Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΤΗΣ ΚΒΑΝΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

$
0
0



Η πραγματικότητα που δημιουργούν οι πέντε αισθήσεις. Μέσα σ΄ αυτήν αισθάνομαι την μουσική,

να συγκλονίζει  το  έσχατο μόριο της ύπαρξής μου. Σ’ αυτήν την ψεύτικη ύπαρξη χαίρομαι, πονάω, υποφέρω και ελπίζω, πέφτω, σηκώνομαι ξανά. Και πάλι απ’ την αρχή, μια νέα ιστορία.

Σ’ αυτήν την περιπέτεια  τέλος δεν είναι. Μόνο αέναο ανέβασμα προς τ'άστρα ΕΊΝΑΙ.


Πως Δημιουργούμε την Πραγματικότητά μας


Με την βοήθεια των πέντε αισθήσεων  ο άνθρωπος σχηματίζει μια εικόνα του περιβάλλοντος κόσμου. Η εικόνα αυτή είναι μια προβολή του νου του, ένα ολόγραμμα στον χώρο. Το ολόγραμμα οφείλεται  στις πληροφορίες των αισθήσεων. Λόγω όμως των μικροδιαφορών στις πληροφορίες των αισθήσεων από άτομο σε άτομο. Οι εικόνες του κόσμου διαφέρουν αισθητά κατά το πλήθος των ανθρώπων στην Γη.

Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι δημιουργούνται μερικά δισεκατομμύρια κόσμοι τόσοι, όσα και οι άνθρωποι πάνω στον πλανήτη. Όλοι δε αυτοί οι κόσμοι αντιστοιχούν στο πλήθος των ανθρώπων του πλανήτη, που αν εκλείψουν  οι άνθρωποι εκλείπουν και οι κόσμοι.


Αντικειμενικώς αντικειμενική πραγματικότητα δηλαδή δεν υπάρχει. Τα πάντα είναι υποκειμενικά.

Το σύμπαν ολόκληρο είναι εσωσυμπαντικό.


Η Φυσική ήταν αρχικά κλάδος της φιλοσοφίας, απ'αυτήν αποσπάσθηκε λόγω του ότι, ασχολήθηκε με ειδικά θέματα. Τώρα όμως επανέρχεται θριαμβευτικά στην μητέρα Φιλοσοφία μέσω ενός 

νέου κλάδου αυτής την Κβαντομηχανική. 


Η Φυσική δια της κβαντομηχανικής φτάνει στην μεγαλύτερη αλήθεια  που μόνο η Φιλοσοφία μπορούσε να πλησιάσει μέχρι τώρα.


Με ένα πρόσθετο ιδίωμα από την πλευρά της Κβαντομηχανικής. Ότι ενώ η Φιλοσοφία απαιτεί τον καθαρό λόγο και την διαίσθηση, για την εμπέδωση των εννοιών, η κβαντομηχανική καταφέρνει το ίδιο αποτέλεσμα με την γνωστή μέθοδο της Φυσικής την σύμπτωση θεωρίας και πειραματικής  απόδειξης. Για την τελική βίωση της μεγάλης αλήθειας είναι γεγονός, ότι απαιτείται και η διαίσθηση.   


Η αλήθεια αυτή είναι: 

Η ΕΝΌΤΗΤΑ ΤΩΝ ΠΆΝΤΩΝ


Όμως για να γίνει η αλήθεια αυτή κτήμα  και γνώση στον άνθρωπο, πρέπει να βιωθεί. Προς τούτο υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος και απαιτείται ειδική άσκηση. Απαιτείται αυτοσυγκέντρωση μαζί με υπαρξιακή αγωνία και διερώτηση, να ρωτάς δηλαδή με ένταση τον εαυτό σου. Τι είναι όλα αυτά που βλέπω γύρω μου και ποιος είμαι εγώ, που ρωτάω. 


Αν η ερώτησή σου είναι αρκετά ειλικρινής κάποια στιγμή θα σου δοθεί η απάντηση. 




Στο ανωτέρω βίντεο δίνονται μερικές απλοποιημένες γνώσεις από την κυματική Φυσική.

Στη συνέχεια επιχειρείται να δοθεί με βάση τις συχνότητες ταλάντωσης της μητέρας Γης και και ολοκλήρου του σύμπαντος κατ'ακολουθίαν, σε σχέση με τον εγκέφαλο του ανθρώπου. 


Αποτέλεσμα αυτού θα είναι η πνευματική άνοδός του, λόγω συνειδησιακής μετάβασης σε ανώτερα επίπεδα. Πιο κοντά δηλαδή στην θεϊκή  Φύση του Ανθρώπου. Ας το ελπίσουμε, τίποτα δεν αποκλείεται!  


Σκέφτομαι τώρα, μήπως η Φύση έχει προβλέψει για τον άνθρωπο, τέτοια διαμόρφωση των αισθήσεών του, ώστε  να αναγκαστεί να γίνει κοινωνός μιας άλλης μεγάλης αλήθειας. Του δείχνει δηλαδή ποιον δρόμο οφείλει να περπατήσει για να κερδίσει την Αθανασία. 


Μήπως θέλει να του αποκαλυφθεί ότι δεν υπάρχει χρόνος και ότι τα πάντα επιτελούνται στο απόλυτο Τώρα. Το απόλυτο Τώρα είναι η μοναδική πύλη προς την Αιωνιότητα.




Είναι γεγονός, ότι τις πιο πολλές αλήθειες που διαπιστώνονται σήμερα, προέρχονται από τους αρχαίους Έλληνες, ένας εξ αυτών είναι ο Ηράκλειτος.


Αναφέρω τώρα σε μετάφραση μια περίφημη φράση του Ηρακλείτου: Αυτόν τον Κόσμο, που περιλαμβάνει ολόκληρο το σύμπαν, δεν τον έφτιαξε κανένας θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήταν, είναι και θα είναι στο διηνεκές, μια φωτιά που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.  Ο σοφός Ηράκλειτος διαβλέπει την μοναδική αλήθεια. 


Μας λέει δηλαδή "διορθώστε αρκετά τα πιστεύω σας, για την φύση των πραγμάτων και φαινομένων".

 

Εκείνο που  υπάρχει μόνο είναι η ΕΝΈΡΓΕΙΑ και οι μετατροπές της σε μορφές και γεγονότα.   

Δηλαδή προτρέπει τους ανθρώπους να μην επιχειρούν να δώσουν επιστημονική θεμελίωση της δημιουργίας του κόσμου.


Αυτός ο κόσμος είναι ένα Θαύμα, που η μελέτη της λειτουργίας του και μόνο, αλλά όχι της προέλευσής του, θα αποτελέσει βαθιά γνώση της αλήθειας.  


Μα γιατί να μην αναζητήσουμε την προέλευσή του;


Γιατί απλούστατα η προέλευση αυτού του κόσμου οφείλεται αποκλειστικά  σε Σένα.


Ω! ΆΝΘΡΩΠΕ, χώνεψε το  επί τέλους, ότι η ύπαρξη αυτού του κόσμου οφείλεται στο γεγονός, ότι είσαι ο μοναδικός  παρατηρητής του, σύμφωνα με τις τελευταίες διαπιστώσεις της θεωρίας των κβάντα.  Η ύπαρξή του οφείλεται  σε Σένα. 


Δεν υπάρχει άλλος παρατηρητής, είσαι ο μοναδικός μάρτυρας της ύπαρξης του κόσμου, συνεπώς είσαι και ο μόνος αρμόδιος να ερμηνεύσεις την λειτουργία του. Εδώ που τα λέμε η μέχρι τώρα η εξέλιξη  όλων των επιστημών, δείχνει ότι βρίσκεσαι σε καλό δρόμο.  


Στα ανωτέρω Βίντεο επιχειρείται να δοθεί μια επιστημονικά θεμελιωμένη απόδειξη για την συνείδηση του ανθρώπου.

Η επιτυχία ή μη εναπόκειται στον αναγνώστη του κειμένου, που με το υπόβαθρο των γνώσεών του σε θέματα Φυσικής θα μπορέσει να κρίνει πόσο η απόδειξη αυτή είναι ικανοποιητική ή όχι.


Η απόδειξη αυτή στηρίζεται στα εξής σημεία:


1) Επιβεβαίωση της ενότητας των πάντων.

2) Απόρριψη της αντικειμενικής πραγματικότητας.

3) Εισαγωγή της υποκειμενικής πραγματικότητας του καθ’ ενός από μας.

4) Δεν υπάρχει αντικειμενικώς αντικειμενική πραγματικότητα, παρά μόνο σχέσεις.

5) Τα πάντα είναι ολογράμματα που προκαλούνται από τον εγκέφαλο του καθ’ ενός από μας.

6) Η αίσθηση του κόσμου είναι καθαρά υποκειμενική.

7) Το μόνο που υπάρχει, είναι ενέργεια η οποία από υψηλή συχνότητα (πνευματική) συμπυκνώνεται και γίνεται ύλη.


Το μεγαλύτερο γεγονός για το οποίο γίνεται συζήτηση είναι ένας άλλος τρόπος σκέψης. Αυτός ο άλλος τρόπος  σκέψης αναφέρεται σ’ αυτό που αποκαλούμε πρόσωπο, εαυτό, την ύπαρξη του “εγώ


Η πυρηνική Φυσική αναλαμβάνει μια αντιληπτική επιχείρηση και όχι αναζήτηση των πρώτων αρχών. Είναι δηλαδή σαν το πυροβολικό που βομβαρδίζει ένα λόφο, αλλά χρειάζεται να πάει το πεζικό εκεί, για να θεωρηθεί ότι ο λόφος έχει καταληφθεί.


Έτσι και εδώ η νοητική επεξεργασία της έρευνας αναλαμβάνεται από την επιστήμη, αν όμως δεν υπάρξει βίωμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί γνώση, δεν υπάρχει γνώση. Μ’ άλλα λόγια η γνώση της αλήθειας είναι μόνο εμπειρική και τότε είναι αληθινή.


Συνοπτικά


α) ΌΛΟΙ  ΕΊΜΑΣΤΕ ΜΙΑ ΣΥΝΕΊΔΗΣΗ Η ΌΠΟΙΑ 

ΒΙΏΝΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΌ ΤΗΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΆ.

β) ΔΕΝ ΥΠΆΡΧΕΙ ΘΑΝΑΤΟΣ.

γ) Η ΖΩΉ ΕΊΝΑΙ ΜΌΝΟ ΈΝΑ ΌΝΕΙΡΟ.

δ) ΕΜΕΙΣ  ΕΊΜΑΣΤΕ Η ΦΑΝΤΑΣΊΑ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΎ ΜΑΣ.


Συμπέρασμα


Πριν 2400 χρόνια, όπως φαίνεται στα παρακάτω λόγια των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων.

Αυτά ειπώθηκαν από τους Έλληνες και αποτελούν διαχρονική αλήθεια όπως φαίνεται σήμερα υπό το φως της κβαντικής Φυσικής.


Ηράκλειτος


Αυτό που βλέπουμε στο ξύπνιο μας είναι θάνατος κι’ αυτό που βλέπουμε στον ύπνο ζωή.


Πλάτων


Ότι υπάρχει εδώ και γίνεται αντιληπτό σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι σκιές και είδωλα από τα αντίστοιχά των στον κόσμο των ιδεών.


Παρμενίδης


Ο κόσμος των αισθήσεων είναι μια ψευδαίσθηση.


Einstein


Η Ζωή και Θάνατος συγχωνεύονται και δεν υπάρχει καμία εξέλιξη ούτε προορισμός, μόνο το ΕΊΝΑΙ.


πηγή: nirav37.blogspot.gr

ΕΝΤΥΠΩΣΙΑΚΟ ΜΥΚΗΝΑΪΚΟ ΑΝΑΚΤΟΡΟ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ ΣΤΗ ΛΑΚΩΝΙΑ (ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β' - ΝΑΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΑΜΥΚΛΑΙΟΥ)

$
0
0



Ένα νέο μυκηναϊκό ανάκτορο φέρνουν στο φως στην πεδιάδα της Σπάρτης οι αρχαιολογικές έρευνες που πραγματοποιούνται από το 2009 στον λόφο του Αγίου Βασιλείου, κοντά στο χωριό Ξηροκάμπι Λακωνίας.
Ανευρέθηκαν, επίσης, πολλές πινακίδες Γραμμικής Β΄ Γραφής, της πρώτης δηλαδή καταγραφής της ελληνικής γλώσσας. Οι γραπτές αυτές μαρτυρίες συνιστούν το πολυτιμότερο εύρημα της ανασκαφής,  που καθίσταται ακόμη πιο σημαντικό καθώς εντάσσεται στη σφαίρα της πρωτοϊστορίας για τον ελληνικό χώρο, όπου τα γραπτά τεκμήρια είναι ελάχιστα.
Η ανασκαφή αυτή στον Άγιο Βασίλειο που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια χαρακτηρίζεται ως μία από τις πιο σπουδαίες συστηματικές ανασκαφές στον τομέα της ελληνικής πρωτοϊστορίας.
Μια δεύτερη σημαντική ανασκαφή που διεξάγεται στην ευρύτερη περιοχή της Σπάρτης, αυτή του Ιερού του Αμυκλαίου Απόλλωνα στον λόφο Αγίας Κυριακής στις Αμύκλες Λακωνίας.
Σε δύσκολες μέρες, οι Έλληνες αρχαιολόγοι καταφέρνουν να παράγουν εξαιρετικά επιστημονικά αποτελέσματα και να συμβάλλουν στην ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών. Για το 2015, ξεπερνούν τις 150 οι συστηματικές ανασκαφές και οι επιφανειακές, γεωαρχαιολογικές και  γεωφυσικές διεπιστημονικές έρευνες που διεξάγονται σε όλη την επικράτεια από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, Ελληνικά Ιδρύματα με εξειδίκευση στον τομέα της αρχαιολογικής και παλαιοντολογικής έρευνας και Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές, πάντα με την εξασφάλιση των απαραίτητων κατά τον νόμο εγκρίσεων.
Ανασκαφή Αμυκλαίου
Η ανασκαφή του Ιερού του Αμυκλαίου Απόλλωνα  φέρνει στο φως ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά Ιερά με έναρξη ζωής στα γεωμετρικά χρόνια. Η ερευνητική αρχαιολογική ομάδα διαφωτίζει αργά αλλά με επιμονή και υπομονή το θέμα του ναού (Θρόνου) του Απόλλωνα, που έχει απασχολήσει πολλούς επιστήμονες μέχρι σήμερα. Η έρευνα πραγματοποιείται κάτω από δυσχερείς συνθήκες, διότι το Ιερό έχει υποστεί εκτεταμένη καταστροφή κατά το παρελθόν.
Η συστηματική ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιήθηκε κατά την έναρξη του πενταετούς ερευνητικού προγράμματος Αμυκλών και ολοκληρώνεται αυτόν τον μήνα, αποκάλυψε τη συνέχεια του περιβόλου κατά μήκος της δυτικής πλαγιάς του λόφου της Αγίας Κυριακής, όπου βρίσκεται το Ιερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα, περίπου 5 χλμ. νοτίως της Σπάρτης.
Το σημαντικό αυτό εύρημα έρχεται να συμπληρώσει τα - περισσότερο από ενθαρρυντικά - πορίσματα των έως τώρα εργασιών. Σύμφωνα με τα πεπραγμένα της περιόδου 2009 - 2013, ολόκληρη η επιφάνεια του λόφου της Αγ. Κυριακής, που σχετίζεται με τη λειτουργία και τα μνημεία του Ιερού, ερευνήθηκε διεξοδικά. Με τις έρευνες αυτές εντοπίστηκαν στην κορυφή του λόφου λείψανα του πρωτοελλαδικού - μεσοελλαδικού οικισμού και προσδιορίστηκε η πρώτη μνημειακή φάση του Ιερού στα υστερογεωμετρικά χρόνια, με την αποκάλυψη του παλαιότερου περιβόλου. Ταυτόχρονα, όμως, άλλαξαν τα δεδομένα της έρευνας που είχαν γίνει αποδεκτά έως την έναρξη των πρόσφατων εργασιών.
Συγκεκριμένα,  ο εντοπισμός της τάφρου θεμελίωσης του ναού, του λεγόμενου θρόνου του Απόλλωνα, δημιουργεί νέα δεδομένα σχετικά με τις διαστάσεις του οικοδομήματος, ενώ την εικόνα του αρχαϊκού Ιερού συμπληρώνει βορειοδυτικά ένα μνημειακό πρόπυλο.
Μαζί με τον εντοπισμό και την αποκάλυψη αυτής της εισόδου, κατά τις φετινές εργασίες ανατράπηκαν οι γνώσεις για τη μορφή του περιβόλου που έως σήμερα ήταν γνωστός ως πεταλόσχημη κατασκευή, καθώς αυτός διατρέχει ολόκληρη τη δυτική κλιτύ του λόφου σε συνολικό μήκος περίπου 50 μ. και, κατά τόπους, σε μέγιστο σωζόμενο ύψος 1,20 μ.
Η κατασκευή δεν μπορεί ακόμη να χρονολογηθεί με ασφάλεια, καθώς τόσο η στρωματογραφία όσο και τα κινητά ευρήματα είναι διαταραγμένα. Βέβαιο είναι, όμως, ότι το τείχος δέχθηκε επεμβάσεις στην εξωτερική του πλευρά κατά την ύστερη αρχαιότητα και τα πρωτοχριστιανικά χρόνια.

Όπως προκύπτει από την ανασκαφική έρευνα στο ΒΔ τμήμα του τείχους, κοντά στη μνημειακή είσοδο προς το Ιερό, μια κατασκευή της ρωμαϊκής εποχής παραβίασε τμήμα του για τη δημιουργία μιας δεξαμενής διαστάσεων 4,00 Χ 4, 00 μ. Στο οικοδόμημα αυτό, που σώζεται σε άριστη κατάσταση, το δάπεδο αποτελείται από τετράγωνες πήλινες πλάκες, ενώ την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων καλύπτει υδραυλικό κονίαμα. Ιδιαίτερη σημασία αποκτά ο χώρος αυτός και εξαιτίας ενός μοναδικού ευρήματος. 
Συγκεκριμένα, στο κέντρο και ακουμπισμένο στην επιφάνεια του δαπέδου βρέθηκε ένα ακέραιο δωρικό κιονόκρανο με υποτραχήλιο. Λόγω της ιδιαίτερης αυτής τυπολογίας μπορεί να αποδοθεί με βεβαιότητα στον ναό του Απόλλωνα, αφού συμπληρώνει ένα παρόμοιο στο αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης που βρέθηκε μαζί με άλλα θραύσματα ίδιου τύπου σε παλαιότερες έρευνες στο Ιερό.
πηγή: naftemporiki.gr

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΒΙΟΥ, ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ

$
0
0


....Η ελληνική κατανόηση του Αριστοτέλη θα παραμένει πάντοτε ασύμβατη με τη δυτική, χρηστική - εργαλειακή ανάγνωσή του. Η αρχαία ελληνική δημοκρατία θα είναι πάντοτε κάτι ριζικά διαφορετικό από την «αντιπροσωπευτική» δυτική, τη θεμελιωμένη στο «ατομικό δικαίωμα» και όχι στο «κοινόν άθλημα».

Η διαφορά δεν σημαίνει οπωσδήποτε αντιπαλότητα ή εχθρότητα. Αλλά η σκόπιμη εξάλειψη της διαφοράς είναι έγκλημα, που στερεί την ανθρωπότητα από δυνατότητες ζωτικών επιλογών, από πλούτο πολύτιμο ανοιχτών δυνατοτήτων προσανατολισμού. Ο ελληνικός τρόπος του βίου ήταν πάντοτε κοινωνιοκεντρικός, ο δυτικός θωρακισμένα ατομοκεντρικός. Ελληνική είναι η προτεραιότητα (άθλημα και ρίσκο) της σχέσης, δυτική η σιγουριά της σύμβασης. Η αλήθεια για τον Ελληνα είναι εμπειρική - κοινωνούμενη βεβαιότητα, για τον Δυτικό τεκμηριωμένη νοητική «πεποίθηση».

Δεν είμαστε ούτε ανώτεροι ούτε υπέρτεροι. Ημασταν κάποτε διαφορετικοί. Ας διαβάσει ο πολίτης του σημερινού Ελλαδέξ, για την καταγωγική διαφορά Ελληνισμού και Δύσης, τους κορυφαίους Δυτικούς μεσαιωνολόγους: Georges Duby, Jacques Le Goff, J. M. Wallace - Hadrille, Etienne Gilson, Henry Chadwick – αρκούν......

Απόσπασμα από άρθρο του Χρήστου Γιανναρά

Η ΙΕΡΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΙΘΙΚΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ ΚΑΙ Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥΣ (ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0

          Ψηφιακή αναπαράσταση των ιερών 
                         κέντρων της Γης

Σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία, ο πλανήτης Γη διακρίνεται από 12 κύρια ιερά κέντρα ροής ενέργειας με πάμπολλες  μικροδιακλαδώσεις σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της. Στα ιερά αυτά γεωδαιτικά κέντρα εκλύεται κατά τέτοιο τρόπο ενέργεια που προκαλεί ευεξία και ανάταση στον άνθρωπο. Παρομοιάζεται η λειτουργία των κέντρων αυτών ακριβώς σαν μια παγκόσμια ψυχοθεραπεία των όντων της γης μέσω "βελονισμού". Στα πολύ παλιά χρόνια πάνω αυτά ιερά κέντρα της γης στήνονταν μεγαλιθικά μνημεία (Ντόλμεν και Μενίρ) στους χώρους των οποίων αργότερα χτίζονταν αρχαίοι ναοί. Παρατηρείται το ιστορικό φαινόμενο να χτίζονται αργότερα σε αυτά τα σημεία των μεγαλιθικών αρχαίοι ναοί, κυρίως σε περιοχές που επικράτησε το ελληνικό στοιχείο.


Ο Πλάτων, στο απόσπασμα 110bστο διάλογο "Φαίδων", αποκαλύπτει χαρακτηριστικά περί των 12 ιερών κέντρων της γης:

".......Λέγεται, λοιπόν, σύντροφε, ότι η γη, αν την παρατηρήσει κανείς από πάνω, έχει την όψη  των σφαιρών εκείνων οι οποίες κατασκευάζονται από δώδεκα τεμάχια δέρματος, είναι δηλαδή σφαίρα πολύχρωμη και τα μέρη της διακρίνονται από τα χρώματα που έχουν και των οποίων απομιμήσεις είναι όσα χρώματα εδώ κάτω οι ζωγράφοι. Εκεί επάνω, λοιπόν, η γη έχει τοιαύτα χρώματα και μάλιστα πολύ λαμπρότερα και καθαρότερα από αυτά εδώ......"  

 
                      Ομφαλός των Κελτών

Πρόκειται για κατηγορία μνημείων που υπάρχουν σε διάφορα μέρη του κόσμου, χρονολογούνται σε διάφορες εποχές και κύριο χαρακτηριστικό τους είναι η χρήση στην κατασκευή τους λίθων τεράστιου μεγέθους. 

              Ντόλμεν στη Βουλγαρία

O πιο διαδεδομένος τύπος μεγαλιθικών μνημείων είναι το ντόλμενένα δωμάτιο που χρησίμευε ως ομαδικός τάφος και ήταν κατασκευασμένο από μεγάλους λίθους στερεωμένους κάθετα στο έδαφος και σκεπασμένους από μια μεγάλη οριζόντια λίθινη πλάκα εμφανίζεται σε διάφορες ποικιλίες, πολλές από τις οποίες είναι αρκετά σύνθετες και επιβλητικές (π.χ. υπάρχουν ντόλμεν με διάδρομο και καλυμμένες στοές). Εκτός από τα ντόλμεν, άλλα χα­ρακτηριστικά μεγαλιθικά μνημεία είναι τα μενίρμονόλιθοι τοποθετημένοι όρθιοι (το μοναδικό μενίρ μέχρι στιγμής στην Ελλάδα έχει βρεθεί κοντά στη Λάρισα, στη Θέση Σουφλί-Μαγούλα), τα κρόμλεχμεγάλιθοι που σχηματίζουν κύκλο και βρίσκονται κυρίως στη Βρετάνη (Καρνάκ) και στην Αγγλία (Στόουνχεντζ), και τα αλινιεμάνπου είναι μενίρ τοποθετημένα σε σειρές περισσό­τερο ή λιγότερο κανονικές.

                     Ομφαλός των Δελφών

Τα μεγαλιθικά μνημεία υπήρξαν κοινό φαινόμενο διαφόρων πολιτισμών, με πιο διάσημο εκείνο του Στόουνχεντζ στην Αγγλία και τις περίφημες γιγά­ντιες κεφαλές στο Νησί του Πάσχα (στο νοτιοανατολικό Ειρηνικό ωκεανό), τα γνωστά ως μοάιμονολιθικές προτομές φτιαγμένες από κατεργασμένο ηφαιστειακό πέτρωμα.



Η «ΑΝΤΙΓΟΝΗ» ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ ΕΚΦΡΑΖΕΙ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΥΡΙΕΣ ΣΤΑΘΕΡΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΙΣ ΕΓΓΕΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΙΣ

$
0
0
                 

Αντίστοιχο κεφάλαιο από το βιβλίο του George Steiner
«ΑΝΤΙΓΟΝΕΣ» (σελ. 360-427)
(Ο μύθος της ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ στην λογοτεχνία,
τις τέχνες και τη σκέψη της εσπερίας)

Νομίζω πως ένα μόνο λογοτεχνικό κείμενο έχει το χάρισμα να εκφράζει όλες τις κύριες σταθερές που διέπουν τις εγγενείς στην ανθρώπινη κατάσταση συγκρούσεις· αυτές οι σταθερές είναι πέντε: η αναμέτρηση μεταξύ ανδρών και γυναικών, μεταξύ ηλικιωμένων και νέων, μεταξύ κοινωνίας και ατόμου, μεταξύ ζωντανών και νεκρών, μεταξύ ανθρώπων και θεού (θεών). Οι συγκρούσεις, που προέρχονται από αυτούς τους πέντε τύπους αναμέτρησης, δεν είναι διαπραγματεύσιμες. Οι άνδρες και οι γυναίκες, οι γέροι και οι νέοι, το άτομο και η κοινότητα ή το κράτος, οι ζωντανοί και οι πεθαμένοι, οι θνητοί και οι αθάνατοι αυτοπροσδιορίζονται μέσα στην συγκρουσιακή διαδικασία του αλληλοπροσδιορισμού. Ο αυτοπροσδιορισμός είναι αναπόσπαστος από την αγωνιστική αναγνώριση της «ετερότητας» (του «άλλου», «lautre») εκείθεν των απειλούμενων ορίων του εγώ. Οι αντιτιθέμενοι πόλοι του αρσενικού και του θηλυκού, των γηρατειών και της νεότητας, της ιδιωτικής αυτονομίας και της κοινωνικής συλλογικότητας, της ύπαρξης και της θνητότητας, του ανθρώπινου και του θείου μπορούν να αποκρυσταλλωθούν μόνο με όρους εναντίωσης (όποιες κι αν είναι οι πολυάριθμες αποχρώσεις των προσαρμογών των μεν προς τα δε). Φθάνω στον εαυτό μου - το πρωταρχικό ταξίδι - σημαίνει αντιμετωπίζω πολεμικά τον «άλλον». Οι οριακές συνθήκες του ανθρώπινου προσώπου είναι οι συνθήκες που τίθενται από το φύλο, την ηλικία, την κοινότητα, το χάσμα μεταξύ ζωής και θανάτου και το δυναμικό της αποδεκτής ή μη συνάντησης του υπαρξιακού με το υπερβατικό.

Ωστόσο, ο όρος «σύγκρουση» είναι, ασφαλώς, μονιστικός και, ως εκ τούτου, ακατάλληλος. Εξ ίσου αποφασιστικές είναι εκείνες οι κατηγορίες αμοιβαίας αντίληψης, συμπλοκής με την «ετερότητα», που μπορούν να ορισθούν ως ερωτικές, υϊκές, κοινωνικές, λατρευτικές και μεταφυσικές. Οι άνδρες και οι γυναίκες, οι γέροι και οι νέοι, το άτομο και η communitas, οι ζώντες και οι θανόντες, οι θνητοί και οι θεοί συναντώνται και συνταιριάζονται σε γειτνιάσεις αγάπης, συγγένειας, συλλογικότητας και ομαδικότητας, στοργικής ανάμνησης, λατρείας. Η ερωτική πράξη, η κυψέλη των γενεών και της συγγένειας, η κοινωνική μονάδα, η παρουσία των θανόντων στον ιστό των ζώντων. οι θρησκευτικές πρακτικές είναι οι τρόποι αναπαράστασης των εσχάτων οντολογικών διχασμών. Ουσιαστικά, οι σταθερές της σύγκρουσης και της θετικής οικειότητας είναι οι ίδιες. Όταν ο άνδρας και η γυναίκα συναντώνται, στέκονται τόσο απέναντι, όσο και κοντά ο ένας στον άλλον. Οι γέροι και οι νέοι αναζητούν οι μεν στους δε τον πόνο της ανάμνησης, αλλά και την αντίστοιχη παραμυθία του μέλλοντος. Η αναρχική εξατομίκευση επιδιώκει την αλληλεπίδραση με τους καταναγκασμούς του νόμου, της συλλογικής συνοχής μέσα στο πολιτικό σώμα. Οι νεκροί κατοικούν στον κόσμο των ζωντανών και, με την σειρά τους, περιμένουν την επίσκεψη εκείνων. Η μάχη ανάμεσα στους ανθρώπους και τον θεό (τους θεούς) είναι η πιο επιθετικά αγαπητική μάχη που γνωρίζει η εμπειρία. Στην φυσική του ανθρωπίνου Είναι, η διάσπαση είναι επίσης σύντηξη.

Ακριβώς στους στίχους 441_581 της Ἀντιγόνης του Σοφοκλή πραγματώνεται η καθεμιά ξεχωριστά από τις πέντε θεμελιώδεις κατηγορίες του (προσδι)ορισμού και αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου μέσα από την σύγκρουση, βρίσκονται δε και οι πέντε εν δράσει σε μία και μοναδική αναμέτρηση. Απ’ ό, τι γνωρίζω, καμία άλλη στιγμή είτε της θρησκευτικής είτε της κοσμικής φαντασίας δεν επιτυγχάνει αυτή την ολότητα. 0 Κρέων και η Αντιγόνη συγκρούονται ως άνδρας προς γυναίκα. Ο Κρέων είναι άνδρας, ώριμος και μάλιστα στα πρόθυρα του γήρατος- στην Αντιγόνη ανήκει η παρθενία της νεότητας. Η μοιραία λογομαχία τους εξαρτάται από την φύση της συνύπαρξης του ιδιωτικού οράματος με την δημόσια ανάγκη, του εγώ με την κοινότητα. Τον Κρέοντα τον πιέζουν οι επιταγές της εμμένειας, του ζῆν ἐν τῇ πόλει, στην Αντιγόνη αυτές οι επιταγές συγκρούονται με το εξίσου απαιτητικό νύκτιο πλήθος των νεκρών. Ούτε συλλαβή δεν αρθρώνεται, ούτε νεύμα δεν γίνεται στον διάλογο Αντιγόνης και Κρέοντος που να μην εμπεριέχει την πολλαπλή, και ίσως διπρόσωπη, εγγύτητα των θεών.

Σε άλλα μεγάλα λογοτεχνήματα και φιλοσοφήματα παρουσιάζονται ένα ή περισσότερα από αυτά τα διμερή «στοιχειακά». Ο άνδρας και η γυναίκα αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλον μέσα σε αβύσσους ανεπίτρεπτης και, ως εκ τούτου, καταστροφικής ανάγκης στην Berenice του Ρακίνα, στο Tristan und Isolde του Βάγκνερ, στο Partage de midi του Κλωντέλ (τα τρία πλέον μονιστικά δράματα μετά τον Σοφοκλή). Πουθενά δεν έχει γίνει βαθύτερα συνειδητή η ασυμφιλίωτη εγγύτητα της αγάπης και του μίσους μεταξύ γερόντων και νέων απ’ ό, τι στον Βασιλιά Ληρ του Σαίξπηρ. 0 Don Carlos του Σίλλερ, ο Εχθρός του Λαού του Ίψεν, η Saint-Joan του Σω είναι έξοχες σπουδές των πολέμων ανάμεσα στην συνείδηση και την κοινότητα, ανάμεσα στο εσώτερο φως το ατόμου και τις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Κατανόησε άραγε κανείς διεισδυτικότερα από τον Δάντη και τον Προυστ - που είναι τόσο συγγενικοί από αυτήν την άποψη - τους πολλαπλούς τρόπους, με τον οποίους ο κόσμος των νεκρών αγγίζει τον κόσμο των ζωντανών; O Ιακώβ παλεύει με τον άγγελο· στα μυθιστορήματα του Ντοστογέφσκι χαρακτήρες όπως ο Σταβρόγκιν, ο Κυρίλλωφ, ο Ιβάν Καραμαζώφ είναι «θεομάχοι», σφιχτοδεμένοι με αγαπητικό μίσος με τον αντίπαλό τους. Ωστόσο, μου φαίνεται, πως μόνο στην αναμέτρηση Κρέοντα - Αντιγόνης, όπως αρθρώνεται και παρουσιάζεται στο έργο του Σοφοκλή, εκδηλώνεται εξίσου το κάθε ένα από αυτά τα έσχατα ζεύγη.

Εκδηλώνονται, μάλιστα, με τέλεια οικονομία kαι φυσική λογική. Η διαλεκτική των φύλων, των γενεών, της ιδιωτικής συνείδησης και του δημόσιου αγαθού, της ζωής και του θανάτου, του θνητού και του θείου αναπτύσσεται αβίαστα μέσα από την δραματική κατάσταση. Έτσι, η δομή της σύγκρουσης είναι συγχρόνως οικουμενική και τοπική. Είναι σύμφυτη με το πλαίσιο αναφοράς και, εντούτοις, το υπερβαίνει εξ ολοκλήρου. Τα θεμελιώδη συστατικά της αμφίβολης ανθρωπιάς του ανθρώπου, αμφίβολης διότι πρέπει πάντοτε να ελέγχεται και να προσδιορίζεται εκ νέου μέσω της αναμέτρησής της με τον άλλον (Vautre), συμπυκνώνονται σε μία μοναδική, συγκεκριμένη σύγκρουση. Αυτή η συμπύκνωση απελευθερώνει τεράστια ενέργεια (η νεώτερη σωματιδιακή φυσική μιλά για «εν-ρήξεις»). Η ώριμη πολιτική αρρενωπότητα του Κρέοντα, η στράτευσή του σε μια ορθολογική εγκοσμιότητα και θεοκρατία - αυτά τα δύο πρόθυμα συμβαδίζουν - ορίζουν μόνο το μισό του δυνατού κόσμου. Το άλλο μισό είναι αυτό που καθορίζεται από την θηλύτητα και την νιότη της Αντιγόνης, από τον «οργανικισμό» και την ιδιωτικότητά της, από τις ενοράσεις του υπερβατικού και την γειτνίασή της με τον θάνατο. Κι αν δεν διαθέταμε παρά μόνο το έργο αυτό στην λογοτεχνία, κι αν δεν διαθέταμε, ίσως, παρά μόνο αυτήν την κεντρική σκηνή, και πάλι θα ήταν ορατά τα βασικά χαρακτηριστικά της ταυτότητας και της ιστορίας μας, μετά βεβαιότατος, σε ό, τι αφορά την Δύση τουλάχιστον. Επειδή, μάλιστα, η καθεμιά από αυτές τις πέντε θεμελιώδεις αντινομίες, όπως έχω πει, είναι αδιαπραγμάτευτη (όπως και η ανάσα μας ή ο απερίσταλτος πυρήνας της ταυτότητάς μας), για τούτο η συνάντηση Κρέοντος και Αντιγόνης όχι μόνον παραμένει ανεξάντλητη καθ’ εαυτήν, δηλαδή υπό την σοφόκλεια διατύπωσή της, αλλά και ικανή να παράγει παραλλαγές μέχρι σήμερα.

Ας εξετάσουμε, συνοπτικά τουλάχιστον, το καθένα ξεχωριστά από αυτά τα αντιτιθέμενα απόλυτα.

Αυτό που εμπεριέχει εν σπέρματι όλα τα δράματα, είναι η συνάντηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Καμία εμπειρία, της οποίας να έχουμε άμεση γνώση, δεν είναι περισσότερο φορτισμένη με το δυναμικό της σύγκρουσης. Ο άνδρας και η γυναίκα, όντας απαράγραπτα ενωμένοι λόγω της ανθρωπιάς που τους διακρίνει από κάθε άλλη μορφή ζωής, είναι ταυτόχρονα απαράγραπτα διαφορετικοί. Το φάσμα αυτών των διαφορών σχηματίζει, όπως γνωρίζουμε, ένα απαλότατο συνεχές. Σε κάθε ανθρώπινο ον υπάρχουν στοιχεία αρσενικά και θηλυκά (ως εκ τούτου, κάθε συνάντηση, κάθε σύγκρουση αποτελεί επίσης εμφύλιο πόλεμο στους κόλπους του υβριδικού εγώ). Ωστόσο, η πλειονότητα των ανδρών και των γυναικών αποκρυσταλλώνουν την ουσιώδη ανδρική ή γυναικεία ταυτότητά τους σε κάποιο σημείο αυτού του συνεχούς. Αυτή η συγκέντρωση του εν μέρει διχασμένου εγώ στον εαυτό του, αυτή η σύνθεση της ταυτότητας, καθορίζει το χάσμα, πάνω από το οποίο συναντώνται οι δυνάμεις της αγάπης και του μίσους.

Όταν εντοπίζουμε τις πηγές του δυτικού δράματος, οποιασδήποτε θεατρικής τέχνης απανταχού της γης, στην λατρεία, σε μιμητικές τελετές λειτουργικού-πολιτικού χαρακτήρα, επικεντρωνόμαστε σε μιαν όψιμη και τυπική φάση. Η αρχική πηγή του δραματικού έγκειται στο παράδοξο της σύγκρουσης, της αγωνιστικής παρανόησης, στην ίδια την γλώσσα. Οι ρίζες του διαλόγου, χωρίς τον οποίο δράμα δεν μπορεί να υπάρξει, βρίσκονται στην ανακάλυψη ότι ανθρώπινα όντα που χρησιμοποιούν «την ίδια γλώσσα», είναι δυνατόν να εννοούν πράγματα εντελώς διαφορετικά και μάλιστα ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Αυτό το παράδοξο των διχαστικών πανομοιοτύπων είναι παρόν σε κάθε ομιλία και ομιλιακό ενέργημα. Εμφανίζεται επίμονα, τόσο μεταξύ των ανδρών, όσο και μεταξύ των γυναικών. Όμως στις γλωσσικές ανταλλαγές μεταξύ ανδρών και γυναικών αποκτούν, όντως, τρομερή δύναμη οι αντινομίες στους κόλπους της προς τα έξω συμφωνίας, οι αμοιβαίες παρανοήσεις στους κόλπους της επιφανειακής σαφήνειας. Μάλιστα, όπως ακριβώς οι μεταφραστικές πρακτικές ανάμεσα σε αμοιβαίως ακατανόητα ιδιώματα δραματοποιούν το επικοινωνιακό πρόβλημα στο εσωτερικό μιας και της αυτής γλώσσας, έτσι και οι λόγοι που ανταλλάσσονται μεταξύ ανδρών και γυναικών, δραματοποιούν την κομβική ψυχοσωματική διττότητα όλων των γλωσσικών ανταλλαγών. Καθιστούν απτή την δυναμική τής μη επικοινωνίας και την αμοιβαία έλλειψη κατανόησης, που είναι σύμφυτη με την ίδια την πράξη της γλωσσικής έκφρασης. Οι άνδρες και οι γυναίκες χρησιμοποιούν πολύ διαφορετικά τις λέξεις. Όταν αυτές οι χρήσεις τους συναντώνται, τότε ο διάλογος γίνεται διαλεκτική και η έκφραση δράμα. Ο ανδρόγυνος, ο ερμαφρόδιτος όπως τον συλλαμβάνει ο Πλάτων στον μύθο του για την προέλευση των ανθρώπων, αρκεί, απλώς, να μιλά στον εαυτό του/της στην τέλεια ειρήνη και ενάργεια της ταυτολογίας.

Το πλέον συμπυκνωμένο δραματικό δεδομένο (donnee) της εμπειρίας μας είναι η συνάντηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας. Μπορεί να συμβεί στο πιο κοινότοπο περιβάλλον. Αρκεί το κοινό φως της μέρας. Δεν υπάρχει ανάγκη ενδυμασίας: όταν οι άνδρες και οι γυναίκες διατρέχουν τους κινδύνους του διαλόγου, στέκονται γυμνοί ο ένας απέναντι στον άλλον. Τα ανεμοδαρμένα δάση, οι θύελλες, οι εμφανίσεις φαντασμάτων, η βοή του πλήθους και η κλαγγή των μαχών είναι μηδαμινά από την άποψη της έντασης, της συμπιεσμένης ενέργειας (του «θανάσιμου τυλίγματος» της Κλεοπάτρας), εάν τα συγκρίνουμε με έναν άνδρα και μια γυναίκα όρθιους, τελείως ασάλευτους σε ένα δωμάτιο. Ακόμη και μια καρέκλα είναι περιττή. Ή, μάλλον, το ερώτημα μήπως μια καρέκλα εκχυδαΐσει, υποβιβάσει στο επίπεδο του τυχαίου την απόλυτη καθαρότητα της σύγκρουσης, τον κενό χώρο του ασυμβίβαστου ανάμεσα σε έναν άνδρα και μία γυναίκα, μπορεί το ίδιο να γίνει ο πυρήνας υπέρτατου δράματος (όπως συμβαίνει με την Berinice). Οι μεγάλοι δάσκαλοι και οι υπέρμαχοι της καθαρής τραγωδίας το γνώριζαν ανέκαθεν. Ο Αγαμέ­μνων και η Κλυταιμνήστρα, ο Τίτος και η Βερενίκη, ο Τριστάνος και η Ιζόλδη, ο Yse και η Mesa του Κλωντέλ παρουσιάζουν το τελεσίδικο της αναμέτρησης μεταξύ ανθρώπων (την θανάσιμα «προσβλητική» οικειότητά μας με την ετερότητα). Οι συναντήσεις ανάμεσα σε αυτούς τους άνδρες και αυτές τις γυναίκες, οι αμεσότητες και η «απομόνωση»[1] των λέξεων που λένε, ψιθυρίζουν, εκτοξεύουν ο ένας καταπάνω στον άλλον, μας οδηγούν στην καρδιά της διχασμένης και πολεμικής καταστάσεώς μας. Τούτες οι συναντήσεις, επειδή ακριβώς απεικονίζουν την ενότητα αγάπης και μίσους, την ενότητα της ανάγκης για ένωση του άνδρα με την γυναίκα και των παρορμήσεων προς την αλληλοκαταστροφή που είναι συνυφασμένες με την ανάγκη αυτή, είναι η ουσία του δράματος. Ενσαρκώνουν την μανιχαϊκή σύλληψη της ανθρώπινης ύπαρξης, από την οποία πηγάζουν ο διάλογος και το δράμα.

Ο πλουραλιστικός βιταλισμός του Σαίξπηρ, η βαθιά του προκατάληψη υπέρ του κωμικοτραγικού τείνουν να τυλίγουν τις αναμετρήσεις ανδρών και γυναικών μέσα στο πλούσιο, ετερόκλητο υφάδι της περιβάλλουσας ζωής. Τα πιεστικά πολιτικά πράγματα της Κύπρου, η δύναμη της περικεφαλαίας και της σάλπιγγας κατακλύζουν ακόμη και την φθίνουσα απομόνωση του Οθέλλου και της Δεισδαιμόνας. Τις συνομιλίες του Άμλετ και της Οφηλίας πάντοτε κάποιος τις κρυφακούει. Ο Σαίξπηρ γνωρίζει, θέλει εμείς να γνωρίζουμε και να θυμούμαστε, πως κάποιοι ναυτικοί μετρούν τον μισθό τους ή κάνουν εμετό κάτω από την γέφυρα, την ίδια στιγμή που ο Τριστάνος και η Ιζόλδη πιστεύουν πως έχουν αφανίσει τον κόσμο (η μουσική και το κείμενο του Βάγκνερ, όντως, επιφέρουν αυτόν τον αφανισμό). Αυτή η σαιξπηρική οπτική ενδεχομένως απεικονίζει πιστά την ίδια την οργανική ζωή. Αργότερα, θα συγκροτήσει τα θεμέλια του μυθιστορήματος. Δεν είναι, όμως, σε τελική ανάλυση, η οπτική της απόλυτης τραγωδίας ή μιας τραγικής αντίληψης της συγκρουσιακής φύσης της ανθρώπινης ομιλίας. Ενδέχεται στην ίδια την προσωπικότητα του Σαίξπηρ, παρ’ ό, τι εδώ απλώς εικοτολογούμε, το μέρος της γυναίκας και του άνδρα να βρίσκονταν σε τόσο λεπτή ισορροπία, σε τόσο αρμονική αλληλεπίδραση, ώστε να του επέτρεψαν να ενοποιήσει την γλώσσα, να βιώσει την γλώσσα ως ενότητα. Μια τέτοια ενοποίηση είναι αδιανόητη ανάμεσα στον κόσμο των λόγων της Αντιγόνης και τον κόσμο των λόγων του Κρέοντα.

Γνωρίζουμε, δυστυχώς, ελάχιστα πράγματα σχετικά με την θέση της γυναίκας, είτε στην αρχαϊκή είτε στην κλασική ελληνική ευαισθησία[2]. Οι απορριπτικές αποφάνσεις για την πνευματικότητα των γυναικών ή την καταλληλότητά τους για την δημόσια ζωή, που, ανά τους αιώνες, παρατίθενται από τον Αριστοτέλη και τον Θουκυδίδη, είναι ύποπτες, ακριβώς λόγω της υπερβολικής γενικότητάς τους. Το βέβαιο είναι ότι δεν έχουμε καμία ρεαλιστική εποπτεία της ένδον ιστορίας και του χαρακτήρα αφ’ ενός μεν των σεξουαλικών κωδίκων, αφ’ ετέρου δε των αμοιβαιοτήτων της αντίληψης μεταξύ ανδρών και γυναικών στην αρχαία Ελλάδα. Η διφορούμενη κομβική σπουδαιότητα του ερωτικού, όπως το γνωρίζουμε εμείς, όπως εκδηλώνεται στην τέχνη, την λογοτεχνία, την μουσική και την ηθική επιχειρηματολογία της Δύσης μετά τον πρώιμο Μεσαίωνα, αποτελεί, όπως έχει συχνά παρατηρηθεί, χριστιανικό φαινόμενο. Ο μόνος πρωταρχικός, σπερματικός μύθος που προσέθεσε ο δυτικός άνθρωπος στο βασικό θεματολόγιο των στάσεων ζωής και των παραδοχών που προβάλλονται στην ελληνική μυθολογία, είναι, ακριβώς, ο μύθος του Δον Ζουάν (διότι ο Φάουστ υπολανθάνει στον Προμηθέα). Προσθέστε σε αυτά εκείνο που γνωρίζουμε για την θεατρική πρακτική των Αττικών - το ότι άνδρες υποδύονταν όλους τους γυναικείους ρόλους - και ανακύπτει φυσιολογικά το ερώτημα εάν μπορούμε να επεκτείνουμε στον Σοφοκλή την τραγική κομ- βική σπουδαιότητα της σεξουαλικής επαφής που αξιωματικά θέτω.

Η απάντηση, κατά την γνώμη μου, δεν είναι μακριά. Στην Κλυταιμνήστρα του Αισχύλου, στις τρεις «Ηλέκτρες» που έχουν διασωθεί, στην Ισμήνη, στην Αντιγόνη, στην Δηιάνειρα του Σοφοκλή, στην Εκάβη, στην Ανδρομάχη, στην Ελένη, στην Φαίδρα, στην Μήδεια, στην Άλκηστη ή στην Αγαύη του Ευριπίδη - για να αναφερθούμε μόνο στα προφανέστερα παραδείγματα - το ελληνικό τραγικό δράμα παρουσιάζει έναν αστερισμό από γυναίκες, απαράμιλλες ως προς την αλήθεια και την ποικιλία τους, να μιλούν και να δρουν. Καμία λογοτεχνία δεν γνωρίζει τολμηρότερες ή πιο συμπονετικές ενοράσεις της γυναικείας κατάστασης. Πώς σχετίζεται αυτό το κατόρθωμα με τις ἐν οἴκῳ και τις ἐν δήμῳπρακτικές, ποιες ακριβώς συμβάσεις ή προνόμια συνδέονται με την επί σκηνής παράσταση της θηλυκότητας στην Αθήνα του πέμπτου αιώνα, δεν το γνωρίζουμε. Ενδέχεται να υπάρχει μία αναλογία στο γεγονός ότι ούτε η πραγματική θέση των γυναικών στις σχέσεις εξουσίας της ελισαβετιανής κοινωνίας ούτε το ότι άνδρες υποδύονταν τους γυναικείους ρόλους περιόρισαν το εύρος και την μεγαλοφυΐα του τρόπου, με τον οποίον ο Σαίξπηρ πραγματεύεται τις γυναίκες. Ίσως, όμως, μπορούμε να προχωρήσουμε πιο πέρα.

Δεν αποκλείεται η ελληνική τραγωδία, στον βαθμό τουλάχιστον που την γνωρίζουμε, να ήταν το συγκεκριμένο μέσο, στο οποίο οι γυναίκες (έστω κι αν τις υποδύονταν μεταμφιεσμένοι άνδρες) μπορούσαν να εκδηλώσουν χωρίς περιορισμούς τον ἐνθουσιασμόν και την ανθρωπιά τους. Ενδέχεται κάλλιστα εκείνα τα στοιχειακά δικαιώματα της θηλυκότητας, ακόμη και τα θηλυκά πρωτεία σε ορισμένες ικανότητες και καταστάσεις, που οι γυναίκες στερούνταν στην καθημερινή ζωή, στους νόμους, στην πλατωνική πολιτική και στην αριστοτελική ταξινόμηση των οργανικών όντων, να ήταν μία από τις παρωθητικές δυνάμεις και τις εκτός των ορίων ελευθεριότητες του ελληνικού δράματος. Εάν αυτή η υπόθεση είναι ορθή, τότε θα μπορούσε να συνδεθεί στενά με το συμπέρασμά μου, ότι η απώτατη προέλευση του δράματος βρίσκεται στην διαλεκτική άνδρα και γυναίκας. Οι τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη διατηρούν την αρχαϊκή τους δύναμη, την επαφή τους με το πρωταρχικό, γιατί σε αυτές οι συναντήσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών φθάνουν ως τις ρίζες της δραματικής μορφής.

Ωστόσο, είτε συμβαίνει αυτό είτε όχι, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία για την πληρότητα και την αυθεντία της πραγμάτωσης του αρσενικού και του θηλυκού στοιχείου στην κεντρική σύγκρουση της Αντιγόνης.

Σε αυτήν την σκηνή, οι πέντε ειδοποιοί διαφορές του ανθρώπινου ορισμού, στις οποίες έχω αναφερθεί, είναι ρητές, αλλά και υπόρρητες. Αναπτύσσονται, όμως, και σε όλην την διάρκεια του έργου. Οι στίχοι 248, 319 και 375 μας κατευθύνουν προς την ανεξέταστη παραδοχή του Κρέοντα, του Φύλακα και του χορού ότι μόνον ανδρικό χέρι μπορεί να σκόρπισε απαγορευμένο χώμα πάνω στο πτώμα του Πολυνείκη. Εξ ου και αυτή η αίσθηση σκανδάλου, η ψυχολογική κατάπληξη, όταν η Αντιγόνη οδηγείται δέσμια στην σκηνή. Η γραμματική και το νόημα των λόγων του Κρέοντα στους στίχους 484-5[3] προκαλούν αμηχανία στους εκδότες του κειμένου. Η δυσκολία ενδεχομένως προκύπτει ακριβώς από την συμπυκνωμένη σφοδρότητα, με την οποίαν προβάλλει ο Κρέων έναν προσβεβλημένο ανδρισμό. Εάν υπερισχύσει η Αντιγόνη - «εάν», για να ακολουθήσουμε την προτεινόμενη από τον Ντόου ανάγνωση, «αυτές οι πράξεις κείτονται ατιμώρητες» - θα προκόψει διπλή ανατροπή της φυσικής τάξης. Ο Κρέων δεν θα είναι πια άνδρας και, κατά πλήρη έκφραση της λογικής του αμοιβαίου ορισμού, θα έχει γίνει άνδρας η Αντιγόνη. Η λέξη «άνδρας» λέγεται δύο φορές, προσδίδοντας απειλητική συμμετρία στον στίχο 484· Η αρρενωπότητα της πράξης της Αντιγόνης, η αρρενωπότητα των κινδύνων, τους οποίους διέτρεξε, αρρενωπότητα που τίθεται αξιωματικά a priori και, κατά συ­νέπειαν, γίνεται αντιληπτή ως αυτονόητη, τόσο από τον κυβερνήτη της πόλεως, όσο και από τους φρουρούς και τους συμβούλους του, αμφισβητεί εκ βάθρων τον ανδρισμό του Κρέοντα.

Στο κατηγορητήριό του ο Κρέων τονίζει την αχαλίνωτη, νεανική θηλυκότητα της Αντιγόνης. Η Αντιγόνη είναι μια ατίθαση φοραδίτσα που ο αναβάτης πρέπει να υποτάξει (η υπόρρητη μεταφορά των ερωτικών και των εν οίκω σχέσεων εξουσίας είναι σχεδόν κοινός τόπος στην ελληνική λυρική ποίηση). Η λογομαχία του Κρέοντα με την Αντιγόνη κλείνει με την λέξη «γυναίκα» (στ. 52δ)· «Ἐμοῦ δέ ζῶντος οὐκ ἄρξει γυνή». Αυτή η επιταγή, καθώς και η στιχομυθία ως σύνολο, αποκαλύπτει τρόμους και φόβους ριζωμένους στην ψυχή του Κρέοντα. Από δραματικήν άποψη, αυτός είναι που φοβάται μήπως θεωρηθεί ή γίνει «γυναικείος». Όμως, προσδίδει αξιώσεις καθολικότητας στην κλίμακα αξιών, την οποίαν εκφράζει. Το κέντρο της επιχειρηματολογίας βρίσκεται στο μεγαλειώδες και δύσκολο χωρίο των στίχων 677-80. Η βαρύτητα της ρήσης του Κρέοντα στηρίζεται στους αντίλαλους από ανάλογες αποφθεγματικές ρήσεις, τόσο στην Ὀρέστεια, όσο και στους Ἑπτά ἐπί Θήβας. Ο Κρέων δηλώνει στον επιδοκιμάζοντα χορό ότι «εμείς» (πληθυντικός με τον οποίον υποδηλώνει όλους τους άνδρες της πόλεως, όλα τα αρσενικά οποιουδήποτε δεδομένου κοινωνικού οργανισμού), «πρέπει να υπερασπισθούμε την τάξη, πρέπει να υποστηρίξουμε όλα τα μέτρα που παίρνονται προς υποστήριξιν της τάξης». 

Το να πράξουμε αυτά ισοδυναμεί με το να καταστήσουμε απολύτως βέβαιο ότι ο άνδρας δεν πρόκειται, όποιο κι αν είναι το τίμημα, να «υποκύψει σε μια γυναίκα» ή ότι ποτέ «μία γυναίκα δεν θα έχει το πάνω χέρι». Τοῖς κοσμουμένοις σημαίνει κατά πάσαν πιθανότητα «τους κανονισμούς», τις «διατάξεις» δια των οποίων ορίζεται και επιβάλλεται η τάξη. Ενδεχομένως αυτή η φράση μπορεί να ερμηνευθεί ότι υποδηλώνει τους άρχοντες, τους ίδιους τους φορείς της τάξης. Αυτό που έχει σημασία είναι η καθολική εμβέλεια και η βαρύτητα του «κοσμικού», όπως εμπεριέχεται στην ίδια την λέξη κοσμουμένοις. Εκείνοι που εκφράζουν τις αρχές της κοινωνικής τάξης, εκείνοι που τις ασκούν, εκείνοι που υπακούουν και έτσι τις συντηρούν, βρίσκονται σε αρμονία με τις θεμελιώδεις ιεραρχίες του φυσικού κόσμου. Καθόσον η θηλυκότητα ενσαρκώνει το άμορφο, το νύκτιο και άναρχο, η αξίωση κυριαρχίας από μέρους μιας γυναίκας υπερβαίνει οποιαδήποτε ιδιωτική, τοπική διαφορά. Προκαλεί την έλλογη κοσμολογία, την οποία συμβολίζει η ευνομούμενη πόλις. Έπεται ότι είναι απείρως προτιμότερο, ως «φυσικότερο», ως πιο σύμφωνο με τις καταστροφές στις οποίες είναι επιρρεπής η κοσμική και ανθρώπινη τάξη πραγμάτων, «να πέσεις, να χαθείς από χέρι ανδρός» (η στερεότυπη διατύπωση του Κρέοντα είναι ομηρική), παρά να ηττηθείς από μια γυναίκα ή να βρεθείς υπό την εξουσία μιας γυναίκας. Αυτά ακριβώς θα πει ο Πενθεύς στις Βάκχες.

Σε αυτό το σημείο η ρητορική του Κρέοντα είναι αναμφίβολα πομπώδης: τον βαρύνουν οι υπερβολές φόβου και απειλής. Ωστόσο είναι προφανής η ευκρινής σοβαρότητα της θέσης του. Αγγίζει χορδές εξίσου βαθιές, που απαιτούν εξίσου στοχασμό με αυτές που θα ακούσουμε αργότερα να πάλλονται με ανάλογο τρόπο στην απολογία του Οδυσσέα υπέρ της τάξης και της ιεραρχίας, στον Τρωίλον και Χρυσηίδα του Σαίξπηρ.

Η σφοδρή λογομαχία με τον Αίμονα εντείνει περισσότερο, αλλά επίσης εκχυδαΐζει, την δοξασία του Κρέοντα για αρσενική κυριαρχία. Η σωστή σειρά των στίχων σε αυτήν την στιχομυθία έχει γίνει ανά τους αιώνες αντικείμενο εικασιών και μεταθέσεων[4]. Είναι, όμως, προφανέστατη αυτή η στριγγή επιμονή, με την οποία ο Κρέων αντιπαραθέτει τις ανδρικές στάσεις και υποχρεώσεις προς τις γυναικείες. Σκόπιμα ή από ενστικτώδη ακρίβεια, ο Σοφοκλής εξομοιώνει το λεκτικό του Κρέοντα με το λεκτικό του πολέμου, που είναι η κατ’ εξοχήν ανδρική τέχνη. Είναι επαίσχυντο, λέει ο Κρέων στον γιο του, «να κάνεις γυναίκα σύμμαχό σου» στους αγώνες της δημόσιας πολιτικής πράξης. Είναι ασυγχώρητο «να τεθείς υπό τις διαταγές της» (κάπου εκεί, μυστηριωδώς κοντά σε αυτήν την νουθεσία και σε παράλληλα χωρία στην ελληνική πολιτική θεωρία και ιστοριογραφία, βρίσκεται ίσως το παράξενο όνειρο ή εφιάλτης του μύθου των Αμαζόνων). Η συμπαράταξη του Αίμονα με την Αντιγόνη τον καθιστά «υπόδουλο πράγμα» - το δούλεμα, στον στίχο 744 ή στον στίχο αναλόγως του πού τον τοποθετούν οι εκδότες, είναι γένους ουδετέρου. Το γυναικός ὕστερον (στ. 746) μεταδίδει ένα διπλό κακούργημα: ο Αίμων έχει παραχωρήσει τα πρωτεία σε μια γυναίκα-τώρα είναι ηθικά, ως υπόσταση, κατώτερος μιας γυναίκας. Ακριβώς ενάντια σε κάθε τέτοια ανατροπή είναι που ο Κρέων είχε επικαλεσθεί τις ιεραρχίες αξιών στον κόσμο. Μέσα από μια τέτοια υποταγή χάνεται η αξιοπρέπεια του ανδρός. «Να μη χρησιμοποιείς καλοπιάσματα με μένα», δηλώνει ο Κρέων, δεν θα με «τουμπάρεις κλαψουρίζοντας». Αυτό το ρήμα είναι πλούσιο σε υποδηλώσεις. Ο Ανακρέων το χρησιμοποιεί για ένα χελιδόνι που «τιτιβίζει». Έχει λεπτούς αλλά έντονους απόηχους ερεθισμένης, δόλιας θηλυκότητας. Ενδέχεται, όντως, να ξαναθυμίζει την προηγούμενη παρομοίωση της Αντιγόνης από τον Φύλακα με ορφανεμένο πουλί. Η ίδια η ομιλία του Αίμονα δεν είναι πλέον, κατά τον Κρέοντα, ανδρική. Προδίδει εκείνην την επιστροφή στις σφαίρες του ζωώδους, των οποίων αποτελεί κατά αινιγματικό τρόπο προέκταση η γυναίκα- αν δε αυτές αφεθούν ανεξέλεγκτες, εάν μάλιστα τους επιτραπεί να κυριαρχήσουν, θα υπονομεύσουν την πόλη του άνδρα. Η συνταρακτική αμφισημία αυτού του διαχωρισμού μεταξύ αρσενικής και θηλυκής επικράτειας καθίσταται ωμή στον σαρκασμό του Κρέοντα (εάν πρόκειται για κάτι τέτοιο) στον στίχο 569:κι αν ακόμη χαθεί η Αντιγόνη, ο Αίμων θα βρει «κι αλλού χωράφια για όργωμα». Το άροτρο και η θηλυκή, μητρική γη· η ανδρική βούληση και ο ύπτιος, δεκτικός έρως. Ο Κρέων γνωρίζει πως η ανθρώπινη ζωή έχει και από τα δύο ανάγκη. Όμως, κατ’ αυτόν και, όπως έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε, κατά την μεγάλη πλειοψηφία του κοινού του Σοφοκλή, αυτή η λογική της συνύπαρξης είναι λογική σαφούς ανδρικής υπεροχής.

Η στάση της Αντιγόνης είναι απείρως λεπτότερη. Επιπλέον, εξελίσσεται κατά την διάρκεια του δράματος. Η είσοδος της Αντιγόνης στο μόρφωμα των ανδρικών αξιών και καθηκόντων είναι διπλή. Επιτελεί τις ταφικές τελετουργίες για τον αδελφό της Πολυνείκη. Αυτό το έργο είναι, όπως έχουμε δει, παραδοσιακά γυναικείο. Ο Χέγκελ καθιστά την ταφή και το μνημόσυνο των νεκρών, τους οποίους πάντοτε αναφέρει μέσω υποσυνείδητου τρόπον τινά ορισμού, ως «άνδρες» (που έπεσαν στην μάχη;), προσδιοριστικό γνώρισμα των γυναικών. Τα ανακλαστικά ορισμών και αναμονών που λειτουργούν εδώ, φαίνονται βαθιά ριζωμένα: ποια θα ήταν η αντίδρασή μας, εάν η Αντιγόνη απηύθυνε την θανάσιμη πρόκλησή της για λογαριασμό μιας νεκρής αδελφής; Η Αντιγόνη, όμως, δεν ενεργεί μόνον υπέρ, δηλαδή προς το συμφέρον, ενός άνδρα (του Πολυνείκη), αλλά ως άνδρας, καθόσον η πράξη της είναι πολιτική, δημοσίως αγωνιστική. Η ίδια θα τονίσει ότι δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Οιδίπους και οι γιοι του είναι νεκροί. Από αυτό το χαροκαμένο γένος, μόνον η ίδια και η Ισμήνη έχουν απομείνει. Εάν μπορούμε να δώσουμε πίστη στο «κιρκεγκωρικό» χρώμα του αμφισβητούμενου στίχου 941 - η σοφόκλεια Ηλέκτρα βρίσκεται όντως πολύ κοντά στο να προβεί σε ανάλογη χειρονομία - η Αντιγόνη γίνεται όντως η μόνη επιζήσασα του οίκου του Λαβδακιδών. Αποτυγχάνοντας να συστρατευθούν με τις αδελφές τους στο ριψοκίνδυνο εγχείρημα δικαιοσύνης και συγγένειας, η Ισμήνη στην μία περίπτωση, η Χρυσόθεμις στην άλλη, έχουν «αυτοεκμηδενισθεί». Η ύπαρξή τους δεν έχει πλέον νόημα.

Η Αντιγόνη, ενεργώντας υπέρ ενός άνδρα και, υπό την οπτική των επικρατουσών συμβάσεων της κοινωνίας και της πολιτικής, ως άνδρας η ίδια, εκδηλώνει ορισμένα ανδρικά χαρακτηριστικά. Η κατ’ επανάληψιν χρήση από την Ισμήνη του ρήματος φύω, που παραπέμπει άμεσα στην «φυσική τάξη», δημιουργεί σαφή αντίθεση. Η ίδια είναι «εκ φύσεως» και «ως προς την ίδια της την φύσιν» ολότελα θηλυκό ον. Οι φόβοι της Ισμήνης, η έμ­φασή της στην σωματική αδυναμία μπροστά στο καθήκον, στο οποίο η Αντιγόνη θα ήθελε να την στρατεύσει, οι παρορμήσεις ανεξέταστης συμπάθειας, συμπόνιας και πένθους, στις οποίες ενδίδει η Ισμήνη καθώς επικρέμαται ο όλεθρος, όλα αυτά χαρακτηρίζονται «γυναικεία» στο έργο. Όταν η Αντιγόνη αποδέχεται με υψηλό φρόνημα τον θάνατο, στον στίχο 464, αναφέρεται στον εαυτό της στο αρσενικό γένος. Οι εκδότες επισημαίνουν ότι αυ­τή η σύνταξη είναι συχνή, όταν πρόκειται για γενικές ή αφηρημένες προτάσεις. Όταν όμως συνεξετάζεται με ανάλογα χωρία τραγωδιών, από την Μήδεια του Ευριπίδη για παράδειγμα, η σύνταξη της Αντιγόνης αποκτά συγκεκριμένη σημασία.

Καθώς, όμως, εκτυλίσσεται το έργο και σε μιαν αντίρροπη κίνηση ελεγχόμενου πάθους, η θηλυκότητα της Αντιγόνης βαθαίνει και επιβεβαιώνεται. Κατά την ανάπτυξη αυτή, η δραματική ευαισθησία και η ποίηση του Σοφοκλή είναι απαράμιλλες. Η Αντιγόνη, γενόμενη θύμα, ωριμάζει αποκτώντας ουσιώδη θηλυκότητα. Η λεπτή βαρύτητα αυτού του παραδόξου έγκειται στο εξής: η Αντιγόνη πεθαίνει παρθένος και, επομένως, ανολοκλήρωτη ως προς την σεξουαλική της ταυτότητα, την υπόρρητη τελεολογία του είναι της. Στην διάρκεια του μαρτυρίου και των θρήνων της η Αντιγόνη τονίζει κατ’ επανάληψιν αυτήν την σκληρή ανωριμότητα και εκείνο που θα την εμποδίσει να γίνει νύφη και μητέρα, το επιστέγασμα της ύπαρξης μιας γυναίκας. Στους στίχους 915 κ·εξ. γίνεται σχεδόν αφόρητη η ακρίβεια της θρηνωδίας: δεν θρηνεί μόνο τον χαμό της νεαρής ζωής της η Αντιγόνη, θρηνεί τον χαμό όλων εκείνων των μελλοντικών ζωών μέσα της, που μόνο μια γυναίκα μπορεί να γεννήσει. Αν υπάρχει, μέσα στις συμμετρίες της θνητότητας, κάποιο αντίβαρο στον τάφο, αυτό είναι το νυφικό κρεβάτι και το κρεβάτι του τοκετού (συχνότατα ενωμένα στις αναπαραστάσεις και τις μεταφορές). Στο τέταρτο στάσιμο υπάρχει μια παράξενη, ανατρεπτική παρηγορητική νύξη. Ο χορός αναφέρει εγκλήματα που διέπραξαν μητέρες ενάντια στα παιδιά ή τα θετά παιδιά τους. Ίσως η μητρότητα, από μόνη της, να μην αποτελεί εγγύηση αγάπης και ευτυχίας.

Η Αντιγόνη, όμως, δεν μπορεί πια να τα ακούσει αυτά. Έχει πάει προς αυτό που ο αγγελιαφόρος θα χαρακτηρίσει, όταν διηγείται την καταστροφή, ως νυφική παστάδα χωρίς τα δώρα [ἀκτέριστον... παστάδα (στ. 1207)]. Η αυτοκτονία της Αντιγόνης έχει διάφορες νοηματικές όψεις. Ενδέχεται, όμως, να υπάρχουν και γυναικείες συμπαραδηλώσεις. Μολονότι και οι άνδρες αυτοκτονούν (δείτε τον Αίαντα του Σοφοκλή), η αρχαία ευαισθησία αποδίδει στην αυτοκτονία μιαν αύρα θηλυκή. Στην Αντιγόνη αυτή η σύνδεση ενισχύεται άμεσα από την αυτοκτονία της συζύγου του Κρέοντα, της Ευρυδίκης. Ο ελεύθερα επιλεγμένος θάνατος είναι αρχέγονα θηλυκή απάντηση στην φλύαρη απανθρωπιά ή την αμβλυμμένη αντίληψη των ανδρών. Οι συμβολικές αξίες χαρακτηρίζονται, σε όλη την έκταση της παρουσίασης της ατελούς αλλά βαθιάς γυναικείας ταυτότητας της Αντιγόνης, από εξαιρετικά απαιτητική πολυπλοκότητα. Στην χριστιανική τάξη η παρθενογονία θεωρείται ως η ύψιστη εκδήλωση της γυναίκας και ως η ύψιστη τιμή που μπορεί να της τύχει. Στον μύθο της Αντιγόνης, όπως φαίνεται να αντιλήφθηκαν και ο Χέγκελ και ο Κίρκεγκωρ, ο παρθενικός θάνατος οδηγεί, δια του τραγικού παραδόξου, στο χθόνιο κέντρο αυτού που είναι η γυναίκα.

Οι αναμετρήσεις μεταξύ των δύο φύλων είναι, κατ’ ουσίαν, αδιαπραγμάτευτες. Το ίδιο ισχύει και μεταξύ των γενεών. Καμία λογοτεχνία δεν κινητοποιεί διεισδυτικότερα την διαπλοκή αγάπης και μίσους, οικειότητας και αποξένωσης μεταξύ νέων και γέρων, γονέως και τέκνου απ’ ό, τι η κλασική ελληνική λογοτεχνία (οι μακρινοί κληρονόμοι αυτού του βάθους μέριμνας είναι ο Τουργκένιεφ και ο Ντοστογιέφσκι). Η ανθρωπολογία έχει πολλά να πει γι’ αυτήν την ένταση και την σταθερότητα της επίγνωσης, γι’ αυτήν την αυτοσυνείδηση σε σχέση με την συγγένεια που σημαδεύει το ελληνικό αίσθημα, τόσο στην αρχαϊκή, όσο και στην κλασική φάση της κοινωνικής οργάνωσης. Ωστόσο, η πανταχού παρουσία, η ιδιαίτερη δύναμη του θέματος των σχέσεων πατέρα-γιου και γιου-πατέρα έχει επίσης ρητή ποιητική προέλευση.

Όσο περισσότερο βιώνει κανείς την λογοτεχνία και τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας, τόσο εντονότερα του δημιουργείται η εντύπωση πως η Ελλάς έχει τις ρίζες της στην εικοστή τέταρτη ραψωδία της Ιλιάδας. Δεν υπάρχουν πολλές πρωταρχικές πλευρές της ελληνικής ηθικής, πολιτικής, ρητορικής πρακτικής που να μην αρχίζουν ή να μην βρίσκουν αξεπέραστη φαντασιακή διατύπωση στην νυχτερινή συνάντηση Πριάμου και Αχιλλέα και στην απόδοση του σώματος του Έκτορα στον Πρίαμο. Πολλά από αυτά που γνώριζε και ένιωθε η ελληνική ευαισθησία για την ζωή και τον θάνατο, για την αποδοχή της τραγικής μοίρας και τις αξιώσεις του ελέους, για τα διφορούμενα, ως προς την πρόθεση και την αμοιβαία αναγνώριση, που ενοικούν σε κάθε συνομιλία μεταξύ θνητών, προβάλλονται σε αυτό το αποκορυφούμενο και τέλειο τμήμα του έπους. Στο Ω της Ἰλιάδας δρουν ήδη εκείνες οι αβεβαιότητες, εκείνα τα θηριώδη ολισθήματα ή οι αυθόρμητες αβρότητες της καρδιάς σε σχέση με τα δίκαια των νεκρών, που έχουν κεντρική θέση στην Αντιγόνη.

Πάνω απ’ όλα όμως, η ομηρική πραγμάτευση των γηρατειών του Πριάμου και της νιότης του Αχιλλέα, της ανεξάντλητης αλληλεπίδρασης αγάπης και μίσους ανάμεσα σε δύο πατεράδες, τον Πρίαμο και τον Πηλέα, και δύο γιους, τον Αχιλλέα και τον Έκτορα, είναι αυτή που φαίνεται πως γεννά την ένταση και τον πλούτο παρόμοιων αναμετρήσεων σε όλη την ποίηση και το δράμα των Ελλήνων. Η συνάντηση στην σκηνή του Αχιλλέα φαίνεται να μορφοποιεί την ιδιαίτερα ελληνική αντίληψη του διπλού, αναπόφευκτα αντινομικού χαρακτήρα του γήρατος. Τα γηρατειά θεωρούνται συγχρόνως ευλογία και κατάρα. Το να είσαι γέρος ισοδυναμεί με το να κατέχεις ένα σύμφυτο με την ηλικία δικαίωμα στην τιμή και την υπόληψη εκ μέρους των νεωτέρων (χαρακτηριστικό που συνδέει κάποιους μεσογειακούς κώδικες συμπεριφοράς, μεταξύ των οποίων τον εβραϊκό και τον ελληνικό). Ταυτόχρονα, όμως, σημαίνει πως είσαι αδύναμος, ανάπηρος ως προς την πολιτική δύναμη και την σεξουαλικότητα, πως διατρέχεις μονίμως τον κίνδυνο της κατάρρευσης και του εμπαιγμού (τέτοια υπήρξε, όπως λένε, η περίπτωση του Σοφοκλή σε προχωρημένη ηλικία). Ο θάνατος του Έκτορα, άλλωστε, και η επικείμενη μοίρα του Αχιλλέα, στενά συνυφασμένες μεταξύ τους, συνέβαλαν ίσως στο να δοθεί στην κλασική ελληνική εικόνα της νεότητας η σκιά του θανάτου που την ακολουθεί. Συμβαίνει συχνά, τόσο στην σκέψη, όσο και στην τέχνη των Ελλήνων, να είναι ο θάνατος πιο κοντινός στους νέους παρά στους γέρους, για τους οποίους, κατά κάποιον τρόπο, έχει πάψει πλέον να ενδιαφέρεται. Υπήρξαν πολλές άλλες κοινωνίες και μυθολογίες με νέους πολεμιστές που μέλλουν να πεθάνουν και με πολιτικές θυσίες νέων. Καμία, όμως, δεν ήταν τόσο έντονα ευαισθητοποιημένη, όσο η αρχαία ελληνική, στις συμμετρίες ματαιότητας και δόξας που χαρακτηρίζουν τον θάνατο των νέων. Η νυχτερινή σκηνή, που δίνει στο τέλος της Ἰλιάδας την αινιγματική αλλά συνεκτική οριστικότητά της, σημαδεύει την συνολική ελληνική αντίληψη του θαύματος και του χαμού των γενεών.

Η εικασία που εκφράζεται στον Οἰδίποδα ἐπί Κολωνῷ, ότι «καλύτερα να μην είχες γεννηθεί ή τουλάχιστον ας πέθαινες νέος και τα γηρατειά είναι ό, τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σ’ έναν άνθρωπο[5]», είναι πολύ αρχαιότερη από την περίφημη σοφόκλεια διατύπωση της. Ανάγεται, τουλάχιστον, στον έκτο αιώνα και στον ελεγειακό ποιητή Θέογνι. Ενσαρκώνει, επιπλέον, μόνον ένα στοιχείο, καθ’ εαυτό ίσως πολύ όψιμο, του θέματος των σχέσεων μεταξύ νέων και γέρων. Δεν υπάρχουν διεισδυτικότερες μελέτες της σύγκρουσης μεταξύ των γενεών από αυτές που βρίσκουμε στον Φιλοκτήτη και στον Οἰδίποδα ἐπί Κολωνῷ, πριν από τον Σαίξπηρ και τον Τουργκένιεφ. Αυτά που μπορούμε να συμπεράνουμε από τα αποσπάσματα των χαμένων έργων, υποδηλώνουν ότι τούτο το θέμα είναι κεντρικό και σε άλλα έργα του Σοφοκλή, ανήκει δε σαφώς στον ομηρικό τόνο του ύφους του. Στην Αντιγόνη η αντιπαράθεση ανάμεσα στην νεότητα και το γήρας αντλεί ιδιαίτερη ένταση από το γεγονός ότι εμπλέκονται τέσσερα μέρη: από την μια μεριά ο Κρέων και ο χορός των γερόντων, από την άλλη η Αντιγόνη και ο Αίμων.

Και πάλι, δεν γνωρίζουμε τίποτε με βεβαιότητα σχετικά με το τι θεωρούσε το κοινό του Σοφοκλή ως κανονικό, τι υποτίθεται ότι ανέμενε. Πόσο βαρύνει η νιότη της Αντιγόνης, ιδιότητα τόσο στενά συνυφασμένη με την παρθενική θηλυκότητά της, στο γενικό σκάνδαλο της πολιτικής και δημόσιας εξέγερσής της; Άραγε η αθηναϊκή ευαισθησία του πέμπτου αιώνα π.Χ. κατέγραφε ως συγκεκριμένη παράβαση το γεγονός ότι τα έργα και οι λόγοι της Αντιγόνης είναι μιας γυναίκας νέας, σχεδόν παιδιού; Οι στίχοι 471-2 μπορεί να μας οδηγήσουν κοντά στην καρδιά αυτού του συγκρατημένου έργου. Έχοντας ακούσει από την Αντιγόνη την μεγαλειώδη δήλωση αψηφισιάς και προθυμίας για τον θάνατο, ο χορός αντιδρά με ένα δίστιχο το οποίο - ηθελημένα υποπτευόμαστε - αναχαιτίζει, εμποδίζει την κατανόηση, πολλώ δε μάλλον την μετάφραση. Η Αντιγόνη έχει δείξει πως είναι «το άγριο, άξεστο γέννημα ενός άγριου πατέρα και γεννήτορα». Ο χορός χρησιμοποιεί δύο διαφορετικές λέξεις εκεί που μία μόνο κανονικά θα αρκούσε: παῖς, την συνηθισμένη λέξη για το φυσικό τέκνο, και γέννημα. Η ιδέα ότι αυτός ο διπλασιασμός προσθέτει συγκίνηση ή ότι κατά κάποιον τρόπο ανταποκρίνεται στις διχασμένες αντιδράσεις του χορού σε άλλα σημεία του δράματος, είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν επαρκεί. 

Ο Οιδίπους είναι συγκλονιστικά παρών στο σημασιολογικό και συγκινησιακό πλαίσιο της μονομαχίας Κρέοντα-Αντιγόνης. Η αντεστραμμένη τάξη των λέξεων σε αυτούς τους δυο στίχους, καθώς και η υπόρρητη διάκριση ανάμεσα στο «γέννημα» και το «παιδί» φαίνονται όντως να υποδηλώνουν την τερατώδη μοναδικότητα της αιμομικτικής γέννησης. Η Αντιγόνη είναι θυγατέρα-αδελφή του Οι δίποδα, καρπός μιας γέννας έξω από τους κανόνες της συγγένειας. Όμως, είναι, επίσης, όπως ήταν και προτού επιστρέφει στην Θήβα από το Άργος (στον μύθο) και όπως θα είναι στον σοφόκλειο Οἰδίποδα ἐπί Κολωνῷ, η πιο «θυγατρική απ’ όλες τις θυγατέρες», το πλέον απόλυτο των τέκνων, για έναν γέροντα πατέρα. Εξ ου και η γεμάτη ένταση σύζευξη των δύο όρων. «Το γέννημα είναι άγριο, από τον άγριο πατέρα του κοριτσιού», είναι η ανάγνωση που προτείνει ένας σχολιαστής για την κακοτράχαλη αυτή διατύπωση του Σοφοκλή[6]. Το «άγριο» εδώ είναι απόδοση του ὠμόν. Ο χορός χαρακτηρίζει τον Οιδίποδα και την Αντιγόνη ώμους. Η λέξη θα επανεμφανισθεί μόνο μία φορά στο έργο, στην σύνθετη λέξη ὠμηστῶν(στ. 697). Εδώ αναφέρεται απερίφραστα στα σαρκοβόρα σκυλιά, από τα οποία πρέπει να προστατευθεί το λείψανο του Πολυνείκη. Γιατί, όμως, αυτή η φρικιαστική εσωτερική αναφορά; Μήπως η έμμονη ιδέα της με το πτώμα του Πολυνείκη δεν είναι εντελώς απαλλαγμένη από ένα πρωτόγονο, νυχτερινό ένστικτο, μακρινό ανάλογο του ενστίκτου των θηρίων που τρώνε σάρκες και ψοφίμια; Είναι τέτοια η σκοτεινή δύναμη αυτών των στίχων του χορού, τόσο χειροπιαστοί οι τρόποι με τους οποίους το λεξιλόγιο και η γραμματική επισύρουν την προσοχή πάνω τους, ώστε είναι δύσκολο να πιστέψουμε, έστω και απλοϊκά, ότι δεν εμπλέκονται εδώ με ανησυχητικό τρόπο οι βαθύτερες ηθικές διαισθήσεις του Σοφοκλή.

Οι πεποιθήσεις του Κρέοντα είναι άκαμπτα πατριαρχικές. Στο οργίλο ξέσπασμα του διαλόγου με τον Αίμονα ο Κρέων επικαλείται όχι μόνο τα έκδηλα δικά του πρεσβεία, αλλά επίσης τα πρεσβεία του χορού. Διερωτώμενος αν είναι πρέπον άνδρες της ηλικίας του να παίρνουν μαθήματα από άνδρες της ηλικίας του Αίμονα, ο Κρέων συμπεριλαμβάνει στην ρητορική του προσβολή τους γέροντες των Θηβών. Η λέξη τηλικοίδε, «οι συνομήλικοί μας», συμπεριλαμβάνει, τόσο την πραγματική ηλικία, όσο και την συνακόλουθη πολιτική υπόληψη. Το πλήρες νόημα αποδίδεται καλύτερα με την λέξη «οι άξιοι» (worthies). Ο Αίμων υποστηρίζει τα περιορισμένα, αλλά όχι για τούτο και αμελητέα δικαιώματα της νεότητας. Ο χορός υιοθετεί χαρακτηριστικά μπερδεμένη άποψη για την παθιασμένη έξοδο του Αίμονα. Προειδοποιεί, αποφθεγματικά, για την αγριότητα που εξαπολύει ο θυμός στους νέους. Κάποιοι σχολιαστές βρίσκουν εδώ έναν υπαινιγμό για ενδεχόμενη πολιτική εξέγερση, καθοδηγούμενη από τον Αίμονα- άλλοι βλέπουν μια προειδοποιητική νύξη για την αυτοκτονία του νέου. Συμβαίνει, συχνά, στο έπος και το δράμα των Ελλήνων ο θυμός των νέων να είναι αυτοκαταστροφικός, η δε οργή των ηλικιωμένων αυτοπροστατευτική.

Μόνον ένα παιδί εμφανίζεται στο έργο, ο ρόλος του, όμως, ως οδηγού του γέροντα, τυφλού Τειρεσία, είναι καθαρά λειτουργικός (το ζευγάρι αυτό αντικατοπτρίζει με ακρίβεια το ζευγάρι στον Οἰδίποδα Τύραννο). Όμως το ρητό πεπρωμένο των σχέσεων ανάμεσα στους νέους και τους γέρους κυριαρχεί στο τελευταίο μέρος της Αντιγόνης. Μετά την διπλή αυτοκτονία της Αντιγόνης και του Αίμονα, έρχεται η αναφορά στον προηγούμενο θάνατο του Μεγαρέα. Οι φιλόλογοι επισημαίνουν τα προβλήματα του κειμένου των στίχων 1301-5· Παραμένει, όμως, βασανιστικά αναπάντητο το απλό ερώτημα, πόσοι από τους θεατές του Σοφοκλή ήταν σε θέση να πιάσουν στον αέρα, για να το πούμε έτσι, τον υπαινιγμό στον Μεγαρέα/Μενοικέα. Βασιζόταν άραγε ο δραματουργός στις μυθολογικές γνώσεις ενός μικρού μέρους του κοινού του; Εάν γνωρίζαμε την απάντηση, θα γνωρίζαμε πολύ περισσότερα απ’ όσα πράγματι γνωρίζουμε για την ελληνική κλασική τραγωδία. Αυτό που πρέπει να σημειωθεί, αλλά συνήθως παραλείπεται, απ’ ό, τι γνωρίζω, στις εκδόσεις και τους σχολιασμούς, είναι η κομβική σπουδαιότητα αυτής της αναφοράς στον Μεγαρέα για το συνολικό σχέδιο του Σοφοκλή, σπουδαιότητα που υπερβαίνει κατά πολύ τα κειμενικά προβλήματα του χωρίου.

Την ώρα της αυτοκτονίας της η Ευρυδίκη επικαλείται τους θανάτους και των δύο γιων της. Σύμφωνα με μια πειστική ανάγνωση, λέγει: «οι κλίνες και των δύο γιων μου είναι κενές». Δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα εάν ο θρήνος της βασίλισσας αποδίδει στον Κρέοντα την ενοχή για την θυσία ή την αυτοθυσία του Μεγαρέα κατά την μάχη για την Θήβα. Το ζήτημα είναι ασήμαντο. Αυτό που έχει σημασία, αυτό που μπροστά του εκμηδενίζεται κάθε τι άλλο, είναι το επίθετο παιδοκτόνος. Ο θάνατος του Αίμονα δεν είναι αποτέλεσμα φρικτού δυστυχήματος - επειδή ο Κρέων φτάνει στον βράχο-τάφο με μια-δυο στιγμές καθυστέρηση - ούτε απορρέει από μια μεμονωμένη περίπτωση τυφλής, εσφαλμένης κρίσης. Είναι στην φύση του άνδρα Κρέοντα, στην φύση των σχέσεων εξουσίας και των αξιών που αυτός διακηρύσσει και ενσαρκώνει, το να επιφέρει τον βίαιο θάνατο των γιων του. Ερχόμαστε αντιμέτωποι - και αυτό είναι το ίδιο το κλειδί του ισορροπημένου τρόπου, με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο Σοφοκλής την μοιραία ελευθερία της ανθρώπινης πράξης - με ένα ρυθμιστικό κανόνα. Ο Κρέων ανήκει σε εκείνον τον ανθρώπινο τύπο, που, πάντοτε και αναγκαστικά, θα θυσιάζει την ζωή των γιων του σε ό, τι ο ίδιος θεωρεί πως είναι - σε ό, τι ενδεχομένως είναι, σε ό, τι πράγματι είναι, στην περίπτωση του Μεγαρέα - τα υψηλότερα ιδεώδη της διατήρησης της πόλης και της πολιτικής. Η αυτοθυσία του Μεγαρέα και η αποδοχή της από τον Κρέοντα ή, ενδεχομένως, η ενεργός συμμετοχή του σε αυτήν σήμαινε σωτηρία για την πολιορκημένη πόλη (λάβετε υπόψη σας το δίλημμα του Αγαμέμνονα στην Αυλίδα). Η καταδίκη της Αντιγόνης και ο θάνατος του Αίμονα, που αθέλητα προκάλεσε αυτή η πράξη, απορρέουν από μιαν απόλυτη αντίληψη της κυριαρχίας του νόμου και την πατριωτική ευσέβεια, που τιμά τον ήρωα προστάτη και ατιμάζει τον επιτιθέμενο προδότη.

Ωστόσο, το κίνητρο, είτε έγκυρο είναι είτε αυταπάτη, ξεθωριάζει μπροστά στην ιδιαίτερη «παιδοκτόνο» φύση του ανδρός. Είναι ο Κρέων παιδοκτόνος. Και εφόσον έτσι έχουν τα πράγματα, ο Σοφοκλής δεν θα μας επιτρέψει να εντοπίσουμε το νόημα του έργου ή τον φόβο που εγείρει σε καμία ιδιαίτερη διαδοχή συμβάντων, οφειλόμενη στο ανθρώπινο σφάλμα ή την μοχθηρία των θεών. Με την αναφορά της Ευρυδίκης στον Μεγαρέα οι συνέπειες της καθολικότητας μας επιβάλλονται. Ο Κρέων είναι από εκείνους τους ανθρώπους που γερνούν, που συγκεντρώνουν τα μέσα της πολιτικής κυριαρχίας στο γηραλέο χέρι τους, χάρις στην ικανότητά τους να στέλνουν τους νέους στον θάνατο. Η μοναχική κραυγή του Κρέοντα στον στίχο 1300, «ω, παιδί μου», είναι συγχρόνως ωμή και άδεια. Ανήκει στην φύση, στον δαίμονα της επιβίωσης γέρων ανθρώπων σαν τον Κρέοντα να θυσιάζουν τα σώματα των νέων σε πολιτικές και στρατηγικές αφαιρέσεις. Αυτή είναι η ακριβής έννοια, υπό την οποία μπορεί το διάταγμα του Κρέοντα κατά του πτώματος του Πολυνείκη να γίνει κατανοητό ως κάτι κεντρικής σημασίας για το είναι του και ως κάτι που υπερβαίνει κατά πολύ τα άμεσα ανακλαστικά ψυχολογίας ή τακτικής. Αυτό το διάταγμα συμβολίζει και προοικονομεί καθ’ ύλην με ακρίβεια τις ανθρωποκτόνες αφαιρέσεις, με τις οποίες θα τιμωρήσει ο Κρέων την Αντιγόνη και τον Αίμονα. Ελάχιστες σελίδες της λογοτεχνίας ή της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας μας διδάσκουν τόσα πολλά για την ιστορία μας, για τους τρόπους, με τους οποίους τα γερόντια που διευθύνουν τα κράτη και διοικούν τους στρατούς, στέλνουν ανά τους αιώνες τους νέους στον τάφο.

Θα ήταν μάταιο να πιστέψει κανείς ότι θα μπορούσε να προσθέσει οτιδήποτε καινούριο στα σχόλια για την σύγκρουση ανάμεσα στην συνείδηση και το κράτος στην Αντιγόνη. Έχουμε δει σε όλη την έκταση αυτής εδώ της μελέτης ότι η εν λόγω σύγκρουση, όπως «επινοήθηκε» ή διατυπώθηκε από τον Σοφοκλή, είναι Leitmotiv της φιλοσοφίας, της πολιτικής θεωρίας, της νομολογίας, της ηθικής και της ποιητικής στην Δύση. Πέρα από οποιονδήποτε άλλον παράγοντα, η απεριόριστη πληρότητα και η βαθύτητα της σημασίας στην διαμάχη Αντιγόνης-Κρέοντα είναι αυτή που έδωσε στο έργο την άμεση και διαρκή φυσιογνωμία του. Οι στίχοι 450 κ·ε· αποτελούν τμήμα του κανόνα της αντίληψής μας για το άτομο και την κοινωνία στην Δύση. Στον βαθμό που ο άνθρωπος είναι «ζώο πολιτικό» - σύλληψη και αυτή ελληνική - στους στίχους αυτούς ενηλικιώνεται. Κάθε κειμενικό, ιστορικό και εννοιολογικό στοιχείο της απάντησης της Αντιγόνης στον Κρέοντα έχει γίνει αντικείμενο εξαντλητικής έρευνας και συζήτησης. Έχουμε δει τα ποικίλα σε μέγεθος ηθικά, αλλά και μεταφυσικά, οικοδομήματα, που έχουν εγερθεί πάνω στην προβληματική σύνταξη και στίξη των πρώτων λέξεων της Αντιγόνης. Ωστόσο, κάθε στίχος του λόγου της και του διαλόγου της με τον Κρέοντα προκαλεί, και έχει συχνά δεχθεί, εξίσου πλούσιες ερμηνευτικές εκδοχές.

Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω είναι απλώς το εξής: αυτός ο περίφημος διάλογος (υπάρχει άραγε λεκτική σύγκρουση εγγενώς συναρπαστικότερη και βαρύτερη σε συνέπειες, σε οποιαδήποτε λογοτεχνία;) είναι στην πραγματικότητα διάλογος κωφών (dialogue des sourds). Καμία νοηματική επικοινωνία δεν πραγματοποιείται. Οι ερωτήσεις του Κρέοντα και οι απαντήσεις της Αντιγόνης ανήκουν τόσο αποκλειστικά στο ιδιαίτερο σύμπαν του καθενός από τους δύο συνομιλητές, είναι τόσο απόλυτα συνδεδεμένες με τον αντίστοιχο σημασιακό κώδικά τους και την ιδιαίτερη οπτική του καθενός, ώστε δεν υπάρχει καμία ανταλλαγή. Η γλώσσα του Κρέοντα είναι η γλώσσα της χρονικότητας. Η Αντιγόνη μιλά, ή μάλλον πασχίζει να μιλήσει, όπως κανείς άλλος ομιλητής, ίσως, πριν από το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, μέσα από την αιωνιότητα. Και αυτή η απόπειρα εγείρει το ερώτημα: μπορεί ένας κατανοητός λόγος να κείται εκτός του χρόνου;

Ούτε η μετάφραση μπορεί να αποδώσει, ούτε το σχόλιο να οριοθετήσει, το δίκτυο διακρίσεων και γειτνιάσεων που περικλείει τους ελληνικούς όρους Θέμις, Δίκη και νόμος. Η αβασάνιστη και πρόχειρη ταύτιση με τις λέξεις «ορθό», «δικαιοσύνη», «νομοθεσία» όχι μόνο χάνει την αεικίνητη ζωή του νοήματος στην καθεμιά από αυτές τις θεμελιώδεις ελληνικές λέξεις, αλλά και αποτυγχάνει τελείως να μεταφράσει την αλληλεπίδραση (στην περίπτωση, τόσο της Θέμιδος, όσο και της Δίκης) ανάμεσα σε πραγματολογικές ή αφηρημένα νομικιστικές συμπαραδηλώσεις από την μια μεριά, και σε αρχαϊκές αλλά ενεργές δυνάμεις του υπερφυσικού από την άλλη. Οι γύψινες ή και μαρμάρινες αλληγορίες και τα αγάλματα των δικαστηρίων μας δεν μεταδίδουν καμιάν αντίστοιχη αίσθηση υπερβατικής και, ενίοτε, δαιμονικής ενσάρκωσης. Και όμως, ο κόσμος του Κρέοντα και ο κόσμος της Αντιγόνης συγκρούονται ακριβώς μέσα στο έντονα ενεργοποιημένο πεδίο αξιών και εφαρμογών, που καλύπτεται, οριοθετείται από αυτούς τους τρεις όρους[7].

Από γλωσσολογική άποψη, η Θέμις είναι, ίσως, η αρχαιότερη και τοπικής, αρχικά, εμβέλειας (στην βόρεια Ελλάδα;). Στον Όμηρο και στον Ησίοδο η «θεά μέσα σε αυτήν την λέξη» εξαγγέλλει την παραδοσιακή, κληρονομημένη, ορθή τάξη πραγμάτων και υπεραμύνεται αυτής. Φαίνεται πως αντιπροσωπεύει μια πρωταρχική χάρη στον ουρανό και την γη. Οι ποιητές και οι μυθογράφοι αφήνουν καθαρά να εννοηθεί ότι η Θέμις έχει στενούς δεσμούς με εκείνες τις αρχαιότατες, τρομερές και εγγενώς διφορούμενες ενσαρκωμένες έννοιες, που είναι γνωστές ως Έρις («σφοδρή μάχη»), Νέμεσις και Ανάγκη («αναγκαιότητα»). Η Θέμις φαίνεται πως ανήκει σε επίπεδα προσωποποίησης αρχαιότερα από το πάνθεον των Ολυμπίων. Την Δίκη, όμως, είναι που συνήθως χαρακτηρίζουν «παιδί του Χρόνου» οι επικοί ποιητές, οι μυθογράφοι και οι δραματουργοί. Γι’ άλλη μια φορά, η μετάφραση αδυνατεί να αποδώσει το δυναμικό εύρος του όρου και τις εικόνες που ενυπάρχουν σε αυτόν. Δίκη είναι η «έμψυχη Δικαιοσύνη», αλλά και ό, τι συγκροτεί τον στόχο και την αρχή της διαδικασίας απονομής δικαίου αυτής καθαυτήν. Από συμβολική και εικονογραφική άποψη, οι δεσμοί αυτών των μορφών με το θέμα της Αντιγόνης είναι άμεσοι. Η Δίκη παριστάνεται συχνά στις ταφικές υδρίες με μορφή νεαρής παρθένας, σε στάση σοβαρή, αν όχι αγριωπή. Και αυτό γιατί είναι οικείο πρόσωπο του Άδη και μεριμνά, σε πολυάριθμες αναπαραστάσεις και αναφορές, για την δίκαιη μεταχείριση των νεκρών. Ο νόμος φαίνεται να είναι ο πλέον κοσμικός από τους όρους αυτής της τριάδας. Οι σχέσεις του με την θεϊκή ή την απόλυτη τάξη δεν είναι αυτονόητα ουσιώδεις ή μεταφορικές. Οι σχέσεις αυτές χρειάζεται να τεκμηριωθούν. Ενδέχεται, κάλλιστα, ο «νόμος» να είναι η έκφραση, στο επίπεδο των θνητών και του κόσμου, της κοσμολογίας της τάξης και της δέουσας πορείας των πραγμάτων που βρίσκονται στην φύλαξη της Θέμιδος. Η Δίκη μπορεί να θεωρηθεί ότι πρυτανεύει και εκπληρώνεται, λιγότερο ή περισσότερο στην εντέλεια, στους νόμους που θέτουν και ασκούν οι δίκαιοι, νομοταγείς άνθρωποι. Ένας τέτοιος, όμως, «εκτριγωνισμός» υποστέλλει και εκχυδαΐζει αυτό που πρέπει να ήταν, αν κρίνουμε από τα κείμενα των Ελλήνων διανοητών και ποιητών, η προβληματική λεπτολογία των τριών αυτών νοηματικών μορφωμάτων και ο πλούτος των μεταξύ τους αλληλεπιδράσεων.

Η Θέμις είναι εμφανώς αισχύλεια λέξη. Όταν χρησιμοποιείται στους στίχους 88ο και 1259 της Αντιγόνης, έχει κάπως ωχρή και τυπική όψη (κάτι σαν την σύγχρονη έκφραση «αν είναι σωστό» [«if it is right»] να πω ή να κάνω το και το). Η πολεμική Κρέοντα-Αντιγόνης επικεντρώνεται σαφώς στην Δίκην και στον νό­μον. Η βαρύτητα της πρόκλησης των στίχων 450 κ·ε· οφείλεται, κατά μέγα μέρος, στον μετασχηματισμό που επιφέρει η Αντιγόνη στην έννοια του νόμου, όπως την χρησιμοποιεί ο Κρέων, και στην ισοδυναμία που προβάλλει εκείνη ανάμεσα στην υποχθόνια αυθεντία της Δίκης και στην σφαίρα του νόμου που ισχύει μεταξύ των θνητών στην πόλιν. Η Αντιγόνη, όπως γνωρίζουμε, συνά­πτει στην δική της χρήση της λέξης νόμιμα τα περίφημα επίθετα «ἄγραπτα» και «αδιάσειστα/αμετάκλητα» (ἀσφαλῆ). Μια τέτοια χρήση έχει, ίσως, κάποιαν απόχρωση αρχαίας αυθεντίας. Σε ένα απόσπασμα του Ηρακλείτου, αν βέβαια η μετάφραση είναι καθόλου ενδεικτική, ο νόμος ισχύει ως τέτοιος μόνον εάν είναι εναρμονισμένος με την θεϊκή αρχή, μόνον εάν μοιράζεται με την θεία τάξη το αυτονόητο της αιώνιας ευθύτητας. Αλλού, οι συμπαραδηλώσεις είναι λιγότερο ξεκάθαρες. Στον Πρωταγόρα 337d, χωρίο στο οποίο αναφέρονται σχεδόν πάντοτε οι μελετητές, όταν σχολιάζουν τους «άγραφους νόμους» της Αντιγόνης, ο νόμος γίνεται αντιληπτός σαν να ήταν όργανο του Κρέοντα, δηλαδή ως εν δυνάμει «δεσπότης της ανθρωπότητας», καθώς και ως δύναμη που μπορεί να ασκήσει βία στην φύσιν. Όμως στους Νόμους, όταν ο Πλάτων χρησιμοποιεί την έκφραση πάτριοι νόμοι, δίνει στην έννοια του δημόσιου νόμου εξ ολοκλήρου θετική έννοια. Υπάρχουν νόμοι, που πρέπει να εμψυχώνουν και να καθορίζουν το πραγματικό πνεύμα της πολιτικής ύπαρξης και της ώριμης διαγωγής και, όντως, επιτελούν αυτό το έργο. Στα συμφραζόμενα αποσαφηνίζεται ότι αυτοί οι νόμοι μπορούν να εκδίδονται από τους κατόχους της υπεύθυνης εξουσίας, ο δε εν χρόνω και γραπτός χαρακτήρας τους δεν θίγει επ’ ουδενί λόγω την αξία τους.

Όταν ο Αριστοτέλης, με την σειρά του, παραθέτει την Αντιγόνη στην Ρητορική, αλλάζει τα λόγια της προς την κατεύθυνση αυτού που επρόκειτο να γίνει η όλη διδασκαλία και η πολιτική του «φυσικού νόμου». Ο Αριστοτέλης, γεφυρώνοντας το ίδιο χάσμα που είχε ανοιχτεί στον Πρωταγόρα, ταυτίζει τα άγραπτα νόμιμα της Αντιγόνης με εκείνους τους «νόμους της φύσης» ή «φυσικούς νόμους», που διέπουν κάθε πολιτισμένη κοινωνία. Η Αντιγόνη, όμως, δεν συναρτά το πραγματικό κύρος και τον αιώνιο χαρακτήρα του νόμου με την φύσιν, αλλά με την Δίκην. Για την ακρίβεια, το εξαρτά από την «φύση», αλλά με πολύ ιδιαίτερο και άχρονο νόημα. Με άλλα λόγια: μόνον όταν η φύση απελευθερωθεί από τον κίνδυνο του χρόνου και της αλλαγής μπορεί ο νόμος, υπό την άμεση επιστασία της Δίκης, να εισέλθει στο βασίλειο της απόλυτης δικαιοσύνης, που είναι το βασίλειο της Θέμιδος. Θέτουμε, όμως, το εξής ερώτημα (μαζί με τον Κρέοντα, τρόπον τινά): άραγε μπορεί να υπάρξει τέτοια εκ νέου είσοδος της ανθρώπινης ύπαρξης στην χρονική τάξη ή είναι δυνατή μόνο στον θάνατο;

Ο χρόνος είναι, πράγματι, ουσιώδης παράγοντας. Στην καταστροφή που κλείνει την δράση του έργου, ο Κρέων, όπως προλέγει ο Τειρεσίας, θα αποπειραθεί μάταια να κάνει αγώνα δρόμου με τον χρόνο. Η Αντιγόνη, που έχει αναλάβει τον ρόλο της κατηγόρου του Κρέοντα, διακηρύσσει ότι κανένα εν χρόνω διάταγμα δεν μπορεί να υπερισχύσει νόμων απείρως αρχαιοτέρων από τις ηθελημένες ανθρώπινες μεσολαβήσεις (όπως η γραφή). Θέτει αξιωματικά μια «φυσική αιωνιότητα», της οποίας η Δίκη είναι η επιστάτρια. Δεν ορρωδεί μπροστά στο αντινομικό συμπέρασμα ότι αυτό που εγγυάται την άχρονη, αναλλοίωτη νομιμότητα των «άγραφων νόμων», είναι η καθαγιασμένη θέση του νεκρού. Η Αντιγόνη στην μεγάλη της σύγκρουση με τον Κρέοντα δεν μνημονεύει καθόλου το όνομα του Πολυνείκη. Το όνομα ενός άνδρα, όσο άμεσα κι αν εμπλέκεται στην υπόθεση της, ανήκει στην επικράτεια του χώρου και των περιστάσεων. Η ανωνυμία, σε αυτό το σημείο της πρόκλησης και της απολογίας της, αποτελεί τακτική καθολίκευσης. Πολλοί έχουν ρωτήσει: εάν αυτοί οι «νόμοι», τους οποίους επικαλείται η Αντιγόνη, έχουν έκδηλη καθολικότητα και αιωνιότητα, γιατί να μην έχουν εντυπωθεί και στον Κρέοντα και στον χορό με την ίδια προφάνεια, όπως και στην ίδια;

Η απάντηση είναι ότι για την Αντιγόνη η πόλις και η κατηγορία του ιστορικού - μιας έλλογα οργανωμένης και τιθασευμένης χρονικότητας - έχουν εισβάλει, άσχετες και κατόπιν καταστροφικές, σε ένα επίπεδο του Είναι που μπορούμε να ονομάσουμε «οικογενειακό», «χθόνιο» και «κυκλικό», όπου ο άνθρωπος ήταν κυριολεκτικά σαν στο σπίτι του εντός της αχρονικότητας. Μια τέτοια «οικειότητα», πριν ή έξω από την ιστορία, καθιστά την φιλίαν, την «αγαπητική αμεσότητα», την «δίχως ερωτήματα φροντίδα» κανόνα των ανθρώπινων σχέσεων. Με αυτό το καθορισμένο νόημα είναι «φυσικοί νόμοι» οι άγραφοι νόμοι της τρυφερής στοργής, τους οποίους παραθέτει η Αντιγόνη και τους οποίους θέτει υπό την διπλή αιγίδα του Ολυμπίου Διός και της χθονίας Δίκης. Ενσαρκώνουν μια προσταγή ανθρωπιάς, την οποία μοιράζονταν οι άνδρες και οι γυναίκες, προτού εισέλθουν στις μεταλλάξεις, τις παροδικές αυταπάτες, τα διχαστικά πειράματα ενός ιστορικού και πολιτικού συστήματος.

Ο Κρέων δεν απαντά και δεν μπορεί να απαντήσει. Κι αυτό γιατί ο χρόνος ούτε απαντά στην αιωνιότητα ούτε ανταλλάσσει λόγια με αυτήν. Δεν υπάρχει καμία δυνατότητα καρποφόρου διαλόγου μεταξύ μιας ηθικής συνείδησης που προϋποθέτει άχρονες (καντιανές) ηθικές προσταγές και της ηθικότητας του κράτους, που πρέπει, εξ ειλικρινούς ορισμού, να είναι εν χρόνω. Η όλη δύναμη της εγελιανής αναθεώρησης της σοφόκλειας Αντιγόνης έγκειται στην απόπειρα του Χέγκελ να αποκαταστήσει αυτή την ανισορροπία και να κατορθώσει αυτήν την μορφή διαλόγου, που είναι γνωστή ως διαλεκτική. Ο Χέγκελ είναι αποφασισμένος να αποδώσει στην αναγκαία χρονικότητα της πολιτικής τα δίκαιά της - το δικαίωμά της για αιωνιότητα.

Καμία τέτοια ισορροπία δεν εδραιώνεται στο έργο. Καθώς προχωρεί ο διάλογος της μη επικοινωνίας, η άρνηση της χρονικότητας εκ μέρους της Αντιγόνης - η οποία αρνείται να «εγχρονισθεί» - καθίσταται ακόμη σαφέστερη και αυτοκαταστροφικότερη. Η ποινή του θανάτου, που της επιβάλλει ο Κρέων, της είναι αδιάφορη. Η ποινή ανήκει αποκλειστικά στην δουλική σφαίρα του εγκόσμιου χρόνου. Είναι άκυρη, υπό την ίδιαν ακριβώς έννοια υπό την οποία είναι άκυρο το στενά συνδεδεμένο διάταγμα του Κρέοντα για το λείψανο του Πολυνείκη. Ο θάνατος της Αντιγόνης δεν είναι ο θάνατος που αποφασίζει και διατάσσει ο Κρέων - διάκριση που η χάϊντεγκεριανή διδασκαλία της υπαρξιακής εξατομίκευσης του θανάτου μας βοηθά να αποσαφηνίσουμε. Ο θάνατος που η Αντιγόνη επιλέγει ελεύθερα και ενσυνείδητα, έχει νοηματικούς άξονες που υπερβαίνουν εξ ολοκλήρου την βούληση ή την κατανόηση του Κρέοντα. Η Αντιγόνη του έργου του Σοφοκλή είναι, τρόπον τινά, η νέα γυναίκα που είχε διδαχθεί στον Κολωνό ότι μόνον η πλήρης αποδοχή του θανάτου μπορεί να αποφέρει στον θνητό μονιμότητα (lastingness) (ο αρχαιοπινής όρος «διάρκεια» [«durance»] θα ήταν ακριβέστερος). Δεν έχει ιδέα, αλλά και θα απαρνιόταν κάθε ιδέα, εκείνης της άλλης αιωνιότητας ή αναστολής του χρόνου, που είναι παρούσα με δυναμικό τρόπο στην ζωή των θεσμών και συνδέει τις διαδοχικές γενεές εντός και χάριν της εξελισσόμενης πόλεως (ένας πολύ καλύτερος αντίπαλος από τον Κρέοντα θα ήταν ο Έντμουντ Μπερκ). Ακούγοντας την Αντιγόνη, ακούμε τον πρωτογενή γυναικείο κόσμο, που καταγράφεται, με νεωτερική μορφή, στο μυθιστόρημα Il giorno del giudizio του Σαλβατόρε Σάττα (Salvatore Satta). Είναι ένας κόσμος έξω από τον πολιτικό χρό­νο, στον οποίον οι ανύπαντροι και οι άτεκνοι αισθάνονται, μυστηριωδώς, σαν στο σπίτι τους.

Η παρουσίαση της αναρχικής νομιμοφροσύνης της Αντιγόνης στους στίχους 45° κ·ε· είναι απαράμιλλη. Ωστόσο, η αμφισβήτηση της χρονικότητας, στην οποία μας ωθεί το κείμενο, κάθε άλλο παρά περιορίζεται από την ευγλωττία και τον ηρωισμό της Αντιγόνης.

Η λεπτότητα, η μετρική ποικιλία των λυρικών τρόπων που είχε στην διάθεσή του ο τραγικός χορός, ιδιαίτερα μέσα σε αυτό το μουσικό και χορογραφικό σύνολο που είναι πλέον χαμένο για μας, μπορούσαν να μεταθέσουν, να χρωματίσουν, να εμπλουτίσουν την διαλογική επιχειρηματολογία του έργου (ή, όπως, όντως, συμβαίνει στην Ὀρέστεια, θα δημιουργούσαν ένα εξαιρετικά περίπλοκο «έργο μέσα στο έργο»). Με τον χορό περνούμε από την φανερή ρητορεία της δραματικής αγόρευσης και της στιχομυθίας, από την χρονική ευθύτητα της αφήγησης, σε ένα ιδίωμα πιο «εικονιστικό», μεταφορικό και αντιστικτικό. Αυτός είναι ο τρόπος, με τον οποίον τα μείζονα χορικά των σωζόμενων ελληνικών τραγωδιών θέτουν σε κίνηση τα θεμελιωδώς ανεπίκριτα ζητήματα της ανθρώπινης κατάστασης. Εκτός από τον λόγο, η μουσική και η όρχηση συγκρατούν, μολονότι χωρίς να επιλύουν, τα αντίρροπα ρεύματα του μύθου. Στον χορό ανοίγονται οι δυνατότητες, τόσο να μιλάει ενωμένος, όσο και να επιλέξει τον διάλογο μέσα από την εσωτερική διαίρεση των χορευτών σε ημιχόρια, επιλογή που παρουσιάζεται ως διαδοχή στροφών και αντιστροφών. Ο χορός, συνεπώς, μπορεί να είναι οικονομικότερος από άποψη βαθύτητας από ό, τι οποιοδήποτε άλλο γνωστό ποιητικό - δραματικό όργανο.

Η πρόταση, το ερώτημα ή το σχόλιο του χορού, η εκδήλωση της έκστασης ή της αγωνίας, εκφραζόμενα με την φωνή, την μίμηση, το τραγούδι και την όρχηση, επιστρατεύουν ολόκληρο το φάσμα της πνευματικής και σωματικής έκφρασης. Επιτυγχάνουν μια σημειωτική ολότητα. Επομένως, ακριβώς στην πάροδο και στα πέντε στάσιμα της Αντιγόνης είναι που γίνεται πιεστικότερη η αβεβαιότητα ως προς τα ζητήματα της συνείδησης και του κράτους, του ατόμου και της πόλεως, της φύσης και της ιστορίας. Αν υπάρχουν κάποιες σοφόκλειες προκαταλήψεις υπέρ του τάδε ή του δείνα πράγματος, θα τις βρούμε στις σκέψεις που τραγουδά και χορεύει ο χορός.

Μια σημαντική διάκριση αρχίζει να διαφαίνεται στην λαμπρή αναστάτωση του χορού, όταν ανακαλεί - σχεδόν μιμείται, θα έλεγε κανείς - την μάχη των Θηβών. Η περίφημη παρομοίωση του αετού με το στριγγό κρώξιμο, που εφορμά στις πύλες της πόλης, ο τελετουργικός όγκος των μέχρι θανάτου μονομαχιών ανάμεσα στους επτά επιτιθέμενους και τους επτά υπερασπιστές, δίνουν στην αφήγηση αυτής της πάλης εσκεμμένα απάνθρωπη χροιά. Η λεπτή μεθόδευση, στους στίχους 131 κ.ε., όπου ο χορός υπαινίσσεται, χωρίς να κατονομάζει, τον γίγαντα Καπανέα, επιτείνει την αίσθηση μιας υπεράνθρωπης, αλλά και πρωτόγονης, σχεδόν θηριώδους, εφόδου. Η μάχη για την Θήβα είναι στ’ αλήθεια «γιγαντομαχία». Ο ασθμαίνων αναπαιστικός ρυθμός, η άγρια ποίηση της γλώσσας των πουλιών, της φωτιάς, του μίσους που μαίνεται σαν καταιγίδα, μαζί με την μιμητική σφοδρότητα, που, φανταζόμαστε, πρέπει να είχαν οι κινήσεις του χορού, τοποθετούν το όλο επεισόδιο στην ζώνη του μισοσκόταδου, που βρίσκεται έξω, πριν από τον πολιτικό ορθό λόγο. Ο κόσμος των Ἑπτά ἐπί Θήβας, όπως καθρεφτίζεται στην σοφόκλεια πάροδο, είναι ο κόσμος των Τιτάνων και των ημιθέων, των θαυμάτων και των τεράτων.

Ωστόσο, και πριν ακόμη από την είσοδο του Κρέοντα, η ωδή μετατονίζεται και περνά σε ιστορική και πολιτική κλίμακα. Η Νίκη, η θεά της νίκης, είναι σαφώς πολιτικό έμβλημα, καθώς και παρουσία μέσα στην πόλη. Η «πολυάρματη Θήβα» είναι, αναμφίβολα, επική στερεότυπη έκφραση, αλλά υποδηλώνει, επίσης, τα υλικά μέσα του συνηθισμένου πολέμου. Καθώς πλησιάζει ο Κρέων, ο κορυφαίος του χορού χρησιμοποιεί δυο φορές το επίθετο «νέος». Ένας «νέος βασιλεύς» εισέρχεται στην σκηνή, στον οποίο μια «νέα μοίρα» ή «μια νέα κοινωνικοπολιτική κατάσταση» έχει αναθέσει την εξουσία. Είναι η ώρα της ανατολής του ηλίου, ο δε χορός οδηγεί την φαντασία μας έξω από έναν κόσμο τιτανικής και τοτεμικής βίας, στο ηλιόφως της πόλεως.

Όπως γνωρίζουμε, αυτές οι πολικότητες αποκτούν απροσμέτρητη βαθύτητα στο δεύτερο χορικό (ή πρώτο στάσιμο). Όπως έχουν επισημάνει οι μελετητές, μπορούμε να κατανοήσουμε την ωδή πολλά τα δεινά ως συμβολή σε ένα ρεύμα ποιητικο-φιλοσο­φικού στοχασμού, που εγκαινιάσθηκε από τον Αναξαγόρα και τον Σόλωνα[8]. 0 Αναξαγόρας θεωρούσε την ίδρυση πόλεων που διέπονται από νόμους, ως την πλέον εξαίρετη ανθρώπινη επινόηση, την πράξη που αποτελεί το επιστέγασμα της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στο φυσικό βασίλειο. 0 Σόλων, στο ελεγειακό ποίημά του για τις Μούσες της Πιερίας, υμνεί, όπως και ο Σοφοκλής, τις πολλαπλές ασχολίες των θνητών ανθρώπων, την δεξιοτεχνία τους ως ψαράδων, αγροτών, τεχνιτών και ιατρών. Η σολώνεια αντίληψη της κοινωνίας κατατρύχεται από τον φόβο μήπως η συσσώρευση του πλούτου φέρει την καταστροφή. Ωστόσο, η υπόσχεση του Σόλωνα, παρ’ ό, τι μοιρολατρική - η Μοίρα, λέει ο Σόλων, κυβερνά όλες τις πράξεις και ο Ζευς είναι αυτός που διανέμει την καλοτυχία και την κακοτυχία με τρόπους ανεξιχνίαστους για εμάς - είναι θεμελιακά υπόσχεση ευνομίας, μιας προοδευτικής αρμονίας. Η ερμηνεία του Σοφοκλή είναι πολύ πιο περίπλοκη.

Στην σειρά των ανθρώπινων επινοήσεων που υμνεί το πρώτο στάσιμο, υπάρχει μια αδιάκοπη ταλάντευση ανάμεσα στην μοναξιά και την κοινότητα. Τα φτερωτά πλεούμενα, που πάνω τους οι άνθρωποι διασχίζουν τα επικίνδυνα πελάγη, υποδηλώνουν συλλογικό σχεδιασμό και συλλογική χειρωνακτική εργασία. Ο ζευγολάτης είναι, συγχρόνως, μόνος και μέρος ενός αγροτικού συστήματος. Η παγίδευση των πουλιών και των ψαριών με δίχτυα μπορεί να είναι, και συνήθως είναι, έργο ενός μόνον ανθρώπου· το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με την τιθάσευση του αλόγου και του ταύρου στα άγρια βουνά. Ωστόσο, αυτά τα κατορθώματα μαρτυρούν, επίσης, μια κοινωνική τάξη που δεν βρίσκεται μακριά. Όλες αυτές οι αμφισημίες επιλύονται με την επινόηση της γλώσσας. Ο Σοφοκλής, όπως και οι ελεατικοί στοχαστές πριν από αυτόν, όπως και ο Ισοκράτης, θεωρεί την εξέλιξη της ανθρώπινης γλώσσας ως άμεσο βήμα προς την πολιτική κοινωνία. Οι στίχοι 354-5 (στην αρίθμηση του Ντόου) συνεπάγονται μια σχεδόν πολιτική θεωρία του λόγου. Από την γλώσσα, από την ικανότητα της γλώσσας να μεταδίδει την σκέψη σε άλλους, απορρέουν η ίδρυση και η οργάνωση του κράτους. Η πασίγνωστη αριστοτελική ανάλυση των δεσμών που συνδέουν στενά την ανθρώπινη γλώσσα με τον ηθικό ιστό μιας πολιτικής κοινωνίας, στα Πολίτικά, 1.2.12, φαίνεται σαν σχόλιο στον Σοφοκλή. Τα οφέλη που απορρέουν από την ίδρυση της πόλης, είναι αποφασιστικά: ο άνθρωπος βρίσκει τώρα το κατάλληλο καταφύγιό του και οπλίζεται ενάντια στις επιδρομές μιας εχθρικής φύσης. Μόνον ο θάνατος θα τον εκδιώξει από την εστία του. Αυτήν, ακριβώς, την αύξηση της δύναμης του ανθρώπινου Είναι μέσω της πόλεως εξυμνούν ο Περικλής και ο Αναξαγόρας.

Αμέσως μετά, όμως, και με συνοπτικότητα γνωμικού που μόνον η πιο υψηλή ποίηση μπορεί να επιτύχει, η δεύτερη αντιστροφή στρέφεται προς τα παγίως της σύγκρουσης ανεπίκριτα ζητήματα που διαδραματίζεται στην Αντιγόνη και πέρα από αυτήν. Με διαύγεια ανάλογη του μεγάλου του μελετητή, του Φρόυντ, ο Σοφοκλής γνωρίζει ότι ο πολιτισμός (η συνθήκη του εν πόλει) τρέφει την θανάσιμη δυσφορία του. Γνωρίζει ότι η ίδια η συγκρότηση μιας κοινωνικής τάξης, μέσω του πνεύματος της γλώσσας και του ηθικοπολιτικού στοχασμού που αρθρώνει αυτή, γεννά περιορισμούς. Το αμείλικτο συμπέρασμα είναι ότι η εν πόλει τάξη «εξημερώνει», «παγιδεύει» την κληρονομιά μοναχικότητας, οργανικής αγριότητας και ελευθερίας του ανθρώπου, όπως και τα δίχτυα και οι παγίδες της πρώτης αντιστροφής. Η πολυμήχανη πανουργία του ανθρώπου, η οξύνοιά του, διχασμένη ανάμεσα σε αντιτιθέμενες ανάγκες και παρορμήσεις, ενδέχεται να τον ωθήσει στο να επιλέξει το κακό και την αυτοκαταστροφή αντί για το καλό. Μια τέτοια επιλογή έχει συνέπειες που ξεπερνούν κατά πολύ την μοίρα του ατόμου. Οι κύριοι όροι του έργου, τώρα, συνυφαίνονται πυκνά: ο νόμος, η Δίκη, οι θεοί και, πάνω απ’ όλα, σε παρατακτική σύνδεση, ο ὑφίπολις και ο ἄπολις.

Εξαιρουμένης της Αγίας Γραφής, ελάχιστες λέξεις έχουν προκαλέσει εντατικότερο σχολιασμό ή περισσότερο διαφοροποιημένη παράδοση θεωρητικών και υπαρξιακών πραγματώσεων. Οι εικασίες για το τι σημαίνουν αυτές οι δύο λέξεις τονίζουν την αμφισημία και των δύο (η πρώτη ενδέχεται κάλλιστα να είναι νεολογισμός του Σοφοκλή). Αυτός που τηρεί τους νόμους τους οποίους έχει ορκιστεί να υπερασπίζει, αυτός που τιμά το πολιτικό συμβόλαιο, θα «κρατά ψηλά» την πόλη, θα έχει ο ίδιος «υψηλή» θέση μέσα σ’ αυτήν ή και τα δύο. Άραγε αυτό σημαίνει ότι ο νομικισμός και η περιωπή του Κρέοντα αντιπροσωπεύουν μιαν ορθή ηθική επιλογή; Από την άλλη μεριά, αυτός που αθετεί τους νόμους και πράττει το κακό, είναι άπολις (και θυμούμαστε εδώ το δρακόντειο σχόλιο του Χάιντεγκερ σε αυτήν την έκφραση). Ωστόσο, γι’ άλλη μια φορά, οι συμπαραδηλώσεις είναι πολλαπλές και δυνάμει αντιφατικές. Και αυτό γιατί ο «άπολις» μπορεί να είναι είτε αξιόποινος παρίας, όπως στον στίχο 255 της Μήδειας του Ευριπίδη, είτε πολιτικός εξόριστος και πρόσκαιρο θύμα της πολιτικής κακοτυχίας, όπως στον Ηρόδοτο, όπου βρίσκει κανείς πολλές φορές αυτήν την λέξη να χρησιμοποιείται με αυτό το νόημα. Ή πάλι μπορεί να είναι ο αθωότερος και πλέον κακομεταχειρισμένος των ενόχων, ο Οἰδίπους ἐπί Κολωνῷ (στ. 1357)· Το να είναι κανείς άπολις μπορεί, τέλος, να σημαίνει ότι, αθετώντας το κοινωνικό συμβόλαιο, ένας άνθρωπος όχι μόνον εγκατέλειψε την πόλη του, μα και προκάλεσε την καταστροφή της. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, άραγε μπορεί κανείς να παραβλέψει εντελώς στους επτά τελευταίους στίχους του στάσιμου έναν υπαινιγμό στον Πολυνείκη;

Η ένταση μεταξύ των νοημάτων έχει ήδη φτάσει στο έπακρο. Επιτείνεται ακόμη περισσότερο με την ευχή του χορού: «Μακά­ρι κανείς τέτοιος» (άπολις) «να μη μοιραστεί την εστία μου» ή να μην γίνει κοινωνός «των φρονημάτων μου». Η ομόκεντρη δομή της ωδής κατευθύνεται, συγχρόνως, προς τα μέσα και, από χρονική άποψη, προς τα πίσω. Η εστία, ο οίκος είναι αρχαιότερος οικογενειακός τόπος από την πόλιν. Φέρνει στον νου μια γήινη κεντρικότητα, καθώς και γυναικείες τελετές και καθήκοντα επιστασίας που τόσοι αντίλαλοί τους υπάρχουν στο πρόσωπο της Αντιγόνης (στο αρχαίο μεσογειακό πάνθεον η θεότητα που προΐσταται της εστίας είναι θηλυκή). Οι σκέψεις, τα φρονήματα ενός άνδρα, που η γνώση τους είναι απαγορευμένη για τον ἄπολιν, είναι τα μύχια (η «εστία») του Είναι του. Εξάλλου, όπως τραγούδησε και ο χορός, η ομιλία και η σκέψη που κοινωνείται οικοδομούν τις πόλεις. Ωστόσο, η κατά μόνας σκέψη δεν είναι κατ’ ανάγκην ανίσχυρη ή ευτελής. Μπορεί να είναι η ζωτική πηγή των ηθικών ανακαλύψεων και αποφάσεων. Ποιον λοι­πόν να κρατήσουμε μακριά από την εστία μας; Τον Κρέοντα ή την Αντιγόνη; Ποιος από τους δύο είναι αληθινά ο ἄπολις;

Όταν ξανατραγουδά ο χορός, μετά τον αγώνα Κρέοντα-Αντιγόνης, ο τόνος του είναι ακόμη πιο αισχύλειος κι απ’ όσο ήταν στην αρχή του πρώτου στάσιμου, με την περίφημη απήχηση από τις Χοηφόρους. Πίσω από τον Αισχύλο, με την σειρά της, βρισκόταν η γλώσσα του έπους και, πιο συγκεκριμένα, υποθέτουμε, η γλώσσα του Θηβαϊκού κύκλου και της αφήγησης του ολέθρου των Λαβδακιδών. Η σχέση του τρίτου αυτού χορικού με το κεντρικό ζήτημα της συνείδησης και του κράτους, το ζήτημα του κόσμου που προηγείται της πόλεως και του πολιτικού συστήματος αξιών, είναι πλάγια μεν, αλλά, κατά την γνώμη μου, ολοφάνερη. Αυτός ο σπερματικός διχασμός καθίσταται ρητός στο λεξιλόγιο και την αντιστικτική δομή των δύο στροφικών ζευγών. Οι λέξεις-κλειδιά του πρώτου μέρους είναι αυτές που ονομάζουν ή αναφέρονται στην καταγωγή του ανθρώπου, στις ρίζες του, σε ό, τι τον δένει με τον οίκο και την εστία. Ο στίχος 593 περιέχει τον κρίσιμο όρο ἀρχαῖα, που ο Τζεμπ μεταφράζει from olden times («από παλαιούς καιρούς»). Το δεύτερο στροφικό ζεύγος επικαλείται το παρόν και το μέλλον. Στο μέσο αυτής της καρτερικής προφητείας εμφανίζεται η λέξη «ελπίδα» (ἐλπίς). Οι υπερφυσικές δυνάμεις του αναθέματος και του κολασμού, που ξέσπασαν πάνω στον οίκο των Λαβδακιδών στις δύο πρώτες στροφές, φαίνονται να ανήκουν στις αρχαϊκές σφαίρες της νύχτας, της εκδίκησης του αίματος, ενός επιθετικού κάτω κόσμου. Ο Ζευς, στο δεύτερο ζεύγος στροφών, δεν είναι λιγότερο συντριπτικός στην ανταποδοτική δικαιοσύνη του, αλλά «κατοικεί στην απαστράπτουσα αίγλη του Ολύμπου»* και εκεί επικρατεί η αιτιολογία της ενοχής, της «παράβασης», όπως ακριβώς ανάμεσα στην ανθρώπινη διαγωγή και στα βάσανα των ανθρώπων. Για την αρχαϊκή λογική της Αναγκαιότητας, της κληρονομικής κατάρας που βαραίνει το γένος του Οιδίποδα και το εκμηδενίζει, το ακούσιο έγκλημα (η πατροκτονία και η αιμομιξία του Οιδίποδα) επιφέρει τις ανεπανόρθωτες συνέπειες του τετελεσμένου γεγονότος. Δεν υπάρχει διαφυγή από το παράδοξο της αθώας ενοχής. Ούτε, ασφαλώς, υπάρχει τρόπος να ξεφύγει κανείς από την αμερόληπτη παντοδυναμία του Ολύμπιου Δία ή από τις αυτοκαταστροφικές αυταπάτες της φιλοδοξίας, της προσπάθειας και της ελπίδας των ανθρώπων. 

Εάν μπορεί να ερμηνευθεί έτσι το εξαιρετικά δύσκολο κείμενο των στίχων 614 κ.ε., ο άνδρας ή η γυναίκα που πράττουν θεόπνευστοι διατρέχουν αναπόφευκτα τον κίνδυνο της ύβρεως, ακριβώς εξαιτίας της θείας έμπνευσης. Υπάρχουν, όμως, βαθιές διαφορές ανάμεσα στον αρχαίο και τον νέο ή ανθρωπιστικό νόμο. Τώρα, είναι εν δράσει μια κανονιστική αρχή και αλήθεια. Η κληρονομικότητα δεν καταδικάζει πλέον το άτομο, παρ’ ό, τι ενδέχεται να εξακολουθεί να το προδιαθέτει για μια παραδειγματική ευπάθεια. Η λέξη γένος, που, όπως σημειώνουν οι σχολιαστές, σημαίνει «καταγωγή, συγγενολόι και συγγένεια» στην αρχή του στάσιμου, προς το τέλος του και αναφερόμενο άμεσα στον Αίμονα, αποκτά πιο εξατομικευμένη, εγκόσμια και κοινωνική χροιά. Οι διακυμάνσεις της ειρωνείας, της αυταπάτης και των υποσυνείδητων ενοράσεων από την πλευρά του χορού είναι πολλαπλές. Είναι πολυφωνικά απροσδιόριστες, σε συμφωνία με την μουσική και την όρχηση. Εάν, όπως το διατυπώνει ένας σχολιαστής, «το πρώτο στροφικό ζεύγος φαίνεται να συγχωρεί την Αντιγόνη, το δεύτερο να την καταδικάζει»[9], τότε η ζωηρή επίκληση της ύβρεως και της αναπόφευκτης εκδίκησης του Διός στοχεύουν κατ’ ανάγκην στον Κρέοντα.

Όμως τα συμπεράσματα του χορού, βασανιστικά καίρια καθώς είναι στην δεδομένη στιγμή του έργου, έχουν πολύ μεγαλύτερες προεκτάσεις. Μόνο υπό την αιγίδα των Ολυμπίων, μόνο στο εσωτερικό του ιστού ενός έλλογου νόμου - και ο νόμος και η σοφία ή «έλλογη φρόνηση» εμφανίζονται στο δεύτερο στροφικό ζεύγος - μπορεί να υπάρξει κάποια πρόοδος, υπέρβαση των καθαρά γενετικών κριτηρίων της εξ αίματος ενοχής ή αθωότητας. Όπως και στις Ευμενίδες, στις οποίες φαίνεται, όντως, πως αναφέρεται το δεύτερο στάσιμο, βρίσκουμε εδώ έναν διαλογισμό, παρ’ ό, τι ενστικτώδη και σκοτεινά μεταφορικό, γύρω από την μετάβαση, την διφορούμενη μεν, πλην όμως προοδευτική, από έναν καθαρά σολιψιστικό και οικογενειακό κώδικα ανθρώπινων σχέσεων σε έναν κώδικα διεπόμενο από την ιστορικότητα και τον πολιτικό ορθό λόγο. Αυτό που μας ζητείται, είναι να σκεφθούμε ή, ακριβέστερα, να ζωντανέψουμε μέσα στην ηθική μας φαντασία το αίνιγμα, δια του οποίου η «καταραμένη» πράξη της Αντιγόνης φαίνεται να ενσαρκώνει τις ηθικές βλέψεις της ανθρωπότητας, ενώ ο πολιτικός νομικισμός του Κρέοντα φαίνεται να είναι πηγή ολέθρου. Το να ζωντανέψεις, όμως, ένα αίνιγμα δεν σημαίνει πως το επέλυσες. Το κείμενο πουθενά δεν απορρίπτει την υπόρρητη θετική κίνηση που αποβλέπει σε ένα έλλογο κριτήριο των πολιτικών πραγμάτων και της κοινωνικής τάξης (κίνηση που θα ήταν απερίφραστη, εάν η αβέβαιη τρίτη λέξη του στίχου 614 ήταν όντως ο πάμπολις - αλλ’ αυτό είναι αμφίβολο).

Ο Ώντεν (W. Η. Auden), στο ποίημά του στην μνήμη του Φρόυντ, καλεί τον «Έρωτα, τον οικοδόμο πόλεων και την κλαίουσα και άναρχη Αφροδίτη» - καμιά επίκληση δεν θα μπορούσε να μας φέρει, έστω και κατ’ αντίθεσιν, πλησιέστερα στην ατμόσφαιρα του τρίτου στάσιμου. Στο ένα αντιστροφικό ζεύγος ο χορός υμνεί τον Έρωτα, κατεχόμενος από αντιφατικές διαισθήσεις και από μιαν αγριότητα αισθήματος, που θα αποκορυφωθεί στο τελευταίο χορικό. Η υπολανθάνουσα εδώ κοσμολογία είναι, όπως συμβαίνει συχνά σε στιγμές πάθους και αμηχανίας στην ελληνική τραγωδία, αρχαϊκή, προ-ολύμπια. Ο Έρως είναι παντοδύναμος. Οι αντίλαλοι από το πρώτο στάσιμο είναι σχεδόν ειρωνικοί: η αλλόκοτη ευφυΐα του ανθρώπου έχει πια κυριαρχήσει στην στεριά και την θάλασσα, έχει πιάσει στα δίχτυα του ή έχει δαμάσει τα θηρία του αγρού, τα ψάρια, τα πλάσματα του αέρα - αλλά ο Έρως, έχοντας κυριαρχήσει στον άνθρωπο, έχει κυριαρχήσει στα πάντα. Υποδουλώνει και τρελαίνει τον άνθρωπο που ζει χωριστά από τους άλλους (ἄπολις), αλλά και τον πολίτη. Με την σφύζουσα δύναμή του, ο Έρως κατανικά ακόμη και τους αθανάτους. Το προηγούμενο χορικό χαιρέτιζε τον Δία ως παντοδύναμο στην κατανοητή, ηθικολογική εξουσία του. Τώρα ο Έρως και η απροσμάχητη Αφροδίτη προβάλλουν ως ανώτεροι.

Οι στίχοι 796-800 βρίθουν από κειμενικές και συντακτικές παγίδες. Άραγε πρέπει να φανταστούμε τον Έρωτα ενθρονισμένο στο πλευρό των «υπέρτατων νόμων του κόσμου», ως ίσον με αυτούς; Μήπως πρέπει, πιο συγκεκριμένα και καθ’ υπερβολήν, να τον σκεφτούμε σαν «πάρεδρο, πραγματογνώμονα στο Ανώτατο Δικαστήριο του Καθολικού Νόμου»; Ωστόσο, η γενική κατεύθυνση αυτής της λυρικής επιχειρηματολογίας είναι σαφής: ο Έρως, γεννήτορας της μανίας και της έριδας, ο Έρως, που φωτίζει τα μάτια της νύφης, που ανάβει φωτιές μίσους ανάμεσα σε πατέρες και γιους, είναι πέρα από το καλό και το κακό. Φαίνεται ότι, για άλλη μια φορά, βρισκόμαστε κοντά σε μια σοφόκλεια διαίσθηση τόσο βασική, ώστε δεν αφήνεται να μεταφρασθεί επαρκώς με βάση την ελλειπτική λογική της λυρικής-χορογραφικής έκφρασης και μεταφοράς. Η πληρότητα του Είναι, μας διδάσκει ο Σοφοκλής, συνεπάγεται ένα φορτισμένο δυναμικό καταστροφής και αυτοκαταστροφής. Το ποιόν της πράξης που απορρέει από αυτήν την πληρότητα - δεν υπάρχει δε αυθεντική ανθρώπινη πληρότητα χωρίς πράξη - όντως επηρεάζει έντονα την ηθικότητα ή ανηθικότητα της ανθρώπινης διαγωγής. Σε τελευταία ανάλυση, όμως, αυτή η επιρροή είναι δευτερεύουσα. Στερείται ενός ορισμένου κριτηρίου, ενός ορισμένου μυστηρίου βιωμένης έντασης. Όταν αυτή η ένταση είναι αρκετά μεγάλη, συνεπάγεται προνόμια ηρωικής αντίληψης, καθώς και «προνόμια» - παραδόξως, δε, η χρήση της ίδιας λέξης εδώ είναι δικαιολογημένη - μιας αναπόδραστης παράβασης, έξω και πέρα από την επικράτεια της ηθικής. Μια τέτοια ενόραση της ηθικής ετεροδικίας, της καθαρής έντασης (ενόραση συγγενική με την αντίληψη του Μπλέικ για την οσιότητα της ενέργειας) είναι που τοποθετεί τον Έρωτα ως «πάρεδρο», και μάλιστα ως επιδικαστή, «των αιωνίων νόμων».

Πώς πρέπει λοιπόν να ερμηνεύσουμε την θέση (του Έρωτα), σε σχέση με το ότι η Αντιγόνη αυτούς τους ίδιους νόμους επικαλείται; Ο στοχασμός υποβάλλει την ιδέα ότι, απαρνούμενη την ερωτική μύηση, νυμφευόμενη δε, συγχρόνως, τον θάνατο, η Αντιγόνη δείχνει τον μόνο δρόμο που μένει ανοιχτός στους θνητούς, εάν θέλουν να αψηφήσουν την τυραννία του έρωτα ή να της ξεφύγουν. Όμως, μια τέτοια αψηφισιά, μια τέτοια αποφυγή, μας φανερώνει ο Σοφοκλής, είναι με την σειρά της άκρως επιθετική και πεισματική. Το ιδεώδες της φιλίας που έχει η Αντιγόνη, είναι, παρά το φωτοστέφανο της ανθρωπιστικής ηθικής που φέρει, ή, μάλλον, δυνάμει αυτού του φωτοστέφανου, προσβολή στην ζωή. Το τρίτο στάσιμο διακατέχεται από την τρομακτική υπόνοια ότι υπάρχει μια ασυμβίβαστη διαλεκτική ανάμεσα στον αιώνιο ηθικό νόμο και την ζωντάνια. Με ποιους τρόπους, όμως, συνδέεται η παντοδυναμία του Έρωτα, εντός των ορίων του ζωντανού κόσμου, με την σύγκρουση ανάμεσα στην συνείδηση και το κράτος, ανάμεσα στο εγώ της ατομικής προσωπικότητας και τα δίκαια της πόλεως\ Διάφορες απαντήσεις σε αυτό το ερώτημα, που υπολανθάνουν στο χορικό, θα σκιαγραφηθούν και θα δοκιμασθούν στην συνέχεια του έργου.

Το τέταρτο στάσιμο είναι, ίσως, το πλέον δυσνόητο του Ελληνικού τραγικού δράματος. Η ωδή αυτή συνδέεται, αν και σε πολ­λά σημεία απλώς εφάπτεται, με τις αναμετρήσεις ανάμεσα στον άντρα και την γυναίκα, στους νέους και τους γέρους, στους ζωντανούς και τους νεκρούς, στους ανθρώπους και τους θεούς, οι οποίες καθορίζουν την αρχιτεκτονική της Αντιγόνης. Κατά την γνώμη μου, όμως, δεν προσφέρει τίποτε στην ίδια την διαμάχη Κρέοντα-Αντιγόνης, οικογένειας και κράτους. Μόνο στο τελευταίο χορικό, στο ιλιγγιώδες πέμπτο στάσιμο, μεσουρανούν και αποκτούν τις ύψιστες διαστάσεις τους τα θεμελιώδη ζητήματα αυτής της διαμάχης.

Οι Θηβαίοι γέροντες έχουν μεθύσει από την ελπίδα, το ίδιο ναρκωτικό για το οποίο προειδοποιούσαν τον εαυτό τους και εμάς στο δεύτερο στάσιμο. Η δραματική παρανόηση και οι επιπτώσεις της ειρωνείας είναι έκδηλες: η ωδή πλημμυρίζει από χαρά, την στιγμή που επίκειται συμφορά. Πρόκειται για τέχνασμα, που ο Σοφοκλής χρησιμοποιεί επίσης στον Αἴαντα, στις Τραχίνιες και τον Οἰδίποδα Τύραννο. Αυτή, όμως, η αποσύνδεση της ψυχικής διάθεσης από τα γεγονότα δεν είναι παρά επιφαινόμενο. Η προφητεία του Τειρεσία ήταν απερίφραστη. Στο ορθολογικό επίπεδο, ο χορός έχει επίγνωση του πεπρωμένου που θα ξεσπάσει τώρα και πάνω στον Κρέοντα και πάνω στους τραγικούς του αντιπάλους. Αυτό, όμως, που έχει σημασία σε τούτο το στάσιμο, είναι η κυριολεκτική έκσταση, η σωματική και πνευματική κατάσταση διθυραμβικής μανίας, στην οποία βρίσκονται οι γέροντες. Η διείσδυση εκστατικής σαφήνειας ενοράσεων στην ίδια τους την ψυχή με έναν βίαιο χοριαμβικό ρυθμό μέσα στο ίδιο τους το Είναι, τρόπον τινά, εντείνεται διαρκώς από το τρίτο χορικό και μετά. Τώρα, βρίσκονται ολοκληρωτικά υπό θεϊκή κατοχή. Όλα τα μορφικά στοιχεία των στίχων 1115-52 συμβάλλουν στο να αντιληφθούμε αυτήν την κατοχή. Η δυαδική δομή των αντιστροφικών ζευγών, το πρώτο από τα οποία αναπαριστά την ορμητική έλευση του θεού, ενώ το δεύτερο γίνεται προσευχή για την κάθαρση της πόλης, λειτουργεί ως αντιφώνηση προς την τριαδική οργάνωση στο εσωτερικό της καθεμιάς ομάδας στροφής-αντιστροφής. Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους ήχους των φωνηέντων δημιουργεί ένα πραγματικό χρωματικό κρεσέντο[10]. Η ποίηση του Σοφοκλή σε αυτήν την ωδή είναι ποίηση ακριβολόγας μαγείας. Ωστόσο, σε κανένα άλλο σημείο της Αντιγόνης δεν έχει τόσες συνέπειες η ολοκληρωτική απώλεια της μουσικής και της χορογραφικής μήτρας του χορικού. Εδώ, όπως και στο νιτσεϊκό ιδεώδες της επιχειρηματολογίας, η σκέψη αμείλικτης αυστηρότητας και βαθύτητας χορευόταν. Το τελετουργικό, οι εικόνες και οι αναφορές λιτανείας που εμπεριέχονται στις λέξεις που χρησιμοποιούνται, πρέπει να είχαν κινητοποιηθεί, θέτοντας την γλώσσα «εκτός εαυτής», σε μιαν άγρια σαφήνεια τόνων και χειρονομιών.

Αν ο Διόνυσος είναι «μυριώνυμος»[11], αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η συνηθισμένη λογική της κατονομασίας δεν μπορεί να περιλάβει την υπερβατική, εσωτερικά αντινομική πολλαπλότητα των φαινομενικών μορφών και λειτουργιών του - ο Διόνυσος, που είναι «επίσης Άδης», όπως λέει ο Ηράκλειτος (αν τον μεταφράζουμε σωστά). Σε αυτό το τελευταίο χορικό του έργου, το έκτο, ο Διόνυσος έχει (όπως και στις Βάκχες) το δυναμικό και τα χαρακτηριστικά και της ζωής και του θανάτου, και της θεμελίωσης και του ρημάγματος. Εκφράζεται και μέσα από την έκσταση και μέσα από την διαύγεια του πνεύματος. Ο Διόνυσος, όπως είδαμε προηγουμένως, καλείται «κύριος των νυχτερινών κραυγών» ή «αυτός που επισκοπεί τις νύκτιες φωνές». Αυτή η αινιγματική κατονομασία μπορεί να υποβάλλει είτε την νυκτερινή οδύνη της Αντιγόνης είτε τον χαιρετισμό στην αυγή, στην πάροδο. Τώρα, ο χορός ικετεύει τον θεό να έλθει στην Θήβα, την δική του πόλη, τον τόπο όπου αυτός γεννήθηκε. Οι χορευτικές κινήσεις του χορού θα έπρεπε να μιμούνται τον γιγαντιαίο βηματισμό αυτής της παλιννόστησης. Όμως, οι νύξεις για την Σεμέλη, την μητέρα του θεού, και η αναφορά στις Θυιάδες ακολούθους του (λέξη που σημαίνει μαινόμενες) υπενθυμίζουν, πέραν πάσης παρεξηγήσεως, την τρομερή πρώτη παλιννόστηση του θεού στην πόλη του. με την συνακόλουθη φρενίτιδα των Βακχών και την σφαγή του δύστυχου Πενθέα. Τα επιφάνια του θεού μπορούν να φέρουν όχι μόνο την κάθαρση, αλλά και την καταστροφή.

Αυτή η διφυΐα, όπως μας δίδαξε ο Χαίλντερλιν, βρίσκεται εν σπέρματι στην απλή συνάντηση ενός θεού με έναν θνητό, στην εκρηκτική ένωση δύο αιωνίως διακριτών αντίθετων πόλων. Οι εικόνες φωτιάς αυτού του στάσιμου το λένε καθαρά. Ο κεραυνός, που παρανάλωμά του έγινε η Σεμέλη, έδωσε ζωή στον Διόνυσο μέσα στο φως (εξ ου και το χαρμόσυνο μα απειλητικό συγχρόνως επίθετο του Διός στον στίχο 1116, «ο που βαριά βροντά»). Ο θεός διασχίζει σαν φωτιά βουνοκορφές και θάλασσες. Οι θυσίες που του προσφέρονται, είναι καμένες προσφορές. Οι εορτές, οι τελετουργικές πομπές που κυριολεκτικά «τον χορεύουν, τον φέρνουν χορεύοντας μέσα στην πόλη», γίνονται στο φως των πυρσών. Τα άστρα που οδηγεί ο Διόνυσος, εκτελούν διπλό χορό: την κυκλική, αρμονική χορογραφία του κόσμου, τον «μεγάλο χορό του όντος», που έμελλε να σαγηνεύσει τον νεοπλατωνισμό και την Αναγέννηση, καθώς και έναν άγριο, αντίδρομο χορό, που καθρεφτίζει τον χορό των θνητών ακολούθων. Και οι δύο χοροί είναι πῦρ πνείοντες. Υπάρχει κάτι μεγαλειώδες στην λέξη αυτή. Ανακαλεί στην μνήμη τον πυρίπνοο Δράκοντα που έσφαξε ο Κάδμος, όταν ίδρυσε την Θήβα. Απεικονίζει (πρβλ. Προμηθεύς, στ. 917) τον δολοφονικό και ζωοδότη κεραυνό, που εξαπολύθηκε πάνω στην Σεμέλη. Κάνει τα «καιόμενα άστρα» λαμπαδηφόρους του Διονύσου. Επιπλέον, μας ξαναγυρίζει αναπόφευκτα στην αρχή του έργου. Ο Πολυνείκης, όπως δηλώνει εκεί ο Κρέων, είχε έλθει στην Θήβα με σκοπό να την πυρπολήσει - η λέξη πυρί, φωτιά, είναι το εμφατικό αποκορύφωμα στον στίχο 200. Η φωτιά καθαίρει μεν, αλλά καθαίρει αναλίσκοντας.

Όλη η κοσμολογία του πέμπτου στάσιμου είναι λοιπόν κοσμολογία ηρακλείτειας φωτιάς. Αλλά πώς είναι δυνατόν μιαν τέτοια θεία αποτέφρωση να την προσκαλούν και να την φέρνουν μέσα στην πόλη του ανθρώπου;

Πάνδαμος πόλις: αυτή η έκφραση του στίχου 1141 είναι απερίφραστη. Το μίασμα έχει προσβάλει ολόκληρη την πόλη. Το πολιτικό σώμα έχει μολυνθεί, όπως από πανώλη (το έπί νόσου σημαίνει σίγουρα αυτό το πράγμα, παρά τις γραμματικές δυσκολίες). Η κάθαρση δεν μπορεί πλέον να πραγματοποιηθεί με πραγματιστικά, πολιτικά μέσα - τα ξεπερνάει. Οι φωτιές που άναψε ο εισβολέας Πολυνείκης, δεν θα μπορούσαν να έχουν επιφέρει την κάθαρση. Πρέπει ο θεός Διόνυσος να περάσει όλος φωτιά από τις επτά πύλες των Θηβών και τα άστρα της ακολουθίας του να ανάψουν τις φωτιές στους βωμούς. Στο αποκορύφωμα αυτό της Αντιγόνης, ο Σοφοκλής φέρνει σε αντιπαράθεση τους περιορισμούς της πόλης του ανθρώπου, του κράτους, όπως το έχει επινοήσει η μεγαλοφυΐα του ανθρώπου, με την παλιννόστηση του θεού, παλιννόστηση αναπόφευκτα εγγενή στο θρησκευτικό τυπικό και το μέγεθος των ικεσιών των ανθρώπων. Αυτά τα επιφάνια είναι η εκστατική προσδοκία, το desideratum του ανθρώπινου πνεύματος, όταν αυτό το πνεύμα αποβλέπει στην αυτο-ολοκλήρωσή του, όταν αγωνίζεται να επιστρέφει στις προ-πολιτικές πηγές του Είναι του (αγώνας ρητός στην Χάϊντεγκεριανή μεταφορά της Behausung, της εγκατοίκησης του ανθρώπου μέσα, αλλά και έξω από τον εαυτό του). Πώς θα κατοικήσει όμως ο Διόνυσος την Θήβα, αν όχι σε μια καταστροφική θύελλα φωτιάς; Μπορεί να υπάρξει ανάμεσα στην υπερβατικότητα και την civitas άλλη συνύπαρξη πέρα από την αλληλοκαταστροφή;

Όσο περισσότερο προσπαθούμε να συνηθίσουμε, να «ζήσουμε» την πάροδο και τα πέντε εμπνευσμένα στάσιμα της Αντιγόνης, τόσο δυσκολότερο γίνεται να απορρίψουμε την ιδέα πως ο Σοφοκλής μας εκπαιδεύει έτσι, ώστε να αισθανθούμε και να κατανοήσουμε έναν συγκεκριμένο τρόμο. Τα δράματά του, η ποίηση της σκέψης του, όσο τουλάχιστον τα γνωρίζουμε, είναι διαποτισμένα από την συναίσθηση του πόσο εύθραυστοι είναι οι ανθρώπινοι θεσμοί. Οι πηγές της απειλής είναι τρεις. Η ζωώδης φύση του ανθρώπου, οι δημιουργικοί - καταστροφικοί αταβισμοί του οργανικού και ζωικού βασιλείου στο εσωτερικό της ίδιας του της εξελιγμένης προσωπικότητας απειλούν να επαναφέρουν στην πανάρχαιη μοναξιά και στην έκθεση σε παντός είδους κινδύνους τον ιστό της ανθρώπινης ύπαρξης. Απειλούν να ανατρέψουν και να αποδημήσουν το οικοδόμημα της κοινωνίας και του διεπόμενου από κανόνες πολιτισμού (ο «πολιτισμός» εμπεριέχει, βέβαια, την «πόλη»). Στο άλλο άκρο του φάσματος των κινδύνων βρίσκονται οι παρεμβάσεις του θεϊκού στοιχείου. Οι θεοί έχουν παίξει διάφορους και ενίοτε διφορούμενους ρόλους στην ίδρυση και την οικοδόμηση πόλεων - το μαρτυρούν η ίδρυση της Τροίας, της Ρώμης, των ίδιων των Θηβών. Μπαίνουν στον πειρασμό να τις επισκέπτονται ή να επιστρέφουν σε αυτές. Δίχως την δυνατότητα τέτοιων επιστροφών, η ζωή των θνητών πολιτών καταντά απλώς αστική. Όμως, η έλευση των θεών είναι ολέθρια εύνοια. 0 ιστός των ανθρώπινων θεσμών ενδέχεται να αποδειχθεί υπερβολικά εύθραυστος, για να αντέξει αυτούς τους επισκέπτες. Ο Σοφοκλής, όπως αργότερα ο Άγιος Αυγουστίνος, συνδέει μεγάλου βάρους ερωτήματα με το status της «πόλεως» στην κομβική παρομοίωση ή αντιθετικό ζεύγος που συνδέει την «Πόλη του Θεού» με την «πόλη του ανθρώπου».

Η τρίτη πηγή κινδύνου είναι η δυσκολότερη στο να προσδιορισθεί. Υπολανθάνει στην virtus (πολιτική αρετή), στην κλίση του ανθρώπου προς την δράση, στην συνειδητοποίηση πως η υπεροχή πηγάζει από την δράση. Από αυτήν την υπεροχή γεννιέται, στην συνέχεια, η υβρις, οι αυταπάτες, οι αδελφοκτόνες αντιζηλίες, οι δογματικές αντιπαραθέσεις που μπορούν να κάνουν στάχτη τα άκρως ευεργετικά, αλλά πάντοτε εύθραυστα κατασκευάσματα της κοινής ζωής. Η φαντασία του Σοφοκλή, η οπτική του για την θέση του ανθρώπου στο πλαίσιο της σημαίνουσας πραγματικότητας, διαποτιζόταν, απ’ όσο μπορούμε να κρίνουμε, από την επίγνωση μιας βαθιάς αστάθειας. Η κτηνωδία και η μεταμόρφωση, οι αντιθετικές μα συνακόλουθες απειλές του τερατώδους και του θείου (σύντηξη των αντιθέτων που ενσαρκώνεται από την Σφίγγα) ρίχνουν τις πεινασμένες σκιές τους πάνω στους ανθρώπινους θεσμούς και στο μετά κόπων κερδισμένο πεδίο του ορθού λόγου. Αυτή είναι η αντίληψη που διέπει την σοφόκλεια πραγμάτευση της μανίας του Αίαντα, του ολέθρου του Ηρακλή στις Τραχίνιες, το δράμα αυτό της εκδίκησης του ζωώδους, καθώς και την οπτική του Σοφοκλή για την σύγκρουση ανάμεσα στην πρωτόγονη μοναξιά και την πολιτική των συλλογικών αναγκών στον Φιλοκτήτη και, τέλος, σε κάθε όψη της ιστορίας των Θηβών και του οίκου του Λαΐου. Μόνον ο Δάντης, ίσως, τονίζει με ανάλογο τρόπο το εύθραυστο, απειλούμενο από τα έξω και από τα μέσα θαύμα του να είσαι πολιτισμένος. Είναι και οι δύο ποιητές τσακισμένοι από την συναίσθηση του πόσο φρικτά εύκολο είναι για τον άνθρωπο να υποβιβασθεί σε κάτι λιγότερο από τον εαυτό του ή να εξαρθεί σε κάτι περισσότερο - δύο κινήσεις εξίσου μοιραίες για την δίκαιη ταυτότητα και πρόοδό του.

Καταλήγει κανείς να συλλάβει ότι αυτό που εκφράζει καλύτερα την σοφόκλεια αντίληψη του έργου δεν είναι η εγελιανή ελπίδα μιας εξελικτικής σύνθεσης ανάμεσα στις αξίες της συνείδησης και τις αξίες του κράτους σε μια πόλιν η οποία έχει καθαρθεί χάρις στην καταστροφή Κρέοντος-Αντιγόνης και έχει διδαχτεί από αυτήν. Το θεμελιώδες πρόβλημα δεν είναι εάν άραγε η Θήβα μπορεί να περιλαμβάνει στους κόλπους της και τον Κρέοντα και την Αντιγόνη ή εάν άραγε θα ήταν δίκαιη και σταθερή πόλη στην περίπτωση που θα στέγαζε μόνο τον Κρέοντα ή μόνο την Αντιγόνη (παρ’ ό, τι τίθενται, όντως, και αυτά τα επικουρικά προβλήματα). Το τελικό, αναπόδραστο πρόβλημα είναι εάν μπορεί, εάν πρέπει, να συμπεριλάβει οποιονδήποτε από τους δύο. Εάν όμως η απάντηση είναι Όχι, τότε πώς να ελέγξει ο άνθρωπος τα όρια της κατάστασής του (τα «όρια της πόλεως»); Και πώς, λοιπόν, θα φιλοξενήσει τους θεούς;

Στον Σοφοκλή δεν υπάρχει καμία λύση σε αυτό το δίλημμα. Ωστόσο, πολλά σημεία της Αντιγόνης αφήνουν να εννοηθεί ότι ο Σοφοκλής θεωρούσε τον ανθρώπινο έλεγχο των ορίων και την προσφορά, από τον άνθρωπο, της φιλοξενίας και της ελευθερίας της πόλης του στους θεούς ως αναπόφευκτα καταστροφικά για τον ενδιάμεσο χώρο. Ακριβώς, δε, σε αυτόν τον ενδιάμεσο χώρο, εάν αντιλαμβάνομαι σωστά τον Σοφοκλή, είναι που ο άνθρωπος μοχθεί να αποκτήσει τις εξαιρετικά απαιτητικές τέχνες της συμβίωσης με τους ομοίους του. Η ευσέβεια του Σοφοκλή, που αγκαλιάζει μα και υπερβαίνει τις επιλογές και την σύγκρουση της Αντιγόνης και του Κρέοντα, δεν είναι η ευσέβεια ενός ανέφελου ανθρωπισμού. Πίσω από την Αντιγόνη, πίσω από την πυρίπνοη έκσταση της ωδής στον Διόνυσο, καπνίζουν οι άσβηστες στάχτες της Τροίας.

Πολλοί άλλοι, εκτός από τον Κίρκεργκωρ, έχουν παρατηρήσει ότι αυτή η τραγωδία είναι γεμάτη θάνατο. Όλες σχεδόν οι αξιοσημείωτες εκφορές ή πράξεις επιτελούνται από τους ζωντανούς υπό την πίεση των νεκρών. Το κυριολεκτικό πλαίσιο της Αντιγόνης είναι ένα πεδίο μάχης στρωμένο με σκοτωμένους. Η άμεση αιτία του δράματος είναι το πτώμα του Πολυνείκη. 0 νεκρός Οιδίπους και ο τρόμος της αναχώρησής του επισκιάζουν τα συμβάντα του έργου από την αρχή. Οι διαδοχικές περιπλοκές και οι εμπλουτισμοί της συνειδητοποίησης, στους χαρακτήρες και σ’ εμάς, είναι τέτοιες, ώστε σύρουν τους νεκρούς ολοένα και πιο κοντά στην σφαίρα των ζωντανών.

Ήδη από τον πρώτο λόγο της Αντιγόνης οι νεκροί ζωντανεύουν, τόσο στον ζοφερό τους τόπο, όσο και στα αβέβαια σύνορα της ζωής. 0 Ετεοκλής παρουσιάζεται να δέχεται το καλωσόρισμα που του πρέπει από τους νεκρούς (στ. 25). Αυτό το καλωσόρισμα είναι που τον απομακρύνει ολότελα από το κατοπινό άγχος της Αντιγόνης, καθώς και από κάθε υπόμνηση, εκτός από επιτροχάδην αναφορές. Η τρομακτική νεκρολογία του οίκου των Λαβδακιδών, στην οποία αποδύεται η Ισμήνη, στους στίχους 49" 6ο, επιτυγχάνει διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον, επικαλείται μια ογκώδη αντίρροπη παρουσία απέναντι στους ζωντανούς δρώντες του έργου, ένα αντιστάθμισμα εναλλακτικών αξιών και υποχρεώσεων. Δεύτερον, σφραγίζει τον εξοστρακισμό του νεκρού Πολυνείκη, το διάταγμα που αναστέλλει την καλοδεχούμενη παλιννόστησή του στους Λαβδακίδες, με ιδιαίτερο πάθος και απομόνωση.

Η απόφαση της Αντιγόνης να κείται στον θάνατο στο πλάι του αδελφού της (στ. 72-3) αρχίζει μια σφιχτοπλεγμένη αλληλουχία ρητορικών και συμβολικών κινήσεων, που βαθμηδόν εξαλείφουν την απόσταση ανάμεσα στους ζωντανούς και τους νεκρούς. Στον στίχο 83, μετατοπίζονται πια τα κέντρα συγκινησιακής και ηθικής βαρύτητας: στην πολεμική της με την Ισμήνη η Αντιγόνη χρησιμοποιεί την «ζωή» και τις υποθέσεις της συνεχιζόμενης ζωής ως όρους περιφρονητικής επίκρισης. Οι νεκροί εγείρονται για να αντιδράσουν. Η Ισμήνη (οι στίχοι 93-4 είναι προβληματικοί) θα γίνει «αντικείμενο» του μίσους του Πολυνείκη ή θα τον κάνει ενεργό εχθρό της. Ο Κρέων έχει και αυτός επίγνωση των αξιώσεων των νεκρών για μια σημαντική θέση στην ιεραρχία των υποθέσεων της πόλης - αξίωση που θα γίνει το κεντρικό θέμα της ειρωνικής δραματοποίησης στις Μύγες του Σαρτρ. Στους στίχους 209-10 ο Κρέων συνδέει προσεκτικά «τους ζωντανούς και τους νεκρούς»: και οι μεν και οι δε πρέπει να τιμώνται και να μνημονεύονται μεγαλοπρεπώς, εάν έδειξαν αφοσίωση στο δημόσιο αγαθό. Με το διάταγμα του Κρέοντα (στ. 217-22) ο θάνατος κάνει την είσοδό του στο έργο, όχι μόνον ως αντικειμενικός-συμβολικός άξονας - ότι πρέπει να μείνει άταφος ο νεκρός Πολυνείκης - αλλά σαν το συσπειρωμένο ελατήριο μιας επικείμενης τραγωδίας, και αυτό γιατί οποιοσδήποτε αψηφήσει τούτο το διάταγμα θα θανατωθεί. Η γλώσσα του Κρέοντα, του Φύλακα, του ταραγμένου χορού βρίθει από τις λέξεις νεκρόςθανεῖνθανόντων. Όμως, τούτες οι λέξεις χάνουν, τώρα, την αίγλη, τον θεϊκό αντίλαλο, που μια υπέρτατη ποιητική και ηθική ενόραση τους είχε προσδώσει στο Ω της Ἰλιάδας. Το καθήκον της Αντιγόνης, σε όλο το υπόλοιπο έργο, θα μπορούσε συνοπτικά να ορισθεί ως το καθήκον τού να αποκαταστήσει το λεξιλόγιο του θανάτου στην ομηρική, σωκρατική αξία του, από την οποία το έχει απογυμνώσει ο πολιτικός βιταλισμός του Κρέοντα. Στην άψογη οικονομία του σοφόκλειου σχεδίου, αυτήν ακριβώς την «απογύμνωση», αυτό το νομικιστικό ξεγύμνωμα βάζει μπροστά στα μάτια μας ο Φύλακας (στ. κ.ε.), περιγράφοντας την δυσοσμία και την αποσύνθεση του λειψάνου του Πολυνείκη.

Η απάντηση της Αντιγόνης και η εξύμνηση του θανάτου είναι κομβικής σημασίας για την στάση της. Ενστερνιζόμενη με ευγλωττία τον πρόωρο θάνατο, στους στίχους 462 κ.ε., δεν προκαλεί τον Κρέοντα απλώς. Ταυτόχρονα, αψηφά τους ζωντανούς, όσους θέτουν την ζωή υπεράνω της αιωνιότητας του ηθικού νόμου (έστω και όταν, μάλιστα ιδίως όταν, πηγή αυτής της αιωνιότητας είναι ο Άδης, όπου εδρεύει η Δίκη) και διακηρύσσει την προσωπική ελευθερία. Το να επιλέξεις το θάνατο ελεύθερα, το να τον επιλέξεις πριν της ώρας του, ισοδυναμεί με το να διατηρείς την κυριαρχία και την αυτοκυριαρχία σου αντίκρυ στο μοναδικό φαινόμενο, για το οποίο ο άνθρωπος δεν γνωρίζει γιατρικό (στ. 36Ο. Εδώ, δεν είμαστε μακριά από την ηρωική απολυτοκρατία που βρίσκουμε στον κόσμο του Κορνέιγ (Corneille) ή στην εγελιανή αλληγορία του Δεσπότη και του Δούλου. Αυτή, ακριβώς, η διακήρυξη οντολογικής ελευθερίας γεννά την προς στιγμήν αγωνιώδη, αν και επίσης περιφρονητική, ερώτηση του στίχου 497: «Θέλεις κάτι περισσότερο από το να με συλλάβεις και να με σκοτώσεις;» Η Αντιγόνη, απέναντι στην ματαιόδοξη οργή του Κρέοντα, αναρωτιέται μήπως έχει εκείνος την δύναμη να εκχυδαΐσει, να εξευτελίσει με τον αυθαίρετο πόνο αυτόν τον θάνατο που είναι ο δικός της, που η ίδια έχει ελεύθερα επιλέξει.

Καθώς, όμως, εντείνεται η διαμάχη, ο εκθειασμός των ηθικών και σπλαχνικών απαιτήσεων του θανάτου από την Αντιγόνη παρασύρει τα πάντα στο πέρασμά του. Δεν είναι μόνον ότι ο Άδης απαιτεί ίσα δικαιώματα/τελετές για όλους τους σκοτωμένους, σε όποιες χονδροειδείς διακρίσεις και αν προβαίνει η επίγεια πολιτική (στ. 519) είναι ότι αυτή η «στοργική αγάπη, η στοργική ανθρωπιά της θνητής αλληλεγγύης» ή φιλία, ενώ γεφυρώνει το ασήμαντο, τελικά, χάσμα μεταξύ ζωής και θανάτου, έχει τα θεμέλιά της στο βασίλειο της αιωνιότητας. Η φιλία είναι αυτή που εξασφαλίζει την σωτήρια επήρεια της υπέρβασης στους ζωντανούς. Στον σαρκασμό του Κρέοντα υπάρχει ένας σπασμός άκρας αδυναμίας (στ. 524-5): «Αν πρέπει ν’ αγαπάς, άντε ν’ αγαπάς τους νεκρούς» (φίλει κείνους). Όμως, για άλλη μια φορά, μας εντυπωσιάζει η τεταμένη ισοδικία, με την οποία πραγματεύεται ο Σοφοκλής αυτήν την σύγκρουση. Στον στίχο 555, η Αντιγόνη εκσφενδονίζει καταπάνω στην Ισμήνη μια κρίσιμη διχοτομία: «Εσύ διάλεξες να ζήσεις και εγώ να πεθάνω». Αυτή η κατηγορία της Αντιγόνης, με τις εμφατικές συμπαραδηλώσεις ανωτερότητας που παρουσιάζει, έχει κάμποσα από τον απολυταρχισμό, την αλαζονεία που τυφλώνουν τον Κρέοντα. Η Αντιγόνη αξιώνει πρόωρα για τον εαυτό της το αλάθητο του θανάτου.

Το δεύτερο μισό της σοφόκλειας Αντιγόνης είναι ένα σύνολο παραλλαγών στο θέμα του θανάτου, εξίσου περίτεχνο και συγκρατημένο με οποιοδήποτε κείμενο της θρησκευτικής, μπαρόκ και ρομαντικής λογοτεχνίας. Θα εξετάσω περαιτέρω τον επιθανάτιο θρήνο της Αντιγόνης, τονκομμόν, και το Αποκαλυπτικό όραμα του Τειρεσία. Αξίζει, όμως, τον κόπο να θυμηθούμε, εν συντομία, το πώς δραματοποιεί ο Σοφοκλής τους νεκρούς που προχωρούν σαν πλημμυρίδα, για να καταλύσουν την εν διαλύσει κοινωνία των ζωντανών.

Όλα τα μέλη του γένους της Αντιγόνης είναι, τώρα, φιλοξενούμενοι της Περσεφόνης του κάτω κόσμου (στ. 894)· Η Ισμήνη έχει πάψει να υπάρχει, στο πλαίσιο των Λαβδακιδών, απλώς επειδή ανήκει ακόμα τόσο ξεκάθαρα στους ζωντανούς. Η φιλοξενία του Άδη απλώνεται ακαταμάχητη στο φως της ημέρας. Σύρει στο κατόπι της την Αντιγόνη, τον Αίμονα, την Ευρυδίκη και, μέσω ενός αμείλικτου συνειρμού, τον Μεγαρέα. Σε ένα έργο που περιλαμβάνει πολλές στιγμές τρόμου, το αποκορύφωμα βρίσκεται στον στίχο 1173: Ο Αγγελιαφόρος, που έχει μιλήσει μόνο για θάνατο, ισχυρίζεται ότι το να ανήκεις στους ζωντανούς ισοδυναμεί με το να είσαι ο φονιάς των νεκρών. Ασφαλώς, υπάρχει εδώ αντιστροφή της απήχησης από την φονική απάντηση του υπηρέτη προς την απληροφόρητη Κλυταιμνήστρα, στις Χοηφόρους. «Είναι οι νεκροί (μέσα στον οίκο) που ξαναγύρισαν, για να σκοτώσουν τους ζωντανούς». Οι φραγμοί που διαχωρίζουν τον κόσμο των νεκρών από τον κόσμο των ζωντανών, που ο εύθραυστος χαρακτήρας και η ανεπάρκειά τους για την προστασία της εγκόσμιας πόλης, είναι, όπως έχουμε δει, επανερχόμενη και θεμελιώδης πηγή ανησυχίας για τον Σοφοκλή, αυτοί οι φραγμοί έχουν τώρα καταρρεύσει.

 «Πτώμα αγκαλιάζει πτώμα» (κεῖται δέ νεκρός περί νεκρῷ). Τούτος ο στίχος (1240) είναι η μοιραία εκπλήρωση της χλευαστικής διαταγής που είχε δώσει ο Κρέων στην Αντιγόνη. Στον στίχο 1266, ένα δύσκολο λογοπαίγνιο υπαινίσσεται, ίσως, όχι μόνο ότι ο Αίμων πέθανε νέος, αλλά και ότι ο ίδιος ο θάνατος (σε υπόρρητη αντίθεση με τον μόνο κι έρημο Κρέοντα) είναι «νέος» και «νεα­ρός». Οι διαδοχικές αποκαλύψεις του Αγγελιαφόρου πέφτουν βροχή πάνω στον Κρέοντα σαν φονικά χτυπήματα. Πρόκειται, όμως, για άνθρωπο «ήδη νεκρό» ή «σαν νεκρό» (στ. 1288). Ο ίδιος ο Κρέων, εκτός εαυτού, προσκαλεί τον θάνατο. Αν πέθαινε τώρα, ο θάνατος θα ήταν συνάμα ολοκλήρωση και τελειωτική, ύπατη (ύπατος) ανακούφιση.

Αποφθεγματικά, ο χορός, σαν γέροντες που είναι, αρπαγμένοι, ωστόσο, ακόμα από την ζωή, του αρνούνται αυτήν την παρηγοριά. Ο χορός, απηχώντας την νουθεσία που ο ίδιος ο Κρέων είχε απευθύνει στον αυτοτυφλωμένο Οιδίποδα στον Οἰδίποδα Τύραννο, λέει στον Κρέοντα να παραιτηθεί από την επιτακτική του παράκληση. Οι πράξεις και οι λόγοι των ανθρώπων είναι εκ των προτέρων καταδικασμένες. Αυτή η επίπληξη εγκαθιδρύει μια τρομακτική συμμετρία: ο Κρέων, που είχε αρνηθεί την ταφή στον Πολυνείκη, βλέπει τώρα να απαγορεύεται και στον ίδιο η είσοδος στον οίκο των νεκρών. Ο εξοστρακισμός, τον οποίον εκήρυξε κατά του Πολυνείκη, έχει γίνει πια και δικός του. Αυτή η ισορροπία στις συμφορές είναι άκρως χαρακτηριστική του Σοφοκλή. Ωστόσο, ανάγεται και σε αρχαιότερες ενοράσεις τραγικής αρμονίας. Το πιο γνωστό από τα αποσπάσματα που αποδίδονται στον Αναξίμανδρο, στις απαρχές της μεταφυσικής σκέ­ψης, μας διδάσκει ότι όλα τα πράγματα αλληλοαποζημιώνονται υπό την πίεση της ανταπόδοσης για την ἀδικία η οποία, αναπόφευκτα, συνδέεται με την εν χρόνω ύπαρξή τους[12]· Πρόκειται για αινιγματική πρόταση. Όμως, οι απόψεις της για μια συμμετρία στην οδύνη και για το μυστήριο της αναπόδραστης αδικίας που υπολανθάνει στις ανθρώπινες πράξεις, φαίνονται, όντως, να προδιαγράφουν την επικοινωνία μεταξύ ζωής και θανάτου στο έργο μας.

Ο πέμπτος από τους μεγάλους άξονες της αναμέτρησης είναι αυτός που συνδέει τους ανθρώπους και τον θεό (τους θεούς). Οι ελληνικές τραγωδίες διδάσκονταν γύρω από έναν βωμό. Αυτή η θρησκευτική διάσταση είναι φανερή στην εκάστοτε παράσταση των έργων και υπολανθάνει στην μυθολογία, η οποία αποτελεί, με ελάχιστες εξαιρέσεις, την πρώτη ύλη τους. Όμως, ακόμη και στις σπάνιες περιπτώσεις που το θέμα αντλείται από την πρόσφατη και κοσμική ιστορία, όπως συμβαίνει με τους Πέρσες του Αισχύλου, η ιστορικότητα καθίσταται μυθική, οπότε ισχύει η λογική του υπερφυσικού. Η συγκριτική ανθρωπολογία έχει μπει στον πειρασμό, τουλάχιστον από τα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και μετά, να αναπτύξει κάποιες αναλογίες ανάμεσα στα ικετευτικά, θεοφανικά, οιονεί τελετουργικά στοιχεία του ελληνικού τραγικού δράματος και σε είδη θρησκευτικού χοροδράματος ή ιερής μίμησης, όπως αυτά που απαντώνται στην Ινδία, στην νοτιοανατολική Ασία (τα αφηγηματικά χορευτικά έργα στο Μπαλί) ή και στους δυτικοευρωπαϊκούς κύκλους των μεσαιωνικών μυστηρίων. Τέτοιες συγκρίσεις αποδεικνύονται παραπλανητικές. Το γεγονός είναι ότι οι τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, καθώς και τα ελάχιστα πράγματα που μπορούμε να ανασυστήσουμε από τα δραματικά κείμενα των άμεσων προκατόχων και διαδόχων τους, δεν μοιάζουν με κανένα άλλο επιτελεστικό ενέργημα ή επιτελεστική τέχνη, με καμίαν άλλη αισθητική πραγμάτωση αναπαριστώμενης σκέψης και αισθήματος, απ’ όσες γνωρίζουμε. Δεν είναι καν βέβαιο αν επινοήσεις, έστω κάπως σαν κι αυτές, έγιναν και εφαρμόσθηκαν πέρα από τα στενά όρια των Αθηνών και του αττικού πολιτισμού.

Αυτή η μοναδικότητα έχει αναμφίβολα σχέση με τον θρη­σκευτικό-τελετουργικό χαρακτήρα του δραματοποιημένου θρήνου και του ηρωικού μνημοσύνου, όπως εμφανίστηκαν σε αττικό έδαφος με τον Θέσπι, σύμφωνα με την παράδοση. Οι υποθέσεις του Αριστοτέλη σχετικά με την ακριβή φύση αυτού του υπόβαθρου είναι ήδη επισφαλείς και, ενδεχομένως, λανθασμένες. Τόσο η μοναδικότητα της αισχύλειας-σοφόκλειας-ευριπίδειας μορφής, όσο και η άκρα συντομία της δημιουργικής φάσης της υποδηλώνουν ότι η παρουσία του θρησκευτικού και του υπερφυσικού στην κλασική ελληνική τραγωδία ήταν συγχρόνως λειτουργικά ζωτική και ασταθής ή, ακόμη, ανοιχτά προβληματική. Μόνον εβδομήντα περίπου χρόνια χωρίζουν την καινοτόμο μεγαλοφυΐα του Αισχύλου από τις τελευταίες τετραλογίες του Σοφοκλή και την γοργή παρακμή που ήλθε, σύμφωνα με αρχαίες μαρτυρίες, με τους επιγόνους του τέταρτου αιώνα. Η ένταση ανάμεσα στην τελετουργική κυριολεξία και την εσωτερικευμένη, ακόμη και ανατρεπτική και αμφισβητούσα, θρησκευτικότητα, ανάμεσα στα επιφάνια του θεού και στην μεταφορική ερμηνεία ή στον εξανθρωπισμό των θεϊκών του δυνάμεων, ανάμεσα στον deus και την σκηνική machina, τον θεό και την μηχανή, από την οποία κατέρχεται με την μεγαλεπήβολη, αλλά επίσης αμφίβολη μορφή του, αυτή η ένταση δεν μπορούσε να συντηρηθεί και να καταστεί δημιουργική, παρά για σύντομο χρονικό διάστημα.

Απ’ όσο είμαστε σε θέση να κρίνουμε, η τραγικοσατυρική τετραλογία ενσαρκώνει και πραγματοποιεί μια βαθιά καρποφόρα μετατόπιση, από συμβάσεις εναισθητικών, μιμητικών, ίσως θεραπευτικών (καθαρτικών) ιεροτελεστιών σε ένα πλαίσιο μεταφυσικό-πολιτικού διαλόγου και κριτικής. Ο ίδιος ο τρόπος περνά από την συλλογικότητα στην άκρα μοναξιά των ποιητικών αμφιβολιών και επινοήσεων. Μπορούμε, χονδρικά, να τοποθετήσουμε τον Σάλωνα στην αφετηρία αυτής της μοναδικής στο είδος της πνευματικής κίνησης και τον Σωκράτη στον επίλο­γό της. Άλλωστε, αυτή η ιδέα περί συντομίας συνδέεται με την θρησκευτική υπόσταση της ελληνικής τραγωδίας, όχι μόνον με ιστορική, αλλά και με τυπική έννοια. Η αξιωματική δυνατότητα θείας επέμβασης, η άμεση επήρεια που ασκούν οι θεοί στα λόγια και τις χειρονομίες των θνητών, επιτρέπουν μια σπάνια οικονομία. Μια ελληνική τραγική τριλογία μπορεί να έχει σχεδόν την έκταση ενός μόνου σαιξπηρικού έργου. Υπάρχουν τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, που δεν ξεπερνούν σε διάρκεια μία και μόνη πράξη του Άμλετ, του Βασιλιά Ληρ ή του Τρωίλος και Χρυσηίδα. Το κάθε μείζον σαιξπηρικό τραγικό δράμα ή κωμικοτραγωδία πρέπει να ορίσει και να μεταδώσει το δικό του θεματικό πλαίσιο αναφοράς, καθώς και το ποιόν των υπερφυσικών ή θεολογικών συμπερασμών που προσιδιάζουν σε αυτό, όποτε ισχύει κάτι τέτοιο. Οι κατηγορίες εμμενούς περιορισμού ή υπέρβασης είναι πάντοτε τοπικές. Για να μεταδοθούν στο κοινό αυτές οι ιδιαίτερες, καθ’ έκαστα προδιαγραφές (ιδιαίτερες στο εκάστοτε έργο), για να εδραιωθούν, στο πραγματικό επίπεδο και το λεκτικό ιδίωμα του έργου, οι συναφείς κατηγορίες θεωρησιακής κατάταξης, απαιτείται χρόνος και επιμονή στην έκθεση. Αυτό μαρτυρούν οι αφηγήσεις του φαντάσματος στον Άμλετ ή των ασώματων ταγμάτων στην Τρικυμία. Μια ελληνική τραγωδία, αντιθέτως, έχει στην διάθεσή της οικονομίες συμβολικής εκδίπλωσης τόσο άμεσες, όσο είναι και αυτές της Θείας Λειτουργίας.

Σε αυτήν την σύντομη περίοδο άνθισης μιας τεταμένης και συνοπτικής μορφής τέχνης, η θέση του Σοφοκλή είναι, παραστατικά σχεδόν, στο μέσον. Η δική του πραγμάτευση της θεϊκής διάστασης, όπως την βρίσκουμε, τόσο στα σωζόμενα έργα, όσο και στα αποσπάσματα, δεν ταιριάζει με την αισχύλεια αντίληψη της άμεσης γειτονίας του ανθρώπου με τους θεούς, γειτονίας η οποία παραμένει, καθαυτήν, συνάρτηση ενός «τιτανικού», προ- πολιτικού σταδίου στην ανθρώπινη εξέλιξη[13]. Από την άλλη μεριά, ο Σοφοκλής φαίνεται να αποφεύγει - έστω και αν την προσεγγίζει κάπως με την Αθηνά του Αιαντα - την ευριπίδεια διπλοπροσωπία, που, είτε παριστάνει τους θεούς ως παράλογους καθιστώντας τους ηθικά και πνευματικά «αρχαϊκότερους» από τα θνητά θύματά τους είτε τους καθιστά αντικείμενα ειρωνείας, με την χρήση του ελέγχου και των σοφιστικών αβεβαιοτήτων. Η ιδιοσυγκρασία του Σοφοκλή δεν διαθέτει, απ’ ό, τι βλέπουμε από τις κειμενικές μαρτυρίες, ούτε την άμεση μνημειακότητα του αγώνα με τους θεούς και του φανερώματος τους, όπως τα βρίσκουμε στην Ὀρέστεια, ούτε το ανατρεπτικό πάθος της κρίσης του ανθρώπου για τους θεούς και του αποχαιρετισμού που τους απευθύνει, όπως δραματοποιούνται στον Ιππόλυτο ή στις Βάκχες του Ευριπίδη. Ο εξεταστικός στοχασμός γύρω από την ίδια την φύση ενός «θεάτρου των θεών» (του θεάτρου του Διονύσου), για το τίμημα που μια πόλις και ένα λογοτεχνικό είδος πρέπει να είναι έτοιμα να καταβάλουν αν είναι να εγκολπωθούν τους θεούς - διαλογισμός έκδηλος στις Βάκχες, ο οποίος φαίνεται μάλιστα να καθιστά το εν λόγω δράμα στοχαστικόν επίλογο της κλασικής ελληνικής τραγωδίας - συνδέεται εν μέρει με την ευαισθησία του Σοφοκλή.

Όπως είδαμε, ο Σοφοκλής θεωρεί την εν δυνάμει πραγμάτωση της γειτνίασης των θεών, όπως γίνεται στον Αισχύλο, σαν ένα από τα υποχωρούντα, αλλά ακόμη απειλητικά ρεύματα αρχαϊκής και αναρχικής επήρειας στον πολιτισμό και την αργή ωρίμανση του λόγου. Αντιλαμβάνεται, όμως, με ίση οξυδέρκεια, το υβριστικό κρεσέντο των εμμενών δυνάμεων, της βούλησης, του αλαζονικού θετικισμού, που απειλεί την ανθρωπότητα σε έναν κόσμο είτε άδειον από θεούς είτε ερχόμενον σε επαφή με αυτούς μόνο κατ’ ευγενή παραχώρησιν των τελετουργικών πρακτικών. Έγκειται, λοιπόν, στην ιδιαίτερη τέχνη του Σοφοκλή το ότι υποβάλλει την εγγύτητα των θεών, ενώ ήδη αποδίδει στην εγγύτητα αυτήν την αρχόμενη μεταφορική, ψυχολογίζουσα εκδοχή της, την θέση της προσωπικής, ιδιωτικής συνείδησης. Ούτε ο Αισχύλος ούτε ο Ευριπίδης θα μπορούσαν, πιστεύω, να επιτύχουν (έστω και αν είχαν θελήσει να το κάνουν) το μυστήριο της μεταμόρφωσης του Οιδίποδα στον Κολωνό, αυτή την πειστική, υποβλητική ακτινοβολία, που εκδιπλώνεται ανάμεσα στους αντιτιθέμενους πόλους του αφτιασίδωτου υπερφυσικού στοιχείου από την μια και της ορθολογικής διερεύνησης από την άλλη. Το θαύμα της μεσότητας που λαμβάνει χώραν στο ιερό άλσος, απορρέει από την ήδη σχεδόν βιργίλεια νύξη ότι η πρωταρχική οικειότητα μεταξύ ανθρώπων και θεών παύει, ευτυχώς ή δυστυχώς, να είναι προσιτή, με την εξαίρεση εκκεντρικών ή. υπό μία έννοια, σκανδαλωδών περιστάσεων. Η ίδια η αιμομιξία που διέπραξε ο Οιδίπους, είναι σαν να αποτελούσε σκοτεινή υπενθύμιση της μείζονος αιμομιξίας που διαπράχθηκε κατά την αρχική επικοινωνία ανθρώπων και θεών. Εξ ου και ο ορισμός μου της σοφόκλειας ευσέβειας (pietas) ως «όχι ανέφελου ανθρωπισμού».

Έχει υποστηριχθεί ότι το θέατρο του Ρακίνα εξαρτάται από έναν dens absconditus ως κρυμμένον θεατή του. Στην σοφόκλεια τραγωδία, ο «κρυμμένος θεός» είναι κεντρικός παράγων της δράσης. Στην Αντιγόνη, κάνει από νωρίς την εμφάνισή του: στους στίχους 278-9, ο κορυφαίος του χορού ερωτά μήπως τα αινίγματα που φαίνονται να σημαδεύουν την πρώτη «ταφή» του Πολυνείκη, είναι αποτέλεσμα «θείας βούλησης» ή ακόμα και «θείας πράξης»[14]. Όπως είδαμε, αυτός ο υπαινιγμός εντείνεται με τις γνωστικές και δραματικές αμφισημίες σχετικά με την ενδεχόμενη επέμβαση του υπερφυσικού στην «θύελλα σκόνης» που καλύπτει την δεύτερη ταφή. Ωστόσο, η ίδια η αρχή του έργου μας υποβάλλει μιαν αποστασιοποίηση των θεών και από τους θεούς. Η Αντιγόνη δεν επικαλείται την θεία βοήθεια για την εκτέλεση του ευσεβούς σχεδίου της. Καμία ικεσία, ούτε στον Δία ούτε στους αιώνιους φύλακες των νεκρών, δεν κοσμεί την απόφαση της. Οι διαδοχικές επικλήσεις στον «Δία που αιώνια βλέπει τα πάντα» (στ. 184) προέρχονται από τα χείλη του Κρέοντα. Αυτός είναι που, καταγγέλλοντας τον Πολυνείκη, τον πυρπολητή της πόλης, τον ιερόσυλο, εισάγει στο δράμα το πάνθεον των θεοτήτων της πόλης και τα περίστυλα ιερά τους. Όμως, η κοσμιότητα των τελετουργικών διατυπώσεων του Κρέοντα υπονομεύεται από την κομπορρημοσύνη και την γραμματική συστροφή του στίχου 304: απειλώντας τον Φύλακα με αμείλικτο θάνατο, εάν δεν βρεθούν οι άνδρες «που έκαναν αυτήν την πράξη έναντι χρηματισμού», ο Κρέων ομνύει στον Δία «που έχει ακόμη τον σεβασμό μου» ή «αν βέβαια έχει ακόμη τον σεβασμό μου». Το ελληνικό κείμενο δεν μπορεί να μεταφραστεί με πλήρη σαφήνεια. Ωστόσο, μπορούμε να αντιληφθούμε καθαρά την απειλητική νύξη, όσο συγκαλυμμένη κι αν είναι, όσο μασκαρεμένη κι αν είναι από το παράφορο αποκορύφωμα της ρητορείας του Κρέοντα.

Η άποψη του Κρέοντα για τις σχέσεις του με τον Δία είναι ότι πρόκειται για σχέσεις ωφελιμιστικής αμοιβαιότητας: οι επικλήσεις και οι τιμές αποδίδονται με την προσμονή μιας καλοδεχούμενης ανταμοιβής. Έχουμε, όμως, σημειώσει ότι μία πολιτικής τάξεως θρησκευτικότητα, το να συμπεριλαμβάνεται η λατρεία στην γενική πολιτική της κοσμιότητας, είναι θετικό στοιχείο στην σοφόκλεια θεώρηση της ορθότητας. Η παρόρμηση που ξευτελίζει και προδίδει αυτήν την θεώρηση, πηγάζει από την εξαναγκαστική φύση του όρκου του Κρέοντα, καθώς και από το απλό γεγονός ότι τούτος ο όρκος τοποθετείται σε ένα πλαίσιο αυταρχικής πλάνης και αδικίας. Η προειδοποίηση του Κρέοντα στον Δία, συγκεκαλυμμένη, τρόπον τινά, στην σύνταξη του στίχου 304, και αυτός ο χρονικός προσδιορισμός («ακόμη») προετοιμάζουν το έδαφος για την βλασφημία που επακολουθεί. Ήδη, τόσο το γεγονός ότι η Αντιγόνη παραλείπει να προσευχηθεί, όσο και η κομπαστική ευφράδεια της επίκλησης του Κρέοντα, κρατούν το θείο σε απόσταση. Αυτήν ακριβώς την απόσταση - όπου οι θεοί σύρονται αμαχητί σε κενό έδαφος, συναθροίζονται κοντά στην άρνηση - την ελέγχει απόλυτα ο Σοφοκλής.

Δεν χρειάζεται να υιοθετήσουμε την ερμηνεία του Χαίλντερλιν για την Αντιγόνη ως Ἀντίθεον, για να συνειδητοποιήσουμε το πόσο φειδωλή σε αναφορές στο θείο είναι η απολογία της. Η έκφραση προς θεών, στερεότυπη ικεσία τόσο συχνή στα άλλα έργα του Σοφοκλή, δεν απαντά παρά μία μόνο φορά στην Αντιγόνη (στ. 838 ή 839, ανάλογα με την αρίθμηση των εκδοτών, αλλά και εκεί σε πλαίσιο πολεμικής). 0 Ζευς και η Δίκη δεν μνημονεύονται παρά μόνο μία φορά στην μεγάλη απολογία της Αντιγόνης, σε ένα επιχείρημα που είναι, επιπλέον, αρνητικό ως προς την λογική και την γραμματική του: «Δεν ήταν ο Ζευς... δεν ήταν οι νόμοι που επιτάσσει η Δίκη». Τα υπερβατικά απόλυτα που επικαλείται η Αντιγόνη στην διαμάχη της με τον Κρέοντα, είναι, υπό ακραία έννοια, εγκόσμια. Αφορούν την ισότητα στον θάνατο και τον συμψηφισμό του παρελθόντος κακού και καλού, που επιτρέπουν στους νεκρούς να αξιώνουν την οικογενειακή αλληλεγγύη. Αν υπάρχει μια θεϊκή παρουσία στην συνηγορία υπέρ της απόδοσης του Πολυνείκη στην γη, αυτή είναι η παρουσία του Άδη. Ακόμη κι εδώ, όμως, ο τόνος της Αντιγόνης έχει κάτι το σχεδόν επιπόλαια αυτονόητο. Βρισκόμαστε παρασάγγας μακριά από οποιαδήποτε ομηρική η αισχύλεια έμφαση στην επικείμενη υποστασιοποίηση του υπερφυσικού. Η Αντιγόνη σκιαγραφεί ολόγυρά της μιαν ηθική μοναξιά, μια διαυγή ξηρότητα, που μοιάζουν να προοικονομούν την αυστηρότητα του Καντ. Είναι εγκρατής από την άποψη του υπερβατικού. Αποτελεί και αυτό μέρος της αμείλικτης διακριτικής της ευχέρειας.

Ξανά δια στόματος Κρέοντος, και με απαράμιλλη δραματική-ψυχολογική λεπτότητα, υποδηλώνει ο Σοφοκλής την διφορούμενη εγγύτητα του θείου. Ο Ζεύς ἑρκεῖος, όπως τον επικαλείται ο Κρέων στον στίχο 487, αποτελεί μετωνυμία της ίδιας της ουσίας της «οικογένειας». 0 βωμός του βρίσκεται στην αυλή του σπιτιού, μέσα στον οικογενειακό περίβολο (έρκος). Σε αυτήν την συγκεκριμένη ενσάρκωση του Διός προσεύχεται ή προσφέρει θυσία η οικογένεια, σε μία κοινή τελετή, η οποία, με την σειρά της, ορίζει την ίδια της την συνοχή και την γενεαλογική ταυτότητα. Όταν, επομένως, ο Κρέων επικαλείται αυτόν τον θεό, επιτελεί μία σύνθετη απρέπεια. Μας λέει ότι, ακόμη κι αν ο υπαίτιος ήταν στενότερος συγγενής του και από αυτούς που λατρεύουν τον Δία στον οικογενειακό βωμό. δε θα διέφευγε από την μοίρα που προβλέπεται από τον νόμο. Όπως και στον στίχο 3°4· 0 Κρέων ζεύει τον Δία σε μια πράξη αυθαίρετης εκδικητικότητας. Επικαλείται τον «Δία της οικογένειας», σχεδόν παρωδώντας την επίκληση ενάντια στους συγκεκριμένους συγγενικούς και οικιακούς δεσμούς που προστατεύει εκείνος ο θεός. Ωστόσο, η απρέπεια ή ακόμη και αισχρότητα του Κρέοντα καθίσταται σύνθετη και δίσημη, ακριβώς επειδή η Αντιγόνη δεν επικαλείται τον Δία ἑρκεῖον, κάτι που θα αποτελούσε απολύτως φυσιολογική λογική και λεκτική αντίδραση. Για άλλη μια φορά ο Κρέων δείχνει να οικειοποιείται και να αξιοποιεί ενστικτωδώς ένα κενό που έχει αφήσει η Αντιγόνη.

Η επίμονα στρατηγική και καιροσκοπική παρόρμηση που διέπει την θρησκευτικότητα του Κρέοντα, υπογραμμίζεται στους στίχους 658 κ.ε. Παραχωρεί στην Αντιγόνη τον «Δία των δεσμών αίματος», τον οποίον είχε προηγουμένως προσπαθήσει να πάρει με το μέρος του. Τον Δία βασιλέα, τον μονάρχη και προστάτη της πολιτικής-ανδρικής κυριαρχίας, κατ’ εικόνα του εαυτού του, επικαλείται τώρα ο Κρέων. Κι όμως, τα αντεπιχειρήματα του Αίμονα είναι τόσο απομακρυσμένα από την εγγύτητα του θείου, όσο ήταν και τα επιχειρήματα της Αντιγόνης. Η αναφορά στις  «οφειλόμενες στους θεούς τιμές» (στ. 745) γίνεται παρεμπιπτόντως, οι δε θεότητες του κάτω κόσμου (θεῶν τῶν νερτέρων), τις οποίες μνημονεύει ο Αίμων στον στίχο 749’ είναι πολύ καλά και στ’ αλήθεια «κρυμμένες» σε αυτά τα συμφραζόμενα.

Εν ολίγοις, σε όλη την έκταση του μεγαλύτερου μέρους της σοφόκλειας Αντιγόνης, τα πρόσωπα του δράματος κρατούν τους θεούς σε απόσταση. Τα χορικά, όπως προσπάθησα να δείξω, είναι αυτά που εκλιπαρούν και καθιστούν πιθανή την έλευση του θείου. Αυτή η έλευση γίνεται σιγά-σιγά αισθητή στους ανθρώπους, καθώς οι πράξεις των πρωταγωνιστών του δράματος ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Οι ανεπάρκειες της εμμένειας, είτε πρόκειται για τις ανεπάρκειες του ηθικού μονισμού της Αντιγόνης είτε για τις ανεπάρκειες της εκλεκτικής και αυταρχικής «επίσημης εκκλησίας» του Κρέοντα, αποκαλύπτονται με τρομακτικό τρόπο στο τέταρτο στάσιμο. Εδώ, πιστεύω, βρίσκεται ο μοιραίος άξονας, γύρω από τον οποίο κινείται το έργο.

Μέσα από τον ακαθόριστο σάλο αυτής της ωδής (που η συνάφεια των τριών μυθολογικών της εικόνων με την παρούσα μοίρα της Αντιγόνης έχει συζητηθεί κατά κόρον και χωρίς οριστικά συμπεράσματα) κάνει την εμφάνισή του το θέμα της καταστροφικής οικειότητας μεταξύ ανθρώπων και θεών. Η τρομακτική, η αλλόκοτη δύναμη της μοίρας - οι δε τέσσερις λέξεις μοιριδία τις δύνασις δεινά μου φαίνεται ότι περιέχουν την πεμπτουσία της οπτικής και της τέχνης του Σοφοκλή - δεν λογαριάζει ούτε αυτούς που έχουν υψηλή καταγωγή ούτε καν αυτούς που έχουν θεία προέλευση. Πάνω σε αυτούς, απεναντίας, συγκεντρώνει όλη της την φρίκη. Η χρυσή επίσκεψη του Διός φυλακίζει την Δανάη σε έναν θάλαμο μυστικό σαν τον τάφο. Ο Λυκούργος ο Θραξ υπόκειται σε ειδεχθή τιμωρία, επειδή αμφέβαλε για την θεϊκή γέννηση του Διονύσου. Αυτός, όπως και ο Πενθεύς στις Βάκχες, είχε ασύνετα πασχίσει να προσδιορίσει και να διατηρήσει την εμπράγματη οριοθέτηση μεταξύ του κόσμου των θεών και του κόσμου της πόλεως. Τώρα ο Διόνυσος, ο ίδιος μυστηριώδης βλαστός μιας εκστατικής-καταστροφικής επαφής ανάμεσα στον αθάνατο Δία και την θνητή Σεμέλη, διασχίζει τον φραγμό, εκδικούμενος. Η σχέση των δεινών που βρήκαν την Θρακιώτισσα Κλεοπάτρα με την λογική του χορού είναι δυσερμήνευτη (φαίνεται πως ο Σοφοκλής πραγματεύθηκε αυτόν τον άγριο μύθο σε δύο τουλάχιστον χαμένα έργα). Εμφανίζεται, όμως, και πάλι το θέμα της συνεύρεσης θεών και ανθρώπων, καθώς και της θείας γέννησης. Η Κλεοπάτρα είναι παιδί του Βορέα, του θεϊκού βόρειου ανέμου. Ανατράφηκε στο σπήλαιο των καταιγίδων. Εάν το χωρίο δεν είναι παρεφθαρμένο (βλ. σχετικά τα σχόλια του Τζεμπ στον στ. 970) σημασία του είναι ότι ο Άρης παρατηρεί με «ωμή χαρά» την τύφλωση των παιδιών της Κλεοπάτρας.

Η Αντιγόνη, που απαρνήθηκε τον Έρωτα, που έχει παρεμβάλει την στείρα αγνότητα της ηθικής βούλησης ανάμεσα στον εαυτό της και τις αβεβαιότητες ή τις αργοπορίες της βοήθειας των θεών, έχει οδηγηθεί στον θάνατό της. Ο χορός, σε κατάσταση αποκορυφωμένης μανικής αντίληψης, αναφέρει, χορεύει, τρεις τρομακτικούς μύθους, που ο καθένας τους αναφέρεται στην στενότερη και πιο μοιραία των συναντήσεων μεταξύ θεών και θνητών, την ερωτική. Όπως το αίμα της θυσίας τραβάει προς το φως τις ψυχές των νεκρών, όπως το μέλι τραβάει τις μέλισσες, έτσι και οι ανθρώπινες συγκρούσεις και η αναπαράσταση αυτών των συγκρούσεων στο θέατρο έλκουν τους θεούς, και ιδιαίτερα τον Διόνυσο, τον διγενή. Αυτό το σημείο έχει αποφασιστική σημασία, προκειμένου να συλλάβουμε το τι είναι η αττική τραγωδία. Οι θεοί είναι παρόντες στην απαγγελία και στην μίμηση του μύθου. Έρχονται, όμως, και στον βωμό του θεάτρου. Ο Διόνυσος είναι παρών στο θέατρό του και στην γιορτή του. Επιστρέφει στην Θήβα, όχι μόνο με την επίκληση του χορού στο πομπώδες φινάλε (στ. 1349-50) αλλά και ενδεδυμένος το ίδιο το έργο, τους τρόμους και τις απαιτήσεις που μας επιβάλλει η Αντιγόνη.

Όλα συμβαίνουν, λες και αυτό το μανιώδες στάσιμο να άνοιξε διάπλατες τις πύλες της εγκόσμιας σφαίρας. Οι υπερφυσικές δυνάμεις συρρέουν τώρα στην πόλη του Κρέοντα. Τα πουλιά, ιεροί οιωνοί, είναι έξαλλα και βγάζουν βάρβαρες κραυγές (εδώ ίσως υπάρχει ένας δυσοίωνος αντίλαλος του Ἀγαμέμνονα του Αισχύλου, στ. 1051). Ο Ήφαιστος, ο θεός της φωτιάς και, δια μετωνυμίας, η ίδια η φλόγα της θυσίας, αρνείται την παρουσία του. Η φλόγα αρνείται ν’ ανάψει. Το λίπος και τα εντόσθια δεν καίγονται. Τέτοια είναι η μακάβρια επίπληξη των θεών προς αυτούς που θέλουν να τους τιμούν στην μολυσμένη Θήβα. Οι δημόσιοι βωμοί, καθώς και οι ιδιωτικές εστίες έχουν μιανθεί με ξεσκλίδια, που έχουν αποσπάσει τα όρνεα από την άταφη σάρκα του Πολυνείκη. Οι σπασμωδικές, διάχυτες αιτιότητες και συνάφειες, που κατά κανόνα λειτουργούν στα ανθρώπινα πράγματα, έχουν παραχωρήσει την θέση τους σε μιαν ακαριαία και αμείλικτη συμμετρία. Τα όρνεα και τα σκυλιά που ο Κρέων διέταξε να καταβροχθίσουν το πτώμα του μισητού Πολυνείκη, τώρα μιαίνουν την πόλη με αισχρά περιττώματα. Η φωτιά, που δεν άναψε για τον γιο του Οιδίποδα, τώρα δεν ανάβει ούτε στους βωμούς. Ο Κρέων, ο οποίος, όπως και ο Οιδίπους πριν απ’ αυτόν, θεωρεί τον Τειρεσία αργυρώνητο οιωνοσκόπο που οι στασιαστές πολίτες έχουν δωροδοκήσει με χρυσάφι για να διακινεί προδοτικά την αλήθεια (ο γαλλικός όροςmarchander αποδίδει επακριβώς τον χρωματισμό του πρωτοτύπου), πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει τους χειροπιαστούς οιωνούς της θεϊκής αποστροφής. Πρέπει να παλέψει με την εμφανή κατάργηση του συμβολαίου δημόσιας ευσέβειας με συμβαλλόμενους αφ’ ενός μεν τον ίδιο, ως νόμιμο άρχοντα, αφ’ ετέρου δε τις υπερφυσικές παρουσίες, τις οποίες είχε προσωπικά επικαλεσθεί με όρους αμοιβαιότητας. Αυτό το κάνει σε ένα χωρίο, που το θεωρώ ένα από τα κομβικά χωρία του κειμένου μας:

Τάφῳ δ’ ἐκεῖνον οὐχί κρύψετε,
           Οὐδ’ εἰ θέλουσ’ οἱ Ζηνός αἰετοι βοράν
                 φέρειν νιν ἁρπάζονχες ἐς Διός θρόνους,
           οὐδ’ ὡς μίασμα τοῦτο μή τρέσας ἐγώ
              θάπτειν παρήσω κεῖνον· εὖ γάρ οἶδ’ ὅτι
             θεούς μιαίνειν οὔτις ἀνθρώπων σθένει.

Στην εκδοχή του Τζεμπ οι στίχοι 1039-44 έχουν ως εξής:
But ye shall not hide that man in the grave-no, though the eagles of Zeus should bear the carrion morsels to their master’s throne - no, not for dread of that defilement will I suffer his burial-for well I know that no mortal can defile the gods.

Ο Ρόμπερτ Φέηγκλς (Robert Fagles) μεταφράζει ως εξής:

You’ll never bury that body in the grave,
not even if Zeus’s eagles rip the corpse
and wing their rotten pickings off to the throne of god!
Never, not even in fear of such defilement will I tolerate his burial, that traitor.
Well I know, we can’t defile the gods- no mortal has the power.

Και ο Μαζόν μεταφράζει:

Non, quand les aigles de Zeus l’emporteraient pour le manger jusques au trone du dieu, meme alors, ne comptez pas que, par crainte d’une souillure, je vous laisse l’enterrer, moi. Je sais trop que souiller les dieux n’est pas au pouvoir d’un mortel.

Δεν είναι εδώ ο χώρος για να κάνουμε κάτι περισσότερο από το να επιστήσουμε, απλώς, την προσοχή στις αξιοσημείωτες διαφορές ως προς τον τόνο και την κυριολεκτική κατανόηση που εμφανίζουν αυτές οι τρεις εκδοχές. Είναι πρόδηλο ότι το ελληνικό κείμενο δεν επιδέχεται μονοσήμαντη παράφραση. Ίσως υπάρχουν κειμενικά προβλήματα στον στίχο 1040, και έχουν προταθεί ποικίλες διασαφητικές διορθώσεις. Κάποιοι σχολιαστές επεκτείνονται πολύ γύρω από αυτές τις αμφισημίες. Ο Κρέων αρνείται να θάψει το λείψανο του Πολυνείκη, έστω κι αν απειλείται με μίασμα· ή πάλι, κι αν ακόμη οι αετοί μεταφέρουν σάρκες μέχρι τον παντοδύναμο θρόνο, και πάλι η ταφή θα είναι αποτέλεσμα της απόφασης του Κρέοντα και μόνο, και δεν θα του έχει επιβληθεί από τους οιωνούς ή τις ψευδολογίες του Τειρεσία.

Αυτό, όμως, μοιάζει μάλλον παρατραβηγμένο. 0 αναπαλμός της αμήχανης οργής - οι θεοί τους οποίους τιμούσε και των οποίων τους ναούς νικηφόρα υπερασπίσθηκε από τους εμπρηστές Αργίτες, τώρα στρέφονται εναντίον του - και η βλασφημία που ξεσπά από την μανία του Κρέοντα, είναι πέραν πάσης αμφισβητήσεως. Έχουμε δει με πόση λεπτότητα προετοιμάσθηκαν με τον λανθάνοντα, γλοιώδη εκβιασμό του στίχου 304· Και εδώ λειτουργεί μια ζοφερή συμμετρία. Μολονότι οι στίχοι 855-7 είναι περιβόητοι για την ερμηνευτική τους δυσκολία, εκεί ο χορός βλέπει την Αντιγόνη να στέκεται γεμάτη αναίδεια μπροστά στο βάθρο και τον θρόνο της Δίκης, γυρεύοντας είτε να τον αγκαλιάσει είτε να ορμήσει καταπάνω του. Η βλασφημία του Κρέοντα, καθρεφτίζοντας εκείνη την εικόνα, φτάνει τώρα, με χοντροκομμένα μιαρό τρόπο, μέχρι τον ίδιο τον θρόνο του Διός.

Ωστόσο, απ’ ό, τι γνωρίζω, κανένας σχολιασμός δεν έχει αντιληφθεί την προκλητική βαθύτητα της δικαιολόγησης που προσάγει ο Κρέων:θεούς μιαίνειν οὔτις ἀνθρώπων σθένει.

Από θεολογική και ψυχολογική άποψη, εντός του πλαισίου του δράματος αλλά και πολύ πέραν αυτού, πρόκειται για τρομερό αξίωμα. Ο Τζεμπ ερμηνεύει τον στίχο ως σόφισμα «του είδους εκείνου που θα γύρευε ένας πείσμων και ξεροκέφαλος άνθρωπος, για να καθησυχάσει την συνείδησή του». Άλλοι βλέπουν την πρόταση ως απόδειξη ότι η οργή κυρίευσε προς στιγμήν την σώφρονα ευσέβεια του Κρέοντα. Ορισμένοι ερμηνευτές παραθέτουν, κατ’ αντιδιαστολήν, την σοβαρή χρήση αυτού του αποφθέγματος στον Ηρακλή Μαινόμενο του Ευριπίδη (στ. 1232), χαρακτηρίζοντας αυτά τα λόγια του Κρέοντα ως καθαρή υποκρισία. Έτσι και ο Έρασμος στα Adagia (νI): «Sententia pia est sed a Creonte impia anima dicta»*Μήπως αυτές οι ερμηνείες αδικούν την εξονυχιστική, συνταρακτική ψυχολογία αυτών που λέει ο Σοφοκλής; Μήπως θα έπρεπε μάλλον να υιοθετήσουμε την πρόταση που υπέβαλε ο Λούις Κάμπελ (Lewis Campbell) στην δική του έκδοση του Σοφοκλή του 1871, ότι ο υπέρτατος σκεπτικισμός του Κρέοντα είναι γνήσιος και προαναγγέλλει τον σκεπτικισμό των Επικούρειων;

Πρέπει, νομίζω, να σταθμίσουμε προσεκτικά τα συμφραζόμενα. Η πολιτική θεολογία του Κρέοντα είχε ζυγιάσει αυταρχικά τους συμβατικοποιημένους και οφειλόμενους βαθμούς επαφής μεταξύ ανθρώπων και θεών. Οι κανόνες, όμως, τώρα έχουν παραβιαστεί από την άγρια εισβολή του μυστηρίου και των εχθρικών οιωνών στην πόλη. Ανακάλυψε άραγε ο Κρέων, μέσα στην ζοφερή μαντική ικανότητα της οργής του, την άβυσσο της «ασχεσίας» μεταξύ θνητού και θείου; Άραγε συνειδητοποιεί τώρα, έστω και σε μιαν έκλαμψη άκαρπης ενόρασης, ότι η εκ μέρους του ατίμωση του πτώματος του Πολυνείκη ήταν χειρονομία άνευ νοήματος, διότι η μοίρα του ανθρώπου σε σχέση με το υπερβατικό δεν μπορεί να καθορισθεί μέσω του τελετουργικού ή της άρνησής του; Και αυτό γιατί, αν κανένα μίασμα δεν μπορεί να αγγίξει τους θεούς, τότε ο μη ενταφιασμός του Πολυνείκη αποτελεί πράξη με ρηχό, εγκόσμιο χαρακτήρα. Η δε αγωνιστική αντίδραση της Αντιγόνης γίνεται ταυτόχρονα υπερβολική και αναγώγιμη σε μία εξ ολοκλήρου ιδιωτική, συναισθηματική παρόρμηση. Η τραγωδία δεν ήταν αναγκαία.

Ομολογουμένως, αυτό σημαίνει πως επιβαρύνουμε τον στίχο 1044 με υπερβολικό φορτίο υπονοουμένων. Ωστόσο, το μεγαλείο αυτής της απόφανσης, όντως, υφίσταται. Προοικονομεί στάσεις που είναι φιλοσοφικά και ηθικά επακόλουθά της, όπως η ηθική της caritas και της συμπάθειας, που προάγγελός τους είναι η Αντιγόνη. Αυτή δε ακριβώς η αυτοκαταστροφική ισοσθένεια ανάμεσα σε ορισμένες προβλέψεις της Αντιγόνης καί στις προβλέψεις του Κρέοντα είναι που μας πείθει περί αυτού.

Όμως, είναι, ασφαλώς, πολύ αργά πια. Ο Ζευς, ο Διόνυσος, ο Ήφαιστος και ο Πλούτων είναι πια παντού στην πόλη του ανθρώπου[15]. Η παρουσία τους είναι αυτή που εντείνει το νόημα των διαδοχικών καταστροφών. Καθώς ο Κρέων και η ακολουθία του σταματούν για να ενταφιάσουν τα λείψανα του Πολυνείκη, εκλιπαρούν το έλεος της Εκάτης, της θεάς των τριόδων (πόσο μοιραία είναι τα τρίστρατα για τον Οίκο του Λάϊου) και του Πλούτωνα, του θεού του κάτω κόσμου. Όπως γνωρίζουμε, αυτή η στιγμή ευσεβούς μετανοίας χρησιμεύει για να κάνει διπλά βέβαιο ότι ο Κρέων δεν θα φτάσει στην ώρα του στον πέτρινο τάφο. Στον βωμό του ἑρκείου Διός, του Διός της οικογενειακής εστίας τον οποίον είχε για λόγους τακτικής επικαλεστεί πρωτύτερα ο Κρέων, είναι που αυτοκτονεί η σύζυγός του Ευρυδίκη. Η κραυγή του Κρέοντα στον στίχο 1284 (ἰώ, ἰώ δυσκάθαρτος Ἅιδου λιμήν) παρουσιάζει δυσκολίες. Κάποιοι τον ερμηνεύουν ως εξής: καμία θυσία δεν μπορεί να κατευνάσει τον αδηφάγο Άδη. Άλλοι εισηγούνται για αυτό το χωρίο, πιο εύστοχα ίσως, την ερμηνεία ότι δεν υπάρχει ασφαλές λιμάνι για τον Κρέοντα στον θάνατο, ότι τα θύματα που έστειλε εκείνος στον Άδη τώρα του φράσ­σουν και μολύνουν την ποθητή είσοδο. Το βέβαιο είναι η καταλυτική παρουσία της δίνης του κάτω κόσμου. Αυτή παρασύρει τον Κρέοντα στα σκότη.

Τελικά, οι συναντήσεις θεών και ανθρώπων είναι οι καταστροφικότερες στην Αντιγόνη. Nemo contra deum nisi deus ipse[16], έλεγε ο Γκαίτε. Ο Σοφοκλής το γνώριζε καλύτερα. Οι προσπάθειες των πρωταγωνιστών να κρατήσουν το θείο σε ηθική ή διπλωματική απόσταση αποτυγχάνουν παταγωδώς. Στο τέλος, οι θεοί καταφθάνουν, ενώ ο πολιτισμός και ο ιστός του ορθού λόγου υποκύπτουν.

Ωστόσο, η καθεμιά ξεχωριστά από τις μεγάλες συνιστώσες της σύγκρουσης, όπως εκτίθενται στην διαμάχη μεταξύ Κρέοντα και Αντιγόνης, απ’ όπου και απορρέουν - σύγκρουση ανάμεσα στον άνδρα και την γυναίκα, ανάμεσα στους γέρους και τους νέους, ανάμεσα στην κοινωνία και το άτομο, ανάμεσα στους ζώντες και τους νεκρούς, ανάμεσα στους θεούς και τους θνητούς - είναι σε τελική ανάλυση αδιαπραγμάτευτη και αενάως επανερχόμενη. Αυτή, ακριβώς, η αχρονικότητα της αναγκαίας και ανεπίλυτης σύγκρουσης, όπως την παριστάνει η ελληνική τραγωδία, μας καλεί να παρομοιάσουμε την κατάσταση του ανθρώπου πάνω σε τούτη την γη με την τραγική κατάσταση.


_______________________

[1] Με την έννοια που έχει η λέξη, λ.χ. στην έκφραση «βάζω κάποιον για τιμωρία στην απομόνωση». (Σ.τ.Μ.)
[2] ΠρβλS. ΒPomeroy, «Selected Bibliography on Women in Antiquity». Arethusa, vi (1973)· P. E. Slater, The Glory of Hera (Boston. 1968)· S. B. Pomeroy, Goddesses, Whores, Wives and Slaves (New York, 1975)· M. R. Lefkowitz, Heroines and Hysterics (London, 1981)· M. R. Lefkowitz and ΜB. Fant (edd.), Women ’s Life in Greece and Rome (London, 1982). 
[3] Στ. 484-5: «ἦ νῦν ἐγώ μέν οὐκ ἀνήραὕτη δ’ ἀνήρεἰ ταῦτ’ ἀνατεί τῇδε κείσεται κράτη». 
[4] ΠρβλRDDaweόπ.π. 109-10. 
[5] [Μτφρ. Μ. Γρυπάρης]:     «Τό πολύ πιό καλύτερο άπ’ ὅλα θέ νά ’τανε
  νά μην εἶχε κανείς γεννηθεί,
  ἤ μιά ποῦ ἦρθε στό φῶς
  νά γυρνᾶ κεῖθ’ ὅπου ἦρθε μιάν ὥρα πιό μπρός,
  δεύτερο θά ’ταν καί τοῦτο καλό». (Στ.Μ.) 
[6] S. Benardete, όπ.π., II, σ. 13· 
[7] Υπάρχει εδώ εκτεταμένη γραμματείαΜε βοήθησαν ιδιαιτέρως τα εξήςRHirzelThemisDike und Verwandtes (Leipzig, 1907)· MOstwaldNomos and the Beginnings of Athenian Democracy (Oxford, 1956)· Jde RomillyLa Loi dans la pensee grecque (Paris, 197 Ο, 26-34' ΕA. Havelock, The Greek Concept of Justice (Harvard University Press, 1978). 
[8] ΠρβλP. Friedlander, «πολλά τά δεινά (Sophokles, Antigone 332-375)», Studien zur antiken Literatur und Kunst (Berlin, 1967), 190-2. 
* από την μτφ. του Γ. Ανδρεάδη [Σ.τ.Μ.] 
[9] S. Benardete, όπ.π., II. σ. 27. 
[10] Πρβλ. GMullerSophoklesAntigone, σ. 250, για μια διαφωτιστική ανάλυση των εντυπώσεων που δημιουργεί το κείμενο.
[11] Στ. 1115 «πολυώνυμε...» (Σ.τ.Μ.) 
[12]  «Ὧν δέ γένεσις ἔστι τοῖς οὖσι καί τήν φθοράν εἰς ταῦτα γίνεσθαι κατά τό χρεόν διδόναι. γάρ αὐτά δίκην καί τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας κατά τήν τοῦ χρόνου τάξιν». (Σιμπλίκιος εις Φυσ. 24, 13 DK 12a9). Βλ. την εξαίρετη ανάλυ ση του Θεόφιλου Βεΐκου, Οι προσωκρατικοί ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1985, κεφ. III, «Η κοσμική δικαιοσύνη», σσ. 48-56. Πρβλ. επίσης του Charles KahnἈναξίμανδρος καί οἱ ἀπαρχές τῆς ἑλληνικής κοσμολογίας, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1982, και ιδίως κεφ. «Τό ἀπόσπασμα τοῦ Ἀναξίμανδρου», σσ. 229-268. (Σ.τ.Μ.)  
[13] Πρβλ. την γενική εξέταση αυτού του ζητήματος στο WBrockerDer Gott des Sophokles (Frankfurt-on-Main, 1971). 
[14] Πρβλ. την επιχειρηματολογία του AMaddalena στο Sofocle (2η έκδ. Τορίνο, 1963). Ο Μανταλένα θεωρεί την πρώτη ταφή παγίδα, ενέδρα (una trappola... una retauninganno), που έστησαν οι θεοί στην Αντιγόνη. Αν, έστω, υποστηρίζει, οι θεοί παγίδευσαν τον Κρέοντα, ωστόσο το δίχτυ που έριξαν στην Αντιγόνη είναι ακόμη «χειρότερο». 
* «Η φράση είναι ευλαβής, αλλά λέγεται από την ανευλαβή ψυχή του Κρέοντα» [Σ.τ.Μ.]
[15] Το σχόλιο του Η. DFKitto στο SophoclesDramatist and Philosopher (Ox­ford, 1958), 40 - «οι θεοί είναι εν δράσει στις τελευταίες σκηνές της Αντιγόνης», αλλά ανήκουν στην «φυσική τάξη συμβάντων» - είναι σαφώς ανεπαρκές. 
[16] «Κανείς εναντίον του θεού, αν όχι ο ίδιος ο θεός». (Σ.τ.Μ.)

πηγή: ekivolos

ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΩΝ ΟΡΑΜΑΤΑ

$
0
0
      
     του Mario Vegetti
    Kaθηγητή της Iστορίaς της Aρχaίaς Φιλοσοφίas  στο Πανεπιστήμιο της Παβias (Ιταλία)

                      Πως ο γαλαξίας των «πρώτων φιλοσόφων» αποκρυπτογραφεί
τον κόσμο και ανοίγει τον δρόμο για το πέρασμα από το ζοφερό σύμπαν της δεισιδαιμονίας στη λογοκρατούμενη κοινωνία των πολιτών


Μια εγκυκλοπαίδεια  της φυλής 
             Η ελληνική κοινωνία του 6ου αιώνα π.Χ. (η οποία προκύπτει μετά από μακρά βασανιστική περίοδο κυοφορίας από τα ερείπια των μυκηναϊκών βασιλείων) ήταν ένα διαρθρωμένο πολύπλοκο μόρφωμα. Αποτελούνταν από ένα πλήθος πόλεων, οι οποίες καταλάμβαναν έναν χώρο που απλωνόταν από τα ιωνικά παράλια του Αιγαίου ως τη Μεγάλη Ελλάδα και τη Σικελία. Τις πόλεις αυτές κυβερνούσαν αριστοκρατίες κατά βάση γαιοκτημόνων που επιδίδονταν και στο ναυτικό εμπόριο με τις συνακόλουθες πολε­μικές και πειρατικές δραστηριότητες. Ισορ­ροπίες λίγο ως πολύ πρόσκαιρες υπήρχαν ανάμεσα σε αυτές τις αριστοκρατίες και έναν δήμο ο οποίος δεν ήταν μόνο αγροτικός πλέ­ον αλλά και αστικός και αποτελούνταν από τεχνίτες, ναύτες και εμπόρους. Αυτές οι κοι­νωνίες δεν διέθεταν ενιαία κεντρική μορφή ­εξουσίας, ούτε σε πολιτικοστρατιωτικό ούτε σε διοικητικό ούτε σε θρησκευτικό επίπεδο. Σε ό,τι μας αφορά, εδώ, αυτό το κενό αντα­νακλάτο και σε πολιτισμικό και σε διανοη­τικό επίπεδο. Δεν υπήρχε ούτε αποκαλυπτό­μενη σοφία ούτε ένα σύμπλεγμα παραδο­σιακών αντιλήψεων το οποίο μπορούσε να επιβληθεί από μια ενιαία θρησκευτική κάστα πάνω στην κοινωνία με την υποστήριξη της κρατικής εξουσίας. 
Υπήρχαν βεβαίως πα­νελλήνιες τελετές και λατρείες, καθώς και μεγάλα ιερά, όπως αυτό των Δελφών, το ιε­ρατείο των οποίων διέθετε ευρύ κύρος: αλλά ούτε τα μεν ουτε τα δε μπορούσαν να ανα­φέρονται σε ένα καθορισμένο corpus γνώ­σεων και θεωριών το οποίο θα λειτουργού­σε ως πλήρες και οριστικό πολιτιστικό ρεπερτόριο. Αυτό το καθήκον είχαν ως κάποιον βαθμό τά ομηρικά ποιήματα, τα οποία, μαζί με το θεολογικό συμπλήρωμα που πρόσφεραν τα ποιήματα του Ησιόδου, αποτε­λούσαν την «εγκυκλοπαίδεια της φυλής» των Ελλήνων (Havelock). Η ικανότητα όμως αυ­τού του corpus να ικανοποιήσει τις συλλογι­κές ανάγκες γνώσης και προσανατολισμού στο εσωτερικό του νέου σύνθετου κοινωνι­κού περιβάλλοντος των πόλεων φθειρόταν ταχύτατα. 
Βλέπουμε συνεπώς ότι η κρίση πολιτικής κυριαρχίας της ελληνικής κοινωνίας αντι­κατοπτριζόταν και σε μια κρίση πολιτισμι­κής και πνευματικής εξουσίας. Η φθορά της παράδοσης άνοιγε ένα κενό που ωθούσε προς τη δημιουργία νέων μορφών νέων διανοητικών στυλ, ικανών να συνθέσουν τα κοινωνικά αιτήματα που οι παραδόσεις των Ελ­λήνων δεν ήταν πλέον σε θέση να ικανοποι­ήσουν, και να προτείνει νέες απαντήσεις, με μια διανοητική τόλμη ατό ύψος της εξελι­κτικής ενέργειας που διέθετε το νέο κοινωνικό μόρφωμα της πόλεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η υπαγωγή αυτών των νέων μορφών στη γέννηση της «φιλοσοφίας και των σχο­λών της, που προτείνεται από τον Aριστοτέ­λη, φαίνεται από πολλές πλευρές ανακριβής και αναχρονιστική. Ο ίδιος ο όρος «φιλο­σοφία», παρά το γεγονός ότι μια παράδοση ολόκληρη τον θέλει να κατάγεται από τους Πυθαγόρειους, στην πραγματικότητα δεν δια­πιστώνεται πριν από την εποχή του Πλάτω­να. To ρήμα «φιλοσοφώ», παρ’ ότι παλαιότερο, σηματοδοτούσε μια γενική γνωστική ενασχόληση (υπό αυτήν την έννοια ο Θου­κυδίδης μπορεί να βάζει τον Περικλή να λέ­ει, στον Eπιτάφιό του, ότι ολόκληρος ο αθη­ναϊκός λαός «φιλοσοφεί άνευ μαλακίας»). 
Πολύ λιγότερο λοιπόν μπορούμε να μιλά­με για φιλοσοφικές «σχολές», παρ’ όλο που μια αναχρονιστική ιστοριογραφική παρά­δοση συνηθίζει να μιλάει για «σχολή της Μι­λήτου» ή «Ελεατική σχολή»: πριν από τον Πλά­τωνα και τον Αριστοτέλη δεν υπήρξε καμία σχολή εφοδιασμένη με θεωρητική και ορ­γανωτική δομή. Το περισσότερο που μας επι­τρέπεται να σκεφτούμε είναι ένα κοινό πο­λιτιστικό και κοινωνικό περιβάλλον, όπως, το ιωνικό, ή σε μερικές περιπτώσεις μια απευ­θείας σχέση  ανάμεσα στο δάσκαλο και μαθητή,  όπως αυτή του Παρμενίδη με τον Ζήνωνα.


Yπό το βλέμμα των σαμάνων


         Εκείνο που έχει σημασία είναι να αντιληφθούμε ότι ανάμεσα στις νέες φυσιογνωμίες διανοητών, οι οποίες αργότερα θα ταξιvo­μηθούν ως «πρώτοι φιλόσοφοι» υπάρχει μια ριζική διαφοροποίηση προβληματικών απαντήσεων, στoxαστικού στυλ που τις καθιστά εντελώς ανυπότακτες, σε μια ομοιογενή και συνεχή γραμμή εξέλιξης. Τα μόνα πιθανά στοιχεία ομοιογένειας αυτών των φυσιογνωμιών πρέπει να αναζητηθούν στο κοινό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο. Στις παρυφές της αφετηρίας συναντάμε τις σαμανικές φυ­σιογνωμίες του αρχαϊκού πολιτισμού, ημί­θεους» με υπερφυσικές ικανότητες γνώσης και μαγικής ισχύος. Από αυτούς κατάγονται οι δάσκαλοι της αληθείας» , οι ποιητές και οι μάντεις που - όπως υποστήριζε ακόμα και ο Εμπεδοκλής – διατηρούν ανάμεσα στους ανθρώπους ίχνη της συγγένειάς τους με το θείο. Αυτές τις φιγούρες σοφών οι «πρώτοι φιλόσοφοι» πρέπει να ανταγωνιστούν, επιχειρώντας να υπονομεύσουν την κοινωνική τους αξιοπιστία με σκοπό την αντικατάστασή της με μια νέα, πιο ισχυρή και πειστική ικανό­τητα σκέψης. Από τους ανταγωνιστές τους κληρονομούν μια βασική φιλοδοξία: την επιθυμία να τεθούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ ανθρώπων και μιας αλήθειας ανώτερης τά­ξης - είτε κοσμικού είτε θεϊκού επιπέδου ­της οπoίας καθίστανται  ερμηνευτές και «προ­φήτες» απέναντι στην κοινότητα στην  οποία ανήκουν. Από αυτή τη φιλοδοξία κατάγεται επίσης ένα δομικό αμφίρροπo της σκέψης τους και του τρόπου έκφρασής της: από τη μία πλευρά εμφανίζονται να προφέρουν μια αλήθεια οριστική και πλήρη, στην οποία έχουν μυηθεί μέσα από ανεξερεύνητα μονοπάτια, ακριβώς όπως οι ποιητές και οι μάντεις, και από την άλλη αποσκοπούν στο να καταστήσουν τούτη την αλήθεια αποδεκτή και πειστική σε όλους, άρα τείνουν – αντίθετα απ’ ότι οι προκάτοχοι και ανταγωνιστές τους – να επιχειρηματολογούν υπέρ αυτής της αλήθειας με τους τρόπους που εξαπλώνονται μέσα στην πόλη διά μέσου του δημόσιου λόγου. 
Πέρα όμως από το κοινό σημείο καταγωγής και τις κοινές προθέσεις, ο διανοητικός γαλαξίας των «πρώτων φιλοσόφων» διαφοροποιείται και με βάση την κοινωνική θέση τους, το κοινό στο οποίο απευθύνονται και τα αντικείμενα ενασχόλησης, αλλά ακόμη και με βάση τους τρόπους ζωής που υιοθετούν και κηρύττουν. Με αυτό λοιπόν το κριτήριο μπορούμε να μιλήσουμε για δύο μεγάλες διαφορετικές προσεγγίσεις.

        

Το περιβάλλον της Μιλήτου


            Στο περιβάλλον της Ιωνίας οι νέοι διανοητές, όπως ο Θαλής και στη συνέχεια οι Μιλήσιοι Αναξίμανδρος και Αναξιμένης, εμφανίζονται συνδεδεμένοι, από καταγωγή και σίγουρα λόγω του κοινού στο οποίο απευθύνονταν, με μια αριστοκρατία ναυτικών και εμπόρων. Οι απαιτήσεις αυτού του κοινού αφορούν τη γνώση του κόσμου: μια γνώση κατά μείζονα λόγο γεωγραφική και εθνολογική, έπειτα, γενικότερα, κοσμογονική, αστρονομική και φυσική. Οι νέοι σοφοί γίνονται κύριοι του υλικού που τους πρόσφερε τόσο η Ελληνική όσο και η ανατολική μυθική παράδοση, αλλά είναι σημαντική πνευματική χειρονομία με την οποία μεταλλάσσουν το κληροδότημα των προκατόχων τους: στα απλά αλλά ισχυρά κοσμολογικά τους συστήματα εξαφανίζεται κάθε αναφορά στους Θεούς, στη γενεαλογία τους και στην εξουσία τους.


Παρ’ όλο που το υλικό που χρησιμοποιούν και η φιλοδοξία που έχουν ανήκουν ακόμη στη μυθική παράδοση, μαζί τους γεννιέται μια εξόχως σφριγηλή διανοητική απόπειρα - αν και ακατέργαστη ακόμη και ευρέως παραδομένη σε μια φαντασία που γενικεύει - να σκεφτούν τη φύση και τον κόσμο δίχως να ανατρέξουν καθόλου στη θεϊκή κυριαρχία πάνω στον κόσμο και στο παιχνίδι υπερφυσικών βουλήσεων και δυνάμεων. Πρόκειται για μια μορφή σκέψης λοιπόν πλήρως ενταγμένης στην κοινωνική κρίση κυριαρχίας στο εσωτερικό της οποίας είχε γεννηθεί. Σημαντικός είναι επίσης και ο τρόπος με τον οποίο η σκέψη αυτή εκφράζεται: σύντομα γραπτά σε πεζό λόγο, τα οποία μπορούσαν να απομνημονευθούν εύκολα λόγω της υποβλητικής τους δύναμης μολονότι παραιτούνταν εκούσια και με πολεμική διάθεση από το ποιητικό μέτρο.


Το στοχαστικό ύφος

Κατά τον 6ο  και στις αρχές του 5ου  αιώνα π.Χ. όμως υπάρχει και ένα άλλου είδους στοχαστικό στυλ που εκφράζεται από φυσιογνωμίες διανοητών διαφορετικής κοινωνικής καταγωγής και έμπνευσης από τους προηγούμενους. Με βεβαιότητα ο Ηράκλειτος και πιθανώς ο Παρμενίδης ανήκουν σε αριστοκρατικές ομάδες σχετιζόμενες με θρησκευτικά λειτουργήματα. Η οικογένεια του πρώτου είχε δικαίωμα στον παραδοσιακό τίτλο του βασιλέως, ο δεύτερος μας είναι γνωστός ως αρχηγός μιας θρησκευτικής αδελφότητας (φύλαρχος) αφιερωμένης στη λατρεία του Απόλλωνα. Όσο για τον Πυθαγόρα, έδρασε αναμφίβολα στη Μεγάλη Ελλάδα ως ιδρυτής μιας μυσταγωγικής σέχτας, με κλίση στην πολιτική εξουσία στο όνομα ενός προγράμματος ηθικής σωτηρίας και εξαγνισμού της ζωής. Όλες αυτές οι μορφές αντιδρούσαν, με διαφορετικούς τρόπους, σε μια θρησκευτική κρίση: η παλαιά ολύμπια θρησκεία των ποιητών, ολοένα και πιο δεσμευμένη στα πολιτικά πράγματα των νεότευκτων πόλεων, δεν φαινόταν ικανή να απαντήσει στα προβλήματα της ατομικής σωτηρίας, στη φοβία της συμφοράς, της μίανσης, του επέκεινα. Μπροστά σε αυτή την κρίση η απάντηση που έδωσε αυτό το φιλοσοφικό περιβάλλον κινείται σε δύο άξονες που θα έχουν ιστορική συνέχεια: τη σύλληψη της ψυχής, που για πρώτη φορά διατυπώνεται αυστηρά από τους Πυθαγόρειους, και την ισχυρότατη θεωρία του Είναι-Σκέψη, ως υποκατάστατου και κληρονόμου των αρχαίων θεοτήτων, την οποία προτείνει ο Παρμενίδης. Και αυτού του είδους το διανοητικό στυλ είναι εκείνο που θα επηρεάσει βαθιά τη σωκρατικοπλατωνική φιλοσοφία. 
Η «ρήξη» και το «χάσμα», λοιπόν, ανάμεσα στους «προσωκρατικούς» και σε ό, τι επακολούθησε, ιδωμένα υπό το πρίσμα της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας αυτής της περιόδου, φαίνεται να μην είναι τόσο βαθιά όσο θα ήθελε ο Αριστοτέλης. Αλλωστε είναι γνωστό ότι οι απαρχές της φιλοσοφίας, η κατάδειξη των πρωταγωνιστών της, οι βασικοί χαρακτήρες της και οι περίοδοι της εξέλιξής της οφείλονται σε μια κατασκευή του Αριστοτέλη. Στο πρώτο βιβλίο των Μεταφυσικών, ο Αριστοτέλης σκιαγραφεί την προϊστορία της φιλοσοφίας, όπου βέβαια «φιλοσοφία» είναι δική του: αποκόλληση από τη μυθολογική «θεολογία"των ποιητών ( όπως ο Ησίοδος και οι Ορφικοί), θέση του πρωταρχικού ερωτήματος επί της αρχής, επί της αρχής δηλαδή του φυσικού κόσμου και των νόμων που τον κυβερνούν, έρευνα των «αιτίων» ή των λόγων οι οποίοι εξηγούν τις μεταβολές που χαρακτηρίζουν αυτόν τον κόσμο. Τους θεμελιωτές και τους επιγόνους αυτής της προϊστορίας καταδεικνύει ο Αριστοτέλης, από τον Θαλή στους Ίωνες, από τους Πυθαγόρειους στους Ελεάτες, από τον Εμπεδοκλή στους Ατομιστές. Στο τέλος όμως της προϊστορίας αυτής, ο Αριστοτέλης σημειώνει μία ρήξη η οποία, ως ένα σημείο, αποτελεί και το τέλος της, μια ρήξη παρόμοια με εκείνη που έλαβε χώρα στις απαρχές της απέναντι στους «θεολόγους ποιητές». Η ρήξη του τέλους σηματοδοτείται από τον Σωκράτη, από τη μετακίνησή του, προκειμένου να κατανοήσει τον κόσμο, στο επίπεδο μιας θεωρίας περιορισμένης ακόμη στο πεδίο της ηθικής, όπου πρωταγωνιστούν οι έννοιες. 
Η εξαιρετική δομική και απλουστευτική ισχύς της σκέψης του Αριστοτέλη -πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ιστορική της εγκυρότητα -είναι εκείνη που εξασφάλισε την επιβίωση αυτής της εικόνας των απαρχών της φιλοσοφίας. 
Αυτή η εικόνα της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» παραδινόταν σε μια αιωνόβια διάρκεια διά μέσου της συστηματοποίησής της από τον Θεόφραστο, τον πρώτο μαθητή του Αριστοτέλη, μεταγγιζόταν στην αρχαία δοξογραφική παράδοση, μεγάλο μέρος της οποίας συλλέγεται στο βιογραφικό έργο του Διογένη του Λαέρτιου, και από εδώ περνάει στην αναγεννημένη ιστορικοφιλοσοφική συνειδητοποίηση της Δύσης. Δίχως μεγάλες αλλοιώσεις στην πραγματικότητα, η αριστοτελική εικόνα των αρχών τής προ Σωκράτη φιλοσοφίας μεταβάλλεται σε σύστημα από τον Χέγκελ, υπό τη μορφή της αρχής της ιστορίας του απόλυτου πνεύματος. Αυτό που πλέον είχε γίνει η αριστοτελικοχεγκελιανή κατασκευή της «προσωκρατικής φιλοσοφίας» θα αποκρυσταλλωνόταν , από τα μέσα του 19ου   ως τις αρχές του 20ου  αιώνα, σε δύο μεγάλα επιστημονικά μνημεία της φιλοσοφικής ιστοριογραφίας: στη Φιλοσοφία των Ελλήνων του Eduard Zeller και στη συλλογή μαρτυριών και αποσπασμάτων επιμελημένη από τον Η. Diels (στη συνέχεια βελτιωμένη από τον WKranz), γνωστής ακριβώς με τον τίτλο Vorsokratikerαπό αυτό το σημείο και έπειτα, ακριβώς εκείνοι που ο Αριστοτέλης χρονολόγησε και ονομάτισε «προσωκρατικούς» γίνονται ένα corpus, όπως το πλατωνικό και το αριστοτελικό. 
Με μια περίεργη εξέλιξη όμως: αν από τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ οι «προσωκρατικοί» θεωρήθηκαν θεμελιωτές της φιλοσοφίας, σε άλλα διανοητικά περιβάλλοντα - από τον Νίτσε ως τον Χάιντεγκερ - θεωρήθηκαν θεματοφύλακες μιας καταγωγικής σοφίας που προοριζόταν να απολεσθεί ακριβώς μετά από το σωκρατικό σχίσμα και την πλατωνικοαριστοτελική μεταφυσική. Επρόκειτο για μια εντελώς αντίρροπη αξιολόγηση, η οποία όμως δεν μετέβαλε ουσιωδώς ούτε τις επιλογές ούτε την απόδοση χαρακτηριστικών που έκανε ο Αριστοτέλης. Αυτή η απεικόνιση των απαρχών της φιλοσοφίας, αντιθέτως, τέθηκε υπό συζήτηση από τη φιλοσοφική ιστοριογραφία του 20ού αιώνα, και μάλιστα τόσο πιο ριζοσπαστικά όσο περισσότερο η ιστοριογραφία αυτή αμφισβητώντας την ιδέα μιας γραμμικής και συνεχούς εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας» ή της «ιστορίας του πνεύματος» επικέντρωνε την προσοχή της στα γλωσσολογικά, ανθρωπολογικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της ιστορίας των πολιτισμών, τα οποία καθιστούσαν αναληθοφανή την εικόνα μιας ουσιαστικής συνέχειας της σκέψης από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη και τον Χέγκελ. 
Την επινόηση των απαρχών της φιλοσοφίας ήρθαν τότε να αντικαταστήσουν ερωτήματα πιο αληθοφανή από ιστορική άποψη, τα οποία αμφισβητούσαν την ιδέα μιας ομοιογενούς και γραμμικής εξέλιξης της «πρώτης φιλοσοφίας».
πηγή: ekivolos

Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ, ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ, ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΞΙΑ (ΑΠΟΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ)

$
0
0


Α. Οι πύλες του Ηλίου και οι πύλες του Ηρακλή

Όπως ήδη αναφέραμε, ο Ηλιος φαίνεται ότι διατρέχει τον ζωδιακό κάνοντας έναν πλήρη κύκλο μέσα σε ένα έτος. Κάνοντας λοιπόν τον κύκλο, σε δύο σημεία φαίνεται ότι αναστρέφεται η πορεία του. Τα σημεία αυτά είναι τα σημεία των δυο ηλιοστασίων, που ΣΥΜΒΑΤΙΚΑ θεωρούμε ότι είναι ο Καρκίνος και ο Αιγόκερω.

Ο Πορφύριος στο Περί του Αντρου των Νυμφών 28 μας αναφέρει ότι :
“λέγει δε που και Ηλίου πύλας, σημαίνων Καρκίνον τε και Αιγόκερων»

όπως επίσης και ο Μακρόβιος που αναφέρει ότι :

«Ο Γαλαξίας περιτριγυρίζει τον ζωδιακό, τέμνοντας τον στα δύο τροπικά ζώδια, τον Καρκίνο και τον Αιγόκερω. Οι Φυσικοί Φιλόσοφοι τα ονομάζουν «Πύλες του Ηλιου» διότι τα ηλιοστάσια οριοθετούν την κίνηση του Ηλίου, αναγκάζοντας τον να αλλάξει την διαδρομή του κατά μήκος της ζώνης, πέραν των οποίων ποτέ δεν πηγαίνει»
Μακρόβιος-Σχόλια στο Ενύπνιο του Σκιπίωνα Ι.12.1
Εδώ ας σημειωθεί ότι παρόλη την μετάπτωση των Ισημεριών, ο Γαλαξίας φαίνεται ότι τέμνει τον ζωδιακό σε σταθερά σημεία, τα οποία δεν αλλάζουν παρόλο που τα ζώδια μετακινούνται πάνω στην εκλειπτική και αυτό λόγω των «ανοιγμάτων» που υπάρχουν στον ζωδιακό και λόγω των οποίων ο Γαλαξίας είναι ορατός σαν γαλακτόχρους λωρίδα από τον γήινο παρατηρητή.

Το φαινόμενο αυτό καταγράφει και ο Αρατος στα Φαινόμενα του :
«Διότι αυτός (=ο Γαλαξίας ) είναι λευκός και λοξεύει με τους τροπικούς. Και για λίγο πέφτοντας πάνω τους τέμνει τον Ζωδιακό κύκλο στους Διδύμους και στον Τοξότη».

Ετσι λοιπόν, ο Μακρόβιος αναφέρεται στα συμβατικά ζώδια ενώ ο Αρατος στους αστερισμούς στους οποίους σταθερά τέμνει ο Γαλαξίας τον ζωδιακό και πουστον καιρό του Μακροβίου, λόγω της μετάπτωσης των ισημεριών, εταυτίζοντο.

Δηλαδή, πίσω από τον συμβατικό Αιγόκερω ευρίσκετο ο αστερισμός του Τοξότη και πίσω από τον συμβατικό Καρκίνο ευρίσκετο ο αστερισμός των Διδύμων.

Σήμερα, οι προαναφερθέντες αστερισμοί ουσιαστικά έχουν μετατοπισθεί και τα τροπικά ζώδια αντιστοιχούν το μεν Χειμερινό Ηλιοστάσιο στο ενδιάμεσο μεταξύ των αστερισμών Τοξότη και Σκορπίου, το δε Θερινό Ηλιοστάσιο στο  ενδιάμεσο μεταξύ Διδύμων και Ταύρου.

(Σχετικά με την μετάπτωση των ισημεριών, ο μελετητής προτείνεται να ανατρέξει σε σχετικά αστρονομικά βοηθήματα )

Αλλωστε όπως καταγράφει ο Ευσέβιος, οι άθλοι του Ηρακλή είχαν αποτύπωση πάνω στον ζωδιακό :

«Αλλά τους άθλους επιτελούντα τους δώδεκα τον Ηρακλέα της κατ’ουρανόν διαιρέσεως του ζωδιακού κύκλου, ον φασί τον ήλιον περιπολείν, το σύμβολον φέρειν. Τις ουν έτι γένοιτ’αν Ευρυσθεύς ο τω ηλίω, ώσπερ ουν τω Ηρακλεί, τους άθλους εκτελείν επιτάττων»
Ευσέβιος – Ευαγγελική Προπαρασκευή 3.13.17
Όπως λοιπόν οι Πύλες του Ηλίου είναι τα σημεία που οριοθετούν την πορεία του Ηλίου, έτσι και οι Πύλες του Ηρακλή είναι τα σημεία που οριοθετούν την πορεία της ανθρώπινης ψυχής, η οποία ανθρώπινη ψυχή μόνο όταν γίνει Ηρακλής θα μπορέσει να περάσει από τις πύλες αυτές.
Ο Πίνδαρος κάνει ενδιαφέρουσες αναφορές στις Πύλες του Ηρακλή σαν τα απώτατα όρια που ένας άνθρωπος μπορεί να φτάσει.

«Αν ο γυιός του Αριστοφάνη όντας ωραίος πετυχαίνει σαν την μορφή του ωραία έργα, έχει φτάσει στις υπέρτατες αντρίκειες αρετές. Δεν είναι κι εύκολο την άβατη θάλασσα να περάσεις και πιο πέρα να πας κι από του Ηρακλή τις στήλες που έστησε ο ήρωας θεός, εσχάτους μάρτυρες ξακουστούς για τα καράβια»
Πίνδαρος-Νεμεόνικος ΙΙΙ 20

«Από την πατρίδα τους με τις τρανές αρετές τους άγγιξαν τις στήλες του Ηρακλή. Ας μην γυρεύουν δόξα μεγαλύτερη»
Πίνδαρος-Ισθμιόνικος IV 11-12
«Αν το νερό είναι το πιο πολύτιμο και το χρυσάφι το πρώτο από όλα, τότε ο Θήρωνας έφτασε από την γη του στα πέρατα, στις στήλες του Ηρακλή για τις νίκες τουΤο παραπέρα απρόσβατο είναι στους σοφούς και στους ασόφους.
Δεν θα προσπαθήσω να πάω εκεί. Θα ήμουν ανόητος»
Πίνδαρος-Ολυμπιόνικος III 43-45
Ας δούμε τώρα ένα σημαντικό απόσπασμα του Πρόκλου :

«Και όχι μόνο αυτό, αλλά η ποίηση του Ομήρου επιπλέον εξυμνεί τις Πύλες του Ηλίου και τον Δήμο Ονείρων, ονομάζοντας Πύλες Ηλίου τα δύο τροπικά ζώδια, Αιγόκερω και Καρκίνο, και Δήμο Ονείρων, όπως λέει εκείνος, τον Γαλαξία.
Και ο Πυθαγόρας άλλωστε ονομάζει με τρόπο μυστηριακό Αδη τον Γαλαξία και Τόπο Ψυχών, επειδή εκεί συνωθούνται οι Ψυχές»
Πρόκλος – Σχόλια στην Πολιτεία 2.129

Τι παρατηρούμε λοιπόν ότι μας αποκαλύπτει ο Πρόκλος εδώ ; Ότι οι πύλες του Ηλίου που αναφέρει ο Ομηρος στο Ω της Οδύσσειας, ουσιαστικά είναι τα τροπικά ζώδια, τα οποία όμως είναι οι πύλες που οδηγούν στον Γαλαξία, όπως είδαμε λίγο παραπάνω.

Και επίσης, όπως είδαμε και σε προηγούμενη ανάρτηση, ότι σύμφωνα με τον Πυθαγόρα, ο Γαλαξίας που για τον Ομηρο ονομάζεται Δήμος Ονείρων, είναι ο μυστηριακός ουράνιος Αδης.
Αρα οι Πύλες του Ηλίου που ταυτίζονται με τις Πύλες του Ηρακλή, δηλαδή τα τροπικά ζώδια, μπορούν κάλλιστα να ονομασθούν και Πύλες της Ψυχής, μιας και οι ψυχές τις διαβαίνουν για να επανέλθουν στον Γαλαξία από όπου ξεκίνησαν.

( Ας θυμηθούμε εδώ ότι η Ηρα είναι η πηγή των ψυχών και κατά την Μυθολογία, οΓαλαξίας σχηματίστηκε από το γάλα της )



Β. Οι πύλες της Ψυχής


«Ηδε παρ’Ηελίοιο Πύλας και Δήμον Ονείρων ήισαν».

Αυτό μας λέει ο Ομηρος στο Ω της Οδυσσείας, όταν ο Ερμής παίρνει τις ψυχές των μνηστήρων και τις μεταφέρει μέσω των πυλών του Ηλίου (τα τροπικά ζώδια ) στονΔήμο Ονείρων( τον Γαλαξία).

Συνεπώς βλέπουμε σαφέστατα ότι στον Ομηρο, οι πύλες του Ηλίου ουσιαστικά αποτελούν τις πύλες από τις οποίες διέρχονται οι ψυχές για να πάνε στον ουράνιο Αδη.

Στο Ν της Οδύσσειας ( στίχοι 102-112 ) εξάλλου ο Ομηρος, περιγράφοντας το Αντρο των Νυμφών ( με τον αποσυμβολισμό του οποίου θα ασχοληθούμε σε μελλοντική ανάρτηση ) αναφέρει δύο θύρες, την βόρεια και την νότια :

«Βρίσκονται και δύο θύρες, που η μία τους βλέπει στο βοριά και την περνούν άνθρωποι, ενώ η άλλη η θεικιά κοιτάει προς τον νότοΑπό αυτή όμως δεν μπαίνουν θνητοί, παρά είναι των αθανάτων το διάβα»

Αν θεωρήσουμε το Αντρο σαν σύμβολο του κόσμου, όπως μας αποκαλύπτει ο Πορφύριος, τότε οι δύο θύρες αυτές αποτελούν τις πύλες μετάβασης έξω από τον κόσμο. Αν δε θυμηθούμε ότι ο κόσμος της γέννησης είναι ό,τι περικλείεται από την σφαίρα των απλανών, τότε οι θύρες αυτές ουσιαστικά είναι τα τροπικά ζώδια.

Πράγματι ο Πρόκλος στα Σχόλια στην Πολιτεία 2.129 αντιστοιχεί τα δύο χάσματα που αναφέρει ο Πλάτων στον Μύθο του Ηρός, με τις δύο αυτές θύρες του Ομήρου :

Για την ύπαρξη των δύο χασμάτων, επικαλείται την μαρτυρία της ποίησης του Ομήρου που όχι μόνο αναφέρεται στις βορινές καθοδικές για τους ανθρώπους οδούς, που ολοκληρώνει ο Καρκίνος, πλησιάζοντας τον Αιγόκερω,
Οι νότιες οδοί έχουν χαρακτήρα περισσότερο θεικό και από αυτές είναι αδύνατον να περάσουν οι άνθρωποι, αφού πρόκειται για οδούς των αθανάτων μόνο.
Διότι ο Αιγόκερω ανυψώνοντας τις ψυχές, καταλύει την ζωή που έχουν μέσα στους ανθρώπους και δέχεται μόνο την αθάνατη και θεική
».

Παρατηρούμε ότι ο μεν Ομηρος δεν αναφέρεται σε ζώδια περιγράφοντας τις δύο θύρες, ενώ ο Πρόκλος μας κάνει την διευκρίνιση ότι οι θύρες αυτές ουσιαστικά σηματοδοτούνται από τα τροπικά ζώδια.

Εδώ πρέπει να τονίσουμε την πολύ ορθή αντιμετώπιση του θέματος που κάνει ο θεολόγος Ομηρος, ο οποίος δεν αναφέρεται σε ζώδια, μιας και αυτά είναι συμβατικά και οι πραγματικοί αστερισμοί κάθε φορά αλλάζουν. Υπάρχει βέβαια και ένας άλλος λόγος, τον οποίο θα αναλύσουμε σε μελλοντική ανάρτηση.

Αν ανατρέξουμε στο σχετικό διάγραμμα της ουρανίου σφαίρας, βλέπουμε ότι στον Βορά, είναι πράγματι η θερινή τροπή της οποίας το ζώδιο συμβατικά είναι ο Καρκίνος, ενώ στον Νότο είναι η χειμερινή τροπή της οποίας το ζώδιο συμβατικά είναι ο Αιγόκερω.

Με άλλα λόγια, από τον συμβατικό Αιγόκερω (στην πραγματικότητα Τοξότη ) οι ψυχές φεύγουν πια από τον κόσμο μας μόλις τελειοποιηθούν, μιας και τότε επανακτούν την αθάνατη και θεική τους φύση, ενώ από τον Καρκίνο (στην πραγματικότητα Διδύμους ), οι ψυχές διέρχονται κάθε φορά για να μπουν στον κόσμο της γέννησης, δηλαδή για να ενσαρκωθούν.


Μια δεύτερη ματιά

¨Και οι θεολόγοι δύο πύλες των ψυχών θέτουν ΣΥΜΒΟΛΙΚΑ, τον Ηλιο και τηνΣελήνη, και δια μεν της πύλης του Ηλίου ανεβαίνουν οι ψυχέςδια δε της πύλης της Σελήνης κατεβαίνουν»
Πορφύριος – Αντρο Νυμφών 29
Βλέπουμε δηλαδή ότι ο Ηλιος και η Σελήνη συμβολίζουν επίσης και τις δύο πύλες της ψυχής, τις οποίες μελετήσαμε προηγουμένως.

Όμως, όπως είδαμε στην προηγούμενη ανάρτηση, οι πύλες της ψυχής είναι τα τροπικά ζώδια, ενώ σε αυτό το απόσπασμα βλέπουμε ότι οι πύλες αυτές είναι ο Ηλιος και ηΣελήνη. Πως συμβιβάζονται όλα αυτά ;

Αν ανατρέξουμε στην σχετική ανάρτηση, θα θυμηθούμε ότι η Σελήνη αντιστοιχεί στον Βόρειο Πόλο της ουρανίου σφαίρας και ουσιαστικά καθορίζει τα όρια του κόσμου της γέννησης.

Αρα, κατ’αναλογία η Πύλη της Σελήνης πρέπει να είναι η βόρεια πύλη και συνεπώς θα αντιστοιχεί στο ζώδιο της θερινής τροπής, δηλαδή στον συμβατικό Καρκίνο.
Τον συλλογισμό μας επιβεβαιώνουν και οι αναφορές του Ομήρου, όπως και των σχολιαστών του, που αναφέρουν την βόρεια πύλη σαν την πύλη από την οποία κατεβαίνουν οι ψυχές για γέννηση.

Συνεπώς, η πύλη του Ηλίου πρέπει να είναι η νότια πύλη , που αντιστοιχεί στο ζώδιοτης χειμερινής τροπής, δηλαδή στον συμβατικό Αιγόκερω, και που επιβεβαιώνεται, όπως και με την πύλη της Σελήνης, από τον Ομηρο και τους σχολιαστές του, που αναφέρονται στην νότια πύλη σαν εκείνη από την οποία οι ψυχές ανέρχονται.

Αν στραφούμε δε στην Ελληνική Θεολογία θα αντλήσουμε ένα επιπλέον κλειδί που θα μας λύσει την απορία μας.

Σύμφωνα με την Ελληνική Θεολογία, οι θεοί εκδηλώνονται σε σειρές, οι οποίες ξεκινούν από το ΕΝ και καταλήγουν μέχρι την έσχατη ύλη, σε κάθε δε επίπεδο υπάρχει αντίστοιχη εκδήλωση του κάθε θεού.

Ετσι για παράδειγμα σε παλαιότερη ανάρτηση αναφερθήκαμε στην Απολλωνιακή σειρά, στην οποία εντασσεται ο Θεός ( Ενάδα ) Απόλλων, ο Υπερκόσμιος Απόλλων, ο Υπερκόσμιος-Εγκόσμιος Απόλλων, ο Εγκόσμιος Απόλλων, Απολλωνιακές θείες ψυχέςΑγγελοιΔαίμονεςΗρωεςανθρώπινες ψυχές,ο Ηλιος, ο αλέκτωρ, ολέων, το ηλιοτρόπιο, ο λωτός, ο χρυσός.

Κατά ανάλογο τρόπο η ενάδα Αρτεμις έχει αντίστοιχες εκδηλώσεις σε κάθε επίπεδο, και αντίστοιχα στον φυσικό κόσμο είναι η Σελήνη, ο άργυρος, ο σεληνίτης λίθος κλπ.

Συνεπώς αν θεωρήσουμε ότι οι θεολόγοι αναφερόμενοι σε Ηλιο και Σελήνη ουσιαστικά αναφέρονται στις αντίστοιχες σειρές, τότε ουσιαστικά αναφέρονται στις αντίστοιχες μονάδες των σειρών αυτών, δηλαδή στους θεούς Απόλλωνα καιΑρτεμη και στις σχετικές δράσεις τους που είναι για την μεν Αρτεμη η εμψύχωση , για δε τον Απόλλωνα η ανύψωση/εκθέωση.

Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, ας συγκρατήσουμε ότι η πύλη του Ηλίου είναι το ζώδιο της Χειμερινής τροπής ( συμβατικά Αιγόκερω ), η δε πύλη της Σελήνης το ζώδιο της Θερινής τροπής ( συμβατικά Καρκίνος ).

Μήπως υπάρχει και καμία άλλη αναφορά που θα ενισχύσει τον συλλογισμό μας ;

Σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο, στο περί Πυθαγορικού Βίου 82, οι Πυθαγόρειοισυμβόλιζαν τις Νήσους των Μακάρων με τον Ηλιο και την Σελήνη.
(οιον τί εστιν αι μακάρων νήσοι; Ηλιος καί Σελήνη )

Όμως όπως γνωρίζουμε οι Νήσοι των Μακάρων, ταυτίζονται με τα Ηλύσια Πεδία και βρίσκονται στην μέση του Ωκεανού.

«Στα νησιά των Μακάρων, όπου φυσούν ολόγυρα οι Ωκεάνιες Αυρες»
Πίνδαρος – Ολυμπιόνικος II 127
“Και για αυτό λένε ότι κατοικούν στις νήσους των Μακάρων, στις οποίες έλαχαν οι ευδαίμονες ψυχές, θεωρούμενες νήσοι καθώς υπερέχουν της γεννήσεως, όπως ακριβώς οι νήσοι της θαλάσσης»
Πρόκλος – Σχόλια στα Εργα και Ημέρες του Ησιόδου 171-173
(Συγκρατούμε εδώ τον συμβολισμό των νησιών, σαν σύμβολα του νοητού, της δεθάλασσας σαν σύμβολο του κόσμου της γέννησης, που θα μας βοηθήσει σε πολλά σημεία της μελέτης μας στην Ελληνική Θεολογία)

Όμως καθώς η μελέτη μας, μας οδήγησε στο να ταυτίσουμε τον Ωκεανό με τον Γαλαξίακαι συνεπώς με τα όρια του αισθητού και του νοητού κόσμου, βλέπουμε ότι οι νήσοιτων Μακάρων, είναι στα όρια του νοητού και συνεπώς ο συμβολισμός των Πυθαγορείων είναι πλήρως συμβατός.

Ετσι λοιπόν οι πύλες της ψυχής αντιστοιχούν στις πύλες του Ηλίου ή αλλοιώς στις πύλες του Ηρακλή και συγκεκριμένα η πύλη της Σελήνης είναι σύμβολο τηςπύλης από όπου κατεβαίνουν οι ψυχές για ενσάρκωση, η δε πύλη του Ηλίουσύμβολο της πύλης μέσω της οποίας οι ψυχές ανέρχονται στο νοητό.


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ - ΤΙ ΓΙΝΟΤΑΝ ΣΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ!

$
0
0

  Τμήμα του χώρου που γίνονταν τα Ελευσίνια Μυστήρια

Αφού μελετήσαμε την μυστηριακή απεικόνιση της πορείας της ψυχής, είμαστε πλέον έτοιμοι να μελετήσουμε και τον σχετικό μύθο του Πλουτάρχου που αναφέρει στο :
«Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της Σελήνης 942 κ.επ. »

Πολύ συνοπτικά ο μύθος που περιγράφει ο Πλούταρχος είναι ο εξής :

Οι ψυχές παίρνουν τον νού από τον Ήλιο, την άλογη ψυχή από την Σελήνη και το σώμα από την Γη.


Όταν πεθαίνουν, πηγαίνουν στην εσωτερική πλευρά της Σελήνης όπου παραμένουν μέχρις ότου επανενσαρκωθούν.


Όταν αυτό γίνει πολλές φορές και αποδείξουν ότι τα έχουν καταφέρει τότε πηγαίνουν στην πίσω πλευρά της Σελήνης, όπου και κάποια στιγμή αποβάλλουν την άλογη ψυχή και πηγαίνουν στον Ήλιο.

( Ο μελετητής καλείται να ανατρέξει στο έργο αυτό του Πλουτάρχου για να αποκτήσει την πλήρη εικόνα του μύθου που παραθέτει ο Πλούταρχος)

Αυτό με πρώτη ανάγνωση μας προβληματίζει μιας και η θεώρηση που κάνει ο  Πλούταρχος δεν ταιριάζει με αυτήν που έχουμε συναντήσει.

Όπως έχουμε μελετήσει, η ψυχή κατ’αρχήν είναι αιώνια και άφθαρτηδημιουργείται από τον δημιουργό, είναι υπερκόσμια, δηλαδή έλαβε την υπόσταση της έξω από τον κόσμο.

«Οι ψυχές ως προς την ουσία τους είναι υπερφυσικέςυπερκόσμιες και υπεράνω της μοίρας, επειδή έλαβαν την πρώτη τους υπόσταση ξεχωριστή από τον ορατό κόσμο, ως προς τα οχήματα όμως και τους κλήρους που έλαβαν να διοικούν, έχουν γίνει εγκόσμιες, λαμβάνοντας και αυτή την θέση από τον Δημιουργό.


Για να τεθούν και οι ίδιες οι ψυχές, μαζί με τα οχήματα τους κάτω από την βασιλεία της μοίρας, οι ψυχές χρειάζονται καθόδους και επαφή με τον κόσμο της γένεσης, επαφή που είναι δεύτερη μετά την σπορά»
Πρόκλος – Σχόλια τον Τίμαιο Ε 275.27-276.10
Ετσι λοιπόν η όλη περιγραφή του Πλουτάρχου μας ξενίζει καθώς ορίζει σαν πατρίδα της ψυχής τον 'Ηλιο και όλη η πορεία της ψυχής περιορίζεται στον χώρο μεταξύ Γης,Σελήνης και 'Ηλίου.

Την απορία μας επιτείνει και το γεγονός ότι ο Πλούταρχος ήταν ιερέας των Δελφών και συνεπώς είναι πολύ περίεργο η θεώρηση του να αφίσταται από την Ελληνική Θεολογία, όπως την έχουμε μελετήσει.

Οι μελετητές του μύθου αυτού του Πλουτάρχου, έχουν προσλάβει τις λέξεις ΓηΣελήνη και 'Ηλιος με την καθαρά αστρονομική έννοια και συνεπώς οδηγούνται σε λάθος αποτελέσματα.

Αν όμως οι έννοιες αυτές ληφθούν με την μυστηριακή τους έννοια και όχι κυριολεκτικά, βλέπουμε ότι η θέση του Πλουτάρχου είναι πλήρως συμβατή και ταυτόσημη με την Ελληνική θεώρηση περί της πορείας της ψυχής.

Κατ’αρχήν να θυμηθούμε ότι η ψυχή του ανθρώπου αποτελείται από την λογική ψυχή, η οποία είναι το λογιστικό μέρος της ψυχής και την άλογη ψυχή που είναι τοεπιθυμητικό και το θυμοειδές.

Η λογική ψυχή γεννιέται στο νοητό από τον Δημιουργό, ενώ η άλογη ψυχή από τους νέους θεούς μέσα στον κόσμο της γέννησης.

Ο τελικός προορισμός της ψυχής είναι να επιστρέψει στο νοητόαφού απαλλαγεί από το άλογο τμήμα της.

Ετσι λοιπόν η λογική ψυχή, όπως μας λέει ο Πλούταρχος ξεκινώντας από τον Ηλιο (νοητό ), φτάνει στην Σελήνη (στα όρια αισθητού-νοητού ) από όπου παίρνει το άλογο τμήμα της και φθάνει στην Γη μπαίνει στον κόσμο της γέννησης ) όπου και παραμένει έως ότου κριθεί ικανή να επανέλθει στον Ηλιο ( νοητό).

Δηλαδή η αντιστοίχιση των εννοιών στον Πλούταρχο σε σχέση με όσα έχουμε μελετήσει μέχρι τώρα είναι : νους ~ λογική ψυχήψυχή~άλογη ψυχή )

Μετά από κάθε θάνατο απόρριψη του φυσικού σώματος ), πηγαίνει στην Σελήνη (στα όρια του νοητού και αισθητού ) και όταν είναι πλέον έτοιμη, απορρίπτει το άλογοτμήμα της ( δεύτερος θάνατος ) και επιστρέφει πλέον, ούσα μόνον η λογική ψυχή (νους ), στον Ηλιο νοητό ).

Για αυτό και αναφέρει ότι ο θάνατος επί της γης είναι της Δήμητρος ( μιας και η Δήμητρα είναι υπερκόσμια-εγκόσμια θεότης ) ενώ ο δεύτερος είναι τηςΠερσεφόνης η οποία κατοικεί στο νοητό και είναι υπεύθυνη για την λύση του νου από την ψυχή.

Μάλιστα επισημαίνει ότι ο θάνατος της Δήμητρος γίνεται με βίαιη λύση της ψυχής από το σώμα της οποίας εφορεύει ο Χθόνιος Ερμής, ενώ της Περσεφόνης γίνεται σε μεγάλο χρονικό διάστημα και εφορεύει ο ουράνιος Ερμής.

Πράγματι η λύση του νου (λογική ψυχή) από την ψυχή (άλογη ψυχή) διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα, μιας και αυτή επιτυγχάνεται μετά από πολλές μετενσαρκώσεις, όπου σε κάθε μια, ανάλογα με την πρόοδο της κάθε ψυχής, γίνεται σιγά-σιγά η λύση του νου, ώστε κάποια στιγμή τελικά να «αποκολληθεί» από την ψυχή και να επιστρέψει στον Ήλιο νοητό ), ενώ κατά τον επι της γης θάνατο, η λύση ψυχής και σώματος γίνεται άμεσα και συνεπώς βίαια.

Σε ένα πολύ σημαντικό απόσπασμα του δε ο Πορφύριος από το έργο του Περί Αγαλμάτων 18, μας αποκαλύπτει και μια εικόνα από τα Ελευσίνια μυστήρια, της οποίας, μετά τον αποσυμβολισμό που έχουμε κάνει, μπορεί πια εύκολα να αποκαλυφθεί η σημασία.

«Εν δε τοις κατ’Ελευσίνα μυστηρίοις, ο μεν ιεροφάντης εις εικόνα του δημιουργούενσκευάζεται, δαδούχος δε εις την Ηλίου, και ο μεν επί βωμώ εις την Σελήνης, ο δειεροκήρυξ Ερμού»

«Στα δε Ελευσίνια Μυστήρια, ο μεν Ιεροφάντης υποδύεται την εικόνα τουΔημιουργού, ο δε Δαδούχος αυτήν του Ηλίου, ο Επιβώμιος Ιερεύς υποδύεται την εικόνα της Σελήνης, ο δε Ιεροκήρυκας αυτή του Ερμού».
Πορφύριος – Περί Αγαλμάτων 18

Η συνύπαρξη του Δημιουργού, του Ηλίου, της Σελήνης και του Ερμού με πρώτη ανάγνωση είναι πολύ περίεργη και δυσεξήγητη, όμως μετά από την μελέτη που ακολουθήσαμε, η εικόνα πλέον είναι ξεκάθαρη.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Πλούταρχος με τον μύθο του και ο Πορφύριος με το ανωτέρω απόσπασμα, μας αποκαλύπτουν την σημασία μιας τελετής των Ελευσινίων μυστηρίων, όπου στους μυούμενους παρουσιάζετο μια εικόνα της πορείας της ψυχής.

Ετσι βλέπουμε ότι στην εικόνα εμφανίζεται ο Δημιουργός ( Ιεροφάντης ) ο οποίος είναι και ο δημιουργός της ψυχής στο νοητό, το οποίο νοητό συμβολίζεται όπως έχουμε πει από τον Ήλιο (Δαδούχος ), η Σελήνη ( Επιβώμιος Ιερέας) η οποία όπως είδαμε είναι τα όρια αισθητού-νοητού, από όπου η ψυχή παίρνει το άλογο τμήμα της και ο Ερμής (Ιεροκήρυκας) ο οποίος και εφορεύει της μετάβασης των ψυχών στο νοητό.

Εξηγείται λοιπόν πλήρως η αντιστοίχιση Δημιουργού, Ηλίου, Σελήνης και Ερμού με τους αξιωματούχους της Ελευσίνας ( Ιεροφάντης, Δαδούχος, Επιβώμιος Ιερέας, Ιεροκήρυκας) που μας αποκαλύπτει ο Πορφύριος καθώς και το τι ακριβώς υπεκρύπτετο στην τελετή αυτή των Ελευσινίων Μυστηρίων.


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

$
0
0



Ένα πολύ περίεργο απόσπασμα του Σέρβιου, από τα Σχόλια του στα Γεωργικά του Βιργιλίου, μας προσθέτει νέα δεδομένα και μας προβληματίζει :

Varro tamen ait se legisse Empedotimo cuidam Syracusano a quadam potestate divina mortalem aspectum detersum, eumque inter cetera tres portas vidisse tresque viasunam ad signum scorpionis, qua Hercules ad deos isse dicetereur, alteramper limitem qui est inter leomen et cancrumtertiam esse inter aquatium etpisces

“Αλλά ο Βάρρων αναφέρει ότι έχει διαβάσει ότι ένας Εμπεδότιμος από τις Συρακούσες, αφού απέκτησε εξαιρετικές δυνάμεις οράσεως από κάποια θεία δύναμη, είδε καταμεσήμερα, μεταξύ άλλων, τρεις πύλες και τρεις δρόμους, μια κοντά στον αστερισμό του Σκορπιού, όπου ο Ηρακλής αναφέρθηκε ότι αποθεώθηκε. Μια δεύτερη ανάμεσα στον Λέοντα και τον Καρκίνο και η τρίτη ανάμεσα στονΥδροχόο και στους Ιχθείς.”
Servius, In Vergilii Georgica 1.34

Μας αναφέρει λοιπόν για μια πύλη μεταξύ Λέοντα και Καρκίνου, μια άλλη μεταξύ Υδροχόου και Ιχθύων και μια τρίτη κοντά στον Σκορπιό. Για την τρίτη, ναι μεν μας αναφέρει ότι είναι κοντά και όχι πάνω στον Σκορπιό, αλλά δεν μας διευκρινίζει άμεσα αν είναι μεταξύ Σκορπιού και Τοξότη ή μεταξύ Σκορπιού και Ζυγού.

Όμως η απορία μας λύνεται εύκολα μιας και λέει ότι η πύλη αυτή βρίσκεται εκεί που αποθεώθηκε ο Ηρακλής. Αν κοιτάξουμε στον ουρανό, βλέπουμε ότι ο αστερισμός του Ηρακλή είναι μεταξύ Σκορπιού και Τοξότη, άρα μπορούμε να πούμε με σιγουριά, ότι η τρίτη πύλη είναι μεταξύ Σκορπιού και Τοξότη.

Κατ’αρχήν είναι περίεργο που αναφέρεται σε περιοχές ανάμεσα σε ζώδια, όπως επίσης ότι μιλάει για τρεις πύλες, ενώ ξέρουμε ότι οι πύλες είναι δυο και μάλιστα ταυτίζονται με τα τροπικά ζώδια.

Για να λύσουμε τις απορίες μας, θα πρέπει να κοιτάξουμε πως διαρθρώνεται ο ζωδιακός στον ουρανό.

Ετσι στο παραπάνω σχήμα, βλέπουμε ότι πράγματι μεταξύ των αστερισμών που αναφέρει ο Σέρβιος υπάρχουν «ανοίγματα» στον ζωδιακό. Μάλιστα το άνοιγμα μεταξύ Σκορπιού και Τοξότη είναι 5 μοίρες περίπου ενώ τα άλλα είναι περίπου 1-1,5μοίρα.

Δημιουργούνται βέβαια επιπρόσθετες απορίες μιας και παρατηρούμε ότι υπάρχουν και άλλα ανοίγματα μεταξύ των ζωδίων, πέραν των προαναφερθέντων και συγκεκριμένα μεταξύ Ιχθύων και ΚριούΚριού και ΤαύρουΤαύρου και ΔιδύμωνΔιδύμων και Καρκίνου.

Πως λοιπόν θα ταιριάξουν αυτά τα οποία έχουμε ήδη μελετήσει με την νέα αυτή αποκάλυψη ;

Κατ’αρχήν, βλέπουμε ότι το άνοιγμα μεταξύ Σκορπιού και Τοξότη το συνδέει με την αποθέωση του Ηρακλή. Συνεπώς θα μπορούσαμε να το αντιστοιχίσουμε με την νότια θύρα του Ομήρου, ή την Πύλη του Ηλίου κατά τους θεολόγους, την οποία την διαβαίνουν οι τελειωμένες ψυχές.
(Αλλωστε, "κοντά" στο σημείο αυτό βρίσκεται το ζώδιο της Χειμερινής τροπής, που όπως έχουμε ήδη δει συνδέεται με την νότια θύρα του Ομήρου, "που από αυτή όμως δεν μπαίνουν θνητοί, παρά είναι των αθανάτων το διάβα")
Απομένει λοιπόν να αντιστοιχίσουμε την βόρεια θύρα του Ομήρου, ή την Πύλη της Σελήνης κατά τους θεολόγους.

Εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο ότι υποψήφιες πύλες είναι όλα τα υπόλοιπα έξι ανοίγματα του ζωδιακού.

Για να αντιμετωπίσουμε αυτό το θέμα, θα πρέπει να προβληματιστούμε γιατί ο Εμπεδότιμος κατά τον Σέρβιο, εκτός της πρώτης πύλης, ανέφερε μόνο δύο από τις έξι ή γιατί όχι μια για να είναι συμβατός με τον Ομηρο ;

Αν κοιτάξουμε πιο προσεκτικά την εικόνα του ζωδιακού, βλέπουμε ότι η δεύτερη και η τρίτη πύλη που αναφέρει ο Εμεπδότιμος είναι τα ακριανά ανοίγματα από τα έξι, άρα αναφερόμενος στο πρώτο και στο έκτο άνοιγμα από τα έξι, εμμέσως μας υποδεικνύει ότι πρέπει να λάβουμε υπόψιν και τα έξι ανοίγματα.

Ο Ομηρος δε αναφερόμενος στην βόρεια πύλη, κατά τους σχολιαστές του, αναφέρεται στον συμβατικό Καρκίνο, δηλαδή κοντά σε ένα από τα έξι ανοίγματα, υποδεικνύοντας και αυτός εμμέσως ότι η αναφορά του γίνεται και στα έξι ανοίγματα του ζωδιακού που παίζουν τον ρόλο της βόρειας πύλης.

Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Ομηρος δίνοντας μια απλουστευμένη εικόνα, για να περιγράψει συμβολικά την δομή του κόσμου της γένεσης, αναφέρεται σε δύο μόνο πύλες που, πολύ έξυπνα, δεν τις ταυτίζει με συγκεκριμένα ζώδια, μιας και αν το έκανε θα δέσμευε τον μελετητή στον τρόπο προσέγγισης του θέματος,

Οι σχολιαστές του, κυρίως ο Πρόκλος και ο Πορφύριος, μας έδωσαν το κλειδί προσέγγισης του θέματος, αντιστοιχίζοντας τις δυο θύρες του Αντρου των Νυμφών του Ομήρου, με τα τροπικά ζώδια, ο Εμπεδότιμος δε, έχοντας το θείο όραμα που αναφέρει ο Βάρρων, προσέθεσε ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, το οποίο ξεκαθαρίζει πλήρως την εικόνα, η οποία μέσω του αποσυμβολισμού που μελετήσαμε, είναι η εξής :


Ο κόσμος της γέννησης ορίζεται από την σφαίρα των απλανών. Οι ψυχές, οι οποίες δημιουργήθηκαν από τον Δημιουργό στο νοητό διέρχονται από τον Γαλαξία, που είναι το σύμβολο του ουρανίου Αδη, και μέσω των έξι ανοιγμάτων που αναφέραμε και που αντιστοιχούν στην βόρεια θύρα του Αντρου των Νυμφών του Ομήρου, εισέρχονται στον κόσμο της γέννησης.

Εκεί μετά από συνεχείς ενσαρκώσεις, όσες πετυχαίνουν την τελοιοποίηση τους, επιστρέφουν στον Γαλαξία και μέσω αυτού στο νοητό μέσω του ανοίγματος που βρίσκεται μεταξύ Σκορπιού και Τοξότη που είναι η νότια θύρα του Αντρου των Νυμφών του Ομήρου.

Γιατί όμως στην κατεύθυνση αυτή του ζωδιακού και όχι κάπου αλλού ; Μήπως γιατί εκεί υπάρχει το μεγαλύτερο άνοιγμα στον ζωδιακό ή μήπως κρύβεται κάτι άλλο πιο σημαντικό ;


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΠΟΥ ΤΕΛΙΚΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΕΣΤΙΑ ΚΑΙ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ;

$
0
0


Θα κάνουμε τώρα ένα τόλμημα. Θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε πού μπορεί να είναι η πηγή των ψυχών και συνεπώς από πού ήλθαμε και ποιος είναι ο τελικός προορισμός μας.

Θα αναφερθούμε σε θέματα αστρονομικά και κοσμολογικά, τα οποία δεν μπορούν να αναπτυχθούν εδώ, ο μελετητής όμως πρέπει να συμβουλευτεί σχετικά επιστημονικά βοηθήματα για να επιβεβαιώσει αλλά και για να εμβαθύνει στα θέματα αυτά.

Είδαμε λοιπόν ότι οι ψυχές τελειοποιούμενες κατευθύνονται έξω από τον κόσμο, μέσω του ανοίγματος μεταξύ Σκορπιού και Τοξότη.
Υπάρχει όμως εκεί κάτι ιδιαίτερο; Αν κοιτάξουμε τον ουρανό και συμβουλευτούμε τους αστρονόμους, θα δούμε ότι στο σημείο αυτό βρίσκεται το Γαλαξιακό κέντρο!!!
(βλέπε σχετικά την παραπάνω εικόνα )

Το Γαλαξιακό Κέντρο είναι πηγή ισχυρών κοσμικών ακτινοβολιών, οι οποίες έχουν σημαντικότατη επίδραση στον άνθρωπο και στην ζωή του στην Γη, , όπως δε πλέον έχει αποδειχθεί επιστημονικά, το Γαλαξιακό Κέντρο περιέχει μια μεγάλη Μαύρη Τρύπα.

Οι Μαύρες Τρύπες έχουν διάφορες ιδιότητες. Αυτές που μας ενδιαφέρουν στην μελέτη μας είναι αφενός μεν ότι «καταπίνουν» τα πάντα τα οποία πέφτουν μέσα τους, αφετέρου δε εκπέμπουν ακτινοβολία και «εξαχνούνται», οπότε κάποια στιγμή θα εξαφανιστούν.
Στα όρια κάθε Μαύρης Τρύπας, υπάρχει ο λεγόμενος ορίζοντας γεγονότων, το οποίο είναι το όριο, πέραν του οποίου οτιδήποτε διέρχεται «καταπίνεται» από την Μάυρη Τρύπα, όμως είναι και ο χώρος στον οποίο αποθηκεύεται η κβαντική πληροφορία αυτών που εξαφανίζονται μέσα στην μαύρη τρύπα.

Σύμφωνα δε με διάφορες επιστημονικές μελέτες, η δημιουργία των Γαλαξιών αλλά και του Σύμπαντος, είναι πιθανόν να προέκυψε από μια Μαύρη Τρύπα.

Με άλλα λόγια, μια Μαύρη Τρύπα είναι σημείο δημιουργίας, όπως και σημείο τέλους.
Ένα άλλο σημείο που πρέπει να συγκρατήσουμε είναι ότι, όπως η Γη περιστρέφεται γύρω από τον Ήλιο, ταυτόχρονα και ο 'Ηλιος μαζί με όλο το Ηλιακό Σύστημα περιστρέφονται γύρω από το κέντρο του Γαλαξία.

Η περιοχή αυτή του ουρανού που περικλείει το Γαλαξιακό Κέντρο, έχει σημανθεί από τους προγόνους μας με ιδιότητες και σύμβολα του Διός, τα οποία θα μελετήσουμε λεπτομερειακά σε προσεχή μελέτη.

Για τις ανάγκες της παρούσας μελέτης μας, ας περιοριστούμε στο να αντιστοιχίσουμε το Γαλαξιακό Κέντρο με την εκδήλωση στον φυσικό κόσμο της δημιουργικής δράσης του Διός.

Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι σύμφωνα με την Ελληνική Θεολογία, στον φυσικό κόσμο δρουν μερικοί δημιουργοί, ενώ την «γενική εποπτεία», τρόπον τινά, της όλης δημιουργίας έχει ο Ύπατος Ζευς, ο οποίος είναι και ο νοερός Ζευς, μέλος της πατρικής τριάδας Κρόνος-Ρέα-Ζευς.
Ετσι στο Γαλαξιακό Κέντρο έχουμε την εκδήλωση στον φυσικό κόσμο της δημιουργικής δράσης του Διός σαν μερικού Δημιουργού. )

Ενδεικτικά παραθέτουμε ένα απόσπασμα του Αριστοτέλη που μας πληροφορεί ότι οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν ότι η Γη περιστρέφεται γύρω από το κέντρο του Σύμπαντος, το οποίο ονόμαζαν και «Διός φυλακή (φρουρά του Διός)».

«Αυτοί που ζουν στην Ιταλία και καλούνται Πυθαγόρειοι, λένε ότι στο κέντρο υπάρχει φωτιά, ενώ η Γη , που είναι ένα από τα άστρα, κινείται κυκλικά γύρω από το κέντρο και δημιουργεί τη νύχτα και τη μέρα.
Επίσης οι Πυθαγόρειοι, επειδή πιστεύουν πως κατ’εξοχήν αρμόζει να διαφυλάσσεται το πιο σημαντικό μέρος του Σύμπαντος και τέτοιο είναι το κέντρο, ονομάζουν τη φωτιά που κατέχει αυτόν τον χώρο «Διός φυλακήν»
Αριστοτέλης – Περί Ουρανού 293a18 

Με πρώτη ματιά, πιθανόν ο αναγνώστης να θεωρήσει ως κεντρικό πυρ τον Ήλιο, όμως με μια προσεκτική ανάγνωση και λαμβάνοντας υπόψιν ότι η Γη περιστρέφεται εκτός από τον Ηλιο και γύρω από το κέντρο του Γαλαξία, θα αντιληφθεί ότι η αναφορά γίνεται για το κέντρο του Σύμπαντος.
Ενα δε απόσπασμα του Φιλολάου μας εκπλήσσει από τις πληροφορίες που μας δίνει :

«Ο Φιλόλαος πιστεύει ότι το πυρ βρίσκεται στο μέσο του σύμπαντος γύρω από το κέντρο, το οποίο ονομάζει "εστία του παντός"και Διός οίκονμητέρα των θεώνβωμό , συνοχή και μέτρο της φύσεως. Επειδή λέει ότι υπάρχει και ένα άλλο πυρ στην ανώτατη σφαίρα, που περιβάλλει τα πάντα.
Πρώτο είναι εκ φύσεως το κέντρο, γύρω από αυτό χορεύουν δέκα θεϊκά σώματα. ο ουρανός με την σφαίρα των απλανών, έπειτα οι πέντε πλανήτες, μαζί με αυτούς ο ήλιος, κάτω από αυτόν η Σελήνη, πιο κάτω από αυτήν η Γη, κάτω από αυτήν η αντιχθόνα, και μετά από όλα αυτά είναι το πυρ, το οποίο έχει θέση εστίας γύρω από το κέντρο»
Φιλόλαος - Απόσπασμα 16 Diels & Kranz

Βλέπουμε δηλαδή ότι κατά τον Φιλόλαο, όλα τα ουράνια σώματα (μαζί και ο Ήλιος), περιστρέφονται γύρω από ένα κεντρικό πυρ, το οποίο, εκτός των άλλων ονομάζει και εστία. Δηλαδή, εδώ έκπληκτοι αναγνωρίζουμε ότι το γεγονός ότι όλα τα ουράνια σώματα του Γαλαξία μας (= Κόσμου κατά τους προγόνους μας ), όπως μας περιγράφει η σύγχρονη Αστρονομίαπεριστρέφονται γύρω από το Γαλαξιακό κέντρο, ήταν γνωστό στους Πυθαγορείους, και συνεπώς με αυτή την οπτική πρέπει να ερμηνεύσουμε και το παραπάνω απόσπασμα του Αριστοτέλη.

Μήπως λοιπόν οι ψυχές που διέρχονται από το άνοιγμα μεταξύ Σκορπιού και Τοξότη έχουν τελικό προορισμό το Γαλαξιακό κέντρο, από όπου κάποια στιγμή στο απώτατο παρελθόν προήλθαν κατά την δημιουργία του Γαλαξία μας ;
Αν όμως οι ψυχές προέρχονται από την αυλή του Διός και επιστρέφουν εκεί, τότε ταυτίζοντας το Γαλαξιακό Κέντρο με την αυλή του Διός, είναι προφανές ότι πατρίδα μας και τελικός προορισμός είναι τελικά το Γαλαξιακό Κέντρο!

«Διότι κάθε ψυχή πρόσφατα γεννημένη από την αυλή του Δία κατεβαίνει στον κόσμο της Γέννησης, εξ ου και Πατέρας Ανθρώπων και Θεών ο Δίας»
Πρόκλος - Σχόλια στον Κρατύλο 94.8

«Αυλές των θείων και κατοικίες οι αιώνιες τάξεις. Και η πανδεκτική αυλή του Πατέρα είναι η πατρική τάξη, η οποία υποδέχεται και συνέχει τις αναχθείσες ψυχές»
Πρόκλος – Σχόλια στην Χαλδαϊκή Φιλοσοφία Α.1
Αν τώρα συνδυάσουμε όλα όσα έχουμε μελετήσει έως τώρα, αντιλαμβανόμαστε και την σημασία του γιατί κυρίαρχος στο ζώδιο που ταυτίζεται με το Χειμερινό Ηλιοστάσιο (δηλαδή ο συμβατικός Αιγόκερω, δηλαδή κατά την μυστηριακή οπτική το άνοιγμα μεταξύ Σκορπιού και Τοξότη, δηλαδή η περιοχή του Γαλαξιακού Κέντρου), είναι η θεά Εστία!
Ετσι επίσης εξηγείται και γιατί "ταίρι"της Εστίας είναι ο Ερμής, ο οποίος ως ψυχοπομπός συνοδεύει τις ψυχές στον ουράνιο Αδη και κατ'επέκταση στην αυλή του Διός, δηλαδή στο Γαλαξιακό Κέντρο!
Οπως επίσης αντιλαμβανόμαστε γιατί όλες οι τελετέςαρχίζουν («αφ'Εστίας άρχεσθαι») και τελειώνουν με επίκληση της θεάς Εστίαςαναμιμνησκόμενοι έτσι την πορεία που ακολουθούν οι ψυχές μας μέσα στον Κόσμο!
Έτσι λοιπόν ο παρακάτω στίχος του Ορφικού Υμνου της Εστίας αποκτά άλλη σημασία για μας : «Εστία οίκε θεών μακάρων θνητών στήριγμα κραταιών»

Συνεπώς, ας κάνουμε την τολμηρή σκέψη και ας την βάλουμε σε κάποιο σημείο του μυαλού μας.

Όπως λοιπόν το Γαλαξιακό Κέντρο είναι πηγή ισχυρών ακτινοβολιών που προκαλεί σημαντικότατες επιδράσεις που επηρεάζουν την ανθρωπότητα, είναι και πηγή των ψυχών, οι οποίες κάποτε ξεκίνησαν την πορεία που έχουμε μελετήσει μέχρι τώρα, και σαν απώτερο στόχο έχουν την επιστροφή τους εκεί, στην αυλή του Διός.

Με άλλα λόγια το Γαλαξιακό Κέντρο είναι η Εστία μας!

πηγή: empedotimos.blogspot.gr

Η ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟΚΛΟΥ – Η ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΚΑΙ Η ΣΥΝΘΕΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΩΝ ΠΡΟΕΚΤΑΣΕΩΝ-ΥΠΕΡΒΑΣΕΩΝ ΤΟΥΣ

$
0
0



Αφορμώμενος ο Πρόκλος από τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί ο Πλάτων κείμενα από την αρχαιοελληνική γραμματειακή παράδοση, έρχεται να αναδείξει λεπτομέρειες και σχετικά με το πώς πρέπει να προσεγγίζουμε ερευνητικά το περιεχόμενο των μύθων, εκλαμβάνοντάς τους ως ένα καλλιτεχνικό προϊόν το οποίο χρησιμοποιεί συμβολισμούς και αλληγορίες. Η συμπερασματική εκτίμησή του είναι ότι δεν πρέπει να αναφερόμεθα- παραπέμπουμε στο περιεχόμενό τους με τρόπους τυπικής εκφραστικής δηλωτικότητας, η οποία σαφέστατα και θα απολυτοποιεί το ιστορικογραμματικό παράδειγμα και θα αποκλείει τις εκ βαθέων αναγνώσεις. Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα προσεκτικός στις διαδρομές του. 

Συγκεκριμένα, στην εκάστοτε αρχική θεώρησή του, εντάσσει τον υπό πραγμάτευση μύθο στο ιστορικό πλαίσιο κατά το οποίο διατυπώθηκε, καταφεύγοντας, έτσι, στην απολύτως επιστημονική διάσταση του γραμματικού και του ιστορικού σχετικισμού: κάθε κείμενο πρέπει να εξετάζεται υπό τους όρους της εποχής κατά την οποία συνετάχθη, η οποία κομίζει στο περιεχόμενό του και τις ιδιαίτερες πνευματικές ή όποιες άλλες υπαρξιακές ανησυχίες- προοπτικές της. Συγχρόνως όμως η εκάστοτε εποχή κινείται και σ’ένα αυστηρά συγκεκριμένο άξονα αναφορικά με τα εκφραστικά μέσα που επιλέγει και τον αφηγηματικό τόνο που την εκφράζει. Από την άλλη πλευρά, επιχειρεί να διεισδύσει στον πυρήνα ενός λογοτεχνικού κειμένου του παρελθόντος, επιλεγείσα μέθοδος διά της οποίας δεν μένει στους όρους των ιστορικογραμματικών δεσμεύσεων, αλλά κινείται σε έναν άλλο σημασιολογικό κώδικα από αυτόν που θα προσιδίαζε σε μία αυστηρή επιστημονική διατύπωση του προς πραγμάτευση και ανάλυση θέματος που έχει αναλάβει. 

Εδώ ακριβώς έγκειται η διάσταση της αφηγηματικότητας, σύμφωνα με την οποία καταρχάς επιλέγονται από τον ίδιον ως αναλυτή εκφράσεις οι οποίες έρχονται να περιγράψουν ό, τι δεν είναι εφικτό να γίνει κατανοητό με τον επιστημονικό λόγο, ο οποίος έχει συγκεκριμένη εμβέλεια εφαρμογών και διατυπώσεων. Συγχρόνως όμως, στα εν λόγω κείμενα εντοπίζει προκεχωρημένο βαθμό –ή ακόμη και απόλυτο-αφηγηματικότητας, οφειλόμενης στην ιστορική συγκυρία σύνταξής τους. Επίσης, είναι ισχυρό το ενδεχόμενο να μην υπάρχει επιστημονικός λόγος που να αντιστοιχεί στα υπό πραγμάτευση ζητήματα, οπότε ούτως ή άλλως επιλέγουμε τον αφηγηματικό και, μάλιστα, για περιγραφές που δεν άπτονται πλήρως της άμεσης αισθητηριακής εμπειρίας, ή δεν κέκτηνται ιστορικής επικύρωσης. Στα εδώ πάντως διαμειβόμενα πρόκειται για μία υψηλών απαιτήσεων εκφραστική ιδιοτυπία. Ο Πρόκλος επιλέγει, υπό τα δεδομένα που ο ίδιος έχει ως διανοητής μίας μεταγενέστερης εποχής, να χρησιμοποιήσει μία ιδιότυπη αφηγηματικότητα, προκειμένου να καταγράψει ερμηνευτικά την αφηγηματικότητα του απώτατου ιστορικού παρελθόντος. 

Το επόμενο ζήτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τον νεοπλατωνικό φιλόσοφο είναι ο τρόπος με τον οποίο θα αναλυθεί η φιλοσοφική ανάγνωση των μύθων, ώστε να καταστεί εφικτό και να ερμηνευθεί σωστά το περιεχόμενό τους και να προκύψουν οι έννοιες εκείνες που θα αποτυπώνουν επακριβώς την αλληγορική σύνθεσή τους. Εδώ δηλαδή εισάγεται το πρίσμα της διαχρονικής ανάγνωσης, η οποία επανακτά υπό νέους όρους γραμματειακές συνθέσεις του παρελθόντος. Το ερευνητικό, λοιπόν, ζήτημα τίθεται ως εξής: κατά πόσον δηλαδή από την αφήγηση θα μεταφερθούμε στην επιστήμη, χωρίς βεβαίως η πρώτη να αμφισβητήσει τις αρμοδιότητες της δεύτερης, οι οποίες μάλιστα διεκδικούν, στο έργο του Πρόκλου, υψηλό βαθμό εδραιότητας. Σε μία τέτοια προοπτική, βεβαίως, είναι αναγκαίο να εντοπισθούν λέξεις οι οποίες έχουν τόσο κρίσιμη λειτουργία μέσα στο κείμενο, ώστε να οδηγήσουν τον αναγνώστη στο βάθος της δηλωτικότητας και άρα σε μία μετα-αναλυτική ή σε μία μετα-γραμματική λειτουργία τους. Και στο σύνολό τους τα ανωτέρω ορίζονται από την βασική θέση του νεοπλατωνικού σχολάρχη ότι ο μεταφυσικός κόσμος εκφράζει την πρόνοιά του προς τον φυσικό σε μόνιμη κλίμακα, τόσο υπό την προοπτική του ποιητικού όσο και του τελικού αιτίου. Πρόκειται για μία θεωρητική αρχή η οποία έχει πλήρη εφαρμογή στους μύθους, όπου συνήθως περιγράφονται οι κινήσεις των θεών προς τους ανθρώπους με ποικίλους τρόπους και υπό συγκεκριμένες συνθήκες, αλλά και με ένα γλωσσικό σύστημα το οποίο απαιτεί ειδικές ερμηνευτικές προϋποθέσεις για να αποκωδικοποιηθεί και να κατευθύνει αναλόγως την νοούσα συνείδηση στις εννοιολογικές καταγραφές της. 

Σημειωτέον, πάντως, ότι ο Πρόκλος προσεγγίζει τους μύθους τόσο ως φιλόλογος όσο και ως φιλόσοφος, καλύπτοντας έτσι το ιστορικογραμματικό όσο και τα ερμηνευτικό στοιχείο, και μάλιστα μ’έναν εντυπωσιακό στις λεπτομέρειές του συνθετικό τρόπο. Σχετικά, με την εν λόγω ερμηνευτική μεθοδολογία που ακολουθεί ο Πρόκλος, παραθέτουμε το κάτωθι απόσπασμα από τον πρώτο τόμο της πραγματείας του με τίτλο Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, το οποίο είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό για το σύνολο των ερευνητικών επιλογών που ο ίδιος αναλαμβάνει και τις οποίες θα παρακολουθήσουμε στο κύριο μέρος της εργασίας μας.

«Οἱ  μὲν  οὖν  τρόποι  τῆς  παρὰ  τῶ  Πλάτωνι  θεολογικῆς 
διδασκαλίας τοιοίδε τινές εἰσί ∙ δῆλον δὲ ἐκ τῶν εἰρημένων ὅτι 
καὶ  τὸν  ἀριθμὸν  εἶναι  τοσούτους  ἀναγκαῖον  ∙  οἱ  μὲν  γὰρ  δι’
ἐνδείξεως περὶ τῶν θείων λέγοντες ἤ συμβολικῶς καὶ μυθικῶς 
ἤ  δι’  εἰκόνων  λέγουσιν,  οἱ  δὲ  ἀπαρακαλύπτως  τὰς  ἑαυτῶν 
διανοήσεις  ἀπαγγέλλοντες  οἱ  μὲν  κατ’  ἐπιστήμην  οἱ  δὲ  κατὰ 
τὴν ἐκ θεῶν ἐπίπνοιαν ποιοῦνται τοὺς λόγους. Ἔστι δὲ ὁ μὲν διὰ 
τῶν  συμβόλων  τὰ  θεῖα  μηνύειν  ἐφιέμενος  Ὀρφικὸς  καὶ  ὅλως 
τοῖς  τὰς  θεομυθίας  γράφουσιν  οἰκεῖος.  Ὁ  δὲ  διὰ  τῶν  εἰκόνων 
Πυθαγόρειος,  ἐπεὶ  καὶ  τοῖς  Πυθαγορείοις  τὰ  μαθήματα  πρὸς 
τὴν τῶν θείων ἀνάμνησιν ἐξηύρητο καὶ διὰ τούτων ὡς εἰκόνων 
ἐπ’  ἐκεῖνα  διαβαίνειν  ἐπεχείρουν  ∙  καὶ  γὰρ  τοὺς  ἀριθμοὺς 
ἀνεῖσαν  τοῖς  θεοῖς  καὶ  τὰ  σχήματα,  καθάπερ  λέγουσιν  οἱ  τὰ 
ἐκείνων  ἱστορεῖν  σπουδάζοντες.  Ὁ  δὲ  ἐνθεαστικῶς  μὲν  αὐτὴν 
καθ’  ἐαυτὴν  ἐκφαίνων  τὴν  περὶ  θεῶν  ἀλήθειαν  παρὰ  τοῖς 
ἀκροτάτοις  τῶν  τελεστῶν  μάλιστα  καταφανής  ∙  οὐ  γὰρ 
ἀξιοῦσιν οὗτοι διὰ δὴ τινων παραπετασμάτων τὰς θείας τάξεις 
ἤ τὰς ἰδιότητας αὐτῶν τοῖς ἑαυτῶν γνωρίμοις ἀποδιδόναι, ἀλλὰ 
τὰς  τε  δυνάμεις  καὶ  τοὺς  ἀριθμοὺς  τοὺς  ἐν  αὐτοῖς  ὑπ’  αὐτῶν 
κινούμενοι  τῶν  θεῶν  ἐξαγγέλλουσιν.  Ὁ  δὲ  αὖ  κατ’  ἐπιστήμην 
ἐξαίρετός ἐστι τῆς τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας ∙ καὶ γὰρ τὴν ἐν 
τάξει πρόοδον τῶν θείων γενῶν καὶ τὴν πρὸς ἰδιότητας καὶ τὰς 
ἐν  ἑκάστοις  διηρημένας  μόνος,  ὡς  ἐμοὶ  δοκεῖ,  τῶν  ἡμῖν 
συνεγνωσμένων  ó  Πλάτων  καὶ  διελέσθαι  καὶ  τάξαι  κατὰ 
τρόπον ἐπεχείρησε.»

 Ι, 19. 23- 20. 25 

Πρόκειται για ένα παράθεμα στο οποίο αναδεικνύεται ο αφηγηματικός πλουραλισμός του Πρόκλου, στοιχείο του οποίου παρουσιάζεται να είναι και η χρήση των εικόνων και των αριθμών. Το ενδιαφέρον ωστόσο είναι ότι και τα δύο αυτά μέσα αναφέρει ότι τα έχει εμπνευστεί από τους Πυθαγορείους και με κάθε άνεση μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι συνδυάζει το ορθολογικό με το αφηγηματικό στοιχείο, με τους αριθμούς να μπορούν άνετα να λειτουργούν και στα δύο επίπεδα, κατά την συνήθη τακτική του, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο μυστικό στοιχείο. 

πηγή: nemertes.lis.upatras

ΔΑΜΑΣΚΙΟΣ - ΚΑΘΑΡΣΗ, Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΘΕΙΟ

$
0
0



"Όποιος θέλει να καθαρθεί και να ενωθεί με το καθαρό

πρώτον πρέπει να αποβάλλει ηδονές καi λύπες, 

δεύτερον, το φαγητό να είναι απλό και σύμφωνα με τους νόμους της δικαιοσύνης και σωφροσύνης, δηλαδή αναίμακτο και ακηλίδωτο και με την θεία εντολή και πατρώα παράδοση (Διότι η ασεβής και αδικούσα τα ζώα και παχύνουσα το πνεύμα, κάνει το σώμα δύσχρηστο προς την ψυχή και ακατάλληλο να έλθει σε επαφή με τον θεό


τρίτον, πρέπει να καταστείλει την άσκοπη κίνηση της άλογης όρεξης (ό,τι θα προκαλούσε επιθυμία και οργή σε κάποιον που έχει αποστασιοποιηθεί από κάθε εξωτερικό πράγμα). Αλλά αν ποτέ κινηθεί είτε στον ύπνο είτε στο ξύπνιο, πρέπει να κατασταλεί από την λογική τάχιστα. 

τέταρτον, πρέπει να αποστασιοποιηθεί από την αίσθηση και την φαντασία, εκτός από όσο είναι αναγκαίο να κάνει χρήση τους. 

πέμπτον, ο άνθρωπος που θέλει να απαλλαγεί από το πλήθος της γένεσης πρέπει να χωρισθεί από κάθε πολυσχιδή δόξα. 

έκτον, να φύγει από κάθε πολυπλοκότητα της διάνοιας και να αναζητεί άλλες αποδείξεις και διαιρέσεις, ώστε να προετοιμαστεί για την αμέριστη νόηση" 

___________

"῞Οτι χρὴ τὸν καθαιρόμενον καὶ τῷ καθαρῷ σπουδάζοντα ὁμοιοῦσθαι 

πρῶτον μὲν ἡδονὰς καὶ λύπας ἀποσκευάζεσθαι κατὰ δύναμιν· 

δεύτερον δὲ τροφὴν ἀπέριττον τρέφεσθαι τρυφῆς ἔξω οὖσαν, ἔτι δὲ καὶ ὅση δικαία καὶ σώφρων (αὕτη δέ ἐστιν ἡἀναίμακτος καὶ ἀκηλίδωτος) ὅση τε ὁσία καὶ πατριάζουσα (ἡ γὰρ ἀσεβὴς καὶ ἀδικοῦσα τὰ ζῷα καὶ παχύνουσα τὸ πνεῦμα δύσχρηστον τῇ ψυχῇ τὸ σῶμα παρέχεται καὶ ἀνεπιτήδειον πρὸς θεοῦ συναφήν

τρίτον τὴν πλημμελῆ κίνησιν ἀποκόπτειν τῆς ὀρεκτικῆς ἀλογίας (τίνος γὰρ ἂν ἐπιθυμήσειεν
ἢ ἐπὶ τίνι ἂν ὀργισθείη ὁ τῶν ἔξω πάντων ἀφιστάμενος;), εἰ δέ ποτε κινηθείη τι τοιοῦτον ὕπαρ ἢ ὄναρ, ταχίστην αὐτοῦ γίγνεσθαι τὴν καταστολὴν ἀπὸ τοῦλόγου·

τέταρτον ἀφίστασθαι τῶν αἰσθήσεων καὶ τῶν φαντασιῶν, ὅσον μὴ ἀναγκαῖον χρῆσθαι αὐταῖς·
πέμπτον χωρίζεσθαι τῶν παντοδαπῶν δοξῶν τὸν ἀπαλλαγῆναι βουλόμενον τοῦ πλήθους τῆς γενέσεως·

ἕκτον ἐπὶ πᾶσι παράγγελμα, τὴν ποικιλίαν τῆς διανοίας ἐκφεύγειν καὶ τὰς ἁπλουστέρας μεταδιώκειν ἀποδείξεις καὶ διαιρέσεις πρὸς συνεθισμὸν τῆς ἀμερίστου νοήσεως". 


Δαμάσκιος - Σχόλια στον Φαίδωνα 120


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΠΛΑΤΩΝ - ΠΟΤΕ Η ΨΥΧΗ ΑΓΓΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ;

$
0
0


Πότε λοιπόν η ψυχή αγγίζει την αλήθεια; Διότι όταν επιχειρεί να ερμηνεύσει κάτι τι με την συνεργασία του σώματος, φανερά εξαπατάται από αυτό. Συνεπώς εάν κάπου αλλού είναι δυνατόν να συμβεί αυτό, μόνο όταν συλλογίζεται δεν θα αποκαλύπτεται πλήρως σε αυτή η πραγματική ουσία του όντος ; 

Και χωρίς αμφιβολία τότε ακριβώς συλλογίζεται άριστα η ψυχή όταν δεν ενοχλείται διόλου από πουθενά, ούτε από την ακοή, ούτε από την όραση, ούτε από κανένα πόνο, ούτε από κάποια ηδονή, αλλά απομονώνεται όσον το δυνατόν περισσότερο μέσα στον εαυτό της, αποχαιρετώντας το σώμα, και όταν αποφεύγουσα, όσο είναι δυνατόν, κάθε συνεργασία και κάθε επαφή μαζί του, ορέγεται αυτούσια την πραγματικότητα". 


Πλάτων – Φαίδων 65c-d


πηγή: empedotimos.blogspot.gr

Ο ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΚΑΡΥΑΤΙΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

$
0
0
Ο συμβολισμός και η σημασία των Καρυατίδων στην αρχαία Ελλάδα
Οι Καρυάτιδες του Ερεχθείου (που τώρα στεγάζονται στο Μουσείο της Ακρόπολης) εντάσσονται σε ένα ιερό κτίσμα, στη νότια πρόσταση του Ερεχθείου, πάνω από τον τάφο του Κέκροπα, του πανάρχαιου χθόνιου ήρωα των Αθηνών


Από τις Κόρες που κοσμούν τον Θησαυρό των Σιφνίων στους Δελφούς ως τις Αθηναίες του Ερεχθείου και τα ευρήματα της Αμφίπολης

Θεοδοσία Στεφανίδου –Τιβερίου,
καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας, στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας,
στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

O αρχιτέκτονας της εποχής του Αυγούστου Βιτρούβιος (περ. 25 π.Χ.) μιλά για τις Καρυάτιδες που σηκώνουν φορτία αρχιτεκτονημάτων (Ι, 1,5). Eρμηνεύει όμως τα ενταγμένα σε οικοδομήματα αυτά αγάλματα ως γυναίκες της λακωνικής πόλης των Καρυών, οι οποίες ήταν καταδικασμένες σε αιώνια δουλεία επειδή η πόλη τους είχε μηδίσει κατά τους περσικούς πολέμους. Σύμφωνα με άλλες πηγές ωστόσο Καρυάτιδες ήταν οι παρθένες των Καρυών που έπαιρναν μέρος σε τελετουργικούς χορούς προς τιμήν της Αρτέμιδος Καρυάτιδος. Κατ'επέκταση Καρυάτιδες ονομάζονται και άλλες ανάλογες μορφές που χορεύουν, ταυτόχρονα όμως και μορφές που βαστάζουν κάποια αρχιτεκτονική κατασκευή. Οπως δείχνουν τα έργα τέχνης, οι δύο πράξεις, χορός και στήριξη αρχιτεκτονημάτων, μπορεί να συνυπάρχουν.


Σύμβολα ιερότητας

Στην ελληνική τέχνη οι παλιότερες Καρυάτιδες απαντούν σε μαρμάρινα περιρραντήρια (τέλη 7ου αι. π.Χ.), δηλαδή σκεύη σε μορφή λεκάνης που αφιερώνονται σε ιερά. Στο β'μισό του 6ου αι. οι αρχιτέκτονες εκμεταλλεύτηκαν τον χαρακτηριστικό αυτόν τύπο των γυναικών που βαστάζουν τοποθετώντας τις στη θέση κιόνων, όπως λ.χ. στο κομψό ναόσχημο κτίριο που έχτισαν στο ιερό των Δελφών οι Σίφνιοι ως θησαυρό (κτίριο για τη φύλαξη πολύτιμων αναθημάτων) λίγο πριν από το 525 π.Χ. Στην πρόσοψή του δύο αγάλματα αρχαϊκών κορών εξαίρετης παριανής τέχνης φέρουν στην κεφαλή τους το επιστύλιο υπηρετώντας με τον τρόπο αυτό τη θεότητα. Οχι πολύ διαφορετικό είναι το νόημα των Κορών/Καρυατίδων του Ερεχθείου έναν περίπου αιώνα αργότερα (416 π.Χ.). Και αυτές βαστάζουν το επιστύλιο με τον ίδιο τρόπο και εντάσσονται επίσης σε ένα ιερό κτίσμα, στη νότια πρόσταση του Ερεχθείου, πάνω από τον τάφο του Κέκροπα, του πανάρχαιου χθόνιου ήρωα των Αθηνών. Τώρα οι έξι κόρες αποδίδονται στο σύγχρονό τους μεταπαρθενώνειο στυλ, αν και διατηρούν κάποια παλαιικά χαρακτηριστικά: τους σπειροειδείς πλοκάμους των μαλλιών και το ανασήκωμα του ενδύματος (πέπλου) με το ένα χέρι. Στο άλλο χέρι κρατούσαν σπονδικές φιάλες, σκεύη θυσίας. Πρόκειται δηλαδή για νεαρές Αθηναίες που θυσιάζουν προσφέροντας υπηρεσία στον ήρωα.

Στο β'μισό του 4ου αι. π.Χ. εισάγεται το μοτίβο της Καρυάτιδας η οποία στηρίζει με το κεφάλι και ταυτόχρονα με το ένα ανυψωμένο χέρι που στρέφει την παλάμη προς τα επάνω, όπως λ.χ. οι περίφημες χορεύτριες των Δελφών που βάσταζαν με το ένα τους χέρι τον δελφικό τρίποδα και οι λίγο μεταγενέστερες Καρυάτιδες στον θρακικό τάφο στο Σβέσταρι της Βουλγαρίας. Ομοιες είναι και οι μικρογραφικές Καρυάτιδες από τον θρόνο στον λεγόμενο τάφο της Ευρυδίκης στη Βεργίνα, αλλά και οι νέες Καρυάτιδες της Αμφίπολης.

Η ιστορία των Καρυατίδων συνεχίζεται ως τη ρωμαϊκή περίοδο, στην οποία εντάσσονται λ.χ. οι εντυπωσιακές κολοσσιαίες Κόρες από τα Μικρά Προπύλαια της Ελευσίνας. Οι δύο μορφές φέρουν στο κεφάλι, κρατώντας την με τα δύο χέρια, κυλινδρική κίστη με τα ιερά σύμβολα της Ελευσίνας. Και αυτές βρίσκονται επομένως στην υπηρεσία των ελευσινιακών θεοτήτων Δήμητρας και Κόρης, συνεχίζοντας από νοηματική άποψη την παλιά παράδοση. Ενα πλήθος άλλων παραδειγμάτων τέτοιων μορφών γνωρίζουμε από όλες τις περιοχές του ελληνικού κόσμου και κατόπιν της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και συνδέονται με ιερά κτίσματα, ηρώα, τάφους, ακόμη και με θεατρικά οικοδομήματα. Σε ό,τι αφορά τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους υπάρχει μεγάλη ποικιλία ανάλογα με την εποχή. Ο ρόλος τους σε αυτά είναι άλλοτε λειτουργικός, βαστάζουν δηλαδή το επιστύλιο, και άλλοτε στέκονται ως ανάγλυφες μορφές μπροστά σε δομικά στοιχεία του αρχιτεκτονήματος, π.χ. πεσσούς, δίνοντας την εντύπωση με τη συμβολική κίνηση των χεριών τους ότι βαστάζουν το οικοδόμημα.  


Κομψές και περίτεχνες

            Κοινό χαρακτηριστικό της πλειονότητας των Καρυατίδων σε όλες τις εποχές είναι τα στοιχεία που δανείζονται από την τέχνη της αρχαϊκής εποχής στα ενδύματα, στις κομμώσεις, στην κίνηση του χεριού που ανασύρει τις πτυχές, αλλά και στην εν γένει στάση. Πρόκειται δηλαδή για αρχαϊστικά έργα που υιοθετούν σκόπιμα παλαιικά στοιχεία και είναι αγαπητά από τον 5ο αι. π.Χ. έως και τον 3ο αι. μ.Χ. Σε αυτό το στυλ αποδίδονται και οι Καρυάτιδες τις Αμφίπολης αποτελώντας ένα πολύ χαρακτηριστικό πρώιμο παράδειγμα Καρυατίδων αυτής της κατηγορίας που θα έχει μεγάλη συνέχεια. Για ποιο λόγο οι καλλιτέχνες δημιουργούν τέτοιες μορφές, κομψές και περίτεχνες αλλά και με έντονη επιτήδευση, που ξεχωρίζουν σημαντικά από τις άλλες σύγχρονές τους δημιουργίες;

Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στη λειτουργία τους, γιατί σημειωτέον η αρχαία τέχνη δεν είναι ποτέ διακοσμητική με τη σημερινή σημασία του όρου. Οι παναθηναϊκοί αμφορείς, τα έπαθλα δηλαδή των παναθηναϊκών αγώνων στη μεγάλη γιορτή της Αθήνας, που κατασκευάζονται ακόμη και στην κλασική εποχή με τον μελανόμορφο, δηλαδή τον αρχαϊκό ρυθμό, και εικονίζουν την Αθηνά με τα αρχαϊκά της χαρακτηριστικά, μπορούν να μας δώσουν την απάντηση. Η διατήρηση του παλαιού, του παραδοσιακού, επιδιώκεται σκόπιμα, γιατί αυτό είναι σεβάσμιο και τονίζει την ιερότητα ενός θεσμού, μιας μορφής ή ενός τόπου. Την ιερότητα του τόπου που κοσμούν υπογραμμίζουν συνεπώς και οι Καρυάτιδες που τίθενται συμβολικά στην υπηρεσία ενός ανώτερου όντος: θεού, ήρωα ή νεκρού.

πηγή: ekivolos

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - Η ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΕΟΣ

$
0
0


Οι αρχαιοελληνικές έννοιες και η διαστρέβλωσή τους 
από την υποκριτική χριστιανική ηθική



Το κείμενο του άρθρου αποτελεί  απόσπασμα σεμιναρίου (1983) του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο έχει συμπεριληφθεί στο εξαιρετικό βιβλίο «Η Ελληνική ιδιαιτερότητα, Τόμος Β΄, Η Πόλις και οι νόμοι» (εκδ. «Κριτική. Επιστημονική Βιβλιοθήκη», Αθήνα, 2008, μετάφραση: Ζωή Καστοριάδη.)

Θα έβλεπα δύο πολύ σημαντικά στοιχεία, που χαρακτηρίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις στην Ελλάδα και εκφράζονται με τις λέξεις φιλία και έλεος. Ας αρχίσουμε από την πρώτη. Ο Αριστοτέλης, ο οποίος είναι παραδόξως ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος της κλασικής πόλης, θα τη συζητήσει δια μακρών. Έχουμε συνηθίσει, μετά από τους Ρωμαίους, να μεταφράζουμε αυτή τη λέξη ως «amitié» («φιλική σχέση»), καθόλου δόκιμη απόδοση. Η φιλία προέρχεται από το ρήμαφιλώ, που σημαίνει αγαπώ. Όχι αγαπώ ερωτικά, αν και αυτό το νόημα είναι επίσης δυνατό. Η φιλία είναι το γένος, που σαν επιμέρους είδη του έχει τις διάφορες μορφές συναισθημάτων, που μπορούν να συνδέσουν τα άτομα. Και στην ελληνική πόλη, η φιλία έχει πολύ σημαντικές θεσμικές πτυχές. Βεβαίως, πρόκειται κυρίως για τη φιλική σχέση μεταξύ ανδρών, συχνά βάσει άτυπων πολιτικών συνδέσμων που ονομάζονται εταιρείαι, ενώ ο Πλάτων, όπως και ο Αριστοτέλης, θα πουν δικαίως, ότι η φιλία είναι κατ’ εξοχήν ο τύπος σχέσης, που μπορεί να ευδοκιμήσει και να αναπτυχθεί σε μια ελεύθερη κοινότητα και ότι μια τέτοια κοινότητα την προϋποθέτει.


 Κατά κανόνα, η τυραννία δεν μπορεί να ανεχθεί τη φιλίαν (Πλάτων, «Πολιτεία», Ι, 576a, Αριστοτέλης, «Ηθικά Νικομάχεια», Θ, 1161a 30-35, 1161b 1-10). O τύραννος έχει κάθε συμφέρον να εμποδίσει την, ανεξάρτητα από αυτό τον ίδιο, δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τον αγώνα εναντίον της εξουσίας του και, εν πάση περιπτώσει, τη σύσταση μέσα στην κοινωνία ενός κέντρου αναφοράς που διαφεύγει του ελέγχου του. Μπορούμε να δούμε το πράγμα από μια μακιαβέλεια σκοπιά -δεν λέω μακιαβελική- θέτοντας το ερώτημα του πώς πρέπει να ενεργήσει ο τύραννος για να κυβερνήσει. Απάντηση: πρέπει να καταστρέψει τις φιλικές σχέσεις. Ας μεταθέσουμε το ερώτημα στην εποχή μας: τι χρειάζεται ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να εξασφαλίσει τη θέση του; Να διαρρήξει με κάθε τρόπο όλες τις ανεξάρτητες από αυτό σχέσεις μέσα στην κοινωνία, να καταφέρει να κονιορτοποιήσει το λαό και να καταστήσει μοναδικό κέντρο αναφοράς και ενοποίησης τους την ίδια την εξουσία.

Δεν είναι εξ’ άλλου τυχαίο το γεγονός ότι, πολύ συχνά, οι αφηγήσεις των τυραννοκτόνων φέρνουν στο προσκήνιο φίλους, όπως στο περίφημο παράδειγμα του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος στην Αθήνα, οι οποίοι σκότωσαν τον Ίππαρχο, γιο του τυράννου Πεισίστρατου. Θα βρούμε και άλλους στη νότια Ιταλία... Επομένως, η πρώτη διαπροσωπική σχέση, που μετρά στην πολιτική ζωή της κοινότητας είναι η φιλία, θα επανέλθω.
    
Το δεύτερο στοιχείο, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Αριστοτέλη στον ορισμό της τραγωδίας, είναι ο έλεος - θα μπορούσαμε να πούμε επίσης η συμπάθεια-, δεν πρόκειται για οίκτο ή για κάπως δακρύβρεχτη συμπόνια, αλλά για το γεγονός ότι ο ένας μπαίνει στη θέση του άλλου και συμπάσχει, δηλαδή μεταφορικά, υφίσταται αυτό που κάνει τον άλλο να πάσχει, δεν μένει απαθής απέναντι στη δυστυχία του. Βρίσκουμε έτσι σε ένα λόγο του Δημοσθένη («Κατά Τιμοκράτους», 171,1) το απόσπασμα, όπου λέει, ότι κατά γενική ομολογία, πρέπει τους ασθενείς ελεείν, να επιδεικνύεται έλεος απέναντι στους αδύναμους, να λαμβάνεται υπόψη αυτό που τους συμβαίνει...

        Η ιδέα, φυσικά, βρίσκεται ήδη στην Ιλιάδα. Σας θυμίζω τη σκηνή, στο τέλος του έπους, μεταξύ Αχιλλέως και Πριάμου. Βρίσκουμε εκεί όλο τον έλεον του κόσμου, ο καθένας μπαίνει στη θέση του άλλου, και μάλιστα με διάφορους τρόπους. Μπορούμε λοιπόν να συγκρατήσουμε από τη μια τη φιλίαν, και από την άλλη τον έλεον, ως τυπικά συναισθήματα, που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ ατόμων. Το επαναλαμβάνω, έχουμε να κάνουμε εδώ, φυσικά, με μια άτυπη θέσμιση, κάτι σαν έθιμο, αλλά με την ισχυρή έννοια του όρου, δηλαδή αυτού, που κατά τα ειωθότα εφαρμόζεται στην πόλη.

    
Και ιδού ένα πολύ ωραίο ανέκδοτο: κάποιοι φίλοι του Σωκράτη γνώρισαν ένα διάσημο φυσιογνωμιστή, του έδειξαν από μακριά τον Σωκράτη και του ζήτησαν να περιγράφει το χαρακτήρα του. Εκείνος, αφού τον κοίταξε καλά, απάντησε, ότι είναι ευέξαπτος και ανίκανος για αυτοέλεγχο, φιλήδονος, ψεύτης κ.λπ.. Κατάπληξη και γέλια των φίλων, που τα μετέφεραν όλα στον Σωκράτη. Έτσι ακριβώς ήμουν, τους απαντά· έκτοτε άλλαξα τον εαυτό μου, τα ελαττώματα όμως αυτά παρέμειναν χαραγμένα στο πρόσωπο μου (Κικέρων, Τusculanes, IV, 37).


Στην ελληνική αντίληψη φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει.

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ότι στην ελληνική αντίληψη - και ο Αριστοτέλης το αναφέρει ρητά - φιλία μόνο μεταξύ ίσων μπορεί να υπάρχει. Αυτό είναι εξάλλου που την ανάγει στο κατεξοχήν δημοκρατικό συναίσθημα, θα ήταν γελοίο, λέει, να φανταστούμε ότι δεσμοί φιλίας μπορούν να συνδέσουν ένα θνητό με τον Δία. Από την άλλη, το συναίσθημα αυτό απευθύνεται σε ό,τι αξιολογούμε θετικά στον άλλο. Αυτό μπορεί να φαίνεται αυτονόητο, αλλά μην ξεχνάτε ότι η χριστιανική θέση είναι εντελώς διαφορετική - θα επανέλθω επ'αυτού. Βλέπετε λοιπόν, ότι η φιλία εξαρτάται, κατά μία έννοια, από την πολιτική θέσμιση της πόλης, δεδομένου ότι η ίδια η πόλη θέτει τα άτομα ως ίσα, δημιουργώντας ως εκ τούτου τις συνθήκες για αυτό τον τύπο δεσμών. Και ταυτόχρονα η πόλη βεβαίως δίνει σε καθένα από τα μέλη της τη δυνατότητα να εξυψωθεί ώστε να γίνει άξιο φιλίας.

            Υποθέστε τώρα, ότι η θεμελιώδης ηθική προτροπή σε μια κοινότητα είναι η αγάπη, όχι η ανοχή ή η λύπηση, αλλά η αγάπη των πάντων ανεξάρτητα από το τι είναι ο καθένας, επιπλέον δε, ότι πρέπει η αγάπη αυτή να επιδεικνύεται ακόμη περισσότερο, όταν το άτομο δεν αξίζει ηθικά. Σε αυτό ακριβώς έγκειται, όπως ξέρουμε, το περιεχόμενο της χριστιανικής προτροπής σε ό,τι αφορά τις ατομικές σχέσεις. Ο πραγματικός χριστιανικός ήρωας είναι αυτός, που μπορεί να φιλήσει τις πληγές των λεπρών ή ο Χριστός της παραβολής του Dostoevsky, ο οποίος φιλά στο στόμα τον Μέγα Ιεροεξεταστή, που μόλις του εξήγησε τις ορθολογικές φρικαλεότητες, που γνωρίζετε. 

Φυσικά, δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στον ελληνικό κόσμο. Η φιλία απευθύνεται στον άλλο στο βαθμό που ενσαρκώνει μια αξία, στο μέτρο που είναι καλός καγαθός, δηλαδή ένα ον «καλό και ωραίο». Όσο για τον έλεον, απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, αλλά δεν πρόκειται για αγάπη. Είναι το γεγονός, ότι ο άλλος λαμβάνεται υπ’ όψη, η δυστυχία του μετρά και υπαγορεύει την ανάλογη δράση. Μπορεί να δείξει κανείς έλεον σε ένα λεπρό και να τον βοηθήσει χωρίς να τον αγαπά ούτε να αισθάνεται υποχρεωμένος να φιλήσει τις πληγές του.
    
Είναι αλήθεια, ότι βρίσκουμε στον ελληνικό πνευματικό κόσμο κάτι που σηματοδοτεί ταυτόχρονα ένα όριο και μια αλλαγή, και για το οποίο ελέχθη -κακώς- ότι προανήγγειλε το χριστιανισμό. Πρόκειται βεβαίως για τη θέση, που αποδίδει ο Πλάτων στον Σωκράτη, που προέρχεται πιθανότατα από τον Σωκράτη ως ιστορικό πρόσωπο και συνίσταται στην προτροπή του να μην απαντάς στο κακό με το κακό. Είναι προτιμότερο να υφίστασαι την αδικία παρά να τη διαπράττεις. Είναι όμως διαφορετικό να πεις: μην απαντάς στο κακό με το κακό, πράγμα που αφορά στη συμπεριφορά μας και εξαρτάται από εμάς, είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης, «εφ’ ημίν». Και είναι άλλο να λες: να αγαπάς αυτόν που σου κάνει κακό. Αυτή η προτροπή δεν αφορά στη συμπεριφορά, αλλά στο συναίσθημα και είναι καθ’ αυτή παράλογη, διότι κανείς δεν μπορεί να κυριαρχήσει τα συναισθήματα του. Δεν συζητώ καν για το αν πρέπει ή όχι να αγαπάμε αυτούς που κάνουν κακό. Αν θεωρήσουμε όμως τι συνεπάγεται αυτό, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι όσο περισσότερο ο τάδε έχει βασανίσει στο Άουσβιτς, τόσο περισσότερο θα πρέπει να αγαπηθεί! Πρόταση απολύτως απορριπτέα. 

Εδώ έγκειται η διπλοπροσωπία ή η θεμελιώδης υποκρισία του χριστιανισμού. Υποκρισία όχι με την τρέχουσα, αλλά με την οντολογική έννοια. Αυτό που προτείνεται εδώ είναι ένα είδος ψευδούς απολύτου, δεδομένου ότι πρόκειται για απόλυτο απολύτως μη πραγματοποιήσιμο και επομένως ανύπαρκτο. Και ζούμε κάτω ακριβώς από την τερατώδη κυριαρχία αυτής της αδύνατης ηθικής εδώ και σχεδόν δεκαεπτά αιώνες, πράγμα που φέρνει, φυσικά, καταστροφικά αποτελέσματα, όπως ο ουσιώδης διχασμός στον εσωτερικό κόσμο των ατόμων, που ο Ηegel είχε πολύ καθαρά δει. Όταν μιλά για τη δυστυχή συνείδηση, αναφέρεται κατά μία έννοια στο χριστιανισμό, που επιβάλλει στο άτομο έναν κανόνα, στον οποίο δεν μπορεί ποτέ να υπακούσει.

            Εν ολίγοις, υπάρχει θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα σε μια ηθική, που λέει, ότι αυτός που κάνει το κακό (αυτό που θεωρώ, αυτό που θεωρούμε κακό) πρέπει παρά ταύτα να αντιμετωπίζεται ως άτομο, που δεν υποβιβάζεται εντελώς στο κακό που διαπράττει, ως άτομο, που μπορεί να αναπτύξει και άλλες δυνατότητες -αυτή η προτροπή έχει περιεχόμενο, δυνατότητα εφαρμογής, και αφορά σε μια συμπεριφορά, όχι σε συναισθήματα- και μια άλλη που λέει, ότι αυτόν που κάνει το κακό πρέπει να τον αγαπάς εξ’ ίσου, και μάλιστα περισσότερο από τους άλλους - πράγμα που καταλήγει σε μια ηθική η οποία, κυριολεκτικά, θα μας προέτρεπε να αγαπάμε τον Χίτλερ και τον Στάλιν. Σχηματοποιώ φυσικά, αλλά αυτή η εναλλακτική λύση είναι σαφώς παρούσα.

Η χριστιανική ηθική καταλήγει να μεταμορφώσει το άτομο σε αιώνιο ένοχο, που παραμένει πάντοτε ανεπαρκές απέναντι στον κανόνα. Είναι ως εκ τούτου καταδικασμένο να συμβιβάζεται διαρκώς με αυτό τον κανόνα, να ζει μέσα στον κομφορμισμό και στη διπλοπροσωπία.

Όσο για το κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, ο χριστιανισμός ξεκινά αγνοώντας το αναφανδόν: δεν μας αφορά, λένε τα ευαγγέλια, πάσα εξουσία εκ θεού, τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (είναι η Προς Ρωμαίους Επιστολή) κ.λπ.. Έτσι καταλήγουμε αναγκαστικά σε μια σχάση, σε μια διάσπαση. Από τη μια ένας δημόσιος χώρος, θεσμισμένος, όπου ο Καίσαρ κάνει ό,τι έχει να κάνει και όπου, παρ'όλες τις συζητήσεις περί αυτού, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να εφαρμοστούν οι κανόνες της ηθικής: ο εξομολογητής του βασιλιά μπορεί βεβαίως να του επιβάλλει μια μετάνοια επειδή διέταξε τη σφαγή μερικών χιλιάδων υπηκόων του, όμως αυτό δεν αλλάζει σε τίποτα τη νομιμότητα του βασιλιά. Από την άλλη, ένας ιδιωτικός χώρος, όπου ισχύει αυτή η μη πραγματοποιήσιμη προτροπή του να αγαπάς τον πλησίον σου, όποιος κι αν είναι αυτός, περισσότερο από τον εαυτό σου. Ασφαλώς, μετά τη θέσμισή του, ο χριστιανισμός απέκτησε εξαιρετική πνευματική ευρύτητα, οικειοποιούμενος μεγάλο τμήμα της αρχαίας φιλοσοφίας και των μεθόδων της, οπότε τα προβλήματα εμφανίζονται πιο επεξεργασμένα, συμπεριλαμβανομένων και των πολιτικών και ενεργοποιείται μια ολόκληρη σοφιστεία.

            Όλα αυτά τα βρίσκουμε, από κάποια στιγμή και μετά, στους Πατέρες της Εκκλησίας και στη συνέχεια στους θεολόγους του Μεσαίωνα. Και τα επιχειρήματα εξακοντίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις: για να καταδικάσουν το φόνο του βασιλιά ή για να τον δικαιολογήσουν ή και τα δύο... επειδή έχει επανεισαχθεί στον δημόσιο χώρο κάτι σαν θείο φυσικό δίκαιο, που ο μονάρχης είναι παρά ταύτα υποχρεωμένος να σεβαστεί. Δεν επιτυγχάνεται όμως ποτέ μια συμφωνία, ένα μονοσήμαντο δόγμα. Παραμένει σε τελευταία ανάλυση αυτή η διπλοπροσωπία της θέσμισης, ανάμεσα σε μια πολιτική, που προέρχεται από την απλή πραγματικότητα και σε μια ηθική, που περιορίζεται στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων.

Όμως, το σημαντικό -αυτός εξάλλου είναι και ο λόγος, που επέμεινα σε αυτή την παρέκβαση- είναι, ότι δεν υπάρχουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η διπλοπροσωπία, το ενσωματωμένο ψέμα στην πραγματική λειτουργία της κοινωνίας και στην παράσταση, που φτιάχνει η ίδια για τον εαυτό της και η οποία εξακολουθεί να υφίσταται από το Μεσαίωνα μέχρι τον σύγχρονο κόσμο μας. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε, ότι απουσιάζει από όλες τις ιστορικές κοινωνίες, με εξαίρεση τις μονοθεϊστικές. Οι Ασιάτες δεσπότες δεν θα πουν κάτι και θα κάνουν κάτι άλλο. Στην Ελλάδα, στη Ρώμη, δεν θα πουν, ότι όλα τα ανθρώπινα όντα είναι ίσα για να επικυρώσουν στη συνέχεια τις υπάρχουσες ιεραρχίες. Δεν θα ισχυριστούν, ότι η δικαιοσύνη οφείλει, να προέχει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, θα πουν ότι αυτό που υπερισχύει στις σχέσεις μεταξύ πόλεων, αν δεν είναι ίσες, είναι η βία. Δεν θα βρούμε όμως αυτές τις εξωφρενικές καταστάσεις, στις οποίες έχουμε από τη μια μεριά ένα διεθνές δίκαιο, που υποτίθεται ότι εξασφαλίζει τη δικαιοσύνη στις σχέσεις μεταξύ Κρατών και από την άλλη παρεμβάσεις στη Νικαράγουα, στα νησιά Φόκλαντ, στο Αφγανιστάν κ.α., καταστάσεις στις οποίες το δίκαιο δεν παίζει απολύτως κανένα ρόλο. Εφιστώ την προσοχή σας σε αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός: μία από τις συνθήκες ύπαρξης αυτού, που αποκαλούμε ιδεολογία - με την πραγματική έννοια του όρου και όχι με την έννοια που κολλά παντού, όπως στους αλθουσερικούς ή σε άλλους, που μιλάνε για ιδεολογία των Ελλήνων ή των Παπούα - είναι ακριβώς αυτός ο διχασμός ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.

Μια τέτοια απόσταση ανάμεσα σε απατηλό λόγο και πραγματικότητα της κοινωνικής δράσης έχει σημαντικές προεκτάσεις. Μια πραγματική ηθική μόνο στα εφ’ ημίν, σε ό,τι εξαρτάται από εμάς, μπορεί να αναφέρεται. Και είναι ουσιώδες να αναγνωρίσουμε αυτόν ακριβώς το χώρο της ψυχικής ζωής, που ο άνθρωπος δεν ελέγχει – εξ’ άλλου δεν μπορούμε να δούμε στη συγκεκριμένη περίπτωση τί θα σήμαινε ο έλεγχος. Μπορούμε να ελέγξουμε τη συμπεριφορά, που προέρχεται από τα συναισθήματα, όχι όμως τα ίδια τα συναισθήματα. Κατά συνέπεια, κάθε ηθική προτροπή απευθυνόμενη στα συναισθήματα είναι παράλογη. Ακόμη μεγαλύτερος παραλογισμός είναι η προσπάθεια επιβολής αδύνατων ή αντιφατικών συναισθημάτων.

Όποιος αγαπά όλο τον κόσμο φυσικά δεν αγαπά κανένα. Και όποιος αγαπά αυτό που μισεί δεν μισεί τίποτα - αλλά όποιος δεν μισεί τίποτα δεν επενδύει τίποτα συναισθηματικά. Πράγμα, που οριακά είναι δυνατό, αλλά αποτελεί εξ ορισμού αποκλειστικότητα ορισμένων ατόμων, χριστιανών αναχωρητών στην έρημο ή οπαδών του βουδισμού. Και η ύπαρξη αυτών των περιθωριακών ατόμων, ερημιτών ή αγίων επιτρέπει ταυτόχρονα στην κοινωνία να δικαιολογείται και να ενοχοποιείται δίνοντας στον εαυτό της την απατηλή απόδειξη της δυνατότητας να πραγματωθεί το διακηρυσσόμενο ιδεώδες. Ο άγιος τάδε το καταφέρνει, άρα η ηθική μας δεν είναι παράλογη· εμείς όμως δεν έχουμε το απαιτούμενο ανάστημα, πρέπει επομένως να εξιλασθούμε, να γονυπετήσουμε, να συνεισφέρουμε στους εράνους για την ανοικοδόμηση του ιερού ναού κ.λπ. - και ταυτόχρονα, αναμφίβολα, να μάθουμε να εξαπατάμε.

Ίσως υπήρξε κάποια στιγμή στην ιστορία του χριστιανισμού, που αυτή η διπλοπροσωπία δεν είχε ακόμη εμφανιστεί: Αναφέρομαι στους δύο πρώτους αιώνες της εξάπλωσής του (τον 2ο και τον 3ο μ.Χ. αιώνα) περίοδο, για την οποία έχει κανείς την εντύπωση σε μεγάλο βαθμό, ότι αυτοί οι χριστιανοί είχαν πράγματι παραιτηθεί από την εγκόσμια ζωή και περίμεναν ανά πάσα στιγμή τη Δευτέρα Παρουσία, την επιστροφή του Χριστού επί της γης. Ως εκ τούτου, η επίγεια ζωή -συμπεριλαμβανομένης βεβαίως και της ζωής των πολιτικών θεσμών- έχανε κάθε σημασία, αφού ο Μεσσίας θα εμφανιζόταν από τη μια στιγμή στην άλλη. 

Υπό αυτές τις συνθήκες, όταν τα άτομα ζουν μια ζωή, που μόνο κατ'όνομα είναι, ζωή, σε απόλυτη ετοιμότητα και με τις αποσκευές ανά χείρας για το ταξίδι στον άλλο κόσμο, είναι δυνατό να φανταστούμε εφαρμογή της χριστιανικής ηθικής που να μην αποτελεί διαρκή διπλοπροσωπία. Από τη στιγμή όμως που οι χριστιανοί εγκαθίστανται μόνιμα στη ζωή της κοινωνίας, και επομένως από τη στιγμή, όπου ο χριστιανισμός αναγνωρίζεται (το 313 μ.Χ., επί Κωνσταντίνου) και στη συνέχεια γίνεται η υποχρεωτική θρησκεία για όλους τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας επί ποινή διώξεων (384, ψήφισμα του Θεοδόσιου), η διπλοπροσωπία βρίσκεται στην καρδιά της χριστιανικής θέσμισης της κοινωνίας και η κατάσταση αυτή προεκτείνεται μέχρι τις μέρες μας με τη διάσταση ανάμεσα σε ένα δικαιολογητικό λόγο και στην πραγματικότητα.

Συμπεραίνοντας, ας επανέλθουμε σε δύο στοιχεία της άτυπης θέσμισης της κοινωνίας στην αρχαία Ελλάδα, δηλαδή τον έλεον και τη φιλίαν. Διαβάστε σχετικά ή ξαναδιαβάστε αυτό το υπέροχο χωρίο των «Ηθικών Νικομαχείων» (Η, 1155a 23-29), όπου ο Αριστοτέλης λέει, ότι πρόκειται για τη σημαντικότερη αρετή, σημαντικότερη ακόμη και από τη δικαιοσύνη, σε βαθμό που οι νομοθέτες δικαίως ασχολούνται περισσότερο με τη φιλία, παρά με τη δικαιοσύνη. Φράση πολύ περίεργη, που θα έπρεπε να αναλυθεί σε βάθος, τόσο σε σχέση με το ιστορικό ανάφορο, το οποίο έχει κατά νου ο Αριστοτέλης, όσο και για την κατανόηση της σημασίας της. 



Όπως και να 'χει το πράγμα, αντιμετωπίζει αρνητικά το γεγονός, ότι οι τύραννοι δεν συμβιβάζονται με τη φιλία μεταξύ πολιτών και προσθέτει, ότι αν η φιλία βασίλευε παντού στην πόλη, δεν θα υπήρχε ανάγκη δικαιοσύνης, διότι, όπως λέει η παροιμία, «τα πάντα είναι κοινά μεταξύ φίλων» («Ηθικά Νικομάχεια», Η, 1159 b 30). Χαράσσει έτσι ένα είδος προοπτικής - ορίου, ένα ιδεώδες, στο πλαίσιο του οποίου, ιδιαίτερα, το μεγάλο ερώτημα της διανεμητικής δικαιοσύνης (τι πρέπει να δοθεί σε ποιον;) δεν θα ετίθετο καν, δεδομένου, ότι δεν θα υπήρχε κανείς, που θα ήθελε να προστατεύσει τα αγαθά του ούτε θα είχε βλέψεις για τα αγαθά του άλλου, και όπου ακόμη και οι όροι «δικό μου» και «δικό σου» θα είχαν περιπέσει σε αχρησία.

πηγή: ekivolos

ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ ΝΑ ΔΙΔΑΧΘΕΙ Η ΑΡΕΤΗ;

$
0
0


Διδάσκοντας την πολιτική τέχνη, οι σοφιστές ισχυρίζονται ότι διδάσκουν την αρετή: δηλώνουν ότι γνωρίζουν πώς να διαμορφώσουν καλύτερους και ικανότερους πολίτες. Η αξίωση αυτή δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Κανείς ως τότε δεν είχε διεκδικήσει τον ρόλο του δασκάλου της αρετής. Δικαιολογημένα λοιπόν προκλήθηκε έντονη αντίδραση. Πολλοί θεώρησαν ότι η αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται, αλλά κάτι που κληρονομείται ή δίνεται από τη φύση. Άλλοι πάλι, όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτων, δεν αμφισβήτησαν ότι η αρετή είναι μια μορφή γνώσης, αλλά θέλησαν να δείξουν ότι οι σοφιστές είναι ανίκανοι να διδάξουν αυτή τη γνώση. Το βέβαιο είναι ότι η έννοια της αρετής βρέθηκε ξαφνικά στο επίκεντρο της φιλοσοφικής διαμάχης.

Τι είναι όμως η αρετή; Για τους παλαιότερους Έλληνες η αρετή συνδεόταν με την τιμή και την αναγνώριση, δεν ήταν όμως κάτι το ενιαίο. Η αρετή του πολεμιστή αναγόταν στη γενναιότητά του και η αρετή του τεχνίτη στη σωστή εκτέλεση της τέχνης του. Ακόμη και ένα άλογο μπορούσε να έχει τη δική του αρετή. Στο πολιτικό επίπεδο, η αρετή προσιδίαζε μόνο σε αυτούς που είχαν πρόσβαση στην εξουσία, στους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών, οι οποίοι είχαν αφομοιώσει ένα σύνολο σταθερών αξιών, όπως η ανδρεία στη μάχη, η αφιλοκέρδεια, η ηπιότητα προς τους φίλους και η αυστηρότητα προς τους εχθρούς - αυτοί ονομάζονταν καλοὶ κἀγαθοί. Ο όχλος δεν μπορούσε εξ ορισμού να είναι ενάρετος.

Όταν οι σοφιστές κάνουν λόγο για αρετή, έχουν στον νου τους ένα νέο παιδευτικό ιδεώδες καθολικής ισχύος. Στη δημοκρατική Αθήνα ενάρετος είναι ο εκπαιδευμένος πολίτης, αυτός που αποδεικνύει την αξιοσύνη του με την αποτελεσματική συμμετοχή του στα κοινά. Η ανάδειξη στον στίβο της πολιτικής δεν εξαρτάται από τις κληρονομημένες αξίες της αριστοκρατικής παράδοσης, αλλά από νέες δεξιότητες και γνώσεις - από τη ρητορική, νομική και ιστορική κατάρτιση του πολίτη. Οι σοφιστές ισχυρίζονται ότι αυτή η κατάρτιση είναι κάτι που διδάσκεται: η πολιτική αρετή είναι διδακτή.

Η νέα αντίληψη της αρετής ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με την «ισονομία», η οποία είχε ήδη επιβληθεί στη δημοκρατική πολιτεία. Στο φιλοσοφικό ωστόσο επίπεδο σήμαινε κάτι περισσότερο, κάτι το επαναστατικό: σήμαινε ότι όλοι οι άνθρωποι ξεκινούν στη ζωή τους από την ίδια αφετηρία, ότι είναι εκ φύσεως ίσοι. Όταν ο Σωκράτης προκαλεί τον Πρωταγόρα να αποδείξει ότι η αρετή είναι διδακτή, ο μεγάλος σοφιστής απαντά με έναν μύθο. Το ανθρώπινο γένος θα ήταν αδύνατο να επιβιώσει, αν ο Προμηθέας δεν το είχε εξοπλίσει με τη φωτιά και τις τέχνες. Με τα εφόδια αυτά οι άνθρωποι κατάφεραν ως έναν βαθμό να αντισταθούν στην επιθετικότητα των άλλων ζώων, επινόησαν τη θρησκεία και τη γλώσσα, απέκτησαν κάποια βασικά αγαθά και ειδικές τεχνικές δεξιότητες. Τους έλειπε όμως ακόμη η πολιτική τέχνη, και έτσι ήταν ανίκανοι να ζήσουν συλλογικά. Τότε ο Δίας αποφάσισε να τους βοηθήσει και τους χάρισε την Αιδώ και τη Δίκη (δηλαδή, τον σεβασμό προς τον άλλο και τη δικαιοσύνη), «για να οργανώσουν αρμονικές πολιτείες και να αναπτύξουν μεταξύ τους δεσμούς φιλίας». Με την Αιδώ και τη Δίκη εξοπλίστηκαν όλοι οι άνθρωποι, γιατί, κατά τον Δία, η πολιτική δεν είναι σαν τις άλλες τέχνες, που μόνο λίγοι τις κατέχουν. Ο νόμος που επέβαλε ο Δίας στους ανθρώπους ήταν «ότι όποιος δεν θα μετείχε στην Αιδώ και στη Δίκη, θα έπρεπε να εκτελείται (με την μεταφορική έννοια), γιατί αυτός είναι η αρρώστια της πόλης» (Πλάτων, Πρωταγόρας 322d).

Όλοι λοιπόν οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους προικισμένοι με τα σπέρματα της πολιτικής αρετής, και, επομένως, δικαιούνται να συμμετέχουν ισότιμα στα κοινά. Αν τώρα φροντίσουν αυτή την καλή πλευρά του εαυτού τους με την άσκηση και τη διδασκαλία, θα διακριθούν στην πολιτική πρακτική. Ο σοφιστής εμφανίζεται ακριβώς ως ο κατάλληλος μεσάζων, αυτός που έχει τη δυνατότητα να αναδείξει και να καλλιεργήσει την έμφυτη αρετή του πολίτη.

πηγή: greek-language.gr

ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ

$
0
0
Medea-Sandys


Κάθε Μήδεια είναι διαφορετική. Σε αντίθεση με τον γενικό κανόνα η Μήδεια απέφυγε να μετατραπεί σε πετρωμένο μύθο και διατήρησε αναλλοίωτο τον δυϊσμό των ιδιοτήτων της. Η διπλή της φύση – να έλκει και ταυτόχρονα να απωθεί – κέντρισε το ενδιαφέρον της κάθε εποχής και καθώς ο χρόνος επενέβαινε στην οπτική του μύθου το πέρασμα του ανανέωνε το πρόσωπο της Μήδειας. Έτσι κάθε γενιά ποιητών ανακάλυψε μια ξεχωριστή Μήδεια, όπως του Οβίδιου που είναι venefica και malefica, του Πίνδαρου παμφάρμακη ξείνα και του Jean Anouilh ματαιόδοξη. Σήμερα αντλούμε το υλικό μας μέσα από ένα πλήθος από ξεχωριστές Μήδειες. Την προ-Ευριπίδεια του μύθου της αργοναυτικής εκστρατείας και των Κορινθιακών ιερουργιών, την Μήδεια της αττικής και ρωμαϊκής τραγωδίας, της κεραμικής, της αναγεννησιακής ζωγραφικής, της λογοτεχνίας, της χορογραφίας, της όπερας, των comics και του κινηματογράφου[1].

Πόσες πράγματι εκδοχές για να επιλέξουμε: Σκοτεινή, βάρβαρη, μάγισσα, ιέρεια, μητριαρχική, απρόβλεπτη, μεθοδική, εκδικήτρια, εγκληματική, σαγηνευτική, θελκτική αλλά και απεχθής και αποκρουστική. Η Μήδεια έχει την ικανότητα να είναι ξέχωρα και όλα απατημένη, χειραφετημένη, τραγική, δυστυχισμένη, σύζυγος, γυναίκα, ερωμένη, μητέρα. Όλες οι παραπάνω ιδιότητες συγκλίνουν σε ένα όνομα: Μήδεια, Μedea, Médée.
Στρατευμένη τραγωδία
Οι Έλληνες αντιμετώπιζαν τον μύθο ως ιστορία. Μύθος και πραγματικότητα συμπλέκονταν μεταξύ τους χωρίς διακριτά όρια. Από τον 5ο αιώνα η τραγωδία και η ιστοριογραφία θα διαχωρίσουν αυτές τις δύο περιοχές. Όπως παρατηρεί ο Bruno Snell στην Ανακάλυψη του πνεύματος[2], η αττική ποίηση για να δώσει συνέχεια στον μύθο και να τον κάνει κατάλληλο για σκηνική παρουσία αντιμετώπισε πρόσωπα και μυθικά γεγονότα με ρεαλισμό υποβιβάζοντας τις μορφές των ηρώων από το θεϊκό στο γήινο. Στην τραγωδία η Μήδεια χάνει την υπερβατική της μορφή και παύει να είναι η μυθική απρόσιτη φιγούρα αλλά αποκτά ανθρώπινα στοιχεία και μοιράζεται παρόμοια πάθη και αδυναμίες με τους ακροατές. Με την τεχνική αυτή εξασφαλίζεται η συμπάθεια του θεατή και προετοιμάζεται το έδαφος για την αριστοτέλεια κάθαρσηΑυτός ο ρεαλισμός επιτυγχάνει και ένα άλλο αποτέλεσμα καθώς εκδημοκρατικοποιεί την μυθολογία προς όφελος της πολιτείας. Τα πρόσωπα στην ορχήστρα θα μπορούσαν να είναι ο οποιοσδήποτε από τους ακροατές. Και τα πάθη, τα διλήμματα, οι συνέπειες των ενεργειών τους μπορεί να είναι τα δικά τους. Επομένως οι κρίσεις που διαδραματίζονται επί σκηνής έχουν μια επιπλέον αξία να αποτελέσουν παράδειγμα ηθικής κρίσης για τις αποφάσεις του δήμου. Γι’ αυτόν τον λόγο λέμε πως οι τραγωδίες δεν διασκέδαζαν αλλά δίδασκαν. Συγκροτούσαν χαρακτήρες αντί να διασκορπίζουν διαθέσεις. Ποτέ άλλοτε και καμιά άλλη μορφή τέχνης δεν άγγιξε τέτοιο βαθμό στράτευσης με το καθεστώς όσο η αττική τραγωδία.
Παιδοκτόνος Μήδεια
Ήδη στην ομώνυμη τραγωδία ο Ευριπίδης μας παρέδωσε μία Μήδεια μεταμορφωμένη στα πρότυπα της ανάγκης να προσαρμοστεί ο μύθος στις απαιτήσεις ενός δημοκρατικού ακροατηρίου. Το πιο πιθανό είναι πως ο Ευριπίδης πρώτος από όλους πρόσθεσε αυτός το στοιχείο της παιδοκτονίας. Μέχρι εκείνη την στιγμή η Μήδεια είναι μεν ένα βάρβαρο και αλλότριο πρόσωπο αλλά όχι ακόμα παιδοκτόνος. Σήμερα μπορεί η ουσία της Μήδειας να βρίσκεται στην δολοφονία των παιδιών της αλλά ο Ευριπίδης πρωτοτυπεί και ανασκευάσει ριζικά τον μύθο συνθέτοντας τον με δικά του στοιχεία. Υπό αυτή την έννοια κάθε διασκευή της Μήδειας από τον Ευριπίδη και μετά κρατάει κάτι από την κλασική της essentia: για να είναι κλασική πρέπει να είναι και πρωτότυπη.
            Η ελληνική μυθολογία ήταν ανέκαθεν άκαρδη με τα παιδιά και παρουσιάζει παραδόσεις παιδοκτονίας πολύ πριν από τη Μήδεια του Ευριπίδη. Εκτός από την Ινώ, την κόρη του Κάδμου που σκότωσε σε στιγμή αλλοφροσύνης τα δύο της παιδιά και που τον μύθο της αναπολεί ο χορός στην Μήδεια(στ 1283) έχουμε τον Κρόνο που τρώει τα παιδιά του, τα θυέστεια δείπνα, την σφαγή του υιού της Πρόκνης με την αδερφή της Φιλομήλα, την θυσία της Ιφιγένειας, την τρέλα του Ηρακλή (Ιερά νόσος) και, τέλος, μην ξεχνάμε το πως συμπεριφέρθηκε η Ήρα μόλις αντίκρισε τον δύσμορφο νεογέννητο Ήφαιστο. Σε όλες αυτές τις παραδόσεις συμπεριλαμβάνονται φόνοι τέκνων αν και όχι πάντα από τους γονείς τους αλλά σε κάθε περίπτωση την μοίρα των παιδιών σφραγίζουν οι πράξεις των γονέων τους. Κυρίαρχο πάντως κίνητρο που ωθεί τον παιδοκτόνο προς την πράξη του είναι ο θυμός (το κινούν αίσθημα) και η επιθυμία για εκδίκηση.
Η Κόλχισσα βασιλοκόρη στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης
Το στοιχείο της Μήδειας ανάμεσα στη μητρική αγάπη και τον ψυχωτικό φόνο είναι που έχει απομονώσει η σύγχρονη ψυχολογία για να την κάνει πρότυπο μιας ιδιότυπης μορφής ψυχοσύνθεσης το ομώνυμο σύνδρομο της Μήδειας. Τα παιδιά αποτελούν θύματα συμβολισμού καθώς με τον φόνο τους είτε επιδιώκεται να τιμωρηθεί ένας ενήλικας, λόγου χάρη να εκφραστεί η οργή των γυναικών προς τους συζύγους τους, είτε να χρησιμοποιηθούν ως προβολή για να ξορκιστεί ένα κακοποιημένο παρελθόν ή μια διεστραμμένη νεύρωση με κυρίαρχη την περίπτωση επιλόχειας ψύχωσης. Η σύγχρονη Μήδεια κατά τους ψυχολόγους μπορεί και στρέφεται εναντίον του ίδιου της του εαυτού καθώς σκοτώνοντας τα παιδιά της αποβάλει ένα «κακό μέρος του εαυτού της». Αλλά αν και αυτή η επιστημονική προσέγγιση εμπλουτίζει με ένα είδος ποιητικού κύρους το κουρασμένο λεξιλόγιο των ιατρικών όρων ωστόσο φτωχαίνει κατά πολύ την ίδια τη σημασία της Μήδειας καθώς κάθε μητέρα στης οποίας το πεδίο ευθύνης συναντάμε θάνατο παιδιών καταγράφεται ως «Μήδεια» και πάνω από τον παρονομαστή της παιδοκτονίας τοποθετούνται ασύνδετες με την Μήδεια περιπτώσεις, όπως η βρεφοκτονία από το άγχος της εγκυμοσύνης (συνήθως στα πρώτα 24ώρα).
            Ο Ευριπίδης πολύ πιο διεισδυτικός χωρίς να υστερεί στην κατανόηση της ψυχολογίας προσέγγισε την Μήδεια με βάση το ενδιαφέρον του για τέσσερα βασικά χαρακτηριστικά που είτε βρίσκονταν στον μύθο είτε τα πρόσθεσε αυτός: α) Την εσωτερική πάλη της Μήδειας στην σύγκρουση του θυμού με τα βουλεύματατης, β) τη δεινή της θέση ως βάρβαρης γυναίκας αλλά πνευματικά ισάξιας με τους άντρες αντιπάλους της, γ) την αντίστιξη μεταξύ δύο διαφορετικών ειδών ευτυχίας: της υλιστικής συμφεροντολογικής καλοτυχίας που προτάσσει ο σοφιστής Ιάσονας και της άυλης και συναισθηματικής, σχεδόν ιερής, ευδαιμονίας που αντιπροσωπεύει η Μήδεια, και δ) τον θρίαμβο της Μήδειας όταν από θύμα προδοσίας μετατρέπεται σε ανελέητο εκδικητή.
Σύγκρουση φύλων και κόσμων
Η ακρότητα της Μήδειας έχει να επιδείξει κάτι καθολικό στο οποίο μπορούμε να διακρίνουμε μια όχι και τόσο γνώριμη πλευρά της ανθρωπότητας. Η έξαρση της οργής της δεν είναι καθόλου ένα απλό ξέσπασμα παθολογικής ψυχασθένειας όπως έχει κυρίως εστιάσει την προσοχή της η ψυχολογία. Η Μήδεια αντιπροσωπεύει ένα πρόσωπο του οποίου κάθε ιερή έδρα έχει τσαλαπατηθεί με άτιμο και άδικο τρόπο. Ο Ιάσονας αμετανόητος και υπερόπτης προσφεύγει σε νομικίστικα τερτίπια για να πετάξει στο λάκκο με τα σκουπίδια όλους τους μεγάλους όρκους (στ.161) με τους οποίους είχαν συνάψει τους γάμους. Αυτές οι ανταλλαγές όρκων δεν αποτελούν για την Μήδεια τυπικές κοινωνικές καρικατούρες αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της τάξης του κόσμου. Για αυτό της φαίνεται αδιανόητη η πράξη των ὃρκων δέ φρούδη πίστης (στ. 492), η καταπάτηση των κοινών όρκων που έδωσε με τον Ιάσονα ακριβώς γιατί διασαλεύουν την κοσμική τάξη ανατρέποντας τους υπάρχοντες νόμους θεοίς οὐκ ἂρχειν ἒτι και καινά κεῖσθαι θέσμι’ ἀνθρώποις τά νῦν(στ.493-94). Η σύγκρουση επομένως της Μήδειας με τον Ιάσονα υπερβαίνει μια διένεξη ανδρόγυνου και λαμβάνει διαστάσεις κοσμοαντιλήψεων για την συγκρότηση της κοινωνίας. Ο Ιάσων αντιπροσωπεύει τους νόμους του συμφέροντος ενώ η Μήδεια τους δεσμούς του αίματος. Καθώς η Μήδεια εγκαταλείπεται από κάθε τι που θεωρούσε έως εκείνη την στιγμή ιερό εισέρχεται σε ένα κόσμο που κυριαρχείται από την ωφελιμιστική σχετικότητα – αντίθεση που αντιπροσωπεύει ο «βάρβαρος» απέναντι στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Η Μήδεια αρνείται να συνθηκολογήσει, η ακρότητα του εγκλήματος στο οποίο καταλήγει αποσκοπεί στην αποκατάσταση της συμπαντικής τάξης. Το έγκλημα της πολύ περισσότερο από μια ψυχοπαθολογική συμπεριφορά είναι όργανο δικαιοσύνης.
Ω! Τι δύστυχη το πείσμα μου με κάνει! (στ. 1028)
Όλη η ουσία της Ευριπίδειας Μήδειας βρίσκεται στους στίχους 1079-80, Κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων, ὅσπερ μεγιστων αἲτιος κακῶν βροτοῖς, η Μήδεια στην εσωτερική της σύγκρουση μεταξύ δύο αντίθετων τάσεων διχάζεται αν το μίσος που τρέφει για τον Ιάσονα θα υπερισχύσει της μητρικής της αγάπης. Στο τέλος αποφασίζει: παρόλο που γνωρίζω τον τρομερό χαρακτήρα της πράξης μου, ο θυμός μου είναι μεγαλύτερος από την βούληση μου, αυτή είναι η μέγιστη αιτία που γεννά τα δεινά στους θνητούς. Όπως και από το στόμα της Φαίδρας αργότερα, έτσι και εδώ ο Ευριπίδης καταθέτει τον σκεπτικισμό του απέναντι στις σωκρατικές θέσεις οι οποίες απέδιδαν ως αιτία του κακού στην λανθασμένη κρίση και επεδίωκαν την κατάκτηση του αγαθού μέσω της γνώσης (βλ. Πρωταγόρας)[3]. Ο Ευριπίδης όμως εκφράζει αντίθετη άποψη: οι άνθρωποι ακόμα και αν γνωρίζουμε το καλό υπάρχει μέσα μας μια σκοτεινή δύναμη που είναι επικρατέστερη της ικανότητας μας για ορθή κρίση και η οποία μας παρασέρνει προς την καταστροφή.
            Η Μήδεια στερήθηκε από τους άνδρες το έλεος και τη δικαιοσύνη. Ως γυναίκα είναι αναγκασμένη, και έτσι αναμένεται από όλους, να μην φέρει αντίρρηση και ας την αδικούνε (στ 313-314). Η Μήδεια, απελπιστικά μόνη και προδομένη, βρίσκεται ξένη σε ένα αφιλόξενο τόπο χωρίς να την στέργει κανείς εκτός από τις Κορίνθιες γυναίκες του χορού. Αλλά και αυτές ως γυναίκες και Ελληνίδες είναι αδύναμα πλάσματα, ανίσχυρες να πράξουν αντίθετα στους άνδρες[4] και δεν μπορούν να την βοηθήσουν εκτός από το να της εκφράζουν την συμπάθεια τους. Παντών δ’ ὅσ’ ἔστ’ἔμψυχα και γνώμην ἔχει γυναῖκες ἐσμεν ἀθλιώτατον φυτόν (στ. 230), «από όσα έχουν ψυχή και νου, οι γυναίκες είμαστε το πιο δυστυχισμένο πλάσμα», λέει η Μήδεια καθώς απευθύνεται στο χορό. Αλλά στην πραγματικότητα η Μήδεια μόνο αδύναμη δεν είναι. Η γυναικεία φύση της δεν αποτελεί για αυτήν αιτία αδυναμίας όπως συμβαίνει με τις άλλες γυναίκες του «πολιτισμένου» κόσμου των Ελλήνων, αλλά την θηλυκή δύναμη του έρωτα και θα ξεσπάσει με αμείλικτη οργή απέναντι στον τύραννο Κρέοντα και τον παγκάκιστο (στ. 464) και κάκιστ’ ἀνδρῶν (στ. 488) Ιάσονα. Το συναίσθημα της, ο θυμός της βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την λογική. Από εδώ και πέρα οι ψυχικές τις μεταστροφές θα είναι αλλεπάλληλες. Οι διαρκείς μεταπτώσεις της δραματοποιούνται σε πέντε διαδοχικούς χρόνους, δηλαδή σε τέσσερις αιφνίδιες μεταστροφές[5] και δηλώνουν τη δυσκολία της να καταλήξει σε απόφαση, στην ουσία κάνουν την Μήδεια του Ευριπίδη να συμπεριφέρεται σαν να πρόκειται για δύο πρόσωπα και όχι για ένα. Ακόμα και τα ίδια της τα μέλη συμπεριφέρονται αλλοπρόσαλλα λες και έχουν αποκοπεί από τον εαυτό της[6]. Η καρδιά της που λυπάται τα παιδιά της στο στίχο 1056 σε αντίθεση με το πάντερμο χέρι που είναι έτοιμο να πράξει το μοιρόγραφτο κακό στον στίχο 1243 λες και αποκομμένο από την βούληση της αποφασίζει από μόνο του. Την αμφισημία της Μήδειας συναντάμε και στους στίχους 1077 όπου θρηνεί τα παιδιά της σαν να μην είναι αυτή που σχεδιάζει να τα σκοτώσει αλλά κάποιος άλλος που πρόκειται να της τα πάρει μακριά, και στους στίχους 928-931 όταν για μία στιγμή ο Ιάσονας φαινομενικά συμφιλιωμένος μαζί της παίρνει τα παιδιά της στην αγκαλιά του. Εκείνη η απατηλή ελπίδα για συνένωση της οικογένειας –αν και δικό της δημιούργημα καθώς εξυπηρετεί τους σκοπούς της εκδίκησης– ξυπνά τη μητρική αγωνία μήπως κάποιος ξένος βλάψει τα παιδιά της και μπροστά σε αυτό τον φόβο δάκρυα έρχονται στα μάτια της ἒτοικτον αὐτους ζῆν δ’ ὃτ΄έξηυχου τέκνα, ἐσῆλθέ μ’ οἷκτος εἰ γενήσεται τάδε, «τα γέννησα», λέει, «και τη στιγμή που ευχόσουν να ζήσουν, με πλημμύρισε ένας φόβος μήπως αυτό δε γίνει». Αλλά είναι η ίδια που αργότερα θα επαναλάβει δυο φορές τα ίδια λόγια στους στ. 1063 και 1241 ἡμεῖς κτενοῦμεν, οἳπερ ἐξεφύσαμενεγώ θα σκοτώσω ό,τι έδωσα ζωή. Ένα ακόμα σημάδι της ασυναρτησίας που καθοδηγεί την Μήδεια.
Ο Κένταυρος του Παζολίνι
 Στη Μήδεια του Παζολίνι υπάρχει η σκηνή όπου ο κένταυρος Χείρων εμφανίζεται στον Ιάσονα με δύο μορφές: ο κένταυρος της δεισιδαιμονίας και ο διαφωτισμένος κένταυρος. Εκεί ο Παζολίνι, διαμέσου του στόματος του Χείρωνα, παρουσιάζει τη Μήδεια ως Ιέρεια της αρχέγονης μητριαρχικής χθόνιας-γεωργικής λατρείας. Το ταξίδι της Μήδειας από την Κολχίδα, τόπο της γεωργικής δεισιδαιμονίας, προς στην Κόρινθο, τόπο της νομικά οργανωμένης πόλεως, αποδόθηκε από τον Παζολίνι ως συμβολισμός για το πέρασμα της ανθρωπότητας από την εποχή λατρείας των φυσικών δυνάμεων στην εποχή της απομάγευσης. Έτσι, η αντίθεση βάρβαροι-έλληνες παύει να είναι απλά μια αντίθεση πολιτισμών αλλά εκφράζει το καθολικό πέρασμα του πνεύματος από τον μύθο στον λόγο[7]. Η σαγήνη που προκαλεί ο Ιάσονας στη Μήδεια, η ερωτική αποπλάνηση της χθόνιας ιέρειας εκφράζει την βαθμιαία υποκατάσταση του μυστικισμού από την επιστήμη. Αλλά και η αγάπη που έχει ο Ιάσονας προς την Μήδεια εκφράζει την νοσταλγία του ορθολογιστή ανθρώπου προς την προηγούμενη «αθώα» μαγική του κατάσταση όταν τα πάντα σύνεχε μεταξύ τους ένα καθολικό νόημα. Η Μήδεια μακριά από τον τόπο της, εξιστορεί ο Χείρων, υφίσταται μία «πνευματική καταστροφή», στερημένη καθώς είναι από τον δεσμό του κόσμου χάνει τον πνευματικό της προσανατολισμό και ως κάτοικος της Κορίνθου, «ενός κόσμου που αγνοεί και δεν μπορεί να πιστέψει», αποξενώνεται από τη δύναμη της. Η προδοσία του Ιάσονα θα την επαναφέρει στην πρώτη φύση καθώς θα την κάνει να αντιληφθεί πως δεν έχει καμία θέση στον χώρο της Κορίνθου· «άλλαξαν οι νόμοι σε μια νύχτα και δεν το γνωρίζω;» αναφωνεί η Μήδεια και συνειδητοποιεί πως ο κόσμος της ελληνικής πόλεως, των σοφιστών και των νόμων ισοπεδώνει ό,τι προηγουμένως θεωρούσε ιερό. Οι όρκοι που έδωσε με τον Ιάσονα σφίγγοντας ο ένας το δεξί χέρι του άλλου για να γίνει ιερή η ένωση τους δεν έχει καμία απολύτως νομική υπόσταση στη Κόρινθο. Για αυτόν τον λόγο ο Ιάσονας αντιμετωπίζει χωρίς ηθικό κόλλημα την αθέτηση του όρκου του προς την Μήδεια. Για τους νόμους της Κορίνθου ο Ιάσονας είναι τυπικά άγαμος. Ο θρίαμβος της Μήδειας επί του Ιάσονα και του Κρέοντα συμβολίζει τον θρίαμβο της ιερότητας επί του ορθού λόγου. Στην όπερα του Luigi Cherubini, στην τελευταία σκηνή η Μήδεια, επάνω σε άρμα που σέρνουν δράκοντες, επιστρέφει στον κόσμο του μυστηρίου απευθυνόμενη για τελευταία φορά στον Ιάσονα του λέει «θα σε περιμένω στο ποτάμι της Στυγός». Η πρόσκληση αυτή αντηχεί και στο σήμερα.
Ε cheIo son Medea!
Η Μήδεια για να μπορέσει να φτάσει στο τέρμα της εκδίκησης είναι αναγκασμένη προηγουμένως να υποστεί συναισθηματικό ακρωτηριασμό. Το εμπόδιο της μητρότητας το αντιπαρέρχεται διαμέσου του θιγμένου της ναρκισσισμού. Στον Luigi Cherubini την στιγμή που η Μήδεια αντικρίζοντας την γλυκύτατη όψη των παιδιών της μαλακώνει την αγριεμένη της ψυχή και όλα δείχνουν πως η αγάπη θα νικήσει τον θυμό της αναφωνεί: «Και λοιπόν; Εγώ είμαι η Μήδεια!» και σφυρηλατεί με τον εγωισμό την θέληση της. Πριν η ίδια σκοτώσει τα παιδιά της πρέπει να δολοφονήσει μέσα της το μητρικό στοιχείο μη κακισθῆς μηδ’ ἀναμνησθῆς τέκνων, «να μην λιγοψυχήσεις και να μην θυμάσαι πως είναι τα δικά σου παιδιά», λαθοῦ βραχεῖας ἡμέραν παίδων σέθεν, κἂπειτα θρηνει (στ. 1240-1245), «σήμερα ξέχνα πως είναι τα παιδιά σου και έπειτα θρήνησε τα». Ο μοναδικός τρόπος να κατανοήσουμε την προσήλωση της Μήδειας στον σκοπό αυτό είναι να αντιληφθούμε τη σημασία που είχε για τον αρχαϊκό άνθρωπο η διαιώνιση της γενιάς του από αρσενικούς απογόνους. Όπως επισημαίνει ο Fustel De Coulanges στο Αρχαία Πόλη[8], η γαλήνη του νεκρού εξαρτάται από τις πρέπουσες τιμές και την ταφή που του αποδίδουν οι απόγονοι του. Ο νεκρός μπορεί και ευδαιμονεί μετά θάνατο μόνο χάρη στις σπονδές που του αποδίδουν οι αρσενικοί του γόνοι. Με την δολοφονία των παιδιών και της νέας του γυναίκας Γλαύκης η Μήδεια διακόπτει οριστικά την συνέχεια της γενιάς του Ιάσωνα και κατορθώνει να του στερήσει την ψυχική του ανάπαυση μετά τον θάνατο. Η εκδίκηση της Μήδειας θα τον ακολουθεί ακόμα και στον τάφο.
Η πολιτική στην Μήδεια
 Ας έχουμε υπόψη μας πως ο Ευριπίδης δεν κρίνει τη Μήδεια, αντίθετα η Μήδεια είναι από τις σωζόμενες τραγωδίες ο μοναδικός δολοφόνος που μένει ατιμώρητη και θριαμβευτής. Τον Ευριπίδη τον ενδιαφέρει περισσότερο να παρουσιάσει στους συμπολίτες του την ρευστότητα των καταστάσεων μεταξύ ψυχής και ισχύος παρά να αποδώσει δικαιοσύνη. Αφήνοντας ατιμώρητη την Μήδεια υπενθυμίζει στους συμπολίτες του –και διαχρονικά και σε εμάς– πως ποτέ δεν πρέπει να παρασυρθούμε από την αλαζονεία της ισχύος όπως ο Ιάσονας. Ποτέ δεν μπορείς οριστικά να πεις πότε ο υποτελής, ο ταπεινωμένος, το θύμα, ο οποιοσδήποτε βρίσκεται σε θέση στέρησης έχει πράγματι απολέσει το πεδίο δράσης και επιλογών. Το αντίθετο· όσο πιο περιορισμένος και σε δεινή θέση είναι ένας άνθρωπος, η αντίδραση του θα είναι ανάλογη της δεινότητας του: βίαιη και θηριώδης. Δεδομένου πως η Μήδεια διδάχτηκε το 431πΧ, λίγο πριν την έναρξη της πελοποννησιακής σύρραξης, με τα γνωστά αποτελέσματα για την πόλη και την ηγεμονία της Αθήνας μπορούμε σήμερα να δούμε πόσο δίκιο είχε ο Ευριπίδης και πόσο λίγο τον κατανόησαν οι συμπολίτες του.
Σύγχρονες Μήδειες
Νεότερες Μήδειες στο θέατρο έχουν δοθεί από τον γάλλο Jean Anouilh και τον γερμανό Heiner Müller. Και οι δύο ακολουθούν στις βασικές κατευθύνσεις την παράδοση του μύθου. Οι Μήδειες τους όμως ανήκουν στον 20ο αιώνα και το σανίδι επάνω στο οποίο πατάνε είναι φτιαγμένο από υλικά της βαρβαρότητας και της αποξένωσης του αιώνα που πέρασε. Η Μήδεια των Anouilh και Müller είναι σκληρή και εγωίστρια, είναι μια γυναίκα που έχει χειραφετηθεί και η οποία διεκδικεί τον πρώτο λόγο στην ζωή της. Είναι μια γυναίκα που συμμετέχει στον έρωτα όχι για να δοθεί στον άνδρα που θα την αποκτήσει, όχι για να θυσιάσει τα παλάτια και την πολυτέλεια της για χάρη του Ιάσωνα, αλλά για να ακολουθήσει τον δικό της κανόνα και για τη δική της ικανοποίηση. Το πάθος που κινεί την σύγχρονη Μήδεια πηγάζει από την έλξη της για ελευθερία. Η Μήδεια του 20ου αιώνα είναι επιτέλους ίση με τον Ιάσωνα. Τον κοιτάζει στα μάτια χωρίς να παραβαίνει κάποιο περιορισμό αλλά ως αναφαίρετο πλέον δικαίωμα της και του επιστρέφει στα ίσα κάθε χτύπημα που της δίνει και ακόμα περισσότερα.
             Η Μήδεια του Müller κραυγάζει: «θέλω να σπάσω στα δύο την ανθρωπότητα και να κατοικήσω στο άδειο κέντρο εγώ, μήτε γυναίκα μήτε άνδρας» / Will ich die Menschheit in zwei Stücke brechen Und wohnen in der leeren Mitte Ich Kein Weib kein Mann. Τι σόι πλάσμα είναι αυτό που στρέφεται ενάντια στη φύση του; Που απορρίπτει εξίσου τη θηλυκότητα του και μαζί το αρσενικό του ζεύγος; Ο Müller μας παρουσιάζει στη σκηνή το Μεταγύναιο. Ένα πλάσμα ουδέτερο, ούτε ακριβώς γυναίκα ούτε άνδρας, παρά μονάχα ένα ηχηρό, σε άχρωμα γερμανικά, ξερατό θυμού, μια αυταρέσκεια απόσταγμα της νεωτερικότητας. Οι κριτικοί γράφουν για τη Μήδεια του Müller πως αντιπροσωπεύει τον ξένο, τον απόκληρο, το θύμα της αποικιοκρατίας και του δυτικού ιμπεριαλισμού. Οι αργοναύτες θα μπορούσε να πει κανείς πως στέκονται στον αντίποδα ως εκπρόσωποι κάθε ανεκπλήρωτης υπόσχεσης. Η διαλεκτική του θεάτρου μπερδεύεται με τρόπο αβέβαιο με τη διαλεκτική του Διαφωτισμού. Η Μήδεια από μύθος μετατρέπεται σε κοινωνιολογία. Το θέατρο του Müller αν δεν είχε ως θέμα του τη Μήδεια είναι αμφίβολο εάν θα κατάφερνε ποτέ να κερδίσει κάτι από το ενδιαφέρον μας.
                    Η Μήδεια του Anouilh είναι παλαιότερη από του Müller και επομένως πιο προσηλωμένη και πιο απαιτητική στον έρωτα. Μόνο που και εδώ έρωτας και εγωισμός χάνουν τα διακριτά τους όρια και ταυτίζονται σε τέτοιο βαθμό όπου το μόνο που απομένει να είναι ο έρωτας για τον εγωισμό. Ο Anouilh είτε θέλει να καταγγείλει είτε απλά να παρουσιάσει τα σύγχρονα ζευγάρια όπως είναι μας δίνει δύο εραστές «κολλημένους στο μίσος τους σαν μύιγες» όχι από συναίσθημα αλλά από αρρώστια. Και οι δύο προσπαθούν να απεγκλωβιστούν αλλά η νοσηρότητα τους κρατάει δεμένους. Η Μήδεια για άλλη μια φορά φτάνει ως στα άκρα, ο Ιάσωνας πιο μεταμορφωμένος όχι τόσο υπολογιστικός και ψυχρός όσο στον Ευριπίδη προσπαθεί να ξαναχτίσει με υπομονή και χωρίς ψευδαισθήσεις μέσα από τα ρημάδια της προδομένης του εφηβείας «τη φτωχή του αντρική αρματωσιά κάτω από το αδιάφορο πνεύμα των θεών». Η λύση του εξακολουθεί να περιλαμβάνει κανένα άλλο παρά μονάχα τον εαυτό του. Η Μήδεια αντιδρά με τον τρόπο που ξέρει καλύτερα και αφανίζει ότι βρίσκεται μπροστά της συμπεριλαμβανομένης της ίδιας της ύπαρξής της αφήνοντας στην σκηνή το κατακάθι της από στάχτη και κόκκαλα. Ο φύλακας στο τέλος του έργου με αδιάφορο ύφος απαντώντας στις ερωτήσεις της τροφού μιλάει για τον θερισμό που ξεκίνησε. Στην Μήδεια του Jean Anouilh η ρουτίνα της καθημερινότητας παίρνει θέση στην τάξη του κόσμου.
                  Δεν υπάρχει Μήδεια που να μην γεννά ανάμεικτα αισθήματα έλξης και απέχθειας. Το διαχρονικό ενδιαφέρον για τη Μήδεια οφείλεται ακριβώς σε αυτή της την ικανότητα να είναι πάντα πρόσφορη σε νέες και διαφορετικές ανασκευές, να μήδεται πάντα εκ νέουνα επινοεί τον εαυτό της και να αψηφά κάθε ερμηνευτική που επιχειρεί να την ταξινομήσει σε καλούπια. Μέσα από τις μεταμορφώσεις της εξακολουθεί και διατηρεί ακέραιη την μοναδικότητα της, ποτέ πια μανάδες δεν θα δώσουν στις κόρες τους το όνομα Μήδεια.
Η Μήδεια είναι, θα είναι πάντα, αδάμαστη.
[1]              Εκτός από την Μήδεια του Ευριπίδη, του Ησίοδου και του Πίνδαρου που αποτελούν ασφαλώς αφετηρία για τις μετέπειτα ερμηνείες ο κατάλογος είναι μακρύς: Μήδεια του Νεόφρονος, του Δικαιογένη, του Καρκίνου, του Εύμελου και από τους Λατίνους: Πλακούβιος, Άττιος, Έννιος που έγραψε δύο Μήδειες, Σενέκας (η μοναδική που σώζεται) και Οβίδιου (Μεταμορφώσεις VII και στην Ηρωϊδα XII). Ενώ ο κατάλογος της σύγχρονης λογοτεχνίας δεν υστερεί: Μήδεια του Ντε λα Περύζ (1553), Πιέρ Κορνέιγ (1635), Λονγκπιέρ (1694), Ερνέστ Λεγκουβέ (1854), Κατύλ Μεντές (1898), Jean Anouilh (1946), και η «ερημωμένη»Μήδεια του Heiner Müller (1982) . Εξαιρετική η δραματική χορογραφία Jason et Médée ( 1763 ) του Jean-Georges Noverre. Από όπερα ξεχωρίζουν η Μήδεια του Marc-Antoine Charpentier ( 1693), με πιο σημαντική αυτή του Luigi Cherubini (1797). Στον κινηματογράφο εμβληματική είναι η Μήδεια του Παζολίνι και αξιομνημόνευτη του Lars von Τrier ενώ η Ιαπωνική παραγωγή της Μήδειας το 1984 από τον σκηνοθέτη Yukio Ninagawa είναι η μέχρι τώρα καλύτερη, κατά την γνώμη μας, σύγχρονη θεατρική απόδοση. Τέλος, οφείλουμε να πούμε πως είναι απλά αδύνατο να θέλει να μιλήσει κανείς για Μήδεια χωρίς να έρχεται στο νου του το πρόσωπο της Κάλλας. Η Μήδεια στην Μαρία Κάλλας βρήκε το ιδανικό της πρότυπο, όχι μόνο για την ερμηνεία της στην όπερα Μήδεια του Cherubini αλλά και για πολλά περισσότερα.
[2]              Brunno Snell, Η ανακάλυψη του πνεύματος/Die Entdeckung des Geistes 1948, εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας.
[3]              Ο Σωκράτης λέει στον Πρωταγόρα απευθυνόμενος στον ίδιο τον σοφιστή: «Ξέρεις όμως ότι ο πολύς ο κόσμος δεν δέχονται ότι εγώ και συ. Υποστηρίζουν αντίθετα, ότι πολλοί, ενώ γνωρίζουν τα άριστα, δε θέλουν να τα πράττουν, αν και είναι στο χέρι τους αλλά πράττουν άλλα». Πολλοί μελετητές υποστηρίζουν πως αναμεταξύ του 431 και του 427πχ που χρονολογούνται η Μήδεια και ο Ιππόλυτος του Ευριπίδη και αποδίδεται ο χρόνος του Πρωταγόρα του Πλάτωνα καταγράφεται ένας υπαρκτός διάλογος ανάμεσα στους δύο άνδρες: είτε τις πράξεις μας καθοδηγούν ψυχικά πάθη ισχυρότερα από την κρίση μας ( Ευριπίδης ), είτε αυτό συμβαίνει αποκλειστικά για λόγους λανθασμένης κρίσης ( Σωκράτης ).
[4]              Το πόσο ανήμπορες είναι οι γυναίκες το αντιλαμβανόμαστε καλύτερα από την γνώμη που έχουν για αυτές οι άνδρες. Έτσι ο Θαλής ευγνωμονούσε την μοίρα που τον έκανε άνδρα εκτός από άνθρωπο και έλληνα.
[5]              Διαδοχικά περνάει 4 μεταστροφές ψυχικής αμφιβολίας στους στίχους 790-810, 1040-1055, 1078-1080 και, τέλος, στον καταπληκτικό μονόλογο 1240-1252.
[6]              Για όλη την ψυχική περιπέτεια της Μήδειας αλλά και την μορφή που έχει η ψυχολογία στην αρχαία τραγωδία περιγραφική είναι η Jaqueline de Romily στο βιβλίο της Βάστα Καρδιά μου (εκδ. Άστυ).
[7] Jean – Pierre Vernant, Μύθος και σκέψη στην αρχαία Ελλάδα, εκδ. Δαίδαλος (Ι. Ζαχαρόπουλος)
[8] Fustel De Coulanges , Αρχαία Πόλη/La cite Antique 1864, εκδ. Octavision.

ΤΑ 147 ΔΕΛΦΙΚΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΚΑΙ Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥΣ

$
0
0

Τα Δελφικά Παραγγέλματα είναι οι εντολές που άφησαν στους Έλληνες οι σοφοί της Αρχαίας Ελλάδας.
 Μια πολύτιμη κληρονομιά γνώσης και σοφίας για τις επερχόμενες γενεές.

 Οι αρχαίοι Έλληνες ιερείς δεν έδιναν συμβουλές ούτε άκουγαν τις εξομολογήσεις των πιστών, αλλά ασχολούνταν μόνο με την τέλεση των θυσιών και των άλλων ιεροτελεστιών.
Η ηθική εκπαίδευση και καθοδήγηση των πολιτών ξεκινούσε μεν από τους παιδαγωγούς και παιδοτρίβες της νεαρής ηλικίας, αλλά συνεχιζόταν αργότερα στα μαντεία, τα οποία, εκτός από τις χρησμοδοτήσεις τους για τα μελλούμενα και τις θελήσεις των θεών, έδιναν και ένα πλήθος ηθικών παραγγελμάτων και προτροπών συμβουλευτικού χαρακτήρα για τα προβλήματα της καθημερινής ζωής.
Περίoπτη θέση βέβαια, κατείχε σε όλα αυτά ,το διάσημο σε όλο τον κόσμο Μαντείο των Δελφών, του οποίου τα ομώνυμα ηθικά παραγγέλματα είχαν καταγραφεί στους τοίχους του Πρόναου του Ναού του Απόλλωνος,στο υπέρθυρο ή ακόμα και σε διάφορες στήλες που είχαν τοποθετηθεί περιμετρικά στις πλευρές του ναού.
Τα 147 Δελφικά Παραγγέλματα  ή Πυθίας Γράμματα, ήταν λιτά αποφθέγματα ελαχίστων λέξεων και ανήκαν στους 7 σοφούς της αρχαιότητας:
Τον Θαλή τον Μιλήσιο, τον Πιττακό τον Μυτιληναίο, τον Βία τον Πρηνεύ, τον Σόλωνα τον Αθηναίο, τον Κλεόβουλο τον Ρόδιο, τον Περίανδρο τον Κορίνθιο και τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο.
Στο αέτωμα του ναού δέσποζαν τα τρία σπουδαιότερα Δελφικά Παραγγέλματα, τα οποία εύκολα μπορούσε να διακρίνει ο πλησιάζων επισκέπτης: 
  • Κάτω αριστερά το ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ (να γνωρίσεις τον εαυτό σου).
  • Κάτω δεξιά το ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ (να κάνεις τα πάντα με μέτρο, αποφεύγοντας την υπερβολή).
  • Ανάμεσά τους, στη κορυφή, το περίφημο «ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ Ε» (ή ΕΙ), για το οποίο ο ιερέας των Δελφών Πλούταρχος έγραψε ολόκληρη πραγματεία («Περί τού έν Δελφοίς Ε»), προσπαθώντας να ερμηνεύσει την απωλεσθείσα σημασία του.Ο θαυμασμός των αρχαίων Ελλήνων για τα ανηρτημένα αυτά αποφθέγματα στο Μαντείο των Δελφών ήταν τόσο μεγάλος, ώστε ο λυρικός ποιητής Πίνδαρος (522 π.Χ.) θεωρούσε τους επτά σοφούς, γιους του Ήλιου, που με την ακτινοβολία τους φώτιζαν και καθοδηγούσαν τον άνθρωπο στην οδό της αρετής. Αυτά τα σοφά παραγγέλματα χρησιμοποιήθηκαν στην συνέχεια και απο άλλους λαούς ,που τα παρουσίασαν σαν “θρησκευτικές εντολές”.                                   
  • Γενικότερα, τα Δελφικά παραγγέλματα είναι λιτές αποφθεγματικές εκφράσεις, δύο έως πέντε λέξεων, μεστές σοφίας, με συμβουλευτικό και προτρεπτικό χαρακτήρα που επιτάσσουν την αρετή και δημιουργούν από μόνα τους, συνολικά, μια πλήρη ηθική διδασκαλία. Σας παραθέτουμε τα παραγγέλματα αυτά, όπως οι επισκέπτες της αρχαιότητας αντίκριζαν στους Δελφούς. “Εν δέ τώ προνάω τά έν Δελφοίς γεγραμμένα, έστιν ώφελήματα άνθρώποις”   Παυσανίας

1. ΕΠΟΥ ΘΕΩ. Να ακολουθούμε τον θεό. 

2. ΘΕΟΥΣ ΣΕΒΟΥ. Να σεβόμαστε τους θεούς. 

3. ΓΟΝΕΙΣ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε τους γονείς μας. 

4. ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΝ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε τους μεγαλύτερους. 

5. ΙΚΕΤΑΣ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε αυτούς που μας ικετεύουν. 
6. ΣΕΑΥΤΟΝ ΑΙΔΟΥ. Να σεβόμαστε τον εαυτό μας. 

7. ΦΟΝΟΥ ΑΠΕΧΟΥ. Να μη φονεύουμε. 

8. ΟΡΚΩ ΜΗ ΧΡΩ. Να μην ορκιζόμαστε. 

9. ΟΥΣ ΤΡΕΦΕΙΣ, ΑΓΑΠΑ. Να αγαπάμε αυτούς που τρέφουμε.
10. ΕΣΤΙΑΝ ΤΙΜΑ. Να τιμάμε το σπίτι μας. 

11. ΓΑΜΟΥΣ ΚΡΑΤΕΙ. Να σεβόμαστε τον γάμο μας. 

12. ΓΑΜΕΙΝ ΜΕΛΛΟΝ ΚΑΙΡΟΝ ΓΝΩΘΙ. Να παντρευόμαστε την κατάλληλη στιγμή. 

13. ΕΞ ΕΥΓΕΝΩΝ ΓΕΝΝΑ. Να προσπαθούμε να συγγενεύσουμε με καλούς ανθρώπους. 

14. Ο ΜΕΛΛΕΙΣ ΔΟΣ. Να δίνουμε φροντίδα (αγάπη) σε όσους νοιαζόμαστε. 

15. ΗΤΤΩ ΥΠΕΡ ΔΙΚΑΙΟΥ. Να μαχόμαστε για το δίκαιο , το καλό, το σωστό, το χρήσιμο. 

16. ΦΡΟΝΕΙ ΘΝΗΤΑ. Να σκεφτόμαστε όπως αρμόζει σε θνητούς (όχι ως θεοί). 

17. ΕΥ ΠΑΣΧΕ ΘΝΗΤΟΣ. Να υπομένουμε ότι συμβεί ως θνητοί. 

18. ΑΡΧΕ ΣΕΑΥΤΟΥ. Να κυριαρχούμε (επιβαλλόμαστε) του εαυτού μας (αυτοπειθαρχία). 

19. ΘΥΜΟΥ ΚΡΑΤΕΙ. Να συγκρατούμε τον θυμό μας. 

20. ΟΜΙΛΕΙ ΠΡΑΩΣ. Να ομιλούμε με πραότητα. 

21. ΗΔΟΝΗΣ ΚΡΑΤΕΙΝ. Να είμαστε εγκρατείς. 

22. ΓΛΩΤΤΑΝ ΙΣΧΕ. Nα συγκρατούμε τη γλώσσα μας. 

23. ΓΛΥΤΤΗΣ ΑΡΧΕ. Να κυριαρχούμε στη γλώσσα μας. 

24. ΜΗ ΘΡΑΣΥΝΟΥ. Να μην είμαστε θρασείς. 

25. ΑΡΡΗΤΑ ΜΗ ΛΕΓΕ. Να μην αποκαλύπτουμε μυστικά. 

26. ΛΕΓΕ ΕΙΔΩΣ. Να λέμε ό,τι γνωρίζουμε. 

27. ΟΦΘΑΛΜΟΥ ΚΡΑΤΕΙ. Να ελέγχουμε ό,τι βλέπουμε. 

28. ΠΙΝΩΝ ΑΡΜΟΖΕΣ. Όταν πίνουμε, να είμαστε συγκρατημένοι. 

29. ΑΚΟΥΣΑΣ ΝΟΕΙ. Να κατανοούμε αφού ακούσουμε (να αντιλαμβανόμαστε με τα μάτια του νου). 

30. ΦΡΟΝΗΣΙΝ ΑΣΚΕΙ. Να καλλιεργούμε τη σκέψη, νου, μυαλό… 

31. ΜΕΛΕΤΕΙ ΤΟ ΠΑΝ. Να μελετάμε τα πάντα. 

32. ΒΟΥΛΕΥΟΥ ΧΡΟΝΩ. Να σκεπτόμαστε τα χρήσιμα. 

33. ΓΝΟΥΣ ΠΡΑΤΤΕ. Να πράττουμε με επίγνωση. 

34. ΠΑΣΙ ΔΙΑΛΕΓΟΥ. Να συνδιαλεγόμαστε με όλους. 

35. ΑΚΟΥΕ ΠΑΝΤΑ. Να ακούμε τα πάντα. 

36. ΑΚΟΥΩΝ ΟΡΑ. Όταν ακούμε, βλέπουμε. 

37. ΔΟΞΑΝ ΔΙΩΚΕ. Να επιδιώκουμε τη δόξα ή να γνωρίζουμε και άλλες γνώμες. 

38. ΔΟΞΑΝ ΜΗ ΛΕΙΠΕ. Να μην υποτιμούμε τη δόξα. 

39. ΚΑΛΟΝ ΤΟ ΛΕΓΕ. Να λέμε το ορθό, το δίκαιο, την αλήθεια. 
40. ΕΥΛΟΓΕΙ ΠΑΝΤΑΣ. Να λέμε καλά λόγια για όλους. 

41. ΟΣΙΑ ΚΡΙΝΕ. Να κρίνουμε με αγιότητα. 

42. ΕΥΓΕΝΕΙΑΝ ΑΣΚΕΙ. Να είμαστε ευγενείς ή να έχουμε ευγενική ψυχή. 

43. ΦΙΛΟΦΡΟΝΕΙ ΠΑΣΙΝ. Να αγαπάμε τους πάντες (ανθρώπους) και τα πάντα. 

44. ΕΥΠΡΟΣΗΓΟΡΟΣ ΓΙΝΟΥ. Να είμαστε ευπροσήγοροι (παρηγορητικοί). 

45. ΕΥΦΗΜΟΣ ΙΣΘΙ. Να έχουμε καλή φήμη. 

46. ΕΥΦΗΜΙΑΝ ΑΣΚΕΙ. Να χρησιμοποιούμε την καλή μας φήμη. 
47. ΦΥΛΑΚΗΝ ΠΡΟΣΕΧΕ. Να είμαστε σε εγρήγορση. 
48. ΟΜΟΙΟΙΣ ΧΡΩ. Να συναναστρεφόμαστε με τους ομοίους μας. 

49. ΟΡΑ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ. Να προνοούμε για το μέλλον. 

50. ΥΒΡΙΝ ΜΙΣΕΙ. Να μη βρίζουμε, να μισούμε την ύβρη. 

51. ΕΥΧΟΥ ΔΥΝΑΤΑ. Να ευχόμαστε με όλη τη δύναμη της ψυχής μας (αληθινά). 

52. ΧΡΗΣΜΟΥΣ ΘΑΥΜΑΣΕ. Να εκτιμούμε τους χρησμούς. 

53. ΦΙΛΟΙΣ ΒΟΗΘΕΙ. Να βοηθάμε τους φίλους. 

54. ΦΙΛΙΑΝ ΑΓΑΠΑ. Να αγαπάμε τη φιλία. 

55. ΦΙΛΟΙΣ ΕΥΝΟΕΙ. Να ευνοούμε (βοηθάμε) τους φίλους. 

56. ΦΙΛΙΑΝ ΦΥΛΑΤΤΕ. Να διαφυλάττουμε τη φιλία. 

57. ΦΙΛΩ ΧΑΡΙΖΟΥ. Να είμαστε πάντα διαθέσιμοι στους φίλους μας (ή σε αυτούς που αγαπάμε).

58. ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΔΙΔΑΣΚΕ. Να διδάσκεις τους νεότερους. 

59. ΥΙΟΥΣ ΠΑΙΔΕΥΕ. Να εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας. 

60. ΣΟΦΙΑΝ ΖΗΤΕΙ. Να αναζητούμε τη σοφία ή να είμαστε φιλομαθείς (φίλοι της σοφίας). 

61. ΜΑΝΘΑΝΩΝ ΜΗ ΚΑΜΝΕ. Να μην κουραζόμαστε να μαθαίνουμε. 

62. ΓΝΩΘΙ ΜΑΘΩΝ. Να γνωρίζουμε αφού μάθουμε. 

63. ΣΟΦΟΙΣ ΧΡΩ. Να συναναστρεφόμαστε με σοφούς ή να χρησιμοποιούμε τη σοφία τους. 


64. ΦΙΛΟΣΟΦΟΣ ΓΙΝΟΥ. Να γίνουμε φιλόσοφοι. 

65. ΣΑΥΤΟΝ ΙΣΘΙ. Να μη χάνουμε τον εαυτό μας. 

66. ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ. Να γνωρίζουμε τον εαυτό μας (πρώτα). 

67. ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΑΝΤΕΧΟΥ. Να προσηλωνόμαστε στην εκπαίδευσή μας και να υπομένουμε τις δυσκολίες της. 

68. ΗΘΟΣ ΔΟΚΙΜΑΖΕ. Να επιδοκιμάζεις το ήθος. 

69. ΤΕΧΝΗ ΧΡΩ. Να ασκούμε ή να χρησιμοποιούμε την τέχνη. 

70. ΕΥΕΡΓΕΣΙΑΣ ΤΙΜΑ. Να εκτιμούμε τις ευεργεσίες που μας γίνονται. 

71. ΑΓΑΘΟΥΣ ΤΙΜΑ. Να τιμούμε τους αγαθούς (τις καλές πράξεις των άλλων). 

72. ΕΠΑΙΝΕΙ ΑΡΕΤΗΝ. Να επαινούμε την αρετή (ή τον ενάρετο). 

73. ΤΥΧΗΝ ΝΟΜΙΖΕ. Να έχουμε κατά νου το τυχαίο που θα συμβεί (πρόληψη). 

74. ΤΥΧΗ ΜΗ ΠΙΣΤΕΥΕ. Να μην πιστεύουμε στην τύχη (στα τυχερά παιχνίδια) ή να μη γινόμαστε τυχοδιώκτες. 

75. ΤΥΧΗΝ ΣΤΕΡΓΕ. Να αποδεχόμαστε τα μοιραία γεγονότα-ατυχίες της ζωής μας. 

76. ΕΓΓΥΗΝ ΦΕΥΓΕ. Να αποφεύγουμε να εγγυόμαστε για κάποιον ή για κάτι. 

77. ΧΑΡΙΝ ΕΚΤΕΛΕΙ. Να κάνουμε χάρες. 

78. ΕΥΤΥΧΙΑΝ ΕΥΧΟΥ. Να ευχόμαστε ευτυχία. 

79. ΟΝΕΙΔΟΣ ΕΧΘΑΙΡΕ. Να εχθρεύεσαι τον χλευασμό. 

80. ΥΒΡΙΝ ΑΜΥΝΟΥ. Να προφυλάσσεσαι από την ύβρη. 

81. ΛΕΓΕ ΠΡΑΤΤΕ ΔΙΚΑΙΑ. Να πράττουμε δίκαια. 

82. ΚΡΙΝΕ ΔΙΚΑΙΑ. Να κρίνουμε δίκαια ή να είμαστε δίκαιοι στην κριτική μας. 

83. ΑΔΙΚΕΙΝ ΜΙΣΕΙ. Να μισούμε την αδικία. 

84. ΚΡΙΤΗΝ ΓΝΩΘΙ. Να γνωρίζουμε τον κριτή μας. 

85. ΑΔΩΡΟΔΟΚΗΤΟΣ ΔΙΚΑΖΕ. Να δικάζουμε χωρίς δωροδοκία. 

86. ΑΙΤΙΩ ΠΑΡΟΝΤΑ. Να αιτιολογούμε όσα μάς συμβαίνουν. 

87. ΥΙΟΙΣ ΜΗ ΚΑΤΑΘΑΡΡΕΙ. Να μην αποκαρδιώνουμε τα παιδιά μας. 

88. ΚΟΙΝΟΣ ΓΙΝΟΥ. Να είμαστε κοινωνικοί. 

89. ΑΠΟΚΡΙΝΟΥ ΕΝ ΚΑΙΡΩ. Να αποκρινόμαστε τον κατάλληλο καιρό. 

90. ΠΡΑΤΤΕ ΑΜΕΤΑΝΟΗΤΩΣ. Να πράττουμε με σιγουριά (δίχως αμφιβολίες). 

91. ΕΛΠΙΔΑ ΑΙΝΕΙ. Να δοξάζεις την ελπίδα (να μην απογοητευόμαστε ή να μη χάνουμε την ελπίδα μας). 

92. ΤΩ ΒΙΩ ΜΑΧΟΥ. Να μαχόμαστε (αγωνιζόμαστε) για τη ζωή. 

93. ΑΤΥΧΟΥΝΤΙ ΣΥΝΑΧΘΟΥ. Να συμπάσχουμε με τον δυστυχή. 

94. ΧΡΟΝΟΥ ΦΕΙΔΟΥ. Να εκμεταλλευόμαστε τον χρόνο μας. 

95. ΠΕΡΑΣ ΕΠΙΤΕΛΕΙ ΜΗ ΑΠΟΔΕΙΛΙΩΝ. Να μη διστάζουμε να τελειώνουμε ό,τι αρχίζουμε. 

96. ΕΠΙΤΕΛΕΙ ΣΥΝΤΟΜΩΣ. Να πληρώνουμε (τελειώνουμε) αμέσως ή χωρίς αναβολή. 

97. ΚΑΙΡΟΝ ΠΡΟΣΔΕΧΟΥ. Να δεχόμαστε τον χρόνο.

98. ΓΗΡΑΣ ΠΡΟΣΔΕΧΟΥ. Να αποδεχόμαστε το γήρας.

99. ΑΜΑΡΤΑΝΩΝ ΜΕΤΑΝΟΕΙ. Να μετανοούμε για τις ανομίες, λάθη, αμαρτίες μας.

100. ΕΡΙΝ ΜΙΣΕΙ. Να μισούμε την έριδα (φιλονικία).

101. ΟΜΟΝΟΙΑΝ ΔΙΩΚΕ. Να επιδιώκουμε την ομόνοια (ειρήνη, ομοψυχία).

102. ΒΙΑΣ ΜΗ ΕΧΟΥ. Να αποφεύγουμε τη βία.

103. ΒΙΑΝ ΜΗΔΕΝ ΠΡΑΤΤΕΙΝ. Να μην κάνουμε τίποτα με βία.

104. ΝΟΜΩ ΠΕΙΘΟΥ. Να πειθαρχούμε στον νόμο ή να είμαστε νομοταγείς.

105. ΤΟ ΚΡΑΤΟΥΝ ΦΟΒΟΥ. Να φοβόμαστε τον ανώτερο (ή τον άρχοντα).

106. ΘΝΗΣΚΕ ΥΠΕΡ ΠΑΤΡΙΔΟΣ. Να πεθαίνουμε για την πατρίδα.

107. ΕΧΘΡΟΥΣ ΑΜΥΝΟΥ. Να προφυλασσόμαστε από τους εχθρούς μας.

108. ΕΠΙ ΡΩΜΗ ΜΗ ΚΑΥΧΩ. Να μην καυχιόμαστε για τη δύναμή μας.

109. ΜΗ ΑΡΧΕ ΥΒΡΙΖΕΙΝ. Να μην κυριαρχούμε με αλαζονεία.

110. ΛΑΒΩΝ ΑΠΟΔΟΣ. Όταν λαμβάνουμε, να δίνουμε.

111. ΕΥΓΝΩΜΩΝ ΓΙΝΟΥ. Να είμαστε ευγνώμονες.

112. ΠΡΟΝΟΙΑΝ ΤΙΜΑ. Να εκτιμούμε τη βοήθεια από όπου και αν προέρχεται.

113. ΥΦΟΡΩ ΜΗΔΕΝΑ. Κανέναν να μην βλέπουμε με καχυποψία.

114. ΑΛΛΟΤΡΙΩΝ ΑΠΕΧΟΥ. Να απέχουμε από κακίες, δολοπλοκίες (αλλότρια).

115. ΨΕΓΕ ΜΗΔΕΝΑ. Να μην κατηγορούμε κανέναν.

116. ΔΙΑΒΟΛΗΝ ΜΙΣEI. Να μισούμε τη διαβολή (να μη βάζουμε λόγια).

117. ΦΘΟΝΕΙ ΜΗΔΕΝΙ. Κανέναν να μην φθονούμε ή ζηλεύουμε.

118. ΑΠΕΧΘΕΙΑΝ ΦΕΥΓΕ. Να Να αποφεύγεις την απέχθεια (κακία). 

119. ΕΧΘΡΑΣ ΔΙΑΛΥΕ. Να διαλύουμε τις έχθρες.

120. ΚΑΚΙΑΝ ΜΙΣΕΙ. Να μισούμε την κακία.

121. ΚΑΚΙΑΣ ΑΠΕΧΟΥ. Να απέχουμε από την κακία.

122. ΔΟΛΟΝ ΦΟΒΟΥ. Να φοβόμαστε τον δόλο.

123. ΑΠΟΝΤΙ ΜΗ ΜΑΧΟΥ. Να μην κακολογούμε αυτόν που είναι απών.

124. ΠΛΟΥΤΕΙ ΔΙΚΑΙΩΣ. Να πλουτίζουμε δίκαια.

125. ΔΙΚΑΙΩΣ ΚΤΩ. Να αποκτούμε τίμια (δίκαια).

126. ΠΟΝΕΙ ΜΕΤ’ ΕΥΚΛΕΙΑΣ. Να κοπιάζουμε δίκαια.

127. ΠΛΟΥΤΩ ΑΠΟΣΤΕΙ. Να αποστασιοποιούμαστε από τον πλούτο.

128. ΧΡΩ ΧΡΗΜΑΣΙ. Να χρησιμοποιούμε τα χρήματά μας.

129. ΔΑΠΑΝΩΝ ΑΡΧΟΥ. Να ελέγχουμε τις δαπάνες μας.

130. ΕΧΩΝ ΧΑΡΙΖΟΥ. Όταν έχουμε, να χαρίζουμε.

131. ΧΑΡΙΖΟΥ ΕΥΛΑΒΩΣ. Λογικά να χαρίζουμε.

132. ΚΤΩΜΕΝΟΣ ΗΔΟΥ. Να ευχαριστιόμαστε με αυτά που αποκτάμε.

133. ΕΡΓΑΖΟΥ ΚΤΗΤΑ. Να κοπιάζουμε για πράγματα άξια κτήσης.

134. ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ. Κάθε τι που έχει μέτρο είναι άριστο, δηλαδή το καλύτερο.

135. ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ. Τίποτα να μην είναι υπερβολικό.

136. ΕΥΣΕΒΕΙΑΝ ΦΥΛΑΤΤΕ. Να είμαστε ευσεβείς.

137. ΑΙΣΧΥΝΗΝ ΣΕΒΟΥ. Να σεβόμαστε την εντροπή.

138. ΚΙΝΔΥΝΕΥΕ ΦΡΟΝΥΜΩΣ. Με σύνεση και λογική να κινδυνεύουμε.

139. ΜΗ ΕΠΙ ΠΑΝΤΙ ΛΥΠΟΥ. Να μη λυπόμαστε για το κάθε τι.

140. ΑΛΥΠΩΣ ΒΙΟΥ. Να επιδιώκουμε να ζούμε χωρίς λύπες.

141. ΤΕΛΕΥΤΩΝ ΑΛΥΠΟΣ. Να πεθαίνουμε χωρίς λύπη.

142. ΙΔΙΑ ΦΥΛΑΤΤΕ. Να προστατεύουμε τα δικά μας.

143. ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΘΗΡΩ. Να κυνηγάμε το καλό μας.

144. ΣΕΑΥΤΟΝ ΕΥ ΠΟΙΕΙ. Να κάνουμε ό,τι καλύτερο για τον εαυτό μας.

145. ΠΡΟΓΟΝΟΥΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ. Να τιμούμε τους προγόνους.

146. ΕΠΙ ΝΕΚΡΩ ΜΗ ΓΕΛΑ. Να μην κοροϊδεύουμε τους νεκρούς.

147. ΕΠΑΓΓΕΛΟΥ ΜΗΔΕΝΙ. Να μη διατάζουμε κανέναν.

ΠΑΙΣ ΩΝ ΚΟΣΜΙΟΣ ΙΣΘΙ, ΗΒΩΝ ΕΓΚΡΑΤΗΣ, ΜΕΣΟΣ ΔΙΚΑΙΟΣ, ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΣΟΦΟΣ. Παιδιά να είμαστε κόσμιοι, έφηβοι εγκρατείς, άνδρες δίκαιοι, γέροντες σοφοί.

Εκτός, πάντως, από τα παραπάνω, υπάρχουν και άλλες αρχαιοελληνικές ηθικές ρήσεις και γνωμικά μεστότατα σοφίας, όπως π.χ. τα εξής: 

 * Καλώς πένεσθαι μάλλον, η πλουτεΐν κακώς (Καλύτερα να είσαι φτωχός και δίκαιος παρά πλούσιος και άδικος) (Αντιφάνη). 

 * Ζημίαν αίρείσθαι μάλλον η κέρδος αίσχρόν (Να προτιμάς τη ζημιά πιο πολύ παρά το αισχρό κέρδος) (Χίλωνα). 

 * Ύπέρ σεαυτού μη φράσης εγκώμιον (Μην επαινείς ποτέ τον εαυτό σου) (Μενάνδρου). 

 * Ευτυχών μη ϊσθι υπερήφανος, άπορησας μη ταπεινού (Όταν ευτυχήσεις να μην είσαι υπερήφανος και όταν βρίσκεσαι σε δυσκολία να μην ταπεινώνεσαι) (Κλεόβουλου και Περίανδρου). 

 * Μη προπετώς τούς άνθρώπους, μητε μέμφεσθαι μητε επαινείν (Να μην κατηγορείς ούτε να επαινείς με επιπολαιότητα τους ανθρώπους) (Πλάτωνα). 

 * Ό μέλλεις πράττειν, μη πρόλεγε, άποτυχών γάρ γελασθηση (Αυτό που πρόκειται να κάνεις να μην το διαλαλείς από πρώτα, γιατί αν αποτύχεις θα γελοιοποιηθείς) (Πιττακού). 

 * Δόλιον άνδρα φεύγε παρ’ ολου του βίου (Να αποφεύγεις τον δόλιο άνθρωπο σε όλη σου τη ζωή) (Μενάνδρου).

 * Πρός κέντρα μη λάκτιζε, μη πταίσας μογης (Να μην κλωτσάς τα αγκάθια, γιατί με τα κτυπήματα μπορεί να πληγωθείς) (Αισχύλου). 

 * Βία μηδέ πράττειν (Να μην κάνεις τίποτα με τη βία) (Κλεόβουλου). 

 * Τό ξίφος άμφιβαλου πρός μη φόνον άλλά ες άμυναν (Να μη σύρεις το ξίφος για να φονεύσεις, αλλά για να αμυνθείς) (Φωκυλίδη). 

 * Ίσχυρόν οντα, πράον είναι, οπως οί πλησίον αιδώνται μάλλον η φοβώνται (Όταν έχεις ισχύ να είσαι πράος, για να σε σέβονται οι άλλοι και όχι να σε φοβούνται) (Χίλωνα).

πηγή: research.uni-leipzig

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

$
0
0


Μπορούμε να διασαφηνίσουμε περαιτέρω τη στενή σχέση ανάμεσα στην πολιτισμική δημιουργία και στον κοινωνικό προβληματισμό του καιρού μας. Μπορούμε να το κάνουμε με τη βοήθεια ορισμένων ερωτημάτων, των προϋποθέσεων τους, των συνεπειών τους και των επιπτώσεών τους ως διαπιστώσεων γεγονότων, ακόμα και αν είναι συζητήσιμες, ή ως διασυνδέσεις νοήματος;

– Μήπως το πρόταγμα μας κοινωνίας αυτόνομης (όσο και η απλή ιδέα ενός αυτόνομου ατόμου) παραμένει, κατά μία έννοια, «τυπικό» ή «καντιανό», καθόσον φαίνεται να μην αποδέχεται άλλη αξία από την ίδια την αυτονομία; Πιο συγκεκριμένα: μια κοινωνία μπορεί να «θέλει» να είναι αυτόνομη για να είναι αυτόνομη; Ή, ακόμη: αυτοκυβέρνηση – βεβαίως, αλλά για ποιόν σκοπό; Η παραδοσιακή απάντηση είναι συνήθως: για να ικανοποιηθούν καλύτερα οι ανάγκες. Η απάντηση στην απάντηση είναι: Ποιές ανάγκες; Όταν κινδυνεύει πια κανείς να πεθάνει από πείνα, τί σημαίνει να ζει;
– Μια αυτόνομη κοινωνία θα μπορούσε «καλύτερα να πραγματώσει» τις αξίες – ή «να πραγματώσει άλλες αξίες» (υπονοείται καλύτερες)· ποιός όμως; Και τί θα πει «καλύτερες αξίες»; Πώς να αξιολογηθούν οι αξίες; Ερώτηση που παίρνει το πλήρες νόημά της από την εξής άλλη «πραγματική» ερώτηση: Υπάρχουν ακόμη αξίες στη σύγχρονη κοινωνία; Μπορούμε ακόμη να μιλάμε όπως ο Μαξ Βέμπερ, για διαμάχη αξιών, για «πάλη των θεών», ή, μήπως, η πολιτισμική δημιουργία καταρρέει σταδιακά και επέρχεται αυτό που, αν και έχει γίνει κοινός τόπος, δεν σημαίνει ότι είναι οπωσδήποτε λάθος, δηλαδή η αποσύνθεση των αξιών;

– Δεν είναι βέβαια δυνατόν να πούμε ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι μια «κοινωνία χωρίς αξίες» (ή χωρίς κουλτούρα). Μια κοινωνία χωρίς αξίες είναι, απλούστατα, αδιανόητη. Είναι πρόδηλο ότι υπάρχουν πόλοι προσανατολισμού του κοινωνικού πράττειν των ατόμων και σκοπιμότητες στις οποίες υποτάσσεται η λειτουργία της θεσμισμένης κοινωνίας. Συνεπώς υπάρχουν αξίες με τη διιστορικά ουδέτερη και αφηρημένη έννοια την οποία αναφέραμε πιο πάνω (με την έννοια ότι το να σκοτώσεις σε μια φυλή κυνηγών κεφαλών είναι μια αξία χωρίς την οποία αυτή η φυλή δεν θα ήταν αυτό που είναι). Αλλά οι «αξίες» της σύγχρονης θεσμισμένης κοινωνίας φαίνονται να είναι, και είναι, πράγματι, ασυμβίβαστες με αυτό που απαιτεί η θέσμιση μιας αυτόνομης κοινωνίας. Εάν το πράττειν των ατόμων προσανατολίζεται, κατά κύριο λόγο, προς την ανταγωνιστική μεγιστοποίηση της κατανάλωσης, της εξουσίας του status και του γοήτρου (τα μόνα αντικείμενα επένδυσης που έχουν σήμερα κοινωνική σπουδαιότητα)· εάν η λειτουργία του κοινωνικού συστήματος είναι υποταγμένη στη φαντασιακή σημασία της απεριόριστης εξάπλωσης της «ορθολογικής» κυριαρχίας (τεχνική, επιστήμη, παραγωγή, οργάνωση ως αυτοσκοποί)· εάν αυτή η εξάπλωση είναι, όπως πασιφανώς είναι, συγχρόνως και μάταιη, κενή και ενδογενώς αντιφατική και εάν οι άνθρωποι υποχρεούνται να την υπηρετούν μέσω της ενεργοποίησης, της καλλιέργειας και της κοινωνικά αποτελεσματικής χρήσης των κινήτρων ουσιαστικά «εγωιστικών», στο πλαίσιο ενός τρόπου κοινωνικοποίησης όπου συνεργασία και κοινότητα δεν θεωρούνται και δεν υπάρχουν παρά μόνο κάτω από ένα εργαλειακό και ωφελιμιστικό πρίσμα· με λίγα λόγια, εάν ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον όταν αυτό μας βολεύει, είναι ο φόβος των ποινικών κυρώσεων – τότε, όχι μόνο δεν τίθεται θέμα να πούμε ότι μια καινούρια κοινωνία θα μπορούσα να «πραγματοποιήσει καλύτερα» ήδη κατεστημένες, αναμφισβήτητες παραδεκτός από όλους αξίες, αλλά θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η εγκαθίδρυση της θα προϋπέθετε ριζική καταστροφή των σύγχρονων «αξιών» και μια καινούρια πολιτισμική δημιουργία, συνακόλουθη μιας απέραντης μεταμόρφωσης των ψυχικών και νοητικών δομών των κοινωνικοποιημένων ατόμων.

Ότι η ίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας θα απαιτούσε την καταστροφή των «αξιών» οι οποίες τώρα προσανατολίζουν το ατομικό και κοινωνικό πράττειν (κατανάλωση, δύναμη, status, γόητρο – απεριόριστη εξάπλωση της «ορθολογικής» κυριαρχίας) δεν μου φαίνεται να χρειάζεται ιδιαίτερη συζήτηση. Αυτό που, επί του προκειμένου, χρειάζεται συζήτηση είναι μέχρι ποίου βαθμού έχει προχωρήσει η καταστροφή και η φθορά αυτών των «αξιών» και μέχρι ποίου βαθμού οι καινούργιοι τρόποι συμπεριφοράς που παρατηρούνται, ασφαλώς αποσπασματικά και μεταβατικά, σε άτομα και ομάδες (ιδιαίτερα νέων) είναι προάγγελοι καινούργιων προσανατολισμών και καινούργιων τρόπων κοινωνικοποίησης. Δεν θα υπεισέλθω εδώ σε αυτό το κεφαλαιώδες και απείρως δύσκολο πρόβλημα.

Ο όρος, όμως, «καταστροφή των αξιών» μπορεί να σοκάρει και να φανεί απαράδεκτος, όταν πρόκειται για τον «πολιτισμό» στην ειδικότερη και αυστηρότερη έννοιά του, δηλαδή όταν αφορά στα «έργα του πνεύματος» και στη σχέση τους με την πραγματική κοινωνική ζωή. Είναι φανερό πως δεν προτείνω να βομβαρδίσουμε τα μουσεία ή να κάψουμε τις βιβλιοθήκες. Η θέση μου είναι μάλλον ότι η καταστροφή του πολιτισμού, με αυτή την αυστηρή και ειδική έννοιά του, συντελείται κιόλας σε μεγάλη έκταση στη σύγχρονη κοινωνία, ότι τα «έργα του πνεύματος» έχουν ήδη ευρύτατα μεταμορφωθεί σε στολίδια ή επιτύμβια μνημεία, ότι μόνον ένας ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας θα μπορέσει να μετατρέψει το παρελθόν σε κάτι διαφορετικό από ένα νεκροταφείο που το επισκέπτονται τελετουργικά, ανώφελα και όλο και πιο σπάνια κάποιοι μανιακοί και απαρηγόρητοι συγγενείς.

Η καταστροφή του υπάρχοντος πολιτισμού (που συμπεριλαμβάνει και το παρελθόν) συντελείται ήδη στον βαθμό ακριβώς που καταρρέει η πολιτιστική δημιουργία της θεσμισμένης κοινωνίας. Εκεί όπου δεν υπάρχει παρόν, δεν υπάρχει ούτε και παρελθόν. Η σύγχρονη δημιουργία ανακαλύπτει κάθε τρίμηνο μια καινούρια ιδιοφυΐα και μια καινούρια «επανάσταση» στον έναν ή στον άλλον τομέα. Εμπορικές προσπάθειες επιτυχείς για την ώθηση της βιομηχανίας πολιτισμικών αγαθών, ανίκανες, όμως, να συγκαλύψουν ένα εξώφθαλμο γεγονός: ότι η σύγχρονη κουλτούρα είναι, σε πρώτη προσέγγιση, ανύπαρκτη. Όταν μια εποχή δεν έχεις τους μεγάλους άνδρες της, τους εφευρίσκει. Τί άλλο συμβαίνει σήμερα στους διάφορους τομείς του «πνεύματος»; Υποβοηθούμενοι από την άγνοια ενός υπερεκπολιτισμένου και νεοαναλφάβητου κοινού, εμφανίζουν σαν επαναστάσεις κακές αντιγραφές και μιμήσεις των τελευταίων μεγάλων δημιουργικών στιγμών του δυτικού πολιτισμού, ό,τι δηλαδή, επιτεύχθηκε εδώ και περισσότερο από μισόν αιώνα (ανάμεσα στα 1900 και στα 1925-1930). Οι Σένμπεργκ, Βέμπερν και Μπεργκ είχαν δημιουργήσει την ατονική και σειριακή μουσική πριν από το 1914. Πόσοι ανάμεσα στους θαυμαστές της αφηρημένης ζωγραφικής γνωρίζουν τις ημερομηνίες γέννησης του Καντίνσκυ (1866) και του Μόντριαν (1872); Το νταντά και ο υπερρεαλισμός υπήρχαν ήδη το 1920. Ποιόν μυθιστοριογράφο θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στην απαρίθμηση των Προυστ, Κάφκα, Τζόυς; Το σύγχρονο Παρίσι, που ο επαρχιωτισμός του συναγωνίζεται την υπερφίαλη υπεροψία, χειροκροτεί μανιωδώς τολμηρούς σκηνοθέτες οι οποίοι αντιγράφουν τους μεγάλους καινοτόμους του 1920: Ράινχαρτ [Reinhardt], Μέγιερχολντ [Meyerhold], Πισκάτορ [Piscator] κ.λπ. Η μόνη παρηγοριά που αισθάνεται κανείς κοιτάζοντας τα προϊόντα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής είναι η σκέψη ότι, έτσι και δεν ερειπωθούν από μόνα τους ύστερα από τριάντα χρόνια, θα κατεδαφιστούν, έτσι κι αλλιώς, ως απαρχαιωμένα. Και όλα αυτά τα εμπορεύματα πωλούνται στο όνομα του «νεωτερισμού» – ενώ τα αληθινά μοντέρνο έχει ήδη ηλικία τριών τετάρτων του αιώνα.

Βέβαια, εδώ και εκεί εμφανίζονται ακόμα έργα μεγάλης έντασης. Μιλώ, όμως, για τον συνολικό απολογισμό μισού αιώνα. Βέβαια, υπάρχει η τζαζ και ο κινηματογράφος. Υπάρχει – ή υπήρχε; Η τζαζ, αυτή η μεγάλη δημιουργία, λαϊκή και λόγια συγχρόνως, φάνηκε να έχει ήδη εξαντλήσει τον κύκλο της ζωής της στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο κινηματογράφος, πάλι, θέτει άλλα προβλήματα με τα οποία δεν μπορώ να καταπιαστώ εδώ.

Κρίσεις αυθαίρετες και υποκειμενικές, θα πει κανείς. Αναμφίβολα. Ωστόσο, θα πρότεινα απλώς στον αναγνώστη το ακόλουθο πνευματικό πείραμα: να φανταστεί ότι θέτει ευθέως στους πιο διάσημους και περισσότερο αναγνωρισμένους από τους σύγχρονους δημιουργούς την ακόλουθη ερώτηση: θεωρείται ειλικρινά τον εαυτό σας στο ίδιο υψηλό επίπεδο με τους Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Βάγκνερ, με τους Γιαν Βαν Άυκ, Βελάσκεθ, Ρέμπραντ, Πικάσσο, Μπρουνελέσκι, Μιχαήλ Άγγελο, με τον Φρανκ Λόυντ Ράιτ [Frank Lloyd Wright] ή με τους Σαίξπηρ, Ρεμπώ, Κάφκα, Ρίκλε; Και να φανταστεί ποιά θα ήταν η αντίδραση του, αν ο ερωτώμενος του απαντούσε καταφατικά.

Ας αφήσουμε στην άκρη την Αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα, τους εξωευρωπαϊκούς πολιτισμούς, και ας θέσουμε το ζήτημα διαφορετικά. Από τα 1400 μέχρι τα 1925, σε έναν κόσμο ασύγκριτα πιο αραιοκατοικημένο και πολύ λιγότερο «πολιτισμένο» και «γραμματισμένο» από τον δικό μας (στην πραγματικότητα: σε περίπου δέκα ευρωπαϊκές χώρες των οποίων ο συνολικός πληθυσμός στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν ακόμα της τάξης των 100 εκατομμυρίων) συναντούμε μια δημιουργική ιδιοφυΐα πρώτου μεγέθους κάθε πενταετία. Και να που εδώ και μια πεντηκονταετία, ένας κόσμος τριών ή τεσσάρων δισεκατομμυρίων ανθρώπων, με μια χωρίς προηγούμενο ευκολία πρόσβασης σε όλα αυτά που θα μπορούσαν προφανώς να εμπλουτίσουν και να γονιμοποιήσουν τις φυσικές προδιαθέσεις των ατόμων – τύπος, βιβλία, ραδιόφωνο, τηλεόραση κ.λπ. – δεν παρήγαγε παρά ένα ελάχιστο αριθμό από έργα για τα οποία θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει πιθανότητα ύστερα από πενήντα χρόνια να θεωρούνται σημαντικά.

Αυτό δεν θα μπορούσε φυσικά να το παραδεχτεί η εποχή. Έτσι, όχι μόνο επινοεί τις πλασματικές της ιδιοφυΐες, αλλά και έχει καινοτομήσει σ’ έναν άλλο χώρο: κατέστρεψε την κριτική λειτουργία. Αυτό, που στον σύγχρονο κόσμο εμφανίζεται σαν κριτική, είναι απλή προώθηση πωλήσεων – πράγμα απόλυτα δικαιολογημένο, δεδομένου του είδους της παραγωγής που διατίθεται προς πώληση. Στον τομέα της καθαρά βιομηχανικής παραγωγής, οι καταναλωτές άρχισαν, επιτέλους, να αντιδρούν· τούτο οφείλεται στο ότι οι ποιότητες των προϊόντων επιδέχονται, κατά κάποιον τρόπο, αντικειμενικοποίηση και μέτρηση. Πώς, όμως είναι δυνατόν να έχεις έναν Ραλφ Νάντερ [Ralf Nanter] της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής ή των προϊόντων της γαλλικής ιδεολογίας; Η «προωθητική» αυτή κριτική, η οποία είναι η μόνη που υφίσταται, εξακολουθεί κατά τα άλλα, να ασκεί μια λειτουργία διακρίσεων. Ανεβάζει στα σύννεφα τα ψευδοπροϊόντα της μόδας για μια σεζόν και, κατά τα λοιπά, δεν αποδοκιμάζει αλλά σωπαίνει, θάβει σιωπηρά. Ο κριτικός, καθώς έχει ανατραφεί με τη λατρεία της «πρωτοπορίας» [avant-garde], καθώς πιστεύει ότι έμαθε πώς σχεδόν πάντοτε τα μεγάλα έργα ξεκινούν ως ακατανόητα και μή παραδεκτά και καθώς η κύρια επαγγελματική ειδίκευσή του συνίσταται στην απουσία κάθε προσωπικής κρίσης, δεν τολμά ποτέ να αποδοκιμάσει. Καθετί που του παρουσιάζεται εκπίπτει αμέσως στη μία ή στην άλλη από τις δύο κατηγορίες: είτε είναι κάτι το ακατανόητο που έχει ήδη γίνει παραδεκτό και αντικείμενο διθυράμβων – σ’ αυτήν περίπτωση, θα το επαινέσει – είτε είναι κάτι καινούργιο ακατανόητο, οπότε θα σωπάσει, από φόβο μήπως κάνει λάθος προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Το επάγγελμα του σύγχρονου κριτικού είναι ταυτόσημο με το επάγγελμα του χρηματιστή, που τόσο καλά όρισε ο Κέυνς: μαντεύει αυτό που η μέση κοινή γνώμη σκέπτεται ότι η μέση κοινή γνώμη θα σκεφτεί.

Αυτά τα ερωτήματα δεν τίθενται μόνο σε σχέση με την «τέχνη»· αφορούν εξίσου στην πνευματική δημιουργία με την αυστηρή της έννοια. Εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να θίξουμε το θέμα θέτοντας μερικά ερωτηματικών. Η επιστημονικοτεχνική ανάπτυξη αναμφισβήτητα συνεχίζεται, ίσως μάλιστα και, κατά μια έννοια, να επιταχύνεται. Προχωρεί, όμως, πέρα από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «εφαρμογή και επεξεργασία των πορισμάτων των ήδη κεκτημένων μεγάλων ιδεών»; Κάποιοι φυσικοί επιστήμονες έκριναν ότι η μεγάλη δημιουργική εποχή της σύγχρονης φυσικής βρίσκεται ήδη στο παρελθόν – ανάμεσα στα 1900 και στα 1930. Δεν θα μπορούσαμε, άραγε, να πούμε ότι και σε αυτόν τον τομέα διαπιστώνεται, τηρουμένων των αναλογιών, η ίδια αντίθεση που παρατηρείται και στο σύνολο του σύγχρονου πολιτισμού ανάμεσα σε μια όλο και ευρύτερη ανάπτυξη της παραγωγής, με την έννοια της επανάληψης (περιορισμένης ή ευρείας), της κατασκευής, της εκτέλεσης, της επεξεργασίας, της εκτεταμένης συναγωγής πορισμάτων, και στη συρρίκνωση της δημιουργικότητας, στην εξάντληση των μεγάλων και καινούργιων παραστασιακών φαντασιακών σχημάτων (όπως οι γόνιμες διαισθήσεις του Πλανκ, του Αϊνστάιν, του Χάιζενμπεργκ), που επέτρεπαν άλλες και διαφορετικές συλλήψεις του κόσμου; Και όσον αφορά στην καθαυτό σκέψη, δεν θα ήταν θεμιτό να αναρωτηθούμε γιατί, μετά τον Χάιντεγκερ, αλλά και με αυτόν ήδη, μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε ερμηνεία, ερμηνεία που φαίνεται εξάλλου, να εκφυλίζεται σε σχόλιο και σε σχόλιο του σχολίου; Δεν πρόκειται καν για το ότι μιλάμε ακατάπαυστα για τον Φρόυντ, τον Νίτσε, τον Μαρξ· μιλάμε για αυτούς όλο και λιγότερο, αλλά μιλάμε για αυτό που ελέχθη για αυτούς, συγκρίνουμε «αναγνώσεις» και αναγνώσεις αναγνώσεων.

πηγή: respublica

ΑΠΟΛΛΩΝ, ΑΡΤΕΜΙΣ - ΟΙ ΘΗΡΕΥΤΕΣ ΤΩΝ ΑΓΝΩΝ ΨΥΧΩΝ

$
0
0
Apollon-Artemis

Και ενδεχομένως θα σκεφθείτε: Τι σχέση έχει η Μυθολογίαμε τον Ελληνικό Διαλογισμό;

Θα έλεγα τότε ότι οι αποτυπώσεις της ψυχής μας είναι η Μυθολογία μας. Διότι μέσω του Διός/Νου, της Λητούς/λήθης, της Αρτέμιδος/αρτεμούς του ήθους και τουΑπόλλωνος/του πάλλοντος, βάλλοντος και λαβόντος, έχουμε την δυνατότητα να κατανοήσουμε, δια των εικόνων της Μυθολογίας, το «γνώθι σαυτόν» κατά την διάρκεια του Ελληνικού Διαλογισμού, διότι ο Απόλλων είναι ο:...

Διότι ο Απόλλων πάλλει την ψυχή μας, βάλλει με ερωτήσεις τον νου μας και λαμβάνει τις απαντήσεις, τις οποίες έθεσε ο ίδιος στην ψυχή μας, όπως λέγει ο Πλούταρχος στο «Περί του ΕΙ του εν Δελφοίς» μυστηριακό έργο του.

Τα ονόματα των θεών είναι αποτυπωμένα στα αρχέτυπα, τα οποία είναι τα αρχέτυπα της ψυχής μας.
Ο Ζευς/Νους, πατέρας του Απόλλωνος, είναι ο δικός μας νους. Διότι ο ίδιος ο Ζευς είναι ο:
«πατήρ θεών τε ανδρών τε» . Είναι δηλαδή και ο δικός μας πατέρας

«Ζεύ πάτερ, ή πολλών τε κακών λύσειας άπαντας,
ει πάσιν δείξαις οίω τω δαίμονι χρώνται.» 
(Ζευ πατέρα μας, από πολλά κακά θα απήλλασσες όλες μας τις ψυχές, εάν έδειχνες στον καθένα από εμάς ποια είναι η φύσις της ψυχής μας.)

Συνεπώς η αναγωγή από τον υιό Απόλλωνα/Φως στον πατέρα Δία/Νου είναι απαραίτητη, λαμβάνοντες υπ’ όψιν ότι εμείς λειτουργούμε σαν σκότος/άγνοια/Λητώ.
Η Λητώ, είναι η Λήθη, η έλλειψις μνήμης. Ελλείψει μνήμης η Λητώ, δεν έχει τίποτα επί του οποίου να βασίσει οιονδήποτε συλλογισμό. Όμως ο Πλάτων εξηγεί στον «Κρατύλο» ότι η Λητώ είναι το «λείον του ήθους»  Δηλαδή, το σκοτάδι μέσα στο οποίο εσείς βρίσκεστε - διότι δεν γνωρίζετε τίποτα, μνήμη δεν έχετε - προϋποθέτει ότι η ψυχή είναι ανοικτή, χωρίς αλαζονεία, φόβους, ενδοιασμούς, αντιρρήσεις, φθόνο και είναι έτοιμη να προσλάβει αυτά που ο Ζευς/Νους θέλει, δια της συνευρέσεως του μαζί της, να της δώσει.

Συνευρισκομένη η Λητώ με τον Δία/Νου γεννάται πρώτα το λιγοστό φως, η Άρτεμις/Σελήνη. Αφού γεννηθεί η Άρτεμις/Ειλείθυια, βοηθός των γυναικών στους τοκετούς, θα βοηθήσει την μητέρα της Λητώ/σκοτάδι, να γεννήσει η Λητώ/σκότος/λήθη τον Απόλλωνα/Φως.

Υπάρχει μία προοδευτική δυνατότης της ανθρώπινης ψυχής να προσλάβει το φως μέσω του Νου/Διός, δια της Λητούς/σκότους. Το σκότος είμαστε εμείς, αλλά με την προϋπόθεση του «λείου του ήθους», λέει ο Πλάτων στον διάλογο «Κρατύλος», έχουμε την δυνατότητα να φωτιστούμε.
Το λείον του ήθους, η αγαθή προαίρεση είναι προϋπόθεση της ψυχής.

Εάν η ψυχή είναι σκοτεινή και δεν έχει μέσα της αυθόρμητη ανάγκη να προσλάβει γνώση χωρίς αντιρρήσεις, γνώση όμως που προέρχεται από τον Δία/Νου, καθαρή νοημοσύνη, δεν θα μπορέσει ποτέ να βαδίσει στον Ελληνικό Διαλογισμό. 

Αφού λοιπόν γεννηθεί στην ψυχή πρώτα η Άρτεμις, το λίγο φως, εν συνεχεία αυτό το φως σταδιακώς αυξάνεται μέχρι την γέννηση/έλευση του Απόλλωνος στην ψυχή. Ποια όμως είναι η πιο σημαντική από τις ιδιότητες των διδύμων, ώστε να πραγματοποιηθεί η έλευση του φωτός;
Η Θήρευσις

Η σημαντικοτέρα όλων των από κοινού των ιδιοτήτων Αρτέμιδος/ Απόλλωνος, είναι η θήρευσις, η άγρα, το κυνήγι. Το κυνήγι είναι εκείνη η έκφραση της ψυχής, η οποία αναζητεί με πάθος και έχει στόχο της το θήραμα/Αλήθεια.

Μέσω της Μυθολογίας ασκούμαστε στον Ελληνικό Διαλογισμό, όταν σκοπεύουμε την Αλήθεια. Γι αυτό και ο όρος «ενδοσκόπηση» συνδέεται με την εντός σκόπευση της Αλήθειας, η οποία διενεργείται μέσω και των δύο θηρευτών, του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος.
Τι θηρεύουν τα Θεία όντα; Θηρεύουν και οι δύο τις αγνές ψυχές.
Γι αυτό και στις παραστάσεις, βλέπουμε συχνά την Άρτεμη με ένα ελαφάκι δίπλα της ή με ένα μικρό ζώο, ένα λαγό. Αυτό τι σημαίνει; Ότι έχει αρπάξει με το χέρι της τις αθώες ψυχές, προκειμένου να τους δώσει το λιγοστό φως/γνώση. Προερχόμενο από την νύχτα/Λητώ και σελήνη/Άρτεμη το φως/ συνειδητοποίηση προοδευτικά αυξάνεται, μέχρις ότου φτάσει στο ολοκληρωτικό Φως/ενόραση, στον Απόλλωνα. 

Το φως της Αρτέμιδος προσδιορίζει την διαίσθηση, διότι έρχεται και χάνεται. Όπως ακριβώς οι φάσεις της σελήνης αυξομειώνουν το φως στον ουρανό, κατά τον ίδιο τρόπο η διαίσθηση άλλοτε έρχεται και άλλοτε εξαφανίζεται.

 Όταν όμως προχωρήσουμε προς το Φως του Απόλλωνος, τότε πλέον το φως δεν έρχεται και χάνεται.
Η ενόραση εγκαθίσταται στην ψυχή του ανθρώπου και μπορεί να την επικαλείται, όταν ο ίδιος το επιθυμεί.


πηγή: altani.gr
Viewing all 939 articles
Browse latest View live