Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ - ΤΑΥΡΟΣ (ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0

                          


Το μυσταγωγικό ταξίδι ενός πανάρχαιου μύθου συνυφασμένου με τα μυστήρια του θανάτου και της αναγέννησης, της υπέρτατης μορφής μύησης στις αθέατες δυνάμεις του ανθρώπου και του σύμπαντος.


                                                 ΒΙΝΤΕΟ      ΔΙΟΝΥΣΟΣ - ΤΑΥΡΟΣ





πηγή: youtube


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΝΤΟΣ - ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ (ΒΙΒΛΙΟ)

$
0
0
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ (ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ)


Ο πολιτισμός είναι έργο του ανθρώπου, του ανθρώπινου εγκεφάλου. Όσο περισσότεροι άνθρωποι, ανθρώπινοι εγκέφαλοι, συμμετέχουν στο έργο αυτό, τόσο ο πολιτισμός ανθεί περισσότερο. Για να γίνει όμως το συμμετοχικό πλήθος των ανθρώπινων εγκεφάλων μεγάλο, χρειάζεται κάποιο πολίτευμα που να δημιουργεί πολίτες. Δεν είναι τυχαίο που η λέξη «πολιτισμός» προϋποθέτει τη λέξη «πολίτης». Ο πολίτης όμως δεν είναι δημιούργημα παρά ενός και μόνου πολιτεύματος: της Δημοκρατίας.


Η Δημοκρατία στάθηκε το κύριο στοιχείο, η ειδοποιά διαφορά, που έκανε τον Ελληνικό Πολιτισμό μοναδικό. Η Δημοκρατία, αυτή μόνη, διαφοροποίησε τον Ελληνικό Πολιτισμό από όλους τους άλλους. Τίποτε άλλο. Ούτε το κλίμα ούτε η γεωγραφική θέση. Η Δημοκρατία είναι και αρχαιολογικά διαπιστωμένη στον Ελληνικό Χώρο, στην Πολιόχνη της Λήμνου, από το 3000 π.Χ. περίπου. Μόνο οι Έλληνες, λόγω της Δημοκρατίας, δημιούργησαν πολίτες. Και ίσως μόνο το Ελληνικό Επίτευγμα μπορεί να χαρακτηρισθεί "πολιτισμός", μια και η έννοια "πολιτισμός"προϋποθέτει την έννοια "πολίτες".

Ανώτατο πολιτειακό όργανο και κυρίαρχος θεσμός της Δημοκρατίας ήταν η Εκκλησία του Δήμου· στη Σπάρτη το όργανο αυτό ονομαζόταν Απέλλα. Ο δεύτερος θεμελιώδης θεσμός της Δημοκρατίας ήταν η ενιαύσια και μη επαναλήψιμη θητεία των αρχόντων, καθώς και η λογοδοσία τους μετά το πέρας της θητείας τους. Οι πολίτες υπήρξαν το δημιούργημα αυτών των δύο θεσμών. Αν δεν υπάρχουν αυτοί οι δύο θεσμοί, δεν υπάρχουν και πολίτες· υπάρχουν μόνο υπήκοοι. Οι κατάλογοι των Ολυμπιονικών αποδείχνουν ότι οι αρχαίοι Έλληνες που δεν είχαν θεσμοθετημένους αυτούς τους δύο θεσμούς δε γίνονταν δεκτοί, στα Ολύμπια και κατά συνέπεια και στους άλλους Πανελλήνιους Αγώνες, τα Ίσθμια, τα Νέμεα, τα Πύθια. Τόση σημασία δινόταν από τους αρχαίους Έλληνες στο δημοκρατικό πολίτευμα.

Αποκορύφωμα της Δημοκρατίας ήταν η ανάδειξη των περισσότερων από τα 99% των αρχόντων με κλήρωση. Η Σπάρτη δεν είχε την κλήρωση σαν τρόπο ανάδειξης των αρχόντων αλλά την εκλογή· γι'αυτό ο Αριστοτέλης τη θεωρεί Ολιγαρχία, ο Θουκυδίδης την αποκαλεί "Ισόνομη Ολιγαρχία"που σημαίνει "Δημοκρατική (!) Ολιγαρχία", μια και με το ουσιαστικό "ισονομία"εννοούσαν, όπως φαίνεται στον Ηρόδοτο, το δημοκρατικό πολίτευμα, πριν χρησιμοποιηθεί και γενικευθεί η λέξη "δημοκρατία"· συνεπώς το αντίστοιχο επίθετο "ισόνομος"ισοδυναμούσε με το "δημοκρατικός". Η δική μου πάντως άποψη είναι πως το πολίτευμα της Σπάρτης, εφόσον είχε τους δύο βασικούς θεσμούς, πρέπει να ονομάζεται "Συρρικνωμένη Δημοκρατία".

Όλοι οι άλλοι λαοί ήσαν και είναι υπήκοοι· ποτέ πολίτες. Και οι Έλληνες από πολίτες κατάντησαν κι εκείνοι υπήκοοι εξαιτίας της επικράτησης του μοναρχικού πολιτεύματος μετά τη Μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ. 

(Από την παρουσίαση στα οπισθόφυλλα τω δύο τόμων)

ΣΕΞΤΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ - Η ΑΤΕΡΜΟΝΗ ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

$
0
0

Sextus.jpg

"Τοῖς ζητοῦσί τι πρᾶγμα ἢ εὕρεσιν ἐπακολουθεῖν εἰκὸς ἢ ἄρνησιν εὑρέσεως καὶ ἀκαταληψίας ὁμολογίαν ἢ ἐπιμονὴν ζητήσεως." 
«Η φυσική συνέπεια γι αυτούς που ερευνούν κάποιο πράγμα είναι ή η εύρεση του πράγματος ή η άρνηση της εύρεσης και η παραδοχή ότι πρόκειται για κάτι ακατάληπτο ή η επίμονη συνέχιση της έρευνας.» 
(Σέξτος Εμπειρικός, Πυρρώνειοι υποτυπώσεις 1.1)


Ο Σέξτος ο Εμπειρικός (β΄μισό 2ου - αρχές 3ου αι.μ. Χ.) ήταν φιλόσοφος και γιατρός, εκπρόσωπος του του σκεπτικισμού στη φιλοσοφία και του εμπειρισμού στην ιατρική, γνωστός κυρίως από τα σωζόμενα συγγράμματά του, τα οποία έχουν συνταχθεί μεταξύ 180 και του 200 μ. Χ. Από δική του μαρτυρία προκύπτει ότι καταγόταν από την Ελλάδα και από τον Διογένη τον Λαέρτιο ότι ήταν μαθητής του γιατρού Ηροδότου του Ταρσέα και δάσκαλος του Σατουρίνου. Πιθανή θεωρείται η δραστηριότητά του στη Ρώμη.[1]Ονομάστηκε Εμπειρικός γιατί ακολουθούσε την εμπειρική (αντίθετη προς τη δογματική ή θεωρητική) ιατρική σχολή, που είχε στενές σχέσεις με τον φιλοσοφικό σκεπτικισμό. Αναφέρεται πως έζησε στην Αλεξάνδρεια, τη Ρώμη ή την Αθήνα και ήταν ο γνωστότερος εκπρόσωπος της διδασκαλίας του πυρρωνισμού. Το φιλοσοφικό του έργο θεωρείται η πληρέστερη αφήγηση του αρχαιοελληνικού και ρωμαϊκού σκεπτικισμού.



Καθώς ο Σέξτος ήθελε να αντικρούσει τους δογματικούς της εποχής του, περιγράφει υπομονετικά τα δόγματα του Αριστοτέλη, του Διόδωρου Κρόνου, των στωικών και πολλών άλλων. Ο Σέξτος καταγράφει φιλοσοφικές θέσεις με μοναδικό σκοπό να τις υπονομεύσει. Η ειρωνεία είναι ότι, τοπογραφώντας κτίσματα που προορίζονται για κατεδάφιση, ο Σέξτος είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος για τη διατήρησή τους. Όπως γινόταν και με τον άλλο ακούσιο ιστορικό της αρχαίας φιλοσοφίας, τον Διογένη Λαέρτιο, τα έργα του Σέξτου κυκλοφορούσαν ευρέως και μονίμως, επειδή είχε μια κλίση στα παράδοξα.

Οι αρχαίοι γνώριζαν ότι οι  πυρρωνιστές εμπνέονταν από τον Πύρρωνα τον Ηλείο. Ο Διογένης Λαέρτιος αναφέρει ότι ο Πύρρωνας διδάχτηκε τη φιλοσοφία του στην Ινδία. Ο Πύρρωνας θα μπορούσε να είχε επισκεφθεί την Ινδία ακολουθώντας την εκστρατεία του Μεγάλου Αλέξανδρου. Οι μελετητές έχουν επισημάνει αρκετά γνωρίσματα της πυρρώνειας φιλοσοφίας που μοιάζουν ξένα στην ελληνική φιλοσοφία και που ήταν εγγενή στην ινδική φιλοσοφία. Ο Διογένης αναφέρει επίσης ότι, εφόσον ο Πύρρωνας δεν εμπιστευόταν καμία πεποίθηση περισσότερο από κάποια άλλη, «έβγαινε από το δρόμο του για το τίποτα χωρίς να παίρνει προφυλάξεις, αλλά αντιμετωπίζοντας όλους τους κινδύνους όπως έρχονταν, είτε ήταν κάρα είτε γκρεμοί, σκυλιά ή οτιδήποτε άλλο» . Μολαταύτα, ο Πύρρωνας κατάφερε να φτάσει τα ενενήντα, χάρη στους πολλούς μαθητές και φίλους που «συνήθιζαν να τον ακολουθούν από κοντά»

Ο θεραπευτικός πυρρωνισμός

Ο Σέξτος συνιστά τον πυρρωνισμό μάλλον ως τρόπο ζωής παρά ως δόγμα. Ο πυρρωνισμός διαφέρει από τον σκεπτικισμό που άκμασε αφότου  ο Αρκεσίλαος ανέλαβε τα ηνία της πλατωνικής Ακαδημίας. Ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος αυτής της νέας ακαδημίας, ο Καρνεάδης, διατεινόταν ότι η γνώση είναι αδύνατη. Οι στωικοί είχαν αντιτάξει ότι η αμφιβολία είναι παραλυτική. Δεν ξέρουμε τι κάνουμε στη συνέχεια. Οι σκεπτικιστές της νέας Ακαδημίας αποκρίθηκαν ότι οι αποφάσεις μπορούν να λαμβάνονται βάσει των πιθανοτήτων (ποιοτικού χαρακτήρα, όχι του αριθμητικού είδος που εισήγαγαν ο Πασκάλ και ο Φερμά τον 17ο αιώνα).

Μερικές προτάσεις είναι περισσότερο δικαιολογημένες από άλλες. Πολλοί σύγχρονοι επιστήμονες είναι μετριοπαθείς σκεπτικιστές αυτού του επιφυλακτικού είδους. Πιστεύουν στο αναπόφευκτο του ανθρώπινου σφάλματος και θεωρούν ότι μπορούμε να κάνουμε λάθος για τα πάντα. Με βάση ένα ελέγξιμο μείγμα παρατήρησης και θεωρίας, οι επιστήμονες αποδίδουν πιθανότητες στις υποθέσεις εργασίας. Καθώς εισέρχονται νέα στοιχεία , οι πιθανότητες αναθεωρούνται. Η επιστήμη είναι μια σχεδία που επισκευάζεται διαρκώς. Κανένα μέρος δεν είναι ουσιώδες. Η σχεδία επιπλέει χάρη στη διεργασία της αναθεώρησης.

Ο Σέξτος δεν παραδέχεται ότι οι ακαδημαϊκοί σκεπτικιστές έχουν το δικαίωμα να ισχυρίζονται τη σαρωτική γενίκευση «η γνώση είναι αδύνατη». Μια απόδειξη ότι «δεν υπάρχει απόδειξη για το αν το χ είναι αληθές» τείνει να είναι πιο απαιτητική από την απόδειξη ενός τυπικού θεωρήματος. Για να αποδείξουμε ένα συμπέρασμα , χρειάζεται να βρούμε ένα και μόνο αδιάσειστο επιχείρημα υπέρ του. Για να αποδείξουμε ότι το χ δεν μπορεί ούτε να αποδειχτεί ,ούτε να ανταποδειχτεί , πρέπει να αποδείξουμε την καθολική πρόταση ότι δεν υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ του χ ούτε επιχειρήματα υπέρ του όχι χ. Οι καθολικές προτάσεις επιβάλλουν ένα βαρύτερο φορτίο απόδειξης απ΄ότι οι επιμέρους προτάσεις. Συνεπώς ο ισχυρισμός «η γνώση είναι αδύνατη» αντικαθιστά απλώς το θετικό δογματισμό με τον αρνητικό δογματισμό.

Για τον Σέξτο ο σκεπτικισμός είναι η ικανότητα να βάζεις τα φαινόμενα και τα νοούμενα απέναντι το ένα στο άλλο (Vogt, 2010). Αυτός ο διαχωρισμός είναι καινούργιος (και αρκετά πλατωνικός, μπορούμε να πούμε). Υποστήριξε τις βασικές σκεπτικές ιδέες και προσπάθησε να τις εφαρμόσει και στην ιατρική. Ασχολήθηκε με το πώς ο σκεπτικισμός εφαρμόζεται στην ηθική και προκάλεσε πολλούς στην εποχή του. Δεν υποστήριζε κάποιον ηθικό σχετικισμό, δηλαδή, ότι οι ηθικοί κανόνες εξαρτώνται από τις συνθήκες (κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές ή όποιες άλλες) αλλά ότι δεν μπορούμε να έχουμε ηθική γνώση (Moral Skepticism, 2006 ; Moral Relativism, 2008).

Πιο ριζοσπαστικά, ο Σέξτος θεωρεί ότι είναι δογματικό να υποστηρίζουμε πως η πιθανότητα είναι ο οδηγός της ζωής. Για να αλλάξετε γνώμη βάσει των πιθανοτήτων, χρειάζεται να αποδώσετε κάποιες πιθανότητες πριν από οποιαδήποτε έρευνα. Αυτές οι προκαταβολικές πιθανότητες αποδίδονται χωρίς κάποια λογική. Τότε όμως αποδίδετε σε κάποιες πιθανότητες μεγαλύτερο κύρος απ΄ότι σε άλλες, χωρίς καμία βάση. Αυτή η μεροληψία είναι δογματική. Ο Σέξτος παρουσιάζεται ως ο ανοιχτόμυαλος ερευνητής που αρνείται να παραδεχτεί πως οποιαδήποτε πεποίθηση είναι πιθανότερη από οποιαδήποτε άλλη. Εφόσον δεν θέλει να δεσμευτεί σε καμία πρόταση, δεν θέλει να ισχυριστεί ότι στερούμαστε γνώσης. Γιατί, απ όσο ξέρουμε, ξέρουμε τόσα όσα μοιάζουμε να ξέρουμε.
Γενικά ο Σέξτος δεν αποζητά να μετατρέψει ένα αντίπαλο από πιστό σε άπιστο, εξάλλου αυτό είναι απλώς πίστη στην άρνηση. Απλά δεν θέλει ούτε να κερδίσει , ούτε να χάσει, θέλει μόνο να παίξει αρκετά καλά ώστε να δείξει την ματαιότητα του παιχνιδιού. Εναντιώνεται στις φιλοσοφικές πεποιθήσεις όχι στις συνηθισμένες πεποιθήσεις που έχουμε στην καθημερινή μας ζωή.
Έργα του
Από το συγγραφικό έργο του έχουν διασωθεί:
  • Οι Πυρρώνειοι υποτυπώσεις ή υποθέσεις σε τρία βιβλία[2] που περιέχουν επιτομή της διδασκαλίας του θεμελιωτή του σκεπτικισμού Πύρρωνα τον Ηλείο και της ιστορίας της σχολής του.
  • Προς μαθηματικούς σε 6 βιβλία (απευθυνόμενα με διαδοχική σειρά «προς γραμματικούς», «προς ρητορικούς», «προς γεωμετρικούς», «προς αριθμητικούς», «προς αστρολόγους» και «προς μουσικούς»), όπου ο Σέξτος ελέγχει το δογματισμό που χαρακτηρίζει τα λεγόμενα «εγκύκλια» μαθήματα.
  • Προς δογματικούς σε 5 βιβλία απευθυνόμενα «προς λογικούς» α΄ και β΄, «προς φυσικούς» α΄ και β΄ και «προς ηθικούς» τα θεωρούμενα ως βιβλία 7-11.
  • Τα ιατρικά συγγράμματά του «Ιατρικά υπομνήματα και Περί ψυχής υπόμνημα» δεν έχουν διασωθεί.
___________
1.  Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τόμ. 9Α, σ. 236, 1988 

πηγές: sciencearchives - ideotopos.gr - βικιπαίδεια

ΑΡΧΑΙΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ, ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

$
0
0



Εισαγωγή

Η εργασία αυτή είναι μία προσπάθεια συσχέτισης του αρχαίου σκεπτικισμού με τη σύγχρονη φαινομενολογία και την υπαρξιακή ψυχοθεραπευτική πρακτική. Αρχικώς θα εξετάσουμε εν συντομία το ιστορικό πλαίσιο μέσα από το οποίο αναδύθηκε ο αρχαίος σκεπτικισμός. Κατόπιν θα δούμε τα διάφορα είδη σκεπτικισμού όπως εξελίχθηκαν ανά τους αιώνες και τη βασική σκεπτική επιχειρηματολογία. Στη συνέχεια θα δούμε κάποιες βασικές διαφορές μεταξύ του αρχαίου, του μεσαιωνικού και του μοντέρνου σκεπτικισμού. Επίσης θα μελετήσουμε συγκριτικά ένα- δύο σημεία από τη φιλοσοφία του αρχαίου σκεπτικισμού και τη φαινομενολογία όπως αυτή αναπτύχθηκε κυρίως από τον Edmund Husserl και θα δούμε ποια τα σημεία σύγκλισης και απόκλισης. Τέλος θα δούμε τι μπορεί να προσφέρει ο αρχαίος σκεπτικισμός στην υπαρξιακή ψυχοθεραπευτική πρακτική. Η σκεπτική φιλοσοφία μπορεί να προσφέρει πάρα πολλά όσον αφορά την προσέγγιση του θεραπευόμενου από το θεραπευτή και τη στάση του δεύτερου στη θεραπευτική διαδικασία. Παράλληλα θα πρέπει να τονιστεί ότι ο αρχαίος σκεπτικισμός όπως και κάθε φιλοσοφικό σύστημα όταν εφαρμόζεται σε άλλο τομέα εμπεριέχει κάποιους περιορισμούς που χρέος μας έχουμε να ξεπεράσουμε.


Λίγα λόγια για την ελληνιστική εποχή και την ελληνιστική φιλοσοφία

Όταν μιλάμε για την ελληνιστική εποχή, μιλάμε για την περίοδο που αρχίζει με το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) και τελειώνει, συμβατικά, με την ήττα του Μάρκου Αντώνιου από τον Οκτάβιο στη ναυμαχία στο Άκτιο, το 31 π.Χ. (Long, 1987, σ. 17) ή κατά άλλους με την επίσημη εγκαινίαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Αύγουστο το 27 π.Χ. (Brunschwig & Sedley, 2003, p. 151). Μιλάμε λοιπόν για μια περίοδο τριών αιώνων όπου εξέχουσα θέση στη φιλοσοφία δεν κατείχε ούτε ο Πλατωνισμός ούτε ο Αριστοτελισμός (Περιπατητική σχολή) αλλά τρία βασικά φιλοσοφικά ρεύματα, δηλαδή, ο Στωικισμός, ο Επικουρισμός και ο Σκεπτικισμός. Όλα αυτά τα συστήματα αναπτύχθηκαν μετά τον Αριστοτέλη (Long, 1987, σ. 17).

Κατά τη διάρκεια αυτής της εποχής υπήρξε μία τεράστια εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού. Η Αλεξάνδρεια στην Αίγυπτο και η Αντιόχεια στη Συρία, πρωτεύουσες αντίστοιχα των βασιλείων των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών εδραιώθηκαν από δύο από τους στρατηγούς του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ιδρύθηκαν, δηλαδή, από Έλληνες (Long, 1987, σ. 18). Υπήρχε ένας κοινός πνευματικός πολιτισμός εμπλουτισμένος από επιρροές από διάφορους τόπους και μια κοινή γλώσσα, η κοινή. Υπήρχε μεγάλη πολιτιστική και οικονομική άνθιση. Από την άλλη υπάρχει μια άλλη ανάγνωση της περιόδου εκείνης, μια σύγχρονη ανάγνωση, που βλέπει στην εξάπλωση του ελληνικού πολιτισμού, την ριζική αλλαγή της έννοιας της πόλης, και την ανάδειξη των βασιλείων και της μοναρχίας, δηλαδή, την ελληνιστική εποχή, μια όχι και τόσο ηρωική περίοδο. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί, θεωρούν ότι μια ηρωική ανάγνωση της περιόδου αυτής συνάδει με εποχές όπου η Δύση διήγε την αποικιοκρατική, για να μην πούμε ιμπεριαλιστική, της φάση και ήθελε να ερμηνεύει έτσι την κατάσταση εκείνη. 

Μια πιο σύγχρονη, και ίσως θα πρόσθετα μια πιο ρεαλιστική ή πιο ηττημένη ματιά, μιλά και για μια σκοτεινή πλευρά εκείνης της περιόδου, όπου οι ευκαιρίες υπήρχαν κυρίως για τους πλούσιους, όπου υπήρχε έντονος διαχωρισμός μεταξύ των Ελλήνων και των μη-Ελλήνων ακόμα και μέσα στις ίδιες πόλεις, όπου η φιλοσοφία, η σοφία και ο πολιτισμός των κατακτημένων λαών δεν έχαιρε ιδιαίτερου σεβασμού και όπου η προσπάθεια πολιτιστικής προσέγγισης ήταν μονομερής: από την πλευρά των κατακτημένων. Στην όλη προβληματική προστίθεται το επί πλέον πρόβλημα ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ιστοριογραφικές πηγές από εκείνη την περίοδο, οπότε επαφιόμαστε κυρίως σε ερμηνείες των λίγων στοιχείων που έχουμε (Burstein, 1997). Σε κάθε περίπτωση ήταν μια περίοδος μεταβατική και ταραγμένη, όπου υπήρχαν δραματικές αλλαγές στις πολιτικές και οικονομικές δυναμικές σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Λίγο-πολύ ό,τι συμβαίνει και στην εποχή μας.

Η Αθήνα εξακολουθούσε να υπερέχει στη φιλοσοφία. Γενικά όμως υπήρξε μεγάλη πρόοδος στη φιλολογία, την αστρονομία και τη φυσιολογία. Εξ’ αιτίας αυτού, άρχισε να υπάρχει αυστηρότερος καθορισμός ορίων κάθε θέματος. Έτσι, με ένα τρόπο περιορίστηκε και η φιλοσοφία που διαχωρίστηκε σε λογική, φυσική και ηθική (Long, 1987, σ. 19 ; Suber, 2003, σ. 11). Επίσης, η φιλοσοφία δεν μπορούσε να μην ανταποκριθεί στις ανησυχίες μια τόσο μεταβατικής εποχής: έκανε μια στροφή από τον ανιδιοτελή στοχασμό, στη μέριμνα για την ασφάλεια του ατόμου. Η ισχυρή έμφαση στο άτομο, η έγνοια για την ανθρώπινη ευημερία, η πεποίθηση ότι υπάρχει μια «φύση» που σε γενικές γραμμές το άτομο μοιράζεται με την υπόλοιπη ανθρωπότητα είναι χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής (Long, 1987, p. 22). 

Βασικό ερώτημα των φιλοσόφων εκείνης της εποχής ήταν: τι είναι ευδαιμονία ή ευτυχία και πώς την κατακτά ο άνθρωπος; (Long, 1987, p. 25) Οι άνθρωποι εκείνης της εποχής είχαν μεγάλη ανάγκη να βρουν την ταυτότητά τους και να καθοδηγηθούν ηθικά, υπήρχε ένα αίσθημα σύγχυσης. Ήταν μια εποχή μεγάλης πολιτικής αναταραχής (Brunschwig & Sedley, 2003, σ. 151). Γι’ αυτό ο Στωικισμός και ο Επικουρισμός βρήκαν γρήγορα οπαδούς. Παρουσίασαν μία έννοια του κόσμου και της ανθρώπινης φύσης που βασιζόταν σε εμπειρικές παρατηρήσεις, στο λογικό και στην αναγνώριση ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν κοινές ανάγκες. Και τα δύο συστήματα ισχυρίστηκαν ότι η ευδαιμονία εξαρτάται από την κατανόηση του σύμπαντος και του τί σημαίνει να είναι κανείς άνθρωπος. Και τα δύο συστήματα είναι έντονα ανθρωποκεντρικά, δηλαδή, ο άνθρωπος είναι στο επίκεντρο του στοχασμού τους. Και τα τρία φιλοσοφικά ρεύματα (Στωικισμός, Επικουρισμός και Σκεπτικισμός) ήταν πεπεισμένα ότι οι εσωτερικές δυνάμεις του ανθρώπου, η λογική του μπορούν να δώσουν τη μόνη σταθερή βάση για μια ευτυχισμένη ζωή. Η έννοια της πόλης είναι πλέον σε δεύτερη μοίρα.

Μετά το θάνατο του Πλάτωνα η διεύθυνση της Ακαδημίας πέρασε στον ανιψιό του Σπεύσιππο. Ο Αριστοτέλης παρέμεινε μέλος αλλά δημιούργησε λίγο αργότερα τη δική του σχολή, το Λύκειο, που συχνά ονομαζόταν Περίπατος. Δεν θα υπεισέλθουμε στη λεπτομερή καταγραφή της ιστορίας της Ακαδημίας. Αρκεί να πούμε ότι οι Πλατωνιστές και οι Περιπατητικοί δεν μονοπώλησαν ποτέ την ελληνική φιλοσοφία και οι νέες σχολές κυρίως των Στωικών και των Επικούρειων τους ξεπέρασαν γρήγορα σε επιρροή (Long, 1987, p. 29). Μάλιστα, η λάμψη της Ακαδημίας είχε αρχίσει να ξεθωριάζει μέχρι το 265 π.Χ. όπου ο Αρκεσίλαος της έδωσε πνοή και την έστρεψε από το δογματισμό στον σκεπτικισμό. Εδώ πρέπει να πούμε ότι λίγα έχουν διασωθεί από τα έργα της περιόδου αυτής. Λίγα έχουν διασωθεί από τον Επίκουρο και κανένα ολοκληρωμένο έργο από τους Στωικούς της πρώτης περιόδου. 

Η γνώση μας για τον Καρνεάδη, που ήταν σκεπτικός, είναι και αυτή από δευτερεύουσες πηγές. Γνωρίζουμε κυρίως το γενικό περίγραμμα των σχολών αυτών. Συχνά λείπουν οι λεπτομέρειες και τα επιχειρήματα. Από αυτή την άποψη ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης βρίσκονται σε πλεονεκτικότερη θέση διότι διασώθηκαν τα περισσότερα έργα τους. Όμως δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τις τρεις σχολές της ελληνιστικής περιόδου. Μεγάλο μέρος από τις μαρτυρίες έρχεται από συγγραφείς που έγραψαν αιώνες μετά. Αυτό κάνει την μελέτη τους πολύ δύσκολη, δυσπρόσιτη και ίσως βαρετή: χρειάζεται προσεκτική σύγκριση των πηγών και αξιολόγησή τους και αυτό είναι μόνο η προκαταρκτική εργασία. Η απώλεια βασικών συγγραμμάτων είναι σχεδόν ολοκληρωτική και αυτό είναι και μια μεγάλη απώλεια και για τη φιλοσοφία (Long, 1987, pp. 29-32).

Σε γενικές γραμμές, εκτός από αυτά που ήδη ειπώθηκαν γι’ αυτές τις σχολές, να προσθέσουμε ότι οι Στωικοί, που έχουν πιο πολλά κοινά με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, έκαναν περισσότερη αυτοκριτική από τους Επικούρειους και επεξεργάστηκαν διεξοδικά τη λογική μετατρέποντας το Στωικισμό σε τεχνική φιλοσοφία. Οι στωικοί και οι επικούρειοι ασκούσαν κριτική ο ένας στον άλλο και με τη σειρά τους δέχτηκαν κριτική από τον ακαδημεικό σκεπτικισμό. Η επιρροή των ακαδημεικών σκεπτικών όμως ήταν περιορισμένη. Πιο μεγάλη επιρροή άσκησαν τα άλλα δύο ρεύματα που από τη μια προσέφεραν στον ελληνιστικό κόσμο συμπαγείς θέσεις και ένα σύνολο κανόνων συμπεριφοράς από την άλλη όμως έγιναν δογματικοί στην προσπάθειά τους αυτή και έγιναν η αιτία να διαχωριστεί η φιλοσοφία από την επιστήμη. Οι φιλόσοφοι εκείνης της περιόδου χάραξαν ένα καινούργιο μονοπάτι. Ο περιορισμός της φιλοσοφίας στην φυσική, τη λογική και την ηθική έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη της σκέψης όσον αφορά το υλισμό, τον εμπειρισμό και το νατουραλισμό αντίστοιχα (Suber, 2003, σ. 10). Όσον αφορά τον υλισμό, επιγραμματικά να πούμε ότι ήταν η γενική τάση[1] στην ελληνιστική φυσική και ήταν η απόρριψη της πίστης στην ύπαρξη ασώματων οντοτήτων. Η απόρριψη δεν ήταν φυσικά απόλυτη αλλά ήταν η ισχύουσα θέση. Συνέπεια αυτού: π.χ. η απόρριψη των πλατωνικών «Ιδεών». Όσον αφορά τον εμπειρισμό, αποτελεί εξέλιξη του εμπειρισμού του Αριστοτέλη και απορρίπτει τη γνωσιολογία του Πλάτωνα. Είναι μια βαθιά και αδιάλλακτη πίστη στην αλήθεια των πληροφοριών που μας δίνουν οι αισθήσεις. Αυτή την ακαμψία πολέμησαν οι σκεπτικοί όπως θα δούμε παρακάτω. 

Τέλος, ο νατουραλισμός που σχετίζεται με την ηθική, όπως είπαμε, έχει να κάνει με την πεποίθηση ότι μια ορθή φιλοσοφία περί του ευ ζην πρέπει να βασίζεται σε μια σαφή και ακριβή κατανόηση της φύσης του ανθρώπου. Υπάρχει έμφαση στην πεποίθηση ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι κυρίως μια λογική οντότητα και υποβάθμιση της επιθυμητικής φύσης του ανθρώπου (που υποστηριζόταν ως σημαντική και από τον Πλάτωνα και από τον Αριστοτέλη). Για τους ελληνιστές ο λόγος και μόνον ο λόγος είναι υπεύθυνος για την ευτυχία ή τη δυστυχία μας. Εδώ μπορούμε να κάνουμε ένα σχόλιο κοινωνιολογικού χαρακτήρα και να πούμε ότι αυτή η πλήρης απόρριψη της σπουδαιότητας των εξωτερικών παραγόντων και του άλογου μέρους του ανθρώπου αντανακλά την ανάγκη των ανθρώπων της εποχής να πιαστούν από κάπου, από μια σταθερά. Από την άλλη μπορούμε να απλώς να πούμε ότι βλέπουμε σ’ αυτή τη θέση την ανάπτυξη ενός «σωκρατισμού» (Suber, 2003, σσ. 10-14).
Το πού βρίσκονταν οι σκεπτικοί σε σχέση με όλα αυτά και το τι πρέσβευαν θα το δούμε αμέσως τώρα.

Αρχαίος Σκεπτικισμός

Γενικά

«Σκεπτικισμός είναι η ικανότητα να βρίσκει κανείς με οποιοδήποτε τρόπο αντιθέσεις ανάμεσα στα φαινόμενα και στις κρίσεις: με το Σκεπτικισμό, εξ’ αιτίας της ‘ισοδυναμίας’ (ισοσθένεια) που χαρακτηρίζει αντίθετα μεταξύ τους πράγματα και επιχειρήματα, φτάνουμε πρώτα στην εποχήκαι από κει στην ‘ψυχική ηρεμία’ (αταραξία)»
(Σέξτος Εμπειρικός στο Long, A.A., 1987, σ. 129)

Για οποιαδήποτε πεποίθηση υπάρχει και μία αντίθετη. Υπάρχει, επίσης, και η θέση της αβεβαιότητας και της αδιαφορίας. Ο σκεπτικισμός εξετάζει όλη αυτή τη γκάμα. Δυστυχώς, σε μια κουλτούρα που έχει ανάγκη από βεβαιότητες, ο όρος θεωρείται μειωτικός. Εγείρει θυμό και αντιδράσεις. Πολλοί αντιπαθούν τον σκεπτικισμό. Ας δούμε όμως τι λέει.

Ο σκεπτικισμός λέει κάτι πολύ απλό: δεν απορρίπτει, ούτε αμφισβητεί ούτε αρνείται οποιαδήποτε θεωρία ή πεποίθηση. Τις εξετάζει όλες. «Σκέψις» σημαίνει εξέταση, διαλογισμός, έρευνα και οι Σκεπτικοί ονομάστηκαν έτσι όχι γιατί αμφέβαλλαν ή διότι αρνούνταν ή επειδή εναντιώνονταν σε θεωρίες αλλά, επειδή διερευνούσαν ακατάπαυστα. Σκεπτικός σημαίνει «αυτός που εξετάζει μέσω της νόησης».

Η φράση που τους χαρακτήριζε:

«Προσωπικά και προς το παρόν δεν το γνωρίζω. Το διερευνώ». 

Αυτή η φράση σημαίνει τρία βασικά πράγματα: 
Α) Ο Σκεπτικός μιλά μόνο για τον εαυτό του και για τη δική του άγνοια. 
Β) Τοποθετεί την άγνοιά του στο παρόν. 
Γ) Ερευνά την αλήθεια, ελπίζει ότι στο μέλλον θα τη βρει. Δεν μένει ικανοποιημένος με την άγνοιά του. Ο Σκεπτικός είναι ο άνθρωπος που παραδέχεται ανοιχτά ότι δεν ξέρει. Αναζητά τη γνώση και προς το παρόν δεν τη βρίσκει. Ως εκ τούτου παραμένει ερευνητής. Παράλληλα θεωρεί ανέντιμο να ισχυριστεί ότι γνωρίζει ενώ δεν γνωρίζει (Suber, 2003, σ. 23). Οι σκεπτικοί δεν κατέληγαν σε βεβαιότητες αλλά διερευνούσαν ακατάπαυστα. Έβλεπαν με επιφύλαξη κάθε τι που συνιστά πεποίθηση ή απόλυτη βεβαιότητα (δόγμα) και απέφευγαν να πάρουν θέση ή να αποφανθούν για οτιδήποτε.

Παρ’ όλο που ένας σκεπτικός δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η άγνοια είναι καλύτερη από τη γνώση (δεν το γνωρίζει), δεν την αγαπά. Αγαπά την αλήθεια και φοβάται το λάθος. Αυτό είναι βασικό χαρακτηριστικό του Σκεπτικού (Suber, 2003, σ. 24).

Γιατί τόση λαχτάρα για την αλήθεια; Διότι αυτή θα φέρει την ευτυχία. Στόχος του Σκεπτικισμού είναι η ψυχική ηρεμία, η ευδαιμονία ή η αταραξία όπως υποστηρίζουν.

Μιλήσαμε παραπάνω για πεποιθήσεις και για δόγματα. Η λέξη ‘δόγμα’ σημαίνει γνώμη, πεποίθηση, θεωρία, έννοια, απόφαση, κρίση ή δημόσιο θέσπισμα (Suber,2003, σ. 35). Οι δογματικοί είναι βέβαιοι ότι η γνώση είναι εφικτή. Είναι βέβαιοι ότι κατέχουν μια γνώση. Για να είναι κανείς δογματικός δεν χρειάζεται να νομίζει ότι κατέχει τη γνώση με απόλυτη βεβαιότητα ή ότι τα πάντα μπορούν να γίνουν γνωστά [όπως θεωρούσε ο Χέγκελ (Georg Wilhelm Friedrich Hegel)]. Αρκεί να πιστεύει ότι σχετικά πολύ λίγα μπορούν να γίνουν γνωστά [όπως θεωρούσαν ο Χιουμ (David Hume) και ο Καντ (Immanuel Kant)]. Ο δογματικός δεν χρειάζεται να είναι ερευνητής. Δογματικός είναι όποιος έχει οποιαδήποτε πεποίθηση. Για τον Σέξτο αρκεί να υποστηρίζει ότι τουλάχιστον μία πρόταση αληθεύει (Suber, 2003, σ. 35). Η έννοια παίρνει μειωτική σημασία όταν θέλει να καταδείξει ανθρώπους που παρουσιάζουν τις αλήθειες τους χωρίς προηγούμενη σκέψη, χωρίς επιχειρηματολογία, χωρίς αποδείξεις. Αυτό ακριβώς πολεμούσαν όλοι ανεξαιρέτως οι σκεπτικοί.

Τι είναι η "εποχή"στον σκεπτικισμό;

Ο δογματικός λοιπόν ισχυρίζεται ότι κατέχει κάποια αλήθεια. Ο σκεπτικός αναστέλλει την κρίση του. Δεν τοποθετείται διότι περιμένει μέχρι να βεβαιωθεί, πράγμα που μπορεί να μη συμβεί ποτέ. Η αναστολή της κρίσης ονομάζεται εποχή και είναι αυτή και όχι η άρνηση ή η αμφισβήτηση που είναι η χαρακτηριστική στάση του σκεπτικού (Suber, 2003, σ. 37). Η λέξη ‘εποχή’σημαίνει ανακόπτω, διακόπτω, αναστέλλω, σταματώ ή παύω κάποια δραστηριότητα που διαφορετικά ή κανονικά θα συνεχιζόταν. Οι Σκεπτικοί χρησιμοποιούσαν τη λέξη για τη διατύπωση κρίσης, ενώ αλλού οι Έλληνες τη χρησιμοποιούσαν για το φως του ήλιου (στη διάρκεια εκλείψεων), για τη εμμηνόρροια (στη διάρκεια της εγκυμοσύνης), για την αποπληρωμή χρέους (παράλειψη πληρωμής), για τις μουσικές δονήσεις μιας χορδής (στο νεκρό σημείο δόνησης) και για το πέρασμα του χρόνου (στις μεταβατικές φάσεις ή τις ‘εποχές’)(Suber, 2003, σ. 37). Η εποχή, επειδή δηλώνει τη στάση μιας δραστηριότητας που αλλιώς θα συνεχιζόταν υπονοεί μία κατάσταση αναμονής έως ότου διατυπωθεί μια κρίση. Η εποχή διαφέρει από την αμφιβολία καθώς η δεύτερη υποδηλώνει μια κλίση προς την άρνηση.

Μελετώντας όμως όλες τις θέσεις , οι σκεπτικοί είδαν ότι είναι ισοδύναμες με τις αντίθετές τους και ότι σε καμία δεν μπορούσαν να καταλήξουν με βεβαιότητα. Η θέση ότι μπορούμε να βασιστούμε στις αισθήσεις μας για να γνωρίζουμε, είναι κατά τους σκεπτικούς λανθασμένη διότι οι αισθήσεις μας πολλές φορές μας δίνουν ψευδείς πληροφορίες. Δεν μπορούμε ούτε να βασιστούμε σε εσωτερικές ενδείξεις (βλέπε νόηση) διότι μπορεί να μας παραπλανήσουν. Άρα συνεχίζουμε να ερευνούμε.

Συμπερασματικά:ψάχνοντας αρχικώς ένα κριτήριο για την αλήθεια και την πλάνη, προχώρησαν στην εποχή, μια στάση διαρκούς αναμονής, (στην οποία κατέληγαν εξ’ αιτίας του ασυμβίβαστου μεταξύ φαινομένων και κρίσεων) και από κει κατέληξαν, κατά τύχη όπως ισχυρίζονται, στην αταραξία και στη συνεχή διερεύνηση. Να σημειώσουμε ότι ο αρχαίος σκεπτικισμός ήταν κυρίως μία εφαρμοσμένη φιλοσοφία (Long, 1987, σ. 129 ; Critchley, 2009, σ. 120). Ως εκ τούτου μπορούμε να πούμε ότι αυτός που ισχυρίζεται ότι βρήκε την αλήθεια είναι δογματικός. Αυτός που αρνείται ότι μπορεί να την ανακαλύψει ονομάζεται ακαδειμικός και αυτός που συνεχίζει να ψάχνει είναι ο πυρρώνειος σκεπτικός.

Ας τα δούμε όλα αυτά πιο αναλυτικά

Πυρρώνειος Σκεπτικισμός: Πύρρων, Τίμων

Πύρρων

Ο σκεπτικισμός ξεκινά με τον Πύρρωνα. Ήταν σύγχρονος του Επίκουρου αλλά μεγαλύτερος. Δεν έγραψε τίποτα. Ξέρουμε πολύ λίγα για εκείνον και το έργο του κυρίως μέσω του μαθητή του Τίμωνα του Φλιάσκιου, ο οποίος και έκανε γνωστή τη διδασκαλία του. Όμως η πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση του Πύρρωνα γίνεται αιώνες αργότερα από τον Σέξτο Εμπειρικό. Για τη ζωή του πάλι ξέρουμε πολύ λίγα. Γεννήθηκε στη Ήλιδα, στα βορειοδυτικά της Πελοποννήσου, γύρω στο 365 π.Χ. Ταξίδεψε με το Μέγα Αλέξανδρο και έφτασε μέχρι την Ινδία όπου εκεί γνώρισε τους «γυμνοσοφιστές», τους Ινδούς γυμνούς ασκητές. Ήρθε σε επαφή με εντελώς διαφορετικά έθιμα και με μια στοχαστική φιλοσοφική παράδοση εντελώς διαφορετική από την ελληνική. Φημολογείται ότι πέθανε στην ηλικία των 90 χρόνων (Long, 1987, σ. 131-132  Critchley, 2009, σ. 119  Suber, 2003, σ. 26). Έζησε τον κατακερματισμό της φιλοσοφίας. Έζησε σε μια ταραγμένη εποχή και πολλοί υποστηρίζουν ότι ο σκεπτικισμός του αντανακλά την ατμόσφαιρα της εποχής του. Μπορεί αυτό να είναι αλήθεια αλλά δεν παύει η φιλοσοφία του να έχει μια αυταξία. Έχει μια φιλοσοφική βάση, δεν έχει μόνο κοινωνικοπολιτικές αιτίες (Suber, 2003, σ. 26-27).

Έχοντας έρθει σε επαφή με πολλές φιλοσοφικές θεωρίες, ο Πύρρων παρατήρησε ότι η κάθε μια είχε επιχειρήματα που ανέτρεπαν την άλλη. Έψαχνε για ένα κριτήριο για την αλήθεια. Παραδέχτηκε ότι δεν μπορούσε να επιλέξει ανάμεσα στις θεωρίες ούτε να καταλάβει ποια έλεγε την αλήθεια, ούτε να βρει κάποιο κριτήριο που θα τον βοηθούσε να επιλέξει. Με αυτή την ομολογία, και αφού αποφάσισε να επέχει, γαλήνεψε ο νους του. Παραδέχτηκε την άγνοιά του και ηρέμησε.


Τίμων

Ένας χορευτής που αργότερα έγινε φιλόσοφος και που ονομαζόταν και ‘Κύκλωψ’ διότι ήταν μονόφθαλμος (Critchley, 2009, σ. 118). Γραφική φιγούρα, για πολλούς. Έγραψε τους Σίλλους στους οποίους παρουσιάζει και υποστηρίζει τη θεωρία του Πύρρωνα. 


Ο Τίμων είπε ότι για να είναι κανείς ευδαίμων πρέπει να λάβει υπ’ όψιν του τρία προβλήματα: πρώτο: τι είναι στην πραγματικότητα τα πράγματα, δεύτερο ποια στάση θα πρέπει να υιοθετήσουμε απέναντί τους, και τέλος τι θα προκύψει από μια τέτοια στάση. Κατέληξε στο ότι είναι εξ’ ίσου αδύνατο να διακρίνουμε, να μετρήσουμε και να κρίνουμε τα πράγματα (αδιάφορα, αστάθμητα, ανεπίκριτα). Ούτε τα δεδομένα των αισθήσεών μας ούτε οι κρίσεις μας είναι αληθείς ή ψευδείς. Δεν πρέπει λοιπόν να στηριζόμαστε σε αυτές αλλά να αποφεύγουμε να διατυπώνουμε κρίσεις και να μην είμαστε κατηγορηματικοί. Έτσι πρώτα φτάνουμε στην άρνηση να διατυπώσουμε ισχυρισμούς (αφασία) και μετά στην ψυχική ηρεμία (αταραξία) (Brunschwig & Sedley, 2003, σ. 153 ; Long, 1987, 137).

Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης υποστήριζαν ότι μπορούμε να μάθουμε τη φύση των πραγμάτων. Ο Πύρρων και οι πυρρώνειοι έθεσαν το ερώτημα: τι είναι στην πραγματικότητα τα πράγματα; Και απάντησαν: είναι αδύνατον να το γνωρίζουμε. Η αισθητηριακή αντίληψη μας δείχνει αυτό που φαίνεται. Το τι είναι τα πράγματα (το ον) δεν το ξέρουμε. Υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ της πρότασης «το χ μου φαίνεται ότι είναι ψ» και της πρότασης «το χ είναι ψ» (Long, 1987, σ. 140). Οι πυρρώνειοι δεν αρνούνται ότι έχουμε αισθητηριακές εμπειρίες. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται μεταξύ αισθητηριακών δεδομένων και αντικειμένων. Το πρόβλημα βρίσκεται μεταξύ των φαινομένων, δηλαδή των αντικειμένων όπως τα αντιλαμβανόμαστε, και της φύσης των αντικειμένων αυτών ανεξάρτητα από την αντίληψή μας. Οι πυρρωνιστές δεν αντικρούουν τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα ή όπως προτιμάνε να λένε: τον τρόπο που ‘τα πράγματα φαίνονται σε μας’. Αντικρούουν τους ισχυρισμούς ότι μπορούμε να γνωρίζουμε πώς είναι τα πράγματα. Τα φαινόμενα φαίνονται. Τι βρίσκεται όμως πίσω από τα φαινόμενα; Τι τα δημιουργεί; Ποια η πραγματική φύση των φαινομένων και του φαίνεσθαι; Δεν γνωρίζουμε. Είναι θέματα ανοιχτά προς συζήτηση και για τα οποία ο σκεπτικός αναστέλλει την κρίση του (Suber, 2003, σ. 66)


Προσοχή: ο πυρρώνειος αναστέλλει την κρίση του μόνο αφού εξετάσει διεξοδικά όλες τις προτάσεις. Αφού εξετάσει τα επιχειρήματα με γνώμονα τη λογική και στην περίπτωση που δεν καταφέρει να βρει εκεί την αλήθεια (όπου αλήθεια βλέπε βεβαιότητα), τότε μόνο καταλήγει στην άγνοια που όμως πλέον είναι μια άγνοια εν γνώσει (όχι όπως η άγνοια που υποθέτουμε ότι έχουν οι σκύλοι και οι πέτρες). Και η εν γνώσει άγνοια είναι ταπεινότητα, σεμνότητα, εντιμότητα, είναι το αντίθετο της προκατάληψης η βάση κάθε γνήσιας έρευνας[2]. Ο πυρρώνειος παραδέχεται ότι δεν γνωρίζει, παραδέχεται ότι τόσο οι αισθητηριακές μας προσλαμβάνουσες όσο και η νόησή μας δεν είναι αξιόπιστες ταυτόχρονα όμως επιζητά την γνώση (με την έννοια της απόλυτης βεβαιότητας) σαν να ήταν εφικτή. Ελπίζει ότι είναι εφικτή. Βλέπει ότι οι αποδείξεις ισορροπούν και ότι καταργεί η μία την άλλη, καταλαβαίνει ότι δεν ξέρει ποια από αυτές λέει την αλήθεια και τότε και μόνο τότε αναστέλλει την κρίση του. Αυτή την ισορροπία μεταξύ των προτάσεων, οι σκεπτικοί την ονομάζουν ισοσθένεια,μια έννοια κεντρική στη φιλοσοφία τους (Suber, 2003, σσ. 40-42).


«Η ισοσθένεια είναι η προφανής ισορροπία βεβαιότητας, πιθανότητας, ευλογοφάνειας, αξιοπιστίας και λογικότητας δύο ή περισσότερων συγκρουόμενων ιδεών ή η προφανής ισορροπία αβεβαιότητας, απιθανότητας, ατοπίας, αναξιοπιστίας και παραλογισμού».
(Suber, 2003, σ. 40)
Τελικά, οι πυρρώνειοι καταλήγουν μονίμως σε ένα μόνο ασφαλές συμπέρασμα: τα φαινόμενα φαίνονται. Και αυτό ακόμα στους ‘καθαρόαιμους’ πυρρώνειους δεν αποτελεί πεποίθηση. Δεν αντιτίθενται στα ίδια τα φαινόμενα αλλά στις ερμηνείες που δίνονται για τα φαινόμενα.

Ακαδημεικός Σκεπτικισμός: Αρκεσίλαος, Καρνεάδης

Οι ακαδειμικοί σκεπτικοί ισχυρίζονται ότι δεν οφείλουν τίποτα στον Πύρρωνα και ότι βασίζονται στον Σωκράτη και τον Πλάτωνα (Long, 1987, σ. 132 ; Suber, 2003, σ. 15). Οι Στωικοί τους κορόιδευαν γι’ αυτή τους την άρνηση να δουν πόσο κοινές ήταν οι θέσεις τους με αυτή του Πύρρωνα. Ονομάζονται ακαδειμικοί διότι ανήκαν στην πλατωνική Ακαδημία.


Η βασική τους διαφορά με τους πυρρώνειους σκεπτικούς είναι ότι ενώ οι πυρρώνειοι δεν αρνούνται ότι η γνώση είναι εφικτή, μάλιστα το ελπίζουν, οι ακαδειμικοί πιστεύουν ότι η γνώση είναι ανέφικτη ή είναι απαισιόδοξοι για το αν θα καταφέρουν να βρουν την αλήθεια. Αυτή τους η πεποίθηση, που μερικές φορές μοιάζει με δόγμα, τους κάνει ευάλωτους στην κατηγορία ότι όχι μόνο γίνονται δογματικοί αλλά τελικά έχουν κατακτήσει ήδη μια γνώση (ότι δηλαδή η γνώση είναι ανέφικτη) πράγμα που οδηγείς το κυκλικό επιχείρημα ότι η γνώση είναι εφικτή. Και μερικοί όντως ενστερνίστηκαν την ιδέα ότι το μόνο που μπορούμε να γνωρίζουμε είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε (Suber, 2003, σ. 31-32). Από την άλλη, οι Ακαδειμικοί έδειξαν μεγαλύτερη ελαστικότητα από τους Πυρρώνειους λέγοντας ότι κάποιες προτάσεις είναι πιο πειστικές (πιθαναί) από άλλες, βάζοντας έτσι μέσα στο συλλογισμό τους της έννοια της πιθανότητας.


Αρκεσίλαος

Ήταν γνωστός για τη διαλεκτική του (Long, 1987, σ. 149). Χρησιμοποιούσε πολύ τη σωκρατική μέθοδο. Πολέμησε τη στωική φιλοσοφία αναπτύσσοντας εξαιρετικά επιχειρήματα βασισμένος στη σκεπτική λογική όπως την έχουμε αναφέρει ως τώρα. Προκάλεσε επίσης και τους άλλους δογματικούς, δηλαδή τους Επικούρειους ωθώντας έτσι και τα δύο αυτά φιλοσοφικά ρεύματα να ξανασκεφτούν και βελτιώσουν την επιχειρηματολογία τους.

Καρνεάδης

Άσκησε και αυτός κριτική στους Στωικούς. Προχώρησε περισσότερο από τον Αρκεσίλαο διότι ανέπτυξε μια θεωρία ‘πιθανότητας’. Εν συντομία είπε, ότι ενώ δεν μπορούμε να πούμε αν οι αισθητηριακές εντυπώσεις είναι αληθείς ή ψευδείς, εν τούτοις υπάρχουν εντυπώσεις που είναι δυνατόν να διακριθούν ως πιθανές ή φαινομενικά αληθείς ή μη πιθανές ή φαινομενικά ψευδείς. Πιθανό σημαίνει στη κυριολεξία ‘πειστικό’ ή ‘αξιόπιστο’. Εισήγαγε λοιπόν το κριτήριο του βαθμού αξιοπιστίας. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δεχόμαστε τις αισθητηριακές εντυπώσεις δείχνουν και το βαθμό αξιοπιστίας αυτών των εντυπώσεων. Αξιοπιστία και διαύγεια είναι δυο κριτήρια με τα οποία μπορούμε να κρίνουμε τις αισθητηριακές μας εντυπώσεις. Και όταν πρόκειται για την ευδαιμονία μας ο έλεγχος της πιθανότητας πρέπει να είναι όσο το δυνατόν αυστηρότερος (Long, 1987, σ. 163). 


Το βασικό που είπε ο Καρνεάδης ήταν: ο κόσμος μπορεί να είναι τελείως διαφορετικός από ότι τον αντιλαμβανόμαστε. Είναι δυνατόν να είναι κρίσεις αληθείς ή ψευδείς με την προϋπόθεση ότι η αλήθεια και το ψεύδος αναφέρονται στον κόσμο όπως τον παρατηρούμε και όχι στον κόσμο καθ΄ αυτόν (Long, 1987, σ. 165). Ανέπτυξε εξαιρετικά επιχειρήματα σε σχέση με τη στωική και επικούρεια θεολογία κα την ελεύθερη βούληση[3]. Διέκρινε έννοιες της αναγκαιότητας που ούτε ο Αριστοτέλης ούτε οι Στωικοί μπόρεσαν να κάνουν. Όσον αφορά τη δικαιοσύνη (έννοια που απασχόλησε τόσο τον Πλάτωνα, όσο και τον Αριστοτέλη, όσο και τους Στωικούς), ο Καρνεάδης έκανε πρώτος το διαχωρισμό μεταξύ δικαιοσύνης και φρόνησης. Ήταν ένας διακεκριμένος φιλόσοφος και έχει ειπωθεί ότι αν τον είχαν διαδεχτεί άνθρωποι ανάλογου αναστήματος η φιλοσοφία τα επόμενα εκατό χρόνια θα ήταν εντελώς διαφορετική (Long, 1987, σ. 175).

Νεοπυρρωνισμός-‘Υστερος Πυρρωνισμός: Αινησίδημος, Σέξτος Εμπειρικός

Η σκεπτική τους δραστηριότητα είχε ένα σαφή ηθικό στόχο: την ελευθερία από κάθε ψυχική ταραχή, καθώς επίσης και τη διαφύλαξη της ελευθερίας από τα δογματικά δεσμά (Suber, 2003, σ. 17). Επίσης οργάνωσαν καλύτερα τα επιχειρήματα και τη φιλοσοφία των σκεπτικών (απ’ όσο μπορούμε να ξέρουμε, βέβαια, διότι λείπουν πάρα πολλές πρωτογενείς πηγές).

Αινησίδημος

Ο Αινησίδημος κατέγραψε 10 τρόπους με τους οποίους ο σκεπτικός ελέγχει τα επιχειρήματα ψάχνοντας για την αλήθεια. Είναι τόσο δύσκολο να ξεφύγει κανείς από την εξέταση αυτή που για πολλούς το έργο του αυτό είναι μια εγκυκλοπαίδεια της άρνησης. Εξολοθρεύουν κανονικά τις πεποιθήσεις μας. Είναι μία επίθεση σε κάθε ισχυρισμό γνώσης και βεβαιότητας.


Αναφέρουμε επιγραμματικά τους Τρόπους του (Vogt, 2010):

1. Επιχειρήματα που έχουν να κάνουν με αντιληπτικές διαφορές μεταξύ διαφόρων ειδών ζώων.
2. Επιχειρήματα που έχουν να κάνουν με αντιληπτικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων.
3. Επιχειρήματα που βασίζονται σε αισθητηριακές διαφορές και στην πολυπλοκότητα των αντιληπτικών αντικειμένων.
4. Επιχειρήματα που βασίζονται σε καταστάσεις ( π.χ. ηλικία, συναισθήματα)
5. Επιχειρήματα που βασίζονται σε χωροταξικές αντιλήψεις
6. Επιχειρήματα που βασίζονται σε μίξεις (π.χ. αέρας και υγρασία, φυσιολογία της σκέψης, φυσιολογία των αντιληπτικών οργάνων)
7. Επιχειρήματα που βασίζονται στη σύνθεση των αντικειμένων που παρατηρούμε
8. Επιχειρήματα που σχετίζονται με τη σχετικότητα ( π.χ. των περιστάσεων, της κρίσης μας)
9. Επιχειρήματα που βασίζονται στη συνέχεια ή τη σπανιότητα της εμφάνισης ενός φαινομένου
10. Επιχειρήματα που βασίζονται σε έθιμα, αξίες, πεποιθήσεις, κ.τ.λ
.


Αυτοί οι τρόποι φέρνουν τους ομιλητές αντιμέτωπους με παράδοξα που τους βυθίζουν στην αβεβαιότητα. Π.χ. το παράδοξο του κριτηρίου: μερικοί δογματικοί λένε ότι υπάρχει κριτήριο για την αλήθεια, άλλοι όχι. Άρα πρέπει πρώτα να αποφασιστεί αν υπάρχει κριτήριο και μετά ποιο είναι αυτό. Το να αποφασίσουμε ποιο κριτήριο είναι αληθινό θα μας οδηγήσει σε ένα άλλο κριτήριο για να πάρουμε μια τέτοια απόφαση. Και αυτό σε άλλο, ad infinitum. Είναι μια κυκλική συλλογιστική ή η εις άπειρον εκβολή, όπως ονομάζεται. Συμπέρασμα; Αν κανένα κριτήριο δεν είναι βέβαιο, καμιά πρόταση δεν είναι βέβαιη. Άλλο παράδοξο είναι αυτό της απόδειξης: Το συμπέρασμα είναι αληθές μόνο αν οι προκείμενες είναι αληθείς. Και για να είναι αυτές αληθείς πρέπει να είναι αποδεδειγμένες. Επιστρέφουμε έτσι στην εις άπειρον εκβολή. Να σημειώσουμε ότι οι τρόποι χρησιμοποιούνταν από τους σκεπτικούς όχι για να αποδείξουν ότι κάποια επιχειρήματα είναι ψευδή αλλά για να αποδείξουν την ισοσθένεια μεταξύ των επιχειρημάτων. Οι σκεπτικοί, έψαχναν να βρουν ποιό το κριτήριο του καθενός (κυρίως των δογματικών) και να το εξετάσουν. Μπορεί το κριτήριο τους να ήταν η αρμονία των όντων ή η αρχή της μη-αντίφασης. Όποιο και αν ήταν, ήθελαν να εξετάσουν με ποιο τρόπο δογματίζει ο δογματικός και κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι η εμπειρική επαλήθευση δεν τελειώνει ποτέ και η λογική επιβεβαίωση δεν έχει αρχή (Suber, 2003, σσ. 46-50). Να σημειώσουμε ότι συχνά οι Τρόποι χρησιμοποιήθηκαν από δογματικούς για να κατατροπώσουν τους αντιπάλους τους.

Ο Αινησίδημος φαίνεται ότι διερεύνησε τη σχέση μεταξύ σκεπτικισμού και της έννοιας της ροής, έτσι όπως αυτή αναπτύχθηκε από τον Ηράκλειτο και παρατήρησε ότι ο σκεπτικισμός οδηγεί στην Ηρακλείτεια φιλοσοφία (Vogt, 2010).


Σέξτος Εμπειρικός

Ήταν Έλληνας γιατρός. Πολλά από τα στοιχεία που έχουμε για τον Πύρρωνα προέρχονται από εκείνον.
Για τον Σέξτο ο σκεπτικισμός είναι η ικανότητα να βάζεις τα φαινόμενα και τα νοούμενα απέναντι το ένα στο άλλο (Vogt, 2010). Αυτός ο διαχωρισμός είναι καινούργιος (και αρκετά πλατωνικός, μπορούμε να πούμε). Υποστήριξε τις βασικές σκεπτικές ιδέες και προσπάθησε να τις εφαρμόσει και στην ιατρική. Ασχολήθηκε με το πώς ο σκεπτικισμός εφαρμόζεται στην ηθική και προκάλεσε πολλούς στην εποχή του. Δεν υποστήριζε κάποιον ηθικό σχετικισμό, δηλαδή, ότι οι ηθικοί κανόνες εξαρτώνται από τις συνθήκες (κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές ή όποιες άλλες) αλλά ότι δεν μπορούμε να έχουμε ηθική γνώση (Moral Skepticism, 2006 ; Moral Relativism, 2008).


Να πούμε ότι οι τρόποι βοηθούν τους σκεπτικούς να αποφύγουν το λάθος (που τόσο φοβούνται) αλλά μαζί μ’ αυτό αποφεύγουν και την αλήθεια. Είναι τόσο αυστηρά τα κριτήριά τους (αν μας επιτραπεί αυτή η λέξη) που η αλήθεια μπορεί να είναι εκεί και να τους έχει διαφύγει. Όχι μόνο αυτό. Όπως είπαμε, αγαπούν την αλήθεια, δηλαδή τη βεβαιότητα, παράλληλα όμως αποφεύγουν την πίστη δηλαδή τη σιγουριά. «Η σιγουριά θεραπεύει την αμφιβολία όχι όμως και την άγνοια. Και όταν υποτάσσεται η αμφιβολία, η άγνοια είναι ανίκητη» (Suber, 2003, σ. 57).


Από την άλλη, μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς βέβαιος για να ζήσει τη ζωή του. Ο σκεπτικός δεν διαφωνεί: η αβεβαιότητά του ένα πράγμα εμποδίζει: τον ισχυρισμό ότι αληθεύει μια δεδομένη πεποίθησή μας. Αυτό είναι το αβέβαιο.[4]


Η σκεπτική συλλογιστική έχει διάφορες καταλήξεις. Μία από αυτές είναι ο υπαρξισμός: οι πεποιθήσεις μας και οι δράσεις μας επιλέγονται σε καθεστώς πλήρους αβεβαιότητας. Έχουμε δε πλήρη ευθύνη για αυτή την επιλογή. Αυτό δεν το έχουν πει οι σκεπτικοί ακριβώς έτσι αλλά σίγουρα νομιμοποιούμαστε να βγάλουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα από τη φιλοσοφία τους. Θα μπορούσαμε να πούμε μάλιστα ότι αν επιλέγουμε υποκρινόμενοι ότι βρήκαμε κάποια αλήθεια, ενεργούμε κακή τη πίστη, διότι αρνούμαστε την ελευθερία μας (Suber, 2003 σ. 63).


Μία κριτική που έχουν δεχτεί οι σκεπτικοί είναι ότι κατά βάθος δεν θέλουν να βρουν την αλήθεια. Ότι κάνουν τα πάντα για να αποδείξουν ότι δεν υπάρχει. Αποτέλεσμα αυτού είναι να είναι οι άλλοι δύσπιστοι ως προς τις προθέσεις τους και να τους θεωρούν μη-αυθεντικούς.


Μια άλλη κριτική είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να ζήσει κανείς χωρίς να βασίζεται σε κάποιες πεποιθήσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι κυκλοφορούσαν την εποχή εκείνη διάφορα αστεία για τον Πύρρωνα, όπως ότι θα είχε πέσει σε λάκκους ή θα του είχαν επιτεθεί σκυλιά αν δεν τον πρόσεχαν οι φίλοι του. Τόση δηλαδή ήταν η δυσπιστία του απέναντι στις αισθήσεις που ήταν εντελώς αδιάφορος για την προσωπική του ασφάλεια (Critchley, 2009, s. 145 ; Brunschwig & Sedley, 2003, σ. 153). Επίσης ο Μπέρτραντ Ράσελ (Bertrand Russel) έλεγε ότι ο σκεπτικισμός αν και λογικά άψογος είναι ψυχολογικά αδύνατος και ο Πασκάλ έλεγε ότι ο ανθρώπινος νους έχει ανάγκη να πιστεύει και αν δεν βρει την αλήθεια θα προσκολληθεί στο ψεύδος (Suber, 2003, σ. 74).


Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, ίσως να ισχύει για τους ακαδειμικούς και τους ύστερους (αν ισχυριστούμε ότι μπορούμε να γνωρίζουμε τις προθέσεις τους και να ξέρουμε ότι είναι διαφορετικές από αυτέ που ισχυρίζονται ότι έχουν), αλλά όχι για τις πυρρώνειους.


Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, οι Σκεπτικοί κάνουν μια διάκριση μεταξύ προφανούς και μη προφανούς (αν και δεν δογματίζουν ως προς την ίδια τη διάκριση). Μπορεί τα πράγματα που ανήκουν στην κατηγορία των προφανών να είναι αμφιλεγόμενα, γι’ αυτό και οι σκεπτικοί ενδίδουν σε αυτά χωρίς να συγκατατίθενται, λέει ο Σέξτος (Suber, 2003, σ. 66). Ποιος ο τρόπος ζωής του Σκεπτικού, λοιπόν;


«Ο Σκεπτικός επιτρέπει στον εαυτό του να καθοδηγείται από (1) τις δυνάμεις της φύσης, και (2) από τα πάθη του (αισθήματα) και τα δύο βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό του (3) από παραδοσιακούς νόμους και έθιμα του τόπου του, και (4) από τη συσσωρευμένη πρακτική σοφία για το πώς μπορούν να επιτευχθούν συγκεκριμένοι στόχοι. Ακολουθώντας ένα από τους τέσσερις αυτούς οδηγούς, ‘ακολουθούμε τα φαινόμενα’ και αποφεύγουμε το δογματισμό. Οπότε δεν είναι δογματικό (1’) το να αισθάνεσαι με τις αισθήσεις ή να κάνεις σκέψεις, (2’) το να νιώθεις πείνα και να αντιδράς στο αίσθημα της πείνας τρώγοντας, (3’) το να μην κάνεις έρωτα με τα αδέλφια σου, ίσως ακόμα και το να πηγαίνεις στην εκκλησία της γειτονιάς, και (4’) το να πίνεις νερό από ποτήρι αντί να προσλάβεις έναν υπηρέτη για να σου στύβει ένα μουσκεμένο πανί στο στόμα. (Suber, 2003, p. 68)


Σε κάθε περίπτωση, οι σκεπτικοί μας μαθαίνουν ένα σημαντικό μάθημα. Να αποφεύγουμε στη δική μας έρευνα για την αλήθεια ή για να μιλήσουμε με ακρίβεια στην έρευνά μας για τη δική μας αλήθεια, την έπαρση, την προπέτεια και την ανεντιμότητα. Είναι καλό να θυμόμαστε πόσο δογματικός μπορεί να γίνει ο δογματισμός. Ο αρχαίος σκεπτικισμός μας προκαλεί. Μας προκαλεί να σκύψουμε πάνω στις πεποιθήσεις μας, τις προκαταλήψεις μας[5], στις βεβαιότητές μας και να τις εξετάσουμε με αγάπη για την αλήθεια.


_____________________

[1] Όταν λέμε γενική τάση καλό είναι να έχουμε στο νου μας ότι μιλάμε για τα δύο κυρίαρχα ρεύματα δηλαδή του Επικούρειους και τους Στωικούς. Όπως θα δούμε παρακάτω πολλά από αυτά που πρεσβεύουν τα δύο αυτά ρεύματα αμφισβητήθηκαν και κρίθηκαν από τους σκεπτικούς.
[2] Να τονίσουμε εδώ ότι η εν γνώσει άγνοια δεν κάνει τους πάντες ευτυχισμένους – ατάραχους. Τουλάχιστον από τον Πασκάλ και τον 17ο αι. και έπειτα, είναι αιτία απελπισίας. Ο μοντέρνος άνθρωπος δεν θέλει να ζει καθόλου στην αβεβαιότητα. Και πολλοί φιλόσοφοι πολέμησαν λυσσαλέα και τον παραμικρό σκεπτικισμό ψάχνοντας αγωνιωδώς για βέβαιες απαντήσεις.
[3] Παραδείγματος χάριν, στη διαμάχη για το αν κάποιες ενέργειες είναι εκούσιες ή ακούσιες σε σχέση με το αίτιο και αιτιατό, ο Καρνεάδης είπε: ή έννοια της εκούσιας κίνησης σημαίνει κίνηση που εξαρτάται από μας. Αυτό δεν συνεπάγεται ότι μια τέτοια κίνηση δεν έχει αίτιο. Αίτιό της είναι ακριβώς το γεγονός ότι εξαρτάται από μας.
[4] Εκείνοι που συνθηκολογούν με το σκεπτικό αλλά λένε «ε, και;» είναι ή φιντεϊστές ή φιξιοναλιστές.
[5] Προ-κατάληψη: να γνωρίζω προτού ερευνήσω.

πηγή: ideotopos.gr

Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΦΑΙΑΣ ΑΘΗΝΑΣ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ

$
0
0



Ναός της (Αθηνάς) Αφαίας βρίσκεται στην Αίγινα, στο ιερό αφιερωμένο στην ομώνυμη θεότητα. Βρίσκεται σε ύψος 160 μέτρων στην ανατολική πλευρά του νησιού. Το ιερό επίσης βρίσκεται 29 περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης των Αθηνών.




Από τον οπισθόδομο του ναού

Η θεότητα ταυτίζεται με την κρητική Δίκτυννα ή Βριτόμαρτη. Σύμφωνα με μια σύμπτυξη μύθων από την ελληνική μυθολογία, ο βασιλιάς της Κρήτης Μίνως ερωτεύθηκε τη Βριτόμαρτη και την κυνηγούσε και εκείνη για να γλιτώσει έπεσε στη θάλασσα. Την έσωσαν όμως ψαράδες που τη μετέφεραν στην Αίγινα, αλλά κι εκεί την κυνηγούσε ένας από αυτούς. Κατέφυγε λοιπόν στο ιερό άλσος της Άρτεμης και εξαφανίστηκε με τη βοήθεια της θεάς. Σίγουρη είναι η σχέση της με την Άρτεμη, καθώς αλλού αναφέρεται η Βριτόμαρτις ως νύμφη, κόρη της, ενώ η ίδια η Άρτεμη έχει τα λατρευτικά ονόματα Αφαία, Βριτόμαρτη, Δίκτυννα.

Λεπτομέρεια από τα γλυπτά του ναού της Αφαίας, που εκτίθενται στη

Όταν οι ντόπιοι έψαξαν να τη βρουν βρήκαν στη θέση της ένα άγαλμα κι έτσι την ονόμασαν Αφαία (δηλαδή άφαντη). Στη θέση εκείνη ίδρυσαν αργότερα οι Αιγινήτες ένα ιερό και αργότερα χτίστηκε ναός, ο οποίος χρονολογείται στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, στην οποία πήρε μέρος και το νησί. Η εύρεση της θεότητας πραγματοποιήθηκε μετά την ανακάλυψη αρχαϊκής επιγραφής. O αρχικός τύπος του ονόματός της είναι Άφα. Το ιερό της Αφαίας το αναφέρει ο Παυσανίας. Πριν βρεθούν οι επιγραφές, το θεωρούσαν ιερό της Αθηνάς ή του Ηρακλή.


Ο χώρος του ιερού παρουσιάζει ίχνη λατρείας από την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο (1300 π.Χ.) γυναικείας θεότητας της γονιμότητας. Στη σπηλιά που λέγεται από το μύθο ότι κρύφτηκε η Βριτόμαρτις όταν έφτασε στην Αίγινα βρέθηκαν ειδώλια προελληνικής γυναικείας θεότητας, της Ευγονίας. Αργότερα η θεότητα αυτή ταυτίστηκε με τη θεά Αθηνά και έτσι προέκυψε η Αφαία Αθηνά.

Ο ναός που σώζεται σήμερα χρονολογείται γύρω στο 500-490 π.Χ.: είναι ο δεύτερος, καθώς ο πρωιμότερος δωρικός χρονολογείται στο 570-560 π.Χ. και καταστράφηκε από πυρκαγιά γύρω στο 510 π.Χ. Βαθμιαία το ιερό της Αφαίας παρήκμασε μετά και την αθηναϊκή κυριαρχία στην Αίγινα και μόνο κάποιες επισκευές έγιναν τον 4ο αι. π.Χ. Μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα είχε πια εγκαταλειφθεί. Ο ναός θεωρείται ως κορυφαία δημιουργία της αρχαϊκής αρχιτεκτονικής και πιστεύεται ότι αποτέλεσε το ναό πρότυπο για τους αρχιτέκτονες του ΠαρθενώναΙκτίνο και Καλλικράτη.

Ο ναός είναι δωρικός περίπτερος, με κιονοστοιχία 12 κιόνων στις μακρές και 6 στις στενές πλευρές. Οι κίονες είναι μονολιθικοί με 20 ραβδώσεις, εκτός από τρεις της βόρειας πλευράς, που αποτελούνται από σπονδύλους. Στηρίζεται σε κρηπίδα τριών βαθμίδων, έχει πρόδομο και οποσθόδομο με δύο κίονες εν παραστάσι και σηκό με δίτονη εσωτερική κιονοστοιχία πέντε κιόνων. Η είσοδος γινόταν από την ανατολική πλευρά, όπου είχε κατασκευασθεί επικλινές επίπεδο από καλά πελεκημένους λίθους. Οι κίονες, οι τοίχοι του σηκού και ο θριγκός είναι από ντόπιο πωρώδη ασβεστόλιθο και καλύπτονται με επίχρισμα, ενώ σε μερικά μέρη του θριγκού σώζεται και διακόσμηση με χρώμα. Τη δίρριχτη στέγη του ναού κάλυπτε πήλινη κεράμωση κορινθιακού τύπου και μόνο η πρώτη στρώση κεράμων με τις ανθεμωτές ακροκεράμους ήταν μαρμάρινη. Το κορυφαίο ανθεμωτό ακρωτήριο, που πλαισιωνόταν από δύο κόρες, ήταν επίσης μαρμάρινο, καθώς και οι τέσσερις σφίγγες στις γωνίες της στέγης. 

Τα γλυπτά των αετωμάτων και τα ακρωτήρια της στέγης ήταν από παριανό μάρμαρο και έφεραν χρώματα. Το θέμα και των δύο αετωμάτων είναι οι μυθικές εκστρατείες στην Τροία, στις οποίες διακρίθηκαν Αιγηνίτες ήρωες. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζεται η παλαιότερη εκστρατεία, με τον Ηρακλή κατά του βασιλιά της Τροίας Λαομέδοντα, στην οποία έλαβε μέρος ο Τελαμών, γιός του Αιακού. Στο δυτικό αέτωμα απεικονίζεται η νεότερη εκστρατεία με τον Αγαμέμνονα κατά του Πριάμου, στην οποία διακρίθηκαν τρεις απόγονοι του Αιακού, ο Αίας, ο Τεύκρος και ο Αχιλλέας. Παρούσα και στις δύο εκστρατείες είναι η Αθηνά, ως η κεντρική μορφή κάθε αετώματος. Το δυτικό αέτωμα απηχεί την αισθητική του 6ου αι. π.Χ., ενώ το ανατολικό με τη μεγαλύτερη κινητικότητα των μορφών και την απουσία σχηματοποίησης παραπέμπει στις αρχές του 5ου αι. π.Χ. 

Στο πλάτωμα του υψώματος στα βορειοανατολικά του νησιού, φαίνεται ότι είχε ιδρυθεί ένας μικρός ναός που δεν σώζεται κανένα ίχνος του. Ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές, στα θεμέλια του βωμού, που υπήρχε εμπρός από τον ναό.

Γύρω στον 3ο αι. μ.Χ. αφαιρέθηκαν οι μεταλλικοί σύνδεσμοι που συγκρατούσαν τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού κι έτσι κάποια τμήματά του κατέρρευσαν.

Η πρώτη έρευνα έγινε το 1811 από τον Άγγλο αρχιτέκτονα Cockerell και το Γερμανό βαρώνο von Hallerstein, που επισκέφθηκαν το χώρο και ανέσκαψαν τα γλυπτά των αετωμάτων, τα οποία μετέφεραν στην Ιταλία, πουλήθηκαν στον Λουδοβίκο Α'της Βαυαρίας και έτσι το 1828 κατέληξαν στο Μόναχο, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα και εκτίθενται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Συστηματική ανασκαφή του μνημείου πραγματοποιήθηκε από το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο το 1901, υπό την εποπτεία των Ad. Furtwangler και H. Thiersch και αργότερα, το 1964-1981, του D. Ohly. Τα έτη 1956-1957 έγιναν αναστηλωτικές εργασίες από τον Α. Ορλάνδο και τον Ε. Στίκα.

Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών υπάρχουν λίγα κομμάτια επηρεασμένα από τη χαλκοπλαστική σχολή που άκμασε στο τέλος της αρχαϊκής περιόδου στην Αίγινα.

Η κατάσταση του αρχαιολογικού χώρου παρουσιάζει προβλήματα, τόσο στην περίφραξη όσο και στη συντήρηση των υποστηρικτικών μονάδων. Το Μάρτιο του 2011, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο ενέκρινε μελέτη για «την αναβάθμιση του περιβάλλοντος χώρου και για φωτισμό ανάδειξης των ναών Αφαίας και Ελλανίου Διός στην Αίγινα».

πηγή: odysseus.culture - el.wikipedia

ΣΑΛΛΟΥΣΤΙΟΣ - ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΡΗΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΙΤΙΑΣ

$
0
0


Οι ουσίες των Θεών ποτέ δεν δημιουργήθησαν (διότι τα αιώνια όντα ποτέ δεν δημιουργούνται. Και υπάρχει αιώνια ότι κατέχει την πρωταρχική δύναμη και από τη φύση του δεν παθαίνει τίποτα). Ούτε συνίστανται οι ουσίες των Θεών από σώματα. Διότι πάντα οι δυνάμεις μέσα στα σώματα είναι ασώματες. Ούτε περιέχονται στο χώρο διότι αυτή είναι ιδιότητα των σωμάτων. Ούτε διαχωρίζονται από την Πρώτη Αιτία ούτε και μεταξύ τους, όπως ακριβώς και οι σκέψεις διαχωρίζονται από το νου, ούτε οι πράξεις γνώσης από την ψυχή. 


Ακολουθεί η γνώση για την Πρώτη Αιτία και οι συνακόλουθες προς αυτήν τάξεις των Θεών, καθώς και η φύση του Κόσμου, η ουσία του νου και της ψυχής, έπειτα η Πρόνοια, η Ειμαρμένη, και η Τύχη, μετά η Αρετή και η Κακία και οι διάφορες μορφές κοινωνικής οργανώσεως, καλές και κακές, που προέρχονται από αυτές, και η πιθανή προέλευση του Κακού στον Κόσμο. 

Καθένα από αυτά τα θέματα απαιτεί πολλές και μεγάλες συζητήσεις. Δεν θα έβλαπτε όμως, αν τα εκθέταμε εν συντομία, ώστε ο ακροατής να μην τα αγνοεί παντελώς. Αρμόζει στην Πρώτη Αιτία να είναι Μία -διότι η μονάδα προηγείται κάθε πλήθους - και να ξεπερνά τα πάντα σε δύναμη και αγαθότητα. Επομένως τα πάντα μετέχουν αυτής. Διότι λόγω της δύναμής της, τίποτα δεν γίνεται να την παρακωλύσει και λόγω της αγαθότητάς της είναι αδύνατον να παραγκωνισθεί. 

Αν η Πρώτη Αιτία ήταν Ψυχή, τα πάντα θα ήσαν Έμψυχα. Αν ήταν Νους, τα πάντα θα είχαν Νόηση. Αν ήταν Ύπαρξη, τα πάντα θα αποτελούνταν από την Ύπαρξη. Και βλέποντας αυτή την ιδιότητα στα πάντα, μερικοί άνθρωποι νόμισαν ότι ήταν η Πρώτη Αιτία η Ύπαρξη. Αν τα πράγματα απλώς υπήρχαν, χωρίς να είναι αγαθά, αυτό το επιχείρημα θα ήταν ορθό, αν όμως τα πράγματα που υπάρχουν, υπάρχουν λόγω της αγαθότητάς τους και μετέχουν του Αγαθού, η Πρώτη Αιτία πρέπει απαραιτήτως να είναι πέρα από την Ύπαρξη και από το Αγαθό. Σημαντική απόδειξη αυτού είναι ότι οι ευγενικές ψυχές περιφρονούν την Ύπαρξη προς χάριν του Αγαθού, όταν κινδυνεύουν για την πατρίδα τους ή τους φίλους τους ή για την αρετή. 

Μετά από αυτή την άρρητη δύναμη έχουμε πάντως τις τάξεις των Θεών. «Οι μύθοι παρουσιάζουν τους ίδιους τους Θεούς και την αγαθότητα τους -σύμφωνα πάντα με τον διαχωρισμό ανάμεσα στο ρητό και το άρρητο, το αφανές και το φανερό, το σαφές και το κρυφό. Εφόσον, όπως ακριβώς οι Θεοί έχουν κάνει κοινά για όλους τα αγαθά των αισθήσεων, τα αγαθά όμως της νόησης τα έχουν δώσει μόνο στους σοφούς, έτσι και οι μύθοι λένε σε όλους ότι υπάρχουν οι Θεοί, αλλά ποιοί είναι αυτοί και ποιές οι δυνάμεις τους το φανερώνουν μόνο σε εκείνους που μπορούν να το κατανοήσουν. Παρουσιάζουν επίσης και τις ενέργειες των Θεών. Διότι μπορούμε να ονομάσουμε και τον Κόσμο Μύθο, όπου σώματα και πράγματα είναι ορατά, ΑΛΛΑ ΨΥΧΕΣ ΚΑΙ ΝΟΕΣ ΕΙΝΑΙ ΚΡΥΦΟΙ. 

πηγή: Περί θεών και κόσμου, Σαλλούστιος

Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΝΑΟΥ

$
0
0



Ο ναός στην ελληνική αρχαιότητα ήταν η κατοικία του θεού, το κτήριο που στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα μιας ή περισσότερων θεοτήτων, και όχι ο χώρος συνάθροισης των πιστών, όπως στο χριστιανικό κόσμο. Αυτό φανερώνει και το ουσιαστικό «ναός», που προέρχεται από το ρήμα «ναίω» (=κατοικώ). Το λατρευτικό άγαλμα τοποθετούνταν στο βάθος του ναού, πάνω στον κατά μήκος άξονα του κτηρίου. Οι πιστοί συγκεντρώνονταν στον περιβάλλοντα χώρο έξω από το κτήριο του ναού, όπου βρισκόταν και ο βωμός για την προσφορά θυσιών και την άσκηση της λατρείας.

Η βασική αυτή λειτουργική ιδιομορφία του ελληνικού ναού είναι σημαντική για την κατανόηση της αρχιτεκτονικής του, καθώς υπάρχουν μαρτυρίες ότι οι ναοί σχεδιάζονταν με βάση και το άγαλμα που επρόκειτο να στεγάσουν. Σε αυτή τη λειτουργικότητα οφείλονται τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού ναού, που μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω με γνώμονα τα μνημεία του 6ου-4ου αι. π.Χ.:

  • μνημειακότητα και ταυτόχρονα
  • γενική στενότητα του εσωτερικού χώρου.
  • Ορθογώνια κάτοψη με επιμήκεις αναλογίες και
  • απόλυτη συμμετρία εκατέρωθεν του κεντρικού άξονα του κτηρίου.
  • Περισσότερη φροντίδα για την εξωτερική εμφάνιση παρά για το εσωτερικό.
  • Είσοδος από την ανατολική πλευρά.
  • Περιορισμένη τυπολογική διαφοροποίηση στη ναοδομία.

                   
             Πρόναος ή    πρόδομος                         Κυρίως ναός ή Σηκός 





                   

                          Άδυτον                                             Οπισθόδομος
   


Πυρήνας του ελληνικού ναού είναι ο σηκός, ένα κτήριο ορθογώνιας κάτοψης με είσοδο στην ανατολική στενή πλευρά. Στην απλούστερη μορφή του το κτήριο αυτό είναι μονόχωρο. Συνθετότερα αρχιτεκτονήματα περιλαμβάνουν ένα προθάλαμο, τον πρόδομο ή πρόναο, και ένα αντίστοιχο χώρο στην αντίθετη πλευρά, που δεν επικοινωνεί με τον κυρίως ναό, τον οπισθόδομο. Ανάμεσα στον οπισθόδομο, που είναι προσβάσιμος μόνο από το εξωτερικό του ναού, και τον κυρίως ναό (ή στη θέση του οπισθόδομου), βρίσκεται συχνά ένα δωμάτιο που επικοινωνεί με τον κυρίως ναό και είναι προσβάσιμο μόνο για τους ιερείς, το άδυτον.

Ανάλογα με την ύπαρξη των παραπάνω χώρων ο ναός χαρακτηρίζεται απλός, αν έχει μόνο πρόδομο, ή διπλός, αν διαθέτει και οπισθόδομο. Ο ναός που δεν έχει κανένα από τους δύο χώρους, παρά μόνο τον κυρίως ναό, ονομάζεται μονόχωρος. Στην είσοδο του πρόδομου και του οπισθόδομου βρίσκονται συνήθως κίονες. Αυτοί οι κίονες μπορεί να βρίσκονται ανάμεσα στις παραστάδες που σχηματίζουν οι πλευρικοί τοίχοι, οπότε ο ναός ονομάζεται εν παραστάσι, ή μπροστά από αυτές, οπότε ο ναός ονομάζεταιπρόστυλος. Αν η κιονοστοιχία του πρόστυλου πρόδομου επαναλαμβάνεται στον οπισθόδομο, τότε ο ναός ονομάζεται αμφιπρόστυλος.

                       
      Περίπτερος                         Δίπτερος                    Ψευδοδίπτερος

Σειρές κιόνων, που ονομάζονται περίστασις ή πτερόν, περιβάλλουν το σηκό απ'όλες τις πλευρές. Σ'αυτή την περίπτωση ο ναός ονομάζεται περίπτερος. Αν ο ναός περιβάλλεται από διπλό πτερόν, τότε ονομάζεται δίπτερος. Κάποιοι ναοί περιβάλλονται από απλή κιονοστοιχία, που όμως έχει τοποθετηθεί σε τέτοια απόσταση από το σηκό, σαν να ήταν η εξωτερική κιονοστοιχία δίπτερου ναού. Αυτοί οι ναοί ονομάζονται ψευδοδίπτεροι. Ο διάδρομος που σχηματίζεται ανάμεσα στην κιονοστοιχία του πτερού και στους τοίχους του σηκού ονομάζεται πτέρωμα.

Κιονοστοιχίες μπορεί να υπάρχουν και στο εσωτερικό του ναού, συνήθως δύο, χωρίζοντάς τον σε τρία κλίτη, ένα πλατύτερο κεντρικό και δύο στενότερα πλευρικά. Συχνά οι εσωτερικές κιονοστοιχίες αποτελούνται από μικρούς κίονες που τοποθετούνται σε δύο επίπεδα, ώστε η μία να πατάει πάνω στην άλλη. Αυτού του είδους η κιονοστοιχία ονομάζεται δίτονη.

Τα παραπάνω χαρακτηριστικά αφορούν στην κάτοψη του αρχαίου ελληνικού ναού. Τα μέρη που διακρίνονται στην όψη του είναι, εκτός από τον κίονα με το κιονόκρανο, η κρηπίδα, ο στυλοβάτης και ο θριγκός. Κρηπίδα ή κρηπίδωμα είναι το λίθινο βαθμιδωτό βάθρο, πάνω στο οποίο θεμελιώνεται ο ναός. Στυλοβάτης είναι η τελευταία βαθμίδα αυτού του βάθρου, που σχηματίζει το δάπεδο του ναού και το θεμέλιο για τους τοίχους του σηκού και τους κίονες. Θριγκός είναι ολόκληρη η ανωδομή πάνω από τα κιονόκρανα και αναλύεται λεπτομερέστερα σε διάφορα μέρη. Ωστόσο τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της όψης ενός αρχαίου ελληνικού ναού παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, ανάλογα με τορυθμό στον οποίο είναι χτισμένος. Περισσότερες πληροφορίες παρέχονται στα άρθρα για τον ιωνικό και το δωρικό ρυθμό.

Βιβλιογραφία
  • G. Gruben, Griechische Tempel und Heiligtümer, 5. Auflage, Hirmer: München 1996/2001.
  • Α.Ν. Μαστραπάς, Μνημειακή τοπογραφία της αρχαίας Αθήνας, Εκδόσεις Καρδαμίτσα: Αθήνα 1999.
  • T. Spawforth, The Complete Greek Temples, Thames and Hudson: London 2006.

πηγή: el.wikipedia

ΟΙ ΤΕΡΑΣΤΙΟΙ ΔΑΚΤΥΛΙΟΙ ΤΟΥ ΕΞΩΠΛΑΝΗΤΗ J1407b

$
0
0
Οι τεράστιοι δακτύλιοι του εξωπλανήτη J1407b
Οι τεράστιοι δακτύλιοι του εξωπλανήτη  J1407b

Μια ομάδα αστροφυσικών από το πανεπιστήμιο του Rochester ανακάλυψε στον αστερισμό του Κενταύρου έναν πλανήτη με δακτυλίους, όπως ο Κρόνος, χρησιμοποιώντας τα δεδομένα από τα SuperWASP (Wide Angle Search for Planets) και All Sky Automated Survey (ASAS)

Ολλανδοί και Αμερικανοί αστρονόμοι αποφάνθηκαν ότι ο εξωπλανήτης J1407b, ο οποίος είχε αρχικά ανακαλυφθεί το 2012, διαθέτει ένα γιγαντιαίων διαστάσεων σύστημα δακτυλίων, μπροστά στο οποίο ωχριά ο Κρόνος στο ηλιακό μας σύστημα.


Καλλιτεχνική απεικόνιση του εξωπλανήτη που μοιάζει με τον Κρόνο και του άστρου γύρω
από το οποίο περιστρέφεται (Illustration Credit: Michael Osadciw/University of Rochester)


Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ο εν λόγω «σούπερ-Κρόνος», που βρίσκεται σε τροχιά γύρω από το άστρο 1SWASP J140747.93-394542.6. Το άστρο αυτό είναι παρόμοιο σε μάζα με τον ήλιο, αλλά είναι πολύ νεότερο σε ηλικία – περίπου 16 εκατομμυρίων ετών ή 1/300-στο της ηλικίας του ηλιακού συστήματος – και βρίσκεται περίπου 420 έτη φωτός μακριά. Αυτό το άστρο διαθέτει ένα σύστημα δακτυλίων με διάμετρο σχεδόν 120 εκατομμυρίων χιλιομέτρων, πάνω από 200 φορές μεγαλύτερο σε σχέση με τους δακτυλίους του Κρόνου.


Το σύστημα δακτυλίων, το πρώτο που ανακαλύφθηκε εκτός του ηλιακού μας συστήματος, αποτελείται από τουλάχιστον 30 δακτυλίους, ο καθένας από τους οποίους έχει διάμετρο δεκάδες εκατομμύρια χιλιόμετρα. Επιπλέον, στους δακτυλίους εντοπίζονται κενά, που πιθανότατα υποδηλώνουν την ύπαρξη δορυφόρων με μέγεθος μεταξύ του Άρη και της Γης γύρω από τον εξωπλανήτη.

Τα νέα στοιχεία προέρχονται από τους ερευνητές του ολλανδικού Αστεροσκοπείου του Λέιντεν και του αμερικανικού Πανεπιστημίου του Ρότσεστερ, με επικεφαλής τον Μάθιου Κενγουόρθι, και δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό αστροφυσικής «Astrophysical Journal».

Για «απίστευτα» ευρήματα έκανε λόγο ο Μάθιου Κενγουόρθι, παρ’ όλο που οι παρατηρήσεις είναι δύσκολες, επειδή το νεαρό άστρο και ο εξωπλανήτης του απέχουν πολύ από τη Γη. «Αν μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τους δακτυλίους του Κρόνου με τους δακτυλίους που υπάρχουν γύρω από τον πλανήτη J1407b, θα ήσαν εύκολα ορατοί τη νύχτα από τη Γη και θα ήσαν πολλές φορές μεγαλύτεροι από ό,τι η πανσέληνος», όπως είπε.

Ο ίδιος ο εξωπλανήτης είναι πολύ μεγαλύτερος (τουλάχιστον δεκαπλάσιος) από τους δύο αεριώδεις γίγαντες του δικού μας ηλιακού συστήματος, τον Δία και τον Κρόνο. Για «έναν σούπερ-Κρόνο» έκανε λόγο ο καθηγητής αστρονομίας Έρικ Μάματζεκ, ο οποίος πρώτος ανακάλυψε το εντυπωσιακό σύστημα. Όπως είπε, οι δακτύλιοι σκόνης και άλλων υλικών μπλοκάρουν περίπου το 95% του φωτός του άστρου-ήλιου τους.

Οι αστρονόμοι πιστεύουν ότι, όσο περνάει ο καιρός, οι τεράστιοι δακτύλιοι θα μικραίνουν, καθώς από το υλικό τους σταδιακά θα σχηματίζονται νέοι δορυφόροι.

πηγές: astronomos.gr - physicsgg.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΕΡΓΑ

$
0
0



Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη συνίστατο στο να ερευνά «πάντα τα αισθητά και τα νοητά» (δηλαδή αυτά που προσλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας ή τη νόησή μας) και από αυτά να ανέρχεται στις αιτίες, στο πρωταρχικό διότι, θεωρώντας πως μόνον αυτή είναι η επιστήμη καθαυτή και μέσω αυτής ανεβαίνει κανείς στο Θείο, ως αιτία του παντός. Επιστήμη που μπορεί να σπουδαστεί  από όλους αυτούς που συναισθάνονται την αληθινή τους αξία. Διέκρινε μεταξύ δυνάμεως (των στοιχείων της ανάπτυξης) και ενέργειας (το σκοπό αναπτύξεως των στοιχείων – εντελέχεια).

Συγγράμματα έγραψε πάρα πολλά (περί τα 400) και το μεγαλύτερο μέρος εξ αυτών τα κληροδότησε στο διάδοχο της διδασκαλίας του, τον Θεόφραστο, μαζί με την πλουσιότατη βιβλιοθήκη του. Η συλλογή αυτή των βιβλίων υπήρξε και η βάση της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας όταν και μεταφέρθηκε εκεί. Η βιβλιοθήκη αυτή, των Πτολεμαίων βασιλιάδων καταστράφηκε κατά την άλωση της Αλεξάνδρειας από τον Καίσαρα.

Τα  χειρόγραφα του Αριστοτέλους, τα κληροδότησε ο Θεόφραστος στον Νηλέα, ο οποίος φοβούμενος να μην αρπαχθούν από τους βασιλείς της Περγάμου, τα έκρυψε σε υπόγειο χώρο. Εκεί κλεισμένα, λησμονήθηκαν για 130 χρόνια και περιήλθαν σε εξαιρετικά κακή κατάσταση. Όταν βρέθηκαν, έγιναν μεγάλες προσπάθειες υπό του Τηίου Απελλίκωνος για να διορθωθούν. Ο Σύλλας, όταν κυρίευσε την Αθήνα, τα μετέφερε στη Ρώμη ως λάφυρα και σε κανέναν δεν επέτρεπαν να ασχοληθεί με αυτά. Λέγεται ότι άφησαν έναν Έλληνα γραμματικό, με το όνομα Τυραννίων, να δημιουργήσει αντίγραφα και μέσω αυτών να γίνουν γνωστά στον Κικέρωνα και άλλους Ρωμαίους. Λέγεται επίσης και ότι ένας άλλος γραμματικός, ο Ρόδιος Ανδρόνικος τα διήρεσε σε πραγματείες, αλλά αυτά είναι υπό αμφισβήτηση. Το μόνο βέβαιον είναι πως τα έργα του μεγάλου μας φιλοσόφου ήταν σε κακή κατάσταση.

Έτσι είναι χωρισμένα κατά επιστημονικές τάξεις:

1.Τα Λογικά, τα οποία μετέπειτα συνδέθηκαν και ονομάστηκαν Όργανον.  

1.1   Κατηγορίαι, οι θεμελιώδεις έννοιες.
1.2   Περί Ερμηνείας, σπουδαίο έργο, ιδίως από γλωσσολογική άποψη.
1.3 Αναλυτικά Πρότερα και Ύστερα, από δύο βιβλία, περί συμπερασμάτων και αποδείξεων.
1.4  Τοπικά, τρία βιβλία, περί ευρέσεως των αποδείξεων υπό γενική έποψη (τόποι).
1.5 Περί Σοφιστικών Ελέγχων, δύο βιβλία για τον έλεγχο των σοφιστικών ψευδαποδείξεων.
1.6 Τέχνη Ρητορική, τρία βιβλία για τη βουλευτική, τη δικανική και την επιδεικτική ρητορική. Του     αποδίδονται και άλλα, όπως η ρητορική στον Αλέξανδρο, αλλά ίσως είναι ορθότερο να αποδοθούν σε άλλους, όπως τον Αναξιμένη τον Λαμψακινό.
1.7 Περί Ποιητικής, για τα διάφορα είδη της Ποιητικής Τέχνης, προπαντός της τραγωδίας. Πρέπει να είναι τμήμα ή σχέδιο ενός μεγαλύτερου συγγράμματος.

2.Τα κυρίως Φιλοσοφικά

 2.1 Τα Μετά τα Φυσικά, συνήθως διαιρούνται σε 14 βιβλία. Ο τίτλος όμως δεν αποδίδεται στον Αριστοτέλη, οποίος τα ανέφερε ως «Πρώτη Φιλοσοφία».
 2.2  Περί Ψυχής, σε 3 βιβλία γίνεται μια πλήρης αλλά όχι ευκολονόητη επιστημονική απόδειξη της ψυχολογίας. Το τμήμα των φυσιογνωμικών δεν αποδίδεται στον ίδιο το φιλόσοφο.
 2.3 Ηθικά Νικομάχεια. 10 βιβλία βαθυτάτων ιδεών και λαμπρής γλωσσικής έκφρασης. Τα δε Ηθικά Ευδήμεια (7 βιβλία) εξεδόθησαν μετά το θάνατο του Αριστοτέλους εντελώς κατά το πνεύμα του, από τον Ρόδιο Εύδημο. Από αμφότερα αυτά τα συγγράμματα εξήχθησαν τα Ηθικά Μεγάλα, σε δύο βιβλία.

3.Τα Πολιτικοοικονομικά

 3.1  Πολιτικά ή Πολιτική Ακρόασις,  8 βιβλία που μιλούν για το σκοπό της πολιτείας, των πολιτευμάτων και της ιδέας τους για την αγωγή. Το δε πολύτιμο έργο «πολιτείαι πόλεων ρνη, αίτινες ήσαν αι μεν ελληνικαί αι δε και μη» απωλέσθη, πλην ολίγων αποσπασμάτων.
 3.2 Οικονομικά. 2 βιβλία αλλά εξ αυτών μόνο το πρώτο συνάδει με τις Αριστοτελικές ιδέες. Για το δεύτερο εικάζεται ότι έχει γραφτεί από το Θεόφραστο.

4.Μαθηματικοφυσικά

4.1   Μηχανικά Προβλήματα, από τα οποία πολλά έχει αναφέρει και ο Βιτρούβιος.
4.2   Περί Ατόμων Γραμμών.
4.3  Φυσική Ακρόασις. Οκτώ βιβλία για τους γενικούς νόμους της φύσης. Το όγδοο φαίνεται ως μη γνήσιο.
4.4   Μετεωρολογικά. Τέσσερα βιβλία. Από αυτά φαίνεται ότι εξήχθη η «περί παντός» ή «προς Αλέξανδρον επιστολή περί του παντός», η οποία όμως κρίνεται ως μη γνήσια και αποδίδεται στον Χρύσιππον ή και σε άλλους.
4.5   Περί Ουρανού, τέσσερα βιβλία.
4.6   Περί γενέσεως και φθοράς, δύο βιβλία.
4.7  Ανέμων Θέσεις και Προσηγορίαι, απόσπασμα από ένα πολύ μεγαλύτερο και χαμένο σύγγραμμα.
4.8   Προβλήματα, 38 κεφάλαια.

5.Φυσικοϊστορικά

 5.1   Περί Ζώων Ιστορίαι, 50 βιβλία, που όμως από αυτά διασώθηκαν μέχρι τις ημέρες μας μόλις 10 και το 10ο αν είναι γνήσιο είναι πιθανώς μετατεθειμένο.
 5.2   Περί Ζώων Μορίων, 4 βιβλία.
 5.3   Περί Ζώων Γεννέσεως, 5 βιβλία, ίσως μέρος μεγαλυτέρου συγγράμματος. Το δε περί φυτών, δεν είναι γνήσιο.
 5.4 11 Φυσιολογικές Πραγματείες, εκδιδόμενες συνήθως με τον τίτλο Parva Naturallia.
 5.5   Περί Ακουστών.
 5.6 Περί Θαυμασίων Ακουσμάτων, συλλογή από τα συγγράμματά του, δημιουργημένη, ίσως, από άλλους.
 5.7    Περί Χρωμάτων, υπόπτου γνησιότητος.

Αποδίδονται στον Αριστοτέλη επίσης και πολλές επιστολές, οι οποίες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους δεν πιστεύονται ως γνήσιες. Γνήσιος είναι ο προς Ερμείαν και ο  Ύμνος εις την αρετήν. Πενήντα οκτώ ακόμη δίστιχα, που φέρουν τον τίτλο «Πέπλος», πιθανόν να ελήφθησαν από διάφορα έργα του.

ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΕΔΩ ΟΛΟΚΛΗΡΑ:

ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ


ΡΗΤΟΡΙΚΗ


ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ 1ΟΣ ΤΟΜΟΣ


ΜΙΚΡΑ ΦΥΣΙΚΑ 2ΟΣ ΤΟΜΟΣ



Ο ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑ ΣΤΗΝ ΟΛΥΜΠΙΑ

$
0
0
Αναπαράσταση του ναού του Διός κατά την ακμή του
                                              



                                        Πατώντας εδώ: δείτε το ναό του Δία στον χάρτη






Ο μεγαλοπρεπής ναός του Δία ήταν το σημαντικότερο οικοδόμημα της Άλτεως στην Ολυμπία και δέσποζε σε περίοπτη θέση στο κέντρο της. Πρόκειται για το μεγαλύτερο ναό της Πελοποννήσου, ο οποίος θεωρείται η τέλεια έκφραση, ο "κανών"της δωρικής ναοδομίας. Κτίσθηκε από τους Ηλείους προς τιμήν του Δία με τα λάφυρα από τους νικηφόρους πολέμους, που διεξήγαν κατά των τριφυλιακών πόλεων. Η ανέγερσή του άρχισε το 470 π.Χ. και ολοκληρώθηκε το 456 π.Χ. Η χρονολόγηση αυτή προκύπτει από την αναθηματική επιγραφή των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι μετά τη νίκη τους κατά των Αθηναίων και των συμμάχων τους στη μάχη της Τανάγρας (457 π.Χ.), αφιέρωσαν χρυσή ασπίδα, που είχε αναρτηθεί κάτω από το κεντρικό ακρωτήριο του αετώματος. Αρχιτέκτων του ναού ήταν ο Λίβωνας ο Ηλείος, ενώ άγνωστος παραμένει ο καλλιτέχνης των αετωμάτων.  

Ο ναός έχει προσανατολισμό Α-Δ και είναι περίπτερος με έξι κίονες στις στενές και δεκατρείς στις μακρές πλευρές. Το ύψος των κιόνων ήταν 10,43 μ. και η κατώτερη διάμετρός τους 2,25 μ. Οι κίονες και οι τοίχοι ήταν κατασκευασμένοι από ντόπιο κογχυλιάτη λίθο και καλυμμένοι με λευκό μαρμαροκονίαμα, ενώ μόνο τα γλυπτά των αετωμάτων, η κεράμωση και οι λεοντοκεφαλές-υδρορρόες ήταν από μάρμαρο. Ο ναός αποτελείται από πρόναο, σηκό και οπισθόδομο.   Ο πρόναος και ο οπισθόδομος είναι δίστυλοι εν παραστάσι και στο δάπεδο του προνάου σώζεται ψηφιδωτό δάπεδο ελληνιστικών χρόνων με παράσταση τριτώνων. Μπροστά στην είσοδο του προνάου, σε μικρό τετράγωνο χώρο που είναι στρωμένος με εξαγωνικές μαρμάρινες πλάκες, γινόταν η στέψη των Ολυμπιονικών. Ο σηκός χωρίζεται σε τρία κλίτη από δύο σειρές δίτονης κιονοστοιχίας, με επτά δωρικούς κίονες η καθεμία. Στο βάθος του σηκού ήταν τοποθετημένο το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου. Κατασκευάσθηκε από το Φειδία γύρω στο 430 π.Χ. και είχε ύψος πάνω από 12 μ. Ο θεός παριστανόταν καθισμένος στο θρόνο του, κρατώντας στο αριστερό χέρι σκήπτρο και στο δεξί μία φτερωτή Νίκη. Τα γυμνά μέρη του σώματός του ήταν από ελεφαντόδοντο, ενώ από χρυσό ήταν το ιμάτιό του και ο θρόνος, που έφερε ανάγλυφες μυθολογικές παραστάσεις. Μετά την κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων, το άγαλμα μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και καταστράφηκε από φωτιά γύρω στο 475 μ.Χ. Η μορφή του μας είναι γνωστή από απεικονίσεις του σε αρχαία νομίσματα και από την περιγραφή του περιηγητή Παυσανία (5.11). Ο ναός έφερε πλούσιο γλυπτό διάκοσμο, εξαίρετο δείγμα του αυστηρού ρυθμού. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζεται η αρματοδρομία μεταξύ του Πέλοπα και του Οινομάου, με κεντρική μορφή τον Δία, κύριο του ιερού και κριτή του αγώνα, ενώ στο δυτικό απεικονίζεται η Κενταυρομαχία, δηλαδή η μάχη μεταξύ των Λαπιθών και των Κενταύρων, με κεντρική μορφή τον Απόλλωνα. Στις δώδεκα μετόπες, που βρίσκονταν ανά έξι επάνω από την είσοδο του πρόναου και του οπισθόδομου, απεικονίζονται οι άθλοι του Ηρακλή, μυθικού γιου του Δία. Οι εξωτερικές μετόπες της περίστασης του ναού ήταν ακόσμητες. Αργότερα, επάνω σε αυτές αναρτήθηκαν 21 χάλκινες, επίχρυσες ασπίδες, που αφιέρωσε στο ναό ο Ρωμαίος ύπατος Μόμμιος προς τιμήν του Δία, σε ανάμνηση της νίκης του επί των Ελλήνων στον Ισθμό (146 π.Χ.). Το κεντρικό ακρωτήριο του ανατολικού αετώματος ήταν μία επίχρυση Νίκη, έργο του γλύπτη Παιωνίου, ενώ στα πλαϊνά ακρωτήρια είχε τοποθετηθεί από ένας επίχρυσος λέβητας. Ο ναός υπέστη σοβαρή καταστροφή, όταν πυρπολήθηκε ύστερα από διαταγή του Θεοδοσίου Β΄ το 426 μ.Χ., ενώ αργότερα, το 522 και 551 μ.Χ. γκρεμίσθηκε από τους δύο μεγάλους σεισμούς. 
                                                  

Ο ναός συνιστά το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα της γενιάς του Μαραθώνα και της Σαλαμίνας και της γενιάς του «αυστηρού ρυθμού». Η έννοια του «αυστηρού» οφείλεται στη δραματικότητα των εικαστικών θεμάτων και στην αναζήτηση των καλλιτεχνών να δημιουργήσουν μνημεία με αιώνιο χαρακτήρα, εξισορροπώντας το θείο με το ανθρώπινο, μεροληπτώντας υπέρ των ανθρώπων και του ιδεώδους της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. 

                                Ο ναός του Δία

       Όλοι οι κίονες είναι πεσμένοι από σεισμό που έγινε τον 
             6ο π.Χ. αιώνα και κατέστρεψε το ιερό




Τα χρήματα για την οικοδόμηση και τη διακόσμηση του ναού δόθηκαν από τους Ηλείους, από τα λάφυρα πολλών εκστρατειών.  Εδώ, στον οπισθόδομο του ναού του Διός διάβασε για πρώτη φορά αποσπάσματα από τις Ιστορίες του ο Ηρόδοτος και ο Αθηναίος ρήτορας Λυσίας έλαβε το βήμα. 

Οι Ηλείοι και ο αρχιτέκτονας Λίβων έπρεπε να προσδώσουν στον ναό δύο νοήματα: α) ότι είναι το κέντρο της Ελλάδας, β) ότι είναι το κέντρο του ελληνικού κόσμου, μητροπόλεων και αποικιών. 

Η αρχιτεκτονική σύνθεση του ναού αξιοποίησε τις τεχνικές δυνατότητες του πανελλήνιου δωρικού ρυθμού και το κυρίως οικοδόμημα αποτελείται από πρόναο, σηκό και οπισθόδομο. Το πτερό έχει 34 κίονες, οι οποίοι ανά 6 βρίσκονται στις στενές πλευρές και ανά 13 στις επιμήκεις. Οι κίονες στηρίζουν πλούσιο διακοσμημένο θριγγό. Στο βάθος του σηκού του ναού βρισκόταν το περίφημο άγαλμα του Διός, έργο του μεγαλύτερου γλύπτη της αρχαιότητας Φειδία. 


Ο αναπόσπαστος γλυπτός διάκοσμος συνδύαζε επικά και λυρικά την προβολή της ταυτότητας της περιοχής και εκείνη ολόκληρης της Ελλάδας. Η αγωνιστικότητα και ο ηρωισμός στην εξοχότερη μορφή τους κατατροπώνουν τα τέρατα της βίας και της αταξίας, για να επιβάλουν το πνευματικό ιδεώδες της υπεροχής. 


Τα γλυπτά με τη ρωμαλεότητα, τη σοβαρότητα και τη θεματολογία τους αποτελούν το πιο ώριμο στάδιο της «αυστηρής αρμονίας», όπως επισημαίνει και ο Μανόλης Ανδρόνικος στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Β’. 


Στα δύο αετώματα εικονίζονται δύο διαφορετικά θέματα. 


                                                    Ανατολικό αέτωμα  

  


Έργο του Παιωνίου από τη Μένδη, σύμφωνα με τον Παυσανία, παρουσιάζει την προετοιμασία για την αρματοδρομία μεταξύ του νεαρού ήρωα Πέλοπα και του βασιλιά της Πίσσας Οινομάου με έπαθλο την κόρη του Ιπποδάμεια, την οποία ο Πέλοπας είχε ζητήσει για γυναίκα του. (Ο Οινόμαος είναι ο μυθικός βασιλιάς της Πίσσας –όπως ονομαζόταν η περιοχή γύρω από την Ολυμπία– και τον νίκησε ο Πέλοπας με δόλο κυριαρχώντας την Πίσσα, λαμβάνοντας ως σύζυγο την κόρη του Οινoμάου). 


Στο αέτωμα εικονίζονταν (στη φωτογραφία το κεντρικό τμήμα),  παρατεταγμένοι εκατέρωθεν του θεού Δία λίγο πριν από τον αγώνα, ο οποίος οδήγησε στον θάνατο τον Οινομάου, οι δύο αντίπαλοι, η Ιπποδάμεια και η μητέρα της Στερόπη, ιπποκόμοι, δούλοι και δούλες, καθώς και ένας γέρο-μάντης. Μέσα σε αυτή τη στατικότητα και στην περισυλλλογή των μορφών συρρικνωμένο όλο το ηθικό δίδαγμα.





Ο γερο-μάντης (φωτογραφία επάνω) φαίνεται να γνωρίζει το αιματηρό τέλος της αρματοδρομίας, και στη μορφή του συγκεντρώνονται όλες οι κατακτήσεις της ελληνικής γλυπτικής μέχρι την εποχή εκείνη. Ο γλύπτης, με τη ρεαλιστική απόδοση της γέρικης γυμνής σάρκας και την εκφραστικότητα της κίνησης, χρησιμοποιεί στοιχεία διήγησης, αλλά θέλει περισσότερο να υποβάλει στον θεατή ποιο είναι το πρόσωπο που αναπαρίσταται. Η έκφραση πόνου και λύπης για τη συμφορά που έρχεται ταυτίζεται αμέσως με τον μάντη που γνωρίζει από πριν. Παραλλήλως όμως χρησιμοποιείται και για επισήμανση της συνέχειας που αυτή δεν αποτυπώνεται. 


                                                              Δυτικό αέτωμα




Στο δυτικό αέτωμα (το κεντρικό τμήμα του στη φωτογραφία), έργο του Αλκαμένους, κατά την πληροφορία του Παυσανία, εικονιζόταν «Κενταυρομαχία», η αρπαγή της γυναίκας του Πειρίθου, βασιλιά των Λαπιθών και συντρόφου του Θησέα, κατά τον γάμο του, και άλλων συμπατριωτισσών της από τους Κενταύρους και την επιτυχή αντιμετώπιση της επίθεσης από τον Θησέα και τους συντρόφους του. Το κέντρο του αετώματος καταλαμβάνει ο θεός Απόλλων, αμέτοχος, αλλά από την πλευρά των Ελλήνων ηρώων.


Η πρόκληση της ύβρεως καταστέλλεται και ταυτοχρόνως καταγράφεται η αιώνια διαμάχη του πνεύματος με την ύλη. 



Απόσπασμα με τη Διηδάμεια και τον αρχηγό των Κενταύρων Ευρυπίωνα. Η νεόνυμφη φέρει κεφαλόδεσμο που συγκρατείται από ηράκλειο άμμα (κόμπος που συμβολίζει το δέσιμο της ζωής με τον θάνατο, μέσα από τη σύνδεση που επιτυγχάνει ο ήρωας ανάμεσα στους δύο κόσμους και τον διττό του χαρακτήρα). Το σώμα της αντιστέκεται στο σφιχταγκάλιασμα του μεθυσμένου άντρα, που την αρπάζει με το ανθρώπινο χέρι και το αλογίσιο πόδι του ταυτόχρονα.  Ωραία απόδοση των ανάμεικτων συναισθημάτων, έλξης και αποστροφής, στην έκφραση της ωραίας Λαπιθίδας.


                                                                             Μετόπες     
Στις μετόπες του ναού εικονίζονται μερικοί από τους άθλους του Ηρακλή, που του ανέθεσε ένας δόλιος ισχυρός συγγενής του, ο Ευρυσθέας. Στον διάκοσμο του ναού τονίζεται η συμβολή της Αθηνάς, κόρης του Δία και προστάτιδας του Ηρακλή, την οποία βλέπουμε σε αρκετές μετόπες να του παραστέκεται. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι ο Ηρακλής και η Αθηνά παρουσιάζονται σε διαφορετικές ηλικίες σε κάθε μετόπη. 


Οι ρέουσες επιφάνειες, στα γυμνά και στα ντυμένα μέρη των γλυπτών, μαρτυρούν τη χρήση πήλινων προπλασμάτων για τον όλο σχεδιασμό. Υπάρχει επίσης έντονη τάση για εξωτερίκευση των συναισθημάτων των ηρώων, προκαλώντας τη συμμετοχή του θεατή και υποβοηθώντας την κατανόηση του θέματος των σκηνών. 



Μετόπη με τον Ηρακλή και την Αθηνά από τις Στυμφαλίδες Όρνιθες. Ο Ηρακλής έχει εκτελέσει τον άθλο και παραδίδει στη θεά ως τρόπαιο τα πουλιά (που δεν σώζονται). 


Αποδίδεται με έμφαση η αρμονική σχέση του Ηρακλή με τη θεά, προέκταση της αγαθής σχέσης των Ελλήνων με τους θεούς τους. Είναι εμφανής ο διάχυτος λυρισμός, ο οποίος έρχεται σε αντίθεση με τον επικό ρυθμό που επικρατούσε ως τότε, στην παλαιότερη και μοναδική αυτή παράσταση του άθλου, στη μνημειακή πλαστική του 5ου και του 4ου αι. π.Χ.


Μετόπη από Τα μήλα των Εσπερίδων. Στο κέντρο εικονίζεται ο Ηρακλής ο οποίος κρατεί τον ουράνιο θόλο στους ώμους του, ενώ ο Άτλαντας του προσφέρει τα θαυμαστά χρυσά μήλα της αθανασίας και της νεότητας, Τα μήλα των Εσπερίδων. Η Αθηνά, αόρατη παρουσία, συνδράμει αντιστηρίζοντας με το αριστερό χέρι της το στερέωμα. Ο απέριττος χιτώνας της θυμίζει κίονα ναού.



                                  Το χρυσελεφάντινο λατρευτικό άγαλμα του Διός


Το άγαλμα του θεού προστάτη της Ολυμπίας (στη φωτογραφία επάνω αναπαράστασή του), ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, το φιλοτέχνησε ο Φειδίας και τοποθετήθηκε στον ναό περί το 430 π.Χ. Ο διάσημος γλύπτης είχε φροντίσει να υπογράψει το δημιούργημά του σε αφανές σημείο, κάτω από τα πόδια του θεού: ΦΕΙΔΙΑΣ ΧΑΡΜΙΔΟΥ ΥΙΟΣ ΑΘΗΝΑΙΟΣ Μ’ ΕΠΟΙΗΣΕ.

Την περιγραφή του μας τη δίνει ο Παυσανίας: 

Το άγαλμα ήταν στερεωμένο πάνω σε βάθρο μήκους 9,93 μ. και πλάτους 6,25 μ. 


Ο Δίας, ένθρονος, κρατούσε σκήπτρο στο αριστερό χέρι, ενώ στα δεξιά του στεκόταν μια Νίκη. Το ύψος του αγάλματος μαζί με τη βάση έφθανε τα 12 μ., δηλαδή το κεφάλι του Δία ακουμπούσε σχεδόν στην οροφή του ναού. Οι πιστοί μπορούσαν να ανεβούν στο υπερώο, που σχημάτιζαν οι δίτονες κιονοστοιχίες, για να θαυμάσουν από κοντά το άγαλμα που προστατευόταν από ειδικό κιγκλίδωμα για να μην μπορούν οι πιστοί να το αγγίξουν. Ο Φειδίας είχε μεριμνήσει ώστε να υπάρχει μπροστά από το άγαλμα ρηχή δεξαμενή με λάδι, για να προστατεύεται το ευαίσθητο γλυπτό από το ιδιαίτερα υγρό κλίμα της Ολυμπίας. 

Επικρατούσα άποψη είναι ότι το θεσπέσιο αυτό έργο έπειτα από οκτώ αιώνες μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ., όπου πιθανότατα καταστράφηκε από τη μεγάλη πυρκαγιά που έπληξε την πόλη το 475. 



                                                Το εργαστήρι του Φειδία


Ανατολικά από τις «θέρμες» του Κλαδέου ποταμού, που έρεε στους πρόποδες του Κρονίου Λόφου, βρισκόταν η περιοχή των εργαστηρίων του ιερού. Εδώ λοιπόν εγκατέστησε και ο Φειδίας το εργαστήριό του για να φιλοτεχνήσει το μεγάλο άγαλμα του Διός από χρυσό και ελεφαντόδοντο. Μετά τον Φειδία το εργαστήριο χρησιμοποιήθηκε και από άλλους καλλιτέχνες. Στα ερείπιά του βρέθηκαν υπολείμματα εργασίας και εργαλείων ενός καλλιτέχνη του 400 π.Χ. Αργότερα το εργαστήριο μετατράπηκε σε χαλκοχυτήριο. 

πηγές: texnografia - odysseus.culture

ΠΡΟΚΛΟΣ - Η ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ, ΟΙ ΥΜΝΟΙ (ΒΙΒΛΙΟ)

$
0
0
Η ιερατική τέχνη - Οι ύμνοι

Του Σπύρου Ράγκου, επίκουρου καθηγητή  Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών 
Η πεποίθηση ότι μέσω μυστηριακών τελετών μπορούσε να έρθει κανείς σε επαφή με τη θεότητα ήταν πανάρχαιη. Ομως, στην ελληνική φιλοσοφία εμφανίστηκε όψιμα. Το πρώτο ολοκληρωμένο σύγγραμμα που μας διέσωσε η αρχαιότητα για την υπεράσπιση των μεθόδων αυτών (γνωστών υπό τον όρο θεουργία) είναι το Περί των αιγυπτίων μυστηρίων του Ιάμβλιχου (3ος - 4ος αι. μ. Χ.). Στην παράδοση που εγκαινίασε το έργο αυτό εγγράφεται και ένα μικρό σωζόμενο πόνημα του Πρόκλου, το οποίο κάποιος χριστιανός συμπιλητής, πιθανότατα ο Μιχαήλ Ψελλός, επέγραψε Περί της καθ'Ελληνας ιερατικής τέχνης.

Καταγόμενος από τη Λυκία της Μ. Ασίας, ο Πρόκλος (412 - 485 μ. Χ.), επικεφαλής της πλατωνικής σχολής στην Αθήνα (διάδοχος), ήταν ένας ακαταπόνητος σχολιαστής των πλατωνικών διαλόγων και ταυτοχρόνως ένα συνθετικό και συστηματικό πνεύμα. Ηταν επίσης βαθύτατα ευσεβής. Στόχος του φιλοσόφου ήταν, κατά τη γνώμη του, όχι η ενατένιση και ψυχρή γνώση (θεωρία) των θείων δυνάμεων που διοικούν το σύμπαν, αλλά η ένωση της ανθρώπινης ψυχής μαζί τους. Τη θεουργία ως επιστήμη των τελετουργικών μεθόδων έλλαμψης του νου αποκαλούσε ο Πρόκλος ιερατική τέχνη. Για να την θεμελιώσει θεωρητικά, επικαλείται, ήδη στον πρόλογο του έργου του, την στωικής διάρθρωσης αρχή της κοσμικής συμπάθειας:
«Οπως ακριβώς οι ερωτικοί άνθρωποι, ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί από τις ομορφιές των αισθητών σε αυτή τούτη τη μία αρχή όλων των ωραίων και νοητών, έτσι και οι ιερατικοί, ξεκινώντας από τη συμπάθεια που ενυπάρχει σε όλα τα φαινόμενα, τόσο μεταξύ τους όσο και προς τις αφανείς δυνάμεις, και κατανοώντας έτσι ότι τα πάντα ενυπάρχουν στα πάντα, συνέστησαν την ιερατική επιστήμη».
Οπως φαίνεται στο ανωτέρω παράθεμα, η μετάφραση του Παύλου Καλλιγά (= Π. Κ.), ενός εμβριθούς μελετητή του Πλωτίνου, διαθέτει ακρίβεια και σαφήνεια. Μάλιστα, επειδή δεν διαστρεβλώνει τη γλώσσα υποδοχής, μπορεί να λειτουργήσει ως αψευδής οδηγός για τον αναγνώστη που δεν γνωρίζει αρχαία ελληνικά ή δυσκολεύεται με το αντικριστά τυπωμένο πρωτότυπο κείμενο.
Στη σύντομη εισαγωγή του τόμου, ο Π. Κ. παρουσιάζει το ιδεολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφεται το μικρό αυτό έργο, καθώς και την ιστορία του μοναδικού χειρόγραφου κώδικα που το περισώζει. Στις φειδωλές αλλά καίριες σημειώσεις, ο επιμελητής υπομνηματίζει το πονημάτιο με αναφορά σε πλατωνικές πηγές και παράλληλα χωρία από άλλα σωζόμενα έργα του Πρόκλου. Ως παραπλήρωμα της μικρής θεωρητικής πραγματείας, τυπώνονται και μεταφράζονται στη νέα ελληνική οι επτά σωζόμενοι Υμνοι που συνέθεσε ο φιλόσοφος για να τιμήσει θεούς όπως ο Ηλιος, η Αφροδίτη, οι Μούσες και η Αθηνά. Στα ποιήματα αυτά, γραμμένα σε δακτυλικό εξάμετρο, αναγνωρίζει κανείς τη χρήση υμνητικών μοτίβων και λογοτυπικών εκφράσεων της παράδοσης προς όφελος ενός νέου σωτηριολογικού περιεχομένου. Το ύφος της μετάφρασης του Π. Κ. είναι εδώ δικαίως διαφορετικό, καθώς μιμείται επιτυχώς την πηγαία έξαρση και τον ενθουσιώδη τόνο του ποιητικού πρωτοτύπου.
Στο ολιγοσέλιδο νέο βιβλίο των αισθητικά άρτιων εκδόσεων «Στιγμή» έχουμε την ευκαιρία να διαβάσουμε ένα δυσεύρετο έργο της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης, να βρούμε τις κύριες φιλολογικές διορθώσεις που έγιναν από τον J. Bidez, τον πρώτο εκδότη του (1928), να διεισδύσουμε στην ιδιότυπη πνευματική ατμόσφαιρα της ύστερης αρχαιότητας και να απολαύσουμε ποιητικές ενοράσεις σαν την ακόλουθη:
«Τα πάντα, επομένως, προσεύχονται ανάλογα με την τάξη τους και υμνούν τους ηγεμόνες ολόκληρων των σειρών τους, είτε νοητικά, είτε λογικά, είτε φυσικά, είτε αισθητά. Ετσι, λοιπόν, και το ηλιοτρόπιο κινείται σύμφωνα με εκείνο προς το οποίο είναι συνηρτημένο και, αν κανείς μπορούσε να το ακούσει να κρούει τον αέρα κατά την περιφορά του, ίσως να αφουγκραζόταν έναν ύμνο να αναπέμπεται με τον ήχο αυτό προς τον βασιλέα του (τον Ηλιο), όσο μπορεί ένα φυτό να υμνήσει».
Με την αναμόχλευση των θρησκευτικών ορθοδοξιών, την αναζήτηση του αυθεντικού παρελθόντος και τον οικολογικό προβληματισμό που χαρακτηρίζουν τον 21ο αιώνα, κείμενα σαν αυτό μπορούν να συμβάλουν στη νέα αυτοσυνειδησία για τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο που απαιτεί, άλλοτε ηπιότερα και άλλοτε πιο επιτακτικά, η εποχή μας.
πηγή: kathimerini.gr

ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ

$
0
0
          Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου
                                                            Πατώντας εδώ: βλέπετε στον χάρτη την Επίδαυρο
                                           


Στην ενδοχώρα της Επιδαύρου, σε μία περιοχή με ήπιο κλίμα και άφθονα πηγαία ιαματικά νερά, βρισκόταν το Ασκληπιείο, η έδρα του θεού ιατρού της αρχαιότητας και το σημαντικότερο θεραπευτικό κέντρο όλου του ελληνικού και ρωμαϊκού κόσμου. Ήταν το κύριο ιερό της μικρής παραθαλάσσιας πόλης της Επιδαύρου, αλλά η φήμη του και η αναγνώριση της σημασίας του γρήγορα ξεπέρασαν τα όρια της Αργολίδας και θεωρήθηκε από όλους τους Έλληνες ο τόπος όπου γεννήθηκε η ιατρική. Περισσότερα από διακόσια ιαματικά κέντρα σε ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο θεωρούνταν ιδρύματά του. Τα μνημεία του αποτελούν σήμερα όχι μόνο παγκοσμίου φήμης αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης, αλλά και εξαιρετική μαρτυρία για την άσκηση της ιατρικής στην αρχαιότητα. Σε αυτά αποτυπώθηκε η εξέλιξη της ιατρικής από τη φάση κατά την οποία η ίαση εξαρτιόταν αποκλειστικά από το θεό έως τη μετατροπή της σε επιστήμη, με τη συστηματική καταγραφή περιστατικών και τη σταδιακή συγκέντρωση γνώσης και πείρας. 



                                                            ΒΙΝΤΕΟ - ΕΠΙΔΑΥΡΟΣ





Ο τόπος ήταν αφιερωμένος σε θεότητες με θεραπευτικές ιδιότητες ήδη από την προϊστορική εποχή. Στο λόφο Κυνόρτιον, που υψώνεται πίσω από το θέατρο, στα βορειοανατολικά, κατά τη μυκηναϊκή εποχή υπήρχε ιερό, στο οποίο λατρευόταν μία θεά συνδεμένη με την ίαση. Το ιερό αυτό, που ήταν ασυνήθιστα μεγάλο για την εποχή, δημιουργήθηκε το 16ο αι. π.Χ. πάνω στα κατάλοιπα ενός οικισμού της Πρώιμης και της Μέσης Εποχής του Χαλκού (2800-1800 π.Χ.) και διατηρήθηκε έως τον 11ο αι. π.Χ. Γύρω στο 800 π.Χ. ιδρύθηκε στην ίδια θέση ιερό αφιερωμένο στον Απόλλωνα, θεό με θεραπευτικές ιδιότητες, που λατρευόταν εδώ ως Απόλλωνας Μαλεάτας. Η λατρεία του κυρίως θεραπευτή θεού, του Ασκληπιού, που η μυθική παράδοση τον παρουσιάζει ως αυτόχθονα γιο του Απόλλωνα και της εγγονής του βασιλιά της Επιδαύρου Μάλου, της Κορωνίδας, καθιερώθηκε κατά τον 6ο αι. π.Χ. Η λατρεία του θεού προστάτη της ανθρώπινης υγείας και της προσωπικής ευτυχίας απέκτησε φήμη που εξαπλώθηκε ραγδαία. Ο αριθμός των προσκυνητών ολοένα αυξανόταν και το ιερό στο Κυνόρτιο δε επαρκούσε πλέον για τις ανάγκες της λατρείας, έτσι, άρχισε η ανάπτυξη ιερού και στην πεδινή περιοχή, περίπου 1 χλμ. στα νοτιοδυτικά του Κυνορτίου, στον τόπο όπου κατά το μύθο γεννήθηκε ο Ασκληπιός. Τα δύο ιερά, αφιερωμένα το ένα στον Απόλλωνα Μαλεάτα και το άλλο στον Ασκληπιό, εξελίχθηκαν παράλληλα, με την επίσημη ονομασία «ιερόν Απόλλωνος Μαλέατα και Ασκλαπιού». 


Το νέο ιερό στην κοιλάδα οργανώθηκε γύρω από το Ιερό Φρέαρ (που αργότερα ενσωματώθηκε στη στοά του Αβάτου) και στο χώρο του κτηρίου Ε, όπου υπήρχε ο πρώτος βωμός τέφρας και ο χώρος των τελετουργικών γευμάτων. Το φρέαρ ήταν βασικό στοιχείο της ίασης, που επιτυγχανόταν με τη διαδικασία της κάθαρσης και της «εγκοίμησης» κοντά στο νερό, ως μίμηση του τρόπου με τον οποίο οι θεϊκές δυνάμεις εξασφάλιζαν την ανανέωσή τους, επιστρέφοντας με τον περιοδικό θάνατο μέσα στη γη, στην πηγή της ζωής, από την οποία επανέρχονταν αναγεννημένοι. Ο θεός συμβούλευε τον ασθενή κατά την εγκοίμηση, δηλαδή τον ύπνο που αντιστοιχούσε στον περιοδικό θάνατο, σχετικά με τη θεραπεία που έπρεπε να ακολουθήσει. 


Κατά τον 4ο και τον 3ο αι. π.Χ. οι γενικευμένες πολεμικές συρράξεις οδήγησαν τους ανθρώπους να αναζητήσουν ακόμη περισσότερο την προστασία και τη βοήθεια του Ασκληπιού και το ιερό του φιλάνθρωπου θεού έγινε από τα πλουσιότερα της εποχής. Τότε πραγματοποιήθηκαν μεγάλα έργα ανοικοδόμησης τόσο στο ορεινό όσο και στο πεδινό ιερό και οικοδομήθηκαν τα σημαντικότερα μνημεία: στο πεδινό ιερό ο ναός του Ασκληπιού, το Άβατον, η θόλος και το θέατρο, το εστιατόριο, το ξενοδοχείο και το στάδιο, ενώ στο ορεινό ιερό ο κλασικός ναός και ο βωμός του Απόλλωνα, η μεγάλη στοά, η κατοικία των ιερέων και το τέμενος των Μουσών. Μετά την περίοδο των μεγάλων καταστροφών που προκάλεσαν ο Σύλλας και οι Κίλικες πειρατές τον 1ο αι. π.Χ., το Ασκληπιείο γνώρισε νέα άνθηση στους αυτοκρατορικούς χρόνους, ιδίως στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ., οπότε ο Ρωμαίος συγκλητικός Αντωνίνος χρηματοδότησε την οικοδόμηση νέων κτηρίων και την ανανέωση παλαιών. Τότε επισκέφθηκε το ιερό ο περιηγητής Παυσανίας, που το περιέγραψε με λεπτομέρεια και θαύμασε τα μνημεία του (2.26 κ.εξ.). Κατά τους δύο επόμενους αιώνες ο χώρος υπέστη και άλλες καταστροφικές εισβολές, με κυριότερη αυτή των Γότθων, το 267 μ.Χ. Το πεδινό ιερό αναδιοργανώθηκε άλλη μία φορά στα μέσα του 4ου αι. μ.Χ., όποτε ο κεντρικός του χώρος διαμορφώθηκε σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα σε μία περιμετρική στοά, στην οποία εντάχθηκαν τμήματα παλαιοτέρων κτηρίων. Η λατρεία συνεχίσθηκε ακόμη και μετά την επίσημη απαγόρευση της αρχαίας θρησκείας το 426 μ.Χ., αντίθετα από ό,τι συνέβη σε άλλα ιερά, έως την οριστική εγκατάλειψη του χώρου, μετά τους καταστροφικούς σεισμούς του 522 και του 551 μ.Χ. 


Οι πρώτες έρευνες στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου έγιναν από τη Γαλλική Επιστημονική Αποστολή της Πελοποννήσου το 1829. Συστηματικές ανασκαφές πραγματοποίησε ο Π. Καββαδίας, υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας το 1870-1926, αποκαλύπτοντας τα σημαντικότερα μνημεία του ιερού. Περιορισμένες ανασκαφές διενήργησε η Γαλλική Σχολή Αθηνών με τον G. Roux το 1942-1943 γύρω από το Άβατον και τα κτήρια Ε και Η, καθώς και η Αρχαιολογική Υπηρεσία με τον Ι. Παπαδημητρίου το 1948-1951. Τα έτη 1954-1963 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες εργασίες αναστήλωσης του θεάτρου από τον Α. Ορλάνδο. Από το 1974 τις ανασκαφές ανέλαβε και πάλι η Αρχαιολογική Εταιρεία υπό τη διεύθυνση του Καθηγ. Β. Λαμπρινουδάκη στο ιερό του Απόλλωνα Μαλεάτα, ενώ βρίσκονται σε εξέλιξη έργα συντήρησης και ανάδειξης των μνημείων και των δύο ιερών από τη διεπιστημονική ομάδα που συγκροτήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1984 με την τότε ονομασία Ομάδα Εργασίας για τη Συντήρηση των Μνημείων της Επιδαύρου, σήμερα Επιτροπή για την Συντήρηση των Μνημείων της Επιδαύρου. Τα έργα που πραγματοποιούνται στο Ασκληπιείο έχουν αλλάξει ριζικά τη φυσιογνωμία του αρχαιολογικού χώρου, ενώ οι πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες έφεραν στο φως στοιχεία σχετικά με τη γενική οργάνωση του χώρου, καθώς και τη χρονολόγηση, τη χρήση και τη λειτουργία πολλών κτηρίων.



Αναλυτικά τα μνημεία της Επιδαύρου:



Ναός Ασκληπιού στην Επίδαυρο




1. Ναός του Ασκληπιού.Ήταν εξάστηλος, περίπτερος, δωρικού ρυθμού, με πρόναο μόνο και σηκό, χωρίς οπισθόδομο, διαστάσεων 24,50 x 13,22 μ., με 11 κίονες σε κάθε μακρά πλευρά του. Ήταν χτισμένος από πορώδη λίθο, με λευκό κονίαμα επάνω, και τα κιονόκρανα και ο θριγκός του ήταν διακοσμημένα με διάφορα στολίδια και ποικίλα χρώματα. Το δάπεδό του αποτελείτο από άσπρες πλάκες, τα κεραμίδια του ήταν πήλινα, η στέγη από έλατο και κυπαρίσσι, τα φατνώματα στολίζονταν με χρυσά αστέρια και η θύρα του σηκού ήταν ξύλινη με κοσμήματα από ελεφαντόδοντο, καρφωμένα με χρυσά καρφιά. Ο γλυπτικός διάκοσμος του ναού μεγάλωνε τη λαμπρότητά του. Στα Ακρωτήρια υπήρχαν Νηρηίδες και Νίκες, στα αετώματα Κενταυρομαχία (ανατολικά) και Αμαζονομαχία (δυτικά). Ο ναός αυτός κατασκευάστηκε το 380 π.Χ. περίπου, και η οικοδόμησή του διήρκεσε πέντε χρόνια, με γενικό επόπτη τον Θεόδοτο. Την πόρτα και την οροφή έφτιαξε ο Θρασυμήδης, που είχε κατασκευάσει και το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Ασκληπιού που βρισκόταν μέσα σ'αυτόν το ναό. Τα αγάλματα των αετωμάτων κατασκεύασαν οι τεχνίτες Εκτορίδας, Αγαθίνος και Λυσίας, σύμφωνα με τα υποδείγματα του γλύπτη Τιμόθεου, που έφτιαξε τις Νηρηίδες και τις Νίκες των ακρωτηρίων της άλλης πλευράς του ναού. Προς το βάθος του σηκού ήταν τοποθετημένο το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Ασκληπιού, έργο του Πάριου Θρασυμήδη, μεγέθους μεγαλύτερου από το φυσικό. Ο θεός παρουσιαζόταν καθισμένος σε θρόνο, στηρίζοντας το ένα του χέρι σε βακτηρία και το άλλο επάνω σε κεφάλι δράκοντα. Κοντά του εικονιζόταν και ένας σκύλος. Ο θρόνος, χρυσελεφάντινος κι αυτός, με ανάγλυφες παραστάσεις του Βελλεροφόντη που σκότωνε τη Χίμαιρα και του Περσέα που έκοβε το κεφάλι της Μέδουσας. Από νομίσματα της Επιδαύρου, παίρνει κανείς μια ιδέα του αγάλματος του Ασκληπιού, καθώς και από δύο ανάγλυφα του θεού, που βρέθηκαν στις ανασκαφές του 1884 και βρίσκονται σήμερα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.




                         Θόλος  Επιδαύρου

2. Θόλος ή θυμέλη.Το οικοδόμημα αυτό αποτελείται από έξι κυκλικά συγκεντρικά κτίσματα από πορώδη λίθο, που τα τρία πρώτα τους ήταν κρηπιδώματα και τα υπόλοιπα ένα λαβυρινθώδες υπόγειο κατασκεύασμα. Η θόλος, εκτός από τη θαυμάσια γλυπτή διακόσμηση που είχε εσωτερικά και εξωτερικά, στολιζόταν και με τοιχογραφίες, όπως μία που αναφέρει ο Παυσανίας, του ζωγράφου Παυσία, που έδειχνε τον Έρωτα να εγκαταλείπει το τόξο του και να κρατάει αντί γι'αυτό λύρα, και τη Μέθη να πίνει από γυάλινη φιάλη. Αρχιτέκτονας της θόλου ήταν ο Πολύκλειτος ο νεότερος. Πολλές υποθέσεις διατυπώθηκαν για το σκοπό που εξυπηρετούσε η θόλος – λ.χ. πως ήταν τόπος εστιάσεων που σχετίζονταν με θυσίες, ή ότι χρησίμευε για μουσικούς και ωδικούς αγώνες κ.λπ.



3. Θέατρο.Ταυτόχρονα περίπου με τη θόλο, δηλαδή κατά τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., άρχισε από τον ίδιο αρχιτέκτονα, Πολύκλειτο τον νεότερο, η οικοδόμηση του θεάτρου, που, όπως λέει ο Παυσανίας, ήταν το τελειότερο σε ομορφιά και αρμονία από όλα τα θέατρα του αρχαίου κόσμου. Είναι άλλωστε και εκείνο που διατηρήθηκε ώς σήμερα στη σχετικά καλύτερη κατάσταση από όλα τα ερείπια του Ιερού. Το θέατρο αυτό βρίσκεται έξω από το τέμενος του Ασκληπιού, στη δυτική πλαγιά του Κυνορτίου όρους, μέσα σε μεγάλη χαράδρα. Τα εδώλια τοποθετήθηκαν αμέσως επάνω στο βράχο, εκτός από μερικά σημεία όπου τοποθετήθηκαν συμπληρωματικά πέτρες. Είναι στραμμένο προς βορρά, με μικρή απόκλιση προς δυσμάς, με αποτέλεσμα οι θεατές να έχουν μπροστά τους το ιερό άλσος με τα μεγαλοπρεπή μνημεία του. Το 1829, ο Μπλουέ έκανε μια μικρή ανασκαφή για να μελετήσει το κοίλο του θεάτρου, αλλά το οικοδόμημα αποκαλύφθηκε εντελώς από τις ανασκαφές του Π. Καββαδία, το 1881 και 1882. Έχει περισωθεί σημαντικό μέρος της σκηνής, η ορχήστρα διατηρείται σε άριστη κατάσταση και το κοίλο είναι τόσο καλά διατηρημένο, ώστε μπορεί σήμερα να περιλάβει 12.000 θεατές. Είναι οικοδομημένο από άσπρο τιτανόλιθο, εκτός από τα οικοδομήματα της σκηνής και των αναλημμάτων του κοίλου, που είναι φτιαγμένα από πορώδη λίθο. Το κοίλο είναι μεγαλύτερο από ημικύκλιο και στα άκρα αποκλίνει λιγάκι από το κυκλικό σχήμα. Αποτελείται από 55 σειρές εδωλίων που χωρίζονται σε δύο ζώνες με ένα μεγαλόπρεπο διάζωμα, που η κάτω ζώνη του αποτελείται από 34 σειρές εδωλίων, ενώ η επάνω έχει 21. Το κοίλο διαιρείται σε κερκίδες με σφηνοειδείς κλίμακες –η κάτω ζώνη σε 12 κερκίδες ή επάνω σε 22. Γύρω από το κοίλο υπάρχει, στο επάνω μέρος, τοίχος από πορώδη λίθο, που απέχει 2,10 μέτρα από την ανώτατη σειρά των εδωλίων. Το κοίλο χωρίζεται από την ορχήστρα με πλακόστρωτο δρόμο που διατηρείται καλά και έχει πλάτος 2,70 μέτρα. Η ορχήστρα του θεάτρου έχει σχήμα πλήρους κύκλου, με εξωτερική ακτίνα 20,30 μέτρα. Πέρα από την ορχήστρα εκτείνεται η σκηνή, οικοδόμημα μήκους 26,15 μ. και πλάτους 6 μ. Μπροστά της υπήρχε το προσκήνιο, που σώζεται η βάση του από άσπρο τιτανόλιθο, μήκους 22,60 μ., που κάμπτεται από τις δυο μεριές και σχηματίζει ορθογώνιο κατασκεύασμα 2,55 x 1 μ. σε κάθε μία από τις πλευρές, τα λεγόμενα παρασκήνια, που ήταν διώροφα όπως και η σκηνή. Με την αποκάλυψη του θεάτρου της Επιδαύρου μελετήθηκαν πολλά προβλήματα του ελληνικού θεάτρου. Η ηχητική του θεάτρου αυτού είναι τόσο καλή, ώστε, όταν είναι άδειο, ακούει κανείς από την ορχήστρα την πτώση ενός νομίσματος στην ανώτατη σειρά των εδωλίων.



                                        Στάδιο


4. Στάδιο. Κοντά στη θόλο και στο ναό του Ασκληπιού, ανακαλύφθηκε στις ανασκαφές ένα στάδιο, σε σχήμα παραλληλόγραμμου με αρκετό μήκος (181,08 μ.), όπου από τον 5ο αιώνα και εφεξής γίνονταν γυμνικοί αγώνες (δρόμου, άλματος, δίσκου, ακοντίου, πάλης, πυγμής και παγκρατίου) κατά την εορτή των Ασκληπιείων. Στο στάδιο αυτό νίκησαν δύο αθλητές που αναφέρει ο Πίνδαρος –ο Κλέανδρος ο Αιγινήτης στο παγκράτιο, ο Θεμίστιος στην πυγμή και το παγκράτιο– καθώς και όσοι αναφέρονται σε επιγραφές της Επιδαύρου, όπως ο Ταυρίδης ο Σολεύς, σταδιοδρόμος, ο Σίμαιος ο Ηπειρώτης, παγκρατιστής, ο Αργείος Φίλιστος, πένταθλος, που δεν αγωνίστηκαν τίμια, αλλά προσπάθησαν να νικήσουν με δόλο και καταδικάστηκαν σε πρόστιμο χιλίων στατήρων ο κάθενας. Κατά το τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ., στο ίδιο στάδιο, νίκησε στο παγκράτιο ο Μάρτιος Αυρήλιος Ασκληπιάδης. Από επιγραφή επίσης ξέρουμε πως στο ιερό της Επιδαύρου υπήρχε και Ιππόδρομος όπου, από τα μέσα πιθανότατα του 5ου αιώνα π.Χ., τελούσαν ιππικούς αγώνες.



                                                         Προπύλαια



5. Τα Προπύλαια.Βρίσκονται στη βόρεια περιφέρεια του Ιερού και αποτελούσαν την πομπική είσοδο στο Ιερό. Είναι κατασκευασμένα από πορώδη λίθο, εκτός από τη σιμή και τα κεραμίδια, καθώς και τις πλάκες του δαπέδου που είναι από μάρμαρο ή άσπρο τιτανόλιθο. Προέρχονται από το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ.



                                                 Στοά  

6. Η Στοά.Είναι ίσως το άβατον που αναφέρεται στις επιγραφές και όπου κοιμούνταν οι άρρωστοι για να εμφανιστεί στο όνειρό τους ο Ασκληπιός και να τους γιατρέψει. Το οικοδόμημα αυτό, που βρισκόταν κοντά στο ναό, επεκτάθηκε ίσως τον 3ο αιώνα π.Χ. προς τα δυτικά, σε χώρο χαμηλό, και έγινε έτσι διώροφο.


7. Το Γυμνάσιο. Προέρχεται και αυτό από τα τελευταία χρόνια του 4ου αιώνα π.Χ. ή από τις αρχές του 3ου αιώνα. Είχε πολύστυλη είσοδο δωρικού ρυθμού.


8. Άλλα κτίσματα είναι ένα οικοδόμημα που βρίσκεται απέναντι στο θέατρο, πλευράς μήκους 76,30 μ. και χρησίμευε ως ξένων. Ένα άλλο επίσης οικοδόμημα από πορώδη λίθο, διαστάσεων 24,30 x 20,70μ., που θα ήταν ίσως βωμός αρχαιότερος από το ναό του Ασκληπιού. Σώζεται επίσης το κρηπίδωμα του ναού της Αρτέμιδος, διαστάσεων 13,30 x 9,40 μ., δωρικού ρυθμού, ΝΑ του ναού του Ασκληπιού, καθώς και το κρηπίδωμα ενός μικρότερου ναού της Αφροδίτης, διαστάσεων 13,65 x 7,50 μ., στα βόρεια του ναού του Ασκληπιού, και τα υπολείμματα ενός ναού της Θέμιδος, που αναφέρεται από τον Παυσανία. Στο ιερό της Επιδαύρου φαίνεται πως υπήρχαν και άλλα οικοδομήματα, όπως το Επιδότειον, το Ανάκειον, και ένας ναός της Υγείας, καθώς και Ωδείον, που χτίστηκε μεταγενέστερα στην αυλή του Γυμνασίου. Μερικά επίσης κτίσματα των ρωμαϊκών χρόνων (ρωμαϊκόν βαλανείον, ναός Απόλλωνος και Ασκληπιού, υδραγωγεία, κρήναι κ.λπ.) ήρθαν στο φως στη διάρκεια των ανασκαφών. Από τα κινητά ευρήματα, και ιδίως τα αρχιτεκτονικά, συγκροτήθηκε αξιόλογο Μουσείο στην Επίδαυρο, αν και μερικά από τα έργα τέχνης του Ιερού μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και βρίσκονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Έξω από τον ιερό περίβολο του Ασκληπιού, στο Κυνόρτιο όρος, υπήρχε ένα παλαιό ιερό του Απόλλωνος Μαλεάτου, που προσπάθησαν να βρουν ερείπιά του οι Π. Καββαδίας (1896) και Ι. Παπαδημητρίου (1948-1949). Ανακαλύφτηκαν αρκετά αγγεία, ιδίως πήλινα και χάλκινα, που ανάγονται στον 7ο αιώνα π.Χ., και μερικά μάλιστα στη μυκηναϊκή εποχή.

πηγή: odysseus.culture.gr - greek-tour.blogspot

ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ ΝΑΟΙ ΚΡΥΒΟΥΝ ΜΕΣΑ ΤΟΥΣ ΜΥΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ

$
0
0
Οι αρχαίοι ελληνικοί ναοί κρύβουν μέσα τους μυστικές δυνάμεις!

Ο Alvin Holmείναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Pensylvania και λάτρης της αρχαίας Ελλάδας. Ευρισκόμενος στη χώρα μας για να μιλήσει σε συνέδριο στη Σαμοθράκη με θέμα τα "Καβείρια Μυστήρια", μίλησε για τις αόρατες δυνάμεις που κρύβει μέσα της η αρχαία αρχιτεκτονική και η επίδραση που έχουν στον ψυχισμό αλλά και στο σώμα μας οι αρχαίοι ναοί.

Οι αρχαίοι ναοί εμπεριέχουν τον Θεό

Alvin Holm: "Οι ναοί εμπεριέχουν τον Θεό ή τη Θεά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και μας επηρεάζουν όπως συμβαίνει και με ένα μουσικό όργανο, σε ένα υπόκωφο επίπεδο. Η αντήχηση της γης βρίσκει αγωγό τους κίονες οι οποίοι λειτουργούν σαν μπαταρίες. Αυτές με την σειρά τους παράγουν ένα είδος ενέργειας και μας επηρεάζουν χωρίς όμως εμείς να το γνωρίζουμε. Όταν κανείς πλησιάζει μεταξύ αυτών των κιόνων μπορεί να νιώσει την ένταση.

Μπορείς να κλείσεις τα μάτια και να περάσεις μεταξύ των κιόνων γνωρίζοντας ότι κάτι συμβαίνει. Υπάρχει η γενική υπόθεση ότι πρόκειται για θεραπευτικά κέντρα ακόμη και αν δεν ασκληπιείο. Εδώ λαμβάνει χώρα η θεραπεία, είτε αυτή είναι ψυχική, πνευματική η φυσική. Όταν βρίσκεσαι κοντά σε ναό δεν είναι αναγκαίο να μπεις μέσα. Αρκεί να σταθείς μπροστά ή δίπλα στο ναό ή καλύτερα μεταξύ των κιόνων και θα νιώσεις την αναταραχή μέσα στο σώμα σου να μεταφράζεται σε αρμονία".

Το μυστικό της ιερής γεωμετρίας

Alvin Holm: "Οι ναοί βρίσκονται σε συγκεκριμένα σημεία. Δεν είναι κάθε σημείο κατάλληλο. Σημεία όπου η ενέργεια είναι αντιληπτή από την υπερευαίσθητη ψυχή. Οι ναοί είναι κατασκευασμένοι έτσι ώστε να ενισχύουν αυτές τις ενέργειες. Σήμερα, αν και δεν είμαι ο μόνος που σκέφτεται κατά αυτό τον τρόπο, αν και εφαρμόζω τις αρχές αυτές στους ναούς, μου φαίνεται πως πρόκειται για μια πολύ χαμηλή αντήχηση της τάξης των 8 χερτζ. 7.9 χερτζ πολύ χαμηλό επίπεδο κάτω από το όριο αντίληψης το οποίο λαμβάνεται μόνο από το σώμα μας και μόνο υποσυνείδητα".

Πως αναγνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες τους ιερούς τόπους δύναμης

Alvin Holm: "Πολύ πριν τους Έλληνες η ανθρωπότητα σε κάθε μέρος τους κόσμου κατανόησε πως ορισμένα πετρώματα κάθετα τοποθετημένα ήταν σημαντικά. Βάζοντας τα χέρια γύρω τους κατανόησαν την ενέργειά τους. Η σπουδαία συμβολή των Ελλήνων ήταν να βελτιστοποιήσουν και να καθορίσουν αυτές τις αναλογίες όπως αυτές του βιολιού. Συνεπώς δεν γίνεται καμία βελτίωση στους ναούς του 4ου-5ου αιώνα. Ήταν τόσο καλοφτιαγμένοι που δεν υπήρχε περιθώριο βελτίωσης. Επιπλέον αυτό αποτυπώνεται και καθορίζεται στα μαθηματικά".

Γιατί νιώθουμε περίεργα στους αρχαίους τόπους λατρείας;

Alvin Holm: "Μερική ευθύνη φέρει η τοποθεσία. Υπάρχουν ιδιαίτερες τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο που συμβαίνουν τέτοια φαινόμενα και πολλά από αυτά δεν είναι μαρκαρισμένα με ναούς, άλλα με πέτρινους κύκλους. Η Ελληνική και πάλι επιτυχία αφορά στην βελτιστοποίηση τους. Δεν πρόκειται πλέον για ορθούς ασμίλευτους λίθους στο έδαφος αλλά για μια μπαταρία πετρωμάτων.

Η αρχαία αυτή πολύτιμη γνώση αποδίδεται κυρίως στον Πυθαγόρα για τον οποίο πολλοί υποστηρίζουν πως μελετούσε πρότερη γνώση, ενώ κάποιοι άλλοι λένε ότι η γνώση προήρθε από τη Μεσόγειο και έπειτα διασκορπίστηκε. Άλλοι μιλάνε για γνώση που ήρθε από τον βορρά. Ωστόσο η γνώση αυτή σαφώς ξεπερνά τον άνθρωπο. Η επιτυχία ωστόσο παραμένει πως αυτοί οι άνθρωποι μπόρεσαν να αντιληφθούν την τάξη του σύμπαντος και πως αυτό αναπνέει, τον ρυθμό της γης".



πηγή: arxaia-ellinika

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ

$
0
0



                   Η αρχαία ελληνική τραγωδία
               ως συγκρότηση πολιτικών σημασιών                                                      

Τι είναι η αρχαία ελληνική τραγωδίαΠρωτίστως, ένα επίτευγμα που αντιπαρατίθεται ευθέως σε οποιοδήποτε επιτήδευμα. Με αυτή την έννοια είναι δημιουργία. Αλλά τι είδους δημιουργία; Ένα οργανικό όλο, που διασώζει και ανατροφοδοτεί την ενότητα μορφής και περιεχομένου. Η ποιητική μορφή δεν είναι ένα γυμνό λεκτικό σχήμα, αλλά περικλείει νοήματα μεγάλης πολιτικής εμβέλειας. 

Η τραγωδία λοιπόν έχει πολιτική διάσταση, η οποία, όπως ευστοχότατα σημειώνει ο Καστοριάδης, δεν πρέπει να αναζητείται στις πολιτικές θέσεις των δημιουργών της. Εάν συνέβαινε αυτό, οι τραγωδίες θα κατέληγαν να είναι στρατευμένα έργα ή μανιφέστα πολιτικών φατριών. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει. Πού πρέπει να αναζητείται η πολιτική της διάσταση; Πρώτα-πρώτα στα οντολογικά της θεμέλια. Κατά δεύτερο λόγο στο ρόλο που παίζει μέσα στα όρια των θεσμών για τον αυτοπεριορισμό της δημοκρατίας. Η τραγωδία δεν λέγει απλώς, δεν τρέχει πίσω από εκλογικεύσεις, αλλά παριστά: παριστά τα πράγματα και μέσω αυτής της παράστασης δίνει σε όλους τους ανθρώπους τη δυνατότητα να δουν πως το ον είναι το χάος.  

                                                        
Πώς εννοεί το χάος ο Καστοριάδης; Καθώς η τραγωδία σχετίζεται με την ανθρώπινη δράση, με το πεδίο των ανθρώπινων πράξεων, το χάος νοείται εδώ ως «κατάφωρη έλλειψη κάθε θετικής αντιστοιχίας μεταξύ των προθέσεων των ανθρώπινων πράξεων από τη μια και των αποτελεσμάτων τους από την άλλη» (Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τ. Β., σ. 209). Η τραγωδία μας θέτει πάντοτε μπρος σε ένα πρόταγμα δράσης; 

Για παράδειγμα, στην Ορέστεια έχουμε μπρος στα μάτια μας τη συνωμοσία Κλυταιμνήστρας–Αίγισθου για να δολοφονήσουν τον Αγαμέμνονα και περαιτέρω τη δολοφονία της Κλυταιμνήστρας από τον Ορέστη ως εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα του. Κάθε τραγωδία εν γένει συνιστά και ένα συγκλονιστικό, οντολογικής υφής, πρόταγμα δράσης

Κάθε τέτοιο πρόταγμα, ακόμη και όταν φαίνεται να προβάλλει επιθυμίες και πάθη επί μέρους ατόμων, δεν παύει να προσβλέπει στην τάξη μέσα στην κοινότητα ή τον κόσμο και ως τέτοιο δεν είναι στατικό, δεν είναι εν τέλει απολίτικο: με την εξέλιξη της υπόθεσης, με την ένταση της τραγικότητας, μετασχηματίζεται κι αυτό. Έτσι, οι δυνάμεις του ανθρώπινου όντος παρουσιάζονται, μέσα στην τραγωδία, να αναζητούν απεγνωσμένα, αλλά πάντοτε ηρωικά αυτό που δεν ξέρουν τι είναι. Τι δεν ξέρει ο ήρωας; Τη σημασία των πράξεών του: «η τραγωδία δείχνει ότι δεν είμαστε κύριοι του νοήματος των πράξεών μας» (ό.π., σ. 210). Και στη σημερινή ζωή του, ο άνθρωπος πόσο κύριος είναι των νοημάτων των πράξεών του;

πηγή: hegel-platon

ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ - ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

$
0
0



201. – Ἐγχειρίδιον 7, 17, 22



Το Εγχειρίδιον αποτελεί επιτομή των Διατριβών,  είναι γραμμένο στην Κοινή της εποχής και ως προς το ύφος διατηρεί στοιχεία της προφορικής διδασκαλίας. Στο επίκεντρο του συγγράμματος βρίσκεται το ερώτημα πώς μπορεί να κατακτηθεί η ευδαιμονία, η εσωτερική γαλήνη. Για την απάντηση στο ερώτημα βασική είναι η διάκριση που κάνει ο Επίκτητος ανάμεσα στα ἐφ᾽ ἡμῖν (τα πράγματα που εξαρτώνται από εμάς) και στα οὐκ ἐφ᾽ ἡμῖν (τα πράγματα που δεν ελέγχουμε οι ίδιοι). Η διάκριση αυτή οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ενασχόληση με πράγματα που είναι έξω από τις δυνάμεις μας μόνο πόνο επιφέρει και πρέπει να αποφεύγεται. Με το αξίωμα αυτό συνδέονται τυπικά στωικές έννοιες όπως η απάθεια έναντι του εξωτερικού κόσμου, η περιφρόνηση των υλικών αγαθών, η έμφαση στον ασκητισμό. Όλα αυτά συγκλίνουν σε ένα σημείο: οροθετούν έναν ατομικό χώρο εσωτερικής ελευθερίας, που αγνοεί τη σκληρότητα και τους καταναγκασμούς του εξωτερικού κόσμου.


Νεοελληνικό κείμενο:


(α)1

[7] Όπως σ᾽ ένα θαλασσινό ταξίδι, όταν το πλοίο ρίξει άγκυρα κάπου και βγεις στη στεριά για να πάρεις νερό, μπορείς, πηγαίνοντας, να σκύψεις να μαζέψεις κι ένα κοχύλι ή έναν βολβό, τον νου σου όμως πρέπει να τον έχεις καρφωμένο στο πλοίο και να στρέφεις πίσω διαρκώς το βλέμμα σου, προσέχοντας μήπως κάποια στιγμή σε φωνάξει ο καπετάνιος, κι άμα φωνάξει, θα τα παρατήσεις αμέσως όλα, μήπως και σε πετάξουν δεμένο στο καράβι, σαν τα πρόβατα· έτσι και στη ζωή σου, αν αντί για ένα κοχύλι κι ένα βολβό σου ᾽χει δοθεί γυναίκα και παιδί, δεν πρέπει αυτά να σου γίνουν εμπόδιο. Κι άμα σε φωνάξει ο καπετάνιος, να τα παρατήσεις όλα και να τρέξεις αμέσως στο πλοίο, κι ούτε να γυρίσεις να κοιτάξεις πίσω σου. Κι αν συμβαίνει να είσαι γέροντας, να μην απομακρυνθείς ποτέ από το πλοίο, μήπως και είσαι απών, όταν κάποτε εκείνος σε καλέσει.

(β)

[17] Να μην ξεχνάς ότι είσαι ηθοποιός σ᾽ ένα δράμα2 - που ξετυλίγεται όπως θέλει ο ποιητής: Αν το θέλει σύντομο, σε σύντομο δράμα· αν το θέλει μεγάλο, σε μεγάλο. Αν ο ποιητής θέλει να υποκριθείς ένα ζητιάνο, εσύ κι αυτόν τον ρόλο πρέπει να τον παίξεις καλά· το ίδιο έναν ανάπηρο, έναν άρχοντα ή έναν απλό άνθρωπο. Γιατί η δική σου δουλειά είναι να παίξεις καλά τον ρόλο που σου δώσανε· η επιλογή του ρόλου είναι δουλειά αλλουνού.

(γ)

[22] Αν κατέχεσαιαπό επιθυμία για τη φιλοσοφία, να είσαι από τα πριν ετοιμασμένος ότι θα σε περιγελάσουν, ότι πολλοί θα σε πάρουν στο ψιλό, ότι θα πουν: «Να που μας ξεφύτρωσε έτσι ξαφνικά φιλόσοφος»3 ή «Από πού κι ως πού τούτο το φρύδι;».4 Εσύ ωστόσο να μην έχεις έπαρση, να είσαι όμως σταθερός σ᾽ εκείνα που θεωρείς απόλυτα αγαθά, σαν να ᾽χες ταχθεί από τον θεό να σταθείς εκεί. Και να μην ξεχνάς ότι αν μείνεις σταθερός στααυτά πράγματα, οι ίδιοι άνθρωποι που πρωτύτερα σε περιγελούσαν θα σε κοιτάζουν έπειτα με θαυμασμό, ενώ αν λυγίσεις θα γελοιοποιηθείς διπλά.


Αρχαίο κείμενο:

(α)

[7] καθάπερ ἐν πλῷ τοῦ πλοίου καθορμισθέντος, εἰ ἐξέλθοις ὑδρεύσασθαι, ὁδοῦ μὲν πάρεργον καὶ κοχλίδιον ἀναλέξῃ καὶ βολβάριον, τετάσθαι δὲ δεῖ τὴν διάνοιαν ἐπὶ τὸ πλοῖον καὶ συνεχῶς ἐπιστρέφεσθαι, μή ποτε ὁ κυβερνήτης καλέσῃ· κἂν καλέσῃ, πάντα ἐκεῖνα ἀφιέναι, ἵνα μὴ δεδεμένος ἐμβληθῇς ὡς τὰ πρόβατα· οὕτω καὶ ἐν τῷ βίῳ, ἐὰν διδῶται ἀντὶ βολβαρίου καὶ κοχλιδίου γυναικάριον καὶ παιδίον, οὐδὲν κωλύσει· ἐὰν δὲ ὁ κυβερνήτης καλέσῃ, τρέχε ἐπὶ τὸ πλοῖον ἀφεὶς ἐκεῖνα ἅπαντα, μηδὲ ἐπιστρεφόμενος. ἐὰν δὲ γέρων ᾖς, μηδὲ ἀπαλλαγῇς ποτε τοῦ πλοίου μακράν, μή ποτε καλοῦντος ἐλλίπῃς.

(β)

[17] μέμνησο, ὅτι ὑποκριτὴς εἶ δράματος, οἵου ἂν θέλῃ ὁ διδάσκαλος· ἂν βραχύ, βραχέος· ἂν μακρόν, μακροῦ· ἂν πτωχὸν ὑποκρίνασθαί σε θέλῃ, ἵνα καὶ τοῦτον εὐφυῶς ὑποκρίνῃ· ἂν χωλόν, ἂν ἄρχοντα, ἂν ἰδιώτην. σὸν γὰρ τοῦτ᾽ ἔστι, τὸ δοθὲν ὑποκρίνασθαι πρόσωπον καλῶς· ἐκλέξασθαι δ᾽ αὐτὸ ἄλλου.

(γ)

[22] εἰ φιλοσοφίας ἐπιθυμεῖς, παρασκευάζου αὐτόθεν ὡς καταγελασθησόμενος, ὡς καταμωκησομένων σου πολλῶν, ὡς ἐρούντων ὅτι «ἄφνω φιλόσοφος ἡμῖν ἐπανελήλυθε» καὶ «πόθεν ἡμῖν αὕτη ἡ ὀφρύς;» σὺ δὲ ὀφρὺν μὲν μὴ σχῇς· τῶν δὲ βελτίστων σοι φαινομένων οὕτως ἔχου, ὡς ὑπὸ τοῦ θεοῦ τεταγμένος εἰς ταύτην τὴν χώραν· μέμνησό τε διότι, ἐὰν μὲν ἐμμείνῃς τοῖς αὐτοῖς, οἱ καταγελῶντές σου τὸ πρότερον, οὗτοί σε ὕστερον θαυμάσονται· ἐὰν δὲ ἡττηθῇς αὐτῶν, διπλοῦν προσλήψῃ καταγέλωτα.

_________________________

1 Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ακολουθώντας ο συγγραφέας τη μορφή της παραβολής, επιχειρεί να δείξει ότι η ζωή του ανθρώπου πρέπει να είναι στραμμένη στα σημαντικότερα πράγματα -τον εσωτερικό κόσμο που αποτελεί και την έδρα του θείου- και να αγνοεί ό,τι δεν σχετίζεται με αυτά.
2 Η αντίληψη που θεωρεί τον ανθρώπινο βίο ως ένα είδος παράστασης σκηνοθετημένης από την Τύχη εμφανίζεται ήδη στα αποσπάσματα του Μενάνδρου και εξελίσσεται εφεξής σε δημοφιλή τόπο της λογοτεχνίας των ελληνιστικών χρόνων. Στον Επίκτητο όμως, αλλά και στη φιλοσοφία εν γένει της εποχής, εμφανίζεται μια ουσιαστική διαφοροποίηση ως προς το νόημα του συγκεκριμένου τόπου. Δεν δίδεται πλέον έμφαση στην αδυναμία των ανθρώπων να καθορίσουν οι ίδιοι την ζωή τους, αλλά αντίθετα στην φιλοσοφημένη αποδοχή των όποιων ρόλων τους επιφυλάσσει η τύχη. Στο συγκεκριμένο χωρίο δεν είναι σαφές, αν τον ρόλο του σκηνοθέτη έχει η Τύχη ή το Θείο.
3 Η αρνητική εικόνα της κοινωνίας της εποχής για τους φιλοσόφους θα πρέπει να οφειλόταν στις υπερβολές της εξωτερικής εμφάνισης -ο τύπος του πλανόδιου κυνικού φιλοσόφου που είναι φτωχικά ντυμένος, με το ραβδί και το δισάκι του οδοιπόρου, προκαλούσε τα ειρωνικά σχόλια του Λουκιανού (Βίων Πρᾶσις-), στις υπερβολές του κηρύγματος, αλλά και στην ηθική ποιότητα ορισμένων από αυτούς.
4 Μεταφορική χρήση της λέξης που δηλώνει την υπερβολική έπαρση.

πηγή: greek-language

ΑΝΤΙΦΩΝ - ΝΟΜΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΗ

$
0
0


87. – Απόσπασμα 44A, στήλ. 1-6 Diels-Kranz

                                             


Από τα έργα του σοφιστή Αντιφώντα - ταύτισή του με τον ρήτορα, αν και πιθανή, παραμένει αμφιλεγόμενο ζήτημα- δεν σώζονται παρά μερικά αποσπάσματα. Ένα τέτοιο, σχετικά εκτενές απόσπασμα προέρχεται από το έργο που έφερε τον τίτλο Ἀλήθεια (η συγγραφή του πρέπει να τοποθετηθεί πριν από το 423 π.Χ.). Το έργο απαρτιζόταν από δύο βιβλία: το πρώτο πραγματευόταν ζητήματα γνωσιοθεωρητικά (μεταξύ άλλων προτεινόταν λύση για το μαθηματικό πρόβλημα του τετραγωνισμού του κύκλου), ενώ στο δεύτερο θίγονταν ζητήματα κοσμολογικά και ανθρωπολογικά. Θεμελιώδους σημασίας ήταν για τη συζήτηση των ανθρωπολογικών ζητημάτων η χαρακτηριστική για τη σοφιστική σκέψη αντίθεση νόμου-φύσης, η οποία σχετιζόταν με το ερώτημα αν οι κανόνες της κοινωνικής ζωής έχουν θεσπιστεί συμβατικά ή υπάρχουν εκ φύσεως, όπως επίσης αν έχουν απόλυτο ή σχετικό χαρακτήρα. 


Στον Αντιφώντα η αντίθεση παίρνει οξεία μορφή, αφού δηλώνεται ρητά ότι "τα περισσότερα θεσπίσματα του δικαίου αντιστρατεύονται τη φύση". Σύμφωνα με τις απόψεις του οι πράξεις των ανθρώπων κατευθύνονται από το "ωφέλιμο" (ξυμφέρον) για την ανθρώπινη φύση, το οποίο όμως εμποδίζεται από τους περιορισμούς του νόμου (= γραπτοί και άγραφοι νόμοι). Η συνηγορία του Αντιφώντα υπέρ της φύσης τον οδηγεί στη ριζοσπαστική θέση ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, και συνεπώς δεν είναι ορθή η διάκριση σε ανθρώπους κοινωνικά ανώτερους και κατώτερους, Έλληνες και βαρβάρους.

Στο παρατιθέμενο απόσπασμα ο Αντιφών εκθέτει στην αρχή την κρατούσα αντίληψη για τη "δικαιοσύνη". Το συμπέρασμα ότι ο νόμος αντιστρατεύεται τη φύση του επιτρέπει στη συνέχεια να αναπτύξει τα πλεονεκτήματα της φύσης και να διατυπώσει το κριτήριο του "ωφέλιμου"για τον άνθρωπο. Στο τέλος επιτίθεται εναντίον του νόμου, επειδή αυτός, με τον τρόπο που αποδίδεται η δικαιοσύνη, αδυνατεί να προστατεύσει όσους τον τηρούν.

Νεοελληνικό κείμενο:

Δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνεις τους νόμους και τα έθιμα του κράτους, του οποίου είσαι πολίτης. Ο άνθρωπος θα αποκόμιζε από τη δικαιοσύνη την πιο μεγάλη ωφέλεια για το άτομό του, αν μπροστά σε άλλους ανθρώπους τηρούσε τους νόμους ως κάτι σημαντικό, ενώ αντίθετα, άμα είναι μόνος του χωρίς άλλους μπροστά του,[7] θα ακολουθούσε τις επιταγές της φύ­σης. Γιατί οι επιταγές του νόμου είναι αυθαίρετες, ενώ της φύσης είναι αναγκαίες· κι οι επιταγές των νόμων είναι συμβατικές και όχι από τη φύση, ενώ οι επιταγές της φύσης είναι ακριβώς το αντίθετο. 

Όποιος παραβαίνει τους νόμους και τα έθιμα, αν δεν υποπέσει στην αντίληψη αυτών που τα έχουν αποδεχτεί, αποφεύγει και τη ντροπή και την τιμωρία· ενώ αν δεν μείνει απαρατήρητος, δεν τα αποφεύγει. Απεναντίας, άμα παραβιάζει τις εγγενείς απαιτήσεις της φύσης πέρα από ένα όριο, το κακό γι᾽ αυτόν δεν μετριάζεται διόλου, αν μείνει απαρατήρητος απ᾽ όλους τους ανθρώπους ούτε γίνεται μεγαλύτερο, αν υποπέσει στην αντίληψη όλων των ανθρώπων. Γιατί η ζημιά που υφίσταται δεν είναι φαινομενική αλλά πραγματική. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους εξετάζουμε όλα αυτά τα ζητήματα, επειδή τα περισσότερα θεσπίσματα του δικαίου αντιστρατεύονται τη φύση. 

Έχουν έτσι θεσπιστεί νόμοι για τα μάτια, τι πρέπει να βλέπουν και τι δεν πρέπει· το ίδιο και για τα αυτιά, τι πρέπει να ακούνε και τι δεν πρέπει· και για τη γλώσσα, τι πρέπει να λέει και τι δεν πρέπει· και για τα χέρια, τι πρέπει να κάνουν και τι δεν πρέπει· και για τα πόδια, πού πρέπει να πηγαίνουν και πού δεν πρέπει· και για το νου, τι πρέπει να επιθυμεί και τι δεν πρέπει. Ωστόσο εκείνα τα πράγματα που οι νόμοι τα απαγορεύουν στους ανθρώπους δεν είναι ούτε πιο συμφιλιωμένα με τη φύση ούτε πιο συγγενικά με αυτήν απ᾽ ότι εκείνα προς τα οποία οι νόμοι τους προτρέπουν να στραφούν. Επίσης, το να ζει κανείς είναι κάτι φυσικό, το ίδιο και το να πεθαίνει, και για τον άνθρωπο η ζωή συγκαταλέγεται σε όσα τον συμφέρουν, ενώ ο θάνατος σε όσα δεν τον συμφέρουν. 

Όσα πλεονεκτήματα ανάγονται σε ισχύοντες νόμους αποτελούν για τη φύση δεσμά, ενώ όσα ανάγονται στη φύση είναι απαλλαγμένα από περιορισμούς. Δεν αληθεύει, αν το εξετάσουμε σωστά, ότι όσα πράγματα προξενούν πόνο προάγουν την ανθρώπινη φύση περισσότερο απ᾽ όσο εκείνα τα οποία προκαλούν ευχαρίστηση· ούτε ότι όσα πράγματα προξενούν λύπη προάγουν την ανθρώπινη φύση περισσότερο[8]απ᾽ όσο εκείνα τα οποία προκαλούν ηδονή. Γιατί όσα πράγματα προάγουν στ᾽ αλήθεια την ανθρώπινη φύση δεν πρέπει να βλάπτουν αλλά να ωφελούν. Έτσι, όσα από αυτά είναι χρήσιμα από τη φύση [...] ...κι όσοι αμύνονται, όταν υποστούν επίθεση, ενώ οι ίδιοι δεν επιχειρούν να επιτεθούν πρώτοι· κι όσοι φέρονται με καλοσύνη στους γονείς τους, έστω και αν οι γονείς είναι κακοί απέναντι τους· κι όσοι δίνουν στους άλλους τη δυνατότητα να βεβαιώσουν κάτι μ᾽ έναν όρκο, ενώ στους ίδιους δεν δίνεται αυτή η δυνατότητα. 

Στις παραπάνω πράξεις θα μπορούσε κανείς να βρει πολλά τα οποία αντιστρατεύονται τη φύση: Συμβαίνει αυτές οι πράξεις να οδηγούν σε περισσότερο πόνο, ενώ λιγότερος πόνος θα ήταν κάτι εφικτό, και σε λιγότερη ευχαρίστηση, ενώ περισσότερη ευχαρίστηση θα ήταν δυνατή, και στο να υφίσταται κανείς κάτι κακό, ενώ θα μπορούσε να μη το υποστεί. Αν λοιπόν όσοι ασπάζονται τέτοιες αρχές λάμβαναν μια βοήθεια από την πλευρά των νόμων και, παράλληλα, όσοι δεν τις ασπάζονται δοκίμαζαν κάποια μείωση, η υπακοή στους νόμους δεν θα ήταν χωρίς πλεονεκτήματα. Είναι όμως φανερό ότι η δικαιοσύνη του νόμου δεν επαρκεί να προσφέρει ικανοποιητική προστασία σε όσους τα τηρούν αυτά. Καταρχήν επιτρέπει σε όποιον παθαίνει[9] κάτι να το πάθει και σε όποιον διαπράττει κάτι να το διαπράξει· ούτε στη μια περίπτωση εμπόδισε αυτόν που έπαθε κάτι να το πάθει ούτε στην άλλη περίπτωση αυτόν που διέπραξε κάτι να το διαπράξει. Κι όταν πρόκειται για την τιμωρία, η δικαιοσύνη του νόμου δεν είναι διόλου περισσότερο με το μέρος αυτού ο οποίος έχει υποστεί κάτι παρά με το μέρος εκείνου ο οποίος έχει διαπράξει κάτι. Διότι το θύμα θα χρειαστεί να πείσει τους κριτές ότι έχει υποστεί μια αδικία προκειμένου να αξιώσει να κερδίσει μια δίκη.


Αρχαίο κείμενο:

[1] ...› δικαιοσύνη ‹οὖν› τὰ τῆς πό‹λεω›ς νόμιμα, ‹ἐν› ᾗ ἂν πολιτεύηταί τις, μὴ ‹παρ›αβαίνειν. χρῷτ᾽ ἂν οὖν ἄνθρωπος μάλιστα ἑαυτῷ ξυμφερόντως δικαιοσύνῃ, εἰ μετὰ μὲν μαρτύρων τοὺς νόμους μεγά‹λο›υς ἄγοι, μονούμενος δὲ μαρτύρων τὰ τῆς φύσεως· τὰ μὲν γὰρ τῶν νόμων ‹ἐπίθ›ετα, τὰ δὲ ‹τῆς› φύσεως ἀ‹ναγ›καῖα· καὶ τὰ ‹μὲν› τῶν νό‹μων› ὁμολογηθ‹έντ›α οὐ φύν‹τ᾽ ἐστί›ν, τὰ δὲ τῆς φύσεως φύν‹τα οὐχ› [2] ὁμολογηθέντα. τὰ οὖν νόμιμα παραβαίνων εἰὰν λάθῃ τοὺς ὁμολογήσαντας καὶ αἰσχύνης καὶ ζημίας ἀπήλλακται· μὴ λαθὼν δ᾽ οὔ· τῶν δὲ τῇ φύσει ξυμφύτων ἐάν τι παρὰ τὸ δυνατὸν βιάζηται, ἐάν τε πάντας ἀνθρώπους λάθῃ, οὐδὲν ἔλαττον τὸ κακόν, ἐάν τε πάντες ἴδωσιν, οὐδὲν μεῖζον· οὐ γὰρ διὰ δόξαν βλάπτεται, ἀλλὰ δι᾽ ἀλήθειαν. ἔστι δὲ πάν‹των› ἕνεκα τούτων ἡ σκέψις, ὅτι τὰ πολλὰ τῶν κατὰ νόμον δικαίων πολεμίως τῇ φύσει κεῖται· νενο‹μο›θ‹έ›τηται γὰρ ἐπί τε τοῖς ὀφθαλμοῖς, ἃ δεῖ [3] αὐτοὺς ὁρᾶν καὶ ἃ οὐ δεῖ· καὶ ἐπὶ τοῖς ὠσίν, ἃ δεῖ αὐτὰ ἀκούειν καὶ ἃ οὐ δεῖ· καὶ ἐπὶ τῇ γλώττῃ ἅ τε δεῖ αὐτὴν λέγειν καὶ ἃ οὐ δεῖ· καὶ ἐπὶ ταῖς χερσίν, ἅ τε δεῖ αὐτὰς δρᾶν καὶ ἃ οὐ δεῖ· καὶ ἐπὶ τοῖς ποσίν, ἐφ᾽ ἅ τε δεῖ αὐτοὺς ἰέναι καὶ ἐφ᾽ ἃ οὐ δεῖ· καὶ ἐπὶ τῷ νῷ, ὧν τε δεῖ αὐτὸν ἐπιθυμεῖν καὶ ὧν μή. ‹οὐ μὲ›ν οὖν οὐδὲν τῇ φύσει φιλιώτερα οὐδ᾽ οἰκειότερα, ἀφ᾽ ὧν οἱ νόμοι ἀποτρέπουσι τοὺς ἀν‹θ›ρώπ‹ους›, ἢ ἐφ᾽ ἃ ‹προ›τρέπουσιν‹·› τ‹ὸ δ᾽ αὖ› ζῆν ἐστι τῆς φύσεως καὶ τὸ ἀποθανεῖν, καὶ τὸ μὲν ζῆν αὐτ‹οῖς› ἐστιν ἀπὸ τῶν ξυμφερόντων, τὸ δὲ ἀποθανεῖν ἀπὸ τῶν μὴ [4] ξυμφερόντων. τὰ δὲ ξυμφέροντα τὰ μὲν ὑπὸ τῶν νόμων κείμενα δεσμὰ τῆς φύσεώς ἐστι, τὰ δ᾽ ὑπὸ τῆς φύσεως ἐλεύθερα. οὔκουν τὰ ἀλγύνοντα ὀρθῷ γε λόγῳ ὀνίνησιν τὴν φύσιν μᾶλλον ἢ τὰ εὐφραίνοντα· οὔκουν ἂν οὐδὲ ξυμφέροντ᾽ εἴη τὰ λυποῦντα μᾶλλον ἢ τὰ ἥδοντ‹α·› τὰ γὰρ τῷ ἀληθεῖ ξυμφέροντα οὐ βλάπτειν δεῖ, ἀλλ᾽ ὠφελεῖν. τὰ τοίνυν τῇ φύσει ξυμφέροντα τούτ‹ων› [...]· κα‹ὶ οἵτινε›ς ἂν [5] παθόντες ἀμύνωνται καὶ μὴ αὐτοὶ ‹ἄρχ›ωσι τοῦ δρᾶν· καὶ οἵτινες ἂν τοὺς γειναμένους καὶ κακοὺς ὄντας εἰς αὐτοὺς εὖ ποιῶσιν· καὶ οἱ κατόμνυσθαι διδόντες ἑτέροις, αὐτοὶ δὲ μὴ κατομνύμε‹νοι.› καὶ τούτων τῶν εἰρημένων πόλλ᾽ ἄν τις εὕροι πολέμια τῇ φύσει· ἔνι τ᾽ ἐν αὐτοῖς ἀλγύνεσθαί τε μᾶλλον, ἐξὸν ἥττω, καὶ ἐλάττω ἥδεσθαι, ἐξὸν πλείω, καὶ κακῶς πάσχειν, ἐξὸν μὴ πάσχειν. εἰ μὲν οὖν τις τοῖς τοιαῦτα προς‹ϊ›εμένοις ἐπικούρησις ἐγίγνετο παρὰ τῶν νόμων, τοῖς δὲ μὴ προσϊεμένοις, ἀλλ᾽ ἐναντιουμένοις ἐλάττωσις, οὐκ ἀν›όνητον ἂν› ἦν τ‹ὸ τοῖς νό›μοις πεῖ‹σμα· [6] νῦν› δὲ φαίνε‹ται τοῖς› προσϊεμ‹ένοις› τὰ τοιαῦτα τὸ ἐ‹κ› νόμου δίκαιον οὐχ ἱκανὸν ἐπικουρεῖν· ὅ γε πρῶτον μὲν ἐπιτρέπει τῷ πάσχοντι παθεῖν καὶ τῷ δρῶντι δρᾶσαι· καὶ οὔτε ἐνταῦθα διεκώλυε τὸν δρῶντα δρᾶσαι. εἴς τε τὴν τιμωρίαν ἀναφερόμενον οὐδὲν ἰδιώτερον ἐπὶ τῷ πεπονθότι ἢ τῷ δεδρακό‹τι·› πεῖ‹σ›αι γὰρ δ‹εῖ› αὐτὸ‹ν το›ὺς τ‹ιμω›ρ‹ήσοντ›ας, ὡς ἔπαθεν, ‹καὶ› δύνασθαι ἀπ‹αιτ›εῖ δίκην ‹ἑλεῖ›ν.

πηγή: greek-language

ΡΑΣΣΙΑΣ - ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΘΕΩΝ

$
0
0



1. Η ανάγκη για εξηγήσεις και ορισμούς 

Όποιος ασχολείται με τα σχετικά πράγματα, ευκόλως αντιλαμβάνεται ότι τόσο εκείνοι που εχθρεύονται την Εθνική Ελληνική Θρησκεία, όσο και κάποιοι άλλοι, που δεν αποτελούν αλλ’ απλώς παριστάνουν ότι τάχα αποτελούν ενεργό τμήμα της, αποφεύγουν συστηματικώς να εξηγήσουν τι είναι τέλος πάντων εκείνο που αντιστοίχως αντιμάχονται ή τάχα τιμούν. Με λίγα λόγια, να εξηγήσουν τι είναι οι Θεοί. Αυτή η αποφυγή βεβαίως ερμηνεύεται και λογικώς και ευκόλως, αφού κανείς από τις δύο προαναφερθείσες κατηγορίες ανθρώπων δεν αγαπά ιδιαιτέρως την σαφήνεια, η οποία με την σειρά της, αγαπά ως γνωστόν μόνον τους ειλικρινείς και καλών προθέσεων ανθρώπους. 

Προτού μιλήσουμε εμείς λοιπόν εδώ για την φύση των Θεών, την φύση των Θεών μας, θα ήταν πρέπον να γίνει μία μικρή αναφορά στα όσα εισαγωγικά παραθέτει ο θεολόγος – φιλόσοφος Σαλλούστιος στο γνωστό έργο του «Περί των Θεών και του Κόσμου». Γράφει λοιπόν ο Σαλλούστιος: «όσοι επιθυμούν να διδαχθούν για τους Θεούς πρέπει από της παιδικής τους ηλικίας να έχουν διαπαιδαγωγηθεί καλώς και να μην έχουν ανατραφεί με ανόητες δοξασίες. Πρέπει επίσης να έχουν φύση καλή και λογική συγκρότηση, προκειμένου ανάλογα  να κατανοήσουν και την διδαχή. Πρέπει ακόμη να γνωρίζουν αυτοί και τις κοινές έννοιες. Κοινές δε έννοιες είναι εκείνες τις οποίες ομολογούν όλοι οι άνθρωποι όταν ερωτηθούν με τον σωστό τρόπο».  

Είναι σαφές ότι από τις πιο πάνω προϋποθέσεις ελάχιστες ισχύουν στις ημέρες μας, που οι άνθρωποι και δεισιδαιμονική διαπαιδαγώγηση έχουν υποστεί, και καλή σχέση με την λογικότητα δεν πολυέχουν, καθώς και ελάχιστη πρόσβαση διαθέτουν στις κοινές έννοιες των προγόνων μας Ελλήνων. Γι’ αυτό και θα απαιτηθεί από εμάς μεγαλύτερος κόπος για να κάνουμε κατανοητή την φύση των Θεών, πράγμα που ελπίζουμε να συγχωρέσει ο καλής τουλάχιστον προαιρέσεως αναγνώστης. 

2. Ένας εισαγωγικός ορισμός 

Αν θα έπρεπε να δοθεί ένας πρώτος, εισαγωγικός ορισμός των Θεών, αυτός θα ήταν ότι «Θεοί» ονομάζονται κάποια τέλεια και ταξιθετικά όντα που κατέχουν την Αθανασία και την Γνώση (παρουσιάζει μάλιστα ενδιαφέρον το να σημειώσουμε εδώ πως η Ιουδαϊκή Μυθολογία, σε ένα πάρα πολύ ενδιαφέρον σημείο της, το 3. 22 της «Γενέσεως», εκεί που αναφέρεται στο παραμύθι περί των λεγομένων «πρωτόπλαστων της Εδέμ», ομολογεί σαφώς, υποτίθεται δια στόματος του Εθνικού της «Θεού» Ιαχωβά, το αυτό ακριβώς πράγμα, ότι δηλαδή η θεϊκή φύση δομείται από Αθανασία και Γνώση). Οι Θεοί, περιρρέουν / διαρρέουν απροσκόπτως όλον τον υλικό κόσμο και επιδρούν επάνω του, συμμετέχουν στην αειγενεσία, δηλαδή στην συνεχή σύνθεση και αποσύνθεση των μορφών, δεν εμπλέκονται σε ζώνες δράσεως άλλων Θεών και υπόκεινται στη νομοτέλεια του φυσικού κόσμου και υπηρετούν τους Νόμους του. Οι Θεοί δρουν ανελλιπώς και φυσικά δεν «αποσύρονται», δεν «συνενώνονται σε ένα πρόσωπο», δεν «αντικαθίστανται», δεν «παύουν να υπάρχουν», δεν «νικώνται», σύμφωνα με τις ορέξεις ή τις προσδοκίες ασεβών θνητών ή οργανωμένων συστημάτων ασεβείας. 

3. Όντα και όχι πρόσωπα 

Μιλήσαμε ήδη για «όντα» και δη στον πληθυντικό αριθμό. Για το τελευταίο, θα υπενθυμίσουμε εδώ απλώς ότι οι προσδιορισμοί «Έν» και «Μονάς» έχουν συγκριτική μόνον αριθμητική υπόσταση και προϋποθέτουν την υποχρεωτική ύπαρξη πλήθους. Τα πάντα είναι «πεπληθυσμένον Έν», μέσα σε αυτά τα πάντα όμως, ένα αυτοτελές «Έν» δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ. 

Επιστρέφοντας στον όρο «όντα» που ήδη χρησιμοποιήσαμε, θα τονίσουμε ιδιαιτέρως κάποια ακόμη πράγματα, ώστε ν’ αποφύγουμε να κατρακυλήσει ο προγραμματισμένος νους μας σε σύγχρονα περιοριστικά και αφύσικα καλούπια που εμποδίζουν την κατανόηση αυτού που όντως υπάρχει. Θα μπορούσαμε βεβαίως να κάνουμε λόγο για «δυνάμεις», γιατί αυτό είναι οι Θεοί, το λέει άλλωστε σαφώς και ο Σαλλούστιος όταν σημειώνει πως «οι Θεοί δεν συνίστανται από σώματα διότι οι δυνάμεις είναι ασώματες», αλλά ο όρος δυστυχώς στον σύγχρονο εγκέφαλο σηματοδοτεί αυτό που γνωρίζουμε ως «φυσικές δυνάμεις», όπως λ.χ. η βαρύτητα και τα ανάλογα σχετικά, οπότε ο όρος σαφώς δεν μεταδίδει ορθώς εκείνο που όντως είναι η Θεοί. Θα επιμείνουμε λοιπόν στον όρο «όντα», μετοχή ενεστώτος του ρήματος «ειμί» (δηλαδή είμαι, υπάρχω), πρωτίστως όμως, θα τονίσουμε ότι οι Θεοί δεν είναι «πρόσωπα», όπως οι ιουδαιογενείς Θρησκείες αντιλαμβάνονται τον υποτιθέμενο «Έναν» «Θεό» τους, και αυτό διότι κάθε «πρόσωπο» (ρωμαϊστί «Persona»), είναι αξιωματικώς μικρότερο του όντως Όντος και υποχρεωτικώς «δρά», αντί απλώς να «είναι», εγγυώμενο λ.χ. στην περίπτωση των Θεών, την συνοχή και ευταξία ενός συστήματος που εδράζει στην ύπαρξή τους.  

Επιπροσθέτως, η ύπαρξη «ωπός» (όψεως) προϋποθέτει «όριο» (εξωτερικό δηλαδή «φλοιό» ασχέτως βαθμού υλικότητος) ενός υποχρεωτικώς επιμέρους όντος, καθώς και αλλότριο εξωτερικό χώρο για τη στάση άλλων εξωτερικών του επιμέρους όντων και τη θέαση του ως «Όψη» (ρωμαϊστί «Vultus»), πράγμα βεβαίως άτοπο, αφού καθιστά τον Θεό μη άπειρο και μη πανταχού παρόντα. Ενώ οι αντιφατικοί θεολόγοι των ιουδαιογενών Θρησκειών υποχρεώνονται να θέσουν παραλόγως τον τάχα προσωπικό «Θεό» τους εκτός του εκδηλωθέντος Κόσμου, σε εμάς τους Εθνικούς, εξαιτίας ακριβώς αυτού του σαφούς απροσώπου τους, οι Θεοί μπορούν και διαχέονται στο όλον του όντως Όντος, καθώς φυσικά και ο ένας στον άλλον, δίχως όμως να επηρεάζει αυτό την ιδιαιτέρα φύση ενός εκάστου.  

Θα επανέλθουμε λοιπόν στον Σαλλούστιο, και συγκεκριμένα στο σημείο που αναφερόμενος στους Δώδεκα Θεούς του θεϊκού πλήθους σημειώνει πώς «..ενώ αυτοί οι δώδεκα κατά κάποιον τρόπο κατέχουν τον Κόσμο, θεωρούμε ότι και άλλοι Θεοί εμπεριέχονται σε αυτούς. Ο Διόνυσος στον Δία για παράδειγμα, ο Ασκληπιός στον Απόλλωνα και οι Χάριτες στην Αφροδίτη». Συνοψίζοντας, θα τονίζαμε λοιπόν ότι οι τέλειοι, αγαθοί, αθάνατοι, δίκαιοι, πάνσοφοι, αιώνιοι Θεοί, είναι επίσης και απρόσωποι, άνευ γένους, αμετάβλητοι, άπειροι, συνεκτικοί, αϋλοι αλλά και διϋλικοί. 

4. Το ανεπηρέαστο των Θεών

Γίνεται σαφές με όλα αυτά (τα οποία ακυρώνουν βεβαίως και τις πονηρές θεωρίες που προωθούν μανιωδώς τον τελευταίο ενάμιση αιώνα διάφοροι θεοσοφικοί κύκλοι πως οι Θεοί είναι τάχα... αποθεωθείσες ψυχές θνητών !) ότι οι ξεκάθαρα μη προσωπικοί Θεοί είναι μέσα στον χώρο και τον χρόνο αλλά εντελώς ανεπηρέαστοι από αυτούς. Δεν περιέχονται και, κυρίως, δεν αναλίσκονται από τίποτε, όπως λ.χ. τα φθαρτά πράγματα από τον χρόνο, γι’ αυτό άλλωστε και αποκαλούνται ορθώς «Αθάνατοι» και «Άμβροτοι». Επίσης, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, δεν έχουν, όπως προαναφέραμε, φύλο, ούτε κάποιο άλλο χαρακτηριστικό των θνητών πλασμάτων. Κανείς Θεός δεν μπορεί ποτέ να διαχωρισθεί από την Πρώτη Αιτία. Το αυτό υποστηρίζει και ο Σαλλούστιος που επί λέξει γράφει ότι «κάθε Θεός είναι αγαθός, δίχως πάθη, και δεν υφίσταται μεταβολές. Είναι αδημιούργητος, και δεν περιέχεται σε σώμα ή στον (τρισδιάστατο) χώρο, δεν διαχωρίζεται δε από την Πρώτη Αιτία ούτε από τους άλλους Θεούς (όπως και οι Νοήσεις δεν διαχωρίζονται από τον Νού)». 

5. Μία πολύ χρήσιμη σύνοψη

Την τελειοτέρα έως σήμερα εξήγηση της φύσεως των Θεών έχω διαβάσει σε ένα, τρόπον τινά, πολυθεϊστκό «Σύμβολο της Πίστεως» που διετύπωσε πριν από αρκετά χρόνια, το 1991, η διεύθυνση του περιοδικού «Scroll οf Oplontis», που τώρα δυστυχώς δεν υπάρχει πια. Αναδημοσιεύω: 

«Υπάρχουν πολλοί Θεοί και Θεές. Είναι οι ανώτατες και ισχυρότατες όλων των υπάρξεων. Είναι πάνσοφες και δίκαιες. Οι Θεοί και οι Θεές είναι αθάνατοι και άξιοι κάθε σεβασμού και τιμής. 

Οι Θεοί έχουν πολλές μορφές και μπορούν να επιφαίνονται με πολλούς τρόπους. Είναι τόσο έμφυτοι όσο και ένδημοι. Είναι παρόντες στα στοιχεία και τις μορφές της Υπάρξεως. Εκδηλώνονται μέσα από τις φυσικές δυνάμεις, ως ύλη και ενέργεια, αλλά είναι συνάμα και ανώτατες οντότητες που δεν δεσμεύονται από καμμία υλική μορφή. Μπορούν ωστόσο να εμφανούν μέσα από ανθρώπινες ή άλλες υπάρξεις, όπως λ.χ. ζώα ή φυτά, ή μέσα από υλικά αντικείμενα. Δεν υπάρχουν ζωϊκά ή μορφικά όρια για τους Θεούς και τις Θεές. Είναι ό,τι επιθυμούν να είναι. 

Το Θείον είναι πολύμορφο και πολύτροπο, τόσο από πλευράς εμφανίσεως όσο και από πλευράς πραγματικότητος. Κανένας μοναδικός Θεός ή Θεά δεν κρύβεται πίσω από την πολλαπλότητα των θείων μορφών. Οι Θεοί και οι Θεές είναι αντικειμενικά υπαρκτές οντότητες των οποίων η ύπαρξη δεν εξαρτάται από τις πεποιθήσεις ή τις πράξεις κατωτέρων όντων. Δεν είναι αρχέτυπα. Δεν είναι φανταστικά σύμβολα των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων ή της ανθρωπίνης διανοίας. Ούτε είναι αλληγορικές αναπαραστάσεις φυσικών συμβάντων και διαδικασιών. 

Οι Θεοί και οι Θεές είναι πραγματικοί. Υπάρχουν. Η σοφία και η δύναμή τους δίνουν μορφή σε αυτό το Σύμπαν, σε αυτή την συγκεκριμένη μορφή του Κόσμου. Η ομορφιά και η χάρις τους θα διαρκέσουν αιώνια. 

Οι Θεοί και οι Θεές είναι ελεύθερες και ανεξάρτητες υπάρξεις. Είναι όλοι τους εξίσου θείοι. Δεν εξουσιάζονται από καμμία άλλη οντότητα ή δύναμη. 

Οι Θεοί και οι Θεές χαίρονται όταν κατώτερα όντα ΕΛΕΥΘΕΡΑ αναγνωρίζουν την ύπαρξή τους και τους απονέμουν σεβασμό και τιμές. Δεν έχουν ωστόσο ανάγκη αυτής της αναγνωρίσεως, ούτε την επιζητούν. Οι παντοδύναμοι Θεοί και Θεές δεν χρειάζονται τίποτε. Απλώς σχηματίζουν ό,τι επιθυμούν». 

6. Μία ωφέλιμη ετυμολογία 

Σε συνέχεια των ανωτέρω, και καθώς όντως η αρχή της σοφίας είναι η καλή μελέτη των ονομάτων όπως ετόνιζε ο Αντισθένης, πρέπει να σημειώσουμε ότι ο όρος «Θεός», στην πραγματικότητα είναι επίθετο, χρήσιμο στο να προσδιορίζει το κάθε όν που έχει τα παραπάνω, κυρίως ταξιθετικά, χαρακτηριστικά. Ως προς την ρίζα του όρου, ο Ηρόδοτος (2. 52) λέει ότι οι Θεοί εκλήθησαν έτσι  διότι συνέθεσαν τα φυσικά πράγματα σε κεκοσμημένο σύνολο: «έθυον δε πάντα πρότερον οι Πελασγοί θεοίσι επευχόμενοι, ως εγώ εν Δωδώνηι οίδα ακούσας, επωνυμίην δε ουδ’ ούνομα εποιεύντο ουδενί αυτών, ου γαρ ακηκόεσάν κω. Θεούς δε προσωνόμασαν σφέας από του τοιούτου ότι κόσμωι θέντες τα πάντα πράγματα και πάσας νομάς είχον», ενώ και ο στωϊκός θεολόγος Κορνούτος περιγράφει τους Θεούς στο σημαντικότατο βιβλίο του  «Επιδρομή των κατά την Ελληνικήν Θεολογίαν Παραδεδομένων», με τα λόγια «θετήρες και ποιηταί των γινομένων». Η ετυμολόγηση εκ του «θέειν» που επιχειρεί ο Πλάτων στον «Κρατύλο» (397 δ), με παράδειγμα τον Ήλιο και την Σελήνη, είναι πολύ στενή και άρα σαφώς ασθενούς εγκυρότητος, αφού είναι μόνον εξυπηρετητική της γνωστής θεωρήσεως των ουρανίων σωμάτων ως «Θεών» από όλη την πυθαγορο-πλατωνική φιλοσοφική γραμμή (με την επιπρόσθετο μάλιστα πίστη ότι τα ουράνια σώματα θεωρούνται η πηγή της γνώσεως του Αριθμού ως θεμελίου της νοημοσύνης και της ηθικότητος), καθώς επίσης και από τον Αριστοτέλη στα πρώτα του έργα, και φυσικά από τους Νεοπλατωνικούς και τους Νεοπυθαγορείους. Αυτή η πλατωνική ετυμολόγηση θ’ αφορούσε καλύτερα την Τιτανίδα Θεία, που εκφράζει τον «ρόλο» της Κινήσεως μέσα στον εκδηλωμένο Κόσμο. 

7. «Δια ταύτα...» 

Με τα όσα ήδη αναφέραμε, έχει γίνει ελπίζουμε επαρκώς κατανοητό το τι είναι οι απολύτως υπαρκτοί Θεοί του Πολυθεϊσμού, όσο τουλάχιστον είναι απολύτως υπαρκτή και αυτή η ίδια η φυσική και αντικειμενική πραγματικότης, καθώς και το γιατί είναι έγκυρα όλα τα Εθνικά Πάνθεα και υπάρχουν όντως όλοι οι Θεοί στους οποίους από τα βάθη της Ιστορίας έστρεψαν τις επικλήσεις τους τα πολλά και ωραία τμήματα της πάλαι ποτέ πλουσίας και υγιούς Εθνόσφαιρας του πλανήτη Γή. Από αυτό το θείο ρέον εντός ρευστού που πληροί την «έδρα» των Θεών, τον πανταχού παρόντα αλλά σε αείποτε ανώτατο επίπεδο «Όλυμπο», ο κάθε άνθρωπος, η κάθε φυλή, το κάθε έθνος, «κατεβάζει» στην δική του φυσική πραγματικότητα αυτό που ταιριάζει στην ποιότητά του, την ιδιοσυγκρασία του και τις πολιτισμικές καταβολές του.  

Από την άλλη, όσο και αν η ψυχοπάθεια των χριστιανών θεολόγων τους οδήγησε στο να ρεκάζουν, πάντα αθεράπευτα μισαλλόδοξοι, αναιδείς και ασεβείς, ότι τάχα «όλοι οι Θεοί των εθνών είναι δαίμονες» (sic), όσο και αν το πραγματικό νόημα του υβριστικού όρου «Ειδωλολατρία» που χρησιμοποιούν για να προσβάλουν την πραγματική, φυσική, μη κατασκευασμένη, Θρησκεία της ανθρωπότητος, δηλαδή τον Πολυθεϊσμό, είναι όχι λατρεία «ανυπάρκτων» Θεών, όπως αφήνουν τον αφελή κόσμο να πιστεύει, αλλά λατρεία... υπαρκτών «δαιμόνων» (sic), ο Κόσμος θα εξακολουθεί να υπάρχει πολύ μετά την κατάρρευση όχι μόνο της «μονοθεϊστικής» απάτης, αλλά ίσως και μετά την κατάρρευση ολόκληρου του νύν «πολιτισμού» της Ύβρεως και της Ασεβείας. Μαζί του θα συνεχίσουν βεβαίως να υπάρχουν και οι Θεοί, οι πραγματικοί πολλοί και φυσικοί Θεοί μας. Σε ασύλληπτα για τον νού μας μέλλοντα, όταν προ πολλού οι τελευταίοι παπάδες των κατασκευασμένων Θρησκειών θα έχουν μετατραπεί, όπως και τα απίθανα πλούτη τους και τα εξουσιαστικά μπιχλιμπίδια τους, σε τίποτε περισσότερο από μία ασήμαντη ποσότητα αστρικής σκόνης. 
  
 πηγή: rassias.gr

ΧΕΓΚΕΛ - ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

$
0
0




Κατ’ αίσθηση βεβαιότητα:§ 94

Ι. Πώς κατανοείται η εμβέλεια του Αισθητού

1. Βρισκόμαστε στο τμήμα (Α) της Φαινομενολογίας του πνεύματος, σ’ αυτό της Συνείδησης και στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο: Κατ’ αίσθηση βεβαιότητα, το Αυτό και το νομίζειν. Σε τούτη τη βαθμίδα αντιστοιχεί η κατ’ αίσθηση Γνώση, δηλαδή η πιο αφηρημένη, χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο, άρα η πιο απροσδιόριστη Γνώση (Wissen) της συνείδησης. Εκεί ακριβώς που η συνείδηση φαίνεται να ασχολείται ευχάριστα με μια ορισμένη, επί μέρους περίπτωση ή κατάσταση –προσλαμβανόμενη αισθητηριακά– δηλαδή με ένα Αυτό, με ένα συγκεκριμένο Αυτό-Εδώ και Αυτό-Τώρα, διαπιστώνει πως το εν λόγω Αυτό είναι ένα αφηρημένο Καθολικό και το αποτυπώνει στο λόγο τηςˑ αποφαίνεται, με άλλα λόγια, πως το εν λόγω καθολικό δεν είναι παρά μια ορισμένη σκέψη του Είναι, ένα αφηρημένο διανόημα (Gedanke) του Είναι.


2. Τι σημαίνει τούτο για τη συνείδηση; Πως η ίδια ως νοείν, ως νοούν υποκείμενο, ως σκεπτόμενο Εγώ, σε τούτη τη βαθμίδα της Γνώσης της, δεν έχει τίποτε άλλο για αντι-κείμενό της (Gegenstand) παρά το απλό, το απροσδιόριστο Είναι: αυτό είναιˑ ένα αφηρημένα-γενικό Καθολικό, που δεν έχει προκύψει από τις αναγκαίες εσωτερικές του διαφοροποιήσεις και ως εκ τούτου δεν συνιστά για τη Γνώση της συνείδησης κάτι συγκεκριμένο, μια ορθολογική έννοια, που να συλλέγει σε ενότητα τις πιο διαφορετικές εκφάνσεις σημαίνοντος και σημαινομένου και συγχρόνως να συγκροτεί την ενότητα της συνείδησης και του αντι-κειμένου: ενότητα του εαυτού του ανθρώπου, ως πνευματικού όντος, με τον κόσμο του αντι-κειμένου. Το εννοιακά συγκεκριμένο, απ’ αυτή την άποψη, ολοκληρώνεται με βάση τη διαλεκτική αυτοκατανόησης και αυτοπραγμάτωσης του Λόγουˑ δηλαδή του πνεύματος, που έχει υπερβεί το διχασμό του ανθρώπινου εαυτού του ανάμεσα σε τούτον τον ίδιο και την αντι-κειμενική του έκφραση, την οποία ο Χέγκελ ονομάζει άλλως-Είναι ή ετερότητα, κι πιο άμεσα: αντι-κείμενο.

3. Αυτή η ολοκλήρωση είναι έργο της συνείδησης κατ’ αρχήν, ως άμεσης παρουσίας ή ύπαρξης του πνεύματος. Συναφώς λοιπόν υπάρχει η έννοια του αντικειμένου, γιατί είναι η συνείδηση που τη σκέπτεται, δηλαδή ο άνθρωπος ως τέτοια συνείδηση. Για το ζώο, που δεν σκέπτεται, δεν υπάρχει καμιά τέτοια έννοια παρά υπάρχουν μόνο πράγματα. Σε τούτα εδώ ανήκουν όλα εκείνα τα όντα που δεν σκέπτονται, ακόμη και το ένα ή άλλο ενικό ανθρώπινο ον που δεν αγωνίζεται να ανέλθει στο βασίλειο της σκέψης. Τότε συντελούνται, μεταξύ άλλων, τα εξής: Ό,τι φαντάζει στην περιοχή του Αισθητού ως μια βέβαιη προοπτική Γνώσης, ως άμεση αλήθεια, δεν συνιστά την έννοια του αντικειμένου, αλλά ένα απροσδιόριστο σχήμα του, ένα είδος σύλληψής του ως πράγματος. Για να επιτευχθεί αληθής Γνώση, είναι αναγκαία η νοητική δραστηριότητα της συνείδησης, δηλαδή η εξέλιξη του ανθρώπινου όντος ως σκεπτόμενου υποκειμένου, το οποίο, ως τέτοιο και μόνο ως τέτοιο δύναται να φτάσει στην καθορισμένη έννοια του αντι-κειμένου, έτσι ώστε να καθιδρύσει μια ενιαία/έλλογη πραγματικότητα, όπου θα έχει υπερβεί την ψευδή του ιδεολογία, την αυτοδιάψευσή του, δηλαδή την πραγμοποίησή του: τον εκφυλισμό του σε πράγμα.

4. Όλη η ως άνω διεργασία είναι μια αντικειμενική διεργασία διαλεκτικής υφής, την οποία καλείται να πραγματώσει η νοούσα συνείδηση/το νοούν υποκείμενο ως πραγμάτωση του Εαυτού μέσω της πραγμάτωσης του άλλου και αντίστροφα: η εν λόγω συνείδηση δηλαδή δύναται, ως εκ της σύστασής της, να εισχωρεί στην αντιφατική εξέλιξη της πραγματικότητας, που εκτείνεται από το αισθητό έως και το νοητό πεδίο, και να επιχειρεί να ομιλήσει μαζί της τη γλώσσα του Λόγου, μια γλώσσα κοινή για το εν λόγω υποκείμενο και για το αντι-κείμενο ή για την πραγματικότητα. Αυτή τη συμπαντική διαλεκτική σχέση –αντικειμενικά μεν υπαρκτή, πραγματοποιούμενη όμως από τη συνείδηση– τη συνοψίζει με τα εξής βροντερά λόγια ο Χέγκελ: «εάν συμπεριφερθούμε έλλογα στην πραγματικότητα, θα μας συμπεριφερθεί και αυτή έλλογα». Επομένως, η συνείδηση δεν αρκεί μόνο να μπορεί, δυνάμει της Λογικής της σύστασης, να απεκδύεται την ακατέργαστη, απλοϊκή της γνωσιακά κατάσταση και να εισχωρεί στην αντικειμενικά διαλεκτική της πραγμάτωση, αλλά και να το θέλει, να ξέρει τι θέλει να πράξει.

5. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα, το φαινόμενο, αντι-κείμενο: Πολιτικό. Στο επίπεδο της αισθητηριακής μας εμπειρίας, η συνείδηση το νοεί πάντοτε ως ένα Αυτό, που λαμβάνει χώρα Εδώ και Τώρα. Αυτό το αντι-κείμενο παραμένει ένα πράγμα, όσο η συνείδηση δεν εμβαθύνει στην εννοιακή/φιλοσοφική του κατανόηση και το αντιμετωπίζει απλώς/απλοϊκά ως ένα φαινόμενο της αισθητηριακής εμπειρίας. Μια τέτοια ανύποπτη φυλάκιση μέσα στην αφηρημένη αράχνη του αισθητού συνεπάγεται στεγνήβίαιηάσπλαχνη κυριάρχηση του αντικειμένου, ως πράγματος, πάνω στο υποκείμενο, στον άνθρωπο, εφόσον ο ίδιος δεν εκτυλίσσεται ως σκεπτόμενη συνείδηση, ήτοι ως στοχαστικό πνεύμαˑ εφόσον δηλαδή δεν εισέρχεται στην αντικειμενικά εκτυλισσόμενη διαλεκτική της πολιτικής πραγματικότητας και δεν καλλιεργεί τον κοινό Λόγο αυτής της διαλεκτικής πορείας.

6. Τα αποτελέσματα μιας τέτοιας στασιμότητας τότε είναι: να παράγονται πολιτικές συμμορίες, σαν τις γνωστές μας σημερινές, αφάνταστα διεφθαρμένες συνειδήσεις, άνθρωποι-υπάνθρωποι, που αυτο-κατηγοριοποιούνται σε οπαδούς και αναζητούν μέσα στα ένσαρκα σκουπίδια της πολιτικής εξουσίας τον ευλογημένο τους μεσσία. Αυτή είναι η μοιραία κατάληξη της μη-έλλογης συμπεριφοράς του ανθρώπου προς την πραγματικότητα. Το Πολιτικό λοιπόν, για την απλοϊκή συνείδηση, εξαντλείται σε μια τέτοια αμεσότητα. Είναι Αυτό το εδώ και τώρα, ενώ, όπως μας λέει ο Χέγκελ, η ουσία του βρίσκεται μέσα στις τόσες άλλες, ανώτερης ποιότητας εκφάνσεις τουˑ σε αυτές που συνδέονται με την ουσία της Πόλεως ως Πολιτείας με το αρχαιοελληνικό της νόημα. Επομένως αρχίζει να πραγματώνεται, από τη στιγμή που η αισθητηριακή συνείδηση διδάσκεται από την εμπειρία της ότι πρέπει και μπορεί να «συμπεριφερθεί έλλογα στην πραγματικότητα». Και δεν είναι μόνο το Πολιτικό. Παρόμοια συμβαίνει και στις άλλες περιοχές της ανθρώπινης πραγματικότητας, σαν εκείνη της επιστήμης, του πολιτισμού, της καθημερινής συμβίωσης ή συνύπαρξης κ.λπ. 


ΙΙ. Μετάφραση
Κατ’ αίσθηση βεβαιότητα και αντι-κείμενο

§94

Πρέπει συνεπώς να εξετάσουμε το αντι-κείμενο από την άποψη αν, μέσα στην ίδια την αισθητήρια βεβαιότητα, αυτό είναι πράγματι παρόν ως μια τέτοια ουσία, όπως η ίδια διατείνεται γι’ αυτό ότι είναιˑ αν αυτή η έννοιά του, σύμφωνα με την οποία αυτό είναι ουσία, αντιστοιχεί στον τρόπο, με τον οποίο είναι παρόν μέσα σε τούτη τη βεβαιότητα. Γι'αυτό το σκοπό, δεν χρειάζεται να διαστοχαζόμαστε πάνω στο αντι-κείμενο και να διαλογιζόμαστε τι θα μπορούσε να είναι στ'αλήθειαˑ απλώς χρειάζεται να το εξετάσουμε, όπως η κατ’ αίσθηση βεβαιότητα το έχει στη διάθεσή της.

ΙΙΙ. Ερμηνεία-κατανόηση:
Απλοϊκός εμπειρισμός και φιλοσοφική προοπτική

 Το αντι-κείμενο τώρα πρέπει να κατανοείται από τη δική μας πλευρά, δηλαδή από την προοπτική της φιλοσοφικής, απόλυτης Γνώσης. Η τελευταία τούτη ωστόσο, στην περιοχή του Αισθητού, εκφράζεται κατ’ αρχήν ως ένα είδος απλοϊκού εμπειρισμού. Επομένως, με βάση αυτό τον εμπειρισμό και ανεξάρτητα από την προαναφερθείσα φιλοσοφική προοπτική, το αντι-κείμενο νοείται ως η ουσία, ως το καθεαυτό

Εάν ο άνθρωπος ή η νοούσα συνείδηση δεν προχωρήσει στην πραγμάτωση της φιλοσοφικής της προοπτικής, δεν εισχωρήσει δηλαδή στην αντικειμενικά διαλεκτική εξέλιξη της πραγματικότητας και μένει φυλακισμένη στις αυταπάτες της αισθητηριακής της εμπειρίας, θα γκρεμιστεί στο βάραθρο της πραγμαποποίησής της, της εκμηδένισής της,κατά το ως άνω παράδειγμα του Πολιτικού. Ως εκ τούτου προέχει από την πλευρά της φιλοσοφικής ενατένισης, από τη σκοπιά της δυνάμει φιλοσοφικής συνείδησης του ανθρώπου, να εξετάζεται, να ερμηνεύεται το αντι-κείμενο: κατά πόσο ισχύει ό,τι πιστεύουμε στο επίπεδο της κατ’ αίσθηση Γνώσης γι’ αυτό, κατά πόσο δηλαδή είναι η ουσία ή η αλήθεια του αντι-κειμένου, μια αντικειμενική έκφραση της υπόστασης του υποκειμένου ή μια εξωτερική υπόσταση, εντελώς ξένη προς την ουσία του υποκειμένου, η οποία προοιωνίζει τη συντριβή του. Μια τέτοια εξέταση/ερμηνεία του αντι-κειμένου και της έννοιάς του θέτει συγχρόνως και το υποκείμενο, τη νοούσα συνείδηση, υπό τη μορφή της κατ’ αίσθηση βεβαιότητας, σε αυτο-εξέταση/αυτο-ερμηνεία.

πηγή: hegel-platon

ΠΡΩΤΑΓΟΡΑΣ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ

$
0
0




Άνθρωπος: «πάντων χρημάτων μέτρον»


§1: Ο Πρωταγόρας ανήκει στο ριζοσπαστικό κίνημα των Ελλήνων Σοφιστών, που αναπτύχθηκε θεμελιωδώς κατά την κλασική περίοδο της αρχαίας Ελλάδας, βασικά της Αθήνας του Περικλή. Το εν λόγω κίνημα είναι εν πολλοίς ένα ελευθεριακό κίνημα σκέψης, με δεσπόζουσα την πολιτική απόχρωση και με αποκλίνουσες επί αρκετών θεμάτων ιδέες. Εγκαινίασε καθοριστικά τη στροφή προς τον άνθρωπο σε αντίθεση με την προηγηθείσα σκέψη των προσωκρατικών, η οποία είχε ασχοληθεί κι αυτή βέβαια με τον άνθρωπο αλλά σε ένα ευρύτερο πλαίσιο κοσμολογικών-οντολογικών προβληματισμών: οι διανοητές της προ-σοφιστικής, ήτοι της προσωκρατικής περιόδου, διαστοχάστηκαν κυρίως πάνω στη φύση, τον κόσμο (βασικά με το νόημα του σύμπαντος) και το ον εν γένει. Η έννοια του ανθρώπου τους απασχόλησε ως τμήμα αυτού του κόσμου. Για τους Σοφιστές, απεναντίας, ο άνθρωπος δεν εξακοντίζεται πλέον σε συλλήψεις ενός οντο-κοσμο-λογικού Είναι, αλλά συλλαμβάνεται βασικά ως ένα πλέγμα σχέσεων: σχέσεις προς τη φύση, την κοινωνία, το κράτος, τους θεούς· προς άλλους ανθρώπους ή άλλους λαούς κ.λπ. Στο πνεύμα αυτών των σχέσεων κατανοείται, λιγότερο ή περισσότερο, και η σχέση των ίδιων των Σοφιστών με τον κοινωνικό τους περίγυρο. Μάλιστα, μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας, η σχέση τους αυτή αποτιμάται άλλοτε ως μια στεγνή επαγγελματική σχέση, όπου εξαργυρωνόταν η γνώση με χρήμα, με συνέπεια να αμαυρώνεται η εικόνα του σοφιστικού κινήματος, άλλοτε ως μια στοχαστική σχέση του ανθρώπινου ατόμου εντός της κοινωνίας και σε σχέση με τούτη.

§2: Οποιαδήποτε οπτική αποτίμησης του κινήματος αυτού κι αν ακολουθεί κανείς, γεγονός είναι ότι οι εν λόγω διανοητές περιφέρονταν συνήθως από πόλη σε πόλη και δίδασκαν με οξυμένη την αίσθηση της σχετικότητας· κατ’ επέκταση, πρώτοι δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και της σκεπτόμενης ατομικότητας. Η δυσφήμησή τους ως αμοραλιστών, όπως σωστά παρατηρεί ο Χέγκελ (Werke 18, 407), προέρχεται κατά κύριο λόγο από τον κοινό νου. Συχνά συμβαίνει ο τελευταίος να χάνεται μέσα στη φαινομενικότητα και να μην μπορεί να διακρίνει ότι στο σοφιστικό κίνημα, ας πούμε, οφείλεται  η καθίδρυση, για πρώτη φορά στη φιλοσοφία του ανθρώπινου πολιτισμού, της πνευματικής υποκειμενικότητας. Ένας τέτοιος χαλασμένος  κοινός νους χαρακτηρίζει και τις μαριονέτες του σάπιου πολιτικού καθεστώτος της σημερινής Ελλάδας. Όσο χαλασμένος είναι αυτός ο νους, τόσο οι διάφοροι αγύρτες του εν λόγω καθεστώτος επιδεικνύουν την αμορφωσιά τους και διαπράττουν βρινβρις ασυγχώρητης αμπελοφιλοσοφικής αμορφωσιάς π.χ. είναι η παρερμηνεία, από υψηλά ιστάμενο του καθεστώτος –και μάλιστα καλοπληρωμένο προφεσόρο– της πρωταγόρειας ρήσης: πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος, κατανοώντας στρεψόδικα το χρημάτων ως χρήμα με τη σημερινή έννοια και όχι ως χρήσιμο πράγμα, που είναι το σωστό (βλ.§2) .

§3: Ο Πρωταγόρας συγκαταλέγεται ανάμεσα στους πρώτους και στους πιο σημαντικούς Σοφιστές. Ο ίδιος έδωσε στον εαυτό του το όνομα Σοφιστής και, όπως λέει ο Χέγκελ, «παρουσιάστηκε ως δάσκαλος της δημόσιας σφαίρας» (ό.π.). Τούτο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι κατανοούσε τον ενάρετο πολίτη ως καλό πολίτη και ως καλό πολιτικό. Γενικώς ειπείν, η σκέψη του Πρωταγόρα είναι πρωτίστως πολιτική, δηλαδή σκέψη της Πόλεως και για την Πόλιν. Η πρώτη θετική φάση της φιλοσοφίας του είναι αυτή που αντιπροσωπεύει το έργο του: Αλήθεια ή Καταβάλλοντες. Από τούτο, όπως και από άλλα έργα του, έχουν σωθεί μόνο αποσπάσματα. Στην αρχή αυτού του έργου έγραφε:

«πάντων χρημάτων μέτρον εστίν άνθρωπος, των μεν όντων
ως έστιν, των δε ουκ όντων ως ουκ έστιν».
«Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, για όσα
είναι ότι είναι και για όσα δεν είναι ότι δεν είναι».

Η περιώνυμη τούτη ρήση φαίνεται να προσδιορίζει τον άνθρωπο ως το μοναδικό, ως το ισχύον μέτρο για την ύπαρξη ή μη ύπαρξη, για το Είναι ή μη-Είναι όλων των πραγμάτων. Εκ πρώτης όψεως δείχνει να εκφράζει κάτι το άμεσο και σαφές. Παρά τη συντομία της ωστόσο παραμένει αινιγματώδης. Πώς εννοείται το «μέτρο» και ακόμη πώς το «χρήμα»; Υπό ένα γενικό πνεύμα, που έχει δημιουργήσει παράδοση, το μέτρο υποδηλώνει ότι η αλήθεια είναι κάτι σχετικό και υπάρχει πάντοτε σε σχέση με τη γνώμη ή τη γνώση που διαθέτει ο άνθρωπος. Επίσης το χρήμα σημαίνει ένα χρήσιμο πράγμα, κάτι το ωφέλιμο και όχι γενικά το πράγμα, γιατί τότε ο Πρωταγόρας θα χρησιμοποιούσε τη λέξη πράγμα –σημαίνουσα λέξη τόσο της αρχαίας όσο και της νέας ελληνικής– και όχι χρήμα. 

Εάν εισχωρήσει κανείς στα ενδότερα της σκέψης του Πρωταγόρα, διαπιστώνει, και με τη βοήθεια νεώτερων ερευνών, ότι ο όρος μέτρο δεν επιδέχεται μόνο την παραπάνω εξήγηση ή τη σημασία του κριτηρίου, που του απέδωσε ο Σέξτος Εμπειρικός,  αλλά εκφράζει –κατά κύριο λόγο– μια (γνωσιακή-κανονιστική) ισχύ του ανθρώπου επί των πραγμάτων που τον αφορούν και τον καθορίζουν. Άρα, με βάση την ερμηνεία αυτή, ο άνθρωπος είναι το μέτρον με το εξής νόημα: η γνωρίζουσα ισχύς, η κανονιστική  δύναμη που άρχει, αλλά δεν εξουσιάζει, δηλαδή δεν  παγιδεύεται και δεν ηδονίζεται μέσα στην βριν , όπως συμβαίνει με την κάθε εξουσία, αλλά χαράσσει μια συνειδητή πορεία συλλογής και ανασυλλογής της εκδηλωνόμενης μέσα στα πράγματα εμπειρικής της κατάφασης. Το γεγονός ενός άρχειν χωρίς βία και εξουσιασμό, χωρίς τον εξανδραποδισμό του άλλου αλλά σε γόνιμη αντιπαράθεση μαζί του, οδηγεί τον Πρωταγόρα σε μια πρώτη, ουσιώδη και ιστορικά ανεπανάληπτη σύλληψη της ανθρώπινης υποκειμενικότητας ως μιας αυθυπόστατης ορθο-Λογικότητας του υποκειμένου.

§4: Η αυθυπόστατη υποκειμενικότητα αντλεί την αυτονομία της, το σχετικό της αυτεξούσιο, όχι από έναν αυξημένο μέσα στο ίδιο το άτομο ατομισμό ή ατομικισμό, από έναν υπερφίαλο ή αρρωστημένο εσωτερικισμό που κατά κανόνα επιζητεί την «ισορροπία» του στην καταδυνάστευση του άλλου, αλλά από την έξοδο της σκέψης της από τον εν λόγω καχεκτικό ατομικισμό. Πώς δύναται αυτή η υποκειμενικότητα να πραγματοποιεί τούτη την έξοδο; Με το να επιδιώκει τη συνάντηση της γνώμης ή της γνώσης της με τη γνώμη και τη γνώση των άλλων. Η συνάντηση τούτη δεν είναι υποταγή ή κυριαρχία αλλά η καθολικότητα της αλήθειας ως διαλεκτική ατομικού και καθολικού

Τα πολιτικά ανδρείκελα τότε και τώρα είναι ανδρείκελα, γιατί φοβούνται αυτή τη συνάντηση που περιέχει πότε ήττες και πότε νίκες του υποκειμένου. Την ως άνω συνάντηση ο Πρωταγόρας την πραγματεύεται στο έτερο έργο του, που δεν διαφέρει και πολύ από το πρώτο, με τον τίτλο: Αντιλογίες. Από τούτο το έργο  –μάλλον το πιο εκτενές του Πρωταγόρα– έχουν σωθεί δυστυχώς μόνο πληροφορίες και ενδείξεις από άλλους συγγραφείς. Η πεμπτουσία του, εν τοιαύτη περιπτώσει, φαίνεται να αφορά τη σύλληψη της αντίφασης και την εισαγωγή της μέσα στα πράγματα, έτσι ώστε να μην κρίνονται και γίνονται αποδεκτά στη σκέψη μας ως κάτι το ακίνητο, το αναλλοίωτο, το αιώνιο. Τα τελευταία τούτα γνωρίσματα έχουν κακοπάθει στα χέρια και τα «μυαλά» των μίσθαρνων πολιτικών, οι οποίοι την ανικανότητά τους μαζί και την εσωτερική τους ανισορροπία θέλουν να τις παγιώνουν, να τις διαιωνίζουν ως αναντικατάστατες πολιτικές αρετές. 

Ο Πρωταγόρας βέβαια συλλαμβάνει την ως άνω αντίφαση στην αρχαϊκή της μορφή, αλλά παρά ταύτα εν σπέρματι διαλεκτικά. Σύμφωνα λοιπόν με αυτόν τον μεγάλο  διανοητή «για κάθε πράγμα υπάρχουν δύο λόγοι που αντιφάσκουν ο ένας προς τον άλλο». Η πολιτική διαμάχη ως τέτοια επαληθεύει από μόνη της ετούτη την αρχή. Η τελευταία ανάγει τον πολεμικό της χαρακτήρα στην Ηρακλείτεια αντίληψη περί αντιφατικής πραγματικότητας, όπου κυριαρχεί ο πόλεμος, η στοχαστική αντιπαράθεση και όχι οι ανέξοδες και άκρως υποτιμητικές για τους ίδιους κοκορομαχίες των καθεστωτικών πάσης φύσεως. Η πρωταγόρεια τούτη σύλληψη της αντίφασης, της ύπαρξης δύο αντιφατικών λόγων έχει ιδιαίτερη αξία, γιατί ο λόγος, η γλώσσα ως ομιλία διχοτομείται σε λόγους που στρέφονται ο ένας ενάντια στον άλλο και δημιουργούν έτσι τη δυνατότητα να αποφεύγονται οι αναπόδεικτες γενικεύσεις, το κάθε υποκείμενο δε να εισδύει στο συγκεκριμένο και να οικοδομεί το (σχετικό) αυτεξούσιό του στη δεινότητα της αντιλογικής-αντιφατικής θεώρησης των πραγμάτων. Τότε  φέρελπις πολιτικός δεν γίνεται ο κάθε δοτός, ο οποίος λόγω απουσίας αντίστοιχης σκέψης εκφράζει τον ήσσονα λόγο, τον ασθενή λόγο, και είναι επιρρεπής  σε ενδοτισμούς, αλλά η αυτενεργός και αυτοσυνείδητη υποκειμενικότητα που έχει επίγνωση των ορίων της. Ο λόγος της τελευταίας είναι εκείνος που συμμερίζονται και άλλοι και γι'αυτό καθίσταται λόγος της αλήθειας.  

πηγή: hegel-platon

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ Η ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΣΜΟΘΕΑΣΗ

$
0
0

- Δύο  όψεις -
Η αγάπη, η παιδεία και η αρχαία ελληνική κοσμοθέαση στα "Ελληνικά" του Δημήτρη Λιαντίνη


Δεν ταξινομείται η παιδεία. Κι όσο τη λογαριάζουμε σαν επένδυση ανάμεσα στις άλλες, έστω και την πιο σημαντική, τόσο θα συνεχίζουμε να τελούμε σε σύγχυση φρένων, έτσι ώστε να μπερδεύουμε το ψάρι με τον ψαρά που το ψάρεψε.

Χωρίς να το ξέρουμε και χωρίς να το εννοούμε, από τα γεννοφάσκια του φιδοζώνουμε το παιδί με δεισιδαιμονίες προλήψεις και καταδεσμούς. Και με τα δηλητήρια αυτά πνίγουμε την ψυχή του. Όπως τα ζιζάνια και τα άλλα αγριόχορτα το στάρι.


Φορτώνουμε στην ράχη του νέου ανθρώπου την άρρωστη φαντασία μας, τις ψευτιές, την άγνοια, την ηθική μας απολίθωση, τις έντρομες παραστάσεις και όλο το καταποντισμένο αταβισμό των προγόνων μας, και τον αναγκάζουμε να σηκώσει στον ώμο του αυτό το γιουσουρούμ της αχρηστίας και της οξείδωσης, όπως εσήκωσε ο αρχαίος τιτάνας τον ουρανό.
Αγωνιζόμαστε να αφαιρέσουμε την φύση μέσα από το παιδί, και την ανταλλάσουμε με την άρρωστη γνώμη μας.

Κόκκινο σαν παπαρούνα και κίτρινο σαν την χολή είναι το αφιοτόπι της ψευτιάς και των προλήψεων. Η στρατηγική να καταστρέφουμε το φυσικό πεδίο του παιδιού με τις προλήψεις είναι σκόπιμη, κατευθυνόμενη, κακουργηματική τρεις τετράκις σε θάνατο, και απάνθρωπη.

Έτσι, όταν τα παιδιά μας φτάνουν στη ηλικία να δώσουν τον όρκο του άντρα και όταν οι κοπέλες μας φτάνουν στην ώρα τους, γίνουνται ωραίες δηλαδή, έχουν χωριστεί σε δυο τάξεις.

Η μια που είναι η μάζα σχεδόν του συνόλου, έχει αφομοιώσει το δηλητήριο της ψευτιάς. Και έχει ανοσοποιηθεί στα υδροκυάνια και στα κώνεια, κατά τον τρόπο του παλαιού εκείνου Μιθριδάτη. Είναι η πλαστική στόφα ανθρώπου, τα μηχανημένα νευρόσπαστα, που παραλαβαίνουν την σκυτάλη των προλήψεων και αναπαράγουν το ίδιο στις νέες γενεές.

Η άλλη είναι η τάξη που καταλογογραφεί τους Ελάχιστους. Ετούτοι είναι οι χρηστηριασμένοι από κάποια βούληση, και οι φορτοβασταχτές της προσωπικής τους ευθύνης. Λίγοι, άλλα όλοι τους ξανασαρκώνουν τον Ορέστη, τον Τσε-Γκεβάρα τον Άμλετ. Καθώς τους μαστιγώνει η οργή της αλήθειας, ο τρόμος της εμορφιάς, και το μεγαλείο του ανθρώπου. Περνούν και πηγαίνουν να απαντήσουν την μοίρα τους, και ζητούν να μάθουν την αλήθεια, έστω και αν είναι να τους τυφλώσει. Όπως εζήτησε να μάθει την αλήθεια ο Οιδίποδας, και όταν την έμαθε έβγαλε ο ίδιος τα μάτια του.

Κάτω από τις τυφλωτικές καταλαμπές και θερινές καταιγίδες όλοι αυτοί κρατούν μέσα τους τον άνθρωπο όρθιο και στο φυσικό του ανάστημα. Που πάει να πει Λεύτερο από ψευτιές και δεισιδαιμονίες....


            Αγάπη είναι η υποταγή στη φυσική και στην ηθική τάξη

 Σχετικά με την αγάπη, την παρούσα στους χριστιανούς και την απούσα στους Έλληνες, αν θέλουμε να βρισκόμαστε σύμμετροι όχι με την πλάνη και την υποκρισία αλλά με την αλήθεια και την εντιμότητα, θα υποχρεωθούμε να αναδιατάξουμε τις θέσεις μας από τα θεμέλια τους.

Για τους Έλληνες αγάπη είναι η υποταγή στη φυσική και στην ηθική τάξη, αυτό που διαφορετικά το περιγράψανε με τη μεγαλώνυμη λέξη της Δίκης. Να επιδικάζεις στον άνθρωπο την τιμή του, να μη γίνεσαι υπέρογκος και υβριστής απέναντι στους νόμους της φύσης και στους νόμους των ανθρώπων, αυτό που οι ευρωπαίοι ερμηνευτικά το βάφτισαν ουμανισμό. Και όλα αυτά χωρίς γλυκασμούς και χωρίς ηχηρότητα. Με γνώση, με πικρά και με βούληση.

Για τους Έλληνες δηλαδή, αγάπη δε σημαίνει να δίνεις τον ένα από τους δυο χιτώνες σου. Αλλά να μην επιτρέπεις στον εαυτό σου να έχει τρεις χιτώνες όταν ο διπλανός δεν έχει κανένα.

Η θέση των χριστιανών να δίνεις από τα δυο το ένα σε κείνον που δεν έχει κανένα, είναι η νοσηρή αντίδραση απέναντι στους νοσηρούς όρους. Η ελεημοσύνη δεν ταιριάζει στον αξιοπρεπή και τον περήφανο άνθρωπο. Γιατί ζητεί να λύσει το πρόβλημα προσωρινά, και εκ των ενόντων να «κουκουλώσει» μια κοινωνική αταξία.

Ενώ η θέση των Ελλήνων να μην αποχτήσεις τρία, όταν ο δίπλα σου δεν έχει ούτε ένα, είναι η υγεία. Σου υποδείχνει να προλαβαίνεις στοχαστικά, για να μη χρειάζεσαι ύστερα να γιατροπορεύεις ατελέσφορα.


            Η διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και τους χριστιανούς

Τι ορίζει τη διαφορά ανάμεσα στους Έλληνες και στους χριστιανούς; Μια διαφορά, που από ένα σημείο και πέρα γίνεται αντίθεση, εναντίωση, ρήξη, πάλη της φωτιάς με το νερό;

Εκείνο που ορίζει τη διαφορά είναι κάτι άλλο και σαφές, όσο και το φύλλο της Ελιάς. Αλλά γι’ αυτό ακριβώς είναι απόλυτο και ακραίο.

Η διαφορά ανάμεσα στους δύο είναι πως οι Έλληνες οικοδόμησαν έναν κόσμο που στηρίζεται στην παρατήρηση και στη νόηση, ενώ οι χριστιανοί οικοδόμησαν έναν κόσμο που στηρίζεται στην υπόθεση και στη φαντασία.

Η παρατήρηση των Ελλήνων είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε πάντα να βεβαιώνεται πρακτικά από τα συμβαίνοντα στη φύση, και πάντα να αποδεικνύεται χειροπιαστά από το πείραμα στο εργαστήριο.


            Θρησκεία Ελλήνων

Αν λογαριάσουμε την ισχυρή θέση ότι τους θεούς και τις θρησκείες τις γέννησε πρωτογενώς ο φόβος του ανθρώπου απέναντι στη ζωή, και στο δεύτερο προχωρημένο επίπεδο του πράγματος ο φόβος του ανθρώπου απέναντι στο θάνατό του, τότε θα βρούμε ότι με τη θρησκεία των Ελλήνων συνέβηκε μια εξαίρεση, που αλλιώτικα συνιστά και μια τροπή μοναδική.

Τη θρησκεία των Ελλήνων, δηλαδή, δεν την εγέννησε ο φόβος, αλλά την εγέννησε ο καημός, να ξεπεράσουν οι Έλληνες τον πόνο που προκάλεσε η ορθολογική τους θέωρηση για τη φύση και για τη ζωή.

Με άλλα λόγια, η θρησκεία των Ελλήνων δημιουργήθηκε από την τίμια και την Αντρίκεια στάση τους να υπερβούν τον πεσσιμισμό και τη μελαγχολία τους.

Ανάμεσα όμως στο φόβο απέναντι στη ζωή και στο θάνατο, και στην ανάγκη να συνθηκολογήσουν οι Έλληνες με τον πόνο που τους γέννησε η γνώση τους ότι ο κόσμος είναι βαρύς, υπάρχει η ελάχιστη διαφορά που δίνει το μέγιστο αποτέλεσμα.

Η θρησκεία των Ελλήνων, δηλαδή, είναι όχι γέννημα της υπόθεσης και της φαντασίας, όπως όλες οι άλλες θρησκείες, αλλά είναι η αισθητική αναπαράσταση των φαινομένων της φύσης.

Έτσι, οι θεοί των Ελλήνων δεν είναι αόρατες καν μυστικές παρουσίες. Δεν είναι φαντάσματα του νου, και συμπηγμοί του αγέρα, λόγοι υποθετικοί και επίνοιες, είναι όντα του ξυπνητού ύπνου.

Αντίθετα, οι θεοί των Ελλήνων είναι εικονισμοί των φυσικών φαινομένων καμωμένοι με ευφυία και ραδινή δεξιοσύνη. Τους έπλασαν τα φτερουγητά μιας έλλογης φαντασίας, τα ολόκληρα, τα απλά, ατρεμή, και τα ευδαίμονα.

Και προπαντός αυτό: οι θεοί των Ελλήνων βεβαιώνουνται αισθητηριακά, αγγίζουνται με τα χέρια, τους αντικρύζουν τα μάτια, υπάρχουν υποστατοί και ένυλοι.

Ο Απόλλων ξαφνικά, είναι ο ήλιος και η μουσική κανονικότητα της φύσης.
Η Άρτεμη είναι η σελήνη. Και τα δύο αδέρφια συμβολίζουν το φως της μέρας και της νύχτας και γεννήθηκαν στη Δήλο, λέξη που και η ίδια σημαίνει τη διαύγεια και το φως.
Ο Ποσειδώνας είναι η θάλασσα.
Ο Ήφαιστος είναι η φωτιά και τα μέταλλα.
Η Αθηνά είναι η ευφυΐα του ανθρώπου, γι’ αυτό είναι και η πολιούχος του πολυμήχανου Οδυσσέα.
Ο Αίολος είναι οι δέκα έξι αέρηδες στις θάλασσες.
Η Δήμητρα είναι η χαρά των καρπών, το στάρι οι μηλιές το ραβέντι και τα αμπέλια, καθώς λέει ο στίχος του Αρτσιβάλδ Μακλής.
Και ο Δίας είναι ο κεραυνός και η βροχή, που πέφτει σπέρμα γενναίο και γονιμοποιεί τη διψασμένη γης. Γι’ αυτό οι Έλληνες, κοντά σε άλλα, τον πλάσανε εραστή των πιο ωραίων θνητών γυναικών. Της Λήδας, της Ευρώπης, της Ιούς, της Λητούς, της Αλκμήνης, της Σεμέλης, της Ολυμπιάδας του Φιλίππου.

Έτσι πάει η ιστορία και με τους τριάντα χιλιάδες θεούς των Ελ­λήνων. Ο καθένας είναι κι από ένα υπαρκτό, λειτουργικό, ακατάλυ­το, στο ωφέλιμο και στο βλαβερό αληθινό και υπέροχο φυσικό φαινόμενο.

Με άλλες λέξεις, η θρησκεία των Ελλήνων είναι μία αισθητική εμπραγμάτωση των στοιχείων της φύσης, και κατά τούτο είναι μια παραλλαγή της τέχνης των Ελλήνων.

Τη γεωμετρική απόδειξη αυτής της πρότασης τη δίνει το γεγονός ότι τη θρησκεία των ελλήνων την περιέχει η τέχνη τους.



Αποσπάσματα από το βιβλίο "τα Ελληνικά" του Δημήτρη Λιαντίνη

πηγή: ekivolos.gr
Viewing all 939 articles
Browse latest View live