτό έπρεπε να καθορίζει τις πεποιθήσεις και να ρυθμίζει τη σχέση των ανθρώπων και τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση. Τα διδάγματα της στάσης του υπονοούν την ιδέα μιας απόλυτης αλήθειας, η οποία παρουσιάζεται ως αντικειμενική διόραση και ως αποκάλυψη. Το «δαιμόνιον» ήταν ένας πνευματικός θεός, μια ζώσα δύναμη που νοηματοδοτούσε την ανθρώπινη ψυχή. Το «θεϊκό δαιμόνιο»  που καταλαμβάνει τον Σωκράτη, μας υποψιάζει από την μια για την εγγενή αντιφατικότητα και το διφορούμενο της ανθρώπινης ψυχής και του Κόσμου και απ΄την άλλη αναδεικνύει την ηθική ευθύνη του ατόμου να αποφασίζει σύμφωνα με μια υψηλότερη και ευγενέστερη σφαίρα απ΄ αυτήν των συμβατικών ανθρώπινων προτύπων. Το δαιμόνιον εδρεύει στην ψυχή και η ψυχή είναι το μάτι που μπορεί να προσλαμβάνει τις ιδέες. Αυτοαποκαλύπτεται ως το όραμα της αλήθειας ή ως η ικανότητα του μεμονωμένου ατόμου να αντιλαμβάνεται την αιώνια τάξη των πραγμάτων και κατά συνέπεια υπαγορεύει την στρατηγική δράσης που πρέπει να ακολουθηθεί στην εγκόσμια τάξη.

πηγή: anoixtiskepsi.blogspot.gr

ΠΕΡΙ ΣΥΜΒΟΛΩΝ - ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΣΑΝ ΣΥΜΒΟΛΑ

$
0
0



Αναφέραμε σε προηγούμενη ανάρτηση ότι υπάρχουν και τα λεγόμενα «Γλωσσολογικά Σύμβολα», ένα εκ των οποίων είναι και οι μύθοι.

Είναι γνωστό ότι οι μύθοι αλληγορούν ύψιστες κοσμολογικές και θεολογικές έννοιες, αλλά αυτό που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε είναι ότι οι ίδιοι οι μύθοι δρουν και σαν σύμβολα που επιτυγχάνουν την σύνδεση της ψυχής μας με ανώτερες πραγματικότητες.

Οι μύθοι αποκαλύπτουν την συμπάθεια με την πραγματικότητα σε αυτούς που έχουν εκπαιδεύσει τον νου τους για αυτό και εχρησιμοποιούντο στα μυστήρια.


«τοῖς δὲ εἰς νοῦν ἀνεγειρομένοις ὀλίγοις δή τισιν ἐκφαίνει τὴν ἑαυτῶν πρὸς τὰ πράγματα συμπάθειαν, καὶ τὴν ἐξ αὐτῶν τῶν ἱερατικῶν ἔργων παρέχεται πίστιν τῆς πρὸς τὰ θεῖα συμφυοῦς δυνάμεως· καὶ γὰρ οἱ θεοὶ τῶν τοιῶνδε συμβόλων ἀκούοντες χαίρουσιν καὶ τοῖς καλοῦσιν ἑτοίμως πείθονται καὶ τὴν ἑαυτῶν ἰδιότητα προφαίνουσιν διὰ τούτων ὡς οἰκείων αὐτοῖς καὶ μάλιστα γνωρίμων συνθημάτων· καὶ τὰ μυστήρια καὶ αἱ τελεταὶ καὶ τὸ δραστήριον ἐν τούτοις ἔχουσιν καὶ ὁλόκληρα καὶ ἀτρεμῆ καὶ ἁπλᾶ θεάματα διὰ τούτων προξενοῦσιν τοῖς μύσταις καθορᾶν, ὧν ὁ νέος τὴν ἡλικίαν καὶ πολὺ μᾶλλον ὁ τὸ ἦθος τοιοῦτος ἄδεκτός ἐστιν»


δηλαδή :


«Για εκείνους τους λίγους όμως που μπορούν να ανυψωθούν προς τον νου αποτελούν έκφανση της συμπάθειας τους προς την πραγματικότητα και βεβαίωση που προκύπτει από τα ίδια τα ιερατικά έργα της σύμφυτης των θείων όντων δύναμης.


Πραγματικά οι θεοί ευχαριστιούνται στο άκουσμα τέτοιων συμβόλων, ανταποκρίνονται αμέσως σε όσους τους καλούν και φανερώνουν την ιδιότητα των μέσα από αυτά, καθότι τα θεωρούν σημάδια συγγενικά τους και κατεξοχήν γνώριμα τους.


Τα μυστήρια και οι τελετουργίες επίσης με αυτά εκδηλώνουν την δημιουργική τους ενέργεια και μέσα από αυτά προκαλούν για όσους είναι μυημένοι να βλέπουν, θεάματα τέλεια, γεμάτα εσωτερική ηρεμία και απλά, για τα οποία ο νέος στην ηλικία και πολύ περισσότερο ο ανώριμος στον χαρακτήρα είναι ανεπίδεκτος»


(Πρόκλος - Σχόλια στην Πολιτεία 1.83.15-26)


Κάθε ένας  προσλαμβάνει αυτό που θα του προσδώσουν οι μύθοι ανάλογα με την ψυχική του κατάσταση.


«῞Οτι δὲ καὶ εἰς τοὺς πολλοὺς δρῶσιν οἱ μῦθοι, δηλοῦσιν αἱ τελεταί. καὶ γὰρ αὗται χρώμεναι τοῖς μύθοις, ἵνα τὴν περὶ θεῶν ἀλήθειαν ἄρρητον κατακλείωσιν, συμπαθείας εἰσὶν αἴτιαι ταῖς ψυχαῖς περὶ τὰ δρώμενα τρόπον ἄγνωστον ἡμῖν καὶ θεῖον· ὡς τοὺς μὲν τῶν τελουμένων καταπλήττεσθαι δειμάτων θείων πλήρεις γιγνομένους, τοὺς δὲ συνδιατίθεσθαι τοῖς ἱεροῖς συμβόλοις καὶ ἑαυτῶν ἐκστάντας ὅλους ἐνιδρῦσθαι τοῖς θεοῖς καὶ ἐνθεάζειν· πάντως που καὶ τῶν ἑπομένων αὐτοῖς κρειττόνων ἡμῶν γενῶν διὰ τὴν πρὸς τὰ τοιαῦτα συνθήματα φιλίαν ἀνεγειρόντων ἡμᾶς εἰς τὴν πρὸς τοὺς θεοὺς δι’ αὐτῶν συμπάθειαν»


δηλαδή :


«Εξάλλου το ότι οι μύθοι επιδρούν και στους πολλούς το δείχνουν οι τελετές. Αυτές πράγματι, χρησιμοποιώντας τους μύθους, με σκοπό να κλείσουν μέσα τους την απόρρητη αλήθεια σχετικά με τους θεούς, αποβαίνουν για τις ψυχές αιτίες της ταύτισης αισθημάτων με τα δρώμενα κατά τρόπο άγνωστο σε εμάς και θεϊκό.


Έτσι άλλοι από αυτούς που μετέχουν στις ιερές τελετές καταπλήσσονται κυριευμένοι από το θεϊκό δέος , ενώ άλλοι που προσαρμόζουν την διάθεση τους προς τα ιερά σύμβολα και εξέρχονται από τον εαυτό τουςτοποθετούνται στην περιοχή των θεών και ευφορούνται από το πνεύμα τους.


Και σε κάθε περίπτωση, τα επόμενα αυτών γένη, που είναι ανώτερα από εμάς, βάσει της εναρμόνισης και οικειότητας τους προς τα τέτοιου είδους σύμβολα, μας υψώνουν δια της συμπαθείας μέσω αυτών στους θεούς»


(Πρόκλος - Σχόλια στην Πολιτεία 2.108.17-27)


Αλλωστε και ο Μέγας Ιουλιανός στο «Προς Ηράκλειον κυνικόν 11» μας λέει ότι :


«Τούτων δὴ τῶν μερῶν οὔτε τῷ λογικῷ προσήκει τῆς μυθογραφίας οὔτε τῷ φυσικῷ οὔτε τῷ μαθηματικῷ, μόνον δέ, εἴπερ ἄρα, τοῦ πρακτικοῦ τῷ πρὸς ἕνα γινομένῳ καὶτοῦ θεολογικοῦ τῷ τελεστικῷ καὶ μυστικῷ· «φιλεῖ γὰρ ἡ φύσις κρύπτεσθαι», καὶ τὸ ἀποκεκρυμμένον τῆς τῶν θεῶν οὐσίας οὐκ ἀνέχεται γυμνοῖς εἰς ἀκαθάρτους ἀκοὰς ῥίπτεσθαι ῥήμασιν. Ὅπερ δὲ δὴ τῶν χαρακτήρων ἡ ἀπόρρητος φύσις ὠφελεῖν πέφυκε καὶ ἀγνοουμένη· θεραπεύει γοῦν οὐ ψυχὰς μόνον, ἀλλὰ καὶ σώματα, καὶ θεῶν ποιεῖ παρουσίας. Τοῦτ’ οἶμαι πολλάκις γίγνεσθαι καὶ διὰ τῶν μύθων, ὅταν εἰς τὰς τῶν πολλῶν ἀκοὰς οὐ δυνα<μένας> τὰ θεῖα καθαρῶς δέξασθαι δι’ αἰνιγμάτων αὐτοῖς μετὰ τῆς μύθων σκηνοποιίας ἐγχέηται»


δηλαδή :


«Σχετικά με τους κλάδους της φιλοσοφίας ούτε στη λογική ούτε στα μαθηματικά ταιριάζει η μυθογραφία.


Ταιριάζει μόνο στην ηθική που αφορά το άτομο και στο τμήμα εκείνο της θεολογίας που εξετάζει την μύηση στα μυστήρια. Διότι η «φύση αγαπά να κρύβεται» και δεν ανέχεται να φτάνουν στα αυτιά των ασεβών λόγια ξεκάθαρα πάνω στην απόκρυφη ουσία των θεών.


Για αυτό και πρέπει να μεταχειριζόμαστε την απόρρητη και άγνωστη φύση των ιερών συμβόλωνΤούτο ικανοποιεί όχι μόνο την ψυχή αλλά και το σώμα και μας αποκαλύπτει την παρουσία των θεών.


Νομίζω πως και οι μύθοι φέρνουν πολλές φορές το ίδιο αποτέλεσμα, ανακατωμένοι δηλαδή με αινίγματα και με μυθική σκηνοθεσία, αποκαλύπτουν τις θείες αλήθειες σε όσους είναι ανίκανοι να τις δεχτούν αυτές καθαυτές»


Συνεπώς όχι μόνο πρέπει να προσεγγίζουμε τους μύθους με την προσμονή και την εστίαση του νου για την αποκρυπτογράφηση των εννοιών που κρύβονται μέσα τους, αλλά και ως σύμβολα τα οποία μέσω της συμπαθείας θα αποκαταστήσουν την επαφή της ψυχής μας με τον θείο κόσμο.

πηγή: empedotimos.blogspot.gr

Η ΛΗΘΗ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΚΑΘΟΔΟ ΤΟΥΣ ΣΤΗ ΓΕΝΕΣΗ

$
0
0


Ο Σωκράτης της πλατωνικής «Πολιτείας, 621. a.4 – b.1», στο 10ο βιβλίο, εκεί που οι ψυχές πάνε στο πεδίο Λήθης μας λέγει ότι: «Όταν πια έφτασε το βράδυ, κατασκήνωσαν όλοι τους κοντά στον Αμέλητα ποταμό, που το ύδωρ του δεν μπορούσε να το κρατήσει κανένα αγγείο. Κάθε ψυχή λοιπόν ήταν αναγκασμένη να πιεί μια ορισμένη ποσότητα από το ύδωρ αυτό, αλλά όσοι δεν μπορούσαν να κρατηθούν, εξ αιτίας  της αφροσύνης τους, έπιναν περισσότερο από όσο έπρεπε. Ομοίως όποιος έπινε περισσότερο λησμονούσε τα πάντα – σκηνᾶσθαι οὖν σφᾶς ἤδη ἑσπέρας γιγνομένης παρὰ τὸν Ἀμέλητα ποταμόν, οὗ τὸ ὕδωρ ἀγγεῖον οὐδὲν στέγειν. μέτρον μὲν οὖν τι τοῦ ὕδατος πᾶσιν ἀναγκαῖον εἶναι πιεῖν, τοὺς δὲ φρονήσει μὴ σῳζομένους πλέον πίνειν τοῦ μέτρου· τὸν δὲ ἀεὶ πιόντα πάντων ἐπιλανθάνεσθαι».

Ας δούμε όμως τι είναι όλα αυτά…

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.184 -368), 347.21  – 350.26», ο μύθος λαμβάνει την έννοια της «ἑσπέρας» ως συγγενική προς την πλήρη πτώση της ψυχής. Πραγματικά, γύρω του υπάρχει πραγματικά σκοτάδι από τη ροπή προς την ύλη και στέρηση του θεϊκού φωτός. Όπως λέει λοιπόν και το ποίημα ότι, όταν ο Ήφαιστος γκρεμίστηκε από τον Όλυμπο γύριζε ολημερίς και «ἅμα ἠελίῳ καταδύντι» έπεσε στην Λήμνο, που είναι ο έσχατος βυθός της ύλης στον οποίο πραγματικά λιμνάζουν τα υλικά πάθη, έτσι και ο παρών μύθος, αποκαλύπτοντας τη ροή των ψυχών εκ των άνω από τη Λάχεση προς τον πυθμένα του Κόσμου, με την έννοια ότι από την πιο φωτεινή περιοχή καταλήγει στην αντίθετη της, λέει ότι μόλις έφτασε το βράδυ η ψυχή κατασκήνωσε, με την έννοια ότι σπεύδει προς το σώμα τούτο που είναι πραγματικά «σκήνος», όπου η ζωή περιβάλλεται από σκοτάδια. 

Ποιος λοιπόν είναι ο Αμέλητας ποταμός, που τα ύδατά του, λέει, δεν μπορεί να τα κρατήσει κανένα δοχείο ; Είναι ο «ἔνικμος ἀὴρ» (υγρός αήρ) που ρέει γύρω από την Γη, τον οποίο ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 58.d» αποκάλεσε «ομίχλη» (αυτόν πραγματικά, καθώς είναι αήρ, δεν μπορεί να τον κρατήσει κανένα δοχείο, και μοιάζει με ποταμό σε αιώνια κίνηση λόγω της ασταμάτητης ροής του). Θα πούμε όμως ότι είναι και όλη η γύρω από τη Γη ρευστή και διαρκώς ρέουσα γένεση που δεν έχει κανένα τέλος. Και αυτό δηλώνει το ότι κανένα δοχείο δεν την συγκρατεί, με την έννοια ότι κανένα είδος δεν είναι ικανό να συγκρατήσει τη φοβερή εκροή της γένεσης του είδους αυτού. Διότι, όπως κάθε δοχείο μορφοποιεί και σχηματοποιεί το υγρό που περιέχει, έτσι κάνει και το είδος προκειμένου για όσα εισέρχονται στην περιοχή της γένεσης. Μάλιστα και ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 43.a» συμφωνεί με τούτα, όταν λέει ότι οι ψυχές κλείνονται μέσα στο σώμα «σαν σε μεγάλο ποταμό», παρομοιάζοντας και αυτός με ποταμό τη διαρκή και ασταθή ροή των όντων που γεννιούνται εδώ. 

Τι υπαινίσσεται όμως το ότι ο καθένας είναι υποχρεωμένος να πιεi μία συγκεκριμένη ποσότητα από το ύδωρ του Αμέλητα, ενώ εκείνος που δεν συγκρατείται από τη φρόνηση πίνει περισσότερο, και το ότι όλοι πίνουν, λίγο ή πολύ, ξεχνάνε όλα έχουν ζήσει πρωτύτερα; Παριστά ακριβώς το ότι η ψυχή, που βρίσκεται σε επαφή με τη γένεση και που αναζωπυρώνει ολοένα περισσότερο τις γεμάτες από το πάθος και φιλικές  προς την γένεση ζωές, αποτυφλώνει τον εαυτό της και, στον βαθμό περισπασμό της από τα προσπίπτοντα τότε πάθη, απομακρύνεται από τη μνήμη των προηγούμενων. Διότι κάθε ενέργεια της ψυχής, αν μείνει αδρανής σε σχέση με τα αντικείμενα που της αντιστοιχούν (γνωστικά αν είναι γνωστικής τάξεως ή επιθυμητά αν είναι επιθυμητικής), απομακρύνεται εντελώς από αυτά και, αφού απομακρυνθεί, είναι αναπόφευκτο να εξαφανίσει και τις ψυχικές αποτυπώσεις της κίνησης που τις προσιδιάζει. Έτσι λοιπόν μας καταλαμβάνει λησμονιά άλλων τη μια και άλλων την άλλη πραγμάτων, όπου μπροστά μας παραμένουν εκείνα με τα οποία τυχαίνει να έχουμε μεγαλύτερη συνάφεια ενώ στη λήθη ξεπέφτουν αυτά που δεν διατηρούμε μπροστά μας εξαιτίας της έλλειψης άσκησης και της αδράνειας μας, δεδομένου ότι η άσκηση αναγκαστικά ανανεώνει μέσα μας συνεχώς τη μνήμη των όσων γνωρίζουμε. 

Και αν πάλι το «πνευματικό» όχημα των ψυχών, που γίνεται περισσότερο υγρό δια των «ἔνικμος ἀὴρ» (υγρός αήρ), προκαλούσε τη λήθη των αποτυπώσεων, δεν είναι διόλου παράδοξο η αναγκαία πόση να αποτελεί υποδήλωση της υποδοχής μέσα στο «πνεύμα» που συμβαίνει αναγκαστικά και δημιουργεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα ολίσθημα των αποτυπώσεων που υπάρχουν σε αυτό, την οποία πόση είναι λογικό να επιτείνουν εκείνοι που δεν συγκρατούνται από τη φρόνηση λόγω της ταυτότητας των παθών τους με τα υλικά πράγματα, κάνοντας έτσι το «πνεύμα» βαρύτερο και προκαλώντας την επαφή με πολλά άλλα αίτια της λήθης που παρασύρουν τις ψυχές προς τα κάτω. Αυτή είναι η φυσική ερμηνεία του ζητήματος. 

Αλλά και ο δαιμόνιος Αριστοτέλης αναφέρει αιτία για την οποία η ψυχή που έρχεται από τον εκεί ανώτερο Κόσμο προς τον εδώ, ξεχνάει τα θεάματα που έχει εκεί, ενώ, όταν απέρχεται από εδώ, θυμάται εκεί τα εδώ παθήματά της. Η άποψη αυτή πρέπει να γίνει δεκτή. Διότι και αυτός λέει ότι κατά τη μετάβαση από την υγεία στην αρρώστια μερικοί ξεχνάνε ακόμα και τα γράμματα που έχουν μάθει, ενώ στη μετάβαση από την νόσο στην υγεία κανείς ποτέ δεν παθαίνει κάτι τέτοιο. Γιατί τις ψυχές η άνευ σώματος ζωή,  ως κατάσταση φυσική που είναι, μοιάζει με την υγεία, ενώ η εν σώματι, όντας κατάσταση παρά φύση, μοιάζει με την νόσο. Διότι οι ψυχές στον εκεί Κόσμο ζουν κατά φύση, ενώ στον εδώ παρά φύση. Είναι εύλογο επομένως οι ψυχές οι οποίες έρχονται από εκεί να ξεχνάνε τα εκεί πράγματα, ενώ οι ψυχές οι οποίες από εδώ πηγαίνουν προς τα εκεί να θυμούνται τα πράγματα του εδώ Κόσμου.[1]  Και τούτο όμως γίνεται σύμφωνα με την πρόνοια των θεών. 

Πραγματικά, ποια ψυχή που θα θυμόταν τα εκεί πράγματα θα ήθελε να φροντίζει για το σώμα και για τη γένεση, έχοντας δοκιμάσει τούτη την εντός του σώματος ζωή που είναι γεμάτη από κόπους και πόνους αφόρητους; Η Λήθη όμως της εκεί ζωής και της εκεί ευτυχίας μας ξεσηκώνει προς το να φροντίζουμε αυτά που είναι μπροστά στα μάτια μας, εξ ου και ανακαλύφθηκαν οι τέχνες που φαίνονται απαραίτητες για τη ζωή, όπως και οι επιστήμες γέμισαν όλο τον εδώ Κόσμο με νου και με θεούς, υπό την έννοια ότι και η άλογη γένεση τους εκλογικεύουν και τον τόπο των κακών τον στολίζουν με την ποικιλομορφία των αγαθών. 

Μάλιστα και τον ποταμό τον ονόμασε Αμέλητα επειδή εξαιτίας της αμέλειας εμβάλει στις ψυχές τη μεγάλη αυτή λήθη, για την οποία παραμέλησαν τους εαυτούς τους και ενδύθηκαν το της γενέσεως σκότος.Έτσι, από όσες ψυχές έρχονται εδώ, αυτές που ο χαρακτήρας τους ταιριάζει περισσότερο με τους θεούς, δεδομένου ότι η λήθη τους είναι επιφανειακή, λόγω της διακοπής των ενεργειών, αναθυμούνται εύκολα τα εκεί πράγματα. Και αυτό που διακόπτει τις ενέργειες είναι από τη μια η φυσική κίνηση που συμβαίνει με την τροπή και από την άλλη η ασυμβίβαστη με τα εξωτερικά αισθητηριακά ερεθίσματα, όπως λέει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 43.b+». Και το αξιοθαύμαστο είναι ότι ανάμνηση υπάρχει περισσότερο των καθολικών παρά των επιμέρους πραγμάτων. Επί παραδείγματι, ότι πριν από τη γένεση ζούσαμε σε συγκεκριμένη ζωή σε συγκεκριμένο τόπο. Η αιτία έγκειται στο ότι η ανάμνηση των καθολικών πραγμάτων προϋποθέτει μόνο μια εμφορούμενη από λογική ψυχή με φυσική καταλληλότητα για την προβολή των Λόγων (λογικών αρχών) που περιέχει, ενώ η ανάμνηση των επιμέρους πραγμάτων μία συνδεδεμένη με την φαντασία ψυχή (αυτή πραγματικά, έχει τις αποτυπώσεις των αισθητών). Η τελευταία, σε άμεση επαφή καθώς είναι με το σώμα, κατακλύζεται από την υγρότητα του και γίνεται έτσι ευεπίφορη στη λήθη.

[1] Να θυμηθούμε εδώ τα λόγια του Σωκράτη στην «Απολογία Σωκράτους, 41.d.1» που λέγει στους δικαστές : «Αλλά τώρα πια είναι ώρα να φύγουμε, εγώ για να πεθάνω, κι εσείς για να ζήσετε. Ποιοί από εμάς πηγαίνουν σε καλύτερο πράγμα, είναι άγνωστο σε όλους πλην του θεού – λλ γρ δη ρα πιέναι, μο μν ποθανουμένμν δ βιωσομένοις· πότεροι δ μν ρχονται π μεινον πργμα, δηλον παντ πλν  τ θε«. Αλλά και τα λόγια που λέγει στους μαθητές όταν είχε ήδη αρχίσει να παγώνει το σώμα του λόγω του κώνειου : «Χρωστάμε Κρίτωνα, έναν αλέκτορα στον Ασκληπιό. Να τον δώσετε, μην το αμελήσετε – Ω Κρτων, τσκληπι φελομεν λεκτρυνα• λλ πδοτε κα μ μελσητε»Ήθελε να πει ο μεγάλος σοφός ότι ολάκερη η ζωή του ήταν μια νόσος και τώρα που έφευγε, εκείνο που έφευγε στην ουσία δεν ήτο η ζωή αλλά η νόσος. Και φυσικά σε ποιον άλλο χρωστούσε χάρη παρά στον γιατρό που τον γιάτρεψε. Στον Ασκληπιό, τον θεό της υγείας.

πηγή; eleysis69.wordpress

ΣΩΚΡΑΤΗΣ - Ο ΣΩΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

$
0
0


Αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί να κάνει την ενδοσκόπηση για να ανέβει πνευματικό επίπεδο. Η δομή και η φιλοσοφία των πλατωνικών διαλόγων αποτυπώνουν τον τρόπο που πρέπει να σκεφτόμαστε για να φτάσουμε στο νοητό και να αντικρίσουμε την ΑΛΗΘΕΙΑ, το ΚΑΛΛΟΣ, τη ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ.......
___________________

Όταν διαβάζει κάποιος τους διαλόγους του Πλάτωνα, και βλέπει τον Σωκράτη να ασκεί την Διαλεκτική, θα πρέπει να ξέρει ότι επί της ουσίας δεν συνδιαλέγεται με κανένα φυσικό πρόσωπο ο Σωκράτης, ούτε καν Σωκράτης δεν υπάρχει:

Όλοι αυτοί που συζητούν με τον Σωκράτη δεν είναι τίποτα άλλο παρά οι προσωποποιήσεις του πολυκέφαλου θηρίου, η επίδραση του άλογου φόρτου και τα επίπεδα κατά τα οποία προσπαθεί να ανέβει η λογική ψυχή: 
Ο νους δηλαδή – αυτός είναι ο Σωκράτης – να φτάσει προσπαθεί, να ανέβει, να πετάξει επί το νοητό και να κατακτήσει την Αλήθεια – η έλλογη ψυχή προσπαθεί να κατακτήσει την γνώση των αεί Όντων, μιας και η ψυχή θα ανέβει από τις αισθήσεις στις φαντασίες, και από εκεί στους διανοητικούς (συ)λλογισμούς, και από τον συλλογισμό στον Νου (νοητό). Εξ και λέγεται Σωκράτης, ο σωτήρας του Λόγου της ψυχής.


Όπερ και σημαίνει ότι η Διαλεκτική δεν αφορά το «εξω» αλλά το «μέσα». εσύ συζητάς με  σένα, με σκοπό να ενεργοποιήσεις τους εντός σου Λόγους των πάντων και τα πατρώα συνθήματα: η ψυχή περιέχει τους λόγους όλων των δημιουργημένων φύσεων, εκ των οποίων οι μεν ιεροί λόγοι προέρχονται εκ των νοητικών Ειδών, τα δε θεία σύμβολα ή πατρικά συνθήματα προέρχονται εκ των θείων Ενάδων.

Εξ ου και λέμε ότι η διαφορά στον τρόπο της Φιλοσοφίας (Αθηνά και Ερμής) από την Τελεστική (Θεουργία: Εκάτη και Ήλιος), στον τρόπο δηλαδή της Σοφίας από την Αγαθότητα, στον τρόπο δηλαδή της Αλήθειας από την Πίστη, έγκειται στο γεγονός ότι η φιλοσοφία αποδίδει την αποφοίτηση (απομάκρυνση) από τους θεούς και την επιστροφή στην λήθη και στην ανάμνηση των αΐδιων λόγων αντίστοιχα.

Αθηνά και Ερμής








Ενώ οι Χρησμοί τις αποδίδουν στην λήθη και στην ανάμνηση των πατρικών συνθημάτων (συμβόλων). Όμως και οι δύο επί της ουσίας συμφωνούν διότι η ψυχή έχει συσταθεί από τους ιερούς λόγους και από τα θεία σύμβολα. Εκ των οποίων οι μεν ιεροί λόγοι είναι (προέρχονται) εκ των νοητικών Ειδών, τα δε θεία σύμβολα ή πατρικά συνθήματα είναι (προέρχονται) εκ των θείων Ενάδων.

Και είμαστε εικόνες των νοητικών ουσιών και αγάλματα των αγνώστων συνθημάτων (συμβόλων). Και όπως ακριβώς κάθε ψυχή είναι πλήρωμα (σύνολο) όλων των ειδών και έχει λάβει υπόσταση από μία αιτία, έτσι μετέχει σε όλα τα σύμβολα μέσω των οποίων συνάπτεται (συνδέεται) με τον Θεό, ενώ η ύπαρξή της έχει καθοριστεί από ένα, με το οποίο ολόκληρο το πλήθος που έχει μέσα της συνάγεται σε μια κορυφή.

Βέβαια όταν αναφερόμαστε στην Διαλεκτική, δεν κάνουν με λόγο περί της διαλεκτικής των ανόητων περιπατητικών, αλλά περί της διαλεκτικής του θείου Πλάτωνα. Την διαλεκτική εκείνη που έχει γεννήτορα τον νου και είναι η τρίτη μορφή γνώσης που ανεβαίνει μέχρι το ανυπόθετο Ένα μέσα από όλα τα Είδη.

Που με βάση την από την πρόοδο των όλων δημιουργεί την μέθοδο της διαίρεσης, και με βάση τη συγκέντρωση καθενός προς την περίληψη μίας ιδιότητας δημιουργεί την μέθοδο του ορισμού. Που με βάση την επάλληλη παρουσία των Ειδών, λόγω της οποίας το καθετί είναι ότι είναι και μετέχει των υπολοίπων Ειδών, δημιουργεί τη μέθοδο της απόδειξης. Και, βάσει της επιστροφής των πάντων στο Ένα και στις οικίες του αρχές, γεννά την μέθοδο της ανάλυσης.

Αυτή λοιπόν την γνώση ο Σωκράτης στην Πλατωνική «Πολιτεία, 534.e» την ονομάζει διαλεκτική και την τοποθετεί ανάμεσα στην επιστήμη και στην νόηση. Την όρισε δε ως το «επιστέγασμα των μαθηματικών – θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτικὴ», ενώ στην «Επινομίδα, 992.a» την αποκαλεί κοινό δεσμό τους – «δεσμὸς γὰρ πεφυκὼς πάντων τούτων εἷς ἀναφανήσεται διανοουμένοις».

Γιατί από αυτή και ο γεωμέτρης και οποιοσδήποτε άλλος επιστήμονας θα πάρει την θεωρία για τις δικές του αρχές, θεωρία η οποία ξαναενώνει τις πολλές αρχές που διαιρέθηκαν από την μία αρχή των πάντων. Ότι το Ένα υπάρχει σε όλα τα όντα και ότι αντιστοιχεί στο σημείο της γεωμετρίας, στη μονάδα της αριθμητικής και στο πιο απλό στοιχείο κάθε επιστήμης, το αποδεικνύει κάθε επιστήμη παράγοντας από το απλό στοιχείο της όσο εμπίπτουν στον τομέα της.

Όμως καθένα από αυτά τα απλά στοιχεία λέγεται και είναι μια συγκεκριμένη αρχή, ενώ η αρχή όλων των όντων είναι η γενική αρχή. Και μέχρι αυτό ανεβαίνει η ύψιστη των επιστημών.

πηγή: arxaiaellinika.wordpress

ΑΙΣΘΗΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ - ΕΙΔΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

$
0
0
[aesthetos-kosmos.jpg]

Οπως περιγράφει ο Πλάτων στον Τίμαιο, υπάρχουν τρία είδη δημιουργίας, οι οποίες ανατίθενται στους "αρμόδιους"δημιουργούς, οι οποίοι και προχωρούν την εκδήλωση μέχρι την έσχατη ύλη.

Ο Δημιουργός αλληγορείται στους διαλόγους του Πλάτωνα με τον Πολιτικό, και έτσι κάθε πολιτικός αποτελεί απεικόνιση του Δημιουργού. Για αυτό και στην Πολιτεία γίνεται αναφορά σε τρία είδη Πολιτείας, μιας και με την λέξη Πολιτεία απεικονίζονται τα είδη δημιουργίας.

Υπάρχουν τρείς δημιουργίες με τους αντίστοιχους δημιουργούς :

Η πρώτη δημιουργία είναι η δημιουργία των όλων και Δημιουργός είναι ο Ζεύς.

Η δεύτερη δημιουργία είναι η δημιουργία των μερών και Δημιουργός είναι ο Διόνυσος. Εποπτεύει την υγρή και θερμή γέννηση της οποίας σύμβολο είναι το κρασί, ως θερμό και υγρό, για αυτό και σύμβολο του Διονύσου είναι ο οίνος. (Αλήθεια ποιος κατασκευασμένος "θεός"αργότερα αντιστοιχήθηκε με τον Διόνυσο και επικαλέστηκε τον οίνο και την άμπελο; .....)

Η τρίτη δημιουργία είναι η δημιουργία της υποσεληνιόυ περιοχής και Δημιουργός είναι ο Αδωνις.

( βλέπε σχετικά Πρόκλος - Σχόλια στην Πολιτεία 2.7-8 και Σχόλια στον Ευκλείδη 167.1 )


πηγή: empdotimos.blogspot.gr

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΣΗΜΑΝΤΟΤΗΤΑΣ (ΔΥΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

$
0
0
incredible_surreal_art_640_09

Το βιβλίο του Κορνήλιου Καστοριάδη «Η άνοδος της ασημαντότητας» εκδόθηκε τον Ιούλιο του 1995 και αποτελεί μια συλλογή από κείμενα του, με το στοχασμό του για τη σύγχρονη πραγματικότητα, την κοινωνία και την πολιτική. Μονάχα κάποια από τα θέματα με τα οποία καταπιάνεται είναι η κρίση των δυτικών κοινωνιών, τα κινήματα της δεκαετίας του εξήντα, η αποσάθρωση της δύσης, η άνοδος της ασημαντότητας, το κενό της εποχής, η δημοκρατία ως διαδικασία και ως καθεστώς.
Ζούμε σε μια εποχή που όλοι μας - ή τουλάχιστον θα έπρεπε όλοι - αναζητούμε απαντήσεις στα αδιέξοδα. Ο Καστοριάδης, αρκετά χρόνια πριν, ανέλυε τα σημερινά μας προβλήματα.  Το συγκεκριμένο βιβλίο περιλαμβάνει απίστευτα προφητικές και επίκαιρες αναλύσεις για όσα βιώνουμε. Είναι ένα βιβλίο που αξίζει να μελετηθεί...
Εδώ παρατίθενται δύο από τα αποσπάσματα :
1. «Από εκεί και πέρα, αν εξετάσουμε τη σημερινή κατάσταση, κατάσταση αποσύνθεσης και όχι κρίσης, κατάσταση αποσάθρωσης των δυτικών κοινωνιών, διαπιστώνουμε μια αντινομία πρώτου μεγέθους: Το απαιτούμενο είναι κολοσσιαίο, πάει πολύ μακριά –και οι άνθρωποι, τέτοιοι που είναι και τέτοιοι που αναπαράγονται συνεχώς από τις δυτικές κοινωνίες μα και από τις άλλες, βρίσκονται σε κολοσσιαία απόσταση από αυτό. Τι είναι το απαιτούμενο;
Με δεδομένη την οικολογική κρίση, την ακραία ανισότητα της κατανομής των πόρων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών, την απόλυτη σχεδόν αδυναμία να συνεχίσει το σύστημα τη σημερινή του πορεία, το απαιτούμενο είναι μια νέα φαντασιακή δημιουργία που η σημασία της δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα ανάλογο στο παρελθόν, μια δημιουργία που θα έβαζε στο κέντρο της ζωής του ανθρώπου σημασίες άλλες από την αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, που θα έθετε στόχους ζωής διαφορετικούς, για τους οποίους οι άνθρωποι θα μπορούσαν να πουν πως αξίζουν τον κόπο. Αυτό θα απαιτούσε φυσικά μια αποδιοργάνωση των κοινωνικών θεσμών, των σχέσεων εργασίας, των οικονομικών, πολιτικών, πολιτιστικών σχέσεων.
Αυτός όμως ο προσανατολισμός απέχει απίστευτα από τα όσα σκέφτονται, και ίσως από τα όσα ποθούν οι άνθρωποι σήμερα. Αυτή είναι η κολοσσιαία δυσκολία που πρέπει ν’αντιμετωπίσουμε. Θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για να αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από τη ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων.
Θα έπρεπε λοιπόν από εδώ και πέρα οι άνθρωποι (μιλάω τώρα για τις πλούσιες χώρες) να δεχτούν ένα αξιοπρεπές αλλά λιτό βιοτικό επίπεδο και να παραιτηθούν από την ιδέα ότι ο κεντρικός σκοπός της ζωής τους είναι να αυξάνεται η κατανάλωση τους κατά 2 με 3% το χρόνο. Για να το δεχθούν αυτό, θα έπρεπε κάτι άλλο να δίνει νόημα στη ζωή τους. Ξέρουμε, ξέρω ποιο είναι αυτό το κάτι άλλο – τι ωφελεί όμως, από τη στιγμή που η μεγάλη πλειονότητα του κόσμου δεν το δέχεται και δεν κάνει αυτό που πρέπει ώστε να γίνει πραγματικότητα; Αυτό το άλλο είναι η ανάπτυξη των ανθρώπων, αντί για την ανάπτυξη των σκουπιδοπροιόντων. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε μιαν άλλη οργάνωση της εργασίας, η οποία θα έπρεπε να πάψει να είναι αγγαρεία και να γίνει πεδίο προβολής των ικανοτήτων του ανθρώπου. Άλλο πολιτικό σύστημα, μιαν αληθινή δημοκρατία που θα συνεπαγόταν τη συμμετοχή όλων στη λήψη των αποφάσεων.Μιαν άλλη οργάνωση της παιδείας, ώστε να διαπλάθονται πολίτες ικανοί να ασκούν και να άρχονται, σύμφωνα με τη θαυμάσια έκφραση του Αριστοτέλη- και ούτω καθ’ εξής. 
Εννοείται ότι όλα αυτά θέτουν θεμελιώδη προβλήματα: για παράδειγμα, με ποιον τρόπο θα μπορούσε να λειτουργήσει μια αληθινή, μια άμεση δημοκρατία, όχι πια με 30.000 πολίτες, όπως στην Αθήνα της κλασσικής εποχής, μα με 40 εκατομμύρια πολίτες, όπως στη Γαλλία, ή ακόμα και με πολλά δισεκατομμύρια άτομα στην κλίμακα του πλανήτη; Προβλήματα κολοσσιαίας δυσκολίας, που όμως κατά τη γνώμη μου μπορούν να λυθούν –με την προϋπόθεση ότι η πλειονότητα των ανθρώπων και των ικανοτήτων τους θα κινητοποιηθεί για τη δημιουργία λύσεων, αντί να προβληματίζεται για το πότε θα μπορέσει να αποκτήσει τρισδιάστατη τηλεόραση.
Αυτά είναι τα καθήκοντα που έχουμε μπροστά μας – και η τραγωδία της εποχής μας είναι ότι η δυική ανθρωπότητα κάθε άλλο παρά νοιάζεται για αυτά. Πόσον καιρό ακόμα η ανθρωπότητα θα κατατρύχεται από τις ματαιότητες και τις ψευδαισθήσεις που ονομάζουμε εμπορεύματα; Μια καταστροφή οποιουδήποτε είδους – οικολογική, για παράδειγμα – θα προκαλέσει άραγε μια βίαιη αφύπνιση, ή μήπως την εμφάνιση αυταρχικών ή ολοκληρωτικών καθεστώτων; Κανείς δε μπορεί να απαντήσει σε τέτοιου είδους ερωτήματα. Εκείνο που μπορούμε να πούμε, είναι ότι όλοι όσοι έχουν συνείδηση του φοβερά σοβαρού χαρακτήρα των ζητημάτων πρέπει να προσπαθήσουν να μιλήσουν, να ασκήσουν κριτική σε αυτή την ξέφρενη πορεία προς την άβυσσο, να ξυπνήσουν την συνείδηση των συμπολιτών τους.»  (σελ. 128-131)
2. «(…) η αποσύνθεση γίνεται φανερή κυρίως μέσα από την εξαφάνιση των σημασιών και το σχεδόν απόλυτο ξεθώριασμα των αξιών. Και αυτό απειλεί μακροπρόθεσμα την επιβίωση του ίδιου του συστήματος. Όταν δηλώνεται ανοιχτά, όπως γίνεται τώρα στις δυτικές κοινωνίες, ότι η μοναδική αξία είναι το χρήμα, το κέρδος, ότι το υπέρτατο ιδεώδες του κοινωνικού βίου είναι το «πλουτίστε» (και η δόξα της δήλωσης αυτής ανήκει, σ’ ότι αφορά τη Γαλλία, στους σοσιαλιστές, οι οποίοι την έκαναν με έναν τρόπο που η Δεξιά δεν είχε τολμήσει να την κάνει), μπορεί να διερωτηθεί κανείς αν είναι ποτέ δυνατόν μια κοινωνία να συνεχίσει να λειτουργεί και να αναπαράγεται μονάχα σ’ αυτή τη βάση.
Αν τα πράγματα είχαν έτσι, τότε οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να ζητούν και να δέχονται μπαξίσια για να κάνουν τη δουλειά τους, οι δικαστές να βγάζουν τις δικαστικές αποφάσεις στη δημοπρασία, οι εκπαιδευτικοί να βάζουν καλούς βαθμούς στα παιδιά των οποίων οι γονείς του έδωσαν μια επιταγή κλπ. Πριν από δεκαπέντε σχεδόν χρόνια έγραφα πως ο μόνος φραγμός για τους ανθρώπους σήμερα είναι ο φόβος των ποινικών κυρώσεων. Κατά ποια λογική όμως αυτοί που εισβάλλουν τις κυρώσεις θα είναι οι ίδιοι αδιάφθοροι; Ποιος θα φυλάει τους φύλακες; Η γενικευμένοι διαφθορά που παρατηρούμε στο σύγχρονο πολιτικοοικονικό σύστημα δεν είναι περιφερειακό ή ανεκδοτολογικό φαινόμενο αλλά έχει γίνει δομικό χαρακτηριστικό, ενδογενές στο σύστημα της κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Αγγίζουμε έτσι εδώ έναν θεμελιώδη παράγοντα, γνωστό στους μεγάλους πολιτικούς στοχαστές του παρελθόντος και παντελώς άγνωστο στους σημερινούς δήθεν πολιτικούς φιλοσόφους, κακούς κοινωνιολόγους και άθλιους θεωρητικούς: τη στενή συνάφεια ανάμεσα σ’ ένα κοινωνικό καθεστώς και στον ανθρωπολογικό τύπο (ή το φάσμα τέτοιων τύπων) που είναι αναγκαίος για να λειτουργήσει αυτό το καθεστώς. Τους περισσότερους απ’ αυτούς τους ανθρωπολογικούς τύπους ο καπιταλισμός τους κληρονόμησε από τις προγενέστερους ιστορικές περιόδους: τον αδιάφθορο δικαστή, τον βεμπεριανό δημόσιο υπάλληλο, τον αφοσιωμένο στο καθήκον του εκπαιδευτικό, τον εργάτη για τον οποίον η δουλειά του ήταν, παρ’ όλες τις συνθήκες, πηγή περηφάνιας. Τέτοιου είδους πρόσωπα γίνονται αδιανόητα στη σύγχρονη εποχή: αναρωτιέται κανείς για ποιο λόγο θα αναπαράγονταν, ποιος θα τα αναπαρήγε, στο όνομα τίνος πράγματος θα λειτουργούσαν. Ακόμη και ο ανθρωπολογικός τύπος που αποτελεί δημιούργημα του ίδιου του καπιταλισμού, ο σουμπετερικός επιχειρηματίας –που συνδυάζει την τεχνική επινοητικότητα, την ικανότητα να συγκεντρώνει κεφάλαια, να οργανώνει μια επιχείρηση, να διερευνά, να διεισδύει, να δημιουργεί αγορές -, είναι υπό εξαφάνιση. Αντικαθίσταται από διευθυντικές γραφειοκρατίες και από κερδοσκόπους.
Κι εδώ πάλι, όλοι οι παράγοντες συγκλίνουν σε αυτό το αποτέλεσμα. Γιατί να πασχίζει κανείς να παραγάγει και να πουλήσει, τη στιγμή που μια σωστή κίνηση με τα επιτόκια στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης ή αλλού μπορεί να αποφέρει μέσα σε μερικά λεπτά 500 εκατομμύρια δολάρια; Τα ποσά που διακυβεύονται στην κερδοσκοπία κάθε εβδομάδα είναι της τάξης του ετήσιου ΑΕΠ των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα είναι η διοχέτευση των πιο «επιχειρηματικών» στοιχείων προς αυτού του τύπου τις δραστηριότητες, οι οποίες είναι εντελώς παρασιτικές, από τη σκοπιά του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. 
Αν αθροίσουμε όλους αυτούς τους παράγοντες και λάβουμε επιπλέον υπόψη την ανεπανόρθωτη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος που επιφέρει αναγκαστικά η καπιταλιστική «μεγέθυνση» (αναγκαίος όρος, η ίδια, της «κοινωνικής ειρήνης»), μπορούμε και οφείλουμε να αναρωτηθούμε για πόσον καιρό ακόμα θα μπορεί να λειτουργεί το σύστημα». (σελ. 123-124)
πηγή: anrikleidi

ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΝΟΗΘΕΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΚΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΤΟ ΔΕΚΑΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

$
0
0


Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.96-184), 125.1 – 136.13», η ερμηνεία της εισόδους και της εξόδου της ψυχής είναι κοινή. Διότι η έξοδος δεν γίνεται σαν η ψυχή να βρίσκεται σε κάποια υποκείμενη ουσία, διότι στο σύνολο της έχει ουσία χωριστή από του σώματος. Είσοδος της ψυχής βέβαια ονομάζεται ο συσχετισμός της με το σώμα και έξοδος η κατάλυση του συσχετισμού, όχι του ζωτικού, τον οποίο προσθέτει λόγω της συγκατάνευσής της και της ταυτότητας των παθών της προς το δεσμό, αλλά του φυσικού, στο οποίο αναφέρεται ο Σωκράτης στον πλατωνικό «Τίμαιο, 73.d», διότι οι βιοτικοί δεσμοί της ψυχής ριζώνουν στην περιοχή του μυελού. Χαρακτηριστικό μάλιστα εκείνου που αφηγείται αυτά είναι ότι λάμβανε επιπλέον από τους θεούς και ζωή με εντονότερο τον θεϊκό χαρακτήρα της που του επέτρεπε να βρίσκεται σε επαφή με όλους : με τους δικαστές και τους δικαζόμενους, με τους δρώντες και τους πάσχοντες, με τους τόπους και τους χρόνους, με τα λόγια και τα έργα. Διότι ως μελλοντικός θεατής όλων αυτών έπρεπε να πάρει από τους ανώτερους κάποιαν ανώτερη μοίρα, εκείνους που ήθελαν να τον κάνουν αγγελιοφόρο των θεαμάτων αυτών για τους ανθρώπους. 


Αλλά και την πορεία επίσης δεν πρέπει να την παρακολουθήσουμε με μειωμένο ενδιαφέρον, καθώς ο μύθος την παρουσιάζει εδώ, αλλά να εννοήσουμε και να πούμε ότι είναι μια άλλη ζωτική, κατά κάποιο τρόπο, μετάβαση των ψυχών αυτών «πὸ τοῦ ἐν κατατάξει βίου πρὸς τὸν ἄσχετον», την οποία ο μύθος απεικονίζει με τις κατά τόπον κινήσεις και την ονομάζει «πορεία» (διότι τα υποδείγματα όλων των σωματοειδών κινήσεων προϋπάρχουν στην ψυχή). Και πάλι άλλη τοπική κίνηση, μαζί με το σώμα που πορεύεται προς την κρίση στις εξόδους, αυτή που μέχρι τώρα ήτα τοπική πορεία της ψυχής, με το σωματικό μέρος να είναι έξω ή μέσα σε αυτήν και να πορεύεται τόσο προς τα ύψη όσο και προς τα βάθη του Κόσμου, ακολουθώντας στην ύψωση του την ψυχή και πάλι κατεβαίνοντας μαζί της μέχρι τα βαθύτερα σημεία της γης. Για τα οχήματα του είδους αυτού άλλωστε μιλούσε και ο μύθος του «Φαίδωνα, 113.d», ότι επιβαίνοντας σε αυτά οι ψυχές κινούνται προς τον Αχέροντα, και ότι των περισσότερων είναι πυκνά και σκοτεινά, ενώ των λιγότερων πιο άυλα και πιο καθαρά. Η πορεία λοιπόν είναι και ασώματη και σωματική, και ζωτική και τοπική. Η μια από τις δύο μάλιστα αποτελεί εικόνα της άλλης. Η επιθυμία όλων των ψυχών για την επάνω περιοχή είναι βέβαια φυσική, βάσει του ότι κατευθύνονται σε τόπο οικείο για αυτές, μετά την αφόρμησή τους από το οστράκινο σώμα (το σαρκικό). Έλκονται όμως από τα πάθη που συνυπάρχουν και συν-αυξάνονται με τα σώματα και συνωστίζονται στην κάτω περιοχή. Το δείχνει και ο χρησμός που λέει : «όλες είναι κυριευμένες από πόθο γλυκό να βρεθούν στον Όλυμπο, συνταξιδιώτες παντοτινοί των αθανάτων θεών. Αλλά δεν επιτρέπεται σε όλες να πατήσουν σε τέτοια ανάκτορα – πάσας μὲν γὰρ ἔχει γλυκερὸς πόθος, ὥς κεν Ὄλυμπον ἀθανάτοισι θεοῖσι συνέμποροι αἰὲν ἔχωσιν· οὐ πάσαις δὲ θέμις ἐπιβήμεναι τῶνδε μελάθρων». 

Στην συνέχεια, καθώς αυτός που λαμβάνει τους χρησμούς, που του ανακοινώθηκαν με περισσότερες λεπτομέρειες, ρωτούσε ποιος είναι αυτός που επιτυγχάνει την άνοδο στους θεούς και αν συμβαίνει αυτό για κείνον που προέταξε «τὸν θυτικὸν βίον» (τον βίο του ιερέα των θυσιών), ο θεός προσθέτει : «Με της ψυχής τα ανάλαφρα φτερά δεν θα υψωθεί όποιος τη γνώμη τη συνετή στα σπλάχνα αποθέτει και στον δρόμο για τον Όλυμπο διαλύει το γήινο σώμα αλλά όποιος σοφά – οὐχ ὅστις σπλάγχνοισιν ἐπίφρονα θήκατο βουλήν, ἤδη καὶ πρὸς Ὄλυμπον ἀποσκεδάσας τόδε σῶμα ᾖξεν ἀειρόμενος ψυχῆς κούφαις πτερύγεσσιν, ἀλλ᾽ ὅστις σο[φ]α» που είναι αλήθεια, σύμφωνα με όσα διαμηνύουν οι θεοί, και όλες τις ψυχές που βγαίνουν στην ανωφερή πορεία (εἰς τὸ ἄναντες) κινεί μια ορμή που οδηγεί στο κατά φύση συγγενικό τους λόγω της ομοιότητας τους με τη θεότητα, την οποία διαθέτουν όλες κατά την ουσία τους. Μερικές όμως έλκονται από τα άλογα και άγρια πλάσματα που έχουν αναπτυχθεί μέσα τους προς τον οικείο για εκείνες τόπο, τον χθόνιο. Διότι το όμοιο αναγκαστικά κινείται προς το όμοιο του, ενώ κατά την εξέλιξη των κινήσεων επικρατεί αυτό που πλεονεκτεί. Δικαιολογημένα συνεπώς λέει ότι πορεύεται μαζί με άλλους προς το δαιμόνιο τόπο που βρίσκεται πάνω υπέρ την γη, ακόμα κι αν κάποιες από τις ψυχές αυτές βίωσαν άξια τις υπό την τη γη τιμωρίες. Διότι το μεν έχει να κάνει με την τάση εκείνων που επιθυμούν την κρίση για όλες, ενώ το δε με την αξία που οδηγεί την καθεμία προς τον κλήρο που της προσιδιάζει. 

Εμφανίζεται λοιπόν και τούτο σαν αληθοφανές και συνάμα πολλές ψυχές, καθεμία προερχόμενη από διαφορετικό τόπο, συγκεντρώνονται στο τόπο της δίκης, εφόσον είναι οι ίδιοι δικαστές που τις δικάζουν όλες. Και δεν είναι παράδοξο που ο Ήρ πορεύεται μαζί με πολλές ψυχές. Κι ακόμα περισσότερο ίσως τις ψυχές εκείνων που πέθαναν στον πόλεμο, για τους οποίους ο μύθος λέει ότι παραδόθηκαν στην φθορά, ψυχές που για την ίδια περίσταση εξήλθαν από τα σώματα και που, υφιστάμενες τα ίδια πάθη η μια με την άλλη, συγκεντρώνονται μαζί, μετά το θάνατο, και ορμώνται από κοινού προς τόπο της δίκης. Και με την μαρτυρία της ιστορίας για αυτούς λέμε ότι οι αποθανόντες πορεύονται κοινή πορεία, καθώς έφτασαν στον ίδιο χρόνο για να συναντήσουν τους δικαστές …στο ίδιο σημείο όλες. Πραγματικά, και στην περίπτωση επίσης ανθρώπων που σκοτώθηκαν σε πόλεμο ή σε ναυάγια ή σε μαζικές καταστροφές σε πόλεις που χτυπήθηκαν από σεισμό έχουν παρατηρηθεί κάποιες αγέλες ψυχών που είχαν υποστεί τα ίδια πράγματα να πληροφορούν για τις συμφορές τους εκείνους που έτυχε να συναντήσουν. Αν, μάλιστα, όπως μάθαμε στον «Φαίδωνα, 107.d», δεν είναι μόνο ορμές των ψυχών αλλά και οι δαίμονες που έλαχαν στην καθεμία που τις κινούν προς τον τόπο όπου πρέπει να έρθουν, έτσι ώστε να οδηγούνται θα λέγαμε αυτόματα και χωρίς δική τους απόφαση, τότε και ο λόγος του Ηρός θα μπορούσε υπό την έννοια αυτή να είναι εντελώς αληθινός. 

Ποιος είναι όμως ο δαιμόνιος τόπος στον οποίο φτάνουν οι ψυχές ; Κι αν είναι εκείνος, για τον οποίο μιλάει και ο μύθος στον «Γοργία, 523.b», λέει κι αυτός σε ένα σημείο ότι στον λειμώνα δικάζουν ο Μίνως, ο Ραδάμανθυς και τρίτος ο Αιακός στο τρίστρατο (ἐν τῇ τριόδῳ). Αλλά αμφότεροι  οι μύθοι μιλάνε για τον ίδιο τόπο, πως οι δικαστές συμπίπτουν μεταξύ τους, οι ψυχές των ηρώων με τους δαίμονες ; Διότι ο δαιμόνιος τόπος, που πήρε το όνομά του από τους δαίμονες, φαίνεται να παραπέμπει τους δικαζόμενους σε δαίμονες. Είναι ωστόσο φανερό ότι δεν μας πληροφορούν για τα πάντα όλοι οι μύθοι που συνέθεσε ο Πλάτωνας για τον Άδη. Άλλος δηλ. αποδίδει στους δικαστές τα ονόματα αυτά, όπως ο μύθος που περιέχεται στον «Γοργία», άλλος ονομάζει τον τόπο διαφορετικά, όπως ο παρών μύθος (οι αναφορές του Γοργία περιορίζονται στο ότι δικάζουν στον λειμώνα καθισμένοι όλοι στο τρίστρατο [ἐν τῇ τριόδῳ]. εδώ όμως λέγεται σαφώς ποιος είναι αυτός ο τόπος, ότι βρίσκεται «μεταξὺ γῆς καὶ οὐρανοῦ»), άλλος διηγείται λεπτομερώς για τα ρεύματα της δίκης και τους υπό την γη ποταμούς, όπως ο μύθος του «Φαίδωνα, 111.d». Αν τα συνδυάσουμε όλα αυτά μαζί στον νου μας, θα έχουμε τους δικαστές, τον τόπο των δικαστών και «τὰς λήξεις τὰς ὑπ᾽ αὐτῶν ἀφοριζομένας» (τις αποφάσεις που αυτοί αποφασίζουν). Στην συνέχεια όμως θα ερευνήσουμε εμείς για το καθένα. Ας δούμε λοιπόν εμείς τι πρέπει να πούμε σχετικά με τον τόπο, που στον υπό εξέταση διάλογο εξύμνησε λέγοντάς τον δαιμόνιο. Διότι ο Νουμήνιος λέει ότι αυτός είναι το κέντρο «τοῦ τε κόσμου παντὸς καὶ τῆς γῆς» (του Κόσμου ολόκληρου και της γης), αφού βρίσκεται «μεταξὺ μὲν ὂν τοῦ οὐρανοῦ, μεταξὺ δὲ καὶ τῆς γῆς» (μεταξύ ουρανού και γη). Εκεί έχουν την έδρα τους οι δικαστές και παραπέμπουν τις ψυχές, «τὰς μὲν εἰς οὐρανὸν, τὰς δὲ εἰς τὸν ὑπὸ γῆς τόπον καὶ τοὺς ἐκεῖ ποταμούς». ουρανό ονομάζει την σφαίρα των απλανών κι εκεί λέει ότι υπάρχουν δύο χάσματα, ο Αιγόκερως και ο Καρκίνος, «τοῦτον μὲν καθόδου χάσμα τῆς εἰς γένεσιν, ἀνόδου δὲ ἐκεῖνον» (ο ένας χάσμα καθόδου στην γένεση και ο άλλος ανοδικό), ενώ «ποταμοὺς ὑπὸ γῆς τὰς πλανωμένας (ἀνάγει γὰρ εἰς ταύτας τοὺς ποταμοὺς καὶ αὐτὸν τὸν Τάρταρον)» (υπόγειους ποταμούς ονομάζει τους πλανήτες [αναγάγει όντως σε αυτούς τους ποταμούς και αυτόν τον Τάρταρο]). 

Προσθέτει και άλλες πολλές τερατολογίες, μεταπηδήσεις «ψυχῶν ἀπὸ τῶν τροπικῶν ἐπὶ τὰ ἰσημερινὰ καὶ ἀπὸ τούτων εἰς τὰ τροπικὰ», και μεταβάσεις τις οποίες κάνει ο ίδιος, συνενώνοντας «τὰ Πλατωνικὰ ῥήματα» με της γενεθλιαλογίας και αυτής με πρακτικές της τελεστικής. Για την ύπαρξη των δύο χασμάτων επικαλείται την μαρτυρία του Ομήρου (Οδύσσεια ν’, σ. 110 :«δύω δέ τέ οἱ θύραι εἰσίν, αἱ μὲν πρὸς βορέαο καταιβαταὶ ἀνθρώποισιν, αἱ δ᾽ αὖ πρὸς νότου εἰσὶ θεώτεραι· οὐδέ τι κείνῃ ἄνδρες ἐσέρχονται, ἀλλ᾽ ἀθανάτων ὁδός ἐστιν») που όχι μόνο αναφέρεται στις «βορινές καθοδικές για τους ανθρώπους» οδούς, που ολοκληρώνει ο Καρκίνος πλησιάζοντας τον τον Αιγόκερω [ἐπείπερ ὁ καρκίνος εἰς †αἰγόκερον προ σελθὼν ἀποτελεῖ]. Οι νότιες οδοί έχουν χαρακτηριστεί περισσότερο θεϊκοί και από αυτές είναι αδύνατον να περάσουν οι άνθρωποι, αφού πρόκειται για οδούς αθανάτων μόνο. Διότι «ὁ αἰγοκέρως ἀνάγων τὰς ψυχὰς λύει μὲν αὐτῶν τὴν ἐν ἀνδράσι ζωήν» [την ζωή που ζουν μέσα άνδρες/ανθρώπους] και «μόνην δὲ τὴν ἀθάνατον εἰσδέχεται καὶ θείαν». Και όχι μόνον, όπως είπαμε, αυτά, αλλά η ποίηση του Ομήρου επιπλέον εξυμνεί «καὶ ἡλίου πύλας καὶ δῆμον ὀνείρων», ονομάζοντας πύλες ηλίου τα τροπικά ζώδια, τον Αιγόκερω και τον Καρκίνο, και λαό τον ονείρων, όπως λέει εκείνος, τον γαλαξία. Και ο Πυθαγόρας άλλωστε ονομάζει δια απορρήτων «τὸν γαλαξίαν καὶ τόπον ψυχῶν», επειδή εκεί συνωθούνται οι ψυχές. Για τούτο και λαοί προσφέρουν στους θεούς που καθαίρουν τις ψυχές σπονδές με γάλα, ενώ και οι ψυχές που πέφτουν στην γένεση έχουν για πρώτη τροφή τους το γάλα. 

Ο Πλάτων, λοιπόν με τα χάσματα, όπως ειπώθηκε, δηλώνει τις δύο πύλες, ενώ με το φώς, που είναι σύνδεσμος του ουρανού, δηλώνει τον γαλαξία. Και σε αυτόν ανεβαίνουν οι ψυχές μέσα σε δώδεκα ημέρες από τον τόπο των δικαστών – και ο τόπος αυτός είναι το κέντρο. Η δωδεκάδα λοιπόν αρχίζει από εκεί και καταλήγει στον ουρανό. Εκεί είναι το κέντρο, η γη, το ύδωρ, ο αήρ, τα επτά πλανήτες, ο ίδιος ο απλανής κύκλος. Είναι λοιπόν «τὰ τροπικὰ ζῴδια, τὰ χάσματα τὰ διπλᾶ», οι δύο πύλες που διαφέρουν μόνο κατ’ όνομα, και πάλι ο γαλαξίας το φως που φτάνει στην ίριδα, που ταυτίζεται με τον δήμο/λαό των ονείρων. Ο ποιητής βέβαια και σε άλλο σημείο «ὀνείροις ἀπεικάζειν» (παρομοιάζει) «τὰς ἄνευ σωμάτων ψυχὰς», στις ψυχές. Ο ένας δηλ (ο Νουμήνιος) λέει ότι ο δαιμόνιος τόπος είναι το κέντρο και ο άλλος (ο Πλάτων) τον τοποθετεί μεταξύ γης και ουρανού, όχι μόνο στην γη ούτε μόνο στον ουρανό. Και ο ένας μιλάει για την γη τούτη, πάνω στην οποία ήρθαμε, και οδηγεί τις ψυχές στους υπόγειους ποταμούς, ενώ ο άλλος τοποθετεί τους ποταμούς στον ουρανό και τις τιμωρίες των ψυχών εκεί, όπου η μακαριστή ζωή των ψυχών – το δείχνει και ο «Τίμαιος, 42.b», που λέει ότι «αυτή που ολοκλήρωσε την επιστροφή της στο σύννομο άστρο θα έχει ευδαίμονα ζωή», και επίσης ο Σωκράτης του «Φαίδρου, 249.a» που λέει ότι άλλες προχωρούν «εἰς τὰ ὑπὸ γῆς δικαιωτήρια (ὅπου καὶ οἱ ποταμοὶ πάντες καὶ αὐτὸς ὁ Τάρταρος,ὡς ἐν <Φαίδωνι> διδασκόμεθα», ενώ άλλες – κατά πως λέει στον «Φαίδρο, 249.b» – «αφού υψωθούν σε κάποιον τόπο του ουρανού, κουφαίνονται από την Δικαιοσύνη ώστε να ζήσουν αντάξια του τρόπου ζωής που έζησαν μέσα στο είδος του ανθρώπου –εἰς τοῦ οὐρανοῦ τινα τόπον ὑπὸ τῆς Δίκης κουφισθείσας διάγειν ἀξίως οὗ ἐν ἀνθρώπου εἴδει ἐβίωσαν βίου». 

Με αυτά κάθε άλλο παρά ανάγονται στους πλανήτες οι υπό γη ποταμοί. Επιπλέον ο ένας ανάγει στον σύμπαντα ουρανό τις ψυχές τις «ἀποκαθισταμένας» (διότι «περὶ πάντας νενεμῆσθαι τοὺς ἀστέρας ὑπὸ τοῦ πατρὸς διαιρεθείσας ἰσαρίθμους τοῖς ἄστροις» [και μερίζονται σε όλους τους αστέρες, αφού ο πατέρας τις διαίρεσε να είναι “ισάριθμες με τα άστρα” κατά πως λέει ο Σωκράτης του «Τίμαιου, 41.d»]), ενώ ο άλλος θεωρεί ότι ο γαλαξίας συμπληρείται εκ των ψυχών των ανεβαίνοντας από εδώ στον ουρανό. Ο ένας δεν λέει ότι οι ευδαίμονες ψυχές προχωρούν προς τον υποχθόνιο τόπο, ενώ ο άλλος τις οδηγεί υποχρεωτικά πρώτα σε εκείνο τον τόπο, εφόσον κάθε ψυχή πρέπει να πορευτεί πρώτα προς τον δικαστή της, ενώ στην συνέχεια ανεβαίνουν στον ουράνιο τόπο, όπου «διάγουσιν εὐδαιμόνως». Διότι, μετά από τις δίκες, πρέπει να είναι και οι δαίμονες και οι τόποι και τα διάφορα γεγονότα, και ο δαιμόνιος τόπος, όπως λέγεται, θεωρείται ενδιάμεσος γης και ουρανού, όπου ο ουρανός είναι ο τόπος των θεών, ενώ η γη γεννά και τρέφει τα θνητά πλάσματα. Ενδιάμεσος μάλιστα ουρανού και γης τόπος είναι εκείνος που περιέχοντας απέξω όλη την γη, και τα μέσα της και τα άκρα της, και πολύ περισσότερο περικλείοντας τα έσχατα, περιζώνει εκ των κάτω τον ουρανό. Διότι δεν είναι ενδιάμεσος μέρους της γης και όλου του ουρανού. Συνεπώς θα βρίσκεται μετά τον σύμπαντα ουρανό και θα βρίσκεται ψηλότερα από τη γη στο σύνολό της, και όχι μόνο των βαθύτερων μερών της, όπου κατοικούμε εμείς, αλλά και των ψηλότερων, όπου τοποθετεί τους κλήρους των ευδαιμόνων ψυχών, που δεν έχουν αποβάλει ακόμα τελείως τα υλικά τους σώματα, όπως μάθαμε στον «Φαίδωνα, 114.b–c». 

Αν πρέπει να δεχτούμε αυτά, και κάτω από τον ουρανό είναι μόνο ο αιθέρας που περιβάλλει κυκλικά όλη την γη, τούτος είναι ο δαιμόνιος τόπος, όπου βρίσκονται και οι δικαστές καθήμενοι ανάμεσα στη γη και στον ουρανό και το τρίστρατο αυτό των ψυχών και η σύνδεση των χασμάτων, τόσο αυτών που τείνουν προς την γη όσο και αυτών που τείνουν προς τον ουρανό. Όταν όμως ο δαιμόνιος τόπος λέγεται τρίστρατο (ἐν τῇ τριόδῳ), παραπέμπει στις τρις ζωές των ψυχών, αυτή που βρίσκεται «τὴν εἰς τὰ ἄκρα τῆς γῆς εὐδαιμόνων οὖσαν θεατῶν» (αυτήν που βρίσκεται στις κορυφές της γης και είναι των «ευδαιμόνων θεατών»), «τὴν εἰς τὸν ὑπόγειον τόπον κολαζομένων οὖσαν» (αυτήν που υπάρχει στον υπόγειο τόπο των τιμωρούμενων), «τὴν εἰς γένεσιν ἀμφοῖν μεσότητα συμπληροῦσαν» (αυτή που υπάρχει εν τη γενέσει ως ενδιάμεση των δύο τούτων), ή, κατά άλλον τρόπο, «τὴν οὐρανίαν, τὴν χθονίαν» και «τὴν ὑποχθονίαν», τις οποίες διευθετεί σε τάξη η κρίση των δικαστών. Πραγματικά ητης απολαύσεως και ευδαιμονίας ζωή, θεϊκή καθώς είναι, τίθεται στον ουρανό, η ζωή της δίκης τοποθετείται στην ενδιάμεση περιοχή, ενώ αυτή που αξίζει την ποινή δια του ξίφους τοποθετείται υπό γης. 

Και αν πάλι αναφέρεται το κοινό σημείο των τεσσάρων χασμάτων, συνδέεται με τις δύο οδούς των αφανών λήξεων (κληρώσεων), την ουράνια και την χθόνια, και με τις διπλές καθόδους στην γένεση, που όλες συντελούνται και ολοκληρώνονται σύμφωνα με την δικαιοσύνη (κατὰ δίκην ἑκατέρων ἀπο τελουμένων). Διότι οι λήξεις (κληρώσεις) (προσδι)ορίζονται από αυτές, και από εκείνες δημιουργούνται αμέσως οι προς την γένεση οδοί μετά από τις περιόδους που καθόρισαν εκείνοι. Το ότι ο δαιμόνιος τόπος είναι ο τόπος της δίκης είναι φανερό από αυτά που γράφονται στον εν λόγω μύθο, καθώς αναφέρεται ότι ο Ήρ έφτασε μαζί με πολλούς σε κάποιο δαιμόνιο τόπο, όπου κάθονται οι δικαστές. Το ότι εξάλλου δεν έχει καμία διαφορά από το τρίστρατο θα πούμε ότι μας το διδάσκει ο μύθος που καταγράφεται στον πλατωνικό «Γοργία», διότι κι εκείνος λέει ότι οι δικαστές στο τρίστρατο κάθονται. Και αν εκείνος συνδέει και τον λειμώνα με το τρίστρατο, σημειώνοντας ότι αυτοί δικάζουν στον λειμώνα στο τρίστρατο, είναι βέβαια πασίγνωστο ότι τα τρία τούτα στοιχεία – ο δαιμόνιος τόπος, το τρίστρατο και ο λειμώνας – δηλώνουν την ίδια τοποθεσία του Κόσμου. Ο δαιμόνιος τόπος βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης, συνεπώς το ίδιο και το τρίστρατο και ο λειμώνας. Όσο για τον αιθέρα, είναι ο μόνος που βρίσκεται στο ενδιάμεσο των δύο, όπως αποδείχτηκε με τα γραφόμενα στον «Φαίδωνα, 109.c», εξαπλωμένος καθώς είναι όχι σε ένα μέρος της γης αλλά σε ολόκληρη και σε σύμπαντα τον ουρανό. Για τούτο και κατηγορεί τους πολλούς που τοποθετούν στο ίδιο σημείο τον αιθέρα και τν ουρανό. 

Επομένως, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο δαιμόνιος τόπος, ο λειμώνας και το τρίστρατο δεν είναι άλλο από μέσον του σύμπαντος ουρανού, πλην αν το ενδιάμεσο του αέρος και του της ακρότητας της γης είναι ο υπό σελήνη τούτος τόπος. Εύλογα λοιπόν ονομάζεται και λειμώνας, καθώς περιέχει τις αρχές της γενέσεως και της εν υγρό φερόμενης φύσεως. Διότι μαζί με αυτή είναι και ο αήρ, το ύδωρ και η γη, στα οποία οι γενέσεις συντελούνται μέσω της υγρότητας και της επίκτητης θερμότητας. Και αν συναρτώνται άμεσα προς τη σφαίρα της σελήνης, όπου οι αιτίες της γενέσεως συνολικά και, όπως λέει κάποιος Ιερός Λόγος, «λάμπει το άγαμα (εικόνα) το αυτό-αποκαλυπτόμενο της φύσης – αὔτοπτον ἄγαλμα τῆς φύσεως προσλάμπει», είναι βέβαια φανερό ότι και υπό αυτό το πνεύμα δικαιολογημένα ονομάζεται λειμώνας, αφού δέχεται από εκεί πρώτος τις ανοδικές πορείες των πνοών που συγκροτούν την γένεση. Ονομάζεται βέβαια στη βάση του ορθού λόγου και τρίστρατο ψυχών, εκείνων που προσαγορεύονται τα τρία είδη ζωής : των «ἀνιουσῶν», των «πιπτουσῶν» και των «καταδεδικασμένων». Και το τρίτο είναι ο δαιμόνιος τόπος, εφόσον του έλαχε η ενδιάμεση περιοχή του Κόσμου. Διότι από παλιά κιόλας, η ξένη από την Μαντίνεια προσδιόρισε τους δαίμονες (βλ. και Συμπόσιο, 202.e) προσδιόρισε τους δαίμονες ως ενδιάμεσους των αθανάτων και θνητών – και ο αιθέρας ενδιάμεσος είναι και αυτός και των δύο τούτων. 

Αν μάλιστα κάποιος συνέδεε με τον αιθέρα τους λόγους που περιέχονται στην πλατωνική «Επινομίδα», η οποία αποδίδει στους δαίμονες τόσο τις οξύτερες αισθήσεις όσο και τις άχραντες διανοήσεις, λέγοντας πως βλέπουν με μεγαλύτερη δύναμη τα ανθρώπινα πράγματα, σε κάθε περίπτωση, με βάση ότι γράφει και αυτή, δεν θα έχουμε αμφιβολία για το ότι ο Πλάτων ονομάζει δαιμόνιο τόπο τον αιθέρα. Η «Επινομίδα» όμως, γεμάτη από νόθα στοιχεία καθώς είναι και αινιγματικές υποδηλώσεις (νοῦ μυστηριώδους), ξεγελά το «νηπιόφρονα» και απλοϊκό μυαλό. Το ότι το στοιχείο αυτό της ομοφωνίας των συγκραμάτων αποδεικνύεται και από άλλα (είναι προφανές), και από τους συγχρόνους μας θα καταδείξουν το σφάλμα της άποψης μας οι ερμηνευτές της σχολής του Πατέριου, άντρες για τους οποίους τρέφουμε σεβασμό, καθώς ο Πατέριος αναγάγει τις ευδαίμονες ψυχές στον αιθέρα για τον οποί κάναμε λόγο, και παρουσιάζουν εκείνοι τον «Φαίδωνα» ως μάρτυρα (αυτό που λένε βέβαια είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα), σαν ο αιθέρας θα έλεγα εγώ να ανεβαίνει προς τον τόπο των δικαστών και προς κάποια λήξη (κλήρωση) των ψυχών (διότι το ένα εκπροσωπεί τον τόπο των ψυχών και το άλλο τον τόπο των δικαστών). Άλλωστε και στα ουράνια πράγματα μπορούμε να μετέχουμε, όχι όμως ως ουράνιοι. Διότι αν βρεθούμε στον ουρανό, γινόμαστε από κάθε άποψη ουράνιοι, αλλά και παραμένοντας κάτω από τον ουρανό δεν εμποδιζόμαστε να μετέχουμε στα ουράνια. Και στον κλήρο του αιθέρα συνεπώς όταν φτάνουμε, σαν τον τόπο δίκης και δικαστών, λέμε ότι υφιστάμεθα αυτό λόγω του ότι τείνουμε προς τους δικαστές, όταν όμως είναι σαν να φτάνουμε στην λήξη (κλήρο) που μας απονέμεται, όλοι βρισκόμαστε στην περιοχή αυτή στην οποία καταλαμβάνουμε σαν να πρόκειται για κάτι δικό μας

Τούτου λοιπόν το προσδιορίσαμε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Κανείς όμως που έχει αντιληφτεί τον τόπο αυτό ως δαιμόνιο να μη σκεφτεί ότι τούτα διαφωνούν προς τα γραφόμενα του «Γοργία», όπου λέει ότι οι δικαστές των ψυχών είναι ένα είδος ψυχών ηρώων, ή ότι μόνο οι δαίμονες τοποθετούνται δικαστές για όσα έχει ζήσει κανείς και ότι οι θεοί δεν έχουν καμία συμμετοχή σε αυτό το μερίδιο. Ή ότι τοποθετούν ως δικαστές τις ψυχές που, όπως λέει ο Πλάτων στον «Κρατύλο», μεταβαίνουν στην τάξη των δαιμόνων, σαν να ήταν εκείνες οι ψυχές που αποφασίζουν σχετικά με την προηγούμενη ζωή εναντίον εκείνων που έφτασαν στην τιμωρία. Στις αναφορές του αυτές διακρίνει τους θεούς από τους δαίμονες και τους δαίμονες από τους ήρωες, αυτούς που αναφέρονται στον «Κρατύλο, 397.d» μέσα από πληθώρα των ονομάτων σχετικά με τα τρία τούτα γένη, αυτούς που αναφέρονται στο «Συμπόσιο, 202.e» μέσα  από την φιλοσοφική ανάλυση για την ουσία για την ουσία και την τάξη των δαιμόνων, η οποία είναι πραγματική ενδιάμεση σε όλα τα εγκόσμια πράγματα. Αντίθετα, τον τόπο τούτο πρέπει να τον πει δαιμόνιο υπό το εξής λογική, ότι δηλαδή είναι μέσος του σύμπαντος που από την μία συμπορεύεται με τον ουρανό και από την άλλη περιρρέει κυκλικά την θνητή περιοχή στο σύνολό της. Στ’ αλήθεια, στους δαίμονες ταιριάζει η μεσότητα ως προς όλα τα πράγματα που λαχαίνουν, όπως στους θεούς ταιριάζει η κορυφή, όπως, αν θέλεις , στις ψυχές ταιριάζει το τέλος της ασώματης ζωής. 

Επομένως, κι αν όλοι είναι στον ουρανό, θεοί, δαίμονες, ψυχές, είναι κατά τρόπο θεϊκό, αφού βέβαια ο ουρανός κατέχει την κορυφαία τάξη, κι αν πάλι είναι στον αιθέρα, είναι κατά τρόπο δαιμόνιο, λόγω της ενδιάμεσης θέσης του αιθέρα, και τέλος, αν είναι στη γη, είναι κατά τον τρόπο της ψυχής, λογω του έσχατου υποβιβασμού προς τα επάνω της γης. Οπότε η τριάδα τη μια φορά διέπεται από τον τρόπο του ουρανού, την άλλη από τον τρόπο του αιθέρα και την τρίτη προς τα επάνω της γης. Οπότε η τριάδα τη μία φορά διέπεται από τον τρόπο του ουρανού, την άλλη από τον τρόπο του αιθέρα και την τρίτη από της γης. Ο αιθέρας λοιπόν είναι δαιμόνιος τόπος όχι επειδή αποτελεί των δαιμόνων κλήρο, αλλά στη βάση του ότι (ακόμα και αν οι θεοί είναι εκεί έχοντας λάβει την τάξη των δικαστών ή κάποια άλλη ιδιαίτερο χαρακτήρα της πρόνοιας ή οι δαίμονες στην υπηρεσία της βούλησης των θεών ή οι ψυχές στον συσχετισμό τους προβάλλοντας την δικαστική ζωή) όλοι βρίσκονται εκεί κατά τον τρόπο των δαιμόνιο, και απεικονίζουν το μέσον ακριβώς αυτό ως αναγνωριστικό σύμβολο της ύπαρξης. 

Στη βάση επίσης του ότι και οι εκεί θεοί είναι ενδιάμεσοι των ουράνιων θεών και των χθόνιων, στην θεώρησή τους ως εκφραστών της πρόνοιας, και οι ψυχές των ανώτερων και δικασμένων ψυχών, μέσω των οποίων συνέχεται το σύμπαν. Διότι το «δαιμόνιο» δεν είναι ονομασία ουσίας αλλά μόνο σχέσης, αυτής που πρέπει να έχει το μέσον προς αμφότερα τα άκρα. Πραγματικά, πως δεν θα μπορούσε να είναι και των θεών τόπος εκείνος, εφόσον στου «Νόμους, 828.c» διδαχτήκαμε να λατρεύουμε και τους χθόνιους θεούς ; πως πάλι δεν θα είναι τόπος και των ψυχών που έχουν άφθονο μερίδιο, εφόσον στον τόπο εκείνο και τα άκρα της εντός του αιθέρα γης μπορούν να μετέχουν σε θεϊκή χορήγηση, όπως μας παραδόθηκε στον «Φαίδωνα, 109.e»; Δεδομένου λοιπόν ότι εκείνος είναι ένας και μοναδικός τόπος των πάντων – θεών, δαιμόνων και ψυχών -, ως ενδιάμεσος που είναι πήρε το όνομά του από την τάξη αυτών στους οποίους έλαχε.

πηγή: eleysis69.wordpress
Viewing all 939 articles
Browse latest View live