Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΑΙΣΧΥΛΕΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΓΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΟΦΟΚΛΕΙΑ ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

$
0
0


Τό ἐ­ρώ­τη­μα «τί εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος» εἶ­ναι πάν­τα, ἔμ­με­σα ἤ ἄ­με­σα, πα­ρόν στήν ἀ­θη­να­ϊ­κή τρα­γω­δί­α. Μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη σα­φή­νεια καί ἔν­τα­ση τί­θε­ται — καί παίρ­νει ἀ­πάν­τη­ση — μέ­σα σέ δύ­ο ἀ­π’ τίς πιό ση­μαν­τι­κές, καί ἀ­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κές, τρα­γω­δί­ες: τόν Προ­μη­θέ­α Δε­σμώ­τη τοῦ Αἰ­σχύ­λου (πι­θα­νό­τα­τα ἕ­να ἀ­π’ τά τε­λευ­ταί­α ἔρ­γα τοῦ ποι­η­τῆ, γύ­ρω στά 460) καί τήν Ἀν­τι­γό­νη τοῦ Σο­φο­κλέ­ους (σχε­δόν βέ­βαι­α χρο­νο­λο­γη­μέ­νη τό 442 ἤ 443).

Οἱ ἀ­πάν­τη­σεις πού δί­νουν στό θε­με­λια­κό αὐ­τό γιά ὅ­λον τόν ἑλλη­νι­κό πο­λι­τι­σμό ἐ­ρώ­τη­μα οἱ δύ­ο τρα­γω­δί­ες εἶ­ναι, ὅ­πως θά προ­σπα­θή­σω νά δεί­ξω, τε­λεί­ως ἀν­τί­θε­τες. Ἡ δι­α­φο­ρά αὐ­τή δέν μπορεῖ νά ἀ­πο­δο­θεῖ μό­νο στήν ἀ­το­μι­κή στά­ση τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Πα­ρά τό μι­κρό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα πού χω­ρί­ζει τά δύ­ο ἔρ­γα —πε­ρί­που εἴ­κο­σι χρό­ναι — ἡ δι­α­φο­ρά ἐκ­φρά­ζει καί εἶ­ναι συ­νυ­πό­στα­τη μέ τόν ἀ­νή­κου­στο ρυθ­μό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δη­μι­ουρ­γί­ας στήν δη­μο­κρα­τι­κή Ἀ­θή­να, μέ τόν ὁ­λο­έ­να καί ρι­ζι­κό­τε­ρο πα­ρα­με­ρι­σμό τῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν πα­ρα­στά­σε­ων καί μέ τήν ἐ­πέ­κτα­ση καί ἐμ­βά­θυν­ση τῆς ἀνθρώ­πι­νης αὐ­το­γνω­σί­ας. Εἶ­ναι κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο ἀ­νά­λο­γη μέ τήν δι­α­φο­ρά Ἡ­ρο­δό­του-Θου­κυ­δί­δη καί τήν προ­α­ναγ­γέλ­λει εἴ­κο­σι - τριά­ντα χρό­νια πρίν.


Ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος δέν μοῦ ἐ­πι­τρέ­πουν νά ἐμ­πλα­κῶ μέ τό σύ­νο­λο τῶν «ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν» (μέ τήν σύγ­χρο­νη ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου) ζη­τη­μά­των, πού κα­τ’ ἀ­νάγ­κη θέ­τουν τά δύ­ο τε­ρά­στια κεί­με­να. Θε­λη­μέ­να θά «ἀ­πο­σπά­σω» τά χω­ρί­α πού κεν­τρι­κά μέ ἐν­δι­α­φέ­ρουν, χω­ρίς νά ἀ­σχο­λη­θῶ — ἔ­ξω ἀ­πό πα­ρεμ­πί­πτου­σες νύ­ξεις — μέ τήν σχέ­ση τους μέ τό σύ­νο­λο τῆς τρα­γω­δί­ας ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α προ­έρ­χον­ται, ἀ­κό­μα λι­γό­τε­ρο μέ τό συ­νο­λι­κό ἔρ­γο τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Οὔ­τε θά ἀ­να­φερ­θῶ στό εὐ­ρύ­τα­το πλέγ­μα τῶν ἀν­θρω­πο­λο­γι­κῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων πού ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀ­π’ τόν Ὅμηρο καί τόν Ἡ­σί­ο­δο ὡς τόν 5ο αἰ­ώ­να καί κα­τό­πιν. Οἱ πα­ρεμ­φε­ρεῖς ἐ­ρω­τή­σεις εἶ­ναι φυ­σι­κά ἀ­πολύ­τως νό­μι­μες. Θε­ω­ρῶ ὅ­μως ἐ­πί­σης νό­μι­μη τήν ἐ­δῶ σκο­πιά: νά προ­σπα­θή­σου­με νά θε­ω­ρή­σου­με κα­θ’ ἑ­αυ­τά καί σέ ὅ­λη τήν δύ­να­μή τους ὁ­ρι­σμέ­να ρή­μα­τα τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν (μέ γνώ­ση, φυ­σι­κά, ὅ­σων τά πε­ρι­βάλ­λουν, ἀλ­λά χω­ρίς ρη­τή ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α τῆς γνώ­σης αὐ­τῆς) καί, ξε­κι­νών­τας ἀ­π’ αὐ­τά, νά προ­σπα­θή­σου­με, σ’ ἕ­να δεύ­τε­ρο και­ρό, νά δι­αυ­γά­σου­με τό συ­νο­λι­κό ἑλ­λη­νι­κό το­πί­ο.

Τό θέ­μα μας ἐ­δῶ εἶ­ναι: τί λέ­γε­ται — καί κα­τά συ­νέ­πεια, τί προτεί­νε­ται πρός ἀ­κοήην στό κοι­νό τῶν Ἀθηναίων — μέ­σα στόν Προ­μη­θέ­α ἀ­φ’ ἑ­νός, στήν Ἀντιγόνη ἀ­φ’ ἕ­τε­ρου, σχε­τι­κά μέ τόν ἄν­θρω­πο καί τά οὐ­σι­α­στι­κά του κα­τη­γο­ρή­μα­τα; Ἑπομένως, λί­γο μας ἐν­δι­α­φέ­ρει ἄν ὁ Αἰ­σχύ­λος καί ὁ Σο­φο­κλῆς «ἐ­πε­νό­η­σαν» τά λό­για τους, ἤ τά «δα­νεί­στη­καν», ἄν τά σκέ­φτη­καν νη­φά­λια, τά εἶ­δαν στόν ὕ­πνο τους ἤ ἄν τούς ἦρ­θαν σέ μί­α στιγ­μή θεί­ας μα­νί­ας. Ἐ­λά­χι­στα μας ἐν­δι­α­φέ­ρει, ἀ­κό­μα, καί ἄν τά «ἐ­πί­στευ­αν» (ἄν καί ἀ­σφα­λῶς τά ἐ­πί­στευ­αν). Βα­ρύ­τη­τα ἄ­π’ αὐ­τή τήν ἄ­πο­ψη ἔ­χει γιά μᾶς μό­νο τό γε­γο­νός ὅ­τι αὐ­τά πού θά ἐκ­θέ­σου­με μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά τά διανο­η­θεῖ στήν Ἀθήνα τοῦ 460-440, μπο­ροῦ­σε νά τά ἔκ­φρα­σει, νά τά πα­ρου­σιά­σει στόν λα­ό καί — του­λά­χι­στον στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς Ἀν­τι­γό­νης — νά στε­φα­νω­θεῖ γι’ αὐ­τό πού δι­α­νο­ή­θη­κε, ἐ­ξέ­φρα­σε καί πα­ρέ­στη­σε. Βα­ρύ­τη­τα ἔ­χει δη­λα­δή γιά μᾶς ἡ πραγ­μα­τι­κή πα­ρου­σί­α στόν ἀ­θη­να­ϊ­κό κοι­νω­νι­κό-ἱ­στο­ρι­κό χῶ­ρο ὁ­ρι­σμέ­νων ση­μα­σια­κῶν συμ­πλεγ­μά­των, τῶν ὁ­ποί­ων ξέ­ρου­με, ἀ­π’ τήν ἄλ­λη με­ριά, τήν ἐν­δόμυ­χη συ­νά­φεια μέ τήν κα­θο­λι­κή φαν­τα­σια­κή θέ­σμι­ση αὐ­τοῦ το­ϋ χώ­ρου. Ἡ σχέ­ση τοῦ Αἰ­σχύ­λου μέ τίς ρί­ζες μιᾶς μυ­θι­κῆς/θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, στήν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ἐ­πι­βάλ­λει μί­α ἀ­πο­φα­σι­στι­κή στρο­φή, ἡ σχέ­ση τοῦ Σο­φο­κλῆ μέ ὅ­λο τόν σύγ­χρο­νό του φι­λο­σο­φι­κό (καί «σο­φι­στι­κό») ἀ­να­βρα­σμό καί δη­μι­ουρ­γί­α εἶ­ναι πε­ρί­που γνω­στές. Νο­μί­ζω ὅ­τι 0ά φω­τι­στοῦν ἐν­το­νό­τε­ρα ἀ­π’ τήν συγ­κρι­τι­κή ἀ­νά­λυ­ση πού ἀ­κο­λου­θε­ῖ.

Ἐπίσης δέν μπο­ρῶ νά ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τήν συ­ζή­τη­ση τῶν προ­η­γου­μέ­νων, καί λί­γο ἤ πο­λύ γνω­στῶν, ἑρ­μη­νει­ῶν τῶν δύ­ο ἔρ­γων. Δύ­ο ση­μεῖ­α μό­νο θά μνη­μο­νεύ­σω σύν­το­μα. Ὑπάρχει μί­α «με­τά­φρα­ση» καί ἐ­κτε­νής «ἑρ­μη­νεί­α» τοῦ στα­σί­μου τῆς Ἀντιγόνης πού θά συ­ζη­τή­σου­με (πολ­λά τά δει­νά...) ἀ­π’ τόν Χά­ιν­τεγ­κερ. Ἡ «με­τά­φρα­ση» ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τ’ οὐ­σί­αν ἕ­ναν ἀ­πο­κρου­στι­κό βια­σμό τοῦ κει­μέ­νου τοῦ Σο­φο­κλέ­ους. Στη­ρί­ζει — καί στη­ρί­ζε­ται σε — μί­αν «ἑρ­μη­νεί­α» πού εἶ­ναι, ὅπως σχε­δόν πάν­το­τε, ἁ­πλῶς προ­βο­λή τῶν σχη­μά­των τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ. Ὅ­σο καί ἄν, κα­θ’ ἑ­αυ­τά, αὐ­τά τά σχή­μα­τα μπο­ροῦν νά ὠ­θή­σουν πρός σκέ­ψη καί νά «ἐ­ρε­θί­σουν» γό­νι­μα τόν συ­νή­θως ὀ­κνη­ρό ἀ­να­γνώ­στη τῶν ἀρ­χαί­ων κει­μέ­νων, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὁ­δη­γοῦν σέ μί­α τε­χνη­τή καί σα­θρή κα­τα­σκευ­ή, πού ἀ­π’ τή μί­α πα­ρου­σιά­ζει τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Σο­φο­κλέ­ους σάν μί­α πλή­ρη ἐνσάρ­κω­ση τοῦ Χα­ϊν­τεγ­κε­ρι­α­νο­ῦ Dasein, καί, ἀ­π’ τήν ἄλ­λη, ρυθ­μί­ζε­ται, ἀ­πί­στευ­τα καί τε­ρα­τω­δῶς (ὅ­πως ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χει γρά­ψει ὁ Χά­ιντεγ­κερ γιά τούς Ἀρχαίους Ἕλ­λη­νες), ἀ­πό τήν συ­στη­μα­τι­κή ἀ­γνό­η­ση τῆς πό­λε­ως, τῆς πο­λι­τι­κῆς, τῆς δη­μο­κρα­τί­ας καί τῆς κεν­τρι­κῆς θέ­σης τους μέ­σα στήν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή δη­μι­ουρ­γί­α. Τό ἀ­ναγ­καῖ­ο ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τῆς τῆς ἀ­γνό­η­σης εἶ­ναι φυ­σι­κά μιά στρα­βή «κα­τα­νό­η­ση» τῆς ἀρ­χαί­ας φι­λο­σο­φί­ας, ἀ­δι­ά­σπα­στα συν­δε­δε­μέ­νης μέ τήν πό­λη καί τήν δη­μο­κρα­τί­α ἀ­κό­μα καί ὅ­ταν τίς ἐ­χθρεύ­ε­ται. Καί ὁ Πλά­των ἀ­κό­μα — ὁ Πλά­των ἰ­δί­ως— εἶ­ναι ὄ­χι μό­νο ἀ­δι­α­νό­η­τος καί ἀ­δύ­να­τος χω­ρίς τήν δη­μο­κρα­τι­κή πό­λη, ἄλ­λα καί ἀ­κα­τα­νό­η­τος ὡς φι­λό­σο­φος χω­ρίς τήν ἐ­πι­μο­νη πά­λη του ἐ­ναν­τίον τῆς δη­μο­κρα­τί­ας. Αὐ­τά ὁ ἐ­θνι­κο­σο­σι­α­λι­στής (1933-1945) Χά­ιν­τεγ­κερ οὔ­τε θέ­λει οὔ­τε μπο­ρε­ϊ νά τά ἰδεῖ. (Ἕ­να ἀ­π’ τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα αὐ­τῆς τῆς τύ­φλω­σης θά τό βροῦ­με πιό κά­τω, συ­ζη­τών­τας τό κεί­με­νο το­ῦ Σο­φο­κλέ­ους). Oἱ αὐ­θαι­ρε­σί­ες το­ῦ Χά­ιν­τεγ­κερ φθά­νουν ὡς τήν συν­δυ­α­σμέ­νη ἀλ­λοί­ω­ση τῆς προ­φα­νοῦς στί­ξης το­ϋ κει­μέ­νου καί τοῦ πα­ρα­με­ρι­σμοῦ λέ­ξε­ων πού δεί­χνουν τό ἄ­το­πο αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λοί­ω­σης. Ἔ­τσι, π.χ., δι­α­βά­ζει τούς στί­χους 360-361 τοῦ στα­σί­μου τῆς Ἀντιγόνης: παν­το­πό­ρος ἄ­πο­ρος, ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται ἀν­τί γιά παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον, γιά νά μπο­ρέ­σει νά με­τα­φρά­σει: «παν­τοῦ βα­δί­ζον­τας καί μέ­νον­τας στόν δρό­μο, χω­ρίς πεί­ρα καί χω­ρίς δι­έ­ξο­δο, φτά­νει στό μη­δέν», ἐ­ξω­φρε­νι­κή πα­ρα­βί­α­ση το­ῦ κει­μέ­νου, πού γιά νά ἀ­πο­κτή­σει μιά ἐ­πι­φα­νεια­κή ἀ­λη­θο­φά­νεια εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νη νά ἐ­ξα­λεί­ψει λά­θρα τίς λέ­ξεις τό μέλ­λον.

Με­ρι­κές ἀ­πό τίς αὐ­θαι­ρε­σί­ες καί τίς αὐ­θά­δει­ες τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ ἔ­χουν ἤ­δη ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ, με­τα­ξύ ἄλ­λων, ἀ­πό τόν D. Cop. de Gibsson, κι αὖ­το μέ φέρ­νει στό δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο πού θέ­λω νά ἀ­να­φέρω προ­κα­ταρ­κτι­κά. Ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ, ὁ ἴ­διος ὁ Cop. de Gibsson ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τίς ἐρ­γα­σί­ες καί τά συμ­πε­ρά­σμα­τα τῶν συγ­χρό­νων Γάλ­λων «δο­μι­κῶν» ἑλ­λη­νι­στῶν — Vernant, Detienne, Vidal-Naquet — σύμ­φω­να μέ τούς ὁ­ποί­ους «ἡ μορ­φή το­ῦ Ἕλ­λη­νος ἀν­θρώ­που... κα­θο­ρί­ζει τήν κα­τά­στα­ση (statut) το­ῦ ἀν­θρώ­που, το­πο­θε­τών­τας τόν σέ σχέ­ση μέ τόν θε­ό καί, σύ­στοι­χα, μέ τό ζῶ­ο» (σ. 65). Καί εἶ­ναι ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­το ὅ­τι ἡ ἑλ­λη­νι­κή σύλ­λη­ψη το­ῦ ἀν­θρώ­που ὁ­ρί­ζε­ται, γε­νι­κά, ἀ­π’ τήν ὀρ­γα­νω­τι­κή δο­μή: ζῶ­α/ἄν­θρω­ποι/ θε­οί, πού κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο χα­ρά­ζει τά σύ­νο­ρά της ἀ­π’ τήν ἀ­νατο­λή το­ῦ ἑλ­λη­νι­κοῦϋ πο­λι­τι­σμοῦ (του­λά­χι­στον ἀ­π'τόν Ἡ­σί­ο­δο) ὡς τούς κλα­σι­κούς χρό­νους, καί πιό πέ­ρα ἀ­κό­μη (πρβλ. τό θη­ρί­ον ἤ θε­ός το­ῦ Ἀριστοτέλη). Ἡ δο­μή αὐ­τή, πού φαί­νε­ται αὐ­το­νό­η­τη γιά μας, πού βρι­σκό­μα­στε στή συ­νέ­χεια τῆς συγ­κρό­τη­σής της ἀ­π’ τούς Ἕλ­λη­νες, δέν εἶ­ναι κα­θό­λου «αὐ­το­νό­η­τη». Ἄς σκε­φθο­ῦ­με. π.χ.. τούς Ἑ­βραί­ους, τούς Ἰν­δούς ἤ τούς Κι­νέ­ζους — ἤ τίς ἰν­δι­ά­νι­κες φυ­λές της Ἀμερικῆς, ὅ­που συ­χνά πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μί­α «κυ­κλο­φο­ρί­α» ἀ­νά­με­σα στή ζω­ι­κή, ἀν­θρώ­πι­νη καί θε­ϊ­κή κα­τά­στα­ση, κυ­κλο­φο­ρί­α καί ὄ­χι τομή.

Ἀλλά ἡ δο­μή αὐ­τή εἶ­ναι ἁ­πλῶς τό πε­ρί­βλη­μα, τό κέ­λυ­φος, μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται μί­α τε­ρά­στια — καί γιά μᾶς ἀ­πό­φα­σιστι­κή — κοι­νω­νι­κό-ἱ­στο­ρι­κή δη­μι­ουρ­γί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀλ­λοι­ώ­νει τε­λεί­ως τήν ση­μα­σί­α τῶν ὅ­ρων/στοι­χεί­ων πού συγ­κρο­τοῦν τήν δο­μή αὐ­τή. Καί αὐ­τό γί­νε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά μέ τήν ἀλ­λα­γή τῆς ση­μα­σί­ας — τοῦ ση­μα­σια­κοῦ μάγ­μα­τος — πού ἀ­φο­ρᾶ τό μέ­σο καί κεν­τρι­κό στοι­χεῖ­ο τῆς δο­μῆς, δη­λα­δή τόν ἄν­θρω­πο. Ἀλλοίωση πού ἐ­πι­τε­λεῖται μέ τήν προ­σπά­θεια γιά αὐ­το­γνω­σί­α, πού ἀ­κρι­βῶς χα­ρα­κτη­ρί­ζει καί­ρια αὐ­τή τή δη­μι­ουρ­γί­α. Ἄν μεί­νου­με σ’ αὐ­τή τήν «δο­μι­κή» ἀντί­λη­ψη, κιν­δυ­νεύ­ου­με νά ἐ­πα­να­λά­βου­με τήν κρί­σι­μη πα­ρα­γνώ­ρι­ση πού μα­στί­ζει ἐ­πί αἰ­ῶ­νες τώ­ρα τήν προ­σέγ­γι­ση τοῦ ἀρ­χαί­ου ἑλ­λη­νκοῦ κό­σμου. Κιν­δυ­νεύ­ου­με νά μι­λᾶ­με γιά τόν «Ἕλ­λη­να ἄν­θρω­πο», τήν «ἑλ­λη­νι­κή πό­λη», τήν «ἑλ­λη­νι­κή σύλ­λη­ψη τῆς φύ­σης» κτλ., ξε­χνών­τας ὅ­τι τό βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ὅ­τι εἶ­ναι ἱ­στο­ρί­α μέ τήν πιό ἐμ­φα­τι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου, ὅ­τι τό «πνεῦ­μα» τῶν Ἀρχαίων Ἑλ­λή­νων πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἀ­κρι­βῶς ὡς ἀλ­λα­γή, αὐ­το-αλ­λοί­ω­ση, αὐ­το-θέ­σμι­ση — ὅ­λες συνυ­φα­σμέ­νες μέ τήν προ­σπά­θεια τῆς αὐ­το­γνω­σί­ας, πού εἶ­ναι συ­νε­χής ἐ­νέρ­γεια, ἐρ­γα­σί­α, δι­α­δι­κα­σί­α καί ὄ­χι στα­τι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

Μί­αν ἀ­πο­φα­σι­στι­κή στιγ­μή αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λοί­ω­σης μπο­ροῦ­με νά συλ­λά­βου­με ἀ­να­λύ­ον­τας καί συγ­κρί­νον­τας τήν ἀν­θρω­πο­λο­γί­α τοῦ Αἰ­σχύ­λου καί τοῦ Σο­φο­κλέ­ους. Ἡ πα­ρα­βο­λή τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν μᾶς δεί­χνει κα­θα­ρά μί­αν ὀν­το­λο­γι­κή ἀ­να­τρο­πή τε­ρά­στιας βα­ρύ­τη­τας, ποὐ συν­τε­λε­ῖ­ται μέ­σα στά εἴ­κο­σι αὐ­τά χρό­νια.

*
Τό ἐ­ρώ­τη­μα τί εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος δέν δι­α­τυ­πώ­νε­ται ὡς ἐ­ρώ­τη­μα στίς δύ­ο τρα­γω­δί­ες, ὅ­πως θά συ­νέ­βαι­νε σέ ἕ­να φι­λο­σο­φι­κό κεί­με­νο. Τό ἐ­ρώ­τη­μα ἐμ­πε­ρι­έ­χε­ται στίς τρα­γω­δί­ες καί συ­νά­γε­ται ἀ­π’ τό ὅ­τι τοῦ δί­νε­ται μί­α ἐ­κτε­νής ἀ­πάν­τη­ση. Ὁ Αἰ­σχύ­λος ἀ­παν­τά­ει στήν ὑ­πόρ­ρη­τη ἐ­ρώ­τη­σή του μέ μιά ἀν­θρω­πο­γο­νί­α. Ἡ ἀν­θρω­πο­γο­νί­α αὐ­τή εἶ­ναι μυ­θι­κή, ὄ­χι μέ μιά ἁ­πλῶς ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἔν­νοι­α — ἐ­πει­δή ἀ­να­φέ­ρε­ται σ’ ἕ­να μύ­θο, τόν μύ­θο τοῦ Προ­μη­θέ­α, καί τόν ξα­νάχρη­σι­μο­ποι­εῖ. Εἶ­ναι μυ­θι­κή μέ τήν βα­θύ­τε­ρη, φι­λο­σο­φι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου: ἀ­παν­τά­ει στό ἐ­ρώ­τη­μα τό σχε­τι­κό μέ τόν ἄν­θρω­πο παρα­πέμ­πον­τας στήν προ­έ­λευ­σή του καί πα­ρου­σι­ά­ζον­τας μί­αν ἀ­φήγη­ση: ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι αὐ­τό πού εἶ­ναι, δι­ό­τι κά­πο­τε, πο­λύ πα­λιά (πέ­ρα ἀ­πό κά­θε δυ­να­τή ἐμ­πει­ρι­κή βε­βαί­ω­ση ἤ ἀ­να­σκευ­ή) συ­νέ­βη κά­τι πού ὑ­περ­βαί­νει τήν συ­νή­θη μας πεί­ρα. Ἕ­να ὑ­πε­ράν­θρω­πο ὄν, ὁ Προ­μη­θέ­ας, ἔ­δω­σε στούς ἀν­θρώ­πους αὐ­τά πού τούς ἔ­κα­ναν πράγ­μα­τι ἀν­θρώ­πους. Ὁρισμός τοῦ μύ­θου: ἡ ἀ­φή­γη­ση τῆς προ­έ­λευ­σης ἀ­παν­τᾶ στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν οὐ­σία. Στόν Σο­φο­κλῆ, ὅ­πως θά δοῦ­με, ἡ πα­ρου­σί­α­ση τῆς οὐ­σί­ας ἀ­παν­τᾶ καί στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν οὐ­σία, καί στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν προ­έ­λευ­ση. Ἡ οὐ­σί­α το­ῦ ἀν­θρώ­που, τό δει­νόν, εἶ­ναι ἡ αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α του.

Ἄς κοι­τά­ξου­με ἀ­πό πιό κον­τά τό κεί­με­νο το­ῦ Αἰ­σχύ­λου. Ἡ ἀνθρω­πο­γο­νί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἐ­δῶ ὡς τό ἔρ­γο το­ῦ Προ­μη­θέ­ως, ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­πό­φα­σης καί τῆς πρά­ξης του. Ἡ ἀ­πό­φα­ση αὐ­τή ἀ­πορ­ρέ­ει, μέ τήν σει­ρά της, ἀ­πό μί­α ἐ­σω­τε­ρι­κή σύγ­κρου­ση τῶν ὑ­πε­ράν­θρω­πων δυ­νά­με­ων — σύγ­κρου­ση ἀ­νά­με­σα στόν Δί­α καί στόν Προ­μη­θέ­α. Ὁ Ζεύς ἤ­θε­λε νά κα­τα­στρέ­ψει τούς ἄν­θρω­πους (σ. 231-236), ὁ Προ­μη­θεύς ἀ­πο­φα­σί­ζει νά τούς σώ­σει — καί τούς σώ­ζει, με­τα­βι­βά­ζον­τας σ’ αὐ­τούς ἕ­να μέ­ρος ἀ­π’ τίς δυ­να­τό­τη­τες τοῦ πράτ­τειν/ποι­ε­ῖν πού ἦ­ταν, ὡς τό­τε, ἀ­πο­κλει­στι­κά κτῆ­μα τῶν θεί­ων δυ­νά­με­ων.

Δέν εἶ­ναι ἄ­σκο­πο νά ὑ­πο­γραμ­μι­σθεῖ αὐ­τή ἡ θέ­λη­ση κα­τα­στρο­φῆς τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους, πού ὁ Αἰ­σχύ­λος μέ ἔμ­φα­ση κα­τα­λο­γί­ζει στόν Δί­α. Οἱ κα­τά τόν Αἰ­σχύ­λο λό­γοι, ἤ τά κί­νη­τρα τοῦ Διός, μᾶς μέ­νουν ἄ­γνω­στα. Πι­θα­νόν εἶ­ναι ὁ ποι­η­τής νά τούς εἶ­χε πε­ρίγρά­ψει στόν Προ­μη­θέ­α Πυρ­φό­ρο, πού δέν τόν ἔ­χου­με.

Ποι­ά ἦ­ταν ἡ κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας πρίν ἀ­π’ τήν ἐ­πέμ­βασή τοῦ Προ­μη­θέ­ως; Ἔμ­με­ση καί ἐξ ἀν­τι­θέ­σε­ως ἀ­πάν­τη­ση στήν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή δί­νε­ται φυ­σι­κά μέ τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση ὅ­σων δέν εἶ­χαν οἱ ἄν­θρω­ποι στήν πρω­τό­γο­νη κα­τά­στα­σή τους (248-254, 458-506). Ἀλλά ὁ Αἰ­σχύ­λος δί­νει καί μί­α ἄ­με­ση ἀ­πάν­τη­ση, μέ τήν θε­τι­κή πε­ρι­γρα­φή τῆς προα-ν­θρώ­πι­νης ἀν­θρω­πό­τη­τας (248-254, 443-457). Ἡ πε­ρι­γρα­φή αὐ­τή, ἰ­δί­ως στούς στ. 443-457, εἶ­ναι κα­τα­πλη­κτι­κή. Ἡ προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, ὅ­πως τήν πα­ρου­σιά­ζει ὁ Αἰ­σχύ­λος, εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἀ­πί­στευ­τη. Εἶ­ναι τε­λεί­ως φαν­τα­στι­κή, χω­ρίς κα­μί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κή «ἀ­λη­θο­φά­νεια» ἤ φρον­τί­δα γιά μιά τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­λη­θο­φά­νεια.

Οἱ «ἄν­θρω­ποι» αὐτοί, ἄν μπο­ροῦν νά ὀ­νο­μα­στοῦν ἔ­τσι, εἶ­ναι σάν ἀ­νυ­πό­στα­τες σκι­ές — θυ­μί­ζουν τά ζόμ­πι τῆς σύγ­χρο­νης φαν­τα­στι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Ἔ­βλε­παν χω­ρίς νά βλέ­πουν, χω­ρίς νά τούς ὠ­φε­λεῖ αὐ­τό πού βλέ­πουν (μά­την), ἄ­κου­γαν χω­ρίς νά ἀ­κοῦ­νε, καί ὀ­νει­ρά­των ἀ­λίγ­κιοι μορ­φα­ῖ­σι, πα­ρό­μοι­οι μέ μορ­φές ὀ­νεί­ρων, περ­νοῦ­σαν τήν μα­κριά ζω­ή τους χω­ρίς κα­μί­α τά­ξη, στήν τύ­χη (εἰ­κῇ). Ζο­ῦ­σαν κά­τω ἀ­π’ τήν γῆ, μέ­σα σ’ ἀ­νή­λια σπή­λαι­α, δέν μπο­ροῦ­σαν νά ξε­χω­ρί­σουν χει­μώ­να, ἄ­νοι­ξη καί κα­λο­καί­ρι, καί ἄ­τερ γνώ­μης τό πᾶν ἐ­πρασ­σον: ἔ­κα­ναν τά πάν­τα χω­ρίς σκέ­ψη, χω­ρίς νοῦ. Καί (στ. 248· θά ἐ­πα­νέλ­θω στήν ἑρ­μη­νεί­α αὐ­το­ῦ τοῦ στί­χου) δέν προ­έ­βλεπαν — δέν ἤ­ξε­ραν — τόν θά­να­το.

 Ἡ κα­τά­στα­ση αὐ­τή εἶ­ναι τε­λεί­ως ἐ­ξω­πραγ­μα­τι­κή — καί γιά μας καί γιά τήν ἐ­πο­χή τοῦ Αἰ­σχύ­λου. Δέν πρό­κει­ται ἐ­δῶ οὔ­τε γιά ὑ­περ­πρω­τό­γο­νους ἄ­γριους, οὔ­τε γιά κα­νέ­να δυ­να­τό καί συλ­λη­πτό ζω­ο­λο­γι­κό εἶ­δος. Οὔ­τε γιά τούς πι­θή­κους, οὔ­τε κάν γιά τά μυρ­μήγ­κια — πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στόν στ. 453 — θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με ὅ­τι μοιά­ζουν μέ μορ­φές ὀ­νεί­ρων κι ὅ­τι βλέ­πουν χω­ρίς νά βλέ­πουν. Ἡ πρό-ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας δέν εἶ­ναι, γιά τόν Αἰ­σχύ­λο, μιά συ­νη­θι­σμέ­νη ζω­ι­κή κα­τά­στα­ση. Ἀ­π’ τήν βι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, τά ὄν­τα αὐ­τά εἶ­ναι τε­ρα­τώ­δη καί ρι­ζι­κά ἀ­νί­κα­να πρός ζω­ή. Ἄν εἶ­χαν πο­τέ ἐμ­φα­νι­σθε­ΐ, δέν θά εἶ­χαν μπο­ρέ­σει νά ἐ­πι­ζή­σουν πέ­ρα ἀ­π’ τήν δεύ­τε­ρη γε­νε­ά - δέν χρει­ά­ζε­ται ἡ δαρ­βι­νι­κή θε­ω­ρί­α γιά νά τό συμ­πε­ρά­νει κα­νείς.

 Καί ὅ­μως, ἡ πε­ρι­γρα­φή τοῦ Αἰ­σχύ­λου πα­ρου­σιά­ζει κά­τι πού εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ἀ­π’ τό πραγ­μα­τι­κό: δί­νει τήν κα­τά­στα­ση τοῦ ἀνθρώπου πρίν ἤ ἔξω ἀπ’τη θέσμιση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς — τῶν τε­γνῶν, τῆς ἐρ­γα­σί­ας, τοῦ λό­γου. Αὐ­τό πού πε­ρι­γρά­φε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­πως θά ἦ­ταν, ἄν εἶ­χε σῶ­μα βέ­βαι­α, καί ψυ­χή — ἀλ­λά ὄχγι γνώμ­η. Εἶ­ναι αὐ­τό πού θά ὀ­νο­μά­ζα­με σή­με­ρα τό πρω­ταρ­χι­κό ἀ­συ­νεί­δη­το, ἡ ἀ-λο­γι­κό­τη­τα καί ἀ-πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ψυ­χι­κῆς μο­νά­δας. Μιά κα­τά­στα­ση πού μό­νο λο­γι­κά καί ὑ­πο­θε­τι­κά μπο­ροῦ­με νά τήν σκε­φτοῦ­με, πού μοιά­ζει μέ μορ­φή ὀ­νεί­ρου — καί πού εἶ­ναι γε­μά­τη μορ­φές ὀ­νεί­ρων — , ἀ­φαι­ρε­τι­κά: τί καί πῶς θά ἦ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος, χω­ρίς γνώ­μη καί χω­ρίς τέ­χνη. ­Ὀ­νο­μά­ζω αὐ­τή τήν ἀ­φαί­ρε­ση ση­μαν­τι­κό­τε­ρη ἀ­π’ τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για­τί μό­νο αὐ­τή μας ἐ­πι­τρέ­πει νά συλ­λά­βουμε ὅ­λα ὅ­σα, στόν ἄν­θρω­πο, προ­έρ­χον­ται ἀ­π’ αὐ­τό πού εἶ­ναι πέ­ρα ἀ­π’ τό πρω­ταρ­χι­κό του δε­δο­μέ­νο, τήν ψυ­χή, καί πού ἀ­νά­γε­ται στήν κοι­νω­νι­κή του δι­ά­στα­ση, σ’ αὐ­το πού γιά μᾶς εἶ­ναι ἡ θέ­σμι­ση τῆς γνώ­μης καί τῆς τέ­χνης, καί πού γιά τόν Αἰ­σχύ­λο εἶ­ναι δῶ­ρα τοῦ Προ­μη­θέ­ως, πού ἔ­κα­νε τούς ἀν­θρώ­πους, νη­πί­ους ὄν­τας τό πρίν, ἔν­νους... καί φρε­νῶν ἐ­πηβό­λους (στ. 442-443).

 Στήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση καί πε­ρι­γρα­φή τῶν δώ­ρων τοῦ Προ­μη­θέ­ως πού ἀ­κο­λου­θε­ῖ (457-506) θά ἦ­ταν κα­τ’ ἀρ­χήν γε­λοῖ­ο νά προ­σπα­θή­σου­με νά βροῦ­με μιά συ­στη­μα­τι­κή, λο­γι­κό-φι­λο­σο­φι­κή τά­ξη. Καί ὅ­μως, ἡ τά­ξη τῆς ἔκ­θε­σης, ὅ­πως καί τό τί συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει καί τί ἄ­φη­νει ἔ­ξω, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά θε­ω­ρη­θοῦν τυ­χαί­α. Ὁ Προ­μη­θεύς ἀρ­χί­ζει μι­λών­τας γιά τίς ἀ­να­το­λές καί τίς δυ­σκρί­τους δύ­σεις τῶν ἄ­στρων. Ἀ­να­το­λές καί δύ­σεις ἐ­δῶ πρέ­πει νά εἶ­ναι καί οἱ κυ­ρί­ως λε­γά­με­νες ἀ­να­το­λές, ἀλ­λά ἀ­σφα­λῶς καί οἱ ἐ­πι­το­λές — οἱ στιγ­μές τοῦ ἔ­τους ὅ­που ἕ­να ἀ­στέ­ρι ξα­να­εμ­φα­νί­ζε­ται στόν ἐ­τή­σιο κύ­κλο του καί ἐ­πι­τρέ­πει ἔ­τσι νά κα­θο­ρι­σθοῦν οἱ ἐ­πο­χές το­ῦ ἔ­τους. Ἡ ἁ­πλή ἀ­να­το­λή καί δύ­ση το­ῦ ἡ­λίου ἤ καί ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄ­στρου δέν εἶ­ναι δύ­σκρι­τος, καί ἡ ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τῶν προ-αν­θρώ­πι­νων ἀν­θρώ­πων νά δι­α­κρί­νουν τίς ἐ­πο­χές ἔ­χει ἀ­να­φερ­θε­ῖ ἀ­μέ­σως πρίν (454-456). Ὁ Προ­μη­θεύς δί­νει ἔ­τσι στούς ἀν­θρώ­πους τά ση­μά­δια, τά στα­θε­ρά ση­μεῖ­α ἀ­να­φο­ρᾶς, διά τῶν ὁ­ποί­ων καί μό­νο γί­νε­ται δυ­να­τή καί ἡ σύλ­λη­ψη καί ἡ μέ­τρη­ση το­ῦ χρό­νου. Ἡ μέ­τρη­ση αὐ­τή, το­ῦ χρό­νου καί τῶν πάν­των ὅ­σα εἶ­ναι με­τρή­σι­μα, ἔρ­χε­ται ἀ­μέ­σως κα­τό­πιν: ἀ­ριθ­μόν, ἔ­ξο­χον σο­φι­σμά­των, ἔ­ξη­ϋ­ρον αὐ­τοῖς. Πῶς μ’ αὐ­τή τήν σύ­ζευ­ξη τοῦ χρό­νου καί τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ, νά μή θυ­μη­θεῖ κα­νείς τόν Ἀριστοτέλη: χρό­νος ἔ­στι ἀ­ριθ­μός κι­νή­σε­ως κα­τά τό πρό­τε­ρον καί ὕ­στε­ρον (Φύσ. Δ, 219 bl-2· 220 e3-4); Γιά νά ὑ­πάρ­ξει ἀ­ρίθ­μη­ση, πρέ­πει πρῶ­τα νά ὑπάρ­ξει ὁ­ρι­σμός καί κα­θο­ρι­σμός τῶν χω­ρι­στῶν. Καί ἀν­θρω­πό­τη­τα χω­ρίς ἀ­ριθ­μη­τι­κή εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­τη.

Ἀ­μέ­σως κα­τό­πιν ἔρ­χον­ται οἱ γραμ­μά­των... συν­θέ­σεις, μνή­μην ἁ­πάν­των, μου­σο­μή­το­ρ’ ἐρ­γά­νην: οἱ συν­θέ­σεις ἤ συμ­πλο­κές χα­ραγ­μέ­νων ἤ ζω­γρα­φι­σμέ­νων ση­μεί­ων, πού μπο­ροῦν νά ἐν­σω­μα­τώ­σουν κά­θε μνή­μη καί νά ὑ­πη­ρε­τή­σουν κά­θε ἐρ­γα­σί­α πού γεν­νά­ει τίς Μοῦ­σες, αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με τέ­χνες καί γνώ­σεις.

 Ὕ­στε­ρα ἀ­π’ αὐ­τό τό δῶ­ρο τῆς σύλ­λη­ψης τοῦ χρό­νου, τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ καί τῶν (τε­χνη­τῶν) ση­μεί­ων πού στη­ρί­ζουν καί ἐν­σαρ­κώ­νουν τήν μνή­μη, ἔρ­χον­ται οἱ πα­ρα­γω­γι­κές τέ­χνες, ἡ τε­χνι­κή, ὅ­πως λέ­με σή­με­ρα. Δέν θά σχο­λιά­σω ἐ­δῶ αὐ­τή τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση (462-469, 500-503). Θά ση­μει­ώ­σω μό­νο τήν ἐμ­φα­τι­κή ἀ­να­φο­ρά στήν ἰ­α­τρι­κή (μέ­γι­στον, 478-483), καί τήν δι­ε­ξο­δι­κή πε­ρι­γρα­φή τῆς μαν­τι­κῆς καί τῆς ἑρ­μη­νεί­ας τῶν ὀ­νεί­ρων (484-499), στήν ὅ­ποι­α θά ἐ­πα­νέλ­θω. Ὁ στί­χος πού τε­λει­ώ­νει τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση ἔ­χει βα­ρύ νό­η­μα: πᾶ­σαι τέχναι βρο­το­ῖ­σιν ἐκ Προ­μη­θέ­ως (506). Τό ἀ­ξί­ω­μά μας, σ’ αὐ­τή τήν ἀ­νά­λυ­ση, εἶ­ναι ὅ­τι παίρ­νου­με τόν ποι­η­τή στά σο­βα­ρά. Τό πᾶ­σαι τέχναι ἰ­σο­δυ­νά­μει μέ τό πά­σα τέ­χνη. Ὅ Προ­μη­θεύς δέν ἔ­δω­σε στούς ἄν­θρω­πους με­ρι­κά στοι­χεῖ­α, ἄ­π’ τά ὁ­ποῖ­α αὐ­τοί συ­νέ­θε­σαν καί συ­ναρ­μο­λό­γη­σαν τά ὑ­πό­λοι­πα, ἀ­π’ αὐ­τον (ἐκ) προ­έρ­χον­ται πᾶ­σαι τέχναι. Ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν μπο­ρεῖ βέ­βαι­α νά ἀ­γνο­εῖ ὅ­τι στίς ἡ­μέ­ρες του συ­νε­χῶς τε­λει­ο­ποι­οῦν­ταν δι­ά­φο­ρες τέ­χνες (κι ὅ­τι ὁ ἴ­διος εἶ­χε ἀ­πο­φα­σι­στι­κά ἀλ­λά­ξει τήν ἴ­δια του τήν τέ­χνη). Αὐ­τό γιά τό ὁ­ποῖ­ο γί­νε­ται ἐ­δῶ λό­γος εἶ­ναι ἡ συ­νο­λι­κή ρή­ξη μέ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση καί ἡ ἐ­ξαίφ­νης ἀ­νά­δυ­ση τῆς τέ­χνης ὡς τέ­τοι­ας. Δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει βαθ­μια­ῖο καί χι­λι­ο­στο­με­τρι­κό πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τόν μή χρό­νο στόν χρό­νο, ἀ­π’ τόν μή ἀ­ριθ­μό στόν ἀ­ριθ­μό. Ὁ ἀ­ριθ­μός ἤ ὑ­πάρ­χει ἤ δέν ὑ­πάρ­χει· ἡ ὕ­παρ­ξη μι­σοῦ ἤ ὀ­λί­γου ἀ­ριθ­μοῦ (καί ἡ «πρό­ο­δος», π.χ., σ­τά τρί­α τέ­ταρ­τα καί με­τά σ­τόν ὁ­λό­κλη­ρο ἀ­ριθ­μό) εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­τη. Μιά καί ὁ ἀ­ριθ­μός ὑ­πάρ­ξει, μπο­ροῦ­με με­τά νά ἀ­ριθ­μή­σου­με ὁ­λο­έ­να καί με­γα­λύ­τε­ρους ἀ­ριθ­μούς — ἤ ἄλ­λα εἴ­δη ἀ­ριθ­μῶν. Τό ἴ­διο καί μέ τήν τέ­χνη (στήν πρω­ταρ­χι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου): ἤ ὑ­πάρ­χει, ἤ δέν ὑ­πάρ­χει. Ἡ ἐμ­φά­νι­ση τῆς τέ­χνης δέν μπορεῖ νά εἶ­ναι πα­ρά πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τήν μή τέ­χνη στήν τέ­χνη, ρή­ξη, ἀ­πό­λυ­τη ἑ­τε­ρό­τη­τα πού δέν ἐ­πι­δέ­χε­ται βαθ­μούς. Ἀπότομα καί συ­νο­λι­κά περ­νᾶ­με ἀ­π’ τό ἕ­να ἐ­πί­πε­δο στό ἄλ­λο — ὅ­σο πρω­τό­γο­νο καί νά εἶ­ναι ἐ­τοῦ­το ἐ­δῶ. Ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη στήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση δέν ὑ­πάρ­χει βαθ­μια­ία καί μέ­ρος κα­τά μέ­ρος με­τά­βα­ση (ἄς θυ­μη­θοῦ­με τήν γλώσ­σα!). Ἡ με­τά­βα­ση γί­νε­ται ἤ δέν γί­νε­ται, ὅ­ταν γί­νε­ται εἶ­ναι κα­θο­λι­κή ἑ­τέ­ρω­ση — δη­λα­δή δη­μι­ουρ­γί­α. Αὐ­τήν τήν δη­μι­ουρ­γί­α ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν μπο­ρε­ΐ νά τήν σκε­φθεῖΐ — ὅ­πως θά κά­νει ὁ Σο­φο­κλής — ὡς αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α. Ξέ­ρει ὅ­μως ὅ­τι δέν μπορεῖ νά εἶ­ναι τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα μιᾶς ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε σώ­ρευ­σης, κι αὐ­τό τό ἐκ­φρά­ζει μέ τήν πρά­ξη τοῦ Προ­μη­θέ­ως, ἀ­π’ τήν ὁ­ποί­α προ­έρ­χον­ται πᾶ­σαι τέ­χναι.

 Ἐπανέρχομαι στό ἐ­κτε­νές χω­ρί­ο πού ἀ­φο­ρᾶ τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων (484-499), καί πού θά χρει­α­ζό­ταν ἐ­πί­σης ἐ­κτε­νή σχο­λια­σμό, γιά νά ση­μει­ώ­σω μό­νο με­ρι­κά στοι­χεῖ­α καί ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ἡ πρώ­τη δι­α­πί­στω­ση — πού ἐ­πι­βάλ­λε­ται καί πού ἁ­πλῶς πα­ρα­θέ­τω ἐ­δῶ — εἶ­ναι αὐ­τή ἡ ὀγ­κώ­δης καί κα­τα­πλη­κτι­κή: ὁ Αἰ­σχύ­λος μι­λά­ει γιά τήν μαν­τι­κή καί ὄ­χι γιά τήν θρη­σκεί­α, ἀ­να­φέρει μό­νο ἀ­κρο­θι­γῶς τους θε­ούς, κι αὐ­τό μέ­σα σέ μί­α ὠ­φε­λι­μι­στι­κή προ­ο­πτι­κή. Τά ἐν­τό­σθια τῶν μαν­τι­κῶν σφα­γί­ων πρέ­πει νά ἐ­ξε­τάζον­ται γιά νά φα­νεῖ ἄν εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λα δαί­μο­σιν πρός ἡ­δο­νήν (494). Ἀκόμα μί­α φο­ρά, δέν λέ­ω ὅ­τι αὐ­τά «ἐ­πί­στευ­ε» ὁ Αἰ­σχύ­λος· λέ­ω ὅ­τι οἱ σκέ­ψεις αὐ­τές —ὅ­πως καί ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς ἐ­ξου­σί­ας τοῦ Διός σάν σκαι­ῆς τυ­ραν­νί­ας, ἤ τοῦ Διός σάν ἐ­φή­με­ρου τυ­ράν­νου κα­τα­δι­κα­σμέ­νου νά πέ­σει κι αὐ­τός μέ τήν σει­ρά του — ἦ­ταν, ὅ­πως καί ἡ δη­μό­σιά τους ἔκ­φρα­ση, δυ­να­τές καί δι­α­νο­η­τές γιά τούς Ἀ­θη­ναί­ους του 460.

 Τό ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο ἀ­φο­ρᾶ τό μῆ­κος, τήν θέ­ση καί τήν ἀ­νάγ­κη αὐτῆς τῆς πε­ρι­γρα­φῆς. Τό χω­ρί­ο εἶ­ναι τό ἐ­κτε­νέ­στε­ρο ἀ­π’ ὅ­λα τά ἄλ­λα αὐ­τῆς της ἀν­θρω­πο­γο­νί­ας (16 στί­χοι). Για­τί; Καί για­τί ἐ­δῶ; Καί για­τί ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­το;

 Νο­μί­ζω ὅ­τι ἡ ἀ­πάν­τη­ση — ἀ­σφα­λῶς ἐλ­λι­πής — σ’ αὐ­τό τό ἐ­ρώ­τη­μα βρί­σκε­ται στήν σχέ­ση το­ϋ ἀν­θρώ­που μέ τόν χρό­νο — καί ἰ­δι­αί­τε­ρα μέ τό μέλ­λον. Ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­δω­σε στούς ἀν­θρώ­πους τήν σύλ­λη­ψη καί τήν μέ­τρη­ση το­ῦ χρό­νου. Τούς ἔ­δω­σε ἐ­πί­σης τό μέ­σο γιά νά ἱ­δρύ­σουν μιά σχέ­ση μέ τό πα­ρελ­θόν: γραμ­μά­των... συν­θέ­σεις, μνή­μην ἁ­πάν­των. Μέ τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων, τούς ἐ­πι­τρέ­πει μιά σχέ­ση μέ τό μέλ­λον, ὁ­δη­γών­τας τους στήν δυστέκ­μαρ­τον τέ­χνην καί κά­νον­τάς τους νά κα­τα­λα­βαί­νουν τά φλο­γω­πά σή­μα­τα (497-498).

 Ἀπ’ τήν στιγ­μή πού ὑ­πάρ­χει σύλ­λη­ψη το­ῦ χρό­νου, ὑ­πάρ­χει ὁ ὁ­ρί­ζον­τας τοῦ μέλ­λον­τος καί οἱ βα­σι­κοί του κα­θο­ρι­σμοί: ἡ ἀ­βεβαι­ό­τη­τα, ἡ ἀ­να­μο­νή, ἡ ἐλ­πιίδα. Γιά νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουν αὐ­τό τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦϋ μέλ­λον­τος, ὁ Προ­μη­θεύς δί­νει στούς ἄν­θρω­πους τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων.

 Αὐ­τό τό σύμ­πλεγ­μα ἰ­δε­ῶν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει καί μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με σ’ ἕ­να προ­η­γού­με­νο, θε­με­λι­ώ­δους ση­μα­σί­ας χω­ρί­ο, πού δέν τό ἐ­θί­ξα­με ἕ­ως τώ­ρα. Πρό­κει­ται γιά τούς στί­χους 247-252, πού πε­ρι­έ­χουν καί τήν πρώ­τη ἀ­να­φο­ρά (με­τά ἀ­π’ τούς στί­χους 235-236 ὅ­που ὁ Προ­μη­θεύς λέ­ει ὅ­τι ἐλύ­τρω­σε τούς θνη­τούς ἀ­π’ τήν ἐ­ξο­λό­θρευ­ση πού τούς προ­ε­τοί­μα­ζε ὁ Ζεύς) στά ὅ­σα ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­κα­νε γιά χά­ρη τῶν ἄν­θρω­πων. Τό πρῶ­το αὐ­τό — πρίν καί ἀ­πό τό δό­σι­μο τῆς φω­τιάς — πε­ρι­γρά­φε­ται στήν στι­χο­μυ­θί­α 248-251, πού πρέ­πει νά πα­ρα­τε­θεῖ ἐ­δῶ, καί λό­γω τῆς ση­μα­σί­ας της, καί δι­ό­τι ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη με­τά­φρα­σή της μο­ῦ φαί­νε­ται τε­λεί­ως πα­ρά­λο­γη.

Προ­μη­θεύςΘνη­τούς γ'ἔ­παυ­σα μή προ­δέρ­κε­σθαι μό­ρον.
Χο­ρός: Τό ποι­όν εὑ­ρών τῆσ­δε φάρ­μα­κον νό­σου;
 Προ­μη­θεύςΤυ­φλᾶς ἐν αὐ­τοῖς ἐλ­πί­δας κα­τῴ­κι­σα.
 Χο­ρόςΜέ­γ’ ὠ­φέ­λη­μα το­ῦ­τ’ ἐ­δω­ρή­σω βρο­τοῖς.


Ὅ πρῶ­τος στί­χος με­τα­φρά­ζε­ται συ­νή­θως: ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σα τούς ἄν­θρω­πους ἀ­π’ τήν πρό­βλε­ψη τοῦ θα­νά­του. Ἡ με­τά­φρα­ση αὐ­τή, πρῶ­τον, εἶ­ναι με­τω­πια­ία ἀν­τι­φα­τι­κή μέ τήν πε­ρι­γρα­φή πού κά­νει ὁ Προ­μη­θεύς τῆς προ­αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης (447 κ. ε.) Στούς στί­χους πού ἐ­ξε­τά­ζου­με πρό­κει­ται σα­φῶς γιά τό πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη στήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Τό δό­σι­μο τῆς φω­τιᾶς ἀ­να­φέ­ρε­ται κα­τό­πιν (στ. 252). Πῶς θά ἦ­ταν νο­η­τό τά ὄν­τα αὐ­τά, πού δέν ἔ­χουν κάν ἔν­νοι­α το­ῦ χρό­νου, νά «προ­βλέ­πουν» τόν θά­να­τό τους; Πῶς μπο­ροῦ­με νά κα­τα­λο­γί­σου­με στόν Αἰ­σχύ­λο μιά τό­σο ἀ­πα­ρά­δε­κτη ἀ­συ­ναρ­τη­σί­α; Δεύ­τε­ρον, βιά­ζει τήν σα­φῆ ἔν­νοι­α τοῦ κει­μέ­νου (γιά νά κο­λα­σθε­ῖ, πρέ­πει νά ἀ­πο­δο­θεῖ, τε­χνη­τά, στό μή τό συμ­πε­πτυγ­μέ­νο νό­η­μα ἵ­να μή). Τό κεί­με­νο λέ­ει: Ἔ­βα­λα τέ­λος στήν κα­τά­στα­ση ὅ­που οἱ θνη­τοί δέν προ­έ­βλε­παν τόν θά­να­το (αὐ­το- νό­η­το, ἀ­φοῦ ἐζοῦ­σαν ἄ­τερ γνώ­μας). Ὄ­χι βέ­βαι­α μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πρό­βλε­ψης τῆς ὥ­ρας καί τῆς στιγ­μῆς, ἄλ­λα μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πρό­βλε­ψης τοῦ γε­γο­νό­τος: ἔ­μα­θα στούς θνη­τούς ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Τρί­τον, δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά ἀ­πο­δο­θε­ῖ στόν Προ­μη­θέ­α ἡ ἐ­ξω­φρε­νι­κή ἰ­δέ­α ὅ­τι τούς θνη­τούς αὐ­τούς (πού προ­έ­βλε­παν τόν θά­να­τό τους, ἐ­νῶ ταυ­το­χρό­νως βλέ­πον­τες ἔ­βλε­πον μά­τη­ν!) τους ἔ­κα­νε νά μήν ξέ­ρουν πιά ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Ἄν ὑ­πάρ­χει κά­τι πού εἶ­ναι βέ­βαι­ο γιά τούς ἀν­θρώ­πους, καί πάν­τως γιά τούς Ἀρχαίους Ἕλ­λη­νες, εἶ­ναι ἡ θνη­τό­τη­τά τους· ἀ­π’ τόν Ὅ­μη­ρο ὡς τό τέ­λος τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς τρα­γω­δί­ας, ἡ βε­βαί­ω­ση τοῦ θε­με­λια­κοῦ αὐ­τοῦ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοῦ της ἀνθρώ­πι­νης ὀν­τό­τη­τας ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σέ κά­θε εὐ­και­ρί­α.

Ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­μα­θε στούς ἄν­θρω­πους τήν ἀ­λή­θεια — ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί καί, κα­τά τήν πραγ­μα­τι­κή καί ἀν­τι­κει­με­νι­κά ἀ­λη­θι­νή ἀρχαί­α ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη, ἀ­νυ­πέρ­βλη­τα καί τε­λε­σί­δι­κα θνη­τοί. Ἀλλά τό νά εἶ­σαι θνη­τός, καί νά τό ξέ­ρεις, εἶ­ναι, ὅ­πως λέ­ει στόν ἑ­πόμε­νο στί­χο ὁ χο­ρός, νό­σος, γιά τήν ὁ­ποί­α χρει­ά­ζε­ται ἕ­να φάρ­μα­κον. Τό φάρ­μα­κο αὐ­τό τό βρῆ­κε καί τό ἔ­δω­σε ὁ Προ­μη­θεύς: ἐγ­κατέ­στη­σε μέ­σα στούς ἄν­θρω­πους τυφλᾶς ἐλ­πί­δας. Τυ­φλές ἐλ­πί­δες, σκο­τει­νές προσ­δο­κί­ες, φροῦ­δες ἀ­να­μο­νές· τά ὄ­πλα — τε­λι­κά μά­ται­α — μέ τά ὁ­ποῖ­α ὁ ἄν­θρω­πος μά­χε­ται τήν θνη­τό­τη­τά του, πού ἀλ­λι­ῶς θά τοῦ ἦ­ταν ἀ­βά­στα­χτη. Ἔ­τσι, ὅ­ταν ὁ χο­ρός ἀ­παν­τά­ει: Μέ­γ’ ὠ­φέ­λη­μα τοῦ­το ἐ­δω­ρή­σω βρο­τοῖς, ἡ ἀ­πάν­τη­ση δέν εἶ­ναι εἰ­ρω­νι­κή. Ἄν ἦ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι νά βγοῦν ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση, ἔ­πρε­πε νά ξέ­ρουν τήν πρώ­τη καί τε­λευ­ταί­α ἀ­λή­θεια, ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Ἡ ἀ­λή­θεια αὐ­τή θά μπο­ροῦ­σε νά τούς συν­τρί­ψει (ὅπως τό­σο συ­χνά μας συν­τρί­βει). Τό ἀν­τί­βα­ρο εἶ­ναι οἱ τυ­φλές ἐλ­πί­δες. Οἱ ἐλ­πί­δες αὐ­τές δέν ἀ­να­φέ­ρον­ται σέ κα­μί­α «θε­τι­κή» ἀ­θα­να­σί­α (ὅ­πως τό ξέ­ρου­με ἀ­π’ τή «Νέ­κυι­α» τῆς Ὀ­δύσ­σειας). Σχε­τί­ζον­ται μέ ὅ­σα κά­νει καί μπο­ρεῖ νά κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος σέ τού­τη τήν ζω­ή. Φυ­σι­κά εἶ­ναι τυ­φλές, μιά καί τό μέλ­λον εἶ­ναι ἄ­γνω­στο καί οἱ θε­οί φθο­νε­ροί. Ἀλλά αὐτά τά δύ­ο συ­να­παρ­τί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο — του­λά­χι­στον τόν Ἀρχαῖο Ἕλ­λη­να: ἡ γνώ­ση τοῦ θα­νά­του, καί ἡ δυ­να­τό­τη­τα ἑ­νός ποι­εῖν-πράτ­τειν πού ἡ γνώ­ση αὐ­τή τό κεν­τρί­ζει ἀν­τί νά τό πνί­γει. Ἡ Ἀρχαία Ἑλ­λά­δα εἶ­ναι ἡ λαμ­πρό­τε­ρη ἀ­πο­δεί­ξη τῆς δυ­να­τό­τη­τας νά με­τα­τρα­πε­ΐ αὐ­τή ἡ ἀν­τι­νο­μί­α σέ πη­γή δη­μι­ουρ­γί­ας.
*
Ἀθήνα, 442. Οἱ Τρι­α­κον­τα­ε­τεῖς Σπον­δές μέ τούς Πε­λο­πον­νη­σί­ους, 446/445, ἀ­να­γνω­ρί­ζουν καί ἐ­πι­κυ­ρώ­νουν τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῶν Ἀθηναίων. Τό 450 ὁ Φει­δί­ας στή­νει ἐ­πά­νω στήν Ἀκρόπολη τό τε­ρά­στιο μπρούν­τζι­νο ἄ­γαλ­μα τῆς Ἀ­θη­νᾶς, πού φαι­νό­ταν, λέ­νε, ἀ­π’ τό Σού­νιο. Ἡ οἰ­κο­δό­μη­ση τοῦ Παρ­θε­νῶ­νος ἄρ­χι­ζει τό 447, τε­λει­ώ­νει τό 438. Τό Ὠ­δε­ῖο του Πε­ρι­κλέ­ους οἰ­κο­δο­μεῖ­ται τό 443. Τά Μα­κρά Τεί­χη, τε­λει­ω­μέ­να τό 456, ἀ­να­κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται ἐν μέ­ρει τό 445. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος ἔ­χει ἤ­δη ἐ­πι­σκε­φθεῖ τήν Ἀθήνα, ὅ­που πι­θα­νό­τα­τα ἐ­διάβα­σε, δη­μό­σια, μέ­ρη τῆς Ἱστορίας, καί ὁ Σο­φο­κλῆς θά γρά­ψει γι’ αὐ­τον ἕ­να ποί­η­μα τό 441. Ἀνάμεσα στούς ἄλ­λους με­γά­λους, πού ἐ­πι­σκέ­πτον­ται τήν Ἀθήνα ἤ μέ­νουν ἐ­κεῖ, πρέ­πει νά ἀ­να­φερ­θεῖ ὁ Πρω­τα­γό­ρας — ὁ Πρω­τα­γό­ρας τοῦ πάν­των χρημά­των μέ­τρον ἄν­θρω­πος, ὁ Πρω­τα­γό­ρας πού εἶ­χε ἀ­σφα­λῶς ὁ ἴ­διος ἐκ­θέ­σει μιά ἀν- θρω­πο­γο­νί­α, τήν ὁ­ποί­α νο­μί­ζω ὅ­τι πε­ρί­που πι­στά ἀ­πο­δί­δει ὁ Πλά­των στόν ὁ­μώ­νυ­μο δι­ά­λο­γο καί ὅ­που πε­ρι­έ­γρα­φε καί τήν δι­α­δο­χι­κή ἐ­πι­νό­η­ση ἀ­π’ τούς ἄν­θρω­πους τῶν τε­χνῶν καί τῶν γνώ­σε­ων, καί τήν ἴ­ση κα­τα­νο­μή ἀ­νά­με­σά τους τῆς πο­λι­τι­κῆς φρό­νη­σης, πού στη­ρί­ζει τήν δη­μο­κρα­τί­α. Τό 444/443 οἱ Ἀθηναῖοι, κι­νού­με­νοι ἀ­σφα­λῶς ἀ­πό τάς ἀ­στυ­νό­μους ὀρ­γάς ( Ἀν­τι­γό­νη 354-355), ἀ­πο­φα­σί­ζουν νά ἱ­δρύ­σουν μιά πα­νελ­λη­νι­κή ἀ­ποι­κί­α στούς Θου­ρί­ους, στήν Ἰταλία, στήν θέ­ση τῆς Συ­βά­ρε­ως. Ὡς νο­μο­θέ­τη της δι­α­λέ­γουν τόν, μή Ἀθηναῖο, Ἀβδηρίτη Πρω­τα­γό­ρα. Ὁ Αἰ­σχύ­λος ἔ­χει πε­θά­νει στήν Σι­κε­λί­α, ὁ Σο­φο­κλῆς (γεν­νη­μέ­νος τό 496 στόν Κο­λω­νό) τόν εἶ­χε νι­κή­σει στά Δι­ο­νύ­σια τοῦ 468. Τό 443/42, ἐ­πο­χή πού γρά­φει ἤ τε­λει­ώ­νει τήν Ἀν­τι­γό­νη (53 χρο­νῶν), ἔ­χει ἐ­κλε­γεῖ ἀ­π’ τούς Ἀθηναίους Ἑλλη­νο­τα­μί­ας. Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης λαμ­βά­νει μέ­ρος στούς τρα­γι­κούς ἀ­γῶ­νες ἤ­δη ἀ­πό τό 455 καί θά νι­κή­σει γιά πρώ­τη φο­ρά τό 441.

Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ λα­ός γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Πε­ρι­κλῆς θά πε­ῖ, δώ­δε­κα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα: πᾶ­σαν γῆν καί πᾶ­σαν θά­λασ­σαν ἐ­σβα­τόν τῇ ἡ­μέ­τε­ρᾳ τόλ­μῃ κα­τα­ναγ­κά­σαν­τες. Αὐ­τος εἶ­ναι ὁ δη­μι­ουρ­γι­κός κοινω­νι­κό-ἱ­στο­ρι­κός χῶ­ρος, πού μέ­σα του ἀ­να­δύ­ε­ται τό πολ­λά τά δει­νά κοὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον πέ­λει.

Ἐνῶ ὁ Αἰ­σχύ­λος, εἴ­κο­σι, εἴ­κο­σι πέν­τε χρ­ό­νια πρίν. ἐκ­θέ­τει μιά ἀν­θρω­πο­γο­νί­α,. ὄ­χι σάν μί­α βαθ­μια­ία δι­α­δι­κα­σί­α, ἀλ­λά περοι­γράφον­τας ἕ­να ἐ­ξαίφ­νης πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τό πρίν στό με­τά ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­πό­φα­σης καί τῆς πρά­ξης ἑ­νός ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νου Τι­τά­νος, σάν ἀ­πό­σπα­ση. οἰο­νεί κλο­πή, ἀ­πό μί­α ὑ­πε­ράν­θροι­πη δύ­να­μη ἱ­κα­νο­τή­των καί δυ­να­το­τή­των πού ἀ­νή­κουν στίς ὑ­περάν­θρ­ω­πες δυ­νά­μεις (καί συ­νε­πῶς ὑ­πῆ­ρ­χαν ἤ­δη). ὁ Σο­φο­κλῆς ἐκ­θέ­τει, μί­α ἀν­θρωπο­λο­γί­α πού δέν προ­ϋ­πο­θέ­τει τί­πο­τε καί ὅ­που οἱ ἱ­κα­νό­τη­τες καί δυ­να­τό­τη­τες αὐ­τές δη­μι­ουρ­γο­ῦν­ται ἀ­π’ τούς ἀν­θρώ­πους· θέ­τει ἁ­πλά, κα­θα­ρά καί μέ ἔμ­φα­ση τήν ἀν­θρ­ω­πό­τη­τα ὡς αὐ­το­δη­μιουργία. Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν πῆ­ραν τί­πο­τε ἀπ’ τούς θε­ούς, καί κα­νέ­νας θε­ός δέν τούς ἔ­δω­σε τί­πο­τε. Αὐ­τό εἶ­ναι τό πνεῦ­μα τοῦ 5ου αἰ­ῶ­νος, κι αὐ­τή εἶ­ναι ἡ τρα­γω­δί­α πού ἐ­βρά­βευ­σαν οἱ Ἀθηναῖοι.

Τό στά­σι­μο (332-375) πρέ­πει φυ­σι­κά νά ἑρ­μη­νευ­θεῖ σέ συ­νάρ­τη­ση μέ τήν θέ­ση του μέ­σα στήν συ­νο­λι­κή οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ ἔρ­γου. Ἔρ­χε­ται ἀ­μέ­σως με­τά ἀ­π’ τίς και­νού­ρι­ες ἀ­πει­λές του Κρέ­ον­τος, πού ἔ­μα­θε τήν δεύ­τε­ρη ἀ­πό­πει­ρα τα­φῆς (συμ­βο­λι­κῆς) το­ῦ Πο­λυ­νείκους, καί ἀ­μέ­σως πρίν ἀ­π’ τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη καί τήν σύλ­λη­ψη το­ῦ ἐ­νό­χου — της Ἀντιγόνης. Τό νό­η­μά του — στήν οὐ­σία, τό νό­η­μα ὅ­λης τῆς Ἀντιγόνης — βρί­σκε­ται στήν κα­τά­λη­ξή του (364-375), πού τό συν­δέ­ει ἄ­με­σα μέ τίς ὕψι­στες ση­μα­σί­ες πού δι­α­κυ­βεύ­ον­ται μέ­σα σ’ αὐ­τήν τήν τρα­γω­δί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος, πού πε­ρι­γρά­φε­ται καί ὑ­μνεῖται στό προ­η­γού­με­νο καί με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος το­ῦ χο­ρι­κοῦ (332-363), συν­δέ­ει τήν δη­μι­ουρ­γι­κή του δει­νό­τη­τα μέ ἕ­να ἀ­νυ­πέρ­βλη­το δι­χα­σμό τῆς φύ­σης του. Τέ­χνας ὑπέρ ἐλ­πί­δ’ ἔ­χων, τό­τε μέν κα­κόν, ἄλλο­τ’ ἐ­π'ἐ­σθλόν ἕρ­πει (365-366). Ἡ σο­φί­α καί ἡ τέ­χνη του ξε­περ­νᾶ­νε κά­θε ἀ­να­μο­νή — ἀλ­λά ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του, ἡ δι­πλή, τόν κά­νει νά βα­δί­ζει ἄλ­λο­τε πρός τό κα­λό κι ἄλ­λο­τε πρός τό κα­κό. Αὐ­τό τό κα­κό καί τό κα­λό ὁ ποι­η­τής δέν τά προσ­δι­ο­ρί­ζει ἠ­θι­κο­λό­γωντας, ἀλ­λά πο­λι­τι­κά. ὁ ἄν­θρω­πος βα­δί­ζει πρός τό κα­λό, ὅ­ταν κα­τορ­θώ­νει νά συ­νυ­φά­νει (πα­ρεί­ρων) τούς νό­μους τῆς πό­λης του (νό­μους χθο­νός· χθῶν ἐ­δῶ δέν εἶ­ναι ἡ γῆ μέ τήν κο­σμι­κή ἔν­νοι­α, εἶ­ναι ἡ πά­τριος γῆ, ἡ πό­λις, ἡ πο­λι­τι­κή κοι­νό­τη­τα) μέ τήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν, τήν δί­κη/δι­και­ο­σύ­νη τῶν θε­ῶν, τήν κα­το­χυ­ρω­μέ­νη ἀ­π’ τούς ὅρ­κους. Σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται ὑψίπο­λις — λέ­ξη πού ἡ πο­λυ­ση­μί­α της κά­νει τήν με­τά­φρα­σή της ἀ­δύ­να­τη. Ὑ­ψί­πο­λις — ὑ­ψη­λός μέ­σα στήν πό­λη του, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ὑ­ψηλός (sublime · πρβλ. Πε­ρί ὕ­ψους) ὡς μέ­λος μιᾶς πό­λης, μιᾶς πο­λι­τι­κῆς, δη­λα­δή ἀν­θρώ­πι­νης, κοι­νό­τη­τος. Ἀμέσως ἀν­τι­τί­θε­ται στόν ὑ­ψί­πο­λιν ὁ ἄ­πο­λις, ὁ ἄν­θρω­πος πού τόλ­μας χά­ριν, ἐ­ξαι­τί­ας ταῆς ὑ­περ­βο­λι­κῆς τόλ­μης, τῆς αὐ­θά­δειας, τοῦ θρά­σους — τῆς ὕ­βρε­ως ἐ­πι­τέ­λους, γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τόν πρέ­πον­τα ὄ­ρο — ἀφή­νει τό μή κα­λόν νά τόν κα­τοι­κή­σει. Αὐ­τός πού κα­τέ­χε­ται ἀ­π’ τήν ὕ­βρη γί­νε­ται ἄ­πο­λις, βγαί­νει ἀ­π’ τήν πο­λι­τι­κή κοι­νω­νί­α τῶν ἀν­θρώ­πων (καί τό συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­πο­τέ­λε­σμα δέν μπο­ρεῖΐ νά εἶ­ναι πα­ρά ὁ θά­να­τος, ἡ φυ­γή ἤ ἡ ἐ­ξο­ρί­α). Γί­νε­ται, ὅ­πως λέ­νε οἱ Γάλ­λοι, sans foi ni loi, καί sans feu ni lieu. Καί ὁ Χο­ρός τε­λει­ώ­νει λέ­γον­τας: αὐ­τόν τόν ἄ­πο­λιν δέν τόν θέ­λω ὡς πα­ρέ­στιον, μέ­σα ἤ κον­τά στήν ἑ­στία μου, οὔ­τε ὡς ἴ­σον φρο­νοῦν­τα, προι­κι­σμέ­νο μέ τήν ἴ­δια — ἴ­ση, κοι­νή τῶν πο­λι­των — φρό­νη­ση καί δι­και­ού­με­νο νά θε­ω­ρεῖ τόν ἑ­αυ­τό του ἴ­σο μέ τούς ἄλ­λους πο­λί­τες.

Εἶ­μαι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νά δώ­σω ἐ­δῶ πο­λύ συ­νο­πτι­κά μιά συ­νο­λι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς τρα­γω­δί­ας. Τό θέ­μα τῆς τρα­γω­δί­ας δέν εἶ­ναι ἡ ἀ­θω­ό­τη­τα το­ῦ θύ­μα­τος Ἀν­τι­γό­νη πού μά­χε­ται τόν τύ­ραν­νο Κρέ­οντα, οὔ­τε ἡ ἀν­τί­φα­ση ἀ­νά­με­σα στήν ἠ­θι­κή καί στήν raison d'Etat, οὔ­τε τό ἄ­το­μο ἐ­ναν­τί­ον το­ῦ κρά­τους (μον­τέρ­νες ἑρ­μη­νεῖ­ες), οὔ­τε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια στήν ἀν­τί­θε­σή της μέ τόν Νό­μο καί τήν Πο­λι­τεί­α (ἑ­γε- λια­νή ἐκ­δο­χή). Τό θέ­μα τῆς τρα­γω­δί­ας εἶ­ναι, πέ­ρα ἀ­π’ ὅ­λα αὐτά, ἡ ὕβρις — ἡ πρά­ξη τόλ­μας χά­ριν. Ἀσφαλῶς ἡ Ἀντιγόνη καί ὁ Κρ­έ­ων ἐκ­πρ­ο­σω­ποῦν δύ­ο ἀν­τι­μ­α­χόμ­ε­νες ἀρχές. Αὐ­τές τίς ἀρχές ὅμως — τούς νό­μους χθο­νός καίτήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν — ὁ ποι­η­τής δέν τίς θε­ω­ρεῖ ἀ­πό­λυ­τα ἀ­συμ­βί­βα­στες, μιά καί ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρε­ῖ νά γί­νει ὑ­ψίπο­λις συ­νυ­φαί­νον­τα­ς τες (πα­ρεί­ρων). Καί ἡ Ἀν­τι­γό­νη καί ὁ Κο­έ­ων εἶ­ναι ἀ­νί­κα­νοι νά τίς συ­νυ­φά­νουν· καί οἱ δύ­ο τους, μέ τήν τυ­φλή καί ἀ­πό­λυ­τη ὑ­πε­ρά­σπι­ση μιᾶς ἀ­πό τίς δύ­ο ἀρ­χές, γί­νον­ται ὑ­βρι­στές καί ἀ­πο­λι­δες. Ὑ­πέρ­τα­το πα­ρά­δο­ξο: ξε­περ­νών­τας τά ὅ­ρια τοῦ φρο­νε­ῖν, κα­θη­λω­μέ­νος στό μό­νος φρο­νεῖν, ὁ ὑ­πέρ­μα­χος τῶν νό­μων τῆς πό­λε­ως Κρέ­ων γί­νε­ται ἀ­πο­λις. Ἀλ­λά εἶ­ναι ἐ­πί­σης προ­φα­νές ὅτι ἡ ἴ­δια ἡ Ἀντιγόνη εἶ­ναι ἐ­ξί­σου ἀ­πο­λις. Ἀμέσως κα­τό­πιν ἀ­π’ τό χο­ρι­κό πού ἐ­ξε­τά­ζου­με, ὅ­ταν ὁ Φύ­λαξ προ­σά­γει τήν Ἀντιγόνη, πού τήν συ­νέ­λα­βε νά προ­σπα­θεῖ — γιά τρί­τη φο­ρά — νά ρί­ξει χῶ­μα πά­νω στό πτῶ­μα τοῦ Πο­λυ­νεί­κους, ὁ χο­ρός, ἐκ­φρά­ζον­τας τήν κα­τα­θλι­πτι­κή λύ­πη του, δέν ἀ­πευ­θύ­νε­ται στήν Ἀντιγόνη ὡς πρό­μα­χο τῆς εὐ­σέ­βειας καί τοῦ σε­βα­σμοῦ τῶν θεί­ων νό­μων τήν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς τρε­λή (ἐν ἀ­φρο­σύ­νῃ κα­θε­λόν­τες, 383). Ἡ ἀ­φρο­σύ­νη τῆς Ἀντιγόνης ἔγ­κει­ται στό ὅ­τι κι αὐ­τή, ὄ­χι μό­νο εἶ­ναι ἀ­νί­κα­νη νά συ­νυ­φά­νει τίς δύ­ο ἀρ­χές, ἀλ­λά τόλ­μας χά­ριν ὑ­περ­βαί­νει τά ὅ­ρια. Πό­λις χω­ρίς νό­μους χθο­νόςδέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει καί, πα­ρα­βι­ά­ζον­τας τούς νό­μους αὐ­τούς, καί ἡ Ἀντιγόνη γί­νε­ται ἄ­πο­λις καί βγαί­νει ἀ­πό τό ἴ­σον φρο­νεῖν.

Ὁ ποι­η­τής λέ­ει στόν δῆ­μο τῶν Ἀθηναίων: ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν ἔ­χουμέ δί­κιο, μ­πο­ρεῖ νά ἔ­χου­με ἄ­δι­κο, δέν ὑπάρ­χει πο­τέ ἔ­σχα­τος λο­γι­κός λό­γος. Τῷ ὄν­τι, οἱ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ες τοῦ Κρέ­ον­τος καί τῆς Ἀντιγόνης, θε­ω­ρη­μέ­νες κα­θ’ ἑ­αυ­τές, εἶ­ναι στε­γα­νές καί χω­ρίς δυ­να­τή λο­γι­κή ἀ­ναί­ρε­ση. Αὐ­τό ἐκ­φρά­ζει κα­θα­ρά ὁ Αἴ­μων, λέ­γον­τας στόν πα­τέ­ρα του: οὔ­τε θέ­λω οὔ­τε μπο­ρῶ νά πῶ ὅ­τι ἔ­χεις ἄ­δι­κο (οὔτ’ ἄν δυ­ναί­μην, μή­τα’ ἐ­πι­σταί­μην λέ­γων, 686)· ἔ­χεις ὅ­μως ἄ­δι­κο γιά ἄλ­λους λό­γους — δι­ό­τι ἐ­πι­μέ­νεις νά ἔ­χεις δί­κιο μό­νος σου ἤ μό­νος ἐ­σύ. Ἐπιβάλλεται νά πα­ρα­τε­θοῦν ἐ­δῶ οἱ κα­τα­πλη­κτι­κοί στί­χοι 707-709:

ὅ­στις γάρ αὐ­τός ἤ φρο­νεῖν μό­νος δο­κεῖ,
ἤ γλῶσ­σαν, ἥν οὐκ ἄλ­λος, ἤ ψυ­χήν ἔ­χειν,
οὗ­τοι δι­α­πτυ­χθέν­τες ὤ­φθη­σαν κε­νοί.

Ὁ Κρέ­ων ἔ­χει ἄ­δι­κο, πα­ρό­λο ὅ­τι ἔ­χει δί­κιο, για­τί ἐ­πι­μέ­νει στό μό­νος φρο­νεῖν — δέν βρί­σκε­ται μέ­σα στο ἴσον φρονεῖν, δεν θέλει καί δέν εἶ­ναι ἱ­κα­νός νά ἀ­κού­σει τόν λό­γο και τούς λό­γους τοῦ ἄλ­λου καί τῶν ἄλ­λων. Εἶ­ναι μέ­σα στήν ὕ­βρη, δέν κα­τορ­θώ­νει νά σύνυ­φά­νει.

Ἡ Ἀντιγόνη εἶ­ναι — ὅ­πως καί ὁ Ἐπιτάφιος — μιά κο­ρυ­φή τῆς δη­μο­κρα­τι­κῆς πο­λι­τι­κῆς σκέ­ψης καί στά­σης, πού ἀ­πο­κλεί­ει καί κα­τα­δι­κά­ζει τό μό­νος φρο­νε­ῖν, πού ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἔμ­φυ­τη ὕ­βρη τῶν ἀν­θρώ­πων καί ἀ­παν­τᾶ σ’ αὐ­τήν μέ τήν φρό­νη­ση, καί πού ἀν­τι­με­τωπί­ζει τό ἔ­σχα­το πρό­βλη­μα τοῦ αὐ­τό­νο­μου ἀν­θρώ­που — καί τοῦ ἀ­τό­μου καί τῆς πο­λι­τι­κῆς κοι­νό­τη­τας — τό πρό­βλη­μα τοῦ αὐ­το­περι­ο­ρι­σμοῦ.

Ὁ αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­ο­μός εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος, ἀ­κρι­βῶς για­τί ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δει­νός καί για­τί τήν δει­νό­τη­τα αὐ­τή τί­πο­τε ἐ­ξω­τε­ρι­κό δέν μπο­ρεῖ νά τήν πε­ρι­ο­ρί­σει οὐ­σι­α­στι­κά. Οὔ­τε βέ­βαι­α ἡ θε­ῶν ἔ­νορ­κος δί­κα. Αὐ­τή εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς ἀρ­χές πού δι­έ­πουν τήν ζω­ή τῶν ἀν­θρώό­πων — ἀλ­λά μέ κα­νέ­να τρό­πο δέν φθά­νει. Ἄν ἔ­φθα­νε, δέν θά ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε Ἀντιγόνη οὔ­τε τρα­γω­δί­α. Ὅ­πως καί δέν ὑπάρ­χει καί δέν μπο­ρε­ῖ νά ὑ­πάρ­ξει τρα­γω­δί­α ἐ­κεῖ πού μί­α ἔ­σχα­τη ἀρ­χή δί­νει ἀ­παν­τή­σεις σ’ ὅ­λα τά ἐ­ρω­τή­μα­τα: στόν κό­σμο τόν πλα­τω­νι­κό, ὅ­πως καί στόν κό­σμο τόν χρι­στι­α­νι­κό.

Ἡ τρα­γω­δί­α, καί εἰ­δι­κά ἡ Ἀντιγόνη, προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀ­κρι­βῶς τήν δει­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, πού κο­ρυ­φώ­νε­ται καί αὐ­το­κα­τα­στρέ­φεται μέ τήν ὕ­βρη, ἀλ­λά πού μπο­ρεῖ ἐ­πί­σης, ὅ­ταν εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μέ τό ἴ­σον φρο­νε­ῖν, νά φθά­σει στό ὕψος το­ῦ ὑ­ψι­πό­λι­δος. Ἐξ οὗ καί ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νάγ­κη νά πε­ρι­γρα­φεῖ καί νά ὑ­μνη­θεῖ αὐ­τή ἡ δει­νό­τη­τα — πράγ­μα πούκά­νει ὁ Χο­ρός στό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ στα­σί­μου (334-363).

Τό κεν­τρι­κό νό­η­μα τοῦ χο­ρι­κοῦ προ­ε­ξαγ­γέλ­λε­ται στούς δύ­ο πρώ­τους στί­χους — πολ­λά τά δει­νά κοὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον πέ­λει— πού μᾶς βά­ζουν ἀ­μέ­σως σέ ἐ­ρω­τή­μα­τα.

Ἡ καί­ρια λέ­ξη τῶν στί­χων εἶ­ναι φυ­σι­κά τό δει­νός — ἀ­με­τά­φραστη κι αὐ­τή. (Ό Heidegger τήν με­τα­φρά­ζει μέ τό ἀ­νε­παρ­κέ­στα­το das Unheimliche, πού ξε­χνά­ει κεν­τρι­κές ση­μα­σί­ες τῆς λέ­ξης. Ὁ Γάλ­λος με­τα­φρα­στής του αὐ­ξά­νει ἀ­κό­μα τήν ἀ­πό­στα­ση, ἀ­πο­δί­δοντάς τό Unheimliche μέ τό inquietant, ἀ­νη­συ­χη­τι­κός). Συ­νο­ψί­ζον­τας σέ μιά φρά­ση τά συμ­πε­ρά­σμα­τα μιᾶς ἄλ­λης, ἀ­δη­μο­σί­ευ­της ἀ­κό­μα, με­λέ­της μου, θά πῶ ὅ­τι ὁ Σο­φο­κλῆς — κι αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­νας οὐ­σι­ώ­δης χα­ρα­κτή­ρας τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς ποί­η­σης — ὄ­χι μό­νο δέν εἶ­ναι πάν­τα ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νά δι­α­λέ­ξει ἀ­νά­με­σα στίς δι­ά­φο­ρες ση­μα­σί­ες τῆς λέ­ξης, ἄλ­λα ἐμ­φα­νέ­στα­τα πολ­λές φο­ρές δέν δι­α­λέ­γει, μπο­ρε­ῖ καί θέ­λει νά τίς δώ­σει ὅ­λες μα­ζί. Δει­νός: πού προ­κα­λεῖ, δι­και­ο­λο­γη­μέ­να, δέ­ος, φό­βο καί τρό­μο — φο­βε­ρός, τρο­με­ρός· ἐ­πι­κίν­δυ­νος. Ἀ­πό ἐ­δῶ πη­γαί­νου­με, μέ μιά ἀ­π’ τίς ὡ­ραι­ό­τε­ρες ση­μα­σια­κές πα­ρα­γω­γές στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά, στό: κα­τα­πλη­κτι­κά δυ­να­τός, ἰ­σχυ­ρός, θαυ­μά­σιος καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος, ἐν­δε­χο­μέ­νως καί πα­ρά­ξε­νος. Θαυ­μά­σιος καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος για­τί; Δι­ό­τι ὑ­πέρ-ἱ­κα­νός, ἐ­πι­δέ­ξιος, σο­φός, ἀ­ρι­στο­τέ­χνης, πού βρί­σκει λύ­ση πάν­τα, πού δέν εἶ­ναι πο­τέ χω­ρίς μέ­σα, πο­λυ­μή­χα­νος καί πο­λυ­τρό­πος θά ἔ­λε­γε ὁ Ὅ­μη­ρος — καί τό λέ­ει ὁ Σο­φο­κλῆς στό τέ­λος τοῦ χω­ρί­ου πού συ­ζη­τᾶ­με: ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον (360-361). Ἀνάμεσα σ’ αὐ­τές τίς ση­μα­σί­ες οἱ λε­ξι­κο­γρά­φοι καί οἱ με­τα­φρα­στές εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ωμέ­νοι νά δι­α­λέ­ξουν. Ὁ Σο­φο­κλῆς, κι ὅσοι ἔ­χου­με τήν τύ­χη νά κα­τα­λα­βαί­νου­με λί­γο τά ἑλ­λη­νι­κά, ὄ­χι.

Τό ση­μα­σια­κό σύμ­πλεγ­μα τῆς λέ­ξης φω­τί­ζε­ται καί πλου­τί­ζε­ται ἀπ’ τήν συ­νέ­χεια τοῦ κει­μέ­νου. Δει­νός ση­μαί­νει, ἀ­π’ τήν Ἀντιγόνη καί με­τά, ὅ­λα ὅ­σα ὁ Σο­φο­κλῆς θά ἀ­πο­δώ­σει στόν ἄν­θρω­πο ὡς δει­νόν. Κι ὁ πρῶ­τος φω­τι­σμός μᾶς δί­νε­ται ἀ­π’ τήν ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς λέ­ξης στήν συ­νέ­χεια τῆς φρά­σης, σ’ ἕ­να οἰ­ο­νεί ὑ­περ­θε­τι­κό βαθ­μό, κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο μέ τήν ἄρ­νη­ση το­ῦ συγ­κρι­τι­κοῦ: οὐ­δέν ἄν­θρω­που δει­νό­τε­ρον. Τό δει­νός προσ­δι­ο­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο, καί προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο: εἶ­ναι ὁ χα­ρα­κτή­ρας ἐ­κεῖ­νος, πού κα­νέ­να ὄν δέν τόν πα­ρου­σιά­ζει στόν ἴ­διο βαθ­μό μέ τόν ἄν­θρω­πο.

Οὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον. Τί­πο­τα δέν εἶ­ναι πιό τρο­με­ρό, θαυ­μά­σιο, ἱ­κα­νό-πραγ­μα­το­ποι­η­τι­κό, ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο. Ἀκόμα μιά φο­ρά ἐ­ρω­τῶ: τολ­μᾶ­με νά πά­ρου­με τόν ποι­η­τή στά σο­βα­ρά; Θά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὁ ποι­η­τής χρη­σι­μο­ποι­εῖ λέ­ξεις εἰ­κῇ καί ὡς ἔ­τυ­χε; Ὁ Σο­φο­κλῆς, μά­στο­ρας τῆς κυ­ρι­ο­λε­ξί­ας καί τῆς και­ρι­ο­λε­ξί­ας, λέ­ει κα­θα­ρά καί δυ­να­τά: οὐ­δέν. Οὐ­δέν: οὔ­τε ἡ θά­λασ­σα, οὔ­τε ὁ χει­μώ­νας, οὔ­τε τά ἄ­γρια θη­ρί­α — τί­πο­τα. Τί­πο­τα ἀ­π’ τήν φύ­ση. Ἀλ­λά ὁ Σο­φο­κλῆς δέν πε­ρι­ο­ρί­ζει τό οὐ­δέν στήν φύ­ση. Λέ­ει, ἀ­πο­λύ­τως: οὐ­δέν. Οὐ­δέν: οὔ­τε λοι­πόν καί οἱ θε­οί.

Αὐ­τό φω­τί­ζει πά­λι τό δει­νός, ἐ­νῶ φαί­νε­ται ταυ­το­χρό­νως νά τό συ­σκο­τί­ζει. Μέ ποι­ά ἔν­νοι­α μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά εἶ­ναι δει­νό­τε­ρος ἀ­π’ τήν φύ­ση — κι ἀ­π’ τούς θε­ούς; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ἐν­τού­τοις προ­φα­νής — καί ἐ­κτί­θε­ται, σχε­δόν ἄ­με­σα, στήν συ­νέ­χεια τοῦ χο­ρι­κοῦ. Ὁ πο­λιός πόν­τος κι ὁ χει­μέ­ριος νό­τος εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς δυ­να­τό­τε­ρα ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο — ὅ­πως καί τά θη­ρῶν ἀ­γρί­ων ἔ­θνη, καί τό­σα ἄλ­λα ὄν­τα. Ἀλλά τά ὄν­τα αὐ­τά εἶ­ναι, καί εἶ­ναι ὅ,τι εἶ­ναι, ἀ­πό τήν φύ­ση τους. Σέ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε χρό­νο ἔ­κα­ναν, κά­νουν καί θά κά­νουν τά ἴ­δια πράγ­μα­τα. Καί τίς δυ­νά­μεις πού ἔ­χουν, τίς ἔ­χουν δι­ό­τι τούς ἔ­χουν δο­θεῖ μιά γιά πάν­τα, χω­ρίς νά μπο­ροῦν νά τίς ἀλ­λάξουν. Τό τί ἐ­στίν τους, ὅ­πως θά ἔ­λε­γε ὁ Ἀριστοτέλης, πού τά κα­θο­ρί­ζει καί πού ἀ­να­πτύσ­σε­ται στά δι­ά­φο­ρα κα­τη­γο­ρή­μα­τά τους, δέν προ­έρ­χε­ται ἀ­πό αὐ­τά τά ἴ­δια.

Τό ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ἰ­σχύ­ει καί γιά τούς θε­ούς. Συν­τρι­πτι­κά πιό δυ­να­τοί ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο, προι­κι­σμέ­νοι μέ ἀ­να­ρίθ­μη­τες δυ­να­τό­τη­τες καί ἱ­κα­νό­τη­τες — ὄ­χι ὅ­μως, ἄς τό ὑ­πεν­θυ­μί­σου­με, παν­το­δύ­να­μοι — , ἀ­θά­να­τοι — ὄ­χι ὅ­μως αἰ­ώ­νιοι ἤ ἄ­χρο­νοι — οἱ θε­οί εἶ­ναι αὐ­τό πού εἶ­ναι ἀ­π’ τήν «φύ­ση» τους καί χω­ρίς νά ἔ­χουν κά­νει τί­πο­τα γι’ αὐ­τό. Κι ἔ­τσι, π.χ., ἀ­π’ τήν μιά με­ριά δέν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη νά κα­τα­φύ­γουν στήν τέ­χνη — νά ναυ­πη­γή­σουν κα­ρά­βια γιά νά με­τα­κι­νη­θοῦν, ἤ νά γρά­ψουν κά­τι γιά νά τό θυ­μη­θοῦν ἀ­π’ τήν ἄλ­λη με­ριά, ἡ τέ­χνη τοῦ Ἡ­φαί­στου εἶ­ναι βέ­βαι­α ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­π’ τήν ἀνθρώ­πι­νη, ἀλ­λά τήν τέ­χνη αὐ­τή δέν τήν ἐ­πε­νό­η­σε ὁ Ἡ­φαι­στος, τοῦ εἶ­ναι ἔμ­φυ­τη, ὁ Ἥ­φαι­στος εἶ­ναι ἡ τέ­χνη, ὅπως ὁ Ἄ­ρης εἶ­ναι ὁ πό­λε­μος κι ἡ Ἀ­θη­νᾶ εἶ­ναι ἤ σο­φί­α.

Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τό ὄν, τοῦ ὁ­ποί­ου οὐ­δέν δει­νό­τε­ρον πέ­λει, κι αὐ­τό, για­τί τί­πο­τε ἀ­π’ ὅ­σα κά­νει — καί πού πε­ρι­γρά­φον­ται, ἐν­δει­κτι­κά καί ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κά κα­τ’ ἀ­νάγ­κην, στούς στί­χους 334-351 — δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­δο­θεῖ σ’ ἕ­να «φυ­σι­κό» προί­κι­σμά του. Τό τί ἔ­στιν τοῦ ἀν­θρ­ώ­που. πού ἐκ­φρά­ζε­ται καί ἀ­να­πτύσ­σε­ται μέ τά διάφο­ρα κα­τη­γο­ρή­μα­τά του, εἶ­ναι ἔρ­γο τοῦ ἴ­διου τοῦ ἀν­θρώ­που. Σέ φι­λο­σο­φι­κή ὁ­ρο­λο­γί­α: ὁ ἄν­θρω­πος θέ­τει τόν ἑ­αυ­τό του ὡς ἄν­θρω­πο, ἡ οὐ­σί­α τοῦ ἄν­θρω­που εἶ­ναι αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α, κι αὐ­τή ἡ φρά­ση νο­εῖ­ται μέ­ τίς δύ­ο ἔν­νοι­ες: ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τήν οὐ­σία του, καί ἡ οὐ­σία αὐ­τή εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γί­α καί αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τόν ἑ­αυ­τό του ὡς δη­μι­ουρ­γό, μέ­σα σ’ ἕ­να κύ­κλο, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ φαι­νο­με­νι­κή λο­γι­κή φαυ­λό­τη­τα ἀ­πο­κα­λύ­πτει τό ὀν­το­λο­γι­κά πρω­ταρ­χι­κό.

Τό ὅ­τι αὐ­τή εἶ­ναι ἡ σύλ­λη­ψη τοῦ Σο­φο­κλέ­ους γί­νε­ται φα­νε­ρό πέ­ρα ἀ­πό κά­θε ἀμ­φι­βο­λί­α μέ μί­α λέ­ξη, πού — μα­ζί μέ τό παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον καί τό οὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον — εἶ­ναι ὁ τρί­τος στυ­λο­βά­της αὐ­τού του μέ­ρους τοῦ χο­ρι­κοῦ: ἐ­δι­δά­ξα­το (354). Ἡ μέ­ση φω­νή δη­λώ­νει, ὅ­πως ξέ­ρου­με, τήν ἐ­πι­στρο­φή τῆς ἐ­νέρ­γειας πά­νω στό ὑ­πο­κεί­με­νο πού ἐ­νερ­γεῖ. Τόν ἀν­θο­ω­πρ δέν τόν ἐ­δί­δα­ξε κα­νείς (π.χ. ὁ Προ­μ­η­θεύς)· ἐ­δί­δαξε τόν ἑ­αυ­τό του. Ὅ­ταν μέ δι­δά­σκουν, κά­ποι­ος πού ἤ­δη κα­τέ­χει μί­α γνώ­ση, μοῦ τήν δί­νει, μοῦ τήν προ­σφέ­ρει, μοῦ τήν με­τα­βι­βά­ζει. Ὅ­ταν δι­δά­σκο­μαι (μέ­ση φω­νή), δί­νω στόν ἕ­αυ­τό μου κά­τι πού ὁ ἑ­αυ­τός μου δέν ἔ­χει (ἀλ­λι­ῶς, για­τί νά τοῦ τό δώ­σω;) καί πού ἔ­χει (ἀλ­λι­ῶς, ποι­ός τό δί­νει;). Ὁ φαι­νο­με­νι­κός πα­ρα­λο­γι­σμός αἴ­ρε­ται ἅ­μα κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι ἡ αὐ­το­ε­νέρ­γεια τοῦ αὐ­τοδι­δα­σκό­μενου ἀν­θρώ­πρυ δημιορυρ­γε­ῖ (φέρ­νει σέ ὕ­παρ­ξη) καί τό «πε­ρι­ε­χό­μενο» καί τό «ὑ­πο­κίμε­νό» της, πού ἀλ­λη­λο­προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται καί ἀλ­λη­λο-ὑ­πάρ­χουν.

Ὁ τρί­τος αὐ­τός στυ­λο­βά­της εἶ­ναι, ἴ­σως, ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος, για­τί τό ἐ­δι­δά­ξα­το αὐ­τό ἀ­να­προσ­δι­ο­ρί­ζει καί ἀ­να­το­πο­θε­τε­ῖ ὅ­λα ὅ­σα ἐ­λέ­χθη­σαν προ­η­γου­μέ­νως: ὅ­λα τά ἔρ­γα καί δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, πού σχε­τί­ζον­ται μέ συγ­κε­κρι­μέ­νες τέ­χνες (ναυ­σι­πλο­ΐ­α, γε­ωρ­γί­α, θή­ρα κλπ.)· Για­τί ὅλες αὐ­τές οἱ τέ­χνες προ­ϋ­πο­θέ­τουν ἀ­πο­φα­σι­στι­κά αὐ­τά πού ¨ο ἄν­θρω­πος ἐδιδά­ξα­το:

Καί φθέγ­μα καί ἀ­νε­μό­εν
φρό­νη­μα καί ἀ­στυνόμους
ὀρ­γάς ἐ­διδά­ξα­το...

¨Ο Ἀριστοτέλης, ἕ­να αἰ­ώ­να με­τά, θά κα­θο­ρί­σει τόν ἄν­θρω­πο ὡς ζῷ­ον λό­γον ἔ­χον καί ζῶ­ον πο­λιτι­κόν. Τολ­μῶ νά πῶ ὅ­τι ὁ ποι­η­τής ἐ­δῶ εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρος, δι­ό­τι ρι­ζι­κό­τε­ρος, ἀ­π’ τόν βα­θύ­τα­το φι­λό­σο­φο. Ὁ ἄν­θρω­πος δέν «ἔ­χει» τόν λό­γο ὡς «φυ­σι­κή» ἰ­δι­ό­τη­τα ἤ προί­κι­ση — οὔ­τε ἡ πο­λι­τι­κό­τη­τά του τοῦ εἶ­ναι ἁ­πλῶς δο­σμέ­νη καί δε­δο­μέ­νη. Ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­δί­δα­ξε στόν ἕ­αυ­τό του — ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε — τήν γλώσ­σα (φθέγ­μα), τήν σκέ­ψη (φρό­νη­μα) καί τίς ἀ­στυνόο­μους ὀρ­γάς, πού ὁ Χά­ιν­τεγ­κερ με­τα­φρά­ζει, κα­θα­ρά να­ζι­στι­κά πλέ­ον, den Mut der Herrschaft iiber die Stadte, τό πά­θος τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας πά­νω στίς πό­λεις. Με­τά­φρα­ση ἐ­πι­πλέ­ον ἄ­φρων· γιά νά ὑ­πάρ­χει κυ­ρι­αρ­χί­α πά­νω στίς πό­λεις, πρέ­πει πρῶ­τα νά ὑ­πάρ­χουν πό­λεις. Ὁ Σο­φο­κλῆς δέν μι­λά­ει γιά κυ­ρι­αρ­χί­α πά­νω σέ δῆ­θεν ἤ­δη ὑ­πάρ­χου- σές πό­λεις, το­πο­θε­τεῖ­ται στήν «στιγ­μή» (στό ὀν­το­λο­γι­κό στρῶ­μα), ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τήν γλώσ­σα καί τήν σκέ­ψη — καί τίς ἀ­στυνό­μους ὀρ­γάς, τά πά­θη, τίς δι­α­θέ­σεις, τίς ὁρ­μές πού δί­νουν νό­μους στά ἄ­στε­α — πού θε­σμί­ζουν τίς πό­λεις. Τά θε­σμί­ζον­τα πά­θη εἶ­ναι ἴ­σως ἡ κα­λύ­τε­ρη ἀ­πό­δο­ση τῆς ἐκ­πλη­κτι­κῆς — σκε­φτό­μα­στε συ­νή­θως τόν νό­μο καί τόν θε­σμό ὡς τά ἀ­πο­λύ­τως ἀν­τί­θε­τα μέ τίς ὀρ­γές, μέ τά πά­θη — καί βα­θιά ἀ­λη­θι­νῆς —στήν ρί­ζα τοῦ πρω­ταρ­χι­κοῦ θε­σμοῦ ὑ­πάρ­χει μί­α προ-λο­γι­κή «βού­λη­ση» καί πρό­θε­ση, κι οἱ θε­σμοί δέν μπο­ροῦν νά δι­α­τη­ρη­θοῦν χω­ρίς πά­θος — ἰ­δέ­ας το­ῦ Σο­φο­κλέ­ους.
Ἡ δει­νό­τη­τα το­ῦ ἀν­θρώ­που συ­νο­ψί­ζε­ται μέ τήν φρά­ση πού κλεί­νει αὐ­τό τό μέ­ρος τοῦ στα­σί­μου:

Παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος
ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται
τό μέλ­λον...

πού γιά τόν Ἕλ­λη­να ἀ­να­γνώ­στη δέν χρει­ά­ζε­ται με­τά­φρα­ση καί σχε­τι­κά μέ τήν ὁ­ποί­α θά ση­μει­ώ­σω μό­νο ξα­νά τό παν­το­πό­ρος, πού πα­ρα­πέμ­πει ὄ­χι μό­νο στήν πο­λυ­μη­χα­νί­α ἀλ­λά καί στήν κα­θο­λι­κότη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­ας.

Τῆς δει­νό­τη­τας αὐ­ταῆς ὁ ποι­η­τής γνω­ρί­ζει ἕ­να καί μό­νον ἕ­να ἀ­πό­λυ­το ὅ­ριο, τόν θά­να­το:

... Ἅι­δα μό­νον
φε­ῦ­ξιν οὐκ ἐ­πά­ξε­ται.

¨Ο Ἅ­δης ὁ τε­λει­ω­τι­κός — σύμ­φω­να μέ τήν προ­κλα­σι­κή καί κλα­σι­κή ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη ὡς τό τέ­λος τόν 5ου αἰ­ώ­να, πού δέν κα­τα­δέ­χε­ται νά αὐ­το­πα­ρηγ­ορη­θεῖ μέ ἀ­θα­να­σί­ες καί φροῦ­δες ἐλ­πί­δες γιά με­τά θά­να­τον ζω­ή — ἔρ­χε­ται ἐ­δῶ ὄ­χι μό­νο σάν ὑ­πό­μνη­ση τῆς ἔ­σχα­της ἀ­λή­θειας, ἀλ­λά καί γιά νά ὑ­πο­γραμ­μί­σει τήν δει­νό­τη­τα τοῦ ὄν­τος αὐ­τοῦ, πού γνω­ρί­ζον­τας τήν θνη­τό­τη­τά του, δέν παύ­ει ἐν­τού­τοις νά χω­ρεῖ, νά ἀ­πο­τρύε­ται, νά ἄ­γει, νά κρα­τεῖ καί νά δι­δά­σκε­ται.

   Τό δεύ­τε­ρο ὅ­ριο, τό ἐ­σω­τε­ρι­κό, ἄν μπο­ρῶ νά πῶ, καί ἐγ­γε­νές στόν ἄν­θρω­πο, εἶ­ναι ἡ δι­φυ­ΐ­α του, πού τόν κά­νει νά βα­δί­ζει ἄλ­λο­τε πρός τό κα­κόν κι ἄλ­λο­τε πρός τό ἐ­σθλόν. Ὅ­ριο, για­τι ὁ Σο­φο­κλῆς — ὅ­πως κι ὁ Θου­κυ­δί­δης εἴ­κο­σι ἤ τριά­ντα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα — , ἐ­νῶ πε­ρι­γρά­φει μί­α τι­τα­νι­κή δι­α­δι­κα­σί­α δη­μι­ουρ­γί­ας καί πρό­σκτη­σης δύ­να­μης καί δυ­νά­με­ων το­ῦ ἀν­θρώ­που, δέν βλέ­πει, δι­και­ό­τα­τα, κα­μί­α «ἠ­θι­κή πρό­ο­δο» νά ἐ­πι­τε­λεῖ­ται μέ­σω αὔ­τής της δι­α­δι­κα­σί­ας. Τό κα­κόν καί τό ἔ­σθλον πάν­τα συ­νό­δευ­αν καί θά συ­νο­δεύ­ουν τόν ἄν­θρω­πο, πάν­τα θά εἶ­ναι οἱ δύ­ο πό­λοι πού ἐ­ναλ­λασ­σό­με­νοι κα­τευ­θύ­νουν τά βή­μα­τά του. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης τοῦ 20ού αἰ­ώ­να θά ἐ­πι­κυρώ­σει χω­ρίς δυ­σκο­λί­α τήν ἀν­τιίλη­ψη τοῦ ποι­η­τῆ μέ τήν ἐμ­πει­ρί­α εἴ­κο­σι πέν­τε αἰ­ώ­νων με­γα­λουρ­γη­μά­των καί τε­ρα­τω­δῶν κα­κουρ­γη­μά­των, τά χει­ρό­τε­ρα ἀ­π’ τά ὁ­ποῖ­α ἔ­γι­ναν μέ τήν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ἐ­σθλοῦ καί τῆς ἐγ­κό­σμιας ἤ ἐξω­κο­σμι­κῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που

Τήν δι­φυ­ΐ­α ὅ­μως αὐ­τήν ὁ ποι­η­τής δέν τή βλέ­πει μοι­ρο­λα­τρι­κά. Γνω­ρί­ζει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά γί­νει ὑψί­πο­λις, καί τό κα­τορ­θώ­νει, ὅ­ταν συ­νυ­φαί­νει τούς νό­μους χθο­νός μέ τήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν. Ἡ δί­κη αὐ­τή ἐμ­φα­νί­ζε­ται, ἔ­τσι, σάν ἕ­να τρί­το, σχε­τι­κό, ὅ­ριο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης πρά­ξης/ποί­η­σης. Ὁ ἄν­θρω­πος δι­δά­σκε­ται τούς νό­μους του, τούς θέ­τει καί τούς θε­σμί­ζει. Πλά­ι ὅ­μως σ’ αὐ­τούς τούς νό­μους ὑ­πάρ­χει ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν, πού δέν φθά­νει κα­τά κα­νέ­να τρό­πο — ἀλ­λι­ῶς δέν θά χρει­ά­ζον­ταν καί δέν θά ὑ­πῆρ­χαν κάν νό­μοι χθο­νός — ἀλ­λά καί πού δέν μπο­ρεῖ νά πα­ρα­γνω­ρι­σθεῖ.

Στήν Ἀντιγόνη ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν ἔ­χει ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο πε­ρι­ε­χό­με­νο, ἀ­φο­ρᾶ τά κα­θι­ε­ρω­μέ­να ἔ­θι­μα τῆς τα­φῆς. Ἤ­δη στήν Ἀν­τι­γό­νη ὅ­μως κι αὐ­τή ἡ δί­κη συ­ναν­τᾶ τά ὅ­ριά της. Λα­τρεί­α θε­ῶν χω­ρίς πό­λη, χω­ρίς ἔν­νο­μη ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νό­τη­τα, δέν εἶ­ναι νο­η­τή. Πό­λη πού νά μή προ­στα­τεύ­ει τόν ἑ­αυ­τό της ἀ­πό τήν προ­δο­σί­α, τήν συ­νερ­γα­σί­α μέ τούς ἐ­χθρούς, μέ μό­νο κί­νη­τρο τήν δί­ψα τῆς προ­σω­πι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας (Πο­λυ­νεί­κης) ἐ­πί­σης δέν εἶ­ναι νο­η­τή. Ἡ μή κύ­ρω­ση τῆς δι­α­γω­γῆς το­ῦ Πο­λυ­νεί­κους θά κα­θι­στοῦ­σε, στίς ὁ­ρια­κές της συ­νέ­πει­ες ἀ­δύ­να­τη τήν λα­τρεί­α τῶν θε­ῶν. Ἡ κύ­ρω­σή της μέ τόν τρό­πο πού ἀ­πο­φά­σι­σε ὁ Κρ­έ­ων —τήν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τα­φής — πρ­οσβάλ­λει ἐ­πί­σης τούς θε­ούς. Ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν δέν εἶ­ναι μο­νο­σή­μαν­τη — κι αὐ­τό τό γνω­ρί­ζου­με ἄ­φθο­να κι ἀ­πό τόν Ὅ­μη­ρο κι ἀ­πό πολ­λές ἄλ­λες τρα­γω­δί­ες. Οἱ ἴ­διοι οἱ θε­οί εἶ­ναι σέ πό­λε­μο με­τα­ξύ τους· οἱ ἴ­διοι δέν ἔ­χουν νό­μους, οἱ σχέ­σεις τους ρυθ­μί­ζον­ται ἀ­πό τήν δύ­να­μη, ὄ­χι ἀ­πό τόν νό­μο. Ὁ  Ὀ­ρέ­στης το­ῦ Αἰ­σχύ­λου εἶ­ναι ἕ­να ἀπ’ τά τό­σα θύ­μα­τα τῆς δι­α­μά­χης τῶν θε­ῶν. Οἱ ἐ­πι­τα­γές τῶν θε­ῶν εἶ­ναι σκο­τει­νές καί πο­λυ­σή­μαν­τες, καί μπο­ροῦν νά ὁ­δη­γή­σουν στήν κα­τα­στρο­φή — ὅ­πως πράγ­μα­τι ὁ­δη­γοῦν στήν κα­τα­στρο­φή τήν Ἀντιγόνη.

Τό πῶς σκέ­πτε­ται τούς θε­ούς ὁ Σο­φο­κλῆς δέν τό ξέ­ρου­με, κι εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο νά τό συμ­πε­ρά­νου­με. Ξέ­ρου­με ὅ­τι ἀ­νῆ­κε στόν κύ­κλο τοῦ Πε­ρι­κλέ­ους — ὅ­πως καί ὁ Πρω­τα­γό­ρας (Πε­ρί μέν θε­ῶν οὐκ ἔ­χω εἰ­δέ­ναι, οὔθ ’ ὡς εἰ­σίν οὔθ’ ὡς οὐκ εἰ­σίν οὔθ’ ὁ­ποῖ­οι τινές ἰ­δέ­αν, Diels Kranz11, 80, 4). Τοῦ­το του­λά­χι­στον μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει ἡ Ἀντιγόνη νά ποῦ­με ἀ­δί­στα­κτα: ὅ­πως ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν δέν ἀρ­κεῖ, τό ἴ­διο δέν ἀρ­κοῦν οἱ νό­μοι χθο­νός. Ὑ­πα­κού­ον­τας σ’ αὐ­τούς ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά ξέ­ρει ὅ­τι δέν κα­θο­ρί­ζουν ἀ­πο­κλει­στι­κά τό θε­μι­τό, οὔ­τε ἐ­ξαν­τλοῦν τό ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο. Κά­ποι­ο ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο, πλά­ι στόν ἑ­κά­στο­τε θε­σμι­σμέ­νο — θε­τι­κό καί, ὅ­πως καί νά ’­ναι, χῶ­ρο-χρο­νι­κά το­πι­κό, ἄ­ρα σχε­τι­κό — νό­μο πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει, πού, χω­ρίς νά τόν ἀ­ναι­ρεῖΐ ἡ νά τόν ὑ­πα­γο­ρεύ­ει, χρει­ά­ζε­ται νά συ­νυ­φαν­θεῖ μα­ζί του. Αὐ­το τό στοι­χεῖ­ο ὁ ποι­η­τής, μέ τήν γλώσ­σα καί τίς πα­ρα­στά­σεις τῆς πό­λης του καί τῆς ἐ­πο­χῆς του, τό ὀ­νο­μά­ζει θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν.

Τε­λει­ώ­νον­τας, ἄς συ­νο­ψί­σου­με συγ­κρι­τι­κά τήν ἀν­θρω­πο­λο­γί­α τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Τό κοι­νό τους ση­μεῖ­ο εἶ­ναι, φυ­σι­κά, ἡ κα­θο­ρι­στι­κή ση­μ­α­σί­α τῆς σκέ­ψης καί τῆς τέ­χνης. Πέ­ρα ἀ­π’ αὐ­τό, οἱ δι­α­φο­ρές εἶ­ναι τε­ρά­στι­ες. Ὁ Αἰ­σχύ­λος μι­λά­ει δι­ε­ξο­δι­κά γιά τήν μαν­τι­κή, ὁ Σο­φο­κλῆς δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γι’ αὐ­τήν. Ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν ἀ­να­φέ­ρει κα­θό­λου τήν ἵ­δρυ­ση καί τήν θέ­σμι­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας, ὁ Σο­φο­κλῆς ὁ­δη­γεῖ ὅ­λο τό χο­ρι­κό πρός τίς ἀ­στυνό­μους ὀρ­γάς, τόν ὕὑψί­πο­λιν καί τόν ἄπο­λιν.

 Αἰ­σχύ­λος ξε­κι­νά­ει ἀ­πό μί­α ὀ­νει­ρι­κή, ἐ­φι­αλ­τι­κή πρό-ἀν­θρώ­πινη κα­τά­στα­ση καί πα­ρου­σιά­ζει τήν δι­ά­βα­ση πρός τήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση ὡς δῶ­ρο, ἀ­πό­φα­ση καί πρά­ξη ἑ­νός ὑ­πε­ράν­θρω­που ὄντος. Τί­πο­τε τό ἀ­νά­λο­γο στόν Σο­φο­κλῆ, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο δέν ὑ­πάρ­χει προ-ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση το­ῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά, ἀ­π’ τήν στιγ­μή πού ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος, ὁ­ρί­ζε­ται μέ τήν δη­μι­ουρ­γι­κή καί αὐ­το-δη μι­ουρ­γι­κή του πρά­ξη/ποί­η­ση, μέ τήν αὐ­το­δι­δα­χή του. Τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Αἰ­σχύ­λου ὁ Προ­μη­θέ­ας τόν ἐ­δί­δα­ξε ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τός, ἀν­τισταθ­μί­ζον­τας ταυ­το­χρό­νως τό ἀ­βά­στα­χτο βά­ρος αὐτής της γνώ­σης μέ τυ­φλές ἐλ­πί­δες. Ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ Σο­φο­κλῆ ξέ­ρει ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τός κι ὅ­τι ὁ βα­σι­κός αὐ­τός κα­θο­ρι­σμός του εἶ­ναι ἀ­νυ­πέρ­βλη­τος. Φυ­σι­κά, μέ­σα στό θέ­μα καί τό πλαί­σιο τοῦ Προ­μη­θέ­ως δέν ὑ­πάρ­χει λό­γος, τρό­πος καί τό­πος νά ἀ­να­φερ­θοῦν τά προ­βλή­μα­τα πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ ἄν­θρω­πος. Αὐ­τά τά προ­βλή­μα­τα ὁ Σο­φο­κλῆς τά συλ­λαμ­βά­νει κα­τά ρι­ζι­κό τρό­πο, ὡς ὁ­μο­ού­σια μέ τήν δι­φυ­ΐα το­ῦ ἀν­θρώ­που, τήν ἔμ­φυ­τη ὕ­βρη του (τόλ­μας χά­ριν) καί τήν τά­ση του νά φρο­νεῖ μό­νος.

Μέ­σα σ’ ἕ­να τέ­ταρ­το αἰῶ­νος ἡ ἑλ­λη­νι­κή αὐ­το­γνω­σί­α περ­νά­ει ἀ­π’ τήν ἰ­δέ­α μιᾶς θε­ϊ­κῆς ἀν­θρω­πο­γο­νί­ας στήν ἰ­δέ­α τῆς αὐ­το­δη­μιουργί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό στά­σι­μό τῆς Ἀντιγόνης, καί ὁ ὁ­μο­ού­σιός του καί ἀ­νυ­πέρ­βλη­τος Ἐ­πι­τά­φιος τοῦ Θου­κυ­δί­δη, πού θά τήν ἀ­κολου­θή­σει σέ δώ­δε­κα χρό­νια, δί­νουν σ’ αὐ­τήν τήν αὐ­το­γνω­σί­α τίς λαμ­πρό­τε­ρες μορ­φές της.

πηγή: ekivolos.gr

ΘΕΩΝ Ο ΣΜΥΡΝΑΙΟΣ

$
0
0


Ο Θέων ο Σμυρναίος (ή Θέων ο Πλατωνικός) ήταν Έλληνας μαθηματικός και φιλόσοφος (70 μ.Χ. - 135 μ.Χ.). Γεννήθηκε στη Σμύρνη, όπου και πέθανε. Άκμασε κατά το τέλος του 1 αιώνα, και τις αρχές του 2 αιώνα μ.Χ. Οι σύγχρονοί του συγγραφείς δεν τον αναφέρουν, αλλά οι μεταγενέστεροι τον ονομάζουν «Θέων ο Πλατωνικός φιλόσοφος», επειδή ήταν οπαδός της πλατωνικής φιλοσοφίας και ασχολήθηκε ειδικά με τη σπουδή των πλατωνικών διαλόγων.

Ο Θέων απέδιδε ως οπαδός της πλατωνικής φιλοσοφίας μυστηριακή σημασία κάθαρσης στα μαθηματικά. Ως νεοπυθαγόρειος ξεχωρίζει πέντε στάδια βαθμίδες μυστηριακού καθαγιασμού, για την εξέλιξη των φιλοσόφων:α) καθαρμός: είναι το προκαταρκτικό στάδιο που αποβλέπει στο να κάνει προσεκτικούς αυτούς που λόγω «ακάθαρτων χειρών ή ακατάληπτης γλώσσας» δεν ήταν εκλόγιμοι, β) κυρίως γνώση, γ) εποπτεία -ανώτατος βαθμός μύησης, δ) το στάδιο κατά το οποίο ο μυηθείς γίνεται «δαδούχος» -ιεροφάντης και έχει τη δύναμη της μεταλαμπάδευσης, μύησης άλλων και ε ) ομοίωση προς το Θεό όσο είναι δυνατό.

Ο Θέων ο Σμυρναίος λέει ότι η τετρακτύς «μοιάζει να περικλείει όλη τη φύση του Σύμπαντος» (δοκεί την των όλων φύσιν συνέχειν). Στο έργο του «Των κατά των μαθηματικόν χρησίμων εις την Πλάτωνος ανάγνωσιν» αναλύει έντεκα τρόπους με τους οποίους σχηματίζεται τετρακτύς.  Συνολικά έντεκα τετρακτύες. 
         
Συγκεκριμένα:
         Υπάρχουν δύο τετρακτύες αριθμών, «η μια που σχηματίζεται με πρόσθεση, η άλλη με πολλαπλασιασμό. Και αυτές οι τετρακτύες εσωκλείουν τους μουσικούς, τους γεωμετρικούς και τους αριθμητικούς λόγους από τους οποίους σχηματίζεται η αρμονία του Σύμπαντος». Οι δυο τετράδες είναι: 1,2,3,4 και 1,2,3,4,8,9,27 (αυτή με την οποία σχηματίζει ο Πλάτων στον Τίμαιο την ψυχή του κόσμου). 
         Οι άλλες τετρακτύες αναπαριστούν αντιστοιχίσεις. 
         Η 3η τετρακτύς αντιστοιχίζει: στο 1 το σημείο, στο 2 την γραμμή,  στο 3 την επιφάνεια και στο 4 το στερεό.
         Η 4η τετρακτύς αντιστοιχίζει: στο 1 το πυρ, στο 2 τον αέρα,  στο 3 το ύδωρ και στο 4 τη γη. 
         Η 5η τετρακτύς αντιστοιχίζει: στο 1 την πυραμίδα (τετράεδρο), στο 2 το 8-εδρο, στο 3 το 20-εδρο και στο 4 τον κύβο (6-εδρο).
         Η 6η «είναι εκείνη των δημιουργημένων πραγμάτων». Αντιστοιχίζει: στο 1 το σπέρμα, ανάλογο του σημείου.  Στο 2 την αύξηση μήκους, ανάλογη της γραμμής. Στο 3 την αύξηση κατά πλάτος, ανάλογη της επιφάνειας. Στο 4 την αύξηση κατά βάθος, ανάλογη του στερεού.
         Η 7η τετρακτύς «είναι εκείνη των κοινωνιών». Αντιστοιχίζει στο 1 τον άνθρωπο, στο 2 την οικογένεια, στο 3 την κωμόπολη και στο 4 την πόλη «επειδή είναι από αυτά τα στοιχεία που συντίθεται το έθνος».
         «Ολες αυτές οι τετρακτύες είναι υλικές και αισθητές»
         Η 8η τετρακτύς «περιέχει τους παράγοντες με τους οποίους μπορούμε να κάνουμε κρίσεις πάνω στα προηγούμενα και που είναι εν μέρει διανοητικοί»: το 1 είναι η σκέψη, το 2 η επιστήμη, το 3 είναι η γνώμη και το 4 η αίσθηση.
         Αντίστοιχα, η 9η «είναι το λογιστικό, το θυμικό, το επιθυμητικό και το σώμα», η 10η «είναι η άνοιξη, το καλοκαίρι, το φθινόπωρο κι ο χειμώνας» κι η 11η «το παιδί, ο έφηβος, ο ώριμος άνθρωπος, ο γέρος».

Έργα του θέωνα

Από τα έργα του Θέωνα μνημονεύονται από τους μεταγενεστέρους τα εξής:
Σχόλια στην Πολιτεία του Πλάτωνα
Πραγματεία, όπου διαχωρίζει σε τετραλογίες τα έργα του Πλάτωνα και
«Τα κατά μαθηματικόν χρήσιμα εις την Πλάτωνος ανάγνωσιν» -είναι ο τίτλος του κυρίως μαθηματικού έργου του, το οποίο και διασώθηκε, όχι, όμως, εντελώς με την αρχική του μορφή.
Τα δυο πρώτα έργα του δε διασώθηκαν. Όπως λέει ο ίδιος ο Θ. το σύγγραμμα του αυτό το έγραψε για να κάνει κατανοητές τις μαθηματικές προτάσεις που περιέχονται στους διαλόγους του Πλάτωνα. Το έργο του αυτό αποτελεί ένα είδος εισαγωγής στα μαθηματικά ως βοήθημα για όσους ασχολούνται με την πλατωνική φιλοσοφία , αποτελεί σημαντική πηγή ιστορικών στοιχείων για τα μαθηματικά και διαιρείται σε τρία μέρη:
α) Θεωρία των αριθμών -Γεωμετρική , Άλγεβρα
β) Θεωρία της μουσικής και
γ) Αστρονομία.
'Όπως τονίζει ο ίδιος ο Θ. στο έργο του αυτό, έχει καταχωρήσει και αναπτύξει «επί το γνωριμότερον» γνώσεις των Πυθαγορικών.

πηγή: el.wikipedia - mystica.gr

ΠΑΡΡΗΣΙΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

$
0
0
IMG_0493w


Σήμερα στο επίπεδο όπου οι πολίτες συνδιαλέγονται για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας – δημιουργώντας πολιτικά σώματα – η διαύγαση του όρου «παρρησία» ως δημοκρατική αξία, είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα. Στο σύντομο κείμενο που ακολουθεί γίνεται μια προσπάθεια διαύγασης ενός όρου γύρω από τον οποίο περιστρέφεται αρκετή αμφισημία αλλά και σύγχυση.

Η παρρησία ως κεντρικός τρόπος έκφρασης της αλήθειας του υποκειμένου, από τον Foucault εκφράζεται ως: «το θάρρος για την αλήθεια από μέρος εκείνου που μιλά και διακινδυνεύει να πει ολόκληρη την αλήθεια την οποία έχει στο νου του, είναι όμως επίσης το θάρρος του συνομιλητή να αποδεχθεί ως αληθή την επώδυνη αλήθεια που ακούει». Εδώ η έννοια της παρρησίας έχει να κάνει με τη σχέση δασκάλου και μαθητή στα πλαίσια μιας παιδαγωγικής δραστηριότητας. Έτσι η παρρησία, ενώ θα μπορούσε να έχει, θεωρείται ότι δεν έχει κάποια πολιτική διάσταση.


Όμως ο Foucault κάνει και μια διάκριση ανάμεσα στη δημοκρατική παρρησία και στην αυτοκρατική παρρησία θέτοντας την πρώτη σε επίπεδο δημόσιου λόγου, ενώ τη δεύτερη σε επίπεδο ιδιωτικού. Έτσι η αυτοκρατική παρρησία σχετίζεται με το σοφό σύμβουλο ο οποίος απευθύνεται στον ηγεμόνα με στόχο την ανάδειξη της αλήθειας που θεωρεί ότι του αποκρύπτουν οι κόλακες. Είναι με άλλα λόγια το θάρρος του συμβούλου που διακινδυνεύει ακόμη και τη ζωή του στο όνομα εκείνης της αλήθειας που έχει στο νου του, αλλά και το θάρρος της αποδοχής ή μη από τον αποδέκτη αυτής της αλήθειας. Είναι επομένως μια υπόθεση που ενώ μπορεί να έχει πολιτική διάσταση, άσχετα με το εάν αφορά έναν, λίγους ή πολλούς, γίνεται σε ένα προσωπικό-ιδιωτικό επίπεδο.

Η δημοκρατική επομένως παρρησία σχετίζεται και αφορά εκείνον που απευθύνεται ανοιχτά – μέσω του δημόσιου λόγου – στους πολλούς. Όταν μιλάμε για δημοκρατία ο στόχος πάντα είναι το κοινό καλό της πόλεως. Στόχος μπορεί επίσης να είναι η αυτο-διαπαιδαγώγηση των πολιτών πάντα όμως με σκοπό το καλό της πόλεως. Στην αρχαία Ελλάδα παράδειγμα τέτοιας διαδικασίας αυτο-διαπαιδαγώγησης αποτελούσαν οι μακροσκελείς ρητορικές διδαχές των σοφιστών μπροστά σε μεγάλο αριθμό ακροατών. Επομένως στην περίπτωση της ανάδειξης ή της διδαχής επί του καλού της πόλεως, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη μιας δημόσιας σφαίρας μέσα στην οποία θα εκδηλωθούν ελεύθερα και με παρρησία όλες οι αλήθειες για το κοινό καλό.

Δεδομένων των παραπάνω και κάνοντας μια διάκριση ανάμεσα στην (ας την πούμε) ιδιωτική και στη δημόσια (πολιτική) παρρησία ο γενικός ορισμός της παρρησίας ως ελεύθερη έκφραση γνώμης, ως έκφραση δηλαδή μιας άποψης με θάρρος και ειλικρίνεια, ενώ δεν είναι εσφαλμένος, αποδεικνύεται ελλιπής αλλά και προβληματικός.

Κατά τον Καστοριάδη παρρησία είναι η ευθαρσής έκφραση της σκέψης, σχετικά με δημόσιες υποθέσεις. Ενδιαφέρουσα όμως είναι η άρρηκτη σχέση της παρρησίας με τη δημοκρατία. Διότι η εκτός δημοσίας σφαίρας παρρησία δεν έχει στην ουσία νόημα καθώς η επίκλησή της σε ιδιωτικό επίπεδο (ανεξάρτητα από το θάρρος ή την ειλικρίνεια της γνώμης) είναι – αν όχι εχθρική – απολύτως άσχετη με τη δημοκρατία. Δεν είναι όμως μόνον μια άσχετη ιδιωτική υπόθεση, αλλά είναι και συνδεδεμένη με μια ολιγαρχική αντίληψη της ίδιας της αλήθειας ως αληθώς λέγειν.

Έτσι η «ιδιωτική» παρρησία εμπεριέχει την έννοια της διακινδύνευσης του σοφού που συμβουλεύει τον ηγεμόνα (ακόμη και για δημόσια θέματα), αλλά και του δασκάλου που συνδιαλέγεται με τον μαθητή. Αυτό ωστόσο γίνεται απουσία (a priori) μιας δημοκρατικά αποδεκτής αλήθειας. Διότι εάν αποδεχτούμε ότι ο μόνος φορέας «δημιουργίας» αλήθειας και πραγματικότητας είναι οι πολίτες (ο Δήμος) που μέσα στο δημοκρατικό πολίτευμα δρουν για το καλό της πόλεως, οποιοσδήποτε άλλος (ένας ή ολίγοι) δεν είναι σε θέση να «σχηματίσει» δημοκρατικά αποδεκτή αλήθεια. Μπορούν μόνο να αναπαράγουν (σε ιδιωτικό ή δημόσιο επίπεδο) την κοινή δημοκρατική αλήθεια ή να προτείνουν δημόσια τη δική τους. Παράδειγμα μιας τέτοιας ιδιόμορφης «ιδιωτικής» παρρησίας υπήρξε και ο λόγος του Σωκράτη. Ο Σωκράτης εκτός από ολιγαρχικών πεποιθήσεων υπήρξε και φορέας μιας «αντιθετικής» παρρησίας. Αυτό διότι ενώ διατείνεται ότι αποβλέπει στο καλό της πόλεως, πρώτον δεν συμμετέχει στη δημόσια σφαίρα (δηλαδή στην εκκλησία του δήμου) και δεύτερον περιορίζεται στην αμφισβήτηση της αλήθειας των άλλων. Για να το καταφέρει αυτό, αποφεύγει το «σχηματισμό» μιας δικής του αλήθειας που στη συνέχεια θα προτείνει στην εκκλησία του δήμου και μάλιστα φτάνει στα όρια της απαξίας του άλλου, ενώ ταυτόχρονα – για να τον καθυποτάξει οριστικά – επικαλείται την ψυχή του.

Αντίθετα στην δημοκρατία της αρχαίας Αθήνας η επίδραση της παρρησίας στη διαμόρφωση της πραγματικότητας ήταν απολύτως καθοριστική. Σε σημείο όπου η ίδια η πραγματικότητα «κατασκευαζόταν» μέσα από τον με παρρησία λόγο…το αληθώς λέγειν για τα ζητήματα της πόλεως. Πράγματι για τον δημοκρατικό πολίτη η πραγματικότητα δεν ήταν κάτι προκαθορισμένο ή θεόσταλτο.

Οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να δρουν, να σκέφτονται και να διαλέγονται μέσα σ’ αυτόν τον παρόντα, μοναδικό και χειροπιαστό κόσμο όπου το θεωρούμενο ως φυσικό δεν ταυτιζόταν κατ’ ανάγκη και με το πραγματικό. Με την έννοια ότι αυτό που τελικώς καθόριζαν εκείνοι, ήταν και το πραγματικό… ήταν η δική τους αλήθεια.  «Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος», υποστήριζε με σθένος ο Πρωταγόρας  «για όσα υπάρχουν, ότι υπάρχουν, και για όσα δεν υπάρχουν, ότι δεν υπάρχουν». Ήταν επομένως αυτεξούσιοι να αποφασίζουν μόνοι τους για τη ζωή τους. Ασφαλώς αυτό δεν ισοδυναμούσε με μια κατάσταση όπου ο καθένας έλεγε ό,τι του κατέβαινε, άλλωστε για την αποφυγή αυτού του ενδεχομένου – αλλά και της δημαγωγίας – είχε εφευρεθεί ο θεσμός της γραφής παρανόμων. Η γραφή παρανόμων επέτρεπε σε οποιοδήποτε πολίτη να καταγγείλει οποιαδήποτε πρόταση προς την εκκλησία του δήμου η οποία ήταν ενάντια στο κοινό συμφέρον ή ερχόταν σε αντίθεση με παλαιότερους νόμους. Επίσης στην αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία η παρρησία ήταν προϊόν συστηματικής καλλιέργειας. Ήταν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά των πολιτών ώστε αυτοί να συμμετέχουν στα κοινά με τρόπο τέτοιο σαν αυτά να τους αφορούσαν προσωπικά, δημιουργώντας έτσι τόσο την έννοια της υποχρέωσης όσο και της υπευθυνότητας.

Επιπρόσθετα το άτομο στην αρχαία Αθήνα δεν υπήρχε έξω και πάνω απ’ την πόλη. Υπήρχε μέσα στην πόλη και ωφελούνταν από αυτή μόνον λειτουργώντας προς όφελός της. Στη δημοκρατία επομένως η παρρησία είχε αξία μόνο στα πλαίσια της αγωνιώδους συλλογικής προσπάθειας να αναζητηθεί, να αποφασιστεί και να δημιουργηθεί μια πραγματικότητα που κεντρικός άξονάς της είναι πάντα το καλό της πόλεως. Με αυτό – εκτός των άλλων – το αξιοθαύμαστο «σκεπτικό» ο αρχαίοι Αθηναίοι κατάφεραν να δημιουργήσουν ταυτόχρονα δημοκρατία (ως άμεση συμμετοχή στα κοινά) και φιλοσοφία (ως αντιπαράθεση με την εξουσία).
Έτσι η παρρησία έχει νόημα μόνον όταν θέλουμε να μιλάμε για δημοκρατία. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις είναι μια ιδιωτική υπόθεση εξαιρετικά αμφισβητήσιμης ωφέλειας για τον κοινό κόσμο που στην αρχαιότητα οι Έλληνες ονόμαζαν πόλη.

ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΓΙΟΥΝΓΚ

$
0
0
nea acropoli jung mandala

Ολόκληρη  η φιλοσοφία/ψυχολογία του Γιουνγκ συνάδει με την αρχαιοελληνική αντίληψη για την ψυχή. Το ασυνείδητό μας ομοιάζει, θα λέγαμε, με την συνισταμένη των παρελθόντων ψυχικών βίων μας. Ο Γιουνγκ, βέβαια, κατορθώνει να υποστηρίξει επιστημονικά  όλο το έργο του για την ύπαρξη της ψυχής με τέτοιο τρόπο που όλοι τον προσλαμβάνουν ως έναν από τους πιο σπουδαίους επιστήμονες και διανοητές μετά τους Έλληνες κλασικούς.

Τι είναι γενικά το Ασυνείδητο κατά τον Jung;


Η μεγαλύτερη προσφορά του Jung στην εξέλιξη της ψυχολογίας ήταν η έννοια της ψυχής, η ψυχική δομή, το ασυνείδητο.
Για τον Jung ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου δεν είναι μία φαντασίωση, αλλά μία πραγματικότητα: «Υπάρχουν πράγματα μέσα στην ψυχή που ζουν και λειτουργούν ακριβώς σαν να ήταν συνειδητά, ενώ το εγώ δεν υποπτεύεται καν την ύπαρξή τους». (Jung C., Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας)

«Η ψυχή δεν είναι λιγότερο πραγματική από το σώμα. Αν και δεν μπορεί να ψηλαφηθεί, μπορεί όμως να γίνει άμεσα και πλήρως αισθητή καθώς και να παρατηρηθεί. Είναι ένας κόσμος αφεαυτού που διέπεται από νόμους, συγκρότηση και διαθέτει τα δικά του εκφραστικά μέσα. Όσα γνωρίζουμε για την ύπαρξή μας ή για τον κόσμο, φθάνουν σε μας μέσω της ψυχής.» (www.ezine.gr)

«Με τον όρο «Ψυχή» ο Jung εννοεί το σύνολο όλων των ψυχικών διαδικασιών συνειδητών και ασυνείδητων. Από ανθρωπολογικά ευρήματα γνωρίζουμε πως η συνείδηση αποτελεί προϊόν μεταγενέστερης χρονικά διαφοροποίησης. Επιπλέει σαν νησί στον απέραντο ωκεανό του ασυνείδητου, ο οποίος πραγματικά περιβάλλει ολόκληρο τον κόσμο. Η ψυχή ιδιαίτερα στον δυτικό πολιτισμό είναι κυρίως προσανατολισμένη να προσαρμόζεται στην εξωτερική πραγματικότητα. Η σφαίρα της συνείδησής μας περιβάλλεται από περιεχόμενα του ασυνείδητου. Περιεχόμενα που παραμερίζουμε ή που καταπνίγουμε, γιατί μας είναι δυσάρεστα απωθημένα ή καταπιεσμένα.» (www.ezine.gr)

Κατά την άποψη του Jung η ψυχή αποτελείται από τρία μέρη: τη συνείδηση, το προσωπικό ασυνείδητο και το συλλογικό ασυνείδητο.
Το ασυνείδητο γενικά, έτσι όπως ορίστηκε από τον ίδιο, δεν είναι η περιοχή του ψυχισμού όπου απωθούμε τις επιθυμίες μας, όπως υποστήριζε ο Φρόυντ (αυτή την ψυχική περιοχή ο Φρόυντ την ονόμαζε «Υποσυνείδητο»), «…αλλά ένας κόσμος που αποτελεί ένα εξίσου σπουδαίο τμήμα, εξίσου πραγματικό στη ζωή του ατόμου με το συνειδητό εγώ «που σκέφτεται», ένας κόσμος πολύ πλατύτερος και πολύ πλουσιότερος από τον άλλο. Η γλώσσα και τα πρόσωπα που κατοικούν αυτό τον κόσμο είναι σύμβολα κι εμείς επικοινωνούμε μαζί του μέσα από τα όνειρα». («Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του», εισαγωγή του Τζον Φρήμαν)

Το συνειδητό μέρος του εαυτού των περισσότερων ανθρώπων δεν έχει συνειδητοποιήσει ή καλύτερα αγνοεί πλήρως την ύπαρξη της ασυνείδητης πλευράς του, ούτε έχει επίγνωση των καταστάσεων, της ζωής, της δυναμικής και των διεργασιών που λαμβάνουν χώρα σ’ αυτή την ψυχική περιοχή. Παρόλα αυτά πρόκειται για κάτι πολύ πραγματικό, υπαρκτό και ζωντανό. Η στάση μας απέναντι στο ασυνείδητο σύμφωνα με τον Jung είναι ότι  θεωρούμε ότι δεν υπάρχει, ότι είναι ένα τίποτα: «το ονομάζουμε τίποτα, κι όμως είναι μία ολόκληρη πραγματικότητα σε δυνητική κατάσταση». (Jung C., Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας)

«Το ασυνείδητο είναι παλαιότερο από τη συνείδηση, είναι το αρχέγονο στοιχείο από το οποίο προβάλλει η συνείδησή μας πάντα ανανεωμένη. Η πεποίθηση ότι η βασική μας λειτουργία και στάση είναι εκείνη της συνείδησης είναι σφαλερή διότι το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας το περνάμε στο ασυνείδητο είτε κοιμόμαστε είτε ονειροπολούμε. Η συνείδησή μας ανταποκρίνεται με τις αντιδράσεις μας στην εξωτερική πραγματικότητα αλλά το ασυνείδητο προσφέρει αντιδράσεις μέσα από την ανθρώπινη πείρα και είναι ανάλογη με τις ανάγκες τις πιο εσωτερικής ζωής του ανθρώπου. Έτσι επιτρέπει στο άτομο να αναλάβει μια στάση σύμφωνα με τις συνολικές παρορμήσεις της ψυχής.» (www.ezine.gr)


ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟΥ

Μελετώντας το έργο του Jung μπορούμε να δούμε ποια χαρακτηριστικά αποδίδει ο ίδιος στο Ασυνείδητο:

- Έχει αιώνια φύση:
«Το ασυνείδητο έχει αιώνια φύση και ενώ εμείς μετράμε το χρόνο μας σε χρόνια, το ασυνείδητο τον υπολογίζει σε χιλιάδες χρόνια…. Σαν μικρά παιδιά, ξεχνάμε τι ήμασταν χθες». ».(Jung Κ., Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας)

-Καταγράφει την Ιστορία: 
«Το ασυνείδητο είναι η άγραφη ιστορία της ανθρωπότητας από αδιανόητους χρόνους» (Jung Κ., Άνθρωπος και Ψυχή)

-Είναι πολύ πιο αρχαίο από τη συνείδηση και το συνειδητό μέρος του εαυτού μας:  
«Το συνειδητό μας αναπτύχθηκε, ομαδικά και ατομικά, από τη σκοτεινιά και το λυκόφως του αρχέγονου ασυνείδητου. Υπήρχαν ψυχικές λειτουργίες και διεργασίες πολύ πριν υπάρξει η συνειδητότητα του εγώ». (Jung Κ., Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας)

«.….Το ασυνείδητο είναι η μητέρα του συνειδητού»…. (Jung Κ., Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας)

«Το ασυνείδητο στο σύνολό του δεν είναι καθόλου ένα υπόλειμμα του συνειδητού….. υπήρχε πριν από τον συνειδητό νου και είναι ανεξάρτητο από αυτόν». (Jung Κ., Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας)

«Το ανθρώπινο συνειδητό είναι πολύ πρόσφατο, πολύ νεαρό και δεν έχει ακόμα συνείδηση της καταγωγής του». (Jung Κ., Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας)

«Η συνείδηση είναι κατάκτηση της φύσης πολύ πρόσφατη, και βρίσκεται ακόμη σε «πειραματικό στάδιο. Είναι εύθραυστη, απειλείται από ιδιόμορφους κινδύνους και προσβάλλεται εύκολα». (Carl Jung, Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του)

«Πραγματικά ο άνθρωπος απέκτησε συνείδηση βαθμηδόν, επίμονα, μέσα από μία διαδικασία που κράτησε αναρίθμητους αιώνες, προτού φτάσει στο στάδιο του πολιτισμού (που αυθαίρετα τον ανάγουν στην εφεύρεση της γραφής, περίπου στο 4000 π.Χ.). Κι αυτή η εξέλιξη αργεί ακόμη να ολοκληρωθεί, γιατί, ακόμη απέραντες περιοχές του ανθρώπινου πνεύματος περιβάλλονται από σκοτάδια. Ό,τι ονομάζουμε ψυχή δεν ταυτίζεται καθόλου με τη συνείδησή μας και το περιεχόμενό της» (Carl Jung, Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του)

«Σήμερα όποιος αρνιέται την ύπαρξη του υποσυνείδητου, υποθέτει στην πραγματικότητα ότι γνωρίζουμε εντελώς την ψυχή. Κι αυτή η υπόθεση είναι τόσο έκδηλα απατηλή, όσο και η υπόθεση πως γνωρίζουμε όλα όσα υπάρχουν στο φυσικό σύμπαν. Η ψυχή μας αποτελεί κι αυτή μέρος της φύσης, και το αίνιγμα της, όπως ακριβώς και η φύση, δεν έχει όρια. Από αυτό συμπεραίνουμε πως δεν είμαστε σε θέση να ορίσουμε ούτε την ψυχή, ούτε τη φύση. Το μόνο που μπορούμε, είναι να παραδεχτούμε την ύπαρξή της, και να περιγράψουμε, όσο γίνεται καλύτερα, τη λειτουργία της. Έτσι, λοιπόν, πέρα από τις παρατηρήσεις που συγκεντρώθηκαν μέσα από ιατρικές έρευνες, υπάρχουν λογικές αποδείξεις με κύρος, που μας παρακινούν να απορρίψουμε αφορισμούς τέτοιους, όπως: «ασυνείδητο δεν υπάρχει». (Carl Jung, Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του)


- Έχει μεγάλη επίδραση  πάνω στη συνειδητή μας πλευρά και πολλές φορές μπορεί και επιβάλλεται σ΄αυτήν λόγω της μεγαλύτερης δύναμής του:

«Το συνειδητό μας επειδή είναι ακόμα νεαρό και τρυφερό, έχει την τάση να υποτιμά το ασυνείδητο».

«Το συνειδητό πολύ εύκολα υποκύπτει στις μη συνειδητές επιδράσεις και αρκετά συχνά, μάλιστα, αυτές είναι πιο εύστοχες ή πιο έξυπνες από τη συνειδητή κρίση. Είναι επίσης γεγονός ότι τα μη συνειδητά κίνητρα συχνά αγνοούν τις συνειδητές αποφάσεις μας στα βασικά ζητήματα της ζωής. Ακόμα και η ατομική μοίρα του ανθρώπου πολλές φορές οφείλεται στην επικράτηση μη συνειδητών παραγόντων». (Jung Κ., Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας)

-Δεν είναι εχθρός του συνειδητού, αλλά είναι φίλος, οδηγός και σύμβουλός του.

- Χωρίζεται σε ατομικό - προσωπικό ασυνείδητο (και αφορά το κάθε άτομο και μόνο αυτό) και συλλογικό (είναι κοινό για όλους τους ανθρώπους)

Το ατομικό ασυνείδητο περιέχει: «……ό,τι συνειδητοποιούμε και το έχουμε ξεχάσει, ό,τι συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις, αλλά δεν σημειώνουμε στο συνειδητό νου, όσα νιώθουμε, σκεπτόμαστε, θυμόμαστε, επιθυμούμε και πράττουμε ακούσια ή δίχως ιδιαίτερη προσοχή, όλα τα μελλοντικά πράγματα που παίρνουν σχήμα και αναδύονται κάποτε στη συνείδηση. Πέραν αυτών στο ασυνείδητο περιλαμβάνονται απωθημένες οδυνηρές σκέψεις και συναισθήματα.» (el.wikipedia.org)

Τα περιεχόμενα του εκδηλώνονται μέσα από τα όνειρα και τα σύμβολα που εμφανίζονται σ΄αυτά, μέσα από φαντασιώσεις και οράματα και μέσα από συμπτώματα-συμπλέγματα, σε περιπτώσεις παθολογικές.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1.    Carl Jung, Η Ζωή και το Έργο του, Gerhard Wehr, εκδ. Αρχέτυπο, Αθήνα, 2003.
2.    Νέστορος Ν. Ιωάννης, Συνθετική Ψυχοθεραπεία με στοιχεία ψυχοπαθολογίας,  εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1988.
3.    Παπαδόπουλος Ν., Λεξικό Ψυχολογίας,  Αθήνα, 1994.
4.    Jung Carl, Η ολοκλήρωση της προσωπικότητας, εκδ. Αντίνεα, 1981
5.    Jung Carl, Άνθρωπος και Ψυχή, εκδ. Επίκουρος, Αθήνα 1974
6.    Κάρλ Jung, Ο άνθρωπος και τα σύμβολά του, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 
7.    www.skepdic.gr
8.    www.wikipedia.gr
9.    www.e-zine.gr
10.   www.tovima.gr

ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ - ΠΕΡΙ ΘΕΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΩΝ

$
0
0

Ο Ιάμβλιχος (250-330 μΧ) γεννήθηκε στην Χαλκίδα Κοίλης Συρίας το 250 μΧ. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους νεοπλατωνικούς φιλοσόφους. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια. Μαθήτευσε πολλά χρόνια στην Απάμεια (όπου αργότερα εικάζεται ότι άνοιξε και την δική του σχολή) και συνέχισε την εκπαίδευσή του στην νεοπλατωνική σχολή της Συρίας. Υπήρξε μαθητής του Πλωτίνου, από τον οποίον επηρεάστηκε όσον αφορά τις μυστικιστικές αντιλήψεις. Αρκετοί θεωρούν ότι ήταν επίσης μαθητής του Πορφύριου (αν και αυτό αμφισβητείται από πολλούς), με τον οποίο είναι γεγονός ότι είχε αρκετές διαφωνίες κάνοντας τον Πορφύριο να γράψει την επιστολή «Η προς τον Ανέβω», στην οποία καταδικάζει δριμύτατα την θεουργία  του Ιάμβλιχου. Στην επιστολή αυτή απαντά ο Ιάμβλιχος με το έργο «Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων». Ο Ιάμβλιχος πιστεύει ακράδαντα στη δύναμη της ιεροπραξίας. Η βοήθεια του θεού είναι καταλυτική για την ανέλιξη του ανθρώπου. Θεωρούσε ότι οι διάφοροι τρόποι λατρείας στις ιερουργίες εξαγνίζουν το θείο κομμάτι που βρίσκεται ήδη μέσα μας και μας απελευθερώνει από τα αμαρτήματα μας, καθιστώντας μας με αυτόν τον τρόπο φιλικούς προς τις ανώτερες φύσεις. Οι θεοί λοιπόν συσχετίζονται μόνο με αγαθούς ανθρώπους που είναι εξαγνισμένοι διά της ιερατικής τέχνης, προστατεύοντας τους συγχρόνως από τα πάθη και κάθε είδους δεινών.Κάποια άλλα έργα του είναι τα: «Βίος Πυθαγορίου», «Περί μυστηρίων», «Λόγοι προτρεπτικοί εις φιλοσοφίαν», και «Τα θεολογούμενα της αριθμητικής» με το οποίο θέλησε να ξαναδώσει έμφαση στην αριθμολογία του Πυθαγόρα. Σχεδόν θεοποίησε τους αριθμούς καθώς τους θεωρούσε την ψυχή του κόσμου.

Ο Ιάμβλιχος πίστευε στην ύπαρξη 3 κόσμων: του ορατού (ή αισθητού) που είναι ο κατώτερος, του νοερούο οποίος θεωρείται ο ενδιάμεσος κόσμος και του νοητούο οποίος είναι ο ανώτερος. Σύμφωνα λοιπόν με αυτόν τον διαχωρισμό υπάρχουν ξεχωριστοί τύποι θυσιών που αφορούν τα διάφορα είδη που ζουν στον κάθε κόσμο. Όπως είναι φυσικό αναφέρει την ύπαρξη πολλών ενδιάμεσων όντων μεταξύ του Ενός και του κόσμου. Υπάρχουν ουράνιοι, υπερουράνιοι, φυσικοί,  αέριοι, υδάτινοι θεοί, δαίμονες, ήρωες και άχραντες- αμόλυντες ψυχές. Όλα τα πράγματα είναι γεμάτα από αυτούς  και όπως ακριβώς οι ακτίνες του ηλίου αγγίζουν τα πάντα εξωτερικά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο κι οι θεοί φωτίζουν οτιδήποτε μετέχει σε αυτούς με κάποιο τρόπο. Έτσι κάποια μέρη, αγάλματα κλπ θεωρούνται ιερά. Έχει λεχθεί ότι ο Ιάμβλιχος έχει συγγράψει ένα έργο το «Περί αγαλμάτων», το οποίο όμως έχει χαθεί όπου ανέλυε τη σωστή κατασκευή αγαλμάτων. «Τα αγάλματα που απεικονίζουν θεούς κατασκευάζονται από μυημένους καλλιτέχνες και με την εποπτεία ιερέων της αντίστοιχης θεότητας. Αποτυπώνουν τη μυστηριακή γλώσσα του σώματος η οποία μετέδιδε πληροφορίες κατευθείαν στο υποσυνείδητο εκείνου που έβλεπε το άγαλμα και προκαλούσε στην ψυχή αγαλλίαση». Με αυτόν λοιπόν τον τρόπο στο άγαλμα εμπεριέχεται η νοητή φύση του θεού.


Όλοι οι θεοί είναι αγαθοί και εξ’ ου και είναι υπαίτιοι αγαθών. Η  απελευθέρωση των ψυχών επομένως επιτυγχάνεται μέσω των υπερουράνιων θεών σε άμεση σχέση με την ενάρετη ζωή που οφείλουμε να βιώνουμε. Από  το Εν κι Αγαθό (το οποίο είναι ακίνητο, πρωταρχικό και αυτοπάτορας) ο Ιάμβλιχος  θεωρεί ότι προέρχεται κι ο Νους. Μέσω αυτού ο άνθρωπος συνδέεται αρχικά με τις θείες οντότητες. Ο νους, ο όποιος προέρχεται από την Μονάδα, στρέφεται συνεχώς προς αυτήν και συνυπάρχει πάντοτε με τους θεούς. Αυτός λοιπόν είναι  που γνωρίζει την αντιστοιχία των συμβόλων τα οποία χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε ώστε να τους επικαλεστούμε. Οι θεοί επίσης χρησιμοποιούν τους δαίμονες για να μας αποκαλύψουν την βούλησή τους μέσα από φυσικά σημάδια. Στο κάθε έθνος, όπως και στο κάθε ιερό  κληρώνεται ένας θεός προστάτης. Δεν θα μπορούσε να είναι βέβαια διαφορετικά και για τον άνθρωπο, όπου η κάθε ενσαρκωμένη ψυχή έχει τον δικό της προστάτη δαίμονα. Αν καταφέρουμε μέσω της ιερουργίας να μας παρουσιαστεί ο οικείος μας δαίμονας, τότε αυτός, μεταξύ άλλων, θα μας αποκαλύψει το όνομα του, την λατρεία του, καθώς και τον σωστό τρόπο ώστε να τον επικαλούμαστε κάθε φορά που το επιθυμούμε.  Ο δαίμονας που μας προστατεύει (αλλά και μας ελέγχει) μπορεί να υποχωρήσει ή να μπει στην υπηρεσία ενός θεού, ο οποίος μέσω της θεουργίας γίνεται ο επόπτης μας. Δυστυχώς όμως η πλειοψηφία των ανθρώπων παραμένει υποταγμένη στις πέντε αισθήσεις, εξ’ ου κι υποταγμένη στο πεπρωμένο που της επιφυλάσσει η Ειμαρμένη. Αλλά  κάποιοι καταφέρνουν να ξεφύγουν από τα δεσμά της Μοίρας χρησιμοποιώντας την βοήθεια των θεών ή των δαιμόνων. Πάντως οι θεουργοί δεν ενοχλούν τις θείες οντότητες για ασήμαντα πράγματα ή για την προσωπική τους περιέργεια- διασκέδαση, αλλά για την κάθαρση της ψυχής και τη λύτρωση.

Το πόσο οι θεοί ενδιαφέρονται για εμάς φαίνεται έντονα στα μαντεία, όπως παραδείγματος χάριν στα Ασκληπιεία. Η θεία πρόγνωση είναι αγαθοειδής. Η ανθρώπινη ψυχή έχει διπλή ζωή: μία μαζί με το σώμα και μία ξεχωριστή από αυτό. Όταν λοιπόν κοιμόμαστε, είμαστε εντελώς ελεύθεροι και τότε ακριβώς είναι που η ψυχή μπορεί να κάνει πρόγνωση για το μέλλον μέσω της μαντικής τέχνης που είναι δώρο των θεών.

Ο Ιάμβλιχος εφάρμοσε τον συγκρητισμό και προώθησε έντονα την θεουργία και τον Πλατωνικό μυστικισμό σε συνδυασμό με πολλά πυθαγόρεια δόγματα. Συνδυάζει την κλασσική φιλοσοφία με τις ανατολικές θρησκείες και την μαγική τελετουργία, έχοντας ως βασικό του στόχο να δημιουργήσει ένα θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα το οποίο να είναι ικανό να πολεμήσει τον χριστιανισμό που είχε μία ανερχόμενη πορεία. Αλλά πάνω από όλα, όπως προείπαμε, μέσα από την θεουργία πίστευε ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε μια άμεση επικοινωνία ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, ώστε με την βοήθεια των θεών να λυτρωθούμε από την Ειμαρμένη- Μοίρα. Μόνο όταν οι θεοί μας αποκαλύπτονται στις τελετουργίες, θα μπορέσουμε να τους κατανοήσουμε. Διαφορετικά θα παραμείνουμε εξαρτημένοι της ύλης. Βέβαια ο Ιάμβλιχος δεν καταδικάζει την ύλη ως κάτι κακό. Αντίθετα θεωρεί ότι έχουμε ενσαρκωθεί για να εκπληρώσουμε έναν καθοριστικό ρόλο. Απλά πιστεύει ότι αυτός ο ρόλος μπορεί να εκπληρωθεί μόνο με την λατρεία των θεών και μέσα από τα μυστήρια. Η γνώση των θεών συνοδεύεται με μία στροφή προς τον εαυτό και την αυτογνωσία. Ο συνεχής μάλιστα διαλογισμός μεγαλώνει την ικανότητα της ψυχής μας να υποδέχεται τους θεούς, αυξάνοντας τον θείο έρωτα και καθιστώντας μας συνομιλητές των θεών! 

Αφού, όπως έχουμε πει η  απελευθέρωση των ψυχών επιτυγχάνεται μέσω των υπερουράνιων θεών και την ενάρετη ζωή, οφείλουμε  να συνδυάζουμε την προσευχή με την θυσία ώστε να επιτύχουμε την τέλεια ιερατική λειτουργία. Εξ’ ου κι αυτός που γνωρίζει την αντιστοιχία των συμβόλων μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ώστε να τους επικαλεσθεί μέσω της εξομοίωσης. Κάποια λοιπόν σύμβολα αντιστοιχούν μεταξύ τους λόγω της ομοιότητάς τους. Μπορούμε δηλαδή να χρησιμοποιήσουμε λίθους, ζώα (ή ακόμα και μέρη ζώων πχ την καρδιά ενός κόκορα), αρώματα, χρώματα, βότανα, ονόματα, αστρολογικές χρονικές στιγμές ώστε να καταφέρουμε να εξυψωθούμε και να γίνουν άξιοι της προσοχής των θεών. Κάποια από αυτά τα σύμβολα επίσης μπορεί να είναι οπτικά, όπως πχ μία εικόνα ή και ηχητικά όπως είναι οι ύμνοι και οι επωδές. Χρησιμοποιούσαν ακόμα και τους αριθμούς. Για παράδειγμα μία τέτοια αντιστοιχία μπορούμε να δούμε με τον αριθμό 60, τον οποίο παίρνουμε από τον κροκόδειλο (που κάνει πάνω κάτω 60 αυγά, τα οποία επωάζονται για περίπου 60 ημέρες), ο οποίος σχετιζόταν με τον ήλιο.  Κάτι επίσης άκρως ενδιαφέρων στο οποίο πίστευε ο Ιάμβλιχος ήταν ότι οι θεοί «τοποθετούν κάποια σύμβολα ακόμα και σε κάθε ενσαρκωμένη ψυχή, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι το αγνοούν». Και αυτά ακριβώς τα σύμβολα είναι που θα χρησιμοποιήσουν προς όφελος τους οι θεουργοί ώστε να ξαναενωθούν με την Μονάδα. Είναι εξίσου βασικό οι αρχαίες προσευχές-διαλογισμοί, τα ιερά άσυλα και κυρίως τα ονόματα επίκλησης των θεών να διατηρούνται αναλλοίωτα γιατί διαφορετικά χάνουν την αποτελεσματικότητα τους. Καταδίκαζε λοιπόν την συνεχή τάση των Ελλήνων για νεωτερισμούς και καινοτομίες.

Υπάρχουν δύο μορφές θυσιών: η μία που απευθύνεται σε ανθρώπους που είναι εντελώς εξαγνισμένοι (πράγμα υπερβολικά σπάνιο) και η άλλη απευθύνεται στις ψυχές η οποίες είναι ακόμα παγιδευμένες από το σώμα. Είναι λοιπόν εντελώς άπρεπο η θυσία να υπερβαίνει τις ικανότητες του ιερέα. Συγχρόνως οι θυσίες πρέπει να είναι αντίστοιχες με τους τόπους διαμονής των θεών. Πρέπει να τιμάς τον κάθε θεό σύμφωνα με την θέση που κατέχει απονέμοντας τα όμοια στα όμοια ώστε να μην προσφέρουμε ανάξιο δώρο. 
Οι βασικοί λοιπόν τύποι θυσιών είναι: 1) Οι υπερκόσμιοι κι ασώματοι θεοί αποζητούν μόνο νοητικές θυσίες. 2) Οι ενδιάμεσοι θεοί (χάρις στους οποίους ενώνονται τα εγκόσμια με τα υπερκόσμια) ζητούν τόσο υλικές θυσίες όσο και ασώματες. 3) Ενώ οι εγκόσμιοι υλικοί θεοί επιθυμούν τις υλικές θυσίες. Ο δημιουργός του σύμπαντος έκανε κάποιες οντότητες να είναι ανεξάρτητες και αυτάρκεις, ενώ κάποιες άλλες είναι υποχρεωμένες να ψάξουν για την τροφή τους. 

Όλοι οι θεοί και τα ανώτερα γένη (άγγελοι, δαίμονες, άρχοντες, ήρωες, κ.λπ) είναι αγαθοί, κατά τον Ιάμβλιχο, κάτι που συνάδει απόλυτα με την ελληνική θεολογία. Αξίζει να επισημάνουμε μια διαστρέβλωση που κάνουν πολλοί (είτε χριστιανοί είτε κακώς ενημερωμένοι περί της ορφικοπυθαγόρειας-πλατωνικής θεολογίας) σχετικά με τη φύση κάποιων δαιμόνων χαρακτηρίζοντάς τους κακούς και πονηρούς, ενώ δεν είναι καθόλου έτσι. Δεν υπάρχουν κακοί δαίμονες ως ανώτερα ενδιάμεσα όντα. Μας επισημαίνει ο Ιάμβλιχος στο Δ΄ βιβλίο του "Περί Μυστηρίων"(κεφάλαιο 13) ότι οι λεγόμενοι πονηροί "δαίμονες"είναι ανθρώπινες ψυχές οι οποίες έφθασαν σε ύψιστα επίπεδα κακίας και περιφέρονται στον δικό μας κόσμο προσπαθώντας να προκαλέσουν αρνητικές ενέργειες στα επίγεια όντα. Όλη αυτή η θεώρηση του Ιάμβλιχου περί τα των δαιμόνων συνάδει απόλυτα με την πλατωνική θεώρηση, εφόσον ο ίδιος ο Πλάτων μας αναφέρει στο διάλογο Φαίδων για αυτές τις κακές ανθρώπινες ψυχές ότι περιφέρονται εδώ και εκεί ψάχνοντας να βρουν αποκούμπι για να ησυχάσουν, αλλά αδυνατούν. Εννοείται ότι αυτές οι ανθρώπινες ψυχές κάποια στιγμή επανενσαρκώνονται και δεν έχουν καμιά σχέση με τους χριστιανικούς/ιουδαϊκούς δαίμονες που κατοικούν στην κόλαση και τιμωρούν αιώνια τους ανθρώπους. Αιώνια κόλαση και τιμωρία δεν έχουν καμιά σχέση με την ορφικοπυθαγόρεια-πλατωνική θεολογία. Ο άνθρωπος καθορίζει το μέλλον του και τους βίους του ανάλογα με τις πράξεις που επιλέγει και πραγματοποιεί κάθε φορά.

Ο Ιάμβλιχος λοιπόν υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς νεοπλατωνικούς φιλοσόφους, ο οποίος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην θεουργία ως μέσον λύτρωσης του ανθρώπου. Όσοι ακολούθησαν τις διδαχές του τον αποκαλούσαν «θείο» (δηλαδή θεϊκό) και του απέδιδαν θαύματα. Υπήρξε διδάσκαλος πολλών μετέπειτα σημαντικών φιλοσόφων και ανδρών μεταξύ των οποίων ήταν ο Σώπατρος, ο Αιδέσιος, ο Θεόδωρος και ο Μάξιμος ο Εφέσιος, ο οποίος αργότερα μύησε τον αυτοκράτορα Ιουλιανό, τον αποκαλούμενο από τους χριστιανούς ως παραβάτη γιατί επέτρεψε την ανεξιθρησκία και προσπάθησε να διασώσει την αρχαιοελληνική θρησκεία και φιλοσοφία. Η φιλοσοφία του Ιάμβλιχου χαίρει τιμής και γενικής αποδοχής ακόμα και μέχρι τις μέρες μας από πολλούς ακαδημαϊκούς.

πηγή: evprattein.gr - Περί Μυστηρίων

ΤΟ ΑΓΑΘΟ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΗΘΕΣ - Η ΟΥΣΙΟΚΡΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

$
0
0

Μια κριτική θεώρηση –ιστορική, φιλοσοφική, γνωσιολογική, αλλά και αρετολογική, υπό την αρχαιοελληνικήτης πρωταρχική σημασία– των προβεβλημένων αρχών και αξιών του Δυτικού Πολιτισμού, από τις απαρχές του μέχρι τη μετανεωτερική μας εποχή, σαφέστατα καταδεικνύει μια σταδιακή και ολοκληρωμένη στις μέρες μας μετάβαση από μια ουσιοκρατική κοσμοθεώρηση σε μια αξιακά σχετικιστική και επιφανειακά ωφελιμιστική και πραγματιστική σκέψη και πράξη, που στο πλαίσιο του καλπάζοντος νεοφιλελευθερισμού και με το πρόσχημα μιας ατέρμονης και ευεργετικής δήθεν για την ανθρωπότητα ανάπτυξης καταστρέφει πλέον, μέρα με τη μέρα, ολόκληρο τον πλανήτη.
Το βασικό χαρακτηριστικό του αρχαιοελληνικού πολιτισμικού «παραδείγματος», το αγαθό –όπως κυρίως αυτό εκφράζεται στη σωκρατική, την πλατωνική και την αριστοτελική φιλοσοφία– εξοστρακίστηκε, στη σύγχρονή μας εποχή, από το φαντασιακό μας και τη θέση του πήραν πλέον το ορθό και το επιστημονικά εδραιωμένο αληθές.

Η επιστημονικά εδραιωμένη αυτή αλήθεια, έχοντας πάρει το προβάδισμα έναντι του αγαθού, αποξενωμένη πλέον από ηθικές αρχές και αξίες, εύκολα μπορεί να υποστηρίξει, εκφρασμένη τώρα μέσα από έναν επίμονο επιστημονισμό, την οποιαδήποτε αθλιότητα απέναντι στον άνθρωπο και το περιβάλλον.
Κι εδώ βέβαια, ο θετικής έμπνευσης αυτός επιστημονισμός (και δεν αναφέρομαι ασφαλώς στην επιθυμητή επιστημοσύνη, που τόσα ευεργετικά προσφέρει) μαζί με τον τεχνοκρατισμό και τον οικονομισμό δεν παραπέμπουν μόνο στον φασίστα Μένγκελε, με τα αποτρόπαια πειράματά του και με τη βιολογικού τύπου ευγονική του, αλλά και σε μια κοινωνικού και οικονομικού τύπου ευγονική, που παγκόσμια πλέον σήμερα εφαρμόζεται από τα «γεράκια» του νεοφιλελευθερισμού εις βάρος όχι μόνο ταλαίπωρων ανθρώπων αλλά και ολόκληρων λαών.
Τίποτε βέβαια από όλα αυτά δεν θα συνέβαινε κατ’ αυτόν τον τρόπο, αν αυτή η διαχρονικά σταδιακή υποχώρηση της έννοιας του αγαθού δεν πήγαινε χέρι χέρι με τον ανθρώπινο εγωισμό, την έλλειψη του μέτρου, την εξουσιομανία του ανθρώπου, τη ζωώδη του φύση και την απληστία του.
Ποια είναι όμως τα βασικά ιστορικά και γνωσιολογικά στάδια αυτής της πολύ ιδιαίτερης μετάβασης, από το αρχαιοελληνικό στο σύγχρονο και μετανεωτερικό μας «παράδειγμα», και ποιες οι σημερινές μας δυνατότητες αλλαγής πλεύσης;
Εντελώς επιγραμματικά, για το πρώτο ερώτημα, θα μπορούσαν να αναφερθούν:
α) Ο ρωμαϊκός πολιτισμός, με την υλιστική, ωφελιμιστική και πραγματιστική του πολιτική της ισχύος,
β) Η αυγουστίνεια ωφελιμιστική φιλοσοφία,
γ) Η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα, με το βακωνικό και καρτεσιανό πρόταγμα για την εκμετάλλευση και καθυπόταξη της φύσης (βλ. και «Εφ.Συν.», 20.4.2016),
δ) Ο Διαφωτισμός, με τον υποκειμενισμό του (απαρχή του ξέφρενου, στη συνέχεια, ατομικισμού), την αποθέωση του ορθού λόγου έναντι των συναισθημάτων (επομένως και της ενσυναίσθησης) και την απόρριψη της παράδοσης και της έννοιας της ιερότητας,
ε) Οι δύο βιομηχανικές επαναστάσεις, στα τέλη περίπου του 18ου και του 19ου αιώνα,
στ) Τα ρεύματα του θετικισμού και του νεοθετικισμού τον 19ο και τον 20ό αιώνα, και τέλος,
ζ) Ο μετανεωτερικός πραγματισμός.
Ασφαλώς, κανένα από τα στάδια αυτά, που το καθένα του γεμίζει σήμερα, κειμενικά, ολόκληρες βιβλιοθήκες, δεν είχε και δεν έχει μια μονοσήμαντα θετική ή αρνητική επίδραση στις οποιεσδήποτε εξελίξεις, τεχνοεπιστημονικές, ιδεολογικές, επιστημολογικές, κοινωνικο-ηθικές, πολιτικές, οικονομικές, εκπαιδευτικές ή άλλες. Αλλωστε, τα φαινόμενα όλα αυτά είναι τόσο σύνθετα από μόνα τους και τόσο σύνθετα αλληλοεξαρτώμενα που μόνο ένας θετικιστής θα μπορούσε να υποστηρίξει μια ακριβή συσχέτιση και αξιολόγησή τους.
Τι θα μπορούσαμε λοιπόν άραγε να προτάξουμε σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, ως αντίσταση σε αυτή την επέλαση ενός αρπακτικού οικονομικού και κοινωνικο-πολιτικού δόγματος, που αγνοεί πλήρως τις έννοιες του αγαθού και του ιερού, προτάσσει την οικονομία πάνω από την πολιτική και καταστρέφει τις ανθρώπινες κοινωνίες και ολόκληρο τον πλανήτη;
Στο ερώτημα αυτό, που η απάντησή του θα επικεντρωθεί στην έννοια της ουσιοκρατίας, η οποία επίσης έχει εξοστρακιστεί, στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού, από τα «θέατρα και τα αμφιθέατρα» του κόσμου και έχει επίσης τις ρίζες της στις απαρχές του Δυτικού Πολιτισμού.
Τι θα μπορούσαμε να προτάξουμε σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο, ως αντίσταση στη βάρβαρη επέλαση και πλήρη πλανητική επικυριαρχία του αρπακτικού και καταστροφικού νεοφιλελευθερισμού; Είχα προτείνει, ως βασική οδό σκέψης και πράξης, την ουσιοκρατική θεώρηση των πραγμάτων.
Βέβαια, η έννοια της ουσιοκρατίας είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, αμφιλεγόμενη και εννοιολογικά βεβαρημένη και παρεξηγημένη, ενώ συγχρόνως απορρίπτεται πλήρως στο πλαίσιο της εμπειρικά θεμελιωμένης αναλυτικής φιλοσοφίας αλλά και του συγγενικού προς αυτήν μεταμοντέρνου πραγματισμού. Με τον φιλοσοφικό και θρησκειολογικό όρο Ουσιοκρατία αναφερόμαστε στην οντολογική πρόταση που δίνει προτεραιότητα στην απρόσωπη, άμορφη και άχρονη ουσία, έναντι του επιμέρους όντος (προσωπικού, ατομικού), το οποίο τελικά εκλαμβάνεται ως κατώτερο, υποδεέστερο, παράγωγο και προϊόν της ουσίας.
Διευκρινίζω λοιπόν εξαρχής ότι η έννοια αυτή, που συμπορεύεται και με την έννοια της θεμελιοκρατίας, ουδόλως χρησιμοποιείται εδώ για να δηλώσει την πίστη μου σε μια αιώνια και αμετάβλητη ανθρώπινη φύση, στον κοινωνικο-πολιτικό και ιδεολογικό συντηρητισμό και στην αποχή μας από τους κοινωνικούς αγώνες για αλλαγή, δημοκρατία, ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη. Κάθε άλλο.
Χωρίς να θέλω να υπεισέλθω στο σύντομο αυτό άρθρο σε κουραστικές φιλοσοφικές αναλύσεις, αυτό που ωστόσο εδώ επιδιώκω, με τη χρήση του όρου «ουσιοκρατία», είναι μάλλον η ορθολογική και έντιμη αναζήτηση των πρώτων αιτιών, των βαθιά ριζωμένων ουσιωδών χαρακτηριστικών μιας πολιτικής μας επιλογής και πράξης, ενός γεγονότος ή μιας εννοιολογικής μας σύλληψης, που η γνώση τους θα μας επέτρεπε την πραγματική, βαθύτερη κατανόηση της πραγματικότητας, συμβάλλοντας στην ειλικρινή και αποτελεσματική αντιμετώπιση μερικών σύγχρονων πολιτικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων, που παραδειγματικά και εν συντομία θα αναφέρω.
Η μόνη φιλοσοφική αναφορά που ζητώ να μου επιτραπεί, ιδιαίτερα και εξειδικευμένα χρήσιμη για την περαιτέρω κατανόηση των διαφόρων περιπτώσεων που θα συζητηθούν, είναι στο αριστοτελικό «τι ην είναι», που δηλώνει την ουσία του πράγματος, αυτό δηλαδή που κάνει ένα πράγμα να είναι αυτό που είναι και αυτό που ήταν, που αν τελικά εξαλειφθεί, τότε παύει να υφίσταται και το πράγμα, ή και το γεγονός θα προσέθετα, το οποίο αφορά το ουσιώδες χαρακτηριστικό (η ουσία).
Και ας δούμε, μέσα από έναν σύντομο ερωτηματικό λόγο, γιατί η έλλειψη μιας ουσιοκρατικής θεώρησης των πραγμάτων είναι πλήρως παραπλανητική και διόλου δεν επιτρέπει την αποτελεσματική αντιμετώπιση των διαφόρων κοινωνικο-πολιτικών, περιβαλλοντικών, οικονομικών, βιοηθικών, εκπαιδευτικών ή όποιων άλλων προβλημάτων που βιώνει σήμερα η ανθρωπότητα κυριολεκτικά σε μια πορεία τρόμου και αυτοκαταστροφής.
Ποιο είναι λοιπόν αυτό το ουσιώδες χαρακτηριστικό, ποια είναι η ουσία, που κάνει το προσφυγικό ζήτημα να είναι αυτό που είναι, και που αν έλειπε θα έπαυαν να υφίστανται τα προσφυγικά ρεύματα;
Και συνεχίζω ρωτώντας: Ποια είναι λοιπόν αυτή η ουσία, που η εσκεμμένη, μάλλον, ή μη εσκεμμένη, έστω, απόρριψη της αναζήτησής της ουδέποτε θα επιτρέψει την ανθρώπινη και ειλικρινή αντιμετώπιση του συγκεκριμένου αυτού προβλήματος, αλλά μάλλον θα την επιδεινώνει; Μήπως είναι ο λανθασμένος αλγόριθμος κατανομής των προσφύγων ανά χώρα, μήπως ο τεράστιος αριθμός και ρυθμός προσέλευσής τους;
Μα όλες αυτές οι ερωτήσεις, με τις αντίστοιχες προσπάθειες να δοθούν πρακτικές λύσεις, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να βάζουν το κάρο μπροστά από το άλογο. Η ουσία λοιπόν δεν είναι άλλη από τον ίδιο τον πόλεμο και από τη βάρβαρη ανθρωποφαγική απληστία του καπιταλισμού για νέες ενεργειακές πηγές και παγκόσμια επικυριαρχία.
Παρόμοια με τα προσφυγικά και μεταναστευτικά αυτά ρεύματα, λόγω των πολεμικών συρράξεων, είναι δυστυχώς και τα αναμενόμενα μεταναστευτικά ρεύματα, ίσως ακόμη ισχυρότερα, λόγω των κλιματικών αλλαγών. Κι εδώ το πρόβλημα δεν είναι να βρούμε καταμεριστικές λύσεις αγοραπωλησίας ρύπων ή ανθρώπων, αλλά αναγνωρίζοντας την ουσία του προβλήματος –που είναι η ανθρωπογενής διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας του πλανήτη λόγω της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης της τεχνοεπιστήμης, του ατομικισμού, της υπερκατανάλωσης και του οικονομισμού– να χτυπήσουμε το κακό στη ρίζα του.
Ενα χαρακτηριστικότατο παράδειγμα, που αναφέρεται, επίσης κριτικά, στη βιβλιογραφία (βλ. Οικονομάκης & Παπαλεξίου, «Θέσεις», 120 [2012], σσ. 101-123) και που θα το συζητήσω εδώ με βάση την ουσιοκρατική θέση μου, στηρίζεται σε μια τεχνοκρατική, αντιουσιοκρατική, αλλά τελικά και αντιεπιστημονική μέθοδο, που προτείνει το εξής καταπληκτικό: όταν, για παράδειγμα, μια βιομηχανία ρυπαίνει με τα απόβλητά της και προκαλεί παραγωγική και οικονομική ζημιά σε μια θαλάσσια παρακείμενη επιχείρηση ιχθυοκαλλιέργειας, τότε τεχνοκρατικότατα προτείνεται, όχι βέβαια η ριζική αντιμετώπιση της επεξεργασίας των αποβλήτων της πρώτης βιομηχανίας, που είναι η ουσία του προβλήματος, αλλά η συγχώνευση των δύο εταιρειών, που θα αποσκοπεί σε μια ρεαλιστικότερη, εσωτερικότερη διευθέτηση και προσαρμογή των δεδομένων της ρύπανσης και των εξόδων παραγωγής.
Εκτός όμως από ορισμένες πολύ εξειδικευμένες περιπτώσεις λειτουργίας αυτής της μεθόδου, από τη στιγμή που το ζήτημα δεν αντιμετωπίζεται ουσιαστικά και αντιρρυπαντικά στην πρώτη βιομηχανία, τίποτε μα τίποτε δεν εγγυάται, με την ισχύουσα νεοφιλελεύθερη ασυδοσία, ότι η μεγαλύτερη τώρα και διευρυμένα ισχυρότερη κοινοπραξία δεν θα συνεχίσει να ρυπαίνει, και μάλιστα λόγω μεγέθους, σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Ποιος μπορεί επομένως, ελαφρά τη καρδία, να απορρίψει μια ουσιαστική θεώρηση των πραγμάτων, αλλά ακόμη παραπέρα και την ουσιαστική σύζευξη, και σε εκπαιδευτικό επίπεδο, φιλοσοφίας και τεχνοεπιστήμης, τεχνοεπιστήμης και ηθικής;
πηγή: efsyn.gr - el.wikipedia

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

$
0
0
the-fountain-of-love

beatae conjugis additum stellis honorem *
Δέκα μυριάδες ορισμούς μπορείς να δώσεις στον έρωτα. Και οι ποιητές όλοι, από τον Όμηρο ως τον Καβάφη, δουλεύοντας ετούτο το μεταλλείο της άνοιξης, μας δείχνουν κάθε φορά κι από μια του όψη. Ο καθένας με τον τρόπο του.
Όμως ο έρωτας επιμένει να είναι αόριστος. Και αλίμονό μας, εάν γεννιόταν ο υπερποιητής που θα πετύχαινε να τον ορίσει. Τι θα γινότανε!

Την άλλη μέρα όλοι οι άνθρωποι, ουρές και κοπάδια και φάλαγγες κατά μιλιούνια, θα σπούδαζαν να επισκεφθούν τον τόπο, όπου χτίστηκε το πιο σπουδαίο μνημείο επί γης: ο Έρωτος Τάφος. Να προσκυνήσουν το περίτεχνο επιτύμβιο και να αποθέσουν μπροστά του ένα λευκό τριαντάφυλλο.
Όχι. Να μας λείπει ένας τέτοιος ποιητής. Ένας δεύτερος Αττίλας Φειδίας.
Γιατί ο Φειδίας που έχτισε τον Παρθενώνα, την ίδια στιγμή, και χωρίς να το υποψιάζεται, είχε χτίσει και τον τάφο της σοφίας του ανθρώπου˙ της Αθηνάς σοφίας. Ο Παρθενώνας είναι το ταφικό μνημείο της κλασσικής Ελλάδας. Την άλλη μέρα άρχισε ο πελοποννησιακός πόλεμος. Άρχισε το τέλος της κλασσικής Ελλάδας. Και την παράλλη έρχονταν οι ελληνιστικοί χρόνοι της κάμψης. Και η κλασσική Ελλάδα είναι όλων των εποχών του ανθρώπου η πιο αληθινή εποχή.
Ωστόσο, εδόθηκε από τους ποιητές ο ορισμός του έρωτα. Ο πλήρης και ο ακριβής. Εκείνη την έννοια του ορισμού, δηλαδή, που τόσο βασανίστηκε ο Σωκράτης να την ανακαλύψει. Και που σαν την ανακάλυψε, είχε ταυτόχρονα ανακαλύψει και την επιστήμη. Την επιστήμη. Που σαν άλλος Φαέθοντας ανέβασε τον άνθρωπο στον ουρανό. Κι από κει κρατώντας στα δυο χέρια του τα γκέμια του φωτός και της φωτιάς μέλλει να τον καταγκρεμίσει στα Τάρταρα.
Ο ορισμός, λοιπόν, που εδόθηκε στον έρωτα, και που όλοι οι ποιητές τον διατύπωσαν με τα δικά του λόγια ο καθένας, είναι ο ακόλουθος: έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις.
Να φεύγεις, αλλά πώς να φεύγεις! Το πράγμα θέλει μεγάλη προσοχή. Γιατί ο ορισμός αυτός είναι τορπίλλι που το παίζει στα χέρια του μικρό παιδί. Το παίζει στα χέρια του και δεν ξέρει τι είναι... Ο Γιωργής τ'Αποδέλοιπο, που λέει κι ο Μυριβήλης.
Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο σύντροφος που αφήνεις. Αν εκείνος πονάει τρεις, εσύ να πονέσεις εννιά. Εδώ σε θέλω κάβουρα, που λένε, να περπατάς στα κάρβουνα. Χόρεψες ποτέ σου το χορό του αναστενάρη, χωρίς να είσαι αναστενάρης; 
************
*  στην ευτυχισμένη σύζυγο που τις δίνω τιμή στα άστρα

Από το βιβλίο του Δημήτρη Λιαντίνη "Γκέμμα" (σ.165-6)
πηγή: antikleidi

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΣΗΣ ΣΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

$
0
0



Εννοιολογικά ο όρος κάθαρση προσδιορίζεται ως απολύτρωση της ανθρώπινης ψυχής από εγγενή ή επίκτητα στοιχεία, που εμποδίζουν την ισορροπημένη λειτουργία της...

Είναι μια εξαγνιστική στη φύση της διαδικασία, κατά την οποία η ψυχή μπορεί να απαλλαγεί από τα περιττά στοιχεία που απέκτησε επιτελώντας τις λειτουργίες της[1]. Ήταν, επίσης, και είναι απαραίτητη για την εισδοχή τόσο στα αρχαία όσο και στα σύγχρονα μυστήρια, που στόχο είχαν και έχουν την ένωση της ψυχής με τη θεία όψη της ύπαρξης.


Η Έννοια της Κάθαρσης στην Αρχαιοελληνική Γραμματεία



Ο όρος κάθαρση απαντάται στο σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Στην ομηρική κοινωνία η φωτιά και το θειάφι είναι θεραπευτικά φυσικά στοιχεία, που απαλλάσσουν και εξαγνίζουν την ψυχή και τον χώρο από τους ρύπους που φέρνει η τριβή με την καθημερινότητα[2]. Με καθαρτήριες πράξεις όπως είναι ο όρκος, η προσευχή, η σπονδή και η θυσία είναι δυνατόν να εναρμονιστούν οι σχέσεις θεών και ανθρώπων (Ομήρου Ιλιάδα, Ι΄ 495-497). Η ίδια περίπου άποψη απαντάται και στον Ησίοδο, που θεωρεί μεν καθαρτήρια διαδικασία τη θυσία για την ανθρώπινη αδικία, αλλά θεωρεί πως η συμμετοχή σε μια τέτοια μυστηριακή πράξη απαιτεί καθαρμό[3].

Οι Ορφικοί με τη σειρά τους θεωρούν πως η συμμετοχή στις οργιαστικές μυστηριακές τελετές ήταν συμμετοχή σε καθαρτήρια διαδικασία, που έφερνε την ανακούφιση της ύπαρξης από τον τροχό της γένεσης[4]. Για να επιζήσει η ψυχή, σύμφωνα με την ορφική παράδοση, χρειάζεται να διατηρείται αγνή με καθαρτήριες διαδικασίες[5]. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να επιτύχει την απόλυτη καθαρότητα που θα την οδηγήσει στην ένωση με το θείο. Η θεία παρέμβαση στη διαδικασία της κάθαρσης προσωποποιείται στους Ορφικούς με την παρουσία του Δία ως άφθαρτης και καθάρσιας θεότητας, που έχει τη δυνατότητα να λυτρώνει με τις παρεμβάσεις του τα ανθρώπινα πλάσματα[6].

Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι και ιδιαίτερα ο Αναξίμανδρος θεωρεί ως καθαρμό την αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των ουσιών, δηλαδή αναίρεση των ζημιών που έχει προκαλέσει η μία ουσία στην άλλη[7]. Οι Πυθαγόρειοι στη συνέχεια, υιοθετώντας τους Ορφικούς, θεωρούν αναγκαιότητα τη διαδικασία του εξαγνισμού, προκειμένου να οδηγηθεί η ανθρώπινη ύπαρξη στην απόλυτη καθαρότητα. Η κάθαρση στους Πυθαγόρειους προσέλαβε τελετουργικό, μουσικό, ποιητικό, ιατρικό και φιλοσοφικό χαρακτήρα[8] και ήταν η απαραίτητη διαδικασία για την κατάκτηση της αλήθειας[9]. Η κάθαρση για τον Ηράκλειτο είναι μια διαδικασία θεραπείας, που θεραπεύει την ψυχή από τις ασθένειες και τα δεινά και εξασφαλίζεται μέσω της άσκησης, της γνώσης, της αυτογνωσίας και της φρόνησης, ενώ η καθαρότητα της ανθρώπινης ψυχής σχετίζεται με την εγκατάλειψη του σώματος[10] και την επάνοδο στην ενιαία –συλλογική με σύγχρονους όρους- ψυχή του σύμπαντος.

Για τον Παρμενίδη, η καθαρότητα είναι το τέλος μιας εξαγνιστικής πορείας προς την αλήθεια, το απόλυτο ή όντως ον όπως αναφέρεται στη φιλοσοφία και η ψυχή αναγνωρίζεται ως άυλο αντίστοιχο του σώματος, όπως και στον Εμπεδοκλή[11]. Ιδιαίτερα στον Εμπεδοκλή η πορεία της μετενσάρκωσης της ψυχής διέρχεται από τη βάσανο του εξαγνισμού, προκειμένου να απομακρυνθεί από τα πάθη και να εδραιώσει την ύπαρξή της στο βασίλειο των θεών. Εκτός από την κάθαρση που έρχεται μέσω της μετενσάρκωσης, ο φιλόσοφος προτείνει πρακτικούς τρόπους εξαγνισμού, όπως είναι η αποχή από την κρεοφαγία και τις αιματηρές θυσίες[12].

Ο Αναξαγόρας με τη σειρά του θεωρεί πως η κάθαρση είναι μια αέναη διαδικασία που οδηγεί εξελικτικά από το ένα οντολογικό πεδίο στο άλλο[13], ενώ ο Δημόκριτος την ορίζει ως αποκάθαρση, δηλαδή αποφυγή των ανθρώπινων παθών για την επίτευξη της ανθρώπινης ευδαιμονίας[14]. Ο Σωκράτης, όπως τουλάχιστον τον παρουσιάζει ο Πλάτωνας, αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι οφείλουν να απαλλαγούν από την φαυλότητά τους, για να γίνουν δεκτοί σε έναν τόπο εξαγνισμένο, κεκαθαρμένο από πάθη. Ο φιλόσοφος αναφέρει πως η κάθαρση και οι καθαρμοί μπορούν να επιτευχθούν μέσω της μύησης στα μυστήρια μέσω της μαντικής και μέσω της ιατρικής. Η ιατρική φροντίζει για την καθαρότητα του σώματος, ενώ η μύηση και η μαντική φροντίζουν για την καθαρότητα της ψυχής[15].

Ο Πλάτων στον Φαίδωνα, αναφέρει πως η καθαρότητα αντιπροσωπεύει την αταραξία της ψυχής, ως αποτέλεσμα μιας συνολικής και πλήρους θεραπείας[16]. Μέσω της κάθαρσης η ψυχή εξασφαλίζει την επικοινωνία της και την ομοίωσή της με το θείο[17]. Η διαδικασία της κάθαρσης στον Πλάτωνα είναι σταδιακή απελευθέρωση της ψυχής από το σώμα και τα δεσμά του, τη μεταβλητότητα και τη φθορά[18]. Η πρώτη κάθαρση για τον φιλόσοφο είναι η διάκριση του καλού από το κακό[19], ενώ η ίδια η φιλοσοφία είναι μια καθαρτική διαδικασία, που ανασύρει την ψυχή από την απάθεια και την οκνηρία και αίρει την άγνοιά της[20]. Όσον αφορά στον αναγκαίο καθαρμό του σώματος, ο Πλάτων στον Τίμαιο θεωρεί ότι επιτυγχάνεται μόνο μέσω της γυμναστικής και όχι των φαρμάκων[21].

Ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει την κάθαρση ως μεταμόρφωση των παθών και αποχή από τις ακρότητες. Όσον αφορά στην τραγωδία «δια του ελέου και του φόβου» οδηγείται ο θεατής στην αποκάθαρση, όπως αναφέρεται στην Ποιητική, αναδεικνύοντας τον παιδευτικό χαρακτήρα του εξαγνισμού που αποκαθιστά και αναζωογονεί το πνεύμα. Είναι απαραίτητο ο θεατής να «καθαίρεται» από το άγχος και τις έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις που τον κατακλύζουν, παρακολουθώντας την εξέλιξη του δράματος[22].

Οι Στωικοί θεωρούν πως τα πάθη εμποδίζουν τον ιδεώδη βίο και την απαραίτητη αταραξία για την εναρμόνιση της ψυχής με τις εσωτερικές δυνάμεις της. Η θεραπεία ως εκρίζωση των παθών είναι το αποτέλεσμα της κάθαρσης, ώστε να διασφαλιστεί η απόλυτη καθαρότητα της ψυχής[23]. Όσον αφορά στους Νεοπλατωνικούς, ιδιαίτερα στον Πλωτίνο, η κάθαρση σε ένα πρώτο επίπεδο επιτυγχάνεται μέσω της λήθης των γήινων εμπειριών και των σωματικών παθών και την ανάδυσή της ψυχής από τα άτοπα είδωλα[24]. Με την κεντρική ουσία της άποψης του Πλωτίνου συμφωνεί ο Πορφύριος, ο οποίος, όμως, διαφοροποιείται ως προς τον τόπο επίτευξης της κάθαρσης. Η κάθαρση των σωματικών παθών για τον Πορφύριο δεν επιτελείται με ιερουργίες και λιτανείες, αλλά με θυσίες, καθαρτικές τελετές, την εμπειρία των οποίων κατέχει τόσο ο φιλόσοφος, όσο και ο ιερέας[25].

Για τον Ιάμβλιχο η κάθαρση ισοδυναμεί με φιλοσοφικό θάνατο, κατά τον οποίο η ψυχή χωρίζεται από το σώμα[26]. Συνεπώς, η κάθαρσή του είναι κυρίαρχα διανοητική, αν και δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην θεολογική κάθαρση, μέσω της οποίας επιτυγχάνεται η οντολογική εξύψωση της ψυχής[27]. Ο φιλόσοφος θεωρεί επίσης πως η κάθαρση έρχεται μέσω του παιδευτικού χαρακτήρα της μουσικής, που συμβάλλει στην ψυχική υγεία και γαλήνη[28]. Την ίδια κάθαρση επιφέρει και η θεουργία, η οποία έχει ως στόχο τη διανοητική ζωή[29].

Την παράδοση της κάθαρσης στην ελληνική φιλοσοφία συμπληρώνει ο Πρόκλος, ο οποίος δίνει έναν θεολογικό προσανατολισμό στο γενικότερο έργο του. Η κάθαρση οδηγεί την ψυχή σε μια περιοχή που αποτελεί πηγή και έσχατο τέλος ταυτόχρονα της οντολογικής εξέλιξης. Η κάθαρση έτσι είναι αναπόσπαστο τμήμα της υπερβατικής ενολογίας που προτείνει ο φιλόσοφος και υπερβαίνει την παραδοσιακή μεταφυσική ενολογία[30].


Η Κάθαρση Παράγοντας Εισαγωγής και Επίτευξης στα Μυστήρια




«Εμείς οι ίδιοι θέτουμε όρια στα ιερά και τα τεμένη των θεών, ώστε κανείς να μη διασχίσει αυτά τα όρια, αν δεν είναι καθαρός και όταν μπαίνουμε εξαγνιζόμαστε, οτιδήποτε μιαρό να ξεπλύνουμε από πάνω μας»
[34].Η άποψη της φιλοσοφίας για την κάθαρση δεν είναι άμοιρη της λατρευτικής πρακτικής των αρχαίων μυστηρίων. Η ένωση με τη Μονάδα είναι και ο τελικός στόχος της μυητικής διαδικασίας ήδη κατά τη μακρινή αρχαιότητα, είτε στην ηπειρωτική και νησιωτική ή τη Μεγάλη Ελλάδα, από τους προϊστορικούς έως τους νεότερους χρόνους. Η συμμετοχή στα μυστήρια ωθεί σταδιακά τον μυημένο σε υψηλότερα επίπεδα της ύπαρξης, έως την τελική απορρόφησή του από τη Μονάδα. Όλα τα μυστήρια είναι μυητικές διαδικασίες, είτε αφορούν σε συστήματα εσωτερικής ανάπτυξης, είτε σε τελετουργίες ενηλικίωσης, ενσωμάτωσης ή μετάβασης, και διαθέτουν ένα σύστημα φυσικού εξαγνισμού στηριγμένο στη διατροφή, αλλά και συνειδησιακού καθαρμού και πόλωσης της συνείδησης στις αφηρημένες περιοχές της Ύπαρξης. Ο Νεοπλατωνικός Ιάμβλιχος θεωρούσε πως ο σκοπός των μυστηρίων είναι η κάθαρση και η επακόλουθη άμεση επαφή με τους θεούς[31]. 

Αυτή η πόλωση μέσω της συμμετοχής στα μυστήρια, ή μέσω της μύησης, δεν είναι αόριστη και νεφελώδης διαδικασία. Προϋποθέτει καθαρισμό των φορέων της εκδηλωμένης οντότητας μέσα στην ύλη και προετοιμασία της συνείδησης για την εκδήλωση μιας πνευματικής αποκάλυψης, που αναμένεται να οδηγήσει τον μυημένο σε υψηλότερη θεώρηση της ζωής και της ίδιας της εξέλιξης, έως την τελική ένωση. Η νεοπλατωνική άποψη για τη μυητική διαδικασία που οδηγεί στην ένωση, θεμελιώνεται στις αρχαίες ελληνικές μυστηριακές θρησκείες[32] και έχει πολλά παράλληλα στις ανατολικές φιλοσοφίες[33].

O εξαγνισμός είναι ένας τρόπος με τον οποίο μπορεί να γίνει προφανής η μεταφυσική λειτουργία της ψυχής. Παρά το γεγονός ότι ο εξαγνισμός μπορεί να λειτουργήσει διαχωριστικά ανάμεσα στο εμείς και οι άλλοι, ανάμεσα στο πάνω και το κάτω, ανάμεσα στο καλό και το κακό, ως τελικό στόχο έχει τη σύνδεση της εξυψωμένης συνείδησης με την ενοποιημένη, συλλογική εικόνα του κόσμου. Σε φυσικό επίπεδο προφανέστερη χρήση του εξαγνισμού στην αρχαία Ελλάδα –και όχι μόνο- είναι ο διαχωρισμός του ιερού μυστηριακού χώρου από τον βέβηλο.



Υπάρχουν άφθονες φιλολογικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες, από την εγχάρακτη κεραμεική και τις ανασκαφές για κρήνες εξαγνιστικές στην είσοδο ιερών και μυστηριακών τόπων για τον εξαγνισμό των εισερχομένων[35].

Τα μυστήρια έχουν ως στόχο να δώσουν στον μυημένο μια άμεση επαφή και βίωση της γνώσης που αποκτούσε ο μυημένος στις φιλοσοφικές ακαδημίες της εποχής του. Η εισαγωγή στα μυστήρια ήταν βαθμιαία και το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση ήταν ότι ο πρώτος βαθμός σχετιζόταν με την κάθαρση. Οι μυημένοι σε αυτόν τον βαθμό, εκκινώντας από τα πρότυπα μυστήρια της Ελευσίνας, ονομάζονταν καθαροί, δηλαδή εξαγνισμένοι.

Στα Βακχικά μυστήρια βρισκόταν στο επίκεντρο η λατρεία του Διονύσου, ως εναρκτήριο σημείο όλων των θεωρήσεων για τον κόσμο και την ανθρώπινη φύση. Οι Ορφικοί πίστευαν ότι οι ανθρώπινες ψυχές ήταν περιορισμένες στο σώμα ως να ήταν φυλακισμένες, κατάσταση που όριζαν ως γένεση εν αναμονή του ελευθερωτή Διονύσου. Οι οδύνες της ψυχής, οι φάσεις μέσω των οποίων περνούσαν σε ανώτερη μορφή της ύπαρξης, η κάθαρση και η φώτισή τους είναι το επαναλαμβανόμενο θέμα των ορφικών κειμένων[36].

Στα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών στην Σαμοθράκη η τελετουργία φέρεται πως γινόταν βράδυ και το ιερό φωτιζόταν με πυρσούς. Πριν την εισαγωγή του στα μυστήρια ο υποψήφιος έπρεπε να πάρει μέρος σε τελετή κάθαρσης, να εξομολογηθεί το βαρύτερο από τα αμαρτήματά του στον ειδικό ιερέα «Κόη, τον φονέα καθαίροντα»[37] που άκουγε τον εξομολογούμενο και είχε το αξίωμα να εξαγνίζει ακόμα και τον φονιά που μετάνιωνε για την πράξη του. Έτσι τού επιτρεπόταν να παρακολουθήσει την μυθολογική αφήγηση του ιερού λόγου και να φορέσει εντέλει την πορφυρή φαρδιά ζώνη στη μέση του, ως μάρτυρας της αποκάλυψης των ιερών συμβόλων.

Στο δελφικό πλαίσιο ο εξαγνισμός ήταν αναγκαίος ακόμα και για την πυθώνισσα ιέρεια. Πριν η Πυθία ερωτηθεί, έπρεπε να προετοιμαστεί τελετουργικά. Τα περισσότερα καθαρτικά τελετουργικά περιελάμβαναν δάφνη, το φυτό του Απόλλωνα που συνδεόταν με την μαντική τέχνη. Πίνοντας εξαγνιστικό νερό από την πηγή και στεφανωμένη με στεφάνι δάφνης, η Πυθία ετοιμαζόταν για το μαντικό έργο της[38]. Άλλωστε ο θεός που έγινε γνωστός κυρίως για την καθαρτική του δύναμη πάνω στο μίασμα είναι ο Απόλλων. Η δική του κάθαρση κράτησε εννέα χρόνια εξορίας, μετά από τα οποία εξαγνίστηκε απόλυτα. Στο δελφικό μυστηριακό κύκλο διατηρείτο εννεαετής κύκλος μυστηριακού γιορτασμού όχι μόνο τη κάθαρσης του ίδιου του Απόλλωνα, αλλά και της εντολής προς όλους τους ιερείς στα πανελλήνια ιερά του Απόλλωνα να λειτουργούν ως επίσημα κέντρα κάθαρσης στη περιοχή τους, προς τιμήν του Καθαρσίου ή Αποτροπαίου Απόλλωνα.

Τα τυπικά της κάθαρσης διέφεραν από λατρεία σε λατρεία και από περιοχή σε περιοχή. Τόσο τα μεγαλύτερα Ελευσίνια Μυστήρια είχαν ως προϋπόθεση την τελετή καθαρισμού όσο και στα μικρότερα Ελευσίνια Μυστήρια, που έπρεπε να παρακολουθήσουν οι αμύητοι πριν από την είσοδο στην Ελευσίνα σχεδόν ένα χρόνο αργότερα. Τα Μεγάλα Μυστήρια επικεντρώνονταν σε μεγάλο βαθμό στην κάθαρση του μυημένου. Σε αυτή τη μορφή εξαγνισμού χρησιμοποιείτο το τελετουργικό του χορού, της μουσικής, της φωτιάς και το λουτρό στη θάλασσα, σε συνδυασμό με την ιεροτελεστία του φαρμακού (το τελετουργικό θυσίας του αποδιοπομπαίου τράγου, αλλά με τη μορφή ενός νεαρού χοίρου), σε ατομικό επίπεδο αλλά και στο επίπεδο της πόλης, στη Δήμητρα που αντιπροσώπευε το θάνατο του δόκιμου και την καθαρή κατάσταση του μυημένου. Η μουσική, ο χορός, το θαλασσινό νερό, οι δάδες και οι θυσίες είναι όλα στοιχεία της κάθαρσης και μέσω αυτών των τελετών εξαγνίζονταν οι μυημένοι για να εισέλθουν στον Κάτω Κόσμο, να σταθούν μπροστά στη θεά και να ακούσουν αυτό που είναι απαγορευμένο να προφερθεί.

Είναι ενδιαφέρον εδώ ότι τα κατώτερα μυστήρια ιδρύθηκαν ως χάρη της Δήμητρας προς τον ημίθεο Ηρακλή. Για να εισέλθει στον Άδη και να συλλάβει τον Κέρβερο, έπρεπε να μυηθεί στα Ελευσίνια. Ωστόσο, υπήρχε περιορισμός στα Ελευσίνια για αυτούς που είχαν αφαιρέσει ανθρώπινη ζωή και έφεραν το μίασμα του αίματος στα χέρια τους. Έτσι χρειάστηκε ειδική τελετουργία εξαγνισμού για τον Ηρακλή στα κατώτερα μυστήρια, ώστε να περάσει στα ανώτερα και να κερδίσει την είσοδό του στον Κάτω Κόσμο. Η μυθική και συμβολική κάθαρση του Ηρακλή από το αίμα όσων φόνευσε μαρτυρείται και από αρχαιολογικά ευρήματα και υποδηλώνει την κάθαρση ως νόμο καθολικό, από τον οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει θνητός, ημίθεος ή θεός, όπως συνέβη στην περίπτωση του Απόλλωνα.


Συνοπτικά

Βλέπουμε, λοιπόν, με βάση όσα λέχθηκαν ήδη πως τόσο τα μυστήρια όσο και οι μικρότεροι ετήσιοι γιορτασμοί και οι φιλόσοφοι δίδασκαν πως η κάθαρση συνδεόταν με το ταξίδι της ψυχής είτε προς τη Μονάδα ή προς τον Κάτω Κόσμο, όσο και με λειτουργίες του σώματος, του οίκου και της πόλης. Ο Πλάτωνας μίλησε για παρόμοιες ιδέες, όταν παρατήρησε ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων γύρω του ζούσε απλά μια ουδέτερη ζωή. Οι άνθρωποι δεν ήταν ούτε καλοί ούτε κακοί στον χαρακτήρα. Για αυτές τις επίπεδες ψυχές, ο Πλάτωνας ανέφερε τον πλου στην Λίμνη του Αχέροντα στον κάτω κόσμο, όπου θα μπορούσαν να εξαγνιστούν και να επιστρέψουν και να γεννηθούν στο πρόσωπο της γης σαν πλάσματα «ζωντανά».

Συνεπώς σε όλον τον αρχαίο κόσμο σχεδόν η κάθαρση ήταν προαπαιτούμενη όχι μόνο να προετοιμάσει την ψυχή για τον κάτω κόσμο, αλλά και σαν προετοιμασία πριν ξαναγεννηθεί. Αυτές οι βασικές έννοιες διαμόρφωσαν τις πεποιθήσεις σχετικά με το μίασμα γύρω από τον θάνατο και τη γέννηση. Η καθαρότητα στον θάνατο και τη ζωή είναι κεντρικής σημασίας για την πνευματικότητα του αρχαίου κόσμου και συνεπώς η κάθαρση, ως μέσο απόκτησης της πολυπόθητης καθαρότητας.


Παραπομπές - Σημειώσεις 

[1]. Καπρούλιας Α. (2008), Η Έννοια της Κάθαρσης στην Οντολογία του Πρόκλου, Αθήνα: Βασ. Ν. Κατσαρός. σ. 41.
[2]. Οδύσσεια, Χ΄, 481-482.
[3]. Ησίοδου, Έργα και Ημέραι, 333-337.
[4]. Burnet J. (1958) Early Greek Philosophy, London: Adam and Charles Black, σ. 97.
[5]. Kirk, G.S., Raven, J.V., Schofield, M., (1998), Οι Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, (μτφρ. Δ. Κούρτοβικ), Αθήνα: ΜΙΕΤ, σσ. 37-38.
[6]. Ορφικοί Ύμνοι, Διός, 1-9.
[7]. Kirk, G.S., Raven, J.V., Schofield, M., (1998), σσ, 123-124.
[8]. Guthrie, W.K.C. (1993), Οι Έλληνες φιλόσοφοι, από τον Θαλή ως τον Αριστοτέλη (μτφρ. Α. Σακελλαρίου), Αθήνα: ΜΙΕΤ, σ. 43.
[9]. Mourelatos, P.D., (1974) The Pre-socratics, NY: Anchor Books, σ. 137.
[10]. Αξελός Κ. (1976), Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία του (μτφρ. Δ. Δημητριάδης), Αθήνα: Εξάντας, σσ. 244-245.
[11]. Doddos, E.R., (1956), The Greeks and the Irrational, Berkeley: University of California Press, σ. 138.
[12]. Zelerm E., Nestle, W., (1990), Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας (μτφρ. Χ. Θεοδωρίδης), Αθήνα: Εστία, σ. 74.
[13]. Bέικος Θ. (1995), Οι προσωκρατικοί, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 188.
[14]. Diels, Hermannm, Kranz, Walther (1903), Die Fragmente der Vorsokratiker griechisch und deutsch, Berlin: Weidmannsche buchhandlung, σσ. 365-472. Demokritosfragmenta, Β 191, B171, B 173.
[15]. Πλάτων, Κρατύλος, 405 a 8-b4.
[16]. Hall, R.W., (1963), Plato and the Individual, Hague: Martinus Nijhoff, σσ. 57-58.
[17]. Πλάτων, Φαίδων, 83e 2-3.
[18]. Taylor, A.E., (2000), Πλάτων, (μτφρ. Ι. Αρζόγλου), Αθήνα: ΜΙΕΤ, σσ. 229-230.
[19]. Πλάτων, Σοφιστής, 226d 9-10.
[20]. Taylor, A.E., (2000), σσ. 221-222.
[21]. Πλάτων, Τίμαιος, 89b 1-3.
[22]. Campbell, J.S. (2001), Painless Pleasure: Catharsis in the Poetics. Les etudes Classiques, (69)3, σ. 226.
[23]. Βουδούρης, Κ., (1996), Η Στωική ηθική φιλοσοφία ως θεραπεία. Στο Βουδούρης Κ. (επιμ.), Η ηθική φιλοσοφία των Ελλήνων, Αθήνα.
[24]. Πλωτίνος, Εννεάδες, III, 6,5, 22-25.
[25]. Πορφύριος, Περί αποχής Β΄ 44,4
[26]. Ιάμβλιχος, Προτρεπτικός, 65, 13-14.
[27]. Ιάμβλιχος, Περί της κοινής μαθηματικής επιστήμης.
[28]. Ιάμβλιχος, Περί του Πυθαγορείου Βίου, 70, 12-14.
[29]. Smith, A., (1974), Porphyry’s place in the Neoplatonic tradition, The Hague: Martinus Nijhoff, σ. 97.
[30]. Lloyd, L.C., Procession and division in Proclus, Soul and the Structure of Being in late Neoplatonism, Liverpool: Liverpool University Press, σσς. 37-38.
[31]. Ιάμβλιχος, Περί Μυστηρίων, 6.5–7. [32]. Angus, Samuel (1975), The Mystery religions: A Study in the Religious Background of Early Christianity, Courier Dover Publications, σ. 52, επίσης σσ. 13, 15, 18, 24, 223, 271 κ.ά.
[33]. Paulos Mar, Gregorios (2001), Neoplatonism and Indian Philosophy, στο Studies in Neoplatonism: Ancient and Modern, Vol. 9, NY: Sunny Press, σσ. 237, 239, 240.
[34]. Ιπποκράτης. Περί ιερής νούσου, 148.55 ff. J., 1.46G.
[35]. Parker, Robert, (1996), Miasma: pollution and purification in early Greek religion, Oxford and NY: Oxford University Press, σ. 19.
[36]. Taylor, Thomas, (1891), The Eleusinian and Bacchic Mysteries, New York: J. W. Bouton, σ. 23. (online version on sacred texts)
[37]. Estienne, Henri, Benoît Hase, Charles, (1841), Thesaurus Graecae Linguae, vol 4, Paris: Didot, σ. 1705.
[38].Sourvinou-Inwood, Christiane (1979). The Myth of the First Temples at Delphi. The Classical Quarterly (New Series), 29, σσ. 231-251.


πηγή: e-zine.gr

Ο ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ "ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ"ΚΑΙ Ο "ΤΊΜΑΙΟΣ"ΣΥΝΟΠΤΙΚΑ

$
0
0

Όπως μας λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 12.26 – 14.4», σύμφωνα με τον Πλάτωνα η Φύση είναι «οὐσία ἀσώματος, ἀχώριστος σωμάτων, λόγους ἔχουσα αὐτῶν», η οποία δεν μπορεί να κοιτάξει στον εαυτό της, και από αυτά είναι φανερό με ποία έννοια είναι «φυσικός» ο «περὶ τῆς ὅλης κοσμοποιίας ἀναδιδάσκων» διάλογος. Καθώς, λοιπόν, ολόκληρη η φιλοσοφία είναι χωρισμένη στην μελέτη των νοητών και στην μελέτη των εγκόσμιων, και μάλιστα ορθά, επειδή και ο Κόσμος είναι διττός, «ὁ μὲν νοητός, ὁ δὲ αἰσθητός», όπως θα πει και ο ίδιος στον «Τίμαιο, 30.c», ο «Παρμενίδης» έχει συμπεριλάβει τη μελέτη των νοητών και ο «Τίμαιος» τη μελέτη των εγκόσμιων. Γιατί ο πρώτος παραδίδει όλες τις θεϊκές βαθμίδες, και ο δεύτερος όλες τις προόδους των εγκόσμιων. 


Ούτε, όμως, ο πρώτος παραλείπει εντελώς τη μελέτη των εγκόσμιων ούτε ο δεύτερος τη μελέτη των νοητών, επειδή και τα αισθητά βρίσκονται μέσα στα νοητά παραδειγματικώς (υπό μορφή  παραδείγματος/υποδείγματος), και τα νοητά μέσα στα αισθητά εικονικά (τα αισθητά είναι εικόνες των νοητών). Όμως, ο δεύτερος πλεονάζει στο φυσικό μέρος και ο πρώτος στο θεολογικό, κατά τρόπο σύμφωνο με τους άντρες από τους οποίους ονομάζονται. Γιατί από τον Τίμαιο έχει γραφτεί ένα παρόμοιο σύγγραμμα για την Φύση του σύμπαντος και από τον Παρμενίδη περί των όντως Όντων. 

Ορθά, επομένως, ο θεϊκός Ιάμβλιχος υποστηρίζει ότι η «ὅλην τοῦ Πλάτωνος θεωρίαν ἐν τοῖς δύο τούτοις περιέχεσθαι διαλόγοις», στον «Τίμαιο» και στον «Παρμενίδη». Γιατί «πᾶσα ἡ περὶ τῶν ἐγκοσμίων καὶ ὑπερκοσμίων πραγματεία τέλος ἔχει τὸ ἄριστον ἐν αὐτοῖς» (λαμβάνει την άριστη ολοκλήρωσή της σε αυτούς τους δύο), και «καὶ οὐδεμία τάξις τῶν ὄντων ἀδιερεύνητος παραλέλειπται». Μπορεί να γίνει φανερό, όμως, σε όσους δεν μελετούν πρόχειρα αυτούς τους δύο διαλόγους ότι ο τρόπος της πραγματείας του πλατωνικού «Τίμαιο» είναι πανομοιότυπος με τον τρόπο του πλατωνικού «Παρμενίδη». Γιατί, όπως ο πλατωνικός «Τίμαιος» ανάγει τα αίτια όλων των εγκόσμιων στον πρώτιστο δημιουργό, έτσι και ο πλατωνικός «Παρμενίδης» εξαρτά την πρόοδο όλων των όντων από το Ένα. Και όπως ο πρώτος διδάσκει ότι όλα μετέχουν στην πρόνοια του δημιουργού, έτσι και ο δεύτερος παρουσιάζει τα όντα να έχουν μετάσχει «τῆς ἑνοειδοῦς ὑπάρξεως». Επιπλέον, όπως ακριβώς ο πλατωνικός «Τίμαιος», πριν από την μελέτη της Φύσεως προτάσσει την παρατήρηση των εγκόσμιων μέσω εικόνων,  έτσι και ο πλατωνικός «Παρμενίδης» «τὴν περὶ τῶν εἰδῶν τῶν ἀύλων ἀνακινεῖ ζήτησιν πρὸ τῆς θεολογίας». Γιατί πρέπει κανείς να αναχθεί στην κατανόηση του σύμπαντος, αφού προηγουμένως εκπαιδευτεί με τις συζητήσεις για το άριστο πολίτευμα, καθώς επίσης και να ανυψωθεί στην μυστική θεωρία τον ενάδων, αφού προηγουμένως αθληθεί με τις επίμονες απορίες περί των Ειδών/Ιδεών.

πηγή: eleysis69

ΑΛΤΑΝΗ - Η ΑΝΑΓΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ (ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0

Ποιος είναι ο κομβικός ρόλος της Ανάγκηςκατά την πορεία της ψυχής μέσα στην αιωνιότητα; Ποιο ρόλο παίζουν οι τρεις μοίρες ως κόρες της (Λάχεσις, Κλωθώ, Άτροπος) για την ψυχή; Όλες οι θεότητες στην ελληνική θεολογία είναι ίσες μεταξύ τους και κάθε μία δρα στο δικό της πεδίο, στο οποίο καμιά άλλη δεν δύναται να επέμβει. Οι νόμοι της Ανάγκης και των μοιρών είναι συμπαντικοί και υπερβαίνουν θεούς και ανθρώπους.... 


Η Ανάγκηστην ελληνική μυθολογία γενικότερα

Η έννοια της ανάγκης αναδείχθηκε σχετικά πολύ νωρίς από τους προϊστορικούς Έλληνες ως ιδεατή ανθρωπόμορφη θεότητα, η Ανάγκη


Η θεότητα αυτή φέρεται να παραστάθηκε για πρώτη φορά στην Ορφική θεολογία, ως βίαιη, αναπόφευκτη θεϊκή δύναμη, όπως τούτο μαρτυρούν οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι Ιερώνυμος, Δαμάσκιος κ.ά. Σύμφωνα μάλιστα με τον Ιερώνυμο, η Ανάγκη ταυτιζόταν με την Αδράστεια που αποτελούσε την προσωποποίηση της «αναπόδραστης ανάγκης» (=αναπόφευκτης). Η Ορφική θεολογία στο σημείο αυτό παραδίδει ότι ο αγήρατος Χρόνος που είναι ο ίδιος ο Ηρακλής μαζί με την Ανάγκη (Αδράστεια) απέκτησαν τον Αιθέρα, το Χάος και το Έρεβος.



Όμως η Ορφική θεολογία περί της ανάγκης απαντάται τόσο στην αρχαία φιλοσοφία όσο και στη τραγωδία. Κατά τους αρχαίους φιλοσόφους, ο μεν Πλάτων θεωρεί τη θεά Ανάγκηως μητέρα των Μοιρών, ο δε Πλούταρχος ως μητέρα της Αδράστειας. Ο Πρόκλος την παριστά μητέρα της Ειμαρμένης που την γέννησε εκ του Δημιουργού, ο Στοβαίος θεωρεί την Ανάγκη κόρη του Κρόνου και αδελφή της θεάς Θέμιδας (Δίκης), και τέλος ο Ευριπίδης την εξισώνει με Ερινύα.


Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα πριν να κυριαρχήσει ο Έρως, στα θεία πράγματα βασίλευε μόνο η Ανάγκη που όλα συνέβαιναν υπό το κράτος αυτής. Ειδικότερα ο Πλάτωνας στο έργο του «Πολιτεία» παρουσιάζει την θεά Ανάγκη να φέρει στα γόνατά της αδαμάντινη άτρακτο μέσα στην οποία περιστρέφεται το Σύμπαν.



Κατά δε τους αρχαίους τραγικούς ποιητές (Αισχύλος, Ευριπίδης, Καλλίμαχος) η Ανάγκη αποτελεί βαρύ ζυγό με δύναμη ακαταμάχητη τόσο για θεούς, όσο και ανθρώπους. Εξ ου και η αρχαία ρήση – παροιμία που αποδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος στον φιλόσοφο Πιττακό «Ανάγκα ουδέ θεοί μάχονται»

Ο Μακρόβιος, αναφέρει ότι κατά την γέννηση του κάθε ανθρώπου παρίστανται τέσσερις θεότητες ο Δαίμων, η Τύχη, ο Έρως και η Ανάγκη.



Στην αρχαία Ελλάδα η θεά Ανάγκη τιμόταν ιδιαίτερα στην Ακροκόρινθο όπου σύμφωνα με μαρτυρία του Παυσανία υπήρχε κοινό ιερό με της θεάς Βίας, το οποίο μάλιστα θεωρούνταν «άβατο» για οποιονδήποτε.

                              

                                   ΑΛΤΑΝΗ- Ελληνική φιλοσοφία--Ανάγκη (Α)





                                                ΑΛΤΑΝΗ- Ελληνική φιλοσοφία--Ανάγκη (Β)


                                          

πηγές: βικιπαίδεια - youtube

ΟΙ ΔΥΟ ΤΡΟΠΟΙ ΓΝΩΣΗΣ

$
0
0

Κατά μία έννοια (κάτι που το βλέπουμε όλοι μας) έχουμε δύο μυαλά: ένα που σκέφτεται κι ένα που αισθάνεται.
Αυτοί οι δυο θεμελιακά διαφορετικοί τρόποι γνώσης αλληλεπιδρούν στη δόμηση της διανοητικής μας ζωής. Ο ένας, ο λογικός νους, είναι ο τρόπος κατανόησης του οποίου έχουμε επίγνωση: πιο ενσυνείδητος, πιο στοχαστικός, πιο ικανός να ζυγίζει και να συλλογίζεται. Αλλά δίπλα σ’ αυτόν υπάρχει και ένα άλλο σύστημα γνώσης, παρορμητικό και πανίσχυρο, αν και μερικές φορές παράλογο: ο συγκινησιακός νους.

Ο συγκινησιακός-λογικός διχασμός προσεγγίζει τη λαϊκή διάκριση μεταξύ «καρδιάς» και «μυαλού». Το να γνωρίζεις ότι κάτι είναι σωστό «στην καρδιά σου» είναι ένας διαφορετικός τρόπος πεποίθησης – κατά κάποιον τρόπο μια βαθύτερη μορφή σιγουριάς – από το να το σκέφτεσαι με το λογικό μυαλό σου. Υπάρχει μια σταθερή αναλογία όσον αφορά τον έλεγχο του συναισθήματος και της λογικής στο μυαλό. Όσο πιο έντονο είναι το συναίσθημα, τόσο πιο πολύ κυριαρχεί ο συγκινησιακός νους – και τόσο πιο αδρανής καθίσταται ο λογικός. Αυτή είναι μια ρύθμιση που μοιάζει να προκύπτει από το προαιώνιο πλεονέκτημα της εξέλιξης των ειδών: το να καθοδηγούν δηλαδή τα συναισθήματα και η διαίσθησή μας τις αυθόρμητες αντιδράσεις μας όταν αντιμετωπίζουμε καταστάσεις όπου η ζωή μας βρίσκεται σε κίνδυνο – όπου το να σταθούμε και να σκεφτούμε τι πρέπει να κάνουμε θα μπορούσε να μας κοστίσει τη ζωή.
Αυτά τα δύο μυαλά, το συγκινησιακό και το λογικό, λειτουργούν ως επί το πλείστον σε αγαστή συνεργασία, ταιριάζοντας τους τόσο διαφορετικούς τρόπους γνώσης που κατέχουν, για να καθοδηγούν τα βήματά μας στον κόσμο. Κανονικά υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο συγκινησιακό και το λογικό νου, καθώς το συναίσθημα τροφοδοτεί και διαπλάθει τις λειτουργίες του λογικού νου και ο λογικός νους τελειοποιεί και μερικές φορές ασκεί βέτο στην επιρροή των συναισθημάτων. Και, όμως, ο συγκινησιακός και ο λογικός νους αποτελούν εν μέρει ανεξάρτητες λειτουργίες, η καθεμιά από τις οποίες, όπως θα δούμε, αντανακλά τη λειτουργία ενός ξεχωριστού αλλά αλληλοσυνδεόμενου κυκλώματος του εγκεφάλου.
Πολλές ή τις περισσότερες φορές αυτά τα μυαλά είναι εξαιρετικά συντονισμένα. Τα συναισθήματα είναι ουσιώδη για τη σκέψη και η σκέψη είναι ουσιώδης για τα συναισθήματα. Όταν όμως εμφανίζονται τα πάθη, η ισορροπία διαταράσσεται, και τότε ο συγκινησιακός νους παίρνει το πάνω χέρι, καθυποτάσσοντας το λογικό.
Ο Έρασμος, ο γνωστός ουμανιστής του δέκατου έκτου αιώνα, έγραψε με σατιρική διάθεση γι’ αυτή την προαιώνια ένταση ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα:
Ο Δίας στοίβαξε πολύ περισσότερο πάθος παρά λογική – μπορείτε να υπολογίσετε μια αναλογία είκοσι τέσσερα προς ένα. Έστησε δύο οργισμένους τυράννους απέναντι στη μοναχική δύναμη της Λογικής: το Θυμό και τον Πόθο. Πόσο μπορεί η Λογική να υπερισχύσει αντιμέτωπη με τις συνδυασμένες δυνάμεις αυτών των δύο φαίνεται ξεκάθαρα στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η Λογική κάνει το μόνο που μπορεί, ξελαρρυγγίζεται  επαναλαμβάνοντας κανόνες αρετής, ενώ οι άλλοι δύο της λένε να πάει να πνιγεί, και γίνονται ολοένα και πιο θορυβώδεις και προσβλητικοί, τόσο που πια ο Αφέντης τους εξαντλείται, παραδίδει τα όπλα και υποτάσσεται.
Από το βιβλίο Η συναισθηματική νοημοσύνη του Daniel Goleman εκδ. Πεδίο
πηγή: sciencearchives

ΠΩΣ ΝΑ ΔΙΑΤΗΡΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΝΕΟ ΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ ΤΟΥ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΝΕΥΡΟΕΠΙΣΤΗΜΗ

$
0
0
brain_net


Αν εξακολουθείτε να πιστεύετε πως ο εγκέφαλος είναι μια μηχανή που με την πάροδο του χρόνου χάνει λάδια, έχετε μείνει πίσω. Σύμφωνα με πρόσφατες ανακαλύψεις εξελίσσεται και αυτοβελτιώνεται διαρκώς.

Ένα από τα πιο αναπάντεχα ευρήματα των νευροεπιστημόνων τα  τελευταία χρόνια ήταν ότι οι νευρώνες σε ένα ενήλικο μυαλό δεν σταματούν ποτέ να αναπτύσσονται  -λειτουργία γνωστή ως νευρογένεση — στη διάρκεια της ζωής μας.


Το μυαλό μπορεί να μετασχηματίζεται, να αλλάζει ή να αναδιαρθρώνει τη δομή του, την ανατομία και τη φυσιολογία του, διαδικασία που αποκαλείται νευροπλαστική (neuroplasticity).

«Η έννοια της πλαστικότητας» του εγκεφάλου, σύμφωνα με τον Ανδρέα Παπανικολάου, νευροεπιστήμονα του Πανεπιστήμιου του Τέξας, «αναφέρεται σε δυο συγγενή αλλά διακριτά φαινόμενα: το φαινόμενο της “λειτουργικής αναδιοργάνωσης” του εγκεφάλου και το φαινόμενο της "νευρογένεσης", δηλαδή της παραγωγής νέων νευρώνων — νέων νευρικών κυττάρων.

Και τα δύο φαινόμενα ανακαλύφθηκαν προσφάτως. Έτσι η επιστημονική κοινότητα πείσθηκε ότι ο εγκέφαλος μπορεί να αυτο-αναδιοργανώνεται, εξηγώντας φαινόμενα όπως η επανάκτηση της ικανότητας κάποιων ασθενών με αφασία να μιλούν, παρόλο που το "κέντρο"της ομιλίας τους έχει ανεπανόρθωτα καταστραφεί από κάποιο τραύμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο».

«Η ανακάλυψη ότι το μυαλό δεν είναι μια μηχανή, όπως πιστεύαμε, αλλά ένα νευρο-πλαστικό όργανο με ικανότητα να αναπλάθεται στη διάρκεια του χρόνου, είναι ίσως η μεγαλύτερη ανακάλυψη στην κατανόηση του ανθρώπινου εγκεφάλου, τα τελευταία τετρακόσια χρόνια», σύμφωνα με τον Νόρμαν Ντόιντ, μέλος του τμήματος ερευνών στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια και συγγραφέα της μελέτης «The brain that changes itself».

Δεν είναι μάλιστα λίγοι οι μελετητές που πιστεύουν ότι βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας νέας επανάστασης σε ό,τι αφορά στον τομέα των ανακαλύψεων στην υγεία του εγκεφάλου, ανάλογη με εκείνη που συντελέστηκε στα ‘70s με την ανακάλυψη της αεροβικής γυμναστικής και των ευεργετικών αποτελεσμάτων της στον ανθρώπινο οργανισμό.

Δημιουργώντας δίκτυα

O Δαμιανός Σακκάς, καθηγητής Νευροχειρουργικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εξηγεί: «Νευροπλαστικότητα ή απλώς πλαστικότητα είναι τρόπος με τον οποίο ο εγκέφαλος επουλώνει τις βλάβες του. Ο Τζέραλντ Έντελμαν, ένας νομπελίστας νευροεπιστήμονας,  είχε παρομοιάσει τον εγκέφαλο μας με ένα τροπικό δάσος. Όποιο δέντρο, όποιο δίκτυο δηλαδή, βρίσκει τροφή, γιγαντώνεται. Και η τροφή για τα εγκεφαλικά δίκτυα είναι η πληροφορία. Όποια δίκτυα παίρνουν σήμα από το περιβάλλον ενισχύονται. Και γίνονται περισσότερα».

Αυτό σημαίνει ότι αν εκμεταλλευτεί κανείς την ικανότητα του μυαλού να «μαθαίνει» και να αναπτύσσεται μέσα από τη μάθηση αυτή, μπορεί να το κρατήσει κοφτερό και νέο, παρά την αναπόφευκτη γνωστική έκπτωση (MCI) που επέρχεται με την ηλικία. Οι νευρώνες σε ένα ενήλικο μυαλό δεν σταματούν να αναπτύσσονται, αλλά δημιουργούν διαρκώς νέες συνάψεις και η εξάσκηση είναι ένας γενικά σίγουρος τρόπος να το κρατάμε σε εγρήγορση, σύμφωνα με τους ερευνητές.

Μέχρι σήμερα ξέραμε ότι αυτό το σύστημα νόησης για κάθε άνθρωπο γερνά μαζί με τον κάτοχο του.Όσο προχωρά η ηλικία, μπορεί κανείς να παρατηρήσει τα σημάδια του χρόνου στον εαυτό του. Από τα μαλλιά που γκριζάρουν μέχρι άλλες, λιγότερο εμφανείς, λεπτομέρειες. Καμιά φορά δυσκολευόμαστε να θυμηθούμε ονόματα («κόλλησε το μυαλό μου», λέμε όταν συμβαίνει αυτό) και δεν μπορούμε πια να εργαζόμαστε μέχρι πολύ αργά το βράδυ, όπως παλιότερα… H γνωστική εξασθένιση που σχετίζεται με την ηλικία ξεκινά συνήθως στην τέταρτη δεκαετία της ζωής μας.

«Δίκτυα. Αυτά ακριβώς είναι που καθορίζουν τον εγκέφαλο», συνεχίζει ο Δαμιανός Σακκάς. «Εκεί άλλωστε στηρίζεται και η ικανότητα κάποιου να μάθει να κάνει οτιδήποτε, από το να διαβάζει μέχρι να περπατάει σε τεντωμένο σκοινί!».
 
start_quote_rb3 «Κανείς πρέπει να ασκείται διανοητικά και σωματικά, να έχει ενδιαφέροντα να βλέπει τα πράγματα θετικά, να μη μεγαλοποιεί κάθε αναποδιά… Δεν υπάρχει καλύτερη στάση ζωής για να παρατείνει την εγκεφαλική του νεότητα» end_quote_rb3
Δαμιανός Σακκάς 
Τι τρέχει στο κεφάλι μας;

Το μυαλό του καθενός μας συνίσταται από δισεκατομμύρια νευρώνες, που βρίσκονται διαρκώς σε δράση. Κάθε φορά που ένας νευρώνας εξαπολύει μια μικροσκοπική ηλεκτρική εκκένωση, δημιουργείται αμέσως η ανάγκη να αναπληρώσει τις αποθήκες του σε ενέργεια για τον επόμενο σπινθήρα.

Μικροσκοπικά αγγεία εξυφαίνουν τις δικές τους ζιγκ ζαγκ πορείες, σε ένα δαιδαλώδες δίκτυο, με αποστολή το delivery οξυγόνου και τροφής στους νευρώνες εκείνους που το χρειάζονται. Ενώ συμβαίνουν αυτά, μερικές από αυτές τις συστοιχίες είναι άκρως απασχολημένες. Πεινασμένοι νευρώνες αναβοσβήνουν σε ένα τοπίο που θυμίζει επιστημονική φαντασία – αλλά δεν είναι. Είναι η εικόνα που θα βλέπατε να αποτυπώνει – θα λέγαμε- τις σκέψεις σας σε ένα fMRI scan (Λειτουργική Απεικόνιση Μαγνητικού Συντονισμού): ένα σκανάρισμα όπου με ραδιοκύματα ανιχνεύεται η ροή του αίματος που τροφοδοτεί τους νευρώνες στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

start_quote_rb3 Το μυαλό, όσο σκεφτόμαστε, διαβάζουμε βιβλία, ασκούμαστε ή το απασχολούμε με δραστηριότητες, από παρατηρήσεις πτηνών μέχρι μαθηματικά προβλήματα και από σταυρόλεξα μέχρι μαθήματα υποκριτικής, έχει την ικανότητα να αλλάζει τη δομή του, δημιουργώντας νέες συνάψεις μεταξύ των νευρώνων, μεταβάλλοντας την ανατομία και τη φυσιολογία του.Έτσι μπορούμε να τον κρατήσουμε νέο. end_quote_rb3
 

Ωστόσο, είναι δύσκολο να ξέρει  κάποιος τι τρέχει μέσα το κεφάλι του. Είναι οι νευρώνες σε καλή κατάσταση ή έχουν αρχίσει να βγαίνουν σιγά σιγά στη σύνταξη; Υπάρχει φθορά στις ίνες της λευκής ύλης που συνδέει τις περιοχές του εγκεφάλου του; Και τι συμβαίνει, αλήθεια, με τους νευροδιαβιβαστές;

Μπορούν ακόμη να κολυμπήσουν ακούραστα από νευρώνα σε νευρώνα ώστε να μπορούμε να θυμηθούμε από μνήμης τις τρεις τελευταίες αναπάντητες κλήσεις στο κινητό και να καλέσουμε αυτούς που μας αναζήτησαν χωρίς να χρειαστεί να το συμβουλευτούμε όταν πάμε στο γραφείο; Υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει κανείς για να αντιμετωπίσει τη γνωστική ομίχλη που επέρχεται με την ηλικία;

H απάντηση είναι ναι. Κι αυτό επειδή, σύμφωνα με τον νευροεπιστήμονα Ανδρέα Ιωαννίδη — έως πρόσφατα διευθυντή του κορυφαίου διεθνώς εργαστηρίου μελέτης στον τομέα του, του Laboratory for Human Brain Dynamics του Ινστιτούτου Riken της Ιαπωνίας, ο οποίος έχει πλέον μεταφέρει την ομάδα του στη Λευκωσία – «η λειτουργία ανάπλασης του εγκεφάλου δεν έχει να κάνει μόνο με τη δημιουργία νέων νευρώνων, αλλά επίσης με τη δημιουργία νέων συνδέσεων και με την ισχυροποίηση των συνδέσμων και των συνάψεων που ήδη υπάρχουν».

Αυτό που χρειαζόμαστε είναι λίγη εγκεφαλική γυμναστική

O σύγχρονος άνδρας προσπαθεί, συχνά με αμφισβητήσιμη επιτυχία, να παραμείνει fit, ποτέ όμως δεν σκέφτεται ότι με τον ίδιο τρόπο πρέπει να κρατά σε υγιή φόρμα και το μυαλό του.

«Ανάμεσα στις δραστηριότητες που ένας άνδρας 40 ετών θα μπορούσε να κάνει για να συντηρήσει ένα δυνατό και υγιές μυαλό τα επόμενα χρόνια», συμβουλεύει ο νευροεπιστήμονας Ανδρέας Παπανικολάου, «είναι το να ασκείται σωματικά, να έχει επαφές με νέες τεχνολογίες – social media, twitter κ.λπ.—, συν την ενασχόληση και με άλλες νοητικές ασκήσεις, όπως για παράδειγμα η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας ή η απόκτηση και η καλλιέργεια μιας δεξιότητας, οι οποίες είναι από πολλές πλευρές αποδοτικότερες από διάφορα εκπαιδευτικά παιχνίδια με υπολογιστές».

Το αρχαίο ρητό νους υγιής εν σώματι υγιή είναι πιο επίκαιρο από ποτέ: ο νους και το σώμα είναι αλληλένδετα. «Το σώμα είναι ένα σύστημα διαρκούς αλληλεπίδρασης», επισημαίνει ο Δαμιανός Σακκάς. «Όταν, λόγου χάριν, ένας ασθενής με Πάρκινσον καταφέρνει να περπατάει καλύτερα χάρη σε μια ηλεκτρονική συσκευή, βελτιώνεται και η γνωσιακή του κατάσταση. Και το αντίστροφο: Όταν ένα σώμα είναι μαγκωμένο από μια νόσο, τότε και ο εγκέφαλος αρχίζει σιγά σιγά να μη λειτουργεί καλά».

Μια υγιής καρδιά αποτελεί σημαντική στήριξη για το μυαλό. Οι άνθρωποι που βρίσκονται σε πολύ καλή φυσική κατάσταση έχουν την τάση να υποφέρουν λιγότερο από τα αποτελέσματα της γήρανσης του εγκεφάλου. Ο λόγος είναι ότι μπορούν να τροφοδοτούν με περισσότερο αίμα τον εγκέφαλο τους, γεγονός το οποίο προστατεύει τη λευκή ύλη από τη φθορά. Ως αποτέλεσμα, οι γυμνασμένοι και σε καλή φυσική κατάσταση άνθρωποι συντηρούν τους εγκεφαλικούς δεσμούς των δικτύων τους, εξασφαλίζοντας την καλύτερη λειτουργία του μυαλού τους.

Οι αρχάριοι θα έπρεπε να αρχίσετε να γυμνάζεστε περισσότερο. Αργότερα, θα μπορούσατε ακόμη και να παρακολουθήσετε κάποια μαθήματα μαθηματικών, στατιστικής ανάλυσης ή πνευματικές ασκήσεις συσχετισμών, που θα σας βοηθήσουν να αναδιοργανώσετε το μυαλό σας. Πότε ήταν η τελευταία φορά που αποπειραθήκατε να μάθετε μια ξένη γλώσσα; Εκείνα τα ισπανικά που είχατε αφήσει στην άκρη ίσως μπορούν να αποτελέσουν για σας μια νέα αρχή.

Σήμερα, ο περισσότερος κόσμος πιστεύει ότι οι νευρώνες του μυαλού του είναι εκείνοι που η μοίρα και η φύση επέλεξαν γι’ αυτόν. Πρόκειται βέβαια για μια ανακουφιστική άποψη που παραιτείται από κάθε ευθύνη. Στην πορεία, όμως, ανακαλύπτει κανείς ότι υπάρχουν τρόποι για να κρατήσει το μυαλό του σε φόρμα.

«Όσο πιο πολύ ασκείται κανείς — χωρίς να φτάνει στην υπερβολή, διανοητικά και σωματικά-, όσο πιο πολύ προσπαθεί να συντηρεί ενδιαφέροντα, να βλέπει τη ζωή με θετικό τρόπο, να μην είναι μεμψίμοιρος ή να μεγαλοποιεί κάθε αναποδιά, τόσο περισσότερο έχει θετικό πνεύμα», προσθέτει ο Δαμιανός Σακκάς.

«Αυτά αποτελούν την καλύτερη στάση ζωής, ώστε να παρατείνει την εγκεφαλική του νεότητα» – γνώμη με την οποία συμφωνεί και ο Ανδρέας Ιωαννίδης: «Η νοητική άσκηση ενεργοποιεί τα νευρωνικά δίκτυα, διατηρώντας τα σε καλή κατάσταση — χωρίς άσκηση θα χαλαρώσουν, θα αδυνατίσουν και τελικά θα εξαφανιστούν. Ωστόσο αυτό που κάνει τη διαφορά είναι συνολικά η ζωή του ανθρώπου. Αν όλα όσα κάνει συνδέονται μεταξύ τους και έχουν κάποιο νόημα».

Τεστάροντας το μυαλό

Πόσο δυσκολεύεστε να λύσετε μια μαθηματική εξίσωση για να βοηθήσετε το παιδί σας στην Άλγεβρα; Μπορείτε να θυμηθείτε ατόφιους μερικούς στίχους από ένα ποίημα του Ελύτη; Τα τελευταία χρόνια, η επιστήμη έχει καταδείξει πως οι περιπλανώμενες σκέψεις, αυτές που έχει επικρατήσει να τις αποκαλούμε «σκόρπιες», μαρτυρούν πολλά για τον τρόπο που γερνά ένας εγκέφαλος. Σύμφωνα με τους ερευνητές, στη διάρκεια του ύπνου, ορισμένα μέρη του εγκεφάλου μας εργάζονται και μάλιστα ακατάπαυστα. Το αξιοθαύμαστο αυτό δίκτυο μας δίνει μια ιδέα για το ποιοι είμαστε, για το παρελθόν και το μέλλον μας.Όσο γερνάμε, όμως, το δίκτυο αυτό περιορίζεται. Αν σκανάραμε το μυαλό ενός ενήλικα 25 ετών και του ίδιου ανθρώπου ύστερα από είκοσι χρόνια, σε ηλικία 45 ετών, θα διαπιστώναμε προφανείς διαφορές.

«Μπορεί ο εγκέφαλος ενός σαραντάρη να παρουσιάζει κάποιο βαθμό συρρίκνωσης», απαντά ο Δαμιανός Σακκάς. «Το ότι όμως δεν έχει τον αρχικό όγκο με εκείνον που είχε νεότερος, δεν σημαίνει τίποτα και θα σας εξηγήσω γιατί: Όταν διενεργούμε λειτουργικό fMRI scan, δίνουμε "καθήκοντα" (tasks), στον εξεταζόμενο. Έτσι, αν και δομικά ο εγκέφαλος ενός σαραντάρη είναι κάπως πιο συρρικνωμένος από αυτόν ενός νεότερου άνδρα, στο "καθήκον", το στόχο δηλαδή τον οποίο θα κληθεί να φέρει εις πέρας, μπορεί να απαντήσει με πολύ πιο πλούσιο τρόπο, διότι έχει εμπειρία, ενεργοποιεί πιο πολλά δίκτυα κ.λπ. H ίδια ερώτηση, σε έναν άνδρα 25 ετών, μπορεί να μην ενεργοποιεί τέτοιο πλήθος απαντήσεων και περιοχών του εγκεφάλου. Σκεφτείτε έναν 60χρονο και έναν 25άχρονο δικηγόρο. Για ποιον από τους δύο μπορεί μια ερώτηση να σημαίνει περισσότερα πράγματα, με βάση την εμπειρία του;».

H συρρίκνωση, λοιπόν, είναι ορατή και αυτό συνιστά μια απολύτως φυσιολογική εξέλιξη. Το ανθρώπινο μυαλό συρρικνώνεται κατά 0,2% ετησίως, ξεκινώντας από την ηλικία των είκοσι ετών. Τι γίνεται όμως με τη μνήμη;  Υπάρχει ένα συγκεκριμένο δίκτυο νευρώνων που ενεργοποιείται όταν επιτυγχάνουμε να θυμηθούμε κάτι. Το δίκτυο αυτό απαρτίζεται από μεμονωμένα σύνολα, διασκορπισμένα από το πίσω μέρος του κεφαλιού μέχρι εμπρός. Μπορούν να εργάζονται σε συνδυασμούς, συγκεντρώνοντας αναμνήσεις, καθώς συνδέονται από νήματα γνωστά ως «λευκή ύλη», η οποία συνδέει δύο περιοχές του εγκεφάλου ακριβώς όπως τα κομπιούτερ συνδέονται με οπτικές ίνες και καλώδια μετάδοσης δεδομένων.

Οι έρευνες στο εργαστήριο του Ράντι Μπάκνερ PhD, νευροεπιστήμονα στο Χάρβαρντ, έδειξαν μάλιστα ότι οι νευρώνες της μνήμης φωτίζονται όχι μόνο όταν ανακαλούμε κάτι από τη δεξαμενή των αναμνήσεων, αλλά περισσότερο όταν τη χρησιμοποιούμε για να φτιάξουμε «μοντέλα», σχεδιάζοντας κάτι για το μέλλον. Είμαστε κάτι σαν κινούμενες μηχανές πρόληψης.

Το ίδιο network μνημονικού εμφανίζεται φωτεινό και σε πειράματα όπου ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να προσπαθήσουν να μη σκεφτούν τίποτα απολύτως. Σύμφωνα με τους μελετητές, είναι το δίκτυο που χρησιμοποιούμε για να σκεφτόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό, ένα δίκτυο που οι επιστήμονες το ονόμασαν default network –προεπιλεγμένο / προκαθορισμένο δίκτυο δηλαδή, το οποίο, ακριβώς όπως σε έναν υπολογιστή, παραμένει ενεργό ακόμη κι όταν δεν κάνουμε ή δεν σκεφτόμαστε τίποτα.

H αδιάκοπη αυτή λειτουργία του λανθάνοντος δικτύου του εγκεφάλου κοστίζει στον ανθρώπινο οργανισμό τόσο υπερβολικά σε μεταβολισμό, ώστε δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι το δίκτυο αυτό επιτελεί κάτι ιδιαζόντως σημαντικό!

Συμφωνά με τον Μπάκνερ, η συγκεκριμένη εγκεφαλική λειτουργία είναι «ένας από τους παράγοντες που επέτρεψαν στο είδος μας να αναπτυχθεί τόσο».Έχουμε μια ανεξάντλητη και διαρκή δυνατότητα να εξετάζουμε εναλλακτικές σε οτιδήποτε συμβαίνει γύρω μας, σε ακαριαίο χρόνο. Είναι σαν να είμαστε συσκευές διαρκώς στο ON — το πρόβλημα είναι ότι δεν διαθέτουμε πλήκτρο OFF.

H ανασυγκρότηση της μνήμης

H μνήμη είναι από τα πρώτα εγκεφαλικά δεδομένα, η ανθρώπινη data που χάνουμε μεγαλώνοντας. Σύμφωνα με το Scientific American, τουλάχιστον 30 εκατομμύρια άνθρωποι στον πολιτισμένο δυτικό κόσμο νοσούν σήμερα από τη μάστιγα του Αλτσχάιμερ, με 160.000 από αυτούς να υπολογίζονται οι πάσχοντες στην Ελλάδα. Αριθμός που αναμένεται να τετραπλασιαστεί μέχρι το 2050, οπότε υπολογίζεται ότι ένας στους 85 ανθρώπους σε όλο τον πλανήτη θα ζει με τη νόσο.

Μπορεί, εξετάζοντας έναν εγκέφαλο, αυτός να δείχνει σε καλή κατάσταση, αλλά οι περιοχές να μη συνεργάζονται απαραίτητα μεταξύ τους – είναι αξιοθαύμαστο, αλλά το μυαλό έχει την ικανότητα να επανασυνδέει αυτά τα δίκτυα, αποκαθιστώντας τις λειτουργίες του. Κατά συνέπεια, δεν είναι ανέφικτο το να μπορεί να «εκπαιδευτεί» ώστε να λειτουργεί με περισσότερη αποτελεσματικότητα, παρά τη φυσιολογική συρρίκνωση και τον περιορισμό. Σημαντικές πρόσφατες ενδείξεις θέλουν ένα κοφτερό μυαλό να έχει να κάνει περισσότερο με το πώς συνδέονται μεταξύ τους οι περιοχές του εγκεφάλου σε κυκλώματα, παρά με το πόσο άρτια μπορεί να δουλεύει κάθε επιμέρους περιοχή.

«Κάτι τόσο πολύπλοκο όσο ο εγκέφαλος επιτελεί κάποιες συγκεκριμένες λειτουργίες», λέει ο Ανδρέας Ιωαννίδης. «Κάθε τομέας του έχει συγκεκριμένα καθήκοντα. Όταν όμως ο οργανισμός αρχίζει να εξασθενεί, αναγκαστικά επιστρατεύονται περισσότερες περιοχές».

Μια ζωή, κατά τη διάρκεια της οποίας κάποιος μαθαίνει ή εξασκεί το μυαλό του θέτοντας διαρκώς καινούργιες προκλήσεις ώστε να αναπτύσσει τις ικανότητες του, να κατανοεί νέες ιδέες ή τεχνολογίες κ.ο.κ., ενισχύει την ευπροσαρμοστικότητα του εγκεφάλου του, κρατώντας τον ζωντανό και πάντοτε σε εγρήγορση.

Άρα μην έχετε αυταπάτες. Ένας άνδρας 40 ετών, με το να παρακολουθεί μαθήματα στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, λόγου χάριν, ή να απομνημονεύει απίστευτο αριθμό πληροφοριών για να συμπληρώνει δελτία ΠΡΟ-ΠΟ(!), καταπολεμά τη γήρανση του μυαλού του πολύ πιο αποτελεσματικά από κάποιον που αιχμαλωτίζεται στη ρουτίνα ή παρακολουθεί ακατάπαυστα τηλεόραση.

Είναι λάθος να ξοδεύει κανείς το χρόνο, ή τα χρόνια του, ως μεσήλικας, αναπαράγοντας κάποιες ήδη αποκτηθείσες κλίσεις, επιδεξιότητες ή ικανότητες. Με αυτό τον τρόπο δεν επιδεικνύει πια την ίδια προσοχή που επιδείκνυε, για παράδειγμα, ως μαθητής ή ως φοιτητής, όταν δηλαδή βρισκόταν σε διαρκή διαδικασία μάθησης. Άρα το κλειδί είναι να απασχολείς, να δεσμεύεις το μυαλό σου σε δραστηριότητες εκμάθησης που απαιτούν απερίσπαστη προσοχή και προσήλωση στη λεπτομέρεια.

Τα επόμενα χρόνια επιφυλάσσουν ραγδαίες αλλαγές σε αυτά που έως σήμερα θεωρούμε δεδομένα για την εγκεφαλική δραστηριότητα. Τόσο στον τομέα της διάγνωσης, όσο και στον τρόπο θεραπείας και αντιμετώπισης των συνεπειών της εγκεφαλικής γήρανσης. Τα scans fMRI, τα οποία χαρτογραφούν τα νευρωνικά δίκτυα και τα PET scans που μπορούν να καταδείξουν τον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσονται στον εγκέφαλο οι αμυλοειδείς πλάκες που σχετίζονται με την εμφάνιση του Αλτσχάιμερ, θα γίνουν ακόμη πιο διαδεδομένα στο μέλλον — και όχι μόνο για ασθενείς με προβλήματα μνήμης.

Ηθικά διλλήματα

Υπάρχουν έρευνες για φάρμακα για την θεραπεία της γήρανσης και τα οποία κάποτε θα πάρουν άδεια κυκλοφορίας από τον Αμερικανικό Οργανισμό Φαρμάκων (FDA). Εδώ όμως εγείρεται και ένα ζήτημα ηθικής — για την ακρίβεια, «νευροηθικής»: Πολλοί ανάμεσα μας, και ειδικά όσοι ασκούν πνευματική εργασία, αγωνιούν από τώρα για το αν θα εξακολουθούν να είναι αξιόμαχοι στο πέρασμα του χρόνου, θα μπορεί ο εργοδότης σου να σε απολύσει όταν φτάνεις τα 50, προτιμώντας έναν νεότερο από σένα; Ή μήπως θα φτιαχτούν brain drugs που θα μπορούν να σε κρατήσουν στην πρώτη γραμμή του ανταγωνισμού και της παραγωγικότητας; θα μπορέσουμε στο μέλλον να βελτιώσουμε τη μνήμη του φυσιολογικού ατόμου, όπως βελτιώνουμε επιδόσεις των αθλητών με στεροειδή; Θα κατορθώσουμε να… αναβάλλουμε για αρκετό χρονικό διάστημα το φυσιολογικά ερχόμενο γήρας; «Πιθανώς», απαντά ο Ανδρέας Παπανικολάου, «το ελιξίριο όμως δεν έχει βρεθεί ακόμα, παρόλο που κυκλοφορούν διάφορες φήμες για την εμφάνιση του».

«Υπάρχουν τεράστια ηθικά διλήμματα μπροστά μας αυτήν τη στιγμή», συμπληρώνει ο Ανδρέας Ιωαννίδης. «Η συνείδηση είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, αποτελώντας τεράστιο ηθικό, αλλά και νομικό ζήτημα. Υπάρχει αυτό που λέμε ελεύθερη βούληση ή η δράση και η συμπεριφορά ενός ατόμου εξαρτώνται από εγκεφαλικές συνθήκες;».

«Θεωρώ αναπόφευκτο ότι η πρόοδος των επιστημών θα μας κάνει να αναθεωρήσουμε όσα ξέραμε ως σήμερα για τα ανθρώπινα κίνητρα, καθώς και πολλές παραδοχές μας για τα πάντα, από την ψυχολογία των μαζών μέχρι τη διαφήμιση και το Δίκαιο», προσθέτει ο Δαμιανός Σακκάς. «Η έννοια της ελεύθερης βούλησης, που θα πρέπει να επιβεβαιώνεται κατά την τέλεση ενός εγκλήματος -και συχνά γίνεται αντικείμενο εκτιμήσεων—, θα μπορεί ενδεχομένως να ελεγχθεί ιατρικά στον εγκέφαλο. Όλα αυτά εντάσσονται στο ευρύτερο πεδίο της Νευροφιλοσοφίας».

Πιθανότατα στο εγγύς μέλλον να εμφανιστούν φάρμακα που να βελτιώνουν τις φυσιολογικές μας νοητικές επιδόσεις. Είτε πρόκειται για φαρμακευτικό ντόπινγκ είτε όχι, θα πρέπει να παραδεχτούμε πως οτιδήποτε προσθέτουμε στο σώμα μας αλλοιώνει τη χημική του σύσταση. Έτσι, για κάποιους, δεν έχει διαφορά αν για να διεγείρουν το μυαλό τους θα πάρουν φαρμακευτικά σκευάσματα ή θα πιουν μια κούπα δυνατού καφέ. Μέχρι όμως να γίνει αυτό, εμείς ας ακολουθήσουμε τον παλιό, καλό τρόπο. H άσκηση δεν έβλαψε ποτέ κανέναν. Λίγο τζόκινγκ κάθε πρωί βοηθά να αδειάσεις το κεφάλι σου και να δυναμώσεις το μυαλό σου.

ΔΕΚΑ ΕΙΔΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΠΟΥ ΩΦΕΛΟΥΝ ΣΟΒΑΡΑ ΤΟΥΣ ΝΕΥΡΩΝΕΣ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ

1. Σολωμός: Τα 100 gr σολωμού έχουν περίπου 2.000 mg DHA και EPA, δύο λιπαρά οξέα
που λειτουργούν ως λάδι μηχανής για το μηχανισμό του εγκεφάλου. Δύο τόσο μικρές
μερίδες την εβδομάδα είναι υπεραρκετές σύμφωνα με τους διαιτολόγους.
2. Τσάι: Η αντιοξειδωτική πολυφαινόλη κατεχίνη, που βρίσκεται στο τσάι (πράσινο ή μαύρο), βοηθά την κυκλοφορία του αίματος, η οποία με τη σειρά της διατηρεί ακμαία την εγκεφαλική ισχύ, βελτιώνοντας την καλή διάθεση, τη μνήμη και την ικανότητα εστίασης. Πίνετε ένα ποτήρι τσάι (όχι συσκευασμένο, διότι δεν έχει την ίδια επίδραση), ζεστό ή κρύο, κάθε μέρα.
3. Βατόμουρα: Το αντισκωριακό της εγκεφαλικής μηχανής. Τα μούρα (και κυρίως τα blueberries) είναι γεμάτα αντιοξειδωτικά που ουδετεροποιούν τις δυσλειτουργίες των εγκεφαλικών συνάψεων. Μια κούπα ημερησίως είναι ό,τι πρέπει: είτε την εποχή της συγκομιδής τους το καλοκαίρι είτε από την κατάψυξη.
4. Κόκκοι δημητριακών: Το μυαλό είναι ένας κλίβανος που χρειάζεται σταθερή ποσότητα καυσίμου καθημερινά, προκειμένου να λειτουργεί εύρυθμα. Οι πλούσιοι σε ίνες κόκκοι δημητριακών (βρώμη, μη αποφλοιωμένο ρύζι, πολύσπορο ψωμί) αποτελούν μια σταθερή πηγή ενέργειας για το μυαλό, ενώ περιέχουν και βιταμίνες B, που ενισχύουν το νευρικό σύστημα.
5. Φασόλια: τα φασόλια, ειδικά τα κόκκινα, που περιέχουν περισσότερα Ω-3, όντας σύνθετοι υδρογονάνθρακες γεμάτοι πρωτεΐνες, σταθεροποιούν τα επίπεδα γλυκόζης και παρέχουν σταθερή ροή ενέργειας στον εγκέφαλο.
6. Γαλακτοκομικά: To γάλα και το φρέσκο γιαούρτι είναι γεμάτα πρωτεΐνες και βιταμίνες B, διαθέτοντας την ίδια στιγμή χαμηλούς γλυκαιμικούς δείκτες, πράγμα που σημαίνει ότι παρέχουν μια σταθερή ροή ενέργειας για το μυαλό. Βάλτε τα στη ζωή σας τρεις φορές τη μέρα, στις εκδοχές τους με χαμηλά (ή καθόλου) λιπαρά.
7. Αμύγδαλα: Με μόλις 40 με 50 gr την ημέρα εξασφαλίζουν ικανοποιητικά επίπεδα βιταμίνης E, η έλλειψη της οποίας σχετίζεται με αδυναμίες στη μνήμη και γνωστική έκπτωση.
8. Μαύρη Σοκολάτα: Μεταξύ των φλαβονοειδών ουσιών που περιέχει, στο κακάο υπάρχουν στοιχεία που βελτιώνουν την κυκλοφορία του αίματος, δρώντας ευεργετικά στην εγκεφαλική λειτουργία. Συγχρόνως, η καφεΐνη, που επίσης περιέχεται στη μαύρη σοκολάτα, ενισχύει την ικανότητα συγκέντρωσης. 30 gr τη μέρα είναι αρκετά για  να επωφεληθεί κανείς από τα ευεργετήματα της σοκολάτας, αποφεύγοντας τα αρνητικά.
9. Αβοκάντο: Περιέχοντας άφθονα μονοακόρεστα λιπαρά, ενισχύει τη ροή του αίματος στο μυαλό, επενεργώντας θετικά στη γνωστική λειτουργία. Μισό φλιτζανάκι, δύο φορές την εβδομάδα, είναι ό,τι πρέπει.
10. Κουρκουμάς: σειρά ερευνών τα τελευταία χρόνια έχει δείξει ότι το μπαχαρικό turmeric (στα καθ’ ημάς, κουρκουμάς ή κιτρινόριζα) έχει ευεργετική επίδραση στον εγκέφαλο. Χρησιμοποιήστε το σε ψητά κρέατα αντί για αλάτι, δοκιμάστε το σε λαχανικά, ρύζι ή dressing σαλάτας.
Επίσης, πολλά ψάρια και θαλασσινά (σολομός, κολιός, τόνος, σαρδέλα, γαρίδες κλπ) έχουν Ω-3 λιπαρά. Καλά είναι και τα συμπληρώματα με βιταμίνες Β6, Β12  και νιασίνη. Τέλος, είναι χρήσιμα τα συμπληρώματα με μαγνήσιο ή τροφές με μαγνήσιο (πράσινα λαχανικά, κακάο, μπανάνες, όσπρια κλπ).

πηγή: sciencearchives

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ - ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΑΖΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

$
0
0


Απόσπασμα από το βιβλίο του Παναγιώτη Κονδύλη Η παρακμή του αστικού πολιτισμού, σελίδες 194-200. 

Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης

[...] Βεβαίως δεν είναι δυνατόν να λεχθεί ότι στη μαζική δημοκρατία, όπως τη γνωρίζουμε, έχει ήδη πραγματοποιηθεί η ισότητα με την υλική έννοια του όρου. Όμως η πραγματικότητα της ισότητας είναι για τη λειτουργία της μαζικής δημοκρατίας πολύ λιγότερο σημαντική από τη δυνατότητα της ισότητας. 


Η Ισότητα αναγνωρίζεται από όλους ως απτή δυνατότητα (ακόμη και όσοι δέχονται την ισότητα μόνον ως τυπική Ισότητα των ευκαιριών ομολογούν ότι οι ευκαιρίες αυτές μπορούν ν΄ αξιοποιηθούν από τον καθένα, ότι δηλαδή καθένας μπορεί ν” ανέβει την κοινωνική κλίμακα ως την κορυφή της, αρκεί να το μπορεί) και η καθημερινή ομολογία πίστεως της μαζικής δημοκρα­τίας στην αρχή της ισότητας ανοίγει ipso facto έναν ορίζοντα προσ­δοκιών, ο οποίος θέτει σε κίνηση αντίστοιχες συμπεριφορές. 

Με άλλα λόγια: η κατ΄ αρχήν κατάφαση της ισότητας και το γεγονός της κοινωνικής κινητικότητας δημιουργούν συνθήκες, υπό τις όποιες δρά­σεις, και τις αντιδράσεις των ανθρώπων συχνά τις καθορίζουν ψυχολογικοί παράγοντες και ένα υποκειμενικό αίσθημα γοήτρου. Το αίσθημα της ισότητας είναι εντονότερο από την πραγματικότητα της ισότητας. Γι” αυτό η συναναστροφή των ανθρώπων γίνεται όλο και πιο εξισωτική, ήτοι ο τόνος της συναναστροφής τούτης δεν ανταποκρίνεται αναγκαστικά, και ανταποκρίνεται συνεχώς λιγότερο, στις πραγματικά υφιστάμενες διαφορές κοινωνικής θέσης και γοήτρου ανάμεσα στα ά­τομα και στις ομάδες.

Η κατ” αρχήν δεδομένη δυνατότητα να εμφα­νισθεί ο καθένας ως ίσος προς ίσον απέναντι σε οποιονδήποτε επηρεά­ζει την κοινωνική συμπεριφορά, κατά τρόπο ώστε τελικά οι εντολές δεν εκφέρονται ως εντολές, αλλά ως οδηγίες, τις οποίες πρέπει να ακολουθήσει κανείς γιατί αυτό υπαγορεύουν τα πράγματα. Στο βαθμό που ο υφιστάμενος γίνεται «συνεργάτης», οι εργασιακές σχέσεις γίνονται πραγματιστικότερες και η ιδέα του ρόλου παραμερίζει την ιδέα της ιεραρχίας. 

Περιοριστικές και αυστηρά ιεραρχημένες μορφές εργασίας δεν φαίνονται πια παραγωγικές, εφ” όσον μάλιστα οι νέες εργασιακές διαδικασίες με την περίπλοκη τεχνική τους απαιτούν υψηλότερα προσόντα, ενισχυμένη ευθύνη και περισσότερη συμμετοχή. 

Η αντίληψη ότι ο προϊστάμενος βρίσκεται ψηλότερα μόνο και μόνο επειδή έχει να παίξει διαφορετικό ρόλο κι όχι επειδή έχει τίποτε μυ­στηριώδη χαρίσματα, καθησυχάζει την εξισωτική συνείδηση και τη συμφιλιώνει με τις πραγματικότητες του καταμερισμού της εργασίας. «Άλλωστε η εκτόπιση της ιδέας της ιεραρχίας από την ιδέα του ρόλου συντείνει από μόνη της στην επίταση της εναλλαξιμότητας και της προσωρινότητας των θέσεων των ατόμων μέσα στη διαδικασία της κοινωνικής εργασίας. Η εξουσία ή η αυθεντία με την παραδοσιακή της έννοια ξεφτίζει, και στη θέση της μπαίνει ως ενοποιητικό στοιχείο η σταθερότητα των δομών και των μηχανισμών, εντός και στο όνομα των οποίων μοιράζονται οι ρόλοι.

Παρ” όλα αυτά η μαζική δημοκρατία πραγματοποίησε την ισότητα στην άσκηση εξουσίας τόσο λίγο όσο και την ισότητα στην κατανάλωση. Η αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαιότητα εξουσίας και στη γενική ομολογία πίστεως προς την αρχή της ισότητας λύθηκε με την υποταγή της εξουσίας στους ίδιους κανόνες του παιγνιδιού, που ι­σχύουν και στους άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής της μαζικής δημοκρατίας. Έτσι, η άσκηση εξουσίας είναι κατ’ αρχήν ανοιχτή στον καθένα, εφ” όσον αποδειχθεί ικανός να εκμεταλλευθεί τις προσφερόμενες ευκαιρίες καλύτερα από τους ανταγωνιστές του. Τούτο σημαίνει αντικατάσταση της ταξικής κυριαρχίας από την κυριαρχία ελίτ, οι οποίες αδιάκοπα συγκροτούνται, διαλύονται ή μεταβάλλουν τη σύνθε­ση τους, αφού τα μέλη τους δεν πρέπει να κατέχουν εξ υπαρχής ορισμένες κοινωνικές προϋποθέσεις. 

Η συμμετοχή στις ελίτ δεν είναι ούτε κληρονομική ούτε αναγνωρίζεται με βάση οποιαδήποτε προσωπική ιδιότητα, εκτός από την ικανότητα να αντιμετωπίζονται με ε­πιτυχία οι εκάστοτε αντίπαλοι εντός και εκτός της ελίτ· επομένως οι ελίτ μπορούν να γίνουν μόνιμα όργανα άσκησης εξουσίας μονάχα μετά την κατάτμηση της κοινωνίας σε άτομα και την επιβολή των εξισωτικών άρχων και στάσεων. 

Διαμορφώνονται μέσα στην πολιτική, στην οικονομία και στην κοινωνική ζωή, ανταγωνίζονται η μία την άλλη ή κλείνουν μεταξύ τους συμμαχίες και πορίζονται τη νομιμοποίηση τους από το γεγονός ότι είναι ανοιχτές για τον καθένα, ήτοι δεν παραβιά­ζουν την υπέρτερη αρχή της ισότητας (των ευκαιριών). Ανταγωνιστι­κές πολιτικές ελίτ, οι οποίες πολεμούν η μία την άλλη για την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας, πρέπει να νομιμοποιηθούν επιπρόσθετα με την ετυμηγορία του εκλογικού σώματος. Κάθε ελίτ, εφ” όσον εγείρει αξιώσεις πάνω στην εξουσία αυτήν, υποχρεώνεται να αγωνιστεί για να κερδίσει την εύνοια των εκλογέων, οπότε πρέπει να επηρεάσει τη βούληση τους και συνάμα να επηρεασθεί και η ίδια από τη βούληση τούτην. 

Η διέξοδος από τη διελκυστίνδα της αντικειμενικής διπλής ανάγκης να ασκηθεί εξουσία και ταυτόχρονα να ληφθούν υπόψιν οι ποικίλες επιθυμίες των εκλογέων είναι ο λαϊκισμός, ο οποίος σε διάφορες παραλλαγές και σε διάφορους βαθμούς αποτελεί φαινόμενο αναπόσπαστο από την πολιτική και κοινωνική ζωή της μαζικής δημοκρατίας.

Λαϊκισμός είναι λοιπόν ο τρόπος, με τον οποίο γεφυρώ­νεται (προσωρινά) η αντίφαση ανάμεσα στην αρχή της γενικής ισότητας και στην (προσωρινή) έμπρακτη εξουσία μιας ελίτ μέσα στις συνθήκες της μαζικοδημοκρατικής πολιτικής.Συνίσταται στο ότι οι πολιτικές ελίτ, παρά την επιδίωξη τους να κρατήσουν για τον εαυτό τους το μονοπώλιο των αποφάσεων, υποχρεώνονται να αποτίσουν φόρο τιμής σε ορισμένες διαδεδομένες ιδέες ή προκαταλήψεις που κολακεύουν τις μάζες. 

Έτσι π.χ. κάθε ελίτ αποκρούει την υποψία ότι η εξουσία της μέσα στο κράτος ή η συναφής της αξίωση θα ήταν ποτέ δυνατόν να επηρεάσει δυσμενώς ή και να άρει την ισότητα ανάμεσα σε όλα τα μέλη της κοινωνίας· απεναντίας, αυτοπαρουσιάζεται ως η πιο αξιόπιστη εγγύηση για τη διαφύλαξη ή την επέκταση τούτης της ισότητας. “Ισχυρίζεται ότι είναι σαρξ εκ της σαρκός του λαού, άριστος γνώστης και ερμηνευτής των ενδόμυχων ευχών και ονείρων του, κοντολογίς πιστός εκτελεστής της λαϊκής βούλησης.

Πηγή: logiosermis

ΑΓΕΩΜΕΤΡΗΤΟΣ ΟΥΔΕΙΣ ΕΙΣΙΤΩ

$
0
0

Έξωθεν της Πλατωνικής Ακαδημίας, υπήρχε η επιγραφή «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω», δηλαδή κανείς αγεωμέτρητος να εισέλθει. Πολλά έχουν ειπωθεί και γραφτεί για την ερμηνεία της εν λόγω επιγραφής, αλλά από όσα έχω διαβάσει, ουδείς κάνει αναφορά στο τι έλεγαν οι ίδιοι οι Αρχαίοι Έλληνες για τον λόγο υπάρξεως και σημασίας της επιγραφής και ούτε το τι λέει ο ίδιος ο Πλάτων περί αυτού!

Για να δούμε λοιπόν πώς έχουν τα πράγματα.

«Στο θεωρητικό και πρακτικό μέρος που διαιρείται η φιλοσοφία, το θεωρητικό το διαιρεί αλλιώς ο Πλάτων και αλλιώς ο Αριστοτέλης. Ο Πλάτων το διαιρεί σε φυσιολογικό και θεολογικό. Το μαθηματικό μέρος δεν το θεωρεί μέρος της φιλοσοφίας, αλλά προγύμνασμα όπως η γραμματική και η ρητορική. Για αυτό και έξω από τη σχολή του έγραψε “κανείς αγεωμέτρητος να εισέλθει”. Αυτό ο Πλάτων το έγραψε διότι στα περισσότερα θεολογεί και καταπιάνεται με τη θεολογίαΣυμβάλλει στη γνώση της θεολογίας το μαθηματικό, το οποίο είναι η γεωμετρία.»[1]
— (Βλ., Γαληνός «Περί ειδών φιλοσοφίας» 1.1 – 2.8) —

«Η δε γεωμετρία είναι καλή, και η κατ’ αυτήν ισότητα, που ήταν γραμμένη μπροστά από τη σχολή του Πλάτωνος, κανείς αγεωμέτρητος να εισέλθει∙ αντί του άνισος και άδικος. Διότι η γεωμετρία διατηρεί την ισότητα και τη δικαιοσύνη.»[2]
(Βλ., Ανώνυμα σχόλια στον Αίλιο Αριστείδη «Υπέρ των τεττάρων» 125,14.1 – 125,14.5)

Εκ των δύο αποσπασμάτων, βλέπουμε ότι το θέμα της γεωμετρίας δεν είχε ουδεμία σχέση και επαφή με τη σημερινή αντίληψη περί αυτής. Ήταν καθαρά μία διαδικασία που έπρεπε να κάνει κάθε ον/ψυχή για να αποκτήσει δικαιοσύνη, η οποία πηγαίνει μαζί με την ανδρεία και τη σωφροσύνη, ως θα δούμε παρακάτω, και από αυτό να μπορέσει να θεωρεί και να ομιλεί περί του Θείου, να θεολογεί.
Ας δούμε όμως αν αυτά είναι σύμφωνα και με τον ίδιο το Πλάτωνα…

 «Ο σώφρων κάνει πραγματικά τα αρμόζοντα και ως προς του Θεούς και ως προς τους ανθρώπους. […] Πράττοντας λοιπόν τα αρμόζοντα έναντι των ανθρώπων πράττει δίκαια, ενώ έναντι των Θεών όσια. Όποιος λοιπόν πράττει δίκαιο και όσια είναι κατ’ ανάγκη δίκαιος και όσιος. […] Και βέβαια, αναγκαστικά είναι και ανδρείος. […] Ώστε κατά μεγάλη αναγκαιότητα, Καλλικλή, ο σώφρων, σχετικά με τον οποίο μιλήσαμε, όντας δίκαιος, ανδρείος και όσιος, είναι απολύτως αγαθός άνδρας, και ως αγαθός πράττει ορθά και τα καλά. Όποιος ενεργεί με ορθό τρόπο είναι μακάριος και ευδαίμων, ενώ ο πονηρός και αυτός που πράττει κακώς είναι άθλιος. […] Τούτος είναι, κατά τη γνώμη μου, ο σκοπός, στον οποίο αποβλέποντας πρέπει κάποιος να ζει, και στο οποίο πρέπει να κατευθύνει τα πάντα, ιδιωτικά και δημόσια, ενεργώντας έτσι, όπως δηλαδή θα ενυπάρχει δικαιοσύνη και σωφροσύνη σε εκείνο που μέλλεται να είναι μακάριος, χωρίς να αφήνει τις επιθυμίες να φτάνουν στην ακολασία, προσπαθώντας μάλιστα να τις ικανοποιήσει, κακό ατελείωτο, ζώντας ζωή ληστή. Ο τέτοιου είδους άνθρωπος άλλωστε δεν θα μπορούσε να είναι αγαπητός ούτε σε άλλον άνθρωπο ούτε σε Θεό, διότι δεν θα μπορεί να έχει (επι)κοινωνία, και όποιος στερείται την (επι)κοινωνία δεν μπορεί να έχει τη φιλία. Ακόμη, λένε οι σοφοί, Καλλικλή, ότι τον ουρανό και τη γη και τους Θεούς και τους ανθρώπους συνδέουν η (επικ)κοινωνία, η φιλία, η κοσμιότητα, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη και ότι εξ’ αιτίας αυτών, ω εταίρε, ονομάζουν το όλον τούτο κόσμο(=στολίδι) και όχι ακοσμία, ούτε ακολασία. Εσύ βέβαια, μου δίνει την εντύπωση ότι δεν στρέφεις την προσοχή σε τούτα, αν και είσαι σοφός, αλλά σου διαφεύγει πως η ισότης η γεωμετρική[3] έχει μεγάλη δύναμη ανάμεσα σε Θεούς και σε ανθρώπους, καθώς θεωρείς πως πρέπει να ασκούμε την πλεονεξία[4]. Πραγματικά παραμελείς τη γεωμετρία.»[5]
— (Βλ., Πλάτων «Γοργίας» 507.a.7 – 508.a.8) —

Άρα, λοιπόν, από τα παραπάνω, καταλαβαίνουμε ότι ο γεωμετρημένος άνθρωπος, εκείνος που θα μπορούσε να εισέλθει στην Ακαδημία, ήταν κάποιος που κατείχε τη σωφροσύνη, τη δικαιοσύνη και μέσω αυτών επικοινωνούσε με μία ισότητα που διατρέχει το σύμπαν και με αυτή την ισότητα μπορεί κάποιος να επικοινωνήσει με το Θείο. Από αυτό, διαπιστώνουμε ότι και τα Πυθαγόρεια Μαθηματικά, ουδεμία σχέση έχουν, με τη σημερινή έννοια των μαθηματικών, δηλαδή λογιστικών πράξεων και αναλύσεων, αλλά σχετίζονται με αυτό που λέει ο βραβευμένος με νόμπελ φυσικής, μαθηματικός RogerPenrose:
«οι μαθηματικές έννοιες έχουν μια δική τους ύπαρξη, που προχωρά πολύ πιο πέρα από τις νοητικές αναζητήσεις οποιουδήποτε συγκεκριμένου μαθηματικού. Είναι σαν να οδηγείται η ανθρώπινη σκέψη προς κάποια εξωτερική αλήθεια – μια αλήθεια που διαθέτει μια δική της πραγματική υπόσταση και αποκαλύπτεται στον καθένα αποσπασματικά(…) καθ’όσον τα μαθηματικά αντικείμενα έχουν μια δική τους αιώνια υπόσταση που δεν εξαρτάται από την ανθρώπινη κοινωνία ή από συγκεκριμένα φυσικά αντικείμενα»
— (Βλ., Roger Penrose «Ο Νέος Αυτοκράτορας» σελ 111-134, εκδ Γκοβόστη) —

 «Για τα μαθηματικά υπάρχουν ενδείξεις που μας επιτρέπουν να πιστέψουμε σε μια αιθέρια, αιώνια ύπαρξη, τουλάχιστον σε ότι αφορά τις βαθύτερες μαθηματικές έννοιες, αυτές οι μαθηματικές ιδέες δείχνουν να διαθέτουν μια αδιαφιλονίκητη μοναδικότητα και παγκοσμιότητα. Η άποψη ότι οι μαθηματικές έννοιες θα μπορούσαν να υπάρξουν κατά ένα τρόπο, τόσο αιθέριο και αιώνιο διατυπώθηκε κατά την αρχαιότητα από το μεγάλο αρχαίο Έλληνα φιλόσοφο Πλάτωνα. Γι’ αυτό και αυτή η άποψη συχνά αναφέρεται ως μαθηματικός Πλατωνισμός. Ο ανθρώπινος νους έρχεται σε επαφή με το κόσμο του Πλάτωνα κάθε φορά που αναλογίζεται μια μαθηματική αλήθεια και τον αντιλαμβάνεται χρησιμοποιώντας μαθηματικούς συλλογισμούς και διαίσθηση. Με την καταπληκτική του διορατικότητα ο Πλάτων μπόρεσε να προβλέψει στηριζόμενος μάλιστα στις ελάχιστες πειραματικές αποδείξεις της εποχής του, ότι, ενώ η μελέτη και η κατανόηση των μαθηματικών είναι χρήσιμη αυτή καθαυτή, από την άλλη μεριά οι μηχανισμοί του ”πραγματικού” κόσμου είναι δυνατόν να κατανοηθούν μέσα από σωστά μαθηματικά – κατά τον ιδεατό κόσμο του Πλάτωνα με την προσέγγιση μέσω της νόησης»
— (Βλ Roger Penrose «Ο Νέος Αυτοκράτορας» εκδόσεις Γκοβόστη) —



[1]       De partibus philosophiae 1.1 ` to     De partibus philosophiae 2.8 Εἰς θεωρητικὸν καὶ πρακτικὸν τῆς φιλοσοφίας διαιρουμένης ἄλλως ὁ Πλάτων καὶ ἄλλως ὁ Ἀριστοτέλης ὑποδιαιρεῖ τὸ θεωρητικόν.             ὁ μὲν οὖν Πλάτων εἰς φυσιολογικὸν καὶ θεολογικὸν αὐτὸ διαιρεῖ· τὸ γὰρ μαθηματικὸν οὐκ ἠβούλετο εἶναι μέρος τῆς φιλοσοφίας, ἀλλὰ προγύμνασμά τι ὥσπερ ἡ γραμματικὴ καὶ ἡ ῥητορική· ὅθεν καὶ πρὸ τοῦ ἀκροατηρίου τοῦ οἰκείου ἐπέγραψεν «ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω». τοῦτο δὲ ὁ Πλάτων ἐπέγραφεν, ἐπειδὴ εἰς τὰ πολλὰ θεολογεῖ καὶ περὶ θεολογίαν καταγίνεται· συμβάλλεται δὲ εἰς εἴδησιν τῆς θεολογίας τὸ μαθηματικόν, οὗτινός ἐστιν ἡ γεωμετρία.
[2]       Scholia in Aelium Aristidem Tett.125,14.1 ` to     Scholia in Aelium Aristidem Tett.125,14.5 εἰ δὲ ἡ γεωμετρία καλὸν, καὶ ἡ κατ᾽ αὐ τὴν ἰσότης] ἐπεγέγραπτο ἔμπροσθεν τῆς διατριβῆς τοῦ Πλάτωνος ὅτι ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω· ἀντὶ τοῦ ἄνισος καὶ ἄδικος. ἡ γὰρ γεωμετρία τὴν ἰσότητα καὶ τὴν δικαιοσύνην τηρεῖ.
[3] Συμφώνως προς τον Πρόκλο, αυτή η γεωμετρική ισότητα είναι μία εκ των θυγατέρων της Θέμιδος, η Ευνομία:
«Επὶ δὲ τούτοις αἱ τρεῖς μεσότητες παρελήφθησαν. αὗται μὲν οὖν οὐκ ἐπὶ τῆς ψυχῆς μόνον, ἀλλὰ καὶ παν ταχοῦ τὰς τῆς Θέμιδος παῖδας ἐνεικονιζόμεναι τρεῖς οὖσαι τρεῖς καὶ ἐκείνας οὔσας, ἡ μὲν γεωμετρικὴ τῆς Εὐνομίας εἰκὼν οὖσα, διὸ καὶ ἐν Νόμοις ταύτην εἶναί φησι τὴν διακοσμοῦσαν τὰς πολιτείας καὶ Διὸς κρίσιν ἀνύμνησεν τοῦ πάντα κοσμοῦντος καὶ τὴν ὄντως πολιτικὴν περιέχοντος, ἡ δὲ ἁρμονικὴ τῆς Δίκης, μείζοσι μὲν ὅροις ἀπονέμουσα λόγον μείζονα, ἐλάσσοσι δὲ ἐλάσσονα (τοῦτο τὸ τῆς Δίκης ἔργον), ἡ δὲ ἀριθμητικὴ τῆς Εἰρήνης· αὕτη γάρ ἐστιν, ὡς εἴρηται καὶ τοῦτο ἐν Νόμοις, ἡ τὸ ἴσον ἀποδιδοῦσα πᾶσι κατὰ τὸ ποσὸν καὶ ποιοῦσα δῆμον εἰρηνεύειν πρὸς μὴ δῆμον· ὡς ἥ γε στερεὰ ἀναλογία πρὸ τούτων αὐτῆς ἱερὰ τῆς Θέμιδός ἐστι τῆς μητρός, πασῶν περιεχούσης τὰς δυνάμεις.»

— (Βλ., Πρόκλος «Υπόμνημα εις τον Τίμαιον Πλάτωνος» 2.198.14 – 2.198.28) —
Δηλαδή:
«Εκτός τούτων, χρησιμοποιήθηκαν οι τρεις μεσότητες. Αυτές, λοιπόν, δεν υπάρχουν μόνο στη ψυχή αλλά και παντού, απεικονίζοντας, επειδή είναι τρεις, τις κόρες της Θέμιδος που είναι και εκείνες τρεις: η γεωμετρική μεσότητα είναι εικόνα της Ευνομίας, για αυτό και ο Πλάτων στους «Νόμους, ς’ 757.b-c» λέει ότι αυτή είναι εκείνη που διακοσμεί τις πολιτείες και την εξύμνησε ως την «κρίση του Διός» ο οποίος διακοσμεί τα πάντα και περιέχει την αληθινή πολιτική τέχνη∙ η αρμονική μεσότητα είναι εικόνα της Δίκης, αφού η αρμονική μεσότητα απονέμει στους μεγαλύτερους όρους τον μεγαλύτερο λόγο, και στους μικρότερους τον μικρότερο λόγο (αυτό είναι έργο της Δίκης)∙ η αριθμητική μεσότητα είναι εικόνα της Ειρήνης, διότι όπως έχει ειπωθεί και αυτό στους «Νόμους, ς’ 757.d-e» αυτή είναι εκείνη που αποδίδει στα πάντα την ισότητα ως προς την ποσότητα και κάνει την τάξη του λαού να ζει ειρηνικά με τις άλλες τάξεις∙ έτσι και η στέρεα αναλογία πριν από αυτές είναι αφιερωμένη στην ίδια τη μητέρα τους, τη Θέμιδα, η οποία περιέχει τις δυνάμεις όλων
[4] Η πλεονεξία, συμφώνως με τον Παύλο στην Καινή Διαθήκη είναι η ειδωλολατρία.
«Νεκρώσατε οὖν τὰ μέλη τὰ ἐπὶ τῆς γῆς, πορνείαν, ἀκαθαρσίαν, πάθος, ἐπιθυμίαν κακήν, καὶ τὴν πλεονεξίαν ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία, δι᾽ ἃ ἔρχεται ἡ ὀργὴ τοῦ θεοῦ ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς ἀπειθείας·»
— (Βλ., Καινή Διαθήκη, Επιστολή Παύλου «Προς Κολοσσαείς» 3.7.1 – 3.8.3) —
Δηλαδή:
«Νεκρώστε όλα τα μέλη σας τα επί της γης, την πορνεία, την ακαθαρσία, το πάθος, την κακή επιθυμία, και την πλεονεξία που αυτή είναι η ειδωλολατρεία, διότι για όλα αυτά έρχεται η οργή του θεού επί τους υιούς της απειθίας
[5] «Καὶ μὴν ὅ γε σώφρων τὰ προσήκοντα πράττοι ἂν καὶ περὶ θεοὺς καὶ περὶ ἀνθρώπους· […] Καὶ μὴν περὶ μὲν ἀνθρώπους τὰ προσήκοντα πράττων δίκαι᾽ ἂν πράττοι, περὶ δὲ θεοὺς ὅσια· τὸν δὲ τὰ δίκαια καὶ ὅσια πράττοντα ἀνάγκη δίκαιον καὶ ὅσιον εἶναι. […] Καὶ μὲν δὴ καὶ ἀνδρεῖόν γε ἀνάγκη· οὐ γὰρ δὴ σώφρονος ἀνδρός ἐστιν οὔτε διώκειν οὔτε φεύγειν ἃ μὴ προσήκει, ἀλλ᾽ ἃ δεῖ καὶ πράγματα καὶ ἀνθρώπους καὶ ἡδονὰς καὶ λύπας φεύγειν καὶ διώκειν, καὶ ὑπομένοντα καρτερεῖν ὅπου δεῖ· ὥστε πολλὴ ἀνάγκη, ὦ Καλλίκλεις, τὸν σώφρονα, ὥσπερ διήλθομεν, δίκαιον ὄντα καὶ ἀνδρεῖον καὶ ὅσιον ἀγαθὸν ἄνδρα εἶναι τελέως, τὸν δὲ ἀγαθὸν εὖ τε καὶ καλῶς πράττειν ἃ ἂν πράττῃ, τὸν δ᾽ εὖ πράττοντα μακάριόν τε καὶ εὐδαίμονα εἶναι, τὸν δὲ πονηρὸν καὶ κακῶς πράττοντα ἄθλιον· […] οὗτος ἔμοιγε δοκεῖ ὁ σκοπὸς εἶναι πρὸς ὃν βλέποντα δεῖ ζῆν, καὶ πάντα εἰς τοῦτο τὰ αὑτοῦ συντείνοντα καὶ τὰ τῆς πόλεως, ὅπως δικαιοσύνη παρέσται καὶ σωφροσύνη τῷ μακαρίῳ μέλλοντι ἔσεσθαι, οὕτω πράττειν, οὐκ ἐπιθυμίας ἐῶντα ἀκολάστους εἶναι καὶ ταύτας ἐπιχειροῦντα πληροῦν, ἀνήνυτον κακόν, λῃστοῦ βίον ζῶντα.οὔτε θεῷ· κοινωνεῖν γὰρ ἀδύνατος, ὅτῳ δὲ μὴ ἔνι κοινωνία, φιλία οὐκ ἂν εἴη. φασὶ δ᾽ οἱ σοφοί, ὦ Καλλίκλεις, καὶ οὐρανὸν καὶ γῆν καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους τὴν κοινωνίαν συνέχειν καὶ φιλίαν καὶ κοσμιότητα καὶ σωφροσύνην καὶ δικαιότητα, καὶ τὸ ὅλον τοῦτο διὰ ταῦτα κόσμον καλοῦσιν, ὦ ἑταῖρε, οὐκ ἀκοσμίαν οὐδὲ ἀκολασίαν. σὺ δέ μοι δοκεῖς οὐ προσέχειν τὸν νοῦν τούτοις, καὶ ταῦτα σοφὸς ὤν, ἀλλὰ λέληθέν σε ὅτι ἡ ἰσότης ἡ γεωμετρικὴ καὶ ἐν θεοῖς καὶ ἐν ἀνθρώποις μέγα δύναται, σὺ δὲ πλεονεξίαν οἴει δεῖν ἀσκεῖν· γεωμετρίας γὰρ ἀμελεῖς.»

πηγή: eleysis69

ΡΟΤΖΕΡ ΠΕΝΡΟΟΥΖ - ΤΙ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

$
0
0


Τι εννοούμε ως «πραγματικότητα»; Για όσους από εμάς θεωρούν εαυτούς πραγματιστές, ρεαλιστές, υπάρχει μια λογική απάντηση: «Η πραγματικότητα αποτελείται από τα πράγματα - τραπέζια, καρέκλες, σπίτια, πλανήτες, ζώα, ανθρώπους κ.ο.κ. - τα οποία είναι φτιαγμένα από ύλη». Θα συμπεριλαμβάναμε ίσως σε αυτά και μερικές πιο αφηρημένες έννοιες όπως ο χώρος και ο χρόνος, και θα αναφερόμασταν στο σύνολο όλων αυτών των «πραγματικών» πραγμάτων με τον όρο «το Σύμπαν».

Ορισμένοι θα μπορούσαν να αντιτάξουν ωστόσο ότι αυτή δεν είναι ολόκληρη η πραγματικότητα. Το ζήτημα που τίθεται κυρίως είναι αυτό της πραγματικότητας του μυαλού μας. Δεν θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε τις συνειδητές εμπειρίες ως κάτι πραγματικό; Ή έννοιες όπως η αλήθεια, η αρετή ή η ομορφιά;


Ορισμένοι πραγματιστές μπορεί να υιοθετήσουν μια πεισματικά υλιστική άποψη και να θεωρήσουν τη νοητική ικανότητα και όλα τα χαρακτηριστικά της δευτερεύοντα σε σχέση με ό,τι είναι υλικά πραγματικό. Οι νοητικές μας καταστάσεις στο κάτω κάτω (θα μπορούσαν να πουν μερικοί) αποτελούν απλώς τα εμφανή χαρακτηριστικά της κατασκευής και της συμπεριφοράς του «υλικού» εγκεφάλου μας. Συμπεριφερόμαστε με συγκεκριμένους τρόπους επειδή ο εγκέφαλός μας ενεργεί σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους - τους ίδιους νόμους στους οποίους υπακούουν όλα τα πράγματα που είναι φτιαγμένα από φυσική ύλη. Η συνειδητή νοητική εμπειρία επομένως δεν έχει άλλη πραγματικότητα πέρα από την πραγματικότητα της ύλης που προκαλεί την ύπαρξή της. Παρ'ότι ακόμη δεν έχει κατανοηθεί πλήρως, είναι απλώς ένα «επιφαινόμενο» το οποίο δεν έχει καμία επιπρόσθετη επιρροή, πέραν των επιταγών των φυσικών αυτών νόμων, στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρεται ο οργανισμός μας.

Ορισμένοι φιλόσοφοι θα μπορούσαν να υιοθετήσουν εντελώς αντίθετη άποψη, υποστηρίζοντας ότι το πρωτεύον στοιχείο είναι αυτή καθαυτή η συνειδητή εμπειρία. Από αυτή την οπτική γωνία η «εξωτερική πραγματικότητα» η οποία φαίνεται να συνθέτει το περιβάλλον αυτής της εμπειρίας, πρέπει να εκληφθεί ως δευτερεύουσα κατασκευή η οποία εξάγεται από τα συνειδητά αισθητικά δεδομένα. Ορισμένοι θα μπορούσαν ακόμη και να προτάξουν την άποψη ότι η συνειδητή εμπειρία του καθενός από εμάς ξεχωριστά πρέπει να θεωρείται πρωτεύουσα και ότι οι εμπειρίες των άλλων είναι απλώς πράγματα τα οποία πρέπει να εξαχθούν τελικά από τα αισθητικά δεδομένα του καθενός μας.

Πρέπει να ομολογήσω ότι μου είναι δύσκολο να αποδεχθώ μια τέτοια εικόνα της πραγματικότητας. Αφενός είναι δύσκολο να πειστεί κανείς από μια θεωρία περί πραγματικότητας η οποία βασίζεται σε ένα τόσο ακραίο «εγωμονισμό». Επί πλέον, μου φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσω πώς η εκπληκτική ακρίβεια που παρατηρούμε στις διεργασίες του φυσικού κόσμου μπορεί να έχει τη βάση της στους στοχασμούς οποιουδήποτε ατόμου.

Ακόμη και αν δεν υιοθετήσει κανείς την ακραία «εγωμονιστική» βάση και θεωρήσει ως πρωτεύουσα πραγματικότητα το σύνολο όλων των συνειδητών εμπειριών, εξακολουθώ να έχω μεγάλες αντιρρήσεις. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η «εξωτερική πραγματικότητα» είναι απλώς κάτι το οποίο αναδεικνύεται από ένα είδος πλειοψηφικής επικράτησης μεταξύ των ατομικών συνειδητών εμπειριών όλων μας συνολικά. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μια τέτοιου είδους ανάδειξη της πραγματικότητας θα είχε στο ελάχιστο τη δύναμη και την ακρίβεια που βλέπουμε έξω από εμάς να απλώνεται στο άπειρο και προς όλες τις κατευθύνσεις στον χώρο και στον χρόνο, και προς τα μέσα, σε απειροελάχιστα επίπεδα τα οποία δεν αντιλαμβανόμαστε άμεσα με τις αισθήσεις μας. Σε όλες τις περιπτώσεις απαιτούνται πολλών διαφορετικών ειδών όργανα ακριβείας για να εξερευνήσουμε το σύμπαν σε ένα τεράστιο φάσμα διαφορετικών κλιμάκων. Βεβαίως υπάρχει ένα μυστήριο γύρω από αυτή καθαυτή τη συνειδητότητα και το πώς αυτή μπορεί να προκύπτει από τους φαινομενικά απολύτως υπολογιστικούς, χωρίς συναίσθημα και εντελώς απρόσωπους νόμους της φυσικής που φαίνονται να διέπουν τη συμπεριφορά όλων των υλικών πραγμάτων. Και όμως, από τους θεμελιώδεις νόμους της φυσικής που γνωρίζουμε - και δεν τους γνωρίζουμε ακόμη όλους - ορισμένοι είναι ακριβείς σε εκπληκτικό βαθμό, ξεπερνώντας κατά πολύ την ακρίβεια των άμεσων εμπειριών των αισθήσεών μας ή των συνδυασμένων υπολογιστικών ικανοτήτων όλων των συνειδητών ατόμων στη σφαίρα της ανθρωπότητας.

Ενα παράδειγμα θεωρίας εξαιρετικού βάθους και ακρίβειας είναι η υπέροχη γενική Θεωρία της Σχετικότητας του Αϊνστάιν, η οποία ξεπερνά σε ακρίβεια ακόμη και την ήδη εκπληκτικά ακριβή θεωρία του Νεύτωνα για τη βαρύτητα. Στη συμπεριφορά του ηλιακού συστήματος η θεωρία του Νεύτωνα είναι ακριβής περίπου κατά ένα μέρος ανά 107. Η θεωρία του Αϊνστάιν είναι πολύ περισσότερο επιτυχής, όχι μόνο δίνοντας διορθώσεις στη θεωρία του Νεύτωνα οι οποίες ισχύουν όταν τα πεδία της βαρύτητας μεγαλώνουν, αλλά και προβλέποντας εντελώς νέα φαινόμενα όπως οι μαύρες τρύπες, οι βαρυτικοί φακοί και τα βαρυτικά κύματα. Στην άλλη πλευρά της κλίμακας των μεγεθών υπάρχει πλήθος πολύ ακριβών παρατηρήσεων οι οποίες δίνουν αναρίθμητες επιβεβαιώσεις της ακρίβειας της Θεωρίας των Κβάντων και της γενίκευσής της στη σχετικιστική κβαντική θεωρία πεδίου, που μας δίνει την κβαντική ηλεκτροδυναμική. Κάτι σημαντικό το οποίο πρέπει να τονιστεί σχετικά με αυτές τις φυσικές θεωρίες είναι ότι όχι μόνο είναι εξαιρετικά ακριβείς αλλά επίσης βασίζονται σε ιδιαίτερα εξελιγμένα μαθηματικά. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι ο ρόλος των μαθηματικών στη θεμελιώδη φυσική θεωρία είναι απλώς οργανωτικός, ότι οι οντότητες που αποτελούν τον κόσμο απλώς συμπεριφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και οι θεωρίες μας δεν είναι παρά προσπάθειες - μερικές φορές πολύ επιτυχημένες - να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα για τα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα δεν θα πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένη μαθηματική τάξη στον κόσμο, εμείς επιβάλλουμε, υπό μίαν έννοιαν, αυτή την τάξη περιγράφοντας με περίτεχνους μαθηματικούς τύπους όποιες πλευρές της συμπεριφοράς του κόσμου μπορούμε να κατανοήσουμε.

Κατά τη γνώμη μου και αυτή η αντίληψη δεν είναι σε θέση να εξηγήσει την εκπληκτική ακρίβεια που διαπιστώνουμε στη συμφωνία ανάμεσα στις σπουδαιότερες θεωρίες της φυσικής που έχουμε διατυπώσει και στη συμπεριφορά του υλικού Σύμπαντός μας στα πλέον θεμελιώδη επίπεδά του. Ας πάρουμε, ως ένα άλλο παράδειγμα, την πλέον οικουμενική φυσική δύναμη, τη βαρύτητα. Αυτή λειτουργεί στα πιο απομακρυσμένα σημεία του Διαστήματος, όμως ήδη από τον 17ο αιώνα ο Νεύτων είχε ανακαλύψει ότι υπέκειτο σε έναν υπέροχα απλό μαθηματικό τύπο. Ο τύπος αυτός αργότερα αποδείχθηκε ότι παραμένει ακριβής κατά δεκάδες χιλιάδες φορές περισσότερο από την ακρίβεια παρατήρησης που μπορούσε να επιτευχθεί στην εποχή του Νεύτωνα. Στον 20ό αιώνα ο Αϊνστάιν μας έδωσε τη γενική σχετικότητα, προσφέροντάς μας τη δυνατότητα να φθάσουμε σε ακόμη βαθύτερα επίπεδα. Η θεωρία αυτή απαιτούσε πολύ πιο εξελιγμένα μαθηματικά από αυτή του Νεύτωνα: ο Νεύτωνας χρειάστηκε να εισαγάγει τις διαδικασίες του λογισμού των ροών για να διατυπώσει τη Θεωρία της Βαρύτητας, ο Αϊνστάιν όμως πρόσθεσε την εξελιγμένη διαφορική γεωμετρία - και αύξησε τη συμφωνία ανάμεσα στη θεωρία και στην παρατήρηση κατά περίπου 10 εκατομμύρια φορές. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι, και στις δύο περιπτώσεις, η μεγάλη ακρίβεια δεν ήταν αποτέλεσμα μιας νέας θεωρίας η οποία διατυπωνόταν απλώς και μόνο για να εξηγήσει έναν τεράστιο αριθμό νέων δεδομένων. Η αυξημένη ακρίβεια διαπιστώθηκε μόνο αφότου οι θεωρίες είχαν διατυπωθεί, αποκαλύπτοντας μια εναρμόνιση ανάμεσα στη φυσική συμπεριφορά στο βαθύτερο επίπεδό της και σε έναν ωραίο, περίτεχνο μαθηματικό τύπο.

Αν, όπως υπονοείται από αυτό, τα μαθηματικά βρίσκονται πράγματι ήδη στη συμπεριφορά των φυσικών πραγμάτων και δεν τα επιβάλλουμε εμείς, τότε πρέπει να ρωτήσουμε ξανά, ποια είναι πραγματικά η υπόσταση αυτής της «πραγματικότητας» που βλέπουμε γύρω μας;Από τι τελικά αποτελείται το πραγματικό τραπέζι στο οποίο κάθομαι αυτή τη στιγμή; Είναι φτιαγμένο από ξύλο, εντάξει, αλλά από τι είναι φτιαγμένο το ξύλο; Ε, από ίνες οι οποίες κάποτε ήταν ζωντανά κύτταρα. Και αυτά; Από μόρια τα οποία αποτελούνται από μεμονωμένα άτομα. Και τα άτομα; Εχουν πυρήνες, που αποτελούνται από πρωτόνια και νετρόνια τα οποία συγκρατούνται από ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις. Γύρω από αυτούς τους πυρήνες περιφέρονται ηλεκτρόνια τα οποία συγκρατούνται από τις σημαντικά ασθενέστερες ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις. Πηγαίνοντας ακόμη πιο βαθιά, τα πρωτόνια και τα νετρόνια θεωρείται ότι αποτελούνται από ακόμη πιο στοιχειώδη συστατικά, τα κουάρκ, τα οποία συγκρατούνται από άλλα σωματίδια, τα λεγόμενα γκλουόνια. Τι είναι όμως ακριβώς τα ηλεκτρόνια, τα κουάρκ κ.ο.κ.; Το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σε αυτό το στάδιο είναι απλώς να παραπέμψουμε στις μαθηματικές εξισώσεις τις οποίες αυτά ικανοποιούν, δηλαδή για τα ηλεκτρόνια και τα κουάρκ στην εξίσωση του Ντιράκ. Αυτό που διακρίνει ένα κουάρκ από ένα ηλεκτρόνιο είναι οι πολύ διαφορετικές μάζες τους και το γεγονός ότι τα κουάρκ συμμετέχουν σε αλληλεπιδράσεις - ιδιαίτερα στις λεγόμενες «ισχυρές» αλληλεπιδράσεις - στις οποίες τα ηλεκτρόνια δεν αντιδρούν. Τι είναι τα γκλουόνια; Σωματίδια «βαθμίδας» τα οποία διοχετεύουν την ισχυρή δύναμη - η οποία και πάλι με τη σειρά της είναι μια έννοια που μπορεί να εννοηθεί μόνο με τους μαθηματικούς όρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της.

Ακόμη και αν δεχθούμε ότι ένα ηλεκτρόνιο, ας πούμε, μπορεί να εννοηθεί απλώς ως οντότητα η οποία αποτελεί τη λύση μιας μαθηματικής εξίσωσης, πώς ξεχωρίζουμε αυτό το ηλεκτρόνιο από ένα άλλο ηλεκτρόνιο; Εδώ έρχεται να μας βοηθήσει μια θεμελιώδης αρχή της κβαντικής μηχανικής. Πρεσβεύει ότι όλα τα ηλεκτρόνια είναι αδιάκριτα το ένα από το άλλο, δεν μπορούμε να μιλάμε για το τάδε ή το δείνα ηλεκτρόνιο αλλά μόνο για το σύστημα το οποίο αποτελείται, για παράδειγμα, από ένα ζεύγος ηλεκτρονίων ή από μια τριάδα ή μια τετράδα κ.ο.κ. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα κουάρκ, τα γκλουόνια και κάθε άλλο συγκεκριμένο είδος σωματιδίου. Η κβαντική πραγματικότητα είναι παράξενη από αυτή την άποψη.

Η αλήθεια είναι ότι η κβαντική πραγματικότητα είναι παράξενη από πολλές απόψεις. Τα ατομικά κβαντικά σωματίδια μπορούν ταυτοχρόνως να βρίσκονται σε δύο διαφορετικά σημεία - ή και τρία ή και τέσσερα ή και να απλώνονται σε μια ολόκληρη περιοχή, να χορεύουν σαν ένα κύμα. Πράγματι, η «πραγματικότητα» που η κβαντική θεωρία φαίνεται να μας ζητάει να πιστέψουμε, απέχει τόσο πολύ από αυτό στο οποίο είμαστε συνηθισμένοι ώστε πολλοί κβαντικοί θεωρητικοί θα μας έλεγαν να ξεχάσουμε την ίδια την έννοια της πραγματικότητας όταν εξετάζουμε τα φαινόμενα στην κλίμακα των στοιχειωδών σωματιδίων, των ατόμων, ακόμη και των μορίων.

Αυτό φαίνεται μάλλον δύσκολο, ιδιαίτερα όταν μας λένε επίσης ότι η κβαντική συμπεριφορά διέπει όλα τα φαινόμενα και ότι ακόμη και μεγαλύτερης κλίμακας αντικείμενα, τα οποία αποτελούνται από κβαντικά συστατικά, υπόκεινται και αυτά στους ίδιους κβαντικούς κανόνες. Πού σταματάει η κβαντική μη πραγματικότητα και αναλαμβάνει τη σκυτάλη η φυσική πραγματικότητα που γνωρίζουμε; Η σημερινή κβαντική θεωρία δεν έχει ικανοποιητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Η δική μου άποψη σχετικά με αυτό - και υπάρχουν πολλές άλλες απόψεις - είναι ότι η σημερινή κβαντική θεωρία δεν είναι ακριβώς σωστή και ότι καθώς τα αντικείμενα που εξετάζουμε γίνονται μεγαλύτερα οι αρχές της γενικής σχετικότητας του Αϊνστάιν αρχίζουν να συγκρούονται με αυτές της κβαντικής μηχανικής, και τότε αρχίζει να αναδεικνύεται μια πραγματικότητα η οποία πλησιάζει περισσότερο στις δικές μας εμπειρίες. Πρέπει ωστόσο να προειδοποιήσουμε τον αναγνώστη: η κβαντική μηχανική όπως είναι διατυπωμένη σήμερα δεν έχει καμία αποδεκτή απόδειξη παρατήρησης εναντίον της και όλες οι προτεινόμενες τροποποιήσεις παραμένουν στο στάδιο της εικασίας. Επί πλέον, ακόμη και η γενική σχετικότητα, προϋποθέτοντας την ιδέα ενός καμπύλου χωροχρόνου, αποκλίνει και αυτή από την έννοια της πραγματικότητας στην οποία έχουμε συνηθίσει.

Όταν κοιτάζουμε το Σύμπαν στο επίπεδο των κβάντα ή στις τεράστιες διαστάσεις στις οποίες γίνονται ορατές οι επιδράσεις της γενικής σχετικότητας, τότε η πραγματικότητα του κοινού νου, των καρεκλών, των τραπεζιών και των άλλων υλικών πραγμάτων φαίνεται να εξαφανίζεται, να αντικαθίσταται από μια βαθύτερη πραγματικότητα η οποία κατοικεί στον κόσμο των μαθηματικών. Τα μαθηματικά μοντέλα μας για τη φυσική πραγματικότητα απέχουν πολύ από το να είναι πλήρη, μας προσφέρουν όμως τύπους οι οποίοι απεικονίζουν την πραγματικότητα με μεγάλη ακρίβεια - μια ακρίβεια η οποία ξεπερνά κατά πολύ την ακρίβεια οποιασδήποτε περιγραφής που δεν υπόκειται στα μαθηματικά. Φαίνεται ότι υπάρχει κάθε λόγος να πιστέψουμε ότι αυτές οι ήδη αξιοθαύμαστες απεικονίσεις θα βελτιωθούν και ότι ακόμη πιο κομψά και δεξιοτεχνικά μαθηματικά σχήματα θα βρεθούν για να αντικατοπτρίσουν την πραγματικότητα με ακόμη μεγαλύτερη ακρίβεια. 

Θα μπορούσαν οι μαθηματικές οντότητες να κατοικούν σε έναν δικό τους κόσμο, τον αφηρημένο πλατωνικό κόσμο των μαθηματικών τύπων; Αυτή είναι μια ιδέα η οποία δεν ξενίζει πολλούς μαθηματικούς. Σε αυτή την απεικόνιση οι αλήθειες που οι μαθηματικοί αναζητούν βρίσκονται ήδη «εκεί» και η μαθηματική έρευνα μπορεί να συγκριθεί με τηναρχαιολογία: έργο του μαθηματικού είναι να αναζητήσει αυτές τις αλήθειες εν είδει μάλλον ανακάλυψης και όχι επινόησης. Για έναν πλατωνικό μαθηματικό δεν είναι τόσο παράλογο να αναζητεί την τελική εστία της φυσικής πραγματικότητας μέσα στον κόσμο του Πλάτωνα. Αυτό δεν είναι αποδεκτό από όλους.

Δεν κατανοούμε δεόντως γιατί η φυσική συμπεριφορά αντικατοπτρίζεται με τόση ακρίβεια στον πλατωνικό κόσμο ούτε πώς η συνειδητή νοητική ικανότητα φαίνεται να αναδύεται όταν φυσικά υλικά, όπως αυτά που υπάρχουν σε έναν υγιή ανθρώπινο εγκέφαλο που βρίσκεται σε εγρήγορση, οργανώνονται με τον κατάλληλο τρόπο. Ούτε επίσης κατανοούμε πραγματικά πώς αυτή η συνειδητότητα, όταν κατευθύνεται προς την κατανόηση των μαθηματικών προβλημάτων, είναι ικανή να μαντεύει τη μαθηματική αλήθεια. Τι μας λέει αυτό για τη φύση της φυσικής πραγματικότητας; Μας λέει ότι δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε σωστά το ζήτημα αυτής της πραγματικότητας αν δεν κατανοήσουμε τη σύνδεσή του με τις άλλες δύο πραγματικότητες, τη συνειδητή νοητική ικανότητα και τον υπέροχο κόσμο των μαθηματικών.

Πολλοί φιλόσοφοι, μεταξύ άλλων, θα υποστήριζαν ότι τα μαθηματικά αποτελούνται απλώς από εξιδανικευμένες νοητικές έννοιες και αν θεωρηθεί ότι ο κόσμος των μαθηματικών αναδύεται τελικά από το μυαλό μας, τότε φθάνουμε σε έναν φαύλο κύκλο: το μυαλό μας αναδύεται από τον - φυσικό - εγκέφαλό μας και οι απολύτως ακριβείς φυσικοί νόμοι που διέπουν αυτή τη λειτουργία θεμελιώνονται στα μαθηματικά που απαιτεί ο εγκέφαλός μας για την ύπαρξή του. Η δική μου θέση είναι ότι πρέπει να αποφύγουμε αυτό το άμεσο παράδοξο παραχωρώντας στον πλατωνικό μαθηματικό κόσμο τη δική του, εκτός χρόνου και τόπου, ύπαρξη, αλλά επιτρέποντάς του παράλληλα να μας είναι προσιτός μέσω της νοητικής δραστηριότητας. Η άποψή μου αναγνωρίζει τρία διαφορετικά είδη πραγματικότητας: τη φυσική, τη νοητική και την πλατωνική-μαθηματική, με μια (ως τώρα) βαθιά μυστηριώδη σχέση ανάμεσα στις τρεις.

__________

Ο κ. Ρότζερ Πένροουζ είναι καθηγητής Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και συγγραφέας, μεταξύ άλλων, του «The Road to Reality: Α complete guide to the laws of the universe» (Ο δρόμος προς την πραγματικότητα: Ενας πλήρης οδηγός για τους νόμους του Σύμπαντος).

πηγή: e-keimena.gr

ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ

$
0
0
"The Novice" by James Sant. 1856:

     Έχουμε τονίσει κατ’ επανάληψη ότι η λειτουργία του εκπαιδευτικού έχει πολλές αβεβαιότητες και δύσκολα καλουπώνεται η άσκηση του επαγγέλματός του. Ωστόσο με τη φοβερή εξέλιξη της παιδαγωγικής επιστήμης τις τελευταίες δεκαετίες,  υπάρχουν πλέον αρκετές «σταθερές παράμετροι» στη λειτουργία του σχολείου και της σχολικής αίθουσας.
      Παράλληλα με αυτές τις «σταθερές» υπάρχουν και μικρά «μυστικά», τα οποία συνήθως τα κατακτά ο εκπαιδευτικός από μόνος του και γι’ αυτό έχουν και ιδιαίτερη σημασία γι’ αυτόν. Ποια μπορεί να είναι αυτά τα «μυστικά», τα οποία επηρεάζουν και διαμορφώνουν σε σημαντικό βαθμό τα διδακτικά και παιδαγωγικά δρώμενα; Ας σταχυολογήσουμε τα πιο ενδεικτικά κατά την προσωπική μου γνώμη.

      α) Ο εκπαιδευτικός οφείλει να αγαπάει με πάθος την υπόθεση του σχολείου. Η διδασκαλία ανήκει εν μέρει στον κόσμο του συναισθήματος. Τα παιδιά και οι έφηβοι βρίσκονται σε φάση γοργής και έντονης καλλιέργειας και ανάπτυξης του συναισθηματικού τους κόσμου και ως εκ τούτου ο εκπαιδευτικός δεν μπορεί να στέκεται ούτε αδιάφορος ούτε απόμακρος από αυτή την πρόκληση. Το σχολείο είναι μια συνάντηση κόσμωντων εκπαιδευτικών και των μαθητών, και αν οι εκπαιδευτικοί έχουν ως πρόταγμά τους τη γνώση, οι μαθητές έχουν ως κάλεσμα στην «απέναντι πλευρά» το συναίσθημά τους και τα όνειρά τους. Υπάρχει και το εξής καταπληκτικό στοιχείο. Αν κάτι πολύ ουσιαστικά αλλά και πολύ εύκολα αντιλαμβάνεται ο μαθητής στην «εικόνα» πρόσληψης και ερμηνείας του εκπαιδευτικού, είναι ακριβώς το σχήμα της αγάπης του!
      β) Ο εκπαιδευτικός οφείλει να εκφράζει εμπιστοσύνη με το «πρόσωπό» του. Και αυτό αφορά τόσο την αρτιότητά του στο επιστημονικό αντικείμενο και στο παιδαγωγικό στερέωμα, όσο και τη συγκροτημένη άποψή του στο κοινωνικό πεδίο και στο πολιτισμικό σύμπαν. Δεν υπάρχει ποτέ μαθητής που δεν προσπαθεί συνειδητά ή ασυνείδητα να ανακαλύψει το εύρος της μορφωτικής και πνευματικής καλλιέργειας του εκπαιδευτικού. Όταν ο μαθητής διαπιστώνει μια θετική εικόνα του εκπαιδευτικού, τότε αποδέχεται πολύ εύκολα τους προβληματισμούς του και τις ιδέες του για το μέλλον του (του μαθητή) αλλά και τα προσφερόμενα εργαλεία του εκπαιδευτικού για την κατανόηση του κόσμου και της πραγματικότητας.
      γ) Ο εκπαιδευτικός οφείλει να εμπνέει σε υψηλά μηνύματα, σε βασικές αλήθειες, σε σημαντικές αξίες, σε μια Μορφή καλλιεργημένου ανθρώπου και ενεργού πολίτη. Η μεταβίβαση της γνώσης όχι απλά και μόνο δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αντίθετα πρέπει να υπηρετεί τα μεγάλα Νοήματα του πολιτισμού και μια αισθητική και ηθική σύλληψη της κοινωνίας. Αν δεν διεγερθούν χορδές και χορδές ευαισθησίας και φαντασίωσης των μαθητών κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας, αν δεν δημιουργηθούν εικόνες και παραστάσεις του μέλλοντος, αν δεν κερδηθούν οι καρδιές τους για ένα ταξίδι δημιουργίας ενός Κόσμου στο φωτεινό στερέωμα του Πνεύματος, οι μαθητές είναι απλοί παρακολουθητές, η σκέψη τους είναι «αλλού γι’ αλλού» και η προσμονή για το κτύπημα του κουδουνιού επικρατούν συναίσθημα…
      δ) Ο εκπαιδευτικός οφείλει να διδάσκει με πάθος και πόθο, με ζωηρότητα και όρεξη. Είναι ένας ηθοποιός επί σκηνής και συνάμα σκηνοθέτης της όλης τελετουργίας. Αν δεν βγάζει πάθος, αν δεν απολαμβάνει τη διδασκαλία ως απόλυτη προσωπική ανάγκη και ως ομορφιά – που κατ’ αρχήν την προσφέρει αλλά στη συνέχεια την παίρνει πίσω πολλαπλασιασμένη από το μοναδικό συνταξίδεμά του με τους νέους -, οι μαθητές προσλαμβάνουν την όλη εικόνα του εκπαιδευτικού ως σχήμα οκνηρίας και τότε τους έχει χάσει, ίσως και οριστικά. Είναι φοβερό αυτό που θέτει η σχολική αίθουσα. Αν μια και μόνο φορά ο εκπαιδευτικός δεν βγάζει πάθος και ισχυρή βούληση για τη διδασκαλία, οι μαθητές το «κρατάνε μέσα τους» ακόμα και αν στη συνέχεια δεν ξαναδώσει αυτή την εικόνα. Οι μαθητές είναι φοβερά απαιτητικοί! Δεν χρειάζεται καμιά προς τούτο ιδιαίτερη ανάλυση. Αρκεί κάθε εκπαιδευτικός να θυμηθεί τα μαθητικά του χρόνια. Θα εκπλαγεί από την αντοχή των σχετικών εικόνων…
      Μπορεί ο εκπαιδευτικός να αντιλαμβάνεται την έκφραση όλων αυτών των «μικρών μυστικών» στην άσκηση του επαγγέλματός του; Βεβαίως, κάθε φορά που τελειώνει το μάθημα γνωρίζει πολύ καλά αν ταξίδεψε τους μαθητές στην πιο όμορφη αποστολή που μόνο το σχολείο μπορεί να θέσει. Μπορεί ακόμα να το δει στο βλέμμα των μαθητών και δεν χρειάζεται ιδιαίτερο ψυχανέμισμα ή βαθιά περισυλλογή. Όταν διδάσκει και θέτει προβληματισμούς, όταν συνδιαλέγεται με τους μαθητές και απελευθερώνει τη σκέψη τους, την ίδια στιγμή συνειδητοποιεί αν είναι όλη η τάξη μια παρέα που αναζητά με τον πιο συντροφικό τρόπο το κρυμμένο ορυχείο που έχει κάθε μαθητής, το ξέφωτο που έχει κάθε αναβαθμίδα αυτογνωσίας και ετερογνωσίας, την πληρότητα της ομορφιάς που τόσο γενναιόδωρα προσφέρει η ανθρωπιστική διαπαιδαγώγηση…

πηγή: fractalart.gr

ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ - ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΩΝ

$
0
0

Κατάλογος αρχαίων ολυμπιονικών σε πάπυρο, 
3ος αιώνας μ.Χ., Βρετανική Βιβλιοθήκη



Οι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν μία σειρά αθλητικών αγώνων μεταξύ εκπροσώπων των πόλεων-κρατών και ένας από τους πανελλήνιους αγώνες στην Αρχαία Ελλάδα. Oι Ολυμπιακοί αγώνες ήταν η πιο σημαντική διοργάνωση της αρχαίας Ελλάδας και διεξάγονταν στην Αρχαία Ολυμπία κάθε τέσσερα χρόνια, από το 776 π.Χ.. Στα Ολύμπια έπαιρναν μέρος αθλητές από όλη την Ελλάδα (και αργότερα από άλλα μέρη) και σταδιακά απέκτησαν ιδιαίτερη αίγλη. Η διοργάνωσή τους γινόταν μέχρι το 393 όταν ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απαγόρευσε την διεξαγωγή τους. Από το 1896, αναβίωσαν με την ονομασία Ολυμπιακοί Αγώνες και διεξάγονται ως διεθνείς αγώνες, γνωστοί και ως Θερινοί Ολυμπιακοί.



Η παλαίστρα της Ολυμπίας, ένα μέρος αφιερωμένο 
στην εκπαίδευση των παλαιστών και άλλων αθλητών.

Αρχή

Στην ιστορική εποχή οι Ολυμπιακοί αγώνες διεξάγονταν μετά το θερινό ηλιοστάσιο κάθε τέσσερα χρόνια. Η τετραετία αυτή ονομαζόταν «πενθετηρίς» επειδή οι αρχαίοι συμπεριλάμβαναν και τα δύο έτη της διοργάνωσης, που σημάδευαν την αρχή και το τέλος της περιόδου. Οι πενθετηρίες ονομάζονταν με τον αύξοντα αριθμό της εκάστοτε Ολυμπιάδας και χρησίμευαν ως χρονική αναφορά. Ο πρώτος καταγραμμένος εορτασμός των Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαιότητα ήταν στην Ολυμπία, το 776 π.Χ., δηλαδή η πρώτη πενθετηρία ξεκινά το καλοκαίρι του 775 π.Χ., σύμφωνα με το σημερινό ημερολόγιο.

Είναι σχεδόν σίγουρο ότι αυτή δεν ήταν και η πρώτη φορά που γίνονταν οι Αγώνες. Τότε οι Αγώνες ήταν μόνο τοπικοί και διεξαγόταν μόνο ένα αγώνισμα, η κούρσα του σταδίου. ΟΠαυσανίας μνημονεύει τους κατοίκους της Ήλιδας, οι οποίοι από τα πανάρχαια χρόνια είχαν κτίσει ναό προς τιμή του Κρόνου. Όταν γεννήθηκε ο Δίας, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι ήρθαν από την Κρήτη στην Ήλιδα και έκαναν αγώνα δρόμου για να διασκεδάσει λίγο ο βρεφικός Δίας. Ο μεγαλύτερος από αυτούς, ο Ηρακλής (όχι ο συνώνυμος ήρωας), έβαλε τους άλλους αδερφούς του, τον Παιωναίο, τον Επιμήδη, τον Ιάσιο και τον Ίδα να τρέξουν, και μετά τη λήξη των αγώνων, ο Ιδαίος Ηρακλής στεφάνωσε τους νικητές με κλαδί άγριας ελιάς, ένα δέντρο που είχε φέρει από την χώρα των Υπερβορείων. Ο αγώνας αυτός θεωρείται έτι είναι η μυθική παράδοση των Ολυμπιακών αγώνων και χρονολογείται στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ.

Σύμφωνα με τον ίδιο μύθο, ο Ιδαίος Ηρακλής ήταν εκείνος που έδωσε το όνομα Ολύμπια στους αγώνες αυτούς. Σύμφωνα με έναν άλλο μύθο, στην τοποθεσία αυτή πάλεψε ο ίδιος ο Δίας με τον Κρόνο για την εξουσία της Γης, ενώ ένας τρίτος μύθος συμπληρώνει ότι μετά την μάχη αυτή, διεξάχθηκαν οι πρώτοι Ολυμπιακοί αγώνες προς τιμήν και εορτασμό της έκβασης της μάχης και της νίκης του Ολύμπιου Δία. Στους αγώνες αυτούς πήραν μέρος οι Ολύμπιοι θεοί, και μάλιστα ο Απόλλων νίκησε τον Ερμή και τον Άρη στο τρέξιμο και την πυγμαχία αντίστοιχα. Αυτά σύμφωνα με τον Παυσανία.

Ήλιδα και Πίσα

Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, ώσπου ο Κλύμενος, απόγονος τους Ιδαίου Ηρακλή, πενήντα χρόνια μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα εγκαταστάθηκε στην Ολυμπία. Ο Κλύμενος έγινε βασιλιάς και επανίδρυσε τους Ολυμπιακούς αγώνες. Νικήθηκε όμως από τον Ενδυμίωνα γιό του Αέθλιου, ο οποίος με την σειρά του ανέβηκε στον θρόνο. Ο γιος του Ενδυμίωνα έκανε με την Σελήνη πενήντα κόρες, οι οποίες από τότε αντιπροσωπεύουν τους πενήντα μήνες (πενήντα σελήνες, ή φεγγάρια) που σχηματίζουν την εορταστική πενθετηρίδα, και γι'αυτό οι Ολυμπιακοί αγώνες διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια. Ο Ενδυμίων όρισε έναν αγώνα δρόμου με βραβείο τον θρόνο. Στον αγώνα αυτό πήραν μέρος οι τρεις γιοί του, ο Παίων, ο Επειός και ο Αιτωλός. Νίκησε ο Επειός, ο οποίος παραχώρησε το βραβείο στον γιο του και ονοματοδότη της περιοχής της Ήλιδας, τον Ηλείο. Την ίδια εποχή, στην κοντινή Πίσα κυβερνούσε ο Αιτωλικής καταγωγής βασιλιάς Οινόμαος. Πιθανώς οι Ολυμπιακοί αγώνες της εποχής αυτής να διοργανώνονταν βάση της Ολυμπιακής εκεχειρίας, μιας συμφωνίας ειρήνης που είχαν κλείσει ο Ίφιτος από την Ήλιδα, ο Λυκούργος από την Σπάρτη και ο Κλεοσθένης από την Πίσα, αφού σύμφωνα με τον Παυσανία, η συμφωνία αυτή φυλασσόταν στον ναό της Ήρας στην Ολυμπία. Η ιερή εκεχειρία όριζε σε όλες τις ελληνικές πολιτείες τη μη κατάκτηση της Ολυμπίας αλλά και τη διακοπή κάθε πολεμικής εχθροπραξίας όταν άρχιζε η περίοδος των αγώνων. Μόλις έμπαινε ο μήνας των αγώνων, την εκεχειρία αυτή τη διαλαλούσαν σε όλους τους ελληνικούς δήμους ειδικοί κήρυκες που τους όριζαν οι επιμελητές του ιερού της Ηλείας.

Θέσπιση των αγώνων

Με την πάροδο του χρόνου, ο θεσμός της Ολυμπιακής εκεχειρίας και των Ολυμπιακών αγώνων έγιναν όλο και πιο δημοφιλής σε όλο τον Ελλαδικό χώρο. Ενώ αρχικά στους αγώνες έπαιρναν μέρος μόνο κάτοικοι της Ήλιδας, σταδιακά διευρύνθηκε ο κανονισμός, ώστε να επιτρέπονται αθλητές από την Αρκαδία, την Λακεδαίμονα και την Μεσσηνία, ακόμα και από όλη την Πελοπόννησο και τα Μέγαρα. Ακολούθησαν οι εκτός Πελοποννήσου πόλεις των Αθηνών και της Ιωνίας. Μέχρι τον 4ο αι. μ.Χ. όπου και σημειώνεται το τέλος των Ολυμπιακών αγώνων, η συρροή των αθλητών από όλα τα μέρη ήταν μεγάλη. Από τις Αποικίες στην Σικελία και την Μικρά Ασία, την Ρόδο, από την Αίγυπτο (ιδίως την Αλεξάνδρεια), την Κυρήνη και την Φοινίκη, αλλά και από την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έρχονταν αθλητές για να αγωνιστούν στην Ολυμπία. Τελευταίος Ολυμπιονίκης ήταν ο Αρμένιος Αρσακιάδης Artavazd (ή Varaztad).

Από την 37η Ολυμπιάδα (632 π.Χ.) αρχίζουν να παίρνουν μέρος έφηβοι. Ο έφηβος Δαμίσκος από την Μεσσηνία κερδίζει στην 103η Ολυμπιάδα (368 π.Χ.) τον αγώνα δρόμου σε ηλικία δώδεκα ετών.
Η παρακολούθηση των αγώνων επιτρεπόταν σε όλους, ελεύθερους και δούλους, ακόμα και βάρβαρους. Μονάχα απαγορευόταν αυστηρά στις γυναίκες, ίσως γιατί ορισμένοι αθλητές αγωνίζονταν γυμνοί. Για όποια μάλιστα τολμούσε να παραβεί τη διαταγή αυτή, υπήρχε η ποινή του θανάτου. Ωστόσο, μία γυναίκα που ανήκε σε σπουδαία αθλητική οικογένεια και λαχταρούσε να καμαρώσει νικητές μέσα στο στάδιο τους δικούς της, δε δίστασε να ντυθεί άντρας και να περάσει μέσα στους θεατές των αγώνων. Ήταν η Καλλιπάτειρα, κόρη του περίφημου Ρόδιου Ολυμπιονίκη Διαγόρα, αδελφή και μητέρα επίσης νικητών στις Ολυμπιάδες. Αυτή ακριβώς η συγγένειά της με ξεχωριστούς αθλητές έκανε ίσως τους Ελλανοδίκες να της συγχωρήσουν την παράβαση και να της επιτρέψουν τιμητικά να παρακολουθήσει τους αγώνες.

Επίσης σημειώνεται μεμονωμένα και τίμηση γυναικών, πράγμα που δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο, αφού η συμμετοχή ήταν καθαρά ανδρικό προνόμιο. Στα ιππικά αθλήματα της αρματοδρομίας και της ιππασίας όμως το βραβείο πήγαινε στον ιδιοκτήτη του αλόγου, που δεν ήταν αναγκαστικά ο ίδιος ο ιππέας που έπαιρνε μέρος. Έτσι έχουμε την Σπαρτιάτιδα Κυνίσκα, θυγατέρα του Αρχίδαμου και αδερφή του Αγησίλαου, που τιμήθηκε με το κλαδί ελιάς και στην οποία έκτισαν ηρώο και αφιέρωσαν ανδριάντες.

Συχνά μπορούσε κάποιος ν'ανακηρυχθεί Ολυμπιονίκης χωρίς να αγωνιστεί έγκαιρα στο στάδιο ή δίσταζε να λάβει μέρος από φόβο μη νικηθεί. Τέλος, σε περίπτωση που ο αριθμός των αγωνιστών σε κάποιο άθλημα ήτανε περιττός, απόμενε μετά την κλήρωση των ζευγαριών ένας αθλητής που λεγόταν έφεδρος. Αυτός περίμενε με ακμαίες τις σωματικές του δυνάμεις να συναγωνιστεί μ'εκείνον που ύστερα από αλλεπάλληλους αγώνες θα είχε καταβάλει τους άριστους από κάθε ζεύγος αθλητών.

Κατάργηση των αγώνων

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες διατήρησαν την αίγλη τους σε όλη την ελληνική αρχαιότητα και όσοι νικούσαν σε αυτούς δοξάστηκαν από λαμπρούς ποιητές, όπως ο Πίνδαρος, ο Σιμωνίδης ο Κείος και ο Βακχυλίδης. Όταν όμως επικράτησαν οι Ρωμαίοι, το ευγενικό πνεύμα των αγώνων άρχισε να νοθεύεται με βίαια θεάματα και σιγά-σιγά οι Έλληνες αθλητές αποσύρθηκαν και δεν έπαιρναν μέρος στους αγώνες. Έτσι, ο θεσμός των Ολυμπιακών Αγώνων έχασε τη σημασία του. Όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, οι Ολυμπιακοί θεωρούνταν πια σαν μία παγανιστική γιορτή. To 393, ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος απαγόρευσε τη διεξαγωγή όλων των παγανιστικών εορτών, αλλά τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι ορισμένοι αγώνες διατηρήθηκαν για κάποιο ακόμα σύντομο χρονικό διάστημα. Με αυτό τον τρόπο τελείωσε μιά περίοδος χιλίων χρόνων κατά την οποία οι Ολυμπιακοί διεξάγονταν συνέχεια κάθε τέσσερα χρόνια.

Σταδιακή εξέλιξη των αγωνισμάτων

Αρχικά, το αγωνιστικό πρόγραμμα περιελάμβανε μόνο το «στάδιο», τον αγώνα δρόμου, και περιοριζόταν σε μια μόνο ημέρα. Στη 14η Ολυμπιάδα (724 π.Χ.) προστέθηκε ο «δίαυλος» (διπλός αγώνας δρόμου). Στη 15η Ολυμπιάδα (720 π.Χ.) καθιερώθηκε ο «δόλιχος» (αγώνας δρόμου μεγάλου μήκους), ενώ οι 18οι Ολυμπιακοί αγώνες (708 π.Χ.) διευρύνονται με το «Πένταθλο» και την πάλη. Είκοσι χρόνια αργότερα (23η Ολυμπιάδα, 688 π.Χ.) προστέθηκε η «πυγμή», και αργότερα (25η Ολυμπιάδα, 680 π.Χ.) η αρματοδρομία του τέθριππου (ζυγός τεσσάρων ίππων). Τριάντα δύο χρόνια αργότερα (33η Ολυμπιάδα, 648 π.Χ.) προστέθηκαν οι ιπποδρομίες και το «Παγκράτιο» που συνδυάζει πάλη και πυγμαχία. Τα αγωνίσματα εφήβων περιορίζονταν στον αγώνα δρόμου, το Πένταθλο και την πάλη.

Στην 65η Ολυμπιάδα (520 π.Χ.) καθιερώνονται ο «οπλιτόδρομος» (αγώνας δρόμου ανδρών με πολεμική στολή) και στην 66η Ολυμπιάδα (516 π.Χ.) ο δρόμος και η πάλη παίδων. Στην 93η Ολυμπιάδα (408 π.Χ.) καθιερώθηκε και η αρματοδρομία με ζυγό δύο αλόγων. Για μια μικρή περίοδο (70ή - 71η Ολυμπιάδα) έγινε πειραματικά καθιέρωση αρματοδρομίας με φοράδες και μουλάρια, ενώ την 99η Ολυμπιάδα (384 π.Χ.) εμφανίζονται αρματοδρομίες τεσσάρων και αργότερα (128η Ολυμπιάδα, 268 π.Χ.) δύο πουλαριών, και δώδεκα έτη αργότερα (256 π.Χ.) ιππασία σε πουλάρι.

Οι Ολυμπιακοί ήταν καθαρά αθλητικοί αγώνες χωρίς μουσικό διαγωνισμό όπως συνηθιζόταν στις άλλες παρόμοιες εορτές. Μια μοναδική εξαίρεση είχε γίνει επί Νέρωνα, καθώς και στην 96η Ολυμπιάδα όπου έγινε διαγωνισμός τρομπέτας, χωρίς όμως μουσικό κριτήριο.
Οι Ολυμπιάδες πέρασαν τις δύο, τις τρεις ημέρες και τελικά έφτασαν να διαρκούν πέντε ημέρες.

ΤΑ ΑΓΩΝΙΣΜΑΤΑ

Αγώνες δρόμου

Ο απλός αγώνας δρόμου, το «στάδιον» ήταν το πρώτο αγώνισμα που καθιερώθηκε. Μέχρι τους 15ους Ολυμπιακούς αγώνες οι αθλητές που έπαιρναν μέρος φορούσαν μια μικρή ποδιά, ενώ αργότερα αγωνίζονταν εντελώς γυμνοί, επιδεικνύοντας την επίδοσή τους στο πολεμικό βάδισμα και τρέξιμο. Τέρμα ήταν το σημείο που βρίσκονταν το βραβείο, ενώ οι θεατές στέκονταν δεξιά και αριστερά κατά μήκος της αμμώδους διαδρομής που είχε μήκος εξακοσίων Ολυμπιακών ποδιών (περ. 192 μέτρα). Οι αθλητές ανταγωνίζονταν σε ομάδες τεσσάρων. Οι επί μέρους νικητές ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, επίσης σε ομάδες τεσσάρων. Στον «δίαυλο» οι αθλητές έτρεχαν την διπλή διαδρομή επιστρέφοντας στο σημείο της αφετηρίας, ενώ στον «δόλιχο» η διαδρομή ήταν δώδεκα «δίαυλοι», δηλαδή 24 «στάδια». Η διαδρομή του «οπλίτη δρόμου» είχε μήκος δύο «σταδίων», και οι πολεμιστές αρχικά φορούσαν τον πλήρη εξοπλισμό (περικεφαλαία, κνημίδες, ασπίδα) και αργότερα ήταν γυμνοί και κρατούσαν μόνο ασπίδα.

Οι έφηβοι αγωνίζονταν μόνο στο απλό «στάδιο», δηλαδή στον αγώνα δρόμου μιας διαδρομής. Ο Παυσανίας μνημονεύει επίσης τον αγώνα δρόμου των «Ηλείων παρθένων», οι οποίες έπαιρναν μέρος ντυμένες με έναν κοντό χιτώνα, τον δεξιό ώμο γυμνό και τα μαλλιά λυτά.

Πάλη

Η πάλη ήταν πολύ δημοφιλές άθλημα. Σύμφωνα με τον μύθο ο Θησέας ήταν αυτός που ανακάλυψε την τεχνική της πάλης, έτσι ώστε ο νικητής να μην είναι εξαρτημένος μόνo από την φυσική του σωματική δύναμη, αλλά από την τεχνική, την ευελιξία και την γρηγοράδα των κινήσεών του. Ο έφηβος Κρατίνος απέκτησε φήμη όχι μόνο για την νίκη του, αλλά και για την καλαισθησία των κινήσεων του.

Στην πάλη διακρίνουμε δύο αγωνίσματα. Στο πρώτο ο αθλητής είχε σκοπό να ρίξει τον αντίπαλο τρεις φορές με τους ώμους στο χώμα, ενώ στο δεύτερο ο αγώνας συνεχιζόταν ακόμα και στο έδαφος, μέχρι που ο νικημένος αναγκαζόταν να παραδεχτεί την ήττα του σηκώνοντας το χέρι.

Πυγμαχία

Η πυγμαχία ήταν βίαιο και συχνά θανατηφόρο αγώνισμα. Τα χέρια ήταν ενισχυμένα με χοντρά δερμάτινα λουριά από τον αγκώνα μέχρι τις γροθιές, ενώ τα δάχτυλα έμεναν ακάλυπτα για να κλείνουν σχηματίζοντας γροθιά. Τα λουριά μπορεί να ήταν ενισχυμένα με μικρούς μολυβένιους βόλους ή καρφιά. Σε περίπτωση που ο αγώνας κρατούσε πολύ ώρα χωρίς νικητή, οι αγωνιστές έπρεπε να κάνουν την ονομαζόμενη «κλίμακα». Δηλαδή οι πυγμάχοι στέκονταν ακίνητοι χωρίς να αμύνονται ή να αποφεύγουν το χτύπημα, ενώ εναλλακτικά αντάλλασσαν χτυπήματα μέχρι που ένας από τους δυο κατέρρεε. Αν και πολλές μαρτυρίες έχουμε για τα φοβερά και αιματηρά τραύματα του αγωνίσματος, η τέχνη της πυγμαχίας ήταν άλλη. Νικητής ήταν αυτός που κατόρθωνε να μην χτυπηθεί. Ακόμα καλύτερα ήταν αυτός που κατόρθωνε να μην χτυπηθεί αλλά ούτε και να χτυπήσει τον αντίπαλο, κάνοντάς τον απλά να καταρρεύσει εξουθενωμένος από τις άκαρπες επιθετικές προσπάθειές του.

Παγκράτιο

Το δυσκολότερο άθλημα στους Ολυμπιακούς αγώνες ήταν αναμφισβήτητα το παγκράτιο. Ήταν συνδυασμός της πάλης και της πυγμαχίας. Ο νικητής έπρεπε να νικήσει συνδυάζοντας την ευελιξία αλλά και την δύναμη της γροθιάς, συμβολίζοντας έτσι τον ηρωικό αγώνα του άοπλου πολεμιστή στην μάχη. Σε αντίθεση με την καθεαυτού πυγμαχία, οι αθλητές του παγκρατίου αγωνίζονταν με γυμνά χέρια και δεν χτυπούσαν με την γροθιά, αλλά με τα δάχτυλα της πυγμής. Δυο θρυλικοί αθλητές του παγκρατίου έμειναν στην ιστορία, ο Θεαγένης και ο Πολυδάμας|Ανδροσθένης.

Πένταθλο

Το πένταθλο αποτελείτο από πέντε επί μέρους αγωνίσματα, τροχάδηνάλμαπάληδισκοβολία και ακόντιο. Οι αθλητές του πένταθλου ήταν φημισμένοι για την καλαισθησία του αρμονικά γυμνασμένου σώματός τους. Η διεξαγωγή του πένταθλου άρχιζε με την ρίψη δίσκου ή με το άλμα, και συνέχιζε με την ρίψη ακοντίου, τον αγώνα δρόμου και την πάλη. Η προκαταρκτική εξάσκηση που γινότανε στα αθλητικά γυμναστήρια συμπεριλάμβανε τέσσερις κατηγορίες άλματος, το άλμα ύψους (επί τόπου), άλμα ύψους (με φόρα), άλμα μήκουςκαι άλμα βάθους, ενώ στους Ολυμπιακούς αγώνες μνημονεύεται μόνο το άλμα μήκους. Το άλμα συνοδευόταν από τους ήχους της φλογέρας που έπαιζε το «Πύθιο άσμα». Η εκκίνηση γινόταν από μια ελαστική σανίδα, τον «βατήρα», ενώ οι αθλητές χρησιμοποιούσαν ένα βοηθητικό όργανο, τους «αλτήρες». 

Ο κανονισμός του αθλήματος επέβαλε στον αθλητή να προσγειωθεί όρθιος και να σταθεί ακίνητος ακριβώς στο σημείο της επαφής του με το έδαφος. Το σημείο της πιθανής προσγείωσης ήταν ανασκαμμένο για να είναι το χώμα λίγο πιο μαλακό. Συχνά συναντάμε σε σχετικές αγγειογραφίες την αξίνα η οποία χρησίμευε για την εκσκαφή του σκληρού από την ξηρασία καλοκαιρινού εδάφους, ή για να σημαδεύουν στο χώμα την επίδοση. Η δισκοβολία ήταν αγώνισμα βολής που εξελίχτηκε από την ρίψη πέτρας στην μάχη, και διεξάγονταν αρχικά με απλές πέτρες κάπως μεγάλων διαστάσεων, όπως συμπεραίνουμε από ένα αρχαιολογικό εύρημα στον χώρο της Ολυμπίας. Ο Όμηρος μνημονεύει επίσης τον λίθινο δίσκο των Φαιάκων. Η τεχνική ρίψης δίσκου είναι απαθανατισμένη σε πολλές αγγειογραφίες, ανάγλυφα και ανδριάντες, το πιο φημισμένο από αυτά είναι ο παγκόσμια γνωστός δισκοβόλος του Μύρωνα. Το ακόντιο ήταν επίσης εμπνευσμένο από το αντίστοιχο πολεμικό ή κυνηγετικό όπλο, αν και στην προκειμένη μορφή ήταν ειδικά κατασκευασμένο για αποκλειστική αθλητική χρήση. Ήταν κοντύτερο, λεπτότερο και ελαφρότερο, ενώ κατέληγε σε μακρύ μυτερό άκρο. Στην μέση του κονταριού ήταν προσαρμοσμένη η «αγκύλη», που ήταν λουράκι ή θηλιά για να υποβοηθάει τον αθλητή στην εξακόντισή του, χωρίς όμως να είναι εξακριβωμένη η ακριβής λειτουργία της αγκύλης. Επίσης δεν είναι γνωστό αν το ακόντιο ήταν άθλημα βολής ή σκοποβολής. Τα αγωνίσματα δρόμου και πυγμαχίας παρουσιάστηκαν πιο πάνω.

Αρματοδρομία

Η αρματοδρομία διεξάγονταν σε ιδιαίτερο στάδιο, το «ιπποδρόμιο», αγνώστων σήμερα διαστάσεων. Το μοναδικό ιπποδρόμιο που διασώζεται σήμερα στην Ελλάδα βρίσκεται στοΛύκαιο όρος και έχει μήκος 300 μέτρα, ή ενάμιση σταδίου, και πλάτους εκατό μέτρων. Το ιπποδρόμιο της Ολυμπίας πρέπει κατά τα λεγόμενα του Παυσανία να είχε μεγαλύτερο πλάτος. Ο μηχανισμός εκκίνησης ήταν εφεύρεση του Κληοίτα, την οποία τελειοποίησε ο Αριστείδης. Στο ένα άκρο του ιπποδρομίου ήταν κτισμένος ο στρογγυλός βωμός τουΤαράξιππου, αφού τα άλογα πάθαιναν απροσδόκητα πανικό όταν περνούσαν από το σημείο αυτό.

Σημασία των Αγώνων

Από το 776 π.Χ. και μετά οι Αγώνες, σιγά-σιγά, έγιναν πιο σημαντικοί σε ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα φτάνοντας στο απόγειο τους κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ.. Οι Ολυμπιακοί είχαν επίσης θρησκευτική σημασία αφού γίνονταν προς τιμή του θεού Δία, του οποίου το τεράστιο άγαλμα στεκόταν στην Ολυμπία. Ο αριθμός των αγωνισμάτων έγινε είκοσι και ο εορτασμός γινόταν στην διάρκεια μερικών ημερών. Οι νικητές των αγώνων θαυμάζονταν και γίνονταν αθάνατοι μέσα από ποιήματα και αγάλματα. Το έπαθλο για τους νικητές ήταν ένα στεφάνι από κλαδί ελιάς.

Πρόγραμμα διεξαγωγής των αγώνων

Αρχικά οι Ολυμπιακοί αγώνες διαρκούσαν μια ημέρα μόνο. Αργότερα, το πρόγραμμα διευρύνθηκε και εμπλουτίστηκε με πλήθος αθλημάτων και πανηγυρικών εκδηλώσεων που συνόδευαν την εορτή, διαρκείας πέντε ημερών, στην οποία συνέρρεε πλήθος αθλητών και θεατών. Ο Παυσανίας αναφέρει ως αιτία την διεξαγωγή των 77ών Ολυμπιακών αγώνων (472 π.Χ.), όταν η αρματοδρομία και το πένταθλο είχαν αργοπορήσει τόσο πολύ, που το παγκράτιο άρχισε καθυστερημένα και διήρκεσε μέχρι τις νυκτερινές ώρες, με αποτέλεσμα να νικήσει ο Αθηναίος Καλλίας. Τότε αποφασίστηκε η πολυήμερη διεξαγωγή των αγώνων και καθιερώθηκε το πενθήμερο πρόγραμμα ως εξής. Οι τελετές άρχιζαν την 11η ημέρα του μήνα και διαρκούσαν μέχρι την 15η ημέρα, έτσι ώστε η νύχτα της τέταρτης μέρας των αγώνων να λούζεται στο φως της πανσέληνου. Σύμφωνα με το σημερινό ημερολόγιο η έναρξη των αγώνων γίνονταν περίπου στα τέλη Ιουνίου, αρχές Ιουλίου. Η πρώτη ημέρα ήταν αφιερωμένη στους θεούς. Η σημαντικότερη εναρκτήρια σπονδή ήταν προς τιμή του Ολυμπίου Διός, και γινόταν από εκπροσώπους της πόλης της Ήλιδας. Ακολουθούσε ο όρκος των αθλητών, προπονητών και ελλανοδικών (δηλαδή των διαιτητών που θα έκριναν τα αποτελέσματα των αγώνων), κατά τον οποίο γινόταν θυσία, ενώ οι διαιτητές έβγαζαν λόγο απευθυνόμενοι στους αγωνιστές. Όσο για τους ανήλικους νέους που έπαιρναν μέρος, ορκίζονταν οι πατέρες ή οι πιο μεγάλοι αδελφοί τους. Επίσης, οι αθλητές και τα άλογα εξετάζονταν για να κριθεί η συμμετοχή τους και για να κληρωθούν στις ομάδες που θα έπαιρναν μέρος, ενώ οι αθλητές απείχαν από την ερωτική επαφή επί τριανταημέρου και υποβάλλονταν σε χορτοφαγική νηστεία. Το πρόγραμμα της πρώτης ημέρας κατέληγε σε γενική φαγοπότι γνωριμίας ενώ την ίδια μέρα γινότανε και η ευγενική άμιλλα για την ανάδειξη των καλύτερων κηρύκων και σαλπιγκτών. Αυτοί που κέρδιζαν, λάβαιναν το τιμητικό προνόμιο ν'αναγγέλουν και να εκφωνούν τα ονόματα των Ολυμπιονικών την ώρα των βραβείων. Την πρώτη μέρα των αγωνισμάτων, πριν από τα χαράματα γέμιζαν οι κερκίδες, αφού με τις πρώτες ηλιαχτίδες ξεκινούσαν τα πρώτα αγωνίσματα. Τη δεύτερη, τρίτη και τέταρτη μέρα των αγώνων διεξάγονταν τα αγωνίσματα, ενώ η τελευταία μέρα ήταν αφιερωμένη στις τελετές, πομπές και στις θυσίες στους θεούς. Την τελευταία μέρα των Ολυμπιακών αγώνων γινόταν η απονομή των στεφάνων. Ένας νεανίας έκοβε με χρυσό ψαλίδι τα κλαδιά της ελιάς από το ιερό δέντρο. Με την απονομή του στεφανιού αναγγέλονταν το όνομα του αθλητή, μαζί με αυτό του πατέρα του και της πατρίδας του και γινόταν αθάνατο σε όλες τις τότε Ελληνικές πόλεις. Οι νικητές έδιναν δώρα στους θεούς, καθένας με τις δυνατότητές του για να τους ευχαριστήσουν για την υψηλοτέρα των τιμών. Ακολουθούσαν πομπές και γενικό φαγοπότι, συνοδευόμενο από τραγούδι και μουσική, τα «επινίκια».

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΟΛΥΜΠΙΟΝΙΚΩΝ (776 Π.Χ - 369 Μ.Χ)

Συνολικός αριθμός Ολυμπιακών νικών
Ολυμπιονίκης
Πόλη
Νίκες
Αγώνισμα




Λεωνίδας
Ρόδος
12
στάδιον-δίαυλος-οπλίτης δρόμος 164-152 π.Χ.
Ηρόδωρος
Μέγαρα
10
αγών σαλπιγκτών 328-292 π.Χ.
Αστύλος
Κρότων-Συρακούσες
7
στάδιον-δίαυλος 488-480, οπλίτης δρόμος 480 π.Χ.
Χίονις
Σπάρτη
6
στάδιον-δίαυλος 664-656 π.Χ.
Ιπποσθένης
Σπάρτη
6
πάλη παίδων 632, πάλη 624-608 π.Χ.
Μίλων
Κρότων
6
πάλη παίδων, πάλη 532-516 π.Χ.
Νέρων
Ρώμη
6
άρμα τέλειον-άρμα πωλικόν-άρμα δεκάπωλον-αγών τραγωδών-αγών κιθαρωδών-αγών κηρύκων 65 μ.Χ.
Ετοιμοκλής
Σπάρτη
5
πάλη παίδων 604, πάλη 600-588 π.Χ.
Φιλίνος
Κως
5
στάδιον-δίαυλος 264-260, δίαυλος 256 π.Χ.
Νικοκλής
Άκριον
5
δίαυλος-δόλιχος-οπλίτης δρόμος 100, στάδιον-άγνωστο αγώνισμα δρόμου 96 π.Χ.
Διογένης
Έφεσος
5
αγών σαλπιγκτών 69-85 μ.Χ.
Ερμογένης (ο και Ίππος)
Ξάνθος
5
στάδιον 81,89, δίαυλος-οπλίτης δρόμος 85, δίαυλος ή οπλίτης δρόμος 89 μ.Χ.
Αίλιος Γρανιανός
Σικυών
5
στάδιον παίδων 133, δίαυλος-οπλίτης δρόμος 137, πένταθλον 137-141 μ.Χ.
Δημήτριος
Σαλαμίς
5
στάδιον 229-237, πένταθλον 229-233 μ.Χ.
Τίσανδρος
Νάξος Σικελίας
4
πυγμαχία 572-560 π.Χ.
Βαλέριος Εκλεκτός
Σινώπη
4
αγών κηρύκων 245,253-261 μ.Χ.

Νίκες σε ξεχωριστούς Ολυμπιακούς Αγώνες
Ολυμπιονίκης
Πόλη
Νίκες
Αγώνισμα




Ηρόδωρος
Μέγαρα
10
αγών σαλπιγκτών 328-292 π.Χ.
Ιπποσθένης
Σπάρτη
6
πάλη παίδων 632, πάλη 624-608 π.Χ.
Μίλων
Κρότων
6
πάλη παίδων, πάλη 532-516 π.Χ.
Ετοιμοκλής
Σπάρτη
5
πάλη παίδων 604, πάλη 600-588 π.Χ.
Διογένης
Έφεσος
5
αγών σαλπιγκτών 69-85 μ.Χ.
Λεωνίδας
Ρόδος
4 (επί 3)
στάδιον-δίαυλος-οπλίτης δρόμος 164-152 π.Χ.
Τίσανδρος
Νάξος Σικελίας
4
πυγμαχία 572-560 π.Χ.
Βαλέριος Εκλεκτός
Σινώπη
4
αγών κηρύκων 245,253-261 μ.Χ.


Πίνακας αρχαίων Ολυμπιονικών
Έτος
Άθλημα
Πόλη - περιοχή
Ολυμπιονίκης




776 π.Χ.
Στάδιον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Κόροιβος
772 π.Χ.
Στάδιον
Δυσπόντιον (Πελοπόννησος)
Αντίμαχος
768 π.Χ.
Στάδιον
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Άνδροκλος
764 π.Χ.
Στάδιον
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Πολυχάρης
760 π.Χ.
Στάδιον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αισχίνης
756 π.Χ.
Στάδιον
Δύμη (Πελοπόννησος)
Οιβώτας
752 π.Χ.
Στάδιον
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Δαϊκλής
748 π.Χ.
Στάδιον
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Αντικλής
744 π.Χ.
Στάδιον
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Ξενόδοκος (ή Ξενοκλής)
740 π.Χ.
Στάδιον
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Δωτάδης
736 π.Χ.
Στάδιον
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Λεωχάρης
732 π.Χ.
Στάδιον
Κλεωναί (Πελοπόννησος)
Οξύθεμις
728 π.Χ.
Στάδιον
Κόρινθος (Πελοπόννησος)
Διοκλής
724 π.Χ.
Στάδιον
Κόρινθος (Πελοπόννησος)
Δάσμων (ή Δέσμων)
724 π.Χ.
Δίαυλος
Πίσα (Πελοπόννησος)
Ύπηνος
720 π.Χ.
Δόλιχος
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Άκανθος
720 π.Χ.
Στάδιον
Μέγαρα (Αττική)
Όρσιππος
716 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Πυθαγόρας
712 π.Χ.
Στάδιον
Επίδαυρος (Πελοπόννησος)
Πώλος
708 π.Χ.
Στάδιον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Τέλλις
708 π.Χ.
Πένταθλον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Λάμπις
708 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ευρύβατος
704 π.Χ.
Στάδιον
Μέγαρα (Αττική)
Μένος
700 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Αθηράδας
696 π.Χ.
Στάδιον
Αθήνα
Παντακλής
692 π.Χ.
Στάδιον
Αθήνα
Παντακλής
692 π.Χ.
Δίαυλος
Αθήνα
Παντακλής
688 π.Χ.
Πυγμαχία
Σμύρνη (Μικρά Ασία)
Ονόμαστος
688 π.Χ.
Στάδιον
Υπερησία (Πελοπόννησος)
Ίκαρος (ή Ικάριος)
684 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Κλεοπτόλεμος
684 π.Χ.
Δόλιχος
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Φάνας
680 π.Χ.
Τέθριππον
Θήβα (κεντρική Ελλάδα)
Παγώνδα (ή Πάγωνος)
680 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Θάλπις
676 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Καλλισθένης
676 π.Χ.
Πένταθλον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Φιλόμβροτος
672 π.Χ.
Πυγμαχία
Κρότων (νότια Ιταλία)
Δάιππος
672 π.Χ.
Πένταθλον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Φιλόμβροτος
672 π.Χ.
Στάδιον
Αθήνα
Ευρυβάτης (ή Ευρύβοτος ή Εύρυβος)
668 π.Χ.
Πένταθλον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Φιλόμβροτος
668 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Χάρμις
664 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Χίονις
664 π.Χ.
Δίαυλος
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Χίονις
660 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Χίονις
660 π.Χ.
Δίαυλος
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Χίονις
656 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Χίονις
656 π.Χ.
Δίαυλος
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Χίονις
652 π.Χ.
Πυγμαχία
Μέγαρα (Αττική)
Κομαίος
652 π.Χ.
Στάδιον
Μέγαρα (Αττική)
Κρατίνος
648 π.Χ.
Κέλης
Κραννών (Θεσσαλία)
Κραυξίδα (ή Κραξίλα)
648 π.Χ.
Τέθριππον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Μύρων
648 π.Χ.
Παγκράτιον
Συρακούσες (Σικελία)
Λύγδαμις
648 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Γύλις (ή Γύγις)
644 π.Χ.
Στάδιον
Αθήνα
Στόμας
640 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Σφαίρος
640 π.Χ.
Δίαυλος
Αθήνα
Κύλων
636 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Αρυτάμας
636 π.Χ.
Παγκράτιον
Αθήνα
Φρύνων
632 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Πολυνείκης (ή Πολυνίκης)
632 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ευρυκλείδας
632 π.Χ.
Πάλη παίδων
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ιπποσθένης
628 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ολυνθεύς
628 π.Χ.
Πένταθλον παίδων
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ευτελίδας
624 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ιπποσθένης
624 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ριψόλαος
620 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ολυνθεύς
620 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ιπποσθένης
616 π.Χ.
Στάδιον
Θήβα (κεντρική Ελλάδα)
Κλεώνδας (ή Κλεωνίδας)
616 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ιπποσθένης
616 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Σύβαρις (νότια Iταλία)
Φιλύτας (ή Φιλώτας)
612 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Λυκώτας
612 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ιπποσθένης
608 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ιπποσθένης
608 π.Χ.
Στάδιον
Επίδαυρος (Πελοπόννησος)
Κλέων
604 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Γέλων
604 π.Χ.
Πάλη παίδων
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ετοιμοκλής
600 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ετοιμοκλής
600 π.Χ.
Στάδιον
Επίδαυρος (Πελοπόννησος)
Αντικράτης
596 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ετοιμοκλής
596 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Χρυσάμαξος
596 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Πολυμήστωρ
592 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ευρυκλής
592 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ετοιμοκλής
592 π.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Αλκμαίων
588 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Γλαυκίας (ή Γλύκων)
588 π.Χ.
Πυγμαχία
Σάμος (νησί του Αιγαίου)
Πυθαγόρας
588 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ετοιμοκλής
588 π.Χ.
Ειδικό αγώνισμα
Άγνωστη προέλευση
Άγνωστο όνομα
584 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Λυκίνος
580 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Επιτελίδας
576 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Ερατοσθένης
572 π.Χ.
Τέθριππον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Κλεισθένης
572 π.Χ.
Στάδιον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Άγις
572 π.Χ.
Πυγμαχία
Νάξος Σικελίας
Τίσανδρος
572 π.Χ.
Παγκράτιον
Φιγάλεια (Πελοπόννησος)
Αρριχίων
568 π.Χ.
Πυγμαχία
Νάξος Σικελίας
Τίσανδρος
568 π.Χ.
Στάδιον
Πεπάρηθος (Eύβοια)
Άγνων
568 π.Χ.
Παγκράτιον
Φιγάλεια (Πελοπόννησος)
Αρριχίων
564 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Ιππόστρατος
564 π.Χ.
Πυγμαχία
Νάξος Σικελίας
Τίσανδρος
564 π.Χ.
Κέλης
Αθήνα
Καλλίας Φαινίππου
564 π.Χ.
Παγκράτιον
Φιγάλεια (Πελοπόννησος)
Αρριχίων
560 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Ιππόστρατος
560 π.Χ.
Πυγμαχία
Νάξος Σικελίας
Τίσανδρος
560 π.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Μιλτιάδης Κυψέλου
556 π.Χ.
Στάδιον
Φάρσαλα (Θεσσαλία)
Φαίδρος
552 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Λάδρομος
548 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Διόγνητος
548 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ευαγόρας
544 π.Χ.
Στάδιον
Κέρκυρα (νησί του Ιονίου)
Αρχίλοχος
544 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ευαγόρας
544 π.Χ.
Πυγμαχία
Αίγινα (νησί του Αιγαίου)
Πραξιδάμας
540 π.Χ.
Πάλη παίδων
Κρότων (νότια Ιταλία)
Μίλων
540 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Κέα (νησί του Αιγαίου)
(Λεω)κρέων
540 π.Χ.
Στάδιον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Απελλαίος
540 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ευαγόρας
536 π.Χ.
Στάδιον
Κέρκυρα (νησί του Ιονίου)
Αγάθαρχος
536 π.Χ.
Παγκράτιον
Όπους (κεντρική Eλλάδα)
Ρηξίβιος
536 π.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Κίμων Στησαγόρα
532 π.Χ.
Πάλη
Κρότων (νότια Ιταλία)
Μίλων
532 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (πάλη ή πυγμαχία ή παγκράτιον)
Σάμος (νησί του Αιγαίου)
Ευρυμένης
532 π.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Πεισίστρατος
532 π.Χ.
Στάδιον
Χαλκίδα (Εύβοια)
Ερυξίας (ή Ερυξίδας)
528 π.Χ.
Πάλη
Κρότων (νότια Ιταλία)
Μίλων
528 π.Χ.
Στάδιον
Καμάρινα (Σικελία)
Παρμενίδης
528 π.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Κίμων Στησαγόρα
524 π.Χ.
Πάλη
Κρότων (νότια Ιταλία)
Μίλων
524 π.Χ.
Στάδιον
Θεσσαλία
Μένανδρος
520 π.Χ.
Πάλη
Κρότων (νότια Ιταλία)
Μίλων
520 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Κρότων (νότια Ιταλία)
Φίλιππος
520 π.Χ.
Πυγμαχία
Κάρυστος (Eύβοια)
Γλαύκος
520 π.Χ.
Τέθριππον
Θήβα (κεντρική Ελλάδα)
Άγνωστο όνομα
520 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Ηραία (Πελοπόννησος)
Δαμάρετος (ή Δημάρετος)
520 π.Χ.
Στάδιον
Τάρας (νότια Ιταλία)
Άνοχος (ή Ανοχάς)
520 π.Χ.
Δίαυλος
Τάρας (νότια Ιταλία)
Άνοχος (ή Ανοχάς)
516 π.Χ.
Πάλη
Κρότων (νότια Ιταλία)
Μίλων
516 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Ηραία (Πελοπόννησος)
Δαμάρετος (ή Δημάρετος)
516 π.Χ.
Παγκράτιον
Δελφοί (κεντρική Ελλάδα)
Τιμασίθεος
516 π.Χ.
Τέθριππον
Επίδαμνος (Ιλλυρία)
Κλεοσθένης
516 π.Χ.
Στάδιον
Ιμέρα (Σικελία)
Iσχυρός
512 π.Χ.
Πάλη
Κρότων (νότια Ιταλία)
Τιμασίθεος
512 π.Χ.
Κέλης
Κόρινθος (Πελοπόννησος)
Φειδώλας
512 π.Χ.
Παγκράτιον
Δελφοί (κεντρική Ελλάδα)
Τιμασίθεος
512 π.Χ.
Στάδιον
Πελλήνη (Πελοπόννησος)
Φάνας (ή Φανάς)
512 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Πελλήνη (Πελοπόννησος)
Φάνας (ή Φανάς)
512 π.Χ.
Δίαυλος
Πελλήνη (Πελοπόννησος)
Φάνας (ή Φανάς)
508 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Ισχόμαχος (ή Ισόμαχος)
508 π.Χ.
Κέλης
Κόρινθος (Πελοπόννησος)
Υιοί Φειδώλα
508 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Καλλιτέλης
508 π.Χ.
Τέθριππον
Γέλα (Σικελία)
Παντάρης
508 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Πελίννα (Θεσσαλία)
Φρικίας
504 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Ισχόμαχος (ή Ισόμαχος)
504 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Κέρκυρα (νησί του Ιονίου)
Φίλων
504 π.Χ.
Δίαυλος
Κόρινθος (Πελοπόννησος)
Θεσσαλός
504 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Δαμάρατος
504 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Άγνωστη προέλευση
Τίτας
504 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Πελίννα (Θεσσαλία)
Φρικίας
500 π.Χ.
Πυγμαχία
Κέρκυρα (νησί του Ιονίου)
Φίλων
500 π.Χ.
Απήνη
Θεσσαλία
Θέρσιος
500 π.Χ.
Πένταθλον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ακματίδας
500 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Μαντίνεια (Πελοπόννησος)
Αγαμήτωρ
500 π.Χ.
Στάδιον
Όπους (κεντρική Eλλάδα)
Νικέας (ή Νικασίας)
500 π.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Καλλίας Β'
500 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Απολλωνία (Θράκη)
Μενεπτόλεμος
496 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Τισικράτης
496 π.Χ.
Πυγμαχία
Κέρκυρα (νησί του Ιονίου)
Φίλων
496 π.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Καλλίας Β'
496 π.Χ.
Πάλη
Ακράγας (Σικελία)
Εμπεδοκλής
496 π.Χ.
Κέλης
Ακράγας (Σικελία)
Εξαίνετος
496 π.Χ.
Κάλπη
Δύμη (Πελοπόννησος)
Πάταικος
492 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Τισικράτης
492 π.Χ.
Πένταθλον
Άνδρος (νησί του Αιγαίου)
Ιερώνυμος
492 π.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Καλλίας Β'
492 π.Χ.
Πυγμαχία
Αστυπάλαια (νησί του Αιγαίου)
Κλεομήδης
492 π.Χ.
Κέλης
Ερέτρια (Eύβοια)
Κρόκων
492 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα δρόμου
Πελίννα (Θεσσαλία)
Ιπποκλέας
488 π.Χ.
Πυγμαχία
Κρήτη
Διόγνητος
488 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Αστύλος
488 π.Χ.
Δίαυλος
Κρότων (νότια Ιταλία)
Αστύλος
488 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αγιάδας
488 π.Χ.
Πένταθλον
Λοκροί (κεντρική Eλλάδα)
Ευθυκλής
488 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Ορχομενός (κεντρική Ελλάδα)
Ασώπιχος
488 π.Χ.
Τέθριππον
Γέλα (Σικελία)
Γέλων
488 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα δρόμου
Πελίννα (Θεσσαλία)
Ιπποκλέας
484 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Κυρήνη (Λιβύη)
Μνασέας
484 π.Χ.
Στάδιον
Κρότων (νότια Ιταλία)
Αστύλος
484 π.Χ.
Δίαυλος
Κρότων (νότια Ιταλία)
Αστύλος
484 π.Χ.
Πένταθλον
Ηραία (Πελοπόννησος)
Θεόπομπος
484 π.Χ.
Δόλιχος
Στυμφαλία (Πελοπόννησος)
Δρομεύς
484 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Πολυπείθης
484 π.Χ.
Πυγμαχία
Λοκροί (κεντρική Eλλάδα)
Εύθυμος
484 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Μαντίνεια (Πελοπόννησος)
Επικράδιος
484 π.Χ.
Πάλη
Φάρσαλα (Θεσσαλία)
Τηλέμαχος
484 π.Χ.
Παγκράτιον
Φάρσαλα (Θεσσαλία)
Αγίας
480 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Κέα (νησί του Αιγαίου)
(Ξε)νοπείθης
480 π.Χ.
Τέθριππον
Θήβα (κεντρική Ελλάδα)
(Δαι)τώνδας και Αρσίλοχος
480 π.Χ.
Στάδιον
Συρακούσες (Σικελία)
Αστύλος
480 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Συρακούσες (Σικελία)
Αστύλος
480 π.Χ.
Δίαυλος
Συρακούσες (Σικελία)
Αστύλος
480 π.Χ.
Πένταθλον
Ηραία (Πελοπόννησος)
Θεόπομπος
480 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηραία (Πελοπόννησος)
[...]φάνης
480 π.Χ.
Δόλιχος
Στυμφαλία (Πελοπόννησος)
Δρομεύς
480 π.Χ.
Πυγμαχία
Θάσος (νησί στο βόρειο Αιγαίο)
Θεογένης
480 π.Χ.
Παγκράτιον
Μαντίνεια (Πελοπόννησος)
Δρομεύς
480 π.Χ.
Κέλης
Άργος (Πελοπόννησος)
νίκη πόλης
480 π.Χ.
Πάλη παίδων
Άργος (Πελοπόννησος)
[...]κων
480 π.Χ.
Απήνη
Ρήγιον (νότια Iταλία)
Αναξίλας
476 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Συρακούσες (Σικελία)
(Ζώπ)υρος
476 π.Χ.
Κέλης
Συρακούσες (Σικελία)
Ιέρων
476 π.Χ.
Παγκράτιον
Θάσος (νησί στο βόρειο Αιγαίο)
Θεογένης
476 π.Χ.
Δόλιχος
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Άγνωστο όνομα
476 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Άγνωστο όνομα
476 π.Χ.
Πένταθλον
Τάρας (νότια Ιταλία)
Άγνωστο όνομα
476 π.Χ.
Στάδιον
Μυτιλήνη (νησί του Αιγαίου)
Σκάμανδρος (ή Σκαμάνδριος)
476 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Λοκροί (κεντρική Eλλάδα)
Αγησίδαμος
476 π.Χ.
Πυγμαχία
Λοκροί (κεντρική Eλλάδα)
Εύθυμος
476 π.Χ.
Πάλη
Μαρώνεια (Θράκη)
Άγνωστο όνομα
476 π.Χ.
Δίαυλος
Άργος (Πελοπόννησος)
Δάνδις
476 π.Χ.
Πάλη παίδων
Αίγινα (νησί του Σαρωνικού)
Θεόγνητος
476 π.Χ.
Τέθριππον
Ακράγας (Σικελία)
Θήρων
472 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Κόρινθος (Πελοπόννησος)
[...]τανδρίδας
472 π.Χ.
Κέλης
Συρακούσες (Σικελία)
Ιέρων
472 π.Χ.
Πάλη
Σάμος (νησί του Αιγαίου)
[...]μένης
472 π.Χ.
Πάλη παίδων
Τάρας (νότια Ιταλία)
[...]κρατίδας
472 π.Χ.
Πένταθλον
Μίλητος (Μικρά Ασία)
[...]αμος
472 π.Χ.
Πυγμαχία
Λοκροί (κεντρική Eλλάδα)
Εύθυμος
472 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ορέσθεια (Μακεδονία)
Τέλλων
472 π.Χ.
Τέθριππον
Άργος (Πελοπόννησος)
νίκη πόλης
472 π.Χ.
Στάδιον
Άργος (Πελοπόννησος)
Δάνδις
472 π.Χ.
Παγκράτιον
Αθήνα
Καλλίας
472 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Επίδαμνος (Ιλλυρία)
[...]γίας
472 π.Χ.
Δίαυλος
Επίδαυρος (Πελοπόννησος)
[...]γης
472 π.Χ.
Δόλιχος
Ιμέρα (Σικελία)
Εργοτέλης
468 π.Χ.
Απήνη
Συρακούσες (Σικελία)
Αγησίας
468 π.Χ.
Τέθριππον
Συρακούσες (Σικελία)
Ιέρων
468 π.Χ.
Δόλιχος
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
[...]μήδης
468 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Τίρυνθα (Πελοπόννησος)
[...]νης
468 π.Χ.
Πένταθλον
Τάρας (νότια Ιταλία)
[...]τίων
468 π.Χ.
Παγκράτιον
Άργος (Πελοπόννησος)
(Ε)πιτιμάδας
468 π.Χ.
Κέλης
Άγνωστη προέλευση
Λεώφρων
468 π.Χ.
Πυγμαχία
Όπους (κεντρική Eλλάδα)
Μενάλκης
468 π.Χ.
Πάλη
Όπους (κεντρική Eλλάδα)
Εφάρμοστος (ή Επάρμοστος)
468 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Αθήνα
(Λυκ)όφρων
468 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Αθήνα
[...]λος
468 π.Χ.
Δίαυλος
Ποσειδωνία (νότια Iταλία)
Παρμενίδης
468 π.Χ.
Στάδιον
Ποσειδωνία (νότια Iταλία)
Παρμενίδης
468 π.Χ.
Δίαυλος
Παρρασία (Πελοπόννησος)
[...]ημος
464 π.Χ.
Πάλη παίδων
Κυρήνη (Λιβύη)
Κρατισθένης
464 π.Χ.
Πένταθλον
Κόρινθος (Πελοπόννησος)
Ξενοφών
464 π.Χ.
Στάδιον
Κόρινθος (Πελοπόννησος)
Ξενοφών
464 π.Χ.
Κέλης
Θεσσαλία
Εχεκρατίδας
464 π.Χ.
Παγκράτιον
Μαίναλος (Πελοπόννησος)
Εφωτίων (ή Εφουδίων ή Εφωδίων)
464 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Μαντίνεια (Πελοπόννησος)
Πυθαγόρας
464 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Μαντίνεια (Πελοπόννησος)
Πρωτόλαος
464 π.Χ.
Πάλη παίδων
Αίγινα (νησί του Σαρωνικού)
Φερίας
464 π.Χ.
Δόλιχος
Ιμέρα (Σικελία)
Εργοτέλης
464 π.Χ.
Πυγμαχία
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Διαγόρας
460 π.Χ.
Τέθριππον
Κυρήνη (Λιβύη)
Αρκεσίλαος Δ'
460 π.Χ.
Στάδιον
Θεσσαλία
Τορύμβας (ή Τορύλλας ή Τορύμνας)
460 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Λέπρεον (Πελοπόννησος)
Κόρδαφος
460 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Μαντίνεια (Πελοπόννησος)
Κυνίσκος
460 π.Χ.
Δόλιχος
Άργος (Πελοπόννησος)
Λάδας
460 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Άγνωστη προέλευση
[...]άδας
460 π.Χ.
Παγκράτιον
Αθήνα
Τιμόδημος
460 π.Χ.
Πάλη παίδων
Αίγινα (νησί του Σαρωνικού)
Αλκιμέδων
460 π.Χ.
Πάλη
Βάρκη (Λιβύη)
Αμησινάς
460 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Πελλήνη (Πελοπόννησος)
Σώστρατος
456 π.Χ.
Παγκράτιον
Κλεωναί (Πελοπόννησος)
Τιμάνθης
456 π.Χ.
Στάδιον
Κυρήνη (Λιβύη)
Πολύμναστος
456 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Κρήτη (;)
Ικαδίων
456 π.Χ.
Απήνη
Καμάρινα (Σικελία)
Ψαύμιος
456 π.Χ.
Πάλη
Μεσσήνη Σικελίας
Λεοντίσκος
456 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Λ[...]
Λίνας
456 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Λέπρεον (Πελοπόννησος)
Αλκαίνετος
456 π.Χ.
Κέλης
Να[...]
Αιγίας
456 π.Χ.
Πένταθλον
Άγνωστη προέλευση
[...]νομος
456 π.Χ.
Πυγμαχία
Άγνωστη προέλευση
Άνθρωπος
456 π.Χ.
Τέθριππον
Άγνωστη προέλευση
Διακτορίδης
456 π.Χ.
Πάλη παίδων
Αθήνα
Φρύνιχ(ος)
452 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Κέα (νησί του Αιγαίου)
Λάχων
452 π.Χ.
Τέθριππον
Καμάρινα (Σικελία)
Ψαύμιος
452 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Θεσσαλία
Λύκος
452 π.Χ.
Πένταθλον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Πυθοκλής
452 π.Χ.
Πάλη
Μεσσήνη Σικελίας
Λεοντίσκος
452 π.Χ.
Στάδιον
Λάρισα (Θεσσαλία)
Λύκος
452 π.Χ.
Πάλη παίδων
Άγνωστη προέλευση
Κλεόδωρος
452 π.Χ.
Πυγμαχία
Άγνωστη προέλευση
Αρίστων
452 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Άγνωστη προέλευση
Απολλόδω(ρος)
452 π.Χ.
Δίαυλος
Άγνωστη προέλευση
Εύβουλος
452 π.Χ.
Δόλιχος
Άγνωστη προέλευση
Ιππόβο(τος)
452 π.Χ.
Κέλης
Ι[...]
Πύθων
452 π.Χ.
Παγκράτιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Δαμάγητος
448 π.Χ.
Δόλιχος
Κρήτη
Αιγείδας
448 π.Χ.
Πάλη παίδων
Θεσπιαί (κεντρική Ελλάδα)
Πολύνικος
448 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Αρκεσίλαος
448 π.Χ.
Πένταθλον
Λοκροί (κεντρική Eλλάδα)
Κήτων
448 π.Χ.
Πάλη
Άργος (Πελοπόννησος)
Χείμων
448 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Άγνωστη προέλευση
Λυκ(ε)ίνος
448 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Άγνωστη προέλευση
Λαχαρίδας
448 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Άγνωστη προέλευση
Αρίστων
448 π.Χ.
Δίαυλος
Άγνωστη προέλευση
Ευκλείδης
448 π.Χ.
Στάδιον
Ιμέρα (Σικελία)
Κρίσων
448 π.Χ.
Πυγμαχία
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Ακουσίλαος
448 π.Χ.
Παγκράτιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Δαμάγητος
444 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Χαρμίδης
444 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Αρκεσίλαος
444 π.Χ.
Πένταθλον
Τάρας (νότια Ιταλία)
Ίκκος
444 π.Χ.
Πυγμαχία
Λέπρεον (Πελοπόννησος)
Αλκαίνετος
444 π.Χ.
Πάλη
Αίγινα (νησί του Σαρωνικού)
Ταυροσθένης
444 π.Χ.
Στάδιον
Ιμέρα (Σικελία)
Κρίσων
440 π.Χ.
Πάλη
Ηραία (Πελοπόννησος)
Θεόπομπος Β'
440 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Πολυκλέας
440 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Δίπαια (Πελοπόννησος)
Γνάθων
440 π.Χ.
Στάδιον
Ιμέρα (Σικελία)
Κρίσων
436 π.Χ.
Στάδιον
Θεσσαλία
Θεόπομπος
436 π.Χ.
Πάλη παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Παντάρκης
436 π.Χ.
Πάλη
Ηραία (Πελοπόννησος)
Θεόπομπος Β'
436 π.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Μεγακλής
436 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Αρκαδία (Πελοπόννησος)
Φίλιππος
432 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Λυκίνος
432 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Λυκίνος
432 π.Χ.
Στάδιον
Αμβρακία (δυτική Ελλάδα)
Σώφρων
432 π.Χ.
Παγκράτιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Δωριεύς
428 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ανάξαδρος
428 π.Χ.
Στάδιον
Μεσσήνη Σικελίας
Σύμμαχος
428 π.Χ.
Παγκράτιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Δωριεύς
424 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Λέων
424 π.Χ.
Στάδιον
Μεσσήνη Σικελίας
Σύμμαχος
424 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Λέπρεον (Πελοπόννησος)
Ελλάνικος
424 π.Χ.
Πυγμαχία
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Κλεόμαχος
424 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Άγνωστη προέλευση
Δα(μάσι)ππος
424 π.Χ.
Παγκράτιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Δωριεύς
420 π.Χ.
Κέλης
Κως (νησί του Αιγαίου)
Ξενόμβροτος
420 π.Χ.
Πάλη παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αμέρτας
420 π.Χ.
Στάδιον
Συρακούσες (Σικελία)
Υπέρβιος
420 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Λίχας
420 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Λέπρεον (Πελοπόννησος)
Θέας
420 π.Χ.
Παγκράτιον
Μαίναλος (Πελοπόννησος)
Ανδροσθένης
420 π.Χ.
Δόλιχος
Άργος (Πελοπόννησος)
Αριστεύς
416 π.Χ.
Πάλη παίδων
Ηραία (Πελοπόννησος)
Νικόστρατος
416 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Λακράτης
416 π.Χ.
Παγκράτιον
Μαίναλος (Πελοπόννησος)
Ανδροσθένης
416 π.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Αλκιβιάδης Κλεινία
416 π.Χ.
Στάδιον
Ακράγας (Σικελία)
Εξαίνετος
412 π.Χ.
Στάδιον
Ακράγας (Σικελία)
Εξαίνετος
408 π.Χ.
Στάδιον
Κυρήνη (Λιβύη)
Ευβάτας (ή Εύβατος ή Ευβώτας)
408 π.Χ.
Συνωρίς
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Ευαγόρας
408 π.Χ.
Παγκράτιον
Σκοτούσα (Θεσσαλία)
Πουλυδάμας
408 π.Χ.
Τέθριππον
Μακεδονία
Αρχέλαος Περδίκκα
404 π.Χ.
Δόλιχος
Θήβα (κεντρική Ελλάδα)
Λασθένης
404 π.Χ.
Πάλη
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Σύμμαχος
404 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Θούριοι (νότια Ιταλία)
Πεισίρ(ρ)οδος
404 π.Χ.
Στάδιον
Λάρισα (Θεσσαλία)
Κροκίνας (ή Κρουκίνας)
404 π.Χ.
Παγκράτιον
Πελλήνη (Πελοπόννησος)
Πρόμαχος
404 π.Χ.
Πυγμαχία
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Ευκλής
400 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Κως (νησί του Αιγαίου)
Ξενόδικος
400 π.Χ.
Τέθριππον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Τίμων
400 π.Χ.
Πάλη
Τροιζήνα (Πελοπόννησος)
Βαύκις
400 π.Χ.
Παγκράτιον
Λέπρεον (Πελοπόννησος)
Αντίοχος
400 π.Χ.
Πάλη παίδων
Μαίναλος (Πελοπόννησος)
Ευθυμένης
400 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Άγνωστη προέλευση
[...]κράτης
400 π.Χ.
Κέλης
Άγνωστη προέλευση
Αίσηπος (ή Αίσυπος ή Αίσιπος ή Αίγυπτος)
400 π.Χ.
Στάδιον
Αθήνα
Μίνως
400 π.Χ.
Πυγμαχία
Παρρασία (Πελοπόννησος)
Δήμαρχος
396 π.Χ.
Δόλιχος
Κρήτη
[...]ώνιος
396 π.Χ.
Πάλη
Κόρινθος (Πελοπόννησος)
[...]ος
396 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Σικυών (Πελοπόννησος)
Βύκελος
396 π.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Κράτης
396 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Τίμαιος
396 π.Χ.
Πάλη παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αρχέδαμος
396 π.Χ.
Στάδιον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Ευπόλεμος (ή Εύπολις)
396 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Κυνίσκα
396 π.Χ.
Δίαυλος
Λάρισα (Θεσσαλία)
Κροκίνας
396 π.Χ.
Πυγμαχία
Άγνωστη προέλευση
[...]υ[...]ος
396 π.Χ.
Παγκράτιον (;)
Άγνωστη προέλευση
[...]ναν[...]
396 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Αθήνα
Επιχάρης
396 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Α[...]ος
Λαμπυρίων
396 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Α[...]ος
[...]ς
392 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Καυλωνία (νότια Ιταλία)
Δίκων
392 π.Χ.
Στάδιον
Ηλεία (;) (Πελοπόννησος)
Τεριναίος
392 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Κυνίσκα
392 π.Χ.
Πάλη
Μαίναλος (Πελοπόννησος)
Ευθυμένης
392 π.Χ.
Πυγμαχία
Αλικαρνασσός (Μικρά Ασία)
Φορμίων
392 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Φενεός (Πελοπόννησος)
Νεολαΐδης
388 π.Χ.
Πυγμαχία
Θεσσαλία
Εύπωλος
388 π.Χ.
Κέλης
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Κλεογένης
388 π.Χ.
Πάλη
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αριστόδημος
388 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ξέναρχος
388 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Αντίπατρος
388 π.Χ.
Στάδιον
Αθήνα (κεντρική Ελλάδα) ή Δελφοί
Σώσιππος
384 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Κλείτωρ (Πελοπόννησος)
Άλκετος
384 π.Χ.
Δόλιχος
Κρήτη
Σωτάδης
384 π.Χ.
Πένταθλον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Ύσμων
384 π.Χ.
Στάδιον
Συρακούσες (Σικελία)
Δίκων
384 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (δίαυλος ή οπλίτης δρόμος)
Συρακούσες (Σικελία)
Δίκων
384 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Ηραία (Πελοπόννησος)
Λυκίνος
384 π.Χ.
Τέθριππον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ευρυβιάδης (ή Συβαριάδης ή Ευρύβατος)
384 π.Χ.
Πυγμαχία
Μαίναλος (Πελοπόννησος)
Δαμοξενίδας
384 π.Χ.
Πάλη
Φιγάλεια (Πελοπόννησος)
Ναρυκίδας
380 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Ίππος
380 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Δεινόλοχος
380 π.Χ.
Πυγμαχία
Σάμος (νησί του Αιγαίου)
Άγνωστο όνομα
380 π.Χ.
Στάδιον
Τάρας (νότια Ιταλία)
Διονυσόδωρος
380 π.Χ.
Δόλιχος
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Σωτάδης
380 π.Χ.
Παγκράτιον
Αιγές στην Κιλικία
Ξενοφών
376 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Κλείτωρ (Πελοπόννησος)
Κριτόδαμος
376 π.Χ.
Πένταθλον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Στόμιος
376 π.Χ.
Στάδιον
Θούριοι (νότια Ιταλία)
Δάμων
376 π.Χ.
Πυγμαχία
Λέπρεον (Πελοπόννησος)
Λάβαξ
372 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Κέρκυρα (νησί του Ιονίου)
Θερσίλοχος
372 π.Χ.
Συνωρίς
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Τρωίλος
372 π.Χ.
Άρμα πωλικόν
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Τρωίλος
372 π.Χ.
Στάδιον
Θούριοι (νότια Ιταλία)
Δάμων
372 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Μεθύδριον (Πελοπόννησος)
Άγνωστο όνομα
372 π.Χ.
Πάλη παίδων
Μαίναλος (Πελοπόννησος)
Ξενοκλής
368 π.Χ.
Παγκράτιον
Στράτος (Ακαρνανία)
Άγνωστο όνομα
368 π.Χ.
Συνωρίς
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ευρυλεονίς
368 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Δαμίσκος
368 π.Χ.
Στάδιον
Αθήνα (κεντρική Ελλάδα) ή Έφεσσος (Μικρά Ασία)
Πυθόστρατος
368 π.Χ.
Πυγμαχία
Επίδαυρος (Πελοπόννησος)
Αριστίων
364 π.Χ.
Τέθριππον
Κυρήνη (Λιβύη)
Ευβάτας
364 π.Χ.
Παγκράτιον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Σώστρατος
364 π.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Υβλαία Σικελίας
Αρχίας
364 π.Χ.
Στάδιον
Αθήνα
Φωκίδης
360 π.Χ.
Τέθριππον
Κυρήνη (Λιβύη)
Θεόχρηστος Α'
360 π.Χ.
Στάδιον
Κυρήνη (Λιβύη)
Πώρος
360 π.Χ.
Παγκράτιον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Σώστρατος
360 π.Χ.
Πάλη παίδων
Θήβα (κεντρική Ελλάδα)
Αγήνωρ
360 π.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Υβλαία Σικελίας
Αρχίας
360 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Λέπρεον (Πελοπόννησος)
Ξένων
360 π.Χ.
Πυγμαχία
Αθήνα
Φιλάμμων
356 π.Χ.
Παγκράτιον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Σώστρατος
356 π.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Υβλαία Σικελίας
Αρχίας
356 π.Χ.
Στάδιον
Μάλια (Κρήτη)
Πώρος
356 π.Χ.
Κέλης
Μακεδονία
Φίλιππος Β'
356 π.Χ.
Δόλιχος
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Πυριλάμπης
356 π.Χ.
Πάλη
Πελλήνη (Πελοπόννησος)
Χαίρων
352 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Θήβα (κεντρική Ελλάδα)
Διονυσόδωρος
352 π.Χ.
Στάδιον
Τάρας (νότια Ιταλία)
Σμικρίνας (ή Μικρίνας)
352 π.Χ.
Τέθριππον
Μακεδονία
Φίλιππος Β'
352 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Αθηναίος
352 π.Χ.
Συνωρίς
Αθήνα
Τιμοκράτης
352 π.Χ.
Πάλη
Πελλήνη (Πελοπόννησος)
Χαίρων
348 π.Χ.
Στάδιον
Κυρήνη (Λιβύη)
Πολυκλής
348 π.Χ.
Πάλη παίδων
Θεσπιαί (κεντρική Ελλάδα)
Αισχύλος
348 π.Χ.
Συνωρίς
Μακεδονία
Φίλιππος Β'
348 π.Χ.
Πάλη
Πελλήνη (Πελοπόννησος)
Χαίρων
344 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Δαμάρητος
344 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Καλλικράτης
344 π.Χ.
Τέθριππον
Ήπειρος
Αρρύβας
344 π.Χ.
Στάδιον
Αθήνα
Αριστόλοχος
344 π.Χ.
Πάλη
Πελλήνη (Πελοπόννησος)
Χαίρων
340 π.Χ.
Πυγμαχία
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Ασάμων
340 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Τελέστας
340 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Καλλικράτης
340 π.Χ.
Ιππικός αγώνας
Άγνωστη προέλευση
Καλλιάδης
340 π.Χ.
Στάδιον
Αθήνα
Αντικλής
336 π.Χ.
Στάδιον
Κλείτωρ (Πελοπόννησος)
Κλεόμαντις
336 π.Χ.
Πυγμαχία
Τάρας (νότια Ιταλία)
Μυς
336 π.Χ.
Παγκράτιον
Αθήνα
Διόξιππος
332 π.Χ.
Πυγμαχία
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Σάτυρος
332 π.Χ.
Πένταθλον
Αθήνα
Κάλλιππος
332 π.Χ.
Πάλη
Πάτρα (Πελοπόννησος)
Χείλων
332 π.Χ.
Στάδιον
Χαλκίδα (Εύβοια)
Γρύλος (ή Ευρύλας)
328 π.Χ.
Πυγμαχία
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Σάτυρος
328 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μέγαρα (Αττική)
Ηρόδωρος
328 π.Χ.
Στάδιον
Μακεδονία
Κλίτων
328 π.Χ.
Δόλιχος
Άργος (Πελοπόννησος)
Αγεύς
328 π.Χ.
Ιππικός αγώνας
Αθήνα
Δημάδης
328 π.Χ.
Πάλη
Πάτρα (Πελοπόννησος)
Χείλων
324 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Σάμος (νησί του Αιγαίου)
Δούρις
324 π.Χ.
Παγκράτιον
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Αστυάναξ
324 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μέγαρα (Αττική)
Ηρόδωρος
324 π.Χ.
Στάδιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Μικίνας
320 π.Χ.
Πάλη παίδων
Κολοφών (Μικρά Ασία)
Ερμησιάναξ
320 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Πύτταλος
320 π.Χ.
Παγκράτιον
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Αστυάναξ
320 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μέγαρα (Αττική)
Ηρόδωρος
320 π.Χ.
Στάδιον
Αμφίπολις (Μακεδονία)
Δαμασίας
316 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Χοιρίλος
316 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Δεινοσθένης
316 π.Χ.
Παγκράτιον
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Αστυάναξ
316 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μέγαρα (Αττική)
Ηρόδωρος
312 π.Χ.
Πένταθλον
Ηραία (Πελοπόννησος)
Αλεξίβιος
312 π.Χ.
Στάδιον
Μυτιλήνη (νησί του Αιγαίου)
Παρμενίων (ή Παρμενίδης)
312 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μέγαρα (Αττική)
Ηρόδωρος
312 π.Χ.
Παγκράτιον
Αθήνα
Αριστοφών
308 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Θεότιμος
308 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Σελεάδας (ή Σελείδας)
308 π.Χ.
Στάδιον
Τεγέα (Πελοπόννησος)
Απολλωνίδης
308 π.Χ.
Παγκράτιον
Μίλητος (Μικρά Ασία) ή Αθήνα
Αντήνωρ
308 π.Χ.
Κέλης
Λίνδος (Ρόδος)
Νικαγόρας
308 π.Χ.
Συνωρίς
Λίνδος (Ρόδος)
Νικαγόρας
308 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μέγαρα (Αττική)
Ηρόδωρος
304 π.Χ.
Στάδιον
Κόρινθος (Πελοπόννησος)
Ανδρομένης
304 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Κάλλων
304 π.Χ.
Δίαυλος
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Νίκανδρος
304 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Σόφιος
304 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μέγαρα (Αττική)
Ηρόδωρος
304 π.Χ.
Παγκράτιον
Άγνωστη προέλευση
Λεοντίσκος
304 π.Χ.
Τέθριππον
Φίλιπποι (Μακεδονία)
Λάμπος
300 π.Χ.
Τέθριππον
Κυρήνη (Λιβύη)
Θεόχρηστος Β'
300 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Τιμοσθένης
300 π.Χ.
Δίαυλος
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Νίκανδρος
300 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Ιππόμαχος
300 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ευβάλκης
300 π.Χ.
Πυγμαχία
Μυτιλήνη (νησί του Αιγαίου)
Άρχιππος
300 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μέγαρα (Αττική)
Ηρόδωρος
300 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Άγνωστο όνομα
300 π.Χ.
Στάδιον
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Πυθαγόρας
300 π.Χ.
Πάλη
Άργος (Πελοπόννησος)
Κεράς
300 π.Χ.
Παγκράτιον
Ανθηδών (Κεντρική Ελλάδα)
Νίκων
296 π.Χ.
Κέλης
Θεσσαλία
Πανδίων
296 π.Χ.
Τέθριππον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αρχίδαμος
296 π.Χ.
Πάλη
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Αμφιάρης
296 π.Χ.
Πάλη παίδων
Τράλλεις (Μικρά Ασία)
(Σω)σιάδης
296 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Αντίπατρος
296 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μέγαρα (Αττική)
Ηρόδωρος
296 π.Χ.
Πένταθλον
Μαντίνεια (Πελοπόννησος)
Τίμαρχος
296 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Άγνωστο όνομα
296 π.Χ.
Στάδιον
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Πυθαγόρας
296 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Άγνωστη προέλευση
Μυρκεύς
296 π.Χ.
Δίαυλος
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Απολλώνιος
296 π.Χ.
Παγκράτιον
Ανθηδών (κεντρική Ελλάδα)
Νίκων
296 π.Χ.
Συνωρίς
Αμβρακία (δυτική Ελλάδα)
Τλασίμαχος
296 π.Χ.
Τέθριππον πωλικόν
Αμβρακία (δυτική Ελλάδα)
Τλασίμαχος
296 π.Χ.
Δόλιχος
Βοιωτία (κεντρική Ελλάδα)
Πασίχορος
296 π.Χ.
Πυγμαχία
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Κάλλιππος
292 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Κλαζομεναί (Μικρά Ασία)
Ηρόδοτος
292 π.Χ.
Τέθριππον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Τηλέμαχος
292 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Επέραστος
292 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μέγαρα (Αττική)
Ηρόδωρος
292 π.Χ.
Στάδιον
Μακεδονία
Αντίγονος
292 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Αρκαδία (Πελοπόννησος)
Φίλιππος
288 π.Χ.
Στάδιον
Μακεδονία
Αντίγονος
284 π.Χ.
Στάδιον
Φάρσαλα (Θεσσαλία)
Φιλόμηλος
280 π.Χ.
Δίαυλος
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Παραβάλλων
280 π.Χ.
Στάδιον
Αίγιον (Πελοπόννησος)
Λάδας
276 π.Χ.
Στάδιον
Κυρήνη (Λιβύη)
Ιδαίος (ο και Νικάτωρ)
276 π.Χ.
Τέθριππον πωλικόν
Πέργαμος (Μικρά Ασία)
Άτταλος
272 π.Χ.
Πάλη
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Νίκαρχος
272 π.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Γλαύκων
272 π.Χ.
Πάλη παίδων
Αιγείρα (Πελοπόννησος)
Κρατίνος
272 π.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Περιγένης
268 π.Χ.
Κέλης
Κραννών (Θεσσαλία)
Μ[...]
268 π.Χ.
Τέθριππον
Θεσσαλία
Καρτερός
268 π.Χ.
Συνωρίς
Θεσσαλία
Άγνωστο όνομα
268 π.Χ.
Πάλη παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αλεξίνικος
268 π.Χ.
Στάδιον
Μακεδονία
Σέλευκος
268 π.Χ.
Τέθριππον πωλικόν
Μακεδονία
Βελιστίχη
268 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Άγνωστη προέλευση
Άγνωστο όνομα
264 π.Χ.
Στάδιον
Κως (νησί του Αιγαίου)
Φιλίνος
264 π.Χ.
Δίαυλος
Κως (νησί του Αιγαίου)
Φιλίνος
264 π.Χ.
Συνωρίς πωλική
Μακεδονία
Βελιστίχης
260 π.Χ.
Στάδιον
Κως (νησί του Αιγαίου)
Φιλίνος
260 π.Χ.
Δίαυλος
Κως (νησί του Αιγαίου)
Φιλίνος
256 π.Χ.
Πάλη παίδων
Κολοφών (Μικρά Ασία)
Εικάσιος
256 π.Χ.
Δίαυλος
Κως (νησί του Αιγαίου)
Φιλίνος
256 π.Χ.
Κέλης πωλικός
Θεσσαλία
Ιπποκράτης
256 π.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Αμμώνιος
252 π.Χ.
Πένταθλον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Άγνωστο όνομα
252 π.Χ.
Στάδιον
Άμφισσα (κεντρική Ελλάδα)
Ξενοφάνης
248 π.Χ.
Πάλη παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Λαστρατίδας
248 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Ηλεία (Πελοπόννησος)
[...]ς
248 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Ευρυάδης
248 π.Χ.
Στάδιον
Νεάπολη (νότια Ιταλία)
Σιμύλος
244 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Αλκίδας
244 π.Χ.
Πάλη
Άγνωστη προέλευση
Άγνωστο όνομα
240 π.Χ.
Πάλη παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Ευανορίδας
240 π.Χ.
Στάδιον
Αιτωλία (δυτική Ελλάδα)
Εράτων
240 π.Χ.
Πυγμαχία
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Κλεόξενος
236 π.Χ.
Στάδιον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Πυθοκλής
232 π.Χ.
Τέθριππον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Άρατος
232 π.Χ.
Πένταθλον
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Γόργος
232 π.Χ.
Στάδιον
Βάρκη (Λιβύη)
Μενεσθεύς
228 π.Χ.
Κέλης
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Πάνταρκος
228 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Θέλφουσσα (Πελοπόννησος)
Εμαυτίων
228 π.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Δημήτριος
224 π.Χ.
Στάδιον
Άργος (Πελοπόννησος)
Ιολαΐδας
220 π.Χ.
Στάδιον
Συρακούσες (Σικελία)
Ζώπυρος
220 π.Χ.
Παγκράτιον
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Αγησίδαμος
220 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Νουβία (Αίγυπτος)
Άγνωστο όνομα
216 π.Χ.
Παγκράτιον
Θήβα (κεντρική Ελλάδα)
Κλειτόμαχος
216 π.Χ.
Ιπποδρομία πώλων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Θρασωνίδης
216 π.Χ.
Πάλη
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Παιάνιος
216 π.Χ.
Στάδιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Δωρόθεος
212 π.Χ.
Πυγμαχία
Θήβα (κεντρική Ελλάδα)
Κλειτόμαχος
212 π.Χ.
Πάλη
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Κάπρος
212 π.Χ.
Παγκράτιον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Κάπρος
212 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (συνωρίς ή τέθριππον πώλων)
Τρωάς (Μικρά Ασία)
Ακεστορίδης
212 π.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Κράτης
208 π.Χ.
Στάδιον
Σάμος (νησί του Αιγαίου)
Ηράκλειτος
208 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Τεγέα (Πελοπόννησος)
Δαμάτριος
208 π.Χ.
Δίαυλος
Άργος (Πελοπόννησος)
Άγνωστο όνομα
204 π.Χ.
Στάδιον
Σαλαμίνα Κύπρου
Ηρακλείδης
204 π.Χ.
Πάλη
Τένεδος (νησί στο βόρειο Αιγαίο)
Δαμοκράτης
204 π.Χ.
Δίαυλος
Άργος (Πελοπόννησος)
Άγνωστο όνομα
204 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Άσσος (Μικρά Ασία)
Σώδαμος
200 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Κολοφών (Μικρά Ασία)
Μόσχος
200 π.Χ.
Πένταθλον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Τίμων
200 π.Χ.
Δόλιχος
Τεγέα (Πελοπόννησος)
Δαμάτριος
200 π.Χ.
Δίαυλος
Άργος (Πελοπόννησος)
Άγνωστο όνομα
200 π.Χ.
Στάδιον
Αιτωλία (δυτική Ελλάδα)
Πυρρίας
200 π.Χ.
Παγκράτιον παίδων
Αλεξάνδρεια στην Τρωάδα (Μικρά Ασία)
Φαίδιμος
196 π.Χ.
Δίαυλος
Άργος (Πελοπόννησος)
Άγνωστο όνομα
196 π.Χ.
Στάδιον
Βοιωτία (κεντρική Ελλάδα)
Μικίων
192 π.Χ.
Στάδιον
Κύζικος (Μικρά Ασία)
Αγέμαχος
192 π.Χ.
Πάλη
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Κλε(ιτ)όστρατος
188 π.Χ.
Στάδιον
Μεγαλόπολη (Πελοπόννησος)
Αρκεσίλαος
184 π.Χ.
Στάδιον
Σελεύκεια (βόρεια Συρία)
Ιππόστρατος
184 π.Χ.
Πυγμαχία
Ερυθραία (Μικρά Ασία)
Επιθέρσης
180 π.Χ.
Στάδιον
Σαλαμίνα (νησί του Σαρωνικού)
Ονησίκριτος
180 π.Χ.
Πυγμαχία
Ερυθραία (Μικρά Ασία)
Επιθέρσης
176 π.Χ.
Στάδιον
Άσπενδος (Μικρά Ασία)
Θυμίλος
172 π.Χ.
Παγκράτιον παίδων
Σμύρνη (Μικρά Ασία)
Δίαλλος
172 π.Χ.
Πάλη παίδων
Λίνδος (Ρόδος)
Αγησίστρατος
172 π.Χ.
Στάδιον
Μέγαρα (Αττική)
Δημόκριτος
168 π.Χ.
Στάδιον
Άντισσα (Λέσβος)
Αρίστανδρος
164 π.Χ.
Πάλη παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Λύσιππος
164 π.Χ.
Στάδιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
164 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
164 π.Χ.
Δίαυλος
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
160 π.Χ.
Πυγμαχία
Άγνωστη προέλευση
Δ[...]γονος
160 π.Χ.
Στάδιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
160 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
160 π.Χ.
Δίαυλος
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
156 π.Χ.
Πυγμαχία
Άγνωστη προέλευση
Δ[...]γονος
156 π.Χ.
Παγκράτιον παίδων
Ερεσός (Λέσβος) (ή Έφεσος στη Μικρά Ασία)
Αμύντας
156 π.Χ.
Στάδιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
156 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
156 π.Χ.
Δίαυλος
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
156 π.Χ.
Πάλη
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Αριστομένης
156 π.Χ.
Παγκράτιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Αριστομένης
152 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Σάμος (νησί του Αιγαίου)
Απολλόδωρος
152 π.Χ.
Αγώνας παίδων
Άγνωστη προέλευση
[...]ς
152 π.Χ.
Στάδιον
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
152 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
152 π.Χ.
Δίαυλος
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Λεωνίδας
148 π.Χ.
Πάλη
Ηλεία (Πελοπόννησος)
[...]ς
148 π.Χ.
Στάδιον
Συρακούσες (Σικελία)
Όρθων
144 π.Χ.
Στάδιον
Κύζικος (Μικρά Ασία)
Άλκιμος
144 π.Χ.
Πυγμαχία
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Ξενόθεμις
140 π.Χ.
Στάδιον
Σικυών (Πελοπόννησος) (ή Κύζικος στη Μικρά Ασία)
Διόδωρος (ή Ανώδωκος ή Ανώδωρος)
136 π.Χ.
Στάδιον
Ήπειρος
Αντίπατρος
132 π.Χ.
Πάλη
Αθήνα
Μενόδωρος
132 π.Χ.
Στάδιον
Δελφοί (κεντρική Ελλάδα)
Δάμων
128 π.Χ.
Στάδιον
Τράλλεις (Μικρά Ασία)
Τιμόθεος
124 π.Χ.
Στάδιον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Βοιωτός
120 π.Χ.
Στάδιον
Κυρήνη (Λιβύη)
Ακουσίλαος
120 π.Χ.
Πυγμαχία
Τριταία (κεντρική Ελλάδα)
Αγήσαρχος (ή Αιμόστρατος ή Δαιμόστρατος ή Αρχέστρατος ή Αμέστρατος)
116 π.Χ.
Στάδιον
Νίκαια (Βιθυνία)
Χρυσόγονος
112 π.Χ.
Στάδιον
Νίκαια (Βιθυνία)
Χρυσόγονος
108 π.Χ.
Στάδιον
Φιλαδέλφεια (Μικρά Ασία)
Νικόμαχος
104 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Νικόδαμος
100 π.Χ.
Στάδιον
Σελεύκεια στον Τίγρη
Σιμμίας
100 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Άκριον (Πελοπόννησος)
Νικοκλής
100 π.Χ.
Δίαυλος
Άκριον (Πελοπόννησος)
Νικοκλής
100 π.Χ.
Δόλιχος
Άκριον (Πελοπόννησος)
Νικοκλής
100 π.Χ.
Συνωρίς πωλική
Άγνωστη προέλευση
[...]ς
96 π.Χ.
Στάδιον
Κέρκυρα (νησί του Ιονίου)
Παρμενίσκος
96 π.Χ.
Συνωρίς πωλική
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αντιγένης
96 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αριστόδαμος
96 π.Χ.
Στάδιον
Άκριον (Πελοπόννησος)
Νικοκλής
96 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα δρόμου
Άκριον (Πελοπόννησος)
Νικοκλής
92 π.Χ.
Στάδιον
Κως (νησί του Αιγαίου)
Εύδαμος
92 π.Χ.
Πάλη
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Πρωτοφάνης
92 π.Χ.
Παγκράτιον
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Πρωτοφάνης
88 π.Χ.
Στάδιον
Κέρκυρα (νησί του Ιονίου)
Παρμενίσκος
84 π.Χ.
Τέθριππον πωλικόν
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Θεοδότα
84 π.Χ.
Κέλης
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Στρωγιανός
84 π.Χ.
Συνωρίς
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Τιμαρέτα
84 π.Χ.
Κέλης
Ηλεία (Πελοπόννησος)
(Τ)ηλέμαχος
84 π.Χ.
Τέθριππον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
(Πραξ)αγόρας
84 π.Χ.
Συνωρίς
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Φίλιστος
84 π.Χ.
Στάδιον
Λάρισα (Θεσσαλία)
Δημόστρατος
80 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Άργος (Πελοπόννησος)
Επαίνετος
76 π.Χ.
Στάδιον
Κυπαρισσία (Πελοπόννησος)
Δίων
76 π.Χ.
Κέλης
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Λασθένης
76 π.Χ.
Τέθριππον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Άγνωστο όνομα
76 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Φιλόνικος
72 π.Χ.
Πάλη παίδων
Κυπαρισσία (Πελοπόννησος)
Απολλοφάνης
72 π.Χ.
Πένταθλον
Κως (νησί του Αιγαίου)
Αριστωνομίδας
72 π.Χ.
Παγκράτιον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Σφοδρίας
72 π.Χ.
Δόλιχος
Σικυών (Πελοπόννησος)
Υψικλής
72 π.Χ.
Συνωρίς πωλική
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Κλητίας
72 π.Χ.
Κέλης πωλικός
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Κάλλιππος
72 π.Χ.
Παγκράτιον παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Κάλας
72 π.Χ.
Κέλης
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Ηγήμων
72 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Σωτήριχος
72 π.Χ.
Τέθριππον
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αριστόλοχος
72 π.Χ.
Συνωρίς
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Ελλάνικος
72 π.Χ.
Τέθριππον πωλικόν
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Ελλάνικος
72 π.Χ.
Στάδιον
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Εκάτομνος (ή Εκατόμνως)
72 π.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Εκάτομνος (ή Εκατόμνως)
72 π.Χ.
Δίαυλος
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Εκάτομνος (ή Εκατόμνως)
72 π.Χ.
Πάλη
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Ισίδωρος
72 π.Χ.
Στάδιον παίδων
Ασία
Σωσιγένης
72 π.Χ.
Πυγμαχία
Αδραμύττιον (Μικρά Ασία)
Ατυάνας
72 π.Χ.
Δόλιχος
Ρώμη
Γάιος
68 π.Χ.
Στάδιον
Υπαιπηνός (Μικρά Ασία)
Διοκλής
68 π.Χ.
Πάλη
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Στράτων (ή Στρατόνικος)
68 π.Χ.
Παγκράτιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Στράτων (ή Στρατόνικος)
64 π.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Ανδρέας
64 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (πάλη ή παγκράτιον)
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Στράτων
60 π.Χ.
Συνωρίς
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Μενέδημος
60 π.Χ.
Στάδιον
Αμβρακία (δυτική Ελλάδα)
Ανδρόμαχος
56 π.Χ.
Ιπποδρομία πώλων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Χάρωψ
56 π.Χ.
Στάδιον
Ταυρομένιον (Σικελία)
Λάμαχος
52 π.Χ.
Ιπποδρομία πώλων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αγίλοχος
52 π.Χ.
Στάδιον
Άργος (Πελοπόννησος)
Ανθεστίων
52 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Άγνωστη προέλευση
[...]ος
52 π.Χ.
Πάλη
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Μαρίων
52 π.Χ.
Παγκράτιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Μαρίων
48 π.Χ.
Αγώνας πώλων (τέθριππον ή συνωρίς)
Ηλεία (Πελοπόννησος)
[...]χος
48 π.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Άγνωστο όνομα
48 π.Χ.
Στάδιον
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Θεόδωρος
44 π.Χ.
Στάδιον
Μεσσηνία (Πελοπόννησος)
Θεόδωρος
40 π.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Θαλλίαρχος
40 π.Χ.
Στάδιον
Θούριοι (νότια Ιταλία)
Αρίστων
36 π.Χ.
Κέλης
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Λυκομήδης
36 π.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Σκάμανδρος
32 π.Χ.
Πυγμαχία
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Θαλλίαρχος
32 π.Χ.
Στάδιον
Θούριοι (νότια Ιταλία)
Αρίστων
28 π.Χ.
Στάδιον
Άργος (Πελοπόννησος)
Σώπατρος
24 π.Χ.
Στάδιον
Σιδών (Φοινίκη)
Ασκληπιάδης
24 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Δημοσθένης
24 π.Χ.
Παγκράτιον
Πέργαμος (Μικρά Ασία)
(Φίλι)ππος Γλύκων
20 π.Χ.
Δίαυλος
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Άγνωστο όνομα
20 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Δημοσθένης
20 π.Χ.
Στάδιον
Πάτρα (Πελοπόννησος)
Αυφίδιος
16 π.Χ.
Στάδιον
Τύανα (Μικρά Ασία)
Διόδοτος
16 π.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Δημοσθένης
12 π.Χ.
Πάλη παίδων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Πολύκτωρ
12 π.Χ.
Στάδιον
Αιολία (Μικρά Ασία)
Διοφάνης
8 π.Χ.
Στάδιον
Θυάτειρα (Μικρά Ασία)
Αρτεμίδωρ
8 π.Χ.
Πυγμαχία
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Νικοφών
4 π.Χ.
Στάδιον
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Δημάρατος
4 π.Χ.
Πάλη παίδων
Ζάκυνθος (νησί του Ιονίου)
Πολύξενος
4 π.Χ.
Τέθριππον
Ρώμη
Τιβέριος Κλαύδιος Νέρων
1 μ.Χ.
Ιπποδρομία πώλων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Αρχιάδας
1 μ.Χ.
Συνωρίς πωλική
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Δαμαιθίδας
1 μ.Χ.
Στάδιον
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Δημάρατος
5 μ.Χ.
Στάδιον
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Παμμένης
5 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (ιππικό;)
Ρώμη
Γναεύς Μάρκιος
9 μ.Χ.
Στάδιον
Αλικαρνασσός (Μικρά Ασία)
Ασιατικός
9 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (ιππικό;)
Ρώμη
Γναεύς Μάρκιος
13 μ.Χ.
Πάλη
Στρατονίκεια (ή Μαίανδρος) (Μικρά Ασία)
Αριστέας
13 μ.Χ.
Παγκράτιον
Στρατονίκεια (ή Μαίανδρος) (Μικρά Ασία)
Αριστέας
13 μ.Χ.
Στάδιον
Προύσα (Βιθυνία)
Διοφάνης
17 μ.Χ.
Στάδιον
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Αισχίνης (ο Γλαυκίας)
17 μ.Χ.
Τέθριππον
Ρώμη
Γερμανικός Καίσαρ Τιβέριος
21 μ.Χ.
Στάδιον
Πέτρα (Ιορδανία)
Πολέμων
25 μ.Χ.
Στάδιον
Κυδωνία (Κρήτη)
Δάμας (ή Δαμασίας)
25 μ.Χ.
Πυγμαχία
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Δημοκράτης
25 μ.Χ.
Παγκράτιον
Αντιόχεια (Συρία)
Ερμάς
29 μ.Χ.
Πυγμαχία
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Δημοκράτης
29 μ.Χ.
Παγκράτιον
Αντιόχεια (Συρία)
Ερμάς
29 μ.Χ.
Στάδιον
Πέργαμος (Μικρά Ασία)
Ερμογένης
33 μ.Χ.
Παγκράτιον
Λαοδίκεια (Μικρά Ασία)
Εράς
33 μ.Χ.
Πυγμαχία
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Δημοκράτης
33 μ.Χ.
Στάδιον
Επίδαυρος (Πελοπόννησος)
Απολλώνιος
37 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Άγνωστη προέλευση
Απολλώνιος
37 μ.Χ.
Πάλη
Αιγές στην Κιλικία
Νικόστρατος
37 μ.Χ.
Παγκράτιον
Αιγές στην Κιλικία
Νικόστρατος
37 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Σαραπίων
37 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Φιλαδέλφεια (Μικρά Ασία)
Ερμογένης
41 μ.Χ.
Στάδιον
Λαοδίκεια (Μικρά Ασία)
Ευβουλίδας
41 μ.Χ.
Δίαυλος
Άγνωστη προέλευση
Άγνωστο όνομα
41 μ.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Άγνωστη προέλευση
Άγνωστο όνομα
41 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Άγνωστη προέλευση
Απολλώνιος
45 μ.Χ.
Στάδιον
Μυτιλήνη (νησί του Αιγαίου)
Βαλέριος
45 μ.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Άγνωστη προέλευση
Άγνωστο όνομα
45 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Άγνωστη προέλευση
Απολλώνιος
49 μ.Χ.
Πυγμαχία
Καρία (Μικρά Ασία)
Μελανκόμας
49 μ.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Άγνωστη προέλευση
Άγνωστο όνομα
49 μ.Χ.
Παγκράτιον παίδων
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Πούπλιος Κορνήλιος Αρίστων
49 μ.Χ.
Στάδιον
Αίγιο (Πελοπόννησος)
Αθηνόδωρος
49 μ.Χ.
Πάλη
Αντιόχεια (Συρία)
Τιβέριος Κλαύδιος Πατρόβιος
53 μ.Χ.
Ιπποδρομία πώλων
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Κάλλιππος Πεισαίος
53 μ.Χ.
Κέλης
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Τιβέριος Κλαύδιος Αφροδείσιος
53 μ.Χ.
Παγκράτιον
Στρατονίκεια (Μικρά Ασία)
Άγνωστο όνομα
53 μ.Χ.
Στάδιον
Αίγιο (Πελοπόννησος)
Αθηνόδωρος
53 μ.Χ.
Πάλη
Αντιόχεια (Συρία)
Τιβέριος Κλαύδιος Πατρόβιος
57 μ.Χ.
Στάδιον
Σιδών (Φοινίκη)
Καλλικλής
57 μ.Χ.
Πάλη
Αντιόχεια (Συρία)
Τιβέριος Κλαύδιος Πατρόβιος
57 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Φιλαδέλφεια (Μικρά Ασία)
Πούπλιος Πομπήειος Ευτύχης
61 μ.Χ.
Στάδιον
Αίγιο (Πελοπόννησος)
Αθηνόδωρος
61 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Φιλαδέλφεια (Μικρά Ασία)
Πούπλιος Πομπήειος Ευτύχης
65 μ.Χ.
Παγκράτιον
Αντίκυρα (κεντρική Ελλάδα)
Ξενόδαμος
65 μ.Χ.
Άρμα τέλειον
Ρώμη
Νέρων
65 μ.Χ.
Άρμα πωλικόν
Ρώμη
Νέρων
65 μ.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Ρώμη
Νέρων
65 μ.Χ.
Αγώνας κιθαρωδών
Ρώμη
Νέρων
65 μ.Χ.
Αγώνας τραγωδιών
Ρώμη
Νέρων
65 μ.Χ.
Δεκάπωλον
Ρώμη
Νέρων
65 μ.Χ.
Στάδιον
Φιλαδέλφεια (Μικρά Ασία)
Τρύφων
69 μ.Χ.
Στάδιον
Κέραμος (Μικρά Ασία)
Πολίτης
69 μ.Χ.
Δίαυλος
Κέραμος (Μικρά Ασία)
Πολίτης
69 μ.Χ.
Δόλιχος
Κέραμος (Μικρά Ασία)
Πολίτης
69 μ.Χ.
Παγκράτιον
Τράλλεις (Μικρά Ασία)
Τι. Κλαύδιος Αρτεμίδωρος
69 μ.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Διογένης
73 μ.Χ.
Στάδιον
Κύμη (Εύβοια)
Ρόδων
73 μ.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Διογένης
77 μ.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Διογένης
77 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Στράτων
81 μ.Χ.
Παγκράτιον
Σμύρνη (Μικρά Ασία)
Τι. Κλαύδιος Ρούφος
81 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
(Πρατο)μελίδας
81 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (δίαυλος ή οπλίτης δρόμος)
Ξάνθος (Μικρά Ασία)
Ερμογένης (ο και Ίππος)
81 μ.Χ.
Στάδιον
Ξάνθος (Μικρά Ασία)
Ερμογένης (ο και Ίππος)
81 μ.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Διογένης
85 μ.Χ.
Στάδιον
Ταρσός (Μικρά Ασία)
Απολλοφάνης (ο και Πάπης)
85 μ.Χ.
Οπλίτης δρόμος (;)
Ξάνθος (Μικρά Ασία)
Ερμογένης (ο και Ίππος)
85 μ.Χ.
Δίαυλος
Ξάνθος (Μικρά Ασία)
Ερμογένης (ο και Ίππος)
85 μ.Χ.
Παγκράτιον
Άδανα (Μικρά Ασία)
Τ. Φλάβιος Αρτεμίδωρος
85 μ.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Διογένης
85 μ.Χ.
Δόλιχος
Ιασός (Μικρά Ασία)
Τ. Φλάβιος Μητρόβιος
89 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Τήνος (νησί του Αιγαίου)
Παγκλής
89 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (δίαυλος ή οπλίτης δρόμος)
Ξάνθος (Μικρά Ασία)
Ερμογένης (ο και Ίππος)
89 μ.Χ.
Στάδιον
Ξάνθος (Μικρά Ασία)
Ερμογένης (ο και Ίππος)
89 μ.Χ.
Παγκράτιον
Άδανα (Μικρά Ασία)
Τ. Φλάβιος Αρτεμίδωρος
89 μ.Χ.
Παγκράτιον παίδων
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Νικάνωρ
89 μ.Χ.
Πυγμαχία παίδων
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Σαραπίων
93 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Αθήνα
Αθηναίος
93 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Απόλλωνις (ή Ηλιόδωρος)
93 μ.Χ.
Πυγμαχία
Αλεξάνδρεια στην Τρωάδα (Μικρά Ασία)
Ηρακλείδης
97 μ.Χ.
Στάδιον
Καππαδοκία (Μικρά Ασία)
Στέφανος
97 μ.Χ.
Πάλη παίδων
Αντιόχεια (Συρία)
Μάρκος
101 μ.Χ.
Παγκράτιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Τ. Φλάβιος Αρχίβιος
101 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Αχιλλεύς
105 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Θεωνάς (ο και Σμάραγδος)
105 μ.Χ.
Παγκράτιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Τ. Φλάβιος Αρχίβιος
109 μ.Χ.
Στάδιον
Σιδών (Φοινίκη)
Κάλλιστος
113 μ.Χ.
Στάδιον
Σιδών (Φοινίκη)
Εύστολος
113 μ.Χ.
Δόλιχος
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Άγνωστο όνομα
117 μ.Χ.
Παγκράτιον παίδων
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Π. Αίλιος Αριστόμαχος
117 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Ισαρίων
117 μ.Χ.
Δόλιχος
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Άγνωστο όνομα
121 μ.Χ.
Στάδιον
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Αριστέας
125 μ.Χ.
Πυγμαχία
Άγνωστη προέλευση
Δ(ε)ίδας
125 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Διονύσιος Σαμευμύς
125 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Πέργαμος (Μικρά Ασία)
Μόσχος
129 μ.Χ.
Παγκράτιον
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Μ. Ούλπιος Δομέστικος
129 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Αιγές στην Αιολία
(Δεί)φιλος
129 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Διονύσιος Σαμευμύς
129 μ.Χ.
Τέθριππον
Ρώμη
Λ. Μινίκιος Νάταλις
133 μ.Χ.
Στάδιον παίδων
Σικυών (Πελοπόννησος)
Αίλιος Γρανιανός
133 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Λουκάς
137 μ.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Σικυών (Πελοπόννησος)
Αίλιος Γρανιανός
137 μ.Χ.
Δίαυλος
Σικυών (Πελοπόννησος)
Αίλιος Γρανιανός
137 μ.Χ.
Πένταθλον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Αίλιος Γρανιανός
137 μ.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Λαοδίκεια (Μικρά Ασία)
Π. Αίλιος Αρτεμάς
137 μ.Χ.
Πάλη
Μαγνησία στο Σίπυλο (Μικρά Ασία)
(Ερμα)γόρας
137 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Επίδαυρος (ο και Αμμώνιος)
141 μ.Χ.
Πένταθλον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Αίλιος Γρανιανός
141 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Δίδυμος
141 μ.Χ.
Πυγμαχία
Απάμεια (Βιθυνία)
Μ. Τύλλιος
145 μ.Χ.
Στάδιον
Σικυών (Πελοπόννησος)
Κραναός (ή Γρανιανός)
145 μ.Χ.
Πυγμαχία
Απάμεια (Βιθυνία)
Μ. Τύλλιος
149 μ.Χ.
Πάλη
Σελεύκεια (βόρεια Συρία)
Διονύσιος
149 μ.Χ.
Στάδιον
Σάρδεις (Μικρά Ασία)
Αττικός
149 μ.Χ.
Παγκράτιον
Άγνωστη προέλευση
Σωκράτης
153 μ.Χ.
Τέθριππον πωλικόν
Ηλεία (Πελοπόννησος)
Κασίας Μ(νασιθέας)
153 μ.Χ.
Παγκράτιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Μ. Αυρήλιος Δημήτριος
153 μ.Χ.
Στάδιον
Χίος (νησί του Αιγαίου)
Δημήτριος
153 μ.Χ.
Δίαυλος
Χίος (νησί του Αιγαίου)
Δημήτριος
157 μ.Χ.
Στάδιον
Χίος (νησί του Αιγαίου)
Ηράς
161 μ.Χ.
Στάδιον
Ελάτεια (κεντρική Ελλάδα)
Μνασίβουλος
161 μ.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Ελάτεια (κεντρική Ελλάδα)
Μνασίβουλος
165 μ.Χ.
Πάλη
Σμύρνη (Μικρά Ασία)
Μ. Αυρήλιος Χρύσιππος
165 μ.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Ταρσός (Μικρά Ασία)
Τ. Αίλιος Αυρήλιος Απολλώνιος
165 μ.Χ.
Δίαυλος
Άγνωστη προέλευση
Άγνωστο όνομα
165 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Αειθαλής
169 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Ευδαίμων
169 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα δρόμου
Φιλαδέλφεια (Μικρά Ασία)
Άγνωστο όνομα
173 μ.Χ.
Παγκράτιον
Σάρδεις (Μικρά Ασία)
Μ. Αυρήλιος Δημόστρατος Δαμάς
173 μ.Χ.
Πυγμαχία
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Φωτίων
173 μ.Χ.
Στάδιον
Αίγινα (νησί του Σαρωνικού)
Αγαθόπους
177 μ.Χ.
Παγκράτιον
Σάρδεις (Μικρά Ασία)
Μ. Αυρήλιος Δημόστρατος Δαμάς
177 μ.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Γ. Ιούλιος Βάσσος
177 μ.Χ.
Πάλη
Μαγνησία στο Σίπυλο (Μικρά Ασία)
Μ. Αυρήλιος Ερμαγόρας
177 μ.Χ.
Στάδιον
Αίγινα (νησί του Σαρωνικού)
Αγαθόπους
181 μ.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Κ[...]κταβηνός
181 μ.Χ.
Παγκράτιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Μ. Αυρήλιος Ασκληπιάδης
181 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Ανουβίων (ο και Φειδός)
185 μ.Χ.
Οπλίτης δρόμος
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Κ[...]κταβηνός
185 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Ήρων
185 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Φιλαδέλφεια (Μικρά Ασία)
Τ. Αίλιος Αυρήλιος Μητρόδωρος
189 μ.Χ.
Στάδιον
Κυρήνη (Λιβύη)
Μάγνος
189 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (πάλη ή πυγμαχία ή παγκράτιον)
Σμύρνη (Μικρά Ασία)
Κλαύδιος Απολλώνιος
189 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Σμύρνη (Μικρά Ασία)
Τι. Ιούλιος Σεπτήμιος Ιουλιανός
189 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Μ. Αυρήλιος Φιλοσέβαστος
193 μ.Χ.
Πάλη
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Μ. Αυρήλιος Ασκληπιάδης
193 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Ισίδωρος (ο και Αρτεμίδωρος)
193 μ.Χ.
Κέλης
Ρόδος (νησί του Αιγαίου)
Θεόπροπος
197 μ.Χ.
Πένταθλον
Κύζικος (Μικρά Ασία)
Αυρ. Μητρόδωρος
197 μ.Χ.
Πυγμαχία
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Άγνωστο όνομα
197 μ.Χ.
Πάλη
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Μ. Αυρήλιος Ασκληπιάδης
197 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Ισίδωρος (ο και Αρτεμίδωρος)
201 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Νύσα (Μικρά Ασία)
Μ. Αυρήλιος Ιεροκλής
201 μ.Χ.
Πυγμαχία
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Άγνωστο όνομα
201 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Αλέξανδρος
205 μ.Χ.
Στάδιον
Κύζικος (Μικρά Ασία)
Επίνικος (ο και Κυνάς)
205 μ.Χ.
Στάδιον παίδων
Άγνωστη προέλευση
Άγνωστο όνομα
205 μ.Χ.
Πυγμαχία
Άγνωστη προέλευση
Πλούταρχος
209 μ.Χ.
Παγκράτιον
Θυάτειρα (Μικρά Ασία)
Γ. Περήλιος Αυρήλιος Αλέξανδρος
209 μ.Χ.
Πάλη
Ναύκρατις (Αίγυπτος)
Γέρηνος
209 μ.Χ.
Στάδιον
Γόρτυνα (Πελοπόννησος)
Σατορνίλος
213 μ.Χ.
Παγκράτιον
Μαγνησία στο Μαίανδρο (Μικρά Ασία)
Λ. Σιλίκος Φίρμος Μανδρογένης
213 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Ηλιόδωρος (ο και Τρωσιδάμας)
213 μ.Χ.
Δόλιχος
Βιθυνία (Μικρά Ασία)
Άγνωστο όνομα (ο και Γράος)
213 μ.Χ.
Πάλη
Φοινίκη (νότια της Συρίας)
Αυρήλιος Αίλιξ
217 μ.Χ.
Αγώνας σαλπιγκτών
Έφεσος (Μικρά Ασία)
Π. Αίλιος Αυρήλιος Σεραπίων
217 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Ηλιόδωρος (ο και Τρωσιδάμας)
217 μ.Χ.
Δόλιχος
Βιθυνία (Μικρά Ασία)
Άγνωστο όνομα (ο και Γράος)
217 μ.Χ.
Παγκράτιον
Φοινίκη (νότια της Συρίας)
Αυρήλιος Αίλιξ
221 μ.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Π. Αίλιος Αλκανδρίδας
221 μ.Χ.
Παγκράτιον
Αίγυπτος
Αυρήλιος Φοιβάμμων
221 μ.Χ.
Δόλιχος
Βιθυνία (Μικρά Ασία)
Άγνωστο όνομα (ο και Γράος)
225 μ.Χ.
Στάδιον
Σπάρτη (Πελοπόννησος)
Π. Αίλιος Αλκανδρίδας
225 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Μίλητος (Μικρά Ασία)
Π. Αίλιος Γρανιανός Φάνιος Αρτεμίδωρος
229 μ.Χ.
Στάδιον
Σαλαμίνα (νησί του Σαρωνικού)
Δημήτριος
229 μ.Χ.
Πένταθλον
Σαλαμίνα (νησί του Σαρωνικού)
Δημήτριος
229 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (πάλη ή πυγμαχία ή παγκράτιον)
Άγνωστη προέλευση
Κλαύδιος Ρούφος (ο και Απολλώνιος)
233 μ.Χ.
Στάδιον
Σαλαμίνα (νησί του Σαρωνικού)
Δημήτριος
233 μ.Χ.
Πένταθλον
Σαλαμίνα (νησί του Σαρωνικού)
Δημήτριος
233 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (πάλη ή πυγμαχία ή παγκράτιον)
Άγνωστη προέλευση
Κλαύδιος Ρούφος (ο και Απολλώνιος)
237 μ.Χ.
Στάδιον
Σαλαμίνα (νησί του Σαρωνικού)
Δημήτριος
237 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (πάλη ή πυγμαχία)
Άγνωστη προέλευση
Άγνωστο όνομα
241 μ.Χ.
Πένταθλον
Κόρινθος (Πελοπόννησος)
Πούπλιος Ασκληπιάδης
241 μ.Χ.
Τέθριππον
Αθήνα
Τ. Δομιτίου Προμηθέως
241 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Αντινόη (Αίγυπτος)
Αυρήλιος Γερμανός
245 μ.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Σινώπη (Μικρά Ασία)
Βαλέριος Εκλεκτός
245 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Ερμόπολις (Αίγυπτος)
Τ. Κλαύδιος Διόδωρος
249 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (πάλη ή παγκράτιον)
Δάλδη (Μικρά Ασία)
Μ. Αυρήλιος Πείος
249 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Αθήνα
Άγνωστο όνομα
253 μ.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Σινώπη (Μικρά Ασία)
Βαλέριος Εκλεκτός
257 μ.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Σινώπη (Μικρά Ασία)
Βαλέριος Εκλεκτός
261 μ.Χ.
Αγώνας κηρύκων
Σινώπη (Μικρά Ασία)
Βαλέριος Εκλεκτός
265 μ.Χ.
...
...
Δεν αναφέρονται νικητές
269 μ.Χ.
Στάδιον
Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος)
Διονύσιος
273 μ.Χ.
...
...
Δεν αναφέρονται νικητές
277 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα
Οξύρυγχος (Αίγυπτος) (εκτός χάρτη)
Αυρήλιος Σαραπάμμων (ο και Δίδυμος)
281-365 μ.Χ.
...
...
Δεν αναφέρονται νικητές
369 μ.Χ.
Πυγμαχία
Αρμενία (εκτός χάρτη)
Βαρασδάτης
369 μ.Χ.
Άγνωστο αγώνισμα (πάλη ή πυγμαχία ή παγκράτιον)
Φιλαδέλφεια (Μικρά Ασία)
Φιλούμενος

πηγή: el.wikipedia - hellinon.net

ΚΡΗΤΗ - ΤΟΠΟΣ, ΙΣΤΟΡΙΑ , ΓΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ

$
0
0
crete

Η Κρήτη είναι το μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και το πέμπτο μεγαλύτερο της Μεσογείου μετά τη Σικελία, τη Σαρδηνία, την Κύπρο και τη Κορσική. Ευλογημένο από τους θεούς, μοναδικό στον πλανήτη, χάρη στα απλόχερα δώρα της φύσης και της ιστορίας. Ανέγγιχτη και εύφορη φύση, υπερήφανα βουνά με μακραίωνο ποιμενικό πολιτισμό, επιβλητικά φαράγγια, σπήλαια, οροπέδια, πεδιάδες με χιλιάδες ελαιόδεντρα, απέραντοι αμπελώνες, την πιο πλούσια χλωρίδα της Ευρώπης, χίλια χιλιόμετρα ακτές, την Κρητική Κουζίνα, την πιο υγιεινή και νόστιμη κουζίνα του κόσμου, η Κρήτη αποτελεί το λίκνο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού.

Η θαλασσοκράτειρα Κρήτη του Μίνωα έχει πίσω της 8.000 χρόνια ιστορίας. Το νησί κατοικείται από την Νεολιθική Περίοδο και ο Μινωικός Πολιτισμός που αναπτύχθηκε στο νησί από το 2.500 π.Χ. έως το 1.100 π.Χ. αποτελεί τον πρώτο σημαντικό πολιτισμό που ήκμασε στην Ευρώπη με αδιάψευστο μάρτυρα της παρουσίας το ανυπέρβλητο παλάτι της Κνωσού, τις τοιχογραφίες, τα κοσμήματα, τα κεραμικά και πολλά άλλα αντικείμενα βρίσκονται κυρίως στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηρακλείου αλλά και στα αρχαιολογικά μουσεία και τους 60 αρχαιολογικούς χώρους διάσπαρτους σε όλο το νησί.
diskos
Την περίοδο της Κλασικής αρχαιότητας η Κρήτη βρίσκεται στο περιθώριο του ελληνικού κόσμου, δεν συμμετέχει στους Περσικούς πολέμους, ούτε στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Στην ελληνιστική περίοδο, την ρωμαϊκή και τη βυζαντινή, αλλά και κατά την διάρκεια της Αραβικής κατοχής ο ρόλος της Κρήτης παραμένει σχετικά ισχνός, γεγονός που αλλάζει όταν την καταλαμβάνουν οι Ενετοί, το 1204, - μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, οπόταν γίνεται σπουδαίος εμπορικός σταθμός της Ενετικής Δημοκρατίας - και την διατήρησαν επί 4 αιώνες, ώσπου το 1669 ύστερα από 21 ετών διαρκή πολιορκία, ο Χάνδακας (Ηράκλειο) πέρασε και αυτός υπό Οθωμανική κατοχή.
Την εποχή της Ενετοκρατίας η Κρήτη παρουσιάζει σημαντική πολιτιστική άνθηση και εκεί δημιουργήθηκαν μείζονα, παγκόσμια έργα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής, όπως ο Ερωτόκριτος του Βιτσέντζου Κορνάρου και η Ερωφίλη του Γεωργίου Χορτάτζη.
Επί Οθωμανικής αυτοκρατορίας η Κρήτη υπέφερε τα πάνδεινα, κηρύχθηκαν δεκάδες επαναστάσεις που πνίγηκαν στο αίμα, ώσπου το 1895 ανακηρύχθηκε αυτόνομο κράτος με το όνομα Κρητική Πολιτεία. Το 1905 ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι υπόλοιποι Κρητικοί επαναστάτησαν ζητώντας την Ένωση με την Ελλάδα, κάτι που επιτεύχθηκε το 1913.
crete
Ο 21ος αιώνας βρήκε την Κρήτη σε πολύ διαφορετική κατάσταση απ'ότι στα μέσα του 20ού αιώνα. Το νησί, που λόγω των περιστάσεων της μεταπολεμικής εποχής, μαστιζόταν από τη φτώχεια και τη μετανάστευση, βρέθηκε στις μέρες μας, κυρίως λόγω του τουρισμού και της υποδοχής πάνω από δύο εκατομμυρίων επισκεπτών ετησίως, αλλά και των εντατικών καλλιεργειών, να έχει κατά κεφαλήν εισόδημα από τα πιο υψηλά στην Ελλάδα, και μάλιστα οι κάτοικοί του στη βόρεια ακτή της Κρήτης - εκεί που βρίσκονται οι σύγχρονες οδικές αρτηρίες, τα αστικά κέντρα, τα αεροδρόμια και οι τουριστικές εγκαταστάσεις - να μην έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τη ζωή και τις καταναλωτικές συνήθειες της Δύσης.
Παρ'όλα αυτά, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού του νησιού, διατηρεί στοιχεία από τον λιτό, λεβέντικο και υπερήφανο τρόπο ζωής της Κρήτης και σε μεγάλο βαθμό διατηρεί και εξελίσσει τα έθιμά του, την παραδοσιακή του μουσική και τον Κρητικό τρόπο ζωής του.
πηγή: greekgastronomyguide.gr

ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ ΤΥΑΝΕΑΣ - ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΙΝΔΟ ΓΙΑ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΖΩΕΣ

$
0
0

Συνομιλία του φιλόσοφου Απολλώνιου με έναν Ινδό, τον Ιάρχα.


X I X . «Σχετικά με την ψυχή, τι γνώμη έχετε;» ρώτησε στη συνέχεια ο  Απολλώνιος τον Ινδό Ιάρχα. «Ό,τι ο Πυθαγόρας έχει παραδώσει σε σας και εμείς στους Αιγυπτίους». Είπε ο Απολλώνιος: «Θα μπορούσες λοιπόν να πεις ότι, όπως ακριβώς ο Πυθαγόρας έλεγε πως ήταν ο Εύφορβος, έτσι και συ, προτού έρθεις σ'αυτό το σώμα, ήσουν κάποιος από τους Τρώες ή τους Αχαιούς ή οποιοσδήποτε;» 


Τότε ο Ινδός απάντησε: «Η Τροία καταστράφηκε τότε από το ναυτικό των Αχαιών, εσάς σας έχουν καταστρέψει τα λόγια σας γι'αυτή. Θεωρείτε γενναίους μόνο όσους πήραν μέρος στην Τρωική εκστρατεία και παραβλέπετε πολλούς και θεϊκούς  άνδρες που έχει να επιδείξει και η πατρίδα σας και η Αίγυπτος και η Ινδία. Όμως, επειδή με ρώτησες για το προηγούμενο σώμα μου, πες μου, από τους εχθρούς και τους υπερασπιστές της Τροίας ποιον θεωρείς πιο αξιοθαύμαστο; 

«Τον Αχιλλέα», απάντησε ο Απολλώνιος, «γιο του Πηλέα και της Θέτιδας, που υμνεί ο Όμηρος πάνω απ'όλους τους Αχαιούς για την ομορφιά του και το μεγαλείο του και για τα σπουδαία κατορθώματα του. Αξιοθαύμαστους ακόμη θεωρεί άνδρες σαν τον Αίαντα και τον Νηρέα και τους εξυμνεί ως όμορφους και γενναίους, όμως μετά τον Αχιλλέα». 

«Παρόμοιο μ'αυτόν, Απολλώνιε, να θεωρείς και τον δικό μου πρόγονο ή καλύτερα το προηγούμενο σώμα μου. Έτσι και ο Πυθαγόρας θεωρούσε τον Εύφορβο. 

XX X I I I . Ενώ έκαναν τέτοια συζήτηση, ήρθε στον Ιάρχα αγγελιαφόρος και του είπε: «Ο βασιλιάς νωρίς το απόγευμα θα έρθει για να συσκεφθεί μαζί σας για τις υποθέσεις του». Ο Ιάρχας είπε: «Ας έρθει, γιατί σίγουρα θα αποχωρήσει καλύτερος, αν γνωρίσει τον Έλληνα άνδρα». Αφού είπε αυτά, συνέχισε πάλι την προηγούμενη συζήτηση. 

Ρώτησε λοιπόν τον Απολλώνιο: «Θα μπορούσες εσύ να μιλήσεις για το προηγούμενο σώμα σου και ποιος ήσουν προτού πάρεις την τωρινή μορφή σου;» Ο Απολλώνιος απάντησε: «Επειδή εκείνο κατά τη γνώμη μου ήταν άσημο, λίγα πράγματα θυμάμαι». Ο Ιάρχας παίρνοντας τον λόγο είπε: «Θεωρείς ασήμαντο το ότι υπήρξες κυβερνήτης Αιγυπτιακού πλοίου; Γιατί βλέπω πως αυτό ακριβώς ήσουν». «Αλήθεια λες, Ιάρχα», είπε, «πράγματι αυτό ακριβώς υπήρξα, και το θεωρώ όχι μόνο άδοξο αλλά και αποκρουστικό και τόσο άξιο για τους ανθρώπους όσο και το να εξουσιάζει κανείς ή να είναι επικεφαλής στρατεύματος. Επιπλέον έχει κακή φήμη από τους θαλασσινούς. Πάντως την πιο γενναία πράξη μου κανείς τότε δεν την θεώρησε αξιέπαινη». «Ποια γενναία πράξη θα πεις πως έκανες εκτός από το ότι παρέκαμψες τον Μαλέα και το Σούνιο και πρόβλεψες σωστά την κατεύθυνση των ανέμων προς την πρύμνη και την πλώρη, οδηγώντας το πλοίο σου σώο από τους σκοπέλους στην κοίλη Εύβοια, όπου έχουν κολλήσει έμβολα πολλών πλοίων;» 

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ – ΑΠΑΝΤΑ – Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον Α’-΄Β’- Γ’

πηγή: enneaetifotos

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ - ΤΑ ΕΣ ΤΟΝ ΤΥΑΝΕΑ ΑΠΟΛΛΩΝΙΟ Α΄, Β΄, Γ΄ (ΒΙΒΛΙΟ)

$
0
0

Ο Φιλόστρατος (160/170 - 244/249 μ.Χ.) γεννήθηκε στη Λήμνο, και έζησε στα τέλη του 2ου αι. και στο α΄ μισό του 3ο αι. μ.Χ., εν συνεχεία πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει και αργότερα εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, την εποχή που βασίλευε ο Σεπτίμιος Σεβήρος, όπου απέκτησε την εύνοια της γυναίκας του αυτοκράτορα και μητέρας του Καρακάλλα Ιουλίας Δόμνας. Μετά το 217, οπότε βρήκαν τραγικό τέλος η Ιουλία Δόμνα και ο Καρακάλλας, γύρισε στην Αθήνα (κατά άλλη όμως εκδοχή πήγε στην Τύρο, όπου του δόθηκαν πολιτικά δικαιώματα) για να δραστηριοποιηθεί ως δάσκαλος της σοφιστικής Στη Ρώμη έδρασε ως σοφιστής, όπου και εντάχθηκε στον κύκλο της Ιουλίας Δόμνας, συζύγου του αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου. 


Ένα από τα σημαντικότερα έργα του Φιλόστρατου είναι αυτό για τον Απολλώνιο τον Τυανέα, ο οποίος ήταν ένας σπουδαίος φιλόσοφος του ελληνικού πνεύματος. Βέβαια Ρωμαϊκοί κύκλοι αλλοίωσαν την εικόνα του Απολλώνιου προσδίδοντάς στο βίο του στοιχεία ξένα με την ελληνική παράδοση του εν λόγω προσώπου (θαύματα, μαγεία) προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον χριστιανισμό. Οι μεθοδεύσεις αυτές ήταν καταφανώς  λανθασμένες.

Ακολουθεί ολόκληρο το πρώτο βιβλίο (283 σελίδες) του Φιλόστρατου Τα ες τον Τυανέα Απολλώνιον Α΄, Β΄, Γ: 


πηγή: el.wikipedia - greek-language

Viewing all 939 articles
Browse latest View live