Εισαγωγή
Στον 20ό αιώνα αναπτύχθηκαν πολλά φιλοσοφικά ρεύματα και κινήματα, όπως: η «Φαινομενολογία» που δίνει έμφαση στη συγκεκριμένη κατάσταση την οποία βιώνει το γνωρίζον υποκείμενο και που αποτελεί προσδιοριστικό όρο της ουσίας του. Παράλληλα, εμφανίστηκε ο «Υπαρξισμός» ο οποίος αντιστρέφει τη σχέση της ουσίας και της ύπαρξης, θεωρώντας ότι η ύπαρξη πρέπει να προηγείται της ουσίας. Την ίδια εποχή εμφανίζεται η «Φιλοσοφία της Επιστήμης», κυρίως στον αγγλοσαξονικό χώρο, όπου έχουμε εντυπωσιακή ανάπτυξη των Φυσικών Επιστημών και της τεχνολογίας. Παράλληλα, αναπτύσσεται η «Αναλυτική Φιλοσοφία», η οποία ανάγει τα φιλοσοφικά προβλήματα σε προβλήματα κατανόησης της γλώσσας. Mετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Φιλοσοφία δημιουργούνται θεωρίες βασισμένες στις έννοιες της δομικής θεωρίας (Στρουκτουραλισμός) και του Μεταμοντερνισμού.
Ο 20ός αιώνας ήταν ο αιώνας που αμφισβητήθηκαν έντονα οι ισχυρισμοί των Φυσικών Επιστημών στην προσέγγιση της αντικειμενικής αλήθειας και τα παρακάτω φιλοσοφικά ρεύματα συνέβαλαν στην ουσιαστική ανάπτυξη τους:
Θετικισμός
Πραγματισμός
Φυσιοκρατία
Επιστημονικός Ρεαλισμός
Κριτικός Ρεαλισμός
Αντιρεαλισμός
Στρουκτουραλισμός / Δομική Θεωρία / Δομισμός
Φαινομενολογία
Μεταμοντερνισμός
Ηθική
Βιοηθική
Όλα αυτά τα φιλοσοφικά ρεύματα θα τα εξετάσουμε για μια ακόμη φορά, και από άλλη οπτική γωνία, αφού είναι εκείνες οι φιλοσοφικές κατευθύνσεις οι οποίες στην ουσία επηρέασαν τη Φυσική που διδασκόμαστε σήμερα, στα τέλη του 20ού και στις αρχές του 21ου αιώνα, και κατ’ επέκταση εμάς τους ίδιους ως φυσικούς.
1. ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ
Ο Θετικισμός είχε επικρατήσει απόλυτα την εικοσαετία 1940-1960. Το κίνημα του Θετικισμού έφθασε στο απόγειό του στην Ευρώπη τη χρονική περίοδο 1928-1934 αλλά, μετά το 1933 που στη Γερμανία ήρθε στην εξουσία ο Ναζισμός, τα περισσότερα ενεργά μέλη των διαφόρων ομάδων και κλάδων του εγκατέλειψαν τη ηπειρωτική Γηραιά Ήπειρο αρχικά προς τη Μεγάλη Βρετανία και αργότερα για τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής (Η.Π.Α.), καθώς πολλοί από αυτούς ήταν Εβραίοι ή αριστεροί διανοούμενοι. Από τη μετανάστευση αυτή, ο Θετικισμός αναμείχθηκε ενεργά με την αγγλοσαξονική παράδοση του Πραγματισμού και του Εμπειρισμού.
Κεντρική ιδέα του Θετικισμού είναι η υπεροχή των Φυσικών Επιστημών με τις εμπειρικές και τις πειραματικές μεθόδους τους, στα συστήματα της Ιδεαλιστικής και Ρομαντικής Φιλοσοφίας, όπως και η έξαρση της Επιστήμης ως μόνου μέσου κοινωνικής προόδου. Μάλιστα, ο Θετικισμός θεωρείται συνέχεια του Κλασικού Εμπειρισμού, καθώς θεωρεί πως κάθε αξιόπιστη γνώση βασίζεται στην εμπειρία, ενώ ακόμα και η διατύπωση γενικών νόμων επαληθεύεται πάνω στην ίδια λογική: τη μαρτυρία των γεγονότων! Η Επιστήμη κινείται στο πεδίο του σχετικού, ενώ η Θρησκεία εκπροσωπεί το απόλυτο, χωρίς να συγκρούεται με την Επιστήμη. Επομένως, υπάρχει ένας διαχωρισμός και παράλληλα ένας συμβιβασμός Επιστήμης και Θρησκείας.
Στηρίζοντας όμως το νόημά του στην παρατήρηση, ο Θετικισμός είναι υποχρεωμένος να διακρίνει δύο ειδών όρους ή προτάσεις:
1. Τους παρατηρησιακούς (όρους) που αναφέρονται σε απλές παρατηρήσεις αντιληπτών πραγμάτων, καταστάσεων και ιδιοτήτων τους ή ακόμη και των σχέσεών τους, και
2. Τους θεωρητικούς (όρους) που δεν προέρχονται από την άμεση παρατήρηση, αλλά αποτελούν έννοιες κάποιων γενικών επιστημονικών θεωριών (της Φυσικής, εν προκειμένω).
Ο Θετικισμός συνετέλεσε στη γένεση δύο τάσεων που η αντίθετη κατεύθυνση τους δείχνει την αντιφατικότητα της κοινής πηγής τους:
α) Η επιστήμη ως εγγύηση της τεράστιας προόδου της ανθρωπότητας,
β) Η ακαμψία των μηχανιστικών αιτιοκρατικών νομοτελειών που οδηγεί σε παραδοχή κάποιων αρχών και τελικά καταλήγει σε μοιρολατρία.
Οι πρώτες επεξεργασίες του θετικιστικού προγράμματος έγιναν στη δεκαετία του 1920 από δύο κυρίως ερευνητικές ομάδες:
1. Τον ονομαζόμενο Κύκλο της Βιέννης, μια ομάδα φιλοσόφων στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης γύρω από τον Moritz Schlick και το Σεμινάριο της Φιλοσοφίας των Επαγωγικών Επιστημών, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τους Rudolf Carnap, Herbert Feigl, Kurt Gödel, Hans Hahn, Karl Menger, Otto Neurath και Friedrich Waismann.
2. Την Εταιρεία Εμπειρικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου του Βερολίνου γύρω από τον Hans Reichenbach, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τους Walter Dubislav, Kurt Grelling και Carl Hempel.
Θεμελιωτής του Θετικισμού ήταν ο Γάλλος φιλόσοφος Ωγκύστ Κοντ που διέκρινε τρεις περιόδους / ηλικίες του πνεύματος και της ιστορίας του ανθρώπου:
1) τη Θεολογική (που κυριαρχεί η ερμηνεία με βάση τη θεία, προσωπική θέληση),
2) τη Μεταφυσική (που οι υπερφυσικές δυνάμεις της Θεολογίας γίνονται αφηρημένες αρχές) και
3) τη Θετική (που οι υπερφυσικές δυνάμεις και μεταφυσικές αρχές παραμερίζονται από την επιστημονική μέθοδο της παρατήρησης και της εξακρίβωσης).
Στη συνέχεια, ο Τζων Στιούαρτ Μιλ τροποποίησε τον Θετικισμό θεωρώντας ότι δεν υπάρχει άλλη γνώση πέρα από την εμπειρική που να βασίζεται στα αισθήματα, και ο Χ. Σπένσερ που πρέσβευε ό,τι δεν γνωρίζουμε τα ίδια τα πράγματα αλλά μόνο ό,τι αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Επίσης, αναπτύχθηκε ο υλιστικός γερμανικός Θετικισμός που εκπροσωπούσαν και εκπροσωπούν ο Μόλεσχοτ, ο Φογκτ και ο Μπρύχνερ, σύμφωνα με τους οποίους όλα τα φαινόμενα διέπονται από τους μηχανιστικούς νόμους. Τέλος, αναφέρουμε την ενοποιητική θεωρία του Γερμανού εξελικτικού ζωολόγου Heinrich Ernst Haeckel 1834-1919), που ερμηνεύει με τα ίδια κριτήρια την ανόργανη και την οργανική φύση.
Αμφισβητήσεις του Θετικισμού
Yπάρχουν αρκετά σημεία τριβής, δηλαδή αμφισβητήσεις του Θετικισμού από άλλες θεωρίες και φιλοσοφικά ρεύματα που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία από την δεκαετία του ’60 και μετά, και τελικά οδηγούν είτε σε μια διαρκή και συνεχή μείωση της αξιοπιστίας του Θετικισμού είτε στην απόρριψή του ή ακόμα ακόμα στον μετασχηματισμό του και στην εμφάνιση νέων -αντίπαλων ή συμπληρωματικών- φιλοσοφικών ρευμάτων.
Συγκεκριμένα οι αμφισβητήσεις του Θετικισμού όπως τις αναφέρει ο Delanty είναι:
1. Επιστημονισμός ή ενότητα της επιστημονικής μεθόδου: Μεθοδολογικά ο Θετικισμός δεν κάνει κανέναν διαχωρισμό μεταξύ των Φυσικών και των Κοινωνικών Επιστημών, όμως η ενοποίηση της επιστημονικής μεθόδου γίνεται με ταυτόχρονη παραδοχή του κυρίαρχου ρόλου των Φυσικών Επιστημών, αφού αυτές εκλαμβάνονται ως το μοντέλο των Κοινωνικών Επιστημών. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τον «Επιστημονισμό» δηλαδή το ότι η σημασιολογική ερμηνεία της γνώσης απορρέει μόνο από τις Φυσικές Επιστήμες.
2. Φυσιοκρατία ή φαινομενοκρατία: Για τον Θετικισμό το αντικείμενο της επιστημονικής μεθόδου είναι μια εξωτερική στην Επιστήμη πραγματικότητα, η οποία σηματοδοτείται από τα παρατηρούμενα φυσικά φαινόμενα. Η θέση αυτή συνεπάγεται αφενός μεν τη «Φυσιοκρατία» δηλαδή την ανάδειξη της φυσικής / εμπειρικής προέλευσης της γνώσης, αφετέρου δε τη «Φαινομενοκρατία» (Αντικειμενισμός), δηλαδή, την αποδοχή μιας αντικειμενικά εξωτερικευμένης υπόστασης των φαινομένων.
3. Εμπειρισμός: Στη βάση της θετικιστικής επιστημολογίας βρίσκεται η εμπειρική παρατήρηση (κριτήριο της επαλήθευσης), η οποία υλοποιείται με την πειραματική μέθοδο. Η αναγνώριση του θετικού χαρακτήρα της εμπειρίας ως του αποκλειστικού κριτηρίου της αλήθειας αποτελεί το σήμα κατατεθέν του Θετικισμού.
4. Ουδετερότητα ή αξιολογική αδιαφορία: Σύμφωνα με τον Θετικισμό, η Επιστήμη δεν πρέπει να ενέχεται σε καμία αξιολογική κρίση του αντικειμένου της μελέτης της. Είναι μια ουδέτερη δραστηριότητα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε κοινωνική ή ηθική αξία. Η αποστολή της είναι να περιορίζεται στα εμπειρικά γεγονότα, από τα οποία, ο Θετικισμός πιστεύει, δεν μπορούν να παράγονται αξίες. Επιπλέον, η αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας γίνεται με μοναδικό γνώμονα την εμπειρική επαλήθευση, ανεξαρτήτως ηθικής ή αυτοσυνειδησίας.
5. Εργαλειακή γνώση: Κάποιες φορές, η έμφαση στον εργαλειακό, και άρα ουδέτερο ρόλο της Επιστήμης, κρύβει μια πολιτικά συντηρητική στάση, που υποστηρίζει την υπεροχή της Επιστήμης σε σχέση με άλλες μορφές γνώσης και νομιμοποιεί την αναπαραγωγή σε κυρίαρχη θέση των επαγγελματικών και θεσπισμένων οργάνων των ειδικών της Επιστήμης.
Ο Θετικισμός δέχθηκε σημαντικές επικρίσεις και στις βασικές παραδοχές του, κυρίως από τους Popper, Kuhn και Feyerabend, τρεις σύγχρονους φιλοσόφους την προσφορά των οποίων στην Επιστήμη θα δούμε αναλυτικά.
Karl Popper (1902-1994)
Ο Karl Popper αρχικά, ως θετικιστής, προσέγγισε τις απόψεις του Κύκλου της Βιέννης, αλλά σύντομα πήρε τις αποστάσεις του από τον Λογικό Θετικισμό. Την περίοδο της δημοσίευσης του βιβλίου του Λογική της Έρευνας (Logik der Forschung, 1934), έθεσε υπό αμφισβήτηση την επαγωγική πορεία της επιστημονικής έρευνας του Κάρναπ. Στάθηκε, λοιπόν, κριτικός με τις επαγωγικές μεθόδους που χρησιμοποιούνταν στην Επιστήμη. Όλες οι επαγωγικές αποδείξεις είναι περιορισμένες, έλεγε. Δεν παρατηρούμε το Σύμπαν όλο τον χρόνο και σε όλα τα μέρη, επομένως δεν δικαιολογούμαστε να βγάλουμε έναν γενικό κανόνα/συμπέρασμα από αυτή τη μη καθολική παρατήρηση.
Επίσης, έθεσε υπό αμφισβήτηση και το κριτήριο του διαχωρισμού μεταξύ Επιστήμης και Μεταφυσικής που είχαν προτείνει οι υπέρμαχοι του Λογικού Θετικισμού. Αυτές τις απόψεις του τις παρουσίασε σε ένα άλλο βιβλίο του με τίτλο: Εικασίες και Διαψεύσεις (Conjectures and Refutations, 1963). Σύμφωνα με τον Popper, η επιστημονική έρευνα πορεύεται με δοκιμές και πλάνες, με εικασίες και διαψεύσεις και όχι με την επαγωγή. Ο Popper ήταν ενάντια στην εμπειρική άποψη ότι παρατηρούμε αντικειμενικά τον κόσμο, αλλά υποκειμενικά σύμφωνα με τις αισθήσεις και τις αντιλήψεις μας. Θεωρούσε ότι το ίδιον μιας επιστημονικής θεωρίας είναι το να μπορεί να διαψευσθεί. Έτσι, πρότεινε μια εναλλακτική επιστημονική μέθοδο που βασίζεται στην Αρχή της διαψευσιμότητας. Η διαψευσιμότητα πρέπει να αντικαταστήσει την επαληθευσιμότητα ως κριτήριο της διάκρισης ανάμεσα σ’ αυτό που είναι επιστημονικό και σ’ εκείνο που δεν είναι. Η επιστήμη νοείται περισσότερο στο σχήμα μιας ατέλειωτης αναζήτησης προς την αντικειμενική γνώση, παρά σε ένα σύστημα της γνώσης.
Η αρχή της διαψευσιμότητας αποτελεί για τον Popper κριτήριο για τον επιστημονικό ή μη επιστημονικό χαρακτήρα μιας θεωρίας. Έτσι, η αστρολογία, η μεταφυσική, η μαρξιστική θεωρία χαρακτηρίζονται ως ψευδο-επιστήμες εξαιτίας της αδυναμίας τους να δεχτούν την εφαρμογή της αρχής της διαψευσιμότητας. Σύμφωνα με τον Popper οι επιστήμονες θα έπρεπε να προσπαθούν να αναιρέσουν τις θεωρίες τους παρά να προσπαθούν συνεχώς να τις επιβεβαιώνουν.
Thomas Kuhn (1922-1996)
Από την άλλη μεριά, η αντιθετικίστικη ιστορικίστικη στροφή στη δεκαετία του ’60 του Thomas Kuhn (1922-1996) ανέδειξε την παραδειγματική δομή και την επαναστατική εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών. Ο Thomas Kuhn ήταν ενάντια στην υπεραπλουστευμένη εικόνα που οι φιλόσοφοι είχαν για την Επιστήμη και διαφωνούσε στο ότι η Επιστήμη δεν εξελίσσεται σταδιακά βασιζόμενη σε ουδέτερες παρατηρήσεις. Για παράδειγμα το πρότυπο του Νεύτωνα για το Σύμπαν ήταν πολύ διαφορετικό από το σχετικιστικό πρότυπο του Αϊνστάιν και θεωρούσε πως το κάθε πρότυπο είναι μια διαφορετική ερμηνεία για τον κόσμο, παρά αντικειμενικές ερμηνείες. Για τον Kuhn, η Ιστορία της Φιλοσοφίας χαρακτηρίζεται από επαναστάσεις επιστημονικής άποψης. Τότε οι επιστήμονες αρχίζουν να αμφισβητούν τις βάσεις του προτύπου, και νέες θεωρίες ανακύπτουν που προκαλούν το κυρίαρχο πρότυπο και τελικά κάποιες από αυτές τις νέες θεωρίες γίνονται αποδεκτές σαν νέα πρότυπα.
Κλασικό έργο του είναι η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα αγγλικά. Είναι ένα βιβλίο που άφησε το στίγμα του στην Ιστορία και Φιλοσοφία των Επιστημών, αφού κανένα άλλο δεν έγινε αντικείμενο τόσο γρήγορης αποδοχής, αλλά συνάμα έντονης κριτικής και απόρριψης. Από αυτό, όμως, ξεκίνησαν διεργασίες που επηρέασαν τα μέγιστα την ιστοριογραφία των Φυσικών Επιστημών αλλάζοντάς την δραματικά.
Συνολικά για τον Κουν μπορούμε να πούμε ότι το έργο του αποτελεί μια τομή για την ιστοριογραφία των Φυσικών Επιστημών, αφού η σύσταση ενός γνωστικού πεδίου είναι ταυτόσημη με τη δημιουργία ενός «παραδείγματος», που ενσωματώνει μεθοδολογικές και γνωσιολογικές παραδοχές, παράλληλα όμως και γενικούς νόμους, τους κανόνες τους και πρότυπες πειραματικές διατάξεις. Τα εργαστήρια, μετά από πρότασή του, πρέπει να μετατραπούν σε χώρους όπου θα συνυπάρχουν ο κόσμος της φύσης με τον κόσμο των φυσικών. Τα εργαστήρια, τα «άδυτα των αδύτων», γίνονται ο χώρος της διαμεσολάβησης. Εκεί θα δημιουργηθούν οι διεργασίες όπου οι επιστήμονες θα προσπαθήσουν να δαμάσουν τη φύση και εκεί είναι ταυτόχρονα ο χώρος όπου η φύση αντιστέκεται. Και όλη αυτή η διαπάλη μας οδηγεί σ’ αυτό που ονομάζουμε «γήινο πολιτισμό».
Paul Feyerabend (1924-1994)
Άλλη άποψη, ως προς τον Kuhn, είχε ο Αυστριακός φιλόσοφος Paul Feyerabend. Αρχικά, ο Φάγιεραμπεντ μαγεύτηκε από το θέατρο και ασχολήθηκε μ’ αυτό στη Βαϊμάρη και στη Βιέννη. Στη συνέχεια σπούδασε Φυσικές Επιστήμες, και τελικά εγκατέλειψε την Αυστρία, το 1955, για να διδάξει στο Berkeley. Πίστευε πως η υπεροχή της σύγχρονης επιστημονικής μεθόδου δεν θα έπρεπε να είναι δεδομένη. Πρόμαχος μιας επιστημονικής μεθοδολογίας την οποία χαρακτήριζε ως «αναρχική» τάχτηκε υπέρ του χωρισμού Επιστήμης και κράτους και καταδίκαζε κάθε πολιτικό σύστημα που φέρνει στην εξουσία ανθρώπους από τον χώρο της Επιστήμης, δηλώνοντας ότι ο κάθε επιστήμονας έχει τον εντελώς προσωπικό του τρόπο εργασίας. Η αναρχική προσέγγιση της γνώσης ήταν ότι δεν μπορούμε να προβλέψουμε τι μορφή μπορεί να έχει η μελλοντική γνώση, κι έτσι δεν μπορούμε να περιοριστούμε σε μία παγκόσμια μέθοδο για να κερδίζουμε γνώσεις. Ο Feyerabend συμφωνεί με τον Kuhn ότι η Ιστορία της Επιστήμης είναι η Ιστορία διαφορετικών οπτικών γωνιών και πως δεν πρέπει να προσπαθούμε να απαγορεύουμε μελλοντικά διαλεκτικά εγχειρήματα προσπαθώντας να ορίσουμε ένα στενό κυρίαρχο πρότυπο γνώσης χρησιμοποιώντας τους νόμους της Φυσικής.
Τα σημαντικότερα έργα του είναι: Κατά της μεθόδου: Σκιαγραφία μιας αναρχικής θεωρίας της γνώσης (1975), Επιστήμη σε μια ελεύθερη Κοινωνία (1976), Φιλοσοφικά Κείμενα (1981) κ.ά.
2. ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ
Είναι ένα σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα που όπως φαίνεται από το όνομά του θεωρεί ότι το κριτήριο για την αξιολόγηση κάθε θεωρητικής αρχής αποτελείται από τις πρακτικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν. Το βασικό χαρακτηριστικό της φιλοσοφίας του Πραγματισμού είναι η ενότητα γνώσης και δράσης, αξιών και εμπειρίας. Η αναγωγή της ανθρώπινης γνώσης σε όργανο ενέργειας κάνει τον Πραγματισμό να συγγενεύει με τον «Συμβατισμό» και προϋποθέτει μια κριτική αντιμετώπιση της θετικιστικής / αντικειμενικής αντίληψης της γνώσης. Σύμφωνα με τον Πραγματισμό, οι θεωρίες δεν είναι πιστές αναπαραστάσεις της πραγματικότητας, αλλά είναι «σχήματα» με τα οποία οργανώνουμε ή ανάγουμε μια ομάδα φαινομένων σε ενότητες.
Σύμφωνα με τους πραγματιστές, η «ωφελιμότητα» και η «αλήθεια» δεν είναι πια διαχωρισμένες η μία από την άλλη, αλλά εμφανίζονται ως οι δύο όψεις της ίδιας πραγματικότητας.
Ο Πραγματισμός συνδέεται με τη Σχολή Φιλοσοφίας του Chicago και με τους μεγάλους διανοητές Charles Sanders Peirce και John Dewey. Σύμφωνα με τον Peirce, το νόημα μιας έννοιας, βρίσκεται στις συνέπειες αυτής καθ’ εαυτής της έννοιας, στον τρόπο που αυτή μεταβάλλει τη συμπεριφορά των ανθρώπων, και όχι σε μια μεταφυσική αναζήτηση κάποιου βαθυστόχαστου νοήματος. Πράγματι, αντί να καταναλωνόμαστε με αφηρημένες θεωρίες για τη φύση της πραγματικότητας, ο Πραγματισμός πρεσβεύει ότι πρέπει να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στο παρόν πλαίσιο που ζούμε και να δημιουργήσουμε την αντίληψή μας για τον κόσμο με βάση τις συγκεκριμένες πράξεις που κάνουμε και τους πραγματικούς σκοπούς που έχουμε. Ο Dewey, έλεγε ότι το κριτήριο της γνώσης βρίσκεται στη μέθοδο που χρησιμοποιείται για να διασφαλισθούν οι συνέπειες και όχι σε μεταφυσικές συλλήψεις της φύσης του πραγματικού.
3. ΦΥΣΙΟΚΡΑΤΙΑ
Η Φυσιοκρατία είναι ένα σύνολο απόψεων που προσπαθούν να εξηγήσουν τα φαινόμενα του κόσμου μόνο με βάση έννοιες και θεωρίες που αναφέρονται στην ίδια τη φύση. Για τη Φυσιοκρατία, φυσικά φαινόμενα αποτελούν όχι μόνο η οργανική και η ανόργανη ύλη (φυσικός κόσμος),αλλά και οι ανθρώπινες δραστηριότητες (ατομικές και κοινωνικές). Επιπλέον, οι φυσιοκράτες πιστεύουν ότι σε όλα τα φυσικά φαινόμενα λειτουργούν σχέσεις αιτιότητας, οι οποίες ανακαλύπτονται από την επιστήμη ή πρόκειται να ανακαλυφθούν με την πρόοδο της επιστήμης. Για τον λόγο αυτό, οι φυσιοκράτες απορρίπτουν τις μεταφυσικές ή φιλοσοφικές ερμηνείες και, ειδικότερα, θεωρούν τις Ανθρωπιστικές και τις Κοινωνικές Επιστήμες να αναπτύσσονται παρόμοια με τις Φυσικές.
Πέραν όμως από τους καθαρά μεταφυσικούς διαλογισμούς, με τους οποίους ερμηνεύονται τα εμπειρικά γεγονότα, οι φυσιοκράτες κρατούν τις αποστάσεις τους και σε σχέση με τις ορθολογιστικές θεωρίες και με την τυπική a priori λογική των θετικιστών. Με την έννοια αυτή, η Φυσιοκρατία βρίσκεται κοντά στον επιστημονικό Ιστορικισμό. Από την άλλη όμως μεριά, η Φυσιοκρατία βασίζει τα κριτήρια αξιολόγησης της γνώσης περισσότερο σε φυσικές γνωστικές ή εξελικτικές διαδικασίες. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό των φυσιοκρατών είναι ότι συνήθως αυτοί εστιάζουν την προσοχή τους στις Επιστημολογίες ειδικών κλάδων, όπως της Βιολογίας ή της Γνωστικής Επιστήμης, σε αντίθεση με την προτίμηση της Φυσικής από την κλασική Επιστημολογία.
Μια από τις σημαντικότερες φυσιοκρατικές προσεγγίσεις είναι η Εξελικτική Επιστημολογία, σύμφωνα με την οποία η γνωστική διαδικασία σε ανθρώπους και ζώα εξηγείται μέσω κάποιας εξελικτικής θεωρίας.
4. ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ως Eπιστημονικός Ρεαλισμός θεωρείται η άποψη ότι όταν μια επιστημονική θεωρία γίνεται αποδεκτή, τότε η ίδια η θεωρία θεωρείται ότι κατά κάποιο τρόπο συσχετίζεται με τον πραγματικό κόσμο αναπαριστώντας όψεις του. Μπορούν να θεωρηθούν δύο τύποι επιστημονικού ρεαλισμού:
α) Για θεωρίες (που στηρίζονται στο κατά πόσον μια θεωρία είναι αληθινή ή όχι και κατά πόσον αποσκοπεί στην αλήθεια).
β) Για επιμέρους στοιχεία θεωριών (που δέχονται την πραγματική ύπαρξη όλων των επιμέρους στοιχείων μιας αποδεκτής θεωρίας), όπου ο ένας τύπος δεν συνεπάγεται τον άλλο.
5. ΚΡΙΤΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Κριτικός Ρεαλισμός ονομάζεται η επιστημολογία που δημιουργήθηκε γύρω από την πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά του Βρετανού κριτικού φιλοσόφου Roy Bhaskar, ο οποίος θεμελίωσε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα που φέρνει κοντά τις Φυσικές και τις Κοινωνικές Επιστήμες, διαφυλάττοντας όμως την πολιτιστική ιδιαιτερότητα των τελευταίων. Ο κριτικός ρεαλισμός δέχεται την αντικειμενική ύπαρξη της πραγματικότητας, διατηρώντας μια οξεία κριτική διάσταση στο εγχείρημα αυτό. Αντιτίθεται δριμύτατα στον Θετικισμό, ενώ προσπαθεί να υπερβεί τον Εμπειρισμό και παράλληλα διατηρεί κάποιες σχέσεις με τη Φυσιοκρατία. Ως γνήσιος Ρεαλισμός, δίνει μεγάλη σημασία στις δυνατότητες της αιτιώδους εξήγησης.
Ο Bhaskar και οι κριτικοί ρεαλιστές υποστηρίζουν πως η αιτιότητα δεν στηρίζεται σε παγκόσμιους ντετερμινιστικούς νόμους, όπως στον Θετικισμό, αλλά στην τυχαιότητα και την ενδεχομενικότητα. Ακόμα, δεν εναγκαλίζονται τον Επιστημονισμό, αφού παραδέχονται ότι η επιστημονική γνώση είναι πάντα διαψεύσιμη και δεν είναι ποτέ ουδέτερη ούτε απαλλαγμένη από την επίδραση του γύρω από αυτήν κοινωνικού πλαισίου.
6. ΑΝΤΙΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
Ο Αντιρεαλισμός υποστηρίζει ότι οι θεωρίες γίνονται αποδεκτές, επειδή αποτελούν χρήσιμα εργαλεία κατανόησης ή επέμβασης στον κόσμο είτε γιατί έχουν κάποια μη αναπαραστασιακή αξία. Για παράδειγμα, στον Αντιρεαλισμό, δεν υπάρχουν ηλεκτρόνια, που είναι πλασματικές κατασκευές οι οποίες χρησιμοποιούνται, σαφώς με επιτυχία, για να γίνονται προβλέψεις και να παράγονται χρήσιμες εφαρμογές της Φυσικής. Στον Αντιρεαλισμό δεν έχει νόημα να αποφανθούμε αν μια επιστημονική θεωρία είναι αληθινή ή όχι, γιατί αυτή απλώς είναι μια εργαλειακή κατασκευή με τη δική της ιδιαίτερη δόμηση, που είτε μπορεί ή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί επαρκής, εγγυημένη, χρήσιμη ή εφαρμόσιμη.
Με την έννοια αυτή, υπάρχουν δυο είδη Αντιρεαλισμού:
1. Αυτός που απορρίπτει την οντολογική συνιστώσα (όπως π.χ. η «Εργαλειοκρατία» που πρεσβεύει ότι οι θεωρίες είναι μόνο κατασκευασμένα εργαλεία για την πρόβλεψη ή την εφαρμογή των φυσικών φαινομένων και γι’ αυτό δεν έχει νόημα το αν είναι αληθείς ή ψευδείς).
2. Αυτός που απορρίπτει την επιστημολογική συνιστώσα (όπως π.χ. ο «Κονστρουκτιβιστικός Εμπειρισμός» του Basil van Fraassen (1980), σύμφωνα με τον οποίο στη θέση του διλήμματος για την αλήθεια μιας θεωρίας μπαίνει το ερώτημα για την εμπειρική πληρότητά της).
7. ΣΤΡΟΥΚΤΟΥΡΑΛΙΣΜΟΣ / ΔΟΜΙΣΜΟΣ
Στη Γλωσσολογία ο Στρουκτουραλισμός καταγράφει την αναγνώριση ότι η γλώσσα είναι ένα σύστημα στοιχείων και όχι μια απλή παράθεση στοιχείων. Δηλαδή, αποτελείται από μονάδες σε διάφορα επίπεδα (φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, σημασία), που βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση μεταξύ τους. Αυτή η αναγνώριση του συστηματικού χαρακτήρα της γλώσσας:
α) Αντικαθιστά την ατομιστική προσέγγιση της γλώσσας του 19ου αιώνα (μελέτη των μεμονωμένων στοιχείων χωρίς την αναγνώριση των αλληλεξαρτήσεών τους).
β) Αναδεικνύει τη συγχρονική αυτάρκεια της γλώσσας. Επειδή, ακριβώς, η γλώσσα σε κάθε δεδομένη στιγμή αποτελεί ένα σύστημα που τίθεται στην υπηρεσία της επικοινωνίας, η περιγραφή της και η μελέτη της δεν προϋποθέτει το ιστορικό της παρελθόν. Tο ιστορικό παρελθόν μιας γλώσσας απλώς προσφέρει την ερμηνεία για την ανάδυση ενός γλωσσικού συστήματος μέσα από προγενέστερα γλωσσικά συστήματα.
Παρά τις αντιφάσεις του ο Στρουκτουραλισμός βοήθησε τις Φυσικές Επιστήμες, λόγω της αντίθεσής του και της εν γένει αμφισβήτησης του Θετικισμού. Γνωστότερος στρουκτουραλιστής ήταν ο Ελβετός Ferdinard De Saussure, ο οποίος απέρριπτε τον Θετικισμό, και ο M. M. Bahktin. Ο Στρουκτουραλισμός στην Ανθρωπολογία, μέσα από τα έργα σπουδαίων ανθρωπολόγων, όπως ο Claude Levi-Strauss, βρήκε κοινά σημεία μεταξύ της θεωρίας του De Saussure και τις πρόσφατες εξελίξεις στην Ανθρωπολογία. Μάλιστα η στρουκτουραλιστική προσέγγιση της Ανθρωπολογίας ήταν τόσο παραγωγική που η επιρροή της δεν περιορίστηκε μόνο στους ανθρωπολόγους E. E. Evans-Pritchard και Pierre Bourdieu, αλλά και σε πολλούς άλλους ιδιαιτέρως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
8. ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ
Φαινομενολογία, είναι η περιγραφή των φαινομένων, καθώς και η περιγραφή του τρόπου εμφάνισης του πραγματικού. Ουσιαστικά είναι η επιστημονική μελέτη και η αιτιολογία των φαινομένων. Η Φαινομενολογία, ενώ είχε αρχίσει ως κίνημα από τα τέλη του 18ου αιώνα, ήρθε απρόσμενα ξανά στο προσκήνιο στη Γερμανία την περίοδο μεταξύ των Παγκοσμίων Πολέμων, λόγω της διαμάχης μεταξύ των «βασιλείων» της φύσης και της κουλτούρας, των οποίων ο διαχωρισμός είχε γίνει από τον Dilthey και άλλους Νεοκαντιανούς φιλοσόφους.
Μεγάλοι φαινομενολογιστές ήταν οι: Wittgenstein, Max Weber, Gyorgy Lukacs, Max Scheler, Alfred Schutz, Karl Mannheim (οι τρεις τελευταίοι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) και ο Heidegger.
Η διδασκαλία της Φαινομενολογικής Σχολής θεωρείται μία από τις πηγές των νεότερων υπαρξιστικών φιλοσοφιών, ιδιαίτερα του Heidegger, κατά τον οποίο η Φαινομενολογία είναι η «συνάντηση» με κάποιο πράγμα και για τον λόγο αυτό η εκδήλωση του όντος.
9. ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΣ
O Μεταμοντερνισμός είναι ένας όρος περιεκτικός ή ένα σύνολο από ιδέες που είναι δύσκολο να ορισθεί, επειδή ως έννοια εμφανίζεται σε μια μεγάλη ποικιλία πεδίων συμπεριλαμβανομένων της Αρχιτεκτονικής, της Μουσικής, του Κινηματογράφου, της Λογοτεχνίας, της Τεχνολογίας κ.ά.
Η υιοθέτησή του έχει συνέπειες στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την εκπαίδευση ως συστατικό μέρος του πολιτισμού μας. Οι μεταμοντέρνοι εκκινούν από τη διαφοροποίηση μεταξύ επιστημονικού και μη επιστημονικού («αφηγηματικού») λόγου και διαβλέπουν σ’ αυτή μια αυθαίρετη εξέλιξη που είχε άμεση συνέπεια να καθιερωθεί ο επιστημονικός λόγος ως προνομιακός απέναντι σε όλες τις άλλες μορφές αφήγησης, αφού μόνον αυτός έχει αξιώσεις αλήθειας και εγκυρότητας. Θεωρούν ότι ο επιστημονικός λόγος είναι απλώς ένα είδος ανάμεσα στα άλλα είδη αφήγησης, ισοδύναμο μ’ αυτά, με την έννοια ότι δεν είναι περισσότερο ή λιγότερο αληθής απ’ αυτά. Αυτό τον υποχρεώνει στην αναζήτηση της νομιμοποίησής του που είναι όμως ένα προβληματικό εγχείρημα, αφού έτσι αναγκάζεται να καταφεύγει σε μια μετά-αφήγηση που είναι η μη γνώση.
Ο Μοντερνισμός, ως φιλοσοφικό ιδεώδες, συγκροτείται γύρω από το αίτημα του κριτικού ελέγχου όλων των γνωστικών περιεχομένων και των αρχών οργάνωσης του βίου με βάση ορθολογικές αρχές. Προβάλλει ένα σχέδιο θεμελίωσης της γνώσης σύμφωνα με το οποίο οι κανόνες νομιμοποίησης των θεωρητικών και πρακτικών αιτημάτων προκύπτουν από τον ορθό λόγο, σε αντιδιαστολή προς μορφές νομιμοποίησης οι οποίες πηγάζουν είτε από τη θεία αποκάλυψη ή από άλλες παραδοσιακές μορφές αυθεντίας.
Σε μια μεταμοντέρνα κοινωνία η γνώση γίνεται λειτουργική και χρηστική. Μαθαίνουμε πράγματα, όχι απλώς για να τα γνωρίζουμε, αλλά και για να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη γνώση. Η γνώση στις μεταμοντέρνες κοινωνίες χαρακτηρίζεται όχι μόνον από τη χρησιμότητά της, αλλά και από τον τρόπο που διανέμεται, αποθηκεύεται και διαμορφώνεται. Παρ’ όλα αυτά η εισαγωγή των τεχνολογιών των ηλεκτρονικών υπολογιστών έχει ανατρέψει τις μορφές της γνώσης που παράγεται, διανέμεται και καταναλώνεται στη σύγχρονη κοινωνία.
Πρόδρομοι του Μεταμοντερνισμού ήταν ο Νίτσε και ο Βιτγκενστάιν. Άλλοι μεταμοντερνιστές ήταν οι: George Bataille, Jean Baudrillard, Gilles Deleuze, Michel Foucault και Richard Rorty.
Μεταμοντερνισμός και Επιστήμη
Οι Μεταμοντερνιστές είναι κριτικοί με την Επιστήμη.
Απαιτούν και αναζητούν την αντικειμενική αλήθεια.
Η γνώση είναι ουσιαστικά ένα κοινωνικό κατασκεύασμα.
Η αλήθεια γίνεται πολλαπλώς αντιληπτή.
Η αλήθεια θεμελιώνεται στην καθημερινή ζωή (πείραμα και απόδειξη).
Η Επιστήμη και όλες οι άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες είναι γεμάτες από αξίες, γι’ αυτό και θεωρούνται ισότιμες.
Στις αρχές του 20ούð αιώνα, η Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν ανέτρεψε το Νευτώνειο πρότυπο που κυριαρχούσε από τον Διαφωτισμό. Αυτή η ανατροπή έδειξε στους φιλοσόφους ότι οι βασικές αρχές μιας επιστημονικής κατανόησης δεν είναι μια ομάδα από στατικούς φυσικούς νόμους, αλλά ήταν ανθρώπινες ερμηνείες φαινομένων. Οι επιστημονικές εξηγήσεις δεν μπορούν πια να θεωρούνται ουδέτερες και αντικειμενικές.
10. ΗΘΙΚΗ
H Ηθική είναι εκείνος ο τομέας της Φιλοσοφίας που ασχολείται με το ερώτημα «τι πρέπει να πράξω;». Στην Ηθική προσπαθούμε, χρησιμοποιώντας λογικά κριτήρια, να ανακαλύψουμε εκείνους τους κανόνες συμπεριφοράς, οι οποίοι αρμόζουν στον άνθρωπο. Kάθε άνθρωπος σε κάθε εποχή θέτει μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο που ζει ηθικούς κανόνες συμπεριφοράς. H Ηθική ωστόσο, κάτω από φιλοσοφική άποψη ή ως επιστήμη, είναι γέννημα του ελληνικού πνεύματος. Aναπτύχτηκε κυρίως στους χρόνους της Αθηναϊκής Δημοκρατίας με τα φιλοσοφικά ερωτήματα που έθεσαν οι σοφιστές και ο Σωκράτης. Πατέρας της Ηθικής μπορεί να θεωρηθεί κατεξοχήν ο Σωκράτης, ο οποίος αγωνιζόταν να δώσει αντικειμενική απάντηση στο ερώτημα: τι είναι δικαιοσύνη, τι είναι ανδρεία, τι είναι νόμος; κ.τ.λ.
Στην εποχή μας υπάρχει εξειδικευμένη ενασχόληση με την Ηθική Φιλοσοφία, η οποία προσπαθεί να αντιμετωπίσει προβλήματα ηθικής φύσεως που σχετίζονται με συγκεκριμένους τομείς, μέσα από περιπτώσεις που συνέβησαν στην πραγματικότητα. Ιδιαίτερα μετά την ανάπτυξη της τεχνολογίας και των Επιστημών που είχαν δυστυχώς κάποιες πολύ βλαβερές συνέπειες για την ανθρωπότητα. Κλασικό παράδειγμα οι ατομικές βόμβες που έπεσαν στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Άλλη περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί το Challenger, το γνωστό διαστημοπλοίου της NASA, το οποίο εξερράγη, και κάθε άλλου είδους υποθέσεις που εξετάζονται από ηθική σκοπιά. Γίνονται αναλύσεις των περιπτώσεων και προτείνονται μέθοδοι, για τις οποίες θα μπορούσαν να παρθούν κάποιες αποφάσεις γύρω από το ηθικό περιεχόμενο των περιπτώσεων αυτών. Μάλιστα, όσον αφορά στο ηθικό δίλημμα για το Challenger, έχει να κάνει με το εάν έπρεπε να δοθεί η εντολή να ξεκινήσει, καθώς είχαν διαπιστωθεί ήδη από την προηγούμενη ημέρα κάποια προβλήματα λειτουργίας.
11. ΒΙΟΗΘΙΚΗ
Η Βιοηθική μελετά προβλήματα που προκύπτουν από ηθικά διλήμματα, όταν έχουμε να κάνουμε με ζητήματα τα οποία αφορούν τη ζωή και τον θάνατο. Υπάρχουν και τα λεγόμενα βιοηθικά διλήμματα, π.χ. ειδικές περιπτώσεις από προβλήματα που προέκυψαν κατά τη θεραπεία, ή μη, διαφόρων ανθρώπων, οι οποίοι βρέθηκαν πολύ κοντά στον θάνατο.
Άλλα επίκαιρα θέματα είναι: το πρόβλημα του πότε μπορεί πραγματικά να θεωρηθεί ότι έχει επέλθη κλινικός θάνατος, ώστε να εκπίπτει η ανάγκη περαιτέρω θεραπείας, το πρόβλημα της ευθανασίας κ.λπ.
Δηλαδή η Βιοηθική εξετάζει κυρίως θέματα που σχετίζονται με την Ιατρική, τη Βιολογία και την Ανθρωπολογία.
πηγή: Αποσπάσματα από το βιβλίο της φιλοσοφίας των Στράτου Θεοδοσίου και Mάνου Δανέζη