Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΤΟ ΟΜΑΚΟΕΙΟΝ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΑ

$
0
0



Όταν ο Πυθαγόρας έφθασε εις τον Κρότωνα της νοτίου Ιταλίας, με τους λόγους του έκανε τέτοια εντύπωση που άρχισαν να συρρέουν άνθρωποι από τις γειτονικές χώρες για να τον ακούσουν. Λέγεται πως την πρώτη του δημόσια ομιλία παρακολούθησαν πάνω από 2000 άτομα. Γοητευμένοι από τους λόγους του, οι πρώτοι εκείνοι ακροατές αποφάσισαν να μην επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους αλλά μετά των γυναικών και παιδιών των, να μείνουν κοντά του. Έκτισαν ένα τεράστιο οίκημα ομαδικής διδασκαλίας, που ονόμασαν Ομακοείον. Και αφού απεδέχθησαν ορισμένους Νόμους και παραγγέλματα από τον Πυθαγόρα ως θείες υποθήκες, έξω από τις οποίες τίποτε δεν έκαναν, παρέμειναν με ομόνοια μαζί με το σύνολο των μαθητών επευφημούμενοι και μακαριζόμενοι από τον περίγυρό τους. Τις δε περιουσίες των έθεταν σε κοινή χρήση (κοινά τα των φίλων) και συγκατέλεγαν τον Πυθαγόρα μεταξύ των Θεών.


Εντός της κοινότητος του Ομακοείου ο Πυθαγόρας προετοίμαζε τις ψυχές των ακροατών του με την βοήθεια της μουσικής κι έπαιζε συχνά την λύρα του ψάλλοντας αρχαίους παιάνες και στίχους του Ομήρου και Ησιόδου και δικές του συνθέσεις που χρησιμοποιούσε θεραπευτικά για να καταπραΰνει αρρώστιες τόσο της ψυχής όσο και του σώματος. Όσοι νέοι προσήρχοντο προς εκείνον για να διδαχθούν, τους υπέβαλλε πρώτα σε αυστηρή εξέταση. Ζητούσε να μάθει πώς συμπεριφέρονταν στις συναναστροφές με τους γονείς και λοιπούς συγγενείς. Επίσης ποιες ήταν οι επιθυμίες και οι φίλοι των και η συμπεριφορά που είχαν προς τους φίλους, πως και με ποιόν περνούσαν την ημέρα των, με ποια πράγματα χαιρόντουσαν και με ποια λυπόντουσαν. Εξέταζε ακόμη τα παράκαιρα γέλια, την σιωπή και την περιττή ομιλία των και πρόσεχε το παράστημα, το βάδισμα και την όλη κίνηση, αποβλέποντας από την φυσιογνωμία των νέων και από τα εξωτερικά γνωρίσματα της φύσεως να κάνει φανερά τα αφανή χαρακτηριστικά της ψυχής.

Όσους έκρινε κατάλληλους για να αρχίσουν να διδάσκονται, ο Πυθαγόρας υπέβαλλε σε τριετή απομόνωση, προκειμένου να διαπιστώσει ποια η σταθερότητα και η αληθινή φιλομάθειά τους, κι επιπλέον εάν έχει προετοιμασθεί ικανοποιητικά ο νέος μαθητής ώστε να περιφρονεί τις τιμές. Κατόπιν επερχόταν το στάδιο της πενταετούς σιωπής, προς άσκηση της εγκράτειας, διότι τούτο είναι το δυσκολότερο κάθε εγκράτειας, το να συγκρατείται η γλώσσα. Ταυτόχρονα απείχαν απ'όλες τις έμψυχες τροφές και από μερικές ακόμη τροφές όχι έμψυχες αλλά που εμποδίζουν τον εξαγνισμό και την καθαρότητα του λογισμού. Πίσω από παραπέτασμα άκουγαν τον Πυθαγόρα δίχως να τον βλέπουν, συμμετέχοντας στην διδασκαλία μόνο με την ακοή για πολύ χρόνο, δίδοντας έτσι αποδείξεις των ηθικών στοιχείων του χαρακτήρος των. Κατά το διάστημα ετούτο της δοκιμασίας, τα υπάρχοντά των καθίσταντο κοινά και διδόταν στους εταίρους, τους μαθητές που ήσαν αποδεδειγμένα ικανοί.
Κατά την συνολική διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου, μάθαιναν να απέχουν από τον οίνο, να τρέφονται ελαφρά και να κοιμούνται λίγο, να περιφρονούν την ανθρώπινη δόξα και πλούτο και τα άλλα παρόμοια. Διδασκόντουσαν να δείχνουν ανυπόκριτο σεβασμό προς τους μεγαλύτερους ενώ με τους συνομίληκους να συμβιώνουν κατά όμοιο τρόπο ανεπίπλαστο και φιλόφρονα. Να ενισχύουν τους νεότερους και να τους προτρέπουν σε έργα αγαθά, δίχως φθόνο. Γενικώς να συμπεριφέρονται φίλια μεταξύ των, και ακόμη και προς μερικά από τα άλογα ζώα να συμπεριφέρονται δίκαια και με φυσικότητα. Όσοι εθεωρούντο άξιοι να μετάσχουν των θεωριών του Πυθαγόρα, εφ'όσον εκρίνοντο από την ζωή και την γενικότερη συμπεριφορά των, μετά την πενταετή σιωπή καθίσταντο "εσωτερικοί"και ονομάζονταν εταίροι. Οι εταίροι έβλεπαν τον Πυθαγόρα κατά την διδασκαλία και διδασκόντουσαν μαθηματικά και γεωμετρία.

Όσοι αποδοκιμάζονταν κατά την ακουσματική περίοδο, ελάμβαναν πίσω την περιουσία τους διπλή. Σ'αυτούς σαν να ήταν νεκροί ύψωναν μνήμα οι "Ομάκοοι", κι όταν τους συναντούσαν αργότερα, τους συμπεριφέρονταν σαν να ήταν κάποιοι άλλοι, διότι - έλεγαν - απέθαναν εκείνοι οι συμμαθητές τους, τους οποίους δίδασκαν με την προσδοκία να καταστούν καλοί και αγαθοί μέσω των μαθημάτων. Ανοργάνωτους, ατελείς και στείρους θεωρούσαν εκείνους που παρουσίαζαν δυσκολίες στη μάθηση. Ομοίως νεκρός εθεωρείτο κάποιος, αν μετέδιδε την πυθαγορική διδασκαλία σε αμύητους, δίχως τα κανονικά μαθήματα και δίχως να έχουν τα εφόδια των καταλλήλων θεωρητικών γνώσεων ούτε των μακροχρόνιων πρακτικών καθάρσεως της ψυχής.

Ο Πυθαγόρας δίδασκε πως δεν είναι δίκαιον να προσφέρεται σε όποιους κατά τύχη συναντούν αυτά που με τόσους αγώνες και σπουδή απεκτήθησαν, όπως ούτε τα μυστήρια των Ελευσινίων Θεών αποκαλύπτονται σε αμύητους. Ισόποσα άδικοι και ασεβείς είναι εκείνοι που το πράττουν. Χρειάζεται χρόνος για να απορριφθούν οι ηθικοί ρύποι που είχαν εισχωρήσει εντός των απαίδευτων ψυχών, μέχρι να καταστούν μετά από πολλά έτη ικανές προς αποδοχή των Πυθαγορείων διδαγμάτων. Ο Πυθαγόρας θεωρούσε πως πρέπει με φωτιά και με σίδερο και με κάθε άλλη μέθοδο να καθαρίσουν οι αφύσικες και βαθιά ριζωμένες επιθυμίες, πάθη και κακές έξεις και αφού η ψυχή απαλλαχθεί από όλα εκείνα τα κακά, τότε μόνο είναι δυνατόν να φυτευτεί κάτι χρήσιμο εντός της και να παιδαγωγηθεί. Η καλλιέργεια της ψυχής ήταν λοιπόν άκρως απαραίτητη πριν δεχθεί τους λόγους της φιλοσοφίας.

Ο Πυθαγόρας διέκρινε κι εχώριζε τους μαθητές του αναλόγως με την αξία του καθενός. Αφού δεν είχαν τα ίδια μορφωτικά αγαθά και φύση δεν ήταν δίκαιο να μετέχουν στα ίδια ακροάματα. Μετέδιδε στον καθένα την αναλογούσα μερίδα των λόγων που του ταίριαζε, προσφέροντας την ευεργεσία σε όλους κατά το δυνατόν, τηρώντας όμως την αναλογία της δικαιοσύνης κατά την διδασκαλία. Και άλλους αποκαλούσε Πυθαγορείους, άλλους Πυθαγοριστές (εδώ ο Ιάμβλιχος κάνει σύγκριση με τους χαρακτηρισμούς 'αττικός'και 'αττικιστής'). Και άλλους ανεκήρυξε "γνησίους"κι άλλους θέσπισε να αποκαλούνται "ζηλωτές"εκείνων. Και όρισε να είναι κοινή η περιουσία των Πυθαγορείων και η συμβίωση των να διατηρείται καθ'όλο το χρονικό διάστημα της μαθητείας.

Διακρίνουμε λοιπόν δύο τύπους μαθητών εις το Ομακοείον:

1. Οι μαθητές, που επίσης ονομάζονταν "συνόντες"και ακούοντες ή ακουσματικοί. Αυτοί ήσαν οι "εξωτερικοί"και δεν ήταν γνήσιοι Πυθαγόρειοι (οι μαθηματικοί παρέδιδαν πως οι θεωρίες των ακουσματικών δεν καταγόταν από τον Πυθαγόρα αλλά από τον Ίππασο τον Κροτωνιάτη ή Μεταποντίνο).

Η φιλοσοφία τους είναι ακούσματα δίχως αποδείξεις και αιτιολογήσεις, αλλά εντολές ότι "έτσι πρέπει να πράττωνται". Επεδίωκαν να διαφυλάττουν ως θεϊκά δόγματα όσα άκουγαν να έχει πει ο Πυθαγόρας. Σώφρονες μεταξύ των θεωρούσαν όσους διατηρούσαν στο νου τους τα περισσότερα φιλοσοφικά ακούσματα.

Τα περισσότερα ρητά που διασώζονται ως πυθαγορικά παραγγέλματα ήταν στην πραγματικότητα από το στάδιο διδασκαλίας των ακουσματικών.
2. Oι εταίροι, που επίσης ονομάζονταν γνώριμοι και ομιλούντες ή μαθηματικοί. Αυτοί ήσαν οι "εσωτερικοί"και οι γνήσιοι Πυθαγόρειοι, διακρινόμενοι σε πολιτικούς, οικονομικούς και νομοθετικούς. Καθημερινά υπέβαλλαν τον εαυτό τους σε εξέταση: τι παρέβησα; τι είπα; τι έπρεπε να κάνω και δεν έκανα;

Η φιλοσοφία τους δεν έγινε ποτέ γνωστή αλλά ήταν βέβαιο πως περιελάμβανε εκτεταμένη μελέτη μαθηματικών και γεωμετρίας καθώς εντρυφούσαν στην 'περί των ουρανίων επιστήμη.

πηγές: Ιάμβλιχος, περί του πυθαγορικού βίου
            Βικιπαίδεια

Η ΔΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ (ΚΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ) ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

$
0
0
Στην τηλεπροβολή (βίντεο) παρουσιάζεται 
η δομική-επικοινωνιακή διδασκαλία της 
αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας


















Η δομική επικοινωνιακή διδασκαλία και προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας, σε αντίθεση με την παραδοσιακή γραμματική, εστιάζει στην πρόταση και όχι στη λέξη. Κάθε λέξη αποκτά ένα άλλο νόημα μέσα στην πρόταση και αποκαλύπτονται λειτουργίες της που αποκωδικοποιούν το νόημα που κομίζεται. Αυτό που συλλαμβάνεται στη δομική-επικοινωνιακή προσέγγιση της ελληνικής γλώσσας είναι η κοινωνική της διάρθρωση και εξέλιξη. Κάθε λέξη μαζί με τις υπόλοιπες μέσα στην πρόταση κομίζει πολυσήμαντα και διαφορετικά νοήματα κατά περίπτωση ή κατά συνθήκη.

ΒΙΒΛΙΟ Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗ - ΓΚΕΜΜΑ (ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ)

$
0
0


Απόσπασμα από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου:

".....Όταν λέμε η Ερώτηση της Μαργαρίτας, έχουμε στο νου την απορία των ανθρώπων για το θεό. Διατυπώνουμε, δηλαδή, διαφορετικά το ενδιαφέρον μας. Όπως όταν λέμε το άστρι της τραμουντάνας, έχουμε στο νου τον πολικό αστέρα. Ο λεκτικός καθιερωμός η Ερώτηση της Μαργαρίτας, die Gretchensfrage στο πρωτότυπο, είναι η στερεότυπη κα- ταδήλωση, ένας terminus technicus, που αναφέρεται στα απορήματα του ανθρώπου για το θεό, σ'έναν τρόπο εντελώς αυστηρό και εντελώς γεωμετρημένο. Ότι, δηλαδή, η έρευνα του ανθρώπου για το θεό είναι κεφάλαιο και ιδιο-χτησία της φιλοσοφίας και της επιστήμης, και όχι της θρησκείας. 

Ακόμη πιο αναγκαστικά, ότι το πρόβλημα θεός είναι χρέωση και αξίωση της κριτικής φιλοσοφίας και της θετικής επιστήμης. Εκείνων, δηλαδή, των μεθόδων έρευνας που προσφέρουν τον υψηλότερο βαθμό φερεγγυότητας σχετικά με το ακίβδηλο της αλήθειας. Γιατί υπάρχουν και φιλοσοφίες ή επιστήμες, που είναι του μπλα-μπλά και της ανεμοζάλης. Όπως υπάρχουν και ποιητές, που είναι για να διαβάζουν τα ποιήματα τους στα ράδια. Άμπρακατάμπρα. Με βάση σχεδίασης και με θεμέλιο προοπτικής την αυ- στηρή μέθοδο έρευνας, είναι φανερό πως κάτω από τον όρο η Ερώτηση της Μαργαρίτας επιχειρούμε να μιλήσουμε για το θεό σε μια καινούργια γλώσσα. Η γλώσσα αυτή φανερώνεται υποχρεωτικά αποδεκτή από όλους. Όσοι, εν- νοείται, μέσα στο κεφάλι τους έχουν μυαλό ανθρώπου και όχι αίσθηση ζώου. Έτσι, οι διάφορες ιστορικές θρησκείες, που ασχολούνται με το πρόβλημα θεός, αυτόματα αφανίζουνται από το χάρτη αυτής της προβληματικής.

Αφανίζουνται, με τη\ έννοια ότι τις αντικατασταίνει υποχρεωτικά η νέα μέθοδος και η νέα οπτική. Σε επίπεδο παραβολής αυτό σημαίνει τούτο: όπω; υπάρχει μία χημεία, μία γεωμετρία, μία ιατρική, και διδάσκεται η ίδια σε όλα τα πανεπιστήμια της γης ανεξάρτητα από τις γλώσσες και τις φυλές των ανθρώπων, παρόμοια υπάρχει μία μόνο μέθοδος, για να ερευνήσει κανείς το πρόβλημα θεός. Είτε βρίσκεται στο Εσκουαδόρ είτε στο Ισπαχάν είτε στη Νότια Καρολίνα. Εφόσον, εννοείται, εργάζεται με σοβαρότητα, και δε δουλεύει «μηχανές» και αγυρτείες. Τη μέθοδο αυτή μας τη δίνει η Ερώτηση της Μαργαρίτας. Έρχομαι στην πρώτη από τις προκείμενες του προβλή- ματος. Στην επίσκεψη των ονομάτων. Είναι γνωστό ότι η Ερώτηση της Μαργαρίτας είναι ένα σημείο δράσης, μία στιγμή χωροχρόνου, μέσα στην κίνηση του μύθου της τραγωδίας Φάουστ του Γκαίτε. 

Η φιλοσοφία εδιάλεξε αυτή τη στιγμή, και «κατηγόρησε» στο στοχασμό του Γκαίτε την απορία των ανθρώπων για το θεό, επειδή στο Φάουστ του Γκαίτε είδε τον καθολικό ανθρώπινο τύπο του ευρωπαίου, και στον ίδιο το Γκαίτε τον «ολύμπιο» ποιητή της Ευρώπης. Το άλλο όνομα, δίπλα στη Μαργαρίτα, είναι ο Φάουστ. Ο δόκτωρ Φάουστ είναι μία ακρότητα ανθρώπου. Έζησε στην Κρακοβία τον καιρό της Μεταρρύθμισης. Και γέρασε σκυμμένος στις σπουδές και τις μελέτες. Εδιάβασε καράβια τα βιβλία, και αποθήκεψε βουνά τη γνώση. Ο Φάουστ διόδεψε βήμα βήμα τους κλασικούς πολιτι- σμούς. Τις κλασικές γλώσσες τις κατάχτησε στην κορφή και στη ρίζα. Τι Lingua graeca, και τη Lingua latina. Κατά-φαγε τα χειρόγραφα των μοναστηριών ως την ώα τους......."

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ:
ΒΙΒΛΙΟ ΓΚΕΜΜΑ - ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ

ΜΠΡΟΥΝΟ ΣΝΕΛ - Η ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

$
0
0




 Σήμερα θεωρούμε αυτονόητο ότι το έπος, ή λυρική ποίηση και το δράμα είναι ποιητικά είδη πού συνυπάρχουν στη δυτική λογοτεχνία. Στην Ελλάδα όμως, οπού δημιουργήθηκαν αυτά τα ποιητικά είδη ως φορείς μεγάλης ποίησης, η οποία άσκησε άμεσα ή έμμεσα επίδραση στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, άκμασαν διαδοχικά και όχι παράλληλα. Όταν παρακμάζει το έπος, προβάλλει η λυρική ποίηση, και όταν αυτή πλησιάζει στο τέλος της, γεννιέται το δράμα. Τα ποιητικά είδη ήταν επομένως στη χώρα της γέννησης τους κατόρθωμα και έκφραση μιας ορισμένης ιστορικής κατάστασης. Η ιδιοτυπία της επικής σύνθεσης να συλλαμβάνει τη ζωή σαν μια αλυσίδα από γεγονότα δεν αποτελεί στον Όμηρο ένα συνειδητό τρόπο σύνθεσης. 

Ο Όμηρος δεν επέλεξε συνειδητά ανάμεσα σε άλλες δυνατότητες έναν ορισμένο τρόπο παρουσίασης της ανθρώπινης ύπαρξης, τον οποίο θεώρησε τον πιο κατάλληλο για το έπος. Ο Lessing δεν έχει επομένως δίκιο, όταν αποδίδει στον Όμηρο την καλλιτεχνική πρόθεση σύμφωνα με την οποία ο ποιητής αποφεύγει κάθε περιγραφή καταστάσεων και αρκείται μόνο στην αφήγηση γεγονότων. Αυτή η ιδιοτυπία εξαρτάται κυρίως από τον τρόπο με τον οποίο ο Όμηρος βλέπει και φυσικά ερμηνεύει τον άνθρωπο, τη ζωή και τον κόσμο: Οι πράξεις και τα αισθήματα του ανθρώπου καθορίζονται από τις θεϊκές δυνάμεις πού δρουν στον κόσμο, είναι αντιδράσεις των φυσικών του οργάνων σ’ ένα ερέθισμα, το οποίο πιστεύει ότι τον αφορά προσωπικά. Κάθε κατάσταση είναι αποτέλεσμα αυτών των ερεθισμάτων και συγχρόνως πηγή νέων ερεθισμάτων.

Η γένεση του ελληνικού έπους βυθίζεται στο σκοτάδι της προϊστορικής εποχής. Το αρχαιότερο έργο πού γνωρίζουμε αποτελεί συγχρόνως και το αποκορύφωμα της ελληνικής επικής ποίησης: είναι το έργο πού παραδόθηκε με το όνομα του Ομήρου, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Η λυρική ποίηση, αντίθετα, επιτρέπει να θέσουμε ερωτήματα ιστορικού χαρακτήρα, όπως: ποια είναι η διαφορά της από το παλαιότερο ποιητικό είδος, το έπος, και ποιο είναι το νέο πνεύμα πού εκφράζει; Η πιο χαρακτηριστική διαφορά ανάμεσα στους παλαιούς επικούς και τους λυρικούς πού τους διαδέχονται είναι ότι στη λυρική ποίηση οι ποιητές εμφανίζονται ως προσωπικότητες. Οι λυρικοί ποιητές σε αντίθεση με το προβληματικό όνομα του Ομήρου αναφέρουν το όνομα τους, μιλούν για τον εαυτό τους, προσφέρονται σε αναγνώριση ως συγκεκριμένα πρόσωπα.


Στην εποχή της λυρικής ποίησης εμφανίζονται για πρώτη φορά στη σκηνή της ευρωπαϊκής ιστορίας προσωπικότητες με τους πιο διαφορετικούς ρόλους: Αρχηγοί κομμάτων, νομοθέτες και τύραννοι, θρησκευτικοί στοχαστές και φιλόσοφοι, καλλιτέχνες πού τοποθετούν στα έργα τους την υπογραφή τους, και έτσι διασπούν το φράγμα της ανωνυμίας που υψωνόταν ως τότε στην Ελλάδα και την Ανατολή. Την πνευματική σημασία αυτής της διαδικασίας είναι πολύ ευκολότερο να την εκτιμήσουμε με τη βοήθεια της λυρικής ποίησης παρά οποιασδήποτε άλλης τέχνης, γιατί η ποίηση εκφράζει με λόγια την καινούρια προοπτική πού διανοίγεται, και έτσι αποκαλύπτει με σαφήνεια το πνεύμα της εποχής.


Η λυρική ποίηση, τόσο η χορική όσο και η μονωδική, στηρίζεται σε δύο προϋποθέσεις: πρώτον εξαρτάται από λαϊκές προλογοτεχνικές μορφές, πού απαντούν σε όλες τις εποχές και σε όλους τους πολιτισμούς, όπως είναι ορχηστικά, λατρευτικά, εργατικά κτλ. τραγούδια, πού σκοπό έχουν να εξυπηρετήσουν ομαδικές ασχολίες σε ορισμένες περιστάσεις της κοινωνικής συμβίωσης. Δεύτερο, γίνεται αισθητή η επίδραση της επικής ποίησης και ιδιαίτερα του Ομήρου στους Έλληνες λυρικούς. Δεν υπάρχει κανένας ποιητής πού να μη δέχτηκε σε ορισμένα αντιπροσωπευτικά χωρία της ποίησης του αυτή την επίδραση, με τη βοήθεια της οποίας η λυρική ποίηση υπερβαίνει το στάδιο της περιστασιακής ποίησης, παρόλο πού δεν παύει να συνδέεται με ορισμένες και συγκεκριμένες αφορμές.


Το μεγαλύτερο μέρος της αρχαϊκής λυρικής ποίησης που μας παραδόθηκε είναι εορταστική ποίηση, δηλαδή ποίηση πού χρωστά τη σύνθεση της σε διάφορες γιορτές προς τιμήν θεών ή ανθρώπων.Σκοπός της είναι να εξυψώσει ένα σημαντικό γεγονός του παρόντος πάνω από τον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, να χαρίσει διάρκεια στη χαρούμενη στιγμή. Τα δύο βασικά μέσα πού χρησιμοποιεί για να φτάσει σ’ αυτόν το σκοπό (αν δεν λάβουμε υπόψη την αυστηρή παραδοσιακή μορφή που είναι ένας παράγοντας σταθερότητας), είναι ο μύθος και το γνωμικό.Ο μύθος, κυρίως ο μύθος που πέρασε από το φίλτρο της επικής ποίησης, παραθέτει πλάι στο γήινο γεγονός μια ανάλογη θεϊκή ή ηρωική εικόνα και έτσι προσδίδει στις εφήμερες ανθρώπινες πράξεις νόημα και αξία. Το γνωμικό συνδέει το επιμέρους με το γενικό, συχνά με προτρεπτική ή διδακτική μορφή, και οδηγεί με ορθολογικό τρόπο το πνεύμα στις μόνιμες αξίες, στην αλήθεια. Σ’ αυτή την εορταστική ποίηση ανήκει σχεδόν ολόκληρη η χορική ποίηση από το τέλος του 7ου ως τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ., από τον Αλκμάνα ως τον Βακχυλίδη και τον μεγάλο Πίνδαρο με ενδιάμεσους σταθμούς τον Στησίχορο, τον Ίβυκο και τον Σιμωνίδη.


Αυτοί οι ύμνοι που αποτελούν την πραγματικά «μεγάλη» λυρική ποίηση των Ελλήνων διαμόρφωσαν το υψηλό ποιητικό ύφος τόσο για τους ίδιους τους Έλληνες όσο και για τους μεταγενεστέρους. Από αυτήν εξελίχθηκε η τραγωδία και κάθε μορφή ποίησης με υψηλό και παθητικό ύφος. Αυτή καθοδήγησε τον Κlοpstock, τον νεαρό Goethe, τον Hölderlin και τον Rilke στη σύνθεση των ύμνων τους. Αυτή η ποίηση πιστεύει, σε αντίθεση με το έπος, ότι το παρόν αξίζει να εξυμνηθεί. Οι πράξεις του παρελθόντος δεν αποτελούν αυτοσκοπό, άλλα συμβάλλουν στην εξύψωση του παρόντος. Οι αρχαϊκοί Έλληνες ένιωθαν χαρά για καθετί ζωντανό και πολύχρωμο πού ανήκει στο παρόν.


Η χτυπητή αντίθεση ανάμεσα στο μύθο και το παρόν, ανάμεσα στο ιδεατό και το πραγματικό, ανάμεσα στην απαίτηση και τη δυνατότητα πραγματοποίησης της, γίνεται όλο και περισσότερο αισθητή στη διάρκεια της διακοσιόχρονης εξέλιξης• παρ’ όλα αυτά το παρόν παραμένει ο χώρος οπού κινείται η λυρική ποίηση, αν και έχει αποκτήσει μια νέα αίσθηση της υπερχρονικότητας.


Παράλληλα με την υμνωδική ποίηση αναπτύσσεται την ίδια εποχή – μόνο πού αρχίζει κάπως νωρίτερα και παρακμάζει επίσης κάπως νωρίτερα – ένα άλλο εξίσου σημαντικό είδος λυρικής ποίησης, πού πλησιάζει περισσότερο τη σημασία πού δίνουμε εμείς στον όρο «λυρικός», γιατί η ποίηση αυτή εκφράζει προσωπικά βιώματα των δημιουργών της. Για τους Έλληνες αυτή η ποίηση δεν αποτελεί μια ενότητα, λυρική ποίηση είναι η ποίηση πού τραγουδιέται είτε είναι χορική, όπως είδαμε παραπάνω, είτε μονωδική, Οπότε παρουσιάζεται από ένα άτομο, όπως η ποίηση της Σαπφώς, του Αλκαίου και του Ανακρέοντα. Πολλά από τα μονωδικά ποιήματα είναι εγκώμια προς τιμήν θεών ή ανθρώπων – π.χ. τα επιθαλάμια της Σαπφώς -, άλλα το νέο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ποίηση αυτή σε σύγκριση με τη χορική είναι ότι οι ποιητές μιλούν για τον εαυτό τους. Παρόμοιοι είναι και οι στίχοι που οι Έλληνες δεν τους κατέτασσαν στη λυρική ποίηση, γιατί δεν τραγουδιούνται με τη συνοδεία λύρας, άλλα αντιστοιχούν περίπου στη δική μας αντίληψη για τη λυρική ποίηση. Πρόκειται για τους στίχους που απαγγέλλονταν με τη συνοδεία αυλού, οι ίαμβοι και τα δίστιχα, που ανακάλυψε ο Αρχίλοχος σύμφωνα με την αρχαία παράδοση. 


Για να δείξουμε τι θεωρούσαν οι ίδιοι οι ποιητές προσωπικό στοιχείο στην «προσωπική λυρική ποίηση» (αν αυτός ο όρος είναι θεμιτός), για ποιο λόγο μιλούσαν για τον ίδιο τους τον εαυτό και με ποιο τρόπο συνειδητοποίησαν την ατομικότητα τους, διαλέγουμε τρεις ποιητές: τον Αρχίλοχο, τον ποιητή των Ιάμβων, που ζει στο πρώτο μισό του 7ου αιώνα, και τους δύο μονωδικούς ποιητές Σαπφώ και Ανακρέοντα. Η Σαπφώ ακμάζει γύρω στα 600 π.Χ. και ο Ανακρέων ζει ως το 500 π.Χ. περίπου. Έτσι οι ερωτήσεις μας απευθύνονται σε τρεις πολύ διαφορετικούς χαρακτήρες και ιδιοσυγκρασίες, που με τα ποιήματα τους καλύπτουν χρονικά σχεδόν ολόκληρη την περίοδο των δύο αιώνων, στην οποία άνθησε ή λυρική ποίηση. Με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό να προβληθούν ικανοποιητικά τόσο τα κοινά σημεία όσο και η προσωπική συμβολή τους. Η ερευνά θα δείξει ότι και αυτοί οι ποιητές, όπως οι χορικοί, στρέφονται από το παρελθόν στο παρόν, για να αναζητήσουν το υπερχρονικό.

Το πεδίο που θα ερευνήσουμε καλύπτεται από αξιοθρήνητα κατάλοιπα. Από τα λίγα ποιήματα του Αρχίλοχου, της Σαπφώς και του Ανακρέοντα που σώθηκαν ακέραια και από τα συνήθως πολύ σύντομα παραθέματα μεταγενέστερων συγγραφέων μπορούμε να αποσπάσουμε μια απάντηση στο ερώτημα για το πνευματικό τους κατόρθωμα, μόνο αν εκμεταλλευτούμε ακόμη και την παραμικρότερη λεπτομέρεια. Ωστόσο, έτσι τουλάχιστον ελπίζουμε, αυτό που θα προκύπτει κάθε φορά ως νεοτερικό ή ιδιότυπο στοιχείο θα αποτελέσει τελικά τμήμα μιας ενιαίας εικόνας. Ο δρόμος που ακολουθούν οι λυρικοί οδηγεί προς μια ορισμένη κατεύθυνση, και αυτό που αρχικά φαίνεται ως παραλλαγή μιας μοναδικής σκέψης, ως προσωπική μεταβολή ενός παραδοσιακού θέματος, ανήκει σε μια γενικότερη ιστορική διαδικασία.

Ο Αρχίλοχος διάβασε στην Οδύσσεια το στίχο (ξ 228):
κάθε άνθρωπος και με άλλη χαίρεται μαθές δουλειά στον κόσμο*
και έδωσε τη δική του παραλλαγή (απ. 41 ):
(του καθενός ή καρδιά ευχαριστιέται με διαφορετικά πράγματα)
Η γνώση ότι κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά δεν εκφράζεται ακόμη στην Ιλιάδα με τόση σαφήνεια. Στην Οδύσσεια διαμορφώνεται μια λεπτότερη αντίληψη σχετικά με τη διαφοροποίηση των ανθρώπων. Τα ίχνη αυτά ακολουθεί ο Αρχίλοχος, ο οποίος εκφράζει μια βασική ιδέα της αρχαϊκής εποχής. Ο Σόλων περιγράφει με λεπτομέρειες πόσο διαφορετικοί είναι οι δρόμοι της ζωής, και ο Πίνδαρος επινοεί διαρκώς νέες διατυπώσεις της σκέψης αυτής (π.χ. Πνθιόνικος 10, 60). Η όραση των ποιητών οξύνεται για τις μεταβολές πού συμβαίνουν στον άνθρωπο με το πέρασμα του χρόνου. Ο Αρχίλοχος βρήκε στην Οδύσσεια τους στίχους (σ 136 κ.έ.):
Κατά πού αλλάζει των αθάνατων και των θνητών ο κύρης
την πάσα μέρα, αλλάζει κι ο άνθρωπος στη γης αυτή τα φρένα.


Έχοντας ως πρότυπο αυτό το χωρίο ο ποιητής απευθύνει στο φίλο του Γλαυκό τους στίχους (απ. 68):
Γλαυκέ, γιε του Λεπτίνη, η σκέψη των θνητών
είναι τέτοια, όπως ó Δίας κάθε μέρα την κατευθύνει,
και σκέφτονται σύμφωνα με τις καθημερινές τους ασχολίες.


Ο Αρχίλοχος ξαναπιάνει αυτές τις γενικές σκέψεις της Οδύσσειας που τονίζουν την αστάθεια του κόσμου στην οποία ο άνθρωπος είναι εκτεθειμένος, ενός κόσμου που είναι γοητευτικός και συγχρόνως καταπιεστικός. Τόσο βαθιά νιώθει ο Αρχίλοχος την επισφαλή θέση του ανθρώπου. Αυτή τη θέση επιβεβαιώνουν και άλλοι στίχοι του. Ουσιαστικά δεν εκφράζει κάτι καινούριο, άλλα αυτή η διαφοροποιημένη όραση συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση του εαυτού μας και των ιδιοτήτων του κι έτσι έχουμε την αρχή μιας πραγματικά καινούριας σκέψης.


Η αντιπαράθεση της προσωπικής γνώμης ενός ανθρώπου στη γνώμη των άλλων είναι το θέμα του ποιήματος της Σαπφώς που βρέθηκε σ’ έναν πολύ κατεστραμμένο πάπυρο στην Αίγυπτο, και που το κείμενο του συμπληρωμένο έχει ως εξής (απ. 27):
Ο ένας υμνεί σαν το πιο όμορφο πράγμα πάνω στη μαύρη γη
το ιππικό, ένας άλλος το πεζικό, κι ένας τρίτος το ναυτικό,
εγώ όμως θεωρώ το πιο όμορφο αυτό που καθένας αγαπά.
Κι αυτό είναι πολύ εύκολο να το καταλάβει
ο καθένας, γιατί αυτή που ξεπερνούσε όλους
σε ομορφιά, η Ελένη, εγκατέλειψε τον καλύτερο σύζυγο.
Με το καράβι πήγε στην Τροία
και δε σκέφτηκε ούτε την κόρη της ούτε τους αγαπημένους της γονείς,
αλλά χωρίς τη θέληση της ακολούθησε την Αφροδίτη.
Αλήθεια, δεν είναι δύσκολο να κατευθύνεις μια γυναίκα,
η αγάπη μπορεί να θολώσει τόσο εύκολα το μυαλό της!
Και τώρα η Κύπρις μου θύμισε ξαφνικά την Ανακτορία.
Θα προτιμούσα να δω το εράσμιο βάδισμα της
και το φωτεινό, λαμπερό πρόσωπο της,
παρά τα άρματα των Λυδών και το βαριά οπλισμένο πεζικό.


Στην αρχή και στο τέλος του ποιήματος η Σαπφώ χρησιμοποιεί το σχήμα Priamel* (μια λαϊκή μορφή που διαχωρίζει ένα πράγμα από όλα τα αλλά) για να αντιπαραθέσει την προσωπική της γνώμη σ’ αυτό πού οι άλλοι θεωρούν ωραίο. Έτσι μετασχηματίζει το εγκώμιο και το συμβατικό εορταστικό τραγούδι μιας παραδοσιακής κοινωνίας. Στη μεγαλοπρέπεια πού προκαλεί γενικό θαυμασμό, στις παρελάσεις του ιππικού, του πεζικού και του στόλου, αντιπαραθέτει κάτι απλό: το χαριτωμένο βάδισμα και το λαμπερό πρόσωπο της αγαπημένης της Ανακτορίας. (Ό,τι αγαπά ο καθένας, αυτό είναι και το πιο όμορφο.) Η Σαπφώ θεωρεί το εσωτερικό αίσθημα ανώτερο από την εξωτερική λάμψη, που με την τελευταία της πρόταση δείχνει ότι της είναι ξένη και ανατολίτικη. Ή αντίληψη του Ομήρου και του Αρχίλοχου ότι «του καθενός η καρδιά ευχαριστιέται με διαφορετικά πράγματα» παρέθετε τις αξίες ισότιμα, η Σαπφώ τονίζει ποια αξία είναι ανώτερη από τις άλλες, και εννοεί την αξία πού ή ψυχή της περιβάλλει με αγάπη. Παρόμοιες απόψεις εκφράστηκαν και σε άλλα ποιήματα της αρχαϊκής εποχής, αλλά στη Σαπφώ συναντούμε τη σκέψη αυτή για πρώτη φορά. Σε ένα άλλο απόσπασμα λέει για την αγαπημένη κόρη της Κλείδα (απ. 152): «δεν την αλλάζω ούτε με ολόκληρο το λυδικό βασίλειο», και ο Ανακρέων ξαναπιάνει αυτή την ιδέα και την εκφράζει με το σχήμα Priamel (απ. 8):
Εγώ δεν θα επιθυμούσα
ούτε το κέρας της Αμάλθειας
ούτε να είμαι βασιλιάς της Ταρτησσού
για εκατόν πενήντα χρόνια.


Ό, τι επιθυμούν άλλοι, το πλούσιο κέρας της Αμάλθειας, ή τη μακρόχρονη βασιλεία στην πόλη της Δύσης με τα μυθώδη πλούτη, ο Ανακρέων το αρνιέται. Αυτό που έχει αξία γι’ αυτόν δεν μας το διαφύλαξε η παράδοση, αλλά, μια και μιλά για μια τόσο υπερβολική μεγαλοπρέπεια, θα πρέπει να ήταν κάτι πολύ απλό το αντικείμενο της προτίμησης του.


Αυτή η αντίθεση ανάμεσα στο θεαματικό που θαυμάζουν όλοι και στο απλό πού είναι και πιο ουσιαστικό είναι άγνωστη στον Όμηρο. Παρόμοιες ιδέες είναι όμως γνωστές ήδη στον Αρχίλοχο, ένα απόσπασμα του οποίου (απ. 22) επιτρέπει να αναγνωρίσουμε με μεγαλύτερη σαφήνεια πως η απαρίθμηση σε σχήμα Priamel «συνδέεται με τον συμβατικό μακαρισμό».


Ο ποιητής λέει :
δε με ενδιαφέρει η περιουσία του πάμπλουτου Γύγη
και δε ζηλεύω ούτε εποφθαλμιώ
ό,τι (του) έδωσαν οι θεοί (θεών έργα) ούτε επιθυμώ
τη μεγάλη τυραννίδα, γιατί είναι μακριά από τις βλέψεις μου.


Διαφορετικά από τη Σαπφώ και με μεγαλύτερη έμφαση από τον Ανακρέοντα ο Αρχίλοχος εκδηλώνει την περιφρόνηση του για ένα επώνυμο πρόσωπο που το εκτιμούν όλοι. Συνήθως εγκωμιάζουν αυτόν που έχει τα πλούτη του Γύγη. Έχει πολύ χρυσάφι, επομένως είναι όλβιος• οι θεοί του το χάρισαν, άρα είναι ευδαίμων, η βασιλική εξουσία τον κάνει να φαίνεται όμοιος με τους θεούς, είναι ισόθεος. Όλες αυτές οι ιδιότητες θα άξιζαν να γίνουν αντικείμενο ενός μακαρισμού, ενός εγκωμίου.
Ένας τέτοιος μακαρισμός σταθεροποιούσε την εκτίμηση εκείνου πού άξιζε να εκτιμάται στο πλαίσιο ενός πολιτισμού, όπου το καλό όνομα ήταν το παν. Επίνικος, επιθαλάμιο, θρήνος ήταν μορφές ενός τέτοιου μακαρισμού που καθιέρωσε η λατρεία. Η καθημερινά όμως αυξανόμενη συνείδηση ότι διαφορετικοί άνθρωποι χαίρονται με διαφορετικά πράγματα ανέτρεψε την πίστη ότι η κοινωνική εκτίμηση αποτελεί τη μοναδική αξία του ανθρώπου. Ακόμη και όταν ο μακαρισμός διατηρεί, ιδιαίτερα στον αριστοκρατικό κόσμο, την αξία του, όπως συμβαίνει στον Πίνδαρο, ο Αρχίλοχος καλλιεργεί «αντιμορφές» μακαρισμού, όπως θα μπορούσε κάποιος να τις ονομάσει. Με τον ψόγο καταστρέφει την εκτίμηση των έχθρων του, και με το σχήμα Priamel εκφράζει αυτό πού θεωρεί σημαντικότερο από τις παραδοσιακές αξίες. Ο σκληρός πολεμιστής, που δεν γνωρίζει τους τρυφερούς τόνους της Σαπφώς ούτε την πνευματώδη χάρη του Ανακρέοντα, περιγράφει πώς φαντάζεται έναν καλό στρατηγό (απ. 60):
Δε μου αρέσει ó στρατηγός πού είναι ψηλός και κάνει μεγάλα βήματα, πού περηφανεύεται για τις πλεξούδες του και ξυρίζει φιλάρεσκα
το γένι του.

Περισσότερο θα μου άρεσε ένας κοντός, ακόμη κι αν είναι
στραβοπόδης, αρκεί να κρατιέται γερά στα πόδια του και να το λέει
ή καρδιά του.


Ένας τέτοιος διαχωρισμός ανάμεσα σε εσωτερικές και εξωτερικές αξίες είναι άγνωστος στον Όμηρο. Βέβαια ο Οδυσσέας επιστρέφει στην πατρίδα του σαν αξιολύπητος γερο-ζητιάνος, ενώ είναι ο δυνατός ήρωας. Εδώ η φτώχεια είναι απλώς το προσωπείο πίσω από το οποίο η Αθηνά κρύβει τον ήρωα για να μην τον αναγνωρίσει κανείς. Όταν όμως το φαινόμενο και η πραγματική αξία έρχονται σε αντίθεση, δεν θυσιάζεται, όπως στον Αρχίλοχο, η εξωτερική αξία για χάρη της εσωτερικής. Ο στρατηγός του Αρχίλοχου είναι καλός, γιατί δεν είναι κομψός. Ο ζητιάνος Ίρος είναι αλήθεια ότι (Οδύσσεια, σ 3):
δεν είχε ανδρεία ούτε δύναμη, άλλα έδειχνε τρανή η κορμοστασιά του.

Ο Ίρος είναι ακριβώς το αντίθετο του Οδυσσέα. Αλλά ο Αρχίλοχος εκφράζει για πρώτη φορά το παράδοξο ότι ο στρατηγός δεν είναι γενναίος χάρη στη μεγαλόπρεπη εμφάνιση του και ότι τα ωραία, μακριά του πόδια μόνο για τη φυγή τα χρειάζεται (αυτό φαίνεται ότι εννοεί ó ποιητής). Eδώ η εξωτερική εμφάνιση καταστρέφει την εσωτερική αξία.


Ο Αρχίλοχος και με άλλες ευκαιρίες αντιπαραθέτει αυτό πού θεωρεί αξιόλογο στις γενικά αναγνωρισμένες αξίες με πολύ πιο απότομο τρόπο από ο,τι η Σαπφώ, η καλύτερα με τρόπο σκανδαλιστικό (απ. 6):
Κάποιος από τους Σαϊους περηφανεύεται για την αψεγάδιαστη
ασπίδα μου που παρά τη θέληση μου άφησα κοντά σ’ ένα θάμνο.
Αλλά γλίτωσα τη ζωή μου. Τι μ’ ενδιαφέρει η ασπίδα εκείνη ;
Ας πάει στα κομμάτια, θα αποκτήσω πάλι μιαν άλλη το ίδιο καλή.


Χωρίς ασπίδα τα βγάζω πέρα, αρκεί μόνο να ξεφύγω το θάνατο. Ο ηρωικός κώδικας των Σπαρτιατών που απαιτεί από τον πολεμιστή να γυρίσει ή με την ασπίδα ή νεκρός πάνω σ’ αυτήν, για τον Αρχίλοχο είναι μια ουτοπία που την αποκαλύπτει με θράσος και χιούμορ. Αυτή τη χαρά για την αφαίρεση της μάσκας από τα φαινόμενα την ξανασυναντούμε, αλλά με τετριμμένη μορφή, στον Ανακρέοντα. Όπως ο Αρχίλοχος αφαιρεί τη μάσκα από τον ωραίο στρατηγό, έτσι κι αυτός αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο του νεόπλουτου Αρτέμωνα που καλλωπισμένος περνά με την αμαξά του (απ. 54):
Πριν φορούσε έναν μπαλωμένο σκούφο στο κεφάλι
κι ένα στενοραμμένο χιτώνα,
ξύλινους κύβους στ’ αυτιά και γύρω
από τα πλευρά του ένα άτριχο βοδίσιο δέρμα
πού είχε να πλυθεί από τότε πού κάλυπτε την παλιά
ασπίδα. Έκανε παρέα με φουρνάρισσες
και πόρνες ο παλιάνθρωπος Αρτέμων,
πού κέρδιζε βρώμικα το ψωμί του.
Συχνά έπαιξε το κεφάλι του, συχνά τον δέσαν στον
τροχό των βασανιστηρίων,
συχνά του χάραξαν την πλάτη με το μαστίγιο
και του μάδησαν τα μαλλιά και τα γένια.
Τώρα όμως καμαρώνει σε πολυτελή άμαξα ο γιος
της Κύκης και φορά χρυσά στολίδια,
κρατά ομπρέλα από ελεφαντόδοντο
όπως οι γυναίκες…


Από που παίρνουν αυτοί οι ποιητές το δικαίωμα να κρίνουν τόσο υποκειμενικά; Ποια κριτήρια καθορίζουν την αξία που λαμβάνουν ως πρότυπο; Έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους ο απογοητευτικός κυνισμός του Αρχίλοχου, η πνευματώδης διάθεση του Ανακρέοντα και η εσωτερικότητα της Σαπφώς; Το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι καταρχήν αρνητικό. Και οι τρεις τους δεν αρνούνται μια γενικά αναγνωρισμένη αξία για ηθικούς ή νομικούς λόγους. Το γεγονός ότι η Σαπφώ δεν χαίρεται με τις στρατιωτικές παρελάσεις δεν έχει καμιά σχέση με την ηθική ή με το δίκαιο. Ο Αρχίλοχος θεωρεί τη ζωή του ανώτερη από την ασπίδα του. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με κάθε παραδοσιακή ηθική, αλλά δεν σημαίνει ότι θέλει να παρουσιάσει μια νέα ηθική ή ένα ανώτερο δίκαιο.


Η πρόταση της Σαπφώς «το πιο όμορφο είναι αυτό που κάποιος αγαπά» φαίνεται ότι ευνοεί την αυθαιρεσία του προσωπικού γούστου, για το οποίο, σύμφωνα με τη λατινική παροιμία, κανείς δεν μπορεί να προβάλει, αντιρρήσεις. Ο Αρχίλοχος εμφανίζεται ως αδίστακτος ατομικιστής. Αλλά και οι δυο έχουν τάξει σκοπό τους να συλλάβουν ένα μέρος από τη γνήσια πραγματικότητα, να ανακαλύψουν την ουσία πίσω από τα φαινόμενα.


Ο Καλλίνος ήδη πριν από τον Αρχίλοχο και έπειτα ο Τυρταίος συνέβαλαν με τις ελεγείες τους στην αναβίωση των πολεμικών παραινέσεων που γνώριζαν από τον Όμηρο, και τις μεταμόρφωσαν, θα λέγαμε, σε επίκαιρα πολεμικά τραγούδια που παρακινούσαν τους πολεμιστές να είναι γενναίοι στη μάχη.


Με αυτή την επιστροφή από τη λογοτεχνική μορφή στην άμεση πραγματικότητα, που εδώ εμφανίζεται για πρώτη φορά, οδηγήθηκε το ευρωπαϊκό πνεύμα επανειλημμένα σε νέες ανακαλύψεις. Ο Αρχίλοχος είναι ο πρώτος που στρέφεται συνειδητά και με ριζοσπαστικό τρόπο προς την άμεση πραγματικότητα. Και αυτός ανήκει στη λογοτεχνική παράδοση του ηρωικού έπους, χρησιμοποιεί τη γλώσσα του και πραγματεύεται το κύριο επικό θέμα, τον πόλεμο. Αλλά αφαιρεί από τον πόλεμο κάθε επική μεγαλοπρέπεια και τον θεωρεί γεγονός της σύγχρονης ζωής. Μιλά για το σκληρό ψωμί στο πεδίο της μάχης, για το ποτό την ώρα της σκοπιάς (απ. 2, 5) ή για τη σκληρότητα του αγώνα που τον περιμένει (απ. 3). Ως μισθοφόρος συναντά στη ζωή αυτό που περιγράφει το έπος, αλλά χωρίς ψευδαισθήσεις, πράγμα που για τον Αρχίλοχο σημαίνει: με μεγαλύτερη ένταση. Από την ποίηση του μας έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα, και γι’ αυτό ένα συμπέρασμα e silentio δεν μπορεί να είναι σίγουρο. 


Μας επιτρέπεται ωστόσο να υποθέσουμε ότι ασχολήθηκε λιγότερο με την αριστοκρατική κοινωνία, με το σκοπό ενός πολέμου ή με την ανδρεία που φέρνει τη νίκη. θέμα του ήταν η αντικειμενική πραγματικότητα του πολέμου, η αθλιότητα και αβεβαιότητα του. Έζησε τη γυμνή πραγματικότητα της ζωής με έναν τρόπο νέο και μεγάλο. Το πολεμικό όμως τραγούδι του δεν έχει τον ίδιο σκοπό που είχε το τραγούδι του Καλλίνου και του Τυρταίου, δηλαδή την ενθάρρυνση των πολεμιστών. Το τραγούδι του δεν είναι ένας πολεμικός αλαλαγμός με ποιητική μορφή, μια ενίσχυση για την κλειστή τάξη των πολεμιστών, αλλά αποδεσμεύεται από αυτή την κοινωνική λειτουργία. Ο Αρχίλοχος επιδιώκει με την ποίηση προσωπικούς στόχους. Οι στίχοι του δεν αποσκοπούν μόνο στη δράση, όσο δραστήριος κι αν ήταν ο ίδιος, αλλά εκφράζουν την αθλιότητα και την αβεβαιότητα της ζωής.
Όταν μιλά για αγάπη, τότε πρόκειται πάντα για μια ατυχή αγάπη. Ο Όμηρος γνωρίζει την αγάπη ως ένα από τα ευχάριστα πράγματα της ζωής, και την αναφέρει μαζί με το χορό, το κρασί, και τον ύπνο. Η ατυχή αγάπη του είναι άγνωστη. Στη χειρότερη περίπτωση εμφανίζεται ως καταστρεπτική τύφλωση, όπως συμβαίνει με τη ζώνη της Αφροδίτης (Ιλιάδα, Ξ 215 κ.έ.), στην οποία
τα μάγια έσμιγαν όλα,
κι η αποθυμιά και τα γλυκόλογα της ερωτιάς κι η αγάπη
και το ξελόγιασμα, που πλάνεψε και μυαλωμένο ακόμα.


Αυτούς τους στίχους έχει υπόψη του ο Αρχίλοχος στο απόσπασμα 112:
Τέτοιος πόθος γι’ αγάπη γλίστρησε κρυφά στην καρδιά μου,
άπλωσε στα μάτια μου πυκνή ομίχλη
και μου έκλεψε την ήρεμη σκέψη από τα στήθια.


Η Ομίχλη που απλώνεται στα μάτια άπαντα και στον Όμηρο, οπού είναι σύμπτωμα θανάτου ή λιποθυμίας. Αυτή ακριβώς η διαπίστωση κάνει πιθανή τη σκέψη ότι ο Αρχίλοχος δεν παρατήρησε από απόσταση τις συνέπειες που έχει μια μάταιη αγάπη σε κάποιο άλλο πρόσωπο, όπως συμβαίνει στον Όμηρο, αλλά μιλά για τη δική του άτυχη αγάπη, πράγμα που δεν γίνεται σαφές στο κείμενο που μας παραδόθηκε. Η ίδια σκέψη επανέρχεται σ’ ένα άλλο απόσπασμα (104) που σίγουρα αναφέρεται στον ίδιο:
Δυστυχισμένος κείτομαι ξεψυχισμένος
από τον πόθο τρυπημένος ως το μεδούλι
από φοβερούς πόνους σύμφωνα με τη θέληση των θεών.


Ο Αρχίλοχος αισθάνεται την αγάπη ως δύναμη που τον φέρνει κοντά στη λιποθυμία ή το θάνατο. Τον τρυπά ως το μεδούλι, λέει, σύμφωνα με τη θέληση των θεών. Εδώ συναντούμε την Ομηρική αντίληψη ότι τα αισθήματα δεν προέρχονται αυθόρμητα από τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, αλλά έχουν την πηγή τους στους θεούς. Ωστόσο το καινούριο στοιχείο είναι ότι ο ποιητής αισθάνεται την αγάπη, που η εκπλήρωση της αναστέλλεται, με ιδιαίτερη ένταση. Με αυτό τον τρόπο όμως η αγάπη δεν ανήκει πια στις εμπειρίες που ολοκληρώνουν χαρούμενα τη ζωή, άλλα προκαλεί το αίσθημα του θανάτου. Ο ποιητής αισθάνεται την αγάπη ως αποτέλεσμα της ενέργειας μιας θεότητας, αλλά το γεγονός ότι η ομαλή ροή των αισθημάτων του αναστέλλεται, το συνειδητοποιεί ως κάτι προσωπικό, ως απώλεια των δυνάμεων του, ως αδυναμία που μοιάζει, με θάνατο.
Έτσι αισθάνεται την αγάπη και η Σαπφώ (απ. 2):
Αυτός ο άντρας μου φαίνεται ίσος με τους θεούς,
που κάθεται απέναντι σου
και ακούει δίπλα σου τα γλυκά σου λόγια
και το γέλιο το γεμάτο πόθο. ‘Αλήθεια,

ή καρδιά μου στα στήθη πιάνεται από φόβο. ‘Όταν σ’ αντικρίζω, έστω και για λίγο,
η φωνή μου κόβεται,
η γλώσσα μου κομπιάζει, και μια σιγανή
φωτιά καίει κάτω από το δέρμα μ»υ’
τα μάτια μου δε βλέπουν τίποτε
και τ’ αυτιά μου βουίζουν
ίδρωτας κυλά στο κορμί μου κι ένα τρέμουλο
με συνεπαίρνει ολόκληρη. Γίνομαι πιο χλωμή κι απ ‘το χορτάρι
και νομίζω ότι βρίσκομαι κοντά στο θάνατο. Αλλά όλα μπορεί να τα αντέξει κανείς…
Το ποίημα έχει τα χαρακτηριστικά ενός επιθαλάμιου και αρχίζει με τον παραδοσιακό μακαρισμό του άντρα που οδηγεί τη νύφη στο σπίτι. Αλλά η Σαπφώ μιλά για τη δική της αγάπη. Η αγάπη που έγινε στους στίχους που παραθέσαμε πιο πάνω (σ. 86) κριτήριο για την επιλογή του ωραίου είναι εδώ, όπως κι εκεί, άτυχη αγάπη: άτυχη εκεί, γιατί η αγαπημένη βρίσκεται μακριά, εδώ, γιατί πρόκειται να φύγει. Όπως ο Αρχίλοχος αισθάνεται αδύναμος και χωρίς ζωή, έτσι και η Σαπφώ περιγράφει με μελανά χρώματα πως οι αισθήσεις και το σώμα της παραλύουν, πως φτάνει στα όρια του θανάτου.
Οι αναφορές και οι ομοιότητες που συνδέουν τη Σαπφώ με τον Αρχίλοχο δεν είναι ούτε εξωτερικές ούτε τυχαίες, γιατί η Σαπφώ γνώριζε τα ποιήματα του Αρχίλοχου. Ένα παλιό επικό επίθετο χαρακτήριζε τον ύπνο λυσιμελή, επειδή κάνει τον άνθρωπο ανίκανο να κινήσει τα μέλη του. Ακολουθώντας αυτή την παράδοση ο Ησίοδος λέει (Θεογονία 120): «Ο Έρως, που είναι ο πιο όμορφος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς /και λύνει τα μέλη, υποτάσσει τη σκέψη στα στήθη και τη συνετή συμβουλή /όλων των θεών και όλων των ανθρώπων…». Αυτός είναι ο έρωτας που αφαιρεί το λογικό των ανθρώπων και τους κάνει νωθρούς και ανόητους. Την επιρροή του τη διαπιστώνουμε σε άλλους ανθρώπους. Αυτή τη σκέψη χρησιμοποιεί ο Αρχίλοχος, για να εκφράσει ένα προσωπικό του Βίωμα στην αρχή ενός ποιήματος (απ. 118), που ο πρώτος του στίχος πρέπει να είχε περίπου το περιεχόμενο: «είμαι ανίκανος να κάνω οτιδήποτε»• έπειτα συνεχίζει:
ο πόθος, φίλε μου, που λύνει τα μέλη, με νίκησε.

Τη σκέψη που ήδη γνωρίσαμε, ότι δηλ. η αγάπη προκαλεί στον ερωτευμένο αδυναμία, η Σαπφώ τη δανείζεται από τον Αρχίλοχο, και μάλιστα πάλι στους πρώτους στίχους ενός ποιήματος (απ. 137):
Πάλι με αναστατώνει δ ερωτάς, που λύνει, τα μέλη,
αυτό το γλυκόπικρο πλάσμα που με κάνε1, αδύναμη.


Το λεξιλόγιο και το αίσθημα ότι ο άτυχος εραστής νιώθει αβοήθητος και ανίκανος να δράσει είναι ένα αίσθημα καινούριο για τη μεθομηρική εποχή και τόσο κοντά στους στίχους του Αρχίλοχου, ώστε είναι βέβαιο ότι η Σαπφώ έμαθε από τον Αρχίλοχο να αισθάνεται και να εκφράζει αυτή την ατυχή αγάπη που μοιάζει τόσο πολύ με το θάνατο.


Και σ’ αυτόν το στίχο η «αγάπη» της Σαπφώς είναι πέρα για πέρα «μυθική». Δεν είναι ένα αίσθημα που πηγάζει από τον εσωτερικό της κόσμο, άλλα μια επέμβαση της θεότητας. Δικό της ωστόσο προσωπικό αίσθημα με όλη τη σημασία της λέξης είναι η αδυναμία της. Η εμποδισμένη, η ανεκπλήρωτη αγάπη καταγράφεται στη συνείδηση με ιδιαίτερη ένταση. Εκεί που πάει να σβήσει η σπίθα ενός δυνατού και ζωντανού πόθου, φουντώνει ακόμη περισσότερο, γιατί συναντά αντίσταση. Αυτό το αίσθημα, που συνειδητοποιείται από τη στιγμή που θα συναντήσει αντίσταση, είναι κάτι τελείως προσωπικό και μειώνει την αξία των πραγμάτων που είχαν άλλοτε υμνηθεί. Σ’ αυτό το σημείο δημιουργείται η αντίθεση ανάμεσα στην πραγματική ύπαρξη και τα φαινόμενα, ανάμεσα σε αυτό που οι άλλοι εκτιμούν βαθιά και σε αυτό που θεωρεί κάποιος σημαντικό. Και επειδή η αγάπη δεν θεωρείται ιδιωτική παραξενιά ή υποκειμενικό αίσθημα, αλλά βιώνεται ως υπερανθρώπινη, θεϊκή δύναμη, αυτό το προσωπικό αίσθημα είναι δυνατό να οδηγήσει τον άνθρωπο σε ουσιαστικές αλήθειες. Η Σαπφώ χρωστά στο πάθος και στη θλίψη της την ανακάλυψη της απλής και φυσικής πραγματικότητας, και αυτή η νέα προσέγγιση στις ρίζες της ύπαρξης της αποκαλύπτει νέες περιοχές του ψυχικού κόσμου.


Όσον άφορα την καθαρότητα και ειλικρίνεια αυτού του αισθήματος, η Σαπφώ προχωρεί πέρα από τον Αρχίλοχο, παρόλο που η ποίηση της εξαρτάται από αυτόν σε μεγάλο βαθμό. Ο Αρχίλοχος δεν άνηκε στους ανθρώπους που παραδίδονται στα αισθήματα τους. Στη δυστυχία του έβλεπε περισσότερο αυτό που του έφραζε το δρόμο και τον εμπόδιζε να είναι ευτυχισμένος. Ήξερε να αμύνεται (απ. 66):
Ένα πράγμα σημαντικό ξέρω καλά:
ν’ ανταμείβω αυτόν που μ’ έβλαψε με ακόμη μεγαλύτερο κακό.


Γι’ αυτόν το λόγο και ο άτυχος ερωτάς του προκάλεσε τους σκληρούς τόνους οργής και αγανάκτησης, και όχι το τρυφερό παράπονο. Αγανάκτηση εκφράζουν και άλλα ποιήματα του Αρχίλοχου που δεν έχουν καμιά σχέση με την αγάπη, και όμως συμφωνούν σ’ ένα σημαντικό θέμα με την ερωτική ποίηση της Σαπφώς. Να ένα παράδειγμα ενός ώμου άλλα πολύ εκφραστικού σκωπτικού ποιήματος (απ. 79):
βγαλμένος από τα κύματα στην ακρογιαλιά.
Στο Σαλμυδησσό οι θράκες, που δένουν τα μαλλιά τους ψηλά,
μακάρι να υποδεχτούν τον γυμνό άντρα πολύ φιλικά.
Εκεί ας υπομείνει πολλά βάσανα
και ας γευτεί το ψωμί της δουλείας.
Μακάρι να παγώσει από το κρύο και να κολλήσουν πάνω του
πολλά φύκια από τα αφρισμένα κύματα
και να χτυπά τα δόντια του ξαπλωμένος σαν τα σκυλί ταπίστομα
και μαστιγωμένος από τα κύματα της ακρογιαλιάς,
θα επιθυμούσα να τα δω όλα αυτά,
γιατί με πρόδωσε και πάτησε τον όρκο, ενώ πρώτα ήταν φίλος.


Ο Αρχίλοχος καταριέται κάποιον να πέσει στη θάλασσα και τα κύματα να τον βγάλουν στον κρύο Βορρά, όπου δυστυχισμένος να περάσει την υπόλοιπη ζωή του. Με έκπληξη πληροφορούμαστε στο τέλος του ποιήματος ότι αυτός, που τόσο βαριά καταριέται, ήταν κάποτε φίλος του. Και αυτό το ποίημα είναι μια αντίδραση για κάτι που δεν έγινε σύμφωνα με την επιθυμία του ποιητή, αλλά το πληγωμένο αίσθημα ξεπερνά τον απλό υποκειμενισμό: δεν είναι μόνο η φιλία που πληγώνεται, αλλά το αίσθημα δικαιοσύνης. Όπως η αγάπη, έτσι και η δικαιοσύνη δεν εξαρτάται από όρους, απαιτεί μάλιστα σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό να είναι υπερπροσωπική και θεϊκή. Το αίσθημα της δικαιοσύνης μπορεί να εκφραστεί με διαφόρους τρόπους: με προτροπή, έπαινο, με κάποια απόφαση, κτλ. ο Αρχίλοχος συλλογίζεται την αρχή της δικαιοσύνης, όταν διαψεύδεται η προσδοκία του ότι ο φίλος του θα τηρήσει τον όρκο του. Δεν μίλα για τη δικαιοσύνη ως σκοπό των ενεργειών του ανθρώπου, ως θεμέλιο της πολιτειακής τάξης ή γενικά ως κανονιστικό παράγοντα, αλλά μιλά με δικαιολογημένη αγανάκτηση μόνο για την αδικία που του έγινε. Ο Αρχίλοχος χρησιμοποιεί την ποίηση ως δραστικό όπλο εναντίον ενός άπιστου φίλου, άλλα το ποίημα του είναι κάτι περισσότερο από κατάρα, κάτι περισσότερο από σκωπτικός λόγος ενός ομηρικού ήρωα, δηλαδή κάτι περισσότερο από ένα αγωνιστικό μέσο. Επίσης είναι κάτι περισσότερο από ένα όπλο για δικαστικό αγώνα, όπως οι στίχοι του Ησίοδου. Στον Αρχίλοχο το ποίημα τελειώνει – οι τελευταίες λέξεις του αποσπάσματος αποτελούν και το τέλος του ποιήματος – με την έκφραση της προσωπικής του θλίψης: «ενώ πρώτα ήταν φίλος». Εδώ ο λόγος δεν αποτελεί μέσο ενίσχυσης του αγώνα, άλλα έκφραση απογοήτευσης. Όπως τα πολεμικά του τραγούδια έτσι και το ποίημα αυτό αποδεσμεύεται από τις πρακτικές ανάγκες της ζωής και γίνεται φορέας προσωπικών αισθημάτων.


Με δικαιολογημένη αγανάκτηση ο Αρχίλοχος βάζει στο στόμα της αλεπούς του μύθου την ακόλουθη προσευχή (απ. 94):
Δία, πατέρα Δία, η εξουσία του ουρανού είναι δική σου.
Συ βλέπεις τις πράξεις των ανθρώπων,
τόσο τις βίαιες όσο και τις νόμιμες. Αλλά και η αλαζονεία
και η δικαιοσύνη ανάμεσα στα ζώα σ’ ενδιαφέρει.


Ο Αρχίλοχος απαιτεί την ύπαρξη ενός ανώτερου δικαστή που τιμωρεί την αδικία. Έτσι πλησιάζει περισσότερο στην αντίληψη του δικαίου ως κανόνα ζωής, αλλά αντιμετωπίζει το δίκαιο ακόμη με τη συγκεκριμένη μορφή της απονομής του.


Σ’ ένα στίχο του (απ. 96) ο Αρχίλοχος φαίνεται ότι θεωρεί ελάττωμα την απουσία της δικαιολογημένης οργής:
Στο συκώτι σου δεν έχεις καθόλου χολή !

Αυτή η δικαιολογημένη αγανάκτηση στηρίζεται στις ίδιες πνευματικές προϋποθέσεις με τις προϋποθέσεις του άτυχου ερωτά: η αβοήθητη ψυχή εκφράζεται γιατί νιώθει ένα χάσμα ανάμεσα στην πραγματικότητα όπως είναι και όπως θα έπρεπε να είναι. Ο Αρχίλοχος βρίσκει παρηγοριά για τις στενοχώριες της ζωής στη σκέψη ότι ο πόνος δεν είναι μόνιμος και ότι οι θεοί είναι αυτοί που ανυψώνουν ή καταβαραθρώνουν τον άνθρωπο, γι’ αυτό και τα αισθήματα της χαράς και της λύπης εναλλάσσονται. 


Αυτή η βασική πεποίθηση ήταν για την εποχή του κάτι καινούριο (απ. 58):
Για τους θεούς όλα είναι εύκολα: συχνά
ανορθώνουν τον άνθρωπο πού κείτεται στη μαύρη
γη από τα δεινά,
συχνά ξαπλώνουν ανάσκελα έναν άλλο, αν και προχωρούσε
με σταθερό βήμα.
Αυτόν τον βρίσκει μεγάλη δυστυχία
και τριγυρνά φτωχός και με το νου του σαλεμένο.


Όταν βρήκε την πόλη του συμφορά, έγραψε το ποίημα (απ. 7):
Κανείς πολίτης μες στην πόλη, Περικλή,
δε θα κατηγορήσει την πολυστέναχτη δυστυχία
και δε θα χαρεί τη γιορτή.
Τέτοιους άντρες τους κατάπιε το κύμα της βουερής θάλασσας.
Φουσκωμένα είναι τα πνευμόνια από τον πόνο.
Ωστόσο οι θεοί χάρισαν, φίλε μου, φάρμακο
για τους αγιάτρευτους πόνους τη δύναμη της υπομονής.
Η συμφορά βρίσκει πότε τον ένα πότε τον άλλο,
τώρα βρήκε εμάς
και η ματωμένη πληγή φέρνει στεναγμούς.
Άλλους θα τους βρει μιαν άλλη φορά. Μπρος, γρήγορα
αφήστε τα γυναικεία κλάματα και υπομονέψτε.


Με τη φράση «άλλα όλα μπορεί να τα αντέξει κανείς» άρχιζε η τελευταία στροφή του ποιήματος της Σαπφώς (παραπάνω, σ. 92) και αυτή η σκέψη της επαναφέρει τη χαμένη ισορροπία. Πάλι από τον Αρχίλοχο διδάχτηκε η Σαπφώ ότι ο άνθρωπος δεν έχει άλλη δυνατότητα από το να υπομένει καρτερικά τους κλυδωνισμούς της ζωής. Αυτή τη σκέψη την πλουτίζει ο Αρχίλοχος με ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο σ’ ένα άλλο απόσπασμα (67):
Καρδιά, καρδιά μου, πού σε ταράζουν αγιάτρευτες συμφορές,
μάζεψε τις δυνάμεις σου κι αντιμετώπισε τον εχθρό προτάσσοντας
τα στήθη σου. Με σταθερότητα δέξου τον αγώνα με τον εχθρό
σώμα με σώμα.
Αν νικήσεις μη δείξεις τη χαρά σου δημόσια
κι αν νικηθείς μη ριχτείς στο πάτωμα του σπιτιού σου κλαίγοντας.
Να χαίρεσαι στη χαρά και να λυπάσαι στη λύπη,
αλλά όχι υπερβολικά. Προσπάθησε να καταλάβεις το ρυθμό
που κυβερνά τους ανθρώπους.


Ο άνθρωπος πρέπει να καταλάβει ποιος ρυθμός τον κυβέρνα, και η γνώση που αποκτά γι’ αυτό που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα τον βοήθα να αντέξει τις μεταβολές. Σ’ αυτή την ιδέα στηρίζεται και το μοναδικό ποίημα της Σαπφώς που έχει παραδοθεί ακέραιο :
Αθάνατη Αφροδίτη, που κάθεσαι σε πλουμιστό θρόνο,
κόρη του Δία πολυμήχανη, σε παρακαλώ:
δέσποινα, μη βασανίζεις με έγνοιες και στενοχώριες την
καρδιά μου !
Αλλά έλα κοντά μου, αν κάποτε άλλοτε
άκουσες τη φωνή μου από μακριά
και εισάκουσες την προσευχή μου. Τότε άφησες το χρυσό
παλάτι του πατέρα σου και ήρθες
ζεύοντας την αμαξά σου. Όμορφα σπουργίτια σε φέρανε
γρήγορα κάτω στη μαύρη γη.
Χτυπώντας γοργά τα φτερά τους και διασχίζοντας τον
αιθέρα ήρθαν από τον ουρανό.
Γρήγορα φτάσανε’ κι εσύ, μακαρισμένη,
με γελαστό το αθάνατο σου πρόσωπο,
με ρωτούσες τι έπαθα πάλι, γιατί σε κάλεσα πάλι,
τι επιθυμεί πιο πολύ
η τρελή καρδιά μου. «Ποιο αγαπημένο πρόσωπο
πρέπει ή πειθώ
να φέρει τώρα στην αγάπη σου; Πες μου, Σαπφώ,
ποιος σε αδικεί;
Σε αποφεύγει; Σύντομα θα σε κυνηγήσει η ίδια.
Δε δέχεται δώρα; θα σου προσφέρει ή ‘ίδια.
Δε σ’ αγαπά; Σύντομα θα σ’ αγαπήσει, ακόμη και παρά
τη θέληση της.»
Έλα και τώρα και λύτρωσε με από το βαρύ
μαράζι. ‘Εκπλήρωσε αυτό που ή καρδιά μου ποθεί να γίνει
και γίνε σύμμαχος μου.


Από τις πολλές ομορφιές του ποιήματος μία οφείλεται στο γεγονός ότι το βίωμα από το οποίο πηγάζουν αυτοί οι στίχοι ξεπερνά το παρόν με μια διπλή κλιμάκωση. «Έλα» προσεύχεται η Σαπφώ «όπως ήρθες παλιότερα, κάποτε ήρθες και με ρώτησες τι μου συμβαίνει και γιατί σε καλώ πάλι.» Η Σαπφώ ξανακάλεσε σε παρόμοια ανάγκη την Αφροδίτη, άλλα και τότε δεν ήταν η μοναδική φορά. Η νηφάλια σαφήνεια που χαρακτηρίζει το ποίημα οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι η Σαπφώ βλέπει τη θλίψη της από απόσταση αναγνωρίζοντας ότι στην ίδια κατάσταση βρέθηκε και παλιότερα. Τότε η θεά τη βοήθησε, θα τη βοηθήσει λοιπόν και τώρα.


Και άλλοι στίχοι προδίδουν ότι η Σαπφώ βλέπει το αίσθημα της από το πρίσμα της επανάληψης. Ήδη παραθέσαμε την αρχή του ποιήματος (απ. 137): «πάλι με αναστατώνει ο ερωτάς που λύνει τα μέλη». Ότι η επανάληψη («πάλι») είναι ένα τυπικό στοιχείο της αρχαϊκής λυρικής ποίησης το δείχνει ένα ποίημα του Αλκμάνα (απ. 101):
με πλημμυρίζει πάλι ή αγάπη με την εύνοια της ‘Αφροδίτης
θερμαίνοντας γλυκά την καρδιά μου.


Τα ερωτικά τραγούδια του Ανακρέοντα μετατρέπουν τη λέξη «πάλι» σε τυπική αρχή ποιήματος (απ.5):
πάλι μου ρίχνει το πορφυρένιο τόπι
ο χρυσομάλλης Έρωτας
και με προκαλεί να παίξω
με μια μικρή πού φόρα πλουμιστά σαντάλια.
Αλλά αυτή – κρατάει, βλέπεις, από την καλοχτισμένη
Λέσβο – ειρωνεύεται τα άσπρα μαλλιά μου
και κοιτάει με ανοιχτό το στόμα κάποιον άλλο.

Ή (απ. 17):
πάλι βουτώ από το βράχο της Λευκάδας στο αφρισμένο κύμα
μεθυσμένος από Ερωτά.

Ή (απ. 26):
πάλι με τσάκωσε Πυθόμανδρος, ενώ προσπαθούσα να ξεφύγω
τον Έρωτα.
Ή, τέλος, (απ. 45):
πάλι με χτύπησε δ Έρωτας με το μεγάλο του σφυρί σαν σιδεράς
και μ’ έλουσε σε παγωμένο χείμαρρο.

και (απ. 79):
πάλι αγαπώ και δεν αγαπώ,
είμαι τρελός και δεν είμαι.


Παρόλο που ο Ανακρέων παριστάνει την αγάπη του συνεχώς με καινούριες εικόνες τόσο αριστοτεχνικά, η αρχή του ποιήματος «πάλι αγαπώ…» έχει χάσει την πρωταρχική δραστικότητα της. Για τη Σαπφώ η πρόταση αυτή μπορούσε να σημαίνει μόνο: η μοίρα μου που συνεχώς επαναλαμβάνεται ορίζει ν’ αγαπώ και να υποφέρω. Έτσι συλλαμβάνει η Σαπφώ το νόμο της ύπαρξης της και το ρυθμό των συναισθημάτων της. Στον Ανακρέοντα η πρόταση «πάλι αγαπώ…» δίνει την εντύπωση ενός επιπόλαια γραμμένου στίχου.


Την παρηγοριά πού προσφέρει ή γνώση ότι όλα μεταβάλλονται τη γνωρίζει και ο Ανακρέων, αλλά η παρηγοριά αυτή δεν έχει συναισθηματική πληρότητα και βάθος: τη θέση τους την παίρνει μια πνευματώδης και κάπως επιπόλαιη παραλλαγή τους σε ένα ποίημα που απευθύνεται σε μια νεαρή Θρακιώτισσα και είναι το μοναδικό που παραδόθηκε ακέραιο (απ. 88):
θρακικό πουλάρι, γιατί
με κοιτάς με ύποπτο βλέμμα;
Γιατί με αποφεύγεις τόσο άκαρδα; Πιστεύεις
ότι είμαι τελείως άπειρος;
Ξέρε το καλά’ θα
μπορούσα εύκολα να σου φορέσω το χαλινάρι
και κρατώντας σε να σε φέρω
στο τέρμα του δρόμου.
Αλλά τώρα βόσκεις στο λιβάδι
και σκιρτώντας ανέμελα παίζεις,
γιατί δεν βρήκες ακόμη έναν έμπειρο
κι επιδέξιο αναβάτη.


Αυτό που ανακάλυψε ο Αρχίλοχος, αυτό που η Σαπφώ διαπότισε με βαθύ αίσθημα, ο Ανακρέων το μετέτρεψε σε ανέμελο παιχνίδι. Ο Ανακρέων γίνεται με ταχύτητα και δεξιοτεχνία κύριος μιας στάσης απέναντι στη ζωή, η αμεσότητα της οποίας αποκτήθηκε δύσκολα. Τα σκοτεινά κύματα που απειλούν τον Αρχίλοχο γίνονται τώρα μια ήρεμη θάλασσα, πάνω στην οποία ο ποιητής ταξιδεύει ακίνδυνα. Αλλά ακόμη και αυτό το παιχνιδιάρικο ποίημα του Ανακρέοντα στηρίζεται σε μια θεώρηση τυπική για την αρχαϊκή λυρική ποίηση. «Γνώριζε» λέει ο Ανακρέων «ότι όλα μπορεί να έρθουν διαφορετικά.» «Αυτή που σε αποφεύγει θα σε κυνηγήσει» λέει η Αφροδίτη στη Σαπφώ. «Προσπάθησε να καταλάβεις το ρυθμό που κυβερνά τους ανθρώπους» λέει ο Αρχίλοχος στην καρδιά του. Σημαντικά χαρακτηριστικά αυτής της τυπικής θεώρησης συναντούμε στον πιο εξελιγμένο Ομηρικό μονόλογο. Στην αρχή του υ της Οδύσσειας ο Οδυσσέας, καθώς ακόμη είναι άγνωστος και έχει τη μορφή ζητιάνου, πάει να ξαπλώσει στο διάδρομο του παλατιού του την παραμονή της μνηστηροφονίας. Όταν ακούει τις δούλες να χαριεντίζονται και να γελούν με τους μνηστήρες, θυμώνει, γιατί αυτός είναι ο πραγματικός τους κύριος και αυτός θα έπρεπε να τις διατάζει. 


Αναρωτιέται λοιπόν αν θα πρέπει να επιτεθεί και να τις σκοτώσει μία προς μία ή να τις αφήσει στο κρεβάτι των μνηστήρων για μια φορά ακόμη. Η καρδιά του χτυπά στο στήθος και ο Οδυσσέας της μιλά: «Βάστα, καρδιά μου, έχεις αντέξει κι άλλα χειρότερα, όταν ο Κύκλωπας καταβρόχθιζε τους συντρόφους σου, και συ υπομόνεψες, ώσπου η πονηριά σου σ’ έσωσε». Ο στοιχειώδης πόθος για δίκαιη εκδίκηση δεν μπορεί να εκπληρωθεί, και το εμπόδιο αυτό τον κάνει να συνειδητοποιήσει την αδυναμία του. Η καρδιά αντιδρά βίαια από θλίψη και αγανάκτηση, αλλά την προτρέπει να είναι υπομονετική και ανεκτική. Η ανάμνηση ότι κάποτε άλλοτε η κατάσταση ήταν ακόμη χειρότερη, τον βοήθα να κάνει τώρα. υπομονή. Αυτή είναι η βασική κατάσταση που εκθέτουν τα ποιήματα που παραθέσαμε.
Οι στίχοι του Αρχίλοχου ιδιαίτερα θυμίζουν ως τις λεπτομέρειες τους τόσο πολύ τον Όμηρο, ώστε ο Αρχίλοχος πρέπει να γνώριζε τους στίχους της Οδύσσειας και να δέχτηκε την επίδραση τους. Αλλά και η Σαπφώ έχει κάποια σχέση με τους στίχους αυτούς: ο Οδυσσέας ησυχάζει τελείως, μόνο όταν εμφανίζεται η Αθηνά, όπως η Αφροδίτη στη Σαπφώ, και του μιλά με τρυφερή οικειότητα. Ωστόσο η ανάμνηση στον Όμηρο αφορά μόνο ένα παλαιότερο βίωμα που μοιάζει με την παροντική κατάσταση. Ο Οδυσσέας δεν γνωρίζει τις μεταβολές της ζωής και το ρυθμό που κυβερνά τους ανθρώπους. Όταν η καρδιά του Οδυσσέα «χτυπά» και ο ήρωας της μίλα ή όταν, όπως είδαμε πιο πάνω, ο θυμός «ταράζεται» στα στήθια του, πρόκειται για κάτι διαφορετικό από την αποστροφή του Αρχίλοχου στο «θυμό» του. Για τον Όμηρο ο θυμός – καθώς και η καρδιά – είναι μόνο ένα όργανο πνευματικής διέγερσης που δεν διαφέρει βασικά από τα φυσικά όργανα.

Ότι οι λυρικοί ποιητές αντιλαμβάνονται τον ψυχικό κόσμο διαφορετικά δεν μπορεί να αποδειχτεί αδιάσειστα με την ανάλυση των λέξεων «ψυχή» και «πνεύμα», γιατί η αποσπασματική παράδοση δεν βοηθά σε κάτι τέτοιο και γιατί η νέα αντίληψη δεν είχε ίσως αποκρυσταλλωθεί αρκετά, ώστε να οδηγήσει στο σχηματισμό νέων ορών για τον ψυχικό κόσμο. Ωστόσο μεμονωμένες φράσεις προδίδουν αναμφισβήτητα ότι οι λυρικοί αντιλαμβάνονται την ψυχή διαφορετικά και όχι ως φυσικό όργανο. Όταν ο Αρχίλοχος ονομάζει το θυμό του «ταραγμένο από τις συμφορές» ή θέλει το στρατηγό του να «έχει καρδιά», χρησιμοποιεί ήδη φράσεις που είναι άγνωστες ακόμη στον Όμηρο και υποδηλώνουν μια αφηρημένη αντίληψη περί ψυχής.


Ακόμη πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα αυτής της μεταβολής παρουσιάζουν η Σαπφώ και ο Ανακρέων. Οι αντιθέσεις στα αισθήματα τους εμφανίζονται σ’ αυτούς τους δύο ποιητές όχι μόνo σε διαφορετικές στιγμές ως αποτέλεσμα εναλλαγής ανάμεσα στο πάθος και την ηρεμία, ανάμεσα στην ευτυχία και τη δυστυχία, άλλα ως διχασμός μιας μοναδικής παροντικής στιγμής. Γνωρίσαμε ήδη τους στίχους του Ανακρέοντα:
πάλι αγαπώ και δεν αγαπώ,
είμαι τρελός και δεν είμαι.


Ο άτυχος εραστής περιγράφει τη διχασμένη και χωρίς διέξοδο κατάσταση του με την παράδοξη καταφατική και αρνητική διατύπωση. Παρόμοια κατάσταση περιγράφει και όταν λέει ότι ο έρωτας τον σφυροκοπά και τον λούζει σε παγωμένο χείμαρρο (παραπάνω, σ. 98). Ή Σαπφώ βρήκε γι’ αυτή την κατάσταση μια παράδοξη και λακωνική διατύπωση: μίλα για τον γλυκόπικρο έρωτα. Ο χαρακτηρισμός αυτός δεν ήταν κάποτε κοινός τόπος, αυτό το νόμισμα που με τη χρήση των 2.500 ετών έχασε τη λάμψη του, έφερε τότε ολοκαίνουριο και ευδιάκριτο το χάραγμα του. Το έπος δεν γνωρίζει ακόμη αυτόν το διχασμό του αισθήματος και την εσωτερική ένταση, γιατί δεν υπάρχει κάτι παρόμοιο στη σφαίρα των φυσικών λειτουργιών, σε αναλογία με τις όποιες αντιλαμβάνεται ο Όμηρος τις ψυχικές λειτουργίες. 


Η Σαπφώ συλλαμβάνει και χαρακτηρίζει με τον τολμηρό νεολογισμό της «γλυκόπικρος» τον ψυχικό κόσμο τελείως διαφορετικά από τον φυσικό. Και σ’ αυτό το σημείο ο Αρχίλοχος προηγείται πάλι από τη Σαπφώ: γιατί, παρόλο που δεν μας σώθηκε κανένα χωρίο που να περικλείει σε μια λέξη το δίλημμα του άτυχου ερωτευμένου, το αίσθημα της εσωτερικής έντασης υπάρχει, έστω και ανέκφραστο, στις προτάσεις που περιγράφουν τον έρωτα με τα συμπτώματα της λιποθυμίας ή του θανάτου. Η ομοιότητα της αγάπης με το θάνατο είναι, ιδιαίτερα για τη Σαπφώ, η μεγαλύτερη ένταση της ψυχής.

Όταν οι αρχαϊκοί ποιητές θεωρούν αυτό το νέο αίσθημα τόσο θεϊκό και υπερπροσωπικό, ώστε να το καθιστούν κριτήριο για τον καθορισμό των αξιών, δεν σημαίνει ότι το αίσθημα αυτό δεν μπορεί αντικειμενικά να αποτύχει. Η ψυχή του Αρχίλοχου αντιδρά με ασυγκράτητη βιαιότητα. Αλλά αυτή η βιαιότητα είναι σημαντική για την πνευματική ιστορία της εποχής του: Η συνείδηση της προσωπικότητας στα παραδείγματα που αναφέραμε παραμένει στο σημείο της ομηρικής αντίληψης για το θυμό. Με άλλα λόγια ή προσωπικότητα συνειδητοποιείται μόνο τη στιγμή της ψυχικής αντίδρασης. Η «καρδιά που χτυπά», όπως την περιγράφει ο Όμηρος, ο πόνος της αγάπης και η οργή που προκαλεί το δικαιολογημένο μίσος υπογραμμίζουν το ατομικό στοιχείο. Γενικότερα χαρακτηριστικά, όπως βιώματα και πράξεις, μοίρα και χαρακτήρας, δεν αποτελούν χαρακτηριστικά μιας μοναδικής προσωπικότητας. Ωστόσο η θεώρηση της ζωής οδηγεί σε μια γενικότερη διαπίστωση: το νόμο της αιώνιας εναλλαγής. Και αυτό είναι μια νέα ανακάλυψη των λυρικών ποιητών, η οποία δεν ακολουθεί τον ίδιο δρόμο με την ανακάλυψη του προσωπικού αισθήματος, αλλά είναι συμπλήρωμα της. 


Η νέα ατομικότητα συνοδεύεται παράλληλα από μια νέα καθολικότητα, το νέο αίσθημα από μια καινούρια γνώση. Και τα δύο συνδέονται στενά και αναγκαστικά μεταξύ τους: η συνεχής αυτή μετάπτωση από πολύ ψηλά πολύ χαμηλά γίνεται αντιληπτή με τις αισθήσεις και συνειδητοποιείται με τη βοήθεια τους. Σ’ αυτό το πάνω κάτω συλλαμβάνεται ή απέραντη πολυμορφία της ζωής, χωρίς όμως Ο νόμος αυτός να είναι σε θέση να τη χαλιναγωγήσει.

Αυτός ο τρόπος σκέψης, σύμφωνα με τον οποίο η ανθρώπινη ζωή στο σύνολο της δεν αντιμετωπίζεται ατομικά άλλα συλλαμβάνεται με γενικά σχήματα, ήταν γνωστός και στους μεταγενέστερους Έλληνες. Αλλά το γεγονός ότι οι αρχαϊκοί λυρικοί ποιητές στηρίζουν το ξέσπασμα των προσωπικών αισθημάτων στο γενικό νόμο της αιώνιας εναλλαγής δείχνει ότι δεν έχουν αποκτήσει ακόμη συνείδηση του ατομικού χαρακτήρα των πράξεων τους. Ένα σημαντικό γεγονός στον Όμηρο δεν πηγάζει από έναν ατομικό χαρακτήρα, ή από τα ιδιαίτερα χαρίσματα του, αλλά από μια θεϊκή δύναμη που εισχωρεί μέσα του και προκαλεί μια αντίδραση. Αν θέλαμε να τονίσουμε τη διαπίστωση αυτή κάπως υπερβολικά, θα λέγαμε: υπάρχει προσωπική μοίρα, αλλά δενυπάρχουν προσωπικά κατορθώματα. 

Γι’ αυτό όταν ο Αρχίλοχος χαρακτηρίζει τη διπλή ζωή του πολεμιστή και του ποιητή λέει (απ. 1):
Είμαι υπηρέτης του βασιλιά Ενυάλιου και γνωρίζω
επίσης το αξιέραστο δώρο των Μουσών.


Παρόμοια είναι τα αισθήματα της Σαπφώς. όταν την εξουσιάζουν οι θεοί της, η Αφροδίτη και ο Έρωτας. Ωστόσο το μυθικό στοιχείο υποχωρεί στη Σαπφώ, γιατί το διχασμένο και έντονο προσωπικό αίσθημα συλλαμβάνεται ως κάτι ατομικό, και γιατί η τάξη και το νόημα των γεγονότων δεν εξαρτώνται όπως στον Όμηρο από τη μόνιμη επέμβαση των θεών, άλλα από τον ανεξάρτητο νόμο της αιώνιας εναλλαγής. Παρ’ όλα αυτά η Σαπφώ δεν βλέπει ακόμη την ανθρώπινη δράση ως προσωπικό κατόρθωμα. Η συνείδηση του προσωπικού αισθήματος οδηγεί στη συνειδητοποίηση της αδυναμίας του ανθρώπου, της «αμηχανίας». Η ορθολογική διασάφηση των κοσμικών σχέσεων και η αναγνώριση του νόμου της εναλλαγής δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη δράση, άλλα συμβάλλουν στο να δείχνει ο άνθρωπος ανοχή και υπομονή. Στην Οδύσσεια συναντούμε τα χαρακτηριστικά αυτά περισσότερο τονισμένα από ό,τι στην Ιλιάδα. Αλλά ο Οδυσσέας που η καρδιά του υπέφερε πολλά, ο πολύτλας, δεν αναρωτήθηκε ποτέ για την κοσμική τάξη. Ήταν μ’ έναν απλοϊκό τρόπο πολυμήχανος και ήξερε να βοήθα τον εαυτό του πάντα και να βρίσκει μια διέξοδο με έξυπνες πράξεις.

Για τους λυρικούς που αναφέραμε παραπάνω την τελειότητα αντιπροσωπεύει κυρίως αυτό που κάποιος αισθάνεται ως τέλειο. Αξία έχει αυτό που απευθύνεται στο αίσθημα και προκαλεί την ευχάριστη αντίδραση των αισθήσεων. Ως την εποχή του Πίνδαρου και του Βακχυλίδη οι αξίες παριστάνονται επανειλημμένα με την εικόνα της λάμψης. Το θειο είναι λαμπρό και φωτεινό, το τέλειο λάμπει, το μεγαλείο εξακολουθεί να ζει στο φως της δόξας. Ο ποιητής αποκαλύπτει αυτή τη λάμψη και στέλνει τις ακτίνες της πέρα από τα σκοτάδια του θανάτου. Στα εγκώμια προβάλλει το στοιχείο αυτό με απόλυτη σαφήνεια. Για παράδειγμα μπορούμε να παραθέσουμε ένα από τα λίγα επιθαλάμια της Σαπφώς που μας έχει παραδοθεί σε σχετικά καλή κατάσταση (απ. 55), το όποιο, για να εξυψώσει την τελετή για την οποία γράφτηκε, περιγράφει τους μυθικούς γάμους του Έκτορα και της Ανδρομάχης.

Η αρχή του ποιήματος έχει χαθεί. Οι πρώτοι στίχοι που μας παραδόθηκαν μιλούν για την άφιξη ενός κήρυκα στην Τροία που αναγγέλλει ότι το νιόπαντρο ζευγάρι μόλις έφτασε με πλοίο από τη Θήβα, την πατρίδα της νύφης.
Με σπουδή ήρθε ο κήρυκας…
και ο Ιδαίος, ο γρήγορος αγγελιοφόρος, έφερε την είδηση:
«…άφθαρτη δόξα έρχεται σήμερα για την Τροία και για
ολόκληρη την ‘Ασία.
‘Ο Έκτορας και οι φίλοι του φέρνουν στο σπίτι την κόρη
με τα ωραία μάτια
από την ιερή Θήβα κάτω από το βουνό Πλάκο,
την τρυφερή Ανδρομάχη, αφού πέρασαν με τα καράβια
την αλμυρή
θάλασσα, χρυσά κοσμήματα και πορφυρένια ρούχα και ένα
πλήθος πράγματα που φέρνουν χαρά,
αμέτρητες ασημένιες κούπες και δώρα από ελεφαντόδοντο».
Αυτά είπε. Τότε πετάχτηκε αμέσως από το θρόνο του
ο στοργικός πατέρας.
Η φήμη απλώθηκε στην ευρύχωρη πόλη κι έφτασε
στους φίλους.
Οι Τρώες έζεψαν αμέσως τα ζώα στις άμαξες με τις
καλοφτιαγμένες ρόδες,
όλες οι γυναίκες και οι καλλίγραμμες παρθένες ανέβηκαν
οι θυγατέρες του Πριάμου πάλι πήγαιναν χωριστά από
τους άλλους.
Οι άντρες έζεψαν τα άλογα στις άμαξες
και μαζί τους πήγαιναν τα παλικάρια. Οι φωνές
των ηνιόχων αντηχούσαν…


Οι επόμενοι στίχοι δεν μας σώθηκαν. Έπειτα συνεχίζει:
…το ισόθεο ζευγάρι…
και συνωστισμένο το πλήθος
πήγαινε στο Ίλιο…
Γλυκόφωνοι αυλοί έσμιγαν με τον ήχο
της λύρας και το χτύπημα των κροτάλων. Οι κόρες
τραγουδούσαν δυνατά
ένα ιερό τραγούδι και ó θεϊκός ήχος έφτανε στον ουρανό…
Παντού στους δρόμους… Κρατήρες και κούπες…
Το λιβάνι έσμιγε τους καπνούς του με ευωδιά από σμύρνα
και κανέλα.
Οι μεσόκοπες γυναίκες φώναζαν δυνατά
κι όλοι οι άντρες με ωραίο θριαμβευτικό τραγούδι καλούσαν
τον μακροσαγιτάρη κιθαριστή Απόλλωνα
και υμνούσαν τον Έκτορα και την Ανδρομάχη σαν θεούς.


Το ποίημα αυτό είναι για μας το πρωιμότερο παράδειγμα για τη σημασία του μύθου στην ελληνική εορταστική ποίηση. Μύθος και πραγματικότητα συνδέονται εδώ τόσο στενά, ώστε η μυθική κατάσταση φαίνεται ότι συνεχίζεται ως το παρόν. Η διήγηση για το γάμο του Έκτορα τελειώνει με το γαμήλιο τραγούδι, και ακριβώς αυτό το τραγούδι ακούμε κι εμείς, όταν ηχεί το επιθαλάμιο της Σαπφώς. Av σε άλλες περιπτώσεις Υμεναίων υμνούν το νιόπαντρο ζευγάρι σαν θεϊκό, εδώ νύφη και γαμπρός εξισώνονται με μυθικές μορφές. Η Σαπφώ όμως δεν διηγείται τις μεγαλόπρεπες πράξεις τους ή τη μοίρα τους, άλλα περιγράφει τη λάμψη και την τελειότητα της τελετής. Ακόμη και τα γαμήλια δώρα γίνονται με τη λάμψη τους σημαντικότερα από τις πράξεις. Έτσι η διήγηση μεταβαίνει από το ένα φωτεινό σημείο στο άλλο, και τα φωτεινά αυτά σημεία ακτινοβολούν μια λάμψη που ξεπερνά τη συγκεκριμένη στιγμή.


Σ’ ένα συγκινητικό ποίημα η ηλικιωμένη Σαπφώ περιγράφει την αδυναμία της και αναπολεί τα νιάτα της. Από το τραγούδι αυτό μας έχει σωθεί μόνο το τέλος των στίχων σ’έναν πάπυρο (65Α, 13-26)• παρόλο πού το κείμενο δεν μπορεί να αποκατασταθεί, το περιεχόμενο του είναι σαφές και μπορεί να αποδοθεί (σύμφωνα με την ανάγνωση του Manfred Hausmann):
Το δέρμα μου είναι παντού ρυτιδωμένο
και παραλυμένο από τα γερατειά.
Το βαθύ μαύρο χρώμα των μαλλιών μου
έγινε άσπρο.
Τα χέρια μου είναι αδύναμα
και τα γόνατα μου τόσο ασθενικά,
ώστε αρνούνται να με σηκώσουν.
Δεν μπορώ πια να κινούμαι
χορεύοντας ανάμεσα στα κορίτσια
σαν ελαφίνα το βράδυ στο δάσος.
Αλλά τι να γίνει;
Ένας θνητός δεν μπορεί να χαίρεται αιώνια τη νιότη.
Τραγουδούν ένα τραγούδι,
και η Αυγή, λένε, έπρεπε να το πάθει
που κάποτε οδήγησε το νεαρό Τιθωνό
στην άκρη του κόσμου.
Ωστόσο κι αυτόν τον βρήκαν
τα θλιβερά γερατειά.
Και τώρα, επειδή τη νύχτα
δεν μπορεί να πλησιάσει πια
ερωτικά το τρυφερό του ταίρι,
πιστεύει ότι έχασε κάθε ευτυχία. Γι’ αυτό ικετεύει τον Δία
να του χαρίσει το θάνατο σύντομα.
Ωστόσο εγώ ποθώ ακόμη τη χάρη και τη χρυσή αφθονία.
Αυτή η λάμψη με περιβάλλει πάντα,
γιατί αγαπώ τον ήλιο.


Η Σαπφώ ξεπερνά την αδυναμία της μελαγχολικής ηλικίας («αλλά τι να γίνει ;») με τη σκέψη ότι δεν έχασε την ουσία της νιότης, δηλαδή τη χαρά για τη λάμψη και την ακτινοβολία. Δεν προσπαθεί όμως να δώσει στο πέρασμα του χρόνου, στα γερατειά ένα δικό τους νόημα.


Το ίδιο θέμα αναπτύσσει σ’ ένα γεροντικό ποίημα ο Ανακρέων, άλλα του λείπει η παρηγοριά ότι κράτησε στη μνήμη του κάτι αναλλοίωτο. Επειδή δεν έχει καμιά δυνατότητα να αξιολογήσει τη ζωή του θέτοντας ένα σκοπό στη δράση του ή να τη θεωρήσει γενικά μια έλλογη ενότητα, καταλήγει στην ωμή και φοβερή ομολογία (απ. 44):
Οι κρόταφοι μου είναι γκρίζοι κιόλας
και το κεφάλι μου άσπρισε.
Δεν έχω πια τη χαριτωμένη νιότη,
και τα δόντια μου γέρασαν
από τη γλυκιά ζωή
μου απόμεινε έva μικρό κομμάτι.
Τρέμω μπρος στον Τάρταρο,
γιατί η άβυσσος του Άδη είναι
φοβερή και το ταξίδι θλιβερό. Και είναι βέβαιο:
όποιος κατεβεί μια φορά δεν ανεβαίνει ποτέ πια.


Και τα δύο ποιήματα εκφράζουν την αδυναμία των δημιουργών τους, γιατί η θέληση τους για ζωή συναντά εμπόδια. Η πείρα, δηλαδή οι αισθήσεις κρίνουν τι έχει αξία και τι όχι. Η νιότη είναι γλυκιά, ενώ τα γερατειά γεμάτα φόβο και βάσανα. Οι αρχαϊκοί ποιητές μιλούν και με άλλες ευκαιρίες για το πέρασμα της νιότης και τον ερχομό των γερατειών – στον Όμηρο οι ήρωες δεν αναφέρονται ποτέ στις αντιθέσεις των ηλικιών στη ζωή τους – αλλά η ζωή στο σύνολο της δεν αποτελεί ακόμη μια έλλογη ενότητα.


Πέρα από την ιωνική και αιολική περιοχή (Ο Αρχίλοχος γεννήθηκε στην Πάρο, η Σαπφώ στη Λέσβο και ο Ανακρέων στην Τέω) τον 6ο αιώνα διατυπώνονται τέλειος διαφορετικές σκέψεις για την ανθρώπινη ζωή.


Ο Σόλων, ο μεγάλος πολιτικός με τον όποιο η Αττική πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία της λογοτεχνίας, λέει (απ. 22, 7): «Γερνάω μαθαίνοντας πάντα περισσότερα». Τον δραστήριο πολιτικό και μετριοπαθή νομοθέτη τον απασχολούν τα ερωτήματα των ανθρώπινων πράξεων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Δεν είναι ο μοναδικός στίχος που αναφέρεται στο σκοπό και το νόημα της ζωής του και των ενεργειών του – ο στίχος αυτός, ας σημειωθεί περιθωριακά, συλλαμβάνει για πρώτη φορά τη μάθηση ως πνευματική διαδικασία. Ό ποιητής νιώθει τον εαυτό του δεμένο μ’ ένα σκοπό, το δίκαιο. Αυτή η στάση προετοιμάζει την αττική τραγωδία. Όταν ο Αρχίλοχος μιλά για δίκαιο, εννοεί το καταπιεσμένο αίσθημα δικαιοσύνης και την ισορροπία δικαίου που αποκαθιστούν πάντα οι θεοί, όχι όμως τη δική του δίκαιη συμπεριφορά, η Σαπφώ και ο Ανακρέων δεν μιλούν καθόλου για δικαιοσύνη.


Αυτοί οι λυρικοί ποιητές διαθέτουν αρκετή φαντασία, ώστε να σκεφτούν ορισμένα πράγματα διαφορετικά από ό,τι είναι στην πραγματικότητα και να αντιληφθούν την ασυμφωνία που υπάρχει ανάμεσα στη δυνατότητα και την πραγματικότητα, ανάμεσα στις προσωπικές τους προσδοκίες και τη σκληρή πραγματικότητα, ανάμεσα στην αλήθεια και τα φαινόμενα. Δεν φαντάζονται το τέλειο σαν κάποιο ιδανικό προς το οποίο ο άνθρωπος θα έπρεπε να αποβλέπει ή σύμφωνα με το οποίο θα μπορούσε να μεταμορφώσει τον κόσμο. Ήδη ο Όμηρος γνωρίζει ότι η ζωή στη γη είναι ατελής και θλιβερή. Ακόμη και οι ήρωες συμμερίζονται τη βαθιά ριζωμένη ατέλεια του ανθρώπου, αλλά οι θεοί προσδίδουν στα γήινα το νόημα και την αξία τους. Αυτοί οι θεοί κυβερνούν ακόμη τον κόσμο των λυρικών ποιητών, και κανείς δεν επαναστατεί εναντίον τους. Η επανάσταση αρχίζει με τη σκέψη ότι η ανθρώπινη ζωή θα μπορούσε να έχει στην πραγματικότητα ακόμη περισσότερο νόημα και οι θεοί να είναι ακόμη τελειότεροι, κυρίως όμως με τη σκέψη για τον πραγματικό ρόλο της δικαιοσύνης στον κόσμο.


Τα προσωπικά αισθήματα και οι αξιώσεις των λυρικών ποιητών αφορούν στη στιγμή που κάποιος αποκόβεται από το γενικό ρεύμα της ζωής και απόκτα συνείδηση ότι αποχωρίζεται από το δέντρο που περικλείει καθετί ζωντανό και αυξάνει συνεχώς. Σε τέτοιες στιγμές ο άνθρωπος κατευθύνει το βλέμμα στην ψυχή του. Αυτή όμως η προσωπική ψυχή δεν είναι φορέας όλων των αισθημάτων και συγκινήσεων, αλλά μόνο αντιδράσεων, όταν τα αισθήματα παρεμποδίζονται. Η αγάπη π.χ. δεν είναι ένα αίσθημα που πηγάζει από το εσωτερικό του ανθρώπου, αλλά δώρο της Αφροδίτης ή του Έρωτα. Μόνο ο διχασμός του αισθήματος που προέρχεται από μια ατυχή αγάπη είναι κάτι προσωπικό. Παρόλο που ο Αρχίλοχος είναι πεισματάρης και ή Σαπφώ έχει τόσο βαθιά αισθήματα, και οι δυο τους δεν χάνονται στην άβυσσο ρομαντικών συναισθηματισμών. Όταν η Σαπφώ λέει (απ. 27): «το πιο όμορφο είναι αυτό που καθένας αγαπά», εννοεί φυσικά ότι οι άνθρωποι θεωρούν διαφορετικά αντικείμενα ωραία, αλλά η ίδια γνωρίζει καλά τι αγαπά. Το αίσθημα της δεν είναι ακαθόριστο ούτε απευθύνεται στην αρκαδική φύση της βουκολικής ποίησης που μπορεί και συναισθάνεται μαζί με τον άνθρωπο (βλ. παρακάτω, σ. 374). Το ποίημα αυτό στρέφεται βέβαια εναντίον καθιερωμένων αξιών: δεν είναι όμορφο το μεγαλείο, άλλα αυτό πού κάποιος αγαπά. Κι είναι ένα πρώτο βήμα προς τον Ηράκλειτο, όταν ή ίδια λέει ότι κάτι μπορεί να γίνει κατανοητό (βλ. παρακάτω, σ. 289). Ωστόσο απέχει πολύ από την πίστη του ίδιου φιλοσόφου ότι το νόημα των λόγων του είναι τόσο βαθύ, ώστε οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να τον παρακολουθήσουν.


Οι αρχαϊκοί ποιητές δεν μιλούν με μοναχικούς μονολόγους όπως οι σύγχρονοι λυρικοί, άλλα απευθύνονται σε κάποιον είτε αυτός είναι θεός (κυρίως σε προσευχές) είτε άνθρωπος ή ομάδα ανθρώπων. Παρόλο πού το άτομο απελευθερώνεται από μερικές παλιές δεσμεύσεις, ή ανακάλυψη του ψυχικού κόσμου συνενώνει τους Ομοϊδεάτες. Η διαδικασία της εξατομίκευσης είναι συγχρόνως μια διαδικασία νέων δεσμεύσεων.


Ένα ποίημα της Σαπφώς, του οποίου η αρχή και το τέλος χάθηκαν, προϋποθέτει ότι η ποιήτρια έμεινε με την Ατθίδα, την οποία αγάπα ιδιαίτερα, στη Λέσβο, ενώ ένα άλλο κορίτσι, η Αριγνώτα, έπρεπε να φύγει από τη συντροφιά τους και να επιστρέψει στις Σάρδεις, την πρωτεύουσα της Λυδίας (απ. 96):
…Από τις Σάρδεις συχνά…
στέλνει τις σκέψεις της προς τα δω.
Όσο ήταν ακόμη κοντά μας η Αριγνώτα, σε υμνούσε
σαν θεά και άκουγε
με μεγάλη ευχαρίστηση τα τραγούδια σου.
Τώρα όμως λάμπει ανάμεσα στις Λυδές
όπως λάμπει η ροδοδάχτυλη σελήνη
μετά τη δύση του ήλιου επισκιάζοντας όλα τ’ αστέρια
και σκορπά το φως της
στην αλμυρή θάλασσα και
στους λουλουδιασμένους κάμπους.
Άφθονη δροσιά έχει απλωθεί, τα ρόδα ανθούν
και το τρυφερό χορτάρι και
το βαθυπράσινο τριφύλλι πού ευωδιάζει μέλι.
Και συχνά περπατώντας
θυμάται τον πόθο της για την
ωραία Ατθίδα, και την τρυφερή καρδιά της
τη σπαράζει ο πόνος.
«Έλα κοντά μου»
φωνάζει δυνατά, άλλα η φωνή δε φτάνει
ως εμάς, η σκοτεινή νύχτα
δε φέρνει τον ήχο πάνω από τα κύματα.
Από άλλα ποιήματα της Σαπφώς γνωρίζουμε ότι η Ατθίδα στάθηκε συχνά αφορμή για ζηλοτυπίες και ότι η Αριγνώτα, όσο καιρό άνηκε στον κύκλο της Σαπφώς, είχε αγαπήσει ιδιαίτερα την Ατθίδα. Τώρα που η Σαπφώ έμεινε με την αγαπημένη της Ατθίδα περιγράφει πως η Αριγνώτα μια καλοκαιριάτικη νύχτα με πανσέληνο σκέφτεται τις φίλες της στην άλλη άκρη της θάλασσας, και νοσταλγεί τις μέρες που έζησαν μαζί. Εδώ εκφράζεται ένα αίσθημα δεσμού που παρ’ όλη την απόσταση παραμένει στον πνευματικό και ψυχικό κόσμο ως ανάμνηση και αγάπη. Με αυτό το ποίημα η Σαπφώ ζήτα ολοφάνερα την ακόμη στενότερη φιλία με την Ατθίδα, γιατί της δείχνει πόσο κοντά είναι η μία στην άλλη, αφού και οι δυο τους σκέφτονται την Αριγνώτα, κι εκείνη στέλνει τη σκέψη της και στις δυο. «Από τις Σάρδεις συχνά έχει το νου της εδώ» είναι η κατά λέξη μετάφραση του πρώτου στίχου. Αυτό είναι κάτι που ο Όμηρος δεν θα μπορούσε να το διατυπώσει με τα στοιχειώδη γλωσσικά μέσα του. Στη Σαπφώ το πνεύμα έχει τη δυνατότητα να αποδεσμεύεται από τον τόπο, και έτσι μπορεί να υπάρξει κοινότητα στη σκέψη και το αίσθημα. Αυτές οι αντιλήψεις για την «κοινότητα» του πνευματικού στοιχείου, που από την εποχή του Ηράκλειτου είναι κάτι συνηθισμένο, δεν υπήρχαν ακόμη στον Όμηρο. Επειδή το βίωμα της ομορφιάς σε μια λατρευτική τελετή γίνεται κοινή ανάμνηση, η Σαπφώ μπορεί να το συνδέσει εύκολα με το λατρευτικό τραγούδι και να εκφράσει αυτό που θεωρεί σημαντικό.

Η νοσταλγία είναι φυσικά ένα φαινόμενο γνωστό στον Όμηρο. Ο Οδυσσέας π.χ. πού βρίσκεται κοντά στην Καλυψώ νοσταλγεί την πατρίδα του:
αὐτάρ Ὀδυσσεύς
ἱέμενος καί καπνόν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι
ἧς γαίης θανέειν ἱμείρεται,


«επιθυμεί να δει έστω και τον καπνό της πατρίδας του να υψώνεται κι έπειτα θέλει να πεθάνει». Εδώ αναφέρεται μόνο ο αντικειμενικός στόχος της επιθυμίας. Οι στίχοι αυτοί συγκινούν, γιατί – παράλληλα με την ευφωνία και παραστατικότητα των λέξεων – ο Οδυσσέας εύχεται να εκπληρωθεί μια τόσο μικρή επιθυμία κι υστέρα να πεθάνει.


Σ’ ένα άλλο ποίημα, που η αρχή και το τέλος του επίσης δεν έχουν παραδοθεί, η Σαπφώ σκέφτεται πάλι ένα κορίτσι που έχει φύγει μακριά και περιγράφει πως παρηγορήθηκε την ώρα του αποχαιρετισμού με την ανάμνηση για ό,τι ωραίο είχαν ζήσει μαζί (απ. 94):
…Αλήθεια θα ‘θελα να μην υπάρχω.
Έκλαψε πολύ, όταν με αποχωρίστηκε
και είπε: «Αλίμονο, πόσο φοβερή είναι η μοίρα μας!
Σαπφώ, το ξέρεις ότι σ’ αφήνω χωρίς τη θέληση μου».
Κι εγώ της απάντησα:
«Πήγαινε χαρούμενη και να με θυμάσαι.
Ξέρεις βέβαια πόσο σ’ αγαπήσαμε.
Αν όχι, τότε θα σου θυμίσω
αυτό που ξέχασες,
πόσο χαρούμενος κι ωραίος ήταν ο καιρός που περάσαμε μαζί.
Συχνά στόλισες μπροστά μου τις πλεξούδες σου
με στεφάνια από μενεξέδες και τριαντάφυλλα.
Συχνά φόρεσες στον τρυφερό λαιμό σου
την ευωδιαστή λουλουδένια αλυσίδα,
και με γλυκιά ευωδιά
από βασιλικό βάλσαμο και λάδι από σμύρνα
άλειψες το δροσερό σου σώμα.
Ξαπλωμένη σε χνουδωτό στρώμα
ξεδιψούσες τον πόθο σου με τη συντροφιά μας.
Και δεν υπήρχε χορός,
γιορτή ή παιχνίδι
στην αμμουδιά πού να μην πήρες μέρος.
Δεν υπήρχε δάσος πού την άνοιξη
να μην αντηχούσε αρμονικά
από το τραγούδι των κοριτσιών».


Η ανάμνηση ενώνει τους ερωτευμένους γεφυρώνοντας την απόσταση· οι άνθρωποι συνδέονται ψυχικά μεταξύ τους. Αλλά αυτό το ψυχικό στοιχείο δεν έχει συναισθηματικό χαρακτήρα· δεν απομακρύνει τον άνθρωπο από τον κόσμο και δεν τον προδιαθέτει εχθρικά απέναντι του. Είναι ανάμνηση εντελώς γήινων πραγμάτων πού ακτινοβολούν με την ομορφιά τους και απευθύνονται στις αισθήσεις. Η ανάμνηση επιτρέπει την επιβίωση όλων αυτών των πραγμάτων, χαρίζει διάρκεια στη χαρά που προέρχεται από αυτά και δίνει σ’ αυτούς πού τα χάρηκαν το αίσθημα ότι ο ένας ανήκει στον άλλο. Κάποιος είπε ότι αύτη η μνήμη, που η Σαπφώ εξασκεί, είναι ένα είδος μόνιμης παρηγοριάς και υπέδειξε μια σκηνή της Οδύσσειας, οπού κάποιος αποχαιρετώντας τους άλλους παρακαλεί να τον θυμούνται. Ωστόσο εδώ υπάρχει μια λεπτή αλλά σημαντική διαφορά: Όταν ο Οδυσσέας αναχωρεί από το νησί των Φαιάκων, η Ναυσικά του λέει (θ 461): «Καλό ταξίδι, ξένε, και θυμήσου με όταν θα φτάσεις στην πατρίδα σου, γιατί πρώτα από όλους σε μένα χρωστάς τη σωτηρία σου». 


Η ανάμνηση στην περίπτωση αυτή είναι η ευγνωμοσύνη για μια καλή πράξη που έγινε σε κάποιον. Στο ποίημα της Σαπφώς οι ερωτευμένοι έχουν την ίδια ανάμνηση και δεν υπάρχει μονομερής υποχρέωση. Ο καθαρός στοχασμός ότι η μνήμη δεν είναι τίποτε άλλο από αναπαράσταση μιας περασμένης ομορφιάς δημιουργεί την ίδια διάθεση και στις δύο ψυχές. Όπως στο ποίημα της Αριγνώτας η νοσταλγία που έρχεται από τις Σάρδεις είναι η ίδια, αν και η Σαπφώ τρυφερά το αποσιωπά, με τη νοσταλγία που στέλνει η ίδια προς τις Σάρδεις, έτσι κι εδώ η ανάμνηση ενώνει τις δύο ψυχές.

Αυτή η ανάμνηση είναι για τη Σαπφώ σημαντική όχι μόνο γιατί συνδέει δύο αγαπημένα πρόσωπα μεταξύ τους· όλος ο κύκλος της συνέχεται, καθώς όλες οι κοπέλες θυμούνται το κοινά βίωμα της ομορφιάς. Ένα λατρευτικό τραγούδι περιγράφει π.χ. τον τόπο της τελετής, όπου πρόκειται να τιμήσουν την Αφροδίτη (απ. 5):
Κατέβα από τον ουρανό κι έλα στον ιερό ναό σου,
όπου δάσος οι μελιές ανθούν
και από τους βωμούς υψώνεται ευωδιαστό το θυμίαμα.
Κρύο νερό μουρμουρίζει ανάμεσα στα κλαδιά της μελιάς
και τριαντάφυλλα σκεπάζουν όλο τον τόπο.
Καθώς θροΐζουν τα φύλλα μου έρχεται ύπνος που με παραλύει.
Το λιβάδι που τρέφει τ’ άλογα σκεπάζεται
πέρα ως πέρα από τ’ ανοιξιάτικα λουλούδια και γλυκιά
ευωδιά απλώνεται
……………………………………………………………………
‘Έλα, Κύπριδα, και κέρασε στις χρυσές κύλικες νέκταρ
ανάμεικτο με κέφι.


Η Σαπφώ προσκαλεί με αυτή την προσευχή τη θεά να ‘ρθει στη γη. Περιγράφοντας όμως ολόκληρο αυτό το πλέγμα της ομορφιάς το διατηρεί στη μνήμη τη δική της και των κοριτσιών της. Σκοπός του έπους είναι ήδη η διατήρηση του παρελθόντος στη μνήμη των ανθρώπων – από την εποχή του Ησίοδου οι Μούσες θεωρούνται θυγατέρες της Μνημοσύνης. Ωστόσο το αντικείμενο της ανάμνησης έχει αλλάξει. Ο Όμηρος σώζει το «κλέος ανδρών», τα μεγάλα κατορθώματα, τα ιστορικά γεγονότα. 


Η Σαπφώ, αντίθετα, διατηρεί στη μνήμη κάτι απλό, που το θεωρεί, όπως συχνά επαναλαμβάνει, σημαντικότερο από όλα τα άλλα. Αυτό που εξυμνεί δεν είναι ένα γεγονός της παράδοσης, αλλά κάτι στο όποιο η ίδια και οι δικοί της έχουν λάβει μέρος. Το προσωπικό στοιχείο προχωρεί μάλιστα ακόμη περισσότερο. Σίγουρα η παρουσίαση ωραίων τραγουδιών σε μια γιορτή είναι κάτι συνηθισμένο στη λατρεία. Απαλές ευωδιές υψώνονται προς τον ουρανό, τα κορίτσια στολίζονται με λουλούδια και όλες οι αισθήσεις απολαμβάνουν. Χαρά νιώθουν τόσο αυτοί που παίρνουν μέρος στη γιορτή όσο και η θεά, την οποία θέλουν να προδιαθέσουν ευνοϊκά. Αλλά η Σαπφώ ενδιαφέρεται για κάτι περισσότερο: Επανειλημμένα αναφέρει τις φίλες της με το όνομα τους· ακόμη και τον εαυτό της αναφέρει ονομαστικά. Ό,τι έζησαν μαζί, ό,τι τις έδεσε συναισθηματικά το έπλασαν μόνες τους και το διαμόρφωσαν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εκπληρώνει τις επιθυμίες τους για μια ανώτερη πραγματικότητα. Πάνω από όλα η ίδια η Σαπφώ στεφανώνει με την ποίηση της την ομορφιά της γιορτής και την παραδίδει συγχρόνως στους μεταγενεστέρους. Αυτό που ενώνει τις αγαπημένες φίλες στο παρόν γίνεται υπερχρονικό και αθάνατο.

Αυτός ο τρόπος δημιουργίας νέων θεμάτων διαφέρει ριζικά από τον τρόπο του Αρχίλοχου ή του Αλκαίου: Η Σαπφώ δεν παραμερίζει το παλιό με αγανάκτηση, αλλά το διατηρεί και του δίνει καινούριο νόημα. Παρόλο που οι άλλοι αρχαϊκοί ποιητές δεν γνωρίζουν την ανάμνηση του ωραίου που συνδέει τους ανθρώπους, ωστόσο συναντούμε παραπλήσια φαινόμενα. Η αρχαϊκή εποχή δημιούργησε διάφορες εθιμικές εκδηλώσεις, κυρίως το συμπόσιο, για να διευκολύνει τη συνάντηση ομοϊδεατών αντρών. Αν το κρασί ενώνει τους ανθρώπους – παρόλο που μπορεί να φέρει και το αντίθετο αποτέλεσμα – , το συμπόσιο με την ποίηση και τη μουσική είναι μια ακόμη καλύτερη ευκαιρία για συντροφιά. Η συμποτική ποίηση κατέχει από την εποχή του Αρχίλοχου σημαντική θέση στην αρχαϊκή λυρική ποίηση. Ένα τραγούδι του Ανακρέοντα (απ. 43) υμνεί τα «ωραία τραγούδια» στο συμπόσιο:
Μπρος φέρε, παιδί μου, την κούπα, για να
την αδειάσω μονορούφι.
Ανάμιξε στον κρατήρα
δέκα ποτήρια νερό
με πέντε κρασί
γιατί δεν θέλω να μεθύσω
και να φερθώ άπρεπα
……………………….
Ας μην κάνουμε
πάλι ένα συμπόσιο με θόρυβο και κραυγές
όπως οι Σκύθες. Ας πιούμε ήρεμα
κι ας τραγουδήσουμε ωραία τραγούδια.


Επειδή το συμπόσιο σ’ αυτή την εποχή καλλιεργεί την αρμονική συναδελφικότητα, στα ποιήματα που διαβάζονται κατά τη διάρκεια του παίζει μεγάλο ρόλο το ερώτημα ποιος είναι πραγματικός φίλος και με ποιο κριτήριο μπορεί κάποιος να διαγνώσει την αληθινή σκέψη ενός άντρα. Ο Θέογνης λέει (1,499):
Το χρυσάφι και το ασήμι το δοκιμάζουν οι ειδικοί στη φωτιά,
άλλα τη σκέψη του ανθρώπου την αποκαλύπτει το κρασί,
ακόμη και τη σκέψη ενός συνετού ανθρώπου που πίνει υπέρμετρα
και ντροπιάζεται, αν και πριν ήταν έξυπνος.


Κάποιος θέλει να αφαιρέσει τη μάσκα από τα φαινόμενα και να γνωρίσει την πραγματική σκέψη των συμποτών του, για να βρεθεί ανάμεσα σε ομοϊδεάτες του. Πόσο σοβαρά λαμβάνεται υπόψη αυτό το κοινό και αμοιβαίο αίσθημα το δείχνει η παιδεραστία που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην αρχαϊκή εποχή και έπαιζε σημαντικό ρόλο στο συμπόσιο.


Και στην πολιτική ζωή συγκεντρώνονται οι άντρες που έχουν την ίδια ιδεολογία. Τώρα δημιουργούνται για πρώτη φορά κόμματα, και τους αγώνες τους διηγείται ο Αλκαίος από τη Λέσβο, ο συμπατριώτης και σύγχρονος της Σαπφώς, και ο Σόλων από την Αθήνα.


Ο Σόλων προσπάθησε να ξεπεράσει τις κομματικές διαμάχες και να αποκαταστήσει την ενότητα του κράτους με νόμους και καταστατικό χάρτη. Στην εποχή των λυρικών δημιουργείται η πόλη-κράτος. Την παλιά φεουδαρχική ζωή την αντικαθιστά ένα κοινό πλαίσιο που θεμελιώνεται στο δίκαιο και την τάξη. Δεν αποτελεί αντίφαση το γεγονός ότι η συνείδηση για την προσωπικότητα και η πολιτειακή τάξη δημιουργούνται την ίδια εποχή. Το να είναι κάποιος πολίτης είναι κάτι διαφορετικό από το να ανήκει σε μια καθοδηγούμενη μάζα ανθρώπων. Το δίκαιο γίνεται η νέα δέσμευση των ανθρώπων.
Και στη θρησκευτική ζωή της εποχής συγκεντρώνονται οι «ομοϊδεάτες». Αυτό συμβαίνει γιατί οι αιρέσεις των Πυθαγορείων και των Ορφικών, που διαδίδονται αυτή την περίοδο, αναπτύσσουν μια κοινή πίστη και ελπίδα. Η φροντίδα τους για την ανθρώπινη ψυχή προϋποθέτει μια αντίληψη περί ψυχής που σχηματίζεται αυτή την εποχή για πρώτη φορά.


Τέλος, την εποχή αυτή οι φιλοσοφικές σχολές αρχίζουν να συγκεντρώνουν φιλόσοφους με την ίδια κοσμοθεωρία. Για την κοινωνική δομή της Ευρώπης έχει τεράστια σημασία το γεγονός ότι παράλληλα με τις παραδοσιακές ομάδες όπως οικογένεια, φυλή, κτλ. δημιουργούνται ενώσεις που δεν στηρίζονται στη θρησκευτική παράδοση αλλά σε πνευματικούς δεσμούς. Η ύπαρξη κομμάτων, αιρέσεων, σχολών κτλ. στην Ευρώπη, ενώσεων που θεμελιώνονται σε κοινές πεποιθήσεις και θεωρίες, οφείλεται στην πρώιμη αρχαϊκή εποχή της Ελλάδας. Οι λυρικοί ποιητές μας προσφέρουν την πιο σαφή εικόνα για τις προϋποθέσεις των φαινομένων αυτών, γιατί εκφράζουν με το λόγο τις νέες ανακαλύψεις τους στον ψυχικό χώρο.


Είδαμε ότι ο Όμηρος δεν είναι σε θέση να συλλάβει την ψυχή ως κάτι τελείως αντίθετο από το σώμα. Αυτό μπορέσαμε να το αποδείξουμε (βλ. παραπάνω, σ. 37) με τη σκέψη ότι ο Όμηρος δεν διαθέτει τις γλωσσικές προϋποθέσεις, για να εκφράσει τα τρία χαρακτηριστικά που αποδίδει ο Ηράκλειτος στην ψυχή: την«ένταση»που περικλείει συγχρόνως και το «βάθος», την «αυθορμησία» και την «κοινότητα». Στα προσωπικά αισθήματα των λυρικών ανακαλύπτεται ο διχασμός της ψυχής και η κοινότητα του πνευματικού στοιχείου. Ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ και ο Ανακρέων αποδίδουν στην αυθορμησία του πνεύματος μόνο ένα μικρό μέρος των αισθημάτων τους. Οι δυνατές συγκινήσεις εξακολουθούν να οφείλονται στην επέμβαση των θεών, ενώ μόνο η απογοήτευση θεωρείται κάτι προσωπικό. Αλλά ο χώρος της συνειδητής προσωπικής δράσης δεν έχει ακόμη ανακαλυφθεί. Το βήμα αυτό το πραγματοποιεί για πρώτη φορά η τραγωδία. Το γεγονός ότι οι ανακαλύψεις των λυρικών ποιητών επανέρχονται με συγγενικές μορφές σε καλλιτέχνες (βλ. παραπάνω, σ. 25), στοχαστές και πολιτικούς, δείχνει ότι τα κατορθώματα των μεγάλων προσωπικοτήτων ανήκουν σε μια γενικότερη ιστορική διαδικασία. Η Ιστορία είναι ένα υφαντό που τα υλικά του είναι η πράξη και η μοίρα. Η μια πλευρά φαίνεται να είναι καμωμένη μόνο από το υφάδι· αν όμως το αντιστρέψεις, τότε βλέπεις και το στημόνι.
πηγή: Εκηβόλος

ΤΟ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟ ΘΕΩΡΗΜΑ ΣΕ ΜΙΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΜΙΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΤΟΥ ΘΕΩΡΗΣΗ

$
0
0

Στην παρακάτω τηλεπροβολή (βίντεο) θα δείτε μια από τις 500 περίπου αποδείξεις του πυθαγόρειου θεωρήματος:



















Ενώ σε αυτήν παρακάτω θα απολαύσετε μια θεολογική και φιλοσοφική εκδοχή του πυθαγόρειου θεωρήματος στην ελληνική  κοσμοθέαση:



ΤΟ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟ ΘΕΩΡΗΜΑ - Η ΣΥΝΘΕΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΘΕΜΕΛΙΩΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΣΜΟΘΕΑΣΗ

$
0
0
 "εν οίδα ότι ουδέν οίδα"


εικ. Το  θεώρημα ισχύει για όλες τις όμοιες μορφές που θα τοποθετηθούν στις πλευρές του ορθ. τριγώνου.
  Είτε είναι τετράγωνα ή μηνίσκοι, είτε τρίγωνα, πεντάγωνα, είτε δράκοι...


       












Για να κατανοήσει κάποιος τον Πλάτωνα, δε θα έπρεπε απλά να γνωρίζει την ελληνική γραμματεία αλλά και να έχει άριστες γνώσεις μαθηματικών. Ο Πλάτων οτιδήποτε έλεγε το στήριζε στα μαθηματικά που αποτελούν την κωδικοποιημένη αποκάλυψη του τρόπου που υπάρχει ο κόσμος. Οπότε,όσοι γνωρίζουν"μαθηματικά"θα κατανοήσουν καλύτερα τον πλάτωνα...

Ορθοτομούντες τον λόγο της αληθείας

Το πυθαγόρειο θεώρημα και η χρυσή ακολουθία  αποτελούν την  μαθηματική έκφραση για τον δεύτερο και τον τρίτο Λόγο της θεολογίας αντίστοιχα...
Η τριάδα (αδ), (2βγ), (β22) που δημιουργείται από τέσσερεις διαδοχικούς όρους α,β,γ,δ μιας ακολουθίας τύπου Φιμπονάτσι (όπου ο τρίτος όρος, είναι άθροισμα των δύο προηγουμένων) είναι μια Πυθαγόρεια τριάδα... Έτσι  ο δεύτερος και ο τρίτος  Λόγος συνδέονται μεταξύ τους δια μέσου της τετρακτύος (προσωπικότητας) των φιλοσοφικών στοιχείων. Καθώς 4 διαδοχικοί όροι της δημιουργικής ακτίνας  του  Fohat, δηλαδή της  χρυσής ακολουθίας, δημιουργούν μια πυθαγόρεια τριάδα (ψυχή) ακεραίων αριθμών.  

Οι αισθήσεις μας σύμφωνα με τον νεοπλατωνισμό παράχθηκαν αθροιστικά, ακολουθώντας την χρυσή ακολουθία από την ηχητική αρχή, (το αίμα), που μεταβλήθηκε σε αφή, αντιδρώντας στην ηχώ της που δημιουργήθηκε όταν ανακλάστηκε στον αξεπέραστο δακτύλιο (κάτοπτρο ή ασπίδα) του Ορφικού ωού...(στην όγδοη σφαίρα του ήπατος). Στην συνέχεια ήχος (1) + αφή (2)  έδωσαν την όραση (3), προσφέροντας έτσι την πρώτη τετράδα 1,1,2,3 εκ της οποίας προκύπτει το γενεσιουργό εγωικό πυθαγόρειο τρίγωνο 3,4,5 

H Επιστήμη του τριαδικού Εγώ και η τέχνη του εκμηδενισμού του

Το γεγονός ότι το βασικό δημιουργικό πυθαγόρειο ορθογώνιο τρίγωνο (3,4,5προκύπτει από τους 4 πρώτους όρους (0,1,1,2),3,5,8,13… της ακολoυθίας Fibonacci, στους οποίους περιλαμβάνεται το 0 και το 1 (δύο φορές), θέτει το μαθηματικό υπόβαθρο για το γνωστό ερώτημα σχετικά με την ύπαρξη του κόσμου μας… Καθώς το 0 εμφανίζεται ως δημιουργικός παράγων !

Ας το εξετάσουμε πιο προσεκτικά: Τέσσερις διαδοχικοί όροι (α,β,γ,δ) της ακολoυθίας Fibonacci δημιουργούν μια πυθαγόρεια τριάδα σύμφωνα με τον τύπο: (αδ, 2βγ, β2)
Η όροι στην τετράδα (1,1,2,3) δίνουν την πυθαγόρεια τριάδα: (1*3, 2*1*2, 1+4) = (3,4,5), δηλαδή την Αιγυπτιακή αγία τριάδα (ΙΣΙΣ, ΟΣΙΡΗΣ, ΩΡΟΣ) της δημιουργίας ή ζωδιακό. 

Αλλά για να υπάρξει αυτή η τριάδα η μονάδα λαμβάνει μέρος τρεις φορές (1*3, 2*1*2, 1+4). Συμμετέχει δηλαδή στην δημιουργία και των τριών πλευρών του βασικού ορθογώνιου τριγώνου. Γεγονός που εξηγεί αφενός το ομοούσιο της τριάδας αλλά και την ανάγκη να αποκαλυφθεί η δράση της μονάδας ή θέλησης αφετέρου… 
Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον παρατηρώντας ότι για να προκύψει η διπλή διαδοχή της μονάδας στην τετράδα (1,1,2,3). Χρειάζεται να δράσει το μηδέν… ως πρώτος όρος στην ακολουθία Fibonacci : 0, 10+1=1, 1+1=2, 1+2=3, 2+3=5 κλπ Οι όροι (0,1,1,2) εφαρμοσμένοι στον γενικό τύπο (αδ, 2βγ, β2) δίνουν (0*2, 2*1*1, 1+1) = (0,2,2), δηλαδή ένα υποθετικό ορθογώνιο τρίγωνο, στο οποίο η μιά κάθετη πλευρά έχει ταυτιστεί με την υποτείνουσα… εφόσον η άλλη είναι μηδενική. Πρόκειται για τον μηδενισμό της ανθρώπινης βούλησης,  που επιτρέπει την ταύτιση της πρόνοιας με την ειμαρμένη... 
 

Ας σημειωθεί ότι οι νεοπλατωνικοί πυθαγόρειοι δεν κατάφεραν να γίνουν κατανοητοί για τρεις χιλιετίες, καθώς δεν μπορούν να εξηγήσουν στο νοήμον κοινό τον υποχρεωτικό εκμηδενισμό ή θυσία της ατομικής βούλησης (σταύρωση του εγώ) προκειμένου η θεία πρόνοια να ταυτιστεί με την ειμαρμένη στο αιτιώδες τρίγωνο … της ανυπαρξίας (0,2,2). Περιγράφοντας την λειτουργία  του Κυκλώπειου νοητικού οφθαλμού, ο οποίος λειτουργεί  ως  ποιμένας  των σπινθήρων του φωτός, εκπέμποντας τους ως πρόβατα και μαζεύοντας τους πίσω στην σπηλιά του κρανίου...

εικ.  Η πυθαγόρεια αιτιοκρατική τριάδα: βούληση,πρόνοια,ειμαρμένη
(6,8,10) 36+64=100 


      Ο τρίτος οφθαλμός 666 (τριγ.36) προβάλει  τα 64  νοητικά ριζώματα-αιτίες, στην οθόνη της αύρας μας ως  αιθερικούς αιώνες - εκατοντάδες ή Κενταύρους (Centuries).Τα μοιραία γεγονότα του βίου μας... 

     Πρόκειται για την γεωμετρική  ή εγωμετρική έκφραση της σύγκρουσης Λαπίθων* και Κενταύρων  (αιτίων και αποτελεσμάτων) υπό το όμμα της επιστήμης του Απόλλωνος... *Λαπίθης=λαίλαψ, στρόβιλος ή άρπυια (πυρ , αήρ) Κένταυρος = γη, νερό

     Όταν παύει η ηλιακή δημιουργική ένστικτη βούληση 666 ως αυτοτυφλωμένος Οιδίπους,  η κάθετη πλευρά της πρόνοιας ταυτίζεται με την υποτείνουσα της ειμαρμένης, και ο σταυρωμένος  όφις της ζωής  αυτοαποκαλυπτόμενος αποσύρεται ...




 
         
   Οι τρεις μοίρες-όφεις: 
3, Λάχεσις παρελθόν* 
4, Κλωθώ παρόν  
5, Άτροπος μέλλον
είναι  οι πλευρές του γενεσιουργού  ορθ. τριγώνου με ακέραιες λύσεις. (3,4,5)(9+16=25)
*(Οι χρονικές αντιστοιχίσεις των 3ων μοιρών διευκολύνουν την ανθρώπινη κλίμακα κατανόησης, εφόσον στην πνευματική προσέγγιση δεν υφίσταται χρόνος αλλά δυνατότητες / πιθανότητες ύπαρξης). Ο άνθρωπος πλανάται νομίζοντας ότι ο ίδιος δημιουργεί-κλώθει την μοίρα του. Αλλά στο πνευματικό φως αντιλαμβάνεται ότι  οι αποφάσεις και οι δράσεις του δεν είναι αιτίες αλλά αποτελέσματα εξ αιτίας του λαχνού (προσωπικότητας) που επέλεξε η ψυχή του πριν την ενσάρκωση της... Το μέλλον του είναι αναπότρεπτο, ελεγχόμενο από την Άτροπο. 

Στον πλατωνικό μύθο του Ηρός περιγράφονται οι 3 μοίρες, θεμελιώνοντας την εσωτερική αστρολογία: "... Την όγδοη μέρα πήγαιναν σε ένα τόπο, όπου έβλεπαν ένα φως σαν λαμπρό ουράνιο τόξο που το κρατούσε στερεωμένο ψηλά το αδράχτι της ανάγκης που γεννά όλες τις κινήσεις. Το αδράχτι περιείχε επτά σφονδύλους όπου ήταν καθισμένες και περιστρέφονταν Σειρήνες, μια πάνω σε κάθε κύκλο. Κάθε Σειρήνα έβγαζε από μέσα της έναν ήχο και όλες μαζί σχημάτιζαν ένα αρμονικό ταίριασμα από νότες. Την κυκλική κίνηση των σφονδύλων, πάνω στα γόνατα της Ανάγκης, παρακολουθούσαν καθισμένες πάνω σε θρόνους οι τρεις Μοίρες, η Λάχεσις, η Κλωθώ και η Άτροπος και τραγουδούσαν πάνω στη μελωδία των Σειρήνων. Η Λάχεσις τα περασμένα, η Κλωθώ τα τωρινά και η Άτροπος τα μελλούμενα". ο Πλάτωνας αναφέρει τις σειρές των πετάλων στον λωτό 3+4+5=12 (βλ. τους τρείς αστρολογικούς σταυρούς με τις αντίθετες φορές στην εσωτερική αστρολογία) με τα ονόματα των τριών Μοιρών. Η Κλωθώ στρέφει τον κύκλο των μακρινών αστερισμών, αντίστροφα από την φορά που στρέφει η Άτροπος τον κύκλο των εσωτερικών πλανητών. Ενώ η Λάχεσις διαμοιράζοντας τους ρόλους στρέφει και προς τις δύο κατευθύνσεις. Οι 7 σφόνδυλοι και το γόνατο της ανάγκης κάνουν μια ευθεία αναφορά στο κοσμικό γόνατο του Αιγόκερω, που επιτρέπει την αντίληψη του φυσικού κόσμου (παρέχοντας την οστέινη δομή και το αίμα), με το νήμα της δημιουργικής ακτίνας να διέρχεται από τους 7 σφονδύλους του ήχου των σειρήνων της οκτάβας των κόσμων-στοιχείων.
  
   Ο σημαντικός αυτός μύθος περιγράφει την απόκρυφη εργασία της πανσελήνου που σαν την υφάντρια Πηνελόπη με την ηλακάτη της γνέθει-ξεγνέθει το χαλί των γεγονότων. Διαχωρίζει αργά τον νου των μορφικών επιθυμιών από την ψυχή με την ελπίδα  της επιστροφής του ασώτου Οδυσσέα…

  Στην διάρκεια των ευθυγραμμίσεων του ήλιου και της σελήνης δηλ, της αιματικής με την ορμονική λειτουργία. Εμφανίζονται οι υαλώδεις αιθερικές ίνες που υφαίνουν του ατελή πλανητικό αιθερικό ιστό [το δίχτυ του Ηφαίστου είναι το ίδιο με το δίχτυ της Τιβεριάδας λίμνης (βλ. 1/7=142857 ο αιματικός κύκλος και 142857-758241=615384, 'οταν 2/13=153846 είναι ο ορμονικός κύκλος, (153 είναι ο τριγ. 17, η τέχνη του ταρώ) 5+7+5 ].

Ο Πλάτωνας μας πληροφορεί για την εργασία  επί του αιθερικού ιστού στην αστρολογική αλληγορία των τριών υφαντριών-μοιρών. Οι εσωτερικοί πλανήτες της αστρονομίας: Ερμής-Αφροδίτη και Άρης κινούνται από την Λάχεσιν, που ορίζει το μήκος του νήματος των ενσαρκώσεων, δηλαδή τον μεταβλητό σταυρό. Ο Όμηρος   εμφανίζει τους  προαναφερθέντες πλανήτες-θεούς να ερωτοτροπούν στο "κρεβάτι της πανσελήνου"δηλαδή του πυθαγορείου θεωρήματος. Εφόσον η κυκλική περιφορά της σελήνης με τους Διόσκουρους δεσμούς της δημιουργούν ορθογώνιο τρίγωνο, το ύψος του οποίου είναι ο ιθυφαλλικός Ερμής...

Ο Ήφαιστος (ο απόκρυφος ηλιακός δημιουργικός οφθαλμός 666 ή κύστη ιχθύος ή βάρκα του Ώρου ή βάρκα με τους 7 αποστόλους-ακτίνες (5+7+5) στην Τιβεριάδα λίμνη) τους συλλαμβάνει στο δίχτυ  και φωνάζει τον εξωτερικό κύκλο των πλανητών-θεών (Δία και Κρόνου), που στο Πλατωνικό μοντέλο κινεί η νοητική μοίρα Άτροπος του σταθερού σταυρού αντίθετα από την φορά της Λαχέσεως. Αποκαλύπτοντας τον νοητκό ηλεκτρισμό του φυλετικού ρεύματος-ποταμού της ζωής Ηριδανού εκ του κόσμου των νεκρών...   Κατανοώντας έτσι την εργασία που ξεκίνησε κατά την σκοτεινή φάση της νέας σελήνης, ο Όσιρης-Σείριος, αποκαλύπτοντας μαζί με τους άλλους μεγάλους μακρινούς αστερισμούς  το νήμα της μοίρας Κλωθούς.  Χάρις στην θυσία  της Αφροδίτης (Προμηθέα),  πολικού  συντρόφου της Γης, η οποία συγχέεται στην μυθολογία με την πανσέληνο ως σελένη ή ωραία Ελένη. Παράγεται σε τριγωνισμό με τον Άρη των επιθυμιών της Λαχέσεως και τον νοητικό  Ερμή  της καθόδου εις τον Άδη της Ατρόπου, ο λεγόμενος αιθερικός Ερμαφρόδιτος στις  δύο φάσεις ή συνευρέσεις (μυήσεις) της Αφροδίτης.  Ο Ερμαφρόδιτος που είναι το συμπληρωμένο αιθερικό πλανητικό σώμα  δέχεται έτσι τις πνευματικές ενέργειες από τους μακρινούς αστερισμούς.

Αυτή την πλανητική αιθερική ολοκλήρωση  επιχειρεί να εκμεταλευτεί ο νοήμων άνθρωπος δια της ομοιότητας του φορέα του προς τον πλανήτη. Για να λάβει επίγνωση του απόκρυφου πυρός της χρυσής αναλογίας ή νήματος (Λόγου) των μακρινών αστερισμών, που αντιστοιχούν στα κέντρα της κεφαλής του: Υπόφυση (Σείριος), Επίφυση (Μεγάλη άρκτος), Λαιμος (Πλειάδες), Ωρίων (Αλτα Μαγιορ, Παρεγγεφαλίδα συνθεση των τεσσάρων κατώτερων κέντρων στο κεφάλι)
Εσωτερική Αστρολογία για Φιλοσόφους…

Ο Πλάτων απέδωσε την πυθαγόρεια Άτροπο (αναπότρεπτη μοίρα) στο μέλλον τρελαίνοντας τον ιδεαλιστή αλλά αμύητο Χέγκελ που ήλπιζε …ως αιρετικός χιλιαστής σε μια «επίγεια ουτοπική χριστιανική σωτηρία».

Το μέλλον στην πλατωνική Πολιτεία, ελέγχουν οι δύο πλησιέστεροι στον ήλιο πλανήτες δίνοντας υπόσταση στον θείο Ερμαφρόδιτο της αυτοπαρατήρησης του σταθερού σταυρού. Ο σταθερός σταυρός της μαθητείας ή πρανικής κατανόησης, περιγράφει τις δραματικές μεταβολές της λιβιδικής ενέργειας: (ταύρος, σάτυρος, σταυρός… άστρος). Καθώς η συνείδηση του παρόντος ιππεύοντας την στιγμή της γέννησής της (cogito του υπαρξισμού) στο σπήλαιο των ενστίκτων της Βηθλεέμ, μεταβαίνει στην αιωνιότητα του Κρανίου-Γολγοθά… (Από το dasein, στο «είναι προς θάνατον» του Χαϊντεγκέρ). Ο αιρετικός Χάιντεγκερ πρόσεβλεπε στην αιώνια σταύρωση… ως ποιητική νοσταλγία του Χάους.

Στην ομηρική μυθολογία είναι η στιγμή που ο Πάρις (παρών), Αλέξανδρος της συνείδησής, εισέρχεται στοχαζόμενος στις περιελίξεις του μόνιμου αιθερικού ατόμου (μήλου της έριδας-Άρη-έρωτος ή Σίβα) και επιλέγει την πολεμική Κυθέρεια Αφροδίτη της μεσαίας κορινθιακής στήλης ως ωραιότερη (φιλοσοφικά ωριμότερη).

Η άλλη πλευρά του αιώνιου Απολλώνιου παρόντος είναι το παρελθόν. Σε αυτόν τον Λειμώνα κατά τον Πλάτωνα, (Άδης το σεληνιακό βασίλειο της Περσεφόνης), ενοικούν οι αρχέτυποι κλήροι της Λάχεσης (64=2*32=4*16=8*8) των εξωτερικών πλανητών (Κρόνος-Δίας)*, που κινούνται και προς τις δύο κατευθύνσεις, αποδίδοντας την δικαιοσύνη-Νέμεση των Διόσκουρων (σβάστικας-σωβάστικας)… 

*Ο σεληνιακός-ψυχικός Κρόνος-Δίας (ο σταυρός επάνω και κάτω από τον σεληνιακό μηνίσκο) είναι η κεντρομόλος και η φυγόκεντρος περιέλιξη του καρδιοειδούς αιθερικού μόνιμου ατόμου που δείχνει τους πόλους του στην πανσέληνο και την νέα σελήνη…

Ο Πλάτων αναφέρει στον μύθο του Ηρός και την Κλωθώ (θεία Ειμαρμένη) των μακρινών αστερισμών, που αντιστοιχεί στον μέγα δράκο Λεβιάθαν του ιερού κέντρου ως «κύνα που κύει την ενόραση»... Αυτή κλώθει το νήμα της ζωής καθώς το κέντρο του κύκλου αποκόπτεται από το ΑΔΑΜάντινο δρεπάνι του Κρόνου της 3ης ακτίνας και αποστέλλεται ως ύβρις κατά του αγίου πνεύματος στην περιφέρεια του ιώδη αξεπέραστου δακτυλίου της έβδομης ημέρας-ανάπαυσης. Από εδώ επιστρέφει και πάλι προς το κέντρο υφαίνοντας με τις τροχιές του τους αστέρες-περιβλήματα της ουσίας… (βλ. Κοσμικό Δόγμα υπό D. Fortune)
 "Εν οίδα ότι ουδέν οίδα"
εικ. η βουδιστική μαντάλα της δημιουργίας 


















Η Σωκρατική ρήση δηλώνει ακριβώς την απόσυρση-θυσία της ανθρώπινης γνώσης, βούλησης, ή επιθυμίας  προκειμένου να επιτευχθεί ο αναγκαίος όρος της πνευματικής  πτώχευσης και η αποδοχή της ειμαρμένης ή θέλησης του Ενός που γίνεται κατανοητή στην σιγή του νου. Τότε η πρόνοια ταυτίζεται με την ειμαρμένη, και  ο γάμος του πνεύματος με την μορφή επιτυγχάνεται. Η συνείδηση πεθαίνει μαζί με την αντίληψη του σάρκινου περιβλήματος (της περιστροφής των ηλεκτρονίων) και γεννιέται στον ανώτερο αστρικό κόσμο των ατόμων...  

   Αυτή η παραδοξότητα περιγράφεται στον μύθο των φώτων-Διοσκούρων. Όπου ελαττωμένου του ενός αυξάνεται ο άλλος. Όπως οι κάθετες πλευρές στο ορθογώνιο νοητικό τρίγωνο.  "Ο υψώνων εαυτόν ταπεινωθήσεται και ο ταπεινώνων εαυτόν υψωθήσεται"

                                    
Τα πλατωνικά στερεά     
 
Όλα τα σχήματα αναλύονται σε ορθ. τρίγωνα.
Τα επίπεδα σχήματα
αναλογούν στις συναισθηματικές-στοιχειώδεις αντιληπτικές δομές των tattwas
Τα στερεά στις αισθήσεις: 
Δωδεκάεδρο-ακοή.
Οκτάεδρο-αήρ,
Πυραμίς-όραση,
Εικοσάεδρο-γεύση ,
Κύβος-όσφρηση
 
Ο ζωδιακός αιθερικός Ναός του 12 …   ευρίσκεται σε όλα τα κανονικά στερεά ως ο τριπλός σταυρός της συμμετρίας τους.



Το τάγκραμ-τετράγωνο του ονείρου    
      Αντιστοιχώντας την διαμελισμένη από τις τιτανικές δυνάμεις του ύπνου προσωπικότητα μας στον Διόνυσο ή Όσιρη…  Αντιλαμβανόμαστε την σημασία της αναζήτησης του απολεσθέντος καρδιοειδούς φαλλού του  (της συνείδησης). Εφόσον ο φαλλικός σίφων είναι αυτός που μεταβάλλει την αφή σε όραση.
     εικ. Ο τάφος του Ραμσή ΙΧ στις Θήβες   
  








Το μυστήριο του ονειρικού φωτισμού  σχετίζεται με την διέγερση των γενν. οργάνων κατά την διάρκεια του ύπνου.
Ο φαλλός  AΔ= ΒΔ*ΔΓ  επισημαίνει την παραγωγή του τετράγωνου-φωτός στο ορθογώνιο τρίγωνο της συνείδησης. Εξαιτίας της συγχώνευσης στο αίμα των προϊόντων του νευρικού με το ορμονικό σύστημα (νόησης και συναισθημάτων)


εικ. Το εμβαδόν του τριγώνου (ΑΒΓ)
έχει ίδιο   εμβαδόν με το άθροισμα
των δύο μηνίσκων (
Διοσκούρων)    
 
    Οι μηνίσκοι του συναισθήματος  και της διαίσθησης 
έχουν ίσο εμβαδόν με το ψυχολογικό νοητικό ορθογώνιο 
τρίγωνο.





εικ η ανισότητα του Cauchy
   Το πυθαγόρειο θεώρημα περιγράφει την είσοδο στην ψυχική ζωή, δηλαδή την συνειδητοποίηση των τετραγώνων ή όφεων του φωτός … των Διοσκούρων ή καθέτων πλευρών του ορθ. τριγώνου.  Αστρολογικά φαίνεται να αντιστοιχούν στον Βόρειο και τον Νότιο σεληνιακό δεσμό...  Καθώς η σχεδόν κυκλική τροχιά της σελήνης τέμνει την γήινη τροχιά στον βόρειο και νότιο δεσμό. Δημιουργώντας με την εκάστοτε θέση της και τα αντιδιαμετρικά σημεία των δεσμών ορθογώνιο τρίγωνο.(βλ. σχήμα)



Δέπας. Φώτισε την διαφορά. 
    Ο Πλάτωνας ονομάζει το ορθογώνιο τρίγωνο γαμήλιο, επειδή αθροίζει το ζεύγος των καθέτων πλευρών στην υποτείνουσα του απογόνου…

Οι πυθαγόρειοι παρατήρησαν ότι στην σειρά των τετράγωνων αριθμών: 1,4,9,16,25,36,49,64,81,100…
ισχύει η σχέση:
4-1=3, 9-4=5, 16-9=7, 25-16=9, 36-25=11, 49-36=13 … 
που δίνει την σειρά των περιττών αριθμών:
2+1=3, 3+2=5, 4+3=7, 5+4=9, 6+5=11, 7+6=13…

Δηλαδή ότι η διαφορά δύο διαδοχικών τετραγώνων ακέραιων αριθμών ισούται με το άθροισμά των ακέραιων ριζών τους. Αυτή η ιδιότητα μπορεί να σημαίνει απλά ότι μέσα στο γαμήλιο δισκοπότηρο των σπερμάτων-ριζών του νοητικού σεληνιακού κυπέλου, επέρχεται η κατανόηση της σειράς των βιωμένων γεγονότων.
"Το πνεύμα του πατρός κατέρχεται στο σπέρμα του υιού όταν ο φαλλός ευρίσκεται εντός της μήτρας"  
 

Οι σκιές εντός του Πλατωνικού σπηλαίου...

    Η ανθρώπινη φιγούρα  με την σκιά της δημιουργούν τις δύο κάθετες πλευρές του ορθογωνίου τριγώνου με υποτείνουσα την μοιραία ηλιακή ακτίνα…  Είναι αναμενόμενο  λοιπόν να  έχει αναπτυχθεί (από τους Ινδούς)  σύστημα πρόβλεψης και δράσης εξαρτώμενο από  το μήκος της σκιάς  μετρημένο σε βήματα, είτε από το μέγεθος της κεφαλής ως προς το σώμα… Όπου τα πολλαπλάσια μήκη  ή κλάσματα  του 3 είναι ευοίωνα, ενώ δυσοίωνα είναι αυτά του 2.   Αναμένουν λοιπόν η σκιά τους να λάβει συγκεκριμένο μήκος πριν προβούν σε κάποια δράση… 

  Η κρίση των σκιών ξεκινά όταν ο θεατής του θεάτρου των σκιών χάνει το ενδιαφέρον του  για το σενάριο του έργου και εστιάζεται στον μηχανισμό του προβολέα πριν αποχωρήσει από την αίθουσα. Όπως ένας  έμπορος χαλκού που επισκέπτεται μία μπάντα πνευστών ενδιαφερόμενος όχι για την μουσική αλλά για το βάρος των οργάνων...

   Έτσι και στον νοητικό κόσμο η αντικειμενικότητα που πέτυχε η φυλετική εξέλιξη ισορροπώντας το φυσικό με το αστρικό-ονειρικό φως, κατανοείται χάρις στην σιωπή ή οικειοθελή θυσία της συνείδησης που βασίζεται στην ομιλία, συμπαρασύροντας  σε δίκη τα ψυχολογικά στοιχεία (σκιές) της προσωπικότητας που την χρησιμοποιούν.  

    Το ζήτημα της σχέσης του φωτός με την σκιά είναι εξωλογικό. Εφόσον τα περιγράμματα των αντικειμένων τα ορίζει η φυλετική σκέψη... Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι τα φωτόνια ακολουθούν την δομή του αιθερικού ιστού (τα DNA)θέτοντας μας τον προβληματισμό για την σχέση του γονιδιώματος με τα αντικείμενα που αντικρίζουμε...  


Η σταύρωση και ο ζωδιακός      

 Oι πυθαγόρειοι, στις πλευρές 3,4,5 του ορθογωνίου τριγώνου έβλεπαν  τον ζωδιακό… 3+4+5=12.

Το άθροισμα των τετραγώνων των εκδηλωμένων ολύμπιων  ιεραρχιών  3+4  ισούται με το τετράγωνο των 5 τιτανικών ιεραρχιών δηλ. μη εκδηλωμένων ή καταδικασμένων.  9+16=25. 

εικ. Οι 7, 3+4 εκδηλωμένες ιεραρχίες  είναι τα ζώδια από τον λέοντα έως και τον Υδροχόο. Στα 4 ζώδια μετά τον λέοντα αποκαλύπτεται η προσωπικότητα Ίσιδα των 4 στοιχείων (τετράγωνος θρόνος), ενώ στα τρία χειμερινά ο κάτω κόσμος Όσιρις της δεσμευμένης ψυχής (3 πυραμίδες, 3 άστρα στην ζώνη του Ωρίωνα).

Οι 5 μη εκδηλωμένες-πνευματικές  είναι τα υπόλοιπα 5 ζώδια από τους ιχθύες έως και τον καρκίνο. 

Στην εικόνα του αιγυπτιακού ζωδιακού το καταστροφικό μάτι 666, εμφανίζεται στον δυσοίωνο οίκο των ιχθύων.  

 Οι τρεις σταυροί-τετράγωνα  στον Γολγοθά (τόπο του κρανίου) είναι η ευαγγελική εκδοχή  του Πυθαγορείου θεωρήματος.

Οι αριθμοί 3 και 4 αντιστοιχούν στους δύο ληστές της σταύρωσης, ενώ ο αρ. 5  στον νοητικό θεάνθρωπο. (Το Δελφικό Ε ).   Ο αρ. 3 (μέλλον) στον στοιχειακό αμετανόητο άνθρωπο, της ενελικτικής φάσης, που είναι εγκλωβισμένος στους ρόλους-λαχνούς της Λάχεσις,  ενώ ο αρ. 4 (παρόν) στον νοητικά εξελισσόμενο  άνθρωπο   που μετανοεί την έσχατη στιγμή… Επειδή η μετάνοια μόνον εκεί (στον νοητικό κόσμο) είναι δυνατόν να συμβεί
Ο τόπος του κρανίου είναι λοιπόν  ο νοητικός κόσμος των ορθογωνίων τριγώνων.  
Νοητικός άνθρωπος  είναι ο Νάρκισσος. Αυτός δηλαδή που κοιτάζει το νοητικό  είδωλο της φυσικής του μορφής και όχι  το αλλοιωμένο  δια μέσου των αντικειμένων  των επιθυμιών του. Όπως κάνουν άλλωστε ενστικτωδώς όλες οι γυναίκες στον κόσμο. 



 
Οι 3 μοίρες ή ουροβόροι όφεις           
(9+16=25)  1+2+3+2+1...+...1+2+3+4+3+2+1 = 1+2+3+4+5+4+3+2+1

Επειδή τα τετράγωνα τα αναφέραμε και ως ουροβόρους όφεις, των αντιλήψεων του χρόνου καλό  είναι να συσχετίσουμε το άθροισμα των δύο με την αφύπνιση του τρίτου… 




Ας επισημάνουμε τώρα τα αυτονόητα. 
  • Η μνήμη αναφέρεται στο παρελθόν (5). Ο αριθμός 5 (το Δελφικό Ε) λέγεται καρδιά των 9 αριθμών επειδή στέκει στο μέσον. 
  • Η α-λήθεια αναφέρεται στην επαναφορά της κοσμικής μνήμης. 
  • Η μνήμη είναι ο ανώτερος από τους φυσικούς αιθέρες, επί του οποίου εδράζει το νήμα της κοσμικής συνείδησης Φ φίδι, φως. 
  • Η νοητική εργασία απλώς οδηγεί τον άνθρωπο στον έλεγχο του αναπνευστικού του ρυθμού, από τον οποίο εξαρτάται η αντίληψη που έχει για τον χρόνο. Από την οργανωμένη κατώτερη τηλεπάθεια των συναισθημάτων του ηλιακού πλέγματος, της κοινωνικής σκεπτομορφής που ελέγχει την αναπνοή του, στην έκφραση της προσωπικής δικαιοδοτικής γνώμης της καρδιάς αποκτώντας έτσι τον εν λόγω έλεγχο. 
  • Η Πέμπτη ακτίνα-αριθμός  της δικαιοσύνης-επιστήμης εκφράζοντας το άθροισμα της δεύτερης με την τρίτη, δηλαδή της σεληνιακής συνείδησης με την ηλιακή πρόνοια στην αναπνοή, διατρυπά τον αξεπέραστο δακτύλιο των εκφρασμένων γνωμών που δομούν τον φυσικό μας κόσμο . 
  • Η αριθμητική ισότητα 2+3=5  εμφανίζεται ψυχικά-γεωμετρικά στην πυθαγόρειο ισότητα των τετραγώνων  9+16=25. (Το 4=2+2 είναι πάντα η έκφραση της συνείδησης του παρόντος)
 
  Υπάρχουν άνω των 520  καταγεγραμμένων αποδείξεων για το πυθαγόρειο θεώρημα. 

   
   Οι περισσότερες από αυτές είναι γεωμετρικές. Δηλαδή παίρνεις το μεγάλο τετράγωνο της υποτείνουσας και προσπαθείς να το συμπληρώσεις τοποθετώντας στο εσωτερικό του τα τετράγωνα των καθέτων πλευρών, αναλυμένων σε τρίγωνα και ορθογώνια… 



  

 Ναι… αλλά αυτή την διαδικασία της ανάλυσης του τετραγώνου σε τρίγωνα και ορθογώνια την συναντάμε και στο …τάνγκραμ του ονείρου…  
εικ.   To τάγκραμ (το στομάχιον του Αριστοτέλους) είναι ένα παιχνίδι όπου λαμβάνοντας  ένα τετράγωνο αναλυμένο σε τρίγωνα δημιουργείς  μορφές. 






εικ.   Στο ξεκίνημα του υπναγωγικού  φαινομένου και πριν η συνείδηση της ατομικής μορφής χαθεί  στο  χαοτικό σενάριο των ρόλων και των χρωμάτων- σχημάτων του ονείρου. Οι τριγωνικοί σπινθηρισμοί του αστρικού φωτός διαγράφουν περιγράμματα ζωικών μορφών.  

   Εδώ ανοίγει για μια στιγμή η πύλη της  ευκαιρίας. Διότι αν ο καθημερινός νους απομονώνοντας κάποια  φευγαλέα ονειρική μορφή, αναγνωρίσει  στο πυρ των ενστίκτων που αντιλαμβάνεται ως αφή  (τους αστρικούς σπινθήρες που τον συνθέτουν ως  σταθερή μορφική σφραγίδα). Την σχέση της δικής του ανθρώπινης μορφής με εκείνη του ονείρου που παρελαύνει εμπρός του...

  Τότε βρίσκεται μάρτυρας  ενός καλειδοσκοπικού φαινομένου με κέντρο τον τρίτο οφθαλμό του, που μεταβάλλει την αστρική εικόνα σε νοητική... Μεταφέροντας την συνείδηση του  στον κόσμο των μαθηματικών αιτίων...

 Στην εικόνα ο ζωγράφος έχει αποτυπώσει την σταδιακή μεταβολή της φυσικής γάτας χάρις στις συμμετρίες που επιβάλλει η παρουσία της συνείδησης του φωτισμού των ορθογωνίων  τριγώνων  του  πυθαγόρειου θεωρήματος !...  Σε ένα νοητικό χερουβικό αρχέτυπο της ιδεατής δημιουργίας που προηγήθηκε της δικής μας.  Εισάγοντας έτσι τον καθημερινό νου του στην αθανασία  του κόσμου των ιδεών...

Ο αιθέρας και οι πιθανότητες. 

 Ο αιώνας είναι ένα παιδί που παίζει, ρίχνοντας ζάρια•
Ενός παιδιού* η βασιλεία    (Ηράκλειτος

Η γριφώδης έκφραση του Ηράκλειτου γίνεται κατανοητή μόλις ορισθεί η έννοια του αιώνα. Ο αιών (η εκατονταετία-Century) είναι ένας Κένταυρος: μισός άνθρωπος, μισός δράκος-αιθέρας... 

 Ο Einstein γεννημένος στο ζώδιο των ιχθύων ήταν καλός οραματιστής-δράκος αλλά όχι καλός μαθηματικός, δέχθηκε την βοήθεια του Καραθεοδωρή προκειμένου να διατυπώσει σε μαθηματικούς τύπους τις θέσεις του. 

Αυτή η γνωστή αδυναμία των οραματιστών να εκφράσουν αναλυτικά τις διαισθητικές θέσεις τους, τον εμπόδισε να εισχωρήσει βαθύτερα με τον αναλυτικό ανθρώπινο νου του στην πιθανολογική νομοτέλεια του πυρός του σωματιδιακού μικρόκοσμου… 

Έτσι ο Einstein είπε: ο θεός δεν παίζει ζάρια
και του απάντησε ο Niels Bohr: δεν θα πεις στον θεό τι να κάνει... 

Αντίθετα πάλιν οι φυσικομαθηματικοί που έλυσαν μετά την ώθηση του οραματιστή Einstein τον γρίφο της κυματικής συμπεριφοράς των σωματιδίων με την βοήθεια της θεωρίας των παιγνίων –πιθανοτήτων… διαπιστώθηκε ότι αδυνατούσαν να βιώσουν οραματικά και να εντάξουν αυτή την γνώση στην προσωπικότητα τους


Αυτή η αδυναμία του νου να λειτουργήσει ταυτόχρονα αναλυτικά και συνθετικά στο επίπεδο του διαλογισμού (στην απουσία δηλαδή του νοητικού εγώ), προκειμένου να εννοήσει το κβαντικό φαινόμενο της υλοενέργειας. Είναι η αιτία που  παραμένουμε εγκλωβισμένοι στον φυσικό νου των τριών διαστάσεων καθώς αδυνατούμε να αντιληφθούμε με τον κοινό νου της καθημερινότητας την διπλή υπόσταση των 7 διαγωνίων,  ακτίνων-πεδίων... ή πνευμάτων στον κυβικό θρόνο του Δημιουργού (τα μέτρα των διαγωνίων ρίζα2 + ρίζα 3 = 3,14) 

*Το αλγεβρικό πυρ των πιθανοτήτων της συνείδησης που κραδαίνεται στις ζωικές μορφές του τάνγκραμ, είναι έμφυτο στο 5ο ζώδιο (της παιδικής ηλικίας) του λέοντα των τυχερών παιγνίων, γιαυτό ο Ηράκλειτος στο περίφημο απόφθεγμα ομιλεί για ένα παιδί που παίζει κύβους...

Η εμπειρία της διάλυσης  της μορφής ως φώτισης...

      Η ονειρική εμπειρία δείχνει ότι η στοιχειακή μορφή μας διαλύεται στα τρίγωνα του αστρικού φωτός,  όπως ο Διόνυσος διαμελίστηκε από τους Τιτάνες. 

 Εάν λοιπόν το νοητικό τετράγωνο της συνείδησης  4, το παρόν,  παραμείνει σταθερό ή μηδενιστεί επιτυγχάνοντας την σιγή. Υποδεικνύεται η  δυνατότητα  απώλειας του βάρους ή εξαΰλωσης της μορφής… 
Εφόσον το άθροισμα των 2 ακτίνων, ψυχής + προσωπικότητας  εξισώνεται με την ακτίνα-υποτείνουσα  του  πνεύματος . 

 Το περιστατικό περιγράφεται γλαφυρά στην μεταμόρφωση του Χριστού σε φως παρουσία των Διοσκούρων-προφητών Μωυσή και Ηλία.  (Οι σφαίρες της Αφροδίτης και του Ερμή στο καβαλιστικό δένδρο).


Κάθε βράδυ λοιπόν δίνουμε εξετάσεις, για την επιτυχή  κατασκευή του ορθογωνίου νοητικού τριγώνου μας, αποδεικνύοντας την ισχύ του Πυθ. θεωρήματος



Τα συστήματα των τριγώνων  και η δημιουργία
εικ. Το πορτραίτο του Jacob Boehme 
    Όσοι μελετούν τους τριγωνικούς σχηματισμούς των αστρικών σπινθήρων, έχουν να διηγηθούν για τις παράδοξες συμπεριφορές τους και τις μεταμορφώσεις τους από νύχια και δόντια δράκοντα των ασύμμετρων οξυγώνιων εμπαθών τριγωνικών σπινθήρων της ασυνειδησίας, στις εντελώς συμμετρικές συστοιχίες των ισοπλεύρων τριγωνικών αρετών των βουδιστικών γιάντρας … 



Η αρχαία παράδοση έχοντας διαφυλάξει την γνώση της σχέσης των τετραγώνων με τα τρίγωνα, μας προσφέρει όλη την απαραίτητη διδασκαλία στα σύμβολα των μαγικών τετραγώνων –γιάντρα.
Δύο διαδοχικοί τριγωνικοί αριθμοί δημιουργούν έναν τετράγωνο που συμπεριφέρεται ως ουροβόρος όφις. Υπενθυμίζοντας την εγκλωβίζουσα γοητεία των συναισθημάτων-ενεργειών, την λερναία ύδρα των τετραγώνων-όφεων. Καθώς ο αποκεφαλισμός τους γεννά νέους τριγωνικούς… 


Ο Πλάτωνας αναφέρει συνολικά τρία είδη τριγώνων που δομούν τα 5 στερεά αισθήσεις. 

1. Τα ισόπλευρα και ορθογώνια τρίγωνα των 60 μοιρών για το τετράεδρο του πυρός-όρασης, το οκτάεδρο του αέρα-αφής και το εικοσάεδρο-γεύσης. 
2. Τα ορθογώνια ισοσκελή των 45 μοιρών των τετραγώνων και των κύβων της γεύσης 
3. Τα ορθογώνια τρίγωνα των 72 μοιρών των πενταγώνων εδρών του πενταγωνικού δωδεκάεδρου του ήχου-αιθέρα, των υπό ανάπτυξη νοητικών αισθήσεων με βάση το εικοσάεδρο της όρασης-συνείδησης. 

Νομίζω ότι η σαφέστατη αντιστοιχία των τριών ορθογωνίων τριγώνων των 60,45,72 μοιρών προς τα τρία είδη του κοσμικού πυρός  ή λόγους , μένει μόνο να επιβεβαιωθεί από την εμπειρία των ασκούμενων…   Επειδή οι αντίστοιχες γωνίες στα αστρολογικά ωροσκόπια εμφανώς την υποδεικνύουν: 

1. την γραμμή της ελάχιστης αντίστασης στην δράση της προσωπικότητας (60,30 μοίρες) 
2. την δυσκολία στην ψυχική έκφραση στις γωνίες (180,90,45 μοιρών) καθώς απαιτούν την συνειδητή προσπάθεια. 
3. Τις παράξενες δυνατότητες που παρέχουν οι γωνίες (144,72,36,18 μοιρών). 
 

    Η όσφρηση είναι η αίσθηση που αναπτύσσει η νοητική φυλή. Δηλαδή η διάκριση των γεγονότων. Η επόμενη αίσθηση θα προκύψει λοιπόν από την εξέλιξη του κύβου-οσμής. Καθώς κάθε νέα αίσθηση περιέχει τις προηγούμενες, εκμεταλλευόμενη την γεωμετρία των κανονικών στερεών όπου τα βασικά σημεία τους παραπέμπουν στα άλλα 4 στερεά ή αισθήσεις εξαιτίας της παρουσίας του τριπλού σταυρού. 

Τα τέσσερα στοιχεία είναι λοιπόν κύκλοι εκδηλώσεων της βασικής πολικότητας του θερμού -ψυχρού (ήχου) που μετατράπηκε σε ξηρό – υγρό (αφή) προσφέροντας την δυνατότητα διάσπασης του ενός (όραση των πολλών μορφών) και την επανένωση του (γεύση-ενόραση) σε έναν νέο κύκλο που ξεκινά η οσμή των μελοντικών γεγονότων και των χρονικών αντιλήψεων στον αναπνευστικό κύκλο. 

Η νέα νοητική αίσθηση θα είναι της μορφής του εικοσαέδρου της φαντασίας ή δωδεκαέδρου του αιθέρα, και θα επέλθει με την κατανόηση του Λόγου ή ηχητικού ρεύματος…που μεταμορφώθηκε σε σάρκα ή ασυνείδητη φυλετική σκέψη.  

Οι επαναλαμβανόμενες σκέψεις  διαμορφώνουν την μορφή μας. Όπου συνειδητοποιούνται ως ασθένειες στα γεράματα... Ο κύβος της οσμής θα υποδείξει στις δύο τριγωνικές πυραμίδες της αναπνοής που κρύβονται στις διαγώνιες του, τις δυνάμεις που είναι  υπεύθυνες για την αντίληψη του χρόνου και την δημιουργική ικανότητα της φαντασίας...

Με αυτούς τους ψυχολογικούς μαθηματικούς ακροβατισμούς των νεοπλατωνικών στο πυθαγόρειο θεώρημα, περιγράφουμε την ύλη ή χρόνο του περιορισμού μας στην περιοχή του σταθερού ονειρικού βυθού του υπό σεληνιακού κόσμου. 

   Με ευχαρίστηση διαβάζω λοιπόν την πρόταση να αντιμετωπιστεί η κατανομή των 
ηλεκτρονίων στις στοιβάδες του ατόμου σαν απόρροια του πυθ. Θεωρήματος. 

εικ. « Από την εργασία του κ. Αδαμάκου …Η τριαδική ζωογονία. 

● Οι επτά πρώτες τριάδες που αποδίδονται προσωπικά στον Πλάτωνα, εντελώς διαφορετικές από τις προηγούμενες του πυθαγόρα, καθορίζουν και αυτές την ηλεκτρονική δομή των στοιχείων. 

● Μετασχηματισμοί Πυθαγορείων Τριάδων. Οι επτά πρώτες από τις άπειρες τριάδες του μοντέλου … Το ζωογονικό τρίγωνο (3,4,5) παράγει (ζωογονεί) τα εμβαδά όλων των Πυθαγορείων τριγώνων. ● Η σταθερά της λεπτής υφής ενυπάρχει ως θεμελιώδης ιδιότητα στο ζωογονικό τρίγωνο. ….Παρατηρήστε τις τρεις τελευταίες στήλες: δίνουν την κατανομή των ηλεκτρονίων σε στιβάδες και υποστιβάδες….» 


   
Εδώ παρατηρούμε πως με το 4 της συνείδησης κλώθεται η δημιουργία. 
Το 4  συνδέεται με την χρυσή τομή  και τα ζεύγη των διαδοχικών αριθμών καθώς 
4 =(5+1)(5-1)











Οι ειδητικοί αριθμοί και οι ακτίνες…  

Ειδητικός λόγος,  χαρακτηρίζεται  ο απόκρυφος λόγος της ψυχής για τον οποίο δεν υπάρχει διατύπωση ή απόδειξη.

Ο Πλάτων  στις αναφορές του στο αμετάβλητο Παρμενιδικό ον μας δίνει λίγες νύξεις για τους ειδητικούς αριθμούς   σχετίζοντας τους με μία ταυτότητα που παρέχει μια σειρά από πυθαγόρειες τριάδες. β2 + (β2/4 – 1) 2 =  2/4 + 1) 2  
  1.  (5,4,3)  
  2.  (17,8,15)  
  3.  (37,12,35)  
  4.  (65,16,63)  
  5.  (101,20,99)
  6.  (145,24,143)
  7.  (197,28,195)
Παρατηρώντας τον τύπο και τους αριθμούς που παράγονται, συμπεραίνουμε ότι αυτό που ουσιαστικά διατυπώνεται είναι η ιδιότητα του αρ. 4 (ο νους) να δημιουργεί  πυθαγόρειες τριάδες. 

Η κάθετος των πολλαπλασίων του 4
η Κλωθώ βαίνει φθίνουσα έως την ταύτιση 
της  καθέτου  Πρόνοιας με την υποτείνουσα Ειμαρμένη.
Δημιουργώντας τις οκτάβες των κόσμων της μεταφυσικής

 
Η μεσαία στήλη των πολ/σίων  του 4, (8,12,16,20,24,28)  πολλαπλασιασμένη   με την θέση της στην παραγωγική σειρά 1,2,3,4,5,6,7 . Προσφέρει τους μέσους  τετραγωνικούς αριθμούς στις αντίστοιχες τριάδες (4,16,36,64,100,144,196) 

Το ενδιαφέρον  με αυτήν την σειρά που ξεκινά και αυτή από το ζωογονικό τρίγωνο (3,4,5)
  1.    (5+3)/4=2
  2.    (17+15)/4=8
  3.    (37+35)/4=18
  4.    (65+63)/4=32
  5.    (101+99)/4=50
  6.    (145+143)/4=72
  7.    (197+195)/4=98
Είναι ότι η διαίρεση των ακραίων όρων με τον 4 δίνει πηλίκο τον αριθμό της πληρότητας στις αντίστοιχες στοιβάδες των ηλεκτρονίων  (2ν 2 ) !
Ευχαριστούμε λοιπόν τον Πλάτωνα και τους μελετητές του, διότι με έναν μόνο τύπο μας μεταφέρουν  την  θεμελίωση του νοητικού πεδίου, το οποίο  είναι υπεύθυνο για την εμφάνιση των χημικών στοιχείων στον περιοδικό πίνακα, αλλά και των αισθήσεων που αναπτύσσει η φυλή μας για να τα αντιλαμβάνεται…





Οι πυθαγόρειες τριάδες και η ηλεκτρονική Ειμαρμένη.

Το γνωστό τροπάριο της Μεγάλης Πέμπτης είναι ένα φιλοσοφικό κόσμημα που ανακεφαλαιώνει την αρχαία πυθαγόρεια-καβαλιστική σοφία. Υπενθυμίζουμε την έξυπνη φιλοσοφική ετυμολογία της  καβάλας ή cabala=σαμπάλα από το καυλός=βλαστός, ξύλο=ίδα < ιδέα.  Ξύλο ονομάζει η κινέζικη παράδοση τον αιθέρα των ιδεών και μέταλλο τον νοητικό αέρα.  Η φυτική σοφία της αμπέλου (η αμπελοφιλοσοφία του Διο+νύσου) του αιθέρα ή ξύλου οφείλεται στην αρχαιότητα του φυτικού βασιλείου και εξυμνείται στο όνομα των Μελίων Νυμφών ως δένδρων  εκ των οποίων ένας κλάδος έγινε ο κεραυνός της Ζωής (βλ. νήμα της Ζωής και θεωρία υπερχορδών) του πατέρα Δία ή φυσικού αιθέρα…

Η απόκρυφη  καβαλιστική ορολογία  αναγνωρίζεται εύκολα πίσω από κάθε λέξη. Κατ αρχάς ψάλλεται  ημέρα πέμπτη που αντιστοιχεί στον Δία δηλαδή τον αιθέρα(χριστιανική μυθολογία):

«Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας.  
(Σήμερον <παρόν ή πράνα. Κρεμάται επί ξύλου < ο κρεμασμένος του ταρώ δηλαδή ο υπερτέλειος  αρ12,  ο ενορατικός Ποσειδώνας  του ύδατος,  που επιτρέπει την  ταύτιση με την πλανητική συνείδηση της γης)       

  Στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται ὁ τῶν ἀγγέλων Βασιλεύς.
( Τα αγκάθια / καρφιά άστρα της Μεγάλης Άρκτου < Αρχής κυριαρχούν στο ουράνιο στερέωμα των αγγέλων ή δημιουργικών Ιεραρχιών παρέχοντας το νήμα της Ζωής < η πυθαγόρεια Κλωθώ)

  Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται ὁ περιβάλλων τὸν οὐρανὸν ἐν  Νεφέλαις.
(Ο πορφυρός χιτώνας του Χριστού παίχτηκε στα ζάρια ή κύβους από τους στρατιώτες ή στοιχεία. Εδώ γίνεται επανάληψη της απόκρυφης θέσης του Ηράκλειτου για το παιδί (Διόνυσο) που παίζει ζάρια. Ο κύβος περιέχει όλα τα στοιχεία αισθήσεις.  Οι κύβοι του αρ. των 153 ιχθύων  έχουν 14 μεταπτώσεις, όσοι  είναι και οι αστρικοί ασυνείδητοι κόσμοι στην θεία κωμωδία. Τους οποίους ο νοητικός νόμος του Σειρίου περιβάλλει…)

            Ράπισμακατεδέξατοὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τὸν Ἀδάμ.
(Στα πόδια του αστερισμού Ωρίωνα ή μυθολογικού Ηρακλή ξεκινά ο ηλεκτρικός Ηριδανός ή Ιορδάνης, ο ποταμός-ρεύμα των νεκρών. Ο Ωρίων φονεύθηκε (ραπίστηκε) από το μυητικό ζεύγος Απόλλωνα-Αρτέμιδας, απεσταλμένων του Σειρίου, προκειμένου να μεταβεί στον Άδη και να αντιμετωπίσει τον ψευδή χιτώνα των ηλεκτρικών αισθήσεων. Δηλαδή να ελευθερώσει τον πρώτο άνθρωπο ή Αδάμαντα  Βλ. οι θυσιασμένοι Τάνταλος, Ιξίων και Σίσυφος, οι Μανού < Μήνη < σεληνιακή  μνήμη. Το εικοσάεδρο/ύδωρ ή αιθερικός Αδάμας είναι η αδαμάντινη σοφία,   λευκή ως Χιών  βουδική οικογένεια του ύδατος.  Έχει 22 τρίγωνα cάρτες-σταυρούς 2/13=153.846=777*22*9)

  Ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας.
(τα καρφιά είναι οι δημιουργικές δίνες ή τσάκρα  στα άκρα-κορυφές της πεντάλφα, που ενεργοποιούνται στον σταυρικό γάμο του Νυμφίου με την Εκκλησία της ομαδικής συνείδησης)

  Λόγχῃ ἐκεντήθη ὁ Υἱὸς τῆς Παρθένου.
(Η λόγχη του τεκτονικού διαβήτη δηλαδή η πνευματική βούληση  κρύβεται στο πρόσωπο του Εκατόνταρχου Λογγίνου που είναι η ευαγγελική εκδοχή του Κένταυρου-εκατόνταρχου Νέσσου < Νήθω < Υφαντή του αιτιατού σώματος. Ο θηλυκός ορθογώνιος κανών είναι ο σταυρός. Ο γάμος-μάγος είναι ο θείος Ερμαφρόδιτος ή σταυρός του κάθετου και οριζόντιου συμβόλου των γεν. οργάνων)

  Προσκυνοῦμεν σου τὰ πάθη, Χριστέ (Διόνυσε)
(ο σταυρικός πόθος (τετράγωνο φωτός) είναι η αρχή και το τέλος της δημιουργίας)
  Δεῖξον ἡμῖν καὶ τὴν ἔνδοξόν σου ἀνάστασιν».

Το πυθαγόρειο θεώρημα απαιτεί τον εκμηδενισμό της εγωικής βούλησης-επιθυμίας προκειμένου η κάθετος της Πρόνοιας να ταυτιστεί με την υποτείνουσα της Ειμαρμένης του Σείριου. Αυτό επιτυγχάνεται με την κάθοδο στο σεληνιακό Λίμπο των Ψυχών (δεύτερη μύηση) όπου γίνονται οι επιλογές των επίγειων ρόλων. Δηλαδή ζητείται η κατάργηση των δυνάμεων του μεταβλητού σταυρού της Λάχεσης ή προσωπικότητας ώστε ο Αχιλλέας να σύρει στο Άρμα των θεϊκών αλόγων του,  το νοητικό πτώμα της ώριμης προσωπικότητας του Έκτορα  γύρω από τον ζωδιακό της καρδιάς Πρόνοιας (το Ίλιον της Τροίας).

Αντιλαμβάνονται  λοιπόν οι νοήμονες αναγνώστες, ότι οι αισθήσεις  στις ειδητικές πυθαγόρειες τριάδες  αποδίδουν την ηλεκτρονική ειμαρμένη του Σείριου. Καθώς όπως υπέδειξε ο κ. Αδαμάκος,  η διαφορά  που απαγορεύει  την ταύτιση της Ειμαρμένης με την Πρόνοια,  δηλ της Κλωθούς της Μεγάλης Άρκτου με την Απολλώνια Άτροπο του Σειρίου είναι ο νόμος της πληρότητας των ηλεκτρονικών στιβάδων ή 7 πλειάδων   που παρέχουν τον ερμητικό νοητικό ηλεκτρισμό των αισθήσεων  ή στροβίλων του κάρμα… στον φυσικό κόσμο μας. «Τον ψευδή Χιτώνα ( την μάγια) των ηλεκτρικών μας αισθήσεων».


Το εγκεφαλικό βουητό, το οκτάεδρο της αφής και … τα ελεύθερα ηλεκτρόνια. 

Στον μύθο του Ηρός της πλατωνικής πολιτείας, οι ψυχές που ελευθερώνονταν από τα Τάρταρα στον χώρο όπου θα επέλεγαν τον κλήρο του επόμενου βίου τους, ανέφεραν ότι μόνον όταν έπαυσε το τρομερό βουητό που τις εμπόδιζε, κατόρθωσαν να διαφύγουν από εκεί.

Οι αλλοιώσεις στην αίσθηση της αφής προαγγέλλουν την έναρξη της εσωτερικής όρασης.
Όπως έχουμε ήδη παρατηρήσει, η αφή, δημιουργημένη από την εξωτερική στοιβάδα των ηλεκτρονίων βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση από τις μέσες και εσωτερικές στοιβάδες που έχουμε αποδώσει στην όραση. (Εφόσον τα ηλεκτρόνια στις στοιβάδες συμπληρώνονται με ορισμένη τάξη). Ενώ ο ήχος δονεί και τους πυρήνες των ατόμων...

Σε αυτό το σημείο είμαστε έτοιμοι να αντιληφθούμε την αρχή της επιθυμίας με τον τρόπο που μιλάει η χημεία για τα ιόντα και τα ελεύθερα ηλεκτρόνια. Δηλαδή ότι αυτά δεσμεύονται δημιουργώντας νέες ενώσεις, που θα τα κρατήσουν στην υπάρχουσα συνολική δομή των πραγμάτων του περιβάλλοντος (προσωπικότητας). Αυτό λοιπόν που δεν επιτρέπει η φύση του υλικού κόσμου, είναι να παραμένουν τα ελεύθερα ηλεκτρόνια σε αδέσμευτη κατάσταση επί πολύ χρόνο, καθώς διασαλεύεται έτσι η τάξη της πραγματικότητας.

Το γεγονός ότι η κατάρρευση της λογικής ακολουθίας συνοδεύεται από την αντίληψη μιας άλλης παράλληλης κατάστασης πραγμάτων, φανερώνεται κατά την μελέτη του υπναγωγικού φαινόμενου…

   Στον Βουδισμό αναφέρεται ότι ο κ.Βούδας είναι το μεγαλύτερο και το μικρότερο Ον της δημιουργίας...
Ο Επίκουρος και οι ατομικοί πυθαγόρειοι άκουγαν και «έβλεπαν» ( όπως και πολλοί σύγχρονοι διορατικοί βλ. απόκρυφη χημεία της Bezant)
τα άτομα με κοιλότητες και άγκιστρα, δηλαδή θηλυκά και αρσενικά. Εμείς τα αποκαλούμε ιόντα θετικά και αρνητικά. Τα οποία ενώνονται και δίνουν μόρια…
Τα αποκαλούσαν ριζώματα, πρώτες αιτίες, σπέρματα και τα θεωρούσαν άφθαρτα όπως τις ιδέες.
 

Επί πλέον αναφερόταν στην ηδονή που λάμβανε από την μελέτη του Ενός…
Ελάχιστοι καταλάβαιναν τι εννοούσε. Οι περισσότεροι φρόντιζαν να διαστρέψουν την δήλωση σε ηθικές κατευθύνσεις… και να τον προσδιορίσουν ως φιλήδονο ενώ ο ίδιος ζούσε ασκητικά με ψωμί και νερό… 

Ευτυχώς, από την πληροφόρηση που έχουμε σήμερα αντιλαμβανόμαστε ότι ζούσε τις απολαύσεις των ασκητών. Δηλαδή την ζωτικότητα (ενάργεια) που παρέχει αφειδώς η αντίληψη της θεότητας… 

Είναι στην φύση του Ενός να τρομοκρατεί ή να διασκεδάζει αφάνταστα εφόσον προσεγγίζεται συναισθηματικά ή νοητικά αντίστοιχα. Υπάρχει βέβαια και η οδός της ταύτισης οπότε τρομοκρατείς ή διασκεδάζεις τους άλλους… 

Αυτό που στραγγαλίζει τις πολλές διαστάσεις-συναισθήματα είναι η επιβολή του ισοπεδωτικού χρονικού ρυθμού του καρτεσιανού πλέγματος της προσαρμοσμένης κοινωνικά προσωπικότητας. Όλοι αντιλαμβάνονται τις τρεις διαστάσεις του χώρου. Αλλά την έννοια του χωρόχρονου παρ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες της φυσικής ο κοινός νους αρνείται να συμπεριλάβει στα δεδομένα του… 

Τι θα γίνει όμως σε μια κυκλική-σπειροειδή εξέλιξη… όπου τα συναισθήματα και προηγούνται και έπονται…». Δηλαδή, αν επιστρέψουμε στην παιδική αντίληψη του χώρου. Εκεί η προοπτική, είναι συνάρτηση των παραδοξοτήτων του μήκους της σκέψης- προσοχής που εξαρτάται από τα συναισθήματα, δηλαδή τον χρόνο. Για το παιδί η προοπτική του χώρου αλλάζει ανάλογα με τα συναισθήματα… Δεν περνάει τον δρόμο γιατί έρχεται αυτοκίνητο… παρόλο ότι είναι πολύ μακριά. Μία καρέκλα το νήπιο την βλέπει σαν …τέσσερις πύργους. Αυτά είναι τα παράδοξα του Ζήνωνα, όπου το άπειρο συναίσθημα εισέρχεται στο πεπερασμένο διάστημα και τρελαίνει τον κινητικό νου της καθημερινότητας… 

Ξαφνικά η εικόνα του κόσμου παγώνει σε ένα αιώνιο παρόν (βλ παράδοξα του Ζήνωνα), και εμφανίζονται οι άλλες διαστάσεις της ψυχολογίας μας… Το βέλος δεν φτάνει στον στόχο. Εφόσον η αγωνία του για να φθάσει διευρύνει διαρκώς τον χρόνο άρα και την απόσταση...



  Δηλαδή το πυθαγόρειο θεώρημα ισορροπεί διαρκώς τα τετράγωνα (κοσμικά πυρά) των καθέτων (ήλιου-σελήνης, συνειδητού-υποσυνείδητου) με αυτό της υποτείνουσας-υπερσυνείδητου, αποδίδοντας την ορατή ύλη στις στιβάδες των ηλεκτρονίων των αντικειμένων του κόσμου μας…   

Εδώ  στον πύρινο νοητικό κόσμο
η συνείδηση απαλλαγμένη  από τις πολικότητες των αισθήσεων ή πλατωνικών στερεών, αίρει το δυισμό του εαυτού με τον μη εαυτό. 


Ο Ναρκισσισμός του Ενός, βρίσκει την  γεωμετρική του έκφραση στην πύρινη τριγωνική πυραμίδα με  πολικό αντίθετο  την ίδια, έχοντας 4 κορυφές και 4 έδρες.  

Fiat Lux (Γεννηθήτω φως) - Η διαδικασία της φώτισης


Εμείς τώρα με τα δύο γεωμετρικά κλειδιά του φυσικού πεδίου -ζώδιο των ιχθύων (ιχθείς = Αφροδίτη και Έρως) που διαθέτουμε ήτοι: την χρυσή τομή Αφροδίτη ή Άγιο Πνεύμα  και τον Νου-Έρωτα (η καθετότητα των πυθ. τριάδων), θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε την διαδικασία της φώτισης…

α) Η χρυσή τομή θεωρείται υπεύθυνη για την εμφάνιση των μορφών από το DNA, τις στερεομετρικές δομές των ατόμων της ύλης, της έμβιες μορφές ως την τοποθέτηση της ύλης στο σύμπαν...  
β) Το πυθαγόρειο θεώρημα του οποίου η απόκρυφη σημασία  στον αιγυπτιακό ζωδιακό 3+4+5=12 προσφέρει την πυθαγόρεια τριάδα της φώτισης (Ίσις)+(Όσιρις)=(Ώρος) και στον χριστιανισμό ως οι τρεις σταυροί στον τόπο του κρανίου (Γολγοθά). Περιγράφει τον τρόπο της μεταβολής της ύλης σε φως. Δια μέσου της κατανόησης της διαιρετότητας και των πρώτων αριθμών που δημιουργούν  τα όρια των ηλεκτρονικών στοιβάδων, δηλαδή την μορφική εκδήλωση. 


Ο Εinstein με το περίφημο  τετράγωνο του φωτός επανέλαβε το επίτευγμα της αλχημικής μεταβολής του σπέρματος  (1/m) [σπέρμα ή σπερματική σκέψη είναι ο αρμονικός μέσος της αιγυπτιακής αλχημείας]. Ο Einstein στην ισότητα Ε=mc2 περιγράφει απλώς τον προσδιορισμό του γεωμετρικού μέσου ως φώτιση (το φαλλικό ύψος λίγκαμ-Σίβα-Διόνυσο του ορθ. τριγώνου)


Η χρυσή ακολουθία και το διπλό αιθερικό ή γιατί ο Αιγόκερως θα έπρεπε να προηγείται του Τοξότη…

Το επόμενο λογικό βήμα στην μελέτη του κοσμικού δόγματος (πυρός ή Λόγου) είναι να εμβαθύνουμε  στις αντιστοιχίες που υφίστανται ανάμεσα στην ακαδημαϊκή προσέγγιση του μοντέλου της φυσικής για το άτομο της ύλης και το θεοσοφικό μόνιμο άτομο ή αιθερικό καβαλιστικό δένδρο… Που είναι μια έκφραση του εικοσαέδρου δηλ. της Συμμετρίας-Λόγου της χρυσής τομής. (βλ. ακολουθία Fibonacci)

Σύμφωνα με την θεοσοφία η  ύλη διαθέτει και μια  λεπτότερη αιθερική υφή πέρα από εκείνη που αντιλαμβάνονται οι φυσικές αισθήσεις μας. Τα υλικά σωματίδια στροβιλίζονται σε ένα αιθερικό πεδίο. Το αιθερικό διπλό, πρότυπο του φυσικού  διπλάσιο σε μέγεθος,  συνιστούν τέσσερις αιθέρες που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως:  πεπτικό αιθέρα, αναπαραγωγικό αιθέρα, αιθέρα αισθήσεων και αιθέρα της μνήμης. Πρόκειται λοιπόν για τα 4 ανώτερα υποπεδία του φυσικού πεδίου που διαπερνούν τα κατώτερα τρία: στερεά,  υγρά και  αέρια συστατικά του παχυλού σώματος  περικλείοντας κάθε σωματίδιο της ύλης με αιθερικό περίβλημα.


Το θεοσοφικό μοντέλο του 7  περιγράφει μια πτώση στα 4 κατώτερα  υποπεδία-είδωλα της προσωπικότητας και μια ανάδυση στα 3 ανώτερα με το κρίσιμο 4ο νοητικό υποπεδίο των αντιστροφών. Έτσι τα 1,2,3 ειδωλοποιούνται αντεστραμμένα δια μέσου του νοητικού φακού (4) à  στα 5,6,7.   Το αιθερικό τμήμα του φυσικού σώματος είναι ο φορέας μέσω του οποίου κυλούν τα ρεύματα της ζωτικότητας. Σαν μια γέφυρα μεταφοράς των κυματισμών της σκέψης και του συναισθήματος από την αστρική στην ορατή-πυκνότερη φυσική ύλη.

Το επταδικό θεοσοφικό μοντέλο πραγματώνεται μαθηματικά με την  γεννήτρια ταυτότητα των 4ων διαδοχικών  όρων της χρυσής ακολουθίας Fibonacci (α,β,γ,δ).  Δηλ. μιας τετραστοιχειακής προσωπικότητας  που αποδίδει μια πυθαγόρεια τριάδα-ψυχή (αδ,  2βγ, ββ+γγ).  Υπενθυμίζουμε ότι το πυθαγόρειο θεώρημα παρουσιάζεται στην 4η μύηση  ως κοσμική σταύρωση και απελευθέρωση-ανάσταση στο επόμενο στάδιο της ατέρμονης ψυχικής εξέλιξης.

         Το καινούργιο στοιχείο που θα προσθέσουμε εδώ αφορά την εργασία* του κ. Αδαμάκου στην οποία είχαμε αναφερθεί παλιότερα. Για  την παραγωγική σειρά των πυθαγορείων τριάδων ή πλατωνικών ειδητικών (απόκρυφων) αριθμών  που συνδέονται  με τον νόμο της  πλήρωσης της εξωτερικής στιβάδας των ηλεκτρονίων 2*(ν^2).  Ο νόμος αυτός του διπλασιασμού του «τετραγώνου»  αφορά το διπλό αιθερικό σώμα και  το ξεδίπλωμα των τριών σειρών των πετάλων  του λωτού της ψυχής που αντιστοιχήσαμε  με την ακτινοβολία των στοιβάδων 4,5,6 
 στο άτομο του χαλκού ή γνώσης, αργύρου ή αγάπης και χρυσού ή θυσίας

*  Στον παρακάτω πίνακα Η σειρά των πυθαγορείων τριάδων  ξεκινά από το ζωογονικό τρίγωνο (3,4,5) με εμβαδόν 6 :

1   (3,4,5) =>  (5+3)/4=2    
2   (17, 8, 15) =>  (17+15)/4=8
3   (37, 12, 35) =>  (37+35)/4=18
4   (65, 16, 63) =>  (65+63)/4=32
5  (101, 20, 99) => (101+99)/4=50
6   (145, 24, 143) =>  (145+143)/4=72
  (197, 28, 195) => (197+195)/4=98    

        
η μεσαία στήλη των πολ/σίων  του 4  {4,8,12,16,20,24,28}  πολλαπλασιασμένη   με την θέση της στην παραγωγική σειρά 1,2,3,4,5,6,7 . Προσφέρει τους μέσους  τετραγωνικούς αριθμούς στις αντίστοιχες τριάδες {4,16,36,64,100,144, 196}/2 ήτοι {2,8,18,32,50,72,98} δηλ. τους αριθμούς της πληρότητας στις αντίστοιχες στοιβάδες των ηλεκτρονίων  2*(ν^2)

Το νέο στοιχείο στην μελέτη μας πρόκυψε όταν μελετώντας τις 7 τετράδες (προσωπικότητες) των αριθμών Fibonacci διαπιστώσαμε  ότι και πάλι το άθροισμα των ακραίων όρων [αδ+(ββ+γγ)] στις πυθ. τριάδες  [αδ, 2βγ, ββ+γγ] είναι ένα διπλασιασμένο τετράγωνο ή όριο του διπλού αιθερικού… για τις στοιβάδες των ηλεκτρονίων.  Η αιτία του διπλασιασμού του τετραγώνου οφείλεται στο ότι: αδ+ββ+γγ = 2(α+β)^2, εφόσον α+β=γ, β+γ=δ

Αναλυτικά προκύπτει ο ακόλουθος πίνακας για τον οποίο ισχύουν οι γνωστές τιμές 2,8,18 για την πληρότητα των τριών πρώτων στοιβάδων. Στην συνέχεια όμως παρατηρούμε ότι ο αρ. 32 της πληρότητας για την 4η  στοιβάδα εμφανίζεται ως το μισό  του 64 της 5ηςστοιβάδας, ενώ ο αρ. 50 της πληρότητας της 5ης  στοιβάδας εμφανίζεται στην 4η θέση της σειράς.  Αυτή η αναστροφή μοιάζει με απάντηση στο ερώτημα της αστρολογίας για την αιτία που ο νοητικός Αιγόκερως θα έπρεπε να προηγείται του αστρικού Τοξότη στον ζωδιακό κύκλο…  

1.       0,1,1,2  =>  (0,2,2) => 0+2=2=2Χ1
2.       1,1,2,3  => (3,4,5) => 3+5=8 =2Χ4  (τετρ. 2)
3.       1,2,3,5  => (5,12,13) =>  5+13=18=2Χ9   (τετρ. 3)
4.       2,3,5,8 => (16,30,34) => 16+34=50=2Χ25  (τετρ. 5)
5.       3,5,8,13 => (39,80,89)  => 39+89=128=2Χ64=4Χ32   (τετρ. 8)
6.       5,8,13,21 => (105,208,233) => 105+233=338=2Χ169   (τετρ. 13)
7.       8,13,21,34 => (272,546,610) => 272+610=882=2Χ441=18Χ49   (τετρ. 21)

  Η φύση της τραγωδίας και το πυθαγόρειο θεώρημα              
  
   Οι φίλοι του κινηματογράφου ας εξετάσουν την περίπτωση, αν η  αλληγορική ταινία  "το θεώρημα"του Παζολίνι, είναι μια θεατρική ψυχολογική προσέγγιση στο θέμα μας...

Οι τραγικές ηρωίδες του αρχαιοελληνικού θεάτρου είναι διάσημες και αγαπητές. Η συμπάθεια δημιουργείται από το γεγονός ότι οι χαρακτήρες τους αποκαλύπτουν επί σκηνής την αρετή αποδεχόμενες την αναπότρεπτη μοίρα τους καθώς απονέμουν την θεϊκή δικαιοσύνη.

Μια θέση θεατή στην θεατρική σκηνή του θεϊκού δικαστηρίου είναι το οδυνηρό προνόμιο για όποιον εισέρχεται στον νοητικό κόσμο. Εδώ η συμβατική θεώρηση του κόσμου καταρρέει. Οι μάσκες πέφτουν, αποκαλύπτοντας την φρίκη της θυσίας που δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί με βάση το ανθρώπινο μέτρο. Η παθητική επιρροή του Κρόνου ελέγχει την ανάπτυξη και τον θάνατο της ανθρώπινης προσωπικότητας γινόμενη αντιληπτή μόνον στον νοητικό κόσμο.

Το δράμα πάλι είναι συνώνυμο της ετεροδικίας. Του να εκδικάζεται
δηλαδή η υπόθεση που σε αφορά στην χώρα του ανθρώπινου μέτρου
και δυνατότητας. Οπότε αίρεται το αναπότρεπτο και επέρχεται η λύση
του δράματος, εφόσον το μοιραίο είναι πλέον διαπραγματεύσιμο.
Δραματικός είναι λοιπόν μόνον ο συνειδητός-νοητικός άνθρωπος,
ισορροπώντας διερχόμενος επάνω από τους γρίφους των τραυματικών
συναισθηματικών αντιφάσεων.

Η κωμωδία τέλος είναι ένα πνευματικό συμβάν, επειδή η χαρά είναι μια
διαρκής έκρηξη αποκαλύψεων της αλήθειας. Γεγονός που υπερβαίνει
πάλι το μέτρο της ανθρώπινης κατανόησης, συγγενεύοντας με αυτόν τον
τρόπο με την τραγωδία. 

Οι τρεις πλευρές του ορθογωνίου ονομάζονται λοιπόν και τραγωδία, ερωτικό δράμα, κωμωδία. (Κρόνος, Αφροδίτη, Ουρανός). Υποδεικνύοντας τα τρία ζώδια του αέρα και την σβούρα της αφής-σκέψης (οκτάεδρο) που νομοθετεί την πραγματικότητα μας.


Των Διοσκούρων διδύμων όπου αναγνωρίζεται η πολικότητα και αποδίδεται η μοίρα με τον θάνατο του Κάστωρος .  (Τραγωδία)

Του ζυγού, όπου η συνείδηση ανατέλλει ως ο ρυθμιστικός τρίτος παράγοντας  για την ισορροπία της.
Δράμα

Του υδροχόου, που αφαιρεί τις αιτίες των παθημάτων μας στις ομαδικές-αθλητικές μυήσεις... εκμεταλλευόμενος αριστοτεχνικά τις πολικότητες. Ας μην λησμονούμε τον ορισμό του Humor:   Όταν ένας πέσει επειδή πάτησε μπανανόφλουδα είναι τραγικό γιατί είναι μόνος. Αν 100 πατήσουν 100 μπανανόφλουδες είναι  κωμωδία... Η εξομολόγηση - κοινοποίηση των παθημάτων μας στους άλλους.


36+64=100


Ο τριγωνικός 36 ή 666 είναι αρ. ανθρώπου. Η πενταγωνική μορφή έχοντας ως μέτρο τον αρ. 36 συνθέτει τις 36 αρχέτυπες ζωδιακές μορφές των δεκανών στον τρίτο οφθαλμό ή Δέπας της κύστης του ιχθύος. Αυτή η Απολλώνια συνθετική μορφή ισορροπεί την σύγκρουση των Λαπίθων με τους Κενταύρους.


Οι Λαπίθες των εξιδανικευμένων ερώτων, αντιπροσωπεύουν τις τροχιές των πρωτογενών ατόμων που κατόρθωσαν να έρθουν σε επαφή με το φάσμα της Ήρας στον αξεπέραστο αιθερικό δακτύλιο. Ενώ οι μοιραίοι Κένταυροι συμβολίζουν τις τροχιές των σκέψεων που όντως διαγράφτηκαν διαμορφώνοντας τις αρχέτυπες συμπεριφορές της προσωπικότητας κατά την παιδική ηλικία.

Η μάχη Λαπιθών και Κενταύρων επάνω στην Απολλώνια μορφή (ως Αρμαγεδώνα) απεικονίζεται στο αέτωμα του ναού του Ολυμπίου Διός. Υπενθυμίζοντας τον αγώνα που διεξάγεται στον νού των αθλητών προκειμένου να επιτύχουν το ιδανικό άλμα του Λαπίθειου οραματισμού τους (Νεφέλης-Ήρας) και των Κενταυρικών διαμορφώσεων της ζωικής προσωπικότητας που αντιτίθενται σε αυτόν τον οραματισμό.

Αυτή η συγκρουσιακή ατμόσφαιρα ανάμεσα στον οραματισμό για τον μελλοντικό στόχο, που υφαίνεται σε παρόντα χρόνο, ενάντια στις τραυματικές καταστάσεις της ψυχολογίας μας που τον εμποδίζουν, λαμβάνει χώρα εντός των ορίων του μοιραίου λαχνού της μορφής. Το πυθαγόρειο θεώρημα λοιπόν 36+64=100 δείχνει τις δυνάμεις που διαμορφώνουν τα νοητικά υποπεδία. Λαμβάνοντας υπόψη τον Διόνυσο-Ζαγρέα της (ορυκτής) μορφής (36) η οποία διαμελίζεται στα 64ων ειδών γεγονότα που μπορεί να καταγραφούν στο αιθερικό μας περίβλημα (βλ. Ι Τσινγκ) αντιπρόσωπο του φυτικού βασιλείου, διαμορφώνοντας το τρίτο νοητικό περίβλημα ή υποπεδίο των ζωικών αρχετύπων ή Κενταυρικών σπερμάτων.

Η ισοροπία ως κατανόηση αυτών των διαμορφώσεων είναι που ακτινοβολεί ως ο Απόλλων του ενορατικού πεδίου…

Η πυθαγόρεια φώτιση…

Η προσωπικότητα λοιπόν μετά από μακροχρόνια εγκυμοσύνη επιτυγχάνει την νοητική τιμή της χρυσής τομής, η οποία είναι κοινή για όλες τις διαγώνιες ή αισθήσεις της πεντάγωνης μορφής. 

Αυτό έχει σαν συνέπεια η προσοχή να μην διασπάται εφόσον έχει επιτευχθεί η ειρήνη της ισόρροπης διαχείρισης, ανάμεσα στις πρώην αντίπαλες στοιχειακές αισθήσεις για τον έλεγχο της ενέργειας του αναπνευστικού κύκλου. Έτσι το βέλος της προσοχής είναι ελεύθερο να αντιληφθεί την σχέση της τροχιάς της σκέψης, ανάλογα με το τέντωμα της χορδής του τόξου που αντιπροσωπεύει η παύση ανάμεσα στην εισπνοή του εγώ και την εκπνοή / υπηρεσία προς τους άλλους.

Οι στοιχειακοί κόσμοι δονούνται στους ρυθμούς του 4 της φωτιάς, ήτοι: 8 για τον αέρα, 12 για την γη και 16 για το νερό. Τα κείμενα λέγουν ότι η μονάδα μέτρησης είναι ο χρόνος περιφοράς του δακτύλου γύρω από το γόνατο (2,5 δευτ. περίπου). Ανακαλύπτει λοιπόν ο ασκούμενος στην παρατήρηση τον τρόπο που οι επιθυμίες/αισθήσεις ακολουθώντας τους χρόνους των κόσμων τους βιαιοπραγούν με τον αναπνευστικό ρυθμό της μορφής του. Κυρίως τα στοιχεία της θερμότητας: το πυρ/οργή και ο νευρικός αέρας, που έχουν γρήγορους ρυθμούς.
Ο αιθέρας του Εαυτού αντιπροσωπεύεται στην παύση της αναπνοής των στοιχείων…

Καλόν είναι να επαναλάβουμε ότι η φώτιση του νου επέρχεται με την υπηρεσία προς τους άλλους. Ως εκπολιτισμός του γενετησίου ψυχισμού των άλογων στοιχείων ή ενστίκτων. Καθώς η σειρά των πετάλων 4+6=10 (ο οικονομικός έλεγχος του ηλιακού πλέγματος) και 10+6=16 (η ικανότητα οραματισμού της προσωπικότητας, από το κέντρο του λαιμού) αποτελούν μια σειρά Fibonacci 4ων διαδοχικών όρων της χρυσής ακολουθίας, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν μια πυθαγόρεια τριάδα. [αδ+2βγ=β22] όπου α=4, β=6, γ=10 και δ=16 Δημιουργούν δηλαδή ένα ορθογώνιο τρίγωνο, γεγονός που καθιστά ορατή στην συνείδηση την διδασκαλία της υποτείνουσας ή ειμαρμένης στην καρδιά. Του νόμου δηλαδή που επιβάλει την δικαιοσύνη στον διαρκή πόλεμο των άφθαρτων στοιχείων…

Συνεχίζοντας την «παρανοϊκή» μας πυθαγόρεια μελέτη στο ορθογώνιο τρίγωνο που δηλώνουν οι αριθμοί ως πέταλα ή ως ακτίνες των τροχών στα κέντρα κατά μήκος της σπονδυλικής στήλης* έχουμε: αδ+2βγ=β22 και αντικαθιστώντας με τους γνωστούς αριθμούς των πετάλων στα κέντρα α,β,γ,δ λαμβάνουμε την πυθ. τριάδα (4*16), (2*6*10), (6*6+10*10) => (64)2+(120)2=(136)2 ή 4096+14400=18496 το οποίον είναι αληθές. 
*το κέντρο της καρδιάς με τα 12 πέταλα ανήκει στην γραμμή του αγγελικού βασιλείου και θα το εξετάσουμε στην ιδιαίτερη αριθμητική σειρά της εξέλιξης του. Η σειρά της αγγελικής εξέλιξης διαπλέκεται με αυτήν του στοιχειακού βασιλείου στο γεννητικό και το καρδιακό κέντρο (οι αρ. 6 και 12 είναι πολ/σια του 3) προσφέροντας την ενέργεια για να καλυφθούν τα κενά στην εξελικτική οκτάβα του

Προκύπτει τώρα το εύλογο ερώτημα για το τι αντιπροσωπεύουν οι αριθμοί αυτοί στην φυσιολογία μας. Το γινόμενο (αδ) του κέντρου της βάσης (α) με το κέντρο του λαιμού (δ) δίνει τον αριθμό 64 ή τον τετράγωνο 8. Με άλλα λόγια η σχέση του κέντρου της βάσης του ενστίκτου, με το κέντρο του λαιμού αναδεικνύει τον δευτερεύοντα λωτό του θύμου αδένα των 8 πετάλων ως γεωμετρικό μέσο ή φωτοδότη τους, ελεγκτή του στοιχειακού οραματισμού των ενστίκτων. Πράγματι ο αρ. 64 αντιπροσωπεύει τις καταστάσεις στις οποίες παραλλάσσεται η ενέργεια στον κόσμο μας σύμφωνα με το ι-τσινγκ ή το αιγυπτιακό μάτι του Ώρου (βλ. wanjet)

Το γινόμενο 2βγ=12*10 κάνει μια ευθεία αναφορά στην ολοκλήρωση του διπλού αιθερικού ή ζωδιακού στα 10 ζώδια που ολοκληρώνει την εργασία της ο νόμος της οικονομίας της προσωπικότητας, ελέγχοντας την ενέργεια του γενητικού κέντρου (β) από το ηλιακό κέντρο (γ) του κυκλικού ή πυρός δια τριβής (βλ. Φ=10/12 *π)

Τέλος το άθροισμα των τετραγώνων του 6 και του 10 ανήκουν στην γνωστή πυθαγόρεια τριάδα (6,8,10) ήτοι 36+64=100 το οποίο δηλώνει την προβολή του γονιδιώματος (64) ως κινηματογραφική μπομπίνα , δια μέσου του τρίτου οφθαλμού (τριγ. 36) στην νοητική αύρα μας των Κενταύρων (100). Οπότε το 136 (100+36) δηλώνει μάλλον την συνθετική δράση του τρίτου οφθαλμού στο νοητικό πεδίο. 

Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον καθώς ο 18496=64*269=82*172. Δηλαδή ότι ο τετράγωνος 136 ως νοητικός οφθαλμός είναι ο γεωμετρικός μέσος δύο άλλων τετραγώνων, του 8 και του 17. Το οποίο αποτελεί μια διαφορετική έκφραση για την φύση του νοητικού φωτός (136) ως αποτέλεσμα της σχέσης του λωτού των 8 πετάλων με το αιθερικό φως. Το 17, δηλώνει τον τριγωνικό 17 =153. Των ουσιών στο ολοκληρωμένο αιθερικό σώμα. (βλ. την εμφάνιση του αναστημένου Χριστού στην λίμνη Τιβεριάδα και τους 153 ιχθείς στο δίχτυ των 6 μαθητών)…(Χριστιανική μυθολογία).......

Τα αριθμητικά παράδοξα συνεχίζονται για όποιον αντιλαμβάνεται την φυσιολογία αυτών των αριθμών. Η πανσέληνος (13) έχει περίοδο 1/13=153 846. Που δηλώνει ότι ο τριγ.17=153 εκφράζει την νευρική / ορμονική ολοκλήρωση του αιθερικού σώματος πρότυπου της σεληνιακής φυσικής μορφής. Εφόσον 153+846=999 δείχνει τον αξεπέραστο δακτύλιο (999…) της χιλιάδας των γεγονότων στα οποία ανταποκρίνεται. (Το 1.000.000=10 στην 6η δύναμη / είναι ο αρ. του αστρικού πεδίου των ονείρων ή σύνθεσης της ηλιακής αιματικής 1/7 και ορμονικής σεληνιακής κυκλοφορίας 1/13. Έτσι η φυσική μορφή-σφραγίδα είναι φύλακας του τετράγωνου/φωτός του αρ. 1000 ή πυθαγόρειων γεγονότων του βίου)

Ανακεφαλαιώνοντας, αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει μια σειρά γεωμετρικών μέσων ή τετράγωνων αριθμών (οφθαλμών ή κόμβων φωτός) αποτέλεσμα του γάμου (γινομένου) που συνθέτει την ενέργεια 2 κατώτερων πεδίων της κλίμακας στο αμέσως ανώτερο.

Η σειρά αυτή των τετράγωνων αριθμών είναι μια ιδιαίτερη έκφραση της χρυσής ακολουθίας, όπου οι αριθμοί που την αποτελούν είναι οι τρίτοι οφθαλμοί της συνείδησης των πεδίων... που τείνουν στην Πνευματική χρυσή τομή !!!

Οι ειδητικοί λόγοι… 

Ο λωτός του τρίτου ματιού εμφανίζεται με 2Χ48= 96 πέταλα. 48 είναι το άθροισμα των πετάλων όλων των λωτών κάτω από το τρίτο μάτι: 4+6+10+12+16 τα οποία προφανώς αθροίζονται στο ένα από τα δύο πέταλα-φύλα του Θείου Ερμαφρόδιτου που αντιπροσωπεύει.

Εμείς αναζητούμε στοιχεία για να στηρίξουμε την σειρά Fibonacci της χρυσής ακολουθίας (Φοχατ) και το πυθαγόρειο θεώρημα των τετραγώνων της φώτισης. 

Ευτυχές και ελπιδοφόρο για την ανάπτυξη της συνείδησης θα πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός της συνύπαρξης των δύο νόμων στην πυθαγόρεια τριάδα (αδ,2βγ, ββ+γγ) που σχηματίζεται από 4 διαδοχικούς όρους της χρυσής ακολουθίας.

Η χρυσή ακολουθία της αιθερικής ή πενταγωνικής φύσης περιέχει τους χρόνους δόνησης των 4ων στοιχείων, που δομούνται ως τα 4 ακέραια πολλαπλάσια της μονάδας του πυρός: 

1) 4-πυρ/ τετράεδρο,
2) 8-αέρας/ οκτάεδρο,
3) 12-γη/ κύβος,
4) 16-ύδωρ/ εικοσάεδρο 

Καθώς οι 3 πρώτοι από τους 4 όρους αποτελούν μέρη της χρυσής ακολουθίας, εφόσον 4+8=12 . Ο κύβος και το οκτάεδρο έχουν 12 ακμές. Ενώ το ύδωρ (16) εντάσσεται ως όρος στην ακολουθία χάρις στο πλήθος των 20 εδρών του εικοσαέδρου, εφόσον 8+12=20

Η πυθ. τριάδα (6,8,10)=2Χ(3,4,5) αποτυπώνεται στα τρία αιθερικά κέντρα : των γεν. οργάνων, θύμου αδένα και στομάχου.
Η πυθ. τριάδα (64,120,136)=8Χ(8,15,17) φαίνεται ότι ελέγχει την συμπεριφορά των ανώτερων κέντρων του αιθερικού. Οι αρ. 120 και 136 είναι οι τριγωνικοί 15 και 16

Ο μέγιστος Πλάτων τα έχει υποδείξει όλα αυτά και ακόμη περισσότερα στην σειρά των ειδητικών αριθμών του.
  1. (5,4,3) 
  2. (17,8,15) 
  3. (37,12,35) 
  4. (65,16,63) 
  5. (101,20,99) 
  6. (145,24,143) 
  7. (197,28,195) 
Οι οποίες εκτός από τον αριθμό της πληρότητας στις στοιβάδες των ηλεκτρονίων, δείχνουν επίσης την διαχείριση της ουσίας ή ηλιακών αγελάδων στο …Δέπας ή δισκοπότηρο-ψυχή

Εμείς αναγνωρίσαμε χονδρικά τις δύο πρώτες από τις πυθαγόρειες τριάδες που υποδεικνύει ο Πλάτωνας στους απόκρυφους ειδητικούς λόγους της τριαδικής ψυχής… Μια ιδέα για το περιεχόμενο τους δίνει η κεντρική σειρά 4,8,12,16… στην οποία αναγνωρίζουμε τον χρόνο του κραδασμού των στοιχείων ή ακέραιων πολ/σίων του πυρός 1*4, 2*4, 3*4, 4*4...


Ο γεωμετρικός ορισμός της συνείδησης  (2) …

Στον παρακάτω πίνακα όπου η μονάδα του χρόνου (χρι) του πυρός-τετραέδρου πολλαπλασιαζόμενη με τους (1,2,3,4) δημιουργεί τα άλλα κανονικά στερεά

1) 4-πυρ/ τετράεδρο,
2) 8-αέρας/ οκτάεδρο,
3) 12-γη/ κύβος,
4) 16-ύδωρ/ εικοσάεδρο

Απαιτεί την κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στις ακμές-γραμμές και τις έδρες-επιφάνειες, εφόσον  το  3*4=12 αντιπροσωπεύεται στις ακμές του κύβου ή του οκταέδρου και όχι στις έδρες, όπως συμβαίνει  για τα δύο  προηγούμενα στερεά  

Η σχέση που συνδέει τις Ακμές με τις Κορυφές και τις Έδρες στα κανονικά στερεά  έχει διατυπωθεί από τον Euler:  Α+2=Κ+Ε =>  2 = Κ+Ε-Α. Το οποίο μεταφράζεται  όταν λάβουμε υπόψη την παρακάτω  πυθαγόρεια κατηγοριοποίηση, ως συνείδηση της πύρωσης και της απόσταξης!!!  Εφόσον το άθροισμα (Κ+Ε) είναι ο βρασμός = (φωτιά και νερό) ενώ η όλη εργασία (Κ+Ε)-Α  = (φωτιά +νερό)- αέρας (ατμός) είναι η απόσταξη.   Επί πλέον  όντως  (1+3)-2=2

Αριθμοί1234
ΜεγέθηΣημείοΓραμμήΕπιφάνειαΣτερεό
Εξέλιξη ζωήςΣπόρος μήκος πλάτος όγκος
ΙκανότητεςΛόγοςΓνώσηΓνώμηΑίσθηση
ΣτοιχείαΦωτιάΑέραςΝερόΓη
ΣτερεάΠυραμίδαΟκτάεδροΕικοσάεδροΚύβος



     Η παραβολή του καλού ποιμένος 

     Όταν ο Ηρακλής ταξίδευε με το Δέπας ή δισκοπότηρο από τόπου εις τόπον ενίοτε μετέφερε και αγελάδες. Αναφέρεται ότι ήταν ένας «κακός» ποιμένας… Άλλες αγελάδες του έφευγαν, οπότε χρειαζόταν να τις αναζητήσει εκ νέου στην άγρια Θράκη (της προσωπικότητας), ενώ άλλες φορές κατασπάρασσαν η μια την άλλη…
 
 
Η δυσκολία του αποσυμβολισμού του καλού ποιμένα Ερμή ή Χριστού οφείλεται απλά στην άγνοια των θεολόγων για την φύση των βοδιών ή των προβάτων. Δηλαδή για την φύση της εύπλαστης αιθερικής ουσίας του ταύρου Άλεφ ή υδραρύρου-βούδα της αλχημείας. 

Ο καλός ποιμένας είναι ο νοητικός άνθρωπος που εργάζεται με το κοπάδι των ουσιών μέσα στο δισκοπότηρο της καρδίας, αναζητώντας την ελλείπουσα ουσία-πρόβατο προκειμένου να επιτύχει την ολοκλήρωση μιας αρμονικής σειράς γεγονότων… 


Όπως μας υπέδειξαν οι Αιγύπτιοι ιερείς ο αιθεροφυσικός οφθαλμός-δισκοπότηρο 666 για να αποσυρθεί στον επόμενο τόπο-πεδίο λχ 888 χρειάζεται να ολοκληρώσει την άθροιση στην αρμονική ακολουθία :


½+1/4+1/8+1/16+1/32+1/64=63/64 Δηλαδή την περιήγηση του προσκυνητή στα 6 βασίλεια-φυλές της εμπειρίας της Αιγύπτου (αίγα < αιγίς= ο ηλεκτρισμός των αισθήσεων) στην συνθετική αίσθηση όσφρηση+όραση+σκέψη+ακοή+γεύση+αφή=666 (Η ηλιακή συνθετική αίσθηση του αιθεροφυσικού τρίτου οφθαλμού…) 

Η εργασία εντός του δισκοπότηρου της καρδίας περιλαμβάνει την δικαιοδοτική εργασία (ζύγιση) των τυχαίων οξυγώνιων τριγώνων (δόντια του δράκου) τα οποία χρειάζεται να αλληλοεξουδετερωθούν ως ζεύγη αντιθέτων ή να μετατραπούν σε ημίτονα στο πύρινο έδαφος της Παρουσίας. 
 

Η λέξη ημίτονο προέρχεται από την σύνθεση των λέξεων μισός+τόνος. Ο τόνος είναι η Μονάδα της υποτείνουσας-ειμαρμένης σε ορθογώνιο τρίγωνο με γωνίες 30,60,90. Οπότε  το ημίτονο της γωνίας των 30 μοιρών ισούται με ½. Πρόκειται για την κατασκευή των ισοπλεύρων τριγώνων που αποτελούν το εικοσάεδρο αιθερικό σώμα… 

Η νοητική εργασία συνίσταται στην κατανόηση και εφαρμογή του πυθαγορείου θεωρήματος. Όπου οι δύο κάθετες των αστρολογικών σταυρών λαμβάνουν τις τιμές των Διοσκούρων:

ημιτόνου + συνημιτόνου = η νοητική Μονάδα της πανσελήνου Όσοι αντιλαμβάνονται το θέμα ας αναλογιστούν την σημασία της ισότητας ημ(153=90+63)=συν(63) 153+360=513 153+513=666 


Η σύγκρουση των δύο αδελφών...

Ένα ενδιαφέρον ερώτημα που υποβόσκει είναι γιατί η αιγυπτιακή μεταφυσική συνδέει τα 63/64 με το 666 και ο βουδισμός με τα 2Χ48=96 πέταλα του τρίτου ματιού.

Η απάντηση είναι γενικά γνωστή και αφορά την χρυσή τομή… Όμως η λεπτομερής εξέταση είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για την μυητική φόρμουλα

Τα κατώτερα κέντρα αθροίζουν στην λεγόμενη πρώτη μύηση (της εξιδανίκευσης του πολιτισμού) τα πέταλά τους στον λαιμό: 

4 πέταλα η βάση
6 πέταλα το ιερό κέντρο
4+6=10 πέταλα το ηλιακό πλέγμα
10+6=16 πέταλα ο λαιμός 


Οι αριθμοί 4,6,10,16 αποτελούν λοιπόν όρους της σειράς Fibonacci. Επομένως δημιουργούν μια ψυχική πυθαγόρεια τριάδα τετραγώνων (φωτισμού)


(4Χ16)^2+2(6Χ10)^2= (6^2+10^2)^2 =>
4096+14400=18496
το οποίο εκφρασμένο σε μοίρες
4096/360+14400/360=18496/360 =>
136+0=136 


υποδεικνύει την γωνία 136=180-54 μοιρών δηλ την γειωμένη ή πολική έκφραση της χρυσής τομής στην γωνία του πενταγώνου των 54 μοιρών… στο alta mayor (άθροισμα των κατώτερων κέντρων στο κεφάλι)

Σε αυτήν την τιμή προστίθενται κατά την δεύτερη μύηση (σύγκρουση των δύο αδελφών), τα 12 πέταλα του καρδιακού λωτού προσφέροντας την ισορροπημένη ενόραση του τρίτου οφθαλμού ο οποίος συνθέτει όλα τα πέταλα του σώματος στο ένα από τα δύο συνθετικά του πέταλα: 4+6+10+12+16=48 και 2X48=96

Η σύγκρουση των δύο αδελφών είναι το άθροισμα των δύο ριζών της χρυσής τομής που φανερώνουν τον δυϊσμό της Μονάδας κατά την δεύτερη μύηση Φ-1/φ=1 ή 1,618-0,618=1
Εδώ παρατηρούμε ότι η «αιγυπτιακή» συνθετική φόρμουλα του τρίτου ματιού (wajet) ½+1/4+1/8+16+132+1/64 = 63/64 = 1-1/64 σχετίζεται με την Φ=1-1/φ και το 1/64 με το 1/φ 
Αυτή η σχέση μπορεί να μελετηθεί στην πυθαγόρεια τριάδα όπου φανερώνεται η Ειμαρμένη των Κενταύρων (100) 64+36=100 . Όπου ο 8ος δηλ ο 64 (Χριστός-Λέων της νοητικής μορφής) θυσιάζεται για να σωθεί η ζωδιακή μορφή του 36 (ο Αντίχριστος και η λεόντεια κεντρική κεφαλή της λερναίας Ύδρας) ως ο δεύτερος Αδάμ.. 




Αλλά 1/64+1/36 = (1/8)^2 +(1/6)^2= 100/2304=(10/ 48)^2 
 

Παρατηρούμε δηλαδή ότι η ανάφλεξη (ύψωση στο τετράγωνο) των σπερμάτων δημιουργεί το φως ενός συνθετικού τετράγωνου σπέρματος. 10/48 (που παραπέμπει σε μια δεκάδα –ψυχή πετάλων του τρίτου ματιού)… 

« Έχουμε λοιπόν μια πυθαγόρεια τριάδα σπερμάτων»
… Με το δισκοπότηρο των σπερμάτων να φλέγεται…

πηγή: sites.google.com

ΠΕΡΙ ΑΡΜΟΝΙΑΣ

$
0
0

Πρόλογος

 Η εργασία αυτή δε σκοπεύει να εξαντλήσει όλο το εύρος που κρύβει ο τίτλος της. Όλα ξεκίνησαν από την συνάντησή μου με τον κ. Σπύρο Γιωργαντά και την όμορφη συζήτηση που είχαμε γύρω από θέματα μουσικής και επιστήμης. Μάλιστα, είχα πρόσφατα μελετήσει την πολύ αξιόλογη και ουσιαστική εργασία του Νέστορα Ταίηλορ Η Αρμονία των Πυθαγορείων (εκδόσεις Νεφέλη 2000) και έτσι, μετά και από την παρότρυνση του κ. Γιωργαντά, αποφάσισα να εργαστώ κι εγώ πάνω σ’ αυτό το θέμα, όχι βέβαια διεξοδικά, όπως το κάνει το προαναφερθέν βιβλίο, αλλά απευθυνόμενος σε ένα πλατύτερο αναγνωστικό κοινό, με στόχο να καταγράψω, όσο γίνεται πιο απλά, την ιστορική πορεία της έννοιας αρμονία από τον Πυθαγόρα μέχρι σήμερα.

Οδηγός μου, λοιπόν, το βιβλίο του Ταίηλορ. Βέβαια, δε στάθηκα μόνο στην πυθαγόρεια άποψη περί αρμονίας, γι’ αυτό ήταν λίγα τα μαθηματικά που χρειάστηκα, παραπέμποντας έτσι για το μέλλον μια διεξοδικότερη μελέτη του θέματος, το οποίο, ούτως ή άλλως, αποτελεί μια ανεξάντλητη πηγή ενδιαφέροντος κι έμπνευσης. Η εργασία μου λοιπόν περί αρμονίας ζητεί εκ των προτέρων συγγνώμη για τα αναπόφευκτα (εύχομαι λίγα) λάθη και ατέλειες που κρύβει.
  
Εισαγωγικά

 Τι είναι αυτό που οδηγεί την ανθρώπινη σκέψη σε κάτι το ενωτικό, σε κάτι που υπέρκειται της συνείδησης του υποκειμένου, ακόμα και αυτού του ιδίου του σύμπαντος; Το ίδιο «παραμύθι», δηλαδή οι περισσότερες θεωρήσεις φιλοσοφικών επιστημονικών συστημάτων ή θρησκειών, έχουν το ίδιο κοινό γνώρισμα, αυτό της αναγωγής σε κάτι το ιδεατό, το ιδανικό, το όμορφο – κατ’ επέκταση στατικό και αμετάβλητο. Αυτό που ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του, και όχι μόνον, όριζαν ως αρμονία ικανοποιώντας ένα αίτημα/απαίτηση του ανθρώπινου νου για να μπορεί να «χαζεύει» τα δημιουργήματά του — στατικά και αυτά και αμετάβλητα στο χρόνο — αλλά και τα δημιουργήματα των θεών του… Εξ άλλου, η σίγουρη έλευση του θανάτου, του επιτείνει αυτή τη βεβαιότητα, αφού γνωρίζει ότι το μέλλον δεν δίνει ρόλο στο ίδιο συγκεκριμένο δημιούργημα της φύσης ούτε καν για μια δεύτερη φορά.

Θεατής, λοιπόν, ο άνθρωπος κατάφερε να μετατρέψει το «ὁρᾶν» σε «θεωρεῖν» (εδώ η ελληνική σκέψη έκανε την καινοτόμο είσοδό της) διακατεχόμενος από μια ανάγκη να εντοπίσει τις πάγιες σταθερές, τόσο της ουσίας του κόσμου — ψυχής και ύλης — όσο και της δικής του. Η ομορφιά της δικής του ψυχής τον έκανε να αναζητεί την αρμονία και την ομορφιά της ουσίας ολόκληρου του κόσμου, ένα γυρολόγο από τα βάθη του υποσυνειδήτου (ατομικού και συλλογικού) στα πανηγύρια των αλλαγών του χρόνου, στις εσχατιές του σύμπαντος.

Αυτή η αναζήτηση, του έδινε τις πιο κομψές, από αισθητική άποψη, εξηγήσεις, καθώς και τα μοντέλα των θεωρήσεων και αναγωγών του. Ίσως η μουσική να ήταν και το πρώτο ολοκληρωμένο μοντέλο εξιδανίκευσης και προβολής συμπαντικών αρχέτυπων πάνω στις τρεμάμενες από φόβο – αλλά και σεβασμό στο Αιώνιο και Ωραίο – ψυχές των ανθρώπων. Κομμάτι εξ άλλου του Ωραίου και η ψυχή: Θυμάται, άδει, σημαίνει, πληροφορεί ώστε η αλήθεια να φτάνει σε μας φθαρμένη, τίμημα για το ένδυμα που αναγκάστηκε να φορέσει κατοικώντας προσωρινά στο ανθρώπινο σώμα.

Εδώ, λοιπόν, είναι όλη η ουσία του θέματος. Από τη μουσική ως τις τελευταίες θεωρίες των μοντέρνων φυσικών, οι εξισώσεις και οι σχέσεις που εκφράζουν μετρήσιμες ποσότητες διορθώσεων, ώστε να αποφεύγονται οι απειρισμοί[1].

Έτσι από το πυθαγόρειο κόμμα ως το μικρόκοσμο της ύλης ή «κατάρα», θα λέγαμε, συνεχίζεται.

Η αλήθεια φτάνει στα μάτια μας και στα όργανα μέτρησης κατατεμαχισμένη και φθαρμένη, χωρίς να τηρεί τα κομψά μοντέλα των απαιτήσεών μας. Γιατί ένα ιδανικό και γραμμικό σύστημα εξισώσεων το ελέγχουμε και το κατανοούμε καλύτερα από το να μπλέκουμε σε περιπέτειες με απειρισμούς, μικροποσότητες και με ηχητικά κόμματα. Έτσι κατανοείται και η εμμονή των Πυθαγορείων στους ακεραίους, που τελικά, μετατράπηκε σε ψυχονευρωτισμό με τα γνωστά αποτελέσματα για τη σχολή του.
  
Αρμονία – Γενικά

 Μυθική θεά, κόρη του Άρη και της Αφροδίτης. Φέρεται ως σύζυγος του Κάδμου (διακρίνεται, ενδεχομένως, μια βοιωτική καταγωγή του μύθου) με παιδιά τον Πολύδωρο, τη Σεμέλη (μητέρα του Διονύσου), την Ινώ (Λευκοθέα) και την Αγαύη. Προσωποποιεί, ως θεά, την αρμονία στις ηθικές, κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις και, φυσικά, δεν είναι τυχαίο και το όνομα Κάδμος, απ’ το οποίο δανείστηκαν οι Πυθαγόρειοι τη λέξη «Κόσμος» (κόσμημα) για την ίδια την φύση.

Σύμφωνα με το λεξικό της ελληνικής γλώσσας των Η. Liddell – Η. Scott, η αρμονία — με την έννοια του αρμόζω — προέρχεται από τη ρίζα «Αρ-», από όπου το ρήμα αραρίσκω και άρω και οι έννοιες άρθρον, αρμός, αρμονία, αριθμός, άρτιος, άριστος, αρετή, άρμα και ίσως Άρειος, Άρης, (καθόλου, βέβαια, απίθανο σαν πατέρας της Αρμονίας).

Έτσι το ετυμολογικό υπόβαθρο της σκέψης των Πυθαγορείων μας υποδεικνύει δυο βασικές για μας έννοιες: Αυτή της Αρμονίας και αυτήν του Αριθμού, οπότε, με το πάντρεμα της πρώτης με τον Κάδμο (Κόσμο), έχουμε κωδικοποιημένη, σε αυτές τουλάχιστον τις έννοιες, την τέλεια ομορφιά του κόσμου.

Κατ’ επέκταση και σύμφωνα πάλι με τις απόψεις των Πυθαγορείων, οι «εξισώσεις» περιγραφής της ομορφιάς αυτής (ψυχής και ύλης) θα’ χουν, όσο το δυνατόν, απλούστερες μαθηματικές σχέσεις και αναλογίες, πρόβλημα που η σκέψη από τον Πυθαγόρα μέχρι τη θεωρία των υπερχορδών ερευνά ακόμα. Η έννοια Αρμονία φέρεται επίσης να σχετίζεται και με τη συμφωνία των ήχων και καταγράφεται έτσι ως πρόσωπο μυθικό, σύντροφος της ΄Ηβης, των Χαρίτων και των Ωρών (βλ. Ομηρικό ύμνο εις Απόλλωνα 195).

Σίγουρα, η επίσημη είσοδός της σαν μουσική έννοια έγινε από τον Πυθαγόρα, στον ελλαδικό χώρο τουλάχιστον[2].

Σύμφωνα με το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής του Σόλωνα Μιχαηλίδη και σε συνδυασμό με το προαναφερθέν λεξικό, αρμονία σημαίνει τη σύνδεση, τη συναφή, την άρθρωση, τον αρμό, το σημείο σύνδεσης αντικειμένων (αἱ τῶν λίθων ἁρμονίαι, Διοδ. Σικ. 2,8) και κυρίως τη σωστή μαθηματική ή γεωμετρική αναλογία των μερών ενός συνόλου.

Επίσης, είναι συνώνυμη και με την αρμογή, που σημαίνει το χόρδισμα των μουσικών στα όργανά τους, ιδιαίτερα όταν αλλάζουν (προσαρμογή) από μια αρμονία σε μια άλλη, π.χ. από Δώρια σε Φρύγια κλπ. Κάτι που συμβαίνει ακόμα και σήμερα στα έγχορδα όργανα με κινητά τάστα (κανονάκι, ταμπουράς, σάζι κλπ.)

 Ο Αριστόξενος λέει ότι οι προηγούμενοι απ’ αυτόν, που ασχολήθηκαν με την αρμονία (τους ονομάζει Αρμονικούς), ορίζουν σαν τέτοια το διάστημα 8ης καθαρής και τη διαφορετική διάταξη των φθόγγων μέσα στο διάστημα ογδόης, κάτι που, όπως φαίνεται, υιοθετήθηκε και στην εποχή του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, μαθητής των οποίων υπήρξε ο Αριστόξενος (ἐκ παςῶν ὀκτώ οὐσῶν [χορδῶν, φωνῶν] μίαν ἁρμονίαν συμφωνεῖν)[3].

Για τον Αριστοτέλη και τον Ηρακλείδη τον Ποντικό (μαθητής του Πλάτωνα και μετά τον Αριστοτέλη και αυτός), ο όρος αρμονία ταυτίζεται με τα συστήματα των κλιμάκων. ΄Ετσι έχουμε τουλάχιστον τρεις «αρμονίες ελληνικές»: Τη Δωρική, την Αιολική και την Ιωνική, κατ’ αναλογία των τριών ελληνικών φυλών, ενώ από τους μεταγενέστερους συγγραφείς υιοθετήθηκαν οι ακόλουθες εφτά, τα ονόματα των οποίων καμιά φορά αλλάζουν:

1. Μυξολυδική   σι – σι
2. Λυδική   ντο – ντο
3. Φρυγική   ρε – ρε
4. Δωρική   μι – μι
5. Υπολυδική   λα – λα
6. Ιωνική (Υποφρυγική)   σολ – σολ
7. Αιολική   λα – λα

 Στη βυζαντινή μουσική, ο όρος αρμονία έχει το ίδιο περιεχόμενο, που είχε και στην αρχαιότητα, ενώ στη δυτική μουσική[4] η έννοια αποκτά άλλο περιεχόμενο. Αυτό θα πρέπει να αναζητηθεί στις πρώτες προσπάθειες πολυφωνίας στη γαλλοφλαμανδική σχολή κάπου στον 14ο και 15ο αιώνα μ.Χ., σημαίνοντας πια απλά τη σύνδεση, άρμοση και κίνηση των συγχορδιακών μαζών, με οτιδήποτε κι αν σημαίνει ο όρος από τότε μέχρι τη σημερινή «jazz» εποχή[5].

Ενώ για τους αρχαίους, το φθογγικό υλικό (με τα μικροδιαστήματα) και ο όρος αρμονία είχαν να κάνουν με πιο βαθύτερες ουσίες, για τους νέους μουσικούς πολιτισμούς σήμαιναν, απλά, έναν ιδιαίτερο τρόπο οργάνωσης των μουσικών φθόγγων.

Ίσως οι πρώτες δονήσεις της στιγμής της γέννησης του σύμπαντος να ηχούσαν στα αυτιά των αρχαίων θεωρητικών και να φώλιαζαν στις ψυχές τους (ear=αυτί, hear=ακούω, heart=καρδιά)[6]. Μυστηριώδη πράγματα βέβαια, ειδικά για τους ορθολογιστές, δεμένα όμως με τις μαγικές δυνάμεις των αριθμών και των φωνηέντων (φυσικά και με τα αναπόσπαστα στοιχεία του ρυθμού και του μέτρου, συγχωνευμένα αδιαχώριστα), τυλίγουν το κουβάρι του μυστηρίου μέχρι σήμερα.

Κάτω, λοιπόν, από τη στάχτη του παρελθόντος υπάρχουν πάντα σπίθες παλαιού πνεύματος έτοιμες να ανάψουν νέες φωτιές πάνω στις σημερινές θεωρήσεις μας για το φθογγικό υλικό και τα μουσικά συστήματά μας, ώστε να δώσουν νέα άλματα στη μουσική… Σήμερα η κατάσταση είναι σαν εκείνη που επικρατούσε κατά τους χρόνους της μετάβασης από τους εκκλησιαστικούς τρόπους στις μείζονες και ελάσσονες κλίμακες — φυσικά μιλώντας για τη δυτική μουσική. Η πρακτική έχει προχωρήσει σε τέτοιο σημείο, που η θεωρία δεν την ακολούθησε. Όλοι οι συνθέτες χρησιμοποιούν τις εκτεταμένες μελωδικές και αρμονικές σχέσεις που προκύπτουν από τη χρήση του υλικού της χρωματικής κλίμακας, αλλά, λόγω ελλείψεως ενός κατάλληλου θεωρητικού υπόβαθρου, ακόμη προσπαθούν να στριμώξουν κάθε εκδήλωση μέσα στα στενά όρια της διατονικής ερμηνείας[7].

Ηρακλείτεια Αρμονία

 Δε θα αναφερθώ εκτενώς στη θεωρία του μεγάλου Εφέσιου φιλοσόφου[8], αλλά θα απομονώσω από αυτήν εκείνα τα στοιχεία που έχουν να κάνουν με την έννοια/λέξη της αρμονίας, μιας και δεν είναι του παρόντος η ανάπτυξη μιας θεωρίας καθαρά περί φύσης, που περιλαμβάνει οντολογικές, γνωσιολογικές και ηθικές αρχές καθώς και ένα «ολοκληρωμένο» προσωκρατικό κοσμολογικό μοντέλο[9].

΄Ετσι, από τα συγκεκριμένα αποσπάσματα, τα οποία διασώθηκαν από γραπτά κατοπινών συγγραφέων, σχολιαστών διαφορετικής προελεύσεως και εγκυρότητας (από όλους θεωρείται πιο έγκυρη η άποψη του Αριστοτέλη[10], Ρητορική [ΙΙ] απόσπασμα 1, και του Διογένη Λαέρτιου, οι οποίοι αποδέχονται την ύπαρξη βιβλίου «περί φύσεως») παραθέτω τα δύο επόμενα αποσπάσματα, τα οποία θα πρέπει να συνδυαστούν, τουλάχιστον από την άποψη της φυσικής: (54) «Ἁρμονίης ἀφανής φανερῆς κρέσσων» και (123) «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ».

Εδώ η ηρακλείτεια σκέψη προσδίδει στην έννοια αρμονία όχι έναν επί πλέον μουσικό χαρακτήρα, αλλά μάλλον την ταυτίζει με αυτή της συμμετρίας και κανονικότητας των νόμων της φύσης. Γι’ αυτόν η «κρυμμένη»[11] ομορφιά/αρμονία είναι καλύτερη από την κοινή/φανερή, μιας και η πραγματική φύση αρέσκεται στο να κρύβεται και να «παίζει» με τον παρατηρητή ένα παιγνίδι χωρίς τέλος, χωρίς νικητή και φυσικά,με πολλές γι’ αυτόν εκπλήξεις.

Για να φτάσει όμως κανείς να γνωρίσει την πραγματική φύση και την αρμονία της, που διέπει τα πάντα, πρέπει (σύμφωνα με ένα άλλο απόσπασμα, το οποίο επιβάλλεται να συνεκτιμηθεί με τα δύο προηγούμενα: (18) «Ἐάν μή ἔλπηται ἀνέλπιστον οὐκ ἐξευρήσει, ἀνεξερεύνητον ἑόν καί ἄπορον»), να επιδείξει επιμονή, ώστε να βρεθεί μπροστά στο ζητούμενο ἀνέλπιστον, το ἄπορον, το ἀνεξερεύνητον, γιατί δεν υπάρχει από πριν κάποιος συγκεκριμένος δρόμος (πόρος) για το νέο, τη γνώση και την ομορφιά. Επομένως πρέπει να αναζητηθούν νέοι ατραποί και καινούργιες ιδέες (Το άπορον = το ἀπροσπέλαστον).

Σύμφωνα με τα προηγούμενα, εκφράζω την άποψη ότι ή ο Ηράκλειτος διάβασε τους μοντέρνους φυσικούς ή αυτοί αποκωδικοποίησαν σωστά τη σκέψη του (ειδικά ο Heisenberg τον έχει σχολιάσει κατά καιρούς)[12]. Αυτό γιατί οι θεωρίες των τελευταίων δεκαετιών — περί κρυμμένης συμμετρίας (gauge theories), υπερσυμμετριών, σπασιμάτων συμμετριών (spontaneous breaking of symmetry), ενοποιήσεων δυνάμεων και αλληλεπιδράσεων, κομψά μοντέλα εξισώσεων, θεωρία αλληλεπιδράσεων με εναλλαγή σωματιδίων — θυμίζουν, κρύβουν ουσιαστικά την ουσία και το βάθος της σκέψης του Ηράκλειτου. Με λίγα λόγια οι νόμοι της φυσικής, σύμφωνα και με τον Ηράκλειτο και με τους φυσικούς, είναι συμμετρικοί, αλλά οι συμμετρικές λύσεις είναι ασταθείς. Δηλαδή ζούμε σε ένα μη συμμετρικό περιβάλλον, έτσι ώστε να μη μπορούμε να αντιληφθούμε την αρμονία της φύσης.

Ειδικά η ιδέα της κρυμμένης συμμετρίας αποδείχθηκε αξιόλογη στη φυσική, καθόσον ενοποιεί φαινόμενα που φαίνονται τελείως ασύνδετα (π.χ. η ασθενής και η ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση, η διαφορά των οποίων έγκειται στη μάζα των αντίστοιχων μποζονίων που τις μεταφέρουν). Αλήθεια, τα αποσπάσματα: (90) «Πυρός ἀνταμοιβή τά πάντα καί πῦρ ἁπάντων…» και (30) «…Πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καί ἀποσβενόμενον μέτρα» δεν προαναγγέλλουν τη θεωρία των αλληλεπιδράσεων μέσω σωματιδίων μποζονίων, φωτονίων (πυρ;).

Όσο για την ίδια την εμφανή συμμετρία/αρμονία, η ύπαρξή της διατυπώνει στη φυσική τους περισσότερους νόμους διατήρησης φυσικών μεγεθών (ενέργεια, ορμή, στροφορμή κλπ.) Κι ας μου επιτραπεί να «παίξω» και λίγο με τις λέξεις και τα γράμματα, εκείνο το ear των Άγγλων (το αυτί δηλαδή, που άκουε τους πρώτους ήχους των δονήσεων της πρώτης έκρηξης) μήπως έχει σχέση με τη γέννηση της Ρέας; Kαι ο Κρόνος/Χρόνος, που τρωει τα παιδιά του; Kαι από τότε, με την αδιάκοπη Ροή (Διαλεκτική), φτάνουμε στο: Τα πάντα ρει…, τα πάντα κατ’ εριν…, τα πάντα κατά χρεών… Και να, από κοντά ο Έρως (γιορταζόταν κατά το έαρ) και η μούσα Ερατώ. Τα γράμματα παίζουν και γίνονται έννοιες άφθαρτες και αιώνιες για να καταδεικνύουν και να σημαίνουν.

Για τον Ηράκλειτο, λοιπόν, η καλλίστη αρμονία χωράει και τον έρωτα και την έριδα και αυτά τα δυο στοιχεία με τη σειρά τους συμπορευόμενα, καθορίζουν και κατευθύνουν τη ροή των πραγμάτων. Συμπαντική, λοιπόν, υπόθεση γι’ αυτόν η αρμονία, υπαρκτή όμως μέσα από αντίθετες έννοιες (μη ξεχνάμε και τους μυθολογικούς γονείς της). Πιο κοντά λοιπόν η σκέψη του Ηράκλειτου στο μύθο.
  
Το μονόχορδο και η τετρακτύς

 Πρόκειται, σίγουρα, για ένα τελικό στάδιο πειραματικής εξέλιξης των μηχανισμών που εφεύραν ο Πυθαγόρας[13] και οι μαθητές του για να καθορίσουν τις μαθηματικές σχέσεις που διέπουν τα μουσικά διαστήματα[14].

Το μονόχορδο ή χορδοτόνιο είναι ένα όργανο με μια χορδή (πρόγονος του ψαλτηρίου ή κανονάκι, σε διάφορα μεγέθη και μορφές), ένας μαθηματικός μουσικός «κανών», βαθμονομημένος — κάτι σαν ξύλινος χάρακας — πάνω στον οποίον ήταν στηριγμένη μια χορδή τεντωμένη. Από τη μυθολογία[15] ήδη είναι γνωστό σαν δημιούργημα του Απόλλωνα δωρηθέν στους ανθρώπους, ενώ ο Πολυδεύκης (2ος μ.Χ.) δίνει την καταγωγή του οργάνου αυτού στους Άραβες (ΙΙ, 60). Στα δε σημιτικά-εβραϊκά, kanum ή qauoum σημαίνει ραβδί.

Για να μην μπω σε λεπτομέρειες, το αποτέλεσμα των μετρήσεων του Πυθαγόρα και των μαθητών του πάνω σ’ αυτό το όργανο-κανόνα, μας λέει ότι τα εύηχα (σύμφωνα) μουσικά διαστήματα εκφράζονται με λόγους ακεραίων. Ειδικά το διάστημα της οκτάβας (όταν ο υπαγωγέας – κινητός καβαλάρης βρίσκεται στο μέσον ακριβώς της χορδής) εκφράζεται με το λόγο (2:1), εναρμονίζει δηλαδή τη μονάδα και τη δυάδα δίνοντας έτσι και το λόγο των συχνοτήτων (διάστημα 8ης καθαρής). Τέλειο λοιπόν διάστημα και το όνομα που δόθηκε από τους Πυθαγόρειους σ’ αυτό: Αρμονία.

Αν συνεχίσουμε την κατάτμηση της χορδής με τη βοήθεια του υπαγωγέα σύμφωνα με τους λόγους (3:2) και (4:3), δημιουργούμε τα μουσικά διαστήματα της 5ης καθαρής (διοξεία) και 4ης (συλλαβή ή συλλαβά) αντιστοίχως. ΄Ετσι οι τέσσερις πρώτοι αριθμοί (1, 2, 3, 4 με άθροισμα 10, την ιερά τετρακτύ) δημιουργούν με τις αναλογίες τους τα πιο σύμφωνα μουσικά διαστήματα.

Ανάλογες διαστημικές αναλογίες χρησιμοποιήθηκαν για να εκφράσουν ακόμα και αποστάσεις ουρανίων σωμάτων καθώς και συγκεκριμένες εποχές του έτους. Σχετικές αντιλήψεις και θεωρήσεις αναφέρονται στους Χαλδαίους, στους Αιγύπτιους, στους Σουμέριους, καθώς και στα ιερατεία της Άπω Ανατολής.

Ειδικότερα κατά τις αντιλήψεις των Χαλδαίων (επαφές με τους οποίους είχε, σύμφωνα με τους βιογράφους του, ο Πυθαγόρας), το διάστημα 1ης (1:1) συνδέεται με την άνοιξη, το διάστημα 8ης (2:1) με το καλοκαίρι, το 5ης (3:2) με το χειμώνα, ενώ το 4ης (4:3) με το φθινόπωρο. Παράλληλα, στην Κίνα η μουσική θεωρείτο απεικόνιση μιας αιώνιας, άφθαρτης και πανταχού παρούσας αρμονίας, ούτως ώστε όφειλε, για να είναι «σωστή», να είναι εναρμονισμένη με το σύμπαν ολόκληρο. Σύμφωνα λοιπόν με τις θεωρήσεις των ιερατείων της Κίνας, η γη και ο ουρανός, τα δύο συζευγμένα αντίθετα, εκφράζονται από τους αριθμούς 2 και 3 αντίστοιχα:

 2: Γη – Γιν, σημαίνει το αιώνιο θηλυκό, το σκοτάδι, το κρύο, τους άρτιους αριθμούς.

 3: Ουρανός – Γιανγκ, σημαίνει το αρσενικό (που γονιμοποιεί τη γη), το φως, τη θερμότητα και φυσικά τους μονούς αριθμούς.

Το άθροισμα αυτών των δύο όψεων του «νομίσματος», το πέντε (5), μας δίνει και εκφράζει τις αντίστοιχες «σωστές» κλίμακες των πέντε τόνων, (πεντατονικές κλίμακες), που είναι ιερές και απαράβατες. Ξεκινώντας κάθε φορά από διαφορετική νότα δημιουργούμε και μια άλλη πεντατονική (Η κάθε μια από αυτές αντιπροσωπεύει και μια διαφορετική εποχή του έτους, ακόμα και μέχρι σήμερα στην Κίνα). Αξιοσημείωτο, βέβαια, είναι το γεγονός ότι οι κλίμακες αυτές είναι ριζωμένες σε διάφορες περιοχές της γης και σε μεγάλες μεταξύ τους αποστάσεις (Δωδώνη – Ηπειρώτικη πεντατονία – Αρμενία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική κ.ά.) Ενδεικτικά, μια πεντατονική κλίμακα φτιάχνεται από συνεχόμενες πέμπτες (3:2) ως εξής:
  
  
   
Κάθε νέος αυτοκράτορας διέταζε να συγκληθούν οι μουσικοί και οι αστρολόγοι, για να διορθώνουν, αν αυτό χρειαζόταν, από κοινού το μήκος των αυλών ή τα άλλα όργανα, ώστε να αποκαθίσταται ή να συνεχίζεται η παγκόσμια αρμονία κατά την περίοδο και της δικής του ηγεμονίας. Ανάλογα πράγματα θα συναντήσει κανείς και στους άλλους λαούς της Άπω Ανατολής, αλλά και της Ινδίας. Ακόμα και στην ευρωπαϊκή μουσική θα συναντήσουμε την επιμονή των θεμάτων σε όλες σχεδόν τις φόρμες της να «γυρίζουν» στην τονικότητα της δεσπόζουσας (5ης) βαθμίδας.

Η ενότητα, λοιπόν, του σύμπαντος πρέπει να αποδεικνύεται μέσα από κάποια «μαγική» αριθμητική και να υποδεικνύει και τα ανάλογα «μαγικά» σύμβολα, που ο Πυθαγόρας και η σχολή του — σε συνέχεια προηγούμενων εξελιγμένων πολιτισμών[16] — άλλα υιοθέτησαν, άλλα μετάλλαξαν και, φυσικά, άλλα δημιούργησαν.

Ένα τέτοιο πυθαγόρειο σύμβολο είναι η «τετρακτύς», από την οποία αναβλύζει η αιώνια και τέλεια φύση και ίσως σε αυτήν να τελευτά (Παγάν αενάου φύσεως). Εδώ έχουμε την εισαγωγή μιας νέας επαναστατικής άποψης για τη συμβολοποίηση των αιώνιων αρχετύπων. Τί άλλο από τη γεωμετρία και τις τέλειες ιδεατές αναπαραστάσεις εισάγει; Η ιερά τετρακτύς, λοιπόν,
με τα 10 ισόπλευρα τρίγωνα, μια γεωμετρική αναπαράσταση, εκφράζει αριθμητικά τον ιερό αριθμό 10, που είναι το άθροισμα των τεσσάρων πρώτων (1+2+3+4=10) αριθμών. Ένα «σώμα»[6] δηλαδή, που αντιστοιχίζει τα αιώνια και άφθαρτα πρότυπα/αρχέτυπα με τα πεπερασμένα/εμπειρικά/φθαρτά.

Η πραγματική φύση λοιπόν ρέει μέσα από την τετρακτύν και γίνεται αισθητή εμπειρικά από τον ανθρώπινο νου, αλλά φυσικά, με το αντίτιμο που αναφέραμε στην αρχή. Οι μετρήσεις μας καταγράφουν λάθη, άλογους αριθμούς, μικροκόμματα. Αλλά, ευτυχώς, κι αυτά ακόμα δεν ξεφεύγουν των ανθρωπίνων αισθητηρίων, αφού παρίστανται γεωμετρικά (τρανό παράδειγμα η υποτείνουσα ορθογωνίου τριγώνου με πλευρές β=γ=1, α=Ö2, άλογος η υποτείνουσα α=Ö2, αλλά υποτείνουσα).

Το πυθαγόρειο κόμμα

 Τί είναι τώρα το πυθαγόρειο κόμμα; Όλα ξεκινούν από την προσπάθεια του Πυθαγόρα και των μαθητών του να χωρίσουν την οκτάβα (διαπασών) με ένα συγκεκριμένο τρόπο δημιουργώντας έτσι μια διαστημική σειρά από τόνους, ημιτόνια, ακόμα και μικρότερες υποδιαιρέσεις του ημιτονίου, με αποτέλεσμα την εμφάνιση κλιμάκων. Αυτό, δηλαδή, που οι αρχαίοι ονόμαζαν σύστημα και σήμερα το λέμε κλίμακα. Δε θα επεκταθώ στο θέμα των κλιμάκων. Αλλά, σύμφωνα με αυτά που είπαμε για το μονόχορδο και τις αναλογίες της 8ης και 5ης, μπορούμε να υπολογίσουμε το πυθαγόρειο κόμμα ως εξής: Ξεκινώντας με ένα ντο του πιάνου και προχωρώντας με πέμπτες θα έχω:

Ντο 13/2=σολ1.3/2=ρε2.3/2=λα2.3/2=μι3.3/2=σι3.3/2=
φα#4.3/2=ντο5#.3/2=
=σολ#5.3/2=ρε6#.3/2=
λα6 #.3/2=μι #7.3/2=σι7#.
 (οι δείκτες 1,2,3… δείχνουν τη σειρά της οκτάβας)
 Με 1 το πρώτο ντο της σειράς θα έχουμε:

 σι #7 / ντο1 =(3/2)12   (α)

 Αν τώρα ξεκινήσουμε από το ίδιο ντο και προχωρήσουμε με διαστήματα 8ης (2:1), τότε αντί για 61#7 θα βρούμε λογικά τα ντο8 που θα έχει λόγο με το ντο1:

 ντο8 / ντο1 = 27          (β)

 Η διαφορά των δύο αυτών λόγων (α, β) μας δίνει αυτό που ονομάζουμε πυθαγόρειο κόμμα, μια ακουστική διαφορά πολύ μικρή βέβαια, αλλά ικανή να ταράζει τη βεβαιότητα για τις τέλειες ακέραιες αναλογίες που έψαχναν οι Πυθαγόρειοι.

 Μια διαφορά της τάξεως:
 (3:2)12 / 27 = 312 / 210 = 1,0136406<1/4 του τόνου.

 Έτσι, λοιπόν, σε ένα μουσικό όργανο, αν κρατήσουμε τις 5ες σωστές, θα χαλάσουμε τις 8ες και αντίστροφα.

 Οι «συμφωνίες» δηλαδή των 5ων και 8ων δεν συμφωνούσαν τελικά (και με 4ες να προχωρούσαμε θα φτάναμε στο ίδιο αποτέλεσμα).

 Τελικά, στα όρια της 8ης οι Πυθαγόρειοι κατέληξαν στις εξής διαστημικές αναλογίες (τις παραθέτω με βάση το βαθμό συμφωνίας τους):

1. 1η (ισοτονία ή ταυτοφωνία) 1/1
2. 2η διαπασών ή οκτάβα) 2/1
3. 5η (διαπέντε ή διοξεία) 3/2
4. 4η (διατεσσάρων ή συλλαβή) 4/3
5. 3η Μεγάλη 5/4 χ 81/80
6. 3η μικρή 6/5 χ 81/80
7. 6η Μεγάλη 5/3 χ 81/80
8. 6η μικρή 8/5 χ 81/80
9. 2α Μεγάλη 9/8
10. 2α μικρή 16/15 χ 81/80
11. 7η Μεγάλη 15/8 χ 81/80
12. 7η μικρή 16/9 χ 81/80

Φυσικά οι 1η, 8η, 5η, 4η ξεχωρίζουν για την πραγματική συμφωνία τους, ενώ τα άλλα διαστήματα για τη διαφωνία τους. Αλλά σήμερα δεν χωρίζουμε τα όργανά μας σύμφωνα με τους λόγους αυτούς. Έχουμε την απαίτηση για μια πιο φυσική κλίμακα με πιο ακέραιες αναλογίες για τα περισσότερα διαστήματα. Έτσι π.χ. προτιμούμε μια «σύμφωνη» 3η μεγάλη φυσική με λόγο (5:4) παρά τη διάφωνη (η διαφοροποίηση του όρου συμφωνία-διαφωνία ανήκει στην Πυθαγόρεια σχολή).

 Πυθαγόρεια 5/4 χ 81/80 = 81/64.
 Οι δύο αυτές τρίτες έχουν διαφορά της τάξης του:

 81/64 : 5/4 = 324/320 = 81/80.

 Το ίδιο συμβαίνει και με τα άλλα «διάφωνα», κατά τους Πυθαγόρειους, διαστήματα σε σχέση με τα αντίστοιχα φυσικά. Έχουμε, δηλαδή, μια σταθερή διαφορά (81:80) μεταξύ των Πυθαγορείων και των αντίστοιχων φυσικών διαστημικών λόγων. Αυτή η διαφορά ονομάζεται κόμμα του Διδύμου ή συντονικό κόμμα (επειδή ο Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς[17] τον 1ο μ.Χ. αιώνα ήταν αυτός που, πρώτος, ξεκινώντας από την 3η μεγάλη (5:4), υπολόγισε τα υπόλοιπα διάφωνα. Επονομάστηκε Χαλκέντερος για την επίμονη εργατικότητά του στη συγγραφή βιβλίων και Βιβλιολάθας, γιατί έχοντας συγγράψει τεράστιο αριθμό βιβλίων δεν μπορούσε να τα θυμάται. Βέβαια, ο καθορισμός αυτός αμφισβητείται έντονα και αποδίδεται στον Πυθαγόρειο φιλόσοφο και μαθηματικό Αρχύτα[18], που ίσως ήταν ο σημαντικότερος ειδικός σε θέματα ακουστικής (400 – 350 π.Χ.) Μάλιστα, ήταν ο πρώτος που επεξεργάστηκε τους λόγους των διαστημάτων του τετραχόρδου και στα τρία γένη (διατονικό, χρωματικό και εναρμόνιο).

Η αρμονία των σφαιρών

 «Ο 6ος π.Χ. αιώνας, ο θαυμαστός αιώνας του Βούδα, του Κουμφούκιου, του Λάο Τσε, των φιλοσόφων της Ιωνίας και του Πυθαγόρα, ήταν μια αποφασιστική καμπή για το ανθρώπινο είδος», λέει ο Καίσλερ. Και συνεχίζει: «Ήταν η αρχή της μεγάλης περιπέτειας, η προμηθεϊκή αναζήτηση των φυσικών εξηγήσεων και των λογικών αιτιών, που θα άλλαζε τη μορφή της ζωής του είδους στα επόμενα δυο χιλιάδες χρόνια ριζικότερα απ’ όσο είχε αλλάξει στα διακόσια χιλιάδες χρόνια πριν».

Όπως είπαμε και πριν, στην απλή διαίρεση της διαπασών ο Πυθαγόρας[19] και οι μαθητές του κατάφεραν την πρώτη μαθηματική αναγωγή της ανθρώπινης εμπειρίας. Τους απλούς λόγους των σύμφωνων διαστημάτων ακολούθησε η γεωμετρική αναπαράσταση των άρρητων αριθμών (γεωμετρική αναγωγή της εμπειρίας, δηλαδή), η οποία προχώρησε ακάθεκτη στην κατάκτηση και της αστρονομικής εμπειρίας. Η ίδια μαθηματική αναγωγή και εκεί…

Για τους Πυθαγορείους, η κάθε αναγωγή της απτής φαινομενικής πραγματικότητας ήταν ένα όνειρο, ένας σκοπός ιερός, που σήμαινε γι’ αυτούς πηγή αιώνιας και τέλειας ζωής. Αριθμοί, αρμονία[20], μουσική, ήταν για αυτούς έννοιες που οδηγούσαν το νου σε πραγματική πνευματική έκσταση… Ήταν εξ άλλου κοντά η εποχή του μύθου, που οι θεοί έρχονταν σε επαφή με θνητούς και θνητές και ερωτεύονταν ο ένας τον άλλο… Και ο μύθος τότε, πριν από την εποχή του βιβλίου, ερχόταν στις ψυχές μόνο μέσω του ήχου και της μουσικής… Το μοντέλο για την αρμονία της διαπασών εκτεινόταν τέλεια ακόμα και στη δομή του ανθρωπίνου σώματος[21] κι από κει λοιπόν κοντά ήταν και τα σώματα των αστροθεών… Εκεί η αρμονία ονομάστηκε «Αρμονία των σφαιρών».

Έτσι, το κοσμολογικό μοντέλο των Πυθαγορείων όριζε για κάθε ουράνιο σώμα και έναν ομόκεντρο κύκλο σε αποστάσεις ανάλογες αυτών των μουσικών διαστημάτων. Και κατ’ επέκταση, όπως και ένα ανθρώπινο σώμα (ουσιαστικά ο Πυθαγόρας θεμελίωσε επιστημονικά την μουσικοθεραπεία), έτσι και το σύνολο των πλανητικών τροχιών σχηματίζει ένα είδος μουσικού οργάνου, του οποίου τη μουσική άκουγε φυσικά μόνον ο Μεγάλος Δάσκαλος.

Πιο συγκεκριμένα, ο Πυθαγόρας όριζε για την απόσταση Γης-φεγγαριού το μουσικό διάστημα του τόνου. Γι’ αυτή του Ερμή και του φεγγαριού το ημιτόνιο και συνέχιζε προς τα αστέρια ως εξής:

 Ερμής – Αφροδίτη ημιτόνιο
Αφροδίτη – Ήλιος τρίτη μικρή
Ήλιος – Άρης τόνος
Άρης – Δίας ημιτόνιο
Δίας – Κρόνος ημιτόνιο
Κρόνος – αστέρια τρίτη μικρή

 Μια μουσική κλίμακα δηλαδή που με βάση το ντο γίνεται:

 Ντο, ρε, μιb, μι, σολ, λα, σιb, σι, ρε,
C, D, Eb, E, G, A, Bb, B, D

 (Κάποιοι μετέπειτα συγγραφείς διαφοροποιούνται δίνοντας άλλα διαστήματα).

 Ο Νικόμαχος υποστηρίζει ότι τα ονόματα των επτά μουσικών φθόγγων της κλίμακας, στα όρια της διαπασών, βγήκαν από τους επτά πλανήτες και τη θέση τους σε σχέση με τη Γη (βέβαια, σύμφωνα με το τότε κοσμολογικό μοντέλο)[22].

             Έτσι έχουμε την εξής αντιστοιχία:

Σφαίρες Διαπασών
Κρόνος Υπάτη (λόγω της μεγάλης
αποστάσεως από τη Γη
Δίας Παρυπάτη
Άρης Λιχανός
Ήλιος Μέση
Ερμής Παράμεση
Αφροδίτη Παρανήτη
Σελήνη νήτη (νέατον = χαμηλό, πιο κοντά στη Γη

             Ουσιαστικά, λοιπόν, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, η μουσική αρμονία του Πυθαγόρα και της σχολής του, κυβερνάει τα πάντα — από τις ψυχές των όντων ως τις αιώνιες περιφορές των αστεριών — θέσεις που επηρέασαν μεγάλους διανοητές της αρχαιότητας (π.χ. Πλάτων[23]), ακόμα και μεταγενέστερους (μ.Χ.) φυσικούς (π.χ. Κέπλερ), πάνω στους οποίους στηρίχθηκαν οι θεωρίες των φυσικών του 20ού αιώνα (Einstein, Weinberg κ.ά.)

Συνήθως τα γοητευτικά μοντέλα των φιλοσόφων επηρεάζουν βαθύτατα τους κατ’ εξοχήν λιγότερο ονειροπόλους και λάτρεις των ποιητικών συλλήψεων, επιστήμονες.

Ο καρπός του έρωτα του Κέπλερ με το πυθαγόρειο όνειρο έφτασε να γίνει το φανταστικό θεμέλιο (επισφαλές βέβαια) της σύγχρονης αστρονομίας[24].

Ένα πυθαγόρειο όνειρο, που ουσιαστικά είχε ενσωματωθεί στις αναζητήσεις του Πλάτωνα στο έργο του περί φύσεως (Τίμαιος). Και έτσι, σαν αναπόσπαστη πλατωνική σκέψη επηρέασε βαθύτατα το έργο μεγάλων Ευρωπαίων διανοητών (Descartes, Spinoza κ.ά.)

Επίλογος

 Ο φόβος για την αταξία και το χάος ίσως να γέννησε την ανάγκη του ανθρώπινου νου να αναζητήσει την καλλίστη Αρμονία. Γι’ αυτόν οι «καλές» επιθυμητές αναλογίες, καθώς και οι τέλειες γεωμετρικές δομές, θα είναι πάντα τα αιώνια αρχέτυπα (οι «ιδέες» του Πλάτωνα), που θα πρέπει, έτσι και αλλιώς, να αναζητούνται αδιάκοπα (Οι πλατωνικοί και νεοπλατωνικοί, καθώς και οι νεοπυθαγόρειοι, σίγουρα το έκαναν).

Τα μικροδιαστήματα και οι εν δυνάμει απειρισμοί δεν μπορούν να θολώσουν την εικόνα της πραγματικής φύσης.

Ο κάθε επιστήμονας – παρατηρητής τότε (και μάλλον ο Πυθαγόρας το ξεκίνησε), όπως και τώρα στις τελευταίες δεκαετίες, επέμενε και επιμένει να ρωτά και να παίρνει απαντήσεις, κατασκευάζοντας έτσι μοντέλα, που μάλλον τον βολεύουν, για να απλοποιεί και να φέρνει στα «μέτρα» του τις αιώνιες αλήθειες.

Οι απαντήσεις όμως είναι για αυτά που το υποκείμενο ρωτά και με τον τρόπο που τα ρωτά, ενώ η πραγματική φύση – ουσία ξεγλιστρά με το ίδιο πάντα ειρωνικό χαμόγελο μπροστά στην αγωνία μας.

 Η θεμελιώδης έννοια της αιτιοκρατίας, λοιπόν, εμποδίζει τη σκέψη μας να μεταλλαχτεί και να επαναπροσδιορίσει την πραγματική ουσία του υποκείμενου, που ρωτά, και του αντικείμενου, που υφίσταται τη δράση του. Κάτι που μόνο η κβαντομηχανική των τελευταίων δεκαετιών προσπάθησε, αλλάζοντας έτσι την ήδη υπάρχουσα λογική των θεωρήσεων μας.

Κατ’ αυτή, λοιπόν, την πορεία τόσων αιώνων το υποκείμενο (ανθρώπινος νους) και αντικείμενο (φύσις – αρμονία) πορεύονται σε μια διαρκή αλληλεπίδραση έρωτος, μανίας, τάσεων διαφυγής του ενός από τον άλλον, αλλά σίγουρα και με σημεία αφής και πρόσβασης, παρ’ όλη τη σθεναρή αντίσταση του αντικειμένου να μας δείξει τη βαθύτερη ουσία του…

Όπως και με τα ερωτικά μας «αντικείμενα» του πόθου, η ωραιοποίηση και τελειοποίηση αυτού (του πόθου) και της φύσης μας είναι αναπόφευκτη.

Δε θα είναι λοιπόν και όλα «ακέραια». Εξ άλλου, σε θερμοδυναμικά συστήματα που υπεισέρχεται ιδιαίτερα και ο αντίστοιχος χρόνος (Κρόνος;), τα πάντα «θολώνουν» («φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ»), σε αντίθεση με το στατικό κόσμο της ανόργανης φύσης (π.χ. οι κρύσταλλοι και τα τέλεια γεωμετρικά δομικά τους σχήματα).

Φυσικά, οι Πυθαγόρειοι δεν παραιτήθηκαν των θέσεων τους, αλλά συνέχισαν δικαιολογώντας τα αναγκαστικά «λάθη» στις μετρήσεις τους σ’ αυτό που λέμε επιστημονική διαδικασία[25]… Αλλά κι αν ακόμα έβγαζαν τα επιθυμητά αποτελέσματα για τις μουσικές διαστημικές αναλογίες, το μουσικό αποτέλεσμα θα ήταν σίγουρα όχι και τόσο μελωδικό.
Έχουν δηλαδή ομορφιά και τα κόμματα.

Η ολιστική πραγματικότητα έχει φυσικό νόημα και αρμονία, εντεταλμένη να μορφοποιεί και να ωραιοποιεί με έντονη ποιητική διάθεση την προϋπάρχουσα άτακτη και άμορφη ύλη. Έτσι φτάνουμε στον αισθητό κόσμο, τον κόσμο της εμπειρίας, που αποτελεί μια απτή εικόνα του αιώνιου και τέλειου αρχέτυπου Ωραίου, που καταφαίνεται μέσω της γεωμετρίας, αριθμητικής και μουσικής.

  ——————————————————————————–
 ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Landau – Lifzhits: Relativistic Quantum Theory, κεφάλαιο «Θεωρία Διαταραχών» (Perturbation theory, διαγράμματα Feynmann και «renormalization»).
2. Από τότε συνέγραψαν έργα με θέμα την αρμονία κατά χρονολογική σειρά οι παρακάτω συγγραφείς:
Δημόκριτος (5ος π.Χ.), «περί Ρυθμών και Αρμονίας» (σώζονται λίγα αποσπάσματα).
Αριστόξενος ο Ταραντίνος (4ος π.Χ.), «Αρμονικά στοιχεία» (σε τρία βιβλία των οποίων έχει διασωθεί το μεγαλύτερο μέρος).
Ευκλείδης (4ος / 3ος π.Χ.), «Εισαγωγική Αρμονική» (σωζόμενο έργο, το οποίο όμως κατά μια άποψη φέρεται να ανήκει και στον Κλεονίδη, 2ος μ.Χ., και κατά άλλη άποψη στον Πάππο Αλεξανδρινό, 3ος μ.Χ.).
Νικόμαχος ο Γερασηνός (2ος μ.Χ.), «Αρμονικόν εγχειρίδιον» (σώζεται).
Γαυδέντιος ο Φιλόσοφος (2ος / 3ος μ.Χ.): «Αρμονική Εισαγωγική» (σώζεται).
Πτολεμαίος Κλαύδιος (2ος μ.Χ.), «Αρμονικά» (σώζεται σε τρία βιβλία).
Βρυέννιος ο Μανουήλ (14ος μ.Χ.), «Αρμονικά» (έργο σωζόμενο, που αποτελεί μια πολύτιμη πηγή για τις θεωρίες και τα δόγματα των Πυθαγόρειων).
3. Πλάτων: Πολιτεία, 617 β.
4. Karl Neef: Ιστορία της Μουσικής.
5. ΄Εργα που οριοθετούν την έννοια αρμονία στη Δύση, αναφέρονται τα εξής:

Εγχειρίδιον Αντίστιξης (Le Institution Harmoniche) του Zarlino, 1558 (Ιταλός θεωρητικός που επέκτεινε τις θεωρίες των Πυθαγορείων πάνω στο ίδιο με αυτούς πνεύμα).
Σύγγραμμα περί Αρμονίας (Le traite de Harmonie) του Ι. Φ. Ραμώ, 1722 (όπου επισημοποιείται ο όρος αρμονία και στη Δύση με τη κλασική της μορφή-έννοια, με την οποία διδάσκεται στα ωδεία ακόμα και σήμερα).
6. Νέστωρ Ταίηλορ: Η Αρμονία των Πυθαγορείων, Νεφέλη, Αθήνα 2000.
7. P. Hindemith: Σύστημα Μουσικής Σύνθεσης, Κ. Νάσος 1979, σελ. 63.
8. Εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός», αντίστοιχο λήμμα.
9. Θεόδωρος Χρηστίδης: Χάος και πιθανολογική αιτιότητα, Εκδόσεις Βάνιας, 1997.
10. Αριστοτέλης: Ρητορική [ΙΙ], απόσπασμα 1.
11. Αναφορά για την κρυμμένη αρμονία έχει κάνει και ο Σωκράτης στο Φαίδρο, καταδεικνύοντας έτσι μια ηρακλείτεια επίδραση. Εκεί το άκουσμα, ο μουσικός ήχος, είναι το μέσο της μετάβασης για το «μουσικό άνθρωπο» από την εμφανή αρμονία της εμπειρίας στην αφανή, στην κρυμμένη.
12. Werner Heisenberg: Φυσική και φιλοσοφία, Εκδόσεις Κάλβος 1978, σελ. 50-51.
13. Για τη ζωή και το έργο του Πυθαγόρα, μπορεί κανείς να βρει πληροφορίες: α) στο αντίστοιχο λήμμα της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός» και β) στο βιβλίο: «Η Θεωρητική Αριθμητική των Πυθαγορείων», Thomas Taylor, Εκδόσεις Ιάμβλιχος 1999, σελ. 15.
Σημειώνουμε ότι δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός πως το κύριο πρόβλημα για τον Πυθαγόρα είναι η έλλειψη πηγών, αφού οι δύο βιογραφίες του, που έχουν φτάσει ώς εμάς σήμερα, είναι του Πορφύριου και του Ιάμβλιχου, που έζησαν 800 χρόνια αργότερα από αυτόν. Κατά τους μελετητές του, οι πληροφορίες περιέχουν τόσο πραγματικά όσο και μυθικά στοιχεία.
14. Νέστωρ Ταίηλορ: Η Αρμονία των Πυθαγορείων.
15. Σόλων Μιχαηλίδης: Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, λήμμα «Μονόχορδο».
16. ΄Ενα σύμβολο τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ο λάβρυς της μινωικής Κρήτης και μεταγενέστερα ο σταυρός στο χριστιανισμό.
17. Σόλων Μιχαηλίδης: Εγκυκλοπαίδεια της Αρχαίας Ελληνικής Μουσικής, λήμμα «Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς».
18. Ομοίως, λήμμα «Αρχυτας».
19. Θεμελιωτής της μαθηματικής επιστήμης, την οποία ανήγαγε σε φιλοσοφική θεωρία, εισάγοντας παράλληλα την έννοια του μαθηματικού στοχασμού. (Thomas Taylor: Η Θεωρητική Αριθμητική των Πυθαγορείων, Ιάμβλιχος 1999, σελ. 20).
20. Μια αρμονία, την οποία αφουγκραζόταν ο Πυθαγόρας, όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος (T. Taylor, ομοίως, σελ. 22).
21. Για τους Πυθαγορείους, ο «κόσμος» δεν είναι απλά ένα αντικείμενο έρευνας, πειραματισμού και επιβολής, αλλά μια ιερή τάξη γεμάτη δυνάμεις. Και η συμμετοχή σ’ αυτές δρα αποκαλυπτικά στη νόησή μας και διεγείρει βαθύτατα τον εσωτερικό μας κόσμο. Ένα σύμπαν οργανωμένο και έμψυχο, μικρογραφία του οποίου είναι και ο ίδιος ο άνθρωπος.
22. Σόλων Μιχαηλίδης: Εγκυκλοπαίδεια Μουσικής, λήμμα «Νικόμαχος».
23. Πλάτων: Τίμαιος, Εκδόσεις Κάκτος.
24. Α. Καίσλερ: Οι υπνοβάτες, Εκδόσεις Χατζηνικολή, σελ. 25.
25. Νέστωρ Ταίηλορ: Η Αρμονία των Πυθαγορείων.

πηγή: Εκηβόλος

ΟΙ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ ΚΑΙ Η ΟΥΣΙΩΔΗ ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

$
0
0


Με το παρόν κείμενο, θα ήθελα να δείξω το λόγο που μελετάμε τους Πλατωνικούς διαλόγους, τι ακριβώς θα πετύχουμε με αυτή τη μελέτη και ίσως έτσι κατανοήσουμε ότι τα απόκρυφα δεν είναι και αόρατα…

Κατά μαρτυρία των Ελλήνων, υπήρχε εορτή που τελούσαν προς τιμή του Πλάτωνος, την γενέθλιο ημέρα του και φώναζαν οι Αθηναίοι ότι αυτή την ημέρα οι Θεοί έδωσαν τον Πλάτωνα στους ανθρώπους.


«καὶ Ἀθηναῖοι δὲ τὴν γενεθλιακὴν αὐτοῦ ἡμέραν ἐπιτελοῦντες ἐπᾴδοντες φάσκουσιν· «ἤματι τῷδε Πλάτωνα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν».»[1]

Οι Θεοί, λοιπόν, έδωσαν στους ανθρώπους τον Πλάτωνα, το θείο εκείνο δώρο που πραγματικά απεκάλυψε τα πάντα για Εκείνους.
Σε επίπεδο αποδόσεως τιμές προς το Θείο, οι Έλληνες είχαν τα Μυστήρια, την Μυθολογία και τη Φιλοσοφία. Εν γένει επικρατεί η άποψη ότι αυτά τα τρία μεταξύ τους δεν σχετίζονται, ειδικά η φιλοσοφία με τα άλλα δύο. Και όμως, όχι μόνο σχετίζονται αλλά ουσιαστικά είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα! Και εδώ εμφανίζεται η Πλατωνική Φιλοσοφία. Διότι, μέσω αυτής ως θα δούμε, επέρχεται η μύηση στα Μυστήρια και στη Μυθολογία!

 Μυστηρία:  Μυθήρια• μῦθος γὰρ ὁ λόγος. Βέλτιον οὖν, ἃ δεῖ μύσαντας τηρεῖν ἔνδον
(Βλ., Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικό)

 Μυθήρια: μύθοι, διηγήματα, λέξεις σχηματισθείσα υπό των γραμματικών προς παραγωγήν και ερμηνείαν της λέξεως «μυστήρια».
(Βλ., Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσηςτων Pappe-Passow-Κουμανούδη)

 «ἡ γὰρ μυθολογία θεολογία τίς ἐστι»

(Βλ., Ερμείας «Σχόλια στον ΦαίδωναΦαίδωνα
 Πλάτωνος» 73.17)

«ἅπασα γὰρἡ παρ᾽ Ἕλλησι θεολογία τῆς Ὀρφικῆς ἐστὶ μυσταγωγίας ἔκγονος, πρώτου μὲν Πυθαγόρου παρὰ Ἀγλαοφήμου τὰ περὶ θεῶν ὄργια διδαχθέντος, δευτέρου δὲ Πλάτωνος ὑποδεξαμένου τὴν παντελῆ περὶ τούτων ἐπιστήμην ἔκ τε τῶν Πυθαγορείων καὶ τῶν Ὀρφικῶν γραμμάτων.»
(Βλ.,Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας»1.25.26 – 1.26.4)

 Δηλαδή:

«Ολόκληρη η Θεολογία των Ελλήνων προέρχεται από την Ορφική μυσταγωγία, καθώς πρώτος ο Πυθαγόρας από τον Αγλαόφημο διδάχτηκε τα όργια των Θεών και δεύτερος ο Πλάτων δέχτηκε την παντελή περί τούτων επιστήμη από τα Πυθαγόρεια και τα Ορφικά συγγράμματα.»

Αναλυτικότερα για τους Πλατωνικούς Διαλόγους έχουμε:

«Τῶν Πλατωνικῶν διαλόγων καὶ πάσης, ὡς εἰπεῖν, τῆς φιλοσόφου θεωρίας ἀρχὴν κυριωτάτην καὶ βεβαιοτάτην εἶναι νομίζομεν τὴν τῆς ἑαυτῶν οὐσίας διάγνωσιν. ταύτης γὰρ ὀρθῶς ὑποτεθείσης καὶ τὸ ἀγαθὸν τὸ προσῆκον ἡμῖν καὶ τὸ τούτῳ μαχόμενον κακὸν πάντως που καταμαθεῖν ἀκριβέστερον δυνησόμεθα. πέφυκε γὰρ ἑκάστῳ τῶν ὄντων, ὥσπερ τὸ εἶναι διάφορον, οὕτω δὴ καὶ ἡ τελειότης τοῖς μὲν ἄλλη, τοῖς δὲ ἄλλη, κατὰ τὴν τῆς οὐσίας ὕφεσιν.»
(Βλ., Πρόκλος «Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδην» 1.1 – 1.9)

Δηλαδή:

«Η κυριότερη και σταθερότερη αρχή των Πλατωνικών Διαλόγων και όλης, θα έλεγε κάποιος της φιλοσοφικής θεωρίας είναι η διακρίβωση της Ουσίας του Εαυτού μας. Άπαξ, δηλαδή, και αυτή τοποθετηθεί με τον ορθό και κατάλληλο τρόπο, θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να κατανοήσουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια [και να ενωθούμε με][2] το Αγαθό που μας ταιριάζει, όπως και το κακό που το αντιμάχεται. Φυσικό χαρακτηριστικό για κάθε ον, όπως το ότι είναι διαφορετικά μεταξύ τους, είναι και η τελείωσή/ολοκλήρωσή τους![3] Άλλη για το ένα και άλλη για το άλλο, κατά την καθοδική πορεία της ουσίας[3].»

«Τὰ προοίμια τῶν Πλατωνικῶν διαλόγων συνᾴδει πρὸς τοὺς ὅλους αὐτῶν σκοπούς, καὶ οὔτε δραματικῆς ἕνεκα ψυχαγωγίας μεμηχάνηται τῷ Πλάτωνι (πόρρω γάρ ἐστιν ὁ τρόπος οὗτος τῆς συγγραφῆς τῆς τοῦ φιλοσόφου μεγαλοφροσύνης) οὔτε τῆς ἱστορίας στοχάζεται μόνης, ὥσπερ τινὲς ὑπειλήφασιν· […] ὁμοῦ δὲ πάντα καθάπερ ἐν τελετῇ πρὸς τὴν ὅλην ἀνάγεται τῶν ζητουμένων τελείωσιν.»
(Βλ., Πρόκλος «Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδην» 18.13 – 19.8)

Δηλαδή:

«Τα προοίμια των Πλατωνικών Διαλόγων είναι εναρμονισμένα προς τους συνολικούς σκοπούς τους, και ο Πλάτων δεν τα κατασκεύασε ούτε για τη δραματική καθοδήγηση της ψυχής (μιας και πράγματι αυτός ο τρόπος συγγραφής απέχει πολύ από την υψηλή σκέψη του Φιλοσόφου), ούτε αποσκοπεί στην ιστορία μόνο, όπως το εξέλαβαν μερικοί.[…] και όλα μαζί, σαν να επρόκειτο για Τελετή, να υψώνονται προς τη σύνολη τελείωση/ολοκλήρωση των ζητουμένων»

«ὥσπερ οὖν ἐν ταῖς τελεταῖς καθάρσεις ἡγοῦνται καὶ περιρραντήρια καὶ ἁγνισμοί, ἃ τῶν ἐν ἀπορρήτοις δρωμένων καὶ τῆς τοῦ θείου μετουσίας γυμνάσματά εἰσιν, οὕτω μοι δοκεῖ καὶ ἡ φιλόσοφος τελεσιουργία προκαθαίρειν καὶ προπαρασκευάζειν εἰς τὴν ἑαυτῶν γνῶσιν καὶ τὴν αὐτοφανῆ τῆς οὐσίας ἡμῶν θεωρίαν τοὺς ἐπ᾽ αὐτὴν στελλομένους. ὥστε σκοπὸς μὲν οὗτός ἐστι τοῦ διαλόγου καὶ οὐκ ἄλλος·»
(Βλ., Πρόκλος «Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδην» 9.2 – 9.8)

Δηλαδή:

«Όπως, δηλαδή, στις Τελετές προηγούνται οι καθαρμοί, τα ραντίσματα και οι εξαγνισμοί, που είναι ασκήσεις τωναπόρρητων Μυστηριακών δρώμενων και της μετουσίας του Θείου, έτσι, και η φιλοσοφική Τελετουργία αποτελεί για εκείνους που στέλνονται προς την προκαταβολική κάθαρση και προετοιμασία της αυτογνωσίας και της αυτοφανέρωτης θέασης της ουσίας μας. Τούτος είναι ο σκοπός των διαλόγων και κανένας άλλος»

 Αυτά είναι ένα μικρό δείγμα μέσα από τα κείμενα και τα λεξικά που μας δείχνουν ότι Μυστήρια, Μυθολογία, Θεολογία και Πλατωνική Φιλοσοφία ουσιαστικά ταυτίζονται!

[1] Βλ., Ανώνυμα προλεγόμενα στην Πλατωνική Φιλοσοφία 6.16
[2] Προσθήκη δική μου, δεν υπάρχει στο ίδιο το αρχαίο κείμενο, αλλά είναι η σύνολη εικόνα που έχω λάβει από την προσωπική μου μελέτη και προσπάθεια κατανοήσεως των κειμένων.
[3] Δηλαδή, δεν υπάρχει ισότητα αποκλειστική στο Σύμπαν, και ως εκ τούτου κάθε προσπάθεια ανθρωπιστικών αντιλήψεων περί ισοτήτων κλπ κλπ, είναι πέρα για πέρα μη φυσική! Για να μην υπάρχει παρεξήγηση, δεν αναφέρομαι σε ανωτερότητες/κατωτερότητες, όπως έχουν διατυπωθεί από όλα τα ανθρώπινα πολιτικοκοινωνικά πρότυπα, όπως φασισμός, κομμουνισμός, εθνικοσοσιαλισμός, σιωνισμός κλπ κλπ
[4] Πρόοδος


eleysis69.wordpress

ΜΥΣΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΥΡΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

$
0
0














Ο Μυστικισμός ως φαινόμενο συναντάται σε όλη σχεδόν την θρησκευτική σκέψη, από την αρχαιότητα έως και σήμερα, συνδεόμενος άμεσα με την θρησκεία, η οποία αποτελεί μία φυσική ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύψει τα ιερά μυστήρια της ύπαρξης.

Αυτό που διαφοροποιεί την θρησκεία από τον μυστικισμό είναι πως η «μυστική εμπειρία» , αφορά την προσωπική βιωματική αξιοποίηση του περιεχομένου της κοινής πίστης, ενώ η θρησκεία είναι μία έκφραση προς ωφέλεια όλων. Ο μυστικισμός αφορά μία οδό «θεογνωσίας», την ένωση ανθρώπου και θείου, είτε μέσω της«έκστασης» είτε μέσω της «ενόρασης». Η λέξη Μυστήριο παράγεται από το ρήμα «Μυείν» , που σημαίνει κλείνω, υποδεικνύοντας το απόρρητο, τα μυστικά, δρώμενα και τελετουργικά, που λάμβαναν χώρα σε κλειστό κύκλο ανθρώπων.

Η «μυστική» αυτή εμπειρία στην αρχαιότητα επιτυγχανόταν δια μέσου της«μύησης» στα αρχαία μυστήρια. Σε αυτές τις τελετές αρχικά οι νέοι της φυλής διδάσκονταν τα ήθη και τα έθιμα της φυλής, περνώντας κάποιες δοκιμασίες για να ενταχθούν ως ενήλικα πλέον μέλη στην φυλή. Κατά την διάρκεια των μυητικών ιεροτελεστιών, το νεαρό μέλος της φυλής εκπαιδευόταν μέσω συμβολικών και τελετουργικών πράξεων, και στο τέλος«πέθαινε» για να«ξαναγεννηθεί» , αποβάλλοντας την παιδική του άγνοια.

Σταδιακά και με την εξέλιξη των κοινωνιών η μύηση πήρε θρησκευτικό χαρακτήρα, αποτελώντας τιμητικό και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισμα ολιγομελών ομάδων, στα μέλη των οποίων δεν επιτρεπόταν η κοινοποίηση των μυστικών τελετουργιών και δρωμένων στις οποίες συμμετείχαν. Στην αρχαία Ελλάδα το θείο γινόταν αντιληπτό με τρεις τρόπους.

Ο πρώτος αφορούσε την λαϊκή θρησκευτική παράδοση, που περιλάμβανε την λατρεία βλαστικών και θεοποιημένων δυνάμεων της φύσεως, αλλά και των τοπικών ηρώων.

Ο δεύτερος αφορούσε την αναζήτηση δια μέσου της φιλοσοφικής σκέψης, της Ουσίας του Σύμπαντος, της πρώτης Αρχής, του «αεί Όντος», του άρρητου«Αγαθού».

Ο τρίτος αφορούσε τις μυστηριακές τελετές στα Ιερά Μυστήρια, κατά την διάρκεια των οποίων, οι αυστηρά επιλεγμένοι και μετά από δοκιμασίες συμμετέχοντες, βίωναν μία υπερβατική εμπειρία, κορύφωμα της οποίας αποτελούσε η στιγμή της «Εποπτείας» , κατά την οποία αποκαλύπτονταν στους μυημένους το «Θείο». Οι μύστες πίστευαν πως όχι μόνον η Θεότητα ήταν παρούσα, αλλά και ότι μετείχαν κατά κάποιο τρόπο στην Θεότητα. Όπως χαρακτηριστικά λεει ο Αριστοτέλης «η ψυχή του ανθρώπου περισσότερο πάθαινε παρά μάθαινε στα μυστήρια»,συνεπώς λάμβανε χώρα μια βιωματική κατάσταση.

Είσοδος στον Ναό των μυστηρίων

















Δύο είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις μυστηριακές τελετές στον Ελλαδικό χώρο, όπως θα εξετάσουμε αναλυτικότερα στην συνέχεια. Το πρώτο αφορά μυστηριακές τελετές σε ένα πρώιμο στάδιο, που έχουν να κάνουν με μαγικές τελετουργικές πρακτικές που αφορούσαν την βλάστηση, και τον κύκλο ζωής της φύσης, και το δεύτερο που αφορά το Ορφικό και Διονυσιακό στοιχείο, το οποίο εισάγει στην ελληνική θρησκεία ένα πάντρεμα του οργιαστικού και εκστατικού στοιχείου, με την μετά θάνατον ζωή και την επαναγέννηση, τόσο του πάσχοντα Θεού όσο και του «μύστη».

Η δομή των μυστηρίων βασιζόταν σε τρία στοιχεία σύμφωνα με τον Πρόκλο. Tον μύθο, την τελετή, και την μύηση, ενώ επτά ήταν κυρίως τα στάδια ή οι βαθμίδες που οδηγούσαν στην ολοκλήρωση της μύησης στα μυητικά συστήματα. Καθαρμός, Χρίσμα, Περιβολή, Ιερός λόγος, Ενθρονισμός, Ιερογαμία, Εποπτεία. Σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο (Περί μυστηρίων) τα μυστήρια, είχαν ως σκοπό να ελευθερώσουν τους μύστες από τα ασελγή πάθη. Έδιναν τροφή στην όραση, ενώ ταυτόχρονα εξουδετέρωναν κάθε βλαβερή και κακή σκέψη, μέσω της τρομερής ιερότητας που συνόδευε αυτές τις τελετές. Ο Ηλιόδωρος (Αιθιοπικά 9,9 , ) αναφέρει πως αυτοί που έφτασαν στις υψηλότερες βαθμίδες των μυστηρίων μυούνται στην καθαρή γνώση, στην απομόνωση του ιερού βωμού, υπό το φως που ρίχνει η φλόγα του πυρσού της αλήθειας, ενώ σύμφωνα με τον Σαλλούστιο, κάθε μύηση έχει ως σκοπό να μας ενώσει τον άνθρωπο με τον κόσμο και την θεότητα.

Τα πρώτα στοιχεία μυστηριακών τελετών στον Ελλαδικό χώρο τα συναντούμε στην Μινωική Κρήτη, όπου λάμβαναν χώρα τελετές, οι οποίες εξυμνούσαν την μητέρα φύση σε ιερά σπήλαια, υπό τον ήχο τυμπάνων και εκστασιακών χορών. Στις τελετές αυτές η φύση είχε λάβει την μορφή της μεγάλης Θεάς, και η βλάστηση την μορφή του βρέφους. Οι Μινωίτες μύστες εκστασιαζόμενοι, έβλεπαν την Θεά να κατεβαίνει από τους Ουρανούς και να κάθεται στον βωμό της, βιώνοντας την Θεότητα σαν κάτι μυστηριακό, φευγαλέο και άπιαστο, που μόνο στιγμιαία παρουσιαζόταν με ανθρώπινη μορφή ή με διάφορες μορφές ιερών ζώων.


Η Μινωική θεά των όφεων


Και ο χαρακτήρας των Καβειρίων μυστηρίων συνδέονται αρχικά με την λατρεία της μεγάλης Μητέρας Φύσης που ονομαζόταν Αξίερος (αργότερα ταυτίστηκε με την Δήμητρα) και την γονιμότητα της γης. Μαζί με την Μεγάλη Μητέρα λατρεύονταν και ο σύζυγός της, με το όνομα Καδμίλος ( που αργότερα ταυτίστηκε με τον Ερμή ).

Οι τελετές είχαν ως επίκεντρο την Λήμνο και την Σαμοθράκη, και είχαν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα που τα διαφοροποιούσε από τα υπόλοιπα Ελληνικά μυστήρια, καθώς είχαν δικαίωμα συμμετοχής σε αυτά άνθρωποι δίχως διάκριση φυλής, κοινωνικής τάξης και φύλου.

Στην συνέχεια οι Θεότητες των μυστηρίων που μετείχαν στο θείο δράμα διάφεραν από τόπο σε τόπο, φαίνεται όμως πως στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα τέσσερα παιδιά του Ήφαιστου, ήταν αυτά που μετείχαν στο θείο δράμα: ο Καδμίλος, η Αξίερη, ο Αξιόκερσο και η Αξιόκερσα. Γενικά όμως αποφεύγονταν η χρήση των ονομάτων των Καβείρων, ονομαζόμενοι απλά ως Μεγάλους Θεούς ή Άνακτες.

Οι μυητικές τελετές στα Καβείρια μυστήρια διαρκούσαν 9 ημέρες, και περιλάμβαναν εκτός από τους προκαταρκτικούς καθαρμούς και την εξομολόγηση, την τελετή της παραδόσεως, όπου πραγματοποιούνταν η διδασκαλία και ερμηνεία του τελετουργικού και συμβολικού τμήματος των μυστηρίων.

Λέγεται πως το θείο δράμα περιλάμβανε τον μύθο του φόνου του Καδμίλου από τα αδέρφια του, και την τελική ανάσταση του με την βοήθεια των αδελφών του και πάλι. Ο ιερέας μετά τους εξαγνισμούς οδηγούσε τον μύστη στο άβατο του Ιερού, όπου παρακολούθησε το θείο δράμα, για να γίνει ο ίδιος ο μυούμενος συμβολικά ο Καδμίλος, ο οποίος φονεύεται από τα αδέλφια του και μεταφέρεται στον Κάτω Κόσμο. Όταν αναγεννάτε ο αναγεννημένος Καδμίλος, ο Μύστης είναι ένας νέος πνευματικός άνθρωπος , ο οποίος έχει γνωρίσει τα μυστικά της ζωής και του θανάτου. Οδηγείται τότε να καθίσει στον ιερό θρόνο, μπροστά από τον οποίο έκαιγε το ιερό πυρ, στεφανωμένος με ένα κλαδί ελιάς και μία πορφυρή ζώνη. Γύρω του οι ιερείς έψελναν Ιερούς ύμνους, υπό τους ήχους μουσικής και μυστηριακών τραγουδιών.
Στα ελευσίνια μυστήρια τα οποία σύμφωνα με το «Πάριο Χρονικό»καθιερώθηκαν γύρω στο 1350 π. Χ. από τον Εύμολπο, διαδραματίζονταν οι σημαντικότερες και διασημότερες μυστηριακές τελετές της αρχαίας Ελλάδας, έως το έτος 395 μ. Χ.
Ο μύθος των Ελευσινίων μυστηρίων, διαδραματιζόταν γύρω από τον γνωστό μύθο της αρπαγής της κόρης της Δήμητρας Περσεφόνης, από τον Θεό του κάτω κόσμου Πλούτωνα.




Η αρπαγή της Περσεφόνης



Σε ένα πρώτο επίπεδο συμβολισμού δια μέσου των τελετών οι μυσταγωγοί ήθελαν εξευμενίσουν τις θεές της βλάστησης για να μην διακοπεί το θαύμα της ζωής, που αναζωογονούσε την φύση και εξασφάλιζε την σοδειά. Η Δήμητρα η μητέρα Γη κατ΄ αυτόν τον τρόπο συμβόλιζε την μήτρα που συντηρεί τους καρπούς της ζωής, ενώ η κόρη την ζωοποιό δύναμη, που αντιστοιχεί στην βλάστηση.

Όπως και στα προηγούμενα μυστήρια προηγούνταν καθαρμοί, ενώ η μυητική διαδικασία περιλάμβανε τα «Δρώμενα», τις τελετές δηλαδή που λάμβαναν χώρα στο άβατο, τα«Δεικνυόμενα», που ήταν τα ιερά σύμβολα που επιδεικνύονταν με ιερότερο όλων το ιερό στάχυ, και τα «Λεγόμενα», που αφορούσαν ότι λεγόταν προφορικά κατά την διάρκεια της μύσης.
Για να προσεγγίσουμε τα Ελευσίνια μυστήρια σε ένα βαθύτερο επίπεδο, θα πρέπει σε αυτό το σημείο να γίνει αναφορά σε ένα κομβικό σημείο που έλαβε χώρα στον Ελληνικό χώρο, και επηρέασε καταλυτικά τόσο την θρησκευτική σκέψη του Έλληνα, όσο και τα δρώμενα κατά την διάρκεια των μυστηριακών τελετών. Όπως αναφέραμε παραπάνω τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις μυστηριακές τελετές στον Ελλαδικό χώρο, είναι δύο.

Το πρώτο αφορά μυστηριακές τελετές σε ένα πρώιμο στάδιο, έχουν να κάνουν με μαγικές τελετουργικές πρακτικές που αφορούν την βλάστηση και τον κύκλο ζωής της φύσης, στο οποίο περιλαμβάνονται επίσης το Ομηρικό και Ησιόδειο μυθολογικό Θεολογικό πλαίσιο.

Ο Παυσανίας (Κορινθ.34, 2-3) για παράδειγμα, περιγράφει μία τέτοια μαγική τελετή παύσης των ανέμων, που επιτυγχάνεται με την τελετουργική σφαγή ενός λευκού κόκορα, και τον σχηματισμό ενός κύκλου στο έδαφος με το αίμα του.

Σε ένα τέτοιο θεολογικό και θρησκευτικό πλαίσιο για τον Έλληνα αυτής της εποχής, ο θάνατος δεν έπαίζε κανέναν ρόλο στην πραγματοποίηση του ανθρώπινου προορισμού, καθώς ο νεκρός αποτελούσε απλώς μία ημι-ύπαρξη, μια σκιά. Πίστευε πως οι θεοί είναι αθάνατοι, και πως αυτός ως θνητός εκπλήρωνε τον σκοπό της ζωής του σε αυτόν τον κόσμο, και όχι πέρα από αυτόν. Έναν επίγειο κόσμο στον οποίο οι άνθρωποι συνυπάρχουν με τους Θεούς, οι οποίοι έχουν ανθρώπινες αδυναμίες, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μία οικειότητα με αυτούς. (1)






Διονυσιακή πομπή

Το δεύτερο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις μυστηριακές τελετές είναι η εισαγωγή του Διονυσιακού και Ορφικού στοιχείου, που εισάγει στην ελληνική θρησκεία ένα πάντρεμα του εκστατικού στοιχείου, με την μετά θάνατον ζωή και την επαναγέννηση. Τα νέα στοιχεία που εισήγαγε το Διονυσιακό και Ορφικό στοιχείο, δεν αφορούν όπως θα διαπιστώσουμε στην συνέχεια της μελέτης μας, μόνο την διάδοσης της οργιαστικής μέθης και της έκστασης, αλλά και την τάση προς«μυστικιστικά τελετουργικά», που εμπεριείχαν την πίστη σε μια μεταθανάτια ανώτερη ύπαρξη. Τα τελετουργικά αυτά προετοίμαζαν και προπαρασκεύαζαν τον μύστη για την αθανασία. Το φαινόμενο της «θέωσης», υπό αυτό το πρίσμα, έλαβε όχι μόνο την μορφή διαφόρων παραψυχολογικών και μεταφυσικών φαινομένων, όπως η καταληψία, η έκταση, η ύπνωση, οι εξωσωματικές εμπειρίες κ.λ.π, αλλά και της επιβεβαίωσης στην αθανασία της ψυχής και της ζωής μετά θάνατον.


Ο Διόνυσος ήταν ο νεώτερος θεός που εντάχθηκε στο Ελληνικό πάνθεο και ο μοναδικός που γεννήθηκε πέθανε και αναγεννήθηκε. Οι ιερές τελετές του Διονύσου γιορτάζονται κάθε δυο χρόνια στις αρχές του Δεκέμβρη στον Παρνασσό, και σε αυτά έπαιρναν μέρος μόνο οι γυναίκες Μαινάδες ή Βάκχες ή Θυϊάδες, οργανωμένες σε θιάσους. Οι Μαινάδες αποτελούσαν τις ιέρειες του Διονύσου, οι οποίες ήταν αφιερωμένες στο Θεό Διόνυσο, και αποτελούσαν το ιερατείο της διονυσιακής λατρείας. Οι Βάκχες πριν την τέλεση των διονυσιακών τελετουργιών υποβάλλονταν σε διάφορα τελετουργικά καθαρσης, που περιελάμβαναν νηστεία, και σεξουαλική αποχή. Κατά την διάρκεια των τελετουργιών οι Βάκχες «βάκχευαν», έπεφταν δηλ σε «θρησκευτική μανία»,δια μέσου των τελετουργικών χορών, τραγουδιών, και κραυγών υπό των ήχο κυμβάλων. Τότε οι Βάκχες δρούσαν αλλόφρονες σε κατάσταση καταληψίας υπό την επήρεια του πνεύματος που τις είχε καταλάβει. Εδώ ανιχνεύεται και ο Διονυσιακός μυστικισμός, σύμφωνα με τον οποίο ο Διόνυσος ενωνόταν με τις ψυχές των μυημένων μέσω της τελετουργικής «έκστασης».





Βάκχη

Οι οπαδοί του Ορφέα επηρέασαν και τροποποίησαν εν μέρη τις Διονυσιακές τελετές, κατά την διάρκειά των οποίων υπό το φως του ιερού πυρ, έψαλαν ύμνους, και πραγματοποιούσαν αναπαραστάσεις των παθών του Διονύσου. Οι μυστηριακές τελετές του Ορφισμού διακρίνονταν σε δύο επίπεδα, στον εξαγνισμό και στην μύηση. Δια μέσου της μύησης στα Ορφικά Μυστήρια αποκαλύπτονταν στον άνθρωπο οι αρχετυπικές αλήθειες, έχοντας ως αρωγό τον Θεό Διόνυσο, πού ήταν ο λυτρωτής της ανθρώπινης ψυχής. Στην Ορφική εκδοχή του μύθου του Διονύσου, ο Διόνυσος Ζαγρέας γιος του Δία και της Περσεφόνης, ως βρέφος κατασπαράσσεται από τους Τιτάνες μετά από προτροπή της Ήρας. Η Αθηνά σώνει την καρδία του Διόνυσου την οποία παρέδωσε στον Δία, ο οποίος στην συνέχεια γεννά επίσης για δεύτερη φορά τον Διόνυσο. Ο Δίας εξοργισμένος από την πράξη των Τιτάνων τους κατακεραυνώνει, και από τη στάχτη τους, προσθέτοντας λίγο νερό, έφτιαξε την ανθρώπινη φυλή. Επειδή όμως οι Τιτάνες είχαν κατασπαράξει τον Διόνυσο πέρασε μέσα τους το Θεϊκό στοιχείο, και από αυτούς σε εμάς.


Συνεπώς σε επίπεδο συμβολισμού, στις μυστηριακές τελετές, ο άνθρωπος οφείλει να νικήσει το «τιτανικό» στοιχείο, και να ενωθεί με το Θεό-Διόνυσο, ενισχύοντας το ενυπάρχουν σε αυτόν Θεϊκό στοιχείο του Διόνυσου Ζαγρέα.

Το μεγάλο βήμα του Ορφισμού ήταν ότι αφενός διατήρησε την βακχική πίστη πως άνθρωπος μπορεί να φτάσει «μέθεξη» στην«θέωση», και αφετέρου εισήγαγε στον Ελληνικό κόσμο το στοιχείο του δυϊσμού ψυχής-σώματος, του πνεύματος και της ύλης.

Για τον Ορφισμό ο Θεός κατοικούσε στα βάθη του ανθρώπινου«είναι»κρυμμένος στην ύλη, και καθήκον του Ορφικού μυστικιστή ήταν να τον απελευθερώσει από τα δεσμά των Τιτάνων. Η «θέωση» που αναζητούσαν οι μύστες στο εξής, δεν ήταν σωματική έκσταση αλλά πνευματική, και τα μέσα που υιοθέτησαν δεν ήταν η οινοποσία, αλλά αποχή και τελετές καθαρμού. Οι Ορφικοί πίστευαν ότι η ψυχή ενσαρκώνεται και φυλακίζετε στο σώμα λόγω του προγενέστερου αμαρτήματος της, και ότι επαναγεννάτε. Η εισαγωγή δια μέσω του Διονύσου και του Ορφέα της πίστης στην ανθρώπινη αθανασία, και του δυϊσμού σώματος και ψυχής, επηρέασε καταλυτικά τόσο την Φιλοσοφική σκέψη με αποκορύφωμα τον Πλάτωνα, αλλά και τα μυστηριακά δρώμενα στα Ελευσίνια μυστήρια.






Η Δολοφονία του Ορφέα

Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, η εισαγωγή του Διόνυσου Ιάκχου στα Ελευσίνια μυστήρια, σήμανε την απαρχή δρωμένων που δεν είχαν να κάνουν μόνο με τον κύκλο των εποχών του έτους, της γένεση και τη φθοράς φύσης, αλλά πρόσφεραν στον άνθρωπο την πεποίθηση, πως η ζωή του ανθρώπου ως τμήμα ομοούσιο της φύσης και του αθάνατου ιερού Θείου στοιχείου κομμάτι της οποίας αποτελούσε, μπορούσε να υπερβεί την σωματική φθορά δια μέσω της ανθρώπινης ψυχής. Έτσι, μέσα από τα Ελευσίνια παρουσιάζεται η πορεία της ανθρώπινης εξέλιξης.


Η θέληση της ψυχής να γνωρίσει, είναι που την οδηγεί στον Άδη. Οι ιεροφάντες δίνουν πλέον συμβουλές για την κάθοδο στον Άδη, μαθαίνοντας στους μύστες να απαγγέλλουν ύμνους που θα τους προφύλασσαν από τους κινδύνους, με τελικό προορισμό τα Ηλύσια πεδία . Ο θάνατος πλέον δεν αποτελούσε το οριστικό τέλος της ζωής, αλλά τον αποχωρισμό της ψυχής από το σώμα. Η Περσεφόνη συμβόλιζε την Θεια ψυχή που θυσιάστηκε με κάθοδο στην ύλη, όπως συμβολίζει και ο μύθος με την αρπαγή της από τον χθόνιο Πλούτωνα, ενώ η Δήμητρα είναι ο παροχός της ζωής.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο επιδιώκεται δια μέσου των μυστηρίων η ανάβαση από τον κατώτερο, ζωώδη άνθρωπο σε ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης, όπου ο μύστης μπορεί να υπερβεί τις φυσικές του δυνατότητες, κατακτώντας ίσως την αθανασία, μετέχων στο θείο, «θεούμενος». Αυτή η στιγμή αποτελούσε την πεμπτουσία όλων των αρχαίων μυστηρίων, την εποπτεία.

Η στιγμή δηλαδή κατά την οποία οι μυούμενοι βίωναν άμεσα την ύψιστη υπερβατική αλήθεια την ένωση με το Θείο, την ένατη ημέρα μετά από οχτώ ημέρες νηστείας και καθαρμών, την θεαματική «επιφάνεια» της Θεάς Περσεφόνης ψυχής που ανερχόταν από τον Άδη, στα Ελευσίνια μυστήρια. Ήταν η στιγμή που ο μύστης πλέον αντίκριζε μέσα από το σκότος τον Ήλιο του μεσονυκτίου. Σύμφωνα με τον Πρόκλο (Θεολογία Πλάτωνος), σε όλα τα μυστήρια οι θεοί παρουσιάζονταν με πολλές μορφές και με πολλά σχήματα. Μερικές φορές προβάλλουν ένα άμορφο φως το οποίο άλλοτε σχηματίζει ανθρώπινη μορφή και άλλοτε παίρνει ένα διαφορετικό σχήμα. Το τι ακριβώς βέβαια συνέβαινε στην κορύφωση των μυστηριακών τελετουργιών και με ποιόν τρόπο είναι άγνωστο, αν και έχουν προταθεί διάφορες εκδοχές. Οι ελάχιστες πληροφορίες που δίνονται από αρχαίες πηγές, οδηγούν τον γράφοντα στο συμπέρασμα, πως μετά από ημέρες νηστείας, ειδικών τελετουργιών, επίπονων ψυχολογικών νοητικών δοκιμασιών και στοχασμού πάνω στα σύμβολα και στα αρχέτυπα που επιδρούσαν στον μύστη, ίσως και υπό θεουργικών ή υπνωτικών μεθόδων εκ μέρους των ιεροτελεστών, να οδηγούσαν τον υποψήφιο μύστη να έχει αυτό που ονομάζουμε«εξωσωματικές εμπειρίες», και που αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα των θεουργικών πρακτικών των νεοπλατωνιστών από τον Ιάμβλιχο και μετά. Ο Αριστείδης μας περιγράφει τι ένοιωθε υποψήφιος κατά την διάρκεια της μύησης:

«Νόμισα ότι ήρθα σε επαφή με τον Θεό, και τον ένοιωσα να πλησιάζει εγγύτερα, και ήμουν τότε ανάμεσα σε εγρήγορση και ύπνο. Το πνεύμα μου ήταν ανάλαφρο, ώστε κανείς που δεν έχει μυηθεί δεν μπορεί να μιλήσει για αυτό ή να το κατανοήσει».

Ο Πλάτωνας περιγράφει ως έξεις στον Φαίδρο ( 250c ) το στάδιο της«εποπτείας»:

«Αλλά αυτοί που έλαβαν μέρος σε εκείνη από τις τελετουργίες που είναι νόμιμο να την ονομάζουμε μακαριότατη, βλέπουν την λαμπρή ωραιότητα και τη μακάρια όψη και την πραγματική θέασή τους, καθώς εν χορό με τους άλλους πανευτυχείς μύστες γίνονται ακόλουθοι του Δία ή κάποιου άλλου πάτρωνα θεού. Και τότε πανηγυρίζουμε ευδαιμονικά, καθώς βιώνουμε μία ολοκλήρωση μέσα μας, και αισθανόμαστε ότι είμαστε πια απρόσβλητοι από οποιαδήποτε κακό, και βλέπουμε παντού τέλειες και καθαρές και βέβαιες εικόνες καθώς αναγορευτήκαμε πια μυημένοι και επόπτες μυστηρίων, λουσμένη σε ένα λαμπρό φως και νοιώθουμε ότι είμαστε εξαγνισμένοι και απαλλαγμένοι από τα δεσμά του σώματος, από αυτό δηλαδή το μνήμα που το περιφέρουμε κολλημένο επάνω μας σαν όστρακο ....(..) .... Βλέπαμε θεία οράματα και μυηθήκαμε στα ευλογημένα μυστήρια, τα οποία τα τελούσαμε με απόλυτη αθωότητα. Βλέπαμε γαλήνια, ευτυχισμένα, απλά οράματα να ακτινοβολούν μέσα σε καθαρό φως».

Ενώ ο Πλούταρχος αναφέρει στα Ηθικά:

«Τη στιγμή του θανάτου η ψυχή δοκιμάζει μία εμπειρία παρόμοια με εκείνη που δοκιμάζουν αυτοί που έχουν υποβληθεί σε μεγάλες μυήσεις... Αρχικά υπόκειται κανείς σε απροσδιόριστες περιπλανήσεις και σε επίπονες περιφορές, περνάει μέσα από τρομακτικά και σκοτεινά μονοπάτια που δεν έχουν διέξοδο. Αλλά ξαφνικά προς το τέλος, όλα αυτά τα τρομερά πράγματα, ο πανικός και το ρίγος και ο ιδρώτας και η έκπληξη εξαφανίζονται και ένα θαυμάσιο φως έρχεται να σε προϋπαντήσει. Εμφανίζονται καθαροί πια τόποι και ευχάριστοι λειμώνες, με μουσική και χορούς και τελετουργίες, με θείους λόγους και ιερά οράματα. Εκεί λοιπόν ο μυημένος, τέλειος πια, απαλλαγμένος και απελευθερωμένος από όλα τα δεσμά περιφέρεται στεφανωμένος και πανηγυρίζει με τους άλλους ιερούς και αγνούς μυσταγωγούς».

Μία άλλη σημαντική πληροφορία που μας δίνεται σε σχέση με τις μυστικιστικές εμπειρίες στην αρχαία Ελλάδα μας δίνεται από τον Παυσανία και τον Πλούταρχο (Περί Σωκράτους Δαιμονίου59 b-c) που αναφέρονται στο μαντείο του Τροφώνιου Άνδρου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας παρέχονται, στο Τροφώνιο Άνδρο ο ενδιαφερόμενος κατέβαινε σε μία τρύπα , όπου έπρεπε ξαπλώσει ανάσκελα στο έδαφος κρατώντας γλυκά ζυμωμένα με μέλι (μελόπιτες), βάζοντας βάζει πρώτα μέσα στην τρύπα τα πόδια του για να μπει μετά και ο ίδιος. Ο Τίμαρχος ένας Αθηναίος που επισκέφτηκε το Τροφώνιο Άνδρο, περιέγραψε τα όσα του συνέβησαν εκεί. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο ο Τίμαρχος κατήλθε στην κρύπτη του Τροφώνιου, αφού πρώτα τέλεσε όλες τις τελετουργίες που συνήθιζαν στο μαντείο, μένοντας κάτω από το έδαφος για δύο νύχτες και μία μέρα.

Ο Τίμαρχος είπε ότι στην κάθοδο του στη μαντική κρύπτη, η πρώτη του εμπειρία ήταν αυτή της πτήσης σε απόλυτο σκοτάδι, και έπειτα από προσευχή, έμεινε να κείτεται για πολύ ώρα χωρίς να έχει συνείδηση για το αν ήταν ξύπνιος ή αν ονειρευόταν. Παρ'όλα αυτά, την ίδια ώρα τού φάνηκε ότι άκουσε έναν κρότο και ότι χτύπησε στο κεφάλι, και ότι οι ραφές του κρανίου του χωρίστηκαν και απελευθέρωσαν την ψυχή του.

Καθώς απομακρυνόταν η ψυχή του προς τα επάνω αναμειγνυόταν με αέρα διαυγή και καθαρό και ένοιωθε χαρά ...Και του φάνηκε πως άκουσε αμυδρό σφύριγμα να γυρίζει πάνω από το κεφάλι του και ο ήχος που άφηνε ήταν ευχάριστος.... Ο Τίμαρχος αναφέρει πως βγήκε η ψυχή του από το σώμα του, και ανεβαίνοντας πάνω από την γη είδε τους πλανήτες.

Κοιτάζοντας προς τα επάνω δεν είδε πουθενά την γη, αλλά νησιά, (οι πλανήτες) που έλαμπαν με λάμψη απαλή, αλλάζοντας μεταξύ τους και με την σειρά του το καθένα χρώματα. Τα νησιά αυτά φαίνονταν αναρίθμητα στο πλήθος και υπερφυσικά στο μέγεθος, όχι ίσα όλα, αλλά όλα σφαιρικά. Του φάνηκε επίσης πως κινούνταν κυκλικά στον αιθέρα και σιγο σφύριζαν μελωδικά (οι μουσική των σφαιρών – πλανητών που δημιουργείται κατά την περιφορά τους, και που έχει και επιστημονικά πλέον επιβεβαιωθεί) .

Ο Τίμαρχος κατά την διάρκεια του «εξωσωματικού ταξιδιού του», άκουσε επίσης μία φωνή που τον ρώτησε αν θέλει να μάθει κάτι. Αυτός απάντησε τα πάντα. Η φωνή του είπε πως μπορεί να ρωτήσει για το πεδίο της Περσεφόνης, που είναι μια από τις τέσσερις χώρες, και σημαδεύεται από την πορεία της Στυγός. Ο Τίμαρχος ρώτησε τι είναι η Στύγα, και η φωνή του εξήγησε πως είναι το μονοπάτι που οδηγεί στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη, και πως περνά από δίπλα του και εκτείνεται προς τα πάνω, ερχόμενη από τον Άδη από κάτω του. Όπως του εξήγησε η φωνή καθώς η Στύγα πλησιάζει, οι ψυχές φωνάζουν από τρόμο, γιατί πολλοί είναι εκείνοι που γλιστρούν και μεταφέρονται μακριά από τον Άδη . Τίμαρχος εξήγησε πως δεν έβλέπε τίποτα, εκτός από πολλά άστρα να τρεμοφέγγουν πάνω από την Άβυσσο, και άλλα που βυθίζονταν μέσα σ'αυτήν, Η φωνή που άκουγε του εξήγησε πως απλώς έβλεπε τους «δαίμονες...»Είναι σίγουρο λοιπόν πως οι μύστες βίωναν μία μοναδική εμπειρία, η οποία σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες αποτελούσε κομβικό σημείο στην ζωή τους, για αυτό τον λόγο και η γνωστοποίηση του περιεχόμενου της ήταν απαγορευμένη στους αμύητους.

Με την εμφάνιση του Χριστιανισμού στους αιώνες που ακολούθησαν, έλαβε χώρα ένας θεολογικός συγκρητισμός και ταυτόχρονα υπήρχε εξαθλίωση των κοινωνικών μαζών. Ήταν η εποχή που η ελληνική σκέψη και θρησκευτικότητα μπολιάστηκε με πολλά ξένα στοιχεία. Σε ένα τέτοιο περιβάλλων η λαϊκή μαγεία, αποτελούσε εκ των πραγμάτων το καταφύγιο όσων οι ελπίδες είχαν διαψευσθεί τόσο από τους ανθρώπους όσο και τους θεούς..Αυτή την περίοδο κάνει την εμφάνιση της μία μεγαλειώδης μορφή στην Φιλοσοφία αλλά και μυσταγωγία, ο Πλωτίνος (205-270 μ.Χ.). Ο Πλωτίνος τόσο με την θεολογική και φιλοσοφική του σκέψη, όσο και με τις μυστικιστικές του εμπειρίες, είχε τεράστια επίδραση στον μετέπειτα χριστιανικό μυστικισμό, κυρίως δια μέσου του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη.





Παρότι και ο Πλωτίνος δεν επιθυμεί να αποκαλύψει τίποτα για τα δρώμενα των μυστηρίων, δια μέσω της φιλοσοφικής του σκέψης μας αποκαλύπτει πολλά. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στις Εννεάδες, (VI.9, 11.5-15):


«Αυτό είναι το νόημα εκείνης της επιταγής των μυστηρίων. Τίποτα να μην αποκαλύπτεται στους αμύητους. Tο υπέρτατο δεν είναι για να κοινολογείται, τα άγια πράγματα απαγορεύεται να αποκαλυφθούν στον ξένο, σε όποιον δεν έχει καταφέρει ο ίδιος να δει. Δεν υπήρχαν δύο, (κατά την στιγμή της ένωσης με το θείο) ο ορών ήταν ένα με το ορώμενο, δεν ήταν όραμα αλλά ένωση. Ο άνθρωπος που διαμορφώνεται απ’ αυτή την ανάμειξη με το υπέρτατο πρέπει –εάν και μόνο θυμηθεί- να φέρει το είδωλο του αποτυπωμένο επάνω του. Έχει γίνει η ενότητα, τίποτα δεν υπάρχει μέσα του ή έξω του που να προκαλεί ποικιλία, τώρα καμιά κίνηση, κανένα πάθος, καμιά επιθυμία που να στρέφεται προς τα έξω, από τη στιγμή που επιτυγχάνεται αυτή η άνοδος. Αδρανεί η λογική και κάθε νόηση, ακόμα και για να τολμήσουμε την λέξη, ο ίδιος ο εαυτός: κρατημένος μακριά πλήρης θεού, έχει επιτύχει στην τέλεια ακινησία την απομόνωση. Με ήρεμο όλο του το είναι, δεν στρέφεται ούτε προς αυτή την πλευρά ούτε προς εκείνη, ούτε καν προς τα μέσα προς τον ίδιο του τον εαυτό. Εντελώς ήρεμος, σε στάση, έχει γίνει η ίδια η στάση».

Στον Πλωτίνο, οι μυστικιστικές καταστάσεις αποτελούν την κορύφωση, ενός φιλοσοφικού στοχασμού. Απαραίτητη προϋπόθεση των εκστατικών καταστάσεων αποτελεί η ηθική τελείωση, η σταδιακή αποξένωση του ανθρώπου από κάθε υλική ατέλεια, δηλαδή η τελείωση που αποκτάται μέσω της ασκητικής ζωής. Για τον Πλωτίνο η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με την βαθμιαία άνοδο του ανθρώπου από τον υλικό κόσμο σε εκείνον των Ιδεών και από εκεί στην ύπαρξη του Εν, το οποίο βρίσκεται πάνω από κάθε ιδιότητα και κατηγορία. Από αυτό το Εν ως θεϊκή αρχή και υπέρ ύπαρξη, προέρχεται το πάν μέσω απορροιών , ο Νους και η ύλη ως Φύση.

Ο Πλωτίνος περιγράφει το αίσθημα της «μυστικιστικής ένωσης» (το οποίο κατόρθωσε μόνο τέσσερις φορές στην ζωή του σύμφωνα με τον μαθητή του Πορφύριο) με το Θείο, το Εν (Εννεάδες IV .8.1.1-11):

«Πολλάκις αφυπνισθείς από την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν μέσα στο σώμα μου και εισελθών στον ίδιο τον εαυτό μου, αποξενώνομαι από κάθε τι άλλο. Μέσα στο εσώτερο είναι μου βλέπω μία θαυμάσια ομορφιά, που με πείθει για την υπέροχη μοίρα που με αναμένει. Η δραστηριότητα του πνεύματος μου βρίσκεται στο ύψιστο σημείο. Είναι ένα με τον Θεό, εδράζομαι σε αυτόν ευρισκόμενος υπεράνω κάθε νοητού. Έπειτα όμως, από την ανάπαυση μου σε αυτόν, αφού κατεβώ στον χώρο του λογισμού και η ψυχή μου επανεισέλθει στο σώμα, απορώ πως "πότε και νύν"ήταν δυνατόν να κατέλθω, και πως η ψυχή μπορούσε να εισέλθει στο σώμα, αφού είναι αυτή που μου αποκαλύφθηκε (κατά την έκσταση μου)»

Στην κατάσταση της έκστασης ο Πλωτίνος αναφέρει πως πλημμύριζε από ένα μεταφυσικό φως, όπως λεει: «Δεν είναι γνωστό από πού ήρθε το φως, από έξω ή από μέσα», και όταν έπαυσε να βλέπει το φως εξηγεί:

«Ήταν λοιπόν μέσα και ωστόσο όχι μέσα. Δεν πρέπει να ερωτηθεί από πού ήρθε: δεν υπάρχει ένα «από πού», επειδή ούτε ήρθε ούτε έφυγε, αλλά εμφανίστηκε και εξαφανίστηκε. Για αυτό δεν είναι ανάγκη να το εξαναγκάσει, αλλά πρέπει να περιμένει σιωπηλός έως ότου εμφανιστεί και να προετοιμαστεί για να το δει, όπως το βλέμμα περιμένει την ανατολή του ήλιου».

To ταξίδι της ανθρώπινης ψυχής κατά τον Πλωτίνο, είναι ένα «εις εαυτόν» εσωτερικό ταξίδι, καθώς η ψυχή «ήξει ουκ εις άλλα, αλλά εις εαυτόν». «Πάντα είσω», τα πάντα είναι μέσα μας, αναφέρει χαρακτηριστικά ο Πλωτίνος. Για να επιτευχθεί αυτό πρέπει να απομακρυνθούμε από όλα τα εξωτερικά, στραμμένοι ολοκληρωτικά προς τα μέσα.

Καμία κλίση προς τα έξω, το σύνολο των πραγμάτων πρέπει να αγνοηθεί. Η ψυχή τότε δεν θα δει τον θεό να εμφανίζεται ξαφνικά μέσα της, διότι δεν υπάρχει τίποτα πια που να τους χωρίζει, καθώς τότε δεν υπάρχουν δύο.

Ο ορών είναι ένα με το ορώμενο, δεν είναι όραμα αλλά ένωση. Και τότε η ψυχή δεν έχει πια συνείδηση πως βρίσκεται μέσα σε ένα σώμα, ούτε πως ο εαυτός της έχει κάποια ταυτότητα. ( Πλωτ. Εννεάδ. VI 9.10.20, vi, ix, 11,38 & vi 7,34,12, VI 9.11.5)

Σύμφωνα με τον Πορφύριο ( Βίος Πλωτ. 23,7) η μυστικιστική προσέγγιση του Θείου από τον Πλωτίνο, επιτεύχθηκε μέσω του διαλογισμού και των μεθόδων που υποδεικνύει ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο. Η μέθοδος ανάβασης προς το θείο συνεπώς αφορά μία νοητική και όχι σωματική προσπάθεια, δίχως ειδικές τελετουργίες και επαναλήψεις ιερών ονομάτων. Στις επιστολές ο Πλάτωνας (Ζ Επιστ. 341 c-d ) αποκαλύπτει πως :

«Η γνώση της ουσίας του όντος έρχεται σαν αποτέλεσμα του συνεχούς στοχασμού – διαλογισμού σχετικά με το θέμα και της επικοινωνίας με αυτό, ώσπου ξαφνικά, ξεπηδά όπως η φωτιά που ανάβει από τον σπινθήρα. Έτσι γεννιέται στην ψυχή και τρέφει ή ίδιο τον εαυτό της..»

Για τον Πλωτίνο αυτή η εμπειρία είναι φυσικό γεγονός και όχι υπερφυσική χάρη, όπως συμβαίνει στον χριστιανισμό. Και αυτό διότι για τον Πλωτίνο ο άνθρωπος δεν αποτελεί μία τυχαία υπόσταση της απορροής ακτινοβολίας του Εν, αλλά ένα πλάσμα με ελεύθερη βούληση, ικανό να επιστρέψει στην πηγή του και πηγή των πάντων το ΕΝ. Ο προορισμός του ανθρώπου είναι αναζητήσει το Θείο, και να γίνει όσον το δυνατόν όμοιος με το Εν, με τον Θεό. Μια τέτοια ομοίωση ή ακόμα μια ένωση με τον Θεό δεν είναι μια απλή θεωρητική βούληση, καθώς όλοι έχουμε μέσα μας κάτι που μοιάζει με το Έν, συνεπώς μπορούμε να το συλλάβουμε με αιφνίδια ενόραση καθώς όπως αναφέρει(Εννεάδες ΙΙΙ, 8, 9).

«Διότι κάτι από αυτό (το Έν) υπάρχει μέσα μας. Και μάλιστα δεν υπάρχει τόπος όπου αυτό να μην υπάρχει, σε όσα μπορούν να συμμετέχουν τούτου. Διότι οπουδήποτε κι αν θέσεις αυτό που είναι ικανό να το συλλάβει μπορείς εκεί να συλλάβεις το πανταχού παρόν. Είναι σαν μία φωνή που γεμίζει έναν κενό χώρο. Κάθε άνθρωπος που θα στήσει αυτί σε ένα οποιοδήποτε σημείο αυτού του χώρου, θα συλλάβει την φωνή ολόκληρη, κι όμως όχι ολόκληρη.»


Για τον Πλωτίνο ο άνθρωπος οφείλει να δώσει την μάχη στον παρόντα χρόνο, όχι μόνο μετά θάνατον αλλά και στην ζωή αυτή μέσω της λεγομένης καταστάσεως της εκστάσεως. Μετά τον Πλωτίνο οι νεοπλατωνικοί στράφηκαν σε θεουργικές πρακτικές επηρεασμένες από την Αιγυπτο – Βαβυλωνιακή μυστηριακή μαγική παράδοση, για την επίτευξη της ένωσης με το Θείο, αν και γνωρίζουμε πως ακόμη και ο Πλωτίνος είχε υπόψη του, τις θεουργικές πρακτικές αν και ήταν αντίθετος με αυτές.


Ο Πορφύριος μάλιστα αναφέρει πως οι θεουργικές τελετές μπορούν να καθαρίσουν την πνευματική ψυχή, και να την κάνουν κατάλληλη να δέχεται πνεύματα και τους αγγέλους, αλλά ταυτόχρονα επισημαίνει επηρεασμένος σαφώς από τον δάσκαλο του Πλωτίνο, πως η τεχνική αυτή είναι επικίνδυνη, και μπορεί να προκαλέσει καλό ή κακό.

Αμφιβάλει μάλιστα ο Πορφύριος ότι μπορεί πράγματι να επιτύχει κάποιος την επιστροφή της ψυχής στο θεό, ή ότι αποτελεί έναν απαραίτητο παράγοντα για αυτό. Παρόλα αυτά ο Πορφύριος έγραψε ένα υπόμνημα πάνω στα «Χαλδαϊκά λόγια», τα οποία αποτελούν έργο κατά πάσα πιθανότητα του Ιουλιανού του θεουργού, θαυματοποιού του 2ου αι. μ.Χ. Ο Ιουλιανός (όχι ο αυτοκράτορας γνωστός ως παραβάτης) έζησε την εποχή του Μ. Αυρήλιου, και ήταν γιος«Χαλδαίου φιλοσόφου» . Οι χρησμοί αυτοί εκτός των άλλων, περιλαμβάνουν συνταγές μαγείας, αλλά και τελετουργικές οδηγίες για την επίκληση των Θεών. Σύμφωνα με τον Ιουλιανό, οι οδηγίες αυτές του παραδόθηκαν από τους Θεούς. Μετά τον Πορφύριο οι Νεοπλατωνιστές με κύριο εκπρόσωπο τον Ιάμβλιχο, εγκατέλειψαν την νοητική μεθοδολογία προσέγγισης του Θείου όπως αυτή εφαρμόστηκε από τον Πλωτίνο, και στράφηκαν στην «θεουργία, και στην«μαγική τελετουργία», καθώς σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο (Περί μυστηρίων ΙΙ, 1,11,96,13 Partney):

«Δεν είναι η νόηση που ενώνει με τον Θεό, γιατί τότε τι θα εμπόδιζε τους θεωρητικούς φιλοσόφους να πετύχουν την θεουργική ένωση μαζί του; Αυτό όμως δε έγινε ποτέ. Η ένωση με τον θεό επιτυγχάνεται μόνο με την θεουργία . Η θεουργία επιτυγχάνεται με την ενέργεια των άρρητων έργων, τελούμενων με τον αρμόδιο τρόπο, έργων που είναι πέρα από κάθε νόηση, και με την δύναμη των άφθεκτων συμβόλων που μόνο οι θεοί τα εννοούν... Ακόμη και δίχως εμείς να τα εννοούμε τα συνθήματα αυτά εκτελούν από μόνα τους το δικό τους έργο».

Ο Ιάμβλιχος εδώ έρχεται σε σαφή αντίθεση με τον ιδρυτή του νεοπλατωνισμού Πλωτίνο, και μάλιστα στο συγκεκριμένο απόσπασμα αμφισβητεί εμμέσως πλην σαφώς, την επίτευξη της«μυστικιστικής ένωσης» που σύμφωνα με τον Πορφύριο ο Πλωτίνος κατόρθωσε τέσσερις φορές στην ζωή του.

Η θεουργία του Ιαμβλίχου φαίνεται πως στηρίζεται στις Αιγυπτιακές και Βαβυλωνιακές μαγικές και θεουργικές πρακτικές, αλλά και στην θεωρία της «συμπαθείας», που ανέπτυξε κυρίως ο στωικός φιλόσοφος Ποσειδωνίος (135 – 50 π.χ), σύμφωνα με την οποία κάθε ουράνιο Ον, έχει το αντίστοιχο του στην γη, ο μακρόκοσμος επηρεάζει τον μακρόκοσμο και το αντίστροφο. (Ο Ποσειδώνος θεμελίωσε την θεωρία του αυτή, γνωρίζοντας την επίδραση της σελήνης στον έμμηνο κύκλο της γυναίκας , και παρατηρώντας ταυτόχρονα την επίδραση της σελήνης και στην παλίρροια και την άμπωτη).

Για τους στωικούς και τους Νεοπλατωνικούς το σύμπαν ήταν ένα κλειστό σύστημα, όπου τίποτε δεν είναι αυτόνομο, αλλά όλα συνδυάζονται μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο, ώστε τα πάντα να αποτελούν μία αδιάσπαστη ιεραρχημένη αλυσίδα, από τον Θεό, έως την ύλη. Η ενότητα που υπάρχει στο σύμπαν εξασφαλίζεται με την παρεμβολή ενδιάμεσων οντοτήτων των «δαιμόνων», (2)του Πλάτωνα, αλλά του Νου και της ψυχής. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο μεταξύ του Νού και της ύλης παρεμβάλλεται η ψυχή, η οποία εμποτίζει την ύλη δίνοντας στα αισθητά ζωή και σχήμα, δίνοντας υπόσταση ουσιαστικά στον αισθητό κόσμο. Ο αισθητός κόσμος αποτελεί συνεπώς έναν έμψυχο οργανισμό με πνευματικές δυνάμεις, των οποίων δεν έχει συνείδηση. Με βάση την παραπάνω θεώρηση, τελετουργικές πράξεις στην Γη επηρεάζουν τον αθέατο επουράνιο Θείο κόσμο.

Σύμφωνα με τις μαγικές και θεουργικές πρακτικές, που αναφέρονται σε μαγικούς παπύρους, όχι μόνο η ένωση ανθρώπου και Θείου μπορούσε πλέον να επιτευχθεί δια μέσω αυτών των μυστικών θεουργικών τελετών, αλλά και θείες οντότητες μπορούσαν να υλοποιηθούν και να εμψυχώσουν ανθρώπινα δημιουργήματα (αγάλματα και φυλαχτά)«τελεστική». Σκοπός της «τελεστικής» ήταν η«στοιχείωσης», η εγκατάσταση δηλ. ενός δαίμονα μέσα σε αγάλματα ή φυλαχτά μέσω μυστικών επικλήσεων και τελετών.
Οι σφραγίδες και οι ειδικές μαγικές λέξεις που βρίσκονταν σφραγισμένα μέσα στα αγάλματα περιελάμβαναν στοιχεία όπως τα επτά φωνήεντα, που αντιστοιχούσαν στους επτά πλανήτες. Ο σωστός τρόπος εκφώνησης των μαγικών λέξεων αποτελούσε επτασφράγιστο μυστικό που παραδίδονταν μόνο προφορικά. Μόλις αυτό επιτυγχανόταν, τότε το αντικείμενο αυτό αποκτούσε μία μαγική δύναμη προστασίας.

Ο Ζώσιμος για παράδειγμα αναφέρει πως θεουργός Νεστόριος έσωσε την Αθήνα από τον σεισμό το 375 μ.χ κατασκευάζοντας με αυτή την τεχνική ένα «τέλεσμα» και αφιερώνοντας το στον Παρθενώνα, σύμφωνα με οδηγίες που έλαβε στον ύπνο του. Ένας από τους πιο διάσημους (κυρίως λόγω της σύγκρισης του με τον Ιησού Χριστού) θεουργούς, ήταν ο Απολλώνιος ο Τυαννέας, ο οποίος εγκατέστησε στην Αντιόχεια ένα «τέλεσμα»- ομοίωμα χάλκινου σκορπιού κατά των σκορπιών, που το έθαψε κάτω από έναν κίονα, και που είχε ως αποτέλεσμα να εξαφανιστούν οι σκορπιοί από την Αντιόχεια.

Ο φιλόσοφος και μάγος της αναγέννησης Marcilio Ficino, εξηγεί τον λόγο κατασκευής των «τελεσμάτων»:

«Επειδή οι πρόγονοι μας δεν μπορούσαν να κατασκευάσουν ψυχές, καλούσαν τις ψυχές των δαιμόνων ή των αγγέλων και επιτελώντας ιερές και θειες τελετές, τις τοποθετούσαν μέσα σε εικόνες έτσι ώστε μέσω των ειδώλων αυτών οι ψυχές εκείνες να αποκτήσουν την δύναμη να πράττουν το καλό και το κακό. ..Τα συστατικά των γήινων αυτών θεών αποτελούνταν... από βότανα , πέτρες και αρώματα που κλείνουν μέσα τους μία φυσική θεία δύναμη. Ο λόγος δε για τον οποίο οι άνθρωποι τους ευχαριστούσαν με συχνές θυσίες, με ύμνους και προσευχές και με γλυκείς ήχους που αναπαριστούσαν την αρμονία των ουρανών ήταν ο έξεις: Για να μπορούν τα ουράνια εκείνα όντα, που είχαν ελκυστεί μέσα στα είδωλα μέσω των επαναλαμβανόμενων τελετών, να φέρουν χαρά στους ανθρώπους που θα παραμείνει σε αυτούς για μακρύ διάστημα. (3)

Απώτερος όμως σκοπός των θεουργικών τελετών ήταν η«πνευματική θεουργία»,δια μέσου της εξόδου της Ψυχής από το σώμα, ή άνοδος της στον «εμπύριον τόπον» , και ή «θέαση»των φωτεινών θεϊκών όντων. Ο πλέον πνευματικός τρόπος αυτής της θεουργικής πρακτικής, επιτυγχανόταν δια μέσου των κατάλληλων αναπνευστικών ασκήσεων και του διαλογισμού, ο αποχωρισμός της Ψυχής από την ύλη, και «η πρός το νοητόν πύρ άνοδος», όπως έλεγε ο Ιάμβλιχος. Ο Ιάμβλιχος αναφέρει πως κατά τις μαγικές τελετουργίες το καλούμενο πνεύμα εμφανιζόταν ως μία φλεγόμενη ή φωτεινή μορφή. (4)

Στους μαγικούς πάπυρους περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο μπορεί κάποιος ανυψωθεί τελετουργικά για να επικοινωνήσει με θεία όντα, με αναφορές σε μυστικές φράσεις που πρέπει ο θεουργός να απαγγείλει για να προστατευτεί από τις κακόβουλες θεϊκές ή αγγελικές δυνάμεις. Παραθέτουμε ένα μικρό σχετικό απόσπασμα:

«Έλξε από τις ηλιακές ακτίνες αέρα, απορροφώντας τον όσο μπορείς και θα δεις τον εαυτό σου να ανυψώνεται σε μεγάλο ύψος, ώστε να νομίζεις ότι βρίσκεσαι στο μέσον του αέρα. Και δεν θα ακούς κανένα ούτε άνθρωπο ούτε ζώο, αλλά ούτε θα βλέπεις τίποτα από τα θνητά εκείνη την ώρα ενώ θα βλέπεις τα αθάνατα. Θα δεις τότε να σε κοιτάζουν οι Θεοί και να ορμούν κατά πάνω σου. Εσύ τότε θέσε αμέσως το δεξί δάκτυλο σου στο στόμα και πες: Σιγή , σιγή, σιγή, σύμβολο θεού ζώντος άφθάρτου φύλαξε με σιγή ΝΕΧΘΕΙΡ ΘΑΝΜΕΛΟΥ. Έπειτα σφύριξε με μακρύ σφύριγμα και κατόπιν σφύριξε με κλειστά χείλη λέγοντας…..»

Κατά τη διάρκεια της εκστατικής κατάστασης των θεουργών πολλοί από αυτούς αιωρούντο στον αέρα, κάτι που αποτελούσε μία συχνή πρακτική του Ιαμβλίχου, καθώς σύμφωνα με τους μαθητές του, όταν ο Ιάμβλιχος διαλογιζόταν το σώμα του ανυψωνόταν από την γη, ενώ τα ρούχα του έλαμπαν σαν τον χρυσό. (5)

Αλλά και στα Ερμητικά κείμενα (Λόγος ΙΑ’20), δίνονται οδηγίες για την ανάβαση στις θείες σφαίρες.

«Αύξησε τον εαυτό σου σε αμέτρητο μέγεθος, ξεπερνώντας κάθε σώμα και χρόνο. Φαντάσου πως είσαι παντού στην γη, στην θάλασσα, στον Ουρανό, χωρίς να γεννηθείς ώστε να βρίσκεσαι στην μητρική κοιλιά. Φαντάσου πως είσαι νέος, γέρος και πεθαμένος και πέρα από τον θάνατο. Και όλα αυτά νόησε τα μαζί: τους χρόνους, τους τόπους τα πράγματα, τις ποιότητες και τις ποσότητες και τότε μπορείς να εννοήσεις και τον θεό».

Για τον Πρόκλο5ο αιώνα μ.χ η θεουργία είναι μία δύναμη υψηλότερη από κάθε ανθρώπινη σοφία, που περιέχει όλα τα αγαθά της μαντικής, τις καθαρτικές δυνάμεις της μύησης, και με μία λέξη τις λειτουργίες της θείας κατοχής. (θεολ. Πλατ. σ 63), και μάλιστα ισχυριζόταν πως είχε προσωπικά οράματα φωτεινών φαντασμάτων της Εκάτης. (6)

Στους Χαλδαϊκούς Χρησμούς ( Kroll 57, fr. 146) περιγράφονται χαρακτηριστικά τα θεουργικών οραμάτων που βίωναν οι θεουργοί:

»Θα δεις πυρ όμοιο με παιδί το όποιο θα σκιρτάει στον αέρα ή και πυρ χωρίς μορφή, απ’ οπού θ'ακούσεις φωνή προτρέχουσα, ή (θα δεις) φως άφθονο, που να περιστρέφεται σφυρίζοντας ορμητικά γύρω από τη γη, ή (μπορεί) να δεις ίππον (=σύμβολο της Εκάτης) που αστραφτερό κι από το φως με ένα πύρινο παιδί πάνω στη γρήγορη ράχη του ίππου».


Με την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού και το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών, η μόνη ατραπός θεογνωσίας πλέον επιτυγχανόταν δια μέσω του Ιησού Χριστού, παρόλα αυτά η νεοπλατωνική θεολογική σκέψη επηρέασε τα μέγιστα όπως σε προηγούμενη μελέτη μας έχουμε αναφέρει (7), την πρώιμη Χριστιανική σκέψη κυρίως δια μέσω του Διονύσιου του Αρεοπαγίτη.


Με την αναγέννηση και την εκ νέου γνωριμία του δυτικού κόσμου δια μέσω του Πλήθωνα του Γεμιστού(8), μετά από οκτώ ολόκληρους αιώνες με την αρχαιοελληνική σκέψη και τον Νεοπλατωνισμό, ξανάρχονται εκ νέου στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος, οι «αρχαίες» πλέον παγανιστικές αιρετικές φιλοσοφικές και μυσταγωγικές πρακτικές.

Παρότι λοιπόν έχουμε συνηθίσει να αναφερόμαστε στην αρχαία Ελλάδα ως την μητέρα του ορθολογισμού και των επιστημών, είναι εμφανές πως το παράλογο και το μεταφυσικό, ενυπήρχε σε όλο το διάστημα του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού., καθώς ο μυστικισμός συν πορευόταν με το λαϊκό θρησκευτικό συναίσθημα, εφόσον η ένωση του ανθρώπου με ότι αυτός θεωρεί Θείο, αποτέλεσε και αποτελεί πάντα έναν ενδέμηχο πόθο της ανθρώπινης ψυχής.

Παραπομπές.


(1) . Ο μυστικισμός στις θρησκείες του κόσμου, Τσοπάνης Κωνσταντίνος, εκδόσεις Ιάμβλιχος


(2) . Το κρισιμότερο θεολογικό πρόβλημα που κλήθηκε να λύσει η αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη, ήταν το πρόβλημα της θεοδικίας, το πως είναι δηλαδή δυνατόν, ενώ ο θεός είναι το υπέρτατο Αγαθό, και πανταχού παρόν, η αγαθή ουσία του να μένει έξω από αυτό, εφόσον στον δημιουργημένο κόσμο ενυπάρχει το κακό και ο θάνατος. Ο Πλάτωνας για να δώσει απάντηση στο κρίσιμο αυτό θεολογικό ερώτημα, στο έργο του «συμπόσιο», έκανε λόγο για τους «δαίμονες» ως τους μεσάζοντες μεταξύ αιώνιου θεού και αγέννητων όντων, θεών και ανθρώπων. Στον Τίμαιο (47b) ο Πλάτωνας διαχωρίζει τον Δημιουργό Θεό από τους γεννημένους θεούς αστέρες, οι οποίοι είναι ατελείς διότι γεννήθηκαν μέσα στον χρόνο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Επειδή έχετε δημιουργηθεί κάποτε, γι αυτό δεν είστε αθάνατοι, ωστόσο δεν θα έχετε την μοίρα του θανάτου, χάρη στην δική μου βούληση»
Κατ’ αυτό τον τρόπο ο Πλάτωνας συνειδητά ή ασυνείδητα υπονόμευσε το θεολογικό υπόβαθρο του Ελληνικού δωδεκαθέου. Συν το χρόνο βέβαια και πέρα από τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Πλάτωνα, οι Ολύμπιοι θεοί που παλαιότερα αντιπροσώπευαν φυσικές δυνάμεις, είχαν τώρα εξαδινικευτεί σε Θεούς με ανθρώπινα πάθη , από τους οποίους οι πιστοί ζητούσαν βοήθεια την οποία πολλές φορές αποτύγχαναν να εκπληρώσουν..
(3) «Αρχαίοι Έλληνες μύστες», Διαμαντής Κούτουλας, εκδόσεις Εσοπτρον.
(4) «Μάγοι της φιλοσοφίας», Θεοδ. Πελεγρίνης, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
(5, 6) «Αρχαίοι Έλληνες μύστες», Διαμαντής Κούτουλας, εκδόσεις Εσοπτρον.
(7) βλέπε «Μυστικισμός και Θείο στην Ελλάδα και στον αρχαίο Κόσμο», Χλέτσος Βασίλης, εκδόσεις Γεωργιάδης
(8) Ο Πλήθων ήταν μέλος της ελληνικής (βυζαντινής) αντιπροσωπείας στην σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας για την ένωση των δύο εκκλησιών. Ένα ταξίδι το οποίο αποτέλεσε τον σημαντικότερο ίσως σταθμό για την αναγέννηση, καθώς στην Ιταλία είχε την ευκαιρία να συναντηθεί με επιφανείς Ιταλούς λογίους, και να γίνει ο εισηγητής του πλατωνισμού στην Ιταλία της αναγέννησης και ο εμπνευστής της ίδρυσης της Πλατωνικής Ακαδημίας της Φλωρεντίας.

πηγή: thesecretrealtruth.blogspot

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ - Η ΟΥΣΙΑ, ΟΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ

$
0
0



Μάλιστα όσο αφορά την θέση της ψυχής ως ουσία ο μεν Πρόκλος μας εξηγεί πως :

«Η μαθηματική ουσία κατ’ ανάγκη δεν ανήκει στα πρώτα ούτε στα τελευταία όντα, τα οποία έχουν υποστεί την έσχατη διαίρεση σε πλήρη αντίθεση με την απλή ουσία, αλλά έχει λάβει τη μεσαία θέση ανάμεσα στις αμερείς, απλές, ασύνθετες και αδιαίρετες υποστάσεις και στις διαιρεμένες υποστάσεις που έχουν χαρακτηριστεί από κάθε λογής συνθέσεις και ποικιλόμορφες διαφοροποιήσεις. Γιατί ο αναλλοίωτος, μόνιμος και αδιάψευστος χαρακτήρας των συλλογισμών που την αφορούν δείχνει ότι αυτή υπερβαίνει τα ένυλα είδη.»[2]


ο δε Ιάμβλίχος :

«Η ουσία της ψυχής είναι άυλη καθαυτή, ασώματος, αγέννητη εντελώς και ανώλεθρη, έχοντας από τον εαυτό της την ύπαρξη και την ζωή της, εντελώς αυτοκινούμενη και αρχή της φύσης και όλων των κινήσεων. Αυτή λοιπόν, στον βαθμό που είναι τέτοια, έχει περιλάβει μέσα της την αυτεξούσια και την ανεξάρτητη ζωή. Και όσο δίνει τον εαυτό της σε όσα γεννιούνται και υποτάσσει τον εαυτό της στην κίνηση του σύμπαντος, τόσο άγεται από την ειμαρμένη και υποτάσσεται στις φυσικές ανάγκες. Και όσο πάλι αναπτύσει τη νοητική και πραγματικά ανεξάρτητη από όλα και αυτόβουλη ενέργεια της, τόσο πράττει εκούσια τα δικά της και με αλήθεια αγγίζει το θείο, το αγαθό και το νοητό με τα της αλήθειας.»[3]

Προς περισσότερη εξήγηση θα πούμε πως συμφώνως και με τον Ιεροκλή :

«Η λογική ουσία (=ψυχή=μαθηματική ουσία) έχοντας συμφυές σώμα παρά του δημιουργού οδηγήθηκε στο Είναι (=ύπαρξη), ώστε αυτή να μην είναι το συμφυές σώμα της αλλά ούτε να υπάρχει χωρίς αυτό, αλλά η ίδια να είναι ασώματη και ολόκληρο το είδος της να περατώνεται σε ένα συμφυές σώμα.»[4]

Βέβαια :

«Κάθε ήρωας είναι λογική ψυχή μετά φωτεινού σώματος και κάθε άνθρωπος ομοίως είναι λογική ψυχή μετά συμφυούς αθανάτου σώματος, και αυτό ήταν των Πυθαγορείων δόγμα, το οποίο αποκάλυψε αργότερα ο Πλάτωνας, παρομοιάζοντας κάθε ψυχή, θεία και ανθρώπινη, με την ενωμένη δύναμη ενός πτερωτού ζεύγους ίππων και του ηνιόχου.»[5]

Καθώς επίσης :

«το άυλο σώμα είναι ένα είδος ζωής που γεννά την ένυλη ζωή, από την οποία συμπληρώνεται ο θνητός άνθρωπος, που αποτελείται από την άλογη ζωή και το υλικό σώμα, και αποτελεί είδωλο (ο θνητός άνθρωπος), του άυλου ανθρώπου που έχει συσταθεί από λογική/μαθηματική ουσία και άυλο σώμα.»[6]

Να διευκρινίσουμε σε αυτό το σημείο πως ο Ιεροκλής όταν αναφέρεται στο σώμα των ηρώων – όπου με την έννοια Ήρωες εννοεί και τις 3-εις τάξεις των κρειττόνων γενών – τους κατ’ ουσίαν Αγγέλους, Δαίμονες & Ήρωες – αναφέρει τη λέξη «φωτεινό», ενώ για το συμφυές σώμα της ανθρώπινης αΐδιας και αθάνατης λογικής ψυχής χρησιμοποιεί την λέξη «αθάνατο». Αυτό το κάνει για διευκρινίσει ότι δεν αναφέρεται στο θνητό σώμα, που στα κείμενα θεολογικά & φιλοσοφικά κείμενα που αποτελούν την θρησευτική παράδοση των Ελλήνων αναφέρεται με τη λέξη «οστράκινο», αλλά στο αθάνατο και συμφυές σώμα της λογικής ψυχής, στο «αυγοειδές».

<Αὐγοειδής> = ἔφασκε δ᾽ οὖν παρ᾽ ἐκείνου καὶ ἐκεῖνο ἀκηκοέναι ὁ Ἰσίδωρος, ὡς ἔχει τι ἡ ψυχὴ αὐγοειδὲς ὄχημα λεγόμενον, ἀστροειδές τι καὶ ἀΐδιον. (Βλ. Λεξικό Σούδα)

<Αὐγοειδές> = ἀστροειδές τι καὶ ἀΐδιον. ἔφασκε   δὲ ὁ Ἰσίδωρος, ἐκεῖνο ἀκηκοέναι, ὡς ἔχει ἡ ψυχὴ αὐγοειδὲς ὄχημα. (Βλ. Λεξικό Ψευδο-Ζωναρά)

Για να γίνει δε κατανοητό το τι είναι το συμφυές αυγοειδές σώμα ή χιτώνας της αΐδιας και αθάνατης ψυχής, θα πούμε πως σύμφωνα με τον Πρόκλο – όταν αυτός εξηγεί για ποιες αιτίες συγκροτήθηκε ο άνθρωπος πριν από τα άλλα επιμέρους όντα – λέγεται πως :

«σύμφωνα με τον “Τίμαιο, 37c”, ο Κόσμος τούτος είναι άγαλμα των αϊδιων Θεών και ο δημιουργός είναι ο τελεστής του αγάλματος αυτού, που εμφύσησε σε αυτόν ζωή αμήχανον και τον έκανε νοήμον άγαλμα, που μέσω της κίνησής του δίνει χρησμούς σε όσους μπορούν να βλέπουν και μέσω των ουράνιων σημείων ανακοινώνει τα εσόμενα. Το άγαλμα αυτό το περιέβαλε με τον χαρακτήρα της ψυχής και τις περιφορές, στις οποίες έδωσε ο ίδιο ονόματα, και το έδεσε μαζί τους. Του έβαλε ολόγυρα φυλακτήρια και στο μέσο των κόλπων του εγκατέστησε τους νόες που προείπαμε, σαν σύμβολα, αν θέλει, των άτμητων και εννοειδών ιύγγων. Και αν όχι εκείνων επειδή είναι πιο ξενικές, τουλάχιστον των άμεσων προς τον Κόσμο θεϊκών αιτιών. Λένε άλλωστε ότι ο πόλος είναι σύμβολο του Κρόνου, για τούτο και είναι ταιριαστό που ονομάζεται άγκιστρο, σαν μίμηση αληθινά του “αγκυλομήτη” εκείνου νου. Της ζωογονικής θεάς πάλι το σύμβολο είναι ο άξονας, αποτύπωση της προόδου της σταθερής και απαρασάλευτης, ενώ απομένει για τον δημιουργό τον ίδιο εικόνα να είναι το σφοντύλι, που έχει το σχήμα εκείνου που μορφοποιεί την κίνηση περί τον εαυτό του και τον άξονα, του στραμμένου προς τον εαυτό του και προς τα αίτια από τα οποία προήλθε.»[7]

Μάλιστα όπως τονίζει ο Πρόκλος :

«Άλλοι πιο απόρρητοι λόγοι λένε ότι ο δημιουργός είναι επικεφαλής του Κόσμου επιβαίνοντας στους πόλους και επιστρέφοντας το σύμπαν στον εαυτό του μέσω θείου έρωτα. Οι Πυθαγόρειοι, μάλιστα, θεωρούσαν σωστό να αποκαλούν τον πόλο σφραγίδα της Ρέας, ως την άρρητη και δραστήρια δύναμη της ζωογονικής θεότητας η οποία μέσω του πόλου προοδεύει στο σύμπαν, και το κέντρο φυλακή (φρουρά) του Διός, επειδή ο Δίας τοποθέτησε μέσα στους κόλπους του Κόσμου δημιουργική φρουρά και την εδραίωσε σταθερά γύρω από το κέντρο. Γιατί από την στιγμή που το κέντρο μένει σταθερό, το σύμπαν έχει αδιασάλευτη την τάξη του και ακατάπαυστη την περιφορά του, και τα πάντα διαφυλάσσουν τη σειρά τους αμετακίνητη. Και οι πολοκράτωρες Θεοί έχουν λάβει δύναμη που συνάγει τα διηρημένα και ενοποιεί τα πεπληθυσμένα, ενώ οι Θεοί που έχουν λάβει για κλήρο τους άξονες κινούν μαζί τις περιστροφές και τις ανακυκλώνουν αιώνια. Και αν πρέπει να πω και αυτό, τα κέντρα όλων των σφαιρών και οι πόλοι είναι σύμβολα των ιυγγικών θεών, έχοντας απεικονίσει το άγνωστο και ενωτικό τους σύνθημα, οι άξονες αποτυπώνουν τις συνοχές των διακόσμων και οι ίδιοι συνέχουν τις εγκόσμιες ολότητες και περιόδους, όπως τα νοητά κέντρα συνέχουν τις νοητικές, και οι ίδιες οι σφαίρες είναι εικόνες των τελεσιουργών Θεών, συνδέοντας την αρχή με το τέλος και υπερέχοντας από όλα τα σχήματα ως προς την απλότητα, την ομοιότητα και την τελειότητα.»[8]

 Όμως και όσο αφορά τον άνθρωπο και την σχέση του με το σύμπαν ο Πρόκλος όταν αναλύει τον Πλατωνικό “Τίμαιο” μας λέγει:

«Μόνο ο Πλάτωνας, στον “Τίμαιο”, ακολουθώντας τους Πυθαγορείους, κάνει λόγο και για συναίτια των φυσικών πραγμάτων, δηλ. για το Είδος που είναι δεσμευμένο στην ύλη, το οποίο υπηρετούν τα πρωταρχικά αίτια στην γέννηση των όντων. Πριν από αυτά όμως διερευνά τα πρωταρχικά αίτια, το δημιουργικό, το υποδειγματικό και το τελικό αίτιο, και για τον λόγο αυτό τοποθετεί πάνω από το σύμπαν έναν δημιουργό νου, μια νοητή αιτία, μέσα στην οποία υπάρχει το σύμπαν πρωταρχικά, και το ύψιστο Αγαθό, το οποίο είναι τοποθετημένο πριν από τον δημιουργό νου, στη θέση του ποθητού. Γιατί καθώς αυτό κινείται από κάτι άλλο είναι εξαρτημένο από την δύναμη εκείνου που το κινεί, και ως εκ τούτου δεν είναι στην φύση του να παράγει, να τελειοποιεί ή να σώζει τον εαυτό του, αλλά για όλα αυτά χρειάζεται τη δημιουργική αιτία και από εκεί συνέχεται (συγκρατείται). Είναι φυσικό, λοιπόν, και τα συναίτια των φυσικών φαινομένων να είναι εξαρτημένα από τα αληθινά αίτια, από τα οποία έχουν παραχθεί (ἀφ᾽ ὧν παρῆκται : δημιουργικό αίτιο), με βάση τα οποία έχουν δημιουργηθεί από τον πατέρα των πάντων (πρὸς ἃ δεδημιούργηται : υποδειγματικό αίτιο), και για τα οποία έχουν γεννηθεί (ὧν ἕνεκα γέγονεν : τελικό αίτιο). 

Εύλογα, λοιπόν, όλα αυτά έχουν παραδοθεί από τον Πλάτωνα εξετασμένα με ακρίβεια, καθώς και τα υπόλοιπα δύο, το Είδος και το υλικό υποκείμενο (=υπόστρωμα), εξαρτημένα από αυτά. Για τούτο και ο αισθητός Κόσμος δεν είναι ίδιος με τους νοητούς ή νοητικούς Κόσμους, οι οποίοι έχουν λάβει υπόσταση με τα καθαρά Είδη, αλλά υπάρχουν σε αυτόν δύο πράγματα, το ένα ως Λόγος και Είδος, και το άλλο ως υπόστρωμα. Από αυτά είναι φανερό ότι δικαιολογημένα ο Πλάτωνας έχει παρουσιάσει όλες αυτές τις αιτίες την Κοσμογονίας, το ύψιστο Αγαθό, το νοητό υπόδειγμα, το ποιούν (=ποιητικό/ δημιουργικό αίτιο ή δημιουργός νου ή Ζευς), το Είδος και την υποκείμενη Φύση (=υπόστρωμα της Φύσης). Γιατί αν μιλούσε για νοητούς θεούς, θα παρουσίαζε σαν αίτιό τους μόνο το ύψιστο Αγαθό/Ένα. Γιατί μόνο από αυτή την αιτία προέρχεται ο νοητός αριθμός. Αν μιλούσε για νοητικούς θεούς, θα θεωρούσε ως αιτία το ύψιστο Αγαθό/Ένα και το νοητό. Γιατί το νοητικό πλήθος προέρχεται από τις νοητές Ενάδες και τη μια πηγή των όντων. Αν έκανε λόγο για τους υπερκόσμιους θεούς, θα τους παρήγαγε από τον καθολικό δημιουργό νου (=τον Δία), από τους νοητούς θεούς και από το αίτιο των πάντων. 

Γιατί, σε όλα όσα γεννιούνται από τα κατώτερα, εκείνο δίνει υπόσταση κατά τρόπο πρωταρχικό, απόρρητο και ανεπινόητο (=ασύλληπτο). Επειδή, όμως, θα κάνει λόγο για εγκόσμια πράγματα και για τον σύμπαντα Κόσμο, ο Πλάτωνας θα του δώσει ύλη και Είδος, το οποίο φτάνει σε αυτόν από τους υπερκόσμιους θεούς, θα τον εξαρτήσει από τον καθολικό δημιουργό νου (=τον Ζευς), θα τον εξομοιώσει με το “νοητό ζωντανό Ον” (=πλατωνικό υπόδειγμα ή Ορφικός Φάνης, που εμπεριέχει τα νοητά Είδη/Ιδέες), θα τον αναδείξει σε θεό μέσω της συμμετοχής του στο ύψιστο Αγαθό και έτσι θα κάνει τον σύμπαντα Κόσμο ένα νοήμονα έμψυχο και ευδαίμονα θεό. Αυτός είναι, λοιπόν, ο σκοπός στον οποίο υποστηρίζουμε ότι αποβλέπει ο πλατωνικός “Τίμαιος”, και τέτοιος, όπως τον περιγράψαμε. Καθώς, όμως, είναι τέτοιος, ορθά στην αρχή η τάξη του σύμπαντος παρουσιάζεται δια εικόνων, στην μέση έχει παραδοθεί ολόκληρη η Κοσμογονία και προς το τέλος τα μέρη και τα τέλη της δημιουργίας συνδέονται με τα σύνολα. 

Η επανάληψη, λοιπόν, της «Πολιτείας» και ο μύθος για την Ατλαντίδα παρουσιάζουν την επισκόπηση του Κόσμου μέσω εικόνων. Γιατί, αν τα συσχετίσουμε με την ένωση και το πλήθος των εγκόσμιων πραγμάτων, θα πούμε ότι η “Πολιτεία”, την οποία ανακεφαλαιώνει ο Σωκράτης, είναι εικόνα ένωσης, καθώς έχει θέσει ως σκοπό της “τὴν διὰ πάντων διήκουσαν κοινωνίαν” (=την κοινωνία-ομόνοια που ενώνει τα πάντα), ενώ εικόνα της διαιρέσεως και μάλιστα της αντίθεσης των δύο συστοιχιών του Κόσμου είναι ο πόλεμος των Ατλαντίνων προς τους Αθηναίους, τον οποίο αφηγείται ο Κριτίας. Αν τα συσχετίσουμε με την ουράνια και την υποσελήνια περιοχή, θα πούμε ότι η “Πολιτεία” είναι εικόνα του ουράνιου διάκοσμου – γιατί και ο Σωκράτης στην “Πολιτεία, 592.b” λέει ότι το υπόδειγμα της είναι εδραιωμένο στον ουρανό – , ενώ ο πόλεμος των Ατλαντίνων προς τους Αθηναίους είναι εικόνα της γενέσεως που υποστασιοποιείται δια εναντιώσεων και μεταβολής. Για αυτό, λοιπόν, τούτα προηγούνται της όλης μελέτης της Φύσεως.     Στην συνέχεια έχει παρουσιαστεί το δημιουργικό αίτιο (27d.5 – 28c.5), το υποδειγματικό αίτιο (28c.5 – 29d.5) και το τελικό αίτιο του σύμπαντος (29d.6 – 30b.4). Κι ενώ αυτά προ-υπάρχουν, δημιουργείται το σύμπαν, και στο σύνολό και στα μέρη του : τεκταίνεται δηλ. το σωματοειδές καθώς τέμνεται από τα Είδη, από τις δημιουργικές τομές και από τους θείους αριθμούς. 

Παράγεται η Ψυχή του Κόσμου από τον δημιουργό νου και “πληροῦται Λόγων ἁρμονικῶν καὶ συμβόλων θείων καὶ δημιουργικῶν”. Συνυφαίνεται “τὸ ὅλον ζῷον κατὰ τὴν ἡνωμένην ἐν τῷ νοητῷ τοῦ κόσμου περιοχήν” (=Συνυφαίνεται το αισθητό σύμπαν όμοιο με τo εν τω νοητώ ενιαίο υπόδειγμα), και τα μέρη που υπάρχουν σε αυτό τακτοποιούνται κατάλληλα μέσα στο σύνολο, και τα σωματικά και τα ζωτικά. Γιατί και οι επιμέρους ψυχές εγκαθίστανται και τοποθετούνται περί τους ηγεμονικούς θεούς και γίνονται εγκόσμιες με τα οχήματά τους (41d.8 – 42e.4), μιμούμενες τους οδηγούς τους, και δημιουργούνται τα θνητά ζώα και λαμβάνουν ζωή από τους ουράνιους θεούς (42e.5 – 69a.5).  Στο “69c.3 – 76e.7” έχει εξεταστεί και πως και για ποιες αιτίες συγκροτήθηκε ο άνθρωπος, και μάλιστα έχει εξεταστεί αυτός πριν από τα άλλα επιμέρους όντα, είτε επειδή η εξέταση του ανθρώπου ταιριάζει σε εμάς που έχουμε θέσει σαν σκοπό μας τη μελέτη του ανθρώπου και ζούμε σύμφωνα με αυτήν, είτε επειδή ο άνθρωπος είναι ένας μικρός Κόσμος και υπάρχουν μέσα σε αυτόν κατά τρόπο μερικό όλα όσα υπάρχου μέσα στον Κόσμο κατά τρόπο θείο και καθολικό. 

Γιατί υπάρχει μέσα μας ο νους κατ’ ενέργεια και ψυχή λογική, η οποία προήλθε από τον ίδιο πατέρα και την ίδια ζωοποιό θεά με την καθολική ψυχή, και όχημα αιθέριο ανάλογο  με τον ουρανό, και σώμα γήινο συγκροτημένο από την ανάμειξη των τεσσάρων στοιχείων με τα οποία είναι σύστοιχο. Αν, λοιπόν, χρειαζόταν να μελετήσουμε το σύμπαν με πολλούς τρόπους, “καὶ ἐν τῷ νοητῷ καὶ ἐν τῷ αἰσθητῷ παραδειγματικῶς, εἰκονικῶς, ὁλικῶς, μερικῶς” (=και στο νοητό και στο αισθητό, ως εικόνα, ως ολότητα και ως μέρη), καλό θα ήταν να πραγματοποιηθεί πλήρως η μελέτη της φύσης του ανθρώπου κατά την εξέταση του σύμπαντος. Θα μπορούσες επιπλέον  να πεις και τον εξής λόγο, ότι δηλ. κατά τη συνήθεια των πυθαγορείων θα έπρεπε να επισυνάψει στο αντικείμενο της μελέτης την αναφορά σε αυτό που πραγματοποιεί τη μελέτη. Γιατί, αφού κατέχουμε ποιος είναι ο Κόσμος, θα έπρεπε, πιστεύω, να προσθέσει κι εκείνο, ποιο δηλαδή είναι αυτό που τα εξετάζει αυτά και τα κατανοεί λογικά. Ότι και σε αυτό στόχευε, το δήλωσε προς το τέλος (90.d) λέγοντας ρητά ότι αυτός που πρόκειται να κατακτήσει τη ευδαίμονα ζωή “πρέπει να εξομοιώσει αυτό που κατανοεί με αυτό που κατανοείται”. Γιατί το σύμπαν είναι αεί ευδαίμων. Και το δικό μας σύνολο θα γίνει ευδαίμων, αν εξομοιωθεί με το σύμπαν. Γιατί έτσι θα αναχθεί προς την αιτία. Γιατί όποια σχέση έχει ο ενταύθα άνθρωπος με το σύμπαν, την ίδια σχέση έχει ο νοητός άνθρωπος, ο αυτοάνθρωπος, με το αυτόζωον (=πλατωνικό υπόδειγμα ή ορφικός Φάνης, που εμπεριέχει τα νοητά Είδη/Ιδέες). Επίσης, εκεί τα κατώτερα εξαρτώνται από τα ανώτερα και τα μέρη είναι χωριστά από τα σύνολα και είναι εδραιωμένα μέσα τους. Ως εκ τούτου, λοιπόν, όταν και ο εδώ άνθρωπος εξομοιώνεται με το σύμπαν, θα μιμηθεί το υπόδειγμά του με τον κατάλληλο τρόπο και θα γίνει κόσμιος λόγω της εξομοίωσης με τον Κόσμο και ευδαίμων λόγω της εξομοιώσεως με τον ευδαίμονα θεό.»[9]

Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει πως :

«σύμφωνα με το πυθαγόρειο δόγμα τα πράγματα (=όντα) είναι χωρισμένα σε τρία μέρη, στα νοητά, στα φυσικά και στα ενδιάμεσα τους, τα οποία συνηθίζουν να αποκαλούν μαθηματικά, και επειδή είναι δυνατόν να τα διακρίνει κανείς όλα μέσα σε όλα με τον ανάλογο τρόπο – γιατί μέσα στα νοητά προϋπάρχουν αρχηγικώς τα ενδιάμεσα, δηλ. τα μαθηματικά, και τα τελευταία, δηλ. τα φυσικά, και μέσα στα μαθηματικά υπάρχουν και τα άλλα δύο, ως εικόνες τα πρώτα και ως υποδείγματα τα τρίτα, και μέσα στα φυσικά, τέλος, υπάρχουν «ἰνδάλματα τῶν πρὸ αὐτῶν»[10] -, εύλογα λοιπόν και ο Τίμαιος, αφού έδωσε υπόσταση στην ψυχή, παρουσιάζει τις δυνάμεις, τους λόγους και τα στοιχεία δια των μαθηματικών ονομάτων, ενώ ο Πλάτων προσδιορίζει τις ιδιότητες της με βάση τα γεωμετρικά σχήματα και «αποδέχεται ότι οι αιτίες όλων αυτών προϋπάρχουν στο νοητό και στον δημιουργό νου αρχοειδώς”.»[11]

Είδαμε λοιπόν πως : ο άνθρωπος είναι ένας μικρός Κόσμος και υπάρχουν μέσα σε αυτόν κατά τρόπο μερικό όλα όσα υπάρχουν στον Κόσμο κατά τρόπο θείο και καθολικό. Γιατί υπάρχει εντός μας ο κατ’ ενέργεια νους και ψυχή λογική, η οποία προήλθε από τον ίδιο πατέρα και την ίδια ζωοποιό Θεά με την καθολική ψυχή, και όχημα αιθέριο ανάλογο με τον ουρανό, και σώμα γήινο συγκροτημένο από την ανάμειξη των τεσσάρων στοιχείων, με τα οποία είναι συγγενικό.

Μάλιστα όπως λέγει ο Πρόκλος:

«Πρέπει, λοιπόν, και εδώ να μιλήσουμε για τα μέρη του σώματος, για παράδειγμα για το κεφάλι, για τον θώρακα, για τα πόδια, και στην περίπτωση καθενός από αυτά για τα μέρη μέσα τους (γιατί και αυτά τα μέρη είναι οργανικά), και για την θνητή ψυχή, η οποία δημιουργεί μαζί με το σώμα το θνητό ζωντανό όν, το δημιούργημα των νέων θεών, και για τα μέρη της, τόσο τα γνωστικά όσο και τα ορεκτικά/επιθυμητικά. Γιατί αν συγκεντρώσουμε αυτά όπως πρέπει με τον συλλογισμό, θα έχει παρουσιαστεί καλά από εμάς ο λόγος περί ανθρώπου. Πρέπει, όμως, να εξετάσουμε εξαντλητικά και τον άνθρωπο έτσι, όπως κάναμε με τον σύμπαντα Κόσμο, επειδή και ο άνθρωπος είναι ένας μικρός Κόσμος. Γιατί έχει και ο άνθρωπος νου, λογική και σώμα θείο και θνητό, όπως έχει και το σύμπαν, και έχει διαιρεθεί κατά αναλογία προς το σύμπαν. Για αυτό και μερικοί συνηθίζουν να λένε ότι το νοητικό του μέρος αντιστοιχεί στην σφαίρα των απλανών, το θεωρητικό μέρος της λογικής στον Κρόνο, το πολιτικό της μέρος στον Ζεύς, και από το άλογο μέρος το θυμοειδές στον Άρη, το φωνητικό στον Ερμή, το επιθυμητικό στην Αφροδίτη, το αισθητικό στον Ήλιο, το φυτικό στην Σελήνη, και, τέλος, το αυγοειδές όχημα στον ουρανό και το θνητό σώμα στην υποσελήνια περιοχή. Προκειμένου, λοιπόν, να δεις και με επιμέρους τρόπο το σύμπαν, έχει συμπαραταχθεί με ολόκληρη τη φυσιολογία η αναφορά στον άνθρωπο.»[12]

Εν συνεχεία θα αναφέρουμε πως ο Πρόκλος μας λέγει ότι :

«Η φιλοσοφία στην λήθη και στην ανάμνηση των αΐδιων Λόγων αποδίδει την απομάκρυνση από τους θεούς και την επιστροφή αντίστοιχα. Ενώ οι Χαλδαίκοί Χρησμοί τις αποδίδουν στην λήθη και στην ανάμνηση των Πατρικών συμβόλων αντίστοιχα. Όμως και οι δύο επί της ουσίας συμφωνούν διότι η ψυχή έχει συσταθεί από τους ιερούς νοητικού Λόγους και από τα θεία σύμβολα. Εκ των οποίων οι μεν ιεροί Λόγοι προέρχονται εκ των νοητικών Ειδών/Ιδεών, τα δε Πατρικά σύμβολα προέρχονται εκ των θείων Ενάδων. Και είμαστε εικόνες των νοητικών ουσιών και αγάλματα των αγνώστων συμβόλων. Και όπως ακριβώς κάθε ψυχή είναι πλήρωμα όλων των Ειδών/Ιδεών και έχει λάβει υπόσταση από μία αιτία, έτσι μετέχει σε όλα τα σύμβολα μέσω των οποίων συνάπτεται με τον Θεό, ενώ η ύπαρξή της έχει καθοριστεί μέσα σε ένα, με το οποίο ολόκληρο το πλήθος που έχει μέσα της συνάγεται σε μια κορυφή.»[13]

Δηλαδή :

Η ψυχή έχει συσταθεί από :

Τους προερχόμενους εκ των νοητικών Ειδών/Ιδεών ιερούς Λόγους.
Τα προερχόμενα εκ των θείων Ενάδων θεία σύμβολα.
Ως ψυχές είμαστε :

εικόνες των νοητικών ουσιών.
αγάλματα των αγνώστων συμβόλων.
Επίσης ως ψυχές είμαστε :

Πληρώματα όλων των Ειδών/Ιδεών υποστασιοποιημένα εκ μίας αιτίας.
Μετέχουμε σε όλα τα Πατρικά σύμβολα μέσω των οποίων συνδεόμαστε με τον Θεό.
Η ύπαρξή μας έχει καθοριστεί μέσα ένα, με το οποίο ολόκληρο το πλήθος που έχουμε μέσα μας συνάγεται σε μια κορυφή.
Εξ ου και συμφώνως με τον Πρόκλο :

«η ψυχή γίνεται υμνωδός των Θείων, κατά τον Χαλδαϊκό Χρησμό, καθώς προβάλλει τα άρρητα σύμβολα του Πατρός και προσφέρει στον Πατέρα αυτά, τα οποία τοποθέτησε ο Πατήρ μέσα της κατά την πρώτη εμφάνιση της ουσίας της. Τέτοιοι, λοιπόν, είναι οι νοεροί και αφανείς ύμνοι της αναγομένης ψυχής, που ανακινούν τη μνήμη των αρμονικών Λόγων, οι οποίοι φέρουν απόρρητες εικόνες των θείων δυνάμεων που έχει μέσα της η ψυχή.»[14]

Μάλιστα, συμφώνως με τον Πρόκλο, και όσο αφορά την ψυχή και τις θείες αυτής δυνάμεις :

«το της “Ψυχῆς βάθος” είναι τριμερές. Το ακρότατο μέρος της, που είναι ενωμένο με τα νοητά λέγεται νόηση. Το έσχατο, που γνωρίζει τα αισθητά δια της κοινής αίσθησης, λέγεται δόξα (δοξασία). Το δε μεσαίο, που εκ φύσεως πορεύεται άλλοτε ψηλά και άλλοτε χαμηλά, λέγεται διάνοια. Και μέχρι τούτα είναι ο άνθρωπος, δηλ. μέχρι τον νου, την διάνοια και την δόξα(σια). Μετά από αυτά βρίσκεται το ζώο (=το ζωώδες μέρος). Γιατί η φύση του ζωώδους μέρους είναι πολυποίκιλη, ενώ η φύση του ανθρώπου (=του ανθρώπινου μέρους) ανήκει στη θεϊκή περιοχή. Και η μεν επιθυμία είναι πολυκέφαλο θηρίο, ο δε θυμός λεοντώδης, ενώ ο Λόγος (=η λογική) είναι ο αληθινός άνθρωπος. Υπάρχει όμως και άλλος άνθρωπος θεϊκότερος, ο νοητικός, τον οποίον “αυτοάνθρωπο” λέγουν οι των Ειδών φιλοθεάμονες. Είναι λοιπόν τριών ειδών οι άνθρωπος. Άλλος είναι νοητικός και μονοειδής), άλλος λογικός τριμερής και τριδύναμος, ο δε αισθητικός πολύμορφος και παντοδαπός. Και αυτό που (συ)λογίζεται και στοχάζεται είμαστε εμείς.    

Κατέχουμε τα Είδη/Ιδέες με δύο τρόπους, μέσα στην ψυχή ανεπτυγμένα και χωρισμένα, και μέσα στον νου όλα μαζί. Και άλλος είναι ο κατά μέθεξη νους, που δικαιότερο είναι να τον αποκαλούμε νοητική φώτιση, και άλλος ο ουσιώδης. Κατά μέθεξη νους είναι αυτός τον οποίο έχει η ψυχή και ο οποίος αποτελεί κατοχή όλων των αγαθών που κατέρχονται στην ψυχή από τον νου. Και ο ουσιώδης νους είναι δυο ειδών, ένας αμέθεκτος και ένας άλλος μεθεκτός που τον καλούμε μερικό νου. Και έχουμε αυτόν τον νου όλοι από κοινού και καθένας χωριστά στον βαθμό που κάθένας τον έχει ολόκληρο. Και τα ψυχικά Είδη συμπληρώνουν την ουσία μας, ενώ τα νοητικά μας συμπληρώνουν και μας κοσμούν. Και τα νοητικά Είδη είναι ενωμένα, ενώ τα ψυχικά Είδη είναι διαιρεμένα. Έχουμε όμως και τον Θεο ως αυτόν που επιβαίνει στην νοητή Φύση.»[15]

Κατανοούμε λοιπόν πως συμφώνως και με τον θειότατο Πλωτίνο:

«ο άνθρωπος ταυτίζεται με την λογική ψυχή και, όταν συλλογιζόμαστε, είμαστε αληθινά εμείς, επειδή οι λογισμοί είναι ενέργειες της ψυχής. Πως σχετιζόμαστε με τον νου ; Ονομάζω νου όχι την έξη που έχει η ψυχή λόγω αυτού αλλά τον ίδιο τον νου. Αλλά ακόμα και ο νους που κατέχουμε είναι υπεράνω ημών. Τον κατέχουμε ο καθένας ξεχωριστά και όλοι από κοινού. Από κοινού, επειδή είναι ένας και αδιαίρετος και παντού ο ίδιος. Ο καθένας ξεχωριστά, επειδή ο καθένας τον κατέχει ολόκληρο στην πρώτη ψυχή. Έχουμε επίσης τα Είδη/Ιδέες με δύο τρόπους, στην ψυχή ανεπτυγμένα και η ξεχωριστά και στον νου όλα μαζί. Τον Θεό πως ; Ως μια αρχή η οποία ίπταται πάνω από την νοητή Φύση και από την όντως ουσία, ενώ εμείς είμαστε στην τρίτη θέση.»[16]

Μάλιστα :

«όταν είμαστε παιδιά, ενεργεί κυρίως η σύνθεση και πολύ λίγο φωτίζεται αυτή από ψηλά. Όταν αυτό το φως δεν ενεργεί πάνω μας, έχει στραμμένη την ενέργειά του προς τα επάνω. Ενεργεί πάνω μας, όταν κατεβαίνει προς το μέσον της ψυχής. Τι δεν είμαστε εμείς το ανώτερο μέρος ; Ναι, αλλά πρέπει να έχουμε συνειδητή αντίληψη αυτού, γιατί δεν χρησιμοποιούμε πάντοτε όσα κατέχουμε, αλλά μόνο όταν στρέψουμε το μέσο προς τα πάνω ή προς τα κάτω και όταν κάνουμε ενέργεια όσα διαθέτουμε δυνάμει.»[17]

Ο στροφή της ψυχής προς αυτόν τον νου, τον μεθεκτό νου που κατέχουμε όλοι από κοινού και ο καθείς ξεχωριστά, προς τον Διόνυσο – εξ ου και ο Πρόκλος λέγει πως «ο εντός μας νους είναι διονυσιακός, πραγματικό άγαλμα του Διονύσου»[18] – την καθιστά νοητική και μέσω αυτού θεάται τα νοητά – γι’ αυτό και ο Πρόκλος μας λέγει αφενός πως :

«ο Σωκράτης στον “Φαίδρο” λέγει πως ο επιμέρους νους θεάται τον “υπερουράνιο τόπο”. Γιατι αυτός είναι “ο κυβερνήτης της ψυχής“ όπως έχει ειπωθεί σωστά από τους προκατόχους μας.»[19],

αφετέρου όταν αναφέρεται στην «όντως ουσία», την νοητή, λέγει ότι :

«Λέγεται ουσία που υπάρχει πραγματικά, επειδή έχει μετάσχει στο πρωταρχικό ΟΝ. Γιατί σε όλα το είναι και το όντως είναι υπάρχει ως έκγονο της νοητής ουσίας. Γιατί, όπως το ένα προέρχεται από την πρώτη αρχή που βρίσκεται προ των νοητών, έτσι και η φύση της ουσίας προέρχεται από τα νοητά, γιατί εκεί βρίσκεται το “Εν-Ον”. Λέγεται ακόμη “θεατή από τον κυβερνήτη της ψυχής”, επειδή έλαβε μια νοητή υπεροχή σε σχέση με τους άλλους νοητικούς θεούς. Το νοητό αγαθό της, λοιπόν, το διασαφηνίζει από τον νου που την γνωρίζει. Και αυτό λοιπόντο νοητό, όπως ακριβώς και η όντως ΟΝ, έχει φτάσει σε αυτήν από τους ενιαίους Θεούς (=από τους νοητούς). Γιατί εκείνα είναι νοητά και πρωταρχικά αίτια όλων των νοητών κατά τρόπο πρωταρχικό και αμεθέκτως. Και συμπίπτουν αυτά το ένα με το άλλο, το όντως ΟΝ και το νοητό. Γιατί καθετί το νοητό είναι και πραγματικά ΟΝ και καθετί το πραγματικό ΟΝ είναι νοητό. Γιατί και ο νους είναι νοητός με βάση το ΟΝ που υπαρχει μέσα σε αυτόν, ενώ με βάση τη γνωστική του ικανότητα είναι νους. Γι΄ αυτό και κάθε νους χορηγεί τη γνώση, ενώ κάθε νοητό την ουσία. Όποιο από τα δύο υπάρχει πρώτα, αυτό φωτίζει και τους επόμενους διακόσμους.     Το τρίτο λοιπόν, δηλαδή “το γένος της όντως επιστήμης”, γύρω από αυτή λέγεται ότι έχει εγκατασταθεί. Γιατί αυτά τα δύο αναβιβάζουν στην θέαση εκείνης της ουσίας, δηλαδή “ο νους ο κυβερνήτης της ψυχής” (είναι αυτός ο επιμέρους νους, ο υπεριδρυμένος των ψυχών, ο οποίος τις ανάγει στον πατρικό όρμο) και “η αληθινή επιστήμη” η οποία είναι η τελείωση της ψυχής. Γιατί αυτή ενεργεί γύρω από αυτή την ουσία σαν να χορεύει γύρω από το όντως ΟΝ μεταβατικά, ενώ ο νους τη θεάται χρησιμοποιώντας την απλή νόηση.»[20]

Μάλιστα ο Ερμείας λέγει πως :

«Οι παλαιοί κυρίως ψυχή καλούσαν την λογική ψυχή. Το ανώτερο αυτής το έλεγαν νου, ενώ το κατώτερο αυτή το ονόμαζαν όχι απλά ψυχή, αλλά άλογη ψυχή και θνητό είδος ζωής και δεύτερο ίχνος ζωής και άλογη ζωή, ή και εμψύχωση του πνεύματος και περί τα σώματα ζωή κα άλλα τέτοια. Κυρίως ψυχή αποκαλούσαν την λογική ψυχή, και κυρίως άνθρωπο την λογική ψυχή.»[21]

Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι :

«”Ψυχῆς βάθος” οι παλαιοί έλεγαν “τὰς τριπλᾶς αὐτῆς γνωστικὰς δυνάμεις φησί, νοεράς, διανοητικάς, δοξαστικάς”.»[22]

Δηλ. έχουμε :

”Ψυχῆς βάθος” = οι τριπλές γνωστικές δυνάμεις της ψυχής – νοητική, διανοητική, δοξαστική.
Αλλιώς ο άνθρωπος :

Η Νόηση, γνωρίζει τα νοητά με τα οποία είναι ενωμένη.
Η Διάνοια, γνωρίζει τα διανοητά και πορεύεται άλλοτε ψηλά και άλλοτε χαμηλά.
Η Δόξα = γνωρίζει τα αισθητά δια της κοινής αίσθησης.
Εξ ου και ο Ερμείας μας λέγει πως :

«Η λογική ψυχή έχει δύο μέρη: τη διάνοια και την δόξα. Η διάνοια επίσης χωρίζεται σε κατώτερο μέρος που λέγεται διάνοια και το ανώτερο που λέγεται νους. Με αυτό το νου, γίνεται νοητική και για αυτό μερικοί την έχουν ονομάσει <εν δυνάμει νου>. Υπάρχει όμως και ένα άλλο μέρος, πιο πάνω από το νου, που ονομάζεται “Εν” της ψυχής, το οποίο είναι ίνδαλμα του υπερούσιου “Εν-Αγαθού” και ενίζει τη ψυχή. Με αυτό το ψυχικό “Εν”, η ψυχή θέλει τα αγαθά και επικοινωνεί με τους Θεούς.»[23]

Αυτές οι 3εις δυνάμεις ανήκουν στην λογική ψυχή, στον αληθινό άνθρωπο, ο οποίος δια αυτών θεάται συζύγως όλα τα νοητά με την απλή, ενοειδή και νοητική γνώση, εξετάζει τους ενδιάμεσους των όντων Λόγους με την επιστημονική και διανοητική των Ειδών/Ιδέών ανέλιξη και σύνθεση, διακρίνει δεόντως όλα τα «μη-όντα» που ωστόσο «γίνονται» (δημιουργούνται) και «καταστρέφονται» αεί, τα αισθητά, με την «δόξα» (=υποκείμενη γνώμη) και την «αίσθηση», «που απέχει τρείς θέσεις από την αλήθεια» και εφάπτεται των γνωστικών αντικειμένων μέσω των οικείων της οργάνων, τέλος δε γνωρίζει τα εικαστά που είναι είδωλα των αισθητών πραγμάτων μέσω της εικαστικής (=απεικονιστικής) δύναμης της.

Άλλωστε και ο Πλάτων στον «Τίμαιο», διακρίνει τις γνώσεις κατ’ αναλογία προς τα όντα, μας παραγγέλνει να κρίνουμε τα όντα με βάση την «νόηση» και τον «Λόγο», ενώ με την «δόξα» (=υποκείμενη γνώμη) και την «αίσθηση» τα «μη-όντα» που ωστόσο «γίνονται» (δημιουργούνται) και «καταστρέφονται» αεί. Και των μεν όντως Όντων οι λόγοι είναι αδιάψευστοι και αμετακίνητοι, ενώ οι Λόγοι αυτών στα οποία δεν έλαχε τέτοια φύση, αλλά κινούνται εν τη γενέσει, είναι εικαστικοί (=απεικαστικοί) και μετέχουν «τοῦ προστυχόντος» (=στην τυχαιότητα).

Εξ ου και ο Πρόκλος μας λέγει πως :

«ο Πλάτων στην “Πολιτεία” διαιρεί τα γνωστικά αντικείμενα και ξεχωρίζει τις γνώσεις και απονέμει κατά αντιστοιχεία τις γνώσεις στα γνωστικά αντικείμενα. Γιατί αφού χωρίσει τα όντα σε νοητά και αισθητά, και αφού χώρισε πάλι τα νοητά σε νοητά και διανοητά και τα αισθητά σε αισθητά και εικονικά, απέδωσε ως γνώση στα νοητά, που είναι τα πρώτα από τις τέσσερις κατηγορίες, τη νόηση, στα διανοητά την διάνοια, στα αισθητά την πίστη και στα εικονικά την εικασία. Και εμφανίζει την εικασία να έχει προς την αίσθηση την ίδια σχέση που έχει η διάνοια προς την νόηση. Γιατί η εικασία γνωρίζει τις εικόνες των αισθητών οι οποίες εμφανίζονται μέσα στα ύδατα και στις υπόλοιπες αντανακλάσεις επιφάνειες και έχουν την τελευταία σειρά μέσα στα όντα, αφού στην πραγματικότητα είναι εικόνες εικόνων, είδωλα ειδώλων,. Και η διάνοια παρατηρεί τις εικόνες των νοητών οι οποίες κατέβηκαν στο πλήθος και στη διαίρεση από τα πρώτα, απλά και αδιαίρετα Είδη για αυτό η γνώση της διάνοιας είναι εξαρτημένη από άλλες προγενέστερες υποθέσεις, ενώ η νόηση ανάγεται στην ίδια ανυπόθετη αρχή. Αν λοιπόν τα μαθηματικά Είδη δεν έλαβαν την αδιαίρετη υπόσταση που είναι καθαρή από κάθε διαίρεση και ποικιλία, ούτε όμως και την υπόσταση που αναγνωρίζεται από την αίσθηση και είναι ευμετάβλητη και εντελώς διαιρετή, είναι προφανές στον καθένα ότι ως προς την ουσία τους είναι διανοητά και ότι η διάνοια είναι η δύναμη που κυριαρχεί σε αυτά και τα αναγνωρίζει, όπως ακριβώς η αίσθηση είναι η δύναμη που αναγνωρίζει τα αισθητά και η εικασία τα εικονικά. Για αυτό και ο Σωκράτης ορίζει ότι η γνώση των μαθηματικών είναι αμυδρότερη από την πρωταρχική επιστήμη και καθαρότερη από την αντιληπτική ικανότητα της δοξασίας. Γιατί οι μαθηματικές επιστήμες είναι πιο αναπτυγμένες και πιο αναλυτικές από την ενατένιση της νόησης, ενώ οι συλλογισμοί τους είναι πιο σταθεροί και πιο αδιάψευστοι από τη δοξασία. Και η εκκίνησή τους από κάποιες υποθέσεις τις κάνει κατώτερες απο την πρωταρχική επιστήμη, ενώ η ενασχόλησή τους με αύλα Είδη κάνει τη γνώση τους τελειότερη από τη γνώση των αισθητών. Τη δύναμη, λοιπόν, που γνωρίζει όλα τα μαθηματικά την ορίζουμε έτσι σύμφωνα με τον Πλάτωνα. Είναι η διάνοια η οποία είναι τοποθετημένη πάνω από τη δοξασία και υπολείπεται της νοήσεως.»[24]


Υπάρχει όμως και η άλογη ψυχή, το θνητό μέρος μας, έτσι έχουμε :

Λογική, ο αληθινός άνθρωπος = η αΐδια ψυχή λογική ψυχή.
Άλογη ψυχή, θνητή ψυχή που αποτελείται εκ των εξής:
Ο Θυμός (=το θυμικό) = είναι λεοντώδης.
Η Επιθυμία (=το επιθυμητικό) = είναι πολυκέφαλο θηρίο. Εξ ου και την ανθρώπινη ουσία ο Πλάτων στο ένατο βιβλίο της “Πολιτείας” την παρομοιάζει με ένα ζωντανό πλάσμα που η φύση του είναι μείξη ανθρώπου, λιονταριού και ενός πολυκέφαλου θηρίου, που το εξωτερικό του το περιτυλίγει ολόκληρο, σαν θήκη και περίβλημα.[25]
Υπάρχει όμως και ανώτερος άνθρωπος, ο νοητικός. Έτσι έχουμε :

Ο νοητικός άνθρωπος, ο «αυτάνθρωπος» που είναι μονοειδής.
Ο λογικός άνθρωπος που είναι τριδύναμος : όπου οι 3-εις γνωστικές δυνάμεις της ψυχής είναι η νοητική, η διανοητική & η δοξαστική.
Ο αισθητικός άνθρωπος = πολυειδής και παντοδαπός.
Εξ ου και ο Πορφύριος λέγει στην Μαρκέλα αφενός πως :

«εγώ δεν είμαι για σένα ο συγκεκριμένος χειροπιαστός άνθρωπος που τον αντιλαμβάνεσαι με τις αισθήσεις σου, αλλά ο τελείως απομακρυσμένος από το σώμα, ο αχρώματος και ασχημάτιστος, αυτός που τα χέρια δεν μπορούν να τον αγγίξουν και μόνο η διάνοια τον αγγίζει και μπορεί να τον συλλάβει. Και τις αρχές που είναι εγκατεστημένες μέσα μας δεν τις παίρνουμε από τα εξωτερικά πράγματα Παίρνουμε.»[26]

Αφετέρου ότι :

«Όσο για την σκιά μου και την ορατή εικόνα μου[27], ούτε η παρουσία της θα σε ωφελήσει ούτε η απουσία τους θα σε κάνει να πονέσεις, εσένα που ασκείσαι στην φυγή από το σώμα. Θα μπορούσες, μάλιστα, να με συναντήσεις με τρόπο καθαρό, σε μια απόλυτα αληθινή παρουσία μου και επικοινωνία μαζί σου, νύχτα και ημέρα, μέσα στο πιο καθαρό και κάλλιστο τρόπο επικοινωνίας, αν ασκηθείς στην άνοδο προς τον εαυτό σου, συγκεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις σου που το σώμα έχει διασκορπίσει και κατακερματίσει σε ένα πλήθος μέλη, από την άλλοτε μεγάλη σε δύναμη και ισχύ ένωση. Θα συγκεντρώσεις και θα ενίσεις τις έμφυτες μέσα σου έννοιες, προσπαθώντας να βάλλεις σε τάξη αυτές που είναι συγκεχυμένες και να φέρεις στο φώς αυτές που είναι στο σκοτάδι. Από αυτά ξεκινώντας και ο θείος Πλάτων μας καλεί από τα αισθητά πρός τα νοητά.»[28]

 Μιας και όπως λέγει ο ίδιος ο Πορφύριος :

«Η ψυχή περιέχει τους Λόγους όλων των πραγμάτων, αλλά ενεργεί σύμφωνα με αυτούς είτε επειδή καλείται προς την ενέργεια αυτή από κάτι άλλο είτε επειδή αυτή επιστρέφει τον εαυτό της προς εκείνους. Και όταν μεν καλείται από κάτι άλλο είναι σαν να αποδίδει τις αισθήσεις προς τα εξωτερικά πράγματα, όταν όμως διεισδύει στον εαυτό της καταλαμβάνεται από νοήσεις.»[29]

Ενώ ο Ιάμβλιχος λέγει πως :

«ο άνθρωπος που νοείται ως θεοποιημένος, αυτός που από πριν ήταν ενωμένος με τη θέα των Θεών, μπήκε σε μια άλλη ψυχή, στην περί το ανθρώπινης μορφής είδος προσαρμοσμένη ψυχή, και εγένετο μέσα στα δεσμά της ανάγκης και της ειμαρμένης.»[30]

Επί της ουσίας και συμφώνως με τον Πρόκλο:

«υπάρχει μια ψυχή που είναι ξεχωριστή από το σώμα και από κάπου αλλού, από ψηλά από τους θεούς, κατεβαίνει σε τούτον τον θνητό τόπο, και άλλη ψυχή που λαμβάνει υπόσταση μέσα στο σώμα και είναι αχώριστη από τα αντικείμενα στα οποία κατοικεί. Η δεύτερη εξαρτάται από την Ειμαρμένη, ενώ η πρώτη εξαρτάται από την πρόνοια των Θεών ως προς την ουσία της.»[31]

Δηλαδή όπως λέγει και ο Ιάμβλιχος :

«Ο άνθρωπος έχει δυο ψυχές. Η μία προέρχεται από το πρώτο νοητό και μετέχει στη δύναμη του δημιουργού, ενώ η άλλη παραδίδεται εκ της των ουρανίων περιφοράς και σε αυτήν επισέρπει (διεισδύει) η θεοπτική ψυχή. Καθώς, λοιπόν, αυτά έχουν έτσι, η ψυχή που από των κόσμων κατεβαίνει σε εμάς, παρακολουθεί τις περιόδους του Κόσμου, ενώ η από του νοητού νοητά είναι παρούσα. Και υπερέχει από της γενεσιουργό ανακυκλώσεως, και με αυτήν λαμβάνει χώρα η λύσις της ειμαρμένη και η προς τους νοητούς θεούς άνοδος, και η θεουργία που ανεβαίνει προς το αγέννητο επιτελείται με βάση αυτή τη ζωή.»[32]

Άλλωστε όπως λέγει και ο Πλωτίνος :

«η αληθινή ουσία βρίσκεται εν τω νοητό Κόσμο. Νους είναι το άριστο αυτού του Κόσμου. Εκεί βρίσκονται και οι ψυχές. Από εκεί άλλωστε ήρθαν και εδώ. Εκείνος ο Κόσμος έχει ψυχές χωρίς σώματα, ενώ τούτος τις ψυχές που γίνονται εντός σωμάτων και κατανεμήθηκαν στα σώματα. Εκεί είναι μαζί ο νους όλος και όχι διαχωρισμένος ούτε μερισμένος, και όλες μαζί οι ψυχές είναι στον Κόσμο ο οποίος είναι Αιωνιότητα, και όχι σε τοπική απόσταση. Ο Νους είναι πάντοτε αδιαχώριστος και όχι διαιρετός, αλλά η ψυχή είναι αδιαχώριστη και αδιαίρετη εκεί. Η φύση της όμως είναι να μερίζεται. Διότι η διαίρεση της είναι η απομάκρυνσή της από τον νου και η έλευση της στο σώμα. Εξ ου και λέγεται ότι η ψυχή είναι “μεριστή περί τα σώματα”, διότι κατ’ αυτό τον τρόπο απομακρύνεται και μερίζεται. Πως όμως είναι και μεριστή ; Δεν απομακρύνεται στο σύνολό της, αλλά υπάρχει κάτι από αυτήν το οποίο δεν έχει έρθει[33], το οποίο είναι εκ φύσεως ανεπίδεκτο μερισμού. Έτσι το “από την αμέριστη και και από την μεριστή περί τα σώματα ουσία” που λέγει ο Πλάτων στον “Τίμαιο” έχει το ίδιο νόημα με το ότι η ψυχή έρχεται εκ των άνω και αυτό που είναι κάτω και αυτό που είναι εννωμένο με τον νοητό Κόσμο, αλλά απορρέει μέχρι να φτάσει σε αυτά τα μέρη, όπως μια γραμμή από ένα κέντρο. Φτάνοντας σε αυτό το μέρος, βλέπει αυτό με το οποίο σώζει την φύση του όλου σε αυτό ακριβώς το μέρος. Διότι, ακόμη και εδώ κάτω, δεν είναι μόνο μεριστή, αλλά και αμέριστη. Αυτό, δηλ., το στοιχείο της, που διαιρείται, διαιρείται αδιαίρετα. Διότι δίνει, πράγματι, τον εαυτό της στο όλον σώμα και δεν διαιρείται με το να δίνεται όλη στο όλον, ενώ διαιρείται με το να είναι παρούσα σε κάθε μέρος.»[34]

Επεξηγηματικά θα ακολουθήσουμε τον Πλωτίνο στα όσα λέγει:

«Σε τι λογής υποκείμενο ανήκουν η ηδονή και η λύπη, ο φόβος και η εμπιστοσύνη, η επιθυμία και απέχθεια ; Είναι στην ψυχή, είναι στην ψυχή που χρησιμοποιεί το σώμα ή είναι σε κάτι τρίτο που αποτελείται από ψυχή και σώμα ; Αυτή η τελευταία ερώτηση γίνεται διπλή : μήπως στο ίδιο το μείγμα ; Μήπως σε κάτι διαφορετικό που προκύπτει από την ανάμειξή τους ; Τα ίδια ερωτήματα μπορούν να τεθούν και για τις πράξεις και τις δοξασίες που προκύπτουν από αυτά τα πάθη. Για τις σκέψεις και τις δοξασίες οφείλουμε να ψάξουμε αν όλες ή μόνο ένα μέρος τους ανήκουν στο ίδιο το υποκείμενο με τα πάθη. Επίσης οφείλουμε να σκεφτούμε και τις νοήσεις και το υποκείμενο στο οποίο ανήκουν. Τέλος, οφείλουμε να δούμε ποιο τμήμα του εαυτού μας κάνει όλη αυτή την ανάλυση, θέτει όλα αυτά τα ερωτήματα και τα επιλύει. Και, κατ’ αρχάς, σε ποιο υποκείμενο ανήκει το αισθάνεσθαι ; Από εδώ αρμόζει να ξεκινήσουμε, αφού τα πάθη είναι ή αισθήσεις ή δεν υπάρχουν χωρίς αυτές.    Αλλά ως προς την ψυχή, κατ’ αρχάς, πρέπει να ερευνήσουμε αν η ψυχή είναι το “είναι” της ψυχής. Αν είναι έτσι, η ψυχή είναι κάτι το σύνθετο και δεν είναι παράλογο να παίρνει διάφορες μορφές, να αισθάνεται τα πάθη, στην περίπτωση που το λογικό της το επιτρέπει και, γενικότερα, να δέχεται τις χείριστες και τις βέλτιστες συνήθειες και διαθέσεις. Αλλά αν η ψυχή είναι ταυτόσημη με το “είναι” της, τότε είναι ένα Είδος. Δεν δέχεται εντός της καμία από τις ενέργειες που γεννά σε διαφορετικά από αυτήν υποκείμενα και έχει την ενέργειά της συμφυή και εντός της. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι ορθό να λέμε ότι είναι αθάνατη, γιατί το αθάνατο και άφθαρτο είναι απαθές, μοιράζεται στα άλλα “είναι”, αλλά δεν δέχεται τίποτα από αυτά, εκτός από αυτά που προηγούνται του ίδιου, από τα οποία δεν διαχωρίζεται και τα οποία υπερτερούν αυτού.»[35]

Εν συνεχεία :

«Ας εξετάσουμε τώρα την ψυχή μέσα στο σώμα, είτε υπάρχει πριν από αυτό ή απλώς εντός του και από αυτήν την ένωση ψυχής και σώματος “ονομάστηκε έμβιο το σύνολο”[36]. Αν το σώμα αποτελεί γι’ αυτήν χρηστικό όργανο, δεν υποχρεούται να προσλάβει τα σωματικά πάθη, όπως ο τεχνίτης δεν αισθάνονται όσα δοκιμάζουν τα εργαλεία του. Αλλά ίσως να πρέπει να αισθάνεται, ώστε να γνωρίζει μέσω των αισθήσεων όσα συμβαίνουν έξω από το σώμα για να το χρησιμοποιεί ως όργανο. Να χρησιμοποιεί ως όργανο. Να χρησιμοποιείς τα μάτια σου σημαίνει να βλέπεις. Αλλά ίσως να υπάρχει βλάβη και στο να βλέπεις και μπορεί να επιφέρει λύπη και πόνο και οτιδήποτε από τα συμβαίνοντα στο σώμα, επομένως και επιθυμία, όταν ζητείται η χρήση του οργάνου. Αλλά πως τα πάθη που έρχονται από το σώμα φτάνουν στην ψυχή ; το σώμα μπορεί να μεταδώσει κάτι από τον εαυτό του σε ένα άλλο σώμα, αλλά με ποιό τρόπο στην ψυχή ; Αυτό θα ήταν σαν να λέγαμε ότι, αν ένα πράγμα υφίσταται κάτι, και ένα άλλο διαφορετικό υφίσταται το ίδιο. Γιατί εφόσον το ένα είναι ο χρήστης και το άλλο το χρησιμοποιούμενο, είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Οπωσδήποτε αυτός που λέει ότι η ψυχή χρησιμοποιεί το σώμα ως όργανο τα διαχωρίζει. Αλλά πως ήταν μεταξύ τους προτού τα χωρίσει η φιλοσοφία ; Ήταν αναμεμειγμένα. Αλλά αν ήταν αναμεμειγμένα, υπήρχε ένα είδος μείγματος ή η ψυχή ήταν κάπως “διαπλεγμένη” μαζί με το σώμα ή ήταν ένα Είδος αχώριστο από την ύλη ή ήταν ένα Είδος που χειρίζεται την ύλη όπως ο κυβερνήτης το τιμόνι του, ή ένα μέρος της συνδέονταν έτσι, το άλλο αλλιώς – εννοώ ότι ένα μέρος είναι χωριστό, αυτό που χρησιμοποιεί το σώμα, και το άλλο αναμεμειγμένο με το σώμα, στο επίπεδο της χρήσης. Σε αυτή την περίπτωση, η φιλοσοφία οφείλει να στρέψει το χαμηλό μέρος προς το μέρος που είναι ο χρήστης του σώματος και αυτό εδώ να το απομακρύνει από το χρησιμοποιούμενο, ώστε, αν δεν υπάρχει απόλυτη ανάγκη, να μην το χρησιμοποιεί ποτέ καθόλου.     Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι αναμείχτηκαν. Με αυτή την ένωση, το χειρότερο μέρος βελτιώνεται και το καλύτερο μέρος χειροτερεύει. Το σώμα βελτιώνεται παίρνοντας τη ζωή, η ψυχή χειροτερεύει παίρνοντας θάνατο και αλογία. Με ποιο τρόπο σε μια ψυχή, από την οποία αφαιρέθηκε η ζωή, θα δίνονταν ως προσθήκη το αισθάνεσθαι ; Αντίθετα, δεχόμενο ζωή, το σώμα συμμετέχει στις αισθήσεις και στα πάθη που προκύπτουν από αυτές. Έτσι, του γεννάται η επιθυμία, γιατί το σώμα απολαμβάνει τα πράγματα που ποθεί. Νιώθει φόβο γι’ αυτό το ίδιο, επειδή είναι αυτό που θα στερηθεί τις ηδονές και θα καταστραφεί. Ας ερευνήσουμε και τον τρόπο ένωσης της ψυχής με το σώμα. Ίσως να μην είναι πιο πιθανή από όσο, για παράδειγμα, εκείνης μιας γραμμής και του λευκού χρώματος, δηλαδή δυο διαφορετικών φύσεων. Πρόκειται για μια διαπλοκή ; Η διαπλοκή δεν γεννά όμως συμπάθεια. Τα διαπλεκόμενα μπορεί να μην αισθάνονται τίποτε το ένα για το άλλο. Η ψυχή, όσο και αν διαχέεται μέσα στο σώμα, μπορεί να μην δοκιμάζει πάθη και να είναι σαν το φως, ιδίως αν τη σκεφτούμε να διαπλέκεται μέσα στο περιβάλλον από όπου διέρχεται. Η ψυχή δεν θα συναισθάνεται τα πάθη του σώματος, επειδή διαπλέκεται μαζί του, αλλά θα είναι εντός του σώματος όπως το είδος είναι στην ύλη. Αφού όμως είναι ουσία, η ψυχή θα είναι ένα Είδος ξεχωριστό από το σώμα, και είναι καλύτερα να τη σκεφτόμαστε ως χρήστη του σώματος. Είναι κάτι σαν το είδος που δίνουμε στον σίδερο για να κατασκευάσουμε έναν πέλεκυ. Τότε, είναι ο πέλεκυς ως ένωση σιδήρου και Είδους που πράττει, είναι ο σίδηρος ο προικισμένος με ένα κάποιο Είδος που πράττει ανάλογα με αυτό το Είδος. Επομένως, είναι στο σώμα που πρέπει να αποδώσουμε τα πάθη που μοιράζεται με την ψυχή, αλλά στο ζωντανό σώμα, δηλαδή “στο φυσικό οργανικό σώμα που κατέχει εν δυνάμει τη ζωή”. Ο Αριστοτέλης λέει ότι, αν είναι παράλογο “να ισχυριστούμε ότι η ψυχή υφαίνει”, είναι το ίδιο παράλογο να υποστηρίζουμε ότι αυτή επιθυμεί και υποφέρει. Όλα αυτά αναφέρονται στο ζωντανό πλάσμα.     Αλλά τι είναι το ζωντανό πλάσμα ; Το ζωντανό πλάσμα, η ψυχή και το σώμα από κοινού ή κάτι τρίτο που προέρχεται από τα δυο άλλα ; Όπως και να έχει, η ψυχή πρέπει παραμένοντας απαθής, να είναι για το σώμα η αιτία των παθών ή να υποφέρει μαζί του – και αν υποφέρει μαζί του, τότε, είτε αισθάνεται το ίδιο είτε παρόμοιο πάθος με αυτό, όπως, επί παραδείγματι, σε μία επιθυμία του ζωντανού όντος αντιστοιχεί μια ενέργεια ή ένα πάθος στο επιθυμητικό μέρος της ψυχής. Θα εξετάσουμε αργότερα με ποιο τρόπο υποφέρει το οργανικό σώμα. Ας ερευνήσουμε προς το παρόν με ποιο τρόπο πάσχει η ένωση ψυχής και σώματος και, για παράδειγμα, πως υποφέρει. Άραγε, υπάρχει μια διάθεση του σώματος, ώστε ένα τέτοιο πάθος να μεταδίδεται στις αισθήσεις και να καταλήγει στην ψυχή ; αλλά δεν έγινε ακόμη φανερό με ποιο τρόπο γεννάται η αίσθηση. Κατόπιν, μερικές φορές η λύπη αρχίζει από μια γνώμη ή μια κρίση που προλέγει κάτι κακό για μας ή για κάποιον από τους οικείους μας. Από εδώ ξεκινά η λυπηρή διάθεση που επηρεάζει το σώμα και όλο το ζωντανό ον. Αλλά δεν γνωρίζουμε αν στην ψυχή ή στην ένωση ψυχής και σώματος πρέπει να αποδώσουμε αυτή τη γνώμη. Επί πλέον, μια γνώμη για κάτι κακό δεν περικλείει διόλου το αίσθημα της λύπης. Αυτή η γνώμη μπορεί να υπάρχει χωρίς να προστίθεται διόλου η λύπη. Έτσι, μπορούμε να κρίνουμε ότι μας περιφρονούν χωρίς να οργιζόμαστε ή να συλλογιζόμαστε κάποιο αγαθό χωρίς να ξεσηκωνόμαστε από επιθυμία. Υπό ποια έννοια, λοιπόν, αυτά τα πάθη είναι κοινά στο σώμα και στη ψυχή ; Μήπως επειδή η επιθυμία προέρχεται από το επιθυμητικό, ο θυμός από το θυμικό και, γενικά, κάθε τάση από τις συνολικές ροπές ; Αλλά τότε τα πάθη δεν είναι πλέον κοινά στ σώμα και την ψυχή – ανήκουν ολοκληρωτικά στην ψυχή. Όχι, λένε, και στο σώμα επίσης, γιατί είναι αναγκαία μια ζέση του αίματος και της χολής και, γενικά, κάποια σωματική διάθεση για να ξυπνήσουν οι επιθυμία για το καλό δεν είναι κοινό πάθος αλλά ιδίον της ψυχής, όπως και πολλές άλλες επιθυμίες, η λογική εξέταση δεν τις αποδίδει όλες στην ένωση ψυχής και σώματος. Άλλα όταν ένας άνθρωπος έχει ερωτικές επιθυμίες, είναι αυτός που επιθυμεί, υπό άλλη έννοια, όμως, το επιθυμητικό μέρος της ψυχής που επιθυμεί. Υπό ποια έννοια ; Μήπως ο άνθρωπος αρχίζει να επιθυμεί και το επιθυμητικό ακολουθεί ; αλλά πως γίνεται να επιθυμεί ο άνθρωπος χωρίς να έχει ξυπνήσει το επιθυμητικό ;Επομένως, το επιθυμητικό αρχίζει ; αλλά πως γίνεται να αρχίζει, αν το σώμα δεν έχει λάβει προηγουμένως εκείνη ή τν άλλη διάθεση ;     Ίσως όμως είναι καλύτερα να πούμε ότι αυτές οι δυνάμεις, με την παρουσία τους και μόνο, ωθούν αυτούς που τις έχουν, ενώ οι ίδιες παραμένουν ακίνητες και προσφέρουν μόνο τη δύναμη να πράττουν όσοι τις έχουν. Αν είναι έτσι, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, όταν ζωντανό ον πάσχει, η αρχή της ζωής της ένωσης είναι η ίδια απαθής στα πάθη και τις ενέργειες που ανήκουν μόνο στο ζωντανό ον, όμως δεν είναι διόλου η ψυχή, αλλά η ένωση που έχει τη ζωή, ή, τουλάχιστον, ή ζωή της ένωσης δεν είναι εκείνη της ψυχής, και δεν είναι διόλου το αισθητικό που αισθάνεται, αλλά η ύπαρξη που κατέχει αυτό το μέρος της ψυχής. Όμως, αν αίσθηση είναι μια κίνηση που διατρέχει το σώμα και καταλήγει στην ψυχή, πως γίνεται η ψυχή να μην αισθάνεται ;Υπάρχει αίσθηση χάρη στο αισθητικό τμήμα της ψυχής. Ποιος αισθάνεται τότε ;η ένωση. Αλά αν το αισθητικό δεν κινείται, πως μπορούμε να μιλήσουμε για σύνθεση, όταν δεν συνυπολογίζουμε την ψυχή και τα μέρη της ;     Είναι γιατί, προκειμένου να υπάρχει αυτή η σύνθεση, η ψυχή, με την παρουσία της και μόνο, δεν δίναται η ίδια όπως είναι στη σύνθεση ή σε κάποιο από τα μέρη της, αλλά, από το ζωντανό σώμα και χάρη σε κάποιο είδος φωτισμού που του παρέχει, παράγει κάτι νέο, που είναι η φύση του έμβιου όντος. Σε αυτή τη φύση ανήκουν αισθήσεις και πάθη που αποδίδουμε στο έμβιο. Αλλά πως αισθανόμαστε εμείς ; Γιατί δεν είμαστε διόλου ξεχωριστοί από το έμβιο που σχηματίστηκε με αυτόν τον τρόπο, όπως δεν είμαστε ξεχωριστοί και από τα άλλα πολυτιμότερα στοιχεία που εισχωρούν στην όλη ουσία του ανθρώπου, η οποία σχηματίζεται από πολυάριθμα τέτοια στοιχεία. Όσο για το αισθάνεστε, οφείλει να αντιλαμβάνεται όχι τα αισθητά, αλλά τα αποτυπώματα που σχηματίζονται στο έμβιο λόγω της αίσθησης, τα αποτυπώματα αυτά είναι νοητά. Η εξωτερική αίσθηση είναι αντανάκλαση της αίσθησης της ψυχής, που είναι αληθέστερη και απαθέστερη θεώρηση των Ειδών. Από αυτά τα Είδη γεννιούνται οι σκέψεις, οι γνώμες και οι διανοητικοί όροι, από τις οποίες η ψυχή δέχεται την ηγεμονική θέση που έχει αυτή μόνο στο έμβιο. Εδώ κυρίως είμαστε οι εαυτοί μας. Όσα γίνονται προηγουμένως είναι και αυτά δικά μας, αλλά είναι πέρα από αυτό το σημείο που γινόμαστε εμείς, οι οποίοι διευθύνουμε το έμβιο εκ των άνω.      Τίποτε δεν μας εμποδίζει να δώσουμε το όνομα έμβιο στο σύνολο που περιλαμβάνει τα κατώτερα αι μεικτά του σώματος μέρη και, πέρα από εκεί, ένα ανώτερο μέρος που είναι ο αληθινός άνθρωπος. Τα κατώτερα μέρη είναι, μέσα μας, “είναι λεοντώδες” και ”ποικίλον θηρίο”.»[37]

Κατανοούμε λοιπόν πως συμφώνως και με τον θειότατο Πλωτίνο :

«ο άνθρωπος ταυτίζεται με την λογική ψυχή και, όταν συλλογιζόμαστε, είμαστε αληθινά εμείς, επειδή οι λογισμοί είναι ενέργειες της ψυχής. Πως σχετιζόμαστε με τον νου ; Ονομάζω νου όχι την έξη που έχει η ψυχή λόγω αυτού αλλά τον ίδιο τον νου. Αλλά ακόμα και ο νους που κατέχουμε είναι υπεράνω ημών. Τον κατέχουμε ο καθένας ξεχωριστά και όλοι από κοινού. Από κοινού, επειδή είναι ένας και αδιαίρετος και παντού ο ίδιος. Ο καθένας ξεχωριστά, επειδή ο καθένας τον κατέχει ολόκληρο στην πρώτη ψυχή. Έχουμε επίσης και Είδη με δύο τρόπους, στην ψυχή ανεπτυγμένα και η ξεχωριστά και στον νου όλα μαζί. Τον Θεό πως ; Ως μια αρχή η οποία ίπταται πάνω από την νοητή Φύση και από την όντως ουσία, ενώ εμείς είμαστε στην τρίτη θέση. Η Ψυχή λέει η Πλάτων, αποτελείται “από μια αμέριστη ουσία” που έρχεται από άνωθεν “και από την μερισμένης περί τα σώματα”. Πρέπει να εννοήσουμε το “μεριστή περί τα σώματα” με τον ακόλουθω τρόπο : ότι διανέμεται σε όλη την έκταση ενώς σώματος, ανάλογα με το μέγεθος του όντος, ώστε και για όλο το σύμπαν υπάρχει μια ψυχή. Μπορούμε επίσης να το εννοήσουμε έτσι : φανταστείτε ότι είναι παρούσα στα σώματα επειδή τα φωτίζει. Δεν παράγει τα ζωντανά συνθέτοντάς τα από ένα σώμα και από την ίδια. Μένει ακίνητη και δεν δίνει από τον εαυτό της παρά μόνο είδωλά της, σαν πρόσωπα μέσα σε σε πολλά κάτοπτρα. Το πρώτο της είδωλο είναι η αίσθηση που υπάρχει στο σύνθετο δημιούργημα. Από την αίσθηση προέρχεται κάθε είδους ψυχή. Η μία παράγεται από την άλλη και καταλήγουν στην δύναμη της γεννήσεως και αυξήσεως και, κατόπιν, στην δύναμη να παράγουν και να επιτελούν κάτι διαφορετικό από την ψυχή, ενώ η παράγουσα ψυχή είναι στραμμένη προς το παραγόμενο πλάσμα.»[38]

Εξ ου και ο Πλωτίνος θα μας πει :

«Έτσι λοιπόν το εμείς χρησιμοποιείται με δύο τρόπους, είτε σημαίνοντας την ψυχή μαζί με το θηρίο είτε αυτό που υπερβαίνει το θηρίο. Θηρίο είναι το σώμα που πήρε ζωή. Άλλος είναι ο αληθινός άνθρωπος, ο καθαρός από κάθε θηριωδία, αυτός που κατέχει τις νοητικές αρετές, ο οποίος εδράζεται στην ίδια την ψυχή τη χωριστή από το σώμα. Χωριστή ήδη και αποχωριζόμενη ήδη από αυτήν εδώ τη ζωή, επειδή χωρίζεται ολοκληρωτικά από το σώμα, η ζωή του σώματος που φωτίζεται από αυτήν ακολουθ΄βντας την. Οι με νοητικές αρετές που προέρχονται από τη “συνήθεια” και στην “άσκηση” ανήκουν στη σύνθεση – το ίδιο και οι κακίες, ο φθόνος, η ζήλια και ο οίκτος. Και η φιλία ; Υπάρχει μια φιλία που ανήκει στη σύνθεση και μια που ανήκει στον εσωτερικό άνθρωπο.»[39]

Μάλιστα αφενός :

«όταν είμαστε παιδιά, ενεργεί κυρίως η σύνθεση και πολύ λίγο φωτίζεται αυτή από ψηλά. Όταν αυτό το φως δεν ενεργεί πάνω μας, έχει στραμμένη την ενέργειά του προς τα επάνω. Ενεργεί πάνω μας, όταν κατεβαίνει προς το μέσον της ψυχής. Τι δεν είμαστε εμείς το ανώτερο μέρος ; Ναι, αλλά πρέπει να έχουμε συνειδητή αντίληψη αυτού, γιατί δεν χρησιμοποιούμε πάντοτε όσα κατέχουμε, αλλά μόνο όταν στρέψουμε το μέσο προς τα πάνω ή προς τα κάτω και όταν κάνουμε ενέργεια όσα διαθέτουμε δυνάμει. Και τα θηρία πώς έχουν ζωή; Αν, όπως λέγεται, υπάρχουν εντός τους αμαρτωλές ανθρώπινες ψυχές, τότε το χωριστό τμήμα της ψυχής δεν ανήκει στα θηρία, αλλά παρευρίσκεται χωρίς να είναι παρόν σε αυτά. Η συναίσθησή τους έχει το είδωλο της ψυχής μετά του σώματος.[40] Και το σώμα είναι κάποια διαμορφωμένη ποιότητα του ειδώλου της ψυχής∙ αν, λοιπόν, δεν είναι μία ανθρώπινη ψυχή μέσα τους (στα θηρία), τότε είναι έλλαμψη από την καθολική (ψυχή) η ζωή που γίνεται σε αυτά.»[41]

αφετέρου :

«Αλλά αν η ψυχή είναι αναμάρτητη, τότε πως κρίνεται. Αυτή η θέση είναι αντίθετη προς όλα τα επιχειρήματα ότι, καθώς λένε, αυτή αμαρτάνει, διορθώνεται και υφίσταται τιμωρίες στον Άδη ή στο σώμα στο οποίο μετανσωματώνεται. Ας διαλέξουμε όποια λόγο επιθυμούμε και ίσως βρούμε ένα σημείο συμφωνίας. Ο λόγος που δέχεται ότι η ψυχή είναι αναμάρτητη θεωρεί ότι αυτή είναι κάτι το απλό, ώστε να ταυτίζεται με το Είναι της. Ο λόγος που δέχεται ότι η ψυχή αμαρτάνει προσθέτει σεαυτήν και εσυνδιάζει μαζί της μια άλλου είδους ψυχή, αυτή που πάσχει δεινά πάθη : τότε η ψυχή γίνεται σύνθεση από όλα τα στοιχεία της, και αυτό που υποφέρει, αμαρτάνει και τιμωρείται είναι το σύνολο της και όχι το απλό Είναι για το οποίο μιλάμε. Για τη σύνθεση αυτή ο Πλάτωνα λέει πως “είδαμε την ψυχή όπως βλέπουμε τον θαλάσσιο Γλαύκο”, αν θέλαμε να γνωρίσουμε τη φύση της, πρέπει να την τινάξουμε δυνατά, λέει, για να την καθαρίσουμε από τα επιπρόσθετα της και “να κοιτάξουμε την φιλία της για την σοφία και να δούμε με τι σχετίζεται και ποιες είναι οι συγγένειές της”. Η ζωη και οι ενέργεις της ψυχής είναι διαφορετικό πράγμα από αυτό που τιμωρείται. Ο χωρισμός και το αποτράβηγμα δεν γίνεται μόνο από το σώμα αλλά και από καθετί που έχει προστεθεί στην ψυχή. Αυτές οι προσθήκες γίνοτναι κατά τη γένεση, ή ορθά η γέννεση είναι η αρχή του άλλου είδους ψυχής. Εξηγήσαμε πως γίνεται η διαδικασία της γέννησης : η ψυχή, και κάτι άλλο βγαίνει από την ψυχή που κατεβαίνει όταν αυτή σκύβει προς τα κάτω. Τότε αφήνει την αντανάκλασή της; Η κατάβαση της δεν είναι αμαρτία ; Η κατάβαση είναι η έκλαμψη του κατώτερου μέρους και δεν είναι αμαρτία, όπως δεν είναι αμαρτία η σκιά του σώματος. Υπεύθυνο είναι το φωτιζόμενο αντικείμενο – αν δεν υπάρχει, η ψυχή δεν θα είχε τι να φωτίσει. Η κατάβαση και η υπόκλιση της σημαίνουν ότι το φωτιζόμενο αντικείμενο ζει από αυτή και χάρη σε αυτήν. Αφήνει λοιπόν να τη δεχτεί. Την αφήνει όχι επειδή την αποχωρίζεται, αλλά επειδή δεν είναι εκεί που είναι αυτή, αφού αυτή δίνεται όλη στην επίβλεψη του νοητου Κόσμου. Ο Όμηρος φαίνεται πως τη χωρίζει από τα είδωλο της όταν λέει σχετικά με τον Ηρακλή ότι τι είδωλό του είναι στον Άδη ενώ ο ίδιος ο Ηρακλής βρίσκεται ανάμεσα στους Θεούς, κατεχόμενος από αμφότερους τους λόγους. Είναι και στον Άδη και ανάμεσα στους Θεους, γι΄αυτό τον χώρισε σε δυο μέρη. Αλλά ο λόγος αυτός είναι πιθανός και κατά τον εξής τρόπο : ο Ηρακλής έχει πρακτικές αρετές και λόγω καλοκαγαθίας αξιόθηκε να είναι Θεός. Επειδή όμως ήταν πρακτικός και όχι θεωρητικός, οπότε και θα βρισκόταν ολόκληρος εκει ψηλά, βρίσκεται ψηλά, αλλά ένα μέρος του όμως είναι χαμηλά.»[42]

Βέβαια :

«Τι είναι αυτό που διεξήγαγε όλη αυτή την έρευνα, εμείς ή η ψυχή; Εμείς είμαστε μέσω της ψυχής. Yπό ποία έννοια μέσω της ψυχής ; Ερευνούμε, επειδή εμείς έχουμε ψυχή ; Όχι, επειδή εμείς είμαστε η ψυχή. Άρα αυτή κινείται ; Ναι, πρέπει να της αποδώσουμε μια κίνηση, όχι αυτή των σωμάτων, αλλά της δική της ζωής. Η νοητική ενέργεια είναι η δική μας ενέργεια, επειδή η ψυχή είναι νοητή και επειδή η νοητική ενέργεια είναι η τελειότερη ζωή της, είτε όταν η ψυχή ενεργεί νοητά είτε όταν ο νους ενεργεί πάνω μας, επειδή η νόηση είναι και ένα μέρος του εαυτού μας και αυτό προς το οποίο υψωνόμαστε.»[43]

Μάλιστα η ουσία της ψυχής έχει σύμφυτο τον θείο νόμο – μάλιστα ο Πορφύριος επεξηγεί πως υπάρχουν τρείς νόμοι:

«Πρώτος ο νόμος του Θεού, δεύτερος ο νόμος της ανθρώπινης φύσεως και τρίτος ο νόμος ο θετός νόμος των εθνών και των πόλεων. Ο νόμος της φύσης προσδιορίζει την έκταση των αναγκών του σώματος και, υποδεικνύοντας τι είναι απαραίτητο για αυτές τις ανάγκες, επικρίνει την έφεση προς τα μάταια και τα περιττά. Ο θετός νόμος, που ισχύει για τους διάφορους λαούς, είναι μια συμβατική ρύθμιση των αμοιβαίων κοινωνικών σχέσεων, στην βάση της γενικής παραδοχής των θεσπέσιων κανόνων. Ο θείος νόμος, τέλος, τοποθετήθηκε από τον νου μέσα στις έννοιες/νοήσεις των λογικών ψυχών, ένεκα σωτηρία των τελευταίων τούτων, και ανακαλύπτεται μέσα από την αλήθεια των εσωτερικών της σκέψεων.»[44]

Διευκρινίζει μάλιστα πως :

«Τον γνωρίζει μόνο ο νους, που τον αναζητά εντατικά και τον βρίσκει αποτυπωμένο στον εαυτό του, και τον παίρνει από αυτόν τροφή για την ψυχή του σαν να επρόκειτο για το σώμα του. Διότι πρέπει να θεωρήσουμε ότι σώμα του νοός είναι η λογική ψυχή, την οποία τρέφει ο νους, που μέσω του οικείου του φωτός οδηγεί στην αναγνώριση και παραδοχή τις εντός της λογικής ψυχής έννοιες τις οποίες χάραξε σε αυτή σύμφωνα με την αλήθεια του θείου νόμου. Ο νους, λοιπόν, γίνεται δάσκαλος, σωτήρας, τροφέας, φύλακας και αναγωγός, φθεγγόμενος μετά σιγής την αλήθεια, ξεδιπλώνει και δίνει στην ψυχή τον θείο νόμο και, στρέφοντας το όμμα προς τις εντός του εαυτού του νοητικές συλλήψεις, τον αναγνωρίζει εν τέλει αποτυπωμένο μέσα στην ψυχή προαιωνίως.»[45]

Αυτές, λοιπό τις 3εις δυνάμεις – που έχουμε ανφερεί στην αρχή του κειμένου –οι οποίες ανήκουν στην λογική & αϊδια ψυχή, στον αληθινό άνθρωπο, έχει παρομοιάσει στον «Φαίδρο» του ο Πλάτων με «σύμφυτης δύναμη ενός ζεύγους φτερωτών ίππων και του ηνιόχου τους». Μάλιστα η ψυχή, ο αληθινός άνθρωπος, ς δια αυτών θεάται συζύγως όλα τα νοητά με την απλή, ενοειδή και νοητική γνώση, εξετάζει τους ενδιάμεσους των όντων Λόγους με την επιστημονική και διανοητική των Ειδών/Ιδέών ανέλιξη και σύνθεση, διακρίνει δεόντως όλα τα «μη-όντα» που ωστόσο «γίνονται» (δημιουργούνται) και «καταστρέφονται» αεί, τα αισθητά, με την «δόξα» (=υποκείμενη γνώμη) και την «αίσθηση», «που απέχει τρείς θέσεις από την αλήθεια» και εφάπτεται των γνωστικών αντικειμένων μέσω των οικείων της οργάνων, τέλος δε γνωρίζει τα εικαστά που είναι είδωλα των αισθητών πραγμάτων μέσω της εικαστικής (=απεικονιστικής) δύναμης της.

Σχολιάζοντας δε ο Ερμείας και αναλύοντας περί αυτού μας λέγει :

     In Platonis Phaedrum scholia 123.4 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 126.15 Αὐτὸς τοίνυν ὁ Πλάτων ἐν <Τιμαίῳ> φησὶν ὅτι ὁ δημιουργὸς συνιστὰς τὴν ψυχὴν ἁπλῶς, τουτέστι τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς, ἔλαβεν ἐκ τῶν γενῶν τοῦ ὄντος οὐσίαν, ταυτὸν θάτερον δηλονότι ὡς αὐτός φησιν, οὐσίαν μέσην, ἥτις μέση ἐστὶ τῆς τε <ἀμερίστου> οὐσίας καὶ τῆς περὶ τὰ σώματα μεριστῆς οὐσίας· μεριστὴ δὲ περὶ τὰ σώματά ἐστιν οὐσία ἡ ἄλογος ζωὴ καὶ ἡ φύσις καὶ αἱ ἐμψυχίαι· καὶ πάλιν ταυτὸν μέσον ὃ μέσον ἐστὶ τοῦ τε ἀμερίστου ταυτοῦ καὶ τοῦ περὶ τὰ σώματα μεριστοῦ ταυτοῦ· ὁμοίως δὴ καὶ θάτερον μέσον. Καὶ ταῦτα, φησὶ, τὰ τρία συγκερασάμενος τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς συνεστήσατο. Ἀλλὰ τὰς μὲν τῶν θείων ἐξ ἀκηράτων γενῶν, τὰς δὲ ἡμετέρας οὐκέτι· ἀκήρατα δέ φησιν οὐκέτι πάμπαν ἀλλὰ δεύτερα καὶ τρίτα κατεχεῖτο μίσγων. Αἱ δυνάμεις οὖν τῶν τριῶν τούτων οἱ ἵπποι εἰσὶ καὶ ὁ ἡνίοχος· καὶ ἡ μία δύναμις τῆς ψυχῆς ἡ οἰστικὴ τῶν τριῶν τούτων δυνάμεων ἡ ἰδέα ἐστὶν αὐτῆς. Ἡ μὲν οὖν τοῦ ὄντος, τουτέστι τῆς οὐσίας τοῦ ἑνὸς τῶν γενῶν, δύναμις ὁ ἡνίοχός ἐστιν, ἡ δὲ τοῦ ταυτοῦ δύναμις ὁ κρείττων τῶν ἵππων, ἡ δὲ τοῦ θατέρου δύναμις ὁ καταδεέστερος ἵππος. Ἐὰν τοίνυν νοήσωμεν δύο ἵππους καὶ ἡνίοχον καὶ συμφύσωμεν αὐτοὺς, ἡ μία δύναμις ἡ γεννητικὴ καὶ οἰστικὴ τοῦ τε ἡνιόχου καὶ τῶν ἵππων αὐτή ἐστιν ἡ ἰδέα τῆς ψυχῆς. Δύναμιν δὲ ἀκουστέον κατὰ τοὺς γεωμέτρας, ὡς εἰώθασι λέγειν τὴν εὐθεῖαν δύνασθαι τὸ τετράγωνον. Ἐν μὲν οὖν τῷ προτέρῳ λόγῳ περὶ τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς διείλεκται, ἥτις ἐν ἑαυτῇ εἶχε καὶ τὴν αὐτοκινησίαν καὶ τὴν ἀθανασίαν (ἓν γὰρ ἦν ἅμα ταῦτα τὰ τρία), ἐνταῦθα δὲ περὶ τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς λέγει· διαλέξεται δὲ ἑξῆς καὶ περὶ τῶν ἐνεργειῶν. Τριῶν οὖν τούτων ὄντων, οὐσίας αὐτοκινησίας ἀθανασίας, ἀνάλογον τούτοις εἰλημμέναι εἰσὶν ἐνταῦθα αἱ τρεῖς αὗται δυνάμεις, ἡ ἰδέα καὶ οἱ ἵπποι καὶ αἱ μερικώτεραι ζωαὶ τῶν ἵππων. Τῇ μὲν γὰρ μιᾷ οὐσίᾳ τῆς ψυχῆς, ἥτις ἑνιαίως ἔχει καὶ τὴν αὐτοκινησίαν καὶ τὴν ἀθανασίαν, ἀνάλογον εἴληπται ἡ ἰδέα τῆς ψυχῆς, ἥτις ἐστὶν ἡ μία δύναμις τῆς πάσης ψυχῆς οἰστικὴ τῶν τριῶν δυνάμεων τοῦ τε ἡνιόχου καὶ τῶν ἵππων. Τῇ δὲ αὐτοκινησίᾳ ἀνάλογον εἰλημμένοι εἰσὶν οἱ ἵπποι διὰ τὸ αὐτοκίνητον αὐτῶν. Τῇ δὲ ἀθανασίᾳ αἱ μερικώτεραι ζωαὶ τῶν ἵππων, τουτέστιν αἱ ἄνοδοι καὶ κάθοδοι τῆς ψυχῆς καὶ αἱ πτερορρυήσεις τε καὶ πτεροφυήσεις. Ἀλλὰ διὰ τί ἵππους κέκληκε τὴν τοῦ ταυτοῦ καὶ θατέρου δύναμιν, τὴν δὲ τῆς οὐσίας τοῦ ἑνὸς τῶν γενῶν δύναμιν ἡνίοχον; Ὅτι μὲν οὖν πάντα μετέχει ἀλλήλων, δῆλον· κατὰ δὲ τὸ ἐπικρατοῦν ἕκαστον λέγεται. Ἡ γὰρ οὐσία ἐστὶν ὃ εἰς τὴν σύστασιν παρελήφθη τῆς ψυχῆς τὸ ἀκρότατον καὶ τελειότατον, … καὶ κατ᾽ αὐτό γε τοῦτο τοῖς ἄλλοις ἐπιστατούσης· κινεῖσθαι οὖν ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν οὐσίαν οὐκ ἀναγκάζεται· τὰ δὲ λοιπὰ δύο, αἱ δυνάμεις τοῦ ταυτοῦ καὶ τοῦ θατέρου, ὡς ἐν κινήσει καὶ περιόδοις ὁρώμενα, ἵπποις ἀπεικάσθησαν· οἱ αὐτοὶ δέ εἰσι καὶ οἱ τροχοὶ τὸ ταυτὸν καὶ τὸ θάτερον· ὡς μὲν γὰρ ἐκπεριιόντες τὸ νοητὸν ἵπποι, ὡς δὲ ἀποκαθιστάμενοι τροχοί. Καὶ ὁ μὲν ἀμείνων τροχός ἐστιν ὁ τοῦ ταυτοῦ κύκλος ὁ περὶ τὰ νοητὰ στρεφόμενος καὶ τὴν ἀναγωγὸν ἔχων δύναμιν τῆς ψυχῆς, ὃς καὶ δι᾽ αὐτὸ τοῦτο εὔτροχος προσηγόρευται· ὁ δὲ ἕτερος θατέρου ὁ καὶ γενεσιουργὸς ὁ περὶ τὰ αἰσθητὰ καὶ δοξαστὰ στρεφόμενος, ὃς ὀρθὸς προσείρηται, ὅταν τὴν οἰκείαν ἔχῃ ἀρετὴν καὶ οὕτως ἔχων τοῦ ὀρθοῦ καὶ τῆς εὐθείας τὴν ἔνδειξιν ὅταν ἀδιαστρόφως ἀναγγείλῃ τὰ αἰσθητά· οἷον εἰ θελήσει τι ἡ δόξα τῶν αἰσθητῶν ἰδεῖν, ἐξάρχει μὲν ἡ προαίρεσις καὶ διεγείρει καὶ ἐντείνει τὸ πνεῦμα, τὸ δὲ εἰ τύχοι διὰ τῶν ὄψεων ἐκπέμπει τὰς ἀκτῖνας· αἳ δὲ προσβάλλουσι τῷ αἰσθητῷ, καὶ πάλιν δι᾽ αὐτῶν ἀνακάμψασα ἡ αἴσθησις ἀπαγγέλλει τῷ πνεύματι κἀκεῖθεν τῇ δόξῃ· καὶ οὕτως ἡ ἀνάκαμψις οὐκ ἔστιν ἀκριβῶς κύκλος, ἀλλ᾽ εὐθεῖα δίαυλον δραμοῦσα μιμεῖται τὸν κύκλον, καὶ ἔστι τὸ ὅλον τοῦτο ὀρθὸς κύκλος. Ὅταν δὲ διαστρόφως ἀναγγείλῃ, παντοίας λέγεται κλάσεις ἔχειν. Ἔχει δὲ οὗτος καὶ τὴν καταγωγὸν καὶ γενεσιουργὸν δύναμιν τῆς ψυχῆς, ἐπὶ δὲ τῶν θείων ψυχῶν τῶν προνοητικῶν τῶν δευτέρων … Ἔχει μὲν οὖν ὑγιῶς τὰ εἰρημένα, καὶ οὕτω δεῖ οἴεσθαι ἔχειν. Ἔστι δὲ καὶ οὕτω διαιρεῖν, καὶ ἡνίοχον μὲν λέγειν τὸ νοερὸν τῆς ψυχῆς, τουτέστι τὸν νοῦν, ταυτοῦ δὲ κύκλον καὶ ἀμείνονα ἵππον λέγειν τὴν διανοητικὴν ψυχὴν, θατέρου δὲ καὶ χείρονα ἵππον τὴν δοξαστικήν. Ἰστέον δὲ ὅτι καὶ ἡ διάνοια τοῦ θατέρου μετέχει καὶ ἡ δόξα τοῦ ταυτοῦ· πᾶν γὰρ ὃπερ ἂν λάβῃς τῆς ψυχῆς ἀμφοτέρων μετέχει. Κατὰ μὲν τὸ ἀκρότατον τῆς ψυχῆς θεωροῦντί σοι τοὺς ἵππους καὶ τὸν ἡνίοχον, ἡνίοχος μὲν ἔσται ἡ ἄκρα τῆς ψυχῆς ἕνωσις ἡ πρὸς τὰ νοητὰ καὶ τοὺς θεούς· ὁ δὲ ἀμείνων ἵππος ὅσπερ αὐτῆς ἀεὶ τῶν νοητῶν ἐφίεται· ὁ δὲ καταδεέστερος ὅσπερ μετὰ διαιρέσεως καὶ μεταβάσεως ἐφάπτεται τῶν νοήσεων. Καὶ ταῦτα μὲν εἰ ἐπὶ τῆς διανοητικῆς μόνης ψυχῆς ὁρῴης τόν τε ἡνίοχον καὶ τοὺς ἵππους· εἰ δέ γε ἐπὶ τῆς δοξαστικῆς, τὸν μὲν ἡνίοχον τὴν διάνοιαν ληψόμεθα, τὸν δὲ κρείττονα τῶν ἵππων τὴν δύναμιν τῆς δοξαστικῆς, ἥτις ἀεὶ ἐφίεται τῇ διανοίᾳ συντάττεσθαι, τὸν δὲ καταδεέστερον ἵππον ἥτις αὐτῆς δύναμις ἐφίεται τῆς γενέσεως καὶ τῆς τῶν δευτέρων προστασίας. Δυνατὸν δὲ καὶ κατὰ τὸ συναμφότερον, τὴν διάνοιαν καὶ τὴν δόξαν, ἐκλαβόντα τὸν ἡνίοχον, τῶν ἵππων τὸν μὲν ἀμείνω κατὰ τὸ διανοητικὸν μόνον τάξαι, τὸν δὲ καταδεέστερον κατὰ τὸ δοξαστικόν. Ἰστέον γὰρ ὡς τῆς ψυχῆς ἐπιδούσης ἑαυτὴν τοῖς κρείττοσι, καὶ ἡ δόξα ὅλην ἑαυτὴν ἐπιδίδωσι τῇ διανοίᾳ καὶ αὐτῆς εἶναι ἐθέλει, ἀποκαμοῦσα μέντοι ποτὲ καὶ καθ᾽ ἑαυτὴν ἐνεργῆσαι θέλει. Καὶ ταῦτα μὲν εἰ ἐπὶ μόνης τῆς λογικῆς ψυχῆς θεωροίημεν τοὺς ἵππους καὶ τὸν <ἡνίοχον>· ἐπειδὴ δὲ καὶ εἰς τοῦτο κάτεισιν ἡ ψυχὴ ὥστε λοιπὸν αὐτῇ προσυφαίνεσθαι καὶ τὸ ἄλογον, καὶ ἑκάτερον τῶν ἵππων ἀντιτείνειν ἐν τῷ προσυφανθέντι ἀλόγῳ εἴδει τῆς ψυχῆς, μηδὲ τούτους πα ρῶμεν. Τοὺς μὲν γὰρ προτέρους εἶχεν ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν αἰώνιον ἑαυτῆς ἀπὸ τοῦ δημιουργοῦ μόνου πρόοδον· οὓς δὲ νῦν μέλλω λέγειν, ἐκ τοῦ προσκειμένου θνητοῦ εἴδους τῆς ψυχῆς, οὓς ἀπὸ τῶν νέων θεῶν προσλαμ βάνει. Ἔσται τοίνυν ἡνίοχος μὲν κατὰ τὴν δόξαν, ὁ δὲ κρείττων τῶν ἵππων ὁ θυμὸς, ὁ δὲ καταδεέστερος ἡ ἐπιθυμία. Καὶ ὀρθῆς μὲν οὔσης τῆς δόξης τὸν μέσον καὶ ὀρθοδοξαστικὸν ἄνθρωπον καὶ μέσον ἡνίοχον ἀποτελεῖ, διεστραμμένης δὲ τὸν διάστροφον, καὶ ἔοικε τότε ἡνιόχῳ συρομένῳ ὑπὸ τῶν ἵππων. Οἱ μὲν οὖν πεπαιδευμένοι δοξαστικοὶ ἵπποι καὶ ὁ ἡνίοχος τὸν ἄκρον ἡμῖν πολιτικὸν ἀποτελοῦσιν, οἱ δὲ διανοητικοὶ τὸν θεωρητικόν. Ἀμείβονται δὲ οὗτοι οἱ ἵπποι καὶ ὁ ἡνίοχος καὶ κατὰ τὰς σφαίρας καὶ κατὰ τὰ στοιχεῖα καὶ κατὰ πᾶν εἶδος ζωῆς. Ἐν μὲν γὰρ τῇ ἡλιακῇ ἡλιακοί εἰσιν, ἐν δὲ τῇ διίᾳ δίιοι, καὶ ἐν τῇ ἀρεϊκῇ ἀρεϊκοί· καὶ ἁπλῶς εἰπεῖν ἀεὶ κατὰ τὴν ἰδιότητα ἐκείνου τοῦ θεοῦ ἵστανται· ἐὰν μὲν κατὰ τὸ θεῖον εἶδος, θεῖοι, κατὰ δὲ τὸ ἀγγελικὸν ἀγγελικοὶ καὶ αὐτοὶ, ἐὰν δὲ κατὰ τὸ δαιμόνιον εἶδος τῆς ζωῆς ἱστῶνται, δαιμόνιοι καὶ αὐτοὶ γίνονται, ἐὰν δὲ κατὰ τὸ ἡρῷον, ἡρωικοὶ, καὶ ὁμοίως ἐπὶ πάντων.      Ἀλλὰ τί βούλεται καὶ τὸ <ὑπόπτερον>; πρότερον δὲ τί σημαίνει τὸ πτερὸν ἴδωμεν. Πτερὸν δή ἐστι τῆς ψυχῆς ἡ ἀναγωγὸς αὐτῆς δύναμις, ἥτις κατὰ τὸν κρείττονα τῶν ἵππων μάλιστα ὁρᾶται· ὥσπερ δὴ αὐτὸν κατά τινα ἐπιβολὴν καὶ τροχὸν προσηγορεύομεν, μᾶλλον δὲ ταυτοῦ κύκλον, ἐπειδὴ ἐραστής ἐστι τοῦ καλοῦ καὶ ἐφίεται τῶν νοητῶν καὶ οὐδέποτε ἀντιτείνει τῷ ἡνιόχῳ ἀλλὰ καὶ συγκατορθοῖ καὶ συνεξαμαρτάνει. Ὁ δὲ ἄλλος ἵππος, ἡ καταγωγὸς καὶ γενεσιουργὸς αὐτῆς δύναμις, εἰς γῆν βρίθει καὶ ἀντιτείνει τῷ ἡνιόχῳ. Ἔχουσιν οὖν πάντες πτερά· πάντες γὰρ πάσας ἔχουσι τὰς δυνάμεις, καὶ ὁ ἡνίοχος καὶ οἱ ἵπποι· ἀλλ᾽ ἐπὶ μὲν τῶν θείων ψυχῶν ἀεὶ τὰ πτερὰ ἐγηγερμένα ἐστὶ καὶ εὔλυτα, διὸ καὶ πτερωτοὶ λέγονται, οὐχ ὑπόπτεροι· ἐπὶ δὲ ἡμῶν τῶν ἀνθρωπείων ψυχῶν οὐκ ἀεὶ ταῦτα τὰ πτερὰ προβεβλημένα ἔχομεν, ἀλλὰ ποτὲ μὲν μύοντα καὶ ἀργά … τὴν μὲν γὰρ δύναμιν αὐτῶν ἔχομεν, οὐδέποτε γὰρ ἀπόλλυμεν τὰς δυνάμεις, τὴν δὲ ἐνέργειαν οὐκ ἀεὶ ἔχομεν· διὸ ἐφ᾽ ἡμῶν οἰκειότερον τὸ ὑπόπτερον ὡς τὴν δύναμιν ἐχόντων, τὴν δὲ ἐνέργειαν οὐ πάντως, ἐπὶ δὲ τῶν θεῶν τὸ πτερωτὸν ὡσανεὶ ἐνεργοὺς καὶ τὰς δυνάμεις καὶ τὰς ἐνεργείας ἐχόντων. Διὸ καὶ ἑξῆς ἐπὶ τῆς ἡμῶν ψυχῆς φησι· <«πάλαι γὰρ ἦν πτερωτή.»> Βουλόμενος οὖν κοινὸν ποιῆσαι τὸν λόγον ἐπί τε τῶν ἡμετέρων ψυχῶν καὶ ἐπὶ τῶν θείων, τὸ <ὑπόπτερον> εἶπε. Πᾶσαι γὰρ αἱ ψυχαὶ ἔχουσι τὴν ἀναγωγὸν δύναμιν, εἰ καὶ αἳ μὲν ἀεὶ ἐνεργὸν αἳ δὲ ποτέ. ῍Η καὶ κυρίως ἂν λέγοιτο τὸ ὑπόπτερον ἐπί τε τῶν θείων καὶ τῶν ἡμετέρων ψυχῶν· ἐπὶ μὲν τῶν θείων ὅτι δὴ τὰ πτερὰ περὶ τὰς κοιλοτέρας αὐτῶν καὶ περιπεζίους δυνάμεις αἱ ἐνέργειαι ἀεὶ ἐνιδρυμέναι εἰσὶ τοῖς νοητοῖς, ἐπὶ δὲ τῶν ἡμετέρων τὸ ὅλον τοῦτο τὸ ὑπόπτερον ἁρμόζει, ἐπειδὴ κυρίως τὸ πτερωτὸν οὐκ ἔστιν ἀληθὲς ἐπ᾽ αὐτῆς, εἰ μὴ ποτέ.

Βέβαια :

«Ο Θείος Ιάμβλιχος αντιλαμβάνεται ως κυβερνήτη το “Έν” της ψυχής και ως ηνίοχο τον νου της. Χρησιμοποιεί τον όρο “θεατή” για να δηλώσει όχι ότι αντιλαμβάνεται τούτο το Νοητό με βάση την ετερότητα, αλλά ότι ενώνεται με αυτό και έτσι απολαμβάνει το Νοητό. Διότι αυτό δηλώνει ότι ο κυβερνήτης είναι ανώτερος από τον ηνίοχο και τους ίππους. Αφού το Ένα της ψυχής ενώνεται εκ φύσεως με τους Θεούς.»[46]

Επίσης :

«Το “εν” της ψυχής μπορεί και συνδέεται με τα πρώτα νοητά. Ο δε κατ’ ενέργεια νους είναι υπεριδρυμένος πάνω από την ψυχή και αεί θεάται τα Όντα[47], αλλά αυτό δεν συμβαίνει στην δική μας ψυχή. Αυτό συμβαίνει σε εμάς όταν στρεφόμαστε προς αυτόν τον νου. Η δε ύπαρξη της ψυχής, το “εν” της ψυχής , κυρίως ενθουσιά, όταν τo “της Αλήθειας” θεωρεί το “πεδίο”.»[48]

Δηλαδή :

«όταν η ψυχή στέκεται στην διανοητική της ικανότητα, αποκτά την επιστήμη των Όντων. Όταν δηλ. εδραιώσει τον εαυτό της στο νοητικό μέρος της ουσίας της, νοεί τα πάντα με απλές και αδιαίρετες συλλήψεις. Όταν, όμως, ανατρέξει στο “Ένα” της και συμπτύξει όλο το πλήθος που έχει μέσα της, ενθεαστικώς ενεργεί και συνδέεται με τις υπάρξεις που βρίσκονται υπεράνω του Νου. Γιατί παντού το όμοιο συνδέεται εκ φύσεως με το όμοιο, και κάθε γνώση μέσω της ομοιότητας αυτόν ο οποίος κατανοεί με αυτό που γίνεται κατανοητό, αυτόν ο οποίος αισθάνεται με αυτό που γίνεται αισθητό, αυτόν ο οποίος συλλογίζεται με αυτό που γίνεται αντιληπτό από τον συλλογισμό, αυτόν ο οποίος νοεί με αυτό που νοείται , ώστε συνδέει και το άνθος του Νου με αυτό που βρίσκεται πριν από τον Νου. Γιατί δεν είναι ο νους το κορυφαίο, αλλά η αιτία που βρίσκεται πάνω από τον Νου, έτσι και στις ψυχές το πρώτο είδος ενέργειας δεν είναι νοητικό αλλά θειότερο του νου. Και κάθε ψυχή και κάθε νους έχει δυο ειδών ενέργειες, άλλες ενιαίες και ανώτερες από τη νόηση, και άλλες νοητικές. Πρέπει, λοιπόν, να νοήσουμε εκείνο το νοητό σύμφωνα με τη φύση και την ύπαρξη του, κλείνοντας τα μάτια σε όλες τις άλλες ζωές και δυνάμεις. Γιατί, όπως προσεγγίζουμε τον Νου “νοειδεῖς γιγνόμενοι”, έτσι ενωειδής γινόμενοι ανατρέχουμε στην ένωση. Γιατί και ο οφθαλμός δεν βλέπει τον ήλιο αλλιώς παρά αφού γίνει ηλιοειδής, και όχι με το φως που προέρχεται από το πυρ. Από αυτό είναι φανερό ότι το να νοήσουμε εκείνο το νοητό δεν είναι νόηση. “Εάν”, λέει ο Χαλδαϊκός Χρησμός, “ἐπεγκλίνῃς σὸν νοῦν”, δηλαδή αν στηριχτείς σε νοητικές προσπάθειες για να έρθεις σε επαφή με εκείνο, και έτσι “ἐκεῖνο νοήσῃς”, το νοητό “σαν να νοείς κάτι συγκεκριμένο”, δηλαδή συλλαμβάνοντας το άμεσα σύμφωνα με το μέτρο κάποιου Είδους και κάποιας γνώσης, “δεν θα νοήσεις εκείνο”. Γιατί, ακόμα και αν αυτές οι νοήσεις είναι απλές, υπολείπονται από την ενιαία απλότητα του νοητού και οδηγούνται σε κάποιες κατώτερες νοητικές φύσεις οι οποίες προχώρησαν ήδη σε πλήθος. Γιατί κανένα γνωστικό αντικείμενο δεν αναγνωρίζεται από μια κατώτερη γνώση. Ούτε λοιπόν αυτό που βρίσκεται πάνω από τον Νου αναγνωρίζεται μέσω του νου. Γιατί με το που ο νους συλλάβει κάτι, λέει ότι αυτό που νοεί είναι έτσι και αλλιώς, πράγμα που είναι κατώτερο από το νοητό. Με το άνθος του νου που βρίσκεται μέσα μας νοούμε αυτό το νοητό που βρίσκεται εδραιωμένο στην κορυφή της πρώτης νοητής τριάδας[49], αλλά δεν μπορούμε να συνδεθούμε με το Ένα το οποίο δεν συντάσσεται με τίποτα και είναι αμέθεκτο. Γιατί ο πρώτος “Πατήρ” λέγεται ότι αρπάζει τον εαυτό του μακριά από τον νου και από τη «δύναμη», είναι αυτός που εξυμνείται ως θεός των πάντων. Όμως έχει ειπωθεί για τον πρώτο Πατέρα: “Και πρώτη δύναμη του ιερού Λόγου”, ποιος όμως είναι εκείνος που βρίσκεται πάνω από αυτόν και στον οποίο μετέχει και έτσι λέγεται ιερός ; Και αν αυτός που αποκαλύπτει κάποιον που είναι πιο άρρητος ονομάζεται Λόγος, πρέπει πριν από τον Λόγο να υπάρχει η σιγή που έδωσε υπόσταση στον Λόγο, και πριν από κάθε τι ιερό να υπάρχει η αιτία που το θεοποιεί. Έτσι, τα όσα βρίσκονται μετά τα νοητά είναι Λόγοι των νοητών που είναι “συν-αθροισμένα”, έτσι και ο Λόγος που βρίσκεται μέσα στα νοητά και που έλαβε υπόσταση οπό κάποια άλλη πιο άρρητη Ενάδα, είναι Λόγος της πάνω από τα νοητά σιγής. Και επειδή τα νοητά είναι απόκρυφα, ο Λόγος αυτός είναι σιγή. Άρα δεν είναι ίδιο το άνθος του νου της ψυχής και το άνθος ολόκληρης της ψυχής μας. Αντιθέτως, το ένα είναι το ενοειδέστατο μέρος της νοητικής ζωής μας, ενώ το άλλο είναι το “Εν” όλων των ψυχικών δυνάμεων μας που είναι πολύμορφες, μιας και δεν είμαστε μόνο νους αλλά και διάνοια και δόξα και προσοχή και προαίρεση, και πριν από αυτές τις δυνάμεις υπάρχει η ουσία που είναι μια και πολλή, διαιρετή και αδιαίρετη. Καθώς λοιπόν το “Ένα” είναι δυο ειδών, και καθώς το ένα είναι το άνθος της πρώτης δύναμής μας[50], ενώ το άλλο είναι το κέντρο ολόκληρης της ουσίας μας και των κάθε λογής δυνάμεως που υπάρχουν γύρω μας, μόνο το πρώτο μας συνδέει με τον Πατέρα των νοητών. Γιατί είναι νοητικό «Ένα” και νοείται και εκείνο από τον πατρικό νου με βάση το “Ένα” που αυτός έχει μέσα του. Μόνο το “Έν” όμως στο οποίο συγκλίνουν οι δυνάμεις της ψυχής μπορεί από την φύση του να μας φέρει κοντά σε εκείνο που βρίσκεται επέκεινα πάντων των όντως Όντων, καθώς ενοποιεί όλα όσα έχουμε εντός μας. Με αυτό είμαστε ως προς την ουσία μας ριζωμένοι μέσα σε εκείνο, ακόμα κι αν απομακρυνθούμε, δεν θα αποκοπούμε από την αιτία μας.»[51]

Δηλαδή :

«το άνθος» της αϊδιας και λογικής ψυχής διακρίνεται σε δύο είδη, σε αυτό του νου της ψυχής και σε αυτό ολόκληρης της ψυχής. Με το πρώτο η ψυχή αφενός συνδέεται με τον νοητό Πατέρα – τον Ορφικό Αιθέρα – με το «Έν-ΟΝ» κατά τον Πλάτωνα – που είναι το πρώτο μέλος της 1ης τριάδας των 3ων τριάδων των νοητών θεών ή αλλιώς με την πρώτη νοητή, υπερούσια, μεθεκτή & αυτοτελής Ενάδα/Αγαθότητα/Θεό και νοεί τον νου του (το πρώτο Ορφικό Ωό ή νοητό νου), αφετέρου η αϊδια & λογική ψύχη δύναται να νοεί τα πάντα με απλές και αμέριστες συλλήψεις. Με το δεύτερο άνθος η αϊδια & λογική ψύχη ενώνεται με τον πρώτο Θεό, με το αμέθεκτο & υπερούσιο Πλατωνικό Ένα ή Αγαθό ή Ορφικό Χρόνο που βρίσκεται υπεράνω ολόκληρης της βαθμίδας του Νου (=νοητό πλάτος = νοητοί Θεοί + νοητοί & νοητικοί Θεοί + νοητικοί Θεοί), πάνω δηλ. και από τον πρώτο νοητό Πατέρα της 1ης νοητής τριάδας (=Αιθέρα της τριάδα Αιθήρ-Χάος-Ωό) των 3ων νοητών τριάδων των Νοητών Θεών!

Άλλωστε συμφώνως και με τον Πρόκλο:

«Αφού την πρώτη και πρεσβύτερη (=ανώτερη) του Νου αρχή, η οποία είναι κρυμμένη σε άβατους χώρους, με ένθεη έμπνευση η πλατωνική φιλοσοφία ανακάλυψε και παρουσίασε αυτές τις τρείς αιτίες και μονάδες πέρα από τα σώματα, εννοώ την ψυχή, τον πρωταρχικό νου και την υπέρ Νου Ένωση, παράγει από αυτά σαν μονάδες τους οικείους αριθμούς, το ενοειδές δηλαδή, το νοητικό και το ψυχικό (γιατί πάσα μονάδα ηγείται απλήθους συστοιχού της), και συνδέει, όπως ακριβώς τα σώματα με τις ψυχές, έτσι λοιπόν και τις ψυχές με τα νοητικά είδη και αυτά τα τελευταία με τις Ενάδες των Όντων, ενώ όλα επιστρέφουν στη μία αμέθεκετη Ενάδα. Και ανεβαίνοντας μέχρι αυτή, πιστεύει ότι κατέχει την κορυφή της θεώρησης των πάντων και ότι αυτή η αλήθεια για τους Θεούς, αυτή που ασχολείται με τις Ενάδες των Ότων και μας παραδίδει τις προόδους και τις ιδιότητες τους και τη σύνδεση των Όντων με αυτές τις μονάδες και τις βαθμίδες των Ειδών, οι οποίες εξαρτώνται από αυτές τις ενιαίες υποστάσεις. Και η θεωρία που περιστρέφεται γύρω από τον νου και τα Είδη και τα γένη του Νου πιστεύει ότι είναι κατώτερη από την επιστήμη που πραγματεύεται τα θέματα των ίδιων των Θεών. Και ότι αυτή η τελευταία αγγίζει ακόμα και τα νοητά Είδη/Ιδέες και αυτά που μπορούν να αναγνωριστούν από την ψυχή μέσω της νοητικής συλλήψεως, ενώ εκείνη που υπερτερεί από αυτήν αναζητά μέσα στις άρρητες και άφθεγκτες υπάρξεις την μεταξύ τους διάκριση και την εμφάνισή τους από μια αιτία. Για αυτό πιστεύω τη νοητική ιδιότητα της ψυχής μπορεί να συλλάβει τα νοητικά Είδη/Ιδέες και τη διαφορά τους, και ότι η κορυφή του νοός, το “άνθος” και η ύπαρξη του συνάπτεται με τις Ενάδες των Όντων και μέσω αυτών με την ίδια την απόκρυφη Ένωση όλων των θείων Ενάδων. Γιατί, ενώ υπάρχουν σε εμάς πολλές αναγνωριστικές δυνάμεις, με αυτή μόνο από τη φύση μας ερχόμαστε σε επαφή με το θείο και μετέχουμε σε εκείνο. Γιατί ούτε με την αίσθηση είναι αντιληπτό το “θείο γένος” όπως επισημαίνει ο Πλάτων στον “Φαίδρο, 246.d”, αφού είναι εντελώς εξηρημένο όλων των σωματικών, ούτε από την δόξα και την διάνοια, αφού αυτές είναι διαμοιρασμένες και έρχονται σε επαφή με το πολύμορφα πράγματα, ούτε από τη “νόηση μετά Λόγου”, αφού του είδους οι γνώσεις αφορούν τα αληθινά όντα, ενώ η των Θεών ύπαρξη εποχείται στα Όντα όπως λέγει ο Πλωτίνος στις “Εννεάδες, 1.1.8.9, 2.5.5.10, 6.7.5.24” και έχει προσδιοριστεί από την Ένωση των πάντων. Απομένει, λοιπόν, αν μπορεί να γίνει με κάποιο τρόπο το θείο γνωστό, να είναι αντιληπτό από την ύπαρξη της ψυχής και από αυτήν να αναγνωρίζεται, καθ’ όσον είναι δυνατόν. Γιατί παντού υποστηρίζουμε ότι “τα όμοια αναγνωρίζουν τα όμοιά τους”. Από την αίσθηση το αισθητό, από την δόξα [αντίληψη] το δοξαστό [αντιληπτό], από την διάνοια το διανοητό και από τον νου το νοητό, ώστε και από το ένα το ενικότατο και από το άρρητο το άρρητον.»[52]

Εξ ου και ο Πρόκλος θα μας πει πως :

«Σωστά λέγει ο Πλάτων στον “Αλκιβιάδη, 133.b”, η ψυχή εισερχόμενη στον εαυτό θα δει και όλα τα άλλα και τον θεό. Και συγκεντρωμένη προς την ένωσή της και το κέντρο της ζωής, και ξεπερνώντας το πλήθος και την ποικιλία των κάθε είδους δυνάμεων που βρίσκονται σε αυτήν, ανεβαίνει στη ίδια την άκρα [=κορυφαία] “περιωπή” [=παρατηρητήριο] των Όντων όπως λέγει στον “Πολιτικό, 272.b” ο Πλάτων. Και όπως ακριβώς στις πιο ιερές τελετές λένε ότι οι μύστες [μυούμενοι] στην αρχή συναντούν πολυποίκιλα και πολυειδή αυτά τα γένη των θεών που έχουν προπορευτεί, ενώ, αν εισέλθουν ακλινείς [ατάραχοι] και προστατευόμενοι από τις τελετές, την ίδια τη θεία έλλαμψιν ακραιφνώς [=γνήσια] εγκολπώνονται και “γυμνοί”, όπως εκείνοι λένε, του θείου μεταλαμβάνουν, κατά τον ίδιο τρόπο και εν τη θεωρία των όλων η ψυχή η οποία κοιτάζει αυτά που βρίσκονται μετά από αυτήν, βλέπει τις σκιές και τα είδωλα των όντων, ενώ, αν στραφεί προς τον εαυτό της, ξεδιπλώνει τη δική της ουσία και τους δικούς της Λόγους (=λογικούς προσδιορισμούς). Και αρχικά, καθώς βλέπει μόνο τον εαυτό της, εμβαθύνει στην αυτογνωσία της και βρίσκει τον νου μέσα της και τις βαθμίδες των όντων, και προχωρώντας στο εσωτερικό της και περίπου στο άδυτο της ψυχής, εκεί “με κλειστά τα μάτια” (εξ ου και μύηση) παρατηρεί (εξ ου και εποπτεία) και “το γένος των θεών” και τις Ενάδες των όντως Όντων. Γιατί όλα υπάρχουν εντός μας με τρόπο ψυχικό και για αυτό από τη φύση μας τα γνωρίζουμε όλα, αφυπνίζοντας τις δυνάμεις που βρίσκονται εντός μας και τις εικόνες των πάντων. Και αυτό είναι το άριστον της ενέργειας, με ηρεμία δηλαδή των δυνάμεων να ανατείνουμε προς το ίδιο το θείο και να χορεύουμε γύρω από εκείνο, και όλο το πλήθος τη ψυχής αεί να το «συγκεντρώνουμε μαζί» προς την ένωση ταύτην, αφήνοντας όλα όσα μετά το “Ένα” είναι προσιδρυμένα [=προσκολλημένα] σε αυτό και συνάπτονται με το άρρητο και πάντων επέκεινα των. Γιατί μέχρι αυτό πρέπει να ανεβαίνει η ψυχή, έως ότου ολοκληρώσει την άνοδο της στην ίδια την αρχή των όντων. Όταν φτάσει εκεί και παρατηρήσει τον εκεί τόπο και εξηγήσει τα πλήθη των ειδών, εξετάζοντας τις ενιαίες μονάδες τους και τους αριθμούς τους, και αναγνωρίζοντας με τον νου πως κάθε τι εξαρτάται από τις δικές του Ενάδες, ας γνωρίζει ότι κατέχει πλήρως την επιστήμη των θείων, αφού παρατηρήσει, από τη σκοπιά την ενότητας, και τις προόδους των Θεών στα όντως Όντα και τις διακρίσεις των όντως Όντων με βάση τους Θεούς.»[53]

Εξ ου και η γνώση που οι παλαιοί συνήθιζαν να αποδίδουν στις ψυχές είναι ως εξής διαβαθμισμένη :

Η δοξασία [δόξα], που χαρακτηρίζει όσους μέσα από την εμπειρία τους εκπαιδεύονται στις πράξεις, και όσους ξεκινούν να απελευθερώνονται από τα ανθρώπινα και να ασχολούνται με τα όντως Όντα. Γιατί και η εκπαίδευση είναι κάθαρση της αμετρίας των παθών, και πολύ περισσότερο η πορεία από τη μετριοπάθεια στην απάθεια, όταν η λογική θέλει ακόμα να συμπάσχει, αλλά με μέτρο, και αποτινάσει όλα τα δεσμά των παθών.

Η επόμενη μορφή γνώσης, υψηλότερη, ξεκινάει από κάποιες αρχές που εκλαμβάνονται ως δεδομένες, γνωρίζει τις αιτίες και καταλήγει πάντα στα αναγκαία συμπεράσματα. Τέτοιος είναι ο συλλογισμός που ξεκινώντας από αναπόδεικτες αρχές ανακάλυψε την αριθμητική και τη γεωμετρία, οι οποίες είναι ανώτερες από την γνώση που στηρίζεται μόνο στην δοξασία, επειδή αυτές συλλογίζονται και καταλήγουν σε συμπεράσματα ξεκινώντας από αναπόδεικτες αρχές. Επειδή όμως σταματούν στις δικές τους αρχές παραλείπουν τις υψηλότερες αιτίες αυτών των αρχών, για αυτό λοιπόν αποδεικνύουν ότι υπολείπονται από την τελειότατη γνώση.

Ανεβαίνοντας σε ένα ανώτερο επίπεδο, βρίσκεται η τρίτη μορφή γνώσης που ανεβαίνει μέχρι το ανυπόθετο Ένα μέσα από όλα τα είδη, διαιρώντας κάποια, αναλύοντας κάποια άλλα, δημιουργώντας πολλά από το ένα και ένα από τα πολλά. Αυτή την γνώση ο Σωκράτης στην Πλατωνική “Πολιτεία, 534.e” την ονομάζει διαλεκτική ή διάνοια και την τοποθετεί πριν την νόηση/νου –  την όρισε δε ως το “η διαλεκτική το επιστέγασμα των μαθηματικών – θριγκὸς τοῖς μαθήμασιν ἡ διαλεκτικὴ”, ενώ στην «Επινομίδα, 992.a» την αποκαλεί κοινό δεσμό τους – «δεσμὸς γὰρ πεφυκὼς πάντων τούτων εἷς ἀναφανήσεται διανοουμένοις». Γιατί από αυτή και ο γεωμέτρης και οποιοσδήποτε άλλος επιστήμονας θα πάρει την θεωρία για τις δικές του αρχές, θεωρία η οποία ξαναενώνει τις πολλές αρχές που διαιρέθηκαν από την μία αρχή των πάντων. Ότι το Ένα υπάρχει σε όλα τα όντα και ότι αντιστοιχεί στο σημείο της γεωμετρίας, στη μονάδα της αριθμητικής και στο πιο απλό στοιχείο κάθε επιστήμης, το αποδεικνύει κάθε επιστήμη παράγοντας από το απλό στοιχείο της όσο εμπίπτουν στον τομέα της. Όμως καθένα από αυτά τα απλά στοιχεία λέγεται και είναι μια συγκεκριμένη αρχή, ενώ η αρχή όλων των όντων είναι η γενική αρχή. Και μέχρι αυτό ανεβαίνει η ύψιστη των επιστημών.

Ανεβαίνοντας ένα ακόμη επίπεδο, βρίσκεται η τέταρτη μορφή γνώσης, πιο απλή από την προηγούμενη. Την γνώση αυτή, η οποία δεν χρησιμοποιεί πλέον συλλογιστικές μεθόδους, όπως τις αναλύσεις, τις συνθέσεις, τις διαιρέσεις ή τις αποδείξεις, αλλά ατενίζει τα όντως Όντα με απλές συλλήψεις και ενοράσεις, την εξυμνούν όσοι μπορούν να ενεργούν σύμφωνα με αυτήν, αποκαλώντας την πλέον με σεβασμό Νόηση και όχι επιστήμη. Άλλωστε η εντός μας νόηση είναι ανώτερη από την επιστήμη, μιας και είναι εκείνη με την οποία γνωρίζουμε τους “Όρους” οι οποίοι είναι εκείνες οι αρχές “ὧν οὐκ ἔστι λόγος”, είναι δηλαδή εκείνες οι αρχές οι οποίες δεν γίνονται αντιληπτές από τον συλλογισμό και την λογική απόδειξη αλλά από την νοητική ενόραση – μάλιστα οι Όροι διαφέρουν από τις υποθέσεις, στον βαθμό που οι υποθέσεις θεωρούνται ως δεδομένες από την ανθρώπινη σκέψη για να αποτελούν την αρχή του συλλογισμού, ενώ οι Όροι είναι από μόνοι τους δεδομένοι. Ο Πλάτων επίσης στον “Τίμαιο, 37.c” δηλώνει πως η νόηση και η επιστήμη είναι γνώσεις της ψυχής για τα όντα – “ὅταν δὲ αὖ περὶ τὸ λογιστικὸν ᾖ καὶ ὁ τοῦ ταὐτοῦ κύκλος εὔτροχος ὢν αὐτὰ μηνύσῃ, νοῦς ἐπιστήμη τε ἐξ ἀνάγκης ἀποτελεῖται”. Γιατί φαίνεται πως υπάρχει επιστήμη της ψυχής, εφόσον η ψυχή είναι γνώση. Και βέβαια υπάρχει και νόηση της ψυχής, εφόσον η ψυχή είναι εικόνα της όντως νοήσεως. Γιατί ο νους με το να ορά ή ορθά με το να είναι τα νοητά, μέσω μιας σύλληψης και επαφής με τα αντικείμενα της νόησής του γνωρίζει τόσο τον εαυτό του ως υποκείμενό που νοεί όσο και εκείνα που βρίσκονται εντός του, και για αυτό νοεί τι είναι εκείνα, και ταυτόχρονα νοεί ότι ο ίδιος τα νοεί, και έτσι γνωρίζει ποιος είναι ο ίδιος. Με το να μιμείται, λοιπόν, η ψυχή αυτόν όσο μπορεί, γίνεται και η ίδια νους, υπερβαίνονται την επιστήμη και αφήνοντας τις ποικιλόμορφες μεθόδους με τις οποίες διακοσμείτο προηγουμένως. Και ανυψώνοντας μόνο το όμμα της στα όντας Όντα, τα νοεί και η ίδια με την επαφή, όπως ο Νους. Όμως η ψυχή έρχεται σε επαφή με διαφορετικό ον κάθε φορά, ενώ ο νους έρχεται σε επαφή με όλα ταυτόχρονα. Γιατί “ο πατέρας των πάντων έδεσε την ψυχή με τη ειμαρμένη”, συνεπώς και για τον λόγο ότι η ψυχή είναι συνδεδεμένη με το ειμαρμένη, δεν δύναται να φτάσει πλήρως τον νου και να γίνει η ίδια νους, έτσι η νόησή της δεν είναι ταυτόχρονη και υπερ-χονική, όπως του νου, αλλά πάντα χρονική.

Ανεβαίνοντας ένα ακόμη επίπεδο, το ίστατο, βρίσκεται η πέμπτη μορφή γνώσης, η οποία επαινείται από τους θεολόγους των Ελλήνων που συνηθίζουν να επαινούν την γνώση που βρίσκεται πάνω από τον νου και να την κατονομάζουν ως μια μανία αληθινά ένθεη – βλέπε και “Συμπόσιο, 218.b” αλλά και “Φαίδρο, 245.b-c”. Και λένε ότι αυτή είναι το ”Ένα” της ψυχής και ότι δεν διεγείρει πλέον την νοητική δύναμη της ψυχής αλλά συνδέει την ψυχή άμεσα με το “Ένα”. Γιατί τα πάντα αναγνωρίζονται από το όμοιό τους : το αισθητό από το αισθητό, το επιστητό από την επιστήμη, το νοητό από τον νου, το Ένα από το ενιαίο. Γιατί, όπως είπαμε, όταν η ψυχή νοεί ακόμα, γνωρίζει τον εαυτό της και επίσης γνωρίζει μέσω της επαφής όσα νοεί. Όταν όμως υπερ-νοεί, αγνοεί και τον εαυτό της και εκείνα, και απολαμβάνει την ηρεμία που της παρέχει η σύνδεσή της με το Ένα, κλείνοντας τα όμματα στις γνώσεις, μένοντας άφωνη και σιωπηλή με μία εσωτερική σιωπή. Γιατί πως αλλιώς μπορεί να συνδεθεί με εκείνο που είναι το πιο ανέκφραστο από όλα, αν όχι κοιμίζοντας τους λόγους που έχει εντός της ; Γίνεται, λοιπόν, Ένα για να ορά το Ένα ή ορθά για να μην ορά το Ένα. Γιατί όταν ορά, θα δει το νοητό Ένα και όχι το Ένα που βρίσκεται πάνω από τον Νου (όχι το καθαυτό υπερούσιο Ένα), και θα νοήσει “κάποιο Ένα” και όχι το “αὐτοέν”. Όταν, λοιπόν, πραγματοποιεί αυτή την όντως θεϊκή ενέργεια της η ψυχής και πιστέψει μόνο στον ίδιο της τον εαυτό, δηλαδή στο “άνθος του νου”, και εξασφαλίσει στον εαυτό της μια ηρεμία όχι μόνο από τις εξωτερικές κινήσεις αλλά και από τις εσωτερικές και γίνει θεός όσο αυτό είναι δυνατόν στην ψυχή, τότε μόνο θα γνωρίσει όπως γνωρίζουν οι Θεοί τα πάντα με τρόπο άρρητο. Θα κατανοήσουμε ότι το θείο γνωρίζει τα πάντα αδιαίρετα και υπεραιωνίως, ότι τα όντως Όντα είναι αιώνια, ότι όσα γεννιούνται εξελίσσονται μέσα στον χρόνο και ότι μέσα στο Ένα δεν υπάρχει ούτε χρόνος ούτε αιώνας (αιωνιότητα)![54]

 Image2


Για να γίνεί δε κατανοητό αφενός το γεργονός ότι η νόηση της ψυχής είναι άγαλμα του μεθεκτού νοός που κατέχουμε όλοι από κοινοί και ο καθείς από μόνος του στον βαθμό που τον έχει, ήτοι του Διονύσου, αφετέρου το γεγονός ότι ο νους μας είναι ο Διόνυσος, θα θυμίσουμε πως συμφώνως και με τον Πρόκλο :

«Τον δεσπότην μας τον Διόνυσο οι θεολόγοι πολλές φορές τον αποκαλούν «Οίνο» με βάση τα τελευταία του δώρα, όπως επί παραδείγματι ο Ορφέας στο απ. Νο. 202 λέγει : “Τη ρίζα του Οίνου από μονή που ήταν την έκαναν τριπλή” ή στο απ. Νο. 203 που λέγει ότι : “Του Οίνου όλα τα μέλη λάβε τα με προσοχή και φέρ’ τα μου ” ή ακόμη στο απ. Νο. 204 που λέγει “Ήταν οργισμένη με τον Οίνο, τον γιο του Διός”. Αν πάλι ο ίδιος ο θεός ονομάζεται έτσι, είναι φανερό ότι και οι πρώτες και οι ενδιάμεσες ενέργειές του θα μπορούσαν να πάρουν την ίδια ονομασία με την τελευταία, ώστε ο Σωκράτης του Πλατωνικού “Κρατύλου” αποβλέποντας σε τούτο ακριβώς το στοιχείο ονομάζει τον θεό “Διδοίνυσον”, ξεκινώντας από τον οίνο, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε, μπορεί να δηλώσει όλες τις δυνάμεις του θεού. Όπως και στον Πλατωνικό “Φαίδρο” ο Σωκράτης ονομάζει τον μεγάλο Έρωτα με κοινή ονομασία τόσο για τον θεϊκό όσο και για τον σωματικό. Όταν λοιπόν περί οίνου πρέπει να σχηματίζουμε την εντύπωση για τον μερικό Νου. Πραγματικά, το «οιόνους» δεν είναι άλλο παρά το διαιρεμένο από το όλον και δεκτικό πλέον συμμετοχής νοητικό είδος, που γίνεται “οίον” [=μόνο] και μονάχο. Ο μεν πλήρης Νους, δηλαδή ο Ζευς, είναι τα πάντα και ενεργεί ως προς τα πάντα με τον ίδιο τρόπο. Ο μερικός όμως, ο Διόνυσος, και δεκτικός συμμετοχής είναι τα πάντα, αλλά ενεργεί ως προς το ένα είδος, εκείνο που προβάλλεται σε αυτόν από όλα, το Ηλιακό, το Σεληνιακό ή το Ερμαϊκό. Τούτο λοιπόν το ιδιαίτερο και διαχωρισμένο από τα υπόλοιπα δηλώνει ο οίνος που σημαίνει τον «οίον» και «τινά» Νουν. Επειδή λοιπόν ολόκληρη η μεριστή δημιουργία είναι εξαρτημένη από την μονάδα του Διονύσου, διαιρώντας από τον καθολικό νου τους επιδεκτικούς συμμετοχής εγκόσμιους νόες, και το πλήθος των ψυχών από την μία ψυχή, και όλες τις αισθητές μορφές από τις δικές τους ολότητες, για αυτό και τον ίδιο τον θεό οι θεολόγοι τον προσονόμασαν «Οίνο», και ομοίως όλα τα δημιουργήματα του. Διότι όλα είναι γεννήματα του Νου και μετέχουν στην μεριστή διανομή του Νου άλλα από πιο μακριά και άλλα από πιο κοντά. Ανάλογα ενεργεί και ο οίνος όταν εισέλθει στα όντα. Στο σώμα, αφενός, κατά τον τρόπο του ειδώλου [ειδωλικώς], με εικασίες και φαντασία [φανταστικές εικόνες], και στα νοητικά, αφετέρου, κατά τον τρόπο που ενεργεί και δημιουργεί ο νους. Άλλωστε και στον διαμελισμό από τους Τιτάνες μόνο η καρδιά λέγεται ότι έμεινε αδιαίρετη, δηλαδή η αμέριστη ουσία του νου.» [55]

Μάλιστα ο Πρόκλος στον ύμνο του προς την Αθηνά λέγει εκτός των άλλων για την Αθηνά:

«εσύ που στον αιθέρα έσωσες ακέραιη την καρδιά του Βάκχου, ο οποίος κάποτε σπαράχτηκε από τα χέρια των Τιτάνων, και την πήρες και την έφερες στο πατέρα, για να αναβιώσει στον Κόσμο ένας νέος Διόνυσος από τη Σεμέλη σύμφωνα με τις άρρητες βουλές του πατέρα.»[56]

Με τον πλέον επεξηγηματικό τρόπο θα πούμε πως :

«η νοητική ουσία είναι αμέριστη (=αδιαίρετη), ενοειδής και αιώνια. Ενώ η σωματική μεριστή (=διαιρετή), πεπληθυσμένη και έχει λάβει υπόσταση μαζί με την έκταση του χρόνου. Αυτές, λοιπόν, είναι αντίθετες μεταξύ τους και χρειάζονται το μέσο που μπορεί να τις ενώσει και που είναι ταυτόχρονα διαιρετό και αδιαίρετο, σύνθετο και απλό, αιώνιο και γεννημένο. Τέτοια θεωρεί ο Πλάτων την ψυχική βαθμίδα, νοητή και ταυτόχρονα πρώτη ανάμεσα στα γεννημένα, αιώνια και χρονική, αδιαίρετη και διαιρεμένη. Άρα, αν πρέπει το σύμπαν να προικιστεί με νου, χρειάζεται και ψυχή. Γιατί αυτή είναι ο υποδοχέας του νου και μέσω αυτής εμφανίζεται ο νους στους σωματικούς όγκους του σύμπαντος και όχι επειδή ο νους χρειάζεται την ψυχή – γιατί τότε θα είναι κατώτερος από την ψυχή -, αλλά επειδή τα σώματα χρειάζονται την ψυχή, αν πρόκειται να συμμετάσχουν στον νου. Γιατί τα τελευταία και όχι τα πρώτα χρειάζονται τα σώματα. Γιατί τα πρώτα είναι αμέσως παρόντα παντού. Πρέπει, όμως, να καταλάβουμε και το εξής, ότι δηλαδή η ψυχή που συνδέει τον νου με το αισθητό πρέπει να είναι νοητική και όχι χωρίς νου. Γιατί πως είναι δυνατόν το στερημένο από νου να ενωθεί/συνευρεθεί με τον νου ; Αντιθέτως, ανάμεσα σε αυτά θα χρειαστεί κάποιο άλλο μέσο. Καθώς, όμως, είναι τέτοια, θα καθοδηγήσει ολόκληρο το σωματικό στοιχείο με φρόνηση και τάξη και θα μιμηθεί τον νου χορεύοντας γύρω του.    Αν, λοιπόν, τα σύνολα είναι ανώτερα από τα μέρη, και τα αΐδια από όσα λαμβάνουν υπόσταση κατά χρόνο, και τα δημιουργικά αίτια από τα αποτελέσματα τους, πρέπει και ολόκληρος ο ουρανός να είναι θειότερος από όλα τα μέρη που υπάρχουν εντός του. Αν, λοιπόν, και κάποιοι ζωντανοί οργανισμοί μέσα στον Κόσμο συμμετέχουν εκ φύσεως στον νου, παρόλο που είναι επιμερισμένοι, υλικοί και φθαρτοί, τι πρέπει να πούμε για τον σύμπαντα Κόσμο ; Όχι ότι ολόκληρος στο σύνολό του αποκαλύπτει την παρουσία του νου σε αυτόν ; Γιατί θα έλεγε κανείς ότι το σχήμα, η τάξη και τα μέτρα των δυνάμεων του είναι εμφανείς αποδείξεις της εποπτείας του νου. Αν, όμως, ο νους εποπτεύει το σύνολο και κυβερνά το σύμπαν, πρέπει να υπάρχει στη μέση και μια νοητική ψυχή, η οποία θα διευθετεί και θα διοικεί τα σώματα, και θα είναι ταυτόχρονα ξεχωριστή από τα σώματα που διοικεί, και θα γεμίζει τα πάντα με ζωή, προκειμένου μέσω αυτής ο Κόσμος να στηρίζεται στον νου και ο νους να φωτίζει τον Κόσμο. Γιατί, αν θέλεις, μπορούμε να θυμηθούμε και όσα είναι γραμμένα στον “Φίληβο, 29a – 30d”, όπου ο Σωκράτης έλεγε, αποδεικνύοντας ότι ο Κόσμος έχει νου και ψυχή, πως το γήινο στοιχείο μέσα μας προέρχεται από του σύμπαν και το πυρ μέσα μας από το κοσμικό πυρ, και παρομοίως ο αέρας και το ύδωρ, και ότι είναι παράλογο τα κατώτερα που υπάρχουν σε εμάς να προϋπάρχουν στο σύμπαν, ενώ τα θειότερα, δηλαδή ο καθολικός νους και η καθολική ψυχή, να μην υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο αναλόγως στο σύμπαν. Γιατί είτε πρέπει να πούμε ότι κανένας ζωντανός οργανισμός δεν είναι προικισμένος με νου, είτε, αν υπάρχει ένας τέτοιος ζωντανός οργανισμός, είναι παράλογο πριν από το σύμπαν κάποιος άλλος ζωντανός οργανισμός να μετέχει στο νου. Γιατί το σύμπαν είναι πάντα τακτοποιημένο και, επειδή μένει σταθερό, βρίσκεται κοντά στην νοητική ουσία, ενώ στους επιμέρους ζωντανούς οργανισμούς υπάρχει πολλή αταξία και ανωμαλία. Άρα το σύμπαν είναι πολύ πιο τακτοποιημένο από τους επιμέρους ζωντανούς οργανισμούς. Άρα πρέπει να το χαρακτηρίσουμε προικισμένο με νου και ψυχή. Ο Πλάτων, λοιπόν, πολύ δαιμόνια θεωρεί τον νου διττό, ένα δημιουργικό που είναι αμέθεκτος, δηλ. δεν επιδέχεται συμμετοχή, και ένα μεθεκτός που είναι αχώριστος από το σώμα του Κόσμου – γιατί τα όντα που υπάρχουν μέσα σε άλλα και είναι έτσι συμπαραταγμένα με τα κατώτερά τους είναι εξαρτημένα από τα όντα που υπάρχουν μέσα στον εαυτό τους – και δίνει στο σύμπαν δύο ζωές, τη μία σύμφυτη και την άλλη χωριστή, προκειμένου ο Κόσμος να είναι ζώο [ζωντανός οργανισμός] λόγω της ζωής που υπάρχει μέσα του, και έμψυχος λόγω της νοητικής ψυχής, και νοήμων λόγω του ίδιου του νου«.[57]

Μάλιστα :

«ο Πλάτων αφού πείρε τον Κόσμο και τον χώρισε στα μέρη και μελέτησε μόνη της τη μάζα που κινείται ακανόνιστα και άτακτα, τη σταματά στα λόγια – όπως ακριβώς στους «Νόμους, 895.a», θέλοντας να παρουσιάσει ότι το αυτοκινούμενο είναι αίτιο κάθε κίνησης, σταμάτησε  ολόκληρο τον ουρανό – και, αφού τη σταμάτησε, τοποθετεί ψυχή στο σύμπαν, η οποία διοχέτευσε ζωή και εμψύχωσε τον Κόσμο, και στην ψυχή νου, ο οποίος κυβερνά τον Κόσμο στραμμένος στον εαυτό του, εξαιτίας του οποίου το σύμπαν κινείται κυκλικά, εξαιτίας του οποίου είναι αεικίνητος ο σύμπας Κόσμος. Επειδή, όμως, όλα αυτά συμπληρώνουν ένα ζώο [ζωντανό οργανισμό] και μια φύση, έπρεπε να έχει λάβει προηγουμένως υπόσταση και η αιτία που τα συγκεντρώνει και τα ενώνει, και μάλιστα να είναι νοητική. Γιατί είναι έργο της νοητικής αιτίας να περιέχει αμέσως τα πάντα μαζί και να τα συγκεντρώνει στη συμπλήρωση του ενός. Για αυτό, λοιπόν, αφού έδωσε υπόσταση στον αμέθεκτο νου πριν τον μεθεκτό από τα κατώτερα νου και αφού υπέθεσε ότι μέσα σε αυτόν βρίσκονται οι αιτίες των πάντων, από εκεί παρήγαγε τους νόες, τις ψυχές και τα σώματα, με τα οποία συμπλήρωσε τον αισθητό Κόσμο.     Από όσα έχουν ειπωθεί, είναι φανερό ότι ο σύμπαντα Κόσμος είναι ανάγκη να μετέχει σε μια νοητική ψυχή, αν θα συμμετάσχει στον νοητικό Νου. Αν προϋπάρχει μέσα στο σύμπαν μια νοητική ψυχή, πρέπει να υπάρχει και νους του σύμπαντος. Γιατί, καθώς υποστηρίζουμε ότι η ψυχή αυτή είναι νοητική, είναι ανάγκη αυτή να μετέχει και σε κάποιο Νου. Μήπως, λοιπόν, μετέχει μόνο στον καθολικό Νου ή σε κάτι που υπάρχει μέσα της από εκείνον ;;     Όμως, αν και το σώμα του σύμπαντος συμμετείχε κατευθείαν στην πηγή των ψυχών και όχι μέσω της ψυχής που υπάρχει μέσα του, θα έπρεπε να δεχτούμε το ίδιο και στην περίπτωση της καθολικής ψυχής. Αν όμως υπάρχει η πηγή των ψυχών μέσα στον δημιουργό και αν υπάρχει και η ψυχή του σύμπαντος και το σύμπαν μέσω της δεύτερης συμμετέχει και στην πρώτη, τότε πρέπει οπωσδήποτε και η ίδια η ψυχή μέσω των νοών που επιδέχονται συμμετοχή να είναι εξαρτημένη από τον Νου που δεν επιδέχεται συμμετοχή – τον καθολικό νοητικό Νου –  γιατί όποια σχέση έχει το σώμα του σύμπαντος προς την ψυχή του σύμπαντος, την ίδια σχέση έχει αυτή με τον νου. Γιατί αν γίνεται νοητική από το γεγονός ότι είναι ψυχή, θα έπρεπε κάθε ψυχή να είναι τέτοια. Αν, όμως, γίνεται νοητική λόγω της συμμετοχής στον Νου, είναι ανάγκη αυτή να μετέχει στον Νου που είναι ανάλογός της. Τέτοιος είναι όχι ο καθαυτό Νους ή νοητικός Νους αλλά ο ενδιάμεσος ανάμεσα στον καθαυτό Νου και στην ψυχή που έχει επίκτητη τη νόηση, ο οποίος είναι ένας συγκεκριμένος Νους και, επειδή είναι Νους και δεν γίνεται Νους, όπως η ψυχή, είναι ανώτερος από την ψυχή, ενώ, επειδή είναι ένας συγκεκριμένος Νους, είναι ανάλογός της. Γιατί ο καθαυτό Νους είναι ανώτερος από την συμπαράταξη με την ψυχή, επειδή είναι νους και δεν γίνεται νους επειδή είναι απολύτως νους.     Αν, όμως, θυμηθούμε και το εξής, ότι δηλαδή κάθε μονάδα δίνει υπόσταση στο όμοιο με αυτή πλήθος, η θεϊκή στο θεϊκό, η ψυχική στο ψυχικό και ως εκ τούτου και η νοητική στο νοητικό, και ότι οι κατώτερες τάξεις μετέχουν στις προηγούμενες τους, είναι ανάγκη, αν ισχύουν αυτά, να υπάρχει κάποιος νους ολόκληρου του Κόσμου. Γιατί πρέπει η νοητική ψυχή να μετέχει σε κάποιον Νου. Αν, λοιπόν, πει κάποιος ότι μετέχει στον καθολικό νου, είναι παράλογο. Γιατί εκείνος δεν θα είναι ο δημιουργός των πάντων. Αν, όμως, συμμετέχει σε κάποιον άλλον, αυτός είναι ο Νους του Σύμπαντος και αυτός που κατεξοχήν επιδέχεται τη συμμετοχή των άλλων, αφού συμπληρώνει το σύμπαν μαζί με την ψυχή, ενώ ο καθολικός Νους επιδέχεται τη συμμετοχή των άλλων στον βαθμό που φωτίζει την ψυχή. Άρα, αν ένας Νους εποπτεύει το σύμπαν, το σύμπαν είναι προικισμένο με ψυχή. Και, αν το σύμπαν είναι προικισμένο με ψυχή, είναι προικισμένο και με τον δικό του Νου, τον Κοσμικό επιμέρους ή εγκόσμιου Νου.     Πρέπει λοιπόν πρώτα να δούμε ποιος είναι αυτός ο νους και αν είναι ουσιώδης, υπερ-καθήμενος της ψυχής του Κόσμου, ή κάποια νοητική έξης της, και να συμπεράνουμε ότι είναι ουσιώδης πρώτα από την αναλογία – γιατί όποια σχέση έχει ο νους προς την ψυχή, αυτή τη σχέση έχει και η ψυχή προς το σώμα. Και η ψυχή δεν ανήκει στο σώμα σαν έξη του, οπότε δεν ανήκει και ο νους στην ψυχή έτσι – και έπειτα από την τελική αιτία. Γιατί λέει ότι η ψυχή λαμβάνει υπόσταση για τον νου και όχι το αντίστροφο. Αν, όμως, η ψυχή υπάρχει για τον νου και αν ο νους είναι το τελικό αίτιό της, ο νους δεν είναι έξη της ψυχής. Γιατί πουθενά η ουσία δεν λαμβάνει υπόσταση για την έξη. Και τρίτον επειδή ο δημιουργός δίνει υπόσταση σε αυτόν τον νου, ενώ στον νου που αποτελεί έξη δίνει υπόσταση η ψυχή κατά την κίνηση του κύκλου του «Ταύτου» γύρω από το νοητό, όπως λέγει ο ίδιος ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 37.c»». Γιατί κατά εκείνη την κίνηση “αναγκαστικά παράγεται ο νους και η επιστήμη”. Πως, λοιπόν, επρόκειτο ο δημιουργός να δίνει υπόσταση πριν από την ψυχή σε αυτόν τον νου στον οποίο δίνει υπόσταση η ψυχή ;     Εκτός από αυτά που είναι ορθά, πρέπει να εννοήσουμε ότι μέσα στον δημιουργό υπάρχει «ψυχὴ βασιλικὴ» και «νοῦς βασιλικός«, όπως λέγει ο Σωκράτης στον πλατωνικό «Φίληβο, 30.d», με την μορφή της αιτίας, και με βάση αυτές τις πηγές των δύο αυτών γενών και τώρα βάζει νου στην ψυχή και ψυχή στο σώμα, όχι επειδή τα ανώτερα υπάρχουν μέσα στα κατώτερα ούτε επειδή ο νους χρειάζεται κάποια έδρα ή επειδή η ψυχή του Κόσμου υπάρχει μέσα σε κάτι – γιατί αυτά είναι ανάξια των καθολικών και θεϊκών ουσιών, λόγω των οποίων ο Κόσμος αποκαλείται από τον Πλάτωνα θεός ευδαίμων που θα υπάρξει κάποτε – αλλά επειδή κατανοούμε με δυο τρόπους τη φύση των πραγμάτων, δηλαδή είτε με βάση την πρόοδό τους είτε με βάση την επιστροφή τους. Και παρατηρώντας την πρόοδο ξεκινάμε από τα πρώτα και λέμε ότι τα αίτια υπάρχουν μέσα στα αποτελέσματα τους, ενώ παρατηρώντας της επιστροφή λέμε το αντίστροφο. Γιατί λέμε ότι τα αποτελέσματα υπάρχουν μέσα στα αίτια τους. Και ο Πλάτων, λοιπόν, στον «Τίμαιο, 36.d». παρουσιάζει τον δεύτερο τρόπο, τοποθετώντας το σώμα στην ψυχή και την ψυχή στον νου με βάση τον ίδιο συλλογισμό. Τώρα, όμως, μεταχειρίζεται τον τρόπο της προόδου και τοποθετεί νου στην ψυχή, επειδή ολόκληρη είναι νοητική και δεν μπορούμε να πάρουμε κανένα μέρος της που να μην έχει κυριαρχηθεί από τη νοητική φύση, και ψυχή στο σώμα, επειδή και αυτό στο σύνολό του μετέχει στην ψυχή και δεν μπορούμε να πάρουμε ούτε ένα μέρος του που να είναι άψυχο, αλλά και επειδή, αν ένα μέρος του στερηθεί την ιδιαίτερη ζωή του, μένει έμψυχο ως μέρος του σύμπαντος. Γιατί, όπως ακριβώς λέμε ότι η πρόνοια προχωρά παντού και βρίσκεται παντού, επειδή παρευρίσκεται στα πάντα και δεν αφήνει τίποτα έρημο από τον εαυτό της, κατά τον ίδιο τρόπο λέμε και ότι ο νους υπάρχει μέσα στην ψυχή επειδή τη φωτίζει ολόκληρη, και ότι η ψυχή υπάρχει στο σώμα επειδή παρευρίσκεται στο σύνολό του.     Και όλα αυτά δεν τα λέει με άλλο τρόπο ο Πλάτων και με άλλο ο Ορφέας. Αλλά, αν πρέπει να το πούμε και αυτό, με αυτά γίνεται εμφανής και η σκέψη του μεγάλου Έλληνα θεολόγου. Γιατί η Ίπτα, που είναι η ψυχή του Κόσμου και έχει ονομαστεί έτσι από τον Ορφέα επειδή οι νοήσεις της πραγματοποιούνται με ταχύτατες κινήσεις, αλλά και λόγω της ταχύτατης περιφοράς του σύμπαντος, της οποίας είναι η αιτία, έβαλε λίκνο στο κεφάλι της και, αφού το στεφάνωσε με δράκοντα, “τὸν κραδιαῖον ὑποδέχεται Διόνυσον”[58]. Γιατί με το πιο θεϊκό μέρος της γίνεται υποδοχή της νοητικής ουσίας και υποδέχεται το «εγκόσμιο Νου». Και αυτός βγαίνει από τον μηρό του Διός και πηγαίνει σε αυτήν (γιατί ήταν ενωμένος εκεί) και, αφού βγήκε «μεθεκτὸς αὐτῆς» έγινε και «ἐπὶ τὸ νοητὸν αὐτὴν ἀνάγει», δηλ. στην πηγή του. Γιατί σπεύδει στην μητέρα των Θεών και στην Ίδη, από την οποία προέρχεται ολόκληρη η σειρά των ψυχών. Για’ αυτό λέγεται ότι η Ίπτα βοήθησε τον Ζευς που γεννούσε. Γιατί, όπως έχει ειπωθεί από τον Πλάτωνα στον «Τίμαiο, 30.b», «είναι αδύνατον να υπάρξει σε κάτι νους χωρίς ψυχή». Και αυτό είναι όμοιο με το Ορφικό : «γλυκό τέκνο του Διός αποκαλείτο«, δηλαδή ο κοσμικός Νους που είναι υιός του Διός και προέκυψε με βάση τον νου που έμεινε στον Ζευς.     Έτσι, λοιπόν, και η «θεοπαράδοτος θεολογία» λέει ότι ο Κόσμος έχει συμπληρωθεί από αυτά τα τρία. Λέει, για παράδειγμα, η ψυχή για το «Δὶς ἐπέκεινα» του δημιουργήσαντος το σύμπαν : «Μετά τις πατρικές νοήσεις εγώ η ψυχή κατοικώ εμψυχώνοντας τα πάντα με θερμή πνοή», γιατί έβαλε : «νου στην ψυχή, και σε σώμα βραδύ τοποθέτησε εμάς ο πατέρας ανθρώπων και θεών».     Κραυγάζει, λοιπόν η ψυχή ξεκάθαρα ότι σύμφωνα και με αυτήν ο δημιουργός είναι ο Ζευς. Γιατί για ποιόν άλλο έχουμε το θρυλημένο «πατέρας ανθρώπων και θεών», αν όχι για τον μέγιστο Δία;; Αλλά και ο Πλάτων το μαρτυρεί με τα λόγια του, όταν τον αποκαλεί πατέρα των θεών και διδάσκει ότι γεννά τις ψυχές και τις στέλνει εδώ για τη γένηση των ανθρώπων κατά την πρωταρχική ζωή.»[59]

Και προς ενίσχυση όλων αυτών ο Πρόκλος θα μας πει ότι

«Αφού, λοιπόν, ο Ορφέας τοποθέτησε πριν από ολόκληρη τη διαιρεμένη δημιουργία έναν δημιουργό ο οποίος αντιστοιχεί στον ένα πατέρα που γεννά την καθολική δημιουργία – τον Ζεύς, παράγει από αυτόν ολόκληρο το εγκόσμιο νοητικό πλήθος και τον αριθμό των ψυχών και τις σωματικές συστάσεις, καθώς αυτός γεννά όλα τούτα με ενωμένο τρόπο, ενώ οι θεοί γύρω από αυτόν διαιρούν και διαχωρίζουν τα δημιουργήματα του. Αλλά ο Ορφέας λέει ότι όλα τα άλλα δημιουργήματα του έχουν διαμελιστεί  από τους διαιρετικούς θεούς και μόνο η καρδιά του παραμένει αδιαμοίραστη με πρόνοια της Αθηνάς. Γιατί, επειδή ο δημιουργός δίνει υπόσταση σε νόες, ψυχές και σώματα, αλλά οι ψυχές και τα σώματα δέχονται πάνω τους μεγάλη διαίρεση και διαμελισμό, ενώ ο νους μένει ενωμένος και αδιαίρετος μέσα σε ένα, αφού είναι τα πάντα και περιέχει όλα τα νοητά σε μία νόηση, λέει ο Ορφέας ότι μόνο η νοητική ουσία και ο νοητικός αριθμός έχει απομείνει διασωσμένος από την Αθηνά : “γιατί μόνο τη νοητική καρδιά άφησαν”, λέει ο Ορφέας, αποκαλώντας τη ρητώς νοητική, προφανώς είναι νους και νοητικός αριθμός, όχι όμως κάθε νους αλλά ο εγκόσμιος. Γιατί αυτός είναι η αδιαίρετη καρδιά, επειδή ο θεός που διαμελιζόταν ήταν ο δημιουργός αυτού του νου. Αποκαλεί, λοιπόν, ο Ορφέας τον Νου αδιαίρετη ουσία του Διονύσου, ενώ αποκαλεί γεννητικά όργανα του τη ζωή που διαιρείται στο σώμα και είναι φυσική και παράγει σπέρματα, για την οποία λέει επίσης ότι η Άρτεμις, που είναι επικεφαλής ολόκληρης της γέννησης μέσα στη φύση και ξεγεννά τους φυσικούς Λόγους, την απλώνει από ψηλά μέχρι τα υποχθόνια, ενδυναμώνοντας τη γόνιμη δύναμη της. Και αποκαλεί την ψυχική σύσταση όλο το υπόλοιπο σώμα του θεού, το οποίο και αυτό έχει διαιρεθεί: “Μοίρασαν σε επτά μέρη όλα τα μέλη του νέου”, λέει ο θεολόγος για τους Τιτάνες, όπως και ο Τίμαιος διαιρεί την ψυχή σε επτά μέρη. Μάλιστα, το ότι η ψυχή είναι απλωμένη σε ολόκληρο τον Κόσμο θα θυμίσει στους Ορφικούς τον διαμελισμό από τους Τιτάνες, λόγω του οποίου η ψυχή όχι μόνον καλύπτει ολόγυρα το σύμπαν, αλλά και είναι απλωμένη σε ολόκληρο το σύμπαν. Δικαιολογημένα, λοιπόν, και ο Πλάτωνας αποκάλεσε αδιαίρετη ουσία αυτή που βρίσκεται αμέσως πάνω από την ψυχή και, για να μιλήσουμε με συντομία, τον μεθεκτό από τις ψυχές Νου, ακολουθώντας τους ορφικούς μύθους και θέλοντας να είναι κάτι σαν ερμηνευτής των απορρήτων παραδόσεων.»[60]

 Ευστάθιος Δ. Κεφάλας (Εμφικτύων) – 1/2/2015

[1] Βλ. Πρόκλος «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 3.254.13 – 3.254.27» :

     in Ti 3.254.13 ` to     in Ti 3.254.27 ψυχή ἐστιν οὐσία μέση τῆς ὄντως οὔσης οὐσίας καὶ γενέσεως, ἐκ τῶν μέσων συγκραθεῖσα γενῶν καὶ εἰς ἀριθμὸν διαιρεθεῖσα οὐσιώδη καὶ συνδεθεῖσα πάσαις ταῖς μεσότησι καὶ ἁρμοσθεῖσα διατονικῶς ζῶσά τε μίαν ζωὴν καὶ διπλῆν καὶ γνωστικὴ μοναχῶς τε καὶ διχῶς· τούτῳ γὰρ τῷ λόγῳ προστιθέντες τὰ ἴδια καὶ τοὺς ἰδίους ἕξομεν ὁρισμοὺς τῶν θείων ἢ δαιμονίων ἢ μερικῶν ψυχῶν ἀπ᾽ αὐτῆς τῆς ἑκάστων οὐσιώδους ὑποστάσεως, πολλοῦ δέοντες λέγειν <ἐντελέχειαν σώματος εἶναι ψυχὴν φυσικοῦ, ὀργανικοῦ, δυνάμει ζωὴν ἔχοντοσ>· οὗτος γὰρ ὁ λόγος οὔτε τινὸς εἰπὼν εἶναι τὴν ψυχὴν εἶπε, τί ἐστιν, οὔτε πᾶσαν περιέλαβεν (οὐ γάρ εἰσιν αἱ θεῖαι σωμάτων ὀργανικῶν), οὔτε διαφεύγει τὸ ὁριστὸν ἐν ἑαυτῷ παραλαμβάνειν· τὸ γὰρ δυνάμει ζῶν ἐστι τὸ δυνάμει ψυχὴν ἔχον.

[2] Βλ. Πρόκλος «Εις πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων, 3.1 – 3.10» :

     in Euc 3.1 ` to     in Euc 3.10 Τὴν μαθηματικὴν οὐσίαν οὔτε τῶν πρωτίστων ἐν τοῖς οὖσι γενῶν οὔτε τῶν ἐσχάτων εἶναι καὶ παρὰ τὴν ἁπλῆν διῃρημένων, ἀναγκαῖον, ἀλλὰ τὴν μέσην χώραν ἀπειληφέναι τῶν τε ἀμερίστων καὶ ἁπλῶν καὶ ἀσυνθέτων καὶ ἀδιαιρέτων ὑποστάσεων καὶ τῶν μεριστῶν καὶ ἐν συνθέσεσιν παντοίαις καὶ ποικίλαις διαιρέσεσιν ἀφωρισμένων. τὸ μὲν γὰρ ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ ἔχον καὶ μόνιμον καὶ ἀνέλεγκτον τῶν περὶ αὐτὴν λόγων ὑπερανέχουσαν αὐτὴν ἀποφαίνει τῶν ἐν ὕλῃ φερομένων εἰδῶν,

[3] Βλ. Στοβαίος «Ανθολόγιο : από την επιστολή του Ιάμβλιχου στον Μακεδόνιο για την ειμαρμένη, 2.8.43.3 – 2.8.43.15»:

     Anthologium 2.8.43.3 ` to     Anthologium 2.8.43.15   Οὐσία ἐστὶν ἄϋλος ἡ τῆς ψυχῆς καθ᾽ ἑαυτήν, ἀσώματος, ἀγέννητος πάντῃ καὶ ἀνώλεθρος, παρ᾽ ἑαυτῆς ἔχουσα τὸ εἶναι καὶ τὸ ζῆν, αὐτοκίνητος παντελῶς καὶ ἀρχὴ τῆς φύσεως καὶ τῶν ὅλων κινήσεων. Αὕτη δὴ οὖν καθ᾽ ὅσον ἐστὶ τοιαύτη, καὶ τὴν αὐτεξούσιον καὶ τὴν ἀπόλυτον περιείληφεν ἐν ἑαυτῇ ζωήν. <Καὶ> καθ᾽ ὅσον μὲν δίδωσιν ἑαυτὴν εἰς τὰ γιγνόμενα καὶ ὑπὸ τὴν τοῦ παντὸς φορὰν ἑαυτὴν ὑποτάττει, κατὰ τοσοῦτον καὶ ὑπὸ τὴν εἱμαρμένην ἄγεται καὶ δουλεύει ταῖς τῆς φύσεως ἀνάγκαις· καθ᾽ ὅσον δὲ αὖ τὴν νοερὰν ἑαυτῆς καὶ τῷ ὄντι ἄφετον ἀπὸ πάντων καὶ αὐθαίρετον ἐνέργειαν ἐνεργεῖ, κατὰ τοσοῦτον τὰ ἑαυτῆς ἑκουσίως πράττει καὶ τοῦ θείου καὶ ἀγαθοῦ καὶ νοητοῦ μετ᾽ ἀληθείας ἐφάπτεται.

[4] Βλ. Ιεροκλής, «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.1.1 – 26.1.4» :

     In aureum carmen 26.1.1 ` to     In aureum carmen 26.1.4 Η λογικὴ οὐσία συμφυὲς ἔχουσα σῶμα παρὰ τοῦ δημιουργοῦ εἰς τὸ εἶναι παρῆλθεν, ὡς μήτε τὸ σῶμα εἶναι αὐτὴν μήτε ἄνευ σώματος, ἀλλ᾽ αὐτὴν μὲν ἀσώματον, ἀποπερα τοῦσθαι δὲ εἰς σῶμα τὸ ὅλον αὐτῆς εἶδος.

[5] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.2.2 – 26.3.1» :

     In aureum carmen 26.2.2 ` to     In aureum carmen 26.3.1 καὶ ἔστιν ἕκαστος ἥρως ψυχὴ λογικὴ μετὰ φωτεινοῦ σώματος καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁμοίως ψυχὴ λογικὴ μετὰ συμφυοῦς ἀθανάτου σώματος. καὶ τοῦτο τῶν Πυθαγορείων ἦν δόγμα, ὃ δὴ Πλάτων ὕστερον ἐξέφηνεν, ἀπεικάσας ξυμφύτῳ δυνάμει ὑποπτέρου ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου πᾶσαν θείαν τε καὶ 26.3 ἀνθρωπίνην ψυχήν.

[6] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.5.4 – 26.6.1» :

     In aureum carmen 26.5.4 ` to     In aureum carmen 26.6.1 ζωὴ γάρ τίς ἐστι τὸ ἄϋλον σῶμα καὶ ζωῆς ἐνύλου γεννητικόν, δι᾽ ἧς τὸ θνητὸν ἡμῶν ζῷον συμπληροῦται ἐκ τῆς ἀλόγου ζωῆς καὶ τοῦ ὑλικοῦ σώματος συγκείμενον, εἴδωλον ὂν τοῦ ἀνθρώπου, 26.6 ὃς ἐκ λογικῆς οὐσίας καὶ σώματος ἀΰλου συνέστηκεν.

[7] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.184 – 368), 2. 212.21 – 213.11»:

     in R 2.212.21 ` to     in R 2.213.11 κατὰ τὸν <Τίμαιον> [ p. 37c ] ἄγαλμα τῶν ἀϊδίων ἐστὶν θεῶν ὅδε ὁ κόσμος, τελεστὴν μὲν εἶναι τοῦ ἀγάλματος τούτου τὸν δημιουργόν, ὃς ἔπνευσεν εἰς αὐτὸν ζωὴν ἀμήχανον ὅσην καὶ ἐποίησεν ἄγαλμα ἔννουν χρηματίζον διὰ τῆς αὐτοῦ κινήσεως τοῖς ὁρᾶν δυναμένοις καὶ διὰ τῶν ἐν οὐρανῷ σημείων τὰ ἐσόμενα λέγον· τῷ δὲ τῆς ψυχῆς χαρακτῆρι καὶ ταῖς περιφοραῖς, αἷς ὀνόματα αὐτὸς ἔθηκεν, περιέλαβεν αὐτὸ καὶ συνέδησεν· φυλακτήρια δὲ αὐτῷ περιῆψεν καὶ ἐν μέσοις ἥδρασεν τοῖς κόλποις τοὺς εἰρημένους νόας, οἷον αὐτῶν, εἰ βούλει, τῶν ἰΰγγων συνθήματα τῶν ἀτόμων καὶ ἑνοειδῶν· εἰ δὲ μὴ ἐκείνων ὡς ξενικωτέρων, ἀλλὰ τῶν γε προσεχῶν αὐτοῦ θείων αἰτίων. τοῦ μὲν Κρόνου τὸν πόλον εἶναί φασι σύμβολον· διὸ καὶ ἄγκιστρον οἰκείως εἴρηται, τὸν ἀγκυλομήτην ἐκεῖνον ὡς ἀληθῶς μιμούμενον νοῦν· τῆς δὲ ζωογόνου θεᾶς ὁ ἄξων, πρόοδον ἀποτυπούμενος μένουσαν ἀκλι[νῶς, καὶ] αὐτοῦ τοῦ δημιουργοῦ λοιπὸν [εἰκὼν ὁ σ]φόνδυλος, σχῆμα ἔχων τοῦ εἰδοπο[οῦντος τ]ὴν κίνησιν περὶ ἑαυτὸν καὶ τὸν ἄξονα, τοῦ πρὸς ἑαυτὸν ἐπεστραμμένου καὶ πρὸς τὰς αἰτίας ἀφ᾽ ὧν προῆλθεν.

[8] Βλ. Πρόκλος «Εις πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων, 90.11 – 91.10» :

     in Euc 90.11 ` to     in Euc 91.10 ἄλλοι δὲ ἀπορρητότεροι λόγοι καὶ τὸν δημιουργὸν ἐφεστάναι τῷ κόσμῳ λέγουσιν τοῖς πόλοις ἐποχούμενον καὶ δι᾽ ἔρωτος θείου τὸ πᾶν ἐπιστρέφοντα πρὸς ἑαυτόν. οἱ δέ γε <Πυθαγόρειοι> τὸν μὲν πόλον σφραγίδα τῆς Ῥέας ἀποκαλεῖν ἠξίουν ὡς τῆς ζωογόνου θεότητος ἄρρητον καὶ δραστήριον δύναμιν εἰς τὸ πᾶν διὰ τούτου προιεμένης, τὸ δὲ κέντρον <Ζανὸς> φυλακήν, διότι δημιουργικὴν φρουρὰν ὁ Ζεὺς τοῖς κόλποις ἐντιθεὶς τοῦ κόσμου περὶ τὸ μέσον αὐ τὴν σταθερῶς ἥδρασεν. τοῦ γὰρ κέντρου μένοντος καὶ τὸ πᾶν ἀσάλευτον ἔχει τὴν διακόσμησιν καὶ ἄπαυστον τὴν περιφοράν, καὶ μένει πάντα φυλάττοντα τὴν ἑαυτῶν τάξιν ἀμετάστατον, οἵ τε πολοκράτορες θεοὶ συναγωγὸν τῶν διῃρημένων καὶ ἑνοποιὸν τῶν πεπληθυσμένων κεκλήρωνται δύναμιν, καὶ οἱ τοὺς ἄξονας λαχόντες συνελαύνουσι τὰς περιφορὰς καὶ διαιωνίως ἀνακυκλοῦσι. καὶ εἴ με δεῖ τοὐμὸν εἰπεῖν, τὰ μὲν κέντρα πασῶν τῶν σφαιρῶν καὶ οἱ πόλοι σύμβολα τῶν ἰυγγικῶν εἰσι θεῶν τὸ ἄγνωστον ἐκείνων καὶ ἑνωτικὸν ἀπεικονισμένοι σύνθημα, οἱ δὲ ἄξονες τὰς συνοχὰς τῶν ὅλων διακόσμων ἀποτυποῦνται καὶ αὐτοὶ συνεκτικοὶ τῶν ἐγκοσμίων εἰσιν ὁλοτήτων καὶ τῶν περιόδων, ὥσπερ ἐκεῖνα τῶν νοερῶν, αὐταὶ δὲ αἱ σφαῖραι τῶν τελεσιουργῶν θεῶν εἰκόνες εἰσὶν ἀρχὴν τέλει συνάπτουσαι καὶ πάντων σχημάτων ἁπλότητι καὶ ὁμοιότητι καὶ τελειότητι διαφέρουσαι.

[9] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.2.29 – 1.6.6» :

     in Ti 1.2.29 ` to     in Ti 1.6.6 μόνος δὲ ὁ Πλάτων τοῖς Πυθαγορείοις ἑπομένως παραδίδωσι μὲν καὶ   τὰ συναίτια τῶν φυσικῶν πραγμάτων, τὸ πανδεχὲς καὶ τὸ ἔνυλον εἶδος, δουλεύοντα τοῖς κυρίως αἰτίοις εἰς γένεσιν· πρὸ δὲ τούτων τὰς πρωτουργοὺς αἰτίας διερευνᾶται, τὸ ποιοῦν, τὸ παράδειγμα, τὸ τέλος, καὶ διὰ ταῦτα νοῦν τε ἐφίστησι τῷ παντὶ δημιουργικὸν καὶ νοητὴν αἰτίαν, ἐν ᾗ πρώτως ἐστὶ τὸ πᾶν, καὶ τὸ ἀγαθόν, ἐν ἐφετοῦ τάξει τῷ ποιοῦντι προϊδρυμένον· ἐπεὶ γὰρ τὸ ὑπ᾽ ἄλλου κινούμενον ἤρτηται τῆς τοῦ κινοῦντος δυνάμεως, οὔτε παράγειν ἑαυτὸ δηλαδὴ πέφυκεν οὔτε τελειοῦν οὔτε σῴζειν, ἐν πᾶσι δὲ τούτοις τῆς ποιητικῆς αἰτίας δεῖται καὶ ὑπ᾽ ἐκείνης συνέχεται. καὶ οὖν καὶ τὰ συναίτια τῶν φυσικῶν ἐξηρτῆσθαι προσήκει τῶν ἀληθινῶν αἰτίων, ἀφ᾽ ὧν παρῆκται, πρὸς ἃ δεδημιούργηται παρὰ τοῦ πάντων πατρός, ὧν ἕνεκα γέγονεν. εἰκότως ἄρα τῷ Πλάτωνι πάντα ταῦτα μετ᾽ ἀκριβείας ἐξητασμένα παραδέδοται, καὶ ἀπὸ τούτων ἐξημμένα τὰ λοιπὰ δύο, τό τε εἶδος καὶ τὸ ὑποκείμενον· οὐ γάρ ἐστιν ὁ κόσμος οὗτος ὁ αὐτὸς τοῖς νοητοῖς ἢ νοεροῖς κόσμοις, οἵτινες ἐν εἴδεσι καθαροῖς ὑφεστήκασιν, ἀλλ᾽ ἔστιν ἐν αὐτῷ τὸ μὲν ὡς λόγος καὶ εἶδος, τὸ δὲ ὡς ὑποκείμενον. ἀλλὰ ταῦτα μὲν καὶ εἰσαῦθις ἐξέσται σκοπεῖν· ὅτι δὲ εἰκότως πάσας τὰς αἰτίας ταύτας ὁ Πλάτων παραδέδωκε τῆς κοσμοποιίας, ἐκ τούτων πρόδηλον, τὸ ἀγαθόν, τὸ νοητὸν παράδειγμα, τὸ ποιοῦν, τὸ εἶδος, τὴν ὑποκειμένην φύσιν· εἰ μὲν γὰρ περὶ νοητῶν διελέγετο θεῶν, τἀγαθὸν ἂν μόνον αἴτιον αὐτῶν ἀπέφαινεν· ἐκ γὰρ ταύτης μόνης τῆς αἰτίας ὁ νοητὸς ἀριθμός· εἰ δὲ περὶ νοερῶν, τό τε ἀγαθὸν ἂν καὶ τὸ νοητὸν αἴτιον τούτων ὑπέθετο· πρόεισι γὰρ τὸ νοερὸν πλῆθος ἔκ τε τῶν νοητῶν ἑνάδων καὶ τῆς μιᾶς τῶν ὄντων πηγῆς· εἰ δὲ περὶ τῶν ὑπερκοσμίων, παρῆγεν ἂν αὐτοὺς ἔκ τε τῆς δημιουργίας τῆς νοερᾶς καὶ ὁλικῆς κἀκ τῶν νοητῶν θεῶν καὶ τοῦ τῶν ὅλων αἰτίου· πάντων γάρ, ὧν τὰ δεύτερα γεννητικά, πρώτως ἐστὶ καὶ ἀρρήτως ἐκεῖνο καὶ ἀνεπινοήτως ὑποστατικόν· ἐπειδὴ δὲ περὶ ἐγκοσμίων διαλέξεται πραγμάτων καὶ περὶ κόσμου τοῦ ξύμπαντος, ὕλην τε αὐτῷ δώσει καὶ εἶδος ἀπὸ τῶν ὑπερκοσμίων θεῶν εἰς αὐτὸν ἐφῆκον καὶ τῆς ὅλης ἐξάψει δημιουργίας καὶ πρὸς τὸ νοητὸν ἀπεικάσει ζῷον καὶ θεὸν ἀποδείξει τῇ μετουσίᾳ τἀγαθοῦ, καὶ οὕτω δὴ θεὸν ἔννουν ἔμψυχον ἀποτελέσει τὸν ὅλον κόσμον.     Σκοπὸς μὲν οὖν οὗτος, οὗ φαμεν στοχάζεσθαι τὸν Τίμαιον, καὶ τοιοῦτος, ὥσπερ εἴπομεν. τούτου δὲ ὄντος τοιούτου πρεπόντως ἐν ἀρχῇ μὲν δι᾽ εἰκόνων ἡ τοῦ παντὸς ἐπιδείκνυται τάξις, ἐν μέσοις δὲ ἡ σύμπασα κοσμοποιία παραδίδοται, πρὸς δὲ τῷ τέλει τὰ μερικὰ καὶ τὰ τέλη τῆς δημιουργίας συνυφαίνεται τοῖς ὅλοις· ἡ μὲν γὰρ τῆς Πολιτείας ἐπανάληψις καὶ ὁ περὶ τῆς Ἀτλαντίδος μῦθος τὴν δι᾽ εἰκόνων ἐμφαίνει τοῦ κόσμου θεωρίαν· εἴτε γὰρ εἰς τὴν ἕνωσιν καὶ τὸ πλῆθος ἀπίδοιμεν τῶν ἐγκοσμίων, τῆς μὲν ἑνώσεως εἰκόνα φήσομεν εἶναι τὴν Πολιτείαν, ἣν ὁ Σωκράτης ἀνακεφαλαιοῦται, τὴν διὰ πάντων διήκουσαν κοινωνίαν ὡς τέλος προστησαμένην, τῆς δὲ διαιρέσεως καὶ μάλιστα τῆς κατὰ τὰς δύο συστοιχίας ἀντιθέσεως τὸν τῶν Ἀτλαντίνων πρὸς Ἀθηναίους πόλεμον, ὃν ὁ Κριτίας ἱστορεῖ· εἴτε κατὰ τὸ οὐράνιον καὶ τὸ ὑπὸ σελήνην, τὴν μὲν Πολιτείαν ὁμοιοῦσθαι φήσομεν πρὸς τὴν οὐρανίαν διακόσμησιν—καὶ γὰρ ὁ <Σωκράτης> [rep. IX 592.B ] ἐν οὐρανῷ φησιν αὐτῆς τὸ παράδειγμα ἱδρῦσθαι—τὸν δὲ τῶν Ἀτλαντίνων πόλεμον τῇ γενέσει δι᾽ ἐναντιώσεως καὶ μεταβολῆς ὑφισταμένῃ. ταῦτα μὲν οὖν διὰ ταῦτα προηγεῖται τῆς ὅλης φυσιολογίας. Ἐπὶ δὲ τούτοις τό τε δημιουργικὸν αἴτιον παραδίδοται τοῦ παντὸς καὶ τὸ παραδειγματικὸν καὶ τελικόν· ὧν προϋπαρχόντων δημιουργεῖται τὸ πᾶν καθ᾽ ὅλον τε καὶ κατὰ μέρη· καὶ γὰρ τὸ σωματοειδὲς αὐτοῦ τεκταίνεται τοῖς εἴδεσι καὶ ταῖς δημιουργικαῖς τομαῖς καὶ τοῖς θείοις ἀριθμοῖς τεμνόμενον, καὶ ἡ ψυχὴ παράγεταί τε ἀπὸ τοῦ δημιουργοῦ καὶ πληροῦται λόγων ἁρμονικῶν καὶ συμβόλων θείων καὶ δημιουργικῶν, καὶ τὸ ὅλον ζῷον συνυφαίνεται κατὰ τὴν ἡνωμένην ἐν τῷ νοητῷ τοῦ κόσμου περιοχήν, τά τε μέρη τὰ ἐν αὐτῷ δεόντως ἐν τῷ ὅλῳ τάττεται, ὅσα τε σωματικὰ καὶ ὅσα ζωτικά· καὶ γὰρ ψυχαὶ μερικαὶ εἰσοικιζόμεναι τάττονται περὶ τοὺς ἡγεμόνας θεοὺς καὶ ἐγκόσμιαι γίνονται κατὰ τὰ ὀχήματα τὰ ἑαυτῶν, μιμούμεναι τοὺς ἡγουμένους αὐτῶν, καὶ τὰ θνητὰ ζῷα δημιουργεῖται καὶ ζῳοποιεῖται παρὰ τῶν οὐρανίων θεῶν· οὗ δὴ καὶ ἄνθρωπος ὅπη τε συνέστη καὶ δι᾽ οἵας αἰτίας τεθεώρηται, καὶ πρό γε τῶν ἄλλων οὗτος, <ἢ> διότι καὶ προσήκουσά ἐστιν ἡμῖν ἡ περὶ αὐτοῦ θεωρία τὸν ἀνθρώπου λόγον προβεβλημένοις καὶ κατὰ τοῦτον ζῶσιν, ἢ διότι μικρὸς κόσμος ὁ ἄνθρωπος καὶ ἔστι καὶ ἐν τούτῳ πάντα μερικῶς, ὅσα ἐν τῷ κόσμῳ θείως τε καὶ ὁλικῶς· νοῦς τε γάρ ἐστιν ἡμῖν ὁ κατ᾽ ἐνέργειαν, καὶ ψυχὴ λογικὴ προελθοῦσα ἐκ τοῦ αὐτοῦ πατρὸς καὶ τῆς αὐτῆς ζῳογόνου θεᾶς τῇ ὅλῃ, καὶ ὄχημα αἰθέριον ἀνάλογον τῷ οὐρανῷ, καὶ σῶμα γήινον ἐκ τῶν τεττάρων στοιχείων φυραθέν, οἷς καὶ σύστοιχόν ἐστιν. εἰ τοίνυν ἔδει πολλαχῶς θεωρῆσαι τὸ πᾶν καὶ ἐν τῷ νοητῷ καὶ ἐν τῷ αἰσθητῷ παραδειγματικῶς, εἰκονικῶς, ὁλικῶς, μερικῶς, εὖ ἂν ἔχοι καὶ ὁ περὶ ἀνθρώπου φύσεως λόγος ἐν τῇ τοῦ παντὸς θεωρίᾳ τελέως ἐξεργασθείς. εἴποις δ᾽ ἂν κἀκεῖνον ἔτι τὸν λόγον, ὅτι κατὰ τὸ <Πυθαγορικὸν> ἔθος ἔδει συνάψαι τῷ θεωρουμένῳ τὸν περὶ τοῦ θεωροῦντος λόγον· ἐπεὶ γὰρ ἔχομεν, τίς ὁ κόσμος, ἐχρῆν οἶμαι προσθεῖναι κἀκεῖνο, τί ποτέ ἐστι τὸ ταῦτα ἐπισκεπτόμενον καὶ λογικῶς κατανοοῦν. ὅτι δὲ καὶ πρὸς τοῦτο ἀπέβλεψεν, ἐδήλωσε πρὸς τῷ τέλει διαρρήδην εἰπών [90.D], ὅτι <δεῖ τῷ κατανοουμένῳ τὸ κατα νοοῦν ἐξομοιῶσαι> τὸν μέλλοντα τῆς εὐδαίμονος ζωῆς ἐπήβολον ἔσεσθαι· τὸ μὲν γὰρ ὅλον ἀεὶ εὔδαιμον· ἔσται δὲ καὶ τὸ ἡμέτερον εὔδαιμον ὁμοιωθὲν τῷ παντί· καὶ γὰρ πρὸς τὴν αἰτίαν οὕτως ἀναχθήσεται· ἐπεὶ γὰρ ὡς ὁ ἐνταῦθα ἄν θρωπος πρὸς τὸ πᾶν, οὕτω καὶ ὁ νοητὸς ἄνθρωπος πρὸς τὸ αὐτοζῷον, ἐκεῖ δὲ ἀεὶ τὰ δεύτερα τῶν πρώτων ἐξέχεται καὶ τὰ μέρη τῶν ὅλων ἐστὶν ἀνεκφοίτητα καὶ ἵδρυται ἐν αὐτοῖς, ὅταν καὶ ὁ τῇδε ἄνθρωπος ἀφομοιῶται τῷ παντί, μιμήσεται καὶ τὸ ἑαυτοῦ παράδειγμα τὸν προσήκοντα τρόπον, κόσμιος γενόμενος διὰ τὴν πρὸς τὸν κόσμον ὁμοιότητα καὶ εὐδαίμων διὰ τὴν πρὸς τὸν εὐδαίμονα θεὸν ἀπεικασίαν.

[10] Δηλ μέσα στα νοητά πράγματα/όντα προυπάρχουν αρχηγικώς τα μαθηματικά πράγματα/όντα και τα φυσικά πράγματα/όντα, μέσα στα μαθηματικά πράγματα/όντα υπάρχουν ως εικόνες τα νοητά πράγματα/όντα και ως υποδείγματα τα φυσικά πράγματα/όντα, τέλος δε μέσα στα φυσικά πράγματα/όντα υπάρχουν «ἰνδάλματα» τόσο των νοητών πραγμώτων/όντων όσο και των μαθηματικών πραγμώτων/όντων.

[11] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.8.13 – 1.8.27» :

     in Ti 1.8.13 ` to     in Ti 1.8.27 ἔτι δέ, ἐπειδὴ κατὰ τὸ <Πυθαγόρειον ἀρέσκον> τριχῆ τὰ πράγματα διῄρηται, εἴς τε τὰ νοητὰ καὶ τὰ φυσικὰ καὶ τὰ τούτων μέσα, ἃ δὴ καλεῖν εἰώθασι μαθηματικά, πάντα δὲ ἐν πᾶσιν ἔστι θεωρεῖν οἰκείως—καὶ γὰρ ἐν τοῖς νοητοῖς ἀρχηγικῶς προϋφέστηκε τά τε μέσα καὶ τὰ ἔσχατα, καὶ ἐν τοῖς μαθηματικοῖς ἀμφότερά ἐστιν, εἰκονικῶς μὲν τὰ πρῶτα, παραδειγματικῶς δὲ τὰ τρίτα, καὶ ἐν τοῖς φυσικοῖς ἐστιν ἰνδάλματα τῶν πρὸ αὐτῶν—εἰκότως δήπου καὶ ὁ Τίμαιος τὴν te ψυχὴν ὑφι στὰς διὰ τῶν μαθηματικῶν ὀνομάτων ἐνδείκνυται τάς τε δυνάμεις αὐτῆς καὶ τοὺς λόγους καὶ τὰ στοιχεῖα, Πλάτων δὲ ἀπὸ τῶν σχημάτων τῶν γεωμετρικῶν τὰς ἰδιότητας αὐτῆς ἀφορίζεται καὶ τούτων ξυμπάντων ἐν τῷ νοητῷ καὶ δη μιουργικῷ νῷ τὰς αἰτίας ἀπολείπει προϋπαρχούσας ἀρχοειδῶς.

[12] Βλ. Πρόκλος «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε’ (συνέχεια), 3.354.28 – 3.355.19» :

     in Ti 3.354.28 ` to     in Ti 3.355.19 ῥητέον δ᾽ οὖν κἀνταῦθα περί τε τοῦ σώματος κατὰ μέρος, οἷον περὶ κεφαλῆς, περὶ θώρακος, περὶ σκελῶν, καὶ ἐφ᾽ ἑκάστου τούτων περὶ τῶν ἐν αὐτοῖς μορίων (ὀργανικὰ γὰρ καὶ ταῦτά ἐστι), καὶ περὶ τῆς θνητῆς ψυχῆς τῆς ἅμα τῷ σώματι τὸ θνητὸν ζῷον ποιούσης, τὸ δημιούργημα τῶν νέων θεῶν, καὶ περὶ τῶν μορίων αὐτῆς, τῶν τε γνωστικῶν καὶ τῶν ὀρεκτικῶν· ἐὰν γὰρ ταῦτα καλῶς τῷ λογισμῷ συνέλωμεν, ἔσται ἡμῖν ὁ περὶ ἀνθρώπου λόγος εὖ παραδεδομένος. δεῖ δὲ ὡς τὸν ὅλον κόσμον, οὕτω καὶ τὸν ἄνθρωπον ἐπισκέψασθαι τελείως, διότι καὶ μικρός ἐστι καὶ οὗτος κόσμος· ἔχει γὰρ καὶ νοῦν καὶ λόγον καὶ θεῖον σῶμα καὶ θνητόν, ὥσπερ τὸ πᾶν, καὶ διῄρηται ἀνὰ λόγον τῷ παντί. ὅθεν δὴ καὶ λέγειν <τινὲς> εἰώθασιν, ὡς τὸ μὲν νοερὸν αὐτοῦ τῇ ἀπλανεῖ τέτακται ἀνὰ λόγον, τοῦ δὲ λόγου τὸ μὲν θεωρητικὸν τῷ Κρόνῳ, τὸ δὲ πολιτικὸν Διί, τοῦ δὲ ἀλόγου τὸ μὲν θυμοειδὲς Ἄρεϊ, τὸ δὲ φωνητικὸν Ἑρμῇ, τὸ δὲ ἐπιθυμητικὸν Ἀφροδίτῃ, τὸ δὲ αἰσθητικὸν Ἡλίῳ, τὸ δὲ φυτικὸν Σελήνῃ, καὶ τὸ μὲν αὐγοειδὲς ὄχημα τῷ οὐρανῷ, τὸ δὲ θνητὸν τοῦτο τῷ ὑπὸ σελήνην. ἵν᾽ οὖν καὶ μερικῶς ἴδῃς τὸ ὅλον, ὁ περὶ ἀνθρώπου λόγος τῇ πάσῃ φυσιολογίᾳ συντέτακται.

[13] Βλ. Πρόκλος «Εκλογές εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 5.1 – 5.20» :

     Eclogae de philosophia Chaldaica 5.1 ` to     Eclogae de philosophia Chaldaica 5.20   Ἡ φιλοσοφία τήν τε λήθην καὶ ἀνάμνησιν τῶν ἀιδίων λόγων αἰτιᾶται τῆς τε ἀποφοιτήσεως τῆς ἀπὸ τῶν θεῶν καὶ τῆς ἐπ᾽ αὐτοὺς ἐπιστροφῆς· τὰ δὲ λόγια, τῶν πατρικῶν συνθημάτων. Συνᾴδει δὲ ἀμφότερα· συνέστηκε γὰρ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τῶν ἱερῶν λόγων καὶ τῶν θείων συμβόλων· ὧν οἱ μέν εἰσιν ἀπὸ τῶν νοερῶν εἰδῶν, τὰ δὲ ἀπὸ τῶν θείων ἑνάδων· καὶ ἐσμὲν εἰκόνες μὲν τῶν νοερῶν οὐσιῶν, ἀγάλματα [τὰ] δὲ τῶν ἀγνώστων συνθημάτων. Καὶ ὥσπερ πᾶσα ψυχὴ πάντων μέν ἐστι πλήρωμα τῶν εἰδῶν, κατὰ μίαν δὲ ὅλως αἰτίαν ὑφέστηκεν, οὕτω καὶ πάντων μὲν μετέχει τῶν συνθημάτων, δι᾽ ὧν συνάπτεται τῷ θεῷ, ἀφώρισται δὲ ἡ ὕπαρξις ἐν ἑνί, καθὸ συνάγεται πᾶν τὸ ἐν αὐτῇ πλῆθος εἰς μίαν κορυφήν.

[14] Βλ. Πρόκλος «Εκλογές εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 1.17 – 1.24» :

     Eclogae de philosophia Chaldaica 1.17 ` to     Eclogae de philosophia Chaldaica 1.24 Υμνῳ δὸς δὲ ἀποτελεῖται τῶν θείων ἡ ψυχή, κατὰ τὸ λόγιον, τὰ συνθήματα τοῦ Πατρὸς τὰ ἄρρητα προβαλλομένη καὶ προσφέρουσα αὐτὰ τῷ Πατρί, ἃ ἐνέθετο ὁ Πατὴρ εἰς αὐτὴν ἐν τῇ πρώτῃ παρόδῳ τῆς οὐσίας. Τοιοῦτοι γὰρ οἱ νοεροὶ καὶ ἀφανεῖς ὕμνοι τῆς ἀναγομένης ψυχῆς, ἀνακινοῦντες τὴν μνήμην τῶν ἁρμονικῶν λόγων οἳ φέ ρουσιν ἀπορρήτους εἰκόνας τῶν θείων ἐν αὐτῇ δυνάμεων.

[15] Βλ. Πρόκλος «υπόμνημα στις Εννέαδες του Πλωτίνου, 31.1».

[16] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.7.18 – 1.1.8.23» :

     Enneades 1.1.7.18 ` to     Enneades 1.1.8.23 Κωλύσει δὲ οὐδὲν τὸ σύμπαν ζῷον λέγειν, μικτὸν μὲν τὰ κάτω, τὸ δὲ ἐντεῦθεν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθὴς σχεδόν· ἐκεῖνα δὲ τὸ <λεοντῶδεσ> καὶ τὸ <ποικίλον> ὅλως <θηρίον>. Συνδρόμου γὰρ ὄντος τοῦ ἀνθρώπου τῇ λογικῇ ψυχῇ, ὅταν λογιζώμεθα, ἡμεῖς λογιζόμεθα τῷ τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα.     Πρὸς δὲ τὸν νοῦν πῶς; Νοῦν δὲ λέγω οὐχ ἣν ἡ ψυχὴ ἔχει ἕξιν οὖσαν τῶν παρὰ τοῦ νοῦ, ἀλλ᾽ αὐτὸν τὸν νοῦν. ῍Η ἔχομεν καὶ τοῦτον ὑπεράνω ἡμῶν. Ἔχομεν δὲ ἢ κοινὸν ἢ ἴδιον, ἢ καὶ κοινὸν πάντων καὶ ἴδιον· κοινὸν μέν, ὅτι ἀμέριστος καὶ εἷς καὶ πανταχοῦ ὁ αὐτός, ἴδιον δέ, ὅτι ἔχει καὶ ἕκαστος αὐτὸν ὅλον ἐν ψυχῇ τῇ πρώτῃ. Ἔχομεν οὖν καὶ τὰ εἴδη διχῶς, ἐν μὲν ψυχῇ οἷον ἀνειλιγμένα καὶ οἷον κεχωρισμένα, ἐν δὲ νῷ ὁμοῦ τὰ πάντα. Τὸν δὲ θεὸν πῶς; ῍Η ὡς ἐποχούμενον τῇ νοητῇ φύσει καὶ τῇ οὐσίᾳ τῇ ὄντως,.

[17] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.11.1 – 1.1.11.15» :

     Enneades 1.1.11.1 ` to     Enneades 1.1.11.15   Παίδων δὲ ὄντων ἐνεργεῖ μὲν τὰ ἐκ τοῦ συνθέτου, ὀλίγα δὲ ἐλλάμπει ἐκ τῶν ἄνω εἰς αὐτό. Ὅταν δ᾽ ἀργῇ εἰς ἡμᾶς, ἐνεργεῖ πρὸς τὸ ἄνω· εἰς ἡμᾶς δὲ ἐνεργεῖ, ὅταν μέχρι τοῦ μέσου ἥκῃ. Τί οὖν; Οὐχ ἡμεῖς καὶ πρὸ τούτου; Ἀλλ᾽ ἀντίληψιν δεῖ γενέσθαι· οὐ γάρ, ὅσα ἔχομεν, τούτοις χρώμεθα ἀεί, ἀλλ᾽ ὅταν τὸ μέσον τάξωμεν ἢ πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐναντία, ἢ ὅσα ἀπὸ δυνάμεως ἢ ἕξεως εἰς ἐνέργειαν ἄγομεν.

[18] Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 133.1» :

     in Cra 133.1 ` to     in Cra 133.7 Οτι ὁ ἐν ἡμῖν νοῦς Διονυσιακός ἐστιν καὶ ἄγαλμα ὄντως τοῦ Διονύσου.

[19] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Δ’, 4.22.19 – 4.22.22» :

     Theol Plat 4.22.19 ` to     Theol Plat 4.22.22 ὁ δὲ ἐν τῷ Φαίδρῳ Σωκράτης τὸν μερικὸν νοῦν θεᾶσθαί φησι <τὸν ὑπερουράνιον τόπον·> ὁ γὰρ τῆς <ψυχῆς κυβερνήτης> οὗτός ἐστιν, ὡς καὶ τοῖς πρὸ ἡμῶν εἴρηται καλῶς.

[20] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Δ’, 4.42.18 – 4.43.22» :

     Theol Plat 4.42.18 ` to     Theol Plat 4.43.22   <Οὐσία> μὲν οὖν <ὄντως οὖσα> λέγεται, διότι τοῦ πρώτως ὄντος μετείληφεν. Πᾶσι γὰρ τὸ εἶναι καὶ τὸ ὄντως εἶναι τῆς νοητῆς οὐσίας πάρεστιν ἔκγονον. Ὡς γὰρ τὸ ἓν ἐκ τῆς πρωτίστης ἀρχῆς τῆς πρὸ τῶν νοητῶν, οὕτως ἡ τοῦ ὄντος φύσις ἀπὸ τῶν νοητῶν, ἐκεῖ γὰρ τὸ ἓν ὄν, ὡς καὶ ὁ Παρμενίδης μικρῷ πρότερον ἀνεδίδασκεν. <Ψυχῆς δὲ <κυβερνήτῃ θεατή,> διότι νοητὴν ἔλαχεν ὑπεροχὴν πρὸς τοὺς ἄλλους νοεροὺς θεούς. Τὸ τοίνυν νοητὸν αὐτῆς ἀγαθὸν ἀπὸ τοῦ νοῦ <τοῦ> γινώσκοντος αὐτὴν διασαφεῖ. Καὶ τοῦτο δὲ ἄρα τὸ νοητόν, ὥσπερ τὸ ὄντως ὄν, ἀπὸ τῶν ἑνιαίων εἰς αὐτὴν ἐφήκει θεῶν. Ἐκεῖνα γὰρ νοητὰ πρώτως καὶ ἀμεθέκτως καὶ πρωτουργὰ τῶν νοητῶν πάντων αἴτια· καὶ συντρέχει ταῦτα ἀλλήλοις, τό τε ὄντως ὂν καὶ τὸ νοητόν. Καὶ γὰρ πᾶν τὸ νοητὸν ὄντως ἐστὶν ὂν καὶ πᾶν τὸ ὄντως ὂν νοητὸν ὑπάρχει. Καὶ γὰρ ὁ νοῦς νοητός ἐστι κατὰ τὸ ὂν τὸ ἐν αὐτῷ, κατὰ δὲ τὸ γνωστικὸν νοῦς. Διὸ καὶ πᾶς μὲν νοῦς γνώσεώς ἐστι χορηγός, πᾶν δὲ τὸ νοητὸν οὐσίας· ὃ γάρ ἐστι πρώτως ἑκάτερον, τοῦτο καὶ τοῖς δευτέροις ἐπιλάμπει διακόσμοις.     Τὸ τρίτον τοίνυν περὶ αὐτὴν λέγεται <τὸ τῆς ἀληθοῦς ἐπιστήμης γένοσ> ἱδρῦσθαι. Δύο γὰρ ταῦτα ἄνεισιν ἐπὶ τὴν ἐκείνης τῆς οὐσίας θεωρίαν, <νοῦς ὁ κυβερνήτησ> τῆς <ψυχῆσ> (ἔστι δὲ οὗτος ὁ μερικός, ὑπεριδρυμένος μὲν τῶν ψυχῶν, ἀνάγων δὲ αὐτὰς εἰς τὸν ὅρμον τὸν πατρικόν) καὶ ἡ <ἀληθὴς ἐπιστήμη,> ψυχῆς οὖσα τελειότης. Αὕτη μὲν οὖν περὶ ἐκείνην ἐνεργεῖ ὡς περιχορεύουσα τὸ ὂν μεταβατικῶς, νοῦς δὲ θεᾶται αὐτὴν ὡς ἁπλῇ νοήσει χρώμενος.

[21] Βλ. Ερμείας «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 102.20 – 102.26» :

     In Platonis Phaedrum scholia 102.20 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 102.26 Καὶ γὰρ ἄλλως κυρίως ψυχὴν εἰώθασιν οἱ παλαιοὶ καλεῖν τὴν λογικήν· τό τε γὰρ ὑπὲρ αὐτὴν νοῦν καλοῦσι, τό τε καταδεέστερον αὐτῆς οὐχ ἁπλῶς ψυχὴν, ἀλλ᾽ ἄλογον ψυχὴν καὶ θνητὸν εἶδος ψυχῆς καὶ δεύτερον ἴχνος ζωῆς καὶ ἄλογον ζωὴν, ἢ καὶ ἐμψυχίαν τοῦ πνεύματος καὶ περὶ τοῖς σώμασι ζωὴν καὶ τὰ τοιαῦτα· ἰδίως δὲ καὶ κυρίως ψυχὴν τὴν λογικήν. Καὶ γὰρ τὸν κυρίως ἄνθρωπον τὴν λογικὴν ψυχὴν ἀποκαλεῖ.

[22] Βλ. Πρόκλος «Εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 2.1 – 2.3» :

     Eclogae de philosophia Chaldaica 2.1 ` to     Eclogae de philosophia Chaldaica 2.3   «Ψυχῆς βάθος» τὰς τριπλᾶς αὐτῆς γνωστικὰς δυνάμεις φησί, νοεράς, διανοητικάς, δοξαστικάς·

[23] Βλ. Ερμείας, στο «Σχόλια στον πλατωνικό «Φαίδρο, 84.25 – 84.32» :

     In Platonis Phaedrum scholia 84.25 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 84.32 Τῆς δὴ λογικῆς ψυχῆς εἰσι μέρη δύο, τὸ μὲν διάνοια, τὸ δὲ δόξα· πάλιν δὲ τῆς διανοίας τὸ μὲν πεζότατον λέγεται καὶ κυρίως ἐστὶ διάνοια, τὸ δὲ ἀκρότατον ὃ καὶ νοῦς αὐτῆς λέγεται, καθὸ μάλιστα νοερὰ γίνεται ἡ ψυχὴ, ὃ καὶ <δυνάμει νοῦν> τινες ἐκάλεσαν. Ἄλλο δέ ἐστιν ὑπὲρ τοῦτο ὅ ἐστιν ἀκρότατον τῆς πάσης ψυχῆς καὶ ἑνικώτατον, ὃ πᾶσι τὰ ἀγαθὰ θέλει καὶ ἀεὶ ἑαυτὸ ἐπιδίδωσι τοῖς θεοῖς, καὶ ὅπερ ἂν ἐκεῖνοι βούλωνται τοῦτο ἕτοιμον ἐμποιεῖν· ὃ καὶ ἓν λέγεται τῆς ψυχῆς [ὃ] καὶ ἴνδαλμα φέρει τοῦ ὑπερουσίου ἑνὸς, πᾶσαν ἑνίζον τὴν ψυχήν.

[24] Βλ. Πρόκλος «Εις πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων, 10.15 – 12.20» :

     in Euc 10.15 ` to     in Euc 12.20   Καὶ μέχρι τοῦδε ἐν ἡμῖν ἡ περὶ αὐτῆς ἀφωρίσθω διδασκαλία. μετὰ δὲ τοῦτο τί ποτ᾽ ἂν εἴη τὸ κριτήριον τῶν μαθημάτων θεωρήσωμεν καὶ προστησώμεθα καὶ τῆς τούτου παραδόσεως ἡγεμόνα τὸν <Πλάτωνα> διαιρούμενον ἐν πολιτείᾳ χωρὶς μὲν τὰ γνωστὰ χωρὶς δὲ τὰς γνώσεις καὶ συζύγως ἀπονέμοντα τοῖς γνωστοῖς τὰς γνώσεις. τῶν γὰρ ὄντων τὰ μὲν νοητὰ θέμενος τὰ δὲ αἰσθητά, τῶν δ᾽ αὖ νοητῶν τὰ μὲν νοητὰ πάλιν τὰ δὲ διανοητά, καὶ τῶν αἰσθητῶν τὰ μὲν αἰσθητὰ τὰ δὲ εἰκαστά, τοῖς μὲν νοητοῖς, ἃ δὴ τῶν τεττάρων ἐστὶ γενῶν πρώτιστα, γνῶσιν ἐφίστησι τὴν νόησιν, τοῖς δὲ διανοητοῖς διάνοιαν, τοῖς δὲ αἰσθητοῖς πίστιν καὶ τοῖς εἰκαστοῖς εἰκασίαν. καὶ τοῦτον ἔχουσαν τὸν λόγον ἀποφαίνει τὴν εἰκασίαν πρὸς τὴν αἴσθησιν, ὃν ἡ διάνοια πρὸς τὴν νόησιν· ἥ τε γὰρ εἰκασία τὰ εἴδωλα γιγνώσκει τῶν αἰσθητῶν ἔν τε ὕδασι φανταζόμενα καὶ τοῖς ἄλλοις κατόπτροις ἐσχάτην πως ἐν εἴδεσιν ἔχοντα τάξιν καὶ εἰδώλων ὄντως εἴδωλα γεγονότα, καὶ ἡ διάνοια τὰς τῶν νοητῶν εἰκόνας θεωρεῖ τὰς ἀπὸ τῶν πρώτων καὶ ἁπλῶν καὶ ἀμεριστῶν εἰδῶν εἰς πλῆθος καὶ διαίρεσιν ὑποβάσας, δι᾽ ὃ καὶ ταύτης μὲν ἡ γνῶσις ἀπ᾽ ἄλλων ὑποθέσεων ἤρτηται πρεσβυτέρων, ἡ δὲ νόησις ἐπ᾽ αὐτὴν ἄνεισι τὴν ἀνυπόθετον ἀρχήν. εἰ τοίνυν τὰ μαθηματικὰ μήτε τὴν ἀμέριστον ἔλαχεν ὑπόστασιν καὶ χωριστὴν ἀπὸ πάσης διαιρέσεως καὶ ποικιλίας μήτε τὴν αἰσθήσει γνωριζομένην καὶ πολὺ μετάβολον καὶ πάντη μεριστήν, παντί που καταφανές, ὅτι διανοητὰ μέν ἐστι κατὰ τὴν οὐσίαν, διάνοια δὲ αὐτῶν προέστηκεν ὡς κριτήριον, ὥσπερ τῶν αἰσθητῶν αἴσθησις καὶ εἰκασία τῶν εἰκαστῶν. ὅθεν δὴ καὶ ὁ Σωκράτης ἀμυδροτέραν μὲν τὴν τούτων γνῶσιν εἶναι διορίζεται τῆς πρωτίστης ἐπιστήμης, τρανεστέραν δὲ τῆς δοξαστικῆς ἐπιβολῆς. τὸ μὲν γὰρ ἀνειλιγμένον καὶ διεξοδικὸν τῆς θεωρίας πλεονάζον ἔχουσι τῆς νοήσεως, τὸ δὲ μόνιμον τῶν λόγων καὶ ἀνέλεγκτον ὑπερέχον τῆς δόξης. καὶ τὸ μὲν ἐξ ὑποθέσεως ὡρμημένον κατὰ τὴν ὕφεσιν ἔλαχον τῆς πρώτης ἐπιστήμης, τὸ δὲ ἐν ἀΰλοις εἴδεσιν ὑφεστὸς κατὰ τὴν τελειοτέραν τῶν αἰσθητῶν εἴδησιν. Τὸ μὲν οὖν κριτήριον τῶν μαθημάτων ἁπάντων τοιόνδε κατὰ τὸν νοῦν ἀφοριζόμεθα τοῦ <Πλάτωνοσ>, τὴν διάνοιαν δόξης μὲν ὑπεριδρύσασαν ἑαυτὴν, τῆς δὲ νοήσεως ἀπολειπομένην.

[25] Βλ. Πλάτων «Πολιτεία, 588.c.7 – 588.e.1» :

«Πλάσε λοιπόν μια μορφή θηρίου που να είναι ποικίλο και πολυκέφαλο, και να να έχει γύρω του κεφάλια ήμερων και άγριων ζώων, και να μπορεί να αλλάζει και να φανερώνει από το σώμα του όλες αυτές τις μορφές.

– Για τέτοια δουλειά, είπε, χρειάζεται ένας τεχνίτης πολύ επιτήδειος. Εν τούτοις όμως, αφού ο λόγος πλάθεται πολύ ευκολότερα από το κερί και τα παρόμοια του, ας πλάσουμε την εικόνα που λες.

– Πλάσε λοιπόν άλλη μια εικόνα λιονταριού και μια ανθρώπου. Η πρώτη εικόνα να είναι πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες δυο, και η δεύτερη μεγαλύτερη από την Τρίτη.

– Αυτά είναι ευκολότερα να γίνουν, είπε. Νάτα μάλιστα πλάσθηκαν.

– Αυτά λοιπόν που είναι τρία σύνδεσέ τα σε ένα μόνο, κατά τρόπο που να φαίνεται πως έχουν κοινή προέλευση και αποτελούν ένα ενιαίο όλο.

– και αυτό έγινε, είπε.

– Γύρω από αυτά τώρα και επάνω τους κάμε την εικόνα ενός ανθρώπου, κατά τρόπο που όποιος δεν μπορεί να δει τι υπάρχει μέσα, αλλά βλέπει, μονάχα ένα ζώο, άνθρωπο.»

     Resp 588.c.7 ` to     Resp 588.e.1   Πλάττε τοίνυν μίαν μὲν ἰδέαν θηρίου ποικίλου καὶ πολυκεφάλου, ἡμέρων δὲ θηρίων ἔχοντος κεφαλὰς κύκλῳ καὶ ἀγρίων, καὶ δυνατοῦ μεταβάλλειν καὶ φύειν ἐξ αὑτοῦ πάντα ταῦτα.

– Δεινοῦ πλάστου, ἔφη, τὸ ἔργον· ὅμως δέ, ἐπειδὴ εὐπλαστότερον κηροῦ καὶ τῶν τοιούτων λόγος, πεπλάσθω.

– Μίαν δὴ τοίνυν ἄλλην ἰδέαν λέοντος, μίαν δὲ ἀνθρώπου· πολὺ δὲ μέγιστον ἔστω τὸ πρῶτον καὶ δεύτερον τὸ δεύτερον.

– Ταῦτα, ἔφη, ῥᾴω, καὶ πέπλασται.

– Σύναπτε τοίνυν αὐτὰ εἰς ἓν τρία ὄντα, ὥστε πῃ συμπεφυκέναι ἀλλήλοις.

– Συνῆπται, ἔφη.

– Περίπλασον δὴ αὐτοῖς ἔξωθεν ἑνὸς εἰκόνα, τὴν τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε τῷ μὴ δυναμένῳ τὰ ἐντὸς ὁρᾶν, ἀλλὰ τὸ ἔξω μόνον ἔλυτρον ὁρῶντι, ἓν ζῷον φαίνεσθαι, ἄνθρωπον.

[26] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 8.11 – 9.1» :

     Ad Marcellam 8.11 ` to     Ad Marcellam 9.1 ἆρ᾽ οὐχ, ὅτι μὲν σοὶ ἐγὼ οὐχ ὁ ἁπτὸς οὗτος καὶ τῇ αἰσθήσει ὑποπτωτός, ὁ δὲ ἐπὶ πλεῖστον ἀφεστηκὼς τοῦ σώματος, ὁ ἀχρώματος καὶ ἀσχημάτιστος, καὶ χερσὶ μὲν οὐδαμῶς ἐπαφητός, διανοίᾳ δὲ μόνῃ κρατητός; λαμβάνομεν δὲ οὐ παρὰ τῶν ἔξωθεν τὰ εἰς τὰ παρ᾽ αὐτῶν ἡμῖν ἐντεθειμένα· τοὐνδόσιμον δὲ μόνον ὥσπερ ἐν χορῷ εἰς ἀνάμνησιν ἡμᾶς ἄγον ὧν ἔχοντες παρὰ τοῦ δεδωκότος ἐπλανήθημεν.

[27] Εννοεί το αισθητό σώμα.

[28] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 10.1 – 10.11» :

     Ad Marcellam 10.1 ` to     Ad Marcellam 10.11 Τῆς μὲν οὖν ἐμῆς σκιᾶς καὶ τοῦ φαινομένου εἰδώλου οὔτε παρόντων ὠνήσω τι οὔτ᾽ ἀπόντων ἐπώδυνος ἡ ἀπουσία τῇ μελετώσῃ φεύγειν ἀπὸ τοῦ σώματος. ἐμοῦ δὲ καθαρῶς τύχοις ἂν μάλιστα καὶ παρόντος καὶ συνόντος νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν σὺν καθαρῷ τε καὶ τῷ καλλίστῳ τῆς συνουσίας καὶ μηδὲ χωρισθῆναι οἵου τε ὄντος, εἰ μελετῴης εἰς σεαυτὴν ἀναβαίνειν συλλέγουσα ἀπὸ τοῦ σώματος πάντα τὰ διασκεδασθέντα σου μέλη καὶ εἰς πλῆθος κατακερματισθέντα ἀπὸ τῆς τέως ἐν μεγέθει δυνάμεως ἰσχυούσης ἑνώσεως. συνάγοις δ᾽ ἂν καὶ ἑνίζοις τὰς ἐμφύτους ἐννοίας καὶ διαρθροῦν συγκεχυμένας καὶ εἰς φῶς ἕλκειν ἐσκοτισμένας πειρωμένη· ἀφ᾽ ὧν ὁρμώμενος καὶ ὁ θεῖος Πλάτων ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ νοητὰ τὰς ἀνακλήσεις πεποίηται.

[29] Βλ. Πορφύριος «Αφορμές προς τα νοητά, 16.1 – 19.3» :

     Sententiae ad intelligibilia ducentes 16.1 ` to     Sententiae ad intelligibilia ducentes 19.3 Η ψυχὴ ἔχει μὲν πάντων τοὺς λόγους, ἐνεργεῖ δὲ κατ᾽ αὐτοὺς ἢ ὑπ᾽ ἄλλου εἰς τὴν προχείρησιν ἐκκαλουμένη ἢ ἑαυτὴν εἰς αὐτοὺς ἐπιστρέφουσα εἰς τὸ εἴσω· καὶ ὑπ᾽ ἄλλου μὲν ἐκκαλουμένη ὡς πρὸς τὰ ἔξω τὰς αἰσθήσεις ἀποδίδωσιν, εἰς δὲ ἑαυτὴν εἰσδῦσα πρὸς τὸν νοῦν ἐν ταῖς νοήσεσι γίνεται.

[30] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 10.5.7 – 10.5.11» :

     Myst 10.5.7 ` to     Myst 10.5.11 ὁ θεωτὸς νοούμενος ἄνθρωπος, ἡνωμένος τὸ πρόσθεν τῇ θέᾳ τῶν θεῶν, ἐπεισῆλθεν ἑτέρᾳ ψυχῇ τῇ περὶ τὸ ἀνθρώπινον μορφῆς εἶδος συνηρμοσμένῃ, καὶ διὰ τοῦτο ἐν τῷ τῆς ἀνάγκης καὶ εἱμαρμένης ἐγένετο δεσμῷ.

[31] Βλ. Πρόκλος «Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημί, 3».

[32] Βλ., Ιάμβλιχος «Περί Μυστηρίων, 8.6.4 – 8.6.15» :

     Myst 8.6.4 ` to     Myst 8.6.15 Δύο γὰρ ἔχει ψυχάς, ὡς ταῦτά φησι τὰ γράμματα, ὁ ἄνθρωπος· καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ, μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως, ἡ δὲ ἐνδιδομένη ἐκ τῆς τῶν οὐρανίων περιφορᾶς, εἰς ἣν ἐπεισέρπει ἡ θεοπτικὴ ψυχή· τούτων δὴ οὕτως ἐχόντων ἡ μὲν ἀπὸ τῶν κόσμων εἰς ἡμᾶς καθήκουσα ψυχὴ ταῖς περιόδοις συνακολουθεῖ τῶν κόσμων, ἡ δὲ   ἀπὸ τοῦ νοητοῦ νοητῶς παροῦσα τῆς γενεσιουργοῦ κυκλήσεως ὑπερέχει, καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἥ τε λύσις γίγνεται τῆς εἱμαρμένης καὶ ἡ πρὸς τοὺς νοητοὺς θεοὺς ἄνοδος, θεουργία τε ὅση πρὸς τὸ ἀγέννητον ἀνάγεται κατὰ τὴν τοιαύτην ζωὴν ἀποτελεῖται.

[33] Το άνθος της ψυχής.

[34] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 4η : Περί ουσίας ψυχής πρώτον, 4.1.1.1 – 4.1.1.22» :

     Enneades 4.1.1.1 ` to     Enneades 4.1.1.22 Εν τῷ κόσμῳ τῷ νοητῷ ἡ ἀληθινὴ οὐσία· νοῦς τὸ ἄριστον αὐτοῦ· ψυχαὶ δὲ κἀκεῖ· ἐκεῖθεν γὰρ καὶ ἐνταῦθα. Κἀκεῖνος ὁ κόσμος ψυχὰς ἄνευ σωμάτων ἔχει, οὗτος δὲ τὰς ἐν σώμασι γινομένας καὶ μερισθείσας τοῖς σώμασιν. Ἐκεῖ δὲ ὁμοῦ μὲν νοῦς πᾶς καὶ οὐ διακεκριμένον οὐδὲ μεμερισμένον, ὁμοῦ δὲ πᾶσαι ψυχαὶ ἐν αἰῶνι τῷ κόσμῳ, οὐκ ἐν διαστάσει τοπικῇ. Νοῦς μὲν οὖν ἀεὶ ἀδιάκριτος καὶ οὐ μεριστός, ψυχὴ δὲ ἐκεῖ ἀδιάκριτος καὶ ἀμέριστος· ἔχει δὲ φύσιν μερίζεσθαι. Καὶ γὰρ ὁ μερισμὸς αὐτῆς τὸ ἀποστῆναι καὶ ἐν σώματι γενέσθαι. <Μεριστὴ> οὖν εἰκότως <περὶ τὰ σώματα> λέγεται εἶναι, ὅτι οὕτως ἀφίσταται καὶ μεμέρισται. Πῶς οὖν καὶ <ἀμέριστοσ>; Οὐ γὰρ ὅλη ἀπέστη, ἀλλ᾽ ἔστι τι αὐτῆς οὐκ ἐληλυθός, ὃ οὐ πέφυκε μερίζεσθαι. Τὸ οὖν ἐκ <τῆς ἀμερίστου καὶ τῆς περὶ τὰ σώματα μεριστῆς> ταὐτὸν τῷ ἐκ τῆς ἄνω καὶ κάτω ἰούσης καὶ τῆς ἐκεῖθεν ἐξημμένης, ῥυείσης δὲ μέχρι τῶνδε, οἷον γραμμῆς ἐκ κέντρου. Ἐλθοῦσα δὲ ἐνθάδε τούτῳ τῷ μέρει ὁρᾷ, ᾧ καὶ αὐτῷ τῷ μέρει σῴζει τὴν φύσιν τοῦ ὅλου. Οὐδὲ γὰρ ἐνταῦθα μόνον μεριστή, ἀλλὰ καὶ ἀμέριστος· τὸ γὰρ μεριζόμενον αὐτῆς ἀμερίστως μερίζεται. Εἰς ὅλον γὰρ τὸ σῶμα δοῦσα αὑτὴν καὶ μὴ μερισθεῖσα τῷ ὅλη εἰς ὅλον τῷ ἐν παντὶ εἶναι μεμέρισται.

[35] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.1.1 – 1.1.2.13» :

     Enneades 1.1.1.1 ` to     Enneades 1.1.2.13 Ηδοναὶ καὶ λῦπαι φόβοι τε καὶ θάρρη ἐπιθυμίαι τε καὶ ἀποστροφαὶ καὶ τὸ ἀλγεῖν τίνος ἂν εἶεν; ῍Η γὰρ ψυχῆς, ἢ χρωμένης ψυχῆς σώματι, ἢ τρίτου τινὸς ἐξ ἀμφοῖν. Διχῶς δὲ καὶ τοῦτο· ἢ γὰρ τὸ μῖγμα, ἢ ἄλλο ἕτερον ἐκ τοῦ μίγματος. Ὁμοίως δὲ καὶ τὰ ἐκ τούτων τῶν παθημάτων γινόμενα καὶ πραττόμενα καὶ δοξαζόμενα. Καὶ οὖν καὶ διάνοια καὶ δόξα ζητητέαι, πότερα ὧν τὰ πάθη, ἢ αἱ μὲν οὕτως, αἱ δὲ ἄλλως. Καὶ τὰς νοήσεις δὲ θεωρητέον, πῶς καὶ τίνος, καὶ δὴ καὶ αὐτὸ τοῦτο τὸ ἐπισκοποῦν καὶ περὶ τούτων τὴν ζήτησιν καὶ τὴν κρίσιν ποιούμενον τί ποτ᾽ ἂν εἴη. Καὶ πρότερον τὸ αἰσθάνεσθαι τίνος; Ἐντεῦθεν γὰρ ἄρχεσθαι προσήκει, ἐπείπερ τὰ πάθη ἤ εἰσιν αἰσθήσεις τινὲς ἢ οὐκ ἄνευ αἰσθήσεως.     Πρῶτον δὲ ψυχὴν ληπτέον, πότερον ἄλλο μὲν ψυχή, ἄλλο δὲ ψυχῇ εἶναι. Εἰ γὰρ τοῦτο, σύνθετόν τι ἡ ψυχὴ καὶ οὐκ ἄτοπον ἤδη δέχεσθαι αὐτὴν καὶ αὐτῆς εἶναι τὰ πάθη τὰ τοιαῦτα, εἰ ἐπιτρέψει καὶ οὕτως ὁ λόγος, καὶ ὅλως ἕξεις καὶ διαθέσεις χείρους καὶ βελτίους. ῎Η, εἰ ταὐτόν ἐστι ψυχὴ καὶ τὸ ψυχῇ εἶναι, εἶδός τι ἂν εἴη ψυχὴ ἄδεκτον τούτων ἁπασῶν τῶν ἐνεργειῶν, ὧν ἐποιστι κὸν ἄλλῳ, ἑαυτῷ δὲ συμφυᾶ ἔχον τὴν ἐνέργειαν ἐν ἑαυτῷ, ἥντινα ἂν φήνῃ ὁ λόγος. Οὕτω γὰρ καὶ τὸ ἀθάνατον ἀληθὲς λέγειν, εἴπερ δεῖ τὸ ἀθάνατον καὶ ἄφθαρτον ἀπαθὲς εἶναι, ἄλλῳ ἑαυτοῦ πως διδόν, αὐτὸ δὲ παρ᾽ ἄλλου μηδὲν ἢ ὅσον παρὰ τῶν πρὸ αὐτοῦ ἔχειν, ὧν μὴ ἀποτέτμηται κρειττόνων ὄντων.

[36] Βλ. Πλάτων «Φαίδρος, 246.c».

[37] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.3.1 – 1.1.7.21» :

     Enneades 1.1.3.1 ` to    Enneades 1.1.7.21 Αλλὰ γὰρ ἐν σώματι θετέον ψυχήν, οὖσαν εἴτε πρὸ τούτου, εἴτ᾽ ἐν τούτῳ, ἐξ οὗ καὶ αὐτῆς <ζῷον τὸ σύμπαν ἐκλήθη>. Χρωμένη μὲν οὖν σώματι οἷα ὀργάνῳ οὐκ ἀναγκάζεται δέξασθαι τὰ διὰ τοῦ σώματος παθήματα, ὥσπερ οὐδὲ τὰ τῶν ὀργάνων παθήματα οἱ τεχνῖται· αἴσθησιν δὲ τάχ᾽ ἂν ἀναγκαίως, εἴπερ δεῖ χρῆσθαι τῷ ὀργάνῳ γινωσκούσῃ τὰ ἔξωθεν παθήματα ἐξ αἰσθήσεως· ἐπεὶ καὶ τὸ χρῆσθαι ὄμμασίν ἐστιν ὁρᾶν. Ἀλλὰ καὶ βλάβαι περὶ τὸ ὁρᾶν, ὥστε καὶ λῦπαι καὶ τὸ ἀλγεῖν καὶ ὅλως ὅ τι περ ἂν περὶ τὸ σῶμα πᾶν γίγνηται· ὥστε καὶ ἐπιθυμίαι ζητούσης τὴν θεραπείαν τοῦ ὀργάνου. Ἀλλὰ πῶς ἀπὸ τοῦ σώματος εἰς αὐτὴν ἥξει τὰ πάθη; Σῶμα μὲν γὰρ σώματι ἄλλῳ μεταδώσει τῶν ἑαυτοῦ, σῶμα δὲ ψυχῇ πῶς; Τοῦτο γάρ ἐστιν οἷον ἄλλου παθόντος ἄλλο παθεῖν. Μέχρι γὰρ τοῦ τὸ μὲν εἶναι τὸ χρώμενον, τὸ δὲ ᾧ χρῆται, χωρίς ἐστιν ἑκάτερον· χωρίζει γοῦν ὁ τὸ χρώμενον τὴν ψυχὴν διδούς. Ἀλλὰ πρὸ τοῦ χωρίσαι διὰ φιλοσοφίας αὐτὸ πῶς εἶχεν; ῍Η ἐμέμικτο. Ἀλλὰ εἰ ἐμέμικτο, ἢ κρᾶσίς τις ἦν, ἢ ὡς <διαπλακεῖσα>, ἢ ὡς εἶδος οὐ κεχωρισμένον, ἢ εἶδος ἐφαπτόμενον, ὥσπερ ὁ κυβερνήτης, ἢ τὸ μὲν οὕτως αὐτοῦ, τὸ δὲ ἐκείνως· λέγω δὲ ἢ τὸ μὲν κεχωρισμένον, ὅπερ τὸ χρώμενον, τὸ δὲ μεμιγμένον ὁπωσοῦν καὶ αὐτὸ ὂν ἐν τάξει τοῦ ᾧ χρῆται, ἵνα τοῦτο ἡ φιλοσοφία καὶ αὐτὸ ἐπιστρέφῃ πρὸς τὸ χρώμενον καὶ τὸ χρώμενον ἀπάγῃ, ὅσον μὴ πᾶσα ἀνάγκη, ἀπὸ τοῦ ᾧ χρῆται, ὡς μὴ ἀεὶ μηδὲ χρῆσθαι.    Θῶμεν τοίνυν μεμῖχθαι. Ἀλλ᾽ εἰ μέμικται, τὸ μὲν χεῖρον ἔσται βέλτιον, τὸ σῶμα, τὸ δὲ χεῖρον, ἡ ψυχή· καὶ βέλτιον μὲν τὸ σῶμα ζωῆς μεταλαβόν, χεῖρον δὲ ἡ ψυχὴ θανάτου καὶ ἀλογίας. Τὸ δὴ ἀφαιρεθὲν ὁπωσοῦν ζωῆς πῶς ἂν προσθήκην λάβοι τὸ αἰσθάνεσθαι; Τοὐναντίον δ᾽ ἂν τὸ σῶμα ζωὴν λαβὸν τοῦτο ἂν εἴη τὸ αἰσθήσεως καὶ τῶν ἐξ αἰσθήσεως παθημάτων μεταλαμβάνον. Τοῦτο τοίνυν καὶ ὀρέξεται—τοῦτο γὰρ καὶ ἀπολαύσει ὧν ὀρέγεται—καὶ φοβήσεται περὶ αὑτοῦ· τοῦτο γὰρ καὶ οὐ τεύξεται τῶν ἡδέων καὶ φθαρήσεται. Ζητητέον δὲ καὶ τὸν τρόπον τῆς μίξεως, μήποτε οὐ δυνατὸς ᾖ, ὥσπερ ἂν εἴ τις λέγοι μεμῖχθαι λευκῷ γραμμήν, φύσιν ἄλλην ἄλλῃ. Τὸ δὲ «διαπλακεῖσα» οὐ ποιεῖ ὁμοιοπαθῆ τὰ διαπλακέντα, ἀλλ᾽ ἔστιν ἀπαθὲς εἶναι τὸ διαπλακὲν καὶ ἔστι ψυχὴν διαπεφοιτηκυῖαν μήτοι πάσχειν τὰ ἐκείνου πάθη, ὥσπερ καὶ τὸ φῶς, καὶ μάλιστα, εἰ οὕτω, δι᾽ ὅλου ὡς διαπεπλέχθαι· οὐ παρὰ τοῦτο οὖν πείσεται τὰ σώματος πάθη, ὅτι διαπέπλεκται. Ἀλλ᾽ ὡς εἶδος ἐν ὕλῃ ἔσται ἐν τῷ σώματι; Πρῶτον μὲν ὡς χωριστὸν εἶδος ἔσται, εἴπερ οὐσία, καὶ μᾶλλον ἂν εἴη κατὰ τὸ χρώμενον. Εἰ δὲ ὡς τῷ πελέκει τὸ σχῆμα τὸ ἐπὶ τῷ σιδήρῳ, καὶ τὸ συναμφότερον ὁ πέλεκυς ποιήσει ἃ ποιήσει ὁ σίδηρος ὁ οὕτως ἐσχηματισμένος, κατὰ τὸ σχῆμα μέντοι, μᾶλλον ἂν τῷ σώματι διδοῖμεν ὅσα κοινὰ πάθη, τῷ μέντοι τοιούτῳ, <τῷ φυσικῷ, ὀργανικῷ, δυνάμει ζωὴν ἔχοντι>. Καὶ γὰρ ἄτοπόν φησι <τὴν ψυχὴν ὑφαίνειν λέγειν>, ὥστε καὶ ἐπιθυμεῖν καὶ λυπεῖσθαι· ἀλλὰ τὸ ζῷον μᾶλλον.     Αλλὰ τὸ ζῷον ἢ τὸ σῶμα δεῖ λέγειν τὸ τοιόνδε, ἢ <τὸ κοινόν>, ἢ ἕτερόν τι τρίτον ἐξ ἀμφοῖν γεγενημένον. Ὅπως δ᾽ ἂν ἔχῃ, ἤτοι ἀπαθῆ δεῖ τὴν ψυχὴν φυλάττειν αὐτὴν αἰτίαν γενομένην ἄλλῳ τοῦ τοιούτου, ἢ συμπάσχειν καὶ αὐτήν· καὶ ἢ ταὐτὸν πάσχουσαν πάθημα πάσχειν, ἢ ὅμοιόν τι, οἷον ἄλλως μὲν τὸ ζῷον ἐπιθυμεῖν, ἄλλως δὲ τὸ ἐπιθυμητικὸν ἐνεργεῖν ἢ πάσχειν. Τὸ μὲν οὖν σῶμα τὸ τοιόνδε ὕστερον ἐπισκεπτέον· τὸ δὲ συναμφότερον οἷον λυπεῖσθαι πῶς; Ἆρα ὅτι τοῦ σώματος οὑτωσὶ διατεθέντος καὶ μέχρις αἰσθήσεως διελθόντος τοῦ πάθους τῆς αἰσθήσεως εἰς ψυχὴν τελευτώσης; Ἀλλ᾽ ἡ αἴσθησις οὔπω δῆλον πῶς. Ἀλλ᾽ ὅταν ἡ λύπη ἀρχὴν ἀπὸ δόξης καὶ κρίσεως λάβῃ τοῦ κακόν τι παρεῖναι ἢ αὐτῷ ἤ τινι τῶν οἰκείων, εἶτ᾽ ἐντεῦθεν τροπὴ λυπηρὰ ἐπὶ τὸ σῶμα καὶ ὅλως ἐπὶ πᾶν τὸ ζῷον γένηται; Ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς δόξης οὔπω δῆλον τίνος, τῆς ψυχῆς ἢ τοῦ συναμφοτέρου· εἶτα ἡ μὲν δόξα ἡ περὶ τοῦ κακὸν τὸ τῆς λύπης οὐκ ἔχει πάθος· καὶ γὰρ καὶ δυνατὸν τῆς δόξης παρούσης μὴ πάντως ἐπιγίνεσθαι τὸ λυπεῖσθαι, μηδ᾽ αὖ τὸ ὀργίζεσθαι δόξης τοῦ ὀλιγωρεῖσθαι γενομένης, μηδ᾽ αὖ ἀγαθοῦ δόξης κινεῖσθαι τὴν ὄρεξιν. Πῶς οὖν κοινὰ ταῦτα; ῎Η, ὅτι καὶ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἐπιθυμητικοῦ καὶ ὁ θυμὸς τοῦ θυμικοῦ καὶ ὅλως τοῦ ὀρεκτικοῦ ἡ ἐπί τι ἔκστασις. Ἀλλ᾽ οὕτως οὐκέτι κοινὰ ἔσται, ἀλλὰ τῆς ψυχῆς μόνης· ἢ καὶ τοῦ σώματος, ὅτι δεῖ αἷμα καὶ χολὴν ζέσαι καί πως διατεθὲν τὸ σῶμα τὴν ὄρεξιν κινῆσαι, οἷον ἐπὶ ἀφροδισίων. Ἡ δὲ τοῦ ἀγαθοῦ ὄρεξις μὴ κοινὸν πάθημα ἀλλὰ ψυχῆς ἔστω, ὥσπερ καὶ ἄλλα, καὶ οὐ πάντα τοῦ κοινοῦ δίδωσί τις λόγος. Ἀλλὰ ὀρεγομένου ἀφροδισίων τοῦ ἀνθρώπου ἔσται μὲν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἐπιθυμῶν, ἔσται δὲ ἄλλως καὶ τὸ ἐπιθυμητικὸν ἐπιθυμοῦν. Καὶ πῶς; Ἆρα ἄρξει μὲν ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐπιθυμίας, ἐπακολουθήσει δὲ τὸ ἐπιθυμητικόν; Ἀλλὰ πῶς ὅλως ἐπεθύμησεν ὁ ἄνθρωπος μὴ τοῦ ἐπιθυμητικοῦ κεκινημένου; Ἀλλ᾽ ἄρξει τὸ ἐπιθυμητικόν. Ἀλλὰ τοῦ σώματος μὴ πρότερον οὑτωσὶ διατεθέντος πόθεν ἄρξεται;     Ἀλλ᾽ ἴσως βέλτιον εἰπεῖν καθόλου τῷ παρεῖναι τὰς δυνάμεις τὰ ἔχοντα εἶναι τὰ ἐνεργοῦντα κατ᾽ αὐτάς, αὐτὰς δὲ ἀκινήτους εἶναι χορηγούσας τὸ δύνασθαι τοῖς ἔχουσιν. Ἀλλ᾽ εἰ τοῦτό ἐστι, πάσχοντος τοῦ ζῴου τὴν αἰτίαν τοῦ ζῆν τῷ συναμφοτέρῳ δοῦσαν αὑτὴν ἀπαθῆ εἶναι τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ ἔχοντος ὄντων. Ἀλλ᾽ εἰ τοῦτο, καὶ τὸ ζῆν ὅλως οὐ τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ τοῦ συναμφοτέρου ἔσται; ῍Η τὸ τοῦ συναμφοτέρου ζῆν οὐ τῆς ψυχῆς ἔσται· καὶ ἡ δύναμις δὲ ἡ αἰσθητικὴ οὐκ αἰσθήσεται, ἀλλὰ τὸ ἔχον τὴν δύναμιν. Ἀλλ᾽ εἰ ἡ αἴσθησις διὰ σώματος κίνησις οὖσα εἰς ψυχὴν τελευτᾷ, πῶς ἡ ψυχὴ οὐκ αἰσθήσεται; ῍Η τῆς δυνάμεως τῆς αἰσθητικῆς παρούσης τῷ ταύτην παρεῖναι αἰσθήσεται. Τί αἰσθήσεται; τὸ συναμφότερον; Ἀλλ᾽ εἰ ἡ δύναμις μὴ κινήσεται, πῶς ἔτι τὸ συναμφότερον μὴ συναριθμουμένης ψυχῆς μηδὲ τῆς ψυχικῆς δυνάμεως;     ῍Η τὸ συναμφότερον ἔστω τῆς ψυχῆς τῷ παρεῖναι οὐχ αὑτὴν δούσης τῆς τοιαύτης εἰς τὸ συναμφότερον ἢ εἰς θάτερον, ἀλλὰ ποιούσης ἐκ τοῦ σώματος τοῦ τοιούτου   καί τινος οἷον φωτὸς τοῦ παρ᾽ αὐτὴν δοθέντος τὴν τοῦ ζῴου φύσιν ἕτερόν τι, οὗ τὸ αἰσθάνεσθαι καὶ τὰ ἄλλα ὅσα ζῴου πάθη εἴρηται. Ἀλλὰ πῶς ἡμεῖς αἰσθανόμεθα; ῎Η, ὅτι οὐκ ἀπηλλάγημεν τοῦ τοιούτου ζῴου, καὶ εἰ ἄλλα ἡμῖν τιμιώτερα εἰς τὴν ὅλην ἀνθρώπου οὐσίαν ἐκ πολλῶν οὖσαν πάρεστι. Τὴν δὲ τῆς ψυχῆς τοῦ αἰσθάνεσθαι δύναμιν οὐ τῶν αἰσθητῶν εἶναι δεῖ, τῶν δὲ ἀπὸ τῆς αἰσθήσεως ἐγγιγνομένων τῷ ζῴῳ τύπων ἀντιληπτικὴν εἶναι μᾶλλον· νοητὰ γὰρ ἤδη ταῦτα· ὡς τὴν αἴσθησιν τὴν ἔξω εἴδωλον εἶναι ταύτης, ἐκείνην δὲ ἀληθεστέραν τῇ οὐσίᾳ οὖσαν εἰδῶν μόνων ἀπαθῶς εἶναι θεωρίαν. Ἀπὸ δὴ τούτων τῶν εἰδῶν, ἀφ᾽ ὧν ψυχὴ ἤδη παραδέχεται μόνη τὴν τοῦ ζῴου ἡγεμονίαν, διάνοιαι δὴ καὶ δόξαι καὶ νοήσεις· ἔνθα δὴ ἡμεῖς μάλιστα. Τὰ δὲ πρὸ τούτων ἡμέτερα, ἡμεῖς δὴ τὸ ἐντεῦθεν ἄνω ἐφεστηκότες τῷ ζῴῳ. Κωλύσει δὲ οὐδὲν τὸ σύμπαν ζῷον λέγειν, μικτὸν μὲν τὰ κάτω, τὸ δὲ ἐντεῦθεν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθὴς σχεδόν· ἐκεῖνα δὲ τὸ<λεοντῶδεσ> καὶ τὸ <ποικίλον> ὅλως <θηρίον>.

[38] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.7.18 – 1.1.8.23» :

     Enneades 1.1.7.18 ` to     Enneades 1.1.8.23 Κωλύσει δὲ οὐδὲν τὸ σύμπαν ζῷον λέγειν, μικτὸν μὲν τὰ κάτω, τὸ δὲ ἐντεῦθεν ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθὴς σχεδόν· ἐκεῖνα δὲ τὸ <λεοντῶδεσ> καὶ τὸ <ποικίλον> ὅλως <θηρίον>. Συνδρόμου γὰρ ὄντος τοῦ ἀνθρώπου τῇ λογικῇ ψυχῇ, ὅταν λογιζώμεθα, ἡμεῖς λογιζόμεθα τῷ τοὺς λογισμοὺς ψυχῆς εἶναι ἐνεργήματα.     Πρὸς δὲ τὸν νοῦν πῶς; Νοῦν δὲ λέγω οὐχ ἣν ἡ ψυχὴ ἔχει ἕξιν οὖσαν τῶν παρὰ τοῦ νοῦ, ἀλλ᾽ αὐτὸν τὸν νοῦν. ῍Η ἔχομεν καὶ τοῦτον ὑπεράνω ἡμῶν. Ἔχομεν δὲ ἢ κοινὸν ἢ ἴδιον, ἢ καὶ κοινὸν πάντων καὶ ἴδιον· κοινὸν μέν, ὅτι ἀμέριστος καὶ εἷς καὶ πανταχοῦ ὁ αὐτός, ἴδιον δέ, ὅτι ἔχει καὶ ἕκαστος αὐτὸν ὅλον ἐν ψυχῇ τῇ πρώτῃ. Ἔχομεν οὖν καὶ τὰ εἴδη διχῶς, ἐν μὲν ψυχῇ οἷον ἀνειλιγμένα καὶ οἷον κεχωρισμένα, ἐν δὲ νῷ ὁμοῦ τὰ πάντα. Τὸν δὲ θεὸν πῶς; ῍Η ὡς ἐποχούμενον τῇ νοητῇ φύσει καὶ τῇ οὐσίᾳ τῇ ὄντως, ἡμᾶς δὲ ἐκεῖθεν τρίτους ἐκ <τῆς ἀμερίστου>, φησί, τῆς ἄνωθεν <καὶ> ἐκ <τῆς περὶ τὰ σώματα μεριστῆσ>, ἣν δὴ δεῖ νοεῖν οὕτω μεριστὴν περὶ τὰ σώματα, ὅτι δίδωσιν ἑαυτὴν τοῖς σώματος μεγέθεσιν, ὁπόσον ἂν ζῷον ᾖ ἕκαστον, ἐπεὶ καὶ τῷ παντὶ ὅλῳ, οὖσα μία· ἤ, ὅτι φαντάζεται τοῖς σώμασι παρεῖναι ἐλλάμπουσα εἰς αὐτὰ καὶ ζῷα ποιοῦσα οὐκ ἐξ αὐτῆς καὶ σώματος, ἀλλὰ μένουσα μὲν αὐτή, εἴδωλα δὲ αὐτῆς διδοῦσα, ὥσπερ πρόσωπον ἐν πολλοῖς κατόπτροις. Πρῶτον δὲ εἴδωλον αἴσθησις ἡ ἐν τῷ κοινῷ· εἶτα ἀπὸ ταύτης αὖ πᾶν ἄλλο εἶδος λέγεται ψυχῆς, ἕτερον ἀφ᾽ ἑτέρου ἀεί, καὶ τελευτᾷ μέχρι γεννητικοῦ καὶ αὐξήσεως καὶ ὅλως ποιήσεως ἄλλου καὶ ἀποτελεστικοῦ ἄλλου παρ᾽ αὐτὴν τὴν ποιοῦσαν ἐπεστραμμένης αὐτῆς τῆς ποιούσης πρὸς τὸ ἀποτελούμενον.

[39] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.10.5 – 1.1.10.15» :

     Enneades 1.1.10.5 ` to     Enneades 1.1.10.15   Διττὸν οὖν τὸ ἡμεῖς, ἢ συναριθμουμένου τοῦ θηρίου, ἢ τὸ ὑπὲρ τοῦτο ἤδη· θηρίον δὲ ζῳωθὲν τὸ σῶμα. Ὁ δ᾽ ἀληθὴς ἄνθρωπος ἄλλος ὁ καθαρὸς τούτων τὰς ἀρετὰς ἔχων τὰς ἐν νοήσει αἳ δὴ ἐν αὐτῇ τῇ χωριζομένῃ ψυχῇ ἵδρυνται, χωριζομένῃ δὲ καὶ χωριστῇ ἔτι ἐνταῦθα οὔσῃ· ἐπεὶ καί, ὅταν αὕτη παντάπασιν ἀποστῇ, καὶ ἡ ἀπ᾽ αὐτῆς ἐλλαμφθεῖσα ἀπελήλυθε συνεπομένη. Αἱ δ᾽ ἀρεταὶ αἱ μὴ φρονήσει, <ἔθεσι> δὲ ἐγγινόμεναι καὶ <ἀσκήσεσι>, τοῦ κοινοῦ· τούτου γὰρ αἱ κακίαι, ἐπεὶ καὶ φθόνοι καὶ ζῆλοι καὶ ἔλεοι. Φιλίαι δὲ τίνος; ῍Η αἱ μὲν τούτου, αἱ δὲ τοῦ ἔνδον ἀνθρώπου.

[40]   Το είδωλο της ψυχής είναι η λεγόμενη άλογη-θνητή ψυχή

[41] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.11.1 – 1.1.11.15» :

     Enneades 1.1.11.1 ` to     Enneades 1.1.11.15   Παίδων δὲ ὄντων ἐνεργεῖ μὲν τὰ ἐκ τοῦ συνθέτου, ὀλίγα δὲ ἐλλάμπει ἐκ τῶν ἄνω εἰς αὐτό. Ὅταν δ᾽ ἀργῇ εἰς ἡμᾶς, ἐνεργεῖ πρὸς τὸ ἄνω· εἰς ἡμᾶς δὲ ἐνεργεῖ, ὅταν μέχρι τοῦ μέσου ἥκῃ. Τί οὖν; Οὐχ ἡμεῖς καὶ πρὸ τούτου; Ἀλλ᾽ ἀντίληψιν δεῖ γενέσθαι· οὐ γάρ, ὅσα ἔχομεν, τούτοις χρώμεθα ἀεί, ἀλλ᾽ ὅταν τὸ μέσον τάξωμεν ἢ πρὸς τὰ ἄνω ἢ πρὸς τὰ ἐναντία, ἢ ὅσα ἀπὸ δυνάμεως ἢ ἕξεως εἰς ἐνέργειαν ἄγομεν. Τὰ δὲ θηρία πῶς τὸ ζῷον ἔχει; ῍Η εἰ μὲν ψυχαὶ εἶεν ἐν αὐτοῖς ἀνθρώπειοι, ὥσπερ λέγεται, ἁμαρτοῦσαι, οὐ τῶν θηρίων γίνεται τοῦτο, ὅσον χωριστόν, ἀλλὰ παρὸν οὐ πάρεστιν αὐτοῖς, ἀλλ᾽ ἡ συναίσθησις τὸ τῆς ψυχῆς εἴδωλον μετὰ τοῦ σώματος ἔχει· σῶμα δὴ τοιόνδε οἷον ποιωθὲν ψυχῆς εἰδώλῳ· εἰ δὲ μὴ ἀνθρώπου ψυχὴ εἰσέδυ, ἐλλάμψει ἀπὸ τῆς ὅλης τὸ τοιοῦτον ζῷον γενόμενόν ἐστιν.

[42] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.12.1 – 1.1.12.39» :

     Enneades 1.1.12.1 ` to     Enneades 1.1.12.39 Ἀλλ᾽ εἰ ἀναμάρτητος ἡ ψυχή, πῶς αἱ δίκαι; Ἀλλὰ γὰρ οὗτος ὁ λόγος ἀσυμφωνεῖ παντὶ λόγῳ, ὅς φησιν αὐτὴν καὶ ἁμαρτάνειν καὶ κατορθοῦν καὶ διδόναι δίκας καὶ ἐν Ἅιδου καὶ μετενσωματοῦσθαι. Προσθετέον μὲν οὖν ὅτῳ τις βούλεται λόγῳ· τάχα δ᾽ ἄν τις ἐξεύροι καὶ ὅπῃ μὴ μαχοῦνται. Ὁ μὲν γὰρ τὸ ἀναμάρτητον διδοὺς τῇ ψυχῇ λόγος ἓν ἁπλοῦν πάντη ἐτίθετο τὸ αὐτὸ ψυχὴν καὶ τὸ ψυχῇ εἶναι λέγων, ὁ δ᾽ ἁμαρτεῖν διδοὺς συμπλέκει μὲν καὶ προστίθησιν αὐτῇ καὶ ἄλλο ψυχῆς εἶδος τὸ τὰ δεινὰ ἔχον πάθη· σύνθετος οὖν καὶ τὸ ἐκ πάντων ἡ ψυχὴ αὐτὴ γίνεται καὶ πάσχει δὴ κατὰ τὸ ὅλον καὶ ἁμαρτάνει τὸ <σύνθετον> καὶ τοῦτό ἐστι τὸ διδὸν δίκην αὐτῷ, οὐκ ἐκεῖνο. Ὅθεν φησί· <τεθεάμεθα> γὰρ αὐτήν, <ὥσπερ οἱ τὸν θαλάττιον Γλαῦκον ὁρῶντεσ>. Δεῖ δὲ <περικρούσαντασ> τὰ προστεθέντα, εἴ περ τις ἐθέλει <τὴν φύσιν>, φησίν, αὐτῆς <ἰδεῖν, εἰς τὴν φιλοσοφίαν αὐτῆς ἰδεῖν, ὧν ἐφάπτεται καὶ τίσι συγ γενὴς οὖσά> ἐστιν ὅ ἐστιν. Ἄλλη οὖν ζωὴ καὶ ἄλλαι ἐνέργειαι καὶ τὸ κολαζόμενον ἕτερον· ἡ δὲ ἀναχώρησις καὶ ὁ χωρισμὸς οὐ μόνον τοῦδε τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ ἅπαντος τοῦ προστεθέντος. Καὶ γὰρ ἐν τῇ γενέσει ἡ προσθήκη· ἢ ὅλως ἡ γένεσις τοῦ ἄλλου ψυχῆς εἴδους. Τὸ δὲ πῶς ἡ γένεσις, εἴρηται, ὅτι καταβαινούσης, ἄλλου του ἀπ᾽ αὐτῆς γινομένου τοῦ καταβαίνοντος ἐν τῇ νεύσει. Ἆρ᾽ οὖν ἀφίησι τὸ εἴδωλον; Καὶ ἡ νεῦσις δὲ πῶς οὐχ ἁμαρτία; Ἀλλ᾽ εἰ ἡ νεῦσις ἔλλαμψις πρὸς τὸ κάτω, οὐχ ἁμαρτία, ὥσπερ οὐδ᾽ ἡ σκιά, ἀλλ᾽ αἴτιον τὸ ἐλλαμπόμενον· εἰ γὰρ μὴ εἴη, οὐκ ἔχει ὅπῃ ἐλλάμψει. Καταβαίνειν οὖν καὶ νεύειν λέγεται τῷ συνεζηκέναι αὐτῇ τὸ ἐλλαμφθὲν παρ᾽ αὐτῆς. Ἀφίησιν οὖν τὸ εἴδωλον, εἰ μὴ ἐγγὺς τὸ ὑποδεξάμενον· ἀφίησι δὲ οὐ τῷ ἀποσχισθῆναι, ἀλλὰ τῷ μηκέτι εἶναι· οὐκέτι δέ ἐστιν, ἐὰν ἐκεῖ βλέπῃ ὅλη. Χωρίζειν δὲ ἔοικεν ὁ ποιητὴς τοῦτο ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους τὸ εἴδωλον αὐτοῦ διδοὺς ἐν Ἅιδου, αὐτὸν δὲ ἐν θεοῖς εἶναι ὑπ᾽ ἀμφοτέρων τῶν λόγων κατεχόμενος, καὶ ὅτι ἐν θεοῖς καὶ ὅτι ἐν Ἅιδου· ἐμέρισε δ᾽ οὖν. Τάχα δ᾽ ἂν οὕτω πιθανὸς ὁ λόγος εἴη· ὅτι δὴ πρακτικὴν ἀρετὴν ἔχων Ἡρακλῆς καὶ ἀξιωθεὶς διὰ καλοκἀγαθίαν θεὸς εἶναι, ὅτι πρακτικός, ἀλλ᾽ οὐ θεωρητικὸς ἦν, ἵνα ἂν ὅλος ἦν ἐκεῖ, ἄνω τέ ἐστι καὶ ἔτι ἐστί τι αὐτοῦ καὶ κάτω.

[43] Βλ. Πλωτίνος «Εννεάδα 1η : Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος, 1.1.13.1 – 1.1.13.18» :

     Enneades 1.1.13.1 ` to     Enneades 1.1.13.8 Τὸ δὲ ἐπισκεψάμενον περὶ τούτων ἡμεῖς ἢ ἡ ψυχή; ῍Η ἡμεῖς, ἀλλὰ τῇ ψυχῇ. Τὸ δὲ «τῇ ψυχῇ» πῶς; Ἆρα τῷ ἔχειν ἐπεσκέψατο; ῍Η ᾗ ψυχή. Οὐκοῦν κινήσεται; ῍Η κίνησιν τὴν τοιαύτην δοτέον αὐτῇ, ἣ μὴ σωμάτων, ἀλλ᾽ ἔστιν αὐτῆς ζωή. Καὶ ἡ νόησις δὲ ἡμῶν οὕτω, ὅτι καὶ νοερὰ ἡ ψυχὴ καὶ ζωὴ κρείττων ἡ νόησις, καὶ ὅταν ψυχὴ νοῇ, καὶ ὅταν νοῦς ἐνεργῇ εἰς ἡμᾶς· μέρος γὰρ καὶ οὗτος ἡμῶν καὶ πρὸς τοῦτον ἄνιμεν.

[44] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 25.1 – 25.9 :

     Ad Marcellam 25.1 ` to     Ad Marcellam 25.9 Τρεῖς δὲ νόμοι διακεκρίσθωσαν οἵδε· εἷς μὲν ὁ τοῦ θεοῦ, ἕτερος δὲ ὁ τῆς θνητῆς φύσεως, τρίτος δὲ ὁ θετὸς κατ᾽ ἔθνη καὶ πόλεις. ὁ μὲν οὖν τῆς φύσεως ἀφορίζων τὰ μέτρα τῶν χρειῶν τοῦ σώματος καὶ τὸ ἐν ταύταις δεικνὺς ἀναγκαῖον τὸ μάτην κἀκ περιττοῦ σπουδαζόμενον ἐλέγχει. ὁ δὲ θετός τε καὶ κατ᾽ ἔθνη διατεταγμένος κατὰ συνθήκην τὴν πρὸς ἀλλήλους κρατύνει κοινωνίαν διὰ τῆς πρὸς τὰ τεθέντα ὁμολογίας. ὁ δ᾽ αὖ θεῖος ὑπὸ μὲν τοῦ νοῦ σωτηρίας ἕνεκα ταῖς λογικαῖς ψυχαῖς κατὰ τὰς ἐννοίας διετάχθη, δι᾽ ἀληθείας δὲ τῶν ἐν αὐταῖς πεφασμένων εὑρίσκεται.

[45] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 26.6 – 27.1 :

     Ad Marcellam 26.6 ` to     Ad Marcellam 27.1 νοῦς δὲ αὐτὸν μόνος γινώσκει μεταλλεύων αὐτοῦ τὴν ἔρευναν καὶ τετυπωμένον ἐν αὑτῷ ἐξευρίσκει τροφήν τε ἀπ᾽ αὐτοῦ πορίζει τῇ ὥσπερ σώματι αὐτοῦ ψυχῇ· νοῦ γὰρ σῶμα ψυχὴν λογικὴν θετέον, ἣν τρέφει ὁ νοῦς τὰς ἐν αὐτῇ ἐννοίας, ἃς ἐνετύπωσε καὶ ἐνεχάραξεν ἐκ τῆς τοῦ θείου νόμου ἀληθείας, εἰς ἀναγνώρισιν ἄγων διὰ τοῦ παρ᾽ αὐτῷ φωτός· καὶ διδάσκαλος αὐτὸς γινόμενος καὶ σωτὴρ καὶ τροφεὺς καὶ φύλαξ καὶ ἀναγωγός, μετὰ σιγῆς μὲν φθεγγόμενος τὴν ἀλήθειαν, τὸν δὲ θεῖον αὐτῆς ἐξελίττειν νόμον διδοὺς διὰ τῆς εἰς αὐτὸν ἐμβλέψεως ἐν ταῖς εἰς αὐτὸν ἐπιβολαῖς ἐν αὐτῇ τετυπωμένον ἐξ ἀιδίου ἐπιγινώσκει.

[46] Βλ. Ερμείας, «Σχόλια στον πλατωνικό Φαίδρο, 150.24 – 28» :

     In Platonis Phaedrum scholia 150.24 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 150.28 Ο θεῖος Ἰάμβλιχος κυβερνήτην τὸ ἓν τῆς ψυχῆς ἀκούει· ἡνίοχον δὲ τὸν νοῦν αὐτῆς· τὸ δὲ <θεατῇ> οὐχ ὅτι καθ᾽ ἑτερότητα ἐπιβάλλει τούτῳ τῷ νοητῷ ἀλλ᾽ ὅτι ἑνοῦται αὐτῷ καὶ οὕτως αὐτοῦ ἀπολαύει· τοῦτο γὰρ δηλοῖ τὸν κυβερνήτην τελειότερόν τι τοῦ ἡνιόχου καὶ τῶν ἵππων· τὸ γὰρ ἓν τῆς ψυχῆς ἑνοῦσθαι τοῖς θεοῖς πέφυκεν.

[47] Αυτός ο νούς είναι ο μεθεκτός νους του Κόσμου που μυθολογικά ονομάζουμε Διόνυσο

[48] Βλ. Ερμείας, «Σχόλια στον πλατωνικό Φαίδρο, 152.8 – 152.25» :

Τὸ γὰρ ἓν τῆς ψυχῆς τοῖς ἄκροις νοητοῖς ἑνοῦσθαι δύναται. Εἰ γὰρ καὶ ὁ ἐνεργείᾳ νοῦς ὁ ὑπεριδρυμένος αὐτῆς ἀεὶ θεᾶται τὰ ὄντα, ἀλλ᾽ οὐδὲν τοῦτο πρὸς τὴν ἡμῶν ψυχήν· ἡμῶν γάρ ἐστιν ὅταν πρὸς αὐτὸν στραφῶμεν· ἡ δὲ ὕπαρξις τῆς ψυχῆς, ὅ ἐστι τὸ ἓν αὐτῆς, κυρίως τότε ἐνθουσιᾷ, ὅταν τὸ <τῆς ἀληθείας> ἴδῃ <πεδίον>.

[49] Με την κορυφή της 1ης τριάδας των 3ων τριάδων των νοητών θεών : με τον Αιθέρα της τριάδα Αιθήρ-Χάος-Ωό. Δηλ. με τον νοητό Πατέρα – τον Ορφικό Αιθέρα –, με το «Ένα-ΟΝ» που είναι το πρώτο μέλος της 1ης τριάδας των 3ων τριάδων των νοητών θεών ή αλλιώς με την 1η νοητή Eνάδα/Αγαθότητα/Θεό.

[50] Της νόησης.

[51] Βλ. Πρόκλος «Εκ της Χαλδαϊκής φιλοσοφίας, 4.42 – 5.15» :

     Eclogae de philosophia Chaldaica 4.42 ` to     Eclogae de philosophia Chaldaica 5.15 Ἱσταμένη ἡ ψυχὴ κατὰ τὸ διανοητικὸν τὸ ἑαυτῆς, ἐπιστήμων ἐστὶ τῶν ὄντων· ἐν δὲ τῷ νοερῷ τῆς οἰκείας οὐσίας ἑαυτὴν ἱδρύσασα, νοεῖ τὰ πάντα ταῖς ἁπλαῖς καὶ ἀμερίστοις ἐπιβολαῖς. Εἰς δὲ τὸ ἓν ἀναδραμοῦσα, καὶ πᾶν τὸ ἐν αὐτῇ συμπτύξασα πλῆθος, ἐνθεαστικῶς ἐνεργεῖ καὶ συνάπτεται ταῖς ὑπὲρ νοῦν ὑπάρξεσι· τῷ γὰρ ὁμοίῳ πανταχοῦ τὸ ὅμοιον συνάπτεσθαι πέφυκε, καὶ πᾶσα γνῶσις δι᾽ ὁμοιότητα συνδεῖ τῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν, τῷ μὲν αἰσθητῷ τὸ αἰσθητικόν, τῷ δὲ διανοητῷ τὸ διανοητικόν, τῷ δὲ νοητῷ τὸ νοητικόν, ὥστε καὶ τῷ πρὸ νοῦ τὸ ἄνθος τοῦ νοῦ. Ὡς γὰρ ἐν τοῖς ἄλλοις οὐκ ἔστι νοῦς τὸ ἀκρότατον, ἀλλ᾽ ἡ ὑπὲρ νοῦν ἄλλοις οὕτως ἐν ταῖς ψυχαῖς οὐκ ἔστι νοερὸν τὸ πρῶτον τῆς ἐνεργείας εἶδος, ἀλλὰ τοῦ νοῦ θειότερον· καὶ πᾶσα ψυχὴ καὶ πᾶς νοῦς ἐνεργείας ἔχει διττάς, τὰς μὲν ἑνοειδεῖς καὶ κρείττονας νοήσεως, τὰς δὲ νοητικάς. Δεῖ οὖν ἐκεῖνο τὸ νοητὸν καὶ κατ᾽ αὐτὸ τὸ ἐνιστάμενον καὶ τὴν ὕπαρξιν νοεῖν, μύσαντα κατὰ πάσας τὰς ἄλλας ζωὰς καὶ δυνάμεις. Ὡς γὰρ νοειδεῖς γιγνόμενοι τῷ νῷ πρόσιμεν, οὕτως ἑνοειδεῖς πρὸς τὴν ἕνωσιν ἀνατρέχομεν, ἐπ᾽ ἄκρῳ τῷ οἰκείῳ στάντες νῷ· ἐπεὶ καὶ ὀφθαλμὸς οὐκ ἄλλως ὁρᾷ τὸν ἥλιον ἢ γενόμενος ἡλιοειδής, ἀλλ᾽ οὐ τῷ ἐκ πυρὸς φωτί· ᾧ καὶ δῆλον ὅτι τὸ νοεῖν ἐκεῖνο μὴ νοεῖν ἐστιν. «Ἐὰν δέ», φησίν, ἐπεγκλίνῃς σὸν νοῦν», τοῦτ᾽ ἔστιν, ἐπερείσῃς ταῖς νοεραῖς ἐπιβολαῖς εἰς τὴν πρὸς ἐκεῖνο συναφήν, καὶ οὕτως «ἐκεῖνο νοήσῃς» τὸ νοητόν, «ὥς τι νοῶν», τοῦτ᾽ ἔστι, κατά τι μέτρον εἴδους καὶ γνώσεως ἐπιβλητικῶς, «οὐκ ἐκεῖνο νοήσεις»· κἂν γὰρ ὦσιν αἱ τοιαῦται νοήσεις ἁπλαῖ, ἀπολείπονται τῆς τοῦ νοητοῦ ἑνιαίας ἁπλότητος καὶ εἰς δευτέρας φέρονταί τινας νοερὰς <φύσεις> εἰς πλῆθος ἤδη προελθούσας. Οὐδὲν γὰρ γνωστὸν δι᾽ ἐλάττονος γιγνώσκεται γνώσεως· οὐ τοίνυν οὐδὲ τὸ ὑπὲρ νοῦν, διὰ νοῦ· ἅμα γὰρ νοῦς ἐπιβάλλει τινὶ καὶ τοιόνδε λέγει τὸ νοούμενον, ὅπερ ἐστὶ τοῦ νοητοῦ δεύτερον· ἀλλ᾽ εἰ ἐν τῷ ἄνθει τοῦ ἐν ἡμῖν νοῦ τὸ νοητὸν τοῦτο νοοῦμεν, ἐπ᾽ ἄκρῳ τῆς πρώτης νοητῆς τριάδος ἱδρυνθέν, τίνι ἂν ἔτι συναφθείη μὲν πρὸς τὸ ἕν, ὅ ἐστιν ἀσύντακτον πρὸς πάντα καὶ ἀμέθεκτον; εἰ γὰρ ὁ πρῶτος «Πατὴρ» ἁρπάζειν «ἑαυτόν» λέγεται τοῦ νοῦ καὶ τῆς «δυνάμεως», τίς ὁ μηδὲ οὕτως ἁρπάσαι δεηθεὶς ἑαυτόν, ἀλλ᾽ ὑπερηρμενος; εἰ δὲ καὶ περὶ τοῦ πρωτίστου Πατρὸς ἐν ἄλλοις εἴρηται· «καὶ δύναμιν πρώτην ἱεροῦ λόγου», τίς ὁ ὑπὲρ τοῦτον καὶ οὗπερ οὗτος μετέχων ἱερὸς λέγεται; καὶ εἰ ὁ ἐκφαίνων ἀρρητότερον ὄντα λόγος ὀνομάζεται, δεῖ πρὸ τοῦ λόγου τὴν τὸν λόγον ὑποστήσασαν εἶναι σιγήν, καὶ πρὸ παντὸς ἱεροῦ τὴν ἐκθεωτικὴν αἰτίαν. Ὡς οὖν τὰ μετὰ τὰ νοητὰ λόγοι τῶν νοητῶν εἰσι, συνηγμένων ὄντων, οὕτως ὁ ἐν ἐκείνοις λόγος, ἀπ᾽ ἄλλης ἀρρητοτέρας ἑνά δος ὑποστάς, λόγος μέν ἐστι τῆς πρὸ τῶν νοητῶν σιγῆς, τῶν δὲ νοητῶν σιγωμένων, σιγή. Μήποτε οὖν οὐκ ἔστι ταὐτὸν νοῦ ἄνθος καὶ πάσης ἡμῶν τῆς ψυχῆς ἄνθος· ἀλλὰ τὸ μέν ἐστι τῆς νοερᾶς ἡμῶν ζωῆς τὸ ἑνοειδέστατον, τὸ δὲ ἁπασῶν τῶν ψυχικῶν δυνάμεων ἕν, πολυειδῶν οὐσῶν· οὐ γάρ ἐσμεν νοῦς μόνον, ἀλλὰ καὶ διάνοια καὶ δόξα καὶ προσοχὴ καὶ προαίρεσις, καὶ πρὸ τῶν δυνά μεων τούτων οὐσία μία τε καὶ πολλὴ καὶ μεριστή τε καὶ ἀμερής. Διττοῦ τε τοῦ ἑνὸς πεφηνότος, καὶ τοῦ μὲν τῆς πρωτίστης ἡμῶν τῶν δυνάμεων ἄνθους ὄντος, <τοῦ> δὲ τῆς ὅλης οὐσίας κέντρου καὶ τῶν περὶ αὐτὴν ἁπασῶν παντοίων δυνάμεων, ἐκεῖνο μόνον ἡμᾶς συνάπτει τῷ πατρὶ τῶν νοητῶν· νοερὸν γάρ ἐστιν ἕν, νοεῖται δὲ καὶ ἐκεῖνο ὑπὸ τοῦ πατρικοῦ νοῦ κατὰ τὸ ἓν τὸ ἐν αὐτῷ· τὸ δὲ ἓν εἰς ὃ πᾶσαι αἱ ψυχικαὶ δυνάμεις συννεύουσιν αὐτῆς [ὃ] μόνον πέφυκε προσάγειν ἡμᾶς τῷ πάντων ἐπέκεινα τῶν ὄντων, καὶ αὐτὸ πάντων ὃν τῶν ἐν ἡμῖν ἑνοποιόν· καθὸ καὶ ἐρριζώθημεν κατ᾽ οὐσίαν ἐν ἐκείνῳ, καὶ τῷ ἐρρ ζῶσθαι κἂν προΐωμεν, οὐκ ἀποστησόμεθα τῆς ἑαυτῶν αἰτίας.

[52] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.14.5 – 1.15.21» :

     Theol Plat 1.14.5 ` to     Theol Plat 1.15.21   Ταύτην δὲ πρωτίστην τῶν ὅλων καὶ νοῦ πρεσβυτέραν ἀρχὴν ἐν ἀβάτοις ἀποκεκρυμμένην ἐνθέως ἀνευροῦσα καὶ τρεῖς ταύτας αἰτίας καὶ μονάδας ἐπέκεινα σωμάτων ἀναφήνασα, ψυχὴν λέγω καὶ νοῦν τὸν πρώτιστον καὶ τὴν ὑπὲρ νοῦν ἕνωσιν, παράγει μὲν ἐκ τούτων ὡς μονάδων τοὺς οἰκείους ἀριθμούς, τὸν μὲν ἑνοειδῆ τὸν δὲ νοερὸν τὸν δὲ ψυχικόν (πᾶσα γὰρ μονὰς ἡγεῖται πλήθους ἑαυτῇ συστοίχου), συνάπτει δὲ ὥσπερ τὰ σώματα ταῖς ψυχαῖς οὕτω δήπου καὶ <τὰς> ψυχὰς μὲν τοῖς νοεροῖς εἴδεσι, ταῦτα δὲ ταῖς ἑνάσι τῶν ὄντων, πάντα δὲ εἰς μίαν ἐπιστρέφει τὴν ἀμέθεκτον ἑνάδα. Καὶ μέχρι ταύτης ἀναδραμοῦσα, πέρας οἴεται τὸ ἀκρότατον ἔχειν τῆς τῶν ὅλων θεωρίας, καὶ ταύτην εἶναι τὴν περὶ θεῶν ἀλήθειαν, ἣ περὶ τὰς ἑνάδας τῶν ὄντων πραγματεύεται, καὶ τάς τε προόδους αὐτῶν καὶ τὰς ἰδιότητας παραδίδωσι καὶ τὴν τῶν ὄντων πρὸς αὐτὰς συναφὴν καὶ τὰς τῶν εἰδῶν τάξεις, αἳ τούτων ἐξήρτηνται τῶν ἑνιαίων ὑποστάσεων· τὴν δὲ περὶ νοῦν καὶ τὰ εἴδη καὶ τὰ γένη τοῦ νοῦ στρεφομένην θεωρίαν δευτέραν εἶναι τῆς περὶ αὐτῶν τῶν θεῶν πραγματευομένης ἐπιστήμης· καὶ ταύτην μὲν ἔτι νοητῶν ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ τῇ ψυχῇ δι᾽ ἐπιβολῆς γινώσκεσθαι δυναμένων εἰδῶν, τὴν δὲ ταύτης ὑπερέχουσαν ἀρρήτων καὶ ἀφθέγκτων ὑπάρξεων μεταθεῖν τήν τε ἐν ἀλλήλαις [αὐτῶν] διάκρισιν καὶ τὴν ἀπὸ μιᾶς αἰτίας ἔκφανσιν. Ὅθεν οἶμαι καὶ τῆς ψυχῆς τὸ μὲν νοερὸν ἰδίωμα καταληπτικὸν ὑπάρχειν τῶν νοερῶν εἰδῶν καὶ τῆς ἐν αὐτοῖς διαφορᾶς, τὴν δὲ ἀκρότητα τοῦ <νοῦ> καί, ὥς φασι, τὸ <ἄνθος> καὶ τὴν ὕπαρξιν συνάπτεσθαι πρὸς τὰς ἑνάδας τῶν ὄντων καὶ διὰ τούτων πρὸς αὐτὴν τὴν πασῶν τῶν θείων ἑνάδων ἀπόκρυφον ἕνωσιν. Πολλῶν γὰρ ἐν ἡμῖν δυνάμεων οὐσῶν γνωριστικῶν, κατὰ ταύτην μόνην τῷ θείῳ συγγίνεσθαι καὶ μετέχειν ἐκείνου πεφύκαμεν· οὔτε γὰρ αἰσθήσει <τὸ θεῶν γένος> ληπτόν, εἴπερ ἐστὶ σωμάτων ἁπάντων ἐξῃρημένον, οὔτε δόξῃ καὶ διανοίᾳ, μερισταὶ γὰρ αὗται καὶ πολυειδῶν ἐφάπτονται πραγμάτων, οὔτε <νοήσει μετὰ λόγου>, τῶν γὰρ ὄντως ὄντων εἰσὶν αἱ τοιαῦται γνώσεις, ἡ δὲ τῶν θεῶν ὕπαρξις <ἐποχεῖται> τοῖς οὖσι καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἀφώρισται τὴν ἕνωσιν τῶν ὅλων. Λείπεται οὖν, εἴπερ ἐστὶ καὶ ὁπωσοῦν τὸ θεῖον γνωστόν, τῇ τῆς ψυχῆς ὑπάρξει καταληπτὸν ὑπάρχειν καὶ διὰ ταύτης γνωρίζεσθαι καθ᾽ ὅσον δυνατόν. <Τῷ γὰρ ὁμοίῳ> παντα χοῦ <φαμὲν τὰ ὅμοια γινώσκεσθαι>· τῇ μὲν αἰσθήσει δηλαδὴ τὸ αἰσθητόν, τῇ δὲ δόξῃ τὸ δοξαστόν, τῇ δὲ διανοίᾳ τὸ διανοητόν, τῷ δὲ νῷ τὸ νοητόν, ὥστε καὶ τῷ ἑνὶ τὸ ἑνικώτατον καὶ τῷ ἀρρήτῳ τὸ ἄρρητον.

[53] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.15.21 – 1.17.7» :

     Theol Plat 1.15.21 ` to     Theol Plat 1.17.7 Ὀρθῶς γὰρ καὶ ὁ ἐν Ἀλκιβιάδῃ Σωκράτης ἔλεγεν εἰς ἑαυτὴν εἰσιοῦσαν τὴν ψυχὴν τά τε ἄλλα πάντα κατόψεσθαι καὶ τὸν θεόν· συννεύουσα γὰρ εἰς τὴν ἑαυτῆς ἕνωσιν καὶ τὸ κέντρον τῆς συμπάσης ζωῆς καὶ τὸ πλῆθος ἀποσκευαζομένη καὶ τὴν ποικιλίαν τῶν ἐν αὑτῇ παντοδαπῶν δυνάμεων, ἐπ᾽ αὐτὴν ἄνεισι τὴν ἄκραν τῶν ὄντων <περιωπήν>. Καὶ ὥσπερ ἐν ταῖς τῶν τελετῶν ἁγιωτάταις φασὶ τοὺς μύστας τὴν μὲν πρώτην πολυειδέσι καὶ πολυμόρφοις τῶν θεῶν προβεβλη μένοις γένεσιν ἀπαντᾶν, εἰσιόντας δὲ ἀκλινεῖς καὶ ταῖς τελεταῖς πεφραγμένους αὐτὴν τὴν θείαν ἔλλαμψιν ἀκραιφνῶς ἐγκολπίζεσθαι καὶ <γυμνῆτας>, ὡς ἂν ἐκεῖνοι φαῖεν, τοῦ θείου μεταλαμβάνειν· τὸν αὐτὸν οἶμαι τρόπον καὶ ἐν τῇ θεωρίᾳ τῶν ὅλων εἰς μὲν τὰ μεθ᾽ ἑαυτὴν βλέπουσαν τὴν ψυχὴν τὰς σκιὰς καὶ τὰ εἴδωλα τῶν ὄντων βλέπειν, εἰς ἑαυτὴν δὲ ἐπιστρεφομένην τὴν ἑαυτῆς οὐσίαν καὶ τοὺς ἑαυτῆς λόγους ἀνελίττειν· καὶ τὸ μὲν πρῶτον ὥσπερ ἑαυτὴν μόνον καθορᾶν, βαθύνουσαν δὲ τῇ ἑαυτῆς γνώσει καὶ τὸν νοῦν εὑρίσκειν ἐν αὑτῇ καὶ τὰς τῶν ὄντων τάξεις, χωροῦσαν δὲ εἰς τὸ ἐντὸς αὑτῆς καὶ τὸ οἷον ἄδυτον τῆς ψυχῆς, ἐκείνῳ καὶ τὸ <θεῶν γένος> καὶ τὰς ἑνάδας τῶν ὄντων <μύσασαν> θεάσασθαι. Πάντα γάρ ἐστι καὶ ἐν ἡμῖν ψυχικῶς καὶ διὰ τοῦτο τὰ πάντα γινώσκειν πεφύκαμεν, ἀνεγείροντες τὰς ἐν ἡμῖν δυνάμεις καὶ τὰς εἰκόνας τῶν ὅλων. Καὶ τοῦτό ἐστι τὸ ἄριστον τῆς ἐνεργείας, ἐν ἠρεμίᾳ τῶν δυνάμεων πρὸς αὐτὸ τὸ θεῖον ἀνατείνεσθαι καὶ περιχορεύειν ἐκεῖνο, καὶ πᾶν τὸ πλῆθος τῆς ψυχῆς <συναγείρειν> ἀεὶ πρὸς τὴν ἕνωσιν ταύτην, καὶ πάντα ἀφέντας ὅσα μετὰ τὸ ἓν αὐτῷ προσιδρύεσθαι καὶ συνάπτεσθαι τῷ ἀρρήτῳ καὶ πάντων ἐπέκεινα τῶν ὄντων. Μέχρι γὰρ τούτου τὴν ψυχὴν ἀνιέναι θεμιτὸν ἕως ἂν ἐπ᾽ αὐτὴν ἀνιοῦσα τελευτήσῃ τὴν τῶν ὄντων ἀρχήν· ἐκεῖ δὲ γενομένην καὶ τὸν ἐκεῖ τόπον θεασαμένην καὶ κατιοῦσαν ἐκεῖθεν καὶ διὰ τῶν ὄντων πορευομένην καὶ ἀνελίττουσαν τὰ πλήθη τῶν εἰδῶν, τάς τε μονάδας αὐτῶν καὶ τοὺς ἀριθμοὺς διεξιοῦσαν καὶ ὅπως ἕκαστα τῶν οἰκείων ἑνάδων ἐξήρτηται νοερῶς διαγινώσκουσαν, τελεωτάτην οἴεσθαι τῶν θείων ἐπιστήμην ἔχειν, τάς τε τῶν θεῶν προόδους εἰς τὰ ὄντα καὶ τὰς τῶν ὄντων περὶ τοὺς θεοὺς διακρίσεις ἑνοειδῶς θεασαμένην.

[54] Βλ. Πρόκλος «Περί πρόνοιας και ειμαρμένης και του εφ ημί, 27 – 32». Πβ. Πρόκλος, «Κατά Πλάτωνος Θεολογία, Βιβλίο Α’ , 12.1 – 32.15, 104.20 – 106.1, 114.25 – 125.2», «Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος, 16. 1 – 23, 51.45 – 52.7, 71. 1 – 172, 88. 1 – 17», «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Α’ [συνέχεια], 91.1 – 92.30   &   147. 1 – 25», «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, 69.1».

[55] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 182.1 -182.37» :

     in Cra 182.1 ` to     in Cra 182.37     Ὅτι τὸν δεσπότην ἡμῶν <Διόνυσον> οἱ θεολόγοι πολλάκις καὶ ἀπὸ τῶν τελευταίων αὐτοῦ δώρων <οἶνον> καλοῦσιν, οἷον <Ὀρφεύς> (frg 202)· <οἴνου δ᾽ ἀντὶ μιῆς τριπλῆν μετὰ ῥίζαν ἔθεντο>· καὶ πάλιν ( frg 203 )·   <οἴνου πάντα μέλη κόσμῳ λαβὲ καί μοι ἔνεικε>· καὶ αὖθις ( frg 204 )·   <οἴνῳ ἀγαιομένη κούρῳ Διόσ>. εἰ δὲ αὐτὸς ὁ θεὸς οὕτως καλεῖται, δῆλον ὅτι καὶ αἱ πρῶται καὶ αἱ μέσαι αὐτοῦ ἐνέργειαι οὕτως ἂν ὀνομάζοιντο, ὥσπερ ἡ τελευταία, ὥστε εἰς τοῦτο <νῦν> (p 406c) βλέπων ὁ Σωκράτης <Διδοίνυσον> καλεῖ τὸν θεὸν ἐκ τοῦ οἴνου ὁρμώμενος, ὅστις, ὡς εἴρηται, πασῶν ἐστι δηλωτικὸς τῶν τοῦ θεοῦ δυνάμεων· ὥσπερ καὶ ἐν <Φαίδρῳ> τὸν μέγαν Ἔρωτα κοι νῶς λέγει τόν τε θεῖον καὶ τὸν φιλοσώματον. ὁ οὖν οἶνος οὕτως κοινῶς ἐξακουόμενος τὴν ἰδιότητα τοῦ μερικοῦ νοῦ παρίστησιν ἡμῖν. τὸ γὰρ οἰόνουν οὐκ ἄλλο τί ἐστιν ἢ τὸ διῃρημένον ἀπὸ τοῦ ὅλου καὶ μετεχόμενον ἤδη νοερὸν εἶδος καὶ <οἶον> καὶ μόνον γενόμενον· ὁ μὲν γὰρ παντελὴς νοῦς πάντα τ᾽ ἐστὶν καὶ ἐνεργεῖ κατὰ πάντα ὡσαύτως· ὁ δὲ μερικὸς καὶ μετεχόμενος πάντα μέν, ἀλλὰ καθ᾽ ἓν εἶδος τὸ αὐτῷ πάντων προβεβλημένον, οἷον τὸ Ἡλιακὸν ἢ τὸ Σεληνιακὸν ἢ τὸ Ἑρμαϊκόν· τοῦτο δ᾽ οὖ<ν> τὸ ἴδιον καὶ διακριθὲν ἀπὸ τῶν λοιπῶν ὁ οἶνος ἐνδείκνυται, σημαίνων τὸν <οἶον> καὶ <τινὰ> νοῦν. ἐπειδὴ τοίνυν ἡ μεριστὴ δημιουργία πᾶσα τῆς Διονυσιακῆς ἐξήρτηται μονάδος, διαιροῦσα τοὺς μὲν μεθεκτοὺς ἐν τῷ κόσμῳ νόας ἀπὸ τοῦ ὅλου νοῦ, τὰς δὲ πολλὰς ψυχὰς ἀπὸ τῆς μιᾶς, τὰ δ᾽ εἴδη τὰ αἰσθητὰ πάντα ἀπὸ τῶν οἰκείων ὁλοτήτων, διὰ δὴ τοῦτο καὶ αὐτὸν τὸν θεὸν <οἶνον> προ<σ>ειρήκασιν οἱ θεολόγοι αὐτόν τε καὶ πάντα τὰ δημιουργήματα αὐτοῦ· πάντα γὰρ ἔκγονα τοῦ νοῦ, καὶ τὰ μὲν πορρώτερον τὰ δὲ ἐγγύτερον μετέχει τῆς μεριστῆς τοῦ νοῦ διανομῆς. ἀναλόγως οὖν ἐν τοῖς οὖσιν ὁ οἶνος ἐγγινόμενος ἐνεργεῖ, ἐν μὲν τῷ σώματι εἰδωλικῶς κατὰ οἴησιν καὶ φαντασίαν ψευδῆ, ἐν δὲ τοῖς νοεροῖς τὸ κατὰ νοῦν ἐνεργεῖν καὶ δημιουργεῖν, ἐπεὶ καὶ ἐν τῇ διασπαράξει τῶν Τιτάνων μόνη ἡ καρδία ἀδιαίρετος μεῖναι <λέγεται>, τουτέστιν ἡ ἀμερὴς τοῦ νοῦ οὐσία.

[56] Βλ. Πρόκλος «Ύμνος εις Αθηνάν πολυμήτιν, στ. 11 -15» :

     H 7.11 ` to     H 7.15 ἣ κραδίην ἐσάωσας ἀμιστύλλευτον ἄνακτος αἰθέρος ἐν γυάλοισι μεριζομένου ποτὲ Βάκχου Τιτήνων ὑπὸ χερσί, πόρες δέ ἑ πατρὶ φέρουσα, ὄφρα νέος βουλῇσιν ὑπ᾽ ἀρρήτοισι τοκῆος ἐκ Σεμέλης περὶ κόσμον ἀνηβήσῃ Διόνυσος·

[57] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος,  τόμος Β΄ [συνέχεια], 1.402.15 – 1.40.20» :

     in Ti 1.402.15 ` to     in Ti 1.404.20   Ἡ μὲν νοερὰ οὐσία ἀμέριστός ἐστι καὶ ἑνοειδὴς καὶ αἰώνιος, ἡ δὲ τῶν σωμάτων μεριστὴ καὶ πεπληθυσμένη καὶ μετὰ τῆς χρονικῆς συνυφεστῶσα παρατάσεως. ἀπ᾽ ἐναντίας οὖν ἔχουσιν αὗται πρὸς ἀλλήλας καὶ δέονται μεσότητος τῆς συνάγειν αὐτὰς δυναμένης, μεριστῆς ἅμα καὶ ἀμερίστου, συνθέτου καὶ ἁπλῆς, αἰωνίου τε καὶ γενητῆς ὑπαρχούσης. τοιαύτην δὲ τὴν ψυχικὴν τάξιν ὁ Πλάτων ὑποτίθεται, νοη τὴν ἅμα καὶ πρώτην τῶν γιγνομένων, αἰώνιον καὶ ἔγχρονον, ἀμέριστον καὶ μεριστήν. εἰ ἄρα δεῖ τὸ πᾶν ἔννουν γενέσθαι, δεῖ καὶ ψυχῆς· ὑποδοχὴ γάρ ἐστιν αὕτη τοῦ νοῦ, καὶ δι᾽ αὐτῆς ὁ νοῦς ἐμφαίνεται τοῖς ὄγκοις τοῦ παντός, οὐχ ὅτι δεῖται τῆς ψυχῆς ὁ νοῦς· οὕτω γὰρ ἂν ἀτιμότερος εἴη τῆς ψυχῆς· ἀλλ᾽ ὅτι τὰ σώματα δεῖται τῆς ψυχῆς, εἰ μέλλοι νοῦ μεθέξειν. τὰ γὰρ ἔσχατα δεῖται τῶν σωμάτων, ἀλλ᾽ οὐ τὰ πρῶτα· ταῦτα γὰρ ἀμέσως πανταχοῦ πάρεστι. δεῖ τοίνυν κἀκεῖνο ἐννοεῖν, ὅτι τὴν ψυχὴν τὴν συνάπτουσαν τῷ αἰσθητῷ τὸν νοῦν νοερὰν εἶναι δεῖ καὶ οὐκ ἄνουν· πῶς γὰρ τὸ ἄνουν τῷ νῷ συνηρτῆσθαι δυνατόν; ἀλλὰ δεήσει καὶ τούτοις ἄλλης μεσότητος. τοιαύτη δὲ οὖσα τὸ μὲν σωματοειδὲς ἅπαν ἐμφρόνως ποδηγετήσει καὶ εὐτάκτως, μιμήσεται δὲ τὸν νοῦν χορεύουσα περὶ αὐτόν. εἰ τοίνυν τὰ ὅλα κρείττω τῶν μερῶν ἐστι καὶ τὰ ἀίδια τῶν κατὰ χρόνον ὑφισταμένων καὶ τὰ ποιοῦντα τῶν ἀποτελουμένων, δεῖ καὶ τὸν ὅλον οὐρανὸν θειότερον εἶναι πάντων τῶν ἐν αὐτῷ μερῶν. εἰ δὴ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ τινὰ ζῷα μερικὰ ὄντα καὶ ἔνυλα καὶ ἐπίκηρα νοῦ μετέχειν πέφυκε, τί χρὴ φάναι τὸν σύμπαντα κόσμον; οὐχ ὅλον δι᾽ ὅλου τὴν εἰς αὑτὸν τοῦ νοῦ παρουσίαν ἐκφαίνειν; τὸ γὰρ σχῆμα καὶ τὴν τάξιν καὶ τὰ μέτρα τῶν δυνάμεων ἐναργῆ τεκμήρια φαίην ἂν εἶναι τῆς νοερᾶς ἐπιστασίας. εἰ δὲ νοῦς ἐφέστηκε τοῖς ὅλοις καὶ διακυβερνᾷ τὸ πᾶν, δεῖ καὶ ψυχὴν εἶναι νοερὰν ἐν μέσῳ, κοσμοῦσαν τὰ σώματα καὶ διοικοῦσαν καὶ χωριστὴν ἅμα τῶν διοικουμένων καὶ πάντα ζωῆς πληροῦσαν, ἵνα δι᾽ αὐ τῆς ὁ κόσμος ἐνστηρίζηται τῷ νῷ καὶ ὁ νοῦς ἐλλάμπῃ τὸν κόσμον· εἰ γὰρ βούλει, καὶ τῶν ἐν <Φιλήβῳ> [29] γεγραμμένων ἀναμνησθῶμεν, ἐν οἷς ἔλεγεν ὁ <Σωκράτησ> ἀποδεικνύς, ὅτι ἔννους ὁ κόσμος καὶ ἔμψυχος, ὅπως τό τε ἐν ἡμῖν γήϊνον ἐκ τοῦ παντός ἐστι, καὶ τὸ ἐν ἡμῖν πῦρ ἀπὸ τοῦ κοσμικοῦ πυρός, καὶ ὁ ἀὴρ ὡσαύτως καὶ τὸ ὕδωρ, καὶ ὡς ἄτοπον τὰ μὲν ἐν ἡμῖν χείρονα προϋπάρχειν ἐν τῷ ὅλῳ, τὰ δὲ θειότερα μὴ εἶναί πως ἀνάλογον καὶ ἐν τῷ παντί, νοῦν τὸν ὅλον καὶ ψυχὴν τὴν ὅλην· ἢ γὰρ οὐδὲν τῶν ζῴων ἔννουν ῥητέον, ἢ εἰ ἔστι τι ζῷον τοιοῦτον, ἄτοπον ἄλλο τι πρὸ τοῦ παντὸς νοῦ μετέχειν· τοῦτο μὲν γὰρ ἀεὶ τέτακται καὶ διὰ τὸ ὡσαύτως ἐγγυτέρω τῆς νοερᾶς ἐστιν οὐσίας, τοῖς δὲ μερικοῖς ζῴοις ὑπάρχει πολὺ τὸ ἄτακτον καὶ πλημμελές· καὶ πολλῷ ἄρα μᾶλλον τέτακται τῶν μερικῶν ζῴων τὸ πᾶν· ἔννουν ἄρα αὐτὸ καὶ ἔμψυχον ῥητέον. ὁ μὲν οὖν <Πλάτων> πάνυ δαιμονίως νοῦν τε ὑποτίθεται διττόν, τὸν μὲν ἀμέθεκτον καὶ δημιουργικόν, τὸν δὲ μεθεκτὸν καὶ ἀχώριστον— ἀπὸ γὰρ τῶν ἐν αὐτοῖς ὄντων τὰ ἐν ἄλλοις ὄντα καὶ συν τεταγμένα τοῖς ὑφειμένοις—καὶ τῷ παντὶ διττὴν ἐνδίδωσι ζωήν, τὴν μὲν σύμφυτον, τὴν δὲ χωριστήν, ἵνα καὶ ζῷον ὁ κόσμος ᾖ διὰ τὴν ἐν αὐτῷ ζωήν, καὶ ἔμψυχον διὰ τὴν νοερὰν ψυχήν, καὶ ἔννουν δι᾽ αὐτὸν τὸν πολυτίμητον νοῦν.

[58] Δηλαδή τον Διόνυσο που είναι η καρδιά του σύμπαντος!

[59] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος, τόμος Β΄ [συνέχεια], 1.404.21 – 1.408.26» :

      in Ti 1.404.21 ` to     in Ti 1.408.26 τὸ δὲ τοῦ Πλάτωνος πῶς οὐ θαυμαστόν; λαβὼν γὰρ τὸν κόσμον καὶ διελὼν αὐτὸν εἰς τὰ μέρη καὶ καθ᾽ ἑαυτὸ θεωρήσας τὸ πλημμελῶς καὶ ἀτάκτως κινούμενον ἵστησιν αὐτὸ λόγῳ, καθάπερ καὶ ἐν <Νόμοισ> [X 895 A] τὸ αὐτοκίνητον αἴτιον πάσης κινήσεως ἀποφῆναι βουλόμενος ἔστησε τὸν ὅλον οὐρανὸν καὶ στήσας εἰσοικίζει ψυχὴν εἰς τὸ πᾶν, ἣ πολλὴν προχέασα ζωὴν ἐψύχωσε τὸν κόσμον, καὶ ἐπὶ τῇ ψυχῇ νοῦν, ὃς κυβερνᾷ τὸν κόσμον εἰς ἑαυτὸν ἐστραμμένος, δι᾽ ὃν τὸ πᾶν κύκλῳ κινεῖται, δι᾽ ὃν τέτακται τὸ ὅλον, δι᾽ ὃν ἀ<ει>κίνητός ἐστιν ὁ σύμπας κόσμος. ἐπειδὴ δὲ ταῦτα πάντα συμπληροῖ ζῷον ἓν καὶ μίαν φύσιν, ἔδει καὶ τὴν συναγωγὸν αὐτῶν καὶ ἑνωτικὴν αἰτίαν προϋφεστάναι, καὶ ταύτην νοεράν· τὸ γὰρ ἀθρόως καὶ ὁμοῦ τὰ ὅλα περιέχειν καὶ συνάγειν εἰς ἑνὸς συμπλή ρωσιν τῆς νοερᾶς ἐστιν αἰτίας ἔργον. διὰ δὴ ταῦτα πρὸ τοῦ μετεχομένου νοῦ τὸν ἀμέθεκτον ὑποστήσας καὶ ἐν αὐτῷ τὰς πάντων αἰτίας ὑποθέμενος ἐκεῖθεν καὶ νοῦς καὶ ψυχὰς καὶ σώματα παρήγαγεν, ἀφ᾽ ὧν τὸν αἰσθητὸν συνεπλήρωσε κόσμον. ὅτι μὲν οὖν ψυχῆς νοερᾶς ἀνάγκη μετέχειν τὸ πᾶν, εἰ νοῦ μεθέξει, δῆλον ἀπὸ τῶν εἰρημένων· αὕτη γὰρ ἔσται σύνδεσμος τῶν ἄκρων ὑπεναντίων ὄντων. ὅτι δὲ καὶ τὸ ἀντίστροφον ἀληθές, δεικτέον, οἷον ὅτι ψυχῆς νοερᾶς ἐν τῷ παντὶ προούσης ἀνάγκη καὶ νοῦν εἶναι τοῦ παντός· ἐπεὶ γὰρ τὴν ψυχὴν ταύτην νοερὰν εἶναί φαμεν, ἀνάγκη καὶ νοῦ μετέχειν αὐτήν. πότερον οὖν τοῦ ὅλου νοῦ μετέχει μόνον ἢ καὶ ἐν αὐτῇ τινὸς ὄντος ἀπ᾽ ἐκείνου; ἀλλ᾽ εἰ μὲν καὶ τὸ σωματικὸν αὐτόθεν τῆς πηγῆς ἀπέλαυε τῶν ψυχῶν καὶ μὴ διὰ τῆς ἐν αὐτῷ ψυχῆς, ἔδει κἀπὶ τῆς ὅλης ψυχῆς τὸ αὐτὸ ποιεῖν· εἰ δὲ ἔστι μὲν ἡ ἐν τῷ δημιουργῷ πηγὴ τῶν ψυχῶν, ἔστι δὲ καὶ ἡ τοῦ παντός, καὶ μετέχει τὸ πᾶν διὰ ταύτης καὶ ἐκείνης, δεῖ δήπου καὶ αὐτὴν τὴν ψυχὴν διὰ τῶν μεθεκτῶν νῶν εἰς τὸν ἀμέθεκτον νοῦν ἀνηρτῆσθαι πάντως· ἀνάλογον γὰρ ὡς τὸ σῶμα τοῦ παντὸς πρὸς τὴν ψυχήν, οὕτως αὕτη πρὸς νοῦν· καὶ γὰρ εἰ μὲν καθὸ ψυχὴ νοερὰ γίνεται, ἔδει πᾶσαν ψυχὴν εἶναι τοιαύτην, εἰ δὲ κατὰ τὴν νοῦ μέθεξιν, ἀνάγκη νοῦ μετέχειν αὐτὴν τοῦ συμμέτρου πρὸς αὐτήν. τοιοῦτος δέ ἐστιν οὐχ ὁ αὐτὸ νοῦς, ἀλλ᾽ ὁ μέσος τοῦ αὐτὸ νοῦ καὶ ψυχῆς τῆς ἐπίκτητον τὸ νοεῖν ἐχούσης, τὶς ὢν νοῦς καὶ τῷ μὲν εἶναι νοῦς, ἀλλὰ μὴ γίνεσθαι καθάπερ ἡ ψυχή, κρείττων ψυχῆς, τῷ δὲ τὶς εἶναι σύστοιχος πρὸς αὐτήν· ὁ γὰρ αὐτὸ νοῦς καὶ τῷ εἶναι νοῦς ἀλλὰ μὴ γίνεσθαι καὶ τῷ ἁπλῶς εἶναι νοῦς κρείττων τῆς πρὸς ψυχὴν συντάξεως. εἰ δὲ κἀκεῖνο ἐνθυμηθείης, ὅτι πᾶσα μονὰς ὅμοιον ἑαυτῇ ὑφίστησι πλῆθος, ἡ μὲν θεία θεῖον, ἡ δὲ ψυχικὴ ψυχικόν, ὥστε καὶ ἡ νοερὰ νοερόν, καὶ ὡς αἱ δεύτεραι τάξεις ἀεὶ μετέχουσι τῶν πρὸ αὐτῶν, ἀνάγκη τού των κειμένων εἶναί τινα τοῦ παντὸς κόσμου νοῦν· δεῖ γὰρ τὴν νοερὰν ψυχὴν νοῦ μετέχειν. εἰ μὲν δὴ τοῦ ὅλου μετέχει, φησί τις, ἄτοπον· οὐκ ἔσται γὰρ ἐκεῖνος πάντων δημιουργός· εἰ δὲ ἄλλου τινός, οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ παντὸς νοῦς καὶ ὁ κυρίως μεθεκτός, ὡς μετὰ τῆς ψυχῆς τὸ πᾶν συμπλη ρῶν, ὁ δὲ ὅλος οὕτω μετεχόμενός ἐστιν, ὡς ἐλλάμπων εἰς αὐτήν. εἴτε ἄρα νοῦς ἐφέστηκε τοῖς ὅλοις, ἔμψυχον τὸ πᾶν, εἴτε ἔμψυχον, καὶ ἔννουν ἐστί.    <Διὰ δὴ τὸν λογισμὸν τόνδε νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ, ψυχὴν δὲ ἐν σώματι συνιστὰς τὸ πᾶν συνετεκταί νετο> [30 B].      Δεῖ πρῶτον ἰδεῖν, τίς οὗτος ὁ νοῦς, καὶ πότερον οὐσιώδης ἐστίν, ὑπερκαθήμενος τῆς ψυχῆς, ἢ ἕξις νοερά τις αὐ τῆς, καὶ συλλογίσασθαι, ὅτι οὐσιώδης ἔκ τε τῆς ἀναλογίας— ὡς γὰρ νοῦς πρὸς ψυχήν, οὕτως ψυχὴ πρὸς σῶμα· ψυχὴ δὲ οὐκ ἔστι σώματος οὕτως ὡς ἕξις, οὐδὲ νοῦς ψυχῆς—καὶ ἐκ τῆς τελικῆς αἰτίας· διὰ γὰρ νοῦν ὑποστῆναί φησι τὴν ψυχήν, ἀλλ᾽ οὐκ ἔμπαλιν· εἰ δὲ νοῦ ἕνεκα ψυχή, νοῦς δὲ τὸ οὗ ἕνεκα, οὐκ ἔστιν ἕξις ὁ νοῦς· οὐδαμοῦ γὰρ ἡ οὐσία διὰ τὴν ἕξιν ὑφίσταται. καὶ τρίτον, ὅτι τοῦτον μὲν τὸν νοῦν ὁ δημιουργὸς ὑφίστησι, τὸν δὲ καθ᾽ ἕξιν ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν ταὐτοῦ κύκλου περὶ τὸ νοητὸν κίνησιν, ὡς αὐτὸς <ἐρεῖ> [37 C]· κατὰ γὰρ ἐκείνην <νοῦν ἐπιστήμην τε ἐξ ἀνάγκης ἀποτελεῖσθαι>. πῶς οὖν ὃν αὐτὴ ὑφίστησιν, ὁ δημιουργὸς ἔμελλεν ὑφιστάνειν πρὸ αὐτῆς; ἐπὶ δὲ τούτοις ὀρθῶς ἔχουσι λαβεῖν, ὅτι περ ἐν τῷ δημιουργῷ καὶ <ψυχὴ βασιλικὴ> καὶ <νοῦσ> ἦν <βασιλικόσ>, ὥς φησιν ὁ ἐν <Φιλήβῳ> [30 D] <Σωκράτησ>, κατὰ τὸν τῆς αἰτίας λόγον, καὶ κατὰ ταύτας τὰς πηγὰς τῶν διττῶν τούτων γενῶν καὶ νῦν νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ, ψυχὴν δὲ ἐν σώματι τίθησιν, οὐ διότι τὰ βελτίονα ἐν τοῖς χείροσίν ἐστιν, οὐδ᾽ ὅτι δεῖταί τινος ἕδρας ὁ νοῦς, ἢ ὅτι ἔν τινί ἐστιν ἡ ψυχὴ τοῦ παντός— ἀνάξια γὰρ ταῦτα τῶν ὅλων ἐστὶ καὶ θείων οὐσιῶν, δι᾽ ἃς εὐδαίμων θεὸς ὁ κόσμος ἀποκαλεῖται—ἀλλ᾽ ὅτι διχῶς τὴν τῶν πραγμάτων φύσιν ἐπινοοῦμεν, ἢ κατὰ τὴν πρόοδον αὐ τῶν, ἢ κατὰ τὴν ἐπιστροφήν· καὶ τὴν μὲν πρόοδον θεωροῦντες ἀπό τε τῶν πρώτων ἀρχόμεθα καὶ τὰ αἴτια ἐν τοῖς ἀπ᾽ αὐτῶν εἶναι λέγομεν, τὴν δὲ ἐπιστροφὴν ἀνάπαλιν· ἐν γὰρ τοῖς αἰτίοις τὰ αἰτιατά φαμεν ὑπάρχειν. καὶ οὖν καὶ ὁ Πλάτων τὸν μὲν δεύτερον τρόπον παραδώσει <μικρὸν ὕστερον> [36 D], ἐν τῇ ψυχῇ τὸ σῶμα τιθεὶς καὶ ταύτην ἐν τῷ νῷ κατὰ τὸν αὐτὸν λόγον, τὸν δὲ τῆς προόδου νῦν μεταχειριζόμενος νοῦν μὲν ἐν ψυχῇ τίθησιν, ὅτι πᾶσα νοοειδής ἐστι καὶ οὐδὲν ἔστι λαβεῖν αὐτῆς, ὃ μὴ κεκράτηται τῇ νοερᾷ φύσει, ψυχὴν δὲ ἐν σώματι, διότι καὶ τοῦτο καθ᾽ ὅλον ἑαυτὸ μετέχει ψυ χῆς καὶ οὐδὲν ἔστιν αὐτοῦ μόριον λαβεῖν ἄψυχον, ἀλλὰ καὶ τὸ τῆς οἰκείας παρῃρημένον ζωῆς ὡς τοῦ παντὸς μέρος ἐψύχωται· καθάπερ γὰρ τὴν πρόνοιαν πανταχοῦ προϊέναι λέγομεν καὶ εἶναι πανταχοῦ, διότι πᾶσι πάρεστι καὶ οὐδὲν ἔρημον ἀφίησιν ἑαυτῆς, κατὰ ταῦτα δὴ καὶ τὸν νοῦν ἐν ψυχῇ φαμεν ὡς ὅλην αὐτὴν περιλάμποντα, κἀν τῷ σώματι τὴν ψυχὴν ὡς ὅλῳ παροῦσαν αὐτῷ. καὶ οὐχ ὁ μὲν Πλάτων οὕτως, ὁ δὲ <Ὀρφεὺσ> [frg. 207] τρόπον ἕτερον· ἀλλ᾽ εἴ με δεῖ τοὐμὸν εἰπεῖν, διὰ τούτων καὶ ἡ τοῦ θεολόγου διάνοια γίγνεται καταφανής. ἡ μὲν γὰρ Ἵππα τοῦ παντὸς οὖσα ψυχὴ καὶ οὕτω κεκλημένη παρὰ τῷ θεολόγῳ τάχα μὲν ὅτι καὶ ἐν ἀκμαιοτάταις κινήσεσιν αἱ νοήσεις αὐτῆς οὐσίωνται, τάχα δὲ καὶ διὰ τὴν ὀξυτάτην τοῦ παντὸς φοράν, ἧς ἐστιν αἰτία, λίκνον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς θεμένη καὶ δράκοντι αὐτὸ περι στέψασα τὸν κραδιαῖον ὑποδέχεται Διόνυσον· τῷ γὰρ ἑαυτῆς θειοτάτῳ γίγνεται τῆς νοερᾶς οὐσίας ὑποδοχὴ καὶ δέχε ται τὸν ἐγκόσμιον νοῦν. ὃ δὲ ἀπὸ τοῦ μηροῦ τοῦ Διὸς πρόεισιν εἰς αὐτήν (ἦν γὰρ ἐκεῖ συνηνωμένος) καὶ προελθὼν καὶ μεθεκτὸς αὐτῆς γεγονὼς ἐπὶ τὸ νοητὸν αὐτὴν ἀνάγει καὶ τὴν ἑαυτοῦ πηγήν· ἐπείγεται γὰρ πρὸς τὴν μητέρα τῶν θεῶν καὶ τὴν Ἴδην, ἀφ᾽ ἧς πᾶσα τῶν ψυχῶν ἡ σειρά. διὸ καὶ συλλαμβάνειν ἡ Ἵππα λέγεται τίκτοντι τῷ Διί· ὡς γὰρ <εἴ ρηται πρότερον> [30 B], <νοῦν ἄνευ ψυχῆς ἀδύνατον παραγενέσθαι τῳ>, τοῦτο δὲ ὅμοιον τῷ παρ᾽ <Ὀρφεῖ      γλυκερὸν δὲ τέκος Διὸς ἐξεκαλεῖτο>, τοῦτο δὲ ἦν ὁ κοσμικὸς νοῦς Δίιος ὤν, κατὰ τὸν ἐν τῷ Διὶ μείναντα προελθών. οὕτω δὴ καὶ ἡ <θεοπαράδοτος θεολογία> [Orph. frg. 294. 295] φησὶ συμπεπληρῶσθαι τὸν κό σμον ἐκ τῶνδε τῶν τριῶν· λέγει γοῦν ἡ Ψυχὴ περὶ τοῦ <Δὶς ἐπέκεινα> τοῦ δημιουργήσαντος τὸ πᾶν·                <μετὰ δὴ πατρικὰς διανοίας    Ψυχὴ ἐγὼ ναίω θέρμῃ ψυχοῦσα τὰ πάντα·>   κατέθετο γὰρ        <νοῦν μὲν ψυχῇ, ἐνὶ σώματι> <δ᾽> <ἀργῷ    ἡμέας ἐγκατέθηκε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε> μονονουχὶ βοῶσα διαρρήδην, ὅτι καὶ ὁ κατὰ ταύτην δημιουργός ἐστι Ζεύς· περὶ τίνος γὰρ ἄλλου τοῦτο τεθρυλημένον ἔχομεν ἢ περὶ τοῦ μεγίστου <Διὸς τὸ πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε>; καὶ τοῦ Πλάτωνος τοῖς λόγοις <μαρτυροῦντοσ> [41], ὅταν θεῶν τε αὐτὸν πατέρα καλῇ καὶ τὰς ψυχὰς παραδιδῷ γεννῶντα καὶ εἰς ἀνδρῶν πέμποντα γένεσιν κατὰ τὸν πρώτιστον βίον.

[60] Βλ.  Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος, τόμος Γ’, 2.145.11 – 2.146.22» :

     in Ti 2.145.11 ` to     in Ti 2.146.22 ἕνα τοίνυν ἐκεῖνος δημιουργὸν τῆς διῃρημένης πάσης ποιήσεως προστησάμενος ἀνὰ λόγον ὄντα τῷ ἑνὶ πατρὶ τῷ τὴν ὁλικὴν ἀποτίκτοντι δημιουργίαν ἀπὸ τούτου παράγει τό τε νοερὸν πλῆθος ὅλον τὸ ἐγκόσμιον καὶ τὸν τῶν ψυχῶν ἀριθμὸν καὶ τὰς σωματικὰς συστάσεις, αὐτοῦ μὲν ἡνωμένως πάντα ταῦτα γεννῶντος, τῶν δὲ περὶ αὐτὸν θεῶν διαιρούντων καὶ διακρινόντων τὰ δημιουργήματα αὐτοῦ. ἀλλὰ τὰ μὲν ἄλλα δημιουργήματα αὐτοῦ πάντα μεμερίσθαι φησὶν ὑπὸ τῶν διαι ρετικῶν θεῶν, μόνην δὲ τὴν καρδίαν ἀμέριστον εἶναι προνοίᾳ τῆς Ἀθηνᾶς· ἐπειδὴ γὰρ ὑφίστησι μὲν καὶ νοῦς καὶ ψυχὰς καὶ σώματα, ἀλλὰ ψυχαὶ μὲν καὶ σώματα δέχονται πολλὴν τὴν πρὸς ἑαυτὰ διαίρεσιν καὶ τὸν μερισμόν, νοῦς δὲ ἡνωμένος μένει καὶ ἀδιαίρετος ἐν ἑνὶ τὰ πάντα ὢν καὶ μιᾷ νοήσει τὰ ὅλα τὰ νοητὰ περιέχων, μόνην τὴν νοερὰν οὐσίαν καὶ τὸν νοερὸν ἀριθμὸν ἀπολελεῖφθαί φησιν ὑπὸ τῆς Ἀθη νᾶς σεσωσμένον·    <μούνην γὰρ κραδίην νοερὴν λίπον>, φησίν, ἄντικρυς νοερὰν αὐτὴν προσαγορεύων. εἰ τοίνυν ἡ ἀμέριστος καρδία νοερά ἐστι, νοῦς ἂν εἴη δηλαδὴ καὶ νοερὸς ἀριθμός, οὐ μέντοι πᾶς νοῦς, ἀλλ᾽ ὁ ἐγκόσμιος· οὗτος γάρ ἐστιν ἡ καρδία ἡ ἀμέριστος, ἐπειδὴ καὶ τούτου δημιουργὸς ἦν ὁ μεριζόμενος θεός. τὸν μὲν δὴ νοῦν ἀμέριστον οὐσίαν τοῦ Διονύσου καλεῖ, τὸ δὲ γόνιμον αὐτοῦ τὴν μεριστὴν αὐτὴν περὶ τὸ σῶμα ζωὴν φυσικὴν οὖσαν καὶ σπερμάτων οἰστικήν, ἣν καὶ τὴν Ἄρτεμίν φησι τὴν πάσης προεστῶσαν τῆς ἐν τῇ φύσει γεννήσεως καὶ μαιευομένην τοὺς φυσι κοὺς λόγους ἄνωθεν διατείνειν ἄχρι τῶν ὑποχθονίων, δυναμοῦσαν αὐτῆς τὴν γόνιμον δύναμιν, τὸ δὲ λοιπὸν τοῦ θεοῦ σῶμα πᾶν τὴν ψυχικὴν σύστασιν, εἰς ἑπτὰ καὶ τοῦτο διῃρημένον  <ἑπτὰ δὲ πάντα μέλη κούρου διεμοιρήσαντο>, φησὶν ὁ <θεολόγοσ> περὶ τῶν Τιτάνων, καθάπερ καὶ ὁ Τίμαιος εἰς ἑπτὰ διαιρεῖ μοίρας αὐτήν. καὶ τάχα ἂν τὸ διὰ παντὸς τοῦ κόσμου τεταμένην εἶναι τὴν ψυχὴν τοῦ Τιτανικοῦ μερισμοῦ τοὺς Ὀρφικοὺς ἀναμιμνήσκοι, δι᾽ ὃν οὐ μόνον ἡ ψυχὴ περικαλύπτει τὸ πᾶν, ἀλλὰ καὶ τέταται δι᾽ αὐτοῦ παντός. εἰκότως δὴ οὖν καὶ ὁ Πλάτων ἀμέριστον οὐσίαν ἀπεκάλεσε τὴν προσεχῶς ὑπὲρ ψυχὴν καὶ ὡς συντόμως εἰπεῖν τὸν μεθεκτὸν ὑπὸ ψυχῆς νοῦν, τοῖς <Ὀρφικοῖσ> ἑπόμενος <μύθοισ> καὶ οἷον ἐξηγητὴς <τῶν ἐν ἀπορρήτοις λεγομένων> εἶναι βουλόμενος.

πηγή: eleysis69.wordpress.com

Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΤΟΥ ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ

$
0
0


Τα κείμενα των Ελλήνων είναι σημαντικά κείμενα με μυστηριακές λειτουργίες. Γράφτηκαν από ψυχές και αφορούν ψυχές, και όχι ανθρώπους που φέρουν σε κάποιον «χ» βίο της ψυχικής ζωής του, κάποια χαρακτηριστικά. Με βάση αυτή την οπτική θα περιδιαβούμε σε ένα παράδειγμα περί των συγκεκριμένων κειμένων.

Συγκεκριμένα, θα αναφέρουμε ότι:

σχολιάζοντας ο Ιεροκλής τον τρίτο στίχο από τα Χρυσά Έπη των Πυθαγορείων

«και τους καταχθόνιους δαίμονες να σέβεσαι, τελώντας τα νόμιμα» και λέγοντας ότι καταχθόνιοι δαίμονες είναι οι άνθρωποι εδώ στη γη που έχουν ζήσει εν σοφία και αγαθοσύνη, αναφέρει τα εξής:

«Το να τελούμε τα νόμιμα. Αυτό σημαίνει να υπακούμε στα παραγγέλματα που μας έχουν αφήσει, και να εμμένουμε στα λόγια τους σαν να είναι νόμοι, και να ακολουθούμε τον ίδιο δρόμο της ζωής, τον οποίο αφού διένυσαν εκείνοι, δεν αρνήθηκαν από φθόνο να μας τον κοινοποιήσουν, αλλά αγωνίστηκαν να τον φυλάξουν για τους μεταγενεστέρους σαν μια αθάνατη και πατρική κληρονομιά, εναποθέτοντας σε συγγράμματα τα στοιχεία των αρετών και τους κανόνες της αλήθειας προς τον κοινό όφελος»
(Βλ., Ιεροκλής «Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη» 4.4.4 – 4.4.12)[1]

Δηλαδή, τα συγγράμματα που μας έχουν αφήσει οι Έλληνες, για παράδειγμα τα Ομηρικά Έπη, οι Πλατωνικοί διάλογοι, οι Τραγωδίες, δεν είναι απλά κάποια λογοτεχνικά κείμενα, που στην καλύτερη περίπτωση να τα εκλάβουμε ως μία μορφή ηθικολογίας. Είναι, όπως λέει ο Ιεροκλής, ο δρόμος της ζωής που πορεύθηκαν, εκείνοι οι Παλαιοί Έλληνες, για να φτάσουν στην ομοίωση με το Θείο, κατά την ρήση του Πλατωνικού Θεαίτητου (176.b). Είναι, δηλαδή, συγκεκριμένες προσπάθειες και νίκες που πέτυχαν συγκεκριμένα όντα/ψυχές, να προσεγγίσουν συγκεκριμένες βαθμίδες και «καταστάσεις» του Θείου Σύμπαντος Κόσμου. Αναλόγως σε ποιο «σημείο» στου Θείου φθάσανε, μας διατύπωσαν και συγκεκριμένες, ας μας επιτραπεί η χρήση τέτοιων λέξεων, περιγραφές, προτροπές, διαδικασίες. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να τα δούμε με ένα τελείως διαφορετικό πρίσμα.

Έχοντας, λοιπόν, κατά τα νου το συγκεκριμένο, θα αναφέρουμε ότι:

«Όπως, δηλαδή στις τελετές προηγούνται οι καθαρμοί, τα ραντίσματα και οι εξαγνισμοί, που είναι γυμνάσματα όσων δρωμένων γίνονται στις απόρρητες λειτουργίες και της μετουσίας με το Θείο, έτσι κατά τη γνώμη μου, και η φιλοσοφική τελεσιουργία αποτελεί για εκείνους που στέλλονται προς αυτή, προκαταβολική κάθαρση και προετοιμασία της αυτογνωσίας και της αυτοφανέρωτης θέασης της ουσίας μας»
(Βλ., Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδην» 9.2 – 9.7)[2]

Από το απόσπασμα του Πρόκλου, διαπιστώνουμε πως υπάρχουν κείμενα που ως σκοπό τους έχουν να καθοδηγήσουν τον εκάστοτε αναγνώστη – πάντα, μα πάντα ως ψυχή και όχι ως άνθρωπο – στη φιλοσοφία, και διαμέσο της φιλοσοφίας, να γίνει μετοχή στις απόρρητες τελεσιουργίες, δηλαδή σε λειτουργίες Μυστηρίων.

Επίσης:

«η ψυχή που έρχεται στον Άιδη, δεν έχει τίποτε άλλο εκτός από τη παιδεία της και την αγωγή της, στοιχεία που όπως λέγεται μέγιστα ωφελούν ή βλάπτουν τον πεθαμένο, μόλις αρχίσει η πορεία του προς εκεί»
(Βλ., Πλάτων «Φαίδων» 107.d.2 – 107.d.5)[3]

Στο αρχαίο κείμενο από το Πλατωνικό απόσπασμα αναγράφει: 

«παιδείας τε καὶ τροφῆς»
Από το Πλατωνικό Λεξικό του Τιμαίου του Γραμματικού στα αντίστοιχα λήμματα διαβάζουμε:

«Παιδεία, μέν ἐστι δύναμις θεραπευτικὴ ψυχῆς, ὥς φησι Πλάτων·»
Δηλαδή: η παιδεία είναι δύναμη θεραπευτική της ψυχής, όπως λέγει ο Πλάτων.

Και μιας και θεραπεία, ως έννοια δηλώνει την διαδικασία της λατρείας, τότε το συγκεκριμένο απόσπασμα μας λέγει ότι η παιδεία είναι η δύναμη που έχει η ψύχη ώστε να μπορεί να λατρεύει το Θείο!

και:

«Τροφή, ἀντὶ τοῦ ἀγωγὴ καὶ παιδεία.»
Δηλαδή: η τροφή χρησιμοποιείται αντί για την αγωγή και τη παιδεία.

Σε σχέση τώρα με τη φιλοσοφία και την παιδεία, η μεν παιδεία αντιστοιχεί στις λειτουργίες των Μικρών Μυστηρίων και η δε φιλοσοφία στις λειτουργίες των Μεγάλων Μυστηρίων, μιας και:
«Όπως πριν από τα Μεγάλα Μυστήρια παραδίδονται τα Μικρά, έτσι και πριν από τη Φιλοσοφία παραδίδεται η Παιδεία»
(Βλ., Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφίαν»10.4 – 10.6)[4]

Συνοψίζοντας τα όσα έχουμε αναφέρει από τα αποσπάσματα, καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα. Υπάρχουν τέσσερα (4) είδη Κειμένων, των Παλαιών Ελλήνων:
  1. Κείμενα που δείχνουν τη πορεία του βίου τους, προς την κατάκτηση και νίκη της Αλήθειας και της Γνώσης των Θεών. Δηλαδή κείμενα συγκεκριμένης βιογραφίας, συγκεκριμένων όντων/ψυχών.
  2. Κείμενα που λειτουργούν ως εισαγωγή στην Φιλοσοφία, των προηγουμένων όντων, δηλαδή κείμενα Παιδείας.
  3. Κείμενα που δείχνουν την ολοκληρωτική λειτουργία της Φιλοσοφίας, που μας είχαν προετοιμάσει τα κείμενα Παιδείας.
  4. Και αφού κατακτηθούν τα κείμενα αυτά, τότε έχουμε ήδη μυηθεί σε όλο τα φάσμα των Μυστηρίων, και ως εκ τούτου κατανοούμε τις όλες λειτουργίες των Μυστηρίων.
Αυτό λοιπόν το τετραδικό σύστημα κειμένων, θεωρώ ότι αντικατοπτρίζεται από τα έργα του Ιαμβλίχου και αφορούν κατά κύριο λόγο την Πυθαγόρεια Φιλοσοφία.
  1. Περί του Πυθαγορικού Βίου
  2. Λόγος Προτρεπτικός επί Φιλοσοφίαν
  3. Περί της κοινής μαθηματικής επιστήμης, τα Θεολογούμε της Αριθμητικής, περί της Νικομάχου Αριθμητικής Εισαγωγής. [Ως γνωστόν, η Πυθαγόρειος Φιλοσοφία, είναι η Ορφική, δηλαδή η σύμπασα Ελληνική Θεολογία, με την περιγραφή μαθηματικών         .
  4. Περί (Αιγυπτίων) Μυστηρίων.
    Εδώ να πούμε ότι τόσο ο Ορφεύς, όσο και ο Πυθαγόρας, είχαν μυήσει και μυηθεί αντίστοιχα στα Αιγυπτιακά και στα Ελληνικά Μυστήρια. Καθώς και στο έργο του Πλουτάρχου «Ίσις και Όσιρις» διαφαίνεται ξεκάθαρα πως η Αιγυπτιακή Θεολογία είναι ίδια με την Ορφική Θεολογία.



[1] «τὸ ἔννομα ῥέζειν, φησίν. τοῦτο δέ ἐστι τὸ πείθεσθαι, οἷς ἀπολελοίπασιν ἡμῖν παραγγέλ μασι, καὶ ὡς νόμοις ἐμμένειν τοῖς ἐκείνων λόγοις καὶ τὴν αὐτὴν ὁδὸν μετιέναι τοῦ βίου, ἣν ἐκεῖνοι διελθόντες οὐκ ἐφθόνησαν ταύτης ἡμῖν μεταδοῦναι, ἀλλ᾽ ὥσπερ τινὰ ἀθάνατον καὶ πατρῷον κλῆρον διηγωνίσαντο τοῖς μεταγε νεστέροις διαφυλάξαι, τὰ στοιχεῖα τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἀληθείας τοὺς κανόνας εἰς κοινὸν ὄφελος ἐν γράμμασι καταθέμενοι»
[2] «ὥσπερ οὖν ἐν ταῖς τελεταῖς καθάρσεις ἡγοῦνται καὶ περιρραντήρια καὶ ἁγνισμοί, ἃ τῶν ἐν ἀπορρήτοις δρωμένων καὶ τῆς τοῦ θείου μετουσίας γυμνάσματά εἰσιν, οὕτω μοι δοκεῖ καὶ ἡ φιλόσοφος τελεσιουργία προκαθαίρειν καὶ προπαρασκευάζειν εἰς τὴν ἑαυτῶν γνῶσιν καὶ τὴν αὐτοφανῆ τῆς οὐσίας ἡμῶν θεωρίαν τοὺς ἐπ᾽ αὐτὴν στελλομένους.»
[3] «οὐδὲν γὰρ ἄλλο ἔχουσα εἰς Ἅιδου ἡ ψυχὴ ἔρχεται πλὴν τῆςπαιδείας τε καὶ τροφῆς, ἃ δὴ καὶ μέγιστα λέγεται ὠφελεῖν ἢ βλάπτειν τὸν τελευτήσαντα εὐθὺς ἐν ἀρχῇ τῆς ἐκεῖσε πορείας.»
[4] «ὡς πρὸ τῶν μεγάλων μυστηρίων τὸ μικρὰ παραδοτέον, καὶ πρὸ φιλοσοφίας παιδείαν.»

πηγή: eleysis69.wordpress

Ή ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΈΧΕΙ ΚΑΝΟΝΕΣ (ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ)

$
0
0

Συνέντευξη του καθηγητή Ύστερης Αρχαιότητας στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Δημήτρη Κυρτάτα

«Το επαγγελματικό καθήκον του ιστορικού είναι πρωτίστως να μετατρέπει την άγνοια σε γνώση και ακολούθως να παρουσιάζει την ιστορία ως πρόβλημα, όχι απλώς ως ένα αντικείμενο συσσωρευμένων βεβαιοτήτων. Η συμβολή του ιστορικού έγκειται στο να θέτει ερωτήματα» είπε στο «Βήμα» ο Δημήτρης Ι. Κυρτάτας. Στο πλέον πρόσφατο βιβλίο του Μαθήματα από την αθηναϊκή δημοκρατία(Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2014), όπου συγκεντρώνονται οκτώ σχετικά μελετήματά του, αναπτύσσει τις «απορίες» του γύρω από σημαντικά προβλήματα εκείνου του πολιτεύματος που, στην πιο ολοκληρωμένη μορφή του, λειτούργησε λιγότερο από δύο αιώνες.

Ο καθηγητής της Υστερης Αρχαιότητας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας ασχολείται με τις απαρχές και κυρίως την κατάρρευση του αθηναϊκού πολιτεύματος, τη διαπλοκή πολιτικής και οικονομίας σ'εκείνη την κοινωνία, τις βασικές παραμέτρους της δουλείας και της θρησκείας, ενώ ρίχνει μια λοξή ματιά στη δίκη του Σωκράτη - «Καταδικάστηκε από μια δημοκρατική κοινωνία που ήταν όμως βαθύτατα θρησκευόμενη, σε βαθμό δεισιδαιμονίας. Δεν ενοχλούσαν τόσο οι πολιτικές του αντιλήψεις όσο αυτές περί ηθικής συμπεριφοράς» - και αντιπαραβάλλει την άμεση με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. «Και η ευρωπαϊκή και η ελληνική κοινωνία έχουν εξοικειωθεί αρκετά με την ελληνική αρχαιότητα, και μάλιστα την αθηναϊκή αρχαιότητα. Εμάς αυτός ο κόσμος μάς περιβάλλει, τα μνημεία και τα γραπτά του τεκμήρια, σε σημείο που τον θεωρούμε δεδομένο. Μια τέτοια οικειότητα όμως προκαλεί περισσότερο τον εφησυχασμό παρά τον προβληματισμό και τη συζήτηση» συμπλήρωσε ο ίδιος. Στο βιβλίο τίποτε δεν μας είναι παντελώς άγνωστο - ούτε όμως και τελείως γνωστό. Ο συγγραφέας, κοντολογίς, αποσαφηνίζει όψεις και ανατρέπει παρεξηγήσεις που σχετίζονται με την αθηναϊκή δημοκρατία, την οποία συχνά επικαλούμεθα αλλά δεν μελετάμε όσο θα έπρεπε.


Υπό ποία έννοια, κύριε Κυρτάτα, έχουμε σημεία επαφής, όπως γράφετε, με εκείνον τον κόσμο;

«Προφανώς οι δύο κοινωνίες, η αρχαία ελληνική και η σημερινή, είναι διαφορετικές. Οσο όμως κι αν αλλάζει το ιστορικό περιβάλλον και ο γενικός περίγυρος, ο άνθρωπος, ως οργανισμός αλλά και ψυχική οντότητα με φόβους και αγωνίες, παραμένει σε μεγάλο βαθμό αναγνωρίσιμος. Αυτό υποστήριζαν όλοι οι αρχαίοι ιστορικοί, μεταξύ αυτών ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Θουκυδίδης. Πίστευαν ότι η Iστορία μπορεί να δώσει - και δίνει - διδάγματα επειδή η ανθρώπινη φύση παραμένει ίδια. Σε όλο το βιβλίο λανθάνει μια σύγκριση μεταξύ των δύο εποχών, με στόχο όμως ο ίδιος ο αναγνώστης να κρίνει ποια σημεία εκείνου του προβληματισμού παραμένουν χρήσιμα».


Επιστρέφετε στην αρχαιότητα μέσω συζητήσεων που γίνονται γι'αυτήν σήμερα. Οι «Αγανακτισμένοι», λ.χ., που εξυμνούσαν την αμεσότητα της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, είχαν μάλλον παρανοήσει τον τρόπο της λειτουργίας της στην πράξη…

«Είχα κι εγώ φίλους που πήγαιναν με καλή προαίρεση στις πλατείες, τις πίστευαν, δεν ήταν ακραίοι - εγώ δεν πήγα. Οι ίδιοι μου είπαν ότι, ενώ η δημοκρατικότητα του χώρου ήταν αναμφισβήτητη και την τηρούσαν όλοι, έλειπε το αποτέλεσμα. Και ύστερα πάλι καλοπροαίρετα ρωτούσαν: Αν έχουμε όντως μια άμεση δημοκρατία στην οποία ο καθένας δικαιούται να λέει ό,τι θέλει, πού καταλήγει εν τέλει το πράγμα; Αυτό που λέμε άμεση δημοκρατία δεν ήταν ακριβώς η δημοκρατία της πλατείας. Η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία είχε κανόνες, δεν σηκωνόταν όποιος ήθελε για να πει τα δικά του. Η αμεσότητά της ενέκειτο όχι στο να συμμετέχουν όλοι ή όσο το δυνατόν περισσότεροι αλλά στο να λαμβάνονται αποφάσεις που ήταν αντιπροσωπευτικές της βούλησης του συνόλου. Προς τούτο δημιουργήθηκαν αυστηροί μηχανισμοί που διορθώνονταν συνεχώς. Διότι αυτό που είχε σημασία ήταν να είναι αποτελεσματική η δημοκρατία. Μιλώ για τον μεγάλο Δήμο των Αθηναίων, μια πόλη που άγγιζε τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους.  Πέραν αυτού όμως υπήρχαν και οι 139 μικρότεροι, τοπικοί δήμοι που αποτελούσαν γεωγραφικές ενότητες της Αττικής, αντίστοιχοι με τους σημερινούς δικούς μας, όπου συζητούνταν όλα τα προβλήματα της καθημερινότητας. Εκεί η δημοκρατία ήταν πιθανότατα πολύ πιο άμεση και ένα πραγματικό σχολείο για τη μεγαλύτερη δημοκρατία. Παρατηρούμε επομένως μια συλλειτουργία μικρής και μεγάλης κλίμακας. Η αθηναϊκή δημοκρατία πάντως θα μπορούσε να παραβληθεί λιγότερο με τις αυθόρμητες συνάξεις στις πλατείες και περισσότερο με μια σημερινή αστική δημοκρατία».


Η σοφία του πλήθους, γράφετε, εκφραζόταν τότε με τη σοφή επιλογή αρχόντων, ιδίως σε στιγμές δοκιμασίας. Φαντάζει ιδανικό…

«Κάθε εποχή, νομίζω, αναδεικνύει τους ηγέτες που της ταιριάζουν και όχι αυτούς που αναγκαστικώς της αξίζουν - και το λέω αυτό χωρίς καμία διάθεση εξιδανίκευσης του παρελθόντος. Να πάρουμε, ως παράδειγμα, την περίπτωση του Σόλωνος, τον οποίο θαυμάζουμε για τις αποφάσεις που πήρε σε πολύ κρίσιμα ζητήματα, σε μια περίοδο μάλιστα που το μεγάλο πρόβλημα της Αθήνας ήταν οι δανεισμοί και τα χρέη. Ο Σόλων με την παραγραφή των χρεών (σεισάχθεια) επέφερε μια αξιοσημείωτη ισορροπία τη στιγμή που η αθηναϊκή κοινωνία όδευε προς την εμφύλια σύγκρουση και τη διάλυση. Ο Σόλων όμως δεν είχε ενδυθεί υπέρτατες ή έκτακτες εξουσίες, έπρεπε οι αποφάσεις του να γίνουν αποδεκτές. Πώς συνέβη αυτό; Συνέπεσε η σοφία ενός μεταρρυθμιστή ηγέτη με τη σοφία ενός πλήθους που ξέρει να αποδέχεται. Στην τότε αθηναϊκή κοινωνία - δεν έχουμε ακόμη την αθηναϊκή δημοκρατία της κλασικής εποχής - αυτό που ένωσε το πλήθος και ανέδειξε την ευθυκρισία του ήταν βεβαίως οι εξωτερικοί κίνδυνοι. Υπό τον φόβο αυτών έγιναν οι εσωτερικοί συμβιβασμοί που οδήγησαν στην επίλυση των προβλημάτων και αργότερα στην εξέλιξη του πολιτεύματος και τα πολιτικά και οικονομικά  μεγαλουργήματα του πέμπτου αιώνα. Το δίδαγμα από την τότε αθηναϊκή κοινωνία είναι ότι τίποτε δεν γίνεται με το ζόρι, ότι η συναίνεση είναι σημαντικότατος παράγων».

Πολλοί σκεπτόμενοι τη δουλεία θεωρούν μάλλον ότι και στην αθηναϊκή κοινωνία οι πλούσιοι απλώς εκμεταλλεύονταν τους φτωχούς. Δεν ήταν όμως έτσι. Θα μπορούσαμε, κάνοντας μια αναγωγή, να πούμε ότι οι δούλοι ήταν οι μετανάστες της εποχής που τους χρησιμοποιούσαν και οι πλέον εύποροι και η σχετικώς ευκατάστατη μεσαία τάξη;

«Η δουλεία ήταν τόσο δεδομένη για όλη την αρχαιότητα όσο είναι για εμάς σήμερα η μισθωτή εργασία. Απόδειξη ότι κανένας μεγάλος φιλόσοφος δεν έθεσε ποτέ θέμα κατάργησής της, ήταν αδιανόητο. Αυτή όμως η ιδέα του μετανάστη που αναφέρατε είναι σωστή και ενδιαφέρουσα. Πράγματι στην αρχαία αθηναϊκή κοινωνία, μια δουλοκτητική κοινωνία που προφανώς στηριζόταν πάνω σε αυτή την εκμετάλλευση, η μεγάλη μάζα των δούλων δεν ήταν καταπιεσμένοι Αθηναίοι αλλά ξένοι και σε μεγάλο βαθμό εισαγόμενοι. Η Αθήνα όμως διέφερε ποιοτικά, λ.χ., από τη Σπάρτη ως προς αυτό. Ο είλωτας στη Σπάρτη, ακόμη και στη σπάνια περίπτωση που απελευθερωνόταν, είχε μπροστά του μονάχα τον αποκλεισμό. Αντιθέτως, ο δούλος στην Αθήνα που απελευθερωνόταν συχνότερα μπορούσε να ζήσει ειρηνικά στην πόλη και να προκόψει οικονομικά. Μπορούσε, δηλαδή, να αφομοιωθεί πάρα πολύ εύκολα. Οι δούλοι γίνονταν κατά βάση μέτοικοι και όχι πολίτες. Μέτοικος όμως ήταν ο ευκατάστατος και ευυπόληπτος ρήτορας Λυσίας, μέτοικος ήταν και ο Αριστοτέλης».


Ποιο ήταν το βασικό χαρακτηριστικό του αθηναϊκού πολιτεύματος σε όλες τις επί μέρους φάσεις του;

«Η αθηναϊκή κοινωνία δεν ήταν αναδιανεμητική. Η δημοκρατία της δεν επεδίωκε να επιφέρει μια οικονομική ισότητα μεταξύ των πολιτών, ήταν μια πολιτική δημοκρατία, η ισότητα ήταν πολιτική. Το πολίτευμα όμως πάντοτε προστάτευε - εφόσον η εξουσία βρισκόταν πάντοτε στα ευρύτερα στρώματα και όχι στα ολιγάριθμα και πιο εύπορα - τις διάφορες κοινωνικές τάξεις από ακραίες μορφές εκμετάλλευσης. Το πλήθος δεν ξέπεφτε, δεν υποδουλωνόταν. Η περιουσία των πλουσίων δεν κινδύνευε, οι πλούσιοι όμως δεν αφήνονταν να υπερβούν το μέτρο: αυτό ήταν το σταθερό χαρακτηριστικό της αθηναϊκής κοινωνίας σε όλες τις ομαλές φάσεις του πολιτεύματός της. Χωρίς να ξεχνάμε, βεβαίως, ότι εκείνη η κοινωνία είχε ένα απόθεμα ανθρώπινου δυναμικού να εκμεταλλεύεται και να τη στηρίζει».

πηγή: tovima

ΟΛΥΝΘΟΣ - Η ΠΡΩΤΗ ΗΛΙΑΚΗ ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ (ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0



Οι περισσότεροι γνωρίζουμε τον Σωκράτη, τον αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο (469 – 399 π Χ), ως μια από τις μεγαλύτερες φυσιογνωμίες του παγκόσμιου πνεύματος και του πολιτισμού. Αλλά πόσοι γνωρίζουμε ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία της πρώτης ηλιακής πόλης στην Ελλάδα, που διέθετε βιοκλιματικά σπίτια με νότιο προσανατολισμό, αίθριο και μικρά ανοίγματα στο βοριά;
Ο Σωκράτης πρώτος συνειδητοποίησε, ότι αν τα σπίτια κατασκευαστούν έχοντας ως γνώμονα τη θέση του ήλιου, τότε θα ήταν πιο ζεστά το χειμώνα και πιο δροσερά το καλοκαίρι. Ο φιλόσοφος αποφάσισε να πραγματοποιήσει αυτή την ιδέα και οργάνωσε μάθημα για να διδάσκει τους μαθητές του πώς να δημιουργούν ηλιακά σπίτια.
Ο Σωκράτης άρχιζε το μάθημα κάνοντας όπως το συνήθιζε με μία απλή ερώτηση : «Όταν κάποιος θέλει να χτίσει ένα σπίτι, δεν πρέπει να το κάνει όσο γίνεται πιο ευχάριστο, αφού θα ζήσει μέσα σ’ αυτό και όσο πιο χρήσιμο γίνεται; Και δεν είναι ευχάριστο ένα σπίτι που το καλοκαίρι είναι δροσερό και το χειμώνα ζεστό;
Τώρα, από την εμπειρία μας βλέπουμε ότι στα σπίτια που έχουν νότιο προσανατολισμό, οι ακτίνες του ήλιου περνούν μέσα από τις σκεπασμένες βεράντες, αλλά το καλοκαίρι η διαδρομή του ήλιου είναι ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας και πάνω από την οροφή, έτσι έχουμε σκιά…»
Παρουσιάζοντας αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους είναι ωφέλιμη η ηλιακή αρχιτεκτονική, ο Σωκράτης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι σε ένα σπίτι σχεδιασμένο με αυτό τον τρόπο «ο ιδιοκτήτης θα βρει σε αυτό ένα καταφύγιο για όλες τις εποχές, γεγονός που καθιστά το σπίτι και χρήσιμο και ευχάριστο»....
Olynthos-i proti iliaki poli tis arxaias elladas-1
Αναπαράσταση οικίας στην Όλυνθο
 Η νέα αρχιτεκτονική προσέγγιση εξαπλώθηκε σύντομα σε όλο τον ελλαδικό χώρο, καθώς οι κατασκευαστές κατοικιών άρχισαν να υιοθετούν την ηλιακή αρχιτεκτονική του Σωκράτη, ενώ στη συνέχεια ακολούθησαν και οι εργολάβοι.
Η αρχή έγινε με την ανακαίνιση δύο σπιτιών στην Αθήνα, όπου οι εργάτες άλλαξαν τη διάταξη των δωματίων, έτσι ώστε να έχουν νότιο προσανατολισμό. Δηλαδή, το αίθριο, οι πόρτες και τα παράθυρα να κοιτούν προς το νότο, ενώ τα βορινά ανοίγματα ήταν λίγα και μικρά.
Οι αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν σε ελληνικές πόλεις και οικισμούς από το 500 π.Χ. ως το 200 π.Χ. έδειξαν ότι οι κατασκευαστές τόσο των αγροτικών όσο και των αστικών κατοικιών ακολουθούσαν τις υποδείξεις του Σωκράτη....
Η πρώτη ηλιακή πόλη της αρχαίας Ελλάδας ήταν η Όλυνθος
Olynthos-i proti iliaki poli tis arxaias elladas
Η ακρίβεια του πολεοδομικού σχήματος της Ολύνθου μας βοηθάει να κατανοήσουμε πως εφαρμοζόταν το Ιπποδάμειο πολεοδομικό σύστημα. Κάθε οικοδομικό τετράγωνο περιλάμβανε συνήθως δέκα κατοικίες, οι οποίες είχαν εσωτερική αυλή και εκτός από τα απαραίτητα δωμάτια, βοηθητικούς χώρους με τρεχούμενο νερό και σύστημα αποχέτευσης
Η αρχαία πόλη της Χαλκιδικής, χτισμένη σε μια εύφορη πεδιάδα απέχει περίπου 11,5 χλμ. από την Ποτίδαια και 4 χλμ. από τη θάλασσα. Τα οικοδομικά τετράγωνα της Ολύνθου, μήκους περίπου 100 και πλάτους 40, χωρίζονταν από δρόμους πλάτους σχεδόν 5 μέτρων.
Κάθε οικοδομικό τετράγωνο είχε μια σειρά από πέντε σπίτια στην κάθε πλευρά του δρόμου, ανάμεσα στα οποία υπήρχε ένας στενός διάδρομος. Τα σπίτια της Ολύνθου είναι τα αρχαιότερα που ξέρουμε και σχεδόν τα μόνα της κλασικής εποχής. Το παράδειγμα της Ολύνθου μιμήθηκαν και άλλες πόλεις, με αποτέλεσμα η ηλιακή αρχιτεκτονική να εξαπλωθεί μέχρι και τη σημερινή Βουλγαρία.
Ακόμη και αν η εδαφική έκταση παρουσίαζε δυσκολίες, οι πολεοδόμοι έβρισκαν τρόπους να τις ξεπεράσουν. Παραμένει αδιευκρίνιστο αν οι απόψεις του Σωκράτη στηρίζονταν στην πυθαγόρεια φιλοσοφία ή προέρχονταν μόνο από την εμπειρική παρατήρηση.
Είναι πάντως γνωστό ότι ο μεγάλος δραματουργός Αισχύλος έλεγε ότι «μόνο οι πρωτόγονοι δεν γνωρίζουν τον τρόπο να κάνουν τα σπίτια τους να αντικρίζουν τον ήλιο το χειμώνα».
Προσομοίωση για το πώς ήταν οι κατοικίες στην Αρχαία Όλυνθο:















πηγή: pyli-apokalypseis.com

ΟΙ ΚΥΡΙΑΡΧΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΖΕΥΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΘΕΩΝ

$
0
0

Σύμφωνα με την Ελληνική Παράδοση και θεολογία, σε κάθε αστερισμό κυριαρχεί ένας από τους Ολυμπίους θεούς, οι δε Ολύμπιοι θεοί συλλειτουργούν ανά ζεύγη τα οποία συγκροτούν οι θεοί που βρίσκονται σε αντιδιαμετρικές θέσεις επί του ζωδιακού.

Οι κυριαρχίες και τα ζεύγη των Ελλήνων θεών είναι τα εξής :

Κυριαρχίες Θεών :

Ζώδιο Ολύμπιος Θεός

21/9 – 20/10 Ζυγός - Ήφαιστος

21/10 – 20/11 Σκορπιός - Άρης

21/11 – 20/12 Τοξότης - Άρτεμις

21/12 – 20/1 Αιγόκερω - Εστία

21/1 – 20/2 Υδροχόος - Ήρα

21/2 – 20/3 Ιχθείς - Ποσειδών

21/3 – 20/4 Κριός - Αθηνά

21/4 – 20/5 Ταύρος - Αφροδίτη

21/5 – 20/6 Δίδυμοι - Απόλλων

21/6 – 20/7 Καρκίνος - Ερμής

21/7 – 20/8 Λέων - Ζεύς

21/8 – 20/9 Παρθένος - Δήμητρα


Ζεύγη Θεών :

Ζεύς – Ήρα

Ποσειδών – Δήμητρα

Ήφαιστος – Αθηνά

Απόλλων - Άρτεμις

Άρης – Αφροδίτη

Ερμής – Εστία
Την πληροφορία αυτή μας την διασώζει ο Marsilio Ficino, ο οποίος ίδρυσε την Πλατωνική Ακαδημία στην Φλωρεντία και ο οποίος μετέφρασε στα Λατινικά όλα τα έργα του Πλάτωνος.
Στο έργο του «Πλατωνική Θεολογία» αναφέρει τις κυριαρχίες των θεών σύμφωνα με τους Πυθαγορείους.

Την ίδια σχέση θεών και αστερισμών καταγράφει επίσης και ο Λατίνος Αστρονόμος Manilius στο έργο του Astronomica.

Bouche-Leclerq στο “L’astrologie Greque” σελ.184, αναφερόμενος στονManiliusρητά αναφέρει ότι αυτή η αντιστοίχιση δεν μπορεί να είναι Ρωμαϊκή [ καθώς οι Ρωμαίοι αντιστοιχούσαν τον Αρη ( Mars) στον Μαρτιο, την Ηρα ( Junon ) στον Ιούνιο, τον Ιανό στον Ιανουάριο κλπ ], αλλά πολύ πιθανόν είναι της εποχής του Ευδόξου, ο οποίος ήταν μαθητής της Πλατωνικής Ακαδημίας ή πιο πρόσφατη.

(Επισυνάπτονται η αναφορά του Ficino για την αντιστοίχιση των Πυθαγορείων, το αντίστοιχο απόσπασμα του Manilius καθώς και η σχετική σελίδα του Bouche-Leclerc με την παρατήρηση για την προέλευση της αντιστοίχισης αυτή)
Σχετικά ευρήματα που καταγράφουν την αντιστοίχιση θεών και ζωδίων είναι :

1. Βωμός που έχει ανακαλυφθεί στην πόλη Grabi της Ιταλίας όπου απεικονίζονται οι 12 Ολύμπιοι θεοί στις αντίστοιχες θέσεις στον ζωδιακό. Ο βωμός αυτός υπάρχει στο Μουσείο του Λούβρου στο Παρίσι.

2. Το χρυσό διάδημα της Λαοδικείας ( +270-275 ) το οποίο παριστάνει τις 12 αυτές κυριαρχίες. Στο διάδημα αυτό υπάρχει χαραγμένο το Sol Invictus. Πολύ πιθανόν, το διάδημα αυτό, που εδένετο στο κεφάλι, να εφέρετο από τον ιερέα του Ηλίου.

Έτσι λοιπόν, κυρίαρχος της Φθινοπωρινής Ισημερίας είναι ο θεός Ηφαιστος.


( Εκτός από τα παραπάνω και κάποια άλλα ευρήματα με παραστάσεις όπου φαίνεται η κυριαρχία των θεών στα ζώδια και τα αντίστοιχα ζεύγη τους, αναφέρονται στο πολύ καλό άρθρο του επιστημονικού περιοδικούAmerican Journal of Archaeology. όπου υπάρχει όλη η σχετική τεκμηρίωση

The Gods of the Months in Ancient Art Charlotte R. Long
American Journal of Archaeology, Vol. 93, No. 4 (Oct., 1989), pp. 589-595
http://www.jstor.org/pss/505330 )

πηγή: empedotimos.blospot.gr

ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΑΘΗΝΑΣ - ΗΦΑΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ

$
0
0


Λίγο ως πολύ, τόσο οι αντιστοιχίες θεών-αστερισμών, όσο και τα ζεύγη συλλειτουργίας των θεών για όσους έχουν κάνει μια στοιχειώδη μελέτη της Ελληνικής Θεολογίας, είναι προφανή, μπορούν δε να τεκμηριωθούν από τα κείμενα και τα ευρήματα.


Παρόλα αυτά, δυστυχώς από κάποιους κύκλους διακινείται μια παραποιημένη αποτύπωση των κυριαρχιών, κατά την οποία η Εστία τοποθετείται στον Ζυγό και ο Ήφαιστος στον Αιγόκερω, ενώ τα αντίστοιχα ζεύγη είναι Ήφαιστος-Εστία και Αθηνά-Ερμής(!), φυσικά χωρίς καμία τεκμηρίωση.



Παρόλη την ξεκάθαρη τεκμηρίωση που μας δίνει τόσο ο Ficino όσο και ο Manilius, θα εστιάσουμε ενδεικτικά την προσοχή μας στην τεκμηρίωση των ζευγών Αθηνάς-Ηφαίστου και Εστίας – Ερμού, μιας και εκεί παρατηρείται η διαφοροποίηση η οποία και διαταράσσει την αποτελεσματική λειτουργική πρακτική όσων θρησκεύονται κατά τα πάτρια.


Το ζεύγος Αθηνάς – Ηφαίστου


Ειδικά το ζεύγος Αθηνάς - Ηφαίστου είναι το πιο χαρακτηριστικό και το πλέον παρατηρήσιμο και τεκμηριώσιμο για όσους έχουν στοιχειώδη επαφή με την πατρώα παράδοση και έχουν μελετήσει την Ελληνική θεολογία.


Παρατίθενται ενδεικτικά κάποια χαρακτηριστικά σημεία όπου αποτυπώνεται η μυστηριακή συλλειτουργία Αθηνάς και Ηφαίστου.


1. Στον Ομηρικό Υμνο του Ηφαίστου τονίζεται η συλλειτουργία Αθηνάς και Ηφαίστου οι οποίοι «διδάσκουν στους ανθρώπους έργα λαμπρά» : «Ηφαιστον κλυτόμητιν αείδεο Μούσα λίγεια, ος μετ’Αθηναίης γλαυκώπιδος αγλαά έργα ανθρώπους εδίδαξεν επί χθονός».

2. Συλλατρεύονται στο Ηφαιστείο ( το γνωστό στις μέρες μας και ως Θησείο ). Ο Παυσανίας, γνωστός για τις γνώσεις του πάνω σε μυστηριακά θέματα, στα Αττικά 14.6λέει ότι "δεν με κατέπληξε το γεγονός ότι εκεί μέσα δίπλα στον Ήφαιστο είναι στημένο άγαλμα της Αθηνάς, γιατί γνωρίζω την παράδοση σχετικά με τον Εριχθόνιο".

Ο ναός αυτός βρίσκεται ακριβώς απέναντι από τον Παρθενώνα, ο οποίος αποτελεί σημαντικότατο ιερό της Αθηνάς στον οποίο και ετηρείτο άσβεστον πυρ, παραπέμποντας σαφέστατα στην σχέση της Αθηνάς με τον Ήφαιστο.

3. Απεικονίζονται σαν ζεύγος στην ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα που ήταν σημαντικότατο ιερό της Αθηνάς. Στην παράσταση που βρίσκεται εκεί οι θεοί κάθονται ανά ζεύγη με την Αθηνά να κάθεται δίπλα στον Ήφαιστο.

Στην παρακάτω ιστοσελίδα, όπου απεικονίζεται η ζωφόρος του Παρθενώνα με την διάταξη των θεών ανά ζεύγη, στον αριθμό 36 υπάρχει καθισμένη η Αθηνά και στο 37 οΉφαιστοςhttp://www.ekt.gr/parthenonfrieze/description/east/block5.jsp


Αναλύσεις σχετικά με την μυστηριακή απεικόνιση της παρατάξεως αυτής των θεών στην Ανατολική Ζωφόρο του Παρθενώνα, υπάρχουν στα παρακάτω άρθρα :


The Gods of the East Frieze of the Parthenon
Elizabeth G. Pemberton
American Journal of Archaeology, Vol. 80, No. 2 (Spring, 1976), pp. 113-124
http://www.jstor.org/pss/503407

The Gods on the East Frieze of the Parthenon
Ira S. Mark
Hesperia, Vol. 53, No. 3 (Jul. - Sep., 1984), pp. 289-342
http://www.jstor.org/pss/147709

3. Συνεορτάζονται στην εορτή «Χαλκεία», η οποία και ετελείτο τον μήνα Πυανεψιώνα ( Σεπτέμβριο-Οκτώβριο δηλαδή, και συνεπώς στον Ζυγό στον οποίο κυριαρχεί ο 'Ηφαιστος)

4. Κατά τον Όμηρο παρέχουν στους τεχνίτες ( με την μυστηριακή έννοια ) την γνώση να φτιάχνουν τέλεια έργα :
«Ως δ’ότε τις χρυσόν περιχεύεται αργύρω ανήρ ίδρις, ον Ηφαιστος δ΄δεαεν και Παλλάς Αθήνη τέχνην παντοίην, χαρίεντα δε έργα τελείει»
Οδύσσεια Ζ 233

Την οποία θέση περιέργως επαναλαμβάνει αυτολεξεί στην Ραψωδία Ψ 160,προφανώς λόγω της υψίστης μυστηριακής σημασίας της.

5. Απεικονίζονται σαν ζεύγος σε τρίγλυφο από τμήμα βωμού που ανευρέθη στο Ασκληπιείο στην Επίδαυρο. Όπως γνωρίζουμε τα Ασκληπιεία εκτός από θεραπευτικά ήταν και μυητικά κέντρα.

Στο τρίγλυφο αυτό υπάρχουν τα ζεύγη Δήμητρα-ΠοσειδώνΑθηνά-Ήφαιστος καιΆρης-Αφροδίτη.

Η αναφορά αυτή υπάρχει στο άρθρο The Gods of the Months in Ancient ArtCharlotte R. LongAmerican Journal of Archaeology, Vol. 93, No. 4 (Oct., 1989), pp. 589-595(http://www.jstor.org/pss/505330)

6. Ο Πρόκλος μας αποκαλύπτει ότι συλλειτουργούν μυστηριακά :

«Πάντα λοιπόν, και γενικά ο Ηφαιστος είναι ερωτευμένος με την Αθηνά, επειδή μιμείται με τα αισθητά έργα τη νοερή της ιδιότητα. Και οι ψυχές που είναι αφιερωμένες στην Αθηνά κυρίως λόγω αυτής της ενέργειας του Ηφαίστου δέχονται τα οχήματα τους από αυτόν και εγκαθίστανται μέσα στα σώματα που λαμβάνουν υπόσταση από τις λογικές αρχές του Ηφαίστου...»
Πρόκλος - Σχόλια στον Τίμαιο Α.144.10

Λίγο παρακάτω δε αναλύει και τον έρωτα του Ηφαίστου για την Αθηνά και την γέννηση του Εριχθονίου, δίνοντας μας σημαντικότατες πληροφορίες για την από κοινού δράση των δυο θεών.

7. Ο Πλάτων στον Πρωταγόρα περιγράφει τον μύθο του Προμηθέα όπου και αναφέρει σαφέστατα την συλλειτουργία Αθηνάς-Ηφαίστου, αναφερόμενος σε κοινό οίκημα των δύο θεών.

«….στο κοινό όμως οίκημα της Αθηνάς και του Ηφαίστου, όπου οι δυό τους εργάζονταν τις τέχνες τους, μπαίνει κρυφά, κλέβει τις τέχνες με φωτιά του Ηφαίστου και τις άλλες της Αθηνάς και της δίνει στον άνθρωπο..
Πλάτων – Πρωταγόρας 321d


8. Ο Πλάτων αναφέρεται επίσης στο ζεύγος Αθηνάς – Ηφαίστου στον Κριτία 109 c –110 όπου περιγράφει εκτενώς την δράση των δύο θεών και τονίζει : «Ηφαιστος δε κοινήν και Αθηνά φύσιν έχοντες».

9. Στους δε Νόμους 920d που αποτελούν την κορύφωση του Πλατωνικού έργου, μιας και ήταν το τελευταίο έργο του Πλάτωνα, με μεγάλη μυστηριακή δομή ( τον οποίο οι μη κατέχοντες τα της Ελληνικής μυστηριακής σκέψης, αναγιγνώσκοντας τον επιφανειακάτον θεωρούν έργο παρακμής του Πλάτωνα!), αναφέρει ότι :

Η τάξη των τεχνιτών, που βοήθησαν με την τέχνη και την επιδεξιότητα τους να γίνει η πόλη μας όμορφη, θα είναι αφιερωμένη στην Αθηνά και τον Ήφαιστο»

10. Ο Σόλων στο πολύ μυστηριακό του απόσπασμα 13.49 από τους νόμους του αναφερόμενος στους θεούς μας επισημαίνει ότι : «άλλος Αθηναίης τε και Ηφαίστου πολυτέχνεω έργα δαείς χειροίν ξυλλέγεται βίοτον»

11. Στα Σχόλια στον Σοφοκλή 56 αναφέρεται ότι «συντιμάται (= η Αθηνά ) τηι Αθήναι καθάπερ ο Ηφαιστος»

12. Ο Ήφαιστος είναι υπεύθυνος για τα σώματα, ενώ δεν δρα επί της ψυχής.

"Οτι λοιπόν ανήκει στην δημιουργική σειρά και όχι στην ζωογονική ή στην συνεκτική ή σε κάποια άλλη, το δηλώνουν οι θεολόγοι παρουσιάζοντας τον να δουλεύει τον χαλκό και να κουνάει τα φυσερά και γενικά σαν τεχνίτη των έργων. Οτι είναι δημιουργός των αισθητών και όχι των ψυχικών ή νοερών έργων, και αυτό το δηλώνουν οι ίδιοι. Γιατί η κατασκευή του κατόπτρου και το δούλεμα του χαλκού και η ιδιότητα του κουτσού και όλα τα παρόμοια είναι σύμβολα ότι η δημιουργία του αφορά την περιοχή του αισθητού"
Πρόκλος – Σχόλια στον Τίμαιο Α 142.23

(θυμηθείτε τα περί δημιουργικήςζωογονικήςφρουρητικής και ανυψωτικής τάξης ανατρέχοντες στο σχετικό διάγραμμα όπου και θα εντοπίσετε την θέση του Ηφαίστου και της Αθηνάς στις οικείες θείες τάξεις : http://empedotimos.blogspot.com/2008/02/blog-post_6735.html )

Εφ’όσον λοιπόν ο Ζωδιακός αποτυπώνει τις ψυχικές δράσεις, τότε ο Ήφαιστος πρέπει να είναι κυρίαρχος του μόνου ζωδίου το οποίο δεν είναι έμψυχο, το οποίο είναι ο Ζυγός.

Αλλωστε ο Ζυγός σαν ζώδιο δεν υπήρχε στην αρχή, αλλά αποτελούσε τμήμα του μεγάλου ζωδίου του Σκορπιού, εκαλείτο δε χηλές του Σκορπιού

Άρα λοιπόν τα ζώδια ήταν 11 και όχι 12, πράγμα που βλέπουμε και στον Φαίδρο του Πλάτωνα όπου ο ουρανός χωρίζεται σε 11 τμήματα όπως και το γεγονός ότι από τους 12 θεούς του Ελληνικού Πανθέου, μόνο οι 11 έχουν δράση επί της ψυχικής ουσίας.


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

Η ΖΩΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ (ΚΑΙ ΜΙΑ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ)

$
0
0


ΜΙΑ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΜΕ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ, ΤΡΙΣΔΙΑΣΤΑΤΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΦΟΡΟ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ ΕΔΩ:

ΕΦΑΡΜΟΓΗ - ΖΩΦΟΡΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ

Σε αντίθεση με τα μυθολογικά θέματα των μετοπών και των αετωμάτων, για τη ζωφόρο του Παρθενώνα, ο Φειδίας επέλεξε ως θέμα τη μεγαλύτερη γιορτή της πόλης, τα Μεγάλα Παναθήναια, τη γιορτή προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Η γιορτή διοργανωνόταν κάθε τέσσερα χρόνια, διαρκούσε 12 μέρες και περιελάμβανε τελετές, θυσίες, γυμνικούς και μουσικούς αγώνες. Η πιο επίσημη μέρα ήταν η τελευταία, η 28η του μηνός Εκατομβαιώνος (μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού), ημέρα των γενεθλίων της θεάς. Την ημέρα αυτή σχηματιζόταν πομπή που έφτανε στο ναό της Αθηνάς Πολιάδος (στον Αρχαίο Ναό, ο οποίος αντικαταστάθηκε αργότερα από το Ερέχθειο), για να παραδώσει στους ιερείς τον καινούργιο πέπλο για το ξόανο της θεάς. Αυτή ακριβώς η πομπή ξετυλίγεται στα 160 μέτρα της ζωφόρου του Παρθενώνα.    

H ζωφόρος αποτελείτο από 115 λίθους. Είχε συνολικό μήκος 160 μέτρα, ύψος 1,02 μέτρα και πάχος 0,6 μέτρα. Στην πομπή εικονίζονταν περίπου 378 ανθρώπινες και θεϊκές μορφές, καθώς και περισσότερα από 200 ζώα, κυρίως άλογα. Oμάδες ιππέων και αρμάτων καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ζωφόρου. Ακολουθεί η πομπή της θυσίας, με τα ζώα και τις ομάδες ανδρών και γυναικών που φέρουν ιερά τελετουργικά σκεύη και προσφορές. Στη μέση της ανατολικής πλευράς, πάνω από την είσοδο του ναού, εικονίζεται το τέλος της πομπής, το αποκορύφωμα του πολυήμερου εορτασμού των Παναθηναίων: η παράδοση του πέπλου, του δώρου των Αθηναίων στο λατρευτικό διιπετές ξόανο της θεάς. Αριστερά και δεξιά εικονίζονται καθιστοί οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου.
Από το σύνολο της ζωφόρου, σήμερα σώζονται 50 μέτρα στο Μουσείο της Ακρόπολης, 80 μέτρα στο Βρετανικό Μουσείο, ένας λίθος στο Μουσείο του Λούβρου, ενώ άλλα τμήματα είναι διασκορπισμένα σε μουσεία στο Παλέρμο, στο Βατικανό, στο Würzburg, στη Βιέννη, στο Μόναχο και στην Κοπεγχάγη.
πηγή: theacropolismuseum.gr

ΤΟ ΖΕΥΓΟΣ ΕΣΤΙΑΣ-ΕΡΜΗ ΚΑΙ Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΣΥΛΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ

$
0
0


1. Όπως μελετήσαμε επισταμένως και διεξοδικώς, καταλήξαμε στο ότι η Εστία και ο Ερμής σχετίζονται μυστηριακά και διαπιστώσαμε γιατί στα τροπικά ζώδια (Χειμερινού και Θερινού Ηλιοστασίου) κυριαρχούν η Εστία και ο Ερμής αντίστοιχα.

2. Οπως μας περιγράφει ο Παυσανίας στα Ηλιακά του 5.11.8, στο βάθρο του αγάλματος του Διός στην Ολυμπία, απεικονίζονται κάποιοι θεοί ανά ζεύγη. Ενα από αυτά τα ζεύγη είναι και ο Ερμής με την Εστία.

Λόγω της υψίστης σπουδαιότητας που είχε ο ναός του Διός στην Ολυμπία και φυσικά το άγαλμα του θεού, η παράσταση στο βάθρο του σίγουρα δεν αποτελούσε καλλιτεχνική έμπνευση αλλά απεικόνιζε βαθύτατες θεολογικές έννοιες.


3. Στον Ομηρικό Ύμνο της Εστίας, αναφέρεται και ο Ερμής τον οποίο ο Ύμνος καλεί να βοηθήσει μαζί με την Εστία τονίζοντας έτσι την συλλειτουργία των δύο θεών, τους χαιρετίζει μαζί, αναφέρει δε ότι οι σπονδές άρχιζαν και τελείωναν τιμώντας την Εστία.

Εστιη η πάντων εν δώμασιν υψηλοισιν
Αθανάτων τε θεών χαμαί ερχομένων τα’ανθρώπων
Έδρην αίδιον έχαλχες πρεσβηίδα τιμήν
Καλόν έχουσα γέρας και τιμήν. Ου γαρ ατερ σου
Ειλαπίναι θνητοισιν ιν’ ου πρώτη πυμάτη τε
Εστίη αρχόμενος σπένδει μελιηδέα οίνον.
Και συ μοι Αργειφόντα Διός και Μαιάδος θιέ
Άγγελε των μακάρων χρυσόρραπι δώτορ εάων,
ναίετε δώματα καλά, φίλα φρεσίν αλλήλοισιν
Ίλαος ως επάρηγε συν αιδοίη τε φίλη τεΕστίη.
Αμφότεροι γαρ επιχθονίων ανθρώπων
Ειδότες έργματα καλά νόω θ’έσπεσθε και ήβη.
Χαίρε Κρόνου θύγατερ, συ τε και χρυσόρραπις Ερμής.
Αυτάρ εγών υμέων τε και άλλης μνήσομ’ αοιδής.”

Δηλαδή :

"Εστία, που στα ψηλά δώματα όλων των αθανάτων
Θεών και των ανθρώπων που βαδίζουνε χάμου στη γη,
Αθάνατη έδρα σού 'λαχε αξίωμα πρεσβυτικό,
Ωραίο βραβείο νάχεις και τιμή.γιατί δίχως εσένα οι θνητοί
Δεν κάνουνε συμπόσια, όπου κανείς με πρώτη και τελευταία
την Εστία, να μην αρχίζει την σπονδή με οίνο μελίγευστο.
Και σύ εμένα γιέ του Δία και της Μαιάδος Αργειφόντη
Αγγελιοφόρε των μακαρίων, χρυσόραβδε δοτήρα αγαθών
Όντας ελεήμων βοήθησε μαζί με τη σεμνή και αγαπημένηΕστία,
γιατί και οι δύο εσείς στων γήινων ανθρώπων 
Μένετε τα ωραία δώματα με φιλική ανάμεσα σας διάθεση,
Και τα έργα τους γνωρίζοντας τους ανταμοίβετε με νου και ήβη.
Χαίρε του Κρόνου θυγατέρα εσύ και ο χρυσόραβδος Ερμής.
Αλλά εγώ εσάς και μ’άλλη μου ωδή θα υμνήσω.
Ομηρικός Υμνος Εστίας

4. Οπως μας περιγράφει ο Παυσανίας στα Αττικά 1.34.3, στον Ορωπό, στον ναό του Αμφιαράου, υπήρχε βωμός ο οποίος ήταν χωρισμένος σε τμήματα. Στο τρίτο τμήμα ετίθεντο κοινές προσφορές στην Εστία, τον Ερμή, τον Αμφιαράο και τα τέκνα του Αρχιλόχου.

5. Ο Παυσανίας στα Αχαικά 6.22.2 μας περιγράφει πως συνεορτάζοντο στις Φάρες της Αχαϊας.

6. Η εστία στους ναούς, που ήταν η απεικόνιση της θεάς Εστίας, άναβε πάντα από το φως του Ηλίου, άρα έχει σχέση με τις τροπές του Ηλίου και μάλιστα με την χειμερινή τροπή όπου θεωρείται ότι γεννιέται ο Ηλιος.

7. Η Εστία συμβολίζει την στάση, άρα τοποθετούμενη στον Αιγόκερω αντιστοιχεί στην φαινομενική στάση του Ηλίου για τρείς ημέρες κατά το Χειμερινό Ηλιοστάσιο.
Αλλωστε και οι Λατίνοι ονόμαζαν τον Αιγόκερω Vestae Sidus ( έδρα της Εστίας)

8. Στον μύθο του Φαίδρου, ο Πλάτων αναφέρει ότι οι θεοί αρχίζουν την ουράνια περιφορά ακολουθώντας τον Δία, εκτός από την Εστία η οποία παραμένει στον οίκο της.

Ο Ερμείας στα σχόλια στον Φαίδρο 136.12 αναφέρει ότι :

«Δία μεν τον ήλιον λαμβάνουσι, τον δε όλον κόσμον προς αυτόν συντετάχθαι. καιΕστίαν μεν φασί το δωδεκατημόριον εν ώ εστίν ο ήλιος, επειδή εν αυτώ μένει»

δηλαδή :

«Παίρνουν σαν Δία τον ήλιο, συντάσσουν δε όλον τον κόσμο προς αυτόν και ονομάζουν Εστία το δωδεκατημόριο στο οποίο είναι ο ήλιος, επειδή διαμένει ( = ο Ηλιος ) σε αυτό (= είναι δηλαδή η εστία του

Ομως εκεί που διαμένει ο Ήλιος είναι εκεί όπου φαίνεται ότι γεννάται και εκεί όπου καταλήγει μετά την πορεία του κατά μήκος του ζωδιακού, δηλαδή στον συμβατικό Αιγόκερω.

9. Ο Κρόνος, σύμφωνα με την παράδοση, κατάπινε όλα τα παιδιά του για να μην κινδυνεύσει η βασιλεία του από αυτά, τα κατάπινε δε αδιάκριτα από φύλο και το πρώτο που κατάπιε ήταν η Εστία.

"Πρώτη κατάπιε την Εστία όταν γεννήθηκε, έπειτα την Δήμητρα και την Ήρα και στην συνέχεια τον Πλούτωνα και τον Πσειδώνα"
Βιβλιοθήκη Απολλοδώρου Α.1.5

Μετά την πανουργία της Ρέας που του έδωσε μια πέτρα αντί για τον Δία, τα εξέμεσε , βγάζοντας τα κατ’αντίστροφη σειρά, δηλαδή το πρώτο ( Εστία) που κατάπιε το εξέμεσε τελευταίο. Για αυτό και η Εστία θεωρείται σαν παλαιά αλλά και νεότερη θεά.

Αλλωστε και στον Ομηρικό Ύμνο της Αφροδίτης μας γίνεται η σχετική διευκρίνιση:

«Ιστιη, ην πρώτην τέκετο Κρόνος αγκυλομήτης,
Αύτις δ’οπλοτάτην , βουλήι Διός αιγίοχοιο»

Δηλαδή :

«Εστία, αυτήν που γέννησε πρώτη ο Κρόνος,
Κι όμως νεώτερη ήταν με την βουλή του ασπιδοφόρου Δία»
Ομηρικός Ύμνος στην Αφροδίτη 22-23

Η κυριαρχία της λοιπόν στον Αιγόκερω ταυτίζεται με την εποχή όπου ο Ηλιος πεθαίνει και ξαναγεννάται, δηλαδή είναι και παλαιός και νέος.

8. Σε ένα πολύ σημαντικό άρθρο του άνω των 30 σελίδων, ο Jean-Pierre Vernant τεκμηριώνει την λειτουργική σχέση Ερμού – Εστίας.

Το άρθρο αυτό που τιτλοφορείται :«Εστία-Ερμής. Σχετικά με τη θρησκευτική έκφραση του χώρου και της κίνησης» βρίσκεται στον πρώτο τόμο του βιβλίου «Μύθος και σκέψη στην Αρχαία Ελλάδα» - Εκδόσεις Δαίδαλος-Ζαχαρόπουλος, ISBN 960-227-006-3

Η γαλλική έκδοση του άρθρου αυτού υπάρχει στην ιστοσελίδα :http://www.persee.fr/articleAsPDF/hom_0439-4216_1963_num_3_3_366578/article_hom_0439-4216_1963_num_3_3_366578.pdf?mode=light


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΟΙ ΔΥΟ ΤΡΟΠΟΙ ΓΝΩΣΗΣ - Ο ΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΥΓΚΙΝΗΣΙΑΚΟΣ ΝΟΥΣ

$
0
0


Κατά μία έννοια (κάτι που το βλέπουμε όλοι μας) έχουμε δύο μυαλά: ένα που σκέφτεται κι ένα που αισθάνεται.
Αυτοί οι δυο θεμελιακά διαφορετικοί τρόποι γνώσης αλληλεπιδρούν στη δόμηση της διανοητικής μας ζωής. Ο ένας, ο λογικός νους, είναι ο τρόπος κατανόησης του οποίου έχουμε επίγνωση: πιο ενσυνείδητος, πιο στοχαστικός, πιο ικανός να ζυγίζει και να συλλογίζεται. Αλλά δίπλα σ’ αυτόν υπάρχει και ένα άλλο σύστημα γνώσης, παρορμητικό και πανίσχυρο, αν και μερικές φορές παράλογο: ο συγκινησιακός νους.

Ο συγκινησιακός-λογικός διχασμός προσεγγίζει τη λαϊκή διάκριση μεταξύ «καρδιάς» και «μυαλού». Το να γνωρίζεις ότι κάτι είναι σωστό «στην καρδιά σου» είναι ένας διαφορετικός τρόπος πεποίθησης – κατά κάποιον τρόπο μια βαθύτερη μορφή σιγουριάς – από το να το σκέφτεσαι με το λογικό μυαλό σου. Υπάρχει μια σταθερή αναλογία όσον αφορά τον έλεγχο του συναισθήματος και της λογικής στο μυαλό. Όσο πιο έντονο είναι το συναίσθημα, τόσο πιο πολύ κυριαρχεί ο συγκινησιακός νους – και τόσο πιο αδρανής καθίσταται ο λογικός. Αυτή είναι μια ρύθμιση που μοιάζει να προκύπτει από το προαιώνιο πλεονέκτημα της εξέλιξης των ειδών: το να καθοδηγούν δηλαδή τα συναισθήματα και η διαίσθησή μας τις αυθόρμητες αντιδράσεις μας όταν αντιμετωπίζουμε καταστάσεις όπου η ζωή μας βρίσκεται σε κίνδυνο – όπου το να σταθούμε και να σκεφτούμε τι πρέπει να κάνουμε θα μπορούσε να μας κοστίσει τη ζωή.
Αυτά τα δύο μυαλά, το συγκινησιακό και το λογικό, λειτουργούν ως επί το πλείστον σε αγαστή συνεργασία, ταιριάζοντας τους τόσο διαφορετικούς τρόπους γνώσης που κατέχουν, για να καθοδηγούν τα βήματά μας στον κόσμο. Κανονικά υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο συγκινησιακό και το λογικό νου, καθώς το συναίσθημα τροφοδοτεί και διαπλάθει τις λειτουργίες του λογικού νου και ο λογικός νους τελειοποιεί και μερικές φορές ασκεί βέτο στην επιρροή των συναισθημάτων. Και, όμως, ο συγκινησιακός και ο λογικός νους αποτελούν εν μέρει ανεξάρτητες λειτουργίες, η καθεμιά από τις οποίες, όπως θα δούμε, αντανακλά τη λειτουργία ενός ξεχωριστού αλλά αλληλοσυνδεόμενου κυκλώματος του εγκεφάλου.
Πολλές ή τις περισσότερες φορές αυτά τα μυαλά είναι εξαιρετικά συντονισμένα. Τα συναισθήματα είναι ουσιώδη για τη σκέψη και η σκέψη είναι ουσιώδης για τα συναισθήματα. Όταν όμως εμφανίζονται τα πάθη, η ισορροπία διαταράσσεται, και τότε ο συγκινησιακός νους παίρνει το πάνω χέρι, καθυποτάσσοντας το λογικό.
Ο Έρασμος, ο γνωστός ουμανιστής του δέκατου έκτου αιώνα, έγραψε με σατιρική διάθεση γι’ αυτή την προαιώνια ένταση ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα:
Ο Δίας στοίβαξε πολύ περισσότερο πάθος παρά λογική – μπορείτε να υπολογίσετε μια αναλογία είκοσι τέσσερα προς ένα. Έστησε δύο οργισμένους τυράννους απέναντι στη μοναχική δύναμη της Λογικής: το Θυμό και τον Πόθο. Πόσο μπορεί η Λογική να υπερισχύσει αντιμέτωπη με τις συνδυασμένες δυνάμεις αυτών των δύο φαίνεται ξεκάθαρα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η Λογική κάνει το μόνο που μπορεί, ξελαρρυγγίζεται  επαναλαμβάνοντας κανόνες αρετής, ενώ οι άλλοι δύο της λένε να πάει να πνιγεί, και γίνονται ολοένα και πιο θορυβώδεις και προσβλητικοί, τόσο που πια ο Αφέντης τους εξαντλείται, παραδίδει τα όπλα και υποτάσσεται.
Από το βιβλίο Η συναισθηματική νοημοσύνη του Daniel Goleman εκδ. Πεδίο – Καθημερινή
πηγή: sciencearchives.wordpress.com

ΑΠΟ ΤΗΝ "ΑΣΚΗΤΙΚΗ"ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ - ΤΟΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ

$
0
0



"Τούτη είναι η εποχή μας, καλή ή κακή, ωραία ή άσκημη, πλούσια ή φτωχή, δεν τη διαλέξαμε."
[...] Δυο φωνές μέσα μου παλεύουν. O νους: "Γιατί να χανόμαστε κυνηγώντας το αδύνατο; Μέσα στον ιερό περίβολο των πέντε αιστήσεων χρέος μας ν΄ αναγνωρίσουμε τα σύνορα του ανθρώπου.
Μα μια άλλη μέσα μου φωνή, ας την πούμε έχτη δύναμη, ας την πούμε καρδιά, αντιστέκεται και φωνάζει: "Όχι! Όχι! Ποτέ μην αναγνωρίσεις τα σύνορα του ανθρώπου! Να σπας τα σύνορα! Ν΄αρνιέσαι ό,τι θωρούν τα μάτια σου! Να πεθαίνεις και να λες: Θάνατος δεν υπάρχει!" [...]

Δε ζυγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ μου χτυποκάρδι. Ρωτώ, ξαναρωτώ χτυπώντας το χάος: Ποιος μας φυτεύει στη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; Ποιος μας ξεριζώνει από τη γης ετούτη χωρίς να μας ζητήσει την άδεια; [...]

Θέλω να βρω μια δικαιολογία για να ζήσω και να βαστάξω το φοβερό καθημερινό θέαμα της αρρώστιας, της ασκήμιας, της αδικίας και του θανάτου. [...]

Δεν είμαι ο κατάδικος που τον πότισαν κρασί για να θολώσει το μυαλό του΄ με λαγαρά τα φρένα, νηφάλιος, δρασκελώ το ανάμεσα στους δυο γκρεμούς μονοπάτι.

Και μάχουμαι πως να γνέψω στους συντρόφους, προτού πεθάνω. Να τους δώσω το χέρι μου, να προφτάσω να συλλαβίσω και να τους ρίξω έναν ακέραιο λόγο. Να τους πω τι φαντάζουμαι πως είναι τούτη η πορεία. και κατά που ψυχανεμίζουμαι πως πάμε. Και πως ανάγκη να ρυθμίσουμε όλοι μαζί το περπάτημα και την καρδιά μας.

Ένα σύνθημα, σα συνωμότες, ένα λόγο απλό να προφτάσω να πω στους συντρόφους!

Ναι, σκοπός της Γης δεν είναι η ζωή, δεν είναι ο άνθρωπος΄ έζησε χωρίς αυτά, θα ζήσει χωρίς αυτά. Είναι σπίθες εφήμερες της βίαιης περιστροφής της.

Ας ενωθούμε, ας πιαστούμε σφιχτά, ας σμίξουμε τις καρδιές μας, ας δημιουργήσουμε εμείς, όσο βαστάει ακόμα η θερμοκρασία τούτη της Γης, όσο δεν έρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομήτες να μας εξαφανίσουν, ας δημιουργήσουμε έναν εγκέφαλο και μιαν καρδιά στη Γης, ας δώσουμε ένα νόημα ανθρώπινο στον υπερανθρώπινον αγώνα! [...]
Νίκησε το στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα. Τούτο είναι το τρίτο χρέος.

Πολεμούμε γιατί έτσι μας αρέσει, τραγουδούμε κι ας μην υπάρχει αυτί να μας ακούσει.
Δουλεύουμε, κι ας μην υπάρχει αφέντης, σα βραδιάσει, να μας πλερώσει το μεροκάματο μας. Δεν ξενοδουλεύουμε΄ εμείς είμαστε οι αφέντες. το αμπέλι τούτο της Γης είναι δικό μας, σάρκα μας κι αίμα μας.

Το σκάβουμε, το κλαδεύουμε, το τρυγούμε, πατούμε τα σταφύλια του, πίνουμε το κρασί,τραγουδούμε και κλαίμε, οράματα κι Ιδέες ανηφορίζουν στην κεφαλή μας.

Σε ποια εποχή του αμπελιού σου έλαχε ο κλήρος να δουλεύεις; Στα σκάμματα; Στον τρύγο; Στα ξεφαντώματα; Όλα είναι ένα.

Σκάβω και χαίρουμαι όλον τον κύκλο του σταφυλιού, τραγουδώ μέσα στη δίψα και στο μόχτο μου, μεθυσμένος από το μελλούμενο κρασί.

Κρατώ το γιομάτο ποτήρι και ξαναζώ το μόχτο του παππού και του προπάππου. Κι ο ιδρώτας της δουλειάς τρέχει κρουνός στο αψηλό καταμέθυστο κρανίο. [...]
Φοβούμαι να μιλήσω. Στολίζουμαι με ψεύτικα φτερά, φωνάζω, τραγουδώ, κλαίω, για να συμπνίγω την ανήλεη κραυγή της καρδιάς μου. [...]
"Ν΄ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω.

"Ν΄ αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους. να ζητάς συντρόφους!

"Να ΄σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθειακαταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση.

"Που πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!"

Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω το πρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του. [...]
Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου.

Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου΄ όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου. [...]
Μα εσύ να ξεδιαλέγεις. Ποιος πρόγονος να γκρεμιστεί πίσω στα τάρταρα του αίματου σου και ποιος ν΄ ανηφορίσει πάλι στο φως και στο χώμα. [...]
Κάθε σου πράξη αντιχτυπάει σε χιλιάδες μοίρες. Όπως περπατάς, ανοίγεις, δημιουργός την κοίτη όπου θα μπει και θα όδέψει ο ποταμός των απόγονων.

Όταν φοβάσαι, ο φόβος διακλαδώνεται σε αναρίθμητες γενεές και εξευτελίζεις αναρίθμητες ψυχές μπροστά και πίσω σου. Όταν υψώνεσαι σε μια γενναία πράξη, η ράτσα σου αλάκερη υψώνεται και αντρειεύει.

"Δεν είμαι ένας! Δεν είμαι ένας!"Τ΄ όραμα τούτο κάθε στιγμή να σε καίει.

Δεν είσαι ένα άθλιο λιγόστιγμο κορμί. πίσω από την πήλινη ρεούμενη μάσκα σου ένα πρόσωπο χιλιοχρονίτικο ενεδρεύει. Τα πάθη σου κι οι Ιδέες σου είναι πιο παλιά από την καρδιά κι από το μυαλό σου.

Μονάχα εκείνος λυτρώθηκε από την κόλαση του εγώ του που νιώθει να πεινάει όταν ένα παιδί της ράτσας του δεν έχει να φάει, και να σκιρτάει πασίχαρος όταν ένας άντρας και μια γυναίκα του σογιού του φιλιούνται. [...]
Το πρώτο σου χρέος, εχτελώντας τη θητεία σου στη ράτσα, είναι να νιώσεις μέσα σου όλους τους πρόγονους. Το δεύτερο, να φωτίσεις την ορμή τους και να συνεχίσεις το έργο τους. Το τρίτο σου χρέος, να παραδώσεις στο γιο τη μεγάλη εντολή να σε ξεπεράσει. [...]
Δε μιλάς εσύ. Μήτε είναι η ράτσα μονάχα μέσα σου που φωνάζει. μέσα σου οι αρίφνητες γενεές των ανθρώπων. άσπροι, κίτρινοι, μαύροι. χιμούν και φωνάζουν.

Λευτερώσου κι από τη ράτσα. πολέμα να ζήσεις όλο τον αγωνιζόμενον άνθρωπο. Κοίτα τον πώς ξεμασκάλισε από τα ζώα, πώς μάχεται να σταθεί όρθιος, να ρυθμίσει τίς άναρθρες κραυγές, να συντηρήσει τη φλόγα ανάμεσα στις πυροστιές, να συντηρήσει το νου ανάμεσα στα κόκαλα της κεφαλής του. [...]
Κοίταξε τους ανθρώπους, λυπήσου τους. Κοίταξε τον εαυτό σου ανάμεσα στους ανθρώπους, λυπήσου τον. Μέσα στο θαμπό σούρουπο της ζωής αγγίζουμε ο ένας τον άλλον, ψαχνόμαστε, ρωτούμε, αφουκραζόμαστε. φωνάζουμε βοήθεια!

Τρέχουμε. Ξέρουμε πώς τρέχουμε να πεθάνουμε, μα δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τρέχουμε.

Μια λαμπάδα κρατούμε και τρέχουμε. Το πρόσωπο μας, μια στιγμή, φωτίζεται. μα βιαστικά παραδίνουμε τη λαμπάδα στο γιο μας κι εύτύς σβήνουμε, κατεβαίνουμε στον Αδη. [...]
Η καρδιά σμίγει ό,τι ο νους χωρίζει, ξεπερνάει την παλαίστρα της ανάγκης και μετουσιώνει το πάλεμα σε αγάπη. [...]
Τι θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τι θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα
σκοτάδια.

Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ΄ ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα. [...]
Έλεος, ευγνωμοσύνη και σέβας μας κυριεύει για τους παλιούς μας συντρόφους στη μάχη.

Δούλευαν, αγαπούσαν και πέθαιναν για ν΄ ανοίξουν το δρόμο να περάσουμε.

Όμοια κι εμείς, μέσα στην ίδια ηδονή, παράφορα κι αγωνία, δουλεύουμε για κάποιον Αλλον, που σε κάθε γενναία μας πράξη προχωράει κι ένα βήμα.

Όλος μας ο αγώνας θα ΄χει πάλι ένα σκοπό ανώτερο μας, όπου θα χρησιμέψουν και θ΄ αγιάσουν οι μόχτοι μας, οι αθλιότητες και τα εγκλήματα. [...]
Δεν είναι μονάχα ο πόνος η ουσία του Θεού μας’ μήτε η ελπίδα στη μελλούμενη ζωή είτε στην επίγεια τούτη’ μήτε η χαρά κι η νίκη. Κάθε θρησκεία, υψώνοντας σε λατρεία μια από τις αρχέγονες όψες τούτες του Θεού, στενεύει την καρδιά και το νου μας.

Η ουσία του Θεού μας είναι ο ΑΓΩΝΑΣ. Μέσα στον αγώνα τούτον ξετυλίγουνται και δουλεύουν αιώνια ο πόνος, η χαρά κι η ελπίδα. [...]
Ποιος είναι ο σκοπός του αγώνα τούτου; Έτσι ρωτάει ο κακομοίρης, συφεροντολόγος πάντα, νους του ανθρώπου, ξεχνώντας πως η Μεγάλη Πνοή δε δουλεύει μέσα σε ανθρώπινο καιρό, τόπο κι αιτιότητα. [...]
Σα μια κιβωτό η κάθε λέξη, και χορεύουμε γύρα της, με ανατριχίλα νογώντας το Θεό σα φοβερό της περιεχόμενο.

Ό,τι ζεις στην έκσταση ποτέ δε θα μπορέσεις να το στερεώσεις σε λόγο. Όμως μάχου ακατάπαυτα να το στερεώσεις σε λόγο. Πολέμα με μύθους, με παρομοίωσες, με αλληγορίες, με κοινές και σπάνιες λέξες, με κραυγές και με ρίμες να του δώσεις σάρκα, να στερεώσει! [...]
Η στερνή, η πιο ιερή μορφή της θεωρίας είναι η πράξη.

Όχι να βλέπεις πώς πηδάει η σπίθα από τη μια γενεά στην άλλη, παρά να πηδάς, να καίγεσαι μαζί της.

Η πράξη είναι η πλατύτερη θύρα της λύτρωσης. Αυτή μονάχα μπορεί να δώσει 
απόκριση στα ρωτήματα της καρδιάς. Μέσα στις πολύγυρες περιπλοκές του νου, αυτή βρίσκει το συντομώτερο δρόμο. Όχι βρίσκει΄ δημιουργάει δρόμο, κόβοντας δεξά ζερβά την αντίσταση της λογικής και της ύλης. [...]
Ο Θεός μου μάχεται χωρίς καμιά βεβαιότητα. Θα νικήσει; Θα νικηθεί; Τίποτα δεν είναι βέβαιο στο Σύμπαντο, ρίχνεται στο αβέβαιο, παίζει, κάθε στιγμή, τη μοίρα του όλη. [...]
Ο Θεός, μέσα στην περιοχή της εφήμερης σάρκας μας, κιντυνεύει αλάκερος. Δεν μπορεί να σωθεί, αν εμείς με τον αγώνα μας δεν τον σώσουμε΄ δεν μπορούμε να σωθούμε, αν αυτός δε σωθεί. [...]

Δε μαχόμαστε για το εγώ μας, μήτε για τη ράτσα, μήτε για την ανθρωπότητα. Δε μαχόμαστε για τη Γης, μήτε για Ιδέες. Όλα τούτα είναι πρόσκαιρα και πολύτιμα σκαλοπάτια του Θεού που ανηφορίζει’ και γκρεμίζουνται, ευθύς ως τα πατήσει ο Θεός ανεβαίνοντας.

Στη μικρότατη αστραπή της ζωής μας, νιώθουμε να πατάει πάνω μας αλάκερος ο Θεός, και ξαφνικά νογούμε: Αν έντονα όλοι πεθυμήσουμε, αν οργανώσουμε όλες τις ορατές κι αόρατες δυνάμες της γης και τις ρίξουμε προς τ΄ απάνω, αν παντοτινά άγρυπνοι όλοι μαζί παραστάτες παλέψουμε. το Σύμπαντο μπορεί να σωθεί.

Όχι ο Θεός θα μας σώσει’ εμείς θα σώσουμε το Θεό, πολεμώντας, δημιουργώντας, μετουσιώνοντας την ύλη σε πνέμα. [...]
"Κάψε το σπίτι σου!"φωνάζει ο Θεός. "Έρχουμαι! Όποιος έχει σπίτι δεν μπορεί να με δεχτεί.

"Κάψε τις Ιδέες σου, σύντριψε τους συλλογισμούς σου! Όποιος έχει βρει τη λύση δεν μπορεί να με βρει.

"Αγαπώ τους πεινασμένους, τους ανήσυχους, τους αλήτες. Αυτοί αιώνια συλλογιούνται την πείνα, την ανταρσία, το δρόμο τον ατέλειωτο. Έμενα!

"Έρχουμαι! Παράτα τη γυναίκα σου, τα παιδιά σου, τις Ιδέες σου κι ακλούθα μου. Είμαι ο μέγας Αλήτης.

"Ακλούθα! Περπατά απάνω από τη χαρά κι από τη θλίψη, από την ειρήνη,
 τη δικαιοσύνη, την αρετή! Εμπρός! Σύντριψε τα είδωλα τούτα, σύντριψε τα, δε χωρώ! Συντρίψου και συ για να περάσω!"

Φωτιά! Να το μέγα χρέος μας σήμερα, μέσα σε τόσο ανήθικο κι ανέλπιδο χάος. [...]
Πόλεμο στους άπιστους! Απιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι.

Το μίσος μας είναι χωρίς συβιβασμό, γιατί κατέχει πώς καλύτερα, βαθύτερα από τις ξέπνοες φιλάνθρωπες αγάπες, δουλεύει τον έρωτα.

Μισούμε, δε βολευόμαστε, είμαστε άδικοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, ζητούμε το αδύνατο, σαν τους ερωτεμένους.
Φωτιά, να καθαρίσει η γης! Ν΄ ανοιχτεί άβυσσο φοβερώτερη ακόμα ανάμεσα καλού και κακού, να πληθύνει η αδικία, να κατεβεί η Πείνα και να θερίσει τα σωθικά μας, αλλιώς δε σωζόμαστε.

Μια κρίσιμη βίαιη στιγμή είναι η ιστορική εποχή μας ετούτη, ένας κόσμος γκρεμίζεται, ένας άλλος δεν έχει ακόμα γεννηθεί. Η εποχή μας δεν είναι στιγμή Ισορρόπησης, οπόταν η ευγένεια, ο συβιβασμός, η ειρήνη, η αγάπη θα ΄τανε γόνιμες αρετές.

Ζούμε τη φοβερή έφοδο, δρασκελίζουμε τους οχτρούς, δρασκελίζουμε τους φίλους που παραπομένουν, κιντυνεύουμε μέσα στο χάος, πνιγόμαστε. Δε χωρούμε πια στις παλιές αρετές κι ελπίδες, στις παλιές θεωρίες και πράξες. [...]
Τούτη είναι η εποχή μας, καλή ή κακή, ωραία ή άσκημη, πλούσια ή φτωχή, δεν τη διαλέξαμε. [...]
Όλοι είμαστε ένα, όλοι είμαστε μια κιντυνεύουσα ουσία. Μια ψυχή στην άκρα του κόσμου που ξεπέφτει, συντραβάει στον ξεπεσμό της και την ψυχή μας. Ένα μυαλό στην άκρα του κόσμου που βυθίζεται στην ηλιθιότητα, γιομώνει τα μελίγγια μας σκοτάδι.
Γιατι ένας στα πέρατα τ΄ ουρανού και της γης αγωνίζεται. Ο Ένας. Κι αν χαθεί, εμείς έχουμε την ευθύνη. Αν χαθεί, εμείς χανόμαστε. [...]
Διδασκαλία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει Λυτρωτής που ν΄ ανοίξει δρόμο. Δρόμος ν΄ ανοιχτεί δεν υπάρχει.

Καθένας, ανεβαίνοντας απάνω από τη δική του κεφαλή, ξεφεύγει από το μικρό, όλο απορίες μυαλό του. [...]
-----------------
Αποσπάσματα από την Ασκητική, του Νίκου Καζαντζάκη, Εκδόσεις Καζαντζάκη
πηγή: tvxs

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΝΔΥΛΗ - Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΘΕΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΟΝΤΟΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για παναγιώτης κονδύλης

Προλογικά

Ο φιλόσοφος Παναγιώτης Κονδύλης αποτέλεσε και αποτελεί τον πνευματικό φάρο της κοινωνικής οντολογίας, της συστηματικής ανάλυσης δηλαδή των δομών του κοινωνικού φαινομένου και, γενικότερα, του πολιτισμού. Η εκκίνηση της βάσης της σκέψης του Κονδύλη θεμελιώνεται στους αρχαίους Έλληνες κλασσικούς, τονίζοντας ο ίδιος ότι το κλασσικό δεν εξαντλείται σε αυτούς, γιατί αυτοί αποτέλεσαν την πνευματική σπορά, τις απαρχές του συστηματικού στοχασμού. Είναι πολύ σημαντικό να διερευνηθεί από τους Νεοέλληνες η εξαιρετική  συμβολή του Κονδύλη στη συγκρότηση ενός τρίτου εθνικοστρατηγικού δρόμου που πρέπει να ακολουθήσει ο σύγχρονος ελληνισμός, υπερβαίνοντας παντοίων ειδών δογματισμούς και κατασκευασμένα ιδεολογήματα των νεότερων χρόνων που δεν υπηρετούν την ανάταξη του ελληνικού πολιτισμού, όπως οι εθνικιστικές εμμονές και η ελλιπής μονομέρεια του διεθνιστικού προτάγματος.

Αποσπάσματα από τη συνέντευξη:

"...Στα δύο επίμετρα που γράφτηκαν για το Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και του Θεωρία του Πολέμου προσπάθησα να τοποθετήσω τις διαγνώσεις μου μέσα σε ευρύτερα –πλανητικά, ευρωπαϊκά ή περιφερειακά– πλαίσια, να δείξω τις συναρτήσεις με τις βαθύτερες κινητήριες δυνάμεις του σημερινού κόσμου και να χαράξω έναν ψύχραιμο τρίτο δρόμο για τη σύλληψη μιας εθνικής στρατηγικής πέρα από τις δύο ιδεολογικές θέσεις που κυριαρχούν σήμερα λίγο-πολύ στην Ελλάδα, εκτρέφοντας εξ ίσου την παλαιόθεν προσφιλή ημίν τραπεζορητορεία και την εξωραϊσμένη με θεωρητικά πασαλείμματα λογοκοπία.Εννοώ αφ'ενός ελληνοκεντρικές εξάρσεις και διανοουμενίστικες παραδοσιολατρίες και βυζαντινολατρίες, οι οποίες βρίσκουν ευρύτερη απήχηση γιατί ένα έθνος που δέχεται συνεχείς εξευτελισμούς χρειάζεται και συνεχείς ψυχικές υπεραναπληρώσεις· και αφ'ετέρου, στην αντίπερα όχθη, την πεποίθηση των διαφόρων «ευρωπαϊστών», «εκσυγχρονιστών» και «ορθολογιστών» ότι η «πολιτισμένη Δύση», μετουσιώνοντας στην πράξη την πνευματική της κληρονομιά και διαδίδοντάς την στον κόσμο ολόκληρο με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και τα «ανθρώπινα δικαιώματα», θα πρωτοστατήσει σ'έναν ανθρωπινό και ειρηνικό 21ο αιώνα. Οι μεν προτείνουν την εξαγωγή ελληνικού πνεύματος, οι δε αγωνίζονται για την εισαγωγή ευρωπαϊκού ήθους. Αλλά ούτε οι μεν ούτε οι δε φαίνεται να έχουν –και κατά τούτο ο επαρχιωτισμός παραμένει γνησίως ελληνικός– σαφή αντίληψη για το ποια είναι η φυσιογνωμία του σημερινού πλανητικού κόσμου και ποιες μακροπρόθεσμες δυνάμεις την απεργάζονται....."

".....κλασσικήείναι μιά σκέψη ή μιά εποχή της ιστορίας του πνεύματος όταν διατυπώνει με αναντικατάστατη εννοιολογία προβλήματα διηνεκώς επανερχόμενα, δηλαδή προβλήματα, στα οποία προσκρούει με εσωτερική αναγκαιότητα κάθε βαθύτερος στοχασμός – κοντολογής, έσχατα προβλήματα. Πώς είναι όμως δυνατό να έχει διαχρονική κλασσική αξία ό,τι νοήθηκε και εκφράσθηκε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο; Όπως στην ανθρώπινη κατάσταση γενικότερα υπάρχουν ορισμένα μεγέθη συνεχώς ανακυκλούμενα, παρά την εκάστοτε διαφορετική κοινωνικοϊστορική τους επένδυση, έτσι και η ανθρώπινη σκέψη κινείται γύρω από ορισμένα θεμελιώδη μεγέθη, οι βασικοί συνδυασμοί των οποίων είναι αριθμητικά περιορισμένοι, άρα περιορισμένες είναι και οι έσχατες επιλογές. Στην αρχαία Ελλάδα έγινε κάτι πράγματι εκπληκτικό: σε σχετικό σύντομο χρονικό διάστημα, και μέσα από τις εσωτερικές αναγκαιότητες της κίνησης του στοχασμού, ανακαλύφθηκαν και συνοψίσθηκαν οι έσχατες αυτές επιλογές. Όποιος π.χ. μελετήσει προσεκτικά και σ'όλες της τις πτυχές την αντιπαράθεση σοφιστικής και Πλάτωνος θα διαπιστώσει ότι εδώ συνοψίστηκε, κατά τρόπο κυριολεκτικά ανυπέρβλητο, ό,τι κατά βάθος ταλανίζει έκτοτε, γεννώντας παράλληλα ποικίλες ενδιάμεσες λύσεις, τη δυτική σκέψη και όχι μόνον αυτή: το δίλημμα «μεταφυσική ή μηδενισμός», όπου η ηθική διάσταση του προβληματισμού συνάπτεται συνειδητά με τη γνωσιοθεωρητική ή κοσμολογική. Αυτό ούτε άλλαξε, ούτε και θα μπορούσε ν'αλλάξει, γιατί εδώ τον λόγο τον έχουν τα σταθερά μεγέθη, για τα οποία μιλήσαμε. Αλλά μήπως ο Θουκυδίδης δεν κατέστησε ορατές, κατά τρόπο εννοιολογικά επαρκή, ορισμένες σταθερές της πολιτικής συμπεριφοράς και των διεθνών σχέσεων, ούτως ώστε ν'αποτελεί σήμερα (εκτός Ελλάδος, εννοείται) υποχρεωτικό ανάγνωσμα όσων ασχολούνται ουσιαστικά με τέτοια ζητήματα......"

__________________


Η συνέντευξη

Σπύρος Τσακνιάς: Ο αναγνώστης των βιβλίων και των άρθρων σας παρατηρεί τελευταία ένα είδος στροφής του στοχασμού σας προς την πολιτική ανάλυση. Πού αποδίδετε αυτή τη στροφή;

Παναγιώτης Κονδύλης: Το αόρατο χρονολόγιο της σκέψης δεν συμπίπτει αναγκαστικά με την ορατή χρονολογική σειρά των δημοσιεύσεων: Τα πρώτα μου βιβλία πραγματεύονταν, βέβαια, θέματα που σύμφωνα με τις συχνά παραπλανητικές τρέχουσες ταξινομήσεις θεωρούνται «φιλοσοφικά» ή πάντως «θεωρητικά». Όμως στην πραγμάτευση αυτών των θεμάτων δεν με ώθησε το αποκλειστικό ενδιαφέρον για τη «φιλοσοφία» και η ανυπαρξία πολιτικών ενδιαφερόντων, αλλά πολύ περισσότερο ένας προβληματισμός συνυφασμένος εξ αρχής με την πολιτική, τόσο υπό την ευρεία όσο και υπό την στενότερη έννοια του όρου. Η Γένεση της Διαλεκτικής, όπου ψιλοκοσκινίζονται οι πιο αφηρημένες φιλοσοφικές έννοιες του μετακαντιανού γερμανικού ιδεαλισμού, προέκυψε π.χ. από την επίμονη διερεύνηση των πνευματικών ριζών και προϋποθέσεων του μαρξισμού, η οποία εν πορεία έγινε διερεύνηση της προϊστορίας του εγελιανισμού ως μιας από τις μήτρες του μαρξισμού. Στο παράδειγμα αυτό γίνεται ιδιαίτερα εμφανές, νομίζω, πώς πολιτικά ενδιαφέροντα μετοχετεύονται φυσικότατα σε φιλοσοφικές αναζητήσεις ακόμα και με την πιο τεχνική έννοια του όρου – αν, εννοείται, η ανάγκη της εμβάθυνσης και της διεύρυνσης γίνεται επιτακτικά αισθητή. Μολονότι τα εξωτερικά ερεθίσματα δεν δρουν από μόνα τους όπου λείπουν οι προσωπικές προδιαθέσεις και κλίσεις, οφείλω να πω ότι η ενασχόληση με τη μαρξιστική θεωρία, εφ'όσον δεν αποτελούσε απλώς τροφή για τον κορεσμό ιδεολογικών-εσχατολογικών αναγκών, παρείχε ένα περιεκτικό πνευματικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο η συνύπαρξη και η αλληλοσυμπλήρωση φιλοσοφικών και πολιτικών ενδιαφερόντων ήταν περίπου αυτονόητη.

Ωστόσο εικάζω ότι εσείς υπονοείτε κάτι πιο συγκεκριμένο, δηλαδή τις αναλύσεις της πλανητικής πολιτικής που δημοσίευσα μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Προτού φτάσω εκεί, επιβάλλεται και μιά δεύτερη εισαγωγική παρατήρηση. Τα παλαιότατα πολιτικά ενδιαφέροντα, για τα οποία μίλησα, δεν είχαν εξαντληθεί στην επισταμένη παρακολούθηση της τρέχουσας εγχώριας και διεθνούς πολιτικής, αλλά είχαν επεκταθεί σε μιαν ουσιαστική μελέτη της αρχαίας και νεώτερης πολιτικής θεωρίας, οι καρποί της οποίας συγκεντρώθηκαν σε μιαν εκτεταμένη μελέτη για τον Machiavelli και αργότερα στη μονογραφία μου για την συντηρητική ιδεολογία· στον ίδιο κύκλο ανήκει η εργασία μου για τον Montesquieu, η οποία είχε σχεδιασθεί πολύ πριν από τη συγγραφή και τη δημοσίευση της. Τη γέφυρα ανάμεσα στη μελέτη της πολιτικής θεωρίας και στην αδιάλειπτη παρακολούθηση των πολιτικοστρατιωτικών εξελίξεων την έριχνε η ενασχόληση με τους καλύτερους σύγχρονους μελετητές των διεθνών σχέσεων ανάμεσα τους αξίζει ιδιαίτερη μνεία ο Raymond Aron, όχι μόνο για τη νηφαλιότητα και το υψηλό πνευματικό του ήθος, αλλά και για την ευρύτερη κοινωνιολογική και φιλοσοφική του παιδεία. Σχεδόν αναπόδραστα και ανεπαίσθητα συντελέστηκε από δω και πέρα η αύξουσα εξοικείωσή μου με τα προβλήματα της στρατηγικής, της γεωπολιτικής και της στρατιωτικής ιστορίας. Το βιβλίο μου για τη Θεωρία του πολέμου (πρωτοδημοσιεύθηκε στη Γερμανία το 1988) δεν συνιστά απλώς μιά νέα ερμηνεία του Clausewitz και έναν επαναπροσδιορισμό των βασικών μορφών του νεώτερου πολέμου, αλλά και μιαν εφαρμογή της θεωρητικής συγκομιδής σε ουσιώδη στρατηγικά ζητήματα του Ψυχρού Πολέμου, όπως π.χ. τέθηκαν κατά τη διαμόρφωση του τότε ισχύοντος σοβιετικού στρατιωτικού δόγματος.

Ώστε η «στροφή» προς την πολιτική ανάλυση, όπως την ονομάζετε, δεν ήταν ποτέ στροφή με την έννοια της αιφνίδιας μετάβασης από έναν κύκλο ενδιαφερόντων σ'ένα άλλον, λίγο ή πολύ ξένο προς τον πρώτο. Και επί πλέον είχε επιτελεσθεί, ακόμα και υπό μορφή δημοσιεύσεων, ήδη πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Όμως η κατάρρευση του κομμουνισμού και η απαρχή της αμερικανικής ηγεμονίας δημιούργησε μια κατάσταση στο έπακρο ερεθιστική για τον στοχασμό – τουλάχιστον τον στοχασμό που ακουμπάει πάνω στην κατάλληλη προπαιδεία. Κάθε ανοιχτή κατάσταση σε βάζει στον πειρασμό να κάνεις προβλέψεις, αλλά οι προβλέψεις οφείλουν να απορρέουν από μια σοβαρή ανάλυση των κινητηρίων δυνάμεων, των μακροπρόθεσμων, τουλάχιστον, συντελεστών της εξέλιξης. Με τη σειρά τους, πάλι, τέτοιες αναλύσεις συμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα με γενικότερα θεωρητικά ζητήματα. Αναφέρω δύο παραδείγματα. Η κυρίαρχη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο δυτική ιδεολογία διατείνεται ότι στο εξής το οικονομικό στοιχείο αποκτά απόλυτη προτεραιότητα και θα αμβλύνει τις κλασσικές μορφές των συγκρούσεων οδηγώντας σ'έναν ενιαίο κόσμο. Η αποδοχή ή η απόρριψη της αντίληψης τούτης προϋποθέτει φυσικά ένα γενικότερο ξεκαθάρισμα των σχέσεων μεταξύ οικονομίας και πολιτικής σε μιαν ευρεία ιστορική και θεωρητική προοπτική. Δεύτερον, τα νέα στρατηγικά δεδομένα και η μετατόπιση από την ισορροπία του πυρηνικού τρόμου σε συγκρούσεις χαμηλότερης εντάσεως και μεγάλης ποικιλομορφίας απαιτούν την εξέταση του ζητήματος κατά πόσον η εννοιολογία της κλασσικής θεωρίας του πολέμου, όπως την υποτύπωσε ο Clausewitz, είναι σε θέση να συλλάβει επαρκώς τη διαγραφόμενη νέα κατάσταση. 

Σ'αυτά τα παραδείγματα θα μπορούσα να προσθέσω και άλλα, όπως την αποτίμηση της νέας κοσμοϊστορικής εποχής στην οπτική ορισμένης φιλοσοφίας της ιστορίας ή τα «ανθρώπινα δικαιώματα» στη διπλή ιδεολογική και πολιτική τους λειτουργία Αλλά πέρα από τις θεωρητικές προεκτάσεις, που παίρνει θέλοντας και μη η ανατομία της πλανητικής συγκυρίας αν θέλει να ευσταθεί έχουμε να κάνουμε πρώτα-πρώτα με τη διακρίβωση και την ιεράρχηση των πραγματικών στοιχείων, του τι συμβαίνει στην οικονομία, στη διπλωματία, στους εξοπλισμούς. Στο βιβλίο μου Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο επιχείρησα μιά πρώτη σύνθεση μεταξύ πραγματολογικής διάγνωσης και θεωρητικών προεκτάσεων. Σήμερα, εφτά χρόνια μετά τη συγγραφή του κειμένου, δεν μπορώ να μην αισθανθώ κάποιαν ικανοποίηση διαπιστώνοντας ότι δεν χρειάζεται να αλλάξω ούτε λέξη. Τούτο δεν στερείται σημασίας, αν αναλογισθούμε πόσες προβλέψεις άλλων αναλυτών διαψεύσθηκαν έκτοτε. Δεν αναφέρομαι απλώς στα όσα φαιδρά ειπώθηκαν για το «τέλος της Ιστορίας», αλλά και σε πολύ πιο χειροπιαστά ζητήματα. Στις συζητήσεις των διεθνολόγων δέσποζε π.χ. η άποψη ότι η νέα παγκόσμια τάξη θα κρυσταλλωνόταν γύρω από τρεις πόλους και τους αντίστοιχους μείζονες χώρους, ήτοι τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και την Ιαπωνία, η οποία στις αρχές της δεκαετίας μας φαινόταν ακόμα να βρίσκεται στον κολοφώνα της παραγωγικής, εξαγωγικής και χρηματοοικονομικής ακμής της. Από την πλευρά μου, τόνισα ότι η Ιαπωνία ποτέ δεν θα γίνει ηγεμονική Δύναμη στην Άπω Ανατολή όσο η Κίνα δεν έχει πει την τελευταία της λέξη, ότι η Ευρώπη δεν θ'αποτελέσει στο προβλεπτό μέλλον πολιτική ενότητα με ενιαία και βαρύνουσα βούληση και ότι η αμερικανική ηγεμονία θα πάρει τη μορφή παροχής αστυνομικών και πυροσβεστικών υπηρεσιών στους συμμάχους, αυτή τη φορά όμως με ουσιώδη οικονομικά ανταλλάγματα. Προέβλεψα επίσης ότι το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα της νέας εποχής δεν θα είναι τόσο η διαμόρφωση κλειστών μειζόνων χώρων όσο η άνοδος μεσαίων Δυνάμεων ικανών να ενεργήσουν περιφερειακά, είτε αυτόβουλα είτε σε συνεργασία και ως τοποτηρητές μιας πλανητικής Δύναμης Τυπικό παράδειγμα τέτοιας μεσαίας Δύναμης είναι η Τουρκία, η οποία σε 50 χρόνια θα έχει 100 εκατομμύρια πληθυσμό και, στηριζόμενη στη ραγδαία εκβιομηχάνισή της, θα ανήκει στις πρώτες στρατιωτικές δυνάμεις του κόσμου.

Τη δημοσίευση του Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο την ακολούθησε μιά σειρά άρθρων, γραμμένων κυρίως για την Frankfurter Allgemeine Zeitung, όπου επεξέτεινα τις βασικές μου σκέψεις και θέσεις σε θέματα επίκαιρα μεν, απλά και μονιμότερης σημασίας. Μιά ουσιώδης επιλογή από τα άρθρα αυτά βρίσκεται ήδη υπό έκδοση στα ελληνικά υπό τον τίτλο Από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Επίσης, οι εκτιμήσεις για το μέλλον του πολέμου, οι οποίες αποτελούσαν ένα κεφάλαιο του Πλανητική Πολιτική, εμπλουτίσθηκαν σε πιο θεωρητική προοπτική σ'ένα κείμενο που προστέθηκε ως κατακλείδα στην ελληνική έκδοση του Θεωρία του Πολέμου («Ο θερμός πόλεμος μετά τον Ψυχρό Πόλεμο»).

Πώς νομίζετε ότι συνδέεται η στροφή σας προς την πολιτική ανάλυση με παλαιοτέρους προβληματισμούς σας; Και, γενικότερα, πώς θα χαρτογραφούσατε ο ίδιος την πορεία της σκέψης σας από το ξεκίνημά σας ως σήμερα;

Απαντώντας στην πρώτη σας ερώτηση ανέφερα ήδη πού βρίσκεται η σχέση και η συνέχεια ανάμεσα σε παλαιότερους θεωρητικούς προβληματισμούς μου και στις πιο πρόσφατες πολιτικές αναλύσεις μου. Η πολιτική θεωρία απετέλεσε κατά κάποιον τρόπο τη γέφυρα ανάμεσα σε φιλοσοφικές ή ανθρωπολογικές γενικεύσεις και σε πολιτικές αναλύσεις με τη στενότερη έννοια. Η ενασχόληση με το αντικείμενο της πολιτικής θεωρίας ανέπτυξε από νωρίς μία δική της δυναμική και λογική, η οποία ήρθε, επίσης από νωρίς, σε γόνιμη σύγκρουση με το γενικό πλαίσιο της μαρξιστικής αντίληψης. Για να εκφρασθώ σχηματικότατα: ενώ η μαρξιστική αντίληψη της ιστορίας διέγραφε μιά λίγο-πολύ ευθύγραμμη πρόοδο με ηθικά φορτισμένη κατάληξη και με άμεσο φορέα το οικονομικό στοιχείο, η θεώρηση της ιστορίας από τη σκοπιά του πολιτικού στοιχείου έδειχνε μιαν ανακύκλωση παρόμοιων μηχανισμών (όχι αναγκαία συμβάντων) δίχως έσχατο ηθικό ή άλλο νόημα και δίχως επιστημονικά διακριβώσιμη μόνιμη προτεραιότητα του οικονομικού, του ιδεολογικού, του φυλετικού και εθνικού ή οποιουδήποτε άλλου παράγοντα. 

Η αποκοπή από την εσχατολογία, η οποία ψυχολογικά δεν με δυσκόλεψε πολύ, είχε ως λογική της συνέπεια την αναίρεση κάθε ευθύγραμμης σύλληψης του ιστορικού γίγνεσθαι· άλλωστε η σύλληψη αυτή διατυπωνόταν πάντοτε με σκοπό την κατοχύρωση κάποιας εσχατολογίας. Όμως και το πρωτείο της οικονομίας μέσα στο μαρξιστικό σχήμα κατέτεινε επίσης, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο, στην κατοχύρωση της εσχατολογίας με επιστημονικά επιχειρήματα. Γιατί η αναγκαιότητα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η αναγκαιότητα της προσαρμογής των παραγωγικών σχέσεων στις παραγωγικές δυνάμεις φαινόταν να κάνουν αναπόδραστο το happy end της Ιστορίας, δηλαδή την αταξική κοινωνία, ανεξάρτητα από τη βούληση, ανεξάρτητα ακόμα κι από την ατομική ηθική των ανθρώπων. Έτσι, η άρνηση της εσχατολογίας συνεπέφερε και την άρνηση του πρωτείου της οικονομίας, τουλάχιστον όπως το εννοούσε ο μαρξισμός. Η Ιστορία γίνεται τώρα ανοιχτή ως προς τις πιθανές εκβάσεις (όχι αναγκαστικά ως προς τους δρώντες μηχανισμούς), γιατί δεν δρα εντός της μία πάγια ιεραρχία παραγόντων, όπου ο ένας είναι πάντα πιο καθοριστικός από κάποιον άλλον, αλλά το βάρος και η σπουδαιότητά τους ποικίλλουν συνεχώς ανάλογα με τη συγκυρία. Τούτο δεν σημαίνει διόλου την άρνηση μιας επιστήμης της ιστορίας και των ανθρωπίνων πραγμάτων, δηλαδή δεν σημαίνει διόλου την άρνηση της αιτιότητας – όμως άλλο πράγμα είναι η αιτιότητα που ισχύει σε κάθε περίπτωση και άλλο πράγμα είναι η νομοτέλεια που πάει να υποτάξει όλες τις περιπτώσεις σε μιά και μόνη τελολογικά αρθρωμένη αλυσίδα. Η οικονομία δεν παύει φυσικά να έχει το ιδιαίτερο βάρος της μέσα στους διαμορφωτικούς παράγοντες τής κοινωνικής ζωής, όμως υποτάσσεται στη γενική λογική και στη γενική μορφολογία των κοινωνικών σχέσεων, των σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπινες υπάρξεις που ζουν κοινωνικά. Μιλώντας κανείς για ανθρώπους, για σχέσεις μεταξύ τους, για δυνάμεις που συγκροτούν και συγκρατούν κοινωνίες, εισέρχεται στο βαθύ και έσχατο επίπεδο της ανάλυσης, δηλαδή στο επίπεδο της κοινωνικής οντολογίας. Τούτο το επίπεδο προσπαθώ να εξιχνιάσω τώρα σε μιά τρίτομη εργασία, της οποίας ο πρώτος τόμος θα δημοσιευθεί προσεχώς στη Γερμανία.

Αποφασιστικούς ερεθισμούς στη σκέψη μου έδωσε όμως όχι μόνον η κριτική αντιπαράθεση με τη μαρξιστική θεωρία, αλλά και η κριτική βίωση και παρατήρηση του κομμουνιστικού κινήματος στη διεθνή και διαχρονική του διάσταση. Το καίριο σημείο εδώ ήταν το εξής. Δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπων, πλείστοι όσοι από τους οποίους είχαν ηθικότατες προθέσεις και επέδειξαν συχνότατα απαράμιλλη αυτοθυσία, μάχονταν για την εγκαθίδρυση τής Ουτοπίας, όμως από τη συλλογική τους δράση προέκυπταν αποτελέσματα απ'ευθείας αντίθετα προς τους κεκηρυγμένους σκοπούς, αποτελέσματα που ανακύκλωναν ακριβώς εκείνα τα φαινόμενα που ήθελε και όφειλε να ξεπεράσει η Ουτοπία: την κατεξουσίαση ανθρώπου από άνθρωπο, τη λογική της ισχύος μέσα στην αναίμακτη ή αιματηρή εκδίπλωσή της. Πώς έπρεπε να ερμηνευθεί αυτό το παράδοξο; Πώς λειτουργεί η ετερογονία των σκοπών μέσα στην Ιστορία, ούτως ώστε, συνηθέστατα άλλωστε, και από τις απαρχές ακόμα της ιστορικής δραστηριότητας, η φορά της απρόσωπης συνισταμένης να αποκλίνει από την φορά των προσωπικών συνιστωσών παρμένων χωριστά; Γιατί, με άλλα λόγια, η συλλογική δράση να μας οδηγεί εκεί όπου δεν επιθυμούσε κανείς από τους ατομικούς φορείς της; Και ακόμα: πώς είναι δομημένη, εννοιολογικά και ψυχολογικά, η ουτοπική και γενικότερα η ιδεολογική σκέψη, ούτως ώστε να επιβιώνει κάθε πρακτικής διαψεύσεως ή πάντως να μεταμορφώνεται και να μετακινείται σ'ένα νέο πεδίο μόλις τα πρακτικά αδιέξοδα στο προηγούμενο γίνουν κραυγαλέα και αφόρητα; Ποιοι ανθρωπολογικοί και πολιτισμικοί παράγοντες ευνοούν ή και επιβάλλουν αυτή τη δόμηση και αυτή την ανθεκτικότητα της ουτοπικής και της ιδεολογικής σκέψης; Είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τι είδους, και πόσο ευρείες, έρευνες θέτουν σε κίνηση αυτό τα ερωτήματα. 

Οι μηχανισμοί της ετερογονίας των σκοπών αναλύονται συγκεκριμένα μόνο με βάση μιαν εκτεταμένη γνώση της ιστορίας από πρώτο χέρι και μιαν κοινωνιολογική παιδεία ικανή να αξιολογήσει ιστορικό υλικό αντλημένο με τέτοιον τρόπο. Η γνώση της ιστορίας ως κοινωνικής ιστορίας τέμνεται πάλι με τη γνώση της ιστορίας των ιδεών, που με τη σειρά της δεν γίνεται κατανοητή χωρίς την παρακολούθηση της ιστορίας ορισμένων κεντρικών θεωρητικών προβλημάτων, οπότε μπαίνουμε στα πεδία της φιλοσοφίας, της θεολογίας ή και της τέχνης ως άκρως ευαίσθητου σεισμογράφου κοσμοθεωρητικών μετατοπίσεων. Από την άλλη πλευρά, η διαπίστωση της μόνιμης επήρειας ιδεολογικών και ουτοπικών δομών σκέψεως οδηγεί σε μιαν θεώρηση του ανθρώπου και του πολιτισμού από τη σκοπιά του ερωτήματος: γιατί παράγεται «νόημα» και «πνεύμα», γιατί οι άνθρωποι εντός της κοινωνίας και του πολιτισμού είναι υποχρεωμένοι να αυτοθεωρούνται ως όντα με «πνεύμα» (ή «λογικό»), ήτοι να συνδέουν αναγκαστικά τις πράξεις τους με «νόημα» και να διεξάγουν τους μεταξύ τους αγώνες στο όνομα αυτού του «νοήματος»; Ποιά ιδιαίτερη τροπή παίρνουν οι ανθρώπινες πράξεις και σχέσεις όταν το νόημα αυτό ονομάζεται «αξία» υπό την ηθική-κανονιστική έννοια του όρου; Πώς συνυφαίνεται η αξιολογική τοποθέτηση όχι μόνον με την πρακτική δραστηριότητα αλλά και με την ερμηνεία του κόσμου; Έτσι επανερχόμαστε στην ιστορία των ιδεών και των προβλημάτων, στην ανατομία των κοσμοθεωριών, όμως επανερχόμαστε σ'αυτές σ'ένα υψηλότερο επίπεδο, όπου απαιτούνται γενικευμένες αποφάνσεις     πάνω στον άνθρωπο και στον ανθρώπινο πολιτισμό, αποφάνσεις που εντάσσονται κι αυτές στο θεωρητικό σώμα της κοινωνικής οντολογίας. Και συνάμα απαιτούνται διευκρινίσεις πάνω σε ζητήματα μεθόδου, γιατί η διαπίστωση της συνύφανσης Είναι και Δέοντος στο πλαίσιο της τρέχουσας ιδεολογικής και ουτοπικής σκέψης θέτει το καθήκον της διαστολής τους, δηλαδή της αναγκαίας διαστολής μεταξύ επιθυμιών και διαγνώσεων στο πλαίσιο μιας νηφάλιας επιστημονικής σύλληψης των πραγμάτων. Ο αδιάφορος και θολός σκεπτικισμός, που θεωρεί αδύνατη τη γνώση και τις αξίες σχετικές, είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την διαπίστωση της συγκεκριμένης λειτουργίας των αξιών μέσα σε συγκεκριμένες καταστάσεις και για σκοπούς συγκεκριμένων ανθρώπων· η διαπίστωση τής έτσι νοούμένης σχετικότητας των αξιών είναι αδύνατη χωρίς επαρκή γνώση των ανθρωπίνων πραγμάτων.

Χαρτογραφώντας με αυτόν τον τρόπο την πορεία της σκέψης μου θέλω να σας πω ότι αυτή κινήθηκε πάντα από κεντρικά ερωτήματα, τα οποία υπήρξαν, και είναι πάντοτε, οι άξονες των επί μέρους ερευνών μου. Από την ανασκόπηση μιας τέτοιας πορείας ο αναγνώστης περιμένει συνήθως αφηγήσεις προσωπικού και ψυχολογικού χαρακτήρα. Δεν μπορώ να ξέρω τι ρόλο έπαιξαν τέτοιοι παράγοντες στην διαμόρφωση της σκέψης άλλων διανοητών. Απλά γενικά δεν πιστεύω ότι μπορεί να τους εντοπίσει κανείς με ακρίβεια, και σ'ό,τι αφορά εμένα προσωπικά, προσπάθησα πάντοτε να παραμείνω ανεπηρέαστος από εξωτερικές συντυχίες και εσωτερικές διακυμάνσεις, κρατώντας σφιχτά στο χέρι μου τον μίτο της λογικής των προβλημάτων και των εμπειρικών μαρτυριών. Η αποκοπή μου από τη μαρξιστική εσχατολογία δεν γέννησε μέσα μου την επιθετική ψυχολογία του αποστάτη, ο οποίος δαιμονολογεί γιατί δεν θέλει πια να εξηγήσει, αλλά να δικαιωθεί. Απεναντίας, αισθάνθηκα εξ αρχής ότι οι εμπειρίες μου, οι θεωρητικές και οι πρακτικές, ήσαν μιά θαυμάσια πρώτη ύλη για να στηρίξω σ'αυτές μιά σοβαρή προσπάθεια κατανόησης του κοινωνικού κόσμου. Δεν υποκατέστησα, λοιπόν, την ηρωίνη του μαρξισμού με την ηρωίνη του φιλελευθερισμού, του ηθικισμού ή του χριστιανισμού, όπως έκαναν πλείστοι όσοι· όταν έκοψα τα ναρκωτικά, τα έκοψα ριζικά και τελειωτικά. Εννοείται, η μακρά άμεση και έμμεση αντιπαράθεση με τη σκέψη του Marx και των καλύτερων μαρξιστών διόλου δεν ήταν η μόνη πηγή και το μόνο έναυσμα των προβληματισμών μου.
Η παιδεία μου ήταν, ευτυχώς, εξ αρχής πολύ ευρύτερη. Όμως στον περιορισμένο διαθέσιμο χώρο μας προτίμησα να παρουσιάσω τα πράγματα απ'αυτήν την ιδιαίτερα προνομιακή και γόνιμη σκοπιά.

Έχει παρατηρηθεί πως όταν μεταφράζετε ένα βιβλίο σας από τα γερμανικά, στα οποία πρωτογράφτηκε, προσθέτετε συνήθως ένα επίμετρο αφιερωμένο στα ελληνικά πράγματα. Με άλλα λόγια, από ένα ζήτημα οικουμενικής εμβέλειας περνάτε στην εξέταση ενός θέματος τοπικού ενδιαφέροντος. Βρίσκετε πως σας χαρακτηρίζει μια εμμονή στα νεοελληνικά κοινωνικά προβλήματα;

Και αυτή σας η ερώτηση με επαναφέρει σε παλαιές αναζητήσεις που πρωτοδιαμορφώθηκαν μέσα σε μαρξιστικές συντεταγμένες, για να βγουν από το πλαίσιο τους στον βαθμό όπου μπορούσα να δω σφαιρικότερα τις ιστορικές εξελίξεις και καταστάσεις. Ως γνωστόν, τα κομμουνιστικά κινήματα σεμνύνονταν ότι χαράσσουν και ακολουθούν μιαν «επιστημονική» πολιτική, στηριζόμενη στην ακριβή και ιστορικά θεμελιωμένη ανάλυση των κοινωνικών δυνάμεων και των ταξικών συσχετισμών σε μία χώρα· ακόμα κι όταν συμμόρφωναν απλώς τη δράση τους με τις εντολές της Μόσχας, επέμεναν στο θεωρητικό αυτό περιτύλιγμα, αλλάζοντας το βέβαια κατά τις περιστάσεις. Όπως και να 'χει, η σύζευξη πολιτικής καθηκοντολογίας και κοινωνιολογικής-ιστορικής ανάλυσης ήταν, έστω και ως ιεροτελεστία, υποχρεωτική, και αυτό ωθούσε αυτόματα τη φιλέρευνη σκέψη στη γενετική ανίχνευση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της νεοελληνικής πραγματικότητας. Εδώ σκόνταφτε κανείς a limine σε ένα σοβαρό θεωρητικό πρόσκομμα, το οποίο όμως συνιστούσε και ένα πρόσθετο πνευματικό δέλεαρ. Εννοώ την αναντιστοιχία ανάμεσα στον εννοιολογικό εξοπλισμό και στο αντικείμενο της έρευνας. 

Η εννοιολογία της νεώτερης κοινωνιολογίας (μαζί και της μαρξιστικής) διαμορφώθηκε κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα ως θεωρητική αποκρυστάλλωση εξελίξεων που διαδραματίσθηκαν στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες· ήταν, λοιπόν, εννοιολογία με συγκεκριμένη ιστορική φόρτιση, και έξω από το δεδομένο ιστορικό της πλαίσιο δεν μπορούσε ούτε να κατανοηθεί αλλά ούτε και να χρησιμοποιηθεί με επιτυχία ως αναλυτικό εργαλείο. Συνάμα όμως δεν υπάρχει καμία άλλη εννοιολογία εκτός απ'αυτήν και –επειδή κάθε ανάλυση προϋποθέτει ρητά ή άρρητα μιαν εννοιολογία– γι'αυτό στη χρήση της αναγκάζονται να καταφύγουν ακόμα και κοινωνιολόγοι ή ιστορικοί ασχολούμενοι με κοινωνικούς σχηματισμούς λίγο-πολύ διαφορετικούς από τους δυτικοευρωπαϊκούς. 

Ακριβώς η άγνοια της ιστορικής φόρτισης της κοινωνιολογικής εννοιολογίας διευκόλυνε τη μεταφορά της στα καθ'ημάς, η οποία βέβαια συχνότατα εμπνεόταν από μιαν «εκσυγχρονιστική» πρόθεση: η εφαρμογή της εννοιολογίας του προτύπου στην περίπτωση τού (ατελούς ακόμη) αντιγράφου φαινόταν θεμιτή, γιατί η εξομοίωση του δεύτερου με το πρώτο θεωρούνταν όχι απλώς ευκταία, αλλά και ιστορικά αναγκαία. Αντίστροφα, η προσπέλαση των ειδοποιών στοιχείων της νεοελληνικής περίπτωσης προϋπέθετε όχι μόνον την αποκοπή από ευθύγραμμες παραστάσεις των ιστορικών εξελίξεων και μιαν αίσθηση της ιστορικής μοναδικότητας, αλλά και ουσιώδη γνώση των δυτικοευρωπαϊκών ιστορικοκοινωνικών δεδομένων· γιατί μονάχα η συγκριτική ανάλυση σε πολλαπλά επίπεδα επιτρέπει την εκλέπτυνση και την αναπροσαρμογή μιας ξενόφερτης εννοιολογίας. Η μελέτη της ευρωπαϊκής ιστορίας, στην οποία αφιέρωσα μεγάλο μέρος των σπουδών μου στη Γερμανία κοντά σε σημαντικότατους ιστορικούς, όπως ο Werner Conze και ο Reinhant Koselleck, μου έδωσε εννοιολογικά και τυπολογικά ερείσματα για την εξ αντιδιαστολής κατανόηση της νεοελληνικής. Έτσι βρήκα ορισμένες απαντήσεις σε παλαιά μου κεντρικά ερωτήματα για την κοινωνική και ιδεολογική φυσιογνωμία της χώρας μας. Και μολονότι δεν μου έμεινε ως τώρα –και πιθανότατα δεν θα μου μείνει ούτε και στο μέλλον– χρόνος για να τις εκθέσω στην έκταση και με την τεκμηρίωση που θα επιθυμούσα, ωστόσο άδραξα την ευκαιρία να τις συνοψίσω στην εισαγωγή που έγραψα για την ελληνική έκδοση του Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, όπου εν μέρει χρησιμοποιήθηκαν σημειώματα και προσχέδια από την εποχή ακόμα των φοιτητικών μου χρόνων στην Αθήνα. 

Το θέμα του βιβλίου προσφερόταν εδώ σε μακροσκοπικές αναδρομές και τυπολογικές γενικεύσεις, που έφθαναν όμως ως την αποτίμηση των σημαντικών αλλαγών της νεοελληνικής κοινωνίας κατά τις τελευταίες δεκαετίες, παρέχοντας έτσι τη βάση για ορισμένες σκέψεις πάνω στις προοπτικές της μέσα στην συγκαιρινή ευρωπαϊκή και πλανητική συγκυρία. Τώρα τον πρώτο λόγο τον είχε φυσικά η γεωπολιτική, στρατηγική και οικονομική ανάλυση, σύμφωνα άλλωστε με τη θεματική των έργων, η ελληνική έκδοση των οποίων μου παρείχε την αφορμή να διατυπώσω σε συνεκτική μορφή τις απόψεις μου για τα τρέχοντα ελληνικά ζητήματα.Στα δύο επίμετρα που γράφτηκαν για το Πλανητική Πολιτική μετά τον Ψυχρό Πόλεμο και του Θεωρία του Πολέμου προσπάθησα να τοποθετήσω τις διαγνώσεις μου μέσα σε ευρύτερα –πλανητικά, ευρωπαϊκά ή περιφερειακά– πλαίσια, να δείξω τις συναρτήσεις με τις βαθύτερες κινητήριες δυνάμεις του σημερινού κόσμου και να χαράξω έναν ψύχραιμο τρίτο δρόμο για τη σύλληψη μιας εθνικής στρατηγικής πέρα από τις δύο ιδεολογικές θέσεις που κυριαρχούν σήμερα λίγο-πολύ στην Ελλάδα, εκτρέφοντας εξ ίσου την παλαιόθεν προσφιλή ημίν τραπεζορητορεία και την εξωραϊσμένη με θεωρητικά πασαλείμματα λογοκοπία. Εννοώ αφ'ενός ελληνοκεντρικές εξάρσεις και διανοουμενίστικες παραδοσιολατρίες και βυζαντινολατρίες, οι οποίες βρίσκουν ευρύτερη απήχηση γιατί ένα έθνος που δέχεται συνεχείς εξευτελισμούς χρειάζεται και συνεχείς ψυχικές υπεραναπληρώσεις· και αφ'ετέρου, στην αντίπερα όχθη, την πεποίθηση των διαφόρων «ευρωπαϊστών», «εκσυγχρονιστών» και «ορθολογιστών» ότι η «πολιτισμένη Δύση», μετουσιώνοντας στην πράξη την πνευματική της κληρονομιά και διαδίδοντάς την στον κόσμο ολόκληρο με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και τα «ανθρώπινα δικαιώματα», θα πρωτοστατήσει σ'έναν ανθρωπινό και ειρηνικό 21ο αιώνα. Οι μεν προτείνουν την εξαγωγή ελληνικού πνεύματος, οι δε αγωνίζονται για την εισαγωγή ευρωπαϊκού ήθους. Αλλά ούτε οι μεν ούτε οι δε φαίνεται να έχουν –και κατά τούτο ο επαρχιωτισμός παραμένει γνησίως ελληνικός– σαφή αντίληψη για το ποια είναι η φυσιογνωμία του σημερινού πλανητικού κόσμου και ποιες μακροπρόθεσμες δυνάμεις την απεργάζονται.

Ως τώρα μίλησα για την ενασχόληση μου με τα ελληνικά πράγματα όπως μιλά κανείς για την ενασχόληση με μιά περίπτωση θεωρητικά ενδιαφέρουσα λόγω της ιδιοτυπίας της. Και στ'αλήθεια, καθώς το μυαλό μου δεν ησυχάζει αν δεν απαντήσει στα ίδια του τα ερωτήματα, όσος καιρός κι αν πέρασε αφ'ότου τα πρωτοέθεσε κι όσες πνευματικές περιπλανήσεις κι αν μεσολάβησαν έκτοτε, το καθαρά θεωρητικό ενδιαφέρον ήταν και είναι ουσιώδες κίνητρο της «εμμονής» μου αυτής, καθώς ορθά την ονομάζετε. Ωστόσο δεν διανοούμαι καν να αμφισβητήσω προς τα έξω ή να αποκρύψω από τον εαυτό μου ότι με την Ελλάδα με συνδέουν οι υπαρξιακοί εκείνοι δεσμοί που γίνονται πρόδηλοι ακόμα και στον πιο ξεσκολισμένο κοσμοπολίτη όταν διαθέτει επαρκή αυτογνωσία και στοχαστεί σοβαρά πάνω στους παράγοντες που τον διαμόρφωσαν. Ο κοσμοπολιτισμός δεν μου είναι καθόλου ξένος, και είχα την ευκαιρία να τον ασκήσω πρακτικά πολύ περισσότερο από πλείστους όσους παρ'ημίν, οι οποίοι τον κηρύσσουν θεωρητικά κατακεραυνώνοντας τον «εθνικισμό» κάθε είδους. Όμως ο αντικειμενικά υφιστάμενος δεσμός μου με την Ελλάδα παρέμεινε πάντοτε υποκειμενικά ενεργός υπό τη μορφή ενός υπαρξιακού και όχι μόνον θεωρητικού ενδιαφέροντος. Καθώς έφυγα σε σχετικά ώριμη ηλικία από την Ελλάδα, έχοντας πίσω μου αρκετά χρόνια συνειδητής ζωής και καίριες εμπειρίες, δεν χρειάστηκε ποτέ να με παρηγορήσουν «εις την ξένην» άτοποι εξωραϊσμοί ή να με λιγώσουν κούφιες νοσταλγίες – και μάλιστα για πράγματα που στη δεκαετία του 1950 και του 1960 τα ζούσε κανείς πιο ατόφια και ανόθευτα. Έτσι, το υπαρξιακό μου ενδιαφέρον γι'αυτόν τον τόπο δεν συνάπτεται με θετικές προκαταλήψεις· αποτελεί όμως διαρκή λόγο μιας επικέντρωσης της προσοχής με θετική και εποικοδομητική πρόθεση, ικανή να κρυσταλλωθεί σε συγκεκριμένες προτάσεις και πράξεις.

Διαβάζοντας τις εργασίες σας, διαπιστώνει κανείς ότι το ενδιαφέρον σας επικεντρώνεται στον ευρωπαϊκό μοντερνισμό, ότι πολιορκείτε συστηματικά την ευρωπαϊκή κουλτούρα των Νεωτέρων Χρόνων. Τί είναι για σας ο ευρωπαϊκός πολιτισμός και προς τα πού νομίζετε ότι βαδίζει;

Η περίφημη ρήση του Hegel, ότι η κουκουβάγια, το πουλί της γνώσης και της σοφίας, πετά το σούρουπο, έρχεται αναγκαία στον νου όποιου ζητά σήμερα να εποπτεύσει τους ευρωπαϊκούς Νέους Χρόνους. Η συνολική εποπτεία καθίσταται τώρα δυνατή ακριβώς επειδή οι ευρωπαϊκοί Νέοι Χρόνοι εισήλθαν στο ιστορικό τους λυκόφως και κλείνουν τον κύκλο τους απορροφώμενοι από την πλανητική εποχή, την οποία εγκαινίασαν οι ίδιοι με τις μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις του 15ου και του 16ου αιώνα. Καθώς έχουμε μπροστά στα μάτια μας ένα τετελεσμένο φαινόμενο και έναν απαρτισμένο κύκλο, βρισκόμαστε σε προνομιακή θέση προκειμένου να αποτιμήσουμε τα ειδοποιά γνωρίσματα αυτής της εποχής και αυτού του πολιτισμού, του οποίου η αντικειμενικά εξέχουσα σημασία έγκειται –πέρα από κάθε αξιολογία– στο ότι αποδέσμευσε τις δυνάμεις που ενοποίησαν τον πλανήτη σε βαθμό ασύλληπτο πρωτύτερα. Η πλανητική ιστορία καταπίνει τη γενεσιουργό της, την ευρωπαϊκή ιστορία. Είναι κι αυτό ένα από τα περιφανή παραδείγματα της ετερογονίας των σκοπών, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω.

Σε τέσσερις εκτεταμένες εργασίες μου (Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Συντηρητισμός, Κριτική της Μεταφυσικής, Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού) επεχείρησα να εντοπίσω τους κοσμοθεωρητικούς άξονες που προσδίδουν στους ευρωπαϊκούς Νέους Χρόνους την ειδοποιό τους ενότητα, και το επεχείρησα έτσι, ώστε να γίνονται κατανοητές και οι σημερινές πλανητικές εξελίξεις. Και στις τέσσερις αυτές εργασίες αναπλάθεται ολόκληρη η εποχή, σε εκάστοτε διαφορετική προοπτική, ενώ η ιστορία των ιδεών, αλλά και η κοινωνική ιστορία, δομείται ως ιστορία προβλημάτων, πράγμα που επιτρέπει στην ανάλυση να κινείται ταυτόχρονα σε πολλαπλά επίπεδα αποκαθιστώντας την ενότητα τους. Βλέποντας ότι στα τέλη του 20ού αιώνα η ανθρώπινη κυριαρχία πάνω στη Φύση δεν σταματά ούτε μπροστά στη χειραγώγηση της βιολογικής ύλης των έμβιων όντων, είναι εύλογη η εντύπωση ότι οι ευρωπαϊκοί Νέοι Χρόνοι πρώτα απ'όλα σημαίνουν μιά ριζική ανατοποθέτηση του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό του περιβάλλον, μιά εξιστορίκευση του περιβάλλοντος αυτού υπό την έννοια της προϊούσας συνύφανσης του με την ιστορική δραστηριότητα του ανθρώπου. Όμως η γενική αυτή απόφανση δεν βγαίνει από τα όρια της αοριστίας ή και της κοινοτοπίας, όσο δεν εξιχνιάζονται οι ιδιαίτερες μορφές τής παραπάνω ανατοποθέτησης σε ποικίλα πεδία και όσο δεν κατανοείται η μορφολογική παραλληλότητα κι η εσωτερική συνάφεια των πεδίων αυτών. 

Η ανάλυση, όντας υποχρεωμένη να εργασθεί με αφαιρέσεις και ταξινομήσεις, εγκαθιδρύει συνήθως ιεραρχίες μεταξύ των πεδίων αυτών, στην πραγματικότητα όμως η ιστορική κίνηση έγινε ταυτόχρονα σε όλα τους και τα προωθητικά ερεθίσματα προήλθαν άλλοτε από το ένα και άλλοτε από το άλλο. Το πρωτείο της vita activa έναντι της vita speculativa, του πρακτικού έναντι του θεωρητικού βίου –το οποίο, μέσω της νέας πρωτοκαθεδρίας της πάλαι ποτέ βάναυσης εργασίας έναντι της πάλαι ποτέ ευγενούς σχόλης, συγκεκριμενοποίησε την ανατοποθέτηση απέναντι στη Φύση– εξακτινώθηκε τόσο στην κοσμολογία όσο και στην πολιτική, για να ανατρέψει εκ βάθρων τις αρχαίες και χριστιανικές αντιλήψεις· και η ανατροπή έγινε συνειδητά, με ρητή πολεμική πρόθεση. Στην κοσμολογία, λοιπόν, το παραπάνω πρωτείο σήμαινε την υπεροχή της κίνησης έναντι της στάσης, άρα την αντικατάσταση τού κλειστού ιεραρχημένου κόσμου με το ανοιχτό και επίπεδο σύμπαν· και στην πολιτική σήμαινε ότι οι άνθρωποι δεν είναι μοιραία δεμένοι σε μιά θεόδοτη ή φυσική ιεραρχική τάξη, αλλά μπορούν να κατασκευάσουν μιά κοινότητα εξ ίσου ανοιχτή και επίπεδη όσο το νέο σύμπαν. Το εργαλείο της κατασκευής αυτής ήταν αρχικά το σύγχρονο κυρίαρχο κράτος με τη γενική και ίση νομοθεσία του, αργότερα ήταν το μέγα σχέδιο της Ουτοπίας. Όμως κράτος, Ουτοπία, πρωτείο του ενεργού βίου και τεχνική αντίληψη των πραγμάτων συνδέονται στενά. Και στην πολιτική, όπως και στην κοινωνική εργασία, η τέχνη υπερέχει τώρα της φύσεως, ανατρέποντας και στο σημείο αυτό τις αρχαίες και χριστιανικές κατατάξεις.

Ωστόσο η εξέλιξη διόλου δεν στάθηκε τόσο ενιαία και ευθύγραμμη όσο θα μπορούσε να συνεπάγεται αυτό το σχήμα. Γιατί οι Νέοι Χρόνοι είχαν εξ αρχής και άλλες πλευρές, βαθύτατα αντιφατικές μάλιστα. Ενάντια στην αρχαία-χριστιανική αντίληψη για την οντολογική κατωτερότητα του αισθητού κόσμου απέναντι στη σφαίρα του υπερβατικού πνεύματος, ανατίμησαν οντολογικά την υλική Φύση προσδίδοντας της τα γνωρίσματα που στην αντίπαλη αντίληψη κατείχε το πνεύμα: λογική και έλλογα κατανοητή δόμηση, δηλαδή νομοτέλεια. Απέναντι στη νομοτελή Φύση ο Άνθρωπος μπορούσε να συμπεριφερθεί ως Θεός (και με αυτή την έννοια η ανθρωπολογία εκτοπίζει την θεολογία από την κορυφή των θεωρητικών ενδιαφερόντων), δηλαδή μπορούσε, χάρη στη γνώση των νόμων της, να την χειρισθεί ως τεχνικός, τεχνικός εμπνεόμενος από το πρωτείο του ενεργού βίου. Όμως από την άλλη πλευρά ο ίδιος αυτός Άνθρωπος, ως φυσικό ον, υπαγόταν στη φυσική νομοτέλεια και δεν μπορούσε να εξαιρεθεί απ'αυτήν χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο ολόκληρη η οντολογική ανατίμηση της Φύσης, την οποία οι Νέοι Χρόνοι χρειάζονταν επειγόντως, τόσο κοσμοθεωρητικά όσο και πρακτικά-τεχνικά. Από έναν Άνθρωπο υπαγόμενο ολότελα στη φυσική νομοτέλεια δεν μπορεί όμως να αναμένεται ελεύθερη βούληση και ηθική πράξη stricto sensu. Οι Νέοι Χρόνοι αναπτύσσουν ποικίλα επιχειρηματολογικά στρατηγήματα για να ξεπεράσουν την αντίφαση μεταξύ αιτιώδους και κανονιστικής θεώρησης, που τους ταλανίσει από τον 16ο ακόμα αιώνα και παροξύνεται ακριβώς την εποχή του Διαφωτισμού με αποτέλεσμα την εμφάνιση ακραίων μηδενιστικών τάσεων. Η κρίση των αξιών επιτείνεται ακριβώς στον βαθμό όπου, με βάση τις παραπάνω κοσμοθεωρητικές μετατοπίσεις, διευρύνεται η κυριαρχία πάνω στη Φύση.

Με την μετάβαση από τον φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα στη μαζική δημοκρατία του 20ού οι δυτικές κοινωνίες υπεκφεύγουν ως εξής από τούτη τη διελκυστίνδα. Η μαζική δημοκρατία στηρίζεται στη μαζική παραγωγή και στη μαζική κατανάλωση, ήτοι η κυριαρχία πάνω στη Φύση έφτασε πλέον σε σημείο, ώστε να διασφαλίζεται μιά πρωτόγνωρη στην ανθρώπινη ιστορία υπέρβαση της σπανής των αγαθών. Αυτή η υπέρβαση αμβλύνει το πρόβλημα της κατανομής με την παλαιά στοιχειακή του έννοια και αντίστοιχα επιτρέπει μια σημαντικότατη χαλάρωση στον τομέα των αξιών, όπου μάλιστα ο πλουραλισμός συνιστά στάση που επιβοηθεί άμεσα την καταναλωτική όρεξη των μαζών και αντιστοιχεί στο ιδεατό επίπεδο με την ποικιλομορφία της προσφοράς στο υλικό επίπεδο· η κατανάλωση γίνεται αξία και οι αξίες γίνονται καταναλωτικά αγαθά. Ωστόσο η τέτοια κατάληξη των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων διόλου δεν σημαίνει την εύρεση μιας τελειωτικής ισορροπίας. Καθώς η μαζική δημοκρατία γίνεται πλανητικός κοινωνικός σχηματισμός, ξεριζώνοντας και στον εξωδυτικό χώρο τις παραδοσιακές ιεραρχίες και μετατρέποντας δισεκατομμύρια ανθρώπων σε ανυπόμονους καταναλωτές, το πρόβλημα της κατανομής διευρύνεται και οξύνεται, και μάλιστα υπό συνθήκες σοβαρής δημογραφικής και οικολογικής επιβάρυνσης. Η πλανητική επέκταση της μαζικής δημοκρατίας σημαίνει βέβαια περαιτέρω επέκταση του πανθέου ή μάλλον του πανδαιμόνιου των αξιών, συνάμα όμως οι αγώνες κατανομής επιβάλλουν την προσφυγή σε συμβολικά όπλα, ήτοι τον περιορισμό του αξιολογικού πλουραλισμού. Τον παγκόσμιο πλουραλισμό τον εγγυάται μόνον η παγκόσμια ευδαιμονία (ο πλουραλισμός είναι η ιδεολογία της χορτάτης ευδαιμονίας: ο πεινασμένος δεν σέβεται τις αξίες του χορτασμένου), όμως αυτή είναι στο έπακρο απίθανη. Ο 21ος αιώνας θα είναι αιώνας συγκρούσεων μεταξύ πλανητικών Τιτάνων και Γιγάντων.

Έτσι, είτε οι ευρωπαϊκές αξίες απορροφηθούν από τον παγκόσμιο πλουραλισμό είτε μιά νέα σπάνη των αγαθών αναιρέσει τον πλουραλισμό, οι ευρωπαϊκοί Νέοι Χρόνοι ανήκουν στο παρελθόν. Άλλο ήταν η φιλελεύθερη και ευρωπαϊκή και άλλο είναι η μαζικοδημοκρατική και πλανητική εποχή. Μερικοί πιστεύουν ότι η πλανητική διάδοση της δυτικής τεχνικής θα επιφέρει την επιβολή δυτικών αξιών και στάσεων ζωής. Όμως η σύγχρονη τεχνική είναι κοσμοθεωρητικά άχρωμη και, όταν θα έχει γίνει αυτονόητος κοινός παρονομαστής όπως κάποτε ήταν το αλέτρι, θα τη δούμε –τη βλέπουμε κιόλας– να συνδυάζεται με τις πιο διαφορετικές κοσμοθεωρητικές και αξιολογικές τοποθετήσεις. Άλλοι πάλι πιστεύουν ότι το αρχικό ανθρωπιστικό σχέδιο των ευρωπαϊκών Νέων Χρόνων είναι ακόμη ανολοκλήρωτο και μπορεί να ολοκληρωθεί σήμερα σε πλανητική κλίμακα αποκαθαρμένο από τα λάθη ή τις υπεροψίες του (αποικιακού) παρελθόντος. Αυτοί μου θυμίζουν τους μορφωμένους ειδωλολάτρες του 3ου και του 4ου αι. μ.Χ., οι οποίοι πίστευαν ότι, απαλλάσσοντας τον παγανισμό από τις παιδικές του ασθένειες και αφέλειες, θα τον καθιστούσαν βιώσιμη ιδεολογική βάση ενός κόσμου ριζικά διαφορετικού.

Η αφετηρία σας ήταν οι φιλολογικές σπουδές σας στην Ελλάδα. Αργότερα γράψατε ένα κείμενο με τίτλο (και θέμα) Ο Μαρξ και η αρχαία Ελλάδα. Ποιά είναι η σχέση σας με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό; Ή, για να το θέσω αλλιώς, πώς βλέπετε σήμερα την αρχαία Ελλάδα και τον πολιτισμό της;

Θεωρώ την εντρύφηση μου στα κλασσικά γράμματα ως ένα από τα μεγάλα ευτυχήματα και τα αναντικατάστατα ερείσματα της πνευματικής μου συγκρότησης. Η εντρύφηση αυτή άρχισε στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, παίρνοντας σχεδόν την μορφή μανίας, και διαρκεί, με διάφορες εντάσεις και διακοπές πλέον, έως σήμερα. Χαριτολογώντας εξομολογούμαι σε φίλους μου ότι, καθώς μ'ευχαριστεί τόσο το διάβασμα, δεν θα έπρεπε ποτέ να κάνω επάγγελμα μου το γράψιμο, και αναθυμάμαι με φθόνο τον λόρδο Χένρυ, στο Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ, ο οποίος έλεγε ότι το διάβασμα του άρεσε τόσο, ώστε δεν του έκανε όρεξη να γράψει ο ίδιος βιβλία. Τώρα, όποτε φαντάζομαι ότι θα ξέμπλεκα με όλα τα βάσανα του γραψίματος και θα αφιέρωνα τον χρόνο μου στην απόλαυση του διαβάσματος, το πρώτο που μου έρχεται στο νου είναι η κλασσική γραμματεία, ελληνική και λατινική, σ'όλη της την έκταση. Αν ο αναγνώστης τη γνωρίζει ο ίδιος, τότε περιττεύει να του εξηγήσω το γιατί· αν πάλι δεν τη γνωρίζει, τότε είναι άσκοπο. Ωστόσο επιθυμώ ν'απαντήσω, έστω και μέσες-άκρες, στην ερώτηση σας εξαίροντας μερικά σημεία ιδιαίτερης προσωπικής σημασίας.

Πρώτα-πρώτα, η εξοικείωση με την αρχαιοελληνική και τη λατινική γλώσσα, ως συντακτικά και γραμματικά μορφώματα και ως αντίστοιχα ρυθμισμένες εκφραστικές δυνατότητες, σήμανε για μένα τη μεγάλη και πειθαρχημένη μύηση στο φαινόμενο «γλώσσα» εν γένει, και μάλιστα μέσα από μιαν άκρως προνομιακή πρόσβαση. Γλώσσες, όπου τα περιγράμματα των λέξεων και των φράσεων δεν τα θολώνουν τα –γόνιμα ή άγονα, αδιάφορο– νεφελώματα του νεώτερου υποκειμενισμού, μοιάζουν με κυκλώπεια τείχη χτισμένα με ξερολιθιά, με οφθαλμοφανείς τις αρμοδεσιές και χειροπιαστά τα ερείσματα, με αδρές τις αντιστοιχίες ανάμεσα στο σημαίνον και στο σημαινόμενο, στο πελέκημα του λόγου και στη λάξευση του στοχασμού. Η σαφήνεια και η απλότητα δεν είναι εδώ αιτήματα προβαλλόμενα εκ των έξω, αλλά απόρροια και κριτήριο εσωτερικού βάθους. Έχω αγαπήσει πολλούς νεώτερους συγγραφείς που υφολογικά στέκονται στους αντίποδες αυτού του ιδεώδους. Όταν όμως πρέπει να γράψω ο ίδιος, δεν μπορώ παρά να ακολουθήσω τις δικές μου υφολογικές κλίσεις, να βρω τους κατάλληλους αγωγούς για να διοχετεύσω τη δική μου σκέψη. Και ακριβώς η δόμηση της σκέψης μου με φέρνει κοντά στο διαυγές και κατά το δυνατόν απέριττο ύφος, πολύ περισσότερο γιατί πιστεύω, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για θεωρητικά κείμενα, ότι η πνευματική εντιμότητα απαγορεύει την επικάλυψη ατελειών της σκέψης με φιοριτούρες και λεκτικές ακροβασίες. Ειδικότερα, η γλώσσα, όπου πρωτογράφω τα βιβλία μου, προσφέρει εξαιρετικά πλεονεκτήματα στον γνώστη των κλασσικών γλωσσών: η γερμανική διατηρεί πολύ περισσότερο απ'ό,τι άλλες γλώσσες τις συντακτικές δομές και τους λεκτικούς τρόπους της αρχαιοελληνικής και της λατινικής. Ιδιαίτερα οι απεριόριστες σχεδόν δυνατότητες διαπλοκής κυρίων και δευτερευουσών προτάσεων εντός μακρών περιόδων επιτρέπουν την ακριβή άρθρωση πολυεπίπεδων διανοημάτων, όπου στη συντακτική πλοκή αποτυπώνεται ανάγλυφα η πλοκή και η υφή των σχέσεων μεταξύ των διαφόρων διαστάσεων του νοήματος. Σε καμιά άλλη απ'όσες γλώσσες γνωρίζω δεν θα μπορούσε να αποδοθεί τόσο καλά το θουκυδίδειο ύφος λ.χ. Σε Γερμανούς αναγνώστες μου, οι οποίοι με ρωτούν πώς μπορώ να γράφω αβίαστα σε μιά ξένη γλώσσα, και μάλιστα με αξιώσεις προσωπικού ύφους, απαντώ ότι τούτο οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην τριβή μου με τις κλασσικές γλώσσες. Όσοι τις κατέχουν καταλαβαίνουν εύκολα τι εννοώ.

Τι είναι το κλασσικό

Πέρα από τη γλώσσα, αλλά όχι άσχετα προς αυτήν, κλασσική είναι μιά σκέψη ή μιά εποχή της ιστορίας του πνεύματος όταν διατυπώνει με αναντικατάστατη εννοιολογία προβλήματα διηνεκώς επανερχόμενα, δηλαδή προβλήματα, στα οποία προσκρούει με εσωτερική αναγκαιότητα κάθε βαθύτερος στοχασμός – κοντολογής, έσχατα προβλήματα. Πώς είναι όμως δυνατό να έχει διαχρονική κλασσική αξία ό,τι νοήθηκε και εκφράσθηκε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο; Όπως στην ανθρώπινη κατάσταση γενικότερα υπάρχουν ορισμένα μεγέθη συνεχώς ανακυκλούμενα, παρά την εκάστοτε διαφορετική κοινωνικοϊστορική τους επένδυση, έτσι και η ανθρώπινη σκέψη κινείται γύρω από ορισμένα θεμελιώδη μεγέθη, οι βασικοί συνδυασμοί των οποίων είναι αριθμητικά περιορισμένοι, άρα περιορισμένες είναι και οι έσχατες επιλογές. Στην αρχαία Ελλάδα έγινε κάτι πράγματι εκπληκτικό: σε σχετικό σύντομο χρονικό διάστημα, και μέσα από τις εσωτερικές αναγκαιότητες της κίνησης του στοχασμού, ανακαλύφθηκαν και συνοψίσθηκαν οι έσχατες αυτές επιλογές. Όποιος π.χ. μελετήσει προσεκτικά και σ'όλες της τις πτυχές την αντιπαράθεση σοφιστικής και Πλάτωνος θα διαπιστώσει ότι εδώ συνοψίστηκε, κατά τρόπο κυριολεκτικά ανυπέρβλητο, ό,τι κατά βάθος ταλανίζει έκτοτε, γεννώντας παράλληλα ποικίλες ενδιάμεσες λύσεις, τη δυτική σκέψη και όχι μόνον αυτή: το δίλημμα «μεταφυσική ή μηδενισμός», όπου η ηθική διάσταση του προβληματισμού συνάπτεται συνειδητά με τη γνωσιοθεωρητική ή κοσμολογική. Αυτό ούτε άλλαξε, ούτε και θα μπορούσε ν'αλλάξει, γιατί εδώ τον λόγο τον έχουν τα σταθερά μεγέθη, για τα οποία μιλήσαμε. Αλλά μήπως ο Θουκυδίδης δεν κατέστησε ορατές, κατά τρόπο εννοιολογικά επαρκή, ορισμένες σταθερές της πολιτικής συμπεριφοράς και των διεθνών σχέσεων, ούτως ώστε ν'αποτελεί σήμερα (εκτός Ελλάδος, εννοείται) υποχρεωτικό ανάγνωσμα όσων ασχολούνται ουσιαστικά με τέτοια ζητήματα. Εδώ πρέπει ίσως να προλάβω μιά παρεξήγηση. Το κλασσικό δεν εξαντλείται στο αρχαιοελληνικό, όπως ήθελαν να πιστεύουν οι αρχαιολάτρες της παλαιάς ουμανιστικής σχολής. Η νεώτερη φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ιστοριογραφία και λογοτεχνία έχουν κι αυτές τους κλασσικούς τους, με την έννοια που δώσαμε παραπάνω στον όρο. Η αναστροφή με τους αρχαίους κλασσικούς όχι μόνον δεν μπορεί να συνιστά κανενός είδους πρόσκομμα στην προσοικείωση των νεώτερων, αλλά έχει το αντίθετο αποτέλεσμα: εθίζει το πνεύμα στην απαρέσκεια έναντι των εκάστοτε συρμών και διδάσκει πώς να συγκροτεί κανείς την παιδεία του πάνω σε εδραία και μόνιμα θεμέλια. Πολλοί, έχοντας αφοσιωθεί περίπου υπαρξιακά σε μια πνευματική μόδα, χάνουν τον προσανατολισμό τους μόλις αυτή περάσει και τρέχοντας ξοπίσω της σ'όλη τους τη ζωή στενεύουν αδιάκοπα τον ορίζοντά τους. 

Συνιστώ ένθερμα στους νεώτερους, που ενδιαφέρονται να συστηματοποιήσουν στα σοβαρά τα πνευματικά τους ενδιαφέροντα, να το κάμουν με αφετηρία τους αρχαίους και νεώτερους κλασσικούς, επιστρέφοντας αδιάκοπα σ'αυτούς. Έτσι και χρόνο θα εξοικονομήσουν, μπαίνοντας απ'ευθείας στην καρδιά των προβλημάτων, και θα αποφύγουν τον πνευματικό εκείνο εξευτελισμό που υφίσταται όποιος, αγνοώντας ευρύτερες συνάφειες και μακρές προϊστορίες, ατενίζει χάσκοντας τον εκάστοτε διερχόμενο διάττοντα αστέρα.

Στον βαθμό όπου κατανοούσα καλύτερα τους μηχανισμούς της ιδεολογικής και ουτοπικής σκέψης, την κλασική αρχαιότητα την έφερνε κοντύτερα μου ένα ακόμα γνώρισμα της: η απουσία εσχατολογίας και ευθύγραμμων αντιλήψεων για το ιστορικό γίγνεσθαι, οι οποίες ως γνωστόν έχουν ιουδαιοχριστιανική προέλευση και εκκοσμικεύτηκαν τόσο από τον σοσιαλιστικό μαρξισμό όσο και από τον καπιταλιστικό φιλελευθερισμό. Για να αποφευχθεί η υστερία μπροστά στον πλήρη και αμετάκλητο θάνατο, νομιμοποιήθηκε κοσμοθεωρητικά η υστερία της εσχατολογίας. Όποιος μαθαίνει να ζει χωρίς ρητές ή άρρητες εσχατολογίες και χωρίς ηθικισμούς ως υποκατάστατα τους, πρέπει και να μάθει να πεθαίνει, πλήρως και αμετάκλητα, με γαλήνη και φαιδρότητα ψυχής. Αν κάπου μπορεί να πάρει κανείς αυτό το ύψιστο μάθημα, είναι από την κλασσική αρχαιότητα, η οποία αγνόησε την ευθεία γραμμή με την αίσια απόληξη για να προσηλωθεί στην θέαση και βίωση του αΐδιου κύκλου.

Από τις εργασίες σας που γνωρίζω, θα σας χαρακτήριζα έναν ιστορικό τον ιδεών και έναν μελετητή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το ερώτημα μου είναι αν πίσω από τον ιστορικό κρύβεται ένας φιλόσοφος και, στην περίπτωση που η απάντηση είναι καταφατική, ποιός είναι ο πυρήνας της φιλοσοφίας σας;

Ας μου επιτραπεί κατ'αρχήν να προσθέσω στον «ιστορικό των ιδεών» και τον κοινωνικό ιστορικό. Όχι διότι φοβούμαι μήπως χάσω κάποιον τίτλο, αλλά διότι η ιστορία των ιδεών μού φαίνεται ξεκρέμαστη –και επί πλέον συχνά ακατανόητη ως προς το περιεχόμενο και τις τροπές της– χωρίς μιαν ιστορικά και κοινωνιολογικά εναργή σύλληψη των συγκεκριμένων υποκειμενικών της φορέων μέσα στις συγκεκριμένες αντικειμενικές τους καταστάσεις· το τι εννοώ μ'αυτό το έδειξα σε εργασίες όπως ο Συντηρητισμός και η Παρακμή του Αστικού Πολιτισμού. Αλλά, όπως ανέφερα απαντώντας σε προηγούμενη ερώτησή σας, ούτε η ιστορικά και κοινωνιολογικά θεμελιωμένη ιστορία των ιδεών είναι πλήρης, αν δεν υπεισέρχεται στην ιστορία των θεωρητικών προβλημάτων, αν δηλαδή δεν ανιχνεύει, εκ των ένδον πλέον, τη διαμόρφωση των ιδεών υπό την πίεση της εκάστοτε εσωτερικής λογικής τους. Ετερογονία των σκοπών υπάρχει όχι μόνον μέσα στην ιστορία εν γένει, αλλά και μέσα στην ιστορία των ιδεών. Σπανίως ένας στοχαστής, όταν διατυπώνει ένα διανόημα, είναι σε θέση να συλλάβει όλες του τις λογικές συνέπειες, οι οποίες Φανερώνονται βαθμηδόν, καθώς το διανόημα χρησιμοποιείται από άλλα υποκείμενα μέσα σε άλλες καταστάσεις. 

Η εξέταση της εσωτερικής λογικής των ιδεών, της συνοχής και των έσχατων προϋποθέσεων τους, μας φέρνει στον χώρο της θεωρίας και των θεωρητικών γενικεύσεων. Ώστε, για όποιον είναι σε θέση να επισκοπεί τα πράγματα σε πολλά επίπεδα ταυτόχρονα, δεν υπάρχει ούτε χάσμα ούτε αντίφαση ανάμεσα σε ιστορία των ιδεών και σε θεωρία. Τώρα, αν και γιατί η θεωρία πρέπει να ονομασθεί «φιλοσοφία» ή όχι, δεν το γνωρίζω και δεν με ενδιαφέρει να το μάθω. Οι ονομασίες μού είναι αδιάφορες εξ αιτίας της ασάφειας και της πολυσημίας τους, οι οποίες οφείλονται στο ότι πολλές πλευρές διεκδικούν ταυτόχρονα για τον εαυτό τους το μονοπώλιο της «γνήσιας» φιλοσοφίας κ.τ.λ. Μέλημα μου δεν είναι η συμμετοχή σε τέτοιες διαμάχες, οι οποίες παραμένουν άκαρπες εδώ και είκοσι πέντε αιώνες, αλλά η εντρύφηση σε ποικίλους επί μέρους τομείς με στόχο τη διατύπωση κοινωνιο-οντολογικών, κοινωνιολογικών και ιστορικών γενικεύσεων επιδεχόμενων εμπειρική επαλήθευση ή διάψευση. Ας θυμίσω ότι η φιλοσοφία των Νέων Χρόνων δεν δημιούργησε μόνη της την προβληματική της, αλλά την πήρε έξωθεν, παρακολουθώντας άμεσα ή έμμεσα, επαρκέστερα ή ανεπαρκέστερα, τις ραγδαίες εξελίξεις των επιστημών, αρχικά κυρίως των φυσικομαθηματικών και κατόπιν των κοινωνικών-ανθρωπολογικών. Η γνωσιοθεωρητικά προσανατολισμένη φιλοσοφία του υποκειμένου στον 17ο και 18ο αιώνα συγκροτήθηκε ως προσπάθεια ν'απαντηθούν τα ερωτήματα που έθετε η τοτινή μαθηματική φυσική (διάκριση πρωτευουσών και δευτερευουσών ιδιοτήτων, αιτιότητα, ουσία). Οι κοινωνικές και ανθρωπολογικές επιστήμες, που άρχισαν να θεμελιώνονται στον 18ο αιώνα και ανδρώθηκαν στον 19ο, εξανάγκασαν τη φιλοσοφία να στραφεί όλο και περισσότερο στην προβληματική των διυποκειμενικών σχέσεων, ενώ συνάμα έτρωσαν θανάσιμα τον παμπάλαιο ζωτικό μύθο της: τον μύθο της αυτονομίας του πνεύματος. Δεν βλέπω πώς μπορεί να προχωρήσει κάποιος σήμερα σε αξιόλογες γενικεύσεις χωρίς ευρεία εμπειρική παιδεία, χωρίς μακρά τριβή με τις κοινωνικές επιστήμες. Η αποκοπή των εξ επαγγέλματος φιλοσόφων από την τέτοια παιδεία και τριβή τούς καθιστά συχνότατα, ως γνωστόν, γραφικά φαινόμενα.

Τώρα, υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα γενίκευσης, και αν, ονομάζοντας με «φιλόσοφο», εννοείτε ότι ορισμένες μου αναλύσεις κινούνται στο ευρύτερο δυνατό γενικευτικό επίπεδο, τότε οφείλω να αποδεχθώ την ονομασία – μόνον κατά σύμβαση, βέβαια. Το ευρύτερο τούτο επίπεδο, όταν γίνεται λόγος για τα ανθρώπινα πράγματα, είναι το επίπεδο της κοινωνικής οντολογίας, το οποίο συναπαρτίζεται, όπως το βλέπω εγώ, πρώτον, από μιά θεωρία για το φάσμα και τον μηχανισμό των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων, δεύτερον, από μιά θεωρία για τις ιδιαίτερες εκείνες (πολιτικές) σχέσεις που συγκροτούν και συγκρατούν την κοινωνία ως υπερπροσωπική ολότητα και, τέλος, από μιαν ανθρωπολογία και μιά φιλοσοφία του πολιτισμού ως χαρακτηριστικής φύσεως του ανθρώπου. Προφανώς, το αντικείμενο της κοινωνικής οντολογίας δεν το αποτελούν πάγιες οντότητες, οι οποίες υπάρχουν κατά κάποιο τρόπο πίσω από τα ιστορικά ή κοινωνικά φαινόμενα καθοδηγώντας τα και υποτάσσοντάς τα σε οιασδήποτε μορφής νομοτέλεια· απεναντίας, το αποτελούν οι παράγοντες ή οι δυνάμεις εκείνες που κρατούν σε συνεχή κίνηση τη ζωή των κοινωνικά ζώντων ανθρώπων και ακριβώς γι'αυτό κάνουν σχετική και παροδική μόνον την επικράτηση κάθε επί μέρους «νομοτέλειας» και κάθε επί μέρους αιτιότητας. 

Με άλλα λόγια, η κοινωνική οντολογία δεν παρέχει ένα ύψιστο πραγματολογικό ή κανονιστικό κριτήριο προς παρατήρηση της ανθρώπινης κοινωνίας και ιστορίας, αλλά παρέχει την θεμελιώδη εκείνη ανάλυση από την οποία προκύπτει γιατί είναι αδύνατη η εύρεση ενός τέτοιου κριτηρίου. Διαγράφει πεδία και πλαίσια μέσα στα οποία κινούνται όσα στοιχεία συναπαρτίζουν το αντικείμενό της, όμως δεν μπορεί να καθορίσει εκ των προτέρων σε ποια κατεύθυνση και με ποιον τρόπο θα κινηθούν. Ακριβώς αυτό της προσδίδει περισσότερη γενικότητα από τις κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες αναζητούν τυπολογίες και αιτιότητες. Ας το εξηγήσω αυτό με ένα παράδειγμα, έστω και κάπως χοντροκομμένο. Η κοινωνική οντολογία διαπιστώνει ότι ο άνθρωπος μπορεί, ως φίλος, να θυσιαστεί για άλλους ανθρώπους, ή, ως εχθρός, να τους σκοτώσει, και δουλειά της είναι να κάνει κατανοητή μιά τέτοια πλαστικότητα που επιτρέπει την κίνηση ανάμεσα σε ριζικά αντίθετους πόλους. Δουλειά τής κοινωνιολογίας είναι να βρει υπό ποιες συνθήκες και ποιες τυπικές μορφές συμβαίνει μάλλον το ένα ή μάλλον το άλλο, πότε π.χ. πρέπει μάλλον να αναμένεται ειρήνη μεταξύ των ανθρώπων και πότε μάλλον πόλεμος, ενώ δουλειά της ιστορίας είναι να αναζητήσει τις αιτίες στις οποίες οφείλεται η α ή β συγκεκριμένη ειρήνη και ο α ή β συγκεκριμένος πόλεμος.

Δεν μπορώ να υπεισέλθω εδώ στα περίπλοκα επιστημολογικά προβλήματα της θεμελίωσης των διαφόρων αυτών γνωστικών κλάδων· το κάνω στον πρώτο τόμο τού έργου που γράφω τώρα. Ελπίζω ωστόσο να έγινε περίπου κατανοητή η εκ των πραγμάτων επιβαλλόμενη συνύφανση των θεωρητικών γενικεύσεων με την κοινωνιολογική και ιστορική ανάλυση – καθώς επίσης και η υφή των γενικεύσεων αυτών. Δεν θέλω να παραδοξολογήσω διατυπώνοντας τη θέση ότι η καλύτερη θεωρητική γενίκευση είναι εκείνη που με βάση τις ίδιες της τις προϋποθέσεις μας παραπέμπει στην εμπειρική έρευνα και στην ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων ως σε έσχατους κριτές. Από την άλλη πλευρά, η εσωτερική λογική της κατανόησης συγκεκριμένων περιπτώσεων, μέσα στην αυτόματη κι ακατάσχετη προέλαση της, απαιτεί την ένταξη των τελευταίων σε συνεχώς ευρύτερες συνάφειες, έως ότου φτάσουμε στο επίπεδο όλων των επιπέδων, δηλαδή σε ό,τι –ελλείψει καλυτέρου– ονομάζουμε τα «ανθρώπινα πράγματα». Όπως υπαινίχτηκα, η κοινωνική οντολογία όχι μόνον οφείλει να συνεργάζεται στενότατα με τις κοινωνικές επιστήμες, αλλά να είναι και η ίδια πολυδιάστατη. 

Η θεώρηση των ανθρωπίνων πραγμάτων είναι, πράγματι, υπόθεση πολυδιάστατη και πολυπρισματική. Αν, λοιπόν, υπέκυπτα στον δογματικό πειρασμό και στη μαγεία των επιγραμμάτων, επιχειρώντας να απαντήσω απ'ευθείας στην ερώτησή σας και να συνοψίσω σε μια φράση τον «πυρήνα της φιλοσοφίας» μου, τότε αναγκαστικά θα χρησιμοποιούσα όρους ικανούς να αγκαλιάσουν αυτήν την πολυδιαστατικότητα και την πολυπρισματικότπτα όμως τέτοιοι όροι θα ήσαν πολυσήμαντοι μέσα στη γενικότητα τους. Αν ήταν δυνατή η απόλυτα πυκνή και συνάμα η απόλυτα σαφής σύνοψη, σας διαβεβαιώ ότι δεν θα είχα δημοσιεύσει μερικές χιλιάδες –όχι φλύαρες, θέλω να πιστεύω– σελίδες. Η σκέψη μου, όπως κάθε σκέψη, έχει μιαν πεμπτουσία, όμως αυτήν πρέπει να την αποστάξει ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μέσα από το σύνολο του έργου μου· αλλιώς η οποιαδήποτε φόρμουλα όχι μόνον δεν θα κατανοηθεί, αλλά και σίγουρα θα παρανοηθεί. Θέλω, παρ'όλα αυτά, να σας πω κάτι, που μου φαίνεται ουσιαστικό, ξεκινώντας από τη διατύπωση τού ερωτήματός σας. Ο φιλόσοφος που κρύβεται πίσω από τον ιστορικό λέει – και αυτή είναι η τελευταία του λέξη: σκέψου ιστορικά, οι απαντήσεις στα ιστορικά προβλήματα δεν βρίσκονται μέσα στην κατασκευασμένη θεωρία, αλλά αντίθετα οι απαντήσεις στα θεωρητικά προβλήματα βρίσκονται μέσα στην ιστορία. Όσοι επιλέγουν τη θεωρία έναντι της ιστορίας το κάνουν όχι γιατί κινούνται σε υψηλότερες σφαίρες, όπως συχνά πιστεύουν οι ίδιοι, απλά από πνευματική νωθρότητα· γιατί η οποιαδήποτε θεωρία είναι απείρως απλούστερη από οποιαδήποτε ιστορική κατάσταση.

Εκτός από το τεράστιο συγγραφικό σας έργο, είναι γνωστή η επίσης τεράστια μεταφραστική και εκδοτική σας δραστηριότητα – εκδοτική όχι με την επιχειρηματική έννοια, αλλά με την έννοια του διευθυντή ειδικών σειρών φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, ανθρωπολογίας, ιδεών εν γένει. Ποιά σημασία αποδίδετε σε αυτές τις δραστηριότητες;

Μίλησα πριν για τους υπαρξιακούς μου δεσμούς με την Ελλάδα και για ένα υπαρξιακό ενδιαφέρον ικανό να κρυσταλλωθεί σε πράξεις. Δεν εννοώ τις πράξεις του ερασιτέχνη και του πολυπράγμονος ούτε όσες συνάπτονται με το ούτως ή άλλως εννοούμενο ίδιον συμφέρον, αλλά πράξεις που συνιστούν προσφορά με βάση όσα είναι σε θέση να κάμει κάποιος σε τομείς που γνωρίζει. Είχα καταλήξει πολύ νωρίς στο συμπέρασμα ότι η πνευματική ζωή και η γενικότερη παιδεία στην Ελλάδα πάσχει από βασικές ελλείψεις στην υποδομή της κι ότι ο βαθύς επαρχιωτισμός της δεν πρόκειται να υπερβαθεί ποτέ χωρίς μία σοβαρή εργασία υποδομής. Βεβαίως, ουσιώδεις κοινωνικές προοπτικές θα έχει η εργασία αυτή μονάχα αν ανθήσουν τα φυσικά της λίκνα, και αυτά είναι προ παντός τα πανεπιστήμια. Αυτό δεν γίνεται, και δεν πιστεύω ότι θα γίνει και στο μέλλον. Όμως τούτο δεν αποτελεί λόγο για να μην κάμει καθένας, από τη δική του θέση, ό,τι μπορεί. Μόνον όποιος δεν θέλει να ζυμώσει κοσκινίζει ατελείωτα. Έτσι, μολονότι ο φόρτος της υπόλοιπης εργασίας μου λειτουργούσε περίπου απαγορευτικά, ανέλαβα, με την υποστήριξη αφιλοκερδών και αξιοπρεπών εκδοτών, τη διεύθυνση και την επίβλεψη δύο τέτοιων εγχειρημάτων. Το πρώτο, η «Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη» (εκδ. «Γνώση») άρχισε ήδη το 1983 και ολοκληρώνεται προσεχώς, όταν θα έχει συμπληρώσει ακριβώς εξήντα τόμους. Επί δεκαπέντε χρόνια εκδίδονταν ανελλιπώς τέσσερις τόμοι τον χρόνο. Παρουσιάσθηκαν κορυφαίοι συγγραφείς και κορυφαία έργα της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας και της πολιτικής θεωρίας. Γιατί το πρόγραμμα φιλοδοξούσε να τονίσει την ιδέα της ενότητας φιλοσοφικού και κοινωνικοπολιτικού στοχασμού, σε μιαν εποχή όπου οι παραδοσιακοί συστηματικοί διαχωρισμοί κατάντησαν προβληματικοί και άγονοι, όπου η ιστορικότητα των φιλοσοφικών προβλημάτων έγινε τόσο πλατιά συνειδητή όσο και η φιλοσοφική σημασία της εμβάθυνσης στην ιστορική δραστηριότητα των ανθρώπων. 

Κατέβαλα κάθε προσπάθεια ώστε να μεταφρασθούν κλασσικά έργα, ανέκδοτα ως τότε στην Ελλάδα, και η συγκομιδή δεν ήταν μικρή: έχουμε πλέον στα ελληνικά τον Λεβιάθαν του Hobbes, τη Δεύτερη Πραγματεία του Locke και το Πνεύμα των Νόμων του Montesquieu. Παράλληλα δόθηκε βάρος στην καταγραφή της νεοελληνικής θεωρητικής παραγωγής, και πάλι με σημαντικά επιτεύγματα: δύο τόμοι κατέγραψαν τη νεοελληνική φιλοσοφία της Τουρκοκρατίας (1453-1822), άλλοι δύο τη συνέχεια της στο ελεύθερο ελληνικό κράτος (1822-1922), ενώ πέντε τόμοι αγκάλιασαν τη σοσιαλιστική σκέψη στη χώρα μας από το 1875 ως το 1974. Το δεύτερο εγχείρημα, υπό τον γενικό τίτλο «Ο Νεώτερος Ευρωπαϊκός Πολιτισμός», άρχισε το 1997 και θα ολοκληρωθεί το 2000, όταν θα έχουν εμφανισθεί δώδεκα τόμοι. Εδώ ο στόχος είναι μια συνθετική παρουσίαση του δυτικού πολιτισμού από την Αναγέννηση ίσαμε τις μέρες μας. Η τεχνική επανάσταση, οι αλλαγές των ηθών και των νοοτροπιών, οι μορφές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, οι σχέσεις του δυτικού πολιτισμού με τους υπόλοιπους, η τέχνη και η λογοτεχνία αποτελούν τις βασικές πλευρές αυτού του πανοράματος. Δεν χρειάζεται να εξηγήσω γιατί ακριβώς σήμερα χαίνει ακόμα ζοφερότερο απ'ό,τι πριν το τεράστιο γνωστικό και βιβλιογραφικό κενό που υπάρχει στην Ελλάδα σε σχέση με τέτοια θέματα. Και εδώ η αισιοδοξία μου δεν είναι μεγάλη, ωστόσο το χρέος του πρέπει κανείς να το κάνει ανεξάρτητα από τις διαθέσεις του και τις προβλέψεις του. Ας μου επιτραπεί να προσθέσω ότι κατά την επιλογή όλων αυτών των τίτλων ποτέ δεν χρησιμοποίησα ως κριτήριο την δική μου συμφωνία ή ασυμφωνία, συμπάθεια ή αντιπάθεια για τους συγγραφείς· στις πλείστες περιπτώσεις επελέγησαν έργα διαρρήδην αντίθετα προς τις δικές μου αντιλήψεις πάνω στο προκείμενο· εκδόθηκαν ακόμα και συγγραφείς που προσωπικά θεωρώ μάλλον ελαφρούς, αρκεί να βρίσκονταν στο επίκεντρο γενικού ενδιαφέροντος και να επηρέασαν ουσιωδώς τις διεθνείς συζητήσεις. Έτσι αντιλαμβάνομαι την πολυφωνία και έτσι προσπαθώ να υπερνικήσω την δική μου υποκειμενικότητα. Πάντως δεν μου φαίνεται υποκειμενικό ή απλώς αυτάρεσκο αν πω ότι θεωρώ αυτούς τους εβδομήντα δύο τόμους, που μεταφραστικά και εκδοτικά βρίσκονται σε επίπεδα ασυνήθως υψηλά για την Ελλάδα, ως αξιόλογη συμβολή στην παιδεία του τόπου. Αν οι καθηγητές των ελληνικών πανεπιστημίων, αντί να παραφράζουν βιβλία και να τα δημοσιεύουν με το όνομα τους, μετέφραζαν δύο σημαντικά έργα του κλάδου τους ο καθένας, η βιβλιογραφία μας θα είχε κιόλας άλλη όψη. Όμως οι ίδιοι ξέρουν καλά γιατί παραφράζουν αντί να μεταφράζουν: ακόμα και η καλή παράφραση είναι ευκολότερη από την καλή μετάφραση.

Σ'ό,τι με αφορά, έχω μεταφράσει πάνω από είκοσι τόμους, από τέσσερις ξένες γλώσσες και επιπλέον απέδωσα στα νεοελληνικά τον ξενοφώντειο Ιέρωνα. Με ικανοποιεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι συνεισέφερα στην έκδοση κλασσικών έργων με μια δίτομη επιλογή από τον Montesquieu και με τη μετάφραση έργων του Marx αλλά μήπως εξ ίσου κλασσικοί, αν και σε άλλους χώρους, δεν είναι ο Schiller και ο Lichtenberg, ο Chamfort και ο Rivarol ή ο Pavese; Μιλώντας για τέτοιες ιδίως μεταφράσεις μου, η καρδιά μου χτυπάει εντονότερα, καθώς αναπλάθω την ήδη μακρά ιστορία ενός πολύ προσφιλούς κεφαλαίου της πνευματικής μου ζωής: εννοώ τη σχέση μου με την ελληνική γλώσσα. Είναι η μοναδική, ευρωπαϊκή τουλάχιστον, γλώσσα που έχει πίσω της μιαν αδιάκοπη ιστορία τριών περίπου χιλιάδων ετών και συνάμα πέρασε από ποικίλες μετεξελίξεις και μεταλλαγές. Όμως οι προγενέστερες μορφές της δεν εξανεμίστηκαν, αλλά ζουν ακόμα διαφοροτρόπως μέσα της, ως ιζήματα και στρώματα, που κάνουν τη διαχρονία συγχρονία. Ο Όμηρος και η κλασσική αττική, η κοινή και η λόγια βυζαντινή, η εκκλησιαστική γλώσσα και η γλώσσα του δημοτικού τραγουδιού και των κρητικών επών, η αρχαΐζουσα και η απλή καθαρεύουσα, η αστική τρέχουσα και τα ιδιωματικά κατάλοιπα – όλα αυτά αποτελούν ακόμα σήμερα πηγές απ'όπου μπορεί ν'αντλήσει η γλωσσική καλαισθησία, αλλά και η εκφραστική ανάγκη. Στη μοναδικότητα αυτής της γλώσσας οφείλεται, πιστεύω, το κατά τα άλλα παράδοξο γεγονός ότι η νεώτερη Ελλάδα, που τίποτε δεν πρόσφερε στη θεωρητική σκέψη ή στον τεχνικό πολιτισμό, έδωσε και δίνει υψηλή ποίηση· την ποίηση τη γεννά –την ξεβράζει, θα έλεγα– από μόνη της η δυναμική της ανεπανάληπτης αυτής γλώσσας. Εξ αρχής την αισθάνθηκα ως ενότητα και τη διάβασα αχόρταγα ως ενότητα, στα μνημεία όλων των εποχών της. Έχοντάς την προδώσει, κατά κάποιο τρόπο, αφού ο ίδιος γράφω σε μιά ξένη γλώσσα, μπόρεσα ωστόσο μέσα από την αναγκαστική απόσταση να την κατανοήσω, και μάλιστα να την αγαπήσω, περισσότερο. Ίσως αυτό να διακρίνεται κάπως στις μεταφράσεις μου – και σ'αυτές συμπεριλαμβάνω και τις μεταφράσεις των δικών μου βιβλίων από τα γερμανικά, που ποτέ δεν μου πέρασε από τον νου να τις αναθέσω σε κάποιον άλλον. Η δικαιοσύνη θα επέβαλλε να μνημονεύσω εδώ και τα όσα οφείλουν οι όποιες γλωσσικές μου δεξιότητες στις ευρωπαϊκές λογοτεχνίες, που επίσης με συντροφεύουν παλαιόθεν. Αλλ'αυτό είναι ένα ξεχωριστό, επίσης μεγάλο και επίσης προσφιλές, κεφάλαιο.

Και μια τελευταία ερώτηση: κ. Κονδύλη, είστε αριστερός ή δεξιός;

Όταν ανατέμνω τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις των «δεξιών», πλείστοι όσοι με θεωρούν «αριστερό»· όταν υποβάλλω σε βάσανο τις αντίστοιχες αυταπάτες των «αριστερών», πλείστοι όσοι με χαρακτηρίζουν «δεξιό». Η δική μου τοποθέτηση παραμένει, βέβαια, αμετάβλητη και στις δύο περιπτώσεις. Γιατί και στις δύο χρησιμοποιώ τα ίδια αναλυτικά εργαλεία, και στις δύο πρόθεση μου δεν είναι να προσφέρω πολεμικά επιχειρήματα στη μια πλευρά εναντίον της άλλης, αλλά να δω τα πράγματα σε μιαν ευρύτερη και υπέρτερη προοπτική – και μιά τέτοια προοπτική είναι, ως γνωστόν, άχρηστη σε όσους μάχονται για την παράταξη τους, μαχόμενοι ταυτόχρονα (ιδιοτελώς ή ανιδιοτελώς, αυτό δεν ενδιαφέρει εδώ) για τον εαυτό τους, ήτοι για την ταυτότητα που τους επιτρέπει να προσανατολίζονται και να επιβιώνουν κοινωνικά. Ακριβώς η συνύφανση της πολιτικής ιδεολογίας με τις εκάστοτε ανάγκες της προσωπικής ταυτότητας προσδίδει στις διαμάχες μεταξύ φορέων των διαφόρων ιδεολογιών οξύτητα ασυμβίβαστη με μιαν διαφορισμένη θεώρηση του άλλου· γιατί στον βαθμό όπου έχει κάποιο δίκιο ο ένας, παύει να έχει κάποιο δίκιο ο άλλος, ήτοι μειώνεται το δικαίωμα υπάρξεως του ως φορέα αυτής της ιδεολογίας. Έτσι, η ψυχική οικονομία επιβάλλει τις γρήγορες κατατάξεις και τις συνοπτικές κρίσεις, έστω και αν στον άλλον αποδίδονται τα ζοφερότερα κίνητρα και οι ελεεινότερες προθέσεις.

Μια από τις κρίσιμες ανακαλύψεις στην πνευματική μου ζωή, την οποία έκαμα –ευτυχώς όχι πολύ αργά– όταν ακόμα αισθανόμουν και ο ίδιος στρατευμένος, είναι ότι ο απέναντι σου, εκείνον που εσύ θεωρείς αντίπαλο ή εχθρό σου, εκείνος που ίσως είναι διώκτης σου, μπορεί να έχει εξ ίσου καθαρή συνείδηση και εξ ίσου αγνά κίνητρα όσο και εσύ, να διαπνέεται από την ίδια ακλόνητη πεποίθηση για το δίκαιο του. Τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως παρουσιάζονται στα διδακτικά-προπαγανδιστικά έργα του Brecht, που άσκησαν τόση γοητεία ακριβώς επειδή ξεχωρίζουν με το μαχαίρι το άσπρο από το μαύρο. Εδώ ο εχθρός, δηλαδή ο «κακός», όχι μόνον είναι εξ αντικειμένου κακός, αλλά και το ξέρει επί πλέον ο ίδιος, και μάλιστα το απολαμβάνει· εννοείται, απέναντι σ'ένα τέτοιο υποκείμενο είναι περιττό να έχουμε οιουσδήποτε διανοητικούς ή ψυχικούς ενδοιασμούς. Μπορώ να πω, όχι δίχως κάποιαν υπερηφάνεια, ότι αφ'ότου κατανόησα ίσαμε τις έσχατες συνέπειες της τη διάκριση ανάμεσα σε ηθικό ποιόν και σε πολιτικοϊδεολογικές προτιμήσεις, ποτέ δεν αντιπάθησα κάποιον επειδή διαφωνούσε μαζί μου σε πολιτικά ζητήματα ούτε και συμπάθησα κάποιον άλλον μόνο και μόνο επειδή έτυχε να συμφωνεί. Προσωπικά δυσβάστακτη μου είναι μόνον η έλλειψη χιούμορ – και χιούμορ δεν σημαίνει την ικανότητα να γελάς εις βάρος των άλλων, αλλά την ικανότητα να γελάς μαζί με τους άλλους εις βάρος του εαυτού σου, την ικανότητα να σχετικεύεις τον εαυτό σου. Ωστόσο, ακόμα και η παντελής έλλειψη χιούμορ φαίνεται κατανοητή και συγχωρητέα, αν σκεφθούμε πόσο βαθιά είναι η ανάγκη να έχει κανείς μια ταυτότητα και πόσο άτεγκτη είναι η λογική της περιφρούρησής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ιδεολογική πλάνη συνιστά τη φυσική κατάσταση, και είναι δευτερεύον, συχνά τυχαίο μάλιστα, αν η πλάνη θα έχει «δεξιά» ή «αριστερά» πρόσημα. Όλοι έχουν ίσα δικαιώματα στην ψευδαίσθηση, αφού δεν έχουν όλοι την ίδια ικανότητα ή το ίδιο θάρρος για γνώση. Μερικές φορές στενοχωρούμαι εκ των υστέρων γιατί σε κάποια συζήτηση επέμεινα στην υπεράσπιση «δυσάρεστων» διαγνώσεων ή απόψεων περισσότερο απ'ό,τι το επέτρεπε η ψυχική αντοχή ή η αντιληπτικότητα του συνομιλητή μου. Θα ήταν ασφαλώς πολύ δύσκολο να του εξηγήσω ότι στην επιμονή αυτή δεν με οδηγεί η ισχυρογνωμοσύνη κι η διάθεση να τον «αλλάξω», αλλά μάλλον η απρόσωπη αγάπη μου για τη συνοχή και την πληρότητα μιας επιχειρηματολογίας. Όπως και να 'χει, οι πλείστοι άνθρωποι θεωρούν περίπου αφύσικο να πρεσβεύουν οι άλλοι αντίθετες αντιλήψεις. Απεναντίας, εγώ εκπλήσσομαι αν κάποιος συμφωνεί μαζί μου.

Δεν μερολήπτησα, πιστεύω, κατά την ανάλυση «δεξιών» και «αριστερών» ιδεολογικών πλανών. Δεν περιορίστηκα στην ανατομία της κομμουνιστικής εσχατολογίας, αλλά προχώρησα σε μιαν επισταμένη εξέταση των ιδεολογημάτων του κλασσικού και του νεώτερου συντηρητισμού (στη μονογραφία μου Συντηρητισμός, ενώ στις πολιτικοστρατηγικές αναλύσεις μου μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου κεντρική θέση επέχει η κριτική του οικονομιστικού και οικουμενιστικού «νεοφιλελευθερισμού». Γενικότερα, διατύπωσα αιτιολογημένα την πεποίθηση ότι η τριχοτόμηση του πολιτικού φάσματος σε «συντηρητισμό», «φιλελευθερισμό» και «κοινωνική δημοκρατία (σοσιαλισμό)» απετέλεσε ειδοποιό συμπαρακολούθημα των ευρωπαϊκών Νέων Χρονών και χάνει τη σημασία της στον βαθμό όπου οι τελευταίοι διαλύονται μέσα στην μαζικοδημοκρατική πλανητική εποχή. Γιατί το πρόβλημα της κατανομής δεν τίθεται πλέον μεταξύ συγκροτημένων κοινωνικών τάξεων στο πλαίσιο χωριστών εθνών και άφθονων ακόμα φυσικών πόρων αλλά τίθεται μετά την απορρόφηση των κλασσικών κοινωνικών τάξεων από τη μαζικοδημοκρατική χοάνη και στο πλαίσιο ενός πλανήτη, όπου η δημογραφική και η οικολογική επιβάρυνση καθίσταται βαθμιαία αφόρητη. Τα γυμνά βιολογικά μεγέθη υποκαθιστούν σιγά-σιγά τα παραδοσιακά πολιτικά, με την εκάστοτε ιδεολογική συσκευασία τους. Καμιά «δεξιά» και καμιά «αριστερή» σοφία δεν θα βοηθούσε αν οχτώ ή δέκα δισεκατομμύρια άνθρωποι επιδιώκουν μανιωδώς να καταναλώσουν τόσες πρώτες ύλες τόση ενέργεια και τόσα αγαθά όσα οι Βορειοαμερικανοί και οι Ευρωπαίοι. Η πολιτική γίνεται βιολογική καθώς μετατρέπεται απλώς σε κατανομή αγαθών (αγαθών επίσης οικολογικών) πάνω σ'έναν στενότατο πλέον πλανήτη. Όπως βλέπουμε, η αναγκαστική αποκοπή από τις πολιτικές ιδεολογίες των ευρωπαϊκών Νέων χρόνων δεν θα σημάνει το τέλος των αγώνων μεταξύ των ανθρώπων παρά θα σημάνει απλώς αγώνες χωρίς τέτοιες ιδεολογίες – στη χειρότερη περίπτωση θα σημάνει επιστροφή στις γυμνές υπαρξιακές αντιπαραθέσεις που δεν χρειάζονται καν ιδεολογικούς εξωραϊσμούς και ιδεολογικά περιτυλίγματα. Η υποκατάσταση των γνωστών μας πολιτικών ιδεολογιών με τα βιολογικά κριτήρια και μεγέθη δεν θα συνιστούσε, στη χειρότερη αυτή περίπτωση, μιαν ευπρόσδεκτη απελευθέρωση της ανθρώπινης ιστορίας από το περιττό φορτίο αρχέγονων ψευδαισθήσεων, αλλά το αντίθετο: θα σηματοδοτούσε μια κατάσταση τόσο βεβαρημένη, ώστε να μη μπορεί να σηκώσει επιπρόσθετα ούτε καν το μικρό βάρος μιας ιδεολογικής σαπουνόφουσκας.

Περιοδικό "Διαβάζω", τ. 384, Απρίλιος 1998

πηγή: mikrosapoplous.gr
Viewing all 939 articles
Browse latest View live