Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΔΙΟΓΕΝΗΣ Ο ΚΥΝΙΚΟΣ - Ο ΑΣΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

$
0
0

Giovanni Battista Langetti - Diogenes.jpg



Υπάρχουν κάποιες μορφές μέσα στην πορεία των αιώνων, οι οποίες άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ιστορία του παγκόσμιου πολιτισμού. Άνθρωποι οι οποίοι μας κληροδότησαν μεγάλες αξίες, τις οποίες, δυστυχώς, δεν μπορέσαμε να τις εκμεταλλευτούμε στο έπακρο. Όμως η άσβεστη μνήμη τους πάντα θα στέκεται αρωγός στην προσπάθειά μας να γίνουμε “αληθινοί” άνθρωποι. Διότι, όσο θα υπάρχει αυτή η αιώνια συντροφιά τους, τόσο θα διατηρείται ζωντανή και η ελπίδα της πνευματικής μας “ανάστασης”. Ο Κυνικός Διογένης υπήρξε πράγματι ένα “δαιμόνιο” πνεύμα, ένας άνθρωπος με όλη τη σημασία της λέξης, που με τη στάση της ζωής του μας έδειξε τον δρόμο προς την αληθινή ευδαιμονία. Το ελάχιστο που θα μπορούσαμε να πράξουμε είναι να τον ευχαριστήσουμε μέσα από τα βάθη της καρδιά μας.

Η διδασκαλία του με παραδείγματα

Στην Αθήνα ο Διογένης έδωσε μια πολύ μεγάλη ώθηση στον Αστεϊσμό. Χρησιμοποιούσε το λογοπαίγνιο ως "Κύων" (σκυλί), "δαγκώνοντας τους φίλους για να τους διορθώσει"κατά την Κυνική φιλοσοφία.

Ο Κύων "δαγκώνει"τον Διδύμωνα

Ο Διδύμων, οφθαλμίατρος της εποχής εξετάζει το μάτι μιας κοπέλας. Ο Διογένης τον βλέπει και γνωρίζει ότι ο Διδύμων ήταν τύπος ερωτύλος. Του λέει: "Πρόσεξε Διδύμωνα, μήπως εξετάζοντας τον οφθαλμό, φθείρεις την κόρην".

Ο Κύων "δαγκώνει"έναν οικοδεσπότη

Ο Διογένης είναι καλεσμένος σε ένα γεύμα και πηγαίνει στο λουτρό για να πλυθεί πριν φάει. Αλλά το λουτρό είναι πολύ βρώμικο. Δεν παραπονιέται, ώστε να μην προσβάλει τον οικοδεσπότη αλλά με αστεϊσμό ρωτά "Οι εδώ λουόμενοι, πού πλένονται κατόπι;".

Ο Κύων "δαγκώνει"έναν μοχθηρό πολίτη

Θέλησε κάποτε να πειράξει ένα μοχθηρό τύπο αφού έβλεπε τις πράξεις του και είχε ακούσει γι'αυτόν. Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να βάζουν πάνω από την είσοδο του σπιτιού τους ένα θυραίο. Αυτό ήταν ένα σύμβολο, σήμα ή ρητό που διάλεγαν για την οικία τους. Ο μοχθηρός αυτός άνδρας είχε βάλει πάνω από την πόρτα της οικίας του το εξής ρητό: “ΜΗΔΕΝ ΕΙΣΕΙΤΩ ΚΑΚΟΝ” (Να μην μπει κανένα κακό). Έτσι, ο Διογένης κτύπησε την πόρτα και ρώτησε: "Ο οικοδεσπότης από πού μπαίνει;"

Ο Κύων "δαγκώνει"στολισμένο νέο

Ο Διογένης Λαέρτιος περιγράφει ότι ο Διογένης ο Κυνικός κάθεται στο δρόμο, όταν ένας όμορφος και στολισμένος νέος περνάει από μπροστά του. Ο Διογένης τον ρωτάει πού πάει και ο νέος του απαντά σε ένα συμπόσιο. Να μην πας στο συμπόσιο, του λέει ο Διογένης, γιατί αν πας θα γυρίσεις "χείρων", δηλαδή χειρότερος στα αρχαία ελληνικά, ενώ ταυτόχρονα είναι και το όνομα Κενταύρου. Ο νέος πήγε και γυρνώντας από το συμπόσιο, βλέπει πάλι τον Διογένη στη θέση του. Πήγα στο συμπόσιο του λέει και δεν γύρισα "χείρων". Ναι, απαντά ο Διογένης, αλλά γύρισες "Ευρυτίων". (όνομα άλλου Κενταύρου που σημαίνει φαρδύτερος).

Ο Κύων "δαγκώνει"τον Μέγα Αλέξανδρο

Ο Μέγας Αλέξανδρος κάποτε θέλησε να πειράξει τον Διογένη και αφού έλεγε ότι ήταν Κύων, του έστειλε ένα πιάτο κόκαλα. Μετά, όταν συνάντησε τον Διογένη, τον ερώτησε: ”Πώς σου φάνηκε, Κύων, το δώρο μου;” Και ο Διογένης του απάντησε: "Ήταν άξιο για κύνα, αλλά καθόλου άξιο για Βασιλέα".

Ο Μέγας Αλέξανδρος επισκέπτεται το Διογένη.
Ο Μέγας Αλέξανδρος επισκέπτεται το Διογένη

Διογένης, λοιπόν, ο Σινωπεύς ή πιο απλά Διογένης ο Κύων, ο διασημότερος και μεγαλύτερος Κυνικός Φιλόσοφος. Γεννήθηκε περίπου το 400 π.Χ. αλλά κάποιοι θρύλοι αναφέρουν πως ήρθε στο φως τη μέρα που πέθανε ο Σωκράτης το 399 π.Χ. Όσο για τον θάνατό του, και αυτός διαποτισμένος με αρκετούς θρύλους, λένε πως έλαβε χώρα το 323 π.Χ., την ίδια ημέρα που πέθανε ο Μ. Αλέξανδρος στην Βαβυλώνα.

Κατά τα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα ήλθε στην Αθήνα εξόριστος από τη γενέτειρά του Σινώπη του Πόντου, επειδή με τον τραπεζίτη πατέρα του Ικεσία είχαν παραχαράξει το νόμισμα της πόλης.

«Διογένης, γιος του Ικεσία, τραπεζίτης στο επάγγελμα, από τη Σινώπη. Ο Διογένης όταν εξορίστηκε από την πατρίδα του για κάποια παραχάραξη νομισμάτων, ήλθε στην Αθήνα, σχετίστηκε με τον κυνικό Αντισθένη, αισθάνθηκε έλξη για τον τρόπο ζωής του και ακολούθησε την κυνική φιλοσοφία αδιαφορώντας για την μεγάλη του περιουσία» (Σούδα, “Διογένης” n. 1143).

Είτε λόγω της παραχάραξης είτε λόγω πολιτικών διώξεων, βρέθηκε στην Αθήνα και σχετίστηκε με τον Αντισθένη, εντυπωσιασμένος από την φιλοσοφία του, την οποία ασπάστηκε ώσπου τελικά ξεπέρασε σε φήμη τον δάσκαλό του. Σύμφωνα με αναφορές λίγο μεταγενέστερων συγγραφέων, είχε επιδείξει και συγγραφικό έργο, αλλά δυστυχώς δεν διασώθηκε τίποτα. Οι ιστορίες με τον Διογένη, πέρα από κάποιες υπερβολές, θα λέγαμε πως είναι αληθινές και απεικονίζουν την συνέπεια του χαρακτήρα του. Ζούσε σε ένα πιθάρι και σκληραγωγούσε τον εαυτό του ακόμα και στις εναλλαγές του καιρού. Το μόνο που διέθετε ήταν ένα ξύλινο κύπελλο, το οποίο και αυτό το πέταξε, όταν είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τις χούφτες του.
«Όταν κάποτε ο Διογένης είδε ένα παιδί να πίνει νερό με τα χέρια, πέταξε από το δισάκι του το κύπελλο λέγοντας: «Ένα παιδί με έχει νικήσει στην απλότητα» (Διογένης ΛαέρτιοςΦιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VII 37.)

Ο Διογένης ο επικαλούμενος «Κυνικός», ή Διογένης ο Σινωπεύς ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Φέρεται να γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.Χ., (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.), και πέθανε το 323 π.Χ. στην Κόρινθο, σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, την ημέρα που ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε στη Βαβυλώνα. Πίνακας του Jean-Léon Gérôme (1860)
Ο Διογένης ο επικαλούμενος «Κυνικός», ή Διογένης ο Σινωπεύς ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος. Φέρεται να γεννήθηκε στη Σινώπη περίπου το 412 π.Χ., (σύμφωνα με άλλες πηγές το 399 π.Χ.), και πέθανε το 323 π.Χ. στην Κόρινθο, σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, την ημέρα που ο Αλέξανδρος ο Μέγας πέθανε στη Βαβυλώνα. Πίνακας του Jean-Léon Gérôme (1860)

Η δύναμη της προσωπικότητάς του έγκειται στην εκκεντρικότητά του, το τραχύ χιούμορ και στην τολμηρή αντίσταση σε καθετί καθιερωμένο. Όταν συνελήφθη από πειρατές στην Αίγινα και εκτέθηκε για πώληση, ο πωλητής του απαγόρευσε να κάθεται κάτω και ο Διογένης απάντησε: «Δεν υπάρχει διαφορά, διότι σε οποιαδήποτε θέση και αν κείτονται τα ψάρια θα βρουν αγοραστές». Ωστόσο μια από τις πιο φημισμένες ρήσεις του ήταν, όταν στην ερώτηση του πωλητή για το τι ήξερε να κάνει απάντησε: «Να εξουσιάζω ανθρώπους».

«Εκεί που έπλεε τον έπιασαν πειρατές και τον έδωσαν για πούλημα. Όταν κλήθηκε να τον πουλήσουν και τον ρώτησαν τι ήξερε να κάνει απάντησε πως ήξερε «να εξουσιάζει ανθρώπους». Και βλέποντας κάποιον Κορίνθιο, έναν άσωτο πλούσιο, είπε στον διαλαλητή: «Πούλησε με σ’ αυτόν, αυτός χρειάζεται αφεντικό». Εκείνος τον αγοράζει και τον πηγαίνει στην Κόρινθο και του αναθέτει την ανατροφή των παιδιών του. Έλεγε μάλιστα ότι ένα αγαθό πνεύμα είχε μπει στο σπίτι του». Σούδα, “Διογένης” (n. 1143 – 1144).

Εκεί στην Κόρινθο έγινε και η περιβόητη συνάντησή του με το Μέγα Αλέξανδρο, που ενώ όλοι έτρεχαν ξωπίσω του, ο Διογένης λιαζόταν αδιαφορώντας για το νεαρό επίδοξο κοσμοκράτορα. Όταν ο Αλέξανδρος τον πλησίασε, τον προέτρεψε να του ζητήσει ό,τι θέλει και ο Διογένης του έδωσε την παροιμιώδη απάντηση: «Μη μου κρύβεις τον ήλιο!»

Ο Αλέξανδρος ξαφνιάστηκε, διότι είχε συνηθίσει να περιτριγυρίζεται από κόλακες, και τον ρώτησε αν τον φοβάται. Ο Διογένης ρώτησε: «Είσαι καλό πράγμα ή κακό;» Ο Αλέξανδρος απάντησε: «Καλό». Ο Διογένης για άλλη μια φορά τον άφησε άναυδο: «Τότε ποιος άνθρωπος φοβάται το καλό;»

«Τότε ο Αλέξανδρος είπε σε κάποιον από τους φίλους του: «Πόσο θα’ θελα να γινόμουν Διογένης αν δεν είχα γίνει ο Αλέξανδρος!» (GNOMOLOGIUM VATICANUM 743 n. 91.)

Ο Διογένης συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανό, όταν τον ρωτούσαν "γιατί κρατάς φανό, ημέρα;" αυτός απαντούσε "ψάχνω να βρώ τίμιους ανθρώπους" O Διογένης έψαχνε να βρεί ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους. Πίνακας του J. H. W. Tischbein (1780)
Ο Διογένης συχνά κυκλοφορούσε την ημέρα με ένα αναμμένο φανό, όταν τον ρωτούσαν «γιατί κρατάς φανό, ημέρα;» αυτός απαντούσε «ψάχνω να βρώ τίμιους ανθρώπους» O Διογένης έψαχνε να βρεί ένα ανθρώπινο ον, αλλά έλεγε πως έβλεπε μόνο κατεργάρηδες και αχρείους. Πίνακας του J. H. W. Tischbein (1780)

Η βασική διδαχή του Διογένη ήταν απλή: για να πραγματώσει κανείς την αρετή έπρεπε να περιφρονήσει τις φυσικές απολαύσεις. Ο πόνος και η πείνα βοηθούσαν στην επίτευξη του καλού και ότι η κοινωνική εξέλιξη ήταν ασυμβίβαστη με την καλοσύνη και την αλήθεια. Για τον φιλόσοφο ηθικοποίηση σήμαινε επιστροφή στην φύση και στην απλότητα. Την κοινωνική προβολή που επιδίωκαν οι περισσότεροι συμπολίτες του τη θεωρούσε ανοησία, προσποίηση και ματαιοδοξία.
Το να υποτιμά τις θρησκευτικές και κοινωνικές παραδόσεις, καθώς και την πολιτική εξουσία, δεν σήμαινε πως ήταν ένας άνθρωπος με αρνητισμό. Το έκανε για χάρη της προαγωγής της λογικής και της αρετής. Με θεατρικό τρόπο κρατούσε το φανάρι του τη μέρα λέγοντας ότι έψαχνε για αληθινούς ανθρώπους. Περπατούσε ξυπόλητος στο χιόνι και έσπρωχνε το πιθάρι του το καλοκαίρι πατώντας πάνω στην καυτή άμμο. Γι’ αυτές του τις ακρότητες κατηγορήθηκε και δυσφημίστηκε από την αναμφίβολη ανηθικότητα κάποιων συμπολιτών του. Όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι έζησε μια ζωή αυτοκυριαρχίας και εγκράτειας. Επέζησε με μια πολύ απλή δίαιτα και διακρίθηκε για την περιφρόνησή του στα πλούτη και την πολυτέλεια.

«Όταν κάποιος έμπασε τον Διογένη σε ένα πολυτελές σπίτι και εκεί του απαγόρεψε να βγάλει τα φλέματα, ο Διογένης, όταν τον έπιασε βήχας, έφτυσε στο πρόσωπο του οικοδεσπότη λέγοντας πως δεν έβρισκε χειρότερο μέρος για να φτύσει». (Διογένης ΛαέρτιοςΦιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VI 32.)

Οι αναφορές στη φιλοσοφία του Διογένη είναι λιγότερο πενιχρές απ’ ότι οι αναφορές στην ίδια του την ύπαρξη. Έλεγε ότι εκείνοι που είναι συνηθισμένοι σε μια ζωή γεμάτες απολαύσεις αηδιάζουν όταν αντικρίζουν το αντίθετο, κι εκείνοι που έχουν συνηθίσει στην έλλειψη πολυτέλειας αντλούν ευχαρίστηση από την περιφρόνησή της. Είχε πει ότι οι κακοί άνθρωποι υποτάσσονται στη λαγνεία τους όπως οι δούλοι στα αφεντικά τους.

Ο Διογένης υπήρξε μια πραγματική ιστορική φιγούρα, αλλά η ζωή του έγινε θρύλος που εξελίχθηκε σ’ ένα μύθο, καθώς ανέκδοτα και σκάνδαλα προστέθηκαν στην πραγματική του ζωή. Για την αληθινή του ζωή δεν γνωρίζουμε και πολλά, όμως είναι ξεκάθαρο πως έγινε ένας φιλοσοφικός ήρωας. Τόσο εξαιρετική ήταν η αυστηρότητα και η απλότητα της ζωής του, ώστε αργότερα οι Στωικοί τον αποκάλεσαν τέλειο άνθρωπο και σοφό! Θεωρούσε τις ομιλίες του Πλάτωνα ως χάσιμο χρόνου.

«Όταν ο Πλάτωνας διατύπωσε τον ορισμό ότι ο «άνθρωπος είναι δίποδο ζώο χωρίς φτερά», και ο ορισμός αυτός είχε γίνει αποδεκτός, ο Διογένης μαδάει έναν πετεινό, τον βάζει μέσα στη σχολή [του Πλάτωνα] και λέει: «Αυτός είναι ο άνθρωπος του Πλάτωνα». Εξαιτίας αυτού προστέθηκε στον ορισμό το με πλατιά νύχια. (Διογένης Λαέρτιος,Φιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VI 40.)

Περιγελούσε τους ρήτορες όταν μιλούσαν για δικαιοσύνη ενώ ζούσαν μέσα στην αδικία. Έλεγε ότι όλοι συναγωνίζονται ως προς τα υλικά αγαθά αλλά κανείς δεν αγωνιζόταν να γίνει καλύτερος και αληθινός. Αναρωτιόταν γιατί οι μαθηματικοί παρατηρούσαν τον ήλιο και την σελήνη ενώ παρέβλεπαν τα ζητήματα μέσα τους και γύρω τους. Θύμωνε με αυτούς που θυσίαζαν στους θεούς για να έχουν καλή υγεία και από την άλλη έτρωγαν υπερβολικά. Επέπληττε τους ανθρώπους για τις προσευχές τους, λέγοντας ότι ζητούσαν μάλλον αυτά στα οποία οι άνθρωποι απέδιδαν αξία και όχι αυτά που ήταν πραγματικά ωφέλιμα για αυτούς. Παρ΄όλη, όμως, την προκλητική του συμπεριφορά του οι Αθηναίοι τον αγαπούσαν. Όταν ένας νέος του έσπασε το πιθάρι, τον ξυλοκόπησαν και του προσέφεραν ένα καινούριο.

Ήταν το πρώτο άτομο που σκέφτηκε και είπε, “Είμαι πολίτης ολόκληρου του κόσμου”, παρά πολίτης μιας συγκεκριμένης πόλης ή κράτους. Έτσι, κατά κάποιον τρόπο εφηύρε την ιδέα του κοσμοπολιτισμού. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι δε λέει ότι είναι άπολις – χωρίς πόλη – απλώς δηλώνει υποταγή στον Κόσμο και στο Σύμπαν. Οι περιορισμοί της υπηκοότητας και οι αποκλεισμοί που αυτοί συνεπάγονταν ήταν παράλογοι, και με τον Κοσμοπολιτισμό ζητούσε να τους καταργήσει ανοίγοντας τα πολιτικά προνόμια σε όλους. Με λίγα λόγια ο κοσμοπολιτισμός αντιπροσωπεύει μια πρώτη εισήγηση ότι ο δεσμός του ανθρώπου προς την ανθρωπότητα είναι ισχυρότερος του δεσμού προς το κράτος. 

Παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πιστός στις αρχές του και στον τρόπο που ζούσε.

«Όταν κάποιοι είπαν στον Διογένη ότι «Είσαι γέρος. Από εδώ και πέρα να χαλαρώσεις την προσπάθειά σου», εκείνος είπε: «Μα πώς; Αν έτρεχα σε αγώνες, θα έπρεπε, φθάνοντας κοντά στο τέρμα, να χαλαρώσω την προσπάθεια ή, αντίθετα, να βάλω τα δυνατά μου;»  (Διογένης ΛαέρτιοςΦιλοσόφων βίων και δογμάτων συναγωγή VI 34.)

Για τον θάνατό του υπάρχουν διάφορες πληροφορίες. Οι ιστορικοί, όμως, δεν είναι βέβαιοι ούτε για τον χρόνο ούτε για τον τρόπο θανάτου του. Μια ισχυρή πεποίθηση μας αναφέρει πως πέθανε από βαθιά γεράματα στην Κόρινθο. Μια άλλη πως πέθανε τρώγοντας ωμό χταπόδι, επειδή ήθελε να δείξει πως την τροφή δεν χρειάζεται καν να τη μαγειρεύουμε. Όπως και να έχει όχι μόνο η ζωή του, αλλά και ο θάνατός του υπήρξε μυθιστορηματικός! Οι Κορίνθιοι έστησαν στη μνήμη του μια κολόνα πάνω στην οποία τοποθέτησαν έναν σκύλο από μάρμαρο της Πάρου. Στη συνέχεια οι συμπατριώτες του από την Σινώπη τον τίμησαν με ορειχάλκινα αγάλματα, κοντά στη γιγάντια κολόνα με τον σκύλο πάνω στα οποία χάραξαν την ακόλουθη επιγραφή: «Ο χρόνος κάνει ακόμα και τον χαλκό να παλιώνει, αλλά τη δόξα σου, ω Διογένη, η αιωνιότητα ποτέ δεν θα καταστρέψει. Διότι εσύ μόνος δίδαξες στους θνητούς το μάθημα της αυτάρκειας και το πιο εύκολο μονοπάτι της ζωής».

πηγές: eranistis.net-βικιπαίδεια

ΡΑΣΣΙΑΣ ΒΛΑΣΗΣ - ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

$
0
0



(Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό "Τρίτο Μάτι"το έτος 2000)


Στα “ορφικά” λεγόμενα fragmenta, ο Ορφεύς αποκαλείται κατ’επανάληψιν “θεολόγος” ή “ο θεολόγος ο παρά τοίς Έλλησιν”. Και ένας λόγος που αποκαλείται έτσι ο Ορφεύς είναι ότι, ανάμεσα στα τόσα άλλα, έδωσε στους Θεούς του εθνικού Πανθέου των προγόνων μας τα συμβατικά τους ονόματα. Δεν ξέρω αν εκπλήσσω τον αναγνώστη μιλώντας για συμβατικά ονόματα, αλλά μάλλον το κάνω, αν τουλάχιστον αναλογισθώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν πως το πραγματικό όνομα του κάθε Θεού μας είναι εκείνο που αναγραφόταν κι εκφωνείτο στις καθημερινές φωνές και τα γραπτά των (πραγματικών) Ελλήνων της αρχαιότητος και ακόμη και στις ημέρες μας αναγράφεται κι εκφωνείται μαζικά, τόσο από Έλληνες και Νεοέλληνες όσο και από χατζηέλληνες και ανθέλληνες, στην τελευταία περίπτωση με, κατά πλειοψηφία, χυδαίο και βέβηλο τρόπο.




Όλοι οι Θεοί των εθνικών, οι αληθινοί Θεοί, δηλαδή οι φυσικοί Θεοί των αληθινών, δηλαδή φυσικών (1), θρησκειών, έχουν από ένα όνομα ο καθένας που είναι απρόφερτο, άρρητο, όνομα δυνάμεως δηλαδή που δεν εκφωνείται παρά από κατάλληλον άνθρωπο σε κατάλληλες μόνον στιγμές. Από τον κανόνα δεν ξέφυγε ούτε ο εξ εφευρέσεως, ήτοι πλαστός, “Θεός” (2) των Ιουδαίων “μονοθεϊστών” που αργότερα και δια των γνωστών μεθόδων “κυρίευσε” αυτόν τον άτυχο πλανήτη.

Τα άρρητα, πραγματικά ονόματα των Θεών εδόθησαν στους ανθρώπους την πρώτη εποχή που τους έγινε το μεγάλο δώρο του Λόγου, το θεϊκό εκείνο δώρο που τους έσπρωξε δυνατά προς τα επάνω στη σκάλα της εξελίξεως των όντων. Ήταν, δυστυχώς, μία εποχή πολύ μακρινή για εμάς που τώρα, όπως πολύ ωραία το έχει γράψει ο μεγάλος πολυθεϊστής στοχαστής του περασμένου αιώνος Λουϊ Μενάρ, είμαστε “ψυχικά γερασμένοι” και “ανίκανοι να οικειοποιηθούμε το μυστικό του ιδίου μας του πεπρωμένου” (3). 


Τα στοιχεία μάς σπρώχνουν να εικάσουμε ότι μάλλον τα αρχαία έθνη πρέπει να μην περιώριζαν την χρήση των αρρήτων ονομάτων των Θεών στα άδυτα μόνον των Ιερών. Το έντονο ταμπού που υπήρχε στην ευρύτερη πελασγική ομοεθνία, και το οποίο διετήρησαν έως πολύ ύστερους (4) χρόνους οι Ετρούτσκοι, περί μη ονομαστικής επικλήσεως των Θεών, συνηγορεί στο ότι προφανώς η δυναμική των τελευταίων προεκάλεσε και κάποτε δυσάρεστες εκπλήξεις στους αρχαίους εκείνους ανθρώπους που είναι πολύ πιθανόν ότ δεν αυτοπεριορίσθησαν στην αυστηρή χρήση που καθιερώθηκε αργότερα μόνο στο άδυτο των Ιερών. Στον Μινωϊκό κόσμο, οι περισσότεροι Θεοί ωνοματίζονταν περιφραστικά, στους Μυκηναίους έχει ήδη καθιερωθεί η συμβατική μονολεκτική επίκληση που όλοι γνωρίζουμε στην παραδοσιακή ελληνική Θρησκεία. Παραταύτα η περιφραστική επίκληση παραμένει σε ισχύ μέχρι την ύστερη αρχαιότητα (Μεγάλοι Θεοί στη Σαμοθράκη, Απαραίτητοι Θεαί κ.λ.π. - Το ίδιο στους Ρωμαίους: Αππιάδες Θεές, Μάγκνα Μάτερ, Μόννα Ντέα, κ.ο.κ.). 


Τα συμβατικά ονόματα των Ελλήνων Θεών περιγράφουν απλώς μονολεκτικά διάφορες ιδιότητες των επικαλουμένων (και το ίδιο ισχύει για όλα τα πάνθεα του πολυθεϊσμού, βλ. το υπό έκδοση “Μεγαλεξικό Του Ευρωπαϊκού Πολυθεϊσμού” του γράφοντος). Ας δώσουμε ένα παράδειγμα με κάποιους από τους πιό γνωστούς των Ελλήνων Θεών, για να κατανοήσει τι ακριβώς εννοούμε ο αναγνώστης:


Θεά Αθηνά, Αθήνη, Αθάνα (το πρώτο μετεξέλιξη των άλλων δύο της πελασγικής γλώσσης, δηλαδή η Θεά της κεραμευτι­κής, και αργότερα η “εργάνη” Θεά), Θεός Άρης από το αίρειν και αναιρείν, ή, σε άλλη ετυμολογική εκδοχή από τη λέξη αρά (βλάβη, πλήγμα), Θεά Άρτεμις από το αρτεμές (δηλ. το σώον με την έννοια του μή απτού), Θεός Ερμής από το είρω (αναγγέλλω), ερέας και (κατά πλεονασμό του μ) Ερμέας, Ερμής με συναίρεση, η κατ’ άλλους από το έρυμα, δηλ. τον λόγο, Θεά Ήρα από την λέξη ερατή, ή αήρ (με αναγραμματισμό) ή έρα (δηλαδή γή).


Τα μυστικά ονόματα των Θεών είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους χαμένα. “Πέρασαν” στον κόσμο των προγόνων μαζί με τις ψυχές των τελευταίων θεματοφυλάκων της εθνικής μας ιερατείας που θανατώθησαν με την πυρά ή το φάσγανο των βυζαντινών διωγμητών και ιεροεξεταστών (5). Μόνο τέσσαρα από αυτά έφθασαν μέχρι τις ημέρες μας (6) για χρήση από την σύγχρονη εθνική λατρευτική πράξη, και αυτό με τρόπους όχι “κληρονομικής” μεταβιβάσεως (διότι ποτέ δεν υπήρξε τέτοια και όποιος το ισχυρίζεται επενδύει σε μπλόφες) αλλά έτερους, δηλαδή θαυμαστούς που δεν μου επιτρέπεται να πώ, αλλά έχουν να κάνουν με την κατάσταση που περιγράφει στη σημείωση 3 του παρόντος κείμενου ο Μενάρ: με τις φυσικές δηλαδή (και ουχί θαυματοτραλαλά) ανθρώπινες δυνατότητες που χαρίζει η “διαφάνεια του καθάριου βλέμματος” (και μυαλού). 


Κάποιοι ερευνητές, κουρδισμένοι δυστυχώς να κοιτάζουν μέσα από τα σύγχρονα ιουδαϊκά (χριστιανικά ή μωαμεθανικά το ίδιο κάνει) μάτια, έσπευσαν εδώ και κάποιες δεκαετίες ν’αναζητήσουν τα άρρητα ονόματα των Θεών μέσα από τους αιγυπτιώτικους λεγόμενους “μαγικούς παπύρους” (δείγματα των οποίων δημοσιεύονται στο δίτομο Die Griechischen Zauberpapyri, Stuttgard, Preisendanz Karl ed., Verlag BG Teubner) στις παλίνδρομες ή, κυρίως, “ακατανόητες” λέξεις που παρεμβάλλονται στη ροή των υπολοίπων ελληνικών και οι οποίες χαρακτηρίσθηκαν “μαγικές” ("voce magicae"). Ατυχώς για τις προσδοκίες τους ωστόσο, αυτές (οι δεύτερες, αφού οι πρώτες είναι απλώς... παλίνδρομες) αποκαλούνται από τους ίδιους τους συντάκτες (7) των προσευχών ή ύμνων απλά “βαρβαρικά ονόματα” (Φαρναθάρ, Χθά, κ.λ.π.). Έχουν δε προφανώς ενταχθεί στο ελληνικό σύνολο για να προσδοθεί αιγυπτιακή και σημιτική προέκταση της επικλητικής διαθέσεως κατά την γνωστή (και αρκούντως καταστροφική για τις εθνικές λατρείες) ενοθεϊστική μόδα της ύστερης εν Αιγύπτω, Συρία και Μ. Ασία αρχαιότητος. Μίας καταστροφικής μόδας που πάντρευε αλόγιστα την διαύγεια της Ετρουρίας (όπως το δήλωναν πολύ σωστά, με τα δικά τους λόγια βέβαια, αρκετοί από τους τελευταίους “ειδωλολάτρες” Αυτοκράτορες της Ρώμης) με την σκοτεινή δεισιδαιμονία της Ανατολής.


_______________


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


(1)  Για ορισμό και κατανόηση των χαρακτηριστικών των φυσικών λεγομένων θρησκειών ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το βιβλίο Ingvar (Ralph Ηarrison): “Οι Αρχαιόθρησκοι Απέναντι Στους Αποκρυφιστές”, Ανοιχτή Πόλη, Αθήναι 1996.

(2) Η λέξη Θεός μπαίνει στη συγκεκριμένη περίπτωση μέσα σε εισαγωγικά γιατί η συγκεκριμένη φανταστική και ανύπαρκτη οντότητα δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να αποκληθεί με αυτόν τον ελληνικό όρο. Η αναβάθμιση του ιουδαϊκού τετραγραμμάτου σε “Θεό” είναι ένα μεταφραστικό ατόπημα, η κακούργημα αν θέλει κανείς να είναι πιό σαφής, των περιβοήτων “Εβδομήκοντα” μεταφραστών. Αυτό το ατόπημα, ή κακούργημα αν το τολμάτε, έχει ακυρώσει σε σημαντικό βαθμό τις πιθανότητες των συγχρόνων ανθρώπων, που έχει ο εγκέφαλός τους προγραμματισθεί δυστυχώς αποκλειστικώς ιουδαϊκά, να κατανοήσουν την πραγματική έννοια και διάσταση της λέξεως "Θεός".

(3) Στο βιβλίο του “Ονειροπολήσεις Ενός Μυστικιστού Ειδωλολάτρου” που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, δια στόματος του τελευταίου ιεροφάντη των Φιλών, ο Μενάρ λέει τα εξής όμορφα και μεστά πράγματα: “Εδώ διασώζεται ο αρχέγονος τρόπος της εκδηλώσεως του θεϊκού στοιχείου. Εδώ, η ανθρώπινη διάνοια, μέσα από την λυτρωτική ορμή της απαρχής της, σχεδίασε με ποικίλα σύμβολα την πρωταρχική, άμεση γνώση της περί της ουσίας των όντων.. Το πέπλο της Θεάς ήταν διάφανο για το καθάριο βλέμμα μίας ανθρωπότητος που είχε μόλις γεννηθεί. Η οικουμενική μητέρα δεν είχε μυστικά από το τέκνο που λίκνιζε στην αγκαλιά της. Το πέπλο όμως έγινε αδιαπέραστο για τις γηρασμένες πιά φυλές, και μάτι ανθρώπου δεν μπορεί τώρα να διεισδύσει στο μυστικό του. Οι αντανακλάσεις του ουράνιου φωτός σβήνουν μέσα στης νυκτός τα σκότη και απέραντη σιωπή τυλίγει ολόκληρη την φύση, ενώ οι χρησμοί της είναι πιά για εμάς ακατανόητοι. Ανατέμνουμε και εξετάζουμε, το ένα μετά το άλλο, όλα τα άνθη του χιτώνος της, όμως η ζωή υπερβαίνει την ανάλυση, η αρχή και το τέλος των πραγμάτων διαφεύγουν από το βλέμμα της επιστήμης και δεν μπορούμε να οικειοποιηθούμε το μυστικό του ίδιου μας του πεπρωμένου παρά μόνον ερωτώντας την γλώσσα που μιλούσαν οι πρόγονοί μας και που εμείς δεν κατέχουμε πλέον..”

(4) Στους προ-κλασικούς δικούς μας.

(5) Τυχόν αναγνώστες που, δίχως να ευθύνονται αφού η “ελληνική” εκπαίδευση δεν τους μίλησε ποτέ για αυτούς, αγνοούν τους απηνείς διωγμούς των Ελλήνων Εθνικών από τους χριστιανούς Ρωμαίους (“Βυζαντινούς”), τους παραπέμπω στα βιβλία μου “Ες Έδαφος Φέρειν..”, εκδόσεις Διιπετές, Αθήναι 1994 και “Μια.. Ιστορία Αγάπης. Η Ιστορία Της Χριστιανικής Επικρατήσεως”, εκδόσεις Ανοιχτή Πόλη, Αθήνα 2000.
(6 -πρόσθετη) Μετά από σχετική παρουσίαση του γράφοντος για την αδιάσπαστη συνέχεια της Εθνικής μας Θρησκείας 
τον Οκτώβριο του 2010 στο Φιλοσοφικό Αθήναιον "Εκατηβόλος", μπορεί πλέον να δηλώσει πως αυτή η "επαναπόκτηση"είχε ΗΔΗ επιτευχθεί την εποχή του Γεωργίου Γεμιστού - Πλήθωνος.


(7) “..οίδά σου και τα βαρβαρικά ονόματα.. ταύτά σοί εστιν τα βαρβαρικά ονόματα” (προς τον Θεό Ερμή)


πηγή: rassias.gr

ΒΛΑΣΗΣ ΡΑΣΣΙΑΣ - ΠΕΡΙ "'ΘΑΥΜΑΤΩΝ"ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΤΟΥΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗΣ

$
0
0



«Όσο για τα θαύματά σας, δεν με εντυπωσιάζουν. Όλοι οι πονηροί έχουν κάνει θαύματα και όλοι οι ηλίθιοι τα έχουν πιστέψει. Για να πεισθώ για την αλήθεια ενός θαύματος, πρέπει προηγουμένως να πεισθώ ότι το γεγονός που το αποκαλείτε έτσι είναι παντελώς αντίθετο με τους νόμους της Φύσεως, γιατί μόνο ό,τι είναι έξω από αυτήν μπορεί να περάσει για θαύμα. Και ποιος γνωρίζει την Φύση αρκετά καλά, ώστε να τολμήσει να βεβαιώσει σε ποιο ακριβώς σημείο αυτή ξεπερνιέται ή παραβιάζεται ; Για να γίνει συνεπώς πιστευτό ένα θαύμα δεν απαιτούνται παρά δύο μόνον παράγοντες, ένας θαυματοποιός και μία δύο γυναικούλες. Έλα τώρα, μην ψάχνεις άλλα στηρίγματα για την πίστη σου. Όλοι οι ιδρυτές θρησκειών έκαναν αυτά που αποκαλείτε θαύματα και, τι περίεργο, όλοι τους βρήκαν ανόητους να τους πιστέψουν…Αχ φίλε μου, αν ο Θεός σου όντως υπήρχε, θα είχε τόση ανάγκη από θαύματα, μαρτύρια και προφητείες για να στήσει την αυτοκρατορία του ;» 
(Μαρκήσιος ντε Σαντ, «Διάλογος ενός παπά με έναν μελλοθάνατο»)
     

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ  
  

Όταν στα μέσα του Μαρτίου οι φανατικοί μονοθεϊστές Ταλιμπάν κατέστρεψαν στο Αφγανιστάν όλα τα προ-ισλαμικά “είδωλα” υπό τα βοδινά όμματα της χριστιανικής Ευρώπης (και γιατί να μην ήσαν βοδινά άλλωστε, αφού, όπως ωραία το τόνισε ένας δημοσιογράφος καθημερινής εφημερίδος, τα ίδια και χειρότερα έπραξε στην ήπειρό μας, με εξαιρετική μάλιστα ένταση στην Ελλάδα, και ο Χριστιανισμός) ο ηγέτης τους μουλάς Μοχάμεντ Ομάρ χαιρέτισε τις βροχοπτώσεις των ημερών που ακολούθησαν την καταστροφή ως.. αγαλλίαση του Αλλάχ / Ιαχωβά για την καταστροφή των “βδελυγμάτων της ειδωλολατρίας” (οργάνωσε μάλιστα και θυσία 100 αγελάδων για εξιλέωση επειδή.. καθυστέρησαν οι Ταλιμπάν να καταστρέψουν τα.. “είδωλα”). Ένα “θαύμα” λοιπόν επεσφράγισε τις πράξεις των Ταλιμπάν. Ένα άλλο “θαύμα”, τις ίδιες περίπου ημέρες, συνέβη στην εξίσου πολιτισμικώς εξαθλιωμένη χώρα μας (το γνωστό με το “μάτωμα” της εικόνας της Παναγίας) και τονίζω ιδιαιτέρως αυτό το πολιτισμικώς εξαθλιωμένη, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι το επίσημο Ελληνικό Κράτος αντί να στείλει εισαγγελέα και να διατάξει την ανάλυση του υποτιθεμένου “αίματος”, έστειλε αντιθέτως.. τιμητικό άγημα (!!), αποδεχόμενο έτσι εμμέσως πλην σαφώς ότι τα ξύλα μπορούν να.. ματώνουν όταν είναι “παναγιακή περίοδος” αλλά και γενικώς όταν οι παπάδες επιθυμούν επανασυσπείρωση των προβάτων, ή αύξηση των υπερεσόδων τους για τις χ ή ψ έκτακτες “ανάγκες” της εκκλησίας τους. Κρατώντας λοιπόν πάντα κατά νού την ρήση ενός πολύ γνωστού διαφωτιστού “όσο υπάρχουν άνθρωποι που θα πιστεύουν σε παραλογισμούς θα διαπράττονται αγριότητες”, έρχομαι να ομιλήσω φίλοι Συνέλληνες και εχθροί Ρωμιοί για.. “θαύματα” και συναφή, αφού εκεί μας σπρώχνουν τα πράγματα (και τα θάματα).  
  
Η ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΘΑΥΜΑΤΟΠΛΗΞΙΑΣ  
  
Η βάση της υστερικής θαυματοπληξίας που χαρακτηρίζει όλες τις εξ αποκαλύψεως (κατασκευασμένες) θρησκείες που διαμορφώνουν το σώμα του λεγομένου “Μονοθεϊσμού”, πρέπει να αναζητηθεί στην αντιφυσική κοσμοθέαση που αυτές οι θρησκείες εισάγουν και προπαγανδίζουν. Αντίθετα από τις φυσιολογικές (φυσικές) θρησκείες, ο Ιουδαϊσμός και οι δύο σχισματικές του αιρέσεις (Χριστιανισμός και Μωαμεθανισμός) αντιλαμβάνονται τον Κόσμο ως υλικό και εκ του μηδενός δημιούργημα ενός άϋλου και εξωκοσμικού δημιουργικού Αιτίου (Ιαχωβάς) που είναι η μόνη αλήθεια και η μόνη αιωνία πραγματικότης (το Α και Ω). Αποτελεί όντως μία απίθανη εξέλιξη στην Ιστορία των θρησκειών η εφεύρεση από το ιουδαϊκό ιερατείο αυτής της παράλογης κοσμοαντιλήψεως (γύρω στον 5ο με 6ο π.α.χ.χ. αιώνα την τοποθετεί ιστορικώς η αρχαιολογική Επιστήμη μετά τα προ διετίας δημοσιεύματα του ισραηλινού Χέρτζογκ, βλ τεύχος 38 του περιοδικού ΔΙΙΠΕΤΕΣ), αλλά και μία πολύ πιο απίθανη εξέλιξη στην Ιστορία αυτής της ιδίας της ανθρωπότητος η μετέπειτα επικράτησή της, μέσω της τρομακτικής προσηλυτιστικής λαίλαπας των χριστιανών και μωαμεθανών, σε σημείο ώστε σήμερα να αποτελεί το επίσημο περί Κόσμου δόγμα του 60 % περίπου του ανθρωπίνου πληθυσμού του πλανήτη μας.  
  
Αντίθετα από την μονοθεϊστική εκτροπή, οι φυσικές Θρησκείες των Εθνών, το επιφανέστερο τμήμα των οποίων υπήρξε η Ελληνική Εθνική εκείνη, αντιλαμβάνονται τον Κόσμο ως την μόνη αληθή και αντικειμενική πραγματικότητα, ως ον αιώνιο και ατελεύτητο το οποίο αναδύει τις περιοδικές του μορφές ΑΦ’ΕΑΥΤΟΥ, ως οργανικό σύνολο άπειρο, διατεταγμένο και κεκοσμημένο (εξού και η ίδια η λέξη “Κόσμος”). Τίποτε δεν υφίσταται έξω από αυτόν τον αιώνιο, ατελεύτητο, άπειρο και ΥΛΟζωϊκό Κόσμο, ο οποίος εμπεριέχει και αυτά τα ίδια τα δημιουργικά του Αίτια, αλλά και τις δυνάμεις που τον συγκροτούν ως τέτοιον, δηλαδή τις κοσμογονικές δυνάμεις και τους Θεούς.  

Γίνεται λοιπόν σαφές νομίζω, ότι για όλους τους μη-μονοθεϊστές ο Κόσμος δεν μπορεί παρά να νοείται ως μία έγκυρη και διαρκής Θεοφάνεια. Η ίδια η φύση και όψη του αποτελούν το “θαυμαστό” (και παραπέμπουν στην τέχνη του “θαυμάζειν” που, πολύ ορθώς, κατά τον Σωκράτη εγέννησε την Φιλοσοφία) και αποτελεί απολύτως ΛΟΓΙΚΟ γεγονός μία οποιαδήποτε συμπυκνωμένη προβολή στοιχείου ή στοιχείων (“επιφάνεια”) αυτού ακριβώς του Κόσμου. Το “θαύμα”, όπως αυτό εννοείται από τους μονοθεϊστές, δηλαδή ως εκτροπή των φυσικών νόμων, δεν υφίσταται. Το “θαύμα” είναι ο ίδιος ο Κόσμος και ό, τι συμβαίνει μέσα σε αυτόν, ακόμη και μία “επιφάνεια” Θεού ή ένας μαντικός χρησμός, παραμένει κατά φύσιν, δηλαδή σύμφωνη με τα ισχύοντα εντός του Κόσμου και, κυρίως (όπως απέδειξαν το “κατά φύσιν” οι Στωϊκοί) πέρα για πέρα ΛΟΓΙΚΗ. Ο μη-μονοθεϊστής, όπως πολύ σωστά το διετύπωσε ο Μπρούνο Σνελλ στο “Η Ανακάλυψη του Πνεύματος”, δεν αναζητεί το “θαύμα” για να πιστοποιήσει την ύπαρξη του Θεού του, αλλά την πιστοποιεί συνειδητοποιώντας απλώς την “θωμαστή” φύση του Κόσμου. Ως αποτέλεσμα αυτού, δεν αιτάται (αναιδώς) από τους Θεούς “θαύματα”, δηλαδή προς το συμφέρον του εκτροπές των φυσικών νόμων ή της Μοίρας, αλλά προσεύχεται για απλή “εύνοια” ή αρωγή (αν αυτό μάλιστα τους επιτρέπεται) σε διαδικασίες στις οποίες ήδη ο ίδιος αγωνίζεται στα θνητά μέτρα (λ.χ. σε μία μάχη, σε μία προσπάθεια ιάσεως, κ.ά.)  
  
Για τους μονοθεϊστές τα πράγματα είναι εντελώς αντίθετα από τα αναφερθέντα. Ο Κόσμος και οι νόμοι του είναι απλώς οι υλικές δημιουργίες (τα.. “κτίσματα”) του εξωκοσμικού Θεού Ιαχωβά και ουσιαστικώς στερούνται του οποιουδήποτε πνευματικού περιεχομένου, ενώ όλη η ανθρώπινη Ιστορία, όπως πολύ ορθώς ετόνισε ο Κώστας Παπαϊωάννου, νοείται ως μία αποτρόπαια θεοφάνεια αυτού του υποτιθεμένου εξωκοσμικού Θεού, μέσα στα περιανθρώπινα μόνον (άλλη διαστροφή και ετούτη !!) τμήματα του κτίσματός του: ο Ιαχωβάς ανοίγει στα δύο τις θάλασσες για να διέλθουν οι πιστοί του και μετά τις ξανακλείνει πνίγοντας τους εχθρούς τους (..). Μέσα σε αυτή την άρρωστη αντίληψη είναι που προκύπτει ο σημερινός ορισμός του “θαύματος” ΩΣ ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΝΟΜΟΥ με την θέληση του Θεού Ιαχωβά, κατ’ευθείαν από τον ίδιο ή μέσω εξουσιοδοτημένων από αυτόν προσώπων (Τζεσουά, Μαρία, “άγιοι”, ακόμη και παπάδες όλων των βαθμίδων της ιεραρχίας) ή “εξουσιοδοτημένων” αντικειμένων (προ ετών ο κος Χατζηφώτης μας είχε ενημερώσει ότι η “θεία χάρις” μπορεί να κατοικήσει σε αντικείμενο, επί του προκειμένου στην “αγία ζώνη”, και να μεταβιβάζεται στους πιστούς δια της.. επαφής!!). Με δεδομένα όλα αυτά, είμαστε μάλλον πολύ τυχεροί όλοι εμείς των κατεκτημένων Εθνών που νηπιοβαπτιζόμαστε άθελά μας από τους εν αγνοία γονείς μας, για το ότι ΕΤΥΧΕ το “θαύμα” ενός χριστιανού εξορκιστού (του “Αγίου” Συλβέστρου) στην Αυλή του “Αγίου” Κωνσταντίνου να κριθεί από την γνωστή και μη εξαιρετέα Ελένη πιό εντυπωσιακό από το αντίστοιχο ενός Ιουδαίου ραββίνου στον διαγωνισμό που έγινε για να αποφασίσει ο προαναφερθείς αυτοκράτωρ ποιά εν τέλει “σχολή” του Μονοθεϊσμού θα υιοθετούσε ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (βλ. σχετικώς “Μία.. Ιστορία Αγάπης. Η Ιστορία Της Χριστιανικής Επικρατήσεως” του γράφοντος). Είμαστε αλήθεια πολύ τυχεροί γιατί, τουλάχιστον οι άρρενες, γλυτώσαμε τον ακρωτηριασμό μας που κατ’ευφημισμόν λέγεται “περιτομή”.  
   
ΕΝΑ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΤΡΕΛΟΚΟΜΕΙΟ 25 ΑΙΩΝΩΝ   
  
Γίνεται φανερό νομίζω στον κάθε λογικό άνθρωπο ότι εδώ και 25 αιώνες (δεχόμενοι πάντοτε την χρονολόγηση του Χέρτζογκ για την πραγματική αφετηρία του λεγόμενου “Μονοθεϊσμού”) έχει ανοίξει το πρώτο παράθυρο του τρελοκομείου για να πλημμυρίσει η ανθρωπότητα από παραλογισμό, ασυναρτησία, μυστικισμό και θεοφοβία (η τελευταία ως συνέπεια της αντιμετωπίσεως ενός ακατάληπτου “επέκεινα” Θεού). Και εδώ και 20 αιώνες άνοιξε επίσης και η πόρτα διάπλατα, και στρατιές οι παλαβοί κατακυρίευσαν τον πλανήτη, σφάζοντας, βασανίζοντας, καίγοντας και καταστρέφοντας όλα και όλους που απειλούσαν την απολύτη επικράτησή τους. Και βρισκόμαστε σήμερα εμείς, οι τεχνάνθρωποι του 21ου αιώνος να παριστάνουμε μπροστά από οθόνες Η/Υ ή πίσω από το τιμόνι αεροδυναμικών αυτοκινήτων τους “λογικούς”, όταν το 60% από εμάς σε παγκόσμιο επίπεδο, αποδέχεται, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, τις τρέλλες των μονοθεϊστικών θρησκειών ως έγκυρες και συμβατές με την στοιχειώδη λογική ή επιστημονικότητα: φυσικοί “επιστήμονες” δέχονται αδιαμαρτύρητα, λόγω της θρησκείας που προσκυνάνε, ως λογική την πιθανότητα δημιουργίας ύλης εκ του μηδενός, ενώ ιατροί “επιστήμονες” δέχονται ότι μπορεί να αναστηθεί ακόμη και μετά από 2-3 ημέρες νεκρό σώμα ! Για τέτοια παραφροσύνη πρόκειται. Μέσα σε αυτό το τρελοκομείο της “Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ” όλα συνεπώς “παίζουν” και όλα μπορεί να συμβούν. Ακόμη και το ότι πρέπει να εξοντώνονται άνθρωποι επειδή έτσι διέταξε ο.. Θεός. Αποτελεί απλώς ζήτημα ευκαιριών το αν θα σκοτώνουμε τους ανθρώπους που δεν υποτάσσονται στις ορέξεις μας (δηλ. να βαπτισθούν) και να το αποδίδουμε μετά σε.. “θαύμα του σταυρού” (λ.χ. “Άγιος” Επιφάνειος Κύπρου) ή αν θα στέλνουμε ως οργανωμένο και ευρωπαϊκό Κράτος του 21ου αιώνος τιμητικά στρατιωτικά αγήματα (!!) να συνοδεύουν την περιφορά της κάθε αγυρτείας.   

(Με αφορμή πάντως την τόσο ανερυθρίαστη παραδοχή από την επίσημη Ελληνική Πολιτεία των μεσαιωνικών «θαυμάτων» που πωλεί λιανικώς και χονδρικώς η κρατούσα Θρησκεία, και αυτό ακριβώς σηματοδοτεί η αποστολή αγημάτων ή η υποδοχή του γνωστού και μη εξαιρετέου «φωτός της Ιερουσαλήμ» με.. τιμές αρχηγού Κράτους, θα ήταν καλό, υποθέτω, να στείλουμε εις ένδειξη διαμαρτυρίας για την λογική μας που τόσο βαναύσως προσβάλλεται, εξωδίκους προς το Ελληνικό Κράτος με το οποίο να το καλούμε να παραιτηθεί της εισπράξεως φόρων από εμάς γιατί έτσι μας είπε στον ύπνο μας η.. Παναγία. Αν θέλει να είναι θαυματολατρικό αυτό το Κράτος που υποτίθεται ότι ζει στον 21ο αιώνα και όχι στον 6ο του θεομανούς ανθέλληνος Ιουστινιανού, οφείλει να σεβαστεί ΚΑΙ αυτό το φοροαμυντικό μας «θαύμα»).  
   
ΑΠΟ ΤΟ “ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΟΝ” ΣΤΟ “ΤΑΜΑ”  
  
Πρέπει κάπου εδώ να ανοίξουμε μία παρένθεση για να ξεκαθαρίσουμε κάτι το πολύ βασικό, την διαφορά δηλαδή ανάμεσα στο “ευχαριστήριον” που κατέθεταν οι Εθνικοί στα Ιερά τους για να ευχαριστήσουν τους Θεούς που τους είχαν σταθεί “ευμενείς” ή ‘αρωγοί” (όπως προαναφέραμε) και στα γνωστά σε όλους μας “τάματα” με τα οποία οι θαυματομανείς μονοθεϊστές προσπαθούν να ΕΞΑΓΟΡΑΣΟΥΝ την προσοχή του υποτιθεμένου Θεού τους στα στενά προσωπικά τους ζητήματα και να τον παρακινήσουν σε τέλεση “θαύματος” προς επίλυσή τους. Ό, τι το πιο χυδαίο και βέβηλο μπορεί να πράξει δηλαδή ένας θρησκευτής θνητός απέναντι στην τάξη των Θεών. Ενώ οι μη-μονοθεϊστές ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΝ την θεότητα ΜΕΤΑ από μία ευνοϊκή για αυτούς έκβαση (πρακτική εμφανέστατη από το πλήθος των διασωθέντων “ευχαριστηρίων” αναθημάτων στα Εθνικά Ιερά), οι μονοθεϊστές ΤΑΖΟΥΝ υλικά πλούτη ή προσωπικό αυτοεξευτελισμό στην δική τους “επέκεινα” θεότητα, όχι για απλή εύνοια αλλά για να τους κάνει το α ή β ρουσφέτι. Διαφορά κοσμοθεάσεων με άβυσσο να χωρίζει τις εκατέρωθεν αντιλήψεις. Από τη μία πλευρά στέκει ο Εθνικός, ο οποίος ζητάει από τους Θεούς του όχι να δρούν αλλά απλώς να εξακολουθούν να ΕΙΝΑΙ και από την άλλη ο Μονοθεϊστής που απαξιώνει το πραγματικό ΕΙΝΑΙ και ζητάει από τον εξωκοσμικό του Θεό να επεμβαίνει σύμφωνα με την υποκειμενική και μυωπική θέληση τού κάθε θρησκευτού, για να εκτρέπει τα φυσικά πράγματα κατά τα αιτούμενα και πάντοτε με προπληρωμή. Το πιό τραγικό μάλιστα είναι ότι αν γίνει ένα ψυχογράφημα στους χριστιανούς κυρίως (γιατί αυτοί μας αφορούν περισσότερο ως ασφυκτικώς περιβάλλοντές μας) “τάζοντες”, θα εξαχθούν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για το πόσο μεγάλη καταστροφή μπορεί να κάνει η άρρωστη κοσμοθέαση σε ένα ανθρώπινο μυαλό: κανένας ποτέ δεν έταξε μία εκτεταμένη δενδροφύτευση, αλλά τα “τάματα”, αν δεν περιορίζονται σε υλική κατάθεση στους ήδη χρυσοφόρους ναούς ή σε ανέγερση νέων εκκλησιών σε ήδη υπερκορεσμένα από τέτοια οικήματα χωριά, στρέφονται σε καθαρά αρνησίζωες και αυτοτιμωρητικές πρακτικές όπως νηστεία, αυτοεξευτελισμοί και έτερα σχετικά.  
  
Η ΥΣΤΕΡΙΚΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΞΩΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΥ 
  
Η διαστροφή της μανιώδους αναζητήσεως του εξωπραγματικού, του απίθανου και του υπερφυσικού δεν περιορίζεται ωστόσο σε αποκλειστικώς θρησκευτικά πλαίσια, αν και υπό μία διαφορετική γωνία οράσεως ΟΛΑ σχετίζονται με το τι έχει κάποιος μέσα στο μυαλό του, άρα η θρησκευτική αντίληψη παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σε όλα αυτά. Αν ΟΛΑ όσα ανθρώπινα δημιουργήματα  βλέπουμε γύρω μας είναι ΝΟΥΣ, τότε είναι συγχρόνως και θρησκευτική αντίληψη και για αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι που η θρησκεία καθορίζει πολύ περισσότερα πράγματα σε μία κοινωνία από όσα εκ πρώτης όψεως αντιλαμβάνεται κάποιος ανυποψίαστος. Η οργανωμένη ανοργανωσιά που εξουσιάζει αυτόν τον τόπο λ.χ. δεν είναι άσχετη από την θρησκεία που επίσης τον εξουσιάζει, η οποία παραπέμπει σε παραίτηση από κάθε ανθρώπινη πρόνοια μπροστά στην υποτιθέμενη του Ιαχωβά και της “οικογενείας” του: σε καμία ευρωπαϊκή χώρα λ.χ. δεν θα τολμούσε να πεί στις αρχές της θερινής περιόδου ο Υπουργός Γεωργίας ότι “δεν έχουμε λάβει τα πρέποντα αντιπυρικά μέτρα αλλά θα βοηθήσει η Παναγία να μην έχουμε πολλές φωτιές εφέτος”, όπως τα ταλαίπωρα αυτιά μας άκουσαν προ ολίγων ετών, ούτε και κανείς θα τολμούσε δίχως να γίνει περίγελως να γράψει και κυκλοφορήσει βιβλία που να προτρέπουν σε παραίτηση από κάθε κοινωνική η εθνική αντίσταση επειδή τάχα υπάρχει μία μεσσιανική ομάδα που θα μας σώσει πολύ σύντομα, ως έθνος αλλά και ως ανθρωπότητα.  
  
Η διαστροφή της μανιώδους αναζητήσεως του εξωπραγματικού, του απίθανου και του υπερφυσικού, δεν περιορίζεται ούτε και σε αποκλειστικώς εθνικά πλαίσια, αφού οι εθνικές διαφορετικότητες έχουν στην συντριπτική τους πλειοψηφία καταστραφεί δια του χριστιανισμού και του μωαμεθανισμού και η πλειονότης των ανθρώπων αποτελούν ευπειθείς υπηκόους της Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ: σκέπτονται ιουδαϊκά, συμπεριφέρονται ιουδαϊκά, ονειρεύονται ιουδαϊκά. Το να κυλάει κανείς προς τα κάτω είναι πολύ εύκολη διαδικασία και γίνεται αυτομάτως και δίχως πολλά ξοδέματα ενεργείας. Ακόμη και στις ζοφερές εκείνες εποχές της πρώτης προελάσεως της μονοθεϊστικής παραφροσύνης, πολύ δύσκολα ο κόσμος της λογικής συγκροτήσεως και της πνευματικής διαυγείας κατόρθωσε να σχηματίζει την ελάχιστη απαιτούμενη αντίσταση. Για να αντιμετωπισθεί η λαίλαπα του παραλογισμού της Ανατολής, οι νεοπλατωνικοί χώνονταν στον βάλτο του μυστικισμού και της δαιμονολογίας, οι δε επίσημες αρχές προσπαθούσαν απελπισμένα να αντιτάξουν “εθνικούς” θαυματοποιούς στον ναζαρηνό θαυματοποιό ραββίνο που διαφήμιζαν οι οπαδοί του Σαούλ-Σαύλου (ο “Βίος Απολλωνίου Τυανέως” του Φιλοστράτου είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της απελπισμένης πρακτικής).  
  

Η τρέλα όμως δεν καταπολεμάται με τρέλα για τον ίδιο λόγο που η αθλιότητα δεν καταπολεμάται με αθλιότητα. Τα απομεινάρια του πραγματικού ανθρωπίνου είδους, των όντων δηλαδή που τιμούμε και υπερασπιζόμαστε την ΛΟΓΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ, οφείλουμε να δώσουμε μέχρι το τέλος την μάχη της υπερασπίσεως του είδους μας και καλύτερα να χαθούμε μαχόμενοι μαζί με τα χαρακτηριστικά μας που μας ξεχωρίζουν από τα ζώα, παρά να “νικήσουμε” εξομοιούμενοι με το απέναντί μας τέρας. ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΘΑΥΜΑΤΑ. 

Το μόνο πραγματικό θαύμα είναι η υπέροχη και έλλογη διάταξη και συγκρότηση του Κόσμου και, προβαλλόμενη προς τα κάτω, η υπέροχη και έλλογη φύση του Ανθρώπου. Αυτό το θαύμα τιμούμε και μόνο σε αυτό παρουσιάζουν όπλα τα δικά μας “τιμητικά αγήματα”. Οι άλλοι ας συνεχίσουν να ζουν όπως ζουν και τώρα και όπως έζησαν εδώ και αιώνες εκατομμύρια ομοίων τους: “στου λαβυρίνθου τον εφιάλτη οδηγημένοι, αιώνια δίχως σωτηρία”. Για να αλλάξουν φύση, αντίληψη, πεποιθήσεις και συμπεριφορά αυτοί θα χρειασθούν ένα “θαύμα” όπως η βλακεία τους το εννοεί, μόνο που πρέπει να είναι πολύ μεγάλο αυτό το θαύμα. Αντί για ένα αγιογραφημένο ξύλο θα πρέπει να ματώσει ολάκερος ο Γαλαξίας..  


πηγή: rassias.gr

ΒΛΑΣΗΣ ΡΑΣΣΙΑΣ - Ο ΘΕΟΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ

$
0
0



Πρωτεύων Θεός της Ελληνικής Εθνικής Θρησκείας, εκφραστής του «αναλίσκοντος» και «δημιουργικού» Πυρός (του φυσικού όσο και του πνευματικού, ως φλόγα δημιουργίας) και προστάτης της μεταλλουργίας και των άλλων ανθρώπινων τεχνουργιών, «υιός» του Θεού Διός και της Θεάς Ήρας («Ιλιάς», Ξ 338, Απολλόδωρος 1.19 και Κικέρων «De Natura Deorum» 3.22) ή μόνον της Θεάς Ήρας δίχως την μεσολάβηση «αρσενικού» στοιχείου (Ησίοδος, «Θεογονία» 927, Ομηρικός Ύμνος 3.310, Απολλόδωρος 1.19 και Παυσανίας 1.20.3).

Ο Θεός Ήφαιστος απεικονίζεται ως μεσόκοπος γενειοφόρος άνδρας, που φέρει στο χέρι εργαλεία (σφυρί ή τανάλιες) και στο κεφάλι το χαρακτηριστικό καπέλο των τεχνιτών. Φέρεται δε από την Μυθολογία ως εκείνος που χάλκευσε και σφυρηλάτησε τους κεραυνούς του Θεού Διός, την αιγίδα και το σκήπτρο του, το χρυσό άρμα του Θεού Ηλίου, το δρεπάνι της Θεάς Δήμητρος, το χρυσό κύπελλο του Θεού Διονύσου, τα χρυσά και αργυρά βέλη των Θεών Απόλλωνος και Αρτέμιδος, την αορατοποιητική περικεφαλαία του Πλούτωνος, τα όπλα της Θεάς Θέτιδος για τον υιό της Αχιλλέα, τον χάλκινο ανθρωπόμορφο φρουρό της νήσου Κρήτης Τάλω, κ.ά. Χάρισε επίσης στον Ηρακλή έναν χρυσό θώρακα, ένα περιδέραιο στους Κάδμο και Αρμονία, ένα στεφάνι από χρυσό και πετράδια στην Αριάδνη, ασημένια σκυλιά στον Αλκίνοο, δύο ταύρους που έβγαζαν φωτιά από τα ρουθούνια τους στον Αιήτη, κ.ά.

Αυτός κατασκεύασε στον Όλυμπο όλα τα ανάκτορα των Θεών. Το περίτεχνο δικό του ανάκτορο ήταν ολόκληρο από ατόφιο χρυσό, διακοσμημένο με διαμάντια, ζαφείρια και άλλους πολύτιμους λίθους, ενώ μέσα του κινούντο διάφορα χρυσά έμψυχα, σκεπτόμενα και αυτοκινούμενα «θηλυκά» αγάλματα, τα οποία ο Ήφαιστος είχε κατασκευάσει για να τον υπηρετούν («Ιλιάς», 18. 417 - 421).

Η χωλότητα του Θεού αποδίδεται από την Μυθολογία σε γκρέμισμά του από τον Όλυμπο: τον εκσφενδόνισε ο Θεός Ζευς κατά την διάρκεια τσακωμού του με την Θεά Ήρα, όταν ο Ήφαιστος πήρε το μέρος της μητέρας του. Ο Θεός «σακατεύτηκε» όταν προσγειώθηκε βίαια στην νήσο Λήμνο. Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη εκδοχή εκσφενδόνισής του (στην «Ιλιάδα»), σύμφωνα με την οποία τον πέταξε φρεσκογεννημένο η Θεά Ήρα λόγω της ασχήμιας και της ήδη χωλότητάς του και εκείνος έπεσε στον ωκεανό. Εκεί τον βρήκαν και τον περιμάζεψαν η Θέτις και η Ευρυνόμη, δίπλα στις οποίες πέρασε τα πρώτα 9 έτη του, στο θαλάσσιο ανάκτορο του Νηρέως. Σε συνέχεια του δεύτερου μύθου, όταν αργότερα επέστρεψε στον Όλυμπο, φρόντισε να εκδικηθεί την μητέρα του, δένοντάς την με αόρατα δεσμά επάνω σε έναν δικής του κατασκευής καινούργιο χρυσό θρόνο που μόλις της είχε δωρίσει. Σε αντάλλαγμα για την απελευθέρωση της Θεάς, ο Ήφαιστος απαίτησε από τον απελπισμένο Θεό Δία να του δοθεί ως σύζυγος η Θεά Αφροδίτη, πράγμα που και έγινε.

Σε άλλες μυθολογικές εκδοχές, ως σύζυγοι του Θεού Ηφαίστου εμφανίζονται η Θεά της ωραιότητας Χάρις (στην «Ιλιάδα», 18. 382, αργότερα την βλέπουμε ως επίκληση της ίδιας της Αφροδίτης, «Αφροδίτη Χάρις») και η νεότερη των 3 Χαρίτων Αγλαϊα (στον Ησίοδο, 945, «λαμπερή, όμορφη και μεγαλειώδης» σημαίνει το όνομά της), από την οποία απέκτησε 4 θυγατέρες, την Ευφήμη, την Ευσθένεια, την Εύκλεια και την Φιλοφροσύνη. Σε μία άλλη αφήγηση, πόθησε κάποτε την Θεά Αθηνά, προσπάθησε ανεπιτυχώς να την βιάσει, και από το χυμένο στην γη σπέρμα του προέκυψε ο Εριχθόνιος, τον οποίο ωστόσο η Θεά αποδέχθηκε ως πραγματικό υιό της. Σε άλλες αφηγήσεις, ο Ήφαιστος συνευρέθηκε ερωτικά με την Καβειρώ, θυγατέρα του θαλάσσιου Θεού Πρωτέως και γέννησε 3 υιούς, τους Καβείρους, και με την Σικελή νύμφη Αίτνη ή Αίτνα, με την οποία απέκτησε τους Παλικούς, χθόνιες τοπικές θεότητες.

Ο Θεός Ήφαιστος μυθολογείται και ως ο εκ χώματος δημιουργός της Πανδώρας (παν + δώρον), της αρχετυπικής πρώτης θνητής γυναίκας, αν και σε άλλη μυθολογική εκδοχή, που διασώζει ο Ησίοδος στο «Ηοίαι», αυτή ήταν θυγατέρα του Δευκαλίωνος και αδελφή του Έλληνες, με την οποία ο Θεός Ζεύς απέκτησε τον ημίθεο Γραικό. 

ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ

Το όνομα του Θεού (δωριστί, Άφαιστος) ετυμολογείται από την ρίζα «αφ-» του δασυνόμενου ρήματος «άπτω» (ανάπτω, καίω), «ήφθαι» στο απαρέμφατο του μέσου παρακειμένου, σημαίνει δηλαδή τον «πυρόεντα», τον διάπυρο. Άλλες εκδοχές του ετύμου του, παραπέμπουν στο  «αϊστόω» (αφιστόω, α-Fι-στόω, αφανίζω), ή στο συνδυασμό των «φάω» και «ίστωρ».

Εκ του ονόματός του, δημιουργήθηκαν οι λέξεις «ηφαιστότευκτος» και «ηφαιστόπονος», σημαίνουσες και οι δύο το κάθε τι που έχει κατασκευασθεί υπό του Ηφαίστου. Εκ του ονόματός του δημιουργήθηκε και η λέξη «ηφαίστειον (όρος)», δηλαδή όρος που περιέχει φωτιά. 


ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ο Θεός Ήφαιστος είναι το «ακάματον πύρ», η σοφία που κινεί όλο το Πύρ του Σύμπαντος, και ουσιαστικά εξουσιάζει το ένα τέταρτο του κόσμου, αφού ελέγχει το ένα από τα Τέσσερα Στοιχεία του. Ευρίσκε­ται παντού, είναι δηλαδή Θεός «Παντοδίαιτος», και αυτό το παντού συμπεριλαμβάνει και τα κορμιά των ανθρώπων (καύσεις μεταβολισμού), αλλά και τη φλόγα της κατασκευα­στικής τους έμπνευσης που ομορφαίνει την καθημερινή ζωή. Είναι η «φλόγα της δημιουργίας». 

Στο βιβλίο του «Περί των Θεών και του Κόσμου», ο Σαλλούστιος κατατάσσει τον Θεό Ήφαιστο στην τάξη των «Ποιούντων Θεών», μαζί με τους Δία και Ποσειδώνα.

Η φύση του Θεού, του απέδωσε μία σειρά από σχετικά λατρευτικά και ποιητικά επίθετα και προσωνύμια, μερικά εκ των οποίων είναι τα ακόλουθα: «Αιθαλόεις» (καπνισμένος), «Αιτναίος» (όπως διασώζει ο Αιλιανός, ο έχων το εργαστήρι του στο ηφαίστειο της Αίτνης), «Αμφιγυήεις» (χωλός και στα δύο πόδια, «ο εξ αμφοτέρων των γυών, ήγουν των ποδών, πεπηρωμένος»), «Ηπεδανός» (μη αρτιμελής, λειψός), «Κλυτόμητις» (ονομαστός για την εφευρετικότητά του), «Κλυτός» (ονομαστός) και «Αγάκλυτος» και «Περικλυτός» (δοξασμένος), «Κλυτοεργός» (ονομαστός για τα έργα του), «Κλυτοτέχνης» (ονομαστός για την τέχνη του, στην «Ιλιάδα»), «Κυλλοποδίων» (χωλός, ο έχων «κυλλόν», δηλ. παραμορφωμένο, τον πόδα), «Πολύμητις» (πολυμήχανος), «Πολυτέχνης», «Πολύφρων» (εφευρετικός), «Χαλκεύς» (χαλκουργός), κ.ά. Πολύ ενδιαφέρων είναι ένας ταυτόχρονος εγκωμιασμός του Θεού στην «Ιλιάδα» (τόσο ως «Περικλυτός» όσο και ως «Αμφιγυήεις»), όπου συνδυάζονται θετικά τα «επιδέξια χέρια» με τα «αδέξια πόδια».

Δύο από αυτά τα επίθετα, χρησιμοποιούνται στον «Ομηρικό» ύμνο» του Θεού: 

«Ήφαιστον κλυτόμητιν αείσεο, Μούσα λίγεια,
ός μετ'Αθηναίης γλαυκώπιδος αγλαά έργα
ανθρώπους εδίδαξεν επί χθονός, οί το πάρος περ
άντροις ναιετάασκον εν ούρεσιν, ηϋτε θήρες.
Νυν δε δι’ Ήφαιστον κλυτοτέχνην έργα δαέντες
ρηϊδίως αιώνα τελεσφόρον εις ενιαυτὸν
εύκηλοι διάγουσιν ενί σφετέροισι δόμοισιν,
αλλ’ ίληθ’, Ήφαιστε: δίδου δ’ αρετήν τε και όλβον».

Περισσότερα επίθετα βρίσκουμε στον λατρευτικό «Ορφικό» ύμνο προς τιμήν του Θεού: 

«Ήφαιστ'ομβριμόθυμε, μεγασθενές, ακάματον πυρ, 
λαμπόμενε φλογέαις αυγαίς, φαεσίμβροτε δαίμον, 
φωσφόρε, καρτερόχειρ, αιώνιε, τεχνοδίαιτε, 
εργαστήρ, κόσμοιο μέρος, στοιχείον αμεμφές, 
παμφάγε, πανδαμάτωρ, πανυπέρτατε, παντοδίαιτε, 
αιθήρ, ήλιος, άστρα, σελήνη, φως αμίαντον 
η ταυτα γαρ Ηφαίστοιο μέλη θνητοίσι προφαίνει. 
Πάντα δε οίκον έχεις, πάσαν πόλιν, έθνεα πάντα, 
σώματά τε θνητών οικείς, πολύολβε, κραταιέ. 
Κλύθι, μάκαρ, κλήιζω σε προς ευιέρους επιλοιβάς, 
αιεί όπως χαίρουσιν επ'έργοις ήμερος έλθοις.
Παύσον λυσσώσαν μανίαν πυρὸς ακαμάτοιο 
καύσιν έχων φύσεως εν σώμασιν ημετέροισιν».

ΙΕΡΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Σύμβολα του Θεού είναι το σφυρί, το αμόνι, ο πέλεκυς και η λαβίδα, ιερό του μέταλλο ο χαλκός και ιερό δένδρο του το πεύκο. Ιερό του χρώμα είναι το χρώμα του μπρούτζου και «ιερεία» του είναι τα βόδια-εργάτες.

Από τον Ηρόδοτο (8.98.2), γνωρίζουμε πως η λατρεία του Θεού ανά την Ελλάδα περιελάμβανε λαμπαδηδρομίες. Η λαμπροτέρα λατρεία του εντοπίζεται φυσικά στην νήσο Λήμνο, όπου υπήρξε και η ομώνυμη  πόλη Ηφαιστεία. Ο ιερέας του Θεού στην νήσο ήταν «επώνυμος», δηλαδή στην τοπική χρονολόγηση έδινε το όνομά του στα έτη της θητείας του. Κατά την διάρκεια των 9ήμερων «Ηφαιστείων», σβηνόταν κάθε εστία στο νησί σε αναμονή του καινούργιου πυρός που έφθανε με πλοίο από την νήσο Δήλο. 

Στην Αθήνα υπήρξε συλλατρεία με την Θεά Αθηνά, ως «Εργάνη», στο Ηφαιστείον της Αγοράς, ανεγερθέν στα μέσα του 5ου αιώνα, το οποίο φιλοξενούσε εντυπωσιακό άγαλμα του Ηφαίστου, έργο του Αλκαμένους. Η συλλατρεία του με την Θεά Αθηνά εντοπίζεται και στην Σπάρτη από αναφορά του Παυσανίου (3.17.3) για απεικόνισή του μέσα στον Ναό της «Χαλκιοίκου» Αθηνάς. 

Τα αθηναϊκά «Ηφαιστεία», προς τιμήν αποκλειστικά του Ηφαίστου, ήσαν αρχικά ετήσια και εν συνεχεία «πεντετηρικά», δηλαδή εορτάζονταν κάθε 5 χρόνια και περιελάμβαναν θυσίες, μουσικούς αγώνες παίδων και ανδρών, μεγάλη λαμπαδηφορία και αγώνες λαμπαδηδρομίας (η περίφημη «Λαμπάδα»), στους οποίους οι πολίτες συμμετείχαν ομαδοποιημένοι ανάλογα με την φυλή στην οποία ανήκαν. Η μεγάλη λαμπαδηφορία γινόταν από πλήθος εφήβων που ξεκινούσε από τον βωμό του Θεού στην Ακαδημία (κοντά στον βωμό του Προμηθέως, επάνω στον οποίο έκαιγε φωτιά από ξύλα του ιερού δένδρου του Θεού, του πεύκου) και κατέληγε στο γνωστό μας «Ηφαιστείο». Στον Θεό προσφέρονταν (κάτω από την επιστασία είκοσι ειδικά εκλεγμένων «ιεροποιών») από διακόσιους  εκλεγμένους Εφήβους (δηλαδή πολίτες που μόλις είχαν γίνει αποδεκτοί στις ένοπλες δυνάμεις της πόλεως) θυσίες βοδιών, των οποίων το κρέας μοιραζόταν σε όλους τους πολίτες αλλά και στους μέτοικους, οι οποίοι αποτελούσαν ένα πολύ σημαντικό τμήμα των θρησκευτών του Ηφαίστου, του προστάτη των πρακτικών τεχνών.

Ανά έτος, την τελευταία ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (σελήνη Οκτωβρίου), εορτάζονταν τα «Χαλκεία» (που παλαιότερα λέγονταν «Εργάνεια») προς τιμήν του ζεύγους Ήφαιστος – Αθηνά, με μεγαλειώδη πομπή των τεχνητών της πόλης. Να σημειωθεί ωστόσο, ότι ο ατθιδογράφος Φανόδημος στα τέλη του 4ου π.α.χ.χ. αιώνος περιγράφει τα «Χαλκεία» ως εορτή αποκλειστικά αφιερωμένη στον Ήφαιστο.    

Ο Θεός Ήφαιστος ετιμάτο στην Αθήνα και στην εορτή των «Απατουρίων», κατά την διάρκεια των οποίων λαμπαδηφόροι έφηβοι έψελναν ύμνο προς αυτόν. Η σχέση του Θεού με μία εορτή των γενών, είναι αυτονόητη στην αθηναϊκή περίπτωση, αφού ο Εριχθόνιος θεωρείτο πρόγονος των αυτοχθόνων Αθηναίων.

Άλλες εκτεταμένες στην Μικρά Ασία τοπικές λατρείες του Θεού συμπεραίνονται από επαναλαμβανόμενες απεικονίσεις του επάνω σε νομίσματα της Κυζίκου, της Νικαίας Βιθυνίας, της Νικομηδείας, την Νύσσης Λυδίας, της Αντάνδρου Τρωάδος, της Ολυμπίας Λυκίας, κ.ά. χρονολογούμενα από τον 4ο π.α.χ.χ. έως και τον 3ο μ.α.χ.χ. αιώνα. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός του, στον οποίο λατρευόταν και ως «Άρειος Ζευς» (Παυσανίας, 5.14.6)


Ο ΗΦΑΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΕΤΡΟΥΣΚΩΝ

Ο σχολιαστής στον Απολλώνιο Ρόδιο περιγράφει ως Ετρούσκους («Τυρσηνούς») τους Σιντίες, τους κατοίκους της Λήμνου που τους αγάπησε ιδιαίτερα ο Θεός. Οι Ετρούσκοι λάτρεψαν τον Θεό Ήφαιστο με το όνομα Σέθλανς. Ο Σέθλανς (Σε Θλανς ή Σ’ Έτλανς) απεικονίζεται με πίλο στο κεφάλι, νεαρός αγένειος και ενίοτε χωλός (όπως λ.χ. σε μια μελανόμορφη υδρία από το Cerveteri, περ. 500 π.α.χ.χ.) ενίοτε αρτιμελής (λ.χ, στον μπρούτζινο καθρέφτη από το Chiusi, περ. 300 π.α.χ.χ.).

Την εποχή του Αυγούστου και μετά από μία καταστροφική πυρκαγιά, ο Σέθλανς αντικατέστησε την Θεά Ούνι ως πολιούχος της ετρουσκικής Περούτζια (Perusia). Οι Ετρούσκοι πρώτοι καθιέρωσαν να μην φυτεύονται πεύκα εντός των ορίων των πόλεων, προς αποφυγή πυρκαγιών. 

Ο ΗΦΑΙΣΤΟΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ

Οι Ρωμαίοι λάτρευσαν από αρχαιοτάτων χρόνων (από την εποχή των Ρωμύλου και Ρέμου κατά την εθνική τους Παράδοση) τον Θεό του χθονίου κυρίως πυρός Βουλκάνους ή Βολκάνους (Vulcanus, Volcanus), αλλά και του κεραυνού, των πυρκαγιών και του ηλίου, της μεταλλουργίας και εν γένει της κατασκευαστικής τέχνης (το πιο γνωστό επίθετό του είναι «Mulciber», δηλαδή αυτός που μαλακώνει το μέταλλο), εξ ου και ορίσθη προστάτη των μεταλλουργών και των φουρνάρηδων και γονιμοποιητής της γης. Την λατρεία του Θεού, προς τιμήν του οποίου, αλλά και των Θεών Ιουτούρνα, Οπς, Στάτα Μάτερ και Κυρίνου, ετελούντο με αρματοδρομίες στο Circus Flaminius («Ludi Volcanalici»), λαμπαδηφορίες και θυσίες τα Βολκανάλια (Volcanalia) στις 23 του μηνός Αυγούστου, συντόνιζε ειδικός ιερεύς, ο Flamen Volcanalis (ο οποίος έκανε επίσης και την ετήσια θυσία στην «σύζυγό» του Θεά της Ανοίξεως Μαία ή Μαιέστα, στις Καλένδες του Μαϊου) και Ναός του έστεκε από τα τέλη του 3ου π.α.χ.χ. αιώνα στο Πεδίο του Άρεως (Campus Martius). 

Ο παλαιότερος Ναός του, κατά την παράδοση ιδρυθείς από τον Τίτο Τάτιο (Titus Tatius) μαζί με εκείνον της Θεάς Βέστα (Εστίας), έστεκε στους πρόποδες του Καπιτωλίνου Λόφου στο Φόρουμ της Ρώμης, αλλά η λατρεία του μεταφέρθηκε μετά από συμβουλή των «haruspices», των ιερέων της Ετρουσκικής Θρησκείας, ότι οι Ναοί του «διάπυρου» Θεού πρέπει να βρίσκονται έξω από τα όρια της πόλης. Μετά την πυρκαγιά της Ρώμης και την έκρηξη του Βεζούβιου, ο αυτοκράτορας Δομιτιανός καθιέρωσε έναν καινούργιο βωμό στον Κυρηνάλιο Λόφο, με αποτροπαϊκό προσανατολισμό των εκεί ιεροπραξιών. Μαζί με τον Βουλκάνους λατρευόταν η Θεά Στάτα Μάτερ (Stata Mater), που απέτρεπε τις πυρκαγιές. 

Στην Όστια, το επίνειο της Ρώμης, ο Θεός Βουλκάνους ήταν πολιούχος Θεός. Ο ιερέας του, ο «Ρontifex Vulcani et aedium sacrarum Ostiae», ήταν εκλεγμένος αλλά ισόβιος και με εξουσία να εγκρίνει την καθιέρωση νέων λατρειών ή να στήνει νέους βωμούς και αγάλματα, ιδίως ξένων θεοτήτων, και στο τοπικό επίπεδο ισοδυναμούσε σε εύρος αρμοδιοτήτων με τον Μέγα Αρχιερέα της Ρώμης (Ρontifex Μaximus).

Μετά την επαφή με τους Έλληνες, οι Λατίνοι ποιητές απέδωσαν στον Βουλκάνους όλες τις μυθολογικές αφηγήσεις περί του Θεού Ηφαίστου, με αποτέλεσμα πολύ σύντομα, στο μαζικό επίπεδο, οι δύο θεότητες να ταυτιστούν. Σύμφωνα με το «De Natura Deorum» του Κικέρωνος (3. 22), ο Βουλκάνους είναι, κατά την ρωμαϊκή Μυθολογία βεβαίως και όχι θεολογία:

1. «υιός» του Ουρανού
2. «υιός» του Θεού των Λατίνων Μεμάλιου (Memalius) και προστάτης του συμπλέγματος των 8 ηφαιστιογενών «Αιολίδων νήσων» κοντά στην Σικελία που λέγονταν «Νήσοι του Βολκάνους», ενώ ο Στράβων τις αποκαλούσε «Λιπαραίες Νήσους» εκ του μεγαλύτερου νησιού, το οποίο οι Έλληνες ονόμαζαν Λιπάρα ή Μελιγουνίδα (το σημερινό Λίπαρι, Lipari). Κατά την τοπική προ-ρωμαϊκή, Ελληνική παράδοση, από το σύμπλεγμα ο Θεός Ήφαιστος «στοιχείωνε» την νήσο Θέρμεσσα, ο δε Θεός Αίολος την νήσο Στρογγύλη.

Δύο άλλες γενεαλογίες που δίνει ο Κικέρων, είναι απλώς προσαρτήσεις από την Αιγυπτιακή και Ελληνική Μυθολογία:

1. «υιός» του Θεού Νείλου (εδώ ο Βολκάνους απλώς συγχέεται με τον Αιγύπτιο Θεό Φθα)
2. «υιός» του Θεού Διός (Ιούππιτερ, Iuppiter) και της Θεάς Ήρας (Γιούνο, Iuno), με «πατρίδα» του την Λήμνο


ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΚΑΙ ΘΕΟΚΡΑΣΙΕΣ

Στους Σλάβους, ο αντίστοιχος Θεός ονομάζεται Feosta (Φεόστα, παραφθορά του Ήφαιστος, σε ρωσικό χειρόγραφο του 6ου αιώνος, που τον 15ο αιώνα περιελήφθη στον λεγόμενο «Υπατιακό Κώδικα», αλλά και Σβάρογκ (Svarog).

Στα κελτικά έθνη συναντάμε τον χθόνιο Θεό της φωτιάς και της μεταλλουργίας Γκόμπανος (Gobannos, στους Γαλάτες, Gofannon στους Ουαλούς, Goibhniu στους Ιρλανδούς), τον «θεϊκό μεταλλουργό», «υιό» του ηλιακού Θεού Μπέλενος (Belenos) και της Θεάς της Γης Άνου (Anu). Σε απεικόνισή του από το Κόρμπριτζ της Αγγλίας, είναι γενειοφόρος, με ποδιά και κωνικό καπέλο, και κρατεί λαβίδα και σφυρί πάνω από το αμόνι του. Ως Γκομπάνους ή «Deus Cobannos» λατρεύτηκε αργότερα στις εκρωμαϊσμένες κελτικές χώρες ως τοπικό αντίστοιχο του Θεού Ηφαίστου / Βουλκάνους. Σε ελληνογράμματη γαλατική επιγραφή που βρέθηκε την δεκαετία του 1980 στην Βέρνη, ο Θεός καλείται Γοβάνος.   

Αντίστοιχο Θεό λάτρευαν και οι Φίννοι, με το όνομα Ιλμαρίνεν (Ilmarinen), προστάτη της μεταλλουργικής τέχνης, ο οποίος, όπως και ο Ήφαιστος, κατασκευάζει τα όπλα και τα κοσμήματα των Θεών. Ο αντίστοιχος Θεός στα έθνη της κάτω Βαλτικής (Λιθουανούς, κ.λπ.) λατρευόταν με το όνομα Καλβαϊτις. 


πηγή: rassias.gr

ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ Ο ΣΥΡΙΑΝΟΣ - Η ΦΕΡΕΚΥΔΕΙΟΣ ΘΕΟΓΟΝΙΑ

$
0
0
Pherecydes.jpg       

Ο Φερεκύδης, (5ος αιώνας π.Χ) υιός του Βάβυος, ήταν θεογονιστής ποιητής και φιλόσοφος από τη νήσο Σύρο. Ανέπτυξε τη δική του κοσμολογική θεωρία που επηρεάστηκε από τις ορφικές ιδέες, τη θεωρία του Θαλή, τη μυθολογική Θεογονία του Hσιόδου και τις δοξασίες των ιερέων της αρχαίας Aιγύπτου. Κατ’ αυτόν υπάρχουν τρία κοσμογονικά στοιχεία, ο Ζας, ο Χρόνος και η Χθονίη, τρεις Θεοί που «ήσαν αεί», δηλαδή υπήρχαν ανέκαθεν μέσα στο Σύμπαν και εξ αυτών γεννήθηκε η πρώτη θεϊκή γενεά, η λεγόμενη «Πεντάμυχος». Έγραψε σε ιωνική διάλεκτο.


Ποιητές σαν τον Φερεκύδη, περιγράφοντας τη γένεση και τη ζωή του κόσμου και των θεών έστω και ανεπίγνωστα προσπάθησαν να δώσουν μια εξήγηση της πρώτης αρχής των πραγμάτων. ( Κωνσταντίνος Τσάτσος, Η κοινωνική φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, σ. 34, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1970)

Τον 6ο π.Χ αιώνα, ο τύραννος της Σάμου Πολυκράτης επέκτεινε την κυριαρχία του και στη Σύρο. Μέσω αυτής της κυριαρχίας ο Φερεκύδης βρέθηκε στη Σάμο όπου δίδαξε τον μεγάλο Πυθαγόρα. Ήταν τέτοια η αγάπη και η ευγνωμοσύνη του Πυθαγόρα προς το δάσκαλο του, που δε δίστασε όταν πληροφορήθηκε το θάνατο του Φερεκύδη να έρθει στη Σύρο να πάρει τη σορό του και να επιβάλει να ενταφιαστεί στη Δήλο, αφού οι τότε ιερείς τον υπελάμβαναν ως άθεον και αντιστρατευόμενο κατά της τότε θρησκείας (Αμπελάς Τ.). Μέτρησε τον Ήλιο και θεωρείται ο εφευρέτης το πρώτου ηλιακού ρολογιού.

Η φιλοσοφία του Φερεκύδη μέσα  από τη θεογονία του

Ἡ ἀρ­χα­ϊ­κή ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη - ἀρ­χα­ϊ­κή ὡς πρώ­τη ἑρ­μη­νευ­τι­κή, μέ τή ση­μα­σί­α δη­λα­δή αὐ­τοῦ πού εἶ­ναι κον­τά σ’ ὁ­λες τίς πη­γές - ἔ­χει αὐ­τόν ἀ­κρι­βῶς τόν ἀ­δα­πά­νη­το πλοῦ­το: εἶ­ναι συ­χνά γι­γαν­το­μα­χί­α τοῦ λό­γου πού συμ­μα­χεῖ μέ τή φαν­τα­σί­α εἴ­τε γιά νά δώ­σει κά­ποι­ες ἐκ­φάν­σεις της εἴ­τε γιά νά ἀ­πο­κτή­σει ὁ λό­γος με­γα­λύ­τε­ρο εὖ­ρος. Αὐ­τό γί­νε­ται π.χ. μέ τήν ἀλ­λη­γο­ρί­α: ἐ­νῶ ὁ μῦ­θος εἶ­ναι ταυ­το­λο­γι­κός, λέ­ει αὐ­τό πού ὁ ἴ­διος εἶ­ναι, ¨η ἀλ­λη­γο­ρί­α λέ­ει καί κρύ­βει, χρη­σι­μο­ποι­εῖ τόν μῦ­θο γιά νά πεῖ καί νά κρύ­ψει κά­τι ἄλ­λο. Ὁ Φε­ρε­κύ­δης ὁ Σύ­ριος, σύγ­χρο­νος τοῦ Μι­λή­σιου Ἀ­να­ξί­μαν­δρου, πού πρῶ­τος ἔ­γρα­ψε τή φι­λο­σο­φι­κή θε­ω­ρί­α του, γρά­φει πρω­το­πο­ρια­κά γιά τήν ἐ­πο­χή του σέ πε­ζό λό­γο, ἐκ­θέ­τον­τας μ’ αὐ­τόν τόν τρό­πο, ὅ­πως ὁ Ἑ­κα­ταῖ­ος καί ὁ Ἀ­κου­σί­λα­ος, τήν ποι­η­τι­κή του σο­φί­α σχε­τι­κά μέ τή θε­ο­γο­νί­α καί τίς γε­νε­α­λο­γί­ες. Ὁ Φε­ρε­κύ­δης δέν κα­τα­σκευά­ζει νέ­ους θε­ούς, ἐ­πα­νερ­μη­νεύ­ει τούς πα­λαι­ούς, δέν ἀ­παρ­νι­έ­ται τήν ποι­η­τι­κή δύ­να­μη τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου νοῦ πού ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τίς μυ­θο­λο­γι­κές δο­ξα­σί­ες, ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἑρ­μη­νεύ­σει τόν μῦ­θο μέ φυ­σι­ο­κρα­τι­κές θέ­σεις. Ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης λέ­ει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γι’ αὐ­τόν: «(...) μή μυ­θι­κῶς ἅ­παν­τα λέ­γειν», σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τό «μυ­θι­κῶς σο­φί­ζε­σθαι», πού ἀ­πέ­δι­δε στόν τρό­πο σκέ­ψης τοῦ Ἡ­σί­ο­δου. Καί ὁ Δι­ο­γέ­νης Λα­έρ­τιος (I 126) μαρ­τυ­ρεῖ ὅ­τι ὁ Φε­ρε­κΰ­δης ἔ­γρα­ψε πρῶ­τος πε­ρί φύ­σε­ως καί θε­ῶν  ὅ­τι ἡ θε­ο­γο­νί­α του πε­ρι­εῖ­χε καί τό φυ­σι­ο­λο­γεῖν.

Οἱ ὀ­νο­μα­σί­ες: αὐ­γή τ­ῆς ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας (Burnet) καί νε­ό­τη­τα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς ἐ­πι­στή­μης (Rey) εἶ­ναι, νο­μί­ζω, ἐ­πι­τυ­χεῖς, ὄ­χι για­τί δη­λώ­νουν τήν ἀρ­χή τα­ῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης, κά­τι δη­λα­δή ρι­ζο­σπα­στι­κά νέ­ο, στήν Ἑλ­λά­δα, τήν ἐ­πο­χή πού ἀκ­μά­ζει, καί ὁ σύ­ριος σο­φός, ἀλ­λά για­τί δεί­χνουν ὅ­τι ἡ και­νού­ρια κο­σμο­αν­τί­λη­ψη συγ­κρα­τεῖ καί τά προ­η­γού­με­να τῆς γέν­νη­σής της στοι­χεῖ­α, ὅ­πως ἡ αὐ­γή συγ­κρα­τεῖ καί συγ­χρό­νως ξε­περ­νᾶ τό σκο­τά­δι καί ἡ νι­ό­τη ἀ­φο­μοι­ώ­νει τήν παι­δι­κό­τη­τα καί συ­νά­μα τήν ὑ­περ­βαί­νει. Ἡ ἐ­πο­χή μας βέ­βαι­α κα­μα­ρώ­νει γιά τίς ρι­ζο­σπα­στι­κές ἀλ­λα­γές στό εἶ­δος καί τόν τρό­πο τῆς γνώ­σης, γιά τίς κα­τα­λυ­τι­κές ἀρ­νή­σεις τῆς πα­ρά­δο­σης, τόν ὀρ­θο­λο­γι­σμό της. Μέ­χρι νά δι­α­πι­στώ­σει ἡ ἴ­δια τήν «ὕ­βρι» τῆς γνώ­σης, τή γε­ρον­τι­κή ἀ­καμ­ψί­α, τῶν μο­νο­δι­ά­στα­των ἀν­θρώ­πων της, ὁ­πό­τε νο­σταλ­γι­κά ξα­να­σκέ­πτε­ται ἐ­κεί­νους τούς σο­φούς, πού θέ­λον­τας νά δώ­σουν πρό­τυ­πα ζω­ῆς. Δέν χά­ρι­ζαν ἀλ­λά συ­νε­δύ­α­ζαν κρι­τι­κά, δέν σκέ­πτον­ταν ἀλ­λά, συ­νέ­χι­ζαν τήν πο­ρεί­α τοῦ πνεύ­μα­τος· τούς σο­φούς ἐ­κεί­νης τῆς ἐ­πο­χῆς, γιά τούς ὁ­ποί­ους ἡ κο­σμο­γο­νί­α ἦ­ταν θε­ο­γο­νί­α κι αὐ­τή ἡ ταυ­τό­τη­τα ἐ­ξα­σφά­λι­ζε γιά τόν κό­σμο τήν ἰ­δέ­α τῆς τε­λει­ό­τη­τας. 

Ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κά εἶ­ναι τά λό­για τοῦ Νί­τσε:

«Δέν ἀ­πο­κά­μνω ν’ ἀ­να­πο­λῶ αὐ­τούς τούς στο­χα­στές πού κα­θέ­νας τους εἶ­χε μιάν ἀν­τι­λη­πτή ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα... καί φαί­νε­ται πώς οἱ Ἕλ­λη­νες, στά κα­το­πι­νά χρό­νια, λη­σμό­νη­σαν τό καλ­ύ­τε­ρο μέ­ρος (τῆς πνευ­μα­τι­κῆς τους πο­ρεί­ας). Καί ποι­ός λα­ός θά μπο­ροῦ­σε νά ἰ­σχυ­ρι­σθεῖ ὅ­τι τό ξα­να­βρῆ­κε; ὅ­πως καί νά ‘ναι, νο­μί­ζω πώς ὅ­λα αὐ­τά λέ­γον­ται μέ μιά κραυ­γή: τό­σο ὡ­ραῖ­οι ὑ­πῆρ­ξαν».

Ἀ­πό αὐ­τή τήν ὀ­πτι­κή γω­νί­α θά προ­σπα­θή­σω νά ξα­να­θυ­μί­σω με­ρι­κά στοι­χεῖ­α ἀ­πό ὅ­σα σώ­ζον­ται ἤ πα­ρα­δί­δον­ται γιά τόν Φε­ρε­κύ­δη (δά­σκα­λο ἴ­σως τοῦ Πυ­θα­γό­ρα, σύμ­φω­να μέ τόν Δι­ο­γέ­νη Λα­έρ­τιο γνώ­ρι­μο τοῦ Θα­λῆ καί τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου) ὁ ὁ­ποῖ­ος γεν­νή­θη­κε καί ἔ­ζη­σε τόν 6ο π.Χ. αἰ­ώ­να στή Σῦ­ρο καί γιά τόν ὁ­ποῖ­ο μι­λοῦν μέ σε­βα­σμό ὡς τό τέ­λος τῶν ἀρ­χαί­ων χρό­νων. 

«Ζάς μέν καί χρό­νος ἦ­σαν ἀ­εί καί Χθο­νί­η, Χθο­νί­η δέ ὄ­νο­μα ἐ­γέ­το Γῆ, ἐ­πει­δή αὐ­τῇ Ζάς, γῆν γέ­ρας δι­δοῖ». 

Μέ αὐ­τές τίς φρά­σεις ἀρ­χί­ζει τό ἔρ­γο «Θε­ο­γο­νί­α» - ὀ­νο­μά­στη­κε ἀρ­γό­τε­ρα «Πεν­τέ­μυ­χος» - πού ὁ­δή­γη­σε τή νε­ό­τε­ρη ἔ­ρευ­να στόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό τοῦ συγ­γρα­φέ­α του ὡς τοῦ τε­λευ­ταί­ου με­γά­λου μυ­θο­λό­γου τῆς πα­ρά­δο­σης. Ἀ­πό τήν ἀρ­χή φαί­νε­ται ἡ συμ­πο­ρεί­α ποι­η­τι­κῆς εἰ­κό­νας, ἐ­τυ­μο­λο­γι­κοῦ παί­γνιου καί φι­λο­σο­φι­κοῦ - κρυμ­μέ­νου στήν ἀλ­λη­γο­ρί­α - νο­ή­μα­τος. Στόν φε­ρε­κύ­δει­ο μῦ­θο τό πρῶ­το στά­διο τῆς συ­νύ­παρ­ξης τῶν ἀρ­χῶν ἀ­κο­λου­θεῖ ἡ φά­ση τῆς θε­ο­γέ­νε­σης καί κο­σμο­γέ­νε­σης. Ἀ­πό τή μυ­θι­κή Ρέ­α-Ρέ­η (ἐ­τυ­μο­λο­γι­κό παι­χνί­δι ἀ­πό τό ρέ­ω ὅ­πως τό Ζάς ἀ­πό τό ζῆν), μο­να­δι­κό σπέρ­μα τοῦ χρό­νου, πα­ρά­γον­ται ἡ φω­τιά, τό πνεῦ­μα καί τό νε­ρό: αὐ­τά χω­ρι­κά μοι­ρά­ζον­ται σέ πέν­τε μυ­χούς, σπη­λι­ές ἐ­πάλ­λη­λες ἡ οὐ­ρα­νί­ους θό­λους, ἀ­π’ ὅ­που προ­έρ­χον­ται πέν­τε γέ­νη θνη­τῶν.

Δα­μά­σκιοςπα­ρα­δί­δει: «τόν δέ χρό­νον ποι­ῆ­σαι ἐκ τοῦ γό­νου ἑ­αυ­τοῦ πῦρ καί πνεῦ­μα καί ὕ­δωρ... ἐξ ὧν ἐν πέν­τε μυ­χοῖς δι­ῃ­ρη­μέ­νων πολ­λήν ἄλ­λην γε­νε­άν συ­στῆ­ναι θε­ῶν, τήν πεν­τέ­μυ­χον κα­λου­μέ­νην ταῦ­τον δέ ἴ­σως εἰ­πεῖν πεν­τέ­κο­σμον». Ἕ­να ἀ­πό τά γέ­νη, οἱ Ὀ­φι­ο­νί­δες ἐ­πι­δι­ώ­κουν νά κυ­ρι­αρ­χή­σουν. Στήν Τι­τα­νο­μα­χί­α - πού ἐ­δῶ γί­νε­ται στή φά­ση τῆς θε­ο­γο­νί­ας, καί εἶ­ναι κι­ό­λας πα­ρα­δο­σια­κή πί­στη - νι­κᾶ ὁ ὕ­ψι­στος τῶν οὐ­ρά­νι­ων θε­ῶν Κρό­νος τούς γή­ι­νους καί τόν ἀρ­χη­γό Ὀ­φι­ο­νέ­α καί τούς ρί­χνει στόν Ὠ­κε­α­νό. Με­τά τή νί­κη ἔρ­χε­ται τό στά­διο τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας: στό προ­σκή­νιο δέν εἶ­ναι πιά ὁ πο­λε­μι­κός Κρό­νος, ἀλ­λά ὁ εἰ­ρη­νι­κός Δί­ας, τε­χνί­της καί ὀρ­γα­νω­τής τοῦ σύμ­παν­τος πού ἀ­να­λαμ­βά­νει νά κο­σμή­σει τή Χθο­νί­η-Γῆ· τή μέ­ρα τοῦ γά­μου τους τῆς χα­ρί­ζει ἕ­να γα­μή­λιο «φᾶ­ρος», με­τα­μορ­φω­μέ­νος, λέ­ει ὁ Πρό­κλος. σέ ἔ­ρω­τα: «Φε­ρε­κύ­δης ἔ­λε­γεν εἰς ἔ­ρω­τα με­τα­βε­βλῆ­θαι τόν Δί­α μέλ­λον­τα δη­μι­ουρ­γεῖν, ὅ­τι δή τόν κό­σμον, ἐκ τῶν ἐ­ναν­τί­ων συ­νι­στά­ναι εἰς ὁ­μο­λο­γί­αν καί φι­λί­αν ἤ­γα­γε καί ταυ­τό­τη­τα πᾶ­σιν ἐ­νέ­σπει­ρε καί ἕ­νω­σιν τήν δί’ ὅ­λων δι­ή­κου­σαν». Στό φᾶ­ρος εἶ­ναι κεν­τη­μέ­να ἡ γῆ, ἡ σε­λή­νη, ὁ ὠ­κε­α­νός καί οἱ πη­γές του. Ἀ­πό αὐ­τό τό δῶ­ρο-γέ­ρας ἡ Χθο­νί­η με­το­νο­μά­ζε­ται Γῆ. Ό Jaeger λέ­ει ὅ­τι ὁ Φε­ρε­κύ­δης ζω­γρα­φί­ζει τόν ἱ­ε­ρό γά­μο με­τα­ξύ Δί­α καί Χθο­νί­ης σάν μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φος καί ὅ­τι τά ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κά στοι­χεῖ­α τῆς πε­ρι­γρα­φῆς δέν εἶ­ναι ἁ­πλο­ϊ­κός τρό­πος ἀλ­λά ἀλ­λη­γο­ρί­α με­στή ἀ­πό φι­λο­σο­φι­κά στοι­χεῖ­α. 

Ἡ ποι­η­τι­κή ἀλ­λη­γο­ρί­α λέ­ει καί κρύ­βει τά ἑ­ξῆς νέ­α φι­λο­σο­φι­κά νο­ή­μα­τα:

1)  αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τῶν ἀρ­χῶν (Ζεύς - Κρό­νος - Χθο­νί­η), ὄ­χι μέ τήν ἡ­σι­ό­δεια ση­μα­σί­α τῆς δι­α­δο­χῆς. Αὐ­τό ὁ Jaeger τό ὀ­νο­μά­ζει δι­όρ­θω­ση τοῦ ἡ­σι­ό­δει­ου μύ­θου. Τόν μῦ­θο ἐ­πι­κρί­νουν ἐ­πί­σης ὁ Ξε­νο­φά­νης καί ὁ Ἐ­πί­χαρ­μος, ὁ πρῶ­τος μέ τήν ἄρ­νη­ση τῆς γέν­νη­σης τοῦ θεί­ου, ὁ δεύ­τε­ρος - ἄν τό ἀπ. 1 εἶ­ναι γνή­σιο - μέ τήν ἄρ­νη­ση τῆς ἰ­δέ­ας ὅ­τι τό Χά­ος εἶ­χε κι αὐ­τό γέ­νε­ση στόν χρό­νο.

2) αἰ­ώ­νια σύν­θε­ση τοῦ οὐ­ρά­νιου καί τοῦ γή­ι­νου μα­ζί μέ τόν χρό­νο. Οἱ σχο­λια­στές ταυ­τί­ζουν τόν Δί­α μέ τόν αἰ­θέ­ρα καί τή Χθο­νί­η μέ τή γῆ· στόν ἕ­να βλέ­πουν τό φῶς, στήν ἄλ­λη τό σκο­τά­δι, ἤ τό ἐ­νερ­γη­τι­κό καί τό πα­θη­τι­κό στοι­χεῖ­ο. Τό ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι αὐ­τή ἡ πρω­ταρ­χι­κή δυ­αρ­χί­α πού συμ­βο­λίζεται μέ τήν ἕ­νω­ση τοῦ ἀρ­σε­νι­κοῦ καί τοῦ θη­λυ­κοῦ.

3) σύλ­λη­ψη τοῦ γί­γνε­σθαι ὡς με­τα­βο­λή (Χθο­νί­η-Γῆ, Ἔ­ρως).

4) ἡ με­γά­λη στιγ­μή πού ὁ λό­γος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει κρι­τι­κά τόν μῦ­θο, τή μυ­θι­κή κο­σμο­γο­νί­α, εἶ­ναι - ὅ­πως φαί­νε­ται καί ἀ­πό τούς πρώ­τους φυ­σι­ο­λό­γους τῆς Μι­λή­του - ἡ σύλ­λη­ψη τῆς ἔν­νοι­ας τῆς ἀρ­χῆς, τῆς αἰ­ώ­νιας πη­γῆς ὅ­λων, τοῦ «πό­θεν γί­γνε­ται τί», ὅ­πως θά πεῖ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης.

5) δι­αί­ρε­ση τοῦ σύμ­παν­τος, πού προ­ϊ­δε­ά­ζει τήν ἔν­νοι­α τῶν στοι­χεί­ων τῆς προ­σω­κρα­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας.

Ση­μαν­τι­κό γιά τή φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι ὅ­τι ὁ φε­ρε­κύ­δει­ος μύ­θος, μέ τήν ἀλ­λη­γο­ρι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς πα­ρα­δο­σια­κῆς θε­ο­λο­γί­ας ἀ­νοί­γει τόν δρό­μο τῆς νέ­ας κο­σμο­λο­γί­ας. Ἡ φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α, πού θά γί­νει ἀρ­γό­τε­ρα συ­στη­μα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τοῦ κό­σμου, ἀρ­χί­ζει τόν ἕ­κτο αἰ­ώ­να μέ τόν Φε­ρε­κύ­δη καί τούς μι­λή­σιους σο­φούς. Ὅ­πως πα­ρα­τη­ρή­θη­κε, «Ἡ θε­ο­γο­νί­α ἄν­τλη­σε νέ­ες δυ­νά­μεις μέ τήν πνευ­μα­το­ποί­η­ση τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου· αὐ­τό, στήν οὐ­σί­α, εἶ­ναι τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἴ­διας φαν­τα­σί­ας ἡ ὁ­ποί­α γέ­μι­σε τήν Ἑλ­λά­δα μέ δέν­τρα βου­νά, πη­γές μέ δρυά­δες καί νύμ­φες καί τι­μοῦ­σε σάν θε­ούς τόν Ἥ­λιο καί τή Σε­λή­νη. Πα­ρό­μοι­α θε­ώ­ρη­ση τοῦ κό­σμου με­τα­τρέ­πε­ται σέ παν­θε­ϊ­σμό μό­λις συλ­λη­φθοῦν οἱ ἰ­δέ­ες τοῦ ὅ­λου καί τῆς ἑ­νό­τη­τας. Ἡ ἀ­σύγ­κρι­τη ἱ­κα­νό­τη­τα πού ζων­τα­νεύ­ει παν­θε­ϊ­στι­κά τόν κό­σμο δί­νει νέ­α ζω­ή στί πα­λι­ές θε­ό­τη­τες. Τά θε­ϊ­κά πρό­σω­πα με­τα­τρέ­πον­ται σέ θε­ϊ­κές δυ­νά­μεις μέ κα­τά­λη­ξη τήν ἔν­νοι­α τῆς Φύ­σης, τῶν φι­λο­σό­φων καί τῶν θε­ο­λό­γων. Ἡ φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι ὁ θά­να­τος τῶν ἀρ­χαί­ων ἐ­πῶν, ἡ ἴ­δια εἶ­ναι μί­α θρη­σκεί­α πού μέ τίς και­νού­ρι­ες θε­ο­γο­νί­ες ἀ­πο­κο­μί­ζει τόν καρ­πό πού ἔ­σπει­ρε».

Στή με­λέ­τη αὐ­τή δέν θ’ ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τίς σχέ­σεις καί τίς δι­α­φο­ρές τοῦ φε­ρε­κύ­δει­ου μύ­θου-λό­γου ἀ­πό τήν ὀρ­φι­κή καί τήν ἡ­σι­ό­δεια κο­σμο­θε­ώ­ρη­ση: ἐν­δει­κτι­κά μό­νο θά ἀ­να­φερ­θῶ σ’ αὐ­τό: γιά τούς Ὀρ­φι­κούς, π.χ., ἀ­πό τόν χρό­νο πη­γά­ζει ὁ Φά­νης. ὑ­πέρ­τα­τος θε­ός. Ἡ φε­ρε­κύ­δεια Ρέ­α θυ­μί­ζει τήν ὑ­γρή μᾶ­ζα τῶν Ὀρ­φι­κῶν, δέν εἶ­ναι ὅ­μως ἡ Νύ­κτα τῆς ὀρ­φι­κῆς θε­ο­γο­νί­ας καί κο­σμο­γο­νί­ας ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α ἐ­πί­σης ἀ­πορ­ρέ­ουν πέν­τε ζεύ­γη θνη­τῶν. Γιά τούς Ὀρ­φι­κους τά πάν­τα ἀ­πο­τε­λοῦν μυ­στι­κή ἑ­νό­τη­τα. Στόν Φε­ρε­κύ­δη τό θεῖ­ο εἶ­ναι δι­α­κο­σμη­τής τοῦ κό­σμου. Θε­ός καί κό­σμος δέν ταυ­τί­ζον­ται. Γιά τόν Ἡ­σί­ο­δο, ὁ­πως εἶ­πα­με, τό χά­ος γεν­νι­έ­ται: Τό πρῶ­το ζεῦ­γος τῶν θε­ῶν εἶ­ναι ὁ Οὐ­ρα­νός καί ἡ Γῆ (ὁ­ρα­τά). Ὀρ­φι­κοί καί Ἡ­σί­ο­δος θέ­τουν στήν ἄρ­χι τοῦ κό­σμου μιάν ἀ­τε­λῆ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (Νύ­κτα-Χά­ος) ἐ­νῶ ὁ Φε­ρε­κύ­δης μιάν τέ­λεια ἀρ­χή (Ζεύς). Δέν θά ἐ­ξε­τά­σω τό πρό­βλη­μα γιά τή με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Δί­α σέ Ἔ­ρω­τα, τήν ὁ­ποί­α ἄλ­λο ἀ­πό­σπα­σμα, πού βρέ­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα, δέν στη­ρί­ζει μέ τό νά κά­νει ἁ­πλά λό­γο γιά ἱ­ε­ρό γά­μο τοῦ Δί­α καί τῆς Χθο­νί­ης.

Ἄλ­λο πρό­βλη­μα εἶ­ναι ἡ ταύ­τι­ση χρό­νου-Κρό­νου: «Κρό­νον δέ τόν Χρό­νον», λέ­ει ὁ Ἑρ­μί­ας (Diels 7 A 9). Ἡ ταύ­τι­ση προ­βλη­μα­τί­ζει τή λο­γι­κή μας πού κα­τα­νο­εῖ μέ σχέ­σεις χρο­νι­κῆς ἀ­κο­λου­θί­ας. Προ­νό­μιο τῆς ποι­η­τι­κῆς σκέ­ψης εἶ­ναι ἡ δυ­να­τό­τη­τά της νά μήν ἀ­να­γνω­ρί­ζει τέ­τοι­ες πε­ρι­ο­ρι­στι­κές δι­α­τά­ξεις. Ὅ­τι ἡ ἔν­νοι­α τοῦ χρό­νου δέν χρει­ά­ζε­ται νά συ­σχε­τι­σθεῖ μέ ἀ­να­το­λι­κές ἐ­πι­δρά­σεις, ἀλ­λά μέ τήν ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α, τήν ἀ­να­ξι­μάν­δρεια κο­σμο­θε­ώ­ρη­ση, ὑ­πο­στη­ρί­χτη­κε πει­στι­κά (ἀ­πό τόν Jaeger π.χ.).

8) Νε­ώ­τε­ροι ἐ­ρευ­νη­τές ἔ­δει­ξαν τή ση­μα­σί­α τῆς ἐ­τυ­μο­λο­γί­ας στόν Φε­ρε­κύ­δη: Ἡ ἐ­τυ­μο­λο­γί­α εἶ­ναι μέ­θο­δος ση­μαν­τι­κή καί συ­χνή στόν πρῶ­το ἑλ­λη­νι­κό θε­ο­λο­γι­κό στο­χα­σμό. Ό Jaeger πα­ρα­τη­ρεῖ ὅ­τι στη­ρί­ζε­ται «στήν ὑ­πό­θε­ση κα­τά τήν ὁ­ποί­α τά ὀ­νό­μα­τα τῶν μυ­στη­ρι­ω­δῶν θε­ϊ­κῶν δυ­νά­με­ων, ἄν ἐρ­μη­νευ­θοῦν σω­στά, ἐ­πι­τρέ­πουν τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς φύ­σης τῶν θε­ῶν». Στόν Φε­ρε­κύ­δη ὅ­μως τά ὀ­νό­μα­τα δι­ερ­μη­νεύ­ουν συ­νά­μα τίς τά­σεις τοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ στο­χα­σμοῦ τῆς ἐ­πο­χῆς. Ὅ,τι θε­ω­ρῶ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἐ­δῶ εἶ­ναι νά σκε­φτῶ τόν φε­ρε­κύ­δει­ο μῦ­θο-λό­γο μέ­σα ἀ­πό τά μη­νύ­μα­τα πού προ­σφέ­ρει μέ τήν τε­τρά­δα Χρό­νος-Ζεύς-Γῆ-Ἔ­ρως ἤ ἱ­ε­ρός γά­μος. Ὅ­πως ἀ­νέ­φε­ρα, τό ἰ­δι­αί­τε­ρο στόν Φε­ρε­κύ­δη εἶ­ναι ἡ ἰ­σορ­ρο­πί­α τῆς κο­σμο­θε­ώ­ρη­σης, ἰ­σορ­ρο­πί­α πού χά­σα­με ἐ­μεῖς πιά σή­με­ρα μέ τίς ἀ­πο­κλει­στι­κές τά­σεις στίς ἐ­πι­λο­γές μας. Στό δί­λημ­μα οὐ­ρά­νιο-γή­ι­νο ἡ φε­ρε­κύ­δεια ἀ­πάν­τη­ση θά μπο­ροῦ­σε νά πα­ρα­βλη­θεῖ μέ τή στά­ση πού ἀ­να­φέ­ρει ὁ Πλά­των στόν Σο­φι­στή γιά τά παι­διά: ὅ­ταν τούς ζη­τή­σουν νά δι­α­λέ­ξουν ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο, αὐ­τά παίρ­νουν καί τά δύ­ο.

Ὁ Φε­ρε­κυ­δης δέ­χε­ται ἐ­ξί­σου ση­μαν­τι­κά καί συμ­πλη­ρω­μα­τι­κά τά ἀν­τί­θε­τα: οὐ­ρά­νιο-γή­ι­νο ἡ αἰ­θέ­ριο-χθό­νιο, φω­τει­νό-σκο­τει­νό. Ζάς-Χθο­νί­η εἶ­ναι κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πό πρό­σω­πα τῆς μυ­θι­κῆς θε­ο­γο­νί­ας καί κο­σμο­γο­νί­ας· εἶ­ναι σύμ­βο­λα ὄ­χι μό­νο τῆς ἕ­νω­σης στή θρη­σκευ­τι­κή της δι­ά­στα­ση, ἀλ­λά τῆς ἕ­νω­σης τῶν ἀν­τι­θέ­των, μέ τήν ὁ­ποί­α, προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἡ ἁρ­μο­νί­α, τῆς ἕ­νω­σης πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τή συν­δυ­α­στι­κή σκέ­φη: ὁ Φε­ρε­κύ­δης δέ­νει τά­σεις τῆς θρη­σκεί­ας τοῦ δω­δε­κά­θε­ου καί τῶν Ὀρ­φι­κῶν καί προ­ϊ­δε­ά­ζει ὅ­σες δι­δα­σκα­λί­ες δί­νουν προ­τε­ραι­ό­τη­τα στόν δυ­να­μι­σμό τῆς σύν­θε­σης. Μέ τή στά­ση αὐ­τή, γιά τόν φι­λο­σο­φι­κό ἑρ­μη­νευ­τι­κό στο­χα­σμό ἡ φε­ρε­κύ­δεια ἀν­θρω­πο­θε­ώ­ρη­ση πα­ρου­σιά­ζει ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον: οὔ­τε ἡ ἀ­παι­σι­ό­δο­ξη σύλ­λη­ψη τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅ­που ὁ ἄν­θρω­πος - γή­ι­νος ἡ προ­ϊ­όν πτώ­σης - εἶ­ναι με­τά τόν θά­να­το ἔγ­κλει­στος στό σκο­τά­δι τῆς γῆς, ἀλ­λά οὔ­τε καί ἡ αἰ­σι­ό­δο­ξη, ὀρ­φι­κή ἤ ὅ­ποι­α ἄλ­λη σύλ­λη­ψη, ὅ­ταν ὁ θά­να­τος εἶ­ναι λύ­τρω­ση ἀ­πό τή σω­μα­τι­κό­τη­τα καί ἐ­πά­νο­δος στήν οὐ­ρά­νια πα­τρί­δα. Μέ τήν ἰ­δέ­α τῆς σχέ­σης θεί­ου-κό­σμου στήν τά­ξη τοῦ χρό­νου, τήν πνευ­μα­το­ποί­η­ση τῆς φύ­σης, τήν ἰ­δέ­α τῆς τε­λει­ό­τη­τας τοῦ κό­σμου, δη­μι­ουρ­γή­μα­τος τοῦ ὕ­ψι­στου θε­οῦ, ὁ κό­σμος γί­νε­ται αὐ­το­σκο­πός. Καί ἡ ἰ­δέ­α αὐ­τή καρ­πο­φο­ρεῖ μιάν ἄλ­λη: ἡ τε­λει­ό­τη­τα τοῦ κό­σμου ἐ­πι­βάλ­λει ρυθ­μί­σεις στήν ἀν­θρώ­πι­νη ζω­ή. Ἐ­πι­κυ­ρώ­νει τόν ἀ­γώ­να τῆς ἀ­ρε­τῆς - ὁ­μοί­ω­ση, ὅ­πως θά ποῦν ἄλ­λες θρη­σκευ­τι­κές καί φι­λο­σο­φι­κές φω­νές, δί­χως νά ὑ­πο­βάλ­λει τή δρα­πέ­τευ­ση ἀ­πό τόν κό­σμο. Οἱ αἰ­ῶ­νες τοῦ λό­γου ἔ­κα­ναν - ἕ­κτος τῶν ἄλ­λων θε­τι­κῶν - τό ἀν­θρώ­πι­νο χρέ­ος τρα­γι­κό· τό «οὐ­ρά­νιον φυ­τόν» - ὅ­πως ἀ­πο­κα­λεῖ ὁ Πλά­των τόν ἀν­θρω­πο - καί ὁ κό­σμος δι­α­χω­ρί­στη­καν, ἤ ὁ κό­σμος ἔ­γι­νε κα­θ’ ὁ­μοί­ω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που - ἀ­πάν­θρω­πος καί ἄ­κο­σμος. Ἡ στιγ­μή τοῦ μύ­θου-λό­γου εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κή.

Τόν ἀ­γώ­να τῆς δη­μι­ουρ­γι­κῆς ζω­ῆς τόν δι­δά­σκει πρῶ­τος ὁ Ξε­νο­φά­νης ὁ Κο­λο­φώ­νιος πού ἀρ­νι­έ­ται ὅ­τι στόν ἄν­θρω­πο εἶ­ναι τά πάν­τα δῶ­ρα θε­ῶν, δί­χως γι’ αὐ­τό ν’ ἀρ­νη­θεῖ τό θεῖ­ο, πού τό κα­θαί­ρει ἀ­πό ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κά ὀ­τοι­χεῖ­α: «οὗ­τοι ἀ­π’ ἀρ­χῆς πάν­τα θε­οί θνη­τοῖ­σ’ ὑ­πέ­δει­ξαν, ἀλ­λά χρό­νῳ ζη­τοῦν­τες ἐ­φευ­ρί­σκου­σιν ἄ­μει­νον» (D.-Κ., VS Β 18). Στόν Ξε­νο­φά­νη ἡ γα­μή­λια σχέ­ση λό­γου-μύ­θου, ἄν­θρω­που-κό­σμου-θεί­ου δι­α­κό­πτε­ται μέ τή θαρ­ρα­λέ­α δι­α­φω­τι­στι­κή προ­σπά­θεια τόν πνεύ­μα­τος. Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γός της ἰ­στο­ρί­ας μέ­σα στόν χρό­νο. Ἡ ἱ­στο­ρί­α ὅ­μως, ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι τρα­γι­κή, ἀ­ναγ­καί­α καί ἀ­να­πό­φευ­κτη· δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πιά ἡ εὐ­δαι­μο­νι­σμέ­νη ἐ­ξή­γη­ση τοῦ κο­ο­μου καί τῆς ζω­ῆς, ὅ­πως ἐ­κεί­νη τοῦ φε­ρε­κύ­δει­ου μύ­θου. Μέ­χρι νά φτά­σου­με στήν ἐ­πο­χή μας, στόν δι­κό μας ἀ­φι­λο­σό­φη­το μῦ­θο-λό­γο: Ἡ ση­με­ρι­νή Ρέ­α, ἡ τε­χνι­κή σπέρ­μα τῆς ἐ­πι­στή­μης, πα­ρά­γει φω­τιά, γέ­νη ἀν­θρώ­πων-ρομ­πότ. Στίς τι­τα­νο­μα­χί­ες κερ­δί­ζουν οἱ πο­λε­μό­βιοι.

Ἡ ποί­η­ση, λέ­ει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, εἶ­ναι φι­λο­σο­φι­κό­τε­ρη τῆς ἱ­στο­ρί­ας. Καί μιά ἐ­πι­στρο­φή σ’ ἕ­να ποι­η­τι­κό νοῦ, ὅ­πως τοῦ Φε­ρε­κύ­δη, ὅ­που τά πάν­τα δέν εἶ­ναι μῦ­θος, εἶ­ναι ἴ­σως κα­λός ἆ­θλος ὄ­χι ἀ­νώ­φε­λος.

πηγές: ekivolos.gr - βικιπαίδεια

Η ΔΩΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ - ΜΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

$
0
0




Α. Εισαγωγή


Ου, μα τον αμετέρα ψυχά παραδόντα τετρακτύν,
Παγάν αενάου φύσεως ριζώματ’ έχουσαν

Μ’ αυτούς τους εξάμετρους στίχους ορκίζονταν οι Πυθαγόρειοι. Η τετρακτύς, «τετράδα»,  είναι γι’ αυτούς το σύμβολο, το οποίο αναπαριστά πλήρως τη μουσική – αριθμητική τάξη του κόσμου.

Ο Θέων ο Σμυρναίοςλέει ότι η τετρακτύς «μοιάζει να περικλείει όλη τη φύση του Σύμπαντος» (δοκεί την των όλων φύσιν συνέχειν)1. Ο νεοπυθαγόρειος και νεοπλατωνικός αυτός φιλόσοφος, που γεννήθηκε κι έζησε στη Σμύρνη απ’ τα μέσα του 1ου ως τα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα, έγραψε 3 (απ’ όσο ξέρουμε) βιβλία, απ’ τα οποία ευτυχώς σώθηκε το ένα τουλάχιστον κι έτσι έμεινε μια σημαντικότατη πηγή αξιόπιστων πληροφοριών για τις πυθαγόρειες μελέτες.  Το έργο αυτό είναι «Των κατά των μαθηματικόν χρησίμων εις την Πλάτωνος ανάγνωσιν».  Εκεί ο Θέων αναλύει έντεκα τρόπους με τους οποίους σχηματίζεται τετρακτύς’  έντεκα τετρακτύες. 


 Ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά.

Υπάρχουν δύο τετρακτύες αριθμών, «η μια που σχηματίζεται με πρόσθεση, η άλλη με πολλαπλασιασμό. Και αυτές οι τετρακτύες εσωκλείουν τους μουσικούς, τους γεωμετρικούς και τους αριθμητικούς λόγους από τους οποίους σχηματίζεται η αρμονία του Σύμπαντος». Οι δυο τετράδες είναι: 1,2,3,4 και 1,2,3,4,8,9,27 (αυτή με την οποία σχηματίζει ο Πλάτων στον Τίμαιο την ψυχή του κόσμου). 

Οι άλλες τετρακτύες αναπαριστούν αντιστοιχίσεις. 

Η 3η τετρακτύς αντιστοιχίζει: στο 1 το σημείο, στο 2 την γραμμή,  στο 3 την επιφάνεια και στο 4 το στερεό.

Η 4η τετρακτύς αντιστοιχίζει: στο 1 το πυρ, στο 2 τον αέρα,  στο 3 το ύδωρ και στο 4 τη γη.

Η 5η τετρακτύς αντιστοιχίζει: στο 1 την πυραμίδα (τετράεδρο), στο 2 το 8-εδρο, στο 3 το 20-εδρο και στο 4 τον κύβο (6-εδρο).

Η 6η «είναι εκείνη των δημιουργημένων πραγμάτων». Αντιστοιχίζει: στο 1 το σπέρμα, ανάλογο του σημείου.  Στο 2 την αύξηση μήκους, ανάλογη της γραμμής. Στο 3 την αύξηση κατά πλάτος, ανάλογη της επιφάνειας. Στο 4 την αύξηση κατά βάθος, ανάλογη του στερεού.

Η 7η τετρακτύς «είναι εκείνη των κοινωνιών». Αντιστοιχίζει στο 1 τον άνθρωπο, στο 2 την οικογένεια, στο 3 την κωμόπολη και στο 4 την πόλη «επειδή είναι από αυτά τα στοιχεία που συντίθεται το έθνος».

«Ολες αυτές οι τετρακτύες είναι υλικές και αισθητές».

 Η 8η τετρακτύς «περιέχει τους παράγοντες με τους οποίους μπορούμε να κάνουμε κρίσεις πάνω στα προηγούμενα και που είναι εν μέρει διανοητικοί»: το 1 είναι η σκέψη, το 2 η επιστήμη, το 3 είναι η γνώμη και το 4 η αίσθηση.

 Αντίστοιχα, η 9η «είναι το λογιστικό, το θυμικό, το επιθυμητικό και το σώμα», η 10η «είναι η άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο κι ο χειμώνας» κι η 11η «το παιδί, ο έφηβος, ο ώριμος άνθρωπος, ο γέρος».





Στα τέλη του 20ού αιώνα, παρουσιάστηκε, όπως θα δούμε, μία ακόμα τετρακτύς. Όχι απ’ τους μελετητές του Πυθαγόρα, αλλά απ’ το χώρο της Φυσικής και συγκεκριμένα απ’ την Κβαντική Φυσική. Στους φυσικούς είναι γνωστή σαν βαρυονική δεκάδα  (baryon decuplet) και παριστάνει γεωμετρικά μορφώματα των στοιχειωδών «σωματιδίων», σύμφωνα με τις κβαντικές τους ιδιότητες. Παρ’ όλο που αυτή η τετρακτύς εμφανίζεται στα βιβλία συνήθως με το κεφάλι κάτω,  δεν παύει να είναι αναγνωρίσιμη.




Πηγή: Ian Stewart-Martin Golubitsky ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΓΕΩΜΕΤΡΗΣ; (εκδ. Τραυλός,  1995)



Πηγή: Fritjof Kapra ΤΟ ΤΑΟ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΚΗ (εκδ. Ωρόρα)

  Για να καταλάβουμε το νόημά  της, δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε ......Λίγη Φυσική


         Στις αρχές της δεκαετίας του ’30, η δομή της ύλης περιγραφόταν απ’ το μοντέλο Bohr-Rutherford. Σύμφωνα μ’ αυτό, τα στοιχειώδη, άτμητα συστατικά της είναι τα πρωτόνια, τα νετρόνια και τα ηλεκτρόνια. Τα πρωτόνια και τα νετρόνια συγκροτούν τον πυρήνα και γύρω απ’ τον πυρήνα περιστρέφονται σε τροχιές τα ηλεκτρόνια. Αυτό το σύστημα σωματιδίων, το λέμε άτομο.



Εικόνα πάνω: Μοντέλο ενός ατόμου βηρυλλίου, σύμφωνα με το πρότυπο Bohr. Ο πυρήνας έχει 4 πρωτόνια (κόκκινα) και 4 νετρόνια (πράσινα). Γύρω απ’ τον πυρήνα στροβιλίζονται 4 ηλεκτρόνια. Οι σχετικές αποστάσεις είναι βέβαια ανακριβείς, για τις ανάγκες της αναπαράστασης

Εικόνα κάτω: Σύγχρονο ατομικό μοντέλο (www.physics.ntua.gr/eesfye/PARTDAV)


Αργότερα όμως, ανακαλύφθηκε ότι ούτε τα πρωτόνια, ούτε τα νετρόνια είναι στοιχειώδη. Το λεγόμενο Καθιερωμένο Μοντέλο (Standard Model) της Φυσικής υποστηρίζει την ύπαρξη μικρότερων «σωματιδίων» με κλασματικό ηλεκτρικό φορτίο, τα quarks. Σύμφωνα μ’ αυτή τη θεωρία, τα quarks είναι 6 ειδών, αλλά, εν πάσει περιπτώσει, προσδιορίστηκε ότι οι βασικοί δομικοί «λίθοι» της ύλης, είναι 4: το up quark, το down quark, το ηλεκτρόνιο και το νετρίνο (ένα μυστηριώδες σωματίδιο με πρακτικά μηδενική μάζα).

 Το ηλεκτρόνιο φαίνεται ότι δεν έχει πιο σύνθετη εσωτερική δομή, ενώ τα νουκλεόνια είναι σύνθετα σωματίδια και το καθένα περιέχει τρία κουάρκ. Όπως το ηλεκτρόνιο, έτσι και τα κουάρκ δεν φαίνεται να έχουν πιο σύνθετη δομή. Μόνο δύο είδη κουάρκ, που ονομάζονται «άνω» (up) και «κάτω» (down), χρειάζονται ώστε να συντεθεί το πρωτόνιο και το νετρόνιο. Έχουν φορτίο +2/3 και -1/3 αντίστοιχα, συγκριτικά με το φορτίο του ηλεκτρονίου, που είναι -1.


 Αυτοί οι 4 δομικοί λίθοι διαμορφώνουν την υλική πραγματικότητα, αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους με 4  τύπους δυνάμεων:


την ηλεκτρομαγνητική, ανάμεσα στα quarks και τα ηλεκτρόνια, που συνδέει τα άτομα μεταξύ τους,
την ισχυρή πυρηνική, που συγκρατεί τα quarks μέσα στον πυρήνα,
την ασθενή πυρηνική, που ευθύνεται για τις ραδιενεργές διασπάσεις, και
την γνωστή μας βαρύτητα.

Υπάρχουν ένα σωρό λεπτομέρειες γύρω απ’ όλ΄αυτά, που η παράλειψή τους ουδόλως επηρεάζει το θέμα μας. Αυτά που χρειάζεται να κρατήσουμε, είναι 2 απλά πράγματα:

Η  συνήθης ύλη, αυτή δηλαδή με την οποία ερχόμαστε σε επαφή (κι όχι αυτή που βρίσκεται στις κοσμικές ακτινοβολίες ή που παράγεται στα εργαστήρια με τους επιταχυντές υψηλής ενέργειας) αποτελείται από πρωτόνια, νετρόνια, ηλεκτρόνια και νετρίνα ηλεκτρονίου.

Τα πρωτόνια και τα νετρόνια είναι, σύμφωνα με το Καθιερωμένο Μοντέλο, τριάδες quarks up & down: Η τριάδα (uud) φτιάχνει το πρωτόνιο και η τριάδα (udd) τα νετρόνια. Πρωτόνια και νετρόνια ανήκουν σε μια οικογένεια τριαδικών συνδυασμών quarks, που λέγονται βαρυόνια. Τα ηλεκτρόνια και τα νετρίνα ηλεκτρονίου ανήκουν στην οικογένεια των λεπτονίων.

Τα μεσόνια (δυάδες quarks σύμφωνα με το Κ.Μ) καθώς και όλα τ’ άλλα βαρυόνια, εκτός απ’ τα πρωτόνια και νετρόνια, ΔΕΝ κυκλοφορούν ανάμεσά μας, καθότι στις φυσικές συνθήκες της γης δεν είναι διαθέσιμα τόσο μεγάλα ποσά ενέργειας, που χρειάζονται για την ύπαρξή τους. Παράγονται όμως, σε τεράστιες ποσότητες στο εσωτερικό των άστρων, κατά τη διάρκεια συγκρούσεων εντελώς φυσιολογικών σ’ εκείνα τα περιβάλλοντα και παρόμοιων μ’ αυτές που επιτυγχάνονται πειραματικά, κάτω από ειδικές συνθήκες πολύ υψηλών ενεργειών, στους γήινους επιταχυντές σωματιδίων. 

Τί σημαίνει «γεωμετρικά μορφώματα»;

 Διερευνώντας λοιπόν τη δομή του ατόμου εδώ και δεκαετίες, οι φυσικοί βομβάρδιζαν ανηλεώς τα άτομα με υψηλές ενέργειες, με αποτέλεσμα, στην αρχή της δεκαετίας του ‘60 να τους έχουν προκύψει πειραματικά καμιά διακοσαριά υποατομικά σωματίδια. (Είμαστε ακόμα στην εποχή των πρωτονίων και των νετρονίων. Τα quarks δεν είχαν βγει ακόμα στη φόρα). Προκειμένου να βάλουν τάξη σ’ αυτό το χάος, προσπάθησαν να τα ομαδοποιήσουν,  με βάση τις κανονικότητες που παρατηρούσαν – να πετύχουν δηλαδή, κάτι ανάλογο με τον περιοδικό πίνακα των στοιχείων στη χημεία. 

Ο αμερικανός Gell-Man κι ο Ισραηλινός Neeman έψαξαν πίσω απ’ αυτό το πλήθος κάποια κρυμμένη συμμετρία. Δηλαδή κάποιου τύπου ομαδοποίηση, που θα «μάζευε» τα σωματίδια σε οικογένειες με κοινό χαρακτήρα. (Την ιδέα της συμμετρίας στον υποατομικό κόσμο είχε υποστηρίξει ο Heisenberg απο το 1932). Οι Gell-Man και Ne’eman έφτιαξαν δύο διαγράμματα με άξονες δύο κβαντικούς αριθμούς (το ισοσπιν και το υπερφορτίο) και τοποθέτησαν στο ένα διάγραμμα μεσόνια και στο άλλο βαρυόνια, ανάλογα με τις κβαντικές τους ιδιότητες. Το αποτέλεσμα που προέκυψε (το 1962), ήταν ότι τα σωματίδια σχηματοποιούνταν ως προς τις ιδιότητές τους,  βγάζοντας την κρυμμένη συμμετρία στο φως. 




Το οκτέτο βαρυονίων, σχήμα που που ο Gell-Man βάφτισε «The  Eightfold Way»


        Ο εξαγωνικός σχηματισμός που δημιουργούσε αυτή η κατάταξη, ονομάστηκε «οκτέτο βαρυονίων», αλλά  το πιό διαδεδομένο  του όνομα στον επιστημονικό χώρο είναι Eightfold Way (Οκταπλός Δρόμος), όπως το βάφτισε ο Gell-Mann (αποτείοντας, όπως λέγεται, φόρο τιμής στο Οκταπλό Μονοπάτι του Βούδα).

         Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία σε μία σχηματοποίηση, είναι το εξής: Οι συμμετρίες στις οποίες υπακούουν τα σωματίδια (συμμετρίες χώρου, χρόνου, προσανατολισμού) είναι κάτι παραπάνω από απλά, εύληπτα σχήματα,  υποδηλώνουν αντίστοιχους νόμους διατήρησης: 

Διατήρησης του μομέντουμ (το μέγεθος μάζα/ταχύτητα),  διατήρησης της ενέργειας, διατήρησης της ποσότητας περιστροφής που παίρνει μέρος σε μια εξελικτική διαδικασία και διατήρησης του ηλεκτρικού φορτίου.  Οπου βλέπουμε, στον υποατομικό κόσμο, να εμφανίζεται μια συμμετρία, σημαίνει ότι υπάρχει και κάποια ποσότητα που διατηρείται και που μπορούμε να τη μετρήσουμε.

 Αυτή η συμμετρία οδηγούσε  στη σκέψη ότι τα μεσόνια και τα βαρυόνια πρέπει να έχουν δομή κι άρα δεν είναι στοιχειώδη.  Γι’ αυτό ο  Gell-Mann πρότεινε: ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν  στοιχειωδέστερα σωμάτια, που συγκροτούν την εν λόγω δομή,  ας τα  πούμε quarks  (λέξη που την πήρε από μια φράση του γλωσσοπλάστη James Joyce) κι ας ψάξουμε να τα βρούμε. Τα quarks εν τέλει θεωρήθηκε ότι ανακαλύφθηκαν, εφόσον οι φυσικοί άρχισαν πλέον να τα ψάχνουν (το τελευταίο αποκάλυψε την ύπαρξή του 10 1994).  Ο Gell-Mann κατάφερε να συνδυάσει  ανά τρία τα quark που βρέθηκαν πρώτα, με τρόπο που να δημιουργούνται όλα τα γνωστά βαρυόνια. Με τον κατάλληλο δε συνδυασμό τους ανά δύο, προέκυψαν τα  επίσης ήδη γνωστά μεσόνια (συνδυασμός κουάρκ και αντικουάρκ).  Ολα τα σωματίδια που συντίθενται από quarks, λέγονται αδρόνια (από την ελληνική λέξη αδρός, δυνατός, επειδή, ως σωματίδια του πυρήνα, αντιλαμβάνονται μόνο την ισχυρή πυρηνική δύναμη).

Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι αντίθετα με τα quarks, που είναι μη επιβεβαιωμένες πειραματικά οντότητες, αποτελούν δηλαδή θεωρητικές υποθέσεις που εισήχθησαν για να εξηγήσουν τις υποατομικές συμπεριφορές, τα σωματίδια που αναφέραμε (βαρυόνια, μεσόνια, λεπτόνια) έχουν ανιχνευθεί πειραματικά.

Τι  παριστάνει η «12η τετρακτύς»;

Η βαρυονική δεκάδα -η πανομοιότυπη με την τετρακτύν  σχηματοποίηση-  περιλαμβάνει 10 βαρυονικές «καταστάσεις», που λέγονται υπερόνια. Οι βαρυονικές αυτές «καταστάσεις» λέγονται αλλιώς «συντονισμοί» (resonances).   Ας δούμε πώς τα κατάφερε λοιπόν  το κατ’ εξοχήν πυθαγόρειο σύμβολο, η τετρακτύς, να μπλέξει με  ορολογία ταλαντώσεων- δηλαδή της φυσικής διαδικασίας που σχετίζεται με τον ήχο και τη μουσική.


Πηγή: D.H.Perkins ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΥΨΗΛΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ (εκδ, Τυπωθήτω, 1998)

Τα υπερόνια, είναι τριάδες quarks, όπως και τα πρωτόνια και τα νετρόνια, αλλά  εξαιρετικά βραχύβιες σε σχέση μ΄αυτά.  Στη βαρυονική δεκάδα (δηλαδή στη συγκεκριμένη σχηματοποίηση) συμμετέχουν τα υπερόνια με τα ονόματα Δελτόνιο, Σιγμόνιο, Ξιόνιο και Ωμεγόνιο. Τα «σωματίδια» αυτά, προκύπτουν σαν διεγερμένες καταστάσεις άλλων, σταθερότερων αδρονίων (όπως πχ. το πρωτόνιο). Γεννιούνται και πεθαίνουν κατά τη διάρκεια συγκρούσεων των αδρονίων και η ύπαρξή τους, που έχει νόημα μόνο στο πεδίο της ισχυρής πυρηνικής αλληλεπίδρασης, διαπιστώνεται μόνο από τις σύντομες τροχιές που διαγράφουν. Ο λόγος που ονομάστηκαν «συντονισμοί», βασίζεται, όπως σημειώνει ο Φ. Κάπρα «σε μιαν αναλογία με το φαινόμενο του συντονισμού στο μακρόκοσμο που συνδέεται με τις παλμικές δονήσεις»2. 

Οι αντιδράσεις των αδρονίων αντιπροσωπεύουν μια ροή ενέργειας, που στα πλαίσιά της δημιουργούνται και διαλύονται σωματίδια, αλλά η ενέργεια αυτή μπορεί να περάσει μόνον από ορισμένους «διαύλους».  Ο δίαυλος μιας τέτοιας αντίδρασης, «ανοίγει» όταν η ενέργεια των συγκρουόμενων αδρονίων φτάσει μιά απ’ τις συχνότητες συντονισμού.  Ανάλογα με τη συχνότητα, ξεπετάγεται και το αντίστοιχο υπερόνιο, που ζει μόνον όσο χρειάζεται για να συμβάλει στο πλέγμα των συνεχών αντιδράσεων.

Μ’ αυτό το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά  (κατά τη συμμετρία της βαρυονικής δεκάδας) των υπερονίων, μοιάζει σαν η Ιστορία της Επιστήμης, να κλείνει πονηρά το μάτι στον Πυθαγόρα. Όχι μόνο γιατί αυτό το γεωμετρικό μόρφωμα, η βαρυονική δεκάδα, είναι ένας συμμετρικός σχηματισμός τεσσάρων στοιχείων που σχηματίζουν δεκάδα.  Αλλά κυρίως διότι το σύμβολο που οι πυθαγόρειοι χαρακτήριζαν «παγάν αενάου φύσεως ρίζωμά τ’ έχουσαν», απεικονίζει ακριβώς αυτό: 

την αέναη διαδικασία δημιουργίας και καταστροφής σωματιδίων, στο εσώτατο βάθος, στο «ρίζωμα» της ύλης. (Η λέξη «ρίζωμα», στον πυθαγόρειο Εμπεδοκλή, τον «εισηγητή» των 4 ριζωμάτων, έχει ακριβώς την έννοια της θεμελιώδους αρχής του φυσικού κόσμου») 

Ποιο ήταν το «ρίζωμα», η θεμελιώδης αρχή του φυσικού κόσμου, κατά τον Πυθαγόρα; Δεν ξέρουμε τι «αυτός έφα», όμως ξέρουμε, κατά κάποιον τρόπο, τι πρέσβευαν κάποιοι περί αυτόν.  Ο τραγικός Ίππασος ο Μεταποντίνος λοιπόν (αυτός που, κατά τον Ιάμβλιχο, είχε την καθοδήγηση των ακουσματικών στη Σχολή, και που κατά πολλούς σύγχρονους μελετητές θεωρείται ο σημαντικότερος στοχαστής του πρώτου πυθαγόρειου κύκλου) θεωρούσε ότι η αρχή των πάντων είναι το πυρ.  Ο Αριστοτέλης (στα Μετά τα Φυσικά, 984α) βεβαιώνει ότι «᾿Αναξιμένης δὲ ἀέρα καὶ Διογένης πρότερον ὕδατος καὶ μάλιστ'ἀρχὴν τιθέασι τῶν ἁπλῶν σωμάτων, ῞Ιππασος δὲ πῦρ ὁ Μεταποντῖνος καὶ ῾Ηράκλειτος ὁ ᾿Εφέσιος». Ο Σιμπλίκιος αναφέρει ότι «ο Ιππασος ο Μεταποντίνος και ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος, πιστεύουν και αυτοί μιαν αρχή μοναδική,  που  κινείται  και είναι πεπερασμένη, αλλά είναι το πυρ που δέχονται ως αυτή την αρχή  από το πυρ τα όντα γεννιούνται με τη συμπύκνωση και την αραίωση, και είναι μέσα στο πυρ που τα πράγματα διαλύονται και πάλι, με τρόπον ώστε αυτή η ουσία να είναι το μόνο υπόβαθρο της φύσης».

Ο Ίππασος και ο Ηράκλειτος έζησαν την ίδια εποχή- οπότε, όποιες κι αν ήταν οι σχέσεις μεταξύ τους3, είναι βέβαιο ότι χρησιμοποιούν τη λέξη πυρ με την ίδια έννοια.

Αφήνω τη λέξη «πυρ» αντί για τη «φωτιά» στην οποία είθισται να μεταφράζεται το «πυρ», γιατί βέβαια, το «πυρ» των προσωκρατικών, δεν είναι αυτό που  σήμερα εμείς λέμε «φωτιά».

Στον Τίμαιο του Πλάτωνος διευκρινίζεται ότι «υπάρχουν πολλά είδη πυρός» και κατονομάζονται ενδεικτικά το φως, η θερμότητα και η φλόγα (Τίμαιος, 58c). Αυτά πιστεύω ότι μας νομιμοποιούν να θεωρήσουμε το «πυρ» ως έννοια που αντιστοιχεί σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε «ενέργεια». 

Κατά τον ίδιο τρόπο αντιλαμβάνεται το νόημα της λέξης στα «περί φύσεως» των προσωκρατικών, ο οποιοσδήποτε σημερινός θετικός επιστήμων.  Ο (μαθηματικός) Β. Σπανδάγος λέει για τον Ηράκλειτο: «Δίδασκε ακόμα ότι από το «πυρ» (δηλαδή από την ενέργεια) προέρχονται τα πράγματα (δηλαδή η ύλη) και ότι από τα πράγματα (δηλαδή από την ύλη) προέρχεται το «πυρ» (η ενέργεια).  [...] Το «πυρ» φυσικά του Ηρακλείτου δεν πρέπει να θεωρηθεί η ορατή φλόγα. 

Κατά τον Αριστοτέλη, το «πυρ» αυτό είναι μια δυναμική ουσία, κάτι περισσότερο από μια φυσική ενέργεια. Πολλοί μελετητές του Ηρακλείτου θεωρούν το «πυρ» ως μια μορφή ενέργειας βασιζόμενοι στις αντιλήψεις της σύγχρονης φυσικής που παραδέχεται την ταύτιση μάζας και ενέργειας.»4

Στους μελετητές του Ηράκλειτου (και όλων των προσωκρατικών, καθώς και του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη) συγκαταλέγεται κι ο W. Heisenberg, ένας από τους σκαπανείς της κβαντικής φυσικής5. Κι επισημαίνει ότι «αν  αντικαταστήσει κανείς τη λέξη «φωτιά» με τη λέξη «ενέργεια», τότε μπορεί να θεωρήσει τις αποφάνσεις του Ηράκλειτου σχεδόν λέξη προς λέξη σαν έκφραση της σύγχρονης αντίληψής μας»6. 

Να μερικές αποφάνσεις του Ηράκλειτου περί του πυρός:

         - κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα.

         - Τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνὸς, τουτέστι κατευθύνει, κεραυνὸν τὸ πῦρ λέγων τὸ αἰώνιον λέγει δὲ καὶ φρόνιμον τοῦτο εἶναι τὸ πῦρ καὶ τῆς διοικήσεως τῶν ὅλων αἴτιον· (όλα τα κυβερνάει ο κεραυνός, δηλαδή τα κατευθύνει΄ κεραυνό λέγοντας [ο Ηράκλειτος] το πυρ το αιώνιο. Λέει δε ότι το πυρ αυτό είναι και νοήμον και το αίτιον της διοικήσεως των πάντων)

         - πυρός τε ἀνταμοιβὴ τὰ πάντα καὶ πῦρ ἁπάντων ὅκωσπερ χρυσοῦ χρήματα καὶ χρημάτων χρυσός.  (Τα πάντα ανταλλάσσονται με το πυρ και με τα πάντα το πυρ, όπως τα εμπορεύματα με το χρυσάφι, και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα)

         Η αντιστοιχία της λέξη; «πυρ» με την σημερινή έννοια «ενέργεια»,  είναι  σαφής.

 Αξίζει όμως να δούμε πώς ερμηνεύει την ορολογία των προσωκρατικών για τα«ριζώματα» κι ένας φημισμένος θετικός επιστήμων του 19ου αιώνα.  Ο Marcelin Berthelot (1827-1907) ήταν χημικός- από τους θεμελιωτές της θερμοχημείας, εφευρέτης και του ομώνυμου θερμιδόμετρου- ιστορικός της χημείας, φιλόσοφος και πολιτικός (διετέλεσε και επί διετία υπουργός Παιδείας της Γαλλίας). Με βάση τις μελέτες του Berthelot για το Ζώσιμο, ο Καρλ Γιουνγκ έγραψε το δοκίμιο «οι ρίζες της συνείδησης - αλχημικές μελέτες». 

Το 1884 ο Berthelot δημοσίευσε τη μελέτη «Les anciens alchimistes Grecs et la naissance de l’ alchimie”: «Οι αρχαίοι Έλληνες αλχημιστές και η γένεση της αλχημείας». Αναφερόμενος στα 4 «στοιχεία» της ύλης, λέει : «Η γη είναι το σύμβολο και η βάση της στερεάς κατάστασης και της ξηρότητας. Το νερό που λαμβάνεται άλλοτε δια του πυρός, η τήξη, και άλλοτε με τη διάλυση, είναι σύμβολο της υγρότητας και μάλιστα του ψύχους.  Ο αέρας είναι το σύμβολο και το θεμέλιο της εξάτμισης και της αέριας κατάστασης. Το πυρ είναι το πιο λεπτό απ’ όλα και αντιστοιχεί στην ουσία του αιθεριώδους ρευστού, είναι συμβολικός φορέας του φωτός, της θερμότητας, του ηλεκτρισμού και του φαινομένου της κίνησης των εσχάτων μορίων των σωμάτων.  Άρα για τον Εμπεδοκλή και τους διαδόχους του ήταν τα στοιχεία όλων των όντων».  Άρα, και για τον Berthelot, θα λέγαμε εμείς, τα «στοιχεία» είναι σύμβολα καταστάσεων της ύλης και όχι κυριολεκτικοί προσδιορισμοί νερού, φωτιάς και ατμοσφαιρικού αέρα.

Πάντως,  σήμερα επιστρέφουμε πάλι στο σχήμα της  τετρακτύος , για να συμβολίσουμε ακριβώς μια πηγή ενέργειας, που τροφοδοτεί το σύμπαν ολόκληρο.  

 Κι όσο για τον όρκο, όπως λέει κι ο Αριστοτέλης, (ΜτΦ, 983b) Ὠκεανόν τε γὰρ καὶ Τηθὺν ἐποίησαν τῆς γενέσεως πατέρας, καὶ τὸν ὅρκον τῶν θεῶν ὕδωρ, τὴν καλουμένην ὑπ'αὐτῶν Στύγα [τῶν ποιητῶν]: τιμιώτατον μὲν γὰρ τὸ πρεσβύτατον, ὅρκος δὲ τὸ τιμιώτατόν ἐστιν.  Ορκίζεται κάποιος σ’ αυτό που θεωρεί άξιον υψίστης τιμής – και άξιον υψίστης τιμής,  θεωρείται το πρεσβύτατο, το πιο παλιό. Γιαυτό λέει, κι οι θεοί ορκίστηκαν στο ύδωρ της Στυγός.  Υπό το πρίσμα δε της νέας φυσικής, τα ενεργειακά μορφώματα που διατάσσονται κατά την βαρυονική δεκάδα, ανήκουν στις πρωταρχικές, αρχέγονες πηγές της ύλης.

Τι σημαίνουν ολα αυτά λοιπόν; Ότι ήξερε ο Πυθαγόρας αυτά που σήμερα γνωρίζουμε για τον υποατομικό κόσμο;  Δεν πρόκειται να ισχυριστώ κάτι τέτοιο. Ας πούμε κατ’ αρχήν, ότι πρόκειται απλώς για σύμπτωση- μια γοητευτική σύμπτωση. Και, μιάς κι ο λόγος περί συμπτώσεων, ας επισημάνουμε ακόμη μία, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα σύμπτωση.

Οι Αριθμοί των πυθαγορείων και η δομή της ύλης

Συνδυάζοντας την 4η και την 5η τετρακτύ (και αναπαράγοντας ουσιαστικά, τον πυθαγόρειο Φιλόλαο) λέει οΠλάτωνστον Τίμαιο: 

«Σύμφωνα λοιπόν και με τον ορθόν λόγον και με το πιθανόν, το στερεό σχήμα της πυραμίδος είναι το στοιχείον και το σπέρμα του πυρός το δε δεύτερον κατά την σειράν της γεννήσεως (το κανονικόν οκτάεδρον) ας το ονομάσωμεν στοιχείον του αέρος, το δε τρίτον (το κανονικόν εικοσάεδρον) του ύδατος. Όλα λοιπόν αυτά τα σχήματα πρέπει να τα συλλαμβάνωμεν με τον νουν τόσον μικρά, ώστε ένα έκαστον από κάθε είδος μόνον είναι τελείως αόρατον από ημάς, όταν δε πολλά συναθροισθούν μαζί, τότε φαίνονται οι όγκοι των. Και ως προς τας αναλογίας των εις τας ποσότητας και τας κινήσεις και τας άλλας ιδιότητάς των, πρέπει να έχομεν υπ’ όψιν ότι ο θεός παντού όπου το στοιχείον της ανάγκης εκουσίως και πειθόμενον υπεχώρει εις αυτόν, τα ενηρμόνισε κατά μαθηματικάς σχέσεις, αφού προηγουμένως τα απετελείωσεν με ακρίβειαν» 7.

Πρόκειται για μια μοριακή ή μάλλον, ατομική θεωρία, όπου τα στοιχειώδη τρίγωνα που αναφέρει ο Πλάτων σε προηγούμενα χωρία (53d-55c), συνθέτουν τρισδιάστατες μορφές, αόρατες λόγω της σμικρότητάς τους, οι οποίες στη συνέχεια συναθροίζονται και σχηματίζουν ορατά σώματα. Στη συνέχεια του άρθρου θα αναφερθούμε εκτενέστερα σ’ αυτή την «ατομική θεωρία» (η οποία, πυθαγόρειων καταβολών κι αυτή,  είναι σαφώς πιο «ατομική», επεξεργασμένη και αιτιολογημένη  απ’ αυτή του Δημόκριτου) καθώς και στο πώς την σχολιάζει ο W. Heisenberg. 

Προς το παρόν, ας σταθούμε στην αντιστοίχιση:

Πυρ-> πυραμίς
8-εδρο -> αήρ
20-εδρο -> ύδωρ
και κυβος (6-εδρο) ->γη (που αναφέρεται στο χωρίο 55d).

Ο Πλάτων δίνει κάποιες ευλογοφανείς ερμηνείες γι’ αυτή την αντιστοίχιση, ωστόσο, όπως σημειώνει ο J. F. Mattei «η απονομή των τεσσάρων πολυέδρων στα τέσσερα στοιχεία, και ο πρωτότυπος ρόλος που χορηγείται από τον Τίμαιο στο δωδεκάεδρο ώστε να ενσαρκώσει τη σφαίρα του Παντός, συνιστά ένα από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα της ελληνικής φιλοσοφίας και, για πολλούς, πραγματικό αίνιγμα. Να ανάγεται στον πρώτο πυθαγορισμό, στον Φιλόλαο ίσως, ή να είναι καθαρά πλατωνική επινόηση;»8

Εδώ δεν θα επιχειρήσουμε να λύσουμε αυτό το «ακανθώδες ζήτημα», αλλά να επισημάνουμε μια «σύμπτωση». Κι ας αρχίσουμε, ξεκαθαρίζοντας τι περιλαμβάνουν οι όροι πυρ, αήρ, ύδωρ και γη.
Σχετικά με το «πυρ», είπαμε ήδη ότι αντιστοιχεί σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε ενέργεια.
Στο είδος «αήρ» ανήκουν τα αέρια σώματα: «κατὰ ταὐτὰ δὲ ἀέρος, τὸ μὲν εὐαγέστατον ἐπίκλην αἰθὴρ καλούμενος, ὁ δὲ θολερώτατος ὁμίχλη τε καὶ σκότος, ἕτερά τε ἀνώνυμα εἴδη, γεγονότα διὰ τὴν τῶν τριγώνων ἀνισότητα.» (58d). Στο είδος «ύδωρ» τοποθετούνται τα υγρά και κάποια μέταλλα («χυτά»). Στον Τίμαιο αναφέρονται συγκεκριμένα ο χρυσός και ο χαλκός. Στη «γη» περιλαμβάνονται, όπως μας λέει ο Τίμαιος,  τα πετρώματα, τα άλατα, η κέραμος και η λάβα.


Ας ρίξουμε τώρα μια ματιά στον περιοδικό πίνακα των στοιχείων:




Παρατηρούμε λοιπόν ότι:


Όσον αφορά στον «αέρα» (8-εδρο) : Η ομάδα των ευγενών αερίων, έχει 8 ηλεκτρόνια στην εξώτατη στιβάδα του ατόμου (εκτός από το ήλιον, που έχει 2). Τα ευγενή αέρια τα βρίσκουμε στη φύση μόνον ελεύθερα, γιατί, έχοντας συμπληρωμένη την εξωτερική τους στιβάδα, είναι αδρανή (δεν αντιδρούν με άλλα στοιχεία για να σχηματίσουν ενώσεις- υπό κανονικές συνθήκες εννοείται). Τα υπόλοιπα αέρια του Π.Σ. τα βρίσκουμε συνήθως σε ενώσεις.

Όσον αφορά στο «ύδωρ» (20-εδρο): Το μόνο υγρό, υπό συνήθη θερμοκρασία, σώμα είναι ο υδράργυρος.  Αυτός λοιπόν έχει 20 ηλεκτρόνια στις εξώτατες στιβάδες του (18+2). Ο ψευδάργυρος, που επίσης ανήκει στα μέταλλα,  κι ήταν γνωστός στην αρχαία Ελλάδα, έχει κι αυτός 20. Ο χαλκός κι ο χρυσός, που αναφέρονται ρητά στον Τίμαιο, έχουν (όπως κι ο άργυρος) 19 ηλεκτρόνια.





                                     

Αλλά, γιατί θα 'πρεπε να δώσουμε ιδιαίτερη σημασία στην εξώτατη στιβάδα; Μήπως είναι αυθαιρεσία να σταθούμε σ’ αυτήν, για να μας «βγουν» τα νούμερα; Μάλλον όχι, αφού είναι γνωστό απ’ το γυμνάσιο ακόμα, ότι:

1. οι ιδιότητες των στοιχείων εξαρτώνται απ’ τη δομή των ατόμων τους
2. τα στοιχεία που τα άτομά τους έχουν ανάλογη ηλεκτρονική δομή ιδιαίτερα στην εξωτερική στιβάδα, έχουν και ανάλογες ιδιότητες
3. η ικανότητα των στοιχείων να ενώνονται μεταξύ τους, καθορίζεται από τις ελκτικές δυνάμεις που εξασκούν οι πυρήνες στα εξωτερικά ηλεκτρόνια, έκφραση των οποίων είναι η ενέργεια ιονισμού, η ηλεκτρονική συγγένεια και η ηλεκτραρνητικότητα.
4. Ιδιαίτερο ακόμα ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αντιστοίχιση του αριθμού των ηλεκτρονίων με τον αριθμό των εδρών (δηλ. επιφανειών) των κανονικών στερεών. Διότι τελευταίως, με την εξέλιξη της κβαντομηχανικής, τα ηλεκτρόνια απεικονίζονται μάλλον σαν επιφάνειες (λόγω της κυματοσυνάρτησης), παρά σαν σημεία.



Πηγή : John Gribbin, ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΦΥΣΙΚΗ, στη ΣΕΙΡΑ ΒΑΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ, εκδ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Οσον αφορά στη «γη»: Τα πετρώματα (ορυκτά) χαρακτηρίζονται από την κρυσταλλική τους δομή. Οι δομικές μονάδες των κρυστάλλων μπορεί να είναι άτομα, μόρια ή ιόντα. 

Ας δούμε το κρυσταλλικό πλέγμα:



Εικόνα ...  Κρυσταλλικό πλέγμα

Εδώ βλέπουμε μια σχηματοποίηση των έξι κρυσταλλικών συστημάτων
The Six Crystal Systems (http://metafysica.nl/crystal_classes.html)



Ας δούμε ακόμα τη δομή (κρυσταλλικό πλέγμα) κάποιων αλάτων:




          
Η παρουσία του 6-εδρου, είτε απ’ ευθείας στο κυβικό σύστημα, είτε σαν μη-κανονικό εξάεδρο στα άλλα συστήματα, είναι κυρίαρχη. Στην πραγματικότητα, έχουμε το κυβικό σύστημα, ισομετρικό στον χώρο, τα δε υπόλοιπα, μοιάζουν με κύβους  «ζουληγμένους» ή επιμηκυμένους, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.

Σχετικά με το «πυρ», δηλαδή την ενέργεια:



 Στο έργο του Marcelin Berthelot  «Οι αρχαίοι έλληνες αλχημιστές και η γένεση της αλχημείας» (ελλ. έκδοση 2002 από τις εκδόσεις ΚΟΡΟΝΤΖΗ), το οποίο βασίστηκε στην μελέτη αυθεντικών ελληνικών χειρογράφων, ο συγγραφέας παραθέτει αποσπάσματα, μεταξύ άλλων και του αλχημιστή Ολυμπιόδωρου. Κατά τον Berthelot «ο Ζώσιμος και ο Ολυμπιόδωρος, είναι οι πρώτοι αξιόπιστοι αλχημιστές συγγραφείς». 

Σ’ ένα απόσπασμα λοιπόν του Ολυμπιόδωρου, διαβάζουμε: 

«Ασφαλώς το πρώτο αίτιο και μάλιστα όλης της τέχνης είναι το πυρ, που είναι και το πρώτο από τα τέσσερα στοιχεία. Έτσι ασφαλώς σκέπτονταν οι αρχαίοι τα τέσσερα στοιχεία εννοούν την τέχνη. Και για να είναι ακριβής η αρετή σου κοίταξε τις τέσσερις βίβλους του Δημόκριτου όπου μίλησε για τα τέσσερα στοιχεία ως φυσικός. Και λέει ότι υπάρχει το χαμηλό πυρ, το λάβρο και ο άνθρακας, και κοντά σ’ αυτό είναι όλα όσα έχουν σχέση με το πυρ.» 

Ο άνθρακας βέβαια του Ολυμπιόδωρου, είναι το κάρβουνο, στο οποίο αναφέρεται και ο Πλάτων, όταν λέει ότι «υπάρχουν πολλά είδη πυρός, όπως η φλόγα, κι αυτό που προέρχεται από τη φλόγα χωρίς να καίει και δίνει στα μάτια το φως, κι αυτό που απομένει στα διάπυρα σώματα όταν η φλόγα σβήσει»9. Το κάρβουνο, είναι ως γνωστόν ο ξυλάνθρακας - τον οποίο οι αρχαίοι  Έλληνες χρησιμοποιούσαν στις τεχνικές κατεργασίας μετάλλων, απ’ την εποχή τουλάχιστον που λειτουργούσαν τα μεταλλεία στο Λαύριο. Είναι δε πασίγνωστο το περί της «τετρασθένειας» του άνθρακα, η οποία οφείλεται  ακριβώς στα 4 ηλεκτρόνια της εξώτατης στιβάδας του. Αυτή η τετρασθένεια είναι επίσης και η αιτία για την οποία ο άνθρακας έχει πολλά εκατομμύρια ενώσεις, κι αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες πηγές ενέργειας στον πλανήτη.

Μιάς και μιλήσαμε για το ξυλοκάρβουνο όμως, ας δούμε κι ένα ακόμα στερεό που συνδέεται με τη φωτιά, από αρχαιοτάτων χρόνων, όπως δηλώνει και τα’ όνομά του:πυρόλιθος.Τα πρώτα εργαλεία από πυρόλιθο, ανάγονται στους προϊστορικούς χρόνους.  Στον πυρόλιθο κυριαρχεί το στοιχείο που, όταν εντοπίστηκε, ονομάστηκε πυρίτιο. Το πυρίτιο ανήκει στην ίδια ομάδα με τον άνθρακα, είναι τετρασθενές και, φυσικά, στην εξώτατη στιβάδα του ατόμου του, κυκλοφορούν 4 ηλεκτρόνια.


Το πυρίτιο απαντά στη φύση ενωμένο πάντα με το οξυγόνο. Δομική μονάδα του είναι το SiO4 , όπου το πυρίτιο βρίσκεται στο κέντρο ενός υποθετικού τετραέδρου, και στις κορυφές του τετραέδρου βρίσκονται τα άτομα του οξυγόνου με τα οποία το πυρίτιο συνδέεται. 

Ωστόσο, η μεγαλύτερη πηγή ενέργειας βρίσκεται στο εσωτερικό των άστρων, εκεί που παράγονται μεταξύ άλλων και τα υπερόνια. Η «12η  τετρακτύς»,  η βαρυονική δεκάδα που σχηματοποιεί  αυτούς τους «φορείς», ας πούμε, της ροής ενέργειας στο υποπυρηνικό επίπεδο, φτιάχνει, όπως βλέπουμε, μια πυραμίδα.



Κάτι που πρέπει να επισημάνουμε σ’ όλες αυτές τις συμπτώσεις, είναι ότι -κατά σύμπτωση- αφορούν στην εσώτατη δομή της ύλης. Κι ακόμα, ότι αναφέρονται σε σχήματα και αριθμούς παραστάσεις που μπορούν να σωθούν στο διάβα του χρόνου, ακόμα κι αν έχουν χαθεί λεκτικές περιγραφές, σχόλια, επεξηγήσεις.

Η «σύμπτωση» προέρχεται από το «συμπίπτω» που, κατά λέξη, σημαίνει «ταιριάζω», «συνταυτίζομαι».  Συνήθως όμως τη λέμε για να εκφράσουμε την τυχαία συνταύτιση. Ίσως αξίζει λοιπόν, πριν αποφανθούμε  οριστικά και για την τυχαιότητα των παραπάνω ταυτίσεων, να εξετάσουμε λεπτομερέστερα τη γνώση των ανθρώπων που χρησιμοποίησαν αυτές τις κωδικοποιήσεις- και ίσως η πιό πρόσφορη, όσο και αξιόπιστη πηγή, είναι ο Τίμαιος του Πλάτωνος.

_____________________________________

1 Θέωνος Σμυρναίου ΤΩΝ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΝ ΧΡΗΣΙΜΩΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΙΝ, εκδ. ΑΙΘΡΑ

2 Φρανκ Κάπρα, ΤΟ ΤΑΟ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΚΗ, εκδ. Ωρόρα

3 Ο Διογένης ο Λαέρτιος  αναφέρει για τον Ηράκλειτο ότι «ο Σωτίων όμως λέει ότι μερικοί είπαν ότι υπήρξε μαθητής του Ξενοφάνη» (ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ ΙΧ).  Ο Ξενοφάνης είχε σχέσεις με τους πυθαγόρειους κύκλους, ασχέτως αν διαφοροποιήθηκε ως προς τις απόψεις του. Στον Σουϊδα δε, στο λήμμα Ηράκλειτος, γράφει : «Εφέσιος, φιλόσοφος φυσικός, ος επεκλήθη Σκοτειν’ος. Ούτος εμαθήτευσεν ουδενί των φιλοσόφων, φύσει δε και επιμελεία ησκήθη. […] τινές δε αυτόν έφασαν διακούσαι Ξενοφάνους και Ιππάσου του Πυθαγορείου». (διακούω, κατά το Liddel-Scot, σημαίνει είμαι ακροατής ή μαθητής τινός)

4 Βαγγέλη Σπανδάγου ΟΙ ΦΥΣΙΚΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, εκδ. ΑΙΘΡΑ

5Θεμελιωτές της κβαντικής φυσικής, θεωρούνται ο W. Heisenberg,  ο Max Born, ο E. Schroedinger και, κατά τη συνήθη ειρωνία της Ιστορίας,  ο A. Einstein (η ειρωνία έγκειται στο ότι η Γενική Θεωρία της Σχετικότητας και η Κβαντομηχανική αλληλοσυγκρούονται).  Ο Heisenberg στις διαλέξεις και τα βιβλία του κάνει εκτεταμένες αναφορές στους αρχαίους έλληνες φυσικούς φιλόσοφους, τους οποίους είχε μελετήσει εξονυχιστικά. Ο Schroedinger (ο οποίος εντρύφησε επίσης και στις φιλοσοφίες της ανατολής) είχε παρακολουθήσει μαθήματα αρχαίων ελληνικών και προσπαθούσε να μελετήσει αυτή τη γραμματεία στο πρωτότυπο’ έχει συγγράψει δε και δοκίμιο με τίτλο Η ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ. Ο δε Einstein, ήταν ακραιφνής πλατωνιστής.

6 Werner Heisenberg ΦΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, εκδ. ΚΑΛΒΟΣ, Αθήνα 1978

7 ΠΛΑΤΩΝΟΣ Τίμαιος (56 b-c), εκδ. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, μετάφραση Θ. Βλυζιώτης, Χ. Παπαναστασίου

8 J. F. MATTEI Ο Πυθαγόρας και οι Πυθαγόρειοι, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1995

9 ΠΛΑΤΩΝΟΣ Τίμαιος (58c-d)

πηγή: mystica.gr

ΒΛΑΣΗΣ ΡΑΣΣΙΑΣ - ΤΑ «ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

$
0
0



Ο λεγόμενος «Μονοθεϊσμός» έχει επικρατήσει, εκεί που έχει επικρατήσει, με κύριο εργαλείο του την ομολογουμένως υπεραποδοτική διαχείριση του ανθρώπινου φόβου. Εκείνο που κατεξοχήν φοβούνται οι αφιλοσόφητοι άνθρωποι είναι η «απώλεια», η «ανυπαρξία» και όλοι οι ανάλογοι όροι που ωστόσο σε συμπαντικό επίπεδο στερούνται νοήματος, αφού τίποτε μέσα στο Είναι δεν μπορεί να «απωλεσθεί». Καμία απολύτως «απώλεια» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα δεδομένο και άφθαρτο σύνολο, το οποίο απλώς φιλοξενεί μέσα του μία ατελείωτη αλλαγή μορφών και καταστάσεων. 

Ο αφιλοσόφητος άνθρωπος στην πραγματικότητα αγωνιά για το εάν ή όχι θα απωλέσει το πρόσκαιρο όσο και ασήμαντο «εγώ» του. Ως συνέπεια αυτού, νοιώθει ανασφαλής και αναδιπλώνεται ακόμα περισσότερο προς την εξατομικευμένη προσωπικότητα, προσπαθώντας να «οχυρωθεί» πίσω από το αυθαίρετο σύμπλεγμα χαρακτηριστικών προσωπικότητας που εκλαμβάνει λανθασμένα ως εαυτό. Ενισχυτικός σε αυτού του είδους τις «οχυρώσεις» είναι ο Χριστιανισμός, μία Θρησκεία που προσανατολίζει τον πιστό να «σώσει» αποκλειστικά την «δική του» ψυχή (1). 

Όλη αυτή όμως η κολοσσιαία αγωνία για μια μεταθανάτια ζωή θα φάνταζε όχι μόνον παράλογη αλλά και αρρωστημένη στα μάτια ενός αρχαίου Έλληνα, όσο τουλάχιστον παράλογη αλλά και αρρωστημένη φαντάζει και στα μάτια ενός σύγχρονου εθνικού: το ερώτημα περί αθανασίας ή όχι της ψυχής, δηλαδή της αόρατης αρχικής αιτίας των βιοφυσιολογικών εκδηλώσεων, απαντάται δίχως δισταγμό καταφατικά, όπως ακριβώς απαντάται το ερώτημα περί αθανασίας κάθε υλικής υπόστασης (από το ρήμα «υφίστημι») ενός άναρχου και ατελεύτητου υλικού Όλου. Η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά και μη προσωπική και, κυρίως, δεν υπάρχει περί αυτής καμία απολύτως εκκρεμότητα για το εάν ή όχι θα... «σωθεί».

Σε όλες τις ελληνικές οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές, εκείνο που έχει γίνει εμφανές στο επίπεδο της γήϊνης ζωής, δίνοντας την ζωή και την κίνηση στις θνητές υπάρξεις, μετά τον βιολογικό θάνατό τους περνάει στην αφάνεια, όπως το έχει όμορφα διατυπώσει ο Παρμενίδης (2), επιστρέφοντας στα Αθάνατα. Σε αυτό εξαντλεί το ενδιαφέρον της για τα «μετά θάνατον» πράγματα η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, η οποία, αντίθετα από τους διαχειριστές των φοβιών των ανθρώπων, ασχολείται πρωτίστως με, και φυσικά τιμά, την ζωή. Η μη προσωπική ουσία του θνητού ανθρώπου, επιστρέφει μετά το βιολογικό τέλος του εκεί που ανήκει, δηλαδή στο Αιώνιο, το Τέλειο, το Μακάριο, το Φωτεινό. Δίχως περιφράσεις, ο θείος Ηράκλειτος το έχει πει σε όλους όσους έχουν την δυνατότητα να κατανοούν έναν στοιχειωδώς πυκνό λόγο: «ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ, ΘΝΗΤΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ, ΖΩΝΤΕΣ ΤΟΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΘΑΝΑΤΟΝ, ΤΟΝ ΔΕ ΕΚΕΙΝΩΝ ΒΙΟΝ ΤΕΘΕΝΩΤΕΣ». Που πάει να πει ότι το Θείο περιοδικώς «ανασταίνεται» με τον θάνατο των θνητών όντων και «πεθαίνει» κάθε φορά που κατέρχεται σε αυτά για να εμψυχώσει την βιοφυσιολογική ύπαρξή τους.

Σε αρκετούς που δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με την Ελληνική Κοσμοαντίληψη, υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι διάφορες οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές των εθνικών Ελλήνων (λ.χ. η κυρίαρχη των Υλοζωϊστών και οι διαφοροποιημένες πυθαγοροπλατωνική και ατομική) είχαν αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις για την μετά τον βιολογικό θάνατο των θνητών πορεία της ψυχής. Τουναντίον, καμία τους δεν υποβίβασε την ψυχή σε κεντρική φιγούρα μίας ηθικοθρησκευτικής εσχατολογίας και καμία τους δεν απαξίωσε την παρούσα, απτή και πραγματική ζωή των θνητών όντων προς χάριν ενός «μεταθανάτιου» ονειροπολήματος ή κανονικού εκφοβισμού.

Στους Έλληνες, όπως προείπαμε, η μη προσωπική ουσία του θνητού ανθρώπου, επιστρέφει μετά το βιολογικό τέλος του στους κόσμους των Θεών. Σε αρκετά σημεία του υπέροχου εκείνου κειμένου του «Τα ες Εαυτόν», ο εστεμμένος φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος τονίζει αυτή την στενότατη αλλά άγνωστη για τους αφιλοσόφητους συγγένεια: «να έχεις ασφαλή τον εσωτερικό σου δαίμονα από προσβολή και βλάβη... o Θεός που είναι μέσα σου να κυβερνά αληθινόν άνδρα, ηλικιωμένο, με διάνοια πολίτου, άρχοντα που έχει τακτοποιημένα τα δικά του και θέση πολεμιστή, που περιμένει έτοιμος το σύνθημα της αποχωρήσεως και ούτε όρκους χρειάζεται ούτε μαρτυρίες άλλων.... αν εκτελείς εκείνα που απαιτεί η κάθε στιγμή, ακολουθώντας τον ορθό λόγο με επιμέλεια, με θάρρος και καλή θέληση και χωρίς πάρεργα, τότε κρατείς τον δαίμονα του εαυτού σου διαρκώς αγνό, ωσάν να επρόκειτο άμεσα να τον επιστρέψεις... την ύπαρξή σου έλαβες ως μέρος ενός συνόλου. Θα εξαφανισθείς αργότερα μέσα σ’ εκείνο που σε γέννησε. Ή μάλλον θα μεταβληθείς και θ’ αναληφθείς στον Λόγο που σε δημιούργησε... Δεν είναι κακό ότι τα πράγματα μεταβάλλονται ούτε καλό ότι κάποια αποκτούν ύπαρξη από την μεταβολή...»

Πριν αναφερθούμε στην πλατωνική εικόνα για την αθανασία της ψυχής, θα ανοίξουμε εδώ μία σύντομη παρένθεση για ένα ακόμη λάθος που διαπράττουν όσοι δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με την Ελληνική Κοσμοαντίληψη, και συγκεκριμένα για την αντίληψη της εικόνας του βασιλείου του Άδου όπως αυτό περιγράφεται στα ομηρικά έπη, αλλά και σε έργα της κλασικής εποχής, ως «παρόμοιου» με το ασαφές επέκεινα στο οποίο υποτίθεται, κατά τους χριστιανούς, ότι «ζουν» οι προσωπικές ψυχές των δικών τους νεκρών. Η εικόνα όμως του βασιλείου του Άδου είναι χρονικά παράλληλη με τις οντολογικές – φιλοσοφικές αντιλήψεις που με σαφήνεια τηρούν απόσταση από την αυταπάτη περί προσωπικών ψυχών. Αυτό που ζει στον Άδη δεν είναι η πραγματική ψυχή των τεθνεώτων, αλλά η «σκιά» της βιογραφίας τους, μία αποθήκευση στον «σκληρό δίσκο» του αιώνιου Όντως Όντος, που υπάρχει μόνον στο μέτρο που κάποιος θα έλθει να κάνει ένα «διπλό κλικ» επάνω της. Με μνημόνευση, με απόδοση τιμών, με τελετή...    

Όπως έχει επισημάνει ο Ζαν Πιέρ Βερνάν, η αθανασία της ψυχής που απασχολεί τον Πλάτωνα, και εν γένει την πυθαγοροπλατωνική γραμμή θα συμπληρώναμε εμείς, δεν είναι παρά η αθανασία του ανώτερου τόπου της ψυχής, ως ενός αποσπάσματος της θεότητας, απαράλλακτα, έστω κι αν ο ανυποψίαστος αναγνώστης εκπλήσσεται, με τον «δαίμονα εαυτού» των, υλοζωϊστών στην βάση τους, Στωϊκών. Δεν πρόκειται για εξατομικευμένη αθανασία, για την αθανασία κάποιου περαστικού «εγώ», αλλά για την αθανασία του πραγματικού εαυτού ως αποσπάσματος της θεότητας. Ο ίδιος ο Πλάτων δηλώνει ότι οι ψυχές που διατηρούν δεσμούς με το σωματικό «εγώ» καταντούν φαντάσματα, και ο Βερνάν το επεξηγεί αρκετά γλαφυρά με τα ακόλουθα λόγια: «αυτές οι ψυχές... έμειναν υπερβολικά προσωπικές, υπερβολικά εξατομικευμένες και παράλληλα σωματοποιημένες. Συνεπώς, δεν μπορούν να σμίξουν με τα άστρα με τα οποία συγγενεύουν. Με άλλα λόγια, έργο της ψυχής δεν είναι να εκφράζει την ιδιαιτερότητα του καθενός από εμάς, αλλ’ αντίθετα να φροντίζει ώστε η ιδιαιτερότητα αυτή κάποια στιγμή να ξεπερνιέται, ώστε ο καθένας μας, στο τέρμα μιας καθαρής ζωής, να παραδίνεται σε ολόκληρο τον κόσμο και στο Θείον» (3). 

Οι διάφορες οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές μας λοιπόν συγκλίνουν στο ότι αυτό που ακολουθεί τον βιολογικό θάνατο είναι η ένωση του προσκαιροποιημένου αιώνιου με την πηγή του, όπως και τα σωματικά συστατικά κάνουν την δική τους επιστροφή στην κοινή ουσία που τροφοδοτεί τις επόμενες σωματικές πυκνώσεις που θα αναδείξουν νέα θνητά όντα. Καθίσταται σαφές λοιπόν ότι στην Ελληνική Εθνική Θρησκεία δεν υπάρχει χώρος για διαχειριστές του φόβου, αφού στο σχήμα που αυτή πρεσβεύει για τον κύκλο ζωή – θάνατος – ζωή δεν υπάρχει τίποτε απολύτως για να φοβηθεί κανείς. Εκτός αν κάποιοι έχουν φθάσει σε τέτοιο βαθμό πνευματικής διάλυσης που να κυριεύονται από φόβο στην ιδέα ενός ανθρώπου που είναι συγγενής των Θεών και ενός Όλου που δεν χωράει κανέναν υπερκείμενο δικτάτορα, λογιστή ή δεσμοφύλακα.  

___________________

(1) Αναλυτικά αυτή η διαδικασία περιγράφεται στο «Σημειώσεις επάνω στον Φόβο και την Αφοβία / Notizen über die Angst und die Angstlosigkeit» του γράφοντος, εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήνα, 2006

(2) «ΚΑΙ ΤΑ ΨΥΧΑΣ ΠΕΜΠΕΙΝ (Η ΔΑΙΜΩΝ Η ΠΑΝΤΑ ΚΥΒΕΡΝΑ) ΠΟΤΕ ΜΕΝ ΕΚ ΤΟΥ ΕΜΦΑΝΟΥΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΕΙΔΕΣ, ΠΟΤΕ ΔΕ ΑΝΑΠΑΛΙΝ».

(3) Στο «Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και εμείς. Η επικαιρότητα του Αρχαίου Κόσμου», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 1992, σελ. 133 


πηγή: rassias.gr

Η ΘΕΑ ΕΚΑΤΗ

$
0
0



Σεληνιακή Θεά της εσωτερικής γνώσης και των μεταβάσεων και των αλλαγών, με εξουσία στον ουρανό, την γη, την θάλασσα, αλλά και το επέκεινα, χορηγός πλούτου, τιμών, νίκης και εύπλοιας, προστάτης των νεογέννητων, καθοδηγήτρια των ανθρώπων ως κυρία των οδών, των δίστρατων, των τρίστρατων και των εισόδων (που και τα τέσσερα συμβολίζουν τις πορεύσεις και επιλογές του ανθρωπίνου βίου), βοηθός κάθε θεσμοθετήσεως και προϊσταμένη κάθε εξαγνιστικής τελετής. 

Σύμφωνα με τις διάφορες μυθολογικές εκδοχές, η Θεά Εκάτη εμφανίζεται να έχει «γεννηθεί» από: 


1. Την Θεά Νύκτα (Βακχυλίδης, αποσπ. 1Β, «Εκάτα δαϊδοφόρε, Νυκτός μεγαλοκόλπου θύγατερ»)
2. Τον τιτάνα Πέρση και την τιτανίδα Αστερία (Θεογονία Ησιόδου 404, Ομηρικός Ύμνος Δήμητρος, Ψευδο-Απολλόδωρος 1.8., Λυκόφρων 1174, κ.ά.), εξ ου και «Περσηϊς», αν και σε μια εκδοχή ο πραγματικός πατέρας ήταν ο Ζευς.
3. Τον Θεό Δία και την Αστερία (κατά τον Μουσαίο, σύμφωνα με τον σχολιαστή του Απολλωνίου Ροδίου)
4. Τον Αρισταίο (κατά τον Φερεκύδη, σύμφωνα με τον σχολιαστή του Απολλωνίου Ροδίου)
5. Την Θεά Δήμητρα (σχολιαστής Απολλωνίου Ροδίου 3.467)
6. Την Λητώ (κατά τον Ευριπίδη)
7. Τον Θεό Δία και την θυγατέρα του Αιόλου Φεραία (η οποία την εγκατέλειψε σε ένα τρίστρατο, κατά τον σχολιαστή του Θεοκρίτου), εξ ου και «Φεραία».
8. Τον Θεό Δία και την Θεά Δήμητρα (και την έστειλε μάλιστα η μητέρα της να βρει την αδελφή της Περσεφόνη).
9. Τον Θεό Δία και την Θεά Ήρα.
10. Τον τιτάνα Κοίο και την τιτανίδα Φοίβη, με «αδελφές» της την Αστερία και την Λητώ. 
11. Τον Τάρταρο


Η μυθολογούμενη κυριαρχία της «Περσηϊδος» Θεάς στον ουρανό, την γη και την θάλασσα, ασκείτο ήδη από την εποχή των Τιτάνων, πριν την «Τιτανομαχία» με την οποία ανέλαβαν την διακυβέρνηση του Κόσμου οι νικητές Θεοί. Ο Ζευς απλώς τίμησε την στην πραγματικότητα «θυγατέρα» του, για την συμμετοχή της στην σύγκρουση με την πλευρά των Θεών, επικυρώνοντας την προϋπάρξασα κυριαρχία της. Αυτή με την σειρά της, βοήθησε ξανά τους Ολύμπιους στην «Γιγαντομαχία» (όπου φόνευσε τον Κλυτίο), πολεμώντας δίπλα – δίπλα με την «μητέρα» της Νύκτα.

ΕΤΥΜΟ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ

Το όνομα της Θεάς ετυμολογείται από το επίρρημα «εκάς» (μακράν), από όπου και «εκάθεν» (μακρόθεν). Στο Λεξικό Liddell & Scott ορίζεται ως η μακράν εξικνουμένη (εκ του «εξικνούμαι», δηλαδή καταλήγω, φθάνω, έχω ως όριο).

Πιθανή ετυμολογία είναι και εκείνη εκ του «εκάτερος» (ο καθένας από δύο, όχι όμως από κοινού αλλά χωριστά, το αντίθετο δηλαδή του «αμφότεροι»). Σε αυτή την περίπτωση τονίζεται ο διπλός δεσμός της Θεάς με τον κόσμο των ζωντανών και τον κόσμο των νεκρών.

ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΘΕΑΣ

Η πυκνότητα θεοφορικών ονομάτων που παραπέμπουν στην Εκάτη και συναντάμε στην Καρία της Μικράς Ασίας (Εκαταίος, δηλαδή ο της Εκάτης, Εκατόμνους, κ.ά.), δείχνει μια φύση της Θεάς εντελώς άσχετη από «σκοτεινά» στοιχεία, τα οποία λανθασμένα της απέδωσε ο αποκρυφισμός της Ύστερης Αρχαιότητας.

Στην Θράκη τιμήθηκε αποκλειστικά ως θηλυκή πλευρά του Θεού Ερμού, προστάτη των χωρικών ορίων, των θυρών των οίκων και των πυλών των πόλεων και των Ναών («Πυλαίος» και «Προπύλαιος»), των οδών και των διόδων και τριόδων («Όδιος» και «Ενόδιος»), ο οποίος επίσης απεικονίζετο τρικέφαλος ή και τετρακέφαλος σε κάποιες περιπτώσεις («ΤΡΙΚΕΦΑΛΟΣ ΟΤΙ ΤΟ ΤΡΙΤΤΟΝ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΑΙΝΙΤΤΙΤΑΙ... ΤΕΤΡΑΚΕΦΑΛΟΣ ΔΕ ΔΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥΔΥΝΑΜΟΝ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ», σχολιαστής Ομήρου Ευστάθιος Θεσσαλονικεύς). Μοιράστηκε δε μαζί του και την ψυχοπομπό φύση του Ερμού, όπως και την εξουσία του τελευταίου στα τέσσερα επίπεδα («ΕΡΜΗΣ ΧΘΟΝΙΟΣ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΧΘΟΝΙΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΟΜΠΟΣ», ως άνω). Αυτή η «ερμαϊκή» φύση της Θεάς υιοθετήθηκε εν συνεχεία και από άλλες ελληνικές περιοχές, και σε κάποιες από αυτές απορρόφησε στοιχεία της Θεάς Αρτέμιδος, ή της Θεάς Σελήνης (κάτι που αντανακλάται και στον Αισχύλο) ή της Θεάς Νεμέσεως με την οποία παρουσιάζει πάμπολλες ομοιότητες. Στις δύο τελευταίες περιπτώσεις, προστεθείσας του και δεισιδαιμονικού στοιχείου καθυστερημένων περιοχών ή ξένων θρησκειών του Ελληνιστικού κόσμου, η Θεά συνδέθηκε με την Μαγεία. 

Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, η Θεά Εκάτη ταυτίστηκε και με την Δήμητρα, την Ρέα, και την Περσεφόνη, στην δε ελληνιστική και ρωμαϊκή Κρήτη ταυτίστηκε και με την Δίκτυννα. Μετά τους κλασικούς χρόνους, η Θεά άρχισε να απεικονίζεται τρίμορφη, με τρία δηλαδή πρόσωπα, κατά παρακολούθηση αντίστοιχων απεικονίσεων του Θεού Ερμού.  

Βέβηλη λατρεία της Θεάς είναι η επίκλησή της κατά την Ύστερη Αρχαιότητα από, ανατολίτες κυρίως, μάγους, νεκρομάντεις και χυδαίου επιπέδου «θεουργούς», ως υποτιθέμενη θεότητα των μαγικών και νεκρομαντικών τεχνών, λόγω συγκρητισμού της με την σουμεριακή Ερεσχιγκάλ, ως ταυτόσημη της οποίας («Εκάτη Ερεσχιγκάλ») την βρίσκουμε να την επικαλείται «μαγικός πάπυρος» του 4ου αιώνα. Στο ίδιο επίπεδο, με προέλευση ωστόσο εδώ εκ της λαϊκής δεισιδαιμονίας, είναι και ο συσχετισμός της με το υποτιθέμενο φάντασμα «Έμπουσα» (ή «Λάμια», ή «Μορμολύκειον») ή οι αναφορές του ονόματός της επάνω σε μαγικούς «καταδεσμούς». Δεν έχει ωστόσο καταγραφεί καμία αναφορά σε ιστορικό πρόσωπο, το οποίο να λάτρευε την Θεά ως «σκοτεινή» θεότητα των μάγων και των μαγισσών.

ΙΕΡΑ - ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ

Η προέλευση της λατρείας της είναι καθαρά ελληνική, με βάθος τουλάχιστον έως τον 9ο αιώνα, αφού στην «Θεογονία» του Ησιόδου (416 – 420), διαβάζουμε τα εξής: «ΚΑΙ ΓΑΡ ΝΥΝ, ΟΤΕ ΠΟΥ ΤΙΣ ΕΠΙΧΘΟΝΙΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΡΔΩΝ ΙΕΡΑ ΚΑΛΑ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟΝ ΙΛΑΣΚΗΤΑΙ, ΚΙΚΛΗΣΚΕΙ ΕΚΑΤΗΝ. ΠΟΛΛΟΙ ΤΕ ΟΙ ΕΣΠΕΤΟ ΤΙΜΗ ΡΕΙΑ ΜΑΛ’, Ω ΠΡΟΦΡΩΝ ΓΕ ΘΕΑ ΥΠΟΔΕΞΕΤΑΙ ΕΥΧΑΣ ΚΑΙ ΤΕ ΟΙ ΟΛΒΟΝ ΟΠΑΖΕΙ, ΕΠΕΙ ΔΥΝΑΜΙΣ ΓΕ ΠΑΡΕΣΤΙΝ». Πέραν αυτού, ο William Berg «τελείωσε» το θέμα της προέλευσης ήδη από το 1974, με το γνωστό «Hecate: Greek or "Anatolian"?» στην επιθεώρηση «Numen» (τόμος 21, τεύχος 2, σελ. 128 - 140).

Στην Θράκη, όπως προείπαμε, προστέθηκαν απλώς στην λατρεία της κάποια έντονα «ερμαϊκά» χαρακτηριστικά. Η ελληνική λατρεία της ισχυροποιήθηκε απλώς στην Καρία, απορροφώντας κάθε προγενέστερο αυτόχθον αντίστοιχό της, επί βασιλέως Εκατόμνου (βασιλεία: 391 – 377, το θεοφορικό όνομα του οποίου εξηγεί αυτή την ισχυροποίηση), τον οποίο διαδέχθηκε ο υιός του Μαύσωλος (βασιλεία: 377 - 351). Σπουδαιότερα κέντρα της καρικής λατρείας της Εκάτης ήσαν η μικρή πόλη Λάγινα, της οποίας η Θεά Εκάτη ήταν πολιούχος και προσφωνείτο «Σώτειρα, Μεγίστη και Επιφανεστάτη», καθώς και η εποπτεύουσα γειτονική Στρατονίκεια (το σημερινό Εσκί Χισάρ) την οποία ίδρυσε ο Αντίοχος Σωτήρ στην αριστερή όχθη του παραπόταμου του Μαιάνδρου Μαρσύα. Η Στρατονίκεια ονομαζόταν παλαιότερα Ιδριάς και αρχικώς Εκατησία (επί δε του Αντωνίνου Πίου, προστάτις της πόλεως θα είναι η τριάδα Ζευς Ύψιστος, Εκάτη Σώτειρα και Τύχη). Αυτή ακριβώς η υψηλή θέση της Θεάς στην ελληνιστική και ρωμαϊκή Καρία, ήταν που παρέσυρε αρκετούς στο να νομίζουν ότι η λατρεία της είχε την συγκεκριμένη χώρα ως κοιτίδα. Μεγάλη διασπορά λατρευτικών της σημείων έχουμε άλλωστε και στην Φρυγία, όλα όμως έχουν αφετηρία στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους.

Στην νήσο Αίγινα, η Θεά είχε έναν σημαντικό Ναό. Ο Παυσανίας στα «Κορινθιακά» περιγράφει: «Οι Αιγινήτες τιμούν πιο πολύ από τους Θεούς την Εκάτη και διεξάγουν κάθε χρόνο τελετή προς τιμήν της, την οποία λένε ότι καθιέρωσε ο Θραξ Ορφεύς. Μέσα στον περίβολο υπάρχει Ναός και ξόανο, έργο του Μύρωνος, με ένα πρόσωπο και ένα σώμα. Νομίζω ότι πρώτος ο Αλκαμένης κατασκεύασε τρία αγάλματα της Εκάτης ενωμένα μεταξύ τους σ'ένα, το οποίο οι Αθηναίοι ονομάζουν «Επιπυργιδία» και είναι τοποθετημένο κοντά στον ναό της Απτέρου Νίκης» (2.30.2).

Στην Αθήνα, η Θεά που είχε Ιερό της στην αρχή της Ιεράς Οδού, ετιμάτο σε πολλές οικιακές λατρείες μαζί με τους Δία, Ερμή, Εστία και Απόλλωνα. Στην οικιακή λατρεία ήταν προστάτιδα της ευμάρειας και της καλής τύχης των οίκων, προσφωνείτο «Καλλίστη» και έκαναν ανά έτος προς τιμήν της μία εορτή με πομπή και θυσίες στις Άγραις, σε ανάμνηση της νίκης στον Μαραθώνα. Εάν δεν υπερβάλλει η πηγή, όπως σημείωσε ο William Berg, έξω από κάθε σχεδόν αθηναϊκή οικία έστεκε ένα «Εκάτειον» ή «Εκάταιον», δηλαδή άγαλμα της Θεάς. 

Άλλα σημαντικά λατρευτικά της κέντρα ήσαν η Σμύρνη, η Αλικαρνασσός, η Ηράκλεια Λάτμου, η Κνίδος, οι Τράλλεις, το Άργος (κοντά στο Ιερό των Διοσκούρων, με μαρμάρινο άγαλμα του Σκόπα και μπρούτζινο του Πολυκλείτου), το Βυζάντιον, η Αφροδισιάς (ως «Προπυλαία»), η Ρόδος (επίσης ως «Προπυλαία», μαζί με την Ερμή «Προπύλαιο» και τον Απόλλωνα «Αποτροπαίο»), η Κως, η Επίδαυρος, η Άνδρος, η Τιτάνη Σικυώνος, οι Συρακούσες, η Θάσος (με αγάλματά της και βωμούς σε 3 διαφορετικές πύλες της πόλης), ο Σελινούς (όπου προστάτευε την είσοδο του Ιερού της Δήμητρος «Μαλοφόρου», ο Πειραιάς, η Κυρήνη (μοιραζόμενη μικρό Ναό της με τον Άδη και την Περσεφόνη) και η Σαμοθράκη. 

Το αρχαιότερο λατρευτικό εύρημα έχει βρεθεί στην Αθήνα και είναι ένα μικρό και ενεπίγραφο πήλινο ειδώλιο ένθρονης Εκάτης του 6ου αιώνα. Σε αρκετές περιοχές, συνηθιζόταν κάθε νουμηνία μετά τον καθαρισμό των οικιών να εκθέτουν στις τριόδους, προς τιμήν της Θεάς Εκάτης, διάφορα τρόφιμα (μελόπιτες, αυγά, ψάρια, κ.α.), τα οποία βεβαίως τρώγονταν από τα νυκτόβια ζώα και πτηνά (σπανίως δε από εξαθλιωμένους ανθρώπους που περίμεναν εκεί κοντά επ’ αυτού, παρά το ότι κάτι τέτοιο θεωρείτο εναγές). Ήσαν τα λεγόμενα «Εκαταία» ή «Εκάταια» ή «Εκατήσια» δείπνα. 

Ναός της Θεάς Εκάτης, έστεκε από τον 5ο αιώνα στην είσοδο της Μιλήτου, όπου η Θεά ετιμάτο από ιδιαίτερο μουσικό θίασο και δύο βωμούς (έναν του 6ου και έναν του 1ου π.α.χ.χ. αιώνα), η δε λατρεία της συνδεόταν με εκείνη του Θεού Απόλλωνος στα Δίδυμα, με πομπή που ξεκινούσε από την Μίλητο και κατέληγε στο Ιερό και μαντείο των Διδύμων. Σε αυτή την πομπή γινόταν περιφορά 2 μυστηριωδών αντικειμένων, εκ των οποίων το ένα στεφανωνόταν, πλενόταν με άκρατο οίνο και κατετίθετο δίπλα στο άγαλμα της Εκάτης στις «πρόσθεν πύλες», ενώ το άλλο μεταφερόταν στον Ναό του Απόλλωνος. Ο πρώτος παιάνας της πομπής, απευθυνόταν στην Θεά Εκάτη.

Σύμβολά της είναι οι δύο πυρσοί, ο εκατηνός στρόφαλος, το κλειδί (που «κλειδώνει θύρες» απέναντι στους κινδύνους και «ξεκλειδώνει θύρες» στις θετικές επιδράσεις) και το ξιφίδιο. Ιερό ζώο της είναι ο σκύλος - προστάτης (όπως και στην προστάτιδα των τοκετών Θεά Ειλειθύϊα «Γενετυλλίδα») και ιερά δένδρα της η βελανιδιά, η φουντουκιά, η μαύρη λεύκα (της οποίας τα δίχρωμα φύλλα συμβολίζουν τον διπλό δεσμό της Θεάς με τον κόσμο των ζωντανών και τον κόσμο των νεκρών) και το κυπαρίσσι. Προσφορά προς αυτήν είναι το μέλι, ιερό φυτό της ο ασφόδελος και ο ακονίτης και ιερείο της ο μαύρος ταύρος (θυσιαζόταν στην Αθήνα την κάθε πρωτοχρονιά), το μαύρο θήλυ πρόβατο, αλλά και ο μαύρος σκύλος (στην Θράκη, την Σαμοθράκη, την Βοιωτία, την Μακεδονία και την Κολοφώνα της Ιωνίας). Ο χριστιανός Ευστάθιος Θεσσαλονικεύς μεταφέρει την, εξαιτίας της ιδιότητάς του ελεγχόμενη, πληροφορία ότι της θυσίαζαν με αποτροπαϊκό σκοπό μαινίδες (σέρουλες) «ΔΙΑ ΤΟ ΔΟΚΕΙΝ ΤΗΝ ΕΚΑΤΗΝ ΜΑΝΙΩΝ ΑΙΤΙΑΝ ΕΙΝΑΙ».
  
Επίθετά της και επικλήσεις της είναι οι «Άγγελος», «Αποτροπαία» (αυτή που αποτρέπει και προστατεύει), «Δαδούχος», «Εινοδία» και «Ενοδία» (η των οδών), «Ηγεμόνη», «Θηρόβρομος», «Κλειδούχος» και «Κληϊδούχος», «Κουροτρόφος», «Κροκόπεπλος», «Λαμπαδηφόρος», «Νυκτερία» και  «Νυκτιπόλος», «Φύλαξ», «Πυλαία» και «Προθυραία» (στον ύμνο του Πρόκλου «Εις Εκάτην και Ιανόν»), «Σκυλακίτις» (συνοδευόμενη από σκυλιά) και «Σκυλακαγέτις», «Σώτειρα», «Ταυροπόλος», «Τριαύχενος» και «Τρικέφαλος», «Τριοδίτις» (η των τριστράτων), «Υηξίχθων» (σχίζουσα την γη),  «Φιλέρημος» και «Ουρεσιφοίτις» (δηλ. μοναχική, όπως μοναχικοί μέσα στα πλήθη πορεύονται οι «παύροι», οι ολίγοι πνευματικά εξελιγμένοι), «Φωσφόρος» (η φέρουσα το φως, «ΣΕΛΑΣ ΕΝ ΧΕΙΡΕΣΣΙΝ ΕΧΟΥΣΑ»), «Χθονία», κ.ά.

Ο Ορφικός Ύμνος της λέει τα ακόλουθα:

«ΕΙΝΟΔΙΑΝ ΕΚΑΤΗΝ ΚΛΗΪΖΩ, ΤΡΙΟΔΙΤΙΝ, ΕΡΑΝΝΗΝ, ΟΥΡΑΝΙΑΝ, ΧΘΟΝΙΑΝ ΤΕ ΚΑΙ ΕΙΝΑΛΙΑΝ, ΚΡΟΚΟΠΕΠΛΟΝ, ΤΥΜΒΙΔΙΑΝ, ΨΥΧΑΙΣ ΝΕΚΥΩΝ ΜΕΤΑ ΒΑΚΧΕΥΟΥΣΑΝ, ΠΕΡΣΕΙΑΝ, ΦΙΛΕΡΗΜΟΝ, ΑΓΑΛΛΟΜΕΝΗ ΕΛΑΦΟΙΣΙ, ΝΥΚΤΕΡΙΑΝ, ΣΚΥΛΑΚΙΤΙΝ, ΑΜΑΙΜΑΚΕΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ, ΘΗΡΟΒΡΟΜΟΝ, ΑΖΩΣΤΟΝ, ΑΠΡΟΣΜΑΧΟΝ ΕΙΔΟΣ ΕΧΟΥΣΑΝ, ΤΑΥΡΟΠΟΛΟΝ, ΠΑΝΤΟΣ ΚΟΣΜΟΥ ΚΛΗΪΔΟΥΧΟΝ ΑΝΑΣΣΑΝ, ΗΓΕΜΟΝΗΝ, ΝΥΜΦΗΝ, ΚΟΥΡΟΤΡΟΦΟΝ, ΟΥΡΕΣΙΦΟΙΤΙΝ, ΛΙΣΣΟΜΕΝΟΣ ΚΟΥΡΗΝ ΤΕΛΕΤΑΙΣ ΟΣΙΑΙΣΙ ΠΑΡΕΙΝΑΙ ΒΟΥΚΟΛΩι ΕΥΜΕΝΕΟΥΣΑΝ ΑΕΙ ΚΕΧΑΡΗΟΤΙ ΘΥΜΩι».

Η ΕΚΑΤΗ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ

Το ρωμαϊκό αντίστοιχο της Εκάτης είναι η Θεά Τριβία (Trivia, δηλαδή «η των τριών οδών», η «Τριοδίτις»). Επειδή υιοθετήθηκε από τους Ρωμαίους κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, υπήρξε και αυτή αντικείμενο superstitionis (δηλαδή δεισιδαιμονίας, σκοτεινής αντίληψης περί Θεών), είτε από την λαϊκή αντίληψη, είτε από τους μάγους και χυδαίου επιπέδου «θεουργούς». Επίσης, η αποκρουστική εικόνα της ως τέρατος που προκαλεί τρόμο, είναι δημιούργημα της ύστερης ρωμαϊκής λογοτεχνίας. Αντίθετα, στην αριστοκρατία της Ρώμης η Θεά λατρεύτηκε με ιδιαίτερη ευσέβεια μέχρι και τον 4ο αιώνα, με ιερείς στο ελληνικό όνομά της και σε εκείνο του Θεού Διονύσου (CIL XI 671, CIL VI 500, 504, 507, 510, 1675 και 31940).  


πηγή: rassias.gr

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

$
0
0


Τα ένδοξα και η διαλεκτική

Σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο Αριστοτέλης ανήκει στα πιο βαθυστόχαστα μυαλά της ανθρωπότητας και απέναντί του καμιά εποχή δεν έχει να αντιτάξει παρόμοιο ανάστημα (Werke19σ.132). Μια γενικότερη αντίληψη που ισχύει για την αριστοτελική φιλοσοφία, κατά τον γερμανό φιλόσοφο, είναι ότι ο Αριστοτέλης έχει αναγάγει σε αρχή της γνώσης την εμπειρία (ό.π., σ. 145). Ωστόσο δεν μένει σε αυτή την εμπειρική περιοχή, αλλά επιχειρεί να συνδυάσει την εμπειρικά/εξωτερικά εκτυλισσόμενη επιχειρηματολογία με μα βαθύτατα θεωρησιακή διαδικασία (ό.π.). Αυτός ο συνδυασμός αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αριστοτελικής θεωρίας περί διαλεκτικής. 

Το έργο, στο οποίο ο Αριστοτέλης αναπτύσσει κυρίως την εν λόγω θεωρία του, είναι τα Τοπικά, χωρίς να παραγνωρίζεται ορισμένως και το άλλο έργο του: Σοφιστικοί Έλεγχοι, όπου συζητά περισσότερο τη λειτουργική σχέση και αντίθεση σοφιστικής και διαλεκτικής υπό το πρίσμα μιας θεωρίας της αντίφασης. Στα Τοπικά πραγματεύεται τους τόπους, ήτοι «τις απόψεις, με βάση τις οποίες μπορεί να εξεταστεί ένα πράγμα» (ό.π., σ. 235). Έτσι, οι τόποι αποτελούν, υπό ένα ευρύ πνεύμα, σχήματα εξέτασης και έρευνας ενός αντικειμένου, κατά Λόγο σχήματα που επιτρέπουν μια σφαιρική κάτοψη του τελευταίου και μια αντίστοιχη εκδίπλωση επιχειρηματολογίαςεναρμονισμένης με τις διάφορες όψεις του αντικειμένου (ό.π., σ. 236). 

Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με ένα είδος διαλεκτικής, που χαρακτηρίζεται από «εξωτερικούς προσδιορισμούς ανασκόπησης ή ανασκοπικής επιστροφής» (ο.π.), κάτι δηλαδή σαν την εξωτερική ανασκοπική δραστηριότητα της σκέψης στην εγελιανή θεωρία της ουσίας[1]. Η  διαλεκτική κατανοείται ως εκ τούτου στον Αριστοτέλη ως η μέθοδος εκείνη, που μας δίνει τη δυνατότητα να συλλογιζόμαστε για κάθε πρόβλημα και να υποβάλλουμε τη σκέψη μας σε έλεγχο, χωρίς να πέφτουμε σε αντιφάσεις, ακολουθώντας τους εν λόγω τόπους, που γενικώς είναι οι εξής: «α) διαφορετικότηταˑ β) ομοιότηταˑ γ) αντίθεσηˑ δ) σχέση-αναλογίαˑ ε) σύγκριση» (Χέγκελ, ό.π.).

Στους καιρούς μας, που οι πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές είναι συνυφασμένες σχεδόν με την καταστροφή του Λόγου (die Zerstörung der Vernunft), η Αριστοτελική Διαλεκτική αποκτά ιδιαίτερη χρηστική αξία, γιατί αφορά ευθέως τη διανοητική στάση μας απέναντι στο ένα ή το άλλο θέμα και την αποκατάσταση ενός αυθεντικώς διαλέγεσθαι, του οποίου οι ρίζες ανάγονται στο αντίστοιχο πλατωνικό διαλέγεσθαι,με όλες φυσικά τις εύλογες διαφοροποιήσεις του Αριστοτέλη.

Η εν λόγω διαλεκτική είναι μια συλλογιστική και όχι λιγότερο διαλογική διαδικασία, όπου κατανέμονται ρόλοι και οι συζητητές θέτουν και δέχονται ερωτήσεις αντίστοιχα, λαμβάνοντας πάντα ως αφετηρία συζήτησης πιθανές προτάσεις, δηλαδή προτάσεις αποδεκτές από όλους τους ανθρώπους, κοινές για όλους απόψεις ή αντιλήψεις. Αυτές τις κοινές απόψεις ο φιλόσοφος τις ονομάζει νδοξα [: εν-δόξα (=γνώμη)] και, όπως διευκρινίζει, τις «συμμερίζονται όλοι ή οι πιο πολλοί ή οι σοφοί, και από αυτούς-εδώ ή όλοι ή οι περισσότεροι ή οι πιο γνωστοί και πιο ξακουστοί» (Τοπικά Α1 100b, 22-24). 

Μια άποψη, επομένως, ή αντίληψη συγκροτεί διαλεκτική πρόταση, όταν έχει την αποδοχή ή τη συμφωνία όλων ή των περισσοτέρων ανθρώπων. Το ίδιο ισχύει και για τις απόψεις, τις γνώμες και τις προτάσεις των σοφών [=των ειδικών]: δεν πρέπει να έρχονται σε αντίφαση με την κοινή γνώμη, δηλαδή με τη γνώμη των πολλών, γιατί τότε όλες αυτές είναι παράδοξα και όχι νδοξα (ό.π., 104a, 10-12). Όπως προκύπτει, το διαλεκτικό κριτήριο που καθιστά μια γνώμη διαλεκτική πρόταση δεν είναι γενικά η αποδοχή, αλλά η αποδοχή που εκπορεύεται από την πλειοψηφία των ανθρώπων, είτε πρόκειται για πλειοψηφία  κοινών θνητών είτε  ειδημόνων είτε άλλων ομάδων. Και από τον κύκλο τέτοιων και άλλων πλειοψηφιών, ας πούμε γενικώς συντεχνιακών, τον πρώτο λόγο τον έχει η πλειοψηφία των ανθρώπων ως πολιτών και όχι ως οπαδών

Η αποθέωση του δημοκρατικού ιδεώδους και της αξίας των πολλών

Ανάμεσα λοιπόν στη γνώμη των πολλών και εκείνη των ειδημόνων ή των άλλων ομάδων ο Αριστοτέλης προκρίνει ως ορθότερη τη γνώμη των πολλών. Γιατί; Επειδή προφανώς ετούτη η γνώμη, από άποψη αρχής, είναι περισσότερο κοντά στην αντικειμενική πραγματικότητα από κάθε γνώμη που εκφράζει η μεμονωμένη αυθεντία ή η συντεχνία.Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με προσέγγιση της αλήθειας πάνω σε αυθεντικά και όχι φαντασιακά δημοκρατικό/αντικειμενικό έδαφος, στη δεύτερη με ολιγαρχική/υποκειμενική περιχαράκωση της αλήθειας. Έτσι εξηγείται, γιατί και η «ειδημοσύνη», δηλαδή η ολιγαρχική γνώμη διαφόρων «ειδημόνων» –πολιτικών, οικονομολόγων, πανεπιστημόνων κ.λπ.– βούλιαξε την Ελλαδική χώρα χωρίς δυνατότητα πια κάποιου αντιστρέψιμου βηματισμού.

Η αναγνωρισμένη γνώμη, έτσι όπως την κατανοεί ο Αριστοτέλης ως  νδοξον, εδράζεται σε δημοκρατικό/αντικειμενικό έδαφος όχι μόνο επειδή απηχεί ένα είδος εδραίας γνώσης των πολλών, αλλά και γιατί αντικειμενικά, ιστορικά και κοινωνικο-ηθικά, αποτελεί το πρώτο, άδολο και φυσικώ τω τρόπω κεκτημένο γνώσης, γιατί τελικά εκφράζει την κατά φύση τάση του ανθρώπου να ορέγεται τη γνώση, δηλαδή να θέλει να σκέπτεται την αλήθεια. Ενσαρκώνει, με άλλα λόγια, την κατά Νίτσε ελεύθερη έκφραση του δημιουργικού ενστίκτου του ανθρώπου. Κατ’ αυτό το πνεύμα λοιπόν τα νδοξα νομιμοποιούν την παρουσία τους όχι ως απόλυτη αλήθεια, ως θέσφατο, όπως  συχνά-πυκνά προβάλλει η γνώμη του ειδήμονα ή η άκριτη κοινή γνώμη, αλλά ως ενδεχόμενη, ως πιθανή αλήθεια. 

Μια τέτοια σχετική αλήθεια, που είναι αναγνωρισμένη γνώμη της πλειοψηφίας, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών και οποιωνδήποτε άλλων ομάδων, και αληθές τεκμήριο της φυσικής τάσης όλων των ανθρώπων για την αλήθεια, είναι λιγότερο διαψεύσιμη από την μονοσήμαντη γνώμη ή γνώση του ειδικού. Απ’ αυτή την άποψη, τα νδοξα συγκροτούν την πρώτη ύλη της διαλεκτικής, η οποία ως διαλεκτικός συλλογισμός ασχολείται με τα νοήματα της ζωής, με τον Λόγο και τη Λογική ή το Λογικό-Είναι των πραγμάτων, όχι με τα ίδια τα πράγματα ως φυσικά αντικείμενα. 

Εάν επομένως ο συλλογισμός, ως τέτοιος, είναι ο «λόγος, στον οποίο, όταν τεθούν κάποια καθορισμένα πράγματα, αναγκαστικά προκύπτει, μέσω εκείνων που τέθηκαν, κάτι διαφορετικό από εκείνα που τέθηκαν» (Τοπικά Α 100a, 25-27),  διαλεκτικός  είναι «ο συλλογισμός που ξεκινά να συλλογίζεται από κοινώς παραδεκτές απόψεις (ο εξ νδόξων συλλογιζόμενος)» (ό.π., 100a, 29–100b,1). 

Δυνάμει αυτού του διαλεκτικού συλλογισμού αναπτύσσεται μια κατά Λόγο, ήτοι δια-Λογική επιχειρηματολογία, η οποία δεν καταλήγει να είναι αυτοσκοπός, αλλά αποβλέπει στην άσκηση της νόησης, έτσι ώστε η τελευταία να διαμορφώνει το δικό της παρατηρητήριο με τα αντίστοιχα υψώματα, τον δικό της στρατηγικό τόπο, ο οποίος δεν είναι αυθαίρετος ή δογματικός, αλλά πάντοτε διαλεκτικός, ήτοι ανοικτός προς συζήτηση και προς παραγωγή καθολικής/κοινής σκέψης. 

Η ανοικτή συζήτηση, με τη μορφή του διαλεκτικού συλλογισμού, επιτρέπει στον Διαλεκτικό να επεξεργάζεται τις ενάντιες γνώμες, να εξετάζει το πιθανό ή σχετικό αληθές της μιας ή της άλλης θέσης και, προτού εγκαταλείψει τη μια θέση για χάρη της άλλης ή κάποιας άλλης, να διαπιστώνει πόσο αναγνωρισμένες είναι οι προτάσεις, δηλαδή τα νδοξα, που αντιφάσκουν προς τη συγκεκριμένη θέση, και κατά πόσο οι εν λόγω προτάσεις, που έχουν ήδη ληφθεί ως προκείμενες του συλλογισμού, επιδέχονται τροποποίηση.  Γενικώς, η διαλεκτική, όπως ό Αριστοτέλης την εκθέτει στα Τοπικά ως πρακτικό τρόπο σκέψης, είναι ένας «ανηλεής» διαλεκτικός/διαλογικός αγώνας, όπου οι «αντίπαλοι» υποστηρίζουν διαφορετικές θέσεις: ο ένας ως ερωτών και ο άλλος ως απαντών. Ο δεύτερος, κατά κανόνα, δέχεται και αποδέχεται αναγνωρισμένες αποφάνσεις, εκκινεί απ’ αυτές· γι’ αυτό και ο ερωτών πρέπει να διαθέτει απόθεμα από νδοξα σε όλα τα δυνατά πεδία, προκειμένου να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της διαλεκτικής αντιπαράθεσης.

πηγή: hegel-platon

ΟΡΦΕΑΣ - Ο ΜΕΓΑΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

$
0
0
Baccio Bandinelli-Orpheus and Cerberus-2-Palazzo Medici Riccardi.jpg

Εισαγωγή

Σύμφωνα με τον Ελληνικό μύθο, ο Ορφέας ήταν η κύρια εκπροσώπηση της τραγουδιστικής τέχνης και της λύρας και είχε ιδιαίτερη σημασία στη θρησκευτική ιστορία της Ελλάδας. Η μυθική φιγούρα του Ορφέα ήταν ελληνικής για την ακρίβεια Μακεδονικής[1]προέλευσης από την Πιερία[2]. (ή κατ΄άλλους θρακικής προέλευσης). Τα Ορφικά Μυστήρια, τελετουργικά αγνώστου περιεχομένου, πήραν το όνομά τους από τον Ορφέα. Γεννήθηκε στην Πιερία σε μια πόλη ονόματι Πίμπλεια[3], κοντά στον Όλυμπο[4][5] και ήταν βασιλιάς των Κικόνων[6], όπου στις Μαινάδες τους βρήκε το θάνατό του. Ο μυθιστοριογράφος Κόνων γράφει ότι ήταν και Βασιλιάς των Μακεδόνων[7] επίσης. Ο τάφος του βρισκόταν και αυτός κοντά στον Όλυμπο στα Λείβηθρα.[8][9]Η συνολική θεώρηση των Ορφικών αποδεικνύει πως ο Ορφέας ήταν όντως υπαρκτό πρόσωπο και όχι απλά το αποκύημα της φαντασίας ορισμένων.



Το όνομα Ορφέας δε συναντάται ούτε στον Όμηρο ούτε στον Ησίοδο, αλλά ήταν γνωστό την εποχή του Ηβικού (περ. 530 π.Χ.). Ο Πίνδαρος(522-442 π.Χ) αναφέρεται σ’αυτόν ως "ο πατέρας των τραγουδιών".Μία αναπαράσταση από τον Πολύγνωτο[10] (5ος αιώνας π.χ.) του είχε δώσει εμφάνιση Έλληνα χωρίς Θρακικά ρούχα η τον "φρυγικό σκούφο".Αναπαραστάσεις[11] του ¨Ορφέα ξεκινούν το 460 π.χ. ως Έλληνα και μόνο αργότερα αποκτά Θρακικά χαρακτηριστικά και αυτά όχι συνεχώς.Ιστορίες για αυτόν κυκλοφορούσαν πιθανόν και πιο νωρίς απ τον 6ο αιώνα π.χ. αλλά έγινε "μόδα"[12] να του δίνονται Θρακικές ρίζες την εποχή των Μηδικών.Το ιστορικό του Ορφέα ήταν απόλυτα Ελληνικό αλλά συνδεόταν με νομαδικές φυλές όπως πολλοί ιεροί άνδρες του είδους του από τους Έλληνες[13][14]

Από τον 6ο αιώνα π.Χ., ο Ορφέας θεωρήθηκε ένας από τους βασικούς ποιητές και μουσικούς της αρχαιότητας, και ο εφευρέτης ή αυτός που τελειοποίησε τη λύρα και τα τύμπανα. Με τη δύναμη της μουσικής του και του τραγουδιού του μπορούσε να γοητεύσει τα άγρια ζώα, να διεγείρει τα δέντρα και τους βράχους σε χορό, ακόμα και να σταματήσει τη ροή των ποταμών. Ως ένας από τους πρωτεργάτες του πολιτισμού, θεωρείται πως δίδαξε στην ανθρωπότητα τις τέχνες της φαρμακευτικής, της γραφής και της γεωργίας. Στενά συνδεδεμένος με τη θρησκευτική ζωή, ο Ορφέας ήταν οιωνοσκόπος και μάντης. Εξασκούσε μαγικές τέχνες, ιδιαίτερα την αστρολογία, ίδρυσε ή κατέστησε προσβάσιμα πολλά σημαντικά μυστήρια, όπως αυτά του Απόλλωνα και του Θρακικού θεού Διονύσου. Καθιέρωσε τελετουργικά, δημόσια και ιδιωτικά και υπαγόρευσε αρχικές και εξαγνιστικές τελετουργίες.


orfeas



Η ΟΡΦΙΚΗ ΚΟΣΜΟΓΟΝΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

Οι πρώτες αρχές

Η Ορφική Κοσμογονία διδάσκει ότι ο Κόσμος δημιουργήθηκε από μια σειρά προϋπαρχουσών Αιτιών που ήσαν καθαρή Νόηση. Οι Αιτίες αυτές ονομάζονται Πρώτες Αρχές (εκ του ρ. άρχω) και είναι οι εξής:

· Η ΑΡΡΗΤΟΣ ΑΡΧΗ. - Είναι το Τριαδικόν Έν (Νούς, Νόηση, Λόγος) αλλά και η Πρώτη Δυάς («Γή»/Ύλη - που είναι η δύναμη ένεκα της οποίας θα προέλθει κάθε μορφή ύλης- και «Ύδωρ»/πηγή κάθε μορφής ενέργειας. Αναφέρονται και με άλλες ονομασίες όπως: μεριστή και συνεχής δύναμη κ.ά.). Η Πρώτη Δυάς εξεπήγασε από το Έν. Οι Αρχές αυτές συναποτελούν τον Νοητό Κόσμο (απρόσιτο στην ανθρώπινη διάνοια), αϊδιο (= αγέννητο και αθάνατο), άπειρο και άχρονο.

· Ο XΡΟΝΟΣ - Αγήραος ή Ηρακλής (= Κλέος της Ήρας- ψυχής του Παντός, επειδή πραγματώνει την επιθυμία της έμψυχης Ύλης να γεννηθούν τα όντα). Τίθεται ως πρώτη κάπως προσιτή στη διάνοιά μας, γενετήσια των Πάντων («Πατρική») Αρχή. Γεννά τον Αιθέρα, το Χάος και το Έρεβος (πρώτο Γεγονός του οντολογικού Γίγνεσθαι).

· ΤΟ ΩΟΝ - Γεννάται από τον Χρόνο και αναφύεται από το Χάος με την δημιουργική επίδραση του Αιθέρος και την κριτική (λογική-διακριτική) επενέργεια του «ισχυροτάτου και θείου» Πνεύματος. Με την συνέργεια των τριών αυτών δυναμικών πεδίων (Χάος, Αιθήρ+Χρόνος, Πνεύμα) δημιουργείται εντός του Χάους μια κωνοειδής σπείρα- Ύλιγγα- η οποία συμπεριφέρεται στο πρωταρχικό Πεδίο του Κενού-το Χάος-όπως ακριβώς συμπεριφέρεται μια Μαύρη Τρύπα. Παραλαμβάνει δηλαδή την δυνάμει αρνητική ύλη και ενέργεια και τις καθιστά θετικές. Όταν κορέννυται τις αποδίδει μεταστοιχειωμένες, οπότε επειδή ακριβώς είναι θετικής φύσεως καμπυλώνονται. Έτσι δημιουργείται η πρώτη χωροχρονική σφαίρα- το Ωόν. Ονομάζεται «πρώτο Όν» - πραγματικό υποκείμενο. Είναι σφαιρικό κατά το πρότυπο του Ενός. Μέσα στο Ωόν κυοφορείται ο Πρωτόγονος (= πρωτογενής) Φάνης- Μήτις- Ηρικεπαίος (= Φώς- Βουλή- Ζωή/Έρως) μέσα σε έναν υπέρθερμο πυρήνα του Ωού.

· Ο θεός αυτός εξέρχεται όταν η θερμότητα εντός του Ωού υπερβαίνει τα όρια ανοχής του. Υπερίπταται και εγκαθίσταται άνωθεν του Ωού. Ιδρύει ως πολυδύναμος και πολυώνυμος, αλλά ενιαίος θεός, τον Κόσμο των Ιδεών (Νοερό Κόσμο). Ο Νοερός Κόσμος είναι ο αληθής Όλυμπος (= ολόλαμπος), τόπος έμπλεως φωτός, κατοικία των Ολυμπίων Θεών (όχι μόνον των 12) και γενέσεως των προτύπων όντων (των Ιδεών).

· Το Ωόν, μετά την αποβολή της περίσσειας θερμότητος, μετατρέπεται σε Ουρανό που είναι συμπαντικός χώρος σφαιρικός και ομαλός ο οποίος πληρούται από ελεύθερη ενέργεια και λεπτότατη, αδέσμευτη ύλη.

Χαρακτηρίζεται και ορίζεται από την τέλεια περιφέρειά του (ούρον: από το «όρνυμι» -> ορμώμαι ->ουρανός).

Οι διάφορες βαθμίδες των αλλαγών εντός του Ουρανού οδηγούν στην Γένεση του Πραγματικού (Αισθητού) Σύμπαντος των θετικών (πραγματικών/υλικών) Κόσμων-«Συμπάντων».
Περί των θείων όντων

Οι θεοί προϋπάρχουν εν σπέρματι (δυνάμει) στο Έν, δηλ. στο Σύμπαν των απροσώπων Αρχών.

Δρούν εντατικά ως δυνάμεις στοιχειώδεις εντός του Χάους αλλά και ως δυνάμεις στην κορύφωσή τους εντός/διά του Αιθέρος (= ενεργειακός ωκεανός).

Αναδεικνύονται ως προσωπικότητες, εντελεχή όντα από την γέννηση του Φάνητος και μετά.

Η εξέλιξη- ποσοτική και λειτουργική- των θείων προσώπων συμφωνεί με την εξέλιξη των πραγμάτων.

Ετυμολογία ονόματος Ορφέα

Έχουν προταθεί πολλές ετυμολογίες για το όνομα Ορφέας. Μια πιθανή πρόταση είναι πως προέρχεται από την Ελληνική λέξη ορφανός. Ο Ορφέας λοιπόν μπορεί να είναι σημασιολογικά εγγύς του γοάω, δηλαδή θρηνώ, τραγουδώ άγρια, μαγεύω, ενώνοντας τους φαινομενικά ανόμοιους ρόλους του ως απογοητευμένο εραστή, υπερβατικό μουσικό και ιερέα μυστηρίων σε ένα λεξικολογικό σύνολο. Η λέξη ορφικός ορίζεται ως μυστικός, μαγευτικός και εκστασιακός, και πιθανόν, εξαιτίας του μαντείου του Ορφέα, ορφικός μπορεί επίσης να σημαίνει μαντικός. Σύμφωνα με μια άλλη ετυμολογική εκδοχή το όνομά του προέρχεται από το ορφνή(=σκοτάδι)[15].

Γενεαλογία

Σύμφωνα με την καλύτερα γνωστή παράδοση, η οποία φαίνεται κατά την προϊστορία περιλάμβανε μια έκταση από την περιοχή του Ολύμπου στην Πιερία μέχρι τα Στενά του Ελλησπόντου, ο Ορφέας ήταν γιος του Οίαγρου, βασιλιά της Θράκης και της Καλλιόπης, της Μούσας της επικής ποίησης, καθώς μάλιστα στα ορφικά κείμενα (Αργοναυτικά) αναφέρεται ότι ο Ορφέας γεννήθηκε στο όρος Ελικών στηΠίμπλεια, ενώ άλλες αναφορές υποστηρίζουν ότι γεννήθηκε στη Λαμία. Σε άλλες παραδόσεις, γονείς του είναι η Καλλιόπη και ο Απόλλων. Ο Ορφέας έμαθε μουσική από το Λίνο, ή από τον Απόλλωνα, που του έδωσε τη λύρα του ως δώρο.

Αργοναυτική εκστρατεία

Παρ όλη τη Θρακική καταγωγή του συμμετείχε στην Αργοναυτική εκστρατεία, της οποίας ηγείτο ο Ιάσονας, ο οποίος είχε πληροφορηθεί από τον Χείρωνα πως μόνο με τη βοήθεια του Ορφέα θα μπορούσαν να περάσουν άθικτοι από τις Σειρήνες. Οι Σειρήνες κατοικούσαν σε τρία μικρά, βραχώδη νησιά και τραγουδούσαν όμορφα τραγούδια που δελέαζαν τους ναυτικούς προς αυτές. Έπειτα έτρωγαν τους ναυτικούς. Όταν ο Ορφέας άκουσε τις φωνές τους, πήρε τη λύρα του και έπαιξε μια ομορφότερη μουσική, πνίγοντας τη δικιά τους.

orpheas_evridiki_60x80

Ο Ορφέας και η Ευρυδίκη

Η πιο διάσημη ιστορία, στην οποία πρωταγωνιστεί, είναι αυτή της συζύγου του Ευρυδίκης. Η Ευρυδίκη είναι μερικές φορές γνωστή και ως Αγριόπη. Δραπετεύοντας από τον Αρισταίο, δαγκώθηκε από ένα ερπετό και πέθανε. Αλλόφρων ο Ορφέας έπαιξε τόσο συγκινητικά τραγούδια και τραγούδησε τόσο θρηνητικά που όλες οι νύμφες και οι θεοί έκλαψαν και τον συμβούλευσαν. Ο Ορφέας κατέβηκε στον κάτω κόσμο και με τη μουσική του απάλυνε την καρδιά του Άδη και της Περσεφόνης (το μόνο άτομο που τα κατάφερε ποτέ), οι οποίοι συμφώνησαν να επιτρέψουν στην Ευρυδίκη να επιστρέψει μαζί του στη γη. Αλλά η συμφωνία που συνόδευε την απόφαση ήταν πως έπρεπε να περπατά μπροστά από αυτήν και να μην κοιτάξει πίσω μέχρι να φτάσει στον πάνω κόσμο. Μέσα στην αγωνία του αθέτησε την υπόσχεση και η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε πάλι από την θέασή του. Η ιστορία με αυτή τη μορφή ανήκει στην εποχή του Βιργιλίου, ο οποίος πρώτος εισάγει το όνομα του Αρισταίου. Και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, ωστόσο, μιλούν για την επίσκεψη του Ορφέα στον κάτω κόσμο. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι καταχθόνιοι θεοί του ‘παρουσίασαν μία εμφάνιση’ της Ευρυδίκης. Ο Οβίδιος λέει πως ο θάνατος της Ευρυδίκης δεν προκλήθηκε από την δραπέτευσή της από τον Αρισταίο, αλλά από το χορό της με τις Ναϊάδες τη μέρα του γάμου της.


Ο Ορφέας είναι ιδρυτής μιας θρησκείας που στη συνέχεια ίδρυσε τα Ορφικά Μυστήρια. Συνδέεται άμεσα με τον Απόλλωνα και αυτό δείχνει τον Ηλιακό χαρακτήρα του Θεού. Βλέπουμε τον Ορφέα να συμβολίζει τον Ήλιο, ο οποίος όταν είναι στον ουρανό γίνεται ζωοδότης για όλα τα όντα. Η σύζυγός του Ευρυδίκη, που το όνομά της ήταν ένα από τα ονόματα που δίνουν στην Αυγή, επιβεβαιώνει την Ηλιακή προέλευση του Μύθου. Η κάθοδος στον Άδη συμβολίζει την νυχτερινή πορεία του Ήλιου που σ’ αυτό το μύθο φαίνεται σαν την αναζήτηση της αγαπημένης του Ευρυδίκης (Αυγή) που όταν βγαίνει ο Ήλιος αυτή χάνεται. Το ότι ο Ορφέας μπορούσε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει στον Άδη, χωρίς τρομερές μάχες και εμπόδια, μας δηλώνει ότι ήταν μυημένος σε μεγάλα μυστήρια και ότι μπορούσε να κυριαρχεί στον θάνατο. Η δύναμη που είχε το παίξιμο της λύρας του μας δηλώνει την αρμονία που μπορεί να εκδηλωθεί με τη μουσική και πώς αυτή μπορεί να επηρεάζει όλα τα Όντα.

Ο Ορφέας ήταν μία από τις πιο σημαντικές μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Σ’ αυτόν ο μύθος αποδίδει τη μεταρρύθμιση των Ελευσινίων Μυστηρίων, την επιπρόσθεση της λατρείας του Διονύσου στο αρχαίο τελετουργικό. Σε ολόκληρη την ιστορία του εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στις υψηλές σφαίρες του Πνεύματος και στις σφαίρες της ύλης, ανάμεσα στον Απόλλωνα και το Διόνυσο. Αντιπροσωπευτική μορφή του ήρωα, σημαίνει ότι έχει κάποια υπεράνθρωπη διάσταση. Τραγουδάει πάνω απ’ όλα τη ζωή και το νόημά της.

Σ’ ένα απόσπασμα που διασώθηκε από τον Πρόκλο (Εις Τίμαιον 38,7) αναφέρεται: «Ου μόνον οι μαθηματικοί λέγουσι περί του μη παν κλίμα προς ανθρώπων οίκησιν σύμμετρον (κατάλληλο) αλλά και ο Ορφεύς ουτωσί διορίζων».
Η Ορφική θεολογία κυριάρχησε για αιώνες στον Ελληνικό χώρο και άσκησε τεράστια επίδραση «Άπασα γαρ παρ΄ Έλλησι θεολογία της Ορφικής εστί μυσταγωγία έκγονος» όπως λέει ο Πρόκλος.

Orfeas


TΑ ΟΡΦΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

Ο Ορφέας στάθηκε το έμψυχο πνεύμα της ιερής Ελλάδας, αυτός που αφύπνισε τη θεία ψυχή. Η επτάχορδη λύρα του αγκαλιάζει το σύμπαν. Κάθε χορδή της αντιστοιχεί σ’ ένα ρυθμό της ανθρώπινης ψυχής, περιέχει το νόμο μιας επιστήμης και μιας τέχνης. Η θεουργική και διονυσιακή ώθηση, που κατόρθωσε να μεταδώσει στην Ελλάδα ο Ορφέας, μεταφέρθηκε μέσα απ’ αυτήν σε όλη την Ευρώπη. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση εμφανίστηκε στη Θράκη, ήταν βασιλικής καταγωγής και με τη μελωδική φωνή του ασκούσε παράδοξη έλξη. Ξαφνικά ο νέος αυτός εξαφανίστηκε. Έλεγαν ότι πέθανε, ότι κατέβηκε στον Άδη. Είχε φύγει για την Αίγυπτο όπου μυήθηκε και ξαναγύρισε μετά από πολλά χρόνια με ένα όνομα μύησης που πήρε από τους δασκάλους του. Τώρα ονομαζόταν Ορφέας ή Άρφα που σημαίνει «Εκείνος που γιατρεύει με το φως».

Οι ιερείς της Ροδόπης υποδέχτηκαν τον μύστη της Αιγύπτου σαν σωτήρα. Σε λίγο η επίδρασή του θα εισχωρήσει σε όλα τα ιερά της Ελλάδας. Αυτός καθιέρωσε τη βασιλεία του Δία στη Θράκη και του Απόλλωνα στους Δελφούς, που έβαλε τις βάσεις του Αμφικτιονικού Συνεδρίου, το οποίο υπήρξε η κοινοτική ενότητα της Ελλάδας. Τέλος με τη δημιουργία των Μυστηρίων διαμόρφωσε τη θρησκευτική ψυχή της πατρίδας του. Στην κορυφή της της μύησης συγχώνευσε τη θρησκεία του Δία με τη θρησκεία του Διονύσου, σε μια παγκόσμια σκέψη. Οι μύστες ασπάζονταν από τα διδάγματά του το αγνό φως των υπέρτατων αληθειών. Κι αυτό το ίδιο φως έφθανε ως τον λαό κάπως μετριασμένο, όχι όμως και λιγότερο ευεργετικό, κάτω από το πέπλο της ποίησης και των μαγευτικών γιορτών. Κατ’ αυτό τον τρόπο έγινε ο αρχιερέας της Θράκης, μέγας ιερέας του Ολυμπίου Δία, και για τους μύστες αυτός που αποκάλυπτε τον Ουράνιο Διόνυσο.

Ο μύθος της Ευρυδίκης έχει μεγάλο ενδιαφέρον , αλλά όχι σαν ιστορία αγάπης. Είναι ένα θεολογικό κομμάτι που οικειοποιήθηκε στην αρχή ο Διόνυσος. Η Σεμέλη, η πρασινισμένη γη, προβάλλει από κάτω, χρόνο με το χρόνο μαζί της έρχεται κι ο Διόνυσος, ενώ εξαιτίας κάποιου αισθήματος ιπποτισμού οι άντρες είπαν ότι πηγαίνει για τη φέρει. Ο ρόλος του Διόνυσου περνά στον Ορφέα. Πάντως το πάντρεμα μεταξύ του Διονύσου Ζαγρέα και του Ορφισμού δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ο Ορφέας ως ιερέας του Διονύσου σφετερίστηκε την ανάσταση και το θάνατό του απ’ όπου ξεπήδησε η όμορφη ιστορία αγάπης. Εύκολα προστέθηκε ένα στοιχείο-ταμπού, κοινό σε πολλές πρωτόγονες ιστορίες. Χθόνιες τελετές συχνά επικαλούνταν εμπεριέχοντας την ιδέα «να μην στραφεί κάποιος πίσω» (αμεταστραπί). Στα Ορφικά Μυστήρια υπήρχαν διάφορες τελετουργίες εξαγνισμού, οι διάφορες αποχές όπως η απαγόρευση της κρεοφαγίας. Ο Ορφισμός επηρέασε και τον Πυθαγόρα που έγινε ζηλωτής του τρόπου έκφρασης του Ορφέα. Στα χρόνια δε του Πεισίστρατου ήταν πολύ δύσκολο να ξεχωρίσουν τα γνήσια Ορφικά από τα Πυθαγόρεια. 

Η διάσημη ιστορία της Ευρυδίκης μπορεί να είναι μια μεταγενέστερη πρόσθεση στους Ορφικούς μύθους. Συγκεκριμένα, το όνομα Ευρυδίκη (‘αυτή της οποίας η δικαιοσύνη εκτείνεται ευρέως’) θυμίζει μυστηριακούς τίτλους της Περσεφόνης. Ο μύθος μπορεί να προέρχεται κατά λάθος από έναν άλλο θρύλο για τον Ορφέα κατά τον οποίο ταξιδεύει στα Τάρταρα και γοητεύει τη θεά ΕκάτηΗ ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης έχει ενδιαφέρουσες ομοιότητες με τον ιαπωνικό μύθο των Ιζανάγκι και Ιζανάμι.

Βαθμοί και κατηγορίες των ορφικών μυστηρίων

Όσοι μυούνταν στα Ορφικά Μυστήρια τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια μυστικές διατάξεις, οι οποίες είχαν μεγάλη ομοιότητα με τις Πυθαγορικές αρχές. Αποτελούνταν από 9 βαθμούς και διαιρούνταν σε 3 κατηγορίες. Σε αυτά που αφορούσαν τη διαμόρφωση του ανθρώπου κι έδειχναν την προέλευσή του, σε αυτά που δίδασκαν τις δυνάμεις της φύσης, τις ποικιλίες των οργάνων των διαφόρων μορφών και μεγάλα και ιερά στα οποία δεν έπρεπε να αναφέρουν ούτε λέξη για την ύπαρξή τους. Στην πρώτη ομάδα μυούνταν άντρες και γυναίκες και υποβάλλονταν σε πενταετή σιγή. Στη δεύτερη μυούνταν μόνο εξαγνισμένοι στο σώμα και στο νου και καθαροί από ανομήματα. Στην τρίτη μυούνταν μόνο φωτισμένοι και εμπνευσμένοι νέοι και αγνές κοπέλες με ψυχικό κάλλος.

Οι Ορφικοί Ύμνοι, μύθοι και εξορκισμοί αν και γραμμένοι σε διαφορετικές εποχές από διαφορετικούς συγγραφείς, (μολονότι το όνομα του Ορφέα αρκετές φορές δεν αναφέρεται πουθενά) εκφράζουν θέματα που εντάσσονται στα πλαίσια του Ορφισμού, μιας ονομασίας που έφτασε να είναι θρησκευτική τάση αν και μερικοί μελετητές τον θεωρούν ως θρησκεία που είχε εισαχθεί από άλλες χώρες, ενώ άλλοι ως αίρεση και άλλοι (το πιθανότερο) ως ρεύμα ελληνικής προέλευσης με ξένες επιδράσεις (όπως η αντίληψη της Ορφικής Κοσμογονίας με το Κοσμικό Αυγό και η αθανασία της Ψυχής με την αντίληψη του Ορφικού Τροχού ή του Κύκλου του ακατάπαυστου εξαγνισμού.

Θάνατος Ορφέα

Σύμφωνα με μία περίληψη της Ύστερης Αρχαιότητας ενός χαμένου έργου του Αισχύλου, ο Ορφέας στο τέλος της ζωής του περιφρόνησε την λατρεία όλων των θεών εκτός από του ήλιου, τον οποίο αποκαλούσε Απόλλωνα. Ένα πρωινό ανέβηκε το όρος Παγγαίον (όπου ο Διόνυσος είχε ένα μαντείο) για να χαιρετήσει τον θεό κατά την ανατολή, αλλά σκοτώθηκε από Θρακικές Μαινάδες, επειδή δεν τιμούσε τον πρώην προστάτη του, το Διόνυσο. Είναι σημαντικό πως ο θάνατός του είναι ανάλογος με το θάνατο του Διονύσου.

Ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις XI) επίσης αφηγείται πως οι Θρακικές Μαινάδες, ακόλουθοι του Διονύσου, περιφρονημένες από τον Ορφέα, αρχικά του έριξαν ραβδιά και πέτρες ενώ έπαιζε, αλλά η μουσική του ήταν τόσο όμορφη που ακόμα και οι πέτρες και τα κλαδιά αρνιόντουσαν να τον χτυπήσουν. Εξαγριωμένες οι Μαινάδες τον έσκισαν σε κομμάτια κατά τη φρενίτιδα των Βακχικών τους οργίων. Μεσαιωνικές παραδόσεις έχουν μια άλλη προσθήκη: στο σχέδιο του Albrecht Durer η κορδέλα ψηλά στο δέντρο αναφέρει: Orfeus der erst puseran (Ορφέας, ο πρώτος σοδομίτης).

Το κεφάλι και η λύρα του, ακόμα τραγουδώντας θρηνητικά τραγούδια, επέπλευσαν από τον Έβρο ως την Μεσογειακή ακτή. Εκεί, οι άνεμοι και τα κύματα τα μετέφεραν στη Λεσβιακή ακτή, όπου οι κάτοικοι έθαψαν το κεφάλι του και ένας ναός κατασκευάστηκε προς τιμήν του κοντά στην Άντισσα.[16] Αυτός ο ναός-μαντείο εντοπίστηκε πρόσφατα σε σπήλαιο κοντά στο σημερινό χωριό της Άντισσας.[17] Η λύρα μεταφέρθηκε στον ουρανό από τις Μούσες και τοποθετήθηκε ανάμεσα στα αστέρια. Οι Μούσες συνέλεξαν και τα κομμάτια του κορμιού του και τα έθαψαν κάτω από τον Όλυμπο, όπου τα αηδόνια κελαηδούσαν πάνω από τον τάφο του. Η ψυχή του επέστρεψε στον κάτω κόσμο, όπου επανενώθηκε τελικά με την αγαπημένη του Ευρυδίκη. Όσο για την λύρα του, έγινε αστερισμός στον ουράνιο θόλο.

Στην Αττική κεραμική, ωστόσο, οι γυναίκες που επιτίθενται στον Ορφέα εμφανίζονται να είναι κανονικές Θρακιώτισσες, που εξαγριώθηκαν, επειδή τα τραγούδια του βάρδου είχαν κλέψει τους συζύγους τους μακρυά τους.


Ένας ορφικός μύθος περί προελεύσεως του ανθρώπου 

(του Alberto Bernabe, καθηγητή στο  Πανεπιστήμιο Compluence της Μαδρίτης)

Το ορφικό δόγμα θεμελιωνόταν σε ένα μύθο πε­ρί προελεύσεως του ανθρώπου, κάτι το σπάνιο για τον ελληνικό κόσμο, στον οποίο ουσιαστικά δεν υ­πάρχουν άλλοι μύθοι γι’ αυτό το θέμα. Στη Θεογονία του Ησιόδου, το μόνο αρχαίο κοσμογονικό ποίημα που έχει διασωθεί ολόκληρο, λείπει η αναφο­ρά στο πως προέκυψαν οι άνθρωποι στον κόσμο. 

Ο ορφικός μύθος, η ύπαρξη του οποίου στην αρ­χαιότητα αμφισβητήθηκε επανειλημμένως αλλά με ανεπαρκή επιχειρήματα,  [1] προκύπτει από διάφορα κείμενα τα οποία, όπως συχνά παρατηρείται στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αναφέρονται σε κάποιο α­πό τα επεισόδια ή σε συγκεκριμένες πτυχές του μύ­θου, αλλά δεν τον διηγούνται με τρόπο συνεχή.

Από τα στοιχεία που μας προσφέρουν αυτά τα κεί­μενα μπορούμε να συνθέσουμε ένα σύνολο που εί­ναι, σε γενικές γραμμές, το ακόλουθο: 

Ο Ζευς είχε λάβει το θεϊκό θρόνο από τον πατέρα του, τον Κρόνο, έπειτα από μια σειρά εναλλα­γών της εξουσίας, από τις οποίες δεν έλειπαν τα βί­αια επεισόδια. Κατά πολλές απόψεις, ο ορφικός μύ­θος συμπίπτει με αυτό που διηγείται ο Ησίοδος στη Θεογονία. Ο παππούς του Δία, ο Ουρανός, δεν ά­φηνε τα παιδιά του να γεννηθούν για να διατηρή­σει το θρόνο του, αλλά ευνουχήθηκε από τον Κρό­νο, γιο του και πατέρα του Δία, με τη βοήθεια της συζύγου του Ουρανού, της Γαίας. Αλλά και ο Κρόνος, έχοντας τον ίδιο σκοπό, δη­λαδή να μη χάσει το θρόνο, καταβρόχθιζε τους α­πογόνους του κατά τη γέννησή τους. Όμως η σύζυ­γός του, η Ρέα, έκρυψε έναν από αυτούς, τον Δία, σε μια σπηλιά και έδωσε στον άντρα της μια πέτρα τυλιγμένη σε σπάργανα για να την καταβροχθίσει. Όταν ο Δίας μεγάλωσε, ευνούχισε και αυτός τον πατέρα του (μια λεπτομέρεια που δεν αναφέρεται στην εκδοχή του Ησιόδου) και ανέλαβε την εξουσία των θεών.

Ο Ζευς διέπραξε τότε αιμομιξία με τη μητέ­ρα του Ρέα, η οποία ταυτίζεται με τη Δή­μητρα, και απέκτησε ως κόρη την Περσε­φόνη. Ο Ζευς επίσης ενώθηκε με την κό­ρη του και αποτέλεσμα της ένωσης ήταν η γέννηση του θεού Διονύσου (συχνά αποκαλούμε­νου ως Ζαγρεύς στην ορφική παραλλαγή). Ο νέος αυτός θεός ήταν λοιπόν αποτέλεσμα διπλής αιμο­μιξίας και ήταν συγχρόνως γιος, εγγονός και ετεροθαλής αδερφός του Δία. Αυτή η ανω­μαλία, όσον αφορά τις γενεές, απέτρεπε την κανονική σει­ρά διαδοχής, καθιστώντας τον Διόνυσο ένα είδος alter ego του Δία. Ο Ζευς αποφάσισε τότε να παραδώσει το σκήπτρο στον Διόνυσο ενώ ακόμη ήταν βρέφος. Η Ήρα, η σύζυγος του Δία, η οποία ενοχλούνταν από ένα γιο που προήλθε από άλλη θεά, εκμεταλλευ­όμενη το φθόνο των Τιτάνων, για το βασιλικό α­ξίωμα που παραχωρήθηκε στον Διόνυσο, τους υ­ποκίνησε να επιτεθούν στο βρέφος.

Οι Τιτάνες ήταν αδερφοί του Κρόνου και κατά συνέπεια ανήκουν στις πρωταρχικές γενεές των θεών, οι οποίες είχαν αποκλειστεί από την εξουσία και δεν μπορούσαν να συμφιλιωθούν με αυτή την ιδέα. Αποφασισμένοι να εκδικηθούν το μικρό Διό­νυσο, μεταμφιέστηκαν βάφοντας τα πρόσωπά τους με γύψο και παραπλάνησαν τον Διόνυσο με διά­φορα παιχνίδια, έτσι ώστε τελικά να τον φονεύ­σουν. Αφού τον σκότωσαν, τον διαμέλισαν, τον μα­γείρεψαν και τον καταβρόχθισαν. Η θυσία του Διονύσου μετετράπη από τους Ορφι­κούς σε παράδειγμα αιματηρής θυσίας, την οποία, όπως θα δούμε αργότερα, απέρριπταν. Ο Ζευς, οργισμένος με την εγκληματική πράξη των Τιτάνων, τους κατακεραύνωσε. Από την ανάμει­ξη της φωτιάς του κεραυνού, της στάχτης και του αίματος των Τιτάνων με το χώμα, όπου έπεσαν, δη­μιουργήθηκαν τα ανθρώπινα όντα. Οι συνέπειες αυτής της προέλευσης είναι διάφο­ρες.

Η τιμωρία των Τιτάνων. Έργο του Jacob Jordaens, Museo del Prado, Madrid, Spain.

Η πρώτη είναι πως, δεδομένου ότι οι άνθρωποι προέρχονται εν μέρει από θεούς (οι Τιτάνες και ο Διόνυσος ήταν θεοί) και εν μέρει από χώμα, έχουν ένα θεϊκό και αθάνατο μέρος, την ψυχή, και ένα θνητό και φθαρτό συστατικό, το σώμα. Η δεύτερη συνέπεια της προέλευσης των ανθρώ­πων είναι ότι η ψυχή τους, πριν από τη δημιουργία του είδους, μολύνθηκε από το έγκλημα των Τιτά­νων, ένα έγκλημα το οποίο απαιτούσε εξιλέωση. Η τρίτη συνέπεια είναι ότι η ψυχή έχει μια θετι­κή θεϊκή συνιστώσα, η οποία προέρχεται από τον Διόνυσο, αλλά επίσης έχει και μια αρνητική θεϊ­κή συνιστώσα, κατάλοιπο της Τιτάνιας φύσης, δη­λαδή της αλαζονείας των προγόνων του ανθρώπου, των Τιτάνων, οι οποίοι επίσης ήταν θεοί.

Η ψυχή πρέπει να απελευθερωθεί από το βάρος της εγκληματικής συνιστώσας της και αυτό θα απαιτήσει ένα μεγάλο χρονι­κό διάστημα, ανάλογο του μεγέθους του ε­γκλήματος, πράγμα που σημαίνει πως η τιμωρία και ο εξαγνισμός υπερβαίνουν τη χρονι­κή διάρκεια μιας και μόνο ζωής. Συνεπώς, η είσο­δος της ψυχής στο σώμα, η εξιλέωση και η απε­λευθέρωσή της με το θάνατο του σώματος, επανα­λαμβάνεται αρκετές φορές σε μια μακροχρόνια διαδικασία, κατά την οποία η ψυχή εγκαθίσταται διαδοχικά σε σώματα τα οποία είναι γι’ αυτήν μια φυλακή ή ένας τάφος (θυμηθείτε την περίφημη φράση την οποία μας μεταδίδει ο Πλάτων, σώμα σήμα, δηλαδή, το σώμα, ένας τάφος, στην οποία κάνει λογοπαίγνιο βασιζόμενος στην ομοιότητα των δυο λέξεων στα ελληνικά  [2]).

Ονομάζουμε μετεμψύχωση [3] τη μετοίκηση της ψυχής από τον άλλο κόσμο σε αυτόν και από ένα σώμα σε άλλο, έως ότου, εξιλεωμένη από τις α­μαρτίες της, μπορεί να επιτύχει την απελευθέρω­ση. Για να επιταχύνει την έλευση της στιγμής κα­τά την οποία η ψυχή, οριστικά απελευθερωμένη, μπορεί να απολαύσει μια ευτυχισμένη ζωή στον άλλο κόσμο, ο άνθρωπος πρέπει, κατ’ αρχάς, να μυηθεί στα Διονυσιακά μυστήρια και, στη συνέ­χεια, να ζει σε αυστηρή αγνότητα, χωρίς να μολύ­νεται από κανένα νεκρό ον, και να συμμετέχει σε διάφορες ιεροτελεστίες.


Orpheus leads Eurydice (Rodin 1893)

Ο μύθος εμφανίζεται στην πιο εξελιγμένη μορ­φή του στις Ραψωδίες, ένα ποιητικό έργο το οποίο είναι γραμμένο πιθανότατα στον 1ο αιώνα π.Χ., και το οποίο χρησιμοποιεί σημαντικά στοιχεία αρχαιό­τερων έργων. Πιο συγκεκριμένα, και όσον αφορά το μύθο που μας απασχολεί, υπάρχουν ενδείξεις πως υπήρχε από παλαιότερα. 

Μεταξύ των 4ου και 3ου αιώνων π.Χ., ο Καλλίμαχος αναφέρει τον Διό­νυσο Ζαγρέα ως γιο του Δία και της Περσεφόνης, ενώ κατά τον 3ο αιώνα π.Χ., ο Ευφορίων υπενθυμίζει τον τρόπο με τον οποίο έβαψαν το πρόσωπό τους οι Τιτάνες.

Και οι δυο αυτοί συγγραφείς διηγούνται πως οι Τιτάνες μαγείρεψαν τον Διόνυσο. [4] Και ακόμη πριν από αυτούς, ο Πλάτων μας προ­σφέρει δυο σημαντικά έπ’ αυτού κείμενα.

Νόμοι Πλάτωνος (ΟF 37 ΙΒ): Στη συνέχεια αυ­τής της ελευθερίας, θα μπορούσε να εμφανιστεί η άρνηση υπακοής στις αρχές και ως συνέπεια αυτής, η διαφυγή από τις υποχρεώσεις και από τις πατρικές, μητρικές ή άλλων ηλικιωμένων ατό­μων νουθεσίες, και κοντά στο τέλος, η αξίωση της μη υποταγής στους νόμους και στο τέλος, η έλ­λειψη φροντίδας των όρκων, της πίστης και γε­νικά των θεών, με εκδηλώσεις και μίμηση της λεγόμενης «αρχαίας Τιτάνιας φύσης», καταλή­γοντας κατ πάλι σ’ εκείνη την ίδια και διάγοντας μια θλιβερή ζωή, χωρίς ποτέ να επιτευχθεί η α­παλλαγή από τις δυστυχίες.

Οι σύγχρονοι σχολιαστές ερμηνεύουν με διαφορετικό τρόπο την πλατωνική αναφορά στους Τιτάνες. Οι πιο επιφυλακτικοί, όσον αφορά την ύπαρξη του μύθου στην αρχαιότητα, [5] θεωρούν ότι ο φιλόσο­φος δεν ταυτίζει την ανθρωπότητα με την Τιτάνια κληρονομιά, αλλά απλώς συγκρίνει τη συμπερι­φορά της με αυτήν των Τιτάνων ως ένα είδος αρνητικού παραδείγματος. Μια πιο προσεκτική εξέταση στο κείμενο καθιστά εμφανές ότι ο Πλάτων δεν αναφέρεται σε μια συμπεριφορά όπως αυτή των Τι­τάνων, αλλά σε μια φύση η οποία εκδηλώνεται σε αυτούς. Η φύση λοιπόν είναι κάτι που υπάρχει εκ γενετής. Ο φιλόσοφος ισχυρίζεται πως ο άνθρωπος «μιμείται» αυτή τη φύση διότι η ανθρώπινη ψυχή έχει κληρονομήσει όχι μόνο την Τιτάνια φύση, αλ­λά και αυτήν του Διονύσου, η οποία είναι θετική.

Εκείνοι οι οποίοι επιδεικνύουν υπακοή στο νόμο αναπτύσσουν τη Διονυσιακή φύση,[6] ενώ αυτοί οι οποίοι βρίσκονται σε τροχιά παρακμής, προσεγγίζουν διαρκώς την Τιτάνια φύση σε καθαρή μορφή. Γι’ αυτό το λόγο ο Πλάτων αναφέρει ότι επιδεικνύουν φύση Τιτάνια, διότι ήδη ενυπήρχε σε αυτούς, αλλά εμφανίζεται σε αυτούς τους ανθρώπους με τέτοια έ­νταση που τους κάνει να μοιάζουν στους ίδιους τους Τιτάνες, οι οποίοι αποτελούν την προέλευση και το παράδειγμα αυτής της φύσης. Επί πλέον, μια τέτοια ερμηνεία βρίσκεται σε συμφωνία με μια σειρά από αναφορές του Πλάτωνα, όπως το σώμα ως φυλακή, η εξιλέωση του αρχικού αμαρτήματος και άλλα πα­ρεμφερή θέματα.[7] Επίσης, αυτή η ερμηνεία βρί­σκει έρεισμα και σ’ ένα άλλο κείμενο το οποίο επί­σης ανήκει στους «Νόμους»[8]

Δεν είναι ούτε ανθρώπινο ούτε θεϊκό το κακό που τώρα σε παρακινεί να κατευθυνθείς προς το ιερόσυλο λείψανο, αλλά η έμφυτη ερεθιστικότητα των ανθρώπων λόγω παλαιών και βεβήλων αδικημάτων, που ολέθρια πλανάται γύρω τους.

Σε αυτό το κείμενο επαναλαμβάνονται αναφορές σε μια φυσική τάση του ανθρώπου προερχόμενη από «παλαιά αδικήματα», που δεν μπορεί να είναι άλλα από αυτά που διεπράχθησαν από τους Τιτάνες. Μια «έμφυτη τάση» δεν προέρχεται από την ίδια τη ζωή του ανθρωπίνου όντος, αλλά από τη σύ­στασή του ως είδους, την αρχική στιγμή. Ακόμη, μπορούμε να επικαλεστούμε και άλλες μαρτυρίες όσον αφορά την αρχαιότητα αυτού του μύθου. 

Ο Παυσανίας [9] αποδίδει στον Ονομάκριτο, τον οποίο οι Έλληνες τοποθετούσαν χρονικά στην κλασική περίοδο, την ίδρυση των ιεροτελεστιών του Διονύσου, κατά τις οποίες αναπαρίστατο ο τρόπος με τον οποίο οι Τιτάνες προκαλούσαν το μαρ­τύριο του θεού.

Αυτό καταδεικνύει ότι ο Παυσανίας γνώριζε την ύπαρξη Διονυσιακών τελετών – αναμ­φίβολα μυστηριακών- κατά την κλασική περίοδο. Είναι πιθανό μια ιερή ιστορία, η οποία αφηγείται τη γένεση των ανθρώπων και την προέλευση του α­μαρτήματος το οποίο πρέπει να εξιλεωθεί, να απαγγέλλονταν σε μυητικές τελετές οι οποίες θα ε­ξηγούσαν τη σωστή διαδικασία ώστε να επιτευχθεί ένας καλύτερος προορισμός στον άλλο κόσμο. Εν μέσω του 5ου αιώνα π.Χ. βρίσκουμε άλλη μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία του Ηροδότου. [10]:

[Λένε οι Αιγύπτιοι ότι αυτοί που κυριαρχούν στον Καταχθόνιο κόσμο είναι η Δήμητρα και ο Διόνυσος. Ήταν, επίσης, οι Αιγύπτιοι αυτοί που πρώτοι διατύπωσαν τη δοξασία ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη και ότι, μετά το θάνατο του σώματος, εισέρχεται σε άλλο ον που ξαναγίνεται πάντα ζωντανό. Αφού περάσει (όχι η ψυχή, αλλά τα μόρια του σώματος) από όλα τα επίγεια όντα, τα θαλάσσια και τα πτερωτά, επα­νέρχεται στο σώμα ενός ανθρώπου που πρόκειται σύντομα να γεννηθεί και ολοκληρώνει αυτόν τον κύκλο σε τρεις χιλιάδες χρόνια. Υπάρχουν μερικοί Έλληνες, άλλοι πριν και άλλοι κατόπιν -τα ονόματα των οποίων, αν και γνωρίζω, δεν θα αναφέρω- που ακολούθησαν αυτή τη θεωρία σαν να ήταν δική τους.]

Ο Ηρόδοτος μεταφράζει τα ονόματα των Αι­γυπτίων θεών κατά τέτοιον τρόπο, ώστε η Δήμητρα να αντιστοιχεί στην Ίσιδα και ο Διόνυσος στον Οσιρι. Όμως, σύμφωνα με την ομόφωνη μαρτυρία των αιγυπτιολόγων, [11] η θεωρία της μετεμψύχωσης αναμφίβολα δεν είναι αιγυπτιακή. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, αυτό που περισσότερο μας λυπεί είναι ότι ο ιστορικός δεν θέλησε να αναφέρει ρητά το ποιοι είναι οι Έλληνες – «κάποιοι πριν, κάποιοι κατόπιν»- τους οποίους α­ναφέρει ως υποστηρικτές αυτής της θεωρίας.

Όπως ήταν αναμενόμενο, στη σύγχρονη εποχή συζητήθη­κε πολύ το αν ο Ηρόδοτος αναφέρεται στους Ορφι­κούς και τον Πυθαγόρα, στους Ορφικούς και τον Εμπεδοκλή ή στον Πυθαγόρα και τον Εμπεδο­κλή.  [12] Προσωπικά μου φαίνεται ως πιο πειστική η ερμηνεία του Μπέρκρετ (Burkret), σύμφωνα με την οποία ο Ηρόδοτος αναφέρεται στον Πυθαγόρα και τον Εμπεδοκλή, αλλά θεωρεί δεδομένο ότι οι Ορφι­κοί και ο Πυθαγόρας είναι ένα και το αυτό.  [13]

Ο Ηρόδοτος δείχνει την ίδια έλλειψη σαφήνειας σε τρία χωρία (2,61· 132· 170) όπου αναφέρεται σε ιεροτελεστίες του Οσίριδος, τις οποίες δεν θεωρεί θεμιτό από θρησκευτικής πλευράς να μνημονεύσει. Στην Αίγυπτο, αυτές οι τελετές και οι μύθοι δεν ήταν μυστικά, ούτε και αποτελούσαν τμήματα μυστηρίων. Γι’ αυτό το λόγο, διάφοροι συγγραφείς  [14] θεωρούν ότι αυτή η παράξενη σιωπή του ιστορικού εξηγείται μόνον εάν στην εποχή του, στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των Βακχικών μυστηρίων, διη­γούνταν μια παρεμφερή ιστορία (το διαμελισμό του Διονύσου) στην οποία δεν ήταν όντως θεμιτό να αναφερθεί.

                 Τέλος, προερχόμενο από μια εποχή ακόμη πιο παλιά, διατηρούμε ένα απόσπασμα του Πινδάρου (6ος-5ος αιώνας π.Χ.) το οποίο ο Πλάτων μετέδωσε ως μαρτυρία της θεωρίας της μετεμψύχωσης,  [15] όπου ο Θηβαίος ποι­ητής αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο οι ψυχές πρέπει να τιμωρηθούν για ένα «παλαιό αδίκημα» διαπραχθέν εις βάρος της Περσεφόνης (που δεν μπορεί να είναι άλλο από το θάνατο του γιου της Διονύσου από τους Τιτάνες, προγόνους των ανθρώ­πων), και στο πως θα ελευθερωθούν όταν επιτύχουν τη συγγνώμη της καταχθόνιας θεάς. [16] Σε ένα χρυσό έλασμα της Πελίννας  [17] προσδιορίζεται πως είναι ο ίδιος ο Διόνυσος αυτός που γνωστοποιεί στη μητέρα του τη στιγμή κατά την οποία η ψυχή επι­τυγχάνει την απελευθέρωση: «Πες στην Περσεφό­νη ότι ο ίδιος ο Βάκχος σε ελευθέρωσε».

Ορφικά ποιήματα και τελετουργικά

Ένας μεγάλος αριθμός ελληνικών θρησκευτικών ποιημάτων σε δακτυλικό εξάμετρο αποδόθηκαν στον Ορφέα, όπως και σε παρόμοιες εικόνες, όπως οι Μούσες, ο Αριστέας, ο Επιμενίδης και η Σίβυλλα. Από αυτή την τεράστια λογοτεχνία μόνο δύο παραδείγματα επιζούν ολόκληρα: μία ομάδα ύμνων συντεθειμένων κάπου γύρω στον 2ο ή 3ο αιώνα π.Χ., και μια Ορφική Αργοναυτική συντεθειμένη κάπου ανάμεσα στον 4ο και τον 6ο αιώνα π.Χ. Πρωιμότερη ορφική λογοτεχνία, που μπορεί να χρονολογηθεί μέχρι τον 6ο αιώνα π.Χ., επιζεί μόνο σε σπαράγματα παπύρου ή σε παραπομπές από μεταγενέστερους συγγραφείς.

Επιπρόσθετα με την λειτουργία της ως αποθήκη μυθολογικών δεδομένων μαζί με τους στίχους της Θεογονίας του Ησίοδου, η ορφική ποίηση απαγγελλόταν σε μυστηριακά τελετουργικά και εξαγνιστικές ιεροτελεστίες. Όσοι ήταν ιδιαίτερα αφοσιωμένοι σ’ αυτά τα τελετουργικά και ποιήματα συχνά ήταν χορτοφάγοι, απείχαν από το σεξ και απέφευγαν να τρώνε αυγά, πρακτική που έμεινε γνωστή ως ορφικός βίος.

Σύγχρονες θεωρήσεις για τον Ορφέα

Στη Θεία Κωμωδία ο Δάντης βλέπει τη σκιά του Ορφέα μαζί με τους πολυάριθμους άλλους «ενάρετους παγανιστές» στο Λίμπο. Η ιστορία του Ορφέα και της Ευρυδίκης έχει γίνει θέμα για όπερες και καντάτες δια μέσου της ιστορίας της δυτικής κλασικής μουσικής. Ο Ορφέας παρουσιάζεται ως μέλος στο τελευταίο ταξίδι του Οδυσσέα από την Ιθάκη στην «Οδύσεια» του Νίκου Καζαντζάκη.
_______________________
    1.  William Keith Chambers Guthrie, intro. by L. Alderlink, Orpheus and Greek Religion: A Study of the Orphic Movement (Mythos), Princeton University Press. ISBN 0-691-02499-5, p.62,"The traces of belief in a possible Macedonian origin in the neighborhood of Olympus see to be these"
2. ↑ Interpretations of Greek mythology by Jan N. Bremmer,ISBN-0709932707,1987,page 90,"if the place where a hero has his grave is really his place of origin Orpheus is no Thracian but a Pierian"
3. ↑ Orpheus and Greek Religion (Mythos Books) by William Keith Guthrie and L. Alderlink, 1993), ISBN 0691024995, page 62
4. ↑ Appolonius, Argonautica, 1.23
5. ↑ Orpheus and Greek religion : a study of the Orphic movement by W. K. C. Guthrie, page 62
6. ↑ Carlos Parada,"Orpheus, king of the Ciconians"
7 ↑ Orpheus and Greek Religion by William Keith Guthrie and L. Alderlink, ISBN 0-691-02499-5, page 61
8.  ↑ Orpheus and Greek Religion (Mythos Books) by William Keith Guthrie and L. Alderlink,ISBN 0691024995,1993,page 34: "...the tomb was near the town of Leibethra on Olympos. ..."
9.  ↑ The Dictionary of Classical Mythology by Pierre Grimal and A. R. Maxwell-Hyslop,ISBN 0631201025,1996,page 333,"... tomb. It was said that this had once been at Leibethra and that an oracle of the Thracian Dionysus had predicted ..."
10. ↑ Pausanias, Description of Greece, Phocis and Ozolian Locri, 10.30.1,[6]Turning our gaze again to the lower part of the picture we see, next after Patroclus, Orpheus sitting on what seems to be a sort of hill; he grasps with his left hand a harp, and with his right he touches a willow. It is the branches that he touches, and he is leaning against the tree. The grove seems to be that of Persephone, where grow, as Homer thought,2 black poplars and willows. The appearance of Orpheus is Greek, and neither his garb nor his head-gear is Thracian.
11. ↑ The Odrysian Kingdom of Thrace: Orpheus Unmasked (Oxford Monographs on Classical Archaeology) by Z. H. Archibald,1998,ISBN-10-0198150474,page 209,"Representations of Orpheus in Attic vase painting begin about 460 BC...The singer is first shown in Greek garb, only later does he gain Thracian attributes.."
12. ↑ The Odrysian Kingdom of Thrace: Orpheus Unmasked (Oxford Monographs on Classical Archaeology) by Z. H. Archibald,1998,ISBN-10-0198150474,Preface:Stories about Orpheus were circulating in Greece from the sixth century BC if not earlier.Around the time of the Persian wars, it became fashionable to give the hero Thracian roots
13. ↑ The Odrysian Kingdom of Thrace: Orpheus Unmasked (Oxford Monographs on Classical Archaeology) by Z. H. Archibald,1998,ISBN-10-0198150474,page 170,"'Holy men' of his kind were sometimes identified...Greeks connected the mythical figure of Orpheus whose backround is entirely Greek ,with Thrace."
14. ↑ Interpretations of Greek mythology by Jan N. Bremmer,ISBN-0709932707,1987,page ,"When a figure in Greek mythology is given a foreign origin this does not necesseraly mean he was at a certain point of Greek history or rather pre-history introduced from outside into the system of Greek mythology"
15. ↑ Archetypal Imagination: Glimpses of the Gods in Life and Art by Noel Cobb, ISBN 0-940262-47-9, page 240
16. ↑ Arxaiologia.gr
17 ↑ Χ.Β. Χαρίσης (2002). «"Σπήλιος"Άντισσας. Το μαντείο του Ορφέα στην Λέσβο.». Αρχαιολογία και Τέχνες 83:68-73.
    ____________________
    Για το κείμενο του  Alberto Bernabe,

    [1] Κυρίως από τον R.Edmonds, «Tearing apart the Zagrus Myth.: a few disparaging remarks on Orphism and Originai Sin», Classical Antiquity, 18, 1999, 35-73. Αλλά Βλέπε τα επιχειρήματα του A. Bernabé, «La toile de Penèlope: a-t-il existé un mythe orphique sur Dionisos et les Titans?», Revue de l’  Histoire des Religions 219, 2002, 401- 433.
    [2] Πλάτωνος Κρατύλος 400c.


    [3] Βλ. G. Casadio, «La metempsicosi tra Orfeo e Pitagora», en Ph. Borgeaud (ed),Orphisme et Orphée, en l’ honneur de Jean Rudhardt, Genève 1991,119-155.


    [4] Καλλίμ. 43, 117 Pfeiffer [OF 34 Β. Από εδώ και στο εξής το OF ακολουθούμενο από έναν αριθμό αναφέρεται στον αριθμό του χωρίου της έκδοσης (στο τυπογραφείο των Ορφικών αποσπασμάτων, έργο του συγγραφέα του παρόντος άρθρου στις εκδόσεις Biblioteca Teubneriana), Εύφορ. Απόσπ. 86 De Cuenca = 92 Van Groningen (OF 35B.), Schol. Tzetz. In Lycophr. Alex 208 (98, 6Scheer, cf Callim. Fr. 643 Pf. Euphor. Fr. 13 de Cuenca) (OF 36B.)


    [5] I.M. Linforth, 1941 The Arts of Orpheus, Berkeley-Los Angeles 1941, 339 s, Edmonds, art. Cit., 43ss. Έχω αντικρούσει διεξοδικά τα επιχειρήματα του oro Bernabé, ό.π.


    [6] Πλάτωνος Πολιτεία 363c και Γοργίας 493b βασιζόμενος σε Ορφική πηγή, περιγράφει μια τιμωρία στον άλλο κόσμο που ήταν το να κουβαλάει ο τιμωρημένος νερό μέσα σε ένα κόσκινο. Το όργανο της τιμωρίας θυμίζει σαφώς την αιτία της ποινής, την ανικανότητα να καθαριστεί η ψυχή από το αρνητικό και διεφθαρμένο μέρος, κατά τον ίδιο τρόπο που καθαρίζει κανείς το αλεύρι από τις ακαθαρσίες. Βλ. Α. Bernabé, «Platone e l’  orfismo», en G. Sfameni Gasparro (ed.), Destino e salvezza: tra culti pagani e gnosi cristiana. Itinerari storico-religiosi sulle orme di Ugo Bianchi, Cosenza 1998, 37-97:76.


    [7] Όπως Κρατ. 400 (OF 430 I).


    [8] Πλάτωνος Νόμοι 845b (OF 37 II Β.)


    [9] Παυσανία 8,37,5 (OF 39 B.)


    [10] Ηροδοτ. 2,123 (OF 423 B.)


    [11] Βλ. π.χ. τα σχόλια του Lloyd σχετικά με αυτό το χωρίο, με βιβλιογραφία.


    [12] Βλ. σχετικά με το ζήτημα στο Casadio, ó.π., 203 α. 9.


    [13] W. Burkret, 1972 Lore and scince in ancient Pythagoreanism,CambridgeMass. 1972, 126 n. 38.


    [14] Βλ. κυρίως W. Burkret, Homo necans, The antropology of ancient Greek sacrificial ritual and myth,Berlin-New York 1983, 225 n. 43.


    [15] Πίνδ. fr. 133 Snell-Maehl. (OF 443 B.)


    [16] Βλ. A. Bernabé, «Una cita de Pindaro en Platon Men 81 b (fr. 133 Sn.-M)», στον J. A. Lopez (ed.), Desde los poemas homéricos hasta la prosa griega del siglo IV d.C. Veintiséis estudios folologicos,Madrid 1999, 239-259, με την πλούσια βιβλιογραφία που αναφέρεται στην εργασία αυτή.



    [17] OF 485 Β.

    πηγές: patridamou.gr - βικιπαίδεια - elagora.gr

    Ο ΥΠΕΡΑΙΣΘΗΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

    $
    0
    0
    [OPT1-diag.jpg]

    ΝΟΗΤΗ  ΤΑΞΗ  ΓΕΝΙΚΑ

    Οπως έχει ήδη λεχθεί, όλη η δομή των θείων τάξεων είναι τριαδική. Ετσι, λοιπόν ο Υπερ-αισθητός κόσμος έχει τριαδική δομή, την Νοητή τάξη, την Νοητή-Νοερή τάξη και την Νοερή τάξη.


    Η δομή του Υπερ-αισθητού κόσμου αποτυπώνεται στο παραπάνω διάγραμμα.

    Η Νοητή Τάξις αποτελεί την περιοχή του Όντος, μιας και σε αυτή ολοκληρώνεται η σύστασις της θείας Ουσίας, παράγει δε τα πάντα κατά τρόπο ενιαίο. Η έννοια ενιαίο εκφράζει την εναδική ενότητα, όπως αυτή έχει περιγραφεί προηγουμένως.

    Η Νοητή-Νοερή Τάξις είναι η περιοχή της Ζωής, στην οποία τα πάντα παράγονται κατά τρόπο τριαδικό και διακρινόμενο.

    Η Νοερή Τάξις είναι η περιοχή του Νου, στην οποία τα πάντα παράγονται κατά τρόπο επταδικό και διακεκριμένο.

    Ετσι στην Νοητή Τάξη δημιουργείται το αντικέιμενο της Νόησης, για αυτό όπως θα δούμε σε αυτήν βρίσκονται οι Ιδέες, στην Νοητή-Νοερή Τάξη αρχίζουν και δημιουργούνται οι σχέσεις μεταξύ των Θεών, αρχίζει δηλαδή η νόησις και έτσι αρχίζει η διάκριση μεταξύ των Θεών και στην Νοερή Τάξη, ο Νούς λειτουργεί πλήρως και όλες οι σχέσεις μεταξύ των Θεών είναι σε πλήρη λειτουργία.

    Ετσι πρώτα δημιουργείται το αντικείμενο της Νόησης (Νοητή Τάξις ), μετά αρχίζει να λειτουργεί η Νόησις(Νοητή-Νοερή Τάξις ) και μετά υπάρχει αυτός που Νοεί (Νοερή Τάξις ).

    Αν θέλαμε να κάνουμε έναν παραλληλισμό – με όλον τον σεβασμό, αλλά αυτό γίνεται διδασκαλίας χάριν - αν θεωρούσαμε τους Θεούς σαν Ηθοποιούς, τότε έχουμε τους Θεούς σαν Ηθοποιούς στην Νοητή Τάξη, την Νοερή-Νοητή τάξη μπορούμε να προσομοιάσουμε σαν ένα Θέατρο στο οποίο μαζεύονται οι Ηθοποιοί και την Νοερή τάξη σαν την εκτέλεση ενός θεατρικού έργου, στο οποίο οι ηθοποιοί παίζουν τον ρόλο τους.





    ΝΟΗΤΗ ΤΑΞΗ ΘΕΩΝ




    Η Νοητή Τάξις περιγράφει την δομή των Ελλήνων Θεών, αμέσως μετά το ΕΝ. Είναι η περιοχή του Οντος και αποτελεί τα Πρόθυρα του Αγαθού.


    Αποτελεί την πρώτη εκδήλωση του Οντος. Κατ΄αυτήν αρχίζει ο σχηματισμός της θείας ουσίας, ο οποίος και ολοκληρώνεται στην πρώτη νοητή τριάδα.


    Λόγω της εναδικής ενότητας, όπως έχουμε δει, όποια Ενάδα και να πάρουμε ουσιαστικά τις παίρνουμε όλες, για αυτό και η δομή που περιγράφεται αναφέρεται σε ΚΑΘΕ ΕΝΑΔΑ (ΘΕΟ).


    Δηλαδή η Νοητή Τάξις μας περιγράφει την δομή ΚΑΘΕ ΘΕΟΥ. Η δομή της Νοητής Τάξεως είναι τριαδική και η πρώτη Νοητή Τριάδα μας περιγράφει την δομή των Νοητών Θεών, η δεύτερη Νοητή τριάδα, την δομή των Νοητών-Νοερών Θεώνκαι η τρίτη νοητή τριάδα μας περιγράφει την δομή των Νοερών Θεών.


    Χαρακτηριστικά ο Πρόκλος αναφερόμενος στην πρώτη Νοητή Τριάδα λέει :
    "Γιατί εκείνη ( =1η Νοητή Τριάδα) είναι πρώτος Νοητός Θεός, ενώ η τριάδα που την ακολουθεί είναι Θεός Νοητός-Νοερός και η τρίτη είναι Θεός Νοερός".


    Πολύ προσεκτικά ο Πρόκλος λέει "πρώτος Νοητός Θεός"και όχι "Ό πρώτος Νοητός Θεός", μιας και εδώ καταγράφεται η δομή κάθε Θεού.


    Η Νοητή Τάξη υποδηλώνει την μετάβαση από την Υπερούσια ενότητα στην Οντική ενότητα και εκδηλώνει τα χαρακτηριστικά κάθε ενάδας. Ετσι το πέρας και άπειρον είναι δύο πρωταρχικές όψεις της Ενάδας από τις οποίες προκύπτει το Ον, Το Πέρας παρέχει την "ατομικότητα"της Ενάδας και το Απειρον την πολλαπλότητα μέσα του, η οποία και θα δώσει την Οντική ιεραρχία.


    Όπως μας διδάσκει ο Πλάτων στον Φίληβο, η δομή του κάθε Θεού αποτελείται από πέρας-άπειρον και το ενέργημά του που είναι το Ον και ονομάζεται μικτόν. Το Πέρας, ονομάζεται επίσης και Υπαρξις του Θεού, ενώ το Πέρας Δύναμη του Θεού. Αποτέλεσμα της δράσης του Θεού, είναι το Ον, το οποίο τελικά είναι ο Νους του κάθε Θεού.


    Την 2η Νοητή Τρίάδα ο Πλάτων την ονομάζει ΑΙΩΝ και τον Νου των Νοητών, το ονομάζει ΑΥΤΟΖΩΟΝ. Ο Πρόκλος περιγράφει την λογική που υπαγορεύει να υπάρχει η συγκεκριμένη σειρά των οντικών υποστάσεων (δηλαδή μετά το Εν-ΟΝ, ακολουθεί ο Αιών και μετά το Αυτόζωον). Το σκεπτικό είναι πολύ ενδιαφέρον και αξίζει ο μελετητής να το παρακολουθήσει. (βλέπε σχετικές παραπομπές).


    Έτσι το πέρας των Νοητών Θεών είναι ουσιαστικά το ΕΝ-ΟΝ, το ΟΝ δηλαδή που προκύπτει
    αμέσως μετά το ΕΝ και ιδρύεται από την "συνεισφορά" ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΝΑΔΩΝ. Εδώ βρίσκεται και το ΕΝ του Παρμενίδη.


    Λέει ο Πρόκλος:

    Μετά το Ενα λοιπόν βρίσκεται το ΕΝ-ΟΝ. Είναι κατά τρόπο Μυστικό πολλά και ενωμένο, μετά από αυτό εκείνο που διαχωρίζεται και προχωρά από την ενότητα στην εμφάνιση, και τελευταίο από τα νοητά είναι αυτό που έχει διαχωριστεί και συμπεριλαμβάνει όλο το νοητό πλήθος.
    Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Γ 152.7


    όπως επίσης:

    Το Παρμενίδειο ΕΝ είναι το ΕΝ ΟΝ.
    Πρόκλος - Σχόλια στον Παρμενίδη 1093.25


    Κάθε μια λοιπόν από τις τρεις τριάδες της Νοητής Τάξης, εκφράζει ένα από τα συστατικά του Θεού. Η πρώτη τριάδα ολοκληρώνει την σύσταση της Ουσίας, για αυτό και καλείται Ουσιοποιητής, η δεύτερη τριάδα "μετρά"τρόπον τινά την δύναμη του κάθε θεού και καλείται Μετρητής και η τρίτη τριάδα, η οποία περιέχει τις Ιδέες, ονομάζεται Ειδοποιός.


    Αντίστοιχα, η Ορφική δομή είναι Αιθέρας-Χάος-Αυγό για την 1η Νοητή τριάδαΑυγό (Τριπλός Θεόςγια την δεύτερη Νοητή τριάδα και Φάνης-Ηρικεπαίος-Μήτις για την 3η Νοητή Τριάδα.


    Λόγω της πυκνότητας των εννοιών, είναι προφανές ότι δεν είναι εύκολο να γίνει πλήρης και διεξοδική περιγραφή του θέματος αυτού, για αυτό και συνιστάται ο μελετητής να ανατρέξει στις παρατιθέμενες αναφορές και να μελετήσει εκτενώς το θέμα.


    (βλέπε σχετικά Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Γ 44-52 , 73.15, Δ 12.1-6
    Δαμάσκιος - Περί Πρώτων αρχών 316-318)





    ΝΟΗΤΗ-ΝΟΕΡΗ ΤΑΞΗ ΘΕΩΝ

    Η Νοητή-Νοερή τάξις είναι η δεύτερη στην σειρά θεία τάξις του υπεραισθητού κόσμου, και αποτελεί συνδετικό κρίκο μεταξύ της προηγούμενης (νοητής) τάξης και της επόμενης (νοερής) τάξης.
    Στην τάξη αυτή αρχίζει ουσιαστικά ο σχηματισμός των σχέσεων μεταξύ των Θεών, οι οποίες σχέσεις θα είναι σε πλήρη λειτουργία στην επόμενη τάξη. Δηλαδή, σε αυτή την τάξη αρχίζει η νοητική λειτουργία, η νόησις δηλαδή, μιας και το αντικείμενο της νόησης έχει ήδη προϋπάρξει στην προηγούμενη νοητή τάξη.

    Σε αυτήν την τάξη έχουμε για πρώτη φορά τους θεούς να αρχίζουν να διακρίνονται μεταξύ τους,
    Για αυτό και η νοητή-νοερή τάξις ονομάζεται και Ζωή. Ας θυμηθούμε ότι η νοητή τάξις αποτελεί την τάξη του Οντος (Ουσίας) μιας και εκεί ολοκληρώνεται η ίδρυση της θείας ουσίας, και η επόμενη τάξις (νοερή) αποτελεί την τάξη του Νού, μιας και εκεί η νόηση των Θεών είναι σε πλήρη λειτουργία.

    Η Νοητή-Νοερή τάξις έχει τριαδική δομή. Κάθε τριάδα της τάξης αυτής, είναι και αυτή μια τριάδα ( Ουσία-Ζωή-Νούς ) και σε κάθε μια από αυτές προεξάρχει ένα στοιχείο από τα τρία, δηλαδή στην πρώτη τριάδα προεξάρχει η ουσία, στην δεύτερη τριάδα ηζωή και στην τρίτη τριάδα ο νούς.
    Ο Πρόκλος στο Δ βιβλίο της Πλατωνικής Θεολογίας, ασχολείται με την τάξη αυτή και ειδικά στην αρχή είναι ιδιαίτερα κατατοπιστικός μιας και εξηγεί πως από την νοητή τάξη προκύπτει η νοητή-νοερή.

    Ο Πρόκλος εξηγεί δε πως ο μύθος περί της περιφοράς των Θεών και των ακολούθων τους στον δίαλογο Φάιδρος του Πλάτωνα περιγράφει την νοητή-νοερή τάξη.

    Συνιστάται, ο μελετητής αφού διαβάσει τον μύθο του Φαίδρου, να μελετήσει την ανάλυση που παρουσιάζει ο Πρόκλος, ώστε αφ'ενός μεν να αποκτήσει μια ιδέα για το τί ακριβώς κρύβεται πίσω από τον μύθο του Φαίδρου, αφ'ετέρου δε για να συνειδητοποιήσει πως ο Πλάτων παρέθεσε σημαντικά κοσμολογικά και θεολογικά θέματα μέσα στους διαλόγους του, ώστε να διευρυνθεί η συνειδητότητα του μελετητή και να τον βοηθήσει στην μελέτη των μυστηριακών φιλοσοφικών κειμένων.

    Γενικά, ισχύει και εδώ αυτό που ελέχθη και προηγουμένως, ότι επειδή οι έννοιες είναι αρκετά πυκνές το θέμα προσεγγίζεται ακροθιγώς, όποιος ενδιαφέρεται να εντρυφήσει, πρέπει να μελετήσει , με αφετηρία το Δ βιβλίο της Πλατωνικής Θεολογίας του Πρόκλου, τα σχετικά κείμενα, στα οποία κάνει μνεία ο Πρόκλος.


    ΝΟΗΤΗ-ΝΟΕΡΗ ΤΑΞΗ ΘΕΩΝ 1η ΤΡΙΑΔΑ


    Η πρώτη τριάδα της Νοητής-Νοερής Τάξις αποτελεί την τάξη των τριών Νυκτών. Είναι επίσης το βασίλειο της Αδράστειας, εδώ βρίσκεται το Οντως Ον και αντιστοιχεί στον υπερουράνιο τόπο του Φαίδρου.

    Ονομάζεται επίσης και ζωοποιός τρίαδα.

    Ο μύθος του Φάιδρου αναφέρεται στον Λειμώνα, το πεδίο της Αληθείας και στην τροφή των Θεών. Αυτά τα τρία αντιστοιχούν στην Σωφροσύνη, την Επιστήμη και την Δικαιοσύνη.

    Η Επιστήμη είναι ο χορηγός της αγνής και απαρέγκλιτης και αναλλοίωτης γνώσης. Από αυτήν κάθε Θεός νοεί τα ανώτερα του και γεμίζει από την Νοητή ενότητα.

    Η Σωφροσύνη παρέχει σε όλους τους Θεούς την αιτία της επιστροφής στον εαυτό τους,. Από αυτήν κάθε Θεός είναι στραμμένος προς τον εαυτό του και απολαμβάνει μια δεύτερη ένωση και ένα αγαθό ανάλογο με την επιστροφή στον εαυτό του.

    Η Δικαιοσύνη χορηγεί την αξιοκρατική διανομή των καθολικών αγαθών. Από αυτήν λένε ότι κάθε Θεός καθοδηγεί όσα τον ακολουθούν σε ένα "Σιωπηλό Μονοπάτι", και μετρά την αξία και χορηγεί την κατάλληλη για τον καθένα διανομή.

    Ολες οι ενέργειες των Θεών εμπεριέχουν αυτές τις τρείς πηγές.

    Η Επιστήμη προήλθε κατά τρόπο ανάλογο με την πρώτη τριάδα των Νοητών. Οπως εκείνη δίνει στα πάντα τις ουσίες, έτσι και αυτή εκπέμπει το φως των γνώσεων στους Θεούς.

    Η Σωφροσύνη είναι ανάλογη με την δεύτερη νοητή τριάδα, γιατί η Σωφροσύνη μιμείται την συνδετική και ρυθμιστική ιδιότητα εκείνης, καθώς ρυθμίζει τις ενέργειες των Θεών και επιστρέφει καθέναν στον εαυτό του.

    Η Δικαιοσύνη είναι ανάλογη με την τρίτη νοητή τριάδα γιατί διακρίνει και αυτή τα επόμενα σύμφωνα με την κατάλληλη σειρά, και τους παρέχει νοερά ό,τι παρείχε εκείνη νοητά στα πρωταρχικά υποδείγματα.

    ( Βλέπε σχετικά Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Δ 44.22, 45.7 )


    Ο Υπερουράνιος τόπος είναι η πρώτη λοιπόν τριάδα νοητών και νοερών θεών, η οποία έχει τρείς ιδιότητες, εκφαντορικήσυγκεντρωτική και φρουρητική και τα περιέχει όλα αυτά κατά τρόπο νοητό και ασύλληπτο, και συνδέει τα νοερά με τα νοητά, προκαλώντας τις γόνιμες δυνάμεις των Νοητών και αποδεχόμενη μέσα της από τα νοητά υποδείγματα όλο το πλήθος των ειδών. Και προβάλλει από την εκεί πηγαία κορυφή το Λιβάδι της και έδωσε υπόσταση από τον ένα Νου στις τρείς αρετές και τελειοποίησε τον εαυτό της με τα νοητά συνθήματα και δέχτηκε στους απόρρητους Κόλπους της ολόκληρο το Νοητό Φως κια μένει από την μια στην μυστικότητα των Νοητών Θεών και προοδεύει ταυτόχρονα και εμφανίζεται στους νοερούς Θεούς και τους επιστρέφει όλους και τους ανασύρει με τις απόρρητες δυνάμεις τις οποίες ενέσπειρε σε καθέναν ως εικόνες της δικής της ενότητας. 
    Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Δ 53.22

    Σε αυτήν κι εμείς πρέπει να προσέλθουμε μυστικά, αφήνοντας στην Γη ολόκληρη την ζωή του γίγνεσθαι και την σωματική φύση, με την οποία έχουμε περιβληθεί ως τείχος, όατν ήρθαμε εδώ, ανυψώνοντας μόνο την ίδια την κορυφή της ψυχής προς την συμμετοχή στην καθολική αλήθεια και την συμπλήρωση με την νοητή τροφή.
    Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Δ 54.14


    ΝΟΗΤΗ-ΝΟΕΡΗ ΤΑΞΗ ΘΕΩΝ 2Η ΤΡΙΑΔΑ


    Η δεύτερη νοητή-νοερή τριάδα είναι η τριάδα της Ζωής και είναι το βασίλειο του Ουρανού και είναι συνεκτική τριάδα. Ο Ουρανός είναι ο τρίτος βασιλεύς των έξι βασιλειών του Ορφέως, μετά τον Φάνη και την Νύκτα, και πρίν από τον Κρόνο, τον Δία και τον Διόνυσο. Είναι η Ουράνια Αψίδα του μύθου του Φαίδρου και είναι συνδετική παντός διαιρεμένου.

    Και αυτή έχει τριαδική δομή και χωρίζεται στον ουράνιο θόλο (νώτος), τον ουράνιο τόπο και το βάθος του ουρανού.

    Στήν τριάδα αυτή αρχίζει, όπως ελέχθη η νόησις των Θεών.
    ----
    Η δεύτερη Νοητή-Νοερή τριάδα συνδέει όλα τα πλήθη των όντων στην αμέριστη επικοινωνία της συνοχής, εκπέμποντας σε καθένα το φως του μεριδίου που του αναλογεί. Γιατί διαφορετικά μετέχει ο Νούς στην συνδετική αιτία, διαφορετικά η φύση της ψυχής και διαφορετικά η σωματική σύσταση.
    Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Δ 59.25
    Ουρανός είναι η νόησις των πρώτων νοητών και προϋπάρχει του θείου Νου.
    Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Δ 21.20-5

    Η περιφορά στον Φαίδρο είναι νόηση μέσω της οποίας και όλοι οι Θεοί και οι ψυχές πετυχαίνουν την θέαση των νοητών. Και η νόηση βρίσκεται μεταξύ νου και νοητού.
    Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Δ 21.27



    ΝΟΗΤΗ-ΝΟΕΡΗ ΤΑΞΗ ΘΕΩΝ 3Η ΤΡΙΑΔΑ



    Η τρίτη τριάδα της Νοητής-Νοερής Τάξέως είναι η τριάδα στην οποία κυριαρχεί ο Νούς.
    Είναι η Υπουράνια Αψίδα του Φαίδρου και στην Ορφική Θεολογία εκπροσωπείται από τους Κύκλωπες. Παρέχει σχήμαμορφή και τελειότητα, καλείται δε για αυτό τελειωτική.

    Σχετικά αναφέρει ο Ερμείας στα σχόλια του στον Φαίδρο ( 148.15-150.20,
    154.15-21, 161.3-9 ) καθώς και ο Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Δ 12.1-6.

    Η τρίτη Νοητή-Νοερή τριάδα ( Υπουράνια Αψίδα) ανοίγει τις ουράνιες διόδους, εμφανίζει αυτόφωτα και ολοκληρωμένα και γεμάτα εσωτερική ηρεμία τα είδωλα των Θεών και τις απλοποιεί για την εποπτεία των Νοητών θεαμάτων. Μέσω αυτής ανεβαίνουν οι Ψυχές και συνδέονται με την μυστική συμπλήρωση των νοητών.
    Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Δ 77.4


    Μετά γαρ την των Νυκτών τάξιν τρεις εισι τάξεις θεών, Ουρανού, Κυκλώπων, Εκατογχείρων, ών αυτός αποφάσκει τα οικεία τούτων ονόματα 
    Ερμείας-Σχόλια στον Φαίδρο 148.20

    Κύκλωπες, αίτιοι κάθε τεχνικής δημιουργίας
    Πρόκλος-Σχόλια στον Κρατύλο 53.14



    ΝΟΕΡΗ ΤΑΞΗ ΓΕΝΙΚΑ



    Η Νοερή τάξις είναι η τρίτη τάξις του Υπεραισθητού κόσμου και αποτελεί την τάξη του Νού.
    (Ας θυμηθούμε ότι : Νοητή τάξις => Ουσία, Νοητή-Νοερή τάξις => Ζωή, Νοερή Τάξις => Νους)

    Στο επίπεδο αυτό ο νούς πλέον λειτουργεί πλήρως και οι σχέσεις των Θεών μεταξύ τους είναι σε πλήρη λειτουργία.

    Είναι ο Ολυμπος των Ελλήνων και έχει επταδική δομή. Αποτελείται από μια τριάδα - που καλείται πατρική, και αποτελείται από τους Κρόνο, Ρέα και Δία -, από μια δεύτερη τριάδα που είναι οι Κουρήτες και είναι η φρουρητική τριάδα, και από μιαμονάδα η οποία έχει σχέση με τις αποτομές των Θεών που αναφέρονται στην Μυθολογία και είναι η αιτία διάκρισης των νοερών Θεών από όσα βρίσκονται από πάνω και από κάτω..

    Κάθε μια δε από τις επτά αυτές μονάδες (τρείς πατρικές, τρείς φρουρητικές και η έβδομη) αποτελείται από μια επτάδα.

    Συνιστάται ο μελετητής να μελετήσει το Ε βιβλίο της Πλατωνικής Θεολογίας του Πρόκλου, το οποίο ο Πρόκλος αφιερώνει στην ανάλυση της νοερής θείας τάξεως.


    Δεδήλωκεν ο Θεολόγος πάλιν λέγων τον μεν Κρόνον, αυτόν καταλαμβάνειν τον ουράνιον Ολυμπον.
    Πρόκλος-Σχόλια στον Τίμαιο Ε 186


    ΝΟΕΡΗ ΤΑΞΗ ΠΑΤΡΙΚΗ ΤΡΙΑΔΑ - ΚΡΟΝΟΣ


    Η πατρική τριάδα αποτελείται από τον Κρόνο, την Ρέα και τον Δία. Αν και πατρική έχει θήλυ μέλος, την Ρέα.

    Οι πατέρες χορηγούν την ουσία και ο μεν Κρόνος παρέχει σταθερή καθαρότητα και κυοφορεί το πλήθοςη Ρέα παρέχει την ανέπαφη πρόοδο και γεννά το μυστικό πλήθοςο δε Ζευς είναι υπεύθυνος της υπερβατικής δημιουργίας και παράγει τα πάντα.

    Ο Κρόνος μεταδίδει τις γονιμοποιές δυνάμεις του Ουρανού μέχρι τα έσχατα, για αυτό και συμβολικά λέγεται ότι αποκόπτει τα αιδοία του Ουρανού τα οποία πέφτουν στην θάλασσα που συμβολίζει τον κόσμο της γέννησης. ( βλέπε σχετικά και τις περιπέτειες του Οδυσσέα στην θάλασσα που αλληγορεί την πορεία της ανθρώπινης ψυχής μέσα στον κόσμο της γέννησης, μέχρι την τελείωση της ).

    Το επίπεδο του Κρόνου αποτελεί την τροφή της ψυχής, για αυτό και οι ψυχές ονομάζονται τρόφιμοι του΄Κρόνου (Πολιτικός 272β, Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Ε 29.1).

    Ο Πρόκλος επισημαίνει:

    Για τις ψυχές που ανυψώνονται τροφή γίνεται το νοητό, η δημιουργική βαθμίδα(=Δίας) τις ανυψώνει στην "περιωπή"του Κρόνου, η βαθμίδα του Κρόνου τις ανυψώνει στην υπουράνια αψίδα( = 3η νοητή-νοερή τριάδα ) και από εκεί ανεβαίνουν προς την βασιλεία του΄Ουρανού (=2η νοητή-νοερή τριάδα) και κοιτάζοντας τον υπερουράνιο τόπο (= 1η νοητή-νοερή τριάδα) συνδέονται πλέον απόρρητα με τα πιο κορυφαία αγαθά των νοητών.
    Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Ε 29.20

    Δηλαδή το "δρομολόγιο"της ψυχής είναι: επίπεδο Δία ==> επίπεδο Κρόνου ==> επίπεδο Ουρανού ==> νοητά

    Ο Κρόνος όπως είναι γνωστό από την Μυθολογία καταπίνει τα παιδιά του, ώστε να μην υπάρξει περίπτωση κάποιος να του αρπάξει την εξουσία. Η έννοια της κατάποσης αλληγορεί την δύναμη του Κρόνου να επιστρέφει τα γεννήματα του στο επίπεδο του. Για αυτό λέγεται επίσης και αγκυλομήτις, δηλαδή ότι έχει την δύναμη ο νούς να επιστρέφει στον εαυτό του.

    Μας εξηγεί ο Πρόκλος ότι:

    Γιατί οι καταπόσεις που αναφέρονται από τους Θεολόγους είναι ένα είδος περιλήψεων, αλλά οι καταπόσεις των προγόνων από τα παιδιά περιλαμβάνουν τα νοητά με τρόπο νοερό, ενώ οι καταπόσεις των παιδιών από τους προγόνους περιλαμβάνουν τα νοερά με τρόπο νοητό. Γιατί αυτά που προόδευσαν, οι γεννήτορες τους τα επιστρέφουν και πάλι στους εαυτούς τους και τα συγκρατούν μέσα στην ολότητα τους.Πρόκλος - Σχόλια στον Τίμαιο Γ 93.18
    Ο Κρόνος επίσης είναι σχεδόν ομόηχος με την λέξη Χρόνος, για τα οποία έχουν γραφτεί πολλά, σε ξεχωριστή ανάρτηση θα μελετήσουμε ειδικά το θέμα αυτό.


    ΝΟΕΡΗ ΤΑΞΗ ΠΑΤΡΙΚΗ ΤΡΙΑΔΑ - ΡΕΑ


    Η Ρέα αν και θήλεια θεότητα αποτελεί μέλος της πατρικής τριάδας.
    Συζέυγνυται με τον Κρόνο και δίδει τον Δία. Γεννά το μυστικό πλήθος και παρέχει την ανέπαφη πρόοδο.

    Οταν συζεύγνυται με τον Δία, λέγεται Δήμητρα (βλέπε Ορφικό Απόσπασμα 145) και τότε γεννιέται η Περσεφόνη(Κόρη) 
    (βλέπε σχετικά Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Ε 39.24, Σχόλια στον Κρατύλο 169)

    Γενικά, όπως μας λέει ο Πρόκλος:
    Οι Θεολόγοι αποκαλούν με μυστικό τρόπο την σύμφυτη σύζευξη των θεικών αιτίων Γάμο, μέσα στην ίδια βαθμίδα (Ηρα-Δίας, Ουρανού-Γης, Κρόνου-Ρέας), μεταξύ των υποδεεστέρων με τα ανώτερα ( Δίας-Δήμητρα), ανωτέρων προς τα υποδεέστερα(Δίας-Κόρη).
    Πρόκλος-Σχόλια στον Παρμενίδη 775.21, Σχόλια στον Κρατύλο 169 

    όπως επίσης ότι:

    οι Γάμοι είναι η ανάμειξη των δημιουργικών αγωγών με τους ζωογονικούς απ΄όπου προκύπτει όλο το γένος των Θεών.
    Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Ε 9.5, Σχόλια στην Πολιτεία 1.133.19-135.17

    Στους Χαλδαίους η Ρέα είναι η Εκάτη.

    Η Ρέα έχει επίσης μια τριπλή μονάδα πηγών.

    Εχει την πηγή των ψυχών, που ονομάζεται Κρατήρας, και είναι η Ηρα και αποτελεί το δεξί λαγόνι της Εκάτης, την πηγή των αρετών που είναι η Εστία και αποτελεί το δεξί λαγόνι της Εκάτης και την πηγή της φύσης ( Ειμαρμένη ) που είναι η πλάτη της Εκάτης.
    ( βλέπε σχετικά Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Ε 117.23 , Σχόλια στον Κρατύλο 167.30, Χαλδαικά Λόγια 51,52,54 )

    Πρέπει να προσέξουμε ότι σαν πηγές ονομάζουμε, όπως το λέει και η λέξη, την αιτία από όπου θα εκδηλωθούν σε κατώτερο επίπεδο αυτά τα οποία αναφέρονται.


    ΝΟΕΡΗ ΤΑΞΗ ΠΑΤΡΙΚΗ ΤΡΙΑΔΑ - ΖΕΥΣ


    Ο Ζευς αποτελεί την βασική θεότητα του Ελληνικού Πανθέου. Παρότι δεν βρίσκεται στην υψηλότερη θέση, παρόλα αυτά αναλαμβάνοντας το έργο του Δημιουργού, "διατάσσει"τρόπον τινά τους υπόλοιπους Θεούς ως προς αυτόν και εναρμονίζει την δράση τους.

    Το έργο του Δημιουργού είναι πολυποίκιλο και αναπτύσσεται σε πολλά και διάφορα σημεία των έργων του Πρόκλου, όπως επίσης και σε όλα σχεδόν τα Ελληνικά Φιλοσοφικά κείμενα.

    Η μελέτη των δράσεων του Διός ως Δημιουργού θα γίνει σταδιακά, όπως θα εξετάζουμε τα βασικά στάδια της Δημιουργίας.

    Αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε σε αυτό το σημείο, είναι η θέση του Διός στην Ελληνική Θεολογία (τρίτο μέλος της Πατρικής Τριάδας στην νοερή τάξη), ότι η δράση του Διός αποτελεί τρόπον τινά "διεύθυνση ορχήστρας", και ότι η όλη Δημιουργία αποτελεί συλλογική ενέργεια, μιας και ναι μεν ο Ζευς δίνει το γενικό πρόσταγμα για την Δημιουργία, όμως τα διάφορα στάδια της ανατίθενται στους νέους Θεούς.

    Επίσης πρέπει να σημειώσουμε ότι κάθε θεός είναι εν δυνάμει δημιουργός. Στην όψη αυτή του Ελληνικού Πανθέου που είμαστε εμείς, δημιουργός είναι ο Ζεύς.

    Ο Ζευς, όπως θα δούμε στην πορεία, εκδηλώνεται και σε κατώτερα επίπεδα, για αυτό και είναι σημαντικό να γνωρίζουμε όταν απευθυνόμαστε στον Δία, σε ποιά έκφραση του απευθυνόμαστε.


    ΝΟΕΡΗ ΤΑΞΗ ΑΧΡΑΝΤΗ  ΤΡΙΑΔΑ - ΚΟΥΡΗΤΕΣ


    Η Αχραντη τριάδα, που είναι γνωστή και ως φρουρητική τριάδα ( μιας και φρουρεί τους Πατέρες (=Κρόνος-Ρέα-Ζευς) από τις "επιμολύνσεις"των άλλων επιπέδων, είναι οι Κουρήτες της Μυθολογίας μας, ταυτίζονται δε με τους Εκατόγχειρες.

    Οπως γνωρίζουμε από την Μυθολογία, οι Κουρήτες χορεύουν χτυπώντας τα όπλα τους γύρω από τον Δία για να καλύψουν τις φωνές του Διός, για να μην γίνει αντιληπτός από τον Κρόνο.
    Ο χορός των Κουρητών αποτελεί το υπόδειγμα της αρμονικής κίνησης, ανήκουν δε στην ενάδα της Αθηνάς, η οποία και τους δίδει τον ρυθμό χορεύοντας ένοπλη, τους στεφανώνει δε με κλάδο ελιάς.

    (βλέπε σχετικά Νόμοι Ζ 796Β-C , Πρόκλος - Σχόλια στον Κρατύλο IC 185, Ορφικό Απόσπασμα 186, Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Ε 128.11)

    Ούτοι γαρ πρώτοι οίον εφάπτονται της πάσης δημιουργίας. Διό και Εκατόγχειρας και ποιούμεν και διακρίνομεν, έτι και η αφή δια παντός πέφυκε του σώματος. Συμβολικώς ουν εκατόγχειρας ωνόμασε τούτους η Θεολογία ως πάσης εφαπτομένους της Δημιουργίας και αιτίους αυτής όνταςΕστί δε η τριάς των Εκατογχείρων φρουρητική.
    Ερμείας - Σχόλια στον Φαίδρο 150.3

    Γιατί οι πρωταρχικοί Κουρήτες, επειδή είναι ακόλουθοι της νοητής και απόκρυφης Θεάς, είναι ικανοποιημένοι με τα σύμβολα που από εκεί προέρχονται, ενώ αυτοί που εντοπίζονται στις δεύτερες και τρίτες τάξεις, είναι εξαρτημένοι από την νοερή μονάδα της Αθηνάς 
    Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Ε 128.18

    Η τριάδα των Άχραντων Θεών είναι εξαρτημένη από την κορυφή των νοερών Θεών.
    Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Ε 131.1

    πηγή: empedotimos.blogspot.gr

    ΗΣΙΟΔΟΣ

    $
    0
    0

















    αντίστοιχο κεφάλαιο από το έργο των P.E. EasterlingB.M.W. Knox
    «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ»


    “Ποιος θα μπορούσε να μιλήσει αρκετά επαινετικά για την εκπαίδευση στην τέχνη της γραφής;”  ρωτάει ο ιστορικός Διόδωρος (12.13.2). “Με το μέσο αυτό οι νεκροί μιλούν στους ζωντανούς, και με τη γραπτή λέξη αυτοί που απέχουν πολύ μεταξύ τους στο χώρο επικοινωνούν με αυτούς που είναι μακριά τους σαν να ήταν γείτονες”. Το τέταρτο της χιλιετίας ανάμεσα στο 730 και το 480 π.Χ. περίπου ήταν για την Ελλάδα μια περίοδος κατά την οποία η γνώση και χρήση της γραφής είχε ανυπολόγιστης σημασίας συνέπειες για τη λογοτεχνία, καθώς δημιούργησε εξαιρετικά σύνθετο πλέγμα σχέσεων ανάμεσα σε συγγραφείς απομακρυσμένους μεταξύ τους στο χρόνο ή το χώρο ή και στα δύο, και συντέλεσε στην ανάπτυξη μιας μοναδικής και αδιάσπαστης λογοτεχνικής παράδοσης, στην οποία οι τοπικές διαφορές μόνο πλούτο προσθέτουν. Γιατί δεν είναι συμπτωματικό το γεγονός ότι καθώς εξαπλωνόταν η γνώση της γραφής, επερχόταν μια ολοένα αυξανόμενη συνείδηση της εθνικής ταυτότητας, της καθολικής ελληνικότητας όλων όσοι μιλούσαν κι έγραφαν την κοινή γλώσσα. Το κεφαλαιώδες αυτό γεγονός, η εκ νέου ανακάλυψη της γραφής, ήταν εξάλλου ένα μόνο στοιχείο ανάμεσα σε πολλά κατά τη μεγάλη αναγέννηση της Ελλάδας που συντελέστηκε χάρη στην εκ νέου ανακάλυψη του ευρύτερου κόσμου ύστερα από αιώνες απομόνωσης - αιώνες στους οποί­ους, ύστερα από την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού που γνώριζε τη γραφή, ανάμεσα στο 1200 και 1 100 π.Χ., όλες οι καλές τέχνες κι οι λεπτές δεξιότητες της εποχής του Χαλκού είχαν ξεχαστεί κι ό, τι απέμεινε ήταν η μνήμη μεγάλων κατορθωμάτων και μεγάλων ηρώων, που καθαγιάστηκαν με παραδοσιακές μορφές της προφορικής ποίησης και τραγουδιούνταν στους επισφαλείς οικισμούς των προσφύγων στην παραλιακή λωρίδα της Μ. Ασίας.


    Είναι εύλογο να αρχίσουμε τη συζήτηση την περίοδο της χρήσης της γραφής από τους Έλληνες με τον Ησίοδο, όχι γιατί είμαστε βέβαιοι ότι ήταν ένας ποιητής που χρησιμοποίησε τη γραφή - στην πραγματικότητα υπάρχουν αρκετά επιχειρήματα για την άποψη ότι εργάστηκε σε μια παράδοση λογοτυπικής προφορικής ποίησης που ήταν αρκετά συγγενική μ'εκείνη του Ομήρου - αλλά γιατί έκανε κάτι νέο και προσωπικό που έδειχνε το δρόμο που επρόκειτο να ακολουθήσει η μεταγενέστερη ελληνική ποίηση. Γιατί ενώ ο Όμηρος διαχωρίζει εντελώς την προσωπικότητα από την ποίησή του και δεν παρέχει ενδείξεις για κάποιο χρονολογήσιμο γεγονός με το οποίο θα μπορούσε να συσχετιστεί, ο Ησίοδος είναι ο πρώτος Ευρωπαίος ποιητής που εισάγει τον εαυτό του στο έργο του σαν ένα πρόσωπο που έχει να παίξει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο. Και στα Έργα και Ημέραι κάνει το σημαντικό βήμα να εγκαταλείψει την παραδοσιακή αφήγηση με το απόθεμα στερεότυπων θεμάτων και σκηνών υπέρ ενός ποιήματος με υπόθεση, χρησιμοποιώντας ίσως ως έμπνευσή του πρότυπα από τον πολιτισμό της Εγγύς Ανατολής (αν και δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι αρχαίοι Έλληνες ποιητές δεν είχαν ήδη επιδοθεί στη σύνθεση παραινετικής λογοτεχνίας του είδους αυτού). Συνδυάζοντας την παραδοσιακή μορφή και το ύφος με έναν πολύ προσωπικό “τόνο φωνής” κι επεκτείνοντας το φάσμα των ποιητικών λειτουργιών ο Ησίοδος έδωσε το παράδειγμα για ό,τι αποκαλούμε με τον παραπλανητικό όρο “αρχαϊκή” ελληνική ποίηση, τη λογοτεχνία μιας περιόδου εδαφικής εξάπλωσης μέ­σω του αποικισμού, ραγδαίων κοινωνικών μεταβολών και εκλεπτυσμένων καλλιτεχνικών πειραματισμών.

    Η χρονολογία της ποιητικής δράσης του Ησιόδου αμφισβητείται, αλλά μικρή αμφιβολία μπορεί να υπάρξει ότι τοποθετείται κάπου στο δεύτερο μισό του όγδοου αιώνα. Μας λέει ο ίδιος[1] πώς κέρδισε βραβείο ποίησης σ'ένα διαγωνισμό στη Χαλκίδα στους επιτάφιους αγώνες του Αμφιδάμαντα, ενός Χαλκιδαίου που σκοτώθηκε σε ναυμαχία στη διάρκεια του Ληλάντιου πολέμου. Ο περίφημος αυτός πόλεμος, που συσπείρωσε τόσο μεγάλα τμήματα του Ελληνισμού σε συμμαχίες ώστε εξαιρείται από τη γενική περιφρόνηση του Θουκυδίδη για τις εκστρατείες της αρχαϊκής Ελλάδας (1.15.3), διεξήχθηκε ανάμεσα στις Ευβοϊκές πόλεις Χαλκίδα και Ερέτρια για την κατοχή του Ληλάντιου πεδίου που βρίσκεται ανάμεσά τους. Το ανώτερο όριο για τη χρονολογία του πρέπει επομένως να είναι οι πιθανές φιλικές εποικιστικές επιχειρήσεις που οι δύο πόλεις άρχισαν από κοινού στη Χαλκιδική και, στη Δύση, στην Πιθηκούσα και την Κύμη, το 750 περίπου. Το κατώτερο όριο υποδηλώνεται από το γεγονός που αναφέρεται από τον Αριστοτέλη, ότι ήταν ένας παλαιού τύπου πόλεμος ιππικού (Πολ. 1289b36-9)- επομένως πρέπει να προχρονολογείται της εμφάνισης των οπλιτών και της τακτικής της Φάλαγγας, περίπου 700-680. Υπάρχει τώρα αρχαιολογική επιβεβαίωση της χρονολογίας αυτής: ο οικισμός στο χαμηλό υψίπεδο της Ξερόπολης, κοντά στο Λευκαντί της Εύβοιας στο ανατολικό ερετριακό άκρο του Ληλάντιου πεδίου, καταστράφηκε χωρίς να ξανακατοικηθεί λίγο πριν από το 700, ύστερα από συνεχή κατοίκηση από την Ύστερη εποχή του Χαλκού. Έτσι η ταφή του Αμφιδάμαντα και η νίκη του Ησιόδου ανήκουν στο τελευταίο τρίτο του όγδοου αιώνα.

    Ό πατέρας του, μας λέει, άφησε την αιολική πόλη της Κύμης για να εγκατασταθεί στη μητροπολιτική Ελλάδα:

                        Άμυαλε Πέρση,
     ο κύρης μου και κύρης σου ταξίδευε με πλοία,
    τι λαχταρούσε τ'όμορφο το βιος. Και κάποτε ήρθε
     κι εδώ, την Κύμη αφήνοντας της Αιολίδας πίσω,
     και μέγα ανοίγοντας στρατί πα'στα πελάγη, μέσα
    σε μελανό πλεούμενο, κι όχι για να ξεφύγει
    πλούτη κι αρίφνητα αγαθά κι ανθρώπινη ευτυχία,
     αλλά τη μαύρη ανέχεια, που δίνει στους ανθρώπους
    ο Δίας. Κι έτσι ερρίζωσε σιμά στον Ελικώνα,
    στην Άσκρα, στ'άθλιο το χωριό, πόχει κακό χειμώνα
     και καλοκαίρι αβάσταχτο. Χάρη καμιά δεν έχει. ( Έργα 633-40)

    Το γεγονός ότι ο πατέρας του Ησιόδου αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ασία για τη λιγότερο εύφορη και προφανώς πυκνοκατοικημένη μητρόπολη είναι ανεξήγητο. Αλλά πρέπει να παρατηρηθεί ότι η χρονολογία της μετοίκησής του, που πρέπει να ήταν γύρω στο 750 ή λίγο αργότερα, τοποθετείται στην ίδια περίοδο κατά την οποία άλλοι, ποντοπόροι έμποροι, έφευγαν από την Κύμη για να συμμετάσχουν με τους Ευβοείς στον αποικισμό της Κύμης στην Καμπανία. Ο πατέρας του Ησιόδου προφανώς έγινε γεωργός, αφού ο ποιητής κι ο αδελφός του φιλονίκησαν για αγροτική κληρονομιά. Η κλίμακα γεωργικής δραστηριότητας που ασκούσαν έχει κάποτε ρομαντικά υποτιμηθεί. Στην πραγματικότητα τα Έργα και Ημέραι μάλλον προϋποθέτουν μικροκτηματίες παρά χωρικούς. Ο αγρότης δεν δουλεύει μονάχος αλλά μπορεί να απασχολεί ένα φίλο (370), καθώς και δούλους (502, 573, 597, 608, 766), έχει ένα ζωηρό σαραντάχρονο ελεύθερο εργάτη για το όργωμα κι ένα δουλοπαίδι για να σκεπάζει το σπόρο (441-6, πβ. 469-71), μαζί με μια δούλα στο σπίτι (405, 602). Από ζώα διαθέτει βόδια και ημιόνους για να σέρνουν το αλέτρι (405, 607 κ.ε.). Από την άλλη μεριά δεν μπορεί απλώς να εποπτεύει τη δουλειά των άλλων: πρέπει να δουλεύει κι ο ίδιος (458-61). Παρ'όλο ότι ο Ησίοδος παραπονιέται για φτώχεια (638, πβ. 376 κ.ε.), η ζωή στην Άσκρα δεν μπορεί να ήταν υπερβολικά στενόχωρη.

    Τρία ποιήματα σώζονται με το όνομα του Ησιόδου, μαζί με ένα πλήθος αποσπάσματα άλλων έργων που του αποδίδονταν στην αρχαιότητα· όλα έχουν συντεθεί σε δακτυλικούς εξαμέτρους και στη συμβατική γλώσσα του έπους.

    Από τα τρία έργα που επιβίωσαν, το ένα, η Ασπίδα του Ηρακλή, αναμφίβολα είναι νόθο και ανήκει πιθανώς στον έκτο αιώνα[2]. Από τα άλλα δύο, οι πιο αυστηροί από τους αρχαίους κριτικούς απέδιδαν μόνο τα Έργα και Ημέραι στον Ησίοδο (πβ. Παυσανίας 9.31.3). Αλλά ο ποιητής αναφέρει το όνομά του στη Θεογονία 22, και χρειάζεται κάποια διαστρέβλωση για να ερμηνέψει κανείς τα συμφραζόμενα με τέτοιο τρόπο ώστε να αρνηθεί ότι ο συγγραφέας ονομάζει εδώ τον εαυτό του. Επιπλέον, παρά τη γενική ανομοιότητα του θέματός τους, τα δύο ποιήματα προσφέρουν εκδοχές του μύθου του Προμηθέα που, όπως έδειξε ο Vernant[3], διασυνδέονται μεταξύ τους, και η στενή τους σχέση στη γλώσσα, το μέτρο και την προσωδία τα ξεχωρίζει από τον Όμηρο από τη μια και την Ασπίδα από την άλλη.

    Αν και τα δύο ανήκουν πραγματικά στον Ησίοδο, η προτεραιότητα της Θεογονίας αποδεικνύεται εύκολα. Γιατί η αρχή των Έργων και Ημερών, 11-23, φαίνεται να τροποποιεί ρητά μιαν άποψη της Θεογονίας: δεν υπάρχει σε τελευταία ανάλυση ένα μόνο είδος Έριδας, όπως ειπώθηκε στη Θεογ. 225 κ.ε.· υπάρχουν δύο, ο ευεργετικός συναγωνισμός και η καταστρεπτική διαμάχη. Το ίδιο συμπέρασμα προτείνεται με την πραγμάτωση από τον Ησίοδο της ιστορίας του Προμηθέα και της Πανδώρας στα δύο ποιήματα. Στη Θεογονία διαβάζουμε με λεπτομέρειες για το αμάρτημα του Προμηθέα και για τη δημιουργία και το στολισμό της Πανδώρας (501-616), ενώ στα Έργα και Ημέραι ο Ησίοδος προσπερνά την αρχή της ιστορίας σε δύο στίχους (47 κ.ε.) και επιμένει διεξοδικά στη μετέπειτα ιστορία της Πανδώρας και του πίθου[4] (49­105). Ο Ησίοδος στα Έργα και Ημέραι φαίνεται πράγματι να προϋποθέτει ότι η Θεογονία είναι γνωστή . Η Θεογονία μπορεί πραγματικά να είναι ακριβώς το ποίημα στο οποίο ο Ησίοδος αναφέρεται στα Έργα 654 κ.ε.: πρόκειται για την περικοπή σχετικά με την απόκτηση του βραβείου στην κηδεία του Αμφιδάμαντα. Γιατί το ποίημα με το οποίο διαγωνίστηκε ήταν ένας ύμνος κι ο τρίποδας, το βραβείο, αφιερώθηκε από τον ποιητή στις Μούσες του Ελικώνα στο σημείο ακριβώς όπου τον είχαν εμπνεύσει την πρώτη φορά. Η Θεογονία, που απευθύνεται στις Μούσες του Ελικώνα, περιγράφει την πρώτη εκείνη έμπνευση (22-35), και χαρακτηρίζεται η ίδια ως ένας ύμνος (33, πβ. 11, 37, 51).

    Ο ποιητής αρχίζει με μια πολύστιχη επίκληση στις Μούσες (1-115), με τον τρόπο ενός 'Ομηρικού'ύμνου, που εξυμνεί τη δύναμή τους και την ευσέ-βειά τους στο τραγούδι τους για τη γενεαλογία των θεών. Είναι οι κόρες του Δία από τη Μνημοσύνη, μια καταγωγή που θυμίζει τη μακρόχρονη παράδοση της προφορικής απαγγελίας, όταν η ικανότητα ενός αοιδού βασιζόταν πραγματικά στη μνήμη, τη δική του και των προδρόμων του. Αυτές είναι που “κάποτε δίδαξαν στον Ησίοδο ωραίο τραγούδι, όταν φύλαγε τα πρόβατά του στον ιερό Ελικώνα” (22-3) και “μου έδωσαν σκήπτρο, κόβοντας έναν ωραίο κλάδο ανθισμένης δάφνης, και μου εμφύσησαν θεϊκή φωνή, ώστε να μπορώ να ψάλλω και τα μέλλοντα και τα περασμένα. Και μου παρήγγειλαν να υμνώ το γένος των τρισμακάριστων θεών και να ψάλλω πάντοτε τις ίδιες στην αρχή και στο τέλος” (30-4).

    Έτσι αρχίζει ο Ησίοδος την αφήγησή του για τη δημιουργία του κόσμου και τη διαδοχή των θεοτήτων που τον εξουσίασαν από την αρχή. Πρόκειται εν μέρει για μια αφήγηση εξέλιξης, εν μέρει μια αφήγηση του υπάρχοντος θεολογικού καθεστώτος (status quo), συνθεμένη χαλαρά, με χωρία όπου ταξινομούνται κάπου τριακόσιοι θεοί σύμφωνα με τη γενεαλογία τους, ενώ διασπείρεται ένας αριθμός ιστοριών λιγότερο σχετικών. Η ίδια η Δημιουργία δεν αιτιολογείται: το Χάος, το αβυσσαλέο κενό, απλά “γεννήθηκε”, ακολου­θούμενο από τη Γη, τον Τάρταρο και τον Έρωτα. Από το Χάος γεννήθηκε το Έρεβος και η Νύχτα που έγιναν οι γονείς του Αιθέρα (του ανώτερου και διαυγούς αερίου στρώματος) και της Ημέρας από τη Γη γεννήθηκε ο Ουρανός, τα Όρη και η Θάλασσα. Ύστερα η δημιουργία περιλαμβάνει τρεις κύριες γραμμές καταγωγής: από τη Νύχτα, από τη Γη και τον Ουρανό, από τη Θάλασσα. Η κύρια γραμμή είναι εκείνη της Γης και του Ουρανού, που οδηγεί μέσα από τις γενεές των Τιτάνων και του Κρόνου στον ίδιο τον Δία. Ο πρώτος πολύστιχος μύθος (154-210) περιγράφει την εκθρόνιση του Ουρανού, ευνουχισμένου από τον Κρόνο, και τη γέννηση της Αφροδίτης από τα αποκομμένα αιδοία του· η δεύτερη (453-506), ύστερα από ένα άλλο μακρό τμήμα γενεαλογιών, αφηγείται την ιστορία του Κρόνου, που αποφάσισε να καταπιεί τους θεούς, τα παιδιά του, για να προλάβει την ανατροπή του από ένα απ'αυτά, αλλά ξεγελάστηκε και κατάπιε μια πέτρα αντί του Δία και υποσκελίστηκε με τη σειρά του.

    Στο μεταξύ ο Ησίοδος έχασε το ενδιαφέρον του για την κοσμογονία, και δεν λέει περισσότερα για τον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκαν τα πράγματα. Το υπόλοιπο ποίημα ενδιαφέρεται πιο πολύ να εξηγήσει τον κόσμο όπως είναι παρά να ταυτίσει τα στάδια της εξέλιξής του. Έτσι η άνοδος του Δία ακολουθείται από έναν κατάλογο των γιων του Τιτάνα Ιαπετού, που χρησιμεύει ως εισαγωγή στην ιστορία του Προμηθέα και της Πανδώρας[5] και τη δημιουργία της γυναίκας, και τα φαινόμενα της θυσίας και της φωτιάς (507­616). Εδώ η σκηνή πλαταίνει και πάλι για να παρουσιάσει μια εξέγερση των Τιτάνων και την τελική τους ήττα από τον Δία (617-720). Ακολουθεί μια αφήγηση για τον Τάρταρο όπου ο Δίας τους φυλάκισε, την κατοικία του Ύπνου, του Θανάτου, του Κέρβερου και της Στύγας (721-819). Πρόκειται για το προοίμιο του αγώνα ανάμεσα στον Δία και το τέρας Τυφωέα, το νεότερο παιδί της Γης (820-80)· όταν ο Δίας βγαίνει νικητής εκλέγεται βασιλιάς των θεών και προσφέρει σε καθέναν από τους αθανάτους τη σφαίρα επιρροής του (881-5). Από το σημείο αυτό και πέρα το ποίημα καταλήγει βαθμιαία σε μια πλούσια σειρά γάμων και ερωτικών υποθέσεων, αρχίζοντας με εκείνες του ίδιου του Δία, ύστερα εκείνες των άλλων θεών, θεαινών και νυμφών, και τελειώνοντας με μια μετάβαση στον Κατάλογο Γυναικών, ένα πολύστιχο ποίημα του οποίου μόνο αποσπάσματα σώζονται.

    Στη Θεογονία υπάρχουν πολλά σημεία που οι μεταγενέστεροι εκδότες τα θεώρησαν νόθα[6], αλλά διαφωνούν ριζικά στον εντοπισμό των ύποπτων χωρίων, και είναι δύσκολο να βρει κανείς ασφαλή κριτήρια για να κρίνει τις παρεμβολές σ'ένα συγγραφέα όπως ο Ησίοδος. Και τα δύο σωζόμενα ποιήματά του παρουσιάζουν κάποιον πλατειασμό, μια τάση ξεστρατίσματος από το θέμα, πράγμα που μας κάνει να αμφιβάλλουμε αν ποτέ ανήκαν σε κάποιο λογικό ή αυστηρό σχέδιο. Μπορεί ωστόσο να δεχθούμε ότι το τέλος της Θεογονίας δεν είναι όπως το άφησε ο Ησίοδος: θα περιμέναμε οπωσδήποτε να τελειώνει το ποίημα με μια επίκληση στις Μούσες, όπως υποσχέθηκε στην αρχή (34). Υπάρχουν μερικές ενδείξεις ότι το τέλος του ποιήματος ξαναδουλεύτηκε για να εξασφαλιστεί μια ομαλή μετάβαση στον Κατάλογο Γυναικών, που ακολουθεί χωρίς διακοπή σε μερικά χειρόγραφα.

    Ο Ηρόδοτος θεωρούσε τον Όμηρο και τον Ησίοδο ιδρυτές της ελληνικής θεολογίας (2.53), και η Θεογονία είναι η μόνη αφήγηση με συνοχή που επέζησε από την πρώιμη αυτή εποχή. Στη νεότερη σκέψη η θεολογία του Ησιόδου προκαλεί σύγχυση: φυσικές δυνάμεις συλλαμβάνονται εκεί ως γεωγραφικές οντότητες, όπως όταν τα παιδιά του Ουρανού κρύβονται σ'έναν κρυψώνα της Γης (157 κ.ε), που τώρα έγινε εξολοκλήρου ανθρωπομορφικός, όπως όταν ευνουχίζεται ο ίδιος ο Ουρανός (178 κ.ε.). Αντίθετα, οι θεοί του Ολύμπου είναι πάντοτε ανθρωπομορφικοί. Οι δοξασίες του Ομήρου ήταν προφανώς παρόμοιες. Οι θεοί του είναι χωρίς εξαίρεση ανθρώπινοι, αλλά υπαινίσσεται τις παλαιότερες δυνάμεις κάνοντας τον Ωκεανό και την Τηθύα προγόνους των θεών (Ιλ. Ξ 201 κ.ε.). Οι μύθοι του Ομήρου και Ησιόδου για τη δημιουργία του κόσμου σύντομα δεν θεωρήθηκαν ικανοποιητικοί, και στη θέση τους εισάγονταν απρόσωπες αιτίες - είτε αφηρημένες, όπως όταν ο Αλκμάν (περίπου 600) εξηγεί τα πάντα από την άποψη του Τέλους και του Μέσου (Τέκμωρ και Πόρος, απ. 5. 2. ίί· απ. 1.14 σχόλ.), ή συγκεκριμένες, όπως όταν οι Ίωνες φιλόσοφοι του 6ου αιώνα αναζητούν μια πρωταρχική ουσία ανάμεσα στα τέσσερα στοιχεία. Αν και οι Ολύμπιοι θεοί ποτέ δεν έχασαν την απλή ανθρωπόμορφη φύση τους κι έγιναν αντικείμενο σαρκασμού από τον Ξενοφάνη ήδη νωρίς, γύρω στο 530 (πβ. απ. 21Β 10-16 DK), η ασάφεια της άποψης του Ησιόδου σχετικά με τις δυνάμεις της δημιουργίας του κόσμου έμεινε χαρακτηριστική για μεγάλο μέρος της ελληνικής θρησκευτικής σκέψης ακόμη και στην κλασική περίοδο, και αυτό γίνεται φανερό κυρίως σε σχέση με τις δυνάμεις που ήταν ουσιαστικές για την ανθρώπινη ζωή, τη Μητέρα Γη καθώς και τους θεούς-ποταμούς και τις νύμφες-κρήνες. Στον Ησίοδο οι θεότητες αυτές συνυπάρχουν με περισσότερο αφηρημένες δυνάμεις όπως ο Πόνος, ο Λιμός, η θλίψη και άλλα παιδιά της Έριδας, καθώς και με καθαρά φανταστικά τέρατα, τη Χίμαιρα, τη Σφίγγα, και ούτω καθεξής, όντα στα οποία οποιαδήποτε κατά γράμμα πίστη εγκαταλείφθηκε σίγουρα από τους μεταγενέστερους Έλληνες.

    Θεολογικές δοξασίες τόσο ετερόκλητων ειδών, πρέπει προφανώς να έφρασαν στον Ησίοδο από περισσότερες από μια παραδόσεις, για να μη μιλήσουμε για προσωπικές του επινοήσεις. Είναι δύσκολο να πούμε ως ποιο βαθμό η κοσμογονία και η θεολογία που αναπτύσσονται σ'αυτό το ποίημα θα εμφανίζονταν ως νέο ή ασυνήθιστο στοιχείο σ'ένα ακροατήριο του όγδοου αιώνα· ασφαλώς, πέρα από μια ομοιότητα προσέγγισης δεν υπάρχει απόλυτη συνέπεια στις λεπτομέρειες με τον Όμηρο, και μέρος του υλικού της Θεογονίας παρουσιάζει πραγματικά στενές συγγένειες με τη θεολογία της Αιγύπτου και της Εγγύς Ανατολής. Εντυπωσιακά παράλληλα έχουν βρεθεί σε Χεττιτικά και Βαβυλωνιακά κείμενα για το μύθο της διαδοχής Ουρανού-Κρόνου-Δία και για τον αγώνα του Δία με τον Τυφωέα[7].

    Το δεύτερο ποίημα του Ησιόδου, τα Έργα και Ημέραι, είναι όπως η Θεογονία, μια εξύμνηση της δύναμης του Δία, στον οποίο προσκαλούνται οι Μούσες να συνεισφέρουν έναν ύμνο. Ο Δίας είναι η πηγή της δικαιοσύνης, και ο Ησίοδος θα αναλάβει να διδάξει τον αδελφό του Πέρση την αλήθεια (1-10). Αν και οι συμβουλές και οι σκέψεις που ακολουθούν έχουν βασικά γενική εφαρμογή, ο Ησίοδος ανακαλεί συνεχώς τον αδελφό του στην τάξη με κάποιο αιχμηρά διατυπωμένο ηθικό δίδαγμα[8]. Η πρώτη αλήθεια είναι ότι υπάρχουν δύο είδη Έριδας: ο εποικοδομητικός συναγωνισμός και η καταστρεπτική διαμάχη (11-26). Απ'αυτό εκπηγάζουν δύο από τα σημαντικά θέματα του ποιήματος, ότι ο Πέρσης θα πρέπει να εγκαταλείψει την καταστρεπτική διαμάχη που αμαύρωσε τις σχέσεις ανάμεσα στα δύο αδέλφια -εδώ ο Ησίοδος επωφελείται της ευκαιρίας και ασχολείται διεξοδικά με τις αρετές της δικαιοσύνης -  και στη θέση της ν'αφήσει το πνεύμα του συναγωνισμού να τον κατευθύνει προς μια ζωή τίμιας εργασίας στο αγρόκτημα. Ότι είναι ένας δύσκολος κόσμος, με μόχθο και βάσανα όπως όρισε η μοίρα του ανθρώπου, διασαφηνίζεται με δύο μύθους. Στον πρώτο, ο Ησίοδος ξαναπαίρνει την ιστορία της Πανδώρας, που άρχισε στη Θεογονία - τη δημιουργία και τον στολισμό της, και το πιθάρι απ'όπου βγήκαν όλα τα κακά για να βασανίζουν τον κόσμο, ενώ η Ελπίδα έμεινε φυλακισμένη (42-105). Μοιάζει με παραδοσιακή ιστορία κάπως αδέξια γιατί δεν μνημονεύεται πραγματικός λόγος για την αποτυχία της Ελπίδας να αποδράσει. Αλλά ό, τι έχει σημασία είναι η ασαφής θέση της Ελπίδας: εκφράζει την ουσιαστική αμφισημία της ανθρώπινης ζωής, στην οποία καλό και κακό, ευτυχία και δυστυχία είναι αξεδιάλυτα δεμένα[9]

    Το μοτίβο του πίθου ως φυλακής βρίσκεται και στην Ιλιάδα Ε 385-91, όπου ο Ώτος και ο Εφιάλτης κρατούνται σ'ένα μπρούντζινο πιθάρι, αλλά το πιο κοντινό παράλληλο με τον Ησίοδο είναι η Ιλιάδα Ω 527 κ.ε., όπου ο Αχιλλέας μιλά για τους δυο πίθους που βρίσκονται στην είσοδο του παλατιού του Δία, ο ένας περιέχει καλά κι ο άλλος κακά, από τους οποίους ο θεός μοιράζει στους ανθρώπους το συνδυασμό καλής και κακής τύχης στη ζωή. Ο δεύτερος από τους μύθους του Ησιόδου"που είχε σκοπό να διαφωτίσει τη δυσκολία της ζωής είναι εκείνος των εποχών των μετάλλων της ανθρωπότητας, μια απαισιόδοξη ιστορία εκφυλισμού και ξεκινά από την εποχή του Κρόνου, όταν οι άνθρωποι της χρυσής γενεάς ζούσαν στον κόσμο όπως οι θεοί δίχως έγνοιες, μεταβαίνει ύστερα στούς ανθρώπους της αργυρής και χάλκινης εποχής και φτάνει ως τη σιδερένια γενιά του ίδιου του Ησιόδου (106-20 1). Εδώ έχουμε πάλι μια προφανώς παραδοσιακή ιστορία με ακατέργαστη την προσαρμογή της στα συμφραζόμενα. Γιατί ο Ησίοδος δεν μπορούσε να εναρμονίσει τη διδασκαλία αυτή της προοδευτικής παρακμής με την εικόνα των Επτά που πολιόρκησαν τη Θήβα ή των Αχαιών που πολιόρκησαν την Τροία. Γι'αυτό παρενέβαλε μια εποχή ηρώων ή ημιθέων, όχι από μέταλλο, ανάμεσα στον μπρούντζο και τον σίδηρο. Μια ακόμη, και σίγουρα πειστική ένδειξη ότι αυτός ο μύθος προσαρμόστηκε από μια ξένη πηγή, είναι η ασυνέπειά του με τη Θεογονία, στην οποία η εποχή του Κρόνου δεν είναι καθόλου παραδεισένια, απλώς μια φάση στο δρόμο της προόδου προς τη βασιλεία του Δία.

    Η διήγησή του για το σιδερένιο γένος κινείται γρήγορα από την περιγραφή του παρόντος στην προφητεία ενός ακόμη πιο σκληρού μέλλοντος:

    Κι άμποτες να μην έσωνα νάμαι στο πέμπτο γένος
    κάλλιο πιο πριν να πέθαινα ή έπειτα ναρχόμουν.
    Γιατί είναι τώρα πια στη γη το σιδερένιο γένος
    κι ουδέ θά πάψουνε ποτέ τη μέρα μέσ'στο μόχθο
    να ζούνε και στα βάσανα, κι ούτε τη νύχτα πάλι
    να λιώνουν απ'τις έγνοιες τους. Κι αλήθεια πάντα στέλνουν
    έγνοιες βαριές οι αθάνατοι. Ωστόσο, λέω, με τούτες
    τις πίκρες πως θα σμίξουνε και τα καλά. Ο Δίας,
    κι αυτό το γένος των θνητών ανθρώπων θα το σβήσει,
    τότε που μ'άσπρα τα μαλλιά τα νήπια θα γεννιούνται.
    Κι ούτε ο γονιός με τα παιδιά θα μοιάζει, μήτε εκείνα
    θα μοιάζουν του πατέρα τους κι ο ξένος πια δε θάναι
    στον ξενιστή του αγαπητός, ούτε στο φίλο ο φίλος
    κι ο αδερφός στον αδερφό, καθώς και πριν κι ακόμα
    σα θα γεράσουν οι γονείς θα τους καταφρονούνε.
    Θα τους πετούν λόγια πικρά και θα τους αποπαίρνουν,
    οι άσπλαχνοι, και τη θεϊκήν οργή δε θα φοβούνται.
    Κι ουδέ στους γέρους τους γονιούς ποτέ θα ξεπληρώσουν,
    όσα οι δόλιοι ξόδεψαν για να τους αναθρέψουν.
    Θα παίρνουν με το χέρι τους το δίκιο τους, κι ο ένας
    την πόλη τ'άλλου σύρριζα θά τρέχει ν'αφανίσει-
    κι όποιος στον όρκο στέκεται πιστός, τιμή δε θάχει,
    μήτε κι ο δίκιος κι ο καλός. Πιότερο θά τιμήσουν
    τον κακοπράχτη κι άνομο. Η δύναμη θα κρίνει
    το δίκιο. Σέβας και ντροπή θάχουνε πια πετάξει.
    Θα βλάπτει πάντα ο ύπουλος άνδρα καλύτερό του
    με λόγια πλάνα, δολερά, που όρκο γι'αυτά θα κάνει·
    κι ο φθόνος ο κακόγλωσσος θα συντροφεύει πάντα
    μ'όψη φριχτή, χαιρέκακος τους δύστυχους ανθρώπους.
    Τότε η Αιδώς κι η Νέμεση[10] την ώρια την ειδή τους
    με τα λευκά τα πέπλα τους θα κρύψουν και θα τρέξουν
    να παν ψηλά στον Όλυμπο, δίπλα στους αθανάτους
    θα παρατήσουν τους θνητούς. Σ'αυτούς θε ν'απομείνει
    η μαύρη θλίψη μοναχά καί γιατρειά δε θάβρουν. (1 74-201)

    Ο Ησίοδος αναπτύσσει τώρα το θέμα της Δικαιοσύνης, που εισάγεται με το αντίθετό της την Ύβρη, το δόγμα της δικαιοσύνης του ισχυροτέρου, που εκφράζεται στο μύθο του γερακιού και του αηδονιού. Αυτός, ο πιο πρώιμος σωζόμενος μύθος στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία δείχνει το δρόμο που πρέπει να αποφύγουν ο Πέρσης και οι βασιλείς που δικάζουν, και το δρόμο της Δικαιοσύνης που πρέπει να ακολουθήσουν (202-92). Είναι αξιοσημείωτο ότι η κάπως απόλυτη άποψη για την ανομία και την ανεντιμότητα των βασιλέων, όπως αναπτύσσεται εδώ, αντιτίθεται στην ευνοϊκή άποψη για τους βασιλείς που απαντάται στη Θεογονία (π.χ. 80-93). Μπορεί ο Ησίοδος να ήταν τώρα μεγαλύτερος στην ηλικία και σοφότερος μπορεί μόνο η κολακεία των βασιλέων να ήταν σύμμετρη για την περίπτωση της ταφής του Αμφιδάμαντα. Όπως και να 'χει το πράγμα τίθεται το πρόβλημα για το είδος της ευκαιρίας που ευνόησε τη σύνθεση των Έργων και Ημερών. Η ενασχόληση του Ησιόδου με την ηθική και τη δικαιοσύνη του Δία είναι ένας ολόκληρος κόσμος μακριά από την παλιά αριστοκρατική αντίληψη του θεϊκού δικαίου των βασιλέων, που είναι αναμφισβήτητο στην Ιλιάδα και ισχύει ακόμη σε μεγάλο βαθμό στην Οδύσσεια, έστω κι αν η συμπεριφορά των μνηστήρων της Πηνε­λόπης που καταδικάζουν τον εαυτό τους σημειώνει την αρχή της αμφιβολίας. Ιδιαίτερα, είναι αξιοσημείωτο ότι κατά την άποψη του Ησιόδου η αδικία οδηγεί τελικά στον πόλεμο, το χειρότερο από τα κακά (276 κ.ε.). Ο πόλεμος είναι, φυσικά, το άθλημα των βασιλέων και σ'αυτό το χωρίο πάνω απ'όλα ο Ησίοδος στρέφει τα νώτα στον Όμηρο και την ηρωική παράδοση.

    Από τη δικαιοσύνη ο Ησίοδος στρέφεται στο ευρύτερο θέμα της εργασίας: η στάση καθώς και ο εξοπλισμός του γεωργού και νοικοκύρη καθορίζονται με τις πιο μεγάλες λεπτομέρειες, ένα ημερολόγιο για τον ετήσιο κύκλο του μόχθου (293-617). Ολόκληρο αυτό το τμήμα, το πιο μεγάλο μέρος του ποιήματος, είναι φυσικά ανεκτίμητο για την εικόνα που προσφέρει από τη ζωή και τη νοοτροπία ενός μέσου Έλληνα του όγδοου αιώνα. Δεν υπάρχει ρομαντική άποψη της ζωής στην εξοχή όπως αυτή που ο Βιργίλιος θα εισαγάγει στα Γεωργικά: η ρομαντική προσέγγιση είναι χαρακτηριστική όχι του χωρικού αλλά του αστού, και δεν είναι συμπτωματικό ότι τη βρίσκουμε για πρώτη φορά στην ελληνιστική περίοδο, όταν η αληθινά αστικοποιημένη κοινωνία άρχισε για πρώτη φορά να κάνει την εμφάνισή της. Ο Ησίοδος δεν τρέφει αυταπάτες σχετικά με τη ζωή στους αγρούς. Να η περιγραφή του χειμώνα:

    Κι ως μπουν οι μέρες οι κακές —το μήνα Ληναιώνα—
    π'όλες σκορπούν το θάνατο στα βόδια, φυλαχτείτε
    τότε απ'αυτόν κι απ'τις φριχτές τις παγωνιές, που πέφτουν
    πάνω στη γη, σαν πνέει βοριάς απ'την αλογοτρόφα
    τη Θράκη ανάμεσα περνάει κι ορμάει φυσομανώντας
    μέσ'στην πλατιά τη θάλασσα και την αναταράζει,
    και γύρω δάσια και στεριές ανάτριχα βρυχιούνται.
    Κι ως πέφτει, πλήθιες δρυς ψηλές κι ελάτια θεριεμένα
    μέσ'στων βουνών τα σύδεντρα φαράγγια ρίχνει κάτω
    στην πολυτρόφα απάνω γη, κι όλο βογγάει τριγύρω
    το πλούσιο δάσος. Σύγκορμα αναρριγούν τ'αγρίμια
    καί βάζουν κάτω απ'τ'άχαμνά σκιαγμένα την ουρά τους,
    κι εκείνα ακόμη πόχουνε ολόσκεπο από τρίχες
    το δέρμα τους τα διαπερνάει κι αυτά το παγωμένο
    τ'αγριοβόρι, ας έχουνε δασύμαλλα τα στήθια.
    Μα και το δέρμα του βοδιού το διαπερνάει κι εκείνο,
    και μήτε αυτό το σταματάει. Ακόμα και τη γίδα
    παγώνει τη μακρότριχη. Τα πρόβατα μονάχα
    πόχουνε πλούσια, ολόπυκνα μαλλιά, δεν τα περνάει
    τ'άγριο λυσσομάνημα του βορινού τ'ανέμου,
    που κάνει και το γέροντα να γίνεται κουβάρι. (504-18)

    Και συνεχίζει δίνοντας συμβουλές για το είδος της υπόδησης και το πανωφόρι και τον μάλλινο σκούφο που έπρεπε να φορά ο γεωργός για να προφυλαχτεί από τον παγερό καιρό.

    Η γεωργία, ωστόσο, δεν είναι το μόνο επάγγελμα που έχει υπόψη του ο Ησίοδος. Αν, ωστόσο, η ζωή του θαλασσινού έμπορα φαίνεται να προσφέρει θέλγητρα, όπως συνέβη με τον πατέρα του Ησιόδου, τότε χρειάζονται λόγια προειδοποίησης και συμβουλές (618-94). Όποια κι αν είναι τα μέσα βιοπορισμού, η απαραίτητη βάση είναι η οικογένεια - έστω κι αν η οικονομική σύνεση απαιτεί αυστηρή λιτότητα (376 κ.ε.)- κι αυτό κάνει αναπόφευκτη την εκλογή συζύγου. Για τον Ησίοδο αυτό φαίνεται ότι ήταν ένα λυπηρό ζήτημα, και στο μισογυνισμό του προλαβαίνει τον Σημωνίδη (βλ. σ. 214 κ.ε). Στη Θεογονία η δημιουργία της γυναίκας ήταν το χειρότερο που μπορούσε να κάνει ο Δίας για να βασανίσει το ανθρώπινο γένος (510-612), κι η Φιλότητα κι η Απάτη συγκαταλέγονται ανάμεσα στα παιδιά της Νύχτας (224). Στο προκείμενο ποίημα η ανάγκη να επιλέξει κανείς καλή γυναίκα και να την καλομεταχειρίζεται χρησιμεύει σε μεγάλο βαθμό ως ευκαιρία προειδοποίησης για την καταστροφή που η κακιά γυναίκα μπορεί να προκαλέσει (πβ. 373 κ.ε.):

    Στεφανωτή στο σπίτι σου σ'ώρα που πρέπει πάρε:
    Να μή σου λείπουν και πολλά απ'τα τριάντα χρόνια,
    μήτε πολύ να τα περνάς. Αυτός ο γάμος είναι
    στ'αλήθεια μέσ'στην ώρα του. Μα κι η γυναίκα ας μείνει
    στην ήβη τέσσερις χρονιές, κι ας παντρευτεί στον πέμπτο.
    Πάρε παρθένα ταίρι σου, για να της μάθεις κιόλας
    καλά συνήθεια. Πιο καλά να πάρεις σύγκλινή σου
    κόρη που μένει πιο κοντά στο σπίτι σου. Μα πρώτα
    ρώτα γι'αυτήν το κάθε τι, μην παντρευτείς και πάρεις
    χαρά για τους γειτόνους σου. Γιατί καλύτερο άλλο
    απόχτημα για τους θνητούς απ'την καλή γυναίκα
    δε βρίσκεται, μήτε μαθές και φοβερότερο άλλο
    απ'την κακή, που το φαγί όλο παραμονεύει
    και κάνει και τον άντρα της, κι ας είναι παλληκάρι,
    να καίγεται χωρίς δαυλί και να γοργογεράζει. (695-705)

    Τέλος, λίγοι στίχοι για τη φιλία ολοκληρώνουν αυτό το μέρος του ποιήματος (706-23).

    Το υπόλοιπο μέρος των Έργων και Ημερών θεωρήθηκε από πολλούς μελετητές νόθο. Όσο κι αν έχει ενδιαφέρον για τον ιστορικό της θρησκείας ο λεπτομερής κατάλογος από ταμπού που περιέχει (724-64) φάνηκε να εκφρά­ζει μια πρωτόγονη στενότητα οπτικού πεδίου που δεν συμφωνεί με την πλατιά και υψηλή αντίληψη για τη δικαιοσύνη του Δία που τα βλέπει όλα. Κι όμως η κοινή εμπειρία διδάσκει ότι σε πρωτόγονες κοινωνίες τα πλέον θρησκευτικά κριτήρια εντιμότητας στις εμπορικές συναλλαγές δεν είναι καθόλου ασυμβίβαστα με το πιο περίτεχνο πλέγμα δεισιδαιμονιών. Όμοια διαμάχη ξέσπασε για το τελευταίο τμήμα του ποιήματος -τις Ημέρες, στην πραγματικότητα (765-828)- που προσφέρει έναν κατάλογο ημερών που είναι ευνοϊκές ή όχι για διάφορες εργασίες. Αλλά η ευθύνη για την απόδειξη βαραίνει εκείνους που θα θεωρούσαν τους στίχους νόθους[11].

    Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ως σύνολο το ποίημα στερείται από την άποψη της αρχιτεκτονικής εκείνη την ποιότητα που εντυπωσιάζει κάθε αναγνώστη της Ιλιάδας και της Οδύσσειας. Τα ποιήματα αυτά μπορεί να φαίνονται κάποτε ότι ξεφεύγουν από το θέμα τους, κάποτε καθυστερούν πολύ σε μια στιγμή, κάποτε επαναλαμβάνουν ένα θέμα κάπως πληκτικά, αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι έχουν αρχή, μέση και τέλος στην πλήρη έννοια του περίφημου αριστοτελικού ορισμού. Σχετικά, εξάλλου, με τα Έργα και Ημέρες, έχουν εκφραστεί αμφιβολίες αφότου ο Παυσανίας στο δεύτερο αιώνα μ.Χ. διατύπωσε την άποψη (9.31) ότι σύμφωνα με τους Βοιωτούς το κείμενο του ποιήματος άρχιζε με τον στίχο 11. Ο ένας μετά τον άλλο οι νεότεροι μελετητές καταδίκασαν το τέλος του ποιήματος κι ακόμη και στη μέση το κριτικό υπόμνημα περιέχει συχνά όρους όπως suspecta, damnavit, delevit, proscnpsit, seclusit -  οι φιλόλογοι για πολλά χρόνια προσπάθησαν να ανα­συνθέσουν μια λογική πραγματεία με βάση το ποίημα, κόβοντας, επαναδιευθετώντας και ξαναγράφοντας. Το ζήτημα είναι ότι απαιτούν πάρα πολλά απ'αυτό. Του ζητούν να είναι μια λογική πρόοδος (όπως το καθένα από τα ομηρικά ποιήματα είναι μια αφηγηματική πρόοδος)· το μεταχειρίζονται σαν να ήταν ένα πρακτικό εγχειρίδιο για τη γεωργία ή ένα ποίημα για τη δικαιοσύνη με συνεχή επιχειρηματολογία. Όταν κρίνεται μ'αυτό το κριτήριο αποτυγχάνει να ανταποκριθεί σε στοιχειώδεις αξιώσεις λογικής, συνέπειας και δομικής συνοχής.

    Το ποίημα πρέπει να κριθεί, φυσικά, με εντελώς διαφορετικά κριτήρια. Είναι η πρώτη απόπειρα στη δυτική λογοτεχνία σύνθεσης ενός έργου μεγάλης κλίμακας χωρίς τον οπλισμό μιας παραδεδομένης αφηγηματικής γραμμής. Στην πραγματικότητα είναι ένα εκπληκτικά τολμηρό εγχείρημα. Στη Θεογονία ο Ησίοδος είχε να ακολουθήσει μια γενεαλογική γραμμή που αποτελούσε από μόνη της ένα είδος αφηγηματικού νήματος στον Κατάλογο γυναικών αυτός (ή όποιος ήταν ο συγγραφέας του) απλώς πρόσθεσε μια ιστορία σε μιαν άλλη. Ο εναλλακτικός τίτλος του ποιήματος είναι Ἤ Οἷαι (Ἠοῖαι)· το κάθε καινούργιο επεισόδιο αρχίζει με το ἤ οἶαι ‘όπως εκείνες οι γυναίκες που.. .” (ή στον ενικό ἡ οἵη“όπως εκείνη η γυναίκα που...”) κι ακολουθείται από την ιστορία των ερώτων τους, συνήθως με κάποιον θεό, και τη γέννηση ηρώων. Ένα τέτοιο ποίημα δεν χρειαζόταν δομή και προφανώς μπορούσε να συνεχίζεται όσο υπήρχαν πρόθυμοι ακροατές τα επεισόδια μπορούσαν να τοποθετηθούν σε οποιαδήποτε θέση. Αλλά στα Έργα και Ημέραι υπάρχει ένας στόχος: να εξηγήσει γιατί η ζωή είναι ένας ατέρμονης κύκλος μόχθου και να προσδώσει συμβουλές που θα κάνουν το μόχθο εκείνο επωφελή και ανεκτό. Και το εντάσσει σε ένα δραματικό πλαίσιο: τη φιλονικία του Ησιόδου με τον αδελφό του, τον Πέρση.

    Αν η Θεογονία δεν ήταν τόσο φανερά ένα συνονθύλευμα ελληνικών και ανατολικών στοιχείων, ο ανατολικός χαρακτήρας μεγάλου μέρους των Έργων και Ημερών θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος, επειδή από πολλές απόψεις είναι η κύρια πηγή μιας ουσιαστικά ελληνικής θεώρησης της ζωής. Ωστόσο και το έργο αυτό έχει τους προδρόμους του στην Ανατολή και στην Αίγυπτο. Ο μύθος των μεταλλικών εποχών του ανθρώπου, όπως παρατηρήθηκε, δεν ήταν επινόηση του ίδιου του Ησιόδου· δεν υπάρχουν ακριβή παράλληλα, αλλά οι πιο στενές αναλογίες είναι με τους Ζωροαστρικούς μύθους[12]. Το ποίημα ως σύνολο έχει πολλά αντίστοιχα στην Αίγυπτο και την Εγγύς Ανατολή, έργα διδακτικά για τη ζωή και τη συμπεριφορά που, ωστόσο, με τυπικό τρόπο φυλάγουν ευλαβικά τις συμβουλές ενός πατέρα στο γιο του[13]. Η παραλλαγή του Ησιόδου, συμβουλές αδελφού προς αδελφόν, είναι ίσως πρωτότυπη, και δεν χρειάζεται να αναζητηθεί κίνητρο για την αλλαγή πέρα από τις περιστάσεις της ζωής του ίδιου του ποιητή. Τα αιγυπτιακά κείμενα σ'αυτό το είδος εκτείνονται από το Παλαιό Βασίλειο ως τη Σαϊτική δυναστεία που ξεπερνά τη ζωή του Ησιόδου, και περιλαμβάνουν προτροπές για τον αγροτικό μόχθο στο πλαίσιο μιας σχέσης ανάμεσα στον άνθρωπο και το θεό που δεν είναι καθόλου μακριά, σ'ό, τι αφορά το πνεύμα, από την άποψη του Ησιόδου για τον Δία. Όμοια κείμενα βρέθηκαν στην Εγγύς Ανατολή, στην Ούγκαριτ κι αλλού, κι είναι σαφές ότι οι Σουμέριοι (που αγαπούσαν τους μύθους με ζώα όμοιους με τη διήγηση του Ησιόδου για το γεράκι και το αηδόνι, οι Χούριοι και οι Βαβυλώνιοι υπέκυψαν όλοι στον ανθρώπινο πειρασμό να επιδιώξουν να ρυθμίσουν τη ζωή των άλλων. Σε ένα τέτοιο παγκόσμιο θέμα πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός και να μην αποκλείσει τη σύμπτωση. Επιχειρήματα από κείμενα όπως οι Υποθήκες του Ninurta στο γιο του, το ημερολόγιο ενός Σουμέριου αγρότη, είναι ιδιαίτερα επικίνδυνα αν λάβουμε υπόψη τις ομοιόμορφες απαιτήσεις της αγροτικής ζωής. Υπάρχουν, ωστόσο, αρκετά στοιχεία στις σουμεριακές Υποθήκες του Suruppak, τις βαβυλωνιακές Συμβουλές Σοφίας, και τις αιγυπτιακές Υποθήκες για να εντάξουν τον Ησίοδο μέσα στο κύριο ρεύμα μιας λογοτεχνίας που ήταν δημοφιλής στην Ανατολή (αν και όχι στο βαθμό που να μπορούμε να προσδιορίσουμε μια συγκεκριμένη πηγή ή χρονολογία για την είσοδο του είδους αυτού στην Ελλάδα).

    Μερικά χαρακτηριστικά της ποίησης του Ησιόδου μπορεί να φαίνονται στο σύγχρονο αναγνώστη παράξενα, ιδιόρρυθμα και “αρχαϊκά”, σε σύγκριση ακόμα και με εκείνα του Ομήρου. Ο Μ. L. West εντόπισε τη διαφορά ανάμεσα στην έκταση και την ευγλωττία των λόγων του Ομήρου και τις σύντομες, μάλλον άκαμπτες εκφράσεις που ο Ησίοδος βάζει στο στόμα των προσώπων του: “κοφτές σύντομες υποθέσεις, χωρίς την ομηρική ρητορική, με γραφική επισημότητα”[14]. Έτσι η αφήγηση του Ησιόδου συχνά φαίνεται συγκριτικά απλοϊκή και στερείται του ψυχολογικού πάθους του Ομήρου, ενώ η τάση του να αυτοεπαναλαμβάνεται, και μερικά υφολογικά τεχνάσματα όπως η χρήση των kennings, (ο “χωρίς κόκαλο” = το χταπόδι, ἀνόστεος, Έργα 524· το “πράγμα με τα πέντε κλαδιά” = το χέρι, πεντόζοιο, Έργα 742) μπορεί να συμβάλλουν στη δημιουργία μιας εντύπωσης πρωτογονισμού. Αλλά σ'αυτό θα πρέπει να αντιτάξουμε την ενέργεια και τη ζωτικότητα της ποίησής του και την αυθεντικότητα του τόνου του, κάποτε σοβαρού, κάποτε σχεδόν σαρ­δόνιου. Υπάρχει μια ελκυστική ευρωστία και απουσία συναισθηματικότητας ακόμη και στα πιο ειδυλλιακά χωρία, όπως την περιγραφή του μεσοκαλόκαιρου στις οδηγίες του για εποχιακές δραστηριότητες.

    Κι όταν το γαϊδουράγκαθον ανθεί, κι ο τραγουδάρης
    ο τζίτζικας καθούμενος στο δέντρο χύνει πλούσιο
    αδιάκοπα το λυγερό τραγούδι απ'τα φτερά του,
    στην εποχή του πνιγηρού καλοκαιριού, οι γίδες
    είναι, μαθές, τετράπαχες και το κρασί θεσπέσιο·
    τα θηλυκά είν'αβάσταγα κι οι άντρες χαυνωμένοι,
    γιατί τους καίει ο Σείριος και κεφαλή και γόνα,
    κι από το κάμα το πολύ ξεράθη το κορμί τους.
    Κι άμποτες τότε νάσουν πια σε ισκιωμένο βράχο
    και νάχες κρίθινο ψωμί με γάλα ζυμωμένο,
    νάχες και βίβλινο κρασί καί γάλα από κατσίκες
    που μόλις τις απόκοψαν, κρέας από δαμάλα
    δασόθρεφτη κι αγέννητη κι από κατσίκια πρώιμα
    και να ρουφάς μαύρο κρασί, φλογάτο καθισμένος
    στον ίσκιο σου, με την καρδιά πασίχαρη, χορτάτη,
    γυρνώντας στον ολόδροσο το Ζέφυρο την όψη·
    κι από πηγή τρεχούμενην, αστείρευτη, καθάρια
    να σμίγεις τρία του νερού μ'ένα κρασιού μονάχα. ( Έργα 582-96)[15]

    (Αυτό θα πρέπει να διαβαστεί χωρίς να ξεχνάμε τους στ. 500-3: Ή ελπίδα δεν είναι καλός σύντροφος για ένα φτωχό, που κάθεται εκεί που συναντιούνται οι άνθρωποι για να κουβεντιάζουν όταν δεν έχει αρκετούς πόρους για να ζήσει. Πες στους δούλους σου όσο είναι ακόμη κατακαλόκαιρο. "Δεν θάναι πάντα καλοκαίρι: χτίστε κάτι που θα σας προστατέψει".).

    Υπάρχει σε πολλά χωρία πραγματική αξιοπρέπεια: στο προοίμιο της Θεογονίας, ή την εικόνα των δίκαιων και άδικων πόλεων στα Έργα (225-47), ή την αφήγηση για τις τιμές της Εκάτης στη Θεογονία, ένα χωρίο που δείχνει καλά πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι μια μάλλον απλή χρήση της επανάληψης:

    ἡ δ’ ὑποκυσαμένη Ἑκάτην τέκε, τήν περί πάντων
    Ζεῦς Κρονίδης τίμησε, πόρεν δε οἱ ἀγλαά δῶρα,
    Μοῖραν ἔχειν γαίης τε και ἀτρυγέτοιο θαλάσσης
    ἡ δέ καί ἀστερόεντος ἀπ’ οὐρανοῦ ἔμμορε τιμῆς,
    ἀθανάτοις τε θεοῖσι τετιμένη ἐστί μάλιστα.
    και γάρ νῦν, ὅτε πού τις ἐπιχθονίων ἀνθρώπων
    ἔρδων ἱερά καλά κατά νόμον ἱλάσκηται,
    κικλήσκει Ἑκάτην· πολλή τε οἱ ἔσπετο τιμή
    ῥεῖα μάλ’, ᾦ πρόφρων γε θεά ὑποδέξεται εὐχάς
    καί τέ οἱ ὄλβον ὀπάζει, ἐπεί δϋναμις γε πάρεστιν.
    ὅσσοι γάρ Γαίης τε καί Οὐρανοῦ ἐξεγένοντο
    και τιμήν ἔλαχον, τούτων ἔχει αἶσαν ἁπάντων·
    οὐδέ τί μιν Κρονίδης ἐβιήσατο οὐδέ τα’ ἀπηύρα
    ὅσσ’ ἔλαχεν Τιτήσι μετά προτέροισι θεοῖσιν,
    ἀλλ’ ἔχει ὡς τό πρῶτον ἀπ’ ἀρχῆς ἔπλετο δασμός·
    οὐδ’ ὅ,τι μουνογενής, ἧσσον θεά ἔμμορε τιμῆς,
    [και γέρας ἐν γαίῃ τε καί οὐρανῷ ἠδέ θαλλάσςῃ,]
    ἀλλ’ ἔτι καί πολύ μᾶλλον, ἐπει Ζεύς τίεται αὐτήν. (411-28)

    Κι αυτή (η ώρια Αστερία) το σπέρμα εδέχτη
    και την Εκάτη γέννησε, που ο γιος του Κρόνου ο Δίας
    πιότερο απ'όλους δόξασε και φημισμένα δώρα
    της χάρισε: νάχει στη γη και στ'άκαρπα πελάγη
    το μερδικό της. Έλαβε κι'απ'τ'αστεράτα ουράνια
    τιμής μερίδιο, ωστόσο, αυτή και μες στους αθανάτους
    τιμήθη απ'όλους πιότερο. Γιατί και τώρα, όποιος
    θνητός στη γη κάνει λαμπρές -ως συνηθούν- θυσίες
    ζητώντας χάρη θεϊκήν εύχεται στην Εκάτη
    κι όποιου η θεά με προθυμιά γρικάει την προσευχή του,
    του στέλνει και καλοτυχιά, γιατ'είναι του χεριού της.
    Γιατ'όσοι απ'Ουρανό και Γη γεννήθηκαν και πήραν
    κάποια τιμή, της χάρισαν κι απ'τη δική τους κλήρα.
    Μα δεν την κακοκάρδισε κι ο γιος του Κρόνου διόλου
    και δεν της πήρε τίποτες απ'όσα είχε αποχτήσει
    στους πρώτους μέσα αθάνατους, εκείνη, τους Τιτάνες,
    μόνο κρατάει απ'την αρχή ό,τι έλαχε και πήρε
    στην πρωτινή τη μοιρασιά: κι από τη γη μοιράδι,
    [μοιράδι κι απ'τον Ουρανό, μοιράδι κι απ'τον πόντο ]
    κι ούτε επειδή και βρέθηκε μοναχοκόρη επήρε
    λιγότερη, η θεά, τιμή, μον'έλαβε περίσσια
    γιατί ο Δίας την τιμά.

    Η ατομικότητα κι η δύναμη της φαντασίας του Ησιόδου μπορεί να φανεί καλύτερα σε σύγκριση με το έργο από τον κάλαμο ενός από τους μιμητές του, το σύντομο επικό ποίημα γνωστό ως Ασπίδα του Ηρακλή, που παραδίδεται μαζί με την Θεογονία και τα Έργα και Ημέραι στα μεσαιωνικά χειρόγραφα. Είναι μια αδύναμη και μπερδεμένη αφήγηση της μάχης ανάμεσα στον Ηρακλή και τον Κύκνο, που περιέχει ένα πολύστιχο χωρίο "έκφρασης", βασισμένο στις περιγραφές από τον Όμηρο των ασπίδων του Αχιλλέα (/λ. Σ 478-607) και του Αγαμέμνονα (/λ. Λ 32-40), στο οποίο περιγράφεται η ασπίδα του Ηρακλή. Της λείπει εντελώς η ρώμη και το πνεύμα του Ησιόδου και στηρίζει την αποτελεσματικότητά της στην καθαρή συσσώρευση λεπτομερειών, κατά προτίμηση λεπτομερειών για δημιουργία εντυπώσεων:

    Δίπλα στεκόταν η Αχλύς η φοβερή κι ολέθρια,
    χλωμή, ξερή κι απόξερη και καταμαραμένη
    από την πείνα, σκέλεθρο με γόνατα πρησμένα,
    κι από τα χέρια της τα δυο νύχια τρανά φυτρώναν.
    Τα μάγουλά της έσταζαν αίμα στη γη, και μύξες
    τρέχαν απ'τα ρουθούνια της. Εμόρφαζεν απαίσια
    ολόρθη και τους ώμους της σκέπαζε πλήθια στάχτη,
    καθώς πλημμύριζε άπαυα τα μάτια της το δάκρυ. (264-70)

    Είναι ένα από τα λιγότερο εξαρτημένα χωρία· άλλες λιγότερο παγερές σκηνές είναι μάλλον αδέξιες προσαρμογές με βάση τον Όμηρο. Το έργο δεν προβάλλει την αξίωση ότι προέρχεται από τον Ησίοδο, μόλο που δείχνει μεγάλη οικειότητα με το γνήσιο έργο του και σχεδιάστηκε για να ταιριάζει στον Κατάλογο γυναικών: αρχίζει μ'ένα κομμάτι για τη μητέρα του Ηρακλή Αλκμήνη το οποίο αρχίζει με το ή οίη (βλ. παραπάνω, σ.147).

    Δύο κύρια προβλήματα της ησιόδειας γραμματείας παραμένουν ανοιχτά: η σχέση του με τον Όμηρο και ο τρόπος που συνέθετε. Μολονότι τώρα διευκρινίστηκε ότι ο Ησίοδος έδρασε στο τελευταίο τμήμα του όγδοου αιώνα, δεν υπάρχει συμφωνία για το ζήτημα των σχετικών χρονολογιών του Ησιόδου αφενός και της Ιλιάδας και της Οδύσσειας αφετέρου. Το μόνο που μπορεί να αποδειχθεί είναι ότι ο Ησίοδος και ο Όμηρος συγγένευαν ως προς τη γλώσσα και τον τρόπο: στην ουσία χρησιμοποιούν την ίδια διάλεκτο, κι έχουν μεγάλο μέρος λεξιλογίου τους και των στερεότυπων φράσεων κοινά, αν και υπάρχουν επίσης αξιοσημείωτες διαφορές[16], ενώ μερικές από τις ιδιομορφίες της διαλέκτου του Ησιόδου είναι δύσκολο να εξηγηθούν. Ο G. Ρ. Edwards, με βάση μια διεξοδική μελέτη της γλώσσας του Ησιόδου, κατέληξε στο ακόλουθο συμπέρασμα:
    Η ιωνική επική ποίηση ήταν γνωστή στην μητροπολιτική Ελλάδα την εποχή του Ησιόδου και απαγγελλόταν στην ιωνική μορφή της ακόμη και από τους κατοίκους της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τα ομηρικά ποιήματα αυτοπροβάλλονται ως οι πιο ευνόητοι εκπρόσωποι της ιωνικής αυτής παράδοσης, αλλά προφανώς δεν ήταν απαραίτητα η μόνη ιωνική ποίηση που ο Ησίοδος θα μπορούσε να είχε γνωρίσει, ούτε μπορούμε να υποθέσουμε ότι ο Ησίοδος τα γνώριζε στη μορφή στην οποία διασώθηκαν στη γραπτή μας παράδοση. Ταυτόχρονα, η πιο οικονομική υπόθεση μπορεί να είναι ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια υπήρχαν ήδη και ήταν γνωστά στην μητροπολιτική Ελλάδα την εποχή του Ησιόδου σε μια μορφή ευδιάκριτα την ίδια με εκείνη στην οποία τα γνωρίζουμε σήμερα.. [17]

    Ο Μ. L. West, από την άλλη, υποστήριξε ότι η Θεογονία είναι πάρα πολύ πιθανό να είναι “το πιο παλιό ελληνικό ποίημα που έχουμε”[18], για το λόγο ότι και η Ιλιάδα και η Οδύσσεια στη μορφή που σώζονται περιέχουν στοιχεία που δεν μπορούν να χρονολογηθούν νωρίτερα από το 700 περίπου π.Χ. Πιθανόν είναι πολύ ριψοκίνδυνο να ζητά κανείς τέτοια ακρίβεια από τις αρχαιολογικές μαρτυρίες και σε τελευταία ανάλυση μπορεί να μην έχει σημασία το γεγονός ότι δεν μπορούμε να χρονολογήσουμε με ακρίβεια κανένα από τα ποιήματα αυτά· πιο σημαντική είναι η παραδοχή που ενισχύεται από τους νεότερους ερευνητές ότι υπήρχε μια κοινή ιωνική παράδοση ποίησης σε εξαμέτρους στην οποία εργάστηκαν και οι δύο ποιητές, παρά τη γεωγραφική απόστασή τους.

    Αν ο Ησίοδος ήταν ένας προφορικός ποιητής ή ένας ποιητής που γνώριζε γραφή είναι ένα εξίσου αμφιλεγόμενο ζήτημα· αλλά κι εδώ πάλι υπάρχει συμφωνία σε ένα σημαντικό θέμα, δηλαδή στο ότι όποια διαδικασία και να ακολούθησε ο ίδιος ο Ησίοδος[19] η παράδοση μέσα στην οποία έμαθε την τέχνη του ήταν προφορική. Είναι ίσως αδύνατο να αποδείξει κανείς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αν έκανε χρήση της γραφής για να συνθέσει την ποίησή του, αλλά .είναι πολύ πιθανή η σκέψη ότι ένα πάρα πολύ προσωπικό ποίημα όπως τα Έργα και Ημέραι, που δεν έχει αφηγηματικό ιστό για να βοηθήσει αυτόν που το απαγγέλλει, είχε καλύτερη τύχη να επιζήσει αν καταγραφόταν σε μια αρκετά πρώιμη φάση, δηλ. όσο ζούσε ο ποιητής. Μ'αυτό δεν προτείνεται η άποψη ότι υπήρχε κάτι σαν κανονικό αναγνωστικό κοινό την εποχή αυτή:- ο κανονικός τρόπος επικοινωνίας ανάμεσα στους ποιητές και το κοινό τους ήταν σίγουρα η προφορική απαγγελία, είτε σε γιορτές ή σε κάποιο άλλο είδος κοινωνικής συνάθροισης. Αλλά η πλατιά γνωριμία με τα Έργα και Ημέραι που μπορούμε να αποδείξουμε για την αρχαϊκή περίοδο[20] είναι δύσκολο να εξηγηθεί χωρίς να υποθέσουμε ότι έγινε κάποια χρήση του γραπτού κειμένου. Όπως με το έργο του Αρχιλόχου και τους πρώιμους ελεγειακούς και λυρικούς ποιητές, η δυνατότητα μακροπρόθεσμης επιβίωσης πρέπει να είχε αυξηθεί σημαντικά με την ανάπτυξη της γραφής στην ελληνική κοινωνία.


     


    [1] Έργα 654-9 με τα σχόλια· Πλούτ., Ηθ. 153 κ.ε. 
    [2] Ο Cook (1937) συζητεί τη δυνατή χρονολογία της. 
    [3] Vernant (1980) 184-5. 
    [4] Πρόκειται για πιθάρι, και όχι για το κουτί που μας είναι οικείο από μεταγενέστερη ευρωπαϊκή παράδοση, και που ανάγεται στον Έρασμο· πβ. Panofsky (1962) και West (1978α) στα Έργα  94. 
    [5] Για τη θεμελιακή σημασία του μύθου αυτού βλ. Vernant (1980) 168-85. 
    [6] Πβ. Edwards (1971) 4-6. 
    [7] Λεπτομέρειες στον West (1966) 19-30, 106 κ.ε., 379 κ.ε. 
    [8] Για το ζήτημα κατά πόσο ο Πέρσης ήταν πραγματικό ή πλαστό πρόσωπο βλ. West
    (1978α) 33-40. 
    [9] Vernant (1980) 184-5. 142 
    [10] Αιδώς = 'ντροπή', 'βαθύς σεβασμός'· Νέμεσις = 'δέος', 'δημόσια αποδοκιμασία'. 
    [11] Για μια ανασκόπηση των προβλημάτων βλ. West (1978α) 346-50). * Ύποπτα, καταδίκασε, εξοβέλισε, διέγραψε, απέκλεισε
    [12] West (1978α) 172-7. 
    [13] Για μια ανασκόπηση της διδακτικής λογοτεχνίας της Εγγύς Ανατολής βλ. West (1978α) 3-15. 
    [14] West (1966) 74. 
    [15] Το χωρίο αυτό μιμείται η Ασπίδα του Ηρακλή 393-7 κι ο Αλκαίος (απ. 347). 
    [16] West (196) 77-91 και (1978α)31 κ.ε: Edwards (1971) ιδιαίτερα 140-65. 
    [17] Edwards (1971) 202 κ.ε. 
    [18] West (1966) 46. 
    [19] Ο West (1978α) 40-8 κάνει μερικές ενδιαφέρουσες προτάσεις. Πβ. Edwards (1971) 190-3. 
    [20] Ο Τυρταίος 12.43 μπορεί να απηχεί τα Έργα 291 · ο Σημωνίδης 6 αποτελεί επεξεργασία των Έργων 702 κ.ε. · ο Αλκαίος απ. 347 απηχεί τα Έργα 582-9· ο Ίβυκος 282 PMG, 18-24 μπορεί να χρησιμοποίησε τα Έργα 646-62.

    πηγή: ekivolos.gr

    ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ - Ο ΕΠΙΜΕΝΙΔΕΙΟΣ ΥΠΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΓΙΚΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ

    $
    0
    0
    Epimenides-poet.jpg


    Επιμενίδης (7ος αιώνας) ήταν θρησκευτικός διδάσκαλος, προφήτης και μάντης, καταγόμενος από την Κρήτη (κατά τον Διογένη Λαέρτιο από την Κνωσό, κατά τον Πλούταρχο από τη Φαιστό). Ο Θεόπομπος και πολλοί άλλοι συγγραφείς υποστήριζαν ότι είναι υιός του Φαιστίου ενώ άλλοι πίστευαν πως είναι υιός του Δωσιάδα ή του Αγήσαρχου. Σύμφωνα με την μυθική παράδοση περί του βίου του, όταν τον είχε στείλει ο πατέρας του να ψάξει κάποιο πρόβατο στα χωράφια, ο Επιμενίδης μπερδεύτηκε και μπήκε σε μια σπηλιά όπου κοιμήθηκε για 57 χρόνια, εξ ου και η παροιμιώδης φράση Επιμενίδειος ύπνος. Όταν ξύπνησε, άρχισε και πάλι να ψάχνει το πρόβατο, πιστεύοντας ότι έχει κοιμηθεί λίγο. Δεν το έβρισκε και έτσι κατευθύνθηκε προς το χωράφι του όπου τα βρήκε όλα διαφορετικά και το χωράφι ανήκε σε διαφορετικό ιδιοκτήτη. Έπειτα πήγε στην πόλη για να αναζητήσει απαντήσεις και βρήκε τον αδελφό του που ήταν γέροντας πια, ο οποίος του είπε όλη την αλήθεια. Όταν έμαθαν αυτή την ιστορία οι Έλληνες τον θεώρησαν αγαπημένο των Θεών [1],  διότι στη διάρκεια του ύπνου του συνάντησε θεούς (Μάξιμος Τύριος, Διάλεξις 10.1.a-f)· ακόμη λεγόταν ότι ο Πυθαγόρας κατέβηκε μαζί με τον Επιμενίδη στο Ιδαίο άντρο, για να μυηθεί (Διογ. Λ. 8.3.4). Το μόνο ιστορικό γεγονός του βίου του, αναφέρεται στην κάθαρση της Αθήνας από το Κυλώνειο Άγος (596 π.Χ.).


    Ο μυθικός χρόνος και ύπνος στην  φιλοσοφία του Επιμενίδη
    Ο μυθικός χρόνος του Επιμενίδη συμπυκνώνει το ιερό της ζωής χωρίς δογματική θεολογία. Μπορείς να σεργιανάς στο παρελθόν και στο μέλλον με το στοιχείο του ιερού χωρίς να σε βαραίνει καμία καταπιεστική θεοκρατία, χωρίς μυστικισμό και ανορθολογισμό, πάνω στη διαφάνεια της ποίησης. Αυτή είναι το δημιουργικό προσάναμμα του πολιτικού χρόνου. Να θεσπίζεις νόμους και Πολιτείες ως αυτεξούσιο ον, χωρίς αυτοκράτορες, θεούς εκδίκησης, εξουσία του φόβου, άτεγκτους νόμους της οικονομίας και της αγοράς, αλλά στις φλέβες της κοινωνίας των πολιτών. Ο Επιμενίδης τεκμηριώνει ως τρόπο ζωής μια διάσταση της Προμηθεϊκής αρχαιοελληνικής μυθολογίας. Ο χωροχρόνος στον ύπνο του δεν είναι περίοδος νάρκης, αλλά ονείρων, οραμάτων, φαντασιακών ταξιδιών και πνευματικών συμποσίων ενός Ερωτικού-Ποιητικού ρυθμού ζωής στο κάλεσμα του Σύμπαντος. Είναι ένα δημιουργικό Αντιπαράδειγμα στον σημερινό ποσοτικό εκφυλισμένο πολιτισμό της κατανάλωσης και της ταχύτητας.

    Η αποθήκευση του φωτός στην ψυχή σε κάνει ταξιδευτή στον χρόνο, δεν χρειάζεται να ξεπεράσεις την ταχύτητα του φωτός προανήγγειλε στον Αϊνστάιν, ο Επιμενίδης, πρέπει ο άνθρωπος ορθολογικά να τείνει στο φως. Ίσως η δική του μέθοδος εμπεριείχε τους μηχανισμούς μηδενισμού της σωματικής και ψυχικής φθοράς, δηλαδή την αναγεννητική δυναμική με όρους συμπυκνωμένης σοφίας. Ο ύπνος του ενδεχομένως ήταν ζωή παρατεταμένης πνευματικής γιορτής με το θείο, τέτοια που φαίνεται βαρβαρότητα το ολοκληρωτικό κράτος του Χέγκελ, ο Υπεράνθρωπος του Νίτσε, η βία του Καρλ Σμιτ. Ενας ύπνος φιλί του ήλιου στο μάγουλο των συνειδητών πολιτών.


    Ο Επιμενίδης έζησε συνολικά 157 ή 299 χρόνια. Το μόνο ιστορικό γεγονός του βίου του αφορά στην κάθαρση της Αθήνας από το Κυλώνειο Άγος (596 π.Χ.). Την αιτία του προβλήματος της Αθήνας περιγράφει ο Πλούταρχος στον βίο του Σόλωνα:
    «Την πόλη των Αθηνών […] κρατούσε σε ταραχή και αναστάτωση το Κυλώνειο άγος [632 ή 628 π.Χ.], ακριβώς από την εποχή που ο άρχοντας Μεγακλής πρότεινε στους συνωμότες του Κύλωνα, οι οποίοι είχαν προσφύγει ικέτες στον ναό της θεάς, να κατέλθουν στην πόλη, για να δικαστούν. Οι συνωμότες […] αφού έδεσαν νήμα από το άγαλμα της θεάς, κρατιόντουσαν από αυτό και άρχισαν να κατεβαίνουν προς την πόλη. Όταν όμως έφτασαν κοντά στον ιερό χώρο τον αφιερωμένο στις σεμνές θεές, το νήμα κόπηκε αυτόματα και τότε ο Μεγακλής και οι άλλοι συνάρχοντές του όρμησαν και συνέλαβαν τους συνωμότες με την πρόφαση ότι η θεά δεν δεχόταν την ικεσία τους. Όσους συνέλαβαν έξω από τα ιερά τους σκότωσαν με λιθοβολισμό, κατέσφαξαν όμως όσους προσέφυγαν στους βωμούς, ενώ διασώθηκαν μόνο εκείνοι που είχαν καταφύγει ως ικέτες στις γυναίκες των αρχόντων. […]» (Πλούτ., Σόλων 12)
    Οι Αθηναίοι επέβαλαν ηθικές ποινές στον Άρχοντα Μεγακλή, από την οικογένεια των Αλκμαιωνίδων, και σε όσους είχαν πάρει, μαζί με αυτόν, μέρος στη σφαγή: τον καταράστηκαν και τον απέφευγαν (είναι η ίδια ποινή που είχε διακηρύξει ο Οιδίποδας ότι έπρεπε να επιβληθεί στον φονιά του Λάιου). Όμως επειδή οι συνέπειες από το άγος συνεχίζονταν, το 597 π.Χ. επέβαλαν και νομικές ποινές: ο Μεγακλής και οι προσωπικοί του βοηθοί, όσοι ακόμη ζούσαν, όταν έπεσαν επιδημίες στην Αθήνα πέρασαν από δίκη μετά από υποκίνηση του Σόλωνα, κρίθηκαν ένοχοι και εξορίστηκαν ισόβια από την Αττική. Επειδή όμως η εξορία της ισχυρής οικογένειας των Αλκμαιωνίδων δεν απάλλαξε τους Αθηναίους από τις συμφορές και τους φόβους, το 596 π.Χ. προσκάλεσαν τον σοφό κρήτα Επιμενίδη:
    «Και κάποιοι αόριστοι φόβοι από δεισιδαιμονία κατέλαβαν την πόλη και φαντάσματα την τρόμαζαν και οι μάντεις διακήρυσσαν ότι κατά τις θυσίες προς τιμή των θεών φαίνονταν μολύσματα και μιάσματα, τα οποία είχαν ανάγκη από καθαρμό. […] Ο Επιμενίδης με εξιλασμούς και καθαρμούς και με την κτίση ναών καθαγίασε και καθοσίωσε την πόλη και με τον τρόπο αυτό την κατέστησε ικανή να είναι υπήκοος του δικαίου και περισσότερο ευπειθής στην ομόνοια.» (Πλούτ., Σόλων 12).
    Στο γένος των Αλκμαιωνίδων ανήκαν ο Κλεισθένης, ο Περικλής και ο Αλκιβιάδης, οι δύο τελευταίοι από την πλευρά της μητέρας τους. Επομένως, η αναμόχλευση και η διατήρηση του ζητήματος είχαν προφανώς και πολιτικά κίνητρα.
    Το λογικό παράδοξο του Επιμενίδη


    Ο Επιμενίδης έγινε αφορμή και για ένα γνωστό παράδοξο στη Λογική. Σε ένα ποίημά του είχε γράψει: «Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται (οι Κρήτες είναι πάντα ψεύτες)». Κατά τον 19ο αιώνα διατυπώθηκε με βάση τη φράση αυτή το εξής λογικό παράδοξο, γνωστό και ως παράδοξο του Επιμενίδη:
    Ο Επιμενίδης λέει ότι όλοι οι Κρήτες είναι ψεύτες
    Ο Επιμενίδης είναι Κρητικός
    Άρα ο Επιμενίδης λέει ψέματα
    Άρα οι Κρήτες λένε την αλήθεια
    Άρα και ο Επιμενίδης λέει την αλήθεια
    Άρα οι Κρήτες είναι ψεύτες κ.ο.κ.
    Ο καθηγητής Rendel Harris επιβεβαίωσε σε μια σειρά άρθρων του [2] τη θεωρία ότι οι στίχοι αυτοί προέρχονται από το ποίημα του Επιμενίδη Μίνως, το οποίο δε σώζεται, αλλά μετάφρασή του στα συριακά βρήκε στον σχολιασμό των Πράξεων των Αποστόλων του Isho’dad του Merv (περί το 850 μ.Χ.) και στο Gannat Busame. Ο Harris ανακατασκεύασε το ποίημα από τα Συριακά στα αρχαία Ελληνικά ως εξής:
    Τύμβον ἐτεκτήναντο σέθεν, κύδιστε, μέγιστε,
    Κρῆτες, ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργοί·
    Ἀλλὰ σύ γ᾿ οὐ θνῇσκεις, ἕστηκας γὰρ ζοὸς αἰεί·
    Ἐν γὰρ σοὶ ζῶμεν καὶ κινούμεθ᾿ ἠδὲ καὶ ἐσμέν
    Στο σημείο αυτό ο Μίνως απευθύνεται στον Δία και του λέει πως οι Κρήτες τον θεωρούν θνητό, αλλά ότι είναι ψεύτες και αυτός είναι στην πραγματικότητα αθάνατος.
    Επομένως, τη φράση του Επιμενίδη χρησιμοποίησε ο Απ. Παύλος, χωρίς να έχει κατανοήσει το ρηθέν από τον Επιμενίδη, στην επιστολή του προς τον επίσκοπο Κρήτης Τίτο, προκειμένου να ψέξει τους Κρητικούς για τα ελαττώματά τους με τα λόγια ενός δικού τους: «εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί» (1:12).

    Με λίγα λόγια η εξήγηση του παράδοξου του Επιμενίδη

    Όντας ο ίδιος ο Επιμενίδης  Κρητικός, αν η διατύπωση εφαρμοστεί στον εαυτό του ισοδυναμεί με το "Λέω πάντα ψέματα!"Αν ο Επιμενίδης ψεύδεται, αυτό που δηλώνει δεν μπορεί να είναι αληθές και καθώς λέει ότι ψεύδεται, άρα αναγκαστικά λέει την αλήθεια. Αν αντίθετα ο Επιμενίδης λέει αλήθεια, αυτό που δηλώνει είναι αληθές και καθώς λέει ότι ψεύδεται, άρα αναγκαστικά λέει ψέματα. Αν λοιπόν λέει ψέματα,τότε λέει την αλήθεια! Κι αν λέει την αλήθεια, τότε ψεύδεται!
    _____________________________
    1. Λαέρτιος, Διογένης (1994). Οι Επτά Σοφοί της Αρχαιότητας. Αθήνα: εκδ. ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ, σελ. 133. ISBN 960-7107-36-5.
    2.  The Expositor (10/1906 σσ. 305-317, 4/1907 σσ. 332-337, 1912 σσ. 348-353, παραπομπές κατά T. Nicklin, Epimenides’ Minos, The Classical Review, Vol. 30 No 2 Mάρτιος 1916, σσ. 33-37)

    πηγή: greek-language.gr - βικιπαίδεια - eisatopon- efsyn.gr

    Η ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

    $
    0
    0



    Η Αγγλική γλώσσα έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες 41.615 λέξεις… είναι από την Ελληνική γλώσσα.. (Bιβλίο Γκίνες)

    Η Ελληνική με την μαθηματική δομή της είναι η γλώσσα της πληροφορικής και της νέας γενιάς των εξελιγμένων υπολογιστών, διότι μόνο σ'αυτήν δεν υπάρχουν όρια.
    (Μπιλ Γκέιτς, Microsoft)

    Η Ελληνική και η Κινέζικη… είναι οι μόνες γλώσσες με συνεχή ζώσα παρουσία από τους ίδιους λαούς και.....στον ίδιο χώρο εδώ και 4.000 έτη. Όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από την μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική.
    (Francisco Adrados, γλωσσολόγος).


    Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει τη ζωή από τον βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.

    Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια η Ελληνική γλώσσα μας διδάσκει συνεχώς πως να γράφουμε σωστά. Μέσω της ετυμολογίας, μπορούμε να καταλάβουμε ποιός είναι ο σωστός τρόπος γραφής ακόμα και λέξεων που ποτέ δεν έχουμε δει ή γράψει.

    Το «πειρούνι» για παράδειγμα, για κάποιον που έχει βασικές γνώσεις Αρχαίων Ελληνικών, είναι προφανές ότι γράφεται με «ει» και όχι με «ι» όπως πολύ άστοχα το γράφουμε σήμερα. Ο λόγος είναι πολύ απλός, το «πειρούνι» προέρχεται από το ρήμα «πείρω» που σημαίνει τρυπώ-διαπερνώ, ακριβώς επειδή τρυπάμε με αυτό το φαγητό για να το πιάσουμε.

    Επίσης η λέξη «συγκεκριμένος» φυσικά και δεν μπορεί να γραφτεί «συγκεκρυμμένος», καθώς προέρχεται από το «κριμένος» (αυτός που έχει δηλαδή κριθεί) και όχι βέβαια από το «κρυμμένος» (αυτός που έχει κρυφτεί). Άρα το να υπάρχουν πολλά γράμματα για τον ίδιο ήχο (π.χ. η, ι, υ, ει, οι κτλ) όχι μόνο δεν θα έπρεπε να μας δυσκολεύει, αλλά αντιθέτως να μας βοηθάει στο να γράφουμε πιο σωστά, εφόσον βέβαια έχουμε μια βασική κατανόηση της γλώσσας μας.

    Επιπλέον η ορθογραφία με την σειρά της μας βοηθάει αντίστροφα στην ετυμολογία αλλά και στην ανίχνευση της ιστορική πορείας της κάθε μίας λέξης. Και αυτό που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε την καθημερινή μας νεοελληνική γλώσσα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η γνώση των Αρχαίων Ελληνικών.

    Είναι πραγματικά συγκλονιστικό συναίσθημα να μιλάς και ταυτόχρονα να συνειδητοποιείς τι ακριβώς λές, ενώ μιλάς και εκστομίζεις την κάθε λέξη ταυτόχρονα να σκέφτεσαι την σημασία της.

    Είναι πραγματικά μεγάλο κρίμα να διδάσκονται τα Αρχαία με τέτοιον φρικτό τρόπο στο σχολείο ώστε να σε κάνουν να αντιπαθείς κάτι το τόσο όμορφο και συναρπαστικό.

    Η ΣΟΦΙΑ

    Στην γλώσσα έχουμε το σημαίνον (την λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα. Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε και εμπρός να είναι έτσι. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι’ αυτόν τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.

    Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πει «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο».

    Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γή +έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι.

    Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).

    Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποίαν εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για την σκέψη.

    Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος σαν συναίσθημα, σιγά-σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» – ελαττώνει σαν ανθρώπους – και μας φθίνει μέχρι και τη υγεία μας. Και φυσικά όταν θέλουμε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει πως το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο».

    Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της. Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή δεν μπορούμε να το απολαύσουμε.

    Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά . Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις την δυνατότητα να πάς όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία…

    Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά). Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με την σωματική μας υγεία.

    Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και την λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο…

    Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη Λατινική λέξη για το άγαλμα (που άλλο από Λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το Ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο. Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.

    Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με την σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο George Orwell στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει την γλώσσα για να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις.

    «Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση», έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων.

    Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. Το να μιλάς σωστά σημαίνει να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.

    Η ΜΟΥΣΙΚΟΤΗΤΑ

    Η Ελληνική φωνή κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν «αυδή». Η λέξη αυτή δεν είναι τυχαία, προέρχεται από το ρήμα «άδω» που σημαίνει τραγουδώ.

    Όπως γράφει και ο μεγάλος ποιητής και ακαδημαϊκός Νικηφόρος Βρεττάκος:

    «Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φώς θα ελιχθώ προς τα πάνω, όπως ένα ποταμάκι που μουρμουρίζει. Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα στους γαλάζιους διαδρόμους συναντήσω αγγέλους, θα τους μιλήσω Ελληνικά, επειδή δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε Μεταξύ τους με μουσική».

    Ο γνωστός Γάλλος συγγραφεύς Ζακ Λακαρριέρ επίσης μας περιγράφει την κάτωθι εμπειρία από το ταξίδι του στην Ελλάδα: «Άκουγα αυτούς τους ανθρώπους να συζητούν σε μια γλώσσα που ήταν για μένα αρμονική αλλά και ακατάληπτα μουσική. Αυτό το ταξίδι προς την πατρίδα – μητέρα των εννοιών μας – μου απεκάλυπτε έναν άγνωστο πρόγονο, που μιλούσε μια γλώσσα τόσο μακρινή στο παρελθόν, μα οικεία και μόνο από τους ήχους της. Αισθάνθηκα να τα έχω χαμένα, όπως αν μου είχαν πει ένα βράδυ ότι ο αληθινός μου πατέρας ή η αληθινή μου μάνα δεν ήσαν αυτοί που με είχαν αναστήσει».

    Ο διάσημος Έλληνας και διεθνούς φήμης μουσικός Ιάνης Ξενάκης, είχε πολλές φορές τονίσει ότι η μουσικότητα της Ελληνικής είναι εφάμιλλη της συμπαντικής.

    Αλλά και ο Γίββων μίλησε για μουσικότατη και γονιμότατη γλώσσα, που δίνει κορμί στις φιλοσοφικές αφαιρέσεις και ψυχή στα αντικείμενα των αισθήσεων. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν ξεχωριστά σύμβολα για νότες, χρησιμοποιούσαν τα ίδια τα γράμματα του αλφαβήτου.

    «Οι τόνοι της Ελληνικής γλώσσας είναι μουσικά σημεία που μαζί με τους κανόνες προφυλάττουν από την παραφωνία μια γλώσσα κατ’ εξοχήν μουσική, όπως κάνει η αντίστιξη που διδάσκεται στα ωδεία, ή οι διέσεις και υφέσεις που διορθώνουν τις κακόηχες συγχορδίες», όπως σημειώνει η φιλόλογος και συγγραφεύς Α. Τζιροπούλου-Ευσταθίου.

    Είναι γνωστό εξάλλου πως όταν οι Ρωμαίοι πολίτες πρωτάκουσαν στην Ρώμη Έλληνες ρήτορες, συνέρρεαν να αποθαυμάσουν, ακόμη και όσοι δεν γνώριζαν Ελληνικά, τους ανθρώπους που «ελάλουν ώς αηδόνες».

    Δυστυχώς κάπου στην πορεία της Ελληνικής φυλής, η μουσικότητα αυτή (την οποία οι Ιταλοί κατάφεραν και κράτησαν) χάθηκε, προφανώς στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

    Να τονίσουμε εδώ ότι οι άνθρωποι της επαρχίας του οποίους συχνά κοροϊδεύουμε για την προφορά τους, είναι πιο κοντά στην Αρχαιοελληνική προφορά από ότι εμείς οι άνθρωποι της πόλεως.

    Η Ελληνική γλώσσα επεβλήθη αβίαστα (στους Λατίνους) και χάρη στην μουσικότητά της.

    Όπως γράφει και ο Ρωμαίος Οράτιος «Η Ελληνική φυλή γεννήθηκε ευνοημένη με μία γλώσσα εύηχη, γεμάτη μουσικότητα».

    Πηγή: ellinikoarxeio

    ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ (ΡΕΝΕ ΝΤΕΚΑΡΤ) - ΣΚΕΦΤΟΜΑΙ, ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ

    $
    0
    0
    Frans Hals - Portret van René Descartes.jpg


    Ο Ρενέ Ντεκάρτ (εξελληνισμένο όνομα:Καρτέσιος) (Γαλ. René Descartes [ʀəˈne deˈkaʀt], Λατ. Renatus Cartesius31 Μαρτίου 1596στη Λα Αι (La Haye en Touraine) - 11 Φεβρουαρίου 1650 στην Στοκχόλμη) ήταν Γάλλος φιλόσοφος, μαθηματικός και επιστήμονας φυσικών επιστημών. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της φιλοσοφίας, καθώς φέρεται ως δάσκαλος και ταυτόχρονα θύμα του Διαφωτισμού. Αναφέρεται συχνά ως εκείνος που συνέλαβε την πιο ακραία μορφή σκεπτικισμού. Προσπάθησε και κατόρθωσε να απεγκλωβίσει τη φιλοσοφία από τον σχολαστικισμό, να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις νοητικές δυνάμεις του ανθρώπου και να απελευθερώσει το ανθρώπινο πνεύμα από την αυθεντία του παρελθόντος[1]. Υπήρξε μια από τις σημαντικότερες μορφές του ηπειρωτικού-ευρωπαϊκού ορθολογισμού. Οι ιδέες του, όμως, έγιναν στόχος του εμπειρισμού που επικράτησε μακροπρόθεσμα. Αλλά και οι βασικές ιδέες του λειτούργησαν σε πείσμα των προθέσεών του. Θέτοντας τα όρια μεταξύ πνευματικού και υλικού κόσμου και αντιμετωπίζοντάς τον ως επαρκές και αυτόνομο αντικείμενο μελέτης, βοήθησε στην επικράτηση του υλισμού έναντι της πνευματοκρατίας. Υλιστές του 18ου αιώνα όπως ο Ντήτριχ Χόλμπαχ (Dietriech von Holbach, 1723-89) και ο εγκυκλοπαιδιστής Ντενί Ντιντερό, χρησιμοποίησαν τη γεωμετρική αντίληψη του Θεού που αποσύρεται μετά τη δημιουργία. Συνδυάζοντας την άποψή του με τη μηχανιστική ερμηνεία του ζωικού βασιλείου, προώθησαν την υλιστική θεώρηση του κόσμου[2].


    Ο Καρτέσιος γεννήθηκε το 1596, στην Λα (Χ)άιγ αν Τουραίν (La Haye en Touraine, σήμερα μετονομασμένη σε Ντεκάρτ), της Γαλλίας. Όταν ήταν ενός έτους η μητέρα του πέθανε από φυματίωση. Ο πατέρας του, δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο είχε λίγο χρόνο να αφιερώσει στην οικογένειά του. Στην ηλικία των δέκα ετών, εισήλθε στο Ιησουϊτικό Κολλέγιο Ρουαγιάλ Ανρί-Λε-Γκραν στη Λα Φλες. Στη Λα Φλες ο Ντεκάρτ φέρεται ότι ήλθε σε επαφή με τον ερμητικό μυστικισμό, όντας ελευθεροτέκτονας, αλλά αργότερα εγκατέλειψε αυτές τις ενασχολήσεις χάριν της ορθολογικής έρευνας. Μετά την αποφοίτησή του μελέτησε στο πανεπιστήμιο του Πουατιέ όπου έλαβε το Μπακαλορεά του και Άδεια (εξασκήσεως επαγγέλματος) στη Νομική το 1616, σύμφωνα με την επιθυμία του πατέρα του.

    Ο Καρτέσιος δεν άσκησε ποτέ το επάγγελμα και το 1618 εισήλθε στην υπηρεσία του πρίγκηπα Μωρίς του Νασσάου, κυβερνήτη των Ενωμένων Επαρχιών των Κάτω Χωρών. Πρόθεσή του ήταν να δει τον κόσμο και να ανακαλύψει την αλήθεια.

    Εκεί συνάντησε τον Ισαάκ Μπέεκμαν (Isaac Beeckman), ο οποίος έστρεψε το ενδιαφέρον του προς τα Μαθηματικά και τη νέα (τότε) Φυσική. Στις 10 Νοεμβρίου 1619, ταξιδεύοντας προς τη Γερμανία και σκεπτόμενος πώς θα χρησιμοποιήσει τα μαθηματικά για να επιλύσει προβλήματα της φυσικής, ο φιλόσοφος είχε ένα όραμα σε ένα όνειρο, μέσω του οποίου «ανακάλυψε τα θεμέλια μιας θαυμαστής επιστήμης». Σημείο αναφοράς στη ζωή του νεαρού Καρτέσιου, το όραμα έγινε το θεμέλιο πάνω στο οποίο ανέπτυξε την αναλυτική Γεωμετρία. Αφιέρωσε το υπόλοιπο της ζωής του ερευνώντας τη σχέση μαθηματικών και φύσης.

    Το 1622 επέστρεψε στη Γαλλία, και για τα επόμενα χρόνια μοίρασε τον χρόνο του ανάμεσα στο Παρίσι και άλλα σημεία της Ευρώπης. Έφθασε στη Λα Αι το 1623, για να πουλήσει όλη την περιουσία του και να επενδύσει τα χρήματά του σε ομόλογα, που του εξασφάλισαν καλό εισόδημα για το υπόλοιπο της ζωής του. Ο Καρτέσιος ήταν παρών στην πολιορκία της Λα Ροσέλ από τον Αρμάν Ζαν ντυ Πλεσί, Καρδινάλιο Ρισελιέ το 1627. Έφυγε για την Ολλανδία το 1628, όπου έζησε αλλάζοντας συχνά τόπο διαμονής έως το 1649.

    Το 1633, ο Γαλιλαίος καταδικάστηκε από την Καθολική Εκκλησία και ο Καρτέσιος εγκατέλειψε τα σχέδιά του για την έκδοση του Πραγματεία επί του Κόσμου, σύνοψη του έργου του των προηγούμενων τεσσάρων χρόνων.

    Αν και δεν παντρεύτηκε ποτέ, είχε μια κόρη, καρπό της σχέσης του με μια κυρία ονόματι Ελέν. Η Φρανσίν Ντεκάρτ γεννήθηκε το 1635 και βαπτίστηκε στις 7 Αυγούστου του ίδιου έτους. Προς μεγάλη θλίψη του Καρτέσιου, πέθανε το 1640.

    Ο φιλόσοφος συνέχισε να εκδίδει έργα σχετικά με τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία για το υπόλοιπο της ζωής του. Το 1643, η Καρτεσιανή φιλοσοφία καταδικάστηκε στοπανεπιστήμιο της Ουτρέχτης και ο Καρτέσιος ξεκίνησε τη μακρά αλληλογραφία του με την Ελισάβετ της Βοημίας. Το 1647, του αποδόθηκε σύνταξη από τον Βασιλιά της Γαλλίας.

    Ο φιλόσοφος πέθανε στις 11 Φεβρουαρίου1650 στη Στοκχόλμη, της Σουηδίας, όπου είχε προσκληθεί ως διδάσκαλος της βασίλισσας Χριστίνας της Σουηδίας. Ως αιτία του θανάτου του φέρεται η πνευμονία, αν και επιστολές που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα προς και από τον ιατρό Έικε Πίες (Eike Pies) υποδεικνύουν ότι ο Καρτέσιος πιθανώς δηλητηριάστηκε από τη χρήση αρσενικού.
    Το 1667 το Βατικανό περιέλαβε τα έργα του στον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων.

    Η καρτεσιανή μέθοδος γνώσης

    Ο Καρτέσιος υποστήριξε ότι η μέθοδος πρέπει να οδηγεί σε μία μοναδική αρχή (Prinzip)[3], για την οποία είμαστε απόλυτα σίγουροι. Χρησιμοποιώντας αυτή τη θεμελιακή αρχή, θα μπορούσαμε σύμφωνα με τον φιλόσοφο να ερμηνεύσουμε τον κόσμο της εμπειρίας σε όλη του την έκταση. Σε τούτη την άποψη θεμελιώνεται πιθανώς η ανατροπή του μεσαιωνικού σχολαστικού πνεύματος που επεδίωξε και σε ένα βαθμό κατόρθωσε μαζί με τους άλλους διανοητές της εποχής του ο Καρτέσιος [1].

    Πριν, λοιπόν, οποιαδήποτε καταγραφή των επί μέρους στοιχείων του καρτεσιανού δένδρου της γνώσης[4], χρειάζεται συζήτηση περί της μεθόδου του. Η μέθοδος ήταν το σημείο στο οποίο εστιάστηκαν τα πρώιμα κείμενά του οι Κανόνες για την Καθοδήγηση του Πνεύματος[5] και εμφανίστηκαν κυρίως στο Λόγος περί της Μεθόδου. Στο δεύτερο μέρος του Λόγου, η μέθοδος παρουσιάζεται να έχει τέσσερις κανόνες: Καταρχήν, δε δεχόμαστε κάτι ως αληθινό, αν δεν υπάρχει εμφανής γνώση της αλήθειάς του, αποφεύγοντας βιασύνες και προκαταλήψεις. Κατόπιν διαιρούμε κάθε μια από τις δυσκολίες σε όσο το δυνατόν περισσότερα μέρη. Τρίτον, κατευ­θύνουμε τις σκέψεις μας με τρόπο παρατακτικό, ξεκινώντας με τα απλούστερα και τα ευκολότερα γνωστά αντικείμενα, για να καταλήξουμε σταδιακά στη γνώση των συνθέτων και τέλος επανελέγχουμε τη συλλογιστική πορεία μας για να βεβαιωθούμε ότι δεν υπάρχουν παραλείψεις[6].

    Οδηγίες για την ακριβή παρακολούθηση της μεθόδου του δίνει στον πέμπτο Κανόνα όπου λέγει: «Θα ακολουθούμε αυτή τη μέθοδο ακριβώς αν αρχικά ανάγουμε τις περίπλοκες και σκοτεινές προτάσεις βαθμιαία σε απλούστερες, και κατόπιν, αρχίζοντας από τη διαίσθηση της απλούστερης όλων, προσπαθήσουμε να φθάσουμε μέσω των ίδιων βημάτων στη γνώση όλων των υπολοίπων». Το παράδειγμα του συγκεκριμένου ιδεολογήματος φαίνεται στον όγδοο Κανόνα. Εκεί ο Καρτέσιος εξετάζει το πρόβλημα της ανάκλασης, το σχήμα ενός φακού που εστιάζει τις παράλληλες φωτεινές γραμμές σε ένα ενιαίο σημείο. Το πρώτο βήμα στη λύση του προβλήματος, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, είναι να δει ότι ο προσδιορισμός αυτής της γραμμής εξαρτάται από την αναλογία των γωνιών διάθλασης και των γωνιών πρόσπτωσης. Αυτό με τη σειρά του εξαρτάται από τις αλλαγές σε αυτές τις γωνίες που επέρχονται εξαιτίας διαφορών στα χρησιμο­ποιούμενα μέσα. Όλες αυτές οι αλλαγές με τη σειρά τους εξαρτώνται τελικά από τον τρόπο με τον οποίο διαπερνά η ακτίνα το μέσο. Αυτού του είδους η γνώση προϋποθέτει γνώση της φύσης του φωτός, κ.ο.κ., για να καταλήξει ότι η έσχατη γνώση μας είναι η γνώση του τι είναι το φυσικό φαινόμενο. Αυτή η τελευταία ερώτηση μπορεί, πιθανώς, να απαντηθεί από τη διαίσθηση (ενόραση) μόνο, δηλαδή μια καθαρά ορθολογιστική αντίληψη της αλήθειας μιας πρότασης για την οποία –όπως είπαμε- είμαστε απόλυτα βέβαιοι. Γνωρίζοντας τη φύση της φυσικής δύναμης, μπορούμε αναγωγικά να απαντήσουμε σε όλες τις πιθανές ερωτήσεις ή ζητήματα που μπορεί να προκύψουν. Οι διαδοχικές απαντήσεις συνδέονται αναγωγικά με την πρώτη διαίσθηση.

    Στοχασμοί πρώτης φιλοσοφίας

    Ενδεικτική της κυοφορίας του καρτεσιανού μεταφυσικού συστήματος τούτη η δημοσίευση[7] είναι μια ανάλυση των απόψεών του, προορισμένη κυρίως για λόγιους και διανοούμενους της εποχής του. Με συγκεκριμένο βηματισμό στη σκέψη του αναζητά την αλήθεια, ωθούμενος παράδοξα από την αμφιβολία. Αν και η βεβαιότητα είναι κεντρική ιδέα για τον Καρτέσιο, ο δρόμος προς τη βεβαιότητα ξεκινά με την αμφιβολία. Από τον πρώτο ήδη Στοχασμό ο φιλόσοφος φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι ήταν αναγκαίο κάποτε στην πορεία της ζωής του, να προχωρήσει σε μια εκ βάθρων ανατροπή και να ξεκινήσει από την αρχή, από τα θεμέλια, αν ήθελε να εγκαθιδρύσει κάτι στέρεο και μόνιμο στις επιστήμες[8]. Ακολούθως, παρουσιάζει μια σειρά τριών σκεπτικιστικών επιχειρημάτων σχεδιασμένα έτσι ώστε να αποβάλλουν τις παρούσες πεποιθήσεις του, προκειμένου να κατορθώσει να τις αντικαταστήσει με βεβαιότητες. Η στρατηγική του δεν είναι να αμφισβητήσει τις πεποιθήσεις του μία προς μία, αλλά να υπονομεύσει τις βασικές αρχές πάνω στις οποίες θεμελιώνονται.

    Το πρώτο επιχείρημα κατευθύνεται ενάντια στην πεποίθηση ότι μπορούμε να πιστεύουμε όλα όσα βιώνονται μέσω των αισθήσεων. Υποδεικνύει ότι από καιρό σε καιρό συνέλαβε τις αισθήσεις του να τον εξαπατούν, κι ότι είναι συνετό να μην εμπιστεύεται κανείς πλήρως εκείνους που τον εξαπατούν[9]. Το δεύτερο και διάσημο επιχείρημα του ονείρου κατευθύνεται ενάντια στην άποψη ότι μπορεί να εμπιστεύεται κανείς τις αισθήσεις, αν τα αντικείμενα βρίσκονται κοντά μας. Βλέπει ότι δεν υπάρχουν οποιαδήποτε αληθινά σημάδια μέσω τον οποίων να μπορεί να διακρίνει τον ύπνο από την εν εγρηγόρσει κατάσταση[10]. Αλλά ακόμα κι αν αμφιβάλλουμε για την αξιοπιστία αυτού που μας δείχνουν οι αισθήσεις -και εδώ βρίσκεται ένα σημαντικό σημείο της υπόθεσής του- το επιχείρημα του ονείρου αφήνει ανοικτή την πιθανότητα να υπάρχουν κάποιες γενικές αλήθειες, που δεν εξαρτώνται από την εγρήγορση ή τον ύπνο[11]. Ο φιλόσοφος απαντά σε αυτό με το επιχείρημα του κακόβουλου δαίμονα.

    Αυτά τα επιχειρήματα έχουν μια κρίσιμη λειτουργία στο σκεπτικό του Descartes. Όπως παρατηρεί στην εισαγωγή των Στοχασμών, μας απελευθερώνουν από όλες τις προκαταλήψεις και παρέχουν τον ευκολότερο δρόμο για να οδηγηθεί ο νους μακράν των αισθήσεων[12]. Με αυτόν τον τρόπο ο σκεπτικισμός του πρώτου Στοχασμού για τη βεβαιότητα προς την οποία προσβλέπει ο φιλόσοφος. Τούτη η θεμελιακή βεβαιότητα, το επιχείρημα του cogito, έρχεται στον δεύτερο Στοχασμό, όπου καταλήγει ότι είναι, ότι υπάρχει[13]. Ξεκινώντας από αυτή τη βασική αλήθεια αναζητά εκείνες τις ποιότητες που διακρίνουν τον άνθρωπο και μιλά για τις σχέσεις της ψυχής και του σώματος, δύο διακριτών χαρακτηριστικών της ανθρώπινης ύπαρξης.

    Οι σχέσεις ψυχής-σώματος


    Η διάκριση μεταξύ του νου-ψυχής και του σώματος είναι μία από τις γνωστότερες πιθανώς θέσεις του Καρτέσιου και βέβαια δεν είναι δική του επινόηση. Τη βρίσκει κανείς με διάφορες μορφές στους πρώτους φιλοσόφους. Είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα του Πλατωνισμού και, σε διαφορετική μορφή, είναι κοινή στους περισσότερους από τους πρώτους χριστιανούς φιλοσόφους, που γενικά υποστήριζαν ότι κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπου -ο νους ή η ψυχή του- επιζεί του σωματικού θανάτου. Αλλά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο κατέγραψε ο Καρτέσιος τη διάκριση και τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησε άσκησαν μεγάλη επίδραση σε μεταγενέστερους διανοητές.


    Στους Στοχασμούς ο Καρτέσιος ξεκαθαρίζει ότι η διάκριση πρέπει να γίνει σε ένα νέο έδαφος. Στον έκτο Στοχασμό συγκεκριμένα αναφέρει πως επειδή έχει μια σαφή και διακριτή ιδέα του εαυτού του ως μη εκτατού σκεπτόμενου πράγματος, και μια σαφή και διακριτή ιδέα του σώματός του ως μη σκεπτόμενου εκτατού πράγματος, είναι βέβαιο πως είναι αληθινά διακριτός από το σώμα του και μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτό[14]. Τούτη η αντίληψη για τον νου και το σώμα είναι σημαντικά διαφο­ρετική από τις αντιλήψεις των σχολαστικών. Για τους σχολαστικούς το σώμα συντίθεται από την ύλη και τη μορφή. Η ύλη αλλάζει διαρκώς, ενώ η μορφή είναι εκείνη που δίνει στα σώματα τις χαρακτηριστικές ιδιότητες που κατέχουν. Για τον Καρτέσιο, όμως, όλα τα σώματα είναι του ίδιου είδους, μια ουσία που περιέχει μόνον γεωμετρικές ιδιότητες. Οι χαρακτηριστικές ιδιότητες των ιδιαίτερων μορφών του σώματος ερμηνεύονται με όρους μεγέθους, σχήματος και κίνησης των τμημάτων του. Οι περισσότερες ζωτικής σημασίας λειτουργίες ερμηνεύονται από την άποψη της φυσικής οργάνωσης του οργανικού σώματος. Ο νους, επομένως, δεν είναι αρχή της ζωής αλλά αρχή της νόησης. Αναπτύσσει τη λογική, όπως η λογική ψυχή τωναριστοτελικών, αλλά περιλαμβάνει και άλλες διεργασίες της σκέψης, που αποδίδονται σε άλλα τμήματα της αριστοτελικής ψυχής. Επιπλέον, είναι μια γνήσια ουσία που επιβιώνει του σωματικού θανάτου χωρίς τη θεϊκή παρέμβαση.

    Έχοντας θεμελιώσει την επιβίωση μετά το σωματικό θάνατο και τη δυαρχία ψυχής σώματος, ο φιλόσοφος στρέφεται προς την απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Ο ύψιστος, αιώνιος, παντοδύναμος, δημιουργός θεός όλων των πραγμάτων στηρίζεται περισσότερο στη «δογματική» ή μάλλον αξιωματική θέση ότι οι ιδέες εκείνες που αντιπροσωπεύουν μέσα του κάποιες υποστάσεις είναι περισσότερο αντικειμενικές από εκείνες που απεικονίζουν μόνον συμβεβηκότα[15]. Όλα όσα παρατηρεί είναι αδύνατο να έχουν παραχθεί από εκείνον και συνεπώς ο θεός υπάρχει αναγκαία, αφού η πεπερασμένη του ύπαρξη δεν μπορεί να έχει τοποθετηθεί μέσα του παρά μόνο από μια ύπαρξη αληθινά άπειρη. Με αυτόν τον απλουστευτικό τρόπο δηλώνει πως ο θεός υπάρχει, εφόσον το αίτιο της ιδέας του θεού είναι ο ίδιος ο θεός -ιδεολογικό επιχείρημα. Ως βοήθημα σε αυτό το επιχείρημα, ο Καρτέσιος μας οδηγεί σε μια παρα­δοσιακή θα λέγαμε εκδοχή του κοσμολογικού επιχειρήματος για την ύπαρξη του θεού. Από το επιχείρημα του cogito γνωρίζει ότι υπάρχει, και εφόσον είναι ατελής, δεν μπορεί να έχει δημιουργήσει τον εαυτό του. Έτσι κάτι άλλο δημιούργησε την ύπαρξή του. Άσχετα με το τι μπορεί να είναι αυτό, εμείς απλά αναρωτιόμαστε τι ήταν εκείνο που το δημιούργησε, δημιουργώντας μια αλυσίδα δημιουργών που μας οδηγούν στην έσχατη, αυτοδημιούργητη και τέλεια ύπαρξη που ονομάζεται θεός. Επανέρχεται στο θέμα της ύπαρξης του θεού -ιδιαίτερα σημαντική για τη βεβαιότητα της γνώσης του για τον εξωτερικό κόσμο- στον πέμπτο Στοχασμό του, όπου ανα­πτύσσει το οντολογικό του επιχείρημα για την ύπαρξη του θεού, θεωρώντας πως ο θεός κατέχει όλες τις τελειότητες, μία εκ των οποίων είναι η ίδια η ύπαρξη.

    Η βεβαιότητα της γνώσης του εξωτερικού κόσμου


    Ο πέμπτος Στοχασμός καλύπτει τρία κυρίως θέματα: την ουσία της ύλης, το οντολογικό επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού[1] και αυτό που μας ενδιαφέρει στην παρούσα περίπτωση, το δρόμο προς την τέλεια γνώση. Στην αρχή ο Καρτέσιος αναφέρει ότι το πιο πιεστικό καθήκον είναι να ξεφύγει από τις αμφιβολίες που ένιωσε πριν από λίγες μέρες, και να δει ποιον βαθμό βεβαιότητας μπορεί να πετύχει κανείς σε σχέση με τα υλικά πράγματα[16]. Τούτο τον στόχο αγγίζει στον έκτο Στοχασμό με το επιχείρημα του για την ύπαρξη σωμάτων εξωτερικών ως προς τον νου[17]. Ο φιλόσοφος επιμένει ότι η σαφής και διακριτή ιδέα μας για κάποιο σώμα είναι εκείνη ενός εκτατού πράγματος, που κατέχει τις ιδιότητες του μεγέθους, της μορφής, και της κίνησης. Γενικά οι διαυγείς και διακριτές ιδέες μάς παρέχουν βέβαιη γνώση των ουσιών των πραγμάτων και της πιθανότητας της ύπαρξής τους. Κατόπιν ολοκληρώνει τον πέμπτο Στοχασμό αναφέροντας εμφατικά πως η βεβαιότητα του υπόλοιπου της γνώσης του εξαρτάται από τη βεβαιότητά του για την ύπαρξη του θεού[18]

    Απαντώντας στην στρατηγική κυρίως που εφάρμοσε για να εγγυηθεί τη βεβαιότητα της γνώσης μας, αρκετοί από τους πρώτους επικριτές του θεώρησαν ότι ο συλλογισμός του υπονομευόταν από έναν φαύλο κύκλο. Προκειμένου να αποδείξουμε την αλήθεια της ύπαρξης του Θεού, χρειάζεται να υποθέσουμε ότι ορισμένες από τις διαυγείς και διακριτές ιδέες μας είναι αληθείς. Αλλά τούτη η υπόθεση δικαιολογείται μόνον αν υποθέσουμε ότι ο θεός υπάρχει και δεν είναι πλανερός δαίμων[19].

    Η κριτική του Μπέικον και του Νεύτωνα


    Παρά το γεγονός ότι ο Ντεκάρτ μαζί με τον Μπέικον (Francis Bacon, 1561-1626) θεωρούντο πρωτεργάτες της νέας επιστημονικής μεθόδου, μετά τον θάνατο του Ντεκάρτ οι ιστορικοί παρουσίασαν την υπεραπλουστευτική εικόνα ενός εμπειριστή Μπέικον εναντίον του ορθολογιστή Καρτέσιου. Αργότερα αυτή η αντίθεση μετεξελίχθηκε σε ακόμα πιο έντονη αντιπαλότητα μεταξύ Καρτέσιου και Νεύτωνα. Παραμένει γεγονός ότι οι επιστημονικές ερμηνείες του Καρτέσιου, όπως η ερμηνεία του σύμπαντος ως χώρου γεμάτου ύλη όπου οι πλανήτες στροβιλίζονται γύρω από τον Ήλιο, δεν μπορούσαν να αντέξουν τον έλεγχο στον οποίο τις υπέβαλε ο Νεύτωνας.


    Χρειάζεται να ληφθεί υπ'όψιν ότι όλα αυτά συνέβαιναν σε μια εποχή στην οποία οι φιλόσοφοι ήταν εξοικειωμένοι σε τέτοιο βαθμό με τη φυσική και την αστρονομία, ώστε είχαν τη δυνατότητα να συγκρίνουν και να εκφέρουν άποψη για τις διάφορες αντιμαχόμενες θεωρίες. Συνεπώς, δεν είναι δύσκολο να ερμηνευθεί η πτώση της δημοτικότητας του Καρτέσιου. Βέβαια, παρά τις ατέλειες και τις αδυναμίες της φιλοσοφίας του, η συνεισφορά του Καρτέσιου στην εξέλιξη των φιλοσοφικών ιδεών στην Ευρώπη ήταν τεράστια. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ντ'Αλαμπέρ, γράφοντας σε μια εποχή που μεσουρανούσε ήδη το άστρο του Νεύτωνα, προσπάθησε να περισώσει τη μέθοδο του Ντεκάρτ, διαχωρίζοντάς την από την ατυχή έκβαση των επιστημονικών του υποθέσεων[20]. Η κρατούσα θεώρηση για τον Καρτέσιο κατά τον 18ο αιώνα ήταν ότι επρόκειτο για μια ιδιοφυΐα που έσφαλε, γιατί δεν υιοθέτησε τον εμπειρισμό.
    Σχεδίασμα από το Αρχαί Φιλοσοφίας

    cogito ergo sum (Σκέπτομαι, άρα υπάρχω) 

    Κατά τον φιλόσοφο η σταθερότητα και η βεβαιότητα θεμελιώνεται στις πρώτες αρχές που συλλαμβάνει η νόηση, η οποία διακρίνεται σε ενόραση και παραγωγή. Μοντέλο-πρότυπο της γνώσης είναι τα μαθηματικά. Οι αισθήσεις και η φαντασία είναι κατώτερες γνωστικές δυνάμεις, τις οποίες δεν μπορούσε να εμπιστευόμαστε με την ίδια βεβαιότητα. Η γνώση για οτιδήποτε υπάρχει στον εξωτερικό μας κόσμο βασίζεται σε ιδέες και οι ιδέες είναι προϊόντα της νόησης. Έτσι, η νόηση αφενός γνωρίζει τον εαυτό της και αφετέρου μεσολαβεί για τη γνώση τον αισθητού κόσμου[21].


    Ο Καρτέσιος προσπαθεί να θεμελιώσει την πρώτη αρχή της γνώσης ενορατικά. Ο άνθρωπος έχει άμεση συνείδηση για ό,τι συμβαίνει μέσα του. Βάσει αυτού του στοιχείου προσπαθεί να κατοχυρώσει τη βεβαιότητα της γνώσης, μακριά από την παράδοση και την αυθεντία. Προκρίνει τη ριζική αμφιβολία ως μέσο για να φτάσει ο άνθρωπος σε μια νέα βεβαιότητα, στρέφοντας εναντίον των σκεπτικιστών το βασικό τους όπλο, την αμφιβολία.

    Μπορώ να αμφιβάλλω για όλα τα πράγματα που με περιβάλλουν και για όλα όσα σκέφτομαι, Οι άνθρωποι συχνά σφάλλουν στους συλλογισμούς τους ακόμα και σε απλά θέματα και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύω ότι οι αισθήσεις μου δεν με ξεγελούν ή ότι οι σκέψεις μου δεν είναι παρά σαν τα όνειρά μου όταν κοιμάμαι. Μπορώ να αμφιβάλλω λοιπόν για όλα όσα σκέφτομαι και πιστεύω, αλλά για ένα πράγμα σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να αμφιβάλλω, δηλαδή για το ότι αμφιβάλλω.
    Αμέσως όμως κατόπιν πρόσεξα πως, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, ότι όλα ήταν ψεύτικα έπρεπε αναγκαστικά, εγώ που το σκεπτόμουν, να είμαι κάτι. Και παρατηρώντας πως τούτη η αλήθεια: σκέπτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα δίχως ενδοιασμούς να την παραδεχθώ σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα»[22].

    Είναι τόσο σαφής αυτή η άμεση συνειδητοποίηση της ύπαρξης μέσω της αμφιβολίας ώστε ο Καρτέσιος την εντοπίζει ως πρώτο μεθοδολογικό του κανόνα για τη γνώση. Πρέπει κανείς να αποδέχεται μόνο σαφείς και διακριτές ιδέες, για τις οποίες δεν μπορεί να υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Οι άλλοι κανόνες υποδεικνύουν πως τα προβλήματα πρέπει να διαιρούνται στα απλούστερα δυνατά τμήματα και ότι ο συλλογισμός οδηγείται από τις απλούστερες στις σύνθετες ιδέες μέσω μιας εσωτερικής τάξης που τις συνδέει. Τέλος χρειάζεται επανέλεγχος της πορείας του συλλογισμού.

    Περί της ύπαρξης του Θεού


    Ο Καρτέσιος παρέχει τρία επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης του Θεού. Το πρώτο επιχείρημα, το ιδεολογικό, βασίζεται στην ιδέα που έχουμε για τον Θεό ως τέλειο ον. Ο Καρτέσιος θεωρεί πως αυτή η ιδέα δεν είναι δυνατό να προέρχεται από εμάς, εφόσον είμαστε πεπερασμένα και ατελή όντα[23]. Δεν μπορεί λοιπόν παρά να προέρχεται από τον Θεό και συνεπώς ο Θεός υπάρχει. Στην ίδια πεποίθηση για τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος βασίζεται και το δεύτερο επιχείρημα του Καρτέσιου για την ύπαρξη του Θεού, το οποίο συμβατικά ονομάζεται κοσμολογικό. Το επιχείρημα αυτό έχει ως εξής: έχω αποδείξει την ύπαρξή μου· ωστόσο το αίτιο της ύπαρξής μου δε θα μπορούσε να ήταν ο ίδιος μου ο εαυτός, εφόσον τότε «δεν θα αμφέβαλλα, δεν θα επιθυμούσα και δεν θα μου έλειπε τίποτα, διότι θα χορηγούσα στον εαυτό μου όλες τις τελειότητες των οποίων υπάρχει μέσα μου κάποια ιδέα, και έτσι θα ήμουν εγώ ο ίδιος Θεός»· επομένως το αίτιο της ύπαρξής μου είναι ο Θεός, άρα ο Θεός υπάρχει. Το τρίτο επιχείρημα, τέλος, το οποίο έχει καθιερωθεί να ονομάζεται οντολογικό, δεν αντλείται εκ των αποτελεσμάτων του Θεού (a posteriori), όπως τα δύο προηγούμενα, αλλά από την ίδια τη φύση του Θεού (a priori). Σύμφωνα με αυτό, στον Θεό αποδίδονται όλες οι τελειότητες, μια εκ των οποίων είναι και η ύπαρξη, επομένως ο Θεός υπάρχει. Με άλλα λόγια, η ύπαρξη ανήκει στην ουσία του Θεού. Εφόσον, λοιπόν, κατά τον Καρτέσιο, η ύπαρξη του Θεού έχει αποδειχθεί, «αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη στο lumen naturale [φυσικό φως], δηλαδή στην άμεση προφάνεια της έλλογης γνώσης, η οποία έτσι θεμελιώνεται οριστικά»[24].

    Ποιες άλλες έμφυτες ιδέες έχουμε δηλαδή ιδέες που δεν προέρχονται από τα δεδομένα των αισθήσεων, αλλά ενυπάρχουν στον νου και χρησιμεύουν για να οργανώσουν τα δεδομένα των αισθήσεων; Τέτοιες είναι οι έννοιες της ύπαρξης, του αριθμού, της διάρκειας, που ισχύουν για κάθε περιεχόμενο γνώσης. Αλλά υπάρχουν και έννοιες που αναφέρονται συγκεκριμένα στον υλικό κόσμο, όπως η έκταση, η μορφή και η κίνηση.

    To πρόβλημα της σχέσης ύλης-πνεύματος


    Η ριζική αντίθεση πνεύματος και ύλης, έφερε τον Καρτέσιο αντιμέτωπο με ένα επιπλέον πρόβλημα. Πώς γίνεται η επικοινωνία των δύο αυτών κόσμων; Ποια είναι και με ποιον τρόπο γίνεται η επαφή με τα εκτατά σώματα μιας υπόστασης που δεν καταλαμβάνει έκταση στον χώρο; Πώς, για παράδειγμα, το πνεύμα συλλέγει τα πληροφοριακά δεδομένα των αισθήσεων; Ο Καρτέσιος, για να λύσει αυτό το πρόβλημα, ανέπτυξε μια θεωρία περί αλληλεπίδρασης σώματος-πνεύματος μέσω της επίφυσης (κωναρίου), ενός αδένα στο κέντρο του εγκεφάλου. Ωστόσο η εξήγηση που έδωσε είναι ελλιπής, καθώς το πρόβλημα της αλληλεπίδρασης δύο «ουσιών» (ύλη-πνεύμα) αν αυτές υποτεθούν εντελώς διαφορετικές δεν είναι εύκολο να επιλυθεί, και η αναφορά του στην επίφυση δεν έχει ούτως ή άλλως καμία επιστημονική βάση[25].

    Αργότερα το ίδιο ζήτημα επαναπραγματεύεται ο Άρνολντ Γκέλινγκς (Arnold Geulincx, 1624 – 1669), Φλαμανδός φιλόσοφος που θεωρείται οπαδός και συνεχιστής του Καρτέσιου, και ο Νικολά Μαλμπράνς (Nicolas Malebranche, 1638 – 1715), Γάλλος φιλόσοφος που επεδίωξε να συνθέσει τον Αυγουστίνο με τον Καρτέσιο. Τα ερωτήματα επανέρχονται: Πώς αλληλεπιδρούν αυτοί οι δύο κόσμοι; Τι είναι αυτό που κάνει το χέρι να σηκώνεται; Ποια είναι η αιτία της κίνησης; Παρότι οι θεωρήσεις του Μαλμπράνς ότι «το πνεύμα είναι πεπερασμένο και ως τέτοιο δεν μπορεί να αποτελεί αιτία», και από την άλλη «η ύλη δεν μπορεί να είναι αιτία η ίδια, ως παθητική οντότητα χωρίς ιδέες» μοιάζουν αυθαίρετες, ωστόσο απτόητος οδεύει προς το συμπέρασμα του ότι άρα αιτία μπορεί να είναι μόνο η παρέμβαση του Θεού. Εφόσον δεν υπάρχει ενότητα μεταξύ σώματος και ψυχής, τη σχέση μεταξύ ιδεών και εμπειρικής πραγματικότητας εγγυάται μόνο μια διαμεσολάβηση εκ των άνω. Το πρόβλημα του καρτεσιανού φαντάσματος στη μηχανή, ενός από τα πιο γνωστά προβληματικά σημεία του συστήματος του Ντεκάρτ, υποτίθεται επιλύεται, αλλά κατά ένα παιχνίδι των λέξεων αρκετά ειρωνικό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό δε γίνεται παρά με την επιστράτευση ενός από μηχανής θεού.

    Συνεισφορά στην απεικόνιση των μαθηματικών συμβόλων


    Ο Καρτέσιος επινόησε το 1637 τη σύμβαση στα Μαθηματικά να χρησιμοποιούμε τα τελευταία γράμματα της αλφαβήτου για τους άγνωστους συντελεστές μιας εξίσωσης (x, y, z ή χ, ψ, ζ) και τα τρία πρώτα γράμματα για τους γνωστούς (a, b, c ή α, β, γ)[26]

    Εργογραφία

    • 1618. Compendium Musicae. Πραγματεία επί της μουσικής θεωρίας και της αισθητικής της μουσικής γραμμένη για τον πρώτο συνεργάτη τουΙσαάκ Μπήκμαν (Isaac Beeckman).
    • 1626–1628. Regulae ad directionem ingenii (Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος). Ατελές.
    • 1630–1633. Le Monde (Ο Κόσμος) and L'Homme (Άνθρωπος). Συστηματική παρουσίαση της φυσικής φιλοσοφίας του. '
    • 1637. Discours de la méthode (Λόγος περί της Μεθόδου). Εισαγωγή στο Essais.
    • 1637. La Géométrie (Γεωμετρία). Το μείζον έργο του Ντεκάρτ στα Μαθηματικά.
    • 1641. Meditationes de prima philosophia (Στοχασμοί περί της Πρώτης Φιλοσοφίας), επίσης γνωστό ως Μεταφυσικοί Στοχασμοί
    • 1644. Principia philosophiae (Αρχαί Φιλοσοφίας). Γράφτηκε για να αντικαταστήσει τα αριστοτελικά κείμενα που χρησιμοποιούντο στα πανεπιστήμια.
    • 1647. Notae in programma (Comments on a Certain Broadsheet). Απάντηση στον άλλοτε μαθητή του Καρτέσιου Henricus Regius.
    • 1647. Περιγραφή του ανθρώπινου σώματος. Εκδόθηκε μετά θάνατον.
    • 1648. Responsiones Renati Des Cartes… (Συζήτηση με τον Μούρμαν). Σημειώσεις στις συζητήσεις του καρτέσιου με τον Φραντς Μπούρμαν (Frans Burman) στις 16 Απριλίου 1648.
    • 1649. Les passions de l'âme (Πάθη της Ψυχής). Αφιερωμένο στην πριγκίπισσα Ελισάβετ της Βοημίας.
    • 1657. Αλληλογραφία. Εκδόθηκε από τον Κλοντ Κλερσελιέ (Claude Clerselier).

    _____________

    Παραπομπές - σημειώσεις


    1.  Μολύβας Γ., 2000, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τ. Β΄, ΕΑΠ, Πάτρα, 33 και 36.
    2. Άλμα πάνω Κονδύλης, τ.1, σελ. 215 και Gay, σελίδες 146–150.
    3. Άλμα πάνω Windelband, σελ. 159.
    4. Άλμα πάνω Για το καρτεσιανό δένδρο της γνώσης βλ. Cottingham J., 2003, Φιλοσοφία της Επιστήμης: οι Ορθολογιστές, (μτφρ. Σ. Τσούρτης), Πολύτροπον, Αθήνα, 69.
    5. Άλμα πάνω Βλ. Descartes, Rene (ed. Buchenau, Artur.), Regulae ad directionem ingenii, Dürrschen Buchhandlung, (Leipzig, 1907) ή το υπερκείμενο frag. (1628), Bibliotheca Augustana, 05.02.05. Βλ. επίσης την ελληνική έκδοση Αυγελής Ν., 1974, (εισ.) Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος, (μτφρ. σχ., Γ. Δαρδιώτης), Εγνατία, Θεσσαλονίκη.
    6. Άλμα πάνω Decartes R., 1976, Λόγος περί της Μεθόδου2, (μτφρ. εισ. σχολ. Χρ. Χριστίδης), Παπαζήσης, Αθήνα, 18.
    7. Άλμα πάνω Για την ελληνική έκδοση βλ. Ντεκάρτ, Ρ., 2003, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, (μτφρ. σχ. Ε. Βανταράκης), Εκκρεμές, Αθήνα.
    8. Άλμα πάνω Ντεκάρτ, Ρ., 2003, 59.
    9. Άλμα πάνω Ντεκάρτ, Ρ., 2003, 61.
    10. Άλμα πάνω Ντεκάρτ, Ρ., 2003, 62.
    11. Άλμα πάνω Ντεκάρτ, Ρ., 2003, 64, [...]είτε αγρυπνώ είτε κοιμάμαι, δύο συν τρία θα κάνει πέντε, και το τετράγωνο δεν θα έχει περισσότερες από τέσσερις πλευρές. Τόσο διαυγείς αλήθειες δεν φαίνεται δυνατό να είναι ύποπτες[...].
    12. Άλμα πάνω Ντεκάρτ, Ρ., 2003, 47.
    13. Άλμα πάνω Ντεκάρτ, Ρ., 2003, 72.
    14. Άλμα πάνω Ντεκάρτ, Ρ., 2003, 169.
    15. Άλμα πάνω Ντεκάρτ, Ρ., 2003, 99
    16.  Ντεκάρτ, Ρ., 2003, 144.
    17. Άλμα πάνω Ντεκάρτ, Ρ., 2003, 183.
    18. Άλμα πάνω Ντεκάρτ, Ρ., 2003, 157.
    19. Άλμα πάνω Cassirer, 1951, σ. 54, Κονδύλης, 1987, τόμος Ι, 220-1
    20. Άλμα πάνω Decartes R., 1976, 31-2.
    21. Άλμα πάνω «Conversation with Burman», στο Cottingham J., et al, (ed) 1984–91, The Philosophical Writings of Descartes, vol. III, Cambridge University Press, Cambridge, 334-5.
    22. Άλμα πάνω Ο Καρτέσιος θεωρούσε ότι το κατηγόρημα που αποδίδουμε σε κάποιο πράγμαεμπεριέχεται αναγκαία και στο αίτιο του πράγματος (βλ. επίσης Cottingham, ό.π, 133). Εν προκειμένω, δηλαδή, εφόσον η ιδέα του Θεού εμπεριέχει την τελειότητα, το αίτιό της θα πρέπει κι αυτό αναγκαία να εμπεριέχει την τελειότητα. Επομένως, το αίτιο της συγκεκριμένης ιδέας δεν μπορεί να είναι ο άνθρωπος, αλλά ένα τέλειο ον.
    23. Άλμα πάνω Windelband, σελ. 163.
    24. Άλμα πάνω «Ο Καρτέσιος χαρακτηρίζει φαντασία (imaginatio) την αισθητηριακή πρόσληψη του ποιοτικού, ενώ, εξάλλου, την πρόσληψη εκείνου που είναι δυνατό να "κατασκευαστεί"με μαθηματικό τρόπο τη χαρακτηρίζει διανοητική γνώση (intellectio). Και παρόλο που εκτιμά σωστά τη βοήθεια που προσφέρει η εμπειρία στη φαντασία θεωρεί ότι πραγματική επιστημονική γνώση είναι μόνο αυτή που βασίζεται στη διάνοια». Βλ. Windelband, σελ. 164.
    25. Άλμα πάνω Βιρβιδάκης Σ., Καρασμάνης Β., Τουρνά Χ. 2007, Αρχές Φιλοσοφίας Β'Λυκείου, σελ. 122.
    26. Άλμα πάνω Ηοward Eves, Μεγάλες στιγμές των Μαθηματικών έως το 1650, σελ. 150.

    Βιβλιογραφία

    • Cassirer, E. (1956). The Philosophy of the Enlightment. Νέα Υόρκη: Mentor.
    • Cottingham, J. (2003). Φιλοσοφία της Επιστήμης: οι Ορθολογιστές. μτφρ. Σ. Τσούρτης. Αθήνα: Πολύτροπον. ISBN 978-960-8354-03-6.
    •      , et al, (ed) (1984–91). The Philosophical Writings of Descartesvol. III. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 9780521423502.
    • Descartes, René (1907). Buchenau, Artur. επιμ. Regulae ad directionem ingenii. Λειψία: Dürrschen Buchhandlung.
    • Descartes, René ΚΑΡΤΕΣΙΟΥ (1969).« Ὁ Λόγος περὶ τῆς Μεθόδου» καὶ «Μεταφυσικοὶ Σοχασμοί», μτφρ. Janis Lo Skokko. Ἀθήνα: Ἐκδόσεις Ἀναγνωστίδη.
    •         (1976). Λόγος περί της Μεθόδου. μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια: Χριστόφορος Χρηστίδης. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. ISBN 978-960-02-0073-7.
    •         (1996). Τὰ πάθη τῆς ψυχῆς. μτφρ. Γιάννης Πρελορέντζος, Δημήτρης Ροζάκης. Αθήνα: Εκδόσεις «Κριτική». ISBN 978-960-218-128-7.
    • Gay, P. (1977). The Enlightenment: An Interpretationτ.1. Νέα Υόρκη: Norton.
    • Καϊμάκης, Παύλος (1984). «Το επιχείρημα του ονείρου στον Descartes. Προϋποθέσεις και προεκτάσεις». Φιλόλογος 36: 131–143.
    • Κονδύλης, Παναγιώτης (1987). Ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός. Αθήνα: Εκδόσεις «Θεμέλιο».
    • Lefevre, R. (1986). μτφρ. Μάριος Βερέττας. «Η ζωή και ο θάνατος στη σκέψη του Καρτέσιου». Σκέψη και τέχνη 7: 19–22.
    • Μαγκίρης, Βαγγέλης (Σεπτέμβριος 1996). «Rene Descartes (1596-1650): Νέοι δρόμοι για την Επιστήμη και τη Φιλοσοφία». Περισκόπιο της Επιστήμης (τεύχος 198): σελ. 10.
    • Μολύβας, Γ. (2000). Φιλοσοφία στην Ευρώπητ.Β΄. Πάτρα: Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο. ISBN 960-538-264-4.
    • Ντεκάρτ, Ρενέ (2003). Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας. μτφρ. Ευάγγελος Βανταράκης. Αθήνα: Εκδόσεις «Εκκρεμές». ISBN 978-960-7651-27-3.
    • Windelband, W. – Heimsoeth, H. (1982). Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίαςτ.Β΄. μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ. ISBN 960-250-111-1.

    πηγή: βικιπαίδεια

    ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ Ο ΣΤΑΓΕΙΡΙΤΗΣ

    $
    0
    0
    Aristotle Altemps Inv8575.jpg


    Ο Αριστοτέλης (αρχ. ἈριστοτέληςΣτάγειρα 384 - Χαλκίδα 322 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και πολυεπιστήμονας, γιος του Νικομάχου, ο οποίος πέθανε νωρίς και την κηδεμονία του, την ανέλαβε ο Πρόξενος από τον Αταρνέα.[1] Σε ηλικία 17 ετών εισέρχεται στην Ακαδημία του Πλάτωνα, στην Αθήνα, και παραμένει εκεί έως τα 37 του έτη και συνδέεται τόσο με τον ίδιο τον Πλάτωνα, όσο και με τον Εύδοξο, τον Ξενοκράτη και άλλους στοχαστές.[2] Τα έργα του αναφέρονται σε πολλαπλά είδη επιστημών, όπως φυσικήβιολογίαζωολογίαμεταφυσικήλογικήηθικήποίησηθέατρομουσικήρητορική,  πολιτική κ.ά, τα οποία συνιστούν το πρώτο ολοκληρωμένο σύστημα στη Δυτική ΦιλοσοφίαΗ περίοδος της ωριμότητας αρχίζει με τις βιολογικές έρευνες και τα συμπεράσματά του είναι η πρώτη συστηματοποίηση των βιολογικών φαινομένων στην Ευρώπη.



    Μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, φεύγει από την Αθήνα και κατόπιν εντολής του Φιλίππου, αναλαμβάνει το 343 π.Χ./42 τη διδασκαλία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.[3] Σύμφωνα με την Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα: «ο Αριστοτέλης υπήρξε ο πρώτος γνήσιος επιστήμονας στην ιστορία... και κάθε κατοπινός επιστήμονας του οφείλει κάτι»[4]

    Ως διδάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Αριστοτέλης, απέκτησε διάφορες ευκαιρίες και αφθονία προμηθειών. Έτσι, ίδρυσε μια βιβλιοθήκη στο Λύκειο, η οποία έγινε αρωγός στην παραγωγή εκατοντάδων έργων του. Το γεγονός ότι υπήρξε μαθητής του Πλάτωνα, τον οδήγησε στις απόψεις του πλατωνισμού, αργότερα, όμως, μετά τον θάνατο του Πλάτωνα, οδηγήθηκε, περισσότερο, σε εμπειρικές μελέτες και μετατοπίζεται από τον πλατωνισμό στον εμπειρισμό.[5] Πίστευε ότι οι ιδέες και οι γνώσεις όλων των λαών βασιζόταν, τελικά, στην αντίληψη. Στις απόψεις του, για τις φυσικές επιστήμες, βασίστηκαν πολλά έργα του.

    Μαζί με το δάσκαλό του Πλάτωνα αποτελεί σημαντική μορφή της φιλοσοφικής σκέψης του αρχαίου κόσμου, και η διδασκαλία του διαπερνούσε βαθύτατα τη δυτική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη μέχρι και την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αιώνα. Υπήρξε φυσιοδίφηςφιλόσοφος, δημιουργός της λογικής και ο σημαντικότερος από τουςδιαλεκτικούς της αρχαιότητας.
    To σύνολο της επιρροής του, συχνά τον κατατάσσει μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίων προσωπικοτήτων όλων των εποχών με τη μεγαλύτερη επιρροή, μαζί με τον δάσκαλο του, τον Πλάτωνα, και τον μαθητή του, τον Μέγα Αλέξανδρο.[6][7][8]


    Ο Αριστοτέλης γεννήθηκε το έτος 384 π.Χ. στα Αρχαία Στάγειρα της Χαλκιδικής, 55 χιλιόμετρα, ανατολικά, από τη σημερινή Θεσσαλονίκη.[α][9]Ο πατέρας του Νικόμαχος ήταν γιατρός του βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα Γ΄, τον οποίο είχε πατέρα ο Φίλιππος. Ο Νικόμαχος, που κατά τοΣουίδα είχε γράψει έξι βιβλία ιατρικής και ένα φυσικής, θεωρούσε πρόγονό του τον ομηρικό ήρωα και γιατρό Μαχάονα, το γιο τουΑσκληπιού.[10] Η μητέρα του Φαιστιάδα καταγόταν από από τη Χαλκίδα και ανήκε κι αυτή, όπως και ο πατέρας του, στο γένος των Ασκληπιαδών. Το ενδιαφέρον του Αριστοτέλη, εν μέρει, για τη βιολογία, το απέκτησε από τον πατέρα του, καθώς οι Ασκληπιάδες, συνήθιζαν, να διδάσκουν στα παιδιά τους, από νεαρή ηλικία, ανατομία, λέγεται, επίσης, ότι ο Αριστοτέλης ενίοτε βοηθούσε και τον πατέρα του, όταν ήταν μικρός.[11]

    Ο Αριστοτέλης πρόωρα ορφάνεψε από πατέρα και μητέρα και την κηδεμονία του ανέλαβε ο φίλος του πατέρα του Πρόξενος, που ήταν εγκαταστημένος στον Αταρνέα της μικρασιατικής Αιολίδας, απέναντι από τη Λέσβο. Ο Πρόξενος, που φρόντισε τον Αριστοτέλη σαν δικό του παιδί, τον έστειλε στην Αθήνα σε ηλικία 17 ετών (367 π.Χ.), για να γίνει μαθητής του Πλάτωνα. Πράγματι, ο Αριστοτέλης σπούδασε στηνΑκαδημία του Πλάτωνα επί 20 χρόνια (367 - 347), μέχρι τη χρονιά δηλ. που πέθανε ο δάσκαλός του. Στο περιβάλλον της Ακαδημίας άφηνε κατάπληκτους όλους και τον ίδιο το δάσκαλό του, με την ευφυΐα και τη φιλοπονία του. Ο Πλάτωνας τον ονόμαζε "νουν της διατριβής"και το σπίτι του "οίκον αναγνώστου".

    Όταν το 347 π.Χ. πέθανε ο Πλάτωνας, προέκυψε θέμα διαδόχου στη διεύθυνση της σχολής. Επικρατέστεροι για το αξίωμα ήταν οι τρεις καλύτεροι μαθητές του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, ο Ξενοκράτης και ο Σπεύσιππος. Ο Αριστοτέλης τότε μαζί με τον Ξενοκράτη εγκατέλειψαν την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στην Άσσο, πόλη της μικρασιατικής παραλίας, απέναντι από τη Λέσβο. Την Άσσο κυβερνούσαν τότε δύο πλατωνικοί φιλόσοφοι, ο Έραστος και ο Κορίσκος, στους οποίους είχε χαρίσει την πόλη ο ηγεμόνας του Αταρνέα και παλιός μαθητής του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, Ερμίας. Οι δύο φίλοι, κυβερνήτες της Άσσου, είχαν ιδρύσει εκεί μια φιλοσοφική σχολή, ως παράρτημα της Ακαδημίας.

    Στην Άσσο ο Αριστοτέλης δίδαξε τρία χρόνια και μαζί με τους φίλους του κατόρθωσε ό,τι δεν μπόρεσε ο Πλάτωνας. Συνδέθηκαν στενά με τον Ερμία και τον επηρέασαν τόσο, ώστε η τυραννία του να καταστεί ηπιότερη και δικαιότερη. Το τέλος του τυράννου όμως ήταν τραγικό. Επειδή προέβλεπε την εκστρατεία των Μακεδόνων στην Ασία, συμμάχησε με το Φίλιππο. Γι'αυτό τον συνέλαβαν οι Πέρσες και τον θανάτωσαν με μαρτυρικό σταυρικό θάνατο.

    Το 345 π.Χ. ο Αριστοτέλης, ακολουθώντας τη συμβουλή του μαθητή του Θεόφραστου, πέρασε απέναντι στη Λέσβο και εγκαταστάθηκε στηΜυτιλήνη, όπου έμεινε και δίδαξε μέχρι το 342 π.Χ. Στο μεταξύ είχε παντρευτεί την ανιψιά και θετή κόρη του Ερμία, την Πυθιάδα, από την οποία απέκτησε κόρη, που πήρε το όνομα της μητέρας της. Μετά το θάνατο της πρώτης του συζύγου ο Αριστοτέλης συνδέθηκε αργότερα στην Αθήνα με τη Σταγειρίτισσα Ερπυλλίδα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, το Νικόμαχο. Το 342 π.Χ. τον προσκάλεσε ο Φίλιππος στη Μακεδονία, για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του γιου του Αλέξανδρου, που ήταν τότε μόλις 13 χρονών. Ο Αριστοτέλης άρχισε με προθυμία το έργο της αγωγής του νεαρού διαδόχου. Φρόντισε να του μεταδώσει το πανελλήνιο πνεύμα και χρησιμοποίησε ως παιδευτικό όργανο τα ομηρικά έπη. Η εκπαίδευση του Αλέξανδρου γινόταν άλλοτε στην Πέλλακαι άλλοτε στη Μίεζα, μια κωμόπολη της οποίας τα ερείπια έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη· βρισκόταν στους πρόποδες του βουνού πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η σημερινή Νάουσα της Μακεδονίας. Εκεί το 341 π.Χ. πληροφορήθηκε το θάνατο του Ερμία.

    Ο Αριστοτέλης έμεινε στη μακεδονική αυλή έξι χρόνια. Όταν ο Αλέξανδρος συνέτριψε την αντίσταση των Θηβαίων και αποκατέστησε την ησυχία στη νότια Ελλάδα, ο Αριστοτέλης πήγε στην Αθήνα (335 π.Χ.) και ίδρυσε δική του φιλοσοφική σχολή. Για να εγκαταστήσει τη σχολή του διάλεξε το Γυμνάσιο, που λεγόταν και Λύκειο, ανάμεσα στο Λυκαβηττό και τον Ιλισό, κοντά στην πύλη του Διοχάρη. Ο χώρος του Γυμνασίου βρέθηκε πρόσφατα στις ανασκαφές,για την ανέγερση του νέου Μουσείου Γουλανδρή,πίσω από το Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών, στην οδό Ρηγίλλης. Ο ιστορικός αυτός αρχαιολογικός χώρος διασκευάζεται έτσι ώστε να γίνει επισκέψιμος. Εκεί υπήρχε άλσος αφιερωμένο στον Απόλλωνα και τις Μούσες. Με χρήματα που του έδωσε άφθονα ο Αλέξανδρος, ο Αριστοτέλης έχτισε μεγαλόπρεπα οικήματα και στοές, που ονομάζονταν "περίπατοι". Ίσως γι'αυτό η σχολή του ονομάστηκε Περιπατητική Σχολή και οι μαθητές του περιπατητικοί φιλόσοφοι.

    Η οργάνωση της σχολής είχε γίνει κατά τα πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας. Τα μαθήματα για τους προχωρημένους μαθητές γίνονταν το πρωί ("εωθινός περίπατος") και για τους αρχάριους το απόγευμα ("περί το δειλινόν", "δειλινός περίπατος"). Η πρωινή διδασκαλία ήταν καθαρά φιλοσοφική ("ακροαματική"). Η απογευματινή "ρητορική"και "εξωτερική".

    Η σχολή είχε μεγάλη βιβλιοθήκη και τόσο καλά οργανωμένη, ώστε αργότερα χρησίμευσε ως πρότυπο για την ίδρυση των βιβλιοθηκών της Αλεξάνδρειας και της Περγάμου. Ο Αριστοτέλης μάζεψε χάρτες και όργανα χρήσιμα για τη διδασκαλία των φυσικών μαθημάτων. Έτσι σύντομα η σχολή έγινε περίφημο κέντρο επιστημονικής έρευνας. Στα δεκατρία χρόνια που έμεινε ο Αριστοτέλης στην Αθήνα δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος του έργου του, που προκαλεί το θαυμασμό μας με τον όγκο και την ποιοτική του αξία. Γιατί είναι άξιο απορίας, πώς ένας άνθρωπος σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα συγκέντρωσε και κατέγραψε τόσες πολλές πληροφορίες.

    Το 323 π.Χ. με την είδηση του θανάτου του Μ. Αλεξάνδρου οι οπαδοί του αντιμακεδονικού κόμματος νόμισαν ότι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν τους Μακεδόνες στο πρόσωπο του Αριστοτέλη. Το ιερατείο, με εκπρόσωπό του τον ιεροφάντη της Ελευσίνιας Δήμητρας Ευρυμέδοντα, και η σχολή του Ισοκράτη, με το Δημόφιλο, κατηγόρησαν τον Αριστοτέλη για ασέβεια ("γραφή ασεβείας"), επειδή είχε ιδρύσει βωμό στον Ερμία, είχε γράψει τον ύμνο στην Αρετή και το επίγραμμα στον ανδριάντα του Ερμία, στους Δελφούς. Ο Αριστοτέλης όμως, επειδή κατάλαβε τα πραγματικά κίνητρα και τις αληθινές προθέσεις των μηνυτών του, έφυγε για τη Χαλκίδα, προτού γίνει η δίκη του (323 π.Χ.). Εκεί έμεινε, στο σπίτι που είχε από τη μητέρα του, μαζί με τη δεύτερη σύζυγό του την Ερπυλλίδα και με τα δύο του παιδιά, το Νικόμαχο και την Πυθιάδα.

    Ο Αριστοτέλης απεβίωσε μεταξύ πρώτης και εικοστής δευτέρας Οκτωβρίου του έτους 322 π.Χ. στη Χαλκίδα από στομαχικό νόσημα, μέσα σε θλίψη και μελαγχολία. Το σώμα του μεταφέρθηκε στα Στάγειρα, όπου θάφτηκε με εξαιρετικές τιμές. Οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν "οικιστή"της πόλης και έχτισαν βωμό πάνω στον τάφο του. Στη μνήμη του καθιέρωσαν γιορτή, τα "Αριστοτέλεια", και ονόμασαν έναν από τους μήνες "Αριστοτέλειο". Η πλατεία όπου θάφτηκε ορίστηκε ως τόπος των συνεδρίων της βουλής.

    Φεύγοντας από την Αθήνα, διευθυντή της σχολής άφησε το μαθητή του Θεόφραστο, που τον έκρινε ως τον πιο κατάλληλο. Έτσι το πνευματικό ίδρυμα του Αριστοτέλη εξακολούθησε να ακτινοβολεί και μετά το θάνατο του μεγάλου δασκάλου.

    Στην Αθήνα βρέθηκε να ζει την εποχή που η μακεδονική ηγεμονία επεκτεινόταν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Εκείνη την εποχή στην Αθήνα διαμορφώθηκαν δυο πολιτικές παρατάξεις: Οι κάτοχοι της πολιτικής εξουσίας με επικεφαλής τον Δημοσθένη που τάχθηκαν κατά του Φιλίππου και οι οπαδοί όμως της ιδέας της ενωμένης Ελλάδας που τηρούσαν φιλομακεδονική στάση. Ο Αριστοτέλης ήταν ξένος και επιπλέον διατηρούσε επαφές με μακεδονικούς κύκλους. Για να μη διακινδυνεύσει τη ζωή του, έφυγε και πήγε το 348 π.Χ. στονΑταρνέα και ύστερα από πρόσκληση του Θεοφράστου εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη μέχρι του 342 π.Χ.. Το έτος αυτό προσκλήθηκε από τον βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο για να αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση του νεαρού τότε Αλεξάνδρου του μετέπειτα Μεγάλου Αλεξάνδρου. Επανέκαμψε στη Αθήνα μετά την καταστροφή της Θήβας (335 π.Χ.) κι έμεινε εκεί για άλλα δεκατρία χρόνια για να φύγει οριστικά στην Χαλκίδα μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.).

    Αντίθετα, από αξιόπιστες πηγές μαθαίνουμε ότι ο Αριστοτέλης υπήρξε η ενσάρκωση του ορθού μέτρου σ'όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του. Την έμφυτη ευγένεια και τρυφερότητα της ψυχής του τη βρίσκουμε διάχυτη μέσα στη διαθήκη του. Μέσα σ'αυτή φροντίζει για τη μνήμη των γονέων και του αδερφού του και δε λησμονεί ούτε την οικογένεια του πατρικού φίλου Πρόξενου, που τον ανέθρεψε. Φροντίζει για τη δεύτερη γυναίκα του την Ερπυλλίδα και το γιο που απέκτησε μαζί της, το Νικόμαχο. Ακόμα για την κόρη του Πυθιάδα, καρπό του πρώτου του γάμου. Η μεγάλη του όμως φιλανθρωπία φαίνεται στο σημείο εκείνο της διαθήκης, όπου ορίζει να μην πουληθεί κανείς από τους δούλους που τον υπηρέτησαν, αλλά να ελευθερώνονται μόλις ενηλικιώνονται.

    Ο Αριστοτέλης δεν έδειξε ενδιαφέρον στη δημοσίευση των έργων του με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν σήμερα διαθέσιμα πολλά από αυτά. Ποτέ δε δημοσίευσε τα βιβλία του, εκτός από τους διαλόγους του. Η ιστορία των πρωτότυπων συγγραμμάτων του περιγράφεται από τον Στράβωνα στην "Γεωγραφία"του και από τον Πλούταρχο στο βιβλίο Βίοι Παράλληλοι, Σύλλας.

    Συγγραφικό έργο

    Oι Αλεξανδρινοί υπολόγιζαν ότι ο Αριστοτέλης έγραψε 400 περίπου συνολικά βιβλία. Ο Διογένης ο Λαέρτιος υπολόγισε το έργο του σε στίχους και βρήκε ότι έφταναν τις 45 μυριάδες, επακριβώς 445.270 στίχους. Μεγάλο μέρος από το έργο του αυτό χάθηκε. Ανήκε στην κατηγορία των δημόσιων ή "εξωτερικών"μαθημάτων και ήταν γραμμένα σε μορφή διαλογική. Από αυτά σώθηκε μόνο η Αθηναίων Πολιτεία, σ'έναν πάπυρο που βρέθηκε στην Αίγυπτο. Τα σωζόμενα σήμερα έργα του αντιστοιχούν στη διδασκαλία που ο Αριστοτέλης έκανε στους προχωρημένους μαθητές του και που λέγονται "ακροαματικές ή εσωτερικές". Γι'αυτό και είναι γραμμένα σε συνεχή λόγο και όχι σε διάλογο. Ο κατάλογος του Ησυχίου (είναι προσηρτημένος στη Βιογραφία του Αριστοτέλη) περιλαμβάνει 197 τίτλους συγγραφών και ουσιαστικά συμπίπτει με τον κατάλογο του Διογένη Λαέρτη. Η συνηθέστερη κατάταξή τους είναι η ακόλουθη:

    Λογικά ή Όργανον

    Αποτελούν πραγματείες χρήσιμες για τη γνώση και είναι οι εξής έξι:
    Οι πραγματείες αυτές αποτελούν την αιώνια δόξα του φιλοσόφου, γιατί πρώτος αυτός διατύπωσε τους νόμους της ανθρώπινης νόησης και τους τρόπους του συλλογισμού.

    Φυσικά

    Περιλαμβάνουν τις εξής πραγματείες:

    Βιολογικά

    Με τα έργα του αυτά έγινε ο δημιουργός της φυσικής επιστήμης, της ζωολογίας και της συγκριτικής ανατομίας. Με τις πραγματείες αυτές έστρεψε ο Αριστοτέλης τη φιλοσοφική συζήτηση στο γόνιμο έδαφος του αισθητού κόσμου.

    Περί ψυχολογίας

    Εκτός από το πρώτο, τα υπόλοιπα της ομάδας αυτής είναι γνωστά με το κοινό όνομα "Μικρά φυσικά".

    Μετά τα φυσικά

    Από το Μετά τα φυσικά ή πρώτη φιλοσοφία, όπως το αποκαλούσε ο Αριστοτέλης προήλθε ο όρος "μεταφυσική"των νεότερων χρόνων. Στα 12 βιβλία που ακολουθούν τα Φυσικά προσθέτουν συνήθως και τη διατριβή "Περί ΜελίσσουΞενοφάνους και Γοργίου" (πιθανώς ψευδεπίγραφο). Στην ομάδα αυτή των έργων του ο Αριστοτέλης εξετάζει τις πρώτες αρχές όλων των όντων και των "κινουμένων"και των "ακινήτων".

    Ηθικά[

    Το έργο του Αριστοτέλη "Ηθικά Νικομάχεια"μεταφ. στα Λατινικά
    Αυτά ιδιαίτερα τα τίμησαν οι θεολόγοι.

    Πολιτικά

    Αποτελούν, και σήμερα ακόμα, τη βάση των ερευνών για όσους ασχολούνται με τις πολιτικές επιστήμες.

    Τεχνικά

    • "Ρητορική" (βιβλία 3)
    • "Ποιητική" (βιβλίο 1, με πιθανή ύπαρξη και δεύτερου βιβλίου που δεν διασώθηκε)

    Προβλήματα

    Περιέχουν προβλήματα από διάφορες περιοχές της γνώσης. Στο σώμα των αριστοτελικών έργων έχουν συμπεριληφθεί και τα ακόλουθα ακόμα έργα, που δε θεωρούνται γνήσια:ΦυσιογνωμικάΠερί θαυμασίων ακουσμάτωνΠερί χρωμάτωνΠερί ατόμων γραμμώνΜηχανικάΡητορική προς Αλέξανδρον και Περί ακουστών.

    Η αριστοτελική ηθική στην αναζήτηση της αιώνιας αλήθειας στο μέτρο που αυτές είναι αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής (προαίρεση) στα πλαίσια των ανθρώπινων πράξεων και είναι πιθανόν να εκτελεστούν ή να μη εκτελεστούν συγκαταλέγονται η ηθική, η αρετή, η δικαιοσύνη και το ύψιστο ιδεώδες. Η αρχή της μεσότητας, κατά τον Αριστοτέλη, βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ακρότητες, από τις οποίες η μια είναι η έλλειψις και η άλλη η υπερβολή.[14] Η ανδρεία, για παράδειγμα, είναι το σωστό μέτρο ανάμεσα στη δειλία και στο θράσος, η γενναιοδωρία ανάμεσα στην τσιγκουνιά και τη σπατάλη. Η αρετή ως προς την ουσία και τον ορισμό είναι μεσότητα, αλλά ως προς το άριστο και την τελειότητα είναι ακρότητα και η ηδονή είναι επακόλουθο της ευδαιμονίας και όχι το αντίστροφο. Η ταύτιση της ευδαιμονίας με το ύψιστο αγαθό είναι αναγκαία και από λογική άποψη, γιατί χωρίς την ευδαιμονία η ανθρώπινη δραστηριότητα θα ήταν μάταιη.

    Ο Αριστοτέλης κάλυψε με το έργο του όλες τις φιλοσοφικές έννοιες και αναζητήσεις: φύση, ον, ηθική, δικαιοσύνη σε συνδυασμό με την κριτική έρευνα της πολιτικής εξέλιξης των ελληνικών πόλεων-κρατών. 

    Είναι ο πρώτος που διατυπώνει την άποψη του χωρισμού των λειτουργιών δηλαδή των ενεργειών μιας ευνομούμενης πολιτείας σε τρεις κατηγορίες: νομοθετικήεκτελεστική και δικαστικήα[›], ενώ στα πολιτικά του καταγράφει τις παρεκβάσεις των πολιτευμάτων.

    Όσον αφορά τη δικαιοσύνη αφιερώνει ολόκληρο το πέμπτο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων και τη δικαιοσύνη την ορίζει ως αγαθό που δεν στοχεύει στην ευδαιμονία εκείνου που την ασκεί, αλλά στον άλλο άνθρωπο. Διακρίνει τη δικαιοσύνη σε τρία είδη:

    τη διανεμητική
    τη διορθωτική και
    τη δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας

    Στην διανεμητική δικαιοσύνη η απόδοση (διανομή) γίνεται με γεωμετρική αναλογία με βάση δηλαδή την αξία του ατόμου. Αντίθετα στη διορθωτική δεν λαμβάνεται υπόψη η αξία του προσώπου, αλλά η αρχή σύμφωνα με την οποία όλα τα άτομα είναι ίσα μεταξύ τους. Η δικαιοσύνη της αμοιβαιότητας είναι ανεξάρτητη από τις δυο προηγούμενες, γιατί, ενώ εκείνες απονέμονται από τα όργανα της δικαστικής εξουσίας αυτή οφείλεται στην ελεύθερη βούληση των μελών της πολιτικής κοινωνίας, και είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της ενότητάς της, όταν αποδίδετα με ανάλογο μέτρο. Ανάλογο μ'εκείνο που επισημαίνει ο Ισοκράτης αποσπασματικά «οὐ τὰς στοὰς ἐμπιπλάναι (να γεμίζουμε) γραμμάτων, ἀλλ’ ἐν ταῖς ψυχαῖς ἔχειν τὸ δίκαιον·[15]

    Ο Αριστοτέλης ανατρέχει και στο Το πνεύμα των νόμων, που ανέπτυξε μετά είκοσι σχεδόν αιώνες ο Μοντεσκιέ διακρίνοντάς το από το γράμμα του νόμου. Απαραίτητη προϋπόθεση για την απονομή της δικαιοσύνης ορίζει την επιείκεια.[16] Ο νόμος τις περισσότερες φορές είναι αόριστος, αφού ο νομοθέτης δεν μπορεί πρακτικά να προβλέψει όλες τις πιθανές περιπτώσεις. Άρα επιείκεια είναι η κάλυψη του κενού, της έλλειψης που εμφανίζει ο νόμος εξαιτίας της γενικότητά του. Στο Ρωμαϊκό δίκαιο αργότερα αναπτύχθηκαν οι νομικοί όροι «stricto sencu» και «lato sencu», «εν στενή» και «εν ευρεία εννοία» ερμηνεία εφαρμογής του νόμου.

    Ο κόσμος του Αριστοτέλη


    Εκτός από τη γνώμη του τη σχετική με τις "ιδέες"του Πλάτωνα ο Αριστοτέλης υποστηρίζει και άλλες αρχές. Δεν αποκρούει την ηδονή, αλλά προτιμά την πιο τέλεια, αυτή δηλαδή που πηγάζει από τη διάνοια. Ο σκοπός των ανθρώπινων ενεργειών, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η ευδαιμονία, την οποία ορίζει ως ενέργεια σύμφωνη με την αρετή. Η αρετή, όταν κυριαρχεί στα πάθη και στις ορμές, τα ρυθμίζει, παίζοντας το ρόλο του μέτρου ανάμεσα στις δύο ακρότητες, δηλαδή στην υπερβολή και την έλλειψη. Έτσι π.χ. η"πραότης"είναι αρετή ως μεσότητα της οργής και της αναισθησίας, η "ανδρεία", επειδή βρίσκεται ανάμεσα στη θρασύτητα και στη δειλία, και η "αιδώς", επειδή κατέχει το μέσο της αδιαντροπιάς και της κατάπληξης, που είναι ακρότητες. Συμπλήρωμα της αρετής είναι και τα αγαθά του σώματος (δύναμη, υγεία, ομορφιά) και τα αγαθά της τύχης (πλούτος, ευγενική καταγωγή κλπ.). Σύμφωνα μ'αυτά, ευτυχισμένος είναι εκείνος που ενεργεί κατά τις επιταγές της αρετής και συγχρόνως έχει μερίδιο και στα άλλα αγαθά, τα "εκτός αγαθά", όπως τα ονομάζει.

    Ο Αριστοτέλης ταλαντεύεται ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό. Κάθε πράγμα, κατ'αυτόν, αποτελείται από ύλη και πνεύμα, που είναι μεταξύ τους αδιάσπαστα ενωμένα. Η ύλη είναι παθητική, είναι η δυνατότητα του πράγματος, ενώ το πνεύμα ενεργητικό, δηλ. η δύναμη που μεταβάλλει τη δυνατότητα σε πραγματικότητα.

    Ο κόσμος, κατά τον Αριστοτέλη, είναι ενιαίος και αιώνιος, ενώ η οικουμένη έχει σχήμα σφαίρας με κέντρο τη Γη. Με το να δέχεται την καταγωγή των γνώσεων από τις αισθήσεις, πλησιάζει πολύ τον υλισμό. Τέλος, με την τυπική λογική, βλέπει την αντικειμενική πραγματικότητα "στατικά"και όχι μέσα στην αέναη μεταβολή και κίνησή της. Ο Αριστοτέλης ήταν ο φιλόσοφος που διετύπωσε την θεωρία της ύπαρξης του πέμπτου στοιχείου της φύσης. Συγκεκριμένα οι Έλληνες φιλόσοφοι από την Ιωνία θεωρούσαν ότι στην φύση υπάρχουν τέσσερα στοιχεία ή ουσίες. Γη, ύδωρ, πυρ και αήρ. Ο Αριστοτέλης πρόσθεσε στην τετράδα τον αιθέρα ο οποίος θα αποτελέσει την πέμπτη ουσία την πεμπτουσία. Το στοιχείο αυτό παρουσιάζει κάποιες ιδιαιτερότητες, είναι αγέννητο, αγήρατο, άφθαρτο, αϊδιο, αναυξές και αναλλοίωτο. Επιπλέον εντοπίζεται στον "άνω τόπο"όπου κατοικεί η Θεότητα.

    Σχετικά με την επιλογή προκειμένων[17]

    Ιδιαίτερη σημασία έχει η επιλογή προκειμένων άμεσων (αυταπόδεικτων), γνωριμοτέρων του συμπεράσματος και ουσιωδών αιτιών του. Αν πάρουμε τις έννοιες πλανήτης, ουράνιο σώμα που φωτίζει σταθερά (μη στίλβον) και κοντινό (εγγύς) ουράνιο σώμα θα μπορούσαμε να φτιάξουμε τους 2 παρακάτω συλλογισμούς:

    [Σ1] Τα μη στίλβοντα ουράνια σώματα είναι εγγύς ουράνια σώματα

    Οι πλανήτες είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα
    Οι πλανήτες είναι εγγύς ουράνια σώματα
    [Σ2] Τα εγγύς ουράνια σώματα είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα
    Οι πλανήτες είναι εγγύς ουράνια σώματα
    Οι πλανήτες είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα
    Ο Σ1 είναι συλλογισμός του ότι (του γεγονότος), ενώ ο Σ2 είναι συλλογισμός του διότι (του αιτιολογημένου γεγονότος). Δηλαδή η προκείμενη «Τα εγγύς ουράνια σώματα είναι μη στίλβοντα ουράνια σώματα» είναι ορθότερη από την προκείμενη «Τα μη στίλβοντα ουράνια σώματα είναι εγγύς ουράνια σώματα», καθόσον επειδή είναι εγγύς δεν στίλβουν, και όχι επειδή δεν στίλβουν είναι εγγύς.

    Σχετικά με την επιστημονική εξήγηση [18]

    Σημαντικό ρόλο στην επιστημονική εξήγηση γεγονότων κατά τον Αριστοτέλη έχει η αγχίνοια (ευστροφία) ή ευστοχία στην ανακάλυψη του μέσου όρου σε άσκεπτο χρόνο (ακαριαία), π.χ. βλέποντας ότι η σελήνη έχει συνεχώς στραμμένη την ίδια φωτεινή πλευρά της προς τον ήλιο, και βάσει του ότι ο ήλιος φωτίζει, αποδίδει τη φωτεινότητα της σελήνης στο φως του ήλιου.
    Τυπική διατύπωση:
    Προκείμενες
    Αν ένα σώμα έχει στραμμένη μια πλευρά του σε μια φωτεινή πηγή (σε ένα αντικέιμενο που φωτίζει) τότε φωτίζεται δανειζόμενη το φως της φωτεινής πηγής
    Η σελήνη έχει συνεχώς στραμμένη την ίδια πλευρά της Α στον ήλιο
    Ο ήλιος είναι φωτεινή πηγή
    Συμπέρασμα
    Η πλευρά Α της σελήνης φωτίζεται δανειζόμενη το φως του ήλιου

    Πρακτική Φιλοσοφία

    Ηθική

    Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η ηθική είναι μια πρακτική παρά θεωρητική μελέτη, δηλαδή, με στόχο κάποιος να γίνει καλός και να κάνει καλό, αντί να γνωρίζει για να εξυπηρετεί τους δικούς του λόγους. Έγραψε πολλές πραγματείες σε θέματα ηθικής, συμπεριλαμβανομένων κυρίως, τα Ηθικά Νικομάχεια.

    Ο Αριστοτέλης δίδασκε ότι η αρετή έχει να κάνει με την εύρυθμη λειτουργία (έργον) ενός πράγματος. Ένα μάτι είναι μόνο ένα καλό μάτι εφόσον μπορεί να βλέπει, γιατί η σωστή λειτουργία του ματιού είναι να βλέπει. Ο Αριστοτέλης εξηγεί ότι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν μια ειδική λειτουργία για τον άνθρωπο, και ότι αυτή η λειτουργία πρέπει να είναι μια δραστηριότητα της ψυχής, σύμφωνα με το λόγο. Ο Αριστοτέλης προσδιόρισε μια τέτοια βέλτιστη δραστηριότητα της ψυχής ως το στόχο όλων των ανθρώπων για ενέργεια,ευδαιμονία, ή μερικές φορές "ευημερία". Για να έχουν τη δυνατότητα οι άνθρωποι να είναι ευτυχισμένοι με αυτό τον τρόπο απαιτεί οπωσδήποτε ένα καλό χαρακτήρα (ηθικής αρετής).[19]

    Ο Αριστοτέλης δίδαξε ότι για να επιτευχθεί ένας ενάρετος και δυνητικά ευτυχισμένος χαρακτήρας απαιτείται ένα πρώτο στάδιο να έχει την τύχη να αποκτήσει συνήθειες όχι σκόπιμα, αλλά από δασκάλους, και την εμπειρία, οδηγώντας σε ένα μεταγενέστερο στάδιο στο οποίο κάποιος επιλέγει συνειδητά να κάνει τα καλύτερα πράγματα. Όταν οι καλύτεροι άνθρωποι έρχονται να ζήσουν τη ζωή τους με αυτόν τον τρόπο την πρακτική σοφία τους (φρόνησις) και της διάνοιάς τους (νους) μπορούν να αναπτύξουν μεταξύ τους την υψηλότερη δυνατή ανθρώπινη αρετή, τη σοφία ενός ολοκληρωμένου θεωρητικού ή υποθετικού στοχαστή, ή με άλλα λόγια, ενός φιλοσόφου.[20]

    Πολιτική


    «Όπως ο Αριστοτέλης, οι συντηρητικοί γενικά αποδέχονται τον κόσμο όπως είναι· δεν εμπιστεύονται την πολιτική της αφηρημένης λογικής — γι αυτό, η λογική χώρισε από την εμπειρία. » - Benjamin Wiker [21]
    Εκτός από τα έργα του σχετικά με την ηθική, τα οποία αφορούν το άτομο, ο Αριστοτέλης αναφέρθηκε στην πόλη στο έργο του με τίτλο Πολιτικά. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι πόλη είναι μια φυσική κοινότητα. Επιπλέον, θεωρούσε ότι η πόλη μπορεί να είναι μεγαλύτερης σημασίας ως προς την οικογένεια η οποία με τη σειρά της είναι πριν από το άτομο, καθώς «το σύνολο πρέπει αναγκαστικά να προηγείται του μέρους».[22] Επίσης, είναι ευρέως γνωστό ότι δήλωσε ότι «ο άνθρωπος είναι από τη φύση του ένα πολιτικό ζώο». Ο Αριστοτέλης συνέλαβε την πολιτική σαν έναν οργανισμό και όχι σαν μια μηχανή, και ως μια συλλογή από μέρη τα οποία δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς τα υπόλοιπα. Η αντίληψη του Αριστοτέλη για την πόλη είναι οργανική, και θεωρείται ένας από τους πρώτους που συνέλλαβε την πόλη με αυτόν τον τρόπο.[23]

    Η κοινή σύγχρονη αντίληψη μιας πολιτικής κοινότητας ως ένα σύγχρονο κράτος είναι αρκετά διαφορετική από την κατανόηση του Αριστοτέλη. Παρά το γεγονός ότι γνώριζε την ύπαρξη και τις δυνατότητες των μεγαλύτερων αυτοκρατοριών, η φυσική κοινότητα σύμφωνα με τον Αριστοτέλη ήταν η πόλη (πόλις), η οποία λειτουργεί ως πολιτική «κοινότητα» ή «εταιρική σχέση» (κοινωνία). Ο σκοπός της πόλης δεν είναι μόνο να αποφευχθεί η αδικία ή η οικονομική σταθερότητα, αλλά να επιτρέπει τουλάχιστον σε κάποιους πολίτες τη δυνατότητα να ζήσουν μια καλή ζωή, και να εκτελούν όμορφες πράξεις: «Η πολιτική εταιρική σχέση πρέπει να θεωρηθεί, ως εκ τούτου, ότι υπάρχει προς χάριν των ευγενών πράξεων, όχι για το σκοπό της συμβίωσης.» Αυτό διακρίνεται από τις σύγχρονες προσεγγίσεις, ξεκινώντας από τη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου, σύμφωνα με την οποία τα άτομα αφήνουν την κατάσταση της φύσης, λόγω του "φόβου του βίαιου θανάτου» ή των «μειονεκτημάτων» της.[24]

    Ρητορική και ποίηση


    Ο Αριστοτέλης θεωρούσε την επική ποίηση, την τραγωδία, την κωμωδία, τη διθυραμβική ποίηση και τη μουσική ότι είναι μιμητικές, με την καθεμία να διαφέρει στην μίμηση κατά το μέσο, το αντικείμενο και την μορφή. Για παράδειγμα, η μουσική μιμείται με τα μέσα του ρυθμού και της αρμονίας, ενώ ο χορός μιμείται μόνο τον ρυθμό, και η ποίηση με τη γλώσσα. Οι μορφές επίσης διαφέρουν στο αντικείμενο της μίμησης. Η Κωμωδία, για παράδειγμα, είναι μια δραματική απομίμηση ανδρών χειρότερων από το μέσο όρο, ενώ η τραγωδία μιμείται άνδρες ελαφρώς καλύτερους από το μέσο όρο. Τέλος, οι μορφές διαφέρουν ως προς τον τρόπο της μίμησης - μέσω της αφήγησης ή του χαρακτήρα, μέσω της αλλαγής ή καμίας αλλαγής, και μέσω του δράματος ή χωρίς δράμα.[25] Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η μίμηση είναι φυσική για την ανθρωπότητα και αποτελεί ένα από τα πλεονεκτήματά της ανθρωπότητας πάνω από τα ζώα.[26]

    Ενώ πιστεύεται ότι η Ποιητική του Αριστοτέλη αποτελείται από δύο βιβλία - ένα για την κωμωδία και ένα για την τραγωδία - μόνο το τμήμα που εστιάζε στην τραγωδία έχει επιζήσει. Ο Αριστοτέλης δίδαξε ότι η τραγωδία αποτελείται από έξι στοιχεία: ιστορία-δομή, το χαρακτήρα, το ύφος, τη σκέψη, το θέαμα, και τη λυρική ποίηση.[27] Οι χαρακτήρες σε μια τραγωδία είναι απλώς ένα μέσο για την προώθηση της ιστορίας·. και το σενάριο, όχι οι χαρακτήρες, είναι ο κύριος στόχος της τραγωδίας. Τραγωδία είναι η μίμηση της πράξης που προκαλεί οίκτο και φόβο, και έχει ως στόχο να πραγματοποιήσει την κάθαρση των ίδιων συναισθημάτων. Ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει την Ποιητική με μια συζήτηση στην οποία, αναρωτιέται αν και ποια είναι ανώτερη: η επική ή η τραγική μίμηση. Προτείνει ότι, επειδή η τραγωδία διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά ενός έπους, ενδεχομένως διαθέτει επιπλέον χαρακτηριστικά, όπως θέαμα και μουσική, είναι περισσότερο συμπυκνωμένη, και επιτυγχάνει το στόχο της μίμησης της με μικρότερο μήκος, μπορεί να θεωρηθεί ανώτερη από το έπος.[28]

    Ο Αριστοτέλης ήταν ένας έντονος και συστηματικός συλλέκτης γρίφων, λαογραφίας, και παροιμιών· ο ίδιος και το σχολείο του είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα αινίγματα τουΔελφικού Μαντείου και μελέτησε τα παραμύθια του Αισώπου.[29]

    Απόψεις για τις γυναίκες


    Η ανάλυση του Αριστοτέλη για την τεκνοποίηση περιγράφει ένα ενεργό, αρσενικό στοιχείο που φέρνει τη ζωή μέσα σε ένα αδρανές, παθητικό θηλυκό στοιχείο. 
    Σε αυτό το έδαφος, η φεμινιστική μεταφυσική αργότερα έχει κατηγορήσει τον Αριστοτέλη ως μισογύνη[30] και σεξιστή.[31] Ωστόσο, ο Αριστοτέλης έδωσε την ίδια βαρύτητα στην ευτυχία των γυναικών όπως έκανε και με τους άνδρες, και σχολίασε στην Ρητορική του ότι μια κοινωνία δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένη, εκτός αν και οι γυναίκες είναι επίσης ευτυχισμένες.

    Απώλεια και διατήρηση των έργων του

    «Από την πόλη Σκήψη κατάγονται οι Σωκρατικοί φιλόσοφοι Έραστος και Κορίσκος, καθώς και ο γιος του Κορίσκου, ο Νηλέας, άνδρας που άκουσε τα μαθήματα του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου, στην οποία βρίσκονταν και τα βιβλία του Αριστοτέλη. Γιατί ο Αριστοτέλης παρέδωσε τη βιβλιοθήκη του στον Θεόφραστο, στον οποίο κληροδότησε και τη Σχολή του· από όσους ξέρουμε, ο Αριστοτέλης είναι ο πρώτος που συνέλεξε βιβλία, και που δίδαξε στους Αιγύπτιους βασιλείς πως να οργανώνουν μια βιβλιοθήκη. Ο Θεόφραστο με τη σειρά του παρέδωσε τη βιβλιοθήκη στον Νηλέα. Αυτός τη μετέφερε στη Σκήψη και την παρέδωσε στους κληρονόμους του, ανθρώπους συνηθισμένους, οι οποίοι είχαν τα βιβλία κλειδωμένα και δεν φρόντιζαν για τη συντήρησή τους. Όταν όμως έμαθαν ότι οι βασιλείς της Αττάλειας, στους οποίους υπαγόταν και η Σκήψη, αναζητούσαν με μανία βιβλία για να φτιάξουν τη Βιβλιοθήκη της Περγάμου, έκρυψαν τα βιβλία σε κάποιο υπόγειο.Κατεστραμμένα από την υγρασία και τα σκουλήκια, τα βιβλία του Αριστοτέλη και του Θεοφράστου πουλήθηκαν κάποια στιγμή αργότερα, έναντι πολλών χρημάτων, από τους απογόνους του Νηλέα στον Απελλικώντα από την Τέω. ΟΑπελλικών ήταν όμως περισσότερο φιλόβιβλος παρά φιλόσοφος. Γι΄ αυτό, θέλοντας να διορθώσει τις φθορές των βιβλίων, τα μετέγραψε σε καινούργια αντίγραφα συμπληρώνοντας τις ελλείψεις τους χωρίς επιτυχία. και έτσι τα δημοσίευσε γεμάτα σφάλματα. 

    Οι παλαιοί Περιπατητικοί λοιπόν, όσοι έδρασαν μετά τον Θεόφραστο, είχαν στη διάθεσή τους λίγα μόνο βιβλία του Αριστοτέλη, κυρίως αυτά που προορίζονταν για το κοινό, και έτσι δεν ήταν σε θέση να φιλοσοφήσουν πραγματικά αλλά περιορίζονταν σε κοινοτoπίες· αντίθετα, όσοι Περιπατητικοί έδρασαν αφ΄ ότου ήρθαν στο φως αυτά τα βιβλία, μπορούσαν να φιλοσοφούν και να αριστοτελίζουν καλύτερα από τους προηγούμενους, ήταν όμως υποχρεωμένοι να καταφεύγουν σε πολλές εικασίες εξαιτίας του πλήθους των σφαλμάτων που αυτά περιείχαν. Σε σχέση με αυτό, μεγάλη υπήρξε και η συμβολή της Ρώμης. Πράγματι αμέσως μετά τον θάνατο του Απελλικώντα ο Σύλλας, που κυρίευσε την Αθήνα, σφετερίστηκε τη βιβλιοθήκη του και τη μετέφερε εδώ στη Ρώμη, όπου την πήραν στα χέρια τους ο γραμματικός Τυραννίων, άνθρωπος φιλαριστοτέλης, αφού πρώτα ξεγέλασε τον υπεύθυνο της βιβλιοθήκης, αλλά κάποιοι βιβλιοπώλες, οι οποίοι χρησιμοποίησαν κακούς αντιγραφείς και δεν αντιβάλλουν το απόγραφο με το πρωτότυπο, όπως συνήθως συμβαίνει, τόσο στη Ρώμη όσο και στη Αλεξάνδρεια με τα βιβλία που αντιγράφονται απλώς για να πουληθούν».

    Η σύγχρονη έρευνα αποκαλύπτει ότι χάθηκαν σημαντικά έργα του Αριστοτέλη . Εκτιμώντας τα χαμένα έργα φαίνεται να έχουν αρχικά γραφτεί με σκοπό να υποβληθούν σε μεταγενέστερη δημοσίευση, τα σωζόμενα έργα δεν φαίνεται να ήταν έτσι.[33] Αντίθετα, τα διασωθέντα έργα φαίνονται περισσότερο να είναι σημειώσεις παραδόσεων χωρίς σκοπό δημοσίευσης.[33] Η αυθεντικότητα ενός τμήματος του διασωθέντος έργου ως αυθεντικά Αριστοτελικού είναι επίσης σήμερα ύποπτη, με μερικά βιβλία να αντιγράφουν ή να συνοψίζουν το ένα το άλλο, την συγγραφή ενός βιβλίου υπό αμφισβήτηση και ενός άλλου βιβλίου να μην θεωρείται καθόλου του Αριστοτέλη.[33]

    Μερικά από τα επιμέρους έργα, όπου συμπεριλαμβάνεται το Σύνταγμα της Αθήνας, θεωρούνται από τους περισσότερους μελετητές ως προϊόντα της "σχολή"του Αριστοτέλη, ίσως καταρτισμένα υπό την διεύθυνση ή την εποπτεία του. Άλλα, όπως το Περί Χρωμάτων, μπορεί να έχουν παραχθεί από τους διαδόχους του Αριστοτέλη στο Λύκειο, π.χ., τονΘεόφραστο και τον Στράτωνα. Ακόμα, άλλα απέκτησαν το όνομά του Αριστοτέλη μέσα από τις ομοιότητες στο δόγμα ή στο περιεχόμενο, όπως το De Plantis, ενδεχομένως τουΝικόλα Δαμασκηνού. Άλλα έργα στο σώμα κειμένων περιλαμβάνουν αστρολογικά και μαγικά κείμενα των οποίων οι συνδέσεις με τον Αριστοτέλη είναι καθαρά ευφάνταστες.[34]

    Σύμφωνα με μια διάκριση που προέρχεται από τον ίδιο τον Αριστοτέλη, τα γραπτά του διαιρούνται σε δύο ομάδες: την "εξωτερική"και την "εσωτερική".[35] Οι περισσότεροι μελετητές έχουν καταλάβει πως η διάκριση είναι μεταξύ των έργων που προορίζονται από τον Αριστοτέλη για το κοινό (εξωτερική), και τα πιο τεχνικά έργα που προορίζονται για χρήση μέσα στο σχολείο (εσωτερικά). Οι σύγχρονοι μελετητές συνήθως υποθέτουν αυτά τα τελευταία να είναι δικές του (πρόχειρες) σημειώσεις από τις διαλέξεις του Αριστοτέλη (ή σε ορισμένες περιπτώσεις σημειώσεις από τους μαθητές του).[36] Ωστόσο, ένας κλασικός μελετητής προσφέρει μια εναλλακτική ερμηνεία. Κατά τον 5ο αιώνα ο νεοπλατωνιστής Αμμώνιος γράφει ότι το ύφος γραφής του Αριστοτέλη είναι σκόπιμα σκοταδιστικό, έτσι ώστε «οι καλοί άνθρωποι μπορούν για το λόγο αυτό να τεντώσουν το μυαλό τους ακόμα περισσότερο, ενώ τα κενά μυαλά που χάνονται από απροσεξία θα τεθούν σε φυγή από την αφάνεια, όταν αντιμετωπίζουν φράσεις όπως αυτές."[37]

    Μια άλλη κοινή παραδοχή είναι ότι κανένα από τα εξωτερικά έργα δεν σώζεται - ότι όλα τα σωζόμενα γραπτά του Αριστοτέλη είναι εσωτερικού είδους. Τρέχουσα γνώση του τι ακριβώς είναι τα εξωτερικά γραπτά είναι πενιχρή και αμφίβολη, αν και πολλά από αυτά μπορεί να έχουν τη μορφή διαλόγου. (Αποσπάσματα από τους διαλόγους του Αριστοτέλη έχουν διασωθεί.) Ίσως να είναι αυτά που αναφέρει ο Κικέρων, όταν χαρακτήρισε το ύφος γραφής του Αριστοτέλη ως «ένα ποτάμι χρυσού».[38] Είναι δύσκολο για πολλούς σύγχρονους αναγνώστες να αποδεχθούν ότι κάποιος θα μπορούσε τόσο σοβαρά να θαυμάζει τη μορφή των έργων αυτών που είναι στη διάθεσή μας.[36] Εντούτοις, μερικοί σύγχρονοι μελετητές έχουν προειδοποιήσει ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ο έπαινος του Κικέρωνα προοριζόταν ειδικά για τα εξωτερικά έργα. λίγοι σύγχρονοι μελετητές έχουν πράγματι θαυμάσει το συνοπτικό στυλ γραφής που βρέθηκε σε σωζόμενα έργα του Αριστοτέλη.[39]

    Ένα σημαντικό ζήτημα στην ιστορία των έργων του Αριστοτέλη, λοιπόν, είναι πώς όλα τα εξωτερικά γραπτά έχουν χαθεί, και πως αυτά που τώρα έχουμε έφτασαν σε εμάς.[40] Η ιστορία των πρωτότυπων χειρογράφων των εσωτερικών πραγματειών περιγράφονται από τον Στράβωνα στην Γεωγραφία και τον Πλούταρχο του στο Βίοι Παράλληλοι του.[41] Τα χειρόγραφα αφέθηκαν από τον Αριστοτέλη στον διάδοχό του Θεόφραστο, ο οποίος με τη σειρά του τα άφησε στον Νηλέα. Ο Νηλέας υποτίθεται ότι πήρε τα γραπτά από την Αθήνα στην Σκήψη, όπου οι κληρονόμοι του τα αφήνανε να μαραζώνουν σε ένα κελάρι μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., όταν Aπελλικώνας της Τέω ανακάλυψε και αγόρασε τα χειρόγραφα, φέρνοντάς τα πίσω στην Αθήνα. Σύμφωνα με την ιστορία, ο Aπελλίκωνας προσπάθησε να αποκαταστήσει μέρος της ζημιάς που είχε γίνει κατά τη διάρκεια της παραμονής των χειρογράφων στο υπόγειο, εισάγοντας μια σειρά από λάθη στο κείμενο. Όταν ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας κατέλαβε την Αθήνα το 86 π.Χ., μετέφερε τη βιβλιοθήκη του Aπελλίκωνος στη Ρώμη, όπου δημοσιεύθηκαν για πρώτη φορά το 60 π.Χ. από τον γραμματικό Τυραννίωνα της Αμισού και, στη συνέχεια, από τον φιλόσοφο Ανδρόνικο της Ρόδου.[42][43]

    Ο Carnes Lord αποδίδει τη δημοφιλή πεποίθηση σε αυτή την ιστορία στο γεγονός ότι παρέχει «την πιο εύλογη εξήγηση για την ταχεία έκλειψη της Περιπατητικής Σχολής μετά τα μέσα του τρίτου αιώνα, και για την απουσία ευρείας γνώσης των ειδικών πραγματειών του Αριστοτέλη σε όλη την την Ελληνιστική περίοδο, καθώς και για την ξαφνική επανεμφάνιση του αριστοτελισμού κατά τη διάρκεια του πρώτου αιώνα π.Χ.[44] Ο Λορντ εκφράζει ορισμένες επιφυλάξεις σχετικά με αυτή την ιστορία. Πρώτον, η κατάσταση των κειμένων είναι πάρα πολύ καλή για να έχουν υποστεί σημαντικές ζημιές που ακολουθήθηκε από την άπειρη προσπάθεια του Απελλίκωνος για την επισκευή.

    Δεύτερον, υπάρχουν «αδιάσειστα στοιχεία»,, ότι οι πραγματείες ήταν σε κυκλοφορία κατά τη διάρκεια του χρόνου στον οποίο ο Στράβωνας και ο Πλούταρχος[45] υποστηρίζου ότι ήταν εγκλωβισμένες μέσα στο κελάρι στην Σκήψη. Τρίτον, η οριστική έκδοση των κειμένων του Αριστοτέλη φαίνεται να έχει γίνει στην Αθήνα, περίπου πενήντα χρόνια πριν από την υποτιθέμενη συμπίληση από τον Ανδρόνικο. Και τέταρτον, σε αρχαίους καταλόγους βιβλιοθηκών προγενέστερους του Ανδρόνικου εμφανίζονται αρκετά παρόμοια έγγραφα με αυτά που σήμερα κατέχουμε. Ο Λορντ βλέπει μια σειρά από μετα-αριστοτελικές παρεμβολές στα Πολιτικά, για παράδειγμα, αλλά γενικά είναι σίγουρος ότι το έργο έχει έρθει σε μας σχετικά άθικτο.

    Από τη μία πλευρά, τα σωζόμενα κείμενα του Αριστοτέλη δεν προέρχονται από ολοκληρωμένα λογοτεχνικά κείμενα, αλλά μάλλον από τα σχέδια εργασιών που χρησιμοποιούνταν στο σχολείο του Αριστοτέλη, σε αντιδιαστολή, από την άλλη πλευρά, στους διαλόγους και τα άλλα "εξωτερικά"κείμενα που ο Αριστοτέλης δημοσίευσε ευρύτερα κατά τη διάρκεια της ζωής του. Η συναίνεση είναι ότι ο Ανδρόνικος της Ρόδου συγκέντρωσε τα απόκρυφα έργα του σχολείου του Αριστοτέλη που υπήρχαν με τη μορφή μικρότερων, ξεχωριστών έργων, τα διέκρινε από εκείνα του Θεόφραστου και άλλων Περιπατητικών, τα επιμελήθηκε, και τελικά τα συγκέντρωσε σε πιο συνεκτικά, μεγαλύτερα έργα, όπως είναι γνωστά σήμερα.[46]

    Ο Αριστοτέλης συνέβαλε σε κάθε σχεδόν τομέα της ανθρώπινης γνώσης και ήταν ιδρυτής πολλών νέων πεδίων της. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Μπράιαν Μαγκί (Bryan Magee), "είναι αμφίβολο αν κάποιο ανθρώπινο ον γνώριζε τόσα πολλά όσα αυτός". Πέρα από αμέτρητες άλλες επιτυχίες, ο Αριστοτέλης ήταν ο ιδρυτής της τυπικής λογικής, πρωτοπόρος στη μελέτη της ζωολογίας, και άφησε κάθε μελλοντικό επιστήμονα και φιλόσοφο σε χρέος μέσα από τη συμβολή του στην επιστημονική μέθοδο. Παρά τα επιτεύγματα αυτά, η επίδραση των σφαλμάτων του Αριστοτέλη θεωρείται από κάποιους ότι κράτησε σημαντικά πίσω την επιστήμη. Ο Μπέρτραντ Ράσελ σημειώνει ότι «σχεδόν κάθε σοβαρή διανοητική προκαταβολή έπρεπε να ξεκινήσει με μια επίθεση σε κάποιο Αριστοτέλειο δόγμα». Ο Ράσελ αναφέρεται επίσης στην ηθική του Αριστοτέλη ως «αποκρουστική», και καλεί τη λογική του "ως σίγουρα απαρχαιωμένη Πτολεμαίων αστρονομία". Ο Ράσελ σημειώνει ότι τα λάθη αυτά καθιστούν δύσκολο να αποδώσουμε ιστορική δικαιοσύνη στον Αριστοτέλη, μέχρι να θυμηθεί κανείς πόσο μεγάλη πρόοδο έκανε σε σχέση με όλους τους άλλους που προηγήθηκαν.

    Παραπομπές    

    1. ↑ «Biography of Aristotle». Biography.com. Ανακτήθηκε στις 12 March 2014.

    2. ↑ Νέα Δομή, τόμος 5 (σελ.104)

    3.  ↑ Νέα Δομή, τόμος 5 (σελ.105)

    4. ↑ Encyclopædia Britannica (2008). The Britannica Guide to the 100 Most Influential Scientists. Running Press, σελ. 12. ISBN 9780762434213.

    5.  ↑ Barnes 2007, σελ. 6.

    6.  ↑ «thetoc.gr - Παρουσίαση έρευνας της εφημερίδας Guardian, η οποία βασίστηκε σε αποτελέσματα δημοσκοπήσεων, στατιστικών στοιχείων, και όγκου δεδομένων και διασυνδέσεων των λημμάτων της Wikipedia. Της Χριστίνας Κατσαντώνη.».

    7.  ↑ «Αρχική έρευνα του Guardian και Time».

    8.  ↑ «Ranker.com - The most influential people of all time».

    9.  ↑ McLeisch, Kenneth Cole (1999). Aristotle: The Great Philosophers. Routledge, σελ. 5. ISBN 0-415-92392-1.

    10.  ↑ Σουίδα, nu,399

    11.  ↑ Pi-Schools.gr, Αριστοτέλης, Γέννηση και καταγωγή (σελ. 2)

    12.  ↑ Βαρδάκης, Μάρκος,«Οι συλλογιστικοί τρόποι κατά τα Αναλυτικά πρότερα [του Αριστοτέλη]. Ελληνική Φιλοσοφική Επιθεώρηση 3 (1986), 135-153.

    13.  ↑ Πανέρης, Ιωάννης, «Ο Εύδημος του Αριστοτέλη σε σχέση με το Φαίδωνα του Πλάτωνα. Συμβολή στο πρόβλημα ‘πρώιμος Αριστοτέλης και Πλάτων’». Φιλόλογος 30 (1982), 254-268.

    14.  ↑ Ηθικά Νικομάχεια Β΄1104a, 13 -16

    15.  ↑ Ισοκράτης, Αρειοπαγητικός Περί πολυνομίας.

    16.  ↑ Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια, 1137a

    17.  ↑ Αριστοτέλης Αναλυτικά Ύστερα Βιβλίο Ι Μέρος 13 78a:25 - 78b:1

    18.  ↑ Αριστοτέλης Αναλυτικά Ύστερα Βιβλίο Ι Μέρος 34 89b:10-20

    19.  ↑ Ηθικά Νικομάχεια Βιβλίο Α. Δείτε για παράδειγμα το κεφάλαιο 7 1098a.

    20.  ↑ Ηθικά Νικομάχεια Βιβλίο Ζ.

    21.  ↑ «Aristotle: Father of political conservatism». Wnd.com. 14 August 2010. Ανακτήθηκε στις 15 October 2012.

    22.  ↑ Πολιτικά 1253a19–24

    23.  ↑ Ebenstein, Alan; William Ebenstein (2002). Introduction to Political Thinkers. Wadsworth Group, σελ. 59.

    24.  ↑ Για μια διαφορετική ανάγνωση των κοινωνικών και οικονομικών διεργασιών στα Ηθικά Νικομάχεια και τα Πολιτικά δείτε Polanyi, K. (1957) "Aristotle Discovers the Economy"στο Primitive, Archaic and Modern Economies: Essays of Karl Polanyi ed. G. Dalton, Boston 1971, 78–115

    25.  ↑ Αριστοτέλης, Ποιητική Γ

    26.  ↑ Αριστοτέλης, Ποιητική Δ

    27.  ↑ Αριστοτέλης, Ποιητική ΣΤ

    28.  ↑ Αριστοτέλης, Ποιητική ΙΣΤ

    29.  ↑ Temple, Olivia, and Temple, Robert (translators), The Complete Fables By Aesop Penguin Classics, 1998. ISBN 0-14-044649-4 Cf. Introduction, pp. xi–xii.

    30.  ↑ Freeland, Cynthia A. (1998). Feminist Interpretations of Aristotle. Penn State University Press. ISBN 0-271-01730-9.

    31.  ↑ Morsink, Johannes (Spring 1979). «Was Aristotle's Biology Sexist?». Journal of the History of Biology 12 (1): 83–112. doi:10.1007/bf00128136.

    32.  ↑ Παντελής Γκολίτσης, «Ο Αριστοτέλης και τα βιβλία του», The books΄ journal, τεύχος 19, Μάιος 2012

    33. στο: 33,0 33,1 33,2 Terence Irwin και Gail Fine, Cornell University, Aristotle: Introductory Readings. Indianapolis, Indiana: Hackett Publishing Company, Inc. (1996), Εισαγωγή, σσ. xi–xii.

    34.  ↑ Lynn Thorndike, "Chiromancy in Medieval Latin Manuscripts," Speculum 40 (1965), pp. 674–706; Roger A. Pack, "Pseudo-Arisoteles: Chiromantia," Archives d'histoire doctrinale et littéraire du Moyen Âge 39 (1972), pp. 289–320; Pack, "A Pseudo-Aristotelian Chiromancy," Archives d'histoire doctrinale et littéraire du Moyen Âge 36 (1969), pp. 189–241.

    35.  ↑ Jonathan Barnes, "Life and Work"στο The Cambridge Companion to Aristotle (1995), p. 12; Αριστοτέλης: Ηθικά Νικομάχεια 1102a26–27. Ο Αριστοτέλης ο ίδιος δεν χρησιμοποιεί ποτέ τον όρο "εσωτερικά"ή "ακροαματική". Για άλλα χωρία όπου ο Αριστοτέλης μιλάει για "εξωτερικούς λόγους", δείτε W. D. Ross, Aristotle's Metaphysics (1953), vol. 2, pp. 408–410. Ο Ross υπερασπίζεται μια ερμηνεία σύμφωνα με την οποία η φράση, τουλάχιστον στα έργα του ίδιου του Αριστοτέλη, συνήθως αναφέρεται γενικά σε "συζητήσεις όχι ειδικά για την Περιπατητική Σχολή, αλλά σε συγκεκριμένα έργα του Αριστοτέλη.

    36.  στο: 36,0 36,1 Barnes, "Life and Work", p. 12.

    37.  ↑ Ammonius (1991). On Aristotle's Categories. Ithaca, NY: Cornell University Press. ISBN 0-8014-2688-X. p. 15

    38.  ↑ Cicero, Marcus Tullius (106 BC – 43 BC). «flumen orationis aureum fundens Aristoteles». Academica Priora. Ανακτήθηκε στις 25 January 2007.

    39.  ↑ Barnes, "Roman Aristotle", in Gregory Nagy, Greek Literature, Routledge 2001, vol. 8, p. 174 n. 240.

    40.  ↑ Η καθοριστική αγγλική μελέτη αυτών των ερωτημάτων είναι Barnes, "Roman Aristotle".

    41. ↑ "Sulla."

    42.  ↑ Ancient Rome: from the early Republic to the assassination of Julius Caesar – Page 513, Matthew Dillon, Lynda Garland

    43.  ↑ The Encyclopedia Americana, Volume 22 – Page 131, Grolier Incorporated – Juvenile Nonfiction

    44.  ↑ Lord, Carnes (1984). Introduction to the Politics, by Aristotle. Chicago: Chicago University Press, σελ. 11.

    45.  ↑ Βίοι Παράλληλοι/Σύλλας

    46.  ↑ Anagnostopoulos, G., "Aristotle's Works and Thoughts", A Companion to Aristotle (Blackwell Publishing, 2009), p. 16. Δείτε επίσης, Barnes, J., "Life and Work", The Cambridge Companion to Aristotle (Cambridge University Press, 1995), pp. 10–15.

    47.  ↑ Δημήτρης Λυπουρλής και Δέσποινα Μωραΐτου.. «Αριστοτέλης». Αρχαία Ελληνικά - Φιλοσοφικός Λόγος. Διόφαντος, σελ. 139. ISBN 978-960-06-2416-8.


    πηγή: βικιπαίδεια

    ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΙΟΥΜ - ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΕΠΑΓΩΓΗ

    $
    0
    0
    David Hume.jpg


    Ντέιβιντ Χιουμ (David Hume) (26 Απριλίου/7 Μαΐου 1711 – 25 Αυγούστου 1776) ήταν Σκωτσέζος ιστορικός και φιλόσοφος, που επηρέασε την ανάπτυξη δύο σχολών φιλοσοφίας, του σκεπτικισμού και του εμπειρισμού.

    Γεννημένος στο Εδιμβούργο στις 7 Μαΐου 1711, ο Χιουμ μορφώθηκε κατ'οίκον και στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, στο οποίο εγγράφηκε σε ηλικία 12 ετών. Η υγεία του ήταν κακή και, αφού εργάστηκε για λίγο σε έναν εμπορικό οίκο στο Μπρίστολ, πήγε να ζήσει στη Γαλλία.

    Από το 1734 έως το 1737, ο Χιουμ ασχολήθηκε έντονα με τα προβλήματα της θεωρητικής φιλοσοφίας και στην περίοδο αυτή έγραψε το σημαντικότερο φιλοσοφικό του έργο, Πραγματεία για την Ανθρώπινη Φύση (3 τόμοι, 1739-40), που ενσωματώνει την ουσία της σκέψης του. Παρά τη σημασία του, το έργο αυτό αγνοήθηκε από το κοινό πιθανώς λόγω του δυσνόητου ύφους του. Τα μεταγενέστερα πάντως έργα του Χιουμ γράφτηκαν στις ευκολότερες μορφές του δοκιμίου ή του διαλόγου, που ήταν δημοφιλείς εκείνο τον καιρό.

    Μετά την έκδοση της Πραγματείας, ο Χιουμ επέστρεψε στα οικογενειακά του κτήματα στο Μπεργουικσάιρ. Εκεί έστρεψε την προσοχή του στα προβλήματα ηθικής και πολιτικής οικονομίας και έγραψε τα Ηθικά και Πολιτικά Δοκίμια (2 τόμοι, 1741-42), τα οποία γνώρισαν άμεση επιτυχία. Απέτυχε όμως να εξασφαλίσει θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, ίσως επειδή ακόμα και στην αρχή της καριέρας του θεωρείτο θρησκευτικά σκεπτικιστής. Ο Χιουμ διαδοχικά έγινε δάσκαλος του παράφρονα μαρκησίου του Ανναντέιλ και νομικός σύμβουλος στη βρετανική στρατιωτική εκστρατεία στη Γαλλία. Το έργο του Φιλοσοφικά Δοκίμια για την Ανθρώπινη Αντίληψη(αργότερα μετονομάστηκε Έρευνα για την Ανθρώπινη Αντίληψη) δημοσιεύτηκε το 1748. Το βιβλίο αυτό είναι ίσως το πιο γνωστό έργο του και αποτελεί ουσιαστικά μια συμπύκνωση της Πραγματείας.

    Ο Χιουμ εγκαταστάθηκε στο Εδιμβούργο το 1751. Το 1752 δημοσιεύτηκε το βιβλίο του Πολιτικοί Διάλογοι και τον επόμενο χρόνο, αφού απέτυχε πάλι να εξασφαλίσει έδρα στο πανεπιστήμιο, διορίστηκε βιβλιοθηκάριος σε μια βιβλιοθήκη του Εδιμβούργου. Κατά τη 12ετή διαμονή του στο Εδιμβούργο, ο Χιουμ εργάστηκε κυρίως για τη συγγραφή του εξάτομου έργου του Ιστορία της Αγγλίας, το οποίο εμφανίστηκε τμηματικά από το 1754 έως το 1762. Τα έτη 1762 έως 1765 ο Χιουμ υπηρέτησε ως γραμματέας του Βρετανού πρέσβη στο Παρίσι. Εκεί έγινε αποδεκτός από τους γαλλικούς φιλολογικούς κύκλους και συνδέθηκε φιλικά με το Γάλλο φιλόσοφο Ζαν Ζακ Ρουσώ. Ο Χιουμ έφερε μαζί του στην Αγγλία τον Ρουσώ, ο οποίος όμως κατατρεχόμενος από μανία καταδίωξης, κατηγόρησε το Χιουμ ότι συνωμοτούσε εναντίον του. Έτσι, η φιλία τους τερματίστηκε με δημόσιες εκατέρωθεν καταγγελίες. Αφού υπηρέτησε και ως υφυπουργός εσωτερικών στο Λονδίνο (1767-68), ο Χιουμ αποσύρθηκε στο Εδιμβούργο, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Απεβίωσε στις 25 Αυγούστου 1776. Η αυτοβιογραφία του εκδόθηκε μετά θάνατο (1777), όπως και οι Διάλογοι για τη Φυσική Θρησκεία (1779). Ο Χιουμ είχε γράψει τους Διαλόγους στις αρχές της δεκαετίας του 1750, αλλά δεν τους είχε δημοσιεύσει λόγω του σκεπτικισμού τους.

    Η φιλοσοφία του Χιουμ

    Η φιλοσοφική θέση του Χιουμ επηρεάστηκε από τις ιδέες δυο Βρετανών φιλοσόφων, του Τζων Λοκ και του επισκόπου Τζωρτζ Μπέρκλεϋ. Και ο Λοκ και ο Μπέρκλεϋ έκαναν διάκριση ανάμεσα στο λόγο και στην αίσθηση. Ο Χιουμ όμως προχώρησε πιο πέρα, επιδιώκοντας να αποδείξει ότι ο λόγος και οι λογικές κρίσεις είναι απλώς συνήθεις συνειρμοί διακριτών αισθήσεων ή εμπειριών.

    Με ένα επαναστατικό βήμα στην ιστορία της φιλοσοφίας, ο Χιουμ απέρριψε τη βασική ιδέα της αιτιότητας, υποστηρίζοντας ότι «ο λόγος δεν μπορεί να μας δείξει τη σύνδεση ενός αντικειμένου με ένα άλλο, αν και υποβοηθείται από την εμπειρία και την παρατήρηση της σύνδεσής τους σε όλες τις παρελθούσες περιπτώσεις. Συνεπώς, όταν ο νους περνά από την ιδέα ή εντύπωση ενός αντικειμένου στην ιδέα ή πεποίθηση ενός άλλου, τούτο δεν καθορίζεται από το λόγο, αλλά από ορισμένες αρχές που συσχετίζουν τις ιδέες αυτών των αντικειμένων και τις συνενώνουν στη φαντασία». Η απόρριψη της αιτιότητας εκ μέρους του Χιουμ υπονοεί απόρριψη των επιστημονικών νόμων, που είναι βασισμένοι στη γενική αντίληψη ότι ένα γεγονός κατ'ανάγκη προκαλεί ένα άλλο και εκ προβλέψεως πάντοτε θα το προκαλεί. Συνεπώς, σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Χιουμ, η γνώση της ουσίας των γεγονότων είναι αδύνατη, αν και παραδεχόταν ότι στα πρακτικά ζητήματα οι άνθρωποι είναι υποχρεωμένοι να σκέπτονται με όρους αιτίας-αποτελέσματος και να υποθέτουν την αξιοπιστία των αντιλήψεών τους γιατί διαφορετικά θα τρελαίνονταν. Δεχόταν επίσης την πιθανότητα της γνώσης των σχέσεων μεταξύ ιδεών, όπως είναι οι σχέσεις των αριθμών στα μαθηματικά. Η σκεπτικιστική προσέγγιση του Χιουμ αρνείται επίσης την ύπαρξη τόσο της πνευματικής ουσίας που υπέθετε ο Μπέρκλεϋ όσο και της "υλικής ουσίας"του Λοκ. Προχωρώντας πιο πέρα, ο Χιουμ αρνήθηκε και την ύπαρξη του ατομικού εαυτού, υποστηρίζοντας ότι επειδή οι άνθρωποι δεν έχουν μια σταθερή αντίληψη του εαυτού τους ως χωριστές οντότητες, «δεν είναι παρά ένα δεμάτι ή συλλογή διαφορετικών αντιλήψεων».

    Ηθική

    Στο πεδίο της ηθικής, ο Χιουμ υποστήριζε ότι η έννοια του ορθού και του εσφαλμένου δεν απορρέει από τον λόγο, αλλά προέρχεται από το ενδιαφέρον του καθενός μας για ευτυχία. Το ανώτατο ηθικό καλό, κατά την άποψή του, είναι η καλοσύνη, ένα ανιδιοτελές ενδιαφέρον για τη γενική ευδαιμονία της κοινωνίας, το οποίο ο Χιουμ θεωρούσε συνώνυμο με την ανθρώπινη ευτυχία.

    Ως ιστορικός, ο Χιουμ απομακρύνθηκε από την παραδοσιακή χρονολογική απαρίθμηση πολέμων και κρατικών πράξεων και προσπάθησε να περιγράψει τις οικονομικές και διανοητικές δυνάμεις που έπαιξαν ρόλο στην ιστορία της χώρας του. Το έργο του Ιστορία της Αγγλίας για πολύ καιρό θεωρούνταν κλασικό.

    Η συμβολή του Χιουμ στην οικονομική θεωρία επηρέασε τον Σκωτσέζο φιλόσοφο και οικονομολόγο Άνταμ Σμιθ, καθώς και μεταγενέστερους οικονομολόγους. Στις ιδέες του Χιουμ περιλαμβανόταν η πεποίθηση ότι ο πλούτος δεν εξαρτάται από το χρήμα, αλλά από τα αγαθά, ενώ επίσης αναγνώριζε την επίδραση των κοινωνικών συνθηκών στην οικονομία.

    Έργα του Ντέιβιντ Χιουμ στα νέα ελληνικά


    • Hume, D., Δοκίμια. Φιλολογικά, ηθικά, πολιτικά. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Ε. Π. Παπανούτσος. «Εστία», Αθ. χ.χ.
    • Hume, D., Το κριτήριο του γούστου. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Θεόπη Παρισάκη, Θεσσαλονίκη 1974
    • Hume, D., Δοκίμια: οικονομικά, ιστορικά, πολιτικοκοινωνικά. Μετάφρ. Ε.Π. Παπανούτσος. "Παπαζήσης", Αθήνα, 1979.
    • Hume, D., Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση. Βιβλίο πρώτο: Για τη νόηση. Εισαγωγή-Μετάφρ.-Σχόλια Μαρία Πουρνάρη,εκδ. "Πατάκης", Αθήνα, 2005.
    • Hume, D., Κείμενα: αυτοβιογραφικά, γνωσιολογικά, ηθικά. Μετάφρ. Μαρία Πουρνάρη - Χρυσούλα Μητσοπούλου, εκδ. "Εκκρεμές", Αθήνα, 2006
    • Hume, D., Η φυσική ιστορία της θρησκείας. Μετάφρ. Αλέξανδρος Σακελλαρίου, εκδ «Σαββάλας», Αθ. 2011.
    • Ντέιβιντ Χιουμ, Διάλογοι για τη φυσική θρησκεία, μτφρ.Χρήστος Γρηγορίου, εκδ. Νήσος, Αθήνα, 2012
    • Hume, D., Περί αγάπης και μίσους. μτφρ Γ. Καράμπελας. εκδ. Ηριδανός, Αθήνα, 2015.

    πηγή: βικιπαίδεια

    ΣΤΩΙΚΙΣΜΟΣ - Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΩΣ ΑΠΤΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

    $
    0
    0


    Εισαγωγικά 

    «Όποιος αγνοεί τι εστί Κόσμος, δεν γνωρίζει πού ο ίδιος βρίσκεται..» (Μάρκος Αυρήλιος) 

    Δεν θα ήταν ορθό να ξεκινήσει κάποιος ένα οποιοδήποτε κείμενο που να αναφέρεται σε κάποια Φιλοσοφική Σχολή της προγονικής μας Παραδόσεως, δίχως προηγουμένως να ομιλήσει γενικότερα περί αυτής της ιδίας της Φιλοσοφίας, και αυτό διότι οι επί των «σωτηρίων» ετών μας στρεβλώσεις, παρεξηγήσεις, παραποιήσεις και ιδιοποιήσεις είναι σε τέτοιο βαθμό εξωφρενικές και προκλητικές, ώστε απαιτείται ένα στοιχειώδες ξεκαθάρισμα εννοιών και όρων, αν δεν θέλει να δει κανείς τον εαυτό του από τη μία στιγμή στην άλλη να αποτελεί οργανικό τμήμα όχι της επιλύσεως αλλά του προβλήματος, όπως επίσης και του γνωστού και μη εξαιρετέου αίσχους που προηγείται αλλά και έπεται του όποιου προβλήματος της «σωτηρίου» εποχής ή Era Vulgaris. 


    Ο όρος «Φιλοσοφία» λοιπόν, εφευρέθη από τους, πραγματικούς Έλληνες, προγόνους μας, για να δηλώσει το ιδιαίτατο πνευματικό πλαίσιο και επίπεδο που οδηγεί την ανθρώπινη ύπαρξη από την ημιζωώδη Άγνοια και την Κακία, στην θεία Σοφία και την Αρετή. Ο δρόμος που έδειξε η Φιλοσοφία στο ανθρώπινο βιολογικό είδος, δεν είναι άλλος από αυτόν που διασχίζει εκείνη την, επίσης, ιδιαίτατη πολιτισμική κατάκτηση του Έθνους των Ελλήνων, η οποία ορίζεται ως ΛΟΓΙΚΗ ΣΥΛΛΗΨΗ (και, εν συνεχεία, διατύπωση) του Κόσμου, εκείνου του θείου, αιωνίου και «θωμαστού» δηλαδή Όλου, το οποίο περιγράφεται, ορθώς, ως «άπειρον διατεταγμένο και κεκοσμημένο» (εξού και αυτή η ίδια η τόσο εύστοχη προγονική λέξη «Κόσμος», ήτοι «στολίδι»). 

    Οι πρόγονοί μας όρισαν την Φιλοσοφία ποικιλοτρόπως, πλην όμως σαφώς και με τρόπο που η σύνθεση των ανά τόπους, σχολές και εποχές, ορισμών να δίδει μία διαυγέστατη εικόνα του οριζομένου ως «αναζήτηση της Αληθείας του Κόσμου ή των λεγομένων Πρώτων Αιτίων, μέσω της ανθρωπίνης Λογικότητος». Αυτό διετυπώθη μέσα από τον πρώτο ορισμό, εκείνον του Πυθαγόρου («η αληθής Επιστήμη περί τα καλά πρώτα και θεία και ακήρατα (άφθαρτα)») αλλά και όλους τους μεταγενεστέρους που έδωσε ο Εθνικός Κόσμος μέχρι τις αποφράδες ημέρες του 6ου αιώνος μετά την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως, τότε που οι χριστιανοί έκλεισαν τις τελευταίες Φιλοσοφικές Σχολές, έκαψαν ή διήρπασαν τις βιβλιοθήκες τους και έστειλαν στην εξορία ή θανάτωσαν τους τελευταίους των διδασκάλων: «η αγάπη ή επιδίωξις της Σοφίας», «η Επιστήμη της Αληθείας» (Αριστοτέλης), «η τέχνη της προσεγγίσεως των αφθάρτων και αναλλοίωτων» (Πλάτων, Πολιτεία), «η εξερεύνησις της Αληθείας και της φύσεως των πραγμάτων», «η άσκησις της Σοφίας» ή «η άσκησις της ορθής Επιστήμης» (κατά τους Στωϊκούς, SVF 2, 35, 36), «η Επιστήμη της σχέσεως των θείων πραγμάτων και των ανθρωπίνων υποθέσεων” (Κικέρων, De Officiis, Bk II, Ch.II), «η Επιστήμη που μας καθιστά καθαρούς και τελείους με σuντόμους και σαφείς κανόνες» (Ιεροκλής).

    Η Φιλοσοφία, μέσα από τα τέσσαρα ιστορικά στάδιά της (Φυσική, Πολιτικοηθική, Βιοτικοηθική και Μυστικιστική) αποτελεί, καλώς ή κακώς, ένα κλειστό και πλήρες σύστημα, όπως και αιώνιο συνάμα, παρά τον απέριγραπτο αφανισμό τής πλειοψηφίας των κειμένων της μέσα από τις πυρές τής ιουδαιοχριστιανικής μισαλλοδοξίας που εξεδήλωνε επί αιώνες (4ος έως και σήμερα ακόμη..) τον πανικό της με τη σπάθα και το αναμμένο δαδί. Έξω από την Ελληνική Εθνική Παράδοση και, εκ των πραγμάτων, την αντίστοιχη των Ετρουσκορωμαίων, η οποία υιοθέτησε και υπηρέτησε έκτοτε πολύ πιστά την Φιλοσοφία, η τελευταία δεν είναι δυνατόν να έχει την ελαχίστη έστω αληθή υπόσταση, καθώς βασίζεται και αναφέρεται σε μία πολύ συγκεκριμένη ηθική στάση, κοσμοθέαση και δομή του ανθρωπίνου φαντασιακού. 

    Οφείλουμε να τονίσουμε συνεπώς, ότι έξω από τις πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές του Ελληνικού και Ελληνορωμαϊκού ανθρωπίνου τύπου και φαντασιακού, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει Φιλοσοφία. Αν «υπάρξει» τέτοια, ακόμη και στις πολύ σπάνιες περιπτώσεις που δεν θα επιχειρηθεί εκ του πονηρού να της δοθεί η υποτιθέμενη υπόσταση, τότε θα πρόκειται απλώς για μία ολότελα καταχρηστική χρησιμοποίηση του όρου, κατά την οποία ο όποιος μελετητής, διανοητής, σχολιαστής, αναλυτής, ή ο,τιδήποτε άλλο μπορεί να αναπτυχθεί στον αντικειμενικώς ευγενή χώρο της ανθρωπίνης αναζητήσεως, «βαπτίζεται» αυθαιρέτως «φιλόσοφος». Ο όρος «φιλόσοφος» όμως, σηματοδοτεί (όπως και ο όρος «Φιλοσοφία») την πολύ συγκεκριμένη Επιστήμη τού Είναι που περιγράψαμε πιο πάνω, και η οποία εγεννήθη και εξεδηλώθη μόνον μέσα από την Εθνική Παράδοση των Ελλήνων και Ελληνορωμαίων. Αποτελεί άτοπο συνεπώς και οξύμωρο, ένας οπαδός μίας ιουδαιογενούς (ήτοι μη Εθνικής) ιδεολογίας, θρησκείας, Τρόπου ή ευρυτέρας κοσμοθεάσεως να αποκαλεί τον εαυτόν του «φιλόσοφο» ή να προσποιείται ότι ασχολείται με την «Φιλοσοφία». Ένα ισόβαθμο άτοπο και οξύμωρο με το να αποκαλεί λ.χ. τον εαυτόν του «ραβίνο» (ιουδαϊστί για τον «διδάσκαλο») ένας μη Ιουδαίος διδάσκαλος, με το σκεπτικό ότι απλώς.. διδάσκει κάποιους τα οποιαδήποτε κάποια πράγματα. 

    Αποτελεί συνεπώς ζήτημα στοιχειώδους σοβαρότητος αλλά και σεβασμού στην ακριβολογία, σε αυτή την ιερά εμμονή των προγόνων μας Ελλήνων, η εδώ ανακίνησις και τονισμός της ασυμβατότητος Φιλοσοφίας και εξω-Εθνικοελληνικών κοσμοαντιλήψεων και Τρόπων και υπό αυτή και μόνον την γωνία εγείρει ο γράφων την παρούσα του ένσταση στην όποια καταχρηστική χρησιμοποίηση του όρου «Φιλοσοφία» από αφοσιωμένα μέλη του ιδεολογικού πλέγματος της λεγομένης «μεταχριστιανικής» ανθρωπότητος. Δεν υπάρχει «ιουδαϊκή», «χριστιανική», «μωαμεθανική», «βουδιστική», «νεοεποχίτικη» κ.ά. «Φιλοσοφία», για τον ίδιο απλό λόγο που δεν υπάρχει «ελληνική», «ετρουσκική», «ρωμαϊκή», «κελτική» κ.ά «Ραβινική Παράδοση». Και επιπροσθέτως, μιας και ο τόπος μας δεν εξουσιάζεται, τουλάχιστον για την ώρα, από «ορθοδόξους ραβίνους» αλλά από «ορθοδόξους παπάδες» και «νέο-ορθοδόξους» «πνευματικούς» ταγούς (ακόμη και στην κατ’ευφημισμόν πλέον «Φιλοσοφική» Σχολή των Αθηνών έχουν στρατωνισθεί εδώ και κάποια χρόνια..) καλό θα ήταν να τονίσουμε επίσης ιδιαιτέρως το ασυμβίβαστο με την Φιλοσοφία ΟΛΩΝ εκείνων που ακολουθούν τα θέσφατα που έστησαν σκοταδιστές άνδρες όπως ο γνωστός και μη εξαιρετέος «Άγιος» Βασίλειος, ο οποίος στις ομιλίες του στο «Εξαήμερον», θέλει την απόρριψη της επιστήμης και κοσμογονίας (αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία) των «κακών» Εθνικών ως.. «επίπονη ματαιοπονία» (..), καταγγέλλει τα ανθρώπινα (δηλ. φιλοσοφικά) επιχειρήματα, τονίζει ότι «την μόνη βεβαιότητα παρέχει ο Μωϋσής» (..) και διακηρύσσει επίσης ότι.. «ό,τι αποσιωπά η Αγία Γραφή, δεν μας αφορά» (..) 
      
    Φιλοσοφία και καθημερινή ζωή

    «Το πρώτο και αναγκαιότατο θέμα στη Φιλοσοφία είναι η εφαρμογή των παραγγελμάτων..» (Επίκτητος) 

    Από την εποχή κιόλας των Πυθαγορείων, ετέθη το ζήτημα της εμπράκτου εφαρμογής των φιλοσοφικών θέσεων στην καθημερινή ζωή. Η αξία της Γνώσεως οφείλει να μετρηθεί σύμφωνα με την χρησιμότητά της στην καθημερινή πραγματικότητα. Ακόμη και η Φυσική Επιστήμη, η Κοσμογονία ή η Θεολογία θα είναι άχρηστες αν δεν βοηθούν σε καθαρότερη θέαση των πραγμάτων και, κατά συνέπεια, σε καθαρότερη αντιμετώπισή τους. 

    Αρκετά αργότερα, και με τον Σωκράτη, τον «φιλόσοφο του Ανθρώπου» που, όπως είπε ο Κικέρων, «κατέβασε την Φιλοσοφία από τον ουρανό στην γή», να έχει ήδη προηγηθεί, στις αρχές του 3ου π.α.χ.χ. αιώνος, όταν δηλαδή η κοινωνικοπολιτική ζωή των Ελλήνων ετεροθεσμίζεται πλέον ως συνέπεια της Μακεδονοκρατίας, δύο «αντιμαχόμενες» Σχολές -ο Επικουρισμός και ο Στωϊκισμός- επεχείρησαν να διδάξουν στον άνθρωπο τα κριτήρια της βεβαιότητος, που μπορούν να του δώσουν, συμφιλιωτικούς με την Φύση και την ίδια την ζωή, κανόνες σκέψεως, καθημερινού τρόπου και συμπεριφοράς. 

    Κοινή αρχή και των δύο Σχολών υπήρξε το “ομοφώνως τήι φύσει ζην” ή «ομολογουμένως τήι φύσει ζήν», το να ζει δηλαδή ο άνθρωπος σε συμφωνία με τους φυσικούς Νόμους. Η διαφορά των βιοτικών προτεινομένων των δύο αυτών «αντιμαχομένων» Σχολών, επικεντρώνεται ωστόσο στη διαφορετική πρακτική τους πρόταση, για την πραγματοποίηση αυτού του «κατά φύσιν» βίου. Ο Επίκουρος από τη μία, ο ιδρυτής της Επικουρείου Σχολής ή του «Κήπου» όπως καθιερώθηκε να λέγεται, από τον τόπο που δίδασκε ο ιδρυτής της, θέλει τον άνθρωπο να ζει σύμφωνα με την Φύση, υποτάσσοντας τον εαυτό του στην Αίσθηση, που θεωρείται  κριτήριο του Αληθινού και του Αγαθού (μία θέση που εξελίχθη μέσα από τους επιγόνους σε αισθησιοκρατισμό και ηδονισμό). 

    Ο Ζήνων από την άλλη, ο ιδρυτής της Στωικής Σχολής ή «Στοάς» όπως καθιερώθηκε να λέγεται, από τον τόπο που δίδασκε ο ιδρυτής της («Ποικίλη Στοά» της Αγοράς των Αθηνών), θέλει τον άνθρωπο να ζει σύμφωνα με την Φύση, με το να αποδέχεται μέσω της Γνώσεως την Φορά των συγκεκριμένων εκείνων γεγονότων που εκφράζουν την Θέληση του Κόσμου και των Θεών (θέση που οι Στωικοί εξέλιξαν σε υλοζωϊσμό και ηθικό ορθολογισμό). 

    Και οι δύο Σχολές, ακολουθώντας τον πλατωνικό Ξενοκράτη, διαιρούν την Φιλοσοφία σε ΛΟΓΙΚΗ (στην οποία κατατάσσονται η λογική, γνωσιοθεωρία, σημασιολογία, γραμματική, υφολογία, επιχειρηματολογία, από τους Στωϊκούς δε, ορίζεται ως “η επιστήμη του ορθώς διαλέγεσθαι”), ΦΥΣΙΚΗ (ερμηνεία της Φύσεως, θεολογία, θεώρηση, παρατήρηση) και ΗΘΙΚΗ (πρακτική και θεωρητική). 

    Ο ίδιος ο Ζήνων ο Κιτιεύς (333/322-262/261, ή Ζήνων ο Πρεσβύτερος), είχε μία καλή Σωκρατική παιδεία (σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, 7,31, πρωτοήλθε από πολύ νεαρή ηλικία σε επαφή με τη Σωκρατική Φιλοσοφία), καθώς και Πλατωνική και Κυνική, που τον βοήθησαν πολύ στη συγκρότηση της δικής του Σχολής, γύρω στο έτος 300 πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολογήσεως σε ηλικία περίπου 30 ετών (σπούδασε πρώτα δίπλα στον Κυνικό Κράτητα τον Θηβαίο και στη συνέχεια στους Μεγαρικούς Στίλπωνα και Διόδωρο Κρόνο, καθώς και στους Ακαδημικούς Ξενοκράτη και Πολέμωνα). Οι χριστιανικές πυρές κατεσπάραξαν τα έργα του ιδρυτού της «Στοάς», με αποτέλεσμα εμείς να έχουμε πενιχρά μόνον αποσπάσματα της διδασκαλίας του, πλην όμως ένας κατάλογος των έργων του μάς παραδίδεται από τον Διογένη Λαέρτιο (“Λύσεις”, “Έλεγχοι”, “Περί σημείων”, “Περί λέξεων”, “Περί του κατά Φύσιν βίου”, “Περί παθών”, “Περί του καθήκοντος”, “Περί της Ελληνικής Παιδείας”, “Καθολικά”, κ.ά.) και ανάμεσά τους και 5 βιβλία «Ομηρικών Προβλημάτων» και μία «Πολιτεία». 

    Η «Πολιτεία» του θεωρείται σχεδίασμα  ενός ιδανικού πολιτεύματος,κοινοτιστικήςμορφής, και αποδίδεται στα πρώτα χρόνια της φιλοσοφικής του διαδρομής, όταν ακόμη ο φιλόσοφος ήταν υπό την επίδραση της κυνικής φιλοσοφίας (σε ένα από τα ελάχιστα μάλιστα διασωθέντα αποσπάσματα, προτείνει κατάργηση του χρήματος και των γάμων). Η διαδρομή της μετεξελίξεως του Σωκρατισμού από τον Ζήνωνα, σε νέα και αυτόνομη Σχολή, δεν είναι πλήρως γνωστή, καθώς τα αποσπάσματα που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν κάτι τέτοιο (το σύστημα που σχεδίασε ο Ζήνων, εδέχθη αργότερα μεγάλες τροποποιήσεις από τον Χρύσιππο, ο οποίος και απεκλήθη «επανιδρυτής» της Στοάς). Εικάζεται πάντως ότι ο Ζήνων ανέπτυξε μια ολοκληρωμένη διδασκαλία στους τομείς της Φυσικής, της Λογικής και της Ηθικής, με πολλά στοιχεία  ηρακλειτείας Φιλοσοφίας (διδασκαλία περί Λόγου). Στο έργο «Περί Φύσεως», γράφει για δύο αιώνιες Αρχές, την Θεϊκή (ενεργητική Αρχή) και την δίχως ιδιότητες ‘Υλη (παθητική Αρχή). Η Ηθική του ήταν προσανατολισμένη προς μια ζωή σύμφωνη με την Φύση, προς την πραγμάτωση ορισμένων αρετών και την απελευθέρωση από τα πάθη. 

    Βασική θέση του Ζήνωνος για τον Κόσμο υπήρξε η “Ενότητα του Όντος”, δηλαδή ότι ο Κόσμος είναι “Ένας” (Διογ. Λαέρτ. 7, 143) πλην όμως δομείται από δύο Αρχές, την Ενεργητική και την Παθητική (το «ποιούν» και το «πάσχον»). Η βασική βιοτική θέση δε, είναι ότι η πραγματική φύσις του Ανθρώπου είναι η Λογικότητα (μία θέσις που ίσως έχει την πρώτη προέλευσή της στην κυνική θέση του Διογένους “συντελεί στην ευδαιμονία μου μόνον ό,τι συμφωνεί με την φύση μου ως λογικού όντος”). Η διδασκαλία της αρχικής Στοάς πέρασε βεβαίως πολλές αλλαγές ή διευρύνσεις, στα τρία στάδια (Αρχαία, Μέση και Νέα Στοά) που περιγράφουν την 6 περίπου αιώνων Ιστορία της, μέχρι τα τέλη του 3ου μ.α.χ.χ. αιώνος (επί σχολαρχίας Καλλιήτου) και δεν θα ήταν λογικό να επιχειρήσουμε την πλήρη σχεδίασή της στα στενά πλαίσια ενός και μόνον ολιγοσέλιδου άρθρου, σε ένα «μη ειδικό» μάλιστα περιοδικό. Εκείνο που θα ήταν λογικό και χρήσιμο να κάνουμε, είναι συνεπώς μία πυκνή σύνοψη των φιλοσοφικών θέσεων της Στοάς, για μία πρώτη μόνον επαφή τού ενδιαφερομένου αναγνώστη με αυτή την λαμπρή διδασκαλία της Εθνικής (προχριστιανικής) μας Παραδόσεως, για την ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΗ οδό προς την ανθρώπινη τελείωση και την συνύπαρξη με τον Κόσμο και τους Θεούς. 

    Πρόκειται, ούτως ή άλλως, για μία διδασκαλία που εδώ και δύο περίπου χιλιετίες ανήκει στην «ηττημένη» πλευρά και για αυτό, εμείς οι γνωρίζοντες είμαστε πανευτυχείς που έχουμε απλώς την δυνατότητα, μέσα από τα ελάχιστα σπαράγματά της που διεσώθησαν, να την επανασυνθέτουμε προς όφελός μας μέσα στο πνευματικό σκότος και την ψυχική έρημο που επικρατεί στην Παγκόσμιο Ιερουσαλήμ. Πρόκειται για μία απτή όσο και υψηλή πρόταση για τους προικισμένους και τυχερούς ανθρώπους που μπορούν ακόμη να κινούνται με χαρά, μακριά από το ΔΙΠΟΛΟ (η δημιουργία παραπλανητικών διπολισμών είναι η κατεξοχήν ειδικότης της δισχιλιετούς Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ) της υποτιθεμένης «επιλογής» ανάμεσα στο ανεφάρμοστο μίας αντιφυσικής και παραλόγου κοσμοθεάσεως και στο ζωώδες ενός ωφελιμιστικού και χυδαίου καθημερινού Τρόπου, μακριά από το πλέον πρόσφατο ΔΙΠΟΛΟ δηλαδή, εκείνο που βάζει η «σύγχρονη» ζωή στους «σύγχρονους» ανθρώπους. 
      
     
    Κύριες θέσεις και πεποιθήσεις της Στοάς

    «..μπορούν να με σκοτώσουν, να με βλάψουν όμως όχι» (Επίκτητος) 

    Για λόγους παρουσιάσεως και μόνον συνεπώς, θα μπορούσε κάποιος να συνοψίσει στις παρακάτω δέκα, τις κύριες θέσεις και πεποιθήσεις των Στωϊκών: 

    Θέσις πρώτη

    Ο Άνθρωπος οφείλει να διάγει τον βίο του σε συμφωνία τόσο προς την συμπαντική, όσο και την ανθρώπινη φύση. Για τον Άνθρωπο, το «κατά Φύσιν ζήν» εξασφαλίζεται από την αξιοποίηση του «Λόγου», δηλαδή της συνειδήσεως της σχέσεως προς εαυτόν, αλλήλους και Κόσμο (η οποία, με τη σειρά της, εκδηλώνεται αυτομάτως ως ικανότης σκέψεως, σχεδιασμού, αναλύσεως και ομιλίας). Ο μέσος Άνθρωπος συνδέεται με την Φύση ή τον Θεό, μόνον ως λογικός, δηλαδή ενεργητικός παράγων. Ο φιλόσοφος Άνθρωπος όμως, αυτός που πορεύεται προς εκείνον που οι Στωικοί αποκαλούν «Σοφό», μέσω της Φυσικής Φιλοσοφίας, της Ηθικής και της Λογικής, κάνει ένα βήμα πέρα από την απλή «Λογικότητα». Για να ζήσει «κατά Φύσιν», οφείλει προηγουμένως να γνωρίζει ποια γεγονότα είναι αληθινά και σε τι συνίσταται η «Αλήθεια».  

    Εδώ ακριβώς πρέπει να τονισθεί ότι οι Στωικοί αποτολμούν μία σαφή διάκριση μεταξύ «Αληθείας» και «Αληθούς». Η ΑΛΗΘΕΙΑ, από την μία πλευρά, νοείται ως σύνθετη και πολύπλοκη και μπορεί να ορισθεί ως κατάληψη της «πρώτης αιτίας τού καθετί αληθινού» (Μάρκος Αυρήλιος). «Αλήθεια» είναι συνεπώς η «Γνώση» του αιτιακού πλέγματος το οποίο ελέγχει τα κοσμικά γεγονότα. Είναι χαρακτηριστικό του «Σοφού» και είναι σταθερή (σε αντίθεση με τις κάποιες αληθείς προτάσεις του οποιουδήποτε κοινού ανθρώπου, τις οποίες δεν μπορεί να αποδείξει απέναντι στις τυχόν προσπάθειες ανασκευής τους) και ενσώματη. Το ΑΛΗΘΕΣ από την άλλη πλευρά, είναι «απλό και ομοιόμορφο» και ισχύει για κάθε πρόταση που δηλώνει αυτό που συμβαίνει, είναι δηλαδή απλή δήλωσις μίας καταστάσεως, άρα ασώματον. 

    Θέσις δευτέρα 

    Ως «Φύσις» ορίζεται η εντός του Κόσμου Δύναμις και Αρχή, η οποία «..διαμορφώνει και δημιουργεί όλα τα πράγματα» (SVF 2, 937), «..δίδει στον Κόσμο ενότητα και συνοχή» (SVF 2, 549, 1211), «..κινείται μόνη της και δημιουργεί ως πύρινο πνεύμα ή τεχνικόν πύρ» (SVF 2, 1132 κ. ε.), «..εκδηλώνεται ως Ανάγκη και Ειμαρμένη» (SVF 2, 913), «..εκδηλώνεται ως Ψυχή του Κόσμου, Θεός, Πρόνοια, Δημιουργός, Ορθός Λόγος» (SVF 1, 158, 176, SVF 3, 323). Ο Κόσμος επιδέχεται λογική εξήγηση και είναι καθεαυτός ένα λογικώς οργανωμένο οικοδόμημα. Όλα, ορατά και αόρατα, είναι οργανικά τμήματα μίας Θείας Ενότητος. Όλα, μηδενός εξαιρουμένου, οι Θεοί, η ύλη, οι αρετές και, φυσικά, οι άνθρωποι, αποτελούν μέλη μίας συμπαντικής Πολιτείας με σαφείς, δίκαιους αλλά και απαράβατους νόμους, την οποία θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «Κοσμόπολι». Όλα τα μέλη της «Κοσμοπόλεως» είναι τέκνα της ιδίας Αρχής και προς άλληλα οφείλουν φιλότητα και διαρκή σεβασμό (το απελπιστικά μερικό υποτιθέμενο χριστιανικό προτεινόμενο, «αγαπάτε αλλήλους», όχι μόνο δεν αφορά τα μη ανθρώπινα αλλά και καθυστέρησε του αντιστοίχου, συμπαντικού μάλιστα, στωικού, τουλάχιστον 300 έτη..) 

    Θέσις τρίτη

    Το «εκδηλωμένο» τμήμα της «Κοσμοπόλεως» του Κόσμου,  εξουσιάζεται από μία αιώνια και θαυμαστή αρμονία αντιθέτων (λ.χ. «ποιούν» και «πάσχον»). Η γένεσις του εκάστοτε Κόσμου συντελείται από δύο πρωταρχικές Αρχές, η μία εκ των οποίων είναι παθητική («Ύλη») και η άλλη ενεργητική («Θείος Λόγος»), που επιδρά πάνω στην πρώτη. Το δημιουργικό αίτιο («Ποιούσα Αρχή», «Ψυχή του Κόσμου», «Ζεύς», «Θεός») είναι εγκόσμιο, όπως σε όλες τις Εθνικές και πολυθεϊστικές Κοσμοαντιλήψεις, και ορίζεται ως πυροειδές πνεύμα που διαχέεται ακόμη και στα απειροελάχιστα τμήματα του Κόσμου και τα συνέχει. Περιγράφεται δε και ως «Ειμαρμένη» (επειδή θέτει τα πάντα σε απόλυτη σύνδεση κάτω από μία αυστηρή νομοτέλεια), «Πρόνοια» (επειδή διέπεται από Αγαθότητα και Φιλότητα και επιτρέπει σε κάθε λογικό όν την απόλυτη εμπιστοσύνη προς τις επιλογές της) και «Φυσικός Νόμος» (επειδή θέτει και συγκρατεί σε αιώνιο τάξη τα άπειρα τμήματα του Κόσμου). 

    Θέσις τετάρτη 

    Ο καθένας και το κάθε τι συνδέεται με το Αιώνιο Όλον, μέσω μίας εσωτερικής προσωπικής θεότητος, του λεγομένου «Δαίμονος Εαυτού». Ο «Δαίμων Εαυτού» είναι ο σύνδεσμος της ψυχής μας με την Ψυχή του Παντός, με τον Αιώνα του Σύμπαντος (ο «Αιών» εδώ ας νοηθεί με την ομηρική έννοια, ως έδρα και πηγή της υπάρξεως). 

    Θέσις πέμπτη 

    Η κάθε ανθρώπινη ψυχή διαθέτει ελευθερία βουλήσεως και όχι ελευθερία αλλά δυνατότητα πράξεως. Μόνον η λεγόμενη «Πεποίθησις» αποτελεί πραγματική πράξη της ψυχής. 

    Θέσις έκτη 

    Κύριο βιοτικό προτεινόμενο είναι η απλότης του βίου μέσα από την οδό της μετριοπαθείας, της ανοχής και της λιτότητος. 

    Θέσις έβδομη 

    Η πνευματική εξέλιξις στο ανθρώπινο στάδιο, το οποίο «στοιχειώνεται» από τον παράγοντα «Λογικότης», αποκτάται μόνον με την επίμονη και επίπονη φιλοσοφική αναζήτηση του «Αγαθού». Η Φιλοσοφία είναι η ασφαλής οδός για την «Αρετή», η οποία θεμελιώνεται μόνον επάνω στην επαφή με την Γνώση (η οποία ορίζεται ως ασφαλής, δηλαδή αντικειμενική και αληθής). Η Γνώσις διαφέρει από την Δοξασία, η οποία είναι ασθενής ή ψευδής γνώσις. Κατά τον Ζήνωνα (όπως διασώζεται στον Κικέρωνα, Academica, 1, 41-42) η κάθε ασθενής ή ψευδής γνώσις μπορεί και πρέπει να ταυτίζεται, δικαίως, με την Άγνοια. Ο Αρκεσίλαος επεσήμανε ότι δεν υπάρχει ενδιάμεσο στάδιο ανάμεσα στην Γνώση και την Άγνοια. 

    Θέσις ογδόη  

    Η «Αρετή» πρέπει να είναι το απόλυτο «προς απόκτησιν», η «Κακία» το απόλυτο «προς αποφυγήν». Σε προέκταση της επισημάνσεως του Αρκεσιλάου αναφορικώς με την Γνώση και την Άγνοια, όλα τα υπόλοιπα ανάμεσα στην «Αρετή» και την «Κακία» κατατάσσονται στα λεγόμενα «Αδιάφορα». Οι κατεξοχήν «Αρετές» είναι η Σύνεσις, η Δικαιοσύνη, η Γενναιότης και η Εγκράτεια. 

    Θέσις ενάτη 

    Είναι παράλογη κάθε επιθυμία που αντιτίθεται στην θέληση των Θεών. Η συνταγή για έναν ευτυχή ανθρώπινο βίο είναι η «Απάθεια», η εκμηδένιση δηλαδή κάθε προσωπικής επιθυμίας για απόκτηση πραγμάτων ή για αλλαγή καταστάσεων, μόνον όμως όταν η «Λογικότης» τις καταδεικνύει να είναι πέρα από τις εκάστοτε ανθρώπινες δυνατότητες. Η «Απάθεια» οδηγεί σε μία άμεση ζωή, δίχως την εξαπάτηση από την υπερελπίδα ή τον τρόμο της αγωνίας για ένα μέλλον που, αντικειμενικώς, κείται έξω από τον έλεγχο της «Πεποιθήσεως». 

    Θέσις δεκάτη 

    Το Σύμπαν, είναι αιώνιος και ζώσα ύλη, η οποία, απλώς, αυτοαναπλάθεται περιοδικώς δι’ Εκπυρώσεων. 
      
    Οι Βιοτικές Ιεραρχήσεις της Στοάς 

    «Να θεωρείς τον εαυτό σου άξιο για κάθε λόγο και για κάθε έργο που είναι σύμφωνο με την Φύση..» (Μάρκος Αυρήλιος) 

    Οι δέκα αυτές θέσεις και πεποιθήσεις των Στωικών, οδηγούν, με τη σειρά τους, στις πιο κάτω βασικές βιοτικές ιεραρχήσεις:  

    ΤΟ ΚΥΡΙΑΡΧΟΝ ΑΓΑΘΟΝ

    Ως ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΑΓΑΘΟΝ της ανθρωπίνης υπάρξεως, ΤΟ ΤΕΛΟΣ, δηλαδή ο σκοπός του ανθρωπίνου βίου, όπως το διετύπωσε ο Χρύσιππος, ορίζεται η λεγομένη ΕΥΡΟΙΑ (καλή ροή) ΤΟΥ ΒΙΟΥ, η οποία πραγματοποιείται μέσα από το «ομολογουμένως τήι Φύσει ζήν» (το να ζούμε συμφώνως προς τους Φυσικούς Νόμους). Για τους Στωικούς «δεν υπάρχει παρά μία μόνον τέχνη, μια ύψιστη τέχνη, η Αρετή» (και η Φιλοσοφία είναι η γνώσις που, χάρις σ'αυτήν, αποκτούν ενότητα οι ιδέες και οι πράξεις μας, προς το να ζούμε σύμφωνα με την Φύση, δηλαδή σύμφωνα με την θέληση των Θεών και σύμφωνα με το Λογικό που διαποτίζει τα πάντα). 

    Η κυρία έμφασις των σκέψεων και των πράξεων, πρέπει να δίδεται στην πληρότητα του λεγομένου «Σοφού», του περιφήμου εκείνου ιδανικού της Στοάς που από την Μέση Στοά κι εντεύθεν γίνεται τουλάχιστον παραδεκτό ότι είναι τελικός ΣΤΟΧΟΣ και όχι προϋπόθεσις τού «φιλοσοφείν». Για τους Στωικούς ο «Σοφός» νοείται ως ο μόνος ελεύθερος άνθρωπος, ο δε Jean Brun τον «σχεδιάζει» αρκετά καλά με την φράση «είναι αθώος, χωρίς έλεος και υπερβολικά κοινωνικός». Από τη Μέση Στοά, όπως προείπαμε, ο «Σοφός» γίνεται λιγότερο «βαρύς» για τον απλό Στωϊκό για τον οποίο, λίγο αργότερα, ο Μάρκος Αυρήλιος θα σχεδιάσει μία πολύ πιο απλή οδό: «Να τιμάς τους Θεούς, να βοηθάς τους ανθρώπους, να μάθεις να αντέχεις τα της ζωής και να είσαι εγκρατής. Να θυμάσαι πάντα ότι όλα όσα βρίσκονται έξω από τα όρια του σώματός σου και του πνεύματός σου δεν σου ανήκουν, ούτε είναι του χεριού σου». 

    Ο «Σοφός» είναι τελικά ένας ΣΤΟΧΟΣ, μία ολοκλήρωση του Ανθρώπου, και δεν υπήρξε ποτέ μέχρι τώρα πραγματικά. Ο οπαδός της Στοάς προσπαθεί απλώς να πλησιάζει τον «Σοφό», ο δε Επίκτητος θα δηλώσει χαρακτηριστικά: «βλέπω πολλούς ανθρώπους που ασπάζονται τον Στωικισμό, αλλά δεν έχω δεί ποτέ κανέναν Στωϊκό.. αν δεν μπορείς να μου δείξεις έναν Στωϊκό, δείξε μου τουλάχιστον έναν άνθρωπο που να αρχίζει να γίνεται τέτοιος, μη στερήσεις έναν γέροντα σαν κι εμένα από αυτό το υπέροχο θέαμα που, ομολογώ, δεν μπόρεσα ακόμη να απολαύσω» (Επίκτητος). Για τη Μέση και Νέα Στοά, το βιοηθικό φιλοσοφικό προτεινόμενο έχει ήδη συμπληρωθεί με τα λεγόμενα ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, μετατραπέν έτσι σε πιο απτό και «ανθρώπινο». 

    Κινούμενοι πάντως και στα 3 χρονικά στάδια της Στοάς, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε εδώ, με τη σειρά τους, τις βασικές πεποιθήσεις και στάσεις ζωής του «Σοφού» που τον καθιστούν τέτοιον. Κατ’αρχάς, ως το «Τέλος», ο Τελικός Σκοπός, το Summum Bonum ή το «ζητούμενο» του ανθρωπίνου βίου είναι η Α-Πάθεια. Η τελευταία, ως έλλειψις «παθών» (δηλαδή παραλόγων κινήσεων της ψυχής) και όχι ως αναισθησία όπως λανθασμένα εκλαμβάνεται σήμερα λόγω της μεταχριστιανικής διαστροφής των όρων, δεν είναι παρά η εσωτερική γαλήνη που προέρχεται από τον συντονισμό της προσωπικής Λογικής με εκείνη του Σύμπαντος Κόσμου. Η ευθύνη για την Α-Πάθεια είναι αποκλειστικώς προσωπική, και ο Επίκτητος δίδει ένα πολύ καλό παράδειγμα όταν προσδιορίζει ότι «δεν είναι εκείνος που μας βρίζει, ούτε εκείνος που μας κτυπά αυτός που μας προσβάλλει, αλλά η γνώμη που εμείς έχουμε για αυτούς, ώστε να μας κάνει να τους βλέπουμε ως ικανούς να μας προσβάλλουν». 

    Τόσο ο απλός, συνηθισμένος Στωικός, όσο και ο τέλειος «Σοφός», οφείλουν να ενθυμούνται πάντοτε ότι ο Κόσμος κυβερνάται από Νόηση και Δικαιοσύνη και η προσωπική Θέλησις πρέπει να συμπορεύεται με εκείνη του Κόσμου. Ο Κόσμος, ως σύνολο, είναι Αγαθός και όλα τα γεγονότα υπάγονται στην φύση του. Συνεπώς κανένα γεγονός δεν μπορεί να είναι «καλό» ή «κακό», απλώς, κάποια γεγονότα φαίνονται «κακά» στους ανθρώπους επειδή δεν υποτάσσονται στην προσωπική τους επιθυμία. Ο «Σοφός», ως ο μόνος ελεύθερος εκ των ανθρώπων, μπορεί και στέκει γαλήνιος μπροστά στο κάθε γεγονός. Δεν προσπαθεί να «γλιτώσει» από το Αναπότρεπτο και τη Μοίρα, διότι έχει προ πολλού απαλλαγεί από τη μάταια, μυωπική και απέλπιδα θέληση να αλλάξει τα όσα είναι αντικειμενικώς πέραν των δυνάμεών του. Ο «Σοφός», αγωνίζεται για να αλλάξει ΜΟΝΟΝ εκείνα που είναι εφικτό, ή πιθανόν, να αλλάξει ένας θνητός, μέσα του ή τριγύρω του. Μόνον αυτά τα ελάχιστα εφικτά ή πιθανά δικαιούται ο θνητός να τα χαρακτηρίσει «καλά» ή «κακά». Οφείλει συνεπώς να αποφεύγει όλες τις σκέψεις, τις επιθυμίες, τις τάσεις και τις κρίσεις που τον υποδουλώνουν στα «εξωτερικά» πράγματα, ή που του ταράσσουν τον εσωτερικό κόσμο. 

    Ο «Σοφός» έχει την δύναμη, μία δύναμη που αντλεί από την Γνώση, να στέκει ατάραχος μπροστά στα «κακά» που του συμβαίνουν. Γνωρίζει πολύ καλά ότι τα λεγόμενα «εξωτερικά» γεγονότα είναι, ούτως ή άλλως, έξω από τις δυνάμεις του. Μπορεί και στέκει απολύτως συμφιλιωμένος με την Θέληση του Κόσμου, επειδή δεν επιθυμεί να κερδίσει τίποτε, αφού έχει προ πολλού απαλλαγεί από την επίσης μάταια, μυωπική και απέλπιδα θέληση τού «να αποκτήσει». Ο «Σοφός» είναι αφέντης του εαυτού του. Δεν εξαρτάται από τίποτε έξω από αυτόν. Γνωρίζει πολύ καλά ότι η Φύσις μάς χαρίζει συνεχώς διάφορα πράγματα, αλλά το ίδιο συνεχώς παίρνει κάποια άλλα πίσω. Κυρίως όμως, γνωρίζει ότι κανένα από τα «εξωτερικά» αγαθά δεν μπορεί να διαρκέσει σε όλον το ανθρώπινο βίο. Ο «Σοφός» κυρίως δεν εξαρτάται από άλλους ανθρώπους. Οφείλει να είναι εσωτερικώς αυτάρκης. Ποτέ του δεν προσκολλάται σε ανθρώπους, ούτε στον ελάχιστο βαθμό, ώστε λ.χ. να του προκαλέσει λύπη η για οποιονδήποτε λόγο απομάκρυνσή τους από αυτόν και, κυρίως, θυμάται ανά πάσα στιγμή ότι και οι γονείς μας, οι σύντροφοί μας και τα παιδιά μας είναι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου, θνητοί.

    Ο «Σοφός» δεν επιτρέπει σε τίποτε να τον ταράξει, δεν αναμένει τίποτε και, το κυριότερο, δεν μεταφέρει ποτέ την ευθύνη για την όποια στενοχώρια του στους Θεούς ή τους άλλους ανθρώπους. Γνωρίζει ότι αυτός και μόνον ευθύνεται για το αν είναι ευτυχής ή όχι. Το μόνο σίγουρο μέτρο για τον «Σοφό» είναι η προσωπική Λογική, η οποία αποτελεί απειροελάχιστο αλλά ομοούσιο τμήμα της Θείας Λογικής τού Σύμπαντος Κόσμου και αυτή την Λογική καλείται να εκδηλώνει στις ενέργειες ή μη-ενέργειές του. Οφείλει να βοηθάει όλους όσους έχουν ανάγκη, όπως και να αντιμετωπίζει ισότιμα όλους τους ανθρώπους και τα λοιπά όντα με τα οποία «συγκατοικεί» ως είδος στην «Κοσμόπολι». Ο «Σοφός» ελεεί και συμπαρίσταται, δεν επιτρέπει ποτέ ωστόσο να τον κάνει δυστυχισμένο η Δυστυχία. Δεν επιτρέπει στον εαυτό του να αισθανθεί τα αρνητικά αισθήματα των άλλων, ούτε επιτρέπει «εισβολές» αλλά, αντιθέτως, διατηρεί πάντα εν ειρήνη την «εντός των συνόρων του» περιοχή. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί να αναχαιτίσει τις θύελλες των εξωτερικών γεγονότων και δικαιούται μόνον την εντός του γαλήνη, ξεχωρίζει λοιπόν αυτά που μπορεί και εκείνα που δεν μπορεί, μόνον με τη βοήθεια της αντικειμενικής Γνώσεως. 

    ΤΑ ΑΓΑΘΑ (λατινιστί, bona) 

    Τα «Αγαθά» είναι εκείνα στα οποία πρέπει να επιδοθεί συστηματικώς ο φιλόσοφος στον δρόμο προς τον «Σοφό» (ας θυμηθούμε εδώ τον ορισμό του Σενέκα, Epistulae 89.9 , ότι η Φιλοσοφία είναι η «συστηματική επίδοσις στην Αρετή»). Τα «Αγαθά» είναι τριών ειδών, οι «Αρετές», οι «Ενάρετες Πράξεις»  ή «Κατορθώματα» και οι «Ευπάθειες». 

    Στις «Αρετές» κατατάσσονται από τους Στωικούς η Λογική, η Σοφία, η Δικαιοσύνη, η Αφοσίωσις, η εύλογος Γενναιοδωρία, η εύλογος Φιλία, η Ανδρεία και η Σωφροσύνη. Στα «Κατορθώματα» κατατάσσονται όλες οι «ορθές πράξεις», δηλαδή οι σύμφωνες με τις απαιτήσεις της Αρετής λ.χ. λογικές, δίκαιες, ανδρείες πράξεις κ.ο.κ. Στις λεγόμενες «Ευπάθειες», τέλος, κατατάσσονται οι αγαθές, δηλαδή «έλλογες» παρορμήσεις ή «ευάρεστες διαθέσεις», δηλαδή η Βούλησις (ως έλλογος κίνησις της ψυχής προς το Αγαθόν), η Γαλήνη, η Ευλάβεια (ως επιφύλαξις) και η Χαρά (ως έλλογος κίνησις ψυχικής διαστολής). 

    ΤΑ ΚΑΚΑ (λατινιστί, mala) 

    Εδώ ισχύει το ακριβώς αντίθετο από τα «Αγαθά», πρόκειται δηλαδή για εκείνα που οφείλει να αποφεύγει συστηματικώς ο φιλόσοφος στον δρόμο προς τον «Σοφό». Και τα «Κακά», με τη σειρά τους, οι Στωϊκοί τα διακρίνουν σε τρία είδη, τις «Κακίες», τις «Κακουργίες» και τα «Πάθη». 

    Στις «Κακίες» η Στοά κατατάσσει τον Παραλογισμό, την Άγνοια, την Αδικία, την Απιστία, την Κτητικότητα, την άλογο Εχθρότητα, την Ανανδρεία και την Απερισκεψία, ενώ στις «Κακουργίες» τις ανόητες και άδικες πράξεις. Ως «Πάθη» ορίζονται όλες οι ορμές δίχως μέτρο ή «πλεονάζουσες», οι οποίες θεωρούνται ασθένειες και αναπηρίες της ψυχής και είναι διαταρακτικές για το Ηγεμονικόν και κατά προέκταση για ολόκληρη την ύπαρξη (ο Ζήνων ορίζει το Πάθος ως άλογο κίνηση της ψυχής αντίθετη στην Φύση, ή ορμή δίχως μέτρο). Ως καταστροφικό «Πάθος» οι Στωικοί φέρνουν λ.χ. την «Επιθυμία», δηλαδή την άλογο όρεξη, την οποία διακρίνουν στη συνέχεια σε «Σπάνη» (δηλαδή επιθυμία για ό,τι δεν μπορούμε να αποκτήσουμε), «Μίσος» (δηλαδή επιθυμία να συμβεί κακό σε άλλον), «Φιλονικία», «Θυμό» (δηλαδή επιθυμία αμέσου ανταποδόσεως / εκδικήσεως), «Πόθο» (επιθυμία για κάποιο εντυπωσιακό πρόσωπο), «Μήνι» (επιθυμία ετεροχρονισμένης εκδικήσεως) και «Κότο» (αυξανόμενο δηλαδή θυμό). Αλλά «Πάθη» είναι ο «Φόβος», δηλαδή η προσδοκία κακών, που με τη σειρά του διακρίνεται σε «Δείμα» (δηλ. τρόμο), «Όκνο» (φόβο αναλήψεως δράσεως), «Αισχύνη» (φόβο ντροπιάσματος), «Έκπληξι» (φόβο για το αναπάντεχο), «Θόρυβο» (φόβο που κόβει τη λαλιά) και «Αγωνία» (φόβο για το άγνωστο) και η «Ηδονή», δηλαδή η άλογος έπαρση από απόκτηση, που με τη σειρά της διακρίνεται σε «Διάχυσι» (κολακευτική δηλαδή ηδονή), «Επιχαιρεκακία» (ηδονή από τις συμφορές των άλλων) και «Κήλησις» (ακολασία, έκλυσις) και ο κατάλογος κλείνει με την «Λύπη», δηλαδή την άλογο αντίδραση της ψυχής, της οποίας ο Χρύσιππος παραθέτει 25 είδη της και ανάμεσά τους τον «Είλεο» (την άδικη δηλαδή λύπη), τον «Φθόνο» (την λύπη από τη θέα των αγαθών των άλλων), τον «Ζήλο» (δηλ. την ζήλεια), το «Άχθος» (λύπη όταν και οι άλλοι αποκτούν αυτά που εμείς έχουμε), το «Πένθος» (την παραλυτική λύπη), την «Ανία» (την λύπη που αυξάνει με τις σκέψεις) και την «Οδύνη» (βαριά λύπη). 

    ΤΑ ΑΔΙΑΦΟΡΑ, τέλος, είναι τα όσα, από μόνα τους, ούτε ωφελούν ούτε βλάπτουν την ηθική αξία του Ανθρώπου, πόσο μάλλον του φιλοσόφου. Ο πλούτος λ.χ. είναι προτιμότερος από την φτώχεια αλλά δεν οφείλει να τον κατέχει υποχρεωτικώς ένα λογικό όν. Έχει αξία μόνον σε σχέση με την φτώχεια αλλά ουδεμία αξία σε σχέση με την Αρετή. Από τα «Αδιάφορα», τα λεγόμενα «ΠΡΟΗΓΜΕΝΑ», δηλαδή τα προτιμητέα είναι η Επιβίωση, η Φυσική Ομορφιά, η Υγεία, η Αποδοχή από τους Άλλους, η «Καλή» Υπόληψις, ο Πλούτος, οι Δεξιοτεχνίες, η Ευγενής Καταγωγή και η Απόλαυσις, τα δε «ΑΠΟΠΡΟΗΓΜΕΝΑ», δηλαδή τα μη προτιμητέα, είναι ο Θάνατος, η Ασχήμια, η Νόσος, η Απόρριψις, η “Κακή” Υπόληψις, η Πενία, η Αδεξιότης, η Ταπεινή Καταγωγή και η Οδύνη. 
       
    Επίλογος
    «Με όλη σου την ψυχή να ενεργείς το δίκαιο και να λέγεις την αλήθεια» (Μάρκος Αυρήλιος) 

    Αυτά τα ολίγα για τον Στωικισμό και ελπίζω να έφερα κοντά στον μέσο αναγνώστη, αν και εξαιρετικώς εν περιλήψει, τα υψηλά νοήματα και προτεινόμενα ενός μόνον τμήματος της φωτεινής και κολοσσιαίας ανθρωπιστικής Εθνικής μας Παραδόσεως, την οποία ποτέ, παρά τα γελοία διακηρυσσόμενα, δεν αξιώθηκε να ξεπεράσει κάποια άλλη πάνω σε τούτη την γή (και τι θα μπορούσε άλλωστε να προσθέσει κανείς σε μία Παράδοση που έχει εξαντλήσει όλες τις δυνατότητες της αναζητήσεως της Αληθείας;). Εκείνο που θα ήθελε πάντως να προκαλέσει, επιπροσθέτως, ο γράφων, με αυτή την σύντομη παρουσίαση της Φιλοσοφικής Σχολής του Στωικισμού, μίας μόνον, το επαναλαμβάνω, από τις πολλές και εξίσου υψηλές Σχολές της Εθνικής μας Παραδόσεως, είναι το να χρησιμοποιήσει εδώ και τώρα ο αναγνώστης την κρίση του για να απαντήσει στα κάτωθι ερωτήματα: 

    α) Γιατί δεν του τα έμαθαν όλα αυτά στα 12 χρόνια που σπατάλησε στα θρανία της Βασικής και Μέσης Εκπαιδεύσεως, ενός Κράτους που στο όνομα τουλάχιστον αρέσκεται να παριστάνει ότι είναι «Ελληνικό», αλλ’αντιθέτως υπεχρεώθη να μάθει απέξω τους «προφήτες» του Έθνους του Ισραήλ ή το ποία τα.. άμφια των παπάδων του κρατούντος δόγματος; 

    β) Ποιες, πολύ γνωστές και, το πιο ανατριχιαστικό, ΗΜΕΔΑΠΕΣ δυνάμεις ευθύνονται για το ότι αυτή η (υπνο) «παιδεία» που του εδόθη υπήρξε τέτοια, δηλαδή χαυνωτική, αλλότρια και απαξιωτική, τόσο για την κριτική σκέψη όσο και για την Εθνική Ελληνική Παράδοση;


    Κοινό μυστικό του κάθε διανοητή είναι βεβαίως ότι κανείς δεν πείθει κανέναν αν ο άλλος δεν έχει ΗΔΗ δρομολογηθεί από μοναχός του για να τιμήσει την Θεά Πειθώ (ακόμη και η Θεά Αθηνά, στην «Ιλιάδα», αφήνει στον Αχιλλέα την ευθύνη να ακούσει ή όχι τις προτροπές της: «έρχομαι από τον Όλυμπο, ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ, άκουσέ με..»). Ελπίζω συνεπώς να βοήθησα απλώς, τους, για την ώρα μειοψηφούντες, εκλεκτούς συνοδοιπόρους μου στον στέρεο και φωτεινό δρόμο των Ελλήνων, τους ήδη και εκ των ένδον αφυπνισθέντες, σε πείσμα των πάμπολλων παρωπιδοκατασκευαστών, σκοταδιστών, ασπαλάκων και απατεώνων.

    πηγή: rassias.gr

    ΕΠΙΚΤΗΤΟΣ - Η ΑΤΑΡΑΞΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΩΣ ΑΡΕΤΗ ΚΑΙ ΕΥΤΥΧΙΑ

    $
    0
    0
    Epictetus.png

    Η φιλοσοφία του Επίκτητου – Μια εναλλακτική στάση ζωής
    Της Δήμητρας ΑθανασάκουΨυχολόγος Ψυχοθεραπεύτρια
    Ο Επίκτητος (50 – 138 μ.Χ. ) ήταν Έλληνας στωικός φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Ιεράπολη της της Φρυγίας. Ήταν δούλος και ζούσε στη Ρώμη, αλλά κάποια στιγμή κατάφερε – δεν ξέρουμε πώς- να ζει ελεύθερος. Έγινε φιλόσοφος και διώχθηκε από τη Ρώμη εξαιτίας σχετικού διατάγματος του Δομιτιανού. Πήγε μετά στη Νικόπολη της Ηπείρου, όπου ίδρυσε φιλοσοφική σχολή. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγεται ο ιστορικός Φλάβιος Αρριανός, ο πραγματικός καταγραφέας των φιλοσοφικών του απόψεων, καθώς ο ίδιος δεν άφησε κανένα σύγγραμμα (όπως και ο Σωκράτης!). Ήταν ανάπηρος από το ένα πόδι, δεν ξέρουμε όμως πώς ακριβώς το έπαθε, κάποιοι λένε ότι έτσι γεννήθηκε, άλλοι ότι του το έσπασε σκόπιμα ο κύριός του.
    Τα κύρια σημεία που εστιάζει ο Επίκτητος είναι η ακεραιότητα, η αυτοδιαχείριση και η προσωπική ελευθερία, την οποία προωθεί με το να ζητάει στους μαθητές του την λεπτομερή εξέταση δύο κεντρικών ιδεών, την προαίρεση ελεύθερη εκλογή στάσης ζωής  και τη σωστή χρήση των εντυπώσεων.
    Στο Εγχειρίδιον ο Επίκτητος δίνει ρητές συμβουλές για το πώς πρέπει να ζούμε. Λέγεται Εγχειρίδιον γιατί όλα τα άτομα που θέλουν να ζήσουν όπως πρέπει, πρέπει να το έχουν πάντα μαζί τους εύκαιρο. Είναι ένα βιβλίο συνεχούς και απαραίτητης χρήσης, όπως το σπαθί (που συχνά αναφέρεται με αυτή την λέξη και φαίνεται η παρομοίωση να έχει παρθεί από εκεί) για έναν στρατιώτη.
    Κάποια πράγματα τα εξουσιάζουμε και άλλα όχι, λέει ο Επίκτητος, και πρέπει να μάθουμε την διαφορά. Της εξουσίας μας είναι η γνώμη μας, η διάθεσή μας, η επιθυμία να απολαύσουμε, η προσπάθεια να αποφύγουμε, με άλλα λόγια όσα είναι δική μας ενέργεια. Δεν είναι της εξουσίας μας το σώμα, η περιουσία, οι δόξες, τα αξιώματα, με μια λέξη όσα δεν είναι δικής μας ενέργειας.
    Υπάρχει μόνο ένας τρόπος να είμαστε ευτυχισμένοι κι αυτός είναι να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με πράγματα πέρα από τον έλεγχό μας.
    Αν θες, λέει, να μη σου τύχουν αρρώστιες, θάνατος ή φτώχεια, θα δυστυχήσεις. Την επιθυμία κατάργησέ την τελείως γιατί αν επιθυμείς κάτι που δεν είναι της εξουσίας σου θα αποτύχεις.
    Κάθε τι που αγαπάς να εξακριβώνεις τι είναι, πχ να λες χύτρα είναι έτσι ώστε αν σπάσει να μην ταραχθείς, αν φιλάς το παιδί σου ή την γυναίκα σου να λες, άνθρωπος είναι, έτσι δε θα ταραχθείς όταν πεθάνει. Αν θες η γυναίκα σου, τα παιδιά σου και οι φίλοι σου να ζουν αιωνίως, είσαι ηλίθιος. Θέλεις δηλαδή να εξουσιάζεις εκείνα που δεν είναι της δικής σου εξουσίας. Θάνατο και εξορία και όλα που σου φαίνονται τρομερά λογάριαζέ τα κάθε μέρα. Περισσότερο από όλα τον θάνατο, μ΄ αυτό ποτέ δε θα συλλογιστείς τίποτα ταπεινό, ούτε θα επιθυμήσεις τίποτα με υπερβολή.  Πρέπει να αγαπάμε τα παιδιά μας, τα αδέρφια μας, τους φίλους μας αλλά ταυτόχρονα να υπενθυμίζουμε στον εαυτό μας την θνητότητά τους. Η κυρίαρχη σχέση είναι με τον θεό: οι ανθρώπινες σχέσεις δεν θα έπρεπε να μας δίνουν λόγο να μεμφόμαστε τον θεό αλλά θα πρεπε να μας παρακινούν να χαιρόμαστε με την φυσική τάξη πραγμάτων.
    Δεν πειράζουν τους ανθρώπους τα πράγματα, αλλά οι γνώμες που σχηματίζουν για τα πράγματα. Πχ ο θάνατος δεν είναι κάτι φοβερό, αν ήταν θα φαινόταν και στον Σωκράτη, η ιδέα του θανάτου, επειδή είναι τρομερή, αυτή μας τρομάζει. Αν αλλάξουμε τις εντυπώσεις μας, θα αλλάξουν και τα συναισθήματά μας. Σε αυτό το αξίωμα βασίστηκε και η γνωστική ψυχοθεραπεία του Albert Ellis.
    Η πραγματική διαδικασία αυτοβελτίωσης είναι αρχικά ζήτημα του συνειδητά να επιβραδύνεις τη διαδικασία των σκέψεών σου  ώστε να επιτρέψεις την αντανάκλαση όσων συμβαίνουν. Μοιάζει κάπως με τα φίλτρα που λέμε στην ψυχοθεραπεία, ανάμεσα στην σκέψη και τη δράση. Λέει “Εντύπωση, περίμενέ με λίγο. Άσε να δω τι είσαι και τι συμβολίζεις, άσε να σε τεστάρω”. Το να έχω μία εντύπωση σημαίνει να έχω επίγνωση για κάτι στον κόσμο.
    Οπότε αν κάποιος σε έχει θυμώσει γνώριζε ότι είναι η δική σου σκέψη που σε θυμώνει (αυτό μοιάζει με το τι λέει και ο Δαλάι Λάμα σε σχέση με τον θυμό). Οπότε πριν αντιδράσεις μην αφήσεις τις εντυπώσεις σου να σε παρασύρουν. Γιατί αν πάρεις λίγο χρόνο θα δεις ότι είναι πιο εύκολο να ελέγξεις τον εαυτό σου. Ο θυμός καταστρέφει την ικανότητά μας να λογικευτούμε και να πάρουμε καλές αποφάσεις για αυτό πρέπει να του φερόμαστε με φροντίδα, αλλά και αποφασιστικότητα. Ο Επίκτητος λέει ότι κάθε πράγμα έχει 2 χερούλια, ένα από το οποίο μπορείς να το σηκώσεις κι ένα από το οποίο είναι ασήκωτο. Κάθε πράγμα δηλαδή έχει 2 όψεις, μία υποφερτή και μία όχι! Ο θυμός μοιάζει άχρηστος για κάθε γεγονός στην ζωή μας. Μας εμποδίζει από το να διαχειριστούμε την κατάσταση που ουσιαστικά τον προκάλεσε. Είναι εργαλείο παραλογισμού.
    Η βάση της φιλοσοφίας είναι η αυτογνωσία. Η φιλοσοφία είναι τρόπος ζωής, διδάσκει ο Επίκτητος, και όχι απλά θεωρία. Για εκείνον όλα τα εξωτερικά γεγονότα κανονίζονται από τη μοίρα, επομένως δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. Πρέπει να τα δεχόμαστε ήρεμα, χωρίς πάθη. Ωστόσο είμαστε υπεύθυνοι για τις ενέργειές μας. Προσπαθώντας να ελέγξουμε τα ανεξέλεγκτα αρχίζουμε να υποφέρουμε. Αν και ο όρος ειμαρμένη που χρησιμοποιεί παραπέμπει στην έννοια του πεπρωμένου και της μοίρας, δεν πρέπει να συγχέεται με την μοιρολατρία. Στην περίπτωση της ειμαρμένης μπορούμε να επιλέγουμε παρόλο που όλες οι δυνατότητες στις οποίες ένα γεγονός ενδέχεται να εξελιχθεί είναι ήδη δεδομένες. Το ποια όμως από τις προκαθορισμένες δυνατότητες θα επιλέξουμε ανήκει στη δική μας δικαιοδοσία. Γι’ αυτό προκειμένου να προβούμε στις σωστές επιλογές θα πρέπει να έχουμε μελετήσει την φύση, ώστε γνωρίζοντας τις δυνατότητες των γεγονότων να επιλέξουμε αυτές που θα μας κάνουν ευτυχισμένους. Πχ η αρρώστια δεν είναι κάτι που μπορούμε να ελέγξουμε, το πότε θα αρρωστήσουμε, το για πόσο, το αν θα συνέλθουμε, δεν εξαρτώνται από εμάς. Μπορούμε βέβαια να επισκεφτούμε έναν καλό γιατρό αλλά δεν μπορούμε να έχουμε έλεγχο στο αν θα πετύχει η θεραπεία.
    Για να πετύχουμε τη γαλήνη, την απάθεια, πρέπει να σταματήσουμε να ασχολούμαστε με χαζές ανησυχίες, προσπάθειες να ελέγξουμε τους άλλους, γιατί θα οδηγούμαστε συνεχώς σε αγωνία και άγχος. Αντίθετα, θα πρεπε να δίνουμε την ενέργειά μας στο να προσπαθούμε να αυτοβελτιωθούμε και να κάνουμε το καθήκον μας και να ζούμε με τιμή, προσπαθώντας να δεχτούμε όσο πιο ήρεμα γίνεται τις προκλήσεις που εμφανίζονται μπροστά μας.
    Η απάθεια, δηλαδή η αταραξία της ψυχής είναι προϋπόθεση της αρετής και της ευτυχίας. Η αγωνία μας για την ζωή είναι από τα πολλά πάθη μας. Το πάθος είναι μια αφύσικη κίνηση της ψυχής, μια ορμή πλεονάζουσα, που μας παρασύρει σε επικίνδυνες για την ηθική ισορροπία και την ευτυχία μας, αντιδράσεις. Πρέπει λοιπόν να βγάλουμε από την ψυχή μας κάθε είδους πάθος για να κατακτήσουμε την αρετή και να γίνουμε ευτυχισμένοι.
    Τα συναισθήματα πένθους, οίκτου και στοργής είναι γνωστές ενοχλήσεις της ψυχής. Η θλίψη είναι το πιο επιθετικό, και ο Επίκτητος θεωρούσε το να πενθούμε ή να θλιβόμαστε πράξη κάκιστη. Είναι σα να πηγαίνουμε ενάντια στην θέληση του Θεού, έλεγε.
    Όταν συναντούμε εμπόδια, ποτέ να μην κατηγορούμε τους άλλους αλλά μόνο τον εαυτό μας, δηλαδή τις γνώμες μας. Ο απαίδευτος κατηγορεί τους άλλους για τα δικά του ατυχήματα, εκείνος που άρχισε να εκπαιδεύεται τον εαυτό του και ο πεπαιδευμένος ούτε τον εαυτό του.
    “Μη γυρεύεις τα πράγματα να γίνονται όπως θες, αλλά να αποδέχεσαι τα πράγματα όπως γίνονται και θα ευτυχίσεις” διακήρυσσε συχνά ο Επίκτητος.
    Η αρρώστια είναι εμπόδιο για το σώμα, όχι όμως και για την ελεύθερη κρίση. Αν κουτσαθείς αυτό είναι εμπόδιο για το πόδι, όχι όμως για την ελευθερία της κρίσης.
    Της περιουσίας καθενός μέτρο είναι το σώμα του. Για το σώμα μόνο ό,τι έχεις ανάγκη να παίρνεις (πχ ρούχα, τροφή). Μιας και περάσεις το μέτρο δεν υπάρχει πια όριο. Ηθική προστυχιά είναι η υπερβολική ενασχόληση με το σώμα, να τρως υπερβολικά, να πίνεις υπερβολικά και τέτοια. Η προσοχή πρέπει να είναι στο πνεύμα. Τα σώματά μας δε μας ανήκουν στην πραγματικότητα, αφού δεν μπορούμε πάντα να αποφασίσουμε τι θα τους συμβεί.
    Μη λες πώς πρέπει να τρώνε αλλά  τρώγε όπως πρέπει. Θυμήσου, ο Σωκράτης τόσο είχε βγάλει από την ζωή του την επίδειξη που άνθρωποι έρχονταν και του ζητούσαν να τους συστήσει σε φιλοσόφους κι εκείνος τους έστελνε, τόσο δεν τον πείραζε να τον παραβλέπουν. Μην καυχιέσαι για ό, τι κάνεις.
    Προσδιόρισε για τον εαυτό σου έναν χαρακτήρα κι έναν τρόπο ζωής που θα τον κρατήσεις ανάλλαχτο και μόνος όταν είσαι και με άλλους.
    Του απαίδευτου κατάσταση και χαρακτήρας: ποτέ δεν περιμένει ωφέλεια ή βλάβη από τον εαυτό του, αλλά απ’ έξω. Του φιλόσοφου κατάσταση και χαρακτήρας: κάθε ωφέλεια ή βλάβη από τον εαυτό του την περιμένει.
    Έλεγε πως η ελευθερία και η σκλαβιά δεν είναι παρά ονόματα για την αρετή και την κακία και οι δύο εξαρτώνται από τη βούληση. Κανένας του οποίου η βούληση είναι ελεύθερη, δεν είναι δούλος. Εδώ θυμίζει λίγο αυτό που έλεγε ο Φρανκλ ότι μπορείς να διαλέξεις πως θα συμπεριφερθείς σε κάθε κατάσταση. Όπως και ο Επίκτητος ήταν δούλος, έτσι και ο Φρανκλ ήταν κρατούμενος σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
    Εστιάζει πολύ στην ελευθερία. Ένα αληθινά ελεύθερο άτομο δεν είναι ελεύθερο μόνο από χρέη, αλλά και από τις ενοχλήσεις που προκαλούνται προσπαθώντας να πείσουν τους άλλους ή να τους αλλάξουν. Δυσκολευόμαστε πάρα πολύ να αντέξουμε την κριτική, ειδικά όταν δε δίνεται με καλό τρόπο. Ο Επίκτητος ρωτάει: “Αν κάποιος έδινε το σώμα σου σε κάποιον που γνώριζε τυχαία στον δρόμο θα θύμωνες πολύ. Και δεν ντρέπεσαι να δίνεις ο ίδιος το μυαλό σου, να αφήνεις να σε επηρεάζει όποιος τύχει να σου επιτεθεί λεκτικά;”
    Η ουσία του θεού είναι η καλοσύνη, έχουμε όλα τα καλά που θα μπορούσαν να μας δοθούν.
    Δεν ήταν υπέρ του γάμου και των παιδιών. Ο γάμος μπορεί να ήταν καλός σε μια κοινωνία σοφών ανδρών, αλλά με την επικρατούσα κατάσταση που είναι σα να βρίσκεσαι σε μάχη διαρκώς, μάλλον θα αποσπάσει τον φιλόσοφο από την υπηρεσία του Θεού. Ο γάμος θα μας βγάλει τις χειρότερές μας πλευρές, έλεγε ο Επίκτητος. Πίστευε πολύ στην φιλία, αλλά δεν πίστευε με τίποτα ότι μπορούν δύο σύζυγοι να είναι φίλοι. Ο γάμος, έλεγε, είναι μια τρομερή διάσπαση από την καλή ζωή. Το να ασχολείσαι καθημερινά με μικροπράγματα και με το να ασχολείσαι με το τι κάνει το παιδί σου (αν έφαγε ή όχι) αν είναι άρρωστος ο άντρας σου κλπ είναι σκέτη αγγαρεία. Η συνεχής συναισθηματική προσοχή που απαιτείται από τους συζύγους συνεχώς είναι μεγάλο βάρος. Οι σοφοί δεν πρέπει να ανησυχούν και να ασχολούνται με τις ασήμαντες λεπτομέρειες της οικογενειακής ζωής. Στη μόνη περίπτωση που ήταν υπέρ του γάμου ήταν μεταξύ 2 φιλοσόφων, όπως στην περίπτωση του Κράτη και της Ιππαρχίας (Κυνικών φιλοσόφων) που ζούσαν λιτά, χωρίς σπίτι ή υπάρχοντα, ζώντας στους δρόμους, χωρίς να αναλώνονται σε τσακωμούς για το ποιος θα πλύνει τα πιάτα.
    Ο Επίκτητος χρησιμοποιεί τις εξής αναφορές σχετικά με το πώς θα έπρεπε να ζουν οι Στωικοί την ζωή τους:
     Η ζωή σαν μια γιορτή
    Ενθαρρύνει να σκεφτούμε τη ζωή μας σαν γιορτή, κανονισμένη προς όφελός μας από τον Θεό, σαν κάτι που πρέπει να ζούμε με χαρά και να μη λυγίζουμε από τις δυσκολίες, αλλά να βλέπουμε την μεγαλύτερη εικόνα.
     Η ζωή σαν παιχνίδι
    Ενθαρρύνει τους μαθητές του να εκτιμήσουν τα εξωτερικά πράγματα που είναι αδιάφορα (ούτε καλά, ούτε κακά). Το τι μετράει είναι το πώς παίζουμε το παιχνίδι. Όπως και όταν κάποιοι παίζουν μπάλα δε σκέφτονται αν η μπάλα είναι καλή ή κακή, θέλουν απλά να την πετάξουν και να την πιάσουν. Με τα παιχνίδια συζητά και περί της αυτοκτονίας. Λέει δηλαδή, αν δεν αντέχεις την ζωή μπορείς να παραιτηθείς, όπως αν δε σου άρεσε ένα παιχνίδι θα το σταματούσες. Να είσαι σαν τα παιδιά που λένε “δε θα παίξω άλλο” και φεύγουν όταν δεν απολαμβάνουν το παιχνίδι. Έτσι να κάνεις κι εσύ και αν μείνεις τελικά, να σταματήσεις να γκρινιάζεις. Όποιος βρίσκει την ζωή αβάσταχτη είναι ελεύθερος να παραιτηθεί, αλλά να το σκεφτεί καλά πριν αφήσει τον ρόλο του. Οι Στωικοί ποτέ δε θα την βρουν αβάσταχτη και δε θα παραπονεθούν σε κανέναν – Θεό ή άνθρωπο.
     Η ζωή σαν ύφανση
    Ό, τι υλικό μας δίνεται πρέπει να το χρησιμοποιήσουμε σωστά και όσο καλύτερα μπορούμε. (όπως αυτοί που φτιάχνουν τις πλέξεις, κλπ)
     Η ζωή σαν θεατρικό έργο
    Ο ρόλος που παίζουμε στην ζωή κανονίζει και ποιες πράξεις είναι κατάλληλες για μας. Πρέπει να δεχόμαστε την μοίρα μας, όποια κι αν είναι, αφού δεν επιλέγουμε τον ρόλο μας. Να θυμάσαι ότι είσαι ένας ηθοποιός του οποίου ο χαρακτήρας έχει αποφασιστεί από τον συγγραφέα – είτε είναι μικρός, είτε είναι μεγάλος. ‘Ο,τι κι αν θέλει να είσαι, παίξε τον ρόλο που σου δόθηκε όσο καλύτερα μπορείς. Είναι δουλειά σου να κάνεις το καλύτερο που μπορείς, αλλά είναι δουλειά άλλου να επιλέξει τι ρόλο θα παίζεις.
     Η ζωή σαν ένας αθλητικός αγώνας
    Όπως οι αθλητές πρέπει να προετοιμάζονται για να μπουν στην αρένα, έτσι και οι Στωικοί προετοιμάζονται για την φιλοσοφική ζωή μέσων της ηθικής που διδάσκονται. Η εκπαίδευση για τη Στωική ζωή είναι όπως η εκπαίδευση του αθλητή, δύσκολη, απαιτητική και δυσάρεστη. Πρέπει να τα έχουμε σκεφτεί όλα αυτά που χρειάζονται για να προετοιμαστεί κάποιος για κάτι, ώστε να μη φανούμε μετά χαζοί, αν δεν έχουμε υπολογίσει σωστά. Πρέπει να εκπαιδευόμαστε συνεχώς και να είμαστε έτοιμοι για όλα όσα μπορεί να συναντήσουμε μπροστά μας, ο αγώνας είναι εδώ κάθε στιγμή.
     Η ζωή σαν στρατιωτική θητεία
    Η μεταφορά αυτή επιστρέφει στην Στωική ιδέα ότι το σύμπαν κυβερνάται από τον Θεό και είτε μας αρέσει είτε όχι, είμαστε όλοι στην υπηρεσία του. Η ζωή είναι σαν την υπηρεσία του στρατιώτη, καθένας είναι υπεύθυνος για κάτι. Αν δεν το κάνεις, ο στρατηγός σου θα παραπονεθεί και θα φέρεις και όλους τους υπόλοιπους σε δυσμενή θέση όλο τον στρατό με το λάθος σου. Αν ο καθένας έκανε ό,τι ήθελε δε θα υπήρχε στρατιώτης να κρατά σκοπιά ή να πολεμήσει. Έτσι είναι και στην ζωή του κάθε ανθρώπου είναι μια εκστρατεία. Είναι για σένα να παίξεις τον ρόλο του στρατιώτη, να κάνεις τα πάντα για να ευχαριστήσεις τον Στρατηγό.
    Η φιλοσοφία των Στωικών μπορεί να περιληφθεί και στην φράση που λένε στα προγράμματα των 12 βημάτων: “Θεέ μου δώσε μου τη δύναμη να αλλάξω αυτά που μπορώ, την υπομονή να αντέξω αυτά που δεν μπορώ, και την σοφία για να γνωρίζω την διαφορά μεταξύ τους”.
    Αποφθέγματα
    Ανέχου και απέχου (να έχεις υπομονή και εγκράτεια)
    1. Αν θέλεις να σε επαινούν, μάθε πρώτα να λες καλά λόγια, και αφού μάθεις να λες καλά λόγια, να κάνεις καλές πράξεις, και τότε θα ακούς καλά λόγια για σένα.
    2. Κανείς δεν μπορεί να είναι ελεύθερος, αν δεν είναι κύριος του εαυτού του.
    3. Αν αναλάβεις κάποια θέση που ξεπερνά τις δυνάμεις σου, αφενός θα ρεζιλευτείς αφετέρου θα παραλείψεις να κάνεις αυτό που μπορείς.
    4. Όρισε στον εαυτό σου ένα χαρακτήρα και έναν τρόπο ζωής που θα τον κρατάς είτε είσαι μόνος σου είτε με άλλους.
    πηγή: ekivolosblog

    Η ΕΦΕΣΙΑ ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΑΙ Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΘΕΑΣ (ΒΙΝΤΕΟ)

    $
    0
    0

                 ΒΙΝΤΕΟ - ΕΦΕΣΙΑ ΑΡΤΕΜΙΣ

       















    Η Άρτεμις Εφεσία είναι η κύρια θεότητα της πόλης της Εφέσου, στεγαζόμενη στο περίφημο ιερό της, το Αρτεμίσιο, που βρισκόταν περίπου 1.200 μ. (7 στάδια) από την αρχική εγκατάσταση των Ελλήνων αποίκων. Η σύγχρονη έρευνα αναγνωρίζει σήμερα την ιστορικότητα των πληροφοριών που μας παρέχουν διάφορες αρχαίες πηγές, σύμφωνα με τις οποίες οι αρχικοί Έλληνες άποικοι αποβιβάστηκαν σε σημείο όπου Λέλεγες και Κάρες (ή Λυδοί) λάτρευαν τη Μητέρα των Θεών. Χωρίς να πειράξουν τους πιστούς της λατρείας και το ίδιο το ιερό, οι άποικοι αποδέχθηκαν τη λατρεία της θεάς των αυτοχθόνων, την οποία και ταύτισαν με την Αρτέμιδα. Συγκεκριμένα, η θεά θεωρείται ως το αμάλγαμα δύο διαφορετικών θεϊκών μορφών και παραδόσεων, της μυκηναϊκής Αρτέμιδος και μιας προελληνικής, πιθανόν χετιτικής θεότητας, της Όπιδος ή Ούπιδος, πολιούχου της πόλης Apaaa, που προϋπήρχε στη θέση της ελληνικής Εφέσου.


    Η αρχαιολογική έρευνα έχει δείξει ότι τα πρώτα οικοδομήματα στο χώρο του Αρτεμισίου χρονολογούνται στα Γεωμετρικά χρόνια, αν και η λατρευτική δραστηριότητα ενδέχεται να ανάγεται ακόμη παλαιότερα, στην Πρωτογεωμετρική εποχή. Επιπλέον, πέρα από τη διαπιστωμένη παρουσία ενός οικισμού αυτοχθόνων στο λόφο του Ayasuluk, στο ίδιο το ιερό εμφανίζονται, σε στρώματα κάτω από το γεωμετρικό περίπτερο ναό, μινωικά και μυκηναϊκά ευρήματα, ενώ στα πρώιμα αναθήματα περιλαμβάνονται και χετιτικά κειμήλια. Γεγονός είναι ότι οι φιλολογικές πηγές αποδίδουν την ίδρυση του ιερού της Αρτέμιδος στις Αμαζόνες, δείγμα τόσο της παλαιότητας, όσο και του εξωτικού χαρακτήρα της λατρείας της θεάς.




    Οι τίτλοι της θεάς

    Οι τίτλοι της θεάς αναφέρονται κυρίως στην ισχύ και το μεγαλείο, καθώς και στη σχέση της με την πόλη. Αναφέρεται ως Δέσποινα Εφεσία σε μια αποσπασματική επιγραφή πάνω σε αργυρό πλακίδιο του 6ου αι. π.Χ., που είναι και η αρχαιότερη επιγραφή από το ιερό. Σε μεταγενέστερες επιγραφές και φιλολογικές αναφορές γίνεται χρήση των τίτλων Ούπις Άνασσα, μεγάλη η Άρτεμις Εφεσίων, μεγίστη θεά Εφεσία Άρτεμις και Άρτεμις μέγας θεός παρ'Έφεσον.

    Το αρχαϊκό ιερό

    Το ιερό της Αρτέμιδος γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη κατά τον 7ο αι. π.Χ., όταν αφιερώνονται εκεί πληθώρα ειδωλίων, κοσμημάτων και άλλων αντικειμένων από πολύτιμα μέταλλα ή εξωτικές πρώτες ύλες (κεχριμπάρι και ελεφαντόδοντο).Τότε εμφανίζονται και τα ειδώλια ανατολικής επίδρασης από ξύλο, ελεφαντόδοντο και χρυσό, που θεωρείται ότι παρουσιάζουν μια πρώτη μορφή του λατρευτικού αγάλματος της θεάς.Κατά τον 6ο αι. π.Χ. όμως, η λατρεία της θεάς φαίνεται πως αποκτά την κανονική της μορφή. Ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος συνεισέφερε οικονομικά στην ανέγερση του μεγάλου δίπτερου ναού της θεάς, προσφέροντας τους κατώτερους σφονδύλους των 127 κιόνων, οι οποίοι ήταν διακοσμημένοι με εξαιρετικής ποιότητας ανάγλυφα.Στο ίδιο διάστημα, γύρω στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. ή και αργότερα, αναφέρεται η δημιουργία του λατρευτικού αγάλματος της θεάς, που αποδίδεται από μια ύστερη πηγή, στο γνωστό Αθηναίο γλύπτη Ένδοιο.Μετά την περσική κατάκτηση της Μικράς Ασίας, το ιερό απέκτησε μεγάλη σημασία στη Δυτική Μικρά Ασία, συγκεντρώνοντας Πέρσες λατρευτές, οι οποίοι ταύτιζαν τη μεγάλη θεά της Εφέσου με τη δική τους Αναΐτιδα ή Δαΐτιδα. 
      
    Το ιερατείο της θεάς

    Στην Περσική περίοδο ανάγεται και η καθιέρωση του τίτλου του μεγάλου ιερέα της θεάς, του μεγαβύζου ή μεγαβύξου, ο οποίος κατά τα ανατολικά πρότυπα ήταν ευνούχος. Ο τίτλος είναι μετάφραση από τα ιρανικά του θεοφόρου ονόματος Bagabuksha. Το πρόσωπο αυτό περιβαλλόταν με μεγάλο κύρος: ο Ξενοφών είχε εμπιστευθεί στο μεγάβυζο της εποχής του τις οικονομίες του -το ιερό λειτουργούσε ως ένα είδος τράπεζας-, τις οποίες του επέστρεψε ο ιερέας όταν οι δύο τους συναντήθηκαν κατά τη διάρκεια των αγώνων στην Ολυμπία. Ο ίδιος ο Μέγας Αλέξανδρος έγραψε ένα ευγενικό γράμμα στον ιερέα, ζητώντας του να του παραδώσει ένα φυγά δούλο, ο οποίος είχε καταφύγει στο Αρτεμίσιο, περίφημο χώρο ασύλου. Κάποιο ρόλο έπαιξε και ο μεγάβυζος στο επεισόδιο κατά το οποίο ο Μάρκος Αντώνιος δολοφόνησε στην Έφεσο με ιταμό τρόπο την Αρσινόη, αδελφή της Κλεοπάτρας, η οποία είχε καταφύγει στο ιερό, ζητώντας άσυλο.

    Μετά την περίοδο αυτή, ο μεγάλος ιερέας δεν αναφέρεται ξανά. Πιθανόν να αντικαταστάθηκε από μια συλλογική ομάδα ιερέων με τον ίδιο τίτλο (μεγάβυζοι). Τις σημαντικότερες λατρευτικές και ιερατικές του λειτουργίες θα πρέπει να τις ανέλαβε έκτοτε μια ιέρεια.Τη λατρεία της Αρτέμιδος υπηρετούσε πολυάριθμο προσωπικό. Πέραν του μεγαβύζου και αργότερα της ιέρειας της Αρτέμιδος, υπήρχε μια ομάδα ανδρών ιερέων, οι εσσήνες, δηλαδή οι κηφήνες, οι οποίοι διαβιούσαν για διάστημα ενός έτους στο χώρο του ιερού, σε πλήρη σεξουαλική αποχή. Οι ιέρειες της Αρτέμιδος ήταν παρθένες, την αγνότητα των οποίων επιτηρούσε, συχνά με αυστηρότατο τρόπο, ο ευνούχος ιερέας. Οι ιέρειες αυτές ονομάζονται συνήθως μέλισσες. Άλλες ομάδες γυναικών ασχολούνταν με την κόσμηση του λατρευτικού αγάλματος της θεάς (κοσμοφόροι, κοσμήτειραι, χρυσοφόροι).

    Εορτασμοί

    Η σημαντικότερη εορτή ήταν τα γενέσια της θεάς. Με βάση τις φιλολογικές μαρτυρίες τα μυστήρια αυτά θεσμοθετήθηκαν επί Λυσιμάχου στα τέλη του 4ου ή στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και εορτάζονταν μέχρι τουλάχιστον την καταστροφή του ιερού της θεάς από τους Γότθους το 262 μ.Χ.Τα φανερά τμήματα της εορτής γίνονταν στο άλσος της Ορτυγίας, όπου σύμφωνα με τον τοπικό μύθο, η Λητώ σταμάτησε και, ακουμπώντας σε μια ελιά, γέννησε τον Απόλλωνα και την Αρτέμιδα. Περιλάμβαναν δύο δείπνα, που το ένα το πρόσφεραν οι νέοι και το άλλο, πιο κλειστό, ενέπλεκε τους Κουρήτες, οι οποίοι επίσης συμμετείχαν σε μυστικές τελετές, που δε μας είναι γνωστές.Οι Κουρήτες ήταν άνδρες επιφανών οικονομικά και κοινωνικά οικογενειών της πόλης, οι οποίοι συμμετείχαν σε θεία δρώμενα, υποκρινόμενοι τους μυθικούς ένοπλους χορευτές που με την κλαγγή των όπλων τους τρόμαξαν την Ήρα που καταδίωκε τη Λητώ και έτσι επέτρεψαν στην τελευταία να φέρει στη ζωή τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Το συνέδριο των Κουρητών συγκαλούνταν από τον 1ο αι. μ.Χ. και εξής στο Πρυτανείο της Εφέσου.

    Στο διάστημα εκείνο, και ιδιαίτερα στους πρώτους Αυτοκρατορικούς αιώνες, η λατρεία της Αρτέμιδος αναπτύχθηκε ιδιαίτερα και απέκτησε στοιχεία σχεδόν μονοθεϊστικά, όπως τουλάχιστον μαρτυρά το επεισόδιο του παραλίγο λιντσαρίσματος των Εβραίων της πόλης από τον όχλο των πιστών της θεάς, λόγω του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου. Στο διάστημα αυτό λοιπόν παρατηρήθηκε μια νέα άνθηση της λατρείας της θεάς: το Αρτεμίσιο γίνεται ένας από τους μεγάλους τόπους προσκυνήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που ο Freud παρομοίασε με το καθολικό προσκύνημα στο ναό της Λούρδης.

    Αναπαραστάσεις της θεάς

    Στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., ο επιφανής πολίτης της Εφέσου C. Vibius Salutaris εισήγαγε μια τελετή περιφοράς του αγάλματος της θεάς, καθώς και μιας σειράς από χρυσά αγάλματα μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας και ηρώων της πόλης. Τότε αναπτύχθηκε και το έντονο ενδιαφέρον για το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, το επονομαζόμενο «πολύμαστον» (Diana multimammia) των συγγραφέων της εποχής, το οποίο είναι γνωστό από μεγάλο αριθμό παραστάσεων σε νομίσματα, μετάλλια και αντίγραφα σε φυσικό μέγεθος των Ρωμαϊκών χρόνων.Ανάγεται πιθανότατα στον 4ο αι. π.Χ. Οι μαστοί της θεάς έχουν ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Η απουσία θηλών οδήγησε σε μια σειρά από ταυτίσεις (αυγά, σταφύλια, βελανίδια), καμία από τις οποίες δεν είναι πειστική. Πιο πρόσφατη είναι η θεωρία του Seiterle, ο οποίος ταύτισε τους «μαστούς» με όρχεις θυσιασμένων ταύρων, θεωρία που σε γενικές γραμμές έγινε δεκτή ευνοϊκά. Βασικό πρόβλημα της θεωρίας αυτής είναι η απουσία ενδείξεων για θυσίες ταύρων. Αντίθετα, ο Bammer υποστήριξε, με βάση ευρήματα κεχριμπαρένιων αναθημάτων, την παλαιότερη άποψη, ότι πρόκειται για μαστούς, ενώ η Morris συνέδεσε το σχήμα με δερμάτινα πουγκιά που ανάγονται σε χετιτικά λατρευτικά πρότυπα.

    Ανεξάρτητα πάντως από τις διχογνωμίες σχετικά με τους «μαστούς» τα αγάλματα της Αρτέμιδος Εφεσίας αναπαριστάνουν τη θεά να φοράει ένδυμα πλούσια διακοσμημένο με παραστάσεις ταύρων, γρυπών, σφιγγών, σειρήνων, ελαφιών, λεόντων και μελισσών, σαφής και αναμφισβήτητη αναφορά στην Πότνια Θηρών», φορά πόλο, ζώνη και υποδήματα, πάνω στα οποία είχαν καταγραφεί τα περίφημα εφέσια γράμματα, τα έξι μαγικά ξόρκια που γνώρισαν ευρύτατη διάδοση στον ελληνιστικό και το ρωμαϊκό κόσμο (ΑΣΚΙΟΝ, ΚΑΤΑΣΚΙΟΝ, ΛΥΞ, ΤΕΤΡΑΞ, ΔΑΜΝΑΜΕΝΕΥΣ, ΑΙΣΙΑ).

    Χαρακτήρας της λατρείας

    Η λατρεία της Αρτέμιδος περιέχει προελληνικά στοιχεία, τα οποία κατά κύριο λόγο σχετίζονται με την ιδιότητα της θεάς ως Μεγάλης Θεάς με ιαματικές ιδιότητες. Ο χαρακτήρας αυτός διατηρήθηκε και κατά την ιστορική περίοδο, ενώ από τον 3ο αι. π.Χ. εμπλουτίστηκε και με μυστικιστικές προεκτάσεις. Αναμφίβολη τέλος είναι η σχέση της θεάς με τη γονιμότητα, όπως προκύπτει και από την εμφάνιση του λατρευτικού αγάλματος με τους πολυάριθμους «μαστούς», με όποιον τρόπο και αν τους ερμηνεύσουμε. Η σχέση αυτή της θεάς με την γονιμότητα επέτεινε και την ταύτισή της με την Ίσιδα στα Ρωμαϊκά χρόνια. Από το άγαλμα κρέμονταν επίσης νήματα μαλλιού, γεγονός που συνδέεται τόσο με τη γυναικεία φύση όσο και με προελληνικές αντιλήψεις περί γονιμότητας.Πάντως, η λατρεία σχετιζόταν κατά κύριο λόγο με τους νέους, καθώς απαγορευόταν η παρουσία παντρεμένων γυναικών στο ιερό, ενώ και οι νέοι της πόλης είχαν ρόλο στη διοργάνωση συμποσίων, όπως προαναφέρθηκε. Κυρίαρχο ρόλο έπαιζε η επιφάνεια της θεάς, η οποία θα πρέπει να λάμβανε χώρα κατά τη διάρκεια της θυσίας, από άνοιγμα στο αέτωμα του ναού, το οποίο εμφανίζεται σε νομίσματα.

    Το τέλος της λατρείας

    Η λατρεία δέχτηκε ισχυρό πλήγμα με την καταστροφή του ναού από σεισμό και τη λεηλασία του από τους Χριστιανούς  Γότθους το 262 μ.Χ. Φαίνεται πως διατηρήθηκε έως το 395, όταν ο Θεοδόσιος απαγόρευσε τη θρησκεία των εθνικών. Σε μια επιγραφή, που χρονολογείται περίπου το 450, ο επίσκοπος Δημέας αναφέρει με υπερηφάνεια το γεγονός ότι κατέβασε από τα προπύλαια της πόλης την εικόνα της θεάς, αντικαθιστώντας τη με το σταυρό.

    πηγή: apollonios
    Viewing all 939 articles
    Browse latest View live