Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΡΟΚΛΟ

$
0
0
apollon-mouses

«Το όνομα των Μουσών ετυμολογείται κάπως έτσι: Δεδομένου, αφενός, ότι ο Πλάτων αποκαλεί τη φιλοσοφία <<μεγίστη μουσική>>, κατά το ότι κάνει τις ψυχικές μας δυνάμεις να κινούνται αρμονικά, σε συμφωνία προς τα όντα και προς τις συντεταγμένες κινήσεις των κύκλων της, και, αφετέρου, ότι προς αυτή μας οδηγεί η αναζήτηση της ουσίας του εαυτού μας και του σύμπαντος μέσα από τη στροφή προς τους εαυτούς μας και προς τις ανώτερες μας υποστάσεις, και ερχόμαστε σε συμφωνία προς το σύμπαν μέσα από την εξομοίωση των εντός μας περιφορών προς αυτές του σύμπαντος, για τους λόγους αυτούς και στις Μούσες δίνουμε όνομα που βασίζεται στην αναζήτηση αυτή.

Ο ίδιος άλλωστε ο Μουσηγέτης (Απόλλων) φανερώνει στις ψυχές την αλήθεια σύμφωνα με τη μία νοητική απλομορφία, ενώ οι Μούσες τελειοποιούν τις πολύμορφες ενέργειες μας που ανυψώνουν στο Ένα το νοητικό. Οι αναζητήσεις λοιπόν έχουν την αναλογία της ύλης ως προς το τέλος που έρχεται από την εύρεση, όπως ακριβώς και το πλήθος ως προς το ένα, και η ποικιλομορφία προς την απλομορφία. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι οι Μούσες δίνουν στις ψυχές τη ζήτηση της αλήθειας, στα σώματα το πλήθος των δυνάμεων και παντού την ποικιλία αρμονιών

(Πρόκλος, Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι 177)
πηγή: hellenictheology.gr

ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΑΝΑΣΟΣ - ΜΑΝΙΑ ΚΑΙ ΕΡΩΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

$
0
0



Μια σπουδαία ομιλία από τον Γιάννη Γκανάσο για τον φιλόσοφο Πλάτωνα που εδραίωσε συστηματικά τη φιλοσοφία και το αντικείμενό της ως την ύψιστη πνευματική κατάσταση του νου στη μέθεξή του με τον Έρωτα.......γιατί χωρίς ερωτική μανία ο νους αδυνατεί να φιλοσοφήσει, να άρει το όχημα του και να θεαθεί τον όντως κόσμο....

ΟΙ ΙΕΡΑΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣΤΟΛΟΙ - Η ΑΛΗΘΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΕΩΣΗ

$
0
0
Abydos_Tempelrelief_Sethos_I._10



Λέγει ο Πλούταρχος, ο Χαιρωνεύς, ο διατελέσας Ιερέας στον εν Δελφοίς του Απόλλωνα ναό:

«Όλα, ω Κλέα, τα αγαθά πρέπει να αιτούνται παρά των Θεών όσοι έχουν νου, προπάντων να εύχονται να αποκτούνε, όσο είναι εφικτό σε άνθρωπο, την περί Θεών επιστήμη εξ αυτών των ιδίων των ΘεώνΔιότι δεν λαμβάνει τίποτα πιο μείζον ο άνθρωπος – παρά των Θεών, ούτε του χαρίζεται, παρά των Θεών, κάτι πιο σεμνό από την αλήθεια. Διότι όλα τα άλλα που δέονται οι άνθρωποι και τους δίνει ο Θεός, τον νου και την φρόνηση τους την μεταδίδει από τον εαυτό του, διότι κατέχει και χρησιμοποιεί αυτά ως δικά τουΔιότι το θείο δεν είναι μακάριο από τον άργυρο και από τον χρυσό ούτε ισχυρό ένεκα των βροντών και των κεραυνών, αλλά μακάριο είναι και ισχυρό είναι λόγω επιστήμης και φρονήσεως. Και τούτο είπε, ωραιότατα εξ όλων, ο Όμηρος περί Θεών: “το όντι και δια τους δυο κοινή η καταγωγή και η μια πατρίδα, αλλά ο Ζευς γεννήθηκε πρότερος και περισσότερα γνώριζε”, ομολογώντας ως σεμνότερη την του Διός ηγεμονία, καθόσον αυτή ήταν ανώτερη ως προς την επιστήμη και την σοφία. Νομίζω δε, ότι και της αιωνίου ζωής, την οποία έχει ο θεός, ευδαίμον είναι το ότι τα συμβαίνοντα δεν διαφεύγουν της εκ των προτέρων γνώσης τουΕάν όμως αφαιρεθεί από τον Θεό το να γνωρίζει και να φρονεί τα όντα τότε ο βίος του δεν θα ήταν αθανασία αλλά χρόνος.  
   

Γι’ αυτό προπάντων πόθος θέωσης για την ψυχή είναι η έφεση της για την περί θεών αλήθεια, θεωρώντας την αναζήτηση και την μάθηση ως ανάληψη ιερών[1], έργο οσιότερο από κάθε αγνεία[2] και νεωκορία, πολύ ευχάριστο στην θεά ταύτην, την οποία εσύ θεραπεύεις[3], μιας και είναι εξαιρέτως σοφή και φιλόσοφος, όπως τουλάχιστον φαίνεται να εκφράζει το όνομά της, καθόσον σε αυτή περισσότερο παρά σε κάθε άλλο αρμόζει η γνώση και η επιστήμηΔιότι ελληνικό είναι το Ίσις και ο Τυφών, ο οποίος όντας πολέμιος της θεάς δια άγνοιας και απάτης τετυφωμένος και διασπώντας αφανίζει τον ιερό λόγο, τον οποίο η θεά συνάγει και συνθέτει και παραδίδει σε εκείνους οι οποίοι επιδιώκουν για τέλος τους την θέωση, με τρόπο ζωής ενδελεχώς σώφρονος και δια διηνεκούς αποχής από πολλές τροφές και από τα αφροδίσια περικόπτει τους ανθρώπους από την ακόλαστη και φιλήδονη διάθεση, εθίζει δε αυτούς να υπομένουν άθραυστοι και στέρεοι εντός των ιερών δια της λατρείας, που τέλος της είναι η γνώση του πρώτου και κυρίαρχου και δια του νοός μόνο προσιτού, το οποίο η Θεά παρακινεί να αναζητούν πλησίον της ως υπάρχοντα μετ’ αυτής και συνδιαμένονταΤο δε όνομα του ιερού της σαφώς εξαγγέλλει την γνώση και την κατανόηση του όντως Όντος. Ονομάζεται δε το ιερό της Ίσειον, επειδή εκεί “εισόμεθα[4] πλήρως το όντως ΟΝ, αν μετά Λόγου και οσίως συμμετάσχουμε στις ιεροτελεστίες της θεάς.     


Αυτήν δε πολλοί την έχουν γενεαλογήσει ως θυγατέρα του Ερμή, πολλοί δε του Προμηθέα, θεωρώντας τον μεν Προμηθέα της σοφίας και την πρόνοιας ευρέτη, τον δε Ερμή ευρέτη της γραμματικής και της μουσικής. Για αυτό και στην Ερμούπολη την επιφανέστερη των Μουσών την καλούνε Ίσιδα άμα και Δικαιοσύνη, σοφή καθώς είναι, όπως ειπώθηκε, και δεικνύει τα θεία σε εκείνους που αληθώς και δικαίως προσαγορεύονται Ιεραφόροι και Ιεροστόλοι[5]Είναι δε αυτοί που φέρουν τον περί θεών ιερό λόγο εντός της ψυχής τους, σαν σε κίστη, καθαρό από κάθε δεισιδαιμονία και αμφιβολία, και τον προφυλάσσουν υποδηλώνοντας την περί Θεών γνώση τους με μέλανα και σκιώδη ή φωτεινά και λαμπερά χρώματα, όπως εκείνα που αλληγορικά υπονοεί η ιερή εσθήτα τουςΓι’ αυτό και το να κοσμούνται με αυτά οι αποθανόντες λατρευτές της Ίσιδος είναι σύμβολο περί του ότι ο ιερός λόγος είναι μαζί τους και έχοντας αυτόν μόνο βαδίζουν προς τον ΆδηΔιότι, ω Κλέα, ούτε η διατήρηση γενειάδας ούτε οι αμφιέσεις μεγαλοπρεπών μανδυών δημιουργούν φιλοσόφους, ούτε η αμφίεση λινών ρούχων δημιουργεί λατρευτές της Ίσιδοςαλλά αληθώς λατρευτής της Ίσιδος είναι εκείνος που – αφού νόμιμα παραλάβει τα δεικνυόμενα & δρώμενα περί των Θεών τούτων – τα ενστερνίζεται και αναζητά δια της λογικής και φιλοσοφώντας περί της εν αυτών αληθείας.»[6]


Εξηγεί δε, ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, περί των στολών των ιερέων της Ίσιδας και το Οσίριδος ότι:

«Οι στολές τής Ίσιδας είναι ποικιλόχρωμες ως προς την βαφή, επειδή η δύναμή της στρέφεται γύρω από την ύλη, η οποία γίνεται κ’ επιδέχεται τα πάντα: φως και σκότος, ημέρα και νύχτα, πυρ και ύδωρ, ζωή και θάνατο, αρχή και τελευτήΗ στολή τού Οσίριδος δεν έχει σκιάσεις ούτε ποικιλοχρωμία, αλλά ένα και απλό χρώμα, τού φωτός, επειδή η αρχή είναι άκρατη, ενώ το πρωταρχικό και νοητό είναι αμιγές. Γι’ αυτόν τον λόγο, αφού την φορέσουν μία φορά, την αποθέτουν και την φυλάττουν αόρατη και ανέγγιχτη, ενώ χρησιμοποιούν πολλές φορές τις ισιακές στολές, επειδή τα αισθητά είναι πρόχειρα και βρίσκονται σε χρήση και μας δίνουν πολλές αναπτύξεις και όψεις τους, αλλάζοντας με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο.     Η νόηση, όμως, τού νοητού και ειλικρινούς και απλού διέλαμψε όπως ακριβώς η αστραπή και άπαξ παρέσχε στην ψυχή την δυνατότητα να την αγγίξει και να την εξετάσει, γι’ αυτό και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αποκαλούν “εποπτικό” αυτό το μέρος τής φιλοσοφίας, εφόσον εκείνοι – που μέσω της λογικής αντιπαρήλθαν τα δοξαστά, τα μεικτά και τα παντοδαπά – ανασκιρτούν προς εκείνο το πρώτο και απλό και άυλο, αληθινά αγγίζοντας την καθαρή αλήθεια γύρω του και θεωρώντας ότι κατέχουν τον ύψιστο σκοπό τής φιλοσοφίας.     

Αυτό ακριβώς που οι σημερινοί ιερείς, αφοσιωμένοι και καλά καλυμμένοι, υποδηλώνουν με ευλάβεια – δηλαδή ότι αυτός ο Θεός άρχει και βασιλεύει επί των νεκρών, ο οποίος δεν είναι άλλος από εκείνον που οι Έλληνες αποκαλούν Άδη και Πλούτωνα – οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν πώς αληθινά είναι, διαταράσσονται και νομίζουν ότι ο αληθινά ιερός και όσιος Όσιρις κατοικεί εντός της γης και υπό την  γη, όπου κρύβονται τα σώματα εκείνων που θεωρούνται ότι έχουν τελευτήσει. Εκείνος, όμως, μόνος του και καθ’ εαυτόν, βρίσκεται πολύ μακριά από την γη, άχραντος και αμίαντος και καθαρός από κάθε ουσία που επιδέχεται φθορά και θάνατοενώ οι ανθρώπινες ψυχές, που περιέχονται σε σώματα και πάθη, δεν δύνανται να μετάσχουν στον Θεόεκτός απ’ όσον δύνανται σαν σε αμυδρό όνειρο να τον νοήσουν δια τής φιλοσοφίαςΌταν, όμως, απελευθερωθούν και μεταβούν στο άμορφο και αόρατο και απαθές και αγνό, αυτός ο Θεός είναι ηγεμόνας και βασιλιάς τους, σαν να ήταν κρεμασμένες απ’ αυτόν, οπότε βλέπουν άπληστα και ποθούν το κάλλος[7] που οι άνθρωποι δεν μπορούν να εκφωνήσουν ή να διηγηθούν, εκείνο που η Ίσις – σύμφωνα με την παλαιά παράδοση – συνεχώς ερωτεύεται κ’ επιδιώκει και μαζί του συνουσιάζεται, γεμίζοντας τον εδώ κόσμο με όλα τα όμορφα και αγαθά, όσα συμμετέχουν στην γένεση. Έτσι έχουν τα πράγματα σχετικά με τον λόγο που κατεξοχήν ταιριάζει στους Θεούς.»[8]


Εξ ου και επικυρώνοντας όλα αυτά ο θείος Πρόκλος λέγει πως:

«ορισμένοι που ερμηνεύουν το όνομα του Πλούτωνα με βάση τον πλούτο που δίνει η γη από τους καρπούς και τα μέταλλα, και το όνομα Άδης με βάση το “αϊδές[9], το σκοτεινό και το φοβερό είναι κάτι λανθασμένο. Καθώς τον Πλούτωνα πρέπει να τον εκλάβουμε, αφενός ως Νου στον πλούτο της φρόνησης, και τον Άδη, αφετέρου, στον Νου τον “ειδότα[10] τα πάντα. Πράγματι, σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση “ο Θεός τούτος είναι Σοφιστής[11]”, και με την κάθαρση που κάνει μετά θάνατον στις ψυχές τις ελευθερώνει από τον κόσμο της γένεσης. Διότι το “αϊδές”, καθώς εξηγούν λανθασμένα κάποιοι, δεν είναι κακό. Ούτε άλλωστε και ο θάνατος είναι κακό, μολονότι μερικοί θεωρούν υπό το κράτος πάθους πως είναι αϊδές. Είναι αϊδές και υπέρτερο του εμφανούς, όπως το νοητό σύμπαν[12]

Μάλιστα, κατά πως λέγει ο Πρόκλος, αφενός:

«Η ανοδική πορεία της ψυχής είναι διττή: Η μία στην ανάβαση της προς το όντως ΟΝ και τον αποκαθαρμό της από τα συγγενικά προς τον κόσμο της γένεσης στοιχεία, την οποία της παρέχουν μετά θάνατον οι δεσμοί του ΠλούτωναΗ άλλη στην ολοκληρωμένη πια ανάβαση της μέσα από την κάθαρση του Άδη και στην κυκλική της κίνηση σύμφωνα με την ζωή και τους νοητικούς τρόπους εκεί, την οποία ολοκληρώνουν οι δεσμοί του Κρόνου μέσω της σύνδεσης προς τον ΖευςΔηλαδή σαν η ψυχή να τοποθέτησε ένα αποτύπωμα στην περιοχή του νοητού, διεξέρχεται στον κόσμο εκείνο την έκταση των νοητών και θεάται τα μακάρια εκείνα θεάματα, όπως διδάσκει ο Σωκράτης του “Φαίδρου, 247.d”, και τούτη η τελική ανάβαση είναι σπουδαιότερη και τελειότερη από την προηγούμενη. “Τις ψυχές, μάλιστα “που φοβούνται” για το σώμα όχι μόνο οι δεσμοί του Άδη δεν μπορούν να τις συγκρατήσουν και να τις ανεβάσουν προς την περιοχή της κυριαρχίας του Διός, αλλά ούτε και του Κρόνου οι δεσμοί που, ως πατρικοί, είναι προφανώς και ισχυρότεροι.»[13]

Εξηγώντας δε περί των καθόδων/ανόδων των ψυχών, περί των δικαστηρίων των ψυχών, περί των κλήρων/λήξεων των ψυχών, περί των οδών/περασμάτων τους, περί του λειμώνα και γενικά υπομνηματίζοντας το δέκατο βιβλίο της Πλατωνική «Πολιτείας», συνδυαστικά πάντα με τα λεγόμενα του Πλάτωνα στον «Φαίδρο», «Φαίδωνα» και «Γοργία», ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.96-184), 136.19 – 144.13», εξηγεί πως «αἱ μὲν μακάρων νῆσοι Πλουτώνειοι λήξεις εἰσίν» κλήροι, οι δε «οὐράνιαι τῆς τοῦ πρώτου τῶν τριῶν Διὸς ἀρχῆς κατὰ τὴν εἰς τρία τῶν Κρονιδῶν τομὴν τοῦ κόσμου». Όπως και ότι το ένα εκ των τριών περασμάτων «Πλούτωνός ἐστι τρίοδος ἢ εἰς τὰς μακάρων νήσους ἢ εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς τίσεως ἢ εἰς τοὺς καθαρτικοὺς τόπους», το άλλο «εἰς Διὸς μοναδικὴ πρὸς οὐρανὸν ἄγουσα», ενώ το άλλο «εἰς Ποσειδῶνος †σώζει τὰ τῶν χθονίων δικαστῶν».

Ως εκ τούτων καταλαβαίνουμε ότι τα νοητικά αγαθά που οι πανάγιες τελετές των Ελευσίνιων μυστηρίων υπόσχονται για στους μύστες μόλις λυθούν εκ των σωμάτων τους, την μετοχή δηλ. στα δώρα του Πλούτωνα και της Κόρης Περσεφόνης, σχετίζονται με τα νησιά των Μακάρων και μόνον με αυτά!

Δηλαδή πρόκειται για την ανοδική πορεία της ψυχής προς το όντως ΟΝ και τον αποκαθαρμό της από τα συγγενικά προς τον κόσμο της γένεσης στοιχεία, την οποία και τον οποίο της παρέχουν μετά θάνατον οι δεσμοί του Πλούτωνα.

Εξ ου και κατά πως λέγει ο Πρόκλος:

«Η μία σωτηρία της ψυχής που προβάλλεται από τον δημιουργό & πατέρα Ζευς, η σωτηρία η οποία απαλλάσσει από τον κύκλο της γένεσης, από την μεγάλη περιπλάνηση και από την άσκοπη ζωή, είναι η αναδρομή προς το νοητικό είδος της ψυχής και η φυγή από όλα όσα έχουν προσκολληθεί σε εμάς από την γέννησηΓιατί πρέπει η ψυχή, η οποία ρίχτηκε σαν σπόρος μέσα στην γενεσιουργό σπορά, να αποβάλει το άχυρο και το φλούδι, θα λέγαμε, το οποίο απέκτησε από τη γένεση της από όσα την έχουν περιβάλει, να γίνει άνθος και καρπός νοητικός, αγαπώντας τη νοητική ζωή αντί για την τροφή της δοξασίας και επιδιώκοντας την ομοιόμορφη και απλή ενέργεια της περιφοράς της ταυτότητας αντί για την πλανόδια κίνηση της περιφοράς της διαφορετικότητας. Γιατί υπάρχει και μέσα της καθένας από τους δυο κύκλους και οι δύο δυνάμεις και οι δυο ίπποι, ο αγαθός και ο αντίθετος, εκ των οποίων ο ένας οδηγεί την ψυχή στον κόσμο της γένεσης, ενώ ο άλλος από τον κόσμο της γένεσης προς το όντως ΟΝ, και ο ένας την περιστρέφει στον γενεσιουργό κύκλο, ενώ ο άλλος στον νοητικό. Γιατί η περιφορά της ταυτότητας και της ομοιότητας ανεβάζει την ψυχή προς τον νου, προς τη νοητή φύση και προς την πρώτη και άριστη έξη – και αυτή η έξη κατά την οποία η ψυχή έχει αναπτερωθεί και διοικεί ολόκληρο τον Κόσμο μαζί με τους θεούς, αφού εξομοιωθεί με τους ίδιους τους θεούς, και αυτό το καθολικό είδος της ζωής μέσα στην ψυχή, όπως ακριβώς το μερικό είναι όταν η ψυχή πέσει στο έσχατο σώμα και ανήκει σε ένα επιμέρους πράγμα αντί για το σύνολο, και το καθολικό – μερικό είδος της ζωής, το οποίο βρίσκεται ανάμεσά τους, είναι όταν ζει μαζί με το μεσαίο όχημα ως πολίτιδα του Κόσμου της γένεσης – απορρίπτοντας, λοιπόν, την προηγούμενη έξη η οποία ακολουθούσε τη σχέση με ολόκληρο τον Κόσμο της γένεσης και με το άλογο στοιχείο, χορηγώντας νου στη δοξασία και οδηγώντας ολόκληρη την ψυχή από την περιπλάνηση γύρω από τον κόσμο της γένεσης προς την ευδαίμονα ζωήΑυτή τη ζωή εύχονται να πετύχουν όσοι, κατά τον Ορφέα, μυούνται στα μυστήρια του Διονύσου και της Κόρης, καθώς “κύκλου τ᾽ ἂν λήξαι καὶ ἀναπνεύσαι κακότητος”.»[14]

Όμως ο Πρόκλος λέγει αφενός πως :

«Μόνο οι σπουδαιότερες ψυχές, και όχι όλες, αξιώνονται της συνουσίας (συνεύρεσης) με τον Πλούτωνα μετά την απελευθέρωση τους από το σώμα. Εκείνες, δηλ., που έχουν εντονότερο τον σωματικό χαρακτήρα τις λυτρώνουν από την κακία τους κάποιοι καθαρτήριοι Δαίμονες ή Άγγελοι με τρόπο επίπονο και οδυνηρό[15]

Αφετέρου:

«οι φιλοσώματοι άνθρωποι, προβάλουν κακώς τα πάθη του έμψυχου στον εαυτό τους, θεωρούν φοβερό πράγμα τον θάνατο ως αίτιο φθοράς. Στην πραγματικότητα όμως, είναι πολύ καλύτερο για τον άνθρωπο που πέθανε να ζει κατά φύση στον Άδη από το να ζει παρά φύση στη σωματική ζωή και να εμποδίζεται στην νοητική του ενέργειαΓια τούτου πρέπει “να απογυμνωθεί” από το σαρκίο το οποίο ήταν περιβεβλημένος, όπως ο Οδυσσέας γυμνώνεται “από τα κουρελιασμένα ρούχα του”, και να μην “ενδύεται” πλέον, όντας  ένας “αξιολύπητος ζητιάνος”, μαζί με την ένδυα του σώματος, τα “κουρέλια του”. ”Τα θεία είναι απρόσιτα για τους θνητούς που σκέφτονται το σώμα, μόνο οι γυμνήτες σπεύδουν επάνω προς τα ύψη”, όπως λέει ο Χρησμός».[16]

Είδαμε λοιπόν πως συμφώνως με τον Πλούταρχο τον Χαιρωνεύς, τον διατελέσασα ιερέα στον εν Δελφοίς του Απόλλωνα ναό, αφενός:

«από όλα τα αγαθά, όσοι έχουν νου, που αιτούμαστε παρά των Θεών, προπάντων πρέπει να ευχόμαστε να αποκτούμε, όσο είναι εφικτό σε άνθρωπο, την περί Θεών επιστήμη εξ αυτών των ιδίων των ΘεώνΔιότι δεν λαμβάνει τίποτα πιο μείζον ο άνθρωπος – παρά των Θεών, ούτε του χαρίζεται, παρά των Θεών, κάτι πιο σεμνό από την αλήθεια»

Αφετέρου:

«προπάντων πόθος θέωσης για την ψυχή είναι η έφεση της για την περί θεών αλήθεια, θεωρώντας την αναζήτηση και την μάθηση ως ανάληψη ιερών, έργο οσιότερο από κάθε αγνεία και νεωκορία».

Μάλιστα τονίζει πως αφενός:

«ο άνθρωπος που  επιδιώκει για τέλος του την θέωση πρέπει  με τρόπο ζωής ενδελεχώς σώφρονος και δια διηνεκούς αποχής από πολλές τροφές και από τα αφροδίσια να απομακρύνεται από την ακόλαστη και φιλήδονη διάθεση, εθιζόμενος έτσι στο να υπομένει άθραυστος και στέρεος εντός των ιερών δια της ιερής των Θεών λατρείας, που τέλος της είναι η γνώση του πρώτου και κυρίαρχου και δια του νοός μόνο προσιτού, το οποίο η Αθηνά-Ίσιδα παρακινεί να αναζητούν πλησίον της ως υπάρχοντα μετ’ αυτής και συνδιαμένοντα. Εξ ου και στην Αίγυπτο το ιερό της θεάς σαφώς εξαγγέλλει την γνώση και την κατανόηση του όντως Όντος. Εξ ου και ονομάζεται Ίσειον, επειδή εκεί “εισόμεθα” πλήρως το όντως ΟΝ, αν μετά Λόγου και οσίως συμμετάσχουμε στις ιεροτελεστίες της θεού

Αφετέρου:

«Η Αθηνά-Ίσιδα δεικνύει τα θεία στους αληθώς και όντως φιλοσόφους που είναι οι αληθώς και όντως θεραπευτές της (λατρευτές της), είναι εκείνοι που αληθώς και δικαίως προσαγορεύονται Ιεραφόροι και Ιεροστόλοι. Είναι αυτοί που φέρουν τον περί θεών ιερό λόγο εντός της ψυχής τους, σαν σε κύστη, καθαρό από κάθε δεισιδαιμονία και αμφιβολία, και τον προφυλάσσουν υποδηλώνοντας την περί Θεών γνώση τους με μέλανα και σκιώδη ή φωτεινά και λαμπερά χρώματα, όπως εκείνα που αλληγορικά υπονοεί η ιερή εσθήτα τουςΑληθώς δηλ. λατρευτής της Αθηνάς-Ίσιδος είναι εκείνος που – αφού νόμιμα παραλάβει τα δεικνυόμενα & δρώμενα περί των Θεών τούτων – τα ενστερνίζεται και αναζητά δια της λογικής και φιλοσοφώντας περί της εν αυτών αληθείας.»



[1]  Ως ανάληψη ιεροσύνης.
[2]   αγνεία
  • αυστηρή τήρηση των θρησκευτικών καθηκόντων
  • στον πληθ. αἱ ἁγνεῑαι
τελετές καθαρμού, εξαγνισμού.

Η «αγνεία» είναι ανάλογη, αλλά εννοιολογικά ευρύτερη, τής σημερινής νηστείας. Πρόκειται για την διαδικασία κατά την χρονική διάρκεια τής οποίας ο λατρευτής των θεών απέχει όχι μόνον από συγκεκριμένα φαγητά και ποτά, αλλά και από συγκεκριμένες σκέψεις και πράξεις. Top of Form
[3]   Λατρεύεις.
[4] «Εισόμεθα»: «θα γνωρίσουμε, θα κατανοήσουμε», πρώτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού τού μέλλοντα χρόνου τού ρήματος «οίδα», το οποίο σημαίνει «γνωρίζω, κατανοώ».
[5]  Οι ιεροφόροι και οι ιερόστολοι αποτελούσαν δύο από τις ανώτερες βαθμίδες τού ιερατείου των Ισιακών μυστηρίων.
ιερόστολος
ἱερόστολος, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο) ιερέας που είχε την επιμέλεια των ιερών στολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + –στολος (< στολή), πρβλ. λινόστολοςμελανόστολος].


ιεραφόρος
ἱεραφόρος και ἱεροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερά, πληθ. τού ιερόν + –φόρος (< φέρω), πρβλ. ζωνοφόροςκωνοφόρος].


[6]  Βλ. Πλούταρχος «Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 351.C.1 – 352.C.2» :
          De Iside et Osiride  351.C.1 ` to     De Iside et Osiride  352.C.2    Πάντα μέν, ὦ Κλέα, δεῖ τἀγαθὰ τοὺς νοῦν ἔχοντας αἰτεῖσθαι παρὰ τῶν θεῶν, μάλιστα δὲ τῆς περὶ αὐτῶν ἐπιστήμης ὅσον ἐφικτόν ἐστιν ἀνθρώποις μετιόντες εὐχόμεθα τυγχάνειν παρ᾽ αὐτῶν ἐκείνων· ὡς οὐθὲν ἀνθρώπῳ λαβεῖν μεῖζον, οὐ χαρίσασθαι θεῷ σεμνότερον ἀληθείας. τἄλλα μὲν γὰρ ἀνθρώποις ὁ θεὸς ὧν δέονται δίδωσιν, <νοῦ δὲ καὶ φρονήσεως μεταδίδωσιν,> οἰκεῖα κεκτημένος ταῦτα καὶ χρώμενος. οὐ γὰρ ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ μακάριον τὸ θεῖον οὐδὲ βρονταῖς καὶ κεραυνοῖς ἰσχυρόν, ἀλλ᾽ ἐπιστήμῃ καὶ φρονήσει, καὶ τοῦτο κάλ λιστα πάντων Ὅμηρος ὧν εἴρηκε περὶ θεῶν ἀναφθεγξάμενος (Ν 354 )      «ἦ μὰν ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος ἠδ᾽ ἴα πάτρη, ἀλλὰ Ζεὺς πρότερος γεγόνει καὶ πλείονα ᾔδει»       σεμνοτέραν ἀπέφηνε τὴν τοῦ Διὸς ἡγεμονίαν ἐπιστήμῃ καὶ σοφίᾳ πρεσβυτέραν οὖσαν. οἶμαι δὲ καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἣν ὁ θεὸς εἴληχεν, εὔδαιμον εἶναι τὸ τῇ γνώσει μὴ προαπολείπειν τὰ γινόμενα· τοῦ δὲ γινώσκειν τὰ ὄντα καὶ φρονεῖν ἀφαιρεθέντος οὐ βίον ἀλλὰ χρόνον εἶναι τὴν ἀθανασίαν. διὸ θειότητος ὄρεξίς ἐστιν ἡ τῆς ἀληθείας μάλιστα δὲ τῆς περὶ θεῶν ἔφεσις, ὥσπερ ἀνάληψιν ἱερῶν τὴν μάθησιν ἔχουσα καὶ τὴν ζήτησιν, ἁγνείας τε πάσης καὶ νεωκορίας ἔργον ὁσιώτερον, οὐχ ἥκιστα δὲ τῇ θεῷ ταύτῃ κεχαρισμένον, ἣν σὺ θεραπεύεις ἐξαιρέτως σοφὴν καὶ φιλόσοφον οὖσαν, ὡς τοὔνομά γε φράζειν ἔοικε παντὸς μᾶλλον αὐτῇ τὸ εἰδέναι καὶ τὴν ἐπιστήμην  προσήκουσαν. Ἑλληνικὸν γὰρ ἡ Ἶσίς ἐστι καὶ ὁ Τυφὼν πολέμιος <ὢν> τῇ θεῷ καὶ δι᾽ ἄγνοιαν καὶ ἀπάτην τετυφω μένος καὶ διασπῶν καὶ ἀφανίζων τὸν ἱερὸν λόγον, ὃν ἡ θεὸς συνάγει καὶ συντίθησι καὶ παραδίδωσι τοῖς τελου μένοις <διὰ> θειώσεως σώφρονι μὲν ἐνδελεχῶς διαίτῃ καὶ βρωμάτων πολλῶν καὶ ἀφροδισίων ἀποχαῖς κολουούσης τὸ ἀκόλαστον  καὶ φιλήδονον, ἀθρύπτους δὲ καὶ στερρὰς ἐν ἱεροῖς λατρείας ἐθιζούσης ὑπομένειν, ὧν τέλος ἐστὶν ἡ τοῦ πρώτου καὶ κυρίου καὶ νοητοῦ γνῶσις[, ὃν ἡ θεὸς παρακαλεῖ ζητεῖν παρ᾽ αὐτῇ καὶ μετ᾽ αὐτῆς ὄντα καὶ συνόντα]. τοῦ δ᾽ ἱεροῦ τοὔνομα καὶ σαφῶς ἐπαγγέλλεται καὶ γνῶσιν καὶ εἴδησιν τοῦ ὄντος· ὀνομάζεται γὰρ Ἰσεῖον ὡς εἰσομένων τὸ ὄν, ἂν μετὰ λόγου καὶ ὁσίως εἰς τὰ ἱερὰ τῆς θεοῦ παρέλθωμεν.       Ἔτι πολλοὶ μὲν Ἑρμοῦ, πολλοὶ δὲ Προμηθέως ἱστορήκασιν αὐτὴν θυγατέρα, [ὧν] τὸν μὲν ἕτερον σοφίας καὶ προνοίας, Ἑρμῆν δὲ γραμματικῆς καὶ μουσικῆς εὑρετὴν νομίζοντες. διὸ καὶ τῶν <ἐν> Ἑρμοῦ πόλει  Μουσῶν τὴν προτέραν Ἶσιν ἅμα καὶ Δικαιοσύνην καλοῦσι, σοφὴν οὖσαν, ὥσπερ εἴρηται (351e), καὶ δεικνύουσαν τὰ θεῖα τοῖς ἀληθῶς καὶ δικαίως ἱεραφόροις καὶ ἱεροστόλοις προσαγορευομένοις· οὗτοι δ᾽ εἰσὶν οἱ τὸν ἱερὸν λόγον περὶ θεῶν πάσης καθαρεύοντα δεισιδαιμονίας καὶ περιεργίας ἐν τῇ ψυχῇ φέροντες ὥσπερ ἐν κίστῃ καὶ περιστέλλοντες, τὰ μὲν μέλανα καὶ σκιώδη τὰ δὲ φανερὰ καὶ λαμπρὰ τῆς περὶ θεῶν ὑποδηλοῦντες οἰήσεως, οἷα καὶ περὶ τὴν ἐσθῆτα τὴν ἱερὰν ἀποφαίνεται. διὸ καὶ τὸ κοσμεῖσθαι τούτοις τοὺς ἀποθανόντας Ἰσιακοὺς σύμβολόν ἐστι τοῦτον τὸν λόγον εἶναι μετ᾽ αὐτῶν, καὶ τοῦτον ἔχοντας ἄλλο δὲ μηδὲν ἐκεῖ βαδίζειν. οὔτε γὰρ φιλοσόφους πωγωνοτροφίαι, ὦ Κλέα, καὶ τριβωνοφορίαι ποιοῦσιν οὔτ᾽ Ἰσιακοὺς αἱ λινοστολίαι καὶ ξυρήσεις· ἀλλ᾽ Ἰσιακός ἐστιν ὡς ἀληθῶς ὁ τὰ δεικνύμενα καὶ δρώμενα περὶ τοὺς θεοὺς τούτους, ὅταν νόμῳ παραλάβῃ, λόγῳ ζητῶν καὶ   φιλοσοφῶν περὶ τῆς ἐν αὐτοῖς ἀληθείας.
[7]  Το εν των νοητό Κόσμο, το όντως κάλλος.
[8]  Βλ. Πλούταρχος «Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 382.C.5 – 383.A.9» :
          De Iside et Osiride  382.C.5 ` to     De Iside et Osiride  383.A.9     στολαὶ δ᾽ αἱ μὲν Ἴσιδος ποικίλαι ταῖς βαφαῖς (περὶ γὰρ ὕλην ἡ δύναμις αὐτῆς   πάντα γινομένην καὶ δεχομένην, φῶς σκότος, ἡμέραν νύκτα, πῦρ ὕδωρ, ζωὴν θάνατον, ἀρχὴν τελευτήν)· ἡ δ᾽ Ὀσίριδος οὐκ ἔχει σκιὰν οὐδὲ ποικιλμόν, ἀλλ᾽ ἓν ἁπλοῦν τὸ φωτοειδές· ἄκρατον γὰρ ἡ ἀρχὴ καὶ ἀμιγὲς τὸ πρῶ τον καὶ νοητόν. ὅθεν ἅπαξ ταύτην ἀναλαβόντες ἀποτίθενται καὶ φυλάττουσιν ἀόρατον καὶ ἄψαυστον, ταῖς δ᾽ Ἰσιακαῖς χρῶνται πολλάκις. ἐν χρήσει γὰρ τὰ αἰσθητὰ καὶ πρόχειρα ὄντα πολλὰς ἀναπτύξεις καὶ θέας αὑτῶν ἄλλοτ᾽ ἄλλως ἀμειβομένων δίδωσιν· ἡ δὲ τοῦ νοητοῦ καὶ εἰλικρινοῦς καὶ ἁπλοῦ νόησις ὥσπερ ἀστραπὴ διαλάμψασα τῆς ψυχῆς ἅπαξ ποτὲ θιγεῖν καὶ προσιδεῖν παρέσχε. διὸ καὶ Πλάτων ( Conv. 210a ) καὶ Ἀριστοτέλης ἐποπτικὸν τοῦτο τὸ μέρος τῆς φιλοσοφίας καλοῦσιν, καθ᾽ ὅσον οἱ τὰ δοξαστὰ καὶ μικτὰ καὶ παντοδαπὰ ταῦτα παραμειψάμενοι τῷ λόγῳ πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῖνο καὶ ἁπλοῦν καὶ ἄυλον ἐξάλλονται καὶ θιγόντες ἀληθῶς τῆς περὶ αὐτὸ καθαρᾶς ἀληθείας οἷον ἐν τελετῇ τέλος ἔχειν φιλοσοφίας νομίζουσι.        Καὶ τοῦθ᾽ ὅπερ οἱ νῦν ἱερεῖς ἀφοσιούμενοι καὶ παρακαλυπτόμενοι μετ᾽ εὐλαβείας ὑποδηλοῦσιν, ὡς ὁ θεὸς οὗτος ἄρχει καὶ βασιλεύει τῶν τεθνηκότων οὐχ ἕτερος ὢν τοῦ καλουμένου παρ᾽ Ἕλλησιν Ἅιδου καὶ Πλούτωνος, ἀγνοούμενον ὅπως ἀληθές ἐστι, διαταράττει τοὺς πολλοὺς ὑπονοοῦντας ἐν γῇ καὶ ὑπὸ γῆν τὸν ἱερὸν καὶ ὅσιον ὡς ἀληθῶς Ὄσιριν οἰκεῖν, ὅπου τὰ σώματα κρύπτεται τῶν τέλος ἔχειν δοκούντων. ὁ δ᾽ ἔστι μὲν αὐτὸς ἀπωτάτω τῆς γῆς ἄχραντος καὶ ἀμίαντος καὶ καθαρὸς οὐσίας ἁπάσης φθορὰν δεχομένης καὶ θάνατον, ἀνθρώπων δὲ ψυχαῖς ἐνταυθοῖ μὲν ὑπὸ σωμάτων καὶ παθῶν περιεχομέναις οὐκ ἔστι μετουσία τοῦ θεοῦ πλὴν ὅσον ὀνείρατος ἀμαυροῦ θιγεῖν νοήσει διὰ φιλοσοφίας· ὅταν δ᾽ ἀπολυθεῖσαι μεταστῶσιν εἰς τὸ ἀειδὲς καὶ ἀόρατον καὶ ἀπαθὲς καὶ ἁγνόν,  οὗτος αὐταῖς ἡγεμών ἐστι καὶ βασιλεὺς ὁ θεὸς ἐξηρτημέναις ὡς ἂν ἀπ᾽ αὐτοῦ καὶ θεωμέναις ἀπλήστως καὶ ποθούσαις τὸ μὴ φατὸν μηδὲ ῥητὸν ἀνθρώποις κάλλος· οὗ τὴν Ἶσιν ὁ παλαιὸς ἀποφαίνει λόγος ἐρῶσαν ἀεὶ καὶ διώκουσαν καὶ συνοῦσαν ἀναπιμπλάναι τὰ ἐνταῦθα πάντων καλῶν καὶ ἀγαθῶν, ὅσα γενέσεως μετέσχηκε.   Ταῦτα μὲν οὖν οὕτως ἔχει τὸν μάλιστα θεοῖς πρέποντα λόγον·
[9]  Το αόρατο
[10]  Αυτόν που γνωρίζει.
[11] «Ο Πλάτων γνωρίζει να αποδίδει το όνομα “Σοφιστής” σε σεμνό αντικείμενο. Έτσι δηλ. ονομάζει αυτόν που είναι ικανός να στρέφει τα άλλα προς τον εαυτό του, επί παραδείγματι τον Δία, τον Άδη και τον Έρωτα».
—- Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 159. 1 – 4». —-
       in Cra 159.1 ` to     in Cra 159.4 Οτι οἶδεν ὁ Πλάτων τὸ ὄνομα <2τὸν σοφιστὴν>2 ἐπὶ σεμνῷ τάττειν πράγματι· τὸν γὰρ πρὸς ἑαυτὸν τὰ ἄλλα δυνάμενον ἐπιστρέφειν οὕτως καλεῖ, οἷον τὸν Δία τὸν Ἅιδην τὸν Ἔρωτα.
[12]  Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 153.  1 -1 4» :
        in Cra 153.1 ` to     in Cra 153.14    Ὅτι κακῶς τινας ἀναλύοντας τὸ μὲν τοῦ <Πλούτωνος> ὄνομα εἰς τὸν ἐκ τῆς γῆς πλοῦτον διά τε τοὺς καρποὺς καὶ τὰ μέταλλα, τὸν δὲ Ἀίδην εἰς τὸ ἀιδὲς καὶ σκοτεινὸν καὶ φοβερόν, ἐπιρραπίζει <νῦν> (p 403 e  404b) ὁ Σωκράτης, εἰς ταὐτὸν ἄγων σημαινόμενον τὰ δύο ὀνόματα. τὸν μὲν Πλούτωνα ὡς νοῦν εἰς τὸν τῆς φρονήσεως πλοῦτον, τὸν δὲ Ἀίδην εἰς τὸν εἰδότα νοῦν τὰ πάντα· <σοφιστὴς> γὰρ ὁ <θεὸς οὗτος>, καὶ τὰς ψυχὰς μετὰ θάνατον καθαίρων ἐλευθεροῖ τῆς γενέσεως. τὸ γὰρ ἀιδές, ὥς τινες κακῶς ἐξηγοῦνται, οὐκ ἔστι κακόν· οὐδὲ γὰρ ὁ θάνατος κακόν, εἰ καὶ δοκεῖ τισιν ἐμπαθῶς ἀιδὲς εἶναι· ἀλλ᾽ ἔστιν ἀιδὲς καὶ κρεῖττον τοῦ ἐμφανοῦς, οἷον τὸ νοητὸν πᾶν.
[13]  Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 162.1 – 162.15» :
        in Cra 162.1 ` to     in Cra 162.15     Οτι διττὴ ἡ τῆς ψυχῆς ἄνοδος, ἡ μὲν κατὰ τὸ ἀνιέναι πρὸς τὸ ὂν κα ἀποκαθαίρεσθαι τῶν τῇ γενέσει συμφύλων, ἣν οἱ Πλούτωνος δεσμοὶ μετὰ θάνατον παρέχουσιν· ἡ δὲ κατὰ τὸ ἤδη ἀνεληλυθέναι διὰ τῆς τοῦ Ἅιδου καθάρσεως, καὶ κατὰ τὴν ἐκεῖ ζωὴν καὶ διεξαγωγὴν τῶν νοήσεων περιπολεῖν [τὴν ψυχήν], ἣν οἱ τοῦ Κρόνου δεσμοὶ διὰ τῆς τοῦ Διὸς συναφῆς ἀποτελοῦσιν· οἷον γὰρ ἐν τῷ νοητῷ ἴχνος θεῖσα ἡ ψυχὴ διέξεισιν ἐκεῖ τὸ πλάτος τῶν νοητῶν καὶ θεᾶται τὰ μακάρια ἐκεῖνα θεάματα, ὡς ὁ ἐν <Φαίδρῳ> (p 247d) Σωκράτης διδάσκει, καὶ ἔστιν αὕτη ἡ ὑστέρα ἀνάβασις μείζων καὶ τελειοτέρα τῆς προτέρας. <τὰς γοῦν περὶ τὸ σῶμα>  <ἐπτοημένας ψυχὰς> οὐ μόνον οἱ τοῦ Ἅιδου δεσμοὶ οὐ δύναν ται κατέχειν καὶ ἀνάγειν ἐπὶ τὴν Διὸς ἐπικράτειαν, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ οἱ τοῦ Κρόνου, οἵτινες, ὡς πατρὸς δηλονότι, καὶ ἰσχυρότεροί εἰσιν.
[14]  Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε΄[συνέχεια], 3.296. 07 – 3.297.10» :
       in Ti 3.296.7 ` to     in Ti 3.297.10 Μία σωτηρία τῆς ψυχῆς αὕτη παρὰ τοῦ δημιουργοῦ προτείνεται τοῦ κύκλου τῆς γενέσεως ἀπαλλάττουσα καὶ τῆς πολλῆς πλάνης καὶ τῆς ἀνηνύτου ζωῆς, ἡ πρὸς τὸ νοερὸν εἶδος τῆς ψυχῆς ἀναδρομὴ καὶ ἡ φυγὴ πάντων τῶν ἐκ τῆς γενέσεως ἡμῖν προσπεφυκότων· δεῖ γὰρ τὴν ψυχὴν ἐν τῇ γενεσιουργῷ σπορᾷ καταβληθεῖσαν σπέρματος δίκην τὴν μὲν οἷον καλάμην καὶ τὸν φλοιόν, ὃν ἔσχεν ἀπὸ γενέσεως, ἀποσκευασαμένην, ἑαυτὴν δὲ καθήρασαν ἀπὸ τῶν περικειμένων ἄνθος γίνεσθαι καὶ καρπὸν νοερόν, ἀντὶ τῆς δοξαστικῆς τροφῆς τὴν νοερὰν ζωὴν ἀγαπήσασαν καὶ ἀντὶ τῆς κατὰ τὴν θατέρου περίοδον πολυπλανοῦς κινήσεως τὴν μονοειδῆ καὶ ἁπλῆν τῆς ταὐτοῦ περιφορᾶς ἐνέργειαν ἐπιδιώξασαν· ἔστι γὰρ καὶ ἐν αὐτῇ τῶν κύκλων ἑκάτερος καὶ αἱ διτταὶ δυνάμεις καὶ τῶν ἵππων ὅ τε ἀγαθὸς καὶ ἐναντίος, καὶ ὃ μὲν εἰς γένεσιν ἄγει τὴν ψυχήν, ὃ δὲ ἀπὸ γενέσεως ἐπὶ τὸ ὄν, καὶ ὃ μὲν τὸν γενεσιουργὸν περιάγει κύκλον, ὃ δὲ τὸν νοερόν· ἡ γὰρ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περίοδος ἐπὶ νοῦν ἀναπέμπει καὶ τὴν νοητὴν φύσιν καὶ ἐπὶ τὴν πρώτην καὶ ἀρίστην ἕξιν. ἔστι δὲ αὕτη ἐκείνη, καθ᾽ ἣν ἐπτερωμένη τὸν ὅλον συνδιοικεῖ κόσμον τοῖς θεοῖς, ἐξομοιωθεῖσα τοῖς θεοῖς αὐτοῖς, καὶ τοῦτ᾽ ἔστι τὸ καθολικὸν εἶδος ἐν τῇ ψυχῇ τῆς ζωῆς, ὥσπερ τὸ μερικόν, ὅταν εἰς τὸ ἔσχατον πέσῃ σῶμα καὶ γένηται τινὸς ἀντὶ τοῦ παντός, καὶ τὸ τούτων μέσον μερικὸν καθολικόν, ὅταν ζῇ μετὰ τοῦ μέσου ὀχήματος ὡς γενέσεως πολῖτις. τὴν οὖν πρώτην ἕξιν κατὰ τὴν σχέσιν ἀφεῖσα τὴν πρὸς πᾶσαν τὴν γένεσιν καὶ τὸ ἄλογον τὸ ποιοῦν αὐτὴν γενεσιουργόν, λόγῳ μὲν κρατοῦσα τὸ ἄλογον, νοῦν δὲ χορηγοῦσα τῇ δόξῃ, πᾶσαν δὲ τὴν ψυχὴν εἰς τὴν εὐδαίμονα περιάγουσα ζωὴν ἀπὸ τῆς περὶ τὴν γένεσιν πλάνης, ἧς καὶ οἱ παρ᾽ <Ὀρφεῖ> [frg. 226] τῷ Διονύσῳ καὶ τῇ Κόρῃ τελούμενοι τυχεῖν εὔχονται,   <κύκλου τ᾽ ἂν λήξαι καὶ ἀναπνεύσαι κακότητοσ>.
[15] Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 160.1 – 160.5» :
       in Cra 160.1 ` to     in Cra 160.5    Ὅτι οὐ πᾶσαι ψυχαὶ μετὰ τὴν τοῦ σώματος ἀπαλλαγὴν ἀξιοῦνται τῆς τοῦ Πλούτωνος συνουσίας, ἀλλ᾽ αἱ σπουδαιότεραι· αἱ γὰρ σωματοειδέστεραι ὑπό τινων δαιμόνων ἢ ἀγγέλων καθαρτικῶν ἐπιπόνως καὶ ἀλγεινῶς ἀπαλλάττονται τῆς κακίας.
[16]  Βλ. Πρόκλος «Σχόλια εις τον Κρατύλον Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 155.  1 – 12» :
       in Cra 155.1 ` to     in Cra 155.12    Ὅτι οἱ φιλοσώματοι ἄνθρωποι, τὰ τῆς ἐμψυχίας πάθη εἰς ἑαυτοὺς κακῶς ἀναφέροντες, φοβερὸν ἡγοῦνται τὸν θάνατον ὡς φθορᾶς αἴτιον· τὸ δ᾽ ἀληθές, πολλῷ ἄμεινόν ἐστιν ἀνθρώπῳ τελευτήσαντι κατὰ φύσιν ζῆν ἐν Ἅιδου ἤπερ μετὰ τοῦ σώματος ζῆν παρὰ φύσιν ὄντα καὶ κωλυόμενον νοερῶς ἐνεργεῖν. διὸ δεῖ αὐτὸν τῶν μὲν σαρκίων, ἃ περιβέβληται,   ὥσπερ τὸν Ὀδυσσέα <τῶν ῥακέων, γυμνωθῆναι>, καὶ μη κέτι <πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον> ὄντα μετὰ τῆς τοῦ σώματος ἐνδείας <δνοπαλίζειν> τὰ ἑαυτοῦ ῥάκη·  <οὐ γὰρ ἐφικτὰ τὰ θεῖα βροτοῖς τοῖς σῶμα νοοῦσιν,  ἀλλ᾽ ὅσσοι γυμνῆτες ἄνω σπεύδουσι πρὸς ὕψος>, ὥς φησι τὸ <λόγιον> (or chald p 52).

πηγή: eleysis69

ΣΥΜΒΟΛΑ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΩΝ - ΠΡΟΤΡΟΠΕΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΓΝΩΣΗ ΤΩΝ ΘΕΩΝ (ΑΝΑΛΥΣΗ ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ)

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για σοφία ελληνων θεών


«Όταν πηγαίνεις να προσκυνήσεις, μη λες και μην κάνεις στο μεταξύ τίποτα άλλο εγκόσμιο.»[1]:Νο.1

«Διότι το “όταν πηγαίνεις να προσκυνήσεις, μη λες και μην κάνεις στο μεταξύ τίποτα άλλο εγκόσμιο” διαφυλάσσει το θείο όπως ακριβώς είναι αυτούσιο, αμιγές και άχραντο, και μας συνηθίζει να συνδέουμε το καθαρό με το καθαρό, και εξασφαλίζει τίποτα από τα ανθρώπινα να μη διεισδύει στην θεία θρησκεία. Διότι όλα τους είναι ξένα και αντίθετα προς αυτή. Το ίδιο σύμβολο, μάλιστα, συμβάλλει πολύ και στην επιστήμη. Διότι δεν πρέπει να φέρνουμε μέσα στην θεία επιστήμη τίποτα τέτοιο σαν τις ανθρώπινες σκέψεις ή τις εγκόσμιες μέριμνες. Με αυτά τα λόγια, λοιπόν, δεν υποδεικνύεται τίποτα άλλο παρά να μην αναμιγνύουμε τους ιερούς λόγους και τις θείες πράξεις με τα άστατα ανθρώπινα ήθη.»[2]
— Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 108.21 – 109.8»— 


«Όταν πας ταξίδι δεν πρέπει να μπαίνεις σε ιερό ούτε καθόλου να προσκυνάς, ακόμα και αν βρεθείς να περνάς πλάι στις ίδιες τις πόρτες.»[3]: Νο.2

«το όμοιο είναι αγαπητό και σύμφωνο με το όμοιο, είναι φανερό ότι, καθώς οι Θεοί έχουν την κορυφαία ύπαρξη μέσα σε όλα, τότε πρέπει η θεραπεία (λατρεία) να είναι ανώτερη. Αν όμως κάποιος την πραγματοποιεί χάριν άλλου, θα θέσει με αυτόν τον τρόπο δεύτερο αυτό που προηγείται όλων και θα αντιστρέψει ολόκληρη την τάξη ολόκληρης της λατρείας και της γνώσης. Γιατί επιπλέον δεν πρέπει να θέτουμε τα πολύτιμα αγαθά σε μοίρα κατώτερη από εκείνα που εξυπηρετούν τις πρακτικές ανάγκες των ανθρώπων, ούτε να τοποθετούμε τα δικά μας έργα και τις δικές μας σκέψεις στην θέση του σκοπού, και τα ανώτερα έργα και τις ανώτερες σκέψεις στη θέση των συμπληρωμάτων.»[4]
— Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 109.9 – 109.22»—

«Ανυπόδητος θύε και προσκύνα»[5] – Νο.3

 «το ”Ανυπόδητος θύε και προσκύνα” σημαίνει κατά πρώτον ότι πρέπει να λατρεύουμε τους θεούς και να κατακτούμε τη γνώση για αυτούς κόσμια, μετρημένα και χωρίς να υπερβαίνουμε την γήινη τάξη, και κατά δεύτερο ότι πρέπει κανείς να πραγματοποιεί τη λατρεία και τη γνώση των θεών όντας απαλλαγμένος από δεσμά ελεύθερος. Και αυτό το σύμβολο δεν καλεί να τα πράξουμε μόνο σε σχέση με το σώμα αλλά και σε σχέση με τις ενέργειες της ψυχής, ώστε αυτές να μην κυριαρχούνται από πάθη ούτε από την ασθένεια του σώματος ούτε από το γίγνεσθαι που έχει προσκολληθεί εξωτερικά σε εμάς, αλλά να έχουν τα πάντα ελεύθερα και έτοιμα προς την μετουσία των Θεών.»[6]
— Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 109.23 – 110.5—

«Απέφευγε τις λεωφόρους και βάδιζε από τα μονοπάτια»: Νο.4

«Αυτό μας προτρέπει να αφήσουμε την δημώδη και ανθρώπινη ζωή, και αξιώνει να επιδιώκουμε την ξεχωριστή και θεία, και λέει ότι πρέπει να περιφρονούμε τις κοινές δοξασίες και να θεωρούμε σημαντικές τις ιδιωτικές και απόρρητες, και να υποτιμάμε την τέρψη που μας φέρνει κοντά στους ανθρώπους και να υπερτιμάμε την ευδαιμονία που εξαρτάται από την θεία βούληση, και να αφήνουμε τις ανθρώπινες συνήθειες ως δημώδεις, και να τις ανταλάσσουμε με την λατρεία των θεών ως ανώτερη από τη δημώδη ζωή.»[7]
— Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 111.17 – 111.28»—

«Άπεχε από το μελανούρι. Γιατί ανήκει στους χθόνιους Θεούς.»[8] : Νο.5

 «αυτό μας καλεί να μένουμε σταθεροί στην ουράνια πορεία των ψυχών και να συνδεόμαστε με τους νοητικούς Θεούς, να αποχωριζόμαστε από την ένυλη φύση και να στρεφόμαστε προς την άυλη και καθαρή ζωή, και να ασκούμε την άριστη λατρεία των Θεών και αυτήν που αρμόζει τους πρώτιστους Θεούς. Αυτά, λοιπόν, τα σύμβολα προτρέπουν στην των Θεών γνώση και θρησκεία»[9]
— Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 111.29 – 112.8»—


«Κράτα την γλώσσα σου πριν από τα άλλα υπακούοντας στους Θεούς»[1] : Νο.6

«Διότι το πρώτο έργο της σοφίας είναι να στρέφει τον Λόγο στον εαυτό του και να τον συνηθίζει να μην προχωρά προς τα έξω, να τελειοποιείται μόνος του και μέσω της στροφής προς τον εαυτό του, και μετά από αυτό να ακολουθεί τους Θεούς. Διότι τίποτα άλλο δεν τελειοποιεί έτσι τον νου παρά όταν στρέφεται στον εαυτό του και έτσι ακολουθεί τους Θεούς.»[2]
— Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 112.11 – 112.17»—

«αποδημώντας από την οικία σου για ταξίδι, μη γυρίζεις πίσω. Γιατί οι Ερινύες σε καταδιώκουν.»[3]: Νο.14

«Αυτό προτρέπει στην φιλοσοφία και στην νοητική αυτενέργεια. Το σύμβολο τούτο δηλώνει και διακηρύσσει ότι, όταν καταπιάνεσαι με τη φιλοσοφία, πρέπει να αποκόπτεις τον εαυτό σου από όλα τα σωματικά και τα αισθητά, και να πραγματοποιείς αληθινά μια εξάσκηση του θανάτου, προχωρώντας αν επιστρέφει μέσω των κατάλληλων μελετών προς τα νοητά και άυλα όντα που είναι πάντοτε ίδια και αμετάβλητα. Διότι το ταξίδι είναι μετάσταση τόπου, και ο θάνατος είναι ο χωρισμός είναι το να φιλοσοφεί κανείς αληθινά και να χρησιμοποιεί αμιγή τον νου άνευ αισθητηρίων και σωματικών ενεργειών για την σύλληψη της αλήθειας των Όντων, η οποία έχει αναγνωριστεί ότι αποτελεί σοφία. Όταν λοιπόν σκοπεύεις να φιλοσοφείς, μη γυρίζεις πίσω και μην κατεβαίνεις στα σωματικά που παλιά σε συντρόφευαν. Γιατί από αυτό θα σε ακολουθήσει μεγάλη μεταμέλεια, όταν εμποδίζεσαι στις υγιείς συλλήψεις από την ομίχλη που συνοδεύει τα σωματικά. Κι αυτή την μεταμέλεια την ονόμασε Ερινύα.»[4]
— Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 115.1 – 115.18»—

«Μην φοράς δαχτυλίδι»[5] : Νο.22.

«το “μη φοράς δαχτυλίδι” το οδηγούμε στην προτροπή σύμφωνα με την πυθαγόρεια διδασκαλία ως εξής: επειδή το δαχτυλίδι περιβάλλει σαν δεσμός αυτούς που το φορούν, έχοντας την ιδιότητα να μην πιέζει και να μην ενοχλεί αλλά κατά κάποιο τρόπο να ταιριάζει και να προσαρμόζεται, ένας τέτοιος δεσμός είναι και το σώμα για την ψυχή. Επομένως, το να μην φοράς δαχτυλίδι σημαίνει να φιλοσοφείς αληθινά και να χωρίζεις την ψυχή από τον δεσμό που την περιβάλλει. Διότι η φιλοσοφία είναι μελέτη θανάτου και χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Μελέτα λοιπόν με μεγάλο ζήλο την πυθαγόρεια φιλοσοφία, που μέσω του νου αποστασιοποιεί τον εαυτό της από όλα τα σωματικά και καταγίνεται με τα νοητά και τα άυλα, μέσω των θεωρητικών επιστημών. Επίσης, απελευθέρωνε τον εαυτό σου από τα σφάλματα και από τις ασχολίες της σάρκας που αντιστρατεύονται και εμποδίζουν τη φιλοσοφία, και από τις υπερβολικές τροφές και τους άκαιρους κορεσμούς, που καταλαμβάνουν το σώμα σαν δεσμός και προκαλούν ατέλειωτες ιατρικές θεραπείες και έγνοιες.»[6]
— Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 119.14 – 120.2»—

«μη σκαλίζεις σε δαχτυλίδι μορφή Θεού»[7] : Νο.23

«Το “μη σκαλίζεις σε δαχτυλίδι μορφή Θεού”, σύμφωνα με το νόημα που εκθέσαμε παραπάνω, χρησιμοποιεί την εξής προτροπή: να φιλοσοφείς και πάνω από όλα να θεωρείς ότι οι θεοί είναι ασώματοι. Διότι αυτό είναι το κυριότερο ρίζωμα της πυθαγόρειας διδασκαλίας, από το οποίο έχουν εξαρτηθεί σχεδόν τα πάντα και από το οποίο ενισχύονται μέχρι τέλους. Μην πιστεύεις λοιπόν ότι οι θεοί χρησιμοποιούν μορφές που είναι σωματικές ή ότι έχουν προσδεθεί σε υλική υπόσταση και σε υλικό σώμα σαν να είναι δεσμός τους, όπως συμβαίνει με τα άλλα ζωντανά όντα. Οι σκαλισμένες μορφές πάνω στα δαχτυλίδια καταδεικνύουν με το ίδιο το δαχτυλίδι τον δεσμό και τη σωματικότητα, και με την σκαλισμένη μορφή την αισθητή μορφή που μοιάζει με αυτήν κάποιου από τα επιμέρους ζωντανά όντα, από την οποία πρέπει να διαχωριστεί πλήρως το γένος των θεών ως αιώνιο και νοητό που μένει πάντοτε το ίδιο και στην ίδια κατάσταση, όπως εξηγείται συστηματικά, ξεχωριστά και πληρέστερα στο “Περί Θεών”.»[8]
— Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 120.3 – 120.18»—

«μην καθρεπτίζεσαι δίπλα σε λυχνάρι»[9] : Νο.24

«Το “μην καθρεπτίζεσαι δίπλα σε λυχνάρι” συμβουλεύει με πυθαγορικότερο τρόπο να φιλοσοφείς ανατρέχοντας όχι στις εντυπώσεις της αίσθησης (οι οποίες παρέχουν κάποιο φως στις συλλήψεις την πραγμάτων, αλλά φως που μοιάζει με αυτό του λυχναριού, όχι φυσικό ούτε αληθινό) αλλά στις επιστημονικές εντυπώσεις του νου, από τις οποίες γεννιέται ένας λαμπρότατος και αλάνθαστος φωτισμός γύρω από το όμμα της ψυχής… από όλες τις νοήσεις και τα νοητά και την παρατήρηση τους, όχι από τα σωματικά και αισθητά. Διότι πολλές φορές δηλώθηκε ότι αυτά, επειδή βρίσκονται σε συνεχή ροή και μεταβολή, δεν είναι με κανένα τρόπο μόνιμα και ίδια με τον εαυτό τους, προκειμένου να επιδεχτούν σταθερή επιστημονική σύλληψη και γνώση όπως τα νοητά.»[10]
— Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 120.19 – 121.3»—

«όταν σηκώνεσαι από τα στρώματα, τύλιγε τα και εξαφάνιζε το ίχνος σου»[11] : Νο.29

«Το “όταν σηκώνεσαι από τα στρώματα, τύλιγε τα και εξαφάνιζε το ίχνος σου” παραγγέλνει τούτο, ότι δηλαδή, αν σκοπεύεις να φιλοσοφήσεις, πρέπει στο εξής να εξοικειώνεις τον εαυτό σου με τα νοητά και τα ασώματα. Όταν λοιπόν σηκώνεσαι από τον ύπνο της αμάθειας και το νυκτερινό σκοτάδι, μη σέρνεις μαζί σου τίποτα σωματικό στο φως της φιλοσοφίας, αλλά καθάριζε και εξαφάνιζε από τη μνήμη σου όλα τα ίχνη εκείνου του ύπνου.»[12]
— Βλ. Ιάμβλιχος «Προτρεπτικός επί Φιλοσοφία, 122.22 – 123.3»—



[1]     Testimonia et fragmenta c6.34 ` to     Testimonia et fragmenta c6.35   γλώσσης πρὸ τῶν ἄλλων κράτει θεοῖς ἑπόμενος.
[2]     Protr 112.11 ` to     Protr 112.17   <Γλώσσης πρὸ τῶν ἄλλων κράτει θεοῖς ἑπόμενος>. πρῶτον γάρ ἐστι σοφίας ἔργον τὸ τὸν λόγον ἐπιστρέφειν εἰς ἑαυτὸν καὶἐθίζειν μὴἔξω προϊέναι, τελεοῦσθαί τε καθ᾽ἑαυτὸν καὶἐν τῇ πρὸς ἑαυτὸν ἐπιστροφῇ καὶ μετὰ τοῦτο ἐν τῷ τοῖς θεοῖς ἕπεσθαι· οὐδὲν γὰρ ἄλλο οὕτω τελειοῖ τὸν νοῦν ἢὅταν ἐπι στρεφόμενος εἰς ἑαυτὸν τοῖς θεοῖς συνακολουθῇ.
[3]     Testimoniaetfragmentac6.39 ` to     Testimoniaetfragmentac6.40 ἀποδημῶν τῆς οἰκείας μὴἐπιστρέφου, Ἐρινύες γὰρ μετέρχονται.
[4]     Protr 115.1 ` to     Protr 115.18 καὶ γὰρ τοῦτο εἰς φιλοσοφίαν προτρέπει καὶ τὴν κατὰ νοῦν αὐτοπραγίαν. δηλοῖ τε καὶ προλέγει τὸ σύμβολον ἐναργῶς ὅτι φιλοσοφεῖν ἐπιβαλλόμενος χώριζε σαυτὸν πάντων σωματικῶν καὶ αἰσθητῶν, καὶὄντως θανάτου μελέτην ποιοῦἐπὶ τὰ νοητὰ καὶἄυλα καὶἀεὶ κατὰ ταὐτὰ καὶὡσαύτως ἔχοντα ἀμεταστρεπτὶ χωρῶν διὰ τῶν προσηκόντων μαθημάτων. ἀποδημία μὲν γὰρ μετάστασις τόπου, θάνατος δὲὁ τῆς ψυχῆς χωρισμὸς ἀπὸ τοῦ σώματος, οὗτος δὲ τὸ φιλοσοφεῖν ὡς ἀληθῶς καὶἄνευ αἰσθητηρίων καὶ σωματικῶν ἐνεργειῶν καθαρῷ τῷ νῷ χρῆσθαι εἰς κατάληψιν τῆς ἐν τοῖς οὖσιν ἀληθείας, ἥπερ ἐπέγνωσται σοφία οὖσα. φιλοσοφεῖν δὴἐπιβαλλόμενος μὴἐπιστρέφου μηδὲ καθέλκου πρὸς τὰ πρότερα καὶἐν συντροφίᾳ σοι διατελέσαντα σωματικά· μετάνοια γὰρ ἐκ τούτου πολλή σοι παρέψεται ἐμποδιζομένῳ εἰς τὰς ὑγιεῖς καταλήψεις ὑπὸ τῆς περὶ τὰ σωματικὰἀχλύος. τὴν δὲ μετάνοιαν <Ἐρινὺν> μετωνόμασε.
[5]     Testimonia et fragmenta c6.43 ` to     Testimonia et fragmenta c6.43 δακτύλιον μὴ φόρει.
[6]     Protr 119.14 ` to     Protr 120.2   Τὸ δὲ <δακτύλιον μὴ φόρει> ἀκολούθως τῷ Πυθαγορικῷἀρέσκοντι ἕλκομεν εἰς τὴν παράκλησιν οὕτως· ἐπεὶ δεσμοῦ τρόπῳ περίκειται τοῖς φοροῦσιν ὁ δακτύλιος, ἴδιον ἔχων τὸ μὴἄγχειν μηδὲ κακουχεῖν ἀλλά πως ἁρμόζειν καὶ προσφυῶς ἔχειν, δεσμὸς δὲ τοιοῦτός τις καὶ τὸ σῶμα τῇ ψυχῇὑπάρχει, τὸ οὖν <δακτύλιον μὴ φόρει> φιλοσόφειφησὶν ὡς ἀληθῶς καὶ χώριζε τοῦ περικειμένου δεσμοῦ τὴν ψυχήν· μελέτη γὰρ θανάτου καὶ χωρισμὸς ψυχῆς ἀπὸ σώματος ἡ φιλο σοφία. τὴν ἄρα Πυθαγορικὴν μέτιθι σπουδῇ μεγάλῃ, τὴν ἀφιστᾶσαν ἑαυτὴν διὰ τοῦ νοῦἀπὸ σωματικῶν πάντων καὶ περὶ τὰ νοητὰ καὶἄυλα διὰ τῶν θεωρητικῶν μαθημάτων καταγιγνομένην· ἀλλὰ καὶἀπόλυε σαυτοῦ τὰἁμαρτήματα καὶἀνθολκὰ καὶ κωλυσιεργὰ τοῦ φιλοσοφεῖν σαρκὸς ἀσχολήματα τροφάς τε ὑπερβαλλούσας καὶ πληθώρας ἀκαίρους, δεσμοῦ τρόπον τὸ σῶμα καταλαμβανούσας νοσοκομίας τε καὶἀσχολίας ἀδιαλείπτους ἐμποιούσας.
[7]     Testimonia et fragmenta c6.43 ` to     Testimonia et fragmenta c6.44 θεοῦ τύπον μὴἐπίγλυφε δακτυλίωι.
[8]     Protr 120.3 ` to     Protr 120.18 Τὸ δὲ <θεοῦ τύπον μὴἐπίγλυφε δακτυλίῳ> κατὰ τὴν προλεχθεῖσαν ἔννοιαν προτροπῇ χρῆται τοιᾷδε· φιλοσόφει καὶἀσωμάτους πρὸ παντὸς ἡγοῦ θεοὺς ὑπάρχειν· τὸ γὰρ κυριώτατον ῥίζωμα τῶν Πυθαγορικῶν δογμάτων τοῦτ᾽ἐστίν, ἐξ οὗ τὰ πάντα σχεδὸν ἤρτηται καὶὑφ᾽ οὗ μέχρι τέλους κρατύνεται· μὴ νόμιζε δὲ μορφαῖς αὐτοὺς κεχρῆσθαι ὅσαι εἰσὶ σωματικαί, μηδὲ προσδεδέσθαι ὑποστάσει ὑλικῇ καὶ οἷον δεσμῷὑλικῷ σώματι, ὥσπερ τὰἄλλα ζῷα. αἱ δὲἐπὶ δακτυλίοις γλυφαὶ τόν τε δεσμὸν δι᾽ αὐτοῦ τοῦ δακτυλίου ἐμφαίνουσι καὶ τὴν σωματότητα τό τε αἰσθητὸν εἶδος καὶὡσανεί τινος τῶν ἐπὶ μέρους ζῴων διὰ τῆς γλυπτῆς προσόψεως, ἧς χωριστέον μάλιστα τὸ τῶν θεῶν γένος ὡς ἀίδιόν τε καὶ νοητὸν καὶ κατὰ τὰ αὐτὰ καὶὡσαύτως ἀεὶἔχον, ὡς ἐν τῷ Περὶ θεοῦἰδίως καὶ πληρέστατα τεχνολογεῖται.
[9]     Testimonia et fragmenta c6.44 ` to     Testimonia et fragmenta c6.44  παρὰ λύχνον μὴἐσοπτρίζου.
[10]     Protr 120.19 ` to     Protr 121.3   Τὸ δὲ <παρὰ λύχνον μὴἐσοπτρίζου> Πυθαγορικώτερον συμβουλεύει τὸ φιλοσόφει μὴ προστρέχων μὴ ταῖς κατ᾽ αἴσθησιν φαντασίαις, αἵτινες φῶς μέν τι περὶ τὰς καταλήψεις ποιοῦσι, λυχνοειδὲς μέντοι καὶ οὐχὶ φυσικὸν οὐδὲἀληθές, ἀλλὰ μᾶλλον ταῖς κατὰ τὸ νοητικὸν ἐπιστημονικαῖς, ἀφ᾽ὧν λαμπροτάτη τις εὐαυγία καὶἀδιάπταιστος περὶ τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα συνίσταται ἐξ ἁπάντων τῶν νοημάτων καὶ τῆς περὶ ταῦτα θεωρίας, ἀλλ᾽ οὐκ ἐκ τῶν σωματικῶν καὶ αἰσθητῶν· ἐν συνεχεῖ γὰρ ταῦτα ῥύσει καὶ μεταβολῇ πολλάκις ἐδηλώθη κατ᾽ οὐδένα τρόπον μόνιμα καὶ τὰ αὐτὰἑαυτοῖς ὑπάρχοντα, ἵνα καὶ βεβαίαν ἐπιστημονικήν τε ὑπομείνῃ κατάληψιν καὶἐπίγνωσιν ὡς ἐκεῖνα.
[11]     Testimonia et fragmenta c6.46 ` to     Testimonia et fragmenta c6.47 στρωμάτων ἀναστὰς συνέλισσε αὐτὰ καὶ τὸν τόπον συνστόρνυε.
[12]     Protr 122.22 ` to     Protr 123.2 Τὸδὲ <στρωμάτων ἐξαναστὰς συνέλισσε αὐτὰ καὶ τὸν τύπον συνστόρνυε> τοῦτο παραγγέλλει, ὅτι φιλοσοφεῖν ἐπιβαλλόμενος νοητοῖς λοιπὸν καὶ ἀσωμάτοις προσοικεί ου σεαυτόν. ἐκ τοῦοὖν τῆς ἀμαθίας ὕπνου καὶ νυκτοειδοῦς σκότους ἐξανιστάμενος μηδὲν συνεπισπῶσεαυτῷσωματικὸνεἰςτὸτῆς φιλοσοφίας ἡμεροειδές, ἀλλὰ πάντατὰ τοῦ ὕπνου ἐκείνου ἴχνη τῆς μνήμης τῆς σεαυτοῦ ἐκκάθαιρε καὶ ἐξαφάνιζε.

πηγή: eleysis69

ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για αριστοτελης δημοκρατια

           Το 2016 έκλεισαν 2400 έτη από τη γέννηση του Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.) και το γεγονός τιμήθηκε στην Ελλάδα με πανεπιστημιακά διεθνή συνέδρια και άλλες εκδηλώσεις. Παρουσιάστηκε μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος ως ο «θεμελιωτής της δημοκρατικής πολιτείας», άποψη που δεν ισχύει για πολλούς λόγους.

            Θεμελιωτής της δημοκρατίας δεν είναι ο Αριστοτέλης αλλά ο δήμος, ο οποίος με τον αγώνα του επέβαλε τις απαραίτητες αλλαγές και σταδιακώς εγκαθίδρυσε και σταθεροποίησε το δημοκρατικό πολίτευμα. Ήδη από την αρχή του 6ου π.Χ. οι αγώνες του δήμου στην Αθήνα ανέδειξαν νομοθέτη τον Σόλωνα (594 π.Χ.) και επέβαλαν ένα πολίτευμα στο οποίο για πρώτη φορά τα κατώτερα και μεσαία στρώματα απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα και συμμετείχαν στην εκλογή των αρχόντων και στα δικαστήρια. Εν συνεχεία  συνέβαλαν στην ανατροπή της τυραννίδος των Πεισιστρατιδών και αποφάσισαν σε συνέλευση και με διαβούλευση τις μεταρρυθμίσεις που φέρουν το όνομα του Κλεισθένη (508 π.Χ.), οι οποίες αποτελούν τη γενέθλια πράξη του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αλλά και στην μετέπειτα ιστορία της αθηναϊκής πολιτείας ο δήμος, διαβουλευόμενος στην Εκκλησία του Δήμου, αποφάσισε με τον ίδιο τρόπο, και άλλες μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν περαιτέρω τους θεσμούς και διηύρυναν τα δικαιώματά του. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές φέρουν τα ονόματα του Θεμιστοκλή, του Εφιάλτη (462 π.Χ.), του Περικλή κ.ά.          
  
            Η δημοκρατία θεμελιώθηκε λοιπόν από τον αθηναϊκό δήμο πολύ πριν από τη γέννηση του Αριστοτέλη. Το ζήτημα που εγείρεται  είναι  αν ο Αριστοτέλης, εκατόν πενήντα έτη μετά την ίδρυση της δημοκρατίας και ζώντας εντός της δημοκρατικής πολιτείας τον 4ο αι. π.Χ., προσφέρει ως φιλόσοφος κάποια θεωρητική υποστήριξη της δημοκρατίας. Το ζήτημα δεν είναι απλό, αν κρίνει κανείς από τις αντιτιθέμενες απόψεις που έχουν διατυπωθεί από ερευνητές και στοχαστές. Μπορούμε πάντως να προσανατολιστούμε εάν λάβουμε υπ’ όψιν πως οι περισσότεροι ερευνητές που υποστηρίζουν ότι ο Αριστοτέλης υπερασπίζεται τη δημοκρατία θεωρούν ως πρότυπο δημοκρατίας τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα. Όμως αυτό οδηγεί σε λανθασμένα μονοπάτια.

            Κατ’ αρχάς στην εποχή του Αριστοτέλη δεν υπήρχε αντιπροσώπευση και ο Αριστοτέλης δεν έχει κατά νου κανένα αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, με κόμματα, εκλογές, κράτος, γραφειοκρατία. Όταν ο Αριστοτέλης αναφέρεται στη δημοκρατία εννοεί αυτό που εμείς σήμερα ονομάζουμε πλεοναστικώς «άμεση δημοκρατία». Δεύτερον, τα σημερινά πολιτεύματα, όπως διαμορφώθηκαν από τον 19ο αι.,  δεν είναι δημοκρατικά αλλά ολιγαρχικά, διότι οι πολλοί (ο δήμος) δεν αποφασίζουν ούτε νομοθετούν ούτε δικάζουν. Κυβερνούν οι ολίγοι προς όφελος των ολίγων ισχυρών και πλουσίων.Τρίτον, η  δημοκρατική επιχειρηματολογία που υπάρχει στο έργο του Αριστοτέλη «Πολιτικά», δεν ανήκει στόν Αριστοτέλη, αλλά στη δημοκρατική πλευρά και ο συγγραφέας τους δεν την ενστερνίζεται. Ο Αριστοτέλης αναφέρει τα δημοκρατικά επιχειρήματα όχι επειδή τα υποστηρίζει, αλλά επειδή τα συζητά σε αντίθεση με τα μοναρχικά και ολιγαρχικά επιχειρήματα, στα πλαίσια των «αποριών» που χαρακτηρίζουν τη διερευνητική του μέθοδο και με βάση  τις οποίες διεξάγει τη συζήτηση για τα διάφορα πολιτεύματα.

            Έχοντας υπ’ όψιν αυτές τις απαραίτητες διευκρινίσεις μπορούμε να εξετάσουμε στη συνέχεια δύο βασικά ζητήματα: πρώτον, τη στάση του Αριστοτέλη απέναντι στη δημοκρατία της εποχής του και δεύτερον, το δικό του πολιτειακό όραμα. Η κύρια πηγή πληροφοριών στην έρευνα αυτή είναι κυρίως τα «Πολιτικά», ένα από τα σημαντικότερα βιβλία πολιτικής σκέψης όλων των εποχών.  

     1. Η στάση του Αριστοτέλη απέναντι στη δημοκρατία κυμαίνεται από κριτική έως απορριπτική. Ισχυρίζεται πως η πολιτική ισότητα που δεσπόζει στη δημοκρατία κακώς διανέμεται σε όλους τους πολίτες, πως ο δήμος κυβερνά όχι με τους νόμους αλλά με ψηφίσματα, πως αυτός δεν αποτελείται από ικανά άτομα, πως δεν ενδιαφέρεται για το κοινό συμφέρον αλλά για το δικό του. Γι αυτό στην κατάταξη των πολιτειών τοποθετεί τη δημοκρατία στις «ημαρτημένες» και άδικες πολιτείες μαζί με την τυραννίδα και την ολιγαρχία. Τα «ορθά» και δίκαια πολιτεύματα είναι αντιστοίχως η «πολιτεία», η βασιλεία και η αριστοκρατία, διότι αυτά, όπως ο ίδιος γράφει, φροντίζουν για το κοινό συμφέρον. Σημειωτέον ότι δεν εξηγεί ούτε τεκμηριώνει με παραδείγματα τις απόψεις του. Εφόσον λοιπόν ο Αριστοτέλης απορρίπτει τη δημοκρατία το ζήτημα που τίθεται είναι ποιες είναι οι πολιτικές του προτιμήσεις, ποια είναι η «άριστη πολιτεία».
            2. Αν παρακάμψουμε τις συμπάθειες και τις θετικές απόψεις του  Αριστοτέλη για τη βασιλεία και την αριστοκρατία, οι πολιτειακές προτιμήσεις του φαίνεται να κλίνουν προς την «πολιτεία», ένα πολίτευμα που επινοεί ο Αριστοτέλης έχοντας ως βάση την τιμοκρατική πολιτεία του Σόλωνα. Περιγράφει δε την «πολιτεία» ως ένα μεικτό πολίτευμα από στοιχεία του ολιγαρχικού και του δημοκρατικού πολιτεύματοςσυνεπώς επιλέγει για τη μίξη αυτή ορισμένα στοιχεία από τη δημοκρατία και απορρίπτει άλλα. Όμως αυτά που απορρίπτει είναι σημαντικά στοιχεία του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως η κλήρωση και η απουσία «τιμήματος» για την απόκτηση του δικαιώματος του πολίτη, με συνέπεια η προκύπτουσα αριστοτελική «πολιτεία» να μην είναι δημοκρατική, αλλά ολιγαρχική.[1]      
    
            Συνεπώς ο Αριστοτέλης δεν είναι ο θεωρητικός θεμελιωτής της δημοκρατίας,[2] αλλά της «πολιτείας», η οποία δεν είναι «μετριοπαθής δημοκρατία», όπως νομίζουν κάποιοι ερευνητές, αλλά  μία μετριοπαθής ολιγαρχία.Από την άλλη, ο Αριστοτέλης είναι υποστηρικτής της πολιτικής κοινωνίας που λειτουργεί χωρίς κληρονομικούς άρχοντες, χωρίς θρησκευτικές και εθνικιστικές  προτεραιότητες, με θεσμούς πολιτικούς που επιτρέπουν τη συμμετοχή των ατόμων στην εκλογή των ικανών αρχόντων και στη δικαστική εξουσία. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η αριστοτελική «πολιτεία» είναι ο προάγγελος των νεωτερικών κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων, τα οποία στερούνται όμως μίας βασικής αριστοτελικής απαίτησης: τη συμμετοχή όλων των ατόμων στη δικαστική εξουσία.

            Όλα τα ανωτέρω θα είχαν απλώς ιστορικό ενδιαφέρον και θα αφορούσαν μόνο τους ειδικούς της αρχαίας φιλοσοφίας ή τους αριστοτελιστές, αν δεν υπέκρυπταν ένα βαθύτατο πολιτικό και ιδεολογικό νόημα. Πράγματι, η κριτική του Αριστοτέλη στη δημοκρατία και γενικότερα η πολιτική του θεωρία έρχονται να προστεθούν στην απόρριψη και στη δυσφήμηση της δημοκρατίας που έγιναν από τους δύο φιλοσόφους Σωκράτη και Πλάτωνα. Έτσι μεταδόθηκε η απαξιωτική ιδέα για τη δημοκρατία στους μετέπειτα αιώνες, με συνέπεια να παραμένει αυτή εν πολλοίς και στις ημέρες μας ένα άγνωστο και παρεξηγημένο πολίτευμα.

            Συνεπώς, η προσφυγή πολλών ερευνητών ή στοχαστών στην πολιτική θεωρία του Αριστοτέλη με σκοπό την έμπνευση για πολιτικές αξίες και διεξόδους έχει ως συνέπεια την απόρριψη της δημοκρατίας από την πολιτική συζήτηση και αναζήτηση, ενώ ταυτοχρόνως συντελεί στην διάδοση της αντιδημοκρατικής ιδεολογίας με οποιαδήποτε μορφή. Είναι λοιπόν χρήσιμο να γίνει απεγκλωβισμός από την εσφαλμένη εικόνα της δημοκρατίας, που μας κληρονόμησαν ο Σωκράτης, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, ώστε αυτή να επανέλθει στη δημόσια πολιτική συζήτηση ως γονιμοποιητικό στοιχείο του πολιτικού βίου και μάλιστα σε εποχές που οι ιδέες και πρακτικές του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος έχουν αποτύχει και διέρχονται κρίση.          
             
____________

[1] Αναλυτική επιχειρηματολογία για τις πιο πάνω θέσεις υπάρχει στα βιβλία μου «Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη» και «Η αριστοτελική πολιτεία», στις εκδόσεις Παπαζήση.


[2] Θεωρητικός της δημοκρατίας είναι ο σημαντικός φιλόσοφος Πρωταγόρας ο οποίος καταγόταν από μία άλλη δημοκρατική πόλη, τα Άβδηρα της Θράκης. 

πηγή:  oikonomouyorgos.blogspot.gr

Ο ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΚΟΡΝΗΛΙΟ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗ - ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για καστοριαδης αποφθεγματα

Σκέψεις για το βιβλίο του Francois Dosse
ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ, ΜΙΑ ΖΩΗ
Πόλις, Αθήνα, 2015


            Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, όπως αναφέρει και ο Francois Dosse   στο βιβλίο αυτό, είναι ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους, ενώ το έργο του «Η Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας» (1975) κατατάσσεται στα σπουδαιότερα  του 20ου αιώνα, του οποίου η αξία και η εμβέλεια  προεκτείνεται και στον 21ο αιώνα. Ωστόσο το συνολικό έργο του είναι πολυσχιδές, μεγάλο σε έκταση και διεσπαρμένο σε μικρά κείμενα. Ο ιδιαίτερος χαρακτήρας  του έργου αυτού από μία άποψη μπορεί να διευκολύνει τον αναγνώστη αλλά από την άλλη δίνει αποσπασματική εικόνα και καθιστά δύσκολη την πρόσβασή του σε μία συνολική οπτική.

            Συνεπώς χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια εκ μέρους του ερευνητή για να δώσει τη συνολική οπτική ενός τόσο αποσπασματικού και ιδιαίτερου έργου. Είναι εμφανές πως ο Dosse κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια και επίπονη έρευνα. Σε γενικές γραμμές κατάφερε να δώσει μία εικόνα της περιπέτειας που χαρακτηρίζει την προσωπική ζωή του Καστοριάδη: οικογενειακά προβλήματα, αλωπεκίαση, κίνδυνοι της μεταξικής δικτατορίας, της ναζιστικής κατοχής και της ΟΠΛΑ (της μυστικής αστυνομίας του ΚΚΕ που δολοφόνησε τροτσκιστές συντρόφους του), παρανομία, φυγή από την Ελλάδα για την Γαλλία με το πλοίο Ματαρόα, εξορία,  δυσκολίες, το μυθικό πια περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα,  ψευδώνυμα, φιλίες, διασπάσεις, έρωτες, αποχωρισμοί και απογοητεύσεις. Ο Dosse έδωσε επίσης και μία γεύση του «ταξιδιού» που έκανε η σκέψη του Καστοριάδη» σε αχαρτογράφητα εδάφη, στα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου. Ξεκινώντας από την κριτική του ολοκληρωτισμού, του σταλινισμού, του λενινισμού και του μαρξισμού, περνώντας μέσα από την ψυχανάλυση και τον Φρόιντ, κατέκτησε στη συνέχεια νέα πεδία: το φαντασιακό, τις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες, τη «φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας», την ανθρώπινη δημιουργία, τη δημοκρατία, την αυτονομία, ατομική και συλλογική - με πολλές δυσκολίες, τομές, ρήξεις, συγκρούσεις, απομόνωση και έχθρες. Τέλος, ο Dosse έδωσε τον μεγάλο αντίκτυπο που είχε το έργο του Καστοριάδη ιδίως μετά τον Μάη 1968, την επιρροή του σε αρκετούς ερευνητές, ιστορικούς, φιλοσόφους, ψυχαναλυτές, κοινωνιολόγους, επιστημολόγους, πράγμα που δηλώνει την αξία αυτού του έργου και για τον 21ο αιώνα, στον οποίο οι μεγάλοι στοχαστές είναι απόντες.

            Υπάρχουν όμως κάποια προβληματικά σημεία στο βιβλίο του Dosse. Ένα από αυτά είναι, κατά τη γνώμη μου, το ότι δεν αναδεικνύει την ιδιαίτερη φιλοσοφική και πολιτική σπουδαιότητα της «Φαντασιακής θέσμισης της κοινωνίας». Ενώ αναφέρει ότι είναι το μείζον έργο του Καστοριάδη ωστόσο δεν αναλύει τους λόγους σε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο.

            Ένα άλλο προβληματικό σημείο του βιβλίου είναι το ότι παραθέτει κάποιες κριτικές ή διαφωνίες ορισμένων διανοουμένων στις θέσεις του Καστοριάδη, χωρίς όμως την επιχειρηματολογία που στηρίζει αυτές τις κριτικές. Σε κάποιες από αυτές έχει την εντιμότητα να παραθέσει τι απαντά ο Καστοριάδης. Άλλες όμως κριτικές μένουν αναπάντητες αφήνοντας την εντύπωση ότι είναι δικαιολογημένες ή σωστές. Επιβάλλεται λοιπόν μία συζήτηση των κριτικών αυτών, η οποία δεν μπορεί βεβαίως να γίνει στα πλαίσια ενός περιορισμένου άρθρου. Ωστόσο θα σχολιάσω μία από αυτές, η οποία αφορά τις απόψεις του Καστοριάδη για την αυτονομία.

            Η αυτονομία  είναι αδιανόητη χωρίς ένα καθεστώς άμεσης δημοκρατίας,αλλά ακριβώς αυτή η τελευταία αποτελεί τον στόχο ορισμένων Γάλλων διανοουμένων, απολογητών της αντιπροσώπευσης.  νομίζουν πως η άμεση δημοκρατία δεν είναι εφικτή στις σημερινές κοινωνίες των εκατομμυρίων κατοίκων, άρα το μόνο δυνατό σύστημα είναι το αντιπροσωπευτικό. Έτσι όμως οι εν λόγω διανοούμενοι προσυπογράφουν το περιβόητο «τέλος της ιστορίας», που είναι φυσικά μία φενάκη και, ταυτοχρόνως, επικυρώνουν την ωμή καπιταλιστική και ολιγαρχική πραγματικότητα που είναι απαράδεκτο. Ο Καστοριάδης επιμένει πως αν απαλείψουμε το όραμα της αυτονομίας από την οπτική μας αυτό θα σημάνει το τέλος του δυτικού πολιτισμού. Από την άλλη, δεν θεωρεί ότι η αθηναϊκή δημοκρατία είναι μοντέλο ή πρότυπο, αλλά «σπόρος» και πηγή έμπνευσης, ερχόμενος έτσι σε αντίθεση με την αστική φιλελεύθερη και ρεπουμπλικανική παράδοση.

            Επίσης, ενώ για τον Καστοριάδη τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα δεν είναι δημοκρατικά αλλά ολιγαρχικά, ο Dosse σε όλο το βιβλίο του αναφέρεται στην «αντιπροσωπευτική» ή «σύγχρονη» δημοκρατία με αποτέλεσμα να υπονομεύει μία από τις βασικές ιδέες του προσώπου το οποίο υποτίθεται ότι παρουσιάζει αντικειμενικά.

            Τέλος, μία άλλη έλλειψη του βιβλίου είναι η μη αναφορά της δραστηριότητας γύρω από το έργο του Καστοριάδη στη χώρα της καταγωγής του. Ενώ ο Dosse αναφέρει πολλές χώρες  της ευρωπαϊκής και αμερικανικής ηπείρου, η παρουσία της  Ελλάδας είναι ισχνή. Ωστόσο το ενδιαφέρον για το έργο του Καστοριάδη παρουσιάσθηκε από πολύ νωρίς. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 εκδίδονται τα πρώτα έργα του στις αντίξοες  συνθήκες της δικτατορίας και με εχθρική υποδοχή εκ μέρους όλων των τάσεων της Αριστεράς, η οποία ακόμη και σήμερα τηρεί θανατηφόρα σιγή γύρω από το έργο του. Επί τη ευκαιρία να διευκρινιστεί ότι το αριστερό περιοδικό «Πολίτης» δεν δημοσίευσε ποτέ κείμενο του Καστοριάδη και επί πλέον ήταν εχθρικό προς τις ιδέες του (αντίθετα δηλαδή από όσα εννοούνται στη σ. 371). Θα πρέπει να αναφερθεί πως για πρώτη και μοναδική φορά ο Καστοριάδης έκανε σεμινάρια στην Ελλάδα στο Ιωνικό Κέντρο, στη Χίο, όλο τον Ιούλιο 1980. Επίσης με πρωτοβουλία κάποιων ατόμων έδωσε διαλέξεις για πρώτη φορά σε δημόσιο χώρο στην Αθήνα στην ΑΣΟΕΕ και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το φθινόπωρο του 1980 (και όχι το 1989 όπως φαίνεται να εννοεί ο Dosse, σ. 407).

            Το ενδιαφέρον για το έργο του Καστοριάδη στην Ελλάδα έχει τις τελευταίες δεκαετίες αυξηθεί όπως φαίνεται από δύο συνέδρια και ένα συμπόσιο, από ημερίδες, ομιλίες, πάνελ, αφιερώματα σε περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία, όχι τόσο από επίσημους και πανεπιστημιακούς φορείς, αλλά από εξωπανεπιστημιακούς και εξωθεσμικούς. Ταυτοχρόνως, από νέους ερευνητές έχουν δημοσιευθεί και δημοσιεύονται συνεχώς βιβλία, μελέτες και εκπονούνται διδακτορικές διατριβές για το έργο του. Επίσης ανεξάρτητες πολιτικές ομάδες χρησιμοποιούν τις αναλύσεις του, ενώ οι ιδέες του ακούστηκαν πολύ στις κινητοποιήσεις των πλατειών για «άμεση δημοκρατία» που συνετάραξαν την Ελλάδα το καλοκαίρι  το 2011.     
             
               Μία άλλη μορφή βιογραφίας, διαφορετική από αυτήν που επέλεξε ο Dosse, θα έδινε περισσότερη έμφαση στην εξέλιξη και στη διαμόρφωση της σκέψης του Καστοριάδη ακολουθώντας την χρονολογική σειρά, η οποία από ένα σημείο και μετά χάνεται στο εν λόγω βιβλίο, με συνέπεια ο ανυποψίαστος αναγνώστης μάλλον να πελαγοδρομεί διαβάζοντας ένα σύνολο αποσπασματικών ιδεών και πληροφοριών. Ίσως το βιβλίο απευθύνεται σε «μυημένους» αναγνώστες. Ταυτοχρόνως θα ήταν διευκρινιστικό και μεθοδολογικά χρήσιμο να δοθούν σαφέστερα οι συμβολές του Καστοριάδη σε κάθε τομέα χωριστά - φιλοσοφία, πολιτική, ψυχανάλυση, επιστημολογία, επικαιρότητα - αν και τό έργο του είναι ενιαίο και ο ίδιος δεν  θα έκανε αυτές τις διακρίσεις. Προτιμούσε τους ελληνικούς όρους: Λόγος, Πόλις, Ψυχή, Κοινωνία, Καιρός, Ποίησις. Με άλλα λόγια, η βιογραφία του Καστοριάδη, ως ιστορία κυρίως των ιδεών του και της φιλοσοφικής του πορείας, παραμένει ανοικτή και συνιστά πρόκληση.

πηγή:  oikonomouyorgos.blogspot.gr

ΕΝΤΜΟΥΝΤ ΧΟΥΣΕΡΛ - ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΟΙ ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ (ΒΙΒΛΙΟ)

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για χούσερλ Αποτέλεσμα εικόνας για χούσερλ


Κάθε πρωτόπειρος στη φιλοσοφία γνωρίζει τον αξιοσημείωτο ειρμό των Καρτεσιανών Στοχασμών. Ας θυμηθούμε την κατευθυντήρια ιδέα τους. Ο σκοπός τους είναι μια ολική αναμόρφωση της φιλοσοφίας και η μετατροπή της σε μια επιστήμη απόλυτα θεμελιωμένη. Σύμ­φωνα με τον Καρτέσιο, τούτο συνεπάγεται μια αντίστοιχη ανα­ μόρφωση όλων των επιστημών. Διότι αυτές, σύμφωνα με τον Καρ­τέσιο, αποτελούν μη-αυτοτελή μέλη της μιας και καθολικής επι­στήμης, και αυτή είναι η φιλοσοφία. Μόνο μέσα στη δική της συ­ στηματική ενότητα μπορούν να γίνουν οι επιστήμες γνήσιες.  


Ο αναγκαίος δρόμος που οδηγεί προς μια γνώση απόλυτα θεμελιωμένη ή, πράγμα που είναι το ίδιο, προς μια φιλοσοφική γνώση, είναι αυτός μιας καθολικής αυτογνωσίας, καταρχάς μιας αυτογνωσίας της μονάδας και στη συνέχεια της κοινότητας των μονάδων. Μπορούμε επίσης να πούμε: μια ριζική και καθολική περαιτέρω συνέχιση των καρτεσιανών στοχασμών ή, πράγμα που είναι το ίδιο, μια καθολική αυτογνωσία είναι η ίδια η φιλοσοφία και περιλαμβάνει κάθε υπεύθυνη για τον εαυτό της γνήσια επιστήμη.


Θα θέλαμε να εξετάσουμε το ενδεχόμενο μιας κριτικής, διαλεκτικής φαινομενολογίας που θα θεμελιώνει τη διαλεκτική Λογική. Η ανάγκη μιας τέτοιας θεμελίωσης προκύπτει από το πρόβλημα της σχέσης του γνωρίζοντος ερευνητή (έστω, ο Μάρξ) με το γνωστικό του αντικείμενο. Πώς φτάνει ο ερευνητής σε μια επιστημονική σκοπιά εξέτασης του αντικειμένου του και τί είδους γνωσιοθεωρία προυποθέτει ο Μάρξ όταν χρησιμοποιεί διαλεκτικές λογικές κατηγορίες στο Κεφάλαιο; (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζουμε τη φαινομενολογία με τη γνωσιοθεωρία). 

  Είμαστε ενήμεροι για τη κριτική στη χουσσερλιανή ''φαινομενολογία''ως ''τελευταία μεταφυσική''. Επιπλέον, παρατηρούμε ότι πολλοί, μεταγενέστεροι του Husserl στοχαστές, παρακάμπτουν ή κάνουν πως αγνοούν το πρόβλημα της γνωσιοθεωρητικής θεμελίωσης των θεωριών τους σαν να μην υπάρχει, ''πηδώντας''κατευθείαν στις έννοιες, χωρίς να δείχνουν πώς διανύεται (λογικά και ιστορικά) ο δρόμος από τη ζωή στις έννοιες αυτές. 

  Απέναντι σε όλα αυτά, νιώθουμε την ανάγκη να επιστρέψουμε στον Husserl, και στον κάθε εξόριστο ή αποδιοπομπαίο τράγο της συστημικής εποχής μας που μπορεί να μας φανεί χρήσιμος. 
  
  Έχουμε ελλιπή πρόσβαση στις λιγοστές-μάλλον-εργασίες που μελετούν συγκριτικά την χουσσερλιανή και την εγελιανή Φαινομενολογία από τη σκοπιά της μεθόδου συγκεκριμένα. Η κρατούσα γνώμη είναι πως μεταξύ τους δεν υπάρχει καμία σχέση. Θεωρούμε ωστόσο ότι ένα ενδιαφέρον, και σημαντικό, ερώτημα είναι αυτό της σχέσης διαλεκτικής μεθοδικής άρσης (Aufhebung) και του χουσσερλιανού ''θέτειν-εντός'παρενθέσεων''ή ''εποχής'' (φαινομενολογικής και υπερβατολογικής), θέμα το οποίο εντοπίζεται στο απόσπασμα που παρουσιάζουμε. 

  Για να αποφευχθούν ορισμένες παρεξηγήσεις, θεωρούμε σαφές πως η φαινομενολογική έκθεση και η έκθεση της Λογικής, δεν αναπαράγουν τη σειρά της γένεσης του Κόσμου. Με άλλα λόγια, μια φαινομενολογική εκκίνηση, αν τελικά επιλεγεί, δεν σημαίνει πως το Εγώ προϋπήρξε του φυσικού κόσμου, μολονότι η φαινομενολογική εξέταση και η Επιστήμη της Λογικής προηγείται της συγκρότησης του φυσικού κόσμου ως γνωστικού αντικειμένου. Αυτή η λογική προτεραιότητα δεν αναιρεί την ιστορική προτεραιότητα του ''φυσικού κόσμου''έναντι του ''πνευματικού κόσμου'', αντίθετα, συνιστά αναδρομική ματιά, από τον ερευνητή ως λογικό ον, στις προϋποθέσεις γένεσης της ίδιας της Λογικής. Ξεκινώντας δηλαδή από το έλλογο ον, και περνώντας από τη Φαινομενολογία στη Λογική, ξεδιπλώνουμε ένα-ένα τα επίπεδα τα οποία η Φαινομενολογία και η Λογική προϋποθέτουν, ξεδιπλώνουμε δηλαδή τους εξωτερικούς όρους ύπαρξης της ίδιας της Φαινομενολογίας και της Λογικής (η εξωτερίκευση-αλλοτρίωση της Απόλυτης Ιδέας στον Χέγκελ, η Φύση). 

Από τη ''φύση''θα οδηγηθούμε πάλι στο ''πνεύμα'' επιστρέφοντας στο σημείο εκκίνησης, στον άνθρωπο-υποκείμενο, διαβαίνοντας δηλαδή της γεωφυσικές προϋποθέσεις ύπαρξής του, υλικές-ανόργανες και οργανικές, για να φτάσουμε και πάλι στην επικράτεια του ''πνεύματος'', αυτή τη φορά του διανθρώπινου, κοινωνικού ''πνεύματος''.  

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΟΥΣΕΡΛ ΕΔΩ:


πηγή: bestimmung.blogspot.gr - pernoampariza

ΡΕΝΕ ΝΤΕΚΑΡΤ (ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ) - ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (ΒΙΒΛΙΟ)

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας pdf



Aς δηλωθεί ευθύς εξαρχής: η έκδοση αυτή δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη. Πρόκειται για το σημαντικότερο καρτεσιανό κείμενο που, με πολύ μεγάλη καθυστέρηση, μεταφράστηκε επιτέλους δόκιμα στη γλώσσα μας. Aποτελεί ευτύχημα το γεγονός ότι, χάρη στον μόχθο του Eυάγγελου Bανταράκη, κρατούμε σήμερα στα χέρια μας τους Στοχασμούς περί της Πρώτης Φιλοσοφίας του Nτεκάρτ [1596-1650] ή Mεταφυσικούς Στοχασμούς, όπως είναι γνωστότεροι, με βάση τον γαλλικό τίτλο του έργου. Eπαινος οφείλεται λοιπόν στον μεταφραστή, καθώς και στους επιμελητές της σειράς «Eυμενείς έλεγχοι» των εκδόσεων Eκκρεμές.



Για τους ιστορικούς της φιλοσοφίας αποτελεί κοινό τόπο ότι ο Nτεκάρτ υπήρξε ο ιδρυτής της νεότερης φιλοσοφίας. Πράγματι, το καρτεσιανό εγχείρημα δεν έχει πολλά ανάλογα στην ιστορία της σκέψης. Πλάι του μπορούν να σταθούν ισότιμα λίγοι φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτωνας και ο Aριστοτέλης, ο Kαντ και ο Xέγκελ, ο Xάιντεγκερ και ο Bιτγκενστάιν. Γιατί; Διότι ο Nτεκάρτ κάνει κάτι ολωσδιόλου καινούργιο: όχι απλώς ανανεώνει ριζικά τη φιλοσοφική παράδοση, αλλά προχωρεί σε μια εκ βάθρων ανατροπή, σε μια αλλαγή «παραδείγματος». Mετά τον Nτεκάρτ όλα θα έχουν αλλάξει, το φιλοσοφικό τοπίο θα έχει μεταβληθεί εντελώς. Mάλιστα, ο ίδιος έχει πλήρη συνείδηση της ανήκουστης τόλμης και πρωτοτυπίας του: την επιδιώκει και τη γνωρίζει. Σε κανένα άλλο καρτεσιανό κείμενο δεν αποτυπώνεται με τόση σαφήνεια η συναίσθηση του μεγαλείου αυτής της πρωτοπόρας φιλοσοφικής σκέψης όσο στους Στοχασμούς. Γι αυτόν τον λόγο, εξάλλου, η κυοφορία, η γέννηση, η έκδοση και η πρόσληψη του έργου είχαν τόσο τρικυμιώδη ιστορία.

Bαθύς διαλογισμός


Eπιλέγοντας τον όρο Στοχασμοί, όρο θεολογικής προέλευσης που δηλώνει τον βαθύ διαλογισμό περί των θείων πραγμάτων, ο Nτεκάρτ ρισκάρει να αναμετρηθεί με ολόκληρη την παράδοση της σχολαστικής φιλοσοφίας. Δέχεται να αγωνιστεί εκτός έδρας, στο γήπεδο των αντιπάλων του, με τους κανόνες που εκείνοι είχαν θέσει. Ωστόσο, κατορθώνει να επιβάλει ένα δικό του, εντελώς νέο, αγωνιστικό σύστημα ώστε πολύ γρήγορα μετασχηματίζει τους όρους του παιχνιδιού, αλλάζει το γήπεδο και τα διακυβεύματα του αγώνα. Xρειάζεται σίγουρα μεγάλη τόλμη για να αντιμετωπίζει κανείς τους θεολόγους της Σορβόννης, υποβάλλοντάς τους ένα κείμενο όπως αυτό των Στοχασμών. Kείμενο που αγγίζει τα όρια της ύβρεως, εφόσον επιδιώκει να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού μέσω της ύπαρξης του ανθρώπου ή, καλύτερα, μέσω της ύπαρξης του υποκειμένου, του «εγώ».

Στους έξι στοχασμούς του, οι οποίοι λαμβάνουν χώρα σε έξι συνεχόμενες ημέρες (επιλογή που δεν μπορεί παρά να μας φέρνει στον νου τη βιβλική «Γένεση»), ο φιλόσοφος πρώτα αποδομεί και μετά αναδομεί, αναπλάθει τον κόσμο: από τη ριζική αμφιβολία για τα πάντα, ακόμη και για τον Θεό, στον πρώτο Στοχασμό, περνά στην εύρεση της μιας και μοναδικής βεβαιότητας του δεύτερου Στοχασμού: όσο αμφιβάλλω, σκέπτομαι, και, επειδή σκέπτομαι, υπάρχω. Mε βάση την ύπαρξή μου αποδεικνύεται και η ύπαρξη του Θεού, στον τρίτο Στοχασμό. Kατόπιν, στον τέταρτο, διατυπώνεται η θεωρία της σχέσης μεταξύ αλήθειας και πλάνης, για να αποδειχθεί εκ νέου, στον πέμπτο, η ύπαρξη του Θεού, τούτη τη φορά a posteriori. Tέλος, ο έκτος Στοχασμός αναλαμβάνει να αποδείξει την ύπαρξη του φυσικού κόσμου, ώστε όλα τα πράγματα να επιστρέψουν στη θέση τους, με τη διαφορά ότι τώρα έχουν βρει τη σωστή τους θέση, δηλαδή εκείνη που τους προσδίδει η νέα φιλοσοφία, ο καρτεσιανισμός.

Οι αντιδράσεις που συνάντησε το κείμενο των Στοχασμών ήταν ποικίλες: κάποιες ενθουσιώδεις, μα οι περισσότερες επιφυλακτικές ή και παντελώς απορριπτικές. Πολλές παρατηρήσεις και αντιρρήσεις διατυπώθηκαν, στις οποίες ο Nτεκάρτ απάντησε επιμελώς με διευκρινίσεις και αντεπιχειρήματα. Ολη αυτή η φιλοσοφική ζύμωση κατέληξε στην πρώτη δημοσίευση του λατινικού κειμένου των Στοχασμών μαζί με έξι σειρές Aντιρρήσεων και Aπαντήσεων, το 1641 στο Παρίσι, για να ακολουθήσει η δεύτερη έκδοση με μια τροποποίηση στον υπότιτλο και την προσθήκη μιας έβδομης σειράς αντιρρήσεων και απαντήσεων, το 1642, στο Aμστερνταμ. Πρόκειται ίσως για το μοναδικό βιβλίο στην ιστορία της φιλοσοφίας που συντάχθηκε κατ αυτόν τον τρόπο, μέσα από ανταλλαγή επιχειρημάτων ανάμεσα σε πολλούς φιλοσόφους και λογίους. Tα πράγματα περιπλέχθηκαν ακόμη περισσότερο, όταν το 1647 κυκλοφόρησε η γαλλική μετάφραση, την οποία ο Nτεκάρτ διάβασε, διόρθωσε και ενέκρινε. Aποτέλεσμα των παραπάνω είναι να υπάρχουν δύο πρωτότυπα κείμενα, λατινικό και γαλλικό, τα οποία διαφέρουν αισθητά σε ορισμένα σημεία.

Ο ορθός λόγος

Aυτή στάθηκε ίσως και η μοίρα του Nτεκάρτ, να στηρίζεται διαρκώς με το ένα πόδι στα λατινικά και με το άλλο στα γαλλικά, όπως δηλώνει εξάλλου και η διττή εκδοχή του ονόματός του: άλλοτε Kαρτέσιος και άλλοτε Nτεκάρτ. Λεπτή ειρωνεία για τον μεγάλο φιλόσοφο που εγκαινίασε τη γαλλική σχολή φιλοσοφίας και προσπάθησε πάντοτε να καταστήσει απολύτως σαφείς και ευκρινείς τις ιδέες και έννοιες που χρησιμοποιούσε, φθάνοντας με ασφάλεια στη γνώση, μέσω του ορθού λόγου, που είναι κοινός σε όλους τους ανθρώπους, όποια γλώσσα και αν μιλούν ή γράφουν.

Ο μόχθος της τεκμηρίωσης

Aσφαλώς χρειάζεται να ειπωθεί ότι, την ίδια εκείνη εποχή, υπήρξε και άλλος φιλοσοφικός δρόμος πέρα από την καρτεσιανή μέθοδο του στοχασμού: 13 χρόνια μετά τον θάνατο του Nτεκάρτ, ο Σπινόζα θα γράψει το βιβλίο Aρχές της Φιλοσοφίας του Nτεκάρτ (πρόκειται για το μόνο έργο που δημοσίευσε επωνύμως όσο ζούσε). Ως επίμετρο, ο Σπινόζα θα προσθέσει εκεί τις δικές του μεταφυσικές σκέψεις. Φαίνεται λοιπόν ότι, ενώ το καρτεσιανό «εγώ» στοχάζεται, ο σπινοζικός άνθρωπος σκέπτεται (όπως δηλώνει ένα αξίωμα του 2ου μέρους της Hθικής). Aυτά όμως είναι μια άλλη ιστορία.

Eξετάζοντας την ελληνική μετάφραση των Στοχασμών διαπιστώνουμε πλήθος αρετών. Πέραν του ότι πρόκειται για άρτια έκδοση από αισθητικής άποψης, ο μεταφραστής έκανε φιλότιμη δουλειά έρευνας και τεκμηρίωσης, προσφέροντας εργαλεία που υποβοηθούν την κατανόηση του κειμένου και του πλαισίου μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η καρτεσιανή σκέψη. Tέτοια στοιχεία είναι: α) Ο κατατοπιστικός πρόλογος, στις σελίδες του οποίου παρουσιάζονται οι εκδοτικές περιπέτειες του κειμένου και εξηγούνται οι επιλογές του μεταφραστή. β) Οι ερμηνευτικές υποσημειώσεις και η συχνή παράθεση της γαλλικής εκδοχής του κειμένου. γ) Tα εκτενή εννοιολογικά σχόλια, πολύ χρήσιμα για τον αναγνώστη που δεν είναι εξοικειωμένος με την ορολογία των φιλοσόφων της εποχής. δ) Tα μεταφραστικά σχόλια, όπου ο μεταφραστής αιτιολογεί τις επιλογές του με τρόπο, ως επί το πλείστον, τεκμηριωμένο και πειστικό. ε) Tο πολύ χρήσιμο «Γλωσσάριο», που παραθέτει τους καρτεσιανούς όρους στα ελληνικά, δίνοντας δίπλα τους αντίστοιχους λατινικούς και γαλλικούς. στ) Ο λεπτομερής εργοβιογραφικός χρονολογικός πίνακας, που βοηθά τον αναγνώστη να τοποθετήσει ιστορικά την πνευματική παραγωγή του συγγραφέα. ζ) Tέλος, η εκτενής και ενημερωμένη διεθνής βιβλιογραφία για τον Nτεκάρτ, που περιλαμβάνει τις εκδόσεις των έργων του φιλοσόφου, τις μεταφράσεις τους σε άλλες γλώσσες (και στα ελληνικά), καθώς και ικανό αριθμό μελετών σχετικών με την καρτεσιανή φιλοσοφία.

Παρ όλο που δεν υπάρχουν σημαντικά μεταφραστικά προβλήματα, θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει ενστάσεις ως προς την απόδοση ορισμένων φιλοσοφικών όρων, όπως άλλωστε ισχύει για κάθε μετάφραση τέτοιου τύπου. Ωστόσο, ο μεταφραστής έχει λάβει τα μέτρα του, αιτιολογώντας πάντοτε τις επιλογές του. Kαι ασφαλώς θα ήταν κάπως πρόωρο να κρίνουμε τούτη τη μετάφραση προτού δοκιμαστεί στην πράξη, μέσα από διαδοχικές αναγνώσεις, πανεπιστημιακές διδασκαλίες και άλλες χρήσεις. Aν πάντως είχα να διατυπώσω μία βασική κριτική παρατήρηση, αυτή θα αφορούσε το ύφος, δηλαδή κάτι αρκετά υποκειμενικό. Προσωπικά, λοιπόν, θα προτιμούσα ένα ύφος λιγότερο λόγιο από εκείνο του μεταφραστή. Δεν δίνω παραδείγματα, νομίζω ότι ο αναγνώστης του κειμένου θα καταλάβει τι εννοώ. Θα ήταν, τέλος, ευχής έργον να μεταφραστούν σύντομα στη γλώσσα μας και οι επτά σειρές των Aντιρρήσεων και Aπαντήσεων που συνοδεύουν τους Στοχασμούς, ώστε το ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό να έχει τη δυνατότητα να διαβάσει επιτέλους ολοκληρωμένο τούτο το θεμελιώδες έργο της νεότερης φιλοσοφίας.

Aρης Στυλιανού (καθηγητής της Φιλοσοφίας) πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ,


ΚΡΙΤΙΚΗ

Οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της νέας σκέψης θα μπορούσαν να συνοψιστούν στη ρήση «εν Αρχή ην ο Ντεκάρτ». Η πανουργία του Λόγου εμφανίζεται εμφατικά διά μέσου της σκέψης ενός στοχαστή που ενώ υποστήριζε πως στόχος της διαπραγμάτευσής του ήταν η απόδειξη της ύπαρξης του Θεού και της διάκρισης του σώματος από την ψυχή, κατασκεύασε το φιλοσοφικό οπλοστάσιο για την αμφισβήτηση αυτών των αρχών. Ο Ντεκάρτ δημιουργεί σε μια εποχή που οι Τιτάνες της Αναγέννησης, ποιητές, ζωγράφοι και ουμανιστές, είχαν ήδη ολοκληρώσει την υπόσκαψη των θεμελίων της θεολογικής αυθεντίας και της εξ αποκαλύψεως αλήθειας. Στη θέση όμως της αμφισβητούμενης θεολογίας τοποθετούνται η περιέργεια, η δημιουργία και η αμφιβολία. Είμαστε όμως ακόμη μακριά από την αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας της φύσης και του αισθητού κόσμου. Προϋπόθεση αυτής της αναγνώρισης ήταν το στάδιο της ανάδειξης της αυθεντίας της ανθρώπινης σκέψης μέσα από το διαχωρισμό της μεταφυσικής από τη θεολογία και της σκοπιμότητας του Ορθού Λόγου από τη θεϊκή σκοπιμότητα. Ο Ντεκάρτ αναλαμβάνει αυτό το καθήκον.

Ο Rene Descartes δημοσίευσε τους «Στοχασμούς περί της πρώτης φιλοσοφίας» το 1641, αφού τους είχε συγγράψει το 1639. Στο διάστημα αυτό κοινοποίησε το χειρόγραφο σε διακεκριμένους θεολόγους και φιλοσόφους, για να δοκιμάσει την αποδοχή των θέσεών του. Στην έκδοση του 1641 ενσωματώθηκαν και έξι σειρές αντιρρήσεων και απαντήσεων.

Στον Πρώτο Στοχασμό ξεκινά από την υπόθεση πως Θεός και εξωτερικός κόσμος δεν υπάρχουν. Εδώ ας σημειώσουμε μια παρατήρηση που είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για την κατανόηση του Καρτεσιανού συστήματος. Οι όροι διαχωρισμού υποκειμένου (οντότητα που κατέχει αυτόνομη και ανεξάρτητη ύπαρξη) και αντικειμένου (ιδέα του απεικονιζόμενου πράγματος) είναι αντίστροφοι από τις συνηθισμένες θεωρήσεις. Αυτή η αντιστροφή του δίνει τη δυνατότητα πρώτος ν αναδείξει την προτεραιότητα του υποκειμένου. Ο δυϊσμός του όμως τον εμπόδισε να αναγνωρίσει την ενότητα του είναι και της σκέψης. Ετσι νομιμοποιούνται όσοι, παρά τις αντίθετες προθέσεις του, τον χρεώνουν με την αποτυχία της στροφής προς το υποκείμενο.

Στο Δεύτερο Στοχασμό αναζητεί το Αρχιμήδειο σημείο για ν αποδείξει πως ό,τι έχει σχέση με το ανθρώπινο πνεύμα είναι γνωστότερο από το σώμα. Υποθέτει αρχικά πως το μόνο βέβαιο είναι πως δεν υπάρχει τίποτα βέβαιο. Αν όμως ο άνθρωπος είναι πεπεισμένος πως δεν υπάρχει τίποτα, τότε είναι βέβαιο πως αυτός που σκέπτεται έτσι υπάρχει. «Η απόφανση "Εγώ είμαι, Εγώ υπάρχω"αληθεύει αναγκαία όποτε την προφέρω ή τη συλλαμβάνω με το πνεύμα μου». Οταν όμως ο Ντεκάρτ δηλώνει «σκέπτομαι, άρα υπάρχω» δεν υποδηλώνει την ταύτιση του εαυτού μας με την ψυχή ή το πνεύμα μας, δεν εξομοιώνει την ύπαρξη με τη σκέψη ή τη νόηση. Πάντως, όπως τονίζει ο Χέγκελ στις «Παραδόσεις για την ιστορία της Φιλοσοφίας», στον Ντεκάρτ το είναι εμπεριέχεται στη σκέψη ως φτωχός ορισμός, ως αφαίρεση του συγκεκριμένου περιεχομένου της σκέψης. Η σκέψη περιέχεται στις υπόλοιπες δράσεις μας, και όχι το αντίθετο. Συνεπώς, για το μεγάλο δυϊστή τα σώματα δεν γίνονται αντιληπτά επειδή αγγίζονται ή βλέπονται αλλά επειδή νοούνται. Εδώ γίνεται το μεγαλύτερο βήμα, ώστε αρχή συγκρότησης του κόσμου να θεωρείται στο εξής το σκεπτόμενο εγώ και όχι η αυθεντία της θεολογικής σκέψης και της Αποκάλυψης.

Ο Ντεκάρτ μέχρι εδώ συμπέρανε πρώτον πως ο άνθρωπος υπάρχει και δεύτερον πως είναι σκεπτόμενο πράγμα. Για ν αποδείξει στον Τρίτο Στοχασμό την ύπαρξη του Θεού, καταφεύγει σ ένα τρίτο συμπέρασμα: Ο άνθρωπος ως σκεπτόμενο πράγμα έχει μέσα του ιδέες, μία από τις οποίες είναι πως υπάρχει Θεός. Οι ιδέες που παριστάνουν μέσα μας υποστάσεις έχουν μέσα τους περισσότερη αντικειμενική πραγματικότητα από εκείνες που παριστάνουν μόνο τρόπους ή συμβεβηκότα -πράγματα δηλαδή που η μετατροπή τους δεν επιφέρει την αλλαγή του υποκειμένου. Οσο όμως ανώτερο είναι ένα πράγμα, τόσο τελειότερη είναι η ιδέα του. Αρα η ιδέα του Θεού σύμφωνα με το πρώτο, το λεγόμενο ιδεολογικό επιχείρημα, που εκλαμβάνει τον Θεό ως μια υπόσταση άπειρη, ανεξάρτητη, παντογνώστρια, δημιουργό των πάντων, δεν θα μπορούσε να υπάρχει σε ένα ατελέστερο ον, αν αυτή η υπόσταση δεν υπήρχε πραγματικά. Ο Ντεκάρτ προσπαθεί εδώ από την ιδέα-απεικόνιση να φθάσει στο πρότυπο-αίτιο, που είναι ο Θεός.

Πλάνες, ελεύθερη βούληση και φυσικός κόσμος

Στον Τέταρτο Στοχασμό εκτίθενται οι αιτίες της πλάνης. Οι πλάνες είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης της γνώσης με τη βούληση. Η πλάνη δεν είναι άρνηση, αδυναμία γνώσης, αλλά έλλειψη γνώσης που θα μπορούσαμε να την έχουμε υπό προϋποθέσεις. Οι πλάνες συνδέονται με την ελευθερία της βούλησης. Για το μεγάλο στοχαστή όλες οι ανθρώπινες ικανότητες είναι πεπερασμένες, εκτός απ αυτήν της βούλησης. Η βούληση των ανθρώπων, αν και ασύγκριτα μικρότερη από αυτή του Θεού, φαίνεται να μην περιορίζεται από καμία εξωτερική ισχύ όταν κατευθύνεται στην επιλογή. Η αδιαφορία (αδυναμία επιλογής) είναι ο κατώτερος βαθμός ελευθερίας, και οι πλάνες προκύπτουν όταν η ελευθερία της βούλησης εκτείνεται πέραν των ορίων της γνώσης. Φαίνεται πως θα ήμασταν πλήρως ελεύθεροι αν γνωρίζαμε τα πάντα και επιλέγαμε ορθά. Τότε όμως δεν θα ήμασταν πραγματικά ελεύθεροι, γιατί η ελευθερία επιλογής είναι η πλέον μεγάλη ελευθερία. Από αυτή τη σύνδεση βούλησης και γνώσης με την ελευθερία ξεκινά το ποτάμι του Διαφωτισμού.

Στον Πέμπτο Στοχασμό ο φιλόσοφος θέτει ως στόχο ν αποδείξει ότι μπορούμε να γνωρίσουμε την ουσία των υλικών πραγμάτων και από εκεί ν αποδείξουμε την οντολογική ύπαρξη του Θεού. Θεωρεί πως αφού μπορούμε να εξαγάγουμε από τη σκέψη μας την ιδέα ενός πράγματος σαφούς και διακριτού, συνεπάγεται πως από εδώ μπορούμε ν αντλήσουμε ένα επιχείρημα που να τεκμηριώνει την ύπαρξη του Θεού. Ο ίδιος κατανοεί πως αυτό μπορεί ν αποτελεί ένα σόφισμα, καθώς από την ουσία δεν συνεπάγεται η ύπαρξη. Ο Θεός όμως υπάρχει αληθινά όχι επειδή τον σκεπτόμαστε, «αλλά επειδή αντιθέτως η αναγκαιότητα του ίδιου του πράγματος, δηλαδή η ύπαρξη του Θεού, με καθορίζει να σκέπτομαι έτσι». Είναι όμως προφανής εδώ η στρεψοδικία, αφού η εξαίρεση του Θεού από τον κανόνα που θέλει το διαχωρισμό της ουσίας από την ύπαρξη προϋποτίθεται και δεν αποδεικνύεται.

Στον Εκτο Στοχασμό ολοκληρώνεται η αναίρεση των αμφιβολιών που τέθηκαν στον Πρώτο, αφού ως στόχος τίθεται η απόδειξη της ύπαρξης των υλικών πραγμάτων και της διάκρισης του σώματος από το πνεύμα. Τα σωματικά πράγματα δεν μπορούν να προσεγγιστούν μόνο με τη χρήση του πνεύματος ούτε μόνο με βάση τη φαντασία, απαραίτητη είναι και η χρήση της τρίτης γνωστικής ικανότητας, που είναι οι αισθήσεις. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να παραδέχεται άκριτα όλα όσα προσλαμβάνει διά των αισθήσεων ούτε όμως και να αμφιβάλλει για όλα. Τελικά, οι αισθήσεις μάς βοηθούν να διακρίνουμε τι είναι επωφελές ή επιβλαβές για μας, όχι όμως και ποια είναι η ουσία μας. Αυτό το κάνει μόνο το πνεύμα μας. Αφού όμως γνωρίζουμε πως οι αισθήσεις μας γύρω από όσα αφορούν την ωφέλεια του σώματός μας είναι συχνότερα αληθείς, οφείλουμε να εγκαταλείψουμε τις υπερβολικές αμφιβολίες μας.

Η γέφυρα για την ανάδειξη στο 18ο αιώνα της ανατιμημένης Φύσης και της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου έχει στηθεί, έστω και χωρίς την πρόθεση του στοχαστή. Γι αυτόν το λόγο και τα έργα του ανθρώπου που επιχείρησε με λογικό τρόπο να αποδείξει πως υπάρχει Θεός, εγγράφηκαν το 1663 στον Κατάλογο των απαγορευμένων βιβλίων της Καθολικής Εκκλησίας. Ένας λογικός πιστός είναι πολύ πιο επικίνδυνος από έναν δεδηλωμένο άθεο.


ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΤΕΚΑΡΤ ΕΔΩ:
ΣΤΟΧΑΣΜΟΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ - ΡΕΝΕ ΝΤΕΚΑΡΤ

πηγή: protoporia.gr - .scribd.com

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΚΛΕΙΔΙΑ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ ΣΤΟ ΓΝΩΣΤΟ ΜΥΘΟ (ΚΕΙΜΕΝΟ - ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0

Ορφέας και Ευρυδίκη

Ο Ορφέας γεννήθηκε στην περιοχή της Θράκης περίπου τον 6ο αιώνα π.Χ. Ηταν γιός της Κλειώς και του Ιαγρου, βασιλιά της Θράκης. Διδάχτηκε από τον Απόλλωνα τη λύρα όπου μ’αυτήν μπορούσε να μαγεύει τα πάντα με τους μαγικούς ρυθμούς που έπαιζε. Πρώτος ποιητής και εμπνευσμένος αοιδός.

Η ζωή του δεν είναι παρά η ιστορία των κυρίαρχων και ακατανίκητων εκφράσεων της αρμονίας. Πολλοί από τους αρχαίους είχαν εξυμνήσει αυτή την υπέροχη δύναμη της λύρας του Ορφέα, αυτό το Θεϊκό μάγεμα που από τους ανθρώπους που τρέχουν να το ακούσουνε μεταδίδεται σε ολόκληρη τη φύση. Τα άγρια θηρία βγαίνουν από τις φωλιές τους και έρχονται να σταθούν μπροστά στα πόδια του, τα δέντρα, ακόμα και οι βράχοι μετακινούνται για να έρθουν να τον ακούσουν.



                                                            Η Ευριδίκη περιμένει


Η Ευρυδίκη, η αγαπημένη σύζυγος του Ορφέα, μια μέρα που έτυχε να ξεφύγει από την ερωτική καταδίωξη του βοσκού Αρισταίου, τσιμπήθηκε από ένα φίδι που ήταν κρυμμένο στα χόρτα. Το τσίμπιμα ήταν θανατηφόρο. Ο Ορφέας μη μπορώντας να απαλύνει τον πόνο του αποφάσισε να κατέβει στον Αδη να την αναζητήσει. Ο Πλούτωνας δέχτηκε να του την επιστρέψει με έναν όρο, να μη γυρίσει να την κοιτάξει μέχρι να ανεβούν στην επιφάνεια της γής. Ο Ορφέας δεν κρατήθηκε όμως, και λίγο πριν φτάσουν στη γη του φωτός γυρίζει γρήγορα να δει αν τον ακολουθούσε και τότε αυτή χάθηκε για πάντα από τα μάτια του. Υπάρχουν πολλές παραδόσεις για τον θάνατο του Ορφέα.
Οι επικρατέστερες είναι ότι τον Ορφέα διαμέλισαν οι Μαινάδες επειδή δε σεβόταν τον Θεό τους Διόνυσο και η άλλη παράδοση που μας λέει ότι τον Ορφέα κατακεραύνωσε ο Διας επειδή αποκάλυπτε τα ιερά μυστικά στους ανθρώπους.Ο Ορφέας μη μπορώντας να απαλύνει τον πόνο του αποφάσισε να κατέβει στον Αδη να την αναζητήσει. Ο Πλούτωνας δέχτηκε να του την επιστρέψει με έναν όρο, να μη γυρίσει να την κοιτάξει μέχρι να ανεβούν στην επιφάνεια της γής. Ο Ορφέας δεν κρατήθηκε όμως, και λίγο πριν φτάσουν στη γη του φωτός γυρίζει γρήγορα να δει αν τον ακολουθούσε και τότε αυτή χάθηκε για πάντα από τα μάτια του. Υπάρχουν πολλές παραδόσεις για τον θάνατο του Ορφέα.
ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ
Ο Ορφέας είναι ιδρυτής μιάς θρησκείας που στη συνέχεια ίδρυσε τα Ορφικά Μυστήρια. Συνδέεται άμεσα με τον Απόλλωνα και αυτό δείχνει τον Ηλιακό χαρακτήρα του Θεού. Η σύζυγός του Ευρυδίκη, που το όνομά της ήταν ένα από τα ονόματα που δίνουν στην Αυγή, επιβεβαιώνει την Ηλιακή προέλευση του Μύθου. Η κάθοδος στον Αδη συμβολίζει την Νυχτερινή πορεία του Ηλιου που σ’αυτό το μύθο φαίνεται σαν την αναζήτηση της αγαπημένης του Ευρυδίκης (Αυγή). Το ότι ο Ορφέας μπορούσε να ανεβαίνει και να κατεβαίνει στον Αδη, χωρίς τρομερές μάχες και εμπόδια, μας δηλώνει ότι ήταν μυημένος σε μεγάλα μυστήρια και ότι μπορούσε να κυριαρχεί στον θάνατο. Η δύναμη που είχε το παίξιμο της λύρας του μας δηλώνει την αρμονία που μπορεί να εκδηλωθεί με τη μουσική και πώς αυτή μπορεί να επηρεάζει όλα τα Οντα.
ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ
6 5 1 [σύνολο 3] (6+5+1=12=1+2=3) Ο Ρ Φ Ε Α Σ } 8 9 4 1 [σύνολο 5]
Το άθροισμα των φωνηέντων μας δείχνει το εσωτερικό μέρος του Ορφέα που όπως βλέπουμε είναι το 3, που συμβολίζει τον πρώτο ολοκληρωμένο κύκλο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχετίζεται και με τον τριπλό Ηλιακό Λόγο. Το άθροισμα των συμφώνων μας δείχνει την παρουσία του όντος στον εκδηλωμένο κόσμο. Αυτός ο άριθμος στο όνομα «Ορφέας» είναι το 5, που βρίσκεται στη μέση των αριθμών και παράγεται από τον πρώτο αρσενικό και τον πρώτο θηλυκό αριθμό (3+2=5). Ο αριθμός 5 είναι ο αριθμός των αισθήσεων -ο Ορφέας λόγω της Θείας Μουσικής του μπορεί και κυριαρχεί στις αισθήσεις-. Ο αριθμός 8 που είναι το αποτέλεσμα της ιερογαμίας του αριθμού του πνεύματος και της ύλης χαρακτηρίζει τον Ορφέα σα σύνολο.
5 3 3 1 8 [σύνολο 2] Ε Υ Ρ Υ Δ Ι Κ Η } 6+2=8 9 4 2 [σύνολο 6]
Εσωτερικά βλέπουμε ότι η Ευρυδίκη χαρακτηρίζεται από τον αριθμό 2 που δηλώνει την θηλυκή της φύση. Το 6 που χαρακτηρίζει την τελειότητα, λόγω της φύσης του (1+2+3=6), χαρακτηρίζει επίσης την εξωτερική στάση και μορφή της Ευρυδίκης. Το άθροισμα των δύο αριθμών 2+6 είναι 8 που όπως παρατηρούμε είναι ο ίδιος αριθμός με του Ορφέα.
Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ 8 ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΘΕΣΗ ΤΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ 3+5 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΙΘΜΟΥ 8 ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ ΠΟΥ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ 2+6 ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΟΥ ΟΡΦΕΑ ΠΑΡΑΓΕΤΑΙ ΑΠΟ ΠΡΟΣΘΕΣΗ ΑΡΣΕΝΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΩΝ (3,5) ΕΝΩ ΤΗΣ ΕΥΡΥΔΙΚΗΣ ΑΠΟ ΘΗΛΥΚΟΥΣ (2,6).
Αν προσθέσουμε το αριθμό του Ορφέα και της Ευρυδίκης έχουμε τον αριθμό 16 δηλαδή 1+6=7 που είναι και ο αριθμός των χορδών της λύρας του Ορφέα αν και στη συνέχεια ξέρουμε ότι πρόσθεσε άλλες δύο χορδές και τις έκανε 9. Αυτό συμβολίζει την ανώτερη ψυχή του Ορφέα που ξεπερνά τα 7 ανθρώπινα σώματα προσθέτοντας το Αδι και το Ανουπαδάκα.
ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ
Ο Ορφέας στο Γεωμετρικό Κλειδί συμβολίζει το 7κτινο αστέρι που κάθε ακτίνα είναι και μια χορδή της λύρας του. Η Ευρυδίκη συμβολίζει τον κύκλο που χωρίζεται από μία γραμμή. Ο μισός είναι άσπρος και ο άλλος μισός μαύρος και δηλώνει το ύφος των τραγουδιών και το πέρασμα από τη μία μορφή στην άλλη, όρθιο ημικύκλιο ανάποδο ημικύκλιο.
ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ
Στο Αστρολογικό κλειδί βλέπουμε τον Ορφέα να συμβολίζει τον Ηλιο, ο οποίος όταν είναι στον ουρανό γίνεται ζωοδότης για όλα τα όντα. Η κάθοδος στον Αδη συμβολίζει την νυχτερινή πορεία του Ηλιου και η αναζήτηση της Ευρυδίκης την αναζήτηση της Αυγής που όταν βγαίνει ο Ηλιος αυτή χάνεται.
ΑΛΧΗΜΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ
Ο Ορφέας ήταν μία από τις πιο σημαντικές μορφές της ελληνικής μυθολογίας. Σ’ αυτόν ο μύθος αποδίδει τη μεταρρύθμιση των Ελευσινίων Μυστηρίων, την επιπρόσθεση της λατρείας του Διονύσου στο αρχαίο τελετουργικό. Σε ολόκληρη την ιστορία του εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενος ανάμεσα στις υψηλές σφαίρες του Πνεύματος και στις σφαίρες της ύλης, ανάμεσα στον Απόλλωνα και το Διόνυσο. Αντιπροσωπευτική μορφή του ήρωα, σημαίνει ότι έχει κάποια υπεράνθρωπη διάσταση. Τραγουδάει πάνω απ’ όλα τη ζωή και το νόημά της.
Το πραγματικό μυθικό του τραγούδι είναι καλλιτεχνικό μονάχα στο μέτρο όπου ο μύθος είναι πηγή κάθε τέχνης. Πολύ δευτερεύουσα σημασία έχει το ότι η ορφική τέχνη χρησιμοποίησε κιόλας τη μετρική μορφή που παράμεινε μέσο καλλιτεχνικής και ποιητικής έκφρασης. Ακόμη και η διονυσιακή πλάνη του Ορφέα, αιτία της εξαφάνισης της αυθεντικής οπτικής (του θανάτου της Ευρυδίκης), τρέφεται από τις μυθικές δυνάμεις στο μέτρο όπου είναι δαιμονικές.
Η ποίησή του και η συμπεριφορά του είναι και οι δύο εκδηλώσεις με μυθική σημασία: η αποτυχία της ορμητικής του εξύψωσης προς την Ευρυδίκη (προς την υπερσυνειδητή οπτασία) έχει την έννοια μιας ηρωικής πάλης που ακολουθείται από μια πολύ αντιπροσωπευτική ήττα. Το τραγούδι του Ορφέα και η ζωή του απεικονίζουν την ουσιαστική σύγκρουση που βασανίζει την ανθρώπινη ζωή και που, εξελιγμένη εκδήλωση της πρωταρχικής διχόνοιας, συμβολίζεται σε όλους τους μύθους από την πάλη ανάμεσα στο θεϊκό και στο δαιμονικό.
ΒΙΟΛΟΓΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ
Ο Ηλιος-Ορφέας κάνει να στρέφονται προς αυτόν όλα τα ζωντανά όντα. Οταν ο μύθος μας αναφέρει ότι οι άνθρωποι, τα ζώα, τα φυτά, ακόμα και οι βράχοι έρχονται κοντά του όταν παίζει τη λύρα μας δηλώνει τις 4 αλυσσίδες εξέλιξης και ότι όλα τα όντα έχουν ψυχή, ακόμα και οι βράχοι. Γιατί μόνο ότι έχει ψυχή καταφέρνει να ακούσει, και η μελωδία (ενέργεια) του Ηλιου ακουμπά και ανταποκρίνεται σε όλα τα επίπεδα ύπαρξης. Η κάθοδος στον Αδη συμβολίζει την πτώση των σπόρων στη γη και τον πόνο της γέννησης.
ΜΟΡΦΟΓΕΝΕΤΙΚΟ ΚΛΕΙΔΙ
Εδώ βλέπουμε τη δημιουργία μιας νέας μορφής της λύρας που από 7 χορδές έχουμε 9. Από άλλη άποψη έχουμε από 5 7 χορδές, και έτσι δημιουργούνται δύο ακόμη σκαλοπάτια εξέλιξης των μορφών, Αδι, Ανουπαδάκα ή Βούδι, Ατμα. Επίσης βλέπουμε ότι με τη δύναμη της λύρας δηλ.του ήχου μπορούσε να δώσει μορφή στις πέτρες, βάζοντας τη μία πάνω στην άλλη και με αυτόν τον τρόπο να δημιουργεί τείχος.
Ο διαμελισμός του Ορφέα, από τις Μαινάδες και ειδικότερα του ταξίδι του κεφαλιού του διαμέσου των υδάτων στη Λέσβο δημιουργούν μια ιερή γεωγραφία, γιατί βλέπουμε ότι εκεί δημιουργείται ένα ιερό και το κεφάλι συνεχίζει να δίνει χρησμούς για αρκετό καιρό.
πηγή: diadrastika

ΠΑΝΑΙΤΙΟΣ Ο ΡΟΔΙΟΣ - Ο ΛΟΓΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΤΟΑΣ

$
0
0


Συνοπτικά οι φιλοσοφικές του απόψεις


Για τον Παναίτιο ο κόσμος δεν είναι ζωντανός οργανισμός, αλλά είναι αιώνιος. Ο θεός βρίσκεται στον αιθέρα, δηλαδή στην σφαίρα των απλανών. Η Ψυχή είναι ζωντανός οργανισμός και διακρίνεται σε έξι μέρη. Από αυτά το σπερματικόν ανήκει στη φύση ενώ η φωνή είναι το ίδιο το ηγεμονικόν στην πράξη. Ως προς την ηθική ορίζει το «τέλος» της ζωής ως ζην «κατά τας δεδομένας ημιν εκ φύσεως αφορμάς», ζητά δηλαδή την πλήρη ανάπτυξη των φυσικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της ανθρώπινης φύσεως αλλά και τον ανθρώπινο χαρακτήρα.

Πρώτος διδάσκαλος της λεγόμενης  ‘’Μέσης Στοάς’’ ορίζεται ο Παναίτιος ο Ρόδιος (τόπος γεννήσεως η Λίνδος της Ρόδου, περ. 185-περ. 110), στωϊκός φιλόσοφος του 2ου αιώνος π.α.χ.χ., υιός του εύπορου και ευγενούς Νικαγόρου και μαθητής στην Πέργαμο τον Κράτητος του Μαλλιώτου. Αργότερα, ως μαθητής του Διογένους του Βαβυλωνίου και, εν συνεχεία, του Αντίπατρου, εσχετίσθη στην Αθήνα με την εκεί  Στωϊκή  Σχολή, της οποίας και ανέλαβε τελικώς την διεύθυνση το έτος 129, στρέφοντας την προς έναν Λογικό Ανθρωπισμό που πλέον (απο)δέχεται περισσότερο την πιθανότητα από την βεβαιότητα ( ο Bevan χαρακτηρίζει την διδασκαλία του Παναίτιου ως εστιασμένη στο χρέος να κάνει τον Όλο Κόσμο περισσότερο ανθρώπινο). Χαρακτηριστική είναι η διασωθείσα στο  ‘’Ανθολόγιον’’ του Στοβαίου,  ‘’αιρετική’’ θέση της Στοάς περί των  ‘’Εκπυρώσεων’’:

  ‘’ΠΑΝΑΙΤΙΟΣ ΠΙΘΑΝΩΤΕΡΑΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΜΙΖΕΙ ΚΑΙ ΜΑΛΛΟΝ ΑΡΕΣΚΟΥΣΑΝ ΑΥΤΩι ΤΗΝ ΑϊΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ  Ή ΤΗΝ ΤΩΝ ΟΛΩΝ ΕΙΣ ΠΥΡ ΜΕΤΑΒΟΛΗΝ’’.


Στα ενδιάμεσα χρόνια, διέμεινε  πάλι για ένα διάστημα στην Ρόδο, μετέβη όμως και στην Ρώμη, ίσως το έτος 144, όπου η φήμη του τον έφερε σε επαφή με ηγετικούς κύκλους της εκεί κοινωνίας. Υπήρξε φίλος και διδάσκαλος του Ανθυπάτου Rutilius Rufus, του μεταρρυθμιστή  Τιβερίου Γράκχου, του γραμματικού Aelium Stilon , του Gaius Fannius, του Quintum Tiberon, του Μουκίου Σκαιβόλα και του Σκιπίωνος του Νεότερου, τον οποίο συνόδευσε το έτος 141, σε ένα ταξίδι του στις ανατολικές επαρχίες του Ρωμαϊκού Κράτους. Ο πιο σημαντικός από τους μαθητές του ήταν ο Ποσειδώνιος από την Απάμεια. Από τα έργα του Παναίτιου έχουμε σήμερα μόνον κάποια υπολείμματα, οι επιδράσεις όμως που άσκησαν η διδασκαλεία και τα συγγράμματά του ήσαν τόσο σημαντικές, ώστε ο φιλόσοφος δύναται να θεωρηθεί πως εγκαινίασε μια εντελώς νέα εποχή στην Στωική Φιλοσοφία (την λεγόμενη ‘’Μέση Στοά’’), η οποία εποχή γεννά και προβάλλει πλέον έναν Λογικό Ουμανισμό. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τον μετριασμό του αυστηρού και άκαμπτου δογματισμού της παλαιοτέρας Στοάς, με εγκατάλειψη της επιμονής στη θεωρία και στροφή προς μία Ηθική, προσανατολισμένη προς την πρακτική καθημερινότητας, κυρίως προς την πρακτική καθημερινότητα του πολιτικού βίου (εισάγει  μάλιστα και ένα ‘’2ας τάξεως’’  σύστημα Ηθικής,  προορισμένο να καθοδηγεί ανθρώπους που δεν ήσαν ακόμη σοφοί και ικανοί να είναι αγαθοί με την ιδανική στωική σημασία).


Ο Παναίτιος  βεβαίως ασχολήθηκε και με γνωσιοθεωρητικές και κοσμολογικές μελέτες:  ‘’Περί προνοίας’’ (εξέταση του Κόσμου και της ψυχής, της αθανασίας και της προφητικής ικανότητος), ‘’Περί Σωκράτους και Σωκρατικών’’ (με δοξογραφικό κυρίως υλικό), σημαντικότερα ωστόσο, και με πλουσιότερες συνέπειες ήσαν τα έργα του περί ‘’Περί Πολιτείας’’ (θέματα τα οποία σχετίζονταν με τα πολιτεύματα που αφορούσαν τις διδασκαλίες του Πλάτωνος), ‘’Περί ευθυμίας’’ (για την καλή ψυχική διάθεση), καθώς και οι διδακτικού περιεχομένου επιστολές προς τον Quintum Aelius Tiberon (που κατά πάσαν πιθανότητα τις εχρησιμοποίησε ο Κικέρων) , κυρίως όμως το εκπληκτικό έργο του ‘’Περί καθήκοντος’’, το οποίο απέδωσε μάλλον πολύ πιστά ο Κικέρων,  στα δύο πρώτα βιβλία του δικού του έργου ‘’De Officiis’’. Η Ηθική που παρουσιαζόταν εδώ, μία Ηθική προσανατολισμένη στην καθημερινή πρακτική, κατέστησε δυνατή τη δημιουργία μιας γέφυρας επικοινωνίας μεταξύ της Στοάς και της παραδοσιακής Ρωμαϊκής Σκέψεως, καθώς η τελευταία έριχνε το βάρος της κατά κύριο λόγο στα εγκόσμια πράγματα, παρακολουθούσε από πολύ κοντά τον ανθρώπινο βίο και ήταν πράγματι προσανατολισμένη προς την καθημερινή πρακτική.  

Ο Παναίτιος, χρησιμοποιώντας την πιθανότητα, πολύ πιο συχνά από την βεβαιότητα των προηγούμενων διδασκάλων της Στοάς, επικεντρώνει την προσοχή του στωικού όχι μόνο στο γενικό και καθολικό αλλά και στο επιμέρους και εισάγει δίπλα στην έννοια της ακάμπτου Δικαιοσύνης την αρχή της Καλής Θελήσεως και του σεβασμού των συγκεκριμένων περιστάσεων, υπολογίζει τον τόπο, τον χρόνο και την προσωπικότητα, σε μια νέα θέαση που επιτρέπει πλέον μια εύκαμπτη και χρηστική αποτίμηση των ανθρωπίνων πράξεων και της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο Παναίτιος ήταν συνεπώς εκείνος που έφερε σε επαφή με το πνευματικό φως της Στοάς τους μορφωμένους και καλλιεργημένους εκ των Ρωμαίων, οι οποίοι, σε επαφή με την Ελληνική Φιλοσοφία ανέπτυξαν σύντομα μία Νέα Ρωμαϊκή Ηθική, τόσο στον ατομικό όσο και τον πολιτικό βίο.  

Η μεγαλύτερη τομή του Παναίτιου είναι η εισαγωγή, ή μάλλον ανάδειξη ενός όρου που πρωτοεισήγαγε ο Ζήνων, του όρου ‘’Καθήκον’’ (Πρόκειται για το μετέπειτα  ‘’Officio’’ του Κικέρωνος και των Ρωμαίων στωϊκών).  Ως  ‘’Καθήκον’’ ορίζεται λοιπόν από τη ‘’Μέση Στοά’’ και εντεύθεν η ‘’αρμόζουσα πράξη’’, ‘’αυτό που ο Λόγος μας πείθει να πράξουμε’’ (Διογένης Λαέρτιος 7, 108), ή ‘’η πράξη που επιδέχεται λογική εξήγηση’’ (στο αυτό 7, 107).  Ως αντίθετο του ‘’Καθήκοντος’’ ορίζεται επίσης ‘’το παρά το καθήκον’’ και γίνεται πλέον σαφής διάκριση ανάμεσα στη θεωρητική (‘’Τελεία’’) και  την πρακτική πλευρά (‘’Ομοίωμα’’) της Αρετής. Η εισαγωγή από τη ‘’Μέση Στοά’’ της εννοίας του ‘’Καθήκοντος’’,  ξεκινά από τις πιο κάτω τρεις αφετηρίες:

Αφετηρία 1: Όλα τα σφάλματα είναι ισοδύναμα το ίδιο και οι ορθές πράξεις. Δεν υπάρχουν βαθμοί  Καλού και Κακού.


Αφετηρία 2: ο κάθε άνθρωπος  έχει τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.


Αφετηρία 3:ο ‘’Σοφός’’ είναι ένας θεωρητικός στόχος, ένα ‘’τέλος’’ μια απρόσιτη ολοκλήρωση και τελειότης (ο ίδιος μάλιστα ο Παναίτιος δήλωνε ότι ‘’πολύ απείχε από του να είναι ‘’Σοφός’’, όπως διασώζει ο Σενέκας,  Epistulae, 116.5).


Το ‘’Καθήκον’’ συνίσταται, με πλήρη συνείδηση του ανεφίκτου του λεγομένου ‘’Κατορθώματος’’, στην αναζήτηση εκείνων που συνηθέστερα προτίμα η Φύση, δηλαδή της φροντίδος για το γενικό συμφέρον και της αποφυγής της αδικίας. Η εκτέλεση του ‘’Καθήκοντος’’, είναι το αποτέλεσμα της εναρέτου διαθέσεως του πνεύματος, και όποτε μάλιστα αποδεικνύεται ‘’συνεχής’’ και όχι ευκαιριακή, αποτελεί σαφή ένδειξη προόδου, καθώς το κριτήριο του ‘’δέοντος’’, κατά τον Παναίτιο, είναι πάντοτε η ‘’Αυτογνωσία’’.

πηγή: el.wikipedia - telxinis.blogspot

ΜΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΩΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΚΟΣΜΟΘΕΑΣΗΣ (ΚΕΙΜΕΝΟ-ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ελληνική κοσμοθέαση

Η πορεία από το νοερό σκότος προς το νοητό Φωςείναι μια πορεία από τη λήθη προς την Αλήθεια, μια πορεία από το σπήλαιοπρος τη θέαση τουνοητού Ήλιου

α) ΦΑΙΝΕΣΘΑΙ (ΣΠΗΛΑΙΟ)
β) ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ 
γ) ΕΙΝΑΙ (ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ)

Η Αθηνά Δέσποινα Πόταρη στο βίντεο που ακολουθεί αναλύει την πλατωνική φιλοσοφία και θέαση του κόσμου. Πρόκειται για τον ελληνικό τρόπο θέασης και αντίληψης του κόσμου ως οικουμενικής κοσμοθέασης. Ας εξέλθουμε από την εθνοκεντρική θεώρηση των πραγμάτων και ας συνειδητοποιήσουμε ότι ο πλατωνικός (ή αλλιώς ελληνικός φιλοσοφικός λόγος)είναι ο κοινός πανανθρώπινος λόγος. 




Η ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για αρχαια λυρικη ποιηση

Του  C. M. Bowra

Στη νεώτερη Ευρώπη λυρικό ποίημα δε σημαίνει τίποτε άλλο παρά ένα, ποίημα σύντομο, με στίχους μελωδικούς, που εκφράζει, κατά πάσα πιθανότητα, προσωπικές συγκινήσεις. Όμως, για τους Αρχαίους Έλληνες, που απ’ τη δική τους λέξη «λυρικός» κατάγεται ή Αγγλική λέξη «Lyric», η σημασία ήταν πολύ καθαρή. Σήμαινε πώς το ποίημα συνοδευόταν από το παίξιμο της λύρας. Βέβαια πολλά ποιήματα μπορεί να μη συνοδεύονταν από μουσικό όργανο κι άλλα να συνοδεύονταν από αυλό, η λύρα όμως ήταν το όργανο που χρησιμοποιόταν γενικά και η λυρική ποίηση ήταν σύνθεση για να τραγουδιέται. Η αρχή της λυρικής ποίησης μπορεί ν’ ανιχνευθεί στο απώτατο παρελθόν, γιατί ή λύρα υπήρχε και στη Μυκηναϊκή εποχή, και μας είναι δύσκολο να φανταστούμε οποιαδήποτε εποχή, όσο πρωτόγονη κι αν ήταν, που οι Έλληνες δεν τραγουδούσαν. Παρ’ όλ’ αυτά, δε μπορούμε να ισχυριστούμε πώς αυτά τα τραγούδια ήταν συνειδητά και προσεγμένα έργα τέχνης. Μάλλον πρέπει να ήταν απλά δημοτικά τραγούδια, ή στίχοι που πλάστηκαν γύρω από ένα ρεφραίν, τέτοια όπως βρίσκουμε στην πρώιμη λογοτεχνία όλων των λαών. Ό Όμηρος γνωρίζει ύμνους στους θεούς, μοιρολόγια και τραγούδια γάμου που τα παρουσιάζει ένας θίασος, αλλά που τον κύριο λόγο έχει αρχηγός - κάνει και την πιο πολλή δουλειά - ενώ οι άλλοι τον βοηθούν στα διαλείμματα. 

Το αρχαιότερο δείγμα λυρικού τραγουδιού που γνωρίζουμε είναι ένα απόσπασμα από ποίημα, που συνέθεσε ο Εύμηλος ο Κορίνθιος (730 π.Χ.) για ένα χορό Μεσσηνίων και το τραγούδησαν στο Δήλιο Απόλλωνα. Έρχεται από μια σκοτεινή εποχή, τότε που οι Μεσσήνιοι πρότασσαν μακρόχρονη κι απελπισμένη αντίσταση στους Σπαρτιάτες. Πρέπει να ήταν μια έκκληση στο θεό να τους βοηθήσει, αλλά, εφόσον δύο μόνο στίχοι σώζονται, δε μπορεί να μας βοηθήσει, σχεδόν καθόλου, να γνωρίσουμε την πρώιμη λυρική ποίηση. Τη μεταλλαγή του απλού τραγουδιού σε σοβαρή κι εντυπωσιακή τέχνη φαίνεται να βοήθησε μια μουσική επανάσταση, που έγινε τον έβδομο αιώνα. Ο Τέρπανδρος ο Λέσβιος (676 π.Χ.) καθιέρωσε μια κανονική κλίμακα για την επτάχορδη λύρα. Έτσι, δίνοντας μουσικούς κανόνες, έκανε δυνατή τη δημιουργία κανονικής μουσικής σύνθεσης. Ο έβδομος αιώνας εκμεταλλεύτηκε αμέσως αυτή την καινοτομία κι έτσι ξεκίνησε μια γενναία και ραγδαία εξέλιξη της μουσικής, και μαζί της της λυρικής ποίησης. Από τα έργα του Τέρπανδρου τίποτε σχεδόν δε σώζεται. Παρ’ όλ’ αυτά ο Τέρπανδρος είναι ο κύριος συντελεστής του τρόπου που το λυρικό τραγούδι έφτασε να γίνει μια κορυφαία τέχνη στην Ελλάδα και να καταλάβει τον κενό χώρο, που άφησε η παρακμή της επικής ποίησης. Τα περισσότερα δημιουργήματα της μεγάλης αυτής τέχνης έχουν χαθεί, αλλά ό,τι έμεινε αποκαλύπτει μιαν αξιοθαύμαστη πρωτοτυπία, δυναμικότητα και πληρότητα. Αν και, ανα ποφευχτα, την παραλληλίζουμε με την Ευρωπαϊκή λυρική ποίηση, που αναπτύχθηκε από το Μεσαίωνα κι υστέρα, ο παραλληλισμός σε καμιά περίπτωση δεν είναι κλειστός. Η Ελληνική λυρική ποίηση έχει χαρακτηριστικά που είναι πολύ δύσκολο να δρούμε αντίστοιχα σ’ οποιαδήποτε άλλη ποίηση.

        
Από τη μουσική που συνόδευε τα τραγούδια δε διασώθηκε ούτε μια απλή νότα. Όταν διαβάζουμε τους στίχους, πρέπει να θυμόμαστε πώς ο λόγος είναι μονάχα ένα μέρος μιας πολύπλοκης τέχνης, που περιλαμβάνει και μουσική και χορό ή τουλάχιστο κάποια ρυθμική κίνηση. Στην πολύ στενή της σύνδεση με τη μουσική η Ελληνική λυρική ποίηση μοιάζει με την ποίηση του 13ου και 14ου αιώνα. Αν αναλογισθούμε πόσο φτωχή θα 'ταν η τελευταία χωρίς τη μελωδία της, έχουμε μιαν αμυδρή ιδέα τι έχουμε χάσει σχετικά με τη λυρική ποίηση στην Ελλάδα. Παρηγοριούμαστε κάπως, όταν σκεφτόμαστε πώς κι αν ακόμη η μουσική διασωζότανε, δε θα ηχούσε στ’ αυτιά μας το ίδιο, όπως ηχούσε στ’ αυτιά των Ελλήνων, εφόσον η επτάφθογγη κλίμακα είναι τελείως ξένη στην ακοή μας και η ανισότητα των τόνων και των ημιτονίων μπορεί να μας εξαγρίωνε. Ό,τι, λοιπόν, έμεινε από τη λυρική ποίηση των Ελλήνων είναι οι λέξεις, που έχουν τη δική τους μοναδική αξία, ανεξάρτητα από τη μουσική που τις συνόδευε. Περισσότερο κι απ’ το Ελισαβετιανό τραγούδι, το Ελληνικό λυρικό ποίημα στέκει από μόνο του και μπορεί να μας ικανοποιεί κι έτσι όπως είναι. Κι όμως ένα μεγάλο μέρος της αξίας του πήγαζε απ’ τη στενή του σχέση με τη μουσική. Η ίδια η λέξη έχει μέσα της μια μουσικότητα, υπάρχει στο ποίημα μια ακαταμάχητη κίνηση, χαρακτηριστικά ενός τραγουδιού. Η διαδοχή των βραχέων και των μακρών συλλαβών δημιουργεί καινούριους μουσικούς σκοπούς και συμπλέγματα ήχων, που το καθένα έχει τη δική του μελωδία. Καμιά ποίηση, που εξαρτάται από τα τονικά μέτρα, δε μπορεί να έχει τέτοια αποτελέσματα και, παρ’ όλο που πολλά από τα μέτρα της Ελληνικής ποίησης δεν είναι εύκολο να τ’ αναλύσουμε ή να συλλάβουμε με την πρώτη ανάγνωση το ρυθμό τους, εν τούτοις από τη στιγμή που θα συγχορδίσουμε τους εαυτούς μας με το δικό τους τόνο, μια καινούρια διάσταση προστίθεται στις λέξεις, που τις κάνει να χορεύουνε στ’ αυτιά μας. Η μοντέρνα ποίηση, που κάποτε πολύ ωφελήθηκε απ’ τη μουσική, μπορεί να κρατάει κάτι από το πνεύμα του αυθεντικού τραγουδιού, αλλά της λείπει η απέραντη ποικιλία κι η ζωντάνια, που οι Έλληνες έδιναν στα τραγούδια τους.

        

Τα Ελληνικά τραγούδια τραγουδιόντουσαν είτε από χορωδία είτε από ένα άτομο. Αυτό έχει σημασία για ορισμένες διαφορές, που παρατηρούνται μεταξύ τους. Κάθε είδος εξελίχθηκε με το δικό του τρόπο. Μ’ όλο που το ένα επηρέασε το άλλο, εν τούτοις έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Η βασική τους διαφορά είναι πώς ενώ στο μονωδιακό τραγούδι ο ποιητής εκφράζει τα προσωπικά του συναισθήματα, στο χορικό τραγούδι είναι, ως ένα ορισμένο βαθμό, ο διερμηνέας των συναισθημάτων μιας κοινωνίας ή μιας κοινωνικής τάξης, αναλάμβανε δηλαδή καθήκοντα, που ήταν έξω από τα καθαρά προσωπικά του βιώματα. Και τα δύο ωφελήθηκαν πολύ από τις μουσικές καινοτομίες του Τέρπανδρου, θα ασχοληθούμε πρώτα με τη χορική ποίηση και θα προσπαθήσουμε να δούμε τα ιδιαίτερα της χαρακτηριστικά. Ή χορική ποίηση, μια που συνοδευότανε από χορό, επηρεάστηκε πολύ απ’ αυτόν. Τα βήματα των χορών ήταν κανονικά και τυπικά, οι ίδιες κινήσεις επαναλαμβάνονταν με τον ίδιο μουσικό τόνο. Έτσι και οι στίχοι έπρεπε να έχουν την ίδια τυπικότητα. Αυτό αληθεύει για όλη την αρχαία χορική ποίηση μέχρι που άρχισε να εκφυλίζεται, γύρω στα 400 π.Χ. Το χορικό τραγούδι είναι συνθεμένο σε στροφές. Κάθε στροφή είναι όμοια μετρικά με οποιαδήποτε άλλη. Μπορεί το ίδιο να συμβαίνει και στη σύγχρονη λυρική ποίηση, γι’ αυτό όμως δεν υπάρχει κανένας λόγος. Οι εξαιρέσεις είναι πολύ συχνές. Ποιήματα με καθορισμένη φόρμα, όπως τα Ιταλικά canzone, επιτρέπουν σημαντικές παραλλαγές μεταξύ των ξεχωριστών στροφών (stanzas) τους. Οι Έλληνες, όταν αντιλήφθηκαν πώς η επανάληψη των στροφών χρειαζόταν κάποια καινούρια τακτοποίηση, έλυσαν το πρόβλημα θεωρώντας αυτοτελή ενότητα όχι την απλή στροφή αλλά την τριάδα στροφών, δηλ. τη στροφή, την αντιστροφή και την επωδό. Κάθε τριάδα αντιστοιχούσε ακριβώς με την άλλη. Κι όμως, αν και κάθε ποίημα είναι συνθεμένο με αυστηρή φόρμα, υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία μεταξύ ενός ποιήματος κι ενός αλλού. Στα παραδείγματα που μας σώζονται κανένα ποίημα δεν είναι συνθεμένο όμοια ακριβώς με το άλλο. Ό,τι μπορούμε να κάνουμε είναι να χωρίσουμε τα ποιήματα σε τάξεις, με δάση τα κύρια μετρικά χαρακτηριστικά της δομής τους. Κάθε ποίημα, όμως, έχει το δικό του μετρικό σχήμα. Ανάμεσα στον Αλκμάνα (7ος αιώνας) και στον Πίνδαρο (5ος αιώνας) υπάρχει φανερή εξέλιξη στην ποικιλία και την πολυπλοκότητα των μετρικών τους σχημάτων. Η τυπικότητα όμως μένει και αποτελεί αξεδιάλυτο στοιχείο μιας τέχνης, που αποτελείται από μουσική, χορό και φυσικά στίχους.

        Η τυπικότητα της μορφής δεν κάνει τα χορικά ποιήματα άκαμπτα και αργοκίνητα. 'Απεναντίας, οι ποιητές, εκμεταλλευόμενοι τα πλεονεκτήματα της πλούσιας μετρικής τους, ποικίλλουν το ρυθμό από το ένα μέρος του ποιήματος στο άλλο. Το καταφέρνουν με διάφορες μετρικές ισορροπίες, που έχουν σχέση με τις βραχύχρονες και μακρόχρονες συλλαβές. Οι στίχοι όμως ποτέ δε χωλαίνουν και ποτέ δεν ταλαντεύονται. "Αν συγκρίνουμε τα ελληνικά μέτρα με τ’ αγγλικά, τα ελληνικά κινούνται με μια ασυνήθιστη ταχύτητα. Μας παρασέρνουν στην κίνηση τους όχι για να βηματίσουμε, άλλα για να χορέψουμε. Κάθε βηματισμός σ’ αυτό το χορό είναι υπολογισμένος, η όλη πορεία γίνεται ελαφριά κι εύκολη παρόλη την ποικιλία της. Αυτή η πολυπλοκότητα των μέτρων δεν επηρεάζει την τοποθέτηση των λέξεων σε μια τάξη ευκολονόητη και με συνοχή. Το ελληνικό ποίημα δεν κατανοείται πάντοτε εύκολα, άλλα οι δυσκολίες του δεν προέρχονται από την τοποθέτηση των λέξεων σ’ ασυνήθιστη σειρά. Σ’ αυτό, βέβαια, μεγάλη βοήθεια προσφέρει η εύκαμπτη φύση της Ελληνικής γλώσσας, εφόσον επιτρέπει την τοποθέτηση των λέξεων σε πολλές θέσεις, πράγμα που είναι αδύνατο να γίνει στην αγγλική ή στη γαλλική γλώσσα, που ή ευλυγισία τους είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Η μορφή στο ελληνικό λυρικό ποίημα είναι ζωτικής σημασίας στοιχείο. Το κρατά σ’ ένα. σχήμα και μια τάξη, άλλα ταυτόχρονα επιτρέπει, μέσα σ’ ένα δοσμένο πλαίσιο, μια καταπληκτική ποικιλία κίνησης και μιαν ικανότητα ν’ αλλάζει τον τόνο του με επιδέξια εκμετάλλευση του ρυθμού.

        Το Ελληνικό χορικό ποίημα δεν ήταν κατ’ ανάγκη σύντομο, και πολλές φορές δεν είναι. Από τον 7ο ακόμη αιώνα ο Αλκμάνας σύνθεσε ποιήματα με πιο πολλούς από εκατό στίχους και η χορωδία δεν εύρισκε δυσκολίες να τα τραγουδά. Αργότερα, στον ίδιο αιώνα, το λυρικό ποίημα πήρε πολύ μεγαλύτερη έκταση. Η Ορέστεια του Στησίχορου (630 - 533 π.Χ.) πρέπει ν’ αριθμούσε πολλές εκατοντάδες στίχους - στην αρχαιότητα εκδόθηκε σαν δυο βιβλία. Το πιο εκτεταμένο ποίημα, απ’ όσα διασώθηκαν είναι ο τέταρτος Πυθιόνικος του Πινδάρου. Γράφτηκε το 462 π.Χ. για τον Αρκεσίλα, βασιλιά της Κυρήνης, και αποτελείται από 400 σχεδόν στίχους. Γράφτηκε για μιαν ειδική περίσταση και φαίνεται να αποτελεί εξαίρεση, ως προς το μέγεθος, απ’ τ’ άλλα του έργα. Ως ένα σημείο, τόσο εκτεταμένα ποιήματα είναι μια κληρονομιά από το έπος. Ο Στησίχορος είναι γνωστό πως ασχολήθηκε με τέτοια ηρωικά θέματα, όπως η «Άλωση της Τροίας», η σύλληψη του Κέρβερου από τον Ηρακλή, ο Ηρακλής και τα βόδια του Γηρυόνη, το κυνήγι του Καλυδόνιου αγριόχοιρου, η δολοφονία του Αγαμέμνονα και η εκδίκηση του Ορέστη. Ο Πίνδαρος στον τέταρτο Πυθιόνικο μιλά με διαλεκτές σκηνές για την Αργοναυτική εκστρατεία και για τα Χρυσόμαλλο δέρας. Εν τούτοις, υστέρα από το Στησίχορο η έκταση των χορικών ποιημάτων φαίνεται να περιορίστηκε και πια δεν ξεπερνούν τους 100 στίχους. Αλλά, έστω και τόσο, είναι σημαντικά πιο μεγάλα από τα περισσότερα νεώτερα λυρικά ποιήματα. Την έκταση των ελληνικών χορικών ποιημάτων μπορούμε να την αποδώσουμε στο ότι τα ποιήματα αυτά τραγουδιόνταν σε σημαντικά γεγονότα,, όπως στα συμπόσια και στις γιορτές για τους θεούς, όπου η έκταση του ποιήματος μπορούσε να θεωρηθεί σαν σημάδι αγάπης και σεβασμού.

        Ο χαρακτήρας του χορικού ποιήματος διαμορφωνότανε, κατά κύριο λόγο, από τις περιπτώσεις πού τραγουδιόνταν. Ένας ποιητής δεν έγραφε ένα ποίημα, γιατί του ήρθε η όρεξη να κάνει κάτι τέτοιο. Περίμενε να του ζητηθεί να συνθέσει ένα ποίημα, για να γιορταστεί ένα ξεχωριστό γεγονός. Γι’ αυτό προσάρμοζε το δικό του χαρακτήρα στην ανάγκη της περίστασης. Οι μεταγενέστεροι διαίρεσαν τα χορικά άσματα σε κατηγορίες, ανάλογα με τη μορφή τους. Αυτές οι κατηγορίες μπορεί να χύνουν κάποιο φως στις παραστάσεις της παρουσίασης τους, άλλα είναι κάπως περισσότερο τεχνικές και οπωσδήποτε ή μια κατηγορία υπεισέρχεται στην άλλη. Τα χορικά άσματα πρέπει να ξεκίνησαν σαν ύμνοι στους θεούς και πολλά απ’ αυτά έμειναν έτσι. Αν οι θεοί έπρεπε να παρακληθούν ή να εξευμενιστούν ή να δοξασθούν, ένας χορικός ύμνος ήταν ο κανονικός, γι’ αυτό το σκοπό, τρόπος. Οι ύμνοι όμως για τους θεούς μπορούσαν να αφορούν και στους ανθρώπους, τα πλούτη τους, οι ανάγκες τους, τα έργα τους καταλάμβαναν αναπόφευκτα ένα μέρος των ύμνων. Μερικοί ύμνοι είχαν έναν ειδικό χαρακτήρα, όπως π.χ. τα Παρθένια, πού τα τραγουδούσαν κορίτσια και καθρέφτιζαν τα ενδιαφέροντα και την προσωπικότητα τους, ή όπως τα Χορευτικά τραγούδια πού συνοδεύονταν από ζωηρές μιμητικές πράξεις, ή όπως οι θρήνοι, που φυσικά θέμα τους είχαν τη λύπη και τη βραχύτητα της ανθρώπινης ζωής. Σ’ όλα όμως αυτά τα ποιήματα υπάρχει μια θεϊκή επίδραση στ’ ανθρώπινα. Τραγουδώντας τα οι άνθρωποι έρχονταν πιο κοντά στους θεούς. Το χορικό άσμα, σχεδόν πάντοτε, σε κάποιο σημείο, γυρίζει στους θεούς, έστω κι αν δεν το περιμένουμε, σ’ αυτό μοιάζει από τη μια μεριά με το έπος και από την άλλη με την τραγωδία. Οι Έλληνες δεν ξέχασαν ποτέ τους θεούς τους, τους άρεσε να συνδέουν τα κατορθώματα και τις φιλοδοξίες των ανθρώπων με τις θεϊκές δυνάμεις, οι θεϊκές δυνάμεις παρακολουθούσαν αυτές τις φιλοδοξίες και βοηθούσαν στην πραγματοποίηση τους.

        Το αρχαιότερο χορικό άσμα, από το οποίο σώζονται κάποια υπολογίσιμα αποσπάσματα, συντέθηκε στη Σπάρτη τον έβδομο αιώνα από τον Αλκμάνα, για να το τραγουδήσουν κορίτσια στη γιορτή κάποιας θεάς. Δε σώζεται ολόκληρο και η σημασία κάθε σχεδόν φράσης του έχει αμφισβητηθεί. Τα κύρια, όμως, χαρακτηριστικά του είναι αρκετά καθαρά. Απ’ αυτά μπορούμε να δούμε πως ορισμένα στοιχεία της χορικής ποίησης εμφανίζονται σ’ αυτό το παλιό παράδειγμα. Πρώτο, το ποίημα αποτελεί μέρος μιας ιεροτελεστίας, πού γίνεται λίγο πριν από την ανατολή του ήλιου. Σ’ αυτή την ιεροτελεστία οι παρθένες προσφέρουν στη θεά ένα αλέτρι, πού, παρόλο πού δε λέγεται στο ποίημα, είναι συνδεμένο με την αυγή. Η περίσταση έχει κάποια ιερότητα και οι παρθένες συνειδητοποιούν πως πρέπει να προσπαθήσουν όσο μπορούν. Δεύτερο, ο Αλκμάνας αφηγόταν ένα μύθο από το ηρωικό παρελθόν: πώς ο Ηρακλής εκδικήθηκε σκληρά τους γιους του Ιπποκόοντα, πού σκότωσαν ένα του φίλο. Στην αρχή τον ανάγκασαν να υποχωρήσει, μετά όμως αντεπιτέθηκε και τους σκότωσε. Ή ιστορία ήταν κατάλληλη, γιατί, κατά την παράδοση, το γεγονός έγινε στη Σπάρτη, και διαφωτιστική, γιατί έλεγε πώς η περηφάνεια ταπεινώνεται. Τρίτο, ο Αλκμάνας εισάγει ορισμένα γνωμικά για να τονίσει την κεντρική ιδέα του μύθου, το κάνει αυτό μ’ ένα ευφάνταστο και καταπληκτικό τρόπο.

        θνητός κανένας ως τα ουράνια ας μη πετάξει
        κι ούτε την Αφροδίτη σε γάμο να νικήσει.

        Αυτό συνοψίζει το δόγμα του για το Μέτρο και τελειώνει το μύθο και τις συνέπειες του. Τέτοια γνωμικά αποτελούν παλιό στοιχείο στην Ελληνική ποίηση. Ο Αλκμάνας όμως τους δίνει νέα δύναμη ντύνοντας τα με το κατάλληλο λυρικό ένδυμα. Τέταρτο, αφού τελειώσει την αφήγηση του μύθου γυρνά στην τωρινή περίσταση. Οι παρθένες μιλούν η μια για την άλλη και για την κορυφαία με λόγια χαριτωμένα κι εξίσου χαριτωμένα αστεία. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε πώς είναι δυνατό ν’ αποκρυπτογραφήσουμε όλα, τα μυστικά της ποίησης του Αλκμάνα. Είναι φανερό πως ο ποιητής εισχωρεί στην ψυχή των παρθένων και τις βλέπει με το ίδιο μάτι πού βλέπει η μια την άλλη. Ιδιαίτερα, όταν επαινεί με τα στόματα των παρθένων, την κορυφαία τους, την Αγησιχόρα, πού μοιάζει με τον ήλιο, πού ανατέλλει, ή με τ’ άλογο που τρέχει στο στίβο και η χαίτη του μοιάζει με άδολο χρυσάφι. Οι παρθένες παραπονιούνται, όχι τόσο σοβαρά, πως δεν έχουν όμορφα στολίδια, κι αισθάνονται πως άλλες κοπέλες είναι πιο όμορφες απ'αυτές, άλλα τραγουδούν σαν τον κύκνο στον ποταμό Ξανθό κι έχουν εμπιστοσύνη στην αρχηγό τους, πώς θα κερδίσουν τον αγώνα.

        Πέμπτο, αν και ο Αλκμάνας μιλά μέσω των κοριτσιών και πιθανόν ο ίδιος να μη παίρνει μέρος στο τραγούδι, δίνει μορφή στα συναισθήματα τους μέσω των δικών του σκέψεων και τις κατευθύνει οπού αυτός θέλει. Ταυτόχρονα είναι και μαζί τους κι έξω απ’ αυτές, ο ερμηνευτής των σκέψεων τους άλλα κι ο εκπρόσωπος της Σπαρτιατικής κοινωνίας. Είναι αυτός που κάνει να φανερωθεί το βαθύτερο νόημα: της γιορτής στον καθένα και την ίδια στιγμή τα κορίτσια να μιλάν ανοιχτά και χαρούμενα για τους εαυτούς τους. Μέσω τους βρίσκει μια προέκταση της δικής του προσωπικότητας και μέσω της δικής τους προσωπικότητας οι κοπέλες μπορούν ν’ αποκαλύψουν ό,τι κρύβεται στις καρδιές τους και θερμαίνει τις ελπίδες και τις επιθυμίες τους. Ο Αλκμάνας εκφράζει την κοινή συνείδηση του χορού, όχι υποθέτοντας τι έπρεπε ιδανικά να αισθάνεται, άλλα ερμηνεύοντας τι πραγματικά ο χορός αισθάνεται.

        Στο χορικό άσμα μπορούμε να βρούμε συνήθως αυτά τα πέντε στοιχεία, αλλά η σχετική τους αναλογία ποικίλλει και κάποτε ένα στοιχείο υπερτονίζεται σε βάρος των άλλων. Απ’ όσα γνωρίζουμε για το Στησίχορο (630 - 533 π.Χ.), φαίνεται πως αυτός έδωσε μεγάλη σημασία στους μύθους, πού τους αφηγήθηκε με έκταση, δίνοντας τους κάτι απ’ το επικό εύρος. Δεν περιόριζε τον εαυτό του μονάχα στις κορυφώσεις, αλλά ξόδευε χρόνο ακόμα και σε τεχνάσματα, όπως μπορεί να δούμε από ένα απόσπασμα που ανακαλύφθηκε πρόσφατα, όπου η Ελένη ερμηνεύει έναν οιωνό στον Τηλέμαχο. Ο Στησίχορος, που ήταν γέννημα της Σικελίας και δούλευε σε μια παράδοση διαφορετική από 'κείνη του Αλκμάνα, δε νοιαζότανε αν διαφοροποιούσε τις παλιές ιστορίες με έξυπνους νεωτερισμούς. Αυτές οι αλλαγές δε διακόπτουν τις κύριες γραμμές μιας ιστορίας, άλλα δείχνουν πώς το επικό υλικό μπορούσε να 'ναι πάντα ζωντανό με καινούρια καλουπιάσματα. Ήταν ο πρώτος π.χ., που παρουσίασε τον Ηρακλή να φορά λεοντή και να βαστά ρόπαλο, αντί να φορά πανοπλία και να κρατά τόξο και βέλη, την Αθηνά να πετάγεται πάνοπλη απ’ το κεφάλι του Δία, το τέρας Γηρυόνη να 'χει φτερά, τρία κεφάλια και τρεις κορμούς, να υποστηρίζει πώς η Ελένη ποτέ δεν πήγε στην Τροία, άλλα πήγε το φάντασμα της. Αυτή η άποψη για την Ελένη ήταν μια παλινωδία, γιατί ή παράδοση έλεγε πως ο Στησίχορος τυφλώθηκε για την ασέβειά του, επειδή κατηγόρησε την Ελένη σαν αιτία του Τρωικού πολέμου και πώς τότε μονάχα θεραπεύτηκε, όταν σύνθεσε μια «Παλινωδία» στην οποία έλεγε:

        Δεν είναι αλήθεια αυτ’ η ιστορία
        Σε καλοχτισμένα ποτέ δεν ανέβηκες καράβια
        κι ούτε στο κέντρο πάτησες της Τροίας.


        Γι’ αυτό μπορούσε να ρίξει το φταίξιμο στον Όμηρο, αλλά έπρεπε να ξανατραγουδήσει και για ένα άλλο λόγο: γιατί κατηγόρησε την Ελένη πως είχε εραστές. Το φταίξιμο εδώ δεν ήταν δικό του αλλά του Ησίοδου. Η απεικονιστική αίσθηση του Στησίχορου επαινέθηκε πολύ από .τους αρχαίους ζωγράφους και γλύπτες, που είδαν τα πλεονεκτήματα των καινοτομιών του. Στην ποίηση, αντίθετα, η επίδραση του ήταν λιγότερη. Η ωδή στην εξέλιξη της έγινε πιο υπαινιχτική, πιο συμπυκνωμένη, πιο σύνθετη. Ο Στησίχορος τραγουδά πάνω στον Ομηρικό σκοπό, άλλα άλλοι ποιητές δεν ακολούθησαν πολύ το παράδειγμα του και απομακρύνθηκαν πολύ από το έπος. Μίλησαν στις ωδές τους πιο εμπιστευτικά και με περισσότερο πάθος για καινούριες κοινωνικές συνθήκες και καινούριους τρόπους σκέψης.

        Λίγο ύστερα, κατά τη διάρκεια της εποχής του Στησίχορου, η λυρική μονωδία άνθισε με μιαν εκθαμβωτική λαμπρότητα στο νησί του Τέρπανδρου, τη Λέσβο. Γύρω στα 600 π.Χ. Ο Αλκαίος και η Σαπφώ ήταν ήδη «επί τω εργω». Ανέβασαν την τέχνη του τραγουδιού σ’ ένα επίπεδο καταπληκτικής τελειότητας. Ανήκαν στην ίδια κοινωνική τάξη, που ανήκαν κι οι ποιητές των χορικών ασμάτων. Η τέχνη τους όμως παρουσιάζει τις δικές της ιδιορρυθμίες, γιατί γράφανε τραγούδια όχι για δημόσιες γιορτές, άλλα για τον εαυτό τους και για τους φίλους τους. Δε δεσμεύονται από τις ανάγκες ειδικών περιστάσεων, η κύρια τους ώθηση προέρχεται απ’ τις εσωτερικές τους ανάγκες. Αυτό είχε σαν συνέπεια να διαφέρει σε πολλά σημεία η τεχνική τους από κείνη των χορικών ποιητών. Πρώτο, χρησιμοποιούσαν όχι μια μεγάλη «διεθνή» διάλεκτο, που θα ήταν κατανοητή σ’ όλες τις Ελληνικές πόλεις, αλλά το γλωσσικό ιδίωμα της πατρίδας τους. Η ποίηση τους βρίσκεται πολύ κοντά στην καθημερινή ομιλία κι η γλώσσα τους είναι μια εκλεκτική παραλλαγή αυτής της καθημερινής ομιλίας. Αυτό δίνει στην ποίηση τους μια πιο μεγάλη αμεσότητα κι έχει ένα πιο άμεσο και στιγμιαίο αποτέλεσμα. 

Τα συναισθήματα, που είναι η πηγή της έμπνευσης τους, είναι λιγότερο πειθαρχημένα και δεν εκφράζονται με μεγαλόπρεπες λέξεις. Στην πραγματικότητα, ένα από τα πιο χτυπητά χαρακτηριστικά αυτής της ποίησης είναι πως, ενώ υπάρχουν κανόνες στα μελωδικά μέτρα, οι λέξεις πέφτουν σ’ αυτούς τους κανόνες με τον πιο εύκολο και πιο φυσικό τρόπο, σαν οι ποιητές να μιλούν χωρίς καμιά προσπάθεια και χωρίς καμιά προμελέτη. Έχουν τα μικρά τους δάνεια από την επική ποίηση, τα περιστασιακά επίθετα από την παράδοση, άλλα κι αυτά ακόμη φαίνονται οικεία μέσα στην τοπική διάλεκτο και ενισχύουν την εντύπωση πώς αυτή η ποίηση είναι ουσιαστικά προσωρινή και ενδόμυχη, χωρίς απαιτήσεις να επεκταθεί χρονικά πιο πέρα από την άμεση στιγμή. Δεύτερο, εφόσον τα τραγούδια αυτά τραγουδιόνταν από πολλούς ιδιώτες, πιθανότατα απ'τους ίδιους τους ποιητές, δεν ήταν ανάγκη να προσαρμοστούν για χορωδία. Γι’ αυτό είναι πολύ λιγότερο πολύπλοκα στη δομή τους. Τα μέτρα τους, που το πιο πιθανόν είναι να προέρχονται απ’ το δημοτικό τραγούδι παρά απ’ το χορό, είναι πιο άπλα και πιο μουσικά, αν και μπορεί να μην έχουν τα εντυπωσιακά αποτελέσματα του χορικού άσματος. Ή ενότητα εξακολουθεί να είναι ή στροφή, άλλα σπάνια έχει περισσότερους από τέσσερις στίχους και συχνά έχει μόνο δύο. Στην εμφάνιση αυτά τα ποιήματα μοιάζουν πολύ μ’ ό,τι συνηθίσαμε να περιμένουμε από το λυρικό ποίημα. Τρίτο, μια που τα ποιήματα αυτά είναι προσωπική έκφραση κι αντανακλούν τη διάθεση του ξεχωριστού ατόμου σε μια ορισμένη στιγμή, τους λείπει η κλίματα και η προοπτική του χορικού άσματος. Δεν είναι κατ’ ανάγκη σύντομα, άλλα αναπτύσσουν το θέμα τους με περισσότερη οικονομία, ικανοποιούνται πολλές φορές με μισή δωδεκάδα στροφών. Ο ποιητής δεν αισθάνεται την ανάγκη να ταυτισθεί με τα συναισθήματα του χορού. Μιλά πάν’ απ’ όλα για τον εαυτό του και περιμένει απ’ το ακροατήριο του ν’ ακουσθεί. Αυτή η τέχνη είναι διάφορη απ’ το χορικό άσμα, διαβάζοντάς την έχουμε την αίσθηση πως έρχεται από ένα περισσότερο ιδιωτικό, όχι όμως λιγότερο συναρπαστικό, κόσμο.

        Αν και από το έργο του Αλκαίου και της Σαπφώς έχουμε λίγα αποσπάσματα, που σώθηκαν σ’ έργα άλλων συγγραφέων ή σε κομμάτια παπύρων που βρέθηκαν στην Αίγυπτο, την προσωπικότητα τους την γνωρίζουμε πολύ καλά. Συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο κι ο καθένας είναι ένα χτυπητό παράδειγμα ενός τρόπου ζωής, που τον ζήσανε με απόλυτη πίστη και σταθερότητα. Ο Αλκαίος, ο άντρας, μιλά για τη ζωή της δράσης στις πιο έντονες και πολλές φορές στις βίαιες μορφές της. Η Σαπφώ, η γυναίκα, για τη ζωή των συμπαθειών, όπως τις καλλιεργούσε στο δικό της διαλεκτό κύκλο. Και οι δυο ποιητές γεννήθηκαν στη Λέσβο την ίδια περίπου εποχή, κι οι δύο ανήκαν στην αριστοκρατία των γαιοκτημόνων, κι οι δύο υπόφεραν από τις πολιτικές περιπέτειες ενός ταραγμένου αιώνα, όταν οι αριστοκράτες, που κατάλυσαν τη μοναρχία και μοιράστηκαν την εξουσία, αντιμετώπιζαν άλλους μνηστήρες, που σ’ αυτούς ήταν κι οι δικοί τους δυσαρεστημένοι έκγονοι, κι απειλούνταν από μια επαναστατημένη λαϊκή τάξη, που απαιτούσε μεγαλύτερο μερίδιο στον πλούτο και στην εξουσία. Ο Αλκαίος εξορίστηκε στην Αίγυπτο, η Σαπφώ στη Σικελία, κι οι δυο γύρισαν στην πατρίδα τους και γύρω απ’ αύτη και τις δραστηριότητες της - κοινές και ιδιωτικές - περιστρέφεται η ποίηση τους.

        Η ποίηση του Αλκαίου έχει άμεση σχέση και είναι ακριβής αντανάκλαση της πολυτάραχης ζωής του. Στον εμφύλιο πόλεμο της Λέσβου ήταν με το μέρος των συντηρητικών, που επιδίωκαν ν’ ανακτήσουν την προηγούμενη δύναμη, αλλά ο Πιττακός - κάποτε σύμμαχος τους - ματαίωσε τα σχέδια τους. Ο Πιττακός, που ψηφίστηκε από το λαό, στα δέκα χρόνια της εξουσίας του, αποκατάστησε το νόμο και την τάξη. Παρόλο που η αντιπολίτευση απότυχε και παρόλο που τα κίνητρα του Αλκαίου δεν ήταν και τόσο έντιμα, η καταγραφή των αισθημάτων του είναι πέρα για πέρα τίμια και δείχνει τι είδους άνθρωπος ήταν. Του λείπει οποιοδήποτε μέτρο, ευχαριστιέται με τις ακραίες θέσεις. Στις πολιτικές του φιλονικίες κατηγορεί τον Πιττακό μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του. Τον χλευάζει για τ’ άγαρπά του πόδια, για τη μεγάλη του κοιλιά, για την ταπεινή του καταγωγή, για τους άξεστους του τρόπους, για την προδοσία στους παλιούς του συντρόφους. Από την άλλη μεριά είναι απόλυτα πιστός στους δικούς του συντρόφους. Μοιράζεται τις οδύνες τους, τους δίνει παρηγοριά, τους εμπνέει εμπιστοσύνη. Όπως ο Θέογνις, καμαρώνει κι αυτός τον εαυτό του, γιατί μπορεί να είναι δυνατός στα μίση και τις συμπάθειες του. Αυτό δίνει αντιθέσεις και έξαψη σ’ ό,τι γράφει. Ό,τι κάνει το κάνει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του. Τα ποιήματα του είναι άμεση αντανάκλαση των πράξεων του. Έχουν τον αέρα της επικαιρότητας, όμως - κι αυτό είναι η μαστοριά του Αλκαίου - όσο επίκαιρο κι αν είναι το θέμα τους, έχουν πάντοτε ένα ανθρώπινο ενδιαφέρον και ξεπερνούν το στιγμιαίο ερεθισμό προχωρώντας σε μια πιο περιεκτική θεώρηση.

        Επειδή ο Αλκαίος ενδιαφέρεται περισσότερο για την πράξη, λείπει απ’ την ποίηση του η λεπτολογία και δεν πρέπει να κοιτάζουμε να βρούμε σ’ αυτή την ποίηση λαμπερές αναλαμπές του μέσα κόσμου του ποιητή. Στον Αλκαίο το καθετί εκφράζεται έτσι όπως είναι, μ’ ένα ευθύ και ζωηρό τρόπο. Ή δύναμη του βρίσκεται στην αμεσότητα της αντίδρασης του στα γεγονότα και στην τέχνη του να τα μεταπλάθει σε στίχους. Όσο όμως δυνατά κι αν είναι τα συναισθήματα του, δεν επιτρέπει να του ξεφύγουν με τους στίχους του, τα κοντρολάρει και τα μορφοποιεί σε ζωντανά και δραματικά ποιήματα. Όταν δόθηκαν στον Πιττακό δικτατορικές εξουσίες αυτό ήταν ένα πικρό πλήγμα για τον Αλκαίο. Όμως ο απολογισμός που κάνει ο Αλκαίος γι’ αυτό το γεγονός είναι αξιοθαύμαστα πειθαρχημένος:

        αυτόν, με την ταπεινή καταγωγή,
        τον Πιττακό, επαινούν καθένας κι όλοι μαζί.
        τον έκαναν Άρχοντα και κύριο αυτής της πόλης
        της αγαθής μα κακοδαίμονης.


                                                    

        Προβάλλει πολλές αλλαγές, και καλές και κακές, της τύχης του και κάνει η κάθε αλλαγή να 'χει τη δική της ιδιαιτερότητα: κι έτσι να 'ναι ενδιαφέρουσα. Ή αίσθηση του ύφους, όχι μόνο του στίχου αλλά και της πράξης, τον κάνει να ξεχωρίζει. Όταν βλέπει ένα δωμάτιο γεμάτο όπλα ξεχωρίζει, μ’ ένα παθιασμένο επαγγελματικό μάτι, τις φτερωτές περικεφαλαίες, τις μπρούντζινες περικνημίδες, τους λινούς θώρακες, τα χαλκιδικά σπαθιά, όσο το καθένα συμβάλλει στη λαμπρότητα της σκηνής. Γράφει συχνά για το κρασί, δικαιολογεί την οινοποσία είτε στην κάψα του καλοκαιριού είτε στις παγερές θύελλες του χειμώνα. Γράφει για την αγαλλίαση της νίκης και την πίκρα της ήττας. Σε κάθε περίσταση είναι έτοιμος να δώσει ανάλογες οδηγίες. Συγκρίνει την τύχη του πολλές φορές με την τύχη ενός καραβιού και πάντοτε ξέρει ποιο σημείο να προβάλει, αν δηλαδή τ’ αγρία κύματα τον οδηγούν στο λιμάνι ή οι άνεμοι, που αλληλοχτυπιούνται, τον αφήνουν μπερδεμένο να πολεμά με μεγάλες ρωγμές στο καράβι και το νερό στ’ αμπάρι. Έχει όμως και πιο ανάλαφρη διάθεση, όπως όταν καλωσορίζει τον αδελφό του Αντιμενίδα, που γυρίζει στην πατρίδα, αφού πολέμησε με το Βαβυλωνιακό στρατό. Τον συγχαίρει γιατί σκότωσε ένα εχθρό, που είχε ύψος οκτώ πόδια και 10 εκατοστά. Ή όπως όταν, εξόριστος μακριά απ’ τους φίλους του, παρακολουθεί μιαν επίδειξη καλλιστείων και προσέχει τα μακριά φορέματα και τις δυνατές επευφημίες των γυναικών στο ακροατήριο. Οι συγκινήσεις του μπορεί να μην εκτείνονται σ’ ευρεία κλίμακα άλλα ήταν αρκετές να τον κάνουν ν’ αναμειχθεί σε πολλά ζητήματα. Μια όμως κι αναμειγνυότανε σ’ ένα θέμα το αγκάλιαζε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του.

        Το ίδιο αληθεύει και για τις αισθήσεις του. Συχνά το μάτι του σημαδεύει κάτι και, το καταγράφει σταθερά. Η φύση μπορεί να ήταν γι’ αυτόν μόνο το φόντο για την πράξη, όμως πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην ύπαιθρο και γι’ αυτό όχι λίγες φορές συγκινείται και χαίρεται απ’ όσα βλέπει. Έτσι αποτείνεται σ’ ένα ποτάμι της Μακεδονίας μ’ αυτούς τους στίχους:

        Έβρο, το πιο όμορφο ποτάμι απ’ όλα τα ποτάμια,
        απ'τον Αίνο κυλώντας τα νερά σου στη βαθιά γαλάζια θάλασσα
        τη χώρα των θρακών...


        Ένα σμήνος αγριόπαπιες που πετά τον κάνει να θυμάται πως ήλθαν από την άκρη της γης, που 'ναι κοντά στον Ωκεανό, αλλά δεν ξεχνά να προσέξει τους κατάστιχτους λαιμούς τους και τις μεγάλες τους φτερούγες. Στις θαλασσινές του περιπλανήσεις προσέχει τα φυσικά ηλεκτρικά φώτα και σκέφτεται πώς μπορεί να 'ναι ο Κάστωρ κι ο Πολυδεύκης, που λάμπουν στην αρματωσιά του πλοίου και προμηνύουν το τέλος της τρικυμίας.

        Στ’ ακρόπλωρα καλοχτισμένων καραβιών πηδώντας
        τρέχοντας πάνω στ'άλμπουρα φωτίζουνε το πέλαγο


        Παράλληλα στην καλοκαιριά μιλά για την «απαλή πνοή των ευγενών ανέμων». Σπάνια μνημονεύει αυτά για χάρη τους, δουλειά τους είναι τις πιο πολλές φορές να στήνουν τη σκηνή για κάποια δράση. Το άνθισμα π.χ. του δίανθου και το τραγούδι του τζίτζικα στην κάψα του καλοκαιριού είναι σημάδια πώς έφτασε ο καιρός για το πιοτό. Ο Αλκαίος ό,τι αγγίζει από τη φύση, έστω κι αν την περιορίζει σ’ αυτό το δευτερεύοντα ρόλο, αποτελεί μέρος του ταλέντου του να βλέπει μέρος από το καθετί, να παίρνει τον κόσμο όπως τον βρίσκει και να μη ρωτά πολλές ερωτήσεις γύρω απ’ αυτόν.

        Παίρνει μαθήματα από την πολυποίκιλη πείρα του, όχι βέβαια πολύ χτυπητά ή περισπούδαστα, αλλά σύμφωνα πάντοτε με το χαρακτήρα και το ένστικτο του, με τη συνηθισμένη πάντοτε ειλικρίνεια του. Όταν ήταν νέος, τον απασχολούσε το θέμα: να χαιρόμαστε τα νιάτα μας όσο ακόμη μπορούμε. Έφερνε σαν απόδειξη, πώς ο άνθρωπος έχει μονάχα μια ζωή, το παράδειγμα του Σίσυφου, που δραπέτευσε μια φορά από τον κάτω κόσμο, αλλά, παρόλο που ήταν δ πιο σοφός απ'τους ανθρώπους, δεν τα κατάφερε να ξαναδραπετεύσει. Ο Αλκαίος, όπως κι ο Θέογνις, ξέρει πως η φτώχεια λυγίζει το πνεύμα τ’ άνθρωπου και τον στερεί απ’ τον σεβασμό των άλλων ανθρώπων. Ζωγραφίζει την αντίθεση μεταξύ της πανέμορφης Ελένης, που έφερε στους Τρώες συμφορά και θάνατο, και της Θέτιδας, που παντρεύτηκε τον Πηλέα, κι έφερε στο φως τον Αχιλλέα. Θεωρεί το πιοτό σαν το καλύτερο φάρμακο για τις ανθρώπινες ασθένειες και σαν το πιο αποτελεσματικό μέσο για να καταλάβουμε το χαρακτήρα ενός άνθρωπου. Αναφέρει ρητά και δίνει παραγγελίες. Παρόλο που αυτά είναι ένα παραδοσιακό στοιχείο στην Ελληνική ποίηση, δεν παύουν να 'ναι αλήθειες και ν’ αποτελούν ένα θετικό στοιχείο της ποίησης του. Η γλώσσα του έχει μιαν αρ-ρενωπότητα κι είναι άξια ν’ αναπτύσσει θαυμαστά τα θέματα του. Δεν είναι εξεζητημένη κι ούτε προσποιητή. Μερικές φορές μπορεί, όπως πρόσεξαν οι αρχαίοι κριτικοί, να πλησιάζει στην πολιτική ρητορεία, άλλα αυτό οφείλεται περισσότερο στο θέμα παρά στο ήθος του. Ο Αλκαίος πήρε ένα γενναίο μερίδιο από την κληρονομιά του Ομήρου. Αυτό δεν ήταν μόνο επιτρεπτό άλλα και σύμφωνο με την ευθεία, προσέγγιση στην πείρα,, που την υπαγόρευε και τη δικαίωνε η προσκόλληση του στα παλιά, ιδανικά της αρρενωπότητας και της εξάρτησης του απ’ το ηρωικό παρελθόν. Κάποτε ξεσπά σε στίχους ασυνήθιστης δύναμης, σαν τα μάτι του να καρφώθηκε κάπου, έτσι πού να μη μπορεί να σκεφτεί τίποτε άλλο, βλέπει μονάχα, ό,τι είναι το πιο καίριο και το πιο σημαντικό. Η κίνηση στους στίχους του είναι ομόλογη με την κίνηση του τεμπεραμέντου του. Σ’ όλες τις επιδέξιες παραλλαγές παραμένει πάντοτε αρρενωπός και γεμάτος ζωή. Λίγοι άνθρωποι, που ξόδευσαν τη ζωή τους στη δράση, έχουν γράψει τόσο ωραία όσο ο Αλκαίος και λίγοι συλλάβανε τόσο πιστά το ουσιώδες πνεύμα μιας ζωής γεμάτης δράση με λέξεις, πού αναδύονται κατευθείαν και με τόση φυσικότητα ή αντανακλούν τόσο 'αυθόρμητα τις εξάρσεις και τις απογοητεύσεις της.

        Αν ο Αλκαίος αντλεί το υλικό της ποίησης του από τις έντονες του περιπέτειες, ή Σαπφώ το αντλεί από τα προσωπικά της διώματα κι από τα διώματα του μικρού της κύκλου. Παρόλο πού οι πολιτικές αλλαγές της εποχής της την κτύπησαν σκληρά, σπάνια τις αναφέρει. Η όλη της ύπαρξη συγκεντρώνεται γύρω από τα προσωπικά της συναισθήματα. Έζησε μια ζωή πού τη χαρακτήριζε παθιασμένη συμπάθεια για τις νεαρές κοπέλες του κύκλου της, πού μαζί τους μοιραζότανε τα παιχνίδια του φύλου και της κοινωνικής τους τάξης, στο τραγούδι, στις γιορτές, στη χαρούμενη ανάπαψη, στην υψηλή ένταση της συνείδησης, χάρισμα της 'Αφροδίτης, των Μουσών και των Χαρίτων. Είχε ξεκάθαρη αντίληψη πώς οι προτιμήσεις της ήταν διάφορες από 'κείνες των άντρων. Πρέπει, σχεδόν με βεβαιότητα, να είχε υπόψη της τον Αλκαίο, όταν αρχίζει ένα ποίημα της με την ομολογία του πιστεύω της, πού είναι στην πραγματικότητα αντίθετο του δικού του πιστεύω.

        Στη μαύρη γη, κάποιοι πιστεύουν
        μια ύλη ιππικού το πιο 'μορφο 'ναι,
        άλλοι ένας λόχoς πεζικού κι άλλοι μια μοίρα στόλου.
        Εγ’ όμως λέω: εκείνο που ο καθείς βαθιά αγαπά.


        Πηγή της έμπνευσής της ήταν ο ερωτάς, τον μεταχειρίζεται με μια ευγνώμονα κι αναντίρρητη πίστη πώς δόθηκε από την Αφροδίτη. Στο εκτενέστερο, απ’ όσα σώζονται, ποίημα της κάνει μια έκκληση στη θεά και αποκαλύπτει πόσο οικείες ήταν οι σχέσεις της μαζί της. θυμάται πως στο παρελθόν η Αφροδίτη οδήγησε τ’ άρμα της απ’ τον ουρανό και παρουσιάστηκε μπροστά της, ρωτώντας την για τις ανησυχίες της και βεβαιώνοντάς την πως όλα θα πήγαιναν καλά. έτσι και τώρα η παλιά αυτή περιπέτεια δικαιολογεί μια καινούρια επίκληση για βοήθεια σε μια νέα κρίση. Αν και η θεά μίλησε στην ποιήτρια μ’ ένα τρόπο παιχνιδιάρικο, ευγενικά περιπαίζοντας την, στην υπόσχεση της υπάρχει μια σταθερή βεβαίωση.

        Μα κι αν σε φεύγει, γλήγορα θα τρέξει
        Ξοπίσω σου, τα δώρα σου αν δεν παίρνει,
        όμως θα δώσει, κι αν δε σ’ αγαπάει
        θα σ’ αγαπήσει κι άθελά σου.


                                                  

        Η Αφροδίτη ήταν η δύναμη της ζωής της, που της έδινε έμπνευση. Η Σαπφώ βλέπει την Αφροδίτη σαν την αιτία των πιο ευχάριστων και των πιο μαγικών απ όσα δίνει η ζωή. Όταν την καλεί να πάρει μέρος σε μια γιορτή, ανάμεσα στις μηλιές, κοντά στα γάργαρα νερά, είναι σίγουρη πως θα 'ρθει. Ήταν αυτή η πίστη που έδινε στο πάθος της ουράνια λάμψη. Ακολουθώντας το πάθος της ως την άκρη, αισθανότανε πως υπάκουε σε θεϊκή θέληση'ή υπηρεσία σ'αυτή τη θεϊκή θέληση ήταν το μυστικό της έμπνευσής της.

        Για τη Σαπφώ το πάθος παίρνει πολλές μορφές και το παρακολουθεί με μιαν αλάθητη ενόραση. Σε μια περίπτωση μας λέει πως βλέπει ένα κορίτσι να κάθεται πλάι σ’ έναν άντρα, να μιλά και να γελά μαζί του. Αυτό την κατασυγκινεί, δεν μπορεί να συγκρατήσει τη συγκίνηση της κι εκδηλώνεται με φυσικά συμπτώματα: Δεν μπορεί να μιλήσει, φλόγα κυλάει κάτω απ’ το δέρμα της, τ’ αυτιά της βουίζουν, είναι πιο χλωμή απ’ τη χλόη και βλέπει τον εαυτό της στο χείλος του θανάτου. Όλ’ αυτά δείχνουν πόσο λίγος υπολογισμός υπήρχε στον ερωτά της Σαπφώς και πόσο ήταν θύμα του τεμπεραμέντου της. Όταν αγαπούσε, ήθελε να μοιράζεται όλες τις χαρές με τ’ αγαπημένο πρόσωπο και με τις φίλες της. Σε τέτοιο όμως κοινωνικό σύστημα πρέπει να υπήρχαν πολλές μαύρες ώρες θλίψης και αποχωρισμού. Η Σαπφώ βρίσκει την ανακούφιση στο τραγούδι. Μιλά για κορίτσια που την εγκατέλειψαν, πιθανόν για να παντρευτούν, και για το κενό που νιώθει μέσα της. Πρέπει να παίρνουμε κατά λέξη τα όσα λέει, όταν δηλώνει πως θέλει να πεθάνει, συνέρχεται όμως σιγά -σιγά, όταν θυμάται τις ευτυχισμένες ώρες που πέρασε και βρίσκει παρηγοριά στην αναπόληση τους. Η αγάπη της για τα κορίτσια της διαχέεται και στην αγάπη ανάμεσα τους. Όταν μια απ’ τη συντροφιά περνά τη θάλασσα και πάει στη Λυδία, η Σαπφώ μιλά γι’ αυτήν, στη φιλενάδα της και τη συγκρίνει με το φεγγάρι, που ξεπερνά στη λάμψη τ’ αλλά. αστέρια και που, όπως χύνει το φως του στη στεριά και στη θάλασσα, ξαναζωντανεύει τα λουλούδια με τη δροσιά του. Ακόμη κι όταν τα κορίτσια της παντρεύονται γράφει τραγούδια του γάμου γι’ αυτές. Συγκρίνει ένα κορίτσι, που παντρεύτηκε σε μια κάπως προχωρημένη ηλικία, με το γλυκόμηλο στ’ ακροκλώναρο που δεν το 'φτασαν ως τα τώρα οι τρυγητές, σ’ ένα άλλο τραγούδι παραλληλίζει το κορίτσι με ζουμπούλι που το πατούν οι βοσκοί στο βουνό και το κόκκινο λουλούδι του πέφτει στο χώμα. Ακόμη η Σαπφώ συνέθετε πολύ πιο απλά και πιο παραδοσιακά τραγούδια, στα οποία η νύμφη και κάποια που έπαιζε το ρόλο της παρθενίας της τραγουδούσαν σε ντουέτο.

        ΝΥΜΦΗ: Παρθενιά, παρθενιά, που πας αφίνοντάς με;
        ΠΑΡΘΕΝΙΑ: Δε θα 'ρθω πια σ’ εσέ, δε θα 'ρθω πια σ'εσένα


        Στον έρωτά της δεν υπάρχει τίποτε το κατακτητικό. Ξέρει πως ο γάμος είναι το σωστό και αναπόφευκτο τέλος για τα κορίτσια, που τους έχει δώσει όλη της την αφοσίωση.

        Απορροφημένη στον έρωτα η Σαπφώ όξυνε το δράμα του φυσικού κόσμου, μια που η φύση ήταν η σκηνή όπου αυτή και οι φίλες της περνούσαν τον καιρό τους. Αντίθετα απ’ τον Αλκαίο, που χρησιμοποιεί τη φύση σχεδόν τυχαία, η Σαπφώ έχει πλέρια συναίσθηση της φύσης, σαν το πλαίσιο του ερωτά της, και την κοιτάζει με τρυφερή συμπάθεια. Της αρέσει ν’ απαριθμεί λουλούδια, συγκρίνει ένα νεαρό γαμπρό με λυγερό δεντρί, βλέπει τ’ αστέρια να κρύβουν το πρόσωπο τους όταν γεννιέται το φεγγάρι, αποκαλεί τ’ αηδόνι «ο καλλίφωνος άγγελος της άνοιξης». Όμως ό,τι γι’ αυτήν έχει σημασία δεν είναι τόσο η ορατή σκηνή όσο οι αόρατες δυνάμεις που δουλεύουν πίσω απ’ αυτήν, που με τα μάτια της φαντασίας της είναι παρούσες και που πιστεύει πώς πράγματι κάποτε τις είδε. Όταν καλεί τις Χάριτες και τις Μούσες να 'ρθουν κοντά της, εννοεί ό,τι λέει, γιατί αυτές είναι οι θείες πηγές της έμπνευσης της. Είναι αυτή η αίσθηση της παρουσίας των θεοτήτων, που δίνει στην ποίηση της Σαπφώς τέτοια λαμπρότητα, που μεταμορφώνει κάθε ερωτά της σε κάτι που είναι ταυτόχρονα παθητικά ανθρώπινο και ουράνια υπερυψωμένο. Είναι πράγματι μια ποιήτρια του έρωτα, με τις πολλές του παραλλαγές, άλλα γι’ αυτήν όλες οι μορφές του ερωτά ήταν μια προέκταση του εγώ ενός ανθρώπου στο εγώ του άλλου, η εντατικοποίηση όλων των ικανοτήτων της, ο παλμός της ζωής που την διαπερνά. Όταν χάνει τον έρωτα, είναι άδεια και σχεδόν νεκρή. Οι Έλληνες θεωρούσαν τον ερωτά σαν κάτι ακαταμάχητο, πολλές φορές ανελέητο και άγριο και λίγες φορές τρυφερά. Η Σαπφώ όμως, που γνωρίζει πώς είναι «ένα πλάσμα γλυκόπικρο που δεν μπορεί να του ξεφύγεις» και πέφτει πάνω της σαν τον άνεμο που χτυπά τους δρύες στο βουνό, γνωρίζει επίσης την ανυπολόγιστη αποζημίωση, τις ευγενικές κι αξιαγάπητες στιγμές που φέρνει. Στην ποίηση της υπάρχει μια απαλότητα, που δύσκολα μπορείς να βρεις στην άλλη ελληνική ποίηση, κι αυτή η απαλότητα είναι ακόμη πιο γλυκιά γιατί δεν αυτοϊκανοποίεται ούτε την πιάνει κορεσμός. Να ζει για την αγάπη ήταν η μόνη γι’ αυτή ζωή, κι ήξερε πώς είχε δίκιο.

        Η Σαπφώ, όπως κι ο Αλκαίος, αντιδρούσε σε κάθε ορμή της παθιασμένης κι ευαίσθητης φύσης της και δεν έκαμνε καμιά προσπάθεια να συγκαλύψει τα αισθήματα της. Αν και ο ερωτάς για τα κορίτσια της ήταν το κύριο της θέμα, είχε, παρόλ’ αυτά, κι άλλες, εξίσου ανθρώπινες αγάπες. Όταν ο αδελφός της Χάραξος σπατάλησε την περιουσία του στην Αίγυπτο για μια διάσημη εταίρα, λέγεται πώς τον μάλωσε γι’ αυτό, αλλά αργότερα ασφαλώς τον συγχώρησε, αφού σ’ ένα της ποίημα παρακαλεί την Αφροδίτη και τις Νηρηίδες να δουν αν θα γυρίσει σώος στην πατρίδα κι αν θα συμφιλιωθεί με την αδερφή του. Είχε μια κόρη, την Κληίδα, «σαν τα χρυσά λουλούδια», που δεν θ’ άλλαζε με τ’ απέραντο κράτος της Λυδίας. Της εξηγεί πώς δε μπορεί στο γάμο της να της δώσει μεγάλη ορχήστρα, αλλά κάτι πιο απλό, που εν πάση περιπτώσει είναι και καλύτερο. Στον κύκλο των κοριτσιών της είχε και αντίζηλες, που τα ψεγάδια τους δεν αποφεύγει να εκθέσει. Η πλευρά όμως αυτή του χαρακτήρα της είναι μάλλον περιφερειακή, αν και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των όσων γνωρίζομε γι’ αυτήν. Έχει ακόμη ένα κάπως χοντρό χιούμορ, που το χρησιμοποιεί μερικές φορές στα τραγούδια του γάμου. Αυτό το χιούμορ ήταν κληρονομιά απ’ την παράδοση κι οι ακροατές το περίμεναν. Της έδινε θάρρος π.χ. να περιγελά τον άντρα, που κοιτάει, πατώντας στις άκρες των ποδιών του, τη νυμφική παστάδα ή ακόμη να περιγελά το γαμπρό για την ασχήμια του. Τέτοια αστεία για μας έχουν, από πολλού, χάσει την ειδική τους γεύση, άλλα δείχνουν πώς στο κάτω κάτω η Σαπφώ ήταν μια πραγματική γυναίκα, που ζούσε σ’ ένα πραγματικό κόσμο και που η συναναστροφή της με τους θεούς δεν εξαφάνισε τα κάπως ταπεινότερα χαρακτηριστικά της.

        Εκείνο που μπορεί ιδιαίτερα ν’ απαιτήσει η Σαπφική ποίηση σαν κατάκτηση της είναι η τελειότητα με την οποία ισχυρά συναισθήματα μορφοποιούνται σε υψηλή και πειθαρχημένη τέχνη, χωρίς να χάνουν τίποτε από την έκταση τους. Πιο πολύ κι απ'τον Αλκαίο, οι λέξεις της είναι μουσικές και κινούνται ζωηρά σε πολυποίκιλα μέτρα, που φαίνονται εντελώς φυσικά. Η καθημερινή ομιλία υψώθηκε σε μια άνευ προηγουμένου καθαρότητα και δύναμη. Σπάνια η Σαπφώ χρησιμοποιεί μεταφορές, πετυχαίνει τα πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα με εκφράσεις όπως: «Σ’ αγαπώ, Ατθίδα, τώρα και πολύ καιρό» ή για την Αφροδίτη «να χαμογελά με τα χείλια της τ’ αθάνατα» ή «απ’ τα φύλλα που τρέμουν κατεβαίνει ο ύπνος» ή «να δω το χαριτωμένο της βάδισμα και την υπέροχη λάμψη του προσώπου της». Η τέχνη αυτή είναι μια τέχνη που δε χρειάζεται καθόλου σχεδόν εικόνες να την πλουτίζουν, γιατί προχωρεί πιο πέρα απ’ τις εικόνες, κινείται σ’ έναν κόσμο όπου το καθετί μπορούμε να το δούμε και να τ’ ακούσουμε τόσο καθαρά, ώστε να μη χρειάζεται κανένα στολίδι και καμιά επεξήγηση. Είναι δυνατή ποίηση, γιατί έχει υποστεί την κάθαρση στην ψυχή της ποιήτριας και μπορεί, χωρίς καμιά άλλη συμβολή, να σταθεί από μόνη της. Κι άλλοι Έλληνες ποιητές κάνουν κάτι τέτοιο, αλλά η Σαπφώ το κάνε: συχνά και συστηματικά, ωσάν οι θείες δυνάμεις, που δουλεύουν μέσα της, να την αναγκάζουν να κινείται σ’ αυτό το υψηλό επίπεδο του λόγου. Δεν αισθανόμαστε να υπάρχει κανένα χάσμα και καμιά σύγκρουση ανάμεσα στο θέμα; και στην παρουσίαση του. Μας είναι δύσκολο να φανταστούμε πως συνέθεσε ποιήματα, που ενώ από τη μια φαίνονται άπλα κι ανεπιτήδευτα από την άλλη κάθε λέξη λειτουργεί με ασυνήθιστη δύναμη κι αψεγάδιαστη αλήθεια.

        Το παράδοξο της τέχνης της Σαπφώς είναι πως, αν και αναταρασσότανε βαθιά από φυσικά πάθη, το φυσικό μέρος αυτών των παθών εξαφανιζότανε στην ποίηση της. Έχουμε την αίσθηση πως, παρόλο που τα πάθη της μπορεί να έχουν και τη βίαιή τους πλευρά, αυτή η βίαιη πλευρά δεν έχει καμιά σημασία. Ό,τι μετράει είναι η καθαρή φλόγα, το βάθος τους, που πλουταίνει τη συνείδηση και την οδηγεί να δει πράγματα ορατά κι αόρατα, με μια ιδιόρρυθμη διαίσθηση κι αυτό που νιώθει μέσα της να το εκφράζει με απόλυτη ειλικρίνεια. Ζώντας, όπως πίστευε, σ’ ένα κόσμο όπου οι θεϊκές δυνάμεις ήταν πάντοτε παρούσες κι έτοιμες να λάβουν ενεργό μέρος στ’ ανθρώπινα, κατείχετο από την έκσταση, που αυτές οι δυνάμεις προκαλούν. Ήταν αυτή η έκσταση που κρατούσε την ερωτική ποίηση σε τόσο εκθαμβωτικό επίπεδο. Ό,τι οι θεοί ενέπνεαν μ’ αυτό τον τρόπο, δεν μπορούσε να 'ταν λαθεμένο, κάτι τέτοιο ποτέ δεν πέρασε απ’ το νου της Σαπφώς. Έχει βέβαια τις στιγμές του πόνου και της λύπης, αλλά κι αυτές αποτελούν μέρος της κλίσης της, είναι κι αυτές δώρα των θεών. Ξέρει πώς στο τέλος θα βραβευθεί. Μιλώντας σε μια γυναίκα, που περιφρονεί για την άγνοια της, την βεβαιώνει πως όταν πεθάνει τέτοια γυναίκα, που ποτέ δεν πήρε μερίδιο απ’ τα ρόδα της Πιερίας, θα περιπλανιέται ξεχασμένη και χωρίς λύπηση ανάμεσα στους πιο ασήμαντους νεκρούς. Δηλώνει πώς κάτι τέτοιο δε θα πάθει η ίδια, πώς θα επιζήσει με την ποίηση της, που είναι θεόσταλτη και που μ’ αυτή την ποίηση οι θεοί πιστοποιούν την αθανασία τους. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη πως ανάλαβε κάποιο ιερατικό αξίωμα σαν ιέρεια της Αφροδίτης, άλλα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε σωστά την ποίηση της Σαπφώς, αν δεν την δούμε σαν μια βαθιά θρησκευόμενη, με το δικό της τρόπο, ύπαρξη. Είχε συναίσθηση της θεϊκής βοήθειας, αλλά και της υποχρέωσης που είχε να εκμεταλλευτεί ,όσο μπορούσε το ταλέντο της. Αντιλαμβανότανε πως ήταν διάφορη απ’ τις άλλες γυναίκες. Ο δικός της κόσμος την παραδεχότανε. Ο Αλκαίος, που σχεδόν σ’ όλα διάφερε απ’ αυτή, της μιλά έτσι:

        Μενεξεδομαλλούσα, ιερή, Σαπφώ με το γλυκό χαμόγελο.

        Μπορούμε να δώσουμε στη λέξη «ιερή» όση σημασία θέλουμε. Μ’ αυτήν ο Αλκαίος συγκρίνει τη Σαπφώ με θεία όντα. Aν έτσι φάνταζε στον Αλκαίο, δεν είναι παράδοξο πώς οι μετέπειτα γενιές την θεωρούσαν μοναδική όχι μονάχα ανάμεσα στις άλλες γυναίκες άλλα κι ανάμεσα στους άλλους ποιητές. Η χοντροκομμένη γεύση υστερότερων χρόνων μπορεί να απότυχε να κατανοήσει τα κίνητρα και τις εξωτερικές της σχέσεις, αλλά στην κλασική εποχή, κι όταν ακόμη είχε γίνει στόχος στους χλευασμούς της κωμωδίας, κανένας δεν αμφέβαλε για τα καταπληκτικά φυσικά της χαρίσματα. Ακόμη και σήμερα, που τόσο λίγα απ’ το ποιητικό της έργο γνωρίζουμε, μπορούμε να αισθανθούμε την ανεπανάληπτη αξία της και να καταλάβουμε τι εννοούσε ó Πλάτωνας, όταν έλεγε πως ήταν η Δέκατη Μούσα. Άνηκε σ’ ένα όμιλο ουράνιων πνευμάτων, που ενέπνεε την τέχνη του τραγουδιού. Έκανε κάτι που κανένας δεν μπόρεσε να επαναλάβει. Παρόλο που η λυρική ποίηση άνθισε πολύ ύστερα απ’ αυτήν, κανένας ποιητής δεν την συναγωνίστηκε. Οι ποιητές έψαξαν για άλλες λεωφόρους κι άλλες μεθόδους για να μιλήσουν για τις ανυπολόγιστες δυνάμεις με τις οποίες οι θεοί γεμίζουν τις καρδιές των ανθρώπων.

        Αν και ο Αλκαίος και η Σαπφώ έζησαν σε μια ταραγμένη εποχή, ήταν απόλυτα σίγουροι για τον εαυτό τους και την πολιτιστική κληρονομιά της τάξης τους. Δεν αμφέβαλλαν για ορισμένες άξιες, την αξία της ποίησης και την υπεροχή των θεών. Η πλούσια προσωπικότητα τους άνθισε σε μια κοινωνία, που τα μέλη της γνωρίζονταν μεταξύ τους τόσο καλά, που ανέχονται ó καθένας την ιδιοσυγκρασία του άλλου και χαίρονταν την ελευθερία της έκφρασης όλων των μελών της τάξης τους. Αυτό δίνει στην ποίηση τους ασφάλεια και ισορροπία, προϊόντα ενός δημιουργικού και δραστήριου αιώνα, που δεν είχε παραισθήσεις για την παραδοσιακή έννοια της καλής ζωής. Οι διαμάχες τους δεν ήταν με τον εαυτό τους, αλλά με τους άλλους ανθρώπους. Μπορούσαν να μιλούν για τα δικά τους αισθήματα χωρίς συστολή, με ειλικρίνεια και πληρότητα. Αν και ο Αλκαίος χύνει φαρμάκι εναντίον του Πιττακού και η Σαπφώ μιλά σκληρά για τις κακοαναθρεμμένες γυναίκες, που πέφτουν κάτω απ’ τα δικά της μέτρα, δεν έχουμε την αίσθηση πως μέσα τους υπάρχει η αβεβαιότητα της εποχής τους, που κάνει τόσο αισθητή την παρουσία της στο Θέογνη. Όταν ο Αλκαίος και οι φίλοι του υπερασπίζονταν τα κληρονομικά προνόμια της τάξης τους, γνώριζαν που στεκόντουσαν. Και κάτι ακόμη, αυτή η πάλη τους αποζημίωνε και τους βράβευε. Ο κόσμος της ελληνικής αριστοκρατίας βρίσκει στην ποίηση του Αλκαίου και της Σαπφώς την πλέρια και την πιο καθαρή του έκφραση. Οι τρόποι αυτού του κόσμου παίρνονται σα δεδομένοι και δίνουν μιαν αδιάσπαστη θέα στην εμπειρία μας.

        Η ισορροπία αυτή δεν μπορούσε να διαρκέσει, άρχισε να διαταράσσεται, όταν η αριστοκρατία παραχώρησε τη δύναμη της σε ξεχωριστά άτομα, τους τυράννους. Η λέξη αυτή έχει μια πολύ πλατιά σημασία. Στα πρώτα χρόνια δεν ήταν, σε καμιά περίπτωση, αλληλένδετη μ’ όλες εκείνες τις όχι κολακευτικές σημασίες, που πήρε αργότερα. Οι τύραννοι ήσαν ασφαλώς δικτάτορες, άλλα διοικούσαν εφαρμόζοντας το νόμο. Κάποτε αντιπροσώπευαν τους μη προνομιούχους, κάποτε ήταν αριστοκρατικής καταγωγής. Το κύριο μέλημα τους ήταν να διατηρούν κάποιο είδος κοινωνικής τάξης. Σε μια περίοδο, που η Ελλάδα απειλείτο από εξωτερικούς εχθρούς, μέλημα των τυράννων ήταν να φροντίζουν για την οχύρωση των πόλεων τους. Κι αν ακόμη ορισμένες φορές αποκτούσαν κακό όνομα για τις βαρβαρότητές τους, είχαν την υποστήριξη μιας μεγάλης μερίδας λαού. Για να γίνουν ακουστά τα έργα τους υποστήριζαν τις τέχνες, τις προστάτευαν και τις ενθάρρυναν. Μ’ αυτό τον τρόπο είχαν επίδραση και στην ποίηση. Υποδεικνύοντας στους προστατευόμενους τους ποιητές τα δικά τους γούστα, περιόρισαν την ελευθερία τους, μια ελευθερία, που είναι ολοφάνερη στον Αλκαίο και στη Σαπφώ. Η γλυκιά τέχνη μιας ελεύθερης κοινωνίας επηρεάστηκε από την ατμόσφαιρα της αυλής του τυράννου και πήρε διαφορετική κατεύθυνση. Από τους τυράννους - προστάτες ο Πολυκράτης ο Σάμιος, πού κράτησε την εξουσία από το 540 - 522 π.Χ., αποτελεί ένα χτυπητό παράδειγμα. Ξακουστός uai σαν κύριος του Αιγαίου και σαν προστάτης των αρχιτεκτόνων, των γλυπτών, των μηχανικών και των γιατρών, φρόντισε πολύ και για τους ποιητές. Ή επίδραση του είναι ολοφάνερη από το απόσπασμα του έργου δυο ποιητών, πού εργάστηκαν γι’ αυτόν.

        Ο πρώτος, ο Ίβυκος, ήρθε από το Ρήγιο της Σικελίας. Στην πατρίδα του έγραφε ποιήματα όμοια στην τεχνοτροπία με τα ποιήματα του Στησίχορου, ωδές που αφηγούνταν ιστορίες του ηρωικού παρελθόντος, σύμφωνα με την παράδοση πού δημιούργησε ο δάσκαλος του. Ύστερα στα 530 π.Χ. τον προσκάλεσε ο Πολυκράτης στη Σάμο. Εκεί προσάρμοσε το χαρακτήρα της ποίησης του στις ανάγκες της αυλής. Τ’ αποσπάσματα ενός εκτεταμένου ποιήματος του δείχνουν με ποιο τρόπο το κατάφερε. Προς το τέλος του ποιήματος αποτείνεται στο γιο του τυράννου - πού έχει και το ίδιο όνομα - και κλείνει το ποίημα με μια ωραία φιλοφρόνηση για την ομορφιά του. Αυτό ήταν τέλεια σύμφωνο με τα γούστα του Πολυκράτη κι ανταποκρινότανε στην ειδική παραλλαγή της φράσης «L’ amour courtoise», όπως καλλιεργήθηκε στη Σάμο. Ο Ίβυκος οδηγείται στο συμπέρασμα μ’ ένα τρόπο απροσδόκητο και περιπλεγμένο. Αγγίζει ελαφρά πολλά θέματα του ηρωικού έπους, αναγγέλλοντας απλώς πως ακριβώς αυτό είναι που δε θα τραγουδήσει.

        Γι’ αυτούς oι Ελικωνίδες Μούσες, που τους τραγούδησαν συχνά,
        χαριτωμένα να 'λεγαν μπορούσαν.
        Αλλά θνητός κανείς ν’ αφηγηθεί τον κάθε γι’ αυτούς μύθο δεν μπορεί

        Στην αρνητική πλευρά, ο Ίβυκος παραμερίζει την παλιά εξάρτηση από τους μύθους, μια πού δεν υπήρχε ενδιαφέρον πια γι’ αυτούς. Στη θετική, αποδέχεται, την έκφραση του έρωτα και την θεωρεί σαν το πιο καλό θέμα για ποίηση. Στο ποίημα, που αναφέραμε, επεξεργάζεται τον ερωτά με τέχνη λεπτή και σχεδόν τυπική.

        Ο Ίβυκος προσπαθούσε να εισαγάγει το δικό του πνεύμα σε περιοχές έξω απ’ το δικό του περιβάλλον. Υπάρχουν όμως άλλες περιπτώσεις που έγραψε πολύ διαφορετικά και κίνησε, αναμφισβήτητα, πάθη ντυμένα με καινούριο ύφος, ένα ύφος που απομακρύνεται από την ευθεία προσέγγιση της Σαπφώς, άλλα έχει μια παράξενη δύναμη. 

        Της Κυδωνιάς oι κυδωνιές
        που τις ποτίζουν τα ποτάμια
        ανθομανούν την άνοιξη.
        — Εκεί τ’ απάτητο περβόλι των παρθένων.
        Και στους βαθύσκιους κλώνους των κλημάτων
        φουσκώνουν δυνατά βλαστάρια.
        Μα ο δικός μου έρωτας
        άνοιξη και φθινόπωρο - χειμώνα καλοκαίρι
        ποτέ δεν ησυχάζει.
        Σαν το Θρακιώτη το βοριά
        σαν τη φωτιά του κεραυνού
        σταλμένος απ’ την Κύπριδα
        σκοταδερός κι αδιάντροπος με τρέλα
        τραντάζει την ψυχή μου ως το μεδούλι.


        Στο ποίημα αυτό είναι σχεδόν μεταφυσικός. Ο Ίβυκος αντιπαραθέτει τον ιδεώδη κήπο των παρθένων, όπου ο ερωτάς την άνοιξη είναι μια φυσική βλάστηση, με το δικό του βίαιο πάθος, που δε γνωρίζει εποχή, που πέφτει απάνω του όπως τον τσουχτερό βοριά. Αυτός είναι ένας καινούριος τρόπος να μιλάς για τον Έρωτα. Ο Ίβυκος εννοεί κάθε λέξη που γράφει, έτσι πετυχαίνει ένα λαμπρό αποτέλεσμα. Μετάλλαξε την έννοια του έρωτα σε κάτι που κινεί τα πράγματα έξω σχεδόν από τη συνηθισμένη τους τάξη. Για να μιλήσεις για τέτοιου είδους έρωτα χρειάζεται μια γλώσσα μεγαλόπρεπη, που να του δίνει μιαν παράξενη δύναμη. Όλ’ αυτά οφείλονται στον τρόπο που καλλιεργήθηκε ο έρωτας στην αυλή του Πολυκράτη, όπου, για ν’ αποσπάσει την προσοχή όλων, έπρεπε να ενδύεται με περισσότερο μυστήριο, απ’ όσο του 'δίνε η Σαπφώ. Έχει χαθεί κάτι απ’ την παλιά ευθύτητα και στη θέση του μπήκε συνειδητά περισσότερη μεγαλοπρέπεια.

        Αυτό το είδος της λατρείας του έρωτα δεν άφηνε πολύ έδαφος για. ελιγμούς. Ο δεύτερος όμως διάσημος προστατευόμενος του Πολυκράτη, ο Ανακρέων από την Τέω (572 - 485 π .Χ.), με μια θαυμαστή ευκολία και δεξιότητα στην επιλογή των λέξεων και των εικόνων, ανακάλυψε μια κάπως διαφορετική άποψη του αυλικού ερωτά. Κι αυτός δε γράφει για τίποτε άλλο κι αυτός προσπαθεί να ταιριάξει τα θέματα του με την τεχνητή - και κριτική συνάμα - ατμόσφαιρα της αυλής. Όπως κι ο Ίβυκος, έτσι κι αυτός κάνει πιο ενδιαφέροντα τα θέματα του με τη χρήση μύθων και συμβόλων που εκφράζουν τις πολύπλοκες καταστάσεις του εσωτερικού του κόσμου. Προσωποποιεί τον Έρωτα τον παρουσιάζει σαν ένα νεανία να παίζει με τις Νύμφες και την Αφροδίτη στα βουνά. Να τον προκαλεί η Αφροδίτη για έρωτα ρίχνοντας του ένα χρυσό τόπι, ή να τον χτυπά μ’ ένα σφυρί σαν το σιδηρουργό, ή να τον καλεί για πυγμαχία, ή να περνά πετώντας πλάι του με τα χρυσά του φτερά. Τέτοια σύμβολα είναι κάτι παραπάνω από μεταφορές και κάτι λιγότερο από μύθο. Καθένα μεταδίνει τον εσώτερο χαρακτήρα μιας κατάστασης, δίνοντας της τον ακριβή βαθμό της έκστασης ή της συναντίληψης ή της απροθυμίας, που νιώθει ο Ανακρέων γι’ αυτήν. Δραματοποιεί τα αισθήματα του, βλέποντας τον εαυτό του σε φανταστικές καταστάσεις, κάπως στ’ αλήθεια κωμικές. Παράλληλα χρησιμοποιεί παλιές ιστορίες ή κοινές διαδόσεις, όπως όταν λέει πώς πέφτει απ’ το Λευκάτα απ’ όπου οι άτυχοι εραστές λέγεται πώς έπεφταν στη θάλασσα ή όταν δηλώνει πως κολυμπά στη θάλασσα του Έρωτα ύστερα από μιαν απεγνωσμένη απόφαση. Όταν εκφράζει την ταπεινή του επιθυμία να μην είναι ούτε πολύ πλούσιος ούτε πολύ γέρος χρησιμοποιεί δυο πολύ ζωντανές εικόνες μιαν απ’ την μυθολογία κι άλλην απ’ τις ιστορίες των ταξιδιωτών της εποχής του.

        Tης Αμαλθείας το κέρας δε ζητώ
        κι ούτε αιώνα ένα και μισό
        καθώς τής Ταρτησσού ο βασιλιάς
        να ζήσω επιθυμώ.

        Αν η κατάσταση είναι αρκετά συναρπαστική βελτιώνει το σύμβολό του προσθέτοντας κάτι παραπάνω σ’ αυτό, όπως όταν παραβάλλει ένα ντροπαλό κορίτσι μ’ ένα νεαρό ελαφάκι, που τρομάζει όταν τ’ αφήνει η μάνα του στο δάσος ή όταν μιλά για ένα παιδί, που δραπέτευσε απ’ την προστατευτική αγκαλιά της μάνας του και βρίσκεται στο θαυμαστό κόσμο της φαντασίας του, όπου ή Αφροδίτη έδεσε τ’ άλογά της σ’ ένα λιβάδι με υάκινθους. Όταν κυνηγά μια κοπέλα που του ξεφεύγει την συγκρίνει με μια φοραδίτσα, που θα την δαμάσει και θα τη μάθει να τρέχει στο στίβο. Τα σύμβολα του Ανακρέοντα έχουν το μέγα πλεονέκτημα να επισύρουν την προσοχή μας αμέσως. Αυτό το σκοπό του τον ξεκαθαρίζει απ’ την αρχή. Ακόμη και μια απλή λέξη είναι αρκετή γι’ αυτό το παιχνίδι, όπως π.χ. ύστερα από μια ξεκάθαρη θέση πως κυνηγά ένα αγόρι χωρίς κανένα όφελος του λέει πως είναι ο ηνίοχος της ψυχής του Ανακρέοντα. Τέτοιες εικόνες και σύμβολα είναι εργαλεία για να μπορέσει να εκμεταλλευτεί όσο μπορεί καλύτερα κάθε κατάσταση. Αποσπά όλα όσα έχει να δώσει, εισχωρεί στο βάθος της κι ανακαλύπτει απρόσμενους θησαυρούς. Παρόλο που ήταν υπόχρεος να προσαρμοσθεί στους τρόπους της αυλής, μέσα στα πλαίσια που του τέθηκαν μπόρεσε να κινηθεί όσο ήταν δυνατό καλύτερα. Μένει οικείος με την αυλή, άλλα δε χάνει την προσωπικότητα του.

        Κάτω απ’ τη λαμπρή εξωτερική τους επιφάνεια, που είναι πάντοτε θελκτική κι εκπληκτική, τα μισοκρυμμένα αισθήματα του Ανακρέοντα, δεν είναι τόσο αδέσμευτα όσο τα αισθήματα του Αλκαίου ή τόσο δυνατά όσο της Σαπφώς, άλλα πάντως είναι αυθεντικά. Μπορεί να σκίτσαρε τον Έρωτα σαν ένα παιδί που παίζει με κύβους, άλλα ήξερε πώς οι κύβοι σήμαιναν τρέλα και ταραχή. Οι έρωτές του μπορεί να μην έχουν την αγνότητα ή την καθάρια φλόγα, άλλα ήταν αρκετά γνήσιοι. Συχνά δίνει μια νότα τρυφερότητας επαινώντας τον αγαπημένο τους για τους ήρεμους του τρόπους ή τη μεγαλοπρέπεια της συμπεριφοράς του. Οι συνθήκες επέβαλλαν να γράψει και τραγούδια του πιοτού κι ήταν προθυμότατος να το κάμει. Αλλά, μ’ όλο που διαλαλεί πώς θ’ αποβάλει όλα τα δεσμά και θα συμπεριφέρεται σαν ένας βακχευτής, σε λίγο έρχεται στα συγκαλά του και λέει πως οι άντρες δεν πρέπει να συμπεριφέρονται σαν τους Σκύθες, που με βαρβαρική ακολασία πίνουν ανέρωτο κρασί. Το πιοτό του δεν έχει την ανοιχτόκαρδη ευχαρίστηση του Αλκαίου κι απομακρύνθηκε από τα πολεμικά τραγούδια, που ήταν δημοφιλή στα συμπόσια, νομίζοντας πώς ήταν καλύτερα να τραγουδά για τα ένδοξα δώρα των Μουσών και της Αφροδίτης. Παρόλη τη δύναμη και το μεγαλείο του, το κράτος του Πολυκράτη δεν πατούσε σε γερά θεμέλια, γιατί απέναντι απ’ τα στενά που χώριζαν τη Σάμο οι Πέρσες κατακτητές είχαν απόλυτη κυριαρχία. Όταν ο Ανακρέων ήταν ακόμη μαζί του, ο Πολυκράτης παρασύρθηκε στην Ασία από έναν Πέρση σατράπη και σταυρώθηκε αγρία. Ο Ανακρέων μπορεί ν’ αντιλήφθηκε αυτή την αβεβαιότητα και γι’ αυτό ενδιαφέρθηκε πιο πολύ πώς να περνά την ώρα του και πώς ν’ απολαμβάνει τα καλά της στιγμής.

        Μετά την πτώση του Πολυκράτη πήγε στην Αθήνα, όπου έγινε ένα αξιοπρόσεχτο και οικείο πρόσωπο, που 'χε την εύνοια των ισχυρών, αλλά και την αγάπη όλων των πολιτικών ομάδων. Δουλειά του ήταν να τραγουδά γι’ αυτούς τις ώρες της ανάπαψης τους. Αυτό ήταν το ξεχωριστό του χάρισμα. Τραγουδούσε για τη νιότη και τη δύναμη και δυσφορούσε για τον ερχομό των γηρατειών και την απειλή του θανάτου. Όταν άσπρισαν τα μαλλιά του κι έπεσαν τα δόντια του έγραψε:

        Πυκνώνανε οι θρήνοι μου
        ο Άδης με τρομάζει
        φρικτό ειν’ το βασίλειό του
        και δύσκολο το μονοπάτι.
        Αν πας εκεί, στα σίγουρα
        του γυρισμού σου κλειέται ο δρόμος.
        Πρώτο καλό στον άνθρωπο η υγεία,
        το δεύτερο καλό κορμί λεβέντικο,
        πλούτια να 'χει κερδίσει τίμια το τρίτο,
        τέλος τα νιάτα του να 'χει χαρεί περίσσια
        ανάμεσα σ’ αγαπητούς συντρόφους.

        Σ’ αυτό το τραγούδι ο Ανακρέων εκφράζει μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του την πίστη πως η ευχαρίστηση είναι ο πρωταρχικός σκοπός του ανθρώπου, αυτό είναι και το κύριο θέμα των τραγουδιών του. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως είχε κι άλλα ενδιαφέροντα όμως είναι αυτή η πίστη που ενθάρρυνε τα χαρίσματα του. Αυτή έδωσε στην τέχνη του όλη την ευχάριστη μαστοριά της, με τους δισταγμούς της, την ειρωνεία της, τη μισοκρυμμένη ειλικρίνεια της, την ικανότητα της στην επιλογή των λέξεων. Αυτό ξεχωρίζει το έργο του Ανακρέοντα από το έργο άλλων ποιητών, που ασχολήθηκαν με παρόμοια θέματα. Το πνεύμα που τον εμπνέει είναι ένα είδος χαράς - μια παραλλαγή χαράς. Αν δεν έχει την ουράνια έξαρση της Σαπφώς μοιάζει σε πολλά με τη χαρά, που οι Έλληνες πίστευαν πως είναι κτήμα των θεών στις γιορτές τους στον Όλυμπο. Σ’ ένα αβέβαιο κόσμο ήταν ευχαριστημένος να κάνει ό,τι μπορούσε, να δώσει μιαν τέχνη ειλικρινή με τον εαυτό της, που κερδίζει πολύ με το να πιστεύει πως ο ποιητής πρέπει να λέει εκείνα που αισθάνεται και με τέτοιο τρόπο ώστε οι άλλοι να αισθάνονται παρόμοια.

        Όταν ο Ανακρέων ήλθε στην Αθήνα, η εξουσία ήταν ακόμη στα χέρια των Πεισιστρατιδών. Κοντά σ’ αυτούς βρήκε συνθήκες όχι διαφορετικές από κείνες που γνώρισε στη Σάμο. Κι εδώ υπήρχε μια τοπική τέχνη συμποσιακών τραγουδιών, που τα τραγουδούσαν στα γλέντια τους. Αποτελούνταν από σύντομα «πιασίματα», τραγουδούσε ο πρώτος τραγουδιστής ένα πιάσιμο κι ο δεύτερος απαντούσε πάνω στο ίδιο θέμα με τον ίδιο τρόπο. Διασώθηκε ένα τέτοιο μικρό μουσικό βιβλίο και μπορούμε να δούμε πως η ποίηση αυτή ήταν μια καθαρή κι αυθόρμητη ποίηση. Μοιάζει λίγο με την ποίηση του Αλκαίου, μιλά κι αυτή για. ένα μικρό αριστοκρατικό κόσμο. Τα μέλη αυτού του κόσμου, όπως συμβαίνει και στην ποίηση του Θέογνη, έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στη φιλία, στην υπακοή και στην ειλικρίνεια. Αυτός ο κόσμος ήταν ενήμερος των κινδύνων που τον περίζωναν, αλλά αντιμετώπιζε την κατάσταση πιο ήρεμα απ’ τον ποιητή. Αυτή η τέχνη συνέχισε ν’ ακμάζει κι ύστερα από τη δολοφονία του Ίππαρχου, του γιου του Πεισίστρατου (514 π.Χ.) και την εξορία του άλλου του γιου Ιππία (511 π.Χ.). Μερικά από τα πιο συνταρακτικά ποιήματα γράφτηκαν από ποιητές που άνηκαν στην παράταξη των νικητών, όμως το πνεύμα τους μοιάζει μ’ εκείνο των ηττημένων. Συνθεμένα. για ειδικές περιστάσεις με συγκεκριμένους στόχους, ασχολούνταν μ’ επίκαιρα ζητήματα, θα ήταν βραχύβια, αν δεν είχαν την ικανότητα ν’ ανακαλύπτουν μέσα στο παροδικό το μόνιμο. Τόσο στο περιεχόμενο όσο και στο ήθος είναι η φωνή ενός αριστοκρατικού αιώνα, ακόμη κι όταν καλωσόριζαν τη δημοκρατία υστέρα απ’ τη δολοφονία του Ίππαρχου από τον Αρμόδιο κι Αριστογείτονα. Έχουν ακόμη την παλιά όψη για την καλή ζωή, όπως την γνώρισε ο έβδομος κι ο εκτός αιώνας κι όπως την συνοψίζει το πιο κάτω τετράστιχο.

        Άλλοι o ιππικός στρατός, των πεζών άλλοι,
        κι άλλοι των πλοίων στη γη λένε τη μαύρη
        πως τα’ ομορφότερο είναι, μα εγώ εκείνο
        όπου αγαπάει καθένας.

                                                                   

        Η Αττική συμποσιακή ποίηση είναι δευτερεύουσα τέχνη σε μιαν εποχή όπου άρχισαν να ωριμάζουν πιο σημαντικές μορφές τέχνης. Παρόλ’ αυτά είναι η γνήσια φωνή ενός μεταβατικού αιώνα. Εκφράζει τη λεπτότητα και τις προσωπικές διαθέσεις μιας αριστοκρατικής κοινωνίας που έδωσε μεγάλη σημασία στις ανθρώπινες σχέσεις κι είδε τα πράγματα από τη δική της σκοπιά, μια σκοπιά γεμάτη αυτοπεποίθηση. Δεν μπορούσε να επιζήσει ύστερα από την κοινωνία που την ανέθρεψε. Τη θέση της, στις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν, κατάλα6αν έργα περισσότερο φιλόδοξα και πιο εκτεταμένης κλίμακας.

        Στο μεταξύ, πολλά συνέβηκαν στη χορική ποίηση. Ακολούθησε νέα μονοπάτια κι ανάπτυξε την τεχνική της. Ενώ τα περισσότερα είδη των μονωδιών περιορίστηκαν σε τοπικές γιορτές, το χορικό άσμα έγινε τέχνη πανελλήνια. Μπορεί, με κάποιες επιφυλάξεις, να υποστηριχθεί, πως πανελλήνια τέχνη έγινε με το Στησίχορο: Αν δεν έγινε μ’ αυτόν, έγινε σίγουρα με τους τρεις ποιητές Σιμωνίδη (556 - 467 π.Χ.), Πίνδαρο (512 - 448 π.Χ.) και Βακχυλίδη (505 - 450 π.Χ.). Ο Σιμωνίδης ήταν θείος του Βακχυλίδη που πολλά πρέπει να διδάχθηκε απ’ αυτόν. Κι οι δυο ήταν Ίωνες, από τη νήσο Κέα, και διαφέρουν απ’ τον Πίνδαρο και στην καταγωγή και στην εμφάνιση. (O Πίνδαρος ήταν Βοιωτός αριστοκράτης). Παρόλες τις διαφορές τους είχαν και οι τρεις πολλά κοινά σημεία. O Πίνδαρος έμαθε την τέχνη του στην 'Αθήνα, στην Αθήνα ο Σιμωνίδης έζησε πολλά χρόνια κι ο Βακχυλίδης παρουσίασε μερικά από τα ποιήματα του. Ο πιο πλούσιος προστάτης των τεχνών αυτή την εποχή, ο τύραννος των Συρακουσών Ιέρών, προσκάλεσε και τους τρεις στις Συρακούσες για να υμνήσουν τα μεγάλα του έργα. Η τέχνη τους, βασισμένη σε μια παλιά παράδοση, είχε κοινά στοιχεία. Πολύ συχνά καταπιάνονται με κοινά θέματα. Αν και ο Πίνδαρος πίστευε στην αριστοκρατία, είχε, τουλάχιστο στα πρώτα του χρόνια, φίλους στην Αθήνα. Δεσμούς είχε επίσης με το βασιλιά της Κυρήνης και τους άρχοντες της Θεσσαλίας. Ο Σιμωνίδης ήταν σχεδόν ο «εστεμμένος» ποιητής της Ελλάδας στους Περσικούς πολέμους, άλλα κι αυτός είχε βασιλικούς και πριγκιπικούς προστάτες. Είδε τον εαυτό του να στέκεται πάνω απ’ τον πόλεμο και να μιλά για αιώνια θέματα. Κι οι τρεις είχαν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στις ιδέες τους και δε φοβόντουσαν να μιλήσουν ανοιχτά στους προστάτες τους, όσο δυνατοί κι αν ήταν. Η ποίηση τους εκφράζει τη μετάβαση από την παλιά αριστοκρατική εποχή - περικλείει μάλιστα πολλές από τις αρετές της - σε μια καινούρια εποχή, εποχή πειραματισμού και αλλαγής. Παρόλη όμως τη μεγάλη ανάπτυξη που πήρε, κράτησε τα ίδια στοιχεία που βρίσκουμε στην ποίηση του Αλκμάνα και τα πλούτιζε με πολλές, γεμάτες ζωντάνια καινοτομίες. Η χορική ωδή δε σταμάτησε να εξελίσσεται αυτή την εποχή. Με τη βοήθειά της μπορούμε να δούμε ποιες ήταν οι σκέψεις των Ελλήνων για ζητήματα της εποχής.

        Το χορικό άσμα ποτέ δεν είναι μακριά απ’ τους θεούς. Στην πιο απλή, πιθανό και πιο παλιά, μορφή του είναι ένας ύμνος σ’ αυτούς. Ο ύμνος αυτός μπορεί να ήταν δέηση, ή εξύμνηση της θεϊκής δύναμης, ή ευχή για να 'ρθουν οι θεοί κοντά στους ανθρώπους. Το πνεύμα αυτό απλώθηκε σ’ όλα τα είδη της χορικής ποίησης. Σ’ όλα τ’ αποσπάσματα που διασώθηκαν είναι χαραγμένο βαθιά απ’ αυτό το ύφος. Την πιο απλή άλλα και μεγαλόπρεπη μορφή του μπορεί να τη δούμε σε μερικούς στίχους που παίρνουν τη μορφή μιας προσευχής και μπορεί να έχουν γραφτεί από το Σιμωνίδη για μια πόλη που περνά δύσκολες στιγμές εξαιτίας ενός πολέμου ή εσωτερικής αναστάτωσης και καλεί τις Μοίρες, που αν και δεν είναι Ολύμπιες θεότητες, όμως, έχουν σχεδόν ίδια θέση κι ίδιο κύρος μ’ εκείνες.

        Ακούστε, ω μοίρες, που κι απ’ τους θεούς κοντύτερα
        στο θρόνο κάθεστε του Δία
        και 'ξόμπλια αμέτρητα και σχέδια,
        που να ξεφύγει δεν μπορεί θνητός κανένας,
        με διαμαντένιες πλέκετε σαΐτες.
        Αίσα, Κλωθώ και Λάχεση,
        πάνοπλες της νύχτας θυγατέρες,
        τις προσευχές μας, φoβεrές θεές της γης και τ’ ουρανού,
        ενωτισθείτε.
        Στείλτε μας τη ροδόστηθη Ευταξία
        και τις ομόθρονές της αδελφές, τη Δικαιοσύνη
        και τη στεφανωμένη Ειρήνη, και κάντε η πόλη αυτή
        να λησμονήσει τις συμφορές που πλάκωσαν τα στήθια της 

        Αυτή είναι μια γνήσια κραυγή σ’ ώρα ανάγκης. Μ’ αυτήν ο ποιητής παρακαλεί για την πόλη τονίζοντας τους στίχους του στην πιο ψηλή κλίμακα. Οι Μοίρες καλούνται μ’ όλη τη δύναμη και τη δόξα τους, γιατί η πόλη χρειάζεται τη βοήθειά τους κι ο ποιητής τις παρακαλεί να στείλουν τις χάριτες, τους φύλακες της κοινωνικής τάξης, που τις φαντάζεται σ’ όλη την περιπαθή ομορφιά τους και χάρη. Ο ύμνος πηγάζει απ’ την καρδιά της ελληνικής θρησκείας, χωρίς ν’ απεμπολεί τίποτε απ’ τον ποιητικό του πλούτο. Μάλλον οι μεγάλες απαιτήσεις της περίστασης γίνονται αφορμή υψηλού ήθους και υψηλής έκφρασης. Η ποίηση αυτή πηγάζει από την ταραγμένη διάθεση ενός ποιητή που ανησυχεί πολύ από τη μια μεριά, για την τύχη της πόλης κι από την άλλη έχει πλέρια συνείδηση πως μόνο οι δυνατοί θεοί μπορεί να βοηθήσουν.

        Αν ο ύμνος αντιπροσωπεύει την ελληνική λυρική ποίηση στην πιο μεγαλειώδη της μορφή, τα θέματα του ύμνου απλώνονται σε μεγάλη έκταση, κυμαίνονται από μίμηση άλλων ύμνων ίσαμε θέματα με καθαρά ανθρώπινες υποθέσεις. Οι Έλληνες ξεχώριζαν βασικά τα τραγούδια σε δυο κατηγορίες: εκείνα που απευθύνονταν στους θεούς κι εκείνα πού απευθύνονταν στους ανθρώπους. Αυτή τη διάκριση μπορούμε να τη δούμε στο απόσπασμα που αναφέραμε πιο πάνω και στους στίχους που έγραψε ο Ίβυκος για τον Πολυκράτη. Κι όμως, αν και υπάρχουν ολοφάνερες διαφορές ανάμεσα σε δυο τέτοιες ακραίες θέσεις, το λυρικό τραγούδι έχει πολλά μόνιμα χαρακτηριστικά, που τα βρίσκουμε σ’ όλα τα είδη του. Τον έκτο αιώνα ήταν σίγουρα μεγάλο σε έκταση, για να περιλαμβάνει και επαίνους για τους τυράννους και τους άλλους ισχυρούς άντρες της εποχής. Ακόμη όμως και σε τέτοια ποιήματα θα ήταν δύσκολο να μην αναφέρουν τίποτε για τους θεούς, ιδιαίτερα τα ποιήματα που τραγουδιόνταν στις γιορτές των θεών, όταν μάλιστα ήταν κοινή πίστη πώς σε μερικές απ’ αυτές και οι ίδιοι οι θεοί ήταν παρόντες. Αυτό συμβαίνει σίγουρα στους επίνικους που συνθέτονταν για να γιορτασθεί κάποια επιτυχία στους μεγάλους πανελλήνιους αγώνες και που από μια παράξενη 'ιδιοτροπία της τύχης αποτελούν το πιο μεγάλο μέρος της ποίησης του Βακχυλίδη και του Πινδάρου, που σώζεται, θα περιμέναμε αυτά τα ποιήματα να ήταν εξ ολοκλήρου κοσμικά, αλλά στην πραγματικότητα, από τέτοια ποιήματα ποτέ δεν απουσιάζουν οι θεοί. Οι αγώνες διεξάγονταν προς τιμή του Δία, του Απόλλωνα και του Ποσειδώνα. Οι νικητές των αγώνων απολάμβαναν, για τη νίκη τους, μιαν ευτυχία σχεδόν θεϊκή. Τα τραγούδια τραγουδιόντουσαν μέσα στο ναό των πιο πάνω θεών ή σε μια θρησκευτική τελετή, όταν ο νικητής γύριζε στην πατρίδα του. Ήταν δύσκολο να αποκλεισθούν οι θεοί από τέτοια ποιήματα. Οι ποιητές μάλιστα καθόλου δεν το επιδίωξαν, άλλα αντίθετά έδωκαν σ’ αυτά μερικές χαρακτηριστικές ιδιότητες του ύμνου. Το θρησκευτικό πνεύμα στο χορικό άσμα το διαφοροποιεί τόσο από το έπος όσο κι απ’ τη μονωδία, είναι πιο κοντά στους θεούς κι έχει άμεση σχέση μ’ αυτούς.

        Ο Σιμωνίδης είπε πώς η ποίηση είναι «μια ζωγραφιά που μιλά» και οι λέξεις έχουν μια άμεση και μια ευρύτερη σημασία. Ακόμη και τα λίγα αποσπάσματα της ποίησης του, που σώζονται, δείχνουν ένα ποιητή επιδέξιο να στήνει μια σκηνή, που να την απολαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας, και να συνδυάζει την επική αντικειμενικότητα με πιο λεπτή αντίληψη. Έτσι κάνει τον Ορφέα να μαγεύει τα ζωντανά πλάσματα με το τραγούδι του:

        Αμέτρητα πουλιά
        απάνω απ’ το κεφάλι του πετούσαν μαγεμένα,
        με το γλυκό τραγούδι του
        απ’ το γαλάζιο πέλαγο τα ψάρια αναπηδούσαν.


        Ακόμη με περισσότερη επιτυχία συλλαμβάνει τ’ αποτελέσματα του ήχου όταν μια φωνή σπάει ξαφνικά σε βαθιά γαλήνη.

        Τότε πνοή ανέμου δε φυσούσε τα φύλλα να κινήσει.
        θρόισμα κανένα δε μπορούσε τη γλύκα της φωνής του να εμποδίσει
        μές στις ανθρώπινες καρδιές βαθιά να μπει 

        Αυτή η αγάπη των αισθήσεων σημαίνει πως ο Σιμωνίδης κοιτάζει τον ορατό κόσμο χωρίς να τον εξαρτά από κάποιο αόρατο κόσμο σημαντικότερο απ’ αυτόν. Παραδέχεται βέβαια πως οι θεοί είναι παρόντες σ’ αυτό τον κόσμο των αισθήσεων, αλλά ο Σιμωνίδης ενδιαφέρεται περισσότερο για ό,τι βλέπει κι ό,τι ακούει. Όπως όλοι οι Έλληνες έτσι κι αυτός έχει συναίσθηση για την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, άλλα η συνειδητοποίηση αυτής της αβεβαιότητας γίνεται πιο έντονη με την ακριβή εικονογράφηση πού της δίνει.

        Όντας θνητός, μην πεις ποτέ αύριο τι θα γίνει.
        Κι ούτε όταν δεις ευτυχισμένον άνθρωπο να πεις
        πόσο καιρό η ευτυχία θα κρατήσει.
        Η αλλαγή πιο σύντομα έρχεται
        κι απ’ του πουλιού το γύρισμα.


        O Σιμωνίδης είδε τα γεγονότα της ανθρώπινης ζωής μ’ αυτό το συγκεκριμένο τρόπο κι ανάλογα με την ιδιομορφία του καθενός έδωσε την ανάλογη ποίηση.

        Αυτή η χαρά των αισθήσεων επεκτείνεται και στην ανθρώπινη κοινωνία: Στην αρχαιότητα ο Σιμωνίδης ήταν ξακουστός για το πάθος του. Το βάθος της τρυφερότητας που μπορεί να πραγματοποιήσει δείχνεται από μερικούς στίχους ενός άγνωστου ποιήματος, όταν η Δανάη κλείστηκε με το μικρό παιδί της, τον Περσέα, σε μια κασέλα κι αφέθηκε έρμαιο των κυμάτων.

        Όταν μες στην καλοφτιασμένη
        κασέλα, o αγέρας που φυσούσε
        κ’ η θάλασσα, που ανατάραχτη,
        εδώ κ'εκεί τήνε κυλούσε,
        Με τρόπο τα στεγνά τα μαγουλά της
        Εξέσκισε και τον Περσέα

        Έσφιξε στη γλυκιά αγκαλιά της,
        Κ’ είπε: «Ω παιδί μου! πως πονώ! Μα εσύ κοιμάσαι,
        καθώς μωρό βαθιά κοιμάται μέσα σε μαύρη
        κι άχαρη κάμαρη και χαλκοκαρφωμένη,
        αφού ξαπλώθηκε μές στο σκοτάδι πίσσα.
        Και το βαθύβουο το τραγούδι του κυμάτου,
        που επάνωθε από τα μαλλάκια σου περνάει,
        δεν το ψηφάς μηδέ και του ανέμου το βόγγο,
        Κειτάμενο μές σ’ άλικο πανωφοράκι,
        Γλυκό μου προσωπάκι.

        Μ’ αλήθεια, αν σου ήταν τρομερό αυτό που τρόμος είναι,
        θα στήλωνες στα λόγια μου το τρυφερό σου αυτάκι.
        Παρακαλώ σε, αγόρι μου, κοιμήσου κι ας κοιμάται.
        Κ'η θάλασσα και το τρανό κακό μας ας κοιμάται.
        Κι άμποτε η τύχη από τα εσέ, πατέρα Δία, ν’ αλλάξει.
        Και που με λόγια απόκοτα για χάρη του παιδιού μου
        παρακαλώ, συμπάθησε με».


                                                                                        

        Στο συγκρατημένο πάθος, που ποτέ δεν κάνει απόπειρα για πολλά, στην τέχνη με την οποία εκφράζεται η άθλια κατάσταση της Δανάης στην πιο δύσκολη της στιγμή, στην αγάπη της για το παιδί της, η σεμνότητα και το θάρρος της απεικονίζονται στο μισόφωτο που υπάρχει στην κασέλα. Ο Σιμωνίδης συνδυάζει τα απαραίτητα χαρακτηριστικά της δραματικής αφήγησης με την κατανόηση και τη συμπόνια, στοιχεία που ανήκουν στην τραγωδία. Η τέχνη του είναι πιο περίπλοκη από την τέχνη του έπους. Εφόσον ο μύθος αποτελεί μέρος μόνο μιας ευρύτερης ενότητας της χορικής ωδής, ο Σιμωνίδης δίνει σ’ αυτόν μια πλέρια κι ανεξάρτητη αξία αφίνοντας τη φαντασία του να παίζει, μ’ όλη της τη δύναμη, πάνω σ’ αυτό το παράξενο θέμα.

        Μπορούμε επίσης να δούμε το πάθος του Σιμωνίδη να εκδηλώνεται σε μια κάπως διαφορετική τέχνη, στα επιγράμματα για τους νεκρούς, ιδιαίτερα για κείνους που σκοτώθηκαν στους Περσικούς πολέμους. Στο είδος αυτό ήταν τόσο μεγάλος τεχνίτης, που πολλά απ’ τα επιγράμματα που ήταν αδύνατο να τα γράψει γιατί αναφέρονται σε γεγονότα υστέρα από το θάνατο του, αποδίδονταν σ'αυτόν. Καθιέρωσε ένα πρότυπο, που οι μεταγενέστεροι ήταν περήφανοι να το αντιγράψουν. Σε δυο ή τέσσερις στίχους λέγει όλα όσα πρέπει να πει. Αυτά που λέγει αναφέρονται στην αξία και την τύχη του ανθρώπου στα μάτια της αιωνιότητας. Λιγότερο ενδιαφέρεται για τη δόξα του ξεχωριστού ατόμου, όπως έκαναν τα πριν απ’ αυτόν επιγράμματα, και περισσότερο για τη μεγαλοπρέπεια και τη μεγαλοσύνη του χαρακτήρα εκείνων που τιμά, όπως π.χ. του Σπαρτιάτη Μάντη Μεγιστία, που αρνήθηκε να εγκαταλείψει τους συντρόφους του στις Θερμοπύλες, και σκοτώθηκε μαζί τους, ή όπως της Αρχιδίκης, θυγατέρας, συζύγου και μητέρας αρχόντων, που ποτέ η περηφάνεια δε φούσκωσε την καρδιά της. Η απόλυτη απλότητα της μορφής των ποιημάτων του είναι φορτισμένη με πολλή συγκίνηση. Απ’ όλους τους Έλληνες ποιητές είναι ο πιο μεγάλος τεχνίτης του υπονοούμενου. Έτσι, για κείνους που πέσανε στις Θερμοπύλες έγραψε μόνο ένα δίστιχο, που αν μεταφρασθεί κατά λέξη λέει: «Ξένε, πες στους Λακεδαιμόνιους πώς είμαστε νεκροί εδώ, υπακούοντας σ’ ό,τι εκείνοι λένε». Ο Σιμωνίδης γνωρίζει πολύ καλά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ατόμου που εξυμνεί, άλλα τα τοποθετεί σ'ένα κοινωνικό περιβάλλον και τα ερμηνεύει λαμβάνοντας υπόψη αυτό το περιβάλλον. Σημειώνει τις τεράστιες αλλαγές που έγιναν στον καιρό του. Επηρεάστηκε από το διαφωτισμό των Ιώνων, που είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη της επιστήμης και της ηθικής. Αν και πέρασε τον περισσότερο του χρόνο ανάμεσα σε βασιλικούς και αριστοκρατικούς προστάτες δεν έγινε δουλοπρεπής, αλλά μίλησε ανεξάρτητα και γενναία. Αξιοσημείωτο παράδειγμα είναι ένα του ποίημα, που έγραψε για το βασιλιά των Θεσσαλών Σκόπα. Έχει σχέση μ'ένα ρητό που αποδίδεται στον Πιττακό. Λέει πώς «είναι σκληρό να είσαι καλός». Φανταζόμαστε πώς ο Σκόπας ρώτησε το Σιμωνίδη τι σημαίνει αυτό, ελπίζοντας πώς θα πάρει απάντηση που να λέει πως είναι μεν δύσκολο, αλλά εκείνος τα κατάφερε. Αντί να πάρει όμως αυτή την απάντηση, του δόθηκε μια σχεδόν σκληρή διάλεξη για τη φύση του αγαθού ανθρώπου, που γι'αυτήν οι Έλληνες συζητούσαν από τους χρόνους, τουλάχιστον, του Τυρταίου. Ο Σιμωνίδης εκφράζει με το ποίημα σκληρές σκέψεις και δείχνει τα όρια άλλα και τις αντιφάσεις, που περιέχονται στην παλιά σημασία του αγαθού. Υποστηρίζει πώς, εφόσον τα παλιά είδη του αγαθού, όπως η υγεία, ο πλούτος και τα παρόμοια δεν είναι αιώνια, κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να είναι σταθερά αγαθός. Απέναντι στα παλιά ιδεώδη βάζει το δικό του νέο ιδεώδες: Ο άνθρωπος που μπορεί να ονομασθεί δίκαια «αγαθός», είναι εκείνος που ενσυνείδητα ό,τι κάνει το κάνει για το καλό της πόλης. Ο Σιμωνίδης δε ζητά πολλά, ό,τι όμως ζητά είναι καλό και άξιο της εποχής της πόλης - κράτους, όταν ο άνθρωπος εύρισκε την πληρότητα του εργαζόμενος με τους συμπολίτες του για ένα κοινό σκοπό.

        Εκείνος που και σωφροσύνη κι ευγένεια δεν του λείπει,
        αν στην καρδιά του τη δικαιοσύνη - στήριγμα της πόλης -
        έχει θρονιάσει, ακέριος άντρας είναι.
        Κι ούτε θα τον κατηγορήσω,
        των ανόητων η γενιά τέλος δεν έχει.
        Άξια είναι όσα στα τιποτένια δεν μετέχουν.


        Αυτό δεν ήταν εκείνο που περίμενε ο Σκόπας, αλλά ήταν ένα μάθημα, που ο Σιμωνίδης θεωρούσε σπουδαίο και δε φοβήθηκε να το διδάξει.

        Ο Σιμωνίδης σκέφτηκε πολύ πάνω σε καθιερωμένες γνώμες της εποχής του και τις βρήκε λειψές. Βρήκε τους θεούς πιο δυνατούς απ'όσο πίστευαν οι πιο πολλοί άνθρωποι. Είδε πόσο αβοήθητοι και μάταιοι ήταν οι άνθρωποι στα χέρια των θεών. Οι άνθρωποι μπορεί να κοιτάν να νικήσουν το χρόνο, χτίζοντας μνημεία για τους εαυτούς τους. Έτσι αποκτούν κάποιο υποκατάστατο της αιωνιότητας, άλλα αυτό δεν είναι τίποτε μπροστά στις δυνάμεις της φύσης και των θεών, που τους αντιστρατεύονται.

        Ποιός που στα φρένα του πιστεύει
        το Λήνδιο Κλεόβουλο θα επαινούσε
        τότε, π'αντίκρυ στα ποτάμια τ'αστείρευτα
        στα λουλούδια της άνοιξης
        στη φλόγα του ήλιου και στο φως του φεγγαριού
        στα φουσκωμένα κύματα της θάλασσας
        έστησε τη δύναμη μιας επιτύμβιας στήλης
        Απ'τους θεούς κατώτερα είν'τα πάντα,
        μια πέτρα όμως και θνητών τα χέρια δύνανται να σπάσουν.
        Κείνος που τέτοια σκέφτηκε ανόητος ήταν.

        Αν και ο Σιμωνίδης χλευάζει τη λαθεμένη προσποίηση των ανθρώπων και γνωρίζει πόσο κατώτεροι είναι απ'τους θεούς, αυτό τον κάνει να σέβεται ακόμη πιο πολύ την πραγματική δόξα κι αναγνωρίζει πως οι άνθρωποι ολοκληρώνουν τη φύση τους με την εργασία και τη θυσία. Αν από τη μια μεριά κοιτάει πίσω στην αριστοκρατική εποχή - την εποχή με την υψηλή αίσθηση ύφους και την αγάπη της για ευζωία - από την άλλη κοιτάζει προς τον πέμπτο αιώνα, όταν ερωτήματα για τη φύση του ανθρώπου όχι μόνο δε θεωρούνταν υποτιμητικά, αλλά έκαναν τον άνθρωπο αντικείμενο σοβαρής μελέτης και πρόσθεταν βάθος κι έκταση στους συλλογισμούς γι'αυτόν.

        Η άμμος της Αιγύπτου μας έδωσε αξιόλογα αποσπάσματα από την ποίηση του Βακχυλίδη, ανηψιού του Σιμωνίδη. Είναι φανερό πως έμαθε πολλά από το θείο του κι έχει την ίδια ιωνική διαύγεια και χάρη. Ο Πίνδαρος δεν τον εκτιμούσε πολύ και λέγεται πως, με πολλούς τρόπους, τον παρομοίαζε με πίθηκο και κολοιό. Οι μεταγενέστεροι Έλληνες κριτικοί είχαν την ιδέα πως του έλειπε το μεγαλείο και το ύψος που υπήρχαν στους άλλους ποιητές. Δε δίνει μεγάλη προσοχή στα ύψιστα, σε αντίθεση με το Σιμωνίδη, και τ'αποφθέγματα του είναι φτωχό αντίστοιχο της ραφιναρισμένης σοφίας του Πινδάρου. Αλλά, σαν εκφραστής της Ιωνικής τέχνης - μιας τέχνης που προσφέρει μιαν εκλεπτυσμένη ευχαρίστηση, έχει τη θέση του. Το ιδιαίτερο του χάρισμα είναι η αφήγηση και οι μύθοι του μπορεί να δίνουν μιαν ιδέα πως ήταν περίπου οι μύθοι του Σιμωνίδη. Ο Βακχυλίδης ξέρει πως ν'αφηγηθεί ένα μύθο, διαλέγει τα πιο σημαντικά του σημεία και κάνει τις λεπτομέρειες ζωντανές και αποκαλυπτικές. Για τον Ιέρωνα των Συρακουσών, που ήταν ένας γενναιόδωρος προστάτης του μαντείου των Δελφών, αφηγείται την ιστορία του Κροίσου, που ήταν ακόμη πιο μεγάλος προστάτης. Ό,τι όμως τον ενδιαφέρει πιο πολύ είναι ο ανατριχιαστικός μύθος της τελευταίας περιπέτειας. Αφού νικήθηκε κατά κράτος από τον Κύρο, πυργώνει μια νεκρική πυρά και ρίχνει τον εαυτό του επάνω. Ύστερα έρχεται η απροσδόκητη δραπέτευση :

        Μα ενώ της φοβερής φωτιάς η μάνητα
        χυμούσε ανάμεσα τους λαμπερή,
        σύννεφο μαύρο στέλνει ó Δίας
        και την ξανθιά τη φλόγα σβει.


        Σ'ένα άλλο του ποίημα, όταν ο Μίνως μεταφέρει στην Κρήτη νέους και νέες της Αθήνας για να τους θυσιάσει, ο νεαρός Θησέας είναι ανάμεσα σ'αυτούς. Όταν προκαλείται από το Μίνωα πηγαίνει να φέρει ένα δαχτυλίδι που το 'ριξαν στη θάλασσα. Βουτά στο μέρος που το 'ριξαν κι οδηγείται από δελφίνια στο παλάτι του Ποσειδώνα. Εκεί βλέπει τις νύμφες της θάλασσας να χορεύουν και την Αμφιτρίτη να κάθεται στο θρόνο της. Του προσφέρουν δώρα και, παρά την έκπληξη και τη δυσαρέσκεια του Μίνωα, γυρίζει πίσω σώος. Ο Βακχυλίδης επιδιώκει την έξαψη και τον κίνδυνο. Ξέρει πως να μας κάνει να εξαπτόμαστε. Έχει όμως κι άλλες πιο εκλεπτυσμένες ικανότητες. Παρουσιάζει τον Ηρακλή να κατεβαίνει στον Άδη για να φέρει το τρικέφαλο τέρας, το σκύλο Κέρβερο, αλλά λίγα λέγει γι'αυτό. Δίνει όλες του τις δυνάμεις για να μας αφηγηθεί πως ο Ηρακλής συνάντησε το φάντασμα του Μελέαγρου, που του αφηγείται πως πέθανε, όταν η μάνα του θέλοντας να εκδικηθεί το θάνατο των αδελφών του, καίει το δαυλί, που συνδέθηκε με τη ζωή του. Σ'αυτό το ποίημα υπάρχει κάτι περισσότερο από μια αφή του πάθους του Σιμωνίδη, ιδιαίτερα όταν ο Μελέαγρος μιλά για τις τελευταίες του στιγμές.

        Ξάφνου η γλυκιά ψυχή μου πάει να σβήσει,
        κι αλί μου, νιώθω να λιγοθυμάω,
        ο δύστυχος έγώ! με τη στερνή πνοή μου δάκρυσα,
        που πριν της ώρας άφηνα τα νιάτα τα λαμπρά

        Ο Βακχυλίδης ευρίσκεται στις πιο καλές του στιγμές, όταν δεν προσπαθεί να μεταχειρισθεί το υψηλό ύφος ή να καθιερώσει αιώνιες αλήθειες. Μπορεί να προχωρήσει από την απλή στιγμή και να εντάξει αυτή τη στιγμή σ'ένα ευρύτερο πλαίσιο. Αυτό κάνει, όταν, προλαμβάνοντας το Σοφοκλή στις Τραχίνιες, αφηγείται πως η τραγική Δηιάνειρα ετοιμάζει για τον Ηρακλή το πουκάμισο, που νομίζει πως αυτό θα της φέρει πίσω τον αγαπημένο της, άλλα που στην πραγματικότητα, μέσα σε μια φοβερή αγωνία, θα τον σκοτώσει.

        Ω δύσμοιρη! ω ταλαίπωρη τι σκέφτηκε!
        Η ζήλεια την αφάνισε η πανίσχυρη
        κι η σκοτεινή καλύπτρα
        κείνων που μέλλονταν κατόπι να συμβούν.


        Ο Βακχυλίδης εργάζεται αρκετά καλά μέσα στα όρια των δυνατοτήτων του. Πιθανόν να ήταν μάλλον άτυχος, που έτυχε σύγχρονος, και μάλιστα νεώτερος, του Πινδάρου, που τόσο ή καταγωγή όσο και ή τέχνη ήταν διαφορετικού είδους.

        Ο Πίνδαρος ήταν ένας αριστοκράτης, που ταξίδευε σαν ισάξιος με τους τυράννους των Συρακουσών και το βασιλιά της Κυρήνης, τον πιο πολύ όμως χρόνο τον περνούσε στην Αίγινα, όπου οι ευγενείς επιδίδονταν στα διάφορα αθλήματα κι όταν κέρδιζαν καλούσαν τον Πίνδαρο να εξυμνήσει τις νίκες τους. Όπως ακριβώς σ'αυτές τις νίκες έβλεπε τη θεϊκή καταγωγή να υλοποιείται, έτσι αξιούσε και για τον εαυτό του μιαν ειδική κλίση στην ποίηση. Πίστευε, αναμφισβήτητα, πως η ποίηση του δόθηκε απ'τους θεούς. Μιλά, πολύ συχνά, για την πορεία της δημιουργίας του, για να δείξει πως πίστευε στη θεϊκή έμπνευση και πως κάτι τέτοιο του ήταν απαραίτητο για να αρχίσει το ποιητικό του έργο και να το συνεχίσει. Αλλά, μ'ένα καθαρά Ελληνικό τρόπο, πίστευε πως αυτό δε θα ωφελούσε σε τίποτε, αν δεν ασκούσε όσο μπορούσε το ταλέντο του, κάνοντας τέλεια χρήση των χαρισμάτων που του δώρισαν οι Μούσες. Αποκαλεί τον εαυτό του Προφήτη των Μουσών, γιατί οι Μούσες του δίνουν κάτι που πρέπει να βάλει σε τάξη, όπως περίπου η Πυθία στους Δελφούς βάζει σε τάξη ό,τι της δίνεται από τον Απόλλωνα. Το σχέδιο του ποιήματος, που πραγματοποιείται με μια σειρά εικόνες, είναι καθαρό και πειστικό. Από τη μια μεριά το ποίημα έχει μια στερεή και καλά σχηματισμένη μορφή: έτσι μιλά για την ποίηση του σαν αστραφτερά προπύλαια ενός ναού, θησαυροφυλάκιο σε μια οχυρωμένη πτυχή του βουνού, κοραλλένιο κόσμημα, χρυσάφι κι ελεφαντόδοντο, καλοϋφασμένο ένδυμα, λουλουδένιο στεφάνι. Από την άλλη μεριά το ποίημα ζει και κινείται κι ο Πίνδαρος το συγκρίνει με τ'άρματα και τα πλοία, μ'αετό που πετάει, με μέλισσες που κουβαλάν τη γύρη, μ'ακόντια και βέλη που πετυχαίνουν το στόχο τους, με φωτιά και φως, με ποτάμι που πλημμυρίζει. Αντιλαμβάνεται αυτό το παράδοξο: Η ποίηση πρέπει να μένει ακίνητη κι όμως να μη πάψει να κινείται, να έχει τη σταθερότητα ενός μνημείου κι όμως να 'ναι γεμάτη ζωή. Oι απόψεις αυτές για την ποίηση δεν είναι όλες δικές του, κανένας όμως άλλος Έλληνας ποιητής δε μιλά τόσο συχνά και με τόση ακριβολογία για την ποίηση του και κανένας άλλος δε θα φρόντιζε τόσο να εξακριβώσει αν ό,τι έδινε στους προστάτες του το καταλάβαιναν. Η τέχνη του Πινδάρου είναι πολύ πιο πλούσια από την τέχνη του Βακχυλίδη και, παρόλο που πολύ λίγα γνωρίζουμε για την ποίηση του Σιμωνίδη για να μπορέσουμε να κάνουμε σύγκριση, είναι φανερό πως το στυλ του Σιμωνίδη ήταν πιο εύκολο και πιο στρωτό κι η ποίηση του επιδίωκε πιο άπλα αποτελέσματα.

        Ο Πίνδαρος έχει καθαρή αντίληψη του σκοπού της ποίησης. Πρωταρχικό της καθήκον είναι να διαιωνίζει έργα μεγάλα. Επαναβεβαιώνει μ'αυτό την πίστη του Ομήρου στη δύναμη της ποίησης. Ο Πίνδαρος πιστεύει πως, αν έλειπε η ποίηση, ακόμη και τα πιο μεγάλα έργα, θα χάνονταν στο σκοτάδι. οι πιο ευγενικές αναμνήσεις του παρελθόντος εξακολουθούν να υπάρχουν μόνο, γιατί τις αποθανάτισε η ποίηση. Με άλλα λόγια, η ποίηση δίνει στους ανθρώπους κάτι που δεν μπορούν να πάρουν από πουθενά αλλού. Η αγαπημένη εικόνα του Πινδάρου είναι το φως. Η ακτινοβολία, που εκπέμπει η ποίηση, είναι σαν την ακτινοβολία του ήλιου που φωτίζει τον κόσμο και τον κάνει ορατό στους ανθρώπους. Το ίδιο το φως είναι θεϊκό, τέκνο της ιερής Θείας, που είναι η μητέρα του ήλιου και η πηγή κάθε φωτός, φυσικού και υπερφυσικού. Επανειλημμένα ο Πίνδαρος κάνει παραλλαγές στο θέμα του φόντος και, μ'όλο που ο πρώτος του σκοπός είναι να δείξει πως με το ποίημα μερικοί άνθρωποι περιβάλλονται με ακτινοβολία όμοια με 'κείνη των θεών, εν τούτοις δεν αρκείται σ'αυτό. Από μια άποψη η ποίηση δίνει ζωή στον νεκρό, όχι βέβαια την πραγματική ζωή, την ολοκληρωμένη, άλλα μια ζωή που δεν την έχει ο κοινός άνθρωπος, που λησμονιέται μετά το θάνατο του. Ο Πίνδαρος θεωρεί τη φήμη σα μια πραγματικότητα. Δεν αναλύει τη φύση της, άλλα πιστεύει πως, κινημένη από μια μυστηριώδη δύναμη, προεκτείνει την ύπαρξη του ανθρώπου, διαιωνίζοντας την στη μνήμη των συνανθρώπων του. Ακόμη και στους νεκρούς εισχωρεί η φήμη που αποκτούν τα συγγενικά τους πρόσωπα. Ο Πίνδαρος, κι όχι μονάχα μια φορά, λέει πως οι νεκροί ακούουν τα τραγούδια στον τάφο τους ή τους τα φέρνει η Ηχώ. Αν τέτοια είναι η δύναμη της ποίησης, αυτοί που κερδίζουν αξίζει να τους υμνούμε. Ο Πίνδαρος λέει εμφαντικά πως τραγουδά τα μεγάλα κατορθώματα, ιδιαίτερα τα κατορθώματα εκείνα με τα οποία ο άνθρωπος υποδεικνύει τον αντρισμό του και κερδίζει την επιδοκιμασία των συντρόφων του. Τον ενδιαφέρουν οι μεγάλοι, που την έμφυτη τους αξία απόδειξαν με έργα. Αυτή τους η αξία οφείλεται είτε στη θεϊκή τους καταγωγή είτε γιατί τους ευνόησαν πολύ οι θεοί.

 Ο Πίνδαρος έχει τη δική του αριστοκρατική μεταφυσική και μένει σταθερά πιστός σ'αυτή, σε μια εποχή που αυτή η μεταφυσική πολύ αμφισβητήθηκε και πολύ πολεμήθηκε. Τα ποιήματα του τα 'γράψε για αριστοκράτες, που με τα έργα τους δικαίωναν την αριστοκρατική τους υπόσταση. Ήταν ένας πανελλήνιος ποιητής από την άποψη πως αισθανόταν σπίτι του, όπου κι αν βρισκόταν στην Ελλάδα, με αριστοκράτες οικοδεσπότες. Γι'αυτόν οι κοινοί άνθρωποι, αν τους θυμόταν καθόλου, ήταν «το βίαιο πλήθος». Γενικά, όμως, τους ξεγράφει απ'το μυαλό του. Καθώς το αριστοκρατικό σύστημα βάδιζε μπροστά στην ανερχόμενη δύναμη των Αθηνών στη δύση του, ο Πίνδαρος οργανώνει μιαν έξοχη οπισθοφυλακή για να το υπερασπισθεί, ενθαρρύνοντας τα μέλη του να έχουν πάντοτε την αίσθηση της καταγωγής τους και την ικανότητα να ζουν σύμφωνα μ'αυτή. Αν και διδάχθηκε εν μέρει την τέχνη του στην Αθήνα, κατά την παιδική του ηλικία, και την επαίνεσε πολύ για τη συμμετοχή της στους Περσικούς πολέμους, δεν μπορούσε να την αγαπά και να τη θαυμάζει, από τη στιγμή που κυρίεψε και τη Βοιωτία και την αγαπημένη του Αίγινα. Τότε την είδε σαν τον αυθάδη Βελλεροφόντη, που η περηφάνειά του τον οδήγησε σε αποτρόπαιη πτώση, ή σαν του; Γίγαντες, που περιφρόνησαν τους θεούς και εκείνοι τους κατασύντριψαν.

        Η τέχνη του Πινδάρου είναι πολύ περίπλοκη. Με την πρώτη ανάγνωση η ποίηση του φαίνεται, παρόλη την τυπικότητα της μορφής της, να είναι σχεδόν τυχαία στη δομή της. Δεν είναι πάντοτε εύκολο να βρούμε το κύριο σχέδιο του και να ξεχωρίσουμε τα διάφορα θέματα, που υπάρχουν στο ίδιο ποίημα). Αυτό βασικά οφείλεται στο ότι γράφει για μια περίπλοκη κατάσταση : Είναι υποχρεωμένος να υμνήσει όχι μονάχα μιαν αθλητική νίκη, την οικογένεια του νικητή και την πατρίδα του, αλλά να εξηγήσει και τις δικές του απόψεις, να τις εικονογραφήσει μ'ένα μύθο και ν'αναφερθεί, έστω και έμμεσα, στην επικρατούσα πολιτική κατάσταση. Κάποτε μπλέκεται σε αμφιβολίες, γιατί είπε κάτι που δεν το συμπαθούν οι προστάτες του ή γιατί πρέπει, με κάθε τίμημα, να ξεκαθαρίσει τις απόψεις του. Τα βγάζει πέρα μ'αυτό το ανάμιχτο υλικό με μια μεγάλη δόση απόκρυφης τέχνης. Στην αρχή του ποιήματος δίνει τον τόνο του τι θα ακολουθήσει, ακροθίγει το θέμα και το ποικίλλει με αντιθέσεις και σχόλια. Ακόμη κι όταν αφηγείται ένα μύθο, δεν τον αφηγείται με την απλότητα του Βακχυλίδη, αλλά εκμεταλλεύεται όλες τις οργανικές του δυνατότητες, δίνοντας έμφαση σε ορισμένα σημεία του. Σε μερικά ποιήματα τα δικά του βίαια συναισθήματα και η αμφισβητητική του διάθεση βαδίζουν παράλληλα με το κύριο θέμα. Έχουμε την αίσθηση πως δεν έχει λύσει αύτη τη δυσαρμονία. Έτσι, στο δεύτερο Πυθιόνικο, που τον έγραψε για τον Ιέρωνα το 468 π.Χ., προσπαθεί να τον επαινέσει άλλα δεν το πετυχαίνει, γιατί έχει μια κατακριτική διάθεση, που πηγάζει από μια πληγωμένη αξιοπρέπεια, η ποικιλία της διάθεσης, όπως προχωρεί, προσθέτει καινούρια στοιχεία στην εμπειρία της φαντασίας του και την πλουτίζει, πλησιάζοντας έτσι ένα σύνθετο θέμα από πολλές πλευρές και εκλεπτύνοντας, όσο προχωρεί, τα διάφορα σημεία με απροσδόκητες προσθήκες και αιφνιδιαστικές αλλαγές του θέματος. Αυτή η περίπλοκη ποίηση επιβλήθηκε στον ποιητή εξαιτίας ορισμένων περιστάσεων, ήταν όμως και μέρος μιας παλιάς παράδοσης, που μπορούμε να την ανιχνεύσουμε στην ποίηση του Αλκμάνα. Ο Πίνδαρος δεν προσπαθεί ν'απλοποιήσει το θέμα του, άλλα προτιμά ν'αγγίζει πολλές όψεις ενός πλούσιου θέματος και να φέρνει τα διάφορα νήματα μαζί σ' eva σύμφωνο τέλος.

        Γι'αυτό διαμόρφωσε ένα στυλ εντελώς προσωπικά. Αν και σ'ορισμένες στιγμές έχει μια υπέροχη απλότητα, συνηθέστατα προτιμά να δίνει όσο μπορεί μεγαλύτερο πλούτο στους στίχους του και να κάνει την κάθε του φράση και την κάθε του πρόταση να κουβαλάν ένα ολόκληρο βάρος φανταστικού νοήματος. Τη φρασεολογία του την παίρνει από πολλές πηγές, το έπος είναι μια πηγή, άλλα το χρησιμοποιεί με μια δημιουργική εκλεκτικότητα και δίνει στα θησαυρισμένα επίθετα καινούριες σημασίες, όπως όταν μιλά για «χρυσοστέφανους αγώνες», ή για «βροντόλαλα λιοντάρια» ή «το άρμα που τραντάζει τη γη». Τα δικά του επίθετα σχεδόν ποτέ δεν είναι άχρηστα και παρόλο που τα συσσωρεύει κάποτε για ένα ειδικό σκοπό, ούτε και τότε είναι εξουθενωτικά. Μέσα στην πρόταση ζυγίζει τις λέξεις μ'εξαιρετική μαεστρία, δίνοντας ειδική έμφαση στη σπανιότητα, στον ήχο, στο μέγεθος του πιο σημαντικού, υποτάσσοντας τα υπόλοιπα σ'αυτό ή, αρχίζοντας με μια κάπως ταπεινή αρχή και τελειώνοντας μ'ένα υπέροχο τέλος. Χρησιμοποιεί πολλά δευτερεύοντα τεχνάσματα, για να δίνει έμφαση ή να προξενεί έκπληξη ή να ποικίλλει τη διαπλοκή του έργου του. Μερικά απ'αυτά τα τεχνάσματα είναι ασφαλώς παλιά, ιδιαίτερα όταν χρησιμοποιεί σειρά παραλληλισμών για να δώσει το χαρακτήρα μιας πολύτροπης περίπτωσης. Έτσι αρχίζει τον πρώτο του Ολυμπιόνικο με μια σειρά παρατακτικών προτάσεων, που οδηγούν στην υπέρτατη δόξα, τη δόξα μιας νίκης στους Ολυμπιακούς αγώνες.

        Απ'όλα το καλύτερο είναι το νερό,
        κι αν πεις για το χρυσάφι, ως η φωτιά
        κατανυχτίς φλογολαμπίζει,
        έξοχα μες στα μεγαλότιμα
        τα πλούτη ξεχωρίζει.
        Αλλ'αν, καρδιά μου, αγώνες λαχταράς να τραγουδήσεις,
        άλλο απ'τον ήλιο λαμπερότερο τη μέρα
        φωτοβόλον αστέρα μη ζητήσεις
        ανάμεσ'απ'τον έρημον αιθέρα.


        Ο Πίνδαρος θέλει να πει πώς τέτοια νίκη είναι αιώνια, όπως το νερό που είναι αιώνιο, λαμπρή, όπως το χρυσάφι που φεγγοβολάει, ένδοξη, όπως η παντοδύναμη δόξα του ήλιου. Κάποτε χρησιμοποιεί λογοπαίγνια σα να θέλει να. τραβήξει την προσοχή μας σε μια εσώτερη σύνδεση πραγμάτων, που συνήθως θεωρούνται άσχετα. Σε άλλες περιπτώσεις επαναλαμβάνει την ίδια λέξη στην αρχή δύο ή τριών προτάσεων με μια ρητορική σχεδόν επιμονή για να μας κάνει να προσέξουμε ένα ορισμένο σημείο. Πίσω του έχει δύο αιώνες λυρικής ποίησης κι όλα τα τεχνάσματα, που οι ποιητές μεταχειρίστηκαν, είναι στην απόλυτη διάθεση του. Η γλώσσα και το ύφος του, παρόλο που είναι εξαιρετικά πλούσια, δεν φαίνονται βαρυφορτωμένα. Κρατούν όλη τη φρεσκάδα τους, ακόμη κι όταν ο ποιητής έχει να κάμει με θέματα τόσο ανόητα, όπως είναι οι κατάλογοι των αθλητικών νικών. Οπωσδήποτε σε τέτοιες περιπτώσεις ένας λιγότερο προικισμένος ποιητής θα καταποντιζόταν.

        Από μια ιδιοτροπία της τύχης τα ποιήματα, που σώθηκαν ολόκληρα, γράφτηκαν για να τιμήσουν αθλητές και θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πώς ένα τέτοιο ειδικό θέμα δε θα 'ταν ικανό να διεγείρει όλες τις δυνάμεις του ποιητή. Κι όμως, αυτοί οι Επίνικοι αποκαλύπτουν δυο σημαντικές όψεις της μεγαλοφυΐας του. Πρώτο, φαίνεται πως ο Πίνδαρος δεν ενδιαφερότανε για τους Αγώνες αυτούς καθαυτούς, την επιδεξιότητα των αθλητών και τον ενθουσιασμό που προξενούσαν. Με τέτοια θέματα σπάνια ασχολείται. Το ενδιαφέρον του για τους αγώνες είναι γιατί τους βλέπει σαν πεδίο, όπου φανερώνεται η ανθρώπινη Ικανότητα κι ο χαρακτήρας. Δεύτερο, σ'αυτά τα ποιήματα ο Πίνδαρος ξεδιπλώνει όλα τα χαρίσματα του. Κάνει το ποίημα του να καλύπτει μια μεγάλη ποικιλία διαθέσεων, σκέψεων και φαντασίας. Μπορεί να το κάνει γιατί ό,τι εύρισκε στην επιτυχία δεν ήταν μονάχα η υλοποίηση ανθρώπινων χαρισμάτων, αλλά και η αυτοπειθαρχία, το θάρρος και η ικανότητα για σκληρό μόχθο. Σ'αυτό οι νικητές των αγώνων μοιάζουν με τους αρχαίους ήρωες κι ο Πίνδαρος δεν παραλείπει να θεωρεί ίσες τις νίκες στους Αγώνες με τις παλιές νίκες στα πεδία των μαχών ή τις νίκες εναντίον άγριων θηρίων και τεράτων. Ο πιο μεγάλος ήρωας για τον Πίνδαρο είναι ο Ηρακλής, που υστέρα από μια ολόκληρη ζωή αυτοθυσίας και φοβερού μόχθου, έγινε θεός και κατοίκησε στον Όλυμπο. Ο Πίνδαρος δεν περιμένει οι αθλητές που υμνεί να γίνουν θεοί και πολύ εκφραστικά τους λέει πως δεν πρέπει να φιλοδοξούν κάτι τέτοιο, άλλα πιστεύει πώς τη στιγμή της επιτυχίας και της δόξας τους απολαμβάνουν μια ειδική μακαριότητα,, που μόνο οι θεοί απολαμβάνουν. Σ'αυτό βοηθήθηκαν από τον Πίνδαρο και οι ύμνοι του αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της τέλειας, αναγνώρισης και ευτυχίας τους. Για τον Πίνδαρο η επιτυχία είναι απόδειξη της ανθρώπινης αξίας, αυτή είναι η νέα παραλλαγή της εννοίας «Αρετή». Ό,τι οι προηγούμενοι βρήκαν στα πολεμικά πεδία, ο Πίνδαρος το βρήκε στη νίκη στους Αγώνες κι αυτό, γιατί τέτοια νίκη απαιτούσε πιο πολλά προτερήματα κι ήταν πιο δίκαιο αγώνισμα. Ακόμη κι όταν μιλά για πραγματικό πόλεμο, βλέπει στους πολεμιστές τις αρετές που χρειάζεται ένας αθλητής στους Αγώνες. Γι'αυτό τους εξυμνεί με την ίδια ευχαρίστηση. Η άποψη του για τον κόσμο δε διαταράχτηκε από μέριμνες πρακτικής αξίας, ό, τι μετρούσε ήταν η κατανόηση μιας ολοκληρωμένης ανθρώπινης ύπαρξης ως τα έσχατα της όρια.

        Ο Πίνδαρος βλέπει τον κόσμο που μας περιστοιχίζει, τον βλέπει όμως να φωτίζεται από καιρό σε καιρό με το θεϊκό φως και η τέχνη του έχει σα στόχο να συλλάβει αυτές τις ειδικές στιγμές, που ανήκουν σε μια σφαίρα ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους. Σπάνια ικανοποιείται απ'την απλή πραγματικότητα, χρησιμοποιεί τις εικόνες, τις μεταφορές, τις παρομοιώσεις για να αποκαλύψει όσα βλέπει, Οδηγώντας τη φαντασία του, για πολλούς σκοπούς, σε κάθε είδους πηγή. Μας βοηθά να προσέξουμε κάτι καινούριο στην ορατή σκηνή, όπως π.χ. όταν λέει πως «το όρος Αίτνα βυζαίνει απ'τους πάγους που δαγκώνουν». Η κυριότερη όμως χρήση αυτών των μέσων είναι να καθορίσει τη φύση των δικών του αισθημάτων. Σ'αυτό είναι μεγάλος τεχνίτης. Ποικίλλει τον τόνο του από του να λέει πως δεν τον αγγίζει ο κακός λόγος όπως το φελλό, που καβαλάει τα κύματα, δεν τον αγγίζει ή θάλασσα ή πως αν ο νικητής έμενε στο σπίτι του, θα 'μοιάζε με πετεινό, που 'μένε στο κοτέτσι, ως του να συγκρίνει το θάνατο μ'ένα κύμα, που πέφτει απροσδόκητα, ακόμη και σε κείνο που το πρόβλεψε, ή να λέγει πως μια καταστραμμένη πόλη «πέφτει στο βαθύ πηγάδι του πεπρωμένου» ή να παρακινεί τον Ιέρωνα «να σφυρηλατήσει σιδερένια γλώσσα στ'αμόνι της αλήθειας». Η ασταμάτητη φαντασία του Πινδάρου γεμίζει το νου μας με μια σειρά ζωηρών εικόνων που ή καθεμιά τους κουβαλά μια λεπτή σημασία πέρα από 'κει που μπορεί να φτάσει η απλή ανακοίνωση. Μερικές φορές γίνεται σχεδόν ένα είδος μυθολογίας, όπως αναπτύσσει την άποψη του με προσωποποιήσεις και επεξεργάζεται τις συνέπειες αυτών των προσωποποιήσεων. Έτσι, αγανακτισμένος από τους συκοφάντες, που οδήγησαν τον Αίαντα σ'αυτοκτονία, λέγει:

        ....................Γιατί στ'αλήθεια
        και τότες η αποτρόπαιη
        απάτη ήταν, το ταίρι
        των γλυκών λόγων, η φωνή
        του δόλου κι όνειδος κακούργο, το λαμπρό
        που ρίχνει και των άφαντων
        από την άλλη τη σαθρή
        τη δόξα αντισηκώνει.


        Με τις εικόνες Ο Πίνδαρος υψώνει τη σκέψη του πάνω απ'το κοινό επίπεδο και τις φωτίζει μ'ένα μαγικό φως, κάνοντας τες τόσο ασυνήθιστες έτσι που να ταιριάζουν στο ειδικό βασίλειο, 
ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, εκεί όπου αισθάνεται ευτυχισμένος να εργάζεται.

        Κανονικά ο Πίνδαρος σε κάθε του ποίημα αφηγείται ένα μύθο. Αυτό ήταν σύμφωνο με την παράδοση την τόσο παλιά όσο τουλάχιστο η ποίηση του Αλκμάνα. Ο Πίνδαρος όμως επεξεργάζεται αυτούς τους μύθους μ'ένα εντελώς δικό του τρόπο. Οι μύθοι συσχετίζουν γεγονότα της εποχής του με γεγονότα του παρελθόντος, τα δεύτερα χύνουν ένα ιδιαίτερο φως στα πρώτα. Με την πρώτη ανάγνωση όλοι αυτοί οι μύθοι δεν αποκαλύπτουν αυτό το συσχετισμό, άλλα στην πραγματικότητα τους τοποθετεί με μαστοριά μέσα στο δασικό του σχέδιο. Ακόμα κι όταν αφηγείται στον τέταρτο Πυθιόνικο τον εκτεταμένο μύθο των Αργοναυτών, το κάνει γιατί ο προστάτης του, ο βασιλιάς της Κυλήνης Αρκεσίλαος Α΄, κατάγεται από έναν Αργοναύτη κι επομένως είναι φυσικό κι ο ίδιος να δείξει ανάλογο ηρωισμό. Συχνα ο μύθος συγχορδίζεται με τον τόνο της κεντρικής ιδέας του ποιήματος. Σ'ένα από τα πρώτα έργα του, το δέκατο Πυθιόνικο, γραμμένο στα 498 π.Χ. για ένα νεαρό Θεσσαλό, ο μύθος για τους Υπερβόρειους, που κατοικούσαν στην άκρη του κόσμου απαλλαγμένοι από κάθε μέριμνα, είναι το αντίστοιχο της ευτυχισμένης τωρινής περίπτωσης. Όταν στον ενδέκατο Πυθιόνικο, γραμμένο στα 454 π.Χ., αφηγείται με τραγική ένταση την εκδίκηση του Ορέστη, έχει υπόψη του πως οι Αθήνες, που εκείνο τον καιρό καταπίεζαν τις Θήβες, θα έχουν την ίδια τιμωρία. Όταν στον πρώτο Ολυμπιόνικο αναφέρει τον κακοήθη Τάνταλο και τον καλό του γιο Πέλοπα, έμμεσα υποδεικνύει στον Ιέρωνα πως είναι στο χέρι του να μοιάσει του ενός ή του αλλού, το συμπέρασμα δε λέγεται. Όταν στον όγδοο Ισθμιόνικο, γραμμένο ακριβώς ύστερα απ'τους Περσικούς πολέμους, το 478 π.Χ., αφηγείται την ταραχή που θα μπορούσε να ξεσπάσει στον Όλυμπο, αν ο Δίας ή ο Ποσειδώνας είχαν παντρευτεί τη Θέτιδα κι είχαν αποκτήσει γιο πιο δυνατά απ'αυτούς, παρουσιάζει σε μια πολύ μεγάλη σκηνή τους κινδύνους από τους οποίους γλύτωσε μόλις πριν λίγο η Ελλάδα. Οι μύθοι του Πινδάρου τοποθετούν τα θέματα σ'ευρύτερη προοπτική και τα συσχετίζουν με ζητήματα, που προχωρούν πολύ περισσότερο απ'τα πραγματικά γεγονότα.

        Οι ίδιοι οι μύθοι αποκαλύπτουν μιαν ειδική πλευρά της Τέχνης του Πινδάρου. Σπάνια αφηγείται μιαν ιστορία με τον ευθύ τρόπο του Βακχυλίδη, άλλα τείνει να διαλέγει ορισμένα ξεχωριστά σημεία και να τα εκμεταλλεύεται όσο μπορεί καλύτερα, Ό,τι μένει στη μνήμη μας είναι ακριβώς αυτές οι καταπληκτικές διεισδύσεις σε μια γνωστή μας και οικεία ιστορία. Το βρέφος Ίαμος γεννήθηκε στο ύπαιθρο και βρέθηκε σ'ένα θάμνο σε μια αδιάβατη λόγχη,

        και με ξανθές και καταπόρφυρες
        αχτίδες έβρεχαν τα τρυφερά του
        τα μέλη γύρω οι μενεξέδες.

        Όταν ο 'Ιάσονας φτάνει, άγνωστος, στην αγορά της Ιωλκού κάνει αμέσως εξαιρετική εντύπωση.

        .... .... κι ούτε κομμένοι
        λείπαν, οι εξαίσιοι πλόκαμοι του,
        μα πίσω του χυμένοι
        την πλάτη όλη του φλόγιζαν. Κι εστάθη
        στου πλήθους το πρωτόβλεπό του
        μέσα συμμάζεμα κι ατάραχτο
        πρόσεχε πάντα να κρατεί
        το στοχασμό του.


        Όταν στην τελευταία τους μάχη οι Διόσκουροι πολεμούν τους γιους Αμφορέα κοντά στον τάφο του πατέρα τους

        Εκείθε του θανάτου στόλισμ'αρπάξαν,
        λιθάρι σκαλισμένο, και τον Πολυδεύκη,
        χτυπήσανε στο στέρνον, όμως δεν το σπάσαν,
        μηδέ τον σταματήσαν, αλλ'ορμώντας
        πέρασε το κοντάρι του το χάλκινο
        γοργά απ'τα στήθη του Λυγκέα. Κι ο Δίας
        το φλογοφόρο κεραυνό του από την Ίδη
        τους βρόντησε.


        Ο Πίνδαρος χαίρεται κάθε λογής δράση και παρουσιάζει, ακόμη και την πιο παράδοξη, με μια αίσθηση λαμπρή άλλα και ρεαλιστική. Δε δειλιάζει μπροστά στα πιο τραχιά και στα πιο φημισμένα θέματα. Υψώνεται, χωρίς φανερή προσπάθεια, στο ύψος των διάφορων προκλήσεων των θεμάτων του και βρίσκει στο καθένα κάτι, που αιχμαλωτίζει τη φαντασία του, και το βάζει, με άσφαλτη εμπιστοσύνη, να εργάζεται. Αυτή η τέχνη είναι μια πολύ διαφορετική τέχνη από εκείνη του έπους, όχι λιγότερο εκπληκτική και δραματική, έστω και στα μικρότερα της όρια.

        Αν οι άνθρωποι πλησιάζουν τους θεούς στις ώρες της επιτυχίας τους, το τραγούδι, που τις εξυμνεί, έχει κι αυτό την ουράνια του όψη. Ο Πίνδαρος μιλά με μεγάλο θαυμασμό για τις θαυμαστές περιστάσεις του παρελθόντος, όταν οι θεοί παραβρίσκονταν στους γάμους του Πηλέα και της Θέτιδας ή του Κάδμου και της Αρμονίας και τραγουδούσαν, με τον Απόλλωνα να προεξάρχει με τη λύρα του. Αλλά και στην απαγγελία των δικών του ποιημάτων οι θεοί δεν είναι πολύ μακριά. Κάποτε πιστεύει πως είναι πραγματικά παρόντες σε μια γιορτή προς τιμή τους και οι άλλοι Έλληνες δε θα δυσκολεύονταν να συμφωνήσουν μαζί του. Ο Πίνδαρος όμως προχωρεί πιο πέρα απ'αυτό. Με το ποίημα, αισθάνεται πως φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά στους θεούς και τους κάνει να συνειδητοποιήσουν τη συγγένεια που έχουν μ'αυτούς. Αυτό δίνει ασυνήθιστη λαμπρότητα στο μεγαλύτερο μέρος της ποίησης του. Μπορούμε να το δούμε πολύ χαρακτηριστικά στο προοίμιο του πρώτου Πυθιόνικου, που έγραψε το 470 π.Χ. για τον Ιέρωνα των Συρακουσών. Απευθύνεται στη λύρα, που είναι σύμβολο της τέχνης του, και βρίσκει στον προκείμενο γιορτασμό μιαν ευκαιρία ουράνιας χαράς, στην οποία η μουσική και το τραγούδι ενώνουν τον ουρανό και τη γη σε μια κοινή κι αψεγάδιαστη διάθεση

        Λύρα χρυσή που ο Απόλλωνας
        και οι μαυρομάλλες Μούσες σε κρατούνε
        ισοτίμητο κτήμα των, τα βήματα,
        τής χορωδίας αρχή,
        σε σε υπακούνε
        και πειθαρχούν στα σήματα σου οι ψάλτες
        των προοιμίων οπόταν των ρυθμότονων
        τη μελωδία δονούμενη αρμονίζεις.
        Κι εσύ του κεραυνού
        τη λόγχη σβεις, αέναης φλόγας. Και κοιμάται
        στου Δία το σκήπτρο, στα πλευρά του
        δεξόζερβα κρεμώντας ο αετός
        τα γοργά φτερά του,
        ο αφέντης των πετούμενων.
        Και στο γαμψό του απλόχυσες κεφάλι
        νεφέλη μαυροθώρα, μα κοιμάμενος
        την πλάτη του την απαλή
        σαλεύει αγάλι,
        δεμένος στις ριπές σου. Στο τραγούδι
        και o απότοκος Άρης, τα σκληρόλογχα
        κοντάρια παρατώντας,
        γλυκαίνει την ψυχή,
        των θεών και τα φρένα ξελιγώνουν
        τα βέλη εσέ με την Απολλώνια
        και των βαθύφωνων Μουσών
        τη σοφία.


        Με τέτοια μέσα. ο Πίνδαρος μεταβάλλει τη χαρά της τωρινής περίστασης σ'ένα κοσμικό φεστιβάλ, στ'όποιο συμμετέχουν θεοί και άνθρωποι. Αυτό είναι το βάθος της ποίησης του, όταν συνθέτει ένα χορικό άσμα αποβλέπει στο να φέρει ανθρώπους και θεούς μαζί.

        Στα ποιήματα του ο Πίνδαρος επιμένει πως ό,τι λέει είναι η αλήθεια. Τίποτε άλλο δε θα μπορούσαμε να περιμένουμε από έναν προφήτη των Μουσών, αλλά ο Πίνδαρος, σχεδόν ασυναίσθητα, συμφωνεί με σοβαρούς πνευματικούς ανθρώπους της εποχής του, που απαρνιόνταν τον Ησίοδο και τον Όμηρο για τα ελαττώματα που απόδιναν στους θεούς. Για τον Πίνδαρο οτιδήποτε κακό ειπώθηκε για τους θεούς δεν είναι σωστό κι ο άνθρωπος, που λέει κάτι τέτοιο, είναι σχεδόν τρελός. Τον βρίσκει τελείως αντίθετο η πίστη του Ησίοδου, πως οι Μούσες σφάλλουν κάποτε όταν μιλούν και, αν και παραδέχεται πως οι Χάριτες, που δίνουν στο τραγούδι την πιο πολλή του ομορφιά, μπορεί να κάνουν τους ανθρώπους να λοξοδρομήσουν, θεωρεί σαν πρωταρχικό του καθήκον ν'αντισταθεί σ'αυτό τον πειρασμό, γιατί τον θεωρεί ασέβεια. Είναι γι'αυτό που απορρίπτει την παλιά ιστορία πως ο Τάνταλος πρόσφερε το γιο του Πέλοπα σα δείπνο στους θεούς και πως η Δήμητρα έφαγε τον ώμο του, όπως επίσης θεωρεί ανοησία πως ο Ηρακλής, ο ιδανικός γι'αυτόν ήρωας, πολέμησε τον Απόλλωνα, τον Ποσειδώνα και τις Αρές. Ξαναδουλεύει, με ποικίλους τρόπους, μια παλιά ιστορία για να κάνει τους θεούς να διαδραματίζουν ένα πιο δυναμικό και αξιόπρεπο ρόλο.

        μα λαίμαργον, αλλόκοτο για με
        κάποιον απ'τους αθάνατους να πω
        κι απέχω εγώ, συχνά κανένα
        κέρδος δεν έχουν οι κατήγοροι.


        Ό, τι είναι καθήκον στους θεούς δίνει μεγαλύτερη δύναμη στα τραγούδια για τους ανθρώπους. Ο καιρός δοκιμάζει το αληθινό απ'το κάλπικο, στο τέλος το αληθινό τραγούδι επιζεί ακόμη κι αν κινηθούν εναντίον του οι δόλιες εφευρέσεις. Η ουράνια χαρά - το ιδανικό του Πινδάρου - έχει την αλήθεια σαν αναγκαίο της στοιχείο. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε, γιατί θεωρεί την Αλήθεια θυγατέρα του Δία, σάμπως να έχει θεϊκή υποχρέωση απέναντι της.

        Αν η τέλεια χαρά είναι η δύναμη που τον έλκει και ο συνειδητός του στόχος, ο Πίνδαρος μπορεί να διαχειρίζεται κι άλλες συγκινήσεις, που τις χρησιμοποιεί σαν αντιθέσεις στον κύριο στόχο του. Είναι απόλυτα βέβαιος πως η χαρά διασφαλίζεται μόνο με νίκες ενάντια στις σκοτεινές και βλαβερές δυνάμεις. Ακριβώς όπως βλέπει τη μουσική να ενώνει θεούς και ανθρώπους σε μια ουράνια αρμονία, έτσι βλέπει το τέρας Τυφώνα με τα εκατό κεφάλια, τον εχθρό των θεών, ν'ακούει κι αυτός τη μουσική, ξαπλωμένος κάτω απ'την Αίτνα, ένα τέρας που διαρκώς υπενθυμίζει τι εμπόδια πρέπει να υπερπηδηθούν, πριν οποιοσδήποτε θρίαμβος ολοκληρωθεί. Όπως ο ίδιος προσπαθεί με το τραγούδι του να διατηρήσει τη μνήμη έργων μεγάλων, υπάρχουν άνθρωποι, κατασπαραγμένοι από το μίσος, που θέλουν αυτά τα μεγάλα έργα να τα κρατούν στη λησμονιά. Η οξεία αίσθηση αυτού του αγώνα για φως και δόξα τον κάνει να συνειδητοποιεί πιο πολύ τα εμπόδια, που αναπόφευκτα στέκονται στο δρόμο του. Έζησε, στην εποχή του, το φοβερό κίνδυνο της Περσικής εισβολής, σα το βράχο πάνω απ'την κεφαλή του Τάνταλου. Αργότερα, όταν η ιδιαίτερη του πατρίδα, η Βοιωτία, και η αγαπημένη του Αίγινα κατακτήθηκαν από τους Αθηναίους, είδε ένα άλλο αλαζονικό γίγαντα, την Αθήνα, που οι θεοί αναπόφευκτα θα ταπείνωναν. Στις ιδιωτικές του υποθέσεις, ιδιαίτερα στις σχέσεις του με τον Ιέρωνα των Συρακουσών, είδε πως η ιδανική κατάσταση χαράς εύκολα καταστράφηκε από δολοπλοκίες και διαβολές των ανθρώπων και γι'αυτό ξεσπαθώνει εναντίον τους. 

Οι ποικιλίες των ανθρώπινων συγκρούσεων ταίριαζαν με τα θέματα των μύθων του'σ'αυτούς τους μύθους λέει, με μια εξαιρετική εκλεκτικότητα, τι παλικαριά χρειάζεται για να αντιμετωπισθούν αυτές οι συγκρούσεις, να ξεπεραστούν ή να αναχαιτισθούν. Στη μια άκρη βρίσκονται οι σκηνές της θεϊκής δύναμης κι ομορφιάς, όπως όταν ο Απόλλωνας ερωτεύεται μια νύμφη που πολεμά μ'ένα λιοντάρι ή όταν γλυτώνει ένα αγέννητο ακόμη παιδί από τη ριγμένη στη νεκρική πυρά πεθαμένη μητέρα του ή όταν ο Δίας ξαναφέρνει στη ζωή το νεκρό Κάστορα, υπακούοντας στις ικεσίες του Πολυδεύκη. Στην άλλη άκρη βρίσκονται εκείνοι, που τους έχουν δοθεί λαμπρές ευκαιρίες, άλλα κάμνουν τερατώδη χρήση αυτών των ευκαιριών, όπως ο Ιξίονας που προσβάλλει την Ήρα και πλαγιάζει αντί μ'αυτή με μια νεφέλη κι απ'την ένωση τους γεννιέται ένα απαίσιο τέρας ή όπως ο Τάνταλος καταδικάζεται να κάθεται αιώνια με μια πέτρα πάνω απ'το κεφάλι του και να βλέπει ένα Ολύμπιο γεύμα και να μη μπορεί να τ'αγγίξει ή όπως η Κορονίδα, που την αγαπά ο Απόλλωνας αλλά αυτή ερωτεύεται ένα θνητό και καταδικάζεται σε θάνατο. Ο Πίνδαρος βλέπει την ανθρώπινη ζωή να ταλαντεύεται ανάμεσα σε δυο άκρα, το άκρο της επιτυχίας και το άκρο της συμφοράς, της χαράς και της λύπης. Μ'όλο που σκέφτεται πως υπάρχει πιο πολύς πόνος παρά χαρά, η χαρά είναι που τον ενδιαφέρει πιο πολύ από οποιοδήποτε άλλο και αποστολή του είναι να την προσφέρει. Επειδή η χαρά είναι τόσο σπάνια αξίζει τον κόπο να κερδίζεται.

        Ο Πίνδαρος δεν έχει ψευδαισθήσεις για τη σιγουριά της ανθρώπινης κατάστασης ή τις ευκαιρίες για τη διάρκεια της ευτυχίας. Μερικές φορές η φαντασία του τον οδήγησε σε μια πίστη για, ένα έξοχο μετά το θάνατο κόσμο, όπου οι άνθρωποι ηρωικού αναστήματος θα ζούσαν πέρα απ'τη δυτική θάλασσα όπου

        τις νήσους εκεί πέρα των μακάρων
        χαδεύουνε γλυκέ¨ς
        οι ωκεάνειες αύρες, και χρυσά λουλούδια
        φλέγουν εκεί, κι από πανώρια δέντρα
        στη γη κι άλλα τα νάματα κυλούνε
        τα δροσερά, που των μακάρων
        τα χέρια και τα μέτωπα κυκλογυρνούνε.


        Αλλά τις πιο πολλές φορές ο Πίνδαρος φαίνεται να παραδέχεται την παλιά άποψη πως ο άνθρωπος λίγα πρέπει να περιμένει μετά το θάνατο του και γι'αυτόν ακριβώς το λόγο πρέπει να ζει όσο μπορεί καλύτερα, όχι μονάχα ασκώντας τον εαυτό του μ'όλες του τις δυνάμεις και κερδίζοντας έτσι τη δόξα, αλλά κι όλες τις άλλες παρηγοριές της συνηθισμένης ζωής. Η έννοια της καλής ζωής για τον Πίνδαρο περιλάμβανε πολλές μορφές ευχαρίστησης όπως την υπακοή, τη συμπάθεια και τον ευγενικό μόχθο. Στο κέντρο του συστήματος του ήταν η πίστη πως ό,τι έχει σημασία στον άνθρωπο προέρχεται απ'τους θεούς και είναι αυτό που πρέπει οι -άνθρωποι ν'αναζητούν. Οι άνθρωποι ποτέ δε θα μοιάσουν ή θα συναγωνισθούν τους θεούς, άλλα σε πάμπολλες στιγμές θα ξέρουν, έστω και για λίγο, τι λογής ευτυχία απολαμβάνουν οι θεοί. Αυτό δίνει βεβαιότητα και σημασία στην ανθρώπινη ζωή. Σε προχωρημένη ηλικία έγραψε στίχους, που εκφράζουν αυτό το δασικό του μήνυμα.

        εφήμεροι, τί να 'ναι κανείς,
        τί να μην είναι; Είν'όνειρο σκιάς
        ο άνθρωπος. Μα αίγλη όταν θεόσταλη
        κατέβη, φέγγος λαμπερό
        φωτίζει τους θνητούς και γλυκαμένη
        ακολουθάει ζωή.


        Είχε την αίσθηση πως όσες φορές οι άνθρωποι μένανε μόνοι τους ήταν πραγματικά ασήμαντοι, αλλά όταν το φως των θεών τους φώτιζε, εύρισκαν την πραγματική τους αξία κι απολάμβαναν θεϊκή ευτυχία. Αυτό μπορούσε να συμβεί με τον αγώνα και τ'αποτελέσματα του. Την ύλη της ποίησης του ο Πίνδαρος εύρισκε στην τέλεια εξάσκηση των ανθρώπινων ικανοτήτων και είναι γι'αυτό που επιτυγχάνει κάτι, που σχεδόν κανένας άλλος ποιητής δεν πέτυχε στην ιστορία του πνεύματος. Ακριβώς γιατί είδε τα ανθρώπινα οντά να μοιάζουν σε μερικά δευτερεύοντα σημεία με τους θεούς και κατάλαβε, με τη δική του θρησκευτική εμπειρία, τι σημαίνει αυτό. Φέρνει μαζί τους θεούς με τους ανθρώπους σα μέλη μιας και της αυτής φυλής, μια που και οι δυο είναι τέκνα της Γης, και δείχνει πως, παρόλες τις διαφωνίες και συγκρούσεις τους, μπορούν να πλησιάσει ο ένας τον άλλο κι αυτό είναι ή αληθινή ολοκλήρωση της ζωής.

πηγή: ekivolos.gr

Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για γλωσσολογία, μελέτεσ

Με τον όρο γλωσσολογία (ή και γλωσσική, παλαιότερα) εννοείται η επιστημονική μελέτη της ανθρώπινης γλώσσας ως καθολικού φαινομένου, αλλά και των επιμέρους γλωσσών του κόσμου. Ως επιστήμη επιδιώκει να δώσει απαντήσεις σε ερωτήματα για τη φύση της γλώσσας, τη δομή και τη σχέση της με τον ανθρώπινο νου, αλλά και με την κοινωνία. Με αυτόν το σκοπό, εξετάζει αφενός τις καθολικές αρχές οι οποίες διέπουν την ανάπτυξη της γλώσσας και τη διαμόρφωση όλων των γλωσσών, αφετέρου τους παράγοντες και τους νόμους που συντελούν στη γλωσσική διαφοροποίηση και ποικιλία, διαχρονικά (Ιστορική γλωσσολογία) και συγχρονικά (π.χ. τυπολογία, διαλεκτολογία, κοινωνιογλωσσολογία). Συνεργατικές/συγγενείς επιστήμες της γλωσσολογίας, η οποία θεωρείται ευρύτερα ως αυτόνομη επιστήμη, είναι μεταξύ άλλων η Ψυχολογία, η Βιολογία, η Λογική και η Φιλοσοφία, η Κοινωνιολογία, η Ιστορία του πολιτισμού και η Ανθρωπολογία, η Φιλολογία κ.ά. Οι ερευνητές της επιστήμης αυτής λέγονται "γλωσσολόγοι".

Οι γλωσσολόγοι εστιάζουν στην περιγραφή και την ερμηνεία της γλώσσας, χωρίς να επεμβαίνουν, να αξιολογούν και να αναλαμβάνουν ρυθμιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των κανόνων μιας γλώσσας. Ο γλωσσολόγος επίσης δεν ταυτίζεται με τον γλωσσομαθή ή τον μεταφραστή/διερμηνέα.

Στην Ελλάδα η γλωσσολογία παραδοσιακά αναπτύσσεται στο πλαίσιο των ανθρωπιστικών επιστημών (π.χ. διδάσκεται κυρίως στις Φιλοσοφικές σχολές των πανεπιστημίων), ενώ στην Ευρώπη και την Αμερική η γλωσσολογία δεν συναρτάται τόσο άμεσα με την φιλολογία, αλλά συχνά συμπεριλαμβάνεται στις κοινωνικές ή άλλες επιστήμες σε κοινό έδαφος με άλλες θεωρούμενες κοινωνικές επιστήμες. Πέρα από τις επιδράσεις που έχει δεχτεί, η γλωσσολογία έχει ασκήσει σημαντική επιρροή σε άλλους γνωστικούς χώρους, όπως η Φιλολογία/Λογοτεχνική Κριτική (ιδιαίτερα ο γλωσσολογικός δομισμός), οι Επιστήμες της Επικοινωνίας, η Πληροφορική κ.λπ.

Η γλωσσολογία αναπτύχθηκε πρώτα ως Ιστορικοσυγκριτική Γλωσσολογία και η απαρχή της τοποθετείται στα 1816, με το έργο του Franz Bopp για τη σύγκριση του κλιτικού συστήματος της Σανσκριτικής με το αντίστοιχο της Ελληνικής, της Λατινικής, της Περσικής και της Γερμανικής. Η Σύγχρονη Γλωσσολογία (που στρέφει το ενδιαφέρον στη συγχρονική προσέγγιση της γλώσσας, ενώ ως τότε η γλωσσολογία γινόταν αντιληπτή ως αποκλειστικά ιστορική επιστήμη) γεννήθηκε 100 χρόνια αργότερα, στα 1916, με την έκδοση των Μαθημάτων Γενικής Γλωσσολογίας του Φερντινάντ ντε Σωσσύρ.

Η γλωσσολογική ανάλυση γίνεται σε πέντε ή έξι διακριτά γλωσσολογικά επίπεδαφωνητικόφωνολογικόμορφολογικόσυντακτικόσημασιολογικόπραγματολογικό. Είναι δυνατή και η διπλή προσπέλαση ενός γλωσσολογικού επιπέδου, είτε από συγχρονική είτε από διαχρονική σκοπιά, π.χ. Συγχρονική ή Ιστορική σημασιολογία / Συγχρονική ή Διαχρονική σύνταξη.

Μια περαιτέρω διάκριση, που γίνεται συχνά, είναι ανάμεσα στη θεωρητική/γενική γλωσσολογία, που μελετά τη δομή, τις λειτουργίες και ζητήματα ανάλυσης της γλώσσας και των γλωσσών με σκοπό τη διατύπωση θεωριών, δηλαδή διαψεύσιμων υποθέσεων, και την εφαρμοσμένη γλωσσολογία, δηλαδή την έρευνα των εφαρμογών των διδαγμάτων της θεωρητικής γλωσσολογίας στη διδασκαλία των γλωσσών (μητρικής και ξένων), στη μετάφραση, στη λεξικογραφία κ.λπ.

Η στενή συνεργασία της γλωσσικής επιστήμης, με τις βοηθητικές/συγγενείς επιστήμες που αναφέρθηκαν παραπάνω, οδήγησε σε διακλαδικές προσεγγίσεις, (διακλαδική γλωσσολογία), όπως η Ψυχογλωσσολογία (η επιστήμη της κατάκτησης της γλώσσας), η Κοινωνιογλωσσολογία, η ΚειμενογλωσσολογίαΥφογλωσσολογίαΑνάλυση Ομιλίας, η Εθνογλωσσολογία, η Ανθρωπογλωσσολογία, η Φιλοσοφία της γλώσσας, η Υπολογιστική γλωσσολογία κ.λπ.

Τα κυριότερα ρεύματα που κυριάρχησαν από τη γέννηση της σύγχρονης γλωσσολογίας και στο πλαίσιο των οποίων αναπτύχθηκε κατά καιρούς η γλωσσική επιστήμη είναι ο Δομισμός, Αμερικανικός και Ευρωπαϊκός (σχολή της Γενεύης, σχολή της Πράγας, σχολή των Παρισίων/γαλλικός Λειτουργισμός, σχολή του Λονδίνου κ.λπ.), και η Γενετική Μετασχηματιστική Γραμματική.

ΦΩΝΗΤΙΚΗ

Με τον όρο φωνητική εννοείται η μελέτη και η πρόσληψη των γλωσσικών ήχων από αντικειμενική σκοπιά. Συνδέεται με τους ήχους της γλώσσας, τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνονται και τον τρόπο με τον οποίο τους αντιλαμβάνεται ο ακροατής. Η φωνητική συνδέεται με την επιστήμη της Ακουστικής, από την άποψη ότι χρησιμοποιεί τις ίδιες μεθόδους ανάλυσης/επεξεργασίας του ήχου. Η φωνητική αναλύεται σε τρεις επί μέρους τομείς:
  • Αρθρωτική φωνητική: η παραγωγή των ανθρώπινων ήχων.
  • Ακουστική φωνητική: η μελέτη της φυσικής παραγωγής και μετάδοσης των ήχων της ομιλίας.
  • Ακροατική/αντιληπτική φωνητική: η μελέτη της αντίληψης των ήχων της ομιλίας.

ΦΩΝΟΛΟΓΙΑ

Με τον όρο φωνολογία εννοείται η μελέτη των ήχων από λειτουργική σκοπιά, δηλαδή η φωνολογία δεν έχει ως αντικείμενο το τι ήχους παράγει και προσλαμβάνει ο άνθρωπος, αλλά το ποιοι ήχοι έχουν διακριτική/διαφοροποιητική λειτουργία για το νόημα του γλωσσικού σήματος. Αυτός είναι ο λόγος που, ενώ τα πορίσματα της φωνητικής μπορούν να αφορούν σε οποιαδήποτε γλώσσα ή οικογένεια γλωσσών, η φωνολογία έχει συνήθως ως αντικείμενο κάθε μια γλώσσα ξεχωριστά ή ακόμα και ένα στάδιο μιας συγκεκριμένης γλώσσας (π.χ. τα αρχαία ελληνικά κάνουν διάκριση μεταξύ μακρών και βραχέων φωνηέντων, ενώ η νεοελληνική όχι. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχει διακριτή άρθρωση των διπλών συμφώνων μιας λέξης, ενώ στα νέα ελληνικά όχι).

ΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑ

Με τον όρο Μορφολογία εννοείται η μελέτη του σχηματισμού μιας λέξης και της δομής της. Η Μορφολογία μελετά τον τρόπο με τον οποίο συντίθενται οι λέξεις από τα μικρότερα συστατικά τους και τους κανόνες που ελέγχουν αυτή τη διαδικασία. Τα στοιχεία που συνδυάζονται για να σχηματίσουν λέξεις ονομάζονται μορφήματα. Με την έννοια μόρφημα εννοείται η μικρότερη μονάδα-φορέας σημασίας σε μια δεδομένη γλώσσα.

ΣΥΝΤΑΞΗ

Η σύνταξη είναι η μελέτη της δομής της πρότασης. Με όρους κανόνων προσπαθεί να περιγράψει τι ανήκει στη γραμματική δομή μιας ιδιαίτερης γλώσσας. Σύμφωνα με τη γενετική γραμματική, οι (περιγραφικοί) κανόνες αποτελούνται από μια υποκείμενη δομή και μια μετασχηματιστική διαδικασία. Έτσι, για παράδειγμα, η παθητική δομή Η μπάλα χτυπήθηκε από τον Αντώνη παράγεται από την ενεργητική Ο Αντώνης χτύπησε την μπάλα με μετασχηματισμό χωρίς να προϋποτίθονται διαφορετικές υποκείμενες δομές.

ΣΗΜΑΣΙΟΛΟΓΙΑ

Με τον όρο σημασιολογία (ορθότερο του όρου σημαντική) εννοείται η μελέτη του νοήματος, της σημασίας των λέξεων. Συνδέεται με την περιγραφή της αναπαράστασης του νοήματος μιας λέξης στον νου μας και με το πώς χρησιμοποιούμε αυτή την αναπαράσταση - απεικόνιση για την κατασκευή προτάσεων. Η σημασιολογία βασίζεται κυρίως στη μελέτη της λογικής στη φιλοσοφία.

ΠΡΑΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ

Με τον όρο πραγματολογία εννοείται η μελέτη της χρήσης της φυσικής γλώσσας σε πραγματικές συνθήκες ανθρώπινης επικοινωνίας. Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη της επίδρασης που έχει το περιβάλλον, είτε είναι γλωσσικό (δηλ. τα συμφραζόμενα) είτε εξωγλωσσικό (π.χ. μορφασμοί, χειρονομίες, νεύματα, επιτονισμός, κ.λπ.) στην ερμηνεία μιας πρότασης, όπως αυτή εκφέρεται μέσα σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Στην πραγματολογία εξειδικεύονται και διευκρινίζονται τα ιδιαίτερα ορίσματα της επικοινωνιακής περίστασης.

ΔΙΑΚΛΑΔΙΚΗ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΑ

  • Κειμενογλωσσολογία: η μελέτη της γλώσσας σε μεγαλύτερες μονάδες από την πρόταση, η μελέτη της συνομιλίας ή η μελέτη της αναπαράστασης στην αφήγηση μιας κοινωνικής πρακτικής. Δηλαδή, αυτός ο κλάδος της γλωσσολογίας ασχολείται με τη μελέτη των γλωσσικών μονάδων που υπερβαίνουν την πρόταση: κειμένων γραπτών ή προφορικών. Τα κείμενα υλοποιούν κάθε επικοινωνιακή πρακτική, παράγονται και προσλαμβάνονται μέσα από τους επικοινωνιακούς στόχους που θέτουν (γένη, είδη λόγου ). Βασικές έννοιες για την περιγραφή της κειμενικότητας -των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ενός κειμένου- είναι η συνοχή, τα γλωσσικά μέσα που συνδέουν τα μέρη του κειμένου) και η συνεκτικότητα, η σύνδεση των εννοιών που συγκροτούν ένα κείμενο. Η κειμενογλωσσολογική ανάλυση αναφέρεται συνήθως στη "μεταμόρφωση", στο "αφηγηματικό πρόγραμμα", στο "αφηγηματικό αντι-πρόγραμμα"και στη "σημική ανάλυση".
  • Κοινωνιογλωσσολογία: είναι η μελέτη των διασυνδέσεων της γλώσσας και της κοινωνικής δομής, της γλωσσικής ποικιλίας και της στάσης του ανθρώπου απέναντι στη γλώσσα.
  • Ανθρωπογλωσσολογία: είναι η μελέτη της σχέσης γλώσσας και πολιτισμού και του τρόπου με τον οποίο αλληλεπιδρούν.
  • Νευρογλωσσολογία: είναι η μελέτη του εγκεφάλου και του τρόπου λειτουργίας του στην παραγωγή, αντίληψη και πρόσκτηση (acquisition) της γλώσσας.
  • Εθνογλωσσολογία
  • Φιλοσοφία της γλώσσας
  • Υπολογιστική γλωσσολογία
  • Ποσοτική γλωσσολογία


ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΟΙ

__________

Βιβλιογραφία

  • Cassirer Ε., Language and Myth, Dover, (New York, 1946)
  • Chomsky N.Le langage et la pensée, Payot, (Paris, 1970)
  • Chomsky N.Reflections on Language, Collins, (Glasgow, 1976)
  • Δημητρίου Σ., Η Εξέλιξη του Ανθρώπου V: Γλώσσα-Σώμα, Καστανιώτης, (Αθήνα, 2000)
  • Jackobson R., Essais de linguistique générale, Minuit, (Paris, 1976)
  • Κρύσταλ, Ντέιβιντ. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής (Dictionary of Linguistics and Phonetics), μτφρ. Γιώργος Ξυδόπουλος, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη, 2003
  • Martinet Α., Θέματα Λειτουργικής Σύνταξης, Νεφέλη, (Αθήνα, 1985)
  • Matthews, Peter. The Concise Oxford Dictionary of Linguistics, Oxford University Press 2005.
  • Μπαμπινιώτης Γ., Θεωρητική Γλωσσολογία. Εισαγωγή στην Σύγχρονη Γλωσσολογία (Αθήνα, 1980)
  • Mounin G., Κλειδιά για τη Γλωσσολογία, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 1988)
  • Saussure F. deΜαθήματα Γενικής Γλωσσολογίας, Παπαζήσης, (Αθήνα, 1979)
  • Τσιτσιπής Λ., Εισαγωγή στην Ανθρωπολογία της Γλώσσας, Gutenberg, (Αθήνα,
  • Vygotsky L., Σκέψη και Γλώσσα, Γνώση, (Αθήνα, 1988)
  • Χριστίδης, Α.-Φ. (εκδ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001
  • Guasti, The growth of grammar : language acquisition
  • Steven Pinker, language instict

πηγή: el.wikipedia

Η "ΘΑΜΜΕΝΗ"ΟΙΚΙΑ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ ΠΡΟΚΛΟΥ

$
0
0


Πρόκειται ίσως για την μοναδική περίπτωση στην ιστορία που γνωρίζουμε σχετικά με το πού βρίσκεται η οικία ενός σπουδαίου φιλοσόφου, του Πρόκλου του Λύκιου. Πού; Καταχωμένη κάτω από οδό Δ. Αρεοπαγίτου, στην Ακρόπολη…Αυτή ήταν η "τύχη"της οικίας του επιφανέστερου νεοπλατωνικού φιλοσόφου του Πρόκλουαπό το κατεστημένο των εξουσιών από τη βυζαντινή εποχή μέχρι σήμερα. 
Πρόκλοςνεοπλατωνικός φιλόσοφος της Αθηναϊκής σχολής, ο τελευταίος μεγάλος αντιπρόσωπος της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας. Γεννήθηκε στην Πόλη (410-412 μ.χ.) και πέθανε στην Αθήνα το 485 μ.χ.

Στην οικία του, στις παρυφές της Ακρόπολης, συνεχίστηκε η λειτουργία της Πλατωνικής Ακαδημίας, η οποία έκλεισε οριστικά το 529 μ.χ.  μετά από διάταγμα του Ιουστινιανού… Πρόκειται για το σημείο εκείνο της Αθήνας, όπου συνεχίσθηκε η διδαχή της Φιλοσοφίας, στα χρόνια του Βυζαντίου και που δικαίως μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η τελευταία μεγάλη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών
1955: ανασκαφές την χρονιά αυτή, έφεραν στο φως υστερορωμαϊκό κτήριο των αρχών του 5ου αι. μ.χ, κατά τις εργασίες διάνοιξης του δρόμου. Επρόκειτο για την οικία του φιλόσοφου Πρόκλου. Βλ. φωτογραφίες από την ανασκαφή:
  • old1
  • old2
  • old3
2013: πεζόδρομος Διονυσίου Αρεοπαγίτου: σε ένα κομμάτι του δρόμου αυτού, υπάρχουν κάτι περίεργα «ιερογλυφικά» που εξέχουν της επιφανείας του. Πρόκειται για την επισήμανση κάτοψης της οικίας Πρόκλου. Κάπου εκεί κοντά, μία διαλυμένη επιγραφή, δίνει ελάχιστα στοιχεία, στα κομμάτια της που έχουν μείνει ανέπαφα από τους βανδαλισμούς. Και πάλι, ο ανυποψίαστος διαβάτης, δεν πρόκειται να καταλάβει περί τίνος πρόκειται…
Η αλήθεια είναι, ότι το σπίτι και η σχολή του Πρόκλου κατεχώθησαν, προκειμένου να μην πειραχθεί ο δρόμος και προφανώς τα γύρω από την περιοχή οικήματα (εκκλησία Αγ. Σοφίας, λέσχη προσκόπων κλπ, κλπ…) Βλ. φωτογραφίες:
  • proklos0
  • proklos1
  • proklos2
  • proklos3
  • proklos4
  • proklos5
Άρα, αυτό το τόσο σημαντικό σημείο για την ιστορία μας, βρίσκεται θαμμένο (και πιθανώς ανεξερεύνητο) κάτω από έναν δρόμο, αυτόν την φημισμένης Δ. Αρεοπαγίτου…
Ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες:
1. Η, σε απόσταση εκατοστών, εκκλησία της Αγ. Σοφίας. Κατά το κτίσιμό της, το 1914, βρέθηκε άγαλμα της θεάς Αθηνάς (για αυτό και ονομάστηκε Σοφία). Δηλαδή, στα θεμέλιά της, δεν βρέθηκε τίποτα άλλο;
2. Η, κάτω από την Ακρόπολη, «Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων». Ακόμη ένα κτήριο που έχει μία ιδιαιτερότητα: γειτνιάζει (για να μην πούμε ότι βρίσκεται μέσα και από πάνω) με έναν μικρό αρχαιολογικό χώρο, ο οποίος δεν φέρει καμία σήμανση και καμία ενημερωτική πινακίδα. Στο εσωτερικό του υπάρχουν εκτός από τα αρχαία ευρήματα και αρκετά μπάζα και σκουπίδια… Όλα αυτά, σε απόσταση μερικών μόνο μέτρων από την περίφημη …κάτοψη της οικίας του Πρόκλου. Ερώτηση: μπορεί αυτά τα ευρήματα να αποτελούν μέρος και συνέχεια της οικίας του Πρόκλου;
  • enal1
  • enal2
  • enal3
  • enal4
3. Το ερειπωμένο σπίτι στην γωνία: μπορεί να μην έχει σχέση με όλα τα ανωτέρω, αλλά φαίνεται ότι το συγκεκριμένο σπίτι αποτελεί κέντρο κάποιας σιωπηλής …πνευματικής και θρησκευτικής …διαμάχης. Αραβικά και ισλαμικά κείμενα επάνω στους τοίχους και τις πόρτες του από την μία μεριά, εικονίτσες με την Παναγία από την άλλη…
  • mus0
  • mus1
  • mus2
Εκκλησία, θαμμένη φιλοσοφική σχολή, παλαιά κτήρια με αύρα θρησκειών και όλα αυτά κάτω από την σκιά του Παρθενώνα…
Το παρόν άρθρο, δεν παρέχει λεπτομέρειες για το έργο και την ζωή του μεγάλου φιλοσόφου. Για κάτι τέτοιο, μπορείτε να ανατρέξετε σε πολύ πιο εξειδικευμένες ηλ. σελίδες και βιβλία.
Απλώς, προσπαθεί να αναδείξει ακόμη ένα μνημείο της ιστορίας μας, σημαντικό, ίσως από τα πιο σημαντικά (μοναδική περίπτωση στην ιστορία που γνωρίζουμε που βρίσκεται η οικία ενός φιλοσόφου), το οποίο δεν έχει, ως τώρα, την τύχη που του αξίζει. Και που του πρέπει.


πηγή: authorway.com

Ο ΟΜΗΡΟΣ "ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ"ΤΑ ΑΣΤΡΑ - ΠΩΣ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΝΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΣΤΡΙΚΟ ΚΟΣΜΟ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΟΜΗΡΟΣ


Μια νέα απόπειρα χρονολόγησης των Ομηρικών Επών, η ακριβέστερη μέχρι στιγμής, συγκρίνει τα φυσικά φαινόμενα που περιγράφονται στα έπη με αστρονομικά φαινόμενα, και ελέγχει την ιστορική αλήθεια της αφήγησης. Αποτέλεσμα, ο εντοπισμός ημερομηνιών για συμβάντα που αποτυπώνονται στα έπη, και μια νέα αντίληψη για την ιστορικότητά τους, η οποία φιλοδοξεί να παρέμβει στο Ομηρικό ζήτημα.


«Πιστεύουμε ότι ο μύθος εξυφαίνεται γύρω από πραγματικά γεγονότα», λέει ευθέως η κ. Παναγιώτα Πρέκα-Παπαδήμα, καθηγήτρια Αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η ίδια μαζί με διεπιστημονική ομάδα, η οποία και έκανε σχετικές δημοσιεύσεις σε διεθνή επιστημονικά περιοδικά, πιστεύουν ότι μερικά από τα γεγονότα που περιγράφονται συνέβησαν στ’ αλήθεια και αποδεικνύουν ότι τα φυσικά φαινόμενα που αναφέρονται συμπίπτουν με τον χρόνο της αφήγησής τους.

«Ο Οδυσσέας έφτασε στην Ιθάκη στις 25 Οκτωβρίου 1207 π.Χ. Πέντε μέρες αργότερα έγινε έκλειψη ηλίου σε ποσοστό 75%, η οποία σκέπασε το Ιόνιο Πέλαγος και τότε συνέβη και η μνηστηροφονία», λέει η κ. Παπαδήμα, διευκρινίζοντας ότι η πεποίθηση για την αλήθεια του συμβάντος είναι προσωπική. Η έκλειψη ηλίου όπως και μερικά από τα γεγονότα που αναφέρονται αποδείχθηκαν με χάρτες της NASA, οι οποίοι περιγράφουν τα προβλέψιμα φυσικά φαινόμενα από το 4500 π.Χ. έως το 10.000 μ.Χ.

«Από το 1300 π.Χ. ώς το 1130, που είναι τα χρόνια στα οποία τοποθετούνται τα δύο έπη, έγιναν 14 εκλείψεις ηλίου. Ορατές στο Ιόνιο ήταν μόνο πέντε και δύο από αυτές είχαν ποσοστό απόκρυψης του ηλίου 2%, επομένως δεν έγιναν αντιληπτές. Αλλη μία έγινε με τη Δύση του ηλίου, επομένως μας αφορούν μόνο δύο» εξηγεί η κ. Παπαδήμα. Μια ολική έκλειψη ηλίου έγινε το 1143, δηλαδή πολύ κοντά στην παρακμή των Μυκηναϊκών κέντρων και γι’ αυτό αποκλείσθηκε από τους επιστήμονες. Η δεύτερη όμως έγινε στις 30 Οκτωβρίου του 1207, από τις δυόμισι το μεσημέρι ώς τις πέντε και μισή το απόγευμα και αυτή θεωρούν ότι αποτυπώνεται στην Οδύσσεια. Στη ραψωδία Υ, λίγο πριν από το φονικό, ο Ομηρος βάζει τον Θεοκλύμενο τον «θεοδιωματάρη», όπως τον αποκαλεί ο Καζαντζάκης στη μετάφραση, να λέει στους μνηστήρες: «Σαν τι κακό σας δέρνει, δύστυχοι, κι έχουν ζωστεί με νύχτα και οι κεφαλές σας και τα πρόσωπα και χαμηλά τα γόνα; Κι άναψε σύθρηνο, και γέμισαν τα μάγουλά σας δάκρυα, και ραντισμένοι οι τοίχοι μ’ αίματα και τα ώρια μεσοδόκια· ίσκιους πλημμύρισε κι η αυλόπορτα, κι η αυλή πλημμύρισε ίσκιους, που ξεκινούν στα μαύρα Τρίσκοτα να κατεβούν, κι ο γήλιος από τα ουράνια εχάθη, κι άπλωσε βαριά καταχνιά ολούθε!».

«Πρόκειται για μια περιγραφή της έκλειψης η οποία έκρυβε τα 3/4 του ηλιακού δίσκου» λέει η κ. Παπαδήμα. «Η ημερομηνία της έκλειψης, 30 Οκτωβρίου 1207 π.Χ., είναι σε απόλυτη συμφωνία με τις ομηρικές περιγραφές για τις καιρικές συνθήκες, τη φθινοπωρινή αγροτική ζωή και τη μεσημεριανή ώρα δολοφονίας των μνηστήρων», σύμφωνα με την κ. Παπαδήμα.

Η διεπιστημονική ομάδα που ερευνά τα έπη αποτελείται από τους καθηγητές Σ. Παπαμαρινόπουλο, Π. Πρέκα-Παπαδήμα, επίκουρη καθηγήτρια Αστροφυσικής στο ΕΚΠΑ και τους ερευνητές Π. Αντωνόπουλο, Φυσικό και ερασιτέχνη αστρονόμο, Π. Μητροπέτρο, φιλόλογο και εκπαιδευτικό, Ε. Μητροπέτρου, φιλόλογο και αρχαιολόγο, Α. Τσιρώνη, επίσης φιλόλογο-αρχαιολόγο και Γ. Σαραντίτη, συγγραφέα, ηλεκτρ. μηχανικό.

«Υπάρχει ιστορικός πυρήνας στον μύθο»

Το βασανιστικό ερώτημα είναι αν τα γεγονότα που περιγράφονται στα έπη είναι μεταφορικά ή κυριολεκτικά. Την απάντηση για την κ. Πρέκα-Παπαδήμα τη δίνει ο Πλούταρχος, ο οποίος εξηγεί ότι Φυσική Επιστήμη, Θεολογία και Μυθολογία ταυτίζονται στην Αρχαία Ελλάδα. «Το φαινόμενο στην Οδύσσεια το δημιουργεί η Αθηνά και στην Ιλιάδα ο Απόλλωνας.Πιστεύουμε ότι υπάρχει ιστορικός πυρήνας στον μύθο», λέει η ίδια.

Προς επίρρωσιν, αναφέρει την εμφάνιση μιας βροχής πεφταστεριών που περιγράφεται ως εξής: «Ως άρα οι ειπόντι επέπτατο δεξιός όρνις, κίρκος, Απόλλωνος ταχύς άγγελος· εν δε πόδεσσι τίλλε πέλειαν έχων, κατά δε πτερά χεύεν έραζε μεσσηγύς νηός τε και αυτού Τηλεμάχοιο».

«Το γεράκι που περιγράφει ο Ομηρος, το οποίο είναι αδύνατον να είδε με λεπτομέρεια μέσα στο σκοτάδι, και μάλιστα από μακριά, τοποθετείται στη θέση που βρίσκεται ο αστερισμός Κόρακας. Βρίσκεται ανατολικά (δεξιά το βλέπει) και είναι αγγελιοφόρος του Απόλλωνα, σύμφωνα με τον Ερατοσθένη. Στα πόδια του –δηλαδή αντιδιαμετρικά από τον Κόρακα– βρίσκεται το σμήνος των πλειάδων (πελειάδες στα αρχαιοελληνικά, που σημαίνει αγριοπεριστέρες), που βρίσκονται στον αστερισμό του Ταύρου. Από εκεί λέει ότι πέφτουν πούπουλα, δηλαδή αστέρια, μια ποιητική περιγραφή του ουρανού και της πορείας του ταξιδιού», εξηγεί η ίδια.

Ανατρέχοντας στους χάρτες της NASA, οι επιστήμονες βρήκαν ότι πράγματι υπήρξε βροχή διαττόντων αστέρων στις 28 Οκτωβρίου, ημέρα της επιστροφής του Τηλέμαχου από το ταξίδι στην Πύλο και τη Σπάρτη. Ο Κόρακας, όμως, είναι απεσταλμένος του Απόλλωνα και καλός οιωνός για τον Τηλέμαχο, που αναζητάει τον πατέρα του. Η 30ή Οκτωβρίου ήταν ημέρα της γιορτής του Απόλλωνα, κατά την οποία μάλιστα λάμβανε χώρα εκατόμβη (θυσία εκατό βοδιών), πράγμα που σημαίνει ότι όλο το νησί είχε πάει να την παρακολουθήσει. Οι μνηστήρες βρέθηκαν στην τέλεια παγίδα και φονεύθηκαν με τη βοήθεια των δύο θεών, της Αθηνάς και του Απόλλωνα. Κατά τους επιστήμονες, δύο τόσο σημαντικές ειδήσεις, όπως η δολοφονία όλων των διαδόχων στην Ιθάκη και η έκλειψη, δεν μπορεί παρά να διαδόθηκαν ταχύτατα σε όλη την Ελλάδα ως ένα εξαιρετικά σημαντικό γεγονός.

πηγή: kathimerini.gr

ΜΙΑ ΔΙΑΛΕΞΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΜΕΣΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟ

ΤΟ ΝΕΩΤΕΡΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ

$
0
0

Όπως είναι γνωστό, οι πολιτικές αρχές της νεωτερικότητας εμφανίζονται με πλήρες και ολοκληρωμένο πρόταγμα στις δύο μεγάλες επαναστάσεις του 18ου αιώνα, τη Γαλλική και την Αμερικανική. Στόχος και των δύο ήταν η εναντίωση στο φεουδαρχικό σύστημα και το πολιτειακό του υποστατικό, το οποίο είναι η απολυταρχία, και η είσοδος σε μια νέα εποχή, όπου το άτομο θα συγκροτείται με στοιχειώδεις όρους ελευθερίας. Βέβαια, η πορεία προς την κορύφωση αυτής της εναντίωσης, είχε ήδη ξεκινήσει από την Αναγέννηση, την οποία διαδέχθηκαν η Μεταρρύθμιση, οι πολιτικές αλλαγές και αναταράξεις στην Αγγλία με κατάληξη το γαλλικό και δυτικοευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Η νέα εποχή που αναδύθηκε, είχε σαφέστατα προοδευτικό πρόσημο, καθώς οδήγησε σε απελευθέρωση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών και στη διασφάλιση κεκτημένων τα οποία λειτούργησαν ως τα θεμελιώδη γνωρίσματα του νεώτερου πολιτικού πολιτισμού (εργασιακά δικαιώματα, καθολικό δικαίωμα ψήφου κ.λ.π). Στο κείμενο που ακολουθεί, επιχειρώ να καταδείξω τα ιδρυτικά στοιχεία του κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος και του νεωτερικού πολιτειακού περιβάλλοντος, να συσχετίσω την υπάρχουσα πολιτεία με την έννοια της προόδου και να προτείνω μια άλλη οδό, όπου η βούληση της συλλογικότητας θα αποτελεί σημαντική παράμετρο για τη λήψη την αποφάσεων.


Πριν την είσοδο σε ό,τι αποκαλούμε σήμερα νεωτερικότητα, οι κοινωνίες του σύγχρονου δυτικού κόσμου, ζούσαν σε καθεστώς δεσποτείας. Η απολυταρχία πρόκρινε ότι ολόκληρη η εξουσία πρέπει να ανήκει ακριβώς στο μονάρχη, ο οποίος είναι κάτοχος του κράτους με όρους ιδιοκτησίας. Φυσικά δεν υπόκειται στη δικαιοσύνη, θεωρείται πρόσωπο ιερό και απαραβίαστο, χρησιμοποιεί τη βούλησή του ανεξέλεγκτα. Δηλαδή είναι η προσωποποίηση του κράτους. Στην κοινωνία δεν αναγνωρίζεται κάποια υπόσταση ελευθερίας, ούτε δικαιώματα, καθώς είναι εγκιβωτισμένη σε καθεστώς ιδιωτείας και φυσικά η μετοχή της στη λήψη των αποφάσεων είναι μηδενική (δεν νομιμοποιεί καν τον μονάρχη, καθώς εκείνος είναι αυθαίρετος και κληρονομικός ιδιοκτήτης του κράτους).

Όμως, η περίοδος της Αναγέννησης σηματοδοτεί την έναρξη του προβληματισμού πάνω στον περιορισμό των εξουσιών του μονάρχη και στην κατοχύρωση ενός πολιτικού ρόλου στην κοινωνία, ο οποίος θα είναι νομιμοποιητικός του πολιτικού προσωπικού. Οι ρεπουμπλικανικές πόλεις στη βόρεια Ιταλία αποτελούν ένα βραχύβιο παράδειγμα εξαίρεσης(αρχές 12ου αι.-αρχές 16ου αι.), όπου εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα ενός πολιτικού συστήματος, όπου το δημόσιο συμφέρον έχει την πρώτη προτεραιότητα και οι εκλεγμένοι άρχοντες (οι podestas) υπόκεινται σε περιορισμούς, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται μια συγκεκριμένη αντίληψη περί ελευθερίας (μελλοντικά θα αναφερθούμε και σε αυτό το ζήτημα). Η βραχύβια αυτή διάρκεια των ιταλικών πόλεων-κρατών στη μικρή κλίμακα αποτελεί στη Δύση την πρώτη απόπειρα απαλλαγής από τα δεσμά της απολυταρχίας.

Εάν ξεχωρίζαμε στους επόμενους αιώνες μια χαρακτηριστική πολιτική θεωρία που δρομολογεί τη μετάβαση στην πρώιμη ανθρωποκεντρική εποχή, αυτή θα ήταν η φιλοσοφική απόπειρα του John Locke. Οπωσδήποτε οι βασικές έννοιες, όπως η αντίσταση, που συγκροτούν το πολιτικό οικοδόμημα του στοχαστή έχουν διατυπωθεί ήδη από τι αρχές του 16ου αιώνα, όταν γίνονται αντικείμενο υπεράσπισης από του Καλβινιστές, του Ουγενότους και από μεμονωμένους στοχαστές, όπως ο George Buchanan, ο οποίος τάσσεται υπέρ του δικαιώματος της αντίστασης2. Ας εκθέσουμε τα βασικά γνωρίσματα της πολιτικής θεωρίας του φιλοσόφου, της οποίας το εννοιολογικό οπλοστάσιο είναι ιδρυτικό και συνιστά πρόδρομο του παρόντος κοινοβουλευτικού πολιτικού συστήματος.

Καταρχάς, όπως και στην πολιτική θεωρία του Hobbes, υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα στη φυσική και πολιτική κατάσταση. Στην πρώτη, οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως ελεύθεροι και ίσοι3. Όμως, η μετάβαση στην πολιτική κατάσταση κρίνεται αναγκαία για τους εξής λόγους: α) απουσία ανεξάρτητης δικαστικής αρχής, η οποία θα επιλύει τις διαμάχες των ανθρώπων, β) διασφάλιση και προστασία της ιδιοκτησίας4, γ) επικράτηση δημοσίου συμφέροντος. Οι λόγοι αυτοί καθιστούν επιτακτική την ανάγκη εγκατάλειψης της φυσικής κατάστασης και τη συναίνεση όλων στη σύσταση πολιτικής κοινωνίας. Η συναίνεση, εάν δε δοθεί από όλους, δεν μπορεί να συντελεστεί η μετάβαση.

Αφού λοιπόν επιτευχθεί η μετάβαση στην πολιτική κοινωνία, επόμενο βήμα είναι η σύσταση της κυβέρνησης. Εδώ απαιτείται η συναίνεση της πλειοψηφίας, που εκχωρεί την εξουσία ως καταπίστευμα (trust), με σκοπό η κυβέρνηση να διασφαλίσει όσα κινδύνευαν στη φυσική κατάσταση και να λειτουργεί χωρίς αυθαίρετη παρέμβαση στη ζωή των ατόμων. Σκοπός της κυβέρνησης είναι η εφαρμογή των νόμων που ψηφίζει το εκλεγμένο νομοθετικό σώμα, που πρεσβεύει τη γνώμη της κοινωνίας. Συμπεραίνουμε ότι προβλέπεται διάκριση εξουσιών, τις οποίες ο φιλόσοφος αποκαλεί νομοθετική, εκτελεστική και ομοσπονδιακή αντίστοιχα.

Όμως το πολίτευμα που προτείνει ο Locke (συνταγματική μοναρχία) υπόκειται και σε εκφυλισμό, την οποία αποκαλεί ο ίδιος «τυραννία». Ο στοχαστής θα διατυπώσει ξεκάθαρα ότι «εκεί που τελειώνει ο νόμος αρχίζει η τυραννία, αν ο νόμος παραβιάζεται εις κάποιου άλλου»5. Η τυραννία συνιστά ένα εκφυλισμένο πολιτικό φαινόμενο, όπου αγνοείται κάθε έννοια δημοσίου συμφέροντος για να εξυπηρετηθούν τα ιδιοτελή συμφέροντα του τυράννου, που ασκεί αυθαίρετα την εξουσία. Σε αυτήν την περίπτωση προκύπτει παραβίαση του καταπιστεύματος, επέκταση της εξουσίας πέρα από το δίκαιο. Στο σημείο αυτό, χάνεται κάθε απαίτηση πολιτικής υποχρέωσης υπακοής στη βούληση του τυράννου, διότι αυτός δεν εκπροσωπεί πλέον το δημόσιο συμφέρον.

Στον εκφυλισμό αυτόν θεμελιώνεται και το δικαίωμα της αντίστασης. Ο φιλόσοφος θα υποστηρίξει, ότι όταν η αδικία που υφίσταται λόγω της τυραννικής συμπεριφοράς, βλάπτει τους περισσότερους, τότε ο λαός έχει το δικαίωμα της αντίστασης ώστε να αποκαταστήσει την πολιτική ομαλότητα. Προϋπόθεση για την άσκηση του εν προκειμένω δικαιώματος είναι η βλάβη που προκαλεί ο εκφυλισμός, στην πλειοψηφία. Επίσης, η άσκηση του δικαιώματος θεμελιώνεται στην ανάγκη του λαού να έχει εκλεγμένο νομοθετικό σώμα, του οποίου η λειτουργία υπονομεύεται στο τυραννικό καθεστώς. Ο λαός αντιστέκεται για να επαναφέρει τη νόμιμη διακυβέρνηση, που διασφαλίζει την ειρηνική συνύπαρξη των ατόμων. Τέλος, ο λαός έχει το δικαίωμα να αντισταθεί, όταν παραβιάζεται η ιδιοκτησία του κατάφωρα. Επομένως, η αντίσταση εδράζεται στην επαναφορά όλων όσων έπρεπε να προστατευτούν στην πολιτική κατάσταση και κινδυνεύουν επί τυραννίας.

Από αυτή τη σύντομη περιγραφή των βασικών γνωρισμάτων της πολιτικής θεωρίας του Άγγλου φιλοσόφου, μπορούμε να συνοψίσουμε τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά που δρομολογούν την εγκαθίδρυση του κοινοβουλευτισμού: νομιμοποίηση του πολιτικού προσωπικού (που σταδιακά αποκτάται καθολικά), διάκριση των εξουσιών, ατομική ελευθερία και πολιτικά δικαιώματα, δικαίωμα αντίστασης κ.λ.π. Το πρόταγμα που εκφράζει τα παραπάνω, θα προβληθεί από τους εκπροσώπους της Γαλλικής Επανάστασης. Το πολιτικό σύστημα θα αρχίσει να γνωρίζει σταδιακές βελτιώσεις μέχρι τη σύγχρονή του ολοκλήρωση. Από το δικαίωμα ψήφου των ανδρών με ιδιοκτησία, μέσω κοινωνικών αγώνων, θα καταλήξουμε στο καθολικό δικαίωμα ψήφου. Θα συσταθεί επίσης το κοινωνικό κράτος και το κράτος πρόνοιας, θα βελτιωθούν σημαντικά και οι συνθήκες της εργασίας μέσα στη νέα πολιτειακή οντότητα, που είναι το έθνος-κράτος. Όμως, σε αυτήν την προοδευτική μετάβαση, πρέπει να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας σε ορισμένα χαρακτηριστικά που θα μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε καλύτερα το χαρακτήρα της νεώτερης πολιτείας και κυρίως τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής. Αυτά είναι τα ακόλουθα:

  1. Ενώ στην απολυταρχία, ο μονάρχης ήταν ιδιοκτήτης του κράτους, στη νεωτερικότητα, το κράτος αποκτά τη θέση νομικού πλάσματος, στο οποίο εμπεριέχεται το πολιτικό σύστημα, το οποίο νομιμοποιείται από το εκλογικό σώμα. Το κράτος είναι ο ιδιοκτήτης του πολιτικού συστήματος. Πολιτικό σύστημα και κράτος έρχονται σε ταύτιση στη νεωτερικότητα. Αυτή η νέα πραγματικότητα όμως δεν αλλάζει τη φύση της πολιτικής, καθώς αυτή παράγεται δια του κράτους, διότι το πολιτικό σύστημα ανήκει σε κάποιον τρίτον έναντι της κοινωνίας και όχι σε αυτήν.
  2. Η εγκαθίδρυση της συγκεκριμένης πολιτειακής πραγματικότητας συμπίπτει στη Δύση με την εμφάνιση της εθνικής συνείδησης. Οι κοινωνίες που έχουν αποκτήσει την ατομική τους ελευθερία, έχουν εντοπίσει ότι συγγενεύουν πολιτισμικά σε ορισμένες συνιστώσες. Απαιτούν η πολιτική εξουσία να ασκείται προς όφελος του έθνους (δηλαδή της ταυτοτικής συνείδησης της κοινωνίας), ανεξαρτήτως πως χρησιμοποιείται η ιδέα αυτή από τους κατόχους της πολιτικής κυριαρχίας. Δηλαδή καθήκον της εκάστοτε κυβέρνησης αποτελεί η αναφορά των επιλογών στο συμφέρον της κοινωνίας, που συγκροτεί έθνος. Δηλαδή, την ευθύνη του έθνους την αποκτά το κράτος/σύστημα. Ο προσδιορισμός του εθνικού και συλλογικού συμφέροντος γίνεται από την εκάστοτε πολιτική εξουσία. Αυτό δε σημαίνει, οφείλω να τονίσω, ότι το έθνος ταυτίζεται με το κράτος, αλλά ότι το δεύτερο (δηλαδή το πολιτικό προσωπικό) έχει την πολιτική αρμοδιότητα και την ευθύνη να αποφασίζει για το έθνος.
  3. Για πρώτη φορά το άτομο αποκτά ελευθερία η οποία αφορά την αυτονομία στην προσωπική του ζωή. Παρ’ όλα αυτά, όπως και στην περίοδο και της απολυταρχίας, σε σχέση με το πολιτικό σύστημα είναι εγκλωβισμένος στο καθεστώς του ιδιώτη6. Έχει τη θέση ατελούς πολίτη (υπηκόου), ο οποίος απέναντι στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα έχει πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα. Νομιμοποιεί το πολιτικό προσωπικό, αλλά δεν επηρεάζει περαιτέρω τη λήψη των αποφάσεων.

Μέχρι εδώ περιγράψαμε συνοπτικά τη νέα πολιτειακή πραγματικότητα που αναδείχθηκε με τη μετάβαση των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών σε μια ανθρωποκεντρική εποχή, η οποία άρχισε να εγκαθιδρύεται στα τέλη του 18ου αιώνα και ολοκληρώνεται μέσα από πολέμους, συγκρούσεις και αναταράξεις μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο περιβάλλον αυτό, πολλά κεκτημένα που κατοχυρώθηκαν υπέρ της κοινωνίας, διεκδικήθηκαν λόγω των εξωθεσμικών παρεμβάσεων (διαδηλώσεις, πορείες, απεργίες) της ίδια της κοινωνίας με κόστος το αίμα πολλών ανθρώπων. Η ανάδυση των εργατικών συνδικαλιστικών κινημάτων με θεωρητικό όχημα τις σοσιαλιστικές ιδέες, έφερε στο προσκήνιο την παρέμβαση του κράτους στις δυνάμεις της οικονομίας ώστε να ωφεληθούν οι δυνάμεις των «προλεταρίων». Αυτό που συνέβαινε στο κλειστό κράτος πολιτικής κυριαρχίας, ήταν η συνάντηση κοινωνίας και πολιτικής στο επίπεδο της ιδεολογίας. Ο φιλελεύθερος ψήφιζε τον φιλελεύθερο, για να ευνοηθεί η επιχειρηματική πρωτοβουλία του ιδιώτη. Ο σοσιαλιστής ψήφιζε σοσιαλιστή, ώστε να βελτιωθεί αντίστοιχα η δική του κοινωνική θέση. Επομένως, η προσπάθεια ικανοποίησης των αιτημάτων των κοινωνικών τάξεων ήταν εφικτή, διότι ο παράγοντας της οικονομίας αναπτύσσονταν στο εσωτερικό του κράτους, οπότε ήταν δυνατή η συναίνεση με τους εκπροσώπους των δυνάμεων αυτών, ώστε τα οφέλη να υφίστανται και για τον εργατικό κόσμο. Γι’ αυτό και με πολλούς αγώνες, που κόστισαν το θάνατο πολλών ανθρώπων, επεκτάθηκαν τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και οικοδομήθηκε σταδιακά το κοινωνικό κράτος στην Ευρώπη. Συνεπώς, οι πολιτικές του πολιτικού συστήματος, έστω και με μεγάλες δυσκολίες, είχαν τεθεί σε ένα πλαίσιο συνολικής διαπραγμάτευσης.

Η κατάσταση αυτή αρχίζει να αλλάζει δραματικά ήδη από τη δεκαετία του ’80, καθώς αρχίζει να συντελείται η λεγόμενη παγκοσμιοποίηση. Συγκεκριμένα, δύο σημαντικοί παράγοντες που λειτουργούσαν στο εσωτερικό των κρατών, αυτονομούνται και επεκτείνονται πλανητικά: η οικονομία και η επικοινωνία. Ο επιχειρηματίας, που προηγουμένως ανέπτυσσε τις δραστηριότητές του στο κράτος, τα τελευταία χρόνια δύναται να υπερβεί την κρατική πραγματικότητα. Οποιαδήποτε προσπάθεια κρατικής παρέμβασης στη δραστηριότητά του ή απόπειρα φορολόγησής του θα τον οδηγήσει να μεταφέρει την επιχειρηματική του δραστηριότητα σε άλλη χώρα. Σε διαφορετική περίπτωση, θα υπαγορεύει πολιτικές στους κατόχους του πολιτικού συστήματος. Δηλαδή, οι δυνάμεις της οικονομίας έχουν μεταβληθεί σε παραγωγό πολιτικής που δεν εξαρτώνται από τις αντίστοιχες κρατικές. Διαπιστώνεται το γεγονός, ότι η παράμετρος της οικονομίας έχει προχωρήσει σε ένα άλμα προς τα εμπρός έχοντας πλέον τη δυνατότητα να επηρεάσει το περιεχόμενο των αποφάσεων, ενώ οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος γνωρίζουν τα όριά τους σε αυτήν την νέα πραγματικότητα. Επομένως, οι συσχετικοί δύναμης ανάμεσα στην αγορά, το κράτος και την κοινωνία έχουν ανατραπεί με αποτέλεσμα το όφελος της πρώτης και τον εγκιβωτισμό των τελευταίων σε μεγαλύτερη πολιτική αδυναμία, καθώς (κυρίως οι κοινωνίες που ιδιωτεύουν) αδυνατούν να περιορίσουν το συμφέρον και τη βούλησή τους. Αυτό συμβαίνει, διότι η πολιτική πραγματικότητα έχει μείνει προσκολλημένη στο αξιακό και ιδεολογικό περιβάλλον του 19ου αιώνα, τότε που πρωταρχική ανάγκη ήταν η απαλλαγή από τη φεουδαρχία και την απολυταρχία με σκοπό να συγκροτηθούν οι κοινωνίες με ελευθερία (ατομική στην περίπτωση αυτή).

Η πραγματικότητα αυτή έρχεται να καταδείξει δύο νέα αρνητικά δεδομένα, των οποίων η εμφάνιση οδηγεί σταδιακά στην κατάρρευση δύο βεβαιοτήτων:

  1. Η απεργία ή η διαδήλωση που ήταν το μέσο πίεσης στο πολιτικό προσωπικό, με σκοπό να ωφελούνται οι κοινωνικές ομάδες, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα, καθώς, όπως εξηγήθηκε, οι πολιτικές αποφάσεις επηρεάζονται και από τις δυνάμεις της οικονομίας, οι οποίες πλέον δρουν πλανητικά.
  2. Επίσης, η νομιμοποίηση του πολιτικού προσωπικού και η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία δε διαφοροποιεί σημαντικά τις ακολουθητέες πολιτικές, διότι η βούληση (ακόμα και αν διέπεται από καλές προθέσεις) των πολιτικών δυνάμεων υπονομεύεται από το συμφέρον των χρηματοπιστωτικών δυνάμεων. Επομένως, οι κοινωνίες που ήδη ιδιωτεύουν, δεν μπορούν να ανατρέψουν τους συσχετισμούς, αναδεικνύοντας απλώς τον έναν υποψήφιο αντί του άλλου.

Η διαρραγείσα σχέση ανάμεσα στην κοινωνία, το κράτος και την αγορά, οδήγησε και οδηγεί σταδιακά στην απώλεια όσων κατακτήθηκαν με αγώνες πολλών δεκαετιών. Επομένως, το πρόβλημα που προκύπτει και μπορεί να τεθεί υπό τη μορφή ερωτήματος, είναι το ακόλουθο: πώς θα αποκατασταθεί η σχέση αυτή ώστε οι πολιτικές αποφάσεις να λαμβάνονται και προς το συμφέρον της κοινωνίας των πολιτών; Με άλλα, πώς θα αλλάξει το περιεχόμενο των αποφάσεων ώστε να εξισορροπηθούν οι συσχετισμοί δύναμης;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να συνδεθεί με την αλλαγή στη μέχρι τώρα σχέση κοινωνίας και πολιτικής, δηλαδή με τη μετάλλαξη του ίδιου του πολιτικού συστήματος, καθώς δεν αρκεί απλά η ψήφος ως μέσο νομιμοποίησης, η διαδήλωση και η απεργία. Στην περίπτωση αυτή, αλλαγή του πολιτικού συστήματος σημαίνει θεσμοθέτηση της βούλησης της κοινωνίας και της τακτικής μετοχής της στη λήψη των αποφάσεων. Μια τέτοια αναβάθμιση του ρόλου της συλλογικότητας θα σήμαινε έναν χαρακτήρα για το πολιτικό σύστημα που προσομοιάζει στην αντιπροσώπευση.

Ιδρυτική προϋπόθεση του αντιπροσωπευτικού αμεσοδημοκρατικού χαρακτήρα πολιτικού συστήματος είναι η κοινωνία να συγκροτεί δήμο-θεσμό της πολιτείας7 και αναλαμβάνει το θεσμικό ρόλο του εντολέα και το πολιτικό προσωπικό, το οποίο στην παρούσα κατάσταση κατέχει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, να αναλαμβάνει το ρόλο του εντολοδόχου. Δηλαδή, στην αντιπροσώπευση υφίσταται ένας επιμερισμός του πολιτικού συστήματος σε δύο πόλους, με αποτέλεσμα ο πολίτης να μην είναι ιδιώτης που μεριμνά για την ατομική του ευημερία, αλλά καλείται ως μέλος του θεσμοθετημένου σώματος να εκδηλώσει τη βούλησή του σε σχέση με το δημόσιο συμφέρον. Κοντολογίς, η έννοια της κοινωνίας των πολιτών (όχι το civil society,αλλά η κοινωνία ως ολότητα) συνιστά πολιτική κατηγορία, συντελεστή του πολιτικού συστήματος και αποτελεί διαρκής θεσμική παράμετρο της πολιτείας.
Η ανάληψη του ρόλου του εντολέα εμπεριέχει ορισμένες αρμοδιότητες, μέσω των οποίων επηρεάζει το περιεχόμενο των αποφάσεων προς το δικό του συμφέρον. Οι αρμοδιότητες αυτές είναι οι ακόλουθες8:

  1. Χάραξη/υπαγόρευση των βασικών κατευθύνσεων της πολιτικής που θα ασκηθεί από τον εντολοδόχο
  2. Απόφανση για τα μείζονα ή για όποια ζητήματα κρίνει σημαντικά η κοινωνία των πολιτών
  3. Αξίωση προς τον εντολοδόχο να ανασκευάζει ή να παίρνει πίσω αποφάσεις οι οποίες εξέρχονται του εντολιακού πλαισίου που εχάραξε ή με τις οποίες απλώς διαφωνεί
  4. Η ρητή απαγόρευση στον φορέα της πολιτικής εξουσίας να μεταβάλει άποψη ως προς τις ακολουθητέες πολιτικές χωρίς την εκπεφρασμένη κατ’ ελάχιστον συναίνεση του δήμου
  5. Έλεγχος των πεπραγμένων του πολιτικού προσωπικού
  6. Δυνατότητα ανάκλησης του εντολοδόχου
  7. Απόδοση ευθυνών με την προσαγωγή του στη δικαιοσύνη

Το πρόταγμα για αλλαγή του πολιτικού συστήματος προς αυτήν την κατεύθυνση είναι, κατά τη γνώμη μου, η μοναδική οδός υπέρβασης της κρίσης, για την οποία ευθύνεται η τεράστια απόσταση που υπάρχει ανάμεσα στην εποχή που έχουν εισέλθει ήδη οι δυνάμεις της οικονομίας και στην εμμονή στο παρελθόν που βρίσκονται οι κοινωνίες και το πολιτικό σύστημα τόσο ιδεολογικά, όσο και αξιακά. Η προβολή τέτοιου προτάγματος απαιτεί και μια ρήξη με το σύνολο των ιδεών που διαμόρφωσε στο νεώτερο άνθρωπο η διανόηση που κλήθηκε να υπερασπίσει την απαλλαγή από τη φεουδαρχία. Γίνεται αντιληπτό, ότι για να αποκατασταθεί η ισορροπία των δυνάμεων, μένει μόνο να συντελεστεί η προοδευτική μετάβαση της πολιτειακής πραγματικότητας στο μέλλον.

Ανακεφαλαιώνοντας, πρέπει να τονιστεί ότι είναι αναγκαίο να σκεφτούμε για τις κοινωνίες εν ελευθερία όχι στατικά, αλλά να καταλάβουμε ότι η εξελικτική τους πορεία δεν έχει ολοκληρώσει το τέλος της. Γι’ αυτό και επιχείρησα να προβάλω ότι το πολιτικό σύστημα που κλήθηκε να κατοχυρώσει την ατομική ελευθερία και τα δικαιώματα, αδυνατεί πλέον να συμβάλει στην ευημερία των κοινωνιών, διότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις εξελίξεις που έχουν συντελεστεί στον κόσμο. Αυτό σημαίνει, ότι έχει αποκτήσει συντηρητικό χαρακτήρα, δηλαδή έχει αποκοπεί από την πρόοδο, διότι αφενός η δομή του δεν μπορεί να παράγει θετικά αποτελέσματα για τις κοινωνίες, αφετέρου δεν μπορεί να απελευθερώσει τις ίδιες περαιτέρω, δηλαδή να τις δώσει ρόλο ως προς τη λήψη των αποφάσεων. Συνεπώς, είναι αναγκαίο να απαιτήσουμε τη μετατροπή της κοινωνίας σε εταίρο του πολιτικού συστήματος και όχι να επιμένουμε να είμαστε ιδιώτες. Σε κείμενα που θα αναρτηθούν στο μέλλον, θα παρουσιαστούν οι θεσμοί που δίνουν τη δυνατότητα στην κοινωνία να συνιστά εντολέα. Περιορίστηκα σε αυτό το κείμενο να προβάλω τον ισχυρισμό μου σχετικά με την επιδιωκόμενη κατεύθυνση που είναι αναγκαίο να έχουν οι πολίτες, ώστε να ωφελούνται από τις πολιτικές αποφάσεις,αφού το υπάρχον πολιτικό σύστημα δεν μπορεί ανταποκριθεί στο συμφέρον αυτών. Θεωρώ, πως όσο είναι προσκολλημένοι στο νεωτερικό πολιτικό περιβάλλον, τόσο οι αποφάσεις θα εξακολουθούν να είναι αρνητικές και επιβαρυντικές για τις ίδιους.
1# Skinner Quentin, «Οι ιταλικές πόλεις-δημοκρατίες» στο Dunn John (επιμ.), Δημοκρατία: Το ταξίδι που δεν τελείωσε 508 π.Χ-1993 μ.Χ (μτφρ. Π. Χιωτέλης-Α.Παρίση), Αθήνα:Εκδόσεις Καρδαμίτσα,1993,σ.77-95
2# Skinner QuentinΤα θεμέλια της νεότερης πολιτικής σκέψης: Η Αναγέννηση-Η εποχή της Μεταρρύθμισης(μτφρ. Μ. Σαρηγιάννης), Αθήνα:Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2005, Μέρος Έκτο, σ.505-621
3# Locke JohnΔεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως,§4
4# Η έννοια της ιδιοκτησίας συμπεριλαμβάνει ό,τι εμπεριέχεται στη ζωή του ανθρώπου,. Βλ. Locke Johnόπ.π…,§123
5# όπ.π…,§202
6# Σχετικά με την ιδιότητα του πολίτη και την τυπολογία της, βλ. Κοντογιώργης Γεώργιος, Πολίτης και πόλις:Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας,Αθήνα:Εκδόσεις Παπαζήση,2003
7# Τα βασικά γνωρίσματα του αντιπροσωπευτικού συστήματος ήδη είχαν εμφανιστεί με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα. Βλ. Σακελλαρίου Μιχαήλ, Η αθηναϊκή δημοκρατία,Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004, σ.90-94
8# Κοντογιώργης Γεώργιος, Οι ολιγάρχες: Η δυναμική της υπέρβασης και η αντίσταση των συγκατανευσιφάγων, Αθήνα:Εκδόσεις Πατάκη, σ.33-34

πηγή: respublica.gr

Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΩΣ ΤΟ ΙΣΟΔΥΝΑΜΟ ΤΗΣ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για η ελευθερία ως αυτονομία

Σε προηγούμενο άρθρο διατυπώθηκε η ανάγκη αλλαγής του πολιτικού συστήματος προς την κατεύθυνσης μιας αντιπροσωπευτικής αμεσοδημοκρατικού χαρακτήρα προσομοίωσης. Εκτέθηκαν τα γνωρίσματα της νεώτερης πολιτείας, καθώς και αυτά της αντιπροσωπευτικής αμεσοδημοκρατικής πολιτείας, η οποία (όπως την όρισα), μεταβάλλει την κοινωνία από ιδιώτη σε θεσμό (εντολέα) του πολιτικού προσωπικού (εντολοδόχου). Ωστόσο, η συζήτηση για ένα θεωρητικό εγχείρημα που θα προκρίνει τον συνυπολογισμό της κοινωνικής βούλησης στη λήψη των αποφάσεων, θέτει ως ιδρυτική προϋπόθεση την πραγμάτευση εκ νέου ορισμένων κεντρικών εννοιών της πολιτικής θεωρίας. Στο κείμενο που ακολουθεί, το επίκεντρο της προσοχής εστιάζεται στην κομβική έννοια της ελευθερίας, η οποία, όπως θα καταδειχθεί, σε ό,τι αφορά τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής, λειτουργεί ως εξακρίβωση του πολιτικού συστήματος.


Όπως εξηγήθηκε στο κείμενο ΤΟ ΝΕΩΤΕΡΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ, η μετάβαση από την απολυταρχία στο νεώτερο κόσμο και τον κοινοβουλευτισμό έφερε για τις κοινωνίες της Ευρώπης και της Δύσης γενικότερα την κατοχύρωση της ατομικής ελευθερίας και των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Στο περιβάλλον αυτό αναδύθηκαν οι δύο κύριοι ιδεολογικοί άξονες που κυριαρχούν στο δυτικοευρωπαϊκό στερέωμα αρχικά και μετά σε παγκόσμια κλίμακα εδώ και περίπου δύο αιώνες: ο φιλελευθερισμός και ο σοσιαλισμός. Ο πρώτος, έχοντας ήδη εκφράσει μέσω των θεωρητικών του κοινωνικού συμβολαίου ορισμένες συνιστώσες του1, υπεράσπιζε ήδη από τις απαρχές του μέχρι σήμερα την ερμηνεία της ελευθερίας ως απουσία εμποδίων ή περιορισμών2. Η προσέγγιση αυτή βρήκε την ουσιαστική συνεκτική της διατύπωση στον 20ο αιώνα στο περιβόητο δοκίμιο του Isaiah Berlin «Οι δύο έννοιες της ελευθερίας», στο οποίο ο φιλελεύθερος συγγραφέας και ιστορικός των πολιτικών ιδεών διατυπώνει την προτίμησή του (για λόγους που δε θα αναφέρουμε εδώ) για την εκδοχή της ελευθερίας ως «αρνητικής»3. Δηλαδή, το άτομο πρέπει να αφήνεται ανεμπόδιστο από το κράτος να επιδιώκει τον δικό του τρόπο ζωής, την δική του αντίληψη περί αγαθού βίου και τους δικούς του στόχους. Στο περιβάλλον της οικονομίας, η «αρνητική» ελευθερία αποτέλεσε κεντρική αντίληψη για την επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας του ιδιώτη επιχειρηματία (εντός της κρατικής επικράτειας) χωρίς να εμποδίζεται η ίδια από το κράτος. Σε αντίθετη περίπτωση, σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, θα υπήρχε βλάβη στην ελευθερία του ατόμου. Οι αρχές λοιπόν του φιλελευθερισμού (με βάση και όσα ειπώθηκαν στην πρώτη μας δημοσίευση) ταυτίζονται με αυτές που διέπουν τη νεότερη πολιτεία: 1) πολιτικό σύστημα που περιέρχεται ολόκληρο στο κράτος, 2) διάκριση εξουσιών, 3) ατομική ελευθερία και κοινωνικοπολιτικά δικαιώματα, 4) κράτος δικαίου, 5) κοινωνία με ρόλο νομιμοποίησης του πολιτικού προσωπικού (άσκηση δικαιώματος ψήφου).

Στο πλαίσιο αυτό γίνεται προφανές, ότι οι πολιτικές του νέου πολιτικού συστήματος είναι ταξικά προσανατολισμένες, καθώς ωφελούν τους κατόχους του οικονομικού και πολιτικού συστήματος. Η μετάβαση στην νέωτερη εποχή με όρους στοιχειώδους ελευθερίας ολοκληρώθηκε με την θεωρητική υπεράσπιση των δυνάμεων της εργασίας, δηλαδή το σοσιαλισμό. Εκκινώντας από την κριτική του στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγής, ο Marx θεώρησε ότι ο καπιταλισμός έχει συγκεκριμένο χρόνο κατάρρευσης και ότι το τέλος του θα διαδεχτεί (σύμφωνα με την τυπολογία της εξέλιξης των σταδίων που διατύπωσε) η αταξική κοινωνία. Ωστόσο, επειδή η πρόβλεψη αυτή του στοχαστή έμοιαζε να λαμβάνει αξίωση επιστημονικής εγκυρότητας, απεδείχθη μελλοντικά ότι η αταξική κοινωνία όχι μόνο δεν επετεύχθη, αλλά ότι ο καπιταλισμός επεκτάθηκε πλανητικά κιόλας. Η «Αριστερά» (δηλαδή το αντίπαλο σύνολο ιδεών που υπεράσπιζε τις δυνάμεις εργασίας) χρησιμοποίησε τα εξωθεσμικά μέσα πίεσης ώστε και οι «προλετάριοι» να ωφελούνται από τις πολιτικές αποφάσεις. Αυτή η πίεση των εργασιακών δυνάμεων δεν απαιτούσε αλλαγή πολιτικού συστήματος, αλλά διεκδικούσε δικαιώματα που θα οδηγούσαν σε βελτίωση των συνθηκών της εργασίας και της ζωής της μεσαίας και εργατικής τάξης. Στην πράξη, αυτό σήμαινε ότι το κράτος πιεζόταν να παρέμβει και να οριοθετήσει τη δραστηριότητα του επιχειρηματία, ώστε να ωφεληθούν οι ασθενέστεροι. Επομένως, η Αριστερά συναινούσε στον χαρακτήρα του πολιτικού συστήματος, όπως και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, με τη διαφορά ότι η ιδιοκτησία της οικονομίας έπρεπε να ανήκει σύμφωνα μ’ αυτήν μερικά ή κατ’ αποκλειστικότητα στο κράτος (πάλι κάποιος εκτός κοινωνίας). Εκεί όμως που εφαρμόστηκε ολοκληρωμένα το πρόταγμα αυτό, η κατάληξη ήταν ο ολοκληρωτισμός (το ανήκειν και της οικονομίας στο κράτος έχει ως αποτέλεσμα η εξουσία να συγκεντρώνεται στα χέρια ενός ή λίγων). Συνεπώς, ο υπαρκτός σοσιαλισμός ήταν ένα πολιτειακό-οικονομικό φαινόμενο που υπήρξε παράλληλα με τον καπιταλισμό της ιδιωτικής οικονομίας ως ένας ξεχωριστός τύπος καπιταλισμού που αντί να συσσωρεύει το κεφάλαιο στα χέρια ιδιωτών, το κεφάλαιο συγκεντρωνόταν στο κράτος, δηλαδή στα πρόσωπα που ηγεμόνευαν.

Η παγκοσμιοποίηση ως το φαινόμενο που σηματοδοτεί την πλανητική επέκταση της οικονομίας, της επικοινωνίας, της τεχνολογίας, οδήγησε στη δραστηριοποίηση των αστικών δυνάμεων πέρα από τα όρια του κράτους. Η μετάβαση της οικονομίας σε άλλη εποχή δε συνοδεύτηκε ωστόσο με μεταβολή της θεσμικής πραγματικότητας ώστε να εξισορροπηθεί το χάσμα που υπάρχει ακόμα. Η Αριστερά από τη μεριά της, αδυνατώντας να εκφράσει άλλο πρόταγμα, έμεινε προσκολλημένη στο αξιακό, ιδεολογικό, πολιτειακό περιβάλλον του 19ου αιώνα. Αδυνατεί ακόμα να κατανοήσει ότι τα εξωθεσμικά μέσα πίεσης, δεν παράγουν απολύτως κανένα αποτέλεσμα. Και από τη στιγμή που μένει εγκιβωτισμένη στο παρελθόν, σταδιακά τοποθετεί τον εαυτό της στο «χρονοντούλαπο» της ιστορίας, αφού δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τις κοινωνίες ως εντολείς, παρά ως διαδηλωτές ή ιδιώτες που νομιμοποιούν το πολιτικό σύστημα.

Η παραπάνω σύντομη περιγραφή του παρελθόντος έγινε ακριβώς με σκοπό να δείξει, ότι οι θεωρίες που συνέβαλαν στη μετάβαση από την απολυταρχία στην πρώιμη ανθρωποκεντρική πολιτεία, δεν μπορούν να προσφέρουν πλέον εκείνο το γνωσιολογικό υπόβαθρο που θα θεμελιώνει με επιχειρήματα τη μετατροπή της κοινωνίας σε συντεταγμένο θεσμό της πολιτειακής πραγματικότητας. Το αίτημα για προσομοίωση αντιπροσώπευσης αμεσοδημοκρατικού χαρακτήρα, καθιστά αναγκαία την αναθεώρηση των εννοιών που πραγματεύεται η πολιτική θεωρία εκκινώντας παρακάτω από αυτήν της ελευθερίας.

Όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, η φιλελεύθερη προσέγγιση της ελευθερίας συνδέθηκε με την απουσία παρεμβάσεων και εμποδίων. Είτε αναφερθεί κανείς στην πτέρυγα των φιλελεύθερων που δίνει έμφαση στην αρχή της ισότητας, είτε σε αυτούς που αποδέχονται το ελάχιστο κράτος, η αντίληψη περί ελευθερίας είναι η ίδια4. Η διαφορά έγκειται στην αναγκαιότητα ή μη παρέμβασης του κράτους για να ενισχυθούν οι ασθενέστεροι. Πριν γίνει η διάκριση αυτή εντός της φιλελεύθερης πολιτικής θεωρίας, η συγκεκριμένη αντίληψη της ελευθερίας ήταν το αποτέλεσμα της προτίμησης που έγινε ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα ανάμεσα στη λεγόμενη «ελευθερία των αρχαίων» και την «ελευθερία των νεωτέρων». Η διάκριση αυτή έγινε από τον Benjamin Constant, έναν φιλελεύθερο φιλομοναρχικό συγγραφέα και πολιτικό. Στην περίφημή του διάλεξη5, εξέφρασε την άποψη ότι οι νεώτεροι προτιμούν την ιδιωτική τους ελευθερία, ενώ οι αρχαίοι (αναφερόμενος στη Σπάρτη, στη Ρώμη και κυρίως στην Αθήνα) έδιναν έμφαση στην πολιτική τους ελευθερία, δηλαδή τη συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις, με κόστος όμως την απουσία της ατομικής. Η άποψη αυτή που επρόκειτο να υιοθετηθεί από όλους τους μελλοντικούς φιλελεύθερους, προέβαλε την ασυμβατότητα μεταξύ ατομικής και πολιτικής ελευθερίας. Η επικράτηση της πολιτικής ελευθερίας οδηγεί στην αναίρεση της ατομικής, δηλαδή στη δυνατότητα να επιλέγει το άτομο τους όρους του δικού του βίου. Ο Constant, διατεινόμενος ότι «στους αρχαίους, το άτομο….κατέχει θέση δούλου στο πλαίσιο των ιδιωτικών του σχέσεων»6, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η δημοκρατία οδηγεί στον αυταρχισμό και ότι αξιακά η ατομική ελευθερία είναι ανώτερη της πολιτικής7.

Καταρχάς, είναι αναγκαίο να τονίσω ότι η θέση του στοχαστή είναι απόρροια της πεποίθησης ότι το πολιτικό σύστημα ταυτίζεται με το κράτος. Η ανάληψη της διακυβέρνησης από τον δήμο (το σώμα των πολιτών), για τον εν προκειμένω συγγραφέα, σημαίνει ότι η πολιτική κοινωνία έρχεται σε ταύτιση με την κρατική εξουσία. Διαφεύγει της προσοχής του στοχαστή, ότι στη δημοκρατία το πολιτικό σύστημα αποσπάται από την ιδιοκτησία του κράτους και ενσαρκώνεται από το συντεταγμένο σώμα των πολιτών. Με άλλα λόγια, η δημοκρατία δεν εισάγει σχέσεις εξουσίας, αλλά τις καταργεί.Ο Constant θεωρεί ότι διατηρείται μια σχέση εξουσιαστών και εξουσιαζομένων στη δημοκρατική πολιτεία, σαν να επρόκειτο για ένα αυταρχικό καθεστώς που έχει εξ ορισμού συγκεκριμένο υποκείμενο εξουσίας. Αυτός είναι ο λόγος που οδηγείται στην παράλογη κατά τη γνώμη μου θέση, ότι η πολιτική αυτοκυβέρνηση ισοδυναμεί με το δεσποτισμό8. Δεν είναι δυνατόν να εντοπίσουμε επομένως και σε ένα απολυταρχικό καθεστώς άτομα που έχουν την πολιτική ελευθερία, καθώς δεν τους αναγνωρίζεται καμία ελευθερία. Η υπεράσπιση ωστόσο της θέσης αυτής αλλοιώνει το περιεχόμενο της δημοκρατίας, αλλά επίσης θέτει τη νεότερη πολιτεία σε αξιακή ανωτερότητα από τη δημοκρατία της πόλης-κράτους.

Οι παραπάνω θέσεις του συγγραφέα οδηγούν και σ’ ένα άλλο παράδοξο: προτιμάται το άτομο να παραμένει ιδιώτης έχοντας την ατομική του ελευθερία και τα δικαιώματα απέναντι στο κράτος πολιτικής κυριαρχίας, αλλά υπάρχει απέχθεια στην ιδέα της συγκρότησης της κοινωνίας σε δήμο, διότι σύμφωνα με το επιχείρημα του στοχαστή, θα θυσιαστεί η ατομική ελευθερία. Η ανάγνωση του αρχαίου κόσμου με όρους υποτίμησης είχε ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση του νεώτερου κόσμου ως του κατ’ εξοχήν προτύπου και εξόχου υποδείγματος. Ωστόσο, η συνολική επιχειρηματολογία που επιστρατεύθηκε από στοχαστές όπως ο Constant, θεμελίωσαν το νεώτερο πολιτικό σύστημα σε μια εποχή όπου ήταν αναγκαία η απαλλαγή από τη δεσποτική πολιτεία. Στο στάδιο που διανύουμε εμείς, η επίκληση στις απόψεις θεωρητικών του 19ου αιώνα (ή ακόμα και του 20ου) και η αντιμετώπισή τους ως σταθερά διαχρονικών αληθειών τη στιγμή που διατυπώνονται σε ένα ιστορικό πλαίσιο εντελώς διαφορετικό, μας αποτρέπει να υιοθετήσουμε μια εξελικτική προσέγγιση της πορείας των κοινωνιών αλλά και μας εγκιβωτίζει αντιδραστικά στο παρελθόν. Επομένως, τα επιχειρήματα στοχαστών όπως ο Constant, είναι εσφαλμένα τόσο από την οπτική της ορθότητας, αλλά επίσης είναι και συντηρητικά, διότι δεν οικοδομούν ένα πρόταγμα μετάβασης των κοινωνιών στο μέλλον, ενώ κάτι τέτοιο έχουν πραγματοποιήσει οι άξονες της επικοινωνίας και της οικονομίας.

Επιχειρώντας να προτείνω ένα άλλο περιεχόμενο της ελευθερίας, που θα ανταποκρίνεται περιγραφικά σε όλα τα πολιτικά συστήματα που την κατοχυρώνουν, υιοθετώ τον ορισμό αυτής ως αυτονομίας9. Ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που δύναται να αποφασίζει για τον εαυτό του και όχι κάποιος άλλος. Τα πεδία εκδήλωσης της ελευθερίας ως αυτονομίας είναι τρία: α) ατομική, β) πολιτική, γ) κοινωνική. Όπως έχει ήδη επισημανθεί, στην εποχή μας συντρέχει μόνο η ατομική ελευθερία, δηλαδή η δυνατότητα του ατόμου να αποφασίζει για τον εαυτό του στην προσωπική του ζωή.

Η παραπάνω διατύπωση καθιστά προφανές, ότι δεν υφίσταται ούτε η πολιτική ούτε η κοινωνική ελευθερία10. Η νεώτερη πολιτική θεωρία, επίσης, προχώρησε σε ένα άλμα αυθαιρεσίας καταλήγοντας στην ταύτιση της πολιτικής ελευθερίας με την έννοια του δικαιώματος.Δηλαδή, το δικαίωμα της απεργίας, της διαδήλωσης, αποτελεί για έναν νεώτερο ή και σύγχρονο πολιτικό φιλόσοφο εκδήλωση πολιτικής ελευθερίας. Ο Constant, εν προκειμένω, διατυπώνει ξακάθαρα: «…., η ελευθερία ισοδυναμεί για τον καθένα με το δικαίωμα να επηρεάζει την άσκηση του έργου της κυβέρνησης, είτε υποδεικνύοντας το σύνολο ή μέρος των κυβερνητικών λειτουργιών, είτε μέσω αντιπροσώπων, είτε μέσω σύνταξης αναφορών και διατύπωσης αιτημάτων, τα οποία η κυβέρνηση υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό»11 Όμως, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνεται παραπάνω, η πολιτική ελευθερία προκρίνει την αυτονομία στο πεδίο της λήψης των αποφάσεων. Εκεί που λαμβάνονται οι πολιτικές αποφάσεις, ελεύθερος είναι αυτός που θεσμικά δύναται να αποφασίσει για τον εαυτό του και όχι κάποιος άλλος. Αντιθέτως, το δικαίωμα συγκροτεί τη δυνατότητα πίεσης του πολιτικού συστήματος με σκοπό την ωφέλεια της κοινωνίας που είναι ιδιώτης ώστε να ληφθεί μια απόφαση από το πολιτικό προσωπικό για λογαριασμό της τελευταίας. Επομένως, ενώ η πολιτική ελευθερία έχει χαρακτήρα αυτονομίας, το δικαίωμα είναι ετερονομικό. Αν υπήρχε πολιτική ελευθερία, η ανάγκη για επίκληση στο δικαίωμα εξωθεσμικών πιέσεων θα ήταν περιττή, καθώς ο δήμος θα ενσάρκωνε το πολιτικό σύστημα. Άρα το δικαίωμα υφίσταται εκεί που δεν συντρέχει η πολιτική ελευθερία.

Η διαπίστωση αυτή οδηγεί στην υπεράσπιση της θέσης, ότι το πολιτικό σύστημα της νεωτερικότητας δεν εγγράφεται ούτε στην αντιπροσώπευση ούτε στη δημοκρατία. Παρά τα όσα διατείνονται μέχρι σήμερα οι περισσότεροι εκ των διανοουμένων, η σημερινή πολιτεία δεν εντάσσεται κατά τη γνώμη μου σε κανένα από τα δύο πολιτειακά συστήματα, διότι απλούστατα η κοινωνία δεν αποτελεί θεσμική συλλογικότητα. Δε συγκροτεί δήμο της πολιτείας. Το σημερινό πολιτικό σύστημα που περιέρχεται στο κράτος είναι προ-αντιπροσωπευτικό, διότι η κοινωνία ως ιδιώτης νομιμοποιεί το πολιτικό προσωπικό και δεν ασκεί καμία άλλη αρμοδιότητα. Η μετάβαση της σύγχρονης πολιτειακής πραγματικότητας στην αντιπροσώπευση και μακροπρόθεσμα στη δημοκρατία θα κατοχυρώσει για τις κοινωνίες τη μερική πολιτική ελευθερία και ολόκληρη την πολιτική ελευθερία αντίστοιχα με αποτέλεσμα στην τελευταία να αναιρείται οποιαδήποτε σχέση εξουσίας.

Άρα, ο ορισμός της ελευθερίας ως αυτονομίας λειτουργεί καταλυτικά στη διατύπωση μιας τυπολογίας που εξηγεί τη σχέση κοινωνίας και πολιτικής εκκινώντας από την πρώιμη ανθρωποκεντρική πολιτεία της εποχής μας και καταλήγοντας στην κορύφωση της εξελικτικής διαδρομής της κοινωνίας, στη δημοκρατία. Το συμπέρασμα αυτό ενέχει και μια σημαντική προέκταση που λειτουργεί ως απάντηση στο κύριο επιχείρημα στοχαστών, όπως ο Constant: ότι η ατομική ελευθερία λειτουργεί ως προϋπόθεση της πολιτικής ελευθερίας. Πρώτα απελευθερώνεται ο άνθρωπος ως ατομική οντότητα, αποκτά δηλαδή ατομική αυθυπαρξία και στη συνέχεια συσσωρεύει τις άλλες δύο εκδηλώσεις της ελευθερίας χωρίς να αναιρείται η πρώτη. Συνεπώς, «η μια πτυχή της ελευθερίας λειτουργεί σωρευτικά- από την άποψη του περιεχομένου και της χρονικής ακολουθίας-, όχι αναιρετικά στην άλλη»12.

Τα προαναφερθέντα συγκροτούν μια διαφορετική εικόνα για το στάδιο το οποίο διανύουμε. Δε βρισκόμαστε στο τέλος της ωριμότητας (κάτι που υπαινίσσεται ο χαρακτηρισμός του πολιτικού συστήματος ως δημοκρατικού), αλλά σε μια πρώιμη φάση, όπου οι κοινωνίες δεν έχουν καν τη δυνατότητα συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων. Οπότε, κατά τη γνώμη μου, η πολιτική χειραφέτηση δεν εξαντλείται στο παρόν, αλλά αντιθέτως η πορεία της είναι σχετικά ακόμα στην εκκίνηση. Η παρατήρηση αυτή αντιτίθεται στη θεώρηση του κόσμου που προβάλλεται από τη νεωτερική πολιτική φιλοσοφία, η οποία, αν και αναγνωρίζω ότι είχε προοδευτικό πρόσημο στο παρελθόν, αντιμετωπίζει το παρόν ως διαρκές και στατικό, καθώς τοποθετεί την εποχή μας σε τελείως διαφορετικό στάδιο απ’ αυτό που πραγματικά είναι.

Επανερχόμενος στο καίριο ζήτημα της ελευθερίας, πρέπει να προστεθεί ότι ο ορισμός της ως αυτονομίας δεν ανταποκρίνεται μόνο ως περιγραφικός των ανθρωποκεντρικών πολιτειών αλλά προσφέρει επίσης και μια απάντηση για τη συμβατότητα ατομικής και πολιτικής ελευθερίας. Η δεύτερη, που σχετίζεται με την αυτονομία στο πεδίο της λήψης των αποφάσεων, συμβάλλει και στην ολοκλήρωση της ατομικής ελευθερίας. Αυτός που μετέχει στο συντεταγμένο θεσμικό σώμα των πολιτών, δύναται να επηρεάσει τις αποφάσεις που λαμβάνονται για τον ιδιωτικό του βίο. Κοντολογίς, ενώ το άτομο στη σημερινή πολιτεία επιχειρεί να υπερασπίσει την ατομικότητά του χωρίς να είναι εταίρος της πολιτείας, στην αντιπροσωπευτική πολιτεία και στη δημοκρατία γίνεται μέτοχος μιας διαδικασίας στην οποία καλείται να εκφράσει βούληση για τις συνθήκες που καθορίζουν το περιεχόμενο της ιδιωτικής του σφαίρας.

Κοντολογίς, στόχος μου ήταν στο συγκεκριμένο κείμενο να προτείνω ένα περιεχόμενο της ελευθερίας που θα περιγράφει τη σχέση κοινωνίας-πολιτικής λειτουργώντας ως δείκτης της πολιτικού συστήματος και αφετέρου θα ενισχύει το επιχείρημα μου για αλλαγή του. Επίσης, οφείλω να τονίσω ότι επιχειρήθηκε στο κείμενο μια πρώτη προσπάθεια απάντησης στα κεντρικά επιχειρήματα της πολιτικής θεωρίας της νεωτερικότητας, η οποία εγγράφεται στο πλαίσιο ενός γενικότερου εγχειρήματος κριτικής του συστήματος σκέψης που ανυψώνει την εποχή μας στην καλύτερη από άποψη ιδεών, αξιών και ιδανικών που γνώρισε ποτέ η ανθρώπινη ιστορία. Ο εμπλουτισμός των επιχειρημάτων μου δε θα εξαντληθεί εδώ και ελπίζω η συζήτηση για το ενδεχόμενο αναθεώρησης ορισμένων πραγμάτων που θεωρούνται ακόμα δεδομένα, να τονωθεί ακόμα περισσότερο.

1 Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πολιτική θεωρία του Locke: Λοκ Τζων, Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως(μτφρ. Πασχάλης Κιτρομηλίδης), Αθήνα:Πόλις, 2012 ( 1η έκδοση 1990 από εκδόσεις Γνώση)
2 Εντοπίζουμε τον ορισμό της ελευθερίας ήδη στον «Λεβιάθαν» του Hobbes : Χομπς Τόμας, Λεβιάθαν ή Ύλη, μορφή και εξουσία μιας εκκλησιαστικής λαϊκής και πολιτικής κοινότητας, Κεφ.21
3 Berlin IsaiahΤέσσερα Δοκίμια περί Ελευθερίας (μτφρ. ΓΠαπαδημητρίου), Αθήνα: Scripta, 2001
4 Κύρια έργα του φιλελεύθερου εξισωτισμού είναι τα ακόλουθα: Rawls John, A Theory of Justice, Cambridge Mass: Belknap Press of Harvard University Press, 1999(Rev. Edition, 1st Edition 1971), Dworkin Ronald, Sovereign Virtue: The Theory of Practice and Equality, Harvard: Harvard University Press, 2002. Κύρια έργα της ελευθεριακής στροφής του φιλελευθερισμού είναι τα ακόλουθα: Nozick Robert: Anarchy, State and Utopia, New York: Basic Books, 1974, Hayek F.A, The Constitution of Liberty, Chicago: University of Chicago Press, 1978
5 Constant Benjamin, «Η ελευθερία των αρχαίων εν συγκρίσει προς εκείνη των νεοτέρων», στο Constant BenjaminΠερί ελευθερίας και ελευθεριών (μτφρ. Ε.Κόλλια-Τ.Δαρβέρης), Αθήνα:Ζήτρος, 2000, σ.33-63
6 Όπ.π…,σ. 38
7 Όπ.π..,σ.51
8 Με παρόμοια ορολογία το επιχείρημα αυτό θα επαναληφθεί από τον Alexis de Tocqueville και τον John Stuart Mill. Σε αυτούς τους στοχαστές το αίτημα για πολιτική αυτοκυβέρνηση μπορεί να οδηγήσει στη λεγόμενη «τυραννία της πλειοψηφίας», στην οποία οι αποφάσεις διαρκώς ωφελούν τους πολλούς και αγνοούν τη βούληση της μειοψηφίας.
9 Συμφωνώ με τον ορισμό της ελευθερίας και τα στάδια εξέλιξης της, όπως εκφράζονται στο έργο του καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης Γ.Κοντογιώργη. Ενδεικτικά βλ. Κοντογιώργης Δ. Γεώργιος, Πολίτης και Πόλις:Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας, Αθήνα Εκδόσεις Παπαζήση,2003, σ.64-65 και γενικότερα το αντίστοιχο κεφάλαιο
10 Με την κοινωνική ελευθερία δε θα ασχοληθούμε εδώ. Είναι η αυτονομία του ατόμου στη σχέση του με διάφορα συστήματα και υποσυστήματα, όπως π.χ το οικονομικό.
11 Constant Benjamin, όπ.πσ.36
12 Κοντογιώργης Γεώργιος, Έθνος και «Εκσυγχρονιστική» Νεοτερικότητα, Αθήνα:Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2006, σ.64

πηγή: respublica.gr

Ο ΧΡΟΝΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΟΥΡΕΙΑ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΗΣΗ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για επικούρεια  φιλοσοφία


Στην ελληνική μυθολογία, ο Χρόνος ήταν μία ασώματη αρχέγονη θεότητα. Παρότι ασώματος, εικονιζόταν και ως τέρας με σώμα φιδιού και τρία κεφάλια: ενός άνδρα, ενός ταύρου και ενός λιονταριού. Ο Χρόνος αυτός και ένα άλλο φίδι που τον συνόδευε και που λεγόταν  Ανάγκη, περιελίσσονταν γύρω από το κοσμικό αυγό. Στη συνέχεια  έσπασαν το αυγό αυτό και σχηματίστηκε το Σύμπαν .
Τι είναι όμως ο χρόνος και πώς τον βιώνουμε;  Και τέλος αν δεν υπήρχε ο άνθρωπος  που τον όρισε, θα υπήρχε ο χρόνος;
Σ’  αυτά τα φιλοσοφικά ερωτήματα έχουμε την ιδεαλιστική και την υλιστική άποψη περί χρόνου.

Επίσης ο χρόνος εκτός από διαφορετική ερμηνεία, έχει και διαφορετική διάρκεια, σύμφωνα με τις διάφορες επιστήμες ή τις εκδοχές της ζωής μας. Επέλεξα όμως να σας πω δυο λόγια μόνο για τον χρόνο στη φυσική, για τον βιολογικό χρόνο, για τον χρόνο στην συνείδησή μας και φυσικά για τον φιλοσοφικό χρόνο. Και τα επέλεξα αυτά, διότι ο ίδιος ο Επίκουρος, ως "υλιστής"φιλόσοφος, λαμβάνει υπ’ όψιν του, στις μελέτες του, αυτούς τους χρόνους.
 Ο χρόνος στην Φυσική
Ας δούμε πρώτα, πώς εκφράζεται ο χρόνος στην Φυσική Επιστήμη:
Ο χρόνος λοιπόν στην Φυσική επιστήμη, νοείται ως θεμελιώδης ποσότητα. Και όπως οι άλλες θεμελιώδεις ποσότητες, όπως ο χώρος και η μάζα, ο χρόνος καθορίζεται μέσω της μέτρησης. Συνεπώς είναι μέγεθος.
Τα δύο ταυτόσημα γεγονότα που συμβαίνουν στο ίδιο σημείο στον χώρο και διακρίνονται μεταξύ τους, είναι για την Φυσική ο χρόνος. Το διάστημα ανάμεσα σε δύο τέτοια γεγονότα, σχηματίζει τη βάση της μέτρησης του χρόνου.
Ακόμα η περιστροφή της γης γύρω από τον άξονά της, παρέχει τις μονάδες μέτρησης της ημέρας π.χ. ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα…  Και η τροχιά της γύρω από τον ήλιο, τις ημερολογιακές μονάδες.
Για την κλασσική μηχανική και κατά τον Νεύτωνα, υπάρχει ο απόλυτος χρόνος, που κυλάει ανεξάρτητα από οποιοδήποτε φαινόμενο συμβαίνει στην φύση και από οποιοδήποτε σύστημα αναφοράς. Οι μεταβολές μέσα στον χρόνο, δεν είναι αυτές οι ίδιες χρόνος.
Ο Αϊνστάιν, με την γνωστή θεωρία της σχετικότητας, μας εισήγαγε στον σχετικό χρόνο. Ο οποίος κυλά πιο αργά στα αντικείμενα που κινούνται με μεγάλη ταχύτητα.
Βλέπουμε σ’ αυτό το σημείο, ότι τόσο ο Νεύτων όσο και ο Αϊνστάιν, μας λένε ότι υπάρχει χρόνος στο χαώδες Σύμπαν, ανεξάρτητα αν τον ορίζει κάποιο φαινόμενο ή δεν τον ορίζει. Δηλαδή βλέπουμε, ότι και αυτοί δεν ξεφεύγουν από μία, Ιδεαλιστική (;) ή Στωική(;)  προσέγγιση του χρόνου, χρησιμοποιώντας υλιστικά δεδομένα. Και για μεν τον Νεύτωνα ο χρόνος είναι απόλυτος, με την έννοια ότι δεν αλλάζουν τα διαστήματά του. Ο δε Αϊνστάιν, με την θεωρία της σχετικότητας, μας λέει ότι ένα έτος φωτός π.χ. είναι διαφορετικό από το δικό μας έτος.
Η σύγχρονη χρήση του χρόνου για επιστημονικούς σκοπούς, καθορίζεται με όρους συχνότητας μιας ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας.
Ο χρόνος στην Βιολογία
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο βιολογικός μας χρόνος, ως προς το πώς καλό θα είναι να βιώνουμε την καθημερινότητά μας.
Μαθαίνουμε ότι το άγχος συνδέεται άμεσα με την κορτιζόλη. Η κορτιζόλη παράγεται ακόμα και κατά την έντονη άσκηση, δρώντας όπως τα στεροειδή, επιταχύνοντας τις βιολογικές διαδικασίες. Αυξημένα επί μακρόν επίπεδα κορτιζόλης, μικραίνουν τη ζωή, καθώς σε συνθήκες στρες, οι μηχανισμοί προστασίας δεν προλαβαίνουν να δράσουν. Η συγγενής με την κορτιζόλη  αδρεναλίνη, δρα με παρόμοιο τρόπο στο βιολογικό ρολόι των κυττάρων και δίνει έκρηξη δύναμης σε καταστάσεις ανάγκης, με αποτέλεσμα την πιο γρήγορη θνησιμότητα.
Αντιθέτως, οι ενδορφίνες του εγκεφάλου που μας προκαλούν ευχαρίστηση, φαίνεται να δρουν αντίστροφα με αυτά που είπαμε και βοηθούν τη μακροζωία. Δηλαδή ένας χαρούμενος άνθρωπος, ένας άνθρωπος που ρουφά την απόλαυση της ζωής, ζει και περισσότερο.
Η αλλαγή στο ρυθμό που έχει το καρδιοχτύπι για παράδειγμα και που δίνει αθροιστικά τη βιολογική ηλικία ενός αγχώδους ή ενός μη αγχώδους ανθρώπου, ενός καταπονημένου ή μη καταπονημένου οργανισμού, είναι αυτός ακριβώς ο δείκτης της μακροζωίας. 
Ο χρόνος στην Συνείδηση                                                            
Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει και ο χρόνος στην συνείδησή μας. Διότι όλα αυτά που σας είπα, σχετικά με τον Βιολογικό χρόνο, έχουν άμεση σχέση και με τον Συνειδησιακό χρόνο. Δηλαδή με τον χρόνο μας, που άλλοτε μας φαίνεται πως περνά πιο γρήγορα και άλλοτε πιο αργά. Π.χ. όταν χαίρεσαι, αισθάνεσαι πως περνάει ο χρόνος γρήγορα, ενώ όταν πονάς περνάει αργά. Όταν χαίρεσαι, ο χρόνος συστέλλεται, ενώ όταν πονάς, ο χρόνος διαστέλλεται. Δηλαδή ανάλογα με την ψυχική σου κατάσταση είναι και ο χρόνος.
Όλα αυτά συμβαίνουν επειδή εμπλέκεται η Αμυγδαλή, δηλαδή το συγκινησιακό κέντρο του Εγκεφάλου, που σε κατάσταση πόνου ή φόβου, επηρεάζει την έκκριση  διαφόρων ορμονών. Εκκρίνεται  η  αδρεναλίνη που κάνει την μνήμη μας να χαράζει ανεξίτηλα τα γεγονότα, με αποτέλεσμα ο χρόνος να μας φαίνεται πιο αργός. Απ’ αυτά συνάγεται ότι σε κατάσταση πόνου ή φόβου, η μνήμη, καταγράφει πιο πολλές μονάδες, με σκοπό την ανάπτυξη στρατηγικής ή ενστικτώδους αντίδρασης καθώς και έγκαιρης πρόβλεψης παρόμοιας κατάστασης στο μέλλον. Όλα αυτά, δίνουν την αίσθηση της διαστολής του χρόνου.
Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει όταν χαίρεσαι ή όταν ηδονίζεσαι. Για παράδειγμα, σου φαίνονται πως πέρασαν μερικά λεπτά, όταν έχεις κάνει ένα πολύωρο και καλό σεξ!
 Ο χρόνος στην Φιλοσοφία                                                                  
Ας δούμε τώρα τι σημαίνει χρόνος στη Φιλοσοφία. Εδώ  τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα. Και τα μπερδεύουν οι θιασώτες του ολοκληρωτισμού εξετάζοντας τον χρόνο από την θέση της στιγμής.
Ας τους δούμε κι αυτούς εν συντομία, έτσι για την Ιστορία. Αλλά πριν τους δούμε, ας διαβάσουμε μία ανοησία, που μοιάζει με γαργάρα, και που θέτει μερικά δήθεν ερωτήματα γι’ αυτούς τους φιλοσόφους που εξάγουν δήθεν ερωτηματικές απαντήσεις, δημιουργώντας ένα κομφούζιο για το θέμα του χρόνου.
«Είναι ορθό να βλέπουμε τον χρόνο να κυλά; Κι αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, κυλά από το μέλλον στο παρελθόν με την ανθρωπότητα κολλημένη σαν βάρκα στη μέση του ποταμού; Ή μήπως κυλά από το παρελθόν προς το μέλλον, παρασύροντας τη βάρκα με τη ροή του; Δύσκολα ερωτήματα ή πολύ αφηρημένα για να απαντηθούν και να μας ωθήσουν να απορρίψουμε τη μεταφορική εικόνα του χρόνου ως ροή. Αν, ωστόσο επιθυμούμε να απορρίψουμε την εικόνα της ροής, πώς μπορούμε να συλλάβουμε το πέρασμά του; Τι είναι αυτό που διακρίνει το παρελθόν από το παρόν ή το μέλλον; Ή μήπως δεν υφίσταται αντικειμενική διάκριση και ο χρόνος είναι μια ενιαία οντότητα που αποκαλείται παρόν; Τι είναι αυτό που δίνει στο χρόνο την κατεύθυνσή του; Τι είναι εκείνο που συνηγορεί υπέρ της ασυμμετρίας μεταξύ παρελθόντος και παρόντος; Υφίσταται η άχρονη ύπαρξη ή μήπως η ύπαρξη γίνεται αντιληπτή μόνο μέσα στα όρια του χρόνου;»
Πολλά απ’ αυτά τα ανωτέρω εντός εισαγωγικών προβλήματα, τα βλέπουμε στα Φυσικά του Αριστοτέλη με παράδοξα ή με προβλήματα.
Ο Αριστοτέλης μας αναφέρει, ότι «ο χρόνος δεν μπορεί να υπάρχει, γιατί δεν υπάρχει κανένα από τα επί μέρους τμήματά του (π.χ. μας λέει ότι η τωρινή στιγμή, που δεν έχει διάρκεια, δεν μπορεί να υπολογιστεί ως τμήμα του χρόνου). Αν πάλι αναρωτηθούμε πότε παύει να υπάρχει η τωρινή στιγμή, όποια απάντηση και να δοθεί περιέχει αντίφαση: Όχι στο παρόν, γιατί όσο υπάρχει, υπάρχει. Ούτε στο μέλλον, στην επόμενη στιγμή, γιατί στο συνεχές δεν υπάρχει επόμενη στιγμή. Αλλά δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την τωρινή στιγμή ότι υπάρχει διαρκώς, γιατί τότε, όσα συνέβησαν πριν από 10.000 π.χ. χρόνια θα υπάρχουν ταυτόχρονα με όσα συμβαίνουν στο παρόν. Πράγμα άτοπον». Για να μην πω άχρονον!
Για πάμε παρακάτω και να δούμε τι μας λέει ο Αυγουστίνος.
«Τι είναι, λοιπόν, ο χρόνος; Αν δε με ρωτά κανείς, γνωρίζω. Αν, όμως, θέλω να το εξηγήσω σε κάποιον που με ρωτά, δε γνωρίζω. Αλλά σε κάθε περίπτωση τολμώ να πω πως τούτο γνωρίζω.  Αν τίποτε δεν τελείωνε, δε θα υπήρχε παρελθόν. Αν τίποτε δεν πλησίαζε, δε θα υπήρχε μέλλον. Αν τίποτε δεν υπήρχε, δε θα υπήρχε και παρόν. Όμως, πώς είναι δυνατόν να υπάρχει το παρελθόν και το μέλλον, αφού το παρελθόν πέρασε και το μέλλον δεν έχει έρθει ακόμη; Από την άλλη, αν το παρόν ήταν πάντα παρόν και δεν κυλούσε, το παρελθόν δεν θα ήταν χρόνος αλλά αιωνιότητα. Αλλά, αν ήταν το παρόν μόνο χρόνος, γιατί κυλά στο παρελθόν, πώς μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει; Υπάρχει, μόνον γιατί κάποια στιγμή θα πάψει να υπάρχει. Το  μόνο, λοιπόν, που μπορούμε να βεβαιώσουμε είναι ότι ο χρόνος οδηγεί στη μη-ύπαρξη»
Οι εν λόγω Ιδεαλιστές Φιλόσοφοι εξετάζουν τον χρόνο από την θέση της στιγμής, της ελάχιστης χρονικής μονάδας. Και είναι το ίδιο, σαν να εξετάζεις τις ιδιότητες ενός σύνθετου πράγματος, με τις ιδιότητες του άτμητου. Ε, «Αριστοτέλεια» λογικό είναι, να σου πουν, πως αυτό το άτμητο γεννήθηκε από το μη ον. Δηλαδή από το τίποτα! Διότι αν μπορούσαν να διακρίνουν, μέσα τους και μόνο, τον συνειδησιακό χρόνο οι διάφοροι ιδεαλιστές φιλόσοφοι, δεν θα προέβαιναν σε ακαταλαβίστικες εκδοχές
Αυτός όμως που συμφωνεί και ταυτίζεται με τον Επίκουρο, είναι ο Μαρξ, στο διδακτορικό του η «Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας».
 Ο χρόνος κατά τον Επίκουρο
Ας δούμε όμως τώρα, τι μας λέει με σαφήνεια ο Επίκουρος, περιλαμβάνοντας και  συμφωνώντας με τις επιστημονικές υλιστικές προτάσεις που σας ανέφερα.
Ναι! Ο μεγάλος μας δάσκαλος, πριν από αιώνες κατόρθωσε με τον Κανόνα του, δηλαδή με την απλή λογική, να μας πει το αυτονόητο!
 «Πρέπει», μας λέει,
«τώρα να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή στο ακόλουθο γεγονός. Δεν πρέπει να εξετάζουμε τον χρόνο όπως τα άλλα φαινόμενα, όσα διερευνούμε υποκειμενικά, ανάγοντάς τον στις εκ των προτέρων αντιλήψεις μας, αλλά λαμβάνοντας υπόψη μας το προφανές γεγονός που μας οδηγεί να βεβαιώσουμε ότι ο χρόνος έχει μακρά ή σύντομη διάρκεια, αποδίδοντάς του, αυτόν τον προσδιορισμό κατ’ αναλογίαν».
Σωστά! Πράγματι! Καλό θα είναι να εξετάζουμε τον χρόνο όχι όπως, για παράδειγμα τον Ήλιο, την Σελήνη, τους Σεισμούς κ.τ.λ.…. όπου είναι αποδεκτή οποιαδήποτε άποψη ερμηνεύει το φαινόμενο. Αλλά με αναλογία. Τι είναι όμως η αναλογία; Μα το είπαμε και πιο πάνω στον συνειδησιακό ή τον αντιληπτικό χρόνο! Ο Επίκουρος εδώ έλαβε υπ’ όψιν του το προφανές, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ότι ο χρόνος διαστέλλεται όταν πονάμε, ενώ συστέλλεται όταν χαιρόμαστε.
Ακόμα προσθέτει ότι:
«Για να προσδιορίσουμε τον χρόνο, πρέπει να χρησιμοποιήσουμε όρους που είναι σε χρήση, και να μην τους αντικαταστήσουμε με άλλους υπό το πρόσχημα ότι είναι καλύτεροι. Και ούτε πρέπει να του αποδώσουμε ξένες ιδιότητες και να ισχυριστούμε ότι είναι ταυτόσημες με την ίδια του τη φύση (κάτι που πράγματι κάνουν κάποιοι), αλλά να αναλογιστούμε κυρίως με τι σχηματίζουμε αυτή την ιδιαίτερη ιδιότητα του χρόνου και πως τη μετράμε». 
Σ’ αυτό εδώ το σημείο είναι και πάλι ευθύς και σαφής. Κι έτσι καταλαβαίνουμε ότι καλό θα είναι να μην ασχολούμαστε με τα παράδοξα του Αριστοτέλη ή με τις ανοησίες του Αυγουστίνου, γιατί έτσι μπερδευόμαστε περισσότερο και δεν μας οδηγούν σε μία ασφαλή θέση.
Επίσης μας λέει ότι
«Και, είναι αρκετός ένας απλός συλλογισμός, και δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε απόδειξη, για να πειστούμε, ότι η έννοια του χρόνου συνδέεται με τις μέρες και τις νύκτες και με τις υποδιαιρέσεις τους, καθώς επίσης με τις ψυχικές καταστάσεις, τα συναισθήματα, την απάθεια, την κίνηση και τη στάση. Σε όλα αυτά παρατηρούμε κοινό χαρακτηριστικό, που το ονομάζουμε χρόνο».
Μας εξηγεί λοιπόν και μας παραθέτει, ότι χρειάζεται όχι μόνο ένας απλός συλλογισμός για να καταλάβουμε την έννοια του Χρόνου αλλά και μία απλή παρατήρηση στο ον άνθρωπος ή στα υπόλοιπα όντα της φύσης, όπου υπάρχει μία αέναη γέννηση – ζωή και θάνατος. Και ότι καλό θα είναι να σκεφτούμε ποιος είναι ο χρόνος για εμάς; Δηλαδή είναι ο βιολογικός, ο αντιληπτικός, ο χρόνος σε σχέση με τα άλλα πλάσματα της φύσης;
Τι περιλαμβάνει αυτός ο χρόνος;  Δηλαδή περιλαμβάνει την έναρξη της ζωής μας; Την έναρξη κάποιου γεγονότος; Την γέννηση ενός προσφιλούς μας προσώπου; Και τέλος πως τον μετράμε. Άμα τα ορίσουμε αυτά, τότε θα έχουμε μία πλήρη αντίληψη του χρόνου.
Και εδώ καλό θα είναι να κάνουμε δύο διαπιστώσεις σ’ αυτά που μας λέει ο Επίκουρος. Όντως ο χρόνος (ο βιολογικός) συνδέεται με τις μέρες, τις νύχτες και με τις υποδιαιρέσεις τους, αλλά συνδέεται και με τις ψυχικές καταστάσεις, τα συναισθήματα, το αν περνά η ώρα ή όχι, πράγματα που τα ξαναείπαμε στον αντιληπτικό χρόνο .
Και συνεχίζει ο Επίκουρος
«Πρέπει να προσθέσουμε σε αυτά που ελέχθησαν πιο πάνω, ότι οι κόσμοι, και κάθε περιορισμένο σύμπλεγμα ατόμων που είναι όμοιοι με τα πράγματα που βλέπουμε καθημερινά γύρο μας, έγιναν από το άπειρο. Επειδή όλα αυτά, τα μεγάλα όπως και τα μικρά, έχουν την προέλευση τους από καθορισμένες συστροφές. Και όλα τα πράγματα διαλύονται ξανά, άλλα πιο γρήγορα, άλλα πιο αργά, άλλα από κάποια αιτία, άλλα από κάποιες άλλες αιτίες.»
Που θέλει να μας πει ότι: Το άτομο (το άτμητο δηλ.) είναι αιώνιο, άχρονο και αθάνατο! Όταν όμως ενωθεί με άλλα άτομα, το καινούργιο στοιχείο που βγαίνει από την ένωση, έχει χρόνο. Δηλαδή ο χρόνος δεν σχετίζεται με την κίνηση των μεμονωμένων ατμήτων. Αλλά με την σύνθεση των ατμήτων και την κίνηση τους εντός της οποιασδήποτε σύνθεσης. Έτσι και αυτά  που έχουν ζωή και που αποτελούνται από τα άτμητα στοιχεία τα οποία με την ένωσή τους δίνουν ζωή, έχουν αρχή και τέλος. Το ίδιο ακριβώς  συμβαίνει και με αυτά τα πράγματα που η ένωση τους δεν δίνει ζωή. Π. χ οι πέτρες, το μέταλλο, το νερό κ.α. Άρα βγαίνει το προφανές συμπέρασμα ότι η κάθε ένωση των ατόμων έχει αρχή και τέλος. Τα άτομα αενάως ενώνονται από την κίνησή τους, φτιάχνουν συνθέσεις, και έπειτα διαλύονται οι συνθέσεις εξ’ ων συνετέθησαν! Ε αυτό ακριβώς είναι ο χρόνος. Και όσον αφορά την διάρκεια της ζωής των συνθέσεων, ποικίλει ανάλογα με την φύση και την θέση, της κάθε σύνθεσης. Δηλαδή άλλες συνθέσεις ζουν πιο πολύ, άλλες πιο λίγο.
Ο χρόνος κατά τον Λουκρήτιο
Ακριβώς τα ίδια μας λέει και ο Λουκρήτιος στο εκπληκτικό ποίημα του De Rerum Natura που είναι, ως επί το πλείστον, το χαμένο βιβλίο Περί Φύσεως του Επίκουρου.«Χρόνος» μας αναφέρει «δεν υπάρχει από μόνος του. Μόνο από τα ίδια πράγματα βγαίνει η αίσθηση για το τι έγινε στο παρελθόν, τι γίνεται τώρα και τι θ’ ακολουθήσει μετά. Ας το παραδεχτούμε λοιπόν ότι κανείς δεν μπόρεσε ν’ αντιληφθεί το χρόνο ξεκομμένο από την κίνηση ή την γαλήνια ακινησία των πραγμάτων».Διότι ο χρόνος δεν είναι ξεκομμένος από τα γεγονότα, από τις πράξεις , από την δραστηριότητα. Επίσης δεν μπορούμε να πούμε πως υπάρχει χρόνος σε κάτι που δεν έχει δημιουργηθεί. Υπάρχει όμως χρόνος σε συνθέσεις, είτε κινούνται, είτε μένουν ακίνητες όπως πιστευόταν για κάποια πράγματα εκείνη την εποχή, π.χ. ένας βράχος. Το ότι ακόμα και ο βράχος αλλοιώνεται, αυτό σημαίνει πως υπάρχει χρόνος και γι’ αυτόν.
«Τέλος,» μας λέει ο Λουκρήτιος ότι
«όταν κάποιοι λένε πως η «αρπαγή της κόρης του Τυνδάρεω» και η «ήττα των Τρώων στον πόλεμο» είναι γεγονότα, ας προσέξουμε να μην μας κάνουν να παραδεχτούμε ότι τα γεγονότα αυτά έχουν αυτόνομη υπόσταση. Τα χρόνια που πέρασαν έχουν πάρει ανεπιστρεπτί μαζί τους ανθρώπινες γενιές για τις οποίες, στ’ αλήθεια, τα γεγονότα εκείνα υπήρξαν συμπτώματα. Γιατί οποιοδήποτε συμβάν μπορούμε κάλλιστα να το χαρακτηρίσουμε σύμπτωμα – είτε της οικουμένης όλης είτε συγκεκριμένων τόπων. Και πάλι, αν δεν υπήρχε η ύλη των πραγμάτων, ο χώρος και το κενό όπου συμβαίνει το καθετί, ποτέ δεν θα έκαιγε μες στα Φρυγικά τα στήθη του Πάρη  η ερωτική φλόγα που του άναψε της Ελένης η ομορφιά, και πυροδότησε τον ξακουστό εκείνο κι άσπλαχνο πόλεμο. Μήτε ο Δούρειος Ίππος θα’ χε πυρπολήσει τα Πέργαμα, βγάζοντας νύχτα μες’ από τα σωθικά του τους Έλληνες κρυφά απ’ τους Τρώες. Μπορείς, λοιπόν, να το δεις καθαρά: τα γεγονότα σε καμιά περίπτωση δεν έχουν αυτόνομη υπόσταση όπως η ύλη, μήτε υπάρχουν με την έννοια που υπάρχει  και το κενό. Σωστότερο θα ήταν να τα ονομάσεις συμπτώματα της ύλης και του χώρου στον οποίο συμβαίνουν.»
Μπορεί να φανεί σε κάποιον Στωικό ότι τα γεγονότα που μας παραθέτει ο Λουκρήτιος είναι ντετερμινιστικά, ότι υπάρχει αιτία και αιτιατό και ότι ο χρόνος μας οδηγεί κάπου. Αν όμως θελήσει κάποιος  να κοιτάξει καλά, θα δει πως αυτά τα συμπτώματα, που μας αναφέρει ο Λουκρήτιος, είναι οι περιστασιακές ιδιότητες. Αυτές! είναι θεμελιώδεις για την Επικούρεια Φιλοσοφία. Διότι, ούτε μόνιμες είναι, ούτε σταθερές, ούτε υπάρχουν για κάτι, και δεν εμφανίζονται πάντα. Έτσι εδώ, πέραν της αλληλουχίας των γεγονότων, μας παρουσιάζει και την τυχαιότητα στην οποία επέδρασε και επιδρά ο χρόνος. Και αυτό ακριβώς, δηλαδή η τυχαιότητα, είναι το σύμπτωμα. Η τυχαιότητα είναι η περιστασιακή ιδιότητα.
Και όταν λέμε αλληλουχία, εννοούμε πως ένα γεγονός δεν έγινε παρθενογεννημένο, αυτόνομο, αλλά έγινε σε σχέση με άλλα γεγονότα.
Και όταν λέμε τυχαιότητα, ο Λουκρήτιος μας το λέει ξεκάθαρα: Ότι οι άνθρωποι ή τα πράγματα δημιουργούν την διαφορά. Και κατ’ επέκταση την τυχαιότητα. Διότι αν κάτι έλειπε από το όλο σκηνικό, τα πράγματα ή τα γεγονότα θα ήταν διαφορετικά. Δηλαδή μας λέει ότι, αν δεν υπήρχε π.χ. η Ελένη ή αν δεν είχε συναντηθεί με τον Πάρη δεν θα γινόταν Τρωικός Πόλεμος.
Επίσης μας μιλά και για την υλιστική πλευρά του χρόνου. Και είχε δώσει σαφή την απάντηση στον Αυγουστίνο, που μας λέει ότι χρόνος υπάρχει στη μη ύπαρξη. Ακριβολογεί λοιπόν και μας λέει, ότι αν δεν υπήρχαν η παρέκκλιση των ατόμων που εξαιτίας τους προκαλούνται οι συνθέσεις και το κενό δεν θα υπήρχαν  γεγονότα. Διότι, όπως είπαμε, τα γεγονότα συμβαίνουν με την σύνθεση των ατόμων.  Άρα, αν δεν υπήρχε παρέκκλιση, δεν θα υπήρχε σύνθεση, δεν θα υπήρχε σύγκρουση, δεν θα υπήρχε γέννηση…. άρα δεν θα υπήρχε χρόνος.
Χρόνος και αντικειμενικότητα                                                                   
Γεννάται το ερώτημα, αν είναι ο χρόνος αντικειμενικός. Με την έννοια ότι περνά πάνω απ’ όλες τις συνθέσεις της φύσης. Η απάντηση είναι καταφατική! Η απάντηση είναι Ναι! Όμως ποιος όρισε τον χρόνο και ποιος τον μετρά; Μα, απ’ όσο ξέρουμε, ο άνθρωπος. Με αναγωγή λοιπόν στην σκέψη μας, αν πάψουμε να υπάρχουμε ως ανθρωπότητα, σίγουρα θα υπάρχει χρόνος. Όμως δεν θα υπάρχει κανείς να τον ορίσει. Εκτός αν υπάρχουν άλλα εξωγήινα σκεπτόμενα  όντα που θα τον ορίσουν. Υπάρχει λοιπόν χρόνος έξω από εμάς αλλά δεν υπάρχει αυτός που τον ορίζει. Οπότε είναι σαν να μην υπάρχει.
Εδώ έρχεται και συνηγορεί και ο Μητρόδωρος με την 10η προσφώνηση που μας λέει
«Μην ξεχνάς, παρόλο που είσαι θνητή φύση και παρόλο που σου δόθηκε περιορισμένος χρόνος για την ζωή, πως έφτασες- χάρη στη λογική κρίση για την ουσία της φύσης-στο άπειρο και στην αιωνιότητα και πως κατανόησες ό,τι υπάρχει, ό,τι υπήρξε και ό,τι θα υπάρξει». Που σημαίνει ότι, αν δεν σου διδόταν αυτός ο περιορισμένος χρόνος για την ζωή, δεν θα υπήρχε περίπτωση να κατανοήσεις την φύση, το άπειρο, την αιωνιότητα και ό,τι υπήρχε, ό,τι υπάρχει και ό,τι θα υπάρξει. Δηλαδή όταν είσαι τίποτα, δεν μπορείς να ορίσεις τίποτα. «Διότι τίποτα δεν γίνεται από το τίποτα».
Επίλογος
Καταλαβαίνω ότι σας κούρασα, ότι σας ζάλισα. Ήταν όμως ευκαιρία να μάθετε μία γενική άποψη για τον χρόνο. Ναι, μα τους 12 Ολύμπιους Θεούς, αυτή η κούραση σας, δεν ήταν εξαναγκαστική, όπως για παράδειγμα οι ατελείωτες ώρες μιας δουλειάς, αλλά εποικοδομητική και χαρούμενη κούραση, που προέρχεται από τον χρόνο  της δημιουργίας.
Ακόμα, καλό είναι ο χρόνος να μελετάται καθ’ ολοκληρία και όχι τμηματικά, διότι παραπέμπει  σε ατέρμονες και ανούσιες συζητήσεις αιτιοκρατικού χαρακτήρα.
Ο Επίκουρος, μέσα από τα λόγια του, μας αναφέρει, με την  αντίληψη  της  δικιάς του εποχής, όλες τις σύγχρονες επιστημονικές διαπιστώσεις σε όλους τους τομείς που ειπώθηκαν. Μπορεί οι σύγχρονοι Φυσικοί, Βιολόγοι, Φιλόσοφοι να μην είχαν διαβάσει Επίκουρο, όμως βλέπουμε πως συνέχεια επιβεβαιώνεται. Γι’ αυτό τον μελετάμε και γι’ αυτό καλό θα είναι να τον αναδεικνύουμε στην Επιστημονική κοινότητα και να τους λέμε πως και τα πιο σύγχρονα επιστημονικά όργανα επισφραγίζουν την Επικούρεια Φιλοσοφία.
πηγή: antikleidi

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥ ΝΟΗΤΟΥ, ΣΧΕΣΕΙΣ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

$
0
0
Ακροβάτες στο σχοινί. - Χοσέ Ριμπέρα - 1634

Ιστορικά, η ψυχαναλυτική δραστηριότητα άρχισε σαν ιατρική πρακτική. Ο Φρόιντ χρειάστηκε ένα τέταρτο του αιώνα μέχρι να αποφασίσει -στο δοκίμιό του «Το ζήτημα της ψυχανάλυσης από μη γιατρό» («La question de l’ analyse profane»)-ότι για να ασκήσει κανείς τnv ψυχανάλυση είναι λιγότερο σημαντικό το να έχει σπουδάσει ιατρική απ’ ότι το να γνωρίζει λογοτεχνία, εθνολογία, ιστορία- θα προσέθετα ότι πρέπει να γνωρίζει, επίσης, και φιλοσοφία και πολιτική Θεωρία.
Δεν ξέρω πόσο χρόνο χρειάστηκε ακόμη ύστερα από αυτό η Αμερικανική Ψυχαναλυτική Εταιρεία για να παραδεχτεί ότι η διδακτορική διατριβή στην ιατρική δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να ασκήσει κανείς την ψυχανάλυση.

Σήμερα, έχουμε φθάσει εντελώς στο άλλο άκρο.Σήμερα, όλα επιτρέπονται. Σήμερα, έχει διαμορφωθεί μια σχεδόν ενιαία γραμμή που συνδέει την ψυχανάλυση με τη χαρτομαντεία και την αστρολογία, και όπου ενδιάμεσοι σταθμοί είναι η παροχή ψυχοσυμβουλών κατ’ έμπνευση, η σεξολογία, οι διάφορες εκδοχές του μπιχεβιορισμού. η πρωταρχική κραυγή, κ.λπ. Μπορείτε μόνοι σας να συμπληρώσετε τον κατάλογο.
Ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των πρακτικών -από την πιο αυστηρή ψυχανάλυση μέχρι τις πιο εκφυλισμένες και τις πιο ευφάνταστες σημερινές παραλλαγές της- είναι η ιδέα της θεραπείας. Θεραπεία μπορεί να σημαίνει δύο τινά: πρώτον, επειδή υποφέρει κανείς, έχει έντονη επιθυμία να ανακουφιστεί- δεύτερον, επειδή παρεκκλίνει κανείς από μια ορισμένη νόρμα, έχει την ανάγκη να «αναμορφωθεί». Πάντως, και στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση εγείρονται ερωτήματα που είναι σχεδόν αδύνατον να αντιμετωπιστούν ερωτήματα αβυσσαλέα, σχετικά με τον σκοπό ή τους σκοπούς της ψυχανάλυσης.
Το να μιλάμε για παρέκκλιση από μια νόρμα συνεπάγεται ότι γνωρίζουμε τι είναι και τι θα έπρεπε να είναι αυτή η νόρμα- και, επίσης, ότι είμαστε έτοιμοι να την υπερασπιστούμε. Μια νόρμα μπορεί να είναι είτε βιολογική είτε κοινωνική.
Στο δικό μας τομέα, δηλαδή στον τομέα της ψυχανάλυσης, παρά τις επίμονες προσπάθειες να καθοριστεί τι είναι μια «νορμάλ» εξέλιξη ή η είναι μια «νορμάλ» σεξουαλικότητα, δεν έχει κανένα νόημα να καθορίσουμε μια βιολογική νόρμα.
Δεν έχουμε και δεν μπορούμε να έχουμε ένα στερεότυπο κανονιστικό για το τι θα έπρεπε να είναι μια «νορμάλ» ψυχή. Ας θυμηθούμε απλώς και μόνο την παρέκβαση του Φρόιντ σε ένα από τα τελευταία κείμενά του -«Ολοκληρωμένη και ανολοκλήρωτη ψυχανάλυση» («Analyse terminee et analyse interminable»). Ο Φρόυντ σ’ αυτό το κείμενο ρωτά τον αναγνώστη του, για ποιο λόγο θα έπρεπε την αμφισεξουαλικότητα να τη θεωρούμε «μη νορμάλ»- και απαντά, απερίφραστα, ότι δεν υπάρχει κανένας τέτοιος λόγος.
Στην ψυχανάλυση, λοιπόν, δεν έχει κανένα νόημα να καθορίσουμε μια βιολογική νόρμα. Ωστόσο, εξίσου, δεν μπορούμε να δεχτούμε. χωρίς κριτική και αντίλογο, ότι οι ισχύουσες κοινωνικές νόρμες είναι ορθές. Μια κοινωνική νόρμα είναι κοινωνικά θεσμισμένη: δεν υπάρχει ανάγκη να αποδείξουμε τη σχετικότητά της στον χώρο και τον χρόνο. Γνωρίζουμε, λοιπόν, ότι η ομοφυλοφιλία εδιώκετο ποινικά σε πολλές χώρες μέχρι και το 1960.
Γνωρίζουμε, επίσης, τη σκληρή τιμωρία που επέβαλαν τα βρετανικά δικαστήρια λόγω ομοφυλόφιλων σχέσεων στον Όσκαρ Γουάιλντ και τον Ανταμ Τούρινγκ, στο τέλος του 19ου αιώνα (ο δεύτερος εξωθήθηκε στην αυτοκτονία μετά την αποφυλάκισή του). Σήμερα ακόμη, στο τέλος του 20ού αιώνα, ο σοδομισμός και οι στοματικές σεξουαλικές σχέσεις αποτελούν αδικήματα που τιμωρούνται με πολλά χρόνια φυλάκισης στη Γεωργία των Ηνωμένων Πολιτειών- ενδεχομένως και σε άλλες Πολιτείες.
Γενικότερα, και χωρίς να προχωρήσουμε πιο πέρα, σύμφωνα με τις έως τώρα ιστορικές και εθνολογικές μας γνώσεις, η ψυχανάλυση δεν θα μπορούσε να στηρίξει την ορθότητα των κοινωνικών κανόνων στον σεξουαλικό τομέα. Εάν το έπραττε, όπως συνέβαινε επί δεκαετίες, τότε, η ψυχανάλυση θα δεχόταν την εντελώς δικαιολογημένη μομφή που προσαρμόζεται στις υπάρχουσες κοινωνικές νόρμες. Βλέπουμε, λοιπόν, εδώ. μια αναγκαία σύνδεση ανάμεσα στα ψυχαναλυτικά και τα πολιτικά προβλήματα (με την πιο ριζική έννοια του πολιτικού στοιχείου: αυτό που έχει σχέση με τη θέσμιση της κοινωνίας και το περιεχόμενό της).
Μας προβληματίζει όμως εξίσου η ιδέα του ψυχικού πόνου, ανεξάρτητα από τα αισθήματα συμπάθειας που το φαινόμενο αυτό ξυπνά μέσα μας.
Κάθε ανθρώπινη ζωή περιλαμβάνει αναγκαστικά τον πόνο. Όμως, ποιοι είναι εκείνοι που θα ορίσουν τα σύνορα ανάμεσα στον «νορμάλ» και τον «μη νορμάλ» πόνο (εκτός κι αν θέλουν να παραστήσουν τους υπερασπιστές ενός συγκεκριμένου προτύπου «ψυχικής υγείας»); Πολλά, λοιπόν, τα ερωτήματα που ανακύπτουν. Πρέπει να δεχτούμε το ψυχοθεραπευτικό αίτημα των ανθρώπων που υποφέρουν, επειδή εγκαταλείφθηκαν από τον φίλο ή τη φίλη τους; Πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός ότι τόσοι άνθρωποι γύρω μας, κάθε φορά που αντιμετωπίζουν μια δύσκολη κατάσταση, ξεσπούν στα Valium και στα Temesta και σε διάφορα άλλα τέτοιου είδους χάπια; Και, εάν ναι, τότε, γιατί δεν παραχωρούμε τη θέση μας στους ειδικούς της ψυχοφαρμακολογίας
Ο Φρόιντ έχει δώσει έναν φαινομενικά άμεμπτο ορισμό για τον σκοπό (και τους σκοπούς) της ψυχανάλυσης. Σύμφωνα λοιπόν με τον ορισμό του Φρόιντ, σκοπός της ψυχανάλυσης είναι: «η αποκατάσταση της ικανότητας να αγαπάμε και να εργαζόμαστε». Αλλά να αγαπάμε τι; Και  ακόμη πιο προβληματικό, να εργαζόμαστε προς τι;
Θέλουμε να αποκαταστήσουμε την ικανότητα της εργασίας σ’ ένα εργοστάσιο που λειτουργεί σύμφωνα με το σύστημα των Φορντ και Τέιλορ; Δηλαδή η δουλική υποταγή στις υπάρχουσες συνθήκες εργασίας θα ήταν έγκυρος δείκτης ψυχικής υγείας; Μα, η εργασία αποτελεί αξία στο βαθμό που οι ίδιοι οι σκοποί της είναι θετικά επενδεδυμένοι· χωρίς αμφιβολία, αυτή η θετική επένδυση έχει έναν κοινωνικά θεσμισμένο χαρακτήρα. Η αγάπη πάλι, θέτει άλλα ερωτήματα. Ιδίως, ερωτήματα που αναδύονται από το ακαθόριστο του περιεχομένου της, από τον μη προσδιορίσιμο χαρακτήρα του αντικειμένου της, από την αινιγματική σχέση της με τον χρόνο.
Ο Φρόιντ μίλησε, επίσης, με ταπεινότητα για την ψυχανάλυση, χαρακτηρίζοντας την ως μια πρακτική που αποσκοπεί να οδηγήσει το άτομο από τον νευρωτικό πόνο στον κοινό ανθρώπινο πόνο.
Η παραπάνω διάκριση, κατά την άποψη μου, είναι εμφανής σε όσους έχουν κάποια οικειότητα με την ψυχική ζωή. Όμως, και πάλι, θα ήταν μάταιο να ελπίσουμε ότι  θα μπορέσουμε να διαχωρίσουμε αυστηρά αυτές τις δύο καταστάσεις.
Έρχομαι τώρα στο ωραίο και θαρραλέο κείμενο του Λώρενς Γιάκομπσον (σημ.: ένας από τούς συμμετέχοντες στο ψυχαναλυτικό συνέδριο για το οποίο υπάρχει αναφορά στον πρόλογο), στο σημείο μάλιστα που περιγράφει το πρόβλημα δύο ασθενών του: την μη αυθεντικότητα της σχέσης τους με την ίδια τη ζωή τους. Με αγγίζει ιδιαίτερα αυτή η αίσθηση. Επιπλέον, προσωπική, δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω ο φίλος κάποιου που θα αισθανόμουν ότι του λείπει η αυθεντικότητα. Όμως το πρόβλημα έγκειται ακριβώς στον όρο «αισθάνομαι» (feel). Δεν αμφιβάλλω καθόλου για τη σημασία του. αλλά ούτε και για τnv ικανότητά μου να πω ποιος είναι αυθεντικός και ποιος δεν είναι. Ωστόσο, είμαι τελείως ανίκανος να το εκφράσω με αφηρημένες λέξεις. Για μένα, είναι κάτι ανάλογο με τη διαφορά που υπάρχει, ας πούμε, ανάμεσα στον Μπετόβεν και στον Σαιν-Σανς. Για τη λογοτεχνία, η μη αυθεντικότητα -«οι κενοί άνθρωποι, οι υπερφίαλοι άνθρωποι»/ («the hollow men, the stuffed men», όπως λέει ο T. Σ. Ελιοτ- αποτελεί ένα αντικείμενο μελέτης καθ’ όλα νόμιμο. Αλλά ακόμη και για τα λογοτεχνικά πρόσωπα, ποιος θα μπορούσε να πει με βεβαιότητα εάν η Μανταμ Μποβαρύ υπήρξε αυθεντική ή όχι; Ίσως, μοναδική στιγμή αυθεντικότητας στη ζωή της να ήταν η στιγμή της αυτοκτονίας της -αλλά σ’ αυτή την περίπτωση δεν θα μας χρησίμευε σε τίποια να το ξέρουμε.
Η πολιτική διάσταση της ψυχανάλυσης
Η ψυχανάλυση εμπεριέχει μια πολιτική διάσταση, που είναι αδύνατον να την αγνοήσουμε. Φυσικά, με τον όρο πολιτική δεν εννοώ το επάγγελμα του κ. Κλίντον ή του κ. Τζίνγκριτς (ήταν ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο), αλλά τα προβλήματα και τις δραστηριότητες που σχετίζονται με τη θέσμιση της κοινωνίας. Έτσι, αναπόφευκτα, η ψυχανάλυση εμπλέκεται στις διαμάχες που αφορούν τις πολιτικές ιδέες και δραστηριότητες. Με την έννοια αυτή, η ψυχανάλυση είναι πρακτική δραστηριότητα, η οποία ανήκει στο χώρο της δόξας (δηλαδή της γνώμης, με την αρχαιοελληνική έννοια) και όχι της επιστήμης. Και αυτό το συνειδητοποιούμε κάθε φορά που αναρωτιόμαστε σχετικά με τους στόχους της ψυχανάλυσης.
Οι στόχοι της ψυχανάλυσης αφορούν υποχρεωτικά ένα κοινωνικό άτομο. Ειδικότερα, αφορούν τη σχέση αυτού του ατόμου με τον εαυτό του και με τον άλλο. Επιπλέον, πέρα από τον κάθε μεμονωμένο «άλλο», αφορούν τη σχέση αυτού του ατόμου με ένα περιβάλλον προσδιορισμένο από την κοινωνική οργάνωση.
Πάντως, είναι εντελώς απρόσφορο να απαιτούμε από την ψυχανάλυση να πραγματοποιήσει μια «μεταστροφή στις σχέσεις». Πρώτα απ’ όλα, η ψυχανάλυση πάντα λαμβάνει υπ’ όψιν τις σχέσεις του ασθενούς με το περιβάλλον του. Ο Φρόυντ ποτέ δεν έπαψε να μιλάει για τις σχέσεις των ασθενών του με τον περίγυρό τους. Όμως το πρόβλημα που αντιμετώπισε ο Φρόυντ τότε είναι ακριβώς το ίδιο με το πρόβλημα μιας ψυχανάλυσης που θα ασχολείτο σήμερα με το σύνολο των σχέσεων του ψυχαναλυόμενου: η αποτυχία του να αναγνωρισθεί σαφώς ότι πέρα από κάθε συγκεκριμένο «άλλο», η ψυχανάλυση συνεπάγεται -και στην πρακτική και στη θεωρία της- όλο το δίκτυο των ανώνυμων και απρόσωπων θεσμών και σημασιών.
Όταν στην ψυχανάλυση μιλάμε για «μοραλιστικές» ή «ηθικές παραμέτρους» πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν πως ο μοραλισμός και η ηθική -αντιθέτως με ότι ισχυρίζεται η χριστιανική και μεγάλο μέρος της φιλοσοφικής παράδοσης- αποτελούν ασφαλώς μια διάσταση της πολιτικής. Και, πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο μοραλισμός και η ηθική δεν διαχωρίζονται από την πολιτική.
Ως προς το θέμα των σχέσεων ψυχανάλυσης- πολιτικής, θα παρουσιάσω τις απόψεις μου αναγκαστικά με τρόπο δογματικό. Εξάλλου, στο πεδίο αυτό, δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει μια εκ των προτέρων «θεμελίωση»· μόνον εκ των υστέρων είναι δυνατόν να δώσει κανείς λογική αιτιολογία.
Η ψυχανάλυση και η πολιτική, ουσιαστικά, έχουν το ίδιο αντικείμενο: την αυτονομία των ανθρωπίνων όντων. Εάν αναγνωρίσουμε τον θεμελιωδώς κοινωνικό χαρακτήρα των ανθρώπων, τότε, βλέπουμε ότι η αυτονομία (και η ελευθερία) είναι υποχρεωτικά ατομική και συλλογική.
Δεν μπορώ να ζήσω εντελώς μόνος -και μόνος δεν θα μπορούσα ποτέ να είχα γίνει ανθρώπινο ον. Δεν μπορώ, επιπλέον, να εξαφανίσω τούς άλλους. Συνεπώς, το ερώτημα τίθεται ως εξής; πώς μπορώ να είμαι ελεύθερος, εάν είμαι υποχρεωμένος να ζω σε μια κοινωνία στην οποία ο νόμος καθορίζεται από κάποιον άλλον; Η μόνη αποδεκτή απάντηση συνίσταται στο να πω: έχω την ουσιαστική δυνατότητα να συμμετέχω ισότιμα με οποιονδήποτε άλλον στη διαμόρφωση και στην εφαρμογή του νόμου. Και αυτό είναι τo πραγματικό νόημα της δημοκρατίας.
Πώς μπορώ όμως να είμαι ελεύθερος εάν με κυβερνά το ασυνείδητό μου; Αφού δεν γίνεται ούτε να το εξαφανίσω ούτε να το απομονώσω, η μόνη απάντηση είναι: μπορώ να είμαι ελεύθερος εάν διαμορφώσω μια άλλου τύπου σχέση με το ασυνείδητό μου μια σχέση χάρη στην οποία θα είμαι σε θέση να ξέρω, στο μέτρο του δυνατού, τι μου συμβαίνει- μια σχέση που θα μου επιτρέπει να ελέγχω, στο μέτρο του δυνατού, ό,τι από το ασυνείδητό μου περνάει στην καθημερινή εξωτερική μου δραστηριότητα. Και αυτό ακριβώς είναι που ονομάζω εδραίωση μιας στοχαστικής και αποφασίζουσας υποκειμενικότητας.
Είναι εύκολο να δείξουμε ότι μια αυτόνομη κοινωνία είναι εφικτή μόνο εφόσον αποτελείται από αυτόνομα άτομα. Είναι εύκολο να δείξουμε, επίσης, ότι αυτόνομα άτομα μπορούν να υπάρξουν μόνον μέσα σε μια αυτόνομη κοινωνία. Κι αυτό, διότι μόνο με την ουσιαστική άσκηση της αυτονομίας αναπτύσσεται η αυτονομία- εξάλλου, μια εκπαίδευση προσανατολισμένη προς την αυτονομία των ατόμων μπορεί να υπάρξει μόνο σ αυτό τον τύπο κοινωνίας.
Είναι σαφές ότι την αυτονομία δεν μπορούμε ούτε να την επιβάλουμε ούτε να τη «διδάξουμε».
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε ως ψυχαναλυτές είναι να βοηθήσουμε τον ψυχαναλυόμενο να προχωρήσει προς την αυτονομία, πράγμα που προϋποθέτει ταυτόχρονα μια ορισμένη γνώση και μια ορισμένη δραστηριότητα.
Η επίτευξη της μεταφοράς αυτής της γνώσης είναι ο σκοπός της ψυχαναλυτικής ερμηνείας, η οποία θα επιτρέψει ακριβώς στον ψυχαναλυόμενο να προσεγγίσει τα κρυφά και απωθημενα κίνητρα και ορμές του. Ομως πρέπει να οδηγήσουμε τον ψυχαναλυόμενο με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει σταδιακά ο ίδιος ικανός να αναπαραγάγει την ψυχαναλυτική ερμηνεία μόνος του.
Η ψυχανάλυση είναι μια δραστηριότητα πάνω στον εαυτό μας, ένας στοχασμός του εαυτού μας για τον εαυτό μας. Η ψυχανάλυση είναι η επίτευξη της ατομικής αυτονομίας, μέσω της αποτελεσματικής άσκησής της με τη βοήθεια κάποιου άλλου προσώπου. Η δραστηριότητα αυτού του άλλου προσώπου, δηλαδή του ψυχαναλυτή -που τα όριά της καθορίζονται ανάλογα με τις ανάγκες της ψυχαναλυτικής διαδικασίας, από τον ψυχαναλυόμενο, σε σχέση με την εξέλιξη της πορείας του-, δεν είναι εφαρμογή μιας τεχνικής αλλά μιας πράξης. Δηλαδή είναι η δράση ενός προσώπου που προσφέρεται να βοηθήσει ένα άλλο πρόσωπο ώστε να κατακτήσει τη δυνατότητά του για αυτονομία. Στο βαθμό που το συγκεκριμένο περιεχόμενο αυτού του σκοπού δεν είναι εκ των προτέρων καθορισμένο -και δεν μπορεί να είναι, αφού προϋποθέτει την απελευθέρωση των δημιουργικών ικανοτήτων του ριζικού φαντασιακού του ψυχαναλυόμενου- η δραστηριότητα αυτή είναι δημιουργία- με άλλα λόγια, είναι ποίησις (ελληνικά στο κείμενο).
Βλέπω, λοιπόν, στην ψυχανάλυση μια πρακτικο-ποιητική δραστηριότητα. Αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της ψυχανάλυσης καθορίζει, επίσης, και τα άλλα δύο επαγγέλματα που ο Φρόυντ θεωρούσε «αδύνατα»; την παιδαγωγική και την πολιτική.
Η ψυχανάλυση -όπως η πολιτική και όπως η παιδαγωγική- είναι η δραστηριότητα μιας αυτονομίας σε μια άλλη δυνητική αυτονομία. Ο σκοπός και των τριών επαγγελμάτων συνίσταται στο να δημιουργήσουν αυτές τις νέες μορφές που είναι τα αυτόνομα άτομα και η αυτόνομη κοινωνία.
πηγή: antikleidi
Viewing all 939 articles
Browse latest View live