Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΟΙ ΕΠΤΑ ΣΟΦΟΙ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑΣ

$
0
0



1. ΧΙΛΩΝ Ο ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΣ

Ο Χίλων ή Χείλων o Λακεδαιμόνιος, γιος του Δαμαγέτου, ήταν πολιτικός, νομοθέτης, φιλόσοφος και ελεγειακός ποιητής, που έζησε κατά τον στ'π.Χ. αιώνα και αναφέρεται ως ένας από τους Επτά Σοφούς της Aρχαίας Ελλάδας.

Γεννήθηκε το 600 π.Χ. στη Σπάρτη και πέθανε το 520 π.Χ. στην Πίσσα της Σικελίας. Κατά την παράδοση (και τον Έρμιππο) πέθανε σε ηλικία 80 ετών κατά τα προλεχθέντα, από τη μεγάλη του συγκίνηση και την υπερβολική χαρά του, όταν αγκάλιασε το γιο του, που μόλις είχε επιστρέψει Ολυμπιονίκης στο αγώνισμα της «πυγμής» (πυγμαχίας), οπότε και κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές, ενώ στον τάφο του γράφτηκε η φράση: «Υιός Χίλωνος, πυγμή χλωρόν έλεν κότινον / Είδ΄ο πατήρ στεφανούχον ιδών τέκνον ήμυσεν ησθείς ού νεμεσητόν. Εμοί τοίος ίτω θάνατος» [«Μακάρι να είχα κι εγώ ένα τέτοιο θάνατο»]. Σύμφωνα με τον Διογένη το Λαέρτιο που τον βιογράφησε (Α’ 3,68-73), οι Σπαρτιάτες ανήγειραν και άγαλμα προς τιμή του, με το επίγραμμα «Τόνδε δορυστέφανος Σπάρτα Χίλων, εφύτευσεν, ός των Επτά Σοφών, πρώτος, έφυ Σοφός» [περ. «Η πολεμόχαρη Σπάρτη γέννησε αυτόν εδώ τον Χίλωνα, που ήταν ο πρώτος, δηλαδή ο μεγαλύτερος, Σοφός από τους επτά Σοφούς»].


Ιδιαίτερης τιμής και εκτιμήσεως έχαιρε ο Χίλων και κατά τη διάρκεια της ζωής του. Οι συμπατριώτες του, μάλιστα, τον εξέλεξαν και Έφορο, το 556 π.Χ. (κατά την 56η Ολυμπιάδα). Η θητεία του κρίνεται ιδιαίτερα επιτυχημένη και μάλιστα με μεγάλη σημασία στην ιστορική εξέλιξη του πολιτεύματος της πόλης, αφού κατά τη διάρκεια της θητείας του εισηγήθηκε και πέτυχε τη μεταρρύθμιση του καθεστώτος του Λυκούργου, με την εξύψωση του θεσμού των Εφόρων και τον αποφασιστικό περιορισμό, κατά τον τρόπο αυτό, της βασιλικής δύναμης και εξουσίας, προς όφελος της λαϊκής κυριαρχίας.

Αλλά και μεταξύ των Ελλήνων της υπολοίπου Ελλάδας είχε αποκτήσει φήμη και έχαιρε ιδιαίτερης τιμής ο Χίλων, μεταξύ άλλων για τη ρήση του ότι τα Κύθηρα ήταν καλύτερα να μην υπήρχαν, φράση που αποδείχθηκε σοφή κατά τους μηδικούς πολέμους, όταν ο Δημάρατος συμβούλεψε τον Ξέρξη να συγκεντρώσει εκεί τον στόλο του, συμβουλή που ευτυχώς δεν εισακούστηκε από τον βασιλιά των Περσών, διότι τότε πιθανόν να κυριευόταν όλη η Ελλάδα (πρβλ. Ηρόδοτος Α’59), όπως αποδείχθηκε αργότερα, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οπότε ο Νικίας εγκατέστησε στο συγκεκριμένο νησί αθηναϊκή φρουρά, προκαλώντας μεγάλες ζημιές στους Λακεδαιμόνιους.

Ενδεικτικός και χαρακτηριστικός της σοφίας του είναι ο διάλογος που φέρεται να είχε, σε μεγάλη πλέον ηλικία, με τον ακμάζοντα, τότε, Αίσωπο. Ο τελευταίος φέρεται να τον ρώτησε «τι πράττει ο Δίας» και εκείνος του απάντησε «Ταπεινοί τα υψηλά και τα ταπεινά υψοί». Σε ερώτηση «κατά τι διαφέρουν οι πεπαιδευμένοι από τους απαίδευτους», απάντησε «ελπίσιν αγαθαίς» και, τέλος, στην ερώτηση «τι είναι δύσκολο» φέρεται να απάντησε το «τα απόρρητα σιωπήσαι και σχολήν [ή, κατ’ άλλη εκδοχή, «χολήν»] εύ διαθέσθαι και αδικούμενον δύνασθαι φέρειν».

Τα πιο σπουδαία και γνωστά γνωμικά του, δηλαδή το «μηδέν άγαν», το «γνώθι σαυτόν» και το «εγγύα παρά δ’ άττα» [σημειωτέον ότι το πρώτο απ’ αυτά αποδίδεται, κατ’ άλλη εκδοχή, στον Σόλωνα, ενώ το δεύτερο στον Θαλή] είχαν γραφτεί στον τοίχο (ή στην προμετωπίδα) του ναού του Απόλλωνα, στους Δελφούς. Ειδικά για το γνώθι σαυτόν αναφέρεται από τον Κλέαρχο ότι το γνωμικό αυτό λέχθηκε στον Χίλωνα ως μυστικό από τον θεό (Ι.Στοβαίου Ανθολ., τόμ.Α’ βιβλ.21 παρ.12)


2. ΠΙΤΤΑΚΟΣ Ο ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ

Ο Πιττακός ο Μυτιληναίος (περ. 650-570) ήταν πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης της Μυτιλήνης, ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας και μνημονεύεται μαζί με τον Θαλή, τον Βία και το Σόλωνα σε όλους τους σχετικούς καταλόγους.

Πατρίδα του ήταν η Μυτιλήνη, ο δε Σουίδας θέτει τη γέννησή του κατά την τριακοστή τρίτη Ολυμπιάδα, δηλαδή περί το 652 π.Χ.. Φημιζόταν για την πολιτική και κοινωνική σοφία του, τη σύνεση και την χρηστότητά του, αλλά και την πολεμική ανδρεία του. Στον πολιτικό στίβο της πατρίδας του εισήλθε ενεργά το 612 π.Χ., όταν από κοινού με τους αδελφούς του Αλκαίου, οι οποίοι ηγούνταν της αριστοκρατικής μερίδας, φόνευσε τον τύραννο Μέλαγχρο. Έξι χρόνια μετά τον βρίσκουμε να οδηγεί τους συμπολίτες τους στον πόλεμο κατά των Αθηναίων, με αντικείμενο την κατοχή του Σιγείου. Ο Πιττακός διακρίθηκε στη μάχη, σκότωσε μάλιστα, στο πλαίσιο μονομαχίας, τον Φρύνωνα, στρατηγό των Αθηναίων, νικητή των Ολυμπίων και διάσημο για το θάρρος και την ανδρεία του. Οι Μυτιληναίοι τον τίμησαν για τα κατορθώματά του, όμως εκείνος από τα εδάφη που του προσφέρθηκαν δέχτηκε μόνο την έκταση που σηματοδοτήθηκε από μια ρίψη του ακοντίου του.

Κατόπιν, διέθεσε τη γη για ιερή χρήση η οποία έκτοτε αποκαλείται Πιττακού γή.Ο πόλεμος με τους Αθηναίους έληξε με παρέμβαση του Περιάνδρου, ο οποίος παραχώρησε τη διαφιλονικούμενη έκταση στους Αθηναίους. Οι εσωτερικές ταραχές στην Μυτιλήνη συνεχίστηκαν, υποδαυλισμένες από τη μερίδα των αριστοκρατών, με προεξάρχοντες τον Αλκαίο και τον αδελφό του, Αντιμενίδη. Όταν αυτοί εξορίστηκαν, η πόλη γνώρισε περίοδο σχετικής ηρεμίας, ώσπου οι φυγάδες επιχείρησαν να πετύχουν την επάνοδό τους με τη βία των όπλων. Ο δήμος, προκειμένου να αποκρούσει την απειλή, εξέλεξη ως αισυμνήτη τον Πιττακό, στον οποίο παραχώρησε απόλυτη εξουσία. Ο μεγάλος άνδρας παρέμεινε στο θώκο επί μία δεκαετία (589-579) με την παρέλευση της οποίας παραιτήθηκε από την αρχή εκουσίως.

Στη διάρκεια της ηγεμονίας του δεν επιχείρησε να ανατρέψει το πολίτευμα, αλλά επιδόθηκε στη βελτίωση και την αναθεώρηση των νόμων. Οι ολιγαρχικοί τον σκιαγραφούσαν ως τύραννο, ο δε Αλκαίος σε σχόλιό του χαρακτήρισε τον Πιττακό κακοπάτριδα και εξέφρασε την περιφρόνησή του για τον τρόπο με τον οποίο ο λαός τον εξέλεξε ως αισυμνήτη. Ο Πιττακός πέθανε περί το 569, σε ηλικία εβδομήντα ετών κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ογδόντα ετών κατά τον Σουίδα και εκατό ετών κατά τον Λουκιανό. Του αποδίδονται πολλά, χαμένα όμως, ελεγειακά ποιήματα, καθώς και πολλά γνωμικά, όπως "χαλεπόν εσθλόν έμμεναι"και το "γίγνωσκε καιρόν". Το πρώτο αποτέλεσε θέμα ωδής του Σιμωνίδη.


3. ΒΙΑΣ Ο ΠΡΙΗΝΕΥΣ

O Βίας ο Πριηνεύς ήταν Έλληνας φιλόσοφος , ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας, και καταγόταν από την Πριήνη της Ιωνίας (625 – 540 π.Χ.), ήταν γιος του Τευτάμου και γνώρισε μεγάλη φήμη και δόξα γύρω στα 570 π.Χ., την περίοδο που βασιλείς της Λυδίας ήταν ο Αλυάττης και ο Κροίσος.

Έγινε γνωστός για την δικαιοσύνη του και την ρητορική του δεινότητα. Ο Σάτυρος ο περιπατητικός, που έγραψε τις βιογραφίες των Σοφών, ονόμασε το Βίαντα «προκεκριμένον των Επτά». Σύμφωνα με τον Σάτυρο, όταν κάποτε οι Αθηναίοι, σύμφωνα με κάποιο θρύλο, βρήκαν, ενώ ψάρευαν, ένα χάλκινο τρίποδα με την επιγραφή «τω σοφώ», δηλαδή στον σοφό, έστειλαν το εύρημα τους στο Βίαντα, κρίνοντάς τον σαν τον σοφότερο άνδρα της εποχής του. Ήταν άνθρωπος ανιδιοτελής, δίκαιος, εγκρατής και λιτοδίαιτος. Τα δύο πιο κύρια γνωρίσματα του ήταν η ρητορική του δεινότητα και το ακοίμητο πνεύμα της δικαιοσύνης, απ` το οποίο διακατέχονταν. Στα δικαστήρια συνηγορούσε πάντα δωρεάν, υπερασπίζοντας σ` αυτά τους αδικούμενους πολίτες. Όταν ήταν αναγκασμένος να καταδικάσει κάποιον σε θάνατο, δάκρυζε. Λέγεται ότι κάποτε απελευθέρωσε κάποιες γυναίκες που είχαν γίνει δούλες, καταβάλλοντας τα λύτρα και αφού τις δίδαξε και τις προίκισε, τις έστειλε πίσω στους δικούς τους.

Ο Βίας ήταν γνωστός στην αρχαιότητα για τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε στην γενέτειρα πατρίδα του και παροιμιώδης έμεινε η μεγάλη δικανική του δεινότητα. Ο Βίας πέθανε σε ηλικία 85 χρονών περίπου, καθώς αγόρευε στο δικαστήριο. Όπως διηγείται ο Διογένης ο Λαέρτιος, πέθανε όπως πεθαίνουν όλοι οι δίκαιοι άνθρωποι. Έγραψε το ποίημα «Περί Ιωνίας, τίνα μάλιστ’ αν τρόπον ευδαιμονοίη» (με ποίον τρόπο δηλαδή θα μπορούσε να ευτυχήσει η Ιωνία), με δύο χιλιάδες στίχους.

Οι Πριηνείς τίμησαν το σοφό, τόσο ενόσω ακόμη ζούσε, όσο και μετά το θάνατό του, όταν και του έστησαν μεγαλοπρεπές μνημείο, το λεγόμενο «Τευτάμειον τέμενος» (από το όνομα του πατέρα του, που λεγόταν Τεύταμος ή Τεντεμίδης). Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως όταν η πατρίδα του Πριήνη κατακτήθηκε από τους Πέρσες, οι δε συμπολίτες του έφευγαν πρόσφυγες από εκεί, συναποκομίζοντας και τα υπάρχοντά τους, κάποιος τον ρώτησε γιατί κείνος δεν παίρνει κάτι μαζί του στη φυγή οπότε, ο Βϊας του απάντησε: «Τα εμά πάντα μετ` εμού φέρω», δηλαδή «Ότι έχω μαζί μου το φέρνω», εννοώντας πως δεν είχε κάτι για να πάρει και αυτός, όπως οι άλλοι.

Αναφέρεται επίσης ότι ο Ηράκλειτος, ο οποίος πολύ τον είχε εκτιμήσει, είπε για τον Βία: «Εν Πριήνη Βίας εγένετο ο Τευταμείω, ου πλείων λόγος ή των άλλων», υποδηλώνοντας έτσι πως ο Βίας ήτανε ανώτερος από τους άλλους έξη της χορείας των εφτά αρχαιοελλήνων σοφών.


4. ΣΟΛΩΝ Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ

Ο Σόλων (περ. 639 - 559 π.Χ.) ήταν σημαντικός Αθηναίος νομοθέτης, φιλόσοφος, ποιητής και ένας από τους επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας.Ανήκε σε πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια, η οποία καταγόταν από τη γενιά του βασιλιά της Αθήνας Κόδρου. Ο πατέρας του ονομαζόταν Εξηκεστίδης· αυτός φρόντισε για την εκπαίδευση και ανατροφή του γιού του. Όταν ο Σόλων έχασε την περιουσία του, στράφηκε προς το εμπόριο και ταξίδεψε στην Αίγυπτο και τη Μ. Ασία. Επωφελούμενος από τα ταξίδια του αυτά μελέτησε ξένους πολιτισμούς και νόμους, καθώς και τον πολιτικοοικονομικό βίο των άλλων χωρών. Τα εφόδια που απέκτησε τα χρησιμοποίησε αποτελεσματικά για την κοινωνική και οικονομική ανόρθωση της πατρίδας του και έτσι κατόρθωσε να αναδειχτεί στο σπουδαιότερο άνδρα της εποχής του.

Την εμπιστοσύνη του λαού την κέρδισε πρώτα με το ποιητικό του έργο. Ο Σόλων υπήρξε και ελεγειακός ποιητής. Έγραψε ελεγεία με τίτλο "Σαλαμίς", στην οποία προτρέπει τους Αθηναίους να ανακτήσουν το αγαπημένο τους νησί. Από την ελεγεία αυτή σώζονται μόνο οκτώ στίχοι. Ο Σόλων έγραψε επίσης πολιτικές ελεγείες, από τις οποίες έχουμε μεγαλύτερα αποσπάσματα. Σε αυτές εκφράζει τα πολιτικά του φρονήματα και αντανακλά τη φιλοπατρία του και την αγάπη του προς τη δικαιοσύνη. Οι ελεγείες του ονομάστηκαν "γνωμικές", επειδή περιέχουν πολλές γνώμες. Με τους φλογερούς του στίχους επηρέασε την αθηναϊκή κοινή γνώμη, συμβουλεύοντας, ενθαρρύνοντας και ενθουσιάζοντας τους Αθηναίους. Στα ποιήματά του έκανε τη διαπίστωση ότι η κακοδαιμονία της πόλης και οι φιλονικίες οφείλονται στον αγώνα των τάξεων και υποσχόταν τη θεραπεία του κακού. Γι'αυτό οι Αθηναίοι τον επέλεξαν ως νομοθέτη, για να αποκαταστήσει την ειρήνη με τη μεταβολή των θεσμών.

Ως συνέπεια βίαιης και μακροχρόνιας εξέγερσης των πολιτών ενάντια στους ευγενείς, ο Σόλων κλήθηκε κοινή συναινέσει των αντιμαχόμενων μερών[1], το 594/3 π.Χ. με έκτακτη διαδικασία να νομοθετήσει και για το έργο αυτό εξοπλίστηκε με έκτακτες εξουσίες. Εκείνο το έτος εξελέγη άρχων από το δήμο της Αθήνας και όχι από τον Άρειο Πάγο, όπως προέβλεπε το αθηναϊκό πολίτευμα της εποχής. Του δόθηκαν οι έκτακτες εξουσίες του διαλλακτού, δηλ. του μεσολαβητή, του συμφιλιωτή, και του νομοθέτου, τις οποίες διατήρησε και μετά το τέλος της ετήσιας αρχοντείας του. Οι νόμοι που θέσπισε δημοσιεύτηκαν ίσως το 592/1 π.Χ. Ο Σόλων, για να αποφύγει μεταβολές της νομοθεσίας του και για να μην αναμειχθεί στην εφαρμογή της, αποδήμησε για δέκα χρόνια. Στην ενέργειά του αυτή διακρίνεται μια πρώτη εφαρμογή της διάκρισης της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία. Κρίνοντας από την τυραννία του Πεισίστρατου και των διαδόχων του, που εγκαθιδρύθηκε το 561 π.Χ. και διάρκεσε ως το 510 π.Χ., οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα φαίνεται πως δεν αντιμετώπισαν πλήρως τα προβλήματα που επιδίωκαν να λύσουν. Η ουσία τους όμως διατηρήθηκε και μετά το τέλος της τυραννίας και αποτέλεσε το θεμέλιο πάνω στο οποίο εδραιώθηκε η κλασική αθηναϊκή δημοκρατία.

Ο Σόλων κατά τη διάρκεια των δέκα χρόνων της αυτοεξορίας του επισκέφτηκε, μεταξύ άλλων, και το βασιλιά των Σάρδεων Κροίσο, ο οποίος τον ρώτησε αν γνώριζε κανέναν άνθρωπο πιο ευτυχισμένο από αυτόν. Ο Σόλων του ανέφερε τρεις περιπτώσεις ευτυχισμένων ανθρώπων και τον συμβούλεψε με το γνωστό: "Μηδένα προ του τέλους μακάριζε" (=μη μακαρίζεις κανέναν, προτού να δεις το τέλος του). Όταν ξαναγύρισε στην Αθήνα, τη βρήκε σε πολύ καλή κατάσταση χάρη στα δικά του νομοθετικά μέτρα και πέθανε ευτυχισμένος σε βαθιά γεράματα.


5. ΠΕΡΙΑΝΔΡΟΣ Ο ΚΟΡΙΝΘΙΟΣ

Ο Περίανδρος ο Κυψέλου, Κορίνθιος, ήταν περιώνυμος για την κακουργία αλλά και τη μεγαλοπραγμοσύνη και σοφία του τύραννος της Κορίνθου (668 – 584π.Χ.) που διαδέχθηκε τον πατέρα του Κύψελο που είχε ανατρέψει την δωρική αριστοκρατία. Υπήρξε στην αρχή πολύ ηπιότερος του πατρός του αλλά αργότερα παρασύρθηκε σε αδικοπραγίες και ωμότητες. Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί ότι κάποτε ο Περίανδρος ζήτησε συμβουλή από τον τύραννο της Μιλήτου Θρασύβουλο πώς να στερεώσει καλλίτερα την Αρχή του και έλαβε με συμβολική πράξη την απάντηση ότι θα πρέπει να εξοντώσει κάθε ισχυρό αντίπαλο ή αντιδρώντα στο έργο του.

Έκτοτε ο Περίανδρος δεν δίστασε ακόμη και να διαπράξει φόνους οικείων του. Έτσι φόνευσε με λακτίσματα τη γυναίκα του Λυσίδη την οποία και αποκαλούσε θωπευτικά «Μέλισσα». Μεταμεληθείς, με την ιδέα της εξιλέωσης, πρόσθεσε νέο αποτρόπαιο έγκλημα όταν κάλεσε σε επίσημη εορτή στην αυλή του τις επιφανέστερες γυναίκες της Κορίνθου ξεγύμνωσε αυτές και έκαψε τα ενδύματα και τα κοσμήματά τους επί της πυράς της εστίας. Τον εκ Λυσίδης γιο του Λυκάφρονα επειδή αντέδρασε στις συμπεριφορές του αυτές εξόρισε στην Κέρκυρα που τότε υπαγόταν στην Κόρινθο. Όταν αργότερα τον ανακάλεσε, ο Λυκάφρονας αρνήθηκε την πατρική και δημόσια θέση λέγοντας πως δεν μπορεί να συζεί με τον φονιά της μητέρας του. Τότε ο Περίανδρος δέχθηκε να παραιτηθεί υπέρ του γιου του και να αποσυρθεί στην Κέρκυρα. Όταν όμως πληροφορήθηκαν τούτο οι Κερκυραίοι φοβούμενοι μη τύχουν άλλης καταπίεσης φόνευσαν τον Λυκάφρονα. Ο Περίανδρος τότε για να τους τιμωρήσει συγκέντρωσε 300 παίδες των καλλιτέρων οικογενειών της Κέρκυρας και τους έστειλε στο Βασιλιά της Λυδίας Αλυάττη για να τους ευνουχίσει κατά το ασιατικό έθιμο. Το πλοίο όμως προσάραξε στη Σάμο και οι νέοι ελευθερώθηκαν.

Ο Περίανδρος αν και αγαπούσε τις στρατιωτικές επιδείξεις φαίνεται πως δεν ενεπλάκη σε εξωτερικούς πολέμους. Τον μοναδικό που οργάνωσε ήταν κατά του πεθερού του Προκλέα, τυράννου της Επιδαύρου, με λόγο αιτίας το θάνατο της κόρης του. Αυτές είναι περίπου οι μαρτυρίες των παλαιών που διασώθηκαν περί του Περίανδρου που ίσως να είναι ψευδείς ή υπερβολικές αν γίνει σύγκριση με άλλα γεγονότα από τα οποία διαπιστώνεται ότι επί εποχής του η Κόρινθος ανυψώθηκε σε δύναμη και ακμή και έφθασε να γίνει θαλασσοκράτειρα. Εκτός όμως αυτού ο Περίανδρος υπήρξε και κοινωνικός αναμορφωτής, νομοθέτησε κατά της ασωτίας, πολυτέλειας, εύρεση εργασίας σε φτωχούς και φορολογίας των πλουσίων. Προστάτευσε τα γράμματα και τις τέχνες και κατέστησε την αυλή του κέντρο πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας. Για δε τη σπάνια θυμοσοφία του κατατάχθηκε μεταξύ των επτά σοφών του αρχαίου κόσμου.

Προϊόντα της διανοητικής γονιμότητας και ανθηρότητάς του αποτελούν αφενός ένα μακρύ ποίημά του με τίτλο «Υποθήκες στον ανθρώπινο βίο» από το οποίο ελάχιστα αποσπάσματα διασώθηκαν και αφετέρου τα αποφθέγματά του που αποστάζουν ευγένεια αισθήματος, αλάθητο πείρα και πρακτική σοφία.


6. ΘΑΛΗΣ Ο ΜΙΛΗΣΙΟΣ

Ο Θαλής ο Μιλήσιος, (περ 630/635 π.Χ. - 543 π.Χ.), προσωκρατικός φιλόσοφος, που δραστηριοποιήθηκε στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. στη Μίλητο. Του αποδίδεται το έργο Ναυτική Αστρολογία, αλλά θεωρείται μάλλον αμφίβολο αν έγραψε ο ίδιος. Για την ανασύσταση της σκέψης του βασιζόμαστε αποκλειστικά σε μαρτυρίες. Η παράδοση κατατάσσει τον Θαλή μεταξύ των επτά σοφών και τον περιγράφει ως άνθρωπο με πλατιές γνώσεις και μεγάλη επινοητικότητα. Το σημαντικότερο είναι, ωστόσο, ότι μέσω της προβληματικής του για την αρχή του κόσμου ανήγαγε τα πολλαπλά φαινόμενα του κόσμου σε μία απρόσωπη, μοναδική ή ενιαία αρχή, γεγονός που τον κατατάσσει δίκαια στη χορεία των φιλοσόφων και σε έναν απο τους επτά μεγάλους σοφούς της αρχαίας Ελλάδας. Ο Θαλής είναι γνωστός και για την επιτυχημένη πρόβλεψη της ηλιακής έκλειψης του 585. Ο Θαλής ο Μιλήσιος ανακάλυψε επίσης τις τροπές (ηλιοστάσια), το ετερόφωτο της Σελήνης, καθώς και τον ηλεκτρισμό και τον μαγνητισμό, από τις ελκτικές ιδιότητες του ορυκτού μαγνητίτη και του ήλεκτρου (κεχριμπάρι).

Στην κοσμολογία του φιλόσοφου σημαντικό ρόλο παίζει το νερό (ύδωρ). Του αποδίδονται οι κοσμολογικές απόψεις οτι "η Γη έχει τη μορφή ενός κυκλικού δίσκου που στηρίζεται στο νερό"και ότι "το νερό είναι η αρχή των πάντων". Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στο (Περί Ουρανού Β 13) ήταν η αρχαιότερη θεωρία που είχε διατυπωθεί και είχε παραδοθεί από τον Θαλή. Τούτη η άποψη φέρει ίχνη των ομηρικών και των ησιόδειων κοσμολογικών αντιλήψεων, ιδιαίτερα της εικόνας του Ωκεανού ποταμού που περιβάλλει την Γη και είναι πηγή όλων των υδάτων. Η ιδέα, όμως ότι κάτω από τη γη υπάρχουν νερά, στρέφει το ενδιαφέρον της έρευνας προς την πλευρά της Βαβυλωνιακής και της Αιγυπτιακής μυθολογίας και υποδεικνύει ως ένα βαθμό μια άμεση επαφή του Θαλή με τις μυθολογίες της Εγγύς Ανατολής. Είτε θεωρούσε ότι το νερό εκτός από κοσμογονική αρχή συμμετέχει στη σύσταση του κόσμου είτε όχι, το σημαντικό είναι ότι ο φιλόσοφος αφαιρεί από το νερό τη θεϊκή του ιδιότητα και το αναγνωρίζει μόνον ως φυσικό σώμα.

            Όπως μας παραδίδει ο Αριστοτέλης στο Περί Ψυχής Α5 και Α3 ο Θαλής πίστευε πως ο κόσμος είναι γεμάτος θεους (πάντα πλήρη θεών είναι) και ότι η ψυχή είναι κάτι το κινητικό (κινητικόν τι). Πρόκειται ουσιαστικά για μια αρχαϊκή διατύπωση της θεωρίας του υλοζωισμού, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος είναι ζωντανός και έμψυχος, γεγονός που πιστοποιείται από την κινητικότητά του. Ο υλοζωισμός στην νεότερη έννοιά του θεωρεί ως δομικό στοιχείο του κόσμου το φυσικό στοιχείο εννοώντας το ως έμβιο, ως οντότητα στην οποία η ύλη και η ενέργεια είναι αδιάσπαστα ενωμένες.


7. ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ

Ο Κλεόβουλος o Ρόδιος (600–530 π.Χ.), ήταν σύμφωνα με τον Πλούταρχο, τύραννος της Λίνδου στη Ρόδο κι ένας από τους επτά σοφούς. Ονομάζεται και «Κλεόβουλος ο Λίνδιος» διότι ως γνωστόν η Ρόδος στα παλιά χρόνια ήταν χωρισμένη στις τρεις αρχαίες πόλεις: Λίνδος, Κάμειρος και Ιάλυσος των οποίων μέρη διασώζονται μέχρι και σήμερα. Κατά την επικρατέστερη άποψη ο σοφός είχε Δωρική προέλευση, ο ίδιος δε, έλεγε πως έλκει την καταγωγή του απευθείας από τον Ηρακλή. Έζησε την ίδια εποχή με το Σόλωνα, γεγονός που το επιβεβαιώνει μία επιστολή του που διασώθηκε και απευθύνεται στον Αθηναίο νομοθέτη.

Ο Κλεόβουλος ξεχώριζε για τη δύναμη και την ομορφιά του. Είχε ταξιδέψει πολύ και είχε γνωρίσει την αιγυπτιακή φιλοσοφία. Η Λίνδος κατά την εποχή του Κλεόβουλου, γνώρισε τεράστια πολιτιστική ακμή κι έγινε κέντρο των τεχνών και του πολιτισμού. Ο Κλεόβουλος ήταν αυτός που αναβίωσε την λατρεία της Λίνδιας Αθηνάς κι έχτισε έναν θαυμάσιο ναό, στον χώρο του παλιού ναού της Αθηνάς, ο οποίος χρονολογείται από την Μυκηναϊκή περίοδο. Από τα έμμετρα αινίγματα για τα οποία φημίζεται ο Κλεόβουλος δε διασώθηκε παρά μόνο το ακόλουθο, η λύση του οποίου είναι το έτος, οι μήνες και οι μέρες: «ένας ο πατέρας και τα παιδιά του δώδεκα. Καθένα από τα παιδιά έχει δυο φορές τριάντα θυγατέρες που έχουν όψη διαφορετική. Άλλες είναι άσπρες κι άλλες μαύρες κι ακόμη όλες είναι αθάνατες κι όλες πεθαίνουν».

Πέθανε στη Λίνδο, σε ηλικία 70 ετών, και στο μνήμα του επάνω οι Ρόδιοι, χάραξαν το επίγραμμα: «Άνδρα σοφόν Κλεόβουλον αποφθίμενον καταπένθει ηδε πατρίς Λίνδος, πόντω αγαλλόμενην», που σημαίνει: «Τον σοφό Κλεόβουλο κλαίει αυτή εδώ η πατρίδα του, η Λίνδος, η από τη γύρω θάλασσά της λαμπρυνόμενη». Μεταξύ των άλλων ο Κλεόβουλος έγραψε – κατά τη σχετική παράδοση – και 3.000 γρίφους (αινίγματα), καθώς και πλήθος επιγράμματα. Στον Κλεόβουλο αποδίδεται και το επιτύμβιο επίγραμμα που είναι γραμμένο στον τάφο του βασιλιά των Φρυγών, Μίδα.


πηγή: ekivolos.gr

ΜΠΡΟΥΝΟ ΣΝΕΛΛ - ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΘΕΟΙ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

$
0
0


Αποσπάσματα από το 2ο κεφάλαιο στο έργο του συγγραφέα 
«Η ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ» 

Ὁ ἄν­θρω­πος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει το φό­βο καί τό μυ­στή­ρι­ο ἀρ­χι­κά με τη μορ­φή τοῦ θε­ϊ­κοῦ και δαι­μο­νι­κοῦ στοι­χεί­ου, πού οἱ πρω­τό­γο­νοι προ­σπα­θοῦν να το θέ­σουν ὑ­πό ἔ­λεγ­χο και να το ἐ­ξορ­κί­σουν με τη θρη­σκεί­α. Ὑ­περ­νί­κη­ση τοῦ φό­βου ση­μαί­νει συγ­χρό­νως και με­τα­βο­λή τῶν θρη­σκευ­τι­κῶν πα­ρα­στά­σε­ων. Με την πί­στη στους ὀ­λύμ­πι­ους θε­ούς, ὅ­πως πα­ρου­σι­ά­ζε­ται στην Ἰ­λι­ά­δα και την Ὀ­δύσ­σει­α, πραγ­μα­το­ποι­εί­ται αὐ­τή ἡ με­τα­βο­λή, και μά­λι­στα τό­σο ρι­ζι­κά, ὥ­στε δυ­σκο­λευ­ό­μα­στε να κα­τα­νο­ή­σου­με αύ­τή τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα, ἀ­πό την ὁ­ποί­α λεί­πει σε με­γά­λο βαθ­μό ὁ φό­βος γι­α τις μυ­στη­ρι­α­κές δυ­νά­μεις…

Γι­α τον Ἕλ­λη­να οἱ θε­οί εἶ­ναι κά­τι τό­σο φυ­σι­κό και αὐ­το­νό­η­το, ὥ­στε πο­τέ του δεν ἀ­να­ρω­τή­θη­κε ἄν ἄλ­λοι λα­οί θα μπο­ρού­σαν να ἔ­χουν δι­α­φο­ρε­τι­κή πί­στη ἤ δι­α­φο­ρε­τι­κούς θε­ούς…


Οἱ θε­οί τῶν Ἕλ­λή­νων ἀ­νή­κουν στη φυ­σι­κή τά­ξη τοῦ κό­σμου, και γι’ αὐ­τό δεν πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται σε ἐθνικά σύ­νο­ρα οὔ­τε συν­δέ­ον­ται με ὁ­ρι­σμέ­νες ὁ­μά­δες…

Οἱ δί­κες γι­α ἀ­θε­ΐ­α δεί­χνουν με ποι­ο νό­η­μα μπο­ροῦ­με να μι­λοῦ­με γι­α θρη­σκευ­τι­κή πί­στη ἤ ἀ­πι­στί­α στην ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα…Κα­νείς δεν κα­τα­δί­ω­κε «ἀλ­λό­θρη­σκους», δη­λα­δή ὁ­πα­δούς μι­ᾶς ἄλ­λης θρη­σκεί­ας ἤ μι­ᾶς ἄλ­λης πί­στης, ἀλ­λά φι­λο­σό­φους. Δεν τους κα­τη­γο­ροῦ­σε γι­α­τί ἀμ­φι­σβη­τοῦ­σαν ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο δόγ­μα - ἡ ἑλ­λη­νι­κή θρη­σκεί­α δεν εἶ­χε κα­νέ­να δόγ­μα και δεν γνω­ρί­ζου­με να κλή­θη­κε πο­τέ κα­νέ­νας ἕλ­λη­νας φι­λό­σο­φος γι­α να ἀ­να­κα­λέ­σει την αἱ­ρε­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α του· τους κα­τη­γο­ροῦ­σε γι­α ἀ­σέ­βει­α, γι­α προ­σβο­λή τῶν θε­ῶν, ὅ­πως θα μπο­ρού­σα­με να με­τα­φρά­σου­με την ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή λέ­ξη…Ὁ Σω­κρά­της δεν χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε, ἑ­πο­μέ­νως, αἱ­ρε­τι­κός ἀλ­λά ἄ­θε­ος…Μό­νο σε μί­α σύν­το­μη πε­ρί­ο­δο, την πε­ρί­ο­δο τοῦ Δι­α­φω­τι­σμοῦ πού δη­μι­ούρ­γη­σε ἡ φι­λο­σο­φί­α, ὁ­πό­τε φά­νη­κε ὅ­τι κιν­δύ­νευ­ε να δι­α­τα­ραχ­τεί ἡ στα­θε­ρή κοι­νω­νι­κή τά­ξη, ἔ­γι­ναν δι­ώ­ξεις ἀ­θέ­ων, και μά­λι­στα μό­νο στην Ἀ­θή­να…

Σύμ­φω­να με την κλα­σι­κή ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη καί οἱ ἴ­δι­οι οἱ θε­οί ὑ­πο­τάσ­σον­ται στην κο­σμι­κή τά­ξη…Ἡ ἑλ­λη­νι­κή θε­ό­τη­τα δεν εἶ­ναι σε θέ­ση να δη­μι­ουρ­γή­σει κά­τι ἀ­πό το μη­δέν, γι’ αὐ­τό και ὁ μύ­θος τῆς Δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου εἶ­ναι ἄ­γνω­στος στους Ἕλ­λη­νες· …Ὑ­πάρ­χουν κα­νό­νες σύμ­φω­να με τους ὁ­ποί­ους οἱ θε­οί ἐ­πεμ­βαί­νουν ἤ κα­λύ­τε­ρα πρέ­πει να ἐ­πεμ­βαί­νουν στην ἐ­πί­γει­α δρά­ση…

Ἡ ἀν­θρώ­πι­νη δρά­ση δεν εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κή και αὐ­τό­νο­μη. Ό,τι σχε­δι­ά­ζει και ἐ­κτε­λεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ὀ­φεί­λε­ται σε θε­ϊ­κό σχέ­δι­ο και έ­νέρ­γει­α…Ἔτ­σι ὁ­τι­δή­πο­τε κά­νουν οἱ ἄν­θρω­ποι με ἐ­πι­μέ­λει­α και μό­χθο ἀ­πό την ἀρ­χή τῆς ζω­ῆς τους, το κα­τευ­θύ­νουν χω­ρίς κό­πο οἱ θε­οί…

Στο Ὅ­μη­ρο ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος δεν αἰ­σθά­νε­ται ἀ­κό­μη τον ἑ­αυ­τό του ὡς πη­γή τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών του· αὐ­τό συμ­βαί­νει γι­α πρώ­τη φο­ρά στην τρα­γω­δί­α. Στον Ὅ­μη­ρο ὅ­ταν ἕ­νας ἄν­θρω­πος με­τά ἀ­πό σκέ­ψη κα­τα­λή­γει σε κά­ποι­α ἀ­πό­φα­ση, αἰ­σθά­νε­ται ὅ­τι κα­θο­ρί­ζε­ται ἀ­πό τους θε­ούς…Στον Ὅ­μη­ρο δεν ὑ­πάρ­χει ἡ συ­νεί­δη­ση τῆς αὐ­θορ­μη­σί­ας τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου πνεύ­μα­τος, ἡ συ­νεί­δη­ση δη­λα­δή ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος φέ­ρει στον ἐ­σω­τε­ρι­κό του κό­σμο την πη­γή τῶν ἀ­πο­φά­σε­ών του, κα­θώς και τῶν πα­ρορ­μή­σε­ων και συ­ναι­σθη­μά­των του. Ὅ, τι ἰ­σχύ­ει γι­α τά γε­γο­νό­τα στο ἔ­πος ἰ­σχύ­ει και γι­α τά αἰ­σθή­μα­τα, τη σκέ­ψη και τη βού­λη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που: ὅ­λα αὐ­τά συν­δέ­ον­ται ἄ­με­σα με τους θε­ούς…

Κά­θε πρω­τό­γο­νος ἄν­θρω­πος νι­ώ­θει δε­μέ­νος με τους θε­ούς, και δεν ἔ­χει ἀ­φυ­πνι­στεῖ, ὥ­στε να ἀ­πο­κτή­σει συ­νεί­δει­ση τῆς προ­σω­πι­κῆς του ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Οἱ Ἕλ­λη­νες κα­ταρ­γοῦν αὐ­τή τη δε­σμευ­τι­κή σχέ­ση με τους θε­ούς και ἔτ­σι θε­με­λι­ώ­νουν το δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό…   

Ὁ ἑλ­λη­νι­κός θε­ός δεν χρη­σι­μο­ποι­εῖ τη θύ­ελ­λα και τον κα­τα­κλυ­σμό γι­α να κα­τα­κε­ραυ­νώ­σει τον ἄν­θρω­πο, και ὁ ἄν­θρω­πος δεν αἰ­σθά­νε­ται, γε­μά­τος δέ­ος, την ἀ­δυ­να­μί­α του στο ἀν­τί­κρυ­σμα τοῦ θε­οῦ…Στον Ὅ­μη­ρο ἡ πα­ρου­σί­α τοῦ θε­οῦ δεν κο­νι­ορ­το­ποι­εῖ πο­τέ τον ἄν­θρω­πο…Το αἴ­σθη­μα πού νι­ώ­θει ὁ ἄν­θρω­πος μπρός στο θε­ό δεν εἶ­ναι ρί­γος, οὔ­τε δέ­ος ἤ φό­βος ἤ ἀ­κό­μη θρη­σκευ­τι­κή εὐ­λά­βει­α και σε­βα­σμός. Ὅ­λα αὐ­τά προ­ϋ­πο­θέ­τουν το φό­βο πού ἐμ­πνέ­ει μι­α μυ­στη­ρι­α­κή θε­ό­τη­τα, πράγ­μα πού γε­νι­κά εἶ­ναι ἄ­γνω­στο στον Ὅ­μη­ρο. Ἡ τα­πει­νο­φρο­σύ­νη και ἡ ἀ­γά­πη προς το θε­ό εἶ­ναι φυ­σι­κά ἐ­πί­σης ἄ­γνω­στες· πα­ρό­μοι­α αἰ­σθή­μα­τα ἐμ­φα­νίζο­νται γι­α πρώ­τη φο­ρά στο χρι­στι­α­νι­σμό…

 Ἡ ἔκ­πλη­ξη και ὁ θαυ­μα­σμός δεν αποτελούν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά θρη­σκευ­τι­κά αἰ­σθή­μα­τα οὔ­τε γε­νι­κά οὔ­τε και στον Ὅ­μη­ρο εἰ­δι­κό­τε­ρα…Θαυ­μα­σμός ση­μαί­νει το γε­μά­το ἔκ­πλη­ξη βλέμ­μα…Ὅ­ταν λοι­πόν το δέ­ος μπρός στο άγνω­στο ἀν­τι­κα­θί­στα­ται ἀ­πό το θαυ­μα­σμό τοῦ ὡ­ραί­ου, το θεῖ­ο γί­νε­ται γι­α τον ἄνθρω­πο πι­ο ξέ­νο και συγ­χρό­νως πι­ο οἰ­κεῖ­ο, δεν κα­τα­πι­έ­ζει τον ἄν­θρω­πο οὔ­τε τον δε­σμεύ­ει ἄ­με­σα με μα­γι­κό τρό­πο, και πα­ρά ταῦ­τα γί­νε­ται γι­α τον ἄν­θρω­πο φυ­σι­κό­τε­ρο…Κι ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει να ὑ­πο­φέ­ρει ἐ­ξαι­τί­ας ἑ­νός θε­οῦ, ὅ­πως ὁ Ὀ­δυσ­σέ­ας ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ Πο­σει­δώ­να, δεν τα­πει­νώ­νε­ται οὔ­τε ὑ­πο­κύ­πτει, ἀλ­λά ὑ­πο­μέ­νει θαρ­ρα­λέ­α αὐ­τή την ἐ­χθρό­τη­τα δι­α­τη­ρών­τας μι­α ἰ­σορ­ρο­πί­α ἀ­νά­με­σα στην τα­πει­νο­φρο­σύ­νη και την ἀ­λα­ζο­νεί­α, ἰ­σορ­ρο­πί­α πού δεν εἶ­ναι εὔ­κο­λο να δι­α­τη­ρη­θεῖ. Ἡ ἑλ­λη­νι­κή θε­ό­τη­τα σε ἀν­τί­θε­ση με την ἑ­βρα­ϊ­κή, την ἰν­δι­κή ἤ την κι­νε­ζι­κή προ­κα­λεῖ τον ἄν­θρω­πο να την μι­μη­θεῖ. Γι’ αὐ­τό οἱ Ἕλ­λη­νες δι­έ­τρε­χαν πάν­τα τον κίν­δυ­νο να γί­νουν αὐ­τά­ρε­σκοι και ἀ­λα­ζό­νες ὑ­περ­βαί­νον­τας τά ἀν­θρώ­πι­να ὅ­ρι­α. Αὐ­τή την κε­νο­δο­ξί­α, πού οἱ Ἕλ­λη­νες την ὀ­νο­μά­ζουν ὕ­βρη, κλη­ρο­νό­μη­σε ἡ εὐ­ρω­πα­ϊ­κή σκέ­ψη πα­ρ’­ὅ­λο τον ἐκ­χρι­στι­α­νι­σμό της, ἤ ἴ­σως ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ ἐκ­χρι­στι­α­νι­σμοῦ της, σε ἀ­κό­μη με­γα­λύ­τε­ρο βαθ­μό ά­πό τους Ἕλ­λη­νες…

Ἡ κα­θα­ρό­τη­τα και ἡ δι­αύ­γει­α τῆς ὁ­μη­ρι­κῆς πί­στης πρέ­πει να ἀ­πο­δο­θοῦν στους ρι­ζο­σπά­στες ά­ρι­στο­κρά­τες τῶν πό­λε­ων τῆς Μι­κρα­σί­ας πού ἔ­φυ­γαν ἀ­πό την Ἑλ­λά­δα ἀ­φή­νον­τας πί­σω τους τις σκο­τει­νές δυ­νά­μεις τῆς γῆς, και τί­μη­σαν τον οὐ­ρά­νι­ο θε­ό Δί­α ὡς ἄρ­χον­τα θε­ῶν και ἀν­θρώ­πων. Αὐ­τοί οἱ θε­οί δεν προ­ήλ­θαν ἀ­πό τη λα­τρεί­α και δεν ὀ­φεί­λουν τήν ὕ­παρ­ξή τους σε θε­ο­λο­γι­κά συ­στή­μα­τα ἱ­ε­ρέ­ων, ἀλ­λά δη­μι­ουρ­γή­θη­καν με το ἐ­πι­κό τρα­γού­δι μα­ζί με τους ά­χαι­ούς ἥ­ρω­ες. Τους ἥ­ρω­ες αὐ­τούς τους δη­μι­ούρ­γη­σε ἡ ἀ­νά­μνη­ση τῆς μυ­κη­να­ϊ­κῆς ἡ­ρω­ϊ­κῆς ἐ­πο­χῆς, πού δι­α­τη­ρή­θη­κε ζων­τα­νή στους σκοτεινούς αἰ­ῶ­νες, και ἡ νο­σταλ­γί­α γι­α μι­α χα­μέ­νη ἐ­πο­χή και γι­α την ἐγ­κα­τα­λειμ­μέ­νη πα­τρί­δα…

Και ἐ­πει­δή ὁ Ὅ­μη­ρος εἶ­ναι ὁ δη­μι­ουρ­γός μι­ᾶς λο­γο­τε­χνι­κῆς γλώσ­σας κα­τα­νο­η­τῆς ἀ­πό ὅ­λους τούς Ἕλ­λη­νες, αὐ­τό ση­μαί­νει ὅ­τι ὁ Ὅ­μη­ρος – το ὄ­νο­μα το χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με με την ἀ­ο­ρι­στί­α πού κα­θι­ε­ρώ­θη­κε στη φι­λο­λο­γι­κή ἔ­ρευ­να – δη­μι­ούρ­γη­σε τον πνευ­μα­τι­κό κό­σμο, την πί­στη και τη σκέ­ψη τῶν Ἑλλή­νων…

Ἐ­πει­δή οἱ θε­οί αὐ­τοί δεν ἐ­πεμ­βαί­νουν στη ζω­ή τοῦ ἀν­θρώ­που με μι­α ἄ­λο­γη και τρο­μα­κτι­κή ἐ­πί­δει­ξη τῆς δύ­να­μής τους, εἶ­ναι δυ­να­τόν ἡ ζω­ή του να δι­α­μορ­φω­θεῖ ἄ­νε­τα σύμ­φω­να με τους δι­κούς της ἄγραφους νό­μους. Κα­θώς οἱ Ἕλ­λη­νες ἀν­τί­κρυ­σαν ἀ­προ­κα­τά­λη­πτα και με θαυ­μα­σμό ἕ­ναν ἔλ­λο­γο και τα­κτο­ποι­η­μέ­νο κό­σμο, Θε­ώ­ρη­σαν ὅ­τι ἄ­ξι­ζε να θέ­σουν σε κί­νη­ση τά χέ­ρι­α τους, να ἀ­νοί­ξουν τά μά­τι­α τους και προ­παν­τός να δρα­στη­ρι­ο­ποι­ή­σουν το πνεῦ­μα τους. Ὁ ὄ­μορ­φος κό­σμος, πού ἑλ­κυ­στι­κά ἀπλω­νό­ταν γύ­ρω τους, τους ὑ­πο­σχό­ταν να ἀ­πο­κα­λύ­ψει το νό­η­μα και τη δι­άρ­θρω­σή του. Ἀ­πό το θαυμα­σμό και την ἀ­πο­ρί­α, με μι­α ση­μα­σί­α πλα­τύ­τε­ρη ἀ­πό αὐ­τήν πού ἔ­δι­νε στη λέ­ξη ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, γεν­νή­θη­κε ἡ φι­λο­σο­φί­α…

Και το σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­πό ὅ­λα εἶ­ναι ὅ­τι ἡ ἐ­πι­στή­μη γεν­νή­θη­κε στην Ἑλ­λά­δα ἀ­πό την πί­στη ὅ­τι ὁ κό­σμος εἶ­ναι ἔλ­λο­γος και πώς μπο­ρεῖ να ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ στην ἀν­θρώ­πι­νη νό­η­ση. Ἔτ­σι οἱ ση­με­ρι­νοί Εὐ­ρω­παῖ­οι εἴ­μα­στε σε τε­λευ­ταί­α ά­νά­λυ­ση δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τῶν ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν…

Οἱ ὀ­λύμ­πι­οι θε­οί "πέ­θα­ναν"ἐ­ξαι­τί­ας τῆς φι­λο­σο­φί­ας, ἀλ­λά ἐ­ξα­κο­λού­θη­σαν να ζοῦν στην τέ­χνη…   

Οἱ ὀ­λύμ­πι­οι θε­οί ἔ­χουν ὅ­λα τά πά­θη (μόνο στους μύθους, όχι στην πραγματική τους φύση), χω­ρίς αὐ­τό να τους ἀ­φαι­ρεῖ τί­πο­τε ἀ­πό την ὀ­μορ­φι­ά τους. ..

Σ’ ἐ­μᾶς φαί­νε­ται ἀ­δι­α­νό­η­το πῶς μπο­ρεῖ κά­ποι­ος να σα­τι­ρί­ζει με ἀ­ρι­στο­φα­νι­κά ἀ­στεῖ­α τους θε­ούς στούς ὁ­ποί­ους πι­στεύ­ει. Ἀλ­λά το γέ­λι­ο ἀ­νή­κει και αὐ­τό στην ἔλ­λο­γη, γό­νι­μη και θε­τι­κή πλευ­ρά τῆς ζω­ῆς, και γι­α τους Ἕλ­λη­νες εἶ­ναι θε­ϊ­κό­τε­ρο ἀ­πό τη βλο­συ­ρή ἐ­πι­ση­μό­τη­τα πού μᾶς φαί­νε­ται ὅ­τι ταιρι­ά­ζει στην εὐ­σέ­βει­α. Τρί­α πράγ­μα­τα λοι­πόν συν­δι­ά­ζουν οἱ ὀ­λύμ­πι­οι θε­οί: ζω­τι­κό­τη­τα, ὀ­μορ­φι­ά και πνευ­μα­τι­κή δι­αύ­γει­α. ..

Αὐ­τόν τον κά­πως εὐ­τε­λή ἀλ­λά πνευ­μα­τώ­δη και λαμ­πρό κό­σμο τα­ῶν ἀρ­χαί­ων θε­ῶν γνώ­ρι­σε κυ­ρί­ως ἡ Ἀ­να­γέν­νη­ση, και ἦ­ταν φυ­σι­κό το εἰ­δω­λο­λα­τρι­κό στοι­χεῖ­ο με την ἰ­δι­αί­τε­ρη ση­μα­σί­α τῆς λέ­ξης να ἀ­σκή­σει ἐ­πί­δρα­ση πά­νω της, γι­α­τί οἱ χα­ρού­με­νοι θε­οί ἔρ­χον­ταν σε ἀν­τί­θε­ση με τις ἀ­σκη­τι­κές τάσεις τοῦ Χρι­στι­α­νι­σμοῦ. Στις μορ­φές τῶν ὀ­λύμ­πι­ων θε­ῶν και τῶν κλα­σι­κῶν μύ­θων χρω­στᾶ ἡ Ἀ­να­γέν­νη­ση ὄ­χι λί­γα, γι­α­τί χά­ρη σ’ αὐ­τούς ἔ­μα­θε να βλέ­πει και να θαυ­μά­ζει την ό­μορ­φι­ά καί το με­γα­λεῖ­ο τοῦ κό­σμου.  


πηγή: ekivolos.gr

ΠΕΡΙ ΣΥΜΒΟΛΩΝ - ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

$
0
0


Όπως είδαμε στην  ανάρτηση σχετικά με τους εσωτερικούς πλανήτες της ψυχής μας, η σύνδεση μας δεν μπορεί να γίνει απευθείας με το νοητό διότι η ουσία μας είναι κατώτερης ποιότητος, τρόπον τινά, άρα θα πρέπει να συνδεθούμε μέσω των ηγεμονικών (υπερκοσμίων) θεών.




Αμεσο αποτέλεσμα αυτής της σύνδεσης είναι και να γνωρίσουμε τον Ποιητή και Πατέρα, τον Δημιουργό δηλαδή για τον οποίο ο Πλάτων στον Τίμαιο (28c) μας λέει ότι είναι δύσκολο να τον βρούμε («τoν μεν ουν ποιητήν και πατέρα τουδε του παντός ευρείν τε έργον και ευρόντα εις πάντας αδύνατον λέγειν») πράγμα αληθές μιας και μόνο όταν αποκαταστήσουμε την επαφή μας με το νοητό μπορούμε να τον γνωρίσουμε.




Η σύνδεση αυτή μπορεί να επιτευχθεί διότι σε καμία περίπτωση δεν έχει διαρραγεί η σύνδεση μας με την ανώτερη πραγματικότητα, εκ κατασκευής  είμαστε εφοδιασμένοι με τα λεγόμενα «συνθήματα» τα οποία και μας κρατούν συνδεδεμένους με το Ολον.

Τα συνθήματα αυτά μπορούμε να τα θεωρήσουμε σαν συνδέσμους (links) που μας κρατάνε συνδεδεμένους στο ευρύτερο πλέγμα (matrix) του παντός, απλώς λόγω της καθόδου μας στον κόσμο της γένεσης, παρεμβάλλεται τρόπον τινά η «βρωμιά» της ύλης, η οποία εμποδίζει την απρόσκοπτη δράση των συνθημάτων αυτών.

Άρα σκοπός μας είναι να τα καθαρίσουμε για να αποκαταστήσουμε την σύνδεση μας.

Πως όμως έχουμε εφοδιαστεί με αυτά τα συνθήματα;

Η απάντηση μας δίδεται στον τρόπο «κατασκευής» της ψυχής που μας αποκαλύπτει ο Πλάτων στον διάλογο «Τίμαιος».

Θυμίζουμε και πάλι, ότι η ψυχή είναι αγέννητη και αιώνια, ο τρόπος δε κατασκευής που αναφέρει ο Πλάτων είναι διδασκαλίας χάριν, για να αντιληφθούμε την δομή της και κατ’επέκτασιν τον τρόπο λειτουργίας της.

Έτσι λοιπόν η ψυχή μας – η λογική ψυχή μας – γνωρίζουμε ότι προέρχεται από το νοητό, άρα αποτελείται από ένα είδος νοεράς ουσίας που περιέχει τους λόγους που ουσιαστικά είναι τα αίτια όλων των γνώσεων που μπορούν να αποκτηθούν και που πρέπει να ενεργοποιήσουμε και από τα άρρητα συνθήματα που έχουν εμφυτευθεί μέσα μας και τα οποία μας επιτρέπουν την σύνδεση με τους θεούς.

Μας λέει σχετικά ο Πρόκλος:



« συνέστηκε γαρ η ψυχή από των ιερών λόγων και των θείων συμβόλων·ων οι μεν εισιν από των νοερών ειδών, τα δε από των θείων ενάδων· και εσμέν εικόνες μεν τωννοερών ουσιώναγάλματα [τα] δε των αγνώστων συνθημάτων»

δηλαδή:


«Γιατί η ψυχή έχει συσταθεί από τους ιερούς λόγους και από τα θεϊκά σύμβολα. Από αυτά τα δύο, οι ιεροί λόγοι προέρχονται από τα νοερά είδη, ενώ τα θεϊκά σύμβολα προέρχονται από τις θεϊκές Ενάδες. Και είμαστε εικόνες των νοερών ουσιών και ομοιώματα των άγνωστων συνθημάτων»


Πρόκλου – Σχόλια στα Χαλδαϊκά Λόγια 5.4

Ετσι λοιπόν και καθώς –όπως έχουμε ήδη δει - το παν αποτελείται από μια οντική ανάπτυξη που είναι οι διάφορες διαβαθμίσεις του όντος (θείας ουσίας) και από μια υπερούσια ανάπτυξη που είναι ο θείος κόσμος, θα πρέπει το οποιοδήποτε ον στο παν (άρα και εμείς) να είναι (εν δυνάμει τουλάχιστον) συνδεδεμένο τόσο με την οντική ανάπτυξη (μέσω των ιερών λόγων) όσο και με την υπερούσια ανάπτυξη (μέσω των συνθημάτων), δηλαδή με τους θεούς.

Όχι μόνον οι ψυχές, αλλά και κάθε άλλο ον στο παν είναι εφοδιασμένο με τα κατάλληλα συνθήματα, και μάλιστα, όπως μας αποκαλύπτει ο Πρόκλος, υπάρχουν δύο τέτοια συνθήματα:

« παντ’ ουν και μένει και επιστρέφει προς τους θεούς, ταύτην λαβόντα παρ’ αυτών τηνδύναμιν και διττά συνθήματα κατ’ ουσίαν υποδεξάμενα, τα μεν όπως αν εκεί μένη,τα δε όπως αν επιστρέφη προελθόντα. και ταύτα ουκ εν ψυχαίς μόνον, αλλά και εν τοις επομένοις αψύχοις πάρεστι θεωρείν»

δηλαδή:

«’Ολα λοιπόν και μένουν και επιστρέφουν στους θεούς, έχοντας λάβει από αυτούς τούτη την δύναμη και έχοντας υποδεχτεί στην ουσία τους δύο συνθήματα, το ένα για να μένουν εκεί και το άλλο για να επιστρέφουν μετά την πρόοδο τους. Και αυτά μπορούμε να τα δούμε όχι μόνο στις ψυχές αλλά και στα κατώτερα άψυχα όντα


Πρόκλος – Σχόλια στον Τίμαιο I 210.11

Τα συνθήματα αυτά έχουν εμφυτευθεί στην ψυχή μας από τον Δημιουργό ώστε να γίνει εφικτή η επιστροφή μας, πράγμα που επιτυγχάνουμε μερικώς όσες φορές προσευχόμαστε συνειδητά και όντες όμως εν γνώσει της φύσεως αυτών στους οποίους απευθυνόμαστε:

«προς δε την επιστροφήν ταύτην η ευχή μεγίστην παρέχεται συντέλειαν συμβόλοιςαρρήτοις των θεών, α των ψυχών ο πατήρ ενέσπειρεν αυταίς, των θεών την ευποιίανέλκουσα εις εαυτήν και ενούσα μεν τους ευχομένους εκείνοις, προς ους εύχονται,συνάπτουσα δε και τον των θεών νουν προς τους των ευχομένων λόγους, κινούσα δε την βούλησιν των τελείως τα αγαθά περιεχόντων εν εαυτοίς επί την άφθονον αυτών μετάδοσιν, πειθούς τε ούσα της θείας δημιουργός και όλα τα ημέτερα τοις θεοίς ενιδρύουσαΗγείται δε της τελείας και όντως ούσης ευχής πρώτον η γνώσις των θείων τάξεων πασών, αις πρόσεισιν ο ευχόμενος· ου γαρ αν οικείως προσέλθοι μη τας ιδιότητας αυτών εγνωκώς»

δηλαδή:

«Για αυτή την επιστροφή η προσευχή παρέχει πολύ μεγάλη βοήθεια, καθώς με τα απόρρητα σύμβολα των θεών, που ο πατέρας των ψυχών έσπειρε μέσα τους, προσελκύει κοντά της την ευεργεσία των θεών, ενώνει τους προσευχόμενους με τους θεούς προς τους οποίους προσεύχονται, συνδέει τον νου των θεών με τα λόγια των προσευχομένων, παρακινεί την βούληση όσων περιέχουν μέσα τους πλήρως τα αγαθά στην γενναιόδωρη μετάδοση τους, προκαλεί την πειθώ των θεών, και εγκαθιστά όλα τα δικά μας μέσα στους θεούς.



Της τέλειας και της αληθινής προσευχής προηγείται πρώτα η γνώση όλων των θεϊκών τάξεων τις οποίες προσεγγίζει αυτός που προσεύχεται. Γιατί δεν θα τις προσεγγίσει κατάλληλα, αν δεν έχει μάθει τις ιδιότητες τους»
Πρόκλος – Σχόλια στον Τίμαιο I 210.30-211.8

Τα λεγόμενα συνθήματα λοιπόν είναι το μέσον με το οποίο θα επιστρέψουμε τελικά και θα συνδεθούμε με το ΕΝΓια να λειτουργήσουν επιτυχώς όμως θα πρέπει να γνωρίζουμε προς τι ακριβώς επιδιώκουμε την σύνδεση

Αν έχουμε λανθασμένη εικόνα της πραγματικότητας, όση προσπάθεια και να κάνουμε θα αποτυγχάνει. Για να μην ματαιοπονούμε λοιπόν – όπως επανειλλημένα έχουμε πει – θα πρέπει να οπλιστούμε με το κατάλληλο φιλοσοφικό υπόβαθρο το οποίο θα μας επιτρέψει να συνειδητοποιήσουμε την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από κάθε σύμβολο.

πηγή: empedotimos.blogspot

ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΣ Ο ΚΛΑΖΟΜΕΝΙΟΣ

$
0
0


Ο Αναξαγόρας γεννήθηκε στις Κλαζομενές το 500 περίπου π.Χ. Πηγαίνει στην Αθήνα γύρω στο 462 π.Χ. και γίνεται ο πρώτος της φιλόσοφος· έτσι η φιλοσοφία, χάρη σ’ αυτόν, περνά από την Ιωνία στην Ελλάδα. Ο Σωκράτης πρέπει να παρακολούθησε τα μαθήματά του και γνωρίζουμε, μάλιστα, από τον Φαίδωνα (97β), πως τον είχαν απογοητεύσει. Προκαλούσε τη γενική δυσπιστία και επονομαζόταν ο Νους. Ο Περικλής, ωστόσο, του στάθηκε φίλος και προστάτης, όπως άλλωστε κι ο Αρχέλαος κι ο Ευριπίδης. Όταν ξεσπά ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κι ο Περικλής αρχίζει να δέχεται σφοδρές κριτικές, ο Αναξαγόρας κατηγορείται πως δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης. Θα εγκαταλείψει τότε την Αθήνα για να εγκατασταθεί στη Λάμψακο, όπου και θα πεθάνει, γύρω στο 428 π.Χ. Είχε μαθητές τον Μετρόδωρο και τον Αρχέλαο· ο τελευταίος μάλιστα ίσως ήταν κι ο διάδοχός του στη Λάμψακο.


Ο Αναξαγόρας ήταν σύγχρονος του Εμπεδοκλή και του Λεύκιππου, είναι πολύ δύσκολο όμως να διακρίνουμε ποιος επηρέασε ποιον. Αν αφήσουμε κατά μέρος τις αμφίβολες επιδράσεις των ανατολικών φιλοσοφιών ή του μυθικού θαυματουργού Ερμότιμου, αυτό που μας απομένει είναι ότι γνώριζε οπωσδήποτε τη φυσική των Ιώνων φιλοσόφων, δια μέσου ίσως του Εμπεδοκλή και του Λεύκιππου.

Αντίθετα με τους Ατομικούς, ο Αναξαγόρας πιστεύει πως δεν υπάρχουν στοιχεία που θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα μικρότερα δυνατά: το ελάχιστο δεν υπάρχει (απ. 3) και η ύλη είναι τμήσιμη στο άπειρο. Η απόλυτη ακινησία του Είναι, που δίδασκαν οι Ελεάτες, του φαίνεται εξίσου αδιανόητη με το απόλυτο γίγνεσθαι του Ηράκλειτου:

Το πώς γεννιέται και χάνεται κάτι, για τούτο δεν έχουν σωστή γνώ-
μη οι Έλληνες, γιατί κανένα πράγμα δεν γεννιέται ή χάνεται, αλλά
συσμίγει και διαλύεται από πράγματα που υπάρχουν και θα ονόμα-
ζαν έτσι σωστά το να γεννιέται κάτι, λέγοντας ότι σμίγει, και το να
χάνεται, λέγοντας ότι διαλύεται. Πώς θα μπορούσε να γίνει τρίχα
από μη τρίχα και σάρκα από μη σάρκα; (απ. 17).

Αυτό που υπάρχει, λοιπόν, είναι ανάμειξη (συμμιγνύσθαι) και διάλυ­ση (διακρίνειν). Τα στοιχεία αυτού του μείγματος είναι τα χρήματα, [ο Ζαφειρόπουλος το αποδίδει «fluides-qualites» (υγρές ποιότητες)] και εί­ναι πολυάριθμα. Συνίστανται σε σπέρματα, απειροελάχιστους φορείς μιας μοναδικής ποιότητας [ο Ζαφειρόπουλος αποδίδει τον όρο αυτό ως «points-qualites» (ποιοτικά σημεία)]. Στην αρχική τους κατάσταση τα σπέρματα είναι αναμεμειγμένα σ’ ένα ομοιογενές σύνολο: Τά πάντα ὁμοῦΣτη συνέχεια, καθώς το όμοιο έλκει το όμοιο του, τα σπέρματα αυτά συγκεντρώνονται κατά ποιότητες και γεννούν τάς μοίρας, που ο προηγούμενος συγγραφέας αποδίδει ως «elements-qualites» (ποιοτικά στοιχεία).

Στο σημείο αυτό αναφύεται ένα πρόβλημα για τον σχολιαστή. Με αφετηρία τον Αριστοτέλη και μια μαρτυρία του (Περί γενέσεως καί φθοράς, I,1,314α 18:1,18,723α6), αποδίδεται στον Αναξαγόρα μια παρεμφερής με τη μοριακή θεωρία άποψη, η λεγόμενη περί τῶν ὁμοιομερῶν. Στην πραγματικότητα, η λέξη αυτή δεν συναντάται πουθενά στον Αναξαγόρα, που ποτέ του δεν έκανε λόγο για στοιχεία άτμητων πραγμάτων (βλ.· Τσέλλερ II,σ. 392). Αν κι ο Γκόμπερζ (Ι, σ. 238) υποστηρίζει πως η θεωρία των ομοιο­μερών ανήκει οπωσδήποτε στον Αναξαγόρα, ο Ζαφειρόπουλος πιστεύει πως γεννήθηκε από τη γραφίδα του ίδιου του Αριστοτέλη, οφειλόμενη πιθανότατα σε παρανόηση του τελευταίου.  Η αντίληψη ενός στοιχειώδους μορίου είναι, πράγματι, ξένη προς την κοσμοθεωρία του Αναξαγόρα, που υποστηρίζει, όπως είδαμε, πως η ύλη τέμνεται στο άπειρο. Η πορεία λοιπόν της μετάβασης είναι από τα σπέρματα στις μοίρες και τα χρήματα.



Η γένεση του αισθητού προέρχεται από την ανάμειξη των μοιρών, που παράγουν με τη σειρά τους τα χρήματα. Πώς όμως δημιουργείται, από το πάντα ὁμοῦ, αυτό το νέο πεδίο; Δημιουργείται χάρη στο Νου:

Όλα όσα έχουν ψυχή, και τα πιο μικρά και τα πιο μεγάλα, όλων αυτών ο νους κυριαρχεί. Κι επάνω στη σύμπασα περιστροφή ο νους κυριάρχησε, ώστε να πρωταρχίσει να περιστρέφεται. Και πρώτα πρώτα άρχισε να περιστρέφεται από ένα μικρό σημείο, προχωρεί όμως η περιστροφή πιο πέρα και θα περιστραφεί ακόμα περισσότε­ρο. Κι όσα συσμίγουν και αποχωρίζονται και διαχωρίζονται, όλα αυ­τά τα γνώρισε ο νους· κι όποια έμελλαν να γίνουν και όποια ήταν, που τώρα δεν είναι, κι όσα τώρα είναι και ποια θα είναι, όλα τα έβα­λε σε όμορφη τάξη ο νους, κι αυτή την περιστροφή, όπου περιστρέ­φονται και τα άστρα και ο ήλιος και η σελήνη και ο αέρας και ο αιθέρας, καθώς ξεχωρίζουν το ένα από το άλλο.

Έτσι λοιπόν, ο Νους είναι αυτό που διέπει την οργάνωση του παντός, είναι η οργανωτική αρχή συμμείξεων και αποχωρισμών.

Ο Αναξαγόρας περιγράφει σχολαστικά τα χαρακτηριστικά αυτού του Νου: κατ’ ἀρχήν εἶναι ἄπειρος (απ. 12) και αιώνιος.

Ο δε νους, που είναι πάντα, υπάρχει στ’ αλήθεια και τώρα, όπου και όλα τ’ άλλα, μέσα στην περιέχουσα πολλότητα και μέσα σ’ αυ­τά που προστέθηκαν με το διαχωρισμό και ιιέσα σ’ αὐτά που έχουν αποχωριστεί (απ. 14)

Αυτοκυβερνάται και υπακούει σε δικούς του νόμους (αὐτοκρατές) (απ. ι, δεν αναμειγνύεται και υπάρχει ξέχωρα απ’ όλα (όπ.π.). Ιδιότητά του, πάν, είναι κατ’ εξοχήν το κρατεῖνΟ Νους εἶναι λεπτότατον τε πάντων... καί καθαρώτατον, διαθέτει την απόλυτη γνώση και κατέχει καθολική ισχύ, είναι κατά συνέπεια καθαρός από οιαδήποτε πρόσμειξη (απ. 12).


ΙΙ. Ο άνθρωπος

Στο Περί ζώων μορίων (IV, 10, 687α 7) ο Αριστοτέλης μας εκθέτει, κατακρίνοντάς την, μια ιδέα του Αναξαγόρα:

«Ο Αναξαγόρας ισχυρίζεται πως ο άνθρωπος, επειδή έχει χέρια, είναι πιο έξυπνος από τα ζώα», και προσθέτει: «είναι πιο λογικό, όμως, να πούμε πως έχει χέρια, επειδή, ακριβώς, είναι ο πιο έξυπνος. Γιατί το χέρι είναι ένα εργαλείο: η φύση, όπως κι ένας σώφρων άνθρωπος, απονέμει πάντα ένα όργανο μόνο σ’ όποιον είναι ικανός να το χρησιμοποιήσει».

Το ότι, όμως, είναι το πιο έξυπνο από τα ζώα, επειδή έχει χέρια, δεν σημαίνει πως δεν έχει και νόηση. Σκέφτεται, γιατί αίσθηση δεν δημιουργεί- από την επενέργεια του ομοίου στο όμοιο, αλλά από αυτή του εναντίου, Ξαναβρίσκουμε εδώ, λοιπόν, την προσφιλή στον Ηράκλειτο άποψη, σύμφωνα με την οποία το όμοιο δεν επιφέρει κανένα αποτέλεσμα επιδρώντας όμοιό του. Οι αισθήσεις, ωστόσο, είναι ανεπαρκείς για τη γνώση της θείας. Δυστυχώς, όμως, δεν γνωρίζουμε τίποτα από τη διδασκαλία Αναξαγόρα για το δυνατόν της νόησης.


ΙΙΙ. Νόημα καν σημασία της φιλοσοφίας του Αναξαγόρα

Το κυριότερο πρόβλημα που τίθεται στον σχολιαστή είναι πώς ακριβώς πρέπει να νοήσουμε αυτόν το Νου, που ο Αναξαγόρας τοποθετεί κάθε φορά στο επίκεντρο των εξηγήσεων που δίνει.

Αν πιστέψουμε τον Πλάτωνα, τότε, ο Νους αυτός δεν θα ’ταν άλλο από ένα είδος από μηχανής θεού, αρκετά ασταθούς μάλιστα, ενώ ο Σωκράτης ομολογεί πόσο απογοητεύτηκε από τη μελέτη του Αναξαγόρα, τη στιγμή που είχε στηρίξει τόσες ελπίδες πάνω του (βλ. Φαίδων, 97 c). Αλλά ο Αριστοτέλης βλέπει στο Νου του Αναξαγόρα αυτό το οποίο ο τελευταίος επικαλείται κάθε φορά που βρίσκεται σε αδυναμία να εξηγήσει την εμφάνιση ενός φαινομένου (Μετά τα Φυσικά, 1,3, 985 α 17).

Ο Β. Γαίγκερ, αντίθετα, πιστεύει πως ο Νους του Αναξαγόρα είναι ο κυρίαρχος θεός, που, ανεξάρτητος από καθετί, επιβάλλεται στα πάντα και που για πρώτη φορά στην ελληνική σκέψη δηλώνεται ρητά η παρουσία του. Κατά τον Γαίγκερ, χάρη στον Αναξαγόρα ο άνθρωπος μπορεί να συνειδητοποιήσει πως έχει πρόσβαση στο θείο μέσω της εγγενούς σ’ αυτόν νόησης. Ήδη, όμως, ο Τσέλλερ θεωρούσε την εξομοίωση του Νου με τον Θεό, που ο Γαίγκερ δέχεται ως αναμφισβήτητη, αρκετά ύποπτη: κατ’ αυτόν ο Νους εξακολουθεί να είναι μια δύναμη της φύσης και δεν επιτρέπεται να τον αντιλαμβανόμαστε ως ον με προσωπικότητα ή καθαρά πνευματικό.

Η ανάγνωση που επιχειρεί ο Ντετιέν (Detienne) τοποθετείται στους αντίποδες των προηγουμένων ερμηνειών, καθώς αναγορεύει τον Αναξαγόρα σ’ αυτόν που επέτρεψε στον θεωρητικό στοχασμό να μεταβεί από το στάδιο της μαγείας, στο οποίο είχε αρκεστεί ο Ερμότιμος, σ’ αυτό της φιλοσοφίας. Κατ’ αυτόν, ο Αναξαγόρας θέλησε να αντικαταστήσει την εικόνα του θεού με την έλλογη μέθοδο. Για αυτό και ο Ντετιέν υπογραμμίζει τη σημασία ενός γεγονότος, όπως η πτώση του αερόλιθου των Αιγός Ποταμών, στο οποίο ορισμένοι θέλησαν να βρουν κάποιο προμήνυμα, τη στιγμή που ο Αναξαγόρας το εξηγούσε αποδίδοντάς το σε καθαρά φυσικά αίτια. Αυτός, άλλωστε, θα πρέπει να ήταν και ο λόγος που ο Αναξαγόρας κατηγορήθηκε για ασέβεια. Από εκεί συνάγει ο Ντετιέν και το συμπέρα­σμά του: «Ορθολογιστής και θεμελιακά κοσμικός, ο Αναξαγόρας θα μπορούσε να εκπροσωπεί, κατά τον 18ο αιώνα, τον αντιπλατωνισμό και το ιδανικό μιας ορθολογιστικής και απερίφραστα αντιθρησκευτικής κριτικής».

Να, λοιπόν, που βρισκόμαστε για άλλη μια φορά ενώπιον του ίδιου προβλήματος: Μπορούμε τελικά να καταλάβουμε τι ακριβώς θέλησε να πει ο Αναξαγόρας; Στην παρούσα κατάσταση των κειμένων που διαθέτουμε όχι μόνον κάθε κατηγορηματική απάντηση θα φάνταζε κενόδοξη αλλά και θα πρέπει ίσως να αναρωτηθούμε μήπως τελικά το νόημα αυτής της ίδιας της ερώτησης είναι εξαιρετικά απλό. Δεν μπορούμε να διαβάζουμε τους Προσωκρατικούς γενικά, και ειδικότερα τον Αναξαγόρα, παρά δια μέσου της δικής μας θεωρητικής ανησυχίας· είναι αλήθεια πως ο πειρασμός να βάλουμε στο στόμα του συγγραφέα τα λόγια ακριβώς που περιμένουμε να ακούσουμε απ’ αυτόν είναι πάντα μεγάλος: δεν θα πρέπει, όμως, να καταλήξουμε, λόγω αυτού, στο σκεπτικιστικό συμπέρασμα πως η ιστορία της φιλοσοφίας μάς καταδικάζει στον υποκειμενισμό της ερμηνείας. Αν, σήμερα ακόμα, θέτουμε ερωτήματα τόσο στους εαυτούς μας όσο και στα έργα αυτών που προηγήθηκαν από μας, είναι, κατά μια έννοια, γιατί αυτοί ακριβώς οι τελευταίοι είναι που μας προσέφεραν τις διάφορες διανοητικές πορείες, που μας οδήγησαν ως αυτούς. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε, τελικά, πως δεν είμαστε τόσο εμείς οι ίδιοι που θέτουμε ερωτήματα στους φιλοσόφους του παρελθόντος, όσο αυτοί οι ίδιοι που μας ωθούν να τους ρωτήσουμε για τα προβλήματα, τα οποία μας έχουν κληροδοτήσει: από τις δικές τους αφετηρίες ξεκινήσαμε κι εμείς, για ν’ ακολουθήσουμε διαφορετικά και συχνά αποκλίνοντα μονοπάτια της σκέψης, που όλα τους όμως ριζώνουν σε μια απαρχή ανεξάντλητη σε πλούτο, ακριβώς επειδή τα περιέχει όλα. Αυτός ίσως είναι κι ο λόγος που φαίνεται να μπορούμε να πούμε πως το νόημα μιας φιλοσοφίας δεν της είναι τελείως σύγχρονο αλλά βρίσκεται μπροστά της. Σαν τον ποιητή του Μαλλαρμέ, ο φιλόσοφος είναι «τέτοιος που τελικά η αιωνιότητα τον αλλάζει».

πηγή: ekivolos.gr

Ο "ΝΟΥΣ"ΤΟΥ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑ - ΔΙΕΞΟΔΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ

$
0
0

Του  Kurt von Fritz

Όταν πριν από πολλά  χρόνια εξέταζα, μέσα σε μια σειρά μελετών(1), την εξέλιξη της σημασίας της λέξης Νους και των παραγώγων της από την εποχή του Ομήρου ως το Δημόκριτο και τους σοφιστές, παρέλειψα τον Νου του Αναξαγόρα, γιατί δεν ήθελα να ενταχθεί μέσα σ’ αυτή την ιστορία της εξέλιξης της σημασίας. Μάλιστα, δεν ταιριάζει καθόλου μέσα σ’ αυτή την ιστορία εξέλιξης, ακριβώς χάρις στην ιδιαιτερότητά του. Πολύ σπουδαία όμως εμφανίζεται η εξέταση αυτού του ιδιόμορφου γεγονότος, όπως επίσης και η προσπάθεια για την εξεύρεση απάντησης στο ερώτημα: «ποια είναι η προέλευση εκείνου του στοιχείου στην αναξαγόρεια έννοια του Νου, το οποίο τον κάνει να έχει έναν εξέχοντα ρόλο μέσα στη γενική εξέλιξη, η οποία συνεχίζεται με κάποιο γνωστό τρόπο ως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη;»


Για να δείξουμε πού έγκειται το πρόβλημα, πρέπει πρώτα να συνοψίσουμε τα κύρια πορίσματα των προηγουμένων ερευνών. Με βάση τη σημασία με την οποία εμφανίζεται η λέξη στα ομηρικά έπη, αποδεικνύεται με σιγουριά πως η ετυμολογία της λέξης που παράγεται από το «σνόρος» («σνόφος»;) (πρβλ, το αγγλικό to sniff, γερμανικό schnüffeln — οσμίζομαι, οσφραίνομαι, αντιλαμβάνομαι με τη βοήθεια της μυρουδιάς), είναι η ορθή. Αυτό φαίνεται σαφέστατα στο ρήμα «νοείν», το οποίο προέρχεται απ’ το Νους. Αυτό το ρήμα πολύ συχνά σημαίνει τη σύλληψη μιας κατάστασης, προπάντων επικίνδυνης ή σπουδαίας — για το άτομο που λαμβάνει γνώση — όπως ακριβώς συμβαίνει και με κάποιο ζώο ή κι όπως υπαινισσόμαστε με την έκφραση «κρούω τον κώδωνα του κινδύνου» ή όπως, με κάποια άλλη σημασία στα αγγλικά, αποδίδουμε με το «I smell a rat»: πρόκειται παντού για μεθόδους, που έχουν σχέση με την όσφρηση. Αυτή η ερμηνεία επιβεβαιώνεται με την παράδοση (2) που λέει πως οι Πυθαγόρειοι απέδιδαν στα ζώα Νου, (κι όχι φρένες)• η παράδοση αυτή πρέπει να είναι γνήσια, γιατί δεν μπορεί να έχει επινοηθεί σε κάποια μεταγενέστερη εποχή, όταν πια ο Νους είχε καθιερωθεί ως χαρακτηρισμός της υψηλής γνωστικής ικανότητας που ανήκει μόνο στον άνθρωπο.

Το πέρασμα από τη μια στην άλλη έννοια, ωστόσο, δεν είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό. Η σύλληψη μιας κατάστασης με την ευρύτερη σημασία της είναι κάτι καθολικό και, κατά κάποιο τρόπο, είναι κάτι που εισχωρεί βαθύτερα απ’ αυτό που γίνεται απλώς αντιληπτό ή απ’ αυτό που γνωρίζουμε με την έννοια της αποκάλυψης της ταυτότητάς του. Έτσι, μπορεί κανείς να παρατηρήσει όχι σπάνια στον Όμηρο, ακριβώς, μια διαβάθμιση της γνωστικής διαδικασίας από το «ιδείν» μέσω του «γνώναι» στο «νοείν» — όπου το «ιδείν» περίπου σημαίνει την απλή αντίληψη της παρουσίας ενός ανθρώπου, το «γνώναι» την αναγνώρισή του ως ορισμένου προσώπου (ή, αν πρόκειται για κάποιο αντικείμενο, περίπου τον εντοπισμό του ως δέντρου ή ειδικότερα ως οξυάς) και τέλος, το «νοείν» την γνώση, δηλαδή τη γνώση της ιδιότητας, που συνδέεται μαζί του: εάν, π.χ. έχει φιλικές ή εχθρικές διαθέσεις ή ακόμα πώς κρύβει τις εχθρικές του προθέσεις, πίσω από ένα φιλικό προσωπείο. Ιδίως στην τελευταία περίπτωση, το «νοείν» χαρακτηρίζει σαφώς τη γνώση η οποία εμβαθύνει περισσότερο από εκείνο το οποίο φαίνεται αμέσως και γίνεται απευθείας αντιληπτό με την όραση. Αυτό μπορεί, ακόμα και στον Όμηρο, να επεκταθεί και στη γνώση προσώπων ή αντικειμένων, τα οποία δεν προσφέρουν τη θέα εκείνου του οποίου την ιδιότητα κατέχουν πραγματικά, όπως, ας πούμε, όταν ένας Θεός παίρνει τη μορφή ενός ανθρώπου κι ο άνθρωπος, μπροστά στον οποίο εμφανίζεται μ’ αυτη τη μορφή, ξαφνικά αντιλαμβάνεται (νοείν), πως όχι άνθρωπος, αλλά Θεός μιλάει ή έχει ήδη μιλήσει.(3) Τέλος, έχει σχέση με μια ακόμα σημασία: αυτήν που παριστάνει, ας το πούμε έτσι, την (ανάλογη με την παρούσα θέση) μεταφορά της γνώσης μιας κατάστασης στο μέλλον. Με τη γνώση μιας επικίνδυνης ή, εν πάση περιπτώσει σημαίνουσας κατάστασης, συνδέεται αυτονόητα η αντίληψη για το πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να εξελιχθούν καλύτερα, ώστε να καταφέρουν να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση την οποία έχει προσεγγίσει η γνώση. Η λέξη «νοείν» κερδίζει έτσι, με την πάροδο του χρόνου, επιπλέον τη σημασία του σχεδιασμού (αγγλ. planning). Όπως θα αποδειχτεί, αυτό δεν είναι ασήμαντο γεγονός για την έννοια του Νου στον Αναξαγόρα.

Αρχικά, ωστόσο, η φιλοσοφική χρήση των λέξεων Νους και νοείν ακολουθεί την ομηρική σημασία των λέξεων, σύμφωνα με την οποία αυτές χαρακτηρίζουν κάποια γνώση που εμβαθύνει πιο πολύ — με μόνη διαφορά ότι αυτή η γνώση που εμβαθύνει περισσότερο δεν αναφέρεται τώρα σε κάποια κρυμμένη πρόθεση ή κάτι άλλο παρόμοιο, αλλά στην αληθινή οντότητα (ον, είναι, Sein) που βρίσκεται πίσω από την ορατότητα. Έτσι λοιπόν, στον Παρμενίδη, ο Νους, ακόμα κι όταν παραπλανάται με τα λόγια «κράσις μελετών πολυπλάγκτων»(4) ώστε κι ο ίδιος να γίνει ένας «νους πλαγκτός»(5), πάντοτε και συνεχώς κατά κάποιο τρόπο βρίσκεται σ’ επαφή με το ον, έτσι ώστε να μπορεί να ειπωθεί πως δεν υφίσταται νοείν δίχως το «υπάρχον», μέσα ή κοντά στο οποίο αποκαλύπτεται.(6) Τα ίδια αναφέρονται ακόμα και στον Δημόκριτο, ο οποίος αντιπροσωπεύει το τέλος της προσωκρατικής φιλοσοφίας: αυτός είπε ότι η αλήθεια βρίσκεται κρυμμένη μέσα σε μια άβυσσο(7), ο Νους όμως, ως όργανο της «γνήσιας»(8) γνώσης, η οποία αντιλαμβάνεται την «ατομική» συγκρότηση του κόσμου, έχει την εξής ικανότητα και λειτουργία: βρίσκεται αντίθετος με τη «σκοτεινή» γνώση που προσφέρεται από τα αισθησιακά μέσα της αντίληψης, με τα οποία τα πράγματα εμφανίζονται στους ανθρώπους σε κάποια κίβδηλη μορφή, λες και συνδέονται με μια σειρά ιδιοτήτων (χρώματος, γεύσεως, οσμής κλπ.), τα οποία στην πραγματικότητα δεν αρμόζουν στο χώρο των αληθινών γεγονότων και καταστάσεων. Τέλος, για τον Πλάτωνα ο Νους είναι το όργανο του πνεύματος, με τη βοήθεια του οποίου ο άνθρωπος πετυχαίνει μια πρόσβαση στο βασίλειο των Ιδεών(9)˙ και ανήκει επίσης στον καθαυτό κόσμο του αληθινού όντος, αντίθετα με τον κόσμο της δημιουργίας και της φθοράς (του γίγνεσθαι και του χάνεσθαι, Werden und Vergehen), ο οποίος βέβαια κατά τον Πλάτωνα (εν αντιθέσει με τον απατηλό κόσμο που προσλαμβάνουν οι αισθήσεις κατά τον Παρμενίδη ή, ως έναν ορισμένο βαθμό, και κατά τον Δημόκριτο), δεν είναι ένας κόσμος απατηλός, αλλά κάποιος ο οποίος, έναντι του κόσμου των Ιδεών, είναι μόνο ένα παράγωγο ον, ένα ον δεύτερης κλάσης, και μέσα στον οποίο είναι αδύνατη μία βέβαιη γνώση.

Με διαφορετικό τρόπο απ’ αυτόν του Παρμενίδη, — κατά τον οποίο όλα κατευθύνονται καθαρά προς τη γνώση —, και (πολύ περισσότερο) αντίθετα από τον Δημόκριτο, ο οποίος έχει προσπαθήσει από την ατομική θεωρία να βγάλει και κάποια ηθική, — η οποία ωστόσο έχει πολύ χαλαρή σχέση με τη θεωρητική του φιλοσοφία —, η γνώση του αληθινού κόσμου με τον Νου, κατά τον Πλάτωνα αποκτάει μια αποφασιστική σημασία για τη συμπεριφορά, επειδή η γνώση της «ιδέας του αγαθού» οδηγεί στις ορθές πράξεις. Στον Αριστοτέλη, τέλος, εμφανίζεται το ενεργητικό στοιχείο, μέσα στην γνωστική αρχή του Νου, πολύ ισχυρότερο, και μάλιστα όχι μόνο στην ανθρώπινη δράση, αλλά και στα κοσμικά συμβάντα. Παντού, όπου συμβαίνει κάτι τέτοιο, γνώση και ενέργεια βρίσκονται σε στενή σχέση εξάρτησης και κάθε ενέργεια ή συμπεριφορά που απορρέει από την ύψιστη γνώση αποβλέπει στην πραγματοποίηση του «βέλτιστου».

Ακριβώς λοιπόν εδώ βρίσκεται η δυσκολία στον Αναξαγόρα, — δυσκολία που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλάτωνος, παρατηρήθηκε ήδη από τον Σωκράτη. Στο Φαίδωνα(10) λέει τα εξής: όταν εκείνος (ο Σωκράτης) άκουσε κάποιον να διαβάζει από ένα βιβλίο του Αναξαγόρα και κατάλαβε από την απαγγελία αυτή, ότι ο Νους βάζει σε τάξη τα πάντα και αποτελεί το αίτιο των πάντων, χάρηκε πολύ. Γιατί τώρα θα ήθελε να ακούσει ακόμα, με ποιό τρόπο ο Νους τα κατατάσσει όλα έτσι,(11) ώστε να επιτυγχάνεται το καλύτερο αποτέλεσμα. Όταν όμως πήρε ο ίδιος τα κείμενα και τα μελέτησε στο σύνολό τους με το μεγαλύτερο ζήλο, ανακάλυψε πως είχε γελαστεί μ’ αυτή την προσδοκία του. Διότι όσο προχωρούσε περισσότερο τη σπουδή του, τόσο πιο πολύ διαπίστωνε ότι ο Αναξαγόρας δεν κάνει καμιά χρήση του Νου και μάλιστα ούτε αναφέρει τους λόγους(12) για τη δεδομένη τάξη της ολότητας των πραγμάτων, αλλά μάλλον καθιστά υπεύθυνους για τα συμβάντα τα σύννεφα, τους ανέμους και το νερό και άλλα πράγματα που συνδέονται κατά εντελώς περίεργο τρόπο.

Οι παρατηρήσεις του Σωκράτη πάνω στην ιδιόμορφη χρησιμοποίηση ή μάλλον την μη-χρήση, από τον Αναξαγόρα της καθολικής αρχής του Νου, επιβεβαιώνεται από μερικές άλλες πολύτιμες μαρτυρίες (και συμπληρώνεται επίσης από αυτές). Έτσι, λοιπόν, ο Αριστοτέλης θα πει ότι ο Αναξαγόρας, χρησιμοποιεί τον Νου σαν ένα είδος μηχανής(13) για την ερμηνεία της δημιουργίας του κόσμου, — μια μηχανή που την καλεί να τον βοηθήσει όταν φτάνει σε αμηχανία και αδυνατεί να εξηγήσει την αιτία της αναγκαιότητας κάποιου πράγματος (γιατί είναι κάτι έτσι όπως είναι)• κατά τα άλλα, καθιστά υπεύθυνα για τα φαινόμενα όλα τα άλλα και όχι τον Νου. Τέλος, ο μαθητής του Αριστοτέλη και ιστορικός της επιστήμης Εύδημος ο Ρόδιος λέει τα εξής: Ο Αριστοτέλης, στην ερμηνεία του κόσμου αφήνει τις περισσότερες φορές τον Νου έξω από το παιχνίδι, με το ν’ αφήνει τα περισσότερα πράγματα να δημιουργούνται η να συμβαίνουν «αφ’ εαυτού»(14).

Αν κοιτάξει, λοιπόν, κανείς αμέσως ύστερα από αυτά, τα σωζόμενα αποσπάσματα του φιλοσοφικού έργου του Αναξαγόρα, θα συναντήσει κάποια ασυνέπεια. Πρώτ’ απ’ όλα ο Νους εμφανίζεται σε πολλά σημεία ως δύναμη που οδηγεί στη γνώση. Είναι αυτό που καθοδηγεί(15) τη δράση και τη συμπεριφορά όλων των εμβίων όντων που είναι προικισμένα με ψυχή. Αλλά και ως «κοσμική αρχή» αναγνωρίζει τα πάντα που υπήρξαν, είναι και θα υπάρχουν(16). Απ’ αυτή την άποψη μπορεί λοιπόν να φανεί κατά πόσον ο Αναξαγόρας εξύψωσε, με απλό τρόπο, εκείνο το οποίο είναι η βαθύτερη αντίληψη μιας κατάστασης όπως αυτή είναι δυνατή ακόμα και σε κάποιο ζώο, πόσον εξύψωσε την υψίστη γνωστική δύναμη του ανθρώπου, σε μια «κοσμική αρχή» (Kosmisches Prinzip). Ναι, αυτή η γνωστική αρχή η οποία δεν γνωρίζει μόνο το παρελθόν και το παρόν, αλλά και το μέλλον, φαίνεται, ως δημιουργική αρχή, να αντικρίζει και κάποιο «άμεινον» με τη σωκρατική έννοια˙γιατί το θέμα είναι ότι όχι μόνο στον κόσμο μας, αλλά και αλλού, δηλαδή σε άλλους κόσμους, οι άνθρωποι σχηματίζονται κάτω από την επίδραση του Νου και κατοικούν σε πόλεις και καλλιεργούν αγρούς όπως κι εμείς, και συσσωρεύουν στα καταλύματά τους τα ωφελιμότερα από τα πολυποίκιλα αγαθά, τα οποία παράγει η γή τους(17).

Αυτό λοιπόν, φαίνεται σαν να έρχεται σε αντίθεση με τη γνώση του Σωκράτη στον Φαίδωνα του Πλάτωνος ότι δηλαδή με τον Νου του Αναξαγόρα δεν περιστρέφεται η συζήτηση γύρω από κάποιο «άμεινον» το οποίο προσπαθεί να πραγματοποιήσει ο Νους. Αν όμως παρατηρήσει κανείς σωστά, ποια δραστηριότητα ή δραστηριότητες αποδίδονται λοιπόν in concreto στον Νου, τότε πρέπει κανείς πάλι να δώσει δίκιο στον Σωκράτη, στον Αριστοτέλη και στον Εύδημο, όταν εκείνοι απορούν με το γεγονός ότι ο Αναξαγόρας κάνει μια ασήμαντη — ή ελάχιστη — χρήση του Νου, και ότι ο Νους φαίνεται να προσεγγίζει το «άμεινον» με περίεργο τρόπο, όταν αυτός θέλει να το προσεγγίσει.

Στην αρχή, μαθαίνουμε(18) πως όλα ήταν ως την παραμικρή λεπτομέρεια τόσο συγκεχυμένα, ώστε ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τις οποιεσδήποτε ιδιότητες ή να αναγνωρίσει καθοριστικά αντικείμενα. Τότε όμως άρχισε ο Νους, με ορμητήριο κάποια θέση, να θέτει τα πάντα σε μια περιστροφική κίνηση(19). Αυτή η περιστροφή είχε ως αποτέλεσμα το διαχωρισμό των στοιχείων, που προηγουμένως ήταν εντελώς ανακατωμένα• αυτός βέβαια ο διαχωρισμός δεν πρόκειται ποτέ να τελειοποιηθεί˙ με τη συνέχεια όμως της περιστροφικής κίνησης θα προοδεύει(20). Κατά την πορεία αυτής της διαδικασίας του διαχωρισμού δημιουργήθηκαν και τα εκάστοτε — κάθε λογής — πράγματα, ανάμεσά τους τα έμβια όντα και στο τέλος οι άνθρωποι(21) και ως τελικό αποτέλεσμα απ’ όλα αυτά έγινε ο κόσμος, ή η τάξη του σύμπαντος (geordnete Welt), μέσα στην οποία ζούμε.

Αυτή λοιπόν είναι η ιδιόμορφη άποψη, η οποία φαίνεται ν’ αποτελεί τη βάση των πάντων: μια παγκόσμια αρχή, η οποία λαμβάνει γνώση και ταυτόχρονα δημιουργεί και η οποία όχι μόνο προβλέπει, αλλά θέλει και να προκαλέσει μια όμορφη τάξη των πραγμάτων του κόσμου, μια αρχή, η οποία όμως δεν δρα όπως ένας καλλιτέχνης, ένας αρχιτέκτονας ή κάθε άνθρωπος, ο οποίος θέλει να παράγει κάτι ωραίο, να συναθροίσει τα υλικά που του προσφέρονται σε άπειρες φάσεις, να σχηματίσει, να επεξεργαστεί, να τοποθετήσει στην ορθή τους θέση τα πάντα, ωσότου το προβλεπόμενο από αυτόν έργο να ολοκληρωθεί, αλλά εκείνο το οποίο θέτει σε κίνηση είναι μόνο μια πολύ απλή χειρονομία• και διατηρείται σ’ αυτή την κατάσταση. Όλα τα άλλα όμως τα αφήνει στον εαυτό τους, με την προοπτική ότι το επιθυμητό αποτέλεσμα θα εμφανιστεί με τη φυσική αλληλοεξάρτηση αιτίων και επιδράσεων. Πού πρέπει ν’ αναζητηθεί η πηγή αυτής της παράξενης άποψης, η οποία φαίνεται ν’ απομακρύνεται τόσο από όλες τις πρώιμες ή ύστερες απόψεις πάνω στην ουσία και πιθανή δράση κάποιου Νου;

Ίσως είναι σκόπιμο ν’ αρχίσουμε την παραπέρα έρευνα με έναν φιλόσοφο ο οποίος προηγείται, χρονικά, του Αναξαγόρα, και στον οποίο φαίνεται πως ο Νους κατά κάποιο τρόπο δεν κατέχει μόνο μια γνωστική, αλλά και μια — σε παγκόσμια κλίμακα — καθοδηγητική λειτουργία. Πρόκειται για τον Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο, ο οποίος αναφέρει για το Θεό πως «νόου φρεσί πάντα κραδαίνει»(22). Εδώ ήδη υφίστανται βέβαια, από τυπική άποψη, μια ολόκληρη σειρά από όχι εντελώς ασήμαντες διαφορές. Κατ’ αρχήν εδώ δεν είναι άμεση καθοδηγητική αρχή ο ίδιος ο Νους, αλλά ο ένας Θεός, τον οποίο ο Ξενοφάνης είχε τοποθετήσει στη θέση των πολλών θεών της ελληνικής λαϊκής θρησκείας. Αυτός ο Θεός δεν καθοδηγεί τον κόσμο άμεσα με τον Νου του, αλλά με τους «φρένες» του Νου του. Το τελευταίο όμως αυτό αποτελεί μόνο μια έκφραση της παρατηρούμενης προσπάθειας της παλιότερης ορολογίας(23), για ευρύτερη διαφοροποίηση και ακρίβεια, μέσα στην οποία ακόμη φαίνεται σαφώς η διαφορά ανάμεσα στο «νοείν» ως καθαρή κατανόηση —, το οποίο βέβαια με την μορφή του προνοητικού σχεδιασμού εξαπλώνεται ήδη προς την κατεύθυνση του μέλλοντος — και στις λέξεις που παράγονται από τη ρίζα «φρην», οι οποίες χαρακτηρίζουν τη μετατροπή της γνώσης σε δράση — ή τη γνώση που κατευθύνεται προς τη δράση. Το γεγονός ότι ο Αναξαγόρας παραλείπει τους «φρένες» ενώ βάζει τον Νου να δράσει, εξηγείται λοιπόν μόνο μέσα στη γενική ροή της εξέλιξης της γλώσσας, η οποία με την αύξηση της αφηρημένης και γενικευμένης σκέψης ολοένα και περισσότερο προβαίνει σε απαλοιφή των ακριβών διαχωρισμών της παλιότερης γλώσσας. Αυτό το γενικό φαινόμενο, θα αποδειχθεί ότι δεν ήταν δίχως σημασία για τη δημιουργία της θεωρίας του Νου μέσα στη σκέψη του Αναξαγόρα.

Όταν, απ’ την άλλη πλευρά, στην περίπτωση του Ξενοφάνους δεν κατευθύνει άμεσα τον κόσμο ο Νους ή ακόμα και οι «φρένες» του Νου, αλλά ένας Θεός με τη βοήθεια της γνωστικής του δύναμης που χαρακτηρίζεται ως Νους, τότε μπορεί κανείς να δει σ’ αυτό μια πολύ σημαντική διαφορά έναντι του Αναξαγόρα. Ο ένας Θεός όμως του Ξενοφάνη, ο οποίος δεν έχει καμιά μορφή, αλλά διαπερνά τον κόσμο και είναι πανταχού παρών, δίχως να ταυτίζεται με τα πράγματα, έχει βέβαια με όλες αυτές τις ιδιότητες επίσης μια μεγάλη συγγένεια με τον Νου του Αναξαγόρα. Μέσα του φαίνεται να είναι κάτι δεδομένο, το οποίο απ’ τη μια πλευρά συνδέεται με παλιότερες παραστάσεις, απ’ την άλλη προμηνύει τον Νου του Αναξαγόρα, έτσι που κάποιος να υποθέτει, ότι εδώ ίσως να βρίσκεται κάποια λύση του αινίγματος γύρω απ’ την ιστορική προέλευση του τελευταίου. Όμως, φαίνεται ότι ακριβώς στο αποφασιστικό σημείο ο Θεός του Ξενοφάνους ξεχωρίζει toto coelo από τον Νου του Αναξαγόρα. Πραγματικά καθοδηγεί τον κόσμο «νόου φρεσί»: δεν είναι μόνο πανταχού παρών, αλλά επεμβαίνει και παντού καθοδηγώντας. Δεν αρκείται μονάχα στο να θέτει, από κάποιο σημείο, τον κόσμο σε κίνηση, με τη βεβαιότητα ή την προϋπόθεση ότι όλα θα τακτοποιηθούν από μόνα τους κατά τον καλύτερο τρόπο.

Για να μπορούμε τώρα να διαπιστώσουμε αν, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ του Θεού του Ξενοφάνη και του Νου του Αναξαγόρα, θα είναι αναγκαίο πρώτα να πλουτίσουμε τη γνώση μας με στοιχεία πάνω στην προέλευση της άποψης περί Θεού του Ξενοφάνη και στη θέση της σε σχέση με την ανάπτυξη της φιλοσοφικής σκέψης των Ελλήνων. Κατά κάποιο τρόπο ο Ξενοφάνης φαίνεται να βρίσκεται κάπως έξω από την ιστορία της πρώιμης ελληνικής φιλοσοφίας. Αυτό εκφράζεται και με το γεγονός ότι, όπου γίνεται απόπειρα κατάταξής του μέσα σ’ αυτήν την ιστορία, η θέση του αποβαίνει κάπως επισφαλής. Επειδή γι’ αυτόν, σύμφωνα με τις παραδοσιακές απόψεις της αρχαιότητας, δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο σταθερό σημείο αναφοράς προς τα πίσω, έχει γίνει ακόμα και προσπάθεια(24), να τον κάνουν μαθητή του Παρμενίδη — αν και δεν μπορεί να υφίσταται η παραμικρή αμφιβολία, ότι από καθαρά χρονολογική σκοπιά υπήρξε πάρα πολύ παλαιότερος από εκείνον(25).

Ωστόσο, η φιλοσοφική πορεία του Ξενοφάνη δεν είναι εντελώς άσχετη με την προηγηθείσα ή τη σύγχρονη μ’ αυτόν φιλοσοφία του Θαλή, του Αναξίμανδρου, του Αναξιμένη, όπως θα έδειχνε μια πρώτη παρατήρηση. Κατ’ αρχήν συμφωνεί με τους φιλοσοφικούς του προδρόμους — αλλά και συγχρόνους του — ως προς το αρνητικό σημείο, ότι δηλαδή δεν θεώρησε τον κόσμο φτιαγμένο ή χτισμένο ή ταξινομημένο ή καθοδηγημένο από λίγο-πολύ ανθρωπόμορφους θεούς. Αν παραβλέψει κανείς τον Θαλή, από τη φιλοσοφία του οποίου, εν πάση περιπτώσει, είναι πολύ λίγα γνωστά με βεβαιότητα, και για τον οποίο η παράδοση αναφέρει ότι είπε πως «όλα είναι γεμάτα από θεούς»(26), ο Αναξίμανδρος είχε θεωρήσει την προέλευση του κόσμου(27) οπωσδήποτε μέσα από ένα αγώνα αντιθέτων κι απρόσωπων αρχών, από ένα «καυτό» και ένα «ψυχρό». Και βέβαια, αυτές οι απρόσωπες αρχές παρουσιάζουν, κατά κάποιον τρόπο, έναν κάπως ανθρωπόμορφο χαρακτήρα, εφόσον μπορεί γι’ αυτές να ειπωθεί ότι «πρέπει η μια να εκδηλώσει προς την άλλη τάσεις μετάνοιας για την αδικία τους κατά την τάξη που επιβάλλεται από το χρόνο ή τήν εποχή»(28). Κι ακόμα, από μιαν άλλη άποψη, συμβαίνει να παρουσιάζουν κάτι το ανθρωπόμορφο: Πρόκειται για μια ενότητα υλών, ιδιοτήτων και δυναμικών επιδράσεων, που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν καθαρά μεταξύ τους(29). Όμως, και πάλι δεν γίνεται διάκριση ανάμεσα σε φυσιολογικές ή συγκινησιακές ιδιότητες. Με άλλα λόγια: ο χαρακτηρισμός ψυχικών ή συγκινησιακών καταστάσεων ως ζεστών ή κρύων, ως στεγνών ή «υγρών»(30), δεν εμφανίζεται ως «μεταφορική» μετάβαση από τη φυσική σφαίρα στη συγκινησιακή• οι ιδιότητες που χαρακτηρίζονται με την ίδια λέξη και στις δύο σφαίρες θεωρούνται ιδιότητες αυτές καθ’ εαυτές. Αν λοιπόν τώρα συγκρίνει κανείς μ’ αυτό, τον Θεό του Ξενοφάνη, τότε δίχως αμφιβολία η αποπροσωποποίηση της αρχής που δημιουργεί και καθοδηγεί τον κόσμο δεν οδηγείται τόσο μακριά όπως στον Αναξίμανδρο, επειδή αυτή η αρχή δεν χαρακτηρίζεται, απρόσωπα, ως κάτι το «θεϊκό» (θείον) αλλά προσωπικά, ως Θεός. Προπάντων όμως ο Θεός του Ξενοφάνη διακρίνεται από τον Νου του Αναξαγόρα διότι ο Θεός κατευθύνει συνειδητά τον κόσμο σύμφωνα με τη βούλησή του, ενώ οι πρωταρχικές αρχές (Urprinzipien) του Αναξίμανδρου επιφέρουν την ύπαρξη του κόσμου, ας τό πούμε έτσι: μόνο μ’ ένα τυχαίο τρόπο, ύστερα από την αναμεταξύ τους διαμάχη.

Αν πάρει ωστόσο κάποιος να μελετήσει τον Ξενοφάνη και τον Αναξίμανδρο μαζί, τότε θ’ ανακαλύψει, εν μέρει και στους δύο κι άλλοτε στον ένα ή στον άλλον ξεχωριστά, ήδη το μεγαλύτερο μέρος από αυτό το οποίο χαρακτηρίζει το Νου του Αναξαγόρα ως δημιουργό και καθοδηγητή ενός κόσμου όπου κυριαρχεί η τάξη: στον Αναξίμανδρο, την παράσταση (Vorstellung) αρχών που βρίσκονται σε δράση, οι οποίες παράγουν το αποτέλεσμα της τάξης του κόσμου μονάχα με την καθαυτή τους επίδραση και χωρίς να έχουν συντονισθεί συνειδητά προς αυτόν το στόχο, όπως κάνει ένας καλλιτέχνης κάθε στιγμή• στον Ξενοφάνη, την παράσταση (Vorstellung) μιας μοναδικής αρχής, η οποία καθοδηγεί τα πάντα — και ταυτόχρονα κατανοεί — και, αντίθετα από τις αρχές επίδρασης του Αναξίμανδρου, δεν συνδέεται με την ύλη κι ούτε ταυτίζεται μ’ αυτήν, αλλά — και σ’ αυτό μοιάζει ολότελα με το Νου του Αναξαγόρα — ναι μεν διεισδύει στα πάντα, όμως ξεχωρίζει ολοφάνερα από το κάθε τι που είναι υλικό, ως κάτι το τελείως διαφορετικό. Έχει όμως σημασία να δοθεί προσοχή στο γεγονός ότι ο Αναξίμανδρος, παρά τα πολύ έντονα ανθρωπομορφικά στοιχεία στην εξήγηση του κόσμου, παρατηρεί τη δημιουργία πολύ λιγότερο τελεολογικά απ’ ό,τι ο Αναξαγόρας, του οποίου η έλλειψη κάποιας διαμορφωμένης τελεολογίας είχε προκαλέσει την απορία στον Σωκράτη. Γιατί ο Νους του Αναξαγόρα δεν πράττει τίποτα, εν πάση περιπτώσει, για να προκαλέσει την εμφάνιση μιας ομορφιάς και τάξης μέσα στον κόσμο. Επειδή όμως, κατά τη θεωρία του Αναξαγόρα, γνωρίζει εκ των προτέρων, ότι ήδη η απλή περιστροφική κίνηση, — στην τροχιά της οποίας τοποθετεί την τέλεια ανάμιξη όλων των υλικών και μέσα από την οποία τα εξάγει —, θα έχει στην παραπέρα πορεία της ως αποτέλεσμα μια ομορφιά και μια τάξη στον κόσμο, φαίνεται ότι και η βούλησή του κατευθύνεται εκ των προτέρων προς κάτι τέτοιο. Όσον αφορά στις πρωταρχικές αρχές (Urprinzipien) της δημιουργίας των κόσμων, όπως αυτές επινοήθηκαν από τον Αναξίμανδρο, φαίνεται ότι — όσο μπορεί να γίνει αντιληπτό — πουθενά δεν γίνεται λόγος για κάποια βούληση δημιουργίας με οποιοδήποτε τρόπο κάποιου κόσμου μέσα από τον ανταγωνισμό τους: παλεύουν η μια ενάντια στην άλλη μέσα στο κράτος της αδικίας τους, δηλαδή η καθεμιά επιζητάει να υπερισχύσει της άλλης: τότε περιγράφεται, πώς κατά τη διάρκεια αυτού του αγώνα και πώς με τη βοήθειά του δημιουργείται ο κόσμος.

Από τους φιλοσόφους που βρίσκονται χρονικά ανάμεσα στον Αναξίμανδρο και στον Ξενοφάνη από τη μια, και στον Αναξαγόρα από την άλλη, σημασία έχει — προπάντων για το ερώτημα που εξετάζεται εδώ — ο Εμπεδοκλής: εκείνος, ο οποίος σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστοτέλη(31) ήταν βέβαια νεότερος στην ηλικία από τον Αναξαγόρα, είχε όμως προηγηθεί στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής του ερμηνείας του κόσμου και στη διάδοσή της. Ως προς τις δυνάμεις που επιδρούν στη δημιουργία μιας τάξης μέσα στον κόσμο, παίρνει ήδη μια ενδιάμεση θέση ανάμεσα στο Αναξίμανδρο και στον Ξενοφάνη. Σ’ αυτόν επίσης διαφέρουν μεταξύ τους και ξεχωρίζουν οι δρώσες αρχές, οι οποίες θέτουν σε κίνηση τον κόσμο και τον διατηρούν σ’ αυτή την κατάσταση, από τις υλικές αρχές, οι οποίες κατά κάποιον τρόπο συντηρούν, ως ποιότητες, τον χαρακτήρα τους. Αντίθετα, όμως, απ’ ό, τι στον Ξενοφάνη (και στον Αναξαγόρα), δεν συλλαμβάνεται η έννοιά τους ως γνωστικών, αλλά ως συγκινησιακών αρχών. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται να εκφράζεται στον χαρακτηρισμό τους «φιλία» και «νείκος» (αγάπη και μίσος). Σπουδαιότερο είναι το γεγονός ότι ακριβώς σ’ αυτόν τον χαρακτήρα τους (με παρόμοιο τρόπο όπως στο Νου του Αναξαγόρα) έγκειται μια ιδιόμορφη διττή φύση, για να μην πούμε αντιφατικότητα. Από την μια πλευρά φαίνονται να είναι εντελώς εκείνο το οποίο δηλώνουν οι ονομασίες τους: δηλαδή η αγάπη λέγεται τρυφερή, θαυμάσια(32), φιλική, ενώ το μίσος τρομακτικό και καταστροφικό(33) συναίσθημα. Ναι, σε δεδομένη κατάσταση μπορούν να εμφανίζονται ως μεγάλες μυθικές μορφές, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε παλιότερους ποιητές, ιδίως στον Ησίοδο: οι μεγάλες δυνάμεις της ανθρώπινης ζωής μετατρέπονται σε μυθικές μορφές.

Αν κοιτάξει κανείς, όμως, το πραγματικό νόημα του ρόλου τους στη δημιουργία του κόσμου από πιο κοντά, τότε σχεδόν τίποτα απ’ όλα αυτά δεν μένει. Στο πεδίο των εμβίων όντων, διατηρεί βέβαια ο έρωτας το ρόλο του ως κινητήρια δύναμη για την αναπαραγωγή• στην ίδια τη διαδικασία δημιουργίας του κόσμου ωστόσο, φαίνεται πως δεν έχει καμιά άλλη λειτουργία, παρά μόνο το ανακάτωμα των διαφορετικών στοιχείων από τα οποία αποτελείται ο κόσμος — και μάλιστα με έναν τόσο ριζικό και τέλειο τρόπο, ώστε όταν αυτός (ο έρωτας) κερδίσει την πλήρη κυριαρχία στο τέλος κάποιας παγκόσμιας περιόδου, να βρίσκονται όλα σε μια κατάσταση τέλειας ανακατωσούρας και τίποτα να μην ξεχωρίζει πια ως κάτι το αυτοτελές. Ακριβώς με παρόμοιο τρόπο, και το μίσος δεν έχει άλλη αποστολή από το να προσπαθεί, όσο το δυνατόν καλύτερα, να πετύχει το διαχωρισμό των βασικών στοιχείων, ώστε στο τέλος της παγκόσμιας περιόδου, κατά την οποία αυτό κερδίζει σταδιακά έδαφος, τα τέσσερα βασικά στοιχεία να έχουν χωριστεί τελείως το ένα από το άλλο. Και στη μια όπως και στην άλλη περίπτωση, όμως, δεν υφίσταται τελικά κάτι, το οποίο δίκαια θα μπορούσε κάποιος να ονομάσει κόσμο. Ένας κόσμος δημιουργείται μόνο στις ενδιάμεσες περιόδους, δηλαδή στο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στην πλήρη επικυριαρχία της μιας ή της άλλης δύναμης, και καθόλου, και με κανέναν τρόπο, ως αποτέλεσμα των συνειδητών τους σχεδιασμών. Στα αποσπάσματα του φιλοσοφικού ποιήματος του Εμπεδοκλή που έχουν διασωθεί, αποδεικνύεται, αντίθετα, με κάθε λεπτομέρεια, πως τα πράγματα δημιουργούνται εντελώς τυχαία και γρήγορα πάλι καταρρέουν(34), ωσότου ξανά ορισμένα — από σύμπτωση — καταφέρουν να συγκροτηθούν σε οργανισμούς ικανούς προς επιβίωση και αναπαραγωγή. Τότε τα διάφορα είδη και φύλα εξακολουθούν να υπάρχουν για κάποιο μακρύτερο χρονικό διάστημα, ωσότου αναγκαστικά καταστραφούν, αφού περιέλθουν κάτω από την κυριαρχία (την αυξανόμενη) της μιας ή της άλλης κινητήριας αρχής (bewegendes Prinzip), οι οποίες υποχρεώνουν τα συστατικά τους στοιχεία ή να αναμιχθούν πλήρως, ή να διασπαστούν και να αποβληθούν εξίσου.

Αν τώρα κανείς συνοψίσει όλη αυτή την εξέλιξη, γίνεται φανερό, ότι στο Νου του Αναξαγόρα έχουν συναντηθεί δύο — μεταξύ τους αρκετά ανεξάρτητες— εξελικτικές ακολουθίες. Η μιά είναι η εξέλιξη, την οποία προσπάθησα να ξεδιαλύνω στις πρώτες μου εργασίες, και στην οποία από μια γνώση η οποία περικλείει την ουσία μιας κατάστασης που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή έχει επιτευχθεί η πιο βαθιά γνώση του αληθινού όντος που κρύβεται πίσω απ’ τα φαινόμενα — και, βέβαια, ο Νους του Αναξαγόρα δεν βρίσκεται εντελώς στο τέλος αυτής της εξελικτικής ακολουθίας, αλλά έχει συμπεριλάβει μέσα του στοιχεία προηγουμένων βαθμίδων. Το άλλο μπορεί να το ονομάσει κανείς σταδιακή απομυθοποίηση, απομάκρυνση από τον αθρωπομορφισμό και την τελεολογία(35) των δυνάμεων οι οποίες παράγουν το σύμπαν ως κόσμο — ως μια λογική τάξη — και καθορίζουν και κινούν την εξέλιξη και την ιστορία του. Μέσα σ’ αυτή τη σειρά εξέλιξης υπεισέρχεται ο Νους μόνο ως μια από τις πολυποίκιλες δυνατότητες, που χαρακτηρίζουν και καθορίζουν από πιο κοντά αυτές τις δυνάμεις που σχηματίζουν και καθοδηγούν τον κόσμο.

Αλλά και μέσα σ’ αυτήν την εξελικτική σειρά ο Νους του Αναξαγόρα δεν βρίσκεται σε κάποιο ακραίο τέρμα. Και βέβαια, σ’ αυτό εδώ το σημείο έχει πλήρως συντελεστεί η αποδέσμευση της δρώσας αρχής από τις διάφορες ύλες και ιδιότητες. Αυτό όμως είχε ήδη συμβεί με το Θεό του Ξενοφάνη. Σπουδαιότερη είναι η τοποθέτηση του Νου στη διαδικασία απομάκρυνσης από τον ανθρωπομορφισμό και την τελεολογία. Εδώ φαίνεται λοιπόν ακριβώς στο Νου του Αναξαγόρα, ότι οι δύο αυτές έννοιες (της απόρριψης του ανθρωπομορφισμού και της τελεολογίας) δεν ταυτίζονται με κανέναν τρόπο μεταξύ τους. Και στις πρωταρχικές (primär) δρώσες δυνάμεις του Αναξίμανδρου (Wirkkräfte), στο «καυτό» και στο «ψυχρό» υφίσταται ακόμα κάτι το ανθρωπομορφικό, όχι μόνο επειδή εδώ ακόμη δεν ξεχωρίζουν φυσικές και συγκινησιακές ποιότητες, αλλά προπάντων επειδή αυτές όχι μόνο «με μεταφορική έννοια», αλλά με κυριολεξία, δηλαδή όπως τα έμβια όντα, φαίνονται να παλεύουν η μια με την άλλη, άλλωστε γι’αυτό γίνεται λόγος για την άδικη συμπεριφορά τους και για τη μετάνοια την οποία οφείλει η μια στην άλλη. Με παρόμοιο τρόπο φανερώνεται το ανθρωπομορφικό στοιχείο στις «κοσμικές» (kosmische) δυνάμεις του Εμπεδοκλή: στην αγάπη και στο μίσος.

Από την άλλη πλευρά, η απομάκρυνση από την τελεολογία, και στις δύο μεθόδους του Αναξαγόρα, είναι σχεδόν πλήρης. Γιατί και στις δύο περιπτώσεις οι κοσμικές δυνάμεις είναι φανερό πως ενεργούν τελείως τυφλά και η τάξη του κόσμου προκαλείται «στην τύχη» ή οπωσδήποτε δίχως την πρόθεση τους, η οποία στον Εμπεδοκλή ακριβώς κατευθύνεται σε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση. Αν και ο Νους του Αναξαγόρα εξομοιώνεται επίσης με το Νου ο οποίος βρίσκεται στους ανθρώπους και ίσως, ως ένα ορισμένο βαθμό, σε άλλα έμβια όντα, η απομάκρυνση από τον ανθρωπομορφισμό έχει προχωρήσει σ’ αυτόν μάλλον περισσότερο, παρά στους Αναξίμανδρο και Εμπεδοκλή: ο κοσμικός Νους που διακρίνει και προβλέπει τα πάντα, βρίσκεται πιο μακριά από το Νου του ανθρώπου, από όσο απέχουν οι συμπαντικές συγκινησιακές δυνάμεις του Αναξίμανδρου ή του Εμπεδοκλή από τα ανθρώπινά τους ισοδύναμα (Aquivalente). Ή, αν κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι ισχύει κάτι τέτοιο, ο Αναξαγόρας, ως προς την απομάκρυνση από τον ανθρωπομορφισμό, οπωσδήποτε δεν βρίσκεται πίσω από τους προδρόμους του. Τελείως διαφορετικά πράγματα ισχύουν για την απομάκρυνση από την τελεολογία. Εδώ φαίνεται σχεδόν ότι ο Αναξαγόρας έχει προβεί στη σύναψη μιας συνειδητής συγκατάβασης ανάμεσα στην τελεολογική και στην μη τελεολογική ή αντιτελεολογική ερμηνεία του κόσμου. Γιατί αν και η κοσμική του αρχή, ο Νους, όπως οι πρωταρχικές αντιθέσεις (Urgegensätze) του ζεστού και του κρύου στον Αναξίμανδρο ή του έρωτα και του μίσους στον Εμπεδοκλή, κάνει μόνο ΕΝΑ πράγμα, ενεργεί μόνο πρός μια κατεύθυνση, δεν το κάνει ωστόσο τυφλά αλλά με τη πρόβλεψη και την αλάνθαστη (καθόλου απατηλή) εκ των προτέρων βεβαιότητα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα προέλθει μια τάξη στο σύμπαν, ένας κόσμος (geordnete Welt/Kosmos). Του είχε γίνει συνείδηση αυτό το γεγονός: ως συμβιβασμός, ή όχι; Οπωσδήποτε είναι ολοφάνερο, ότι από αυτή την άποψη καταλαμβάνει μια ενδιάμεση θέση, ανάμεσα στον Ξενοφάνη από τη μια και τους Αναξίμανδρο και Εμπεδοκλή από την άλλη.

Με αυτή την εξακρίβωση των δύο νημάτων εξέλιξης, τα οποία συντείνουν στη θεωρία του Αναξαγόρα γύρω από το Νου ως κοσμικής αρχής, μπορεί να ειπωθεί ότι έχει απαντηθεί ίσως το καθαρά ιστορικό ερώτημα πάνω στην προέλευση αυτής της θεωρίας. Απομένει όμως το σπουδαιότερο και βαθύτερο ερώτημα, πώς ήρθε αυτή η εξέλιξη και τι σημαίνει από φιλοσοφική σκοπιά, αν συμπεριληφθεί η συμβιβαστική λύση, η οποία παριστάνει ολοφάνερα τη θεωρία του Αναξαγόρα.

Οι θετικιστές φιλόσοφοι θα ανταποκριθούν πολύ γρήγορα σ’ αυτό το ερώτημα, θεωρώντας την απάντηση κατάδηλη, ώστε να μην αξίζει σχεδόν καθόλου η ερώτηση. Η απάντηση φαίνεται πραγματικά δεδομένη με το γεγονός ότι η δεύτερη σειρά εξέλιξης — και μόνο γι’ αυτήν πρόκειται — έχει χαρακτηριστεί ως διαδικασία — (μια απ’ όλες) — για την απομάκρυνση από τον ανθρωπομορφισμό και την τελεολογία. Αυτή η διαδικασία ακριβώς δέν κατορθώθηκε να διεκπεραιωθεί ακόμη από τους πρώτους Έλληνες φιλοσόφους, ακόμα κι αν εκείνοι βρίσκονταν στη αξιοθαύμαστη αυτή πορεία και κατέβαλαν προσπάθειες γι’ αυτό˙ και σε κάποιον από αυτούς παρέμεινε, τελικά, κάτι το παραπανίσιο ανθρωπομορφικό, σε άλλον περισσότερο κάτι το τελεολογικό, γεγονότα τα οποία οδηγούν λίγο-πολύ στο ίδιο αποτέλεσμα, αν δεν θέλει κάποιος να κάνει λεπτούς διαχωρισμούς. Τι άλλο περισσότερο να ειπωθεί εδώ;

Αν τώρα κάποιος ρωτήσει, πώς έφτασαν λοιπόν οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι να πάρουν αυτό το σωστό δρόμο, η απάντηση θα έχει ως εξής: αυτό εξαρτήθηκε από τη σταδιακή ανακάλυψη των φυσικών νόμων. Εδώ όμως αποδεικνύεται, ότι η απάντηση δεν πρέπει να δίνεται ίσως έτσι εύκολα, όπως φαίνεται να συμβαίνει στους εκπροσώπους μιας μοντέρνας θετικιστικής φιλοσοφίας. Γιατί αν σκεφτούμε έστω μόνο με την κατά προσέγγιση έννοια αυτής της λέξης πρέπει να ρωτήσουμε: ποίοι φυσικοί νόμοι αποτελούν τη βάση των θεωριών του Αναξίμανδρου για την πάλη του καύσωνα και του ψύχους, ή την πάλη της αγάπης και του μίσους στον Εμπεδοκλή; Οπωσδήποτε δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός, ότι ο τρόπος θεώρησης που απομακρύνεται από τον ανθρωπομορφισμό και την τελεολογία, που εκφράζεται στην τοποθέτηση αυτών των δυνάμεων ως πρωταρχικών αρχών (Urprinzipien), έπαιξε αργότερα στην ανακάλυψη των φυσικών νόμων — με την σύγχρονη έννοια της λέξης — έναν τελείως αποφασιστικό ρόλο• ναι, αυτός ο ρόλος θα ήταν ίσως αδύνατος δίχως εκείνον τον τρόπο θεώρησης. Το ιδιότυπο όμως είναι το εξης: η διαδικασία απομάκρυνσης της εξήγησης του κόσμου από τον ανθρωπομορφισμό και την τελεολογία προηγήθηκε της ανακάλυψης των φυσικών νόμων και δεν τους ακολούθησε. Από πού λοιπόν αντλήθηκε η ορμή της;

Βέβαια δεν είναι δυνατόν, μέσα σε μια έρευνα η οποία είναι αφιερωμένη στο εντελώς ειδικό πρόβλημα της ιστορικής προέλευσης της θεωρίας του Αναξαγόρα, να δοθεί η λύση του γενικού προβλήματος το οποίο τίθεται εδώ. Είναι όμως ίσως δυνατό και χρήσιμο να αποδείξουμε, πού έγκειται και κατά πόσο εμφανίζεται στον Αναξαγόρα με μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μορφή.

Όπως προσπάθησα να αποδείξω σε κάποιο άλλο σημείο, οι Μικρασιάτες Έλληνες της εποχής εκείνης βρίσκονταν στην καθαυτή περίοδο της αρχής της ελληνικής φιλοσοφίας, όπως δίκαια ονομάζεται ύστερα από τις πρώτες φιλοσοφικοϊστορικές απόπειρες της αρχαιότητας• σε μια κατάσταση, δηλαδή, στην οποία ξύπνησε ανάμεσα στους πιο δραστήριους πνευματικά, η αυθόρμητη επιθυμία, απέναντι στο πολύπλοκο πλήθος εξηγήσεων του κόσμου — εν μέρει αντιφατικών —, να λάβουν μια θεωρητικά και πρακτικά κυρίαρχη θέση μέσα στον τότε γνωστό κόσμο, ανάμεσα στις γειτονικές χώρες, οι οποίες μάλιστα κατείχαν τότε ανώτερα επίπεδα πολιτισμού από εκείνους: με άλλα λόγια, να κατακτήσουν μια σταθερή και ακριβή βάση της γνώσης και του παγκόσμιου προσανατολισμού. Μια τέτοια βάση θα προσφερόταν τότε μόνο, αν κάποιος ξεκινούσε από ένα (τουλάχιστον φαινομενικά) βέβαιο γεγονός, από κάτι οπωσδήποτε προσιτό στον καθένα και κατανοητό από τον καθένα, και αν προσπαθούσε από εκεί και πέρα να οικοδομήσει τη θεωρία του. Κάτι τέτοιο εντελώς απλό, κάτι αυτονόητο, δεν υπάρχει στο χώρο της ζωής. 

Ο παλαιότερος τρόπος σκέψης, τον οποίο ονομάζουμε μυθολογικό, χαρακτηρίζεται ακριβώς από το γεγονός, ότι συλλαμβάνει τα πάντα σαν κάτι το ζωντανό (Lebendiges), ιδίως δε ό,τι συμβαίνει, ως αποτέλεσμα της φυσικής δραστηριότητας απ’ όπου προκύπτει ό, τι θεωρούμε ως πρακτική εφαρμογή φυσικών νόμων έτσι, π.χ. η εφαρμογή των νόμων των μοχλών στην κωπηλασία, γίνεται αντιληπτή ως μαγικός εξαναγκασμός πάνω σε έμβια όντα, στην περίπτωσή μας, ας πούμε, σε αόρατους δαίμονες του νερού. Επειδή όμως τώρα, μέσα στο πεδίο του πραγματικά ζωντανού δεν υπάρχει το εντελώς απλό και κατανοητό, προκύπτει — από την αναζήτηση του εντελώς απλού — κατ’ ανάγκην το κίνητρο (Zwang) για την απομάκρυνση από τον ανθρωπομορφισμό, χωρίς αυτός ωστόσο να χρειάζεται να έχει συνειδητοποιήσει εκ των προτέρων και αμέσως αυτή την ιδιότητά του. Αυτό γίνεται ολοφάνερο αμέσως στις πρωταρχικές αρχές της δημιουργίας του κόσμου και των φαινομένων, όπως τις βρίσκουμε στον Αναξίμανδρο (αν και διατηρούν κατά πολύ τα ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά τους, ως το σημείο τουλάχιστον που δεν αντιφάσκει με τη βασική απαίτηση, που θέλει το είδος της δράσης τους να είναι εντελώς απλό και κατανοητό).

Πολύ πιο ενδιαφέρουσα είναι η επίδραση της τάσης απλούστευσης πάνω στην τελεολογία. Όπου ακολουθεί ο άνθρωπος σκοπούς και ιδίως, όπου κατασκευάζει σχήματα που αντιστοιχούν ή εξυπηρετούν τους σκοπούς αυτούς, είναι αναγκασμένος να κάνει χρήση φυσικών νόμων που υφίστανται από παλιά και λειτουργούν ομαλά, ανεξάρτητα από το πόσον εκείνος τους αναγνωρίζει ως τέτοιους ή πόσο γνωρίζει να τους διατυπώνει με ακρίβεια, ή αν τους θεωρεί νόμους μαγικών εξαναγκασμών πάνω σε ζώντες δαίμονες, ή αν δεν έχει κάνει καμιά άλλη σκέψη πάνω σ’ αυτό το θέμα και απλώς προχωράει σύμφωνα με τα πορίσματα της καθημερινής του εμπειρίας. Όταν θέλει να φτάσει το σκοπό του, πρέπει να κατέχει τη χρήση του κάθε νόμου που παίζει κάποιο ρόλο τόσο, όσο είναι αναγκαίο για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου αναγκαίο να γνωρίζει τους νόμους αυτούς σ’ όλο τους το εύρος ή να τους συλλαμβάνει και να τους εκφράζει με ακρίβεια.

Οι πρώτοι Έλληνες φιλόσοφοι αποβλέπουν, πάντως, στην ακριβή σύλληψη των νόμων. Και όσο αφορά τον επιτυχή χειρισμό των σχετικά απλών πρακτικών ζητημάτων, είναι αξιέπαινοι. Επιζητούν όμως να εξηγήσουν τη δημιουργία του κόσμου και των φαινομένων μέσα σ’ αυτόν ως μια ολότητα. Πρόκειται για το πλέον περιεκτικό και πολύπλοκο αντικείμενο που υπάρχει. Είναι φυσικό λοιπόν να προκύπτει μια τεράστια απόσταση ανάμεσα στα απλά και κατανοητά μέσα της ερμηνείας και στον πολυπόθητο σκοπό: Η κατάσταση, και σήμερα ακόμη, δεν διαφέρει καθόλου, παρ΄όλους τους φυσικούς νόμους που έχουν στο μεταξύ ανακαλυφθεί και μάλιστα διατυπωθεί με μαθηματική ακρίβεια˙ ας αναλογιστεί κάποιος πως ανακοινώνουν πότε-πότε οι εφημερίδες, ότι τώρα η λύση του παγκόσμιου αινίγματος ή του αινίγματος της ζωής είναι κοντά και ότι χρειάζεται ακόμη μονάχα η επεξεργασία ενός συνοπτικού τύπου ή η επιτυχία ενός επιπροσθέτου πειράματος, ώστε να κερδηθεί η λύση.

Το ερώτημα έχει ωστόσο κι άλλη μια πλευρά. Όσο πολλά άτακτα, ακατάστατα και, ας επικρατεί η έκφραση, «αντιτακτά» (Widerordentliches) πράγματα κι αν υπάρχουν στον κόσμο, όπου ζούμε, δεν θα είμαστε καθόλου σε θέση, να τα αισθανθούμε έτσι ('αντιτακτά')• μάλιστα, όπως ήδη ισχυρίστηκε ο Πλάτων, δεν θα ήμασταν διόλου σε θέση να αντιληφθούμε ο,τιδήποτε, αν ο κόσμος, όπως μας είναι δεδομένος, δεν ήταν ο ίδιος μια τάξη. Στο κράτος των εμβίων όντων ωστόσο, είναι κατάδηλο το γεγονός ότι αυτή η τάξη είναι μια τάξη τελεολογική. Πρόκειται για μια αδιάκοπη καθημερινή εμπειρία, που λέει ότι όλα τα ζώντα πλάσματα εξελίσσονται κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής τους προς την κατεύθυνση κάποιου ορισμένου τέλους (Telos): ο σπόρος του κουκουναριού γίνεται έλατο, ο βολβός της τουλίπας γίνεται μια τουλίπα και τίποτα άλλο. Αυτό διδάσκει η εμπειρία. Οι αιτίες των πραγμάτων και των φαινομένων, αντίθετα, δεν βρίσκονται στην επιφάνεια και πρέπει ν’ αναζητηθούν με κόπους. Λαμπρό παράδειγμα για την τύφλωση που επιδεικνύεται απέναντι στα πλέον καταφανή γεγονότα και για το σε ποιες — ιστορικά περιορισμένες συνήθειες σκέψης μπορούν να οδηγήσουν τέτοια φαινόμενα: σύγχρονοι φιλόσοφοι απορούν, πώς έφτασε ο άνθρωπος στην παράξενη σκέψη, να ανακαλύψει «τέλη» στη φύση (τα οποία βέβαια — καθημερινά και παντού στο κράτος των εμβίων όντων — παρουσιάζονται από μόνα τους) και ταυτόχρονα πιστεύουν ότι η πεποίθηση, ότι κάθε φαινόμενο πρέπει να έχει την αιτία του, πηγάζει από την εμπειρία. Οι Hume και Kant είδαν, ο καθένας με τον τρόπο του, οπωσδήποτε πιο σωστά το πρόβλημα.

Ακριβώς επειδή η εμπειρία που λέει ότι όλα τα έμβια όντα αναπτύσσονται με στόχο τα «τέλη», είναι μια εμπειρία και τίποτε περισσότερο, — και ταυτόχρονα η εμπειρία μιας διαδικασίας η οποία μπορεί να εμφανίζεται σε μια άπειρη πολλαπλότητα παραλλαγών —, δεν εξηγεί βέβαια τίποτα, και μ’ αυτό σημαίνει ότι δεν εξυπηρετεί διόλου και τη μορφή εκείνης της ερμηνείας, που αποτελείται από αίτια, τα οποία πρέπει να είναι εντελώς απλά και κατανοητά, δηλαδή να αποδεικνύονται ως αποτελεσματικά μόνο σε κάποια εκάστοτε ορισμένη κατεύθυνση. Έτσι γεννιέται το δίλημμα, το οποίο παρουσιάζεται τόσο φανερά στη φιλοσοφία του Νου του Αναξαγόρα. Αν θέλει κανείς να φέρει σ’ επαφή την απείρως πολυσχιδή τάξη — η οποία βέβαια αναμφίβολα είναι τάξη —, με τα αίτια, τότε υπάρχουν μόνο δύο δυνατότητες: Είτε τοποθετεί κάποιος την πολλαπλότητα του αιτίου. (Αυτό έκανε ο Ξενοφάνης με το Θεό του και αυτό κάνουν όλες οι θρησκείες, οι οποίες αναθέτουν τη δημιουργία και την διακυβέρνηση του κόσμου σε έναν Θεό). Είτε προσπαθεί να προκαλέσει όλη τη δημιουργία και την τήρηση της τάξης από τα απλά αίτια, τα οποία επιδρούν εκάστοτε προς κάποια κατεύθυνση από σύμπτωση (τύχη, Sufall), δηλαδή δίχως κάποια επιθυμία ή σχεδιασμό (ungewollt, αθέλητα / ungeplant, απρογραμμάτιστα), όπως έκαναν οι Αναξίμανδρος και Εμπεδοκλής. Η πρώτη «εξήγηση», αν είναι τέτοια, πρέπει να αρκεστεί στο ασύλληπτο, η δεύτερη κερδίζει — ή πιστεύει πως κερδίζει— κάτι που γίνεται αντιληπτό, κι όσο για τα μέσα επέμβασης και αλλαγής του ρου των φαινομένων, τα κερδίζει πράγματι και αυτά: μόνο που αυτό δεν είναι «εξήγηση του κόσμου» — και παρ΄όλες τις προόδους παραμένει η απόσταση μεταξύ των μέσων και του σκοπού πάντα απείρως μεγάλη. Ο Αναξαγόρας —τώρα φαίνεται πολύ φανερά— προσπάθησε κατά κάποιο τρόπο να συνδυάσει και τα δύο, θέτοντας μια πρώτη αρχή, η οποία απ’ τη μια πλευρά αντιλαμβάνεται κι επιζητάει την τάξη, η οποία την αναδεικνύει, απ’ την άλλη πλευρά όμως χρειάζεται να επιδράσει μόνο προς μια κατεύθυνση, προκειμένου να φτάσει το στόχο της, ως μια εντελώς απλή δρώσα δύναμη (Wirkkraft) εκ των πραγμάτων/2 που είναι/1. Και φυσικά δεν έλυσε μ’ αυτόν τον τρόπο το δίλημμα. Η φιλοσοφία του ωστόσο δείχνει ολοφάνερα την ουσία αυτού του διλήμματος και σε τι έγκειται τούτο. Αυτός εδώ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος(36) για να προβληματιστούμε περισσότερο μ’ αυτό το δίλημμα και με τις ιστορικές μορφές, με τις οποίες εμφανίζεται.

«ΕΠΟΠΤΕΙΑ» τεύχος 95, Νοέμβριος 1984.. 




Σημειώσεις

1. Παράβαλε Κ. von Fritz, «Νους and νοείν in the Homeric Poems» εις Classical Philology, XXXVIII (1943), 79-93 και «Νουςνοείν, and their derivatives in presocratic philosophy (excluding Anaxagoras)» Ibidem XL (1945), 223-242 και XLI (1946), 12-34. Η λεπτομερειακή ανάλυση και οι αποδείξεις για την αρχική σημασία της λέξης «νους», προ πάντων στην πρώτη από τις δύο παραπάνω μελέτες.
2. Αλέξανδρος Πολυίστωρ στον Διογένη Λαέρτιο VIII, 1, 19, 30.
3. Παράβαλε, π.χ. Ίλιάδα, III, 396 και op. coll. p. 85 για την ερμηνεία του σημείου αυτού.
4. Diels/Kranz, Fragmente der Vorsokratiker, 28b, 16, I.
5. ibidem b6, 6.
6. ibidem b8, 34 και συνέχεια• για την ερμηνεία του δύσκολου σημείου ίδε Classical Philology XL, p. 238 f.
7. Diels/Kranz 68 bl7.
8. Ibidem b11. Βέβαια εκεί οι λέξεις «νους» και «νοείν» δεν «κληροδοτούνται», αλλά συμπληρώνεται το «νώσαι» από τον Diels. Επίσης, στον Δημόκριτο έχει ήδη σβήσει ο αυστηρός διαχωρισμός των διαφόρων ειδών της γνώσης, ο οποίος είναι χαρακτηριστικός για τον Όμηρο και τους παλαιότερους φιλοσόφους όπου οι έννοιες γνώμη, φρην και νους χρησιμοποιούνται λίγο-πολύ φύρδην μίγδην. Αυτή τη στιγμή όμως αυτό δεν ενδιαφέρει, αν και το ανακάτωμα των λέξεων φρην και νους, όπως θα αποδειχθεί, χαράζει την πορεία του ήδη από την εποχή του Αναξαγόρα. Παράβαλε p. 91 f και την ερμηνεία του αναφερθέντος εδάφους του Δημοκρίτου: Class. Phil. XLI, p. 26 και συνέχεια.
9. Παράβαλε προπάντων Πολιτεία VI, 511 d.
10. Φαίδων 97 b. Παράβαλε ακόμα Diels/ Kranz 59 a 47.
11. Η έκφραση είναι «διακοσμών» και η επανάληψή της άλλοτε με την πρόθεση «διά», άλλοτε δίχως αυτή, δείχνει φανερά ότι επιδιώκεται κάποια διάταξη, με την οποία εξασφαλίζεται μια όμορφη και σκόπιμη τάξη των πραγμάτων. Πολύ ενδιαφέρον και σημαντικό γεγονός είναι το είδος του τρόπου με τον οποίο χρησιμοποιούνται σ’ αυτή τη σχέση οι έννοιες «αιτία» και «ανάγκη». Επειδή λέγεται με σαφήνεια ότι και οι δύο αυτές έννοιες ορίζονται με το «άμεινον», με την «αιτία» δεν εννοείται ένα τυφλό αίτιο, αλλά ο συνετός λόγος, εξαιτίας του οποίου ο «νους» κάνει κάτι έτσι ή αλλιώς — και αντίστοιχα «ανάγκη» δεν σημαίνει εδώ την τυφλή αναγκαιότητα, με την οποία τα αποτελέσματα έχουν κάποια αφορμή, αλλά αναγκαιότητα που θέλει να γίνει κάτι έτσι κι όχι αλλιώς, για να γίνει κάτι καλό ή ωραίο.
12. Και πάλι: οι «αιτίαι» σημαίνουν πρώτ’ απ’ όλα λόγους• όταν όμως ακολουθεί η άποψη πως υπεύθυνος για τα φαινόμενα είναι οι άνεμοι και το νερό (αιτιώμενον), τότε στη θέση των λόγων γλυστρούν —απαρατήρητες— μηχανικές αιτίες.
13. Η λέξη είναι «μηχανή», κι αυτή βέβαια σημαίνει κάποιο είδος μηχανήματος ή έναν μηχανικό χειρισμό. Ίσως ο Αριστοτέλης να σκέφτηκε σ’ αυτό το σημείο ταυτόχρονα και τη μηχανή του θεάτρου, θέλοντας να πει, ότι ο «νους» του Αναξαγόρα εμφανίζεται κατά κάποιο τρόπο στο ρόλο του «από μηχανής Θεού», ο οποίος παρουσιάζεται ή χρησιμοποιείται όταν δεν φαίνεται δυνατή μια κάποια λύση.
14. Η λέξη που χρησιμοποιήθηκε είναι «αυτοματίζων». «Αυτόματον» είναι εκείνο (σύμφωνα με τους Περιπατητικούς), το οποίο συμβαίνει ή δημιουργείται δίχως πρόθεση. Η έννοια λοιπόν σημαίνει ότι ο Αναξαγόρας αφήνει τα περισσότερα πράγματα να συμβαίνουν δίχως πρόθεση, δηλαδή χωρίς την επέμβαση κάποιας βούλησης που (θέλει να) επιβάλλει μια τάξη πραγμάτων σε κάθε περίπτωση.
15. Παράβαλε Diels/Kranz 59 b 12, 4/5.
16. Παράβαλε ibidem b 12,8 και συνέχεια. Όλο το απόσπασμα έχει ως εξής: «και τα συμμισγόμενά τε και αποκρινόμενα και διακρινόμενα πάντα έγνω νους και οποία έμελλεν έσεσθαι και οποία ην, ασσα νυν μη εστι και όσα νυν εστι και οποία έσται, πάντα διεκόσμησε νους, και την περιχώρησιν ταύτην, ην νυν περιχωρέει τα τε άστρα και ο ήλιος» κτλ. Οι Diels/Kranz βάζουν μια τελεία μετά το «πάντα έγνω νους». Υπάρχει όμως πάλι ένα νόημα, αν γίνει μια παύση αργότερα, μετά το «άσσα νυν μη έστι». Όπως και να χωρίσει κανείς τη φράση από την άποψη της γραμματικής, δεν θα πρέπει να υφίσταται αμφιβολία ότι αυτό το οποίο ακολουθεί, το «έγνω νους», δεν μπορεί να αναφέρεται, —σύμφωνα με το αντικείμενο του θέματος—, μόνο στη δραστηριότητα για την επιβολή κάποιας τάξης από το νου, αλλά και στην αναγνώρισή του, στο γνώναι (αυτού του ιδίου του νου).
17. Diels/Kranz 59 b 4, 8 και συνέχεια.
18. Ibidem 59 b 1 και b4, 17 και συνέχεια.
19. Παράβαλε ibidem 59 b 12, 12f.
20. Παράβαλε ibidem και για λεπτομερέστερη εξήγηση 59 Α 41 και 42 (Σιμπλίκιος και Ιππόλυτος από τον Θεόφραστο).
21. Αυτό δεν εκφράζεται με βεβαιότητα στα αποσπάσματα που έχουν διασωθεί. Όμως η έκφραση «συμπαγήναι» σε σχέση με τη δημιουργία των ανθρώπων στο 59 b4,8 υποδεικνύει σαφώς ότι ο Αναξαγόρας δέχεται τη δημιουργία τους μέσα από το τυχαίο ανακάτωμα βασικών υλικών, με τρόπο δηλαδή παρόμοιο εκείνου που είχε ήδη δεχθεί ο Εμπεδοκλής (παράβαλε επίσης κάτω p. 97 και συνέχεια).
22. Diels/Kranz 21 b 25.
23. Παράβαλε πάνω σ’αυτό για περισσότερες λεπτομέρειες Classical Philology XLI, (1946), 31 και συνέχεια.
24. Παράβαλε Karl Reinhardt, Parmenides˙ για την ανασκευή των θεωριών του Reinhardt, όπως και άλλων συγγενών, παράβαλε το άρθρο μου για τον Ξενοφάνη, το οποίο θα εμφανιστεί αρχικά στην RE.
25. Ο Ξενοφάνης χρονολογείται περίπου γύρω στο 570 ως το 470 π.Χ., ο Παρμενίδης αντιστοιχεί περίπου στο 520 ως το 450 π.Χ. Ο Ξενοφάνης λοιπόν θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον 70 χρόνων, όταν θα επηρεαζόταν καθοριστικά από τον —περίπου μισό αιώνα— νεότερο Παρμενίδη!
26. Παράβαλε Diels/Kranz 11 Α 22.
27. Παράβαλε, ibidem 12 Α 10.
28. Παράβαλε Diels/Kranz 12b I.
29. Παράβαλε πάνω σ’ αυτό Class. Phil. XLI, 23 f και το άρθρο μου για τον Πρωταγόρα στην RE.
30. Παράβαλε π.χ. ο Ηράκλειτος για τις στεγνές και τις υγρές ψυχές, Diels/ Kranz 22b 117/18, όπου είναι σαφέστατη η ταυτότητα του φυσικού (φυσιολογικού) και του —για μας— «μεταφορικού».
31. Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά A, 984a. 11.
32. Παράβαλε Diels/Kranz 31b, 35, 10.
33. Ibidem 31b 22, 6/7˙ b 27 a˙ b 109, 3.
34. Παράβαλε ibidem 31b 47/48.
35. Στα βιβλία ιστορίας της φιλοσοφίας ή ιστορίας της τελεολογικής ερμηνείας της φύσης συνηθίζεται βέβαια να αναφέρεται ότι η τελεολογία εισάγεται για πρώτη φορά στην αρχαία φιλοσοφία από τον Διογένη τον Απολλωνιάτη. Αυτό όμως είναι σωστό ως ένα σημείο: στον Διογένη τον Απολλωνιάτη τονίζονται, για πρώτη φορά, τελεολογικές πορείες σκέψης και παρουσιάζονται με φιλοσοφική μορφή. Κατά τα άλλα, η τελεολογική σκέψη είναι βέβαια πανάρχαιη.
36. Για μια εκτενέστερη εξέταση μιας άλλης ειδικής άποψης του προβλήματος, κυρίως για το νόημα της αριστοτέλειας τελεολογίας, το οποίο έχει παρεξηγηθεί τελείως από τους σύγχρονους, και μάλιστα ακριβώς από τους σύγχρονους «βιταλιστές», παράβαλε Studium Generale XIV, 10, 546 και συνέχεια, ιδίως 564 και συνέχεια και 570 και συνέχεια όπως επίσης 11, 622 και συνέχεια.

πηγή: ekivolos.gr

ΜΩΡΙΣ ΜΕΡΛΩ-ΠΟΝΤΥ - Η ΕΝΣΑΡΚΩΜΕΝΗ ΥΠΑΡΞΗ

$
0
0
Maurice Merleau-Ponty.jpg


Η περιγραφή της ζωντανής και αμφίδρομης σχέσης που μας ενώνει με τον κόσμο. Οσα βιώνουμε με το σώμα μας και σκοπεύουμε με το βλέμμα μας. Οι θέσεις του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ


Ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ (Maurice Merleau-Ponty14 Μαρτίου 1908 – 3 Μαΐου 1961) ήταν Γάλλος φαινομενολόγοςΣτον πυρήνα της φιλοσοφίας του Μερλώ-Ποντύ βρίσκεται ένα διαρκές όρισμα για τον θεμελιώδη ρόλο που παίζει η αντίληψη στην κατανόηση του κόσμου, όπως επίσης και στην διάδραση με αυτόν. Όπως και άλλοι φιλόσοφοι φαινομενολόγοι, ο Μερλώ-Ποντύ εξέφρασε τις φιλοσοφικές του αναζητήσεις σε γραπτά κείμενα για την τέχνη, τη λογοτεχνία, τη γλωσσολογία, και την πολιτική· ωστόσο ο Μερλώ-Ποντύ ήταν ο μόνος σπουδαίος φαινομενολόγος του πρώτου μισού του εικοστού αιώνα που ασχολήθηκε εκτενώς με τις επιστήμες, και ειδικότερα με την περιγραφική ψυχολογία.


Με τη σκέψη του Μερλώ-Ποντύ συμβαίνει ό,τι και με τη μοντέρνα ζωγραφική: είναι ποιητική και ανοιχτή σε πολλαπλές προσεγγίσεις. Ενστερνίζεται την αντιφατικότητα που κρύβει το βίωμα του καθημερινού και στοχεύει διαρκώς στη μαγική αποκατάσταση ενός θρυμματισμένου όλου είτε ως συνεχούς υπόσχεσης είτε ως πραγματοποιημένης ομορφιάς. Χωρίς να περιφρονεί τη σπουδαιότητα του εξωτερικού ­ όπως κάνει ο ιδεαλισμός ­ και σε αντίθεση με τον εμπειρισμό που αρέσκεται διαρκώς να υποβαθμίζει τον ρόλο του υποκειμένου, ο Μερλώ-Ποντύ μίλησε ταυτόχρονα τόσο για τη δύναμη της σαρκικής επιθυμίας όσο και για την ύπαρξη ενός υποκειμένου που ξέρει να σκέπτεται.
Αυτή η σφαιρική θεώρηση που περικλείει τόσο τον εμπειρισμό όσο και τη νοησιοκρατία οδηγεί στην αντιμετώπιση της ενσαρκωμένης ύπαρξης ως δυνατότητας να θεμελιώνει ταυτόχρονα το εξωτερικό και το εσωτερικό. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι με τη δύναμη των μερλωποντυανών περιγραφών βρισκόμαστε στην καρδιά του ρεύματος της φαινομενολογίας, που κατάφερε να προσδώσει στην τέχνη ό,τι άλλες φιλοσοφίες είχαν αμελήσει: την επαφή με την ίδια την πραγματικότητα, διαλύοντας παράλληλα τους δυϊσμούς στους οποίους κατέφευγαν οι λεγόμενες ακαδημαϊκές θεωρίες της παραδοσιακής αισθητικής.
Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση του Μερλώ-Ποντύ έχουμε μια φιλοσοφική θεώρηση νέου τύπου που ευελπιστεί, μέσω της ανάδειξης της τέχνης σε μέσο συνεχούς δημιουργίας, να φωτίσει ακριβώς αυτή την αρχέγονη σχέση που μας ενώνει με τον κόσμο στοχεύοντας στον μετασχηματισμό μιας πραγματικότητας που είχε καταστεί από τις δογματικές φιλοσοφικές αντιλήψεις πεπαλαιωμένη. Βάσει αυτού ακριβώς του μετασχηματισμού ο κόσμος καθίσταται τώρα εναργής και αντιληπτός όχι εξαιτίας της δυνατής αναπαράστασής του αλλά λόγω του ιδιαίτερου τρόπου που τον βιώνουμε· εξαιτίας δηλαδή του μυστηριακού εκείνου δεσμού που ­ όπως γράφει ο Μερλώ-Ποντύ ­ έκανε τον Σεζάν να λέει ότι «θα έπρεπε να μπορούμε να ζωγραφίζουμε ακόμη και τις μυρωδιές». Αρκεί εν ολίγοις να ξανα-ανακαλύψουμε τον κόσμο προκειμένου να διαπιστώσουμε τη ζωντανή παρουσία μιας πραγματικότητας που ήδη μιλάει μέσα από την επαφή μας μαζί της και μας αφήνεται όχι με την υποταγή ενός αντικειμένου αλλά με τις αντιστάσεις ενός «είναι» ήδη παρόντος πολύ προτού μπει σε λόγια ή σε εικόνες.
Ενώ δηλαδή οι ακαδημαϊκές θεωρίες ακολουθούσαν τη λογική μιας σκέψης η οποία επέμενε στους δυϊσμούς μορφής - περιεχομένου και κόσμου - πνεύματος, στις φαινομενολογικές θεωρήσεις του Μερλώ-Ποντύ βρίσκουμε τη δύναμη της παράστασης (presentation), που δίνει έμφαση στη συμφιλιωτική ενότητα ενός διεσπαρμένου όλου και όχι στη διάσπασή του: της παράστασης ως εικόνας που αρνείται τη συνέχιση του πλατωνικού ιδεώδους το οποίο προβάλλει την τέχνη μόνο ως μίμηση.
Έτσι, με τη σταδιακή εγκατάλειψη του αναπαραστατικού ιδεώδους η εικόνα αποκτά το μεγαλείο και τη δύναμη μιας διαρκούς αποκάλυψης: τα παπούτσια του αγρότη στον πίνακα του Βαν Γκογκ, λέει ο Χάιντεγκερ, δεν είναι προϊόντα μιας απλής αναπαράστασης αλλά καθίστανται το φανέρωμα ενός ολόκληρου κόσμου που περικλείει τόσο αυτά που βλέπουμε σε μια εικόνα όσο και εκείνα που δυνάμει θα μπορούσαν να ειπωθούν. Ο κόσμος, λέει ο Μερλώ-Ποντύ, αποτελεί για μας ένα υφάδι διαρκών παραπομπών οι οποίες υποδηλώνουν ότι μέσα από τη ζωγραφική ο ζωγράφος δεν βλέπει τον κόσμο αλλά «περισσότερο οράται από αυτόν». Ο δημιουργός δείχνει προσωρινά να υποχωρεί για να μιλήσουν τα ίδια πράγματα και αν βρίσκεται εκεί είναι απλώς για να αποδεσμεύσει «το νόημα που βρισκόταν καταχωνιασμένο στον κόσμο της εξωτερικότητας και χρειαζόταν τον τόνο μιας πινελιάς για να το απελευθερώσει». Φυσικά, με αυτόν τον τρόπο ο ζωγράφος δεν αναζητεί ούτε ανακαλύπτει την «αλήθεια» αλλά αντίθετα εγκαινιάζει ένα σύμπαν δημιουργίας που διαρκώς εξελίσσεται. Αντί δηλαδή ο ζωγράφος να εκφράζει μια παράσταση που υπάρχει ως ήδη τετελεσμένη (ως παραδεδομένη αλήθεια), προτάσσει με τη ματιά του φαινομενολόγου ένα νέο υφολογικό πρότυπο που καθιστά τη ζωγραφική γεγονός. Εδώ ακριβώς η φαινομενολογική θεώρηση ανάγει την αλήθεια της τέχνης στην πραγματικότητα και, επιπλέον, μας επιτρέπει να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τον δυναμισμό της σύγχρονης ζωγραφικής.
Σε αυτή την περίπτωση η αισθητική δείχνει να μην αποτελεί πια το τελευταίο σκέλος ενός τριπτύχου που εξέταζαν οι κλασικοί φιλόσοφοι (τα άλλα δύο σκέλη ήταν, με σειρά σπουδαιότητας, η οντολογία και η ηθική) αλλά να μετατρέπεται σε περιγραφή της ζωντανής και αμφίδρομης σχέσης που μας ενώνει με τον κόσμο. Η σχέση αυτή συνεπώς μεταβάλλει τη στάση μας απέναντι στην αλήθεια και στην περιοχή της ηθικής και σε εκείνη της οντολογίας. Σύμφωνα με τη νέα αυτή αντίληψη, η γνώση επιβεβαιώνεται από την ενσαρκωμένη μας ύπαρξη όχι ως εύρεση μιας αλήθειας αλλά ως πρόταση ενός ύφους.
Συγκεκριμένα, το ύφος στον Μερλώ-Ποντύ δείχνει να διαχωρίζεται από την αλήθεια στον βαθμό που δεν θέλει να επιβεβαιώσει ή να διασαφηνίσει μια πραγματικότητα αλλά ευελπιστεί να αναδείξει τη σπουδαιότητα όσων βιώνουμε με το σώμα μας και σκοπεύουμε με το βλέμμα. Και τούτο γιατί όλα όσα κάθε φορά βλέπω και με το σώμα μου αισθάνομαι ότι υπόκεινται στην αρχή του διαρκούς μετασχηματισμού, από την άποψη του ότι αυτό που τελικά θα εκφράσω ή θα ζωγραφίσω φιλτράρεται μέσα από τη δική μου καταλυτική σκοπιά. Η επιλογή μου δηλαδή να προτιμήσω έναν συγκεκριμένο τρόπο έκφρασης και όχι έναν άλλο έγκειται ακριβώς στη δυνατότητα που έχω να μετασχηματίσω ό,τι έχω δει και γευθεί μέσω του σώματός μου.
Τα σύμβολα που θα επιλέξω και οι συχνά αιφνιδιαστικές πινελιές μου συνδέονται άμεσα με αυτόν τον πρωταρχικό, αρχέγονο τρόπο με τον οποίο προσλαμβάνω και αντιλαμβάνομαι τα πάντα, κατ'αρχήν, με το σώμα μου. Γίνομαι εν ολίγοις φορέας μιας πραγματικότητας που μου δίνεται αλλά και με ξεπερνά στον βαθμό που μου είναι αδύνατον να καταφέρω να συμπεριληφθούν όλες οι γεύσεις, οι εικόνες και ό,τι αντιλαμβάνομαι στα στενά όρια μιας έκφρασης (λεκτικής ή εικαστικής). Ο μόνος τρόπος για να συνδέσω την αντιφατικότητα και πολυπλοκότητα αυτών των πραγμάτων, του ρητού και του αρρήτου, του ορατού και του αοράτου, είναι τελικά το ύφος.
Το ύφος, γράφει και επαναλαμβάνει διαρκώς ο Μερλώ-Ποντύ, είναι το σύστημα ισοδυναμιών που συνέχει μια κατακερματισμένη πραγματικότητα η οποία τοποθετεί τα επί μέρους αντιφατικά στοιχεία σε ένα όλον. Ο τρόπος και το γεγονός τού αντιλαμβάνεσθαι δημιουργεί πάντοτε ύφος, σύμφωνα με τον Μερλώ-Ποντύ. Ακόμη περισσότερο: το ύφος καθώς και η αντίληψη δεν χρειάζονται καμία περαιτέρω εξήγηση· λειτουργούν βάσει μιας ενδεχόμενης ομοιότητας που χαρακτηρίζει όσα με περικλείουν. Αυτή η συμπτωματική ομοιότητα που καταργεί τις αλληλουχίες αιτίων και αποτελεσμάτων απορρέει από το μυστήριο της σωματικότητάς μας, που δείχνει να εμπλέκει στο ίδιο πεδίο πράγματα ετερόκλητα αλλά και τόσο κοντινά.
Το σώμα είναι δημιουργός ενός καθολικού ύφους που τελικά μέσα από τις διαφορές και τις πολυπλοκότητες καταφέρνει να είναι φορέας ενός ολόκληρου πολιτισμού. Δεν νοείται grosso modo δυνατότητα ανασυγκρότησης του κόσμου αν αυτή η ενεργός σωματικότητά μου δεν εξασφαλίζει την εγγύηση του καθολικού, αν η μορφοποιητική μου ικανότητα δεν έχει τη σφραγίδα της αποδοχής του συνόλου. Υπάρχει άλλωστε μια πρωταρχική αίσθηση του καθολικού, η οποία ωστόσο δεν αναφέρεται σε κάτι που μας υπερβαίνει αλλά σε κάτι που μας εμπεριέχει: πρόκειται για τη βεβαιότητα της συμμετοχής μας στον κόσμο.
Η λειτουργία της αντίληψης που δείχνει να ξεκινά από την πρόσληψη του εμπειρικού μέσω της σωματικότητάς μου αποβλέπει σε μια κοινωνία ανθρώπων και διανοίγει έναν ορίζοντα κοινό. Κατατείνει δηλαδή στο να δείξει ότι η σωματικότητα ως φορέας της αντιληπτικής μας δυνατότητας στοιχειοθετεί ένα πλαίσιο αλληλεξάρτησης μεταξύ των υποκειμένων που θέλουν να δώσουν μορφή στην εμπειρία ξεπερνώντας το σιωπηλό, σολιψιστικό τους σύμπαν.Γράφει σχετικά με αυτό ο Κορνήλιος Καστοριάδηςστο κείμενό του για τον Μερλώ-Ποντύ: ο «άμορφος αντιληπτικός κόσμος», «που περιέχει όλα όσα θα ειπωθούν ποτέ» και «που μολαταύτα μας αφήνει να τον δημιουργούμε», επειδή δεν μπορούμε να τον συλλάβουμε ως άμορφο (παρά μόνο ως όριο της φιλοσοφικής σκέψης), δεν είναι ποτέ απλώς αντιληπτικός.
Είτε είναι το δέντρο κατοικία της Δρυάδος είτε έδρα μιας πληθώρας διαδικασιών μεταβολισμού τις οποίες διέπει το DNA, δεν είναι απλώς το Δέντρο. Η καθαρή αντίληψη είναι μόνο η πιο καθαρή αφαίρεση. Συνεπώς το ότι η φάτις είναι πρωταρχική θέσμιση δεν παραπέμπει μόνο σε μια εκ των πραγμάτων αναγκαιότητα ούτε σε μια αναγκαιότητα ουσίας (ας παραβλέψουμε εδώ την έσχατη αδυνατότητα μιας τέτοιας διάκρισης), αλλά στο ίδιο το είναι του κοινωνικοϊστορικού. Εγκαθιδρύεται έτσι ένα κοινωνικοϊστορικό πρόταγμα που εγκαινιάζει νέους δρόμους και θεμελιώνει τη χάραξη μιας προϊούσας πορείας στην οποία όλοι είμαστε ταγμένοι. Αναλόγως ο Μερλώ-Ποντύ αναφέρεται συχνά στην κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα η οποία αναδεικνύεται από τη ζωγραφική, όπως επίσης και στις κοινές βλέψεις του πολιτικού και του ζωγράφου. Με τον ίδιο τρόπο που ο ζωγράφος μεταπλάθει την πραγματικότητα, ο πολιτικός διαπλάθει μια εικόνα που θεωρείται εν πολλοίς δεδομένη μετατρέποντας την ανάγκη ατομικής αυτοπραγμάτωσης σε συνείδηση κοινής πορείας. Τόσο η τέχνη όσο και η πολιτική μάς εγκαθιστούν σε έναν κόσμο δημιουργίας που ανάγεται, σύμφωνα με τον Μερλώ Ποντύ, σε «μήτρα ιδεών».
Μέσω αυτής της κοινής αφετηρίας αισθανόμαστε τη δέσμευση απέναντι σε ένα σύνολο που εκφράζεται κυρίως από την ανάληψη μιας σειράς μεταμορφώσεων οι οποίες δεν μπορούν παρά να είναι ανατρεπτικές. Ετσι, από τις πράξεις μας αναφαίνεται η ανάγκη της ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων ως αρχή μιας αισθητικοπολιτικής επανάστασης η οποία θα έχει κάτι από τον αυθορμητισμό των σουρεαλιστών, το άρωμα του Μποντλέρ και τον αισθητικοπολιτικό δυναμισμό της εξπρεσιονιστικής έκφρασης για να θεωρηθεί διαρκής και μη παγιωμένη. Γιατί «οι επαναστάσεις είναι αληθινές ως κινήματα αλλά σφαλερές ως καθεστώτα» λέει ο Μερλώ-Ποντύ στις Περιπέτειες της Διαλεκτικής,θέλοντας ακριβώς να χτυπήσει εκείνους που ισχυρίζονται ότι η επανάσταση είναι ζήτημα αποτελεσματικότητας και οροθετημένης τακτικής. Φαίνεται επομένως ότι η πολιτική γράφει καθημερινά την ιστορία της ενσαρκωμένης ύπαρξης ως ζήτημα κατ'αρχήν αισθητικό. Η ίδια η ενσαρκωμένη ύπαρξη γίνεται το πειραματικό μέσο μιας ποιητικής που γνωρίζει ότι για να χαρακτηριστεί πολιτική πρέπει πάνω απ'όλα να είναι τέχνη. Η πρωτότυπη έκφραση και η αισθητική δημιουργία είναι διεργασίες μιας σωματικότητας που γνωρίζει ότι για να ερωτοτροπεί με το αδύνατο πρέπει πρώτα να γαλουχηθεί στα όρια του κοινωνικοϊστορικού. Αυτή είναι τελικά η απάντηση που θα μπορούσε να δώσει ο Μερλώ-Ποντύ τόσο στον τυχοδιωκτισμό της σύγχρονης τέχνης όσο και στην τεχνοκρατούμενη σύγχρονη πολιτική.
πηγή: .tovima.gr

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΧΙΟΥΜ - Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΩΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΗΘΕΙΑ

$
0
0


Αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο Βρετανό Φιλόσοφο, καθώς η επίδρασή του υπήρξε τεράστια χάρη στο βάθος των προβλημάτων που έθεσε.
Η ΓΝΩΣΙΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ
Τα  φυσικά αντικείμενα αποτελούν συλλογή & διαδοχή στον χρόνο ποιοτήτων που προσλαμβάνονται μέσω των αισθήσεων.
Ο νους δύναται να συλλάβει 2 είδη παραστάσεων:
Α) Τις εντυπώσεις, οι οποίες είναι ζωηρές και ακούσιες, ενώ προκύπτουν άμεσα από τις αισθήσεις.
Β) Τις ιδέες, οι οποίες είναι έμμεσες και λιγότερο διακριτές, ενώ προκύπτουν από αναστοχασμό πάνω στις εντυπώσεις.
Οι ιδέες διακρίνονται με βάση την ένταση και τη ζωηράδα της εικόνας που παράγουν. Ωστόσο, η προηγούμενη διάκριση είναι ανεπαρκήςΑν και οι εικόνες μιας παραίσθησης μπορεί να είναι δυνατότερες από εκείνης μιας αισθητής εμπειρίας, σχηματικά μπορούμε να ισχυριστούμε πως η εντύπωση δημιουργείται τη στιγμή που βλέπουμε ένα αντικείμενο. Ενώ αντίστοιχα, η ιδέα δημιουργείται από τη στιγμή που ανακαλώ στη συνείδησή μου το αντικείμενο.
Οι εντυπώσεις και οι ιδέες μπορεί να είναι απλές ή σύνθετες. Ωστόσο, κάθε απλή ιδέα αποτελεί αντίγραφό μιας εντύπωσης και πάντα έπεται χρονικάΔηλαδή, μπορούμε να έχουμε κάποια αμυδρή εντύπωση που δεν παρήγαγε καμιά ιδέα. Δεν μπορούμε όμως να έχουμε το αντίστροφο. Δηλαδή, μια ιδέα χωρίς την προηγούμενη ύπαρξη εντύπωσης. Συμπερασματικά, όλες οι ιδέες αποτελούν προϊόντα απλών εντυπώσεων. Κι εδώ έγκειται ο συνεπής εμπειρισμός του Χιουμ.
Ωστόσο, η προηγούμενη θεωρία δεν αποκλείει αναγκαστικά την ύπαρξη έμφυτων ιδεών, όπως υποστηρίζει ο Πλάτων. Εδώ έγκειται ο μετριοπαθής σκεπτικισμός του Χιουμ.
Ο Χιουμ σε συμφωνία με τον Μπάρκλεϋ, θεωρεί πως ο συνειδητοποιημένος εμπειρισμός, ο οποίος στηρίζεται αποκλειστικά στα δεδομένα των αισθήσεων, δεν μπορεί να διεκδικήσει την αντικειμενική υπόσταση του εξωτερικού κόσμου.
ΤΖ. ΜΠΑΡΚΛΕΫ
               Τζ. Μπέρκλεϋ
Σε προέκταση της συγκεκριμένης πεποίθησης ο Χιουμ, προτείνει την εγκατάλειψη κάθε προσπάθειας ένταξης του κόσμου σε κάποιο ερμηνευτικό σχήμα, είτε με τη λοκιανή μορφή των υποστάσεων του υλικού κόσμου, είτε με εκείνη του Μπέρκλεϋ της υποστασιοποίησης του πνεύματος.
Η φιλοσοφία του Χιουμ μπορεί να χαρακτηριστεί και ως περιγραφική ψυχολογία.
Με επεξεργασία της θεωρίας των συνειρμών του Χάρτλεϋ προκύπτει:
Α) Διάφορες εντυπώσεις μπορούν να συσχετιστούν στο νου μέσω της αμοιβαίας ομοιότητάς τους, της εγγύτητάς τους στον χώρο, της αιτιακής τους αλληλουχίας.
Β) Οι γενικές ιδέες είναι ειδικές ιδέες που τις ενοποιεί μια λέξη, καθώς μπορούμε να σκεφτούμε μόνο το συγκεκριμένο.
Γ) Λόγω κάποιας «φυσικής τεμπελιάς του νου» αδιαφορούμε για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά διαφοροποίησης των επιμέρους αισθητικών δεδομένων, και κατατάσσουμε τα δεδομένα βάσει των πιο εμφανών στοιχείων ομοιότητας.
Δ) Ο νους κατηγοριοποιεί τα δεδομένα σε σύνολα που τους δίνει γενικά ονόματα.
Ε) Ακολούθως, συστηματοποιεί τα είδη με κατεύθυνση από το μερικό στο γενικό.
Στ) Κατά τη διαδικασία συσχέτισης των ιδεών το βασικό ρόλο διαδραματίζει η συνήθεια.
Στη διαδικασία σύνδεσης της επιστημολογίας και της πρακτικής γνώσης της κοινωνίας βασικό ρόλο παίζουν η κοινωνικοποίηση και το έθιμο. Με το έθιμο να στηρίζει και τις δύο. Η γενικευμένη αμφιβολία και ο σχετικισμός στη φιλοσοφία του Χιουμ μετριάζονται από το μετριοπαθή κοινωνικό συντηρητισμό του, καθώς πιστεύει:
Μια υφιστάμενη κατάσταση όσο και η αντικατάστασή της είναι θεωρητικά το ίδιο αμφισβητήσιμες. Ωστόσο, η υφιστάμενη κατάσταση διατηρεί κάποιο προβάδισμα ως πρακτικά δοκιμασμένη.
Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΤΙΟΤΗΤΑΣ
Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Χιουμ αφορά τις απόψεις του περί αιτιότητας. Καθώς στην έννοια της αιτιότηταςστηρίζεται η όποια βεβαιότητα για τον κόσμο.
Η έννοια της αιτιότητας περιέχει τρία στοιχεία:
Α) Άμεση ή έμμεση επαφή των σωμάτων στο χώρο.
Β) Χρονική αλληλουχία μεταξύ των γεγονότων (η αιτία προηγείται χρονικά του αποτελέσματος).
Γ) Αναγκαία σχέση μεταξύ των γεγονότων.
Κρίσιμη είναι η 3η παράμετρος, καθώς η χρονική διαδοχή από μόνη της δε θεμελιώνει σχέση αιτιότητας. Κατά τον Χιουμ, ό,τι θεωρούμε ως αναγκαία σχέση είναι απλά γενίκευση προγενέστερων εμπειριών. Δηλαδή, είναι μια περιγραφή κανονικοτήτων με βάση παρελθούσες εμπειρίες. Δίχως αυτό να διασφαλίζει ότι θα ισχύει αναγκαστικά και στο μέλλον. Κατά συνέπεια, υπάρχει μόνο ψυχολογική προδιάθεση που στηρίζεται στη συνήθεια, ενώ δεν υπάρχει καμιά βεβαιότητα για τους φυσικούς νόμους. Έτσι, η διατύπωση ενός φυσικού νόμου αφορά πάντα ανθρώπινες παρατηρήσεις μέχρι τώρα. Συμπερασματικά, η σχέση αίτιου- αποτελέσματος είναι καθαρά ψυχολογική σχέση.
Συνθετικές προτάσεις:όσες μάς πληροφορούν για το τι συμβαίνει στον κόσμο. Είναι εμπειρικά επαληθεύσιμες, δεν αποτελούν αναγκαίες αλήθειες (π.χ. το χιόνι είναι άσπρο, έξω βρέχει).
Αναλυτικές προτάσεις:εκφράζουν αναγκαίες αλήθειες, δεν έχουν πληροφοριακό περιεχόμενο. Καθώς πρόκειται για ταυτολογίες (1+1=2).

ΠΟΛΙΤΙΚΗ  ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΙΟΥΜ

Ο Χιουμ θεωρεί άτοπη την προσπάθεια ορθολογικής οργάνωσης της κοινωνίας. Για  τον ίδιο, αποκτούμε ιδέες για τον κόσμο και την ηθική μέσω συνειρμικών παραστάσεων που τις ανάγουμε σε ηθική επειδή είναι ωφέλιμες και εύχρηστες. Επίσης, ο Χιουμ θεωρούσε την ύπαρξη κακών κανόνων καλύτερους από τους ανύπαρκτους κανόνες. Οι κανόνες είναι χρήσιμοι λόγω της κοινωνικής ωφελιμότητάς τους. Η δικαιοσύνη έχει συμβατικό χαρακτήρα και για να είναι ωφέλιμη πρέπει να τηρούνται οι κανόνες της. Τα φυσικά και τα συμβατικά καθήκοντα διέπονται από διαφορετική λογική. Τα συμβατικά βρίσκονται σε συνάρτηση με το τι κάνουν οι άλλοι. Επίσης, η παραβίαση των συμβατικών κανόνων απειλεί θεσμούς που είναι συστατικά στοιχεία για τη συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας και της καλής ζωής μέσα σ’ αυτήν. Η μεμονωμένη πράξη μου, έστω κι αν είναι καλή, αδυνατίζει μια κοινωνικά χρήσιμη πρακτική.
Για τον Χιουμ είναι εξωπραγματική η αντίθεση μεταξύ φυσικής κατάστασης και πολιτικής κοινωνίας. Η κοινωνία συγκροτείται με σιωπηρή συναίνεση που δημιουργείται μέσα στην ίδια  για την πραγματοποίηση των στόχων της. Το Κοινωνικό Συμβόλαιο αποτελεί λογική κατασκευή και όχι ιστορική πράξη. Έτσι, η προσοχή οφείλει να εστιαστεί στις αιτίες που δημιουργούν την ανάγκη σύναψης του συμβολαίου, και η κυριότερη εξ αυτών είναι η Γενική Ωφελιμότητα. Το Συμβόλαιο θεμελιώνει ηθικούς κανόνες, αλλά η αναγκαία προϋπόθεση είναι η τήρησή τους. Οι ηθικές αρχές της Δικαιοσύνης και της Ιδιοκτησίας πηγάζουν από την εμπειρία της ωφέλειας.
Ο Χιουμ προσπαθεί να εξηγήσει ψυχολογικά τις παραπάνω σχέσεις. Έτσι για παράδειγμα, η ιδέα της ιδιοκτησίας γεννιέται από τους συνειρμούς που σχηματίζουμε όταν βλέπουμε κατ’ επανάληψη ένα συγκεκριμένο αντικείμενο να είναι συνδεδεμένο με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο.
Η φυσική προδιάθεση των ανθρώπων είναι να προτιμούν το άμεσο από το μακροπρόθεσμο όφελος, στόχος της κυβέρνησης είναι με τις παρεμβάσεις της να αλλάζει τους υπολογισμούς τους και να κάνει το άμεσο να συγκλίνει με το μακροπρόθεσμο.
Οι ιδέες του Χιουμ για το ρόλο της συνήθειας και του εθίμου και η αναγωγή του συμβολαίου στην αρχή της ωφελιμότητας ενέπνευσαν τη σοβαρότερη επιχειρηματολογία της συντηρητικής σκέψης των τελών του 18ου αι. και αποτέλεσαν σημείο εκκίνησης για την επεξεργασία της ωφελιμιστικής θεωρίας. Ο συντηρητισμός του Χιουμ προκύπτει φυσιολογικά από την απόρριψη κάθε αφηρημένου ρασονιαλιστικού πλάνου κοινωνικής οργάνωσης.
Αυτό σημαίνει ότι ένα υφιστάμενο καθεστώς διακυβέρνησης έχει το συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντι σε επίδοξους αντικαταστάτες, μόνο και μόνο από το γεγονός ότι υπάρχει. Έχει υποστεί και αντέξει τη δοκιμασία του χρόνου. Αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι και καλό. Το βάρος της απόδειξης υπεροχής δεν πέφτει όμως στο ίδιο αλλά στον επίδοξο αντικαταστάτη του. Πιθανή επιρροή στην διαμόρφωση των αντιλήψεων του Χιουμ διαδραμάτισε το γεγονός πως στην πατρίδα του Βρετανία αποτελούσαν ήδη κοινωνικά κεκτημένα τα οράματα των Γάλλων.
Ο Χιουμ ενστερνίζεται ένα κοσμοπολίτικο ιδεώδες. Βλέπει θετικά την εξέλιξη του πολιτισμού και θεωρεί την άνθηση του εμπορίου και της οικονομίας της αγοράς ως τον κινητήριο μοχλό του πολιτισμού που φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, συνενώνει τα συμφέροντά τους και διασκεδάζει τους φανατισμούς και την εσωστρέφειά τους.
ΠΗΓΕΣ
1.      Μολυβάς Γ, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τα Β, σ. 33, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2000
2.     Γουδέλη Κ, Κείμενα νεώτερης και σύγχρονης φιλοσοφίας, Εκδ ΕΑΠ, Πάτρα 2008
3.    Π. Κιτρομηλίδης, Πολιτικοί Στοχαστές των Νεότερων Χρόνων, Πορεία, Αθήνα, 1999
πηγή: istoriatexnespolitismos

ΠΕΡΙ ΚΟΣΜΟΥ, ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟΥ ΑΙΤΙΟΥ ΚΑΙ ΙΔΕΩΝ Ο ΛΟΓΟΣ

$
0
0


Αν τούτος εδώ ο Κόσμος είναι αυθυπόστατος τότε συμβαίνουν πολλά παράλογα πράγματα. Επί της ουσίας δεν μπορεί να είναι αυθυπόστατος ο Κόσμος. Και εξηγούμε αναλυτικά.
 
Κάθε αυθυπόστατο είναι ανάγκη να είναι αδιαίρετο, διότι κάθε δημιουργικό και γεννητικό αίτιο είναι ασώματο. Μιας και τα σώματα δημιουργούν με ασώματες δυνάμεις που τις ονομάζουμε ποιότητες. Επί παραδείγματι το πυρ δια της θερμότητας.
 
Αν, λοιπόν, το δημιουργικό αίτιο είναι ασώματο, και αν υποθετικά το δημιουργικό αίτιο ταυτίζεται με το δημιούργημα, και το γεννητικό αίτιο επίσης με το γέννημα, τότε οπωσδήποτε το αυθυπόστατο θα είναι αδιαίρετο. Ο Κόσμος, όμως, δεν είναι αδιαίρετος, μιας και κάθε σώμα είναι από κάθε άποψη διαιρετό.
 
Επομένως ο Κόσμος δεν είναι αυθυπόστατος! Πρέπει, λοιπόν, να προέρχεται από κάποια αιτία.
Αυτή η αιτία δεν δημιουργεί κατόπιν συνειδητής επιλογής, διότι τότε ο Κόσμος θα ήταν φθαρτός και θα καταστρεφόταν – μιας και αυτό που επιλέγει να δημιουργήσει από επιλογή μπορεί και να μην το κάνει.
 
Επειδή όμως ο Κόσμος είναι ως προς την ζωή του εικόνα του Αιώνα, το δημιουργικό αίτιο του Κόσμου δημιουργεί τον Κόσμο με τον εαυτό του και το είναι του.
 
Επειδή, λοιπόν, η αιτία του σύμπαντος δημιουργεί με τον εαυτό της και το είναι της, τότε το δημιουργικό αίτιο δημιουργεί με την ουσία του, και άρα το δημιουργικό αίτιο είναι πρωτογενώς αυτό ακριβώς που είναι το δημιούργημα δευτερογενώς, και αυτό που είναι πρωτογενώς το αίτιο το μεταδίδει στο δημιούργημά του δευτερογενώς. Επειδή όμως ο Κόσμος είναι πλήρωμα Ειδών αναγκαστικά αυτά υπάρχουν μέσα στο αίτιο του Κόσμου πρωτογενώς. Γιατί το αίτιο έδωσε υπόσταση στα Είδη αυτά – αυτό έδωσε υπόσταση στον Ήλιο, Σελήνη, στον άνθρωπο, στα ζώα και στα άλλα. Τουτέστιν τα Είδη υπάρχουν πρωτογενώς μέσα στην αιτία του σύμπαντος, άλλος δηλ. άνθρωπος, άλλος Ήλιος και Σελήνη κτλ.
 
Δηλαδή υπάρχουν τα Είδη/Ιδέες πριν από τα αισθητά και είναι δημιουργικά αίτια των αισθητών, τα οποία προϋπάρχουν μέσα στην μία αιτία ολόκληρου του Κόσμου.
 
Βέβαια, η ψυχή μας, εμείς δηλ., μπορούμε και επινοούμε και γεννάμε πράγματα πολύ ακριβέστερα και καθαρότερα από τα ορατά πράγματα. Επιδιορθώνουμε τον ορατό κύκλο και λέμε πόσο αυτός υπολείπεται του ακριβούς κύκλου, και είναι πασιφανές ότι μπορούμε και το κάνουμε αυτό διότι βλέπουμε κάποια καλύτερη και τελειότερη Ιδέα από το ορατό αντικείμενο.
 
Αν όμως μπορούμε εμείς να κάνουμε κάτι τέτοιο, εμείς που είμαστε μια επιμέρους ψυχή, και μπορούμε να γεννάμε κάτι τελειότερο και ακριβέστερο από τα ορατά αντικείμενα και να παρατηρούμε μέσα τους τα ακριβή αντικείμενα, φέρνοντας μπροστά τους τις Ιδέες, καταλαβαίνουμε τότε ότι η ψυχή του Κόσμου μπορεί να γεννήσει και να δει κάτι πολύ καλύτερη από τα ορατά.
 
Και αυτό έχοντας κατά νου πως αυτή είναι δημιουργός του σώματος. Και ότι κάτι δυνατότερο μπορεί να παράγει τελειότερα και ότι η αϋλότερη κίνηση μπορεί να ατενίσει ανώτερα νοήματα. Άρα ο δημιουργός του σύμπαντος και των ψυχών μπορεί να γεννά και να νοεί Ιδέες πολύ ακριβέστερες και τελειότερες από τα ορατά.
 
Ως εκ τούτου δεν κοιτάζει έξω από αυτόν, αλλά μέσα του. Γιατί εκεί υπάρχει το ανώτερο του αισθητού και τα Είδη/Ιδέες. Θεωρεί λοιπόν εντός του και θεωρώντας τον εαυτό του και γεννώντας τον εαυτό του, γεννά ταυτόχρονα και δίνει υπόσταση μέσα του σε Ιδέες που είναι αϋλότερες και ακριβέστερες από τα ορατά.
 
Δηλ. όπως αποδεικνύεται υπάρχει αίτιο του σύμπαντα Κόσμου, και όχι μόνον υπάρχει άλλα προνοεί και για αυτόν – ειδάλλως πως τα όντα υπάρχουν πάντα και πως τα πάντα μέσα στην Φύση γίνονται τόσο συχνά, και όχι σπανίως, ενώ άλλα γίνονται σπανίως;
 
Επειδή δηλαδή υπάρχει αίτιο του σύμπαντα Κόσμου, αυτό τακτοποιεί τα πάντα και άρα δεν αγνοεί τον εαυτό του διότι τότε θα ήταν κατώτερο από τα όντα που αυτό δημιουργεί, μιας και οι ψυχές μπορούν να γνωρίσουν τον εαυτό τους.
 
Επειδή λοιπόν είναι ανάγκη να γνωρίζει – και γνωρίζει  – τον εαυτό του, γνωρίζει και αυτά των οποίων είναι αίτιο, και έτσι τα περιέχει. Δηλαδή είναι νους το αίτιο του Σύμπαντα Κόσμου, και τακτοποιεί τα πάντα μεταξύ τους. Και είναι ένας ο δημιουργός του σύμπαντος, ενώ το σύμπαν είναι ποικίλο και δεν έχουν όλα τα μέρη την ίδια αξία και σειρά.
 
Αυτός είναι που μετρά την αξία των πάντων, μιας και αυτός τους έδωσε υπόσταση. Αυτός που τακτοποίησε καθετί όπως έπρεπε και στην κατάλληλη θέση, αλλού ο Ήλιος, αλλού η Σελήνη, αλλού η γη, αλλού τον μεγάλο ουρανό, γιατί αυτός τα παρήγαγε. Αυτός τα τακτοποίησε όλα και συγκρότησε μια αρμονία από αυτά, μιας και αυτός τους έδωσε την ουσία και την φύση τους.
 
Επειδή, λοιπόν, αυτός είναι εκείνος που τακτοποίησε τα πάντα και καθόρισε την αξία του καθενός, αυτό σημαίνει πως δεν αγνοούσε ούτε την τάξη ούτε την αταξία των πραγμάτων. Γιατί αυτού του είδους η δημιουργία θα ήταν έργο άλογης φύσεως και όχι θείας αιτίας. Θα ήταν ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ανάγκης και όχι νοητικής προμήθειας. Γιατί επειδή νοεί τον εαυτό του, γνωρίζει ότι και η ουσία του έλαβε είναι ακίνητο αίτιο και αντικείμενο του πόθου των πάντων, και γνωρίζει και για ποιο πράγμα είναι αντικείμενο του πόθου των ψυχών. Γιατί δεν είναι αντικείμενο του πόθου των ψυχών συμπτωματικά, αλλά κατ’ ουσία.
 
Επειδή, λοιπόν, δεν αγνοεί τι είναι κατ’ ουσία, γνωρίζει και ότι είναι αντικείμενο του πόθου των ψυχών, και μαζί με αυτό γνωρίζει ότι τα πάντα τον ποθούν και ποια είναι αυτά που τον ποθούν. Γιατί τα γνωρίζει καθορισμένα, και γνωρίζοντάς τα καθορισμένα αυτά που τον ποθούν, γνωρίζει τα αίτιά του, επειδή κοιτάζει στον εαυτό του και όχι στα επόμενά του.
 
Επειδή δε είναι αιτία των πάντων, ορίζει την τάξη των πάντων σύμφωνα με εκείνα, και έτσι είναι το ακίνητο αίτιό τους καθορίζοντας την τάξη των πάντων με την ουσία του.
 
Και δίνει υπόσταση στα πάντα επειδή τα νοούσε, και δεν τα νόησε επειδή ήθελε να τα δημιουργήσει, γιατί τότε θα είχε εξωτερική την ενέργειά του και την στον εαυτό του όραση ως υποδεέστερη την ενέργειας που προχωρά προς τα έξω, και έτσι θα ήταν η πρόνοια υποδεέστερη της δημιουργίας, ενώ τώρα είναι ταυτόσημη η βούλησή του και η πρόνοιά του για το σύμπαν μιάς και είναι δημιουργός των πάντων με το να νοεί τον εαυτό του.
 
Και έτσι δημιούργησε τα πάντα, όσα βρίσκονται έξω από αυτόν, παραπλήσια με όσα βρίσκονται μέσα του. Γιατί αυτή είναι η κατά φύση τάξη των πραγμάτων, η ενέργεια που προχωρά προς τα έξω να είναι εξαρτημένη από την εσωτερική ενέργεια – εξ ου και ολόκληρος ο Κόσμος είναι εξαρτημένος από την απολύτως τέλεια μονάδα των Ιδεών, και τα εδώ μέρη του σύμπαντος είναι εξαρτημένα από τις διακεκριμένες μονάδες.
 
Αλλά ας ερευνήσουμε το θέμα μας ξεκινώντας από τον άνθρωπο και το πώς γεννιέται: από τον άνθρωπο που γεννιέται όπως όλα από το όμοιό του, δηλαδή από άνθρωπο.  Αυτό δηλαδή θα σκεφτόταν κάποιος, ότι ο άνθρωπος γέννιέται από το σπέρμα. Και θα ήταν λογικό να το σκεφτεί κάποιος, γιατί ο Θεός και η Φύση δεν δημιουργούν τυχαία.
 
Όμως από το σπέρμα γεννιέται ο συγκεκριμένος άνθρωπος, όχι καθολικά ο άνθρωπος που υπάρχει πάντα, ενώ το σπέρμα προήρθε από άλλον άνθρωπο.
 
Επίσης το σπέρμα εμπεριέχει εν δυνάμει τους Φυσικούς Λόγους (φυσικές λογικές αρχές) και όχι εν ενεργεία. Γιατί είναι σώμα και δεν μπορεί από τη φύση του να περιέχει αδιαίρετα και εν ενεργεία τους Λόγους.
 
Άρα υπάρχει μια ανώτερη του σπέρματος υπόσταση που έχει τους Λόγους. Γιατί παντού το εν ενεργεία προηγείται του εν δυνάμει. Γιατί είναι ατελές και χρειάζεται κάτι άλλο που θα το τελειοποιήσει. Ως εκ τούτου θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος πως αυτό το κάτι είναι η φύση της μητέρας που τελειοποιεί τους Λόγους και διαπλάθει το γέννημα – τον άνθρωπο που γεννιέται. Όμως όταν μιλάμε για τον καθολικό άνθρωπο ως βιολογικό πλάσμα η μητέρα είναι η Φύση, η ασώματη δύναμη και αρχή κίνησης.
 
Η Φύση είναι που μεταβάλλει τους Λόγους του σπέρματος από εν δυνάμει σε εν ενεργεία. Και παρότι άλογη και αφάνταστη, είναι ωστόσο αιτία των φυσικών Λόγων. Και η Φύση έχει τους Λόγους όχι μόνον των ανθρώπων ως βιολογικών πλασμάτων, αλλά και όλων των ζώων και φυτών και ορυκτών. Δηλαδή υπάρχουν επιμέρους Φύσεις που ενυπάρχουν μέσα σε μια καθολική όπως το πλήθος των αριθμόν ενυπάρχει στην μονάδα.
 
Και αυτή η μια Φύση είναι η φύση της Γαίας, η οποίας γεννά όσα «αναπνέουν και έρπουν πάνω στην γη». Αυτή πολύ πιο πριν από τις επιμέρους Φύσεις έχει τους Λόγους όλων των πλασμάτων που φύονται πάνω της.
 
Και αν ανατρέξουμε στη Φύση που υπάρχει μέσα σε κάθε βαθμίδα, θα βρούμε ότι συμπεριλαμβάνει τα ζώα αυτής της βαθμίδας, ενώ η Φύση της Σελήνης περιλαμβάνει τα είδη που βρίσκονται σε ολες. Γιατί από εκεί κυβερνάται ολόκληρος η γένεσις και μέσα σε εκείνη έχει συμπεριληφθεί εξ αρχής η εξηρημενη μονάδα των ένυλων Φύσεων.
 
Και ανεβαίνοντας μέσω των σφαιρών, θα φτάσουμε στο τέλος στην ίδια τη Φύση του σύμπαντος, και θα δούμε ότι μέσα της υπαρχουν οι Λόγοι και οι δημιουργικές και κινητικές δυνάμεις όλων των φαινομένων πλασμάτων. Γιατί όλα όσα επιτελούνται μέσω των υποδεέστερων, λαμβάνουν υπόσταση από τα ανώτερα με καλύτερο και τελειότερο τρόπο.
 
Η Φύση, λοιπόν, Σύμπαντος ως μητέρα των πάντων περιέχει τους Λόγους των πάντων. Επειδή όμως η Φύση του Κόσμου έχει τους Λόγους των πάντων πρέπει να υπάρχει κάποια άλλη αιτία που να περιέχει τις Ιδέες των πάντων, γιατι όταν η Φύση μπαίνει δημιουργεί με τον ίδιο τρόπο που ο γλύπτης μπαίνει στα μάρμαρα και δημιουργεί αγάλματα.
 
Γιατί η Φύση έχει πάθει τέτοιο, καθώς βαπτίζεται μέσα στα σώματα και κατοικεί μέσα στους όγκους τους και εμφυσά σε αυτά τους Λόγους και την κίνηση από μέσα τους.
 
Γιατί τα ετεροκινούμενα χρειάζονται πάντα μία τέτοια αιτία, η οποία πρέπει να είναι άλογη, προκειμένου να μην απομακρύνεται από τα σώματα τα οποία την χρειάζονται πάντα μια αιτία που να συνοικεί μαζί τους. Και τέτοια είναι η Φύση του σύμπαντος: η αχώριστη αιτία του Κόσμου και αυτήν που περιέχει αχώριστα τις καθολικές αιτίες της γένεσης, όσα έχουν περιλάβει μέσα τους χωρισμένα οι ανώτερες από εμάς ουσίες και διακοσμήσεις. Και περιέχει τη σωματοειδή ζωή και το γενεσιουργό Λόγο, τα ένυλα Είδη, τη γένεση που έχει συντεθεί από αυτά, τη κίνηση που μεταβάλλει τα πάντα και είναι η αιτία που διοικεί με τάξη όσα γεννιούνται.
 
Της ταιριάζει όμως να έχει τους Λόγους, προκειμένου να μπορεί να φρουρεί τα πάντα μέσα στα κατάλληλα τους όρια και να κινεί τα πάντα όπως πρέπει.
 
Και ανήκει σε άλλα και όχι στον εαυτό της, καθώς έχει καταστεί άλογη ως προς την δική της βαθμίδα, και θα λέγαμε πως είναι η φαντασία του δημιουργού και πατέρα του Κόσμου. Μιας και αυτός κατέχει το σύμπαν με την νόηση και δίνει την αίσθηση στον Κόσμο, αλλά πιο πριν δημιουργεί την φαντασία του Κόσμου – την Φύση.
 
Πρέπει βέβαια η κυριότερη αιτία να είναι εξηρημένη από τα δημιουργήματα. Γιατί όσο πιο εξηρημένο είναι το δημιουργικό αίτιο από το δημιούργημα, τόσο πιο καθαρό και τελειότερα δημιουργεί. Και επειδή η Φύση είναι άλογη, χρειάζεται αυτό που θα την καθοδηγεί.
 
Είναι, λοιπόν, κάτι άλλο και έχει από τη φύση του τους Λόγους, από τους οποίους έχουν όλα τα εγκόσμια την εξάρτησή τους.
 
Γι’ αυτό είναι ανάγκη να είναι τοποθετημένοι οι Λόγοι μέσα σε κάτι άλλο που γνωρίζει όσα βρίσκονται μέσα του και ενεργεί γνωστικά και ταυτόχρονα δημιουργικά. Άλλωστε θα ήταν παράλογο εμείς να γνωρίζουμε τον εαυτό μας ενώ το δημιουργικό αίτιο να αγνοεί και τον εαυτό του και το δημιούργημα του.
 
Το δημιουργικό αίτιο του Κόσμου, λοιπόν, γνωρίζει τα πάντα όχι βλέποντας έξω του, γιατί τότε θα αγνοούσε τον εαυτό του, και θα ήταν υποδεέστερο των επιμέρους λογικών ψυχών. Γνωρίζει λοιπόν τα πάντα κοιτάζοντας στον εαυτό του και βλέποντας μέσα του βλέπει τις εντός του ιδέες, νοητικές και γνωστικές, και όχι έξω του, στον Κόσμο.
 
Βέβαια, όσα γεννιούνται, λέμε ότι γεννιούνται είτε από ακίνητη αιτία είτε από κινούμενη. Όσα παράγονται από ακίνητη αιτία είναι ακίνητα και αμετάβλητα, ενώ αντιθέτως τα από κινούμενη αιτία είναι κάθε φορά διαιρετικά. Δηλαδή τα παντοτινά και αμετάβλητα ως προς την ουσία τους, αυτά έχουν γεννηθεί από κάποια ακίνητη αιτία.
 
Ο άνθρωπος, λοιπόν, το είδος άνθρωπος – όχι ένας συγκεκριμένος άνθρωπος, όπως και το κάθε είδος των ζώων, έχει λάβει υπόσταση από κάποια αιτία, αφού και ο Κόσμος έχει λάβει υπόσταση από κάποια αιτία. Αυτή η αιτία δεν μπορεί να είναι κινούμενη, γιατί κάποτε το είδος άνθρωπος θα εξαφανιστεί. Γιατί τα από κινούμενη αιτία παραγόμενα είναι στην φύση τους να εκλείψουν. Και το ίδιο ισχύει για τον ήλιο, την σελήνη και όλα τα άστρα.
 
Αν όμως ισχύει αυτό, τότε πρέπει να υπάρχουν κάπου τα ακίνητα αίτιά τους. Προφανώς όχι μέσα στα σώματα, αλλά μέσα στην Φύση ως άμεσο αίτιό τους. Η Φύση όμως είναι άλογη, ενώ πρέπει τα κύρια αίτια να είναι νοητικά και θεία.
 
Άρα τα ακίνητα αίτια αυτών των Ειδών υπάρχουν πρωταρχικά μέσα στο νου. Γιατί υπάρχουν δευτερογενώς μέσα στην ψυχή, τριτογενώς στην Φύση, και τελευταία μέσα στα σώματα. Γιατί τα πάντα υπάρχουν είτε ορατά είτε αόρατα, είτε αχώριστα από τα σώματα είτε χωριστά από τα σώματα. Και αν υπάρχουν χωριστά από τα σώματα, υπάρχουν είτε με τρόπο ακίνητο ως προς την ουσία τους και κινούμενα ως προς την ενέργειά τους.
 
Κυρίως ακίνητα είναι εκείνα που είναι αμετάβλητα και ως προς την ουσία τους και ως προς την ενέργειά τους, όπως είναι τα νοητικά Είδη. Δεύτερα είναι είναι τα ακίνητα ως προς την ουσία τους και κινούμενα ως προς την ενέργειά τους. Τρίτα είναι εκείνα τα αόρατα που είναι αχώριστα από τα ορατά, όπως τα Φυσικά Είδη. Τελευταία είναι τα ορατά και μεριστά Είδη που βρίσκονται μέσα στα αισθητά. Και τέτοια είναι η ύφεση της προόδου των Ειδών/Ιδεών και μέχρι εδώ φτάνει.
 
Πέραν αυτών όταν συγκρίνουμε δύο σχήματα και λέμε ότι το ένα είναι μεγαλύτερο από το άλλο ή όταν αστρονομουμε και λέμε ότι η τροχιά του χ πλανήτη τέμνει την τροχιά του ψ πλανήτη πως δεν θα παραδεχθούμε ότι υπάρχουν καθολικότεροι των αισθητών κύκλων;
 
Δηλαδή πριν τα ορατά είναι ανάγκη να υπάρχουν οι Ιδέες και να αποτελούν αιτία της ουσίας των ορατών, επειδή είναι καθολικότερες και δυνατότερες των ορατών.
 
Και αυτό είναι κάτι που η επιστήμη μας αναγκάζει να θεωρήσουμε και να πούμε πως τα καθολικά είναι πιο ουσιώδη και ως κυριότερα αίτια από τα επιμέρους, γι’ αυτό προϋπάρχουν οι Ιδέες, και ότι από εκείνες , οι οποίες είναι χωριστές από τα σώματα, λαμβάνουν υπόσταση τα ορατά.

Παρόμοιες νοητικές αναβακχεύσεις έκανε ο Σωκράτης και ο Πλάτων, και πριν από αυτούς ο Παρμενίδης ο Ελεάτης και ο Ορφέας, και όποιος άλλος, κατέληξαν στην σύλληψη αυτής της ουσίας.
Μάλιστα τέτοιου είδους αναβακχεύσεις σχετικά με της θεώρηση τούτων των θείων μονάδων είναι αποκλειστικό χαρακτηριστικό ανθρώπου που ήδη επέστρεψε στον νου και χώρισε τον εαυτό του από τη σύνθετη φύση και κατάφερε να παρατηρήσει τη διαφορά ανάμεσα στην ψυχική και στη σωματική ζωή και ότι δεν είναι καθόλου περίεργο να είναι εντελώς άλλο πράγμα το υπόστρωμα, άλλη η εν των υπόστρομα μεθεκτή Ιδέα και άλλο το εξηρημένο και αμέθεκτο Είδος/Ιδέα. Γιατί ο απλός άνθρωπος, ο οποίος έχει μπερδέψει τη ζωή του με τη ζωή του σύνθετου σώματος, αδυνατεί να διακρίνει την μεθεκτή Ιδέα από την αμέθεκτη. Γιατί αυτός που παρατήρησε τις Ιδέες που είναι εξηρημένες από το σώμα πρέπει να γίνει ο ίδιος όσο δυνατότον περισότερο όμοιος τους, δηλαδή να απομακρυνθεί από το σώμα και να διακρίνει την Ιδέα που μέσα του είναι χωριστή από το σώμα του. Και αυτός που είναι σπουδαίος, αφού παρατηρήσει από μόνος του τη διάκριση αυτών των πραγμάτων, μεταβαίνει στα καθολικά όντα και νοεί τις εξηρημένες και άυλες μονάδες που βρίσκονται πάνω από όλες τις μεθεκτές Ιδέες.
 
Και δεν είναι παράξενο που ο Σωκράτης και ο Πλάτων κατέληξαν στην «υπόθεση» αυτή, άλλωστε όλα τα ορατά σώματα, ουράνια και υποσελήνια, υπάρχουν είτε από την τύχη είτε από κάποια αιτία. Αλλά είναι αδύνατον να υπάρχουν από την τύχη. Γιατί τότε θα ήταν ανακατεμένα τα ανώτερα με τα κατώτερα, ο νους, η λογική και η αιτία μαζί με τα παράγωγά της, και έτσι τα αποτελέσματα θα είναι ανώτερα από τις αρχές.
 
Όμως αν υπάρχουν αίτια όλων των πραγμάτων, αυτά τα αίτια μπορεί να είναι είτε πολλά και ασύνδετα είτε ένα. Αλλά αν είναι πολλά και ασύνδετα, δεν θα μπορέσουμε να πούμε τι είναι αυτό που κάνει το σύμπαν ένα. Ωστόσο βέβαια το ένα είναι ανώτερο από τα πολλά, και το σύνολο ανώτερο από τα μέρη.
 
Ως εκ τούτου και εφόσον το ένα σύμπαν έχει ένα αίτιο, αίτιο με βάση το οποίο έχει μπει σε τάξη, τότε αυτό σημαίνει ότι έχει λογική. Επειδή το αίτιο έχει λογική και γνωρίζει τον εαυτό του, τότε γνωρίζει για τον εαυτό του ότι είναι αίτιο των πάντων. Διαφορετικά, αν αγνοούσε αυτό το γεγονός, θα αγνοούσε τη φύση του. Επειδή λοιπόν ότι είναι αίτιο του σύμπαντος με την ουσία του, γνωρίζει και αυτό του οποίου είναι αίτιο. Ως εκ τούτου γνωρίζει καθορισμένα το ένα, γνωρίζει και το άλλο. Δηλαδή γνωρίζει και το σύμπαν και όλα αυτά από τα οποία αποτελείται το σύμπαν και των οποίων είναι αίτιο. Έτσι κοιτάζοντας τον εαυτό του και γνωρίζοντας τον εαυτό του γνωρίζει και τα επόμενά του. Δηλαδή με κάποιους Λόγους και με κάποιες άυλες Ιδέες γνωρίζει τους κοσμικούς Λόγους και τα Είδη, από τα οποία αποτελείται το σύμπαν, και υπάρχει μέσα του το σύμπαν όμως μέσα σε μια αιτία, ξεχωριστό από την ύλη.
 
Και σε αυτή την θεώρηση συμφωνούν και οι Θεολόγοι, γιατί και ο Ορφέας λέει ότι τα πάντα έχουν γεννηθεί μέσα στον Ζεύ μετά την κατάποση του Φάνη εξ αυτού, επειδή τα πάντα βρίσκονται μέσα στον Φάνη πρωτογενώς και ενωμένα, ενώ μέσα στον δημιουργό και πατέρα Ζευ εμφανίστηκαν τα αίτια όλων των εγκόσμιων δευτερογενώς και διαχωρισμένα. Γιατί εκεί ο ήλιος, η Σελήνη και ο ίδιος ο ουρανός, τα στοιχεία, ο ενοποιός Έρως και γενικά τα πάντα έχουν γίνει ένα και “Έχουν γεννηθεί μαζί μέσα στην γαστέρα του Διός”
 
Και δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτά, αλλά παραδίδει και την τάξη των δημιουργικών Ιδεών, λόγω της οποίας και τα αισθητά έλαβαν αυτού του είδους την τάξη και τη διευθέτηση.
 
Οι Θεοί, μάλιστα, επειδή θεώρησαν καλό να αποκαλύψουν την αλήθεια στους ανθρώπους σχετικά με αυτά τα θέματα, γι΄αυτό και έχουν πει και ποια είναι  η μια πηγή των Ιδεών και που για πρώτη φορά έλαβε υπόσταση το σύνολο των Ιδεών και πως προοδεύοντας εξομοιώνουν με τον πατέρα του Κόσμου όλα όσα βρίσκονται μέσα στον Κόσμο, τόσο τα σύνολα όσα και τα μέρη.
 
Να τα επίμαχα λόγια των Χαλδαϊκών Χρησμών:

«ο νους του πατέρα στροβιλίστηκε νοώντας με την ακάματη βούλησή του κάθε μορφής Ιδέες. Κι εκείνες ξεπήδησαν πετώντας από μια πηγή. Γιατί αυτή ήταν η βούληση και ο σκοπός του πατέρα. Μοιράστηκαν όμως από το νοητικό πυρ και διανεμήθηκαν σε άλλες νοητικές Ιδέες. Γιατί ο Βασιλιάς τοποθέτησε πάνω από τον Κόσμο ένα άφθαρτο νοητικό υπόδειγμα, του οποίου το ίχνος έσπευσε να ακολουθήσει με τάξη ο Κόσμος και εμφανίστηκε με μορφή και προικισμένος με κάθε λογής Ιδέες. Αυτών μια είναι η πηγή, από την οποία εξαπολύονται άπειρες άλλες και ξεσπούν μοιρασμένες στα σώματα του Κόσμου. Αυτές ξεχύνονται σαν σμήνη στους τρομερούς κόλπους του Κόσμου και στρέφονται αμέσως σε διάφορες κατευθύνσεις, ιδέες νοητικές, από την πατρική πηγή, κρατημένες γερά απο το άνθος του πυρός. Και την πρώτη στιγμή του ακοίμητου χρόνου πρώτη η αυτοτελής πηγή του πατέρα ανέβλυσε τούτες εδώ τις αρχέγονες Ιδέες.»
 
Με όλα αυτά τα λόγια απεκάλυψαν οι Θεοί πού βρίσκεται η υπόσταση των Ιδεών, ποιος είναι ο Θεός που περιέχει τη μια πηγή τους, πως προκύπτει το πλήθος τους από αυτήν την πηγή, πως έχει δημιουργηθεί ο Κόσμος σύμφωνα με αυτές, ότι είναι τα κινητικά αίτια όλων των κοσμικών συστημάτων, ότι όλες είναι νοητικές ως προς την ουσία τους και ότι είναι ποικιλόμορφες ως προς τις ιδιότητές τους.
 
Και οι Θεοί, λοιπόν, καταθέτουν τη μαρτυρία τους υπέρ των θέσεών μας, που πριν από από εμάς ο θείος Ορφέας και ο θείος Πλάτων εξήγησε, αποκαλώντας τις Ιδέες αυτές νοητικές αιτίες λέγοντας ότι ο Κόσμος έχει διαμορφωθεί με βάση αυτές.
 
Γιατί οι Θεοί ξεκάθαρα έχουν δηλώσει ότι είναι Ιδέες του πατέρα – γιατί μένουν μέσα στις νοήσεις του – και ότι προχωρούν στην δημιουργία του Κόσμου – γιατί η εξαπόλυση είναι η πρόοδος των Ιδεών – και ότι έχουν κάθε μορφή – γιατί παρέχουν τις αιτίες όλων των επιμέρους όντων – και ότι από τις πηγαίες Ιδέες έχουν προκύψει άλλες οι οποίες αποκαλούνται όμοιες με σμήνη, και ότι γεννούν τα κατώτερα όντα.
 
Και ο Τίμαιος, λοιπόν, τοποθέτησε τη μια πρωταρχική αιτία όλων των Ιδεών μέσα στα νοητά – γιατί εκεί βρίσκεται το «αυτόζωον» – ενώ οι Χαλδαϊκοί Χρησμοί των Θεών λενε ότι η πηγή των Ιδεών προϋπάρχουν μέσα στον δημιουργό.
 
Και οι δύο τρόποι εξήγησης δεν διαφωνούν, λοιπόν, πουθενά και σε τίποτα, όπως θεωρούν κάποιοι.
Γιατί δεν είναι ίδιο πράγμα το να ψάχνει κανείς τη μια και καθολική αιτία των εγκόσμιων Ιδεών και το να παρατηρεί την πρώτη εμφάνιση ολόκληρης γενικά της σειράς των Ιδεών.
 
Έτσι ανάγεται η συγκέντρωση των εγκόσμιων Ειδών/Ιδεών στον δημιουργό και η συγκέντρωση ολόκληρης της σειράς των Ιδεών στην ίδια τη νοητική βαθμίδα των θείων, από την οποία συμπληρώνεται και ο δημιουργός και όλοι οι διάκοσμοι της ειδιτικής ουσίας.
 
Εξ ου και οι Χαλδαϊκοί Χρησμοί λένε ότι οι Ιδέες «εξαπολύονται» από την νοητική πηγή και μοιράζονται καθεμία σε άλλη περιοχή και ξεσπούν στα σώματα του Κόσμου, υπό την έννοια ότι μέσα σε αυτή την πηγή περιέχεται η αιτία των εγκόσμιων Ιδεών, με βάση την οποία έχουν διαμορφωθεί όλα τα σύνθετα που γεννήθηκα μέσα στον Κόσμο σύμφωνα με την βούληση του δημιουργού.
 
Οι Ιδέες, βέβαια, που ενυπάρχουν εντός του αυτόζωου, οι οποίες έχουν λάβει υπόσταση μέσα στα όρια των νοητών, δεν λέγεται εκ του Πλάτωνος ότι κινούνται ούτε ότι πηδούν μέσα στα σώματα αλλά ότι μόνο με το είναι τους προσδίδουν της ουσία στα πάντα.
 
Επειδή, λοιπόν, το να δίνει κανείς υπόσταση μέσω ενέργειας και κίνησης είναι κατώτερο από την δημιουργία που βρίσκεται υπεράνω της ενέργειας και της κίνησης, τότε είναι κατανοητό ότι οι Ιδέες που είναι ενιδρυμένης νοητώς και ακινήτως μέσα στο αυτόζωο έλαβαν σειρά ανώτερη από τις δημιουργικές Ιδέες. Και ο δημιουργός διαμορφώνει και δίνει είδος με δυο τρόπους, και με την πηγή που βρίσκεται μέσα του και με τις νοητές Ιδέες. Γιατί εκεί βρίσκονται οι καθολικές αιτίες των πάντων και οι 4εις μονάδες. Και ξεκινώντας οι αιτίες από εκεί, απλώνονται μέσα σε όλους τους θείους διακόσμους μέχρι τα τελευταία όντα, ώστε και οι τελευταίες αισθητές εικόνες τους να έχουν κάποια ομοιότητα μαζί τους, άλλες φορές καθαρότερη και άλλες φορές αμυδρότερη.
 
Αν μάλιστα κάποιος από εμάς είναι ικανός να παρακολουθήσει τις θείες προόδους, θα δει, ακόμα κι αν επιχειρήσει να εξετάσει κάποιο από τα είδη που τοποθετούνται μέσα στην ύλη, ότι κάθε αισθητό είδος προσέλαβε τις ιδιότητες όλων των βαθμίδων των Όντων. Γιατί η ίδια η αυτοκίνηση και η αϊδια ύπαρξη των αισθητών ειδών δεν προέρχεται από πουθενά αλλού παρά από τις πρώτες Ιδέες. Γιατί αυτές είναι πρωταρχικά αιώνιες και μεταδίδουν πάντα την ιδιότητά τους δευτερογενώς και τριτογενώς στα επόμενα. Το γεγονός δε ότι κάθε Είδος αποτελεί πλήθος, αλλά έχει λάβει υπόσταση με βάση τον δικό του ιδιαίτερο αριθμό και έχει συμπληρωθεί από τους αριθμούς που του ταιριάζουν, και ότι γι’ αυτό κάθε Είδος ανάγεται σε διαφορετική θεία βαθμίδα με ένα τρόπο άγνωστο και αρρήτως ως προς εμάς, το προσλαμβάνει από την κορυφή των νοητών & νοητικών θεών και από τις Ιδέες που έχουν λάβει υπόσταση εκεί με απόκρυφο και απόρρητο τρόπο.
 
Έτσι την ιδιότητα να ενοποιούν και να περιορίζουν σε κοινά πέρατα το άπειρο των γεννημένων όντων την έλαβαν από τη συνεκτική βαθμίδα και από τις συνεκτικές Ιδέες. Την δε ιδιότητα να τελειοποιούν πλήρως την ατελή φύση και προάγουν σε ενέργεια την καταλληλότητα των υποστρωμάτων τους σχηματίζοντας το ασχημάτιστο και τελειοποιώντας το ατελές την έλαβαν από την τελειοποιητική Θεότητα και από τις Ιδέες που εμφανίζονται εκεί.
 
Αλλά όμως και στον βαθμό που κάθε Είδος σπεύδει να συγκεντρωθεί στον εαυτό του και να περιλάβει μέσα του τα μέρη ενοειδώς, σε αυτό τον βαθμό φέρει εικόνα της κορυφής των νοητικών και της αμέριστης υπόσταση των Ιδεών που είναι εγκατεστημένες σε εκείνη την βαθμίδα. Στον βαθμό δε που προοδεύει μαζί με την ζωή και λαμβάνει υπόσταση μέσω της κίνησης και εμφανίζεται με ακίνητο τρόπο μέσα στα κινούμενα, σε αυτόν τον βαθμό έχει συμμετάσχει στη ζωογονική σειρά και αποτυπώνει τις δυνάμεις των ζωογονικών Ιδεών. Και στον βαθμό, πάλι, που διαμορφώνει την ύλη και είναι γεμάτο με ικανότητα τεχνικής επεξεργασίας η οποία απλώνεται στην ίδια την Φύση και στον βαθμό που αποδεικνύει θαυμαστή λεπτοτεχνία και λογική διαμορφωτική δραστηριότητα, στον βαθμό αυτό λαμβάνει τη σφραγίδα από τις δημιουργικές Ιδέες. Αν, μάλιστα, εξομοιώνει τα αισθητά με τα νοητά και αν διακρίνει τις ουσίες τους μέσω των διαφορών που στηρίζονται στους Λόγους, είναι φανερό ότι έχει απεικονίσει τις εξομοιωτικές βαθμίδες των Ιδεών, από τις οποίες έχουν εμφανιστεί οι διαιρεμένες πρόοδοι των εγκόσμιων οι οποίες καλύπτουν τα αισθητά με τις εικόνες από τα νοητά.
 
Και κάθε Είδος απλώνεται σε πολλά πράγματα, και στα υλικά και περιορίζει το πλήθος τους με βάση την δική του μορφή, ανάγεται σε κείνη την βαθμίδα των Θεών η οποία εξουσιάζει ανεξάρτητα τους εγκόσμιους κλήρους και ανεβάζει στον εαυτό της πολλά μέρη των εγκόσμιων θείων κλήρων.
 
Δηλαδή προχωρώντας από ψηλά και από τις νοητές Ιδέες μέχρι τα τελευταία Είδη, παρατηρούμε τη συνέχεια ολόκληρης της σειράς και διακρίνουμε νοητικά ποιες ιδιότητες προσέλαβαν τα αισθητά Είδη από κάθε βαθμίδα. Γιατί πρέπει όλα τα κατώτερα να μετέχουν στα προηγούμενα τους και να απολαμβάνουν τα προηγούμενά τους ανάλογά με τη σειρά που τα κατώτερα έλαβαν. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό που ισχύει και στις ίδιες τις προόδους των Θεών.
 
Γιατί μαζί με τις προόδους των Θεών προχωρά και η τάξη των Ιδεών η οποία έχει λάβει υπόσταση μέσα σε όλες τις προόδους των Θεών. Με τον ανάλογο τρόπο, νοητά, νοητικά, υπερκόσμια, ή πάλι συνεκτικά, ζωογονικά, δημιουργικά.[1]

__________

[1]  Πρόκλος «Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος <<Παρμενίδη>>, 785.4  – 804.37»

πηγή: eleysis69

Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

$
0
0

‘’η γαρ αληθής πατρίς των ψυχών ο νοητός εστί κόσμος’’
  –Ερμείας. Σχόλια στον Πλατωνικό «Φαίδρο»-

Εάν θέλουμε να κατανοήσουμε ποιες ενέργειες και ποιος τρόπος ζωής βρίσκονται σε συμφωνία με την φύση μας, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε ακριβώς ποια είναι η φύση μας. Τι είμαστε και τι σημαίνει άνθρωπος.

Για να το καταλάβουμε αυτό πρέπει να συλλογιστούμε τι είναι αυτό που είναι πάντοτε αμετάβλητο σε μας και μας καθιστά ξεχωριστές οντότητες με συγκεκριμένες αναμνήσεις εμπειρίες, ιδέες και σκέψεις. Προφανώς αυτό δεν μπορεί να είναι το διαρκώς μεταβαλλόμενο υλικό μας σώμα, αφού κανένα μέρος του δεν παραμένει ίδιο από την γέννηση ως τον θάνατό μας, παρά όλα τά μέρη του –κάθε κύτταρο- διαρκώς πεθαίνουν και άλλα δημιουργούνται στην θέση τους. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει τίποτα υλικό που να παραμένει ίδιο, ώστε να δικαιολογείται το γεγονός ότι μπορούμε να αναγνωρίζουμε ως εαυτό μας το ον πού είμαστε από τα παιδικά μας χρόνια.


Αν όμως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ταυτιστεί με το υλικό σώμα του, τότε θα πρέπει να ταυτιστεί με την ψυχή. Άλλωστε και ο Πλωτίνος μας λέει ότι:’’ο άνθρωπος ταυτίζεται με την λογική ψυχή και, όταν συλλογιζόμαστε, είμαστε αληθινά εμείς ,επειδή οί λογισμοί είναι ενέργειες της ψυχής’’.*1

Τι όμως είναι η ψυχή; Αφού ο λόγος που αποκλείσαμε την ταύτισή μας με το σώμα είναι το γεγονός ότι ως υλικό διαρκώς φθείρεται και μεταβάλλεται κι αφού δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο να είμαστε ψυχή, καθώς τότε δεν θα μας μένει καμία επιλογή, αναγκαστικά καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ψυχή πρέπει να είναι αμετάβλητη και άφθαρτη, άρα μη υλική .Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Ιάμβλιχο :‘Η ουσία της ψυχής είναι άυλη καθαυτή, ασώματος , αγέννητη , εντελώς και ανώλεθρη, έχοντας από τον εαυτό της την ύπαρξη και την ζωή της, εντελώς αυτοκινούμενη και αρχή της Φύσης και όλων των κινήσεων’*2.

Είπαμε, ωστόσο, ότι  αυτό πού είμαστε έχει σκέψεις και ιδέες, άρα είναι κάτι που νοεί. Όμως ό,τι νοεί είναι εξ ορισμού νοητικό. Άρα η ψυχή είναι οντότητα νοητική κι εκείνα πού νοεί είναι για αυτήν εξ ορισμού νοητά. Σύμφωνα δε με τον Πρόκλο: ’’η ψυχή είναι μια οντότητα που βρίσκεται στη μέση μεταξύ των αληθινών και των γεννημένων όντων, και αποτελείται από το κράμα των μεσαίων γενών και έχει διαιρεθεί σε έναν ουσιώδη αριθμό,και συνδέθηκε με όλες τις μεσότητες, και εναρμονίστηκε σύμφωνα με την διατονική αρμονία, και ζει ζωή μία και ταυτόχρονα διπλή΄΄*3.

Η ουσία της λοιπόν είναι μαθηματική.Όμως, σύμφωνα πάλι με τον Πρόκλο:’Η μαθηματική ουσία κατ΄ανάγκη δεν ανήκει στα πρώτα ούτε στα τελευταία όντα, τα οποία έχουν υποστεί την έσχατη διαίρεση σε πλήρη αντίθεση με την απλή ουσία, αλλά έχει λάβει την μεσαία θέση ανάμεσα στις αμερείς, απλές, ασύνθετες και αδιαίρετες υποστάσεις και στις διαιρεμένες υποστάσεις που έχουν χαρακτηριστεί από κάθε λογής συνθέσεις και ποικιλόμορφες διαφοροποιήσεις. Γιατί ο αναλλοίωτος, μόνιμος και αδιάψευστος χαρακτήρας των συλλογισμών που την αφορούν δείχνει ότι αυτή υπερβαίνει τα ένυλα είδη’*4.

Και σύμφωνα με τον Ιάμβλιχο :’’ Ας έχουν ληφθεί, λοιπόν, από εμάς ως δεδομένα τούτα τα αξιώματα για όλα τα μαθηματικά από κοινού:  ότι είναι ασώματα και αυθύπαρκτα, ενδιάμεσα μεταξύ των αμέριστων ουσιών και των περί τα σώματα μεριστών, ότι έχουν λάβει τη βαθμίδα μεταξύ του αδιαίρετου και του διαιρετού, ότι είναι καθαρότερα από τα δεύτερα και πιο ποικιλόμορφα από τα πρώτα, ότι χρησιμοποιούν τη σύνθεση και τη διαίρεση αλλά εξετάζουν με ασώματο και αιώνιο τρόπο αυτό που συντίθεται και διαιρείται, και ότι είναι υποδεέστερα από τα νοητά όντα αλλά ανώτερα από τα όντα που βρίσκονται μέσα στην Φύση, ότι υπερέχουν από τα ορατά αλλά υπολείπονται από τα νοητά σε συμμετρία, κάλλος και ακρίβεια, ότι διαθέτουν παρομοίως μια ενδιάμεση συμμετρία και συμφωνία, ότι έχουν μια δύναμη να προωθούν και να διαβιβάζουν προς τα αμέριστα είδη, επειδή είναι συγγενή με αυτά, ότι απομακρύνουν από τα σώματα όσους αποκτούν εξοικείωση μαζί τους, και ότι οδηγούν προς τα θεία όντα σαν μέσω μιας σκάλας που ανεβάζει ψηλά. Πρέπει, λοιπόν, να παρατηρήσουν ότι στα μαθηματικά κατεβαίνει μια χορηγία της ασώματης ουσίας όχι μόνο από το ένα γένος των όντων αλλά από όλα τα γένη που υπάρχουν στην αληθινή ουσία και στον νου. Γιατί από όλα αυτά κατεβαίνει στις ενδιάμεσες φύσεις των μαθηματικών η μεσολάβησή τους μεταξύ των αιτίων και των αποτελεσμάτων τους, και συνδέει τα όντα που γεννιούνται με τα όντα που υπάρχουν πάντα και προκαλεί τη μεταξύ τους επικοινωνία’’*5.

Από όλα αυτά μπορούμε να συμπεράνουμε ότι ή φύση της ψυχής είναι η νόησή της. Είμαστε πραγματικά ζωντανοί μόνον όταν στρέφουμε τον νου μας προς τα νοητά. Άλλωστε σύμφωνα με τον Πλάτωνα:΄΄ Στον ουρανό συνέβει η πρώτη γέννηση της ψυχής και εκεί βρίσκονται οι ρίζες μας-εκεί η θεϊκή ψυχή προσαρτά και ριζώνει το κεφάλι μας ,και απο εκεί ορθώνει προς τα κάτω όλο το σώμα΄΄.
Και συνεχίζει:’’ Αν λοιπόν κάποιος έχει αφοσιωθεί στις επιθυμίες και τις έριδες και σπαταλάει εκεί όλη την ορμή του, οι σκέψεις του γίνονται αναγκαστικά θνητές.Θα γινόταν μάλιστα εξ ολοκλήρου και ο ίδιος θνητός, αν ήταν δυνατόν, στην πραγματικότητα ελάχιστα απέχει απ αυτό αφού έχει αναπτύξει μόνο το θνητό μέρος του. Αν όμως έχει αφιερωθεί στην αγάπη της μάθησης και της αληθινής σοφίας και καλλιεργεί αυτήν κυρίως την πλευρά του εαυτού του, για να προσεγγίσει την αλήθεια, είναι υποχρεωμένος να σκέφτεται τα αθάνατα και τα θεία’’*6.

Είναι, λοιπόν, η προσκόλληση στις έριδες και τις παντοειδής επιθυμίες αντίθετη στην ίδια την φύση της ψυχής. Σκορπίζεται η ψυχή στα πάθη, όταν λησμονεί την φύση της και ταυτίζει τον εαυτό της με τα θνητά μέρη που φέρει όσο βρίσκεται στον κόσμο της γένεσης. Βυθίζεται τότε στις επιθυμίες των αισθήσεων και την συναισθηματική σύγχυση και κατακερματίζεται.

Γράφει, λοιπόν, ο Πορφύριος στην επιστολή του προς την Μαρκέλλα: ‘’εγώ δεν είμαι για σένα ο συγκεκριμένος χειροπιαστός άνθρωπος που τον αντιλαμβάνεσαι με τις αισθήσεις σου, αλλά ο τελείως απομακρυσμένος από το σώμα, ο χωρίς χρώμα και μορφή, αυτός που τα χέρια δεν μπορούν να τον αγγίξουν και μόνο ο νους μπορεί να τον συλλάβει-ή όχι; Και τις αρχές που είναι εγκατεστημένες μέσα μας δεν τις παίρνουμε από τα εξωτερικά πράγματα. Παίρνουμε μόνο τον αρχικό σκοπό, όπως στην χορωδία, που μας κάνει να ανακαλούμε στην μνήμη μας τι εντολές μας έδωσε ο εντολέας μας όταν μας έστελνε στην περιπλάνησή μας. Πέρα απ’ αυτά, κάθε πάθος της ψυχής δεν είναι άραγε απόλυτα εχθρικό προς την σωτηρία της; Και μητέρα όλων των παθών δεν είναι η έλλειψη παιδείας; ΄΄*7.

Μητέρα όλων των παθών είναι, λοιπόν η άγνοια.Όταν η ψυχή γνωρίσει την φύση της κι αναγνωρίσει το οικείο της, θα μπορέσει να θεραπεύσει τον εαυτό της από τα πάθη και θ αρχίσει να ενεργεί κατά την εαυτής φύση. Όσο περισσότερο στρεφόμαστε προς τα νοητά τόσο περισσότερο επιθυμούμε την επιστροφή στον εαυτό μας, ενώ όσο περισσότερο στρεφόμαστε προς τα πάθη τόσο περισσότερο θρυμματιζόμαστε μέσα σε αυτά και μεριζόμαστε έτσι ακόμα περισσότερο. Για τούτο μας λέει ο Ιεροκλήςότι:’’Καθαρμοί της ψυχής είναι οι μαθηματικές επιστήμες και ανυψωτική λύση η διαλεκτική εποπτεία των όντως όντων’’*8.

_______________

*1-Πλωτίνος ‘’Εννεάδα 1η:Περί του τι το ζώον και τις ο άνθρωπος’’
*2-Στοβαίος’’Ανθολόγιο:από την επιστολή του Ιαμβλίχου στον Μακεδόνιο,για την Ειμαρμένη΄΄.
*3-Πρόκλος’’Εις Τίμαιον Πλάτωνος’’
*4-Πρόκλος ‘’Είς πρώτον Ευκλείδου Στοιχείων΄΄
*5-Ιάμβλιχος’’Περί κοινής Μαθηματικής Ουσίας
*6-Πλάτων’’Τίμαιος
*7-Πορφύριος’’προς Μαρκέλλαν’’
*8-Ιεροκλής ‘’Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη των Πυθαγορείων

πηγή: eleysis69

ΠΛΑΤΩΝ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

$
0
0


Οι Ιδέες συνυφαίνονται με την ύπαρξή μας

§1. Όποιος θέλει να καταλάβει όλο το βάθος και πλάτος της πλατωνικής αντίληψης για τις ιδέες, χρειάζεται να έχει κατά νου τα παρακάτω λόγια του ίδιου του Πλάτωνα:

«όσοι δεν είναι πραγματικά φιλόσοφοι … έχουν μόνο ένα πασάλειμμα από αμφίβολες γνώσεις … και πείθουν τον εαυτό τους ότι δεν τους λείπει πια το παραμικρό… Όμως η [φιλοσοφική] γνώση της ουσίας του πράγματος … δεν μπορεί να διατυπωθεί με το λόγο, όπως άλλες γνώσεις, αλλά,  μετά από μακρόχρονη κοινή αναζήτησή της και αδιάκοπη ενασχόληση με αυτή, γεννιέται στην ψυχή ξαφνικά, σαν το φως που ανάβει από μια σπίθα, και ύστερα τρέφεται μόνη της (Επιστολή Ζ΄ 340d-341c).

Ετούτα τα λόγια συνοψίζουν τον εσωτερικό και εν ταυτώ τον διαλεκτικό χαρακτήρα της πλατωνικής φιλοσοφίας, με τον οποίο συνυφαίνεται η θεωρία των ιδεών. Η τελευταία λοιπόν συνδυάζει, ως γνωσιοντολογική προϋπόθεση για την ευδοκίμησή της, τη διαλεκτική διερεύνηση της εσωτερικής ουσίας κατ’ αντιστοιχία με την εσωτερικότητα, δηλαδή τη διαλεκτική τακτοποίηση, του φιλοσοφικού βίου του ανθρώπου, της ανθρώπινης ψυχής.  

§2. Ποια σημασία έχει, για τον Πλάτωνα, η θεωρία των ιδεών; Αποτελεί την ακατάλυτη δύναμη της φιλοσοφίας του και ένα από τα πιο βασικά χαρακτηριστικά της διαλεκτικής εκδίπλωσης αυτής της φιλοσοφίας. Αυτή η θεωρία καθιστά δυνατή τη διάκριση ανάμεσα στον κόσμο του γίγνεσθαι και στον κόσμο του Είναι. Τι είναι ο κόσμος του Είναι; Είναι αυτός που ιδιάζει στη νόηση και είναι αιώνιος και αμετάβλητος. Από την άλλη πλευρά, ο κόσμος του γίγνεσθαι βρίσκεται σε διαρκή μεταβολή και είναι προσιτός στην αίσθηση. Η θεωρία των ιδεών δεν απορρίπτει τον ένα κόσμο για χάρη του άλλου, αλλά υπερβαίνει τον έναν, διέρχεται δηλαδή μέσα από τον κόσμο του γίγνεσθαι για να προχωρήσει πέρα απ’ αυτόν, προς το αληθές αυτό καθεαυτό, προ της ιδέα την αναλλοίωτη των πραγμάτων. Με εγελιανή ορολογία, η εν λόγω θεωρία πραγματοποιεί τη διαλεκτική πεπερασμένου και απείρου.

§3. Τι είναι οι ιδέες; Με το όρο ιδέα ή, πράγμα που είναι το ίδιο, είδος, ο Πλάτων εννοεί την εννοιολογικήιδεατή εικόνα του όντος ή των όντων και όχι κάποια εξωτερική όψη τους, κάποιον ιδιαίτερο τύπο ή μορφή τους που μας παρέχουν οι αισθήσεις. Οι ιδέες είναι:1. Εν επί πολλών· 2. το ο εστιν [=αυτό που υπάρχει]· 3.  είναι νοητές και όχι ορατές. Δεν είναι αριθμητικές ενότητες, όπως υποστηρίζει ο Αριστοτέλης. Αυτές είναι τα καθόλου, οι γενικές ουσίες, ενώ τα αισθητά πράγματα είναι αριθμητικά πολλά. Κάθε ιδέα είναι μία και η αυτή για τα πολλά πράγματα ή για τις πολλές υπαρκτικές τους ιδιότητες, καταστάσεις, εκδηλώσεις. Π.χ. μια είναι η ιδέα του μεγέθους στα πολλά πράγματα ή η ιδέα της δικαιοσύνης στα πολλά κράτη ή η ιδέα του ωραίου, του αγαθού κ.λπ. Με άλλα λόγια: οι ιδέες είναι τ    στίν τυγχάνει καστον ν [=οι ιδέες είναι αυτό που υπάρχει, αυτό που συμβαίνει να είναι το κάθε ον].

§4. Το ρήμα στίν εδώ έχει υπαρκτική σημασία. Δηλαδή οι ιδέες υπάρχουν, όπως υπάρχουν τα αισθητά πράγματα.  Υπάρχει ωστόσο διαφορά ανάμεσα στο οντολογικό status των ιδεών και στο κατ’ αίσθηση των πραγμάτων ή των όντων. Οι ιδέες είναι τοε  ν, θάνατον και σαύτως χον [=αυτό που πάντοτε υπάρχει, που είναι αθάνατο, που βρίσκεται πάντοτε στην ίδια κατάσταση]. Δεν υπόκεινται σε γένεση και φθορά όπως το αισθητό ή τα αισθητά. Είναι ενυπόστατες και αμέριστες, δηλαδή ατεμάχιστες ουσίες, που συγκροτούν έναν ενιαίο νοητό κόσμο και έχουν μια αυτοτελή ύπαρξη: κατοικούν εκεί στονκαθαρό, τον ακήρατο υπερουράνιο τόπο (Φαίδρος 247c). Προς αυτόν τον τόπο οφείλει να ανεβαίνει η ψυχή, που είναι το αθάνατο στοιχείο του ανθρώπου σε αντίθεση με το σώμα, το υλικό και φθαρτό του στοιχείο (.ο.π.). Αυτός ο ακήρατος λειμώνας των ιδεών, ο νοητός κόσμος, αποτελεί το αρχέτυπο του αισθητού κόσμου. Ταυτόχρονα είναι ο ζωντανός λόγος/η αιτία του τελευταίου.

§5. Ο κόσμος των ιδεών αποτελεί για τον άνθρωπο το καθεαυτό και διεαυτό του Είναι, την ολότητα της ύπαρξής του. Απ’ αυτή την άποψη, όταν ο άνθρωπος συσχετίζεται με τις ιδέες και αποβλέπει προς τον υπερουράνιο τόπο του ωραίου και του αγαθού, ουσιωδώς τείνει να ανακτήσει ολόκληρο τον εαυτό του από τη συντριβή του μέσα στη σχάση του αισθητού κόσμου. Ο τελευταίος, ως χωριστή οντότητα, είναι το άλλο του ανθρώπου, το ετέρως-Είναι του, από το οποίο εκάστοτε καλείται να επιστρέψει εις εαυτόν. Πώς μπορεί να επιστρέψει; Δυνάμει της ύψιστης ιδέας, δηλαδή της Ιδέας που είναι η κινητήρια δύναμη, η ζωοοποιός αρχή της μιας ή της άλλης πολλότητας ομοειδών ή ομώνυμων αισθητών, τα οποία εν-οποιούνται υπό ένα όνομα. Π.χ. το όνομα τραπέζι υποδηλώνει πολλά ομοιειδή και ομώνυμα αντικείμενα ή πράγματα, τα οποία ονομάζονται τραπέζι/τραπέζια κατά το αρχέτυπο της Ιδέας: τραπέζι. Πέρα από τις υπερβολές ή τις στρεβλώσεις που έχει υποστεί η θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα από κακόβουλες ερμηνείες, ένα είναι η απτή αλήθεια: ο Πλάτων, σε γενικές γραμμές, πραγματώνει φιλοσοφικά αυτό που αποτελεί το αυτονόητο για κάθε νοήμονα άνθρωπο: πραγματώνει τον φιλοσοφικά καλλιεργημένο άνθρωπο, που αναγνωρίζει πως η ανθρώπινη ύπαρξη αποκτά νόημα όχι επειδή είναι ύπαρξη, γιατί και τα ζώα υπάρχουν, αλλά επειδή αποζητά την αθανασία της και την επιτυγχάνει, στο βαθμό που έχει ιδανικά, ρεαλιστικής υφής, και μάχεται να τα υλοποιήσει διά βίου. Π.χ. Συζητάμε για τον Πλάτωνα, επειδή πέρασε στην αθανασία η ύπαρξή του ως πραγματωμένη ολότητα ιδεών και όχι επειδή είχε στενό ή πλατύ στέρνο. Εδώ έγκειται και όλο το πλέγμα της απειρότητας του ανθρώπου.

πηγή: hegel-platon

ΚΑΘΑΡΜΟΣ ΚΑΙ ΙΕΡΟΥΡΓΙΑ

$
0
0

Στα ομηρικά έπη συχνές είναι οι σκηνές καθαρμού πριν από την προσευχή, τη σπονδή, τη θυσία. Στην Ιλιάδα κυριαρχούν οι αναφορές που αφορούν στο λουτρό νεκρών και ακολουθούν οι αναφορές στον καθαρμό πριν τη σπονδή, την προσευχή και τη θυσία.

Στην Ιλιάδα το πλύσιμο είναι συνυφασμένο και με τη σπονδή, την προσευχή, τον όρκο, τη θυσία (Γ 268-270. Ι, 171-178. Κ 569-579. Ω 299-307).

Ο δε Ησίοδος εφιστά την προσοχή να μην προσφέρει κανείς σπονδές στον Ζεύ και στους άλλους θεούς «με τα χέρια άνιφτα» (Έργα και Ημέραι, στ. 724-726).


Επί παραδείγματι ο μεγάλος αριθμός των υδριοφόρων μορφών και των μικρών πήλινων υδριών στο μικρό ιερό της Δήμητρας στη ΒΑ περιοχή της αρχαίας Πέλλας είναι ενδεικτικός μιας τελετής εξαγνισμού, με τη χρησιμοποίηση νερού που μεταφερόταν με υδρίες στην περιοχή του ιερού.

Αναγκαίος είναι ο καθαρμός των χεριών στο περιρραντήριο πριν από την είσοδο στον ναό και πριν από τη θυσία, τόσο αυτού που την τελεί [Βλ. Αισχ., Πέρσαι, στ. 201-204] όσο και των συμμετεχόντων, και μάλιστα στην πρώτη της φάση («άρχεσθαι»). Η περιφορά του κάνιστρου με τις προσφορές και του δοχείου με το νερό σηματοδοτεί την οριοθέτηση του ιερού στον τόπο της θυσίας αλλά και τη προστασία/καθαρμό με τον σχηματισμό ενός κύκλου που εγκλείει το ζώο και τους συμμετέχοντες. Οι λατρευτές ρίχνουν στα χέρια τους νερό από το δοχείο, ενώ η εξαγνιστική δύναμη της πυρός συνδυάζεται με του νερού, καθώς ένα κούτσουρο από τη φωτιά βυθίζεται στο ύδωρ και με αυτό ραντίζεται το Ιερό, ο βωμός, οι συμμετέχοντες – εάν δεν υπάρχει θαλασσινό ύδωρ που είναι αντίστοιχο με τον συνδυασμό νερού και φωτιάς.

Το νερό αυτό ονομάζεται χέρνιψ :πχ «Νέστωρ χέρνιβά τ’ οὐλοχύτας τε κατήρχετο, πολλὰ δ’ Ἀθήνη εὔχετ’ ἀπαρχόμενος» (βλ. και Αθήναιος, ΙΧ, 409 b), και αυτό αργότερα ονόμασε ο Χριστιανισμός «αγιασμό» ή «Άγιο Μύρο» (βλ. Αισχ., Ευμεν., 655-56· Σοφ.., Οιδ. Τ., 240· Ευρ., Ορ., 1602) και απαγορεύεται να δίδεται στους μιασμένους (βλ. Δημ., π. Λεπτ., 158· Σοφ.., Οιδ. Τ., 240).

Με το νερό του δοχείου ραντίζεται και το ζώο, η απότομη αντίδραση του οποίου εκλαμβάνεται ως συναίνεση για τη θυσία. Κάποιες φορές ο εξαγνισμός του ζώου γινόταν σε ιδιαίτερη πηγή.

Ενδεικτική αναφορά:Ο Ηρακλής πρόσφερε θυσίες στη Δήμητρα και την Κόρη των Συρακουσών και αφιέρωσε τον ωραιότερο ταύρο της αγέλης, αφού πρώτα τον εξάγνισε στην πηγή Κυάνη, την οποία ανέβλυσε ο Πλούτωνας στο σημείο που άνοιξε τη γη στην Έννα της Σικελίας για να κατεβεί με την Κόρη στον Άδη. Μάλιστα, ο Ηρακλής πρόσταξε τους ντόπιους κάθε χρόνο να θυσιάζουν στην Κόρη και να κάνουν πανήγυρη στην Κυάνη (βλ. Διόδωρος, IV, 24, 4), συγκεκριμένα βύθιζαν ταύρους μέσα στη λίμνη (ό.π. V, 4).

πηγή: eleysis69

ΟΙ ΘΑΥΜΑΤΟΠΟΙΟΙ ΤΗΣ ΑΛΛΗΓΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΜΟΝΟΘΕΪΣΤΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ (ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0



Ο Πλάτων μας είχε γράψει ξεκάθαρα στον μύθο του Σπηλαίου ότι ο κόσμος που "βλέπουμε"δεν είναι ο αληθινός, αλλά απείκασμα στοιχείων του αληθινού. Η χριστιανική θρησκεία είναι ένα κατασκεύασμα των θαυματοποιών της αρχαίας Ρώμης. Όλα τα γεγονότα της Βίβλου δεν είναι πραγματικά, αλλά αποτελούν την ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, την οποία εκλαμβάνουν ως ΙΣΤΟΡΙΑ οι χριστιανοί. Δείτε τι σημαίνουν οι τρεις μάγοι με τα δώρα, τι σχέση έχει ο Σείριος με τον Πατήρ στη χριστιανική μυθολογία, αλλά και πώς προέκυψε το σύμβολο του σταυρού μέσα από αστρονομικές παρατηρήσεις, το οποίο είναι προχριστιανικό σύμβολο.

Οπουδήποτε και οποτεδήποτε κατασκευάστηκε θρησκεία από τα πάνω, από μια ολιγαρχική εξουσία έχουμε ψεύτικη και απατηλή κατασκευή προκειμένου να ελέγχονται οι ανθρώπινες συνειδήσεις. Είναι οι εξουσιαστές-θαυματοποιοί.... Οπουδήποτε και οποτεδήποτε δημιουργήθηκε θρησκεία από τα κάτω, με αυτοθέσμιση, (αρχαία Ελλάδα) έχουμε "δημιουργία"από τον λαό (δήμος=λαός) μιας ανακαλυπτόμενης διαρκώς θρησκείας, η οποία είναι απόρροια της φιλοσοφίας και της φυσικής προδιάθεσης του ανθρώπου να ανέλθει πνευματικά επίπεδα. Το βίντεο αποκαλύπτει πολλές αλήθειες γιατί στηρίζεται σε ιστορικά δεδομένα και στην έρευνα. Βέβαια ο δημιουργός του βίντεο δεν πήγε λίγο ακόμα παραπέρα. Δεν γνωρίζει,ή φαίνεται να μην γνωρίζει τουλάχιστον, σε αυτά τα βίντεο, τη λειτουργία των Μύθων. Η αλήθεια βρίσκεται μέσα μας, μάς λένε οι μύθοι, στην λογική ψυχή μας και επαφίεται στον καθένα μας μέσω της φιλοσοφίας, της έρευνας και της επιστήμης να την ανακαλύπτουμε σταδιακά.....

Οι αναφορές περί χριστιανικής μυθολογίας και κατασκευής του χριστιανισμού βρίσκονται από το 7:40 λεπτό μέχρι το 35:50 λεπτό.


ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ - Η ΚΟΣΜΙΚΗ ΣΥΜΠΑΝΤΙΚΗ ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ

$
0
0
Posidonio, replica augustea (23 ac.-14 dc ca) da originale del 100-50 ac. ca. 6142.JPG

Ο Ποσειδώνιος ο Ρόδιος ή ο Απαμεύς (περ. 135 π.Χ. – 51 π.Χ.) ήταν Έλληνας πολυμαθής Στωικός φιλόσοφος, αστρονόμος,γεωγράφος, πολιτικός, ιστορικός και δάσκαλος που γεννήθηκε στην Απάμεια της Συρίας. Τον θεωρούσαν τον πολυμαθέστερο άνθρωπο του κόσμου για την εποχή του. Τίποτα από το τεράστιο έργο του δεν έχει σωθεί ως ολότητα σήμερα, αλλά μόνο αποσπάσματα. Ο Ποσειδώνιος, γνωστός και με το προσωνύμιο «ο Αθλητής» ήταν γόνος μιας ελληνικής οικογένειας της Απαμείας, μιας ελληνιστικής πόλεως πάνω στον ποταμό Ορόντη, στη βόρεια Συρία. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του όμως το έζησε στη Ρόδο και πέθανε είτε στη Ρόδο είτε στη Ρώμη.


Ο Ποσειδώνιος ολοκλήρωσε τις ανώτερες σπουδές του στην Αθήνα, όπου μαθήτευσε κοντά στον γηραιό πλέον Παναίτιο, τον επικεφαλής της Στωικής Σχολής. Περί το 95 π.Χ. εγκαταστάθηκε στη Ρόδο, κράτος με φήμη ως προς τις επιστημονικές έρευνες, και έγινε Ρόδιος πολίτης.

Και όχι μόνο έγινε πολίτης, αλλά συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή της Ρόδου, φθάνοντας στα ανώτερα αξιώματα ως ένας από τους πρυτάνεις (κάτι σαν προέδρους με εξάμηνη θητεία) της. Υπηρέτησε εξάλλου ως πρεσβευτής στη Ρώμη το 87 - 86 π.Χ., κατά την εποχή του Μαρίου και του ΣύλλαΜαζί με άλλους Έλληνες διανοουμένους, ο Ποσειδώνιος ευνοούσε τη Ρώμη ως μία σταθεροποιητική δύναμη σε έναν ασταθή κόσμο. Οι διασυνδέσεις του με τη ρωμαϊκή ανώτερη τάξη ήταν σημαντικές όχι μόνο για την πολιτική του, αλλά και για τις επιστημονικές του έρευνες. Η είσοδός του στους ρωμαϊκούς κυβερνητικούς κύκλους τον διευκόλυνε να πραγματοποιήσει τα ταξίδια του στη Δύση, πέρα από τα ρωμαϊκά σύνορα.

Αφού καθιερώθηκε στη Ρόδο, ο Ποσειδώνιος έκανε ένα ή περισσότερα ταξίδια στον τότε γνωστό κόσμο με επιστημονικούς-ερευνητικούς σκοπούς. Ταξίδεψε στην Ελλάδα, τηνΙσπανία, την Αφρική (ιδίως τη βόρεια), την Ιταλία, τη Σικελία, τη Δαλματία (και γενικά τις ανατολικές ακτές της Αδριατικής), τη Γαλατία και τη ΛιγουρίαΣτην Ισπανία, στις ακτές του Ατλαντικού Ωκεανού (στο σύγχρονο Κάδιξ), ο Ποσειδώνιος μελέτησε τις παλίρροιες. Παρατήρησε ότι οι ημερήσιες παλίρροιες συνδέονταν με την τροχιά και οι μηνιαίες με τη φάση της Σελήνης, ενώ έκανε υποθέσεις για τη σχέση των ετήσιων περιοδικοτήτων των παλιρροιών με τις ισημερίες και τα ηλιοστάσια.

Στη Γαλατία ο Ποσειδώνιος μελέτησε τους Κέλτες. Μας άφησε ζωηρές περιγραφές για συνήθειες που τις είδε με τα μάτια του όταν ζούσε ανάμεσά τους: άνθρωποι που πληρώνονταν για να αφήνουν να τους σκίζουν τους λαιμούς τους για δημόσια ψυχαγωγία και το κάρφωμα κρανίων ως τροπαίων πάνω από τις πόρτες. Αλλά σημείωσε ότι οι Κέλτες τιμούσαν τους Δρυίδες, τους οποίους ο Ποσειδώνιος θεώρησε ως φιλοσόφους και συμπέρανε ότι ακόμα και στους «βάρβαρους» λαούς «η υπερηφάνεια και το πάθος δίνουν τη θέση τους στη σοφία, και ο Άρης στέκεται με δέος ενώπιον των Μουσών». Ο Ποσειδώνιος συνέγραψε μια γεωγραφική πραγματεία για τη χώρα των Κελτών, έργο που σήμερα έχει χαθεί, αλλά που έχει υποστηριχθεί ότι υπήρξε μία από τις πηγές του βιβλίου «Γερμανία» του Τάκιτου.

Τα πολλά έργα και οι διαλέξεις του Ποσειδωνίου του χάρισαν μια αυθεντία και φήμη παντού στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, ενώ στη Ρόδο αναπτύχθηκε γύρω του μία σχολή. Ο εγγονός του Ιάσων, που ήταν γιος της κόρης του και του Μενεκράτους από τη Νύσα, συνέχισε τη σχολή του Ποσειδωνίου στη Ρόδο. Παρότι λίγα πράγματα είναι γνωστά για την οργάνωση της σχολής του, είναι βέβαιο ότι ο Ποσειδώνιος είχε ένα σταθερό αριθμό Ελλήνων και Ρωμαίων φοιτητών.

Ο Ποσειδώνιος πλησίαζε στο να είναι κάτοχος όλης της ανθρώπινης γνώσεως της εποχής του, και σε αυτό έμοιαζε με τον Αριστοτέλη και με τον Ερατοσθένη. Προσπάθησε να δημιουργήσει ένα ενιαίο σύστημα για την κατανόηση του ανθρώπινου νου και του Σύμπαντος, που θα παρείχε μια εξήγηση και ταυτόχρονα έναν οδηγό για την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Ο Ποσειδώνιος έγραψε έργα για τη Φυσική, τη Μετεωρολογία, τη Φυσική Γεωγραφία, την Αστρονομία, την Αστρολογία και τη μαντεία, τη Σεισμολογία, τη Γεωλογία και την Ορυκτολογία, την Υδρολογία, τη Βοτανική, την Ηθική, τη Λογική, τα Μαθηματικά, την Ιστορία, τη Φυσική Ιστορία, την Ανθρωπολογία, και τη στρατηγική. Οι μελέτες του ήταν μεγάλες και σε βάθος διερευνήσεις των αντικειμένων τους, έστω και με κάποια λάθη. Κανένα από τα έργα του δεν έχει σωθεί ακέραιο μέχρι σήμερα, αλλά μόνο αποσπάσματα («σπαράγματα»), ενώ οι τίτλοι και τα θέματα πολλών από τα βιβλία του είναι γνωστά.

Για τον Ποσειδώνιο η Φιλοσοφία ήταν η βασική τέχνη και όλες οι ξεχωριστές επιστήμες ήταν υποκείμενές της. Μόνο η Φιλοσοφία μπορούσε κατ'αυτόν να ερμηνεύσει το Σύμπαν. Το σύνολο των έργων του, από τα επιστημονικά ως τα ιστορικά, είναι και φιλοσοφικά. Ο Ποσειδώνιος δεχόταν τη Στωική υποδιαίρεση της Φιλοσοφίας σε «Φυσική» (μαζί με τη Μεταφυσική και τη Θεολογία), «Λογική» (περιελάμβανε και τη Διαλεκτική) και «Ηθική» (Διογ.Λαερτ. Βίοι φιλοσόφων, βιβλίο 7). Αυτές οι τρεις κατηγορίες ήταν για τον Ποσειδώνιο αδιαχώριστα και αλληλοεξαρτώμενα μέρη μιας οργανικής ολότητας. Τις παρομοίαζε με ένα ζωντανό πλάσμα, του οποίου η Φυσική ήταν το κρέας και το αίμα, η Λογική τα οστά και οι τένοντες που συγκρατούν ενωμένο τον οργανισμό, και η Ηθική – το σημαντικότερο μέρος – την ψυχή. Το μεγάλο φιλοσοφικό όραμα του Ποσειδωνίου ήταν πως το ίδιο το Σύμπαν είχε μία παρόμοια εσωτερική διασύνδεση, μέσα από την κοσμική «συμπάθεια», σε όλες του τις εκφάνσεις, από την ανάπτυξη του φυσικού κόσμου ως την ιστορία της ανθρωπότητας.

Παρότι συνεπής Στωικός, ο Ποσειδώνιος ήταν εκλεκτικός. Ακολουθούσε όχι μόνο τους παλαιότερους Στωικούς, αλλά και τους Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Είναι πιθανό ότι είχε γράψει ένα σχόλιο πάνω στον «Τίμαιο» του Πλάτωνα. Ο Ποσειδώνιος υπήρξε ο πρώτος Στωικός που απέκλινε από το δόγμα ότι τα πάθη της ψυχής είναι λανθασμένες κρίσεις και υιοθέτησε την άποψη του Πλάτωνα για την ψυχή, δηλαδή ότι τα πάθη είναι σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση. Ο Ποσειδώνιος δίδασκε ότι εκτός από τις λογικές λειτουργίες η ανθρώπινη ψυχή είχε και πάθη όπως ο θυμός, το πάθος για εξουσία, πλούτο, κλπ., αλλά και πόθους για έρωτα, τροφή, κλπ.. Η Ηθική ήταν το πρόβλημα του πώς να χειρισθούμε αυτά τα πάθη και να αποκαταστήσουμε τη λογική ως την κυρίαρχη λειτουργία. Ο Ποσειδώνιος αντίθετα συμφωνούσε με το Στωικό δόγμα του Λόγου, που στη συνέχεια ενσωματώθηκε στο χριστιανικό δόγμα.

Ο Ποσειδώνιος υπεστήριζε τη θεωρία της κοσμικής (συμπαντικής) «συμπαθείας», της οργανικής διασυνδέσεως όλων των φαινομένων στο Σύμπαν, από τον ουρανό ως τη Γη, ως ένα μέρος ενός λογικού σχεδιασμού που ένωνε την ανθρωπότητα με όλα τα πράγματα στο Σύμπαν, ακόμα και όσα ήταν χρονικά και χωρικά απομακρυσμένα μεταξύ τους. Παρά το ότι ο δάσκαλός του Παναίτιος αμφισβητούσε τη μαντεία, ο Ποσειδώνιος χρησιμοποίησε τη θεωρία της κοσμικής συμπαθείας για να υποστηρίξει την πίστη του στη μαντεία (είτε την αστρολογική, είτε τα «προορατικά» όνειρα) ως ένα είδος επιστημονικής προβλέψεως (ΚικέρωνDe Divinatione, ΙΙ 42).

Αποσπάσματα από το αστρονομικό έργο του Ποσειδωνίου σώζονται μέσα από την πραγματεία του Κλεομήδη «Κυκλική θεωρία μετεώρων», όπου το πρώτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου φαίνεται ότι έχει στο μεγαλύτερο μέρος του αντιγραφεί από τον Ποσειδώνιο. Ο Ποσειδώνιος πίστευε ότι ο Ήλιος εξέπεμπε μια «ζωτική δύναμη» που διαπερνούσε το Σύμπαν, ενώ προσπάθησε να μετρήσει την απόσταση και τις διαστάσεις του. Περί το 90 π.Χ. ο Ποσειδώνιος εξετίμησε την αστρονομική μονάδα ως 9893 φορές την ακτίνα της Γης, που είναι περί το ήμισυ της πραγματικής της τιμής. Ωστόσο, για τη διάμετρο του Ηλίου βρήκε μία τιμή μεγαλύτερη και ακριβέστερη από αυτές που πρότειναν άλλοι αρχαίοι Έλληνες αστρονόμοι, μεταξύ των οποίων και ο Αρίσταρχος ο Σάμιος.

Ο Ποσειδώνιος έκανε επίσης ένα υπολογισμό της διαμέτρου και της αποστάσεως της Σελήνης. Γνωρίζουμε επίσης ότι είχε κατασκευάσει ένα φορητό υπολογιστή των κινήσεων των ουράνιων σωμάτων, παρόμοιο με τον Μηχανισμό των Αντικυθήρων όπως αυτός αποκαλύφθηκε μετά την πρόσφατη ανάλυση (2006-2008), και ίσως τον ίδιο τον μηχανισμό αυτό, που χρονολογείται στην ίδια περίπου περίοδο. Σύμφωνα με τον Κικέρωνα (De Natura Deorum, ΙΙ 34), το φορητό «πλανητάριο» του Ποσειδωνίου έδειχνε τις ημερήσιες κινήσεις του Ηλίου, της Σελήνης και των 5 γνωστών τότε πλανητών.

Η φήμη του Ποσειδωνίου πέρα από τους στενά φιλοσοφικούς κύκλους είχε αρχίσει να απλώνεται τουλάχιστον από τη «δεκαετία του 80» (89-80 π.Χ.) με τη δημοσίευση του έργου του για τον ωκεανό και τις γύρω περιοχές, μια συνολική παρουσίαση των γεωγραφικών ζητημάτων σύμφωνα με την τρέχουσα επιστημονική γνώση, αλλά και ένα όχημα για την εκλαΐκευση των θεωριών του για τις εσωτερικές διασυνδέσεις του κόσμου, για το πώς όλες οι δυνάμεις αλληλεπιδρούσαν μεταξύ τους και αυτή η διασύνδεση ίσχυε και για την ανθρώπινη ζωή, τόσο στην προσωπική όσο και στην πολιτική σφαίρα. Σε αυτό το έργο ο Ποσειδώνιος ανέπτυσσε τη θεωρία του για την επίδραση του κλίματος στον χαρακτήρα ενός λαού και τη «γεωγραφία των φυλών». Αυτή η θεωρία δεν ήταν απλώς «βασική επιστήμη», αλλά είχε και πολιτικές προεκτάσεις: οι Ρωμαίοι αναγνώστες του πληροφορούνταν ότι η κλιματικώς κεντρική θέση της Ιταλίας ήταν ένα ουσιώδες συστατικό του πεπρωμένου της Ρώμης να κυριαρχήσει στην οικουμένη. Ωστόσο, ως Στωικός, ο Ποσειδώνιος δεν προέβαινε σε κάποια θεμελιώδη διάκριση ανάμεσα στους πολιτισμένους Ρωμαίους ως κυρίαρχους του κόσμου και στους λιγότερο πολιτισμένους λαούς.

Ο Ποσειδώνιος μέτρησε την περιφέρεια της Γης με βάση τη θέση του αστέρα Κανώπου. Καθώς εξηγεί ο Κλεομήδης, ο Ποσειδώνιος παρατήρησε ότι ο Κάνωπος δεν ανέβαινε ποτέ πάνω από τον ορίζοντα στη Ρόδο, ενώ στην Αλεξάνδρεια τον είδε να ανεβαίνει μέχρι 7,5 μοίρες πάνω από τον ορίζοντα ... (το τόξο που αντιπροσωπεύει τη διαφορά του γεωγραφικού πλάτους των δύο τόπων είναι στην πραγματικότητα ίσο με 5 μοίρες και 14΄). Ο Ποσειδώνιος εκτιμούσε ότι η Ρόδος απείχε 5000 στάδια και βρισκόταν ακριβώς βόρεια της Αλεξανδρείας, οπότε η διαφορά στο ύψος του αστέρα σήμαινε ότι αυτή η απόσταση ισούται με το 1/48 της περιφέρειας της Γης. Ο υπολογισμός του επομένως για την περιφέρεια της Γης έδωσε ως αποτέλεσμα 240.000 στάδια. Οι περισσότεροι ιστορικοί της Επιστήμης θεωρούν ότι το στάδιο που χρησιμοποιούσε ο Ποσειδώνιος ήταν ίσο με 161m, οπότε η τιμή αυτή αντιστοιχεί σε 38.600 χιλιόμετρα, πολύ κοντά στην πραγματική τιμή της περιφέρειας που περνά από τους πόλους (40.074 χιλιόμετρα).

Ο Ποσειδώνιος ήταν ενήμερος για την παρόμοια μέθοδο που είχε εφαρμόσει ο Ερατοσθένης ο Κυρηναίος έναν αιώνα νωρίτερα, με τη μέτρηση του ύψους του Ηλίου σε διαφορετικά πλάτη, η οποία είχε δώσει αποτέλεσμα 250.000 στάδια. Και των δύο σοφών τα αποτελέσματα ήταν εκπληκτικά ακριβή. Ωστόσο, ο Ποσειδώνιος αναθεώρησε αργότερα τον αρχικό του υπολογισμό παίρνοντας την απόσταση Ρόδου-Αλεξανδρείας ίση με 3750 στάδια, πράγμα που μείωσε την τιμή του για την περιφέρεια της Γης σε 180.000 στάδια. Ο Πτολεμαίος συζήτησε και προέκρινε αυτή την αναθεωρημένη τιμή του Ποσειδωνίου έναντι εκείνης του Ερατοσθένους στη «Γεωγραφία» του. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα οι μελετητές διαιρέθηκαν σε δύο «στρατόπεδα» ως προς την περιφέρεια της Γης: η μία πλευρά τους υπεστήριζε τον υπολογισμό του Ερατοσθένους, ενώ η άλλη την αναθεωρημένη τιμή του Ποσειδωνίου. Οι περισσότεροι πάντως τάσσονταν με τη δεύτερη πλευρά.

Ο Ποσειδώνιος, όπως και ο Πυθέας πριν από αυτόν, πίστευε ότι η παλίρροια προκαλείται από τη Σελήνη. Ωστόσο, έκανε λάθος ως προς τη φυσική αιτία: Νομίζοντας ότι η Σελήνη ήταν ένα μίγμα αέρα και φωτιάς, απέδωσε την αιτία των παλιρροιών στη θερμότητα της Σελήνης, που ήταν αρκετή για να «φουσκώσει» τα νερά της Γης, αλλά όχι αρκετή ώστε να τα εξατμίσει. Ο Ποσειδώνιος κατέγραψε παρατηρήσεις σεισμών και ηφαιστείων, συμπεριλαμβανομένων μαρτυριών για ηφαιστειακές εκρήξεις στα Αιόλια νησιά, στα βόρεια της Σικελίας.

Στα θέματα της Μετεωρολογίας ο Ποσειδώνιος ακολούθησε τον Αριστοτέλη. Υπεστήριξε θεωρίες για τις αιτίες της δημιουργίας των νεφών, της ομίχλης, του ανέμου, της βροχής, της πάχνης, του χαλαζιού, της αστραπής και του ουράνιου τόξου. Εκτός από τα όσα έγραψε για τη Γεωμετρία, ο Ποσειδώνιος πιστώνεται με τη διατύπωση-δημιουργία μαθηματικών ορισμών, ή τουλάχιστον για την ξεκάθαρη διατύπωση απόψεων για όρους όπως π.χ. «θεώρημα» και «πρόβλημα».

Με τις «Ιστορίες» του ο Ποσειδώνιος συνέχισε την «Παγκόσμια Ιστορία» του Πολυβίου. Η ιστορία του για την περίοδο 146 - 88 π.Χ. λέγεται ότι γέμισε 52 τόμους (Αθήναιου «Δειπνοσοφιστές», βιβλίο Δ΄). Οι «Ιστορίες» συνεχίζουν την καταγραφή της ανόδου και της επεκτάσεως της κυριαρχίας της Ρώμης, την οποία εμφανίζεται να υποστηρίζει. Ο Ποσειδώνιος δεν ακολούθησε το πιο αντικειμενικό ύφος του Πολυβίου, γιατί ο Ποσειδώνιος θεωρούσε τα γεγονότα ως απόρροιες της ανθρώπινης ψυχολογίας. Ενώ κατανοούσε τα ανθρώπινα πάθη και παραλογισμούς, δεν τα συγχωρούσε και χρησιμοποιούσε την αφηγηματική του επιδεξιότητα για να εκμαιεύσει την επιδοκιμασία ή την καταδίκη των περιγραφόμενων πράξεων από μέρους του αναγνώστη.

Για τον Ποσειδώνιο η «Ιστορία» εκτεινόταν πέρα από τη Γη: η ανθρωπότητα δεν ήταν απομονωμένη στη δική της, πολιτική, Ιστορία, αλλά ήταν ένα τμήμα του κόσμου. Οι «Ιστορίες» του δεν αφορούν επομένως απομονωμένες ιστορίες λαών και ανθρώπων, αλλά εμπεριέχουν στοιχεία για όλους τους παράγοντες και δυνάμεις (γεωγραφικοί παράγοντες, ορυκτοί πόροι, κλίμα, διατροφή), που κάνουν τους ανθρώπους να δρουν ως τμήμα του περιβάλλοντός τους. Ως προς το έργο του Ποσειδωνίου για τη στρατηγική, την «Τέχνη του Πολέμου», ο ιστορικός Αρριανός παραπονέθηκε ότι ήταν γραμμένο «για ειδικούς», πράγμα που υποδεικνύει ότι ο Ποσειδώνιος ίσως να είχε και εμπειρία από «πρώτο χέρι» από στρατιωτική ηγεσία.

Στην εποχή του Ποσειδωνίου τα γραπτά του, που κάλυπταν όλους σχεδόν τους κύριους γνωστικούς κλάδους, τον κατέστησαν μια διάσημη προσωπικότητα σε όλο τον ελληνορωμαϊκό κόσμο, ενώ τον χρησιμοποιούσαν συχνότατα ως πηγή οι σύγχρονοί του συγγραφείς, όπως ο Κικέρων, ο Λίβιος, ο Πλούταρχος, ο Στράβων (που αποκαλούσε τον Ποσειδώνιο «τον πολυμαθέστερο από όλους τους φιλοσόφους της εποχής μου»), ο Κλεομήδης, ο Σενέκας ο Νεότερος, ο Διόδωρος Σικελιώτης (που χρησιμοποίησε τον Ποσειδώνιο ως πηγή για την «Ιστορική βιβλιοθήκη» του), κ.ά.. Παρά το ότι το ρητορικό και περίτεχνο ύφος γραφής του έγινε «ντεμοντέ» λίγο μετά τον θάνατό του, ο Ποσειδώνιος επιδοκιμαζόταν όσο ζούσε για τη λογοτεχνική και υφολογική του ικανότητα.

Ο Ποσειδώνιος ήταν η κυριότερη πηγή γνώσεων για τους Κέλτες της Γαλατίας και τον επικαλούνται ευρύτατα οι ΤιμαγένηςΙούλιος Καίσαρας, Διόδωρος ο Σικελιώτης και Στράβων επί του θέματος. Φαίνεται ότι ο Ποσειδώνιος κινιόταν με ευκολία και άνεση ανάμεσα στα ανώτατα στρώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας ως πρεσβευτής της Ρόδου. Σχετίσθηκε με κάποιες από τις κορυφαίες μορφές της ύστερης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, όπως ο Κικέρων και ο Πομπήιος (αμφότεροι τον επισκέφθηκαν αργότερα στη Ρόδο). Ο Κικέρων παρακολουθούσε σε ηλικία 20-30 ετών τις παραδόσεις του (77 π.Χ.) και στη συνέχεια αλληλογραφούσε μαζί του, ενώ στο έργο του De Finibus ακολουθεί πιστά την παρουσίαση από τον Ποσειδώνιο της ηθικής διδασκαλίας του Παναιτίου. Ο Πομπήιος επισκέφθηκε τον Ποσειδώνιο στη Ρόδο δύο φορές, το 66 π.Χ. κατά την εκστρατεία του κατά των πειρατών και το 62 π.Χ. κατά τις εκστρατείες του στην Ανατολή, οπότε και ζήτησε από τον Ποσειδώνιο να γράψει τη βιογραφία του.

Ο Πτολεμαίος ήταν εντυπωσιασμένος από τη σοφία των μεθόδων του Ποσειδωνίου, που λάβαινε υπόψη του διορθώσεις για τη διάθλαση του φωτός κοντά στον ορίζοντα. Ο Ποσειδώνιος ενίσχυσε τον Στωικισμό με τη σύγχρονη γνώση. Μετά τον δάσκαλό του Παναίτιο, διεδραμάτισε τον σημαντικότερο ρόλο, με τα γραπτά έργα του και τις προσωπικές του επαφές, στην εξάπλωση της Στωικής Φιλοσοφίας στον ρωμαϊκό κόσμο. Εκατό χρόνια αργότερα ο Σενέκας αναφερόταν στον Ποσειδώνιο ως έναν από εκείνους με τη μεγαλύτερη συνεισφορά στη Φιλοσοφία.

Η επίδραση του Ποσειδωνίου πάνω στη φιλοσοφική σκέψη κράτησε μέχρι τον Μεσαίωνα, όπως φαίνεται από το λήμμα του στο «Λεξικό της Σούδας». Ο κρατήρας Ποσειδώνιος στο βόρειο ημισφαίριο της Σελήνης πήρε το όνομά του από τον Ποσειδώνιο τον Ρόδιο.
__________________________
Αναφορές και βιβλιογραφία
  • E. Vernon Arnold: «Ρωμαϊκός Στωικισμός» (1911)
  • Edwyn Bevan: «Στωικοί και σκεπτικιστές» (1913)
  • I. G. Kidd: Posidonius: Volume 3, The Translation of the Fragments (1999)
  • F. H. Sandbach: The Stoics, 2nd ed. (1994)
  • Α. Α.LONG, Η ελληνιστική φιλοσοφία: Στωικοί, Επικούρειοι, Σκεπτικοί. Μετάφραση Σ. Δημόπουλου και Μυρτώς Δραγώνα Μοναχού,εκδ.Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1990,σελ.339-347
  • Ἀλέξανδρος Κεσίσογλου, «Σημειώσεις γιὰ τὴν “Ποιητικὴ” τοῦ Ποσειδωνίου ἀπὸ τὴν Ἀπάμεια » , Δευκαλίων, 17, 2 (1999), σσ. 309-319

πηγή: el.wikipedia

ΜΑΝΟΣ ΔΑΝΕΖΗΣ - ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΑΞΙΟΚΡΑΤΙΑ

$
0
0

Συνεχίζοντας την αναζήτηση των αιτίων, που οδήγησαν μια σειρά διαπρεπών διανοούμενων σε όλο τον κόσμο, όπως αυτών της Λέσχης της Ρώμης, της Ομάδα Φουτουριστών στο Stanford Research Institute και των ιστορικών Χιού Κέρνυ, Μπακμίνστερ Φούλετ, Τζον Στροχμάιμερ και Πήτερ Γουέστμπρουκ, να αναγνωρίσουν ως βάση ενός νέου δυτικού πολιτισμικού ρεύματος την επιστημονική κι κοινωνική σκέψη της αρχαίας ελληνικής διανόησης, δεν μπορούμε παρά να αναφερθούμε και στην σκέψη του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου Ηράκλειτου.


Ο Ηράκλειτος, ένας από τους διασημότερους και πιο βαθυστόχαστους φιλοσόφους της προσωκρατικής περιόδου, γεννήθηκε στην Έφεσο, το 544πΧ και πέθανε το 484πΧ. Ο μεγάλος φιλόσοφος καταγόταν από βασιλική οικογένεια και έζησε στην Έφεσο, που ήταν αθηναϊκή αποικία στα παράλια της Λυδίας στη Μικρά Ασία. Τη φιλοσοφία του ο Ηράκλειτος τη διατύπωσε στο σύγγραμμά του Περί φύσεως, χωρίς ακριβείς αποδείξεις, με χτυπητούς, σύντομους αλλά και δυσνόητους αφορισμούς που μοιάζουν σαν χρησμοί. Για το ύφος του αυτό τον ονόμασαν "σκοτεινό". 

Η δυσκολία όμως των φιλοσοφικών εννοιών του, όπως επεσήμανε και ο Αριστοτέλης, ίσως οφείλεται στο γεγονός πως τα βιβλία του γράφτηκαν στην ιωνική διάλεκτο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται, γλωσσικά προβλήματα κατανόησης. Πολλοί είναι όμως αυτοί που ισχυρίζονται ότι το σκοτεινό ύφος του Ηράκλειτου ήταν ηθελημένο, καθώς κι ότι ο Εφέσιος πρέπει να κατέφυγε σε αυτό τον τρόπο έκφρασης, προκειμένου να είναι κατανοητός μόνο από έναν περιορισμένο αριθμό μυημένων. Ο ίδιος ο Σωκράτης άλλωστε ομολογούσε πως, για να διαβάσει τέτοια βιβλία, δίχως να πνιγεί μέσα τους, θα χρειαζόταν τη βοήθεια ενός «δεινού κολυμβητή».

Ο Ηράκλειτος επικεντρώθηκε με έναν ιδιαίτερο τρόπο στο πρόβλημα της προέλευσης του κόσμου και μέσω της λύσης αυτού του προβλήματος οδηγήθηκε σε μια σειρά υποθέσεων πού αφορούν τον άνθρωπο. Με τον τρόπο αυτό διαφοροποιήθηκε ανοιχτά από τους άλλους φυσιολόγους της Ιωνίας, με εξαίρεση ίσως, μόνον τον Αναξίμανδρο, οι οποίοι δεν αντιμετώπισαν ποτέ με σαφήνεια το πρόβλημα της θέσης του ανθρώπου πάνω στη Γή.

Ο Ηράκλειτος διακρίνει τους ανθρώπους σε αφυπνισμένους και καθεύδοντες δηλαδή κοιμώμενους. Οι κοιμώμενοι δεν κατανοούν την ατέρμονα ροή των συμβάντων και των πραγμάτων και παραμένουν σαν υπόδουλοι, όμηροι δηλαδή ψεύτικων και εύκολων δοξασιών και εντυπώσεων, πού ο καθένας τους δημιουργεί σε μια δική του υποκειμενική διάσταση, ή όπως λέει ο Ηράκλειτος, σε έναν δικό του και προσωπικό κόσμο που δημιουργεί. Αφυπνισμένοι αντιθέτως είναι οι άνθρωποι εκείνοι πού έχουν κατανοήσει τη βαθειά διαφορά μεταξύ του ευρύτερου συμπαντικού νόμου και της αλήθεια του, τον οποίο ο Ηράκλειτος ονόμασε «Λόγο», από τα επιφαινόμενα, αυτά δηλαδή που αντιλαμβάνεται μέσα σε έναν προσωπικό και υποκειμενικό χώρο που δημιουργεί. Η κατανόηση αυτής της διαφοράς, για το μεγάλο φιλόσοφο, οδηγεί στην κατανόηση της βασικής κοσμικής αρχής, της αρμονίας των αντιθέσεων, η οποία είναι και η βασική αρχή της διαλεκτικής άλλα έμμεσα και της δημοκρατίας.

Ο λόγος, για τον Ηράκλειτο, δεν είναι δεμένος με μεταφυσικές, ή ιδεαλιστικές αντιλήψεις. Όλα στον κόσμο γίνονται λογικά, σύμφωνα μ'έναν αυστηρό νόμο, αδιάφορα αν δεν το  αισθάνονται οι άνθρωποι. Ο λόγος είναι ένας κοσμικός νόμος, μια δύναμη που βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Το ανθρώπινο λογικό είναι ένα κομμάτι, μια συνέπεια του κοσμικού λόγου. Παίρνοντας μέρος σ'αυτόν, οι άνθρωποι γίνονται λογικοί. Γι'αυτό ο λόγος είναι κοινός και υποχρεωτικός για όλους, παρόλο που οι άνθρωποι φαντάζονται ότι ενεργούν ελεύθερα.

Με τον τρόπο αυτό η Δικαιοσύνη και Ηθική πηγάζουν από τον Κοσμικό Λόγο. Κατά τον Ηράκλειτο, η έννοια της θεότητας είναι μια έκφραση του ενδοκοσμικού νου, που δημιουργεί τη φύση, την ιστορία, τη θρησκεία, το δίκαιο, την ηθικότητα. Όπως και ο Ξενοφάνης, ο Ηράκλειτος ξεκινά από την παρατήρηση του κόσμου, τον οποίο θεωρεί και αυτός ως ενιαίο σύνολο, το οποίο ούτε γεννήθηκε ούτε και θα χαθεί ποτέ. Όμως ενώ ο Ξενοφάνης θεωρεί ότι η πρώτη ουσία του κόσμου είναι η θεότητα, ο Ηράκλειτος πιστεύει σε μία νοητική και μη αισθητή πρώτη αρχή, το λόγο. Συγχρόνως η αδιάκοπη αλλαγή καθώς και η αστάθεια κάθε μερικού γεγονότος, του δημιουργεί μια τόσο δυνατή εντύπωση, ώστε θεωρεί αυτή την αιώνια μεταβολή των πάντων σαν έκφραση ενός καθολικού συμπαντικού νόμου, τον οποίο ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως «πυρ», δηλαδή φωτιά.

Ο Ηράκλειτος όμως μπορεί να θεωρηθεί και ως εκφραστής της πρώιμης φυσιολογίας διατυπώνοντας θεωρίες που βοήθησαν στην ανάπτυξη της ιατρικής καθώς όλοι του οι φιλοσοφικοί αφορισμοί συμπίπτουν με τη λειτουργία του σώματος. Έμπειρος παρατηρητής και μελετητής της φύσης εμπέδωσε αρχές και αξιώματα πού συν τω χρόνω αποδείχθηκαν αληθή για την ιατρική, αξιώματα αλληλοσυγκρουόμενα, μη σταθερά, όπως ακριβώς λειτουργεί το ανθρώπινο σώμα με βάση τη φύση και όχι τη ψυχρή λογική των μαθηματικών. Ο Ηράκλειτος με τη φιλοσοφία του επηρέασε τον Ιπποκράτη και την μετέπειτα Ιπποκρατική σχολή και ιπποκρατική μέθοδο.

Μέσα στη φιλοσοφία του Ηράκλειτου μπορούμε τελικά να διακρίνουμε μια άρνηση ενός στείρου υλοζωϊστικού υλισμού που στεκόταν ανίσχυρος και ανίκανος να δώσει μια εξήγηση από ποιο προϋπάρχον υλικό και με ποιον τρόπο γεννήθηκαν η φωτιά, το άπειρο, ο αέρας, το χώμα και το νερό που έθεταν σαν αρχή του κόσμου οι άλλοι προσωκρατικοί φιλόσοφοι. Για τον Ηράκλειτο όλα τα προηγούμενα δεν δημιουργήθηκαν από κάτι άλλο, αλλά από έναν προαιώνιο και συμπαντικό και μη υλικό νόμο από τον οποίο γεννιούνται όλα τα υπόλοιπα στοιχεία αλλά συγχρόνως και οι ζώσες συμπαντικές αλήθειες.

Το συμπαντικό αυτό και προαιώνιο νόμο ονόμασε γίγνεσθαι και εκφράζει την κοσμική διάθεση μιας συνεχούς αλλαγής και μετασχηματισμού των πάντων μέσω της αρμονικής σύγκρουσης των αντιθέτων. Η αρμονική αυτή σύγκρουση των αντιθέτων που συνθέτει τα ανόμοια σε κάτι καινούργιο, γεννά τον Λόγο, ο οποίος αποτελεί την απώτερη λογική αιτιολογία της δημιουργίας του κόσμου, δηλαδή αυτό που ονομάζουμε Θεό. Η εμπειρική για τον άνθρωπο έκφραση του Λόγου είναι το πυρ, η φωτιά, η οποία εκφράζει την γενικότερη έννοια της ενέργειας η οποία είναι ικανή να μετατρέψει και να μετατραπεί στα διάφορα στοιχεία πού διαμορφώνουν τον κόσμο.

Ας δούμε όμως πιο προσεκτικά τη δομή της σκέψης του μεγάλου προσωκρατικού φιλόσοφου. Το πρώτο και θεμελιακό σημείο της φιλοσοφίας του Ηράκλειου αποτελεί η έννοια του γίγνεσθαι. Το γίγνεσθαι εκφράζει τον συμπαντικό νόμο που οδηγεί στη συνεχή μεταβολή όλων των πραγμάτων από μια κατάσταση σε κάποια άλλη. Τα «Πάντα Ρεί» λέει ο Ηράκλειτος, τα πάντα ρέουν και όλα μετασχηματίζονται, ακατάπαυστα και αυτή η συνεχής μεταβολή δημιουργεί την έννοια του κόσμου. Το μόνο αμετάβλητο μέσα στο Σύμπαν είναι αυτός ο ίδιος ο νόμος της αλλαγής.  Το γίγνεσθαι, η φυσική αλλαγή των πραγμάτων, φαίνεται μέσα στο χρόνο. Κάθε πράγμα είναι πρόσκαιρο. Κάθε όψη του κόσμου μεταβάλλεται διότι είναι ο χρόνος πού απαιτεί αυτή τη μεταβολή. Ο χρόνος εκφράζεται με τη διέλευση των πραγμάτων από τη μια κατάσταση στην άλλη κι αυτή η διέλευση, συνιστά την ίδια την πρώτη ουσία του κόσμου.

Ποιο είναι όμως το συμπαντικό γεγονός μέσω του οποίου πραγματοποιείται το γίγνεσθαι, η συνεχής δηλαδή κοσμική αλλαγή; Κατά τον Ηράκλειτο το φυσικό αυτό αίτιο είναι η αντιπαράθεση των αντιθέτων. Τα πάντα μέσα στον κόσμο συνοδεύονται από κάτι που είναι αντίθετο και αντιπαρατίθεται προς αυτά. Αν δεν υπήρχε το αντίθετο των πραγμάτων δεν θα ήταν δυνατό να αντιληφθούμε αυτά τα ίδια τα πράγματα. Ως εκ τούτου ορίζουμε την ημέρα σαν εκείνο πού αντιτίθεται στη νύχτα. Εάν δεν υπήρχε η νύχτα δεν θα μπορούσαμε να ξέρουμε τι είναι η ημέρα. Ο Ηράκλειτος δηλώνει ότι δεν θα υπήρχε φώς δίχως σκοτάδι, υγεία δίχως ασθένεια, χορτασμός δίχως πείνα, κάθε πράγμα προσεγγίζει τον ορισμό του από τη σύγκριση με τα άλλα. Το κάθε πράγμα αντικαθίσταται βαθμιαία από το αντίθετό του. Για παράδειγμα η ημέρα αντικαθίσταται βαθμιαία από τη νύχτα, το κρύο από ζέστη, το υγρό από ξηρό, και είναι αυτή η σύγκρουση πού δημιουργεί εκείνη την απαραίτητη ισορροπία πού διαιωνίζει την ύπαρξη. Αυτή την αντιπαράθεση και την σύγκρουση των αντιθέτων ο Ηράκλειτος την ονόμασε «πόλεμο». Όλα τα πράγματα είναι ένα, όπως δηλώνει ο ίδιος ο Ηράκλειτος, Κάθε πράγμα πού αντιτίθεται στα άλλα έχει από κοινού με εκείνα μια ορισμένη όψη, την αντίθεση, την απαραίτητη δηλαδή σχέση με τα άλλα πράγματα, από την οποία εκπορεύεται κατ’ ανάγκην η σημασία τους.

Με την έννοια «πόλεμος» εκφράζεται μια αρμονία, μια μορφή παγκοσμίας δικαιοσύνης. Η μόνιμη αντιπαράθεση κάθε όψης της πραγματικότητας με την αντίθετή της γεννά μια ισορροπία πού δεν επιτρέπει σε κανένα στοιχείο να καταχραστεί τα άλλα διότι αυτό θα ήταν αδικία. Με τον τρόπο αυτό κανένα στοιχείο δεν μπορεί να καταχραστεί τα άλλα δίχως να χάσει την ίδια τη σημασία του. Όπως είναι φανερό λοιπόν, ο Ηράκλειτος λέγοντας "πόλεμος πάντων πατήρ", δεν αναφέρεται στις μικρόψυχες ανθρώπινες συγκρούσεις μίσους και σκοπιμότητας αλλά σε μια αθέατη και αέναη κοσμική λειτουργία συμπαντικών ισορροπιών.

Μια άλλη έννοια στην οποία αναφέρεται ο Ηράκλειτος είναι ο Λόγος ο οποίος εκφράζει τον ύψιστο νόμο πού κυβερνά τον κόσμο, και ο οποίος εξισορροπεί τα αντίθετα δημιουργεί την αρμονία. Ο λόγος αντικατοπτρίζει και διασαφηνίζει τη δομή όλων εκείνων των αντιθέσεων μεταξύ των πραγμάτων πού καθιστούν δυνατό το γίγνεσθαι και την ίδια τη ζωή στο σύμπαν, ο λόγος είναι η ίδια η δομή, ο νόμος πού εκφράζει το σύνολο των σχέσεων. Η λέξη λόγος περικλείει και περικλείεται σε πολλές έννοιες όμως αυτές της, κρίσης, της ευφυΐας, του νόμου, της σκέψης, της λογικής, και των κανόνων. Η σχέση των ανθρώπων με τον λόγο εκφράζει τη σχέση με την αλήθεια. Ο νόμος και η τάξη των Πάντων είναι ένας αιώνιος λόγος πού προσφέρεται στην ακοή όλων. Οι περισσότεροι τον ακροάζονται, αλλά δεν μπορούν να τον ακούσουν. Κάθε ημέρα τον ανταμώνουν και παρόλα αυτά δεν τον καταλαβαίνουν. Ζουν χωρισμένοι από τον «κοινό», Θεϊκό νόμο των Πάντων.

Όποιος είναι σε θέση να κατανοήσει το Λόγο θα προσεγγίσει όλο και περισσότερο την αλήθεια και την αυθεντική σοφία. Για τον Ηράκλειτο δεν είναι σοφός εκείνος πού γνωρίζει έναν μεγάλο αριθμό πραγμάτων, αλλά εκείνος πού γνωρίζει να συλλέγει καλύτερα από άλλους τη φύση των σχέσεων πού εγκαθίστανται μεταξύ των πραγμάτων. Τέλος η τελική έννοια που εκφράζει την εκδήλωση της αιώνιας αλλαγής του γίγνεσθαι αλλά και του Λόγου, στον κατανοητό από τις ανθρώπινες αισθήσεις κόσμο, είναι το πυρ, η φωτιά. Το πυρ θεωρείται ως στοιχείο αποσταθεροποιητικό, και ικανό να προκαλέσει εκείνη  την αλλαγή πού επιτρέπει στα πράγματα να μετατραπούν από τη μια κατάσταση στην άλλη. Σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, από το πυρ ελευθερώνονται αέρια, τα αέρια γίνονται νερό, το νερό μόλις εξατμιστεί, αφήνει υπολείμματα πού πηγαίνουν να συνθέσουν όλα τα στερεά. Με λίγα λόγια, ο πόλεμος, η διαπάλη δηλαδή μεταξύ των αντιθέτων έχει ως κίνητρο το πυρ το οποίο εκφράζει αυτό που σήμερα ονομάζουμε ενέργεια. Μεγαλύτερη πχ θερμική ενέργεια σημαίνει μεγαλύτερη κίνηση ενώ έλλειμμα του ψυχρού σημαίνει ακινησία και νέκρα.

Πολλοί από τους νεώτερους μελετητές του Ηράκλειτου τον θεωρούν αντιδημοκράτη με τα μέτρα της Γαλλικής η της Ρωσικής επανάστασης. Τόσο κατά τη διάρκεια, όσο και αμέσως μετά από αυτές τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές επικράτησε μια περίοδος βίας και η διοικητική συγκρότηση της δημοκρατίας βρέθηκε στα χέρια των πλέον ακραίων επαναστατικών στοιχείων τα οποία δεν μπόρεσαν να την διαχειριστούν. Η λογική αυτή επικρατούσε και κατά την περίοδο που έζησε ο Ηράκλειτος, μια λογική που απέρριπτε ο μεγάλος φιλόσοφος αντιπροτείνοντας η διοίκηση των δημοκρατικών δομών να περιέλθει στα χέρια των άξιων. Πρότεινε δηλαδή μια δημοκρατία της αξιοκρατίας. Ο χαρακτηρισμός του αντιδημοκράτη αποδόθηκε στον Ηράκλειτο από την ρήση του «ένας μόνον άνθρωπος αξίζει δέκα χιλιάδες εφόσον είναι ο καλύτερος» αλλά και από μια σειρά αποσπασμάτων του, όπου στηλιτεύει τα πολιτικά ήθη των συμπολιτών του.

Ας δούμε όμως καλύτερα την κοινωνική και πολιτική διαδρομή του Ηράκλειτου. Η πολιτική δράση του Ηράκλειτου αρχίζει κατά τα φαινόμενα μεταξύ 510 και ως το 500 περίπου. Εξελίσσεται κατά τα χρόνια της προεργασίας της Ιωνικής επανάστασης, εποχή που οι εγκάθετοι τύραννοι παραιτούνται και συμβαίνουν σαρωτικές αλλαγές του πολιτεύματος στις Ιωνικές πόλεις. Ο σκληρός και φιλοπερσικός βραχνάς των τυράννων της Εφέσου, του Αρισταγόρα και του Κώμα, τελειώνει, και συγκροτείται ένας επαναστατικός λαϊκός διοικητικός πυρήνας. Ο Ηράκλειτος την περίοδο αυτή προσπαθεί να μη συμβούν φαινόμενα ακραίας βίαιης συμπεριφοράς. Είναι επιβεβαιωμένος πατριώτης αλλά και δημοκράτης, κρατώντας όμως μέχρι τότε, στάση αναμονής. Δεν απαντάται να έχει μετάσχει ως τότε στα κοινά, αν και θα μπορούσε ως αριστοκράτης και απόγονος του μεγάλου οικιστή, του Κοδρίδη Άνδροκλου.

Ο πατριωτισμός του βγαίνει μέσα από τα γραφτά του και από την πολιτική του συμπεριφορά στα κρίσιμα χρόνια της αλλαγής του πολιτεύματος. Ο Ηράκλειτος πίστευε πως η αλλαγή του πολιτεύματος σε δημοκρατικό, ήταν ευκαιρία για να δημιουργηθεί μέσα στη δημοκρατία μια κοινωνία αξιών. Ήταν σίγουρα ερειστικός με θέσεις συχνά ακραίες και αντίθετες στη λαϊκή βάση, ωρυόμενος ότι τις πράξεις του ανθρώπου πρέπει να τις καθοδηγούν τα ανώτερα όργανα που είναι το κεφάλι και όχι τα κατώτερα που είναι το στομάχι. Ο λαός και η λαϊκή διοίκησή του, απαντούσε πως με άδειο το στομάχι σκέψη δεν γίνεται, ο Ηράκλειτος ανταπαντούσε πως το στομάχι καλώς κάνει την εξέγερση αλλά όταν χορτάσει, τον πρώτο ρόλο πρέπει να τον έχει το κεφάλι. Ο Ηράκλειτος με τα λόγια του επέκρινε βίαια τις πρακτικές της τότε λαϊκής διοίκησης, προσπαθώντας να προσανατολίσει την νεογέννητη δημοκρατία προς μια πνευματική κατεύθυνση και όχι προς μια βαθιά υλιστική προς την οποία κατευθυνόταν. Με τον τρόπο αυτό δημιουργήθηκε μια αντιπάθεια του λαϊκού αισθήματος απέναντι στον μεγάλο φιλόσοφο. Η αντιπάθεια αυτή οδήγησε στον χαρακτηρισμό του «αντιδημοκράτη».

Όμως, ότι ο Ηράκλειτος ήταν δημοκράτης, προκύπτει από το γεγονός ότι, αν και από αριστοκρατική οικογένεια, μέχρι την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας δεν συμμετείχε στον ηγεμονικό πυρήνα. Κατά τα φαινόμενα δραστηριοποιήθηκε πολιτικά στην έναρξη της δημοκρατίας και κανείς στην εποχή του δεν τον κατηγόρησε για αντιδημοκράτη, αλλά  μάλλον με τα σημερινά δεδομένα θα του ταίριαζε ο τίτλος του αξιοκράτη δημοκράτη ή του δημοκρατικού αντεπαναστάτη του πνεύματος. Ο αντιδημοκράτης δεν θέλει τη δημοκρατία, ενώ ο δημοκρατικός αντεπαναστάτης του πνεύματος θέλει μετά την απελευθέρωση του ανθρώπου από το ζυγό άλλων ανθρώπων, να επακολουθήσει, στο πλαίσιο πάντα της δημοκρατικής συγκρότησης, μια επανάσταση του πνεύματος που θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην απελευθέρωση του από τα ίδια τα πάθη και τις αδυναμίες του οδηγώντας τον σε μια εσωτερική πνευματική απελευθέρωση. Ανά τους αιώνες δεν είναι τίποτα πιο δύσκολο από το να κάνεις, μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατίας, μια δημοκρατική επανάσταση πνεύματος και αξιών,. Ο Ηράκλειτος το επιχείρησε, και μένει σε μας να το ξαναεπιχειρήσουμε, έναντι οποιουδήποτε προσωπικού η επαγγελματικού κόστους. 

πηγή: manosdanezis.gr

ΣΑΛΛΟΥΣΤΙΟΣ - ΠΕΡΙ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΚΟΣΜΟΥ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

$
0
0


Πώς πρέπει να είναι ο Ακροατής, και περί κοινών Εννοιών


Όσοι επιθυμούν να ακούσουν για τους Θεούς πρέπει από παιδιά να έχουν καλή καθοδήγηση, και να μην συνηθίσουν ανόητες δοξασίες. Πρέπει να έχουν καλή και λογική ιδιοσυγκρασία, προκειμένου να κατανοήσουν σωστά τη διδαχή.

Και ακόμh οφείλουν να γνωρίζουν και τις Κοινές Έννοιες. Κοινές Έννοιες είναι εκείνες τις οποίες ομολογούν όλοι οι άνθρωποι όταν ερωτηθούν. Για παράδειγμα, ότι ο Θεός είναι αγαθός, χωρίς πάθος, αμετάβλητος. Διότι ό,τι μεταβάλλεται είναι ή προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο. Αν είναι προς το χειρότερο, γίνεται κακό. Αν είναι προς το καλύτερο, πρέπει αρχικά να ήταν κακό. 

Ότι ο Θεός είναι αμετάβλητος, αγέννητος, αιώνιος, ασώματος και ότι δεν βρίσκεται στο χώρο

Και ας είναι ο ακροατής τέτοιος. Και η διδασκαλία ας είναι αυτού του είδους. Οι ουσίες των Θεών ποτέ δεν δημιουργήθησαν (διότι τα αιώνια όντα ποτέ δεν δημιουργούνται. Και υπάρχει αιώνια ό,τι κατέχει την πρωταρχική δύναμη και από τη φύση του δεν παθαίνει τίποτα). Ούτε συνίστανται οι ουσίες των Θεών από σώματα. Διότι πάντα οι δυνάμεις μέσα στα σώματα είναι ασώματες. Ούτε περιέχονται στο χώρο διότι αυτή είναι ιδιότητα των σωμάτων. Ούτε διαχωρίζονται από την Πρώτη Αιτία ούτε και μεταξύ τους, όπως ακριβώς και οι σκέψεις διαχωρίζονται από το νου, ούτε οι πράξεις γνώσης από την ψυχή.

Περί μύθων, ότι είναι θεϊκοί, και γιατί

Αξίζει να εξετάσουμε, λοιπόν, γιατί οι παλαιοί εγκατέλειψαν τα δόγματα και χρησιμοποίησαν τους μύθους. Και το πρώτο όφελος που έχουμε από τους μύθους είναι ότι πρέπει να αναζητούμε να μην αφήνουμε το νου μας να μένει αργός.

Ότι οι μύθοι είναι θεϊκοί φαίνεται από εκείνους που τους χρησιμοποίησαν. Τους μύθους χρησιμοποίησαν θεόληπτοι ποιητές, οι καλύτεροι των φιλοσόφων, όσοι θέσπισαν μυστήρια και οι ίδιοι οι Θεοί στους χρησμούς. Το γιατί όμως οι μύθοι είναι θεϊκοί πρέπει να το ερευνήσει η Φιλοσοφία. Επειδή κάθε όν χαίρεται με ό,τι είναι όμοιό του και αποστρέφεται τα ανόμοιά του, πρέπει και οι ιστορίες για τους Θεούς να είναι όμοιες με τους Θεούς, ώστε να γίνουν άξιες της θεϊκής ουσίας και να γίνουν οι Θεοί ευμενείς προς εκείνους που τις διηγούνται: τούτο θα επιτευχθεί μόνο με τους μύθους.

Οι μύθοι παρουσιάζουν τους ίδιους και την αγαθότητα των Θεών -σύμφωνα πάντα με τον διαχωρισμό ανάμεσα στο ρητό και το άρρητο, το αφανές και το φανερό, το σαφές και το κρυφό. Εφόσον, όπως ακριβώς οι Θεοί έχουν κάνει κοινά για όλους τα αγαθά των αισθήσεων, τα αγαθά όμως της νόησης τα έχουν δώσει μόνο στους σοφούς, έτσι και οι μύθοι λένε σε όλους ότι υπάρχουν οι Θεοί, αλλά ποιοί είναι αυτοί και ποιές οι δυνάμεις τους το φανερώνουν μόνο σε εκείνους που μπορούν να το κατανοήσουν. 

Παρουσιάζουν επίσης και τις ενέργειες των Θεών. Διότι μπορούμε να ονομάσουμε και τον Κόσμο Μύθο, όπου σώματα και πράγματα είναι ορατά, αλλά ψυχές και νόες είναι κρυφοί. Επιπλέον, αν θέλεις να διδάξεις σε όλους την αλήθεια για τους Θεούς, από τη μια οι ανόητοι θα την περιφρονήσουν επειδή δεν είναι σε θέση να την κατανοήσουν, από την άλλη οι καλοί θα την βαρεθούν. Ενώ αν κρύψεις την αλήθεια με τους μύθους, αποτρέπεις την περιφρόνηση των ανοήτων και αναγκάζεις τους καλούς να ασκήσουν Φιλοσοφία.

Γιατί όμως οι μύθοι μιλούν για μοιχεία, κλοπές και δέσμιους πατέρες και όλες τις άλλες ανοησίες; Μήπως είναι αυτό αξιοθαύμαστο, καθώς μέσω της φαινομενικής ανοησίας η Ψυχή αισθάνεται αμέσως ότι τα λόγια είναι προκαλύμματα και πιστεύει ότι η αλήθεια είναι ένα μυστήριο;

Περί της Πρώτης Αιτίας

Ακολουθεί η γνώση για την Πρώτη Αιτία και οι συνακόλουθες προς αυτήν τάξεις των Θεών, καθώς και η φύση του Κόσμου, η ουσία του νου και της ψυχής, έπειτα η Πρόνοια, η Ειμαρμένη, και η Τύχη, μετά η Αρετή και η Κακία και οι διάφορες μορφές κοινωνικής οργανώσεως, καλές και κακές, που προέρχονται από αυτές, και η πιθανή προέλευση του Κακού στον Κόσμο.

Καθένα από αυτά τα θέματα απαιτεί πολλές και μεγάλες συζητήσεις. Δεν θα έβλαπτε όμως, αν τα εκθέταμε εν συντομία, ώστε ο ακροατής να μην τα αγνοεί παντελώς. 

Αρμόζει στην Πρώτη Αιτία να είναι Μία -διότι η μονάδα προηγείται κάθε πλήθους - και να ξεπερνά τα πάντα σε δύναμη και αγαθότητα. Επομένως τα πάντα μετέχουν αυτής. Διότι λόγω της δύναμής της, τίποτα δεν γίνεται να την παρακωλύσει και λόγω της αγαθότητάς της είναι αδύνατον να παραγκωνισθεί.

Αν η Πρώτη Αιτία ήταν Ψυχή, τα πάντα θα ήσαν Έμψυχα. Αν ήταν Νους, τα πάντα θα είχαν Νόηση. Αν ήταν Ύπαρξη, τα πάντα θα αποτελούνταν από την Ύπαρξη. Και βλέποντας αυτή την ιδιότητα στα πάντα, μερικοί άνθρωποι νόμισαν ότι ήταν η Πρώτη Αιτία η Ύπαρξη. Αν τα πράγματα απλώς υπήρχαν, χωρίς να είναι αγαθά, αυτό το επιχείρημα θα ήταν ορθό, αν όμως τα πράγματα που υπάρχουν, υπάρχουν λόγω της αγαθότητάς τους και μετέχουν του Αγαθού, η Πρώτη Αιτία πρέπει απαραιτήτως να είναι πέρα από την Ύπαρξη και από το Αγαθό. Σημαντική απόδειξη αυτού είναι ότι οι ευγενικές ψυχές περιφρονούν την Ύπαρξη προς χάριν του Αγαθού, όταν κινδυνεύουν για την πατρίδα τους ή τους φίλους τους ή για την αρετή. Μετά από αυτή την άρρητη δύναμη έχουμε πάντως τις τάξεις των Θεών.

Περί Θεών Εγκόσμιων και Υπερκόσμιων

Από τους Θεούς μερικοί είναι του κόσμου, δηλαδή Εγκόσμιοι και άλλοι πάνω από τον κόσμο, δηλαδή Υπερκόσμιοι. Εγκόσμιους αποκαλώ όσους δημιούργησαν τον Κόσμο. Από τους Υπερκόσμιους Θεούς μερικοί δημιούργησαν την Ουσία, άλλοι τον Νου και άλλοι την Ψυχή. Και για αυτό έχουν τρεις τάξεις, οι οποίες μπορούν όλες να βρεθούν στις πραγματείες περί του θέματος.

Από τους Εγκόσμιους Θεούς μερικοί έφεραν σε ύπαρξη τον Κόσμο, άλλοι τον ψύχωσαν, άλλοι τον εναρμόνισαν, καθώς αποτελείται από διάφορα στοιχεία. Μία τετάρτη τάξη Θεών τον διαφυλάσσει εναρμονισμένο.

Αυτές είναι οι τέσσερις πράξεις που η κάθε μία έχει αρχή, μέση και τέλος, συνεπώς πρέπει να υπάρχουν Δώδεκα Θεοί για να κυβερνούν τον Κόσμο.

Εκείνοι που έπλασαν τον Κόσμο είναι ο Ζεύς, ο Ποσειδών και ο Ήφαιστος. Εκείνοι που τον εμψύχωσαν είναι η Δήμητρα, η Ήρα και η Άρτεμις. Εκείνοι που τον εναρμόνισαν είναι ο Απόλλων, η Αφροδίτη και ο Ερμής. Εκείνοι που τον φυλάσσουν είναι η Εστία, η Αθηνά και ο Άρης.

Στ'αγάλματά τους υπάρχουν κρυφές ενδείξεις των χαρακτηριστικών τους. Ο Απόλλων εναρμονίζει μία λύρα. Η Αθηνά είναι ένοπλη και η Αφροδίτη είναι γυμνή (επειδή η αρμονία δημιουργεί την ομορφιά και η ομορφιά σε ό,τι είναι ορατό δεν κρύβεται).

Ενώ αυτοί οι Δώδεκα, κατά μία πρωταρχική έννοια κατέχουν τον Κόσμο, θεωρούμε ότι και οι άλλοι Θεοί εμπεριέχονται σε αυτούς. Ο Διόνυσος στο Δία, για παράδειγμα, ο Ασκληπιός στον Απόλλωνα και οι Χάριτες στην Αφροδίτη.

Διακρίνουμε επίσης και τις διάφορες σφαίρες τους. Στην Εστία ανήκει η Γη, στον Ποσειδώνα το νερό, στην Ήρα ο αέρας, στον Ήφαιστο η φωτιά. Και οι έξι ανώτερες σφαίρες στους Θεούς που συνήθως αποδίδονται. Διότι ο Απόλλων και Άρτεμις αφορούν τον Ήλιο και τη Σελήνη, η σφαίρα του Κρόνου πρέπει να αποδοθεί στην Δήμητρα, ο αιθέρας στην Αθηνά. Ενώ ο ουρανός είναι κοινός για όλους. Έτσι οι τάξεις, δυνάμεις και σφαίρες των Δώδεκα Θεών εξηγούνται και υμνούνται.

Περί της Φύσεως του Κόσμου και της αιώνιότητάς του

Αυτός ο ίδιος ο Κόσμος πρέπει κατ'ανάγκη να είναι άφθαρτος και αγέννητος. Άφθαρτος επειδή, αν τυχόν καταστραφεί, πρέπει ή καλύτερος, ή χειρότερος, ή ο ίδιος με αυτόν, ή χάος να δημιουργηθεί. Αν είναι χειρότερος, η δύναμη που δημιουργεί κάτι χειρότερο από το καλύτερο πρέπει να είναι κακή. Αν είναι καλύτερος, ο δημιουργός που δεν έφτιαξε εξ αρχής το καλύτερο πρέπει να είναι ατελής. Aν είναι ο ίδιος, μάταια δημιουργήθηκε. Αν είναι το χάος...είναι ασέβεια και να λέγονται τέτοια πράγματα. Όσα είπαμε αρκούν για να αποδείξουν ότι ο Κόσμος είναι αδημιούργητος. Διότι αν δεν καταστρέφεται τότε δεν δημιουργείται. Διότι κάθε τι δημιουργημένο καταστρέφεται. Και επίσης, εφόσον ο Κόσμος υπάρχει λόγω της αγαθότητας του Θεού συναπάγεται ότι ο Θεός πρέπει πάντα να είναι αγαθός και ο κόσμος να υπάρχει. Όπως το φως συνυπάρχει με τον Ήλιο και με την φωτιά, και η σκιά συνυπάρχει με το σώμα.

Από τα σώματα που βρίσκονται στον Κόσμο, άλλα μιμούνται το Νου και κινούνται σε κύκλους, άλλα μιμούνται την Ψυχή και κινούνται σε ευθεία γραμμή, η φωτιά και ο αέρας προς πάνω, η γη και το νερό προς τα κάτω. Κατά την κίνηση σε κύκλούς η απλανής σφαίρα ξεκινά από την ανατολή, οι Επτά από τη δύση. (Οι αιτίες για αυτό είναι πολλές, ιδιαίτερα για να μην είναι η δημιουργία ατελής λόγω της ταχείας περιφοράς των σφαιρών).

Καθώς η κίνηση είναι διαφορετική, η φύση των σωμάτων πρέπει να είναι διαφορετική επίσης. Γι αυτό και το ουράνιο σώμα ούτε καίει ούτε ψύχει ό,τι αγγίζει, ούτε κάνει τίποτα άλλο από ό,τι χαρακτηρίζει τα τέσσερα στοιχεία.

Και εφόσον ο Κόσμος είναι μία σφαίρα - ο ζωδιακός το αποδεικνύει αυτό - και σε κάθε σφαίρα το "κάτω"σημαίνει "προς το κέντρο", διότι το κέντρο απέχει περισσότερο από κάθε σημείο, και τα βαριά πράγματα πέφτουν "κάτω"και πέφτουν στη γη "συνεπάγεται ότι η Γη είναι το κέντρο του Κόσμου".

Όλα αυτά τα δημιούργησαν οι Θεοί, τα διατάσσει ο Νους, τα κινεί η Ψυχή. Για τους Θεούς έχουμε ήδη μιλήσει.

Πώς τα αιώνια λέγεται ότι "έγιναν" (γίγνεσθαι)

Σχετικά με τους Θεούς και τον Κόσμο και τα ανθρώπινα πράγματα αυτή η πραγματεία αρκεί για όσους δεν είναι σε θέση να παρακολουθήσουν την φιλοσοφία στο σύνολό της, χωρίς όμως οι ψυχές τους να είναι εντελώς ανεπίδεκτες.

Μας μένει να εξηγήσουμε πώς αυτά τα αντικείμενα μεταξύ τους, εφόσον όπως προείπαμε οι δευτερεύουσες ουσίες "δημιουργήθηκαν"από την πρώτη.

Ό,τι έχει γίνει έγινε είτε με τέχνη, είτε με φυσική διαδικασία, είτε σύμφωνα με κάποια δύναμη. Στην τέχνη και τη φύση ο δημιουργός πρέπει να προηγείται της δημιουργίας: αλλά ο δημιουργός κατά δύναμη, συγκροτεί τα δημιουργήματα μαζί με τον εαυτό του, εφόσον η δύναμή τους είναι αδιαχώριστη από αυτά. Όπως ο ήλιος δημιουργεί το φως, η φωτιά τη θερμότητα, το χιόνι το ψύχος.

Αν οι Θεοί έκαναν τον κόσμο με τέχνη, δεν τον έκαναν να είναι, τον έκαναν να είναι τέτοιος. Διότι κάθε τέχνη δημιουργεί τη μορφή του αντικειμένου. Επομένως, τι είναι εκείνο που τον έφερε σε ύπαρξη; 

Αν έγινε με φυσική διαδικασία, τότε ο δημιουργός πρέπει να έδωσε κομμάτι από τον εαυτό του στο δημιούργημα. Καθώς οι Θεοί είναι ασώματοι, πρέπει και ο Κόσμος να είναι ασώματος. Αν υποθέσουμε ότι οι Θεοί είναι σώματα, τότε από πού προέρχεται η δύναμη των ασωμάτων; Και αν παραδεχόμαστε αυτή την άποψη, συνεπάγεται ότι όταν φθαρεί ο κόσμος, πρέπει ,και ο δημιουργός του να φθαρεί, αν είναι δημιουργός από φυσική διαδικασία.

Αν οι Θεοί δεν δημιούργησαν τον κόσμο ούτε με τέχνη ούτε με φυσική διαδικασία, μας μένει μόνο ότι ον δημιούργησαν με κάποια δύναμη. Κάθε τι που γίνεται κατ'αυτόν τον τρόπο υφίσται με αυτό που κατέχει τη δύναμη. Και ό,τι γίνεται κατά αυτό τον τρόπο δεν μπορεί να καταστραφεί, εκτός εάν η δύναμη τους δημιουργού αφαιρεθεί: επομένως όσοι πιστεύουν ότι ο κόσμος θα καταστραφεί, είτε αρνούνται την ύπαρξη των θεών, είτε, ενώ την αποδέχονται, αρνούνται τη δύναμη του Θεού.

Άρα εκείνος που δημιουργεί τα πάντα με την δική του δύναμη, συνιστά τα πάντα. Και εφ όσον η δύναμή του είναι η μεγαλύτερη δύναμη, πρέπει να είναι ο δημιουργός όχι μόνο ζώων και ανθρώπων αλλά και Θεών, ανθρώπων και πνευμάτων. Και όσο πιό πολύ απομακρυσμένος από τη φύση μας είναι ο Πρώτος Θεός, τόσο περισσότερες δυνάμεις πρέπει να υπάρχουν ανάμεσα σε εμάς και σε εκείνον. Διότι όσα πράγματα απέχουν πολύ μεταξύ τους έχουν πολλά ενδιάμεσα σημεία ανάμεσά τους.

Γιατί τιμούμε τους Θεούς αφού δεν έχουν ανάγκη τίποτα

Εδώ λύνεται το θέμα σχετικά με τις θυσίες και τις άλλες τιμές που αποδίδονται στους Θεούς. Το ίδιο το Θείο δεν έχει καμία ανάγκη και οι τιμές προσφέρονται για δική μας ωφέλεια. Η πρόνοια των Θεών φθάνει παντού και χρειάζεται μόνο κάποια ικανότητα για την υποδοχή της. Κάθε ικανότητα επιτυγχάνεται από τη μίμηση και την ομοιότητα. Για αυτό τον λόγο οι ναοί κτίσθηκαν προς μίμηση του ουρανού, οι βωμοί μιμούνται τη γη, τα αγάλματα τη ζωή (για αυτό πλάσθηκαν σαν ζωντανά όντα), οι ευχές το νοερό, τα μυστηριακά γράμματα (χαρακτήρες) τις άρρητες ουράνιες δυνάμεις, τα βότανα και οι λίθοι την ύλη, και τα θυσιαζόμενα ζώα την άλογη ζωή μέσα μας .

Από όλα αυτά οι Θεοί δεν κερδίζουν τίποτα. Τί κέρδος να έχουν οι Θεοί. Εμείς κερδίζουμε την επικοινωνία μαζί τους.

πηγή: clubs.pathfinder.gr

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

$
0
0


Διαλεκτική  εσωτερικής και εξωτερικής τραγωδίας του ανθρώπου

§1. Ποιος είναι ο Ευριπίδης; Είναι ο δημιουργικός ποιητής, που παραγνωρίστηκε στην εποχή του, για να αρχίσει αμέσως μετά τον θάνατό του να τυχαίνει καθολικής αναγνώρισης. Συνέβη ό,τι συμβαίνει συνήθως με τα πρωτοπόρα και ρηξικέλευθα μυαλά. Σχεδόν ποτέ δεν αναγνωρίζονται εν ζωή καθ’ όλη τη λάμψη του έργου τους, διότι ο κοινός νους –ήτοι η κοινή γνώμη– κατευθυνόμενος από θεσμικές μετριότητες του εκάστοτε παρόντος, δεν επιτρέπει ή δεν ανέχεται αμφισβήτηση της κυρίαρχης συμβατικότητας.  Ο Ευριπίδης έχει να επιδείξει ένα έργο, που ακούει με μεγάλη προσοχή την εποχή του: εισδύει στην επικαιρότητα, τη μεθερμηνεύει στοχαστικά και επιχειρεί να την αναζωογονήσει με μια ποιητική γλώσσα, κατ’ εξοχήν τραγική, ικανή να διαλύει τη μοιρολατρική αντιμετώπιση των πολλαπλών αδιεξόδων της εποχής του και να αίρεται δυναμικά πάνω από τα συντρίμμια. 

Όσο ζούσε και έγραφε στην Αθήνα, πολεμήθηκε σκληρά, μεταξύ των άλλων, και από τον Αριστοφάνη, που με τη σάτιρά του δεν διασκέδαζε μόνο το αθηναϊκό κοινό, αλλά συγχρόνως το εξοικείωνε και με παραστάσεις, εικόνες, ιδέες εχθρικές σε κάθε πρωτοποριακή σκέψη ή ιδέα. Θυμίζουμε ότι ο Αριστοφάνης, πρώτος και σε ανύποπτο ακόμα χρόνο, συκοφάντησε από σκηνής το Σωκράτη και προετοίμασε την κοινή γνώμη για τη μετέπειτα καταδίκη του σε θάνατο. Με χαιρέκακο τρόπο στάθηκε και απέναντι στον Ευριπίδη. Στα έργα του, για παράδειγμα, Αχαρνείς (425), Θεσμοφοριάζουσες (411), αλλά και στους Βατράχους, γραμμένο μετά τον θάνατο του Ευριπίδη, παρουσιάζει το μεγάλο τραγικό ποιητή ως έναν μοναχικόαποτραβηγμένο από τον κόσμουπερόπτη διανοούμενο, που περνά όλη τη μέρα στο γραφείο του με ονειροπολήσεις και πνευματικές ενατενίσεις. Το αρνητικό εδώ είναι η   διόγκωση ή απολυτοποίηση, με σατιρικό τρόπο, μιας υπαρκτής πραγματικότητας: η σκωπτική ανάγνωση της βιοθεωρίας και της αντίστοιχης πρακτικής ζωής του Ευριπίδη ως μιας ανατρεπτικής πραγματικότητας, με δήθεν ολέθρια αποτελέσματα για τον μέσο πάσχοντα πολίτη. Κατηγορήθηκε, στη συνάφεια τούτη, και ως κατασκευαστής, επί σκηνής, διαφωτιστικών μηνυμάτων, που διέδιδαν τις σοφιστικές ιδέες.

§2. Την ισχύουσα σήμερα επιστημονική άποψη, που διαλύει κάθε πλάνη περί χειραγώγησης του ποιητή από τη σοφιστική κίνηση του καιρού του, τη συνοψίζει ουσιωδώς ο ALesky:  

«Ο Ευριπίδης δεν είναι ‘‘ο ποιητής του ελληνικού Διαφωτισμού’’, όπως τον ήθελε ο τίτλος του βιβλίου του WNestlevom Mythos zumLogos, δεν ήταν με κανένα τρόπο ο ‘‘κήρυκας’’ ή το ‘‘φερέφωνο’’ της σοφιστικής βιοθεωρίας. Δεν την προσπέρασε όμως αδιάφορος. Ολόκληρο το έργο του μαρτυρεί τη βαθιά αναστάτωση που του δημιουργούσαν οι καινούριες ιδέες, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει μια εξαιρετικά ποικίλη αντιμετώπισή τους»[1].

Ο ποιητής ήταν πράγματι ανοικτός στις νέες ιδέες της εποχής του, αλλά ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε να υποτάξει τη δραματουργική του τέχνη στο έναν ή τον άλλο ιδεολογικό μηχανισμό του καιρού του ή σε υπαγορευμένες έξωθεν δέσμες ιδεών. Η αρχέγονη ιδέα της ποιητικής του δημιουργίας είναι μία και υπό το οδηγητικό νήμα αυτής της ιδέας μπορεί κανείς περαιτέρω να αντλήσει άλλες σημαντικές ιδέες που απηχεί το συνολικό του έργο.  Η εν λόγω ιδέα είναι η τραγική ιδέα, η οποία εκφράζει το τραγικό πνεύμα της ζωής αυτής καθεαυτής και συνυφαίνεται με τον τραγικό τρόπο σκέψης του ίδιου του ποιητή για τα πράγματα της ζωής. Η κατανόηση αυτής της ιδέας είναι πάντοτε το ζητούμενο για μια αμερόληπτηαντικειμενική ερμηνεία των δραμάτων του Ευριπίδη. Δεν μπορεί να εντοπιστεί, έτσι απλά, στο ένα ή άλλο χωρίο, που πιθανόν να εκφράζει καινοτόμες απόψεις, αλλά στο συμφραζόμενο/στα συμφραζόμενα των επί μέρους χωρίων. Τα συμφραζόμενα μπορούν να μεταβάλουν, λιγότερο ή περισσότερο, ή ακόμη και να ανατρέψουν ένα οποιοδήποτε νόημα του ενός ή του άλλου χωρίου. Η δομή των συμφραζομένων συνθέτει μια διαλεκτική πλοκή νοημάτων, αντιθέσεων, ιδεών και σίγουρα αντανακλά, υπό ποιητική μορφή, τις πνευματικές ζυμώσεις της Αθήνας και την πολυπλοκότητα των εκδηλώσεών τους.

§3. Ο Ευριπίδης ήταν πραγματικά ένας στοχαστικός ποιητής, αφιερωμένος πλήρως στην θεατρική αναπαράσταση της τραγικής δράσης, που εμφιλοχωρεί μέσα στην ανθρώπινη φύση ως καταστρεπτικό, κατ’ αρχήν, στοιχείο. Δεν ενδιαφερόταν, σχεδόν καθόλου, για δημόσιες σχέσεις και για ενασχόληση με τη δημόσια ζωή ή με δημόσια αξιώματα. Είχε διακρίνει έγκαιρα το παράλογο σε συνδυασμό με την οντολογική ύπαρξη του ανθρώπου και γενικότερα του κόσμου, αλλά και του κοσμικού γίγνεσθαι. Διάβαζε πολύ –σημειωτέον:ήταν ένας από τους λίγους Αθηναίους με προσωπική βιβλιοθήκη– και προσπαθούσε, μέσα από το παρατηρητήριο ενός θετικά σκεπτικιστή ποιητή, να παραστήσει θεατρικά την πραγματικότητα, έτσι όπως ακριβώς εκτυλίσσεται με τους λογισμούς και παραλογισμούς της. Τη δική του εποχή χαρακτήριζε ένας κυριολεκτικά αχαλίνωτος παραλογισμός, με αποκορύφωμα τον Πελοποννησιακό πόλεμο, τον πιο φονικό εμφύλιο πόλεμο των Ελλήνων, και την προϊούσα κατάρρευση του πολιτικού και αξιακού συστήματος σύμπαντος του Ελληνισμού. Τούτο σημαίνει ότι το έργο του κινείται στο αστερισμό μιας τέτοιας επικαιρότητας και διαδραματίζεται ως μια διαλεκτική συνέχειας και ασυνέχειας

Έτσι βλέπουμε στις τραγωδίες του να παρελαύνουν ανθρώπινες καταστάσεις, οντολογικά τραγικές και υπό την προ-οπτική εμβίωσης του θρηνώδους, του φρικαλέου, γενικώς της συμφοράς ως μιας συνέχειας που ζητεί την υπέρβασή της, δηλαδή την ασυνέχεια. Π.χ. στις Ικέτιδεςο πόλεμος παρουσιάζεται να γίνεται για τη συμμόρφωση με το ισχύον δίκαιο των Ελλήνων (στ. 526), ενώ συγχρόνως εκτίθεται ο φρικώδης χαρακτήρας του ως πολέμου, τονίζονται οι απαρηγόρητες συμφορές του, αποκαλύπτεται ο παραλογισμός του, όπως πιο αναλυτικά τον αισθητοποιεί επί σκηνής με τις Τρωάδες, αλλά και με τις δέουσες παραλλαγές στην Ελένη. Η προ-οπτική της ασυνέχειας τίθεται έτσι με ρητή αναγκαιότητα. Καθ’ όλη την εκδίπλωση της δραματικής δράσης, τα παθήματα των προσώπων, η ενσαρκωμένη τραγική ενέργεια δεν παριστάνεται ως αρνητικό στοιχείο του ενός ή του άλλου ανθρώπινου χαρακτήρα, αλλά ως στοιχείο σύμφυτο με την ανθρώπινη μοίρα· και τούτο νοούμενο όχι μοιρολατρικά, ως μη δυνάμενο να αποφευχθεί το ένα ή το άλλο πάθημα, αλλά ως σχετιζόμενο με τη μωρία του ανθρώπου ως τέτοιου. Επομένως, η διαλεκτική δραματουργία δεν έχει άλλο προ-ορισμό από το να δειχτεί, με τον πιο σαφή τρόπο, με την πιο τραγική αγνότητα, η εσώτερη τραγωδία των ανθρώπων και των πραγμάτων, με τις αντιδικίες, τις εναντιώσεις, τα φαινομενικά αδιέξοδα και με την αποκάλυψη του ήθους: «το ήθος είναι ο θεός για τον άνθρωπο» (Ηράκλειτος).

______________
[1] ALeskyΗ τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων Β΄ , σ. 403.

πηγή: hegel-platon

ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ "ΤΡΩΑΔΕΣ"ΤΟΥ ΕΥΡΙΠΙΔΗ (ΚΕΙΜΕΝΟ - ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0
                               



Οι Τρωάδες είναι τραγωδία που έγραψε ο Ευριπίδης. Γραμμένη το 415 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, συχνά θεωρείται σχολιασμός στην κατάληψη της Μήλου και την εν συνεχεία σφαγή και υποταγή του πληθυσμού της από τους Αθηναίους νωρίτερα τον ίδιο χρόνο. To 415 π.Χ. ήταν επίσης η χρονιά της σκανδαλώδους βεβήλωσης των ΄ερμών΄ και της δεύτερης εκστρατείας των Αθηναίων στη Σικελία, γεγονότα που επίσης μπορεί να επηρέασαν τον συγγραφέα.

Οι Τρωάδες ήταν η τρίτη τραγωδία μιας τριλογίας, που αναφέρεται στον Τρωικό Πόλεμο. Η πρώτη τραγωδία, Αλέξανδρος ως θέμα είχε την αναγνώριση του πρίγκιπα της Τροίας Πάρι, που είχε εγκαταλειφθεί μωρό από τους γονείς του και ξαναβρέθηκε στην εφηβεία. Η δεύτερη τραγωδία Παλαμήδης αναφέρεται στην κακομεταχείρηση από τους Ελληνες του συμπατριώτη τους Παλαμήδη. Αυτή η τριλογία παρουσιάστηκε στα Διονύσια μαζί με το σατυρικό δράμα Σίσυφος. Οι υποθέσεις αυτής της τριλογίας δεν συνδέονται μεταξύ τους, όπως εκείνες της Ορέστειας του Αισχύλου. Ο Ευριπίδης δεν ευνοούσε τέτοιες συνδεδεμένες τριλογίες. Ο Ευριπίδης για το έργο αυτό κέρδισε το δεύτερο βραβείο, χάνοντας από τον αφανή τραγικό Ξενοκλή.

Οι τέσσερις Τρωάδες γυναίκες του έργου είναι οι ίδιες που εμφανίζονται στο τελευταίο βιβλίο της Ιλιάδας, θρηνώντας πάνω από το πτώμα του Εκτορα. Της ίδιας περίπου εποχής είναι και η Εκάβη, άλλο έργο του Ευριπίδη. Η τραγωδία αυτή περιέχει πλείστα επεισόδια από την άλωση της Τροίας αλλά και από τις συμφορές που επήλθαν στην οικογένεια του Πριάμου και κατ΄ επέκταση των Τρώων.

Υπόθεση

Το έργο του Ευριπίδη παρακολουθεί την τύχη των γυναικών της Τροίας, αφού η πόλη τους είχε λεηλατηθεί, οι άντρες τους είχαν σκοτωθεί και οι οικογένειές τους που απέμειναν πρόκειται να παρθούν ως σκλάβες. Εντούτοις ξεκινά με τους θεούς Αθηνά και Ποσειδώνα να αναζητούν τρόπους για να τιμωρήσουν τον Ελληνικό στρατό, για την απαγωγή της Κασσάνδρας, μεγαλύτερης κόρης του Βασιλιά Πρίαμου και της Βασίλισσας Εκάβης, Οσα ακολουθούν δείχνουν πόσο οι Τρωαδίτισσες έχουν υποφέρει.Ο Ελληνας Ταλθύβιος φτάνει για να πει στην εκθρονισμένη βασίλισσα Εκάβη τι περιμένει αυτή και τα παιδιά της. Την Εκάβη θα την πάρει ο Οδυσσέας και η κόρη της Κασσάνδρα προορίζεται να γίνει παλλακίδα του νικητή Αγαμέμνονα.Προβλέπει ότι όταν θα φθάσουν στο Άργος η πικραμένη γυναίκα του νέου κυρίου της, η Κλυταιμνήστρα, θα σκοτώσει τόσο την ίδια όσο και αυτόν. Φθάνει η χήρα πριγκίπισσα Ανδρομάχη και η Εκάβη μαθαίνει από αυτήν ότι η νεότερη κόρη της Πολυξένη έχει σκοτωθεί θυσιαζόμενη στον τάφο του Αχιλλέα. Στην Ανδρομάχη έλαχε να γίνει παλλακίδα του γιου του Αχιλλέα Νεοπτόλεμου και φοβερότερα νέα πρόκειται να φτάσουν για τη βασιλική οικογένεια. Ο Ταλθύβιος διστακτικά την πληροφορεί ότι το βρέφος της, οΑστυάνακτας, έχει καταδικασθεί σε θάνατο. Η Ελένη, αν και όχι γυναίκα της Τροίας, αναμένεται να υποφέρει εξ ίσου. Ο Μενέλαος φθάνει για να την πάρει μαζί του στην Ελλάδα, όπου την περιμένει καταδίκη σε θάνατο. Η Ελένη εκλιπαρεί το σύζυγό της να της χαρίσει τη ζωή και αυτός φαίνεται αποφασισμένος να τη σκοτώσει, αλλά ο χορός γνωρίζει ότι θα την αφήσει να ζήσει και θα την πάρει μαζί του. Οχι μόνο αποκαλύπτεται στο τέλος του έργου ότι ζει, αλλά στην Οδύσσεια ο Τηλέμαχος θα μάθει πως η μυθική ομορφιά της Ελένης της χάρισε τη συγχώρεση.

Στο τέλος ο Ταλθύβιος επιστρέφει φέρνοντας μαζί του το πτώμα του μικρού Αστυάνακτα πάνω στην ασπίδα του Εκτορα. Επιθυμία της Ανδρομάχης ήταν να θάψει η ίδια το παιδί της, εκτελώντας τις πρέπουσες τελετουργίες σύμφωνα με τα έθιμα της Τροίας, αλλά το πλοίο της είχε ήδη αναχωρήσει. Ο Ταλθύβιος δίνει το άψυχο σώμα στην Εκάβη, που προετοιμάζει το σώμα του εγγονού της για την ταφή, πριν τελικά αναχωρήσουν με τον Οδυσσέα.

Μια ιστορική διάσταση

Ο μακροχρόνιος Πελοποννησιακός πόλεμος όχι μόνο θανάτωσε πλήθη ανθρώπων και χτύπησε την αρχαία Ελλάδα με αφάνταστες υλικές καταστροφές, αλλά το πιο χειρότερο, την έριξε και σε χάος ηθικών αλλοιώσεων. Ίσως σε κάθε πόλεμο, για να πετύχουν οι αντίπαλοι τους σκοπούς τους, χρησιμοποιούν απάνθρωπα μέσα, ξεχνούν τη μεγαλοψυχία και την ανθρωπιά. Αλλά με τον Πελοποννησιακό πόλεμο φανερώθηκε μια εξαιρετική αγριότητα.

Στον πόλεμο αυτόν δεν πολέμησαν μόνον δύο αντίπαλα κράτη, αλλά και δυο αντίθετες πολιτικές αρχές, η δημοκρατία και η ολιγαρχία. Σχεδόν σε κάθε πόλη της αθηναϊκής κυριαρχίας υπήρχαν άτομα που ήταν δυσαρεστημένα με το πολίτευμα που τους είχαν επιβάλει οι Αθηναίοι και ανυπόμονα περίμεναν να τους βοηθήσουν οι Σπαρτιάτες, για να σφάξουν το δημοκρατικό όχλο, να αλλάξουν το πολίτευμα και να ενωθούν με τη Σπάρτη, για να διατηρούν την εξουσία. Αλλά και σε πάρα πολλές πόλεις της σφαίρας της σπαρτιάτικης επιρροής υπήρχαν πλήθη από φτωχούς που νόμιζαν ότι δε θα μπορούσαν να δουν καλή μέρα, αν δε έσφαζαν τους ολιγαρχικούς. Και ήταν πρόθυμοι να δεχτούν ή να ζητήσουν τη βοήθεια των Αθηναίων, που υποστήριζαν τα δημοκρατικά κόμματα.


Οι Σπαρτιάτες λοιπόν υποστήριζαν τους ολιγαρχικούς και οι Αθηναίοι τους δημοκρατικούς, κι έτσι μέσα στο γενικό πόλεμο των Αθηναίων με τους Σπαρτιάτες παρουσιάζεται σχεδόν σε κάθε ελληνική πόλη και από μια πολιτειακή πάλη. Αλλά επειδή δεν έλειπε και η εξωτερική ένοπλη βοήθεια των δημοκρατικών από τους Αθηναίους και των ολιγαρχικών από τους Σπαρτιάτες, πάψανε πια οι αντίπαλοι να επιβληθούν με ειρηνικά και νόμιμα συνταγματικά μέσα και έφτασαν σε εμφύλιους πολέμους, που είναι το πιο φρικτό κακό για μια χώρα.[1]

Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι, με τη μεταφορά του πολέμου μέσα στα σπλάχνα των υπηκόων ή των συμμάχων πόλεων, κινδύνευε η ηγεμονία τους και τους έπιανε και ένας ανίκητος και ίσως όχι παράλογος φόβος και για την ίδια ακόμα τη ζωή τους. Και γι’ αυτό χρησιμοποίησαν στον πόλεμο χωρίς κανένα δισταγμό κάθε άγριο μέσο που αιτιολογείται μόνον από την ηθική αλλοίωση κι από τη φοβία που είχε απλώσει σε όλη την Ελλάδα ο πόλεμος από το 431 π.Χ.

Το 422 εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδία της Τορώνης και έφεραν όλους τους άνδρες αιχμάλωτους στην Αθήνα (Θουκυδίδης Ε' 3,3). Για το 421, μας εξιστορεί ο Θουκυδίδης (Ε' 32,1) ότι οι Αθηναίοι ανέβηκαν ένα σκαλί ακόμα πιο ψηλά: «Οι Αθηναίοι αφού κατέλαβαν μετά από πολιορκία τη πόλη των Σκιωναίων, σκότωσαν τους άνδρες και εξανδραπόδισαν τις γυναίκες και τα παιδιά».

Από το βήμα της εκκλησίας του δήμου ακούγονται βέβαια συνετοί και μετριοπαθείς λόγοι, αλλά ο δήμος δεν τους προσέχει. Η ψυχή του είναι πλημμυρισμένη από τρομακτικούς εφιάλτες. Η αθηναϊκή πολιτεία, όπως την είχε συλλάβει στο πνεύμα του ο Περικλής, θα είχε για στήριγμά της την πλειοψηφία ενός λαού που είχε δημιουργήσει και καλλιεργούσε έναν ανώτερο πολιτισμό και είχε κάνει την πιο λαμπρή πόλη του κόσμου σχολείο της Ελλάδας. Απαλλαγμένος αυτός ο λαός από ταπεινωτικά ελαττώματα και αποκρουστικές φοβίες θα είχε απεριόριστη πεποίθηση στην αρετή του και θα ήταν όχι μόνον ατρόμητος υπερασπιστής της δικής του ελευθερίας, αλλά σύμφωνα με την παλιά αττική παράδοση θα έπρεπε να είναι και αδιάλλακτος υπερασπιστής και όλων των αδικημένων και όλων των ελεύθερων, που με την ευεργετική φιλία του θα τους έκανε δικούς του.

Αλλά όταν πέθανε ο Περικλής, οι πολιτικοί που ήρθαν μετά από αυτόν, άφησαν την κατεύθυνση που είχε χαράξει ο πολιτικός αυτός για τη διαπαιδαγώγηση του δήμου. Δεν οδηγούν το δήμο προς τα πάνω, αλλά αντίθετα σέρνονται από το δήμο, που του κολακεύουν τις κατώτερες ορμές. Εκείνο που είπε ο Ηράκλειτος για άλλους, εφαρμόζεται και σ’ αυτούς: «Τον όχλο έχουν για οδηγό τους» (απ.104).
Την ίδια εποχή εμφανίζονται και οι σοφιστές που με τη διδασκαλία τους ξεθεμελιώνουν τους παλαιούς κανόνες της διαγωγής των ανθρώπων και παρέχουν επιχειρήματα σ’ εκείνους που δε θα ήθελαν να αντιστέκονται στους πειρασμούς που εμφανίζει η ζωή στην ηθική αντοχή μας. Κι ο καθένας ξέρει ότι δεν είναι λίγοι εκείνοι που είναι πρόθυμοι να δεχτούν τη λογικότητα αυτών των επιχειρημάτων. Το δίκαιο του δυνατού πρέπει να ρυθμίζει τη ζωή των ανθρώπων, διακηρύττει ο Καλλικλής, πρόδρομος του υπεράνθρωπου, στο «Γοργία» του Πλάτωνα. Κι έγιναν κάτι τέτοια διδάγματα «δόγματα των πολλών», χωρίς όμως να πέσει και στις ψυχές τους μια φωτεινή ακτίνα και από τα διδάγματα του διαφωτισμού των χρόνων εκείνων.

Ποτισμένος ο δήμος με την ιδέα του δικαίου του ισχυρού, παρασύρθηκε σε μια «ύβρη» το χειμώνα του 416-415. Τιμώρησε τη Μήλο με το σφάξει τους άνδρες και να εξανδραποδίσει τις γυναίκες, γιατί είχε διαπράξει το προκλητικό ανοσιούργημα να είναι μικρή και άκακη και γιατί, σαν να μην έφτανε αυτό, είχε την αφόρητη επιθυμία να διατηρήσει την ουδετερότητά της μέσα στην κοσμοχαλασιά του Πελοποννησιακού πολέμου και γιατί είχε ακόμα και την πρωτάκουστη θρασύτητα να μη θέλει να υποταχθεί στους Αθηναίους, που δεν είχαν καμιά όρεξη να επιτρέψουν να υπάρχουν νησιά ανεξάρτητα και αυτόνομα, μια και κυριαρχούσαν αυτοί στη θάλασσα. Αλλά η όρεξη έρχεται τρώγοντας, και γι’ αυτό τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι ετοιμάζονται να εκστρατεύσουν στη Σικελία.

Πώς αντιμετωπίζει ο Ευριπίδης το μεγάλο έγκλημα των συμπατριωτών του κατά των κατοίκων της Μήλου και την εκστρατεία, την αλαζονική, την άδικη αλλά και επικίνδυνη, που ετοιμάζουν για τη Σικελία, καταλαβαίνουμε από το ότι την άνοιξη του 415 ελέγχει την πολιτική του δήμου με τη διδασκαλία των «Τρωάδων», όπου μια σειρά από παθητικές εικόνες φρίκης δείχνει το φοβερό δράμα των γυναικών των Τρώων, όταν πάρθηκε το Ίλιο από τους Αχαιούς.

Όταν μιλάμε για μια κατάκτηση ή για μια άλωση, φέρνουμε στο νου μας την έξαψη της μάχης, τη χαρά των νικητών. Ποιος συλλογίζεται τον πόνο του νικημένου; Οι κραυγές της νίκης δεν αφήνουν να ακουστεί το κλάμα των νικημένων.

Ο Ευριπίδης όμως παρουσιάζει άλλη εικόνα. Από το πλήθος των αιχμαλωτισμένων Τρωάδων, που πνίγονται στους στεναγμούς, ξεχωρίζει και φέρνει πιο κοντά στο θεατή τον πόνο της χαροκαμένης Εκάβης, την έκσταση της Κασσάνδρας, που η άστοργη φιλία του Φοίβου της είχε χαρίσει το πικρό προνόμιο να βλέπει στα σκοτεινά βάθη του μέλλοντος όλες τις συμφορές που οδεύανε προς την πατρίδα και το πατρικό της σπίτι. Την Ανδρομάχη, που οι θεατές της τραγωδίας την είχαν συμπαθήσει στα Μ. Παναθήναια, όταν είχαν ακούσει την τόσο συγκινητική με τον Έκτορα συνάντησή της, μας την παρουσιάζει με όλο τον πόνο της γυναίκας που έχασε τον άνδρα της και της μάνας που της άρπαξαν το παιδί για να το σκοτώσουν, σε μια σκηνή από τις πιο συγκλονιστικές των δραμάτων του Ευριπίδη.


Τη μεγάλη νίκη των παλικαριών, που πήδησαν μια νύχτα από την κοιλιά του Δούρειου ίππου και που οι Αθηναίοι την είχαν για δόξα και των δικών τους προγόνων, ακατάληπτη από το χρόνο, ο Ευριπίδης την απογυμνώνει από τη λάμψη που της είχαν δώσει ο θρύλος και το έπος, και την παρουσιάζει μπρος στους κατάπληκτους Αθηναίους, που είχαν κυριεύσει ένα νησί και από τώρα μελετούσαν άλλη κατάκτηση, σαν μια ιστορία ληστείας, γεμάτη από ωμότητες, άγριες σφαγές και εμπρησμούς. Είναι σαν να λέει: «Να τι είναι μια κυρίευση! Να τι κάνατε στη Μήλο! Νιώθετε ήσυχη τη συνείδησή σας; Να τι μελετάτε να κάνετε στη Σικελία!» Ο ποιητής βροντοφώναξε την καταδικαστική του γνώμη στην κόγχη του Διονυσιακού θεάτρου κατά τα Μ. Διονύσια του 415 π.Χ. προς τους Αθηναίους και τους έδειξε ότι μέρα με την ημέρα ξεστράτιζαν από το δρόμο της ιστορικής τους αποστολής που ήταν να ελευθερώνουν κι όχι να υποδουλώνουν, να προστατεύουν και όχι να καταστρέφουν.

_________

[1] Κάτι ήξερε ο Σίλερ, όταν στην «Καμπάνα» του με τρόμο παρακαλούσε να μη χτυπήσει ποτέ, για να δώσει το σύνθημα του εμφυλίου πολέμου. Στους πολέμους αυτούς το δίκαιο είναι πάντα με το μέρος του δυνατού και όσοι δεν έχουν ηθικούς δισταγμούς, βρίσκουν την ευκαιρία, αφού δε λειτουργούν οι νόμοι, να χορτάσουν την πλεονεξία τους ή να αφήσουν ελεύθερη τη συμπυκνωμένη κακία τους. Τότε στους εμφύλιους πολέμους σπάζει κάθε ηθικό χαλινάρι, ξεχνιέται και συγγένεια και φιλικός δεσμός.

πηγές: el.wikipedia - ancient-dromena

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ - ΑΠΟ ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

$
0
0

Dionysus mask 1

1. “ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥ”

Όσο ξεκάθαρη είναι η ετυμολογία του όρου τραγῳδία, τόσο αβέβαιη είναι η ερμηνεία του και η ταύτιση των ιστορικών του αναφορών. Τραγῳδία σημαίνει προφανώς τράγου (ή τράγωνᾠδή. Οι φιλόλογοι όμως έχουν αναπτύξει διάφορες θεωρίες για το ακριβές περιεχόμενο του όρου.
Η παλαιότερη αντίληψη είναι ότι ο όρος τράγοι αναφερόταν στους σατύρους, αυτούς τους παιγνιδιάρηδες, ερωτύλους, ζωόμορφους δαίμονες-ακολούθους του Διονύσου. Η αντίληψη όμως αυτή αποδείχθηκε ανακριβής, όταν διαπιστώθηκε ότι κατά την αρχαϊκή και την κλασική περίοδο οι σάτυροι δεν απεικονίζονταν με τραγίσια αλλά με αλογόμορφα χαρακτηριστικά.

Παρωχημένη θεωρείται επίσης και η αντίληψη ότι η τραγῳδία ήταν ο διαγωνισμός που είχε ως έπαθλο τον τράγο (η θέσπιση των τραγικών αγώνων είναι πολύ μεταγενέστερη εξέλιξη).
Τραβηγμένη είναι τέλος και η θεωρία ότι οι σάτυροι ονομάζονταν τράγοι λόγω του ότι, όπως και το ζώο αυτό ήταν φιλήδονοι και σεξουαλικά αχαλίνωτοι.
Η πιο διαδεδομένη σήμερα αντίληψη είναι ότι η λαϊκή, θρησκευτική τελετή στο πλαίσιο της οποίας φύτρωσε ο σπόρος της τραγωδίας περιλάμβανε ΘΥΣΙΑ ΤΡΑΓΟΥ, συνοδευόμενη από τραγούδι πιστών του Διονύσου, οι οποίοι ήταν μεταμορφωμένοι σε τράγους, έφεραν δηλαδή κοστούμια και προσωπεία, που τους επέτρεπαν να «μεταμορφωθούν» στους πιστούς ακολούθους του θεού.
Οι διονυσιαστές αυτοί τραγουδούσαν και χόρευαν ένα είδος άσματος, αυτοσχέδιου και λαϊκού, ίσως ευτράπελου, στην αρχή, που ονομαζόταν ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ. Το τραγούδι αυτό αναφερόταν σε διάφορες πτυχές της λατρείας και της μυθολογίας του θεού Διονύσου.

ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Η θεατρικότητα, δηλαδή οι συνθήκες για την ανάπτυξη της θεατρικής τέχνης, προϋποθέτει δύο βασικά πράγματα:
  • έναν άνθρωπο που υποδύεται («μιμείται») συνειδητά έναν άλλο άνθρωπο (ή ζώο ή θεό ή…) χρησιμοποιώντας διάφορα μέσα, τα οποία του επιτρέπουν προσωρινά να υπερβεί τον εαυτό του, χωρίς να χάσει ποτέ πλήρως την αίσθηση της ιδιαίτερής του ταυτότητας.
  • Ένα κοινό, που συγκεντρώνεται σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, με σκοπό να παρακολουθήσει το θέαμα, έχοντας πειστεί εκ των προτέρων ότι θα αναστείλει τις όποιες αντιρρήσεις του για την αληθοφάνεια της διαδικασίας (ότι δηλαδή «θα ξεχάσει» πως ο Χ άνθρωπος, δεν είναι πράγματι ο Διόνυσος ή όποιος άλλος.
Τα δύο προαναφερθέντα στοιχεία ενυπάρχουν σε πολλές μορφές θρησκευτικής τελετουργίας. Είναι γεγονός πως το θέατρο θα μπορούσε θεωρητικά να είχε προκύψει από οποιαδήποτε άλλη λατρευτική μορφή. Και όντως, ακόμη και στην Ελλάδα, μορφές θεάτρου, ιδίως κωμικού, αναπτύχθηκε σε ποικίλες περιοχές, ειδικά δωρικές, πριν από την άνθηση της τέχνης στην Αθήνα.
Ειδικά η τραγωδία, όμως, προέκυψε από τον Διόνυσο και παρέμεινε άρρηκτα —και σχεδόν αποκλειστικά — συνδεδεμένη με τον Διόνυσο και την αθηναϊκή λατρεία του τουλάχιστον μέχρι την ελληνιστική περίοδο, κατά την οποία το θέατρο «παγκοσμιοποιείται» και μια πλειάδα καινούριων θρησκευτικών φεστιβάλ ενσωματώνουν στο πρόγραμμά τους θεατρικούς και μουσικούς αγώνες.
Η διονυσιακή λατρεία ενείχε δύο τουλάχιστον στοιχεία, που διευκόλυναν την ανάπτυξη της θεατρικής συνείδησης και πράξης:
  • Τη μανίαν, αυτή την ένθεη τρέλα, που επέτρεπε στον πιστό να κυριεύεται από τον θεό και να ἐξίσταται του εαυτού του (ἔκστασις: κυρ. να βγαίνεις έξω από τα όρια της ιδιαίτερής σου ταυτότητας), να γίνεται προς στιγμήν ένας άλλος άνθρωπος (ο ίδιος ο θεός, οι ακόλουθοί του κλπ).
  • Το προσωπείο, τη μάσκα, το μέσον της προσωρινής μετάλλαξης του πιστού σε ένα άλλο πρόσωπο. Ο ίδιος ο Διόνυσος λατρευόταν κατά τόπους ως θεός-μάσκα, ως περιφερόμενη κεφαλή δηλαδή πάνω σε ένα στύλο.
Frontisi-Ducroux, 207. Dionysus as a pillar surmounted by a

ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΜΩΣ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ;

Στην ώριμη, ιστορική της φάση, η τραγωδία αποτελούσε μεν κομμάτι των Μεγάλων Διονυσίων και των Ληναίων, αλλά η ίδια ήταν καλλιτεχνική και όχι τελετουργική μορφή, πολιτικός θεσμός πανελλήνιας εμβέλειας και η υψηλότερη ίσως καλλιτεχνική έκφραση του κλασικού πολιτισμού, εφόσον ενσωμάτωνε όλη την προγενέστερη αρχαϊκή παράδοση, τόσο την ποιητική, όσο και τη μουσική, την ορχηστική, την πλαστική και τη ζωγραφική.
Η τραγωδία λοιπόν είναι ΘΕΑΤΡΟ και συνάμα κοινωνικο-πολιτική εκδήλωση με διαστάσεις και λειτουργίες πολύ πέραν της θρησκευτικής. Είναι θεσμός της πόλεως και βασικός παράγοντας της αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου αιώνα (και όχι μόνον).
Τι είδους θέατρο όμως; Η τραγωδία είναι το θέατρο των μεγάλων, αμφίσημων συγκρούσεων ανάμεσα σε πρόσωπα και σε έννοιεςΣτις τραγικές συγκρούσεις κανένα από τα αντιτιθέμενα μέρη δεν μπορεί να διεκδικήσει το δικαίωμα στην απόλυτη ορθότητα. Καθένα από τα αντιτιθέμενα μέρη ενέχει κάτι το ακραίο, το αμφιλεγόμενο, το προβληματικό. Η σύγκρουσή τους είναι βίαιη, συγκλονιστική και δεν μπορεί να επιλυθεί παρά από τον απόλυτο, ύστατο διαιτητή, τον θάνατο.
Η τραγωδία είναι θεατρικό είδος που εστιάζει σχεδόν εμμονικά στον θάνατο, μόνο που προτεραιότητά της δεν είναι η μίμηση του ιδίου του γεγονότος ή της βίας που τον επιφέρει, αλλά να παρουσιάσει τις αιτίες που τον προκαλούν και τα βάσανα, τα δάκρυα, τον πόνο που αυτός επιφέρει. Η τραγωδία είναι το θεατρικό είδος που εστιάζει στη ΣΥΜΦΟΡΑ και τα ΒΑΣΑΝΑ
Στην αρχαία ελληνική τραγωδία, οι θανατηφόρες συγκρούσεις και οι συντριπτικές συμφορές εμπλέκουν όχι τους οποιουσδήποτε ανθρώπους, αλλά τα μέλη των μεγάλων οίκων του μυθικού παρελθόντος, των οποίων οι περιπέτειες αποτέλεσαν την ύλη των επών του Κύκλου: κυρίως τον οίκο του Πέλοπα στο Άργος (απόγονοι του οποίου είναι οι Ατρείδες) και τον οίκο του Λαβδάκου στη Θήβα (απόγονος του οποίου είναι ο Οιδίποδας). Από τη σκηνή της τραγωδίας παρελαύνουν και πλείστοι άλλοι ήρωες του επικού κόσμου, αν και στον 5ο αιώνα οι τραγικοί ποιητές επιδεικνύουν περισσότερη προσήλωση στα έπη του Κύκλου παρά στο υλικό που αποκρυσταλλώθηκε στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Δεν είναι τυχαίο που η τραγωδία εστιάζει στους βασιλικούς Οίκους, στις μεγάλες οικογένειες με τα μεγάλα πάθη και τις αβάσταχτες συμφορές. Η αρχαία ελληνική τραγωδία είναι το είδος στο οποίο γιος σκοτώνει τον πατέρα, μάνα σκοτώνει τον γιο και αδελφός σκοτώνει τον αδελφό. Στην τραγωδία, τα εγκλήματα είναι κυρίως εγκλήματα κατὰ φίλων, στοχεύουν δηλαδή τους πιο στενούς εξ αίματος και εξ αγχιστείας συγγενείς και επιφέρουν ως εκ τούτου όχι μόνο το μίασμα αλλά και την (κυριολεκτική ή μη) κατάρα της αέναης αντεκδίκησης και της φαύλης ανακύκλησης της βίας.

2. Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ

Arstle8Εξαιτίας και της σχολικής μας παιδείας μάθαμε να θεωρούμε τον Αριστοτέλη ως τον βασικό, αν όχι τον απόλυτο, οδηγό για την κατανόηση του αρχαίου ελληνικού θεατρικού φαινομένου.Σήμερα οι φιλόλογοι αποδομούν τις προσεγγίσεις του Σταγειρίτη – και όχι αδίκως. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ποιητική είναι προϊόν επισταμένης επιστημονικής έρευνας· φέρει όμως και τη σφραγίδα των εμμονών του Αριστοτέλη και κυρίως παλινδρομεί ανάμεσα στην περιγραφή (τι συμβαίνει) και στην υπόδειξη (τι θα έπρεπε να συμβαίνει).
Παρόλα αυτά κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι:
(α) η Ποιητική, που γράφεται περίπου το 330 π.Χ., παρά τις εγγενείς ελλείψεις και τις ασάφειές της (μεταξύ άλλων δεν έχουμε το τελικό κείμενο του Αριστοτέλη, αλλά τις σημειώσεις των παραδόσεών του), είναι η αρχαιότερη σωζόμενη επιστημονική πραγματεία για το θέμα που μας απασχολεί·
(β) ο Αριστοτέλης είχε στη διάθεσή του πολύ περισσότερες πηγές πληροφοριών από ό,τι εμείς σήμερα διαθέτουμε·
(γ) ο ίδιος αλλά και οι μαθητές του είχαν αναπτύξει προχωρημένες μεθόδους έρευνας, οι οποίες τους επέτρεπαν να αξιολογούν και να διηθούν την πληροφορία.
Συνεπώς, η Ποιητική συνεχίζει να είναι αξιόπιστη πηγή για πολλά. Αξίζει τον κόπο να μελετήσουμε τις απόψεις του Αριστοτέλη για το τραγικό είδος, αρχής γενομένης από τον περίφημό του ορισμό.

Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Όπως διαπιστώνει κανείς αναλύοντας το εν λόγω χωρίο, ο Αριστοτέλης συλλαμβάνει μεν με ευστοχία τα βασικά χαρακτηριστικά του είδους, παραλείπει όμως παράλληλα σημαντικές διαστάσεις του είτε εξαιτίας των δικών του προτεραιοτήτων είτε εξαιτίας των αναπροσαρμογών και ανακατατάξεων που έλαβαν χώρα την εποχή κατά την οποία γράφει.
Slide026

ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟΥ ΟΡΙΣΜΟΥ

Μίμησις πράξεως
Η τραγωδία μιμεται, δηλαδή αναπαριστά, ένα συγκεκριμένο γεγονός (πρᾶξιν). Η τραγωδία, δηλαδή, επικεντρώνεται σε μία κεντρικής σημασίας ενέργεια, μία κορυφαία στιγμή, που μεταβάλλει την τύχη των τραγικών ηρώων. Μια τραγωδία δεν μπορεί να μιμηθεί επί σκηνής, π.χ., ολόκληρο τον τρωικό πόλεμο ή ολόκληρη την ιστορία του νόστου του Οδυσσέα. Μια τραγωδία επικεντρώνεται σε ένα κεντρικό γεγονός.
σπουδαίας
Αυτό το γεγονός δεν μπορεί παρά να είναι (α) σημαντικό, κρίσιμο και αποφασιστικό, αλλά επίσης (β) να αποτελεί την πράξη ενός εξίσου σημαντικού ανθρώπου. Η τραγωδία, άλλωστε, αφηγείται τη μοίρα ανθρώπων που είναι μείζους τῶν νῦν («σπουδαιότεροι από τους συγχρόνους μας»), δηλαδή την ιστορία ηρώων των μεγάλων μυθολογικών κύκλων, πολλοί από τους οποίους είναι κατά τον 5ο αιώνα δέκτες ηρωικής λατρείας ή ακόμη και θεών (σπανιότερα).
καὶ τελείας
Η πρᾶξις μίμηση της οποίας αποτελεί η τραγωδία πρέπει επίσης να είναι «ολοκληρωμένη», δηλαδή οι αιτίες, οι αφορμές και οι συνέπειές της για τον τραγικό ήρωα να παρουσιάζονται με τρόπο πλήρη και κατανοητό εντός του αφηγηματικού πλαισίου της παράστασης.
μέγεθος ἐχούσης
Η τραγική παράσταση απαιτείται να έχει ορισμένη διάρκεια. Η μέση τραγωδία έχει έκταση περίπου 1500 στίχους.
ἡδυσμένῳ λόγῳ
Εδώ ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί μια μεταφορά από τη μαγειρική. Τα «καρυκεύματα» που νοστιμίζουν τον λόγο κατά τον Αριστοτέλη είναι κυρίως ο ρυθμός (το μέτρο) και η μουσική.
Χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις
Διαφορετικά «καρυκεύματα» αναλογούν στα διαφορετικά μέρη της τραγικής παράστασης. Στα επεισόδια βασικό καρύκευμα είναι η ρυθμική απαγγελία (με βασικό μέτρο το ιαμβικό τρίμετρο), ενώ στα χορικά ο λόγος «καρυκεύεται» με τη μελοποιία και μια πλειάδα λυρικών μέτρων, καθένα από τα οποία έχει τον ιδιαίτερό του μουσικό και ρυθμικό χαρακτήρα.
δρώντων καὶ οὐ δι᾽ ἀπαγγελίας
Η επική ποίηση μιμείται πράξεις και πράττονες αποκλειστικά διά της απαγγελίας. Η τραγωδία ως θεατρικό είδος επιτελεί τη μίμησή της μέσα από δρώντα πρόσωπα, τα οποία παρουσιάζονται ενώπιον κοινού σε ζωντανό χρόνο.
Ο Αριστοτέλης αναφέρεται πιο κάτω στα μέσα της δραματικής μίμησης. Έστω και αν ο ίδιος προέκρινε σθεναρά μια θεατρικότητα μινιμαλιστική, που έδινε προτεραιότητα στον λόγο και θα μπορούσε θεωρητικά να σταθεί καὶ ἄνευ τοῦ ὁρᾶν (ακόμη και χωρίς κανείς να βλέπει τι συμβαίνει επί σκηνής), εντούτοις δεν μπορεί παρά να παραδεχθεί ότι ἐξ ἀνάγκης βασικό συστατικό της δραματικής ποίησης είναι η ὄψις, δηλαδή η οπτική διάσταση της παράστασης: η διαμόρφωση του σκηνικού χώρου, τα κοστούμια και τα προσωπεία των ηθοποιών κλπ.
δι᾽ ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα
Βασική προϋπόθεση του τραγικού, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, είναι η δυνατότητα του θεατή να νιώσει
  • συμπόνια για τους τραγικούς ήρωες και τα φοβερά πάθη τους, τα οποία προκαλούν στη ζωή τους την απόλυτη περιπέτειαν, δηλαδή μεταβολὴν ἐς τὸ ἐναντίον στρέφοντάς τους κατά κανόνα από την ευτυχία στη δυστυχία,
  • αλλά και φόβο, δηλαδή ένα αίσθημα δέους, που άνθρωποι τόσο μεγάλοι και τρανοί, τόσο σπουδαιότεροι από μας τους ιδίους, έπεσαν θύματα συμφορών, ανάλογες των οποίων κάποτε μπορεί να βρουν κι εμάς (διότι τα πάθη των τραγικών ηρώων είναι ανθρώπινα πάθη) .
Απαραίτητη προϋπόθεση του τραγικού ἐλέου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (προσοχή: ὁ ἔλεος, όχι το έλεος – στα αρχαία ελληνικά το ουσιαστικό είναι αρσενικό, όχι ουδέτερο) είναι ο ήρωας να μην είναι ούτε παντελώς φαύλος αλλά ούτε και παντελώς αναξιοπαθήςΓενικά ο Αριστοτέλης θεωρεί μη αρμόζουσες προς το τραγικό είδος τις ακόλουθες τρεις μορφές έκβασης των γεγονότων:
  • Όταν ένας αψεγάδιαστος άνθρωπος έχει άσχημο τέλος: η κατάληξη αυτή προκαλεί αγανάκτηση και σοκ
  • Όταν ένας παντελώς φαύλος άνθρωπος έχει καλό τέλος: η κατάληξη αυτή ούτε συγκινεί ούτε διδάσκει.
  • Όταν ένας κακός άνθρωπος έχει κακό τέλος: η κατάληξη αυτή διδάσκει, αλλά δεν συγκινεί.
Διεγείρεται αποτελεσματικότερα ο τραγικός έλεος, όταν ένας κατά βάση χρηστός αλλά όχι άμεμπτος άνθρωπος περιπίπτει σε συμφορές. Ο τραγικός έλεος, κατά τον Αριστοτέλη, προϋποθέτει επίσης ότι ο τραγικός ήρωας υποφέρει κατά βάση χωρίς να του αξίζει (ἀνάξιος δυστυχῶν). Η θέση αυτή πάντως δεν ισχύει για ουκ ολίγες περιπτώσεις τραγικών ηρώων.
978-0-226-31394-8-frontcoverΟι φυσικότερες ερμηνείες της αριστοτελικής θέσης είναι είτε (α) ότι ο Αριστοτέλης απλώς κάνει λάθος (βλ. παρακάτω) είτε (β) ότι η συμφορά που ο τραγικός ήρωας υφίσταται «δεν του αξίζει» επειδή είναι κατά πολύ δυσανάλογη του σφάλματός του, το οποίο στις πλείστες των περιπτώσεων οφειλόταν περισσότερο σε μια φυσική άγνοια των πραγμάτων παρά σε συνειδητή κακία.
Η ερμηνεία μας για τη φράση ἀνάξιος δυστυχῶν ενισχύεται από το γεγονός ότι, για να νιώσει ο θεατής «τραγικό» φόβο, πρέπει ο τραγικός ήρωας να μην είναι εντελώς ξένος προς την ανθρώπινη φύση (οι θεοί μπορεί να είναι χαρακτήρες στην τραγωδία, αλλά ποτέ τραγικά πρόσωπα!). Πρέπει επίσης τα πάθη του να μην έχουν ως αποκλειστική αιτία εξωγενείς και ειδικά μεταφυσικούς παράγοντες (τους θεούς, τη μοίρα, την τύχη) αλλά, όσο και αν τέτοιοι παράγοντες επηρέασαν, η μοίρα τους να αποτέλεσε ταυτόχρονα, σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό, συνέπεια των δικών τους λανθασμένων επιλογών — ή έστω λανθασμένων επιλογών άλλων ανθρώπων, με τους οποίους σχετίζονται.
Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον όρο ἁμαρτία, για να αποδώσει την έννοια του τραγικού σφάλματος. Η ἁμαρτία, σύμφωνα με την επικρατέστερη ερμηνεία, είναι μια εσφαλμένη κρίση, η οποία κατά κανόνα οφείλεται, αφενός στην πεπερασμένη δυνατότητα του ανθρώπου να συνειδητοποιεί την κατάσταση στην οποία βρίσκεται (το μεθύστερον της ανθρώπινης γνώσης, το ότι δηλαδή ο άνθρωπος εκ των υστέρων συνήθως καταλαβαίνει πλήρως τα πράγματα, αποτελεί βασικό μοτίβο πολλών τραγωδιών), αφετέρου στο ἦθος του συγκεκριμένου ατόμου, δηλαδή στη φυσική και επίκτητη ροπή του προς το καλό ή το κακό, με άλλα λόγια τον χαρακτήρα του.
τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν
Υπάρχει τεράστια συζήτηση μεταξύ των φιλολόγων για το ακριβές νόημα της αριστοτελικής «κάθαρσης». Δεν εξυπηρετεί να επαναλάβουμε εδώ το σύνολο των θεωριών που διατυπώθηκαν· ως εκ τούτου θα επικεντρωθούμε στη θεωρία που έχει σήμερα τη μεγαλύτερη αποδοχή. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η κάθαρση είναι ταυτόχρονα ένα συναισθηματικό-ψυχολογικό και ένα γνωστικό-ηθικό γεγονός: ο θεατής αποκαθαίρεται από τον ἔλεον και τον φόβον, όταν καταλαβαίνει τους παράγοντες που οδήγησαν τα τραγικά πρόσωπα στην καταστροφή και όταν αντλεί τα ανάλογα διδάγματα για τη δική του ηθική συμπεριφορά.
Ο όρος κάθαρση, λοιπόν, δεν αναφέρεται μόνο στο συναισθηματικό αποτέλεσμα μιας τραγικής παράστασης, αλλά και στο ηθικό προϊόν αυτών των συναισθημάτων (στο τι διδάσκεται κανείς από αυτά). Η τραγική κάθαρση έχει οιονεί ομοιοπαθητικό χαρακτήρα, εφόσον ο θεατής απαλλάσσεται από τον έλεο και τον φόβο νιώθοντας ακριβώς έλεο και φόβο. Τα συναισθήματα εδώ, με άλλα λόγια, συντονίζονται με τη λογική. Ο θεατής αντιδρά συναισθηματικά στα γεγονότα του δράματος (την αλυσίδα της αιτιότητας στο έργο, την ηθική των ηρώων, την αντίφαση ανάμεσα στις προθέσεις και τα αποτελέσματα, το μέγεθος της μεταβολῆς ἐς ἐναντίον). Αυτή η αντίδραση αφενός τον εκτονώνει ψυχολογικά, αφετέρου όμως βελτιώνει τον ίδιο τον συναισθηματικό του μηχανισμό, καθώς του προσδίδει σαφώς ηθικές διαστάσεις.

Slide006ΤΙ ΛΕΙΠΕΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ;

Από τον ορισμό του Αριστοτέλη λείπουν δύο βασικές διαστάσεις της τραγωδίας, οι οποίες καθορίζουν τον ιστορικό χαρακτήρα της:
  • Το πολιτικό της πλαίσιο: η τραγωδία αποτελεί θεσμό της πόλεως-κράτους, της οποίας την κυρίαρχη ιδεολογία θέτει σε βάσανο διαμέσου διδακτικών παραδειγμάτων από τον παραδοσιακό μύθο
  • Το τελετουργικό της πλαίσιο: η αθηναϊκή τραγωδία μπορεί να μην είναι καθ᾽ εαυτήν τελετουργική πράξη, αλλά αφενός παρουσιάζεται στο πλαίσιο ενός θρησκευτικού φεστιβάλ, αφετέρου ανακαλεί πλείστες όσες πτυχές της λατρείας και της τελετουργίας, ιδιαιτέρως της διονυσιακής. Η τελετουργία στην τραγωδία συνήθως παρουσιάζεται παρεφθαρμένη. Η παραφθορά αυτή είναι σύμπτωμα της εν γένει παθολογίας του τραγικού κόσμου, η οποία δεν είναι ασήμαντη πτυχή της αιτιότητας που επιφέρει την τραγική πτώση.

ΤΙ ΥΠΟΒΑΘΜΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ;

Επίσης, στον ορισμό του Αριστοτέλη, ο οποίος αντιμετωπίζει την τραγωδία περισσότερο ως ποίηση παρά ως θέατρο, δεν απουσιάζουν μεν αλλά παρόλα αυτά υποβαθμίζονται τρεις ακόμη διαστάσεις της τραγωδίας ως θεατρικού είδους:
  • Η οπτική διάσταση της παράστασης: η τραγωδία, όπως και κάθε μορφή θεάτρου, δεν είναι λογοτεχνία· είναι τρισδιάστατο γεγονός, συνδυασμός ήχου, εικόνας και κίνησης, το οποίο επιτελείται σε πραγματικό χρόνο ενώπιον ζωντανού ακροατηρίου.
  • Ο ρόλος του χορικού στοιχείου: ο Αριστοτέλης αναφέρεται μεν στα χορικά μέρη της τραγωδίας, αλλά δεν αναδεικνύει με τη δέουσα έμφαση τον κεντρικό ρόλο του χορού στην προώθηση της δράσης και στη διατύπωση των μεγάλων θεμάτων του έργου.
  • Η μουσική: ο Αριστοτέλης θεωρεί τη μουσική απλό καρύκευμα του λόγου. Στην πραγματικότητα, η τραγωδία, έστω και αν δεν είναι «μουσικό» θέατρο, παράγει ποικίλα εφέ μέσω του ρυθμού και της μουσικής. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι συγκεκριμένα είδη μουσικής επέβαλλαν συγκεκριμένους τύπους χορογραφίας και ίσως χειρονομίας.

maxresdefault

ΓΕΝΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

Όπως τονίσαμε και πιο πάνω, πολλές από τις θέσεις του Αριστοτέλη απηχούν τις προσωπικές του αισθητικές προτιμήσεις (είναι σαφές, π.χ., ότι, παρόλο που θεωρεί τον Ευριπίδη τραγικώτατον τῶν ποιητῶν, προκρίνει τον Σοφοκλή ως τον τελειότερο εκπρόσωπο του τραγικού είδους από άποψη τεχνοτροπίας, διότι προτεραιότητα του Αριστοτέλη είναι η κατασκευή της πλοκής και εδώ ο Σοφοκλής κατά τη γνώμη του υπερέχει) ή/και εκπορεύονται από τη γενικότερη φιλοσοφία του.
Επίσης, όσο κι αν δεν δηλώνεται ρητά στο κείμενο της Ποιητικῆς, η εν γένει επιχειρηματολογία του Αριστοτέλη στην πραγματεία αυτή αποτελεί υπεράσπιση της τραγωδίας έναντι των κατηγοριών του Πλάτωνα. Ο Πλάτων είχε καταδικάσει συλλήβδην την τραγωδία με το επιχείρημα ότι προκαλεί επικίνδυνα, ανεξέλεγκτα συναισθήματα στους θεατές. Ο τρόπος με τον οποίο ο Αριστοτέλης αντιλαμβάνεται π.χ. την έννοια της καθάρσεως και υπερασπίζεται την ποιητική αξία της τραγωδίας συνιστά ευθεία απάντηση στον Πλάτωνα.
Εντούτοις, όπως τονίσαμε και πιο πάνω, ο Αριστοτέλης αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στηνπεριγραφή και την ανάλυση από τη μια, την υπόδειξη από την άλλη: δεν κωδικοποιεί μόνο τις πρακτικές των συγχρόνων και παλαιότερων ποιητών αλλά επιχειρεί να επιβάλει κανόνες ως προς το πώς πρέπει να γράφεται (κυρίως να γράφεται· η ὑπόκρισις δεν τον ενδιαφέρει) η τραγωδία.
Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις στις οποίες η «συνταγή» του Αριστοτέλη δεν ισχύει ή δεν λειτουργεί. Πλείστα έργα του τραγικού δραματολογίου παρουσιά-ζουν χαρακτηριστικά που αποκλίνουν σαφώς από τις υποδείξεις του, αλλά παρόλα αυτά αναγνωρίστηκαν ήδη από τους αρχαίους ως τραγωδίες αρκετά σημαντικές, ώστε να αντέξουν στον χρόνο.
Ας αναφέρουμε λίγα μόνο παραδείγματα:
  • Λίγες από τις τραγωδίες που μας σώζονται παρουσιάζουν την «ιδεώδη» αριστοτέλεια πλοκή (ἁμαρτία, περιπέτεια-ἀναγνώρισις, καταστροφή-θρήνος). Αν και παλαιότερα οι μελετητές επιχειρούσαν να εντοπίσουν παντού και πάντοτε το περιβόητο «τραγικό σφάλμα», δεν είναι όλες οι τραγωδίες σαν τον Οιδίποδα Τύραννο!
  • Ο τύπος πλοκής επίσης που ο Αριστοτέλης θεωρεί πιο συγκεκριμένα ως τον καλύτερο, δηλαδή τον «τραγικότερο» (η «περίπλοκη» πλοκή, στην οποία ο φόνος ενός φίλου αποτρέπεται την τελευταία στιγμή μέσω της αναγνώρισης και γενικά υπάρχει μεταβολή από τη δυστυχία στην ευτυχία την υστάτη) δεν απαντά παρά σε ένα μικρό κλάσμα των τραγωδιών μας.
  • Η ίδια η έννοια του τραγικού σφάλματος στον Αριστοτέλη είναι ασαφής. Μόνο αν αποδώσουμε στην έννοια ἁμαρτία πολύ ευρύ περιεχόμενο, εντοπίζεται σε χαρακτήρες όπως, π.χ., η Αντιγόνη.
  • Επίσης, δεν είναι λίγοι οι χρηστοί τραγικοί ήρωες, που υποφέρουν χωρίς να το αξίζουν, με την έννοια ότι δεν έχουν διαπράξει κάποιο βαρύ ηθικό σφάλμα ή και δεν έχουν φταίξει σε τίποτα απολύτως, όπως η Ευρυδίκη στην Αντιγόνη, ο Φιλοκτήτης στην ομώνυμη τραγωδία, η Πολυξένη στην Εκάβη ή οι γυναίκες της Τροίας στις Τρωάδες. Εμείς όμως δεν θεωρούμε τα πάθη τους ανάξια του τραγικού είδους!
  • Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις συνταγές του Αριστοτέλη, η τραγωδία παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία τουλάχιστον ως προς τους τύπους της πλοκής της. Ήταν είδος που πειραματιζόταν με τα όριά του, αν και σε μικρότερο βαθμό από ό,τι η κωμωδία.

Slide045
3. ΤΟ ΠΟΙΟΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ ΜΕΡΗ
Ο Αριστοτέλης διαχωρίζει τις δομικές μονάδες της τραγωδίας σε δύο κατηγορίες:
  • Τα ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ ΜΕΡΗ: δηλαδή τις εξωτερικές ενότητες στις οποίες διαιρείται και βάση των οποίων οργανώνεται η δράση.
  • Τα ΚΑΤΑ ΠΟΙΟΝ ΜΕΡΗ: τα εσωτερικότερα δομικά υλικά πάνω στα οποία κτίζεται από τη μια ο τραγικός λόγος, από την άλλη η παράσταση γενικότερα.

ΤΑ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

 Slide047ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Τὰ πρὸ τῆς τοῦ χοροῦ εἰσόδουμέρος διαλογικό ή μονολογικό. Σε ορισμένες από τις πρωιμότερες τραγωδίες, π.χ. στους Πέρσες (472 π.Χ.) και τις Ικέτιδες (463 π.Χ.) ο πρόλογος παραλείπεται.
Στον πρόλογο παρέχονται βασικές πληροφορίες κυρίως για την προϊστορία της δράσης. Ενίοτε ο θεατής προϊδεάζεται για το τι περίπου θα ακολουθήσει, χωρίς όμως να αποκαλύπτονται οι πιο κρίσιμες πτυχές των μελλουμένων. Τα προλογικά πρόσωπα μπορεί να είναι απλώς προτατικάνα μην συμμετέχουν δηλαδή στην υπόλοιπη δράση. Ενίοτε, ειδικά στον Ευριπίδη, τον πρόλογο εκφωνούν θεοί.
ΠΑΡΟΔΟΣ
Το εισόδιο τραγούδι του χορού, το οποίο τραγουδά μπαίνοντας από τις παρόδους (ή εἰσόδους), τους διαδρόμους πλαγίως του θεατρικού οικοδομήματος που οδηγούν στην ορχήστρα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 450 π.Χ. κατά πάσα πιθανότητα, ο χορός αποτελείται πλέον από 15 μέλη. Τάση των τραγικών ποιητών είναι να συγκροτούν τους χορούς τους με άτομα περιθωριακών ή κατώτερων κοινωνικών τάξεων (γέροντες και παρθένες, ελεύθερες ή δούλες γυναίκες, ανώνυμους πολίτες). Η πάροδος
  • (α) εκθέτει τη βασική θεματολογία του έργου και
  • (β) κατοχυρώνει τον χαρακτήρα του χορού, ο οποίος συμβάλλει αποφασιστικά στην κατανόηση της ουσίας του έργου: το ποιος είναι (ή δεν είναι) ο χορός είναι ένα από τα πρώτα ερωτήματα που πρέπει να απαντήσει κανείς, προκειμένου να κατανοήσει ένα τραγικό έργο.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ
Το εκτενές διαλογικό κομμάτι μεταξύ δύο τραγουδιών του χορού. Με το πέρασμα του χρόνου τα επεισόδια αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερη έκταση και σημασία συγκρινόμενα με τα στάσιμα. Τα επεισόδια, ωστόσο, μπορούν να περιλαμβάνουν και λυρικά μέρη (αυτά αποκαλούνται, ανακριβώς,ἀπὸ σκηνῆς μέλη), τα οποία εκτελούν συνήθως οι ηθοποιοί (μονῳδίαι ή διῳδίαι) ή που εκτελούνται από κοινού από τους ηθοποιούς και τον χορό (ἐπιρρήματαἀμοιβαῖακομμοί). Τα επεισόδια είναι το σημείο στο οποίο προωθείται η πλοκή, δηλαδή εκτυλίσσονται τα σημαντικά γεγονότα. Βασικοί παράγοντες των επεισοδίων είναι οι υποκριτές, οι οποίοι ήδη από το 458 π.Χ. τουλάχιστον είναι τρεις. Δεν είναι ασήμαντος όμως και ο ρόλος του χορού στα επεισόδια. Σε αυτά ο χορός δεν προωθεί μεν τη δράση αποφασιστικά (συγκεκριμένες συμβάσεις τού απαγορεύουν να παρέμβει δυναμικά), ωστόσο τα λόγια του συμβάλλουν στην εκμαίευση της πληροφορίας, στη λήψη κρίσιμων αποφάσεων εκ μέρους των προσώπων του δράματος κλπ.
ΣΤΑΣΙΜΟ
Το χορικό κομμάτι που διαχωρίζει μεταξύ τους τα επεισόδια. Τα στάσιμα δομούνται σε στροφές,αντιστροφές και επωδούς. Οι στροφές και οι αντιστροφές παρουσιάζουν μετρική αντιστοιχία, δηλαδή η αντιστροφή έχει ακριβώς όμοια μετρική δομή όπως και η στροφή. Η επωδός διατηρεί το δικό της μετρικό σχήμα. Προϊόντος του χρόνου τα στάσιμα μετατρέπονται σε γενικούς ποιητικούς στοχασμούς ή και εντελώς εμβόλιμα τραγούδια, άσχετα με τη δράση. Κατά τον 5ο αιώνα, όμως, τα στάσιμα είναι ακόμη κομβικά σημεία, στα οποία συμπυκνώνεται η φιλοσοφική και άρα η διδακτική αξία της τραγωδίας και αποκρυσταλλώνεται το βαθύτερο, καθολικότερο νόημα των δρωμένων.
ΕΞΟΔΟΣ
Η καταληκτήρια σκηνή της τραγωδίας, η οποία συνδυάζει το διαλογικό και το λυρικό στοιχείο.

ΚΑΤΑ ΠΟΙΟΝ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

Τα κατά ποιόν μέρη της τραγωδίας σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είναι έξι:
Slide052ΜΥΘΟΣ
Πρόκειται για αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει σύνθεσιν τῶν πραγμάτων και που εμείς σήμερα αποκαλούμε υπόθεση και πλοκή, δηλαδή τη διαδοχή των γεγονότων στο έργο. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι καλός μῦθος είναι αυτός που στηρίζεται στο εἰκὸς καὶ τὸ ἀναγκαῖονδηλαδή στη φυσική και ομαλή διαδοχή των συμβάντων, από τα οποία το ένα προκαλεί το άλλο. Οι ιδανικότεροι τραγικοί μύθοι, επίσης, περιλαμβάνουν κάποια περιπέτειανδηλαδή μια δραματική μεταβολὴν ἐς τὸ ἐναντίον,είτε από την ευτυχία στη δυστυχία είτε το αντίθετο.
Για τον Αριστοτέλη ο μῦθος είναι η καρδιά κάθε καλής τραγωδίας και άρα το σημείο το οποίο πρέπει να προσέξει περισσότερο από όλα ο ποιητής. Αυτό είναι κατανοητό: με δεδομένο το γεγονός ότι τα βασικά συστατικά των τραγικών πλοκών είναι γνωστά από την τραγική παράδοση, αυτό που διαφοροποιεί τον ένα Οιδίποδα από τον άλλο είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής θα δομήσει την ιστορία, ποια στοιχεία του παραδοσιακού μύθου θα τονίσει έναντι άλλων, τι θα αποσιωπήσει από την παράδοση και τι θα προσθέσει σε αυτήν (υπήρχαν μικρά περιθώρια τέτοιων προσαρμογών κλπ).
ΗΘΟΣ
Πρόκειται για τους χαρακτήρες των προσώπων, πιο συγκεκριμένα εκείνες τις ενέργειες (ή συνηθέστερα εκείνες τις εκτενείς ρήσεις) που αποκαλύπτουν το γιατί πράττουν όπως πράττουν.
ΛΕΞΙΣ
Ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τον λόγο ο ποιητής, δηλαδή το λεξιλόγιο και το ύφος.
ΔΙΑΝΟΙΑ
Οι σκέψεις, οι ιδέες και οι απόψεις που εκφράζουν οι διαφορετικοί ήρωες του έργου.
ΟΨΙΣ
Η οπτική διάσταση της παράστασης (κοστούμια, προσωπεία, σκηνικός χώρος).
ΜΕΛΟΣ
Η μουσική διάσταση της παράστασης.
4. Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ
Για να κατανοήσουμε πλήρως την αρχαιοελληνική τραγωδία, πρέπει να έχουμε αντίληψη για τα βασικά δομικά της συστατικά και την ιστορία τους. Συνεπώς, η διερεύνηση της καταγωγής της τραγωδίας, έστω και αν δεν μπορεί να καταλήξει σε απολύτως ασφαλή συμπεράσματα (είναι πολλά τα κενά στις γνώσεις μας), αποτελεί απαραίτητο κεφάλαιο σε κάθε εισαγωγή στο είδος.
Εντούτοις, από το να καταλήξουμε σε συγκεκριμένα εξελικτικά σχήματα πιο σημαντικό είναι να κατανοήσουμε ποια ήταν ακριβώς τα ιστορικά υλικά μέσα από τα οποία προέκυψε το τραγωδικό φαινόμενο.

Frontisi-Ducroux, 207. Dionysus as a pillar surmounted by aΔΙΤΤΗ ΚΑΤΑΓΩΓΗ

Η τραγωδία του 5ου αιώνα παρουσιάζει διττές καταβολές:
  • Αφενός από τη θρησκευτική λατρεία και την τελετουργία, συγκεκριμένα, τη λατρεία του Διονύσου κυρίως, αλλά επίσης και τη λατρεία των ἡρῴων, δηλαδή ανθρώπων που απέκτησαν υπερφυσικές διαστάσεις μετά θάνατον
  • Αφετέρου από τη λογοτεχνία, συγκεκριμένα από το έπος και τη λυρική ποίηση (τη χορική και τη μελική) της αρχαϊκής περιόδου.
Η τραγωδία είναι το σημείο στο οποίο συμπλέουν, μέσα από μια δημιουργική διεργασία που χρειάστηκε αρκετές δεκαετίες ώστε να δώσει το τελικό της προϊόν, τρία μεγάλα ποτάμια: το έπος, η λυρική ποίηση και η θρησκευτική τελετουργία.
Στις θρησκευτικές-τελετουργικές της καταβολές, η τραγωδία οφείλει
  • τη χρήση των προσωπείων και των κοστουμιών με σκοπό τη μιμητική αναπαράσταση μιας πράξης και μιας ομάδας πραττόντων
  • Τη στενή συνύφανση των τραγικών μύθων με θέματα και μοτίβα παρμένα από τη θρησκευτική πράξη (αιματηρές και αναίμακτες προσφορές, άλλες τελετές, όρκοι, χρησμοί, κλπ)
  • Τον συνδυασμό τραγωδίας και σατυρικού δράματος στο πλαίσιο της τραγικής τετραλογίας
Στις λογοτεχνικές-έντεχνές της καταβολές από το έπος και τη λυρική (χορική και μελική) ποίηση, η τραγωδία οφείλει
  • Την υπέρβαση της διονυσιακής θεματολογίας προς την κατεύθυνση θεμάτων παρμένων από τον Επικό Κύκλο
  • Τον συνδυασμό των διαλογικών (επικών) και των αδόμενων (χορικολυρικών) μερών
  • Την υψηλή γλώσσα και την πολυμετρία (τον συνδυασμό απαγγελλόμενων και λυρικών μέτρων).
City of Images 130. Encounter at the fountain, place for rendezvous and erotic violence

ΤΟ ΠΙΘΑΝΟ ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ

Ένα λογικό σχεδιάγραμμα της ιστορικής εξέλιξης που οδήγησε στην τραγωδία όπως τη γνωρίζουμε μας δίνει ο Ι. Μ. Κωνσταντάκος:
ΣΤΑΔΙΟ 1Οἐκ τοῦ σατυρικοῦ (λαϊκά αυτοσχέδια δρώμενα συνδεδεμένα με τη διονυσιακή λατρεία)
ΣΤΑΔΙΟ 2Οαπό το λαϊκό αυτοσχέδιο άσμα στο λογοτεχνικό διθύραμβο
ΣΤΑΔΙΟ 3Οαπό τη διονυσιακή στη διευρυμένη θεματολογία μέσα από τη σύνδεση του διθυράμβου με τη λατρεία των ηρώων
ΣΤΑΔΙΟ 4Οη ανάδειξη του πρώτου υποκριτή
ΣΤΑΔΙΟ 5ΟΗ ένταξη των τραγικών αγώνων στο πρόγραμμα των Μεγάλων Διονυσίων.

Dionysus mask 1

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΤΗΣ ΦΑΣΗ

Από τη στιγμή που η τραγωδία μπαίνει στο πρόγραμμα των Μεγάλων Διονυσίων (534 π.Χ.),συνεχίζει να υφίσταται εξέλιξη ως θεατρικό είδος για περίπου άλλα εκατό χρόνια, οπότε και αποκρυσταλλώνει την τελική της μορφή. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η τελείωση της τραγωδίας επήλθε με τον Σοφοκλή και ότι με τον Ευριπίδη ξεκίνησε μια μακρά πορεία προς την παρακμή. Δεν είμαστε όμως υποχρεωμένοι να υιοθετήσουμε τα τελεολογικά του σχήματα: η τραγωδία μετασχηματίζεται, δεν παρακμάζει.
Στην ιστορική της φάση η τραγωδία υφίσταται τις ακόλουθες σημαντικές μεταβολές:
  • Διαμόρφωση της βασικής τραγικής δομής (εναλλαγή αδόμενων και διαλογικών μερών, σχήμα των κατά ποσόν μερών): αποκρυσταλλώνεται σίγουρα πριν το 472 π.Χ., αν και οι Πέρσες δεν έχουν πρόλογο.
  • Εισαγωγή διαγωνισμού Κωμωδίας στα Μεγάλα Διονύσια (486 π.Χ.): Συχνά θεωρούμε ότι επίδραση ασκούσε μονόδρομα η τραγωδία στην κωμωδία. Στην πραγματικότητα υπήρχε δημιουργική ώσμωση μεταξύ των δύο ειδών, που άλλαζε και την τραγωδία.
  • Εισαγωγή του δεύτερου και του τρίτου υποκριτήτο πρώτο πιστώνεται στον Αισχύλο, το δεύτερο στον Σοφοκλή, αν και οι πληροφορίες αυτές ελέγχονται ως πιθανές σχηματοποιήσεις των πραγμάτων.
  • Αξιοποίηση του σκηνικού οικοδομήματος ως σημείου της παράστασης: παρατηρείται για πρώτη φορά με ασφάλεια στην Ορέστεια του Αισχύλου (458 π.Χ.). Παράλληλα με το σκηνικό οικοδόμημα παρατηρείται και η χρήση σημαντικών σκηνικών μηχανημάτων, όπως το ἐκκύκλημααρχικά, αργότερα η μηχανή.
  • Αύξηση των μελών του χορού από 12 σε 15: καινοτομία που πιστώνεται στον Σοφοκλή.
  • Εισαγωγή της «σκηνογραφίας», δηλαδή της στοιχειώδους ζωγραφικής ανάπλασης του σκηνικού χώρου: πιστώνεται στον Σοφοκλή
  • Διαγωνισμός τραγικών υποκριτών, πιθανότερα το 449 π.Χ. Ο διαγωνισμός συντείνει στη σταδιακή επαγγελματικοποίηση του ηθοποιού. Μεταξύ του 440-430 π.Χ. θα εισαχθεί ανάλογος διαγωνισμός και στα Λήναια, ο οποίος μάλιστα θα αφορά και τους κωμικούς πρωταγωνιστές.
  • Εισαγωγή θεατρικού διαγωνισμού και στα Λήναια: Συμβαίνει στα τέλη της δεκαετίας του 440 π.Χ. και συμβάλλει στην περαιτέρω ανάπτυξη ιδιαιτέρως της κωμωδίας, που κυριαρχεί σε αυτή τη γιορτή.
  • Περιορισμός του χορικού στοιχείου: ξεκινά σταδιακά από τον Αισχύλο και κορυφώνεται κατά τον 4ο αιώνα, οπότε τα χορικά ενδεχομένως να έχουν τον χαρακτήρα του ἐμβολίμου.
  • Εισαγωγή του θεσμού της παλαιᾶς τραγῳδίας στα Μεγάλα Διονύσια (386 π.Χ.)δηλαδή της αναπαράστασης ενός έργου του 5ου αιώνα, αρχικά εκτός διαγωνισμού. Ο θεσμός ενισχύει την «κλασικοποίηση» ιδιαιτέρως της παραγωγής των Τριών Μεγάλων Τραγικών, γεγονός που γονιμοποιεί τη μεταγενέστερη τραγική αλλά και κωμική δραματική παραγωγή.
  • Κατάργηση της δομής της τετραλογίας: Περί τα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. η τετραλογική μορφή καταργείται και ο ρόλος του σατυρικού δράματος περιορίζεται.
  • Εισαγωγή του θεσμού της παλαιᾶς κωμῳδίας στα Μεγάλα Διονύσια (terminus ante το 312 π.Χ.): Περί τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια παρουσιάζονται, και πάλι εκτός συναγωνισμού, και «παλαιές κωμωδίες». Με τον όρο αυτό δεν αναφερομαστε κατ᾽ ανάγκη σε έργα του 5ου αιώνα. Στην πραγματικότητα η πρώτη «παλαιά κωμωδία» που γνωρίζουμε ότι διδάχθηκε ήταν ένα έργο του Αναξανδρίδη, ποιητή που άκμασε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ.
πηγή: antonispetrides

ΠΕΡΙ ΣΥΜΒΟΛΩΝ - Ο ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ

$
0
0

Τα Ομηρικά Επη δεν είναι απλώς μια αφηγηματική παρουσίαση κάποιων γεγονότων, πραγματικών ή φανταστικών, αλλά είναι μια πολύ καλά κωδικοποιημένη αποτύπωση βαθιών μυστηριακών θεμάτων.

Παρότι μπορούμε να βρούμε διάσπαρτα στα Φιλοσοφικά κείμενα επεξηγηματικές αναφορές που μας αποκαλύπτουν τι κρύβεται πίσω από τις αφηγήσεις του Ομήρου, μπορούμε να πάρουμε την κεντρική ιδέα από τα Σχόλια του Ερμεία στον Φαίδρο του Πλάτωνα.


"Ἴλιον μὲν οὖν νοείσθω ἡμῖν ὁ γενητὸς καὶ ἔνυλος τόπος παρὰ τὴν ἰλὺν καὶ τὴν ὕληνἼλιον ὠνομασμένον, ἐν ᾧ καὶ ὁ πόλεμοςκαὶ ἡ στάσις· 
οἱ δὲ Τρῶες τὰ ἔνυλα εἴδη καὶ αἱ περὶ τοῖς σώμασι πᾶσαι ζωαὶ, διὸ καὶ ἰθαγενέεςλέγονται οἱ Τρῶες· καὶ γὰρ οἰκείαν τὴν ὕλην περιέπουσιν αἱ περὶ τὰ σώματα ζωαὶ πᾶσαι καὶ αἱ ἄλογοι ψυχαί· οἱ δὲ Ἕλληνες αἱ λογικαὶ ψυχαὶ ἐκ τῆς Ἑλλάδοςτουτέστιν ἐκ τοῦ νοητοῦ, ἐλθοῦσαι εἰς τὴν ὕλην, διὸ καὶ ἐπήλυδες λέγονται οἱ Ἕλληνες, καὶ κρατοῦσι τῶν Τρώων ἅτε τῆς ὑπερτέρας ὄντες τάξεως."

δηλαδή:

"Ιλιον λοιπόν ας νοήσουμε τον γενητό και ένυλο τόπο που ονομάστηκε από την ιλύν(λάσπη) και την ύλην, στον οποίο είναι και ο πόλεμος και η στάση. Οι δε Τρώες είναι τα υλικά είδη και όλες οι περί τα σώματα ζωές, για αυτό και ιθαγενείς καλούνται οι Τρώες. Διότι και την ύλη περιτριγυρίζουν όλες οι περί τα σώματα ζωές και οι άλογες ψυχέςΟι δε Ελληνες είναι οι λογικές ψυχές που ήλθαν από την Ελλάδα, δηλαδή από το νοητό. Οι οποίες ήλθαν στην ύλη, για αυτό και καλούνται επήλυδες οι Ελληνες και επικρατούν των Τρώων επειδή είναι υπέρτερης από αυτούς τάξεως."


Οπως και το παρακάτω:

"Οἱ θεωρητικώτερον δὲ ἐξηγησάμενοι τὴν Ἰλιάδα καὶ τὴν Ὀδύσσειαν καὶ τὴν ἄνοδον ... διὸ, φασὶν, ἐν τῇ Ἰλιάδι, ἐπειδὴ ἡ ψυχὴ πολεμεῖται ἐκ τῆς ὕληςμάχας καὶ πολέμουςκαὶ τὰ τοιαῦτα ἐποίησεν, ἐν δὲ τῇ Ὀδυσσείᾳ ... παραπλέοντα τὰς Σειρῆνας καὶ ἐκφεύγοντα τὴν Κίρκην, τοὺς Κύκλωπας, τὴν Καλυψὼ καὶ πάντα τὰ ἐμποδίζοντα πρὸς ἀναγωγὴν ψυχῆς καὶ μετὰ ταῦτα ἀπελθόντα εἰς τὴν πατρίδατουτέστιν εἰς τὸ νοητόν".

δηλαδή:



"Αυτοί δε που εξήγησαν θεωρητικότερα την Ιλιάδα και την Οδύσσεια και την άνοδον... για αυτό λένε στην Ιλιάδα, επειδή η ψυχή πολεμείται από την ύλη, μάχες και πολέμους και τα τοιαύτα έκανε, στην δε Οδύσσεια...παραπλέοντας τις Σειρήνες και διαφεύγοντας από την Κίρκη, τους Κύκλωπες, την Καλυψώ και όλα όσα εμποδίζουν την αναγωγή της ψυχής και μετά από αυτά επιστρέφοντας στην πατρίδα, δηλαδή στο νοητό".


Ετσι λοιπόν η Ιλιάδα αλληγορεί την δημιουργία του κόσμου και την κάθοδο των ψυχών στον κόσμο της ύλης, ενώ η Οδύσσεια αλληγορεί την προσπάθεια επιστροφής των ψυχών στο νοητό.



Αν λοιπόν έχουμε στο μυαλό μας την βασική αυτή θέση των Ομηρικών Επών, τότε σίγουρα τα Ομηρικά Επη θα μας μιλήσουν και θα μας αποκαλύψουν τα πολύ καλά κρυμμένα μυστικά τους.

πηγή: empedotimos.blogspot

ΠΟΛΙΤΕΥΜΑ ΚΑΙ ΕΙΔΗ ΠΟΛΙΤΕΥΜΑΤΩΝ

$
0
0

1. Πολίτευμα

Με τον όρο πολίτευμα ή πολιτικό σύστημα εννοείται το σύνολο των θεσμών, σύμφωνα με τους οποίους κυβερνάται ένα κράτος ή μια πολιτεία. Σε ό,τι αφορά το συνταγματικό δίκαιο είναι η ιδιάζουσα τάξη, σύμφωνα με την οποία η εκάστοτε πολιτεία ρυθμίζει την οργάνωση της εξουσίας και την θέση των πολιτών μέσα σε αυτή την τάξη. Ένας κάπως διαφορετικός -αλλά ισχύων- ορισμός για το πολίτευμα είναι πως πρόκειται για το σύνολο των κανόνων που καθορίζουν ποια είναι τα άμεσα όργανα της πολιτείας, τον τρόπο εκλογής τους, τις μεταξύ τους σχέσεις και τον κύκλο αρμοδιότητάς τους, όπως επίσης και την σχέση των ατόμων προς την πολιτική εξουσία.


Πολιτεύματα υπάρχουν επί της ουσίας από τότε που διαμορφώθηκε η κοινωνική μονάδα του ηγεμονικού οίκου κατά την εκπνοή της Νεολιθικής, στη Χαλκολιθική. Ωστόσο, η συγκεκριμένη έρευνα επί των πολιτευμάτων ανάγεται στην αρχαία Ελλάδα, με κύριο εκπρόσωπο τον Αριστοτέλη. Πριν από τον Αριστοτέλη ασχολήθηκε με το θέμα και ο Ηρόδοτος, ο οποίος διέκρινε τρία είδη πολιτεύματος, τη μοναρχία, την ολιγαρχία και τη δημοκρατία ή ισονομία, όπως την αποκαλούσε (Ηρόδ. Γ΄ 80-83). Την ίδια περίπου διάκριση μεταξύ των πολιτευμάτων κάνει ο Ξενοφών (Απομν, 4.6.12), ο Ισοκράτης (Παναθ. 259-260) και ο Πλάτων (Πολιτικός, 291,292).

Εκείνος όμως που ασχολήθηκε συστηματικά με τα πολιτεύματα είναι ο Αριστοτέλης, ο οποίος φέρεται να έγραψε για τα πολιτεύματα 158 πολιτειών, αν και διασώθηκε μόνον η Αθηναίων πολιτεία. Ο Αριστοτέλης πρώτος όρισε το πολίτευμα ως [...την τάξην ταις πόλεσι την περί τας αρχάς, τίνα τρόπον νενέμηνται και τι το κύριον της πολιτείας, και τι το τέλος της εκάστης κοινωνίας εστί..], (Πολιτικ. Γ' 5) ορισμός που ισχύει ακόμα και σήμερα. Όταν ανώτατο όργανο της πολιτείας είναι ένα πρόσωπο, τότε το πολίτευμα καλείται μοναρχία. Όταν είναι περισσότερα του ενός προσώπου αλλά ανήκουν στην τάξη των αρίστων, τότε είναι αριστοκρατία. Τέλος όταν ανώτατο όργανο είναι το σύνολο των πολιτών, το πολίτευμα αποκαλείται δημοκρατία. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο τα τρία αυτά πολιτεύματα είναι ορθά μόνον όταν αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον, διαφορετικά αποτελούν παρεκβάσεις. Η παρέκβαση της μοναρχίας είναι η τυραννίδα, της αριστοκρατίας η ολιγαρχία και της δημοκρατίας η οχλοκρατία.

Για τα τρία πολιτεύματα ο Αριστοτέλης διακρίνει και υποδιαιρέσεις:

Υποδιαιρέσεις πολιτευμάτων κατά Αριστοτέλη
  • Βασιλεία -ηρωικών χρόνων
  • Βαρβαρική βασιλεία -απόλυτος, κληρονομική βάσει νόμου
  • Αισυμνητεία βασιλεία -αιρετή τυραννίδα
  • Λακωνική βασιλεία -κληρονομική στρατηγία
  • Παμβασιλεία -ο βασιλεύς κύριος των πάντων
  • Ολιγαρχία -δια πληρωμής μεγάλου τιμήματος
  • Αριστοκρατία -δια πληρωμής μικρού τιμήματος
  • Αριστοκρατία -κληρονομικής διαδοχής
  • Δυναστεία -κληρονομική αριστοκρατία κατά την οποία κυβερνούν οι άρχοντες και όχι ο νόμος
  • Δημοκρατία -ισότητας, αδιακρίτως ίσα δικαιώματα
  • Δημοκρατία -καθοριζόμενη από μικρά κοινωνικά τμήματα
  • Δημοκρατία -καθοριζόμενη από άμεμπτους πολίτες
  • Δημοκρατία -καθολικής συμμετοχής
  • Οχλοκρατία -τα ψηφίσματα υπερβαίνουν των νόμων

2. Είδη Πολιτευμάτων

Στον παρακάτω κατάλογο καταγράφονται τα διάφορα μείζονα και σύγχρονα πολιτεύματα, έτσι όπως αναγνωρίζονται από την πολιτική επιστήμη, και ορισμένες υποκατηγορίες τους. Τα πολιτεύματα αυτά μπορεί να επικαλύπτονται σημαντικά μεταξύ τους, ενώ οι όροι μπορεί να έχουν διαφορετική σημασία σε διαφορετικές εποχές:
[ Πατώντας πάνω στα πολιτεύματα ή στις υποκατηγορίες τους οδηγούμαστε σε συνδέσμους για το καθένα.]

________________________

Βιβλιογραφία
  • Αριστοτέλους, Πολιτικά Δ.
  • Σγουρίτσας Χ. Γ. «Πολίτευμα», στο Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Τομ. 20ος, Φοίνιξ (Αθήνα χ.χ.)

πηγή: el.wikipedia
Viewing all 939 articles
Browse latest View live