Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΜΑΡΚ ΝΕΟΚΛΕΟΥΣ - ΑΓΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑ

$
0
0

Στο βιβλίο του με τίτλο Πολεμική Εξουσία, Αστυνομική Εξουσία (War Power, Police Power, 2014, Edinburgh: Edinburgh University Press) ο Mark Neocleous αναγνωρίζει τη διεξαγωγή του πολέμου ως συστατικό στοιχείο του φιλελεύθερου κράτους και καταστατικό στοιχείο της φιλελεύθερης τάξης πραγμάτων. Η κρατική εξουσία είναι πολεμική γιατί ο πόλεμος είναι ο τρόπος που διαθέτει για να προστατεύσει την ελευθερία της, αυτήν που συνίσταται ουσιαστικά στην ελευθερία της ιδιωτικής περιουσίας, του εμπορίου, της εκμετάλλευσης και της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, ο Neocleous επεκτείνει την έννοια του πολέμου ώστε να περιλάβει και την ειρήνη, στο βαθμό που αυτή δεν είναι παρά η επιβαλλόμενη από το κράτος ειρήνευση. Πόλεμος και ειρήνη είναι η απροκάλυπτη και η καλυμμένη βία που το κράτος χρησιμοποιεί για να εξασφαλίσει την υπακοή – κι εδώ βρίσκεται o κεντρικός ρόλος της αστυνομίας, ως δύναμης που επιβάλλει την τάξη στις “ειρηνικές” συνθήκες. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από το τελευταίο κεφάλαιο, με τίτλο “Υπό το έμβλημα της ασφάλειας: Τραύμα, τρόμος, ανθεκτικότητα”(σελ. 195-202). Ο συγγραφέας υποστηρίζει εδώ ότι τόσο το βαθιά εμπεδωμένο άγχος για το τραύμα που αναμένουμε ότι θα μας πλήξει αργά ή γρήγορα, όσο και η εκπαίδευση στην ανθεκτικότητα, που καλούμαστε να περάσουμε ώστε να προετοιμαστούμε για αυτό, αποτελούν μηχανισμούς αστυνόμευσης του υποκειμένου που διαιωνίζουν την υποταγή του στην πολεμική εξουσία.

Θα έπρεπε μάλλον να ακούσουμε προσεκτικά το σχόλιο του Franz Neumann σχετικά με τον ρόλο του άγχους ως ενός από τους θεμέλιους λίθους της πολιτικής κινητοποίησης στον φασισμό.i Ωστόσο η διορατικότητα του Neumann συνίσταται ιδίως στο ότι κατάλαβε πως το άγχος μπορούσε να παίξει παρόμοιο ρόλο και στη διαμόρφωση της φιλελεύθερης πολιτικής υποκειμενικότητας, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τις αυταρχικές κινητοποιήσεις και τους αντίστοιχους χειρισμούς του ίδιου του φιλελευθερισμού. Δεν υπήρξε άλλωστε το «άγχος της ελευθερίας» θεμέλιο για εκείνο το είδος του φιλελεύθερου υποκειμένου που εξαγγέλθηκε με τη γέννηση της φιλελεύθερης πολιτικής;ii Δεν είναι αναμενόμενο να εντείνεται το άγχος της ελευθερίας σε μια ιστορική περίοδο που ορίζεται ως η «εποχή του άγχους», αλλά ταυτόχρονα είναι εποχή εντεινόμενου (νεο)φιλελευθερισμού του οποίου ο βίαιος και αυταρχικός πυρήνας φανερώνεται καθαρά; Και πώς αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι η ίδια εποχή φανερώνει επίσης την πρωτοκαθεδρία της ασφάλειας ανάμεσα στις φιλελεύθερες ιδέες; Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι είναι στο άγχος της ανασφάλειας που εδράζεται η πολιτική της ασφάλειας, δεν θα έπρεπε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε την «εποχή του άγχους» ως εποχή της αξιοποίησης του άγχους στον διαρκή πόλεμο της ασφάλειας;
Ένας τρόπος να τα σκεφτούμε όλα αυτά είναι μέσα από την έννοια της «ανθεκτικότητας». Την επαύριο των βομβαρδισμών στο Λονδίνο το 2005, ο Βρετανός πρωθυπουργός έκανε λόγο για «τη στωικότητα και την ανθεκτικότητα των ανθρώπων του Λονδίνου» και ο αναπληρωτής υπαρχηγός της μητροπολιτικής αστυνομίας διαβεβαίωνε ότι οι υπηρεσίες ασφαλείας «ήταν αρκετά ανθεκτικές ώστε να τα βγάλουν πέρα».iii Η χρήση που επιφύλαξαν στον συγκεκριμένο όρο αποδείχθηκε ότι είχε μεγάλη σημασία, καθώς η «ανθεκτικότητα» έγινε πολύ γρήγορα το νέο φετίχ του φιλελεύθερου κράτους. Η λέξη βγαίνει εύκολα από τα στόματα των πολιτικών, κάθε είδους υπουργεία χρηματοδοτούν σχετικές έρευνες, οι πολεοδόμοι υποχρεώνονται να τη λάβουν υπόψη, συστήματα αποκατάστασης καταστροφών αναγκάζονται να την περιλάβουν στα σχέδιά τους και ακαδημαϊκοί πέφτουν με τα μούτρα στη διερεύνησή της.
Η ανθεκτικότητα προέρχεται από την ιδέα του συστήματος (ο όρος κατάγεται από την οικολογική σκέψη), η οποία προσδίδει κάποιο επιστημονικό βάρος σε άλλες ιδέες που ακούν σε ονόματα όπως «ετοιμότητα» και «πρόληψη». «Συνδυάζει πειστικά», όπως επισημαίνουν οι Claudia Aradau και Rens van Munster, «σημασίες που προέρχονται από τη φυσιολογία (την ικανότητα ενός υλικού σώματος να επανέλθει σε μία προηγούμενη κατάσταση), την ψυχολογία (την ικανότητα ενός ατόμου να επανέλθει στην κανονική κατάσταση έπειτα από ένα τραυματικό γεγονός), την οικολογία (την ικανότητα των συστημάτων να συνεχίσουν να λειτουργούν και να ανανεωθούν έπειτα από κάποια διαταραχή) και την πληροφορική (την ικανότητα ενός συστήματος να συνεχίσει να λειτουργεί παρά τις ενδεχόμενες ανωμαλίες και σχεδιαστικά ελαττώματα).»iv Το κεντρικό νόημα της έννοιας αναφέρεται στην ικανότητα ενός συστήματος να επιστρέψει σε μια προηγούμενη κατάσταση, να ανακάμψει έπειτα από ένα σοκ, να αναλάβει έπειτα από μία κρίση ή ένα τραύμα. Έτσι, για παράδειγμα, ένα κείμενο του ΟΟΣΑ από το 2008 σχετικά με την οικοδόμηση κρατικών μηχανισμών (state-building), ακολουθώντας τη γραμμή «από την ευθραυστότητα στην ανθεκτικότητα», ορίζει την τελευταία ως «την ικανότητα αντιμετώπισης μεταβολών στο δυναμικό, την αποτελεσματικότητα ή τη νομιμοποίηση. Οι μεταβολές αυτές μπορεί να οφείλονται σε ξαφνικά γεγονότα… ή σε μακροχρόνια αποσάθρωση (ή και αύξηση) του δυναμικού, της αποτελεσματικότητας ή της νομιμοποίησης».v Με αυτόν τον συνοπτικό ορισμό, το κείμενο του ΟΟΣΑ αποκαλύπτει επίσης ποιο είναι το ζητούμενο και γιατί η έννοια έχει γίνει τόσο ελκυστική: αντί να μιλάμε για την ευθραυστότητα και τις (αρνητικές) συνέπειές της, ας προτιμήσουμε την ανθεκτικότητα και τις (θετικές) συνδηλώσεις της.
Το πρώτο που αξίζει να σημειωθεί είναι οι επιπτώσεις που όλο αυτό έχει στην έννοια της ασφάλειας. Στην Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας των ΗΠΑ (κείμενο του 2002)vi, βασική αποτύπωση της αμερικανικής στρατηγικής αμέσως μετά τις επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου, θα συναντήσουμε μόνο μία αναφορά στην «ανθεκτικότητα». Αντίθετα, μόλις πέντε χρόνια αργότερα, η Εθνική Στρατηγική για την Εσωτερική Ασφάλεια (2007)vii χαρακτηρίζεται από σχεδόν εμμονική προσήλωση στην ιδέα. Το κείμενο δεν περιορίζεται στην ανάγκη «δομικής και λειτουργικής ανθεκτικότητας… των κρίσιμων υποδομών και των βασικών πόρων», αλλά αναβιβάζει την ανθεκτικότητα σε ένα σχέδιο για «το σύστημα συνολικά» και για το ίδιο το «αμερικανικό πνεύμα», με γενικό στόχο «να ανασχεθούν τα σχέδια του εχθρού και να περιοριστούν οι επιπτώσεις μιας μελλοντικής καταστροφής, μέσα από μέτρα που ενισχύουν την ανθεκτικότητα της οικονομίας μας και των κρίσιμων υποδομών πριν το συμβάν».viii Στη δέκατη επέτειο των χτυπημάτων, ο πρόεδρος Ομπάμα δήλωνε ότι «αυτά τα δέκα χρόνια λένε κάτι για την ανθεκτικότητά μας».ix
Η βρετανική Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας που δημοσιεύθηκε έναν χρόνο αργότερα σημειώνει ότι «από το 2001 η κυβέρνηση έχει καταβάλει συνεχή προσπάθεια να βελτιώσει την ανθεκτικότητα του Ηνωμένου Βασιλείου». Το κείμενο ασχολείται με την ανθεκτικότητα των ενόπλων δυνάμεων, της αστυνομίας και του βρετανικού λαού, την «ανθρώπινη και κοινωνική ανθεκτικότητα» και την «ανθεκτικότητα των κοινοτήτων». Κυρίως όμως, εστιάζει στην προετοιμασία απέναντι σε μελλοντικά χτυπήματα: «Θα συνεργαστούμε με ιδιοκτήτες και υπεύθυνους λειτουργίας για να προστατεύσουμε τόπους καίριας σημασίας και βασικές υπηρεσίες και με τις επιχειρήσεις για να βελτιώσουμε την ανθεκτικότητα». Αποτυπώνει σχετικά «ένα πρόγραμμα εργασίας για τη βελτίωση της ανθεκτικότητας» σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο που διαπνέει «τους κυβερνητικούς φορείς, τις υπηρεσίες ασφάλειας, τον ιδιωτικό τομέα και τον τρίτο τομέα».x
Πρόκειται για αξιώσεις που εισάγουν μία λογική αντίστοιχης αναδιοργάνωσης των κρατικών θεσμών και επανεκπαίδευσης του προσωπικού τους, όπως για παράδειγμα, με την εκπαίδευση στην ανθεκτικότητα που διεξάγεται στις ένοπλες δυνάμεις. Οι ΗΠΑ διαθέτουν τώρα το πρόγραμμα CSF2 που σημαίνει ούτε λίγο ούτε πολύ «Ολοκληρωμένη Φυσική Κατάσταση Στρατιωτών και Οικογενειών» (Comprehensive Soldier and Family Fitness), σχεδιασμένο για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης των μελών του στρατιωτικού προσωπικού, των οικογενειών και των φίλων τους και έμμεσα του ίδιου του σώματος των πολιτών. Το αρχικό του σλόγκαν ήταν «Νους υγιής εν σώματι υγιή» αλλά το 2012 αντικαταστάθηκε από το «Χτίζουμε αντοχές, δυναμώνουμε επιδόσεις» και τον ίδιο χρόνο το πρόγραμμα επανεξετάστηκε και αναδιαρθρώθηκε συνολικά, με άξονα την ιδέα της ανθεκτικότητας. Από τότε το CSF2 περιλαμβάνει κι ένα Πρόγραμμα Ενίσχυσης Επιδόσεων και Αντοχών (Performance and Resilience Enhancement Program, CSF2-PREP) που διευθύνεται από Ειδικευμένους Εκπαιδευτές Ανθεκτικότητας (Master Resilience Trainers) και απαρτίζεται από αντικείμενα όπως η Εκπαίδευση Καθολικής Ανθεκτικότητας (Universal Resilience Training) και η Εκπαίδευση Θεσμικής Ανθεκτικότητας (Institutional Resilience Training). Τα πιο προχωρημένα Μοντέλα Ολοκληρωμένης Ανθεκτικότητας (Comprehensive Resilience Models) περιλαμβάνουν αντικείμενα όπως Χτίσιμο Αντοχής για Άνδρες Συζύγους, Χτίσιμο Αντοχής για Εφήβους και Δυναμική Κοινωνικά Ανθεκτικών Ομάδων. Το πρόγραμμα εκδίδει επίσης το περιοδικό CSF2 Quarterly, που δημοσιεύει «Μυστικά Ανθεκτικότητας», ενώ η σχετική ιστοσελίδα προσφέρει ένα Ολοκληρωμένο Εργαλείο Αξιολόγησης για να διαπιστώσει κανείς την ανθεκτικότητά του. Αν δεν φτάνουν αυτά, άλλες ενδείξεις για το πώς η ανθεκτικότητα διαπερνά την κρατική εξουσία δίνει η ίδρυση υπηρεσιακών μονάδων όπως η επονομαζόμενη «Ανθεκτικότητα Ηνωμένου Βασιλείου» (UK Resilience) που υπάγεται στο υπουργείο Προεδρίας, η εκπαίδευση ανθεκτικότητας που προορίζεται να καλλιεργήσει στρατιωτικό ήθος στα παιδιά σχολικής ηλικίαςxi, οι νέες τεχνολογίες που σχεδιάζονται για να προβλέπουν βίαιες συμπεριφορές μεταξύ στρατιωτών και να τους αποτρέπουν από «ξεσπάσματα», αυξάνοντας την «ανθεκτικότητά» τουςxii, ή ακόμα το γεγονός ότι τα αστυνομικά σκυλιά λαμβάνουν τώρα και εκπαίδευση ανθεκτικότητας.xiii
Αυτό που τόσο τα αμερικανικά όσο και τα βρετανικά κείμενα στρατηγικής αποκαλύπτουν είναι σε ποιο βαθμό η ανθεκτικότητα, η οποία αναδείχθηκε υπό το έμβλημα της ασφάλειας, καταλήγει να περικλείει ή και να υπερβαίνει τη λογική της ασφάλειας. Το αίτημα της ασφάλειας και για ασφάλεια δεν είναι πια αρκετό. Όποτε πια κανείς ακούει να μιλάνε για ασφάλεια, θα συναντήσει εκεί και το αίτημα της «ανθεκτικότητας». Έτσι, για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012 στο Λονδίνο, αρμόδιος φορέας της οργανωτικής Επιτροπής δεν ήταν κάποιο τμήμα «ασφάλειας», αλλά το τμήμα «Ασφάλειας και Ανθεκτικότητας» που συνεργαζόταν με την «Ομάδα Ανθεκτικότητας Λονδίνου» και αυτής πάλι το καθήκον ήταν να «εξασφαλίσει την ανθεκτικότητα στο Λονδίνο». Μοιάζει σαν το κράτος να εξαντλείται πιο γρήγορα από την ίδια τη δική του λογική ασφάλειας και να αναζητά μία καινούργια έννοια, κάτι καλύτερο και πιο εντυπωσιακό: διάβαζε «ανθεκτικότητα».
Αλλά πέρα από το να είναι πιο καινούργια, βελτιωμένη και πιο αστραφτερή, η ανθεκτικότητα έχει και μεγαλύτερη φαντασία. Το κράτος αναλαμβάνει τώρα ως ένα από τα κύρια καθήκοντα του να φαντάζεται το χειρότερο δυνατό σενάριο, την επερχόμενη καταστροφή, την κρίση που καταφτάνει το επαπειλούμενο πολεμικό χτύπημα, την έκτακτη κατάσταση που θα μπορούσε να συμβεί και πιθανόν να συμβεί, τα πάντα για να είναι καλύτερα προετοιμασμένο.xiv Στις αμερικανικές και βρετανικές στρατηγικές που προαναφέρθηκαν, μια μελλοντική επίθεση κάποιου (άδηλου) τύπου θεωρείται ότι επίκειται. Ακόμα κι αν ένα τρομοκρατικό χτύπημα αποτραπεί, κάποια άλλου είδους καταστροφή κρίνεται δεδομένο ότι θα συμβεί κάποια στιγμή. Ετοιμότητα, πρόληψη, σχεδιασμός και αποτροπή έχουν επομένως γίνει βασικές έννοιες γύρω από την ανθεκτικότητα. Η ανθεκτικότητα εισάγει και ενθαρρύνει μία κουλτούρα ετοιμότητας, τέτοια που η λογική της ασφάλειας με τη μορφή της προετοιμασίας απέναντι σε μία τρομοκρατική επίθεση να μετεξελίσσεται στην πολύ ευρύτερη λογική ασφάλειας με τη μορφή της προετοιμασίας για μια άγνωστη καταστροφή –από όπου και οι εκστρατείες «ετοιμότητας» μέσω ιστοσελίδων όπως η ready.gov. Αλλά η πραγματική δύναμη αυτής της κουλτούρας βρίσκεται στην ιδέα μιας επερχόμενης πολιτικής καταστροφής που θα χτυπά την καρδιά της πολεμικής εξουσίας του κράτους. Η «τρομοκρατική» επίθεση και η «φυσική» καταστροφή αντιμετωπίζονται συχνά από κοινού η δασική πυρκαγιά παραπέμπει σε πιθανό τρομοκρατικό εμπρησμό, μία νέα εξάπλωση της γρίπης σε βιολογική τρομοκρατία και η κοινή τους μεταχείριση είναι σε τελική ανάλυση έντονα στραμμένη προς το μέλλον. Έρχεται επομένως να διαμορφώσει συμπεριφορές που ξεπερνούν το να κρατάμε φυλαγμένες μονωτικές ταινίες, μπαταρίες, φαγητό σε κονσέρβα και μπουκάλια νερό: μας προσανατολίζει προς ένα μελλοντικό γεγονός πέρα από τον έλεγχό μας, γύρω από το οποίο οφείλουμε να αγωνιούμε, αλλά και για το οποίο πρέπει να προετοιμαστούμε ώστε να το θέσουμε υπό έλεγχο, μαθαίνοντας να αντέχουμε και να ανακάμπτουμε.
Η ανθεκτικότητα δεν λέει τίποτα αν δεν είναι ένας τρόπος κατανόησης του μέλλοντος, ενός μέλλοντος όμως που φανταζόμαστε ως καταστροφή ή επίθεση και, ακόμα περισσότερο, ανάκαμψη από την καταστροφή ή την επίθεση. Στο εγχείρημα αυτό, η ανθεκτικότητα βασίζεται στην καταγωγή της από τη συστημική σκέψη και συνδέει ευθέως την ασφάλεια με τον αστικό σχεδιασμό, τα μέτρα πολιτικής προστασίας, τη δημόσια υγεία, τους οικονομικούς θεσμούς, τον επιχειρηματικό κίνδυνο και το περιβάλλον, με τρόπο που ήταν παλιότερα εξαιρετικά δύσκολο για το κράτος να επιτύχει. Μία έκδοση του βρετανικού Υπουργείου Διεθνούς Ανάπτυξης με τίτλο Αναζητώντας την Ανθεκτικότητα στις Καταστροφές (2011) βρίσκει την ανθεκτικότητα να εκτείνεται σε ολόκληρη την κοινωνική και πολιτική ζωή, ενώ ένα κείμενο του ΟΗΕ για τη διαχείριση των καταστροφών προχωρά στη διαπίστωση ότι η επιτυχία της πολιτικής της ανθεκτικότητας προϋποθέτει «να λαμβάνεται υπόψη σχεδόν κάθε φυσικό φαινόμενο στον πλανήτη».xv Ένας τρόπος για να αντιμετωπιστούν από κοινού τόσο ετερόκλητα πράγματα ήταν άλλοτε να τεθούν υπό την ετικέτα της αστυνομικής εξουσίας, με την αρχική σημασία που είχε ο όρος στην πρώιμη πολιτική επιστήμη. Σήμερα όμως, καθώς το φιλελεύθερο κράτος δεν θέλει ή δεν μπορεί πια να να ονομάζει αυτά τα μέτρα «αστυνομικά», έπρεπε να εφεύρει νέες κατηγορίες. Μία τέτοια κατηγορία ήταν η ασφάλεια, μία ακόμα είναι τώρα η ανθεκτικότητα.
Το να θεωρείς δεδομένη την ύπαρξη διαρκούς απειλής -για την πολεμική εξουσία, τη δημόσια τάξη, τα ανθρώπινα όντα- σε αναγκάζει να φαντάζεσαι συνεχώς νέους τρόπους με τους οποίους η απειλή θα μπορούσε να εκφραστεί. Ως εκ τούτου, η ανθεκτικότητα έρχεται να λειτουργήσει ως κεντρικός μηχανισμός αστυνόμευσης της φαντασίας. «Η φαντασία δεν ανήκει στα συνήθη χαρίσματα της γραφειοκρατίας», γράφτηκε το 2004 στην επίσημη αναφορά της Επιτροπής για την 11η Σεπτεμβρίου, για να διαπιστωθεί στη συνέχεια η ανάγκη του κράτους να βρει τρόπους διασύνδεσης της γραφειοκρατίας με την πολιτική φαντασία.xvi Η ανθεκτικότητα είναι έννοια που διευκολύνει αυτή τη διασύνδεση, που στην ουσία της συνιστά αποικειοποίηση της πολιτικής φαντασίας από το κράτος.
Υπ’ αυτό πρίσμα, η διαχείριση του άγχους δεν είναι παρά ένα μέσο προετοιμασίας για το επόμενο χτύπημα στον διαρκή πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία, αυτό το χτύπημα που διαρκώς ακούμε ότι πρόκειται να έρθει. Πόσες φορές δεν μαθαίνουμε από κάποιον πολιτικό, αρχηγό αστυνομίας ή ειδικό της ασφάλειας ότι «ένα χτύπημα είναι εξαιρετικά πιθανό», ακόμα και μετά (ή ειδικά μετά) από μία υποτιθέμενη νίκη σε αυτόν τον πόλεμο; Ένα χτύπημα που μπορεί να είναι και μάλλον θα είναι χειρότερο από το προηγούμενο, χειρότερο ίσως από οτιδήποτε μπορούμε να φανταστούμε. Όλο αυτό συμβάλλει στην αποδοχή της πανταχού παρουσίας της πολεμικής εξουσίας, της χρονικής απροσδιοριστίας του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» και των διαρκών μέτρων ασφάλειας που λαμβάνονται στο όνομά του. Η «ανθεκτικότητα» φαίνεται να αναλαμβάνει μεγάλο μέρος αυτού του ρόλου. «Ο πόλεμος δεν είναι πια κάτι που διεξάγεται αλλά κάτι που προετοιμάζεται», λέει ο Paul Virilio,xvii και σε αυτή την προετοιμασία η πολεμική εξουσία καθυποτάσσει τη φαντασία του μέλλοντος. Καμία πολιτική φαντασία πέρα από εκείνη του χτυπήματος και της ανάκαμψης. Κανένα πολιτικό μέλλον πέρα από μία ατέλειωτη πολεμική προετοιμασία.
Αλλά ποιος πόλεμος είναι αυτός; Εύκολα στέκεται ο νους στον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία και από μια άποψη είναι βέβαια έτσι. Πληκτρολογήστε όμως τη λέξη «ανθεκτικότητα» στην ιστοσελίδα του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και η αναζήτηση θα σας δείξει ότι σχεδόν 2.000 έγγραφα του οργανισμού περιέχουν κάποια αναφορά στον όρο. Το επίθετο «ανθεκτικός» επιστρέφει κι αυτό 1.730 αποτελέσματα.xviiiΟυσιαστικό κι επίθετο εμφανίζονται συνολικά στον τίτλο πενήντα τριών εγγράφων. Όλα αυτά τα κείμενα δημοσιεύονται από το 2008 και μετά. Μπορούμε να τα διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες, μία στην οποία η ανθεκτικότητα συσχετίζεται άμεσα με την καταστροφή π.χ. Sendai: Μια Ιστορία Φυσικής Καταστροφής, Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης (2010) και μία πολύ μεγαλύτερη στην οποία η ανθεκτικότητα είναι κάτι που πρέπει να τροφοδοτηθεί ή να χτιστεί γενικά: Ενισχύοντας την Ανθεκτικότητα στο Σοκ και Προωθώντας την Ανάπτυξη για Όλους (2012), Η Λατινική Αμερική Χρειάζεται την Οικοδόμηση Ανθεκτικότητας και Ευελιξίας (2012), Χτίζοντας την Ανθεκτικότητα σε Χώρες Χαμηλού Εισοδήματος (2012) και ούτω καθεξής. Ανάμεσα στις γραμμές των κειμένων θα βρούμε την κεντρική παραδοχή ότι το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα πρέπει να γίνει ανθεκτικό, οι εθνικές και περιφερειακές οικονομίες πρέπει να οικοδομήσουν την ανθεκτικότητά τους και ότι η «βιώσιμη προσαρμογή» είναι ένα μέσο για τον σκοπό αυτό. Παρομοίως και το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ κάνει λόγο για τη «συστημική οικονομική ανθεκτικότητα», ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα διαθέτει μία ομάδα για θέματα «Κοινωνικής Ανθεκτικότητας και Κλιματικής Αλλαγής», η οποία έχει δημοσιεύσει σειρά άρθρων για την «κοινωνική ανθεκτικότητα» ως μέσο καταπολέμησης της φτώχειας και αντιμετώπισης των αδυναμιών των εύθραυστων κρατών. Από κοινού με τον ΟΗΕ, η Παγκόσμια Τράπεζα επινόησε την καινοτομία ότι η ανθεκτικότητα είναι το μέσο για την «αύξηση του πλούτου των φτωχών».xix Η γοητεία της ιδέας ότι ανθεκτικότητα είναι τελικά αυτό που λείπει από τους φτωχούς του κόσμου έγκειται στο ότι ανακαλύπτει κάτι που οι τελευταίοι ήδη, από μόνοι τους, κατέχουν: όλο κι όλο που χρειάζονται είναι λίγη εκπαίδευση για να το αξιοποιήσουν. Από εδώ και το μοτίβο της οικοδόμησης, της τροφοδότησης και της ανάπτυξης που διαπερνά τη φιλολογία του ΔΝΤ.
Είναι προφανές ότι η ανθεκτικότητα γίνεται κατανοητή από αυτούς τους οργανισμούς ως ένα μέσο παραπέρα προώθησης μίας ανοιχτά νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Όχι μόνο η ανθεκτικότητα αντικαθιστά όλο και περισσότερο την ασφάλεια στον πολιτικό λόγο, αλλά καθώς το κάνει αυτό, καθίσταται ένας από τους κεντρικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς που υποστηρίζουν τον πόλεμο της συσσώρευσης. Αν η ασφάλεια υπάγεται στην ιδέα της ανθεκτικότητας και αν η ασφάλεια είναι η υπέρτατη αρχή της αστικής κοινωνίας, τότε η ανθεκτικότητα γίνεται επί της ουσίας η υπέρτατη αρχή για τη διευθέτηση της συσσώρευσης. Είναι γι’ αυτό το λόγο που πέρα από το επίσημο μέσο με το οποίο οι φτωχοί του κόσμου αναμένεται να βγουν από τη φτώχεια τους, η ανθεκτικότητα καθίσταται και κεντρικό στοιχείο της επιχειρηματικής αναδιάρθρωσης, με την «οργανωσιακή ανθεκτικότητα» να διατυμπανίζεται από το σχετικό Διεθνές Κονσόρτσιουμ (International Consortium for Organizational Resilience) που οργανώνει σειρές μαθημάτων «πιστοποίησης» σε διάφορες όψεις της ανθεκτικότητας. Με παρόμοιο τρόπο, κρατικοί αξιωματούχοι καταφεύγουν εκεί, όταν αναζητούν τρόπους να καταπολεμήσουν δράσεις ενάντια στη λιτότητα.xx Η εδραίωση της κεντρικής θέσης της «ανθεκτικότητας» στον πολιτικό λόγο καταλήγει να επανενώνει το κράτος και το κεφάλαιο στην κοινή τους μέριμνα για την πολιτική της πρόληψης.
Ταυτόχρονα όμως η ανθεκτικότητα επεκτείνεται έτσι ώστε να γεφυρώσει το υποκειμενικό με το αντικειμενικό και τότε η συστημική, οργανωσιακή ή πολιτική ανθεκτικότητα συναντά την προσωπικήανθεκτικότητα. Το θέμα της ανθεκτικότητας ως ιδιότητας των ατόμων κυριαρχεί πλέον στα βιβλία αυτοβελτίωσης: Ο Παράγοντας της Ανθεκτικότητας: Εφτά Σημεία-κλειδιά για να Βρείτε την Εσωτερική σας Δύναμη και να Ξεπεράσετε τα Εμπόδια της Ζωής (2003), Η Δύναμη της Ανθεκτικότητας: Πώς να Πετύχετε Ισορροπία, Εμπιστοσύνη και Προσωπικό Σθένος στη Ζωή Σας (2004), Ανθεκτικότητα: Πώς να Ανακάμψετε ό,τι κι Αν Φέρει η Ζωή (2010), Βρείτε τη Δύναμή Σας: Οδηγός Ανθεκτικότητας και Θετικής Αλλαγής (2010), Αναπτύσσοντας την Ανθεκτικότητα σε Παιδιά και Εφήβους (2011), Ανθεκτικότητα: Διδαχθείτε Πώς να Επιβιώσετε και να Πάτε Μπροστά σε Οποιαδήποτε Κατάσταση (2012), Ανθεκτικότητα: Η Επιστήμη του Ξεπεράσματος των Μεγάλων Προκλήσεων της Ζωής (2012)Ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ ακόμα και όσο συνεχιζόταν, τόσο πιο φανερό θα γινόταν ότι όλα αυτά τα βιβλία έχουν εκδοθεί τον 21ο αιώνα. Βλέπει κανείς εδώ να ξεδιπλώνεται η σχέση ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη του φιλελεύθερου υποκειμένου και την πολιτική ανάπτυξη του ανθεκτικού πολίτη.
Καιρό πριν, ο Μαρξ εντόπισε τους λόγους για τους οποίους η αστική κοινωνία, ριζωμένη αντικειμενικά στην ανάγκη και την επιθυμία του καπιταλισμού για διαρκή αλλαγή και συνεχή επαναστατικοποίηση της παραγωγής, είναι ένα σύστημα αέναης αβεβαιότητας. Το κεφάλαιο προκαλεί το άγχος που κατοικεί στον πυρήνα της αστικής υποκειμενικότητας και ταυτόχρονα θρέφεται απ’ αυτό. Η αγχώδης πλευρά της ταξικής κοινωνίας, παρουσιασμένη από πολιτικούς και εργοδότες ως αναπόφευκτο χαρακτηριστικό της σύγχρονης εργασίας, ενισχυμένη από τις αγωνίες του καταναλωτισμού, από τη μείωση της εμπιστοσύνης σε δημόσιους θεσμούς και ιδιωτικούς φορείς και από την κατάρρευση των συντάξεων, οξύνεται ακόμα περισσότερο με τη διατύπωση του αιτήματος της ανθεκτικότητας, ως υπόθεσης ταυτόχρονα του ατόμου και του συστήματος. Η ανθεκτικότητα έρχεται να αποτελέσει τη βάση για την υποκειμενική διαχείριση της αβεβαιότητας και της αστάθειας του σύγχρονου κεφαλαίου, όπως και της ανασφάλειας του κράτους εθνικής ασφάλειας και της διαρκούς κατάστασης πολέμου, την ώρα μάλιστα που η διαχείριση του άγχους εντάσσεται στην ευρύτερη συναισθηματική διοίκηση που πραγματοποιούν οι εταιρείες και οι άλλοι οργανισμοί του καπιταλισμού.xxiΌπως το θέτει ο Pat O’Malley, «η ανθεκτικότητα δεν επιχειρεί μόνο να καταστήσει τα άτομα ικανά να “συνέλθουν”… κάτι που είναι ουσιαστικά ένα μοντέλο αντίδρασης». Περισσότερο «στοχεύει στη δημιουργία υποκειμένων ικανών να προσαρμόζονται και να επωφελούνται από καταστάσεις ριζικής αβεβαιότητας».xxiiΤα άξια υποκείμενα θα «επιβιώσουν και θα ευημερήσουν σε οποιαδήποτε κατάσταση»: θα «επιτύχουν την ισορροπία» μέσα στο πλήθος των επισφαλών θέσεων μερικής απασχόλησης, θα «ξεπεράσουν τα εμπόδια της ζωής», όπως λόγου χάρη το να αντιμετωπίζεις το τέλος του εργασιακού βίου χωρίς να παίρνεις σύνταξη και θα «ανακάμψουν από οτιδήποτε φέρει η ζωή», όπως περικοπές σε επιδόματα, παγώματα μισθών ή παγκόσμια οικονομική κατάρρευση. Σε αυτή τη συνάντηση πολεμικής προετοιμασίας και αυτοβελτίωσης στην αστυνόμευση δηλαδή του ανθεκτικού υποκειμένου προς όφελος της πολεμικής εξουσίας θα βρούμε και την κοινωνικοοικονομική κατασκευή της ανθεκτικής αλλά ευέλικτης εργασίας. Η πολιτική υποκειμενικότητα δεν είναι παρά εκπαίδευση στην ανθεκτικότητα ως νέα τεχνολογία του εαυτού: εκπαίδευση να αντέχεις οποιαδήποτε κρίση περνάει το κεφάλαιο και οποιαδήποτε πολιτικά μέτρα παίρνει το κράτος για να το σώσει. Και είναι η εκπαίδευση που έχει σημασία εδώ, γιατί αν και κάποια άτομα, κοινότητες, κράτη ή κοινωνίες μπορεί να θεωρούνται ανθεκτικότερα από άλλα, κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί τελικά απολύτως ανθεκτικός. Η ανθεκτικότητα είναι διαρκώς ένα έργο σε εξέλιξη, μια εκπαίδευση στη διαχείριση της θέσης που κατέχει κανείς στους πολέμους της συσσώρευσης και της ασφάλειας.
i Franz Neumann, ‘Anxiety and Politics’ (1954), in Neumann, F. The Democratic and the Authoritarian State(New York: Free Press, 1957). (Ελληνική έκδοση: Άγχος και Πολιτική (2011), μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλου, Αθήνα: Έρασμος).
ii  Uday Singh Mehta, The Anxiety of Freedom: Imagination and Individuality in Locke’s Political Thought(Ithaca: Cornell University Press, 1992).
iiiΓι’ αυτό και για άλλα παραδείγματα, βλ Mark Neocleous, ‘“Don’t Be Scared, Be Prepared”: Trauma-Anxiety-Resilience’, Alternatives: Global, Local, Political, Vol. 37, No. 3, 2012, σελ. 188–98. Ορισμένα από τα επιχειρήματα του παρόντος κεφαλαίου αναπτύχθηκαν εκεί, καθώς και σε ένα άρθρο που ακολούθησε: ‘Resisting Resilience’, Radical Philosophy, 178, 2013, σελ. 2–7.
iv Claudia Aradau and Rens van Munster, Politics of Catastrophe: Genealogies of the Unknown (London: Routledge, 2011), σελ. 46–7. Βλ. επίσης Jeremy Walker and Melinda Cooper, ‘Genealogies of Resilience: From Systems Ecology to the Political Economy of Crisis Adaptation’, Security Dialogue, Vol. 42, No. 2, 2011, pp. 143–60.
v OECD, Concepts and Dilemmas of State Building in Fragile Situations: From Fragility to Resilience (OECD, 2008), σελ. 17.
vi National Security Strategy of the United States of America.
vii National Strategy for Homeland Security.
viii US National Security Council, National Strategy for Homeland Security, October 2007, σελ. i, 25, 27, 28, 29, 31, 42, 47.
ix Barack Obama, ‘Remarks at “A Concert for Hope” Commemorating the 10th Anniversary of the September 11 Terrorist Attacks’, 11 September 2011.
x Cabinet Office, The National Security Strategy of the United Kingdom: Security in an Interdependent World (London: HMSO, 2008), σελ. 8, 9, 26, 41, 42, 43, 45, 55.
xiΒλ. ‘Military Ethos in Schools’, 15 November 2012 – http://www.education.gov.uk/childrenandyoungpeople/youngpeople/militaryethos/a00217000/military-ethos-in-schools (πρόσβαση: 1 December 2012).
xii Department of Defense, Defense Science Board, Task Force Report: Predicting Violent Behaviour, August 2012, para. 5.2. Ευχαριστώ τον Tyler Wall που έθεσε υπόψη μου αυτό το κείμενο.
xiiiΓια τα αστυνομικά σκυλιά βλ. Mark Neocleous, ‘The Smell of Power: A Contribution to the Critique of the Sniffer Dog’, Radical Philosophy, 167, 2011, pp. 9–14.
xiv Aradau and Munster, Politics of Catastrophe; Stuart Price, Worst-Case Scenario? Governance, Mediation and the Security Regime (London: Zed Books, 2011).
xv Department for International Development, Defining Disaster Resilience: A DFID Approach Paper (London: DFID, 2011); United Nations, Living With Risk: A Global Review of Disaster Reduction Initiatives, Vol. 1 (New York and Geneva, United Nations, 2004), σελ. 37, έμφαση του Μ.Ν.
xvi The 9/11 Commission Report: The Full Final Report of the National Commission on Terrorist Attacks Upon the United States (New York: W. W. Norton and Co., 2004), σελ. 344.
xvii Paul Virilio, ‘Endo-colonization and the State-as-Destiny’, in Virilio/Lotringer, Pure War, σελ. 104. (Ελληνική έκδοση: Καθαρός Πόλεμος (2009), μτφρ. Α. Δρατζίδη, Σκόπελος: Νησίδες).
xviii Η έρευνα έγινε τον Φεβρουάριο του 2013. Υποψιάζομαι ότι ο αριθμός όλο και θα αυξάνεται.
xix World Economic Forum, Systemic Financial Resilience – Network of Global Agenda Councils Report, 2011–12; United Nations Development Programme, World Resources 2008: Roots of Resilience – Growing the Wealth of the Poor (Washington, DC: World Resources Institute, 2008).
xx Τον Απρίλιο του 2012, ενόψει μιας απεργίας των οδηγών βυτιοφόρων, ο Υπουργός Υγείας Andrew Lansley δήλωσε ότι το έθνος έπρεπε να είναι προετοιμασμένο ώστε να αντεπεξέλθει σε αυτή και σε οποιαδήποτε άλλη απεργία: “πρέπει να φροντίσουμε για την ανθεκτικότητα του συστήματος και αυτό κάνουμε” – Dan Milmo and Juliette Jowit, ‘Build Up Resilience Against Tanker Strike, Lansley Urges’, The Guardian, 2 April 2012, p. 5. Για τα θεμέλια του νεοφιλελευθερισμού, βλ. Walker and Cooper, ‘Genealogies of Resilience’; Mark Duffield, ‘Challenging Environments: Danger, Resilience and the Aid Industry’, Security Dialogue, Vol. 43, No. 5, 2012, σελ. 475–92. Julian Reid, ‘The Disastrous and Politically Debased Subject of Resilience’, Development Dialogue, No. 58, 2012, σελ. 67–79.
xxi  Βλ. Carl Cederstom και Peter Fleming, Dead Man Working (Winchester: Zero Books, 2012).
xxii   Pat O’Malley, ‘Resilient Subjects: Uncertainty, Warfare and Liberalism’, Economy and Society, Vol. 39, No. 4, 2010, σελ. 488–509, σελ. 492. Βλ. επίσης David Chandler, ‘Resilience and Human Security: The Post-interventionist Paradigm’, Security Dialogue, Vol. 43, No. 2, 2012, σελ. 213–29, σελ. 217.
πηγή: respublica.gr

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ - ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΝΤΕΡΝΟ

$
0
0
carappaccio_miracleofthetruecross-145eae7f6360722f7b3


Από την θεολογία στον σχετικισμό
Μας παραμένει άγνωστο κατά πόσο ο William of Ockham κατανοούσε το μέγεθος της ρήξης και τις συνέπειες που θα προκαλούσε η προσπάθεια του να αποκαταστήσει στους σχολαστικούς της εποχής του τον εμπειρικό Αριστοτέλη. Ίσως απλά στρεφόμενος κατά των καθολικών αφαιρέσεων (universalias) το μόνο που να επιζητούσε ήταν η επαναφορά του πρακτικού νου στην προγενέστερη του θέση, δίπλα στις υπόλοιπες «ευγενείς τέχνες», μετά την απεμπόληση του στην απαξία από την πρωτοκαθεδρία του θεωρητικού βίου (vita contemplativa). Κάτι που επετεύχθη τελικά αργότερα με τους ουμανιστές που μετατόπισαν το κέντρο βάρος από τη μεταφυσική στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Σίγουρα ενοχλημένος να θέλησε να συνετίσει κάπως τη φιλοσοφική αμετροέπεια των ομολόγων του, οι οποίοι είχαν φτάσει στο σημείο να αξιώνουν δια μέσου της νόησης την «έλλογη σύλληψη του όντος», πράγμα που στα μάτια του ίδιου του Ockham όπως και του Αυγουστίνου πρωτύτερα φάνταζε εκτός από ύβρη και σκέτη ανοησία. 


Ήταν βέβαια πέρα από ικανός να αντιληφθεί πως μετά την επίθεσή του στη μεταφυσική ιεραρχία των universalias ο κόσμος που τον περιέβαλε, και όπως τον γνώριζε, δεν θα ήταν ποτέ ξανά ο ίδιος. Μάλιστα σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο ήδη στον ύστερο μεσαίωνα επιτελούνταν στα νεόδμητα αστικά κέντρα μια ανάλογη τομή, η οποία και προετοίμαζε το έδαφος για τις κατοπινές επαναστάσεις. Η σχέση του νομιναλισμού (Νομιναλισμός(Nominalismus) ή ονοματοκρατία αποκαλείται το φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι λέξεις και τα ονόματα τα οποία αποδίδουμε στα πράγματα, δεν αφορούν την ουσία, την αλήθεια ή την αντικειμενική πραγματικότητα των φαινομένων,αλλά την ύπαρξη και τις ιδιότητές τους) με την εμφάνιση αυτού του πρωτοαστικού στοιχείου από τη μία και του νεοσύστατου απολυταρχικού κράτους από την άλλη είναι πρόδηλη στην επίθεση που εξαπέλυσαν αμφότερα, άλλες φορές συμμαχώντας και άλλες ξέχωρα, στην παλιά τάξη (ancient regime). Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε πως την εποχή που ξεκινάει να διδάσκεται ο νομιναλιστικός έλεγχος στα βορειοευρωπαϊκά πανεπιστήμια ο απολυταρχικός μονάρχης της Γαλλίας Φίλιππος ο Δ’ κρατούσε φυλακισμένο στην Αβινιόν τον Πάπα Βονιφάτιο Η’ αφήνοντας μας παρακαταθήκη μια σειρά από δυναμικούς δικανικούς που εξαπέλυαν μεταξύ τους για το πρωτείο της κοσμικής ή πνευματικής εξουσίας: «δεν είστε εσείς που με εκλέξατε Πάπα», έγραφε στον Φίλιππο ο Βονιφάτιος, «αλλά εγώ, δια μέσου της θεϊκής εξουσίας που σας επέτρεψα να βασιλεύετε» . Αλλά αυτή ήταν μια συμμαχία που την χώριζαν πολλά, περισσότερα από όσα την ένωναν ενάντια στον κοινό τους αντίπαλο, την παπική εξουσία. Και γνωρίζουμε καλά πως ακόμα και ο Ockham επιχείρησε στο τέλος να μετριάσει τις πρακτικές συνέπειες του νομιναλισμού όπως αργότερα και ο Λούθηρος τις δικές του λογικές επιπτώσεις στους χωρικούς του βορρά. Οι πρώτοι που είδαν καθαρά πως τα λογικά όρια του νομιναλιστικού έλεγχου ήταν ένας διάχυτος μηδενισμός ήταν οι ίδιοι οι νομιναλιστές. Στα κείμενα τους είναι χαρακτηριστική η προσπάθεια τους να αυτοπεριορισθούν.

ού γαρ έστι το ψεύδος και το αληθές εν τοις πράγμασιν αλλ’ εν διάνοια
Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά (βιβλίο ε’)

Στο πεδίο του πνεύματος με αφετηρία τον Ockham και τους νομιναλιστές της Αγγλίας στη μία άκρη έως τους ιταλούς ουμανιστές των αυτοκυβερνώμενων πόλεων του 12ου αιώνα στην άλλη υφάνθηκε η χορδή που μετέπειτα θα οπλίσει επάνω της το βέλος του ο Διαφωτισμός. Με αφορμή μια -κατά τις προθέσεις της αθώα- θεολογική διαμάχη για την potentia absoluta dei (απόλυτη ισχύ του Θεού) και την απόλυτη συντυχιακότητα του κόσμου απέναντι στην potentia ordinata (διαταγμένη ισχύ του Θεού) η οποία κράταγε δέσμια την τάξη του υπαρκτού φυσικού κόσμου κατακρημνίστηκε η για σχεδόν χίλια χρόνια κραταιά ισχύς των universalias τόσο στον άνωθεν κόσμο του Όντος όσο και στον θύραθεν των ιερατείων και των λαϊκών. Στο κενό του καταπετάσματος που δημιουργήθηκε αναδύθηκε εκ νέου στο προσκήνιο των πραγμάτων ο επαναστατικός ζήλος και η vita activa (πρακτικός βίος). Οι εξεγέρσεις των χωρικών και τα πρωτοαστικά κινήματα σε ολόκληρη τη βορειοδυτική Ευρώπη, γνωστά ήδη από  τον 14ο αιώνα με τον όρο rivoltura, από την Αγγλία του John Ball τo 1381 έως στην Γερμανία του Λούθηρου και του Thomas Müntzer τo 1521, αλλά και οι αυτοκρατορικές διαμάχες με τους εκάστοτε ποντίφικες δεν ήταν τίποτα λιγότερο από την προέκταση των θεολογικών διαξιφισμών που αναφέρουμε στα εγκόσμια τους όρια.

Έτσι όταν ο Ockham θέλησε, επηρεασμένος ασφαλώς από την Εισαγωγή στις Κατηγορίες (305μ.Χ.) του Πορφύριου [είδη, γένη, διαφορές, ουσία και συμβεβηκός],  να υπενθυμίσει στους συγκαιρινούς του τον αντισχολαστικό Αριστοτέλη λέγοντας πως «η αλήθεια δεν βρίσκεται στις λέξεις αλλά στα πράγματα», δεν άργησε αργότερα να δηλώσει πως οι καθολικές έννοιες αποτελούν το «μεγαλύτερο λάθος της φιλοσοφίας» και δεν πρόκειται για τίποτα άλλο παρά «κατασκεύασμα του λόγου για αποκλειστικά και μόνο δική του χρήση». Μετά από αυτή την κατάληξη είναι άξιο απορίας αν δεν αναλογίστηκε ο ίδιος ο Ockham τις συνέπειες και το πόσο αντιφατικά στέκονταν τα συμπεράσματα του απέναντι στις αιτίες που τα προκαλέσανε. Αυτό γιατί θέλοντας ο ίδιος να αποδώσει στον Θεό την potentia absoluta dei ελευθερώνοντας τον από τα δεσμά που τον κράταγαν οι νόμοι της δημιουργίας κατέληξε στο συμπέρασμα πως αν οι καθολικές γενικεύσεις είναι οι ίδιες τίποτα λιγότερο από συμβάσεις του λόγου, αυτό που επομένως κάνουν είναι να δίνουν υπόσταση σε ανύπαρκτα πράγματα (τίποτα δεν είναι αυθύπαρκτο στην ονομαστική του αξία και μόνο). Τότε η αλήθεια αναγκαστικά δεν βρίσκεται -ή είναι εκ των ανθρωπίνων ορίων απροσέγγιστη- στις πλατωνικές ιδέες, στο θεϊκό υπέρκεινα, αλλά κατοικοεδρεύει εντός των τειχών του κόσμου τούτου «του οποίου και μπορούμε τουλάχιστον να γνωρίσουμε τις αιτίες του». Το verum factum convertuntur (το αληθές και το κατασκευάσιμο είναι ισοδύναμα) κάνει την εμφάνιση του εκείνη την στιγμή στην ιστορία ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τη μετέπειτα πρωτοκαθεδρία της επιστήμης και τον θετικισμό. Εφόσον λοιπόν οι αφαιρέσεις δεν είναι τίποτα παρεκτός από λεκτικά κατασκευάσματα, η λογική συνέπεια είναι πως η μεγαλύτερη πλάνη όλων δεν μπορεί παρά να είναι ο Θεός, αφού αποτελεί και ο ίδιος την κορωνίδα των αφαιρέσεων και περιλαμβάνει εντός του όλες τις υπόλοιπες.

Η διένεξη που προέκυψε μεταξύ των θεολογικών συζητήσεων για τον απόλυτο ή δεσμευτικό χαρακτήρα του Θεού στη δημιουργία του κόσμου κατέληγε αναγκαστικά σε λογικό ασυμβίβαστο: είτε σε ένα Θεό λιγότερο παντοδύναμο (στην περίπτωση που ο Θεός είναι εξ ανάγκης υπάκουος στους νόμους του)  ή στη αποστασιοποίηση του από την δημιουργία του κόσμου (όπου δεν υπάρχουν απόλυτα καθολικοί νόμοι παρά μόνο άπειρες δυνατότητες για αναρίθμητα σύμπαντα). Και στις δύο περιπτώσεις άμεσο επακόλουθο του νομιναλισμού ήταν η παγίωση του αγνωστικισμού. Όπως οι Μαρξ και Ένγκελς διατύπωναν το 1845 στην Άγια Οικογένεια, οι βάσεις του σύγχρονου υλισμού τέθηκαν επάνω στην κορυφή της θεολογικής διένεξης του 12ου αιώνα. Μια παρατήρηση που κατά τ’ άλλα δεν έτυχε από τους επίγονους του μαρξισμού αρμόζουσας προσοχής.

O τρόπος σκέψης στον αντίστοιχο τρόπο ζωής

Δεν πρέπει όμως να κάνουμε το λάθος και να ερμηνεύσουμε πως ο ρόλος που έπαιξε ο νομιναλιστικός έλεγχος στην ανάδυση και ωρίμανση της νεωτερικότητας (θετικισμός, επιστήμη, σχετικισμός, υλισμός κ.α.) αποτελεί απλά μια άμεση προεξόφληση από τον χώρο των ιδεών στον κόσμο της πράξης. Το αντίθετο η σχέση αυτή είναι περισσότερο επάλληλη και αλληλοτροφοδοτούμενη. Εξάλλου, ένας τέτοιος ισχυρισμός πως τα ιστορικά αποτελέσματα είναι προϊόντα του κόσμου των ιδεών θα έρχονταν ex contrario με τη βασική θέση των νομιναλιστών πως οι ιδέες είναι σχηματικές αναπαραστάσεις του εμπράγματου κόσμου και όχι το ανάποδο. Ούτε θα πρέπει να παραπλανηθούμε εδώ από τον περιορισμό που εξ ανάγκης μας επιβάλει η οικονομία του κειμένου και να συμπεράνουμε πως ο νομιναλισμός ευνόησε αποκλειστικά χειραφετικά και εξισωτικά αιτήματα και κινήματα. Το αντίθετο πάλι, χρειάστηκε να ανασκευαστεί ξανά και ξανά από την αρχή, πρώτα από τους ίδιους τους ουμανιστές, μέχρι να λάβει τον κοινωνικό του χαρακτήρα για την vita activa και αξιοποιήθηκε σε κάθε ευκαιρία από αντικρουόμενες σφαίρες συμφερόντων. Έτσι νομιναλιστικά επιχειρήματα συναντάμε να εξοπλίζουν τα ρητορικά επιχειρήματα των ουμανιστών και αργότερα των ριζοσπαστών διαφωτιστών (οι Machiaveli, Locke και Hobbes άσκησαν δριμύ νομιναλιστικό έλεγχο στη μεταφυσική), αλλά στηρίξανε και τις αξιώσεις των απολυταρχικών ηγεμόνων στον διαχωρισμό κοσμικής και παπικής εξουσίας και την αδιαμφισβήτητη εδραίωση της κυριαρχίας του κράτους. Επιπλέον, νομιναλιστικά στοιχεία μπορούμε να βρούμε και στην υπεράσπιση μιας πιο μετριοπαθούς μεταφυσικής, ως μιας πιο μετριασμένης θεολογίας που ασχολείται με διαστάσεις και προβλήματα έξω από την σφαίρα του πειραματικού έλεγχου και των φυσικών μεγεθών, που μετά και τη νομιναλιστική επανάσταση μετέφερε η επιστήμη το κέντρο βάρους από το αφηρημένο στο επιστητό και διεκδικούσε τον φυσικό και ανθρώπινο αισθητό κόσμο ως αποκλειστικά δικό της πεδίο.
Επομένως αφήνουμε εδώ πέρα ανοιχτή την πρόκληση για να βρούμε άλλη φορά σε ποιά κομμάτια του κόσμου αντιστοιχούσε η εννοιολογική συζήτηση που εκφράστηκε με τον όρο νομιναλισμός, και θα περιοριστούμε στην παρούσα γραφή μας μόνο σε αυτό που αντιστοιχεί στις μεσαιωνικές πόλεις.

Φύσει νεωτεροποιόν ο δήμος

Αν και αποτελεί ήδη κοινό τόπο από τις έρευνες των φιλολόγων του 1930, πως οι «σκοτεινοί χρόνοι» της μεταρωμαϊκής εποχής μόνο σκοτεινοί δεν ήταν, παρ’ όλα αυτά το γεγονός είναι πως το πραγματικό σκοτάδι βρίσκεται στην προκατάληψη που συνοδεύει την ιδεολογία της νεωτερικότητας, η οποία εξακολουθεί να θολώνει παρ’ όλες τις φιλότιμες προσπάθειες των φιλολόγων, την εκτίμηση που έχουμε σήμερα για τη συμβολή της περιόδου εκείνης στον τεχνικό και πνευματικό πολιτισμό. Βασικός λόγος αυτής της παραγνώρισης δεν είναι άλλος από την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος πιστεύει πως οφείλει να προφυλάσσει την αδιαφιλονίκητη κυριαρχία της προόδου από οτιδήποτε παραδοσιακό επιβιώνει στο σήμερα, συκοφαντώντας ως παρωχημένο και «καταπιεστικό» το παρελθόν. Είναι η εκτίμηση λοιπόν και όχι οι γνώσεις μας που χρειάζονται περισσότερο φως, παρά η εποχή που ακολούθησε την κατάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Σε γενικές γραμμές αυτό που υποθέτουμε σήμερα είναι πως τα βασίλεια του Οδόακρου και του Θεοδώριχου που ακολούθησαν το 476μ.X. χτίστηκαν και αξιοποίησαν τόσο την προηγούμενη ρωμαϊκή διοίκηση όσο και το ρωμαϊκό δίκαιο, διατηρώντας έτσι ζωντανά τα δύο βασικά συστατικά που συγκροτούσαν την societas civilis (πολιτική κοινωνία). “Οι νόμοι και όχι τα τείχη κάνουνε τις πόλεις“, επισήμανε ο Cicero λίγους αιώνες πριν. Όσο λοιπόν φύλασσαν σε λανθάνουσα μορφή τον πολιτειακό τους χαρακτήρα οι πρώην ρωμαϊκές πόλεις, παρέμενε γόνιμο το έδαφος για την ανάδυση των ιταλικών δήμων τον 10ο αιώνα που θα προετοίμαζε εντός των τειχών τους τον ουμανισμό και την πρώιμη αναγέννηση. Παράλληλα, και ακριβώς κάτω από την μύτη του φεουδαλισμού και της δουλοπαροικίας, άρχισαν να αναπτύσσονται στις Καρλομάγνιες περιοχές από τον Βόλγα μέχρι τη δυτική Γαλλία κοντά κυρίως σε λιμάνια και ποταμούς τα πρώτα bürg(οχυρωμένες πόλεις), στα οποία και θα εμφανιστεί ένας νέος τύπος ανθρώπου, ο αστός, απ’ όπου θα δανειστεί αργότερα και την ονομασία του ως κάτοικος αυτών των μεσαιωνικών πόλεων: burgerbourgeois. Είναι κοντά πλέον η εποχή όπου ο βυζαντινός Θεόδωρος ο Μετοχίτης στην έκφραση του «φύσει νεωτεροποιόν ο δήμος» θα αποτύπωνε την αίσθηση που έκανε στους συγκαιρινούς του η κατάργηση των ταξικών διαχωρισμών στην Γένοβα· φράση που περικλείει εντός της όλη την ένταση φεουδαλισμού και νεοσύστατων πόλεων του μεσαίωνα «που ο άνεμος τους κάνει τους ανθρώπους ελευθέρους». Μέσα στα guilds, τα σινάφια και τις συντεχνίες των νεόδμητων πόλεων επιβίωσε η societas civilis ως η νομική κατοχύρωση της ένωσης διαφορετικών ατόμων σε πολιτικό λαό.

Η αναγέννηση του πολιτικού βίου

Το φυσικό δίκαιο πλέον σταματάει να αποτελεί τον κρίκο που  συνδέει την επουράνια ιεραρχία με τον επίγειο κόσμο των χωρικών, των ιπποτών και του ιερατείου. Διάκριση που αναλάμβανε το παπικό ιερατείο να μεταφέρει από τον ουρανό στη γη, αλλά αποτελεί τώρα πια από μόνο του αυθύπαρκτο επιχείρημα για την ισότητα όλων των ανθρώπων με αναφορά στην πρωταρχική τους φύση. Στο ποίημα του Το όνειρο του John Ball έγραφε ο ριζοσπάστης καλόγερος: «Όταν όργωνε ο Αδάμ και έγνεθε η Εύα, πες μου ποιός από τους δύο ήταν ο αφέντης;» Στις νεόδμητες πόλεις μαζί με το εμφανιζόμενο σώμα των τεχνιτών, των εμπόρων, των μαστόρων και των βιοτεχνών  πρωταγωνιστικό ρόλο είχε ο ελεύθερος δημότης, κατά κύριο λόγο προερχόμενος από πρώην δουλοπάροικους. Εκεί μέσα στον χώρο του εμπορίου και της μικρής αγροτοβιοτεχνίας ο απελεύθερος πολίτης θα ανακαλύψει σταδιακά πως δεν είναι το θεϊκό δίκαιο, και κατ’ επέκταση η κληρονομική ιεραρχία, αυτό που εκπροσωπεί τα άμεσα συμφέροντα του, αλλά αξιοποιώντας τα επιχειρήματα που του έδινε το φυσικό δίκαιο (jus naturale) χτίζει τα θεμέλια της πόλης του επάνω στον λίθο του juis positive, του θετικού δικαίου.Σε ένα επίσημο Φλωρεντιανό κείμενο του 1289 σχεδόν 500 χρόνια πριν την διακήρυξη του πολίτη διαβάζουμε «σύμφωνα με το φυσικό δίκαιο όλοι οι άνθρωποι γεννήθηκαν ελεύθεροι».

Οι πόλεις λοιπόν αποτελούνται από κατοίκους αποδεσμευμένους από την κληρονομική και θεϊκή ιεραρχία και συνδέονται σε σώμα με κοινωνικό συμβόλαιο όπως συνέχει σε κοινό έργο το εμπορικό συμβόλαιο τα μέλη μιας εταιρίας. Αυτό το υλικό και πολιτικό περιβάλλον, που μετατόπιζε το κέντρο βάρος από τα «universalias» προς τον πρακτικό βίο και το πολιτικό δίκαιο (jus civile), ήταν ιδανικό υπόστρωμα για να ευνοήσει την μετέπειτα εξέλιξη του νομιναλιστικού έλεγχου στον μεταφυσικό σχολαστικισμό. Ο κριτικός έλεγχος της μεταφυσικής ιεραρχίας του όντως-Όντος επί των φαινομένων τροφοδοτήθηκε αρχικά από τους νομιναλιστές και στη συνέχεια πυροδότησε με την σειρά του την επιθυμία των λαϊκών στοιχείων των πόλεων και της υπαίθρου για την ανατροπή της επίγειας κυριαρχίας των εκπροσώπων της μεταφυσικής ιεραρχίας: τις τάξεις των κληρικών και των φεουδαρχών.

Τώρα πια ο θύραθεν κόσμος δεν είναι απλά «η πρόσκαιρη μορφή του όντος» που οι μεταβολές του δεν προσφέρουν τίποτα ουσιαστικό στην αναζήτηση μας για τη γνώση, αλλά ο μοναδικός πραγματικός χώρος όπου μπορούμε να τον γνωρίσουμε αναλύοντας και δημιουργώντας τον. Το veritas filia temporis (η αλήθεια είναι θυγατέρα της εποχής) έρχεται να επικυρώσει την προτεραιότητα της certitudo modi procedendi (βεβαιότητα ως προς τον τρόπο μεθόδευσης) παραγκωνίζοντας πλέον την παραδοσιακή certitudo obiecti (βεβαιότητα ως προς το αντικείμενο) η οποία σμίλευε την πεποίθηση των σχολαστικών πως η σπουδαιότητα του αντικειμένου μελέτης τους (το όντως-Ον) προεξοφλούσε την εγκυρότητα της αξιοπιστίας τους.  Από εδώ και πέρα αυτό που μετράει και είναι το μοναδικό αληθές είναι αυτό που γνωρίζουμε ενώ όλες οι άλλες «επιστήμες» της φιλοσοφίας ασχολούνται απλά με «ονομαστικά κατασκευάσματα του λόγου και διαλεκτικούς τσαρλαντανισμούς».  Η υιοθέτηση της αρχής verum factum convertuntur (αληθές είναι μόνο το κατασκευάσιμο) κάνει άμεσο το πέρασμα της από τις έριδες της φιλοσοφίας στους εμφύλιους και τις εξεγέρσεις για αυτοδιάθεση και κυριαρχία. Εάν η αλήθεια λοιπόν δεν δίδεται «εκ των άνωθεν» αλλά βρίσκεται σε αυτό που κατασκευάζουμε εμείς με τα δικά μας χέρια, η «Πολιτεία του Θεού» μπορεί να πραγματωθεί σε αυτή τη γη και είναι απλά ζήτημα θέλησης και μέσων και όχι μια εξ αποκαλύψεως τελεολογία.

Οι συνέπειες του νομιναλιστικού ελέγχου στην συγκρότηση του νεωτερικού πνεύματος, και ως επέκταση τούτου, η συμβολή του στον αγνωστικισμό, προετοίμασε την θεολογική εξέγερση και έδωσε έμβασμα για τη μετέπειτα κοινωνική κινητικότητα. Η αποκατάσταση αυτής της πτυχής βρίσκεται ακόμα σε γενικές γραμμές υπό το ημίφως της ιστορίας χωρίς να της έχει δοθεί η απαραίτητη προσοχή, παρόλη την σημαντική βιβλιογραφία. Ο λόγος πάλι δεν έχει να κάνει με την ελλιπή γνώση μας παρά προσκρούει στην κυρίαρχη αστική αφήγηση ότι τάχα η όποια πρόοδος της ανθρωπότητας είναι αποτέλεσμα ανταγωνισμών που προήρθαν από την αστική τάξη, τις τεχνικές ανακαλύψεις και για χάρη του Κεφαλαίου. Συμπλήρωμα των παραπάνω είναι και το λαϊκό παραμύθι πως τα ατομικά δικαιώματα και το καθολικό αίτημα για ελευθερία ανακαλύφθηκαν μέσα στα ερείπια της Βαστίλης. Προφανώς αυτοί οι γάμοι με την ιστορία περιπλέκουν εάν αρχίσουμε να ανακαλύπτουμε σε προαστικές εποχές τα πρώτα υφάδια του νυφικού.

Η πρώτη λέξη για το μοντέρνο και το πρωτείο της βούλησης, ο οδοδείκτης της via moderni, πρωτοεμφανίζεται ακριβώς σε μια τέτοια χρονική περίοδο κάτω από τον όρο Νομιναλισμός.

Βιβλιογραφία:
-Αlbert Camus, 1951, L’ homme revolte [O εξεγερμένος άνθρωπος], Εκδόσεις Μπουκουμάνη.
– Hannah Arendt, 1958, H ανθρώπινη κατάσταση, Εκδόσεις γνώση.
– Lewis Mumford, 1970, Ο μύθος της μηχανής, Εκδόσεις Νησίδες.
– Νούτσος Χρ. Παναγιώτης,1980, Ο Νομιναλισμός: Κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις της ύστερομεσαιωνικής φιλοσοφίας, Εκδόσεις Κέδρος.
– Κονδύλης Παναγιώτης, 1983, Η κριτική της μεταφυσικής στην νεώτερη σκέψηαπό τον όψιμο μεσαίωνα έως τον διαφωτισμό, τόμος α’ ( Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης).
– Κονδύλης Παναγιώτης, 1984, (Εισαγωγή) Έργα Niccolo Mαchiavelli , Εκδόσεις Κάλβος.

πηγή: respublica.gr

ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ - Ο ΕΜΨΥΧΟΣ ΗΛΙΟΣ

$
0
0
ΕΜΨΥΧΟΣ ΗΛΙΟΣ

Ενώ η ύπαρξη και η λειτουργία της οντογονικής(ανθρώπινης) ψυχής έχει αναλυθεί σε πάμπολλα κείμενα της Ελληνικής Θεολογίας, όμως, έχουμε διακρίνει το ότι πολλοί, είτε δεν αποδέχονται την έμψυχη λειτουργία των ουρανίων σωμάτων είτε την αγνοούν παντελώς,  και περιπαικτικά θα λέγαμε αμαρτάνουν σφόδρα  σε  αυτό σημαντικό  ζήτημα. Φυσικά με το άκουσμα του όρου αμαρτία θα νομίζουν κάποιοι  ότι χρησιμοποιούμε όρους χριστιανικής πίστεως, ουδόλωςη έννοια αυτή απαντάται σε κείμενα Ελληνικής Θεολογίας και πιο συγκεκριμένα ο Πλάτων στους Όρους στο (416 e) όπου και μας λέγει ότι επισημαίνει η λέξη αυτή: Πράξις αντίθετη στην ορθή σκέψη. Η ανορθολογικότητα εδράζεται στο να θεωρούμε ότι η ψυχή μας, το κάλλιστο αυτό θεολογικό μέγεθος που αποτελεί την πραγματική ουσία της υπάρξεώς μας, ενυπάρχει μεν στην ανθρώπινη φύση   «ο άνθρωπος είναι μια ψυχή αθάνατη η οποία χρησιμοποιεί αθάνατο σώμα. Τον άνθρωπο αυτόν μάλιστα, πρέπει να τον ξεχωρίσουμε από οτιδήποτε θνητό» .»  Πρόκλος «Υπόμνημα στον “Τίμαιο” του Πλάτωνα, τόμος Ε, 3.307.17, αλλά(η ψυχή) δεν ενυπάρχει, δεν ουσιώνει και δε ζωοποιεί ένα αυτοφυή και αυτόφωτο ουράνιο σώμα όπως ο Ήλιος.

Ας δούμε όμως τι μας αναφέρει ο Πλάτων για το υπό διερεύνηση ζήτημα μας:
«Ήλιος: Πυρ ουράνιο το μόνον άστρο που καθίσταται διακριτό την ημέρα στα ίδια πρόσωπα από την αυγή έως το δειλινό. Πλάσμα αιώνιον το Μέγιστο Έμψυχον.» Πλάτων Όροι (412 a-b)
«Όλοι βλέπουν το σώμα του ήλιου αλλά κανένας δεν διακρίνει την ψυχή του όπως και κανενός άλλου σώματος ζωντανού η πεθαμένου. Υπάρχουν όμως ελπίδες ότι αυτό που είναι απρόσιτο στις αισθήσεις μας μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο με το νου. Και έτσι, ας προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε τον ήλιο με το νοητικό μας.» Πλάτων Νόμοι Ι’898d.
«Ασχέτως αν η ψυχή βρίσκεται μέσα στον ήλιο και τον χρησιμοποιεί σαν άρμα ή τον σπρώχνει από έξω, ή έχει κάποιον άλλο τρόπο, καθένας μας πρέπει να θεωρεί αυτή την ψυχή ως  Θεό..» Πλάτων Νόμοι (Ι’899b)
Την επόμενη φορά λοιπόν που κάποιος Έλλην Θρησκευτής θελήσει να ανασηκώσει το βλέμμα του στο φωτοδότη Ήλιο,  να μην θεωρήσει ότι αποτίνει θεραπεία(λατρεία) σε μία άψυχη πέτρα. Ας αποπειραθεί να αισθανθεί ενεργοποιώντας, εν πλήρει συνειδήσει,    το Θείο νοητικό μέρος της ψυχής του ώστε να έρθει σε συνουσία με τις άχραντες δονητικές μεταμορφωτικές  εκλάμψεις της  Ψυχής του Ηλίου.
πηγή: hellenictheology.gr

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

$
0
0
rome-1066035_960_720

Αρχαίο κείμενο

Ἔστιν δὲ τῆς ῥητορικῆς εἴδη τρία τὸν ἀριθμόν· τοσοῦτοι γὰρ καὶ οἱ ἀκροαταὶ τῶν λόγων ὑπάρχουσιν ὄντες. σύγκειται μὲν γὰρ ἐκ τριῶν ὁ λόγος, ἔκ τε τοῦ λέγοντος καὶ περὶ οὗ λέγει καὶ πρὸς ὅν, καὶ τὸ τέλος πρὸς τοῦτόν ἐστι, λέγω δὲ τὸν ἀκροατήν. ἀνάγκη δὲ τὸν ἀκροατὴν ἢ θεωρὸν εἶναι ἢ κριτήν, κριτὴν δὲ ἢ τῶν γεγενημένων ἢ τῶν μελλόντων. ἔστι δ’ ὁ μὲν περὶ τῶν μελλόντων κρίνων ὁ ἐκκλησιαστής, ὁ δὲ περὶ τῶν γεγενημένων ὁ δικαστής͵ ὁ δὲ περὶ τῆς δυνάμεως ὁ θεωρός, ὥστ’ ἐξ ἀνάγκης ἂν εἴη τρία γένη τῶν λόγων τῶν ῥητορικῶν, συμβουλευτικόν, δικανικόν, ἐπιδεικτικόν.

Συμβουλῆς δὲ τὸ μὲν προτροπή, τὸ δὲ ἀποτροπή· ἀεὶ γὰρ καὶ οἱ ἰδίᾳ συμβουλεύοντες καὶ οἱ κοινῇ δημηγοροῦντες τούτων θάτερον ποιοῦσιν. δίκης δὲ τὸ μὲν κατηγορία τὸ δ’ ἀπολογία· τούτων γὰρ ὁποτερονοῦν ποιεῖν ἀνάγκη τοὺς ἀμφισβητοῦντας. ἐπιδεικτικοῦ δὲ τὸ μὲν ἔπαινος τὸ δὲ ψόγος.
Χρόνοι δὲ ἑκάστου τούτων εἰσὶ τῷ μὲν συμβουλεύοντι ὁ μέλλων (περὶ γὰρ τῶν ἐσομένων συμβουλεύει ἢ προτρέπων ἢ ἀποτρέπων), τῷ δὲ δικαζομένῳ ὁ γενόμενος (περὶ γὰρ τῶν πεπραγμένων ἀεὶ ὁ μὲν κατηγορεῖ ὁ δὲ ἀπολογεῖται), τῷ δ’ ἐπιδεικτικῷ κυριώτατος μὲν ὁ παρών· κατὰ γὰρ τὰ ὑπάρχοντα ἐπαινοῦσιν ἢ ψέγουσιν πάντες, προσχρῶνται δὲ πολλάκις καὶ τὰ γενόμενα ἀναμιμνήσκοντες καὶ τὰ μέλλοντα προεικάζοντες.
Τέλος δὲ ἑκάστοις τούτων ἕτερόν ἐστι, καὶ τρισὶν οὖσι τρία, τῷ μὲν συμβουλεύοντι τὸ συμφέρον καὶ βλαβερόν· ὁ μὲν γὰρ προτρέπων ὡς βέλτιον συμβουλεύει, ὁ δὲ ἀποτρέπων ὡς χεῖρον ἀποτρέπει, τὰ δ’ ἄλλα πρὸς τοῦτο συμπαραλαμβάνει, ἢ δίκαιον ἢ ἄδικον, ἢ καλὸν ἢ αἰσχρόν· τοῖς δὲ δικαζομένοις τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον, τὰ δ’ ἄλλα καὶ οὗτοι συμπαραλαμβάνουσι πρὸς ταῦτα· τοῖς δ’ ἐπαινοῦσιν καὶ ψέγουσιν τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν, τὰ δ’ ἄλλα καὶ οὗτοι πρὸς ταῦτα ἐπαναφέρουσιν. σημεῖον δ’ ὅτι τὸ εἰρημένον ἑκάστοις τέλος· περὶ μὲν γὰρ τῶν ἄλλων ἐνίοτε οὐκ ἂν ἀμφισβητήσαιεν, οἷον ὁ δικαζόμενος ὡς οὐ γέγονεν ἢ ὡς οὐκ ἔβλαψεν· ὅτι δ’ ἀδικεῖ οὐδέ ποτ’ ἂν ὁμολογήσειεν· οὐδὲν γὰρ ἂν ἔδει δίκης. ὁμοίως δὲ καὶ οἱ συμβουλεύοντες τὰ μὲν ἄλλα πολλάκις προΐενται, ὡς δὲ ἀσύμφορα συμβουλεύουσιν ἢ ἀπ’ ὠφελίμων ἀποτρέπουσιν οὐκ ἂν ὁμολογήσαιεν· ὡς δ’ ἄδικον τοὺς ἀστυγείτονας καταδουλοῦσθαι καὶ τοὺς μηδὲν ἀδικοῦντας, πολλάκις οὐδὲν φροντίζουσιν.
Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἐπαινοῦντες καὶ οἱ ψέγοντες οὐ σκοποῦσιν εἰ συμφέροντα ἔπραξεν ἢ βλαβερά, ἀλλὰ καὶ ἐν ἐπαίνῳ πολλάκις τιθέασιν ὅτι ὀλιγωρήσας τοῦ αὑτῷ λυσιτελοῦντος ἔπραξέ τι καλόν, οἷον Ἀχιλλέα ἐπαινοῦσιν ὅτι ἐβοήθησε τῷ ἑταίρῳ Πατρόκλῳ εἰδὼς ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀποθανεῖν, ἐξὸν ζῆν. τούτῳ δὲ ὁ μὲν τοιοῦτος θάνατος κάλλιον, τὸ δὲ ζῆν συμφέρον.
Νεοελληνική απόδοση:
Τα είδη της ρητορικής τέχνης είναι τρία στον αριθμό· αφού τόσοι είναι και οι ακροατές των ρητορικών λόγων. Σύγκειται δε ο ρητορικός λόγος από τρία πράγματα: από αυτόν που μιλάει, από αυτά  που λέει και από αυτόν προς τον οποίο απευθύνεται, ενώ ο σκοπός της ομιλίας αναφέρεται προς αυτόν, εννοώ τον ακροατή. Είναι λοιπόν ανάγκη ο ακροατής ή να είναι θεατής ή κριτής, κριτής ή εκείνων που έχουν γίνει ή εκείνων που μέλλει να γίνουν. Κριτής δε των μελλόντων είναι εκείνος που μετέχει της εκκλησίας του δήμου, των πραγμάτων που έχουν γίνει ο δικαστής, ενώ της δεινότητας του ρήτορα ο θεατής. Ώστε εξ ανάγκης τρία θα είναι και τα είδη των ρητορικών λόγων: ο συμβουλευτικός, ο δικανικός και ο επιδεικτικός.
Ο συμβουλευτικός λόγος είτε προτρέπει είτε αποτρέπει, μιας και όσοι συμβουλεύουν είτε κατ’ ιδίαν είτε δημοσίως δημηγορώντας κάνουν ένα από αυτά τα δύο. Ο δικανικός λόγος είτε κατηγορεί είτε απολογείται· αφού αναγκαστικά οι αντίδικοι κάνουν είτε το ένα είτε το άλλο. Τέλος ο επιδεικτικός λόγος είτε επαινεί είτε ψέγει.
Οι χρόνοι πάλι που χρησιμοποιεί ο καθένας τους είναι για τον μεν συμβουλευτικό οι μελλοντικοί (για όσα πρόκειται να συμβούν συμβουλεύει προτρέποντας ή αποτρέποντας), για τον δε δικανικό οι παρελθοντικοί (γιατί πάντοτε για τα πεπραγμένα ο μεν κατηγορεί ο δε απολογείται), ενώ για τον επιδεικτικό κύριοι χρόνοι είναι οι παροντικοί· γιατί όλοι όσοι επαινούν ή ψέγουν αναφέρονται στις υπάρχουσες καταστάσεις, ενώ πολλές φορές χρησιμοποιούν χρόνο παρελθοντικό, όταν θέλουν να ανακαλέσουν στη μνήμη τους πράγματα περασμένα, αλλά και μελλοντικό, όταν θέλουν να προεικάσουν.
Τώρα ο σκοπός για τον καθένα είναι διαφορετικός, και όντας τρεις λόγοι τρεις και οι σκοποί: για τον μεν συμβουλευτικό το συμφέρον και το βλαβερό· αφού αυτός που προτρέπει για καλύτερο προτρέπει, ενώ τα άλλα, αν δηλ. είναι δίκαιο ή άδικο, καλό ή αισχρό τα περιλαμβάνει στον λόγο του χάριν εκείνου. Για τον δε δικανικό το δίκαιο και το άδικο, τα άλλα και αυτός χάριν αυτών τα περιλαμβάνει. Εκείνοι δε που επαινούν ή ψέγουν έχουν ως σκοπό το καλό και το αισχρό, ενώ τα άλλα και αυτοί χάριν αυτών τα προσάπτουν. Μια ένδειξη για το αληθές του λόγου μας, ότι δηλ. οι προαναφερόμενοι σκοποί είναι και οι πραγματικοί σκοποί για τον καθένα λόγο, είναι το γεγονός ότι υπάρχουν περιπτώσεις που για τα άλλα δεν θα αμφισβητούσε, λ.χ. ο υπόδικος δεν θα αμφισβητούσε πως δεν έχει γίνει ή πως δεν έβλαψε, όμως ότι αδικεί σε καμιά περίπτωση δεν θα ομολογούσε — δεν θα χρειαζόταν καν δίκη. Ομοίως δε και όσοι συμβουλεύουν πολλές φορές τα άλλα τα αφήνουν, ότι συμβουλεύουν όμως τα ασύμφορα ή αποτρέπουν τα ωφέλιμα δεν θα ομολογούσαν — ότι είναι άδικο να υποδουλώνεις τους γείτονες και όσους δεν αδικούν, πολλές φορές δεν νοιάζονται καθόλου.
Ομοίως δε και όσοι επαινούν και όσοι ψέγουν δεν εξετάζουν αν έπραξαν τα συμφέροντα ή τα βλαβερά, αλλά πολλές φορές θεωρούν άξιο επαίνου το ότι κάποιος ενώ αδιαφόρησε για το συμφέρον του έπραξε κάτι καλό, λ.χ. επαινούν τον Αχιλλέα ότι βοήθησε τον σύντροφό του Πάτροκλο γνωρίζοντας πως προορίζεται να πεθάνει, ενώ μπορούσε να ζήσει. Γι’ αυτόν ένας τέτοιος θάνατος είναι καλύτερος, ενώ το να ζει συμφέρον.
Βιβλιογραφία: Αριστοτέλους Τέχνη Ρητορική (1358a.36 έως 1359a.5) 
πηγή: aristotelianphilosophy.com

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

$
0
0
Η Σχολή των Αθηνών (Ραφαήλ)

Οι αρχαίοι πολιτισμοί της Μεσογείου (Αίγυπτος), της Μεσοποταμίας (Βαβυλώνιοι) και της Κίνας ανέπτυξαν τεχνογνωσία, συνέλεξαν αστρονομικές παρατηρήσεις και καλλιέργησαν τα μαθηματικά (κυρίως τη γεωμετρία) κινούμενοι από πρακτικές ανάγκες για τις κατασκευές τους, για τη μέτρηση του χρόνου και, βεβαίως, για τους πολεμικούς εξοπλισμούς τους. Ένας μεγάλος σταθμός σ΄ αυτή την πρώτη μακρόχρονη περίοδο (περίπου 4000 π.Χ. έως 600 π.Χ.) ήταν η επινόηση του αλφαβήτου (γύρω στο 1500 π.Χ.).
Και μετά ήλθε η κλασική αρχαία Ελλάδα που προσέδωσε για πρώτη φορά επιστημονικό χαρακτήρα στον ανθρώπινο πολιτισμό. Από τη ζήτηση των απαντήσεων σε πρακτικά ερωτήματα, πέρασε στην αναζήτηση ερμηνείας των φυσικών φαινομένων. Ερμηνείας χωρίς την επίκληση μύθων και θεών, απελευθερωμένης από προλήψεις και δόγματα και με εμπιστοσύνη στη δύναμη της λογικής σε συνδυασμό με την παρατήρηση. Έλειψε όμως ένας σημαντικός κρίκος για την ολοκλήρωση της επιστημονικής μεθόδου: το πείραμα.

Παραμένει, νομίζω, μυστήριο το γιατί η αρχαία Ελλάδα σε μια σχετικά σύντομη περίοδο περίπου διακοσίων πενήντα ετών δημιούργησε αυτή την τεράστια πολιτιστική έκρηξη (περιλαμβανομένης και της γένεσης της επιστημονικής σκέψης) και σφράγισε ανεξίτηλα τον ανθρώπινο πολιτισμό. Δεν ήσαν παρά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι (λιγότεροι από το σημερινό πληθυσμό της Κρήτης). Υπήρχε άραγε σ’ ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, ή στην ηγεσία του, περιέργεια, ενδιαφέρον και εκτίμηση για την δημιουργία επιστημονικής γνώσης; Επικρατούσε ένα συλλογικό κλίμα θεμελιωμένης αυτοπεποίθησης και ριζοσπαστικής καινοτομίας, ως αποτέλεσμα ίσως της νικηφόρας αντιμετώπισης της Περσικής Αυτοκρατορίας; Ή μήπως η αποικιακή επέκταση διεύρυνε και τους πνευματικούς τους ορίζοντες;
Ακολούθησε η αλεξανδρινή περίοδος, όπου η επιστημονική επανάσταση, κάτω από την ενεργή στήριξη της δυναστείας των Πτολεμαίων (με τη δημιουργία του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας) μπήκε στο δρόμο της ολοκλήρωσης. Μεγάλα και θαυμαστά τα επιτεύγματα αυτής της εποχής: η μέτρηση της περιφέρειας της Γης (Ερατοσθένης), η μέτρηση της απόστασης Γης-Σελήνης (Αρίσταρχος, Ίππαρχος), η επαναστατική πρόταση του Αρίσταρχου για το ηλιοκεντρικό σύστημα, η μεγαλοφυΐα του Αρχιμήδη στα μαθηματικά και η σύνδεσή τους με τη φυσική (μοχλοί, άνωση κ.λπ.).
Παράλληλα ξεκίνησαν δειλά και τα πρώτα βήματα της τεχνολογικής επανάστασης (ατμομηχανή του Ήρωνα) που τερματίστηκαν πρόωρα ίσως λόγω της έλευσης των πρακτικών Ρωμαίων. Ο φόνος του Αρχιμήδη από Ρωμαίο στρατιώτη έχει, νομίζω, συμβολική σημασία. Είναι η αρχή του τέλους. Εν τούτοις, η επιστημονική ενασχόληση συνεχίστηκε για πολύ ακόμα, σχεδόν μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα μ.Χ. με κύριο επίτευγμα τις διοφαντικές εξισώσεις στα μαθηματικά. Παραλείπω το θαυμαστό στη λεπτομέρειά του γεωκεντρικό μοντέλο του Πτολεμαίου, μια και απεδείχθη (πολύ αργότερα) ότι δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο μαρτυρικός θάνατος της Υπατίας το 415 μ.Χ. στα χέρια φανατισμένου χριστιανικού όχλου σηματοδοτεί το οριστικό τέλος μιας επιστημονικά δημιουργικής εποχής και την απαρχή της χιλιετούς επιστημονικής σιωπής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, καθώς και του ευρωπαϊκού χώρου. Ο δαυλός του ενδιαφέροντος για την επιστήμη πέρασε για ένα διάστημα δυο περίπου αιώνων (800 – 1025 μ.Χ.) στον αραβικό κόσμο στο χαλιφάτο της Βαγδάτης να αποτελεί το επιστημονικό κέντρο. Βέβαιο, οι Κινέζοι συνέχισαν τις σημαντικότατες επινοήσεις τους (χαρτί, πυρίτιδα κ.λπ.), χωρίς όμως να τις αξιοποιήσουν επιστημονικά ή τεχνολογικά.
Χρειάστηκε να φτάσουμε στο 15ο και 16ο αιώνα μ.Χ. με την ανακάλυψη της τυπογραφίας, τους μεγάλους θαλασσοπόρους, την άνθιση της επιστήμης και της τέχνης στις ιταλικές πόλεις και, τελικά, με την καθιέρωση του ηλιοκεντρικού συστήματος (Κοπέρνικος, Τύχο Μπράχε, Γαλιλαίος, Κέπλερ).
Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από δυο μεγάλες επαναστατικές κατακτήσεις της επιστημονικής σκέψης:
i. To νόμο της κίνησης της κλασικής μηχανικής (με πρωτοπόρο τον Γαλιλαίο και θεμελιωτή καθώς και ολοκληρωτή τον Νεύτωνα), που συνέδεσε τη δύναμη με την επιτάχυνση και όχι με την ταχύτητα, όπως ήταν το καθιερωμένο αριστοτέλειο πρότυπο.
ii. Τη συνειδητοποίηση ότι η δύναμη της βαρύτητας είναι πανταχού παρούσα, ότι συνίσταται στο νόμο της παγκόσμιας έλξης και, και επομένως, ότι και τα επίγεια και τα ουράνια φαινόμενα διέπονται από τον ίδιο οικουμενικό νόμο. Το διαχωριστικό τείχος χιλιετηρίδων μεταξύ των επίγειων και των ουράνιων κινήσεων κατέρρευσε.
Ο 18ος αιώνιος ήταν κυρίως ο αιώνας της χημείας καθώς και της σταδιακής συσσώρευσης γνώσεων γύρω από ηλεκτρικά, μαγνητικά και οπτικά φαινόμενα. Ο Dalton, το 1803, συνοψίζοντας ενάμιση περίπου αιώνα χημείας καθιέρωσε την έννοια του ατομικού βάρους και έδωσε έτσι πειραματική υπόσταση στην ατομική ιδέα του Δημόκριτου.
Στον 19ο αιώνα η στήριξη της ατομικής θεωρίας συνεχίστηκε κυρίως από φυσικούς (Avogadro, Dulong-Petit, Maxwell, Loschmidt, Boltzmann, Brown) για να γίνει αποδεκτή στην αυγή του 20ου αιώνα με τις εργασίες του Einstein και του Περέν. Παράλληλα με την επιβεβαίωση της ύπαρξης των ατόμων, η ανακάλυψη του ηλεκτρονίου, το 1897 – 1899, οδήγησε στο συμπέρασμα ότι το άτομο είναι σύνθετο σωμάτιο και επομένως όχι απολύτως αδιαίρετο.
Το μεγάλο, όμως, γεγονός του 19ου αιώνα ήταν η τελική ενοποίηση των μαγνητικών και ηλεκτρικών δυνάμεων με τις περίφημες τέσσερις εξισώσεις του Μaxwell, που η πιο σημαντική τους συνέπεια είναι η ύπαρξη ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, τα οποία διαδίδονται με την ταχύτητα του φωτός. Κατά συνέπεια, όπως επισήμανε και ο ίδιος ο Maxwell, «είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς το συμπέρασμα ότι και το φως δεν είναι τίποτα άλλο παρά ηλεκτρομαγνητικό κύμα». Ο Hertz, το 1888, επιβεβαίωσε πειραματικά την ύπαρξη των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, που σήμερα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής μας ζωής (τηλεόραση, κινητό τηλέφωνο, τηλεχειριστήρια, ακτίνες Χ, μαγνητική τομογραφία κ.λπ.).
Στο πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα σημειώθηκαν τρεις μεγάλοι σταθμοί στην Ιστορία της Φυσικής και της Επιστήμης γενικότερα.
Η διαπίστωση από τον Rutherford, τo 1911, ότι τα άτομα είναι μια μικρογραφία του πλανητικού μας συστήματος: Κάθε άτομο αποτελείται από έναν πολύ πιο μικροσκοπικό πυρήνα όπου είναι συγκεντρωμένη σχεδόν όλη μάζα του και από ακόμη πιο μικροσκοπικά και ελαφριά ηλεκτρόνια (όλα τα ίδια) που περιφέρονται γύρω του σε αποστάσεις από περίπου 1000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερες από την ακτίνα του πυρήνα. 
Bohr-atom-PAR
Στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι και ο σούπερ μικροσκοπικός πυρήνας δεν είναι αδιαίρετο σωμάτιο αλλά σύνθετο. Αποτελείται από δυο ειδών σωμάτια, τα πρωτόνια και τα νετρόνια, που φέρουν κοινό όνομα νουκλεόνια.

Μπορείτε να φανταστείτε τον ατομικό πυρήνα σαν ένα σούπερ μικροσκοπικό και στρογγυλεμένο τσαμπί σταφύλι με δυο ειδών ρώγες (ας πούμε, κόκκινες για τα πρωτόνια και πράσινες για τα νετρόνια). Αόρατα «κοτσάνια» – οι ισχυρές πυρηνικές δυνάμεις – διατηρούν το τσαμπί ενιαίο παρ’ όλες τις βίαιες κινήσεις της κάθε «ρώγας». Υπάρχουν στη φύση μικροί πυρήνες με λίγες «ρώγες» – νουκλεόνια (ο μικρότερος είναι ο πυρήνας του συνηθισμένου υδρογόνου με ένα μόνο πρωτόνιο) και μεγάλοι πυρήνες με πολλές «ρώγες» – νουκλεόνια (μεγαλύτερος είναι ο πυρήνας του ουρανίου-238 με 238 «ρώγες»-νουκλεόνια). 
Nucleus_drawing
Μεγάλοι πυρήνες μπορούν να σπάσουν σε δυο κομμάτια εκλύοντας τεράστια ποσά ενέργειας (αυτή η διαδικασία λέγεται σχάση και χρησιμοποιείται στους πυρηνικούς αντιδραστήρες και στις πυρηνικές βόμβες). Μικροί πυρήνες – αν έχουν αρκετή ταχύτητα – μπορούν να κολλήσουν παράγοντας ένα μεγαλύτερο πυρήνα και εκλύοντας τεράστια ποσά ενέργειας. Αυτή η διαδικασία – που ονομάζεται σύντηξη – δίνει ενέργεια στον Ήλιο μας και στα άλλα άστρα∙ χρησιμοποιείται επίσης μαζί με σχάση στις σύγχρονες πυρηνικές βόμβες. Η σύγχρονη τεχνολογία προσπαθεί να δαμάσει τη σύντηξη, ώστε να παράγει με ελεγχόμενο τρόπο πρακτικά ανεξάντλητη και καθαρή ενέργεια. Ορισμένοι πυρήνες, οι λεγόμενοι ραδιενεργοί, υφίστανται – με την επέμβαση ενός τετάρτου είδους δυνάμεων, που λέγονται ασθενείς πυρηνικές – και κάποιες άλλες αυθόρμητες διαδικασίες (π.χ. εκπομπή ενός ηλεκτρονίου με ταυτόχρονη αλλαγή ενός νετρονίου σε πρωτόνιο κ.λπ), ένα φαινόμενο που είναι γνωστό ως ραδιενέργεια. Έχει διαπιστωθεί ότι και τα πρωτόνια και τα νετρόνια – αυτές οι πυρηνικές «ρώγες» – είναι σύνθετα σωμάτια: κάθε ένα τους περιέχει τρία πυρηνικά «κουκούτσια» (που λέγονται κουάρκ) και τη συγκολλητική ουσία που τα συγκρατεί παγιδευμένα για πάντα μέσα στην πυρηνική «ρώγα».

proton
Ένα πρωτόνιο συνίσταται από τρία quarks
Η δεύτερη μεγάλη ανακάλυψη του 20ου αιώνα οφείλεται στον Einstein. Ξεκινώντας από το γεγονός ότι η ταχύτητα του φωτός είναι πάντα ίδια – 300.000 km/s – ανεξάρτητα από την ταχύτητα είτε της φωτεινής πηγής είτε του παρατηρητή∙ και από το ότι κλεισμένοι σ’ ένα όχημα που κινείται ευθύγραμμα και ομαλά αλλά χωρίς οπτική ή άλλη επαφή με το περιβάλλον δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε αν κινούμαστε ή ακινητούμε, κατέληξε αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν είναι απόλυτες έννοιες ίδιες για όλους του παρατηρητές.
Διάλεξη του Albert Einstein στη Βιέννη το 1921.
Διάλεξη του Albert Einstein στη Βιέννη το 1921.
Αντίθετα, είναι ευέλικτες και σχετικές έννοιες που αλλάζουν ανάλογα με την κίνηση του κάθε παρατηρητή. Στη γενική θεωρία της σχετικότητας έδειξε ότι η παρουσία της μάζας (ή μαζών) προσδίδει πρόσθετη πλαστικότητα στο χώρο και στο χρόνο (κάπως, όπως μια μεταλλική σφαίρα παραμορφώνει μια πλαστική μεμβράνη). Είναι ακριβώς αυτή η πλαστικότητα και παραμορφωσιμότητα του χώρου και του χρόνου που εμφανίζονται ως δύναμη βαρύτητας.
Η τρίτη μεγάλη ανακάλυψη του 20ου αιώνα είναι η πιο επαναστατική, η πιο γόνιμη, η πιο σημαντική, και η πιο απομακρυσμένη από την εποπτεία μας. Είναι γνωστή ως κυματοσωματιδιακός δυϊσμός ή ως Κβαντομηχανική. Περιέχει την πειραματική διαπίστωση ότι κάθε κύμα έχει και σωματιδιακό χαρακτήρα, με την έννοια ότι η ενέργειά του δεν είναι συνεχής, αλλά αποτελείται από διακριτά, αδιαίρετα κομμάτια∙ αντίστοιχα κάθε σωμάτιο δεν κινείται ακολουθώντας μια τροχιά που οδεύει ως να ήταν κύμα. Έτσι η φύση δεν αποτελείται ούτε από αμιγή σωμάτια, ούτε από αμιγή κύματα, αλλά από κυματοσωμάτια, που έχουν εν μέρει ιδιότητες κύματος και εν μέρει ιδιότητες σωματίου. Η πιο σημαντική πρακτική συνέπεια αυτής της επαναστατικής πειραματικής διαπίστωσης είναι ότι όσο περισσότερο περιορίζεις ένα κυματοσωμάτιο (π.χ. ένα ηλεκτρόνιο, ή ένα νετρόνιο, ή ένα πρωτόνιο) τόσο πιο γρήγορα κινείται και τόσο πιο μεγάλη πίεση διαφυγής ασκεί. Έχοντας αυτό το καίριο συμπέρασμα μπορούμε πια να πραγματοποιήσουμε το όνειρο του Δημόκριτου, να εξηγήσουμε δηλαδή πως τρία μόνο είδη σωματίων (πρωτόνια, νετρόνια, ηλεκτρόνια) μπορούμε να ανασυνθέσουμε τον Κόσμο. 
quantum_physics
Οι δυνάμεις της φύσης φέρνουν μεν τα σωμάτια μαζί αλλά, αν παρέμεναν ανεμπόδιστες, θα τα συνέθλιβαν σε μικρές ή μεγαλύτερες μαύρες τρύπες. Αυτό που εμποδίζει την κατάρρευση είναι ακριβώς η κβαντική πίεση διαφυγής που προσφέρει το απολύτως αναγκαίο αντιστάθμισμα των δυνάμεων. Ακριβώς όταν οι δυο πιέσεις (η συνθλιπτική των δυνάμεων και η επεκτατική της αναπόφευκτης κβαντικής κίνησης) γίνουν ίσες έχουμε μια ισορροπία και τη δημιουργία δομής της ύλης. Μπορούμε έτσι, έχοντας τη συνθλιπτική τάση των δυνάμεων και την τάση διαφυγής, που πηγάζει από την κυματική φύση της ύλης, να συνθέσουμε όλους τους υπάρχοντες πυρήνες και μόνο αυτούς από τα πρωτόνια και τα νετρόνια∙ να συνθέσουμε όλα τα είδη των ατόμων του περιοδικού πίνακα των στοιχείων από τους πυρήνες και τα ηλεκτρόνια∙ να συνθέσουμε μόρια από τα άτομα∙ να συνθέσουμε ένα μέταλλο ή ένα άλλο στερεό από τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων άτομα ή μόρια∙ να συνθέσουμε έναν πλανήτη ή ένα άστρο από άτομα, μόρια, πυρήνες και ηλεκτρόνια κ.ο.κ. μέχρι να φτάσουμε στο Σύμπαν ολόκληρο.

πηγή: physicsgg.me

ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΑΡΜΟΝΙΑ ΤΩΝ ΦΥΣΙΚΩΝ ΦΑΙΝΟΜΕΝΩΝ

$
0
0
Όψη νομίσματος του 250 μ.Χ. όπου απεικονίζεται ο Πυθαγόρας ο Σάμιος
       Όψη νομίσματος του 250 μ.Χ. όπου απεικονίζεται ο  Πυθαγόρας ο Σάμιος

Η ιστορία που σας καλώ να παρακολουθήσουμε αρχίζει με τον Πυθαγόρα και τη σχολή του• τη σχολή που βασική της αρχή ήταν «το παν αριθμός». Η διαπίστωση ότι τα κύρια αρμονικά διαστήματα αντιστοιχούν σε απλές αριθμητικές αναλογίες οδήγησε τους πυθαγόρειους να ανακαλύψουν, με άλματα αξεπέραστης τόλμης, ότι στη ρίζα των φαινομένων του φυσικού κόσμου βρίσκεται η αρμονία των μαθηματικών εννοιών, η «μουσική των σφαιρών» όπως την ονόμασαν, αρμονία ουράνια, που δεν είναι αισθητή αλλά νοητή.

Η σχολή των πυθαγορείων έφερε επανάσταση στην ανθρώπινη σκέψη. Η μαθηματική απόδειξη ήταν ο νέος τρόπος διαλογισμού που αναπτύχθηκε στην εν λόγω σχολή. Άλλωστε, η ανακάλυψη από τους πυθαγόρειους της ύπαρξης ασύμμετρων μεγεθών, δηλαδή μεγεθών των οποίων η μεταξύ τους σχέση δεν είναι η σχέση μεταξύ δυο ακεραίων αριθμών, αποτελεί σταθμό στην εξέλιξη της ανθρώπινης διανόησης. Η ανακάλυψη αυτή οδήγησε αργότερα τον Εύδοξο, φίλο και μαθητή του Πλάτωνα, στη διατύπωση της γενικής θεωρίας των συνεχών μεγεθών, θεωρίας που αποτελεί ακόμη και σήμερα, έπειτα από τόσο διεισδυτική μελέτη του φυσικού κόσμου, σταθερή αφετηρία κάθε προσπάθειας περιγραφής της φυσικής πραγματικότητας. Η ανθρωπότητα χρειάστηκε είκοσι δυο αιώνες για να αποκτήσει τη νοητική ωριμότητα προκειμένου να αφομοιώσει τη θεωρία του Εύδοξου, αφού τούτο έγινε μόλις στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν ο Dedekind την έφερε στο προσκήνιο.
Tetrahedron
                  τετράεδρο
Στον Τίμαιο, ο Πλάτωνας εξετάζοντας τη δομή της ύλης ανέπτυξε την ατομική θεωρία του Δημοκρίτου συνδέοντάς τη με τη Θεωρία των Κανονικών Στερεών.
κύβος
                     κύβος
οκτάεδρο
                    οκτάεδρο
Σύμφωνα με τη θεωρία του Πλάτωνα, το άτομο καθενός από τα στοιχεία της ύλης αντιστοιχεί σε ένα από τα κανονικά στερεά. Η Θεωρία των Κανονικών Στερεών ήταν η πρώτη μαθηματική θεωρία που αποδίδει πρωταρχικό ρόλο στη συμμετρία.
Δωδεκάεδρο
               Δωδεκάεδρο
εικοσάεδρο
                    εικοσάεδρο
Η εξέλιξη της επιστήμης κατέδειξε τη γονιμότητα αυτών των ιδεών. Ο Αρχιμήδης γενίκευσε την έννοια του κανονικού πολυέδρου εισάγοντας αυτήν του ημικανονικού πολυέδρου, και απέδειξε ότι υπάρχουν δεκατρία ημικανονικά στερεά.
Στους νεώτερους χρόνους οικοδομήθηκε η μαθηματική θεωρία της συμμετρίας, η θεωρία ομάδων, η οποία παίζει πρωταρχικό ρόλο στη σύγχρονη φυσική των στοιχειωδών σωματιδίων της ύλης. Οι βασικές ιδιότητες της ύλης, σύμφωνα με τις σύγχρονες απόψεις, συνθέτουν μια γραμμική πολλαπλότητα.
Εισάγοντας εσωτερικό γινόμενο, έχουμε χώρο ισόμορφο προς τον ευκλείδειο. Οι οικογένειες των στοιχειωδών σωματιδίων αντιστοιχούν σε πολύεδρα στον εν λόγω χώρο, που απεικονίζουν τις μη αναγώγιμες αναπαραστάσεις της ομάδας συμμετρίας, και το κάθε σωματίδιο σε μια οικογένεια αποτελεί κορυφή του αντίστοιχου πολυέδρου. Στην περίπτωση κατά την οποία δεχόμαστε ότι είναι τρεις βασικές υλικές ιδιότητες, τότε ο υλικός χώρος είναι τρισδιάστατος και οι οικογένειες των στοιχειωδών σωματιδίων σχηματίζουν ακριβώς τα δεκατρία ημικανονικά στερεά του Αρχιμήδη.
particles

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν την υπερβατική υπόσταση των μαθηματικών, αφού η μαθηματική θεωρία που προέκυψε από τη μελέτη του χώρου υπερβαίνει αυτά τα πλαίσια και περιγράφει την ύλη.

Το έργο του Αρχιμήδη αποτελεί πρότυπο και για τα μαθηματικά και για τη φυσική, είτε αφορά τη διατύπωση νέων θεμελιωδών αρχών είτε την ανάπτυξη μεθόδων επίλυσης προβλημάτων, καθώς ως σύνολο παρουσιάζει έναν μοναδικό συνδυασμό πρωτοτυπίας και πληρότητας.

Ο Αρχιμήδης θεωρείται ο ιδρυτής της μαθηματικής ανάλυσης καθώς και της στατικής, που αποτελεί το πρώτο μέρος της κλασικής μηχανικής. Και όχι μόνο ανακάλυψε τις βασικές αρχές της στατικής και της υδροστατικής, αλλά κατόρθωσε να λύσει και δυσκολότατα προβλήματα, όπως εκείνο του προσδιορισμού των θέσεων ευσταθούς ισορροπίας στερεού, παραβολοειδούς εκ περιστροφής, που επιπλέει σ’ ένα υγρό.

Εδώ θα ήθελα να αναφερθώ περισσότερο σε μια λιγότερο γνωστή θεωρία εργασία του, τα Κατοπτρικά• η εργασία χάθηκε, όμως το μέρος που μας ενδιαφέρει διασώθηκε στο έργο του Ήρωνα του Αλεξανδρέα. Στο μέρος αυτό αναπτύσσονται οι νόμοι της γεωμετρικής οπτικής που αφορούν την ανάκλαση του φωτός. Ορίζεται δηλαδή ότι οι ακτίνες, οι τροχιές του φωτός, είναι ευθύγραμμες, ότι η εισερχόμενη ακτίνα στο σημείο ανάκλασης, πάνω σε μια αυθαίρετη καμπύλη κατοπτρική επιφάνεια, η κάθετος στην επιφάνεια στο σημείο αυτό, και η εξερχόμενη ακτίνα, ανήκουν και οι τρεις σε ένα και το αυτό επίπεδο, και τέλος ότι οι γωνίες οι οποίες σχηματίζουν οι ακτίνες αυτές με την κάθετο είναι ίσες.
heron

Η ανακάλυψη αυτών των νόμων είναι βεβαίως ένα εξαιρετικό επίτευγμα• ο Αρχιμήδης όμως δεν περιορίστηκε σ’ αυτό, αλλά διατύπωσε την εξής αρχή ως ερμηνεία των νόμων: εάν θεωρήσουμε δυο σημεία εκτός της κατοπτρικής επιφάνειας, το ένα ως σημείο εκπομπής του φωτός και το άλλο ως σημείο λήψης, τότε η τροχιά την οποία ακολουθεί το φως είναι η ελάχιστη καμπύλη που ενώνει τα δυο σημεία και πληροί τη συνθήκη ότι τουλάχιστον ένα σημείο της ανήκει στην κατοπτρική επιφάνεια.

Η αρχή αυτή αποδείχθηκε εξαιρετικά γόνιμη στη μετέπειτα εξέλιξη της επιστήμης. Μετά τη διατύπωση από τον Νεύτωνα των νόμων της κίνησης της κλασικής μηχανικής, ο Lagrange διαπίστωσε ότι οι εν λόγω νόμοι προκύπτουν από μια ανάπτυξη της αρχής του Αρχιμήδη που ονομάστηκε «αρχή της ελάχιστης δράσης».

Περαιτέρω ανάπτυξη έδειξε ότι και οι νόμοι του Maxwell, που διέπουν τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα, και γενικώς όλοι οι θεμελιώδεις νόμοι προκύπτουν από την αρχή της ελάχιστης δράσης, και σήμερα η αρχή αυτή αποτελεί θεμελιώδη ενωτική αρχή της θεωρητικής φυσικής.

Η κλασική μηχανική, όσον αφορά τη δυναμική, θεμελιώθηκε από τον Γαλιλαίο και τον Νεύτωνα. Ο Νεύτων επιπλέον προήγαγε το έργο του Αρχιμήδη στη μαθηματική ανάλυση με την ανάπτυξη του απειροστικού λογισμού, και διατύπωσε την πρώτη θεωρία της βαρύτητας, το νόμο της παγκόσμιας έλξης. Και όχι μόνο διατύπωσε νέες θεωρίες, αλλά και έλυσε δυσκολότατα προβλήματα, όπως αυτό του προσδιορισμού της πλάτυνσης της γήινης σφαίρας που οφείλεται στην περιστροφή της, και το πρόβλημα του υπολογισμού της μεταπτωτικής κίνησης του άξονα της Γης, που οφείλεται στην επίδραση των παλιρροϊκών βαρυτικών δυνάμεων του Ήλιου και της Σελήνης. Και αφού έλυσε ο ίδιος το πρόβλημα της κίνησης δυο σωμάτων υπό την επίδραση της αμοιβαίας έλξης τους, έθεσε στις επερχόμενες γενεές το αντίστοιχο πρόβλημα των τριών ή περισσότερων σωμάτων, το οποίο μέχρι σήμερα παραμένει άλυτο. Πέραν όμως των επιμέρους, η σημαντικότερη συμβολή του Νεύτωνα στην πρόοδο της επιστήμης είναι η ανακάλυψη ότι οι νόμοι της φύσης έχουν τη μορφή τοπικών διαφορικών συνθηκών και επιτρέπουν τον προσδιορισμό της καθολικής εξέλιξης από τα αρχικά δεδομένα. Η ανακάλυψη αυτή καθιέρωσε τον εξέχοντα ρόλο των διαφορικών εξισώσεων.

Εδώ θα ήθελα να αναφερθώ σ’ ένα θεώρημα του Νεύτωνα και να επισημάνω τη σύνθεσή του με τα προηγούμενα και τα επόμενα, διότι μας δείχνει ότι η εμβάθυνση αποκαλύπτει την υπερβατική μαθηματική αλήθεια.

Ο Kepler, αφού αφιέρωσε όχι ευκαταφρόνητο χρόνο σκυμμένος πάνω στον απέραντο πλούτο των παρατηρήσεων που του κληροδότησε ο προκάτοχός του, Tycho Brahe, παρατηρήσεων που είχαν απαιτήσει επίπονες προσπάθειες μιας ολόκληρης ζωής, μόχθησε να βάλει τάξη στο χάος, και ανακάλυψε τέλος, με τη βοήθεια των Κωνικών του Απολλώνιου του Περγαίου, τον ακόλουθο νόμο που διέπει την κίνηση κάθε πλανήτη γύρω από τον Ήλιο: κατά την κίνηση του πλανήτη, ακτίνα που ενώνει τον πλανήτη με τον Ήλιο διαγράφει ίσες επιφάνειες σε ίσους χρόνους.
newton3-1

Ο Νεύτων, ωστόσο, εμβαθύνοντας στη φύση των πραγμάτων, με την καθαρή σκέψη και μόνο, απέδειξε στο έργο Principia το εξής θεώρημα: εάν ένα σώμα βρίσκεται υπό την επίδραση δύναμης που προέρχεται από το ένα κέντρο, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτή (η έλξη από τον Ήλιο, στην περίπτωση που ενδιέφερε τον Kepler), τότε η τροχιά του σώματος ανήκει σ’ ένα επίπεδο που διέρχεται από το κέντρο της δύναμης, και η κίνηση στο επίπεδο αυτό είναι τέτοια ώστε η ακτίνα που ενώνει το σώμα με το κέντρο να διαγράφει ίσες επιφάνειες σε ίσους χρόνους.

Αυτά συνοψίζονται στη διατήρηση ενός ανυσματικού μεγέθους που λέγεται «στροφορμή». Και τούτο δεν ήταν το τέλος της πορείας. Όπως ανέφερα προηγουμένως, οι νόμοι του Νεύτωνα πηγάζουν από την αρχή της ελάχιστης δράσης.

Στις αρχές του 20ου αιώνα διατυπώθηκε από τη Νoether το εξής θεώρημα: Στο πλαίσιο της γενικής αρχής της ελάχιστης δράσης, σε κάθε συνεχή ομάδα μετασχηματισμών που αφήνει τη δράση αναλλοίωτη αντιστοιχεί ένα μέγεθος που διατηρείται. Εάν αναφερθούμε στην ομάδα των στροφών του ευκλείδειου χώρου, το αντίστοιχο μέγεθος είναι η στροφορμή• εάν αναφερθούμε στην ομάδα των χρονικών μεταθέσεων, το αντίστοιχο μέγεθος είναι η ενέργεια.

Η κλασική μηχανική του Γαλιλαίου και του Νεύτωνα, μολονότι έδωσε τεράστια ώθηση στην επιστήμη, είχε την εξής ατέλεια: ενώ ο χώρος και ο χρόνος ξεχωριστά περιγράφονταν άρτια από την τρισδιάστατη και μονοδιάστατη ευκλείδεια γεωμετρία αντίστοιχα, εκλαμβάνονταν ωστόσο ως εντελώς ανεξάρτητες φυσικές έννοιες, και η σύνθεσή τους, ο χωροχρόνος, το σύνολο των συμβάντων, θεωρούνταν απλώς ως το γινόμενο του χώρου με τον χρόνο, με το κάθε συμβάν να αντιστοιχεί σε κάποιο ορισμένο σημείο του χώρου και σε κάποια ορισμένη χρονική στιγμή, όπως π.χ. μια δεδομένη θερμοδυναμική κατάσταση αντιστοιχεί σε μια ορισμένη θερμοκρασία και σε μια ορισμένη πίεση, δυο εντελώς ανεξάρτητες φυσικές έννοιες.

Το ότι όμως ο χώρος και ο χρόνος δεν μπορεί να είναι εντελώς ανεξάρτητες έννοιες φαίνεται από το γεγονός ότι, εάν θεωρήσουμε δυο παρατηρητές που κινούνται ο ένας σε σχέση με τον άλλο, τότε δυο γεγονότα που συντελούνται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές και συμβαίνουν στο ίδιο σημείο του χώρου ως προς τον άλλο. Εφόσον, όμως δυο παρατηρητές των οποίων η σχετική κίνηση είναι ομοιόμορφη συνιστούν φυσικώς ισοδύναμα συστήματα αναφοράς, όπως πρώτος παρατήρησε ο Γαλιλαίος, συνάγεται ότι ο χώρος δεν μπορεί να είναι απόλυτος και ο χωρόχρονος δεν μπορεί να είναι απλώς το γινόμενο του χώρου επί τον χρόνο.

Από την άλλη μεριά, ο χρόνος στο πλαίσιο της κλασικής μηχανικής φαίνεται πράγματι απόλυτος, αφού δυο παρατηρητές, ανεξάρτητα από τη σχετική τους κίνηση, συμφωνούν ως προς τα συμβάντα που θεωρούν ταυτόχρονα, μολονότι πρόκειται για συμβάντα που ενδέχεται να συντελούνται σε διαφορετικά σημεία του χώρου.

Ο χωρόχρονος της κλασικής μηχανικής, λοιπόν, είναι μια παράφωνη σύνθεση που απέχει πολύ από την τελειότητα της υπερβατικής μαθηματικής αλήθειας.

Οι δυσκολίες πολλαπλασιάστηκαν με τη μετάβαση από το χώρο της μηχανικής στο χώρο των ηλεκτρομαγνητικών φαινομένων. Ο Maxwell, συμπληρώνοντας με αμιγώς θεωρητική σκέψη τους νόμους που απέρρεαν από το πείραμα, κατόρθωσε να διατυπώσει ένα γραμμικό σύστημα μερικών διαφορικών εξισώσεων που διέπουν τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα και να δείξει ότι το φως δεν είναι παρά ηλεκτρομαγνητικό κύμα.

εξισώσεις Maxwell
εξισώσεις Maxwell
Οι εξισώσεις του Maxwell, όμως, περιέχουν μια σταθερά που αντιστοιχεί στην ταχύτητα διάδοσης του φωτός, και αυτό ακριβώς γέννησε πλήθος ερωτημάτων και δυσκολιών στη σκέψη της εποχής, με επίκεντρο το ερώτημα σε ποιο σύστημα αναφοράς η ταχύτητα του φωτός ισούται με τη δεδομένη σταθερά. Αναγκάστηκαν λοιπόν να υιοθετήσουν την υπόθεση ότι το φως διαδίδεται σε κάποιο μέσο, αν και ήταν σαφές ότι το φως διαδίδεται στο κενό, και η σταθερά των εξισώσεων Maxwell είναι η ταχύτητα ως προς το μέσο αυτό.

Το υποθετικό μέσο, που το ονόμασαν «αιθέρα», έπρεπε να είναι λεπτότατο, αφού δεν εμπίπτει καθόλου στην αντίληψή μας, και ταυτοχρόνως υπερβολικά σκληρό, ώστε να δικαιολογεί την τεράστια ταχύτητα διάδοσης. Η σκέψη όμως δεν έμεινε για πολύ σ’ αυτές τις απλοϊκές ιδέες, διότι οδηγούσαν σε συμπεράσματα τα οποία αντέκρουσε το πείραμα.

Έμεινε τότε λογικά μία μόνο διέξοδος: να δεχτούμε την ταχύτητα του φωτός ως παγκόσμια σταθερά, ανεξάρτητη από το σύστημα αναφοράς, ως ανυπέρβλητο όριο, στο ρόλο άπειρης ταχύτητας. Ήταν όμως εξαιρετικά δύσκολο για το μυαλό του ανθρώπου, που δεν ήταν εξοικειωμένο με την αφαίρεση, να ακολουθήσει αυτή την οδό, διότι οδηγούσε στην κατάρριψη του απόλυτου χρόνου. Δηλαδή, δυο συμβάντα που συντελούνται σε διαφορετικά σημεία του χώρου και είναι ταυτόχρονα για έναν παρατηρητή, δεν είναι πλέον ταυτόχρονα για έναν άλλο, που κινείται σε σχέση με τον πρώτο.

Μόνο η μεγαλοφυΐα του Poincaré κατόρθωσε να συλλάβει και να ακολουθήσει την οδό της αλήθειας. Το ταξίδι της σκέψης που ξεκίνησε ο Poincaré το συνέχισε ο Αινστάιν και το ολοκλήρωσε ο Minkowski με την ανακάλυψη της γεωμετρίας του χωρόχρονου ως τετράγωνο στοιχείου μήκους τόξου όπου το τετράγωνο του διαφορικού του χρόνου συμβάλλει αρνητικά. Η ευθεία γραμμή που ενώνει δυο σημεία του χωρόχρονου, και αντιστοιχεί στην ιστορική πορεία παρατηρητή σε ομοιόμορφη κίνηση μεταξύ δυο συμβάντων, είναι η μέγιστη καμπύλη με άκρα τα σημεία αυτά, δηλαδή η ιστορική πορεία του παρατηρητή με μη ομοιόμορφη κίνηση μεταξύ των ίδιων συμβάντων έχει μικρότερη διάρκεια.

Hermann Minkowski
Η γεωμετρία που ανακάλυψε ο Minkowski έχει τελειότητα ισάξια της ευκλείδειας γεωμετρίας, και όσο παράδοξα κι αν φάνηκαν τα συμπεράσματά της στην κοινή αντίληψη, αποδείχθηκαν έκτοτε περίτρανα από το πείραμα.

Ο χώρος και ο χρόνος υποβιβάστηκαν σε συμβατικές μόνο έννοιες, όπως ακριβώς είναι το μήκος και το πλάτος σ’ ένα επίπεδο, και μόνο ο χωρόχρονος, το ίδιο το επίπεδο, έμεινε ως απόλυτη πραγματικότητα. Έτσι έφυγαν οι παρωπίδες από τα μάτια μας και μπορέσαμε να δούμε την αρμονική συμμετρία της φύσης.

Μισό αιώνα πριν από την ανακάλυψη της γεωμετρίας του χωρόχρονου, ο Riemann είχε επεκτείνει την ευκλείδεια γεωμετρία προς μια άλλη κατεύθυνση. O Gauss, δάσκαλος του Riemann, είχε προηγουμένως μελετήσει την εσωτερική γεωμετρία των καμπύλων επιφανειών στον ευκλείδειο χώρο. Η εσωτερική γεωμετρία περιέχει τις ιδιότητες εκείνες μιας επιφάνειας που μπορούν να οριστούν ανεξάρτητα από τον περιβάλλοντα χώρο, όπως η θεωρία των γεωδαισιακών, των ελάχιστων καμπυλών επί της επιφάνειας με δοθέντα άκρα.

Ο Riemann, θεωρώντας μια επιφάνεια με την εσωτερική της γεωμετρία ως αυθύπαρκτο δισδιάστατο καμπύλο χώρο, γενίκευσε την όλη θεωρία σε οποιοδήποτε πλήθος διαστάσεων, εισάγοντας την έννοια του πολυδιάστατου καμπύλου χώρου.

Η ευκλείδεια γεωμετρία περιέχεται ως ειδική περίπτωση στη γεωμετρία του Riemann, ως η περίπτωση κατά την οποία η καμπυλότητα είναι παντού μηδέν. Η καμπυλότητα ενός χώρου Riemann εκδηλώνεται στη σχέση γειτονικών γεωδαισιακών, που διαφέρει από εκείνη μεταξύ γειτονικών ευθειών στον ευκλείδειο χώρο.

Ο Αϊνστάιν, μετά τη συμβολή του Minkowski, συγκέντρωσε τις προσπάθειές του στο να επινοήσει θεωρία για τη βαρύτητα, πέραν της νευτώνειας, η οποία να είναι συμβατή με την ενότητα του χωροχρόνου, που μόλις είχε αποκαλυφθεί. Η σκέψη του επέμεινε στο ότι δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι η μάζα ορίζει ταυτόχρονα και την αδράνεια ενός σώματος και την έλξη του προς τα άλλα. Το γεγονός αυτό, στο πλαίσιο της νευτώνειας θεωρίας, έχει ως επακόλουθο όλες οι δοκιμαστικές μάζες να έχουν την ίδια επιτάχυνση σ’ ένα πεδίο βαρύτητας, όπως πρώτος είχε διαπιστώσει ο Γαλιλαίος.

Ο Αϊνστάιν αντιλήφθηκε τότε ότι, ως προς ένα σύστημα αναφοράς σε ελεύθερη πτώση σ’ ένα πεδίο βαρύτητας, αυτό σημαίνει ότι η ίδια η δύναμη της βαρύτητα απαλείφεται, και το μόνο που παραμένει είναι το διαφορικό της, η παλιρροϊκή δύναμη που προξενεί απόκλιση των γειτονικών δοκιμαστικών μαζών. Τούτο του θύμισε την απόκλιση των γειτονικών γεωδαισιακών στη γεωμετρία του Riemann, κάτι που αποτελεί εκδήλωση της καμπυλότητας. Έτσι ο Αϊνστάιν, γενικεύοντας τη γεωμετρία του χωρόχρονου του Minkowski, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο ο Riemann γενίκευσε την ευκλείδεια γεωμετρία του χώρου οδηγήθηκε στην έννοια του καμπύλου χωρόχρονου και στην ανακάλυψη ότι η βαρύτητα δεν είναι παρά η καμπυλότητα του χωρόχρονου με την πυκνότητα ενέργειας της ύλης, νόμο που έχει τη μορφή μη γραμμικού συστήματος μερικών διαφορικών εξισώσεων, των εξισώσεων Αϊνστάιν, και ενσωματώνει και το νόμο της βαρύτητας και τους νόμους κίνησης της ύλης.

Η θεωρία αυτή, η γενική θεωρία της σχετικότητας, είναι ίσως η πιο μεγαλειώδης μαθηματική συμφωνία της φύσης που ο άνθρωπος αξιώθηκε μέχρι σήμερα να συλλάβει, αφού περιέχει ολόκληρη σειρά από ουράνιες αρμονίες που του είχαν προηγουμένως αποκαλυφθεί.

πηγή: physicsgg.me

ΟΙ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΑΣ

$
0
0


H φιλοσοφική κοσμολογία των αρχαίων Ελλήνων δεν προέκυψε εκ του μηδενός. Οι πρώτοι κοσμολόγοι φιλόσοφοι που συνήθως μνημονεύονται ως Ίωνες ή Μιλήσιοι κοσμολόγοι επειδή έδρασαν στη Μίλητο της Ιωνίας – μπορούσαν να αντιδράσουν απέναντι σε λαϊκές αντιλήψεις που είχαν επικρατήσει στον αρχαιοελληνικό κόσμο για ένα μακρό χρονικό διάστημα ή μερικές φορές να στηριχθούν σ’ αυτές


Ορισμένες από τις λαϊκές αυτές αντιλήψεις μπορούν να σταχυολογηθούν από την ποίηση του Ομήρου και του Ησιόδου (όγδοος αιώνας π.Χ.).

Στον Όμηρο ο κόσμος συλλαμβάνεται ως επίπεδη γη, την οποία περιβάλλει ο Ωκεανός, και πάνω από την οποία δεσπόζει ένας ημισφαιρικός ουράνιος θόλος, με τον ήλιο, τη σελήνη και τα αστέρια. Οι σεληνιακοί μήνες χρησιμοποιούνταν για μικρής κλίμακας ημερολογιακούς υπολογισμούς και κάποια στιγμή – αν και δεν υπάρχουν ίχνη του στον Όμηρο και τον Ησίοδο – κάποια μορφή ηλιακο – σεληνιακού ημερολογίου ήταν καθιερωμένη.

Κατά παράδοση αυτού του τύπου οι κοσμικοί πρωταγωνιστές όπως η γη, ο ήλιος και η σελήνη θεωρούνται θεοί και λατρεύονταν ως θεοί, αν και η λατρεία τους στην αρχαία Ελλάδα δεν φαίνεται να απέκτησε ποτέ το κύρος της λατρείας των Ολύμπιων θεών, πασίγνωστης από τον μύθο και την ποίηση.


Αλλά ακόμη και στον Όμηρο, όταν ο Δίας συγκαλεί συνέλευση των θεών προσέρχονται σ’ αυτήν επίσης και ποταμοί, εκτός από τον Ωκεανό, και οι νύμφες. Ο αρχαίος κόσμος μπορεί να επικαλείται σε προσευχές ή να καλεί ως μάρτυρες σε όρκους τον ήλιο, τη γη, τον ουρανό, τα ποτάμια και τους ανέμους. Ορισμένοι Ολύμπιοι θεοί επίσης συνδέονταν – και σε κάποια συμφραζόμενα ακόμη και ταυτίζονταν – με συγκεκριμένα κοσμικά φαινόμενα (ο Δίας που μαζεύει τα σύννεφα ως θεός του ουρανού, ο Ποσειδώνας ως θεός της θάλασσας κ.ο.κ.)

Επιπλέον, τόσο στον αρχαιοελληνικό κόσμο όσο και στους γειτονικούς πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής κυκλοφορούσαν μυθικές ιστορίες σχετικά με την προέλευση του κόσμου η οποία συλλαμβανόταν ως διαδοχική γέννηση τέτοιων κοσμογονικών θεοτήτων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, όταν κανείς μιλούσε για τον κόσμο σήμαινε ότι μιλά για τους θεούς, και οι θεωρίες σχετικά με την προέλευση του κόσμου (κοσμογονίες) ήταν ακριβώς ιστορίες που αφηγούνταν τη γενεαλογία των θεών (θεογονίες).


Το πλέον αντιπροσωπευτικό αρχαιοελληνικό παράδειγμα της δεύτερης κατηγορίας είναι η Θεογονία του Ησίοδου (δεύτερο μισό του όγδοου αιώνα π.Χ.).

Σε αυτό το έργο τα πρώτα στάδια της ιστορίας του κόσμου αναπαριστώνται ως εξής (Θεογονία 116-33):

«Πρώτιστα έγινε το Χάος, μετά η Γη (Γαία) η ευρύστερνη,

βάθρο παντοτινό κι ασάλευτο όλων των αθανάτων που διαφεντεύουν
τις κορφές του χιονισμένου Ολύμπου˙ συνάμα ο
Έρωτας, κάλλιστος στους αθάνατους θεούς, λυσιμελής,
δαμάζοντας τα στήθη όλων, θεών κι ανθρώπων,
λυγίζοντας το νου τους και τη φρόνιμη βουλή τους.
Από το Χάος βγήκαν το Έρεβος κι η μαύρη Νύχτα. Από τη νύχτα πρόβαλε
η Ημέρα κι ο Αιθέρας – έστερξε στην αγάπη του, και
γκαστρωμένη από το Έρεβος τους έφερε στον κόσμο τη Νύχτα.
Γέννησε η Γη πρώτον, όμοιο κι ίσο της, τον έναστρο Ουρανό,
για να την σκέπει από παντού, θρόνο ασάλευτο των
μακαρίων θεών, για πάντα.
Έπειτα γέννησε και τα μεγάλα Όρη,
χαριτωμένους τόπους των Νυμφών, που κατοικούνε
στις κοιλάδες των βουνών.
Γέννησε ακόμη, ατρύγητο κι από κύμα φουσκωμένο πέλαγος.
Τον Πόντο – ανέραστη, δίχως να ζευγαρώσει. Ύστερα την κοιμήθηκε ο Ουρανός, κι έτσι γεννήθηκεν ο βαθυστρόβιλος Ωκεανός….
Με τον παρατακτικό τρόπο που χαρακτηρίζει τον αρχαιοελληνικό πολυθεϊσμό, αυτή η ιστορία απεικονίζει τον κόσμο ως μια πολλαπλότητα διακριτών θεϊκών οντοτήτων:


Κάθε θεός έχει τη δική του επικράτεια, και κάθε θεά τη δική της. Οι οικείοι Ολύμπιοι θεοί προκύπτουν αργότερα στην εξέλιξη της ιστορίας και είναι ακόμη πιο ανθρωπομορφικοί στον χαρακτήρα. Αλλά και οι πιο «αφηρημένες» θεότητες αυτών των πρώτων σταδίων, όπως η Νύχτα και η Γη, οι οποίες παίζουν τον ρόλο τους αμέσως μετά τις πρώτες απαρχές από το αρχέγονο Χάος, συμπεριφέρονται με τρόπο ανθρωπομορφικό, σμίγουν δηλαδή ερωτικά και γεννούν απογόνους.

Ως ιστορία (μύθος) μπορεί να είναι ελκυστική, πρόκειται όμως για μια εξήγηση των ειδών. Για ποιόν λόγο ο θεός Α συμβαίνει να ερωτευθεί θεό Β παραμένει ερώτημα τόσο σκοτεινό όσο σκοτεινή είναι και η φύση του έρωτα στον κόσμο των θνητών.

Οι αναγνώστες ή οι ακροατές μπορεί να δεχθούν αυτά τα στοιχεία της ιστορίας ως αληθινά, αλλά από μια ευρύτερη οπτική στην ουσία δεν καταλαβαίνουν τι συμβαίνει. Επιπλέον, ο ερμηνευτικός μηχανισμός σύμφωνα με τον οποίο θεοί φέρνουν στη ζωή άλλους θεούς ύστερα από ερωτική ένωση, προφανώς επιτρέπει εξαιρέσεις. Η θάλασσα, για παράδειγμα, προκύπτει από τη Γη, χωρίς να προηγηθεί συνεύρεση.

Ούτε είναι σε όλες τις περιπτώσεις σαφές γιατί ο θεός Χ γεννιέται από τον θεό Ψ: τα διάφορα στάδια της ιστορίας δεν συνδέονται με απολύτως σαφή τρόπο. Πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις μπορεί πίσω από τη γέννηση ενός θεού από κάποιον άλλον θεό να κρύβεται ένα είδος λογικής, αλλά αυτό είναι πάντοτε ζήτημα ερμηνείας, και οι συνδέσεις που μπορεί να φέρει στο φως μια τέτοια ερμηνεία να είναι αρκετά διαφορετικές. Η νύχτα, για παράδειγμα, λέγεται πως γέννησε τη Μέρα, και μπορούμε να εικάσουμε ότι αυτό συμβαίνει επειδή η Μέρα ακολουθεί τη Νύχτα.

Οπουδήποτε αλλού όμως η Νύχτα είναι επίσης η μητέρα του Θανάτου (Θεογονία 212), ίσως επειδή η Νύχτα και ο Θάνατος μοιράζονται τα ίδια αρνητικά χαρακτηριστικά. Επίσης, σε άλλο σημείο (Θεογονία 224) η Νύχτα λέγεται ότι είναι η μητέρα της Απάτης, και ορισμένοι ερμηνευτές θεωρούν ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι απάτες συμβαίνουν γενικά κατά τη διάρκεια της νύχτας. Αλλά τέτοιες συνδέσεις στην καλύτερη περίπτωση προκύπτουν από συσχετισμούς και είναι αφηρημένες, και δεν συμβάλλουν σε μια σαφή και συνεπή περιγραφή.

Είναι χρήσιμο να τα συγκρίνουμε όλα αυτά με την πρώτη φιλοσοφική κοσμογονία της οποίας τα κύρια σημεία είναι λίγο έως πολύ σαφή.


Επινοήθηκε από τον Αναξίμανδρο, ύστερα από έναν και πλέον αιώνα από το ποίημα του Ησιόδου.
Τα κύρια σημεία της πρέπει να ανασυντεθούν από διάφορα τμήματα έμμεσων μαρτυριών και οι απόψεις διαφέρουν σχετικά με το πλήθος των λεπτομερειών αυτής της ανασύνθεσης. Ωστόσο, τα κύρια γνωρίσματα της ακόλουθης περιγραφής δεν επιδέχονται καμία αμφισβήτηση.

Σύμφωνα με τον Αναξίμανδρο, ο κόσμος όπως τον γνωρίζουμε προήλθε από μια αιώνια, και αιωνίως κινούμενη, ποιοτικά και ποσοτικά απροσδιόριστη πρώτη ύλη, το άπειρον, μέσω μιας διαδικασίας διαδοχικών σταδίων…..

Στο πρώτο στάδιο ένα πεπερασμένο σπέρμα (γόνιμον), διαχωρίζεται από το άπειρον. Λέγεται ότι από το γόνιμον προέκυψαν η θερμότητα και η ψυχρότητα, πιθανώς επειδή κατά μια έννοια αυτά τα αντίθετα περιέχονταν ήδη στο άπειρον.

Σε ένα δεύτερο στάδιο, το θερμό (με τη μορφή της φλόγας) και το ψυχρό (με τη μορφή ενός είδους υγρασίας ή ομίχλης) πράγματι διαχωρίζονται, και η φλόγα αναπτύσσεται σαν ένα είδος πύρινου φλοιού γύρω από το υγρό κέντρο, μέρος του οποίου στεγνώνει και γίνεται γη.

Στο τρίτο στάδιο, η ένταση ανάμεσα στα αντίθετα «στοιχεία» γίνεται τόσο δυνατή, ώστε όλη η κατασκευή εκρήγνυται.

Ο πύρινος φλοιός ανοίγει και τα τμήματά του εκσφενδονίζονται, για να σχηματίσουν πύρινους δακτυλίους σε διάφορες αποστάσεις γύρω από το κέντρο, το οποίο συνίσταται από γη και ομίχλη. Λίγη ομίχλη διαχέεται και περιβάλλει τους πύρινους ουράνιους κύκλους, αφήνοντας ανοιχτές μόνο μερικές οπές μέσω των οποίων λάμπει η φωτιά.

Το αποτέλεσμα είναι η βασική δομή του γνωστού μας κόσμου:

Γη, νερό και αέρας (τρεις εκφάνσεις του «ψυχρού») στο κέντρο, και «τροχοί» φωτιάς περιβαλλόμενοι από ομίχλη σε διάφορες αποστάσεις. Η φωτιά που λάμπει μέσα από τις οπές είναι ό,τι αντιλαμβανόμαστε ως ουράνια σώματα. Στους δακτυλίους των ουράνιων σωμάτων η μάχη μεταξύ της φωτιάς και ομίχλης εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο της: κάποτε οι οπές κλείνουν εν μέρει ή εντελώς από την ομίχλη, άλλοτε πάλι η φωτιά τις «ανακτά», γεγονός που εξηγεί διάφορα αστρονομικά φαινόμενα, όπως οι φάσεις της σελήνης και οι εκλείψεις τόσο οι ηλιακές όσο και οι σεληνιακές.

Στην πορεία της διαδικασίας κατά την οποία η γη στέγνωσε, έμβια όντα γεννήθηκαν αυθόρμητα από το βούρκο ή τη λάσπη. Ως ψάρια ή ιχθυοφόρα όντα, γεννήθηκαν στα υγρά μέρη και περιβάλλονταν από ακανθώδεις φλοιούς.

Όταν έφτασαν στα ξηρότερα μέρη, οι φλοιοί άρχισαν να σπάζουν και τα όντα άρχισαν πλέον να ζουν για λίγο στην ξηρά. Τέλος, υπάρχει μια παραστατική περιγραφή της γέννησης των πρώτων ανθρώπινων όντων.

Τα ανθρώπινα νήπια δεν μπορούν να έρθουν στον κόσμο με τον ίδιο τρόπο όπως τα άλλα όντα, γιατί είναι τελείως αβοήθητα κατά τα πρώτα έτη της ύπαρξής τους. Έτσι, πληροφορούμαστε ότι ξεκίνησαν ως έμβρυα σε μεγάλο ψάρι, και ξεπρόβαλλαν από αυτά όταν ήταν αρκετά δυνατά ώστε να θρέψουν τον εαυτό τους.

Συγκριτικά με την περιγραφή του Ησιόδου έχουν αλλάξει πολλά. Σε αντίθεση προς το συνολικό ησιόδειο φάσμα των ανεξάρτητων κοσμικών παραγόντων, συναντούμε τώρα μια πιο αναγωγική προσέγγιση:


διάφορα στάδια της κοσμογονίας, συμπεριλαμβανομένης της περιγραφής της γέννησης των έμβιων όντων (ζωογονία), όπως και μερικά φαινόμενα στον κόσμο καθώς είναι στο παρόν, εξηγούνται με αναφορά στη διάδραση δυο μόνο παραγόντων (του θερμού και του ψυχρού), τα οποία από το ξεκίνημα ακόμα διαχωρίζονται από την άπειρη αρχή του παντός.

Επιπλέον, αυτοί οι βασικοί εξηγητικοί παράγοντες δεν είναι πια ανθρωπόμορφοι λίγο ως πολύ θεοί. Αντίθετα, η γέννηση του κόσμου εξηγείται με όρους αναγνωρίσιμων στοιχείων της φύσης – με άλλα λόγια, η προσέγγιση είναι φυσιοκρατικήΕπιπλέον, μπορούμε τώρα να κατανοήσουμε τον τρόπο με τον οποίο συνδέονται τα διάφορα στάδια της διαδικασίας.

Γνωρίζουμε πως το ψυχρό (με τη μορφή του υγρού) και το θερμό αλληλεπιδρούν και τείνουν να αφανίσουν το ένα το άλλο. Στην κατανόηση της ιστορίας συμβάλλει, επίσης, η εισαγωγή της αναλογίας.

Το «σπέρμα» που το άπειρο παράγει στη αρχή και από το οποίο θα προκύψει ο κόσμος παρουσιάζεται ως μια σπερματόμορφη μάζα, και στο δεύτερο στάδιο η φωτιά λέγεται ότι περιβάλλει τον υγρό πυρήνα ως ένα είδος φλοιού. Πράγματι, διακρίνουμε μια εντυπωσιακή ομοιότητα ανάμεσα στις περιγραφές της «γένεσης» του κόσμου και εκείνες της γένεσης των έμβιων όντων (και ανθρώπων που αρχικά «περικλείονται» σε ψάρι). Δεν συνιστά ίσως τόλμημα να κάνουμε λόγο για την εφαρμογή ενός στοιχειώδους γενετικού βιολογικού προτύπου.

Υπάρχει μια επιπλέον διαφορά ανάμεσα στις μυθικές κοσμογονίες και τα φιλοσοφικά τους αντίστοιχα – μια διαφορά συμφραζομένων μάλλον παρά περιεχομένου, η οποία αντίστοιχα παραβλέπεται συχνά.


Η Θεογονία του Ησιόδου αυτοσυστήνεται ως ύμνοςΤο περιεχόμενο των ύμνων συνήθως δεν ήταν πρωτότυπο. Είχαν την τάση να  διατυπώνουν και να εξωραΐζουν ότι ήταν δεδομένο από την παράδοση. Έτσι άρμοζε ιδιαίτερα να απαγγελθούν στο πλαίσιο σημαντικών κοινωνικών και τελετουργικών γεγονότων. Αυτό αφορά επίσης και τις θεογονίες, η κύρια λειτουργία των οποίων ήταν να συνδέουν το υπάρχον πάνθεον με μια υποτιθέμενη προέλευση του κόσμου, και έτσι συχνά συνδέονταν με την τελετουργία και τη λατρεία.

Δεν μαρτυρούνται παρόμοιες συνδέσεις με την παράδοση και την τελετουργία (ούτε είναι εύλογες) για τους πρώιμους Ίωνες κοσμολόγους. Φαίνεται ότι αυτοί επιδόθηκαν στη θεωρητική αναζήτηση για χάρη της θεωρητικής αναζήτησης,  αισθάνονταν ελεύθεροι να κάνουν υποθέσεις και  δεν είχαν ενδοιασμούς να επινοήσουν θεωρίες που ήταν ριζικά διαφορετικές από εκείνες των προδρόμων τους.

Keimpe Algra


Απόσπασμα από το βιβλίο: «Οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι», Α.Α. Long, εκδόσεις Παπαδήμα

πηγή: physicsgg.me

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΚΑΘΕ ΛΑΟΣ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ, ΕΤΣΙ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ

$
0
0
Σχετική εικόνα

Μια συνέντευξη που παραχώρησε ο Κορνήλιοs Καστοριάδηs (φιλόσοφος, οικονομολόγος και ψυχαναλυτής, 1922-1997).
Ερώτηση Δημοσιογράφου: Συχνά λέγεται ότι η Ελλάδα είναι «προβληματική», στην Ελλάδα «όλα γίνονται στον αέρα», «χωρίς προγραμματισμό», «χωρίς βάρος». Με τέτοιες διαπιστώσεις συμφωνούν πολλοί. Αλλά περιορίζονται συνήθως μόνο στις διαπιστώσεις. Γνωρίζω ότι η ελληνική κατάσταση σας απασχολεί βαθιά. Ποια είναι η ερμηνεία σας για όσα συμβαίνουν; Γιατί συμβαίνουν έτσι τα πράγματα στην Ελλάδα; Ποιες οι βαθύτερες αιτίες;

Καστοριάδης: Πρώτον, δεν ξέρω. Δεύτερον, στο μέτρο που μπορώ να ξέρω κάτι, είναι ότι η πολιτική ζωή του ελληνικού λαού τελειώνει περίπου το 404 π.χ.
Δημοσιογράφος: Νομίζω ότι θα ενοχλήσει πολύ αυτή η διατύπωσή σας.
Καστοριάδης: Τι να κάνουμε. Μιλώ για την πραγματική πολιτική ζωή του λαού ως αυτόνομου παράγοντα. Δεν μιλώ για μάχες, για αυτοκράτορες, για Μεγαλέξανδρους και Βασίλειους Βουλγαροκτόνους. Μετά τον πέμπτο π.Χ. αιώνα και την αυτοκυβέρνηση του λαού στις δημοκρατικές πόλεις -και πάντως, μετά τον περίεργο τέταρτο π.Χ. αιώνα- η ελληνική ελευθερία πεθαίνει. Οι ελληνικές πόλεις γίνονται υποχείριες των βασιλέων της Μακεδονίας. Βεβαίως, ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του παίζουν έναν κοσμοϊστορικό ρόλο. Κατακτούν την Ασία και την Αίγυπτο. Διαδίδουν την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Αλλά πολιτική ζωή, πλέον, δεν υπάρχει. Τα βασίλεια των διαδόχων του Αλεξάνδρου, ως πολιτική συγκρότηση, είναι ουσιαστικά μοναρχίες. Εξάλλου, καθώς ξέρουμε, ο ίδιος ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε στασιασμό των Ελλήνων που είχε πάρει μαζί του, διότι ήθελε να τους υποχρεώσει να γονυπετούν μπροστά του, όπως οι Πέρσες μπροστά στο Μεγάλο Βασιλέα – πράγμα ανθελληνικότατο. Σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής οι ελληνικές πόλεις, με λίγες περιθωριακές και παροδικές εξαιρέσεις, αποτελούν παιχνίδια στα χέρια των ελληνιστικών δυναστειών. Ακολουθεί η ρωμαϊκή κατάκτηση, κάτω από την οποία οι ελληνικές πόλεις δεν έχουν παρά μόνον κοινοτική ζωή. Κατόπιν, έρχεται η βυζαντινή αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο είναι μια ανατολική, θεοκρατική μοναρχία. Στο Βυζάντιο η πολιτική ζωή περιορίζεται στις ίντριγκες της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα, των “δυνατών” και των ευνούχων της αυλής. Και βεβαίως, τα σχολικά μας βιβλία δεν αναφέρουν ότι στη βυζαντινή αυλή υπήρχαν ευνούχοι, όπως σ’ αυτήν του Πεκίνου.
Δημοσιογράφος: Όλα αυτά αφορούν ένα πολύ μακρινό ιστορικό παρελθόν. Η Ελλάδα ως σύγχρονο νεοελληνικό κράτος έχει, ήδη, ιστορία εκατόν εβδομήντα ετών. Θα θέλατε να επικεντρώσετε σ’ αυτή την περίοδο;
Καστοριάδης: Μα, αυτή η περίοδος είναι ακατανόητη χωρίς τους είκοσι έναν αιώνες ανελευθερίας που προηγήθηκαν. Λοιπόν, μετά το Βυζάντιο έρχεται η τουρκοκρατία. Μην ανησυχείτε, δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Θα αναφέρω μόνο ότι επί τουρκοκρατίας όση εξουσία δεν ασκείται απευθείας από τους Τούρκους, ασκείται από τους κοτζαμπάσηδες (τους εντολοδόχους των Τούρκων), οι οποίοι κρατούν τους χωριάτες υποχείριους. Συνεπώς, ούτε σ’ αυτή την περίοδο μπορούμε να μιλήσουμε για πολιτική ζωή. Όταν αρχίζει η Επανάσταση του 1821, διαπιστώνουμε από τη μια μεριά τον ηρωισμό του λαού και από την άλλη, σχεδόν αμέσως, την τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία. Την επομένη της πτώσης της Τριπολιτσάς αρχίζουν οι εμφύλιοι πόλεμοι.
Δημοσιογράφος: Πού οφείλεται αυτή η «τεράστια αδυναμία να συγκροτηθεί μια πολιτική κοινωνία»; Ποιοι είναι οι λόγοι;
Καστοριάδης:   Ουδείς μπορεί να δώσει απάντηση στην ερώτησή σας για ποιο λόγο, κάποιος, σε μιαν ορισμένη στιγμή, δεν δημιούργησε κάτι. Η συγκρότηση ενός λαού σε πολιτική κοινωνία δεν είναι δεδομένη, δεν είναι κάτι που χαρίζεται, αλλά κάτι που δημιουργείται. Μπορούμε απλώς να διαπιστώσουμε ότι, όταν απουσιάζει μια τέτοια δημιουργία, τα χαρακτηριστικά της προηγούμενης κατάστασης διατηρούνται ή αλλάζουν μόνο μορφή.
Δημοσιογράφος: Και ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτά στην ελληνική περίπτωση;
Καστοριάδης: Ορισμένα τα εντοπίζουμε, ήδη, στους εμφύλιους πολέμους της Επανάστασης του 1821. Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι η νομιμοφροσύνη και η αλληλεγγύη έχουν τοπικό ή τοπικιστικό χαρακτήρα, ισχυρότερο συχνά από τον εθνικό. Βλέπουμε, επίσης, ότι οι πολιτικές κατατάξεις και διαιρέσεις είναι συχνά σχετικές με τα πρόσωπα των «αρχηγών» και όχι με ιδέες, με προγράμματα, ούτε καν με “ταξικά” συμφέροντα. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η στάση απέναντι στην εξουσία. Στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, το κράτος εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του ντοβλετιού, δηλαδή μιας αρχής ξένης και μακρινής, απέναντι στην οποία είμαστε ραγιάδες και όχι πολίτες. Δεν υπάρχει κράτος νόμου και κράτος δικαίου, ούτε απρόσωπη διοίκηση που έχει μπροστά της κυρίαρχους πολίτες. Το αποτέλεσμα είναι η φαυλοκρατία ως μόνιμο χαρακτηριστικό. Η φαυλοκρατία συνεχίζει την αιωνόβια παράδοση της αυθαιρεσίας των κυρίαρχων και των «δυνατών»: ελληνιστικοί ηγεμόνες, Ρωμαίοι ανθύπατοι, Βυζαντινοί αυτοκράτορες, Τούρκοι πασάδες, κοτζαμπάσηδες, Μαυρομιχάληδες, Κωλέττης, Δηλιγιάννης.
Δημοσιογράφος: Εξαιρέσεις δεν βλέπετε να υπάρχουν; Εξαιρέσεις εντοπισμένες κυρίως στον 19ο και στον 20ό αιώνα;
Καστοριάδης: Ε, υπάρχουν δυο-τρεις εξαιρέσεις: ο Τρικούπης, ο Κουμουνδούρος, το βενιζελικό κίνημα στην πρώτη περίοδό του. Αλλά τα όποια αποτελέσματά τους καταστράφηκαν από τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τον Εμφύλιο, τον ρόλο του παλατιού, τη δικτατορία της 21ης Απριλίου, την πασοκοκρατία. Στο μεταξύ, μεσολάβησε ο σταλινισμός που κατόρθωσε να διαφθείρει και να καταστρέψει αυτό που πήγαινε να δημιουργηθεί ως εργατικό και λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα. Τα αποτελέσματα τα πληρώνουμε ακόμη. Μου ζητάτε να σας εξηγήσω. Μπορείτε να μου εξηγήσετε εσείς, γιατί οι Έλληνες, που σκοτώνονταν εννέα χρόνια, για να απελευθερωθούν από τους Τούρκους, θέλησαν αμέσως μετά ένα βασιλιά; Και γιατί, αφού έδιωξαν τον Όθωνα, έφεραν τον Γεώργιο; Και γιατί μετά ζητούσαν “ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά”;
Δημοσιογράφος: Μα, οι δικές σας απαντήσεις ενδιαφέρουν ιδίως όταν αφορούν ερωτήματα που εσείς θέτετε. Θα θέλατε, λοιπόν, να διατυπώσετε τις απόψεις σας;
Καστοριάδης: Σύμφωνα με την παραδοσιακή «αριστερή» άποψη, όλα αυτά τα επέβαλαν η Δεξιά, οι κυρίαρχες τάξεις και η μαύρη αντίδραση. Μπορούμε όμως να πούμε ότι όλα αυτά τα επέβαλαν στον ελληνικό λαό ερήμην του ελληνικού λαού; Μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός δεν καταλάβαινε τι έκανε; Δεν ήξερε τι ήθελε, τι ψήφιζε, τι ανεχόταν; Σε μιαν τέτοια περίπτωση αυτός ο λαός θα ήταν ένα νήπιο. Εάν όμως είναι νήπιο, τότε ας μη μιλάμε για δημοκρατία. Εάν ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, τότε, ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα. Εγώ λέω ότι ο ελληνικός λαός -όπως και κάθε λαός- είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα.
Δημοσιογράφος: Πώς την εννοείτε αυτή την ευθύνη;
Καστοριάδης: Δεν δικάζουμε κανέναν. Μιλάμε για ιστορική και πολιτική ευθύνη. Ο ελληνικός λαός δεν μπόρεσε έως τώρα να δημιουργήσει μια στοιχειώδη πολιτική κοινωνία. Μια πολιτική κοινωνία, στην οποία, ως ένα μίνιμουμ, να θεσμισθούν και να κατοχυρωθούν στην πράξη τα δημοκρατικά δικαιώματα τόσο των ατόμων όσο και των συλλογικοτήτων.
Δημοσιογράφος: Θέλετε να πείτε ότι -αντιθέτως- σε άλλες χώρες, στη Δυτική Ευρώπη.
Καστοριάδης: Εκεί, αυτό έγινε! Ο μακαρίτης ο Γιώργος Καρτάλης έλεγε κάνοντάς μου καζούρα στο Παρίσι το 1956:«Κορνήλιε, ξεχνάς ότι στην Ελλάδα δεν έγινε Γαλλική Επανάσταση». Πράγματι, στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει εποχή που ο λαός να έχει επιβάλει, έστω και στοιχειωδώς, τα δικαιώματά του. Και η ευθύνη, για την οποία μίλησα, εκφράζεται με την ανευθυνότητα της παροιμιώδους φράσης: «εγώ θα διορθώσω το ρωμέικο;». -Ναι, κύριε, εσύ θα διορθώσεις το ρωμέικο, στο χώρο και στον τομέα όπου βρίσκεσαι
πηγή: sxoliastesxwrissynora.wordpress.com

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ

$
0
0
Η εξαρχής δημιουργία του δημόσιου χώρου

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα ο Κορνήλιος Καστοριάδης πίστευε πως διανύαμε μια μοναδική περίοδο με χαρακτηριστικά αποσύνθεσης του παραδοσιακού θρησκευτικού κόσμου αλλά ταυτόχρονα σημείωνε με έμφαση την απουσία δημιουργίας νέων κοινωνικών σημασιών που να είναι κοινωνικά επικυρωμένες. Υποστήριζε ότι η κρίση του σύγχρονου κόσμου πηγάζει ακριβώς από αυτή την έλλειψη κοινωνικών σημασιών. Μιλούσε για την αυξανόμενη ολική κυριαρχία, για την απεριόριστη επέκταση της ορθολογικής κυριαρχίας, μιλούσε για την άνοδο της ασημαντότητας. Οι σύγχρονοί του διανοούμενοι του καταλόγιζαν πεσιμισμό όσον αφορά την απουσία νέων σημασιών. Έλεγαν πως τις  έβλεπαν να αναδύονται και είχανε σχέση με την αλλαγή της θέσης του ατόμου στην κοινωνία. Όμως ο Καστοριάδης μιλά για αυτές ήδη από το 1970. Διαφεύγει από τη σκέψη όλων ότι ο Καστοριάδης μιλά για την απουσία νέων σημασιών που να αμφισβητούν ριζικά το υπάρχον όταν αναφέρεται στην ασημαντότητα. Επιπλέον αναφέρεται στην απώλεια κάποιων θεσμισμένων λειτουργιών, μια απώλεια που εκτός των άλλων εξέφρασε και την κρίση του προτάγματος της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας.

Οι νέες λοιπόν κοινωνικές σημασίες που εμφανίζονται στα τέλη του 20ου αι. δεν αμφισβητούν κεντρικές σημασίες του υπάρχοντος κοινωνικού και πολιτικού κατεστημένου. Πάμε σε ένα παράδειγμα από εκείνη την εποχή για να δούμε μέχρι πού φτάνει εκείνο το καινούργιο. Στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 ο ρόκερ Δημήτρης Πουλικάκος μέσα από τη διασκευή ενός λαϊκού τραγουδιού θρυμματίζει το σύμβολο του φαλλοκρατικού συναισθηματισμού που δέσποζε μέχρι τότε: το «Υπάρχω» του Καζαντζίδη. Είναι η εποχή που η ελληνική νεολαία αλλάζει πολιτισμική σελίδα. Η διεισδυτική κριτική του Πουλικάκου αφουγκράζεται τη δραστηριότητα του κοινωνικού φαντασιακού η οποία αποκαθηλώνει παλιά σύμβολα και δημιουργεί νέες σημασίες. Αυτές οι σημασίες αφορούν τη θέση της γυναίκας, τη θέση του ατόμου και τη θέση της αστυνομίας σε μια κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που μετά τη χούντα ονομάσαμε μεταπολίτευση, δεν αμφισβητούν όμως ριζικά το υπάρχον. Αφομοιώνονται από την οικονομία της αγοράς. Όσον αφορά τη θέση της αστυνομίας, αυτή μετά το 1981 «συμφιλιώνεται με τον λαό». Είναι σημασίες που έγιναν φρέσκο υλικό για την αναζωογόνηση του καπιταλισμού επειδή δεν εναντιώθηκαν -δεν θα μπορούσαν ίσως να εναντιωθούν- στα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του: στην απεριόριστη επέκταση της ορθολογικής κυριαρχίας, στην ολική κυριαρχία, στον παραγωγισμό, τον οικονομοκεντρισμό και τον καταναλωτισμό. Αντιθέτως, αποτέλεσαν ένα νέο πεδίο ανάπτυξης και καταναλωτισμού.
Το χειραφετημένο άτομο του 20ου αιώνα μετατρέπεται το ίδιο σε εμπόρευμα, εμπορευματοποιείται η ίδια η ύπαρξη για να ζήσουμε στη συνέχεια τον πιο άγριο καπιταλισμό. Φαίνεται όμως ότι τα πράγματα δεν τελείωσαν εκεί. Στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, το έθνος-κράτος μεταλλάσσεται, η ανάπτυξη ψάχνει πρόσημο για να υπάρξει, το πολιτικό σύστημα καταρρέει ενώ εμφανίζεται μια νέα κοινωνική κίνηση με χαρακτηριστικά που για πρώτη φορά παρατηρούμε. Σήμερα, τρείς-τέσσερις δεκαετίες από τη θρυλική διασκευή του ‘79 ο Δ.  Πουλικάκος συμμετέχει με τη μουσική του σε κορυφαίες δραστηριότητες νέων πολιτικών και κοινωνικών δικτυώσεων, φορείς νέων νοημάτων και σημασιών για την πολιτική, για τη συλλογικότητα, την εργασία, την οικονομία, φορείς νέων νοημάτων για τον δημόσιο χώρο. Εκείνο το παρελθόν των νέων μεν, αφομοιώσιμων δε, σημασιών συνδέεται με το παρόν το οποίο φέρει νέες σημασίες που αμφισβητούν το υπάρχον και έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες δραστηριότητες δημιουργίας του δημόσιου χώρου, του δημόσιου/ιδιωτικού και του καθεαυτό δημόσιου χώρου, εκεί δηλαδή που παίρνονται οι αποφάσεις. Αυτή η σύνδεση παρελθόντος και παρόντος γίνεται μέσα από την αδιάκοπη δραστηριότητα του κοινωνικού φαντασιακού, την παρακολούθηση της οποίας μόλις τώρα είναι που αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε. Αυτό συμβαίνει επειδή  τώρα είναι η εποχή όπου διαλύεται το πέπλο της ασημαντότητας μέσα από δριμύτατες κοινωνικές συγκρούσεις, μέσα από την ανάδυση νέων κοινωνικών δικτυώσεων, νέων μορφών επικοινωνίας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον η σκέψη του Καστοριάδη, επιβεβαιωμένη από τα φαινόμενα μας βοηθά να διακρίνουμε το φύτρο μιας νέας περιόδου. Σε αυτή τη νέα περίοδο το πρόταγμα της αυτονομίας βρίσκει νέες θεσμίσεις έκφρασής του. Αναδύονται νέες θεσμίσεις που υποκαθιστούν τις παλαιές. Ποιες είναι όμως οι παλιές θεσμίσεις που χάνονται και ποιες είναι οι νέες που τις υποκαθιστούν; Και επίσης γιατί σήμερα το νέο αμφισβητεί ριζικά το παλιό όπως εμείς υποστηρίζουμε;
Οι παλιές θεσμίσεις που χάνονται μπορούν να περιγραφούν ως εξής:
Το άτομο υπερβαίνει τη συλλογικότητα του 20ου αιώνα για την πραγμάτωση των σκοπών του. Αυτοπεριορίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση του δημόσιου χώρου τον οποίο αντιλαμβάνεται πλέον ως εμπορευματικό προϊόν. Εμπορευματοποιείται το ίδιο το άτομο ενώ καταρρέει ο συνδικαλισμός και κάθε θεσμική μορφή που στηρίζεται στην αντιπροσώπευση, με το πολιτικό σύστημα γενικά να χάνει βασικά στοιχεία νοηματοδότησής του. Η απώλεια της πολιτικής αντιπροσώπευσης γίνεται ορατή ήδη από τη δεκαετία του 1980 και τη συναντάμε σε πολλά κείμενα διανοητών της εποχής εκείνης. Όμως μόνο σήμερα μπορούμε να δούμε το μέγεθος αυτών των μεταλλαγών. Βλέπουμε τον θάνατο όχι μόνο του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος αλλά και το θάνατο του παραδοσιακού πολιτικού κινήματος και έχουμε σαφώς το προνόμιο σε σχέση με τους προγενέστερους να τα βλέπουμε αυτά όλα από χρονική απόσταση ασφαλείας.
Έχουμε λοιπόν την υποχώρηση και σε κάποιες περιπτώσεις την εξαφάνιση θεσμισμένων λειτουργιών που αφορούν: τον συνδικαλισμό, το πολιτικό κόμμα, την πολιτική οργάνωση, το πολιτικό κίνημα όπως το γνωρίσαμε στο παρελθόν (π.χ. σοσιαλιστικό κίνημα, αναρχικό κίνημα κ.λπ.).
Αυτές είναι κάποιες από τις βασικές απώλειες στο επίπεδο των λειτουργιών που έχουν να κάνουν με τον δημόσιο χώρο και οι οποίες στο παρελθόν προσανατολίστηκαν ή στη διεκδίκηση και κατάληψη του ήδη θεσμισμένου ή στη διεκδίκηση τμήματος της υπάρχουσας θέσμισης ή στην αντίσταση απέναντι στις καταπιεστικές εκδοχές της.
Ακριβώς εδώ σε αυτό το σημείο εντοπίζουμε τη διαφορά με τις νέες θεσμίσεις λειτουργιών που έρχονται στο προσκήνιο και έχουν σαφώς έναν άλλο προσανατολισμό. Αυτός ο προσανατολισμός έχει να κάνει με την εξαρχής δημιουργία του δημόσιου χώρου.
Αλλάζει η συλλογικότητα η οποία πλέον συγκροτείται πάνω στη βάση της ενσυνείδητης συμμετοχής του ατόμου αλλά και στη βάση της πρότασής του προς το άτομο και την κοινωνία. Έχουμε λοιπόν μια συλλογικότητα-δίκτυο ατόμων που μοιάζει πιο πολύ με κοινότητα αφού ασχολείται με τα κοινά αγαθά, τον δημόσιο χώρο.Η σύγχρονη συλλογικότητα δηλαδή συγκροτείται στη βάση ενός περιεχομένου που έχει να κάνει με τη δημιουργία του δημόσιου χώρου μέσα από τη δραστηριότητα της ίδιας της συλλογικότητας. Αμφισβητεί ριζικά το υπάρχον εφόσον αυτό που εκκινεί τη δραστηριότητα δεν είναι το οικονομικό κίνητρο αλλά η διαφυγή από την άγρια οικονομικοκεντρική οργάνωση της ζωής και επίσης αμφισβητεί τις αυθεντίες, την ιεραρχία, τη γραφειοκρατία, την πολιτική ποδηγέτηση παράγοντας η ίδια η δραστηριότητα έναν σύγχρονο πολιτικό λόγο για τα κοινά αγαθά. Αυτή η κοινωνική κίνηση βρίσκεται εκτός του πλαισίου της καπιταλιστικής οικονομίας και εκτός κρατικής κηδεμονίας και επιπλέον αποφεύγει την ανάθεση στο επίπεδο της διαχείρισης.
Αν επιθυμούμε σαν πολιτικά όντα την πολιτική μας παρέμβαση δεν θα μπορέσουμε ποτέ να την πραγματοποιήσουμε έξω από την -άπαξ και εμφανίστηκε- εξαρχής δημιουργία του δημόσιου χώρου.
πηγή: babylonia.gr

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ Η ΛΕΞΗ ΕΧΕΙ ΕΚΠΟΡΝΕΥΘΕΙ

$
0
0
Αυτόνομος, λοιπόν, είναι εκείνος που δίνει στον εαυτό του έναν νόμο.

Απόσπασμα από συνέντευξη που συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο με τίτλο «του Κορνήλιου ΚαστοριάδηΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ – ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ – ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΤΕΤΑ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ», εκδ. Πόλις
Τι σημαίνει ακριβώς η αυτονομία; Σας ρωτώ δεδομένου ότι η λέξη αυτονομία, ή ορθότερα ο όρος αυτός, βρίσκεται στο κέντρο του έργον και της σκέψης σας.
Κ.Κ.: Ναι, έτσι είναι. Θα πω αμέσως πώς εννοώ την αυτονομία και όποιος θέλει συμφωνεί, όποιος δεν θέλει ας τραβήξει το ρεβόλβερ του…

Από την αρχή της δουλειάς μου, από το 1949, η λέξη αυτονομία έχει κεντρικό ρόλο σε ό,τι έχω γράψει- αυτονομία ατομική και αυτονομία κοινωνική. Αμέσως βέβαια προκύπτει ένα πρόβλημα. Έως πού πάει η ατομική αυτονομία σε σχέση με τους κοινωνικούς κανόνες και, επίσης, τι σημαίνει κοινωνική αυτονομία; Πώς είναι δυνατόν να συμβιβαστεί η ατομική αυτονομία με την ύπαρξη κοινωνικών νόμων καθώς και με την ύπαρξη μιας εξουσίας; Διότι σε μιαν πραγματική δημοκρατία -άμεση δημοκρατία – η πλειοψηφία ασφαλώς ασκεί μιαν εξουσία και αυτοί που δεν συμφωνούν με τις αποφάσεις της πλειοψηφίας, παρά ταύτα, είναι υποχρεωμένοι να τις ακολουθούν. Η λέξη αυτονομία, όπως όλες οι άλλες λέξεις και ιδέες της εποχής μας, έχει εκπορνευτεί. Αυτό συνέβη από το 1975-76, όταν διάφορες αυτοονομαζόμενες αυτόνομες ομάδες άρχισαν να κάνουν οτιδήποτε λέγοντας «είμαστε αυτόνομοι». Ξέρετε, στη λέξη αυτονομία υπάρχουν δύο ρίζες: αυτός (εγώ, ο ίδιος) και νόμος. Όμως οι περισσότεροι άνθρωποι σκέπτονται τη ρίζα αυτός και ξεχνούν τη ρίζα νόμος.
Αυτόνομος, λοιπόν, είναι εκείνος που δίνει στον εαυτό του έναν νόμο. Φυσικά, δεν θα αποκαλούσα αυτόνομο όποιον εκπληρώνει απλώς τις επιθυμίες του χωρίς κανένα φρένο και χωρίς κανέναν έλεγχο, όποιον θεωρεί πως νόμος είναι να κάνει ό,τι του κατεβαίνει κάθε στιγμή στο κεφάλι. Το ίδιο ισχύει και για την κοινωνία. Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική και συλλογική ζωή χωρίς οργάνωση και χωρίς ένα minimum κοινών κανόνων. Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική και συλλογική ζωή χωρίς ένα minimum αξιών και σκοπών. Εννοώ αξιών και σκοπών, που να τους συμμερίζονται όλα τα μέλη της κοινωνίας ή τουλάχιστον να μην τους αντιμάχονται κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να προτιμούν να γίνει ρημάδι η κοινωνία παρά να πραγματοποιηθούν αυτές οι αξίες και οι σκοποί.
Η αυτόνομη κοινωνία -όπως την εννοώ- είναι μια κοινωνία που ξέρει πολύ καλά ότι δεν υπάρχει υπερβατικότητα, ότι δεν υπάρχει υπερβατική πηγή των θεσμών και των νόμων, ότι δεν υπάρχει μετά θάνατον ζωή (πράγμα που γνώριζαν οι αρχαίοι Έλληνες, οι οποίοι δεν πίστευαν στη "μετά θάνατον"ζωή, γιατί η "ζωή"δεν υπάρχει μόνο στο πριν ή το μετά, αλλά πάντοτε, όσο νοεί το υποκείμενο). Είναι μια κοινωνία που τα μέλη της ξέρουν πως ό,τι είναι να γίνει, πρέπει να το κάνουν αυτά τα ίδια και να το προσφέρουν στον εαυτό τους και στο κοινωνικό σύνολο. Είναι μια κοινωνία που ξέρει ότι η ίδια φτιάχνει τους θεσμούς και τους νόμους της. Και αυτό ακριβώς της επιτρέπει, να υπάρχει ως αυτόνομη κοινωνία, όπως επίσης επιτρέπει στα μέλη της να υπάρχουν ως αυτόνομα άτομα μέσα σ” αυτήν την κοινωνία.
πηγή: eranistis.net

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ - Η ΑΝΥΠΕΡΒΛΗΤΗ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ (ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΣΑΓΡΕΔΟ - ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ:- Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο


«Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία αποτελεί αναμφιβόλως την πιο εξυψωμένη μορφή θρησκευτικής πνευματικότητος, στην οποία έφθασε ποτέ η ανθρωπότης» 
         Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο (Χώρα των Βάσκων, 1921-1998) 


Επιλεγμένα αποσπάσματα από το εξαιρετικό βιβλίο τού μεγάλου Βάσκου Ελληνιστή, Φεδερίκο Κάρλος Κρούτβιγκ Σαγρέδο, με τίτλο «ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΑΥΜΑ: από την Μαγεία στην Επιστήμη».  Μετάφραση Κειμένου και Παραρτήματα: Αθανάσιος Α. Τσακνάκης. Φιλόλογος – Θεολόγος. 

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ:







πηγή: enneaetifotos.blogspot.gr

ΠΡΟΚΛΟΣ - Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΜΟΥΣΩΝ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΠΟΛΥΜΟΡΦΩΝ ΕΝΕΡΓΕΙΩΝ ΜΑΣ

$
0
0



«Το όνομα των Μουσών ετυμολογείται κάπως έτσι: Δεδομένου, αφενός, ότι ο Πλάτων αποκαλεί τη φιλοσοφία «μεγίστη μουσική», κατά το ότι κάνει τις ψυχικές μας δυνάμεις να κινούνται αρμονικά, σε συμφωνία προς τα όντα και προς τις συντεταγμένες κινήσεις των κύκλων της, και, αφετέρου, ότι προς αυτή μας οδηγεί η αναζήτηση της ουσίας του εαυτού μας και του σύμπαντος μέσα από τη στροφή προς τους εαυτούς μας και προς τις ανώτερες μας υποστάσεις, και ερχόμαστε σε συμφωνία προς το σύμπαν μέσα από την εξομοίωση των εντός μας περιφορών προς αυτές του σύμπαντος, για τους λόγους αυτούς και στις Μούσες δίνουμε όνομα που βασίζεται στην αναζήτηση αυτή. 


Ο ίδιος άλλωστε ο Μουσηγέτης (Απόλλων) φανερώνει στις ψυχές την αλήθεια σύμφωνα με τη μία νοητική απλομορφία, ενώ οι Μούσες τελειοποιούν τις πολύμορφες ενέργειες μας που ανυψώνουν στο Ένα το νοητικό. Οι αναζητήσεις λοιπόν έχουν την αναλογία της ύλης ως προς το τέλος που έρχεται από την εύρεση, όπως ακριβώς και το πλήθος ως προς το ένα, και η ποικιλομορφία προς την απλομορφία. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι οι Μούσες δίνουν στις ψυχές τη ζήτηση της αλήθειας, στα σώματα το πλήθος των δυνάμεων και παντού την ποικιλία αρμονιών.» 

(Πρόκλος, Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι 177)
πηγήhellenictheology.gr

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΗΣΙΟΔΕΙΑ ΓΕΝΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΩΣ ΟΝΤΙΚΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΨΥΧΗΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για τα πέντε ησιόδεια γένη των ανθρώπων

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Σχόλια στον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 129. 1  – 16«, η ύπαρξη των ανώτερών μας γενών είναι τριπλή: νοητική, λογική και φανταστική, και στην νοητική αναλογεί το Χρυσό Γένος. Πράγματι, οι Έλληνες θεολόγοι λένε ότι ο χρυσός έχει αποδοθεί στον πρωταρχικό από τους Κόσμους, τον «εμπύριο και νοητικό». Το Αργυρό Γένος αναλογεί στη λογική ύπαρξη, αφού ο άργυρος αναλογεί στον ενδιάμεσο και αιθέριο Κόσμο. Το δε Χάλκινο Γένος, τέλος, αναλογεί στην άλογη και φανταστική ύπαρξη, διότι και η φανταστική εντύπωση είναι νους που μορφοποιεί, όχι όμως καθαρός, όπως ακριβώς και ο χαλκός που δίνει την εντύπωση πως έχει το χρώμα του χρυσού, περιέχει όμως άφθονο το γήινο στοιχείο, παρόμοιο και συγγενικό προς τα στερεά και αισθητά. Εξ ου  και αναλογεί προς τον «πολύχαλκο ουρανό» και τον «χάλκινο»», πού είναι ο αισθητός Κόσμος, το σώμα του για την ακρίβεια, του οποίου και ο άμεσος δημιουργός παραδίδεται ότι τον χαλκεύει, είναι δηλ. ο Ήφαιστος. Τούτα λοιπόν είναι τα τρία γένη των «κατά θέση δαιμόνων», στα οποία αναλογούν το χρυσό, το αργυρό και το χάλκινο γένος . Το τέταρτο τώρα γένος, το ηρωικό, σε σχέση με αυτά που υπάρχουν στα τρία προαναφερθέντα γένη, από άλλα είναι υποδεέστερο και από άλλα ανώτερο. Στ’ αλήθεια, το ηρωικό γένος εφάπτεται της πράξεως, και αν ακόμα έχει εκπέσει από την πρόνοια των κατωτέρων και την ανέπαφη ζωή, έχει χαρακτήρα μεγαλουργό και δείχνει τη μεγαλοπρέπεια της αρετής της. Το πέμπτο, το ανθρώπινο γένος με τα πολλά πάθη, που παριστάνεται με το «πολυκάματο» και μαύρο σίδερο λόγω της υλικής και της σκοτεινιάς της ζωής, εκδηλώνει τις πράξεις του ελλειμματικές, διεφθαρμένες και άλογες.

Άλλωστε όπως λέγει ο Πορφύριος, στο «Αφορμές προς νοητά, 29», η ψυχή ανάλογα με το πως διατίθεται, βρίσκει ένα σώμα κατάλληλο, προσδιορισμένο κατά την τάξη και τους τόπους. Εξ ου και όταν είναι διατεθειμένη με τρόπο καθαρό, έχει ένα σύμφυτο σώμα το οποίο πλησιάζει το άυλο, που είναι το αιθέριο σώμα, όταν όμως προχωρήσει από τον Λόγο (λογική) προς τις ενέργειες της φαντασίας, τότε το σύμφυτο σώμα είναι ηλιοειδές  (υλικό και σωματικό). Όταν εκθηλύνεται περισσότερο και εξεγείρεται έντονα από την σωματική μορφή, τότε αποκτά το σεληνοειδές σώμα (υλικό και αισθητό), ενώ όταν πέσει στα σώματα συσταθεί απο υγρές αναθυμιάσεις (=η σκουρία του «σιδερένιου γένους»), στην περίπτωση αυτή ακολουθεί η πλήρης άγνοια του Όντος, το σκοτάδι και η νηπιότητα.

Πιο αναλυτικά ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Β’ [συνέχεια], 74.26 – 77.19», μας λέγει ότι ο θεολόγος Ορφέας διδάσκει ότι υπάρχουν τρία γένη ανθρώπων. Πρωταρχικότερο όλων το Χρυσό, το οποίο, λέει, το δημιούργησε ο Φάνης. Δεύτερο το Αργυρό, του οποίου ηγήθηκε ο μέγιστος Κρόνος. Τρίτο το Τιτανικό, για το οποίο λέει ότι το δημιούργησε ο Ζεύς από τα μέλη των Τιτάνων. Ο Ορφέας εν ολίγοις λέει ότι μέσα στους τρείς τούτους όρους περιέχεται κάθε είδος της ανθρώπινης ζωής. Ή δηλαδή είναι νοητικό και θεϊκό, εγκαθιδρυμένο ακριβώς στο κορυφαίο των όντων, ή στρέφεται προς τον εαυτό του και νοεί τον εαυτό του και αρέσκεται στην τέτοιου είδους ζωή, ή στρέφει το βλέμμα του προς τα χειρότερα και θέλει να ζει μαζί με εκείνα, τα οποία δεν διαθέτουν λογική, με τα άλογα όντα. 

Καθώς λοιπόν η ανθρώπινη ζωή έχει τρία είδη, το πρωταρχικότερο όλων προέρχεται από τον Φάνη, ο οποίος συναρτά προς τα νοητά κάθε νοητικό υποκείμενο, άλλωστε αυτό που βρίσκεται πριν από τα νοητά είναι θεός, και τα πρώτα νοητά είναι θεοί και ενάδες, και επειδή το νοητό έχει ουσία, και οι πρώτοι νόες είναι ουσίες, και επειδή ο νους παντού από τη φύση του είναι νοητικός, οι πρώτες ψυχές είναι νοητικές. Το δεύτερο είδος προέρχεται από τον Κρόνο τον πρώτο, τον παλαιό, όπως λέει ο μύθος, τον «αγκυλομήτη», δηλ. «αυτόν με τις στρεψίβουλες σκέψεις», αυτός ο οποίος κάνει τα πάντα να στρέφονται προς τον εαυτό τους, ενώ το τρίτο από τον Δία, ο οποίος διδάσκει την πρόνοια για τα δεύτερα και την οργάνωση των κατώτερων Κόσμων: αυτό πράγματι άλλωστε είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του δημιουργού

Ο Ησίοδος από πλευράς του δεν δημιουργεί τρία μόνο γένη, αλλά πρώτο το χρυσό, έπειτα το αργυρό, στη συνέχεια το χάλκινο, μετά κάποιο ηρωικό γένος κι ύστερα το σιδερένιο, προχωρώντας τον χωρισμό σε πιο πολλά είδη ζωής. Το χρυσό λοιπόν δηλώνει και για τον Ησίοδο κάποια μορφή νοητικής ζωής, άυλης και αγνής, σύμβολο της οποίας είναι το χρυσάφι που δεν σκουριάζει. Για τον λόγο αυτό μετακινεί το γένος αυτό στη σειρά των «κατά θέση δαιμόνων» (όχι των κατ’ ουσία Δαιμόνων!), η οποία προνοεί, φρουρεί και απομακρύνει τα κακά από το γένος των ανθρώπων, μετά τον κύκλο της γένεσης. Ευρισκόμενο μάλιστα αυτό το γένος στην περιοχή της γένεσης ανατρέφεται, λέει, και τελειοποιείται από τους πατέρες για εκατό χρόνια. Γράφει ένα μύθο που συνδέεται με τις Μούσες και δείχνει ότι σύμφωνα με τον κατ’ ενέργεια νου από τους πατέρες, και χωρισμένο από την ανθρώπινη πολυπραγμοσύνη ζει μια ζωή αποκαταστατική. Και όπως και στον Πλάτωνα έτσι και στον Ησίοδο δηλώνει τον κύκλο της ταυτότητας [=κύκλος του Ταύτου – ουράνιος ισημερινός] και της ομοιότητας και του νοητικού είδους ζωής.  Το επόμενο από αυτό το γένος, το αργυρό, προχωρεί από την σύμφωνα με τον νου ενέργεια στην μεικτή από νου και Λόγο ενέργεια. Αναγνωριστικό του σύμβολο είναι ο άργυρος, που διαθέτει, αφενός, ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τη λαμπρότητα της σύμφωνης με τον Λόγο ζωής και τη φωτεινότητα όπως και το ότι μερικές φορές προσβάλλεται από τη σκουριά και τη σήψη, αλλά που, αφετέρου, έχει και κάτι πέρα από τα παραπάνω, το ότι όταν το βάλεις μαζί με το χρυσάφι παίρνει τη λάμψη του χωρίς να εκδηλώνει καμίαν αντίθεση προς αυτό. Έτσι είναι άλλωστε και ο Λόγος της ψυχής, μολονότι μερικές φορές πληρούται από την ύλη και από την υλική ακαθαρσία. Αλλά επίσης καταυγάζεται και φωτίζεται από τον νου, και, αφού φωτιστεί, εκδηλώνει μια μόνο και κοινή με αυτόν ενέργεια, «θεώμενος τα όντα» «με την νόηση συνοδευόμενη από τον Λόγο», όπως λέγει ο Πλάτωνας στον «Τίμαιο, 28.a» και στον «Φαίδρο, 247.e» αντίστοιχα. 

Το χάλκινο γένος, εξάλλου, το τρίτο, σταθεροποιεί το οικείο του είδους ζωής ακριβώς στη σύμφωνη με τον Λόγο ενέργεια και μόνο, την οποία δηλώνει συμβολικά ο χαλκός, κατά τον ποιητή, ο οποίος λέγει ότι εκείνοι που τοποθετήθηκαν στο γένος τούτο από τον Δία πραγματοποιούν όλες τις τεχνικές τους δραστηριότητες και όλες τις πολεμικές τους ενέργειες χρησιμοποιώντας τον χαλκό. Ένας λόγος λοιπόν άυλος, που υπάρχει ως καθαρό φώς και είναι απαλλαγμένος από τη σκοτεινή ύλη, που έχει μάλιστα και ο ίδιος κάποια ομοιότητα με τον Νου λόγω της επιστροφής προς τον εαυτό του, όπως έχει κάνει και ο χαλκός με το χρυσάφι, προσδιορίζοντας τη ζωή τούτων. Και επειδή ο χαλκός είναι αυτός που κατεξοχήν παράγει ήχο και μιμείται τον ζωτικό συριγμό της ψυχής, είναι αυτός που ταιριάζει στο ενδιάμεσο είδος της ζωής, το σύμφωνο με τον Λόγο. Το γένος των ημιθέων, που είναι το τέταρτο στην σειρά, στρέφει τον Λόγο συνολικά προς την κατ’ ενέργεια [πρακτική] ζωή, ενώ λαμβάνει επίσης λόγω του πάθους, και κάποια άλογη κίνηση και ορμή κατά τις πράξεις, επιδιδόμενο έτσι σε αυτές με περισσότερη προθυμία. Για αυτό επομένως και ο ποιητής δεν παραχώρησε στο γένος τούτο κάποιο ιδιαίτερο μέταλλο με τη σκέψη ότι έχει τους χαρακτήρες του πριν και του μετά από αυτό γένους, όντας πραγματικά γένος ημιθέων, διότι με τον Λόγο, στον οποίο έλαχε θεϊκή ουσία, συνέμειξε την θνητή ζωή του πάθους. Τη μεγαλοπρέπεια και την επιτυχία που έχει το γένος τούτο στα έργα του την προσφέρει ο Λόγος, ενώ την ενεργητική ή παθητική δράση μέσω της ταύτισης ή της αντίθεσης των αισθημάτων του την προσδίδει το πάθος στη συνύφανση του με τον Λόγο. Το σιδερένιο γένος, το πέμπτο στην σειρά, είναι πραγματικά τελευταίο και χθόνιο, γεμάτο πάθη καθώς είναι παραπλήσιο με το σίδερο: ανθεκτικό, σκληρό και γεώδες, μαύρο και σκοτεινό. Τέτοια είναι άλλωστε και η φύση των παθών, ανεπίδεκτη νουθεσίας και αλύγιστη από τον Λόγο, και επίσης βαριά και αμέτοχη τρόπο τινά στον Λόγο, ο οποίος είναι φώς. Πραγματικά, εικόνα όλων τούτων είναι το σίδερο, με το οποίο ο ποιητής απεικόνισε το 5ο γένος. Δικαιολογημένα λοιπόν αυτό είναι το τελευταίο και λιγότερο τιμώμενο, μέσα στα πάθη καθώς κυλιέται, με τον κίνδυνο να εκπέσει στην εντελώς θηριώδη και δίχως λογικό ζωή, έχοντας πάνω του αμυδρό και θαμπό το φως του Λόγου, όμοια και το σίδερο έχει μιαν αμυδρή ομοιότητα στην απόχρωση του με τον άργυρο, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του είναι μαύρο. Και το παθητικό στοιχείο άλλωστε έχει μια δύναμη φαντασίας η οποία τείνει να μιμηθεί τον Νου και τον Λόγο, αλλά δεν μπορεί επειδή εκδηλώνει την ενέργεια της μαζί με την ύλη.

Κυρίως Θέμα

[…] Πρώτο έπλασαν το χρυσό γένος των μερόπων ανθρώπων οι αθάνατοι που κατοικούνε στου Ολύμπου δώματα. Αυτοί (οι άνθρωποι) υπήρχαν τον καιρό του Κρόνου, όταν βασίλευε στον ουρανό. Ζούσαν σαν θεοί, μη έχοντας καμία έγνοια στο μυαλό τους και μακριά και έξω από κόπους και βάσανα. Ούτε υπήρχαν τα γερατειά που εμείς τα τρέμουμε, και έχοντας πάντα νεανικά τα χέρια και τα πόδια τέρπονταν με συμπόσια, μακριά από κάθε κακό. Και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος. Και είχαν όλα τα καλά. Η ζωοδότρα γη ανάδινε μονάχη της πολύ και άφθονο καρπό. Και εκείνοι ευχαριστημένοι, ζούσαν ξεκούραστοι από τα κτήματα τους ανάμεσα σε πολλά καλά, [πλούσιοι σε πρόβατα και φίλοι των μάκαρων θεών]. Λοιπόν, από τον καιρό που σκέπασε πια η γαία αυτό το γένος, τούτοι έγινα με την θέληση του μεγάλου Διός Δαίμονες, εσθλοί, επιχθόνιοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων [και τούτοι παρακολουθούν τις δίκες και τα εγκλήματα, αεροντυμένοι περιέρχονται επί Αίαν], και χαρίζουνε πλούτη. Αυτό το βασιλικό προνόμιο πήρανε.

Ύστερα πάλι δεύτερο γένος, πολύ κατώτερο, ασημένιο έπλασαν αυτοί που κατοικούν στου Ολύμπου τα δώματα, που δεν ήταν όμοιο με το χρυσό ούτε στου κορμιού ούτε στου νου τη δύναμη. Παρά εκατό έτη μεγάλωνε το παιδί, παίζοντας στον οίκο του δίπλα στην στοργική μητέρα του, όλως διόλου νήπιο. Μα όταν ερχόταν ο καιρός να γίνουν παλληκάρια και έπαιρναν τα σημάδια της ήβης, πολύ λίγο καιρό ζούσαν, αφού τραβούσαν βάσανα από την αμυαλιά τους. Γιατί δεν μπορούσαν να κρατούν μακριά ο ένας από τον άλλον την ανόσια αλαζονεία, και δεν ήθελαν να λατρεύουν τους αθανάτους, ούτε να θυσιάζουν επάνω στους ιερούς βωμούς των μακάρων, σύμφωνα με τα έθιμα που έχουν οι άνθρωποι ο καθένας στον τόπο του. Ύστερα από αυτά ο Κρονίδης Ζεύς θύμωσε και τους έκρυψε, αφού πρόσφεραν τιμές στους μακαρισμένους θεούς που κατοικούν στον Όλυμπο. Όταν και τούτο το γένος κατά γαίαν καλύφτηκε, αυτοί καλούνται υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί, και έρχονται σε κατώτερη τάξη, μα τους ακολουθεί και τούτος κάποια τιμή.

Και ο Ζευς ο πατήρ ένα άλλο τρίτο γένος έπλασε μερόπων ανθρώπων, χάλκινο, που δεν έμοιαζε καθόλου με το ασημένιο, εκ μελίας, σκληρό και δυνατό. Τούτοι καταγίνονται στα πολυστέχνατα έργα του Άρεως και σε πράξεις βίας. Ούτε έτρωγαν καθόλου σιτάρι, παρά είχαν αδάμαντος, είχαν κρατερόφρονα θυμό, και έπνεαν τρόμο. Μεγάλη ήταν η δύναμη τους, και τα ανίκητα χέρια τους ξεφύτρωναν από τους ώμους επάνω στα στιβαρά κορμιά τους. Τα όπλα τους ήσαν χάλκινα και χάλκινοι οι οίκοι τους, και με τον χαλκό εργαζόταν, γιατί δεν υπήρχε μαύρος σίδηρος. Και τούτοι αφανισμένοι ο ένας από το χέρι του άλλου μπήκαν στο μουχλιασμένο δώμα του κρυερού Άδη, χωρίς να αφήσουν όνομα. Αν και ήσαν τρομεροί, τους πήρε ο θάνατος κι έχασαν το λαμπρό φώς του ήλιου.

Αφού λοιπόν και τούτο το γένος κατά γαία κάλυψε, πάλι και τέταρτο έπλασε ο Κρονίδης Ζευς επί της πολυτρόφου χθόνας, πιο δίκαιο και αντρειωμένο, το θείο γένος των Ηρώων που ονομάζονται ημίθεοι, η πρωτύτερη από τη δική μας γενιά επάνω στην απέραντη γαία. Και τούτους όμως πόλεμος κακός και τρομερή σύγκρουση, άλλους στην εφτάπυλη Θήβα, της Καδμείας γαίας, αφάνισε, που μάχονταν για τα κοπάδια του Οιδίποδα, και άλλους και μέσα στα καράβια απάνω από την άπατη θάλασσα, αφού τους έφερε στην Τροία για την Ελένη την ομορφομαλλούσα. Άλλους εκεί, αλήθεια, ο θάνατος τους σκέπασε και πέθαναν, και άλλους ο Κρονίδης Ζευς, αφού ξέχωρα από τους ανθρώπους τους ώρισε να ζουν και να κατοικούν, τους τοποθέτησε στα πέρατα της γαίας, μακριά από τους αθανάτους, και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους, γιατί τον έλυσε  από τα δεσμά ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών. Και τούτοι μεν κατοικούν έχοντες ξέγνοιαστη καρδιά στα Νησιά των Μακάρων κοντά στον βαθυδίνη Ωκεανό, όλβιοι ήρωες που η πολύκαρπη αρούρα [γη] τους χαρίζει γλυκό καρπό που ωριμάζει τρείς φορές το χρόνο. Και στους άλλους που βρίσκονται στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας.

Αχ! Να μην έσωνα κι εγώ, ύστερα από αυτούς, να βρίσκομαι με τους ανθρώπους του πέμπτου γένους, παρά ή να πέθαινα πρωτύτερα ή να ζούσα κατόπιν. Γιατί τώρα πια υπάρχει το πέμπτο γένος, το σιδερένιο. Ποτέ δεν θα πάψουν την ημέρα να τραβάνε κόπους και βάσανα και τη νύχτα να μαραζώνουν για κάτι τι, γιατί βαριές έγνοιες θα τους δίνουν οι θεοί. Μα όπως και να είναι, με τα κακά αυτά θα αναμιχθούν και καλά. Ο Ζευς θα αφανίσει και τούτο το γένος των ανθρώπων τότε που θα μοιάζει των παιδιών του ούτε και τα παιδιά (του πατέρα), ούτε ο αδελφός στον αδελφό, καθώς πρωτύτερα. Και τους γονείς, μόλις γεράσουν, θα τους καταφρονούν. Θα τους βρίζουν τότε λέγοντάς τους βαριά λόγια, οι κακοί, χωρίς να λογαριάζουν την τιμωρία των θεών. Ούτε και θα αποδίδουν αυτοί στους γερασμένους γονείς τους τα όσα ξόδεψαν για να τους μεγαλώσουν. [θα βάζουν το δίκιο στην δύναμή τους. Κι ο ένας του άλλου θα λεηλατεί την πόλη]. Ούτε καμία τιμή θα έχει όποιος κρατεί τον όρκο του, ούτε ο δίκαιος ούτε ο καλός, και μάλλον θα τιμούν τον άνθρωπο που κάνει εγκλήματα και αυθαιρεσίες. Το δίκαιο θα είναι στο δύναμη και σεβασμός δεν θα υπάρχει. Και θα ζημιώνει ο αχρείος τον ευγενικό άνθρωπο λέγοντας του λόγια απατηλά που θα παίρνει όρκο για αυτά. Και ο φθόνος ο πικρόγλωσσος ο χαιρέκακος, θα παρακολουθεί όλους τους άθλιους ανθρώπους με μάτια γεμάτα μίσος. Και τότε πια από την πλατύδρομη χθόνα η Αιδώς και η Νέμεσις, αφού σκεπάσουν το ωραίο τους πρόσωπο με τα λευκά πέπλα τους, θα ανέβουν στον Όλυμπο, κοντά στους αθανάτους, παρατώντας τους ανθρώπους. Και θα μείνουν στους θνητούς οι βαριές θλίψεις. Και το κακό δεν θα έχει γιατρειά. …..[1]

Αλλά ας δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά, πάντα με γνώμονα την Ελληνική γραμματεία και συγκεκριμένα το Πρόκλειο «Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες»:

Η φράση, λοιπόν, «πρώτα το χρυσό γένος –Χρύσεον μὲν πρώτιστα» [σ. 109 – 110], που είναι σχετική με τις ανθρώπινες πολιτείες, περιέχει μια ένδειξη των μεταβολών που συμβαίνουν στις ανθρώπινες ζωές από την αρετή στην κακία και από την κακία στην αρετή, και ότι σε όλους δεν υπάρχει μια ζωή αλλά η ζωή έχει ποικιλία. Και το ότι λέει πώς άλλοτε υπάρχει καλύτερο γένος και άλλοτε χειρότερο, ενώ υπάρχουν πάντα τα καλύτερα και τα χειρότερα (γιατί δεν είναι δυνατόν να χαθούν ούτε τα κακά ούτε και φυσικά τα καλά), δεν πρέπει να μας κάνει να απορούμε καθόλου. Γιατί βλέπει αυτές τις μεταβολές σαν να κοιτάζει σε έναν τόπο. Και σύμφωνα με την ποιητική άδεια, δεν αποκλείεται καθόλου να υπάρχει αλλού το σιδερένιο γένος και αλλού το χρυσό γένος. Το ότι, όμως, χρησιμοποιεί αμετάβλητα πράγματα, όπως τον χρυσό, τον άργυρο και τον σίδηρο, για να υποδείξει τις ζωές, ούτε και αυτό είναι περίεργο. Γιατί η μεταφορά και η αναπαράσταση μέσω εικόνων είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό για την ποίηση.

Το «αυτοί ήταν τον καιρό του Κρόνου – οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν» [σ. 111] το λέει γιατί οι άνθρωποι που άνηκαν στον χρυσό γένος είχαν ζωή καθαρή, άυλη και απαθή. Και αυτή δηλώνει ο χρυσός, όπως ακριβώς κατέστησε φανερό ο Πλάτων στον «Κρατύλο, 397.e.2 – 398.c.4»

…………….ΣΩ. : Αλήθεια, Ερμογένη. Τι να σημαίνει άραγε το όνομα «δαίμονες»; Πρόσεξε αν σου φανώ ότι λέω κάτι σπουδαίο.
ΕΡΜ. : Λέγε.
ΣΩ. : Γνωρίζεις ποιοι, κατά τον Ησίοδο, είναι οι δαίμονες;
ΕΡΜ. : Δεν γνωρίζω.
ΣΩ. : Δεν γνωρίζεις ούτε για το χρυσό γένος των ανθρώπων, που λέει ότι υπήρξε πρώτο;
ΕΡΜ. : Αυτό το ξέρω.
ΣΩ. : Λέει λοιπόν για αυτό «Μόλις το γένος τούτο χωρίστηκε σε μέρη οι δαίμονες αγνοί και υποχθόνιοι ονομάζονται, εσθλοί, αλεξίκακοι, φύλακες των ανθρώπων».
ΕΡΜ. : Δηλαδή, τι εννοείς;;
ΣΩ. : Νομίζω πως, λέγοντας χρυσό γένος, δεν εννοεί φτιαγμένο από χρυσάφι, αλλά αγαθό και καλό. Απόδειξη θεωρώ το γεγονός ότι για μας λέει πως είμαστε το σιδερένιο γένος.
ΕΡΜ. : Έχεις δίκιο.
ΣΩ. : Πιστεύεις λοιππον ότι, και αν κάποιος από τους συγχρόνους μας είναι αγαθός, θα μπορούσε να πει πως ανήκει στο χρυσό γένος;
ΕΡΜ. : Βέβαια.
ΣΩ. : Οι αγαθοί όμως είναι φρόνιμοι ή τίποτα άλλο;
ΕΡΜ. : Φρόνιμοι.
ΣΩ. : Κατά την γνώμη μου, αυτό περισσότερο από οτιδήποτε άλλο χαρακτηρίζει τους δαίμονες. Επειδή ήταν φρόνιμοι και «δαήμονες» (σοφοί) τους ονόμασαν «δαίμονες». Και στην αρχαία γλώσσα μας το όνομα αυτό αντιστοιχεί στο ίδιο. Σωστά λοιπόν και αυτός και άλλοι ποιητές λένε ότι, να πεθάνει κάποιος αγαθός, μεγάλη τύχη και τιμές αποκτάει και γίνεται δαίμονας, σύμφωνα με την ονομασία της φρόνησης. Έτσι και εγώ λοιπόν αντιλαμβάνομαι τον «δαήμονα», δηλαδή κάθε άνθρωπο, θεϊκό όσο ζει και αφού πεθάνει, και νομίζω ότι σωστά ονομάζεται «δαίμων». ……………..[2]

Πως όμως αυτοί ζούσαν τον Καιρό του Κρόνου, θα το καταλάβουμε αν σκεφτούμε ότι ο Κρόνος είναι χορηγός της νοητικής ζωής, καθώς είναι “κόρος” του νοός ή μάλλον “κορός” νους και καθαρός. Γιατί το “κορός” σημαίνει καθαρός. Όλοι, λοιπόν, όσοι ζουν νοητικά έχουν Κρόνια πολιτεία, και για αυτό λέγεται ότι ο βασιλιάς τους είναι ο Κρόνος, όπως ακριβώς ο Ζευς είναι βασιλιάς όσων ζουν πολιτικά με βάση την άριστη πολιτεία η οποία θεωρεί τα πάντα κοινά – κατά πως λέγει ο Πλάτωνας στους «Νόμους, 739.b». Δεν μεταβάλλεται δηλ. η βασιλεία των θεών, αλλά οι ψυχές μεταβάλλουν την ζωή τους και κάνουν άλλο θεό βασιλιά τους. Ο μύθος, όμως, μεταφέρει τη μεταβολή από εμάς στους βασιλιάδες.

Το «και σαν θεοί ζούσαν – ὥστε θεοὶ δ᾽ἔζωον» [σ. 112] δικαιολογημένα το λέει ο Ησίοδος, μιας και όσοι ήταν καθαροί από κάθε πάθος έμοιαζαν με τον άφθαρτο και καθαρό χρυσό: λέγεται ότι είναι ομοιότατοι με τους θεούς. γιατί κατά πρώτον οι θεοί είναι απαθείς, ενώ οι ψυχές πετυχαίνουν αυτή την ευδαιμονία μιμούμενες τους θεούς.

Το ότι «ούτε καθόλου έρχονταν τα φοβερά γεράματα για αυτούς – οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν» [σ. 113-115] είναι Κρόνιο χαρακτηριστικό. Γιατί και ο Ορφέας έλεγε ότι ο Κρόνος έχει πάντα μαύρες τις τρίχες της γενειάδας του. Και ο Πλάτωνας στον «Πολιτικό, 270.d – e» λέει ότι όσοι ζουν στην περίοδο του Κρόνου αποβάλουν το γήρας και γίνονται πάντα νεότεροι. Υποδεικνύει, μάλιστα, ότι όλοι όσοι ζουν σύμφωνα με τον νου και για τον λόγο αυτό έχουν Κρόνια ζωή, οδεύουν πάντα προς μεγαλύτερη ακμαιότητα, αφήνοντας τη φθορά που συνυπάρχει με την γένεσιν. Γιατί το γήρας υπάρχει μέσα στην γένεση, ενώ έξω από τη γένεση βρίσκεται η διαρκής νεότητα και ακμή, καθώς δεν έχει θέσει το αφύσικο.

Το «και πέθαιναν σαν να τους έπαιρνε ο ύπνος – θνῇσκον δ᾽ὥσθ᾽ὕπνῳ δεδμημένοι» [σ. 116-117] που αναφέρει είναι επακόλουθο όλων όσων ζουν χωρίς αρρώστιες, το να πραγματοποιείται δηλαδή ο χωρισμός από τα σώματα χωρίς βιαιότητα και πόνο, και το να είναι η απελευθέρωση από το σώμα σαν το βγάλσιμο του χιτώνα. Για αυτό και είπε ότι έμοιαζε με ύπνο, επειδή συνέβαινε με ευκολία και φυσικότητα, χωρίς βιαιότητα.

Όταν μας λέγει πως «από τον καιρό που σκέπασε πια η γαία αυτό το γένος, τούτοι έγιναν με την θέληση του μεγάλου Διός Δαίμονες, εσθλοί, επιχθόνιοι, φύλακες των θνητών ανθρώπων – αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν δαίμονες ἁγνοὶἐπιχθόνιοι τελέθουσιν ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων», δεν κάνει τίποτε άλλο από το αναφέρεται στην ζωή όσων ανήκουν στο χρυσό γένος. Λέει ποιος είναι ο κλήρος και η θέση τους μετά θάνατον. Γιατί υπάρχουν τρία πράγματα: η ζωή, ο θάνατος και ο κλήρος. Έχει όμως πει ότι η ζωή τους ήταν απαθής και ο θάνατος αβίαστος. Τώρα λοιπόν λέγει το τρίτο, ότι ο κλήρος τους ήταν δαιμονικός. Γιατί όσοι έχουν ζήσει έτσι, με θέλημα των θεών τοποθετούνται στην τάξη των κατά θέση δαιμόνων [οχι κατ΄ουσίαν δαίμονες!], καθώς είναι αγαθοί φύλακες των ανθρώπων που ζουν ακόμη τη θνητή ζωή και χορηγοί αγαθών στους ανθρώπους, επειδή φυλάσσουν τη ζωή των ανθρώπων χωρίς βάσανα και κάνουν εύκολη τη ζωή που οι άνθρωποι ζουν με σώματα.

Έπειτα αναφέρεται στο αργυρό γένος, με την φράση «Ύστερα πάλι δεύτερο γένος, πολύ κατώτερο, ασημένιο έπλασαν αυτοί που κατοικούν στου Ολύμπου τα δώματα – Δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν» [σ. 127 – 129]. Από την Ορφική παράδοση γνωρίζουμε ότι ο Κρόνος βασιλεύει στο αργυρό γένος, λέγοντας αργυρούς όσους ζουν με βάση τον καθαρό Λόγο [λογική], όπως ακριβώς λέει χρυσούς όσους ζουν με βάση μόνο τον νου [κατά νου μόνον]. Ο Ησίοδος, όμως θέλοντας να δηλώσει τη μεταβολή της ανθρώπινης ζωής παρουσιάζει το αργυρό γένος ράθυμο. Ωστόσο λέγει ότι το αργυρό γένος είναι μεν χειρότερο από το χρυσό, δεν διολίσθησε όμως στην έσχατη κακία, αλλά στην αργία [απραξία] και στην φυσική ζωή [που είναι σύμφωνη με την φύση] αντί για την νοητική ζωή.

Πιο κάτω, και όταν λέγει ότι «δεν μπορούσαν να κρατούν μακριά ο ένας από τον άλλον την ανόσια αλαζονεία, και δεν ήθελαν να λατρεύουν τους αθανάτους, ούτε να θυσιάζουν επάνω στους ιερούς βωμούς των μακάρων, σύμφωνα με τα έθιμα που έχουν οι άνθρωποι ο καθένας στον τόπο του –ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ἀθανάτους θεραπεύειν ἤθελον οὐδ᾽ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς, ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰἤθεα» [σ. 134 – 140] δεν κάνει τίποτα άλλο από τα να μας υποδεικνύει τα επακόλουθα της ράθυμης ζωής των ανθρώπων, δηλαδή λόγω της μαλθακότητάς τους να φέρονται υπεροπτικά και να μην απέχουν από τις αλαζονικές πράξεις ο ένας από τον άλλον ούτε να τηρούν τις υποχρεώσεις τους προς τους θεούς, αλλά να ζουν πίνοντας και τρώγοντας σαν τα φυτά. Έτσι επί παραδείγματι έζησαν οι Συβαρίτες και οι Κολοφώνιοι και χάθηκαν, ενώ αυτό το πάθημα άγγιξε επίσης τους Πέρσες και τους Μήδους.

Όταν δε αναφερόμενος στο τέλος τους μας λέγει ότι «Όταν και τούτο το γένος κατά γαίαν καλύφτηκε, αυτοί καλούνται υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί, και έρχονται σε κατώτερη τάξη, μα τους ακολουθεί και τούτος κάποια τιμή – αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, τοὶ μὲν ὑποχθόνιοι μάκαρες θνητοὶ καλέοντα, δεύτεροι, ἀλλ᾽ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ» δεν κάνει κάτι άλλο από το αναφέρεται στον κλήρο που έλαβαν. Μιας και οι προηγούμενοί τους έγιναν επιχθόνιοι, καθώς είναι χορηγοί αγαθών και φύλακες θνητών. Τούτοι όμως λέγονται μακάριοι «θνητοί» και «υποχθόνιοι», επειδή τοποθετήθηκαν στους τόπους υπό την γη, καθώς ζούσαν ζωή φυσική [σύμφωνη με την φύση] αντί για ζωή νοητική, μοιάζοντας με τα φυτά που έχουν τα κεφάλια τους ριζωμένα στη γη. Γιατί οι ρίζες είναι τα κεφάλια των φυτών. Δικαιολογημένα λοιπόν είναι «υποχθόνιοι» και «θνητοί» φύλακες, επειδή ζουν με βάση το θνητό τους μέρος. Γιατί τέτοια είναι η φυσική ζωή [η σύμφωνη με τη φύση]. Το ποιών είναι φύλακες βέβαια είναι εύκολα αντιληπτό: των ψυχών που ζουν σε εκείνους τους τόπους, οι οποίες δεν έζησαν μόνο φυσικά [σύμφωνα με τη φύση] αλλά διολίσθησαν σε κάθε κακία. Για αυτό και αναφερόμενος σε τούτους προσέθεσε ότι και αυτούς «τους ακολουθεί τιμή», εφόσον δεν πραγματοποίησαν μεγάλα κακά σαν και αυτά των επομένων τους.

Έπειτα [σ. 143 – 151] ακολουθεί η αναφορά στο τρίτο γένος, το χάλκινο. Αυτό το γένος δικαιολογημένα είναι τρίτο, καθώς δεν είναι ούτε νοητικό ούτε πανούργο, αλλά πραγματικά φοβερό και φονικό, έχοντας εκτραπεί σε τυραννική άσκηση της δύναμή του, επειδή νοιαζόταν μόνο για τα σώματα. Για αυτό και ο Ησίοδος λέει: «άπληστοι. Μεγάλη δύναμη και χέρια ανίκητα φύτρωναν από τους ώμους τους – ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον». Γιατί δηλώνει ότι όσοι άνηκαν σε αυτό το γένος ασκούσαν τη σωματική δύναμη αμελώντας τα άλλα. Ασχολούνταν με την κατασκευή των όπλων και χρησιμοποιούσαν για αυτόν τον σκοπό τον χαλκό, όπως το σίδερο για την γεωργία, σκληραίνοντας τον χαλκό, που από την φύση του είναι μαλακός, με κάποια βαφή, δηλαδή με σκλήρυνση με την θέρμανση και απότομη βύθιση σε νερό ή λάδι. Όταν, όμως, τέλειωσε η χρήση αυτής της βαφής, προχώρησαν στη χρήση του σιδήρου κατά τους πολέμους. Χρησιμοποιώντας βέβαια ο Ησίοδος το δωρικό τύπο «μελιᾶν» αντί του «μελιν» εννοούσε ότι αυτό το χάλκινο γένος ξεφύτρωσε από τα δέντρα μελίες και όχι τις Νύμφες Μελίες. Άλλωστε είναι παράλογο να προέρχονταν από θεϊκό γένος και να είχαν γεννηθεί θηριώδεις. Αντιθέτως, επειδή έχουν γεννηθεί από σκληρά δέντρα που σαπίζουν δύσκολα, έγιναν ισχυροί στα σώματα και ανελέητοι και βίαιοι στον χαρακτήρα. Γιατί αυτό υπαινίσσεται η γέννησή τους από μελίες.

Έπειτα [σ. 152 – 156] λέγει ότι αυτοί κατάρρευσαν από μόνοι τους, επειδή ήταν ακοινώνητοι και θηριώδεις και σχεδόν αλληλοσκοτώνονταν. Και δικαιολογημένα βυθίστηκαν στον υποχθόνιο τόπο, όπου έχει συνενωθεί το άτακτο μέρος του Κόσμου και το θηριώδες γένος των δαιμόνων. Αυτοί, λοιπόν, δικαιολογημένα είναι οι τρίτοι από το Χρυσό γένος. Γιατί εκείνοι ήταν απαθείς, οι επόμενοι τους ούτε απαθείς ούτε εμπαθείς, παρόλο που στο τέλος φέρονταν υπεροπτικά λόγω της εύκολης απόκτησης των αναγκαίων. Τούτοι οι τρίτοι, όμως δεν ήταν μόνο αλαζόνες αλλά και φονικοί και εμπαθείς, και έφτασαν στην έσχατη κακία, ώστε η ανθρώπινη ζωή να έχει συμπεριληφθεί μέσα σε αυτήν την τριάδα, στον χρυσό, στον άργυρο και στον χαλκό. Γιατί και η σειρά αυτών των υλικών είναι τέτοια.

Έπειτα [σ. 157 – 158] λέγει ότι το τρίτο γένος εξαφανίστηκε από κατακλυσμό. Μετά τον κατακλυσμό ήρθε στον βίο ένα ιερό γένος, αυτό των ημιθέων, το οποίο διήρκεσε οκτώ γενιές μέχρι τα Τρωικά. Γιατί ο Εύμηλος, ο οποίος εξεστράτευσε εναντίον της Τροίας, ήταν γιός του Άδμητου, και αυτός του Φέρη, και αυτός του Κρηθέα, και αυτός του Αίολου, και αυτός του Έλληνα, και αυτός του Δευκαλίωνα. Ο Γλαύκος επίσης ήταν γιός του Ιππόλοχου, του γιού του Βελλεφοφάντη, του γιού του Γλαύκου, του γιού του Σίσυφου, του γιού του Αίολου, του γιού του Έλληνα, του γιού του Δευκαλίωνα. Ο Γλαύκος λοιπόν ήταν όγδοος. Το γένος λοιπόν διήρκεσε τόσο και διέπρεψε στην αρετή.

Αυτούς [σ. 159 – 160] τους αποκάλεσαν ήρωες επειδή γεννήθηκαν από έρωτα, είτε όταν θεοί ερωτεύτηκαν γυναίκες είτε όταν θεές ερωτεύτηκαν άνδρες. Τους αποκάλεσαν ημίθεους επειδή κατά τη γέννησή τους είχαν ένα μέρος τους θεϊκό και ένα άλλο ανθρώπινο. Όπως ακριβώς, λοιπόν, είναι θεϊκό το γένος που προέρχεται από δύο θεούς και ανθρώπινο το γένος που προέρχεται από δύο ανθρώπους, έτσι και το μικτό γένος που προέρχεται από θεούς και ανθρώπους λέγεται γένος των ημιθέων. Όσον αφορά, όμως, την ίδια την διαφορά τους στη γέννηση πρέπει να την αναγάγουμε στο είδος της ζωής τους. Γιατί όσους διέπρεψαν περισσότερο στην ανυψωτική ζωή, τους παρουσίασαν να κατάγονται από πατέρα θεό και από μητέρα άνθρωπο. Όσους διάπρεψαν στην πρακτική αρετή, αυτούς αντιστρόφως τους παρουσίασαν από μητέρα θεά και από άνθρωπο πατέρα. Γιατί και οι δύο είναι θεϊκές, και η ανυψωτική και η πρακτική αρετή. Αλλά η μια είναι ανδροπρεπής, καθώς ανήκει σε ισχυρότερη ζωή, ενώ η άλλη είναι θηλυπρεπής, επειδή είναι υποβαθμισμένη ως προς τη δύναμη. Επίσης η μια είναι απαθέστερη, ενώ η άλλη είναι ομοιοπαθέστερη προς τα θνητά.

Έπειτα, στους σ. 167-173» όπου λέει ότι «Άλλους εκεί, αλήθεια, ο θάνατος τους σκέπασε και πέθανανκαι άλλους ο Κρονίδης Ζευς, αφού ξέχωρα από τους ανθρώπους τους όρισε να ζουν και να κατοικούν, τους τοποθέτησε στα πέρατα της γαίας, μακριά από τους αθανάτους, και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους, γιατί τον έλυσε  από τα δεσμά ο πατέρας των ανθρώπων και των θεών. Και τούτοι μεν κατοικούν έχοντες ξέγνοιαστη καρδιά στα Νησιά των Μακάρων κοντά στον βαθυδίνη Ωκεανό, όλβιοι ήρωες που η πολύκαρπη αρούρα [γη] τους χαρίζει γλυκό καρπό που ωριμάζει τρείς φορές το χρόνο. Και στους άλλους που βρίσκονται στον κάτω Κόσμο χάρισε τιμή και κύδος. Ούτε άλλο γένος έκαμε τόσο ονομαστό ο ευρύοπας Ζευς ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν επί της πολυτρόφας χθόνας – [ἔνθ᾽ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε] τος δ δχ᾽ἀνθρπων βοτον καὶἤθε᾽ὀπσσας Ζες Κρονδης κατνασσε πατρ ς περατα γαης. καὶ τοὶ μὲν ναίουσιν ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες ἐν μακάρων νήσοισι παρ᾽Ὠκεανὸν βαθυδίνην, ὄλβιοι ἥρωες, τοῖσιν μελιηδέα καρπὸν τρὶς ἔτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος ἄρουρα], κάνει λόγο ο Ησίοδος για τον κλήρο των ηρώων, ότι ο Ζευς τους απένειμε στα πέρατα της γης, χωριστά από τους ανθρώπους, βιος και δικούς τους τόπους, τους οποίους ο Ησίοδος αποκάλεσε «ἤθη» (ενδιαιτήματα).

Ο υπαινιγμός, λοιπόν, δηλώνει ότι εκείνοι έχουν κλήρο πιο θεϊκό από την «ἐν τῇ γενέσει ζωῆ» και ότι για αυτό λέγεται πως κατοικούν στις νήσους των μακάρων, τις οποίες έχουν λάβει οι μακάριες ψυχές οι οποίες έχουν εγκατασταθεί σε νησιά, επειδή οι ψυχές αυτές υπερέχουν της «γενέσεως» [του κόσμου της γένεσης] όπως τα νησιά υπερέχουν από την θάλασσα – που με αυτήν συμβολίζεται το «γίγνεσθαι». Λέγεται, μάλιστα, ότι κατοικούν «παρ ᾽Ὠκεανὸν βαθυδίνην» ο οποίος χωρίζει τον νοητό τόπο από τη βασιλεία του Άδη και στον οποί λέγεται ότι κατ’ αρχάς φάνουν όσοι πάνε στον Άδη. Λέει επίσης ότι η γη παράγει για αυτούς καρπό τρεις φορές τον χρόνο, επειδή απολαμβάνουν τα τέλεια και πιο θρεπτικά αγαθά από τις ζωογόνες δυνάμεις πάνω στην γη. Για αυτό και δεν είπε απλώς ότι η γη φέρνει καρπούς τρεις φορές, αλλά η «ζείδωρος ἄρουρα».

Στους στίχους 176 – 179 το σίδερο λόγω της σκληρότητάς του και της μαυρίλας του προσφέρει στον ποιητή μια κατάλληλη εικόνα της εμπαθούς ζωής των ψυχών, μέσω της οποίας οι ψυχές έχουν το γνωστικό τους μέρος σκοτεινιασμένο και τη ζωτική τους δύναμη αντιστεκόμενη στον ορθό  Λόγο (λογική). Το ότι είπε «αλλά όμως και σε αυτούς θα είναι ανακατωμένα τα καλά με τα κακά», υποδεικνύει ότι η μοχθηρία δεν έχει κυριαρχήσει πλήρως στους ανθρώπους. γιατί κατά αυτόν υπάρχει ακόμα μια μέτρια συστολή των αδικημάτων και των αδίκων. Αυτό το λέει για να προτρέψει τον Πέρση να μην αποθρασυνθεί εντελώς και να μην γίνει απέναντί του απολύτως κακός.

Στους στίχους 182- 194 κατηγορεί την κρίση όσων θα ζήσουν μετά από αυτόν, ότι θα προτιμούν την αδικία από την δικαιοσύνη, την επιορκία από την τήρηση των όρκων, την αδιαντροπιά από την ντροπή, την πονηριά από την απλότητα. Όλα αυτά βέβαια, έχει και η ζωή της εποχής μας. Εδώ λέει επίσης ότι θα συμπεριφέρονται άδικα ο ένας προς τον άλλο και θα μιλούν με αναίδεια. Και  αυτό ήταν εκείνο που δήλωσε πρώτο και τους αποκάλεσε χειροδίκες, επειδή ορίζουν το δίκαιο με τη δύναμη των χεριών και χρησιμοποιούν τη βία. και το χειροδίκες δεν αντιτίθεται στο ότι «δεν έχουν δικαιοσύνη στα χέρια τους». Γιατί για τον λόγο αυτό θα είναι χειροδίκες, επειδή η δικαιοσύνη θα παραβιάζεται στα χέρια τους. και χειροδίκες είναι εκείνοι που ορίζουν το δίκαιο μόνο με τη βία των χεριών τους, ώστε τα χέρια τους να μην ενεργούν υπό την καθοδήγηση της δικαιοσύνης, αλλά από μόνα τους να καθορίζουν το δίκαιο.

Στους στίχους 197 – 201 αναφέρει πως θα «απομείνουν τα πικρά βάσανα», δηλαδή το έσχατο κακό. Γιατί, όταν κυριαρχήσει πλήρως η αναίδεια και ο φθόνος στους ανθρώπους, το γένος μας θα το εγκαταλείψει η Αιδώς και η Ανάγκη. Γιατί η αναίδεια και ο φθόνος αποτελούν απομάκρυνση από αυτές. Αλλά ο φθόνος, ο οποίος είναι εικόνα της αγανάκτησης, δίνει και αυτός την εντύπωση ότι αγανακτεί με όσους ευτυχούν χωρίς να το αξίζουν. Η αναίδεια, όμως, δεν είναι εικόνα της Αιδούς αλλά το εντελώς αντίθετό της, το οποίο προσποιείται τη ελευθεροστομία. Και αν τα πέπλα της Αιδούς και της Νεμέσεως  είναι λευκά, σημαίνει ότι η υπόστασή τους είναι φωτεινή, ότι οι δυνάμεις τους είναι νοητικές  και ότι βρίσκονται μακριά από την άθεη και σκοτεινή ουσία των παθών. Για αυτό και εξυμνούν την Αιδώ ως θείο φόβο και την Νέμεση ως αγγελιοφόρο της δικαιοσύνης. Ορθώς, λοιπόν, και ο Πλάτων, όταν ρωτήθηκε σε τι άραγε έχουν προοδεύσει οι άνθρωποι της εποχής του, αποκρίθηκε ότι δεν ντρέπονται που είναι κακοί. Το ότι η Νέμεσις είναι θείο πράγμα το δηλώνει και το γεγονός ότι αυτή υπάρχει και στους Θεούς, γιατί η ποίηση λέει ότι «αγανάκτησε η σεβαστή Ήρα», ενώ «ο φθόνος βρίσκεται έξω από ολόκληρη τη χορεία των Θεών».

Δηλαδή, λέει ο Πρόκλος, ο μύθος της Πανδώρας ανήγαγε την αιτία των κακών που υπάρχουν μεταξύ των ανθρώπων στο θηλυκό μέρος της ψυχής μας και στην άλογη ζωή που μας προσδόθηκε από τα ουράνια. ο δεύτερος μύθος για τα γένη απέδωσε τα κακά στις κάθε λογής μεταβολές των ανθρώπινων ζωών, μεταβολές οι οποίες συμβαίνουν λόγω της αλογίας, καθώς εμείς ζούμε άλλοτε σύμφωνα με τη λογική και άλλοτε σύμφωνα με το άλογο μέρος μας.

Εν ολίγοις:

Τα Ησιόδεια γένη είναι οντικά επίπεδα υπάρξεως! 

νοητική: χρυσό γένος με τον χρυσό να έχει αποδοθεί στον πρωταρχικό από τους Κόσμους, τον «εμπύριο και νοητικό» με ψυχές με πύρινα σώματα.


λογική:  αργυρό γένος  με τον άργυρο να αναλογεί στον ενδιάμεσο και αιθέριο Κόσμο και σε ψυχές  με αιθερικά σώματα.


άλογη & φανταστική:  χάλκινο γένος, με τον χαλκό να αντιστοιχεί στον υλικό και αισθητό Κόσμο και σε ψυχές με ηλιοειδές η σεληνοειδές σώμα.


Τα Ησιόδεια γένη είναι οι οντικές πτώσεις ή άνοδοι που μπορούν να υποστούν οι ψυχές, αφορούν δηλαδή ψυχές και όχι τα κρείτονα από εμάς (τις ψυχές) γένη: επί παραδείγματι το Ησιόδειο γένος των Ηρώων είναι ένα συγκεκριμένο οντικό επίπεδο που όταν η ψυχές ζούν με ένα συγκεκριμένο τρόπο λόγω της εξομοιώσεως τους με τους κατ΄ ουσίαν Ήρωες ονομάζονται και αυτές Ήρωες. Δηλαδή, οι Ήρωες του Ησιόδου, στους οποίους επί παραδείγματι ανήκει ο ομηρικός Οδυσσέας, δεν είναι οι Ήρωες της ανώτερης από τις ψυχές σειράς βαθμίδων: Θεοί, Αρχάγγελοι, Άγγελοι, Δαίμονες, Ήρωες, υποσελήνιοι άρχοντες ή Κοσμοκράτορες και υλικοί άρχοντες: αλλά ανθρώπινες/μερικές ψυχές!

Άλλωστε στον σ. 259 – 268 της Α’ ραψωδία της Ιλιάδος, βλέπουμε τον Νέστορα να λέγει στον Αγαμέμνονα:

«Γιατί ήδη κάποτε εγώ και με πιο άρειους από εσάς  άνδρες είχα σμίξει, και ουδέποτε αυτοί με αψήφησαν. Γιατί ακόμη τέτοιους δεν είδα άνδρες ούτε θα ιδώ, σαν τον Πειρίθοο και τον Δρύαντα, ποιμένα λαών, και τον Καινέα και τον Εξάδιο και τον αντίθεο Πολύφημο, και τον Θησέα Αιγεϊάδη, όμοιο με τους αθάνατους. Κράτιστοι εκείνοι των επιχθόνιων ανδρών που ετράφησαν. Κράτιστοι ήσαν και μεταξύ των κρατίστων εμάχοντο, με τα ορεσίβια θηρία, και τα εξόντωσαν».


Ο Νέστωρ, λοιπόν, λέγει ότι κάποτε είχε πολεμήσει αντάμα με άνδρες προηγούμενων γενεών, που, όμως, ήταν, όχι απλά πιο άρειοι από τους ομηρικούς ήρωες, αλλά και θεοειδείς. Όχι, όμως αντάμα με κατά ουσία Δαίμονες – αυτοί που ενσαρκώνονται είναι οι κατά θέση Δαίμονες, οι χρηστοί άνθρωποι, οι ψυχές που τελειοποιήθηκαν δια την ανόδου τους στα νοητά. Επιπλέον, αναφέρεται όχι απλά σε κάποιους ανθρώπους, αλλά σε ανθρώπους που ήταν οι πρόγονοί του! Και όλα αυτά, βέβαια, έχοντας κατά νου ότι οι στο Ίλιον εκστρατεύοντες ανήκουν, κατά τον Ησίοδο (“Έργα και Ημέραι, σ. 156 – 166“), στο «ρειον ἀνδρῶν ἡρώων θεῖον γένος, οἳ καλέονται  ἡμίθεοι»!

Όμως  άνδρες ≠ Δαίμονες (δηλαδή των κατ’ ουσίαν οντικών βαθμίδων Άγγελοι, Δαίμονες, Ήρωες)

Σε όσα έχουμε αναφέρει, πρέπει να προσθέσουμε, ότι, όπως λέγει ο Πρόκλος, στο «Στοιχείωση Θεολογική, θεώρημα  Νο.184», «Κάθε ψυχή είναι είτε θεϊκή είτε μετακινείται ανάμεσα στον νου και στην άνοια, είτε βρίσκεται ανάμεσα σε αυτές και νοεί πάντοτε, αλλά είναι υποδεέστερη από τις θεϊκές».

Δηλαδή, επειδή ο θείος νους (=Κρόνος) μετέχεται υπό θεϊκών ψυχών, και επειδή στον καθολικό νοητικό νου (=Ζευς-Ζην) δεν μετέχουν ούτε θεϊκές ψυχές μήτε οι ψυχές που είναι δεκτικές στην μεταβολή από τη νόηση προς την άνοια (π.χ. επιμέρους/ανθρώπινες ψυχές), και επειδή υπάρχουν ψυχές που παθαίνουν αυτό το πράγμα και άλλοτε νοούν και άλλοτε όχι, είναι φανερό ότι υπάρχουν τρία γένη των ψυχών. Πρώτες είναι οι θείες, δεύτερες αυτές που δεν μετέχουν στα θεία αλλά αεί μετέχουν στον νου, και τρίτες αυτές που μετακινούνται άλλοτε προς τον νου και άλλοτε προς την άνοια.

Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Στοιχείωση Θεολογική, θεώρημα  Νο.185», μας λέγει ότι «όλες οι θεϊκές ψυχές είναι θεοί ψυχικώς, όλες οι ψυχές που μετέχουν στο νοητικό νου είναι αεί οπαδοί των θεών, και όλες οι ψυχές που επιδέχονται μεταβολή είναι μερικές φορές ακόλουθοι των θεών».

Δηλαδή, επειδή άλλες ψυχές έχουν το θεϊκό φως να τις φωτίζει άνωθεν, και άλλες νοούν πάντοτε, ενώ άλλες μετέχουν σε αυτήν την τελειότητα μερικές φορές, τότε οι πρώτες έχουν μέσα στο πλήθος των ψυχών θέση ανάλογη με τους θεούς. Οι δεύτερες ακολουθούν πάντοτε τους θεούς, επειδή ενεργούν πάντοτε σύμφωνα με τον νου, και είναι εξαρτημένες από τις θεϊκές ψυχές, έχοντας προς αυτές την ίδια σχέση που έχει το νοητικό προς το θείο. Οι τρίτες μερικές φορές νοούν και μερικές φορές ακολουθούν τους θεούς, επειδή δεν μετέχουν στον νου πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, ούτε μπορούν πάντοτε να συνοδεύονται με τις θεϊκές ψυχές (γιατί δεν υπάρχει κανένας τρόπος για αυτό που μερικές φορές μετέχει στο νου να συνδέεται πάντοτε με τους θεούς). 

Εξ ου και οι πλατωνικοί φιλόσοφοι απέδιδαν την ονομασία θείος στον Πυθαγόρα, στον Πλάτωνα και στους παλαιότερους πλατωνικούς, όπως ο Ιάμβλιχος ή ο Πλωτίνος, επειδή έφτασαν στα κορυφαία επίπεδα της γνώσης. Στον δε Αριστοτέλη, επειδή έφτασε μόνο μέχρι το επίπεδο του μεθεκτού νοός (Διόνυσος), απέδιδαν την προσωνυμία δαιμόνιος.


Δηλαδή:
  1. άλλες ψυχές ορούν προς τους «ὁλικοὺς νόας», ενώ άλλες προς τους «επιμέρους νόες».
  2. άλλες ψυχές χρησιμοποιούν άχραντες νοήσεις, ενώ άλλες αποστρέφονται μερικές φορές τα όντως Όντα.
  3. άλλες ψυχές είναι «ἀεὶ δημιουργικαὶ καὶ κοσμητικαὶ τῶν ὅλων», ενώ άλλες συμπεριπολούν με τους Θεούς.
  4. άλλες ψυχές «ἀεὶ κινοῦσαι καὶ ποδηγετοῦσαι τὴν εἱμαρμένην», ενώ άλλες «ὑπὸ εἱμαρμένην ποτὲ γιγνόμεναι καὶ τοὺς εἱμαρμένους νόμους».
  5. άλλες ψυχές οδηγούν προς το νοητό, ενώ άλλες λαμβάνουν μερικές φορές τη τάξη των ακολούθων.
  6. άλλες ψυχές είναι μόνο θείες ψυχές, ενώ άλλες μετακινούνται κάθε φορά σε διαφορετική βαθμίδα,  «δαιμονίαν, ἡρωϊκὴν, ἀνθρωπίνην».
  7. άλλες ψυχές χρησιμοποιούν ίππους (=δυνάμεις) που είναι αγαθοί και από αγαθά, ενώ άλλες χρησιμοποιούν ίππους αναμεμειγμένους.
  8. άλλες ψυχές έχουν μόνο αυτή τη ζωή η οποία έχουν λάβει από τη μια δημιουργία, ενώ άλλες έχουν και το θνητό είδος που συνυφαίνεται από τους νέους θεούς.
  9. άλλες ψυχές ενεργούν πάντα με όλες τις δυνάμεις τους, ενώ άλλες προβάλλουν κάθε φορά διαφορετικές ζωές.
Αυτό που περιγράφει λοιπόν ο Ησίοδος είναι η οντική πτώση που έχουν υποστεί τα όντα/ψυχές, την πτώση εκ των νοητών όπου κατείχαν το «οἰκεῖον ἀγαθὸν» τους. Περιγράφει την οντική και γνωσιακή πτώση των ψυχών, νόηση–>διάνοια–>φαντασία–>αισθήσεις! Πτώση κατά την οποία απώλεσαν την ύψιστη γνώση, αυτή του ανώτερου μαθήματος, της ιδέας του αγαθού.

Εξ ου και ο Πλάτων («Πολιτεία, 473.c.11 – e.2.») λέγει πως:

«Αν δεν βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι στις πόλεις, ή δεν φιλοσοφήσουν γνησίως και ικανώς (αρκετά) αυτοί που σήμερα λέγονται βασιλείς και δυνάστες, και δεν συγκεντρωθούν στο ίδιο πρόσωπο η πολιτική δύναμη και η φιλοσοφία και δεν αναγκασθούν να αποκλειστούν όσοι σήμερα ακολουθούν χωριστά τον ένα από τον άλλο δρόμο, δεν θα παύσουν τα κακά των πόλεων και νομίζω όλης της ανθρωπότητας».

Δηλαδή:

«δεν μπορεί ποτέ ούτε πόλις τέλεια ούτε πολιτεία ( =πολίτευμα) τέλεια ούτε και ένας άνθρωπος τέλειος ακόμα, εκτός και αν κάποιο τυχαίο γεγονός αναγκάσει αυτούς μεν τους λίγους φιλοσόφους, που τώρα ονομάζονται άχρηστοι μα όχι και πονηροί, να αναλάβουν θέλοντας και μη την διοίκηση της πόλεως, την πόλη δε να υποταχθεί σε αυτούς αναγκαστικά, ή από κάποια θεία επίπνοια αν καταλάβει την ψυχή αυτών που διοικούν ή βασιλεύουν σήμερα ή των παιδιών τους, ένας αληθινός έρωτας προς την αληθινή φιλοσοφία
(Βλ., Πλάτων «Πολιτεία, 499.b.2 – 499.c.2»).

Και : «δεν θα σταματήσουν τα κακά ούτε της πόλεως ούτε των πολιτών προτού το γένος των φιλοσόφων αναλάβει τη διοίκηση της πόλεως
(Βλ., Πλάτων «Πολιτεία, 501.e.2 – 501.e.5»).


Επίσης : «τα ανθρώπινα γένη δεν θ’ απαλλαγούν από τα βάσανά τους, προτού έλθουν στην πολιτική εξουσία οι ορθώς και αληθώς φιλόσοφοι ή προτού γίνουν όντως φιλόσοφοι με τη βοήθεια κάποιας θείας μοίρας οι υπάρχοντες κυβερνήτες των κρατών
(Βλ. Πλάτων «Επιστολές, “Ζ’ Επιστολή, 326.a.7 – 326.b.4»).


Άλλωστε, όταν τα όντα δεν ακολουθούν την οδό της Φιλοσοφίας, ώστε να καταφέρουν να ανακτήσουν την απαιτούμενη εν τη γενέσει αλήθεια (=εν τη γενέσει κάλλος = Ελένη) που θα τους προκαλέσει την ανάμνηση των νοητών (=νοητό κάλος = Ελενόη) δεν μπορούν να ανέβουν στα νοητά, ως εκ τούτου δεν βλέπουν όσο το δυνατόν περισσότερες Ιδέες και δεν μπορούν να πραγματώσουν τίποτα αληθινό. Έτσι ζουν μέσα στις πλάνες του αισθητού Κόσμου. Δηλ. όντας δίχως καμία γνώση και αλήθεια τελούν υπό άγνοια.

Αυτό σε οντικό επίπεδο είναι το «κακό» – η άγνοια για τις ψυχές είναι το κακό τους, μιας και χωρίς την γνώση πράττουν παρά φύση και ζουν με πάθη και όχι απαθείς όντας νοητικά όντα. Παράγουν δηλ. τα όντα κακό και επέρχεται ύβρις και μήνις εκ των Θεών (μήνις είναι να απομακρυνόμαστε εκ της πρόνοιας των με το να μην μοιάζουμε με αυτούς). Κάτι που προκαλεί την πτώση των όντων.

Αυτό έχει γίνει 6 φορές (5 Ησιόδεια γένη, συν τον διαμελισμό μας εκ της αρχαίας μας φύσης, αυτής του ανδρόγυνου).

Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν ή δεν υπάρχουν όντα/ψυχές που ανήκουν σε ανώτερο του σιδερένιου γένους στο οποίο ανήκει η υπερπλειοψηφία του εν τη γενέσει ανθρώπινου γένους. Επί παραδείγματι οι φιλόσοφοι Πυθαγόρας, Παρμενίδης, Σωκράτης, Πλάτων, Πλούταρχος ο Αθηναίος, Συριανός, Αμμώνιος Σακάς, Πλωτίνος, Ιάμβλιχος, Πρόκλος, Απολλώνιος ο Τυανέας, Εμπεδοκλής κτλ κτλ.

Όταν όμως αναφερόμαστε πχ στον Πυθαγόρα δεν αναφερόμαστε στον βιολογικό άνθρωπο, αλλά σε κάποια ψυχή που η 5η και τελευταία της –  γνωστή – ενσάρκωση ήταν ο βίος της ως Πυθαγόρας.

Άλλωστε ως γνωστόν ο Πολυδάμας ήτο υιός του Πάνθου και της Φρόντιδος – βλ. Ιλιάδα, ραψωδία Ρ’. σ.  40.

Ο δε Πάνθοος ήταν υιός του Ορθρυάδου και Ιερεύς του εν Δελφοίς Απόλλωνος. Όταν η Τρωάδα αλώθηκε από τον Ηρακλή, ο βασιλιά της Τροίας Πρίαμος έπεμψε τον υιό του Αντήνορα στους Δελφούς για να ρωτήσει αν είναι καλό να ανακτήσει την πόλη στον ίδιο τόπο. Ο Αντήνορας έλαβε χρησμό αλλά δια απάτης πήρε και τον Ιερέα Πάνθοο και τον έφερε στην Τρωάδα. Ο Πρίαμος τον κατέστησε Ιερέα του Απόλλωνος στην Τρωάδα και τον είχε και σύμβουλο και μάντη κατά τον Τρωικό Πόλεμο. Ο Πάνθοος γέννησε τρεις υιούς : τον Πολυδάμαντα, τον Εύφορβο και τον Υπερήνορα. Αυτός ο Εύφορβος, ύστερα, έγινε Πυθαγόρας σε μια εκ της επόμενες καθόδους του εν τη γενέσει.


Πρώτα – πρώτα, όμως, ήταν ο Αιθαλίδης, ο κήρυκας στην Αργοναυτική εκστρατεία – γεννημένος, σύμφωνα με τα «Αργοναυτικά» του Ορφέως και του Απολλώνιου του Ρόδιου – στην Θεσσαλική βραχώδη Αλόπη [ἐπ᾽ Ἀμφρυσσοῖο ῥοῇσιν] από τον Ερμή και την περιώνυμη Ευπολέμεια από την Φθία, την κόρη του Μυρμιδόνος : επίσης ο Διογένης ο Λαέρτιος στο έργο του «Βίοι φιλοσόφων, βιβλίο Η’» και ο Ιππόλυτος στο έργο του «Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος, I 3.3» λέγει ότι ο πατήρ αυτού, o Ερμής, του υποσχέθηκε ότι θα του δώσει ότι ήθελε εκτός από την αθανασία και αυτός «αἰτήσασθαι οὖν ζῶντα καὶ τελευτῶντα μνήμην ἔχειν τῶν συμβαινόντων», ενώ ο Φερεκύδης λέει ότι ο Αιθαλίδης “είχε λάβει παρά του Ερμού το δώρο να είναι η ψυχή του πότε στον Άδη και πότε υπέρ της γης ”.

Εκ των Ησιόδειων έργων «Θεογονία» [σ. 116 – 514] & «Έργα και Ήμερες» [σ. 44 – 105] γνωρίζουμε ότι : ο Τιτάνας Ιαπετός είναι υιός του Ουρανού και ης Γαίας. Αυτός έσμιξε με την Ωκεανίδα Κλυμένη, ή με την Τιτανίδα Θέμιδα, και γεννήθηκαν οι Τιτάνες Προμηθέας, Επιμηθέας, Άτλαντας κλπ. Ο Τιτάνας Επιμηθέας έσμιξε με την Πανδώρα, την πλασμένη εκ γαίας και ύδατος από τον Ήφαιστο, και γεννήθηκε η Πύρρα. Ο Τιτάνας Άτλαντας – στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας – έσμιξε με την κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος, με την Ωκεανίδα Πλειόνη – Πληιόνη ή Αίθρα, και γεννήθηκαν οι 7 Πλειάδες : η Μαία [μητέρα του Ερμή], η Ταϋγέτη [που έσμιξε με τον Δία και γεννήθηκε ο Λακεδαίμων], η Ηλέκτρα, η Στερόπη – Αστερόπη, η Κελαινώ, η Αλκυόνη και η Μερόπη. Ο Τιτάνας Προμηθέας έσμιξε με την Πλειάδα Κελαινώ [=μέλαινα] και γεννήθηκε ο Δευκαλίων. Ο Ζευς ή ο Δευκαλίων έσμιξε με την Πύρρα και γεννήθηκε ο Έλλην – «γίνονται δὲ ἐκ Πύρρας Δευκαλίωνι παῖδες Ἕλλην μὲν πρῶτος, ὃν ἐκ Διὸς γεγεννῆσθαι <ἔνιοι> λέγουσι» κατά τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, 1.41.1].

Ο Έλλην έσμιξε με την Νύμφη Ορσηίδα και γεννήθηκε ο Αίολος. Ο Δηϊμαχος είχε μια κόρη, την Εναρέτη. Η Εναρέτη έσμιξε με το Αίολο και γεννήθηκε η Πεισιδίκη. Η Πεισιδίκη έσμιξε με τον Μυρμιδόνα – τον υιό του Διός και της Ευρυμέδουσας  του Κλείτορος – και γεννήθηκε η Ευπολέμεια. Η Ευπολέμεια έσμιξε με τον θεό Ερμή και γεννήθηκε ο Αιθαλίδης ο Αργοναύτης!!     
  
Έπειτα έγινε ο Τρώας Εύφορβος, και πολέμησε στον Τρωικό πόλεμο – ήταν  αυτός που με το δόρυ κατάφερε το μεγάλο χτύπημα στη ράχη του Πατρόκλου, τον σκότωσε ο Μενέλαος και σύλησε την περίφημη ασπίδα του που αργότερα την αφιέρωσε στο Ηραίον του Άργους, ή κατά άλλη εκδοχή την πρόσφερε ως ανάθημα στο ιερό του Διδυμαίου Απόλλωνος των Βραγχιδών, κοντά στη Μίλητο. Μετά έγινε ο Ερμότιμος, ο φιλόσοφος από τις Κλαζομενές της Ιωνίας – ο δάσκαλος του Αναξαγόρα. Έπειτα έγινε ο Πύρρος, ο Δήλιος αλιεύς. Στο τέλος έγινε ο Πυθαγόρας. Αφού όμως πέθανε ο Πυθαγόρας, δεν φάνηκε ξανά.

Οι Διαδοχικές ενσαρκώσεις του Αιθαλίδη, του υιού του Ερμή και της Ευπολέμειας από την Φθία είναι:

1. Τρώας Εύφορβος (του Πάνθου και της δίιας Φρόντιδος) : αδελφός του μεγάθυμου Τρώα «Πουλυδάμα Πανθοΐδη».
2. Ερμότιμος, ο φιλόσοφος από τις Κλαζομενές της Ιωνίας και ο δάσκαλος του Αναξαγόρα. Αναφέρεται ως μυθικό πρόσωπο που είχε την ικανότητα να εγκαταλείπει το σώμα του και έτσι να συλλέγει πληροφορίες για γεγονότα που συνέβαιναν σε μακρινές αποστάσεις!
3. Πύρρος, ο Δήλιος αλιεύς
4. Πυθαγόρας : που «ἐφάνη δέ ποτε καὶ ἐν Κρότωνι καὶ ἐν Μεταποντίῳ τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ καὶ ὥρᾳ»!!

———————————————

Πηγές
Ησίοδος
  • Έργα και Ημέρες
Πρόκλος
  • Σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 129. 1 – 16.
  • Υπόμνημα εις τα Ησιόδου Έργα και Ημέρες, 109 – 201.
  • Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, βιβλίο Β’ [συνέχεια], 1.74.26 – 1.77.19

[1] ………Χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος μερόπων ἀνθρώπων ἀθάνατοι ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ἔχοντες. οἳ μὲν ἐπὶ Κρόνου ἦσαν, ὅτ᾽ οὐρανῷἐμβασίλευεν· ὥστε θεοὶ δ᾽ἔζωον ἀκηδέα θυμὸν ἔχοντες νόσφιν ἄτερ τε πόνων καὶὀιζύος, οὐδέ τι δειλὸν γῆρας ἐπῆν, αἰεὶ δὲ πόδας καὶ χεῖρας ὁμοῖοι τέρποντ᾽ἐν θαλίῃσι, κακῶν ἔκτοσθεν ἁπάντων· θνῇσκον δ᾽ὥσθ᾽ὕπνῳ δεδμημένοι· ἐσθλὰ δὲ πάντα τοῖσιν ἔην· καρπὸν δ᾽ἔφερε ζείδωρος ἄρουρα αὐτομάτη πολλόν τε καὶἄφθονον· οἳ δ᾽ἐθελημοὶἥσυχοι ἔργ᾽ἐνέμοντο σὺν ἐσθλοῖσιν πολέεσσιν. αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, το μν δαμονες γνοὶἐπιχθνιοι τελθουσιν σθλολεξκακοι, φλακες θνητν νθρπων, [οἵῥα φυλσσουσν τε δκας κα σχτλια ργα ἠέρα σσμενοι πντη φοιτντες π ααν,] πλουτοδται· καὶ τοῦτο γέρας βασιλήιον ἔσχον.
Δεύτερον αὖτε γένος πολὺ χειρότερον μετόπισθεν ἀργύρεον ποίησαν Ὀλύμπια δώματ᾽ἔχοντες, χρυσέῳ οὔτε φυὴν ἐναλίγκιον οὔτε νόημα· ἀλλ᾽ἑκατὸν μὲν παῖς ἔτεα παρὰ μητέρι κεδνῇἐτρέφετ᾽ἀτάλλων, μέγα νήπιος, ᾧἐνὶ οἴκῳ· ἀλλ᾽ὅτ᾽ἄρ᾽ἡβήσαι τε καὶἥβης μέτρον ἵκοιτο, παυρίδιον ζώεσκον ἐπὶ χρόνον, ἄλγε᾽ἔχοντες ἀφραδίῃς· ὕβριν γὰρ ἀτάσθαλον οὐκ ἐδύναντο ἀλλήλων ἀπέχειν, οὐδ᾽ἀθανάτους θεραπεύειν ἤθελον οὐδ᾽ἔρδειν μακάρων ἱεροῖς ἐπὶ βωμοῖς, ᾗ θέμις ἀνθρώποις κατὰἤθεα. τοὺς μὲν ἔπειτα Ζεὺς Κρονίδης ἔκρυψε χολούμενος, οὕνεκα τιμὰς οὐκ ἔδιδον μακάρεσσι θεοῖς οἳὌλυμπον ἔχουσιν. αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψε, το μν ποχθνιοι μκαρες θνητο καλονται, δεύτεροι, ἀλλ᾽ἔμπης τιμὴ καὶ τοῖσιν ὀπηδεῖ.
Ζεὺς δὲ πατὴρ τρίτον ἄλλο γένος μερόπων ἀνθρώπων χάλκειον ποίησ᾽, οὐκ ἀργυρέῳ οὐδὲν ὁμοῖον, ἐκ μελιᾶν, δεινόν τε καὶὄβριμον· οἷσιν Ἄρηος ἔργ᾽ἔμελε στονόεντα καὶὕβριες, οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον, ἀλλ᾽ἀδάμαντος ἔχον κρατερόφρονα θυμόν. [ἄπλαστοι· μεγάλη δὲ βίη καὶ χεῖρες ἄαπτοι ἐξ ὤμων ἐπέφυκον ἐπὶ στιβαροῖσι μέλεσσι.] τῶν δ᾽ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ᾽ εἰργάζοντο· μέλας δ᾽ οὐκ ἔσκε σίδηρος. καὶ τοὶ μὲν χείρεσσιν ὑπὸ σφετέρῃσι δαμέντες βῆσαν ἐς εὐρώεντα δόμον κρυεροῦἈίδαο, νώνυμνοι· θάνατος δὲ καὶἐκπάγλους περ ἐόντας εἷλε μέλας, λαμπρὸν δ᾽ἔλιπον φάος ἠελίοιο.
Αὐτὰρ ἐπεὶ καὶ τοῦτο γένος κατὰ γαῖα κάλυψεν, αὖτις ἔτ᾽ἄλλο τέταρτον ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ Ζες Κρονδης ποησε, δικαιτερον καὶἄρειον, νδρν ρων θεον γνος, ο καλονται μθεοι, προτρη γενε κατ᾽ἀπερονα γααν. καὶ τοὺς μὲν πόλεμός τε κακὸς καὶ φύλοπις αἰνὴ τοὺς μὲν ὑφ᾽ἑπταπύλῳ Θήβῃ, Καδμηίδι γαίῃ, ὤλεσε μαρναμένους μήλων ἕνεκ᾽ Οἰδιπόδαο, τοὺς δὲ καὶἐν νήεσσιν ὑπὲρ μέγα λαῖτμα θαλάσσης ἐς Τροίην ἀγαγὼν Ἑλένης ἕνεκ᾽ἠυκόμοιο. [ἔνθ᾽ἦ τοι τοὺς μὲν θανάτου τέλος ἀμφεκάλυψε] τοῖς δὲ δίχ᾽ἀνθρώπων βίοτον καὶἤθε᾽ὀπάσσας Ζες Κρονδης κατνασσε πατρ ς περατα γαης. κα το μν ναουσιν κηδα θυμν χοντες ν μακρων νσοισι παρ᾽Ὠκεανν βαθυδνην, λβιοι ρωες, τοσιν μελιηδα καρπν τρς τεος θλλοντα φρει ζεδωρος ρουρα.
Μηκέτ᾽ἔπειτ᾽ὤφελλον ἐγὼ πέμπτοισι μετεῖναι ἀνδράσιν, ἀλλ᾽ἢ πρόσθε θανεῖν ἢἔπειτα γενέσθαι. νῦν γὰρ δὴ γένος ἐστὶ σιδήρεον· οὐδέ ποτ᾽ἦμαρ παύσονται καμάτου καὶὀιζύος οὐδέ τι νύκτωρ   φθειρόμενοι· χαλεπὰς δὲ θεοὶ δώσουσι μερίμνας. ἀλλ᾽ἔμπης καὶ τοῖσι μεμείξεται ἐσθλὰ κακοῖσιν. Ζεὺς δ᾽ὀλέσει καὶ τοῦτο γένος μερόπων ἀνθρώπων, εὖτ᾽ἂν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν. οὐδὲ πατὴρ παίδεσσιν ὁμοίιος οὐδέ τι παῖδες οὐδὲ ξεῖνος ξεινοδόκῳ καὶἑταῖρος ἑταίρῳ, οὐδὲ κασίγνητος φίλος ἔσσεται, ὡς τὸ πάρος περ. αἶψα δὲ γηράσκοντας ἀτιμήσουσι τοκῆας· μέμψονται δ᾽ἄρα τοὺς χαλεποῖς βάζοντες ἔπεσσι, σχέτλιοι, οὐδὲ θεῶν ὄπιν εἰδότες· οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῦσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῖεν· [χειροδίκαι· ἕτερος δ᾽ἑτέρου πόλιν ἐξαλαπάξει·] οὐδέ τις εὐόρκου χάρις ἔσσεται οὐδὲ δικαίου οὐδ᾽ἀγαθοῦ, μᾶλλον δὲ κακῶν ῥεκτῆρα καὶὕβριν ἀνέρα τιμήσουσι· δίκη δ᾽ἐν χερσί· καὶ αἰδὼς οὐκ ἔσται, βλάψει δ᾽ὁ κακὸς τὸν ἀρείονα φῶτα μύθοισι σκολιοῖς ἐνέπων, ἐπὶ δ᾽ὅρκον ὀμεῖται. ζῆλος δ᾽ἀνθρώποισιν ὀιζυροῖσιν ἅπασι δυσκέλαδος κακόχαρτος ὁμαρτήσει στυγερώπης. καὶ τότε δὴ πρὸς Ὄλυμπον ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης λευκοῖσιν φάρεσσι καλυψαμένω χρόα καλὸν ἀθανάτων μετὰ φῦλον ἴτον προλιπόντ᾽ἀνθρώπους Αἰδὼς καὶ Νέμεσις· τὰ δὲ λείψεται ἄλγεα λυγρὰ θνητοῖς ἀνθρώποισι· κακοῦ δ᾽ οὐκ ἔσσεται ἀλκή.  ……………….
[2] ……………..{ΣΩ.} Καὶὡς ἀληθῶς, ὦἙρμόγενες, τίἄν ποτε νοοῖ τὸὄνομα οἱ “δαίμονες”; σκέψαι ἄν τί σοι δόξω εἰπεῖν.
{ΕΡΜ.} Λέγε μόνον.
{ΣΩ.} Οἶσθα οὖν τίνας φησὶν Ἡσίοδος εἶναι τοὺς δαίμονας;
{ΕΡΜ.} Οὐκ ἐννοῶ.
{ΣΩ.} Οὐδὲὅτι χρυσοῦν γένος τὸ πρῶτόν φησιν γενέσθαι τῶν ἀνθρώπων;
{ΕΡΜ.} Οἶδα τοῦτό γε.
{ΣΩ.} Λέγει τοίνυν περὶ αὐτοῦ- Αὐτὰρ ἐπειδὴ τοῦτο γένος κατὰ μοῖρ᾽ἐκάλυψεν, οἱ μὲν δαίμονες ἁγνοὶὑποχθόνιοι καλέονται, ἐσθλοί, ἀλεξίκακοι, φύλακες θνητῶν ἀνθρώπων.
{ΕΡΜ.} Τί οὖν δή;
{ΣΩ.} Ὅτι οἶμαι ἐγὼ λέγειν αὐτὸν τὸ χρυσοῦν γένος οὐκ ἐκ χρυσοῦ πεφυκὸς ἀλλ᾽ἀγαθόν τε καὶ καλόν. τεκμήριον δέ μοίἐστιν ὅτι καὶἡμᾶς φησιν σιδηροῦν εἶναι γένος.
{ΕΡΜ.} Ἀληθῆ λέγεις.
{ΣΩ.} Οὐκοῦν καὶ τῶν νῦν οἴει ἂν φάναι αὐτὸν εἴ τις ἀγαθός ἐστιν ἐκείνου τοῦ χρυσοῦ γένους εἶναι;
{ΕΡΜ.} Εἰκός γε.
{ΣΩ.} Οἱ δ᾽ἀγαθοὶἄλλο τι ἢ φρόνιμοι;
{ΕΡΜ.} Φρόνιμοι.
{ΣΩ.} Τοῦτο τοίνυν παντὸς μᾶλλον λέγει, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τοὺς δαίμονας· ὅτι φρόνιμοι καὶ <δαήμονεσ> ἦσαν, “δαίμονας” αὐτοὺς ὠνόμασεν· καὶἔν γε τῇἀρχαίᾳ τῇἡμετέρᾳ φωνῇ αὐτὸ συμβαίνει τὸὄνομα. λέγει οὖν καλῶς καὶ οὗτος καὶἄλλοι ποιηταὶ πολλοὶὅσοι λέγουσιν ὡς, ἐπειδάν τις ἀγαθὸς ὢν τελευτήσῃ, μεγάλην μοῖραν καὶ τιμὴν ἔχει καὶ γίγνεται δαίμων κατὰ τὴν τῆς φρονήσεως ἐπωνυμίαν. ταύτῃ οὖν τίθεμαι καὶἐγὼ [τὸν δαήμονα] πάντ᾽ἄνδρα ὃς ἂν ἀγαθὸς ᾖ, δαιμόνιον εἶναι καὶ ζῶντα καὶ τελευτήσαντα, καὶὀρθῶς “δαίμονα” καλεῖσθαι. ………..

πηγή: eleysis69

ΚΑΡΛ ΓΙΟΥΝΓΚ - ΟΙ ΜΥΘΟΙ, ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΟ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για memories dreams reflections του carl jung

Από το βιβλίο «Memories, Dreams, Reflections» του Carl Jung

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΧΩ να πω σχετικά με το μετέπειτα, και για τη ζωή μετά το θάνατο, αποτελείται εξ ολοκλήρου από μνήμες, εικόνες τις οποίες έχω ζήσει, και σκέψεις που με έχουν προβληματίσει. Αυτές οι αναμνήσεις επίσης υπογραμμίζουν τα έργα μου· γιατί αυτά ουσιαστικά δεν είναι τίποτε παρά επαναλαμβανόμενες προσπάθειες να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα της αλληλεπίδρασης μεταξύ το «εδώ» και του «ύστερα.» Ωστόσο δεν έχω ποτέ γράψει ρητά για μια ζωή μετά το θάνατο· γιατί τότε θα έπρεπε να τεκμηριώσω τις ιδέες μου, αλλά δεν έχω κανέναν τρόπο να το κάνω αυτό. Έχοντας αυτό υπόψη, θα ήθελα να εκθέσω τις ιδέες μου τώρα. 

Ακόμη και τώρα δεν μπορώ να κάνω κάτι περισσότερο από το να λέω ιστορίες, «μυθολογήματα.» Ίσως κάποιος πρέπει να βρεθεί κοντά στο θάνατο για να αποκτήσει την απαραίτητη ελευθερία να μιλήσει για αυτό. Δεν είναι ότι θα ευχόμουν να είχαμε μια ζωή μετά το θάνατο. Στην πραγματικότητα, θα προτιμούσα να μην ενθαρρύνω τέτοιες ιδέες. Εντούτοις, πρέπει να δηλώσω, για χάρη της πραγματικότητας, ότι ανεξάρτητα από τις ευχές μου και την προσωπική μου θέληση σκέψεις τέτοιου είδους τριγυρίζουν μέσα μου. Δεν μπορώ να πω αν αυτές οι σκέψεις είναι αληθείς ή ψευδείς, αλλά ξέρω ότι είναι εκεί, και μπορούν να εκφραστούν, αν δεν τις απωθήσω ως προκαταλήψεις. Η προκατάληψη έρπει και παραλύει ολόκληρο το φαινόμενο της ψυχικής ζωής. Και γνωρίζω πολύ λίγο σχετικά με την ψυχική ζωή για να νιώσω ότι μπορώ να τη δράξω χάρη σε μια ανώτερη γνώση. 

Ο κριτικός ορθολογισμός έχει προφανώς εξαλείψει, μαζί με τόσες άλλες μυθικές αντιλήψεις, την ιδέα της μετά θάνατο ζωής. Αυτό συμβαίνει βασικά επειδή στις μέρες μας οι περισσότεροι άνθρωποι ταυτίζονται σχεδόν αποκλειστικά με τη συνείδησή τους, και φαντάζονται ότι οι ίδιοι είναι μόνο αυτό που ξέρουν για τον εαυτό τους. Όμως οποιοσδήποτε με μια έστω ελλιπή γνώση της ψυχολογίας μπορεί να δει πόσο περιορισμένη είναι αυτή η γνώση. Ο ορθολογισμός (λατινικό  Ράτιο) και ο δογματισμός είναι οι αρρώστιες της εποχής μας· μας εμπόδισαν να έχουμε πλήρεις απαντήσεις. Αλλά πολλά ακόμη έχουν να ανακαλυφθούν, και τα οποία η παρούσα περιορισμένη γνώση μας τα έκρινε ως αδύνατα. 

Οι έννοιές μας σχετικά με το χώρο και το χρόνο έχουν μόνο προσεγγιστική ισχύ, και ως εκ τούτου υπάρχει ένα ευρύ πεδίο για μικρές και μεγάλες αποκλίσεις. Ενόψει όλων αυτών, προσπαθώ να αφουγκραστώ τους παράξενους μύθους της ψυχής, και να ρίξω μια προσεκτική ματιά στις ποικίλες εκδηλώσεις τους που μου παρουσιάζονται, ανεξάρτητα από το αν εναρμονίζονται ή όχι με τις προσωπικές μου υποθέσεις. 

Δυστυχώς, στη μυθική πλευρά του ανθρώπου δίνεται μικρή σημασία σήμερα. Δεν μπορεί ο άνθρωπος πλέον να δημιουργήσει μυθολογήματα. Ως αποτέλεσμα, πολλά πράγματα μας διαφεύγουν· γιατί είναι εξίσου σημαντικό και χρήσιμο να μιλάμε για τα ακατανόητα πράγματα. Τέτοιες συζητήσεις είναι σαν να λέμε μια καλή ιστορία φαντασμάτων, καθώς καθόμαστε στο τζάκι και καπνίζουμε την πίπα μας. 

Αυτό που οι μύθοι ή οι ιστορίες για μια ζωή μετά θάνατο σημαίνουν, ή τι είδους πραγματικότητα κρύβεται πίσω τους, σίγουρα δεν το γνωρίζουμε. Δεν μπορούμε να πούμε αν διαθέτουν κάποια εγκυρότητα πέρα από την αναμφισβήτητη αξία τους ως ανθρωπομορφικές προβολές. Αντίθετα, πρέπει να κρατήσουμε καθαρά κατά νου ότι δεν υπάρχει κανένας δυνατός τρόπος για να πετύχουμε τη βεβαιότητα σχετικά με πράγματα που ξεπερνούν την κατανόησή μας. 

Δεν μπορούμε να οραματιζόμαστε έναν άλλο κόσμο που κυβερνάται από αρκετά διαφορετικούς νόμους, επειδή ζούμε σε έναν συγκεκριμένο κόσμο ο οποίος έχει διαμορφώσει το μυαλό μας και τις βασικές ψυχικές μας συνθήκες. Είμαστε αυστηρά περιορισμένοι από την έμφυτη δομή μας, και ως εκ τούτου δεμένοι με ολόκληρη την ύπαρξη και σκέψη μας με αυτόν τον κόσμο. Ο μυθικός άνθρωπος απαιτεί οπωσδήποτε μια «υπέρβαση» την οποία ο επιστήμονας άνθρωπος δεν επιτρέπει. Για τη διάνοια όλα μου τα μυθολογήματα είναι άσκοπες εικασίες. Για τα συναισθήματα, ωστόσο, είναι μια θεραπευτική και έγκυρη δραστηριότητα· δίνει στην ύπαρξη μια γοητεία που δεν θα θέλαμε να κάνουμε χωρίς. Αλλά ούτε υπάρχει κάποιος λόγος να το κάνουμε. 

Η παραψυχολογία θεωρεί ως επιστημονικά έγκυρη απόδειξη της μετά θάνατο ζωής ότι οι νεκροί εμφανίζονται είτε ως φαντάσματα ή διαμέσου ενός μέντιουμ που αποκαθιστά την επικοινωνία. Αλλά παρότι υπάρχουν τέτοιες καλά τεκμηριωμένες περιπτώσεις, παραμένει το ερώτημα αν το φάντασμα ή η φωνή ταυτίζεται με το νεκρό πρόσωπο ή αν πρόκειται για μια ψυχική προβολή, και αν τα πράγματα που ειπώθηκαν προέρχονται πραγματικά από το θανόντα ή από κάποια γνώση που βρίσκεται στο ασυνείδητο. 

Αφήνοντας κατά μέρος τα λογικά επιχειρήματα ενάντια σε κάθε βεβαιότητα σχετικά με αυτά τα ζητήματα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τους περισσότερους από εμάς έχει μεγάλη σημασία να υποθέσουμε ότι η ζωή μας θα έχει μια άπειρη συνέχεια πέρα από την τωρινή μας ύπαρξη. Μας βοηθά να ζήσουμε με περισσότερο νόημα, νιώθουμε καλύτερα, και έχουμε μεγαλύτερη εσωτερική ηρεμία. Τι είναι λοιπόν μια ζωή μπροστά στην αιωνιότητα; 

Φυσικά, μια τέτοια δικαιολογία δεν ισχύει για όλους. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν λαχταρούν την αθανασία, και που ανατριχιάζουν στη σκέψη να κάθονται πάνω σε ένα σύννεφο παίζοντας άρπα για δέκα χιλιάδες χρόνια! Επίσης υπάρχουν αρκετοί που έχουν τόσο πληγωθεί από την ζωή, ή που αισθάνονται τέτοια αηδία για την ύπαρξή τους, ώστε να προτιμούν σαφώς την παύση της ζωής από τη μετά θάνατο συνέχισή της. Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις το ερώτημα της αθανασίας είναι τόσο επείγον, τόσο άμεσο, και επίσης τόσο βαθιά ριζωμένο ώστε να χρειάζεται να καταβάλουμε κάποια προσπάθεια για να διαμορφώσουμε κάποια άποψη σχετικά με αυτό. Εντάξει, αλλά πώς; 

Η υπόθεσή μου είναι ότι μπορούμε να το πετύχουμε αυτό με τη βοήθεια νύξεων που στέλνονται σε μας από το ασυνείδητο στα όνειρα, για παράδειγμα. Συνήθως απορρίπτουμε αυτές τις ενδείξεις, διότι είμαστε πεπεισμένοι ότι πρόκειται για ένα ερώτημα χωρίς απάντηση. Σε απάντηση αυτού του εύλογου σκεπτικισμού, προτείνω τις ακόλουθες σκέψεις. Αν υπάρχει κάτι που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, πρέπει αναγκαστικά να το απορρίψουμε ως πνευματικό πρόβλημα. Για παράδειγμα, δεν γνωρίζω για ποιο λόγο το σύμπαν υπάρχει, και ποτέ δεν θα το μάθω. 

Επομένως πρέπει να απορρίψω αυτό το ερώτημα σαν επιστημονικό ή πνευματικό πρόβλημα. Αλλά αν μια ιδέα του προβλήματος μου παρουσιαστεί στα όνειρα ή στις μυθολογικές παραδόσεις οφείλω να την υπογραμμίσω. Οφείλω ακόμα να οικοδομήσω μια έννοια με βάση αυτές τις ενδείξεις, παρότι θα παραμείνει για πάντα μια υπόθεση η οποία δεν μπορεί να αποδειχθεί. 

Ένας άνθρωπος πρέπει να είναι σε θέση να πει ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να σχηματίσει μια αντίληψη της ζωής μετά θάνατο, ή για να δημιουργήσει κάποια εικόνα της- ακόμα κι αν πρέπει να ομολογήσει την αποτυχία του. Αν δεν το κάνει αυτό, είναι μια ζωτικής σημασίας απώλεια. Γιατί το ερώτημα που του τίθεται έχει να κάνει με την πανάρχαια κληρονομιά της ανθρωπότητας: ένα αρχέτυπο, πλούσιο σε μυστική ζωή, το οποίο επιδιώκει να προστεθεί στην προσωπική μας ζωή προκειμένου να την ολοκληρώσει. Η λογική μας θέτει πολύ στενά όρια, και μας κάνει να δεχτούμε μόνο ό,τι γνωρίζουμε και αυτό επίσης κάτω από περιορισμούς, και να ζούμε μέσα σε ένα οικείο πλαίσιο, σαν να ήμασταν σίγουροι για το πόσο μακριά η ζωή μπορεί να εκτείνεται στην πραγματικότητα. Όμως, κάθε μέρα ζούμε πολύ πέρα από τα όρια της συνείδησης μας· χωρίς την προσωπική μας γνώση, η ζωή του ασυνείδητου συνεχίζει να διαδραματίζεται μέσα μας. Όσο περισσότερο κυριαρχεί η κριτική σκέψη, τόσο πιο φτωχή η ζωή μας γίνεται· αλλά όσο μεγαλύτερο μέρος από το ασυνείδητο και από το μύθο είμαστε σε θέση να κάνουμε συνειδητό, τόσο περισσότερη ζωή ενσωματώνουμε. Ο υπερτιμημένος λόγος έχει αυτό το κοινό χαρακτηριστικό με τα απολυταρχικά καθεστώτα: το άτομο υποβαθμίζεται. 

Το ασυνείδητο μας βοηθά επικοινωνώντας μας πράγματα, ή προσφέροντας εικονιστικές νύξεις. Έχει και άλλους τρόπους, επίσης, να μας ενημερώνει για πράγματα που από λογική σκοπιά δεν θα μπορούσαμε να μάθουμε. Αναλογιστείτε τα συγχρονιστικά φαινόμενα, τα προαισθήματα, και τα όνειρα που γίνονται πραγματικότητα. 

Θυμάμαι μία φορά κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν επέστρεφα σπίτι από το Bollingen. Είχα ένα βιβλίο μαζί μου, το οποίο όμως δεν είχα καταφέρει να διαβάσω, γιατί τη στιγμή που το τρένο είχε αρχίσει να κινείται ήμουν κυριευμένος από την εικόνα κάποιου που πνιγόταν. Αυτή ήταν η ανάμνηση ενός ατυχήματος που είχε συμβεί ενώ έκανα τη στρατιωτική μου θητεία. Καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού δεν μπορούσα να απαλλαγώ από εκείνη την εικόνα. Μου φάνηκε παράξενο, και σκέφτηκα, «Τι συνέβη; Μήπως είχε συμβεί κάποιο ατύχημα;» 

Κατέβηκα στο Erlenbach και περπάτησα μέχρι το σπίτι, ακόμα προβληματισμένος από εκείνη την ανάμνηση. Τα παιδιά της δεύτερης κόρης μου βρίσκονταν στον κήπο. Η οικογένειά της ζούσε μαζί μας, έχοντας επιστρέψει στην Ελβετία από το Παρίσι, λόγω του πολέμου. Τα παιδιά κοιτούσαν μάλλον αναστατωμένα, και όταν ρώτησα, «Τι συμβαίνει;» μου είπαν ότι ο Adrian, το μικρότερο από τα παιδιά, είχε πέσει στο νερό της λίμνης. Είναι αρκετά βαθιά εκεί που έπεσε, και παραλίγο να πνιγεί. Ο μεγαλύτερος αδερφός του τον είχε σώσει. Αυτό είχε συμβεί ακριβώς την στιγμή που ήμουν κυριευμένος από εκείνη την ανάμνηση στο τρένο. Το ασυνείδητο μου είχε δώσει μια νύξη. Γιατί λοιπόν να μην μπορεί να με ενημερώσει και για άλλα πράγματα επίσης; 

Είχα μια κάπως παρόμοια εμπειρία πριν από ένα θάνατο στην οικογένεια της συζύγου μου. Ονειρεύτηκα ότι το κρεβάτι της συζύγου μου ήταν σε έναν βαθύ λάκκο με πέτρινους τοίχους. Ήταν ένας τάφος, και κατά κάποιον τρόπο έμοιαζε να είναι της κλασικής αρχαιότητας. Τότε άκουσα έναν βαθύ αναστεναγμό, σαν να προερχόταν από ένα φάντασμα. Μια φιγούρα που έμοιαζε με την γυναίκα μου ανασηκώθηκε στο λάκκο και αιωρήθηκε προς τα πάνω. Φορούσε ένα άσπρο φόρεμα στο οποίο περίεργα μαύρα σύμβολα ήταν υφασμένα. Ξύπνησα, σήκωσα τη γυναίκα μου, και κοίταξα την ώρα. Ήταν τρεις η ώρα το πρωί. Το όνειρο ήταν τόσο περίεργο που σκέφτηκα αμέσως ότι θα μπορούσε να σημαίνει κάποιον θάνατο. Στις επτά η ώρα το πρωί ήρθε η είδηση ότι είχε πεθάνει μια ξαδέλφη της συζύγου μου στις τρεις η ώρα το πρωί. 

Συχνά η προαίσθηση υπάρχει αλλά δεν αναγνωρίζεται. Έτσι κάποτε είχα ένα άλλο όνειρο στο οποίο βρισκόμουν σε ένα πάρτι. Είδα την αδελφή μου εκεί, και αυτό με εξέπληξε σε μεγάλο βαθμό, γιατί είχε πεθάνει μερικά χρόνια πριν. Ένας νεκρός φίλος μου ήταν επίσης παρών. Οι υπόλοιποι ήταν άνθρωποι ακόμα ζωντανοί. Είδα την αδελφή μου να συνοδεύεται από μια κυρία που γνώριζα πολύ καλά. Ακόμη και στο όνειρο είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η κυρία επρόκειτο να πεθάνει. «Έχει ήδη καταχωρηθεί,» σκέφτηκα. Στο όνειρο ήξερα με βεβαιότητα ποια ήταν. Ήξερα επίσης ότι ζούσε στo Basel. Αλλά μόλις ξύπνησα δεν μπορούσα πλέον, όσο κι αν προσπάθησα, να θυμηθώ ποια ήταν, παρότι όλο το όνειρο ήταν ακόμα νωπό στο μυαλό μου. Μνημόνευσα όλους τους γνωστούς μου στο Basel μήπως και θυμηθώ. Τίποτα! 

Λίγες εβδομάδες αργότερα έλαβα τα νέα ότι ένας φίλος μου είχε ένα θανατηφόρο ατύχημα. Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν το πρόσωπο που είχα δει στο όνειρο, αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Η ανάκλησή μου για εκείνη ήταν απόλυτα σαφής και πολύ λεπτομερής, δεδομένου ότι ήταν ασθενής μου για αρκετό καιρό, μέχρι έναν χρόνο πριν από το θάνατό της. Στην προσπάθειά μου να θυμηθώ το πρόσωπο στο όνειρό μου, ωστόσο, η μορφή της δεν συμπεριλαμβανόταν στα πρόσωπα που γνωρίζω από το Basel, παρότι κανονικά θα έπρεπε να εμφανιστεί από τα πρώτα. 

Όταν κάποιος έχει τέτοιες εμπειρίες, και σκοπεύω να αναφέρω και άλλες, αποκτά ένα κάποιο σεβασμό για τις δυνατότητες και τα τεχνάσματα του ασυνείδητου. Μόνο που θα πρέπει να παραμείνει κριτικός και να έχει υπόψη του ότι τέτοιες επικοινωνίες μπορεί να έχουν εξίσου μια υποκειμενική σημασία. Μπορεί να βρίσκονται σε συμφωνία με την πραγματικότητα, και πάλι να μην είναι. Έχω μάθει, ωστόσο, ότι οι απόψεις που είχα τη δυνατότητα να σχηματίσω με βάση τέτοιες ενδείξεις από το ασυνείδητο ήταν εξαιρετικά κερδοφόρες. Φυσικά, δεν πρόκειται να κάτσω να γράψω κάποιο βιβλίο αποκάλυψης σχετικά με αυτές, αλλά μπορώ να αναγνωρίσω ότι κατέχω έναν «μύθο» που με ενθαρρύνει να εξετάσω βαθύτερα ολόκληρη αυτήν τη σφαίρα. Οι μύθοι αποτελούν την παλαιότερη μορφή της επιστήμης.Όταν μιλάω για πράγματα μετά το θάνατο, μιλώ από εσωτερική παρόρμηση, και μπορώ να επεκταθώ πέρα από όνειρα και μύθους που σχετίζονται με αυτό το θέμα. 

Φυσικά, κάποιος μπορεί να θεωρήσει εξαρχής ότι οι μύθοι και τα όνειρα που έχουν να κάνουν με τη συνέχεια της ζωής μετά θάνατο είναι απλά εξισορροπητικές έμφυτες φαντασιώσεις. Η ζωή σε κάθε της εκδήλωση αναζητά την αιωνιότητα. Το μόνο επιχείρημα που μπορώ να προβάλλω για αυτό είναι ο μύθος ο ίδιος. 

Ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι τουλάχιστον ένα μέρος της ψυχής δεν υπόκειται στους νόμους του χώρου και του χρόνου. Επιστημονική απόδειξη για αυτό έχει παρασχεθεί από τα γνωστά πειράματα του J. B. Rhine. Μαζί με πολυάριθμες περιπτώσεις αυθόρμητης πρόγνωσης, μη-χωρικής αντίληψης, και ούτω καθεξής, για τις οποίες έχω δώσει πολλά παραδείγματα από τη δική μου ζωή- αυτά τα πειράματα αποδεικνύουν ότι η ψυχή λειτουργεί μερικές φορές έξω από το χωρο-χρονικό νόμο της αιτιότητας. Αυτό δείχνει ότι οι αντιλήψεις μας για το χώρο και το χρόνο, και επομένως για την αιτιότητα, είναι ελλιπείς. Μια ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου θα απαιτούσε την προσθήκη μιας ακόμα διάστασης· μόνο τότε θα μπορούσε το σύνολο των φαινομένων να έχει μια ενιαία εξήγηση. 

Ως εκ τούτου είναι οι ορθολογιστές που μέχρι σήμερα επιμένουν ότι οι παραψυχολογικές εμπειρίες δεν υπάρχουν πραγματικά· γιατί η κοσμοθεωρία τους μένει εκτεθειμένη απέναντι σε αυτό το ερώτημα. Αν τέτοια φαινόμενα συμβαίνουν έστω και σπάνια, η ορθολογιστική εικόνα του σύμπαντος δεν είναι έγκυρη, επειδή γίνεται ελλιπής. Τότε η δυνατότητα μιας άλλης αξιολογήσιμης πραγματικότητας πίσω από τον φαινομενικό κόσμο καθίσταται ένα αναπόφευκτο πρόβλημα, και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το γεγονός ότι ο κόσμος μας, με το χρόνο, το χώρο, και την αιτιότητά του σχετίζεται με μια άλλη τάξη πραγμάτων που βρίσκονται πίσω ή πέρα από αυτόν, και όπου ούτε το «εδώ και τώρα» ούτε το «πριν και μετά» έχουν νόημα. Είμαι πεπεισμένος ότι τουλάχιστον ένα μέρος της ψυχικής μας ύπαρξης χαρακτηρίζεται από μια σχετικότητα του χώρου και του χρόνου. Αυτή η σχετικότητα φαίνεται να επεκτείνεται, ανάλογα με την απόσταση από τη συνείδηση, σε μια απόλυτη συνθήκη άχωρη και άχρονη. 

Όχι μόνο τα δικά μου όνειρα, αλλά περιστασιακά και τα όνειρα άλλων, βοήθησαν στη διαμόρφωση, αναθεώρηση, ή επιβεβαίωση των απόψεών μου για μια ζωή μετά θάνατο. Αποδίδω ιδιαίτερη σημασία σε ένα όνειρο που μια μαθήτριά μου, μια γυναίκα εξήντα χρονών, είδε περίπου δύο μήνες πριν από το θάνατό της. Είχε περάσει στο μετέπειτα. Βρισκόταν σε ένα μάθημα, και διάφορες εκλιπούσες φίλες της κάθονταν στα μπροστινά θρανία. Μια ατμόσφαιρα γενικής προσδοκίας επικρατούσε. Κοίταξε τριγύρω για να βρει έναν καθηγητή, αλλά δεν έβρισκε κανέναν. Τότε της έγινε σαφές ότι εκείνη η ίδια ήταν η καθηγήτρια, γιατί αμέσως μετά το θάνατο οι άνθρωποι πρέπει να δώσουν λογαριασμό για τη συνολική εμπειρία της ζωής τους. Οι νεκροί θεωρείται ότι δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις εμπειρίες της ζωής που φέρνουν μαζί τους όσοι έχουν πρόσφατα πεθάνει, σαν οι πράξεις και οι εμπειρίες που λαμβάνουν χώρα στην επίγεια ζωή να είναι οι πιο σημαντικές. 

Σε κάθε περίπτωση, το όνειρο περιγράφει ένα πολύ ασυνήθιστο ακροατήριο, παρόμοιο του οποίου δεν θα μπορούσε να βρεθεί στη γη: άνθρωποι που επιθυμούσαν διακαώς να μάθουν την ύστατη ψυχολογική κατάσταση μιας ανθρώπινης ζωής, η οποία από καμία άποψη δεν ήταν ξεχωριστή, όχι τουλάχιστον από τα συμπεράσματα που ο τρόπος σκέψης μας θα μπορούσε να αντλήσει. Αν, ωστόσο, το «ακροατήριο» υπήρχε σε μια κατάσταση άχρονης σχετικότητας, όπου έννοιες όπως «τέλος,» «συμβάν» και «εξέλιξη» γίνονται ασαφείς, μπορεί να ενδιαφέρονταν ακριβώς για αυτό που τους έλλειπε στη δική τους κατάσταση. 

Κατά την περίοδο του ονείρου, η κυρία φοβόταν το θάνατο και έκανε ό,τι μπορούσε για να αποκρούσει οποιεσδήποτε σκέψεις για αυτό. Ωστόσο, ο θάνατος είναι ένα σημαντικό ζήτημα, ειδικά για ένα πρόσωπο ηλικιωμένο. Μια κατηγορηματική ερώτηση του τίθεται, στην οποία έχει την υποχρέωση να απαντήσει. Για αυτόν το σκοπό χρειάζεται να διαθέτει έναν μύθο για το θάνατο, γιατί η λογική δεν του δείχνει τίποτα, εκτός από το σκοτεινό βάραθρο στο οποίο κατεβαίνει. Ο μύθος, όμως, μπορεί να πλάσει άλλες, χρήσιμες και αποκαλυπτικές εικόνες για αυτόν από τη γη των νεκρών. Αν τους πιστεύει, ή τους αντιμετωπίζει με κάποιο βαθμό εγκυρότητας, τότε έχει εξίσου δίκιο ή άδικο με κάποιον που δεν πιστεύει. Αλλά ενώ ο απελπισμένος άνθρωπος βαδίζει προς την ανυπαρξία, εκείνος ο οποίος έχει στηρίξει την πίστη του στο αρχέτυπο ακολουθεί τα βήματα της ζωής και προχωρά κατευθείαν προς το θάνατό του. Και οι δύο, βεβαίως, παραμένουν σε αβεβαιότητα, αλλά ο ένας ζει ενάντια στα ένστικτά του, ενώ ο άλλος μαζί τους.
Οι εικόνες από το ασυνείδητο παραμένουν επίσης ανενημέρωτες, και χρειάζονται τον άνθρωπο, ή την επαφή με τη συνείδηση, προκειμένου να αποκτηθεί η γνώση τους. Όταν ξεκίνησα να δουλεύω με το ασυνείδητο, απασχολήθηκα πολύ με τις μορφές του Ηλία (Elijah) και της κόρης του Σαλώμης. Ύστερα ατόνισαν, αλλά μετά από περίπου δύο χρόνια επανήρθαν. Προς μεγάλη μου έκπληξη, παρέμειναν εντελώς αμετάβλητες· μιλούσαν και συμπεριφέρονταν σαν μην είχε συμβεί τίποτα στο μεταξύ. Στην πραγματικότητα τα πιο απίστευτα πράγματα είχαν συμβεί στη ζωή μου. Έπρεπε να ξεκινήσω από την αρχή να τους εξηγώ πράγματα. Εκείνη την στιγμή μου είχε προκαλέσει μεγάλη έκπληξη αυτή η κατάσταση. Μόνο αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί: στο μεταξύ διάστημα είχαν και οι δύο μορφές βυθιστεί πίσω στο ασυνείδητο και στους εαυτούς τους. Θα μπορούσα εξίσου να πω, μέσα στην αχρονικότητα. Παρέμειναν εκτός επαφής με το εγώ και με τις μεταβαλλόμενες συνθήκες του, και ως εκ τούτου είχαν άγνοια του τι είχε συμβεί στον κόσμο της συνείδησης. 

Από αρκετά νωρίς είχα μάθει ότι έπρεπε να καθοδηγώ τις μορφές του ασυνείδητου, ή την άλλη ομάδα εικόνων που συχνά μοιάζουν, τα «πνεύματα των νεκρών.» Την πρώτη φορά που το βίωσα αυτό ήταν σε ένα ταξίδι με ποδήλατο στην Ιταλία που έκανα με έναν φίλο το 1911. Στο δρόμο του γυρισμού, ποδηλατήσαμε από την Pavia στην Arona, στο κάτω μέρος της λίμνης Maggiore, και περάσαμε τη νύχτα εκεί. Σκοπεύαμε να συνεχίσουμε κατά μήκος της λίμνης και στη συνέχεια μέσω του Tessin μέχρι το Faido, απ’ όπου θα παίρναμε το τρένο για τη Ζυρίχη. Αλλά στην Arona είχα ένα όνειρο το οποίο αναστάτωσε τα σχέδιά μας. 

Στο όνειρο, βρισκόμουν σε μια συνάθροιση με διακεκριμένα πνεύματα των προηγούμενων αιώνων· το συναίσθημα ήταν παρόμοιο με εκείνο που είχα αργότερα για τους «επιφανείς προγόνους» στο μαύρο, πέτρινο ναό του οράματος που είχα το 1944. Η συνομιλία διεξήχθη στα Λατινικά. Ένας κύριος με μια μακριά, σγουρή περούκα απευθύνθηκε σε μένα προσωπικά και μου έκανε μια πολύ δύσκολη ερώτηση, της οποία δεν μπορούσα να θυμηθώ όταν ξύπνησα. Είχα καταλάβει την ερώτηση, αλλά δεν ήξερα αρκετά Λατινικά για να του απαντήσω. Ένιωσα τόσο βαθιά ταπεινωμένος από αυτό, που το συναίσθημα με ξύπνησε. 

Ακριβώς τη στιγμή που ξύπνησα θυμήθηκα ένα βιβλίο πάνω στο οποίο δούλευα τότε, το «Wandlungen und Symbole der Libido,» και είχα τόσο έντονα συναισθήματα κατωτερότητας σχετικά με την αναπάντητη ερώτηση που μου είχε τεθεί ώστε πήρα αμέσως το τρένο για το σπίτι για να συνεχίσω τη δουλειά μου. Θα μου ήταν αδύνατο να συνεχίσω τον ποδηλατικό γύρο και να χάσω άλλες τρεις μέρες. Έπρεπε να δουλέψω για να βρω την απάντηση. 

Μόνο αρκετά χρόνια αργότερα κατάλαβα το όνειρο και την αντίδρασή μου. Ο κύριος με την περούκα ήταν ένα είδος προγονικού πνεύματος, ή πνεύμα νεκρού, που μου είχε απευθυνθεί χωρίς απόκριση! Ήταν ακόμα πολύ νωρίς, δεν είχα ακόμα φθάσει στο τωρινό επίπεδο, αλλά είχα μια ασαφή αίσθηση ότι δουλεύοντας πάνω στο βιβλίο μου θα ήμουν σε θέση να απαντήσω στην ερώτηση που μου είχε τεθεί. Η ερώτηση είχε γίνει από τους πνευματικούς μου προγόνους, με την ελπίδα και την προσδοκία ότι θα μάθαιναν όσα δεν είχαν προλάβει όσο βρίσκονταν στη γη, δεδομένου ότι η απάντηση έπρεπε να δοθεί στα πλαίσια των αιώνων που ακολούθησαν. Αν η ερώτηση και η απάντηση ήδη υπήρχαν από την αιωνιότητα, καμία προσπάθεια από μέρους μου δεν θα ήταν απαραίτητη, αφού όλα θα είχαν απαντηθεί σε οποιαδήποτε εποχή. Φαίνεται να υπάρχει απεριόριστη γνώση στη φύση, είναι αλήθεια, αλλά μπορεί να γίνει κατανοητή από τη συνείδηση μόνο όταν η στιγμή είναι κατάλληλη για αυτό. Η διαδικασία αυτή είναι ίδια, προφανώς, με αυτό που συμβαίνει στην ατομική ψυχή: ένας άνθρωπος μπορεί να περάσει πολλά χρόνια με μια διαίσθηση, την οποία όμως συνειδητοποιεί μόνο σε μια συγκεκριμένη στιγμή. 

Αργότερα, όταν έγραψα το «Septem Sermones ad Mortuos,» ήταν και πάλι οι νεκροί που μου απηύθυναν κρίσιμα ερωτήματα. Είχαν έρθει, όπως είπαν, «πίσω από την Ιερουσαλήμ, όπου δεν είχαν βρει αυτό που αναζητούσαν.» Αυτό με είχε εκπλήξει σε μεγάλο βαθμό εκείνη τη στιγμή, γιατί σύμφωνα με τις παραδοσιακές απόψεις οι νεκροί είναι οι κάτοχοι μεγάλης γνώσης. Οι άνθρωποι έχουν την πεποίθηση ότι οι νεκροί γνωρίζουν πολύ περισσότερα από ό, τι εμείς, επειδή το Χριστιανικό δόγμα διδάσκει ότι στον άλλο κόσμο θα δούμε την αλήθεια «πρόσωπο με πρόσωπο.» Προφανώς, ωστόσο, οι ψυχές των νεκρών «γνωρίζουν» μόνο όσα γνώριζαν μέχρι τη στιγμή του θανάτου, και τίποτα πέρα από αυτό. Εξού και η προσπάθειά τους να διεισδύσουν στη ζωή για να μοιραστούν τις γνώσεις των ανθρώπων. Συχνά έχω την αίσθηση ότι βρίσκονται ακριβώς πίσω μας, περιμένοντας να ακούσουν τι απάντηση έχουμε να τους δώσουμε, και τι είναι το πεπρωμένο. Φαίνεται σαν να εξαρτώνται από τους ζωντανούς για να πάρουν απαντήσεις στις ερωτήσεις τους, δηλαδή, απ’ όσους επέζησαν και υπάρχουν στον κόσμο των μεταβολών: σαν η παντογνωσία, ή μπορούμε να πούμε, η παν-συνείδηση, να μην βρίσκεται στη διάθεσή τους, αλλά μπορεί να ρεύσει μόνο στην ψυχή των ζωντανών, σε μια ψυχή συνδεδεμένη με το σώμα. 

Το μυαλό των ζωντανών εμφανίζεται, ως εκ τούτου, να κατέχει ένα πλεονέκτημα έναντι των νεκρών σε τουλάχιστον ένα σημείο: στην ικανότητα της επίτευξης σαφών και αποφασιστικών γνώσεων. Κατά την άποψή μου, ο τρισδιάστατος κόσμος στο χώρο και στο χρόνο είναι σαν ένα σύστημα συντεταγμένων· Αυτό που βρίσκεται «εδώ» μπορεί να εμφανιστεί «εκεί,» στο άχωρο και άχρονο, ως μια αρχέγονη εικόνα με πολλές πτυχές, ίσως σαν ένα διάχυτο σύννεφο γνώσης γύρω από ένα αρχέτυπο. Ωστόσο ένα σύστημα συντεταγμένων είναι απαραίτητο για να είναι δυνατή οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα σε διαφορετικά περιεχόμενα. Οποιαδήποτε τέτοια λειτουργία μάς φαίνεται αδιανόητη σε μια κατάσταση διάχυτης παντογνωσίας, ή, ενδεχομένως, για μια συνείδηση άνευ αντικειμένου, με καμία χωρο-χρονική οριοθέτηση. Η γνώση, όπως και η δημιουργία, προϋποθέτει μια αντίθεση, ένα «εδώ» και ένα «εκεί,» ένα «πριν» και ένα «μετά.» 

Αν υπήρχε κάποια συνειδητή εμπειρία μετά το θάνατο, θα έπρεπε, όπως θεωρώ, να περάσει στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης, η οποία σε κάθε εποχή έχει κι ένα μεταβαλλόμενο όριο. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι οι οποίοι κατά τη διάρκεια της ζωής τους και κατά τη στιγμή του θανάτου αφήνουν πίσω τις δυνατότητές τους, καθώς και την ακόμα πιο σημαντική γνώση, η οποία τους προσφέρθηκε από άλλους ανθρώπους. Για αυτό άλλωστε υπάρχει και η ανάγκη τους να αποκτήσουν στο θάνατο αυτό το μοίρασμα επίγνωσης που απέτυχαν να κερδίσουν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. 

Έχω καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα μέσα από την παρατήρηση των ονείρων για τους νεκρούς. Κάποτε, ονειρεύτηκα ότι έκανα μια επίσκεψη σε έναν φίλο που είχε πεθάνει περίπου δύο εβδομάδες πριν. Εν ζωή, αυτός ο φίλος δεν είχε ασπασθεί τίποτα, παρά μια συμβατική άποψη του κόσμου, και είχε παραμείνει προσκολλημένος σε αυτήν την απερίσκεπτη τοποθέτηση. Στο όνειρο, το σπίτι ήταν σε ένα λόφο που έμοιαζε με το Tullinger κοντά στο Basil. Οι τοίχοι ενός παλιού κάστρου περιέβαλαν μια πλατεία αποτελούμενη από ένα μικρό εκκλησάκι και μερικά μικρότερα κτίσματα. Αυτό μου θύμισε την πλατεία μπροστά από το κάστρο του Rapperswil. Ήταν φθινόπωρο. Τα φύλλα των μεγάλων δέντρων είχαν γίνει χρυσά, και το όλο σκηνικό είχε μεταμορφωθεί από το απαλό φως του ήλιου. Ο φίλος μου κάθισε σε ένα τραπέζι με την κόρη του, η οποία είχε σπουδάσει ψυχολογία στη Ζυρίχη. Ήξερα ότι του μιλούσε για ψυχολογία. Ήταν τόσο συνεπαρμένος από την αφήγησή της ώστε με χαιρέτησε μόνο με ένα βιαστικό νεύμα του χεριού, σαν να μου έλεγε: «Όχι τώρα.» Ο χαιρετισμός ήταν ταυτόχρονα υπαινιγμός. Το όνειρο μου είχε δείξει ότι εκείνη τη στιγμή, κατά τρόπο που φυσικά παραμένει ακατανόητος για μένα, ο φίλος μου ήταν υποχρεωμένος να κατανοήσει την πραγματικότητα της ψυχικής του ύπαρξης, κάτι που ποτέ δεν κατάφερε κατά τη διάρκεια της ζωής του. 

Είχα άλλη μια εμπειρία της εξέλιξης της ψυχής μετά θάνατο όταν περίπου ένα χρόνο μετά το θάνατο της γυναίκας μου ξύπνησα ξαφνικά ένα βράδυ και ήξερα ότι βρισκόμουν μαζί της στη Νότια Γαλλία, στην Προβηγκία, και ότι είχα περάσει μια ολόκληρη μέρα μαζί της. Εκεί ασχολιόταν με μελέτες σχετικά με το Άγιο Δισκοπότηρο. Αυτό μου φάνηκε σημαντικό, γιατί είχε πεθάνει πριν να ολοκληρώσει την εργασία της πάνω σε αυτό το θέμα. Η ερμηνεία με βάση το υποκειμενικό επίπεδο ότι η anima μου δεν είχε τελειώσει ακόμα το δικό της έργο δεν είχε να αποδώσει τίποτα ενδιαφέρον· Ξέρω πολύ καλά ότι ακόμα δεν έχω καταλήξει σχετικά με αυτό το όνειρο. Αλλά τη σκέψη ότι η γυναίκα μου συνέχιζε μετά θάνατο να εργάζεται για την περαιτέρω πνευματική της ανάπτυξη τη θεώρησα ιδιαίτερα σημαντική, και τη διατήρησα ως ένα μέτρο διαβεβαίωσης για μένα. 

Ιδέες αυτού του είδους είναι, φυσικά, ανακριβείς, και δίνουν μια λάθος εικόνα, σαν ένα σώμα που προβάλλεται σε ένα επίπεδο ή, αντίθετα, σαν την κατασκευή ενός τεσσάρων διαστάσεων μοντέλου με βάση ένα τρισδιάστατο σώμα. Οι νεκροί θα χρησιμοποιούν τους όρους ενός τρισδιάστατου κόσμου προκειμένου να επικοινωνήσουν με εμάς. Τα μαθηματικά δυσκολεύονται να δημιουργήσουν εκφράσεις για σχέσεις που ξεπερνούν την εμπειρική κατανόηση. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο είναι πολύ σημαντικό για μια πειθαρχημένη φαντασία να κατασκευάσει εικόνες των άυλων πραγμάτων χρησιμοποιώντας λογικές αρχές και βασισμένη σε εμπειρικά δεδομένα, δηλαδή, στις ενδείξεις των ονείρων. Η εφαρμοζόμενη μέθοδος είναι αυτό που έχω ονομάσει «η μέθοδος της αναγκαίας πρότασης.» Αντιπροσωπεύει την αρχή της ενίσχυσης στην ερμηνεία των ονείρων, αλλά πιο εύκολα μπορεί να αποδειχθεί από τις προτάσεις που συνάγονται από απλούς ακέραιους αριθμούς. 

Το Ένα, ως το πρώτο αριθμητικό ψηφίο, είναι η μονάδα. Αλλά είναι επίσης η «Ενότητα,» η «Μοναδικότητα,» η ατομικότητα και η μη διττότητα· όχι απλά ένα αριθμητικό αλλά μια φιλοσοφική έννοια, ένα αρχέτυπο και χαρακτηριστικό του Θεού, η Μονάδα. Είναι σαφώς ενδεδειγμένο η ανθρώπινη διάνοια να κάνει τέτοιες δηλώσεις· αλλά την ίδια στιγμή η διάνοια προσδιορίζεται και περιορίζεται από τη σύλληψη της ενότητας και τις συνέπειές της. Με άλλα λόγια, οι δηλώσεις αυτές δεν είναι αυθαίρετες. Διέπονται από τη φύση της ενότητας και ως εκ τούτου είναι αναγκαίες δηλώσεις. Θεωρητικά, η ίδια λογική λειτουργία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί για κάθε μία από τις συλλήψεις των διαδοχικών αριθμών, αλλά στην πράξη η διαδικασία σύντομα τερματίζεται εξαιτίας της γρήγορης αύξησης της πολυπλοκότητας, η οποία είναι δύσκολο να αριθμηθεί. 

Κάθε επόμενος αριθμός εισάγει νέες ιδιότητες και νέες τροποποιήσεις. Έτσι, είναι μια ιδιότητα του αριθμού τέσσερα ότι οι εξισώσεις τέταρτου βαθμού μπορούν να επιλυθούν, ενώ εξισώσεις πέμπτου βαθμού δεν μπορούν. Η αναγκαία δήλωση του αριθμού τέσσερα, ως εκ τούτου, είναι ότι, μεταξύ άλλων, πρόκειται για ένα όριο και ταυτόχρονα αποτελεί το τέλος μιας προηγούμενης αρίθμησης. Δεδομένου ότι με κάθε επιπλέον αριθμό εμφανίζονται μία ή περισσότερες νέες μαθηματικές ιδιότητες, οι προτάσεις αποκτούν τέτοια πολυπλοκότητα ώστε δεν μπορούν πλέον να εκφραστούν.
Η άπειρη σειρά των φυσικών αριθμών αντιστοιχεί στον άπειρο αριθμό των μεμονωμένων πλασμάτων. Η σειρά τους αντιστοίχως περιλαμβάνει άτομα, και οι ιδιότητες ακόμα και των πρώτων δέκα αριθμών της αντιπροσωπεύουν ενδεχομένως οτιδήποτε, μια αφηρημένη κοσμογονία προερχόμενη από τη μονάδα. Οι ιδιότητες των αριθμών είναι, ωστόσο, ταυτόχρονα ιδιότητες της ύλης, και για αυτόν το λόγο ορισμένες εξισώσεις μπορούν να παρακολουθήσουν τη συμπεριφορά της. 

Ως εκ τούτου μπορώ να πω ότι διαφορετικές από τις μαθηματικές δηλώσεις (δηλαδή, δηλώσεις έμμεσες στη φύση) είναι προφανώς κατάλληλες να υποδείξουν τις μη αναπαριστώμενες πραγματικότητες, όπως, για παράδειγμα, τα προϊόντα της φαντασίας που απολαμβάνουν την καθολική αποδοχή ή διακρίνονται ανάλογα με τη συχνότητα εμφάνισης τους, ή όπως το σύνολο των αρχετυπικών μοτίβων. Ακριβώς όπως στην περίπτωση ορισμένων παραγόντων στις μαθηματικές εξισώσεις όπου δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε σε ποιες φυσικές πραγματικότητες αντιστοιχούν, έτσι και στην περίπτωση κάποιων μυθολογικών προϊόντων δεν γνωρίζουμε εξαρχής σε ποιες ψυχικές πραγματικότητες παραπέμπουν. Εξισώσεις που διέπουν την τυρβώδη κίνηση των θερμών αερίων υπήρχαν πολύ πριν τα προβλήματα των αερίων αυτών διερευνηθούν με σαφήνεια. Παρομοίως, εδώ και καιρό έχουμε στην κατοχή μας μυθολογήματα τα οποία εκφράζουν τη δυναμική ορισμένων υποσυνείδητων διαδικασιών, αν και αυτές οι διαδικασίες απέκτησαν ονόματα πολύ προσφάτως. 

Η μέγιστη ευαισθητοποίηση που μπορεί με κάθε τρόπο να αποκτηθεί σχηματίζει, θεωρώ, το ανώτατο όριο της γνώσης που μπορούν να πετύχουν οι νεκροί. Για αυτό πιθανώς η επίγεια ζωή καθώς και όσα φέρνει μαζί του ένας άνθρωπος τη στιγμή του θανάτου έχουν τόσο μεγάλη σημασία. Μόνο εδώ, στην επίγεια ζωή, όπου τα αντίθετα συγκρούονται μεταξύ τους, μπορεί το γενικό επίπεδο της συνείδησης να αυξηθεί. Αυτό φαίνεται να είναι το μεταφυσικό έργο του ανθρώπου, το οποίο δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη «μυθοποίηση.» Ο μύθος είναι το φυσικό και αναπόφευκτο ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ της ασυνείδητης και της συνειδητής γνώσης. 

Πράγματι, το ασυνείδητο γνωρίζει περισσότερα από ό, τι η συνείδηση· αλλά πρόκειται για μια ιδιαίτερη γνώση, ένα είδος γνώσης για την αιωνιότητα, συνήθως χωρίς αναφορά στο εδώ και τώρα, που δεν μπορεί να διατυπωθεί με τη γλώσσα της διάνοιας. Μόνο όταν αφήνουμε τις δηλώσεις του ασυνείδητου να ενισχυθούν, όπως υποδείχθηκε παραπάνω με το παράδειγμα των αριθμών, μπαίνει αυτό στα πλαίσια της κατανόησής μας· μόνο τότε μια νέα προοπτική μας γίνεται αντιληπτή. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβάνεται με συνέπεια σε κάθε επιτυχημένη ανάλυση ονείρων. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να μην έχουμε οποιεσδήποτε προκατεστημένες, δογματικές απόψεις σχετικά με τις δηλώσεις των ονείρων. Μόλις μια «μονοτονία ερμηνείας» λαμβάνει χώρα, ξέρουμε ότι η προσέγγισή μας έχει γίνει δογματική και ως εκ τούτου στείρα. 

Παρότι δεν υπάρχει κανένας τρόπος να βρούμε έγκυρες αποδείξεις για τη συνέχεια της ψυχής μετά θάνατο, υπάρχουν εμπειρίες που μας κάνουν να προβληματιστούμε. Τις δέχομαι ως ενδείξεις, χωρίς να τους αποδίδω τη σημασία των προαισθήσεων. 

Ένα βράδυ είχα μείνει ξάγρυπνος σκεφτόμενος τον ξαφνικό θάνατο ενός φίλου, του οποίου η κηδεία είχε πραγματοποιηθεί την προηγουμένη μέρα. Είχα μια βαθιά ανησυχία. Ξαφνικά αισθάνθηκα ότι εκείνος βρισκόταν στο δωμάτιο. Μου φάνηκε ότι βρισκόταν στην άκρη του κρεβατιού μου και ζητούσε να πάω μαζί του. Δεν είχα την αίσθηση ότι επρόκειτο για μια οπτασία· μάλλον, ήταν μια εσωτερική οπτική εικόνα του, την οποία εξήγησα ως φαντασίωση. Αλλά με κάθε ειλικρίνεια έπρεπε να ρωτήσω τον εαυτό μου, «Έχω κάποια απόδειξη ότι πρόκειται για φαντασίωση; Αν δεν είναι φαντασίωση, και ο φίλος μου βρίσκεται πραγματικά εδώ, δεν θα ήταν τραγικό να υποθέσω ότι είναι φαντασίωση;» Παρόλα αυτά, είχα εξίσου ασθενείς αποδείξεις ότι βρισκόταν απέναντί μου ως μια οπτασία. Τότε είπα στον εαυτό μου, «Δεν υπάρχει απόδειξη ούτε ότι είναι εδώ ούτε ότι δεν είναι! Αντί να τον απορρίψω ως μια φαντασίωση, θα μπορούσα κάλλιστα να του δώσω το πλεονέκτημα της αμφιβολίας και για χάρη του πειράματος να του αποδώσω πραγματικότητα.» Τη στιγμή που είχα αυτή τη σκέψη, πήγε προς στην πόρτα και μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Έτσι έπρεπε να πάω με τα νερά του! Αυτό ήταν κάτι που δεν είχα ζητήσει. Θα έπρεπε να επαναλάβω το επιχείρημά μου στον εαυτό μου μία ακόμη φορά. Μόνο τότε τον ακολούθησα με τη φαντασία μου. 

Με οδήγησε έξω από το σπίτι, στον κήπο, έξω στο δρόμο, και τελικά στο σπίτι του (στην πραγματικότητα βρισκόταν αρκετές εκατοντάδες μέτρα μακριά από το δικό μου). Μπήκαμε μέσα, και με οδήγησε σε κάτι που μελετούσε. Ανέβηκε σε ένα σκαμνί και μου έδειξε το δεύτερο από πέντε βιβλία με κόκκινο δέσιμο που βρισκόταν στο δεύτερο ράφι από την κορυφή. Τότε το όραμα διακόπηκε. Δεν ήμουν εξοικειωμένος με την βιβλιοθήκη του και δεν ήξερα ποια ήταν τα βιβλία του. Σίγουρα δεν θα μπορούσα να διακρίνω τους τίτλους των βιβλίων που μου είχε υποδείξει στο δεύτερο ράφι από την κορυφή. 

Αυτή η εμπειρία μου φάνηκε τόσο παράξενη που το επόμενο πρωί πήγα στη χήρα του και της ζήτησα να ρίξω μια ματιά στη βιβλιοθήκη του. Όντως, υπήρχε ένα σκαμνί κάτω από τη βιβλιοθήκη σαν και εκείνο στο όραμά μου, και πριν καλά- καλά πλησιάζω μπόρεσα να διακρίνω τα πέντε βιβλία με κόκκινο δέσιμο. Ανέβηκα στο σκαμνί έτσι ώστε να είμαι σε θέση να διαβάσω τους τίτλους. Ήταν μεταφράσεις από τα μυθιστορήματα του Emile Zola. Ο τίτλος του δεύτερου τόμου ήταν: «Η κληρονομιά των νεκρών.» Τα περιεχόμενά του μου φάνηκαν χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μόνο ο τίτλος ήταν εξαιρετικά σημαντικός σε σχέση με αυτή την εμπειρία. 

Εξίσου σημαντικές για μένα ήταν οι εμπειρίες ονείρων που είχα πριν από το θάνατο της μητέρας μου. Η είδηση του θανάτου της με βρήκε όταν έμενα στο Tessin. Αναστατώθηκα βαθύτατα, γιατί ήταν ένα περιστατικό απροσδόκητα αναπάντεχο. Τη νύχτα πριν από το θάνατό της είχα ένα τρομακτικό όνειρο. Βρισκόμουν μέσα σε ένα πυκνό, ζοφερό δάσος· φανταστικοί, γιγαντιαίοι ογκόλιθοι βρίσκονταν ανάμεσα σε τεράστια δέντρα. Ήταν ένα αρχέγονο τοπίο. Ξαφνικά άκουσα ένα διαπεραστικό σφύριγμα που έμοιαζε να αντηχεί μέσα σε ολόκληρο το σύμπαν. Τα γόνατά μου κόπηκαν. Τότε ακούστηκαν ήχοι στα χαμόκλαδα, και ένας γιγαντιαίος λύκος με ένα φοβερό, ανοικτό στόμα όρμησε. Στη θέα του, το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου. Πέρασε δίπλα μου, και τότε κατάλαβα: Ο Κυνηγός είχε προστάξει το ζώο να μεταφέρει μια ανθρώπινη ψυχή. Ξύπνησα κατατρομαγμένος, και το επόμενο πρωινό έμαθα τα νέα για το θάνατο της μητέρας μου. 

Σπάνια με έχει τόσο ταράξει ένα όνειρο, γιατί με μια επιφανειακή εξέταση έμοιαζε να εννοεί ότι ο διάβολος την είχε πάρει. Αλλά για την ακρίβεια ήταν ο Κυνηγός, ο «Grunhutl» ή «Αυτός που φοράει το Πράσινο Καπέλο,» ο οποίος κυνηγούσε μαζί με τους λύκους του εκείνο το βράδυ· ήταν η εποχή των καταιγίδων τον Ιανουάριο. Ήταν ο Βόταν, ο Θεός των Γερμανών προγόνων μου, που είχε περισυλλέξει τη μητέρα μου.Οι Χριστιανικοί ιεραπόστολοι ήταν εκείνοι που μετέτρεψαν τον Βόταν σε διάβολο. Καθαυτός είναι ένας σημαντικός θεός- σαν τον Ερμή των Ρωμαίων, ένα πνεύμα της φύσης που επέστρεψε στη ζωή και πάλι στο θρύλο του Merlin με το Δισκοπότηρο, και έγινε, όπως το Πνεύμα του Ερμή, το περιζήτητο Arcanum των αλχημιστών. Έτσι το όνειρο λέει ότι η ψυχή της μητέρας μου πήγε στην ευρύτερη περιοχή του Εαυτού που βρίσκεται πέρα από τα πλαίσια της Χριστιανικής ηθικής· στην ολότητα της φύσης και του πνεύματος όπου όλες οι αντιθέσεις αίρονται.
Πήγα στο σπίτι αμέσως, και ενώ βρισκόμουν στο νυχτερινό τρένο είχα ένα αίσθημα μεγάλης θλίψης, αλλά βαθιά μέσα μου δεν μπορούσα να πενθώ, και αυτό για έναν περίεργο λόγο: καθ΄όλη τη διάρκεια της διαδρομής συνεχώς άκουγα χορευτική μουσική, γέλια και ευθυμία, σαν να γιορταζόταν κάποιος γάμος. Αυτό ερχόταν σε έντονη αντίθεση με την άσχημη εντύπωση που το όνειρο μου είχε προκαλέσει. Εδώ υπήρχε εύθυμη χορευτική μουσική και γέλιο, και ήταν αδύνατο να ενδώσω εξ ολοκλήρου στη θλίψη μου. Βρισκόμουν ξανά και ξανά στο όριο να πέσω στη θλίψη, αλλά την αμέσως επόμενη στιγμή έβρισκα τον εαυτό μου περικυκλωμένο από χαρούμενες μελωδίες. Η μια πλευρά μου είχε μια αίσθηση ζεστασιάς και χαράς, και η άλλη πλευρά είχε μια αίσθηση τρόμου και θλίψης· Βρισκόμουν να αμφιταλαντεύομαι ανάμεσα σε αυτά τα δυο αντικρουόμενα συναισθήματα.
Αυτό το παράδοξο μπορεί να ερμηνευτεί αν υποθέσουμε ότι τη μια στιγμή ο θάνατος αναπαρίστατο από τη σκοπιά του Εγώ, ενώ την άλλη στιγμή από τη σκοπιά της ψυχής. Στην πρώτη περίπτωση φαινόταν σαν καταστροφή· έτσι μας φαίνεται συνήθως, σαν σκοτεινές και ανηλεείς δυνάμεις να έχουν θέσει τέλος στην ανθρώπινη ζωή. 

Ο θάνατος είναι πράγματι μια φοβερή εκδήλωση βαρβαρότητας· δεν έχει νόημα να προσποιούμαστε για το αντίθετο. Είναι βάναυσος όχι μόνο ως ένα φυσικό γεγονός, αλλά ακόμη περισσότερο ως ψυχικό γεγονός: ένα ανθρώπινο ον αποχωρίζεται από εμάς, και αυτό που απομένει είναι η παγερή ακινησία του θανάτου. Δεν απομένει καμία ελπίδα για επαφή, καθώς όλες οι γέφυρες γκρεμίζονται μονομιάς. Κάποιοι που θα άξιζαν μια μακρόχρονη ζωή χάνονται στην ακμή της ζωής τους, και άλλοι που δεν θα το άξιζαν ζουν μέχρι τα βαθιά γεράματα. Αυτή είναι μια σκληρή πραγματικότητα που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε. Η πραγματική εμπειρία από τη σκληρότητα και τη μεροληψία του θανάτου μπορεί τόσο να μας πικράνει ώστε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει κανένας φιλεύσπλαχνος Θεός, καμία δικαιοσύνη, ούτε και καλοσύνη στον κόσμο. 

Από μια άλλη άποψη, ωστόσο, ο θάνατος εμφανίζεται ως ένα χαρούμενο γεγονός. Υπό το φως της αιωνιότητας, είναι ένας γάμος, ένα «mysterium conjunctionis.» Η ψυχή ξαναβρίσκει το χαμένο της άλλο μισό, επιτυγχάνοντας την ολότητα. Στις Ελληνικές σαρκοφάγους το χαρωπό στοιχείο αναπαραστάθηκε με κορίτσια που χόρευαν, στους τάφους των Ετρούσκων με γλέντια. Όταν ο Καββαλιστής Ραβίνος Simon ben Jochai ήταν να πεθάνει, οι φίλοι του είπαν ότι εκείνος γιόρταζε το γάμο του. Μέχρι τις μέρες μας είναι έθιμο σε πολλές περιοχές να γίνεται ένα πικνίκ στους τάφους την ημέρα των ψυχών. Τέτοια έθιμα εκφράζουν την αίσθηση ότι ο θάνατος είναι πραγματικά μια εορταστική περίσταση. 

Αρκετούς μήνες πριν από το θάνατο της μητέρας μου, το Σεπτέμβριο του 1922, είχα ένα προφητικό όνειρο. Αφορούσε τον πατέρα μου, και μου έκανε βαθιά εντύπωση. Δεν είχα ονειρευτεί τον πατέρα μου από το θάνατό του το 1896. Τώρα επανεμφανίστηκε σε ένα όνειρο, σαν να είχε επιστρέψει από ένα μακρινό ταξίδι. Έμοιαζε αναζωογονημένος, και είχε απολέσει το ύφος της πατρικής βλοσυρότητας. Πήγα στη βιβλιοθήκη μου μαζί του, και ήμουν πολύ χαρούμενος να δω τι ήθελε. Είχα την επιθυμία να του γνωρίζω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, να δει το σπίτι μου, και να του πω όσα μου είχαν συμβεί στο μεταξύ. Θα ήθελα επίσης να του πω για το βιβλίο μου πάνω στους ψυχολογικούς τύπους, το οποίο είχε πρόσφατα δημοσιευθεί. Αλλά γρήγορα είδα ότι όλα αυτά θα ήταν άκαιρα, γιατί ο πατέρας μου έμοιαζε απορροφημένος. Προφανώς ήθελε κάτι από μένα. Το ένιωσα αυτό ξεκάθαρα, και έτσι απέφυγα να μιλήσω για τις δικές μου ανησυχίες. 

Τότε μου είπε ότι εφόσον ήμουν ψυχολόγος θα ήθελε να με συμβουλευτεί πάνω στην ψυχολογία του γάμου. Ήμουν έτοιμος να του δώσω μια εκτενή διάλεξη σχετικά με τις περιπλοκές του γάμου, αλλά σε εκείνο το σημείο ξύπνησα. Δεν μπορούσα να κατανοήσω επαρκώς το όνειρο, γιατί δεν μου είχε περάσει από το μυαλό ότι θα μπορούσε να αναφέρεται στο θάνατο της μητέρας μου. Το συνειδητοποίησα αυτό μόνο όταν εκείνη πέθανε ξαφνικά τον Ιανουάριο του 1923. 

Ο γάμος των γονιών μου δεν ήταν ευτυχής αλλά γεμάτος δυσκολίες και δοκιμασίες υπομονής. Και οι δύο έκαναν λάθη τυπικά για πολλά ζευγάρια. Το όνειρό μου ήταν μια πρόβλεψη του θανάτου της μητέρας μου, γιατί εδώ βρισκόταν ο πατέρας μου, που, μετά από απουσία είκοσι έξι χρόνων, ήθελε να ρωτήσει έναν ψυχολόγο για τις νεότερες ιδέες και πληροφορίες σχετικά με τα συζυγικά προβλήματα, δεδομένου ότι θα έπρεπε σύντομα να επανορθώσει αυτήν τη σχέση. Προφανώς δεν είχε αποκτήσει καλύτερη κατανόηση στην άχρονη κατάσταση που βρισκόταν και επομένως έπρεπε να απευθυνθεί σε κάποιον ανάμεσα στους ζωντανούς, ο οποίος, απολαμβάνοντας τα οφέλη της αλλαγής, θα μπορούσε να έχει μια νέα προσέγγιση για το όλο θέμα. 

Αυτό ήταν το μήνυμα του ονείρου. Αναμφίβολα, θα μπορούσα να είχα βρει πολλά περισσότερα εντρυφώντας στο υποκειμενικό του περιεχόμενο· αλλά γιατί είδα το όνειρο λίγο πριν το θάνατο της μητέρας μου, τον οποίο δεν είχα προβλέψει; Σαφώς το όνειρο αναφερόταν στον πατέρα μου, για τον οποίο ένιωθα μια εκτίμηση η οποία βάθαινε με τα χρόνια. 

Καθώς το ασυνείδητο, ως αποτέλεσμα της χωρο-χρονικής του σχετικότητας, κατέχει καλύτερες πηγές πληροφορίας από το συνειδητό νου, ο οποίος διαθέτει μόνο τις αισθητηριακές αντιλήψεις, εξαρτιόμαστε, σχετικά με το μύθο της μετά θάνατο ζωής, από τις πενιχρές υποδείξεις των ονείρων και από παρόμοιες αυθόρμητες αποκαλύψεις από το ασυνείδητο. Όπως έχω ήδη πει, δεν μπορούμε να αποδώσουμε σε αυτές τις αναφορές την αξία της γνώσης, πόσο μάλλον της απόδειξης. Μπορούν, ωστόσο, να αποτελέσουν μια κατάλληλη βάση για μυθικές αναφορές· δίνουν στην διερευνητική διάνοια την πρώτη ύλη που είναι απαραίτητη για τη ζωτικότητά της. Αν αποκόψουμε τον ενδιάμεσο κόσμο της μυθικής φαντασίας, η σκέψη πέφτει θύμα δογματικών αντιλήψεων. Από την άλλη πλευρά, μια υπερβολική ποσότητα μυθολογημάτων είναι επικίνδυνη για τα αδύναμα και ευεπηρέαστα μυαλά, τα οποία μπορούν να εκλάβουν ασαφείς υπαινιγμούς για ουσιαστική γνώση, και να δώσουν πραγματική υπόσταση σε απλές φαντασιώσεις. 

Ένας διαδεδομένος μύθος για το μετέπειτα διαμορφώνεται από τις ιδέες και τις εικόνες οι οποίες επικεντρώνονται στη μετενσάρκωση. Στη Ινδία, μια χώρα της οποίας ο διανοητικός πολιτισμός είναι εξαιρετικά πολύπλοκος και πολύ παλιός, η ιδέα της μετενσάρκωσης θεωρείται δεδομένη κατά τον ίδιο τρόπο που εμείς θεωρούμε την ιδέα ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο. Οι καλλιεργημένοι Ινδουιστές γνωρίζουν ότι δεν συμμεριζόμαστε τις ιδέες τους, αλλά αυτό δεν τους απασχολεί. Σύμφωνα με το Ανατολίτικο πνεύμα, η διαδοχή της γέννησης και του θανάτου αντιμετωπίζεται ως μια ατέρμονη διαδικασία, σαν ένας αιώνιος τροχός που γυρνά για πάντα χωρίς σκοπό· ο άνθρωπος ζει και επιτυγχάνει τη γνώση· πεθαίνει και αρχίζει και πάλι από την αρχή. Μόνο με τον Βούδα αναδύεται η ιδέα ενός σκοπού, δηλαδή, η υπέρβαση της γήινης ύπαρξης. 

Οι μυθολογικές ανάγκες της Δύσης αναζητούν μια εξελικτική κοσμογονία με μια αρχή και έναν τελικό σκοπό. Η Δύση επαναστατεί ενάντια σε μια κοσμογονία με μια αρχή και ένα απλό τέλος, όπως δεν μπορεί να αποδεχθεί την ιδέα ενός στατικού, αυτόνομου, αιώνιου κύκλου επαναλαμβανόμενων γεγονότων. Η Ανατολή, από την άλλη πλευρά, φαίνεται ότι μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα αυτή. Προφανώς δεν υπάρχει καμία ομόφωνη αίσθηση σχετικά με τη φύση του κόσμου, στον ίδιο βαθμό που δεν υπάρχει γενική συμφωνία μεταξύ των σύγχρονων αστρονόμων επί του θέματος. Για το Δυτικό άνθρωπο, η ανοησία ενός στατικού σύμπαντος είναι αφόρητη. Πρέπει να θεωρήσει ότι το σύμπαν έχει κάποιον σκοπό. Η Ανατολή δεν χρειάζεται να κάνει αυτήν την παραδοχή, γιατί την ενσωματώνει. Ενώ η Δύση αισθάνεται την ανάγκη να ολοκληρώσει την έννοια του κόσμου, η Ανατολή αναζητά την ολοκλήρωση του νοήματος στον άνθρωπο, απογυμνώνοντάς τον από την ύπαρξη και από τον εαυτό του (Βούδας). 

Θα έλεγα ότι και οι δύο απόψεις είναι σωστές. Ο Δυτικός άνθρωπος φαίνεται κυρίως εξωστρεφής, ενώ ο Ανατολικός άνθρωπος κυρίως εσωστρεφής. Ο πρώτος προβάλλει το νόημα πάνω στα αντικείμενα· ο δεύτερος νιώθει το νόημα μέσα του. Αλλά το νόημα βρίσκεται τόσο μέσα όσο και έξω.  

Η ιδέα της αναγέννησης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδέα του Κάρμα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον το Κάρμα ενός ανθρώπου είναι προσωπικό ή όχι. Αν είναι, τότε το πεπρωμένο, με το οποίο ένας άνθρωπος εισέρχεται στη ζωή, αντιπροσωπεύει ένα επίτευγμα από τις προηγούμενες ζωές, οπότε και υπάρχει μια προσωπική συνέχεια. Αν, ωστόσο, αυτό δεν ισχύει, και ένα απρόσωπο Κάρμα επιφορτίζεται τη στιγμή της γέννησης, τότε αυτό το Κάρμα είναι που ενσαρκώνεται επανειλημμένα χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε προσωπική συνέχεια. 

Ο Βούδας ρωτήθηκε δύο φορές από τους μαθητές του, αν το Κάρμα του ανθρώπου είναι προσωπικό ή όχι. Και τις δυο φορές απέφυγε την απάντηση, και δεν προχώρησε στο θέμα• η γνώση για αυτό, είπε, δεν θα συνέβαλε στην απελευθέρωση του ατόμου από την ψευδαίσθηση της ύπαρξης. Ο Βούδας θεώρησε πολύ πιο χρήσιμο για τους μαθητές του να διαλογιστούν πάνω στην αλυσίδα Nidana, δηλαδή, στη διαδικασία της γέννησης, της ζωής, του γήρατος και του θανάτου, καθώς και σχετικά με την αιτία και το αποτέλεσμα του πόνου. 

Δεν γνωρίζω καμία απάντηση στο ερώτημα του κατά πόσο το Κάρμα που ζω είναι το αποτέλεσμα από τις προηγούμενες ζωές μου, ή αν έχει περισσότερο να κάνει με τα επιτεύγματα των προγόνων μου, των οποίων η κληρονομιά περνά σε μένα. Είμαι άραγε ένας συνδυασμός των ζωών των προγόνων, και ενσαρκώνω αυτές τις ζωές; Ή μήπως έχω ζήσει ξανά στο παρελθόν ως συγκεκριμένο άτομο, και έχω προοδεύσει αρκετά στην τωρινή μου ζωή ώστε να είμαι σε θέση να αναζητήσω μια λύση; Δεν ξέρω. Ο Βούδας άφησε το ζήτημα ανοιχτό, και θα προτιμούσα να υποθέσω ότι ούτε ο ίδιος γνώριζε με βεβαιότητα. 

Μπορώ πράγματι να φανταστώ ότι έχω ξαναζήσει σε προηγούμενους αιώνες και αντιμετώπισα εκεί ερωτήσεις που δεν ήμουν ακόμη σε θέση να απαντήσω· ότι έπρεπε να ξαναγεννηθώ επειδή δεν είχα εκπληρώσει το καθήκον που μου ανατέθηκε. Όταν πεθάνω, οι πράξεις μου θα με ακολουθήσουν, έτσι μπορώ να το φανταστώ. Θα κουβαλώ μαζί μου όσα έχω κάνει. Στο μεταξύ είναι σημαντικό να διασφαλίσω ότι δεν θα βρεθώ στο τέλος με άδεια χέρια.Ο Βούδας, επίσης, φαίνεται να είχε αυτή τη σκέψη όταν προσπάθησε να κρατήσει τους μαθητές του μακριά από το να χάνουν τον καιρό τους με άσκοπες εικασίες. 

Το νόημα της ύπαρξής μου είναι ότι η ζωή μού έχει απευθύνει μια ερώτηση. Ή, αντιστρόφως, εγώ ο ίδιος είμαι μια ερώτηση που απευθύνεται στον κόσμο, και θα πρέπει να κοινωνήσω την απάντησή μου, ειδάλλως θα εξαρτώμαι από την απάντηση του κόσμου. Αυτό είναι το συλλογικό μου καθήκον, το οποίο θα πετύχω δύσκολα και μόνο με προσπάθεια. Ίσως είναι ένα ερώτημα που απασχόλησε τους προγόνους μου, και οι οποίοι δεν θα ήταν σε θέση να απαντήσουν. Μήπως για αυτό είμαι τόσο εντυπωσιασμένος που το συμπέρασμα του Φάουστ δεν περιέχει καμία λύση; Ή με το πρόβλημα που ο Νίτσε έθεσε: τη Διονυσιακή πλευρά της ζωής, προς την οποία ο Χριστιανός φαίνεται να έχει χάσει το δρόμο· Ή μήπως είναι ο ανήσυχος Βόταν-Ερμής των Γερμανών και Φράγκων προγόνων μου, ο οποίος θέτει προκλητικούς γρίφους; 

Αυτό που νιώθω να είναι το αποτέλεσμα των ζωών των προγόνων μου, ή ένα Κάρμα που αποκτήθηκε σε μια προηγούμενη προσωπική ζωή, μπορεί εξίσου πιθανά να είναι ένα απρόσωπο αρχέτυπο που σήμερα ασκεί έντονες πιέσεις σε όλους, και που επίσης ασκεί μια ιδιαίτερη επιρροή πάνω μου· ένα αρχέτυπο όπως, για παράδειγμα, η ανάπτυξη ανά τους αιώνες της Αγίας Τριάδας και της αντιπαράθεσής της με τη Θηλυκή Αρχή· ή η ακόμα εκκρεμούσα απάντηση στο ερώτημα των Γνωστικών σχετικά με την προέλευση του κακού, ή, για να το θέσω διαφορετικά, ο ελλιπής χαρακτήρας της Χριστιανικής εικόνας του Θεού. 

Επίσης σκέφτομαι τη δυνατότητα ότι μέσω κάποιου επιτεύγματος ενός ανθρώπου μια ερώτηση εισέρχεται στον κόσμο, στην οποία πρέπει να παράσχουμε κάποιο είδος απάντησης. Για παράδειγμα, ο τρόπος με τον οποίο θέτω το ερώτημα και την απάντησή του μπορεί να μην είναι ικανοποιητικός. Έτσι, κάποιος που έχει το Κάρμα μου ή εγώ ο ίδιος θα πρέπει να ξαναγεννηθώ προκειμένου να δώσω μια πληρέστερη απάντηση. Μπορεί επίσης να μην ξαναγεννηθώ αν ο κόσμος δεν χρειάζεται κάποια σχετική απάντηση, οπότε θα δικαιούμαι αρκετές εκατοντάδες χρόνια γαλήνης έως ότου κάποιος θα χρειαστεί εκ νέου να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Φαντάζομαι ότι μια περίοδος ανάπαυσης θα μπορούσε να υπάρξει, εως ότου το έργο της ζωής μου να χρειαστεί να επανατεθεί. 

Το θέμα του Κάρμα μού είναι ασαφές, όπως επίσης το πρόβλημα της προσωπικής αναγέννησης ή της μετεμψύχωσης. Με ένα ελεύθερο και ανοικτό μυαλό ακούω προσεκτικά το Ινδικό δόγμα της αναγέννησης, και παρατηρώ τριγύρω τον κόσμο της δικής μου εμπειρίας για να βρω κάπου και με κάποιο τρόπο ένα αυθεντικό σημάδι για τη μετενσάρκωση. Φυσικά, δεν λαμβάνω υπόψη τις αμέτρητες μαρτυρίες εδώ στη Δύση σχετικά με την πίστη στη μετενσάρκωση. Μια πεποίθηση αποδεικνύει για μένα μόνο το φαινόμενο της πίστης, όχι το περιεχόμενό της. Αυτό το τελευταίο πρέπει να το δω να αποκαλύπτεται εμπειρικά για να το αποδεχθώ. 

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν μπορούσα να βρω τίποτε πειστικό, παρότι κοίταζα προσεκτικά για οποιαδήποτε σχετικά σημάδια. Πρόσφατα, ωστόσο, παρατήρησα στον εαυτό μου μια σειρά από όνειρα που φαίνεται να περιγράφουν τη διαδικασία της μετενσάρκωσης, σχετικά με ένα γνωστό μου πρόσωπο που πέθανε. Αλλά δεν έχω ποτέ ξανασυναντήσει τέτοια όνειρα σε άλλα πρόσωπα, και ως εκ τούτου δεν έχω καμία βάση για σύγκριση. Δεδομένου ότι αυτή η παρατήρηση είναι υποκειμενική και μοναδική, προτιμώ μόνο να μνημονεύσω την ύπαρξή της και να μην επεκταθώ περαιτέρω. Ωστόσο, οφείλω να ομολογήσω ότι μετά από αυτήν την εμπειρία βλέπω το πρόβλημα της μετενσάρκωσης με κάπως διαφορετικά μάτια, χωρίς όμως να είμαι σε θέση να διεκδικήσω μια οριστική άποψη. 

Αν υποθέσουμε ότι η ζωή συνεχίζεται «εκεί,» δεν μπορούμε να σκεφτούμε οποιαδήποτε άλλη μορφή της ύπαρξης εκτός από μια ψυχική· γιατί η ζωή της ψυχής δεν απαιτεί κανένα χώρο ή χρόνο. Η ψυχική ύπαρξη, και προ πάντων οι εσωτερικές εικόνες, οι οποίες μας ενδιαφέρουν εδώ, προμηθεύουν το υλικό για όλες τις μυθολογικές εικασίες σχετικά με μια μετέπειτα ζωή, και θεωρώ μια τέτοια ζωή ως μια συνέχιση στον κόσμο των εικόνων. Έτσι η ψυχή μπορεί να αντιπροσωπεύει την ύπαρξη ενός κόσμου στον οποίο το μετέπειτα και η γη των νεκρών βρίσκονται. 

Από ψυχολογική άποψη, η μετέπειτα ζωή θα μπορούσε να είναι μια λογική συνέχεια της ψυχικής ζωής σε μεγάλη ηλικία. Καθώς ο άνθρωπος γερνάει, η περισυλλογή και ο διαλογισμός πάνω στις εσωτερικές εικόνες παίζουν φυσιολογικά έναν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή του ανθρώπου. «Οι γέροι βλέπουν όνειρα.» Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει ότι οι ψυχές των ηλικιωμένων ανθρώπων δεν έχουν απογίνει ξύλινες, ή απολιθωμένες («sero medicina paratur cum mala per longas convaluere moras»). Σε μεγάλη ηλικία κάποιος αφήνει τις αναμνήσεις να ξεδιπλωθούν στο μυαλό, και ονειροπολώντας, αναγνωρίζει τον εαυτό του στις εσωτερικές και στις εξωτερικές εικόνες του παρελθόντος. Αυτό μοιάζει με την προετοιμασία για μια μετέπειτα ύπαρξη, ακριβώς όπως, κατά την άποψη του Πλάτωνα, η φιλοσοφία είναι μια προετοιμασία για το θάνατο. 

Οι εσωτερικές εικόνες μας βοηθάνε να μην χαθούμε στην προσωπική αναδρομή. Πολλοί ηλικιωμένοι άνθρωποι απασχολούνται πολύ στην ανασυγκρότηση του παρελθόντος. Παραμένουν φυλακισμένοι σε αυτές τις αναμνήσεις. Αλλά η αναδρομή, αν γίνεται με περισυλλογή και μεταφράζεται σε εικόνες, μπορεί να αποτελέσει ένα μελλοντικό άλμα. Προσπαθώ να διακρίνω τη γραμμή που οδηγεί μέσα από τη ζωή μου στον κόσμο, και από τον κόσμο ξανά έξω από αυτόν. 

Σε γενικές γραμμές, η αντίληψη των ανθρώπων για τη μετέπειτα ζωή αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από ευσεβείς πόθους και προκαταλήψεις. Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις το μετέπειτα απεικονίζεται ως ένα ευχάριστο μέρος. Αυτό δεν μου φαίνεται τόσο προφανές. Μου είναι δύσκολο να φανταστώ ότι μετά το θάνατο θα είμαστε πνεύματα σε ένα όμορφο ανθισμένο λιβάδι. Αν τα πάντα ήταν τόσο ευχάριστα στην άλλη ζωή, σίγουρα θα υπήρχε κάποια φιλική επικοινωνία ανάμεσα σε εμάς και στα πνεύματα, και ένα ανάβλυσμα καλοσύνης και ομορφιάς από την προγενέθλια κατάσταση. Αλλά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Γιατί άραγε υπάρχει αυτό το ανυπέρβλητο εμπόδιο ανάμεσα στους μακαρίτες και στους ζωντανούς; Τουλάχιστον οι μισές από τις αναφορές για επαφή με τους νεκρούς αφηγούνται τρομακτικές εμπειρίες με σκοτεινά πνεύματα· και είναι ο κανόνας ότι η γη των νεκρών χαρακτηρίζεται από παγερή σιωπή, αδιατάραχτη από τη θλίψη των πεθαμένων.
Για να ακολουθήσω τη σκέψη που μου έρχεται αυθόρμητα: ο κόσμος, πιστεύω, είναι υπερβολικά μοναδικός για να υπάρχει μια άλλη ζωή στην οποία ο κανόνας των αντιθέτων να απουσιάζει εντελώς. Και εκεί θα υπερισχύει η φύση, η οποία και πάλι θα ανήκει στο Θεό. Ο κόσμος στον οποίο μπαίνουμε μετά θάνατο θα είναι μεγάλος και τρομερός, όπως ο Θεός και ολόκληρη η φύση όπως τη γνωρίζουμε. Ούτε μπορώ να συλλάβω ότι η ανθρώπινη ταλαιπωρία μπορεί εξολοκλήρου να σταματήσει. Δεδομένων αυτών που έζησα στα οράματα του 1944, η απελευθέρωση από τα βάρη του σώματος και η συνειδητοποίηση του νοήματος μου έδωσαν τη βαθύτερη ευδαιμονία. Ωστόσο, υπήρχε επίσης πολύ σκοτάδι και μια παράξενη διακοπή της ανθρώπινης ζεστασιάς. Θυμηθείτε το μαύρο βράχο, στον οποίο βρέθηκα! Αποτελούνταν από τον πιο σκληρό γρανίτη. Τι σημαίνει αυτό; Αν δεν υπήρχαν ατέλειες, κανένα αρχέγονο ελάττωμα στο έδαφος της δημιουργίας, γιατί να υπάρχει η οποιαδήποτε ώθηση για δημιουργία, η λαχτάρα για ό,τι ακόμη πρέπει να εκπληρωθεί; Γιατί οι θεοί δείχνουν τόση αδιαφορία για τον άνθρωπο και για τη δημιουργία; Γιατί δεν σταματάν την ατέρμονη αλυσίδα της Nidana; Σε τελική ανάλυση, ο Βούδας αντιτίθεται στην επώδυνη ψευδαίσθηση της ύπαρξης, και οι Χριστιανοί ελπίζουν στη συντέλεια, το συντομότερο δυνατό, αυτού του κόσμου.
Μου φαίνεται πιθανό ότι και στη μετέπειτα ζωή υπάρχουν ορισμένοι περιορισμοί, αλλά ότι οι ψυχές των νεκρών βρίσκουν μόνο σταδιακά τα όρια της απελευθερωμένης κατάστασης. Κάπου «εκεί έξω» πρέπει να υπάρχει ένας καθοριστικός παράγοντας, μια αναγκαία συνθήκη του κόσμου, η οποία επιδιώκει να θέσει τέρμα στη μεταθανάτια κατάσταση. Αυτός ο δημιουργικός παράγοντας, όπως το φαντάζομαι, θα πρέπει να καθορίζει ποιες ψυχές θα βυθίσει εκ νέου στη διαδικασία της γέννησης. Ορισμένες ψυχές, ίσως, να θεωρούν την κατάσταση της τρισδιάστατης ύπαρξης πιο ευχάριστη από εκείνη της αιωνιότητας. Αλλά αυτό μπορεί να εξαρτάται από το πόσο πολύ ολοκληρώθηκαν κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ύπαρξής τους. 

Είναι πιθανό ότι κάθε περαιτέρω προσκόλληση στην τρισδιάστατη ζωή δεν έχει κανένα νόημα άπαξ η ψυχή θα έχει φτάσει ένα συγκεκριμένο στάδιο συνειδητοποίησης· δεν θα χρειάζεται πλέον να επιστρέψει. Τότε η ψυχή θα εξαφανιστεί από τον τρισδιάστατο κόσμο και θα πετύχει αυτό που οι Βουδιστές ονομάζουν Νιρβάνα. Αλλά αν ένα Κάρμα παραμένει να εκπληρωθεί, τότε η ψυχή ενσκήπτει και πάλι σε επιθυμίες και επιστρέφει πίσω στη ζωή, ίσως επειδή η ίδια συνειδητοποιεί ότι κάτι απομένει να εκπληρώσει. 

Στη δική μου περίπτωση πρέπει να ήταν κατά κύριο λόγο μια έντονη επιθυμία για γνώση που με έφερε στη ζωή. Γιατί αυτό είναι το ισχυρότερο στοιχείο στη φύση μου. Αυτή η ακόρεστη επιθυμία μου για γνώση δημιούργησε την ευαισθησία να ξέρω τι υπάρχει και τι συμβαίνει, και να συγκεντρώνω τις μυθικές αντιλήψεις από τις ανεπαίσθητες ενδείξεις του αγνώστου. 

Μας λείπουν οι απτές αποδείξεις πως οτιδήποτε από εμάς διατηρείται στην αιωνιότητα. Το πολύ μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει κάποια πιθανότητα ότι κάτι από την ψυχή μας συνεχίζει πέρα από το φυσικό θάνατο. Το αν αυτό που εξακολουθεί να υπάρχει έχει συνείδηση του εαυτού του, δεν το γνωρίζουμε. Αν αισθανόμαστε την ανάγκη να σχηματίσουμε κάποια άποψη πάνω σε αυτήν την ερώτηση, μπορούμε ενδεχομένως να εξετάσουμε αυτό που έχει γίνει γνωστό από τα φαινόμενα του ψυχικού διχασμού. Στις περισσότερες περιπτώσεις όπου ένα αποκομμένο σύμπλεγμα εκδηλώνεται, αυτό γίνεται με τη μορφή μιας προσωπικότητας, σαν το σύμπλεγμα να είχε συνείδηση του εαυτού του. Έτσι οι φωνές που ακούνε οι παράφρονες προσωποποιούνται. Ασχολήθηκα πριν από καιρό με αυτό το φαινόμενο των προσωποποιημένων συμπλεγμάτων στη διδακτορική μου διατριβή. 

Μπορούμε, αν θέλουμε, να επικαλεστούμε αυτά τα συμπλέγματα ως αποδεικτικά στοιχεία για μια συνέχεια της συνείδησης. Παρομοίως, υπέρ αυτής της υπόθεσης, υπάρχουν ορισμένες εκπληκτικές παρατηρήσεις σε περιπτώσεις απώλειας συνείδησης ύστερα από οξείς τραυματισμούς στον εγκέφαλο και σε σοβαρές περιπτώσεις νευρικού κλονισμού. Και στις δύο περιπτώσεις, η συνολική απώλεια της συνείδησης μπορεί να συνοδεύεται από αντιλήψεις του έξω κόσμου και ζωντανές ονειρικές εμπειρίες. Δεδομένου ότι ο εγκεφαλικός φλοιός, η έδρα της συνείδησης, δεν λειτουργεί σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν υπάρχει ακόμη κάποια εξήγηση για αυτά τα φαινόμενα. Μπορεί να αποτελούν στοιχεία για τουλάχιστον μια υποκειμενική εμμονή της ικανότητας για συνείδηση ακόμη και σε κατάσταση εμφανούς ασυνειδητότητας. 

Το ακανθώδες πρόβλημα της σχέσης του αιώνιου ανθρώπου, του Εαυτού και του γήινου ανθρώπου στο χώρο και στο χρόνο διαφωτίστηκε από δύο όνειρα μου. Σε ένα όνειρο που είχα τον Οκτώβριο του 1958, είδα από το σπίτι μου δυο δίσκους σχήματος φακού, και μεταλλικού χρώματος, οι οποίοι διέγραφαν ένα τόξο πάνω από το σπίτι και μέχρι κάτω στη λίμνη. Ήταν δύο ΑΤΙΑ (Αγνώστου Ταυτότητας Ιπτάμενα Αντικείμενα). Τότε ένα άλλο αντικείμενο ήρθε κατευθείαν προς εμένα. Ήταν ένας τελείως κυκλικός φακός, όπως αυτός ενός τηλεσκοπίου. Σε μια απόσταση τεσσάρων ή πέντε γιαρδών έμεινε ακίνητο για μια στιγμή, και στη συνέχεια πέταξε μακριά. Αμέσως μετά, ένα άλλο αντικείμενο ήρθε πετώντας γρήγορα στον αέρα: ένας φακός με μια μεταλλική προέκταση, σαν το κουτί ενός μαγικού φαναριού. Σε απόσταση εξήντα ή εβδομήντα γιαρδών παρέμενε ακίνητο στον αέρα, δείχνοντας κατευθείαν σε μένα. Ξύπνησα με ένα αίσθημα έκπληξης. Ακόμα εμποτισμένος από το όνειρο, πέρασε από το μυαλό μου η εξής σκέψη: «Πάντα σκεφτόμαστε ότι τα ΑΤΙΑ αποτελούν προβολές μας. Τώρα αποδεικνύεται ότι εμείς είμαστε οι προβολές τους. Προβάλλομαι από το μαγικό φανάρι ως C. G. Jung. Αλλά ποιος χειρίζεται τη συσκευή;» 

Είχα ονειρευτεί άλλη μια φορά το πρόβλημα του Εαυτού και του Εγώ. Σε εκείνο το προγενέστερο όνειρο, βρισκόμουν σε ένα ταξίδι ωτοστόπ. Περπατούσα κατά μήκος ενός μικρού δρόμου μέσα από ένα λοφώδες τοπίο· ο ήλιος έλαμπε και είχα ένα ευρύ οπτικό πεδίο προς όλες τις κατευθύνσεις. Τότε βρέθηκα σε ένα μικρό εκκλησάκι δίπλα στο δρόμο. Η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, και πήγα. Προς μεγάλη μου έκπληξη δεν υπήρχε καμία εικόνα της Παναγίας στο βωμό, ούτε και Σταυρός, αλλά μόνο μια υπέροχη διαρρύθμιση με άνθη. Αλλά στη συνέχεια είδα ότι στο πάτωμα μπροστά από το βωμό, απέναντι μου, καθόταν ένας γιόγκι σε στάση λωτού, σε βαθύ διαλογισμό. Όταν τον κοίταξα από πιο κοντά, συνειδητοποίησα ότι είχε το πρόσωπό μου. Τον κοιτούσα με τρόμο, και ξύπνησα με τη σκέψη: «Α, ώστε αυτός είναι που με διαλογίζεται. Έχει ένα όνειρο, το οποίο είμαι εγώ.» Καταλάβαινα ότι όταν εκείνος ξυπνούσε, εγώ πλέον δεν θα υπήρχα. 

Είχα αυτό το όνειρο μετά από την ασθένειά μου το 1944. Είναι μια παραβολή: Εγώ ο ίδιος αποσύρομαι σε διαλογισμό και στοχάζομαι την επίγεια μορφή μου. Για να το θέσω διαφορετικά: Αποκτώ ανθρώπινη μορφή προκειμένου να μπω στην τρισδιάστατη ύπαρξη, όπως κάποιος φορά τη στολή του δύτη για να βουτήξει στη θάλασσα. Όταν ο Εαυτός αποποιείται την ύπαρξή του στην άλλη ζωή, υιοθετεί μια θρησκευτική στάση, όπως το παρεκκλήσι δείχνει στο όνειρο. Με τη γήινη μορφή μπορεί να περάσει από τις εμπειρίες του τρισδιάστατου κόσμου, και μέσα από την μεγαλύτερη ευαισθητοποίηση να κάνει ένα επιπλέον βήμα προς την πραγμάτωση. 

Η μορφή του γιόγκι, τότε, θα αντιπροσωπεύει, λιγότερο ή περισσότερο, την ασυνείδητη προγενέθλια ολότητά μου, και η Άπω Ανατολή, όπως συμβαίνει συχνά στα όνειρα, μια ψυχική κατάσταση ξένη και αντίθετη με τη δική μας. Όπως με το μαγικό φανάρι, ο διαλογισμός του γιόγκι «προβάλλει» την εμπειρική μου πραγματικότητα. Κατά κανόνα βλέπουμε αυτήν την αιτιακή σχέση αντίστροφα: στα προϊόντα του ασυνείδητου ανακαλύπτουμε σύμβολα μαντάλα (mandala), δηλαδή, κυκλικές και τετραδικές μορφές που εκφράζουν την ολότητα, και κάθε φορά που θέλουμε να εκφράσουμε την ολότητα εφαρμόζουμε ακριβώς τέτοιες μορφές. Η βάση μας είναι το Εγώ-συνείδηση, ο κόσμος μας το πεδίο του φωτός που επικεντρώνεται στο σημείο εστίασης του Εγώ. Από εκείνο το σημείο βλέπουμε προς τα έξω έναν αινιγματικό κόσμο ομίχλης, χωρίς ποτέ να ξέρουμε σε ποιο βαθμό οι σκιώδεις μορφές που βλέπουμε προκαλούνται από την συνείδησή μας ή αν διαθέτουν τη δική τους πραγματικότητα. Ο επιφανειακός παρατηρητής είναι ικανοποιημένος με την πρώτη υπόθεση. Αλλά μια πιο προσεκτική μελέτη δείχνει ότι κατά κανόνα οι εικόνες του ασυνείδητου δεν παράγονται από τη συνείδηση αλλά έχουν μια πραγματικότητα και έναν αυθορμητισμό από μόνες τους, παρότι τις θεωρούμε ως απλά, οριακά φαινόμενα. 

Ο σκοπός και των δυο αυτών ονείρων είναι να προκαλέσουν μια αντιστροφή της σχέσης ανάμεσα στο Εγώ-συνείδηση και στο ασυνείδητο, και να αντιπροσωπεύσουν το ασυνείδητο ως την πηγή της εμπειρικής προσωπικότητας. Αυτή η αντιστροφή υποδηλώνει ότι από τη σκοπιά της «άλλης πλευράς,» η ασυνείδητη ύπαρξή μας είναι η πραγματική ενώ ο συνειδητός κόσμος ένα είδος της ψευδαίσθησης, μια φαινομενική πραγματικότητα που κατασκευάστηκε για έναν συγκεκριμένο σκοπό, σαν ένα όνειρο που φαίνεται σαν πραγματικότητα όσο το ζούμε. Είναι σαφές ότι αυτή η κατάσταση μοιάζει πολύ με την Ανατολική έννοια του Μάγια (ψευδαίσθηση). 

Η ασυνείδητη πληρότητα επομένως μου φαίνεται το «οδηγό πνεύμα» (spiritus rector) των βιολογικών και ψυχικών γεγονότων. Εδώ αποτελεί μια αρχή η οποία επιδιώκει την καθολική ολοκλήρωση, και η οποία στην περίπτωση του ανθρώπου σημαίνει την επίτευξη της συνολικής συνείδησης. Η επίτευξη της συνείδησης είναι ο πολιτισμός με την ευρύτερη έννοια, και η αυτογνωσία είναι, ως εκ τούτου, η καρδιά και η ουσία αυτής της διαδικασίας. Η Ανατολή αποδίδει αναμφισβήτητα θεία προέλευση στον Εαυτό, και σύμφωνα με την αρχαία Χριστιανική άποψη η αυτογνωσία είναι ο δρόμος προς τη γνώση του Θεού. 

Το αποφασιστικό ερώτημα για τον άνθρωπο είναι: Σχετίζεται αυτός με κάτι άπειρο ή όχι; Αυτό είναι το εύστοχο ερώτημα της ζωής του. Μόνο αν γνωρίζουμε ότι αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι το άπειρο, μπορούμε να αποφύγουμε την εστίαση του ενδιαφέροντος μας σε πρόσκαιρα πράγματα και σε κάθε είδος στόχων οι οποίοι δεν έχουν πραγματική σημασία. Έτσι απαιτούμε ότι ο κόσμος θα μας δώσει την αναγνώριση για ιδιότητες που θεωρούμε ως προσωπικά στοιχεία: το ταλέντο μας ή την ομορφιά μας. Όσο περισσότερο ένας άνθρωπος δίνει έμφαση σε ευτελή στοιχεία, και όσο λιγότερη ευαισθησία έχει για όσα είναι απαραίτητα, τόσο λιγότερο ικανοποιητική είναι η ζωή του. Αισθάνεται περιορισμένος, επειδή έχει περιορισμένους σκοπούς, και το αποτέλεσμα είναι ο φθόνος και η ζήλια. Αν συνειδητοποιήσουμε και νιώσουμε ότι εδώ σε αυτή τη ζωή έχουμε ήδη μια σύνδεση με το άπειρο, οι επιθυμίες και οι νοοτροπίες αλλάζουν. Σε τελική ανάλυση, υπολογίζουμε κάτι μόνο με βάση το ουσιώδες που έχουμε ενσωματώσει και χωρίς το οποίο η ζωή μας είναι χαμένη. Στις σχέσεις μας με τους άλλους ανθρώπους επίσης, το κρίσιμο ερώτημα είναι αν ένα στοιχείο του απείρου εκφράζεται σε αυτήν τη σχέση. 

Το συναίσθημα για το άπειρο, ωστόσο, μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν οριοθετούμαστε στο έπακρο. Ο μεγαλύτερος περιορισμός για τον άνθρωπο είναι όταν ο «Εαυτός·» εκδηλώνεται στην εμπειρία: «Είμαι μόνο αυτό!» Μόνο η συνειδητοποίηση της στενής προσκόλλησής μας στον Εαυτό αποτελεί τη σύνδεση με το απεριόριστο του ασυνείδητου. Χάρη σε αυτήν την επίγνωση, βιώνουμε τους εαυτούς μας ταυτόχρονα ως πεπερασμένους και απεριόριστους. Γνωρίζοντας τον εαυτό μας ως μοναδικό στον προσωπικό μας συνδυασμό, διαθέτουμε επίσης την ικανότητα να αποκτήσουμε συνείδηση του απείρου. Αλλά μόνο τότε! 

Σε μια εποχή που έχει επικεντρωθεί αποκλειστικά στην επέκταση του ζωτικού χώρου και την αύξηση της ορθολογικής γνώσης με κάθε κόστος, πρόκειται για μια υπέρτατη πρόκληση να ζητήσουμε από τον άνθρωπο να αποκτήσει συνείδηση της μοναδικότητας και των περιορισμών του. Μοναδικότητα και περιορισμός είναι συνώνυμα. Χωρίς αυτά, καμία αντίληψη του απεριόριστου δεν είναι δυνατή- και, κατά συνέπεια, καμία επίτευξη επίγνωσης- παρά μόνο μια απατηλή ταύτιση με τους μεγάλους αριθμούς και μια απληστία για πολιτική εξουσία. 

Η εποχή μας έχει μετατοπίσει όλη την έμφαση στο «εδώ και τώρα,» και έτσι επέφερε μια δαιμονοποίηση του ανθρώπου και του κόσμου. Το φαινόμενο των δικτατοριών και όλης της δυστυχίας που έφεραν προέρχεται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος έχει απογυμνωθεί από την υπερβατικότητα εξαιτίας των κοντόφθαλμων διανοούμενων. Μαζί τους, έπεσε θύμα της ασυνειδητότητας. Αλλά το καθήκον του ανθρώπου είναι ακριβώς το αντίθετο: να γίνει συνειδητός για τα περιεχόμενα τα οποία προωθούνται από το ασυνείδητο. Ούτε πρέπει να επιμείνει στην ασυνειδητότητα, ούτε πρέπει να παραμείνει ταυτισμένος με τα ασυνείδητα στοιχεία της ύπαρξής του, αποφεύγοντας έτσι το πεπρωμένο του, το οποίο είναι να δημιουργήσει ολοένα και περισσότερη συνείδηση. Όσο μπορούμε να διακρίνουμε, ο αποκλειστικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης είναι να ανάψει ένα φως στο σκοτάδι του απλού είναι. Μπορεί ακόμη να υποτεθεί ότι ακριβώς όπως το ασυνείδητο μας επηρεάζει, έτσι η αύξηση της συνειδητότητάς μας επηρεάζει το ασυνείδητο. 

πηγή: psychanaptyxis

ΠΛΩΤΙΝΟΣ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΕΛΙΚΑ;

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για πλωτίνοσ εννεάδεσ

Τι είμαστε τελικά;
Είμαστε μόνο σάρκα και οστά; Κι αν ναι, τότε τι είναι αυτό που ορίζει αυτό το σώμα, να είναι ότι είναι και να πράττει όπως πράττει; Και αν υπάρχει κάτι πέρα απ'αυτό που κατευθύνει όλα αυτά, τι είναι αυτό, αν όχι σώμα, και από πού προέρχεται; Και αν πάλι είμαστε αυτό που είναι πέραν του σώματος, ποια είναι η ανάγκη του να βρισκόμαστε σε σώμα;

Μία ενδόμυχη αναζήτηση χωρίς τέλος. Όμοια όπως κι εμείς τώρα, επιδόθηκαν κι άλλοι κατά το παρελθόν σ'αυτού του είδους την αναζήτηση του εαυτού, όπως θα ακολουθήσουν κι άλλοι πολλοί μετά από εμάς και θα συνεχιστεί έτσι έως ότου πάψουν να υπάρχουν άνθρωποι εντός του κόσμου αυτού.

Το ζήτημα είναι πως ακόμα κι αν λάβεις κάποιες από τις απαντήσεις που ζητάς, πώς θα μπορέσεις να τις μεταφέρεις σε λόγια χωρίς να στρεβλώσεις το νόημά τους. Παρ'όλα αυτά υπήρξαν κάποιοι που κατόρθωσαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό να καταγράψουν την προσπάθειά τους αυτή, αφήνοντάς την ως παρακαταθήκη στους επόμενους αναζητητές. Ανάμεσά τους υπήρξε και ο Πλωτίνος, ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του ρεύματος του Νεοπλατωνισμού.

► ΕΝΝΕΑΣ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρόκειται να αναφερθούμε στην 4η Εννεάδα του Πλωτίνου η οποία περιέχει εννέα πραγματείες αφιερωμένες στην ψυχή. Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, το στοχασμό του Πλωτίνου, ξεκινώντας από τις δύο πρώτες πραγματείες (1) οι οποίες αναφέρονται στην ουσία της ψυχής και από πού η ψυχή προέρχεται.

Ο Πλωτίνος διαχωρίζει τον κόσμο σε νοητό και αισθητό. Περιγράφει ότι η αληθινή ουσία βρίσκεται στο νοητό κόσμο και θεωρεί ότι το ανώτερο μέρος αυτού, «το άριστο» όπως ακριβώς το αναφέρει, είναι ο νους (2). Λέει λοιπόν ότι οι ψυχές βρίσκονται στον νοητό κόσμο και από εκεί ήρθαν εδώ. Επισημαίνει πως εκείνος ο κόσμος έχει ψυχές χωρίς σώματα, ενώ αυτός ο κόσμος (αισθητός), ο εκδηλωμένος κόσμος δηλαδή λαμβάνει ψυχές προορισμένες να γίνονται εντός των σωμάτων και κατανεμήθηκαν έτσι σε σώματα. Στον νοητό κόσμο ο νους είναι μια ολότητα και όχι διαχωρισμένος σε μέρη και όλες οι ψυχές μαζί βρίσκονται στον κόσμο αυτό ο οποίος είναι αιωνιότητα, πέρα από τον χώρο και το χρόνο.

Παρουσιάζει τον νου πάντοτε αδιαχώριστο και αδιαίρετο. Και την ψυχή αδιαχώριστη και αδιαίρετη μέσα στον νοητό κόσμο, αλλά ότι η φύση της είναι να μερίζεται, εννοώντας ότι η διαίρεσή της είναι ουσιαστικά η απομάκρυνσή της από τον νου και η έλευσή της σε σώμα. Η ψυχή είναι αδιαίρετη και διαιρετή συγχρόνως. Τοποθετεί λοιπόν την ψυχή στον νοητό κόσμο, η οποία παρόλο που διαιρείται και με αυτόν τον τρόπο κατέρχεται στα υλικά σώματα του αισθητού κόσμου, ένα κομμάτι της μένει πάντοτε στον νοητό κόσμο. Έτσι η ψυχή έχοντας σαν κέντρο το αδιαίρετο κομμάτι της, εκτείνεται σαν μία γραμμή. Κατερχόμενη στον αισθητό κόσμο, το στοιχείο της ψυχής που διαιρείται, διαιρείται αδιαίρετα. Δίνει δηλ. τον εαυτό της στο όλον σώμα οπότε και δεν διαιρείται, με το να δίνεται όλη στο όλον, ενώ διαιρείται με το να είναι παρούσα σε κάθε μέρος του. Δεν διαιρείται δηλ. ουσιαστικά αλλά φαινομενικά.

Ο Πλωτίνος συνοψίζει λέγοντας σύμφωνα με τα όσα ειπώθηκαν, ότι η ψυχή δεν είναι σώμα, ούτε αρμονία στον κόσμο των ασωμάτων και ότι όσον αφορά την ουσία της, αυτή ανήκει στη νοητή φύση και στην «θεϊκή μοίρα» και η προέλευσή της αυτή, δηλώνει σαφέστατα την ουσία της.

Ακολουθώντας έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης, αναζητά και πάλι τα χαρακτηριστικά της φύσης της ψυχής. Εξετάζει δύο αντίθετες μεταξύ τους ουσίες. Πρώτα εξετάζει την ουσία που αποτελεί τον αισθητό κόσμο, δηλαδή τον απτό εκείνο κόσμο που λαμβάνουμε ως πραγματικό. Όπου στο σύνολό του εμπεριέχει πράγματα-αντικείμενα ξέχωρα μεταξύ τους, που δηλώνουν τη διαιρετότητα στη φύση τους και που λαμβάνουμε την ύπαρξή τους με τις πέντε αισθήσεις μας.

Στον αισθητό λοιπόν κόσμο σύμφωνα με τον Πλωτίνο, υπάρχουν πράγματα τα οποία λόγω της φύσης τους είναι πρωταρχικώς διαιρετά και υποκείμενα σε διασπορά. Κανένα μέρος τους δεν είναι το ίδιο με κάποιο άλλο μέρος, ούτε σαφώς και με το όλον και κατ'επέκτασιν το κάθε μέρος τους πρέπει να είναι «λιγότερο από το παν και το όλον». Αυτά είναι τα αισθητά μεγέθη και οι όγκοι, καθένα των οποίων έχει τον δικό του ξεχωριστό χώρο και δεν είναι δυνατόν να βρίσκεται το ίδιο πράγμα σε διαφορετικούς τόπους ταυτοχρόνως.

Ο Πλωτίνος συνεχίζει λέγοντας ότι υπάρχει και μια άλλη ουσία αντίθετη προς αυτήν από την οποία αποτελείται ο αισθητός κόσμος. Αυτή η άλλη ουσία (νους) έχει τέτοια φύση, όπου δεν επιδέχεται κατά κανένα τρόπο μερισμό, είναι χωρίς μέρη και χωρίς δυνατότητα μερισμού, δηλαδή δεν υφίσταται σε χωριστότητα. Δεν επιδέχεται επίσης καμιάς διάστασης γιατί δεν χρειάζεται χώρο. Είναι η αρχή (ο λόγος) ύπαρξης κάθε όντος. Στο σημείο αυτό δίνει (ο Πλωτίνος) καταπληκτικό παράδειγμα προς κατανόηση του γεγονότος αυτού. Παρουσιάζει την ουσία αυτή με το κέντρο ενός κύκλου, ένα σημείο χωρίς μέρη, με το οποίο συνάπτονται όλες οι ακτίνες ( οντότητες-ψυχές) και κατευθύνονται προς την κυκλική περιφέρεια, έλκοντας τη γένεσή τους και την ύπαρξή τους από αυτό. Είναι ένα πρωταρχικώς αδιαίρετο ον, που προΐσταται στα νοητά και στα πραγματικά.

Τοποθετεί την ψυχή ως μια ουσία που βρίσκεται ενδιάμεσα στις δύο προηγούμενες (νου και αισθητό κόσμο), λέγοντας ότι είναι εκείνο που υπάρχει ανάμεσα στα αισθητά και σ'εκείνη την απολύτως αδιαίρετη φύση και φέρει σε ένωση αυτές τις δύο άκρως αντίθετες φύσεις. Αυτό το πραγματοποιεί γιατί μπορεί να μετέχει και στις δύο φύσεις, χάριν στο γεγονός ότι μπορεί να είναι συγχρόνως διαιρετή και αδιαίρετη (3).

Συνεχίζει αναπτύσσοντας τα χαρακτηριστικά που έχει η ψυχή όντας μεριστή ουσία μέσα στον κόσμο των σωμάτων και όντας αμέριστη μέσα στην ουσία απ'όπου κατάγεται. Η ψυχή, λοιπόν, ενώ πρωταρχικά είναι αμέριστη ουσία γίνεται μεριστή με την επέλευσή της στα σώματα, αφού αυτά δεν μπορούν να τη δεχτούν χωρίς μερισμό. Μ'αυτόν τον τρόπο είναι πάνω από αυτά, κοντά σ'αυτά και μέσα σ'αυτά. Όταν τα σώματα διαιρούνται, διαιρείται κι εκείνη αλλά συνεχίζει να αποτελεί ένα όλον σε κάθε ένα διαιρεμένο μέρος, παρόλο που γίνεται πολλά παραμένει πάντα το ίδιο. Δίνοντας τον εαυτό της στο όλον δεν απομακρύνεται από το να είναι μία και μοναδική. Πολύ ποιητικά, ο Πλωτίνος, επαναλαμβάνει πολλές φορές αυτό το ίδιο γεγονός, μέχρι να μπορέσει να αποτυπωθεί καλά μέσα στον ανθρώπινο νου. Σ'ένα σημείο του έργου, λέει κατά λέξη: «ενώ δεν έχει μέγεθος, συνυπάρχει με κάθε μέγεθος, και, ενώ είναι εδώ, είναι πάλι και εκεί, όχι με κάποιο άλλο μέρος της αλλά με το ίδιο. Ώστε διαιρείται και δεν διαιρείται.» (2.1.70)

Με την πολλαπλή της ενότητα η ψυχή χορηγεί ζωή σε όλα τα μέρη, ενώ με την αδιαίρετη ενότητά της τα κατευθύνει με φρόνηση. Συγχρόνως με την παρουσία της στον αισθητό κόσμο, μπορεί να βρίσκεται και κοντά σ'εκείνη την απόλυτα αδιαίρετη ουσία, που της προσδίδει τον αδιαίρετο χαρακτήρα και από την οποία κατάγεται, όντας η συνέχειά της και έχοντας το έναυσμα από εκείνη σπεύδει από τη μία προς την άλλη φύση και εγκαθιστά τον εαυτό της στο μέσο των δύο.

Ο Πλωτίνος ολοκληρώνει την ενότητα αυτή του έργου του (2. ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ) παραθέτοντας μια φράση από τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα, χαρακτηρίζοντάς την θεϊκή.
Διαβάζοντας τη φράση αυτή καταλαβαίνει κανείς ότι από εκεί προέρχεται η κύρια έμπνευσή του, όσον αφορά την περιγραφή της ουσίας της ψυχής: «Ανάμεσα σ'αυτήν που είναι αδιαίρετη και σ'αυτήν που γίνεται διαιρετή και μεταβλητή στην περιοχή των σωμάτων ανέμειξε (ο δημιουργός;) ένα τρίτο είδος ουσίας που αποτελείται τόσο από το αμετάβλητο όσο και από το μεταβλητό.» (Πλάτων, Τίμαιος, 35 α) Θα συνεχίσουμε εξετάζοντας τις τρεις επόμενες πραγματείες του έργου 3, 4 και 54. Σ'αυτά τα τρία μέρη του έργου του, ο Πλωτίνος, θέτει ερωτήματα σε μορφή στοχασμού και στη συνέχεια απαντά σε αυτά παραθέτοντας το συλλογισμό του με διττό τρόπο, δηλαδή από το αποτέλεσμα οδηγείται στην αιτία και από την αιτία και πάλι στο αποτέλεσμα, επιβεβαιώνοντας και πιστοποιώντας κατ'αυτόν τον τρόπο τη θεώρησή του. Ο Πλωτίνος σημειώνει ότι είναι απόλυτα λογικό να διαθέτουμε τον χρόνο μας σε αυτού του είδους τη μελέτη γιατί μέσα από αυτήν, εκτός των άλλων, λαμβάνουμε γνώση διπλής κατευθύνσεως (αιτιατού και αποτελέσματος). Λέγοντας ακόμη ότι με αυτόν τον τρόπο επίσης υπακούμε στην «εντολή του θεού», που προτρέπει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας (Αυτογνωσία).

Εξετάζει πρώτα τις διαφορές και τις ομοιότητες που υπάρχουν στην συμπαντική ψυχή που είναι μία και ένα με το όλον και στις ψυχές όπου διαιρεμένες πια βρίσκονται στην «περιοχή των σωμάτων», όπου συνεχίζουν να είναι πολλές και μία ταυτοχρόνως. Και εξηγεί ότι η συμπαντική ψυχή και το μέρος εκείνο της ψυχής το οποίο είναι προορισμένο να αποτελέσει τις διαιρεμένες ψυχές, από κοινού, προέρχονται από τον νου ο οποίος είναι αδιαίρετος και αχώριστος και ως ένα σημείο και οι μεν και οι δε αποτελούν ένα όλον όντας μία και μοναδική ψυχή λόγω του ότι δεν ανήκουν σε τίποτα (5). Το μέρος της ψυχής όπου είναι προορισμένο σε "φαινομενικό"διαχωρισμό, διαιρείται σε μέρη-ψυχές. Χωρίς αυτές να παύουν να είναι εξαρτημένες από τη μία στην επάνω πλευρά τους, τείνουν προς τα κάτω με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Παρομοιάζει τις ψυχές με το φως του ήλιου το οποίο προερχόμενο από μία-μοναδική πηγή, όταν φτάσει στη γη χωρίζεται και φωτίζει κάθε σπίτι αλλά ουσιαστικά δεν διαιρείται αλλά εξακολουθεί να είναι ένα.

Συμπερασματικά οδηγούμαστε στο γεγονός του ότι η ψυχή του παντός διατηρεί πάντοτε την υπερβατική της θέση, ως το σημείο της ψυχής που είναι πάντοτε αδιαίρετο και αχώριστο, που δεν σχετίζεται με στροφή προς τα πράγμα τα του εδώ κόσμου. Ενώ οι δικές μας ψυχές έρχονται κάτω, διότι το δικό τους μέρος είναι προσδιορισμένο στην περιοχή αυτή, και έτσι έλκονται και στρέφονται προς το στοιχείο που χρειάζεται τη φροντίδα τους κατά ένα μέρος, ενώ το υπόλοιπο της ψυχής μας, που έχει την ίδια μορφή όπως το ανώτερο μέρος της ψυχής του παντός παραμένει στο νοητό κόσμο.

Το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι σε δύο σκέλη: πώς εξακολουθεί η μία ψυχή η δική σου, η μία ψυχή αυτού του ανθρώπου, η μία ψυχή του άλλου να είναι ξέχωρες και να υπάρχουν ακόμα και μετά το θάνατο του υλικού σώματος της κάθε οντότητας; Οι ψυχές ανήκουν ξεχωριστά στον καθένα και υπάρχουν ενόσω βρίσκονται σε σώμα αλλά καταστρέφονται, όταν βρεθούν κατ'εξοχήν στο άριστο μέρος;

Για να κατανοήσουμε την απάντηση που δίδεται από τον Πλωτίνο στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε το παράδειγμα που μας έδωσε πρωτύτερα όσον αφορά την ύπαρξη των οντοτήτων-ψυχών από τον νου. Ειπώθηκε, λοιπόν, πως ο νους είναι η αρχή (ο λόγος) ύπαρξης κάθε όντος. Ο Πλωτίνος προκειμένου να γίνει αυτό κατανοητό, μας βάζει να φανταστούμε τον νου σαν το κέντρο ενός κύκλου, ένα σημείο χωρίς μέρη, από το οποίο ξεκινούν και με το οποίο συνάπτονται όλες οι ακτίνες (οντότητες-ψυχές) και κατευθύνονται προς την κυκλική περιφέρεια, έλκοντας τη γένεσή τους και την ύπαρξή τους από αυτό το σημείο. Αφού είδαμε μέσω του παραδείγματος πως ο νους είναι η αιτία ύπαρξης κάθε οντότητας-ψυχής, ας παρατηρήσουμε επίσης ότι κάθε οντότητα-ψυχή έχει ένα σημείο επαφής με τον νου, αυτό το σημείο αποτελεί γι'αυτήν την συνείδηση της ύπαρξής της, τον δικό της νου.

Ας περάσουμε τώρα στην απάντηση που δίνει ο Πλωτίνος όσον αφορά το ερώτημα αν οι ψυχές-οντότητες συνεχίζουν να υπάρχουν ως οντότητες-ψυχές ακόμη και όταν πάψουν να βρίσκονται μέσα σε σώμα. Λέει λοιπόν, ότι κανένα ον δεν καταστρέφεται διότι οι «νόες» που αποτελούν την ύπαρξή τους δεν καταστρέφονται γιατί η φύση τους είναι να υπάρχουν μέσα σε μια ενότητα, δεν είναι σωματικά διαιρεμένοι, αλλά ο καθένας παραμένει χωριστά στην ετερότητα, έχοντας το ίδιο Είναι. Κατ'επέκτασιν ούτε και οι ψυχές χάνονται διότι είναι οι λογικές εκφράσεις των νοών και εξαρτώνται από τον «κάθε νου».

Γιατί και πώς η ψυχή του σύμπαντος, δημιούργησε τον κόσμο, ενώ οι ξεχωριστές ψυχές διοικούν τα μέρη του κόσμου; Η ψυχή του παντός, κατά τον Πλωτίνο, παραμένει σε μια ενότητα, πέρα και πάνω από τα δημιουργήματά της. Άρα η ψυχή του σύμπαντος, η ψυχή του κόσμου παραμένοντας στον εαυτό της δημιουργεί, και τα πράγματα που δημιουργεί τείνουν και πλησιάζουν προς αυτήν. Ενώ οι μερικές ψυχές έχουν την τάση να πλησιάζουν αυτές προς τα δημιουργημένα πράγματα. Ένα μεγάλο μέρος τους ελκύεται προς τα κάτω και έλκει μαζί του και αυτές τις ίδιες, την προσοχή τους θα μπορούσαμε να πούμε, μέσω των σκέψεών τους προς το να βρεθούν κάτω. Η μεγάλη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η ψυχή του σύμπαντος αποβλέπει προς τον όλο νου, ενώ οι επιμέρους ψυχές προς τους δικούς τους μερικούς νόες.

Ο Πλωτίνος συνεχίζει να εξετάζει τις διαφορές και τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στην συμπαντική ψυχή και στις ξεχωριστές ψυχές των όντων, κάνοντας μνεία στον Τίμαιο του Πλάτωνος, στο σημείο εκείνο όπου περιγράφει την δημιουργία της ψυχής, αναλύει την σκέψη του φιλοσόφου. Αναφέρει λοιπόν, σύμφωνα με τα όσα λέγονται στον Τίμαιο, ότι ο δημιουργός αφού τελειώσει με τη δημιουργία της ψυχής του παντός, φτιάχνει τις επιμέρους ψυχές, χρησιμοποιώντας υλικό από τον ίδιο κρατήρα από τον οποίο προέρχεται και η ψυχή του παντός, κάνοντας μ'αυτόν τον τρόπο ομοειδής προς αυτήν και τις άλλες ψυχές, δίνοντάς τους τη διαφορά με τη χρήση δεύτερης και τρίτης τάξεως συστατικών (6).

Πολύ σημαντική είναι επίσης η αναφορά που γίνεται από τον Πλωτίνο, στη μετενσάρκωση. Αφού αναλύει τη διαφορά των ψυχών μεταξύ τους όσον αφορά τα δεύτερα και τα τρίτα (συστατικά), συνεχίζει λέγοντας πως οι ψυχές δεν διαφέρουν μόνο στα «σώματα» και στον «χαρακτήρα» αλλά κυρίως στα έργα της διάνοιάς τους, καθώς και στις επιλογές τους ως αποτέλεσμα των βίων που έζησαν προηγουμένως. Παρακάτω μας λέει και πάλι ότι σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι επιλογές των ψυχών γίνονται σύμφωνα με τις προηγούμενες ζωές τους.

Ένα ερώτημα ακόμα το οποίο ο Πλωτίνος υποβάλει και απαντά είναι το πώς έρχεται η ψυχή μέσα στο σώμα. Δηλώνει, λοιπόν, πως ο τρόπος εισόδου της ψυχής στο σώμα είναι διττός, η είσοδος της ψυχής στο σώμα γίνεται δηλαδή με δύο τρόπους.

Ο πρώτος είναι όταν η ψυχή υπάρχει ήδη σε ένα ανθρώπινο σώμα και αλλάζει σώματα ή όταν από ένα σώμα αέρινο ή πύρινο περνάει σε ένα γήινο! Ο δεύτερος τρόπος είναι όταν γίνεται η μετάβαση της ψυχής από την ασώματη κατάσταση σε ένα οποιασδήποτε μορφής σώμα, κάνοντας έτσι η ψυχή την πρώτη της επικοινωνία με ένα σώμα. Παραμένοντας σ'αυτόν τον δεύτερο τρόπο εξετάζει τι συμβαίνει όταν μια ψυχή απολύτως καθαρή από σώμα, δέχεται στον εαυτό της τη σωματική φύση.

Κάνει λόγο πρώτα-πρώτα για την ψυχή του παντός, υποδεικνύοντας ότι σχετικά με αυτήν κάθε αναφορά σε όρους όπως «είσοδος» και «εμψύχωση» γίνεται καθαρά για λόγους σαφήνειας. Διότι δεν υπήρξε ποτέ στιγμή κατά την οποία το Σύμπαν δεν είχε ψυχή, ούτε υπήρξε στιγμή κατά την οποία δημιουργήθηκε σώμα εν απουσία ψυχής.

Υποστηρίζει πως η ψυχή έχει ανάγκη το σώμα για να προχωρήσει, πως ο λόγος ύπαρξής της και η φυσική της θέση δεν είναι άλλη από το να βρίσκεται εντός και επί του σώματος. Σκοπός λοιπόν της ψυχής είναι να εμψυχώνει, έτσι δημιουργεί έναν τόπο για τον εαυτό της (η ψυχή του παντός), συνεπώς ένα σώμα και την δεδομένη στιγμή όπου γίνεται λόγος για την ψυχή του παντός, σαν σώμα εννοείται το σύμπαν.

Ο Πλωτίνος παραδίδει μια γλαφυρότατη περιγραφή του πως η ψυχή του παντός δημιουργεί. Ξεκινά περιγράφοντας πως είναι η ψυχή. Η στάση της είναι να μένει εντός του εαυτού της, ομοιάζει, μας λέει, σαν να εκλάμπει ένα δυνατό φως από εκείνη και στα όρια αυτού του φωτός να υπάρχει σκοτάδι, που καθώς το βλέπει η ψυχή, του δίνει σχήμα. Έτσι λαμβάνει ύπαρξη κάτι που μοιάζει με στολισμένο οίκημα το οποίο δεν αποχωρίστηκε ποτέ από το δημιουργό του. Ένα δημιούργημα στο οποίο ο δημιουργός δεν έδωσε ένα κομμάτι από τον εαυτό του, αλλά το συνέλαβε ολόκληρο μονομιάς σε κάθε του σημείο. Συμβάλλει στην ίδια του την ύπαρξη και την ωραιότητά του με ωφέλιμη φροντίδα, στον βαθμό που του είναι δυνατό να μετέχει στο είναι του, χωρίς να βλάπτεται από αυτό, διότι είναι «πάνω» από αυτό και το εποπτεύει. Με αυτόν τον τρόπο είναι έμψυχο, έχοντας μια ψυχή που είναι παρούσα σ'αυτό αλλά που δεν του ανήκει, «διοικείται δεν διοικεί, κατέχεται δεν κατέχει». Δεν βρίσκεται η ψυχή μέσα στο σύμπαν αλλά το σύμπαν βρίσκεται στην ψυχή όπου «το κρατά υψωμένο». Ο Πλωτίνος παρομοιάζει το σύμπαν σαν ένα ζωντανό δίχτυ όπου είναι απλωμένο στη θάλασσα-ψυχή, χωρίς όμως να μπορεί να την καταλάβει και να την κάνει δική του. Όσο απλώνεται η θάλασσα απλώνεται και το δίχτυ μαζί της όντας ανήμπορο να διαχωριστεί από αυτή, διότι δεν μπορεί να είναι αλλού παρά εκτός από εκεί που βρίσκεται. Και επειδή η ψυχή από τη φύση της δεν έχει μέγεθος, μπορεί με μια και μόνο σύλληψη να καταλάβει ολόκληρο το σώμα, όσο και αν εκταθεί αυτό, εκεί είναι και η ψυχή. Κατ'αυτόν τον τρόπο, μας εξηγεί, ότι το σύμπαν εκτείνεται με βάση το σημείο στο οποίο κατά την πορεία του έχει την ψυχή να διατηρεί την ύπαρξή του.

Όσον αφορά τώρα την έκταση της δημιουργίας, αυτή καθορίζεται από την λογική αρχή που προέρχεται από την ψυχή. Η λογική αρχή της ψυχής είναι που δια της θελήσεως δημιουργεί ένα μέγεθος τόσο μεγάλο όσο η μορφή, από την οποία απορρέει το μέγεθος (όγκος-μέγεθος-συμπαντικός νόμος). Έτσι, επομένως, η ψυχή του παντός με τη δύναμη της ουσίας της και δια της θελήσεώς της, ελέγχει τα σώματα ώστε να λαμβάνουν γένεση και να βρίσκονται στην κατάσταση όπου εκείνη τα οδηγεί.

Δεν αναλώνει ούτε παραθέτει όλη τη δύναμή της, προς τα υλικά σώματα, έχει μία δύναμη η οποία ανήκει ολοκληρωτικά σε αυτήν και η οποία παραμένει στον εαυτό της και μία άλλη που φεύγει από αυτή προς τα δημιουργημένα πράγματα. Η δράση της ψυχής είναι κάτι που τελεί σε εγρήγορση, τόσο αυτή που συμβαίνει μέσα της όσο και αυτή που απευθύνεται προς τα δημιουργημένα, υλικά πλάσματα. Όλα τα υλικά πλάσματα δε ζουν από μόνα τους, η ψυχή είναι που τους δίνει ζωή και μάλιστα τέτοια ζωή σαν κι αυτή σύμφωνα με την οποία εκείνη ζει. Ζώντας μέσα σε μια λογική αρχή, δίνει και στο σώμα λογική αρχή κατ'εικόνα εκείνης την οποία έχει, καθώς και τα σχήματα των σωμάτων, των οποίων τις λογικές αρχές κατέχει.

Συνεπώς, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πλωτίνου, η ψυχή του παντός ποίησε όλα τα πράγματα μέσα στο σύμπαν, από τα ουράνια σώματα μέχρι και τις πιο μικρές υπάρξεις που υφίστανται, κατά μίμηση των όντων των οποίων είχε τις λογικές αρχές, και με αυτόν τον τρόπο καθένα απ'αυτά έγινε μια εκδηλωμένη λογική αρχή στην ύλη, σχηματισμένη σύμφωνα με αυτήν που υπήρχε προ της ύλης. Η ψυχή όντας εναρμονισμένη με τον θεό (ανώτερη αρχή-νους) από τον οποίο προήλθε, προς τον οποίο είναι εστιασμένη και τον οποίο είχε όταν δημιουργούσε, γίνεται ο σύνδεσμος μεταξύ αυτού και των δημιουργημένων πραγμάτων.

Όσον αφορά τις επιμέρους ψυχές, ο Πλωτίνος υποστηρίζει πως αυτές σύμφωνα με τη διάθεση που έχουν λάβει από τον νου χωρίζονται σε διάφορα είδη, έτσι διάκεινται ανάλογα με τη μορφή η οποία έρχεται προς αυτές από τον νου. Κάθε ψυχή επομένως κατέρχεται προς ένα σώμα, έτοιμο σύμφωνα με την ομοιότητά του προς τη διάθεση της ψυχής. Κατ'αυτόν τον τρόπο αν μία ψυχή ομοιώθηκε σε άνθρωπο, εκδηλώνεται στον αισθητό κόσμο ανθρώπινο σώμα-μορφή και άλλες ψυχές σε διάφορα είδη ζώων. Μας επισημαίνει λοιπόν ότι οι επιμέρους ψυχές δεν απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο σε ανθρώπους αλλά και σε άλλες μορφές ζωής, δεδομένου του ότι υπάρχουν διάφορα είδη ψυχών (7).

Οι ψυχές των ανθρώπων καθώς και οι άλλες επιμέρους ψυχές, αντίθετα από την ψυχή του παντός, δεν ποιούν το σώμα του οποίου λαμβάνουν τη φροντίδα και διαμέσου του οποίου εκδηλώνονται, αλλά ελκύονται προς τον ίδιο δημιουργημένο κόσμο (από την ψυχή του παντός) αισθητό κόσμο και κατεβαίνουν προς τα σώματα μέσα στα οποία λαμβάνουν γένεση, ορμώμενες άνωθεν από τη λογική τους αρχή, την ενωμένη με τον νου, χωρίς ωστόσο να απομακρύνονται από αυτήν. Είναι, περιγράφει ο Πλωτίνος, σαν το κεφάλι τους να στηρίζεται επάνω από τον «ουρανό» (8) ενώ το μεσαίο μέρος τους αναγκάζεται να φροντίσει αυτό στο οποίο έφτασαν και οι άκρες τους είναι ενωμένες με αυτό.

Με την κάθοδό τους στο σύμπαν, οι ψυχές δεν λειτουργούν ξέχωρα από αυτό αλλά έρχονται σε συμφωνία με αυτό, εναρμονίζονται με τους νόμους του και ακολουθούν την κυκλική του κίνηση (9). Όπως και το σύμπαν δρα σε συμφωνία με τα νοητά όντα και ακολουθεί τους νόμους που ο νους ορίζει σ'αυτό δια μέσου της ψυχής του παντός. Όλα μέσα στο σύμπαν συμβαίνουν βάση ενός προδιαγεγραμμένου σχεδίου από τον νου.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο, υπάρχει μία καθορισμένη τάξη, ένας αναπόδραστος νόμος, που υποχρεώνει το κάθε τι να γεννάται και να εκδηλώνεται στη σωστή χρονική στιγμή. Έτσι κάθε ψυχή έχει τον δικό της χρόνο που όταν αυτός έρχεται, εκείνη καλείται, κατεβαίνει και εισδύει στο κατάλληλο σώμα. Κάθε είδος (ψυχής) έχει τη δική του «μοίρα» και χρονική στιγμή.

Όταν οι ψυχές ξεκινούν την κάθοδό τους προς τον αισθητό κόσμο πηγαίνουν πρώτα στον «ουρανό» όπου εκεί προσλαμβάνουν σώμα. Ο Πλωτίνος είναι φανερό ότι με την λέξη ουρανό εννοεί το διάστημα που βρίσκεται υπεράνω της γης, ένα διαφορετικό πεδίο λεπτότερης ύλης στο οποίο περνά η ψυχή στην αρχή της εισόδου της στον αισθητό κόσμο (10). Αφού προσλάβουν σώμα προχωρούν μέσω αυτού προς τα σώματα με περισσότερη γεώδη σύσταση έως το σημείο που μπορούν να εκταθούν σε μήκος (11). Ο Πλωτίνος αναφέρεται στον «ουρανό», λέγοντας ότι είναι το ανώτερο πεδίο του αισθητού κόσμου και θεωρεί τη γη ως το τελευταίο (κατώτερο) από τα πεδία του (12). Τα ουράνια μέρη είναι αυτά που εμψυχώνονται πρώτα και επίσης αυτά, κατά τον Πλωτίνο, έχουν την ικανότητα να μετέχουν της ψυχής και να την συνακολουθούν στο έργο της. Οι ψυχές φωτίζουν τον ουρανό, δίνοντάς του το μεγαλύτερο και πρώτο μέρος του εαυτού τους, φωτίζουν επίσης και τον υπόλοιπο κόσμο (τα ενδιάμεσα πεδία;) με τα δευτερεύοντα μέρη τους. Αυτές οι ψυχές που κατεβαίνουν περισσότερο, ρίχνουν και το φως τους χαμηλότερα, δεν είναι καλό όμως για αυτές να προχωρήσουν πολύ, επισημαίνει ο Πλωτίνος.

Μερικές από τις ψυχές έρχονται από τον ουρανό προς τα κατώτερα σώματα, ωστόσο ανά κάποια χρονικά διαστήματα ελευθερώνονται απ'αυτά και μπορούν έτσι, ομοίως και αυτές, να βρίσκονται εντός της λογικής αρχής όπως και η ψυχή του παντός, η οποία ποτέ δε στρέφεται προς τον αισθητό κόσμο. Από το ένα χρονικό διάστημα στο άλλο, επιστρέφουν στην ίδια κατάσταση, σε μια διαδοχική σειρά καθορισμένων ζωών. Εκτελώντας την πορεία τους μέσα σε αυτές τις ζωές, ολοκληρώνονται σύμφωνα με μία και μοναδική λογική αρχή.

Υπάρχουν και κάποιες ψυχές όπου με την κάθοδό τους σε κατώτερα σώματα εγκλωβίζονται όλο και περισσότερο μέσα στην ύλη, με αποτέλεσμα να «βαρύνουν» και να βυθιστούν στη λήθη, να χάσουν την επαφή τους δηλαδή με το ανώτερο μέρος τους τη λογική τους αρχή, να χάσουν τον εαυτό τους, το είναι τους, έλκοντας ακόμη περισσότερο αυτό που βαραίνει επάνω τους (την υλική μορφή). Καταλήγουν με αυτόν τον τρόπο, να εισέρχονται από το ένα σώμα στο άλλο, χωρίς καμιά ανάπαυλα. Με τον καιρό γίνονται διαφορετικές και στρέφονται ολοένα και περισσότερο «σ'αυτό που τους ανήκει» (στη σωματική μορφή) και έρμαια πια καταλαμβάνονται από τα δεσμά που μόνες τους έδεσαν λίγο-λίγο μ'αυτά τον εαυτό τους. Ανήμπορες να αναστρέψουν με οποιοδήποτε τρόπο την κατάσταση αυτή, αφήνονται στη φροντίδα της φύσης.

Στο αντίθετο άκρο όμως υπάρχουν και οι ψυχές που ενώ υπόκεινται στη μοίρα του υλικού κόσμου, με τον ερχομό τους σε κατώτερα σώματα, δεν παύουν να ανήκουν στον εαυτό τους. Δέχονται να υπομείνουν όλα όσα είναι αναγκαία, μπορούν όμως ταυτόχρονα να ανήκουν στον εαυτό τους σε όλα όσα είναι δικά τους έργα, ζώντας σύμφωνα με μιαν άλλη νομοθεσία, την νομοθεσία που διέπει όλα τα όντα, που εις γνώσιν τους παρέχουν τον εαυτό τους σε αυτόν τον θεσμό. Ο θεσμός αυτός είναι φτιαγμένος από όλες τις εδώ λογικές αρχές και αιτίες και από τα έργα των ψυχών, καθώς και από τους νόμους που προέρχονται από τον νοητό κόσμο. Έτσι μπορούν να τελούν κάθε τους έργο, μέσα σ'αυτές, έξω από αυτές και γύρω από αυτές με πλήρη αρμονία και απόλυτη επίγνωση.

Ο Πλωτίνος ολοκληρώνει την άποψή του όσον αφορά την κάθοδο της ψυχής, στην όγδοη πραγματεία του έργου του με τίτλο «ΠΕΡΙ ΕΙΣ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΚΑΘΟΔΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ». Στην αρχή της πραγματείας αυτής, παραθέτει μια πνευματικής φύσεως προσωπική του εμπειρία (13), ένα βίωμα που συνέλαβε διαμέσου ενατενίσεως. Αυτό παραπέμπει στο γεγονός πως ένα μεγάλο μέρος του έργου του προέρχεται και βασίζεται σε τέτοιου είδους προσωπικές του εμπειρίες. Στην πραγματεία αυτή, λοιπόν, ο Πλωτίνος θίγει την τιμωρία που υφίσταται η ψυχή στρεφόμενη προς τα κάτω, προς το μερισμό. Εκθέτει την άποψή του αυτή παραθέτοντας πλήθος από απόψεις προγενέστερών του φιλοσόφων (14), θέλοντας να της δώσει ίσως με αυτόν τον τρόπο κύρος ή πιστοποίηση. Είναι ίσως το ποιητικότερο σημείο όλης της Τέταρτης Εννεάδας.

Παραμένοντας στη θεώρηση του Πλάτωνα, την αναλύει όντας σε συνταύτιση με αυτή. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι επιμέρους ψυχές, όταν εισέρχονται στον εδώ κόσμο παρασύρονται σε ένα είδος πτώσης και καταλήγουν να είναι μέρη και να ανήκουν στον εαυτό τους αποχωριζόμενες από το όλον. Όταν κάποια ψυχή παραμείνει για πολύ καιρό στη χωριστότητα, χάνει την επικοινωνία της με τον νου, σταματά να βλέπει προς αυτόν, εγκαταλείπει το όλον, και επικεντρώνεται στο να διοικεί το επιμέρους με δυσκολία πια. Έτσι σταδιακά φτάνει στο να το υπηρετεί, βυθιζόμενη σε μεγάλο βαθμό στα βάθη του επιμέρους πράγματος. Αυτό είναι το λεγόμενο «πτερορρόημα» κατά τον Πλάτωνα, φτάνει δηλ. στην κατάσταση να γίνει δέσμια του σώματος, χάνοντας λόγω των σφαλμάτων της το προνόμιο να διατηρείται αβλαβής. Περιοριζόμενη κατ'αυτόν τον τρόπο από τα δεσμά, λειτουργεί διαμέσου των αισθήσεων αφού εμποδίζεται πια να ενεργεί με τον νου. Θάφτηκε και είναι μέσα στο «σπήλαιο». Παρά το πάθημά της, λόγω του ότι διατηρεί εν δυνάμει μέσα της το υπερβατικό στοιχείο, κάποια στιγμή ξαναστρέφεται προς τη νόηση, ελευθερώνεται από τη φυλακή της και ανέρχεται. Μετά την πτώση τους οι ψυχές, γίνονται «αμφίβιες», λέει ο Πλάτωνας, όντας αναγκασμένες να ζουν διαδοχικά μια στην ζωή του νοητού και μια στην εδώ ζωή.

Στη συνέχεια ο Πλωτίνος εξετάζει το γεγονός της καθόδου, λέγοντας ότι ναι μεν ο χαρακτήρας της καθόδου μπορεί να είναι εκούσιος, δηλαδή με τη θέλησή της η ψυχή να εισέρχεται στον αισθητό κόσμο και να υπόκειται σε πτώση, αλλά ταυτόχρονα είναι και ακούσιος λόγω του ότι μέσα της εν δυνάμει υπάρχουν οι ικανότητες να διοικήσει κάτι κατώτερο από αυτήν και να παράγει έργο, να δημιουργήσει. Αυτό σημαίνει ότι εάν η ψυχή παραμείνει για πάντα στην ηρεμία του ασώματου κόσμου, τότε ποτέ δεν θα ενεργοποιήσει τις δυνάμεις τις οποίες κατέχει και επιπλέον ούτε και η ίδια θα γνωρίζει ότι τις διαθέτει από τη στιγμή που δεν θα εκδηλώνονταν ποτέ ούτε θα αναπτύσσονταν. Από τη στιγμή όμως που αυτές οι δυνάμεις βρίσκονται μέσα στην ίδια τη φύση της ψυχής, είτε η επερχόμενη δράση τους είναι παθητική (ακούσια) είτε ενεργητική (εκούσια), γίνεται αναπόφευκτη λόγω της αιώνιας αναγκαιότητας του φυσικού νόμου. Αν λοιπόν, σύμφωνα με τον Πλωτίνο, κοιτάξουμε το θέμα αυτό από την συγκεκριμένη οπτική γωνία, θα δούμε πως η ψυχή δεν διαπράττει κάποιο είδος σφάλματος, αλλά πορεύεται σύμφωνα με τα όσα ο δημιουργός (θεός) της προσέδωσε από τη στιγμή της εκπόρευσής της.

Εάν από την άλλη πλευρά όμως πρόκειται για κακή χρήση των δυνατοτήτων της, από μέρους της ψυχής, τότε σ'αυτήν την περίπτωση όντως υφίσταται σφάλμα. Το σφάλμα μπορεί να είναι διπλής φύσεως, είτε δηλαδή οφείλεται στις αιτίες της καθόδου, είτε στις κακές πράξεις της ψυχής όταν βρεθεί στον εδώ κόσμο. Τότε δια της θείας θεσπίσεως του νόμου της δικαιοσύνης, η ψυχή τιμωρείται. Στην πρώτη περίπτωση η τιμωρία είναι αυτό ακριβώς που γνωρίζει με την κάθοδό της. Στην δεύτερη περίπτωση είναι η είσοδός της και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρόνο, χωρίς ανάπαυλα, σε άλλα σώματα ανάλογα με την κρίση που της αξίζει. Ενώ αν η ψυχή επιδείξει ατελείωτο είδος κακίας κρίνεται άξια ακόμα μεγαλύτερης τιμωρίας, υπό την επιστασία «τιμωρών πνευμάτων» (λειτουργών).

Η ψυχή λοιπόν, όπως μας περιγράφει ο Πλωτίνος, αν και είναι θεϊκή και προέρχεται από τον θείο νου, εισέρχεται στο σώμα, ερχόμενη στον αισθητό κόσμο με μιαν αυτόματη ροπή. Σαν ένας μικρός θεός («έσχατης τάξεως θεός»), με τη δική της δύναμη, κοσμεί αυτό που έρχεται μετά από την ίδια (το κατώτερό της). Και αν φύγει σύντομα από την κατάσταση αυτή, δεν βλάπτεται καθόλου, αναχωρεί έχοντας αποκομίσει συνάμα τη γνώση του κακού και γνωρίζοντας τη φύση της κακίας, φέρνοντας σε εκδήλωση τις δυνάμεις της και παρουσιάζοντας τα έργα και τις δημιουργίες της.

Οι αιτίες, που μας παραθέτει ο Πλωτίνος, οι οποίες κάνουν δυσάρεστη την επικοινωνία της ψυχής με το σώμα, είναι δύο. Ότι το σώμα γίνεται «εμπόδιο» για τη νόηση και το ότι «τη γεμίζει» με «επιθυμίες» (ηδονές) και «λύπες». Διότι τίποτα από αυτά τα δύο δεν θα μπορούσε να υποστεί η ψυχή, αν δεν καταβυθίζονταν εντός του σώματος αλλά αντίθετα παρέμενε στο να το διοικεί και να το εποπτεύει, χωρίς να δίνει τον εαυτό της σ'αυτό αλλά το σώμα να ανήκει σ'εκείνη. Τέλος, το θετικό που αποκομίζει η ψυχή ερχόμενη στον αισθητό κόσμο, είναι οι εμπειρίες που εξέλαβε διαμέσου όλων αυτών που είδε και όλων αυτών που έπαθε όντας εκεί. Καθώς και το ότι γνώρισε τι σημαίνει να είσαι εκεί, αποκτώντας τη γνώση του τι πραγματικά είναι καλύτερο δια της αναλογικής σύγκρισης μεταξύ των αντιθέτων, του επάνω και του κάτω, του νοητού και του αισθητού.

Προς το τέλος της τρίτης πραγματείας (15) ο Πλωτίνος αναφέρεται στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα, με ποιο τρόπο το σώμα εμψυχώνεται και ποιο μέρος της ψυχής είναι αυτό που εισέρχεται στο σώμα. Υποστηρίζει πως το κατώτερο μέρος της ψυχής είναι σε επαφή με το σώμα, ενώ όπως προείπαμε το ενδιάμεσο στρέφεται προς τη φροντίδα και το ανώτερο παραμένει ενωμένο με τον νου. Από αυτό προκύπτει πως η ψυχή δεν δίνεται ολοκληρωτικά στο σώμα, ούτε και όλες οι δυνάμεις της είναι παρούσες σ'αυτό, παρά μόνον αυτές που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του. Η ψυχή, θα λέγαμε, ότι δίνει στο σώμα (αδρανής ύλη) την κινητήριο δύναμη, το ζωοποιεί όπως παρουσιάζεται από τον Πλωτίνο. Η ψυχή αποδίδει στο κάθε όργανο του σώματος την απαραίτητη δύναμη για το έργο του. Έτσι με αυτόν τον τρόπο κάθε εσωτερικό όργανο του σώματος, όπως και επίσης κάθε αισθητήριο όργανο μεταβαίνει σε λειτουργία, καθώς επίσης η αισθητηριακή δύναμη είναι παρούσα στο σύνολο του σώματος, για την εξυπηρέτηση της αισθητηριακής αντίληψης της ψυχής.

Η υπόλοιπη πραγματεία ως το τέλος της καθώς και οι επόμενες τρεις (16), είναι αφιερωμένες περί της αίσθησης και της μνήμης. Μέσα σ'αυτές, ο Πλωτίνος εξετάζει το αν η αίσθηση είναι ίδιον της ψυχής και το αν η ψυχή έχει μνήμη. Συχνά υποστηρίζει αυτή του τη θεώρηση, παραθέτοντας απόψεις, κυρίως του Αριστοτέλη. Ξεκινώντας από την αίσθηση μας λέει, ότι είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που η ψυχή προσδίδει σε κάθε μέρος του σώματος, ώστε μέσω αυτού να μπορεί να έχει την αισθητηριακή αντίληψη. Δια της αισθητηριακής αντίληψης, το σώμα γίνεται όργανο της ψυχής. Πρόκειται για την αντίληψη που σχηματίζει η ψυχή για τα αισθητά αντικείμενα, χρησιμοποιώντας το σώμα, διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να έχει επαφή με αυτά παρά μόνο μέσω του σώματος. Η δύναμη της αίσθησης, λοιπόν, καθώς και της παρόρμησης (το επιθυμητικό) ανήκει στην ψυχή η οποία έχει την ικανότητα να αισθάνεται και να φαντάζεται. «...ώστε στην αισθητηριακή αντίληψη η ψυχή να επέχει θέση τεχνίτη και το σώμα θέση εργαλείου, όπου το σώμα δέχεται επιρροές και υπηρετεί, ενώ η ψυχή δέχεται τις επί του σώματος αποτυπώσεις ή τις διαμέσου του σώματος ή την κρίση που σχημάτισε από τα βιώματα του σώματος...» (3., 26.)

Κατανοούμε λοιπόν πως κατά τον Πλωτίνο, η αίσθηση είναι ένα εργαλείο της ψυχής το οποίο έχει την ικανότητα να της μεταφέρει όλα όσα υπόκειται το σώμα σε σχέση με το εξωτερικό του περιβάλλον. Είναι ουσιαστικά ένας μεταβιβαστής των ερεθισμάτων και των παθών του σώματος. Με τα όργανα του σώματος να λειτουργούν, άλλοτε σαν πομποί και άλλοτε σαν δέκτες.

Η μνήμη, μας λέει ο Πλωτίνος, ανήκει στην φαντασιακή δύναμη της ψυχής. Η φαντασιακή δύναμη της ψυχής βρίσκεται ανάμεσα στο ανώτερο μέρος της, το ενωμένο με τον νου και στο κατώτερο μέρος της που είναι στο σώμα, έχει την ικανότητα να λαμβάνει τις «εικόνες» σαν αντικαθρέπτισμα από το ανώτερο μέρος της όπου βρίσκεται σε επαφή με τον νου (μνήμη του νοητού κόσμου), αλλά επίσης έχει την ικανότητα να λαμβάνει και τις «εικόνες» από τον αισθητό κόσμο που αποτυπώνονται μέσω της αίσθησης στην αισθητηριακή της αντίληψη, τις επεξεργάζεται και κάνει έναν διαχωρισμό, κάποιες τις τοποθετεί στη μνήμη ως γνωστικά αντικείμενα και κάποιες άλλες τις απορρίπτει.

Η μνήμη των γνωστικών αυτών αντικειμένων που η ψυχή συλλέγει, σε σχέση με τα όσα «ζει» και λαμβάνει εν'όσο βρίσκεται εντός του αισθητού κόσμου, χάνονται κατά κάποιο τρόπο και παύουν να ισχύουν όταν αυτή επιστρέφει στο νοητό κόσμο. Διότι όντας στρεφόμενη προς τον νου, έρχεται σε ένωση και εναρμονίζεται με αυτόν. Είναι τότε ένα με το όλον και διάκειται άτρεπτη προς τη νόηση, έχοντας επίγνωση του εαυτού της, ως ταυτιζόμενη και ενοποιημένη με το όλον. Όταν όμως στραφεί ξανά προς τον αισθητό κόσμο, αποχωριζόμενη την ενότητά της και αποδεχόμενη την ατομικότητά της, τότε ανακτά και πάλι τη μνήμη των πραγμάτων του αισθητού κόσμου που συνέλεξε εν'όσο βρισκόταν σ'αυτόν. Πράγμα που σημαίνει ότι με την επιστροφή της στον νοητό κόσμο, η μνήμη αυτή δεν χάνεται ούτε καταστρέφεται, αλλά υπάρχει μέσα της σε λανθάνουσα κατάσταση. Ενώ αντίθετα η μνήμη που κατέχει από τον νοητό κόσμο, δεν παύει ποτέ να λειτουργεί στο ανώτερο μέρος της το οποίο είναι ενωμένο με αυτόν.

Ο Πλωτίνος δεν παραλείπει να αφιερώσει μία πραγματεία στην αθανασία της ψυχής 17, παρόλο που σε όλο του το έργο είναι έκδηλη η πεποίθηση αυτή. Στο μεγαλύτερο μέρος της πραγματείας του, αντιμάχεται όλους όσους υποστηρίζουν ότι η ψυχή είναι ένα είδος υλικής υπόστασης και ότι υπόκειται σε φθορά, θέτοντας πλήθος επιχειρημάτων που αναιρούν την υπόθεση αυτή.

Ξεκινά την επιχειρηματολογία του, λέγοντας πως ότι είναι επιδεκτικό σε φθορά είναι σώμα, δεδομένου ότι αποτελείται από ύλη και όχι από «ουσία», έχει όγκο, μέγεθος, λαμβάνει γένεση και υπόκειται στο χρόνο. Διότι «γίνεται και καταστρέφεται, αλλά ποτέ δεν είναι πραγματικά» και αυτό που το κάνει να έχει ύπαρξη είναι η συμμετοχή του στο ον (μέχρι το βαθμό που μπορεί να μετέχει). Το σώμα δεν έχει δική του ζωή, λαμβάνει ζωή και γένεση (από την ψυχή) και εφόσον δεν είναι αυθύπαρκτο και αιώνιο, μεταβάλλεται και καταστρέφεται, γιατί η φύση του είναι πρόσκαιρη. Ολόκληρο το αισθητό αυτό σύμπαν το οποίο απαρτίζεται από σώματα, οφείλει την ύπαρξή του και τη γέννησή του στην ψυχή, αυτή είναι που το δημιουργεί και του δίνει ζωή όμοια με τη δική της.

Συνεχίζει την επιχειρηματολογία του (ο Πλωτίνος), περιγράφοντας τη φύση της ψυχής σε αντιδιαστολή με τη φύση των σωμάτων. Η λογική ψυχή (λογιστικό) διαθέτει αφ'εαυτής την ύπαρξη, δεν μετέχει στο ον αλλά είναι το όντως όν, το οποίο δεν υπόκειται σε γένεση ούτε σε φθορά. Έχει επίσης αφ'εαυτού ζωή, η οποία είναι αδύνατον να καταστραφεί διότι δεν έχει εξωτερική προέλευση. Όντας ένα αυθύπαρκτο ον, προερχόμενο από τον νοητό κόσμο είναι άχρονη (αιώνια) δεν έχει μέγεθος, όγκο, υφή, σχήμα και χρώμα, δεν μεταβάλλεται, ούτε καταστρέφεται.

Δεδομένου επίσης ότι η ψυχή είναι η αρχή της ζωής για τα πράγματα του αισθητού κόσμου, οφείλει να είναι κάτι ανώτερο από αυτά. Άρα η ψυχή είναι αδύνατον να είναι οποιοδήποτε είδος σώματος. Συνεπώς η ανώτερη αυτή ουσία που έχει φύση πρωταρχικώς ζώσα, είναι κατ'ανάγκην άφθαρτη και αθάνατη ως αρχή ζωής όλων των αισθητών πραγμάτων. Με την αναλυτική περιγραφή όλων αυτών, ο Πλωτίνος κάνει σαφές, ότι η ψυχή είναι συγγενική προς την «κατ'εξοχήν θεϊκή και αιώνια φύση».

Θα ήθελα να τελειώσω αυτή τη διαδρομή μέσα στην τέταρτη Εννεάδα του Πλωτίνου, παραθέτοντας ένα μέρος από την πραγματεία αυτή: «... καθώς παραδεχόμαστε ότι κάθε θείο και όντως ον έχει μια αγαθή και έμφρονα ζωή, πρέπει μετά από αυτό να εξετάσουμε τη συνέχεια, αρχίζοντας από την ψυχή μας και βρίσκοντας ποια είναι η φύση της... να την εξετάσει αφαιρώντας ή μάλλον ο αφαιρών ας δει τον εαυτό του και ας πιστέψει ότι είναι αθάνατος, όταν θεαθεί τον εαυτό του ερχόμενο στο νοητό και καθαρό κόσμο. Πράγματι, θα δει έναν νου που βλέπει όχι κάτι αισθητό ούτε κάτι από τα θνητά πράγματα, αλλά κατανοεί το αιώνιο μέσω του αιώνιου στοιχείου του, και όλα τα πράγματα στην περιοχή του νοητού, κόσμος νοητός ο ίδιος και φωτισμένος, καταυγάζεται από την αλήθεια που προέρχεται από το αγαθό, αυτήν που στέλνει λάμψεις αλήθειας σε όλα τα νοητά. Έτσι πολλές φορές θα θεωρήσει ότι είναι σωστό αυτό που λέγεται: «Χαίρετε, εγώ είμαι για σας ένας αθάνατος θεός» που έχει ανέβει προς την περιοχή του θείου και έχει ατενίσει την ομοιότητα με αυτό. Εάν όμως η κάθαρσή μας οδηγεί σε γνώση του άριστου, τότε αναφαίνονται και οι επιστήμες που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, εκείνες βέβαια που είναι πραγματικές επιστήμες. Διότι, φυσικά, όχι με το να τρέχει έξω η ψυχή «βλέπει την σωφροσύνη και την δικαιοσύνη» αλλά αυτήν καθαυτήν, στην κατανόηση του εαυτού της και αυτού που ήταν προηγουμένως, βλέποντάς τα σαν αγάλματα εγκατεστημένα σε αυτήν, έχοντάς τα καθαρίσει από τη σκουριά του χρόνου που τα είχε σκεπάσει...» (7., παρ. 10)
--------------------------------------------------------------------------------
1. ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΠΡΩΤΟΝ, 2. ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ.
2. Τη λέξη νου, ο Πλωτίνος, τη χρησιμοποιεί με την Πλατωνική έννοια του όρου. Δεν εννοεί τη λογική ή την ικανότητα της σκέψης αλλά την ανώτερη ουσία που βρίσκεται πέραν του υλικού κόσμου. Είναι ένας λατωνικός όρος για την θεία συνείδηση. Θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα ότι είναι ο Λόγος απ'όπου προέρχονται τα πάντα. «Σημαίνει Πνεύμα σε διάκριση από την ψυχή» (ΒΙΒΛΟΣ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΥ, Ε. Π. ΜΠΛΑΒΑΤΣΚΥ, ΕΚΔ. ΚΕΔΡΟΣ).
3. Δεν είναι ούτε μόνο διαιρετή, ούτε μόνο αδιαίρετη κατ'ανάγκην είναι και τα δύο.
4. ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΠΡΩΤΟΝ, 4.ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, 5.ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΡΙΤΟΝ Ή ΠΕΡΙ ΟΨΕΩΣ.
5. Περισσότερη ανάλυση στο θέμα αυτό, βρίσκουμε στην ένατη και τελευταία πραγματεία της 4ης Εννεάδας <9.ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΠΑΣΑΙ ΑΙ ΨΥΧΑΙ ΜΙΑ>, η οποία είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στο ζήτημα αυτό.
6. Στο σημείο αυτό οφείλω να σημειώσω ότι, η διαφορετικότητα, η μοναδικότητα της μιας ψυχής σε σχέση με την άλλη έγκειται σ'αυτό ακριβώς το γεγονός. Ο Πλωτίνος το αναλύει αυτό, λέγοντας ότι οι διαφορές των ψυχών αναφέρονται στα δεύτερα και στα τρίτα (συστατικά)και ανάλογα με τον τρόπο που αυτά αναμειγνύονται για να αποτελέσουν μια ξεχωριστή ψυχή. Αυτό κάνει την κάθε ψυχή να διαφέρει βάσει του στοιχείου που είναι ενεργό μέσα της. Έτσι οι ψυχές τελειοποιούνται έχοντας διαφορετικές τάσεις η κάθε μία.
7. Αν παρατηρήσουμε τις διάφορες μορφές ζωής, θα διαπιστώσουμε πως κατέχουν κάποια μορφή συνείδησης είτε αυτή είναι περισσότερο πρωτόγονη είτε λιγότερο. Αυτό και μόνο, έως ένα βαθμό μπορεί να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του Πλωτίνου, ότι κάθε πλάσμα εμψυχώνεται από ένα είδος ψυχής η οποία κατέχει ένα είδος λογικής αρχής.
8. Πέρα από τον κόσμο (αισθητό), έξωθεν του σύμπαντος.
9. Με τον τρόπο όπου μεταφέρει ο Πλωτίνος το γεγονός της κυκλικής κίνησης μέσα στο σύμπαν, υποδηλώνει κατά πρώτον πως οτιδήποτε υπάρχει μέσα σ'αυτό υπόκειται βάση νόμου σε κυκλική κίνηση όπως και το ίδιο το σύμπαν και κατά δεύτερον το νόμο της εξέλιξης.
10.Αναφέρει κατά λέξη (ο Πλωτίνος) ότι ο ουρανός συνορεύει με το τελευταίο σημείο του νοητού κόσμου και ότι είναι το καλύτερο μέρος του αισθητού κόσμου.
11. Στο σημείο αυτό δημιουργείται η εντύπωση, πως η ψυχή ενδύεται πολλά σώματα έως ότου φτάσει στο κατώτερο υλικό σώμα.
12. Συνεπώς, μας αφήνει να καταλάβουμε πως υπάρχουν και άλλα πεδία ενδιάμεσα.
13. 8.,1-11, βλ. και σχόλιο 8.2 στο βιβλίο «Πλωτίνος, Εννεάδες, Εννεάς Τετάρτη» εκδ. Κάκτος, Οδυσσέας Χατζόπουλος.
14. Μεταξύ άλλων αναφέρεται στον Ηράκλειτο, στον Εμπεδοκλή, στον Πυθαγόρα και φυσικά στον «θεϊκό Πλάτωνα», όπως συνηθίζει να τον αποκαλεί.
15. 3. ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΠΡΩΤΟΝ, παρ. 22, 23
16. 4. ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, 5. ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΡΙΤΩΝ Ή ΠΕΡΙ ΟΨΕΩΣ, 6. ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Εννεάδες, Εννεάς Τετάρτη, Πλωτίνος, εκδ. Κάκτος, Οδυσσέας Χατζόπουλος, 2000
- Λεξικό φιλοσοφικών όρων, Αιμιλία Ξανθοπούλου, Εκδ. 
Μέδουσα, 2006
- Βίβλος Αποκρυφισμού, Έλενα Π.Μπλαβάτσκυ, Εκδ. Κέδρος, 1995
πηγή: platonakademy

ΚΑΡΛ ΠΟΠΠΕΡ - ΠΙΣΩ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΊ ΚΑΙ ΠΟΠΠΕΡ



            Προλογικά

Ας προσέξουμε ότι, σύμφωνα με τον Κ. Πόππερ, επιστημονικό είναι μόνο οτιδήποτε μπορεί να διαψευστεί. Γιατί έτσι εξελίσσεται η επιστήμη, μέσα από διαδοχικές διαψεύσεις.......Η επιστήμη συλλαμβάνει την αλήθεια μέσα από υποθέσεις οι οποίες επιβεβαιώνονται από πειράματα ή την παρατήρηση. Το ουσιώδες δεν είναι το πείραμα, αλλά το φιλοσοφικό ερώτημα που θα κάνει ο επιστήμονας για να οδηγηθεί σε ένα επιστημονικό πόρισμα.... Οπότε κάθε φορά που επιβεβαιώνεται μια νέα φιλοσοφική υπόθεση εμπειρικά, έχουμε διάψευση της προηγούμενης επιστημονικής γνώσης...
Τό «πί­σω στό Μα­θου­σά­λα»[1] ἦ­ταν ἕ­να προ­ο­δευ­τι­κό πρό­γραμ­μα, συγ­κρι­νό­μεν­ο μέ τό «Πί­σω στό Θα­λῆ» ἤ τό «Πί­σω στον Ἀ­να­ξί­μαν­δρο»: ὅ,τι μᾶς πρό­σφε­ρε ὁ Shaw ἦ­ταν μιά βελ­τι­ω­μέ­νη προσ­δο­κί­α ζω­ῆς — κά­τι πού κυ­κλο­φο­ροῦ­σε στόν ἀ­έ­ρα, ἐν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, ὅ­ταν τό­γρα­φε. Δέν ἔ­χω τί­πο­τα νά σᾶς προ­σφέ­ρω, τί­πο­τα, φο­βοῦ­μαι, πού νά κυ­κλο­φο­ρεῖ σή­με­ρα στόν ἀ­έ­ρα· δι­ό­τι αὐ­τό στό ὁ­ποῖ­ο θέ­λω νά ἐ­πι­στρέ­φου­με εἶ­ναι ἡ ἁ­πλή καί εἰ­λι­κρι­νής ἐ­κλο­γί­κευ­ση τῶν Προ­σω­κρα­τι­κῶν. Ποῦ βρί­σκε­ται αὐ­τή ἡ τό­σο πο­λύ συ­ζη­τη­μέ­νη «ἐ­κλο­γί­κευ­ση» τῶν Προ­σω­κρα­τι­κῶν; Ἡ ἁ­πλό­τη­τα καί ἡ τολ­μη­ρό­τη­τα τῶν ἐ­ρω­τη­μά­των τους εἶ­ναι μέ­ρος της, ἀλ­λά ἡ θέ­ση μου εἶ­ναι ὅ­τι τό ἀ­πο­φα­σι­στι­κό ση­μεῖ­ο εἶ­ναι ἡ κρι­τι­κή στά­ση ἡ ὁ­ποί­α, ὅ­πως θά προ­σπα­θή­σω νά δεί­ξω, ἀρ­χι­κά ἀ­να­πτύ­χθη­κε στήν Ἰ­ω­νι­κή Σχο­λή. 
Τά ἐ­ρω­τή­μα­τα στά ὁ­ποῖ­α οἱ Προ­σω­κρα­τι­κοί προ­σπά­θη­σαν ν’ ἀ­παν­τή­σουν, ἦ­ταν πρω­τί­στως έ­ρω­τή­ματα κοσμολογικά, ἀλλά ἦταν ἐπίσης καί ἐρωτήματα θεωρίας τῆς γνώσεως. ’Ἔχω τήν πεποίθηση πώς ἡ φιλοσοφία πρέπει νά ἐπιστρέφει στήν κοσμολογία καί στήν ἁπλή γνωσιοθεωρία. Ὑπάρχει ἕνα, τουλάχιστον, φιλοσοφικό πρόβλημα πού ἐνδιαφέρει κάθε σκεπτόμενο ἄνθρωπο: τό πρόβλημα τῆς κατανόησης τοῦ κόσμου μέσα στόν ὁποῖο ζοῦμε: καί, ὡς ἐκ τούτου, τοῦ ἑαυτοῦ μας (ὁ ὁποῖος εἶναι μέρος αὐτοῦ τοῦ κόσμου) καί τῆς γνώσης μᾶς γι’ αὐτόν. Πιστεύω πώς ὁλόκληρη ἡ ἐπιστήμη εἶναι κοσμολογία καί, γιά μένα, τό ἐνδιαφέρον τῆς φιλοσοφίας, ὄχι λιγότερο ἀπ’ ὅτι τῆς ἐπιστήμης, βρίσκεται ἀποκλειστικά στή θαρραλέα της προσπάθεια νά προσθέσει στή γνώση μας γιά τόν κόσμο. Γιά παράδειγμα, ὁ Wittgenstein μ’ ἐνδιαφέρει, ὄχι γιά τή γλωσσολογική του φιλοσοφία ἀλλά διότι τό Tractatus του ἦταν μιά κοσμολογική πραγματεία (μολονότι ἀδούλευτη), καί διότι ἡ γνωσεοθεωρία του ἦταν στενά δεμένη μέ τήν κοσμολογία του. 
Γιά μέ­να, τό­σο ¨η φι­λο­σο­φί­α ὅ­σο καί ἡ ἐ­πι­στή­μη χά­νουν κά­θε γο­η­τεί­α ὅ­ταν ἐγ­κα­τα­λεί­πουν τήν ἀ­να­ζή­τη­ση αὐ­τή - ὅ­ταν γί­νον­ται ἐ­ξει­δι­κεύ­σεις καί παύ­ουν νά βλέ­πουν, καί νά ἀ­πο­ρο­ΰν γιά τά αἰ­νίγ­μα­τα τοῦ κό­σμου μας. Ἡ εἰ­δί­κευ­ση μπο­ρεῖ νά­ναι ἕ­νας με­γά­λος πει­ρα­σμός γιά τόν ἐ­πι­στή­μο­να. Γιά τό φι­λό­σο­φο, εἶ­ναι θα­νά­σι­μο ἁ­μάρ­τη­μα.

    
II

Στή με­λέ­τη αὐ­τή μι­λά­ω σάν ἐ­ρα­σι­τέ­χνης[2], σάν ἕ­νας ἐ­ρα­στής τῆς ὄ­μορ­φης ἱ­στο­ρί­ας τῶν Προ­σω­κρα­τι­κῶν. Δέν εἶ­μαι οὔ­τε εἰ­δι­κός, οὔ­τε πραγ­μα­το­γνώ­μων: βρί­σκο­μαι ἐν­τε­λῶς ἔ­ξω ἀ­π’ τά νε­ρά μου ὅταν κά­ποι­ος εἰ­δι­κός ἀρ­χί­ζει νά ὑ­πο­στη­ρί­ζει ποι­ές λέ­ξεις ἤ φρά­σεις θά μπο­ροῦ­σε καί ποι­ές θά ΄­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­δύ­να­το νά­ ΄χει χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὁ Ἡράκλειτος. Ὡστόσο, ὅ­ταν κά­ποι­ος εἰ­δι­κός ἀν­τι­κα­θίστᾶ μιά ὄ­μορ­φη ἱ­στο­ρί­α, βα­σι­σμέ­νη στά πα­λαι­ό­τε­ρα κεί­με­να πού κα­τέ­χου­με, μέ μιά πού - γιά μέ­να του­λά­χι­στον - δέν ἔ­χει κα­νέ­να νό­η­μα, τό­τε νι­ώ­θω πώς ἀ­κό­μη κι ἕ­νας ἐ­ρα­σι­τέ­χνης μπο­ρεῖ νά ὀρ­θω­θεῖ καί νά ὑ­πε­ρα­σπι­σθεῖ μιά πα­λιά πα­ρά­δο­ση. Ὡς ἐκ τού­του, θά με­λε­τή­σω, του­λά­χι­στον, τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τοῦ εἰ­δι­κοῦ, καί θά ἐ­ξε­τά­σω τήν ἀν­το­χή τους. Αὐ­τό φαί­νε­ται νά­ ναι μιά ἀ­βλα­βής ἀ­πα­σχό­λη­ση, πού μπο­ρῶ νά τήν ἐ­πι­τρέ­ψω στό ἑ­αυ­τό μου καί ἄν κά­ποι­ος εἰ­δι­κός, ἤ ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἄλ­λος, ­ἔμ­παι­νε στόν κό­πο ν’ ἀν­τι­κρού­σει τήν κρι­τι­κή μου θά μ’ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε καί θά μού­κα­νε τι­μή.[3]  
Θ’ ἀ­πα­σχο­λη­θῶ μέ τίς κο­σμο­λο­γι­κές θε­ω­ρί­ες τῶν Προ­σω­κρα­τι­κῶν, ἀλ­λά μό­νο στό βαθ­μό πού συ­νιστοῦΰν τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦϋ προ­βλή­μα­τος τῆς με­τα­βο­λῆς, ὅ­πως τό ὀ­νο­μά­ζω, καί μό­νο στό βαθ­μό πού αὐ­τές [οἱ κο­σμο­λο­γι­κές θε­ω­ρί­ες] εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τες γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς προ­σέγ­γι­σης τῶν Προ­σω­κρα­τι­κῶν φι­λο­σό­φων στό πρό­βλη­μα τῆς γνώ­σης - τῆς πρα­κτι­κῆς κα­θώς καί τῆς θε­ω­ρη­τι­κῆς τους προ­σέγ­γι­σης. Δι­ό­τι εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐν­δι­α­φέ­ρον νά δεῖ κα­νείς πῶς ἡ πρακτική τους ὅπως καί ἡ θεωρία τῆς γνώσης τους συνδέεται μέ τά κοσμολογικά καί θεολογικά ἐρωτήματα πού ἔθεταν στόν ἑαυτό τους. Δέν εἶχαν μιά γνωσιοθεωρία πού ἄρχιζε μέ τό ἐρώτημα, «Πῶς γνωρίζω ὅτι τοῦτο εἶναι πορτοκάλι;» ἤ «Πῶς γνωρίζω ὅτι τό ἀντικείμενο πού ἀντιλαμβάνομαι αὐτή τή στιγμή εἶναι πορτοκάλι;» Ἡ γνωσιοθεωρία τους ξεκίνησε ἀπό προβλήματα ὅπως. «Πῶς γνωρίζουμε ὅτι ὁ κόσμος ἔγινε ἀπό νερό;» ἤ «Πῶς γνωρίζουμε ὅτι ὁ κόσμος εἶναι γεμάτος θεούς;» ἤ, «Πῶς μποροῦμε νά γνωρίζουμε ὁτιδήποτε γύρω ἀπό τους θεούς;»  
Ὑπάρχει μιά πλατιά διαδεδομένη πίστη πού νομίζω ὀφείλεται, κάπως ἀμυδρά, στήν ἐπίδραση τοῦ Francis Bacon, ὅτι τά προβλήματα τῆς γνωσιοθεωρίας θάπρεπε νά μελετῶνται μᾶλλον σέ σχέση μέ τή γνώση μας τοῦ πορτοκαλιοῦ παρά μέ τή γνώση μᾶς τοῦ κόσμου [cosmos]. Διαφωνῶ μέ τήν πίστη αὐτή, καί ἕνας ἀπό τους βασικούς σκοπούς αὐτῆς της μελέτης εἶναι νά σᾶς μεταδώσω μερικούς ἀπό τους λόγους αὐτῆς μου τῆς διαφωνίας. Ἐν πάση περιπτώσει εἶναι καλό νά θυμᾶται κανείς, ἀπό καιρό σέ καιρό, ὅτι ἡ δυτική μας ἐπιστήμη - καί δέν φαίνεται νά ὑπάρχει καμιά ἄλλη - δέν ξεκίνησε συλλέγοντας παρατηρήσεις γιά πορτοκάλια, ἀλλά μέ θαρραλέες θεωρίες περί τοῦ κόσμου [world],
  
III

Ἡ παραδοσιακή ἐμπειριοκριτική ἐπιστημολογία καί ἡ παραδοσιακή ἱστοριογραφία τῆς ἐπιστήμης εἶναι βαθιά ἐπηρεασμένες ἀπό τό βακώνειο μύθο ὅτι ὁλόκληρη ἡ ἐπιστήμη ξεκινᾶ ἀπό τήν παρατήρηση καί κατόπιν σιγά καί προσεκτικά προχωράει στις θεωρίες. Ὅτι τά γεγονότα εἶναι πολύ διαφορετικά μπορεῖ κανείς νά τό μάθει ἀπό τή σπουδή τῶν πρώτων Προσωκρατικῶν. Ἐδῶ βρίσκουμε τολμηρές καί γοητευτικές ἰδέες, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι παράξενα, ἀκόμη καί συγκλονιστικά, προμαντέματα τῶν σύγχρονων πορισμάτων, ἐνῶ πολλές ἄλλες εἶναι πολύ σχετικές μέ τίς σημερινές ἀπόψεις· ἀλλά οἱ περισσότερες, καί οἱ καλύτερες ἀπ’ αὐτές δέν ἔχουν τίποτε νά κάνουν μέ τήν παρατήρηση. Γιά παράδειγμα πάρτε μερικές ἀπό τίς θεωρίες γύρω ἀπό τό σχῆμα καί τή θέση τῆς γής. Ὁ Θαλῆς εἶπε, μᾶς λένε, «ὅτι ἡ γῆ στηρίζεται ἀπό τό νερό πάνω στό ὁποῖο ταξιδεύει σάν καράβι, κι ὅταν μιλᾶμε γιά σεισμό, εἶναι ἡ γῆ πού τραντάζεται ἀπό τήν κίνηση τοῦ νεροῦ». Χωρίς ἀμφιβολία ὁ Θαλῆς εἶχε παρατηρήσει πρίν φτάσει στή θεωρία του, τούς σεισμούς καθώς καί τήν ταλάντευση τοῦ πλοίου. Ἀλλά ὁ σκοπός τῆς θεωρίας του ἦταν νά ἑρμηνεύσει τή στήριξη ἤ τήν αἰώρηση τῆς γῆς, καθώς καί τούς σεισμούς, μέ τήν εἰκασία ὅτι ἡ γῆ ἐπιπλέει πάνω στό νερό· καί αὐτή τήν εἰκασία (ἡ ὁποία τόσο παράδοξα προλαμβάνει τή σύγχρονη θεωρία τῆς ἠπειρωτικῆς κίνησης) δέν μποροῦσε νά τή βασίσει στίς παρατηρήσεις του. 
Δέν πρέ­πει νά ξε­χνᾶ­με ὅ­τι ἡ λει­τουρ­γί­α [πρό­θε­ση] τοῦ βα­κώ­νει­ου μύ­θου εἶ­ναι νά ἑρ­μη­νεύ­σει για­τί οἱ ἐ­πι­στη­μο­νι­κές θέ­σεις εἶ­ναι ἀ­λη­θεῖς, ἐ­πι­ση­μαί­νον­τας ὅ­τι ἡ πα­ρα­τή­ρη­ση εἶ­ναι ἡ «ἀ­λη­θής πη­γή» τῆς ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς μας γνώ­σης. Μό­λις συ­νει­δη­το­ποι­ή­σου­με ὅ­τι ὅ­λες οἱ ἐ­πι­στη­μο­νι­κές θέ­σεις εἶ­ναι ὑ­πο­θέ­σεις, ἤ φαν­τα­σί­ες, ἤ εἰ­κα­σί­ες, καί ὅ­τι ἡ με­γά­λη πλει­ο­φη­φί­α αὐ­τῶν τῶν εἰ­κα­σι­ῶν (συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων καί αὐ­τῶν τοῦ Βά­κω­νος) ἀ­πο­δεί­χθη­καν ἐ­σφαλ­μέ­νες, ὁ βα­κώ­νει­ος μύ­θος μέ­νει ξε­κάρ­φω­τος. 
Διότι εἶναι ἀνόητο νά ὑποστηρίζει κανείς ὅτι οἱ εἰκασίες τῆς ἐπιστήμης - κι ἐκεῖνες πού ἀποδείχθηκαν ἐσφαλμένες, καθώς κι ἐκεῖνες πού εἶναι ἀκόμη παραδεκτές - ὅλες ξεκινοῦν ἀπό τήν παρατήρηση. 
Ὅπως καί νάναι, ἡ ὄμορφη θεωρία τοῦ Θαλῆ γιά τή στήριξη ἤ τήν αἰώρηση τῆς γῆς καί γιά τούς σεισμούς, μολονότι μέ καμιά ἔννοια δέν βασίζεται πάνω στήν παρατήρηση, εἶναι τουλάχιστον ἐμπνευσμένη ἀπό μιά ἐμπειρική ἤ ἐκ παρατηρήσεως ἀναλογία. Ἀλλά ἀκόμη κι αὐτό, ἀπέχει ἀπό τήν ἀλήθεια, γιά τή θεωρία πού προτείνει ὁ μεγάλος μαθητής τοῦ Θαλῆ, ὁ Ἀναξίμανδρος. Ἡ θεωρία τοῦ Ἀναξίμανδρου γιά τήν αἰώρηση τῆς γῆς εἶναι ἰδιαίτερα ἐνορατική, ἀλλά δέν χρησιμοποιεῖ διόλου ἀντίστοιχες παρατηρήσεις. Στήν πραγματικότητα, μπορεῖ νά περιγραφεῖ ὡς ἀντιπαρατηρητική. Σύμφωνα μέ τή θεωρία τοῦ Ἀναξίμανδρου, «Ἡ γῆ... δέν συγκροτεῖται ἀπό τίποτα, ἀλλά παραμένει στάσιμη καί τοῦτο ὀφείλεται στό γεγονός ὅτι ἀπέχει ἐξ ἴσου ἀπ ’ ὅλα τά ἄλλα πράγματα. Τό σχῆμα της... μοιάζει μέ κολώνα... Περπατᾶμε πάνω σέ μιά ἀπό τίς ἐπίπεδες ἐπιφάνειές της, ἐνῶ ἡ ἄλλη βρίσκεται στήν ἀντίθετη ὄψη». Ἡ «κολώνα», φυσικά, εἶναι μιά ἀναλογία ἐκ παρατηρήσεως. Ἀλλά ἡ ἰδέα τῆς ἐλεύθερης αἰώρησης τῆς γῆς μέσα στό διάστημα, καί ἡ ἑρμηνεία τῆς σταθερότητάς της, δέν ἔχει καμιά ἀπολύτως ἀντιστοιχία σ’ ὁλόκληρο τό πεδίο τῶν γεγονότων πού μποροῦν νά παρατηρηθοῦν. 
Κα­τά τή γνώ­μη μου, ἡ ἰ­δέ­α αὐ­τή τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου εἶ­ναι μιά ἀ­πό τίς πιό θαρ­ρα­λέ­ες, τίς πιό ἐ­πα­να­στα­τι­κές κι ἐν­τυ­πω­σια­κές ἰ­δέ­ες σ’ ὁ­λό­κλη­ρη τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψης. Κα­τέ­στη­σε δυ­να­τές τίς θε­ω­ρί­ες τοῦ Ἀ­ρι­στάρ­χου καί τοῦ Κο­πέρ­νί­κου. Ἀλ­λά τό βῆ­μα πού ἔ­κα­νε ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος εἶ­ναι ἀ­κό­μη δυ­σκο­λο­τε­ρο καί τολ­μη­ρό­τε­ρο ἀ­πό ἐ­κεῖ­νο πού ἔ­κα­ναν ὁ Ἀ­ρί­σταρ­χος καί ὁ Κο­πέρ­νι­κος. Τό νά ἀν­τι­με­τω­πί­ζει κα­νείς τή γῆ ὡς ἐ­λεύ­θε­ρα το­πο­θε­τη­μέ­νη στό μέ­σον τοῦ σύμ­παν­τος καί νά λέ­ει «ὅ­τι πα­ρα­μέ­νει ἀ­κί­νη­τη ἐ­πει­δή ἄ­πε­χει ἰ­σο­μέ­τρως ἤ ἰ­σορ­ρό­πως» (ὅ­πως ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης πα­ρα­φρά­ζει τόν Ἀ­να­ξί­μαν­δρο), εἶ­ναι τό νά προ­βλέ­πει κα­νείς ὡς ἕ­να βαθ­μό ἀ­κό­μη καί τήν ἰ­δέ­α τοῦ Νεύ­τω­νος γιά τίς ἄυ­λες καί ἀ­ό­ρα­τες δυ­νά­μεις τῆς βα­ρύ­τη­τας.


IV

Πῶς ἔφτασε ὁ Ἀναξίμανδρος στήν ἀξιοσημείωτη αὐτή θεωρία; Σίγουρα ὄχι μέ τήν παρατήρηση ἀλλά μέ τό συλλογισμό. Ἡ θεωρία του εἶναι μιά προσπάθεια ἐπίλυσης ἑνός ἀπό τά προβλήματα στά ὁποῖα, ὁ δάσκαλός του καί συγγενής του Θαλῆς, ὁ ἱδρυτής τῆς Σχολῆς τῆς Μιλήτου ἤ τῆς Ἰωνίας, εἶχε προσφέρει μιά λύση πρίν ἀπ’ αὐτόν. Ὡς ἐκ τούτου εἰκάζω ὅτι ὁ Ἀναξίμανδρος ἔφτασε στή θεωρία του κρίνοντας τή θεωρία τοῦ Θαλή. Πιστεύω, ὅτι ἡ εἰκασία αὐτή μπορεῖ νά ὑποστηριχθεῖ ἀπό μιά μελέτη τῆς δομῆς τῆς ἀναξιμάνδρειας θεωρίας. 
Ὁ Ἀναξίμανδρος εἶναι πιθανό ὅτι ἐναντιώθηκε στή θεωρία τοῦ Θαλῆ (σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ γῆ ἔπλεε πάνω στό νερό) στίς ἀκόλουθες γραμμές. Ἡ θεωρία τοῦ Θαλῆ εἶναι δεῖγμα ἑνός τύπου θεωρίας ποῦ ἄν ἀναπτυχθεῖ σταθερά θά ὁδηγήσει σέ μιάν ἀναγωγή στό ἄπειρο. Ἄν ἑρμηνεύσουμε τή σταθερή θέση τῆς γής μέ τήν ὑπόθεση ὅτι στηρίζεται στό νερό - δηλαδή ὅτι πλέει πάνω στόν ὠκεανό [Okeanos] - δέν θάπρεπε νά ἑρμηνεύσουμε τή σταθερή θέση του ὠ­κε­α­νοῦ μέ μιάν ἀ­νά­λο­γη ὑ­πό­θε­ση; Ἀλλά τοῦ­το θά σή­μαι­νε ἀ­να­ζή­τη­ση ἑ­νός στη­ρίγ­μα­τος γιά τόν ὠ­κε­ανό, καί κα­τό­πι ἑ­νός στη­ρίγ­μα­τος γιά τό στή­ριγ­μα αὐ­τό. Αὐ­τή ἡ μέ­θο­δος ἑρ­μη­νεί­ας δέν εἶ­ναι ἱ­κα­νο­ποι­ητι­κή: πρῶ­τον, δι­ό­τι λύ­νου­με τό πρό­βλη­μά μας μέ τή δη­μι­ουρ­γί­α ἑ­νός ἀ­κρι­βῶς ἀ­νά­λο­γου προ­βλή­μα­τος­· καί ἐ­πί­σης γιά ­ἕ­να λι­γό­τε­ρο τυ­πι­κό καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἐ­νο­ρα­τι­κό λό­γο: ὅ­τι σ’ ἕ­να ὅ­ποι­ο­δη­ποτε τέ­τοι­ο σύ­στημα στη­ριγ­μά­των ἤ ὑ­πο­στη­λω­μά­των, ἡ ἀ­δυ­να­μί­α ἐ­ξα­σφά­λι­σης σι­γου­ριᾶς σ’ ἕ­να ἀ­πό τά χα­μη­λό­τε­ρα ὑ­πο­στη­λώ­μα­τα θά πρέ­πει νά ὁ­δη­γή­σει στήν κα­τάρρευ­ση ὁ­λό­κλη­ρου τοῦ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος. 
Ἀ­π’ αὐ­τό βλέ­που­με ἐ­νο­ρα­τι­κά ὅ­τι ἡ στα­θε­ρό­τη­τα το­ῦ κό­σμου δέν μπο­ρεῖ νά ἑ­ξα­σφα­λι­σθεῖΐ ἀ­πό ἕ­να σύ­στη­μα στη­ριγ­μά­των ἤ ὑ­πο­στη­λω­μά­των. Ἀντ’ αὐ­τοῦ ὁ Ἀναξίμανδρος ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ἤ δο­μι­κή συμ­με­τρί­α το­ῦ κό­σμου ἡ ὁ­ποί­α βε­βαι­ώ­νει ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει κα­νείς ἰ­δι­αί­τε­ρος το­μέ­ας στόν ὁ­ποῖο μπο­ρεῖ νά συμ­βεῖ κά­ποι­α κα­τάρ­ρευ­ση. Ἐφαρμόζει τήν ἀρ­χή ὅ­τι ὅ­που δέν ὑ­πάρ­χουν δι­α­φο­ρές δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει κα­μιά με­τα­βο­λή. Κα­τ’ αὐ­τό τόν τρό­πο ἑρ­μη­νεύ­ει τή στα­θε­ρό­τη­τα τῆς γῆς μέ τήν ἰ­σό­με­τρη ἀ­πό­στα­σή της ἀ­πό ὅ­λα τ’ ἄλ­λα πράγ­μα­τα. 
Τοῦ­το, φαί­νε­ται, ἦ­ταν τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦϋ Ἀναξίμανδρου. Εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό νά συ­νει­δη­το­ποι­η­θεῖ ὅ­τι κα­ταρ­γεῖ, μο­λο­νό­τι ὄ­χι ἀ­πό­λυ­τα συ­νει­δη­τά ἴσως καί ὄ­χι μέ ἀ­πό­λυ­τη συ­νέ­πεια, τήν ἰ­δέ­α μί­ας ἀ­πό­λυ­της κα­τεύ­θυν­σης - τήν ἀ­πό­λυ­τη ἔν­νοι­α τοῦ «ἄ­νω­θεν» καί «κα­τω­θεν». Αὐ­τό δέν εἶ­ναι μό­νο ἀν­τί­θε­το πρός κά­θε ἐμ­πει­ρί­α, ἀλ­λά ἀ­πί­στευ­τα δύ­σκο­λο νά συλ­ληφθεῖ. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης τό ἀ­γνό­η­σε, φαί­νε­ται, καί ἀ­κό­μη καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀναξίμανδρος δέν τό συ­νέ­λα­βε ἀ­πό­λυ­τα. Δι­ό­τι ἡ ἰ­δέ­α τῆς ἴσης ἀ­πό­στα­σης ἀ­πό ὅ­λα τ’ ἄλ­λα πράγ­μα­τα θά ­πρε­πε νά τόν εἶ­χε ὁ­δη­γή­σει στή θε­ω­ρί­α ὅ­τι ἡ γῆ ἔ­χει τό σχῆ­μα τῆς σφαί­ρας. Ἀντ’ αὐ­τοῦ πί­στευ­ε πώς εἶ­χε τό σχῆ­μα τῆς κο­λώ­νας μέ μιά ἐ­πί­πε­δη ἐ­πι­φά­νεια ἐ­πά­νω καί μιά χα­μη­λό­τε­ρα. Ὡστόσο, φαί­νε­ται ὡς ἐ­άν ἡ πα­ρα­τή­ρη­ση, «περ­πα­τοῦ­με ἐ­πά­νω σέ μί­α ἀ­πό τίς ἐ­πί­πε­δες ἐ­πι­φά­νει­ές της, ἐ­νῶ ἡ ἄλ­λη βρί­σκε­ται στήν ἀν­τί­θε­τη πλευ­ρά», νά πε­ρι­έ­χει ἕ­να ὑ­παι­νιγ­μό ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει κα­μιά ἀ­πό­λυ­τη ἐ­πά­νω ἐ­πι­φά­νεια, ἀλ­λά, ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἐ­πι­φά­νεια πά­νω στήν ὁ­ποί­α τυ­χαί­νει νά περ­πα­τᾶ­με εἶ­ναι μί­α πού θά μπο­ρού­σα­με νά ὀ­νο­μά­σου­με ἐ­πά­νω. 
Τί ἐμ­πό­δι­σε τόν Ἀναξίμανδρο νά φτά­σει στή θε­ω­ρί­α ὅ­τι ἡ γῆ ἦ­ταν σφαί­ρα μᾶλ­λον, πα­ρά κύ­λιν­δρος; Δέν ὑ­πάρ­χει ἀμ­φι­βο­λί­α: ἦ­ταν ἡ ἐκ πα­ρα­τη­ρήσε­ως ἐμ­πει­ρί­α πού τόν δί­δα­ξε ὅ­τι ἡ ἐ­πι­φά­νεια τῆς γῆς ἦ­ταν, γε­νι­κά, ἐ­πί­πε­δη. Ἔτσι, ἦ­ταν ἕ­να θε­ω­ρη­τι­κό καί κρι­τι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα, μιά ἀ­φη­ρη­μέ­νη κρι­τι­κή συ­ζή­τη­ση τῆς θε­ω­ρί­ας το­ῦ Θα­λῆ, πού σχε­δόν τόν ὁ­δή­γη­σε στήν ἀ­λη­θι­νή θε­ω­ρί­α το­ῦ σχή­μα­τος τῆς γῆς· καί ἦ­ταν ἡ ἐμ­πει­ρί­α τῆς πα­ρα­τή­ρη­σης πού τόν ὁ­δή­γη­σε σέ ἐ­σφαλ­μέ­νο δρό­μο. 

V

Ὑ­πάρ­χει μιά προ­φα­νής ἀν­τίρ­ρη­ση στήν ἀ­να­ξι­μάν­δρεια θε­ω­ρί­α τῆς συμ­με­τρί­ας σύμ­φω­να μέ τήν ὁ­ποί­α ἡ γῆ βρί­σκε­ται σέ ἴ­ση ἀ­πό­στα­ση ἀ­πό ὅ­λα τά ἄλ­λα πράγ­μα­τα. Ἡ ἀ­συμ­με­τρί­α τοῦ σύμ­παν­τος μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα νά γί­νει ὁ­ρα­τή μέ τήν ὕ­παρ­ξη τού­ ἥ­λιου καί τῆς σε­λή­νης, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅ­τι ὁ ἥ­λιος καί ἡ σε­λή­νη βρί­σκον­ται με­ρι­κές φο­ρές ὄ­χι πο­λύ μα­κριά τό ἕ­να ἀ­πό τ’ ἄλ­λο, ἔ­τσι ὥ­στε νά βρί­σκον­ται στήν αὐ­τή πλευ­ρά τῆς γής, ἐ­νῶ δέν ὑ­πάρ­χει τί­πο­τα στήν ἄλ­λη πλευ­ρά νά τά ἐ­ξι­σορ­ρο­πή­σει. Φαί­νε­ται πώς ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀν­τι­με­τώ­πι­σε τήν ἀν­τίρ­ρη­ση αὐ­τή σέ μιά ἄλ­λη τολ­μη­ρή θε­ω­ρί­α - τή θε­ω­ρί­α του τῆς κρυμ­μέ­νης φύ­σης τοῦ ἥ­λιου, τῆς σε­λή­νης, καί τῶν ἄλ­λων οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των. 
Ὁ­ρα­μα­τί­ζε­ται τούς δα­κτύ­λιους δύ­ο τε­ρά­στι­ων τρο­χῶν ἅ­μα­ξας νά πε­ρι­στρέ­φον­ται γύ­ρω ἀ­πό τή γῆ, ὁ ἕ­νας εἰ­κο­σι­ε­πτά φο­ρές τό μέ­γε­θος τῆς γῆς, ὁ ἄλ­λος δε­κα­ο­κτώ φο­ρές το μέ­γε­θός της. Κά­θε ἕ­νας ἀ­πό τους δα­κτύ­λιους αὐ­τούς, ἤ τούς στρογ­γυ­λούς σω­λῆ­νες, εἶ­ναι γε­μά­τος φω­τιά, καί ὁ κα­θέ­νας ἔ­χει μιά ὀ­πή μέ­σω τῆς ὁ­ποί­ας γί­νε­ται ὁ­ρα­τή ἡ φω­τιά. Τίς ὀ­πές αὐ­τές τίς ὀ­νο­μά­ζου­με ἥ­λιο καί σε­λή­νη ἀν­τισ­τοί­χως. Τό ὑ­πό­λοιπο τοῦ τρο­χοῦ εἶ­ναι ἀ­ό­ρα­το, ­ἴ­σως δι­ό­τι εἶ­ναι σκο­τει­νό (ἤ θαμ­πό) καί μα­κριά. Οἱ στα­θε­ροί ἀ­στέ­ρες (καί ἴσως οἱ πλα­νῆ­τες) εἶ­ναι ἐ­πί­σης ὀ­πές πά­νω σέ τρο­χούς πού βρί­σκον­ται πλη­σι­έ­στε­ρα στή γῆ ἀ­π’ ὅ­τι οἱ τρο­χοί τοῦ ἥ­λιου καί τῆς σε­λή­νης. Οἱ τρο­χοί τῶν στα­θε­ρῶν ἀ­στέ­ρων πε­ρι­στρέ­φον­ται πά­νω σ’ ἕ­να κοι­νό ἄ­ξο­να (τόν ὁ­ποῖο τώ­ρα ὀ­νο­μά­ζου­με ἄ­ξο­να τῆς γῆς) καί μα­ζί σχη­μα­τί­ζουν μιά σφαί­ρα γύ­ρω ἀ­πό τή γῆ. Ἔτσι τό αἴ­τη­μα τῆς ­ἴ­σης ἀ­πό­στα­σης ἀ­πό τή γῆ (πε­ρί­που) ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται. Αὐ­τό κά­νει τόν Ἀναξίμανδρο, νά­ναι ἐ­πί­σης ὁ ἱ­δρυ­τής τῆς θε­ω­ρί­ας τῶν σφαι­ρῶν. (Γιά τή σχέ­ση της πρός τούς τρο­χούς ἤ κύ­κλους, βλέ­πε Ἀριστοτέλη πε­ρί Οὐ­ρα­νοῦ, 28 β ὡς 290 β 10).


VI

Δέν ὑ­πάρ­χει κα­μιά ἀ­πο­λύ­τως ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι οἱ θε­ω­ρί­ες τοῦ Ἀναξίμανδρου εἶ­ναι μᾶλ­λον κρι­τι­κές καί θε­ω­ρη­τι­κές πα­ρά ἐμ­πει­ρι­κές: καί θε­ω­ρού­με­νες ὡς προ­σεγ­γί­σεις τῆς ἀ­λή­θειας οἱ κρι­τι­κές καί ἀ­φη­ρη­μενές θε­ω­ρί­ες του τόν ἐ­ξυ­πη­ρε­τοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π'ὅτι ἡ ἐμ­πει­ρι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση ἤ ἡ ἀ­να­λο­γί­α. 
Ὡστόσο, ­ἕ­νας ὀ­πα­δός τοῦ Βά­κω­νος θά μπο­ροῦ­σε ν’ ἀ­παν­τή­σει, ὅ­τι αὐ­τός ἀ­κρι­βῶς ἐ­ξη­γεῖ για­τί ὁ Ἀναξίμανδρος δέν ἦ­ταν ἐ­πι­στή­μο­νας. Εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τός ὁ λό­γος πού μι­λᾶ­με γιά πρώ­ι­μη Ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α μᾶλ­λον, πα­ρά γιά πρώ­ι­μη Ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πι­στή­μη. Ἡ φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι θε­ω­ρη­τι­κή: ὁ κα­θέ­νας τό γνω­ρί­ζει αὐ­τό. Κα­θώς καί ὁ κα­θέ­νας γνω­ρί­ζει πώς ἡ ἐ­πι­στή­μη ἀρ­χί­ζει μό­νο ὅ­ταν ἡ θε­ω­ρη­τι­κή μέ­θο­δος ἀν­τι­κα­θί­στα­ται ἀ­πό τή μέ­θο­δο τῆς πα­ρα­τή­ρη­σης, καί ὅ­ταν ἡ πα­ρα­γω­γή ἀν­τι­κα­θί­στα­ται ἀ­πό τήν ἐ­πα­γω­γή. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση αὐ­τή, φυ­σι­κά, ὁ­δη­γεῖ στή θέ­ση ὅ­τι οἱ ἐ­πι­στη­μο­νι­κές θε­ω­ρί­ες θά­πρε­πε νά ὁ­ρί­ζον­ται μέ ἀ­να­φο­ρά στήν πη­γή τους - τήν πη­γή τους στίς πα­ρα­τη­ρή­σεις ἤ στίς ὀ­νο­μα­ζό­με­νες «ἐ­πα­γω­γι­κές δι­α­δι­κα­σί­ες». Ὡστόσο, πι­στεύ­ω ὅ­τι ἐ­λά­χι­στες - ἄν ὑ­πάρ­χει κα­μια - φυ­σι­κές θε­ω­ρί­ες θά ἐν­τάσ­σον­ταν στόν ὁ­ρι­σμό αὐ­τό. Καί δέν βλέ­πω για­τί τό ἐ­ρώ­τη­μα τῆς πη­γῆς θά­ ΄πρε­πε νά­ ναι ση­μαν­τι­κό στή σχέ­ση αὐ­τή. Ὅ,τι εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό γύ­ρω ἀ­πό μιά θε­ω­ρί­α εἶ­ναι ἡ ἑρ­μη­νευ­τι­κή της ἰ­σχύ, καί τό κα­τά πό­σον ἀν­τέ­χει τήν κρι­τι­κή καί τίς δο­κι­μα­σί­ες. Τό ἐ­ρώ­τη­μα τῆς πη­γῆς της, τοῦ πῶς ἀ­να­δεί­χθη­κε - ἐ­άν μέ «ἐ­πα­γω­γι­κή δι­α­δι­κα­σί­α» ὅ­πως λέ­γουν με­ρι­κοί, ἤ μέ μιά ἐ­νέρ­γεια ἐ­νό­ρα­σης - μπο­ρε­ῖ νά­ ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἰ­δι­αί­τε­ρα γιά τό βι­ο­γρά­φο το­ῦ ἀν­θρώ­που πού ἐ­πεινό­ησε τή θε­ω­ρί­α, ἀλ­λά ἔ­χει ἐ­λά­χι­στα νά κά­νει μέ τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή της κα­τά­στα­ση ἤ χα­ρα­κτή­ρα.


VII

Ὅσο γιά τούς Προσωκρατικούς, ἰσχυρίζομαι ὅτι εἶναι ἡ πιό τέλεια δυνατή συνέχεια σκέψης μεταξύ τῶν θεωριῶν τους καί τῶν μετέπειτα ἐξελίξεων στή φυσική. Ἄν ὀνομάζονται φιλόσοφοι, ἤ προεπιστήμονες, ἤ ἐπιστήμονες, δέν νομίζω πώς ἔχει μεγάλη σημασία. Ἀλλά ἰσχυρίζομαι ὅτι ἡ θεωρία τοῦ Ἀναξίμανδρου ἄνοιξε τό δρόμο γιά τίς θεωρίες τοῦ Ἀρίσταρχου, τοῦ Κοπέρνικου, τοῦ Κέπλερ καί τοῦ Γαλιλαίου. Δέν εἶναι ὅτι ἁπλῶς «ἐπηρέασε» αὐτούς τούς μετέπειτα στοχαστές· ἡ «ἐπιρροή» εἶναι μιά κατηγορία πολύ ἐπιφανειακή. Θά τό τοποθετοῦσα μᾶλλον ὡς ἑξῆς: τό ἐπίτευγμα τοῦ Ἀναξίμανδρου εἶναι καθαυτό ἀξιόλογο, ὅπως ἕνα ἔργο τέχνης. Παράλληλα, τό ἐπίτευγμά του κατέστησε δυνατά ἄλλα ἐπιτεύγματα, καί μεταξύ αὐτῶν ἐκεῖνα τῶν μεγάλων ἐπιστημόνων πού ἀναφέραμε. 
Ἀλλά δέν εἶναι λανθασμένες οἱ θεωρίες τοῦ Ἀναξίμανδρου, καί ὡς ἐκ τούτου μή - ἐπιστημονικές; Εἶναι λανθασμένες, τό παραδέχομαι· ἀλλά τό ἴδιο συμβαίνει μέ πολλές θεωρίες, βασισμένες πάνω σέ ἀμέτρητα πειράματα, τίς ὁποῖες ἡ σύγχρονη ἐπιστήμη παραδεχόταν μέχρι τελευταία, καί τῶν ὁποίων τόν ἐπιστημονικό χαρακτήρα δέν θά ὀνειρευόταν κανείς ν’ ἀρνηθεῖ, μολονότι τώρα πιστεύεται πώς ἦταν λανθασμένες. (Ἕνα παράδειγμα εἶναι ἡ θεωρία ὅτι οἱ τυπικές χημικές ἰδιότητες τοῦ ὑδρογόνου ἀνήκουν σ’ ἕνα μόνο εἶδος ἀτόμου — τό ἐλαφρύτερο ἀπ’ ὅλα τά ἄτομα). Ὑπῆρχαν ἱστορικοί τῆς ἐπιστήμης πού εἶχαν τήν τάση νά θεωροῦν ὡς ἀντεπιστημονικό (ἤ ἀκόμη καί σάν δυσιδαιμονία) ὁποιαδήποτε ἄποψη πού εἶχε πάψει νά ἰσχύει τήν ἐποχή πού ἔγραφαν ἀλλά τοῦτο εἶναι μιά στάση ἀβάσιμη. Μιά λανθασμένη θεωρία μπορεῖ νά ναι ἕνα ἐπίτευγμα τόσο σπουδαῖο ὅσο καί μιά ἀληθινή. Καί πολλές λανθασμένες θεωρίες μποροῦν μέ πολλούς τρόπους νά βοηθήσουν· μποροῦν, γιά παράδειγμα, νά εἰσηγηθοῦν μερικές λιγότερο ἤ περισσότερο ριζοσπαστικές μεταβολές, καί μποροῦν νά σταθοῦν ἐρέθισμα στήν κριτική. Ἔτσι ἡ θεωρία τοῦ Θαλῆ ὅτι ἡ γῆ πλέει πάνω στό νερό ξαναεμφανίστηκε μέ μιά τροποποιημένη μορφή στή θεωρία τοῦ Ἀναξιμένη, καί πιό πρόσφατα μέ τή μορφή τῆς θεωρίας τοῦ Wegener περί τῆς κίνησης τῶν ἡπείρων. Τό πῶς ἡ θεωρία τοῦ Θαλῆ προκάλεσε τήν κριτική τοῦ Ἀναξίμανδρου τόχουμε ἤδη ἀναφέρει.

Ἡ Ἀναξιμάνδρεια θεωρία εἰσηγήθηκε μιά τρόποποιημένη θεωρία - τή θεωρία μίας γήινης σφαίρας, ἐλεύθερα τοποθετημένης στό κέντρο τοῦ σύμπαντος, καί περιβαλλομένης ἀπό σφαῖρες πάνω στίς ὁποῖες ἦσαν τοποθετημένα οὐράνια σώματα. Καί, προκαλώντας τήν κριτική, ὁδήγησε ἐπίσης στή θεωρία ὅτι ἡ λάμψη τῆς σελήνης ὀφείλεται σέ ἀντανάκλαση τοῦ φωτός· στήν πυθαγόρειο θεωρία τοῦ κεντρικοῦ φωτός· καί τελικά στό ἡλιοκεντρικό κόσμο-σύστημα τοῦ Ἀρίσταρχου καί τοῦ Κοπέρνικου. 

VIII

Πι­στεύ­ω πῶς οἱ Μι­λή­σιοι, ὅ­πως καί οἱ ἀ­να­το­λι­κοί τους πρό­γο­νοι οἱ ὁ­ποῖ­οι προ­σέ­λα­βαν τόν κό­σμο ὡς ἀν­τί­σκη­νο, εἶ­δαν τόν κό­σμο ὡς ἕ­να εἶ­δος σπι­τιοῦ, τό σπί­τι κά­θε δη­μι­ουρ­γή­μα­τος - τό σπί­τι μας. Ἔ­τσι δέν ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­κη ν’ ἀ­να­ρω­τη­θεῖ κα­νείς γιά ποι­ό λό­γο ὑ­πῆρ­χε. Ἀλ­λά ὑ­πῆρ­χε μιά πραγ­μα­τι­κή ἀ­νάγ­κη νά ἐ­ρευ­νη­θεῖ ἡ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή του. Τά ἐ­ρω­τή­μα­τα γιά τή δο­μή του, τό ἀρ­χι­κό σχέ­διό του καί τό κα­τα­σκευ­α­στι­κό του ὑ­λι­κό συ­νι­στοῦν τά τρί­α κύ­ρια προ­βλή­μα­τα τῆς Μι­λή­σιας κο­σμο­λο­γί­ας. Ἐ­πί­σης, ὑ­πάρ­χει ἕ­να θε­ω­ρη­τι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τήν ἀρ­χή του, τό ἐ­ρώ­τη­μα τ­ῆς κο­σμο­γο­νί­ας. Νο­μί­ζω πώς τό κο­σμο­λο­γι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον τῶν Μι­λη­σί­ων ὑ­πε­ρέ­βαι­νε κα­τά πο­λύ τό κο­σμο­γο­νι­κό τους ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἰ­δι­αί­τε­ρα ἄν λά­βου­με ὑ­π’ ὄ­ψιν μας τήν ἰ­σχυ­ρή κο­σμο­γο­νι­κή πα­ρά­δο­ση, καί τή σχε­δόν ἀ­κα­τα­μά­χη­τη τά­ση νά πε­ρι­γρά­φε­ται ἕ­να πράγ­μα, πε­ρι­γρά­φον­τας τό πῶς ἔ­χει κα­τα­σκευ­α­σθεῖ, κι ­ἔ­τσι νά ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἕ­νας κο­σμο­λο­γι­κός ἀ­πο­λο­γισμός μέ μιά μορ­φή κο­σμο­γο­νι­κή. Τό κο­σμο­λο­γι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον πρέ­πει νά­ναι πο­λύ ἰ­σχυ­ρό, κα­θώς συγκρί­νε­ται μέ τό κο­σμο­γο­νι­κό, ἄν καί ἡ πα­ρου­σί­α­ση τῆς κο­σμο­λο­γι­κῆς θε­ω­ρί­ας εἶ­ναι, ἔ­στω καί με­ρι­κῶς, ἀ­παλ­λαγ­μέ­νη ἀ­π’ αὐ­τά τά κο­σμο­γο­νι­κό στο­λί­δια. 
Πι­στεύ­ω πώς πρῶ­τος ὁ Θα­λῆς συ­ζή­τη­σε τήν ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή τοῦ κό­σμου [cosmos] — τή δο­μή του, τό ἀρ­χι­κό του σχέ­διο, καί τό κα­τα­σκευ­α­στι­κό ὑ­λι­κό του. Στόν Ἀναξίμανδρο βρί­σκου­με ἀ­παν­τή­σεις καί στά τρί­α ἐ­ρω­τή­μα­τα. Μέ συν­το­μί­α ἔ­χω ἀ­να­φέ­ρει τήν ἀ­πάν­τη­σή του στό ἐ­ρώ­τη­μα τῆς δο­μῆς. Ὅ­σο γιά τό ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ ἀρ­χι­κοῦ σχε­δί­ου τοῦ κό­σμου, κι αὐ­τό ἐ­πί­σης τό με­λέ­τη­σε καί τό ἐ­ξέ­θε­σε, κα­θώς μαρ­τυ­ρά­ει ἡ πα­ρά­δο­ση ὅ­τι σχε­δί­α­σε τόν πρῶ­το χάρ­τη τοῦ κό­σμου. Καί, φυ­σι­κά, εἶ­χε μιά θε­ω­ρί­α γιά τό κα­τα­σκευ­α­στι­κό του ὑ­λι­κό - τό «χω­ρίς τέ­λος» ἤ «χω­ρίς ὅ­ρια» ἤ «ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο» ἤ «ἄ­μορ­φο» - τό «ἄ­πει­ρο» [apeirion]. 
Στόν ἀ­να­ξι­μάν­δρει­ο κό­σμο συ­νέ­βαι­ναν ὅ­λων τῶν εἰ­δῶν οἱ με­τα­βο­λές. Ὑπῆρχε μιά φω­τιά πού χρει­α­ζό­ταν ἀέ­ρα καί κε­νά γιά ν’ ἀ­να­πνέ­ει, καί τά κε­νά αὐ­τά κα­τά και­ρούς ἔ­φρα­ζαν («βού­λω­ναν»), κι ἔ­τσι ἡ φω­τιά πνι­γό­ταν: τού­τη ἦ­ταν ἡ θε­ω­ρί­α του τῶν ἐ­κλεί­ψε­ων, καί τῶν φά­σε­ων τῆς σε­λή­νης. Ὑ­πῆρ­χαν οἱ ἄ­νε­μοι, πού ἦ­σαν ὑ­παί­τιοι γιά τήν ἀλ­λα­γή τοῦ και­ροῦ. Καί ὑ­πῆρ­χαν οἱ ἀ­τμοί, τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­πο­ξή­ραν­σης τοῦ νε­ροῦ καί τοῦ ἀ­έ­ρα, πού ἦ­ταν ἡ αἰ­τί­α τῶν ἀ­νέ­μων καί τῶν «πε­ρι­στρο­φῶν» τοῦ ἥ­λιου (τά ἡ­λι­ο­στά­σια) καί τῆς σε­λή­νης. 
Ἐ­δῶ ἔ­χου­με τόν πρῶ­το ὑ­παι­νιγ­μό οὗ­τι­νος ἐ­πρόκει­το σύν­το­μα νά ἐμ­φα­νι­σθε­ῖ: το­ῦ γε­νι­κοῦ προ­βλή­μα­τος τῆς με­τα­βο­λῆς, πού ἔ­γι­νε τό κεν­τρι­κό πρό­βλη­μα τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κο­σμο­λο­γί­ας, καί πού τε­λι­κά ὁ­δή­γη­σε, μέ τό Λεύ­κιπ­πο καί τό Δη­μο­κρι­το, σέ μιά γε­νι­κή θε­ω­ρί­α με­τα­βο­λῆς ἡ ὁ­ποί­α ἔ­γι­νε ἀ­πο­δε­κτή ἀ­πό τή σύγ­χρο­νη ἐ­πι­στή­μη σχε­δόν ἀ­πό τήν ἀρ­χή τοῦ εἰ­κο­στοῦ αἰ­ώ­να. (Ἐγ­κα­τα­λεί­φθη­κε μό­νο μέ τήν ἀ­πο­τυ­χί­α τῶν πει­ρα­μά­των τοῦ Maxwell, ­ἕ­να ἱ­στο­ρι­κό συμ­βάν πού εἶ­χε ἐ­λά­χι­στα πα­ρα­τη­ρη­θεῖ πρίν ἀ­πό τό 1905). 
Αὐ­τό τό γε­νι­κό πρό­βλη­μα με­τα­βο­λῆς εἶ­ναι ἕ­να πρό­βλη­μα φι­λο­σο­φι­κό· πράγ­μα­τι στά χέ­ρια το­ῦ Παρ­με­νί­δη καί τοῦ Ζή­νω­να με­τα­στρέ­φε­ται σχε­δόν σέ πρό­βλη­μα λο­γι­κῆς. Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τή ἡ με­τα­βο­λή - δη­λα­δή, λο­γι­κά δυ­να­τή; Πῶς μπο­ρεῖ κά­τι ν’ ἀλ­λά­ξει, χω­ρίς νά χά­νει τήν ταυ­τό­τη­τά του; Ἄν πα­ρα­μέ­νει τό ἴ­διο, δέν ἄλ­λα­ζει· ὡ­στό­σο, ἄν χά­νει τήν ταυ­τό­τη­τά του, τό­τε δέν εἶ­ναι πλέ­ον ἐ­κεῖ­νο τό πράγ­μα πού ἄλ­λα­ξε.


IX

Ἡ συ­ναρ­πα­στι­κή ἱ­στο­ρί­α τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης το­ῦ προ­βλή­μα­τος με­τα­βο­λῆς μοῦ φαί­νε­ται πώς κιν­δυ­νεύ­ει νά θα­φτεῖ τε­λεί­ως, κά­τω ἀ­πό τό με­γά­λο σω­ρό τῶν μι­κρο­λε­πτο­με­ρει­ῶν τῆς κρι­τι­κῆς τῶν κει­μέ­νων. Ἡ ἱ­στο­ρί­α δέν μπο­ρεῖ, φυ­σι­κά, νά εἰ­πω­θεῖ ὁ­λό­κλη­ρη σέ λί­γο χαρ­τί, καί ἀ­κό­μη λι­γώ­τε­ρο σ’ ἕ­να ἀ­πό τά πολ­λά του τμή­μα­τα. Ἀλλά μ’ ἕ­να πο­λύ σύν­το­μο πε­ρί­γραμ­μα, εἶ­ναι ἡ ἀ­κό­λου­θη. 
Γιά τόν Ἀναξίμανδρο, ὁ κό­σμος μας, τό κο­σμι­κό μας οἰ­κο­δό­μη­μα, ἦ­ταν, ἁ­πλῶς, ­ἕ­να μέ­σο στήν ἀ­πει­ρί­α κό­σμων - μιά ἀ­πει­ρί­α χω­ρίς σύ­νο­ρα χώ­ρου καί χρό­νου. Αὐ­τό τό σύ­στη­μα κό­σμου ἦ­ταν αἰ­ώ­νιο, καί τό ἴ­διο ἦ­ταν καί ἡ κί­νη­ση. Ἔ­τσι δέν ὑ­πῆρ­χε κα­μιά ἀ­νάγ­κη νά ἑρ­μη­νευ­θεῖϊ ἡ κί­νη­ση, κα­μιά ἀ­νάγ­κη νά προ­σφερ­θεῖ μιά γε­νι­κή θε­ω­ρί­α με­τα­βο­λῆς (μέ τήν ἔν­νοι­α ἑ­νός γε­νι­κοῦ προ­βλή­μα­τος καί μί­ας γε­νι­κῆς θε­ω­ρί­ας με­τα­βο­λῆς πού θά βροῦ­με στόν Ἡράκλειτο· βλέ­πε πα­ρα­κά­τω). Ἀλ­λά ὑ­πῆρ­χε ἀ­νάγ­κη νά ἐ­ξη­γη­θοῦν οἱ γνω­στές με­τα­βο­λές πού συμ­βαί­νουν στόν κό­σμο μας. Οἱ πιό προ­φα­νεῖς με­τα­βο­λές - ἡ με­τα­βο­λή τῆς μέ­ρας καί τῆς νύ­χτας, τῶν ἀ­νέ­μων καί τοῦ και­ροῦ, τῶν ἐ­πο­χῶν, ἀ­πό τή σπο­ρά στό θε­ρι­σμό, καί, τῆς ἀ­νά­πτυξης τῶν φυ­τῶν, τῶν ζώ­ων καί τῶν ἀν­θρώ­πων - ὅ­λες συν­δέ­ον­ται μέ τίς ἀν­τι­θέ­σεις τῆς θερ­μο­κρα­σί­ας, μέ τήν ἀν­τί­θε­ση με­τα­ξύ ζε­στοῦ καί κρύ­ου, καί μ’ ἐ­κεί­νη με­τα­ξύ ξε­ροῦ καί ὑ­γροῦ. «Τά ζων­τα­νά πλά­σμα­τα γεν­νή­θη­καν ἀ­πό τήν ἐ­ξα­τμι­ζό­με­νη ἀ­πό τόν ἥ­λιο ὑ­γρα­σί­α», μᾶς λέ­γουν καί τό ζε­στό καί τό κρύ­ο ὀρ­γα­νώ­νουν ἐ­πί­σης τή γέ­νε­ση τοῦ οἰ­κο­δο­μή­μα­τος τοῦ κό­σμου μας. Τό ζε­στό καί τό κρύ­ο ἦ­σαν ἐ­πί­σης ὑ­πεύ­θυ­να γιά τούς ἀ­τμούς κά τούς ἀ­νέ­μους πού μέ τή σει­ρά τους θε­ω­ροῦν­ται ὡς πα­ρά­γον­τες ὅ­λων σχε­δόν τῶν με­τα­βο­λῶν. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης, μα­θη­τής τοῦ Ἀναξίμανδρου καί δι­ά­δο­χός του, ἀ­νέ­πτυ­ξε τίς ἰ­δέ­ες αὐ­τές πο­λύ λε­πτο­με­ρεια­κά. Ὅ­πως ὁ Ἀναξίμανδρος [ἔ­τσι κι αὐτός] ἐν­δι­α­φέρ­θη­κε γιά τίς ἀν­τι­θέ­σεις τοῦ ζε­στοῦ καί τοῦ κρύ­ου, τοῦ ὑ­γροῦ καί το­ῦ ξε­ρο­ῦ, καί ἑρ­μή­νευ­σε τίς με­τα­βά­σεις με­τα­ξύ αὐ­τῶν τῶν ἀν­τί­θε­των μέ μιά θε­ω­ρί­α συμ­πύ­κνω­σης καί ἀ­ραί­ω­σης. Ὅ­πως καί ὁ Ἀναξίμανδρος [ἔ­τσι κι αὐ­τός], πί­στευ­ε στήν αἰ­ώ­νια κί­νη­ση καί στή δρά­ση τῶν ἀ­νέ­μων καί δέν φαί­νε­ται ἀ­πί­θα­νο ὅ­τι στό ἕ­να ἀ­πό τά δύ­ο κύ­ρια ση­μεῖ­α πα­ρέκ­κλι­σης ἀ­πό τον Ἀναξίμανδρο ὁ­δη­γή­θη­κε μέ τήν κρι­τι­κή τῆς ἰ­δέ­ας ὅ­τι κά­τι πού ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο καί ἄ­μορ­φον (τό ἄ­πει­ρον) μπο­ροῦ­σε ὡ­στό­σο νά βρί­σκε­ται σέ κί­νη­ση. Ἐν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, ἀν­τι­κα­τέ­στη­σε τό ἄ­πει­ρον μέ τόν ἀ­έ­ρα - κά­τι πού ἦ­ταν σχε­δόν ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο καί ἄ­μορ­φο, καί ἀ­κό­μη, σύμ­φω­να μέ τήν πα­λιά θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀναξίμανδρου πε­ρί ἀ­τμῶν, ὄ­χι μό­νο ἱ­κα­νός γιά κί­νη­ση ἀλ­λά ὁ κύ­ριος πα­ρά­γον­τας κί­νη­σης καί με­τα­βο­λῆς. 
Μιά πα­ρό­μοι­α ἐ­νο­ποί­η­ση ἰ­δε­ῶν, κα­τορ­θώ­θη­κε μέ τή θε­ω­ρί­α το­ῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη ὅ­τι «ὁ ἥ­λιος ἀ­πο­τε­λεῖϊται ἀ­πό γῆ, καί ὅ­τι θερ­μαί­νε­ται πο­λύ λό­γω τῆς τα­χύ­τη­τας τῆς κί­νη­σής του». Ἡ ἀν­τι­κα­τά­στα­ση τῆς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­φη­ρη­μένης θε­ω­ρί­ας το­ῦ ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στου ἄ­πει­ρου ἀ­πό τή λι­γό­τε­ρο ἀ­φη­ρη­μέ­νη καί ἐγ­γύ­τε­ρη στόν κοι­νό νοῦ θε­ω­ρί­α τοῦ ἀ­έ­ρα, ται­ριά­ζει μέ τήν ἀν­τι­κα­τά­στα­ση τῆς θαρ­ρα­λέ­ας θε­ω­ρί­ας τῆς στα­θε­ρό­τη­τας τῆς γῆς το­ῦ Ἀναξίμανδρου ἀ­πό μιά ἐγ­γύ­τε­ρη στόν κοι­νό νο­ϋ ἰ­δέ­α ὅ­τι γιά τή γῆ «ἡ ἐ­πί­πε­δη μορ­φή της εἶ­ναι ἡ αἰ­τί­α τῆς στα­θε­ρό­τη­τάς της· δι­ό­τι... κα­λύ­πτει σάν κα­πά­κι τόν ἀ­έ­ρα πού βρί­σκε­ται κά­τω ἀ­π’ αὐ­τήν». Ἔτσι ἡ γῆ κα­βα­λά­ει τόν ἀέ­ρα ὅπως τό κα­πά­κι ἑ­νός δο­χεί­ου μπο­ρεῖ νά κα­βα­λά­ει στόν ἀ­τμό, ἤ ὅπως ἕ­να κα­ρά­βι μπο­ρεῖ νά κα­βα­λά­ει τό νε­ρό. Τό­σο τό ἐ­ρώ­τη­μα ὅσο καί η ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Θα­λῆ ξα­να­κα­θι­ε­ρώ­νον­ται, καί ὁ κο­σμο­ϊ­στο­ρι­κός ἰ­σχυ­ρι­σμός τοῦ Ἀναξίμανδρου δέν γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τός. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης εἶ­ναι ἕ­νας ἐ­κλεκτι­κός, ἕ­νας συ­στη­μα­τι­κός, ἕ­νας ἐμ­πει­ρι­κός ἄν­θρω­πος μέ κοι­νό νοῦ. Ἀ­πό τους τρεῖς με­γά­λους Μι­λή­σιους εἶ­ναι ὁ λι­γό­τε­ρο πα­ρα­γω­γι­κός σέ ἐ­πα­να­στα­τι­κές και­νούρ­γι­ες ἰ­δέ­ες· εἶ­ναι ὁ λι­γό­τε­ρο σκε­πτό­με­νος φι­λο­σο­φι­κά. 
Καί οἱ τρεῖς Μι­λή­σιοι ­ἔ­βλε­παν τόν κό­σμο μας ὅ­πως τό σπί­τι μας. Στό σπί­τι αὐ­τό ὑ­πῆρ­χε κί­νη­ση, ὑ­πῆρ­χε ἀλ­λα­γή, ὑ­πῆρ­χε ζε­στό καί κρύ­ο, φω­τιά καί ὑ­γρα­σί­α. Ὑπῆρχε φω­τιά στό τζά­κι καί πάν­ω σ’ αὐ­τό ὑ­πῆρ­χε μιά χύ­τρα μέ νε­ρό. Τό σπί­τι ἦ­ταν ἐ­κτε­θει­μέ­νο στούς ἀ­νέ­μους καί, σί­γου­ρα, ἔ­κα­νε λί­γο ρεῦ­μα· ἀλ­λά ἦ­ταν σπί­τι, καί τοῦ­το σή­μαι­νε ἀ­σφά­λεια καί στα­θε­ρό­τη­τα κά­ποι­ου εἴ­δους. Γιά τόν Ἡράκλειτο ὅμως­ τό σπί­τι εἶ­χε πά­ρει φω­τιά. 
Στόν κό­σμο τοῦ Ἡρακλείτου δέν ὑ­πῆρ­χε κα­μιά στα­θε­ρό­τη­τα. «Τά πάν­τα βρί­σκον­ται ἐν ροῇ, καί τί­πο­τα δέν εἶ­ναι ἐν ἠ­ρε­μίᾳ». Τά πόν­τα βρί­σκον­ται ἐν ρο­ή, ἀ­κό­μη καί οἱ δο­κοί, ἡ ξυ­λεί­α, τό οἰ­κο­δο­μι­κό ὑ­λι­κό ἀ­πό τό ὁ­ποῖ­ο κα­τα­σκευ­ά­ζε­ται ὁ κό­σμος: γῆς καί βρά­χοι, ἤ ὁ μπροῦν­τζος ἑ­νός λέ­βη­τα - ὅ­λα βρί­σκον­ται ἐν ροῇ. Οἱ δο­κοί σα­πί­ζουν, ἡ γῆ πα­ρα­σύ­ρε­ται ἀ­πό τά νε­ρά καί τούς ἀ­νέ­μους, οἱ ­ἴ­διοι οἱ βρά­χοι σχί­ζον­ται καί ἐ­ξα­σθε­νοῦν, ὁ μπροῦν­τζος τοῦ λέ­βη­τα γί­νε­ται πρά­σι­νη πα­τί­να, ἡ σκου­ριά τοῦ χαλ­κοῦ: «Ὅ­λα τά πράγ­μα­τα βρί­σκον­ται σέ κί­νη­ση πάν­το­τε, ἀ­κό­μη κι ἄν... αὐ­τό δι­α­φεύ­γει ἀ­πό τίς αἰ­σθή­σεις μας», ὁπως τό ἐ­ξέ­φρα­σε ὁ Ἀριστοτέλης. Ἐκεῖνοι πού δέν γνω­ρί­ζουν καί δέν σκέ­πτον­ται πι­στεύ­ουν πώς μό­νο τά καύ­σι­μα καί­γον­ται, ἐ­νῶ τό δο­χεῖ­ο μέ­σα στό ὁ­ποῖο καί­γον­ται (cf. DK, Α4) πα­ρα­μέ­νει ἀ­ναλ­λοί­ω­το· δι­ό­τι δέν βλέ­που­με τό δο­χεῖ­ο νά καί­γε­ται. Καί ὡ­στό­σο καί­γε­ται· τρώ­γε­ται ἀ­πό τή φω­τιά πού πε­ρι­έ­χει. Δέν βλέ­που­με τά παι­διά μας νά με­γα­λώ­νουν καί ν’ ἀλ­λά­ζουν καί νά γερ­νᾶ­νε, ὡ­στό­σο γί­νε­ται. 
Ἔτσι δέν ὑ­πάρ­χουν συμ­πα­γῆ σώ­μα­τα. Τά πράγ­μα­τα δέν εἶ­ναι πράγ­μα­τι πράγ­μα­τα, εἶ­ναι δι­α­δι­κα­σί­ες, εἶ­ναι ἐν ροῇ. Εἶ­ναι ὅπως ἡ φω­τιά, ὅπως μιά φλό­γα ἡ ὁ­ποί­α, μο­λο­νό­τι μπο­ρεῖ νά ἔ­χει ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο σχῆ­μα, εἶ­ναι μιά δι­α­δι­κα­σί­α, μιά ρο­ή ὑ­λι­κοῦ, ­ἕ­νας πο­τα­μός. Ὅ­λα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι φλό­γες: ἡ φω­τιά εἶ­ναι τό ἴδιο τό οἰ­κο­δο­μι­κό ὑ­λι­κό τοῦ κό­σμου μας· καί ἡ προ­φα­νής συμ­πά­γεια τῶν πραγ­μά­των ὀ­φεί­λε­ται ἁ­πλῶς στούς νό­μους, στά μέ­τρα, στά ὁ­ποῖα ὑ­πό­κειν­ται οἱ δι­α­δι­κα­σί­ες το­ῦ κό­σμου μας. 
Αὐ­τή πι­στεύ­ω εἶ­ναι ἡ ἀ­φή­γη­ση τοῦ Ἡράκλειτου· τό «μή­νυ­μά» του εἶ­ναι ὁ «ἀ­λη­θής λό­γος», τόν ὁ­ποῖο ὀ­φεί­λου­με ν’ ἀ­κού­σου­με: «Ἀ­κού­γον­τας ὄ­χι ἐ­μέ­να ἀλ­λά τόν ἀ­λη­θή λό­γο, εἶ­ναι σο­φό νά πα­ρα­δέ­χε­ται κα­νείς ὅτι ὅλα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἕ­να»: εἶ­ναι μιά αἰ­ώ­νια φω­τιά, πού φουν­τώ­νει μέ μέ­τρο καί σβή­νει μέ μέ­τρο». 
Γνω­ρί­ζω πο­λύ κα­λά ὅτι ἡ πα­ρα­δο­σια­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς φι­λο­σο­φί­ας το­ῦ Ἡράκλειτου πού ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ἐ­δῶ, δέν εἶ­ναι γε­νι­κῶς ἀ­πο­δε­κτή πρός τό πα­ρόν. Οἱ κρι­τι­κοί ὅμως δέν ἔ­χουν βά­λει τί­πο­τα στή θέ­ση της - τί­πο­τα, δη­λα­δή, φι­λο­σο­φι­κοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος. Θά συ­ζη­τή­σω ἐν συν­το­μί­α πα­ρα­κά­τω τή νέ­α τους ἑρ­μη­νεί­α. Ἐ­δῶ, θέ­λω μό­νο νά το­νί­σω ὅτι ἡ φι­λο­σο­φί­α τοῦ Ἡράκλειτου, προ­κα­λών­τας τή σκέ­φη, τό λό­γο, τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα, τή λο­γι­κή, καί ἐ­πι­ση­μαί­νον­τας ὅτι ζοῦ­με σ'ἕ­να κό­σμο πραγ­μά­των τῶν ὁ­ποί­ων οἱ ἀλ­λα­γές δι­α­φεύ­γουν τῶν αἰ­σθή­σε­ών μας, μο­λο­νό­τι γνω­ρί­ζου­με ὅτι ἀλ­λά­ζουν, δη­μι­ούρ­γη­σε δύ­ο νέ­α προ­βλή­μα­τα - τό πρό­βλη­μα τῆς ἀλ­λα­γῆς καί τό πρό­βλη­μα τῆς γνώ­σε­ως. Τά προ­βλή­μα­τα αὐ­τά ὑ­πῆρ­ξαν τά πε­ρισ­σό­τε­ρον ἐ­πεί­γον­τα καί­τοι ὀ δι­κός του λό­γος πε­ρί ἀλ­λα­γῆς ἦ­ταν δύ­σκο­λο νά κα­τα­νο­η­θεῖ. Τοῦ­το ὄμως, πι­στεύ­ω, ὀ­φεί­λε­ται στό γε­γο­νός ὅτι εἶ­δε κα­θα­ρό­τε­ρα ἀ­πό τους προ­η­γού­με­νούς του τίς δυ­σκο­λί­ες πού ἐμ­πλέ­κον­ται μέ­σα σ’ αὐ­τή κα­θαυ­τή τήν ἰ­δέ­α τῆς ἀλ­λα­γῆς. 
Δι­ό­τι ὅλη ἡ ἀλ­λα­γή εἶ­ναι ἡ ἀλ­λα­γή κά­τιν­ος: ἡ ἀλ­λα­γή προ­ϋ­πο­θέ­τει κά­τι πού ἀλ­λά­ζει. Προ­ϋ­πο­θέ­τει δέ ὅτι, ἐ­νῶ ἀλ­λά­ζει, τό κά­τι αὐ­τό πρέ­πει νά πα­ρα­μέ­νει τό ἴδιο. Μπο­ρεῖ νά λέ­με ὅ­τι ἕ­να πρά­σι­νο φύλ­λο ἀλ­λά­ζει ὅταν κι­τρι­νί­ζει· δέν λέ­με ὅμως ὅ­τι τό πρά­σι­νο φύλ­λο ἀλ­λά­ζει ὅταν τό ἀν­τι­κα­θι­στο­ῦ­με μέ ἕ­να κί­τρι­νο φύλ­λο. Εἶ­ναι οὐ­σι­α­στι­κό στήν ἰ­δέ­α τῆς ἀλ­λα­γῆς ὅ­τι τό πράγ­μα πού ἀλ­λά­ζει δι­α­τη­ρεῖ τήν ταυ­τό­τη­τά του ἐ­νῶ ἀλ­λά­ζει. Καί ὡ­στό­σο πρέ­πει νά γί­νει κά­τι ἄλ­λο: ἦ­ταν πρά­σι­νο, καί γί­νε­ται κί­τρι­νο· ἦ­ταν χλω­ρό, καί γί­νε­ται ξε­ρό· ἦ­ταν ζε­στό καί γί­νε­ται κρύ­ο. 
Ἔτσι, κά­θε ἀλ­λα­γή εἶ­ναι ἡ με­τά­βα­ση ἑ­νός πράγ­μα­τος σέ κά­τι μέ, κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο, ἀν­τί­θε­τες ποι­ό­τη­τες (ὅ­πως εἶ­χαν δεῖϊ ὁ Ἀναξιμένης καί ὁ Ἀναξίμανδρος). Καί ὡ­στό­σο, ἐ­νῶ με­τα­βάλ­λε­ται, τό με­τα­βαλ­λό­με­νον πράγ­μα πρέ­πει νά πα­ρα­μέ­νει ταυ­τό­ση­μο μέ τόν ἑ­αυ­τό του. 
Αὐ­τό εἶ­ναι τό πρό­βλη­μα τῆς ἀλ­λα­γῆς. Ὁδήγησε τόν Ἡ­ρά­κλει­το σέ μιά θε­ω­ρί­α (με­ρι­κῶς προ­κα­τα­λαμ­βά­νον­τας τόν Παρ­με­νί­δη) ἡ ὁ­ποί­α δι­α­κρί­νει με­τα­ξύ πράγμα­τι­κό­τη­τος καί ἐμ­φα­νί­σε­ως. «Ἡ πραγ­μα­τι­κή φύ­ση τῶν πραγ­μά­των θέ­λει νά κρύ­βε­ται. Μιά ἀ­φα­νής ἁρ­μονί­α εἶ­ναι ἰ­σχυ­ρό­τε­ρη ἀ­πό μιά ἐμ­φα­νῆ». Τά πράγ­μα­τα φαι­νο­με­νι­κῶς (καί γιά μᾶς) εἶ­ναι ἀν­τί­θε­τα, ἀλ­λά στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (καί γιά τό Θε­ό) εἶ­ναι τά ἴ­δια. 
Ζω­ή καί θά­να­τος, ξύ­πνιος καί κοι­μι­σμέ­νος, νέ­ος καί γέ­ρος, ὅλα αὐ­τά εἶ­ναι τά ἴ­δια... δι­ό­τι τό ἕ­να πε­ρι­στρε­φό­με­νο εἶ­ναι τό ἄλ­λο, τό ἄλ­λο δέ πε­ρι­στρε­φό­με­νο εἶ­ναι τό πρῶ­το... Τό μο­νο­πά­τι πού ὁ­δη­γεῖ πρός τά πά­νω καί τό μο­νο­πά­τι πού ὁ­δη­γεῖ πρός τά κά­τω εἶ­ναι τό ἴδιο μο­νο­πά­τι... Τό κα­λό καί τό κα­κό εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μα... Γιά τό Θε­ό ὅλα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ὡ­ραῖ­α καί κα­λά καί δί­και­α, οἱ ἄν­θρω­ποι ὅμως θε­ω­ροῦν δε­δο­μέ­νο ὅτι με­ρι­κά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἄ­δι­κα καί ἄλ­λα ὅτι εἶ­ναι δί­και­α... Δέν εἶ­ναι στή φύ­ση ἤ στό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ ἀν­θρώ­που νά κα­τέ­χει τήν ἀ­λη­θή γνώ­ση, ἐ­νῶ εἶ­ναι στή θεί­α φύ­ση. 
Ἔτσι, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα (καί γιά τό Θε­ό) τά ἀν­τί­θε­τα εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μα· μό­νο στόν ἄν­θρω­πο ἐμ­φα­νί­ζον­ται ὡς μή-ταυ­το­τι­κά. Καί ὅ­λα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἕ­να - εἶ­ναι ὅ­λα μέ­ρος τῆς πο­ρεί­ας το­ῦ κό­σμου, τῆς αἰ­ώ­νιας φω­τιᾶς. 
Ἡ θε­ω­ρί­α αὐ­τή τῆς ἀλ­λα­γῆς ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τόν «ἀ­λη­θή λό­γο», τή λο­γι­κή· τί­πο­τα δέν εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο πραγ­μα­τι­κό γιά τόν Ἡράκλειτο ἀ­πό τήν ἀλ­λα­γή. Ὡστόσο, τό δόγ­μα του γιά τήν ἑ­νό­τη­τα τοῦ κό­σμου, γιά τήν ταυ­τό­τη­τα τῶν ἀν­τί­θε­των καί γιά τό φαι­νό­με­νο καί τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἀ­πει­λεῖ τό δόγ­μα του τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τῆς ἀλ­λα­γῆς. 
Δι­ό­τι ἀλ­λα­γή εἶ­ναι ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πό τό ἕ­να ἀν­τί­θε­το στό ἄλ­λο. Ἔ­τσι, ἄν στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τά ἀν­τί­θε­τα εἶ­ναι ταυ­τό­ση­μα, μο­λο­νό­τι ἐμ­φα­νί­ζον­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά, τό­τε ἡ ἴδια ἡ ἀλ­λα­γή θά μπο­ροῦ­σε νά­ναι μό­νο φαι­νο­με­νι­κή. Ἄν στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, καί γιά τό Θε­ό, ὅ­λα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἕ­να, θά μπο­ροῦ­σε, στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, νά μήν ὑ­πάρ­χει κα­μιά ἀλ­λα­γή. 
Ἡ συ­νέ­πεια αὐ­τή σκι­α­γρα­φή­θη­κε ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη, τό μα­θη­τή (κα­τά τόν Burnet καί ἄλ­λους) το­ῦ  Ξε­νο­φά­νη ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­πε πε­ρί τοῦ Θε­ο­ῦ: «Πα­ρα­μέ­νει πάν­το­τε στήν αὐ­τή θέ­ση, δέν κι­νεῖ­ται πο­τέ. Δέν ἁρ­μό­ζει. Αὐ­τός νά πη­γαί­νει σέ δι­α­φο­ρε­τι­κές θέ­σεις κα­τά δι­α­φο­ρε­τι­κούς χρό­νους... Δέν εἶ­ναι κα­τά κα­νέ­να τρό­πο ­ἴ­διος μέ τούς θνη­τούς, οὔ­τε κα­τά τό σῶ­μα οὔ­τε κα­τά τή σκέ­ψη». 
Ὅ μαθητής τοῦ Ξενοφάνη, Παρμενίδης, δίδαξε ὅτι ὁ πραγματικός κόσμος ἦταν ἕνας, καί ὅτι παρέμενε πάντοτε στήν αὐτή θέση, μή μετακινούμενος ποτέ. Δέν ἅρμοζε νά πηγαίνει σέ διαφορετικές θέσεις κατά διαφορετικούς χρόνους. Δέν ἐμοίαζε κατά κανένα τρόπο μ’ ὅτι ἐμφανίζονταν πῶς εἶναι στούς θνητούς. Ὁ κό­σμος ἦ­ταν ­ἕ­νας, ἕ­να ἀ­δι­αί­ρε­το ὅλο, χω­ρίς μέ­ρη, ὁ­μοι­ο­γε­νές καί ἀ­κί­νη­το: ἥ κί­νη­ση ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τη σ’ ἕ­να τέ­τοι­ο κό­σμο. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, δέν ὑ­πῆρ­χε κα­μιά ἀλ­λα­γή. Ὁ κό­σμος τῆς ἀλ­λα­γῆς ἦ­ταν μιά αὐ­τα­πά­τη. 
Ὁ Παρ­με­νί­δης βά­σι­ζε τή θε­ω­ρί­α αὐ­τή μί­ας ἀ­με­τάβλη­της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας πά­νω σέ κά­τι πού μοιά­ζει μέ λο­γι­κή ἀ­πό­δει­ξη· μιά ἀ­πό­δει­ξη πού μπο­ρεῖ νά πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς ἀ­πορ­ρέ­ου­σα ἀ­πό μιά καί μό­νη προ­κεί­μενη: «Ὅ,τι δέν εἶ­ναι, δέν εἶ­ναι». Ἀπ’ αὐ­τό μπο­ροῦ­με ν’ ἀν­τλή­σου­με ὅτι τό τί­πο­τα - ἐ­κεῖ­νο πού δέν εἶ­ναι - δέν ὑ­πάρ­χει· ἕ­να ἀ­πο­τέ­λε­σμα τό ὁ­ποῖο ὁ Παρ­με­νί­δης δι­ερ­μη­νεύ­ει γιά νά πεῖ ὅτι τό κε­νό δέν ὑ­πάρ­χει. Ἔτσι, ὁ κό­σμος εἶ­ναι πλή­ρης: συ­νί­στα­ται ἀ­πό ἕ­να ἀ­δι­αί­ρε­το ὀγ­κό­λι­θο, ἐ­φ’ ὅσόν κά­θε χω­ρι­σμός σέ μέ­ρη θά μπο­ροῦ­σε νά ὀ­φεί­λε­ται μό­νο στό χω­ρι­σμό τῶν με­ρῶν ἀ­πό τό κε­νό. (Αὐ­τή εἶ­ναι «ἡ ἀ­πό­λυ­τα σφαι­ρι­κή ἀ­λή­θεια» τήν ὁ­ποί­α ἀ­πο­κά­λυ­ψε ἡ θε­ά στόν Παρ­με­νί­δη). Στόν πλή­ρη αὐ­τό κό­σμο δέν ὑ­πάρ­χει χῶ­ρος γιά κί­νη­ση. 
Μό­νον ἡ πα­ρα­πλα­νη­τι­κή πί­στη στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῶν ἀν­τί­θε­των - ἡ πί­στη ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει μό­νο αὐ­τό πού εἶ­ναι ἀλ­λά ἐ­πί­σης καί αὐ­τό πού δέν εἶ­ναι - ὁ­δη­γεῖ στήν αὐ­τα­πά­τη ἑ­νός κό­σμου ἀλ­λα­γῆς. 
Ἡ θε­ω­ρί­α το­ῦ Παρ­με­νί­δη μπο­ρεῖ νά πε­ρι­γραφεῖ ὡς ἡ πρώ­τη ὑ­πο­θε­τι­κό-ἀ­πα­γω­γι­κή θε­ω­ρί­α τοῦ κό­σμου. Οἱ ἀ­το­μι­σταί τήν προ­σέ­λα­βαν ἔ­τσι· καί βε­βαί­ω­ναν ὅτι ἀ­ναι­ρεί­ται ἀ­πό τήν ἐμ­πει­ρί­α, ἀ­φοῦ ἡ κί­νη­ση πράγ­μα­τι ὑ­πάρ­χει. Δε­χό­με­νοι τήν τυ­πι­κή ἰ­σχύ τοῦ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τος τοῦ Παρ­με­νί­δη, συ­νε­πέ­ρα­ναν ἀ­πό τό ἐ­σφαλ­μέ­νο πό­ρι­σμά του τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη του προ­κεί­με­νη. Αὐ­τό ὅμως σή­μαι­νε ὅτι τό τί­πο­τα - τό κε­νό, ἤ ἄ­δει­ο δι­α­στη­μα - ὑ­πῆρ­χε. Συ­νε­πῶς δέν ὑ­πῆρ­χε τώ­ρα κα­μια ἀ­νάγ­κη ν­ά θε­ω­ροῦ­με δε­δο­μέ­νο ὅ­τι «αὐ­τό πού εἶ­ναι» - τό πλῆ­ρες, αὐ­τό πού πλη­ρεῖ κά­ποι­ο μέ­ρος το­ῦ χώ­ρου - δέν εἶ­χε μέ­ρη - δι­ό­τι τά μέ­ρη του θά μπο­ροῦ­σαν τώ­ρα νά χω­ρι­σθοῦν ἀ­πό τό κε­νό. Ἔ­τσι, ὑ­πάρ­χουν πολ­λά μέ­ρη, τό κα­θέ­να ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι «πλῆ­ρες»: ὑ­πάρ­χουν πλή­ρη σω­μα­τί­δια στόν κό­σμο, χω­ρι­σμέ­να ἀ­πό τόν ἄ­δει­ο χῶ­ρο, καί ἱ­κα­νά νά κι­νη­θοῦν στόν ἄ­δει­ο χῶ­ρο, πού τό κα­θέ­να ἀ­π’ αὐ­τά εἶ­ναι «πλῆ­ρες», ἀ­κέ­ραι­ο, ἀ­δι­αί­ρε­το καί ἀ­με­τά­βλη­το. Ἔ­τσι ὅ,τι ὕ­πάρ­χει εἶ­ναι ἄ­το­μα καί τό κε­νό. Μ’ αὐ­τό τόν τρό­πο οἱ ἀ­το­μι­σταί ἔ­φθα­σαν στή θε­ω­ρί­α τῆς ἀλ­λα­γῆς - μιά θε­ω­ρί­α πού κυ­ρι­αρ­χοῦ­σε στήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη ὡς τό 1900. Εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρί­α ὅ­τι κά­θε ἀλ­λα­γή, καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως κά­θε ποι­ο­τι­κή ἀλ­λα­γή, πρέ­πει νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ἀ­πό τήν ἐν χώ­ρῳ κί­νη­ση τῶν ἀ­με­τά­βλη­των σω­μα­τι­δί­ων ὕλης - ἀ­πό ἄ­το­μα κι­νού­με­να στό κε­νό. 
Τό ἑ­πό­με­νο με­γά­λο βῆ­μα στήν κο­σμο­λο­γί­α μας καί στή θε­ω­ρί­α τῆς ἀλ­λα­γῆς ἔ­γι­νε ὅ­ταν ὁ Maxwell, ἀ­να­πτύσ­σον­τας ὁ­ρι­σμέ­νες ἰ­δέ­ες τοῦ Faraday, ἀν­τι­κατέ­στη­σε τή θε­ω­ρί­α αὐ­τή μέ μιά θε­ω­ρί­α ἀλ­λα­γῆς τῶν ἐν­τά­σε­ων τῶν πε­δί­ων. 
Σκι­α­γρά­φη­σα τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Προ­σω­κρα­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ἀλ­λα­γῆς, ὅ­πως τή βλέ­πω ἐ­γώ. Φυ­σι­κά ἔ­χω ὑ­π’ ὄ­ψη μου τό γε­γο­νός ὅ­τι ἡ ἱ­στο­ρί­α μου (ἡ ὁ­ποί­α βα­σί­ζε­ται στόν Πλά­τω­να, τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη καί τή δο­ξο­γρα­φι­κή πα­ρά­δο­ση) συγ­κρού­ε­ται σέ πολ­λά ση­μεῖ­α μέ τίς ἀ­πό­ψεις με­ρι­κῶν εἰ­δι­κῶν, Ἄγ­γλων κα­θώς καί Γερ­μα­νῶν, καί εἰ­δι­κά μέ τίς ἀ­πό­ψεις ποῦ ἐκ­φρά­ζουν οἱ G.S. Kirk καί J.E. Raven στό βι­βλί­ο τούς The Presocratic Philosophers, 1957. Φυ­σι­κά, δέν μπο­ρῶ να ἐ­ξε­τά­σω ἐ­δῶ λε­πτο­με­ρῶς τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά τους, καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως τίς λε­πτο­με­ρεῖς ἐ­ξη­γή­σεις τους τῶν δι­α­φό­ρων χω­ρί­ων με­ρι­κές ἀ­πό τίς ὁ­ποῖ­ες σχε­τί­ζον­ται μέ τίς δι­α­φο­ρές με­τα­ξύ τῶν δι­κῶν τούς ἑρ­μη­νει­ῶν καί τῆς δι­κῆς μου. (Βλέ­πε, γιά πα­ρά­δειγ­μα, τή συ­ζή­τη­ση Kirk καί Raven στό ἐ­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σον ὑ­πάρ­χει ἀ­να­φο­ρά το­ῦ Ἡράκλειτου στόν Παρ­με­νί­δη· cf. τή ση­μεί­ω­σή τους 1 στίς σσ. 193 καί ἔπ., καί σήμ. 1 στή σ. 272). Θέ­λω ὅμως νά πῶ ὅ­τι ἐ­ξέ­τα­σα τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά τους καί τά βρῆ­κα μή πει­στι­κά καί συ­χνά ἐν­τε­λῶς ἀ­πα­ρά­δεκτά. 
Θ’ ἀ­να­φέ­ρω ἐ­δῶ μό­νο με­ρι­κά ση­μεῖ­α ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στόν Ἡράκλειτο (μο­λο­νό­τι ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λα ση­μεῖ­α ἴσης σπου­δαι­ό­τη­τας, ὅ­πως τά σχό­λιά τους στόν Παρ­με­νί­δη). 
Ἡ πα­ρα­δο­σια­κή ἄ­πο­ψη, σύμ­φω­να μέ τήν ὁ­ποί­α τό κεν­τρι­κό δόγ­μα τοῦ Ἡράκλειτου ἦ­ταν ὅ­τι ὅ­λα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἐν ροῇ, πο­λε­μή­θη­κε ἀ­πό τόν Burnet πρίν ἀ­πό σα­ράν­τα χρό­νια. Τό κύ­ριο ἐ­πι­χεί­ρη­μά του (τό ὁ­ποῖϊ­ο συ­ζή­τη­σα ἐν ἐ­κτά­σει στή ση­μεί­ω­ση 2 τοῦ κέφ. 2 τῆς Open Society) ἦ­ταν ὅ­τι ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀλ­λα­γῆς δέν ἦ­ταν νέ­α, καί ὅ­τι μό­νο ἕ­να και­νούρ­γιο μή­νυ­μα θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­ξη­γή­σει τήν ἐ­πι­τα­κτι­κό­τη­τα μέ τήν ὁ­ποί­α ὁ­μι­λεῖ ὁ Ἡράκλειτος. Τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα αὐ­τό ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται ἀ­πό τους Kirk καί Raven ὅ­ταν γρά­φουν (σσ. 186 καί ἔπ.): «Ὅ­λοι ὅ­μως οἱ Προ­σω­κρατι­κοί στο­χα­σταί ἦ­ταν κα­τά­πλη­κτοι ἀ­πό τήν κυ­ρι­αρ­χί­α τῆς ἀλ­λα­γῆς στόν κό­σμο τῆς ἐμ­πει­ρί­ας μας». Γύ­ρω ἀ­πό τήν τά­ση αὐ­τή ἔ­λε­γα στό βι­βλί­ο μου Open Society: Ἐ­κεῖ­νοι οἱ ὁ­ποῖ­οι εἰ­ση­γο­ῦν­ται... ὅ­τι τό δόγ­μα τῆς κα­θο­λι­κῆς ρο­ῆς δέν ἦ­ταν νέ­ο..., αἰ­σθά­νο­μαι, πώς εἶ­ναι ἀ­θέ­λη­τοι μάρ­τυ­ρες τῆς γνη­σι­ό­τη­τας τοῦ Ἡράκλειτου, διότι, τώρα, μετά από 2400 χρόνια, δεν κα­τα­φέρ­νουν νά συλ­λά­βουν τό κύ­ριο ση­μεῖ­ο του». Μέ λί­γα λό­για, δέν βλέ­πουν τή δι­α­φο­ρά ἀ­νά­με­σα στό μή­νυ­μα τῶν Μι­λη­σί­ων «ὑ­πάρ­χει μιά φω­τιά στό σπί­τι», καί τό κά­πως ἐ­πι­τα­κτι­κό­τε­ρο μή­νυ­μα τοῦ Ἡρακλείτου «τό σπί­τι καί­γε­ται». Μιά σι­ω­πη­ρή ἀ­πάν­τη­ση στήν κρι­τι­κή αὐ­τή μπο­ρεῖ νά βρεῖ κα­νείς στή σ. 197 τοῦ βι­βλί­ου τῶν Kirk καί Raven, ὅ­που γρά­φουν: «Μπο­ρεῖ, πράγ­μα­τι, νά σκέ­φθη­κε ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος ὅ­τι ­ἕ­νας βρά­χος ἤ ἕ­νας μπρού­τζι­νος λέ­βης, γιά πα­ρά­δειγ­μα, ὑ­φί­στα­το συ­νε­χῶς ἀ­ό­ρα­τες ἀλ­λα­γές το­ῦ ὑ­λι­κοῦ; Ἴσως - τί­πο­τε ὅ­μως δέν λέ­ει στά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπάσμα­τα ὅ­τι τό σκέ­φθη­κε». Εἶ­ναι ὅ­μως ἔ­τσι; Τά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα το­ῦ Ἡράκλειτου γύ­ρω ἀ­πό τή φω­τιά (Kirk καί Raven, Ἀ­πό­σπ. 220-2) ἑρ­μη­νεύ­ον­ται ἀ­πό τους ἴ­διους τους Kirk καί Raven ὡς ἑ­ξῆς (σ. 200): «Ἡ φω­τιά εἶ­ναι ἡ ἀρ­χε­τυ­πι­κή μορ­φή τῆς ὕλης». Τώ­ρα, δέν εἶ­μαι δι­ό­λου σί­γου­ρος τί ση­μαί­νει ἐ­δῶ «ἀρ­χε­τυ­πι­κή» (ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἔ­χον­τας ὑ­π’ ὄ­φιν το γε­γο­νός ὅ­τι λί­γες γραμ­μές πιό κά­τω δι­α­βά­ζου­με, «Κο­σμο­γο­νί­α... δέν πρό­κει­ται νά βρε­θεῖ στόν Ἡ­ρά­κλει­το»). Ἀλ­λά ὁ­τι­δή­πο­τε καί νά ση­μαί­νει «ἀρ­χε­τυ­πι­κόν», εἶ­ναι σα­φές ὅ­τι σέ μιά πε­ρί­πτω­ση γί­νε­ται δε­κτό ὅ­τι ὁ Ἡράκλειτος λέ­ει στά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα ὅ­τι ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ὕλη εἶ­ναι κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο (εἴ­τε ἀρ­χε­τυ­πι­κῶς εἴ­τε ἄλ­λως) φω­τιά, καί λέ­ει ἐ­πί­σης ὅ­τι ὅ­λη ἡ ὕ­λη, ὅ­πως ἡ φω­τιά, εἶ­ναι μιά πο­ρεί­α· αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς ἡ θε­ω­ρί­α εἶ­ναι πού δέν ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται στόν Ἡράκλειτο ἀ­πό τους Kirk καί Raven. 
Ἀ­μέ­σως με­τά, ἀ­φοῦ ποῦν ὅ­τι «τί­πο­τα στά σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα δέν εἰ­ση­γεῖ­ται» ὅ­τι ὁ Ἠ­ρά­κλει­τος πί­στευ­ε στίς συ­νε­χεῖς ἀ­ό­ρα­τες ἀλ­λα­γές, οἱ Kirk καί Raven κά­νουν τήν ἀ­κό­λου­θη με­θο­δο­λο­γι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση: «Δέν μπο­ρεῖ νά το­νι­σθεῖ μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη ἔμ­φα­ση ὅ­τι [στά κεί­με­να] πρίν ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη καί τήν ἐμ­φα­νῆ ἀ­πό­δει­ξή του δτί οἱ αἰ­σθή­σεις ἦ­ταν ἐν­τε­λῶς πα­ρα­πλα­νη­τι­κές... κα­τά­φω­ρες ἀ­πο­μα­κρύν­σεις ἀ­πό τόν κοι­νό νοῦ πρέ­πει νά­ναι ἀ­πο­δε­κτές μό­νον ὅταν ἡ μαρ­τυ­ρί­α γι’ αὐ­τές εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἰ­σχυ­ρή». Αὐ­τό προ­ο­ρί­ζε­ται νά ση­μαί­νει ὅ­τι τό δόγ­μα πε­ρί τῶν σω­μά­των (οἱα­σδήπο­τε οὐ­σί­ας) πού ὑ­φί­σταν­ται στα­θε­ρῶς ἀ­ό­ρα­τες ἀλ­λα­γές ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μιά κα­τά­φω­ρη ἀ­πο­μά­κρυνση ἀ­πό τόν κοι­νό νοῦ, μιά ἀ­πο­μά­κρυν­ση πού δέν ὀ­φεί­λει κα­νείς νά πε­ρι­μέ­νει στόν Ἡράκλειτο. 
Ἀλλά γιά ν’ ἀ­να­φέ­ρω τόν Ἡράκλειτο: «Αὐ­τός ­πού δέν προσ­δο­κᾶ τό ἀ­προσ­δό­κη­το δέν θά τό ἐν­το­πί­σει: θά μεί­νει γι’ αὐ­τόν ἀ­πα­ρα­τή­ρη­το καί ἀ­πλη­σί­α­στο» (DK. Β 18). Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τό τε­λευ­ταῖ­ο ἐ­πι­χεί­ρη­μα τῶν Kirk καί Raven εἶ­ναι σέ πολ­λά ἐ­πί­πε­δα ἄ­κυ­ρο. Πο­λύ πρίν ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη βρί­σκου­με ἰ­δέ­ες πο­λύ ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νες ἀ­πό τόν κοι­νό νοῦ στούς Ἀναξίμανδρο, Πυ­θα­γό­ρα, Ξε­νο­φά­νη καί ἰ­δι­αι­τέ­ρως στόν Ἡ­ρά­κλει­το. Πράγ­μα­τι ἡ εἰ­σή­γη­ση, ὅ­τι θά­ ΄πρε­πε νά ἐ­ξε­τά­σου­με τήν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα τῶν ἰ­δε­ῶν πού ἀ­πο­δί­δον­ται στόν Ἡράκλειτο - ὅ­πως θά μπο­ρού­σα­με πράγ­μα­τι νά ἐ­ξε­τά­σου­με τήν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα ἐ­κεί­νων πού ἀ­πο­δί­δον­ται στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη - μέ τά μέ­τρα το­ῦ «κοι­νοῦ νοῦ», προ­κα­λεῖ μιά μι­κρή ­ἔκ­πλη­ξη (ὁ­τι­δή­πο­τε καί νά ση­μαί­νει ἐ­δῶ τό «κοι­νός νοῦς»). Δι­ό­τι ἡ εἰ­σή­γη­ση αὐ­τή ἔρ­χε­ται σ’ ἀν­τί­θε­ση ὄ­χι μό­νο μέ τό πε­ρί­φη­μο δυσ­νό­η­το τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του καί τό χρη­σμικό, ὕφος, κά­τι πού ἐ­πι­κυ­ρώ­νουν οἱ Kirk καί Raven, ἀλ­λά ἐ­πί­σης καί μέ τό φλο­γε­ρό του ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τήν ἀν­τι­νο­μί­α καί τό πα­ρά­δο­ξο. Τό τε­λευ­ταῖ­ο δέ, ἀλ­λά ὄ­χι πιό ἀ­σή­μαν­το, εἶ­ναι ὅ­τι ἔρ­χε­ται σέ ἀν­τί­θε­ση μέ τό δόγ­μα (κα­τά τήν ἄ­πο­ψή μου ἐν­τε­λῶς ἀ­νό­η­τα) πού οἱ Kirk καί Raven ἀ­πο­δί­δουν στόν Ἡράκλειτο (τά πλά­για δι­κά μου): «... ὅ­τι οἵ φυ­σι­κές ἄλ­λα­γες ὄ­λων­ των εἰ­δῶν [καί, ἑ­πο­μέ­νως, ἐ­πί­σης οἵ σει­σμοί καί οἱ με­γά­λες φω­τι­ές] εἶ­ναι κα­νο­νι­κές καί ἰ­σόρ­ρο­πες, καί ὅ­τι ἡ αἰ­τί­α τῆς ἰ­σορ­ρο­πί­ας αὐ­τῆς εἶ­ναι ἡ φω­τιά, τό κοι­νό συ­στα­τι­κό τῶν πραγ­μά­των πού χα­ρα­κτη­ρί­στη­κε ἐ­πί­σης καί ὁ Λό­γος τους». Ἀλλά για­τί, ἐ­ρω­τῶ, θά ­πρε­πε ἡ φω­τιά νά­ναι «ἡ αἰ­τί­α» ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἰ­σορ­ρο­πί­ας – εἴ­τε αὐ­τῆς τῆς ἰ­σορ­ρο­πί­ας εἴ­τε ὁ­ποιαοσ­δή­πο­τε ἄλ­λης; Καί ποῦ λέ­ει ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος τέ­τοι­α πράγ­μα­τα; Πράγ­μα­τι, ἄν αὐ­τή ὑ­πῆρ­ξε ἡ φι­λο­σο­φί­α τοῦ Ἡράκλειτου, τό­τε δέν βλέ­πω κα­νέ­να λό­γο νά ἐν­δι­α­φερ­θεῖ κα­νείς γι’ αὐ­τήν ἐν πά­ση πε­ρι­πτώ­σει, θά­ ΄ταν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πο­μα­κρυ­σμέ­νη ἀ­πό τόν κοι­νό νοῦ (ὅ­πως τό βλέ­πω ἐ­γώ) ἀ­π’ ὅ­σο ἡ ἐμ­πνευ­σμέ­νη φι­λο­σο­φί­α πού ἡ πα­ρά­δο­ση ἀ­πο­δί­δει στόν Ἡράκλειτο καί ἡ ὁ­ποί­α, ἐν ὀ­νό­μα­τι τοῦ κοι­νοῦ νοῦ, ἀ­πορ­ρί­πτε­ται ἀ­πό τους Kirk καί Raven 
Τό ἀ­πο­φα­σι­στι­κό ὅ­μως ση­μεῖ­ο εἶ­ναι, φυ­σι­κά, ὅ­τι ἡ ἐ­πνευ­σμέ­νη αὐ­τή φι­λο­σο­φί­α εἶ­ναι ἀ­λη­θής, ἀ­π’ ὅ­σο ξέ­ρου­με. Μέ τήν ἀ­πό­κο­σμη δι­ό­ρα­σή του ὁ Ἠ­ρά­κλει­τος εἶ­δε ὅ­τι τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι δι­α­δι­κα­σί­ες, ὅ­τι τά σώ­μα­τά μας εἶ­ναι φλό­γες, ὅ­τι ἕ­νας βρά­χος ἤ ἕ­νας μπρού­τζι­νος λέ­βη­τας... ὑ­φί­στα­το στα­θε­ρῶς ἀ­ό­ρα­τες ἀλ­λα­γές». Οἱ Kirk καί Raven λέ­γουν (σ. 197, σήμ. 1 τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα δι­α­βά­ζε­ται σάν μιά ἀ­πάν­τη­ση στό Μέ­λισ­σο): «Κά­θε φο­ρᾶ ποῦ τό δά­κτυ­λο τρί­βε­ται, ἐ­ξα­λεί­φει μιά ἀ­ό­ρα­τη πο­σό­τη­τα σι­δή­ρου· ὡ­στό­σο ὅ­ταν δέν τρί­βε­ται, τί λό­γος ὑ­πάρ­χει νά σκέ­πτε­ται κα­νείς ὅ­τι τό σί­δε­ρο συ­νε­χί­ζει ν’ ἀλ­λά­ζει;» Ὁ λό­γος εἶ­ναι ὅ­τι τρί­βε­ται ὁ ἀ­έ­­ρας, καί ὅ­τι ἀ­έ­ρας ὑ­πάρ­χει πάν­το­τε· ἤ ὅ­τι τό σί­δε­ρο με­τα­τρέ­πε­ται ἀ­ο­ρά­τως σέ σκου­ριά - μέ τήν ὀ­ξύδω­ση, καί τοῦ­το ση­μαί­νει μέ σι­γα­νή καύ­ση· ἤ ὅ­τι τό πα­λιό σί­δε­ρο φαί­νε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κό ἀ­πό τό καινούργιο, ἀ­κρι­βῶς ὅπως ἕ­νας γέ­ρος φαί­νε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κός ἀ­πό ­ἕ­να παι­δί (cf. DK, Β 88). Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Ἡράκλειτου, ὅπως δεί­χνουν τά σω­ζό­με­να ἀ­ποσπά­σμα­τα. 
Εἰ­ση­γοῦ­μαι ὅ­τι ἡ με­θο­δο­λο­γι­κή ἀρ­χή τῶν Kirk καί Raven «ὅ­τι κα­τά­φω­ρες ἀ­πο­μα­κρύν­σεις ἀ­πό τόν κοι­νό νοῦ πρέ­πει νά εἶ­ναι ἀ­πο­δε­κτές μό­νο ὅταν οἱ μαρ­τυ­ρί­ες εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶς ἰ­σχυ­ρές» θά μπο­ροῦ­σε ν’ ἀν­τι­κα­ταστα­θεῖ ἀ­πό τή σα­φέ­στε­ρη καί ση­μαν­τι­κό­τε­ρη ἀρ­χή ὅ­τι κα­τά­φω­ρες ἀ­πο­μα­κρύν­σεις ἀ­πό τήν ἱ­στο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση πρέ­πει νά εἶ­ναι ἀ­πο­δε­κτές μό­νο ὅταν οἱ μαρ­τυ­ρί­ες εἶ­ναι ἐ­ξαι­ρε­τι­κῶς ἰ­σχυ­ρές. Αὐ­τό, πράγ­μα­τι, εἶ­ναι μιά κα­θο­λι­κή ἀρ­χή τῆς ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­ας. Χω­ρίς αὐ­τήν ἡ ἱ­στο­ρί­α θά­ ΄ταν ἀ­δύ­να­τος. Ὡστόσο βι­ά­ζε­ται συ­νε­χῶς ἀ­πό τους Kirk καί Raven: ὅταν, γιά πα­ρά­δειγ­μα, προ­σπα­θοῦν νά κα­τα­στή­σουν ὕ­πο­πτη τή μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Πλά­τω­νος καί τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λους, μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα πού εἶ­ναι με­ρι­κῶς κυ­κλι­κά καί με­ρι­κῶς (ὅπως ἐ­κεῖ­νο πε­ρί τοῦ κοι­νοῦ νοῦ) σέ ἀν­τί­φα­ση πρός τή­ν ἴ­δια τους τήν ἱ­στο­ρί­α. Καί ὅταν λέ­νε ὅ­τι «φαί­νε­ται πώς ἐ­λά­χι­στη σο­βα­ρή προ­σπά­θεια ἔ­γι­νε ἀ­πό τούς Ἀριστοτέλη καί Πλά­τω­να γιά νά δι­εισ­δύ­σουν στό πραγ­μα­τι­κό του νό­η­μα [δήλ. τοῦ Ἡράκλειτου]» τό­τε μπο­ρῶ μό­νο νά πῶ ὅ­τι ἡ φι­λο­σο­φί­α πού δι­α­γρά­φε­ται ἀ­πό τους Πλά­τω­να καί Ἀριστοτέλη μοῦ φαί­νε­ται μιά φι­λο­σο­φί­α πού ­ἔ­χει πραγ­μα­τι­κό νό­η­μα καί πραγ­μα­τι­κό βά­θος. Εἶ­ναι μιά φι­λο­σο­φί­α ἄ­ξια ἑ­νός με­γά­λου φι­λο­σό­φου. Ποι­ός, ἄν ὄ­χι ὁ Ἡράκλειτος, ἦ­ταν ὁ με­γά­λος στο­χα­στής πού πρῶ­τος συ­νει­δη­το­ποί­η­σε ὅ­τι οἱ ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι φλό­γες καί τά πράγ­μα­τα δι­α­δι­κα­σί­ες; Πρέ­πει ἄ­ρα­γε νά πι­στέ­ψου­με πράγ­μα­τι ὅ­τι ἡ με­γά­λη αὔ­τη φι­λο­σο­φί­α ἦ­ταν μιά «με­τα-Η­ρα­κλεί­τιος» ὑ­περ­βο­λή (σ. 197), καί ὅ­τι μπο­ρεῖ νά εἶ­χε εἰ­ση­γη­θεῖ στον Πλά­τω­να, «εἰ­δι­κά, ἴσως, ἀ­πό τόν Κρα­τύ­λο»; Ποι­ός, ἐ­ρω­τῶ, ἦ­ταν αὐ­τός ὁ ἄ­γνω­στος φι­λό­σο­φος - ἴ­σως ὁ μέ­γι­στος καί ὁ πιό θαρ­ρα­λέ­ος στο­χα­στής ἀ­νά­με­σα στούς Προ­σω­κρα­τι­κούς; Ποι­ός ἦ­ταν, ἄν ὄ­χι ὅ Ἠ­ρά­κλει­τος;


XI

Ἡ πρώ­ι­μη ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας, εἰ­δι­κά ἡ ἱ­στο­ρί­α ἀ­πό τό Θα­λῆ στόν Πλά­τω­να, εἶ­ναι μιά θαυ­μα­στή ἱ­στο­ρί­α. Σχε­δόν εἶ­ναι πο­λύ ὡ­ραί­α γιά νά εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νή. Σέ κά­θε γε­νε­ά βρί­σκου­με του­λά­χι­στον μιά νέ­α φι­λο­σο­φί­α, μιά νέ­α κο­σμο­λο­γί­α κα­τα­πλη­κτι­κῆς πη­γαι­ό­τη­τας καί βά­θους. Πῶς ἦ­ταν αὐ­τό δυ­νατόν; Φυ­σι­κά δέν μπο­ρε­ΐ κα­νείς νά ἐ­ξη­γή­σει τήν πη­γαι­ό­τη­τα καί τήν ἰ­δι­ο­φυί­α. Μπο­ρεῖ ὅ­μως νά ρί­ξει ἐ­πά­νω τους κά­ποι­ο φῶς. Ποι­ό ἦ­ταν τό μυ­στι­κό τῶν ἀρ­χαί­ων; Προ­τεί­νω πώς αὐ­τό ἦ­ταν ἡ πα­ρά­δο­ση - ἡ πα­ρά­δο­ση τῆς κρι­τι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως. 
Θά προσπαθήσω νά τοποθετήσω τό πρόβλημα ὀξύτερα. Σέ ὅλους ἤ σχεδόν σέ ὅλους τους πολιτισμούς βρίσκουμε κάτι ποῦ μοιάζει μέ θρησκευτική καί κοσμολογική διδασκαλία, καί σέ πολλές κοινωνίες βρίσκουμε σχολές. Τώρα, οἱ σχολές, εἰδικά οἱ πρωτόγονες σχολές, φαίνεται πῶς ὅλες ἔχουν μιά χαρακτηριστική δομή καί λειτουργία. Μακριά ἀπό τοῦ νά εἶναι τόποι κριτικῆς συ­ζη­τή­σε­ως τό θε­ω­ροῦν χρέ­ος τους νά με­τα­δώ­σουν ἕ­να ὁ­ρι­σμέ­νο δόγ­μα, καί νά τό δι­α­τη­ρή­σουν, κα­θα­ρό καί ἀ­ναλ­λοί­ω­το. Εἶ­ναι χρέ­ος μί­ας σχο­λῆς νά πα­ρα­δώ­σει τήν πα­ρά­δο­ση, τό δόγ­μα τοῦ ἰ­δρυ­τοῦ της, τοῦ πρώ­του της δι­δά­σκα­λου, στή νέ­α γε­νε­ά, καί γιά τό σκο­πό αὐ­τό τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο πράγ­μα εἶ­ναι νά κρα­τη­θεῖ τό δόγ­μα ἀ­πα­ρα­βί­α­στο. Μί­α σχο­λή τοῦ εἴ­δους αὐ­τοῦ δέν πα­ρα­δέ­χε­ται πο­τέ μιά νέ­α ἰ­δέ­α. Οἱ νέ­ες ἰ­δέ­ες εἶ­ναι αἱ­ρέ­σεις, καί ὁ­δη­γοῦν σέ σχί­σμα­τα· τυ­χόν μέ­λος τῆς σχο­λῆς πού προ­σπα­θοῦ­σε ν’ ἀλ­λά­ξει τό δόγ­μα, ἐκ­δι­ώ­κε­ται κα­τό­πιν ὡς αἱ­ρε­τι­κός. Ἀλ­λά ὁ αἱ­ρε­τι­κός δι­εκ­δι­κεῖ, κα­τά κα­νό­να, ὅ­τι οἱ δι­κές του ἰ­δέ­ες εἶ­ναι τό πραγ­μα­τι­κό δόγ­μα τοῦ ἱ­δρυ­ταῆ. Ἔτσι οὔ­τε κάν ὁ ἐ­φευ­ρέ­της πα­ρα­δέ­χε­ται ὅ­τι ἔ­χει εἰ­σά­γει μιάν ἐ­φεύ­ρε­ση· πι­στεύ­ει, μᾶλ­λον, ὅ­τι ἐ­πι­στρέ­φει στήν ἀ­λη­θι­νή ὀρ­θο­δο­ξί­α ἡ ὁ­ποί­α κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο ἔ­χει δι­α­στρα­φεῖ. 
Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό ὅ­λες οἱ ἀλ­λα­γές τοῦ δόγ­μα­τος - ἄν ὑ­πάρ­χουν - εἶ­ναι λα­θραῖ­ες. Ὅ­λες πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ὡς ἐ­πα­να­το­πο­θε­τή­σεις τῶν ἀ­λη­θῶν ρή­σε­ων τοῦ δι­δα­σκά­λου, τῶν δι­κῶν του λό­γων, τοῦ δι­κοῦ του νο­ή­μα­τος, τῶν δι­κῶν του προ­θέ­σε­ων. 
Εἶ­ναι σα­φές ὅτί σέ μιά σχο­λή τοῦ εἴ­δους αὐ­το­ῦ δέν μπο­ροῦ­με νά πε­ρι­μέ­νου­με νά βροῦ­με μιά ἱ­στο­ρί­α ἰ­δε­ῶν, ἤ ἀ­κό­μη καί τό ὑ­λι­κό γιά μιά τέ­τοι­α ἱ­στο­ρί­α. Δι­ό­τι οἱ νέ­ες ἰ­δέ­ες δέν εἶ­ναι δε­κτόν ὅτι εἶ­ναι νέ­ες. Τά πάν­τα ἀ­πο­δί­δον­ται στό δι­δά­σκα­λο. Ὅ,τι μπο­ροῦ­με νά ἀ­να­κα­τα­σκευ­ά­σου­με εἶ­ναι μιά ἱ­στο­ρί­α σχι­σμά­των, καί ἴσως μιά ἱ­στο­ρί­α ὑ­πε­ρα­σπί­σε­ως ὁ­ρι­σμέ­νων δογ­μά­των ἐ­ναν­τί­ον τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. 
Δέν μπο­ρεῖ, φυ­σι­κά, νά ὑ­πάρ­ξει ὁ­ποι­α­δή­πο­τε λο­γι­κή συ­ζή­τη­ση σέ μιά σχο­λή αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους. Μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξουν ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἐ­ναν­τί­ον δια­φωνούν­των καί αἱ­ρε­τι­κῶν, ἤ ἐ­ναν­τί­ον με­ρι­κῶν ἀν­τα­γω­νιστι­κῶν σχο­λῶν. Ἀλ­λά ὡς ἐ­πί τό πλεῖστον εἶ­ναι μέ τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό, τό δόγ­μα καί τήν κα­τα­δί­κη μᾶλ­λον πα­ρά μέ τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα πού ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται τό δόγ­μα. 
Τό με­γά­λο πα­ρά­δειγ­μα μιᾶς σχο­λῆς τοῦ εἴ­δους αὐ­τοῦ με­τα­ξύ τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν φι­λο­σο­φι­κῶν σχο­λῶν εἶ­ναι ἡ ἰ­τα­λι­κή σχο­λή πού ἵ­δρυ­σε ὁ Πυ­θα­γό­ρας. 
Συγ­κρι­νό­μευ­η μέ τήν Ἰ­ω­νι­κή σχο­λή, ἤ μ’ ἐ­κεί­νη τῶν Ἐ­λε­α­τῶν, εἶ­χε τό χα­ρα­κτή­ρα ἑ­νός θρη­σκευ­τι­κοῦ τάγ­μα­τος μ’ ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τρό­πο ζω­ῆς κι ἕ­να μυ­στι­κό δόγ­μα. Ἡ Ἱ­στο­ρί­α ὅ­τι ἕ­να μέ­λος, ὁ Ἵπ­πα­σος ὁ Με­τα­πόν­τιος, πνί­γη­κε στή θά­λασ­σα δι­ό­τι ἀ­πο­κά­λυ­ψε τό μυ­στι­κό τοῦ πα­ρα­λό­γου ὁ­ρι­σμέ­νων τε­τρα­γω­νι­κῶν ρι­ζῶν, εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της ἀ­τμό­σφαι­ρας ποῦ πε­ρι­έ­βα­λε τήν πυ­θα­γό­ρεια σχο­λή, εἴ­τε ὑ­πάρ­χει εἴ­τε δέν ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α ἀ­λή­θεια στήν ἱ­στο­ρί­α αὐ­τή. 
Με­τα­ξύ ὅ­μως τῶν Ἑλ­λη­νι­κῶν φι­λο­σο­φι­κῶν σχο­λῶν οἱ πρῶ­τοι Πυ­θα­γό­ρειοι ὑ­πῆρ­ξαν μιά ἐ­ξαί­ρε­ση. Ἀ­φή­νον­τας τους κα­τά μέ­ρος, θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με ὅ­τι ὁ χα­ρα­κτή­ρας τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῶν φι­λο­σο­φι­κῶν σχο­λῶν, εἶ­ναι ἐν­τυ­πω­σια­κά δι­α­φο­ρε­τι­κός ἀ­πό τό δογ­μα­τι­κό τύ­πο τῆς σχο­λῆς πού πε­ρι­γρά­φε­ται ἐ­δῶ. Αὐ­τό τό ἔ­δει­ξα μ’ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα: ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ προ­βλή­μα­τος τῆς ἀλ­λα­γῆς πού πα­ρου­σί­α­σα, εἶ­ναι ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς κρι­τι­κῆς δι­α­μά­χης, μί­ας λο­γι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως. Νέ­ες ἰ­δέ­ες προ­τεί­νον­ται ὡς τέ­τοι­ες, καί ἐμ­φα­νί­ζον­ται ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­νοι­χτῆς κρι­τι­κῆς. Ὑ­πάρ­χουν ἐ­λά­χι­στες, ἄν ὑ­πάρ­χουν κα­θό­λου, λα­θραῖ­ες με­τα­βο­λές. Ἀν­τί της ἀ­νω­νυ­μί­ας βρί­σκου­με μιά ἱ­στο­ρί­α ἰ­δε­ῶν καί ἐ­κεί­νων πού τίς γέν­νη­σαν. 
Ἐδῶ ὑπάρχει ἕνα μοναδικό φαινόμενο, καί εἶναι στενῶς συνδεδεμένο μέ τήν ἐκπληκτική ἐλευθερία καί δημιουργία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Πῶς μποροῦμε νά ἐξηγήσουμε τό φαινόμενο αὖτο; Αὐτό ποῦ πρέπει νά ἐξηγήσουμε εἶναι τή ρίζα, μίας παραδόσεως. Εἶναι μιά παράδοση ποῦ ἐπιτρέπει ἤ ἐνθαρρύνει κριτικές συζητήσεις μεταξύ διαφόρων σχολῶν καί, ἀκόμα ἐκπληκτικότερο, μέσα στήν ἴδια καί τήν αὐτή σχολή. Διότι πουθενά ἐκτός της Πυθαγόρειας σχολῆς, δέν βρίσκουμε μιά σχολή ἀφιερωμένη στή διατήρηση ἑνός δόγματος. Ἀντίθετα βρίσκουμε ἀλλαγές, νέες ἰδέες, τροπολογίες, καί ἀπροκάλυπτη κριτική τοΰ διδασκάλου. 
(Στόν Παρ­με­νί­δη μέ­χρι πού βρί­σκου­με, σέ πρώ­ι­μη χρο­νι­κή πε­ρί­ο­δο, ἕ­να πο­λύ ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το φαι­νό­με­νο - τό φαι­νό­με­νο ἑ­νός φι­λο­σό­φου πού προ­τεί­νει δύ­ο δόγ­μα­τα, ἕ­να πού λέ­ει ὅτι εἶ­ναι ἀ­λη­θές, καί ἕ­να πού αὐ­τός ὁ ­ἴ­διος πε­ρι­γρά­φει ὡς ψευ­δές. Ὡστόσο κα­θι­στᾶ τό ψευ­δές δόγ­μα ὄ­χι ἁ­πλῶς ἀν­τι­κεί­με­νο κα­τα­δί­κης ἤ κρι­τι­κῆς· μᾶλ­λον τό πα­ρου­σιά­ζει ὡς τήν κα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή ἔκ­θε­ση τῆς ἀ­πα­τη­λῆς σκέ­ψε­ως τῶν θνη­τῶν, καί το­ῦ ἁ­πλῶς φαι­νο­με­νι­κοῦ κό­σμου - τήν κα­λύ­τε­ρη ἔκ­θε­ση πού μπο­ρεῖ νά δώ­σει ἕ­νας θνη­τός). 
Πῶς καί ποῦ ἱ­δρύ­θη­κε ἡ κρι­τι­κή αὐ­τή πα­ρά­δο­ση; Αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­να πρό­βλη­μα πού ἀ­ξί­ζει σο­βα­ρή σκέ­ψη. Τοῦ­το εἶ­ναι σί­γου­ρο: ὁ Ξε­νο­φά­νης πού ἔ­φε­ρε στήν Ἐ­λέ­α τήν ἰ­ω­νι­κή πα­ρά­δο­ση εἶ­χε πλή­ρη συ­νεί­δη­ση τοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι ἡ δι­κή του δι­δα­σκα­λί­α ἦ­ταν κα­θα­ρῶς εἰ­κο­το­λο­γί­α, καί ὅτι θά μπο­ροῦ­σαν νά ἔλ­θουν ἄλ­λοι πού θά γνώ­ρι­ζαν κα­λύ­τε­ρα, θά ἐ­πι­στρέ­φω στό ση­μεῖ­ο αὐ­τό στό ἑ­πό­με­νο καί τε­λευ­ταῖ­ο τμῆ­μα. 
Ἄν ψά­ξου­με γιά τά πρῶ­τα ση­μά­δια τῆς νέ­ας αὐ­ταῆς κρι­τι­κῆς στά­σης, τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας αὐ­τῆς τῆς σκέ­ψης, ὁ­δη­γού­με­θα πί­σω στήν κρι­τι­κή τοῦ Ἀναξίμανδρου γιά τό­ Θα­λῆ. Ἐδῶ βρί­σκε­ται ἕ­να ἐκ­πλη­κτι­κό γε­γο­νός: ὁ Ἀναξίμανδρος κρί­νει τό δά­σκα­λο καί συγ­γε­νῆ του, ἕ­ναν ἀ­πό τους Ἑ­πτά Σο­φούς, τόν ἱ­δρυ­τή τῆς Ἰωνικῆς σχο­λῆς. Σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρά­δο­ση, ἦ­ταν μό­νο πε­ρί­που δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια νε­ώ­τε­ρος ἀ­πό τό Θα­λῆ, καί θά πρέ­πει νά εἶ­χε ἀ­να­πτύ­ξει τήν κρι­τι­κή του καί τίς νέ­ες του ἰ­δέ­ες ὅταν ὁ δά­σκα­λός του βρι­σκό­ταν ἐν ζωῇ. (Φαί­νε­ται πῶς πέ­θα­ναν μέ­σα σέ λί­γα χρό­νια ὅ ἕ­νας ἔ­πει­τ’ ἀ­πό τόν ἄλ­λον). Δέν ὕ­παρ­χει δμῶς κα­νέ­να ­ἴ­χνος στίς πη­γές γιά μιά Ἱ­στο­ρί­α δι­α­φω­νί­ας, καυ­γᾶ, ἤ ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε σχί­σμα­τος. 
Το­ῦ­το ση­μαί­νει, νο­μί­ζω, ὅ­τι ὁ Θα­λῆς ἦ­ταν ὁ ἱ­δρυ­τής τῆς νέ­ας πα­ρά­δο­σης τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας - βα­σι­σμέ­νης πά­νω σέ μιά νέ­α σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στό δά­σκα­λο καί τό μα­θη­τη - καί ὁ ὁ­ποῖ­ος μέ τόν τρό­πο αὐ­τό δη­μι­ούρ­γη­σε ἕ­να και­νούρ­γιο τύ­πο σχο­λῆς, ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τικόν ἀ­πό τή σχο­λή τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων. Φαί­νε­ται πώς ἦ­ταν ἱ­κα­νός ν’ ἀν­τέ­χει τήν κρι­τι­κή. Καί κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο, φαί­νε­ται ὅ­τι δη­μι­ούρ­γη­σε τήν πα­ρά­δο­ση ὅ­τι ὀ­φεί­λου­με ν’ ἀν­τέ­χου­με τήν κρι­τι­κή. 
Ὡστόσο θέλω νά πι­στεύ­ω ὅ­τι ἔ­κα­νε κά­τι ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ αὐ­τό. Δέν μπο­ρῶ νά φαν­τα­σθῶ μιά σχέ­ση ἀ­νά­με­σα στό δά­σκα­λο καί τό μα­θη­τή στήν ὁ­ποί­α ὁ δά­σκα­λος ἁ­πλῶς ὑ­φί­στα­ται τήν κρι­τι­κή χω­ρίς καί νά τήν ἐν­θαρ­ρύ­νει πραγ­μα­τι­κά. 
Δέν μο­ῦ φαί­νε­ται δυ­να­τόν ὅ­τι ἕ­νας μα­θη­τής πού ἔ­χει ἐκ­παι­δευ­θεῖ στή δογ­μα­τι­κή στά­ση θά τολ­μοῦ­σε πο­τέ νά ἐ­πι­κρί­νει τό δόγ­μα (λι­γό­τε­ρο ἀ­π’ ὅλα τό δόγ­μα ἑ­νός δι­ά­ση­μου σο­φοῦ) καί νά ἐκ­φρά­σει τήν κρι­τι­κή του. Μο­ῦ φαί­νε­ται δέ μιά εὐ­κο­λό­τε­ρη καί ἁ­πλού­στε­ρη ἐ­ξή­γη­ση τό νά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅτι ὁ δι­δά­σκα­λος ἐν­θάρ­ρυ­νε τήν κρι­τι­κή στά­ση - ­ἴ­σως ὄ­χι ἀ­πό τήν ἀρ­χή, ἀλ­λά μό­νο ἀ­φοῦ ἐν­τυ­πω­σι­ά­σθη­κε ἀ­πό τήν ὀρ­θό­τη­τα με­ρι­κῶν ἐ­ρω­τη­μά­των πού ἔ­θε­σε, χω­ρίς κρι­τι­κή δι­ά­θε­ση, ὁ μα­θη­τής. 
Ὅ­πως καί νά ΄­ναι, ἡ εἰ­κα­σί­α ὅ­τι ὁ Θα­λής ἐ­νερ­γῶς ἐ­νε­θάρ­ρυ­νε τήν κρι­τι­κή στούς μα­θη­τές τοῦ θά ­ταν μιά ἐ­ξή­γη­ση τοῦ γε­γο­νό­τος ὅ­τι ἡ κρι­τι­κή στά­ση στό δόγ­μα τοῦ δα­σκά­λου ἔ­γι­νε μέ­ρος τῆς πα­ρα­δό­σε­ως τῆς Ἰ­ω­νι­κῆς σχο­λῆς. Θέ­λω νά πι­στεύ­ω ὅ­τι ὁ Θα­λής ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος δά­σκα­λος ποῦ εἶ­πε στούς μα­θη­τές του: «Ἔ­τσι βλέ­πω τά πράγ­μα­τα - ἔ­τσι πι­στεύ­ω πώς εἶ­ναι τά πράγ­μα­τα. Προ­σπα­θῆ­στε ν­ά τε­λει­ο­ποι­ή­σε­τε τή δι­δα­σκα­λί­α μου». Σ’ ἐ­κεί­νους πού πι­στεύ­ουν ὅ­τι εἶ­ναι «ἀ­νι­στο­ρι­κό» τό ν’ ἀ­πο­δί­δε­ται αὐ­τή ἡ ἀν­τι­δογ­μα­τι­κή στά­ση στό Θα­λῆ, μπο­ρεῖ καί πά­λιν νά τούς θυ­μή­σει κα­νείς τό γε­γο­νός ὁτι μό­νο δύ­ο γε­νε­ές ἀρ­γό­τε­ρα βρί­σκου­με μιά πα­ρό­μοι­α στά­ση συ­νει­δη­τῶς καί σα­φῶς δι­α­τυ­πω­μέ­νη στά ἀ­πο­σπά­σμα­τα τοῦ Ξε­νο­φάνους). Ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει, ὑ­πάρ­χει τό ἱ­στο­ρι­κό γε­γο­νός ὅτί ἡ Ἰ­ω­νι­κή σχο­λή ὑ­πῆρ­ξε ἡ πρώ­τη στήν ὁ­ποί­α οἱ μα­θη­τές ἔ­κρι­ναν τούς δι­δα­σκά­λους τους, ἀ­πό τή μιά γε­νε­ά στήν ἄλ­λη. Ἐ­λά­χι­στη ἀμ­φι­βο­λί­α μπο­ρεῖ νά ὕ­παρ­ξει ὅτι ἡ ἑλ­λη­νι­κή πα­ρά­δο­ση τῆς φι­λο­σο­φι­κῆς κρι­τι­κῆς ἔ­χει τήν κύ­ρια πη­γή της στήν Ἰ­ω­νί­α. 
Ἦ­ταν μιά ἀ­κα­ρια­ία και­νο­το­μί­α. Σή­μαι­νε μιά ρωγ­μή στή δογ­μα­τι­κή πα­ρά­δο­ση ¨η ὁ­ποί­α ἐ­πι­τρέ­πει μό­νο ἕ­να δόγ­μα στή σχο­λή, καί τήν εἰ­σα­γω­γή στή θέ­ση τῆς μί­ας πα­ρα­δό­σε­ως πού ἐ­πι­τρέ­πει ἕ­ναν πλου­ρα­λι­σμό δογ­μά­των τά ὁ­ποῖ­α ὅλα προ­σπα­θοῦν νά πλη­σιά­σουν τήν ἀ­λή­θεια μέ­σω τῆς κρι­τι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως. 
Κα­τ’ αὐ­τό τόν τρό­πο ὁ­δη­γεῖ, σχε­δόν ἀ­ναγ­κα­στι­κά, στή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ὅτι οἱ προ­σπά­θει­ές μας νά κα­τα­λά­βου­με καί νά βροῦμε τήν ἀ­λή­θεια δέν εἶ­ναι τε­λει­ω­τι­κές, ἀλ­λά ἀ­νοι­κτές στή βελ­τί­ω­ση· ὅτι ἡ γνώ­ση μας, τό δόγ­μα μας, εῖ­ναι κα­τ’ εἰ­κα­σί­αν συ­νί­στα­ται ἀ­πό εἰ­κα­σί­ες ἀ­πό ὑ­πό­θε­σεις μᾶλ­λον πα­ρά ἀ­πό τε­λι­κές καί σί­γου­ρες ἀ­λή­θει­ες· καί ὅτι ἡ κρι­τι­κή καί ἡ ἐ­λεύ­θε­ρη συ­ζή­τη­ση εἶ­ναι τά μό­να μέ­σα μας γιά νά φθά­σου­με πλη­σι­έ­στε­ρα στήν ἀ­λή­θεια. Κα­τ’ αὐ­τό τόν τρό­πο ὁ­δη­γεῖ στήν πα­ρά­δο­ση τῶν θαρ­ρα­λέ­ων ὑ­πο­θέ­σε­ων καί τῆς ἐ­λεύ­θε­ρης κρι­τι­κῆς, στήν πα­ρά­δο­ση πού δη­μι­ούρ­γη­σε τή λο­γι­κή ἤ ἐ­πι­στη­μο­νι­κή στά­ση, καί μα­ζί μ’ αὐ­τό στό Δυ­τι­κό πο­λι­τι­σμό μας, τό μό­νο πο­λι­τι­σμό πού βα­σί­ζε­ται πά­νω στήν ἐ­πι­στή­μη (μο­λο­νό­τι φυ­σι­κά ὄ­χι μό­νο ἐ­πά­νω στήν ἐ­πι­στή­μη). 
Στήν ἐλ­λο­γι­κή αὐ­τή πα­ρά­δο­ση δέν ἀ­πα­γο­ρεύ­ον­ται οἱ θαρ­ρα­λέ­ες με­τα­βο­λές. Ἀντίθετα, ἡ και­νο­το­μί­α ἐν­θαρ­ρύ­νε­ται, καί θε­ω­ρεῖ­ται ἐ­πι­τυ­χί­α, βελ­τί­ω­ση, ἄν βα­σί­ζε­ται πά­νω στό ἀ­πο­τέ­λε­σμα μί­ας κρι­τι­κῆς συ­ζητή­σε­ως τῶν προ­κα­τό­χων της. Αὐ­τό κα­θαυ­τό τό θάρ­ρος μί­ας και­νο­το­μί­ας θαυ­μά­ζε­ται· δι­ό­τι, μπο­ρεῖ ­να ἐ­λε­χθεῖ μέ τήν αὐ­στη­ρό­τη­τα τῆς κρι­τι­κῆς ἐ­ξε­τά­σε­ως. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ λό­γος πού οἱ με­τα­βο­λές τοῦ δόγ­μα­τος, κά­θε ἄλ­λο πα­ρά γί­νον­ται λα­θραί­α: πα­ρα­δί­δον­ται μα­ζί μέ τά πα­λαι­ό­τε­ρα δόγ­μα­τα καί τά ὀ­νό­μα­τα τῶν ἀ­να­και­νι­στῶν. Καί τό ὑ­λι­κό γιά μιά ἱ­στο­ρί­α τῶν ἰ­δε­ῶν, γί­νε­ται μέ­ρος τῆς σχο­λῆς τῆς πα­ρα­δό­σε­ως. 
 Ἀ­π’ ὅ­σο γνω­ρί­ζω, ἡ κρι­τι­κή ἤ ἐλ­λο­γι­κή πα­ρά­δο­ση ἐ­πι­νο­ή­θη­κε ἅ­παξ καί μό­νον. Χά­θη­κε με­τά ἀ­πό δύ­ο ἤ τρεῖς αἰ­ῶ­νες. Καί αὐ­τό ὀ­φεί­λε­ται ἴσως, στήν ἐμ­φά­νι­ση τοῦ ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ου δόγ­μα­τος τῆς ἐ­πι­στή­μης, μιᾶς βε­βαί­ας καί εὐ­α­πό­δει­κτης γνώ­σε­ως (μιά ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς Ἐ­λε­α­τι­κῆς καί Ἡρακλείτιας δι­α­κρί­σε­ως με­τα­ξύ βε­βαί­ας ἀ­λή­θειας καί ἁ­πλῆς εἰ­κα­σί­ας). Ἀνακαλύφθηκε ἐκ νέ­ου καί ἀ­να­ζω­ο­γο­νή­θη­κε συ­νει­δη­τά στήν Ἀναγέννηση, ἰ­δι­αι­τέ­ρως ἀ­πό τό Γα­λι­λαῖ­ο.


XII

Ἔρ­χο­μαι τώ­ρα στήν τε­λευ­ταί­α καί πιό κεν­τρι­κή δι­α­φω­νί­α μου. Εἶ­ναι τού­τη. Ἡ ἐλ­λο­γι­κή πα­ρά­δο­ση, ἡ πα­ρά­δο­ση τῆς κρι­τι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως, ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει τό μό­νο ἐ­φι­κτό τρό­πο ἐ­πε­κτά­σε­ως τῆς γνώ­σε­ώς μας – εἰ­κο­το­λο­γι­κῆς ἤ ὑ­πο­θε­τι­κῆς γνώ­σε­ως, φυ­σι­κά. Δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας ἄλ­λος τρό­πος. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, δέν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας ἄλ­λος τρό­πος ποῦ ν’ ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τήν πα­ρα­τή­ρη­ση ἤ τό πεί­ρα­μα. Στήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ἐ­πι­στή­μης οἱ πα­ρα­τη­ρή­σεις καί τά πει­ρά­μα­τα παί­ζουν μό­νο τό ρό­λο τῶν κρι­τι­κῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των. Καί παί­ζουν αὐ­τό τό ρό­λο δί­πλα μέ ἄλ­λα, μή-σχο­λα­στι­κά, ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα. Εἶ­ναι ἕ­νας ρό­λος ση­μαν­τι­κός· ἀλ­λά ἡ ση­μα­σί­α τῶν πα­ρα­τη­ρή­σε­ων καί τῶν πει­ρα­μά­των ἐ­ξαρ­τᾶ­ται ἐν­τε­λῶς ἀ­πό τό ἐ­ρώ­τη­μα κα­τά πό­σον μπο­ροῦν νά χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται γιά νά κρί­νουν θε­ω­ρί­ες. 
Σύμ­φω­να μέ τή θε­ω­ρί­α τῆς γνώ­σε­ως πού σκια­γραφεῖ­ται ἐ­δῶ, ὑ­πάρ­χουν κυ­ρί­ως μό­νον δύ­ο τρό­ποι μέ τούς ὁ­ποί­ους κά­ποι­ες θε­ω­ρί­ες μπο­ροῦν νά­ ναι ἀ­νώ­τερες ἀ­πό ἄλ­λες: μπο­ροῦν νά ἐ­ξη­γή­σουν πε­ρισ­σό­τε­ρα· καί μπο­ροῦν νά δο­κι­μα­σθο­ῦν κα­λύ­τε­ρα - δη­λα­δή, μπο­ροῦν νά συ­ζη­τη­θοῦν πλη­ρέ­στε­ρα καί πε­ρισ­σό­τε­ρον κρι­τι­κά, στό φῶς ὅ­λων ὅ­σων γνω­ρί­ζου­με, ὅ­λων τῶν ἀν­τιρ­ρή­σε­ων πού μπο­ροῦ­με νά σκε­φθοῦ­με, καί ἐ­πί­σης, κυ­ρί­ως, στό φῶς τῶν ὑ­πό πα­ρα­τή­ρη­σιν ἤ πει­ρα­μα­τι­κῶν δο­κι­μῶν πού σχε­δι­ά­σθη­καν μέ σκο­πό νά κρι­θεῖ ἡ θε­ω­ρί­α. 
Ὑ­πάρ­χει μό­νον ἕ­να στοι­χεῖ­ο ἐλ­λο­γι­κό­τη­τας στίς ἀ­πό­πει­ρές μας νά γνω­ρί­σου­με τόν κό­σμο: εἶ­ναι ἡ κρι­τι­κή ἐ­ξέ­τα­ση τῶν θε­ω­ρι­ῶν μας. Αὐ­τές οἱ θε­ω­ρί­ες κα­θαυ­τές εἶ­ναι εἰ­κο­το­λο­γί­ες. Δέν γνω­ρί­ζου­με, μό­νον εἰ­κά­ζου­με. Ἄν μέ ρω­τή­σε­τε, «Πῶς γνω­ρί­ζε­τε;» ἡ ἀ­πάν­τη­σή μου θά­ ΄ταν, «δέν γνω­ρί­ζω· προ­τεί­νω μό­νον μιά εἰ­κα­σί­α. Ἄν ἐν­δι­α­φε­ρό­σα­στε γιά τό πρό­βλη­μά μου, θά­ ΄μαι πο­λύ εὐ­τυ­χής ἄν κρί­νε­τε τήν εἰ­κα­σί­α μου, καί ἄν μοῦ προ­σφέ­ρε­τε ἀν­τί-προ­τά­σεις, ἐ­γώ μέ τή σει­ρά μου θά προ­σπα­θή­σω νά τίς κρί­νω». 
Τοῦ­το, πι­στεύ­ω, εἶ­ναι ἡ ἀ­λη­θής θε­ω­ρί­α τῆς γνώ­σε­ως (τήν ὁ­ποί­α ἐ­πι­θυ­μῶ νά ὑ­πο­βάλ­λω στήν κρι­τι­κή σας): ἡ ἀ­λη­θής πε­ρι­γρα­φή μιᾶς πρα­κτι­κῆς πού ἐμ­φα­νί­στη­κε στήν Ἰ­ωνί­α καί ἡ ὁ­ποί­α ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται στή σύγ­χρο­νη ἐ­πι­στή­μη (μο­λο­νό­τι ὑ­πάρ­χουν πολ­λοί ἐ­πι­στή­μο­νες οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά πι­στεύ­ουν στό μύ­θο ἐ­πα­γω­γής τοῦ Βά­κω­νος): τή θε­ω­ρί­α ὅ­τι ἡ γνώ­ση προ­χω­ρά­ει μέ­σω εἰ­κα­σι­ῶν καί δι­α­ψεύ­σε­ων. 
Δύ­ο ἀ­πό τούς με­γα­λύ­τε­ρους ἀν­θρώ­πους πού εἶ­δαν σα­φῶς ὅ­τι δέν ὑ­πῆρ­ξε δι­ό­λου κά­τι τέ­τοι­ο ὅ­πως ἡ ἐ­πα­γω­γι­κή δι­α­δι­κα­σί­α, καί οἱ ὁ­ποῖ­οι σα­φῶς κα­τά­λα­βαν τί θε­ω­ρῶ ὡς ἀ­λη­θι­νή θε­ω­ρί­α τῆς γνώ­σε­ως, ἦ­ταν ὁ Γα­λι­λαῖ­ος καί ὁ Ἀϊνστάιν. Ὡστόσο οἱ ἀρ­χαῖοι τό γνώ­ρι­ζαν ἐ­πί­σης. Ὅσο κι ἄν φαί­νε­ται ἀ­πί­στευ­το, βρί­σκου­με μιά σα­φῆ ἀ­να­γνώ­ρι­ση καί δι­α­τύ­πω­ση τῆς θε­ω­ρί­ας αὐ­τῆς τῆς ἐλ­λο­γι­κῆς γνώ­σε­ως σχε­δόν ἀ­μέσως με­τά τήν ἀ­παρ­χή ταῆς κρι­τι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως. Τά πα­λαι­ό­τε­ρα σω­ζό­με­να ἀ­πο­σπά­σμα­τα πού ­ἔ­χου­με στό χῶ­ρο αὐ­τό εἶ­ναι ἐ­κεῖ­να το­ῦ Ξε­νο­φά­νη. Θά πα­ρου­σιά­σω ἐ­δῶ πέν­τε ἀ­π’ αὐ­τά σέ μιά σει­ρά πού δεί­χνει ὅ­τι ἦ­ταν τό θάρ­ρος τῆς ἐ­πι­θέ­σε­ώς του καί ἡ σο­βα­ρό­τη­τα τῶν προ­βλη­μά­των του πού τόν ­ἔ­κα­ναν νά συ­νει­δη­το­ποι­εῖ τό γε­γο­νός ὅ­τι ὅ­λη ἡ γνώ­ση μας ἦ­ταν εἰ­κα­σί­α. Ὡστόσο, μπο­ροῦ­με πα­ρ’ ὅ­λα αὐ­τά, ψά­χνον­τας γι’ αὐ­τή τή γνώ­ση «ποι­ό εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο», νά τή βρί­σκου­με μέ τόν και­ρό. Ἰδού τά πέν­τε ἀ­πο­σπά­σμα­τα (DK, Β 16 καί 15, 18, 35, καί 34) ἀ­πό τά γρα­πτά του Ξε­νο­φά­νη.

Αἰ­θί­ο­πες τέ < θε­ούς σφε­τέ­ρους> σι­μούς μέ­λα­νας τέ θρῆ­ι­κές τε γλαυ­κούς καί πυρ­ρούς < φά­σι πέ­λε­σθαι >[4]

ἀλ­λ’ εἰ χεῖρας ἔ­χον βό­ες < ἵπποι τ’ > ἡέ λέ­ον­τες
ἤ γρᾶψαι χεί­ρε­σι καί ἔρ­γα τε­λε­ῖν ἅ­περ ἄν­δρες,
ἵπ­ποι μέν θ’ ­ἴπ­ποι­σι βό­ες δέ τέ βου­σίν ὁ­μοί­ας
καί < κέ> θε­ῶν ἰ­δέ­ας ἔ­γρα­φον καί σώ­μα­τ’ ἐ­ποί­ουν
τοι­α­ϋ­θ’ οἷ­όν πέρ καὐ­τοί δέ­μας εἶ­χον < ἕ­κα­στοι >.[5]

                                              *
οὗ­τοι ἀ­π’ ἀρ­χῆς πάν­τα θε­οί θνη­τοῖσ’ ὑ­πέ­δει­ξαν,
ἀλ­λά χρό­νω­ι ζη­το­ῦν­τες ἐφευ­ρί­σκου­οιν ἀ­μει­νον[6]


*τα­ῦ­τα δε­δο­ξά­σθω μέν ἐ­οι­κό­τα τοῖς ἐ­τύ­μοισοι...[7]

                                                      *
καί τό μέν οὖν σα­φές οὐ­τις ἀ­νήρ ἴδεν οὐ­δέ τις ἔ­σται
           εἰ­δῶς ἀμ­φί θε­ῶν τέ καί ἅσ­σα λέ­γω πε­ρί πάν­των
           εἰ γάρ καί τά μά­λι­στα τύ­χοι τε­τε­λε­σμέ­νον εἰ­πών,
           αὐ­τός ὅμως οὐκ οἶ­δε· δό­κος δ’ ἐ­πί πᾶ­σι τέ­τυ­κται.[8]

Γιά ὑ­ά δεί­ξω ὅτί ὁ Ξε­νο­φά­νης δέν ἦ­ταν μό­νος μπο­ρῶ ἐ­πί­σης νά ἐ­πα­να­λά­βω ἐ­δῶ δύ­ο ἀ­πό τίς ρή­σεις τοῦ Ἡράκλειτου DK, Β 78 καί 80 [Σ.τ.Μ.: δι­ορ­θω­τέ­ον: Πρό­κει­ται γιά τό ἀπ. Β 18]) τίς ὁ­ποῖ­ες ἔ­χω ἀ­να­φέ­ρει καί πρίν σέ δι­α­φο­ρε­τι­κό πλαί­σιο. Καί οἱ δύ­ο ἐκ­φρά­ζουν τόν εἰ­κο­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς ἀν­θρώ­πι­υ­ης γνώ­σεως, καί ἡ δεύ­τε­ρη ἀν­α­φέ­ρε­ται στή­ν τόλ­μη της, στήν ἀ­νάγ­κη νά προσ­δο­κᾶ μέ θάρ­ρος αὐ­το πού δέν γνω­ρί­ζου­με.

ἦ­θος γάρ ἀν­θρώ­πει­ον μέν οὐκ ἔ­χει γνώ­μας,
θε­ῖον δέ ἔ­χει.[9]
                                                        *
ἐ­άν μή ἔλ­πη­ται, ἀ­νέλ­πι­στον οὐκ ἐ­ξευ­ρή­σει,
ἀ­νε­ξε­ρεύ­νη­τον ἐ­όν καί ἄ­πο­ρον.[10]

                                                        *
Ἡ τε­λευ­ταί­α μου πα­ρα­πομ­πή εἶ­ναι μιά πο­λύ γνω­στή ἀ­πό τό Δη­μό­κρι­το (DK, Β 117):

ἐ­τεῆ­ι δέ οὐ­δέν ἴδμεν ἐν βυ­θῶ­ι γάρ ἡ ἀ­λή­θεια.[11]
Ἔ­τσι προ­δι­α­γρά­φε­ται ἡ κρι­τι­κή στά­ση τῶν Πρό­σωκρα­τι­κῶν, καί προ­ε­τοι­μά­ζε­ται γιά τόν ἠ­θι­κό ἐλ­λο­γι­κισμό τοῦ Σω­κρά­τη: γιά τήν πί­στη του ὅτί ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θειας μέ­σω τῆς κρι­τι­κῆς συ­ζη­τή­σε­ως ἦ­ταν ἕ­νας τρό­πος ζω­ῆς - τό κάλ­λι­στο πού γνώ­ρι­ζε.



[1] Τίτλος θεατρικοῦ ἔργου ταῦ GBShaw. Πρώτη παράσταση 1992
[2] Ἐρασιτέχνης= Ἐραστής τῆς τέχυης. Το ἴδιο καί στο amateur τοῦ πρωτοτύπου. [Σ.τ.Μ.].
[3] Πράγ­μα­τι, ὁ G.S. Kirk ἀ­πάν­τη­ο­ε στόν Popper μέ τό κεί­με­νό του Popper on science and the Presocratics. Τό κεί­με­νο πού δη­μο­σι­εύ­ου­με, ἡ ἀ­πάν­τη­ση Kirk καί ἡ μα­κρά ἀν­τα­πάν­τη­ση τοῦ Popper, βρί­σκον­ται στό­ ἔρ­γο­ τοῦϋ τε­λευ­ταί­ου Conjectures and Refutations, London, Routledge & Kegan Paul. Τά δύ­ο πρῶ­τα κεί­με­να ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­θη­καν στό Studies in Presocratic Philosophyvol. 1. The Beginnings of Philosophy, ed: D.J. Furley R E. Allen, London, Routledge & Kegan Paul. [Σ.τ.Μ.].
[4] Οἱ Αἰ­θί­ο­πες λέ­γουν ὅτι οἱ θε­οί τους εἶ­ναι με ­πλα­κου­τσω­τή μύ­τη καί μαῦ­ροι, ἐ­νῶ οἱ Θρᾶ­κες λέ­γουν ὅτι οἱ δι­κοί τους ἔ­χουν γα­λα­νά μά­τια καί κόκ­κι­να μαλ­λιά.
[5] Ὡστόσο ἄν τά βό­δια ἤ τ’ ἄ­λο­γα ἤ τά λι­ον­τά­ρια εἶ­χαν χέ­ρια καί μπο­ροῦ­σαν νά σχε­διά­σουν καί μπο­ροῦ­σαν νά κά­νουν γλυ­πτι­κή ὅ­πως οἱ ἄν­θρω­ποι, τό­τε τ’ ἄ­λο­γα θά σχε­δί­α­ζαν τούς θε­ούς τους, ὡς ἄ­λο­γα, καί τά βό­δια ὡς βό­δια, καί ὁ κα­θέ­νας θά ἔ­δι­νε τό σχῆ­μα στά σώ­μα­τα τῶν θε­ῶν κα­θ’ ὁ­μοί­ω­σιν, τό κά­θε εἶ­δος, τοῦ δι­κοῦ του.
[6] Οἱ θε­οί δέν ἀ­πε­κά­λυ­ψαν, ἀ­πό τήν ἀρ­χή, τά πάν­τα σέ μᾶ­ς· ἀλ­λά μέ τήν πά­ρο­δο το­ῦ χρό­νου, μέ­σω τῆς ἀ­να­ζη­τή­σε­ως, οἱ ἄν­θρω­ποι βρί­σκουν ὅ,τι εἶ­ναι τό κα­λύ­τε­ρο...
[7] Αὐτά τά πράγ­μα­τα, εἰ­κά­ζο­μεν, ὡς τήν ἀ­λή­θεια.
[8] Ἀλλά ὅσό γιά τήν πραγ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια, κα­νείς δέν τή γνώ­ρι­σε, οὔ­τε θά τή γνω­ρί­σει· οὔ­τε τούς θε­ούς, οὔ­τε ἀ­κό­μη ὅλα ἐ­κεῖ­να γιά τά ὁ­ποῖ­α ὁ­μι­λῶ. Κι ἄν ἀ­κό­μη κα­τά τύ­χη ἐ­πρό­κει­το νά προ­φέ­ρει τήν ­ἔ­σχα­τη ἀ­λή­θεια, ὁ­ ­ἴ­διος δέν θά τό γνώ­ρι­ζε: δι­ό­τι τά πάν­τα δέν εἶ­ναι πα­ρά ἕ­να πλέγ­μα εἰ­κα­σι­ῶν.
[9] Δέν εἶ­ναι στή φύ­ση ἤ στό χα­ρα­κτή­ρα τοῦ ἀν­θρώ­που νά κα­τέ­χει τήν ἀ­λη­θι­νή γνώ­ση, ἐ­νῶ εἶ­ναι στή φύ­ση το­ῦ θεί­ου.
[10] Ἐκεῖνος πού δέν πε­ρι­μέ­νει τό ἀ­προσ­δό­κη­το δέν θά τό ἀ­να­κα­λύ­ψει: θά μεί­νει γι’ αὐ­τον ἀ­σύλ­λη­πτο, καί ἀ­πλη­σί­α­στο.
[11] Ἀλλά στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, τί­πο­τα δέν γνω­ρί­ζου­με ­ἔ­χον­τας τό δεῖ· δι­ό­τι ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι βα­θιά κρυμ­μέ­νη.

πηγή:  ekivolos.gr

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ - Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΛΑΣΣΙΚΟΥ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για κονδύλησ για αρχαία ελλάδα

......την κλασική αρχαιότητα την έφερνε κοντύτερα μου ένα ακόμα γνώρισμα της: η απουσία εσχατολογίας και ευθύγραμμων αντιλήψεων για το ιστορικό γίγνεσθαι, οι οποίες ως γνωστόν έχουν ιουδαιοχριστιανική προέλευση και εκκοσμικεύθηκαν τόσο από τον σοσιαλιστικό μαρξισμό όσο και από τον καπιταλιστικό φιλελευθερισμό.....
                                                              Π. Κονδύλης

Κλασσική είναι μιά σκέψη ή μια εποχή της ιστορίας του πνεύματος όταν διατυπώνει με αναντικατάστατη εννοιολογία προβλήματα διηνεκώς επανερχόμενα, δηλαδή προβλήματα, στα οποία προσκρούει με εσωτερική αναγκαιότητα κάθε βαθύτερος στοχασμός – κοντολογής, έσχατα προβλήματα. Πώς είναι όμως δυνατό να έχει διαχρονική κλασσική αξία ό,τι νοήθηκε και εκφράσθηκε σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο; Όπως στην ανθρώπινη κατάσταση γενικότερα υπάρχουν ορισμένα μεγέθη συνεχώς ανακυκλούμενα, παρά την εκάστοτε διαφορετική κοινωνικοϊστορική τους επένδυση, έτσι και η ανθρώπινη σκέψη κινείται γύρω από ορισμένα θεμελιώδη μεγέθη, οι βασικοί συνδυασμοί των οποίων είναι αριθμητικά περιορισμένοι, άρα περιορισμένες είναι και οι έσχατες επιλογές. 


Στην αρχαία Ελλάδα έγινε κάτι πράγματι εκπληκτικό: σε σχετικό σύντομο χρονικό διάστημα, και μέσα από τις εσωτερικές αναγκαιότητες της κίνησης του στοχασμού, ανακαλύφθηκαν και συνοψίσθηκαν οι έσχατες αυτές επιλογές. Όποιος π.χ. μελετήσει προσεκτικά και σ'όλες της τις πτυχές την αντιπαράθεση σοφιστικής και Πλάτωνος θα διαπιστώσει ότι εδώ συνοψίστηκε, κατά τρόπο κυριολεκτικά ανυπέρβλητο, ό,τι κατά βάθος ταλανίζει έκτοτε, γεννώντας παράλληλα ποικίλες ενδιάμεσες λύσεις, τη δυτική σκέψη και όχι μόνον αυτή: το δίλημμα «μεταφυσική ή μηδενισμός», όπου η ηθική διάσταση του προβληματισμού συνάπτεται συνειδητά με τη γνωσιοθεωρητική ή κοσμολογική. Αυτό ούτε άλλαξε, ούτε και θα μπορούσε ν'αλλάξει, γιατί εδώ τον λόγο τον έχουν τα σταθερά μεγέθη, για τα οποία μιλήσαμε. Αλλά μήπως ο Θουκυδίδης δεν κατέστησε ορατές, κατά τρόπο εννοιολογικά επαρκή, ορισμένες σταθερές της πολιτικής συμπεριφοράς και των διεθνών σχέσεων, ούτως ώστε ν'αποτελεί σήμερα (εκτός Ελλάδος, εννοείται) υποχρεωτικό ανάγνωσμα όσων ασχολούνται ουσιαστικά με τέτοια ζητήματα. Εδώ πρέπει ίσως να προλάβω μιά παρεξήγηση. Το κλασσικό δεν εξαντλείται στο αρχαιοελληνικό, όπως ήθελαν να πιστεύουν οι αρχαιολάτρες της παλαιάς ουμανιστικής σχολής. 

Η νεώτερη φιλοσοφία, κοινωνιολογία, ιστοριογραφία και λογοτεχνία έχουν κι αυτές τους κλασσικούς τους, με την έννοια που δώσαμε παραπάνω στον όρο. Η αναστροφή με τους αρχαίους κλασσικούς όχι μόνον δεν μπορεί να συνιστά κανενός είδους πρόσκομμα στην προσοικείωση των νεώτερων, αλλά έχει το αντίθετο αποτέλεσμα: εθίζει το πνεύμα στην απαρέσκεια έναντι των εκάστοτε συρμών και διδάσκει πώς να συγκροτεί κανείς την παιδεία του πάνω σε εδραία και μόνιμα θεμέλια. Πολλοί, έχοντας αφοσιωθεί περίπου υπαρξιακά σε μια πνευματική μόδα, χάνουν τον προσανατολισμό τους μόλις αυτή περάσει και τρέχοντας ξοπίσω της σ'όλη τους τη ζωή στενεύουν αδιάκοπα τον ορίζοντά τους. Συνιστώ ένθερμα στους νεώτερους, που ενδιαφέρονται να συστηματοποιήσουν στα σοβαρά τα πνευματικά τους ενδιαφέροντα, να το κάμουν με αφετηρία τους αρχαίους και νεώτερους κλασσικούς, επιστρέφοντας αδιάκοπα σ'αυτούς. Έτσι και χρόνο θα εξοικονομήσουν, μπαίνοντας απ'ευθείας στην καρδιά των προβλημάτων, και θα αποφύγουν τον πνευματικό εκείνο εξευτελισμό που υφίσταται όποιος, αγνοώντας ευρύτερες συνάφειες και μακρές προϊστορίες, ατενίζει χάσκοντας τον εκάστοτε διερχόμενο διάττοντα αστέρα.

Στον βαθμό όπου κατανοούσα καλύτερα τους μηχανισμούς της ιδεολογικής και ουτοπικής σκέψης, την κλασική αρχαιότητα την έφερνε κοντύτερα μου ένα ακόμα γνώρισμα της: η απουσία εσχατολογίας και ευθύγραμμων αντιλήψεων για το ιστορικό γίγνεσθαι, οι οποίες ως γνωστόν έχουν ιουδαιοχριστιανική προέλευση και εκκοσμικεύθηκαν τόσο από τον σοσιαλιστικό μαρξισμό όσο και από τον καπιταλιστικό φιλελευθερισμό. Για να αποφευχθεί η υστερία μπροστά στον πλήρη και αμετάκλητο θάνατο, νομιμοποιήθηκε κοσμοθεωρητικά η υστερία της εσχατολογίας. Όποιος μαθαίνει να ζει χωρίς ρητές ή άρρητες εσχατολογίες και χωρίς ηθικισμούς ως υποκατάστατα τους, πρέπει και να μάθει να πεθαίνει, πλήρως και αμετάκλητα, με γαλήνη και φαιδρότητα ψυχής. Αν κάπου μπορεί να πάρει κανείς αυτό το ύψιστο μάθημα, είναι από την κλασσική αρχαιότητα, η οποία αγνόησε την ευθεία γραμμή με την αίσια απόληξη για να προσηλωθεί στην θέαση και βίωση του αΐδιου κύκλου.

πηγή: ekivolos.gr

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΠΩΣ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΟ ΦΩΣ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ελληνικη φιλοσοφια

Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε όταν μιλάμε για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία - ή για την αρχαία Ελλάδα γενικά - είναι ότι η φιλοσοφία αυτή δεν αναδύεται μέσα από κάποιο ξέφωτο του Είναι, αλλά έρχεται στο φως ως συνεχής πάλη εναντίον αυτού που μπορούμε να ονομάσουμε εφιάλτη, τον εφιάλτη του μη-είναι, της γένεσης και της φθοράς, και γενικότερα της ασυναρτησίας του είναι. Η πάλη αυτή παραπέμπει τελικά σε τρεις αντιθέσεις: μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι - πράγμα για το οποίο θα μιλήσουμε εκτενώς σήμερα, και αναμφίβολα την προσεχή φορά -, μεταξύ της γνώμης και της αλήθειας, μεταξύ της φύσεως και του νόμου, αντιθέσεις που δεν πρέπει άλλωστε να διαχωρίζονται διότι, στην περίπτωση αυτή, οι δύο πρώτες γίνονται κοινότοπες. Αν και η τρίτη αντίθεση μεταξύ φύσεως και νόμου διατυπώνεται ρητά λίγο αργότερα, περί τα μέσα του 5ου  αιώνα, βρίσκουμε τα πρώτα ίχνη της πολύ νωρίτερα και, υπό μία έννοια, ήδη στον Ησίοδο. 
Μιλήσαμε για τον Αναξίμανδρο και είδαμε ότι το απόσπασμα που αναλύσαμε έχει νόημα μόνο όταν συνδέσουμε το είναι των όντων ή την ύπαρξή τους με το είναι ως ουσία. Και εάν συνδέσουμε επίσης την ύπαρξη αυτή μ’ έναν οικουμενικό, απρόσωπο νόμο, το χρεών του Αναξίμανδρου, που αποτελεί κανόνα διαρκούς γένεσης και καταστροφής - χρεών το οποίο στο εν λόγω απόσπασμα αντιστοιχεί σε μια ἀδικίαν, σε μια ὕβριν, την οποία είμαστε τελικά υποχρεωμένοι να ταυτίσουμε με το ίδιο το γεγονός της ύπαρξης. Υποχρεωμένοι διότι ο Αναξίμανδρος δεν κάνει λόγο για ορισμένα όντα ιδιαιτέρως άδικα ή με οποιονδήποτε τρόπο κακοποιά. Δεν λέει π.χ. τα. όντα που θα ήθελαν να παρατείνουν την ύπαρξή τους πέ­ραν του χρόνου που τους αναλογεί οφείλουν να πληρώσουν το τίμημα αυτής της υπέρμετρης φιλοδοξίας. Μιλάει απολύτως οικουμενικά: όλα τα όντα (τοῖς οὖσι στη δοτική πληθυντικού). Βεβαίως, μπορούμε να δούμε επίσης στη θέση αυτή μια πρώτη διατύπωση μιας πρότασης που αναφέρεται στο σύνολο των όντων για να το ορίσει λέγοντας ότι: χαρακτηρίζεται από τη γένεσιν και τη φθοράνκαι υπόκειται στο χρεών. Σας έλεγα ακόμα ότι ήδη με το απόσπασμα αυτό εμφανίζεται υπόρρητα ό, τι μπορούμε να αποκαλέσουμε απόσταση, απόσχιση, ρήξη που δημιουργείται συνέχως στην καρδιά του φιλοσοφικού διαλογισμού, αυτή η έσχατη δυαδικότητα που ούτε να την παρακάμψει μπορεί κανείς ούτε να την ξεπεράσει, ό, τι κι αν κάνει. Από τη μια μεριά, υπάρχει το ἐστί, τα όντα. και τα όντα αυτά μπορούμε να τα χαρακτηρίσουμε, να τους προσδώσουμε κατηγορήματα, να προσπαθήσουμε ακόμα και να ορίσουμε την ουσία τους, με την τρίτη έννοια του ρήματος εἰμί, όπως λέγαμε την περασμένη φορά. Υπάρχει όμως αυτό σύμφωνα με το οποίο ορίζεται το ον, κατά το χρεών, δηλαδή ο νόμος, που δεν αποτελεί πλέον χαρακτηρισμό των όντων καθαυτών, αλλά κανονικότητα, γενικό κανόνα, αναγκαιότητα στην οποία τα πάντα οφείλουν υπακοή, όποιος κι αν είναι ο ιδιαίτερος χαρακτηρισμός τους - αυτό είναι το χρεών. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε μια διπολικότητα, μια αναπόφευκτη δυαδικότητα μεταξύ του όντος και της αρχής ή του νόμου που διέπει. το ον. 
Έρχομαι τιάρα στη συζήτηση των τριών αντιθέσεων – που, όπως θα δούμε εξάλλου, δεν πρόκειται περί πραγματικών αντιθέσεων: είναι/φαίνεσθαι, αλήθεια/γνώμη, φύσις/νόμος.Δεν πρόκειται για πραγματικές αντιθέσεις διότι, ακόμα και σ'αυτή την αρχική φάση η σκέψη εκτυλίσσεται διατυπώνοντας έντονα αυτούς τους ανταγωνισμούς - και αυτό ακριβώς της επιτρέπει να διακριθεί. να υπερβεί τις κοινωνικά θεσμισμένες σημασίες -, δεν υφίσταται ποτέ απόλυτη ρήξη μεταξύ των δύο όρων. Σε αυτό άλλωστε οφείλεται εν μέρει το βάθος του προβλήματος, διότι αν υπήρχε αντίθεση μεταξύ π.χ. είναι και φαίνεσθαι το είναι δεν θα ήταν τίποτα αν δεν φαινόταν, και το φαίνεσθαι δεν θα μπορούσε να είναι καθαρό φαίνεσθαι, διότι υπάρχει το είναι του φαίνεσθαι. (Προτρέχω εδώ σε ζητήματα που θα συζητήσουμε στη συνέχεια). Ωστόσο, όλα αυτά υπάρχουν υπόρρητα στα ερωτήματα και στις απαντήσεις - απαντήσεις που προηγούνται ενίοτε τον ερωτημάτων - στις ίδιες τις απορίες που εμφανίστηκαν πολύ νωρίς, ήδη από τον 6ο αιώνα, στη σκέψη των πρώτων φιλοσόφων. Τα ίδια ισχύουν άλλωστε και για την αντίθεση μεταξύ ἀληθείας και δόξης. Εν πάση περιπτώσει - σε ό, τι αφορά εμάς τουλάχιστον - η ἀλήθεια δεν είναι δυνατό να εμφανιστεί παρά μόνο στο πλαίσιο μιας ανθρώπινης δόξης (γνώμης). Αν η δόξα είναι αυτό που καταρχήν αντιτίθεται στην ἀλήθειαν, ούτως ή άλλως η δόξααυτή δεν μπορεί να στερείται παντελώς ἀληθείας. Και θα μπορούσαμε να πούμε κάτι ανάλογο επίσης για τη φύσιν και το νόμον. Αν και η διαλεκτική, μπορώ να πω, παρουσιάζεται με αρκετά διαφορετικό τρόπο. Με άλλα λόγια, τόσο η σχέση όσο και η αντίθεση των δύο όρων είναι εξίσου βαθιές, και αναμφισβήτητα η πιο κατάλληλη λέξη είναι πολικότητα, διότι οι δύο αυτοί πόλοι, είναι συγχρόνως αντίθετοι και αναπόσπαστοι. 
Πριν όμως προχωρήσουμε παραπέρα, επιτρέψτε μου μια μεγάλη σχετικά παρέκβαση -που ίσως δεν είναι εντελώς παρέκβαση - σχετικά με αυτό που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε αποδέσμευση και επεξεργασία της συνολιστικής - ταυτιστικής λογικής στην ελληνική φιλοσοφία. Ας πάρουμε, σχεδόν τυχαία, ένα απόσπασμα του Ηρακλείτου, που όπως γνωρίζετε σίγουρα πρόκειται για φιλόσοφο ο οποίος έζησε μεταξύ του 6ουκαι του 5ου αιώνα π.Χ. Η ακμή - η στιγμή της ω­ριμότητάς του, συμβατικά, όταν ήταν 40 χρονών - τοποθετείται γύρω στο 505. Πρόκειται δηλαδή για σύγχρονο του Πινδάρου, του Κλεισθένη και των μεταρρυθμίσεων που εγκαθίδρυσαν την αθηναϊκή δημοκρατία. Έρχεται μετά τον Ξενοφάνη και λίγο πριν από τον Παρμενίδη. Αν πάρουμε λοιπόν στην τύχη κάποιο απόσπασμα του Ηρακλείτου, θα συναντήσουμε προτάσεις όπου το ίδιο πράγμα εμφανίζεται να έχει αντίθετες ιδιότητες. Ιδιότητες αντίθετες με απόλυτους όρους ή σε σχέση με κάτι ή με κάποιον. Πράγμα που μπορεί να φανεί μερικές φορές (σε μας) φοβερά κοινότοπο. Οι νεότεροι (παρέκβαση στην παρέκβαση) πέφτουν τότε σε μαύρη απελπισία - και τούτο είτε έχουν να κάνουν με τον Ηράκλειτο είτε με οποιονδήποτε άλλο Προσωκρατικό, ειδικά όμως όταν πρόκειται για τον Ηράκλειτο - διότι αποδίδονται σε αυτόν εκθαμβωτικά πράγματι αποσπάσματα, ασύλληπτου βάθους, σαν αστραπές μέσα στο πολικό σκοτάδι ή σαν να παρακολουθούμε τη συμπύκνωση κάποιου γαλαξία, σαν αστέρια που ξαφνικά αναφλέγονται μέσα στη σκοτεινή νύχτα. Κοντολογίς, είναι δύσκολο να θεωρήσουμε τον Ηράκλειτο έναν ανόητο που λέει ότι ο καλός καιρός είναι προτιμότερος από τη βροχή. Ωστόσο. συναντάμε αποσπάσματά του που, για τους ίδιους αυτούς νεότερους, εκ πρώτης όψεως εκφράζουν κοινοτοπίες. Δεν είναι δυνατό να είπε ο Ηράκλειτος τέτοιο πράγμα! Πρέπει λοιπόν να είπε κάτι άλλο. Αρχίζει τότε μια μακρά διαδικασία ξεψαχνίσματος του κειμένου, διόρθωσης ή εντελώς περίεργης ή αδόκιμης ερμηνείας του τάδε ή του δείνα όρου, προκειμένου να εξαχθούν εντυπωσιακότερες και αναπάντεχες ερμηνείες. Ο Ηράκλειτος λέει π.χ., σε ένα απόσπασμα στο οποίο θα επανέλθω, απλώς ότι η θάλασσα αποτελεί πηγή ζωής για τα ψάρια, ενώ είναι μοιραία για τον άνθρωπο[1]. Πράγμα αναμφισβήτητο και παγκοίνως γνωστό από τον πρώτο άνθρωπο που πνίγηκε στη θάλασσα εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια. Έχουμε άραγε ανάγκη το φιλόσοφο Ηράκλειτο για να το μάθουμε, όπως και άλλα πράγματα της ίδιας τάξεως στα οποία αναφέρονται. πράγματι πολλά αποσπάσματα; 
Τι κρύβεται λοιπόν πίσω από αυτού του είδους τις προτάσεις; Αυτό που οι νεότεροι τείνουν να ξεχάσουν είναι ότι οι ίδιοι βρίσκονται στην κορυφή μιας τεράστιας πυραμίδας της οποίας η ανοικοδόμηση διήρκεσε 25 αιώνες, μακρά περίοδος επεξεργασίας της συνολιστικής-ταυτιστικής λογικής, δηλαδή της λογικής του διαχωρισμού, της διάκρισης, της απόδοσης. Πράγματι, βρίσκουμε στους Έλληνες φιλοσόφους, ευθύς εξαρχής, τις πρώτες διατυπώσεις των αρχών της συνολιστικής - ταυτιστικής λογικής και συγχρόνως την εξήγησή τους. την επεξεργασία και την εμβάθυνσή τους. Είναι π.χ. φανερό, πως συντελέστηκε ένα τεράστιο έργο, προκειμένου να ξεκαθαριστεί και να διατυπωθεί η εξής εντελώς ουσιώδης ιδέα: καμία ιδιότητα δεν ισχύει απολύτως. ἁπλῶς όπως θα πει ο Αριστοτέλης και όπως λέγεται πριν από αυτόν. Όλες οι ιδιότητες και όλα τα κατηγορήματα, όλες οι προτάσεις ισχύουν μόνο σε σχέση με, ὡς πρός τί. Ένα «ως προς» το οποίο μπορεί να παραπέμπει σε πλευρές του πράγματος, σε σχέσεις μέσα στις οποίες εμπλέκεται, σε σχέσεις μ’ εκείνον που το παρατηρεί κ.λπ. Τούτο δεν είναι καθόλου αυτονόητο, αν και μπορεί να φανεί αυτονόητο στις τρέχουσες υποθέσεις. Απόδειξη ότι, ακόμα και σήμερα, εν έτει 1983. και συνεχούς, άτομα - από τα πιο απλοϊκά μέχρι τα πιο εξεζητημένα - παραλογίζονται πλήρως διότι ξεχνούν το ὡς πρός, ξεχνούν σε σχέση με τι η τάδε πρόταση είναι ορθή, όπως επίσης ξεχνούν τις συνθήκες ισχύος της. Αν δεν τα ξεχνούσαν, δεν θα υπήρχαν τέτοια λογικά λάθη σε όσα λένε. Ωστόσο, πολύ συχνά - και καθόλου δεν υπερβάλλω - αυτά που λένε συνιστούν ακολουθία λογικών σφαλμάτων. Μπορείτε να ψάξετε όσο θέλετε, δεν θα βρείτε τίποτ’ άλλο. Και δεν μιλώ για συζητήσεις καφενείου, μιλώ για ανθρώπους που καταρχάς σκέφτονται και εν συνε­χεία συγγράφουν και δημοσιεύουν. 
Από τους πρώτους λοιπόν φιλοσόφους έρχεται στο φως μια τεράστια προσπάθεια να δείξουν ότι οι προτάσεις - ή οι ιδιότητες, διότι εντέλει είναι το ίδιο. μια πρόταση είναι πάντα απόδοση κατηγορήματος, συσχετισμός - είναι πάντα ώς πρός τί, αυτή δε η προσπάθεια αρχίζει τουλάχιστον από τον Ηράκλειτο και καταλήγει στον Αριστοτέλη. Η συνολιστική - ταυτιστική λογική είναι παρούσα. Είναι αλήθεια ότι δεν εμφανίζεται εντελώς ρητά, πλην όμως δεν είναι απλώς παρούσα. με την έννοια που μπορούμε να πούμε ότι είναι παρούσα μόλις υπάρξει ανθρώπινη ομιλία. Ή πάλι, σ’ ένα άλλο επίπεδο, με την έννοια ότι μια εμμενής λογική είναι παρούσα - πράγμα εμφανές - στη τάδε συμπεριφορά του σκύλου. Ερώτημα: γιατί χρειάστηκε να περάσουν δεκάδες χιλιάδες χρόνια προκειμένου να υπάρξει ρητή επεξεργασία των προαπαιτούμενων της συνολιστικής - ταυτιστικής λογικής, αυτής της διάστασης κάθε λόγου; Είναι ένα πρώτο πρόβλημα, το οποίο περιορίζομαι απλώς να θέσω εδώ και για το οποίο δεν υπάρχει απλή απάντηση. Σχετίζεται με το σύνολο των ζητημάτων που εξετάζουμε, καθώς και με τη δημιουργία της φιλοσοφίας στην Ελλάδα. Δεύτερο σημαντικό σημείο, η φιλοσοφία αυτή είχε να επιτελέσει συγχρόνως, από την αρχή και μέχρι τους Στωικούς τον 4ο αιώνα, ίσως και αργότερα, ένα διπλό έργο: τη θεμελίωση, εξήγηση και διαύγαση αφενός της συνολιστικής - ταυτιστικής λογικής καθαυτής και αφετέρου την εισαγωγή μιας σκέψης που προχωρά πολύ πιο μακριά από τη λογική αυτή, από τη σκέψη καθαυτή, αν θέλετε. Πράγμα που επηρέασε βαθύτατα τη συγκρότησή της, τον τύπο της οντολογίας που επεξεργάστηκε κατά το μεγαλύτερο διάστημα και επομένως τη μετέπειτα φιλοσοφία επίσης. Μπορούμε να το δούμε ήδη στον Παρμενίδη, του οποίου η οντολογία ως επί το πλείστον – ό, τι και να λένε οι νεότεροι, ο Heidegger κ.λπ. - ισοδυναμεί τελικά με επεξεργασία της αρχής της ταυτότητας. Το ον υπάρχει, το μη-ον δεν υπάρχει. Δεν πρέπει να πούμε ότι το ον δεν υπάρχει ή ότι το μη-ον υπάρχει. Παρά ταύτα. λέγεται. Το μη-ον υπάρχει τόσο όσο χρειάζεται για να μπορέσουμε να πούμε ότι δεν υπάρχει, έστω κι αν υπάρχει μόνο σαν φαντασία μέσα στο λόγο - εκεί τουλάχιστον εμφανίζεται αναμφίβολα. 
Ας επανέλθουμε όμως στο ζήτημα που μας απασχολεί. Ήδη λοιπόν από τον Παρμενίδη υφίσταται η ανάγκη επεξεργασίας της ταυτιστικής λογικής, αποτελεί δε ασφαλώς θεμελιώδη συν-καθορισμό της οντολογίας. Αυτό παραμένει αληθές και για τον Πλάτωνα φυσικά, μέχρι τη στιγμή που αμφισβητεί, κατά την τελευταία συγγραφική του περίοδο (στον Παρμενίδη, στον Σοφιστή κ.λπ.). τη δυνατότητα της απλής συνολιστικής - ταυτιστικής λογικής να συλλάβει πράγματι αυτό που είναι. Και καταλήγει να δεχτεί πως πρέπει να σκοτώσει τον Παρμενίδη – πατροκτονία – και να πει, κατά κάποιον τρόπο, ότι το μη-ον υπάρχει και το ον δεν υπάρχει. Ας προσθέσουμε ότι στον Αριστοτέλη γίνεται καθαρά η διάκριση μεταξύ συνολιστικής-ταυτιστικής λογικής και στοχασμού τόσο για μας όσο και για το αντικείμενο της σκέψης. Σ’ ένα πασίγνωστο χωρίο από τα Ηθικά Νικομάχεια διακρίνει σαφέστατα τον λόγον από το στοιχείο που αποκαλεί νοῦν[2]. Ο λόγος λειτουργεί με αποδείξεις, με μια επιχειρηματολογία πάνω στα πράγματα, που εισάγει συνεχώς άλλους όρους. Οι πρώτοι και οι έσχατοι όμως όροι δεν επιδέχονται απόδειξη - ξεφεύγουν από τη συνολιστική - ταυτιστική λογική. Αποδείξεις μπορούν να δοθούν μόνο για τους ενδιάμεσους όρους. Μόνο ο νοῦς, η σκέψη, μπορεί να έχει πρόσβαση αφενός μεν στις αρχές που δεν είναι δυνατό να αποδειχθούν και να φθάσει στην ίδια την οὐσίαν των πραγμάτων. και αφετέρου στα συγκεκριμένα και αισθητά δεδομένα[3]. Ούτε και αυτά επιδέχονται απόδειξη: κάθε λογική συνομιλία προϋποθέτει τη δυνατότητα συμφωνίας τουλάχιστον ως προς μία άποψη αυτού περί του οποίου γίνεται λόγος, και δεν μπορείτε ποτέ να αναγκάσετε ένα σοφιστή να δεχθεί ότι ένα άσπρο τραπέζι είναι πράγματι άσπρο (ή κάτι αντίστοιχο σε άλλες περιπτώσεις), αν ο ίδιος επιμένει πως είναι μαύρο και δεν υποχωρεί. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Αριστοτέλης αναγνωρίζει ήδη τη διάκριση μεταξύ συνολιστικής - ταυτιστικης λογικής και σκέψης: για μας τους ανθρώπους, με τη διάκριση μεταξύ λόγου και νοῦ, για τα πράγματα επίσης, με τη διάκριση μεταξύ οὐσίας και κατηγορημάτων του πράγματος. Δεν θέλω να υπεισέλθω στο πρόβλημα αυτό γιατί θα μας πήγαινε πολύ μακριά, ειρήσθω όμως εν παρόδω ότι στο βασικό του έργο, το Μετά τα Φυσικά, δεν ξεφεύγει από το ταυτιστικό σχήμα, τουλάχιστον με το να απαλείφει όλα όσα είναι ή του φαίνονται αντιφατικά ή που. εν πάση περιπτώσει, δεν ικανοποιούν την αρχή της ταυτότητας. Ο Αριστοτέλης δεν έχει, σαν άλλους, την αυταπάτη ότι τα πάντα είναι δυνατό να απορρέουν από μια συνολιστική-ταυτιστική αρχή όπως η αρχή της ταυτότητας, παρά ταύτα θεωρεί ότι τα πάντα οφείλουν τουλάχιστον να συνάδουν με την αρχή αυτή. Δεν πρέπει συνεπώς να ξεχνάμε, όταν μιλάμε για την ελληνική φιλοσοφία, το βάρος της επεξεργασίας της συνολιστικής-ταυτιστικής λογικής. Ούτε, άλλωστε, όταν μιλάμε γενικότερα για τη φιλοσοφία, τουλάχιστον μέχρι τον γερμανικό ιδεαλισμό, συμπεριλαμβανομένου και του Hegel. 
Έρχομαι τώρα σ’ ένα άλλο σημείο: την έρευνα που άρχισε ήδη από τον Θαλή - στο βαθμό που όσα λένε γι’ αυτόν οι δοξογράφοι είναι αξιόπιστα - και συνεχίστηκε από τον Αναξίμανδρο, τον Αναξιμένη κ.λπ., έρευνα αυτού που είναι πράγματι ἀρχή (ο όρος είναι μάλλον μεταγενέστερος), δηλαδή καταγωγή, κανόνας ή στοιχεῖον. Θα μπορούσαμε να πούμε αρχικά ότι αυτό που ψάχνουν οι φιλόσοφοι - σύμφωνα τουλάχιστον με τη διατύπωση της σκέψης τους από τους δοξογράφους, διότι για τους Μιλήσιους π.χ. δεν έχουμε σχεδόν καθόλου αποσπάσματα- είναι, εκφρασμένο σε σύγχρονη γλώσσα, ένα σύνολο ή ένα ελάχιστο γενεσιουργό στοιχείο που θα μπορούσε να περιγράψει το μέγιστο παρατηρήσιμο σύνολο. Η αναζήτηση της ἀρχῆς είναι αυτό ακριβώς - τίθεται έτσι το ζήτημα: να βρεθεί το ελάχιστο στοιχείο που μπορεί να λάβει υπόψη του τον μέγιστο αριθμό παρατηρήσιμων στοιχείων. Πρόκειται για το ίδιο το πνεύμα όλης της ελληνοδυτικής επιστήμης, μέχρι τις μέρες μας. Υπάρχουν όμως και άλλα στοιχεία, που μας κάνουν vα πιστεύουμε ότι δεν έχουμε εδώ απλώς να κάνουμε με την πρώτη εμφάνιση του πνεύματος ή, αν προτιμάτε. του φαντασιακού των φυσικών επιστημών. Διότι η ιδέα της ἀρχῆς παραπέμπει - πέρα από το γενεσιουργό στοιχείο που βρίσκεται μέσα στην αλυσίδα αίτιου-αιτιατού - σε μια δρώσα γενεσιουργό αρχή. Το ζητούμενο είναι μια πηγή, η αρχή ή το θεμέλιο όχι πλέον των διαδοχικών όρων της σειράς αλλά πηγή και αρχή της ίδιας της σειράς ως τέτοιας. Πράγμα που φαίνεται σαφώς στη φράση του Σιμπλίκιου στην οποία βρίσκεται το απόσπασμα που αναλύσαμε την προηγούμενη φορά: η αρχή που αναζητά ο Αναξίμανδρος δεν είναι ούτε το νερό ούτε κάποιο άλλο από τα υπόλοιπα στοιχεία'είναι άλλης, ακαθόριστης φύσεως. Πρόκειται λοιπόν για την αναζήτηση κάποιου πράγματος το οποίο, ευρισκόμενο εκτός όλων των δεδομένων όρων της σειράς και εκτός της ίδιας της σειράς, αποτελεί συνθήκη της σειράς, και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να είναι άμεσα δεδομένο και είναι, επομένως, εξ ορισμού μη αναπαραστάσιμο. 
Είδαμε ήδη ότι αυτό συνεπάγεται ρήξη με τη μυθική σκέψη. Ένα από τα χαρακτηριστικά κάθε μυθολογικής ερμηνείας του κόσμου είτε πρόκειται για τις ελληνικές θεογονίες και κοσμογονίες είτε για θεογονίες και κοσμογονίες άλλων λαών - είναι αφενός η έλλειψη ουσιαστικής διαφοράς μεταξύ της ίδιας της σειράς και των όρων της (σειρά όρων και γεγονότων που συγκροτούν αφήγηση: γένεση των θεών, εκκόλαψη του αυγού από το οποίο βγαίνει ο κόσμος, επέμβαση του ήρωα που...) και αφετέρου κάποιου άλλου στοιχείου διαφορετικού από τη σειρά αλλά και άμεσα συνδεδεμένου με αυτή. Aς το επαναλάβουμε: στη μυθική διήγηση οι πρώτοι δημιουργοί και οι θεμελιακές τους πράξεις περιέχονται στη σειρά και όταν στη μυθολογική αφήγηση της καταγωγής υφίσταται διαφορά μεταξύ του συνόλου της αφήγησης και της αρχής αυτής καθαυτής δεν είναι της ίδιας τάξης με τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα σύνολο γεγονότων και ένα στοιχείο που δεν αποτελεί γεγονός. Χωρίς να υπεισέλθουμε σε ενδελεχή ανάλυση της μυθικής σκέψης, αλλά για να κατανοήσετε καλύτερα τη διαφορά αυτή. ας πούμε ότι σε μια μυθική περιγραφή του κόσμου υπάρχει πάντα ένα είδος παρουσίας της θεμελιακής στιγμής. Πρόκειται γιο το γεγονός που συντελείται πάντα in illo tem­pore - σε κάποιο μυθολογικό παρελθόν ακριβώς - αλλά είναι ταυτόχρονα πάντα παρόν μεταξύ των ζώντων όντων, αποτελεί πάντα το θεμέλιο του υπαρκτού. Θα επαναλαμβάνεται εξάλλου διαρκώς στις τελετές, οι οποίες συνιστούν επικύρωση και επιβεβαίωση του γεγονότος ότι το θεμελιωμένο εξακολουθεί πάντα να είναι καλά θεμελιωμένο και ότι θα εξακολουθήσει να υπάρχει - αφού εκείνο που επαναλαμβάνεται έτσι, ακόμα και με μεταφορικό και εξασθενημένο τρόπο, είναι η στιγμή της θεμελίωσης. της καταγωγής. Εντούτοις, η ρήξη αυτή μεταξύ της σειράς των γεγονότων και του όρου ύπαρξης της σειράς εγκαινιάζει επίσης τη φιλοσοφική σκέψη, η οποία δεν αναζητεί κάποιο πρωταρχικό γεγονός αλλά κάτι τελείως διαφορετικό. Και επειδή μιλήσαμε για βαθιά σχέση μεταξύ ορισμένων στοιχείων της φαντασιακής σύλληψης του κόσμου από τους Έλληνες όπως αυτή εμφανίζεται στους μύθους τους - και της γένεσης της φιλοσοφίας. ας θυμίσουμε πως ο διαχωρισμός αυτός, η απόσταση μεταξύ ενός συνόλου γεγονότων και της μοίρας, της ειμαρμένης, ενός οικουμενικού νόμου που επιβάλλεται και στους ίδιους τους θεούς, είναι ήδη παρών π.χ. στον Όμηρο[4]. Αν και ο Δίας σταθμίζει σε μία συγκεκριμένη στιγμή την τύχη των ηρώων, είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως η απόφαση της μοίρας λαμβάνεται εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Συναντάμε πάλι εδώ τον ριζικό διαχωρισμό μεταξύ ενός συνόλου γεγονότων και ενός οικουμενικού νό­μου η αναγκαιότητας που επιβάλλεται σε όλα τα όντα. Ας προσθέσουμε ακόμα ότι στους πρώτους φιλοσόφους - όπως άλλωστε σε κάθε φιλοσοφικό εγχείρημα - υπάρχει ουσιώδης διαφορά μεταξύ της αναζητούμενης αρχής και μιας καθαρά θείας αρχής, και τούτο παρά το λεξιλόγιο που χρησιμοποιεί ο καθένας εξ αυτών. Διότι, ακόμα και στις μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Θεός αρχή είναι συγχρόνως και δρων πρόσωπο, με την έννοια πως ό, τι υπάρχει οφείλεται στο γεγονός ότι κάποια στιγμή ένας θεός δημιούργησε τον κόσμο. Μόνο με την ορθολογική θεολογία άρχισε να τίθεται το ερώτημα ενός θεού διαφορετικού από αυτόν που παράγει ένα γεγονός, με τις γνωστές απορίες που προέκυψαν. 
Επέμεινα στο απόσπασμα του Αναξίμανδρου διότι από τους τρεις Μιλήσιους είναι πασιφανώς εκείνος που ολοκλήρωσε πραγματικά τη ρήξη. Είδαμε πως, όταν ο Θαλής ή ο Αναξιμένης υποστηρίζουν ότι η αρχή των όντων είναι το νερό ή ο αέρας, η ρήξη έχει και δεν έχει συντελεστεί. Είναι γεγονός ότι. αν και το νερό του Θαλή είναι κάτι το εν γένει αναπαραστάσιμο, δεν πρόκειται βεβαίως για κανένα νερό του οποίου θα μπορούσαμε να διαπιστώσουμε εμπειρικά την ύπαρξη. Υφίσταται επομένως πράγματι διαφορά σε σχέση με τα γεγονότα. το ίδιο δε ισχύει και για τον αέρα του Αναξιμένη. Με τον Αναξίμανδρο όμως η ρήξη ολοκληρώνεται. Όταν λέει πως η αρχή των όντων είναι το άπειρον, το απροσδιόριστο, προβαίνει σε ολική ρήξη με το αναπαραστάσιμο, πιθανώς δε και το νοητό, διότι αυτό που μας εμφανίζει αποτελεί πράγματι μια άβυσσο. Εάν αυτό που υπάρχει πραγματικά είναι απροσδιόριστο και μη προσδιορίσιμο, έχουμε υπέρβαση της λογικής που αποκαλώ συνολιστική-ταυτιστική, δηλαδή ακριβώς τη λογική του καθορισμένου. Εκείνο όμως που επίσης καταστρέφεται είναι, ας μου επιτραπεί η έκφραση, η πρόσδεση του φαντασιακού και της σκέψης, τόσο στην απεικόνιση όσο και στη «νοηματοδοτηση» για το άτομο. Με όλο το βάθος που μπορεί να έχει αυτή η «νοηματοδοτηση». δηλαδή να αποτελεί για μας αντικείμενο επιθυμίας ή συμπλήρωμα της ύπαρξής μας. Εάν αυτό που υπάρχει πράγματι είναι άπειρον, όχι μόνο δεν είναι δυνατό να απεικονιστεί αλλά και παραμένει συγχρόνως ό.τι πιο ξένο για μας. Και αν μπορούμε να αποδώσουμε στο άπειρον μια έσχατη σημασία, η σημασία αυτή δεν μας λέει τίποτα - δεν μας προσφέρει τίποτα και είναι επίσης, κατά έναν άλλο τρόπο, μη-νόημα. 
Υπάρχει όμως και κάτι άλλο στη ρήξη αυτή. Εδώ, για πρώτη φορά, η σκέψη εμφανίζεται ως αποκλειστικά καθορισμένη από ή ενδιαφερόμενη για το ίδιο της το ενδιαφέρον ως σκέψη. Ή, αν θέλετε, ως τελείως αμερόληπτη. Διότι, αυτό που λέει ο Αναξίμανδρος, κυριολεκτικά, δεν χρησιμεύει σε τίποτα - δεν είναι δυνατό να ενταχθεί σε κάποια ακολουθία λειτουργιών ή τάσεων, δεν λαμβάνει υπόψη ούτε τα ενδιαφέροντα του στοχαστή ως ανθρώπινης ύπαρξης ούτε τα ενδιαφέροντα της κοινότητας στην οποία ανήκει, δεν μπορεί να διευκολύνει ούτε καν ελάχιστα την κοινωνική δράση... 
Υπάρχει μία αρχή, το άπειρον, που προσπαθούμε να κατανοήσουμε. Αυτό είναι όλο. Ή μάλλον, πρόκειται για την απόπειρα κατανόησης αυτού του ακατανόητου πράγματος: πώς το ἄ­πειρον μπορεί να αποτελεί αρχή ενός κόσμου και πως συμβαίνει, παρά ταύτα, να υπάρχει για μας πέρας, δηλαδή καθορισμένο. Η σκέψη εμφανίζεται λοιπόν ως ενδιαφερόμενη για το ίδιο το ενδιαφέρον της, δημιουργείται ως ενδιαφέρον για τον εαυτό της - αυτή είναι η φιλοσοφία. Και μπορούμε να πούμε ότι δημιουργεί αυτομάτως και την αλήθεια, όχι με την εμπειρική ή την πραγματιστική έννοια, όχι την αλήθεια της πρότασης «το τραπέζι αυτό είναι άσπρο», αλλά την αλήθεια που αποτελεί συγχρόνως πάντα ερώτηση. Από τον Αναξίμανδρο και μετά. το κριτήριο της αλήθειας στη φιλοσοφική πρόταση ή μάλλον το κριτήριο της διόρθωσης των προτάσεων- ως συμβατότητα μεταξύ της πρότασης και των στοιχείων στα οποία αναφέρεται η πρόταση μόνο με πολύ μερικό τρόπο υφίσταται πλέον. Η αντιστοιχία αυτή γίνεται εργαλειακή και εξαρτώμενη, υφίσταται δε κυρίως ουσιαστική αλλοίωση ως προς τους όρους της: η πρόταση δεν μπορεί να είναι πλέον μονοσήμαντη και το ίδιο το ανάφορό της (referent) εμφανίζεται προβληματικό και σε μεγάλο βαθμό απροσδιόριστο. Απροσδιόριστο ή κάτι που είναι σχεδόν ισοδύναμο, υπερβαίνον τον κοινωνικά θεσμισμένο κόσμο, υπερβαίνον την πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται από τη θεσμισμένη κοινωνία και γι’ αυτήν. 
Μονοσήμαντες προτάσεις υπάρχουν μόνο στο βαθμό που υφίστανται καθορισμένα ανάφορα, τα δε ανάφορα δεν είναι - ούτε και μπορούν να είναι - προσδιορίσιμα παρά μόνο όταν παραπέμπουν στη λειτουργική-εργαλειακή διάσταση της κοινωνικής θέσμισης του κόσμου και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Γνωρίζουμε, ή θα έπρεπε να γνωρίζουμε, ότι ακόμα και μέσα σε αυτόν τον κοινωνικά θεσμισμένο κόσμο, ακόμα και μέσα σε αυτή τη λειτουργική – εργαλειακή διάσταση, οι προτάσεις είναι μονοσήμαντες μόνο κατά τη χρείαν (ανάγκη). Στο κοινωνικά κατασκευασμένο ανθρώπινο ον είναι πάντοτε ενσωματωμένη η δυνατότητα, η πράγματι χρησιμοποιούμενη ικανότητά του να αφαιρεί την αμφισημία όλων των άλλων δυνατών νοημάτων μιας πρότασης και να συγκροτεί μόνον εκείνη που αντιστοιχεί στη λειτουργική-εργαλειακή ένταξη της πρότασης αυτής στην κοινωνική ζωή. Αν όμως αρχίσετε να θέτετε ερωτήματα σχετικά με το νόημα προτάσεων που είναι κατά τα άλλα απόλυτα μονοσήμαντες ως προς τη λειτουργική-εργαλειακή τους χρήση, το αποτέλεσμα είναι άμεσο: εισέρχεστε στον κόσμο της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων, έναν κόσμο όπου κατοικούν πρόσωπα τα οποία, όταν η Αλίκη λέει πολύ απλά κάτι απολύτως κατανοητό, την ρωτούν συνεχώς για το νόημα των όρων που χρησιμοποιεί, για τα διφορούμενα σημεία των φράσεών της, που δεν δημιουργούν καταρχήν κανένα πρόβλημα στην πραγματική ζωή. Οι διάλογοι της Αλίκης αναδεικνύουν συχνά τον απολύτως παράλογο χαρακτήρα που μπορεί να έχει η γλώσσα που χρησιμοποιούμε διαρκώς και που είναι βέβαια εντελώς επαρκής για την τρέχουσα επικοινωνία και συνεργασία στην καθημερινή ζωή. αν υιοθετήσει κανείς για μία στιγμή την άποψη, ας πούμε, ενός σοφιστή που συμβαίνει να είναι συγχρονίας και ποιητής. Η μονοσημαντότητα αυτή δεν είναι επομένως ίδιον της γλώσσας γενικά, αλλά της κοινωνικής χρήσης της γλώσσας, όπως επίσης και αποτέλεσμα ενός μηχανισμού - πρόκειται φυσικά για μεταφορά - ενσωματωμένου σε όλους μας. ο οποίος μας μαθαίνει να μη θέτουμε ορισμένες ερωτήσεις. Να μη ρωτάμε π.χ. όταν θέλουμε να μάθουμε πού βρίσκεται το χ αντικείμενο και μας απαντούν πως βρίσκεται πάνω στην τράπεζα, αν πρόκειται για την Αγία Τράπεζα ή την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, διότι πρόκειται απλώς για το τραπέζι της κουζίνας, αν βρισκόμαστε στην κουζίνα, ή για το τραπέζι της τραπεζαρίας, αν βρισκόμαστε στην τραπεζαρία. Η μονοσημαντότητα αυτή συνδέεται με τη χρείαν, με την κοινωνική χρήση/ανάγκη και πρέπει και αρκεί οι προτάσεις να είναι μονοσήμαντες ως προς αυτή. 
Ωστόσο, είπαμε ήδη ότι οι φιλοσοφικές προτάσεις δεν αφορούν κάτι που βρίσκεται στον κοινωνικά θεσμισμένο κόσμο, ούτε καν κάτι που μπορεί γενικά να θεσμιστεί, δεν είναι μονοσήμαντες και δεν θα μπορούσαν να είναι. Το ανάφορό τους υπερβαίνει τον κοινωνικά θεσμισμένο κόσμο και συνεπώς είναι προβληματικό - μόνο ως απροσδιόριστο μπορεί να θεωρηθεί. Και πρέπει να πούμε εντέλει πως το ανάφορο αυτό -εδώ όμως ίσως φτάνουμε στα όρια του νοητού - δημιουργείται από τη σκέψη. Κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει ότι το ον είναι άπειρον ή λόγος ή ιδέα, ή ενέργεια ή Θεός ή το απόλυτο Πνεύμα ή ύλη, διότι κάθε φορά οι όροι αυτοί αποτελούν το σημείο εκκίνησης μιας σειράς προσπαθειών προσδιορισμού που δεν ολοκληρώνονται ποτέ. Πράγμα που σημαίνει ότι υφίσταται μια ουσιώδης απροσδιοριστία και ότι έχουμε σαφώς να κάνουμε με μια δημιουργία. Σε αντίθεση όμως με άλλους τύπους δημιουργίας, όπως η πολιτική δημιουργία παραδείγματος χάρη, η φιλοσοφία έχει πάντα στόχο μια κάποια σχέση με το υπαρκτό, με τον τρόπο κατά τον οποίο αυτό υπάρχει. Το υπαρκτό δεν επανερμηνεύεται απλώς, αλλά επανατοποθετείται, αναδημιουργείται επομένως σε μια νέα σχέση με ένα φαντασιακό σχήμα, όπως αυτό που μας δίνει ο Αναξίμανδρος με το άπειρον ή με αυτό το οποίο θα μας δώσει αργότερα ο Hegel με την ιδέα του Πνεύματος που διατρέχει τα στάδια της διαλεκτικής του ανάπτυξης. Φαντασιακό σχήμα βέβαια, που δεν υπάρχει όμως «δι’ εαυτό» από την άποψη αυτή, αλλά που στόχο του έχει πάντα μια σχέση με το υπαρκτό, χωρίς να πρόκειται φυσικά για σχέση επιστημονικής ακρίβειας. 
Μια τέτοια απάντηση σχετικά με το όντως ον - είτε πρόκειται για το νερό είτε, κατά μείζονα λόγο, για το άπειρον - ισοδυναμεί βέβαια αυτομάτως με διαχωρισμό μεταξύ του είναι και του φαίνεσθαι. Λέει ο Θαλής: τα πάντα είναι ύδωρ - βλέπω όμως δάσος, ανθρώπινα όντα και όρη, δεν βλέπω νερό. Στην πραγματικότητα όμως το δάσος είναι νερό, το νερό αποτελεί το πραγματικό του είναι. Το νερό αυτό δεν εμφανίζεται, άρα αυτό που φαίνεται διαφέρει από αυτό που είναι. Ποια η σχέση μεταξύ τον δύο; Εδώ. μία ακόμα παρέκβαση, προκειμένου να αποφύγουμε τις παρεξηγήσεις. Είναι φανερό ότι η διάκριση μεταξύ είναι και φαίνεσθαι, όπως και η διάκριση μεταξύ δόξης και αλήθειας, υπήρξε πάντοτε, κατά κάποιο τρόπο, σε όλες τις γλώσσες και σε όλες τις κοινωνίες. Θεωρούσα ανέκαθεν ότι μια γλώσσα στην οποία δεν είναι δυνατό να ειπωθεί «το πιστεύεις αυτό, αλλά δεν είναι έτσι» δεν μπορεί απλούστατα να υπάρξει ως ανθρώπινη γλωσσά. Μέσα όμως στο πλαίσιο της διάκρισης μεταξύ δόξης και ἀλη­θείας έχουμε κάτι στενότατα περιορισμένο: η διάκριση δεν ισχύει παρά στο εσωτερικό του θεσμισμένου πεδίου. Υφίστανται για κάθε κοινωνία και για κάθε γλώσσα πράγματα που υπάρχουν και πράγματα που δεν υπάρχουν, καθώς και δεδομένοι τρόποι αντίληψης και έκφρασης των υπαρκτών πραγμάτων. Υπάρχει επομένως εδώ η ιδέα ότι το ανθρώπινο ον μπορεί να πλανηθεί και επομένως να πει κάτι που δεν υπάρχει. όμως «αυτό που δεν υπάρχει» σημαίνει εδώ αυτό που δεν υπάρχει σε σχέση με αυτό που η συγκεκριμένη κοινωνία έθεσε ως υπαρκτό. Αναγνωρίζουμε την πιθανότητα εσφαλμένης πεποίθησης, αφορά όμως κατά βάθος δευτερεύοντα ζητήματα. Άλλωστε αυτός είναι ο λόγος που συναντάμε, ακόμα και στις πιο πρωτόγονες κοινωνίες, διαδικασίες όπως η μαγεία και η χρησμοδοσία, που επιτρέπουν να προσδιοριστεί η αλήθεια απέναντι στο λάθος ή στην αμφιβολία. Αυτά όμως - το επαναλαμβάνω - αφορούν όσα καθορίζει ο κοινωνικός θεσμός. Στην περίπτωση των Ελλήνων η ρήξη συνίσταται στο ότι η ιδέα του εἶναι ως αντιτιθέμενου στο φαίνεσθαι, της δόξης ως αντιτιθέμενης στην ἀλήθειαν υπερβαίνει το θεσμισμένο πεδίο, επιτίθεται αμέσως, αν θέλετε, στην ίδια την κοινωνική θέσμιση και από τη στιγμή αυτή το θεσμισμένο πεδίο διολισθαίνει - ή κινδυνεύει να διολισθήσει - προς την πλευρά του φαίνεσθαι. Αυτό ακριβώς εμφανίζεται σαφώς στον Ξενοφάνη, για τον οποίο θα μιλήσουμε περιληπτικά. 
Κατά την παράδοση, ο Ξενοφάνης υπήρξε ιδρυτής της Ελεατικής Σχολής[5] και άκμασε γύρω στο 540. Οι δοξογράφοι αναφέρονται σε αυτόν διεξοδικά και συζητούν αρκετές πλευρές της διδασκαλίας που του αποδίδουν, εμείς όμως θα την εξετάσουμε μόνο σε σχέση με τα προβλήματα που μας απασχόλησαν μέχρι τώρα. Ας παρατηρήσουμε εν πρώτοις ότι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στο Μετά τα Φυσικά, ο Ξενοφάνης, έχοντας θεωρήσει τον ὅλον οὐρανόν (τον κόσμο, το σύμπαν ολόκληρο) «είπε ότι το ένα είναι ο θεός[6]». Ο Ξενοφάνης απορρίπτει συνεπώς τον πολυθεϊσμό του Ομήρου και του Ησιόδου και ονομάζει θεό το Ένα. Η ιδέα αυτή του Ενός αναμφίβολα προϋπήρξε του Ξενοφάνη. όχι όμως με τη μορφή μεγάλης υπερβατικής αρχής, αρχής του είναι. Πρόκειται για την αφετηρία αυτού που θα γίνει στη συνέχεια το πρόβλημα της ορθολογικής θεολογίας στη φιλοσοφία, πρόβλημα που θα αποθηκεύσει - πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά άλλωστε; - την ανάπτυξή της και πώς, εν πάση περιπτώσει, θα την απασχολήσει έντονα μέχρι σήμερα. Αυτό όμως που κυρίως μας ενδιαφέρει είναι ότι με τον Ξενοφάνη αρχίζει και συγχρόνως φτάνει αμέσως στο ανώτερο επίπεδο η κριτική της θεσμισμένης παράστασης, τόσο της ελληνικής παράδοσης όσο και των δοξῶν γενικότερα. Θα σας παρουσιάσω καταρχάς, χωρίς να προσπαθήσω να σας δώσω ακριβή μετάφραση, ορισμένα από τα αποσπάσματά του, ακολουθώντας την αρίθμηση του Diels. Στο 11ο απόσπασμα βρίσκεται η περίφημη κριτική του στον Όμηρο και στον Ησίοδο, τους οποίους κατηγορεί ότι απέδωσαν στους θεούς όλα όσα οι άνθρωποι θεωρούν επαίσχυντα: ψεύδη, μοιχείες, διπλοπροσωπίες. Επανέρχεται στην κριτική αυτή στο 12ο απόσπασμα: οι ποιητές αυτοί αποδίδουν στους θεούς ἀθέμιστας πράξεις, αντίθετες με τους κανόνες συμπεριφοράς και με το νόμο. 
Ύστερα, στο 14ο απόσπασμα. προχωρεί ακόμα πιο μακριά, εφόσον γενικεύει την κριτική όλων των ανθρωπομορφικών θρησκειών: οι θνητοί θεωρούν πως οι θεοί γεννιούνται, πως φοράνε ρούχα και έχουν φωνή και σώμα σαν το δικό τους. Για πρώτη φορά συναντάμε καθαρή πρόταση, και κατά μία έννοια οριστική, που vα καταδικάζει την προβολή η οποία περιέχεται στην παράσταση του θείου σε όλες τις γνωστές θρησκείες. Κριτική η οποία γίνεται ακριβέστερη και βαθύτερη στο 15ο απόσπασμα: αν τα βόδια, τα άλογα και τα λιοντάρια είχαν χέρια και μπορούσαν vα σχεδιάσουν ή να σκαλίσουν όπως οι άνθρωποι, θα παρίσταναν θεούς με μορφή βοδιού, αλόγου ή λέοντος. Και στο 16ο απόσπασμα συνεχίζει: για τους Αιθίοπες οι θεοί έχουν γαμψή μύτη και μαύρο δέρμα, για τους Θράκες γαλάζια μάτια και κόκκινα μαλλιά. Η κριτική είναι όσο πιο καθαρή γίνεται και δεν θα έπρεπε να υποτιμήσουμε το θάρρος που τη χαρακτηρίζει. Ο Ξενοφάνης αντιτάσσει στα παραπάνω τη δική του σύλληψη για τον θεό (απ. 23-26), ένα θεό ο οποίος, όπως λέει, είναι όλος όραση, ακοή και στοχασμό (απόσπασμα 24) και δεν συγκρίνεται με τους θνητούς ούτε κατά το σώμα ούτε κατά τη σκέψη (απ. 23). Βλέπει κανείς αμέσως τη σημασία της ιδέας, ακόμα και από την άποψη της χριστιανικής θεολογίας. Η πλευρά όμως αυτή δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω, ίσως επανέλθω όταν θα μιλήσουμε για την καταγωγή της θεολογίας αυτής καθαυτής. 
Δύο ακόμα αποσπάσματα μας ενδιαφέρουν ιδιαίτερα εδώ. Δεν θα επεκταθούμε στο πρώτο (απ. 32), όπου βρίσκουμε μια απαρχή κριτικής της γλώσσας καθαυτής: αυτό που αποκαλούν οι άνθρωποι Ίριδα (το ουράνιο τόξο) είναι ένα σύννεφο πορφυρό, κόκκινο και πράσινο. Βεβαίως, ο Ξενοφάνης πλανάται, εδώ το ουράνιο τόξο δεν είναι, από φυσική άποψη, σύννεφο, το νόημα όμως της κριτικής του είναι εμφανές. Προχωρά πολύ πιο μακριά στο απόσπασμα 34, απόσπασμα ιδιαίτερης σημασίας. Ουδείς άνθρωπος, λέει, γνωρίζει και δεν θα μπορέσει ποτέ να γνωρίσει τίποτα το σίγουρο για τους θεούς ούτε εξάλλου για οτιδήποτε άλλο. Ακόμα και αν κάποιος, προσθέτει, κατάφερνε να πει τη μεγαλύτερη αλήθεια ή την πιο ακριβή δυνατή, δεν θα το γνώριζε ούτε ο ίδιος. Σκέψη που περιέχει αναμφισβήτητη αλήθεια και που μπορεί να αναπτυχθεί περαιτέρω. Ο άνθρωπος που διαθέτει το πλέον κριτικό πνεύμα δεν γνωρίζει αν είναι αληθή όσα εκστομίζει, παρά το γεγονός ότι έχουν αυστηρά αποδειχθεί, και τούτο όχι με σχετικιστική-ιστορική έννοια αλλά διότι δεν θα είναι ποτέ σε θέση να επιστρατεύσει, να διευκρινίσει και να θεμελιώσει το σύνολο των προϋποθέσεων της αλήθειας που διατυπώνει. Κανένας ποτέ δεν θα μπορέσει να έχει τη γνώση και τη βεβαιότητα της γνώσης με απόλυτο τρόπο, ακόμα και προκειμένου να αποφανθεί ότι δύο και δύο κάνουν τέσσερα. Το απόσπασμα καταλήγει με το εξής εκπληκτικό ημιστίχιο, του οποίου δυστυχώς η δύναμή του μόνο στα Ελληνικά μπορεί να αποδοθεί: δόκος ἐπί πᾶσι τέτυκταιΔόκος είναι μια ιωνική λεκτική μορφή της δόξης, της γνώμης. Πρόκειται για τη δόξα ή μια δόξα που τέτυκται, κτίζεται, κατασκευάζεται, ἐπί πᾶσι, πάνω σε όλα τα πράγματα. Πρόκειται πάντα για την κατασκευή, τη διαμόρφωση μιας γνώμης, γι’ αυτό που σας φαίνεται σαν, που καλύπτει τα πάντα για τους ανθρώπους[7]. Ιδού λοιπόν ο Ξενοφάνης γύρο στο 540 π.Χ.: κατά κάποιον τρόπο, τα πάντα έχουν ή6η λεχθεί και συγχρόνως τα πάντα αρχίζουν. 
Ένα τελευταίο σημείο για τι; πολύ βαθιές πολιτικές επιπτώσεις - αυτή τη φορά με τη στενή έννοια του όρου - που είχε η κριτική του μυθολογικού λόγου από τον Ξενοφάνη. σύγχρονο των μεγάλων ανακατατάξεων του 6ου αιώνα και του δημοκρατικού κινήματος. Η αμφισβήτηση της ίδιας της ύπαρξης των ανθρωπόμορφων θεών που μοιχεύουν σημαίνει αμφισβήτηση της νομιμοποίησης των αριστοκρατικών οικογενειών, διότι οι πρόγονοι τους οποίους διεκδικούν συνήθως οι οικογένειες αυτές είναι ήρωες που γεννήθηκαν από τη συνεύρεση θεών με θνητές γυναίκες. Αν ο Αίας δεν είχε διαπράξει μοιχεία με την Αλκμήνη, μητέρα του Ηρακλή, οι Ηρακλείδες, βασιλείς της Σπάρτης, δεν θα κατάγονταν από τον Δία. Ιδού το συμπέρασμα που ο καθένας μπορούσε να βγάλει αβίαστα από την ως «νιο κριτική. Βρίσκουμε άλλωστε και άλλες ενδείξεις στην ποίηση της εποχής, δεν θα επιμείνω όμως επ’ αυτού. 
Έρχομαι τώρα στον Ηράκλειτο που είναι κατά 30-40 χρόνια μεταγενέστερος, γράφει δηλαδή στα τέλη του 6ου αιώνα. Και σε αυτόν επίσης συναντάμε αποσπάσματα που ερμηνεύονται εδώ και 25 αιώνες και κάθε ερμηνεία με τη σειρά της γίνεται μέσα σε διαφορετικό πλαίσιο. Καθ’ ομολογίαν των ίδιων των ειδικών, η εξάντληση της βιβλιογραφίας για τον Ηράκλειτο αποτελεί έργο ζωής. Εννοείται ότι ο δυστυχής που θα αφιερώσει τη ζωή του σε αυτό θα βρεθεί στο τέλος σε τέτοια κατάσταση πλήρους αποβλάκωσης που θα τον εμποδίσει. εξ ορισμού, να κατανοήσει τον Ηράκλειτο. Κατά μείζονα λόγο, επειδή θα πρέπει να καταβάλει και συμπληρωματική προσπάθεια για να κατανοήσει το πλαίσιο μέσα στο ποιο τοποθετείται ο Ηράκλειτος και το σημείο από το οποίο μιλά. Πράγματι, η δόξα καλύπτει τα πάντα εδώ και δεν κομίζει. όπως οφείλει να γνωρίζει κανείς ευθύς εξαρχής, αδιαμφισβήτητη απάντηση στα προβλήματα που θέτει η ερμηνεία των κειμένων. 
Πρέπει και εδώ επίσης να διακινδυνεύσουμε, επιδεικνύοντας ασφαλώς τη μεγαλύτερη δυνατή αίσθηση ευθύνης. γνωρίζοντας όμως, όπως έλεγε ο Ξενοφάνης. ότι ακόμα κι αν λέγαμε το αληθές, θα το αγνοούσαμε και δεν θα ήμασταν σε θέση να πούμε γιατί το λέμε. Αν έπρεπε να δώσουμε περιληπτικά με μία λέξη το γιατί ο Ηράκλειτος είναι σημαντικός, θα έλεγα ότι αποτελεί. κατά μία έννοια, τη σύνθεση όλης της φιλοσοφικής προσπάθειας που προηγήθηκε και ότι δίνει επίσης τη δική του απάντηση.Ξέρετε ότι υπάρχει η τάση να παρουσιάζεται ο Ηράκλειτος ως απομονωμένος στοχαστής, ηθελημένα σκοτεινός, που αδιαφορεί για τη γνώμη των άλλων. Παρουσιάζεται συχνά ως επηρμένος αριστοκράτης, ένα είδος «σκληροτράχηλου φιλοσόφου». Θα εξηγήσω πιο κάτω γιατί δεν πιστεύω καθόλου στην εικόνα αυτή. Τα εκατόν τριάντα περίπου αποσπάσματα που διαθέτουμε - ο ίδιος ο αριθμός τους δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα - εμφανίζονται ως σύνολο επαρκώς συνεκτικό, παρά το ότι ο Ηράκλειτος είναι πράγματι κάποιες φορές εξαιρετικά σκοτεινός σκοτεινή πλευρά ενισχύεται πράγματι από εκείνους που αρνήθηκαν να δουν την ένταξή του στην ιστορία, ένταξη που ωστόσο είναι αρκετά ορατή. 
Ο Ηράκλειτος μιλά για τους άλλους και λέει ότι δεν γνωρίζουν τίποτα. Έγινε άραγε κάποια σοβαρή προσπάθεια κατανόησης των σημείων πάνω στα οποία σκέπτεται πως οι άλλοι, δεν βλέπουν τίποτα ή δεν κατανοούν τι θέλει να πει; Γνωρίζετε ότι ο Jean Bollack και ο Ηeinz Wismann δημοσίευσαν πριν από μερικά χρόνια τα αποσπάσματα με μετάφραση και ένα σχόλιο υπό τον τίτλο Ο Ηράκλειτος ή ο διαχωρισμός[8]. Τιμώ βαθύτατα τη γνώση και την πολυμάθεια των συγγραφέων, ομολογώ όμως ότι αισθάνομαι τελείως ξένος ως προς τον προσανατολισμό τέτοιου τύπου εργασιών. Πρόκειται για ένα καλό παράδειγμα της απόπειρας ορισμένων νεότερων να βρουν πάση θυσία στα αποσπάσματα κάποιο μη κοινότοπο νόημα που να τους ταιριάζει -δεν πρέπει βέβαια να συγχέουμε τους Bollack και Wismann με τον Heidegger απέναντι στον οποίο υιοθετούν πολύ κριτική στάση, πλην όμως αυτό που κάνουν καταλήγει στο ίδιο. Οφείλουμε όμως να σημειώσουμε ότι ορισμένες συμπληρώσεις αποσπασμάτων είναι ευπρόσδεκτες. διότι η συλλογή του Diels την οποία χρησιμοποιούμε διαρκώς είναι γερασμένη. ατελής και έντονα επηρεασμένη, ακόμα και στην ίδια την ανασύσταση των κειμένων, από τις φιλοσοφικές προκαταλήψεις του Diels και της εποχής του. του τέλους δηλαδή του 19ου αιώνα. Οι φιλόλογοι ορκίζονται συνήθως ότι δεν έχουν καμία φιλοσοφική προκατάληψη, διερωτάται όμως κανείς πώς ένας φιλόλογος κρίνει την ορθότητα της διόρθωσης κάποιου αποσπάσματος χωρίς να έχει κάποια. μικρή έστω, φιλοσοφική ιδέα καταχωνιασμένη στο μυαλό του. Τα περί πλήρους ουδετερότητας απλώς δεν στέκουν. Ο Diels είχε βέβαια φιλοσοφικές ιδέες, τις οποίες δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε στην εργασία ανασύστασης των αποσπασμάτων που έκανε βασιζόμενος σε μαρτυρίες χρονολογημένες ως επί το πλείστον δέκα αιώνες μετά τον Ηράκλειτο. 
Ας επιστρέψουμε στον ίδιο τον Ηράκλειτο. Ξεκινάει προφανώς από την αντίθεση που ήδη έθεσε ο Ξενοφάνης μεταξύ είναι και φαίνεσθαι, την οποία γνωρίζει και στην οποία ασκεί κριτική. Δεν χρησιμοποιεί την ίδια ορολογία, δεν μιλάει για εἶναι και για φαίνεσθαι, η ουσία όμως είναι παρόμοια. Είναι σίγουρα παράλογο να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να υπάρξει σκέψη δίχως γλώσσα, είναι όμως εξίσου βλακώδες να θεωρεί ότι λείπει κάποια ιδέα επειδή δεν υπάρχει ακόμα ο τεχνικός όρος που την αποδίδει. Ο Ηράκλειτος γνωρίζει βέβαια το διαχωρισμό αυτό. δεν γράφει εν κενώ, και αυτό που θέλει να αποδείξει είναι ότι τα φαινόμενα ή το φαίνεσθαι, από τη μια μεριά, και το είναι, από την άλλη, δεν διαχωρίζονται, αλλά ότι οι άνθρωποι βλέπουν μόνο τα φαινόμενα ή ακόμα και όταν καταφέρνουν, στην καλύτερη περίπτωση, να αντιληφθούν ότι πρόκειται για φαινόμενα, παραμένουν σε αυτό το ριζικό διαχωρισμό μεταξύ του εἶναι και του φαίνεσθαι. Ιδού, πολύ περιληπτικά, αυτό που αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, τον πυρήνα της σκέψης του Ηρακλείτου. Νομίζω πως αν λάβουμε υπόψη όλα τα σημαντικά αποσπάσματά του μπορούμε να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα, με όποια σειρά κι αν τα προσεγγίσουμε. Δεν θα υπεισέλθω στην ανάλυση των διαφόρων μεθόδων κατάταξής τους σε ομάδες, διότι για μένα ο καλύτερος τρόπος είναι να παραμείνουμε στην απλή διαίρεσή τους σε δύο μέρη, ένα κριτικό και ένα θετικό. Ειρήσθω εν παρόδω, νομίζω ότι είναι αναμφισβήτητο πως ο Ηράκλειτος έγραψε πράγματι ένα βιβλίο και ότι τα αποσπάσματα που διασώθηκαν προέρχονται από αυτό. Ο Αριστοτέλης είναι εν προκειμένω κατηγορηματικός[9]. Γνωρίζετε επίσης το ανέκδοτο που αναφέρει ο Διογένης Λαέρτιος: ο Ευριπίδης, αφού χάρισε στον Σωκράτη ένα αντίγραφο του βιβλίου του Ηρακλείτου, ζήτησε τη γνώμη του· και ο Σωκράτης απάντησε: «Χρειάζεται  δύτης από τη Δήλο[10]». Προφανώς για να μην πνιγεί εκεί μέσα. Βρέθηκαν βέβαια σύγχρονοι φιλόλογοι, όπως ο Kirk, που υποστήριξαν ότι ο Ηράκλειτος δεν έγραψε ποτέ βιβλίο. Δεν θέλω να δείξω υπέρμετρη ασέβεια. νομίζω όμως ότι σε αυτό έγκειται ο βιοπορισμός των φιλολόγων: στην προσπάθεια να αποδείξουν ότι το τάδε κείμενο δεν είναι αυθεντικό ή ότι το δείνα πράγμα που οι αφελείς εμείς θεωρούσαμε αξιόλογο δεν υπήρξε ποτέ. 
Στην ομάδα των αποσπασμάτων που μπορεί κανείς να αποκαλέσει κριτικά, ο Ηράκλειτος επαναλαμβάνει αρκετές φορές στοιχεία που βρίσκονται στον Ξενοφάνη, ακόμα κι αν συμβαίνει να τον αντικρούει[11]. Στα σημεία αυτά ίσως δεν είναι πάντα ακριβοδίκαιος, διότι υπάρχει ενίοτε έκδηλα σε ό, τι λέει μια κριτική του παραλογισμού της παράδοσης, όπως και στον Ξενοφάνη, και σκέφτεται αναμφίβολα επίσης αυτά που θα επαναλάβει ο Ηρόδοτος[12], ότι δηλαδή οι Έλληνες πιστεύουν αναρίθμητες κουταμάρες, ακόμα και για τα σημαντικότερα θέματα. Μπορούμε βέβαια να χωρίσουμε αυτό το κριτικό τμήμα σε υποομάδες: το εσφαλμένο της συμβατικής σοφίας, τη σχετικότητα ή μάλλον την αμφισημία της ανθρώπινης γλώσσας, το εσφαλμένο ή τη σχετικότητα των εκ των αισθήσεων δεδομένων. Υπάρχει και μια τελευταία υποομάδα, που θα μπορούσαμε επίσης να κατατάξουμε στο «θετικό» μέ­ρος και που uq-ορά. ας πούμε, στην αντικειμενική πλευρά: πρόκειται για τις δυσκολίες του ίδιου του εγχειρήματος, των εμποδίων που συναντάμε όταν θέλουμε να γνωρίσουμε το εί­ναι, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε παράδοση, από οποιαδήποτε γλώσσα, ακόμα δε και από τις αισθήσεις, ανεξάρτητα δηλαδή από την υποκειμενική πλευρά. Λέω ότι αυτή η υποομάδα επικαλύπτει κάπως το θετικό μέρος ή αποτελεί γέφυρα προς αυτό, διότι βρίσκουμε εδώ προτάσεις όχι μόνο περί της γνώσης μας, αλλά κυρίως σχετικά με αυτό που κατά τον Ηράκλειτο είναι, υπάρχει. Βρίσκουμε π.χ. αποσπάσματα που δείχνουν ότι κάθε απόδοση κατηγορήματος ισχύει πάντα «ως προς», ότι είναι πάντα σχετική και ουδέποτε απόλυτη, και επίσης ότι υπάρχει μια σχεδόν αναγκαιότητα διαχωρισμού για μας, πράγμα που αντιστοιχεί σε άσκηση βίας πάνω στο ίδιο το πράγμα. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στα παραπάνω τις προτάσεις σχετικά με την ενότητα των αντιθέτων και εκείνες τις περιληπτικές διατυπώσεις που μιλούν για συγκάλυψη, ή μάλλον αυτοσυγκάλυψη της φύσεως, και ειδικά το περίφημο απόσπασμα που λέει «φύσις κρύπτεσθαι φιλεῖ» της φύσης της αρέσει να κρύβεται[13]. 
Στα θετικά αποσπάσματα λέγεται πως υφίσταται ένας δρόμος μελέτης για την εξεύρεση του όντος και ότι ο δρόμος αυτός είναι ανοιχτός για όλους τους ανθρώπους. Στον Ηράκλειτο θα βρούμε, πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, τη διαβεβαίωση της οικουμενικής ικανότητας όλων των ανθρώπινων όντων να φθάσουν στην αλήθεια, όποια κι αν είναι, χωρίς περιορισμό. Πράγματι, οι πάντες συμμετέχουν στο λόγον -πράγμα που έρχεται σαν αντίστιξη στις κατηγορίες και συνεχείς κριτικές των σφαλμάτων, στην πνευματική ελαφρότητα. με μια λέξη στην ανθρώπινη βλακεία. Οι δύο αυτές αντιφατικές προτάσεις παίρνουν έτσι ακόμη μεγαλύτερη δύναμη. Βρίσκουμε λοιπόν εδώ μια αναζήτηση του αληθούς, μια διαβεβαίωση της οικουμενικής δυνατότητας των ανθρώπινων όντων να φθάσουν στην αλήθεια, και ύστερα τελικά, μέσα από την ιδέα της ενότητας των αντιθέτων αλλά επίσης και της «φωτιάς», τη διαβεβαίωση ότι υπάρχει ένας κόσμος  που είναι ίδιος για όλους, ενώ πίσω από τα φαινόμενα κρύβεται μια ενότητα του εἶναι και του φαίνεσθαι, το γεγονός ότι, στο πλαίσιο αυτό, όλα είναι ένα[14]. 
«Τα πάντα είναι ένα», φράση υπέροχη και μυστηριώδης - ίσως δε και απόλυτα κενή. Ἕν πάντα, λέει ο Ηράκλειτος, και αντιτίθεται έτσι στη διάδοση του μύθου και της κοινής παράστασης, σύμφωνα με την οποία υπάρχει και αυτό και εκείνο και κάτι άλλο ακόμη. Αντιτίθεται όμως επίσης αναμφίβολα και σε τρία τέταρτα αιώνα ρητής φιλοσοφίας η οποία διαχωρίζει το είναι από το φαίνεσθαι. ενώ ο Ηράκλειτος δηλώνει την ενότητα των πάντων και προτείνει ένα μεταφορικό ορισμό της ενότητας αυτής: το πῦρ. Διότι, κατά τη γνώμη μου. πρόκειται σαφώς στο πλαίσιο αυτό για μεταφορά, μεταφορική διατύπωση συγχρόνως της οικουμενικής δυνατότητας επικοινωνίας και μεταβολής - πράγμα που συναντάμε και στον Αναξίμανδρο και που αποτελεί πράγματι θεμελιώδες στοιχείο του ελληνικού φαντασιακού - μιας γένεσης που είναι συγχρόνως καταστροφή, διότι η φωτιά υπάρχει μόνον όταν καταβροχθίζει τα πράγματα, ακόμα κι αν καταβροχθίζοντας παράγει επίσης φως. Και πάνω σε αυτό το "Εν, που είναι πυρ, βασιλεύουν, αναμφισβήτητα. και εκεί ακόμα, μια δίκη και ένας νόμος. 
Δεν έχω την πρόθεση να πραγματευθώ αναλυτικά κάποιο απόσπασμα. όπως έκανα με τον Αναξίμανδρο. Θα ήθελα απλώς να σας δείξω την επόμενη φορά ότι. χωρισμένα σε ομάδες και ερμηνευμένα έτσι όπως τα ερμήνευσα, τα αποσπάσματα αποκτούν νόημα, και ότι τότε πολύ λίγα πράγματα μένουν έξω από την ερμηνεία ή αντιστέκονται σε αυτή. Ο Ηράκλειτος δεν είναι βέβαια παρά ο δέκατος από τους φιλοσόφους των οποίων το όνομα διασώθηκε και ο δεύτερος, μετά τον Ξενοφάνη, από τον οποίο διαθέτουμε μη αμελητέο αριθμό αποσπασμάτων. Και όμως. έχουμε με τον Ηράκλειτο την αίσθηση πως υπάρχει ήδη μια ιστορία της φιλοσοφίας, ότι λαμβάνει υπόψη μια ολόκληρη εξέλιξη, μια προβληματική - πράγμα που οι Γερμανοί αποκαλούν Problemgeschichte - όπου τίθεται η διάκριση μεταξύ εἶναι και φαίνεοθαι, και όπου ισχυρίζεται πως είναι αδύνατο να μείνουμε εκεί. ότι πρέπει να επανενώσουμε ό, τι φαίνεται ριζικά αντιθετικό. Αντιπροσωπεύει, επομένως, ένα νέο στάδιο της σκέψης σε σχέση με τις απόπειρες του Αναξίμανδρου. Και οριοθετεί ήδη πλήρως αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ελληνικό πεδίο, υποστηρίζοντας την οικουμενικότητα του λόγον και την ίση συμμετοχή όλων στο λόγον - θέση βαθιά δημοκρατική, όποια κι αν ήταν η καταγωγή ή οι πολιτικές πεποιθήσεις του Ηρακλείτου. Διότι είναι επίσης αλήθεια ότι έγραψε φράσεις όπως: «κατά τη γνώμη μου, ένας μόνο, αν είναι ο καλύτερος, αξίζει περισσότερο από δέκα χιλιάδες[15]». Πράγμα που. ειρήσθω εν παρόδιο, είναι απολύτως αυτονόητο: ένας έξυπνος άνθρωπος αξίζει περισσότερο από χίλιους μικρόνοες, αν πρόκειται π.χ. να συζητήσει κανείς μαζί του. Οι σύγχρονοι ιστορικοί και ερμηνευτές υπερτονίζουν τη σημασία τέτοιου είδους φράσεων: ο Ηράκλειτος, λένε, είναι αριστοκράτης, άλλωστε προέρχεται από αριστοκρατική οικογένεια κ.λπ. Είναι αξιοθαύμαστοι όσοι γνωρίζουν, συγχωρείστε μου τον αναχρονισμό, τι ψήφιζε στις εκλογές ο Ηράκλειτος. Δεν γνωρίζουμε τι ψήφιζε, γνωρίζουμε όμως αντιθέτως τι είπε ως φιλόσοφος: ότι η δυνατότητα προσέγγισης της αλήθειας ανήκει σε όλους τους ανθρώπους.

 

* Ο τίτλος στο απόσπασμα είναι του αναρτήσαντος
[1] <DK 22 Β 61.> 
[2] <Αριστοτέλης. Ηθ. Νικ., VI, 12, 1143a 25, 1143b 10.>
[3] <Αριστοτέλης. Ηθ. Νικ.. ό.π. και V, 9, 1142a 25-30, VI. 6. 1140b 30-1141a 10. και. ιδίως Αναλ. Ύστερα Α. 1-2. Β 4-10 και 19.> 
[4] <Βλ. Σεμινάριο V. σ. 169 κ.εξ.> 
[5] <Βλ. Πλάτων, Σοφιστής, 242d (DK 21 A 29)· Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά. A 5 986b 18, σκεπτικιστικά σχόλια επ’ αυτού στο KRS, σ. 175-176.>
[6] <Αριστοτέλης. Μετά τα Φυσικά, A 5.986b 21. ΒλBurnet, ό.π., σ. 142-143. KRS. σ. 181-183.> 
[7] [Σημ. περιθ.: Ο Ξενοφάνης για τη δόξαν, βλ. Guthrie I., <Α history of Greek Philosophy, τόμI: The earlier Presocratics, Cam­bridge, Cambridge University Press 1962>. σ385-401ιδίως σ399. Επίσης, πρώτη «ιστορική» άποψη <για το πρόβλημα της συνείδησης>, απόσπασμα 18: «Οι θεοί δεν αποκάλυψαν τα πάντα στον άνθρωπο ευθύς εξ αρχής, αλλά με την πάροδο του χρόνου, με τη μελέτη οι άνθρωποι βρίσκουν...»].  
[8] <ΒλJ. Bollack/ΉWismann, Hemclite ou la separation, Paris. Minuit 1972. 2η έκδ. 1995. Βλ. επίσης. J. Bollack, «Reflexions sur les interpretations du logos heracliteen», στο J.-F. Mattei (επιμ.), La Nais- sance de /a raison en Grece, Paris. PUF 1990, που αναδημοσιεύτηκε στο La Grece de personne. ό.π., σ. 288-308.> 
[9] <Αριστοτέλης, Ρητορική Γ, 1407b 11-18.>
[10] <Διογένης Λαέρτιος, II, 22. Βλ. επίσης, IX. 11-12.>
[11] <Βλ. DK 22 Β4(λ>
[12] <Βλ. π.χ. Ηρόδοτος. Β, 45 και ήδη Εκαταίος ο Μιλήσιος, απόσπασμα la του Jacoby.> 
[13] <DK 22 Β 123.>
[14] <DK 22 Β 50.> 
[15] <DK 22 Β49.>

πηγή:  ekivolos.gr

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η ύλη γίνεται ολοένα και πιο διάφανη
Μπέρτραντ Ράσελ

Συμπληρώνοντας την παραπάνω ρήση του Ράσελ, ο Καρλ Πόπερ γράφει πως η δυναμική του Νεύτωνα σήμανε το τέλος του υλισμού. Έτσι την αντιλήφθηκαν και οι φιλόσοφοι της εποχής, οι οποίοι περιέγραψαν την έλξη της βαρύτητας ως «αποκρυφιστική». Χρειάστηκε μισός αιώνας προτού αντικαταστήσει η νευτώνεια φυσική την καρτεσιανή στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Και στη συνέχεια, ο Πόπερ λέει ότι η ύλη εξακολουθεί βέβαια να είναι πολύ σημαντική, ο υλισμός όμως έχει πεθάνει. Ο θάνατός του πιστοποιήθηκε από τη μελέτη των ηλεκτρικών, των μαγνητικών, των ηλεκτρομαγνητικών και των χημικών δυνάμεων. Η εμφάνιση της κβαντομηχανικής, πρώτα, και της κβαντικής ηλεκτροδυναμικής, αργότερα, απομάκρυναν ακόμα περισσότερο τη φυσική από τον υλισμό. Τέλος, ο Πόπερ μιλά για τη δυνατότητα διάδρασης ανάμεσα στον νου, στο πνεύμα, και στον εγκέφαλο, υποστηρίζοντας τον δυϊσμό σώματος και πνεύματος.
Μονισμός ή δυϊσμός;

Να λοιπόν που επανακάμπτει δριμύτερα στο προσκήνιο της ιστορικής κοινωνικής σκέψης η παλιά (φιλοσοφική) αντίθεση μεταξύ μονισμού και δυϊσμού. Όμως, ο όρος μονισμός παραπέμπει στην κοσμοθεωρία που υποστηρίζει τη δημιουργία του κόσμου από μία αρχή: το πνεύμα ή την ύλη. Αντίθετα, ο δυϊσμός προσπαθεί να ερμηνεύσει τον κόσμο χρησιμοποιώντας δύο αρχές, που έχουν κοινή δράση. Το δίπολο αυτό έχει διαδραματίσει σημαντικό ρόλο και στη διαμόρφωση, κατ’ επέκταση, του φιλοσοφικού διπόλου: (φιλοσοφικός) ιδεαλισμός/(διαλεκτικός) υλισμός. Ιδιαίτερα, από την εποχή του Χέγκελ και εντεύθεν, ο διαχωρισμός των νεοεγελιανών σε «αριστερούς» και «δεξιούς» καθόρισε καταλυτικά τη μετέπειτα κοινωνιολογική και πολιτική σκέψη.

Η φυσική επιστήμη πάντοτε αποτελούσε το ορατό κριτήριο των μεγάλων κοσμοϊστορικών γεγονότων. Ας μην ξεχνάμε πως και η ίδια η αστική τάξη χρειάστηκε τη μηχανική φυσική του Νεύτωνα για να εγκαθιδρύσει το κεφαλαιοκρατικό κοινωνικοοικονομικό της σύστημα. (Για αυτό θεωρούμε ότι εάν είχε προτιμηθεί η φιλοσοφική φυσική του Λάιμπνιτς και όχι η μηχανική φυσική του Νεύτωνα, τότε οπωσδήποτε δεν θα μιλούσαμε πια για κεφαλαιοκρατικό κοινωνικοοικονομικό σύστημα.) Η κατεύθυνση που παίρνει η φυσική στην εξέλιξη της φυσικής ιστορίας σηματοδοτεί και τις μεγάλες στροφές στην εξέλιξη των ιστορικών κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Κατά συνέπεια, ανάλογα με το προς ποια μεριά του διπόλου μονισμός/δυϊσμός γέρνει η πλάστιγγα, ή απλά ισορροπεί, δηλώνεται ένας σοβαρός δείκτης σοβαρών ιστορικών αλλαγών.

Στις μέρες μας, η σύγχρονη φυσική φιλοδοξεί να καταλήξει στη Θεωρία των Πάντων, με τις υπερχορδές της (ή και με άλλες, νεότερες, απόψεις της). Τούτη αποβλέπει στην ενοποίηση της βαρύτητας με την κβαντική μηχανική και εκφράζει μια θεωρία μονιστικού – πλην όμως αδιέξοδου – χαρακτήρα, αφού εκλείπει από τις τάξεις της η θεωρία της (κοινωνικής) συνείδησης. Από την άλλη, πολλοί φυσικοί και φιλόσοφοι, όπως είδαμε και από τις απόψεις του Πόπερ, θεωρούν πως οι ανακαλύψεις της μικροφυσικής δείχνουν ότι το σύμπαν διέπεται από τον δυϊσμό: η Ύλη και το Πνεύμα κυβερνούν μαζί.

Προς μια νέα φυσική (και κοινωνική) φιλοσοφία

Η πρόοδος στη νέα φυσική – η κβαντομηχανική, η σχετικότητα, το σύμπαν των μικροσωματιδίων, οι θεωρίες για τα πολύπλοκα και μη γραμμικά δυναμικά συστήματα, οι κόσμοι που δεν μπορούμε να δούμε, το χάος που οδηγεί σε τάξη, και τα άλλα τρομερά καινούρια που πλέον γνωρίζουμε – έχουν δώσει μια άλλη διάσταση στον τρόπο σκέψης των φυσικών, των επιστημόνων, αλλά και των φιλοσόφων. Η φυσική αλλάζει δραστικά τη φιλοσοφία και η φιλοσοφία τη φυσική. Έτσι, είμαστε μπροστά σε μια θεωρία της πληροφορίας που θα συναιρέσει και θα συστήσει την επιτομή της ολιστικής κοσμοθεώρησης του σύμπαντος: από τον υλιστικό μονισμό των Ιώνων, την πυθαγόρεια αριθμολογία, την ηρακλείτεια διαλεκτική αλλά και τη χεγκελιανή διαλεκτική, την οντολογία του Παρμενίδη αλλά και τη φαινομενολογία του Χούσερλ, τον υλισμό του Δημόκριτου και του Επίκουρου αλλά και τον διαλεκτικό υλισμό του Μαρξ, τον δυϊσμό του Πλάτωνα και τη διαλεκτική του Αριστοτέλη έως και την ανατολική και την αφροαμερικανική φιλοσοφία.

Τα ερωτήματα που θέτουμε στη φύση έχουν αλλάξει δραματικά και αυτό όντως αποτελεί μια σημαντική στροφή. Ίσως τούτη η στροφή μας επιτρέψει να αλλάξουμε νοοτροπία, να δώσουμε δηλαδή άλλον προσανατολισμό στον τρόπο με τον οποίο σκεπτόμαστε. Διότι τα σωστά ερωτήματα δίνουν και τις σωστές απαντήσεις. Καθώς θεμελιώνεται η νέα φυσική φιλοσοφία, ίσως θεμελιώνεται, συγχρόνως, και η αλλαγή στην οργάνωση των σύγχρονων (δυτικών και δυτικότροπων) κοινωνιών. Μόνον έτσι θα υπερβούμε τον «πρωτόγονο» σημερινό πολιτισμό τύπου 0.7 H(ταξινομώντας τον σύμφωνα με την πληροφοριακή ταξινόμηση του Καρλ Σαγκάν) και θα περάσουμε σε ένα ιστορικά ανώτερο και πιο απελευθερωμένο επίπεδο πολιτισμού τύπου Ι.

πηγή: iamarevi

ΟΙ ΣΤΩΪΚΕΣ ΠΕΡΙ ΛΟΓΟΥ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ ΣΕ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για στωικη αντιληψη

Είναι γνωστό ότι η έννοια του «λόγου» στην φυσική, λογική και ηθική της διάσταση δεσπόζει στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία[1], αλλά ειδικά στην στωική φιλοσοφία αποτελεί -μαζί με την έννοια της φύσης - την σπονδυλική στήλη του φιλοσοφικού αυτού ρεύματος, εφόσον οι δύο αυτές αλληλένδετες έννοιες συνδέουν τους τρεις κλάδους της στωικής φιλοσοφίας, την φυσική, την λογική και την ηθική, ενώ οι περισσότεροι προβληματισμοί της στωικής σκέψης θεμελιώνονται σ’ αυτές τις δύο έννοιες. Η έμφαση αυτή στην έννοια του Λόγου συνδέεται όχι μόνο με το γεγονός ότι, όπως παρατηρεί η Colish «η διαφορά της στωικής φυσικής φιλοσοφίας από τις προηγούμενες σχολές έγκειται κυρίως στην προσπάθεια υπέρβασης του ανθρωπολογικού δυϊσμού, η οποία χαρακτήριζε τις άλλες ελληνικές φιλοσοφικές σχολές»[2], αλλά και με την προσπάθεια να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ πλατωνικού ιδεαλισμού και επικούρειου μηχανικισμού.

Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας οι αρχαίοι και νεότεροι Στωικοί - οι Μέσοι Στωικοί Παναίτιος και Ποσειδώνιος προσπάθησαν να συνδυάσουν οντολογικό μονισμό με ανθρωπολογικό δυϊσμό- πρότειναν έναν νοησιαρχικό μονισμό, στον οποίο ο Λόγος, όπως είπαμε, κατέχει θέση-κλειδί και το περιε­χόμενό του είναι συστηματικό και δεοντολογικό, χωρίς υπερβατικό χαρακτήρα. Είναι γνωστό ότι στον τομέα της οντολογίας και της φυσικής θεολογίας ο Λόγος για πρώτη φορά στην Ιστορία της φιλοσοφίας ταυτίστηκε συλλογικά με τον Θεό, τη Φύση, την Ειμαρμένη, την Πρόνοια, εκλαμβανόμενος όχι ως αφηρημένη υπερβατική ουσία, αλλά ως υλική πραγματικότητα: «Ζήνων ο Στωϊκός νοῦν κόσμου πύρινον (δηλ. τον θεόν) ἀπεφήνατο»[3]

Ο Λόγος - ως η λογική δομή του Σύμπαντος- αποτελεί την σπουδαιότερη διάσταση της καθολικής πραγματικότητας - του όλου, η οποία ως αΐδια, συνεχής, αυτοκινούμενη οντότητα προσδιορίζεται και από το «πνεῦμα» και τον «πνευματικόν τόνον», δηλ. τη συνεκτική δύναμη που ενώνει τα υλικά σώματα, ενώ σε γενικότερο επίπεδο ταυτίζεται με τη φύση, νοούμενη ως την υπεύθυνη για τις κοσμικές διεργασίες δύναμη, με την «εἱμαρμένην» ως έκφραση της αιτιοκρατημένης δομής του Σύμπαντος («τήν εἱμαρμένην κίνησιν ἀΐδιον. συνεχῆ καί τεταγμένην»[4]) και τέλος με την «Πρόνοια», η οποία αποτελεί την τελεολογική διάσταση του Λόγου»[5].

Δεδομένου όμως ότι στην στωική φιλοσοφία αναγνωρίζεται μια άμεση και οργανική συνάφεια μεταξύ των διαφόρων επιπέδων οργάνωσης του υλικού κόσμου, μακροκοσμικού και μικροκοσμικού, η μετάβαση από τον φυσικό, θεϊκό, παγκόσμιό Λόγο στον ανθρώπινο -ενδιάθετο και έναρθρο - λόγο αποτελεί τον κρίκο σύνδεσης μεταξύ της οντολογίας και της ανθρωπολογίας των Στωικών· κατά τους Στωικούς ο ανθρώπινος λόγος, ως τμήμα του παγκόσμιου Λόγου, αποτελεί το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της ανθρώπινης «οἰκειώσεως» η παρουσία του οποίου διαφοροποιεί τον άνθρωπο απ’ όλα τα έμβια όντα, παρέχοντάς του τη δυνατότητα μέσω της γνώσης «τῶν θείων καί ἀνθρωπίνων πραγμάτων καί τῶν τούτων αἰτιῶν»[6] να ολοκληρώνει την ηθική και διανοητική του υπόσταση. Ο Σενέκας εκφράζει με σαφήνεια αυτή την θέση: «Ο άνθρωπος είναι λογικόν ζώον. Η ιδεώδης κατάσταση του ανθρώπου πραγματώνεται, όταν εκπληρώνει τον σκοπό για τον οποίο έχει γεννηθεί. Και τι απαιτεί ο λόγος από αυτόν, κάτι πολύ εύκολο - να ζει σύμφωνα με τη φύση του»[7]. Για τους Στωικούς είναι σαφές ότι, σε αντίθεση προς νεότερες αντιλήψεις του διαφωτισμού, ο Λόγος θεωρείται ως ο κατεξοχήν παράγοντας επιβίωσης και τελειότητας και όχι τα «πάθη», τα οποία από τους Στωικούς γενικά εκλαμβάνονται είτε ως διαστροφές του λογικού, όπως πίστευε ο Ζήνων, είτε ως εσφαλμένες λογικές κρίσεις, όπως δέχονταν ο Χρύσιππος και ο Αρίστων: «Δοκεῖ δε αὐτοῖς τά πάθη κρίσεις εἶναι, καθά φησί Χρύσιππος ἐν τῷ ΙΙερί παθῶν, ἥ τε γάρ φιλαργυρία ὑπόληψίς ἐστι τοῦ τό ἀργύριον καλόν είναι, καί ἡ μέθη δέ καί ἡ ἀκολασία ὁμοίως καί τά ἄλλα»[8]. Ο επηρεασμένος από την στωική φιλοσοφία Κικέρων προσδιορίζει με: «το ζώο, στον βαθμό που παρακινείται μόνο από τις αισθήσεις. χωρίς συναίσθηση παρελθόντος και μέλλοντος, προσαρμόζεται μόνο στο παρόν, ενώ ο άνθρωπος, επειδή διαθέτει λογικό με το οποίο αντιλαμβάνεται τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος... κατασκευάζει αναλογίες... εύκολα μπορεί να εποπτεύσει την πορεία της ζωής του και να προετοιμάσει τη... δράση του»[9].

Από όσα ήδη είπαμε, είναι προφανές ότι ο άνθρωπος εκλαμβάνεται από τους Στωικούς ως μια ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, στην οποία το κυρίαρχο πνευματικού, υλοζωικού χαρακτήρα «ἡγεμσνικόν» ελέγχει τόσο τις αισθήσεις όσο και την διάνοια. Ο ψυχολογικός αυτός μονισμός επέτρεψε στους Στωικούς α) να παρακάμψουν το δίλημμα που αντιμετώπιζαν οι δυνατές ως προς την πηγή της γνώσης (αισθήσεις ή λόγος) και β) να θεμελιώσουν μια ηθική, στην οποία το περιγραφικό μέρος συνδυάζεται αρμονικά με το κανονιστικό-δεοντολογικό της περιεχόμενο»[10]. Το «κανονιστικό» αυτό περιεχόμενο της Στωικής ηθικής αποτελεί ίσως την πλέον σημαντική συμβολή αυτού του ρεύματος, εφόσον, όπως θα δούμε στη συνέχεια, επηρέασε αποφασιστικά τις διάφορες τάσεις της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, στις οποίες ο ίδιος προβληματισμός για τη σχέση όντος-δέοντος, Λόγου-Φύσης απαιτούσε μια παρόμοια αντιμετώπιση.

Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πάντως ότι πάνω στην έννοια του φυσικού και ανθρώπινου Λόγου οι Στωικοί θεμελίωσαν σημαντικές ηθικές και κοινωνικές θέσεις της κοσμοθεωρίας τους, όπως τις έννοιες της αρετής, του φυσικού δικαίου, της ανθρώπινης κοινωνικότητας, της φυσικής ισότητας και του συναφούς κοσμοπολιτισμού, την θεωρία περί των «σπερματικών λόγων».

Ειδικά ως προς την αρετή είναι γνωστόν ότι ορίζεται από τους Στωικούς στο σύνολό τους ως «ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν», που συμπίπτει με το «κατά λόγον ζῆν»[11]. Σ'αυτόν τον ορισμό οι Στωικοί θεμελίωσαν την θεωρία τους περί φυσικού δικαίου, το οποίο είχε και γι’ αυτούς, όπως και για τους Κυνικούς, ορθολογικό χαρακτήρα και συνίστατο, κατά ένα μέρος, στην ικανότητα του ανθρώπινου λόγου να κατανοεί τους «νόμους» με τους οποίους ο παγκόσμιος Λόγος διοικεί το Σύμπαν. Ο Επίκτητος εκφράζει παραστατικά την στωική αυτή θέση «ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον θεατήν εἰσήγαγε αὐτοῦ τε καί τῶν ἔργων τῶν αὐτοῦ, καί οὐ μόνον θεατήν ἀλλά καί ἐξηγητήν αὐτῶν. διά τοῦτο αἰσχρόν ἐστι τῷ ἀνθρώπῳ ἄρχεσθαι καί καταλήγειν ὅπου καί τά ἄλογα, ἀλλά μᾶλλον ἔνθεν μέν ἄρχεσθαι καταλήγειν δέ ἐφ’ ὅ κατέληξεν ἐφ’ ἡμῶν καί ἡ φύσις κατέληξεν δ’ ἐπί θεωρίαν καί παρακολούθησιν καί σύμφωνον διεξαγωγήν τῇ φύσει»[12]. Αν ο Επίκτητος προσδιορίζει τη σχέση θείου και ανθρώπινου Λόγου, ο Κικέρων ορίζει το περιεχόμενο του φυσικού νόμου, προβάλλοντας τον λογικό και δεοντολογικό του χαρακτήρα: «Lex est ratio summa insita in natura quae jubet quae facienda sunt prohibetque contratiaEadem ratio, cam est hominis mente confirmata et perfecta, lex est[13].

Κατά τους Στωικούς ανήκει στα κατά φύσιν καθήκοντα του ολοκληρωμένου ηθικά και διανοητικά ανθρώπου, δηλ. του σοφού, η συμμόρφωση μ’ ένα σταθερό κώδικα συμπεριφοράς, ο οποίος εδράζεται στο φυσικό δίκαιο. Έτσι η λογική ολοκλήρωση συμπίπτει με την ηθική επιτρέποντας στον φορέα της πάνω απ’ όλα τον έλεγχο των παθών, και ιδιαίτερα του φόβου του θανάτου, και παράλληλα την εξασφάλιση της απαραίτητης ψυχικής κατάστασης της « απάθειας ».

Είναι προφανές ότι οι Στωικοί τάσσονται υπέρ της ισχύος ενός φυσικού δικαίου προερχόμενου από τον παγκόσμιο Λόγο και εξασκούμενου από τον ανθρώπινο λόγο. Η σύγκλιση αυτή θείου και ανθρώπινου Λόγου είχε δημιουργήσει για τους Στωικούς, όπως και για νεότερους υποστηρικτές της θεωρίας, το πρόβλημα του συμβιβασμού φυσικού ντετερμινισμού και ελεύθερης βούλησης. Παρά τις κριτικές αντιρρήσεις των Ακαδημαϊκών με τους οποίους συμφωνεί και ο Κικέρων[14], οι Στωικοί έλυσαν το πρόβλημα, προτείνοντας μια βουλησιαρχική θεωρία, η οποία ισχύει για τον ανθρώπινο κόσμο χωρίς να καταστρατηγεί την παγκόσμια αιτιοκρατία (εισάγοντας τη διάκριση μεταξύ αναγκαίου και «δυνατού»[15]). Η ελευθερία της βούλησης συγκεκριμένα εντοπίζεται στην δυνατότητα επιλογών και λήψης αποφάσεων κατόπιν λογικής εκτίμησης των προσφερομένων δυνατοτήτων δράσης πάντοτε μέσα στα πλαίσια της ευρύτερης συμπαντικής αιτιοκρατίας. Είναι σαφές ότι τόσο για τους Στωικούς όσο και για νεότερους υποστηρικτές της ανάγκης συμβιβασμού της φυσικής αιτιοκρατίας και της ελεύθερης βούλησης στόχος είναι « η διάσωση του θείου λόγου ως του διοικητού του σύμπαντος και ταυτόχρονα του ανθρώπινου λόγου. Ο τελευταίος ως τμήμα του πρώτου πρέπει να διαθέτει τη δυνατότητα αυτόνομης δράσης. Διαφορετικά τόσο η φυσική όσο και η ηθική δεν έχουν νόημα[16].

Μια τελευταία αλλά πολύ σημαντική πλευρά της περί Λόγου θεωρίας των Στωικών αποτελεί η πολιτική και κοινωνική διάσταση του θέματος, εφόσον στην θεωρία του φυσικού Λόγου εδράζονται η θεωρία της έμφυτης ανθρώπινης κοινωνικότητας, του «κοσμοπολιτισμού» και της φυσικής ισότητας των ανθρώπων. Στο στωικό σύστημα η φυσική κοινωνικότητα δεν αντιστρατεύεται την «ατομικότητα», εφόσον οι άνθρωποι ως φορείς του Λόγου και ως κοινωνικά όντα είναι φύσει ίσοι και ισότιμα μέλη της παγκόσμιας κοινότητας κατά πρώτο λόγο και κατά δεύτερο λόγο των επί μέρους κοινωνιών. Φυσικά οι αντιλήψεις των Στωικών στο θέμα αυτό κυμαίνονται μεταξύ ακραίων αντιλήψεων, επηρεασμένων από τους Κυνικούς, όπως αυτών του Ζήνωνα στην «Πολιτεία» του και του Αρίστωνα, κατά τον οποίο «φύσει οὐκ ἔστι πατρίς, ὥσπερ οὐδ’ οἶκος οὐδ’ ἀγρός... ἀλλά γίγνεται μᾶλλον δ’ ὀνομάζεται»[17], έως τις πιο μετριοπαθείς αντιλήψεις των Μέσων Στωικών και τις απαλλαγμένες από ριζοσπαστισμό «ασκητικές» αντιλήψεις του Επίκτητου.

Αν και η στωική ηθική γενικά και η θεωρία περί φυσικού δικαίου ειδικότερα. λόγω της ακαμψίας και του απόλυτου χαρακτήρα τους, δεν επιδέχονται κατά. μερικούς μελετητές εξαιρέσεις, οι οποίοι θεωρούν την στωική ηθική γενικά ως ανεφάρμοστη σε πρακτικό πολιτικό επίπεδο»[18], ωστόσο είναι αναμφισβήτητο ότι πρώτοι αυτοί πρόβαλαν την ύπαρξη και την προτεραιότητα φυσικών νόμων, συνδεόμενων με τον κοινό λόγο- οι νόμοι αυτοί ισχύουν για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως εθνικότητας, καταγωγής και φύλου. Η αντίληψη αυτή, όπως εύστοχα έχει υποστηρίξει η κ. Δραγώνα-Μονάχου[19], επιτρέπει να θεωρούνται οι Στωικοί ως πρόδρομοι της θεωρίας των ατομικών δικαιωμάτων, στην οποία, ως γνωστόν, κυριαρχούν οι ιδέες της ελευθερίας, προσωπικής, νομικής, πολιτικής, της αυτοπραγίας, της ισηγορίας, της αξιοπρέπειας και της αυτοδιάθεσης και βέβαια η άρνηση της νομιμότητας του θεσμού της δουλείας, τον οποίο και οι Στωικοί σε συμφωνία προς τους Κυνικούς είχαν απορρίψει.Ένα χωρίο του Φίλωνα του Αλεξανδρέως, που ίσως συνδέεται με τον Ποσειδώνιο, είναι έξοχα παραστατικό: «προσθήκη γάρ ἔστι τῆς τό κῦρος ἁπάντων ἀνημμένης φύσεως ἡ κατά δήμους πολιτεία· ἡ μέν γάρ μεγαλόπολις ὅδε ὁ κόσμος ἐστί καί μιᾷ χρῆται πολιτείᾳ καί νόμῳ ἐνί. Λόγος δέ ἐστι φύσεως προστακτικός μέν ὧν πρακτέον. ἀπαγορευτικός δέ ὧν οὐ φύσει ποιητέον»[20]. Είναι αυτονόητο ότι σε περίπτωση που η πολιτική εξουσία δεν αναγνωρίζει τα φυσικά αυτά δικαιώματα, οι Στωικοί πρέσβευαν ότι ο σοφός έχει το δικαίωμα ν’ αμφισβητήσει τη νομιμότητα των συμβατικών κανόνων, έτσι ώστε η ηθική του ακεραιότητα να παραμείνει αλώβητη, χωρίς να υπολογίζει τις φυσικές συνέπειες αυτής της άρνησης.

Είναι γνωστό ότι ο αντισυμβατικός χαρακτήρας των αντιλήψεων ορισμένων εκπροσώπων της αρχαίας Στοάς είχε προσλάβει τόσο έντονα ριζοσπαστικό χαρακτήρα, ώστε να επισύρει την αυστηρή κριτική εθνικών και χριστιανών συγγραφέων[21]. Κατά τον Ζήνωνα ιδίως και τον Αρίστωνα ο φυσικός λόγος επιτρέπει στους φορείς του ως μέλη της κοσμόπολης ν’ απορρίπτουν όλες τις κοινωνικές συμβάσεις. Έτσι οι αρχαίοι Στωικοί πρέσβευαν μια χαλαρή ερωτική ηθική, η οποία ανεχόταν την πορνεία, την ομοφυλοφιλία, ακόμα και την αιμομιξία - με κάποια αρνητική στάση απέναντι στην μοιχεία ίσως γιατί στόχευαν στην αναβάθμιση των συζυγικών σχέσεων - ενώ ακόμη και ο κανιβαλισμός εθεωρείτο ως μια «κατά περίστασιν» αποδεκτή και μέσα στα πλαίσια του φυσικού δικαίου δραστηριότητα»[22].

Μια τελευταία σημαντικότατη διάσταση της λογοκρατικής Στωικής ηθικής αποτελούν οι αντιλήψεις τους περί φιλίας ως του κατεξοχήν συνεκτικού κρίκου της φυσικής κοινωνικότητας των έλλογων όντων. Σε αντίθεση βέβαια προς την αντίληψη περί φιλίας του Αριστοτέλη, οι Στωικοί αναγνώριζαν την δυνατότητα σύναψης αληθινών φιλικών σχέσεων μόνο στους σοφούς: «λέγουσιν δέ τήν φιλίαν ἐν μόνοις τοῖς σπουδαίοις εἶναι διά τήν ὁμοιότητα, φασί δέ αυτήν κοινωνίαν τινά εἶναι τῶν κατά τόν βίον χρωμένων ἡμῶν τοῖς φίλοις ὡς ἑαυτοῖς»[23].

H στωική φιλοσοφία γενικά και ειδικά έχει ασκήσει σημαντική επίδραση σε διάφορες φάσεις της ιστορίας της φιλοσοφίας, ιδιαίτερα στην πρώιμη χριστιανική εποχή, στην Αναγέννηση και στον Διαφωτισμό[24]. Στη συνέχεια αυτής της μελέτης θα περιοριστούμε στην αναφορά ορισμένων επιδράσεων κατά τους νεότερους χρόνους, ιδιαίτερα στο έργο των Σκώτων φιλοσόφων Α. FergusonShaftesbury και ASmith. Γενικά ωστόσο αξίζει να επισημανθεί ότι το υλοζωικό στωικό κοσμοείδωλο ικανοποιούσε τις απαιτήσεις μιας φάσης της Αναγέννησης, κατά την οποία κυριαρχούσε η πολεμική στάση ενάντια στον υπερβατικό χαρακτήρα του χριστιανικού (βλ. νεοπλατωνικού) κοσμοειδώλου. Έτσι κατά την φάση αυτή και κατά στωική μίμηση οι έννοιες του Θεού-Λόγου αντικαθίστανται από τις έννοιες Φύση-Λόγος-Άνθρωπος, με την πρώτη να εκλαμβάνεται ως πηγή της ηθικής. Όπως παρατηρεί ο Π. Κονδύλης «η πολύ χρήσιμη, από τακτική άποψη, πλαστικότητα της στωικής αντίληψης φαίνεται στο ότι απ’ αυτήν προήλθαν δύο βασικά ρεύματα, που το ένα τους βοηθεί τον χωρισμό χριστιανικής και θύραθεν ηθικής, προλειαίνοντας έτσι τον δρόμο του ελευθεριασμού. ενώ το άλλο παραμένει κοντά στη χριστιανική ηθική»[25]. Στο πρώτο ρεύμα ανήκουν οι νεοστωικοί του 16ου και 17ου αι. (VossiusLipsiusScioppiusHeinsiusHooker) και πολύ περισσότερο ο Grotius, ο οποίος επεδίωκε την θεμελίωση ενός φυσικού δικαίου ικανού να υπερβεί τις θρησκευτικές έριδες και να θεμελιώσει μίαν ηθική που ν’ απορρέει από τη φύση και την αμετάβλητη νομοτέλειά της, προβάλλοντας ταυτόχρονα την φυσική λογικότητα και κοινωνικότητα των ανθρώπων»[26].

Σε ακόμα νεότερη εποχή πολύ κοντά στις περί «οικειώσεως» θεωρίες των Στωικών βρίσκεται η ανθρωπολογία στου Σκώτου ηθικού φιλοσόφου Α. Ferguson, ο οποίος τοποθετεί την οικεία πλευρά της ανθρώπινης φύσης στον φυσικό λόγο. στην συνείδηση και στη δυνατότητα κριτικής επιλογής. Ο ίδιος φιλόσοφος αποδέχεται εν μέρει το στωικό κριτήριο της διάκρισης μεταξύ καλoύ-κακού υιοθετώντας την άποψη ότι η πηγή της ανθρώπινης ευδαιμονίας και της κακοδαιμονίας δεν είναι τα πράγματα αλλά οι ορθές ή εσφαλμένες κρίσεις[27].

Μια άλλη  σημαντική περίπτωση στωικίζουσας φιλοσοφίας στην περίοδο του Διαφωτισμού αποτελεί ο Shaftesbury, ο οποίος, σε αντίθεση προς την Χομπεσιανή μηχανοκρατία, έχει υιοθετήσει μια τελεολογική αντίληψη της φύσης ως ενός οργανικού αρμονικού, αιτιοκρατουμένου συνόλου, από την «καλή» δομή του οποίου πηγάζουν οι ηθικές αξίες. Η υφή του κόσμου, κατά τον Shaftesbury, γίνεται αντιληπτή μέσω εμφύτων ιδεών και ενός Λόγου, ο οποίος, και εδώ υπάρχει μια σημαντική διαφορά από τους Στωικούς, θεωρείται ως η καθαρότερη έκφραση των παθών[28]. Ως προς το τελευταίο αξίζει να σημειωθεί ότι η στάση του Διαφωτισμού απέναντι στα πάθη ήταν σε γενικές γραμμές διαμετρικά αντίθετη αυτής των Στωικών, εφόσον οι περισσότεροι φιλόσοφοι τα θεωρούσαν ως ουσιαστικές πλευρές της ανθρώπινης φύσης.

Η ανακοίνωσή μου θα κλείσει με μια σύντομη αναφορά στον στωικό χαρακτήρα της ηθικής φιλοσοφίας του οικονομολόγου και φιλοσόφου ASmith. Κατά. τους σύγχρονους εκδότες του έργου του «The theory of Moral Sentiments» «οι ηθικές αντιλήψεις του Smith είναι ένας συνδυασμός στωικών και χριστιανικών αρετών, ή. με φιλοσοφικούς όρους. ένας συνδυασμός στωικισμού και Hutcheson. Ο Στωικισμός του Smith αντλείται κατά κύριο λόγο από τα γραπτά του Κικέρωνα, του Επίκτητου και του Μ. Αυρήλιου»[29]. Ο Smith πράγματι εδραίωσε την ηθική του στην - όχι μόνο χριστιανικής - αλλά και στωικής προέλευσης αρετή της φιλανθρωπίας και στις στωικής καταγωγής έννοιες του αυτοέλεγχου (Self-command) και της «συμπάθειας» στην φυσική και κοινωνική κυρίως διάστασή της. Οι ίδιοι εκδότες πιστεύουν - και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό - ότι η στωική περί φύσεως και Λόγου αντίληψη έχει ασκήσει επίδραση και στο «Wealth of Nations»[30], ιδιαίτερα στην εκεί υπάρχουσα αντίληψη περί «φυσικής ελευθερίας». Από τα δύο αυτά έργα φαίνεται ότι ο Smith έχει υιοθετήσει την κοσμοπολιτική ηθική των Στωικών και τη θεωρία του φυσικού δικαίου, ενώ έκδηλα στωικά στοιχεία παρουσιάζει η περί καθηκόντων θεωρία του Smith στο τμ. 111 και οι περί αρετών θέσεις του (prudencebeneficenceself-command). Συγκεκριμένα ο Στωικός κοσμοπολιτισμός είναι έκδηλος στο εξής απόσπασμα: «Ο άνθρωπος», λέγει ο Smith, « κατά τους Στωικούς οφείλει να θεωρεί τον εαυτό του... ως πολίτη του κόσμου, μέλος της τεράστιας φυσικής κοινοπολιτείας... θα ‘πρεπε να βλέπουμε τους εαυτούς μας... όπως θα μας έβλεπε κάθε πολίτης του κόσμου, ό. τι μας συμβαίνει θα πρέπει να νομίζουμε ότι συμβαίνει και στον γείτονά μας»[31].

      Η διάκριση που κάνει ο Smith μεταξύ κοινωνικών και αντικοινωνικών παθών θυμίζει την στάση των Στωικών απέναντι στα θετικά (ευπάθεια) και αρνητικά συναισθήματα (απάθεια), ενώ ομοιότητα με τις στωικές θέσεις παρουσιάζουν οι αντιλήψεις του Smith περί της έμφυτης κοινωνικότητας, του κοσμοπολιτισμού και των αμοιβαίων υποχρεώσεων των σοφών απέναντι στην ανθρωπότητα: «ο σοφός και ενάρετος» κατά τον Smith «σ’ όλες τις εποχές είναι πρόθυμος να θυσιάσει το ατομικό του συμφέρον στο συμφέρον της δικής του κοινωνίας. Θα πρέπει ωστόσο να είναι πρόθυμος να θυσιάσει όλα τα κατώτερα συμφέροντα στο ευρύτερο συμφέρον του σύμπαντος, αυτής της τεράστιας κοινωνίας όλων των λογικών όντων, της οποία διοικητής είναι ο ίδιος ο Θεός»[32].

Συνδυάζοντας ο Smith την στωική απάθεια (Self-command) με την χριστιανική αγάπη αποκαλεί τον συνδυασμό αυτό «τη μεγάλη επιταγή της φύσης», υιοθετώντας έτσι τη Βασική στωική ρήση του «ὁμολογονμένως τῇ φύσει ζῆν», ενώ, όπως ορθά παρατηρούν οι εκδότες του πιο πάνω ηθικού έργου του[33], η υιοθέτηση της στωικής περί φύσης αντίληψης συνοδεύεται και από την υιοθέτηση της στωικού χαρακτήρα αντίληψης περί της φύσης ως κοσμικής αρμονίας, η οποία επεκτείνεται και στο αίτημα της κοινωνικής αρμονίας, για την έκφραση της οποίας ο Smith χρησιμοποιεί τον στωικό όρο «συμπάθεια»[34].

Ας σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Smith εκφράζει τον θαυμασμό και την οφειλή του στην στωική φιλοσοφία ως εξής: «η στωική φιλοσοφία παραδίδει τα ευγενέστερα μαθήματα μεγαλοψυχίας... και δεν μπορεί να υπάρξει αντίρρηση απέναντι στο μεγαλύτερο μέρος των παραγγελμάτων της. εκτός από ότι διδάσκουν μια τελειότητα πέρα από την ανθρώπινη φύση»[35]· και δεν είναι τυχαίο ότι αφιερώνει στον στωικισμό ένα μεγάλο μέρος της ιστορικής ανασκόπησης στο VII τμήμα του ηθικού του έργου.

Η ανακοίνωση αυτή θα κλείσει με την επισήμανση ότι μέσω της επίδρασης των στωικών αντιλήψεων και σε αυτούς τους φιλόσοφους σε πρακτικό επίπεδο η σύγχρονη εποχή οφείλει κάτι εξαιρετικά σημαντικό στους Στωικούς, εφόσον η «πρωτεϊκή», κατά την έκφραση της Μ. Δραγώνα-Μονάχου[36], έννοια του φυσικού νόμου και η προέκτασή της η θεωρία του φυσικού δικαίου κληροδοτήθηκε στην ανθρωπότητα με όλες τις θετικές για την βελτίωση των συνθηκών ζωής των ανθρώπων στις κοινωνίες και τα κράτη, των οποίων ο καταστατικός χάρτης βασίζεται στα ανθρώπινα δικαιώματα. Τελικά, παρά τις αντιρρήσεις για την δυνατότητα πρακτικής εφαρμογής, μια πλευρά της στωικής φιλοσοφίας είχε μια εξαιρετικά εποικοδομητική για την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής εφαρμογή. Αν δε αληθεύει η παρατήρηση των Raphael-Murfie, ότι η ηθική του Smith είχε ως βάση μια αντίληψη του φυσικού δικαίου από την οποία απέρρευσε και η οικονομική του θεωρία[37], οι δυτικές - και όχι μόνο - κοινωνίες οφείλουν στην στωική φιλοσοφία και μια σημαντική οικονομική θεωρία.



 Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ"
Τεύχος 38, Σεπτέμβριοσ 1995


[1] Βλμεταξύ άλλων AAallDa LogosGeschiclite seiner Entwicklung ill der griechischcn Philosophic unidel christlichen l.ilcnilurLeipzig, 1896,                   Max IleinzeDie l.ehre vom Logos in der griechischcn PhilosophicOldenburg, 1872.
[2] M. Colish: The Stoic Tradition from Antiquity to the Early Middle Ages. Leiden, 1985, τ2. σ23.
[3] J. von Arnim: Stoicoruni Vctcrum Erngmenlu. Edilio Stereotypa, editionis Primae, SUilgardiae, Bande I-1V, 1905-1924 (SVF 158).
[4] SVF II 916
[5] SVF II 937, βλ. και 945, 914, 1024.
      [6] Ωριγένους: Πρός Κέλσον, 3,72 (Loeb). Βλ. και SVF II 725, III 219-220, 337-339.
      [7] Epistulae Morales XLI, 8-9 (Loeb).
      [8] SVF. 111456, βλκαι 1208, 205-207, III 457-460.
      [9] ΚικέρωνοςDe officiis I, 4 (Loeb).
     [10] ΒλM. Colish: ό.π., σ28.
     [11] SVF 1552, βλ. και SVF III 4. 
     [12] Επικτήτου: Διατριβαί 16, 19-22 (Loeb).
     [13] De legibus I 6, 18-19 (Loeb).
     [14] De fato VIII 15-16, XIV 34-35 (Loeb).
     [15] ΒλSVF: II 956-60, 974 σελ124., 979, 991.
     [16] M. Colish: ό.π., σ35. 
     [17] SVF I 37.
     [18] ΒλM. Nussbaum: The Therapy of Desire: Theory and Practice in Hellenistic N.J. 1994. scl. 124.
     [19] Μ. Δραγώνα-Μονάχου: «Ο νόμος της φύσης στη Στοά: Μια έννοια θεμελιακή για τα ανθρώπινα δικαιώματα». Μνήμη Ευάγγελου
             Παπανουτσου, Αθήνα, 1983, τ.Β'. σσ. 133-16
     [20] SVF III 323.
     [21] Βλ. Ωριγένη: Πρός Κέλσον 4,45(SVF III 743), Σέξτου Εμπειρικού: Πυρρώνειοι Υποτυπώσεις III 246(SVF III 745). Επιφάνιου: Πρός
            Αιρετικούς III 39(SVF III 746), Πλούταρχου: Περί κρεωφαγίας II 3(SVF III 749), Περί Στωϊκών εναντιιωμάτων 1044f(SVF III 753).
     [22] SVF I 249-51. 254-56, 985, ΙΙΙ745, 685, 744, 747, 753 (πρβλΜColishό.π., σ. 39 
     [23] SVF III 631, βλ. και 625, 626, 630.
     [24] Βλ. το εξαίρετο δίτομο έργο της Μ.Colish για την επίδραση του Στωικισμού στη ρωμαϊκή σκέψη και τους πρώιμους Πατέρες της Δυτικής
            Εκκλησίας. Για την νεότερη εποχή βλ.GAbelStozismus und fruhe NeuzeitBntstehungsgeschichte Mode men Denkens in Felde von Ethik und
            Politik. Berlin. 1978. Andre Bridoux: Le Stoicisme et son influence. Paris, 1966.
     [25] Π. Κονδύλη: Ο Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός, Ιστορική Βιβλιοθήκη, Θεμέλιο,1 64, υπ. 358.
     [26] HGrotiusDe Jure Belli ac Pads lihri ires in quibus Jus naturae et Gentiumi praecipua explicanturAmstelaedami, 1712, Proleg., 31 (6. XVIII, 6
             (σV).
     [27] A. Ferguson: Principles of Moral and political Sciences. Hildesheim 1975 (1792)

     [28] Shaftesbury: Characteristics of Men, Manners. Opinions, Times, I-II, London, 1723
     [29] A. Smith: The Theory of Moral Sentiments, ed. by D.D. Raphael and A.L. Mini (1759). Εισαγωγήσ. 6.
     [30] Στ. ιδ. σ. 5.
     [31] Στ. ίδ.. III 3 σ. 11.
     [32] Στ. ίδ. VI, 3, σ. 235.
     [33] Στ. ίδ. Εισαγωγή σ. 7.  
     [34] Οι σύγχρονοι εκδότες του έργου του ASmith διατυπώνουν την άποψη ότι οι έννοιες της συμπάθειας και του αμερόληπτου παρατηρητή
             αποτελούν την πρωτότυπη συμβολή του Smith (Εισαγωγή σελ. 7). Αν και κατά την γνώμη της συγγραφέως αυτής της εργασίας η στωική
             επίδραση είναι εμφανής τόσο στην αντίληψή του Smith περί «κοινωνικής συμπάθειας», του περί «φυσικής συμπάθειας», την οποία, κατά
             τους ίδιους τους εκδότες, εφάρμοσε και στην  οικονομική του θεωρία (στ. ίδ. σσ. 7-8), το θέμα απαιτεί μια πιο λεπτομερή διερεύνηση.
     [35] Στ. ίδ. VII.
     [36] «Ο Νόμος της φύσης στη Στοά», ό.π., σ. 136.
     [37] The Theory of moral Sentiments, ό.ππαρΕισαγωγήσελ. 8.

πηγή: ekivolos.gr
Viewing all 939 articles
Browse latest View live