Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΣΤΟΥΣ ΕΛΕΑΤΕΣ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ελεάτες φιλόσοφοι

Τό Ὄν, νο­ού­με­νο σάν ἀν­τι­κει­με­νι­κή καί ὑ­περ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί σάν ἀ­πό­λυ­το ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς το­ῦ ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νου φυ­σι­κο­ῦ κό­σμου, εἶ­ναι ἡ ἔν­νοι­α πού γεν­νή­θη­κε μα­ζί μέ τούς Ἐ­λε­ά­τες φι­λο­σό­φους. Γύ­ρω ἀ­πό αὐτή τήν ἔν­νοι­α, τή δυ­να­τό­τη­τά της καί τήν ἀ­ναγ­και­ό­τη­τά της, τή θε­με­λί­ω­σή της καί τήν ἀ­πο­σα­φή­νι­σή της, πλέχ­τη­κε ὁ­λό­κλη­ρη ἡ Ἐ­λε­α­τι­κή φι­λο­σο­φί­α, ἀ­πο­κρυ­σταλ­λώ­θη­κε ὁ προ­βλη­μα­τι­σμός της στό σύ­νο­λό του καί ἀ­πο­τέ­λε­σε τόν πυ­ρή­να τῆς κα­το­πι­νῆς ­Ὀν­το­λο­γί­ας σάν Με­τα­φυ­σι­κῆς.


Μι­λοῦ­με γι­ά Ὄν νο­ού­με­νο ἀ­πό τους Ἐ­λε­ά­τες σάν ἀν­τι­κει­με­νι­κή καί ὑ­περ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί σάν ἀ­πό­λυ­το ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νου φυ­σι­κοῦ κό­σμου, ἐ­πει­δή τό Ὄν, νο­ού­με­νο γε­νι­κά σάν ἀν­τι­κει­με­νι­κή, ὄ­χι ὅ­μως καί ὑ­περ­βα­τι­κή, πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί σάν σχε­τι­κό, ὄ­χι ὁ­μως καί ἀ­πό­λυ­το, ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς τοῦ ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νου φυ­σι­κο­ϋ κό­σμου, προ­ῦπῆρ­χε τῆς Ἐλεατικῆς ὀν­το­λο­γί­ας, ὄ­χι μό­νο στή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, ἀλ­λά καί στή Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση. Ἐπίσης μι­λοῦ­με σχε­τι­κά γι­ά ­Ὀν­το­λο­γί­α με­τα­φυ­σι­κή, πού ἄρ­χι­ζει μέ τούς Ἐ­λε­ά­τες, ἐ­πει­δή ­Ὀν­το­λο­γί­α φυ­σι­κή, ἐν­δο­κο­σμι­κή, εἶ­ναι στήν οὐ­σί­α της ὁ­λό­κλη­ρη ἡ προ­η­γού­με­νη Φυ­σι­κή φι­λοσοφία και ὁλόκληρη ἡ προηγούμενη θεογονική ποίηση. Αὐτό ἰσχύει βέβαια για μᾶς σήμερα, με το ὑπεριστορικό κριτήριο, μολονότι στην περίοδο πρίν ἀπό τους Ἐλεάτες οὔτε το γνωστικό ἀντικείμενο εἶχε ὀνομαστεῖ Ὄν οὔτε ἡ ἀ­να­φε­ρό­με­νη σ’ αὐτό με­λέ­τη ­Ὀν­το­λο­γί­α.

Τό Ὄν ὡς εἰ­δι­κός φι­λο­σο­φι­κός ὅρος, μέ κα­θο­ρι­σμέ­νο ση­μα­σι­ο­λο­γι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο, εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κό δη­μι­ούρ­γη­μα τῶν Ἐ­λε­α­τῶν. Οἱ Ἐ­λε­ά­τες σχη­μά­τι­σαν αὐτό τόν ὅρο οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό οὐ­δέ­τε­ρό της με­το­χῆς τοῦ ρή­μα­τος εἰ­μί, τόν εἰ­ση­γή­θη­καν στή Φι­λο­σο­φί­α, καί ἀ­πό τό­τε ἔ­χει ἐ­πι­κρα­τή­σει σέ παγ­κό­σμι­α κλί­μα­κα. Ὡστόσο τό Ὄν, πο­λύ πρίν πλα­στεῖ ὡς εἰ­δι­κός φι­λο­σο­φι­κός ὅρος, εἶ­χε ἀ­να­ζη­τη­θεῖ ὡς γνω­σι­α­κό ἀν­τι­κεί­με­νο μέ­σα στόν ἐμ­πει­ρι­κά δε­δο­μέ­νο φυ­σι­κό κό­σμο ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α ἄλ­λα καί ἀ­πό τή θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση. Δη­λα­δή τό­σο ἡ Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση ὁ­σο καί ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α στή θε­ώ­ρη­ση τοῦ ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ κό­σμου ἀ­να­γνώ­ρι­ζαν ὡς Ὄν­τα, γε­νε­σι­ουρ­γά αἴ­τι­α καί κέν­τρα ἀ­να­φο­ρᾶς τῶν φαι­νο­μέ­νων, τούς πρώ­τους θε­ούς, πού ἦ­ταν προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νες φυ­σι­κές δυ­νά­μεις, καί τά πρῶ­τα φυ­σι­κά σώ­μα­τα, πού ἦ­ταν νο­η­τά, ὁ­πως καί οἱ θε­οί, σάν ἀ­θά­να­τα καί ἄ­φθαρ­τα. Καί εἶ­ναι δι­α­φω­τι­στι­κό, γι­ά τήν ὀν­τι­κή θέ­ση τῶν άρ­χῶν τοῦ κό­σμου στή θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση, τό γε­γο­νός ὁ­τι οἱ πρῶ­τοι θε­οί, πού πο­τέ δέν ταυ­τί­ζον­ται μέ τούς με­γά­λους θε­ούς τῆς ἐ­πί­ση­μης λα­τρεί­ας, εἶναι κά­θε ἄλ­λο πα­ρά ὑ­περ­βα­τι­κά, ὑ­περ­φυ­σι­κά ἡ με­τά-φυ­σι­κά Ὄν­τα- εἶναι σύμβα-­τι­κά, ἐν­δο­κο­σμι­κά. φυ­σι­κά ὄν­τα, δέν ρυθ­μί­ζουν ἡ κα­τευ­θύ­νουν ἀ­πέ­ξω ἡ ἀ­πό πά­νω, σάν ἁρ­μό­δι­οι φο­ρεῖς κά­ποι­ας ἐ­ξου­σί­ας, τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να, ἀλ­λά εἶ­ναι αὐτοί οἱ ἴ­δι­οι τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να· τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί φαι­νό­με­να εἶ­ναι τά σώ­μα­τα καί ἡ ἐ­πι­φά­νει­α τῶν ἴ­δι­ων τῶν θε­ῶν στόν κό­σμο· οἱ κο­σμο­γο­νι­κοί θε­οί εἶναι προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νες φυ­σι­κές δυ­νά­μεις. Ἔτ­σι στή θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση τά ἴ­δι­α τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα, αὐ­τού­σι­α, ἡ Γῆ ἡ παμ­μή­τει­ρα, ὁ Ὠκεανός, θε­ῶν γέ­νε­σις, ὁ Ἥ­λι­ος, ἡ Σε­λή­νη, εἶναι θε­οί προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νοι. Καί ἔτ­σι στή συ­νέ­χει­α τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης, στή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, τά ἀ­πο­μυ­θω­μέ­να φυ­σι­κά σώ­μα­τα ὡς ἀρ­χές τοῦ κό­σμου νο­ο­ῦν­ται, ὅ­πως ὡς τό­τε μό­νο οἱ θε­οί, ἄ­ει­ζω­α, ἀ­γέ­ρα­στα, ἀ­θά­να­τα, ἀ­νώ­λε­θρα, δη­λα­δή πραγ­μα­τι­κά ὄν­τα.

Τό Ὄν ὡς γνω­σι­α­κό ἀν­τι­κεί­με­νο εἶ­ναι ὁ κοι­νός στό­χος σέ κά­θε κο­σμο­λο­γι­κή σκέ­ψη, φι­λο­σο­φι­κή καί μή, ὡς τούς Ἐ­λε­ά­τες. Δε­δο­μέ­νη εἶναι ἡ κοι­νή ἐμ­πει­ρί­α ἀ­πέ­ναν­τι στή φύ­ση, πού, κα­τά τήν ἔκ­φρα­ση τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του, κρύ­πτε­σθαι φι­λε­ῖ. Δε­δο­μέ­νη ἡ κοι­νή ἐμ­πει­ρί­α ἀ­πέ­ναν­τι στήν πο­λυ­μορ­φί­α καί στήν πο­λυ­μέ­ρει­α τοῦ ἀν­τι­κει­με­νι­κοῦ κό­σμου, ἀ­πέ­ναν­τι στή γέ­νε­ση καί στή φθο­ρά, στή με­τα­βλη­τό­τη­τα καί στήν ἀν­τι­θε­τι­κό­τη­τά του· ἐ­πί­σης δε­δο­μέ­νη εἶναι ἡ ἀ­νε­πάρ­κει­α τῶν αἰ­σθή­σε­ων καί τῆς κοι­νῆς ἐμ­πει­ρί­ας νά συλ­λά­βουν τή ση­μα­σί­α αὐ­τῆς της πρω­τε­ϊ­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς τοῦ ἀν­τι­κει­μένου, ὅ­πως δε­δο­μέ­νη εἶναι καί ἡ τά­ση το­ῦ ἀν­θρώ­που σώ­ζειν τά φαι­νό­με­να, δη­λα­δή νά τά ἐ­ξη­γή­σει καί νά τά αἰ­τι­ο­λο­γή­σει μέ τήν ἀ­να­γω­γή τους σέ κάποι­α ἀρ­χή. Στό­χος κοι­νός λοι­πόν εἶ­ναι ἡ ἐ­ξα­κρί­βω­ση τῆς ταυ­τό­τη­τας το­ῦ κό­σμου μέ­σα ἀ­πό τήν ἑ­τε­ρό­τη­τα τῶν φαι­νο­μέ­νων του, ἡ ἐ­πι­σή­μαν­ση τῆς στα­θε­ρῆς οὐ­σί­ας του μέ­σα ἀ­πό τήν πα­ρο­δι­κό­τη­τα τῶν μορ­φω­μά­των του, ἡ κα­τα­νό­η­ση τῆς ὁ­λό­τη­τάς του μέ­σα ἀ­πό τήν πο­λυ­μέ­ρει­ά του, ἡ σύλ­λη­ψη τῆς ἑ­νό­τη­τας καί τῆς ἁρ­μο­νί­ας τοῦ μέ­σα ἀ­πό τίς ἀν­τι­θέ­σεις καί τίς ἀν­τι­νο­μί­ες του. Τό ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς ἐ­ρευ­νᾶς πα­ρα­μέ­νει τό ἴ­δι­ο, καί γι­ά τούς θε­ολό­γους καί γι­ά τούς φυ­σι­ο­λό­γους καί γι­ά τούς ὀν­το­λό­γους· ἡ ἀ­νά­γνω­ση τοῦ ἀν­τικει­με­νι­κο­ῦ, ἡ ἀ­πο­κρυ­πτο­γρά­φη­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ, εἶ­ναι κοι­νή ἐ­πι­δί­ω­ξη ὁ­λων τῶν με­γά­λων δα­σκά­λων τοῦ πρώ­ι­μου ἑλ­λη­νι­σμο­ῦ, ἀ­πό τόν Ἡ­σί­ο­δο, τόν ἐ­πι­ση­μό­τε­ρο ἐκ­πρό­σω­πο τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης, ὡς τόν Παρ­με­νί­δη, τόν ἀρ­χη­γό της Ἐ­λε­α­τι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας. Ἡ με­λέ­τη τοῦ ἀν­τι­κεί­με­νου γί­νε­ται χω­ρίς δι­α­κο­πές· μό­νο ἡ προ­σπέ­λα­σή του πα­ραλ­λάσ­σει κά­θε φο­ρᾶ· τά κρι­τή­ρι­α με­τα­βάλ­λον­ται, ἡ μέ­θο­δος καί τά μέ­σα τρο­πο­ποι­οῦν­ται καί ἀ­πό αὐτό κά­θε φο­ρᾶ προ­κύ­πτει δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­νά­γνω­ση το­ῦ ἀν­τι­κεί­με­νου- ἔτ­σι ἐ­σω­τερι­κές δι­ερ­γα­σί­ες ὁ­δη­γο­ῦν τή με­λέ­τη σέ ἐ­ξε­λι­κτι­κές φά­σεις, πού κά­πο­τε ἀ­πο­λή­γουν στή με­τά­βα­ση σέ κά­ποι­ο νέ­ο γέ­νος με­λέ­της. Ἔτ­σι μέ­σα ἀ­πό τό χῶ­ρο τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης ξε­προ­βάλ­λει στίς ἀρ­χές το­ῦ 6ου αἰ. π.Χ. ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α καί ἀ­πό τό χῶ­ρο τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας πε­ρί­που ἕ­ναν αἰ­ώ­να ἀρ­γό­τε­ρα ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α.

Ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α φυ­τρώ­νει στό ἔ­δα­φος τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας, ὁ­πως ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α φυ­τρώ­νει στό ἔ­δα­φος τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης. Τό κά­θε νέ­ο πνευ­μα­τι­κό μόρ­φω­μα γεν­νι­έ­ται ἀ­πό τό πα­λαι­ό­τε­ρό του, ὁ­ταν τό ἑ­νι­αῖ­ο γνω­σι­α­κό ἀν­τι­κεί­με­νο ἀρ­χί­ζει νά ἐ­ξε­τά­ζε­ται ἀ­πό δι­α­φο­ρε­τι­κή σκο­πι­ά, ὅ­ταν ὁ ἀ­να­φε­ρό­με­νος σ'αὐτό γε­νι­κός προ­βλη­μα­τι­σμός ἀ­να­το­πο­θετεῖΐ­ται σέ ἄλ­λο πε­δί­ο: ἀ­πό τό πε­δί­ο το­ῦ θρη­σκευ­τι­κο­ῦ τῆς Θε­ο­γο­νι­κῆς ποί­η­σης στό πε­δί­ο το­ῦ φυ­σι­κο­ῦ τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας καί ἀ­πό τό πε­δί­ο τοῦ φυ­σι­κο­ῦ τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας στό πε­δί­ο τοῦ με­τα­φυ­σι­κο­ῦ τῆς Ἐ­λε­α­τι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας. Ἐδῶ θά ση­μει­ώ­σο­με ὁ­τι αὐτή ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πό τό ἕ­να πε­δί­ο στό ἄλ­λο συν­τε­λε­ῖ­ται μέ­σα ἀ­πό κά­ποι­α “αὐ­θαι­ρε­σί­α”: ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α πε­ρι­ο­ρί­ζει τό πε­δί­ο τοῦ θρη­σκευ­τι­κο­ῦ καί ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α πε­ρι­ο­ρί­ζει τό πε­δί­ο τοῦ φυ­σι­κο­ῦ. Καί τό στέ­νε­μα τῆς πε­ρι­ο­χῆς τοῦ πα­λαι­ότε­ρου εἶ­ναι μι­ά ἑρ­μη­νεί­α πού ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται ἀ­πό τό νε­ό­τε­ρο. Ἔτ­σι, κα­τά τή Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α βέ­βαι­α ἡ Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση δέν πε­ρι­έ­χει φυ­σι­ο­γνω­σί­α καί κα­τά τήν Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α βέ­βαι­α ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α δέν πε­ρι­έ­χει Ὀν­το­γνω­σί­α. Ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α ἀρ­νεῖϊ­ται μέ πε­ρι­φρό­νη­ση τά πλά­σμα­τα τῶν προ­τέρων καί ἡ Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α ἀρ­νεῖ­ται μέ πε­ρι­φρό­νη­ση τάς βρο­τῶν δό­ξας, ὁ­πως ἡ ἴδι­α ἀ­πο­κα­λεῖ τά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να, πού γι’ αὐτήν δέν εἶ­ναι ἀ­κό­μα οὔ­τε ὄψις ἀδήλων, ὅ­πως θά ἀ­να­γνω­ρι­στοῦν ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­πό τόν Ἀναξαγόρα. Ὡ­στό­σο κά­θε νέ­ο κί­νη­μα ὀ­φεί­λει ὄ­χι καί λί­γα στό πα­λαι­ό­τε­ρό του, σάν ἀ­πό­το­κό του ἀ­πό τίς δυ­να­τό­τη­τες πού ἐ­κεῖ­νο δη­μι­ούρ­γη­σε καί ἀ­πό τίς δι­ερ­γα­σί­ες πού ἐ­κεῖϊ­νο πέ­τυ­χε. Γι­ά νά ἀ­πο­σα­φη­νι­στεῖ αὐ­τή ἡ ἱ­στο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θά βο­η­θοῦ­σε ὁ­πωσ­δή­πο­τε μι­ά σύν­το­μη ἐ­πι­σκό­πη­ση τῆς δι­α­δρο­μῆς τοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ ὡς τούς Ἐ­λε­ά­τες.

Ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α γεν­νή­θη­κε στήν Ἰ­ω­νί­α. Ὡς τή στιγ­μή πού οἱ Ἴ­ωνες ἔ­κα­ναν συ­νεί­δη­σή τους τό πρό­βλη­μα τοῦ κό­σμου, στόν ἑλ­λη­νι­κό, ὁ­πως καί στόν ἐ­ξω­ελ­λη­νι­κό, χῶ­ρο, ἡ κο­σμο­γνω­σί­α ἦ­ταν δι­α­τυ­πω­μέ­νη σέ ὁ­ρι­σμέ­νους μύ­θους, πού, προ­βάλ­λον­τας μι­ά γε­νε­α­λο­γί­α ἀ­πό θε­ϊ­κά ὄν­τα, ἐ­πι­χει­ροῦ­σαν νά ἐ­ξη­γή­σουν βα­σι­κά ὄ­χι τό­σο τήν οὐ­σί­α καί τή δο­μή τοῦ κό­σμου, ὁ­πως τά ἐν­νο­οῦ­με ἐ­μεῖς σή­με­ρα, ὅ­σο τήν κα­τα­γω­γή του καί τήν ἱ­ε­ραρ­χί­α τῶν ποι­κί­λων μορ­φῶν του. Σ’ αὐ­τούς τούς μύ­θους, πρῶ­τα ὄν­τα, πρίν ἀ­πό τήν κο­σμο­γέ­νε­ση, οἱ θε­ο­λό­γοι ἔ­βα­ζαν ὁ­ρι­σμέ­να φυ­σι­κά σώ­μα­τα ἤ φαι­νό­με­να, δυ­νά­μεις ἤ κα­τα­στά­σεις, πού τίς πρό­βαλ­λαν ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κά καί τίς πί­στευ­αν γι­ά ἀρ­χαι­ό­τε­ρες καί ἀ­πό τους με­γά­λους θε­ούς τῆς λα­τρεί­ας. Ἀ­πό αὐ­τά τά ὄν­τα καί τήν προ­τε­ραι­ό­τη­τά τους στή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου μπο­ροῦ­με νά μι­λοῦ­με γι­ά μύ­θο τοῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ, μύ­θο τῆς Νύχ­τας, μύ­θο τοῦ Χά­ους, μύ­θο τοῦ Ἀ­έ­ρα, μύ­θο τοῦ Ἔ­ρω­τα κλπ. Τέ­τοι­ους μύ­θους πῆ­ραν οἱ ποι­η­τές καί ἀ­νέ­πτυ­ξαν στίς Θε­ο­γο­νί­ες τους, δη­λα­δή στίς μυ­θι­κές κο­σμο­γο­νί­ες.

Κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ δι­α­φαί­νε­ται στόν Ὅ­μη­ρο, μέ τόν Ὠ­κε­α­νό στήν προ­βο­λή του σάν γεν­νή­το­ρα θε­ῶν. Κο­σμο­γο­νί­α τῆς Νύχ­τας ἐ­πί­σης στόν Ὅ­μη­ρο καί στούς ­Ὀρ­φι­κούς, πού προ­βάλ­λουν τή Νύχ­τα σάν ἀ­φέν­τρα τῶν θε­ῶν καί τῶν ἀν­θρώ­πων. Κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Χά­ους, ἡ μό­νη πού ἔφ­τα­σε ἀ­κέ­ραι­η ὡς τίς μέ­ρες μας, εἶ­ναι ἡ Θε­ο­γο­νί­α τοῦ Ἡσίοδου. Σύμ­φω­να μέ αὐ­τήν πρῶ­τα ἔ­γι­νε τό Χά­ος, ἡ Γῆ καί ὁ Ἔ­ρω­τας.Ὕ­στε­ρα ἡ Γῆ γέν­νη­σε τόν Οὐ­ρα­νό, τά Ὅ­ρη καί τόν Πόν­το. Κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Ἀ­έ­ρα ξέ­ρο­με ἀ­πό τόν Ἐ­πι­με­νί­δη καί κο­σμο­γο­νί­α τοῦ Ἔ­ρω­τα ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη καί τόν Πλά­τω­να, πού ὀ­νο­μά­ζουν τόν Ἔ­ρω­τα πρώ­τι­στον θε­ό.

Κοι­νά γνω­ρί­σμα­τα στούς ποι­κί­λους τύ­πους τοῦ κο­σμο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου εἶ­ναι: ἡ ἰ­δέ­α ὄ­τι ἀρ­χι­κά οὐ­ρα­νός καί γῆ ἀ­πο­τε­λο­ῦ­σαν ἕ­νι­αῖ­ο σῶ­μα, πού χω­ρί­στη­κε ἤ μέ τήν πρω­το­βου­λί­α κά­ποι­ου δη­μι­ουρ­γι­κοῦ θε­ο­ῦ ἤ μέ τήν ἐ­πενέρ­γει­α κά­ποι­ας ἀ­πρό­σω­πης αἰ­τί­ας· ἐ­πί­σης ἡ ἰ­δέ­α τῆς δι­α­δο­χῆς στήν ἐ­ξουσί­α τοῦ κό­σμου, ὥ­σπου νά ἑ­δραιωθεῖϊ ὁ­ρι­στι­κό κα­θε­στώς, μέ κυ­βερ­νή­τη τόν με­γα­λύ­τε­ρο θε­ό τῆς ἐ­πί­ση­μης λα­τρεί­ας. Ἐκτός ἀ­πό τήν τε­κνο­γο­νί­α, σέ με­ρι­κούς μύ­θους οἱ δι­ερ­γα­σί­ες γι­ά τή δι­α­μόρ­φω­ση τῶν με­ρῶν τοῦ κό­σμου ἐκ­φρά­ζον­ται καί μέ ἄλ­λες βι­ο­λο­γι­κές πα­ρα­στά­σεις, ὁ­πως τό αὐ­γό καί τό δέν­τρο, ἀ­κό­μα καί μέ ἔρ­γα τέ­χνης, ὁ­πως ὁ πέ­πλος.

Οἱ μορ­φές τοῦ θε­ο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου, πρίν γί­νουν σύμ­βο­λα, σάρ­κω­ναν ἐμ­πει­ρί­ες τοῦ προ­ε­πι­στη­μο­νι­κο­ῦ ἄν­θρω­που. Γι­ά τήν ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς κο­σμο­γο­νί­ας βα­σι­κές πα­ρα­στά­σεις ἦ­ταν ἡ πλημ­μύ­ρα καί ἡ θά­λασ­σα, ἡ νύχ­τα καί τό ξη­μέ­ρω­μα. Τό σκο­τά­δι καί ὁ κα­τα­κλυ­σμός τῶν πάν­των ἀ­πό τά νε­ρά πρό­σφε­ραν ἁ­πτή εἰ­κό­να ἀ­πό τό χά­ος σάν προ­εμ­πει­ρι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ κό­σμου, καί ἡ με­τά­βα­ση ἀ­πό τή νύχ­τα στή μέ­ρα, μέ τήν ἀ­νά­δυ­ση τῶν μορ­φῶν μέ­σα στό φῶς, ἰ­δέ­α ἀ­πό τήν ἔ­ναρ­ξη τῆς γέ­νε­σης τοῦ κό­σμου. Ἥ γεν­νη­τι­κή δύ­να­μη τοῦ νε­ρο­ῦ καί τῆς γῆς, σάν δι­α­πί­στω­ση, ἐ­νί­σχυ­σε τίς πα­ρα­στά­σεις αὐ­τές, θε­με­λί­ω­σε τή ζω­ο­μορ­φι­κή καί τήν ἀν­θρω­πο­μορ­φι­κή ἐ­πί­νοι­α κα­τά τήν πα­ρα­γω­γή καί τήν ἱ­ε­ράρ­χη­ση τῶν μορ­φῶν καί τῶν δυ­νά­με­ων τοῦ κό­σμου καί ὁ­δή­γη­σε στήν ἔν­νοι­α τῆς γε­νε­α­λο­γί­ας, πο­λύ πρί­ν οι “θε­ο­γέν­νη­τοι” βα­σι­λι­ά­δες, μέ προ­στα­τευ­ό­με­νους ποι­η­τές, τήν κά­νουν ὄρ­γα­νο πο­λι­τι­κῆς προ­πα­γάν­δας καί ἀρ­χή τῆς ἱ­στο­ρι­ο­γρα­φί­ας.

Ἥ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, στήν προ­σπά­θει­ά της νά ἑρ­μη­νεύ­σει τή φύ­ση στό σύ­νο­λο καί στά μέ­ρη της, ξε­κι­νᾶ ἀ­πό τίς δο­μές τοῦ θε­ο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου. Οἱ δο­μές αὐ­τές προσ­δι­ο­ρί­ζουν σέ με­γά­λο βαθ­μό τήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή σκέ­ψη καί, ὅ­πως θά δι­α­πι­στώ­σου­με, τά μυ­θι­κά πρό­τυ­πα τοῦ κό­σμου, συ­νει­δη­τά ἀ­πο­μυθω­μέ­να ἀλ­λά καί ἀ­συ­νεί­δη­τα, λει­τουρ­γο­ῦν μέ­σα στίς θε­ω­ρί­ες τῶν ἀρ­χαί­ων φυ­σι­ολόγων, ἰ­δι­αί­τε­ρά της πρώ­της πε­ρι­ό­δου. Συγ­κε­κρι­μέ­να ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α πα­ρα­λα­βαί­νει ἀ­πό τή Θε­ο­γο­νι­κή ποί­η­ση ἕ­τοι­μο τό ἀ­κό­λου­θο θε­μα­τι­κό σχῆ­μα:

 ἀρ­χι­κή κα­τά­στα­ση > σπέρ­μα > χω­ρι­σμός τῶν με­ρῶν τοῦ κό­σμου > δι­α­μόρ­φω­ση τῶν οὐ­ρά­νι­ων σω­μά­των καί τῶν με­τε­ω­ρο­λο­γι­κῶν φαι­νο­μέ­νων > γέ­νε­ση τῆς ζω­ῆς.

Μέ τούς πρώ­τους θε­ω­ρη­τι­κούς της Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας οἱ θε­ϊ­κές μορ­φές τοῦ κο­σμο­γο­νι­κο­ῦ μύ­θου με­τα­μορ­φώ­νον­ται σέ ἔν­νοι­ες καί μα­ζί μέ τίς θε­ω­ρί­ες κα­ταρ­τί­ζε­ται καί ἡ γλώσ­σα τῆς Φυ­σι­κῆς, πού δα­νεί­ζε­ται τά πρῶ­τα ἐκ­φρα­στι­κά της μέ­σα ἀ­πό τή θε­ο­λο­γί­α καί τήν πο­λι­τι­κή. Ἔτ­σι ἡ ἀ­φθαρ­σί­α τοῦ θε­ο­ῦ γί­νε­ται ἀ­φθαρ­σί­α τῆς “ὑ­λο­ζω­ι­κῆς” φυ­σι­κῆς οὐ­σί­ας καί ἡ ἔν­νοι­α τοῦ κό­σμου, πού ση­μαί­νει τήν τά­ξη καί τή νο­μο­τέ­λει­α, με­τα­φέ­ρε­ται ἀ­πό τήν πο­λι­τεί­α, γι­ά νά δη­λώ­σει τή φύ­ση σάν ὀρ­γα­νω­μέ­νο σύ­νο­λο.

Ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, στήν ἀρ­χι­κή φά­ση τῆς ἱ­στο­ρι­κῆς δι­α­δρο­μῆς της ὡς Ἰωνική φυ­σι­κή, γέν­νη­μα καί θρέμ­μα τοῦ μι­κρα­σι­α­τι­κο­ῦ ἑλ­λη­νι­σμοῦ στή ρω­μα­λέ­α κοι­νω­νί­α τοῦ 6ου αἰ. π.Χ., ἐκ­φρά­ζει τήν πρώ­τη προ­σπά­θει­α νά ἑρ­μηνευ­τεῖ ἡ φύ­ση με­τα­μυ­θι­κά. Ἀφετηρία τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς εἶ­ναι ἡ ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς Φι­λο­σο­φί­ας γε­νι­κά, ἔτ­σι πού μπο­ρο­ῦμε νά πο­ῦ­με ὁ­τι ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή εἶ­ναι τό πρό­σω­πο τῆς Φι­λο­σο­φί­ας στήν ἀρ­χι­κή φά­ση τῆς ἐ­ξέ­λι­ξής της.

Ὅ­ταν γεν­νι­έ­ται ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, ἡ ἑλ­λη­νι­κή κοι­νω­νί­α ἀ­να­πτύσ­σε­ται σέ ὁ­λους τους το­μεῖς. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τους σκο­τει­νούς με­τα­μυ­κη­να­ϊ­κούς χρό­νους, ὁ ἑλ­λη­νι­σμός ἔ­χει ἀ­να­συν­τα­χθεῖϊ σέ με­γά­λους ἐ­θνι­κούς καί κρα­τι­κούς σχη­μα­τι­σμούς καί ἐ­ξορ­μᾶ, γι­ά νά δώ­σει τήν κλα­σι­κή μορ­φή τῆς ἀρ­χαί­ας ζω­ῆς του. Οἱ Ἕλ­λη­νες ἔ­χουν ἀ­πλω­θεῖ στή Με­σό­γει­ο, ἔ­χουν ἐ­πι­βλη­θεῖ μέ τή ναυ­τι­λί­α καί τό ἐμ­πό­ρι­ο, ἔ­χουν βελ­τι­ώ­σει τή δι­α­βί­ω­σή τους, τήν κοι­νω­νι­κή καί πο­λι­τι­κή ὀρ­γά­νω­σή τους. Ἀνάμεσα στούς ἐ­λά­χι­στους πλού­σι­ους, τούς κυ­ρί­ους τῆς γής, καί τούς πολ­λούς φτω­χούς, τούς ἄ­κλη­ρους ἐρ­γά­τες τῆς στε­ρι­ᾶς καί τῆς θά­λασ­σας, ἡ ἀ­πό­στα­ση ὁ­λο­έ­να μει­ώ­νε­ται, κα­θώς πα­ρεμ­βάλ­λε­ται καί δι­ογ­κώ­νε­ται μι­ά με­σαί­α τά­ξη ἀ­πό τε­χνί­τες, ἐμ­πό­ρους καί ναυ­τι­κούς, πού ἀ­νε­βαί­νουν οἰ­κο­νο­μι­κά καί ρυθ­μί­ζουν ἡ καί προ­κα­λο­ῦν τίς κοι­νω­νι­κές καί πο­λι­τι­κές δι­ερ­γα­σί­ες. Μέ ἐ­πα­να­στά­σεις καί ἄλ­λες μα­κρο­χρό­νι­ες δι­α­δι­κα­σί­ες σέ πολ­λές πό­λεις κα­ταρ­γεῖ­ται ἡ μο­ναρ­χί­α καί ἡ ἀ­ρι­στο­κρα­τί­α καί ἐ­πι­βάλ­λον­ται εὐ­ρύ­τε­ρη συμ­με­το­χή στήν εὐ­θύ­νη γι­ά τά κοι­νά καί ἄ­σκη­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας μέ βά­ση δί­και­ο γρα­πτό.

Ὁ ἑλ­λη­νι­κός ἰ­δε­ό­κο­σμος, τήν ὥ­ρα πού γεν­νι­έ­ται ἡ Φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, κα­θρεφ­τί­ζε­ται στήν ποί­η­ση, κυ­ρί­ως τή Λυ­ρι­κή, πού προ­βάλ­λον­τας τίς πρω­το­βου­λί­ες, τά ἔρ­γα καί τά βι­ώ­μα­τα, τίς προ­σω­πι­κές ἐμ­πει­ρί­ες τοῦ ἄ­το­μου, τοῦ ἐ­ξε­λισ­σό­με­νου σέ πο­λί­τη, βαθ­μι­αί­α ἀ­πο­δε­σμεύ­ε­ται ἀ­πό τήν τυ­ραν­νί­α τοῦ θε­ο­κρα­τι­κο­ϋ μύ­θου καί τοῦ φό­βου γε­νι­κά, ἐγ­και­νι­ά­ζει τά ἐ­ρω­τή­μα­τα γι­ά τή φύ­ση καί τό πνε­ῦμα, τή γνώ­ση καί τήν πρά­ξη, τήν κοι­νω­νί­α καί τό νό­μο, ἀ­να­πτύσ­σει μέ τή σύγ­κρι­ση τόν κρι­τι­κό λό­γο καί γί­νε­ται πρό­δρο­μος τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης.

Τό ἄ­νοιγ­μα τῶν Ἑλ­λή­νων στόν κό­σμο, ὁ πλου­τι­σμός τους ὄ­χι μό­νο σέ οἰ­κο­νο­μι­κές ἀ­ξί­ες ἀλ­λά καί σέ γε­ω­γρα­φι­κές, με­τε­ω­ρο­λο­γι­κές καί κλι­μα­το­λο­γι­κές ἐμ­πει­ρί­ες, οἱ γνώ­σεις ἀ­πό ἀρ­χαι­ό­τε­ρους λα­ούς τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ἐ­πι­δό­σεις στήν ἀ­στρο­νο­μί­α καί τή με­τε­ω­ρο­λο­γί­α γι­ά τίς ἀ­νάγ­κες τίς σχε­τι­κές μέ τίς καλ­λι­έρ­γει­ες καί τά τα­ξί­δι­α, ἡ κα­τά­κτη­ση τοῦ κρι­τι­κοῦ λό­γου, τοῦ ἐκ­κο­λα­πτό­με­νου ἀ­πό τή δυ­να­τό­τη­τα γι­ά συγ­κρί­σεις ἀ­νά­με­σα σέ ποι­κί­λες δο­ξα­σί­ες καί ἡ­θη, ὁ­λα αὐ­τά μέ­σα στά πλαί­σι­α τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, τῆς εὐ­η­με­ρί­ας καί τῆς νε­α­νι­κῆς ὁρ­μης, ὑ­πο­βα­στά­ζουν τή φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἐ­πα­νά­στα­ση τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς, πού, ἀ­πο­μυ­θώ­νον­τας τή φύ­ση στό σύ­νο­λο καί στά μέ­ρη της, πε­ρι­ο­ρί­ζει καί ἀ­πο­κρού­ει στα­θε­ρά τόν δαι­μο­νο­κρατι­κό καί τόν ἐν­στι­κτώ­δη φό­βο τῶν μα­ζῶν καί γί­νε­ται ὄρ­γα­νο ἐ­λευ­θε­ρί­ας καί ἡ­θι­κης προ­α­γω­γῆς τοῦ ἀ­τό­μου.

Πρώ­τη ἔκ­φρα­ση τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Νε­ρο­ῦ. Ὁ Θα­λής ὁ Μι­λή­σι­ος (πε­ρί­που 625 - 546), μέ ἐ­πι­δό­σεις σέ ἀ­στρο­νο­μι­κά, γε­ω­γρα­φι­κά, μα­θη­μα­τι­κά καί μη­χα­νι­κά προ­βλή­μα­τα, ἀ­φοῦ τα­ξί­δε­ψε καί οἰ­κειώθη­κε γνώ­σεις τῆς Ἀνατολῆς, ἀρ­χήν τῶν πάν­των ὕδωρ ὑπε­στή­σα­το, μαρ­τυ­ρί­α 1. Ἔτσι ἔ­πε­σε τό προ­σω­πεῖ­ο ἀ­πό πλῆ­θος ἑλ­λη­νι­κές καί ξέ­νες ὑ­δα­τογο­νι­κές πα­ρα­στά­σεις, καί στή θέ­ση τοῦ θε­ο­γο­νι­κο­ῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ, τοῦ Πόν­του, τοῦ Νη­ρέ­α, τοῦ Πρω­τέ­α καί τοῦ Τρί­τω­να ἀ­να­γνω­ρί­στη­κε τό νε­ρό, ἀ­πρό­σω­πο σάν φυ­σι­κό σῶ­μα καί σάν τμῆ­μα τοῦ κό­σμου. Ἡ ἰ­δι­ό­τη­τά του νά φέρ­νει μέ­σα τοῦ ζω­ή καί γε­νι­κά νά εὐ­νο­εῖ τήν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς ζω­ῆς, ὅ­πως δι­α­πι­στώ­θη­κε προ­ε­πι­στη­μο­νι­κά καί ἐκ­φρά­στη­κε παγ­κό­σμι­α στούς μύ­θους καί τίς λα­τρεῖ­ες, ἀ­πό τό βε­δι­κό νε­ρό σάν πη­γή γι­ά κά­θε ὕ­παρ­ξη ὡς τό εὐ­αγ­γε­λι­κό ὕδωρ τό ζῶν καί τό “ἀ­θά­να­το νε­ρό” τοῦ πα­ρα­μυ­θι­ο­ῦ, προσ­δι­ό­ρι­σε τήν ὕ­λο­ζω­ι­στι­κή ἔν­νοι­α τοῦ νε­ρο­ῦ σάν ἔμ­βι­ου ἡ ἔμ­ψυ­χου. Πο­λυ­μορ­φί­α πραγ­μα­τω­μέ­νη ἀ­πό ἀρ­χι­κή μο­νο­μορ­φί­α μᾶς εἶ­ναι βέ­βαι­α γνω­στή, προ­ϋπο­τυ­πω­μέ­νη μυ­θι­κά στήν πρω­τε­ϊ­κό­τη­τα τοῦ θα­λάσ­σι­ου δαί­μο­να, ὡ­στό­σο δέν ξέ­ρο­με πῶς ὁ Θα­λής ἐν­νο­ο­ῦσε τήν πα­ρα­γω­γή τῶν μορ­φῶν τοῦ κό­σμου ἀ­πό τό νε­ρό σάν μο­να­δι­κό δο­μή­σι­μο ὑ­λι­κό. Ὑπαινιγμό στήν προ­τε­ραι­ό­τη­τα τοῦ σώ­μα­τος, πού, κα­τά τήν κο­σμο­γέ­νε­ση τοῦ Θα­λῆ, ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­πό τό ἀρ­χι­κό ὑ­γρό, ἀ­φή­νει ἡ μαρ­τυ­ρί­α 14, ὅ­τι κα­τά τόν Θα­λῆ “ἡ γῆ ἀ­κουμπᾶ πά­νω στό νε­ρό καί μέ­νει στήν ἐ­πι­φά­νει­α πλω­τή σάν ξύ­λο ἡ κά­τι τέ­τοι­ο”. Ἡ προ­ϊ­στο­ρί­α τῆς δι­δα­σκα­λί­ας αὐτῆς φαί­νε­ται στήν ἡ­σι­ό­δει­α Γῆ, πού πρώ­τη ἀ­να­δύ­ε­ται ἀ­πό τό Χά­ος, σέ μύ­θους γι­ά νη­σι­ά πλω­τά, ὁ­πως ἡ Αἰ­ο­λί­α, ἡ Δῆ­λος, ἡ Ρό­δος, ἡ Θή­ρα, στό μύ­θο τῆς ἀ­να­δυ­ό­με­νης Ἀφροδίτης, ἀ­κό­μα καί στόν βι­βλι­κό θε­ό, τῷ στε­ρε­ώ­σαν­τι τήν γῆν ἐ­πί τῶν ὑ­δά­των.

Συ­στη­μα­τι­κό­τε­ρος νο­ῦς, συμ­πο­λί­της καί σύγ­χρο­νος τοῦ Θα­λῆ, λί­γο νε­ό­τε­ρος στήν ἡ­λι­κί­α, μα­θη­τής καί φί­λος του, ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος (πε­ρί­που 610-546), μέ­α­φε­τη­ρι­α­κά δε­δο­μέ­να τίς θε­ο­γο­νι­κές, σχε­δόν ταυ­τό­ση­μες στήν προε­πι­στη­μο­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη, πα­ρα­στά­σεις βα­σι­κά τοῦ Χά­ους καί βο­η­θη­τι­κά τοῦ Οὐ­ρα­νο­ῦ, τῆς Νύχ­τας, τοῦ Ἀέρα καί τοῦ Ὠ­κε­α­νο­ῦ, σχε­τι­κά ἐ­πί­σης τοῦ νε­ρο­ϋ ἀ­πό τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Θα­λῆ, πέ­τυ­χε νά κα­τα­νο­ή­σει τήν προ­κο­σμι­κή κα­τά­στα­ση τοῦ δο­μή­σι­μου ὑ­λι­κο­ῦ τοῦ κό­σμου καί νά συλ­λά­βει τήν ἔν­νοι­α τῆς ἄ­μορ­φης, τῆς ἀ­δι­α­μόρ­φω­της μά­ζας σάν ἀρ­χῆς τοῦ σύμ­παν­τος. Αὐ­τή τήν ἔν­νοι­α ὁ Ἀναξίμανδρος ἴ­σως τήν ὀ­νό­μα­σε ὁ ἴ­δι­ος μέ τόν ὅρο ἄ­πει­ρον, πού τόν εἰ­ση­γή­θη­κε στή φι­λο­σο­φί­α, οὐ­σι­α­στι­κο­ποι­ών­τας τό οὐ­δέ­τε­ρο τοῦ ἐ­πι­θέ­του ἄ­πει­ρος. Γι­ά τή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου ὁ Ἀναξίμανδρος, μάρτ. 10, δί­δα­σκε ὅ­τι αὐτή ἄρ­χι­σε ἀ­πό τήν ἀ­δι­α­μόρ­φω­τη μά­ζα τοῦ ἄ­πει­ρου, ὁ­ταν ξε­χώ­ρι­σε μέ ἔκ­κρι­ση τό γό­νι­μον, δη­λα­δή τό σπέρ­μα τοῦ θερ­μο­ῦ καί τοῦ ψυ­χρο­ῦ, πού κα­τά τήν ἐ­πο­χή πρίν ἀ­πό τόν Δη­μο­κρι­το τά ἐν­νο­οῦ­σαν γε­νι­κά ὡς οὐ­σί­ες, ὄ­χι ὡς ποι­ό­τη­τες. Ἔτ­σι, μέ πυ­ρή­να τό ψυ­χρό, πού ἀ­πο­τέ­λε­σε τή μά­ζα τῆς Γής, δι­α­μορ­φώ­θη­κε, ὡς τῷ δέν­δρῳ φλοι­όν, σφαί­ρα ἀ­πό τή μά­ζα τοῦ θερ­μο­ῦ, πού ἔ­σκα­σε καί τά κομ­μά­τι­α τῆς πε­ρι­κλεί­στη­καν μέ­σα σέ μι­κρό­τε­ρες σφαῖ­ρες καί ἀ­πο­τέ­λε­σαν τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα.

Συμ­πο­λί­της καί ἴσως μα­θη­τής τοῦ Ἀναξίμανδρου, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης (πε­ρί­που 585 - 525) φαί­νε­ται ὁ­τι ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τήν ἐ­πι­θυ­μί­α του νά κά­νει ἀ­με­σό­τε­ρα νο­η­τό τό ἄ­πει­ρον τοῦ Ἀναξίμανδρου. Ἔτ­σι, μέ βά­ση τήν ἐμ­πει­ρί­α τῆς γή­ι­νης ἀ­τμό­σφαι­ρας καί τίς κρα­τοῦ­σες ἀ­ε­ρο­γο­νι­κές πα­ρα­στά­σεις τοῦ μύ­θου, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ὑ­πέ­θε­σε ὁ­τι τό σύμ­παν ἀ­παρ­τί­ζε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά ἀ­πό τή μά­ζα τοῦ ἀ­έ­ρα καί δτί ἀ­πό τήν πύ­κνω­ση καί τήν ἀ­ραί­ω­ση του προ­έρ­χον­ται δλές οἱ οὐ­σί­ες, ὅλά τά φυ­σι­κά σώ­μα­τα καί φαι­νό­με­να. Ἡ χα­ο­τι­κή φύ­ση τοῦ ἄ­ε­ρα καί ἡ κι­νη­τι­κό­τη­τά του, πού προ­ϊ­δε­ά­ζει γι­ά τήν ἐ­νέρ­γει­α καί τήν αἰ­τί­α τῆς γέ­νε­σης καί κά­θε με­τα­βο­λῆς, ἴ­σως εἶ­ναι τά γνω­ρί­σμα­τα πού ὑ­πέ­βα­λαν στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη τήν ἰ­δέ­α τῆς ἐ­κλο­γῆς αὔ­τοῦ τοῦ σώ­μα­τος σάν ἀρ­χῆς τοῦ κό­σμου. Ὁπωσδήποτε, σύμ­φω­να μέ πά­γι­α ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή ἀν­τί­λη­ψη, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἐν­νο­ο­ῦσε τόν ἀέε­ρα σάν ὕλη καί ἐ­νέρ­γει­α μα­ζί, σάν ἕ­να σῶ­μα πάν­τα ζων­τα­νό ἡ κα­λύ­τε­ρα, μέ αὐ­θεν­τι­κούς ὑ­λο­ζω­ι­στι­κούς ὅ­ρους, ἀ­θά­να­τον, ὅ­πως πρω­τύ­τε­ρα τό ἄ­πει­ρο ὁ Ἀναξίμανδρος, καί ἀ­εί­ζω­ον, ὁ­πως ἀρ­γό­τε­ρα τό πῦρ ὁ Ἡράκλειτος. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης, σύμ­φω­να μέ τίς μαρ­τυ­ρί­ες 5-7, ἐ­ξη­γο­ῦσε τή δο­μή τοῦ σύμ­παν­τος ἀ­πό τους βαθ­μούς πυ­κνό­τη­τας τοῦ ἀ­έ­ρα. Ἔτ­σι, κα­τά τόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ὁ ἀ­έ­ρας, ὅ­ταν ἀ­ραι­ώ­νε­ται, γί­νε­ται φω­τι­ά, ὅ­ταν πυ­κνώ­νε­ται, γί­νε­ται ἄ­νε­μος, ὕ­στε­ρα νέ­φος, νε­ρό, χῶ­μα καί ἀ­πό αὐ­τά ὅ­λα τά ἄλ­λα. Κα­τά τή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου, σύμ­φω­να μέ αὐτή τή θε­ω­ρί­α, μέ τή συμ­πύ­κνω­ση τοῦ ἀέ­ρα δι­α­μορ­φώ­θη­κε πρῶ­τα ἡ Γῆ καί ὕ­στε­ρα, ἀ­πό τή μά­ζα της, μέ ἐ­ξα­τμί­σεις, ἀ­ραί­ω­σεις καί ἀ­να­φλέ­ξεις, τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα. Παίρ­νον­τας αὐτή τή θέ­ση, ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ἀ­πο­σα­φή­νι­σε τό γε­ω­κεν­τρι­κό κρι­τή­ρι­ο της ὡς τό­τε κο­σμο­λο­γί­ας, χω­ρίς νά πα­ρεκ­κλί­νει οὔ­τε ἀ­πό τή θέ­ση τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρου, πού θε­ω­ροῦ­σε τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα ἀ­πο­σπά­σμα­τα τῆς ἀρ­χέ­γο­νης μά­ζας μέ πυ­ρή­να τή Γῆ, ὕ­στε­ρα ἀ­πό ἔ­κρη­ξη, οὔ­τε ἀ­πό τίς κρα­τοῦ­σες θε­ο­γο­νι­κές ἀν­τί- λή­ψεις, πού πα­ρί­στα­ναν σάν ἀ­πο­γό­νους της παμ­μή­τει­ρας Γῆς τόν Οὐ­ρα­νό, τόν Ἥ­λι­ο, τή Σε­λή­νη καί τούς ἄλ­λους θε­ο­ποι­η­μέ­νους ἀ­στε­ρι­σμούς. Ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης μά­λι­στα, μέ αὐτή τή θέ­ση του, ἐ­πη­ρέ­α­σε ἄ­με­σα καί τόν λί­γο νε­ό­τε­ρό του Ξε­νο­φά­νη, πού δί­δα­σκε ὁ­τι τά οὐ­ρά­νι­α σώ­μα­τα εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἐ­φήμε­ρα προ­ϊ­όν­τα ἀ­πό τίς ἀ­να­θυ­μι­ά­σεις τῆς Γής. Ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀέ­ρα φαί­νε­ται ἁ­πλο­ϊ­κή, ὄ­χι μό­νο μέ τά ση­με­ρι­νά κρι­τή­ρι­α ἀλ­λά καί μέ τά κρι­τή­ρι­α τῆς ἐ­πο­χῆς της. Ὡστόσο ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης πέ­τυ­χε νά κά­νει ὁ­ρι­σμέ­να βή­μα­τα, πού ἀ­πο­δείχ­τη­καν κα­θο­ρι­στι­κά γι­ά τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τῆς Ἰωνικῆς φυ­σι­κῆς: δι­δά­σκον­τας ὁ­τι ὁ ἄ­ε­ρας εἶ­ναι ὄ­χι μό­νο πρίν ἀ­πό τή γέ­νε­ση τοῦ κό­σμου ἀλ­λά καί τώ­ρα καί πάν­τα ἡ μο­να­δι­κή οὐ­σία του, προ­ω­θο­ῦ­σε τό πρό­βλη­μα ἀ­πό τήν Κο­σμο­γο­νί­α στήν Κο­σμο­λο­γί­α, δη­λα­δή ἀ­πό τήν πε­ρι­γρα­φι­κή ἐ­ξή­γη­ση τῆς κα­τα­γω­γῆς τοῦ κό­σμου στή λο­γι­κή θε­ώ­ρη­ση τῆς δο­μῆς του κα­θαυ­τήν. Καί θε­ω­ρών­τας τό θερ­μό καί τό ψυ­χρό, τό ὑ­γρό καί τό ξη­ρό κα­τα­στά­σεις τοῦ ἄ­ε­ρα, ἔφ­τα­νε νά κα­τα­νο­ή­σει τίς ποι­ό­τη­τες, καί μά­λι­στα νά τίς ἐ­ξη­γή­σει ἀ­πό τίς πο­σό­τη­τες. Ἔτ­σι ὁ Ἀ­να­ξι­μέ­νης ὁ­δή­γη­σε τόν Μο­νι­σμό ὡς τήν ἄ­κρα συ­νέ­πει­ά του καί προ­ε­τοί­μα­σε τήν κο­ρυ­φαί­α ἔκ­φρα­σή του στόν Ἡ­ρά­κλει­το.

Ἡ ἐ­πι­βο­λή τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμο­ῦ της Μι­λή­του στούς συγ­χρό­νους του καί στούς με­τα­γε­νε­στέ­ρους φαί­νε­ται ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τή συ­νέ­χει­α τῆς Ἰωνικῆς Φυ­σι­κῆς ἀλ­λά καί ἀ­πό τήν ἐ­πί­δρα­σή του σέ ἄλ­λα ρεύ­μα­τα, ὄχι μό­νο ἐ­πι­στη­μο­νι­κά ἀλ­λά καί μυ­στι­κι­στι­κά. Συγ­κε­κρι­μέ­να, ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τόν Ἡ­σί­ο­δο καί τούς ἄλ­λους θε­ο­γο­νι­κούς ποι­η­τές, πού εἶ­χαν πεῖ γι­ά τούς πρώ­τους θε­ούς ὅ­τι ἐ­γέ­νον­το, ὁ Φε­ρε­κύ­δης (ἀ­κμή πε­ρί­που 550), μέ τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή ἀ­φθαρ­σί­α τῆς ὕ­λης, θά μπο­ρέ­σει νά πεῖ ὅτι ἦ­σαν ἀ­εί. Καί, ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τήν ὡς τό­τε θε­ο­λο­γι­κή καί λα­τρευ­τι­κή πα­ρά­δο­ση, ὁ Ξε­νο­φά­νης (πε­ρί­που 570 - 470) θά ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὁ­τι ὁ θε­ός εἶ­ναι μο­να­δι­κός, χω­ρίς μορ­φή ἀν­θρώ­που καί ἐ­νερ­γεῖ ὄ­χι μέ ὄρ­γα­να ἄλ­λα μέ τό σύ­νο­λο τῆς οὐ­σίας του· ὁ­που ὁ μο­νο­θε­ϊ­σμός ἐ­ξη­γεῖ­ται ἀ­ποκλει­στι­κά ἀ­πό τόν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κό μο­νι­σμό, ὁ ἀν­τι­αν­θρω­πο­μορφι­σμός ἀ­πό τήν ἀ­πο­προ­σω­πο­ποί­η­ση τῶν φυ­σι­κῶν δυ­νά­με­ων καί ἡ ὁ­λο­κρα­τί­α ἀ­πό τήν ὁ­μοι­ο­γέ­νει­α τῆς μά­ζας καί τήν ὁ­λό­τη­τα τοῦ κό­σμου. Προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νος ἀ­πό τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή τά­ση γι­ά ἀ­πο­μύ­θω­ση ὁ Ξε­νο­φά­νης, πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νος, ἄ­ρα μέ εὐ­ρύ γνω­σι­α­κό φά­σμα, ἀ­να­πτύσ­σει τήν κρι­τι­κή του στά πλά­σμα­τα τῶν προ­τέ­ρων 1, 22. Ἡ ἀ­πο­μύ­θω­ση τῆς φύ­σης φαί­νε­ται ἀ­πό θέ­σεις ὁ­πως: “Καί τήν Ἴ­ρι­δα πού λέ­νε, σύν­νε­φο εἶ­ναι κι αὐτό”, 28. Στή Φυ­σι­κή τοῦ Ξε­νο­φά­νη ὁ γε­ω­κεν­τρι­σμός τῆς Μι­λή­του φτά­νει ὡς τή γε­ω­κρα­τί­α: “Ἀπ’ τή γῆ ἄρ­χι­ζουν ὁ­λα καί τε­λει­ώ­νου­νε στή γή”, 23. Ἡ γε­ω­γο­νι­κή κο­σμο­λο­γί­α ἐ­νι­σχύ­ε­ται στόν Ξε­νο­φά­νη μέ πα­λαι­ον­το­λο­γι­κές πα­ρα­τη­ρή­σεις, ἐν τῷ βά­θει τοῦ λί­θου, μέ ἀ­πο­λι­θώ­μα­τα ἀ­πό θα­λάσ­σι­ους ὀρ­γα­νι­σμούς. Μέ συ­νέ­πει­α πρός τό γε­ω­γο­νι­κό του κρι­τή­ρι­ο ὁ Ξε­νο­φά­νης ἐ­ξη­γεῖ τά οὐ­ράνια σώ­μα­τα καί τά με­τε­ω­ρο­λο­γι­κά φαι­νό­με­να σάν κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἐ­φή­με­ρα μορ­φώ­μα­τα ἀ­πό τίς ἀ­να­θυ­μι­ά­σεις τῆς γῆς καί τήν κα­τα­γω­γή τοῦ ἀν­θρώ­που σέ συ­νάρ­τη­ση μέ τόν ἀν­θρω­πο­γο­νι­κό μύ­θο, πού προ­ϋπο­θέ­τει τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη τῆς κε­ρα­μι­κῆς.

Πά­νω στήν τρί­τη γε­νι­ά τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμο­ῦ τῆς Μι­λή­του ἡ ἰ­ω­νι­κή φυ­σι­ο­κρατι­κή “ἐ­πα­να­στα­ση” βρέ­θη­κε ἀν­τι­μέ­τω­πη μέ­τη δω­ρι­κή μυ­στι­κι­στι­κή “ἀν­τε­πανά­στα­ση”. Στοι­χεῖ­α θε­ο­κρα­τι­κά, ἀ­ρι­στο­κρα­τι­κά καί που­ρι­τα­νι­κά, συ­σπει­ρω­μέ­να κυ­ρί­ως γύ­ρω ἀ­πό τόν κα­τω­ι­τα­λι­κό ἑλ­λη­νι­σμό, ἐκ­φρά­στη­καν ὡς ­Ὀρ­φι­κοί καί Πυ­θα­γό­ρει­οι. Αὐτοί ἀ­πο­πει­ρά­θη­καν νά δι­α­γρά­ψουν ἡ, ὁ­πωσ­δή­πο­τε, νά μει­ώ­σουν τή ση­μα­σί­α τῆς κο­σμο­γνω­σί­ας πού πρό­σφε­ρε ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή, καί με­θό­δε­ψαν τό ἐγ­χεί­ρη­μά τους, ὑ­πο­τάσ­σον­τας τόν φυ­σι­κό κό­σμο σέ μι­ά ὑ­περ­βα­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί προ­βάλ­λον­τας πά­νω στήν ἔν­νοι­α τοῦ φυ­σι­κο­ῦ σώ­μα­τος δαι­μο­νο­κρα­τι­κές δο­ξα­σί­ες σχε­τι­κές μέ τήν ψυ­χή. Μέ αὐ­τούς ἡ ἑ­νό­τη­τα τοῦ κό­σμου δι­α­σπά­στη­κε σέ ἀν­τι­θε­τι­κά ζεύ­γη, ἡ ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή οὐ­σί­α χω­ρί­στη­κε σέ σῶ­μα καί ψυ­χή καί ἡ σχέ­ση τοῦ εἰ­δι­κο­ῦ μέ τό γε­νι­κό πα­ρου­σι­ά­στη­κε σάν σχέ­ση τοῦ φαι­νο­με­νι­κοῦ μέ τό πραγ­μα­τι­κό. Ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή πέ­τυ­χε ἄ­με­σα προ­σβά­σεις στό στρα­τό­πε­δο τοῦ ἀν­τι­πάλου, ἀ­φοῦ οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι ἀν­τι­κει­με­νι­κά ἀ­δυ­να­τοῦ­σαν νά ξε­φύ­γουν ἀ­πό τους ὑ­λο­ζω­ι­στι­κούς προσ­δι­ο­ρι­σμούς. Στή με­λέ­τη τοῦ φυ­σι­κο­ῦ κό­σμου οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι προ­σε­χαν τούς ἀ­ριθ­μούς πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τά σώ­μα­τα, δη­λα­δή τίς σχέ­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό τίς οὐ­σί­ες. Ἔτ­σι αὐτοί ἔ­δω­σαν στήν Ἰωνική κο­σμο­λο­γί­α τή δι­κή τους ἔκ­φρα­ση, τή μα­θη­μα­τι­κή καί μα­ζί τή μυ­στι­κι­στι­κή. Ὡ­στό­σο, ἀ­κρι­βῶς ἐ­πει­δή ἡ “ἀν­τε­πα­νά­στα­ση” ἔ­μα­θε τή γλώσ­σα τῆς “ἐ­πα­να­στα­σης”, ἡ Ἰωνική φυ­σι­κή δι­έ­τρε­ξε τόν ἔ­σχα­το κίν­δυ­νο. Τό­τε στήν Ἰωνία, στό κο­σμο­πο­λί­τι­κο πε­ρι­βάλ­λον τῆς Ἐ­φέ­σου, ἀ­πό τή γε­νι­ά τῶν οἰ­κι­στῶν της, πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἕ­να ἀ­πό τά με­γα­λο­φυ­έ­στε­ρα πνεύ­μα­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἱ­στο­ρί­ας, ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος (πε­ρί­που 540 - 480).

Μέ τή θε­ω­ρί­α τῆς Φω­τι­ᾶς, ἐ­νι­σχυ­μέ­νη ἀ­πό τήν πι­ό ἀ­μεί­λι­κτη ἀμ­φι­σβήτη­ση κά­θε μυ­θο­κρα­τι­κής ἀ­ξί­ας, ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος ἔ­φε­ρε τόν ὑ­λο­ζω­ι­σμό στήν κρι­τι­κό­τε­ρη ἔκ­φρα­σή του· ἔτ­σι ἔ­σω­σε τήν Ἰωνική φυ­σι­κή καί τήν κα­τέ­στη­σε βι­ώ­σι­μη, ἀ­κό­μα καί ὅταν, ἀρ­γό­τε­ρα, τά με­τα­φυ­σι­κά κι­νή­μα­τα γι­γαν­τώ­θη­καν καί ἁ­πλώ­θη­καν στήν Ἑλ­λά­δα μέ τούς Ἐ­λε­ά­τες, τούς Σω­κρα­τι­κούς καί τούς Πλα­τω­νι­κούς. Προ­ε­κτεί­νον­τας τά δι­δάγ­μα­τα τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμοῦ τῆς Μι­λή­του, τῆς ἀ­ριθ­μο­λο­γί­ας τῶν ἀρ­χαι­ό­τε­ρων Πυ­θα­γο­ρεί­ων καί τοῦ δι­α­φω­τι­σμοῦ τοῦ Ξε­νο­φά­νη, ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος προ­σφέ­ρει δυ­να­μι­κή πα­ρά­στα­ση τοῦ σύμ­παν­τος, πεί­θον­τας μέ τήν ἀ­πο­δει­κτι­κή τοῦ πα­ρα­δείγ­μα­τος, γι­ά τήν ἑ­νι­αί­α καί μο­να­δι­κή πύ­ρι­νη οὐ­σία του, πού φα­νε­ρώ­νε­ται σέ πλῆ­θος μορ­φώ­μα­τα. Ἔτ­σι, “τόν κό­σμο τοῦ­το, τόν ἴ­δι­ο γι­ά ὁ­λους γε­νι­κά, οὔ­τε θε­ός οὔτ’ ἄν­θρω­πος τόν ἔ­κα­νε, μά ἦ­ταν πάν­τα καί εἶ­ναι καί θά ’­ναι πῦρ ἄ­ει­ζω­ο, πού ἄ­να­βει μέ μέ­τρο καί σβή­νει μέ μέ­τρο”, 51. Ἤ φω­τι­ά με­τα­τρέ­πε­ται πρῶ­τα σέ θά­λασ­σα, καί τῆς θά­λασ­σας τό μι­σό σέ γῆ καί τ’ ἄλ­λο μι­σό σέ ρεύ­μα­τα· ὁ­λα αὐ­τά μέ τή σει­ρά ξα­να­γί­νον­ται φω­τι­ά. Κά­θε με­τα­στοι­χεί­ω­ση γί­νε­ται εἰς τόν αὐ­τόν λό­γον, 53, πού ση­μαί­νει ὁ­τι τό στα­θε­ρό πο­σό τῆς μά­ζας καί ἡ αὐ­τορ­ρυθ­μι­ζόμε­νη ἰ­σορ­ρο­πί­α μέ­σα στή φύ­ση, ἴ­σως δι­α­πι­στω­μέ­να πρῶ­τα ἀ­πό τόν Ἀναξίμανδρο καί ἐκ­φρα­σμέ­να στή γλώσ­σα τῆς ἡ­θι­κης, βρί­σκουν στόν Ἡ­ρά­κλει­το τή μα­θη­μα­τι­κή δι­α­τύ­πω­σή τους. Τά πάν­τα με­τα­βάλ­λον­ται ἀ­δι­ά­κο­πα: “Ψυ­χρά θερ­μαί­νον­ται, θερ­μά ψύ­χον­ται, ὑ­γρά ξε­ραί­νον­ται, ξε­ρά νο­τί­ζουν”. “Γι­ά τίς ψυ­χές θά­να­τος εἶ­ναι νε­ρό νά γί­νουν, γι­ά τό νε­ρό θά­να­τος γῆ νά γί­νει, κι ἀ­πό τή γῆ νε­ρό γί­νε­ται κι ἄ­π’ τό νε­ρό ψυ­χή”, 66. “Τά πάν­τα ἀν­ταλ­λάσ­σον­ται μέ τή φω­τι­ά καί ἡ φω­τι­ά μέ τά πάν­τα”, 54. Ἡ φω­τι­ά, ἡ μό­νη ἀ­λη­θι­νή οὐ­σί­α εἶ­ναι ξέ­χω­ρη ἀ­πό τά πάν­τα, τά πο­λύ­μορ­φα φα­νε­ρώ­μα­τά της, 83. Τά ἀν­τίθε­τα δέν εἶ­ναι αὐ­θυ­πό­στα­τες οὐ­σί­ες ἀλ­λά δι­α­φο­ρε­τι­κά φα­νε­ρώ­μα­τα τῆς φω­τι­ᾶς. Τό Ὄν συμ­φω­νεῖ καί δι­α­φω­νεῖ μό­νο μέ τόν ἑ­αυ­τό του. Τό σύμ­παν εἶ­ναι δο­μη­μέ­νο μέ συ­ναρ­μο­γή ἀ­πό ἀν­τίρ­ρο­πες δυ­νά­μεις. Αὐτή εἶ­ναι ἡ πα­λίν­το­νος ἡ πα­λίν­τρο­πος ἁρ­μο­νί­η, 27. Μέ τέ­τοι­α ἔν­νοι­α τοῦ σύμ­παν­τος ἄ­νοι­γε πι­ά ὁ δρό­μος γι­ά νά με­λε­τη­θοῦν ἡ ταυ­τό­τη­τα καί ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα, ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος, ἡ κί­νη­ση καί ἡ σχέ­ση, τό συ­νε­χές καί ἡ δι­αι­ρε­τό­τη­τα τῆς ὕ­λης σάν εἰ­δι­κά προ­βλή­μα­τα τῆς Φυ­σι­κῆς.

Πρώ­τη φω­νή τῆς ἀ­να­νε­ω­μέ­νης Ἰ­ω­νι­κῆς φυ­σι­κῆς στό χῶ­ρο τοῦ κα­τω­ι­ταλι­κο­ϋ ἑλ­λη­νι­σμοῦ, ἀ­μέ­σως με­τά τόν Ἡράκλειτο, εἶ­ναι ὁ Ἀλ­κμαί­ων ὁ Κρο­το­νι­ά­της (ἀ­κμή πε­ρί­που 500), σύγ­χρο­νος καί συν­το­πί­της μέ τούς ἀρ­χαι­ό­τε­ρους Πυ­θα­γο­ρεί­ους, ἄ­σχε­τος ὅμως μέ αὐ­τούς. Μέ βά­ση τήν πυ­θα­γο­ρι­κή θε­ω­ρί­α τῶν ἀν­τι­θέ­των καί τήν ἡ­ρα­κλει­τι­κή της ἀν­τι­θε­τι­κῆς ἁρ­μο­νί­ας, ὁ Ἀλ­κμαί­ων, γνή­σι­ος φυ­σι­ο­λό­γος, καί μέ τήν ἀρ­χαί­α καί μέ τή ση­με­ρι­νή ση­μα­σί­α τοῦ ὅρου, κα­τα­κτᾶ γι­ά λο­γα­ρι­α­σμό τῆς Φυ­σι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας τήν ἔν­νοι­α τῆς δι­πο­λι­κό­τη­τας καί κα­τα­λα­βαί­νει ὅ­τι οἱ δυ­ό πό­λοι τοῦ ὄν­τος συμ­πί­πτουν σέ κά­θε ση­μεῖ­ο τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ἀ­φοῦ ἔ­χει δι­α­βά­σει στόν Ἡ­ρά­κλει­το 34 ὁ­τι εἶ­ναι “κοι­νό ἀρ­χή καί πέ­ρας στόν κύ­κλο”. Τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τοῦ σύμ­παν­τος ὁ Ἀλ­κμαί­ων τήν ἀ­πέ­δι­δε στήν ἀ­ει­κι­νη­σί­α του, ἔν­νοι­α πού βέ­βαι­α γεν­νι­έ­ται ἀ­πό τήν ἡ­ρα­κλει­τι­κη ἔν­νοι­α τῆς κο­σμι­κῆς φω­τι­ᾶς μέ τίς ἀ­τε­λεί­ω­τες με­τα­μορ­φώ­σεις της. Αὐτή ἦ­ταν ἡ γε­νι­κή κα­τά­στα­ση τῆς Φι­λο­σο­φί­ας, ὁ­ταν οἱ Ἐ­λε­ά­τες ἔ­κα­ναν τήν ἐμ­φά­νι­σή τους στό προ­σκή­νι­ό της. Τή στιγ­μή πού πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἡ Ἐλεατική θε­ω­ρί­α, ἡ ἑλ­λη­νι­κή φι­λο­σο­φί­α ἔ­χει συμ­πλη­ρώ­σει ἤ­δη ἕ­ναν αἰ­ώ­να ζω­ῆς.

Ἡ Ἐ­λε­α­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α βα­σί­ζε­ται γε­νι­κά στίς κα­τα­κτή­σεις τῆς ἑλ­λη­νι­κῆς κο­σμο­γνω­σί­ας, τό­σο στήν ἐ­πι­στη­μο­νι­κή ὁ­σο καί στή μυ­στι­κι­στι­κή ἔκ­φρα­σή της. Πέ­ρα ὅ­μως ἀ­πό αὐτό τό γε­νι­κό κλί­μα, οἱ ἄ­με­σοι καί πραγ­μα­τι­κοί πρό­δρο­μοι τῶν Ἐ­λε­α­τῶν εἶ­ναι οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι, ὁ Ξε­νο­φά­νης καί ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος. Αὐτοί συν­τε­λοῦν στή γέ­νε­ση τοῦ ἐ­λε­α­τι­κοῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ, ἄλ­λος πε­ρισ­σό­τε­ρο θε­τι­κά καί ἄλ­λος πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀρ­νη­τι­κά. Οἱ Πυ­θα­γό­ρει­οι μέ τή μα­θη­μα­τι­κή σκέ­ψη τους ἀ­πό τή μι­ά καί μέ τή δαι­μο­νο­κρα­τί­α τους ἀ­πό τήν ἄλ­λη· ὁ Ξε­νο­φά­νης μέ τόν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κό καί ἀ­πρό­σω­πο θε­ό του· ὁ Ἡ­ρά­κλει­τος μέ τό δυ­να­μι­κό σύμ­παν καί τό κο­σμι­κό πῦρ, τό πάν­των κε­χω­ρι­σμένον. Ἀρχηγός τῆς Ἐλεατικῆς φι­λο­σο­φί­ας εἶ­ναι ὁ Παρ­με­νί­δης (πε­ρί­που 515-440), ὄ­χι ὁ Ξε­νο­φά­νης, ὅ­πως πί­στευ­αν πολ­λοί, ἡ­δη ἀ­πό τήν ἀρ­χαιότη­τα. Ὁ Ξε­νο­φά­νης εἶ­ναι βα­σι­κά ὑ­λο­ζω­ι­στής ἀ­κό­μα καί ὡς θε­ο­λό­γος. Πρό­δρο­μος τῶν Ἐ­λε­α­τῶν εἶ­ναι βέ­βαι­α ὁ Ξε­νο­φά­νης, ὁ­πως ση­μει­ώ­σα­με ἡ­δη, ὄ­χι ὅ­μως μέ κά­ποι­ον τρό­πο πού νά τόν δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ ἀ­πό τους ἄλ­λους προ­δρό­μους, ἀ­πό τους Πυ­θα­γο­ρεί­ους καί τόν Ἠ­ρά­κλει­το. Ὁ Παρ­με­νί­δης ἦ­ταν γέν­νη­μα καί θρέμ­μα τῆς κα­τω­ι­τα­λι­κῆς Ἐ­λέ­ας, ὁ­που ἔ­δρα­σε καί πο­λι­τι­κά, κυ­ρί­ως ὡς νο­μο­θέ­της. Ἀ­πό τήν πα­τρί­δα τοῦ Παρ­με­νί­δη πῆ­ρε τό ὄνο­μά της ἡ Ἐ­λε­α­τι­κή φι­λο­σο­φί­α.

Ὁ Παρ­με­νί­δης στη­ρί­ζε­ται στήν ἐ­πα­να­στα­τι­κή θε­ο­λο­γί­α τοῦ Ξε­νο­φά­νη καί στή μα­θη­μα­τι­κή σκέ­ψη τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων ἀλ­λά ἡ θε­ω­ρί­α του ἐκ­δη­λώ­νε­ται κυ­ρί­ως ὡς ἀν­τί­δρα­ση στό γε­μά­το κι­νη­τι­κό­τη­τα σύ­στη­μα τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του. Ὁ Ἡράκλειτος εἶ­χε ἀ­να­γνω­ρί­σει τό Ὄν στό ἀ­εί­ζω­ον πῦρ, πού με­τα­μορ­φώ­νε­ται ὁ­λο­έ­να καί παίρ­νει, αὐτό μό­νο του, ὅ­λες τίς μορ­φές πού φα­νε­ρώ­νον­ται μέ­σα στή φύ­ση. Ὁ Παρ­με­νί­δης ἀ­πο­δέ­χε­ται τή μο­να­δι­κό­τη­τα, τήν ἑ­νό­τη­τα καί τήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τοῦ ἠ­ρα­κλει­τι­κο­ῦ Ὄν­τος, ἀ­δυ­να­τεῖ ὅ­μως νά κα­τα­νο­ή­σει τήν κι­νη­τι­κό­τη­τα καί τή με­τα­βλη­τό­τη­τά του. Ἔτ­σι ὁ Παρ­με­νί­δης ὁ­ρί­ζει τό Ὄν ὡς ἀ­γέ­νη­τον, ἀ­νώ­λε­θρον, οὖλον, μου­νο­γε­νές, ἀ­τρε­μές, ὁ­μοῦϋ πᾶν, ἕν, συ­νε­χές, τε­τε­λε­σμέ­νον, ὁ­μοῖϊ­ον, ἔμ­πλε­ον, ἀ­κί­νη­τον, ἄ­ναρ­χον, ἀ­παυ­τόν, ταυ­τόν, ἔμ­πε­δον, ἴ­σον, ἰ­σο­πα­λές. Μέ μι­ά ἀρ­χέ­γο­νη συλ­λο­γι­στι­κή ὁ Παρ­με­νί­δης ἀ­πο­κλεί­ει τήν ἀρ­χή καί τό τέ­λος, τή γέ­νε­ση καί τό θά­να­το, τήν αὔ­ξη­ση καί τή φθο­ρά, τήν κί­νη­ση καί τή με­τα­βο­λή, τή δι­αι­ρε­τό­τη­τα καί τήν ἀ­συ­νέ­χει­α τοῦ ὄν­τος. Ἀ­πό αὐ­τή τή θέ­ση ὁ Παρ­με­νί­δης ἐ­ξη­γεῖ τόν φυ­σι­κό κό­σμο σάν φαι­νο­με­νι­κό, καί στή συ­νέ­χει­α ἐκ­θέ­τει τή δι­κή του φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α, πού βά­ζει σάν κο­σμο­λο­γι­κές ἀρ­χές τό φῶς καί τή νύχ­τα.

Τό Ὄν τοῦ Παρ­με­νί­δη, στή σύλ­λη­ψή του γε­νι­κά σάν ἔν­νοι­α ὑ­περ­βα­τι­κῆς ἀρ­χῆς, ἔ­χει ρί­ζες στή γε­νι­κό­τε­ρη μυ­στι­κι­στι­κή, θε­ο­κρα­τι­κή καί δαι­μο­νοκρα­τι­κή, μο­ναρ­χι­κή καί ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κή, ὅ­πως καί στή μο­νι­στι­κή πα­ρά­δο­ση· ἀ­κό­μα στόν ἀν­τι­μυ­θι­κό καί ἀν­τι­λα­τρει­α­κό θε­ό τοῦ Ξε­νο­φά­νη καί στό σο­φόν τοῦ Ἠ­ρά­κλει­του, πού εἶ­ναι ὑ­πε­ρεμ­πει­ρι­κά, ὄ­χι ὁ­μως ἀ­κό­μα καί ὑ­περ­βα­τι­κά, πάν­των κε­χω­ρι­σμέ­νον. Στά εἰ­δι­κά γνω­ρί­σμα­τά του τό Ὄν τοῦ Παρ­με­νί­δη κα­τά­γε­ται, ὡς πε­ρι­γρα­φό­με­νο μέ ἔν­νοι­ες χώ­ρου, χρό­νου, ὄγ­κου, δο­μῆς, ἀ­πό τήν Ἰωνική φυ­σι­κή· ὡς τέ­λει­ο σφαι­ρι­κό σχῆ­μα, ὁ­μοι­ό­μορ­φο, ὅμοι­ον, ἴ­σον, ἰ­σο­πα­λές, τε­τε­λε­σμέ­νον, συ­νε­χές, ἔμ­πλε­ον, ἀ­πό τους Πυ­θα­γο­ρεί­ους· ὡς ἐν, μου­νο­γε­νές καί ἀ­νώ­λε­θρον, ἀ­πό τους ὑ­λο­ζω­ι­στές, μέ τήν ἀ­νώλε­θρον, ἑ­νι­αί­α ὕ­λο­ζω­ι­στι­κη οὐ­σί­α· ὡς ἄ­ναρ­χον, ἀ­παυ­τόν, ἀ­γέ­νη­τον, ἀ­νώ­λε­θρον, οὖ­λον καί ταὐ­τόν, ἀ­πό τόν ἡ­ρα­κλει­τι­κο κό­σμο καί τό ἀλ­λοι­ού­με­νο πῦρ· ὡς ἐν, οὖλον, ἀ­κί­νη­τον καί ἔμ­πε­δον, ἀ­πό τόν ξε­νο­φα­νι­κό θε­ό, τόν ἕ­να καί μέ­γι­στον, πού ἐ­νερ­γεῖ οὖ­λος καί πού αἰ­εί ἐν ταυ­τῷ μί­μνει κι­νεύ­με­νος οὐ­δέν. Στήν κα­θα­ρή φυ­σι­κή θε­ω­ρί­α τοῦ ὁ Παρ­με­νί­δης, βά­ζον­τας ἀρ­χές τοῦ κό­σμου τό φῶς καί τή νύχ­τα, συν­δέ­ε­ται τό­σο μέ τήν πυ­ρο­κρα­τι­κή κο­σμο­λο­γί­α τοῦ Ἡράκλειτου (φά­ος - φω­τι­ά) ὁ­σο καί μέ τίς φω­το­γο­νι­κές καί σκοτο­γο­νι­κές πα­ρα­στά­σεις τῶν ­Ὀρ­φι­κῶν (φά­ος - Φά­νης, κο­σμο­γο­νι­κός θε­ός, καί νύξ - Νύξ, κο­σμο­γο­νι­κή θε­ά).

Οἱ μα­θη­τές τοῦ Παρ­με­νί­δη, ὁ Ζή­νων ὁ Ἐ­λε­ά­της (πε­ρί­που 490 - 430) καί ὁ Μέ­λισ­σος ὁ Σά­μι­ος (ἀ­κμή πε­ρί­που 440), ὑ­πε­ρα­σπί­στη­καν τή θε­ω­ρί­α τοῦ δα­σκά­λου τους στήν ἐ­πι­μέ­ρους προ­βλη­μα­τι­κή της, ἀ­να­πτύσ­σον­τας κυ­ρί­ως τήν ἀρ­χέ­γο­νη συλ­λο­γι­στι­κή του, πού ἐ­πι­χει­ροῦ­σε νά κα­τα­δεί­ξει λο­γι­κά ἀ­δύ­να­τη τήν ἀρ­χή καί τό τέ­λος, τή γέ­νε­ση καί τό θά­να­το, τήν αὔ­ξη­ση καί τή φθο­ρά, τήν κί­νη­ση καί τή με­τα­βο­λή, τή δι­αι­ρε­τό­τη­τα καί τήν ἀ­συ­νέ­χει­α τοῦ Ὄντος. Ὁ Ζή­νων ἐ­πι­νό­η­σε γι’ αὐ­τό τό σκο­πό τήν ἔμ­με­ση ἀ­πό­δει­ξη, φα­νε­ρώ­νον­τας τά πα­ρά­δο­ξα σάν ἐ­πα­κό­λου­θά της ἐν­δε­χό­με­νης ἀ­πο­δο­χῆς τοῦ ὅ­τι τό Ὄν δέν εἶ­ναι ἕ­να, δέν εἶ­ναι ἀ­κί­νη­το κτλ. Αὐτή ὁ­μως ἡ ἐ­πέ­ξερ­γασί­α τοῦ παρ­με­νι­δι­κο­ῦ προ­βλη­μα­τι­σμοῦ ἐ­πέ­φε­ρε καί κά­ποι­α τρο­πο­ποί­η­ση τῆς ἔν­νοι­ας τοῦ Ὄντος, ὅ­πως αὐτή εἶ­χε δι­α­τυ­πω­θεῖ ἀ­πό τόν ἀρ­χη­γό της Ἐ­λε­α­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ἔτσι ὁ Ζή­νων μέ τήν ἐ­π’ ἄ­πει­ρον το­μήν πα­ρα­με­ρί­ζει τό οὐ­δέ δι­αι­ρε­τόν καί ὁ Μέ­λισ­σος, προ­σθέ­τον­τας στό Ὄν τά γνω­ρί­σμα­τα τοῦ ἄ­πει­ρου καί τοῦ ἀ­σώ­μα­του, ἐγ­κα­τα­λεί­πει τό τε­τε­λε­σμέ­νον ἑ­νός ἀ­παρ­τι­σμέ­νου καί συμ­με­τρι­κο­ϋ ὄγκου. Μέ τά πρό­σθε­τα γνω­ρί­σμα­τά του τό Ἐλεατικό Ὄν κα­ταν­τᾶ ἀ­κό­μα πι­ό ὑ­περ­βα­τι­κό.

Ἡ Ἐλεατική θε­ω­ρί­α προ­κά­λε­σε πολ­λα­πλές ἀν­τι­δρά­σεις σέ δι­α­φο­ρε­τι­κά πε­δί­α ἔ­ρευ­νας, πού ἀ­πό τό­τε ἀ­κρι­βῶς αὐ­το­νο­μή­θη­καν καί ἐ­ξε­λί­χθη­καν σέ εἰ­δι­κούς κλά­δους τῆς φι­λο­σο­φί­ας καί τῆς ἐ­πι­στή­μης: στό γνω­σι­ο­θε­ω­ρη­τι­κό καί τό λο­γι­κό, στό ὀν­το­λο­γι­κό καί τό με­τα­φυ­σι­κό, στό φυ­σι­κό καί τό μα­θη­μα­τι­κό. Ση­μει­ώ­σα­με ἡ­δη ὅτι μέ τόν Ἡράκλειτο ἄ­νοι­γε ὁ δρό­μος γι­ά νά με­λε­τη­θοῦν ἡ ταυ­τό­τη­τα καί ἡ ἑ­τε­ρό­τη­τα, ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος, ἡ κί­νη­ση καί ἡ σχέ­ση, τό συ­νε­χές καί ἡ δι­αι­ρε­τό­τη­τα τῆς ὕ­λης. Ἡ Ἐλεατική θέ­ση, πέ­ρα ἀ­πό τήν ἀ­πο­δο­χή ἡ τήν ἄρ­νη­ση, πού θά μπο­ροῦ­σε νά προ­κα­λέ­σει μέ τόν ὑ­περ­βα­τι­σμό της, ἔ­φε­ρε στήν ἐ­πι­φά­νει­α ὅ­λα αὐ­τά τά εἰ­δι­κά προ­βλή­μα­τα, ὄ­ξυ­νε τή φύ­ση τους στό ἔ­πα­κρο καί ἔ­κα­νε ἐ­πι­τα­κτι­κή τή­να­ναγ­κη γι­ά ἀν­ταπό­κρι­ση σ’ αὐ­τά, ἄν ἡ ἑλ­λη­νι­κή σκέ­ψη, φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἡ ὑ­περ­βα­τι­κή, δέν ἡ­θε­λε νά ὑ­πο­χω­ρή­σει στό μύ­θο. Ὁ δι­ά­λο­γος πού ἀ­κο­λού­θη­σε, κο­ρύ­φω­σε τή σύγ­κρου­ση τοῦ δω­ρι­κοῦ μέ τό ἰ­ω­νι­κό πνε­ῦμα, καί ἡ γι­γαν­το­μα­χί­α πε­ρί τῆς οὐ­σί­ας δέν ἦ­ταν πα­ρά μι­ά φά­ση τοῦ ἐμ­φύ­λι­ου σπα­ραγ­μοῦ, πού πῆ­ρε τό Ὄνο­μα τοῦ Πε­λο­πον­νη­σι­α­κο­ῦ πο­λέ­μου.

Στό πε­δί­ο τῆς γνω­σι­ο­λο­γί­ας καί τῆς λο­γι­κῆς πρῶ­τος ἀ­πό τήν πλευ­ρά τῆς Σο­φι­στι­κῆς ἐγ­και­νι­ά­ζει τόν ἀν­τί­λο­γο στήν Ἐ­λε­α­τι­κή θε­ω­ρί­α ὁ Γορ­γί­ας (483 - 376). Αὐτός στό ἔρ­γο τοῦ Μέ­λισ­σου Περί φύ­σε­ως ἡ πε­ρί τοῦ ὅντος ἀ­παν­ταᾶ μέ τό ἔρ­γο του Πε­ρί τοῦ μή ὄντος ἤ πε­ρί φύσεωις, πού βέ­βαι­α ἀ­πευ­θύνε­ται ἄ­με­σα στόν Μέ­λισ­σο, ἀλ­λά ἔμ­με­σα ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τήν Ἐ­λε­α­τι­κή φι­λο­σο­φί­α στό σύ­νο­λό της. Ὁ Γορ­γί­ας το­πο­θε­τεῖ κα­θε­μι­ά ἀ­πό τίς θέ­σεις τῆς Ἐλεατικῆς φι­λο­σο­φί­ας πά­νω στό τρι­α­δι­κό δυ­νη­τι­κό σχῆ­μα θέ­ση - ἄρ­ση - σύν­θε­ση καί, χρη­σι­μο­ποι­ών­τας τήν ἴδι­α συλ­λο­γι­στι­κή πού οἱ Ἐ­λε­ά­τες εἰση­γή­θη­καν, ἀν­τι­στρέ­φει τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τά τους καί κα­τα­λή­γει στό γε­νι­κό συμ­πέ­ρα­σμα ὅ­τι τό Ὄν οὔ­τε ὑ­πάρ­χει οὔ­τε νο­εῖ­ται οὔ­τε ἀ­να­κοι­νώ­νε­ται, γι­α­τί αὐτό πού ἀ­να­κοι­νώ­νο­με εἶ­ναι λό­γι­α, δέν εἶ­ναι τό ὄν.

Στό πε­δί­ο τῆς Φυ­σι­κῆς, πρίν ἀ­πό τή φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἐλεατικῆς ὀν­το­λο­γί­ας ἀ­πό τους Ἀτομικούς, ἐκ­δη­λώ­θη­καν τά­σεις συγ­κε­ρα­σμο­ῦ τοῦ δω­ρι­κο­ῦ καί τοῦ ἰ­ω­νι­κο­ῦ πνεύ­μα­τος καί τά­σεις ἐμ­μο­νῆς στήν ὑ­λο­ζω­ιστι­κή ὀρ­θο­δο­ξί­α. Ἡ ἀ­κραί­α θέ­ση τοῦ Παρ­με­νί­δη, ὅτι ὁ φυ­σι­κός κό­σμος εἶ­ναι μό­νο βρο­τῶν δό­ξαι, δη­λα­δή οὔ­τε κάν, ἐ­πι­τέ­λους, ὄψις ἀ­δή­λων, μο­λο­νό­τι αἰ­τι­ο­λο­γη­μέ­νη ἀ­πό τήν ἀ­νε­πάρ­κει­α τῶν αἰ­σθή­σε­ων καί τό ἀ­νε­ξή­γη­το τοῦ με­τα­βο­λι­σμοῦ τῆς ἐμ­πει­ρι­κά καί λο­γι­κά δε­δο­μέ­νης οὐ­σί­ας, δέν εἶ­χε ἀ­πο­δο­χή σέ κα­μι­ά ἀ­πό τίς τά­σεις πού ἐκ­δη­λώ­θη­καν ὡς ἀν­τι­δρά­σεις, θε­τι­κές ἡ ἀρ­νη­τι­κές, στήν Ἐλεατική φι­λο­σο­φί­α, ἀ­κό­μα οὔτε στήν πι­ό ἀ­κραί­α πνευμα­το­κρα­τι­κή, τήν πλα­τω­νι­κή. Αὐτό ἀ­κρι­βῶς ἔ­κα­νε ἐ­πι­τα­κτι­κό­τε­ρη τήν ἀ­νάγ­κη νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κά ὁ κό­σμος τοῦ γί­γνε­σθαι, ἀ­κρι­βέ­στε­ρα τό ἴδι­ο τό γί­γνε­σθαι, τά φυ­σι­κά μορ­φώ­μα­τα καί ἡ γε­νε­σι­ουρ­γός αἰ­τί­α τους, ἡ σύν­θε­ση καί ἡ δι­ά­λυ­ση, ἡ αὔ­ξη­ση καί ἡ φθο­ρά, ἡ κί­νη­ση καί κά­θε με­τα­βο­λή.

Ἀ­πό τόν δω­ρι­κό κό­σμο ὁ Ἐμ­πε­δο­κλής ὁ Ἀ­κρα­γαν­τί­νος (492 - 432), κο­σμο­λό­γος μέ ἔκ­φρα­ση φυ­σι­κή καί μυ­στι­κή, ἐ­πι­χει­ρεῖ πρῶ­τος ἕ­να συγ­κε­ρα­σμό, προ­ε­κτεί­νον­τας τόν κο­σμο­λο­γι­κό πλου­ρα­λι­σμό τοῦ Παρ­με­νί­δη καί στό ὀν­το­λο­γι­κό πε­δί­ο. Αὐτό τό ἐγ­χεί­ρη­μα, πού κρα­τι­έ­ται γε­ρά ἀ­πό τήν ἑ­δραι­ω­μέ­νη πλου­ρα­λι­στι­κή συ­νεί­δη­ση τῆς δη­μο­κρα­τι­κῆς ἐ­πο­χῆς τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ, ἔ­χει κα­τα­λυ­τι­κές συ­νέ­πει­ες καί γι­ά τά δυ­ό ἀν­τί­πα­λα στρα­τό­πε­δα καί ἐ­πι­φέ­ρει ἀ­με­τά­κλη­τα καί γε­νι­κά καί γι­ά τά δυ­ό, καί στό πε­δί­ο τῆς Φυ­σι­κῆς καί στό πε­δί­ο τῆς ­Ὀν­το­λο­γί­ας, τήν ὁ­ρι­στι­κή ἔκ­πτω­ση τοῦ μο­νι­σμοῦ, πού εἶ­χε τό πρό­τυ­πό του στό ἀ­πο­λυ­ταρ­χι­κό πα­ρελ­θόν. Γι­ά τόν Ἐμ­πε­δο­κλῆ τό σύμ­παν συν­τί­θε­ται καί ἀ­πο­συν­τί­θε­ται ἀ­πό τέσ­σε­ρις, αἰ­ώ­νι­ες καί ἀ­με­τά­βλητες, οὐ­σί­ες, πού τίς κα­τευ­θύ­νουν δυ­ό ἀ­κα­τά­λυ­τες δυ­νά­μεις: οἱ οὐ­σί­ες εἶ­ναι τό Νε­ρό, ὁ Ἀέρας, ἡ Γῆ, ἡ Φω­τι­ά· οἱ δυ­νά­μεις εἶ­ναι ἡ Ἀγάπη καί τό Μί­σος, ἡ ἕλ­ξη καί ἡ ἀ­πώ­θη­ση, θά λέ­γα­με σή­με­ρα. Εὐ­δι­ά­κρι­τα ἐ­δῶ τό Νε­ρό τοῦ Θα­λῆ, ὁ Ἀέρας τοῦ Ἀ­να­ξι­μέ­νη, ἡ Γῆ τοῦ Ξε­νο­φά­νη, ἡ Φω­τι­ά τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του. Ἡ Ἀγάπη καί τό Μί­σος βγαί­νουν ἀ­πό τό συμ­φε­ρό­με­νον δι­α­φε­ρό­με­νον ἡ τόν πό­λε­μο καί τήν εἰ­ρή­νη τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του. Τό σύμ­παν τοῦ Ἐμπεδοκλῆ εἶ­ναι ἀ­κί­νη­το στό σύ­νο­λό του, κα­τά τό ἐ­λε­α­τι­κό πρό­τυ­πο, καί κι­νού­με­νο στά μέ­ρη του, κα­τά τό ἡ­ρα­κλει­τι­κό πρό­τυ­πο. Ἡ θέ­ση τοῦ Ἐμπεδοκλῆ ἀ­κί­νη­τοι κα­τά κύ­κλον, 17, 14, εἶ­χε ἔ­ρει­σμα στό ἀ­ξί­ω­μα τοῦ Ἡ­ρά­κλει­του, 34, ξυ­νόν ἀρ­χή καί πέ­ρας ἐ­πί κύ­κλου, ἀ­ξί­ω­μα πού εἶ­χε γί­νει δε­κτό, χω­ρίς ἐ­πι­φύ­λα­ξη, καί ἀ­πό τόν Ἀλ­κμαί­ω­να, 2 καί ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη, 5. Θε­σπί­ζον­τας ὁ Ἐμ­πε­δο­κλής οὐ­σί­ες καί δυ­νά­μεις, χώ­ρι­σε τό φυ­σι­κό στοι­χεῖ­ο ἀ­πό τήν κί­νη­ση καί ἔτ­σι πα­ρερ­μή­νευ­σε τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή οὐ­σί­α, πού ἦ­ταν ἀ­εί­ζω­ον, ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γει­α μα­ζί. Μέ προ­η­γού­με­να τά ἀν­τι­θε­τι­κά ζεύ­γη τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων ἀ­πό τή μι­ά, τό εἶ­ναι καί φαί­νε­σθ­αι τῶν Ἐ­λε­α­τῶν ἀ­πό τήν ἄλ­λη, ὁ Ἐμπεδοκλής, προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νος ἀ­πό τή δαι­μο­νο­κρα­τί­α, εἰ­δι­κά τοῦ ὀρ­φι­κοπυ­θα­γο­ρι­κοῦ κύ­κλου, ἐ­πι­νο­εῖ τήν ἐ­πέμ­βα­ση τῆς ἐ­νέρ­γει­ας πά­νω στήν ὕλη μέ πρό­τυ­πο τό σῶ­μα τό κα­τε­χό­με­νο καί κα­τευ­θυ­νό­με­νο ἀ­πό τό δαί­μο­να. Αὐτό ἄ­νοι­ξε τό δρό­μο σέ κά­θε ἰ­δε­ο­κρα­τι­κή θε­ω­ρί­α ὡς τίς μέ­ρες μας. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν πρώ­τη “αὐ­θαι­ρε­σί­α” εἰς βά­ρος τῆ­ς ­Ἰ­ω­νι­κῆς φυ­σι­κῆς, ἀ­πό τόν Παρ­με­νί­δη, ἡ δεύ­τε­ρη ἀ­πό τόν Ἐμ­πε­δο­κλῆ: ὁ Παρ­με­νί­δης, πα­ρερ­μη­νεύ­ον­τας τήν ἡ­ρα­κλει­τι­κη δι­ά­κρι­ση μέ­ρους καί ὅ­λου, δι­έ­σπα­σε τήν ἑ­νι­αί­α ὕ­λο­ζω­ι­στι­κη οὐ­σί­α σέ Ὄν καί φαι­νό­με­να· ὁ Ἐμπεδοκλής, προ­σπα­θών­τας νά γε­φυ­ρώ­σει τό χά­σμα ἀ­νά­με­σα στό Ὄν καί στά φαι­νό­με­να, δι­έ­σπα­σε γι­ά δεύ­τε­ρη φο­ρά τήν ὑ­λο­ζω­ι­στι­κή οὐ­σί­α σέ ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γει­α. Ἀλλά τό νε­κρό φυ­σι­κό στοι­χεῖ­ο ἦ­ταν κα­θα­ρή ἐ­πι­νό­η­ση, ἔ­στω καί δι­και­ο­λογ­ημ­έ­νη ἀ­πό τήν ἀ­δυ­να­μί­α νά ἐ­ξη­γη­θεῖ ὁ με­τα­βο­λι­σμός τῆς οὐ­σί­ας· κι αὐτό γι­α­τί κα­νείς, ἀ­πό­λυ­τα κα­νείς, ὄχι μό­νο ὑ­λο­ζω­ι­στής ἀλ­λά καί ποι­η­τής θε­ο­γο­νί­ας, δέν εἶ­χε πο­τέ φαν­τα­στεῖ φυ­σι­κό σῶ­μα στε­ρη­μέ­νο ἀ­πό ἐ­νέρ­γει­α ἡ ἐ­νέρ­γει­α ἔ­ξω ἀ­πό φυ­σι­κό σῶ­μα, ἀ­φοῦ καί οἱ θε­οί ἦ­ταν σω­μα­τι­κοί!

Ἀ­πό τόν ἰ­ω­νι­κό κό­σμο ὁ Ἀ­να­ξα­γό­ρας ὁ Κλα­ζο­μέ­νι­ος (πε­ρί­που 500-428), προ­σπα­θών­τας νά ἐ­πι­τύ­χει τό συγ­κε­ρα­σμό τῆς Φυ­σι­κῆς μέ τήν ­Ὀν­το­λο­γί­α, σκέφ­τη­κε ὄ­χι πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κά ἀ­πό τόν Ἐμ­πε­δο­κλῆ. Ἔχοντας προ­η­γού­με­να τήν ἔν­νοι­α τοῦ Ξε­νο­φά­νη γι­ά τό θε­ό, πού νό­ου φρε­νί πάν­τα κρα­δαί­νει, 21, τήν γνώ­μην τοῦ Ἡράκλειτου, 85, ὁτέ­η ἐ­κυ­βέρ­νη­σε πάν­τα δι­ά πάν­των καί τήν ἱ­ε­ρήν φρῆ­να τοῦ Ἐμπεδοκλῆ, 134, 4, ὁ Ἀναξαγόρας ὑ­πέ­θε­σε ὡς αἴ­τι­ο γι­ά τήν κί­νη­ση τό Νο­ῦ, οὐ­σί­α ἐν­τε­λῶς ξε­χω­ρι­στή ἀ­πό τά συ­στα­τι­κά της ὕλης, πού εἶ­ναι ὁ­μοῦ πάν­τα. Ἔτ­σι ὅ­μως ὁ Ἀναξαγόρας ἔ­δω­σε συ­νέ­χει­α στή δι­ά­σπα­ση τῆς οὐ­σί­ας σέ ὕλη καί ἐ­νέρ­γει­α

Ἐπιστροφή στόν ὀρ­θό­δο­ξο ὑ­λο­ζω­ι­σμό δι­δά­σκει ὁ Δι­ο­γέ­νης ὁ Ἀ­πολ­λωνι­ά­της, ἀ­να­τρέ­χον­τας στόν Ἀ­να­ξι­μέ­νη καί ἀ­να­νε­ώ­νον­τας τή θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀέρα: Καί μοί δο­κεῖ τό τήν νό­η­σιν ἔ­χον εἶ­ναι ὁ ἀ­ήρ κα­λού­με­νος ὑ­πό τῶν ἀν­θρώ­πων, καί ὑ­πό τοῦ­τον πάν­τα καί κυβερ­νᾶ­σθαι καί πάν­των κρα­τεῖν αὐτό γάρ μοί τοῦ­το θε­ός δο­κεῖ εἶ­ναι καί ἐ­πί πᾶν ἀ­φῖ­χθαι καί πάν­τα δι­α­τι­θέναι καί ἐν παν­τί ἐ­νεῖ­ναι, 5. Ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ Ἀέρα, ὅ­πως εἶ­ναι δι­α­τυ­πω­μέ­νη ἀ­πό τόν Δι­ο­γέ­νη, ἄν καί ἔ­χει ἐ­νι­σχύ­σει τήν ἀ­να­ξι­με­νι­κή ἔν­νοι­α μέ γνω­ρί­σμα­τα ξε­νο­φα­νι­κά, ἡ­ρα­κλει­τι­κα, ἐ­λε­α­τι­κά καί ἀ­να­ξα­γο­ρι­κά, προ­δί­δει ὁ­πισθο­δρό­μη­ση στίς πι­ό ἁ­πλο­ϊ­κές συλ­λή­ψεις, πού κά­τω ἀ­πό τή νέ­α προ­βλη­μα­τι­κή φαί­νον­ται σχε­δόν μυ­θι­κές καί φα­νε­ρώ­νουν τό μά­ται­ό της ἐμ­μο­νῆς στόν ὑ­λο­ζω­ι­σμό. Ὅ­μως ἡ θέ­ση τοῦ Δι­ο­γέ­νη πε­ρι­έ­χει τοῦ­το τό θε­με­λι­α­κά αὐ­θεν­τι­κό γι­ά τήν ἱ­στο­ρι­κή δι­καί­ω­ση τοῦ ὑ­λο­ζω­ι­σμο­ῦ: ἀρ­νεῖϊ­ται σάν αὐ­θαι­ρε­σί­α τή δι­ά­σπα­ση τῆς ὑ­λο­ζω­ι­στι­κῆς οὐ­σί­ας σέ ὕλη καί ἐ­νέρ­γει­α.

Στό πε­δί­ο τῆς Φυ­σι­κῆς οἱ Ἀτομικοί ἀ­νέ­λα­βαν τόν πραγ­μα­τι­κό ἀν­τί­λο­γο μέ τήν Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α, ὅ­πως στό πε­δί­ο τῆς γνω­σι­ο­θε­ω­ρί­ας καί τῆς λο­γι­κῆς τόν εἶ­χαν ἀ­να­λά­βει οἱ Σο­φι­στές. Οἱ Ἀτομικοί εἶ­δαν ἔγ­και­ρα ὁ­τι ἀ­πό τή δι­α­μά­χη τῆς Ἐλεατικῆς ὀν­το­λο­γί­ας μέ τήν Ἰωνική φυ­σι­κή εἶ­χαν βγεῖ στήν ἐ­πι­φά­νει­α γνή­σι­α καί κεν­τρι­κά προ­βλή­μα­τα οὐ­σί­ας, πού δέν μπο­ροῦ­σε νά τά ἐ­πι­λύ­σει πι­ά ἡ ρο­μαν­τι­κή ἐμ­μο­νή στόν ὑ­λο­ζω­ι­σμό. Ἔτ­σι οἱ Ἀτομικοί μα­θή­τε­ψαν στούς Ἐ­λε­ά­τες καί ἔ­μα­θαν νά τούς ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν μέ ὅ­πλα ἐ­λε­α­τι­κά. Ὁ Λεύ­κιπ­πος (ἀ­κμή πε­ρί­που 430) καί ὁ Δη­μο­κρι­τος (πε­ρί­που 460-370), δά­σκα­λος καί μα­θη­τής, φί­λοι καί συ­νερ­γά­τες, δέχ­τη­καν τό ἐ­λε­α­τι­κό δόγ­μα ὅ­τι τό Ὄν εἶ­ναι ἀ­γέν­νη­το καί ἄ­φθαρ­το, θέ­ση πού, ἐ­πι­τέ­λους, εἶ­χε τήν κα­τα­γω­γή της στό ἡ­ρα­κλει­τι­κο ἦν ἀ­εί καί ἔ­στιν καί ἔ­σται, 51· δέν δέχ­τη­καν ὅ­μως ὅ­τι τό Ὄν εἶ­ναι καί ἀ­κί­νη­το καί ἀ­δι­αί­ρε­το. Οἱ Ἐ­λε­ά­τες εἶ­χαν ἀρ­νη­θεῖ τή δυ­να­τό­τη­τα νά κι­νεῖ­ται καί νά δι­αι­ρεῖ­ται τό Ὄν, ἐ­πει­δή γι­’­αὐ­τούς ἐ­κτός ἀ­πό τό Ὄν δέν ὑ­πῆρ­χε τί­πο­τ’ ἄλ­λο. Οἱ Ἀ­το­μι­κοί πα­ρα­τή­ρη­σαν ὁ­τι μέ αὐτό τόν τρό­πο οἱ Ἐ­λε­ά­τες εἶ­χαν ἀρ­νη­θεῖ καί τήν ὕ­παρ­ξη τοῦ κε­νο­ῦ, πού τό ταύ­τι­ζαν μέ τό μή ὄν. Ἀλλά τό κε­νόν, τό μή ὄν, ἀ­πέ­ναν­τι στό πλῆ­ρες, στό ὄν, μπο­ρε­ῖ νά τό λέ­με μή ὄν, εἶ­ναι ὅμως τό­σο πραγ­μα­τι­κό ὅσο καί τό ὄν. Μέ ἄλ­λα λό­γι­α ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ κε­νοῦ χώ­ρου ἔ­πρε­πε νά θε­ω­ρεῖ­ται τό­σο βέ­βαι­η δσό καί ἡ ὕ­παρ­ξη τοῦ ὄντος. Αὐτό ἦ­ταν τό πρῶ­το βῆ­μα γι­ά φυ­σι­ο­κρα­τι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἐ­λε­α­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας. Στή συ­νέ­χει­α οἱ Ἀτομικοί ἀν­τι­με­τώ­πι­σαν τή θέ­ση τοῦ Ζή­νω­να γι­ά τήν ἐ­π’ ἄ­πει­ρον το­μήν καί ἔφ­τα­σαν στήν ἔν­νοι­α τοῦ Ἀτόμου, δη­λα­δή τοῦ ἄ­τμη­του μο­ρί­ου ὕ­λης. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό αὐ­τά οἱ Ἀτομικοί δέν δυ­σκο­λεύ­τη­καν νά ἀ­πο­δώ­σουν στό ἄ­το­μο τά γνω­ρί­σμα­τα πού ὁ Παρ­με­νί­δης εἶ­χε δώ­σει στό ὄν: ἀ­γέν­νη­το, ἀ­κα­τά­λυ­το, ἀ­με­τά­βλη­το, ἁ­πλό καί μέ ὁ­ρι­σμέ­να ὅρι­α. Αὐτό ὁ­μως σή­μαι­νε ὅτι τό ἄ­το­μο εἶ­χε μό­νο ὄγκο, ὄχι ἄλ­λη ἰ­δι­ό­τη­τα. Ἔτ­σι, μέ βά­ση τήν Ἐλεατική ὀν­το­λο­γί­α, οἱ Ἀτομικοί ἔφ­τα­σαν στήν ἔν­νοι­α τῆς ἀ­ποί­ου ὕλης καί ἐ­ξή­γη­σαν τίς ποι­ό­τη­τες ἀ­πό τούς τρό­πους συμ­πλο­κῆς τῶν ἀ­τό­μων κα­τά τή σύν­θε­ση τῶν σω­μά­των. Ἡ θε­τι­κι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς ἐ­λε­α­τι­κῆς ὀν­το­λο­γί­ας εἶ­χε συμ­πλη­ρω­θεῖ.

Ἡ Ἐλεατική φι­λο­σο­φί­α εἶ­χε ἀν­τα­πο­κρι­θεῖ ἀ­πό ἱ­στο­ρι­κή ἄ­πο­ψη ἔγ­και­ρα στήν ἀ­νάγ­κη νά ἐ­ξη­γη­θε­ῖ τό γί­γνε­σθαι, σέ ἀ­να­φο­ρά πρός τό εἶ­ναι. Μέ τήν προ­σπά­θει­ά της νά κα­τα­νο­ή­σει αὐτή τή σχέ­ση, ἔ­φε­ρε στήν ἐ­πι­φά­νει­α καί ἐγ­και­νί­α­σε ἡ ἴ­δι­α πλῆ­θος γνή­σι­α προ­βλή­μα­τα τῆς Φυ­σι­κῆς. Θέ­λον­τας ὅμως νά δώ­σει κά­ποι­α ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κή ἀ­πάν­τη­ση στό ἐμ­πει­ρι­κά ἀ­πρό­σι­το θέ­μα τοῦ με­τα­βο­λι­σμοῦ τῆς οὐ­σί­ας, χώ­ρι­σε τόν ἑ­νι­αῖ­ο κό­σμο σέ πραγ­μα­τι­κό καί φαι­νο­με­νι­κό. Ἔτ­σι εὐ­θύ­νε­ται ἱ­στο­ρι­κά γι­ά τή δι­ά­σπα­ση τῆς ὑ­λο­ζω­ι­στι­κης οὐ­σί­ας σέ ὕ­λη καί ἐ­νέρ­γει­α καί, στήν προ­έ­κτα­ση, γι­ά τή γέ­νε­ση τῆς πνευ­μα­το­κρα­τί­ας καί τοῦ ὑ­λι­σμο­ῦ. Μέ τή θε­τι­κι­στι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς Ἐ­λε­α­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας ἀ­πό τούς Ἀτομικούς, τό χά­σμα ἀ­νά­με­σα στήν πνευ­μα­το­κρα­τί­α καί τόν ὑ­λι­σμό ἡ ἀ­νά­με­σα στόν ὑ­περ­βα­τι­σμό καί τή φυ­σι­ο­κρα­τί­α ἔ­γι­νε ὁ­ρι­στι­κά ἀ­γε­φύ­ρω­το καί ξε­πέ­ρα­σε τά ὅρι­α τῆς Προ­σω­κρα­τι­κῆς φι­λο­σο­φί­ας. Ὁ “ἐ­θνι­κός δι­χα­σμός” μπῆ­κε σέ νέ­α φά­ση στήν Ἀττική φι­λο­σο­φί­α, ὅταν οἱ Ἐ­λε­ά­τες πο­λι­το­γρα­φή­θη­καν στό κρά­τος τῶν ἰ­δε­ῶν καί ὁ ἀρ­χη­γός τους ἔ­γι­νε γι­ά τόν Πλά­τω­να ὁ πα­τήρ ἠ­μῶν Παρ­με­νί­δης καί ὁ Παρ­με­νί­δης ὁ μέ­γας.



 Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην περιοδική έκδοση
του Κέντρου Φιλοσοφικών Ερευνών
"ΔΕΥΚΑΛΙΩΝ" (τεύχος 33/34)

πηγή: ekivolos.gr


ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ - Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΔΟΞΑΣΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΥ ΝΟΥ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για παρμενίδης

Οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι της εποχής, ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης, θα υποδείξουν μια άλλη προσέγγιση. Συνήθως θεωρούμε ότι εκπροσωπούν αντίθετους πόλους στη φιλοσοφία: ο Ηράκλειτος είναι ο φιλόσοφος της αέναης αλλαγής και ο Παρμενίδης της απόλυτης ακινησίας. Και όμως η αφετηρία της σκέψης τους είναι κοινή. Και για τους δύο η φιλοσοφία είναι άρνηση του κοινού νου. Στις διαδεδομένες πεποιθήσεις των ανθρώπων, στις θρησκευτικές τους πρακτικές, ακόμη και στις απλές εικόνες που σχηματίζουν για τον κόσμο, δεν υπάρχει η παραμικρή δόση αλήθειας. Ο φιλόσοφος δεν θα κολακέψει ποτέ το πλήθος, δεν θα επιδιώξει να το προσεταιριστεί. Για να το αποσπάσει από τις βεβαιότητές του δεν θα διστάσει να κατακρίνει ανοιχτά τις συνήθειες, τις αξίες και τις αντιλήψεις του.
«Θέλουν να καθαρθούν και μολύνονται με άλλο αίμα […] και μπροστά σ αυτά τα αγάλματα προσεύχονται, όπως θα φλυαρούσε κανείς στο σπίτι του χωρίς να ξέρει τι είναι οι θεοί και τι οι ήρωες.» Ηράκλειτος, απόσπ. 5
«Οι άνθρωποι δεν ξέρουν τι κάνουν όταν είναι ξύπνιοι, όπως ξεχνούν όσα κάνουν κοιμισμένοι.» Ηράκλειτος, απόσπ. 1
«Οι πολλοί δεν βασανίζουν το μυαλό τους με αυτά που τους τυχαίνουν, ούτε κι αν τα μάθουν τα καταλαβαίνουν, αλλά νομίζει ο καθένας ότι κάτι ξέρει.» Ηράκλειτος, απόσπ. 17
«Γιατί σε κρατώ μακριά […] και από εκείνο τον δρόμο,
όπου οι θνητοί αδαείς περιφέρονται,
δικέφαλοι· γιατί η αδυναμία μες στο στήθος τους
κατευθύνει τον περιπλανώμενο νου· κι αυτοί παρασύρονται,
κουφοί αλλά και τυφλοί, έκθαμβοι, ορδές χωρίς κρίση.»
Παρμενίδης, απόσπ. 6
Η φιλοσοφία είναι μια εντελώς νέα μορφή γνώσης, η οποία διεκδικεί ευθαρσώς την πρωτοτυπία και την αυτονομία της. Δεν συνδέεται με τη θρησκευτική πρακτική, δεν χρωστά τίποτε στην ποιητική παράδοση και στην αρχαία σοφία ούτε αποτελεί συνέχεια της ιωνικής ιστορίας. Ο φιλόσοφος θα διαχωρίσει τη θέση του από κάθε μορφή παλαιότερης γνώσης, θα αποκαθηλώσει τους δασκάλους των προηγούμενων γενεών.
«Η πολυμάθεια δεν φωτίζει τον νου· αλλιώς θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρη (Πλάτων) κι ακόμη τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο.» Ηράκλειτος, απόσπ. 40
«Τον Όμηρο θα άξιζε να τον διώχνουν από τους αγώνες και να τον χτυπούν και τον Αρχίλοχο το ίδιο.» Ηράκλειτος, απόσπ. 42
«Αρχηγός των αγυρτών [ο Πυθαγόρης]. Ηράκλειτος, απόσπ. 81
Ο φιλόσοφος τοποθετείται απέναντι στο πλήθος και στην παράδοση και διδάσκει την αληθινή γνώση. Γνωρίζει ότι η αποστολή του είναι δύσκολη. Η αλήθεια της φιλοσοφίας απαιτεί μεγάλη διανοητική προσπάθεια, δεν είναι αυτονόητη ούτε προσιτή σε όλους. Για να την κατανοήσει κανείς θα πρέπει να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις του και να δει την πραγματικότητα μέσα από ένα ριζικά νέο πρίσμα. Γιατί όμως να ακολουθήσει κανείς αυτό τον δρόμο; Από πού αντλεί το κύρος της μια τέτοια δύσκολη γνώση;
Ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης θα παρουσιαστούν ως θεματοφύλακες μιας αλήθειας η οποία τους ξεπερνά. Ο φιλόσοφος είχε την τύχη ή το χάρισμα να του αποκαλυφθεί κάποια στιγμή η αλήθεια, και τώρα ανέλαβε την αποστολή να τη μεταδώσει και στους άλλους. «Μην ακούσετε εμένα αλλά τον Λόγο» είναι η συμβουλή του Ηράκλειτου. Ο Παρμενίδης αφηγείται τη φιλοσοφική του μύηση από μια θεά που του αποκάλυψε ότι η μόνη αληθινή γνώση είναι η γνώση του Όντος.  «Λόγος» και «Ον» με την φιλοσοφία κατακτά βήμα με βήμα το βασικό της λεξιλόγιο.

Η φιλοσοφία του Παρμενίδη εμπεριέχεται σε ένα αποκαλυπτικό ποίημα, γραμμένο σε δακτυλικό εξάμετρο, από το οποίο ευτυχώς διασώθηκαν τα πιο σημαντικά μέρη. Στο ποίημα ένας νέος (ο ίδιος ο Παρμενίδης) διηγείται τη μύησή του στη φιλοσοφία από μια θεά, η οποία αναλαμβάνει να τον κρατήσει μακριά από τις κοινές αντιλήψεις των ανθρώπων, «όπου αληθινή εμπιστοσύνη δεν υπάρχει», και να τον οδηγήσει στην «ατρόμητη καρδιά της ολοστρόγγυλης αλήθειας».
Το ποίημα του Παρμενίδη χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο εκτενές προοίμιο, σε καθαρά επική γλώσσα, περιγράφεται η ανάβαση του νέου προς τις πύλες της Ημέρας και της Νύκτας, όπου θα συναντήσει τη θεά. Το δεύτερο και κύριο μέρος του ποιήματος είναι ο λόγος της θεάς [Α] για τη φύση της αλήθειας. Το τρίτο και πιο αινιγματικό, από το οποίο έχουν σωθεί λίγα αποσπάσματα, θα πρέπει να ήταν μάλλον μια ανάπλαση κοσμολογικών αντιλήψεων που θυμίζουν προγενέστερους φιλοσόφους.
Στα χρόνια του Παρμενίδη ο φιλόσοφος είναι ακόμη ελεύθερος να εκφραστεί μέσα από το είδος του λόγου που ο ίδιος θεωρεί πρόσφορο. Η φιλοσοφική πραγματεία σε πεζό λόγο, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, θα καθιερωθεί μόνο μετά τον Αριστοτέλη. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Παρμενίδης επιλέγει τον ποιητικό λόγο, την ίδια στιγμή που ο Ηράκλειτος εκφράζεται με χρησμούς και οι Πυθαγόρειοι αποφεύγουν τη γραφή, έχει σημασία.
Η γλώσσα του έπους δεν είναι απλώς υποβλητική, είναι η γλώσσα της παιδείας και της θρησκείας των Ελλήνων, η γλώσσα μέσα από την οποία οι Έλληνες έχουν εμπεδώσει την κοινή τους καταγωγή και τις κοινές τους αξίες. Ο Παρμενίδης εντάσσει τον εαυτό του στην παράδοση του Όμηρου και του Ησίοδου. Φιλοδοξεί μέσα από την καθιερωμένη οδό να μεταδώσει ένα νέο μήνυμα παιδείας: ο φιλοσοφικός λόγος μπορεί να αντικαταστήσει τον μύθο.
Τη θέση της Μούσας του ποιητή παίρνει τώρα η θεά του Παρμενίδη. Ο λόγος της είναι υποβλητικός και δογματικός, είναι η ίδια η αποκάλυψη μιας μοναδικής Αλήθειας. Είναι όμως ταυτοχρόνως ένας λόγος συνεκτικός και αποδεικτικός, ένας λόγος που μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο αν αφυπνιστεί η λογική ικανότητα και το κριτικό πνεύμα του αποδέκτη. Αυτή είναι άλλωστε και η συμβουλή της στον νεαρό Παρμενίδη:
«Να κρίνεις με τον λόγο τον επίμαχο έλεγχο που εγώ πρότεινα» (απόσπ. 7).
Οι αρχαίοι δεν εκτιμούσαν ιδιαίτερα τα ποιητικά χαρίσματα του Παρμενίδη. Τον θεωρούσαν μεγάλο φιλόσοφο αλλά μέτριο ποιητή. Οι αφηρημένες έννοιες και οι αποδεικτικοί συλλογισμοί της Παρμενίδειας φιλοσοφίας ασφυκτιούν μέσα στο περίβλημα της επικής ποίησης. Η φιλοσοφία έπρεπε να βρει τον δικό της τρόπο έκφρασης.
Η θεωρία του Παρμενίδη, είναι διάχυτη από την αμφιβολία, [1] κατά πόσο οι αισθήσεις μπορούν να μας δώσουν την αντικειμενική αλήθεια. Ακόμα και ο Ηράκλειτος αναρωτιόταν για την αντικειμενικότητα της Λογικής. Τις φιλοσοφικές του ιδέες και τις προσπάθειές του να ερμηνεύσει τον κόσμο εκθέτει στο φιλοσοφικό ποίημά του «Περί φύσεως» από το οποίο σώθηκαν μόνο αποσπάσματα. Κατέβασε το σε pdf στο τέλος του άρθρου.
Κατά την θεωρία του το ον είναι αδιατάρακτο και αγέννητο και μέσα στην ενότητά του διαλύεται ο κόσμος των φαινομένων και εντυπώσεων. Άρα, το αληθινό ον είναι διαφορετικό απ` αυτό που μας δίνουν οι αισθήσεις και η επιστήμη της γνώσης διαφορετική από την υποκειμενική γνώμη. Είναι ο φιλόσοφος του Είναι, σε αντιπαραβολή με τον Ηράκλειτο [2] που είναι ο φιλόσοφος του Γίγνεσθαι.
Θεωρεί ότι ο κόσμος αποτελείται από ένα σύνολο πολλαπλών φαινομένων, στον κόσμο αυτόν το κάθε φαινόμενο ή αντικείμενο είναι κάτι και παράλληλα δεν είναι κάτι άλλο, δηλαδή το καθετί μέσα στον κόσμο έχει τη δική του φύση, τις δικές του ιδιότητες, τα δικά του κύρια χαρακτηριστικά.
Σ` αυτό το σκεπτικό στηρίζει τη θέση του πάνω στο Είναι και Μη Είναι των πραγμάτων. Καθετί συνεπώς Είναι και συγχρόνως δεν Είναι. Γι’ αυτό και για τον Παρμενίδη, δεν υπάρχει ούτε γένεση ούτε φθορά. Η πολλαπλότητα των αντικειμένων είναι μόνο μια δοξασία. Αληθινό είναι μόνο ό,τι μπορεί να εκφραστεί με το Είναι. Η γνώση φτάνει μέχρι την πλήρη αντίληψη του όντος, από τη στιγμή που και η νόηση είναι ταυτόσημη με την ύπαρξη, δηλ. μπορεί να νοήσει κανείς ό,τι είναι αληθινά υπαρκτό.
Τα κύρια στοιχεία της σύνθεσης του κόσμου είναι το θερμό και το αντίθετό του ψυχρό. Το θερμό μέσα στη σφαίρα που συνθέτει τον κόσμο κατέχει τη θέση του όντος. Ο Παρμενίδης εκθέτει τη φιλοσοφία του σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο), επιθυμώντας πιθανώς να την παρουσιάσει ως αποτέλεσμα θείας αποκάλυψης. Στο προίμιο του ποιήματoς περιγράφεται το ταξίδι του ποιητή πάνω σε άρμα, καθοδηγούμενο από κόρες του ΄Ηλιου σε μια ανώνυμη θεά. Ακολουθεί η Αλήθεια, στην οποία μιλά η θεά επιχειρώντας μια προσέγγιση της καρδιάς της αλήθειας.
«αλλά ωστόσο θα μάθεις και τούτο, πως τα δοκούντα θα έπρεπε να είναι απολύτως δεκτά, όλα δεκτά στο σύνολό τους ως όντα».
Παρουσιάζοντας τα φαινόμενα ως όντα, εισάγεται στο ποίημα το Είναι και γεννιέται εκείνος ο κλάδος της φιλοσοφίας που ονομάζεται Οντολογία, δηλαδή λόγος περί του όντος, περί του Είναι. Σε αντίθεση με τους Ίωνες ο Παρμενίδης δεν ρωτά για το τι των όντων, αλλά στρέφει την προσοχή μας στο Είναι.
Με τον όρο Οντολογία αναφερόμαστε στο λόγο περί του όντος ή στην επιστήμη του όντος, τη φιλοσοφική αναζήτηση που εξετάζει τις αρχές της ύπαρξης και συγκρότησης του Όντος, μελετά τη φύση και την ουσία των Όντων (Ον= αυτό που πραγματικά υπάρχει, καθετί που έχει υπόσταση). Στη φιλοσοφία η έρευνα της φύσης του όντος γίνεται σε διάκριση από το φαινόμενο.
Όταν η οντολογία αναδεικνύει την ουσία, σε σχέση με τα επιμέρους όντα, τότε αποκαλείται ουσιοκρατία, ουσιολογική οντολογία, ουσιοκρατική οντολογία ή σπανιότερα, εσενσιαλισμός (essentialismus) από τη λατινική λέξη essentia (ουσία).
Όταν η οντολογία προκρίνει το πρόσωπο έναντι της ουσίας, τότε ονομάζεται προσωποκρατία, προσωποκεντρισμός, περσοναλισμός (personalismus) ή προσωποκρατική οντολογία.  Όταν η οντολογία δίνει προτεραιότητα στο άτομο έναντι του προσώπου, τότε ονομάζεται ατομοκρατική οντολογία ή ατομοκρατία.
Σε ένα άλλο απόσπασμα ο Παρμενίδης αντιδιαστέλλει το Είναι, την ύπαρξη των όντων, με το μηδέν και το απορρίπτει, μη αποδεχόμενος τη σύλληψη του απόλυτου μηδενός ως αντίθετου στο Είναι. Παρόλο που αναφέρει αρχικά τις δύο οδούς του είναι και του μηδενός, ως τις μόνες που μπορούν να νοηθούν, σπεύδει να υπογραμμίσει ότι η οδός του «Είναι» είναι η μόνη αληθινή και ότι μόνον το «Είναι» μπορεί να αποτελέσει αυθεντικό αντικείμενο της νόησης. Η νόηση εδώ δεν εξαρτάται βέβαια από τις αισθήσεις, ούτε τις λέξεις, αλλά εισδύει στη βαθύτερη ουσία των πραγμάτων.

Άσχετα από τη μεταβολή των εξωτερικών πραγμάτων το «Είναι» που αφορά αδιακρίτως κάθε ον, αποτελεί το μοναδικό αντικείμενο της Αλήθειας, η οποία δεν αρνείται τον Κόσμο και την πολλαπλότητα, την κίνηση και την πολυμορφία, αλλά υπογραμμίζει την «ΕΝΟΤΗΤΑ» και συνέχεια που τον διέπει, αν φυσικά τον δούμε γεμάτο από το «Είναι».

Ο μονισμός της Αλήθειας και ο δυισμός της Δόξας δε βρίσκονται σε αντίθεση, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και συνδέονται στενά. Η Αλήθεια ασχολείται με το Αμετάβλητο «Είναι» ενώ η Δόξα με το Κοσμικό «Γίγνεσθαι».  Ανάμεσα στα δύο τμήματα το τμήμα της Αλήθειας ήταν εκείνο που επηρέασε την εξέλιξη της ελληνικής φιλοσοφίας περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο προσωκρατικό κείμενο. Η επίδρασή του είναι εμφανής τόσο στους μεταγενέστερους προσωκρατικούς όσο και στο έργο του Πλάτωνα [ Πυθαγόρη] και του Αριστοτέλη.
Στα κείμενά του παρουσιάζεται, ο Ελεάτης φιλόσοφος, πως έρχεται με μια άμαξα από τον ουρανό και συνομιλεί, αναπτύσσοντας τις φιλοσοφικές του απόψεις, όχι με θνητό αλλά με μια θεά. Αποδίδει με τον τρόπο αυτό την πνευματική δύναμη των απόψεων του.
Ο λόγος του είναι αρχέγονος:
Ε δ΄ γ΄ γν ρέω, κόμισαι δ σ μθον κούσας,
α
περ δο μοναι διζήσιός εσι νοσαι• μν πως στιν τε κα ς οκ στι μ εναι,
Πειθο
ς στι κέλευθος• ληθεί γρ πηδε δ΄ ς οκ στιν τε κα ς χρεών στι μ εναι,
τν δή τοι φράζω παναπευθέα μμεν ταρπόν•
ο
τε γρ ν γνοίης τό γε μ ἐὸν – ο γρ νυστόν –
ο
τε φράσαις.
[Εμπρός λοιπόν, εγώ θα σου μιλώ, κι εσύ σκέψου, αφού ακούσεις
τον λόγο μου, ποιοι μόνοι δρόμοι έρευνας μπορούν να είναι προσιτοί στη νόηση
ο ένας, πως το Είναι υπάρχει και δεν μπορεί να μην υπάρχει,
είναι ο δρόμος της Πειθούς• γιατί ακολουθεί την αλήθεια•
ο άλλος όμως πως δεν υπάρχει και πως είναι ανάγκη να μην υπάρχει•
αυτό το μονοπάτι, σου λέω, είναι εντελώς απρόσιτο/μη-γνωρίσιμο•
γιατί ούτε να γνωρίσεις θα μπορούσες το μη ον, κάτι δηλαδή το
ανέφικτο• ούτε να το εκφράσεις, να το πεις.]
Και πιο κάτω με στοχασμό μεταφυσικό:
«Χρ τ λέγειν τε νοεν τ΄ ἐὸν μμεναι• στι γρ εναι,
μηδ
ν δ΄ οκ στιν•»
[Είναι απαραίτητο να λέγεται και να νοείται πως το Ον υπάρχει.
Γιατί το Είναι, η ουσία του σύμπαντος υπάρχει. Το μηδέν όμως δεν υπάρχει.]
Είναι ακριβώς η αντιγραφή του Καρτέσιου, που κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή διανόηση:
ex nihilo nihil fit’ [από το τίποτε δεν δημιουργείται τίποτε.]
ή κατά Παρμενίδη – δύο χιλιάδες χρόνια πριν τον Καρτέσιο:
« στι γρ εναι,
μηδ
ν δ΄ οκ στιν•»
[Δηλαδή,  δεν υπάρχει γένεση ούτε φθορά.
Γιατί η γένεση προϋποθέτει μια κατάσταση
 «Μη Είναι»
που μεταβαίνει στην κατάσταση του
 «Είναι»
και αντίστροφα για τη φθορά (θάνατο).]
Για το ίδιο το σύμπαν θα εκφράσει την άποψη:
«πς γαα κα λιος δ σελήνη
α
θήρ τε ξυνς γάλα τ΄ οράνιον κα λυμποςσχατος δ΄ στρων θερμν μένος ρμήθησαν
γίγνεσθαι.»
[η γη, ο ήλιος και η σελήνη, ο κοινός αέρας αλλά και ο ουράνιος γαλαξίας κι ο Όλυμπος ο έσχατος (το απάτητο σύμπαν, δηλαδή) και τα φλέγοντα αστέρια διεγέρθηκαν, μπήκαν βίαια σε κίνηση.]
Η γλώσσα της φιλοσοφίας:  Αρκεί η αρχή της ταυτότητας για να κάνει κανείς φιλοσοφία; Πόσο μακριά μπορεί να πάει κανείς μόνο με αυτή την αρχή; Ας παρακολουθήσουμε τον βασικό συλλογισμό του Παρμενίδη.

«Ένας πια μόνο λόγος για οδό απομένει: ότι είναι. Και υπάρχουν σημάδια σ αυτή την οδό πάμπολλα, ότι το ον είναι αγέννητο και άφθαρτο, όλο και μοναδικό, ακλόνητο και πλήρες. Ούτε ποτέ ήταν ούτε θα είναι, γιατί είναι τώρα όλο μαζί, ένα, συνεχές. Γιατί ποια γέννησή του θα αναζητούσες; Από τα πού και προς πού να αυξήθηκε; Ούτε θα σ αφήσω από το μη ον να πεις ή να σκεφτείς· γιατί δεν είναι δυνατό να πεις ή να σκεφτείς ότι δεν είναι. Ποια ανάγκη θα το έκανε αργότερα ή νωρίτερα να αυξηθεί, ενώ θα είχε αρχίσει από το τίποτε; Επομένως, πρέπει είτε να είναι εντελώς είτε να μην είναι καθόλου.» Παρμενίδης, απόσπ. 8.1-11
Ο Παρμενίδης έχει ήδη δείξει δύο πράγματα. Πρώτον, ότι για κάτι που δεν υπάρχει, για το μη ον, δεν μπορεί κανείς να πει τίποτε. Και δεύτερον, ότι για κάτι υπαρκτό, για το ον, μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα μόνο ότι Είναι. Από την πιστοποίηση του όντος ο Παρμενίδης εξάγει τις βασικές του ιδιότητες: το ον είναι αγέννητο και ανώλεθρο, μοναδικό, ακίνητο, πλήρες, συνεχές.
Στο χωρίο επάνω αποδεικνύεται γιατί το ον δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Με παρόμοιο συλλογισμό ο Παρμενίδης θα αποδείξει ότι το ον δεν έχει θάνατο (είναι ανώλεθρο), δεν έχει κίνηση και μεταβολή (είναι αμετάβλητο), δεν έχει μέρη (είναι πλήρες και συνεχές), δεν αποτελεί μέρος μιας δυάδας (είναι μοναδικό). Πώς γίνονται αυτές οι αποδείξεις;
Όταν λέμε για κάποιο πράγμα ότι έχει γεννηθεί, εννοούμε ότι αυτό το πράγμα προηγουμένως δεν υπήρχε. Γέννηση είναι η μετάβαση από την ανυπαρξία στην ύπαρξη. Αυτές οι δύο καταστάσεις είναι όμως μεταξύ τους ασυμβίβαστες. Κατά τον Παρμενίδη, κάτι υπάρχει ή δεν υπάρχει. Δεν μπορεί ταυτοχρόνως να υπάρχει και να μην υπάρχει. Για την ανυπαρξία έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να πω τίποτε. Μπορώ να μιλήσω μόνο για την ύπαρξη. Άρα, αν κάτι υπάρχει, δεν μπορεί να έχει γεννηθεί. Το ον είναι αγέννητο.
Η βασική σκέψη του Παρμενίδη είναι ότι, αν δεχτούμε την οποιαδήποτε μεταβολή (είτε αυτή είναι γέννηση είτε φθορά είτε κίνηση είτε διαίρεση), πέφτουμε κατ ανάγκην σε αντίφαση. Αναγκαζόμαστε να ισχυριστούμε ότι την ίδια χρονική στιγμή κάτι υπάρχει και δεν υπάρχει, κάτι είναι Α και όχι Α. Σκεφτείτε μια μεταβολή στο χρώμα ενός αντικειμένου. Όταν λέμε ότι κάτι από άσπρο έγινε μαύρο, δεχόμαστε ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή το ίδιο πράγμα ήταν και άσπρο και μαύρο.
Αυτό όμως είναι αντιφατικό. Ή σκεφτείτε την κίνηση ενός αντικειμένου σε μια ευθεία γραμμή. Για να πούμε ότι το αντικείμενο αυτό κινείται, πρέπει να ισχυριστούμε ότι βρίσκεται ταυτοχρόνως στο σημείο Α της γραμμής και στο αμέσως επόμενο σημείο Β. Αυτό όμως είναι αδύνατο. Τα παράδοξα που προκύπτουν από την εφαρμογή της αρχής της ταυτότητας στην κίνηση θα τα αναπτύξει με ιδιαίτερη επιδεξιότητα ο Ζήνων, ο μαθητής του Παρμενίδη και θα αποτελέσουν περίφημους φιλοσοφικούς γρίφους σε όλη την αρχαιότητα.
Ο κόσμος του Παρμενίδη είναι ένα σύνολο αιώνιων, ακίνητων και αδιαίρετων οντοτήτων. Καθώς μάλιστα ο Παρμενίδης μιλά για το «ον» αδιακρίτως, και το ίδιο το σύμπαν θα πρέπει να θεωρηθεί μια κλειστή, αιώνια και αμετάβλητη ολότητα. Αμετάβλητες οντότητες μέσα σε ένα αμετάβλητο σύμπαν. Πόσο διατεθειμένοι είμαστε να αποδεχτούμε έναν τόσο παράδοξο κόσμο; Έναν κόσμο ξένο προς τον δικό μας, έναν κόσμο από όπου «η γέννηση έχει σβηστεί, ενώ για τη φθορά κανείς ποτέ δεν άκουσε» Θαυμάζει κανείς τη συλλογιστική δεινότητα του Παρμενίδη, αντιλαμβάνεται (ή υποψιάζεται) ότι κάτι πολύ σημαντικό έχει πει, διστάζει ωστόσο να τον ακολουθήσει στα συμπεράσματά του.
Αυτή ήταν και η στάση των μεταγενέστερων φιλοσόφων. Από τον Εμπεδοκλή και τον Δημόκριτο ως τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, όλοι θα προσπαθήσουν να απαντήσουν στην πρόκληση του Παρμενίδη. Η φιλοσοφία μετά τον Παρμενίδη διαθέτει επιτέλους τη δική της γλώσσα, χρησιμοποιεί έννοιες και συλλογισμούς, απεχθάνεται τις λογικές αντιφάσεις, τείνει προς τον αποδεικτικό λόγο. Δεν θέλει όμως και να αποστρέψει το βλέμμα της από την έκδηλη πραγματικότητα της μεταβολής.
Ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε σίγουρα δεν είναι ο αμετάβλητος κόσμος του Παρμενίδη. Η σκέψη μας όμως έχει παρμενίδεια χαρακτηριστικά. Όταν μιλώ για την έννοια της ισότητας ή για το γεωμετρικό τρίγωνο δεν μπορώ παρά να ακολουθήσω τον Παρμενίδη: το γεωμετρικό τρίγωνο δεν έχει γεννηθεί ποτέ, δεν μεταβάλλεται και δεν θα πεθάνει. Το φυσικό όμως περιβάλλον, οι ψυχικές μου διεργασίες και τα ηθικά μου προβλήματα ούτε αγέννητα είναι ούτε αμετάβλητα.
Ένας συμβιβασμός είναι τελικά αναγκαίος. Ο Παρμενίδης αναγνωρίζεται από τον Πλάτωνα ως ένας από τους ιδρυτές του ορθολογισμού και ένας από τους σημαντικότερους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους. Μπορεί βασίμως να θεωρηθεί και δίκαια, ως ο πατέρας της κλασικής μεταφυσικής.



Η ζωη του Παρμενίδη. 

Ο Παρμενίδης είναι Έλληνας αρχαίος φιλόσοφος που γεννήθηκε το 514 π.κ.ε. περίπου στην Ελέα τής κάτω Ιταλίας και πέθανε περί το 440 π.κ.ε. Θεωρείται ο βασικότερος εκπρόσωπος της Ελεατικής σχολής, που ιδρύθηκε από τον ποιητή Ξενοφάνη τον Κολοφώνιο. Μαθήτευσε κοντά στον Ξενοφάνη, αλλά δέχτηκε και την επίδραση των πυθαγόρειων.
Οι τρεις Μιλήσιοι φιλόσοφοι ο Θαλής, ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης όπως είδαμε [3] πίστευαν σε ένα – και μόνο – πρωταρχικό στοιχείο, από το οποίο είχαν προκύψει τα πάντα. Αλλά πώς μπορούσε ένα στοιχείο ν’ αλλάξει ξαφνικά μορφή και να γίνει κάτι εντελώς διαφορετικό; Το πρόβλημα αυτό μπορούμε να το ονομάσουμε πρόβλημα της μεταβολής.
M’ αυτά τα ερωτήματα ασχολήθηκαν μεταξύ των άλλων οι λεγόμενοι Ελεάτες φιλόσοφοι, που πήραν τ’ όνομα τους από την ελληνική αποικία Ελέα στη Νότια Ιταλία. Οι Ελεάτες έζησαν περίπου το 500 π.κ.ε και ο πιο γνωστός ανάμεσα τους ήταν ο Παρμενίδης (540-480 π.κ.ε)
Ο Παρμενίδης ήταν λίγο νεότερος από τον Ηράκλειτο. Γεννήθηκε στην Ελέα της νότιας Ιταλίας γύρω στο 520 π.κ.ε. και η φιλοσοφική του δραστηριότητα καλύπτει το πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Ο Πλάτων του αφιερώνει έναν σημαντικό διάλογο, όπου ο Παρμενίδης εμφανίζεται να επισκέπτεται σε προχωρημένη ηλικία την Αθήνα και να δίνει ένα φιλοσοφικό μάθημα στον νεαρό και άσημο ακόμη Σωκράτη. Η συνάντηση αυτή είναι μάλλον προϊόν της φαντασίας του Πλάτωνα, δείχνει όμως την καθοριστική επίδραση της σκέψης του Παρμενίδη στις νεότερες γενεές των φιλοσόφων.
Και ο Παρμενίδης προερχόταν από γνωστή οικογένεια, μία από αυτές που ίδρυσαν την πόλη της Ελέας το 540 π.κ.ε. Αυτός όμως, αντίθετα από τον Ηράκλειτο, μετείχε ενεργά στα κοινά, αφού λέγεται ότι συνέταξε τους νόμους της πατρίδας του. Θα πρέπει στα νιάτα του στην Ελέα να γνώρισε τον Ξενοφάνη, χωρίς να εντυπωσιαστεί από τον ανατρεπτικό διαφωτισμό του.
Μόνο στην απόφασή του να εκφραστεί μέσα από ένα μακροσκελές ποίημα θα μπορούσε να διακρίνει κανείς κάποια επιρροή του Ξενοφάνη. Είναι σίγουρο ότι ο Παρμενίδης γνώριζε τη φιλοσοφία των Πυθαγορείων, αφού γεννήθηκε και έζησε σε μια περιοχή όπου κυριαρχούσε το Πυθαγόρειο κίνημα. Ωστόσο, ακόμη κι αν μυήθηκε στη φιλοσοφία από κάποιους Πυθαγόρειους, δεν υιοθέτησε τον τρόπο ζωής τους ούτε τις αντιλήψεις τους.

Ο Παρμενίδης ενδιαφέρθηκε για τη διάδοση των φιλοσοφικών του ιδεών και συγκέντρωσε γύρω του μαθητές. Οι μεταγενέστεροι αναφέρονται συχνά στην «ελεατική σχολή», εννοώντας κυρίως τον Παρμενίδη, τον νεότερο συμπολίτη του Ζήνωνα και τον Μέλισσο από τη Σάμο. Η σχέση όμως του Παρμενίδη με τους μαθητές του είναι σχέση διανοητικής συγγένειας, δεν θυμίζει σε τίποτε την ιεραρχική οργάνωση της πυθαγόρειας αδελφότητας.
πηγή: platonakademy

ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΩΝ, Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΙΑΝΟΣ

$
0
0

Του Γιώργου Τσαγκρινού. Περιοδικό «Ιχώρ» 2003

Η αρχιχρονιά, ή Πρωτοχρονιά, όπως έχουμε περισσότερο συνηθίσει να την λέμε, είναι μια από τις πιο αγαπημένες γιορτές των Ελλήνων, αλλά και ολόκληρης σχεδόν της ανθρωπότητας. Έχει καθιερωθεί στους περισσότερους λαούς του κόσμου να γιορτάζουν σαν πρωτοχρονιά την 1η Ιανουαρίου και είναι γεγονός πλέον η ύπαρξη δορυφορικών εκπομπών από όλες τις χώρες προς όλες τις χώρες της γης, για μια όσο το δυνατόν πιο «συντονισμένη» αλλαγή του χρόνου, παρ’ όλη τη διαφορά της ώρας. Από την Αυστραλία και την Ιαπωνία μέχρι τη Βρετανία και την Ισλανδία, έως τις χώρες της Μεσογείου, οι άνθρωποι γιορτάζουν με χαρά και πανηγυρισμούς την Πρωτοχρονιά, ίσως γιατί κάθε νέος χρόνος φέρνει μαζί του την ελπίδα για καλύτερες μέρες. 


Η 1η Ιανουαρίου καθιερώθηκε σαν ημέρα της πρώτης του χρόνου από τους Ρωμαίους το 153 π.Χ. Στο Βυζάντιο η 1η Ιανουαρίου υιοθετήθηκε και καθιερώθηκε σαν ημέρα πρωτοχρονιάς το 1000 μ.Χ. 


Πριν από το 153 π.Χ., σαν πρώτη του έτους ημέρα, εορταζόταν η 1η Μαρτίου, ενώ σε άλλες περιοχές του τότε γνωστού κόσμου η πρώτη ή η ενδέκατη Σεπτεμβρίου, αλλά και η πρώτη νουμηνία (αρχή της νέας Σελήνης) μετά το θερινό ηλιοστάσιο (21η Ιουνίου), όπως συνέβαινε στο αττικό σεληνιακό ημερολόγιο ή η πρώτη νουμηνία μετά την φθινοπωρινή ισημερία, όπως ίσχυε στο μακεδονικό ημερολόγιο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα κάτι που συνήθως διαφεύγει της προσοχής μας. Εάν η πρώτη Μαρτίου εκληφθεί σαν η πρώτη ημέρα του χρόνου, τότε δικαιολογείται και μιας άλλη μορφής αρίθμηση των μηνών του έτους, σύμφωνα με την οποία ο Σεπτέμβριος, ο Οκτώβριος, ο Νοέμβριος και ο Δεκέμβριος είναι ανιστοίχως ο έβδομος (επτά-Σεπτέμβριος), ο όγδοος (οκτώ-Οκτώβριος) ο ένατος (εννέα-Νοέμβριος] και ο δέκατος (δέκα-Δεκέμβριος) μήνας του χρόνου. Ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος είναι ο 11ος και 12ος μήνας αντιστοίχως του έτους σε αυτήν την περίπτωση. Κατανοούμε ότι μέσα από μια εσωτερική μυστική παράδοση όπου ο Μάρτιος είναι ο μήνας της εαρινής ισημερίας, όπου έχουμε ίση ημέρα – ίση νύκτα, ίσο φως – ίσο σκοτάδι και αρχίζει κατόπιν μια σταδιακή αύξηση του φωτός εις βάρος του σκότους μυημένοι των ιερατείων «περνούν» το συμβολισμό της σύλληψης του εμβρύου του θεού του φωτός ή σε άλλο κωδικοποιημένο συμβολισμό την ανάσταση το Θεού. 

Γι’ αυτό άλλωστε στην πρώτη περίπτωση από, την 25η Μαρτίου (περίοδος εαρινής ισημερίας) έως την 25η Δεκεμβρίου, ημέρα γέννησης του Χριστού, παρέρχεται χρόνος εννέα μηνών ακριβώς. Το σημαντικότερο, που πρέπει όμως να προσέξουμε εδώ, είναι η καλά κρυμμένη και κωδικοποιημένη σημασία των ημερομηνιών που λαμβάνονται σαν Πρωτοχρονιές. Ενώ λογικά η μετά την γέννηση του Χριστού χρονολόγηση θα έπρεπε να ξεκινά από την 25η Δεκεμβρίου που είναι το σημείο αντιστροφής της χρονολόγησης, όλως περιέργως, ξεκινά μια εβδομάδα αργότερα, την πρώτη Ιανουαρίου, που είναι η πρώτη ενός μηνός, αφιερωμένου στον αγαπημένο Θεό των Ρωμαίων Ιανό, το θεό των θεών, όπως τον αποκαλούσαν. Ο χριστιανικός κόσμος θεωρεί σαν πρώτη ημέρα του χρόνου την πρώτη Ιανουαρίου επειδή αυτή ήταν όπως λέγεται η ημέρα της περιτομής του Ιησού. Ο Γ.Ζ. Κωσταντινίδης γράφει στο λεξικά του της Αγίας Γραφής: «Παρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας η περιτομή του Ιησού Χριστού εορτάζεται μετά οκτώ ημέρας από τα Χριστούγεννα, ήτοι την 1ην Ιανουαρίου». Στο Λουκά διαβάζουμε επίσης: «Όταν συμπληρώθηκαν οκτώ μέρες, έκαναν στο παιδί περιτομή και του έδωσαν το όνομα Ιησούς». Γνωστά σε κάποιους από μας ίσως είναι και κάποια θρακομακεδονικά κάλαντα που ξεκινούν ως εξής: «Πρωτοχρονιά του χρόνου αρχή η του Χριστού περιτομή και η μνήμη του Αγίου του Μεγάλου Βασιλείου». 


Προκύπτει όμως αμέσως ένα μεγάλο ερώτημα: Αφού η 1η Ιανουαρίου καθιερώθηκε σαν Πρωτοχρονιά το 153 π.Χ., πώς είναι δυνατόν να συνέπεσε με τόση ακρίβεια ώστε 153 χρόνια αργότερα ο Χριστός να γεννιέται την 25η Δεκεμβρίου (ημέρα γέννησης και του Μίθρα), ώστε να μεσολαβούν ακριβώς 8 ημέρες μέχρι την περιτομή του, την 1η Ιανουαρίου; Μια θεία χριστιανοκεντρική διαδικασία ελάμβανε υπόψη της ένα παγανιστικό ημερολόγιο, τους Εβραίους, οι οποίοι ακολουθούσαν άλλη ημερολογιακή διαδικασία; 

Και κάτι ακόμη: Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι η αρχή της ισχύουσας χρονολόγησης, αλλά και η Πρωτοχρονιά μεχρι τις μέρες μας έχει καθιερωθεί εξαιτίας της εβραϊκής περιτομής του Χριστού και όχι εξαιτίας της γέννησής του; Αλλά και στην Πάτμο, ένα από τα σημαντικά κέντρα του χριστιανισμού, γιατί εορτάζεται η Πρωτοχρονιά το Σεπτέμβριο και αποκαλείται Πρωτοσεπτεμβρία;

Φαίνεται ότι κάτι γκριζοσκότεινο κρύβεται πίσω από όλα αυτά. Είναι αυτό που ο λαός απλά λέει «το παιχνίδι μοιάζει να είναι στημένο». 

Όπως θα δούμε στη συνέχεια εδώ κρύβεται μια πολύπλοκη διαδικτύωση σε πλανητικό επίπεδο κάποιων ιερατείων που άλλοτε συνεργάζονται και άλλοτε περνούν στην αντιπαλότητα.

Στο άρθρο μου (τεύχος 3 του «Ιχώρ») έχω ήδη μιλήσει για τα «ιερατεία βορρά και νότου» που συμβολικά θα μπορούσαμε να τα ονομάσουμε και ιερατεία του αετού και του φιδιού, μιας ουράνιας και μιας χθόνιας λατρείας. Όπου οι θεότητες εμφανίζονται ουράνιες, οι λαοί που τους τιμούν αναπτύσσουν μονοκρατορικά θρησκευτικοπολιτικοκοινωνικά καθεστώτα. Όπου οι λατρείες είναι χθόνιες εμφανίζονται κοινωνίες χωρίς ιδιαίτερες δομές με τάσεις προς την αναρχία. Όπου οι ουράνιες και χθόνιες θεότητες αλληλοδιαπλέκονται, εκεί έχουμε φαινόμενα δημοκρατικής διακυβέρνησης είτε μέσω της διαδικασίας του κλήρου ή μέσω της δημογεροντίας ή από έναν συνδυασμό και των δύο. 


Η Ρώμη το 506 προχωρά στην δημοκρατία ακολουθώντας την Αθήνα του Κλεισθένη, που ήδη από το 507 με την βοήθεια του Ιερατείου της Ελευσίνας είχε προχωρήσει σε δημοκτατικές μεταρρυθμίσεις. Ο Κλεισθένης καταγόταν από το γένος των Ευμολπιδών που με κληρονομικό δικαίωμα είχαν τον τίτλο των Ιεροφαντών των Μυστηρίων. Εάν ο μυστικός θεός των Ελευσινίων Μυστηρίων είναι ο Ίακχος-Βάκχος-Διόνυσος που συμβολίζεται με τον ταύρο, ένα ζώο σύμβολο δύναμης αλλά και γονιμότητας, αφού οργώνει το χωράφι για να πέσει ο σπόρος, τότε ο θάνατός του από το ξίφος του Μίθρα, μιας ηλιακής θεότητας (σκηνή που συναντάμε συχνά σε αρχαία γλυπτά) σημαίνει το κτύπημα της ουράνιας δύναμης στο ον της γαίας-χθονός που πρέπει να θυσιασθεί για να τροφοδοτήσει και να θρέψει ενεργειακά τους ανώτερους κόσμους.

Η 25η Δεκεμβρίου λοιπόν παραδοσιακά εθεωρείτο στα προ Χριστού χρόνια σαν η ημέρα γέννησης του Μιθρα, ενός άλλου αγαπημένου θεου των Ρωμαίων, ειδικά των Ρωμαίων λεγεωνάριων, που έχουν σαν σύμβολο τον χρυσαετό. Οι λεγεωνάριοι, ακολουθώντας την χαμένη βαθιά στον χρόνο παράδοση των στρατιωτικών μυστικών εταιρειών, είχαν σαν πυρήνα τους μια εξαιρετικής ισχύος μυστική εταιρεία, η οποία λειτουργούσε σαν κινητήριος δύναμή τους. Ήταν η αδελφότητα την Αρβάλων, όπου οι εταίροι λάτρευαν τον Ιανό σαν πατέρα τους, μαζί με την μόνιμη συντροφιά του, τον Γιούπιτερ-Δία, ουράνια οντότητα. Μας επιτρέπεται λοιπόν να υποθέσουμε ότι ο Μίθρας είναι μια μορφή του Απόλλωνος, αλλά και του Διονύσου Ερυθρέως, θεού του πολέμου, που γίνεται Ρούντρα στην Ινδία. 

Ο Μίθρας γεννιόταν την 25η Δεκεμβρίου ελπίζοντας ότι θα φέρει με την γέννησή του την ισορροπία στο κοσμικό στερέωμα στον ουρανό και στη γη. Δόξα στα ύψιστα και ειρήνη στη γη. Όμως και ο Ιανός ξεκινούσε τη ζωή του με παρόμοιες προσδοκίες για ισορροπία στον κόσμο και εποπτεία στον πόλεμο και στην ειρήνη.



Οι Μίθρας-Απόλλων-Διόνυσος και ο Ιανός, ο θεός των θεών αποτελούσαν και οι δύο μαζί τις άλλες όψεις της αυτής θεϊκής οντότητας για τους μυημένους Ρωμαίους. Μόνο έτσι προκύπτει λογική συνέχεια στο γεγονός ότι η χρονολόγηση, που ισχύει μέχρι τις μέρες μας και ξεκινά μετά την γέννηση του Χριστού, αρχίζει να λογαριάζεται μια εβδομάδα μετά την γέννηση του Μεσσία. Ο θεός λοιπόν της 25ης Δεκεμβρίου και της 1ης Ιανουαρίου, πέρα από τις φαινομενικές διαφορές, θα πρέπει να είναι η ίδια θεία οντότητα. Μάλιστα πολύ πιθανόν φαίνεται να είναι ότι και η 7η Ιανουαρίου, η αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, προστάτη των Ιωαννιτών, κρύβει μέσα από τους συμβολικούς ήχους τον Ιανό-Ιωάννη. Άλλωστε όλοι γνωρίζουμε την αναφορά στην Αγία Γραφή όπου ο Ιωάννης ο Πρόδρομος φέρεται να έχει υπάρξει στο παρελθόν και σαν προφήτης Ηλίας, δηλαδή σαν ήλιος. Επίσης και το ότι γεννιέται ταυτόχρονα με τον Χριστό δεν είναι μια απλή σύμπτωση. 

Γι’ αυτό άλλωστε και όλες αυτές οι εορτές, 25η Δεκεμβρίου, 1η Ιανουαρίου, 7η Ιανουαρίου απέχουν μεταξύ τους περίπου 1 εβδομάδα, δηλώνοντας το τρισυπόστατο επτά, που σύμφωνα με τον Φίλωνα είναι ο αριθμός που συμβολίζει τους ιδεοχώρους της Δημιουργίας των Θείων Οντοτήτων, μετά το τέλος της εξαήμερης Δημιουργίας του υλικού κόσμου. Ακόμη και η περιτομή του θείου βρέφους φαίνεται να έχει σχέση με την αποκοπή των γεννητικών οργάνων του Κρόνου από τον Δία, που συμβολικά, όπως θα δούμε στην συνέχεια «πέρασε» σαν περιτομή. 

Οι αδελφοί Αρβάλες, που ισορροπούσαν διαμέσου των τελετουργικών τους τις δυνάμεις του Μίθρα-Απόλλωνα και του Ιανού-Διονύσου, είχαν ειδικά ιερουργικά δρώμενα για τον φυτικό κόσμο. Με απόλυτο σεβασμό εκτελούσαν εξευμενιστικές τελετές για τα δένδρα που ήταν ανάγκη να κοπούν. Αυτό σε συνδυασμό με την λατρεία του Διόνυσου Δενδρίτη (στην οποία έχω αναφερθεί εκτεταμένα σε παλαιότερό μου άρθρο με τίτλο «Διόνυσος Δενδρίτης, Λευκή Θεά και το Χριστουγεννιάτικο Δένδρο – Τα προ Χριστού Χριστούγεννα»), δείχνει τα ισχυρά κατάλοιπα μιας κυριαρχούσας λατρείας στον ευρωπαϊκό χώρο, της Μεγάλης Μητέρας Θεάς, Κυβέλης-Ρέας ή Μάνας Ρέας-Μαρέας (Μαρίας) και του υιού της Μίθρα-Απόλλωνα-Διονύσου-Ιανού-Γιούπιτερ (Χριστού). Άλλωστε στο ίδιο άρθρο αναλύεται λεπτομερώς η σχέση Ινούς – Λευκοθέας με τον Διόνυσο, μια Λευκή Θεά, που θα την βρούμε πιο κάτω να λάμπει σαν σύζυγος του Ιανού-Ίακχου-Διονύσου με το όνομα Καρδέα ή Κερδώ – Δήμητρα – Λευκοθέα.

Η αδελφότητα των Αρβάλων (για την ακρίβεια «Αρουάλων», από το λατινικό άρουα=χωράφια, παραφθορά του ελληνικού άρουρα) δεν προστάτευε μόνο το κόψιμο των δένδρων, αλλά, όταν ήταν αναγκαίο να κοπούν, επόπτευε και επιμελείτο με ιερότητα τον τεμαχιασμό τους, τη μεταφορά τους, ακόμη και την υπόσχεση των αγοραστών ότι θα το σεβασθούν κατά την καύση τους. 

Αναφέρουμε όλα αυτά τα σχετικά με την λατρεία των δένδρων από τους οπαδούς της προχριστιανικής θρησκείας για να καταδειχθεί ο βαθύτατος σεβασμός σ’ αυτό το κομμάτι της φύσης που μόνο δίνει και τίποτε δεν παίρνει. Πάνω απ’ όλα όμως οι Αρβάλες προστάστευαν τα χωράφια, τις γαίες τους και ό,τι υπήρχε μέσα σ’ αυτές. Γι’ αυτό σύμφωνα με τον Κάτωνα οι Αρβάλες τιμούσαν και τον Άρη-Μαρς των χωραφιών, όχι σαν αγροτικό ή γονιμοποιό θεό, όπως αρκετές φορές συνέβαινε όταν τον διέπλεκαν με τον Διόνυσο, αλλά κανονικά σαν θεό του πολέμου, προστάτη των εθνικών γαιών. 

Όμως και ο Άρης-Μαρς βρίσκεται σε άμεση σχέση με τον Γιούπιτερ και τον Ιανό – Κύρινο, μια ιερή τριάδα για τους μυημένους Ρωμαίους στρατιωτικούς, αλλά και για τον λαό γενικότερα, μια που σ’ αυτούς τους τρεις θεούς αφιερώνονταν τα όπλα – λάφυρα των αντιπάλων. Ο Ιανός σαν διπρόσωπος θεός είναι θεός και του πολέμου και της ειρήνης, κάτι αντίστοιχο ήταν και ο Ζεύς Μειλίχιος, θεός της καλοσύνης και του ελέους και ο Δίας Μαιμάκτης, που προκαλούσε αιματοχυσίες. Ο Ιανός, μαζί με όλα τα άλλα ήταν και ο θεός προστάτης των θυρών, ο θεός που άνοιγε τις πόρτες προς το φως και προς το σκοτάδι. Ήταν ο θεός της εισόδου και της εξόδου. Στη λατρεία του Ιανού πάντα ισχύει, σύμφωνα με έναν ιερατικό κανόνα, μια επίκληση που απευθύνεται σε όλους μαζί τους άλλους θεούς, κάτι που σε συμβολικό επίπεδο μπορούμε να το δούμε και σαν αγκάλιασμα όλων των θεών, όπως το έχουμε συναντήσει και στη λατρεία του θεού του ελέους, Διονύσου-Διός Μειλιχίου στην αρχαία Αθήνα, όπου ο βωμός του ήταν και βωμός των 12 θεών. 

Ο Ιανός σαν θεός της φιλότητας και της καλοσύνης λάμπρυνε τις γιορτές χαράς και ενθουσιασμού, εμπνέοντας τους πιστούς του. Όμως και σαν προστάτης από τον κίνδυνο εχθρικών επιδρομών, βρισκόταν πάντα εκεί για την προστασία του λαού και της χώρας. Σαν θεός προστάτης των δημοσίων πυλών και των κομβικών διασταυρώσεων των μεγάλων δρόμων »επόπτευε» τους διερχόμενους, ώστε να αποτρέπεται η είσοδος κατασκόπων ή ραδιούργων εχθρών. Οι Ρωμαίοι έκτιζαν σε όλα τα προαναφερθέντα κομβικά σημεία της χώρας ιερά του Ιανού. Ήταν επίσης προστάτης των αποδημούντων και των παλιννοστούντων. Εξαιτίας αυτών των ιδιοτήτων του προήλθαν και τα σύμβολά του, το κλειδί, η ράβδος, όπως κι η παράστασή του με δύο αντιθέτων διευθύσεων πρόσωπα. Στο σημαντικότερό του ιερό, που βρισκόταν στην αγορά της Ρώμης υπήρχε άγαλμά του, όπου το ένα πρόσωπό του έβλεπε προς την ανατολή και το άλλο προς την δύση. Αυτό μας θυμίζει πολύ και το ιερό των Δελφών, όπου το ανατολικό μέρος ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα και το δυτικό στο Διόνυσο. 

Το ότι ο Ιανός αποδεικνύεται ότι έχει σχέση και με τον Απόλλωνα φαίνεται από τη λατρεία του Απόλλωνα με το επίθετο «Δυαδικός». Εδώ ο Απόλλων εμφανίζεται «τετράχειρος» και «τετράωτος», μια καθαρή συγχώνευση του Υακίνθου και του Αμυκλαίου Απόλλωνα, μια διπροσωπία απολύτως αντίστοιχη με αυτήν του Ιανού. Ο σημαντικότερος ναός του Ιανού είχε κτισθεί στην Ρωμαϊκή Αγορά από τον αυτοκράτορα Νουμά, μεταξύ δε των μεταρρυθμίσεων (κυρίως θρησκευτικών), στις οποίες προέβη, ήταν και η τροποποίηση του ημερολόγιου. Διαπιστώνουε και εδώ την άμεση σχέση του θεού Ιανού με το ημερολόγιο, εκτός όλων των άλλων. Από αυτήν ακριβώς την περίοδο της βασιλείας του Νουμά, γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ., επικράτησε η συνήθεια να είναι ανοικτές οι πύλες του ναού όταν το κράτος βρισκόταν σε καιρό πολέμου και να κλείνουν μόνον εάν αποκαθίστατο πλήρως η ειρήνη. Και αυτό συνέβαινε διότι οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι οι πύλες του ναού του αγαπημένου τους Θεού Ιανού έπρεπε να είναι ανοικτές σε περίοδο πολέμου, για να βγαίνει και να υπερασπίζεται ανά πάσα στιγμή την επικράτεια. Σε διάστημα 11 αιώνων από τον 7ο π.Χ. έως τον 4ο μόνο δέκα φορές και για λίγο χρόνο έκλεισαν οι πύλες του ναού του θεού Ιανού. Εδώ κατανοούμε ακόμη περισσότερο τη σχέση του Ιανού με μειλίχιους θεούς της ειρήνης αλλά και με τον θεό του πολέμου Μαρς-Άρη πολύ περισσότερο. 

Παίρνοντας τώρα την θεία οντότητα του Γιούπιτερ-Δία, συντρόφου-συνοδού του Ιανού, σαν μια ακόμη έκφραση της ουσίας του Ιανού, βρίσκουμε στη δίια ποιότητά του το θεό του φωτός (Δίος = φωτεινός) από το αστραποβόλημα των κεραυνών, με το λατινικό επίθετο Lucetius, που μας παραπέμπει στο lux-lucis = φως, αλλά από την άλλη και στο γκριζόμαυρο σκότος των νεφών της βροντής. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Δίας με αυτά του τα χαρακτηριστικά γινόταν μάρτυρας, εγγυητής, αλλά και τιμωρός στις δικαιοπραξίες των ανθρώπων, επικυρώνοντας τις αμοιβαίες δεσμεύσεις του με μια συμβολική βροντή, που φαίνεται πως παρέμεινε μέχρι τις μέρες μας σαν τον ήχο του κτυπήματος του σφυριού των δικαστών κατά την έκδοση αποφάσεων, αλλά και των κατακυρώσεων των πλειστηριασμών. 

Αυτά σε κυριολεκτικό αλλά και σε συμβολικό επίπεδο έχουν να κάνουν με τον Ιανό σαν θεό σύμβολο της αρχής και του δικαίου, που πρέπει να το βλέπεις από όλες τις πλευρές. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Ιανουάριος εκτός από 1ος μήνας του χρόνου ήταν και ο μήνας που αναδείκνυε τους νέους άρχοντες της χρονιάς. Επειδή επίσης ήταν θεός πάσης ενάρξεως (της ημέρας, του μήνα, του έτους, της ώρας), γι’ αυτό είχε και την προσωνυμία «Πατέρας του Χρόνου». Αυτή του η προσωνυμία ίσως δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι ο Ιανός διασυνδεόταν και με τον Κρόνο-χρόνο, ο οποίος είχε και στο πίσω μέρος του κεφαλιού του μάτια, μια ακόμη «ιανική» έκφραση του θείου. 

Σύμφωνα με μια παμπάλαια παράδοση ο Ιανός υπήρξε εκτός από επιχώριος θεός της Ιταλίας και ο αρχαιότερός της βασιλιάς, που κυβέρνησε κατά τον χρυσό αιώνα του Λατίου, γι’ αυτό και ονομάζεται «αυτόχθων». Στον Ιανό κατέφυγε ο Κρόνος-χρόνος όταν εκδιώχθηκε από το Δία. Από τις φοινικικές μυθολογικές παραδόσεις, που μας περιγράφει ο Στέφανος Κομητάς, πληροφορούμαστε ότι ο Κρόνος είναι ο κρυφός θεός του Ισραήλ. Η αλήθεια είναι ότι αυτό δεν είναι και τόσο κρυφό, αφού είναι εμφανέστατο ότι το Σάββατο, αγγλιστί Saturday (Saturnus day = ημέρα του Κρόνου) είναι η ιερή ημέρα των εβραίων αφιερωμένη στο θεό αυτόν. Η εναντίωσή του με το Δία, αλλά και το «φάγωμα» των παιδιών του μας φέρνει στο νού το θεό του σημιτικού κλάδου των Φοινίκων, τον Βάαλ–Κρόνο-Βαλο-Βήλο, στου οποίου τον φούρνο, που βρισκόταν στην βάση του αγάλματός του, θυσίαζαν τα παιδιά τους οι Σημίτες. Ανάμνηση αυτών των ανθρωποθυσιών είναι και η θυσία του Ισαάκ από τον Αβραάμ, κάτι που όμως δεν ολοκληρώθηκε, γιατί παρενέβη η καλή πλευρά του θείου. Ο Δίας όμως, γεννημένος σε σπήλαιο, όταν ανδρώθηκε έκοψε τη γεννητικά όργανα του πατέρα του Κρόνου, αφαιρώντας του συμβολικά τη δύναμη και την ισχύ του. Αυτό έμεινε στις μνήμες των «Κρονίων» σαν μια συγκλονιστική πράξη, γι’ αυτό, και το πιθανότερο, θέσπισαν το θρησκευτικό νόμο της περιτομής που παραδοσιακά τηρείται μέχρι σήμερα. 

Ο κόσμος ήδη από τότε χωρίστηκε στο κρόνιο και δίιο ιερατείο. Ίσως αυτό, αν το κοιτάξουμε και κάπως παραϊστορικά, να φτάσουμε μέχρι και την προκατακλυσμιαία σύγκρουση της Δίιας – Αθηναϊκής Αιγίδος με την Ποσειδώνια-Κρόνια Ατλαντίδα, ενώ ξεκίνησε σαν Ποσειδώνια, έγινε αποικία των Αρκάδων από τον Άρκα Άτλαντα. Οι Ρωμαίοι ήταν αρκαδικής καταγωγής, αφού και ο γενάρχης τους, Αινείας, ήταν ευγενής από το βασιλικό οίκο της Τροίας, που ήταν επίσης αρκαδική αποικία. Αργότερα, όταν ξανακτίσθηκε η Κωνσταντινούπολη, επέστρεψαν σε αυτή την πόλη του Βυζαντίου γνωρίζοντας ότι επιστρέφουν στην παλιά τους, Αινεία. Πάντα όμως γνώριζαν ότι πρώτη κοιτίδα τους ήταν η Αρκαδία, πατρίδα του Άτλαντα. Γι’ αυτό και οι Ρωμαίοι διατήρησαν μια ιδιαίτερη ευαίσθητη σχέση με τις ιστορίες γύρω από την Ατλαντίδα. 

Άλλωστε, σύμφωνα με μια μυθολογική παράδοση ο Κρόνος είχε εκτοπισθεί στη Δύση στην περιοχή της Ποσειδωνίας-Ατλαντίδας. Έτσι μέσα από τα ιστορικά μυθολογούμενα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι το κρόνιο ιερατείο έχει κάποια βαθιά σχέση με ένα κομμάτι της Ατλαντίδας, το οποίο στο βαθμό που διατηρούσε τις αρκαδικές μνήμες του, συνέχιζε να συντηρεί στις παραδόσεις του τον καλό Κρόνο, τον Κρόνο της χρυσής εποχής, όπου η Αιγαιακή Ελλάδα βρισκόταν σε άριστες σχέσεις με την ατλαντική της αποικία. 

Ο διωγμένος από το Δία Κρόνος δίδαξε στον Ιανό, όταν έφτασε στο Λάτιο, τη γεωργία και άλλες πολλές τέχνες, καθώς και τη ναυπηγική και την χάραξη νομισμάτων. Ίσως και το νόμισμα της βασιλόπιτας την 1η Ιανουαρίου να θέλει να μας θυμίσει το πρώτο νομισματοκοπείο του Ιανού. Όμως και η γλυκύτητα της βασιλόπιτας φαίνεται να έχει σχέση με τον Ιανό, αφού, σύμφωνα με τον Ρωμαίο συγγραφέα Βάρωνα, ο Ιανός ήταν και θεός των γλυκισμάτων, στα ελληνικά «πόπανα-γλυκίσματα» επειδή τα πρόσφεραν ο ένας στον άλλον στις καλένδες-κάλαντα. Το συγκεκριμένο δε γλύκισμα για τις καλένδες της πρωτοχρονιάς ονομαζόταν «ιανουάλ». Ίσως η βασιλόπιτα θα έπρεπε να ονομάζεται ιανουλόπιτα, εκτός και αν υποθέσουμε ότι παρασκευάζεται για να τιμηθεί η μνήμη του «βασιλιά» Ιανού. Ακόμη και οι μποναμάδες στα κάλαντα έχουν σχέση με τα μπόνα-δώρα των Ρωμαίων. 

Οι φιλανθρωπίες του Αγίου Βασιλείου ήλθαν πολύ αργότερα για να είναι αυτές και μόνο η αιτία για τη λαϊκή παράδοση της βασιλόπιτας. Μελετώντας μάλιστα τα έθιμα της Παλαιομάνινας Αιτωλοακαρνανίας και τις αρχαιοελληνικές τους ρίζες βρίσκουμε πολλά πρωτοχρονιάτικα έθιμα να φθάνουν αναλλοίωτα μέχρι τις μέρες μας. Στα δε χωριά της Πίνδου την πρωτοχρονιά κόβεται η βασιλόπιτα με το νόμισμα της τύχης, γύρω από την οποία, πριν ψηθεί, τοποθετούν στεφάνι από κλαδί αμπέλου, κάτι που μας φέρνει στον νού τον Ιανό-Διόνυσο. 

Οι Ρωμαίοι ιερείς είχαν μια τελετουργία που ονομαζόταν fetiales, μέσα από την οποία προσπαθούσαν να προσεγγίσουν έναν εχθρικό ή έναν εν δυνάμει εχθρικό λαό για να επανορθώσουν μια αδικία και έτσι ή να συνομολογήσον ειρήνη μαζί του ή να κηρύξουν έναν ευσεβή δίκαιο πόλεμο. Η φετιάλιος λοιπόν τελετουργία είχε άμεση σχέση με το «Γιούπιτερ lapis», που πήρε αυτό το όνομα από μια πέτρα (λάπις) που ρίχνει πίσω του ο φετιάλιος ιερέας λέγοντας συνήθως μια κατάρα για τον εχθρό. Γνωστή είναι μέχρι σήμερα η φράση «έριξε μαύρη πέτρα πίσω του». Ο «Γιούπιτερ Feretrius» βρίσκεται σε άμεση σχέση με αυτά τα τελετουργικά, γι’ αυτό και υπήρχε και ένας μικροσκοπικός ναός στο Καπιτόλιο, που χρησίμευε κυρίως για τη φύλαξη μιας πέτρας, που θύμιζε τις υποσχέσεις για ιερή δέσμευση με τον Γιούπιτερ lapis των πιστών του, μια πέτρα που έμενε πάντα σταθερή στη θέση της και δεν την έριχνε κανείς πίσω του για να συμβολίσει ότι η συμφωνία δεν ισχύει πια, όπως και ότι δεν ανήκω πια σε σας και στους νόμους σας. Η φύλαξη στο Καπιτόλιο αυτής της πέτρας, στο μικροσκοπικό ναό του Γιούπιτερ αναγκαστικά μας οδηγεί σε λογικούς συνειρμούς, που μας φέρνουν στη βαθύτερη σημασία του τελετουργικού της πέτρας και συνεπώς και σε σκέψεις για το συμβολισμό της Εκκλησίας του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη σήμερα. 

Εδώ, επανατοποθετώντας το ζήτημα της περιτομής, θα πρέπει να θυμηθούμε ότι, όταν προέκυψε μεταξύ των Αποστόλων ζήτημα για την περίτμηση ή όχι των χριστιανών, ο Παύλος πήρε θέση εναντίον της περιτομής, ενώ ο Πέτρος, θέλοντας με επιμονή να διατηρήσει τις ιουδαϊκές παραδόσεις, τάχθηκε υπέρ αυτής. Γνωρίζουμε όμως ότι οι πέτρες, όπως επίσης τα μενίρ των Γαλατών ή οι λίθινες στήλες των Ερμών συμβόλιζαν τον φαλλό, όπως μας λέει ο Χάνεϋ στο έργο του «Ο σεξουαλικός συμβολισμός στις θρησκείες».

Έτσι η «άγια πετρα-lapis», στην οποία ορκίζονται για την τήρηση των συμφωνιών, μοιάζει να έχει σχέση και με τους όρκους που παίρνουν λαοί της Μ. Ανατολής φέρνοντας εκείνη την στιγμή το χέρι τους στην περιοχή των γεννητικών τους οργάνων. 


Με του Γιούπιτερ όμως τον όρκο έχει σχέση και ο «Dius Fidius», που είναι μια ακόμη έκφραση να εμπνέει εμπιστοσύνη μεταξύ των πιστών του, αλλά που και οι πιστοί με τη σειρά τους θα πρέπει να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο. Ο ναός μάλιστα του Ντίους Φίντιους είχε ένα άνοιγμα προς τον ουρανό, ώστε, όταν ορκιζόταν κανείς, να κοιτάζει ψηλά προς το μεγάλο Πατέρα. Η ιδιαίτερη αναφορά στους όρκους γίνεται για να καταδειχθεί μέσα από ποιές διαδικασίες κρατούνται μυστικά, τα οποία, εάν έβγαιναν προς τα έξω, θα έκαναν πολλούς να δούν με ένα τελείως διαφορετικό μάτι τη θρησκεία, τα πολιτικά συστήματα, αλλά και τις παραδόσεις, όπως είναι και αυτές με τα «παιχνίδια» γύρω από τα ημερολόγια. 

Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να δούμε και τις ποιότητες του Γιούπιτερ των Ειδών κάθε μήνα. Οι Ειδοί στους αρχαίους Ρωμαίους ήταν η 15η ημέρα των μηνών Μαρτίου, Μαϊου, Ιουλίου και Οκτωβρίου και η 13η των άλλων μηνών. Ήταν όλες αφιερωμένες στον Δία. Οι Ρωμαίοι αρχαιογνώστες εξηγούσαν τις εορτές των Ειδών σαν γιορτές που είχαν σχέση με το φωτεινό και ουράνιο χαρακτήρα του Γιούπιτερ, σύμφωνα με όσα μας πληροφορεί ο Μακρόβιος. Οι Ειδοί σηματοδοτούσαν την πανσέληνο που ήταν η πιο φωτεινή στιγμή του μήνα, αφού μετά το φως ενός λαμπερού ήλιου της μέρας είχαμε το διάχυτο φως της πανσελήνου της νύκτας. Ο Ιανός και Γιούπιτερ ήταν αλληλοσυμπληρωματικές θεότητες, όπως ήδη είπαμε. Ο Ιανός ήταν το σύμβολο Prima, ο Γιούπιτερ ήταν το σύμβολο Summa. Γράφει σχετικά με αυτό ο Ντυμεζίλ: «Πρέπει να επικεντρώσουμε το πρόβλημα στο σύνολο των «ιδιαιτέρων ημερών» του μήνα, συνυπολογίζοντας και τις καλένδες, τις μέρες δηλαδή που «αντιπαρατίθενται» στις Ειδούς, και οι οποίες έχουν κι αυτές έναν προστάτη, τον Ιανό. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι καλένδες, που μόλις αναφέρθηκαν, έχουν σχέση άμεση με τα τραγούδια ύμνους που συνήθως τραγουδούν τα παιδιά, τα γνωστά μας κάλαντα. Ακόμη και η αγγλική λέξη κάλενταρ (ημερολόγιο της χρονιάς) έχει σχέση με τις καλένδες. 

Συνεχίζει όμως ο Ντυμεζίλ: «Ο Ιανός είναι ο θεός των Πρίμα και οι Καλένδες είναι η πρώτη μέρα του μήνα. Τα δικαιώματα του Γιούπιτερ πάνω στις Ειδούς, που αποτελούν την κορύφωση του μήνα, μια σύνδεση της αύξουσας και φθίνουσας δεκάτης πέμπτης ημέρας του μήνα, δεν πρέπει να στηρίζονται σε μιαν ανάλογη αιτία, καθώς ο Γιούπιτερ, κατέχει τη σούμα. Και οι Καλένδες και οι Ειδοί ανήκουν αμοιβαία σ’ αυτούς τους δύο θεούς, όπως άλλωστε, για τους ίδιους λόγους και επί του εδάφους πλέον, στον Ιανό ανήκει ο πρώτος λόφος, ο Ιανίκουλος, ενώ στον Γιούπιτερ ο λόφος της Ακρόπολης, ο Καπιτόλιος. Σχετικά με τον Ιανουάριο, το μήνα του Ιανού, «οι Ημέρες» του Οβιδίου χρησιμοποιούν με επιμονή αυτή τη φιλοσοφία των δύο άκρων, σχετικά με τις Καλένδες, πολλαπλασιάζει τις αναφορές στον Πρίμους χαρακτήρα του Ιανού, μετά, στις 13 του μήνα, τουτέστιν στις πρώτες Ειδούς που συναντάμε στο ποίημα του Οβιδίου προχωρά σε άλλες παραλλαγές αυτή τη φορά πάνω στο «μεγαλείο» magnus maior maximus (μεγάλος – μεγαλύτερος - μέγιστος) που συνδέεται έντεχνα με τον τίτλο Αύγουστος και κορυφώνεται με το σούμους (του Γιούπιτερ). Η έννοια αυτή είναι σημαντική, αφού θα σηματοδοτήσει στο Καπιτόλιο το δεύτερο υπερθετικό του Γιούπιτερ, ενώ το πρώτο δηλώνει την ωφέλιμη αγαθότητά του ή τη γενναιοδωρία του. Με λίγα λόγια ο Γιούπιτερ  βρίσκεται στην κορυφή του ordo Deorum(τάξη θεών) αλλά και του ordo mundi (τάξη του κόσμου). Μέχρι το σημείο αυτό η μορφή του Γιούπιτερ παραμένει ίδια και απαράλλακτη με εκείνη που μας είχαν αποκαλύψει για τον Γιούπιτερ της αρχέγονης τριάδας τα καθήκοντα του αρχιερέα του και η θέση του μέσα στην ιδεολογία των βασιλικών θρύλων. 

Στην αρχαία Ελλάδα ο θεός των θεών, ο Ζεύς, δεν κυριαρχεί σαν δίιος φωτεινός ηλιακός θεός στα ημερολόγια. Αυτό θα συμβεί πολύ αργότερα. Τα ελληνικά ημερολόγια είναι κυρίως σεληνιακά διατηρώντας τη μνήμη από τις παμπάλαιες ελληνικές μητροκεντρικές κοινωνίες. Παρόλ’ αυτά οι Έλληνες θα καθιερώσουν για λογαριασμό κι άλλων λαών το ηλιακό ημερολόγιο. Ο Έλληνας βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος ο Γ΄ ο Ευεργέτης (279-222 π.Χ.) ήταν ο πρώτος που πρότεινε στους Αιγυπτίους ιερείς να διορθώσει το αιγυπτιακό έτος ακολουθώντας το ηλιακό ημερολόγιο. Αν και η πρότασή του τελικά δεν έγινε αποδεκτή, το πρώτο βήμα ήδη είχε γίνει. Όμως στον Έλληνα αστρονόμο Σωσιγένη (46 π.Χ.) οφείλεται η δημιουργία του Ιουλιανού ημερολογίου, ενός καθαρά ηλιακού ημερολογίου, το οποίο προσαρμόθηκε από τον Πάππα Γρηγόριο 13ο (1582 μ.Χ.) και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα. 

Ως προς τα αρχαία ελληνικά ημερολόγια, οι παλιότεροι συμβολισμοί της χρονιάς δίνονται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια, στα σημεία που αναφέρονται οι μύθοι γύρω από τον θεό Ήλιο, ιδιαίτερα στο τμήμα της Οδύσσειας που αναφέρεται στην Τρινακρία (Σικελία). Στην αρχαία Αθήνα είχαν υιοθετήσει ένα σεληνιακό ημερολόγιο που η διάρκειά του ήταν ίση με 354 μέρες. Αυτό το ημερολόγιο περιελάμβανε εναλλάξ πλήρεις μήνες 30 ημερών και κοίλους μήνες 29 ημερών. Έτσι είχαμε 6 μήνες από 30 μέρες και 6 μήνες από 29. Αυτό μας δίνει σύνολο 354 ημερών. Για μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη του αττικού ημερολογίου σας δίνουμε τους 12 μήνες του έτους των αρχαίων Αθηναίων σε μια κατά προσέγγιση αντιστοιχία με το σημερινό γρηγοριανό ημερολόγιο. 

Για την εύρεση των ημερών οι αρχαίοι Αθηναίοι είχαν χωρίσει κάθε μήνα σε 3 δεκαήμερα. Και έτσι έλεγαν για να συγκεκριμενοποιήσουν κάποια ημέρα π.χ. 3η ημέρα δευτέρου δεκαημέρου ή 6η ημέρα 1ου δεκαημέρου κλπ.


Περιέργως αυτό κατά κάποιον τρόπο έχει μείνει και σε μας μέχρι σήμερα. Λέμε: Κυριακή η κύρια ημέρα, Δευτέρα η δεύτερη ημέρα, Τρίτη ή τρίτη ημέρα κ.ο.κ. φθάνοντας στην Παρασκευή που εξαιτίας θρησκευτικών υποχρεώσεων είναι η προπαρασκευή για την ημέρα του Σαββάτου που είναι εβραϊκή θρησκευτική «σφήνα» μέσα στην ελληνική αρίθμηση των ημερών. 

Το αρχαίο ελληνικό ημερολόγιο χρησιμοποιούνταν ακόμη και από τους Πτολεμαίους, τους Έλληνες βασιλείς της Αιγύπτου. Στη Μακεδονία και Θράκη υπήρχαν όμως και άλλα δύο ημερολόγια. Το σημαντικότερο όμως ήταν αυτό που είχε υιοθετηθεί και από τους Πτολεμαίους.

Είναι φανερό ότι, για να γίνει δυνατή μια ημερολογιακή «ενορχήστρωση» που να μας βγάλει τις ημερομηνίες γέννησης του Χριστού, αλλά και άλλων εορτών στις περιόδους που πρέπει, ώστε να εναρμονίζονται με παλαιότερες λατρείες, θα πρέπει να υπάρχει ένα θρησκευτικοπολιτικό κέντρο, που να διαθέτει μια γιγαντιαία υπόγεια διαδικτύωση με τη βοήθεια μυστικών εταιρειών…

Ήδη στο άρθρο μου «Ο Διόνυσος Δενδρίτης και το χριστουγεννιάτικο δένδρο» περιγράφω σκηνές από τα Ελευσίνια Μυστήρια… αλλά και για παραδόσεις του χριστουγεννιάτικου δένδρου που το φορτώνουμε με μπάλες, κάτι που ίδια και απαράλλακτα και στην αρχαία Ελλάδα έκαναν, αφού και τότε κρεμούσαν σε πευκοέλατο μπάλες συμβολίζοντας έτσι τους πλανήτες. Ακόμη και μελομακάρονα είχαν που τα ονόμαζαν πλακούντια, αλλά και κουραμπιέδες που τους ονόμαζαν αλφήτεια (από το αλφός = λευκός) που ήταν κάτασπρα γλυκίσματα αφιερωμένα στη Λευκή Θεά, Ινώ, μητριά του βρέφους Διονύσου, που σαν Κερδώ τη βρίσκουμε στα Ελευσίνεια Μυστήρια. Η Κερδώ είναι η Καρδέα, η σύζυγος του Ιανού του θεού των θεών… 

Για εκοτοντάδες χρόνια στην καρδιά του λαού μας έχουν φωλιάσει τα λόγια του Χριστού, τα οποία όντως δόνησσαν την ψυχή μας, ίσως επειδή βαθιά μέσα μας από παππού σε εγγόνι διατηρήθηκε η σοφία και καλοσύνη ενός Ορφέα, ενός Πυθαγόρα, ενός Σωκράτη. 

πηγή: hellinon.net

ΑΛΤΑΝΗ - ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ελληνικοσ διαλογισμοσ αλτανη

Μη ύπνον μαλακοίσιν έπ΄όμασσι προσδέξασθαι,
Πριν των ημερινών έργων τρίς έκαστον επελθείν:

Πη παρέβην; Τι δ΄έρεξα; Τι μοι δέον ούκ ετελέσθη;

Αρξάμενος δ΄από πρώτου επέξιθι και μετέπειτα
Δειλά μεν εκπρήξας επιπλίσσεο, χρηστά δε τέρπευ».

ΑΠΟΔΟΣΗ: 

«Στα βλέφαρα σου ο ύπνος να μην έλθη, πριν σταθμίσης εν έκαστον έργον εκείνης της ημέρας τρεις φοράς.

Τι παρέβην;  Τι έπραξα; Τι έπρεπε να πράξω και δεν το έπραξα;

Αρχόμενος δε από του πρώτου, εξέτασε αυτά μέχρι τέλους, και μετά ταύτα, τα κακώς πεπραγμένα να ψέγης (διορθώνεις) τον εαυτό σου, αν πάλι καλώς έπραξες, να τέρπεσαι (χαίρεσαι)». 

(Ιεροκλέους «Χρυσά Έπη» στ. 40-45)

Εξασκηθείς ο πυθαγόρειος εις την πρωϊνην απομνημόνευσιν των λόγων και των πράξεων του, ευρίσκεται προ της νυκτερινής κατακλίσεως ενώπιον νέου παραγγέλματος. Δεν του επιτρέπεται να κλείσει τα βλέφαρα του, εάν προηγουμένως δεν προβή εις την λεπτομερή εξέτασιν, και όχι απλήν επισκόπησιν, των πραξεών του.

ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΑΥΤΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ Η ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΣΙΣ, ΑΛΛΑ Η ΑΥΤΟΚΑΘΑΡΣΙΣ.

                                                

ΓΑΙΑ + ΟΥΡΑΝΟΣ è ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ + ΡΕΑ + ΚΡΟΝΟΣ.  

ΡΕΑ + ΚΡΟΝΟΣ è ΖΕΥΣ.

ΖΕΥΣ + ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ è ΜΟΥΣΕΣ-ΜΥΗΣΕΙΣ

Με την ροη (ΡΕΑ) του χρόνου (ΚΡΟΝΟΣ) η μνημοσύνη (ΜΝΗΜΗ) και ο Ζευς (ΝΟΥΣ), αφυπνίζουν την ΝΟΗΣΗ μας  με τον ορθό τρόπο της προσεγγίσεως μας της λογικής, της ευθυκρισίας και της φρονήσεως.

Η γέννηση των Μουσών/Μυήσεων θα έλθη μετά από συνεύρεση της Μνημοσύνης και του Διός,  εφόσον εις τον ύμνο της Μνημοσύνης νόηση (λογική) και συναίσθημα (στέρνο) πρέπει να διεγείρονται, εξισορροπημένα και εν συνδυασμό.

Ο ύμνος ολοκληρώνεται με την νέα επίκληση προς την θεά, όπως επιτρέπει από τους Μύστες κατά την διάρκεια των ιερών τελετών να αποτυπώνουν την θεια Μυσταγωγία, απομακρύνοντας την λήθη εξ΄αυτών. Ο Ύμνος θα φέρει δειλά σε επαφή τον Μύστη με τις Μούσες/Μυήσεις.     

 Επαναλαμβάνεται ότι η παρέμβαση της μνήμης είναι καθοριστικής σημασίας εις την αυτοκριτική δια την κάθαρση και το «εαυτόν γνώναι». Το δικαστήριο της ψυχής οφείλει να είναι λεπτολόγο και συγκεκριμένο για την ορθή, συνεπή και δίκαια εκκαθάριση των ¨λογαριασμών¨.

Η κάθαρσις δεν θα φέρει την επιθυμητήν ηρεμίαν εις την ψυχήν, εάν δεν αποδοθή δικαιοσύνη.  

                                                      ◊             

            ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗΣ

Μνημοσύνην καλέω, Ζηνός σύλλεκτρον, άνασσαν,
ή Μούσας τέκνωσ'ιεράς, οσίας, λιγυφώνους,
εκτός εούσα κακής λήθης βλαψίφρονος αιεί,
πάντα νόον συνέχουσα βροτών ψυχαίσι σύνοικον,
ευδύνατον κρατερόν θνητών αύξουσα λογισμόν,
ηδυτάτη, φιλάγρυπνος υπομνήσκουσά τε πάντα,
ών άν έκαστος αεί στέρνοις γνώμην κατ<ά>θηται,
ούτι παρεκβαίνουσ', επεγείρουσα φρένα πάσιν.
αλλά, μάκαιρα θεά, μύσταις μνήμην επέγειρε
ευιέρου τελετής, λήθην δ'από τών δ'απόπεμπε.
                  ……………………………………………
(Την Μνημοσύνην προσκαλώ, την συζυγον του Διός, την
βαοίλισσαν. ή οποία εγέννησε τας ιεράς Μούσας, τας οσίας, τάς
λιγυροφώνους πού έχει πάντοτε την
μνήμην της έξω από την κακίαν ή οποία βλάπτει τάς
φρενας καί συγκρατεί κάθε νουν των βροτών σύνοικον με τας
ψυχάς και αυξάνει τον δυνατόν και ισχυρόν λογισμόν των
ανθρώπων είναι γλυκύτατη, αγαπά την αγρυπνίαν υπενθυμίζει
τα πάντα περί των οποίων ο καθένας σχηματίζει πάντοτε
γνώμιν ούτε παρεκτρέπεται καί διεγείρει εις όλους την σκέψιν.
Αλλά μακαρία θεά, ξεσήκωσε την μνήμην εις τους
μύστας της ιεράς ταύτης τελετουργίας, και απόδιωξε από αυτούς την λησμοσύνη).

                                              

«Ο κριτικός έλεγχος του εαυτού, ως είπεν ο πλάτων εις τον διαλογον ¨Σοφιστής¨, είναι σπουδαιότερος καθαρμος».

                                         
«…Κράτειν δ΄ειθίζεο τώνδε:
Γάστρος μεν πρώτιστα και ύπνου, λαγνείας τε και θυμού»

ΑΠΟΔΟΣΗ:

(…Να συνηθίζεις να συγκρατής τον εαυτόν σου από τα ακόλουθα:
Της κοιλίας μεν πρώτιστα και του ύπνου, της λαγνείας και του θυμού).

                                                      ◊

Ο Πυθαγόρειος συγκρατεί δια της συνήθειας τα πάθη του. Η διατροφική αντίληψη του ανθρώπου πρέπει να κατευθύνεται κατά κύριο λόγο στην συγκράτηση της ποσότητας. Λίγη τροφή, τόση όση να μην φτάνει ο άνθρωπος στον κορεσμό.

Σώμα υπέρβαρο ή ακόμη σοβαρότερο, παχύσαρκο, καθίσταται τροχοπέδη στην ψυχονοητική μας άνοδο. Το βάρος του άλογου σώματος παρασυρόμενο προς την Γη, συμπαρασύρει και το λογικό στην πτώση. 

¨…αναβάλετε για αργότερα τον υλικό πειρασμό της τροφής, ξεγελάστε το ύπουλο σώμα, υποσχόμενοι συνεχώς ότι θα το ικανοποιήσετε. Το αργότερο θα είναι όλο και αργότερο, φροντίζοντας να απασχολείτε τον εαυτό σας με κάτι χρησιμότερο¨.   

                                             ◊  

Σε αυτήν την προκαταρτική φάση η οποία προηγείται του Ελληνικού διαλογισμού, η πειθαρχία είναι απαραίτητος σύντροφος της ψυχής, όσον και αν αυτή είναι ταλαιπωρημένη από την κόπωσιν της ημέρας. Συχνά όμως η ανεκπαίδευτος ψυχή συμβαίνει να προσποιήται ότι νυστάζει, προκειμένου να αποφύγη τον ενοχλητικόν δικαστήν. 

                                             

Αί λεπτοφυείς οντότητες ή ο «Δαίμων» της ψυχής, είναι τώρα εις θέσιν να έλθουν εις επικοινωνίαν και να την βοηθήσουν εφ΄όσον αυτή ανεγνώρισεν και μεταννόησεν (μετα εντός της εννόησεν) τας συνέπειας των «παθών» της. Δύσκολον να τα επαναλάβη, εφ΄όσον αποκεκαθαρμένη, ήλθεν εις επαφήν με ανώτερα όντα κατά την διάρκεια του ύπνου, και  έλαβε τας απαντήσεις εις τα ερωτηματικά και αδιέξοδα καθημερινά της προβλήματα. 

                                                                

        ...Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΥΜΝΟΥ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ Η ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΜΑΣ, ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΟΥΝ ΤΗΝ ΚΥΤΤΑΡΙΚΗ ΜΑΣ ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΜΑΣ ΕΞΑΓΝΙΖΟΥΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΒΑΘΙΕΣ ΜΥΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ. Ο ΑΠΩΤΑΤΟΣ ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΝΑ ΕΞΑΣΚΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ ΜΑΣ ΓΙΑ ΝΑ ΘΥΜΑΤΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΜΑΣ ΖΩΗ,  ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΝΑ «ΠΟΤΙΣΟΥΜΕ» ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΜΑΣ ΜΕ ΑΛΗΘΙΝΗ ΓΝΩΣΗ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΘΥΜΑΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΠΟΧΩΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΥΛΙΚΟ ΣΩΜΑ ΝΑ ΜΗΝ ΞΑΝΑ ΠΙΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΗΓΗ (ΠΥΛΗ) ΤΗΣ ΛΗΘΗΣ ΚΑΙ ΝΑ ΟΔΕΥΣΕΙ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΗΣ. ΕΚΕΙ ΟΜΩΣ ΘΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙ ΔΥΟ ΦΥΛΑΚΕΣ ΚΑΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΘΥΜΑΤΑΙ ΝΑ ΠΕΙ:

«Γης παις ειμί και ουρανού αστερόεντος, αυτάρ εμοί γένος ουράνιον. τόδε δ’ ίστε και αυτοί. Διψίη δ’ ειμί αύη και απόλλυμαι. Αλλά δότ’ αίψα ψυχρόν ύδωρ προρρέον της Μνημοσύνης από λίμνης».

(Της Γης παιδί είμαι και του έναστρου Ουρανού• το γένος μου είναι βεβαίως ουράνιο. Αυτό το γνωρίζετε και οι ίδιοι. Φλέγομαι από την δίψα μου και χάνομαι• δώστε μου γρήγορα κρύο νερό που αναβρύζει από της Μνημοσύνης την λίμνη).   

……Και αυτοί θα σου δώσουν να πιής από την ιερή κρήνη
Και τότε μαζί με τους άλλους ήρωες θα βασιλεύης...».

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΑΡΡΗΤΟΙ ΛΟΓΟΙ – ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ», ΑΛΤΑΝΗ.

ΑΠΟΛΛΩΝ - ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

$
0
0

ΑΠΟΛΛΩΝ, Η  ΛΑΜΠΕΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ
Ατενίζοντας τον ναό του Φοίβου Απόλλωνος στους Δελφούς θα βρεθούμε μπροστά από τα γνωμικά που διακοσμούν την είσοδο του. «ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ» κάτω αριστερά «ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ» κάτω δεξιά και το γράμμα Ε που έχει τοποθετηθεί τρείς φορές στην κορυφή του αετώματος, την πρώτη από ξύλο μετά χάλκινο και τέλος από χρυσό.
Ενώ κυριαρχεί  η χρησμική ρήση  « Ξένε να προσέρχεσαι με αγνότητα προς το ιερό ναό, και να πιείς από το παρθενικό νερό διότι για την αγαθή ψυχή λίγες σταγόνες του αρκούν, ενώ τον μιαρό άνθρωπο ολόκληρος ο ωκεανός δεν αρκεί για να τον καθάρει.»
Η Δελφική ιδέα είναι συνυφασμένη με την αναγέννηση του Ελληνικού Πολιτισμού που γαλουχήθηκε με τα ύψιστα ιδεώδη και ο Απολλώνιος Λόγος οδηγεί στην ανάταση ψυχής τον Έλληνα και τον κάθε άνθρωπο, αφού το Δελφικό όραμα στηρίζεται στην φιλοσοφική αντίληψη για τον ίδιο τον άνθρωπο, το σύμπαν, τον μακρόκοσμο και μικρόκοσμο, σε συνδυασμό με την Αρμονία. Η Δελφική  αντίληψη της Αρμονίας στηρίζεται στις ενοποιητικές δυνάμεις που αυτή  περικλείει, η συνισταμένη των οποίων αγγίζει τα όρια της πληρότητας, ενώ η σύνθεση συμπαντικού στερεώματος ανάγεται σε έναν ανυπέρβλητο αρμονικό διακανονισμό.
Στους Δελφούς λατρεύτηκε το ΦΩΣ και αναγνωρίστηκε η δύναμη της πνευματικής ενέργειας μέσα από τον Ολύμπιο θεό, τον ακτινοβόλο, τον αιώνιο Νομοθέτη, Θεματοφύλακα της Κοσμικής Τάξης και  σύμβολο της  πνευματικής διαύγειας, του αισθητού Κάλλους και της φυσικής Ρώμης με την αρμονική ψυχική ισορροπία και την καθαρτική του δύναμη.
Η ύπαρξη δύο ισομεγέθων αγαλμάτων, του Δία και του Ομήρου, έξω από το Ιερό του Φοίβου έχει μεγάλη συμβολική αξία. Μας δηλώνει και υπενθυμίζει την αρμονική-ισότιμη σχέση και συνύπαρξη του Θεϊκού Ανθρώπου με τον Γεωμέτρη του Σύμπαντος, τον κοσμικό Δημιουργό.
Ο Μύστης  Όμηρος  αποθανάτισε τις μεγάλες στιγμές για την ανθρωπότητα και  μας διηγείται το "κοσμοϊστορικό" γεγονός, που είναι η γέννηση του Απόλλωνα.  Επιτέλους ήρθε η ώρα να γεννηθεί το ΦΩΣ.  Άστραψε  ο νους του ανθρώπου και φωτίστηκε η συνείδηση, φεγγοβόλησαν μέσα του τα πάντα, αντιλήφθηκε τον Ήλιο του μεσονυχτίου και διέλυσε το έρεβος της άγνοιας του.
Ήταν τόση η αγάπη των Ελλήνων για τον Απόλλωνα που δεν υπήρχε πόλη χωρίς το άγαλμά του. Η λατρεία τους ήταν θερμή όπως και το σύμβολό του, ο Ήλιος, για αυτόν τον νέο θεό που ταίριαζε στον εξελιγμένο Έλληνα .
Απόλλων, ο θεός της συνείδησης! Ο γνωστικός αυτός ρυθμιστής των πράξεων του ανθρώπου, σε κάθε ζωή και ύπαρξη που θα αναζητήσει την αλήθεια και το νόημα της. Όταν η υπερβολή και η έλλειψη γίνει μέτρο και Επίγνωση της Συνείδησης μέσα από το ξετύλιγμα της ζωής και της εμπειρίας τότε ο θεός ανεβαίνει στον Όλυμπο μαζί με την Αρμονία και τις Μούσες, με το τόξο του ακτίνα-βίος-βέλος των δώδεκα ηλιακών-ηλικιακών σταθμών…

Σύμφωνα με τον «Ομηρικό Ύμνο», ο Απόλλωνας ήταν μόνο τεσσάρων ημερών βρέφος, όταν όρμησε  για το ταξίδι του προς τις πλαγιές του Παρνασσού,  εκεί  όπου βρισκόταν ο Πύθωνας  και ρίχνει κατά του φριχτού αυτού τέρατος «ένα ακατανίκητο βέλος. Ο Δράκοντας Πύθων έθρεψε τον Τυφωέα, ένα τέρας αποκρουστικό και αηδές που η ίδια η Ήρα γέννησε όταν θύμωσε με τον Δία, και εκπροσωπεί όλη την βίαιη δύναμη και παράλογη που κρύβεται μέσα στον άνθρωπο. Το μεγαλείο της νίκης του Θεού του φωτός  πάνω σε αυτό το  δράκο, αποτελεί την νίκη του πνεύματος, την νίκη του φωτός πάνω στο σκοτάδι, την νίκη της Δικαιοσύνης πάνω στην αδικία. Είναι η νίκη της Ελευθερίας του Ανθρώπου πάνω στις δεισιδαιμονίες  και τον δογματισμό.
Έφυγε ο Απόλλωνας για να εξαγνιστεί,  στην κοιλάδα των Τεμπών και όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου της ποινής του, γύρισε στους Δελφούς, στεφανωμένος με δάφνη και κρατώντας ένα κλαδί της στο χέρι.
Η  έλευση και κυριαρχία του Απόλλωνα, επιβίωσε σε εορταστικές αναπαραστάσεις, τα Σεπτήρια, τα Δελφίνια, τα Θαργήλεια, τα Θεοφάνεια που δήλωναν την έλευση του Απόλλωνα από τις Υπερβόρειες χώρες και ο ωδικός Κύκνος σηματοδοτεί τον ερχομό του. Η άφιξη του Απόλλωνα είναι συνυφασμένη με την Αναγέννηση της Ανοιξης και αποτελεί μία γιορτή γεμάτη από ΦΩΣ και έκδηλη ΑΡΜΟΝΙΑ.
Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει την χώρα του υπερβορρά  « Εγγύς γαρ νυκτός τε και η ματός είσι κελευθοι» Είναι τριγυρισμένη από ψηλά βουνά και έχει πάντα γλυκό κλίμα, σαν μία αιώνια Άνοιξη που κανείς δεν έχει δικαίωμα να φτάσει εκτός από τον γιό του Δία, τον φωτεινό Απόλλωνα.
Τα  Πύθια, είχαν αμιγώς πνευματική διάσταση, χάρη στην Μουσική και την ποίηση  και ένα από τα πασίγνωστα αγάλματα που βρίσκεται  στο Μουσείο των Δελφών, ο Ηνίοχος έχει σχέση με τους αγώνες αυτούς. Περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς και γυμνικούς αγώνες. Τους πυθικούς αγώνες λέγεται ότι ίδρυσε και καθιέρωσε ο ίδιος ο θεός Απόλλων και ετελούντο αρχικά κάθε οχτώ χρόνια, ενώ αργότερα  κάθε τέσσερα χρόνια. Στην τελική τους φάση τα Πύθια γίνονταν στο Στάδιο των Δελφών, λίγο πιο πάνω από το ιερό του Απόλλωνα. Το έπαθλο για κάθε νικητή ήταν ένα απλό στεφάνι δάφνης.
Στους Δελφούς ως πρώτος Πυθιονίκης αναφέρεται ο Χρυσόθεμις.
Δυστυχώς  σταμάτησαν οριστικά το 394 μ.Χ. όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Θεοδόσιος κατάργησε με διάταγμά του τους αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας.
Τα Σεπτήρια, που τελούνταν κάθε εννιά χρόνια τα θέσπισαν οι κάτοικοι των Δελφών για να γιορτάσουν την επιστροφή του ΦΟΙΒΟΥ. Αναπαράσταινε τις φάσεις του αγώνα του θεού κατά του Πύθωνα. Ο νικητήριος παιάνας  αφηγείται τη κοσμογονική  θεομαχία κατά του πύθωνα και αποτυπώνει την αγαλλίαση των πιστών για τη νίκη του .
Μια πομπή  μ’ επικεφαλής ένα παιδί,  βάδιζε προς το βορρά, στην κοιλάδα των Τεμπών, όπου και πρόσφεραν θυσία στο βωμό του θεού Απόλλωνα. Έκοβαν έπειτα όλα τα δάφνινα κλαδιά κι επέστρεφαν στους Δελφούς από την Ιερά Οδό, την Πυθιάδα Οδό, απ’ όπου ο Απόλλωνας είχε περάσει . Κι ονόμαζαν το δεύτερο μέρος της γιορτής των Σεπτηρίων «Δαφνηφόρια».
Ο Φοίβος καθιερώθηκε και ως θεός της Μουσικής  και  ο Πλούταρχος στο «περί Μουσικής» (133) γράφει : «Ἡμεῖς δ’ οὐκ ἄνθρωπον τινα παρελάβομεν εὑρετὴν τῆς μουσικῆς ἀγαθῶν, ἀλλὰ τὸν πάσαις ταῖς ἀρεταῖς κεκοσμημένον θεὸν Ἀπόλλωνα»… Στη Δήλο ο αρχαιότερος υμνωδός είναι ο Λύκειος, και ο «Ύμνος στον Απόλλωνα τον Δήλειο» είναι ο αρχαιότερος των σωζόμενων Ομηρικών Ύμνων .
Ο Ομηρικός ύμνος θέλει το θεό της Μουσικής να κρατάει με χάρη στα χέρια τη φόρμιγγα και να ακροπατεί κιθαρίζοντας ανέμελα («Ἀπόλλων φόρμιγγ ἐν χείρεσσιν ἔχων χάριεν κιθάριζε καλὰ καὶ ὕψιβιβάς») και ο Πίνδαρος θεωρεί το θεό: «χορευτή, βασιλιά της χαράς, με πλατιά φαρέτρα» («ὀρχηστ’ ἀγλαΐας ἀνάσσων, εὐρυφάρετρ Ἄπολλον»)…
Ο Απόλλων ονομάζεται και «Μουσαγέτης», δηλαδή αρχηγός του χορού των Μουσών, που η μουσική τους παραλύει κάθε ωμή βία και φέρνει την αρμονία την έμπνευση και  την ειρήνη.  Διέμεναν μαζί με τον Απόλλωνα και ασχολούνταν με συνθέσεις ύμνων, χορεύοντας ασταμάτητα γύρω από το βωμό του, έψαλλαν με μελωδική αρμονία τα κατορθώματά του , τις ονόμαζαν δε και  “Παρνασσίδες”.
«Απόλλωνας ονομάζεται η αναλλοίωτη ύπαρξη και η ροή του γίγνεσθαι,. Τον Απόλλωνα τον συνοδεύουν οι Μούσες και η Μνημοσύνη και τον Πλούτωνα, η Λήθη και η Σιωπή. (Πλούταρχος, Περί του Εί του εν Δελφοίς)».
Οι τρείς χάριτες, κόρες του Δία και της Ευρυνόμης, με τα ονόματα Αγλαΐα, Ευφροσύνη και Θάλεια, κάθονται συνήθως δίπλα στον Απόλλωνα πολύ συχνά μαζί με τις Μούσες και δοξολογούν τον Δία. Ο Κολοσσιαίος Απόλλων, έργο των Τεκταίου και Αγγελίωνα κρατά με το ένα χέρι τόξο και με το άλλο έφερε τις τρείς Χάριτες.
Αγαπημένα ζώα συνδεδεμένα με τον Απόλλωνα είναι το Γεράκι και ο Κύκνος,  ο Λύκος και το Δελφίνι.
Ιερά φυτά του η Δάφνη, ο Ηλίανθος, , η Μυρίκη, το Ηλιοτρόπιο και ο Υάκινθος
Ιερά σύμβολά του ο Τρίπους, η Κιθάρα , το τόξο  με το βέλος και λατρευτικό χρώμα του το Χρυσό
Το επτά είναι ο ιερός  αριθμός του   γιατί  γέννησή του ήταν την έβδομη του μήνα, γι΄αυτό και  τα επίθετα Εβδομαίος, Εβδομαγής και κάθε εβδόμη μέρα ήταν ιερή. Οι Κύκνοι της Μαιονίας κατά τον Αλεξανδρινό ποιητή Καλλίμαχο έκαναν επτά φορές τον γύρο της Δήλου, άδοντας την γέννηση του, και επτά χορδές έβαλε στην λύρα του
ΙΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Κοντά  στο Ηρώο του Πτώου στο Καστράκι , στη θέση Περδικόβρυση, είχε κτισθεί ο ναός του Απόλλωνα και μαζί με αυτό  λειτουργούσε και το μαντείο του θεού που χαρακτηριζόταν «αψευδές», δηλαδή, αλάθητο στους χρησμούς.
Το μαντείο αυτό, επειδή έδινε χρησμούς και σε μη Ελληνική γλώσσα, λεγόταν πολύφωνο. Ο Απόλλων στην περιοχή αυτή λεγόταν Πτώος  και Ακραίφιος
Το κτιριακό συγκρότημα του ιερού του Πτώου  Απόλλωνα  περιελάμβανε: Το ναό του Απόλλωνα, το μαντικό σπήλαιο, το ναό της Προναίας Αθηνάς, ένα θέατρο, μια μεγάλη δεξαμενή αποθήκευσης νερού, λουτρά, οικοδομήματα για τους ιερείς, δημοσίους λειτουργούς και επισκέπτες και ένα θόλο. Από επιγραφές μαθαίνουμε  ότι το μαντείο αποτελούσε πνευματικό κέντρο προστατευόμενο από την ομοσπονδία των Βοιωτικών Πόλεων «Το κοινό των Βοιωτών».


Τα Πτώϊα ήταν αγωνίσματα πνευματικού ενδιαφέροντος, που τελούνταν κάθε πέντε χρόνια.  Υπήρχαν τα αθλήματα του Σαλπιστή, Κήρυκος, Ραψωδού, Ποιητή Επών, Αθλητή, και Κιθαρωδού.

Με την έλευση του χριστιανισμού το Μαντείο  σίγησε το 177  και μαζί του διακόπηκαν και οι αγώνες αυτοί.
Στην Θήβα υπήρχε επίσης ένας ναός στον λόφο του Ισμηνίου  και έχουν δρομολογηθεί ανασκαφές με  έναρξη τον Ιούνιο 2011.
Στη νότια πλευρά της Ιεράς Οδού, στην  περιοχή  Δαφνί υπήρχε  το ιερό του Απόλλωνα και ήταν μία από τις πιο σημαντικές στάσεις της Ελευσινιακής πομπής, όπως μας γνωστοποιεί  ο Παυσανίας. Γι΄αυτό χρησίμευε και για  την λατρεία προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Ο Απόλλων εδώ είχε  την προσωνυμία «Δαφνηφόρος», σύμφωνα με μία  επιγραφή σε μαρμάρινη έδρα-θρόνο στο αθηναϊκό θέατρο του Διονύσου,  «Ιερέως Απόλλωνος Δαφνηφόρο» .
Ο ναός του Δαφνηφόρου Απόλλωνα που βρίσκεται στην Ερέτρια σαν  πρώτος ναός  χτίστηκε κατά την Γεωμετρική περίοδο  και πρόκειται  για εκατόμπεδο αψιδωτό, και είναι ο αρχαιότερος σύμφωνα με τον Όμηρο. Δίπλα του βρίσκεται το Δαφνηφορείο, που αποτελεί το αρχαιότερο αψιδωτό κτίσμα. Στο κέντρο του χώρου διατηρήθηκαν οι πήλινες βάσεις που κρατούσαν τους κορμούς της δάφνης και στήριζαν τη στέγη.


Στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., ένας άλλος ναός οικοδομήθηκε πάνω στον ήδη υπάρχοντα εκατόμπεδος αφιδωτός και αυτός. Ήταν ο μόνος ναός της Εύβοιας, μαζί με αυτόν της Αρτέμιδας στην Αυλίδα, που ήταν ιωνικής τεχνοτροπίας.  Πάνω σε αυτόν ένας νέος ναός  οικοδομήθηκε ξανά  ο λαμπρότερος όλων. Ήταν ένας δωρικός περίπτερος ναός με 6 κίονες στην στενή πλευρά του και 14 στην μακριά του.

Στον ναό του Δαφνηφόρου Απόλλωνα τελούνταν τα Δάφναια ή Δαφνηφόρια. Τελούνταν κάθε οχτώ χρόνια και γινόταν σε ανάμνηση του καθαρμού του Απόλλωνα μετά το φόνο του Πύθωνα. Κατά τη διάρκεια τους γίνονταν θυσίες με χορούς, ενώ τα παιδιά φόραγαν στεφάνια από δάφνη και τραγούδαγαν τα «δαφνηφορικά». Στα Δάφναια έπαιρναν μέρος προσκυνητές από όλη την Ελλάδα.

Σώζονται τμήματα της ανάγλυφης παράστασης που κοσμούσε το δυτικό αέτωμα, και  εικονίζεται η Αμαζονομαχία, όπου κεντρική θέση είχε η Αθηνά, της οποίας σώζεται ο κορμός με το γοργόνειο στο στήθος και το σύμπλεγμα του Θησέα με την Αντιόπη.
Στην Μίλητο ο Απόλλωνας λατρευόταν με το όνομα Διδυμαίος.  Λέγεται ότι κτίστηκε από τον Βράγχο ιδιαίτερα αγαπητό από τον θεό. Αναφέρεται πρώτη φορά στον Ομηρικό ύμνο του Απόλλωνα, γεγονός που αποδεικνύει πως το μαντείο υπήρχε πριν τον 7ο αιώνα Π.Ε ως δεύτερος  μεγαλύτερος  ιερός  χώρος  στην αρχαία  Ελλάδα  μετά  τους  Δελφούς  και   ενισχύθηκε   ακόμη   με   τις   περιγραφές   του  Ηρόδοτου  του  Αλικαρνασσέα   για   τις   ιωνικές   πόλεις. Υπήρχαν ιερά αγάλματα ζώων, όπως ένα Λιοντάρι αφιερωμένο στον θεό Απόλλωνα.
Οι Πέρσες εκδίωξαν τους Βραγχίδες και έκαψαν τον ναό μεταφέροντας  το χάλκινο άγαλμα του Απόλλωνα, έργο του Κάναχου του Σικυώνιου.
Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος απελευθέρωσε τις Ιωνικές πόλεις, οι Μιλήσιοι ξαναέκτισαν τον ναό, δίπτερο και εντυπωσιακά μεγάλων διαστάσεων  ο  δε Σέλευκος επανέφερε το μπρούτζινο άγαλμα του Απόλλωνα πίσω στο ιερό. Από τον 2ο αιώνα Π.Ε εορταζόταν τα Διδύμεια, μία πανελλήνια γιορτή . Το μαντείο συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα  οπότε και τερματίστηκε η λειτουργία του από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Πολλά από τα αγάλματα του ναού βρίσκονται, που αλλού , στο Βρετανικό Μουσείο.
Στα παράλια της Μικράς Ασίας βρισκόταν το Μαντείο της Κλάρου, που το ίδρυσε η κόρη του Τειρεσία Μαντώ. Στην δε Λυκία υπήρχε το Μαντείο τα Πάταρα.
Στην Πελοπόννησο  έχουμε το Μαντείο του Άργους  και στο χωριό Αμύκλες, πάνω σε έναν λόφο  δέσποζε κάποτε ο θρόνος του Απόλλωνα Αμυκλαίου, ένας περίτεχνος και περίλαμπρος ναός αρκετών χιλιάδων χρόνων μαζί με το  13 Μέτρων άγαλμα του θεού. Δεν πρόκειται για έναν ακόμη αρχαίο ναό, αλλά ίσως για το σημαντικότερο ιερό τόπο της αρχαίας Πελοποννήσου. Πρόκειται για ένα μνημείο μοναδικό στην ιστορία της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, ήταν γεμάτος με μυθολογικές παραστάσεις που περιγράφονται λεπτομερώς από τον Παυσανία. Βρισκόταν  ακριβώς επάνω από τον τάφο του Υακίνθου -τον οποίο λάτρευαν οι Σπαρτιάτες έχοντας χτίσει στο ίδιο σημείο παλαιότερα ένα ιερό.
Το σχεδιασμό του πραγματοποίησε ο Ίωανας Βαθυκλής, διάσημος αρχιτέκτονας από τη Μαγνησία της Μ. Ασίας
Με την κυριαρχία του Χριστιανισμού όμως μαζί με το πολυετές κύμα βανδαλισμών και καταστροφής των αρχαίων ιερών καταστράφηκε και το Αμυκλαίο εξαφανίζοντας από προσώπου γης το θαύμα με το θρόνο του Απόλλωνα…
Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγάλειας είναι ένας από τους σπουδαιότερους και επιβλητικότερους της αρχαιότητας, πάνω στα βουνά στα 1.130  μέτρα μεταξύ  ΗλείαςΑρκαδίας και Μεσσηνίας  .
Το μνημείο αυτό με την πανανθρώπινη σημασία είναι  ένα από τα καλύτερα σωζόμενα της κλασικής αρχαιότητας  περιλήφθηκε στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς ανεγέρθηκε το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ μετά από υπόδειξη των ιερέων του Απόλλωνα από τους Δελφούς αποδίδεται στον Ικτίνο . Τμήμα της ζωφόρου του ναού αποσπάστηκε το 1814 και εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο  .
Η ζωφόρος  που φιλοτέχνησε  ο γλύπτης Παιώνιος, δημιουργός της  Νίκης αναπαριστά δύο θέματα: τη μάχη ανάμεσα στους Έλληνες, με αρχηγό τον Ηρακλή  ο οποίος διακρίνεται από τη λεοντή του και τις Αμαζόνες και τη μάχη Λαπιθών και  Κενταύρων. Οι γυναίκες των Λαπιθών απεικονίζονται να κρατούν σφιχτά τα μικρά παιδιά τους καθώς προσπαθούν να αντισταθούν.
Ο Παυσανίας, θαμπώθηκε από την ομορφιά του και τον κατέταξε δεύτερο μετά της Τεγέας σε κάλλος και αρμονία. Ο ναός ξεχωρίζει  γιατί δεν εμφανίζει ανατολικομεσημβρινό προσανατολισμό αλλά είναι κατασκευασμένος με διεύθυνση από βορρά προς νότο .
Η πλαγιά που είναι χτισμένος ο ναός έχει  διαμορφωθεί τεχνητά σε οριζόντιο επίπεδο και ο ναός τοποθετήθηκε κεντρικά πάνω σε αυτή Η είσοδος του ναού είναι στην βόρεια πλευρά του με προσανατολισμό τους Δελφούς, μία πέτρινη “ειδική” βάση που πάνω σε αυτή τοποθετήθηκε ο ναός. Η βάση αυτή είναι ειδική, και μοναδική στον κόσμο, διότι λόγω της μελετημένης κλίσης της, επιτρέπει στον ναό να ολισθαίνει πάνω σε αυτή κατά 50.2 δευτερόλεπτα της μοίρας κάθε χρόνο με σκοπό να στοχεύει διαρκώς στον ίδιο αστρικό σημείο, που είναι ο Σείριος ακολουθώντας την μετάπτωση των ισημεριών.  Ο δεύτερος ναός στην κορυφή του βουνού Κωτύλιο έπαιζε τον ρόλο του δείκτη. Δηλαδή αν κάποιος στεκόταν στην είσοδο του μεγάλου ναού σε πλήρη στοίχιση με τον μικρό ναό της κορυφής, τότε έβλεπε το σημείο 0 του βορρά! Μία τεράστια πυξίδα δηλαδή κατασκευασμένη από γρανίτη και μάρμαρο!


Αρχιτεκτονικά  ο ναός συνδυάζει και τους τρεις βασικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και είναι το μοναδικό αρχαίο οικοδόμημα που παρατηρείται αυτό το φαινόμενο. Έτσι εξωτερικά  είναι Δωρικού ρυθμού, στο εσωτερικό του είναι καθαρά Ιωνικού ρυθμού αλλά οι κίονες του κοσμούνται με Κορινθιακού ρυθμού κιονόκρανα.

ΛΥΚΕΙΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝ    

ΣΘΕΝΟΣ ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ

Το Λευκό Φώς είναι το Λύκειον Φώς του Απόλλωνα, από την λύκη του λυκαυγούς και του λυκό φωτός, προερχόμενο, απαιτεί προϋποθέσεις γνώσεων του πρωταρχικού απρόσωπου θείου Νόμου, που με μυστικό τρόπο μας παραδόθηκε διαμέσου της μυθολογίας μας . Αυτή η λαμπρή κληρονομιά μας που αποτελεί αρωγό στο μεγάλο έργο της Ηλιακής μετάλλαξης της ψυχής.

Το θείον δεν εκδηλώνεται στον θνητό δια της απευθείας επαφής, δεν πληγώνει, δεν τραυματίζει την ψυχή αλλά μόνο την θωπεύει δια των σημείων.

«… ο άναξ ο οποίος είναι ο κύριος του μαντείου των Δελφών, ούτε λέγει ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει… « ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

Ποία η σύνδεση του νοητού φωτός, της καθαρότητας της Νόησης του Απόλλωνα με την Δικαιοσύνη.

Το Μαντείο ήταν αρχικά αφιερωμένο στην Γαία και στην συνέχεια στην κόρη της την Θέμιδα, επόπτρια των θεσμών. Η παράδοση του Μαντείου από την θέμιδα στον Απόλλωνα μεταφέρει την αρμοδιότητα απονομής της Δικαιοσύνης στον νέο θεό. Έτσι ο Απόλλωνας αναλαμβάνει  την εφαρμογή του Νόμου και της Δικαιοσύνης, αφού διδάσκεται του θεσμούς από την ίδια την Θέμιδα. 

«Οὐρανόπαιδ᾽ ἁγνὴν καλέω Θέμιν εὐπατέρειαν, Γαίης τὸ βλάστημα, νέην καλυκώπιδα κούρην, ἣ πρώτη κατέδειξε βροτοῖς μαντήιον ἁγνὸν   Δελφικῶι ἐν κευθμῶνι θεμιστεύουσα θεοῖσ<ι> Πυθίωι ἐν δαπέδωι, ὅθι Πύθων ἐμβασίλευεν· ἣ καὶ Φοῖβον ἄνακτα θεμιστοσύνας ἐδίδαξε·»

«Την κόρην του Ουρανού την αγνήν προσκαλώ, την θέμιν με τον καλόν πατέρα, το νέον βλαστάρι της Γης την κόρην πού έχει πρόσωπον σαν άνθος,
πού πρώτη έδειξε εις τους ανθρώπους το ιερόν μαντείον
εις τον κρυψώνα των Δελφών και απέδιδε το δίκαιον εις τους θεούς εις τον ναόν του Απόλλωνος, ότε έβασίλευεν εις τους Δελφούς αυτή πού και τον Φοίβον τον άνακτα εδίδαξε τα δίκαια « ΟΡΦΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΜΙΔΑ

Επίσης ο Απόλλων μόλις γεννήθηκε η Θέμις του πρόσφερε νέκταρ και αμβροσία, που επικυρώνει την ύψιστη λειτουργία την οποία αναλαμβάνει. Έτσι ο Απόλλων καθίσταται κάτοχος της σφραγίδας, η οποία επικυρώνει την ισχύ του επί του παντός και αφετέρου την χρυσή Λύρα, ως Χρυσολύρης, δια των δονήσεων του ήχου απλώνεται στο νοήμον σύμπαν, επικράτεια του Διός την Νοόσφαιρα του παντός, γιατί ο Νους είναι ο Ους.

Ο Απόλλων κατέχει  την Ουράνια Σφραγίδα διότι είναι το Νοητόν Σώμα του Σύμπαντος κόσμου και έχει το « πανδερκές φαεσίμβροτον όμμα»

«… ούνεκα παντός έχεις κόσμου σφρηγίδα τυπώτιν..’’ Ορφικός Ύμνος Απόλλωνα

Από τα Μνημεία και τους Ναούς του Απόλλωνα εκπέμπονται τα Φαεινά Σήματα που έχουν την δυνατότητα να θεραπεύσουν τον θνητό από τα τέρατα της ψυχής του, φωτίζοντας της τα πιο απόκρυφα σημεία της.

ΤΟ ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΟΝ είναι το ισχυρότερο Απολλώνιο όπλο, αλλά και φάρμακο για την ψυχή, το οποίο ο ήρωας οφείλει να κατακτήσει.

Τα βέλη του εκατηβελέτου Απόλλωνα αποκαθαίρουν για πάντα την ψυχή από την αταξία, δυσαρμονία, αρρυθμία, ασχήμια, της άνευ σχήματος όψης των πραγμάτων και των όντων και την αδικία,  η οποία έτοιμη πια θα ανασύρει από την λήθη (Λητώ) τις Απολλώνιες Αποτυπώσεις.

Αποτυπώσεις είναι τα γιγάντια όπλα, τα ψυχικά μας αντισώματα, η Απολλώνιος Σφραγίδα, η οποία καθεύδει, κοιμάται στο Διονυσιακό Λίκνο της ψυχής. Τα ουράνια αυτά αποτυπώματα θα καταπολεμήσουν τους ιούς της μαζικοποίησης, ηλιθιοποίησης και εξαφάνισης κάθε ατομικότητας από το θνητό όν και θα απαλλάξει τον εγκέφαλο από κάθε μορφής πλύσης, η οποία έντεχνα και δόλια παρεισφρέει στο υποσυνείδητο μέσω απατηλών εικόνων.

Η κάθαρση θα επανδρώσει εκ των έσω την ψυχή με σθένος και ανδρεία ώστε να αντισταθεί σε όλον αυτόν τον ορυμαγδό, να συγκρατήσει την αυτοτέλεια της να παραμείνει στην ενσυνείδητο επιλογή των δικαίων αποφάσεων της.

Ο Απόλλων, δια του φωτισμού της διάνοιας , είναι ο κατ΄εξοχήν θεός, ο κατέχων το σκήπτρο του συμβολισμού. Σε αυτόν ανήκει το λεξιλόγιο, το προκύπτον από τα πιο ισχυρά σύμβολα, το ΤΟΞΟ και ΤΑ ΒΕΛΗ ΤΟΥ.

Η Ελληνική γλώσσα δια της Μυθολογίας αφιέρωσε στον θεό του Φωτός, το σύμ-βολον, το βάλλον δια τον βολών/βελών του τόξου την διάνοια, ενώ ταυτόχρονα την φωτίζει με αυτά. Και οι δύο επιδιώξεις, του φωτισμού, που χωρίς αυτό ο στόχος είναι δυσδιάκριτος και η αποτυχία αναπόφευκτος, και της επίτευξης του στόχου είναι της δικαιοδοσίας του θεού.

Η τοξευτική τέχνη αποτελείται από τέσσερις σύνθετους συλλογισμούς , τέσσερις ιδιότητες του Θεού Απόλλωνα και αναφέρονται από τον Σωκράτη στον διάλογο «ΚΡΑΤΥΛΟΣ» του Πλάτωνα, και είναι Η ΤΟΞΕΥΤΙΚΗ, Η ΜΟΥΣΙΚΗ, Η ΜΑΝΤΙΚΗ , Η ΙΑΤΡΙΚΗ.

Η πεμπτουσία της Απολλώνειας λατρείας που αποτελείται απο  τρεις θεϊκές ιδιότητές του  τη Μουσική, τη Μαντική και την Αυτοκριτική  στοχεύει τον «εσωτερικό άνθρωπο» και οδηγούν και οι τρείς τους (μέσω «συν-κίνησης») στην Έμπνευση και την Έκσταση  και την κάθαρση  για να επιτευχθεί η Υπέρβαση

 Ο Σωκράτης αναλύει τις Απολλώνιες ιδιότητες που συνοδεύουν την ψυχή του ικέτη με την  κάθαρση, την εναρμόνιση, την πρόληψη και την υγεία.

ΚΑΘΑΡΣΗ—— ΔΙΑ ΤΗΣ ΤΟΞΕΥΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ——-ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

ΠΡΟΓΝΩΣΗ——- ΔΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ.

Η Ιατρική, η τέταρτη ιδιότητα του θεού απαιτεί την άσκηση και των τριών πρώτων ενσυνείδητων ενεργειών και που συμβολίζονται αντίστοιχα με το ΤΟΞΟ, ΛΥΡΑ και τον ΤΡΙΠΟΔΑ. Το αποτέλεσμα είναι η Υγεία, φυσική συνέπεια αυτών των τριών. Αθέατος  και άνευ συμβόλου η Υγεία δεσπόζει υπέροχος, και παρούσα.

Η ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ

ΤΟΞΟ

Σαν αντικείμενο στο υλικό πεδίο το τόξο όταν βάλλει δια των βελών του επιτυχώς τον στόχο τραυματίζει ή σκοτώνει. Ως σύμβολο, το ημερήσιο τόξο της διαδρομής του Ήλιου στον ουρανό, βάλλον δια των βελών του/ακτίνων του φωτίζει την Γή. Έτσι η νοητή εικόνα του τόξου μεταλλάσσεται σε Ιδέα και το τόξο από φονικό όπλο γίνεται το Φώς του Ζωοδότη Ήλιου, το σύμβολο του.

Σαν αρχέτυπο, το τόξο μετουσιώνεται, όταν ο υπερφορτισμένος από συν-κινήσεις νους το χρησιμοποιεί σαν όπλο εξόντωσης της άγνοιας/δοκησισοφίας.

ΛΥΡΑ

Σαν αντικείμενο είναι το επτάχορδο μουσικό όργανο που συνοδεύει τα έπη και τις ωδές.

Σαν σύμβολο, με τις επτά χορδές της αγγίζει το συναίσθημα και συγκινεί, συν-κινεί τους επτά ομοίους αιθερικούς χιτώνες του ανθρώπου. Παλμοδονεί στις ίδιες συχνότητες τον άνθρωπο με την μελωδία, την αρμονία και τον ρυθμό. Έχουμε λοιπόν την σύνδεση της αοράτου Μουσικής με τον ορατό άνθρωπο.

Σαν αρχέτυπο, οι μελωδίες της Λύρας, σχηματίζουν αόρατους κύκλους στον αέρα δια των επτά τόνων και με αυτά μεταδίδονται κυκλικώς. Πρώτος ο Πυθαγόρας τους ανακάλυψε με το μονόχορδο. Μεταλλασσόμενοι νοητικώς οι κύκλοι της Λύρας στο αιθερικό διάστημα, εντός του οποίου όλα κινούνται κυκλικά, συν-κινούνται , και ο Απόλλων συντονίζει τις επτά τροχιές των πλανητών με τους επτά χιτώνες των αφυπνισθέντων θνητών. Η Λύρα κινείται και στο ορατό δια των χορδών της και στο αόρατο δια του ήχου, και ο Απόλλων συντονίζει.

Τόξον και Λύρα και η χορδή συμμετέχει και στα δύο, χαρακτηρίζουσα δύο αντιθετικές έννοιες. Την έννοια του τόξου/πολέμου , με την έννοια της λύρας/αρμονίας/ζωή. Μία η χορδή του τόξου, στο νοητικό φορέα, επτά οι χορδές της λύρας, στο συναισθηματικό φορέα, εναρμονίζουν δια της φαντασίας τον ψυχονοητικό ορίζοντα του ανθρώπου.

Στον Χ- ωροχρόνο ,οι 7 χορδές της λύρας έχουν αποκρύψει την ροή της ωδής, ενώ η μία χορδή του τόξου έχει φονεύσει την ορδή των σκέψεων.

Χ Ο Ρ Δ Η= Χ+ ΡΟΗ+ ΩΔΗ          Χ Ο Ρ Δ Η= Χ+ ΟΡΔΗ

Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΤΡΙΠΟΔΟΣ

Ο Τρίποδας σαν σκεύος χρησιμοποιείτο σε πολλές εργασίες, κατεργασμένοι με πολλή τέχνη τηρούντο σαν κόσμημα στον οίκο και προσφέρετο σαν τιμητικό δώρο.

Σαν σύμβολο, αλλάζοντας επίπεδο από ένα απλό σκεύος σε ιερό Τρίποδα, αλληγορείται δια του σχήματος του ισόπλευρου τριγώνου, που έχει τις τρείς πλευρές  και τις γωνίες ίσες. Η ισότης συμβολίζει την ίση σημασία που πρέπει να δίνουμε στα τρία σώματα/φορείς του ανθρώπινου όντος. Το Ενστικτώδες/Επιθυμητικό,  το Συναισθηματικών/θυμοειδές, και το Νοητικόν/Λογιστικόν, σύμφωνα με την Πλατωνική ορολογία στον «Φαίδρο».

Παράλληλα ο τρίποδας ανάγει στις τρείς θείες ιδιότητες, ΤΟ ΚΑΛΛΟΣ, ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ, και ΤΗΝ ΑΓΑΘΟΤΗΤΑ.

Σαν αρχέτυπο, ο ιερός Τρίποδας μετουσιώνεται, όταν εκπροσωπεί τον χρόνο. ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΑΡΟΝ, ΜΕΛΛΟΝ. Η συνολική θέαση της αιωνιότητας, προνόμιο του θεού Απόλλωνα, θεού του Νοητού Φωτός, επιτρέπει δια της καθολικής γνώσης εις τον αεί χρόνο την πρόβλεψη δια της αμφισημίας.

Ουδέν το προδιαγεγραμμένο. Τα πάντα εν τω γίγνεσθαι με την δυνατότητα της διπλής κατευθύνσεως, ΑΝΟΔΙΚΗΣ/ΚΑΘΟΔΙΚΗΣ, ΔΕΞΙΑΣ/ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ, ΘΕΤΙΚΗΣ/ΑΡΝΗΤΙΚΗΣ. Ανάλογα του εξελικτικού επιπέδου του όντος, το οποίο υπέβαλλε την ικεσία στον θεό, θα πραγματοποιηθεί δια της ελεύθερης βούλησης του  και η επιλογή των αποφάσεων του. Το συγκινησιακό επίπεδο του ικέτου, ο οποίος παραλαμβάνει τον χρησμό, έχει μετατρέψει τον Ιερό Τρίποδα σε Μέγιστο των Αρχετύπων της ψυχής, εφόσον ο ίδιος ο θεός του εξασφαλίζει την ελεύθερη επιλογή δια τις αποφάσεις του βίου του. ΔΕΝ ΤΟΥ ΤΙΣ ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΖΕΙ. Γι΄αυτό και ο θεός είναι αμφίσημος στις προβλέψεις του.

 Ο Τρίποδας, δια της Μαντικής, αποσαφηνίζει ότι η πρόβλεψη προηγείται του αιτίου (Τόξο) και της θεραπείας (Λύρα), αφού ο ικέτης  του Απόλλωνα γνωρίζει την χρήση των δύο αυτών συμβόλων του θεού. Με την συνειδητοποίηση του συνολικού χρόνου δια του μαντικού τρίποδα δεν θα ασθενήσει ποτέ στο μέλλον, αφού αναγνωρίζει εκ των προτέρων το αίτιον, το οποίον οδηγεί στο ορατό σύμπτωμα της ασθένειας. Οι κακές βλαβερές εν-τυπ-ώσεις εκδηλώνονται εξερχόμενες σαν εκ-τυπ-ώσεις πρώτον στην ψυχή και στην συνέχεια στο σώμα.

Ο ΠΥΘΙΟΣ Απόλλων, αυτός που φωτίζει σαν προβολέας την ανθρώπινη διάνοια , είναι αυτός που παρέχει την δυνατότητα της ανέλιξης της μαντικής τέχνης στους θνητούς που επέλεξαν σαν σκοπό της ζωής τους την πραγμάτωση της εντολής του, «ΓΝΩΘΙ ΣΑΥΤΌΝ».
ΠΥΘΙΟΣ το πρώτο χαρακτηριστικό του γνώρισμα, που μπορεί να επικαλεστεί ο θνητός. Έχει δύο ρίζες εκ του ΠΥΝΘΑΝΟΜΑΙ που σημαίνει μαθαίνω κάτι ,πληροφορούμαι αφού ρωτήσω και η δεύτερη εκ του ΠΥΘΩ που σημαίνει επιφέρω την σήψη.
Ο Πύθιος Απόλλων εκ του ρήματος πυνθάνομαι φονεύει την δράκαινα ΠΥΘΩ, δηλ. φονεύει την σήψη /άγνοια με την τοξευτική τέχνη, όταν δίνει τις απαντήσεις στις απορίες των ικετών του προβαίνοντας στην κάθαρση της ψυχής τους.
Ο δράκων Πύθων τέκνο της Γαίας στην οποία ανήκε η δικαιοδοσία του μαντείου των Δελφών και εφρουρείτο από αυτόν. Στην συνέχεια μοιράστηκε με τον Ποσειδώνα, ακολούθως με την Θέμιδα, Φοίβη, Μούσες και κατέληξε με τους άνακτες εκ περιτροπής κατά την διάρκεια του Ηλιακού έτους τον Απόλλωνα και τον ετεροθαλή αδελφό του Διόνυσο. Η διαδοχή αυτή  σημειολογεί και την πορεία του ανθρώπινου ψυχισμού, αφού η αρχή γίνεται με την Γαία /ένστικτα και τον Ποσειδώνα/συναισθήματα και καταλήγει με τους γιούς του Διός/Νου, τον Απόλλωνα/Γνώση/Μέτρο και τον Διόνυσο/απελευθερωτή των ψυχών/ ενθουσιασμός.
Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΜΑΝΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
  1. Πρώτον προμαντεύει το ενστικτώδες μέρος της ψυχής (ΓΑΙΑ). Είναι τα προμηνύματα της αρχέγονης μας φύσης, αφού δύσκολη η επιβίωση  του ανθρώπινου είδους στην άγρια κατάσταση.
  2. Στην συνέχεια τα ένστικτα αποδέχονται την συγκυριαρχία με το συναίσθημα (ΠΟΣΕΙΔΩΝ). Τότε εκδηλώνονται οι τάσεις φιλίας συμπάθειας αγάπης, μίσους, μέσα από την ανάγκη για επαφές και σχέσεις με τους άλλους. Έτσι προκύπτουν τα πρώτα άλογα συναισθήματα που προέρχονται από τη μείξη των εξωτερικών υποκειμενικών εντυπώσεων και το συμφέρον για την επιβίωση.
  3. Προς όφελος τώρα των ομάδων που δημιουργούνται καθίστανται θεσμοί και νόμου που τελειοποιούνται  σταδιακά με την Θέμιδα που με τον Δία αποκτούν τις ΩΡΕΣ, που ορίζουν την ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ,αιτία της ΕΥΝΟΜΙΑΣ με έπαθλο της ΕΙΡΗΝΗ, και τις ΜΟΙΡΕΣ που τις στηρίζουν στο διηνεκές του χρόνου.
  4. Ακολουθεί η προάγγελος του φωτισμού της διάνοιας μας, η Τιτανίς ΦΟΙΒΗ, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, που αναλαμβάνει το μαντείο των Δελφών μαζί με τον Τιτάνα αδελφός της Κοίο, και που είναι οι γονείς της Αστερίας και της Λητούς.
Ο ΚΟΙΟΣ είναι ο ΟΙΚΟΣ της Νόησης μας που φωτίζεται από την σύζυγό του ΦΟΙΒΗ/ΦΩΣ, γιαγιά του Απόλλωνα που του παρέχει το όνομά της, ενώνοντας το γένος των Τιτάνων με το γένος των Ολυμπίων. Κοινή μήτρα/μητέρα όλων μας η ΓΑΙΑ.
  1. Το Μαντείο συνδέεται με τις   Μούσες, επέρχεται δηλ. η ανύψωση της ψυχή στο Όρος Ελικών. Θυγατέρες της Τιτανιδος Μνημοσύνης οι εννέα  Μούσες/Μυήσεις είναι οι σταδιακές αποκαλύψεις των δυνατοτήτων της ψυχής μας που θα καταστούν εν ενεργεία, δια της Μνημοσύνης/ ΕΝΘΥΜΗΣΗΣ Η ΕΝΘΕΟΣ ΜΥΗΣΙΣ. Οι ετεροθαλείς   αδελφές του Μουσαγέτη Απόλλωνα καθοδηγούν την διάνοια μας προς την κατανόηση  των θείων οραμάτων και εξασκούν την ψυχή μας στην ενορατική σύλληψη του Σύμπαντος και των προτύπων Ιδεών.
  2. Κατά τον Ομηρικό Ύμνο, ήρθε το ΦΩΣ/ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ και σκότωσε το σκότος, αποκαθαίροντας την ψυχή από την δοκησισοφία, με όπλο ο Εκατηβελέτης το Τόξο του με τα εκατό βέλη.
  3. Και ήρθε και ο Διόνυσος , ο θεός μέσα μας, ο ενθουσιασμός που μοιράζεται το εν τέταρτο του χρόνου, δηλ. τους τρείς Χειμερινούς μήνες την κυριαρχία του Ιερού χώρου των Δελφών, αφού γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου, την πιο σκοτεινή νύχτα. Τέσσερις μέρες μετά έρχεται το Φως, και όπως μας γνωστοποιεί ο Όμηρος τέσσερις μέρες μετά την γέννησή του 7ην Θαργηλίωνος (21 Μαΐου), ο Απόλλων  αποχωρεί από την  Δήλο και φθάνει στους Δελφούς, όπου εξοντώνει την Δράκαινα. Το τέσσερα εκπροσωπεί την ΓΕΝΝΗΣΗ,ΑΝΑΠΤΥΞΗ,ΩΡΙΜΑΝΣΗ και ΑΦΟΜΟΙΩΣΗ, καθώς επίσης συμβολίζει και τα τέσσερα στοιχεία ΓΗ, ΥΔΩΡ,ΑΗΡ,ΠΥΡ, στον χώρο, τα οποία η ψυχή πρέπει να εξερευνήσει, γνωρίσει και κατανοήσει προτού προχωρήσει στην εξόντωση της εσωτερικής  Δράκαινας. Η Πυθώ είναι συμβολική εικόνα της χρόνιας  αοριστίας, αδράνειας, αδιαφορίας και άγνοιας, η οποία ενεδρεύει στην ψυχή μας, που αγνοεί την ύπαρξη των τεσσάρων στοιχείων αυτών καθώς και την ανάμειξή τους, και δεν είναι σε θέση, «καθεύδουσα γαρ» να εκφράσει ερωτήματα επί της ουσίας των όντων. Και χωρίς απορίες και ερωτήσεις δεν υπάρχουν και απαντήσεις και συνεπώς η άνοδος στα ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ ΠΕΔΙΑ  ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ είναι ανέφικτος.
ΧΡΟΝΟΣ, Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΚΑΙ ΧΩΡΟΣ , Ο ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ, ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ,ΦΕΡΟΥΝ ΤΗΝ ΑΔΙΑΣΠΑΣΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ, ΟΤΑΝ Η ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ ΨΥΧΗ ΕΞΟΝΤΩΣΕΙ ΤΟΥΣ ΦΟΒΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΚΑΤΑΠΟΝΤΙΣΕΙ ΣΤΗΝ ΑΒΥΣΣΟ ΤΗΣ ΑΓΝΩΣΙΑΣ.
«…. Ο φίλος λοιπόν Απόλλων φαίνεται ότι τις απορίες της ζωής τις θεραπεύει και τις διαλύει, παρέχοντες χρησμούς προς εκείνους οι οποίοι τον συμβουλεύονται, τις απορίες όμως που αφορούν στο λογικό τις βάζει μέσα μας ο ίδιος και τις θέτει εμπρός στον εκ φύσεως ερευνητή της ψυχής, εμπνέοντας σε αυτόν διάθεση που οδηγεί στην αλήθεια, όπως αυτό είναι φανερό και σε άλλα πολλά, αλλά και στην καθιέρωση του ΕΙ.  Διότι αυτό δηλ. το ΕΙ βέβαια δεν έγινε τυχαία ούτε με την εκτίναξη γραμμάτων μέσα από κληρωτίδα βρέθηκε σε πρώτη σειρά κοντά στον θεό, ώστε να λάβει την θέση ιερού αφιερώματος και θεάματος. Αντιθέτως , όσοι πρώτοι εξέτασαν την φύση του θεού το αποδέχθηκαν, όσοι πρώτοι εξέτασαν την φύση του θεού το αποδέχθηκαν αυτό, είτε επειδή ανεγνώρισαν σ΄αυτό ιδιαίτερη και έκτακτη δύναμη είτε επειδή το χρησιμοποίησαν ως σύμβολο προς κάτι άλλο άξιο μελέτης…» Πλούταρχος «Το περί του ΕΙ του εν Δελφοίς»

«ΕΙ ΕΝ»  ΕΙΣΑΙ ΕΝΑ

Ήρθε ο καιρός για την Ελληνική συνειδητοποίηση ότι η  αρχαία ψυχή ζει μέσα μας μαζί με όλα αυτά τα μεγάλα ιδεώδη. Ο Ανθρωπισμός υψώθηκε στο απόγειο της αναγνώρισής του με την ανύψωση της Δελφικής Ιδέας και την επικράτηση του ακτινοβόλου Απολλώνιου πνεύματος. Ο ανθρωπισμός ως μέγιστη ηθική αξία  στοχεύει στη σύλληψη  και κατανόηση που κατέχει η έννοια «Ανθρωπος» τόσο στην πνευματική του όσο και στην υλική του υπόσταση. Οι Έλληνες, σε  αναζήτηση της θεϊκής τους υπόστασης μέσα από  μία φιλοσοφική  εμβάθυνση εισήλθαν στα άδυτα της Γνώσης και την αξιοποίησαν, την διαφύλαξαν και την ενσωμάτωσαν στους Μύθους τους.

Είθε οι αξίες του Ελληνικού πολιτισμού σαν αείζωες πηγές του πνευματικού φωτός να αναζωπυρωθούν και να φωτίσουν ξανά τον κόσμο, που τόσο το περιμένει και το εύχεται, να ζωντανέψει το όραμα του μεγάλου μας ποιητή Άγγελου Σικελιανού θεματοφύλακα των υψιπετών Δελφικών ιδεωδών και να γίνει ένα κάλεσμα για εξύψωση όλων των δυνάμεων του Ελληνισμού. ΝΑ  ΣΤΟΧΑΣΤΟΥΜΕ ΔΕΛΦΙΚΑ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ!

ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΤΕΙΛΕΙ ΞΑΝΑ Ο ΑΠΟΛΛΩΝΙΟΣ ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΤΗΣ ΝΟΗΜΑ Η ΖΩΗ ΜΑΣ!!!

 « Η ΔΕΛΦΙΚΗ ΙΔΕΑ έχει δικαίωμα επιστροφής της σήμερα όσο ποτέ άλλοτε μέσα στον κόσμο, σαν απόρροια Κοσμικού προαιώνιου Λόγου, σαν εμπνεύστρια σκέψεων και πράξεων υπεράνω δογμάτων  καιροσκοπικών θρησκειών και καθεστώτων. Η Ανθρώπινη  Ψυχή ταλανίστηκε επί αιώνες μέσα σε μία πνευματική ένδεια, στο έρεβος της αμάθειας και του φόβου, δεσμεύτηκε οικτρά σε απολυταρχισμούς, δεισιδαιμονίες , παράλογους  νόμους , απάνθρωπες και άδικες κοινωνίες.»

Ο  τελευταίος χρησμός της  Πυθίας: «ἔστ’ ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται»  Θα έρθει μέρα που ο Απόλλωνας θα επιστρέψει και θα μείνει για πάντα.

πηγή: iparea

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - Η ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΝΟΟΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για αριστοτελης


Ο Αριστοτέλης στο έργο του “Μετά τα Φυσικά, 1074b.15 – 1075a.10” αναφερόμενος στην φύση του Θείου Νοός μας λέγει :

“Τα ζητήματα που αφορούν τον θείο Νου, παρουσιάζουν απορίες πολλές, διότι ο νους φαίνεται να είναι το πλέον θείον από όλα τα φαινόμενα, είναι όμως δύσκολο να βρούμε σε ποια κατάσταση πρέπει να υπάρχει δια να έχει αυτή την ιδιότητα. Διότι, εάν δεν νοεί τίποτα, τι μπορεί να είναι η μεγαλειότητά του; Θα βρίσκεται σε κατάσταση ανάλογη προς εκείνη του ανθρώπου που κοιμάται. Εάν πάλι νοεί, αλλά η νόησή του κυριαρχείται από κάτι άλλο (επειδή δεν θα ήτο τότε η ουσία του η κατ’ ενέργεια νόηση, αλλά απλή δύναμις), δεν μπορεί να είναι η άριστη ουσία, διότι την μεγαλειότητά του συγκροτεί η παρουσία της νοήσεως.

Ακόμη: εάν είτε νους είτε νόηση είναι η ουσία του, τι νοεί; Βεβαίως, ή θα νοεί ο ίδιος τον εαυτό του ή κάτι άλλο. Εάν δε νοεί κάτι άλλο, ή πάντοτε το ίδιο πράγμα ή άλλα θα σκέπτεται. Αλλά έχει ή δεν έχει διαφορά το να νοεί το καλό ή οτιδήποτε τύχει; Και δεν υπάρχουν κάποια πράγματα με τα οποία θα ήτο άτοπο να απασχολεί κανείς την νόησή του; Επομένως είναι φανερό πως ότι είναι το θεϊκότατο και πολυτιμότατο νοεί, ουδεμία δε μεταβολή το εκτοπίζει από την νοητική εποπτεία. Διότι η μεταβολή θα ήτο προς το χειρότερο και το τοιούτον θα ήτο ήδη κάποια κίνηση.

Εν πρώτοις, λοιπόν, εάν δεν είναι αυτός νόηση αλλά δύναμις, είναι εύλογο να τον κουράζει η συνέχεια της νοητικής ενέργειας. Έπειτα, τυγχάνει φανερό, ότι κάτι άλλο θα ήτο σε μεγαλύτερο βαθμό ανώτερο και όχι ο νους. Τούτο δεν θα ήτο το νοούμενο [νοητό]. Διότι βεβαίως η ενέργεια της νοήσεως και η νόηση υπάρχουν πάντοτε στον νου, ακόμα και όταν πλέον άσχημο πράγμα σκέπτεται κανείς. Επομένως, εάν τούτο πρέπει να το αποφεύγουμε (διότι είναι προτιμότερο μερικά πράγματα να ολέπη παρά να τα βλέπει κανείς), δεν μπορεί η νόηση να είναι το άριστο. Τον εαυτό του άρα σκέπτεται ο Νους, εάν βεβαίως είναι ο πρώτος εξουσιαστής και κυρίαρχος επάνω σε όλα, η δε νόησή του είναι νόηση της νοήσεως. Είναι δε φανερό ότι η επιστήμη, η αίσθηση, η γνώμη και η διάνοια έχουν ως αντικείμενο ένα άλλο, τον δε εαυτό τους παίρνουν ως αντικείμενο τους, σε μια εξωπραγματική τοποθέτηση.

Ακόμη εάν η νόηση ως ενεργητική σημασία διαφέρει από την νόηση ως παθητική σημασία, εξ αιτίας τινός από τα δύο αυτά υπάρχει στον νου η τελειότητα; Διότι βεβαίως διαφέρει το Είναι της νοήσεως από του Είναι του νοουμένου [νοητού]. Ή είναι σε μερικές περιπτώσεις η επιστήμη ή αυτή με το πράγμα που έχει ως αντικείμενο; Στις ποιητικές επιστήμες, επιστήμη είναι η χωριστή από την ύλη ουσία και το τι ην είναι, στις θεωρητικές όμως ο ορισμός και η ενέργεια της νοήσεως αποτελούν το αληθινό αντικείμενο. Επειδή λοιπόν το νοούμενο και ο νους στα πράγματα, όσα δεν έχουν ύλη, αποτελούν ταυτότητα, το ίδιον θα συμβεί και με τον πρώτο Νου, η δε νόηση του, θα αποτελεί αριθμητική ταυτότητα με το νοούμενο.

Μένει πλέον να συζητηθεί ακόμα η απορία, όταν το νοούμενο είναι σύνθετο. Διότι η νόηση θα πάθαινε τότε μια μεταβολή, επιμελούμενη των διαφόρων μερών του συνόλου τούτου. Ή μήπως δεν είναι αδιαίρετο παν ότι είναι άυλο; Σε ποια κατάσταση ο ανθρώπινος νους ή, καλύτερα, ο νους των σύνθετων, ευρίσκεται, σε μερικές φευγαλέες στιγμές, διότι δεν φθάνει στην τελειότητα του μέσα σε τούτο – εδώ ή σε τούτο – εκεί το ορισμένο μέρος, αλλά μέσα σε ένα όλον εγγίζει το άριστον το οποίο στέκει έξω από τον εαυτό του – σε ανάλογη κατάσταση χαίρετε η θεία νόηση η ίδια τον εαυτό της, στον αιώνα τον άπαντα.




Aρχαίο Κείμενο


Τὰ δὲ περὶ τὸν νοῦν ἔχει τινὰς ἀπορίας· δοκεῖ μὲν γὰρ εἶναι τῶν φαινομένων θειότατον, πῶς δ᾽ ἔχων τοιοῦτος ἂν εἴη, ἔχει τινὰς δυσκολίας. εἴτε γὰρ μηδὲν νοεῖ, τί ἂν εἴη τὸ σεμνόν, ἀλλ᾽ ἔχει ὥσπερ ἂν εἰ ὁ καθεύδων· εἴτε νοεῖ, τούτου δ᾽ ἄλλο κύριον, οὐ γάρ ἐστι τοῦτο ὅ ἐστιν αὐτοῦ ἡ οὐσία νόησις, ἀλλὰ δύναμις, οὐκ ἂν ἡ ἀρίστη οὐσία εἴη· διὰ γὰρ τοῦ νοεῖν τὸ τίμιον αὐτῷ ὑπάρχει. ἔτι δὲ εἴτε νοῦς ἡ οὐσία αὐτοῦ εἴτε νόησίς ἐστι, τί νοεῖ; ἢ γὰρ αὐτὸς αὑτὸν ἢ ἕτερόν τι· καὶ εἰ ἕτερόν τι, ἢ τὸ αὐτὸ ἀεὶ ἢ ἄλλο. πότερον οὖν διαφέρει τι ἢ οὐδὲν τὸ νοεῖν τὸ καλὸν ἢ τὸ τυχόν; ἢ καὶ ἄτοπον τὸ διανοεῖσθαι περὶ ἐνίων; δῆλον τοίνυν ὅτι τὸ θειότατον καὶ τιμιώτατον νοεῖ, καὶ οὐ μεταβάλλει· εἰς χεῖρον γὰρ ἡ μεταβολή, καὶ κίνησίς τις ἤδη τὸ τοιοῦτον. πρῶτον μὲν οὖν εἰ μὴ νόησίς ἐστιν ἀλλὰ δύναμις, εὔλογον ἐπίπονον εἶναι τὸ συνεχὲς αὐτῷ τῆς νοήσεως· ἔπειτα δῆλον ὅτι ἄλλο τι ἂν εἴη τὸ τιμιώτερον ἢ ὁ νοῦς, τὸ νοούμενον. καὶ γὰρ τὸ νοεῖν καὶ ἡ νόησις ὑπάρξει καὶ τὸ χείριστον νοοῦντι, ὥστ᾽ εἰ φευκτὸν τοῦτο (καὶ γὰρ μὴ ὁρᾶν ἔνια κρεῖττον ἢ ὁρᾶν), οὐκ ἂν εἴη τὸ ἄριστον ἡ νόησις.  αὑτὸν ἄρα νοεῖ, εἴπερ ἐστὶ τὸ κράτιστον, καὶ ἔστιν ἡ νόησις νοήσεως νόησις. φαίνεται δ᾽ ἀεὶ ἄλλου ἡ ἐπιστήμη καὶ ἡ αἴσθησις καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ διάνοια, αὑτῆς δ᾽ ἐν παρέργῳ. ἔτι εἰ ἄλλο τὸ νοεῖν καὶ τὸ νοεῖσθαι, κατὰ πότερον αὐτῷ τὸ εὖ ὑπάρχει; οὐδὲ γὰρ ταὐτὸ τὸ εἶναι νοήσει καὶ νοουμένῳ. ἢ ἐπ᾽ ἐνίων ἡ ἐπιστήμη τὸ πρᾶγμα, ἐπὶ μὲν τῶν ποιητικῶν ἄνευ ὕλης ἡ οὐσία καὶ τὸ τί ἦν εἶναι, ἐπὶ δὲ τῶν θεωρητικῶν ὁ λόγος τὸ πρᾶγμα καὶ ἡ νόησις; οὐχ ἑτέρου οὖν ὄντος τοῦ νοουμένου καὶ τοῦ νοῦ, ὅσα μὴ ὕλην ἔχει, τὸ αὐτὸ ἔσται, καὶ ἡ νόησις τῷ νοουμένῳ μία. ἔτι δὴ λείπεται ἀπορία, εἰ σύνθετον τὸ νοούμενον· μεταβάλλοι γὰρ ἂν ἐν τοῖς μέρεσι τοῦ ὅλου. ἢ ἀδιαίρετον πᾶν τὸ μὴ ἔχον ὕλην—ὥσπερ ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἢ ὅ γε τῶν συνθέτων ἔχει ἔν τινι χρόνῳ (οὐ γὰρ ἔχει τὸ εὖ ἐν τῳδὶ ἢ ἐν τῳδί, ἀλλ᾽ ἐν ὅλῳ τινὶ τὸ ἄριστον, ὂν ἄλλο τι)— οὕτως δ᾽ ἔχει αὐτὴ αὑτῆς ἡ νόησις τὸν ἅπαντα αἰῶνα;


Πηγή: eleysis69.wordpress.com

Η “ΑΪΔΟΣ ΚΥΝΕΗΝ” - ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΟΠΛΟ ΑΟΡΑΤΟΤΗΤΟΣ

$
0
0
1203CanisMajor

Ο Όμηρος  αναφέρει ότι οι ψυχές, μετά το χωρισμό τους απ’ το σώμα, πηγαίνουν σαν είδωλα νεκρών «στα δώματα του Άδη», τον οποίο ονομάζει Αΐδη, δηλαδή Αόρατο. Η έννοια του αόρατου ήταν αυτονόητη για τους αρχαίους Έλληνες, διότι η ετυμολογία της λέξης Αΐδης προέρχεται από το στερητικό (α) και το (ιδείν). Αυτή η ετυμολογία φαίνεται ότι έχει τύχει καθολικής αποδοχής, ενώ παράλληλα αναφέρονται και άλλες ετυμολογίες της λέξης. Ο Όμηρος, μεταξύ άλλων ονομάτων, τον αποκαλεί «άναξ ενέρων» ή «ενέροισιν ανάσσων», ενώ ο Αισχύλος τον ονομάζει «βασιλέα ενέρων».
Με τον Άδη, ως αόρατο θεό, φυσικό ήταν να συνδεθεί ο πριν απ’ αυτόν γνωστός μαγικός σκούφος που είχε την ιδιότητα να κάνει αόρατο όχι μόνο τον Άδη, αλλά και κάθε άλλο θεό ή ήρωα ή άνθρωπο που θα τον φορούσε.

Αυτόν το σκούφο ο Όμηρος τον ονομάζει «Άϊδος κυνέην» (περικεφαλαία από δέρμα σκύλου), επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι μ’ αυτήν κάλυπτε το κεφάλι του ο Άδης όταν ήθελε να κρυφτεί για να εκπληρώσει τον «άχαρο ρόλο του». Μάλιστα φορώντας την «κυνέην», δώρο από τους Κύκλωπες, ο Άδης βοήθησε στη νίκη των θεών κατά των Τιτάνων.
Τον ίδιο σκούφο βέβαια φορά και η θεά Αθηνά όταν θέλει να βοηθήσει το Διομήδη, χωρίς να γίνει αντιληπτή απ’ το θεό Άρη, αλλά και ο Περσέας, όταν επιχειρούσε τον αποκεφαλισμό της Μέδουσας, καθώς και ο θεός Ερμής κατά την Γιγαντομαχία. Στα ιστορικά χρόνια οι άνθρωποι φαντάζονταν την «Άϊδος κύνην» σαν σύννεφο που μπορούσε να περιβάλει θεό ή ήρωα και να τον κάνει αόρατο. Αφού μάθαμε τί σημαίνει “Αΐδη”…άς δούμε τί σημαίνει “κυνέη”.

΄Η λέξη κυνέη ή κυνή σημαίνει στήν κυριολεξία ή δορά τού κυνός, δηλαδή τό τομάρι τού σκύλου. Τί σχέση έχει όμως τό σκυλοτόμαρο μέ τόν Άδη καί μέ μιά περικεφαλαία πού σέ κάνει αόρατο; Ό κύνας,  στόν οποίο ό Σωκράτης πολύ συχνά ορκιζόταν λέγοντας “Μά τόν κύνα” …σίγουρα δέν είναι ένα σκυλί. Ποτέ δέν θά έλεγε ό Σωκράτης μιά τέτοια φράση τυχαία καί χωρίς λόγο. Άς ψάξουμε λίγο νά δούμε πού αλλού συναντάμε τόν κύνα; Μά βέβαια στόν αστερισμό τού Κυνός. Έναν αστερισμό πού μοιάζει μέ κύνα, σκύλο. Τί τό ιδιαίτερο έχει ό αστερισμός αυτός;…Έχει τόν ήλιο Σείριο.

Ό Σείριος λοιπόν βρίσκεται στόν αστερισμό τού Κυνός, απέχει 9 έτη φωτός από τήν Γή {θυμηθείτε πώς οί θεοί πού έπαιρναν ψεύτικο όρκο στά νερά τής Στύγας …έπεφταν σέ αδράνεια γιά 9 έτη…!!!}, αποτελεί δέ τόν λαμπρότερο αστέρα στό στερέωμα. Γύρω από τόν Σείριο περιστρέφεται ένας λευκός νάνος ό Σείριος Β΄καί συμπληρώνει μιά περιστροφή κάθε 50 χρόνια…{ Τό Ιωβηλαίο τών 50 χρόνων από εκεί προέρχεται}…ό Σείριος Β΄ έχει 100 φορές μικρότερο μέγεθος από τόν Ήλιο μας καί γιά τόν λόγο αυτόν οί Έλληνες μετρούσαν δύο περιφορές του, δηλαδή 100, πού αποτελούσε τό Μέγα Έτος  {Εκάτη}.Πίστευαν μάλιστα πώς ήταν ή δεύτερη κατοικία τών θεών εκτός από τόν Όλυμπο.

Στόν Σείριο, σύμφωνα μέ τόν συγγραφέα – ερευνητή Θ. Αξιώτη, ταξίδευαν οί εκλεκτοί ήρωες .Ό Περσέας ήταν ένας από  αυτούς  πού μέ τήν βοηθεια της Αθηνάς έκανε αυτό τό ταξίδι  έχοντας  γιά όπλα αυτά πού τού έδωσαν οι θεοί. Η Αθηνά τού δίνει την τρομερή ασπίδα της, την Αιγίδα. Ο Ερμής δίνει στον Περσέα τα φτερωτά του πέδιλα και το αδαμάντινο κυρτό δίκοπο σπαθί του. Καί ό Άδης, του χαρίζει την Περικεφαλαία του Κυνός, «Άϊδος κυνέην», που όποιος τη φοράει γίνεται αόρατος. Μέ αυτά τά όπλα θά  μπορέσει να πλησιάσει αθέατος και να μην τον εντοπίσουν οι δύο αθάνατες Γοργόνες και αδερφές τής Μέδουσας τήν  Σθενώ και τήν Ευρυάλη.

Ό Περσέας έπρεπε νά κόψει τό κεφάλι τής Μέδουσας γιά νά ολοκληρώσει αυτό τό ταξίδι.  Ή Μέδουσα είναι ένα σύμβολο τού τρόμου μπροστά στό Άδη όταν ή ανθρώπινη προπαρασκευή δέν είναι αρκετή. Ή απολιθωτική φρίκη {επειδή όποιος κοίταζε τήν Μέδουσα πέτρωνε} τού τέρατος μπορεί νά υπερνικηθεί από μιά αντικειμενική αντιμετώπιση τού κινδύνου μέσα από τόν καθρέπτη τής αλήθειας …{καθρέπτης ήταν ή αστραφτερή ασπίδα τής Αθηνάς}.

Τό ταξίδι τού Περσέα (ηρωική ψυχή), λοιπόν, ήταν στόν "Σείριο"…τά όπλα είναι απαραίτητα καί ό ήρωας αυτός ήταν ό μόνος πού τό κατάφερε…!!!

πηγή: aienaristeyein

Ο ΤΙΜΑΙΟΣ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΚΛΟΥ

$
0
0
[OPT1-diag.jpg]

Πριν την έναρξη της εξέτασης ας παραθέσουμε ότι βασικός σκοπός του διαλόγου είναι, σύμφωνα με τον Πρόκλο, να παρουσιάσει τη δημιουργία του αισθητού σύμπαντος από τον καθολικό δημιουργό, τον Δία. Για την δημιουργία, όμως, του Κόσμου δρουν έξι συνολικά αίτια, τρία βασικά και τρία βοηθητικά ή συναίτια. Τα τρία βασικά αίτια είναι το δημιουργικό (ποιητικό), του υποδειγματικό (παραδειγματικό) και το τελικό, που αντιστοιχεί στον δημιουργό Νου, στο νοητό υπόδειγμα το οποίο παίρνει εντός ο νους αυτός για να δημιουργήσει τον Κόσμο και δεν είναι τίποτα άλλο από του αυτόζωον ή τον ορφικό Φάνη, και στο ύψιστο Αγαθό στο οποίο αποσκοπούν τα πάντα. Στην θέση των βοηθητικών συναίτιων τοποθετείται το οργανικό αίτιο, που ταυτίζεται με την Φύση, το ειδητικό (μορφοποιητικό), που ταυτίζεται με τα Είδη ενυπάρχουν στον Κόσμο και δίνουν μορφή στην Ύλη όντας συνδεμένα μαζί της, και στο υλικό αίτιο, στην Ύλη, η οποία είναι το υποκείμενο (υπόστρωμα) πάνω στο οποίο ενεργούν τα Είδη και του δίνουν μορφή.


Όπως είδη υπονοήσαμε, ο Πρόκλος, ερμηνεύει “συμβολικά” τον «Τίμαιο», παρουσιάζει μέσω εικόνων, παρομοιάσουν και συμβόλων τη διάταξη του Κόσμου. Έτσι ερμηνεύεται και η τετράδα των συνομιλητών του διαλόγου. Έτσι ο Πρόκλος μας λέγει ότι ο Τίμαιος συμβολίζει τον καθολικό δημιουργό του αισθητού Κόσμου, τον Δία, ο οποίος βρίσκεται στην βαθμίδα των νοητικών θεών. Ο καθολικός αυτός δημιουργός βρίσκεται αμέσως πάνω από την πρώτη τριάδα των δημιουργικών θεών (Δίας – Ποσειδώνας – Πλούτωνας), οι οποίοι βρίσκονται στην κορυφή της βαθμίδας των υπερκόσμιων θεών και συμβολίζονται στον διάλογο από τους Σωκράτη, Κριτία και Ερμογένη αντίστοιχα!

Αλλά ας δούμε τι λέει ο Πρόκλος.

Όπως, λοιπόν, μας λέγει ο Πρόκλος, στο «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Α’, 1.4 – 14.4», η πρόθεση του «Τίμαιου» του Πλάτωνα είναι να ασχοληθεί με το σύνολο της φυσικής επιστήμης και ότι αναφέρεται στην μελέτη του σύμπαντος, καθώς αυτό πραγματεύεται ο «Τίμαιος» από την αρχή ως το τέλος, μου φαίνεται πως είναι ξεκάθαρο σε όσους δεν είναι τελείως τυφλοί απέναντι στα φιλοσοφικά έργα. Γιατί και το ίδιο το σύγγραμμα του πυθαγόρειου Τίμαιου είναι μια μελέτη «Περί Φύσεως» σύμφωνα με τον πυθαγορικό τρόπο, «ἔνθεν ἀφορμηθεὶς» ο Πλάτων  «τιμαιογραφεῖν ἐπιχειρεῖ». Ολόκληρος αυτός ο διάλογος, στο σύνολό του, έχει σαν σκοπό τη φυσική επιστήμη, καθώς διακρίνει τα ίδια πράγματα και στις εικόνες και στα υποδείγματα, και στα σύνολα και στα μέρη. Γιατί έχει συντεθεί με τους καλύτερους κανόνες της φυσικής επιστήμης, καθώς χρησιμοποιεί τα απλά για χάρη των σύνθετων, τα μέρη για χάρη  των συνόλων, και τις εικόνες για χάρη των υποδειγμάτων, και δεν αφήνει αδιερεύνητο κανένα από τα πρωταρχικά αίτια της φύσης.

Ότι ο διάλογος καταπιάνεται με αυτή την πρόθεση κατά τρόπο επάξιο και ότι μόνο ο Πλάτωνας διέσωσε τον πυθαγορικό τρόπο της φυσικής επιστήμης και μελέτησε λεπτομερώς την εν λόγω φιλοσοφία, αυτό πλέον πρέπει να το εξετάσουν οι πιο αγχινούστεροι. Για να μιλήσουμε, λοιπόν, συνοπτικά, η  φυσική επιστήμη χωρίζεται σε τρείς κλάδους. Ο ένας της κλάδος ασχολείται με την ύλη και τα αίτια της ύλης. Ο δεύτερος κλάδος προσθέτει την έρευνα του Είδους και αποδεικνύει ότι το Είδος είναι σπουδαιότερο αίτιο. Ο τρίτος κλάδος αποδεικνύει ότι αυτά δεν επέχουν θέση αιτίων αλλά συναίτιων, και θεωρεί ότι οι βασικές αιτίες των φυσικών φαινομένων είναι άλλες, δηλ. το δημιουργικό, το υποδειγματικό και το τελικό αίτιο. Οι περισσότεροι φυσικοί πριν τον Πλάτωνα ασχολήθηκαν με την ύλη, δίνοντας  ο καθένας τους και διαφορετικό όνομα στο υλικό υποκείμενο (υπόστρωμα). Έτσι ο Αναξαγόρας, ο οποίος, «την στιγμή που κοιμούνται οι άλλοι», φαίνεται να διέκρινε ότι ο νους είναι η αιτία των φαινομένων, στις μελέτες του δεν αναφέρεται καθόλου στον νου, αλλά θεωρεί ως αιτίες των φαινομένων κάποιους αέρες και αιθέρες, όπως λέει ο Σωκράτης στον «Φαίδωνα, 98.c». 

Οι κορυφαίοι της φυσικής επιστήμης μετά τον Πλάτωνα, όχι όλοι, αλλά όσοι από αυτούς ήταν πιο ακριβείς, θεώρησαν σωστό ο φυσικός να μελετά μαζί με την ύλη και το Είδος, αποδίδοντας τις αρχές των σωμάτων στην ύλη και στο Είδος. Γιατί, ακόμα κι αν κάπου μνημονεύουν και το δημιουργικό αίτιο, όπως όταν λένε τη «φύση αρχή της κίνησης», όμως του αφαιρούν τη δραστική και κύρια δημιουργική του δύναμη, καθώς δεν παραδέχονται ότι υπάρχουν μέσα σε αυτό οι Λόγοι όσων δημιουργούνται από αυτό, αλλά υποστηρίζουν ότι πολλά γεννιούνται και από μόνα τους, εκτός του ότι δεν συμφωνούν ότι προϋπάρχει μια δημιουργική αιτία όλων γενικά των φυσικών πραγμάτων, αλλά μόνο των εν γενέσει φερόμενων. Γιατί υποστηρίζουν ρητά ότι δεν υπάρχει δημιουργικό αίτιο των αΐδιων. Εδώ, χωρίς να το καταλαβαίνουν, εμφανίζουν τον όλον ουρανό να συγκροτείται κατά τύχη ή αναδεικνύουν το ίδιο το σώμα σε δύναμη που παράγει τον εαυτό της.

Μόνο ο Πλάτωνας, ακολουθώντας τους πυθαγορείους, κάνει λόγο και για συναίτια των φυσικών πραγμάτων, δηλ. για το Είδος που είναι δεσμευμένο στην ύλη, το οποίο υπηρετούν τα πρωταρχικά αίτια στην γέννηση των όντων. Πριν από αυτά όμως διερευνά τα πρωταρχικά αίτια, το δημιουργικό, το υποδειγματικό και το τελικό αίτιο, και για τον λόγο αυτό τοποθετεί πάνω από το σύμπαν έναν δημιουργό νου, μια νοητή αιτία, μέσα στην οποία υπάρχει το σύμπαν πρωταρχικά, και το ύψιστο Αγαθό, το οποίο είναι τοποθετημένο πριν από τον δημιουργό νου, στη θέση του ποθητού. Γιατί καθώς αυτό κινείται από κάτι άλλο είναι εξαρτημένο από την δύναμη εκείνου που το κινεί, και ως εκ τούτου δεν είναι στην φύση του να παράγει, να τελειοποιεί ή να σώζει τον εαυτό του, αλλά για όλα αυτά χρειάζεται τη δημιουργική αιτία και από εκεί συνέχεται (συγκρατείται). Είναι φυσικό, λοιπόν, και τα συναίτια των φυσικών φαινομένων να είναι εξαρτημένα από τα αληθινά αίτια, από τα οποία έχουν παραχθεί (ἀφ᾽ ὧν παρῆκται : δημιουργικό αίτιο), με βάση τα οποία έχουν δημιουργηθεί από τον πατέρα των πάντων (πρὸς ἃ δεδημιούργηται : υποδειγματικό αίτιο), και για τα οποία έχουν γεννηθεί (ὧν ἕνεκα γέγονεν : τελικό αίτιο).  

Εύλογα, λοιπόν, όλα αυτά έχουν παραδοθεί από τον Πλάτωνα εξετασμένα με ακρίβεια, καθώς και τα υπόλοιπα δύο, το Είδος και το υλικό υποκείμενο (υπόστρωμα), εξαρτημένα από αυτά. Για τούτο και ο αισθητός Κόσμος δεν είναι ίδιος με τους νοητούς ή νοητικούς Κόσμους, οι οποίοι έχουν λάβει υπόσταση με τα καθαρά Είδη, αλλά υπάρχουν σε αυτόν δύο πράγματα, το ένα ως Λόγος και Είδος, και το άλλο ως υπόστρωμα. Από αυτά είναι φανερό ότι δικαιολογημένα ο Πλάτωνας έχει παρουσιάσει όλες αυτές τις αιτίες την Κοσμογονίας, το ύψιστο Αγαθό, το νοητό παράδειγμα (υπόδειγμα), το ποιούν (ποιητικό/ δημιουργικό αίτιο), το Είδος και την υποκείμενη φύση (υπόστρωμα της φύσης). Γιατί αν μιλούσε για νοητούς θεούς, θα παρουσίαζε σαν αίτιό τους μόνο το ύψιστο Αγαθό. Γιατί μόνο από αυτή την αιτία προέρχεται ο νοητός αριθμός. Αν μιλούσε για νοητικούς θεούς, θα θεωρούσε ως αιτία το ύψιστο Αγαθό και το νοητό. Γιατί το νοητικό πλήθος προέρχεται από τις νοητές ενάδες και τη μια πηγή των όντων. Αν έκανε λόγο για τους υπερκόσμιους θεούς, θα τους παρήγαγε από τον καθολικό δημιουργό νου, από τους νοητούς θεούς και από το αίτιο των πάντων. Γιατί, σε όλα όσα γεννιούνται από τα κατώτερα, εκείνο δίνει υπόσταση κατά τρόπο πρωταρχικό, απόρρητο και ανεπινόητο (ασύλληπτο). Επειδή, όμως, θα κάνει λόγο για εγκόσμια πράγματα και για τον σύμπαντα Κόσμο, ο Πλάτωνας θα του δώσει ύλη και Είδος, το οποίο φτάνει σε αυτόν από τους υπερκόσμιους θεούς, θα τον εξαρτήσει από τον καθολικό δημιουργό νου, θα τον παρομοιάσει με το νοητό ζωντανό Ον, θα τον αναδείξει σε θεό μέσω της συμμετοχής του στο ύψιστο Αγαθό και έτσι θα κάνει τον σύμπαντα Κόσμο ένα νοήμονα έμψυχο θεό.

Αυτός είναι, λοιπόν, ο σκοπός στον οποίο υποστηρίζουμε ότι αποβλέπει ο πλατωνικός «Τίμαιος», και τέτοιος, όπως τον περιγράψαμε. Καθώς, όμως, είναι τέτοιος, ορθά στην αρχή η τάξη του σύμπαντος παρουσιάζεται δια εικόνων, στην μέση έχει παραδοθεί ολόκληρη η Κοσμογονία και προς το τέλος τα μέρη και τα τέλη της δημιουργίας συνδέονται με τα σύνολα. Η επανάληψη, λοιπόν, της «Πολιτείας» και ο μύθος για την Ατλαντίδα παρουσιάζουν την επισκόπηση του Κόσμου μέσω εικόνων. Γιατί, αν τα συσχετίσουμε με την ένωση και το πλήθος των εγκόσμιων πραγμάτων, θα πούμε ότι η «Πολιτεία», την οποία ανακεφαλαιώνει ο Σωκράτης, είναι εικόνα ένωσης, καθώς έχει θέσει ως σκοπό της «τὴν διὰ πάντων διήκουσαν κοινωνίαν» (την κοινωνία/ομόνοια που ενώνει τα πάντα), ενώ εικόνα της διαιρέσεως και μάλιστα της αντίθεσης των δύο συστοιχιών του Κόσμου είναι ο πόλεμος των Ατλαντίνων προς τους Αθηναίους, τον οποίο αφηγείται ο Κριτίας. Αν τα συσχετίσουμε με την ουράνια και την υποσελήνια περιοχή, θα πούμε ότι η «Πολιτεία» είναι εικόνα του ουράνιου διάκοσμου – γιατί και ο Σωκράτης στην «Πολιτεία, 592.b» λέει ότι το υπόδειγμα της είναι εδραιωμένο στον ουρανό – , ενώ ο πόλεμος των Ατλαντίνων προς τους Αθηναίους είναι εικόνα της γενέσεως που αποστασιοποιείται δια εναντιώσεων και μεταβολής. Για αυτό, λοιπόν, τούτα προηγούνται της όλης μελέτης της Φύσεως.

Στην συνέχεια, έχει παρουσιαστεί το δημιουργικό (27d.5 – 28c.5), το υποδειγματικό (28c.5 – 29d.5) και το τελικό αίτιο του σύμπαντος (29d.6 – 30b.4). Κι ενώ αυτά προ-υπάρχουν, δημιουργείται το σύμπαν, και στο σύνολό και στα μέρη του: τεκταίνεται δηλ. το σωματοειδές καθώς τέμνεται από τα Είδη, από τις δημιουργικές τομές και από τους θεϊκούς αριθμούς. Παράγεται η ψυχή από τον δημιουργό νου και «πληροῦται λόγων ἁρμονικῶν καὶ συμβόλων θείων καὶ δημιουργικῶν». Συνυφαίνεται «τὸ ὅλον ζῷον κατὰ τὴν ἡνωμένην ἐν τῷ νοητῷ τοῦ κόσμου περιοχήν» (με βάση την ενιαία περίληψη του Κόσμου μέσα στο νοητό), και τα μέρη που υπάρχουν σε αυτό τακτοποιούνται κατάλληλα μέσα στο σύνολο, και τα σωματικά και τα ζωτικά. Γιατί και οι επιμέρους ψυχές εγκαθίστανται και τοποθετούνται περί τους ηγεμονικούς θεούς και γίνονται εγκόσμιες με τα οχήματά τους (41d.8 – 42e.4), μιμούμενες τους οδηγούς τους, και δημιουργούνται τα θνητά ζώα και λαμβάνουν ζωή από τους ουράνιους θεούς (42e.5 – 69a.5).  

Στο «69c.3 – 76e.7» έχει εξεταστεί και πώς και για ποιες αιτίες συγκροτήθηκε ο άνθρωπος, και μάλιστα έχει εξεταστεί αυτός πριν από τα άλλα επιμέρους όντα, είτε επειδή η εξέταση του ανθρώπου ταιριάζει σε εμάς που έχουμε θέσει σαν σκοπό μας τη μελέτη του ανθρώπου και ζούμε σύμφωνα με αυτήν, είτε επειδή ο άνθρωπος είναι ένας μικρός Κόσμος και υπάρχουν μέσα σε αυτόν κατά τρόπο μερικό όλα όσα υπάρχουν μέσα στον Κόσμο κατά τρόπο θεϊκό και καθολικό. Γιατί υπάρχει μέσα μας ο νους κατ’ ενέργεια και ψυχή λογική, η οποία προήλθε από τον ίδιο πατέρα και την ίδια ζωοποιό θεά με την καθολική ψυχή, και όχημα αιθέριο ανάλογο  με τον ουρανό, και σώμα γήινο συγκροτημένο από την ανάμειξη των τεσσάρων στοιχείων με τα οποία είναι σύστοιχο (συγγενικό). 

Αν, λοιπόν, χρειαζόταν να μελετήσουμε το σύμπαν με πολλούς τρόπους, «καὶ ἐν τῷ νοητῷ καὶ ἐν τῷ αἰσθητῷ παραδειγματικῶς», «εἰκονικῶς, ὁλικῶς, μερικῶς» (ως υπόδειγμα και ως σύνολο στην νοητή του διάσταση και ως εικόνα και μέρη στην αισθητή του διάσταση), καλό θα ήταν να πραγματοποιηθεί πλήρως η μελέτη της φύσης του ανθρώπου κατά την εξέταση του σύμπαντος. Θα μπορούσες επιπλέον να πεις και τον εξής λόγο, ότι δηλ. κατά τη συνήθεια των πυθαγορείων θα έπρεπε να επισυνάψει στο αντικείμενο της μελέτης την αναφορά σε αυτό που πραγματοποιεί τη μελέτη. Γιατί, αφού κατέχουμε ποιος είναι ο Κόσμος, θα έπρεπε, πιστεύω, να προσθέσει κι εκείνο, ποιο δηλαδή είναι αυτό που τα εξετάζει αυτά και τα κατανοεί λογικά. Ότι και σε αυτό στόχευε, το δήλωσε προς το τέλος (90.d) λέγοντας ρητά ότι αυτός που πρόκειται να κατακτήσει τη ευδαίμονα ζωή «πρέπει να εξομοιώσει αυτό που κατανοεί με αυτό που κατανοείται – δεῖ τῷ κατανοουμένῳ τὸ κατα νοοῦν ἐξομοιῶσαι». Γιατί το σύμπαν είναι αεί ευδαίμων. Και το δικό μας σύνολο θα γίνει ευδαίμον, αν εξομοιωθεί με το σύμπαν. Γιατί έτσι θα αναχθεί προς την αιτία. Γιατί όποια σχέση έχει ο ενταύθα άνθρωπος με το σύμπαν, την ίδια σχέση έχει ο νοητός άνθρωπος με το αυτόζωον. Επίσης, εκεί τα κατώτερα εξαρτώνται από τα ανώτερα και τα μέρη είναι χωριστά από τα σύνολα και είναι εδραιωμένα μέσα τους. Ως εκ τούτου, λοιπόν, όταν και ο εδώ άνθρωπος εξομοιώνεται με το σύμπαν, θα μιμηθεί το υπόδειγμά του με τον κατάλληλο τρόπο και θα γίνει κόσμιος λόγω της εξομοίωσης με τον Κόσμο και ευδαίμων λόγω της εξομοιώσεως με τον ευδαίμονα θεό.

Μετά από όσα έχουμε πει, εξετάζονται λεπτομερώς και τα τελευταία επιτεύγματα της δημιουργίας κατά τα γένη και τα είδη τους, όσα δηλ. «τά τε ἐν τοῖς μετεώροις τά τε ἐν τῇ γῇ συνιστάμενα» και στα ζώα, αντίθετα με τη φύση και σύμφωνα με την φύση. Εδώ εμφανίζεται και η αρχή της ιατρικής. Γιατί εδώ σταματά ο φυσικός, αφού είναι παρατηρητής της φύσης. Γιατί μαζί με τη φύση υπάρχει το σύμφωνα με τη φύση, ενώ το αντίθετο με τη φύση αποτελεί υπέρβαση της φύσης. Με πόσους, λοιπόν, τρόπους γίνεται η εκτροπή και πώς επαναφέρεται στο μέτρο και στη φύση, είναι έργο του φυσικού να το μελετήσει, ενώ τα μετέπειτα είναι έργο της ιατρικής τέχνης να τα αναπτύξει.

Σε αυτή, μάλιστα, την ενότητα ο Πλάτων συμφωνεί περισσότερο με τους υπολοίπους φυσικούς. Γιατί εκείνοι, επειδή πρόσεχαν περισσότερο την ύλη και παρατούσαν τα Είδη και τις πρώτιστες αιτίες, ασχολούνταν με τα πιο υλικά και τελευταία έργα της φύσης, αφήνοντας τον σύμπαντα ουρανό και τις τάξεις των εγκόσμιων θεών. Μου φαίνεται ότι και ο δαιμόνιος Αριστοτέλης, ο οποίος προσπάθησε όσο μπορούσε να μιμηθεί την διδασκαλία του Πλάτωνα, διαμόρφωσε αναλόγως και την όλη μελέτη της φύσης, διαπιστώνοντας τα εξής: πρώτον, τα κοινά στοιχεία όλων των φυσικών πραγμάτων, δηλ. το Είδος, το υποκείμενο, αυτό από το οποίο προέρχεται η αρχή της κίνησης, την κίνηση, τον χρόνο και τον τόπο, τα οποία και ο Πλάτωνας έχει παραδώσει σε αυτόν τον διάλογο, δηλαδή το διάστημα, τον χρόνο που είναι εικόνα του αιώνα και έλαβε υπόσταση μαζί με τον ουρανό, και τα διάφορα είδη της κίνησης και τα συναίτια των φυσικών πραγμάτων. Δεύτερον, τα ιδιαίτερα στοιχεία των πραγμάτων από αυτά τα δεύτερα, παρατήρησε πρώτα όσα ανήκουν στον ουρανό, σε συμφωνία με τον Πλάτωνα, αφού θεώρησε αγέννητο τον ουρανό και ότι αποτελείται από μια πέμπτη ουσία – γιατί σε τι διαφέρει να την ονομάσουμε πέμπτο στοιχείο ή πέμπτο Κόσμο και πέμπτο σχήμα, όπως την ονόμασε ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 55c»; – έπειτα όσα ανήκουν από κοινού σε ολόκληρη την γένεση στον τομέα αυτό θα μπορούσε κανείς να θαυμάσει τον Πλάτωνα που με μεγάλη ακρίβεια διέκρινε τις ουσίες και τις δυνάμεις τους, και διατήρησε ορθώς την αρμονία και τις αντιθέσεις τους. Από όσα, τέλος, βρίσκονται εν τη γενέσει, διέκρινε αυτά που ανήκουν στα μετεωρολογικά φαινόμενα, των οποίων ο Πλάτωνας έχει παραδώσει τις αρχές και ο Αριστοτέλης επεξέτεινε τη διδασκαλία τους πέρα από όσο έπρεπε. Έπειτα, όσα αποσκοπούν στην μελέτη των ζώων, τα οποία από τον Πλάτωνα έχουν διατυπωθεί με βάση όλα τα αίτιά τους, τόσο τα τελικά όσο και τα συναίτια, ενώ από τον Αριστοτέλη έχουν εξεταστεί μετά βίας και εν συντομία με βάση το είδος. Γιατί ο Αριστοτέλης ως επί το πλείστον σταματά στην ύλη και, δίνοντας τις ερμηνείες των φυσικών φαινομένων στηριγμένος στην ύλη, μας αποδεικνύει πότο υπολείπεται από την υφήγηση του καθ’ ηγεμόνα μας.

Μετά από αυτά ας πούμε ποιο είναι το είδος του διαλόγου και ποιός ο χαρακτήρας του. Είναι, λοιπόν, αποδεκτό από όλους ότι ο Πλάτων πήρε το βιβλίο του πυθαγόρειου Τίμαιου, το οποίο είχε συγγράψει σχετικά με το σύμπαν, και προσπάθησε να γράψει έναν «Τίμαιο» με το πνεύμα των πυθαγορείων. Επίσης, από όσους έχουν έστω και λίγη σχέση με τον Πλάτωνα είναι αποδεκτό και τούτο, ότι δηλαδή ο χαρακτήρας του είναι σωκρατικός, φιλάνθρωπος και αποδεικτικός. Αν, λοιπόν, και κάπου αλλού ο Πλάτωνας συνδύασε την πυθαγόρεια με τη σωκρατική ιδιότητα, αυτό φαίνεται να κάνει και στον διάλογο τούτο. Γιατί υπάρχει σε αυτόν  από την πυθαγόρεια συνήθεια «τὸ ὑψηλόνουν, τὸ νοερόν, τὸ ἔνθεον, τὸ ἀπὸ τῶν νοητῶν πάντα ἐξάπτον, τὸ ἐν ἀριθμοῖς τὰ ὅλα ἀφοριζόμενον, τὸ συμβολικῶς τὰ πράγματα καὶ μυστικῶς ἐνδεικνύμενον», το ξεπέρασμα των επιμέρους αντιλήψεων και ο αποφθεγματικός τόνος. Από την σωκρατική φιλανθρωπία υπάρχει «τὸ εὐσυνουσίαστον» (η φιλικότητα στην συζήτηση), «τὸ ἤμερον, τὸ ἀποδεικτικόν, τὸ  δι᾽ εἰκόνων τὰ ὄντα θεωροῦν», ο ηθικός τόνος και όλα τα παρόμοια. Για αυτό ο διάλογος είναι σεμνός (μεγαλοπρεπής) και αρχίζει τις παρατηρήσεις του εξ άνωθεν, από τις πρώτες αρχές, ενώ ανακατεύει με τον αποφθεγματικό τόνο τον αποδεικτικό, και μας προετοιμάζει να κατανοούμε τα φυσικά πράγματα όχι μόνο με τρόπο φυσικό αλλά και με τρόπο θεολογικό. Γιατί και η ίδια η φύση που καθοδηγεί το σύμπαν, κατευθύνει το σωματικό στοιχείο εξαρτημένη από τους θεούς και εμπνεόμενη από αυτούς, χωρίς να είναι ούτε θεός ούτε άσχετη με τη θεϊκή ιδιότητα. Αφού φωτίζεται παρά των όντως όντων θεών. Αν λοιπόν πρέπει και οι λόγοι να εξομοιώνονται με τα πράγματα «των οποίων είναι ερμηνευτές – ὧν εἰσιν ἐξηγητα», όπως ακριβώς θα πει ο ίδιος στον «Τίμαιο, 29b», θα ήταν πρέπον και τούτος ο διάλογος να έχει και το φυσικό και το θεολογικό στοιχείο, μιμούμενος τη Φύση, της οποίας είναι παρατηρητής.

Επιπλέον, επειδή σύμφωνα με το πυθαγόρειο δόγμα τα πράγματα είναι χωρισμένα σε τρία μέρη, στα νοητά, στα φυσικά και στα ενδιάμεσα τους, τα οποία συνηθίζουν να αποκαλούν μαθηματικά, και επειδή είναι δυνατόν να τα διακρίνει κανείς όλα μέσα σε όλα με τον ανάλογο τρόπο – γιατί μέσα στα νοητά «ἀρχηγικῶς προϋφέστηκε τά τε μέσα καὶ τὰ ἔσχατα» (έχουν λάβει υπόσταση εκ των προτέρων τα ενδιάμεσα και τα τελευταία κατά τρόπο πρωτογενή), και μέσα στα μαθηματικά «ἀμφότερά ἐστιν, εἰκονικῶς μὲν τὰ πρῶτα, παραδειγματικῶς δὲ τὰ τρίτα», και μέσα στα φυσικά, τέλος, υπάρχουν «ἰνδάλματα τῶν πρὸ αὐτῶν» -, εύλογα λοιπόν και ο Τίμαιος, αφού έδωσε υπόσταση στην ψυχή, παρουσιάζει τις δυνάμεις, τους λόγους και τα στοιχεία δια των μαθηματικών ονομάτων, ενώ ο Πλάτων προσδιορίζει τις ιδιότητες της με βάση τα γεωμετρικά σχήματα και «τούτων ξυμπάντων ἐν τῷ νοητῷ καὶ δημιουργικῷ νῷ τὰς αἰτίας ἀπολείπει προϋπαρχούσας ἀρχοειδῶς» (αποδέχεται ότι οι αιτίες όλων αυτών προϋπάρχουν στο νοητό και στον δημιουργό νου κατά τρόπο πρωτογενή).

Η υπόθεση έχει, λοιπόν, ως εξής: ο Σωκράτης, αφού πήγε στον Πειραιά για την εορτή των Βενδιδείων και για την πομπή, έχει συζητήσει εκεί για το πολίτευμα με τον Πολέμαρχο, τον γιό του Κέφαλου, τον Γλαύκωνα, τον Αδείμαντο. Και, ασφαλώς, τον Θρασύμαχο, τον σοφιστή. Την επόμενη της ημέρας εκείνης βρίσκεται στην πόλη και αφηγείται στον Τίμαιο, στον Ερμοκράτη, στον Κριτία και σε κάποιον τέταρτο μετά από αυτούς, ανώνυμο, τη συζήτηση στον Πειραιά, όπως αυτή είναι καταγεγραμμένη στην πλατωνική «Πολιτεία». Αφού τελείωσε την αφήγησή του, παρακάλεσε και τους υπολοίπους να του ανταποδώσουν τη φιλοξενία με τις δικές τους συζητήσεις την επόμενη μέρα. Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, για να ακούσουμε και να μιλήσουμε την ημέρα εκείνη, η οποία ήταν η μεθεπόμενη από την συζήτηση στον Πειραιά. Γιατί στην «Πολιτεία» έχει ειπωθεί το «κατέβηκα χτες – κατέβην χθὲς» και εδώ έχει ειπωθεί το «των χθεσινών φιλοξενούμενων και σημερινών οικοδεσποτών – τῶν χθὲς μὲν δαιτυμόνων, τὰ νῦν δὲ ἑστιατόρων». Σε αυτή την ακρόαση δεν παρευρίσκονται όλοι, αλλά ο τέταρτος λείπει λόγω ασθενείας.

Γιατί άραγε, θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος, είναι τρείς οι ακροατές σε αυτή τη συζήτηση όπου γίνεται λόγος για τον σύμπαντα Κόσμο; Επειδή, θα απαντούσαμε, πρέπει ο πατέρας των λόγων να είναι ανάλογος με τον πατέρα των έργων. Γιατί η κοσμογονία των λόγων είναι εικόνα της κοσμογονίας του νου. Και η τριάδα αυτών που υποδέχονται τους λόγους είναι ανάλογη με την δημιουργική τριάδα που υποδέχεται την μία και καθολική δημιουργού του πατέρα. Κορυφή της τριάδας αυτών που υποδέχονται τους λόγους είναι ο Σωκράτης, ο οποίος συνδέεται κατευθείαν με τον Τίμαιο λόγω της άμεσης συγγένειας της ζωή τους, όπως ακριβώς η κορυφή της τριάδας που έχουν σαν υπόδειγμα είναι ενωμένη με εκείνον που βρίσκεται πάνω από την τριάδα.

Καθώς έχουμε ήδη μιλήσει για τον σκοπό, ποιος είναι, πόσο σπουδαίος είναι, όπως και για την δομή του διαλόγου και για τον χαρακτήρα του, επιπλέον και για την καταλληλότητα των προσώπων όσον αφορά τον παρόντα διάλογο, θα ταίριαζε να μεταβούμε στην ίδια την έκφραση και να εξετάσουμε το καθετί, με τον τρόπο που μπορούμε. Επειδή, όμως, το όνομα της φύσης εκλαμβάνεται διαφορετικά από τους διάφορους μελετητές και προκαλεί σύγχυση στους μελετητές στου στοχασμού του Πλάτωνα, οι οποίοι διερωτώνται πως εννοεί εκείνος το όνομα και ποια θεωρεί ότι είναι η ουσία της Φύσης, ας μιλήσουμε πρώτα για αυτό. Γιατί στον διάλογο που έχει σαν θέμα του τη μελέτη της Φύσης θα ταίριαζε να γνωρίζουμε τι είναι η Φύση και από πού προέρχεται και μέχρι που απλώνει τις δημιουργίες της. Από τους παλαιούς, λοιπόν, άλλοι αποκαλούσαν Φύση την ύλη, όπως ο Αντιφώντας, άλλοι το Είδος, όπως ο Αριστοτέλης σε πολλά χωρία (βλ. Φυσ. 193a.28 +), άλλοι το σύμπαν, όπως μερικοί προ Πλάτωνος, για τους οποίους κάνει λόγο στους «Νόμους, 892.b 7» ότι αποκαλούσαν φύσεις τα έργα της Φύσης, άλλοι τις φυσικές δυνάμεις όπως η βαρύτητα, η κουφότητα (ελαφρότητα), η μάνωση (αραιότητα), η πύκνωση, όπως μερικοί από τους περιπατητικούς και τους ακόμη παλαιότερους φυσικούς, άλλοι όπως ο στωικοί ονόμαζαν τη φύση τέχνη του θεού (χαρακτήριζαν τη Φύση πυρ τεχνικό – βλ. Διογένης Λαέρτιος 7.156), άλλοι ψυχή και άλλοι κάτι παρόμοιο.  Ο Πλάτων, αντιθέτως, δεν θεωρεί ορθό να ονομάζουμε κυριολεκτικά φύση την ύλη, το ένυλο Είδο, το σώμα ή τις φυσικές δυνάμεις, ενώ διστάζει να την αποκαλέσει ευθέως ψυχή. Και, καθώς τοποθετεί την ουσία της ανάμεσά τους, εννοώ ανάμεσα στην ψυχή και στις σωματικές δυνάμεις, αφού είναι υποδεέστερη από την ψυχή ως προς το ότι μοιράζεται στα σώματα και δεν επιστρέφει στον εαυτό της, και υπερέχει από τα κατώτερα της σώματα ως προς το ότι περιέχει τους Λόγους όλων τους και τα γεννά όλα και τους δίνει ζωή, μας έχει παραδώσει την πιο ακριβή θεωρία για αυτήν. 

Σύμφωνα με την κοινή αντίληψη, άλλο πράγμα είναι η φύση και άλλο πράγμα το φυσικό και το έργο της Φύσης. Γιατί και το τεχνικό είναι άλλο πράγμα από την τέχνη. Και άλλο πράγμα είναι η νοητική ψυχή και άλλο πράγμα η Φύση. Γιατί η Φύση ανήκει στα σώματα, καθώς βυθίζεται σε αυτά και είναι αχώριστη από αυτά, ενώ η ψυχή είναι χωριστή και εδραιωμένη στον εαυτό της και ανήκει ταυτόχρονα στον εαυτό της και σε κάτι άλλο, έχοντας την ιδιότητα να ανήκει σε άλλο ως αποτέλεσμα της συμμετοχής των άλλων σε αυτήν, και την ιδιότητα να ανήκει στον εαυτό της ως αποτέλεσμα της άρνησής της να κλίνει προς αυτό το οποίο μετέχει σε αυτήν, όπως ακριβώς ο πατέρας της ψυχής ανήκει μόνο στον εαυτό του, καθώς είναι αμέθεκτος, και όπως πριν από αυτόν το νοητό παράδειγμα/υπόδειγμα του Κόσμου είναι ο εαυτός του. Γιατί αυτά είναι συνεχόμενα το ένα με το άλλο : ο εαυτός, αυτό που ανήκει στον εαυτό του, αυτό που ανήκει στον εαυτό του και σε άλλο, αυτό που ανήκει σε άλλο, και το άλλο. Είναι φανερό ότι άλλο είναι το αισθητό σύμπαν μέσα στο οποίο υπάρχει η τοπική διαίρεση και ο επιμερισμός. Από τους υπόλοιπους όρους, αυτό που ανήκει σε άλλο είναι η Φύση η αχώριστη από τα σώματα, αυτό που ανήκει στον εαυτό του και σε άλλο είναι η ψυχή η οποία παραμένει στον εαυτό της και λάμπει μια κατώτερη ζωή σε κάτι άλλο, αυτό που ανήκει στον εαυτό του είναι ο δημιουργός νους, ο οποίος «ἐν τῷ ἑαυτοῦ μένων κατὰ τρόπον ἤθει» (παραμένει στον εαυτό του κατά τον συνήθη τρόπο), και εαυτός είναι η νοητή αιτία των πάντων και υποδειγματική αιτία όσων δημιουργούνται από τον δημιουργό, την οποία για τον λόγο αυτό έκρινε ορθό ο Πλάτων να την αποκαλέσει «καθαυτό ζωντανό ΟΝ –αὐτοζῷον».  

Η Φύση λοιπόν είναι η τελευταία από τα αίτια που δημιουργούν τούτο το σωματοειδές και αισθητό σύμπαν. Είναι επίσης το πέρας της περιοχής των ασωμάτων ουσιών, πλήρης Λόγων και δυνάμεων, με τις οποίες κατευθύνει τα εγκόσμια. Είναι και θεός, έχοντας την ιδιότητα να είναι θεός όχι από μόνη της αλλά από τη θεοποίησή της – γιατί και τα θεϊκά σώματα τα αποκαλούμε θεούς, ως αγάλματα των θεών -. τέλος, ποδηγετεί τον σύμπαντα Κόσμο με τις δυνάμεις της, συνέχει τον ουρανό με την υψηλή της θέση, κυβερνά την γένεση δια του ουρανού και παντού συνδέει τα επιμέρους με τα καθολικά. Καθώς είναι τέτοια, έχει προέλθει από τη ζωογόνο θεά: «από την πλάτη της θεάς η απέραντη Φύση έχει κρεμαστεί – νώτοις δ᾽ ἀμφὶ θεᾶς φύσις ἄπλετος ᾐώρηται». Από την θεά αυτή προέρχεται κάθε ζωή, και η νοητική και αυτή που είναι αχώριστη από τα κυβερνώμενα. Καθώς, λοιπόν, έχει εξαρτηθεί και αιωρείται από εκεί, απλώνεται μέσα σε όλα ανεμπόδιστα και εμπνέει τα πάντα. Εξαιτίας της ακόμα και τα πιο άψυχα μέρη του Κόσμου μετέχουν σε κάποιο είδος ψυχής και τα φθαρτά παραμένουν «διαιωνίως ἐν τῷ κόσμῳ», επειδή συνέχονται από τις αιτίες των Ειδών που ενυπάρχουν σε αυτή.

« Η ακούραστη Φύση εξουσιάζει τους Κόσμους και τα έργα – ἄρχει δὲ αὖ φύσις ἀκαμάτη κόσμων τε καὶ ἔργων», λέει ο Χρησμός , «για να θέει ο ουρανός διανύοντας την αΐδια πορεία του – οὐρανὸς ὄφρα θέῃ δρόμον ἀΐδιον κατασύρων». Επομένως, αν κανείς από όσους κάνουν λόγο για τους τρείς δημιουργούς θέλει να τους αναγάγει σε αυτές τις αρχές, δηλ. στον δημιουργό νου, στην ψυχή και στην καθολική Φύση, σωστά θα μιλά, για τους λόγους που έχουμε πει. Αν όμως υποθέσει κάποιος άλλους τρεις δημιουργούς του σύμπαντος πάνω από την ψυχή, δεν θα μιλά σωστά. Γιατί ένας είναι ο δημιουργός των όλων (πάντων) και κατένειμε  την όλη δημιουργία σε μερικότερες δυνάμεις. Είτε, λοιπόν, ο Αμέλιος είτε ο Θεόδωρος υποστηρίζουν αυτή τη διάταξη, δεν θα πρέπει να την αποδεχτούμε, αλλά να παραμείνουμε στις πλατωνικές και ορφικές θεωρίες.

Ωστόσο, και όσοι έχουν χαρακτηρίσει τη φύση τέχνη δημιουργική, αν εννοούν ότι αυτή παραμένει μέσα στον ίδιο τον δημιουργό, δεν μιλούν ορθά, αν όμως εννοούν αυτήν που βγαίνει από τον δημιουργό μιλούν ορθά. Γιατί πρέπει να εννοήσουμε την τέχνη ως τριπλή, μια αχώριστη από τον τεχνίτη, μια που βγαίνει από αυτόν και επιστρέφει σε αυτόν, και μια που βγήκε από αυτό και μπήκε σε κάτι άλλο. Η τέχνη, λοιπόν, που βρίσκεται στον δημιουργό παραμένει σε αυτόν και είναι ο ίδιος ο δημιουργός, με βάση την οποία ονομάζεται «εργοτεχνίτης» από τους Χρησμούς και «τεχνίτης του πύρινου Κόσμου – κόσμου τεχνίτης πυρίου». Η νοητική ψυχή είναι μεν τέχνη, αλλά μένει και βγαίνει. Η Φύση μόνο βγήκε. Για αυτό και λέγεται όργανο των θεών, το οποίο δεν στερείται ζωής και δεν έχει μόνο την ιδιότητα να κινείται από μόνη της, επειδή ενεργεί από μόνη της (οὐκ ἄζων οὐδὲ ἀλλοκίνητον μόνον, ἀλλ᾽ ἔχουσά πως τὸ αὐτοκίνητον τῷ ἀφ᾽ ἑαυτῆς ἐνεργεῖν). Γιατί τα όργανα των θεών έχουν ουσιωθεί (έχουν λάβει την ουσία τους) «ἐν λόγοις δραστηρίοις καὶ ζωτικά ἐστι καὶ σύνδρομα ταῖς ἐνεργείαις αὐτῶν» (μέσα σε Λόγους δραστικούς, είναι ζωτικά και βοηθούν τις ενέργειες των θεών).

Αφού, λοιπόν, έχει ειπωθεί τι είναι σύμφωνα με τον Πλάτωνα η Φύση, ότι δηλαδή είναι «οὐσία ἀσώματος, ἀχώριστος σωμάτων, λόγους ἔχουσα αὐτῶν», η οποία δεν μπορεί να κοιτάξει στον εαυτό της, και από αυτά είναι φανερό με ποία έννοια είναι «φυσικός» ο «περὶ τῆς ὅλης κοσμοποιίας ἀναδιδάσκων» διάλογος. Καθώς, λοιπόν, ολόκληρη η φιλοσοφία είναι χωρισμένη στην μελέτη των νοητών και στην μελέτη των εγκόσμιων, και μάλιστα ορθά, επειδή και ο Κόσμος είναι διττός, «ὁ μὲν νοητός, ὁ δὲ αἰσθητός», όπως θα πει και ο ίδιος στον «Τίμαιο, 30.c», ο διάλογος «Παρμενίδης» έχει συμπεριλάβει τη μελέτη των νοητών και ο διάλογος «Τίμαιος» τη μελέτη των εγκόσμιων. Γιατί ο πρώτος παραδίδει όλες τις θεϊκές βαθμίδες, και ο δεύτερος όλες τις προόδους των εγκόσμιων. Ούτε, όμως, ο πρώτος παραλείπει εντελώς τη μελέτη των εγκόσμιων ούτε ο δεύτερος τη μελέτη των νοητών, επειδή και τα αισθητά βρίσκονται μέσα στα νοητά παραδειγματικώς (υπό μορφή  παραδείγματος/υποδείγματος), και τα νοητά μέσα στα αισθητά εικονικά (τα αισθητά είναι εικόνες των νοητών). Όμως, ο δεύτερος πλεονάζει στο φυσικό μέρος και ο πρώτος στο θεολογικό, κατά τρόπο σύμφωνο με τους άντρες από τους οποίους ονομάζονται. Γιατί από τον Τίμαιο έχει γραφτεί ένα παρόμοιο σύγγραμμα για την Φύση του σύμπαντος και από τον Παρμενίδη περί των όντως Όντων. Ορθά, επομένως, ο θεϊκός Ιάμβλιχος υποστηρίζει ότι η «ὅλην τοῦ Πλάτωνος θεωρίαν ἐν τοῖς δύο τούτοις περιέχεσθαι διαλόγοις», στον «Τίμαιο» και στον «Παρμενίδη». Γιατί «πᾶσα ἡ περὶ τῶν ἐγκοσμίων καὶ ὑπερκοσμίων πραγματεία τέλος ἔχει τὸ ἄριστον ἐν αὐτοῖς» (λαμβάνει την άριστη ολοκλήρωσή της σε αυτούς τους δύο), και «καὶ οὐδεμία τάξις τῶν ὄντων ἀδιερεύνητος παραλέλειπται». Μπορεί να γίνει φανερό, όμως, σε όσους δεν μελετούν πρόχειρα αυτούς τους δύο διαλόγους ότι ο τρόπος της πραγματείας του πλατωνικού «Τίμαιο» είναι πανομοιότυπος με τον τρόπο του πλατωνικού «Παρμενίδη». Γιατί, όπως ο πλατωνικός «Τίμαιος» ανάγει τα αίτια όλων των εγκόσμιων στον πρώτιστο δημιουργό, έτσι και ο πλατωνικός «Παρμενίδης» εξαρτά την πρόοδο όλων των όντων από το Ένα. Και όπως ο πρώτος διδάσκει ότι όλα μετέχουν στην πρόνοια του δημιουργού, έτσι και ο δεύτερος παρουσιάζει τα όντα να έχουν μετάσχει «τῆς ἑνοειδοῦς ὑπάρξεως». Επιπλέον, όπως ακριβώς ο πλατωνικός «Τίμαιος», πριν από την μελέτη της Φύσεως προτάσσει την παρατήρηση των εγκόσμιων μέσω εικόνων,  έτσι και ο πλατωνικός «Παρμενίδης» «τὴν περὶ τῶν εἰδῶν τῶν ἀύλων ἀνακινεῖ ζήτησιν πρὸ τῆς θεολογίας». Γιατί πρέπει κανείς να αναχθεί στην κατανόηση του σύμπαντος, αφού προηγουμένως εκπαιδευτεί με τις συζητήσεις για το άριστο πολίτευμα, καθώς επίσης και να ανυψωθεί στην μυστική θεωρία τον ενάδων, αφού προηγουμένως αθληθεί με τις επίμονες απορίες περί των Ειδών/Ιδεών.

πηγή: eleysis69

Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΗΣΗ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΣΜΟΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
·Η φιλοκαλία, δηλαδή η αγάπη για το ωραίο.
· Το μέτρον.
· Η ευθύτητα και η παρρησία.
· Ο ανθρωπισμός.
· Η αγάπη της ελευθερίας.
Οι Έλληνες ζώντας σε μια χώρα ευνοημένη από τη φύση με σπάνια ομορφιά
σε τοπίο και κλίμα, αγάπησαν με πάθος την ωραιότητα. Το κάλλος
ανθρώπων, ζώων, κατασκευών και τοπίων το θεωρούσαν μεγάλο προσόν. Όταν
ήθελαν να επαινέσουν κάποιον έλεγαν πως είναι «καλός κ’αγαθός» δηλαδή
όμορφος και καλόκαρδος. Όπως γράφει ο Θουκυδίδης, ο Περικλής στον
Επιτάφιο για τους πρώτους νεκρούς του πολέμου, ανάμεσα στα γνωρίσματα
του δημοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας αναφέρει την αγάπη για το
ωραίο: ΦΙΛΟΚΑΛΟΥΜΕΝ ΓΑΡ ΜΕΤ’ ΕΥΤΕΛΕΙΑΣ καμαρώνει, θέλοντας να
επισημάνει την επιδίωξη του ωραίου ακόμα και στα πιο δευτερεύοντα και
ευτελή αντικείμενα.

Το μέτρον ήταν εξ ίσου με το κάλλος χαρακτηριστικό της ελληνικής
σκέψης. Σήμαινε την αγάπη της μετριοπάθειας και της αρμονίας που
κρύβει η αποφυγή των υπερβολών. Είναι γνωστά τα αρχαία ρητά ΜΕΤΡΟΝ
ΑΡΙΣΤΟΝ και ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ, που αποδίδονται στους επτά σοφούς και
δείχνουν την εκτίμηση των Ελλήνων στη μετριοπάθεια και στην αποφυγή
των υπερβολών. Ο Αρχίλοχος ο Πάριος συμβουλεύει ένα φίλο του: «να μη
χαίρεσαι πολύ για τα ευχάριστα ούτε να λυπάσαι πολύ για τα δυσάρεστα.
Γνώριζε ποια ζυγαριά κρατά τη ζωή μας». Λέγεται ότι ο Αλέξανδρος ο
Μακεδόνας όταν πολιορκούσε την παλαιστινιακή πόλη της Γάζας, στους
πρέσβεις των πολιορκουμένων, που τον ρώτησαν ποιά είναι η μεγαλύτερη
αξία για τους Έλληνες, απάντησε «το μέτρον» (που ας σημειωθεί ο ίδιος
δεν το διέθετε σε επάρκεια).

Η ευθύτητα και η παρρησία χαρακτηρίζουν όχι μόνο την αρχαία ελληνική
σκέψη αλλά και τη συμπεριφορά των πολιτών. Ο άνθρωπος βρίσκεται στο κέντρο της αρχαίας ελληνικής σκέψης .»Χρημάτων πάντων μέτρον άνθρωπος», έλεγε ο μεγάλος Πρωταγόρας
ο Αβδηρίτης. Σ’ αντίθεση με την ιουδαϊκή σκέψη, που γι ‘αυτήν ο
άνθρωπος παρουσιάζει ενδιαφέρον μόνον ως δημιούργημα του θεού και
μόνο σε ό,τι αφορά τη λατρεία του δημιουργού του, η αρχαία ελληνική
σκέψη εξανθρωπίζει τους θεούς: «και το γένος των θεών και το γένος
των ανθρώπων από μια μητέρα και τα δυο γεννήθηκαν, τη Γη. Μόνη
διαφορά τους είναι η δύναμη που έχουν», λέει ο κατά τα άλλα
συντηρητικός Πίνδαρος. Δίκαια λοιπόν θαυμάζει ο Σοφοκλής, στην
Αντιγόνη: ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΔΕΙΝΑ Κ’ ΟΥΔΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΔΕΙΝΟΤΕΡΟΝ
(είναι πολλά τα θαυμαστά, μα τίποτα πιο θαυμαστό από τον άνθρωπο δεν είναι)

Η λέξη ελευθερία έχει την ίδια ρίζα με τις λέξεις έλευση, έλθω κλπ
και αρχικά σχετιζόταν με τη συνέλευση του γένους. Μονάχα ο ελεύθερος
άνθρωπος ερχόταν στη συνέλευση, τέτοιο δικαίωμα δεν είχαν ούτε οι
δούλοι ούτε οι υπήκοοι των ανατολικών δυναστειών, όπου εξ άλλου δεν
υπήρχαν συνελεύσεις. Η λέξη αυτούσια, σε μορφή και νόημα, υπάρχει στη
γλώσσα μας στο μεν γραπτό λόγο πάνω από δυόμισι χιλιάδες χρόνια, στον
δε προφορικό ασφαλώς περισσότερα.

Όπως μας λέει ο Ηρόδοτος όταν ο απεσταλμένος του Δαρείου Υδάρνης
ζήτησε από τους Έλληνες να υποταχθούν στον Μεγάλο Βασιλέα,
προσφέροντας του «γην και ύδωρ» αυτοί του απάντησαν: «Υδάρνη η
συμβουλή που μας δίνεις δεν πηγάζει από ίση εμπειρία. Γιατί εσύ
ξέρεις μόνο τη μία κατάσταση και αγνοείς την άλλη. Αν γνώριζες την
ελευθερία, δεν θα μας συμβούλευες να υποταχθούμε αλλά να αγωνιστούμε
γι αυτήν όχι μόνο με όπλα αλλά με πελέκια και ξύλα».

Η ελευθερία δεν ήταν για την αρχαία ελληνική σκέψη κάτι το αόριστο.
Πριν απ’ όλα σημαινε «ισηγορία», το δικαίωμα δηλαδή να λέει ο καθένας
τη γνώμη του κι αυτό μας παραπέμπει και πάλι στη συνέλευση. Στην
Εκκλησία του Δήμου, το θεσμό που υλοποιούσε την άμεση δημοκρατία και
στην οποία παίρναν μέρος όλοι οι πολίτες, ο κήρυκας αφού επέβαλλε την
ησυχία με τα λόγια: ΑΚΟΥΕ, ΣΙΓΑ, ΜΗ ΤΑΡΑΤΤΕ, ρωτούσε ΤΙΣ ΑΓΟΡΕΥΕΙΝ
ΒΟΥΛΕΤΑΙ; (Ποιός θέλει να μιλήσει) κι ο κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να
πάρει το λόγο και να πει ό,τι ήθελε. Κανείς δεν είχε δικαίωμα να του
αφαιρέσει το λόγο ή να τον διακόψει.

Ακόμα, ελευθερία σήμαινε για τον αρχαίο Έλληνα κάτι πολύ σημαντικό:
την απαλλαγή από το φόβο. Ο Ελληνας ήθελε να είναι ελεύθερος. 
Δεν έστεργε να είναι δούλος ούτε των θεών. 

ΖΕΥ ΦΙΛΕ ΘΑΥΜΑΖΩ ΣΕ, έγραφε ο Θέογνις για τον μέγιστο των
θεών. Οι Έλληνες σ’αντίθεση με τους άλλους σύγχρονους μ ‘αυτούς λαούς
δεν βλέπαν τους θεούς τους σαν δούλοι. Αυτό συνάγεται από τον τρόπο
που απηύθυναν στους θεούς προσευχές ή ικεσίες, αλλά και από τα
ονόματα που έδναν στα παιδιά τους. Δεν υπάρχει στην ελληνική της
αρχαϊκής ή κλασσικής εποχής όνομα με την έννοια Θεόδουλος, που
αντίστοιχα του αφθονούν στην αιγυπτιακή, βαβυλωνιακή, φοινικική και
εβραϊκή.

Η ελευθερία για τον Έλληνα ήταν στενά δεμένη με τη γνώση και την
πληροφόρηση.

Ο Ιπποκράτης, ο πατέρας της ιατρικής, συνέβαλε πολύ στην απελευθέρωση
του ανθρώπου δια της γνώσεως, γιατί ξερίζωσε πολλές δεισιδαιμονίες
και θρησκοληψίες, δίνοντας επιστημονικές εξηγήσεις σε αρρώστειες και
παθήσεις, που ως τότε ο κόσμος τις θεωρούσε «ιερές», σαν την
επιληψία, ή «κατάρες» των θεών. Μια τέτοια θεϊκή κατάρα ήταν και η
θρυλούμενη σεξουαλική ανεπάρκεια και ανικανότητα των Σκυθών. Ο
Ιπποκράτης την εξήγησε αποδίδοντας την στη συνεχή ιππασία των
νομαδικών αυτών λαών.

Ο μεγάλος Δημόκριτος ο Αβδηρίτης δίνει τεράστια σημασία στη
Γνώση. «Θα προτιμούσα, λέει κάπου, να βρω την απόδειξη ενός ζητήματος
παρά να ανεβώ στο θρόνο της Περσίας»! κι αλλού παλι τονίζει πως ούτε
λόγω σωματικής αλκής ούτε λογω περιουσίας ευτυχούν οι άνθρωποι αλλά
μόνον όταν έχουν «ορθοφροσύνην και πολυφροσύνην».
Ο ίδιος ταυτίζει την ελευθερία με τη δημοκρατία σ’ένα άλλο απόσπασμα
του, που θα ΄πρεπε να το διδάσκονται τα παιδιά μας στα σχολεία:

Η ΕΝ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΗ ΠΕΝΙΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑ ΤΟΙΣ ΔΥΝΑΣΤΗΣΙ ΚΑΛΕΟΜΕΝΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΗΣ ΤΟΣΟΥΤΟΝ ΕΣΤΙ ΑΙΡΕΤΩΤΕΡΗ ΟΚΟΣΟΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΗ ΔΟΥΛΕΙΗΣ.
ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΗ ΦΥΣΗ
Μελετώντας την αρχαία ελληνική κοινωνία και τον πολιτισμό της μας
κάνει εντύπωση πόσο δεμένος με τη φύση ήταν ο αρχαίος Έλληνας. Όλες
οι πνευματικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, ακόμα και πολιτικές
εκδηλώσεις ήταν συνάρτηση του αδιάκοπου κύκλου της ζωής στη φύση. Οι
Έλληνες ήταν αληθινά παιδιά της γης τους, αυτόχθονες με την αρχική
σημασία της λέξης.

Ήταν λοιπόν επόμενο να ενδιαφερθούν και να αναζητήσουν να βρουν τα
μυστικά του φυσικού κόσμου μέσα στον οποίο ζούσαν. 
Ο Ηρόδοτος παρατηρεί εύστοχα ότι αυτό που ξεχωρίζει τον Έλληνα από το
βάρβαρο είναι ότι προτιμά τη γνώση από την άλογη πίστη. Πραγματικά οι
Ελληνες δεν είπαν ποτέ ΠΙΣΤΕΥΕ ΚΑΙ ΜΗ ΕΡΕΥΝΑ. Αντίθετα προτιμούσαν το
ΝΑΦΕ ΚΑΙ ΜΕΜΝΑΣΟ ΑΠΙΣΤΕΙΝ του Επίχαρμου.
Ουσιαστικά η ελληνική φιλοσοφία, αυτή η μητέρα όλων των σύγχρονων
επιστημών, γεννήθηκε από τον προβληματισμό των Ελλήνων γύρω από τη
φύση και πρωτα πρώτα από τις βασικές αρχές που τη διέπουν..

Από τη διατύπωση αυτή του Αναξαγόρα φθάσαμε στο πασίγνωστο ρητό:
ΜΗΔΕΝ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ ΟΝΤΟΣ ΓΙΝΕΣΘΑΙ ΜΗΔΕ ΕΙΣ ΤΟ ΜΗ ΟΝ ΦΘΕΙΡΕΣΘΑΙ
που αποδίδεται στον Δημόκριτο τον Αβδηρίτη.
Λογική συνέπεια της αρχής της αφθαρσίας της ύλης είναι αφ’ ενός μεν
το αιώνιον και αφ’ ετέρου το άναρχον της. Η ύλη δεν δημιουργήθηκε από
κανέναν και από πουθενά και δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος, τόσο στο
χρόνο όσο και στο χώρο. Δυόμισι χιλιάδες χρόνια αργότερα ο Αϊνστάϊν
θα μιλήσει για το πεπερασμένο αλλά χωρίς πέρατα σύμπαν και θα
συνδέσει την ύλη με το χώρο και το χρόνο.

Η ΑΔΙΑΚΟΠΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗ
Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΘΕΤΩΝ
Πραγματικά κατά τον Ηράκλειτο:
ΕΙΔΕΝΑΙ ΔΗ ΧΡΗ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΕΟΝΤΑ ΞΥΝΟΝ,
ΚΑΙ ΔΙΚΗΝ ΕΡΙΝ ΚΑΙ ΓΙΝΟΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΤ’ ΕΡΙΝ ΚΑΙ ΧΡΕΩΝ
(Πρέπει να ξέρουμε πως ο πόλεμος είναι κοινός, πως δικαιοσύνη είναι η
έρις και πως όλα γίνονται με την αντίθεση και την υποχρεωτική
νομοτέλεια – όπως αποδίδει το απόσπασμα ο Θ.Βέικος).
Λέγοντας πόλεμο εννοούσε τον αγώνα και την πάλη και γενικότερα την
κοινή δύναμη που γεννά όλα τα πράγματα. Κατά τον Ηράκλειτο ο κόσμος
βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση σύρραξης, από την οποία νέες
καταστάσεις δημιουργούνται και παλιές εξαφανίζονται κι αυτό ισχύει
τόσο για τη φύση όσο και για την κοινωνία

ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΑΝΤΩΝ ΠΑΤΗΡ

Από την πάλη των αντιθέτων προκύπτει νέα αρμονία:
ΕΚ ΤΩΝ ΔΙΑΦΕΡΟΝΤΩΝ ΚΑΛΛΙΣΤΗΝ ΑΡΜΟΝΙΑΝ διότι ΤΟ ΑΝΤΙΞΟΥΝ ΣΥΜΦΕΡΕΙΝ
ο ίδιος δίδασκε πως η θάλασσα μπορεί να ναι ταυτόχρονα και σωτήρια και
ολέθρια, για τα ψάρια το νερό της είναι πόσιμο και ωφέλιμο για τους
ανθρώπους άποτο και βλαβερό, ή πως η κίνηση του κοχλία με τον οποίον
πίεζαν τα υφασματα στο βαφείο είναι ταυτόχρονα ελικοειδής και ευθεία,
για να καταλήξει πως η κρυμμένη μέσα στις διάφορες καταστάσεις και
πολλές φορές μη αντιληπτή αμέσως αρμονία είναι ισχυρότερη από αυτή
που φαίνεται επιφανειακά.

Ανθρωποκεντρική γίνεται και η θρησκεία του.
Οι σκοτεινοί θεοί της Ανατολής φιλτράρονται από τους διαύλους της ελεύθερης σκέψης του και εξανθρωπίζονται. Μπροστά τους ο Ελληνας στεκόταν όρθιος. Δε γονάτιζε να τους προσκυνήσει. «Το προσκύνημα ταπείνωνε και τον θεό που το δεχόταν και τον άνθρωπο που το καταδεχόταν». «Είναι παράξενο, λέει ο R.Livingstone, ότι με τέτοιες αρχές το ελληνικό πνεύμα παρέμένε αδιάφθορο; Γραφές και ιερατεία και πολιτικούς δεν ανεχόταν πάνω από το κεφάλι του. Μόνον ρήτορες, φιλόσοφοι, ιστορικοί, ποιητές και καλλιτέχνες τού έδειχναν τον δρόμο της ελεύθερης σκέψης και της δημιουργίας. Κι εκεί φτάνει κανείς μόνο μέσα από την κατάκτηση της καθημερινής ελευθερίας», μέσα από την κατάκτηση του εαυτού του, μέσα από το «Γνώθι σαυτόν». Το «γνώθι σαυτόν», παρατηρούν, είναι εντολή χίλιες φορές ευρύτερη και ουσιαστικότερη από τις εντολές που έρχονται από την Ανατολή. Αυτές προέρχονται από λαούς που περιμένουν Μεσσίες, για να τους σώσουν. Ο Ελληνας δεν υποτάσσεται στην ιδέα του μεσσιανισμού, γιατί ξέρει να σκέφτεται και γιατί έχει πίστη στον άνθρωπο.

Το Ελληνικό πνεύμα: Το γνώρισμα της Ελευθερίας

Συνολικά ο Εβραίος υποτασσόταν στην παράδοση, ενώ ο Έλληνας είχε εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στο λόγο του.
Ας πάρουμε ένα περίφημο παράδειγμα: Η Ελληνική και η Εβραϊκή λογοτεχνία περιέχουν η καθεμία τους την ιστορία ενός δίκαιου ανθρώπου που ο ουρανός του έστειλε μια άδικη δυστυχία. Ο Ιώβ, «… άνθρωπος… αληθινός, άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής, απεχόμενος παντός πονηρού πράγματος», έχασε τα αγαθά του, την οικογένεια του, και την υγεία του από αιφνίδιο βούλευμα του ουρανού. Ο Προμηθέας, ο μεγάλος Τιτάνας, που είδε το ανθρώπινο γένος να εξολοθρεύεται παραμελημένο, το λυπήθηκε, δε φοβήθηκε τη θεϊκή οργή, έδωσε το πυρ στους ανθρώπους και για τιμωρία του ο Δίας τον κάρφωσε σε ένα απότομο κρημνό, επάνω στον Καύκασο. Οι δύο «πάσχοντες» είναι σε ίδια κατάσταση: ο Προμηθέας υποφέρει, γιατί ακολούθησε τις υπαγορεύσεις της ευσπλαχνίας. Ο Ιώβ υποφέρει παρά την καθαρότητα της ζωής του. Αν ένας από τους δύο άξιζε την μοίρα του, αυτός ήταν ο Προμηθέας. Η καθεμιά ιστορία ακολουθεί την ίδια πορεία. Και οι δύο άνθρωποι θρηνούν για τα βάσανα τους και διακηρύττουν την αθωότητα τους. Φίλοι τους επισκέπτονται και τους συμβουλεύουν υποταγή στη θέληση του ουρανού. Ο Προμηθέας απαντά ότι η προσβολή που έκανε ήταν εσκεμμένη και ότι ποτέ δεν θα υποχωρησει στον Δία. Ο Ιώβ επιμένει ότι κανένα κακό δεν έκαμε. Ως εδώ οι ιστορίας συμπίπτουν. Αλλά παρατηρήστε πόσο διαφορετική είναι η ηθική που ο Έλληνας και ο Εβραίος συγγραφέας συνάγουν αντίστοιχα από τις δυστυχίες αυτών των δύο. Μέσα από την έρημο βγαίνει «λαίλαψ και νέφη» και μια φωνή ακούγεται που μιλά στον Ιώβ πείθοντας τον, όπως παράξενα λέγει η επικεφαλίδα του κεφαλαίου, ότι είναι αμαθής και ηλίθιος. Τι είναι αυτός με όλη τη γνώση του, που θα ήθελε να ελέγχει τα συστήματα του Κυρίου; Που ήσουν, του λέγει «εν τω θεμελιούν με την γην;» Μπορεί ο Ιώβ να κάμει χιόνι η πάγο η βροχή; Μπορεί να οδηγεί και να διατάζει τους αστερισμούς; Τι ξέρει για τον Παντοδύναμο και «τας οδούς» του; Και ο Ιώβ με ήρεμη ευπείθεια δέχεται την απόφαση του Θεού. «Το βλέπω, είμαι μηδαμινός… Ξεστόμισα πράγματα που δεν καταλάβαινα, πράγματα πολύ θαυμαστά για μένα, που δεν τα ήξερα… γι’ αυτό σιχαίνομαι τον εαυτό μου και μετανοώ μέσα στη σκόνη και στη σποδό». Παρατηρήστε ότι ο Θεός δεν δικαιολόγησε την ποινή του Ιώβ, ούτε ο Ιώβ δέχτηκε ότι έπεσε σε σφάλμα. Μόνο ανακάλεσε τα λόγια του και ταπείνωσε τον εαυτό του. Τα δεινοπαθήματα του παραμένουν μυστήρια ανεξήγητα. Αλλά ποιος είναι αυτός που θα έλεγχε «τας οδούς του Κυρίου;»
Αυτή η λύση, μπορούμε με ασφάλεια να μαντέψομε, θα ήταν ακατανόητη για τον Έλληνα. Ο Αισχύλος δεν την αποδέχεται. «ο Θεός πείθει τον Ιώβ πως βρίσκεται σε αμάθεια και βλακεία»: δεν υπάρχει ίχνος για τέτοια κατάληξη στην περίπτωση του Προμηθέα. Όταν ο Δίας προστάζει και απειλεί, ο Προμηθέας ανταπαντά με ιταμή πρόκληση: κάνει ό,τι δεν θα κάμει ποτέ ο Ιώβ,  καταριέται το Θεό. Και τον καταριέται χωρίς να τιμωρηθεί ή να πάθει τίποτε περισσότερο. Ανόμοια προς τον Εβραίο ο Αισχύλος κλείνει την ιστορία του, όχι με θετική δικαίωση: ο Χρόνος και η Ειμαρμένη φέρνουν τον Ηρακλή, ο οποίος σκοτώνει το βασανιστικό γύπα: ο Δίας πείθεται να σπάσει τις αλυσίδες του Προμηθέα και για αντάλλαγμα μαθαίνει ένα μυστικό κίνδυνο που απειλεί τον θρόνο του. Αλλά ο Τιτάνας δεν ταπεινώνεται, ούτε ο Θεός εξυψώνεται: μια συμφωνία χαράζεται ανάμεσα στους δυο και καταλήγουν σε όρους (1). Από τον πρώτο ως τον τελευταίο στίχο ποτέ δεν έρχεται στο νου του Αισχύλου ότι μπορεί ο Προμηθέας να έχει στενή αντίληψη για τη δικαιοσύνη και ότι όταν οι λογαριασμοί θα ανακεφαλαιώνονταν θα μπορούσε ο Δίας να βγάλει το συμπέρασμα ότι στο κάτω – κάτω είχε δίκιο. Χωρίς υποψία ότι θα μπορούσε να υποπέσει σε λάθος, ο Αισχύλος προσάγει το Θεό και τον Τιτάνα μπροστά στη δικαστική έδρα του ανθρώπινου λόγου. Κρίνει και τους δυο σε αυτό το δικαστήριο χωρίς ευνοϊκή προκατάληψη για κανέναν από τους δυο και όταν ο Θεός φαίνεται άδικος, τον καταδικάζει αδίστακτα (2).
Πόσο διαφορετικός σε όλα αυτά από της θεότητες του Ελληνισμού είναι ο Ιεχωβά: πόσο διαφορετική θέση κατέχει στη ζωή του λαού του! Είναι ζηλότυπος και αυθαίρετος Θεός: δεσπόζει στους πιστούς του και τους κάνει νάνους. Ο Ιεχωβά υπάρχει πριν την ύπαρξη του λαού του, τον γνωρίζουν μόνο από την αποκάλυψη που έκανε του εαυτού του και βρίσκονται μέσα στη χούφτα του χεριού του. Ο Έλληνας λέει για τον Απόλλωνα και το Δία: υπάρχουν. Ο Ιεχωβά λέει στο λαό του: ΥΠΑΡΧΩ. Οι Εβραίοι συγγραφείς δείχνουν αυτό-υποταγή και αυτό-ταπείνωση σε αυτόν, καθόλου Ελληνική. Τους βασάνιζε η αίσθηση του. Αυτός εμπνέει ό,τι υπάρχει μεγάλο και αξιομνημόνευτο στα γραφόμενα τους. Υπάρχουν σαράντα εννέα βιβλία στην Παλαιά Διαθήκη. Εκτός από ένα, όλα ασχολούνται συνεχώς με τις σχέσεις του Θεού με τον άνθρωπο. Δέκα εννέα – το βιβλίο του Ιώβ, οι Ψαλμοί, τα βιβλία των προφητών, δεν έχουν άλλο θέμα. Δε συμβαίνει το ίδιο με την Ελληνική λογοτεχνία. Δε βρίσκεται από πίσω της, σαν αμετάβλητο βάθος, πάλη ανάμεσα στη θέληση του ανθρώπου και τη θέληση του Θεού. Δεν έχει επανειλημμένες διαμαρτυρίες εναντίον ενός αποστάτη λαού που τα αυτιά του είναι συνεχώς βουλωμένα και χοντρές οι καρδιές του. Και αυτό δεν οφείλεται σε καμία εξαιρετική αγάπη της δικαιοσύνης από τους Έλληνες. Είναι προπάντων, γιατί η θρησκεία δεν ήταν το ίδιο πράγμα για τον Όμηρο η τον Αισχύλο και για τον Μωυσή η τον Ησαΐα. Στο σχέδιο τους για τον κόσμο ο Θεός δεν ήταν το παν. Ήταν ένα μέρος της ζωής τους, σημαντικό μέρος, αλλά όχι περισσότερο. Υπήρχε για να προσφέρει την προστασία του στις απασχολήσεις τους και τα συμφέροντα τους, αλλά όχι για να τους διευθύνει, να δεσπόζει, να τους καταπονεί. Αυτό συμβαίνει ακόμη και στους πιο «θρήσκους» Έλληνες. Όταν ο Πλάτων οικοδομεί την ιδανική πολιτεία του, η πρώτη λέξη στις σελίδες του δεν είναι ο Θεός, η πρώτη σκέψη του συγγραφέα δεν είναι πως θα ευχαριστήσει το Θεό. Πολύ αργότερα μέσα στην πραγματεία του φτάνουμε σε τέτοιες απόψεις. Διαβάστε την πολιτεία του Πλάτωνα ύστερα από ένα από τα βιβλία των προφητών και η διαφορετική διάθεση είναι φανερή.
πηγή: iparea

Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

$
0
0
Σχετική εικόνα
Το αρχαίο ελληνικό θέατρο της Τυνδαρίς , πόλης στην βόρεια Σικελία (4ος αι π.Χ)

Της Κυριακής Πετράκου, καθηγήτριας Πανεπιστημίου Πατρών

Το ενδιαφέρον για την προέλευση του θεάτρου αυξάνει σταθερά από τον 19ο αι. όταν οι ανθρωπολόγοι ασχολήθηκαν για πρώτη φορά με το θέατρο. Από τότε οι θεωρίες τους έχουν περάσει τρείς τουλάχιστον μείζονες φάσεις.

Στην πρώτη φάση, από το 1875 ως το 1915, οι ανθρωπολόγοι, καθοδηγημένοι από τον Sir James Frazer, υποστήριζαν ότι όλοι οι πολιτισμοί διέρχονται από τα ίδια εξελικτικά στάδια. Επομένως, οι υπάρχουσες πρωτόγονες κοινωνίες μπορούν να παράσχουν αξιόπιστες μαρτυρίες για την καταγωγή του θεάτρου, μερικές χιλιετηρίδες πριν. (Ο όρος "πρωτόγονος" χρησιμοποιείται στο κεφάλαιο αυτό, για να καθορίσει κοινωνίες που δεν έχουν αναπτύξει γραπτή γλώσσα).


Συνοπτικά, η διαδικασία που έχουν περιγράψει οι ανθρωπολόγοι αυτοί είναι η εξής. Οι άνθρωποι βαθμιαία απόκτησαν συνείδηση των δυνάμεων που καθόριζαν την παροχή τροφής και άλλους παράγοντες της διαβίωσής τους. Εφόσον δεν διέθεταν καμιά ιδιαίτερη κατανόηση των φυσικών αιτίων, τα απόδιδαν όλα αυτά σε υπερφυσικές ή μαγικές δυνάμεις. Ως επόμενο βήμα, άρχιζαν να αναζητούν μέσα, για να κερδίσουν την εύνοια των δυνάμεων αυτών. Για μια περίοδο, διακρίνουν μια σύνδεση ανάμεσα στις δικές τους ενέργειες και στο ποθούμενο αποτέλεσμα. Επαναλαμβάνουν τις ενέργειες, τις επεξεργάζονται, τις τυποποιούν, έως ότου αυτές μεταβάλλονται σε τελετές. Στο στάδιο αυτό συνήθως όλη η ομάδα συμμετέχει στην τελετή, ενώ οι υπερφυσικές δυνάμεις είναι "οι θεατές".

Γύρω από τις τελετές εμφανίζονται διάφορες ιστορίες ή μύθοι, που τις εξηγούν, τις περιγράφουν ή τις εξιδανικεύουν. Συχνά οι μύθοι αυτοί περιέχουν στοιχεία, βασισμένα σε πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, αν και συνήθως όλα αυτά είναι εντελώς μετουσιωμένα μέσα στην ιστορία. Πολλές φορές οι μύθοι περιλαμβάνουν εκπροσώπους των υπερφυσικών αυτών δυνάμεων, που οι τελετές σκοπεύουν να τιμήσουν ή να επηρεάσουν. Οι εκτελεστές στην περίπτωση αυτή ενσαρκώνουν μυθικούς χαρακτήρες ή υπερφυσικές δυνάμεις μέσα στις τελετές ή στους συνοδευτικούς εορτασμούς. Η ενσάρκωση αυτή είναι ένα σημείο της αναπτυσσόμενης δραματικής αίσθησης.

Καθώς οι άνθρωποι εξελίσσονται, μεταβάλλονται και οι απόψεις τους σχετικά με τις υπερφυσικές δυνάμεις και τις αιτιοκρατικές σχέσεις με αποτέλεσμα να εγκαταλείπουν ή τροποποιούν ορισμένες τελετές. Οι μύθοι όμως, που έχουν δημιουργηθεί γύρω από τις τελετές αυτές διατηρούνται, ως μέρος της προφορικής παράδοσης της φυλής, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, οι ιστορίες των μύθων δραματοποιούνται και παίζονται σαν απλές θεατρικές παραστάσεις, απαλλαγμένες από τον τελετουργικό χαρακτήρα. Όταν γίνει κάτι τέτοιο, έχει συντελεστεί και το πρώτο βήμα προς το θέατρο, ως διαφοροποιημένη δραστηριότητα και βαθμιαία το αισθητικό στοιχείο αντικαθιστά το ωφελιμιστικό ή το τελετουργικό. Αυτή είναι, εν συντομία, η θεωρία του 19ου αι. για την εξέλιξη του θεάτρου από τον μύθο.

Μια δεύτερη φάση αντίληψης εμφανίστηκε γύρω στο 1915, με μια άλλη ανθρωπολογική σχολή (με αρχηγούς τους Bronilaw και Malinowski), που απόρριψε την παραγωγική μέθοδο και την αντικατέστησε με την επαγωγική. Οι ανθρωπολόγοι της σχολής αυτή επικεντρώθηκαν στην άμεση και σε βάθος μελέτη της καθημερινής λειτουργίας μιας πρωτόγονης κοινωνίας. Συχνά αποκαλούνται "φανξιοναλιστές". Επίσης αντιμετώπιζαν την κάθε πρωτόγονη κοινότητα ως ιδιαίτερη περίπτωση και αμφισβήτησαν την προγενέστερη αντίληψη ότι η μελέτη των σύγχρονων πρωτόγονων κοινωνιών μπορεί να διαλευκάνει την καταγωγή αρχαίων θεσμών. Υποστήριξαν ότι οι πολιτισμικοί θεσμοί γεννιούνται και εξελίσσονται με διαφορετικές διαδικασίες από φυλή σε φυλή.  

Μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, ξεκίνησε μια τρίτη φάση, από μια ομάδα με επικεφαλής τον Claud Levi-Strauss, που ονομάζονται στρουκτουραλιστές. (Ωστόσο, σήμερα οι περισσότεροι ανθρωπολόγοι εξακολουθούν να είναι φανξιοναλιστές). Όπως και οι φανξιοναλιστές, ο Levi -Strauss απορρίπτει τον πολιτισμικό δαρβινισμό και υποστηρίζει ότι κάθε κοινωνία εξελίσσεται με ιδιαίτερο και ατομικό τρόπο. Από την άλλη μεριά, όπως και ο Frazer, ενδιαφέρεται για παγκόσμια μοντέλα, αν και τα δικά τους διαφέρουν από αυτά του Frazer. Ο Levi - Strauss ενδιαφέρεται κυρίως για τη λειτουργία του μυαλού, και αναζητά τις απαντήσεις στην ανάλυση του μύθου, τον οποίο θεωρεί σαν ένα είδος λογικής, διαφορετικής από την συνηθισμένη, όχι όμως λιγότερο σύνθετης από αυτήν που χρησιμοποιείται στις προηγμένες κοινωνίες στον τομέα της επιστημονικής έρευνας. Συμπεραίνει ότι υπάρχουν δύο τουλάχιστον τρόποι σκέψης: ο επιστημονικός και ο μυθολογικός/μαγικός - που προσεγγίζουν τα προβλήματα από διαφορετική, αλλά εξ ίσου έγκυρη σκοπιά. Το "άγριο μυαλό", όπως το χαρακτηρίζει ο Levi - Strauss, λειτουργεί περισσότερο με σημεία παρά με ιδέες. Η λογική και οι τρόποι σκέψης μιας κοινωνίας μπορούν να ανιχνευθούν μέσα στα σημεία αυτά, ή στις εικόνες (που έχουν ενσωματωθεί στους μύθους και σε οπτικές ενσαρκώσεις, όπως είναι οι μάσκες και οι τελετές).

Παρά τις μεταβολές στην προσέγγιση, οι ανθρωπολόγοι συμφωνούν σε ένα βασικό ζήτημα: η τελετή και ο μύθος αποτελούν ουσιαστικά στοιχεία σε κάθε κοινωνία. Υποστηρίζουν την άποψη ότι το θέατρο προήλθε από τις πρωτόγονες τελετές. Σήμερα οι περισσότεροι κριτικοί και ιστορικοί συμφωνούν ότι η τελετουργία είναι οπωσδήποτε μια από τις πηγές του θεάτρου, όχι όμως αναγκαστικά η μοναδική. Από την άλλη, οι περισσότεροι μελετητές απορρίπτουν την ιδέα ότι το θέατρο ακολούθησε το ίδιο εξελικτικό μοντέλο σε όλες τις κοινωνίες. Επί πλέον, έχουν πάψει να αντιμετωπίζουν αφ’ υψηλού τις πρωτόγονες κοινωνίες. Έχουν αντιληφθεί ότι οι εξελιγμένες κοινωνίες έχουν μεν ωφεληθεί από την ειδική γνώση και τεχνολογία, αλλά έχουν στερηθεί τη συνοχή, που είναι το χαρακτηριστικό των λιγότερο εξελιγμένων ομάδων.

Μέσα και πρακτικές στις τελετές

Μολονότι οι τελετές στις υπάρχουσες πρωτόγονες κοινωνίες δεν θεωρούνται πλέον εντελώς αξιόπιστες μαρτυρίες για την καταγωγή του θεάτρου στην αρχαιότητα, εξακολουθούν να είναι χρήσιμες με άλλους τρόπους. Π.χ. μπορούν να μας πληροφορήσουν σχετικά με τη χρησιμότητα των τελετών στις πρωτόγονες κοινωνίες (μολονότι δεν τις χρησιμοποιούν όλες οι ομάδες, για τους ίδιους λόγους). Μια περίληψη, θα ήταν και πάλι αποκαλυπτική.

Καταρχάς, η τελετή είναι ένα είδος γνώσης. Ο μύθος και η τελετή εμπεριέχουν την αντίληψη της συγκεκριμένης κοινωνίας για το σύμπαν, καθώς αντιπροσωπεύουν τις απόπειρες ορισμού του ανθρώπου και της σχέσης του με τον κόσμο.

Δεύτερο, οι τελετές μπορούν να είναι διδακτικές. Εφόσον το διακριτικό σημείο μιας πρωτόγονης κοινωνίας είναι η απουσία γραπτής γλώσσας, η τελετή μπορεί να χρησιμεύσει σαν μέσο μετάδοσης της παράδοσης και της γνώσης. Πολλές πρωτόγονες φυλές εκτελούν τελετουργίες μύησης, ορισμένες από τις οποίες διαρκούν μόνο μερικές μέρες, ενώ άλλες παίρνουν χρόνια, για να εξοικειώσουν τα νεαρά μέλη με με τις ιερές πεποιθήσεις, τα ταμπού, τα ήθη και την ιστορία. Τέτοιες τελετουργίες συνηθίζονται ακόμη στις Αυστραλιανές και τις Αφρικάνικες φυλές και κάποτε ήταν μέρος της παράδοσης των Ινδιάνων της Αμερικής.

Τρίτο, οι τελετουργίες έχουν ως σκοπό να επηρεάσουν ή να καθορίσουν τα γεγονότα. Ένας από τους θεμελιώδεις στόχους πολλών τελετών είναι να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα - όπως η νίκη σε μια μάχη, η βροχόπτωση ή η εύνοια κάποιας υπερφυσικής δύναμης - μέσω της αναπαράστασης. Π.χ.πολλές τελετουργίες σχετίζονται με τις εποχιακές μεταβολές, όταν ο πρωτόγονος λαός δεν έχει αντιληφθεί ότι υπάρχει ένα φυσικό ετήσιο πρόγραμμα σχετικά με αυτές, και θεωρεί απαραίτητο να εξασφαλίσει τον ερχομό της άνοιξης ή τη συνέχιση της γονιμότητας. Σε ορισμένες περιπτώσεις κατέφευγαν σε σεξουαλικά όργια, για να παρακινήσουν γονιμότητα της γης ή δραματοποιούσαν τελετουργικες μάχες ανάμεσα στον Χειμώνα/Θάνατο και στην Ανοιξη/Ζωή, που τελείωναν με το θρίαμβο της δεύτερης.

Τέταρτο, η τελετουργία χρησιμοποιείται για να δοξάσει - μια υπερφυσική δύναμη, μια νίκη στο κυνήγι ή στον πόλεμο, το παρελθόν της κοινότητας, έναν ήρωα ή ένα τοτέμ (δηλαδή ένα ζώο, φυτό, ή φυσικό στοιχείο με το οποίο η φυλή θεωρεί ότι σχετίζεται στενά).

Πέμπτο, η τελετουργία μπορεί να σκοπεύει στην ψυχαγωγία και στην ευχαρίστηση. Ακόμα και η πιο σοβαρή, προσφέρει ηδονή μέσω του θεάματος, της επανάληψης του τυπικού ή της δεξιοτεχνίας των εκτελεστών.

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι περισσότερες από τις λειτουργίες αυτές μπορούν να εξυπηρετηθούν, με διάφορους τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό, από το θέατρο. Έτσι είναι φανερό ότι η πρωτόγονη τελετουργία και το θέατρο, όπως το γνωρίζουμε, συνδέονται στενά. Επίσης, η τελετουργία και το θέατρο μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ίδια στοιχεία: μουσική, χορό, ομιλία, μάσκα, κοστούμια, εκτελεστές, θεατές και σκηνή. Π.χ.η πλειοψηφία των πρωτόγονων τελετουργιών χρησιμοποιούν παντομιμικούς χορούς και ρυθμική μουσική συνοδεία ως πρωταρχικά μέσα. Ο ήχος της φωνής συνηθίζεται επίσης, αλλά η ομιλία και ο διάλογος χρησιμοποιούνται λιγότερο. Οι μάσκες και τα κοστούμια είναι τα τυπικά εξαρτήματα. Πολλές φυλές πιστεύουν ότι ένα πνεύμα έλκεται από την αναπαράστασή του και μπαίνει μέσα τους. Επομένως, οι μάσκες και τα κοστούμια είναι μέσα προσέλκυσης και ενσωμάτωσης του πνεύματος που πρέπει να χειραγωγηθεί, να συμβουλέψει ή να εξευμενιστεί. Ακόμα, χρησιμοποιούνται για να αναπαραστήσουν το ζώο που θέλουν να σκοτώσουν ή να φέρουν σε κάτι το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Το βάψιμο - με μπογιά, στάχτη ή χυμούς - συμπληρώνει τη μάσκα και το κοστούμι, καλύπτοντας μέρος του σώματος. Επίσης πρέπει να υπάρχουν "ηθοποιοί"εξαιρετικά προικισμένοι και πειθαρχημένοι, ώστε να μη σημειώνεται απόκλιση από το τυπικό της τελετουργίας. Όταν παγιωθούν οι τελετουργίες, δάσκαλοι, πρεσβύτεροι ή ιερείς ασκούν αυστηρό έλεγχο στην εκτέλεση, σε ένα ρόλο που μοιάζει με αυτόν του θεατρικού σκηνοθέτη. Χρησιμοποιείται μια "περιοχή δράσης"και, αν υπάρχουν θεατές, μια "περιοχή καθισμάτων". Οι διατάξεις χώρου των τελετών διαφέρουν πολύ. Η κυκλική περιοχή παράστασης με ολόγυρα τους θεατές, είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Σε άλλες περιπτώσεις όμως, όπως σε ορισμένες Αυστραλιανές τελετουργίες, στις οποίες χρησιμοποιούνται βαμμένες φλούδες δέντρων ή υφασμάτινα παραβάν σαν φόντο, οι θεατές κάθονται ή στέκονται στις τρεις πλευρές των εκτελεστών. Άλλες ομάδες χρησιμοποιούν περισσότερες από μία περιοχές δράσης ή έναν ενιαίο χώρο, όπως πχ, όταν οι εκτελεστές μετακινούνται από το χωριό στη θάλασσα και το αντίστροφο.

Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά σημαντική διαφορά ανάμεσα στην τελετουργία και στο θέατρο;

Ορισμένοι μελετητές κάνουν έντονη διάκριση, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι οι διαφορές είναι τόσο ασήμαντες, ώστε οι τελετουργίες μπορούν να θεωρηθούν ως τμήμα της θεατρικής ιστορίας. Αυτή η αντιγνωμία δεν μπορεί να λυθεί εδώ, αλλά ίσως οι λόγοι της ελαχιστοποιούνται, αν γίνουν μερικές θεμελιώδεις παραδοχές. Καταρχήν το ανθρώπινο μυαλό δεν ανέχεται το χάος. Επομένως θ΄ αναζητά πάντα την τάξη και στην πορεία θα ανακινεί ερωτήματα για τα αίτια των πραγμάτων. Στην αναζήτηση αυτή, οι άνθρωποι κάθε εποχής σχηματίζουν τις αντιλήψεις τους για τη σχέση τους με το θείο, το σύμπαν, την κοινωνία και τον εαυτό τους. Το θέατρο κάθε περιόδου αντανακλά τις τρέχουσες αντιλήψεις για τον άνθρωπο  και τη θέση του στο σύμπαν και στην κοινωνία. Καθώς οι απόψεις των ανθρώπων για την αιτιότητα και τη θέση τους στο σύμπαν μεταβάλλονται, το ίδιο συμβαίνει και με το θέατρο, που δεν μπορεί παρά να αντανακλά τις δεσπόζουσες αντιλήψεις για την αλήθεια και την πραγματικότητα. 

πηγή: eclass.uoa.gr

Ο ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ, Ο ΛΑΣ ΚΑΙ Ο ΙΓΝΑΤΙΕΦ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΟΥ ΕΓΩΙΣΜΟΥ

$
0
0

Πρόκειται για απόσπασμα μιας συζήτησης των Καστοριάδη και Λας με τον M. Ignatieff, σε εκπομπή του Channel 4, με θέμα την «κουλτούρα του εγωϊσμού». Δημοσιεύτηκε από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις (2014, σσ.26-40)

Μάικλ Ιγνάτιεφ: Τίθεται, λοιπόν, ένα ενδιαφέρον ερώτημα: πρόκειται για την αιτία ή για το αποτέλεσμα της κατάρρευσης του δημόσιου χώρου; (Απευθύνεται στον Κ. Λας) Ποιά είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η σχέση ανάμεσα στο άτομο και τον δημόσιο χώρο που βρίσκεται σε κρίση;

Κρίστοφερ Λας: Αυτό που με εκπλήσσει είναι ότι ζούμε σε έναν κόσμο δίχως στέρεη πραγματικότητα… Λέμε συχνά πως η καταναλωτική κοινωνία μας περιβάλλει με αντικείμενα, πως μας ωθεί να δίνουμε μεγάλη σημασία, αλλά νομίζω πως πρόκειται για έναν κόσμο που αποτελείται από φευγαλέες εικόνες και που τείνει όλο και περισσότερο – εν μέρει, νομίζω χάρη στην τεχνολογία των μαζικών μέσων επικοινωνίας – να αποκτήσει έναν παραισθησιογόνο χαρακτήρα: ένα είδος κόσμου από φανταστικές εικόνες, σε αντίθεση με έναν κόσμο πραγματικών αντικειμένων τα οποία να διαρκούν περισσότερο από εμάς. Αυτή η αίσθηση της ιστορικής συνέχειας, που προσφέρει, μεταξύ άλλων η οικειότητα με στέρεα, χειροπιαστά αντικείμενα, δείχνει να υποχωρεί όλο και περισσότερο μπροστά σε μια επίθεση από εικόνες φτιαγμένες τις περισσότερες φορές, για να ξυπνάνε τις φαντασιώσεις μας. Πιστεύω πως ακόμα και η επιστήμη, που, μέχρι τώρα, θεωρούνταν ένα από τα κυριότερα μέσα δημιουργίας μιας πιο ορθολογικής, πιο ρεαλιστικής κοσμοαντίληψης, εμφανίζεται στην καθημερινή μας ζωή, σαν μια διαδοχή τεχνολογικών θαυμάτων που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι όλα είναι δυνατά. Σε έναν κόσμο όπου όλα είναι δυνατά, με μία έννοια, τίποτε δεν είναι εφικτό. Κι έπειτα, τα όρια ανάμεσα στο Εγώ και τον περιβάλλοντα κόσμο τείνουν να συγχέονται όλο και περισσότερο.
Μάικλ Ιγνάτιεφ: Αυτό που λέτε τώρα αποτελεί σχεδόν έναν ορισμό του δημόσιο χώρου. Λέτε (μεταξύ άλλων) ότι ο δημόσιο χώρος χαρακτηρίζεται από την ιστορική συνέχεια. Στην πραγματικότητα, στον σημερινό πολιτισμό μας, χαρακτηρίζεται μάλλον από την κυριαρχία των μήντια. Η πρόσβαση στον δημόσιο χώρο μας προσφέρεται από τα ΜΜΕ, πρόκειται για έναν κόσμο παραισθησιογόνων εικόνων, με πολύ περιορισμένες χρονικές διαστάσεις. Η αντιστοιχία τους με την πραγματικότητα είναι πολύ προβληματική. Η δημόσια ζωή εμφανίζεται σαν κάτι το φαντασιακό, ένας κόσμος ονείρων. Αυτό όμως δεν απαντά στο ερώτημα μου, που αφορά στις αιτίες και τις συνέπειες. (Στρέφεται στον Κ. Καστοριάδη) Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσατε να επανέλθετε σε αυτό: ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο άτομο που περιγράψαμε και την κρίση του δημόσιου χώρου, στην οποία αναφερθήκαμε προ ολίγου.
Κρίστοφερ Λας: Θεωρώ λάθος να προσπαθούμε να διαχωρίσουμε τις αιτίες από τις συνέπειες: κατά τη γνώμη μου, και οι δύο πάνε μαζί. Οι εξελίξεις ή οι κοινωνικές αλλαγές αποτελούν ipso facto αλλαγές στη δομή των ατόμων, και στον τρόπο με τον οποίο δρουν και συμπεριφέρονται. Κατά βάθος, όλα είναι κοινωνικά, αλλά η κοινωνία ως τέτοια δεν έχει διεύθυνση, δεν μπορούμε να τη συναντήσουμε. Είναι εσείς κι εγώ, βρίσκεται μέσα στη γλώσσα, μέσα στα βιβλία, μέσα στα αντικείμενα… Θα πω, όμως, πως το πρώτο πράγμα που πρέπει να τονίσουμε από αυτή την άποψη, είναι η εξαφάνιση κάθε πραγματικής σύγκρουσης, κοινωνικής και πολιτικής.
Μάικλ Ιγνάτιεφ: Εξαφάνιση, γιατί;
Κορνήλιος Καστοριάδης: Δεν βλέπω συγκρούσεις. Τί συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες; Ας πάρουμε το κλασικό παράδειγμα: στη δεκαετία του ’60, οι Μαύροι έμπαιναν μέσα στα κέντρα των πόλεων, έκαιγαν τα μαγαζιά και ούτω καθ’ εξής: έπειτα, στα τέλη της δεκαετία του ’70, οι απαρχές της εποχής του Ρήγκαν, έχετε 10% ανεργία στον συνολικό πληθυσμό, 20% στους Μαύρους και 48% στους νεαρούς Μαύρους, και αυτοί οι νεαροί Μαύροι δεν κάνουν τίποτε. Δεν θέλω να πω ότι θα έπρεπε να πάνε να κάψουν τα μαγαζιά, αλλά δεν κάνουν τίποτα.
Στη Γαλλία, έχουμε μια κατάσταση όπου οι άνθρωποι απολύονται από τη δουλειά τους και δεν κάνουν τίποτα. Στην Αγγλία, έχετε αυτή την τραγωδία με τους ανθρακωρύχους, δεν θέλω να το συζητήσω, αλλά υπάρχουν καταφανώς οι τελευταίες φλόγες κάποιου προτάγματος που πεθαίνει. Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε, νομίζω: οι άνθρωποι έχουν την εντύπωση, δικαίως, ότι με τις πολιτικές ιδέες που κυκλοφορούν στην αγορά, έτσι όπως είναι σήμερα, δεν αξίζει τον κόπο να αγωνιστεί κανείς γι’ αυτές. Πιστεύουν επίσης πως τα συνδικάτα είναι γραφειοκρατικοί οργανισμοί, έτσι φτιαγμένοι ώστε να εξυπηρετούν, λιγότερο ή περισσότερο, τα δικά τους συμφέροντα ή τα συμφέροντα των λόμπι.
Θεωρώ πως αυτές οι κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις είχαν μεγάλη σημασία. Σε αντίθεση με τον μαρξικό κοινό τόπο, η ιστορία της κοινωνίας δεν είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων. Τις περισσότερες φορές, οι σκλάβοι, οι καταπιεσμένοι παρέμειναν στις θέσεις τους, αποδεχόμενοι την εκμετάλλευση και την καταπίεση, και δοξολογώντας τους τσάρους. Το χαρακτηριστικό του κόσμου μας, του δυτικού κόσμου, του ευρωπαϊκού, ήταν ακριβώς αυτή η εσωτερική δυναμική της σύγκρουσης, αυτή η αμφισβήτηση της κοινωνίας. Αυτή γέννησε αυτό που ονομάζω δυιστικό χαρακτήρα των κοινωνιών. Για τους μαρξιστές, επρόκειτο για κοινωνίες αυστηρά καπιταλιστικές. Αυτή είναι η μία όψη. Η άλλη όψη, όμως, είναι ότι πρόκειται για κοινωνίες όπου, μετά τον 12ο αιώνα, οι αγώνες για τη χειραφέτηση, για τη δημοκρατία, για τον περιορισμό των εξουσιών του κράτους κ.λπ., ενσωματώθηκαν μέσα στους θεσμούς και ανθρωπολογικούς τύπους που είναι κάτι διαφορετικό από τους υπηκόους του Τσάρου, του Κινέζου αυτοκράτορα ή ενός αυτοκράτορα των Ατζέκων.
Υπήρχαν λοιπόν αυτά τα δύο στοιχεία. Το δεύτερο, το στοιχείο των αγώνων, για μια ολόκληρη περίοδο, κατά τον 19ο αιώνα και μέχρι τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 [του 20ου], πήρε κυρίως τη μορφή εργατικών κινημάτων, καθώς και εκείνη του πρώτου κύματος, του πιο αυθεντικού, του φεμινιστικού κινήματος – γιατί πρωταρχικός φεμινισμός δεν είναι αυτός της Μέττυ Φρήνταν, αλλά εκείνος της πρώτης γυναίκας που είχε το κουράγιο να πάει στο πανεπιστήμιο να σπουδάσει ιατρική και να βλέπει πτώματα γυμνών ανδρών, χωρίς να υποχωρήσει στις αντιρρήσεις της οικογένειάς της. Και της πρώτης γυναίκας που εντάχθηκε σε συνδικάτο, το 1808. Εκείνες οι γυναίκες, για τον ένα ή τον άλλο λόγο, απέτυχαν, αφ’ ενός εξ αιτίας του μπολσεβίκικου ολοκληρωτισμού και αφ’ ετέρου εξ αιτίας της προσαρμογής της σοσιαλδημοκρατίας στον καπιταλισμό. Όλα έγιναν λες και οι άνθρωποι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν γίνεται τίποτα και ότι πρέπει επομένως να κλειστεί ο καθένας στον εαυτό του. Πράγμα που, άλλωστε, αντιστοιχεί στην ενδογενή κίνηση του καπιταλισμού – επέκταση της αγοράς, κατανάλωση, προγραμματισμένη παλαίωση των προϊόντων κ.λπ., και γενικότερα επέκταση της κυριαρχίας πάνω στους λαούς, όχι μόνο ως παραγωγών αλλά και ως καταναλωτών.
Μάικλ Ιγνάτιεφ: Μπαίνω στον πειρασμό να πω ότι προκαταλαμβάνετε την έκβαση του αγώνα.
Κρίστοφερ Λας: Μόλις ετοιμαζόμουν να προσθέσω πως η πολιτική μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε ζήτημα ομάδων συμφερόντων, όπου η καθεμιά διεκδικεί για λογαριασμό της ένα μέρος από τις παροχές του κράτους πρόνοιας, προσδιορίζοντας τα συμφέροντα της με τη στενότερη δυνατή έννοια και αποκλείοντας ηθελημένα κάθε γενικότερη διεκδίκηση ή κάθε προσπάθεια να διατυπωθούν διεκδικήσεις μιας ομάδας με όρους οικουμενικούς. Ένα από τα παραδείγματα, όπου αναφέρατε, εκείνο των Μαύρων των ΗΠΑ, αποδίδει με σαφήνεια αυτό το ζήτημα. Θα ήθελα να αναφέρω ένα άλλο παράδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο ιδεολογίες φαινομενικά ριζοσπαστικές, κινηματικές, επαναστατικές, στην πραγματικότητα, συνέβαλαν πρόσφατα σε αυτή τη διαδικασία. Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στη δεκαετία του ’60, υπήρξε, από πολλές απόψεις, επιστροφή σε μια παλαιότερη αντίληψη για τη δημοκρατία. Απηχούσε εκείνους τους στόχους των Μαύρων που μπορούσαν να συγκινήσουν όλον τον κόσμο. Χτυπούσε τον ρατσισμό, όχι μόνο τον ρατσισμό των Λευκών, αλλά τον ρατσισμό γενικά. Το κίνημα της Μαύρης Δύναμης, που ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, φαινόταν πολύ πιο αγωνιστικό – κατηγορούσε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τους άλλου ηγέτες της πρώτης φάσης του κινήματος πως ήταν αντιδραστικοί αστοί -, επαναδιατύπωσε πραγματικά τους στόχους του κινήματος των Μαύρων. Χτυπούσε τον ρατσισμό των Λευκών, λες και ο ρατσισμός ήταν ένα φαινόμενο αποκλειστικά των Λευκών, με τρόπο που καθιστούσε πολύ πιο δύσκολο έναν επαναπροσδιορισμό του αγώνα των Μαύρων (έστω και αν, μακροπρόθεσμα, τον έκανε πιο εύκολο)· κατά βάθος, το ζήτημα ήταν να προσδιοριστούν οι Μαύροι των Ηνωμένων Πολιτειών σαν μια ομάδα συμφερόντων ανάμεσα στις άλλες, που διεκδικεί το δικό της κομμάτι της πίτας, χωρίς να διατυπώνει κάποια διεκδίκηση γενικότερου ενδιαφέροντος. Πιστεύω πως εδώ βρίσκεται μια από τις αιτίες που εξηγούν την παρακμή του ακτιβισμού στην Αμερική.
Μάικλ Ιγνάτιεφ: Για να επεκτείνουμε αυτή την ανάλυση στην περίπτωση της Αγγλίας, ένα από τα επιχειρήματα που αφορούν την απεργία των ανθρακωρύχων, στην οποία αναφερθήκατε, ήταν το ότι απέτυχε ακριβώς γιατί δεν κατόρθωσε να παρουσιαστεί παρά μόνο σαν φορέας συντεχνιακών διεκδικήσεων. Αν είχε καταφέρει να εκφέρει έναν λόγο όπως «Ο αγώνας των ανθρακωρύχων είναι αγώνας για όλους», τότε, ίσως, να είχε μια διαφορετική έκβαση. Δεν θέλω να πω ότι δεν το προσπάθησαν, αλλά για πολύ περίπλοκους λόγους, αυτή η δημόσια διεκδίκηση δεν κατόρθωσε να πείσει άλλα τμήματα του πληθυσμού.
Δεν μπορούμε εδώ να επεκταθούμε πάνω σε αυτή την απεργία, αλλά πιστεύω πως μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα ενός πολύ σημαντικού, πολύ ενδιαφέροντος φαινομένου: τη δυσκολία που συναντούν οι διάφορες ομάδες, μέσα στην κοινωνία, να παρουσιάσουν [τις διεκδικήσεις τους] μιλώντας στο όνομα και σε όφελος του δημόσιου συμφέροντος. Υπάρχει η αίσθηση – ο Κρίστοφερ το ανέφερε λίγο πριν – ότι η πολιτική έχει διαχωριστεί σε διάφορες ομάδες συμφερόντων και αυτό σκέφτεται κανείς όταν μιλάει για κρίση στον δημόσιο χώρο: οι άνθρωποι δεν μιλούν παρά για τον εαυτό του ο καθένας και όχι στο όνομα της κανονικότητας. Γιατί; Αυτό είναι που θα πρέπει να κατανοήσουμε. Κρίστοφερ, έχεις κάποια ιδέα πάνω σε αυτό;
Κρίστοφερ Λας: Αυτό έχει να κάνει με την παρακμή του πολιτικού λόγου σε όλα τα επίπεδα, με τη διατύπωση των διεκδικήσεων οι οποίες παρουσιάζονται σαν τα ιδιαίτερα συμφέροντα πολύ ιδιαίτερων ομάδων, και μάλιστα ομάδων θυμάτων – φαινόμενο που συνδέεται με την επιβράβευση των θυμάτων και την αυξανόμενη τάση να καταφεύγουμε στη θυματοποίηση ως μοναδικό κριτήριο δικαιοσύνης που αξίζει να αναγνωριστεί. Αν μπορείτε να αποδείξετε ότι έχετε γίνει θύμα – ότι υπήρξατε αντικείμενο διακρίσεων, και όσο μεγαλύτερο το χρονικό διάστημα, τόσο τοπ καλύτερο – αυτό μπορεί να στηρίξει τις διεκδικήσεις σας· διεκδικήσεις, επιμένω, που προέρχονται από πολύ ιδιαίτερες ομάδες, οι οποίες θεωρούν δεδομένο πως η ιστορία τους είναι εντελώς ειδική, και δεν έχει παρά ελάχιστη σχέση με την ιστορία άλλων ομάδων, ή με το σύνολο της κοινωνίας, και πως δεν έχουν καμία θέση στον δημόσιο λόγο και δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές από τις υπόλοιπες ομάδες. Και εδώ, το παράδειγμα του κινήματος των Μαύρων είναι διαφωτιστικό γιατί, από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 60 – χωρίς να είμαι πολύ ακριβής με τις ημερομηνίες -, οι Μαύροι και οι ηγέτες τους, στην Αμερική, άρχισαν να διακηρύσσουν ως ομολογία πίστης, ότι κανένας άλλος δεν μπορούσε να κατανοήσει την ιστορία τους.
Κορνήλιος Καστοριάδης: Ή οι νεο-φεμινίστριες. Δεν μπορεί κανείς να καταλάβεις τις γυναίκες παρά μόνο…
Κρίστοφερ Λας: …παρά μόνο αν είναι κανείς γυναίκα, παραδείγματος χάριν.
Κορνήλιος Καστοριάδης: Ή, ξέρω ‘γω, αν ευνουχιστεί κανείς.
Κρίστοφερ Λας: Ναι, η σύγκριση είναι αρκετά ακριβής. Η δυνατότητα να υπάρξει ένας λόγος που να είναι κατανοητός από όλους και αποτελεί τη βάση της δημόσιας ζωής, του πολιτικού διαλόγου, αποκλείεται σχεδόν εξ’ ορισμού.
Κορνήλιος Καστοριάδης: Εάν μου επιτρέπετε, θα επιστρέψω στον Αριστοτέλη, στον οποίο αναφερθήκατε χωρίς να τον κατονομάσετε, ακριβώς πριν ξεκινήσει η εκπομπή. Ο Αριστοτέλης, στα Πολιτικά του, αναφέρει έναν αθηναϊκό νόμο που βρίσκω πολύ όμορφο: όριζε ότι, κάθε φορά που η Συνέλευση του Δήμου ήταν πιθανό να καταλήξει σε μια απόφαση για πόλεμο με μια γειτονική πόλη, οι κάτοικοι της παραμεθορίου ζώνης αποκλείονταν από το δικαίωμα ψήφου. Αυτή είναι η ελληνική αντίληψη για την πολιτική, και αυτήν υποστηρίζω, ως θέση αρχής.
Κρίστοφερ Λας: Είναι ακριβώς το αντίθετο [σε σχέση με σήμερα].
Κορνήλιος Καστοριάδης: Ακριβώς το αντίθετο. Φανταστείτε μια διάταξη του αμερικανικού Συντάγματος ή του βρετανικού νόμου σύμφωνα με την οποία, κάθε φορά που θα συζητούνται στη Γερουσία προβλήματα που αφορούν τις πολιτείες που έχουν ως κύρια παραγωγή το βαμβάκι, οι Γερουσιαστές αυτών των πολιτειών να αποκλείονται από το δικαίωμα ψήφου. Και όμως, έτσι θα έπρεπε να συμβαίνει! Και όλη η φιλελεύθερη πολιτική αντίληψη είναι βαθιά ριζωμένη στην πολιτική φιλοσοφία του 17ου αιώνα, αν εξαιρέσουμε τον Ρουσσώ. Σε αυτή την αντίληψη, η πολιτική αποσκοπεί στο να επιτρέπει στον καθένα να αμύνεται απέναντι στο κράτος· δεν εννοεί ότι εμείς οι ίδιοι αποτελούμε μια πολιτική κοινότητα, κάθε άλλο. Έχουμε τον μονάρχη, το κράτος κ.λπ., και προσπαθούμε να αποσπάσουμε κάποιες ελευθερίες, κάποια δικαιώματα. Και έπειτα έχουμε όλο αυτό το παζάρι ανάμεσα στους μεν και τους δε, τις ομάδες συμφερόντων, τους εκπροσώπους και ούτω καθ’ εξής. Τελικά, όλα αυτά οδηγούν σε μια πολιτική κοινωνία κατακερματισμένη ανάμεσα στα διάφορα συμφέροντα, αυτά ακριβώς που οι αιρετοί αντιπρόσωποι υποτίθεται πως εκπροσωπούν.
Μάικλ Ιγνάτιεφ: Λέγοντας αυτά, ασκείτε κριτική στη φιλελεύθερη δημοκρατία που βασίζεται στο συμφέρον. (Απευθύνεται στον Κ. Λας). Συμμερίζεστε αυτή την κριτική;
Κρίστοφερ Λας: Μία από τις πιθανές απαντήσεις είναι να πούμε πως, τον 18ο και τον 19ο αιώνα, επιβίωναν τουλάχιστον κάποια υπολείμματα παλαιότερων παραδόσεων, που αντιτίθονταν στον φιλελευθερισμό με διάφορους σημαντικούς τρόπους, παρόλο που τις ταυτίζουμε συχνά με τον φιλελευθερισμό, πράγμα που είναι λάθος. Για παράδειγμα, μια παράδοση ρεπουμπλικανικής και πολιτειακής σκέψης που φτάνει μέχρι τον Αριστοτέλη και η οποία αναβίωση τον 16ο αιώνα, στη Γαλλία.
Κορνήλιος Καστοριάδης: Χωρίς αμφιβολία, ο Τζέφερσον δεν αντιλαμβανόταν το πολιτικό σώμα [polity] ως ένα συνδυασμό αντιτιθέμενων συμφερόντων.
Μάικλ Ιγνάτιεφ: Και τότε, τί απαντάτε – σας ξαναθέτω την ερώτηση του σκεπτικιστή – σε αυτούς που υποστηρίζουν πως οι αντιλήψεις για το κοινό καλό και το δημόσιο συμφέρον, που συναντάμε στο μη φιλελεύθερο ρεπουμπλικανικό ρεύμα [civic republicanism] ή ακόμα και στο εργατικό κίνημα, στο οποίο αναφερθήκατε μόλις πριν, δεν ασκούν καμία έλξη, δεν λένε τίποτα, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα που βιώνουμε στις σημερινές κοινωνίες μας; Ότι η κοινωνία μας είναι υπερβολικά διχασμένη, υπερβολικά συγκρουσιακή, υπερβολικά μεγάλη, πολύ μακριά από την αθηναϊκή πόλη-κράτος, ή ακόμα και από το town meeting της Νότιας Αγγλίας; Αυτές οι παραδόσεις έχουν την αξία τους αλλά έχουν χαθεί, εξαλειφθεί, έχουν εξαφανιστεί.
Κρίστοφερ Λας: Για να επανέλθουμε στο ίδιο παράδειγμα, θεωρώ χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το αμερικανικό κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα βασίστηκε σε τόσο μαζική έκταση, και γόνιμα κατά τη γνώμη μου, στη βιβλική παράδοση. Οι ιδέες του, η γλώσσα του είχαν διαποτιστεί από αυτή την ιδιαίτερη παράδοση και δεν μπορούμε να φανταστούμε αυτό το κίνημα χωρίς αυτήν. Τούτο υπονοεί ότι, σε ορισμένους τομείς των κοινωνιών μας, αυτές οι παραδόσεις ίσως να μην είναι τελείως νεκρές. Στον σύγχρονο πολιτισμό μας ελάχιστα πράγματα τις ενθαρρύνουν ή ευνοούν αυτού του είδους τη γλώσσα ή αυτήν την αντίληψη για την πολιτική, ωστόσο ίσως δεν έχει υποχωρήσει όσο φανταζόμαστε συνήθως.
Κορνήλιος Καστοριάδης: Υπήρξε μια ιστορική καμπή. Η ιστορία γνώρισε δύο περιόδους κατά τις οποίες συνέβη μια μαζική και αιφνίδια αλλαγή τόσο στους θεσμούς της κοινωνίας όσο και στην ψυχική δομή των ατόμων: η πρώτη στην αρχαία Ελλάδα, μέσα σε κάποια όρια, βεβαίως, και η δεύτερη στη σύγχρονη Ευρώπη, επίσης μέσα σε όρια, η οποία, όμως, ακολούθησε μια συνεχή επέκταση μέχρι κάποια στιγμή, ας πούμε μέχρι τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, του 20ου αιώνα. Σε τί συνίστατο; Για να πούμε εν συντομία, στην κατάσταση που προηγείτο, είχαμε αυτό που ονομάζω μια ετερόνομη κοινωνία, δηλαδή κανένας δεν μπορούσε καν να διανοηθεί να αμφισβητήσει τον νόμο ή την αντίληψη για τον κόσμο που κυριαρχούσε στη φυλή. Ξαφνικά – ας το βάλουμε, αν θέλετε σε εισαγωγικά – «ξαφνικά», κατά τον 7ο ή 6ο αιώνα, κάποιοι άνθρωποι έθεσαν το ερώτημα: «Είναι σωστός ο νόμος;» και σε αυτό επάνω οικοδόμησαν τη δημοκρατία. Αναρωτήθηκαν: «Αυτοί οι θεοί, οι δώδεκα θεοί [του Ολύμπου], υπάρχουν;» και άρχισαν να δημιουργούν τη φιλοσοφία. Έτσι, έχουμε τη δημιουργία της Αρχαιότητας· στη συνέχεια αυτό ξαναρχίζει στα τέλη του Μεσαίωνα, με την πρωτο-αστική τάξη, που ξαναχτίζει πολιτικές κοινότητες, κυβερνητικά όργανα [polites], απαιτώντας από τον ηγεμόνα, την Εκκλησία ή τον φεουδάρχη κάποια δικαιώματα – και κατά κάποιον τρόπο συνεχίζουμε ακόμα και σήμερα σε αυτή την κατεύθυνση. Στη συνέχεια, βέβαια, η κίνηση επιταχύνεται μέχρι να αναπτυχθεί πολύ πέρα απ’ ό,τι είχαν φανταστεί οι Έλληνες, ακόμα και στα όνειρά τους.
Από πού προέρχεται αυτή η επιθυμία; Πιστεύω πως πρόκειται για μία δυνατότητα του ανθρώπου και όχι για μια μοιραία εξέλιξη. Πολύ πιο γόνιμο θα ήταν να αναρωτηθούμε – άλλο αναπάντητο ερώτημα: πού βρισκόμαστε σήμερα; Ανάμεσα στα 55 εκατομμύρια Εγγλέζων, τα 55 εκατομμύρια Γάλλων, τα 230 εκατομμύρια Αμερικανών κ.ο.κ., πόσοι έχουν πραγματικά τη θέληση να δράσουν με υπεύθυνο τρόπο, για να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους; Ιδού το πρόβλημα. Έχουν πραγματικά αυτή την επιθυμία ή προτιμούν να συνεχίσουν να ανοίγουν το ψυγείο τους και να κοιτάζουν την τηλεόραση;

πηγή: respublica.gr

ΔΙΑΛΥΟΝΤΑΣ ΔΥΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ΓΙΑ ΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

$
0
0
Σχετική εικόνα


Ας θυμηθούμε ότι ο Αριστοτέλης είχε επισημάνει σε όσους θεωρούσαν τη φιλοσοφία κάτι περιττό ότι αυτή η ίδια η άποψή τους αποτελεί  φιλοσοφία. Δηλαδή, το να αρνηθεί κανείς να φιλοσοφήσει είναι και αυτό μια φιλοσοφική στάση. Άρα, οι εχθροί του φιλοσοφείν αναιρούν τον ισχυρισμό τους έμπρακτα χωρίς να το συνειδητοποιούν! 
Σε έναν κόσμο όπου η πληροφορία προσφέρεται σε κατακλυσμιαίες δόσεις. Σε έναν κόσμο που η εμπορευματοποίηση εισχωρεί παντού και διαφθείρει αξίες και αγαθά. Σε έναν κόσμο όπου ότι δεν αποφέρει μετρήσιμα αποτελέσματα απαξιώνεται. Σε αυτόν τον κόσμο, ένα μικρό αλλά αναγκαίο αντίδοτο είναι η Φιλοσοφική εκπαίδευση από τις μικρές σχολικές βαθμίδες. Ένα απαξιωμένο μάθημα και δύο μύθοι που πρέπει να αποδομηθούν.  

Μύθος 1
1. Η Φιλοσοφία είναι κάτι τελείως θεωρητικό.
Η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι που αποκαλούν την Φιλοσοφία κάτι τελείως «θεωρητικό» ή «αμπελοφιλοσοφία» (και είναι δυστυχώς πάρα πολλοί στην Ελλάδα), υπονοούν ότι είναι κάτι πρακτικά άχρηστο. Ή πως είναι, πολύ απλά, ένα προσωπικό χόμπι χωρίς πρακτική εφαρμογή στην καθημερινότητα. Η προσέγγιση αυτή είναι τρομακτικά εσφαλμένη. Είναι άραγε χωρίς πρακτική εφαρμογή η ικανότητα να σκεφτόμαστε καθαρά και με σαφήνεια; Δεν έχει πρακτική αξία να προσφέρουμε στα παιδιά από μικρά την δυνατότητα να εξοικειωθούν με την διαδικασία της δομημένης επιχειρηματολογίας και της κριτικής σκέψης; Μα αυτά είναι ακριβώς τα μεταφερόμενα εργαλεία που χρησιμοποιούμε σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις τις ζωής μας. Από το ατομικό μέχρι το συλλογικό. Από τον τσακωμό με την/τον σύντροφό μας, τις διαπροσωπικές μας σχέσεις, την παρουσία μας στον εργασιακό χώρο, την κατανόηση πολιτικών επιχειρημάτων, την συνέπεια αλλά και τις συνέπειες θεωριών, πράξεων και ιδεών. Σε όλες αυτές τις καταστάσεις, η ικανότητα αναγνώρισης επιχειρημάτων, αρχών σκέψης, έμμεσων υποθέσεων, αλλά και η αποφυγή λογικών σφαλμάτων είναι ταλέντα ουσιώδη, τόσο στο διανοητικό όσο και στο ηθικό επίπεδο.
Μύθος 2
2. Η Φιλοσοφία είναι ένα θολό μάθημα το οποίο δεν προσφέρει μετρήσιμα αποτελέσματα.
Αυτός είναι ένας άλλος μύθος, ο οποίος μπορεί να αποδομηθεί από δύο πλευρές. Πρώτον, δεν σημαίνει ότι όλα τα πράγματα που είναι μετρήσιμα έχουν κάποια αξία. Δεύτερον, πολλά πράγματα που δεν μετρώνται έχουν τεράστια αξία. Ο αριθμός κόκκων άμμου σε μια παραλία, τα φύλλα γρασιδιού σε έναν κήπο είναι πράγματα μετρήσιμα. Η αγάπη, η φιλία, ο έρωτας, η αλληλεγγύη είναι πράγματα μη μετρήσιμα, δεν ποσοτικοποιούνται σε αριθμούς και μονάδες. Ακόμα λοιπόν και αν η φιλοσοφική εκπαίδευση δεν προσφέρεται για μετρήσεις νουμερικών αποτελεσμάτων, το αποτέλεσμά της μπορεί να σταθεί καθοριστικό και διαχρονικό στη ζωή μας. Το ίδιο ισχύει και για άλλες ανθρωπιστικές επιστήμες, οι οποίες χάνουν δραματικά το κύρος τους σε έναν κόσμο αυξανόμενου, αφελούς και επικίνδυνου θετικισμού/υλισμού.
Επίσης, ένα μάθημα Φιλοσοφίας, δεν είναι κατ’ ανάγκην, και ειδικά σε μικρότερες ηλικίες, μια ατελείωτη ανάλυση ορισμών ή υπαρξιακών προβληματισμών. Το να βομβαρδίσουμε ένα δεκάχρονο με την ανάλυση του υπερβατικού ιδεαλισμού, του Βιτγκεντστάιν ή του Σαρτρ, θα ήταν προφανώς γελοίο. Η Φιλοσοφία δεν είναι μόνο διανοητική διαδικασία, αλλά προσφέρεται και για την εκπαίδευση ηθικών αρετών. Για παράδειγμα, η μείωση του δογματισμού, η αυτοκριτική, ο σεβασμός στην διαφορετική οπτική και στάση ζωής, η οριοθετημένη αποδόμηση μιας αντίθετης γνώμης. Η κατανόηση καταστάσεων προπαγάνδας και συναισθηματικής χειραγώγησης. Όλες αυτές οι ικανότητες και αρετές μπορούν κατ’εξοχήν να καλλιεργηθούν σε μία τάξη Φιλοσοφίας.
πηγή: antikleidi.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

$
0
0
Ο Αριστοτέλης ( 384 - 322 π.Χ. ) ήταν αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος και πολυεπιστήμονας, μαθητής του Πλάτωνα και διδάσκαλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

 Εισαγωγή
Όταν στην Αρχαιότητα βρέθηκε ένα ατιτλοφόρητο γραπτό του Αριστοτέλη ακολουθώντας την εργασία του ‘Τα φυσικά’, οι εκδότες του πρώτου αιώνα του έδωσαν τον τίτλο ‘Μετά τα φυσικά’. Από τότε ο όρος αυτός (μεταφυσική) χρησιμοποιείται για τις μελέτες εκείνες που πιστεύεται ότι υπερβαίνουν τα όρια του υλικού κόσμου της φυσικής, φτάνοντας στην ουσία ή στον πυρήνα μιας υποτιθέμενης απόλυτης και τελικής πραγματικότητας η οποία υπάρχει βαθύτερα απ’ τα φαινόμενα. Πολλοί άνθρωποι για λόγους που έχουν σχέση με τη βιολογική μας ιστορία, πιστεύουν πως μια τέτοια πραγματικότητα υπάρχει, υπάρχει ένας τέλειος κόσμος πέρα απ’ το βασίλειο της ατελούς ύλης. Στις θρησκείες ο κόσμος αυτός προσεγγίζεται με την αποκάλυψη ή άλλα κανάλια, που ξεπερνούν τις αισθήσεις. Στη δυτική φιλοσοφία η μεταφυσική εγκαθίσταται με τον κόσμο των ιδεών του Πλάτωνα, απ’ τον οποίο οι αισθήσεις μας σύρουν μια παραμορφωμένη εικόνα της αληθινής πραγματικότητας. Πέρα απ’ την πραγματικότητα , υπάρχει  η αληθινή πραγματικότητα. Σε αυτήν δεν φτάνει η παρατήρηση ούτε το πείραμα, είναι πέρα από την ανθρώπινη δράση, είναι η πραγματικότητα χωρίς καμιά αναφορά στην ανθρώπινη περιοχή των αισθήσεων. Αυτή είναι η ερμηνεία της μεταφυσικής με την οποία η φυσική, στηριγμένη στο πείραμα και στα μαθηματικά, διέκοψε κάθε σχέση.[1]

Όμως φαίνεται ότι  κάποια ίχνη που τη θυμίζουν, υπάρχουν ακόμα  στις ρίζες κάθε φυσικής θεωρίας: αυτά  είναι το νόημα που δίνει στον κόσμο κάθε φυσική θεωρία, μέσω μιας οριακής υπόθεσης, αναπόδεικτης προς το παρόν πειραματικά, (η μεταφυσική συνιστώσα) που θα επαληθευτεί ή θα απορριφτεί απ’  τα μελλοντικά πειράματα. Για την ερμηνεία του κόσμου λοιπόν, πέρα από την περιγραφή,  φαίνεται αναγκαία μια μεταφυσική υπόθεση.
H ίδια η φυσική εμπειρία δεν μπορεί να ασχοληθεί με το νόημα αλλά η ανάγκη του ανθρώπου γι αυτό, που είναι αιώνια και ταυτισμένη με το νοητικό του σύστημα, το εισάγει από διπλανές πόρτες της συνείδησης μέσα στις φυσικές θεωρίες, με τη μορφή των μεταφυσικών υποθέσεων. Μια γνώση χωρίς αυτές θα απευθύνεται σε κάποια τεχνητή νοημοσύνη κι όχι στην ανθρώπινη. Η επιστήμη παράγει και παράγεται απ’ τη μεταφυσική.
Η μεταφυσική υπόθεση
Σε κάθε φυσική θεωρία υπάρχουν μεταφυσικά αξιώματα που συνδυάζονται με τα φυσικά αξιώματα. Τα δεύτερα βασίζονται σε μετρήσεις, ενώ τα πρώτα εξασφαλίζουν τα δεύτερα από την άποψη του νοήματος.  Ο Αριστοτέλης το εντόπισε πριν 2500 χρόνια διδάσκοντας ότι:
Αν δεν υπάρχει κάτι νοητό, πέρα από τα φαινόμενα (καθέκαστα), αλλά όλα ήταν αισθητά,  δεν θα είχαμε επιστήμη για κανένα πράγμα, εκτός μονάχα αν λέει κανείς ότι η αίσθηση είναι η επιστήμη. (Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά 999 β 1)
 Ο Einstein  τα εντοπίζει ξανά στην περίπτωση της θεωρίας του Νεύτωνα η οποία ήταν η μεγαλύτερη αντίπαλος της  μεταφυσικής. Γράφει σχολιάζοντας την «σύλληψη» του απόλυτου χώρου από το Νεύτωνα ότι:
Αυτό που είναι ουσιώδες είναι  ότι εκτός από τα παρατηρήσιμα αντικείμενα, κάτι άλλο, που δεν είναι αισθητό, πρέπει να θεωρηθεί σαν πραγματικό, για να καταστούν πραγματικότητες  η επιτάχυνση ή η περιστροφή. (Ο Einstein για τον απόλυτο χώρο του  Νεύτωνα)
 Ο Schlick γράφει ότι η επιστήμη είναι η αναζήτηση της αλήθειας και η φιλοσοφία η αναζήτηση του νοήματος αλλά για το θέμα μας θεωρούμε ως επιστήμη τα «φυσικά» αξιώματα και ως φιλοσοφία τα «μεταφυσικά» αξιώματα μιας φυσικής θεωρίας. Έτσι έχουμε τελικά τη φυσική φιλοσοφία, έτσι ήταν πάντα, απλά σήμερα τα μαθηματικά ενσωματώθηκαν στην ερμηνεία των φυσικών αρχών. Η σχέση F=mγ του Νεύτωνα που μαθαίνουμε στο Λύκειο είναι ένα φυσικό αξίωμα, ο απόλυτος χώρος  όμως είναι μια μεταφυσική αρχή.
Μέσα σε κάθε μεγάλο φυσικό κρύβεται ένας μεταφυσικός.
Αυτά περιγράφονται από τον Duhem:
…κατά τον Duhem μια φυσική θεωρία μπορεί να αναλυθεί σε δύο διακριτά μέρη: το «αναπαραστατικό» και το «εξηγητικό». Το πρώτο ταξινομεί τους νόμους (φαινόμενα) ενώ το δεύτερο είναι αυτό με το οποίο η επιστήμη επιδιώκει να «συλλάβει» την πραγματικότητα (reality) που βρίσκεται κάτω απ’  τα φαινόμενα. Αυτό το δεύτερο το «εξηγητικό» δεν διαθέτει λογική δομή και σχετίζεται με τα μεταφυσικά πιστεύω του ερευνητή ….όταν η πρόοδος της πειραματικής φυσικής αντιτίθεται σε μια θεωρία και την αναγκάζει να τροποποιηθεί, τότε το εξηγητικό μέρος της παλιάς θεωρίας αποβάλλεται για να δώσει τη θέση του σε μια άλλη εξήγηση…………..
(Δημοσθένης Δαγκλής, Ο συμβατισμός του Duhem και η επίδρασή του στο λογικό Εμπειρισμό, Διδακτορική διατριβή)
Δηλαδή  η πρόταση του Αριστοτέλη: «κάθε ελεύθερο σώμα (στο οποίο δεν ασκούνται δυνάμεις) έχει την τάση να κινείται από μόνο του ψάχνοντας το φυσικό του τόπο» απερρίφθη απ’ τα πειράματα του Γαλιλαίου, που διαπίστωναν την κίνηση της γης και καταργούσαν τους Αριστοτελικούς φυσικούς τόπους. [2] Η νέα εξηγητική αρχή της κίνησης ήταν ο απόλυτος χώρος!
Ήταν ο Νεύτων με το Hypothesis non fingo  που δεν απέφυγε τις μεταφυσικές υποθέσεις, με κορυφαία αυτή του απόλυτου χώρου.
Μπορεί κανείς ακόμα να διαβλέψει στη μεταφυσική υπόθεση κάτι σαν  πνευματικό ένστικτο, που βρίσκεται πίσω από τη  φυσική θεωρία, ή σαν τον παντοτινό και αιώνιο αδιάγνωστο όρο που θα υπάρχει στην αντιστοίχηση της ανθρώπινης εμπειρίας προς ένα κατανοητό πρόγραμμα.
Η μεταφυσική συνιστώσα κάθε φυσικής θεωρίας είναι η προσωπική υπόθεση που κάνει ο ερευνητής για να ερμηνεύσει, δηλαδή να δώσει νόημα στα εμπειρικά δεδομένα, γιατί σ’ αυτό που υποθέτει, δεν μπορεί να εκτελεστεί κανένα πείραμα στην εποχή του. Ο απόλυτος χώρος του Νεύτωνα «έδεσε» τη δυναμική θεωρία του της κίνησης, όμως ο Νεύτων δεν μπορούσε  να πειραματιστεί στον απόλυτο χώρο, ο οποίος καταργήθηκε μόνο όταν το πείραμα τον απέρριψε.
Η αναζήτηση αυτού του  μεταφυσικού νοήματος που αναφέρεται στα πράγματα,  είναι γόνιμη για τη φυσική, η οποία βρίσκει μόνο σχέσεις κι όχι νόημα  για τα πράγματα. …η συμβολή του συνίσταται  στο ότι παρέχει στον επιστήμονα το κίνητρο εκείνο , το οποίο τον υποκινεί σε θαυμαστές ανακαλύψεις …Duhem...
Έτσι παρ’ όλα τα πειράματα και τα μαθηματικά, η μεταφυσική του νοήματος  επιβιώνει πάντα στις φυσικές θεωρίες.
Στη μέχρι τώρα ιστορία της φυσικής οι παρατηρήσεις του Duhem φαίνονται να επαληθεύονται, αν και οι «φανατικοί» φυσικοί ισχυρίζονται ότι δεν έχουν την ανάγκη κανενός νοήματος, αυτό που τους αρκεί είναι να λειτουργούν τα μαθηματικά και να παράγουν αποτελέσματα που επαληθεύονται από τα πειράματα. Όμως έτσι για το μέσο άνθρωπο, μέσα από τη μαθηματική μεταφυσική που αντικαθιστά τη μεταφυσική του νοήματος, η πραγματικότητα φαίνεται ένας  κόσμος αδιάγνωστος και ακατανόητος-  ένα γίγνεσθαι  άσκοπο το οποίο υπάρχει για να υπάρχει  και δεν κατατείνει πουθενά, είναι  μια πραγματικότητα για ειδικούς, τους νέους μάγους της φυλής,  όπως περίπου στα βάθη της ιστορίας του homo sapiens.
Πάντως φαίνεται καθαρά σήμερα ότι ο Maxwell ενοποίησε τον ηλεκτρισμό και την Οπτική, γιατί πίστευε ότι απέδιδε ένα νόημα στη φύση μέσα απ’ αυτή την ενοποίηση. Αυτό ήταν το κίνητρό του. Κάθε σκέψη έχει μια κρυμμένη σπίθα μεταφυσικής που τη γεννάει. Αν παρακολουθήσουμε τη θεωρία του, βεβαιωνόμαστε ότι είχε προαποφασίσει να ενσωματώσει την Οπτική στις λειτουργίες του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου. Γι’ αυτό στο ηλεκτρομαγνητικό του μοντέλο θα βρούμε τις μεταφυσικές  κατασκευές, που σκόπευαν σε  αυτήν την ενοποίηση. Το ρεύμα μετατοπίσεως, που ποτέ δεν παρατηρήσαμε,  ήταν αναγκαίο για να παραχθεί η εξίσωση κύματος. Ακόμα ο αιθέρας, που κανένα πείραμα δεν είχε αποκαλύψει την ύπαρξή του, ήταν απαραίτητος για τη διάδοση του κύματος. Η μεταφυσική κατασκευή, η εικόνα στο νου,  προϋπήρξε της μαθηματικής κατασκευής.
Η μεταφυσική κατασκευή του αιθέρα είναι ένα χαρακτηριστικό της αφήγησής μας. Ο  Μάξγουελ (1831-1878), ορίζοντας τα πεδία σαν καταστάσεις μηχανικής συμπίεσης ενός αόρατου αλλά υπαρκτού υλικού που γεμίζει το χώρο, του αιθέρα, πρόσθεσε ότι τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα θα πρέπει να θεωρούνται ως ελαστικές συμπιέσεις του αιθέρα. Τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ήταν δονήσεις αυτού του ενδιάμεσου αβαρούς και ρευστού υλικού, όπως τα κύματα της θάλασσας είναι δονήσεις του νερού και του ήχου δονήσεις του αέρα. Έτσι ο αιθέρας εγκαταστάθηκε στη φυσική και υπήρχαν απόψεις ότι ήταν πιο πρωταρχική έννοια κι από αυτήν της ύλης.
Όμως η θεωρία του αιθέρα κατερρίφθη από το πείραμα.  Το 1887 οι φυσικοί Άλμπερτ Μίκελσον και Έντουαρτ Μόρλεϊ (Albert Michelson-Edward W. Morley), θέλοντας να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη του αιθέρα, πραγματοποίησαν ένα οπτικό πείραμα που απέδειξε πως αυτό το στοιχείο ήταν ανύπαρκτο! Προφανώς επειδή στην πλατωνική οντολογία ο αιθέρας είναι κάτι μη υλικό, σαν το χώρο, και όχι κάποιο στοιχείο όπως τα άλλα τέσσερα (πυρ, γη, αήρ, ύδωρ). Σ’ αυτό το πείραμα απέδειξαν πως η ταχύτητα μιας δέσμης φωτός δεν μεταβάλλεται σε όποια κατεύθυνση ή απόσταση κι αν κινείται στην πειραματική διάταξη. Εφόσον λοιπόν δεν βρέθηκαν μεταβολές, αλλά «μηδενικό αποτέλεσμα», ο αιθέρας δεν υπήρχε.
Παράδειγμα: Η Αριστοτελική μεταφυσική
Η βασική μεταφυσική υπόθεση στο έργο του Αριστοτέλη είναι  ο «σκοπός» των φυσικών διεργασιών. Είναι το τελικό αίτιο που πρέπει  να μελετήσουμε σε κάθε διαδικασία της φύσης. Δεν είναι λοιπόν η ύπαρξη του μεταφυσικού νοήματος το ζητούμενο για τη σχέση  του Αριστοτελισμού με τη σύγχρονη φυσική, αλλά το ίδιο το νόημα.
Υπάρχουν κι άλλες μεταφυσικές υποθέσεις στον Αριστοτέλη, π.χ η πρώτη ύλη, η εντελέχεια, το πρώτο κινούν κλπ. και το θέμα για διερεύνηση είναι ποιες από αυτές επαληθεύτηκαν από τη φυσική  στη διάρκεια των αιώνων, αν επαληθεύτηκαν, ή πρόκειται για μυθολογική περιγραφή της φύσης.
Διερευνώντας την αξία του Αριστοτελισμού σε σχέση με τον πραγματικό κόσμο, λέμε ότι, αν είναι αλήθεια ότι οι ποιότητες γίνονται από ποσότητες, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι οι δύο συλλογισμοί, ο ποιοτικός και ο ποσοτικός, θα είναι παράλληλοι κι όχι ασύμβατοι, κάτι σαν παράλληλη γνώση.
Στα πλαίσια αυτού του παράλληλου σχήματος οι μεταφυσικές υποθέσεις του Αριστοτέλη θα έχουν την ίδια αξία με αυτές των φυσικών, (αφού στην εποχή του Αριστοτέλη το πείραμα ήταν η απλή παρατήρηση η οποία δεν μπορούσε να αποκαλύψει βαθύτερες σχέσεις). Θα μπορούν ίσως να αποτελέσουν  «κίνητρο στους φυσικούς για θαυμαστές ανακαλύψεις».
Κι αυτό ήδη άρχισε να συμβαίνει. Σύγχρονοι  φυσικοί φιλόσοφοι και φυσικοί (Pope, Osborne, Srupes … ), επιστρέφουν στο Αριστοτελικό νόημα και σε μεταφυσικές αρχές του Αριστοτέλη, προσπαθώντας να περιγράψουν το ολιστικό σύμπαν.
Είναι λοιπόν πιθανή μια διείσδυση των Αριστοτελικών μεταφυσικών υποθέσεων στις σύγχρονες φυσικές θεωρίες; Οι σύγχρονες έννοιες της φυσικής προσεγγίζονται με τις Αριστοτελικές έννοιες; το Αριστοτελικό σχήμα μπορεί να αποδοθεί ως «εξηγητικό σχήμα» στη φυσική θεωρία;
Μερικά ερωτήματα προς αυτή την κατεύθυνση είναι:
Ποια έννοια της φυσικής προσεγγίζεται με την έννοια της πρώτης ύλης του Αριστοτέλη; (σε άλλο άρθρο δείχνουμε ότι αυτή η έννοια είναι η ενέργεια).
Η ύλη της φυσικής πλησιάζει περισσότερο  το μοντέλο του Δημόκριτου ή του Αριστοτέλη;
Συνδέεται η ‘καθαρή μορφή’ του Αριστοτελικού Ουρανού  με το χωρόχρονο της γενικής σχετικότητας;
Το τελικό αίτιο του Αριστοτέλη έχει σχέση με την αρχή της ελάχιστης δράσης;  Εισάγεται η τελεολογία στη σύγχρονη φυσική;
Έχει σχέση το πρώτο κινούν του Αριστοτέλη με τον απόλυτο χώρο του Νεύτωνα; Με το μετρικό πεδίο του χωρόχρονου;
Πώς εμφανίζεται η οντολογία του Αριστοτέλη  στη Κβαντομηχανική;
Η «βούληση» του ηλεκτρονίου περιγράφεται με την Αριστοτελική εντελέχεια;
Η φυσική και η χημεία μπορούν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο της ζωής;
Οι ‘πολλές ιστορίες’ του Feynman σχετίζονται με τη ‘δυνάμει ‘ πραγματικότητα του Αριστοτέλη;
Είναι η κβαντομηχανική η φυσική της καθαρής ύλης και η γενική σχετικότητα η φυσική της καθαρής μορφής;
Η διερεύνηση τέτοιων προτάσεων δεν θα «δικαιώνει» την Αριστοτελική φυσική, απ’ την οποία λείπουν τα μαθηματικά (ποσότητες) και η σκηνοθετημένη παρατήρηση (πείραμα), δηλαδή τελικά η γνώση, αλλά θα αποδώσει ένα  νόημα στη σύγχρονη φυσική, θεωρώντας (από την ιστορική της διαδρομή) ότι ένα τέτοιο νόημα είναι απαραίτητη συνιστώσα της.
______________________
[1]  Τις έννοιες αυτές τις περιγράφει ο Duhem στη συνέχεια.
[2] Σήμερα έχουμε Αϊνσταϊνικούς φυσικούς τόπους που είναι οι γεωδαισιακές του χωρόχρονου.

Πηγή: eranistis.net

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΙΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ "ΑΝΤΙΓΟΝΗ"ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ

$
0
0
antigone

Της Μελισσουργού Βασιλικής, φιλόλογου

Ο Σοφοκλής δίδαξε την τραγωδία του «Αντιγόνη» το 442 π.Χ., κερδίζοντας την πρώτη νίκη. Η συγκεκριμένη τραγωδία εξυμνεί τους αιώνιους και απαρασάλευτους νόμους των θεών και τη νίκη του άγραφου δικαίου έναντι της ισχύος των γραπτώνθεσπισμένων νόμων του κράτους. Υπάρχει, δηλαδή, το άγραφο δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις θεών και ανθρώπων αλλά και τις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις, που εδράζεται στο σεβασμό, την αγάπη,την αλληλεγγύη και όλες εκείνες τις πολύτιμες αξίες, χωρίς τις οποίες κλονίζεται η κοινωνική συνοχή και διαταράσσεται η αρμονική συνύπαρξη των μελών μιας κοινωνίας. Το δίκαιο αυτό ασπάζεται και ακολουθεί πιστά η Αντιγόνη,η ηρωίδα του έργου, ενώ ο Κρέων, τύραννος της Θήβας, είναι εκπρόσωπος της επίσημης νομοθεσίας του κράτους. Στο πρόσωπο του βασιλιά παρουσιάζεται ο νόμος σκληρός, άκαμπτος, απόλυτα αντικειμενικός και αμερόληπτος συνάμα, όμως, τόσο απάνθρωπος που αγνοεί τον παράγοντα άνθρωπο.

Ο Κρέων με αφορμή τη διακήρυξη για τα δύο νεκρά αδέρφια που βρήκαν αμοιβαίο θάνατο στον πόλεμο Αργείων και Θηβαίων,τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη, εμφανίζεται ενώπιον των πολιτών με μεγαλοπρέπεια ,αγερωχία και αλαζονεία.
Έρχεται να ανακοινώσει την απόφασή του να ταφεί ο Ετεοκλής με τιμές ήρωα, ενώ ο Πολυνείκης να μείνει άταφος, βορά των αρπαχτικών πουλιών και των σκυλιών, θεωρώντας τον προδότη της πόλης.
Στο σημείο αυτό ο Κρέων 1 βρίσκει την ευκαιρία να ενημερώσει τους υπηκόους του για την πολιτική του φιλοσοφία. Θα κυβερνήσει, διατείνεται, με σύνεση και λογική, απονέμοντας στον καθένα αυτό που αναλογεί στις πράξεις του. Ο προδότης και εχθρός της πατρίδας ποτέ δεν θα είναι φίλος του, έστω κι αν αυτός είναι πλησιέστερος συγγενής, υπονοώντας τον Πολυνείκη, ανιψιό από την αδερφή του Ιοκάστη. Πάνω απ’ όλες τις αξίες στο ψηλότερο σκαλοπάτι του βάθρου τοποθετεί την πατρίδα, υποστηρίζοντας, όπως ο Θουκυδίδης, πως, αν σώζεται η πατρίδα, σώζονται και τα μέλη της. Μάλιστα η πατρίδα παρομοιάζεται με σκαρί που, σαν πλέει ορθό, εξασφαλίζει τη σωτηρία και την πρόοδο των πολιτών της.2
Ο Κρέοντας 3 εξάλλου, υποστηρίζει πως η εξουσία αποκαλύπτει τον πραγματικό χαρακτήρα ενός άνδρα. Ο Σοφοκλής έχοντας υπ’ όψιν του το γνωμικό του Βίαντα του Πριηνέα 4, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας, ισχυρίζεται πως κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει το αληθινό πρόσωπο κάποιου, πριν εκείνος δοκιμαστεί στα αξιώματα και στον ηγετικό θώκο. Το γνωμικό έρχεται να αποκαλύψει τους κινδύνους που ελλοχεύουν και απειλούν την ακεραιότητα του χαρακτήρα του ανθρώπου που φθείρεται και αλλοιώνεται από την άσκηση της εξουσίας. Η Αντιγόνη, πάλι, στο δεύτερο επεισόδιο της τραγωδίας στον έντονο διαπληκτισμό της με τον Κρέοντα, καταγγέλλει με ευθύτητα και παρρησία την απόλυτη δύναμη που έχει ο τύραννος να πράττει και να λέει ό, τι θέλει σαν απόλυτος κυρίαρχος των πάντων.5

Στην προσπάθειά του να αποδώσει δικαιοσύνη, προχωρά σε άτεγκτες κατηγοριοποιήσεις, σε στυγνές διακρίσεις του κοινωνικού συνόλου σε ευγενείς και ταπεινούς, σε δίκαιους και άδικους ,σε φίλους, κατά το δοκούν, και εχθρούς, σε εκείνους που πρόθυμα σκύβουν το κεφάλι και σε εκείνους που τολμούν να υποστηρίξουν αντίθετη άποψη ,αρνούμενοι την τυφλή υποταγή. Θεωρεί πως το μεγαλύτερο κακό είναι η αναρχία 6η οποία και πόλεις καταστρέφει και σπίτια αναστατώνει και το στρατό τρέπει σε άτακτο φυγή. Αντίθετα, εκθειάζοντας την πειθαρχία, η οποία σώζει και οδηγεί στην πρόοδο και την ευημερία μια κοινωνία, προσπαθεί να δώσει ιδεολογική κάλυψη στη δική του
αυταρχική και απόλυτη διακυβέρνηση.

Ο Κρέων αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση τυράννου, που βιώνει έντονη ανασφάλεια και καχυποψία, βλέποντας παντού εχθρούς που σφετερίζονται το θρόνο του. Κατηγορεί ακόμα και το μάντη Τειρεσία, πρόσωπο ιερό ,ότι αποτελεί μέρος πολιτικής συνωμοσίας εναντίον της εξουσίας του7. Ωστόσο στο στίχο 79 έχουμε αναχρονισμό, όπου η Ισμήνη μιλά για γνώμη και άποψη των πολιτών μιας πόλης, ενώ σε περίοδο τυραννίας ,όπως εδώ , ουδόλως δε λαμβάνεται υπ’ όψιν η γνώμη των μελών μιας κοινωνίας. Το ίδιο στους στίχους 666-7, όπου την εποχή του Κρέοντα οι άρχοντες είναι κληρονομικοί ,ενώ την εποχή του Σοφοκλή εκλέγονται από το λαό. Και μέσα από τα λόγια του Αίμονα 8 παρουσιάζεται η κατάσταση που επικρατεί στην πόλη ,όπου οι πολίτες εκφράζουν την αντίθεσή τους στις άδικες αποφάσεις του Κρέοντα ,τόσο για την Αντιγόνη όσο και για τον Πολυνείκη, κάτι που μόνο σε μια δημοκρατική και ευνομούμενη πολιτεία θα μπορούσε να συμβεί. Η συγκεκριμένη κατάσταση μας φέρνει στο νου την παρατήρηση του Bowra: «τα οργισμένα λόγια των πολιτών εκπληρώνουν το καθήκον μιας δημόσιας κατάρας»

Σε πολλά σημεία της τραγωδίας 9 φαίνεται ο μισογυνισμός που τον διακρίνει, θεωρώντας το γυναικείο φύλο υποδεέστερο, ενώ τονίζει ότι η ήττα από μια γυναίκα είναι άνανδρη και τιποτένια. Τυφλός από μίσος και εκδίκηση, που μια γυναίκα τόλμησε να σηκώσει το ανάστημά της, συμβουλεύει το γιο του Αίμονα 10 να μην παρασυρθεί από έρωτα για μια γυναίκα, αλλά, αφού την περιφρονήσει σαν να ήταν εχθρός, να την αφήσει να «παντρευτεί» στον Άδη. Οπαδός της αριστοκρατικής ιδέας και της ευγενικής καταγωγής κατατάσσει τους ανθρώπους σε ανώτερους και κατώτερους. Βέβαια, μέσα από τα λόγια της Αντιγόνης11 προς την αδερφή της Ισμήνη φαίνονται οι αριστοκρατικές αντιλήψεις του Σοφοκλή όπου η ευγενική καταγωγή και η ανωτερότητα της κοινωνικής τάξης δημιουργούν υποχρεώσεις, αφού το άτομο καλείται συνεχώς μέσα από καθημερινές πράξεις και στάσεις να αποδείξει ότι είναι αντάξιός της.

Ο Κρέων απευθύνεται με περιφρόνηση στο φύλακα12, ενώ δε διστάζει να τον απειλήσει με κρεμάλα, αν δεν αποκαλύψει τους συνενόχους της παράνομης ταφής του Πολυνείκη. Επίσης, προσβάλλει την Αντιγόνη 13, αποκαλώντας την δούλη, η οποία δε δικαιούται να έχει άποψη, αφού είναι υπηρέτης των άλλων. Ας θυμηθούμε πως στη δημοκρατική Αθήνα του 5ου π.Χ. πολιτικά δικαιώματα έχουν μόνο οι ελεύθεροι Αθηναίοι, οι οποίοι έχουν δικαιώματα ιδιοκτησίας πάνω στην περιουσία του οίκου, αλλά και δικαιώματα διάθεσης και διοίκησης πάνω στα μέλη της οικογένειας. Οι γυναίκες,τα παιδιά και οι δούλοι της οικογένειας κηδεμονεύονται από τον κύριο του οίκου. Τη θέση των γυναικών που υποτάσσονται πειθήνια στην εξουσία και τους δυνατούς αντιπροσωπεύει η Ισμήνη, ενώ η Αντιγόνη, θεατρικός αντίποδας της αδελφής της,  και θέλει και μπορεί. Την ίδια εποχή παρατηρείται στην Αθήνα έντονη κίνηση των σοφιστών, που αμφισβητούν παραδεδομένες αρχές και ιδέες, ενώ ο ποιητής μέσω των λόγων του Κρέοντα14 τάσσεται με επιφύλαξη και σκεπτικισμό απέναντι σε όσα διατείνονται ό,τι επιτελούν.

Στο πρώτο στάσιμο15 εγκωμιάζεται ο άνθρωπος που με τη δύναμη του μυαλού του υπέταξε την άγρια φύση και έθεσε τις δυνάμεις της στην υπηρεσία του. Έμαθε να συμβιώνει με άλλους ανθρώπους, ιδρύοντας πόλεις και θεσπίζοντας νόμους και ηθικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες επιτυγχάνεται η ειρηνική συνύπαρξη, η πρόοδος και η ευημερία των μελών της πόλης. Εξασφάλισε τη συνέχεια του ανθρώπινου γένους ,δημιούργησε πολιτισμό και άφησε ανεξάλειπτη τη σφραγίδα του στο πέρασμα των αιώνων. Το μόνο που δεν κατάφερε να δαμάσει και να κυριαρχήσει σ’ αυτό είναι το προσωπικό του συμφέρον που τον ωθεί σε μια ηθική αστάθεια, αφού ρέπει πότε στο καλό και στο δίκαιο και πότε στο κακό και στο άδικο16.

Και στο τέλος της τραγωδίας17 ο χορός εξυμνεί τη φρόνηση η οποία οδηγεί στην ευδαιμονία,ενώ οι αλαζόνες αργά ή γρήγορα θα πληρώσουν για την άδικη στάση και συμπεριφορά τους. Έχει διατυπωθεί από πολλούς μελετητές η άποψη ότι πρόκειται για δύο τραγωδίες, εκείνη της Αντιγόνης και εκείνη της συντριβής του Κρέοντα. Ολόκληρη η τραγωδία βρίθει γνωμικών ,τα οποία απηχούν τις αντιλήψεις και τη φιλοσοφία της εποχής. Ο στίχος «οὔτοι συνέχθειν, ἀλλά συμφιλεῖν ἒφυν»18, ο πιο διάσημος στίχος του δράματος απηχεί τη φιλοσοφία της Αντιγόνης, η οποία δε συμμερίζεται το μίσος, αλλά την αγάπη, η οποία αποτελεί κινητήρια δύναμη των πράξεων και των σκέψεων της. Αντίθετα, ο Κρέων στην προσπάθειά του να τηρήσει τους νόμους της πόλης, διαπράττει μια σειρά αμαρτήματα, που τον οδηγούν αρχικά στην ύβρη και τελικά στην τιμωρία και την ολοκληρωτική συντριβή. 

Το ερώτημα που γεννιέται στο τέλος της τραγωδίας είναι ποιος τελικά σέβεται τους νόμους και τις ηθικές αρχές εξυψώνοντας την πόλη και τους πολίτες και ποιος απεργάζεται την ομόνοια, την τάξη και την πρόοδο της πολιτείας! Οι δύο ήρωες εκπροσωπούν διαφορετικές αντιλήψεις, πεποιθήσεις, ιδεολογίες και αξιώματα (γραπτούς και άγραφους νόμους) τα οποία όμως αποτελούν θεμελιώδεις έννοιες και απαραίτητα συστατικά για να την ορθή πορεία και την ανάπτυξη μιας πολιτείας και ενός κοινωνικού συνόλου.

Κάνοντας μια μικρή αναγωγή στο σήμερα, επισημαίνουμε τη σημασία που έχει η συμπόρευση της εξουσίας με την ηθική, η σύνεση που οδηγεί στην πραγματική ευδαιμονία και η τήρηση γραπτών και άγραφων νόμων, οι οποίοι στη σύγχρονη πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα κατάφωρα παραβιάζονται. Αυτό που ο Πρωταγόρας τονίζει στο μύθο για τη γένεση του ανθρώπου και της κοινωνίας, την αιδώ και τη δίκη, φαίνεται πως σήμερα έχει ολωσδιόλου λησμονηθεί. Και τα αποτελέσματα αυτής της λήθης είναι ορατά!!!

Υποσημειώσεις
1 Στιχ.162 & εξής
2 Στίκοι188 &εξής
3 Στίχοι 175- 177

4 «ἀρχή ἄνδρα δείκνυσι»
5 Στίχοι 506 & 507
6 στιχ.672-676
7 Στίχοι 1055 & εξής

8 Στίχοι 692 & εξής ακόμα μια περίπτωση αναχρονισμού.
9 Στίχοι 484,525,578,680 κ.α.
10 Στίχοι 648-654
11 Στίχοι38 -9
12 Στίχοι 244 & 304-314
13 Στιχ.478-9 διαπράττοντας ύβρη

14 Στίχοι 495-6
15 Στίχοι332-375
16 Στίχοι 367-369
17 Στίχοι 1348- 1352
18 Στίχ. 523


Ενδεικτική Βιβλιογραφία 

· Σοφοκλή Αντιγόνη, Β΄ Τάξη Ενιαίου Λυκείου


· Φιλοσοφικός Λόγος (Πλάτων , Αριστοτέλης) Γ’ Τάξη Ενιαίου Λυκείου


· Αlbin Lesky Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας , ,εκδοτικός οίκος
Αδελφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988


· WG.Forrest, The Emergence of Greek Democracy, London 1966
(Η παρούσα εργασία έγινε με αφορμή την συμμετοχή μου σε μια διδακτική
ενότητα του Πανεπιστημίου Αιγαίου και θερμά ευχαριστώ τον καθηγητή μου κ.
Αναστασιάδη Βασίλειο για την υποστήριξη και το υλικό μελέτης.)

· G.E.M. de Ste Croix, The character of the Athenian Empire,Historia 3(1954-5)
· V.Ehrenberg, The Greek State, London 1969· 
Fr. Chatelet , Η γέννηση της Ιστορίας – Η διαμόρφωση της ιστορικής σκέψης στην Αρχαία Ελλάδα , Εκδόσεις Σμίλη
· Αριστοτέλη, Πολιτικά , Ι,1260 b 20
πηγή: 24grammata

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΟΥ ΝΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

$
0
0
apollo-god-of-the-sun1-700x360


Ἐπεὶ δ’ ὥσπερ ἐν ἁπάσῃ τῇ φύσει ἐστί τι τὸ μὲν ὕλη ἑκάστῳ γένει (τοῦτο δὲ ὃ πάντα δυνάμει ἐκεῖνα), ἕτερον δὲ τὸ αἴτιον καὶ ποιητικόν, τῷ ποιεῖν πάντα, οἷον ἡ τέχνη πρὸς τὴν ὕλην πέπονθεν, ἀνάγκη καὶ ἐν τῇ ψυχῇ ὑπάρχειν ταύτας τὰς διαφοράς. καὶ ἔστιν ὁ μὲν τοιοῦτος νοῦς τῷ πάντα γίνεσθαι, ὁ δὲ τῷ πάντα ποιεῖν, ὡς ἕξις τις, οἷον τὸ φῶς· τρόπον γάρ τινα καὶ τὸ φῶς ποιεῖ τὰ δυνάμει ὄντα χρώματα ἐνεργείᾳ χρώματα. καὶ οὗτος ὁ νοῦς χωριστὸς καὶ ἀπαθὴς καὶ ἀμιγής τῇ οὐσίᾳ ὢν ἐνέργεια.
Ἀεὶ γὰρ τιμιώτερον τὸ ποιοῦν τοῦ πάσχοντος καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς ὕλης. τὸ δ’ αὐτό ἐστιν ἡ κατ’ ἐνέργειαν ἐπιστήμη τῷ πράγματι· ἡ δὲ κατὰ δύναμιν χρόνῳ προτέρα ἐν τῷ ἑνί, ὅλως δὲ οὐ χρόνῳ· ἀλλ’ οὐχ ὁτὲ μὲν νοεῖ ὁτὲ δ’ οὐ νοεῖ. χωρισθεὶς δ’ ἐστὶ μόνον τοῦθ’ ὅπερ ἐστί, καὶ τοῦτο μόνον ἀθάνατον καὶ ἀΐδιον. οὐ μνημονεύομεν δέ, ὅτι τοῦτο μὲν ἀπαθές, ὁ δὲ παθητικὸς νοῦς φθαρτός, καὶ ἄνευ τούτου οὐθὲν νοεῖ.
Νεοελληνική απόδοση:

Επειδή όπως ακριβώς σε ολόκληρη τη φύση υπάρχει αφ’ ενός μεν η ύλη στο κάθε γένος πραγμάτων (και αυτή είναι δυνάμει όλα εκείνα τα πράγματα), και αφετέρου το αίτιο και ποιητικό, υπό την έννοια ότι ποιεί τα πάντα, όπως έχει συμβεί στην τέχνη έναντι της ύλης, έτσι και στη ψυχή είναι ανάγκη να υπάρχουν αυτές οι διαφορές. Και είναι από τη μια μεριά ο νους τέτοιος, που να γίνεται τα πάντα, από την άλλη πάλι τέτοιος, που να ποιεί τα πάντα, σαν μία δεξιότητα, όπως το φως· διότι κατά κάποιον τρόπο και το φως ποιεί τα δυνάμει χρώματα ενεργεία χρώματα. Και αυτός ο νους είναι χωριστός και απαθής και αμιγής, και ως προς την ουσία του ενέργεια.
Διότι αυτό που ποιεί έχει πάντα μεγαλύτερη αξία από αυτό που πάσχει, καθώς και η αρχή (η αρχή της κινήσεως) της ύλη. Και η επιστήμη όταν ενεργεί, εξομοιώνεται με το αντικείμενό της, ενώ εκείνη που βρίσκεται εν δυνάμει είναι μεν πρωτύτερη ως προς τον χρόνο στον καθένα μας, γενικώς όμως στο χρόνο όχι· αλλά ούτε άλλοτε νοεί (ο νους) και άλλοτε όχι. Ενώ μόνον όταν χωριστεί είναι αυτό που πραγματικά είναι, και μόνον τούτο είναι αθάνατο και αΐδιο. Δεν ενθυμόμαστε, διότι αυτός (ο ενεργητικός νους) είναι απαθής, ενώ ο παθητικός φθαρτός, και δίχως αυτόν τίποτε δεν νοεί.
 Αριστοτέλους Περί ψυχής (430a.10 έως 430a.25)
πηγή: aristotelianphilosophy

ΜΙΘΡΑΣ ΚΑΙ ΜΙΘΡΑΪΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

$
0
0
Ο Μίθρας γεννιέται από το βράχο, την ίδια στιγμή που τον περιβάλλουν τα δώδεκα σημεία του ζωδιακού


Σύμφωνα με τις περσικές παραδόσεις ο Μίθρας ήταν ο θεός του Φωτός και της Σοφίας, της Αγάπης και της Αλήθειας που ενσαρκώθηκε στην ανθρώπινη μορφή του Λυτρωτή, εκείνη που ανέμενε ο Ζωροάστρης προφήτης Ζαρατούστρα.


Ο Μίθρας γεννήθηκε, σύμφωνα με τον μύθο, από την Αναχίτα, μια παρθένο μητέρα, η οποία λατρευόταν σε αρχαιότερους χρόνους ως θεά της γονιμότητας. Η Αναχίτα λέγεται πως συνέλαβε τον Λυτρωτή από τον σπόρο του Ζαρατούστρα, που διατηρήθηκε στα νερά της Λίμνης Χαμούν, στην περσική επαρχία του Σιστάν. Η ανάληψη του Μίθρα στον ουρανό λέγεται πως συνέβη το 208 π.Χ., 64 χρόνια μετά τη γέννησή του.

Η Γέννηση του Ανίκητου Θεού Ήλιου


Η γέννησή του συνέβη σε μια σπηλιά ή φάτνη, κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο, όπου τον περίμεναν βοσκοί για να του προσφέρουν δώρα. Ο αρχαιότερος μύθος που υπάρχει για τον Μίθρα αναφέρει την γέννησή του στην αυγή του χρόνου, από έναν βράχο τον οποίο διαμόρφωσε ο ίδιος ο Μίθρας με την θέλησή του. Κρατά στα χέρια του δαυλό και εγχειρίδιο. Ένα άγαλμα από το Χάουστιντς απεικονίζει τον Μίθρα να γεννιέται από τον βράχο, την ίδια στιγμή που τον περιβάλλουν τα δώδεκα σημεία του Ζωδιακού. Εδώ απεικονίζεται ως αστρικός θεός που κυβερνά το σύμπαν, ακόμη και κατά την στιγμή της γέννησής του. Ενίοτε στην όλη απεικόνιση προστίθεται και ένα ερπετό που κουλουριάζεται είτε γύρω από τον Μίθρα ή γύρω από το πέτρινο αυγό της γέννας.

Μετά τη γέννησή του προκάλεσε σε μάχη άλλες δυνάμεις, όταν ο κόσμος ήταν ακόμη νέος. Η μάχη του με τον Ήλιο κατέληξε σε φιλία και του αποδόθηκε το στέμμα του Ήλιου με τις ηλιακές ακτίνες. Οι Χριστιανοί υιοθέτησαν τούτη την ημερομηνία ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού στον 4ο μ.Χ. αιώνα, σύμφωνα με τον Σερ Τζ. Φρέιζερ (James George Frazer) στο έργο του «Χρυσό Κλαδί»: «Η εκκλησία φαίνεται πως δανείστηκε την γιορτή των Χριστουγέννων κατευθείαν από τον Παγανισμό. Στο Ιουλιανό Ημερολόγιο η 25η Δεκεμβρίου αναγνωριζόταν ως χειμερινό ηλιοστάσιο και θεωρείτο γενέθλια ημέρα του Ήλιου. Είναι η περίοδος κατά την οποία η μέρα αρχίζει να μακραίνει και αυξάνεται η δύναμη του Ήλιου. Τα Ευαγγέλια δεν αναφέρουν τίποτα για την ημέρα της γέννησης του Χριστού και συνεπώς η πρώιμη εκκλησία δεν την γιόρταζε».

Στη Νέα Καθολική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρεται: «Η γέννηση του Χριστού αποδόθηκε στην ημέρα του χειμερινού ηλιοστάσιου (25 Δεκεμβρίου στο Ιουλιανό ημερολόγιο, 6 Ιανουαρίου στο Αιγυπτιακό), γιατί εκείνη την ημέρα ο Ήλιος ξεκινούσε την επιστροφή του στους βόρειους ουρανούς. Οι παγανιστές λάτρες του Μίθρα γιόρταζαν τη Γενέθλια Ημέρα του Ανίκητου Ήλιου στην ίδια ημερομηνία. Στις 25 Δεκεμβρίου του 274 ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Αυρηλιανός είχε διακηρύξει τον Θεό Ήλιο προστάτη της Αυτοκρατορίας και του αφιέρωσε ένα ναό στο Κάμπους Μάρτιους. Τα Χριστούγεννα πρόβαλαν σε μια εποχή κατά την οποία η λατρεία του Ήλιου ήταν ιδιαίτερα δυνατή στη Ρώμη». (Τομ. ΙΙΙ, σελ. 656, εκδ. 1967).

Η Ταυροκτονία

Ο Μίθρας κατευθύνει την αλλαγή των εποχών και την κίνηση των ουράνιων σωμάτων. Στην αρχαία λατρεία ο Μίθρας απεικονιζόταν με τον αστερισμό του Περσέα, που αλλάζει την θέση της ουράνιας σφαίρας «θανατώνοντας» τον αστερισμό του Ταύρου. Στην εαρινή ισημερία ο Μίθρας κινεί την γη πίσω στον Κριό, ξεσηκώνοντας πολύ δύναμη και ενέργεια. Στη φθινοπωρινή ισημερία τούτη η θέση αντιστρέφεται, φέρνοντας τον Σκορπιό πίσω στο Ζυγό, εξισορροπώντας τις σεξουαλικές ενέργειες. Η Ταυροκτονία ήταν η κεντρική εικόνα σε κάθε δυτική μορφή του μιθραϊσμού και ήταν παρούσα σε κάθε Ναό. Σε αυτήν συγκεντρώνεται το μυστήριο της όλης παράδοσης. Με τις περσικές πηγές της και με την ενσωμάτωση της ρωμαϊκής αστρολογίας και της ελληνικής μυθολογίας μπορούσε να ασκήσει σημαντική επίδραση στη συνείδηση εκείνων που ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν το μονοπάτι της μύησης. Ο Ταύρος που σκοτώνει ο Μίθρας είναι το εγώ του «Ο κατώτερος εαυτός ή εγώ (ναφς αμάρε στο Σουφισμό), που συμβολίζεται με την αγελάδα ή τον ταύρο χρειάζεται να θυσιαστεί για να γεννηθεί το πνεύμα» (Δρ Μασούντ Χομαγιουρί, «Προέλευση της Περσικής Γνώσης»).

Έτσι ο μιθραϊσμός πρωτοτυπούσε αντικαθιστώντας ουσιαστικά την θνήσκουσα και αναστημένη μυστηριακή θεότητα με ένα ζωικό σύμβολο, τον ταύρο, ο οποίος θυσιαζόταν μυθολογικά από τη λυτρωτική ηλιακή θεότητα, τον Μίθρα, για να προκύψει από το αίμα του η «ανάσταση / αναγέννηση» της φύσης αλλά και του μυούμενου. Τόνιζε την δυϊστική μεταφυσική διαμάχη Καλού και Κακού η οποία εκφραζόταν ως διαπάλη πνεύματος και ύλης (Δρ Κωνσταντίνος Τσοπάνης, «Τα Μυστήρια του Μίθρα»).
Στην εικόνα ο Μίθρας κοιτάζει
μακριά από τον ταύρο, το πόδι του
ακουμπά στη ράχη με το ένα χέρι,
κρατά το κεφάλι του, ενώ με το
άλλο τον χτυπά στο λαιμό
Στο κεντρικό θέμα της εικόνας συνήθως φαίνεται ο Μίθρας να κοιτάζει μακριά από τον ταύρο. Το πόδι του ακουμπά στη ράχη του, ενώ το ένα χέρι του κρατά το κεφάλι του και με το άλλο χτυπά τον ταύρο στο λαιμό. Γύρω από το κεντρικό θέμα υπάρχει ένας σκύλος, ένα κοράκι, ένας σκόρπιός, ένα φίδι, ένα λιοντάρι και ένα κύπελλο με ένα στάχυ, που φυτρώνει από την άκρη της ουράς του ταύρου. Ο μανδύας του Μίθρα είναι ο νυκτερινός ουρανός με τα άστρα και τα σημεία του ζωδιακού να περιβάλλουν το όλο σκηνικό. Η εικόνα είναι μια αναπαράσταση του «Ουρανού», όταν περνά από την Εποχή του Ταύρου στην Εποχή του Κριού. Σκοτώνοντας τον ταύρο, ο Μίθρας φέρνει το τέλος της Εποχής του Ταύρου, κινώντας ολόκληρο το Σύμπαν. Σε μια εποχή που η μαγεία και η επιστήμη στηρίζονται σε μια γεωκεντρική αντίληψη για τον κόσμο, η μετάπτωση των ισημεριών δε θα μπορούσε να γίνει αντιληπτή παρά ως μετακίνηση του κόσμου γύρω από την σταθερή γη. Έτσι ο Μίθρας γίνεται Κοσμοκράτορας, κυβερνήτης του σύμπαντος. Το αίμα του ταύρου είναι ο Γαλαξίας, η κοσμική κλίμακα στην οποία ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές.

Σύμφωνα με τον μύθο ο Ήλιος ζητά από τον Μίθρα να σκοτώσει τον ταύρο, αλλά εκείνος είναι απρόθυμος να το πράξει. Το Κοράκι, ο αγγελιαφόρος του Ήλιου έρχεται να τον συναντήσει ξανά με το ίδιο μήνυμα. Ο έτσι ο Μίθρας πηγαίνει στην πεδιάδα και συλλαμβάνει τον Ταύρο.

Με την δύναμή του σηκώνει τα πίσω πόδια του Ταύρου, τα βάζει στον ώμο του και τον σέρνει ως την σπηλιά της γέννησής του. Το μισοφέγγαρο πάνω από τον ταύρο υποδηλώνει την σχέση του με την Σελήνη. Όταν ο Μίθρας τελικά σκοτώνει τον ταύρο, από το αίμα του βγαίνει το κρασί και όλα τα φυτά που καλύπτουν την γη. Η ουρά του γίνεται το στάχυ που μας δίνει το ψωμί. Τα γεννητικά του όργανα αποδίδονται στην σεληνιακή θεά. Εκείνη τα εξαγνίζει και τα χρησιμοποιεί για να δώσει ζωή σε όλα τα ζώα πάνω στο πρόσωπο της γης. Με την ταυροκτονία η ζωή εμφανίζεται πάνω στην γη. Το γεγονός ότι ο Μίθρας αποστρέφει το πρόσωπό του από την σκηνή είναι σημαντικό. Ο Περσέας με τον ίδιο τρόπο απέστρεψε το πρόσωπό του από τη Μέδουσα, όταν την αποκεφάλισε, γιατί το βλέμμα της θα μπορούσε να τον απολιθώσει.

Με τον ίδιο τρόπο μπορεί το εγώ να απολιθώσει την καρδιά και την ψυχή. Για να υπερβεί κανείς το εγώ, οφείλει να στρέψει την διάνοιά του αλλού, γιατί η διάνοια από μόνη της δεν μπορεί να υπερβεί το εγώ. Μόνο όταν μάθουμε να κοιτάζουμε με την καρδιά μας, μπορούμε να δώσουμε την μάχη. Με άλλα λόγια, ο πιστός που ακολουθούσε την ατραπό του Μίθρα, δηλαδή την ατραπό της αγάπης, μπορούσε με την βοήθεια του Πατέρα να αποκεφαλίσει την δική του Γοργόνα, πριν τον απολιθώσει. Η ταυροκτονία κυριολεκτικά δείχνει τον τρόπο με τον οποίο η αγάπη κινεί το Σύμπαν και είναι το βαθύτερο μυστήριο στη λατρεία του Μίθρα.

Οι Πηγές των Μιθραϊκών Μυστηρίων
Στην Αβέστα, ο Αχουρα Μάζντα λέει στο
Ζαρατούστα: «Αληθινά, όταν δημιούργησα
τον Μίθρα, τον Κύριο των Μεγάλων Πεδιάδων,
τον έκανα άξιο θυσιών, άξιο προσευχών,
όπως εμένα τον Αχουρα Μάζντα»
Στον Μιθραϊσμό κρύβεται η αρχαιότερη πηγή της περσικής Γνώσης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αστρολογία και στην διαδοχή των αστρολογικών Εποχών. Είναι μία αρχαία πνευματική ατραπός που ξεκίνησε από το ανατολικό Ιράν πριν από χιλιάδες χρόνια. Ο Μίθρας είναι ένας ινδοϊρανικός θεός που λατρευόταν τουλάχιστον από το 1400 π.Χ.

Στον Ινδουισμό λατρευόταν ως Μίτρα-Βαρούνα και του αφιερώνεται ένας ύμνος στη Ριγκ Βέντα (3.59). Είναι ο Κύριος του Ουράνιου Φωτός, ο αστερισμός του Περσέα στο ουράνιο στερέωμα. Είναι ο προστάτης της αλήθειας και οι άνθρωποι επικαλούνται το όνομά του όταν δίνεται κάποιος όρκος ή συνάπτεται συμβόλαιο.

Στην Περσία ήταν θεός του φωτός και της σοφίας, ήταν ο προστάτης θεός της φυλετικής κοινότητας, μέχρι την μεταρρύθμιση του περσικού πολυθεϊσμού από τον Ζαρατούστρα. Ο Μίθρας, όπως και οι υπόλοιποι θεοί και θεές του ιρανικού πάνθεου, έχασε την κυριαρχία του, ενώ όλες οι δυνάμεις του αποδόθηκαν στον Άχουρα Μάζντα (θρησκευτικές αλχημείες του Ζαρατούστρα με την επινόηση του πρώτου κακού θεού, του Αριμάν, παράδοση που πέρασε στον ιουδαϊσμό - χριστιανισμό με την επινόηση του Σατανά). 

Ωστόσο, η δημοτικότητά του ήταν τέτοια, που δε θα μπορούσε να μη συνδεθεί με την νέα λατρεία.
Στον περσικό μανιχαϊσμό παρουσιάζεται ως Ζωντανό Πνεύμα, που είναι ο δημιουργός, εκείνος που μεταδίδει τη ζωή.

Στην Αβέστα, σε αυτά τα ιερά ζωροαστρικά συγγράμματα, παρουσιάζεται ως ο αγαθοεργός, ο Σωτήρας, το πνεύμα του καλού, ο υπερασπιστής και φύλακας της άσα —της αλήθειας και της τάξης— και ο άρχοντας του κόσμου. Στην Αβέστα ο Άχουρα Μάζντα φέρεται να λέει στο Ζαρατούστρα: «Αληθινά, όταν δημιούργησα τον Μίθρα, τον Κύριο των Μεγάλων Πεδιάδων, τον έκανα άξιο θυσιών, άξιο προσευχών, όπως εγώ ο Άχουρα Μάζντα». Άλλωστε στην Αβέστα ο Μίθρας ή Μεχρ (ήλιος, αγάπη) είναι ο Προστάτης του έθνους και δίνει την νίκη σε εκείνους που δεν ψεύδονται στο όνομα του Μίθρα.

Ο Μίθρας απαντάται ακόμη και στην κινεζική μυθολογία, όπου είναι γνωστός ως ο Φίλος. Απεικονίζεται ως Στρατηγός σε κινεζικά αγάλματα και θεωρείται φίλος του ανθρώπου κατά την διάρκεια της ζωής του και προστάτης του ενάντια στο κακό στην άλλη ζωή.

Στην Δύση ο Μίθρας έγινε γνωστός εξαιτίας της λατρείας του, που ήταν ευρύτατα διαδεδομένη στις ρωμαϊκές λεγεώνες, από τον 1ο π.Χ. αιώνα ως τον 4ο μ.Χ. αιώνα. Όμως, όπως όλες οι μυστηριακές παραδόσεις όπως τα Ελευσίνια Μυστήρια και τα μυστήρια της Ίσιδας, η μιθραϊκή λατρεία διατήρησε την μυστικότητά της και η διδασκαλία της αποκαλυπτόταν μόνο στους μυημένους της. Τα απομεινάρια της παλαιάς λατρείας και των ναών της είναι διάσπαρτα σε όλη την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, από την Παλαιστίνη ως τις βόρειες ακτές της Αφρικής και από την κεντρική Ευρώπη ως τον Βορρά και τα νησιά της Βρετανίας.

Τα Μιθραϊκά Μυστήρια

Υπήρχαν επτά βαθμοί μύησης, που επέτρεπαν στο νεόφυτο να προχωρήσει μέσω των επτά ουράνιων σωμάτων και των τεσσάρων στοιχείων. Οι ανθρώπινες ψυχές μέσω της μύησης ανέβαιναν από την επταπλή πλανητική κλίμακα στον Γαλαξία, προκειμένου να επιστρέψουν στην πηγή της Ψυχής. Στο τελετουργικό των μυήσεων περιλαμβάνονταν εξαγνισμοί και μυστηριακά γεύματα.

Ο πρώτος βαθμός ήταν ο Κόρακας, υπό την πλανητική επίδραση του Ερμή. Τούτο το στάδιο συμβόλιζε τον θάνατο του νεόφυτου. Άλλωστε, στην αρχαία Περσία υπήρχε συνήθεια να εκτίθενται τα νεκρά σώματα σε ταφικούς πύργους, προκειμένου να φαγωθούν από τα κοράκια. Ο νεόφυτος πέθαινε και ξαναγεννιόταν στην πνευματική ατραπό. Τότε του δινόταν ένα προσωπικό μάντρα για να απαγγέλλει και τα αμαρτήματά του ξεπλένονταν μέσω της βάπτισης στο νερό.

Ο Μίθρας ως θεός Ήλιος. Αναθηματική στήλη:
Carrawbrough, Northumberland, 2ος αιών μ.Χ.
Στο βαθμό του Ηλιοδρόμου, στο τελετουργικό
τυπικό, ο μυημένος μιμείται τον ήλιο. Κάθεται
δίπλα στο Μίθρα ντυμένος στα κόκκινα, το
χρώμα του ήλιου, της φωτιάς και του αίματος
της ζωής
Στο βαθμό του Στρατιώτη, υπό την επίδραση του Άρη ο μυημένος γονάτιζε γυμνός (απόρριψη της παλαιάς ζωής), με τα μάτια καλυμμένα και τα χέρια δεμένα. Τότε του προσφερόταν ένα στέμμα στην άκρη ενός ξίφους. Από την στιγμή που γινόταν εστεμμένος, τα δεσμά του κόβονταν με το χτύπημα ενός ξίφους και αφαιρείτο η καλύπτρα από τα μάτια του. Η όλη διαδικασία υποδείκνυε την απελευθέρωσή του από τα δεσμά του υλικού κόσμου. Κατόπιν ο μυούμενος έβγαζε το στέμμα από το κεφάλι του και το απίθωνε στον ώμο του λέγοντας: «Ο Μίθρας είναι το μοναδικό μου στέμμα» (Φραντς Κιμόν, «Τα Μυστήρια του Μίθρα»). Τούτη η πράξη συμβολίζει επίσης τον αποκεφαλισμό που επιτρέπει στο Μίθρα να είναι ο μοναδικός οδηγός της ψυχής.

Σε αυτό το στάδιο ο μυημένος ξεκινά μια αληθινή μάχη ενάντια στον κατώτερο εαυτό του, καθώς στρατιώτης είναι εκείνος που μάχεται ενάντια σε έναν πραγματικό εχθρό. Η μακρά διαδικασία της δοκιμασίας τον οδηγούσε στο βαθμό του Λέοντα, κάτω από την επίδραση του Δία. Εδώ εισέρχεται στη φάση της φωτιάς και για αυτό δεν του επιτρέπεται η επαφή με το νερό. Τα χέρια του και η γλώσσα του πλένονται με μέλι και συμμετέχει σε ένα γεύμα, το οποίο προετοιμάζουν οι κατώτεροι βαθμοί μυημένων. Ανάμεσα στα καθήκοντά του είναι η συντήρηση της φλόγας του ιερού βωμού στο ναό. Το τελετουργικό γεύμα στην πραγματικότητα είναι μια αναπαράσταση του τελευταίου γεύματος με άρτο και οίνο του Μίθρα και των συντρόφων του, πριν την ανάληψή του στους ουρανούς με το άρμα του Ήλιου.

Ο επόμενος βαθμός είναι εκείνος του Πέρση, υπό την πλανητική επίδραση της Σελήνης. «Ο μυημένος σε αυτό το βαθμό γινόταν μέλος εκείνης της φυλής που ήταν άξια της ύψιστης αποκάλυψης της σοφίας των Μάγων» (Φραντς Κιμόν, «Αναφορά μιας Αποστολής στη Ρώμη»). Το έμβλημα τούτου του βαθμού είναι ένα ξίφος, ίδιο με αυτό που χρησιμοποίησε ο Περσέας για να αποκεφαλίσει τη Γοργώ, και συμβολίζει την καταστροφή της κατώτερης, ζωικής όψης του μυημένου. Όπως και στον προηγούμενο βαθμό, έτσι και εδώ ο μυημένος εξαγνίζεται με μέλι, καθώς βρίσκεται υπό την προστασία της Σελήνης. «Το μέλι συνδέεται με την αγνότητα και τη γονιμότητα της σελήνης.

Στο αρχαίο Ιράν η σελήνη θεωρείτο πηγή του μελιού, σύμβολου της αγάπης και της γονιμότητας στον έγγαμο βίο», (Δρ Μασούντ Χομαγιουρί, «Προέλευση της Περσικής Γνώσης»).

Στο βαθμό του Ηλιοδρόμου, κάτω από την επίδραση του ήλιου, ο μυημένος μιμείται τον Ήλιο στο τελετουργικό τυπικό. Κάθεται δίπλα στο Πατέρα-Μίθρα, ντυμένος στα κόκκινα, το χρώμα του ήλιου, της φωτιάς και του αίματος της ζωής. Ο Υψηλότερος βαθμός είναι ο Πατήρ, υπό την πλανητική επίδραση του Κρόνου. Εδώ έχουμε να κάνουμε με τον γήινο αντιπρόσωπο του Μίθρα, το ουράνιο φως εκδηλωμένο στο υλικό επίπεδο, το διδάσκαλο της συνάθροισης. Καθοδηγεί τη συνάθροιση φορώντας κόκκινο μανδύα και κρατώντας ένα ραβδί, σύμβολο του πνευματικού του λειτουργήματος (Τσαρλς Ντάνιελς, «Ο Μίθρας και οι Ναοί του»).

Ο Μίθρας επόπτευε, εκτός των άλλων την αλλαγή των εποχών (Ντέιβιντ Ουλάνσεϊ, «Η Προέλευση των Μιθραϊκών Μυστηρίων»). Στην πραγματικότητα, ως αστερισμός του Περσέα, αλλάζει την θέση της ουράνιας σφαίρας σκοτώνοντας τον αστερισμό του Ταύρου, ωθώντας την γη προς τον αστερισμό του Κριού κατά την εαρινή ισημερία. Τούτο το θέμα είναι μάλλον προϊόν των Ρωμαίων αστρολόγων και μεταγενέστερη πρόσθεση, καθώς δεν απαντάται στον ίδιο βαθμό στο Ιράν. Όμως, ο εορτασμός της αλλαγής των εποχών ακολουθείτο τόσο από τους ανατολικούς όσο και τους δυτικούς ακόλουθους του Μίθρα κατά την Νου-ροζ (εαρινή ισημερία), την Μεχρέγκαν (φθινοπωρινή ισημερία), την Σαμπ-Γιάλντα (χειμερινό ηλιοστάσιο) και το θερινό ηλιοστάσιο.

Η άφιξη του Χριστιανισμού και η καθιέρωσή του ως επίσημη θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε ως αποτέλεσμα την βαθμιαία εκτόπιση και τελική απαγόρευση όλων των μυστηριακών θρησκειών. Οι χριστιανοί απολογητές την είδαν ως «σατανική παρωδία των ιερότερων τυπικών της θρησκείας τους» (Φραντς Κιμόν, «Τα Μυστήρια του Μίθρα»), όπως είδαν βέβαια και τα μυστήρια όλων των άλλων προγενέστερων θρησκειών. Ωστόσο, διατήρησαν πολλές από τις εξωτερικές μορφές των μιθραϊκών μυστηρίων ως βασικό υλικό για την δόμηση του Χριστιανικού δόγματος. Άλλωστε, ο Μιθραϊσμός δεν είναι η μοναδική εθνική πολυθεϊστική λατρεία από την οποία άντλησε ο Χριστιανισμός την εξωτερική μορφή του. Ίχνη της εσωτερικής του παράδοσης βρίσκονται στον Σουφισμό, για αυτό και η μελέτη του Σουφισμού μας επιτρέπει να ρίξουμε μια νέα ματιά στο Μιθραϊσμό και το αντίθετο.

  πηγή: e-zine.gr

ΤΑ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΕΛΦΟΥΣ

$
0
0

Οι Δελφοί, το κέντρο και ο ομφαλός, υπήρξαν η εστία διαμόρφωσης της θρησκευτικής ψυχής του αρχαίου κόσμου, σκορπίζοντας τις ευεργετικές ακτίνες του Φοίβου σε όλους τους θνητούς, ενώ στους λίγους και μυημένους, σ’ εκείνους που το ποθούσαν και μπορούσαν να τ’ αντέξουν, το «μαύρο» Φως του Απόλλωνα, του Διόνυσου το Φως.

Η κατανόηση και η γεφύρωση των δύο όψεων, του Λογικού και του Παραλόγου, ήταν ο δρόμος που ανοιγόταν γι’ αυτόν που θα τολμούσε ν’ ανοίξει τη θύρα, πάνω στην οποία δεσπόζει η επιγραφή: «ΓΝΩΘΙ Σ’ ΑΥΤΟΝ».

Αρχέτυπα: Η ρευστή διαπερατότητα της φύσης τους δεν επιτρέπει ξεκάθαρους διαχωρισμούς και ακριβείς σχηματισμούς, παρά μόνο μια προσεγγιστική περιγραφή. Δεν είναι η μορφοποίηση που δίνει το ζωντανό νόημά τους, αλλά η συνολική τους παρουσίαση. Το ν’ αποπειραθεί κανείς να τα εντοπίσει με ακρίβεια, του στερεί τη διαύγεια του νοηματικού περιεχομένου του πυρήνα τους. Έτσι, όταν το αρχέτυπο σχηματοποιείται στην ύλη, παύει να είναι αυτό που ήταν. Διατηρείται στους αιώνες και χρειάζεται πάντα νέες ερμηνείες. Τα αρχέτυπα είναι τα αιώνια συστατικά του υπερσυνείδητου, αλλά διαρκώς μεταμορφώνονται στον κόσμο των φαινομένων.


Το πόσο κοντά στην αλήθεια βρίσκεται η ανωτέρω άποψη του C. Jung, γίνεται προφανές μέσα από μια προσπάθεια του αναζητητή, να καταδυθεί στον λαβύρινθο της βιβλιογραφίας, της πληθωρικής, σχετικά με μια απ’ τις μορφές του παιδιού-αρχέτυπου, του Διονύσου. Δεν είναι κάτι που μπορεί ν’ αγγίξει κανείς με την τετράγωνη λογική. Κάθε τέτοια απόπειρα θα έχει την φυγόκεντρη τάση να τον εξωθήσει στην περιφέρεια, χάνοντας έτσι την ουσία.

Ο ίδιος ο Διόνυσος, το «αρχέτυπο είδωλο άφθαρτης ζωής», είναι από τη φύση του εχθρός της λογικής σκέψης. Κηρύττει την περιφρόνηση στο λογικό, την υπακοή στους παλμούς της καρδιάς, το παραλήρημα του εγκεφάλου. Μόνο η ψυχολογική διαίσθηση και η δημιουργική φαντασία είναι ικανές να μας φέρουν σ’ επαφή με τις ίδιες τις πηγές της ζωής και του θανάτου, με τη διονυσιακή λατρεία και τα φαινόμενα της μετάλλαξης και της αναγέννησης που τη συνοδεύουν. Είναι η καρδιά του Διόνυσου του Ζαγρέα που πρέπει ν’ αναζητήσει ο νεόφυτος και να δονηθεί στον παλμό της, αυτή θα τον αναγεννήσει κι όχι τα κομμάτια του διαμελισμένου απ’ τους Τιτάνες σώματός του, τα θαμμένα απ’ τον Απόλλωνα παρά τον τρίποδά του, εκεί, στα άδυτα του ναού του μαντείου των Δελφών.


Εδώ συναντήθηκαν οι δύο αδελφοί, οι δύο θεοί, που στην ουσία ήταν ένας, κι έδωσαν τα χέρια υπό έναν φοίνικα και ξαναενώθηκαν, ο ξανθόμαλλος Δωριεύς Απόλλων και ο εξ Ανατολής Διόνυσος των Θρακών, της Λυδίας, της Φρυγίας ή ακόμη ο ίδιος ο Όσιρις των Αιγυπτίων. Καταλύτης αυτής της αντίδρασης ο μύστης Ορφέας, ο Θράκας, που καταδύθηκε στα άδυτα των αιγυπτιακών μυστηρίων, αναζητώντας τη χαμένη Ευρυδίκη-ψυχή του που πλανιόταν στα τάρταρα. Μια τάξη ιερέων-πολεμιστών, η θρακική φρουρά, θα είναι εφεξής οι φύλακες της υψηλής διδασκαλίας. Έτσι οι Δελφοί, μέσα από το μαντείο τους και το αμφικτιονικό συνέδριο, που θα ενοποιήσει τους Έλληνες, θα γίνουν ο ομφαλός του κόσμου, ο ήλιος που θα σκορπίζει το φως του με τα Μυστήρια, τις γιορτές, τους ολυμπιακούς αγώνες.

Εδώ, Απόλλων και Διόνυσος, συγχωνεύοντας μέσα τους τις προγενέστερες χθόνιες-σεληνιακές-θηλυκές θεότητες και λατρείες και απορροφώντας τις, συγκρούονται για την κυριαρχία και κατοχή του μαγικού τρίποδα και τελικά συμφιλιώνονται, μοιραζόμενοι μεταξύ τους τα βασίλεια του κόσμου. Ο Απόλλων κρατεί το ανατολικό αέτωμα του ναού, με τις Μούσες του, ο δε Διόνυσος με τις Θυιάδες το δυτικό.

Έτσι ο Διόνυσος, ο ήλιος των μυστών, ο εσωτερικός αόρατος ήλιος, γίνεται η εσωτερική ουσία των πραγμάτων, η εσωτερική αλήθεια, ο κάτοχος και φύλακας των μυστηρίων της ζωής και του θανάτου, το θείο πνεύμα σ’ εξέλιξη μέσα στο σύμπαν και βασιλεύει στο μυστηριώδες υπερπέραν. Είναι η κοσμική ψυχή, μέρος της οποίας αποτελεί η ανθρώπινη, που τείνει να ενωθεί μαζί της και να επιστρέψει σ’ αυτήν μετά την ένωση του ανθρώπου με τον εαυτό του. Ο Απόλλων είναι η εκδήλωσή του στον γήινο άνθρωπο, αυτός που βασιλεύει στους ζωντανούς, η εφαρμογή της αλήθειας και της τάξης σ’ αυτούς, η επιστήμη δια της θεότητας, η ομορφιά δια της τέχνης, η αρμονία ψυχής και σώματος διαμέσου του εξαγνισμού.

Ο Απόλλων χάνει την ιδιότητά του ως κυνηγού μετά τον φόνο του Πύθωνα και τον οκταετή εξαγνισμό που τον ακολούθησε, καθαρίζεται, ημερώνει, γίνεται ο εκπολιτιστής, αφήνοντας έτσι χώρο στον Διόνυσο τον Ζαγρέα (=κυνηγός ζωντανών) να έρθει και να γεμίσει τη σκοτεινή και άγρια αυτή όψη του.

Ο Μουσαγέτης, με τον ερχομό του χειμώνα (φυσικού, ηθικού, πνευματικού) στη φύση, είτε στον άνθρωπο, είτε σε κάποια μορφή πολιτισμού, κουρασμένος, μη μπορώντας να δώσει σφρίγος από μόνος του, εγκαταλείπει το ιερό του και επιστρέφει στη χώρα των Υπερβορείων απ’ όπου κατάγεται, εκεί όπου ο ήλιος δεν δύει και εκεί παραμένει και αναπαύεται.

Είναι ο καιρός του Διόνυσου να ξυπνήσει. Το μαντείο παύει να χρησμοδοτεί για τρεις μήνες και παραμένει κλειστό για τους επισκέπτες, που δύσκολα ούτως ή άλλως θα μπορούσαν να έρθουν, λόγω καιρικών συνθηκών. Όπως ο Παυσανίας γράφει: «Εν Δελφοίς, τον μεν άλλον ενιαυτόν παιάνι χρώνται περί τας θυσίας, αρχομένου δε χειμώνος, επεγείραντες του διθυράμβου, τον δε παιάνα καταπαύσαντες, τρεις μήνας αντ’εκείνου τούτον κατακαλούνται τον θεόν».

Ο παιάνας του Φοίβου αντικαθίσταται απ’ τον διθύραμβο τού δύο φορές γεννημένου Διόνυσου, απ’ την Περσεφόνη, τη Σεμέλη και τον μηρό του Δία εν τέλει. Είναι ο δελφικός μήνας Δαδοφόριος (Νοέμβριος-Δεκέμβριος). Οι Θυιάδες (βάκχες ή μαινάδες) θ’ ανέβουν στον Παρνασσό να ξυπνήσουν τον Διόνυσο-Λικνίτη, αυτόν που κοιμάται μέσα στο λίκνο, το ίδιο αυτό σκεύος που βλέπουμε σε παραστάσεις γεμισμένο με φρούτα και στη μέση τον φαλλό, σύμβολο του Διονύσου, σύμβολο γονιμότητας. Την ίδια ώρα το ίδιο θα κάνουν μέσα στο άδυτο του ναού και εκεί όπου πιστεύεται ότι βρίσκονται θαμμένα τα κομμάτια του Διόνυσου, οι πέντε όσιοι ιερείς του μαντείου, τελώντας μυστική θυσία.

Μαζί με τις δελφικές Θυιάδες –που οφείλουν τ’ όνομά τους στη Θυία, κόρη του Κασταλίου, αυτόχθονα από τους Δελφούς και πρώτη ιέρεια εκεί του Διόνυσου, είτε στο ρήμα θύω: μανίζω- έρχεται να ενωθεί κι ένας θίασος ακόμη γυναικών από την Αθήνα, σε πομπή μέσα στη νύχτα κρατώντας λαμπάδες -νυκτοπολία (Διόνυσος Νυκτέλιος), απ’όπου και το όνομα του μήνα Δαδοφόριου- και θύρσους, ξύλινες ράβδους με κώνο στην κορυφή στεμμένες με κισσούς ή φύλλα αμπέλου, όλα διονυσιακά σύμβολα, που μας παραπέμπουν στη ράβδο Djed του Όσιρι και στο κηρύκειο του Ερμή, τη σπονδυλική στήλη με τα δύο φίδια (Ίδα και Πιγκάλα – Δίας και Περσεφόνη) γύρω της τυλιγμένα, να καταλήγει στο κωνάριο ή επίφυση.

Ξυπνά ο Διόνυσος ως Kουνταλίνι, διαρρέοντας τη σπονδυλική στήλη ως το κωνάριο, ξυπνά μέσα στην κούνια, στο λίκνο που φέρουν οι Θυιάδες, αν καταφέρουν και φτάσουν ορειβατώντας και δεν αποκλειστούν στα χιόνια και εκεί τους μεταδίδει τον ενθουσιασμό, την ένθεη μανία (Μαινάδες, Μαντική, Μάνας) και προφητεύουν όπως η πυθία του Απόλλωνα σε κατάσταση έκστασης, με το κεφάλι ριγμένο προς τα πίσω, χορεύουν το μαιναδικό χορό και τραγουδούν τον διθύραμβο γύρω από το λίκνο, όπως οι Kουρήτες έκαναν γύρω από τον Ζαγρέα για να τον προφυλάξουν.
Τα παρνασσικά όργια συμπεριλάμβαναν τις τριετηρίδες και τις εννεαετηρίδες. Οι τριετηρίδες αφορούν τον Διόνυσο - Λικνίτη και σχετίζονται ίσως με τη διετή κάθοδο και παραμονή του Διόνυσου στο βασίλειο της Περσεφόνης και μάλλον αποτελούσαν προπαρασκευή των συμμετεχόντων στο εποχικό δράμα του θεού, στη βλαστική του όψη (αποτελούσε πιθανά ένα είδος φυλετικής μύησης για τις νεαρές Θυιάδες), το οποίο ετελείτο ετησίως, με τη συμβολική ρίψη στα νερά ενός ξύλινου ανθρώπινου ομοιώματος που παρίστανε τον χειμώνα, την περασμένη χρονιά, τον θάνατο και την ταυτόχρονη μεταφορά στην κοινότητα απ’ την εξοχή ενός άλλου, που παρίστανε την νέα χρονιά, την άνοιξη, τη ζωή. Ταυτόχρονα δύο θίασοι, ένας αρσενικός και ένας θηλυκός συναντιόνταν και τελούσαν τον «γάμο» των πρώτων τους, του «βασιλιά» ή πρώτου κούρου και της «βασίλισσας», οι οποίοι και θα αποτελούσαν το γονιμικό ζευγάρι της χρονιάς.

Οι εννεατηρίδες, έχοντας σαν υπόστρωμα τις προγενέστερες, ανά οκτώ έτη τελούμενες, της Χάριλας και της Ηρωίδας (θηλυκές τοπικές οντότητες), αφορούσαν την κάθοδο στον Άδη του Διονύσου, ο οποίος απελευθερώνει τη γήινη μητέρα του Σεμέλη, η οποία με την ανάστασή της ανεβαίνει με τον Διόνυσο στον Όλυμπο κι εκεί μετονομάζεται σε Θυώνη (εκ του ρήματος θύω). Έτσι η Σεμέλη (που σχετίζεται ίσως με την Σελήνη ή τη Γη: Θεμέλη-Θεμέλιο), ξαναγεννιέται σ’ έναν ανώτερο κόσμο και αποκτά καινούργιο όνομα.

Ο Διόνυσος ξαναγεννιέται και επαναφέρει τον κόσμο στην αρχή του, στην κατάσταση του χάους, όπου οι δυνάμεις της μετατροπής, ανανέωσης και βελτίωσης των πραγμάτων θα ελευθερωθούν και θ’ αντλήσουν νέα στοιχεία απ’ τις αόρατες δεξαμενές, η καθεστηκυία τάξη θα κλονιστεί, κάτι νέο θ’ αναδυθεί. Είναι αυτή η περίοδος της μαγνητικής παύσης του Απόλλωνα, η ευκαιρία για μια άλλη δράση, υπόγεια και αόρατη, όπως η ζύμωση του οίνου, που τόσο στενά συνδέεται με τον Διόνυσο, αυτή που θα φέρει τη νέα Άνοιξη στη φύση, στον άνθρωπο και στον κόσμο.

Τότε ο Απόλλων, καλεσμένος από τη δημιουργική δύναμη του αδελφού του, θα επιστρέψει πάνω στο χρυσό του άρμα, που το σέρνουν οι κύκνοι, από την χώρα των Υπερβορείων και, παίζοντας την επτάχορδη λύρα του, θα δώσει μορφή και θα εναρμονίσει αυτό που ο Ήρωας-Διόνυσος έφερε στο φως μετά την κατάδυσή του, εκπολιτίζοντας την προσφορά του κι ένας νέος κύκλος θ’ αρχίσει, με μια στροφή της σπείρας σε μια ανώτερη οκτάβα της κλίμακας.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η Νέα ΑνθρωπολογίαFernand Schwartzεκδ. Νέα Ακρόπολη
ΔΙΟΝΥΣΟΣ – Ιστορία της λατρείας του Βάκχου, H. Jeanmaireεκδ. Κλειώ, Πάτραι
Αποσυμβολισμός της ελληνικής μυθολογίας, Νικόλα Μαργιωρήεκδ. Ομακοείο Αθηνών
Τα Ορφικά Μυστήρια, Γ. Σιέττοςεκδ. Πύρινος κόσμος
Η επιστήμη της Μυθολογίας, C.G. Jung – C. Kerenyi, εκδ. Ιάμβλιχος
Δελφικά Μυστήρια, Χρ. Μαυρουδήεκδ. Πύρινος Κόσμος
Το Μαύρο Φως του Απόλλωνα, Patri Aimeεκδ. Βιβλιοθήκη του Ρόδου
Τα Διονυσιακά Μυστήρια, Μάνλυ Χωλ – Ιππόλυτος ντα Κόσταεκδ. Πύρινος Κόσμος
Ο Διόνυσος κάτω από τ’αστέρια, M. Detienneεκδ. Αλεξάνδρεια
Πυθίας παραληρήματα, Άγγελου Σ. Βλάχου, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας Ι.Δ. Κολλάρου & Σ/ία
Διόνυσος – Μύθος και λατρεία, Walter F. Ottoεκδ. Του εικοστού πρώτου
Η μυθολογία των Ελλήνων, C. Kerenyiεκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας
ΔιόνυσοςΠαναγή Λεκατσάεκδ. Εταιρία σπουδών νεοελληνικού πολιτισμού και γενικής παιδείας (ιδρυτής σχολή Μωραϊτη)
Μυστηριακές θρησκείες του αρχαίου κόσμουJoscelyn Godwinεκδ. Καρδαμίτσα
Μυθολογία της Γεωργίας

πηγή: nea-acropoli-thes.gr

ΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΗΤΑΝ ΚΕΚΑΛΥΜΜΕΝΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΡΕΑΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για θεά ρέα


Σε ένα "περίεργο"απόσπασμα του ο Πρόκλος αναφέρει ότι η Ρέα όταν συζεύγνυται με τον Κρόνο και γεννάει τον Δία λέγεται Δήμητρα.

"Γιατί και στον Ορφέα όταν συνυπάρχει με τον Κρόνο στην κορυφή της, η μεσαία θεά αποκαλείται Ρέα, και όταν παράγει τον Δία και μαζί με τον Δία φέρνει στο φως τους καθολικούς και τους επιμέρους κόσμους των θεών, αποκαλείται Δήμητρα"

Μάλιστα ο Σωκράτης στον Κρατύλο αναφέρει ότι η ετυμολογία της Δήμητρας προέρχεται από το "δίδουσα ως μήτηρ".

Προς στιγμήν προβληματιζόμαστε σε ποιόν Δία αναφερόμαστε, μιας και από όσον γνωρίζουμε ο Δίας εκδηλώνεται ως Δημιουργός στην νοερή τάξη, είναι ένας από τους τρεις δημιουργούς στην υπερκόσμια τάξη (Ζεύς, Ποσειδών, Πλούτων) και εκδηλώνεται επίσης στην υπερκόσμια-εγκόσμια τάξη (στην δημιουργική Τριάδα/Ποιούντες Ζευς, Ποσειδών, Ηφαιστος).

Ο Πρόκλος όμως μας το ξεκαθαρίζει μιας και λέει ότι μαζί με την Ρέα (Δήμητρα) φέρνει στο φως τους καθολικούς και επιμέρους κόσμους των θεών, άρα σίγουρα αναφερόμαστε τον Δημιουργό, στην νοερή τάξη δηλαδή.

( βλέπε σχετικά Πρόκλος-Πλατωνική Θεολογία Ε 39.24, Σχόλια στον Κρατύλο 169, Πλάτων - Κρατύλος 404b, Ορφικό Απόσπασμα 145 ) 

Ποιοί όμως είναι οι γονείς της Περσεφόνης;

Θα το εξετάσουμε από καθαρά Μυθολογική σκοπιά και δεν θα εμβαθύνουμε στο Κοσμολογικό στοιχείο που περιέχει ο σχετικός μύθος΄

Ο Μύθος μας λέει ότι ο Ζεύς συζεύγνυται με την Δήμητρα και από την σύζευξη αυτή προκύπτει η Περσεφόνη.

Προηγουμένως είδαμε ότι Δήμητρα ονομάζεται η Ρέα, άρα προβληματιζόμαστε κατά πόσον η Δήμητρα του μύθου είναι η Δήμητρα των Υπερκοσμίων-Εγκοσμίων Θεών ή η Ρέα της Νοερής τάξεως.

Ο Πρόκλος αναφερόμενος στους γάμους στον θείο κόσμο λέει ότι:

"Οι Θεολόγοι αποκαλούν με μυστικό τρόπο την σύμφυτη σύζευξη των θεικών αιτίων Γάμο, μέσα στην ίδια βαθμίδα (Ηρας-Δία, Ουρανού-Γης, Κρόνου-Ρέας), μεταξύ των υποδεεστέρων με τα ανώτερα ( Δίας-Δήμητρα), ανωτέρων προς τα υποδεέστερα (Δίας-Κόρη).
(Πρόκλος-Σχόλια στον Παρμενίδη 775.21, Σχόλια στον Κρατύλο 169)

Βλέπουμε δηλαδή ότι ο γάμος μεταξύ Δία και Δήμητρας είναι μεταξύ υποδεεστέρων και ανωτέρων. Αν η Δήμητρα είναι η Δήμητρα της Υπερκόσμιας-Εγκόσμιας τάξεως, τότε σίγουρα είναι υποδεέστερη του Διός, οποιαδήποτε τάξη και να ανήκει ο Ζεύς (όπως είδαμε ο Ζεύς εκδηλώνεται από την Νοερή τάξη και κάτω).

Ομως ο Πρόκλος αναφέρει στην περίπτωση ανωτέρων προς υποδεέστερα, την περίπτωση της σύζευξης Δία και Κόρης, άρα αναφέρει τον Δία σαν ανώτερο και συνεπώς ο Ζευς της περιπτώσεως Δία-Δήμητρας είναι ο υποδεέστερος από τους δύο.

Αλλωστε παρακολουθώντας την σύνταξη της προτάσεως, είναι σαφές ότι η αντιστοίχιση είναι: Ζευς ~ υποδεέστεροςΔήμητρα ~ ανώτερη.

Ομως για να είναι η Δήμητρα ανωτέρα του Διός, θα πρέπει να είναι μόνον η Ρέα, πράγμα που συνηγορεί και το γεγονός ότι έχουμε δει ότι η Ρέα ονομάζεται και Δήμητρα.

(βλέπε επίσης σχετικά Πρόκλος - Πλατωνική Θεολογία Ε 39.24, Σχόλια στον Κρατύλο 169)

Γη δε και Μήτηρ και Ρέα και Ηρη η αυτή. Εκλήθη δε Γη μεν νόμω, Μήτηρ δε ότι εκ ταύτης πάντα γίνεται. Γη και Γαία κατά γλώσσαν εκάστοις. Δημήτηρ δε ωνομάσθη ώσπερ η Γη Μήτηρ, εξ αμφοτέρων εν όνομα, το αυτό γαρ ην. Εστι δε και εν τοις Υμνοις ειρημένον. Δημήτηρ Ρέα Γη Μήτηρ Εστία Δηιώ. Καλείται γα και Δηιώ ότι εδηιώθη εν τη μίξει
[ Πάπυρος Δερβενίου ]

Αρα μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η μητέρα της Περσεφόνης είναι η Ρέα.

Αλλωστε κάποιοι που έχουν μελετήσει πολύ βαθιά την Ελληνική Μυθολογία, το έχουν επισημάνει!

Αναφέρομαι σε τρία Ορφικά Αποσπάσματα που προκύπτουν από Χριστιανούς απολογητές, τα οποία είναι πολύ εύγλωτα και επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς μας.

Και ότι η Κόρη του Δία, την οποία από την μητέρα του την Ρέα ή την αδελφή του την Δήμητρα απέκτησε...και για αυτό μυστικά Αθηνά και κοινώς Περσεφόνη και Κόρη έχει ονομαστεί.
( Ορφικό Απόσπασμα 58 )

Θα έπρεπε όμως αυτοί, αν θεωρούσαν φοβερό το να σμίγουν άφονα και ελεύθερα, να έχουν μισήσει τον Δία, επειδή απέκτησε παιδιά από την μάνα του την Ρέα, και από την θυγατέρα του την Κόρη, κάνοντας την ίδια την αδελφή του γυναίκα του.
( Ορφικό Απόσπασμα 59 )

Γιατί ο ποιητής σας ο Ορφέας, λέει ότι ο Δίας φόνευσε τον ίδιο του τον πατέρα τον Κρόνο, και πήρε γυναίκα του την ίδια την μητέρα του την Ρέα, και από αυτούς γεννιέται η Περσεφόνη, την οποία και αυτή μόλυνε.
( Ορφικό Απόσπασμα 153 )

Συνεπώς μπορούμε με βεβαιότητα να ισχυρισθούμε ότι οι γονείς της Περσεφόνης ήταν ο Ζεύς και η Ρέα! 

Αφού λοιπόν δείξαμε ότι οι γονείς της Περσεφόνης ήταν ο Ζεύς και η Ρέα, θα κάνουμε ένα τόλμημα και θα ισχυρισθούμε ότι τελικά τα Μυστήρια της Ελευσίνας ήταν κεκαλυμμένα μυστήρια της Ρέας!

Αν λοιπόν συνδέσουμε την Δήμητρα που εμφανίζεται στην Ελευσίνα με την Ρέα, τότε ταυτόχρονα ισχυροποιούμε την θέση μας ότι η μητέρα της Περσεφόνης είναι η Ρέα και ότι το ζεύγος Δήμητρα-Περσεφόνη (Κόρη) των Ελευσινίων είναι η Ρέα και η Κόρη.

Ο Πρόκλος αναφερόμενος στα Ελευσίνια, τονίζει ότι η μητέρα της Κόρης έχει φτιάξει το σπίτι της υπεράνω του Σύμπαντος, όπου παραμένει η Κόρη. Παρότι από αυτό είναι ξεκάθαρο ότι, αφού το σπίτι της μητέρας της είναι υπεράνω του Σύμπαντος, δεν μπορεί να είναι άλλη από την Ρέα, καλό θα είναι να εντοπίσουμε/επιβεβαιώσουμε που αναφέρεται συγκεκριμένα όταν μιλάει για τόπο υπεράνω του Σύμπαντος. ( συγκεκριμένα λέει ότι "εξήρηται του παντός").


Ο Πλάτων λοιπόν μας τις παρουσιάζει και τις δύο ( = Δήμητρα και Κόρη ) με τέλειο τρόπο, άλλοτε συνδέοντας την Κόρη με την Δήμητρα, και άλλοτε με τον Πλούτωνα, εμφανίζοντας την ως σύζυγο αυτού του Θεού.

Γιατί και η διδασκαλία των Θεολόγων, οι οποίοι μας έχουν παραδώσει τις ιερότατες τελετές της Ελευσίνας, λέει ότι αυτή παραμένει στο σπίτι της μητέρας της, το οποίο η ίδια η μητέρα το κατασκεύασε σε απάτητο μέρος, υπεράνω του Σύμπαντος. (εν αβάτοις εξηρημένους του παντός ).
Αλλά και κάτω εξουσιάζει μαζί με τον Πλούτωνα τα χθόνια και εποπτεύει τα βάθη της γης και προσφέρει ζωή στα τελευταία όντα του Σύμπαντος και δίνει ψυχή σε όσα από μόνα τους είναι άψυχα και νεκρά.
(Πρόκλος - Σχόλια στην Πλατωνική Θεολογία ΣΤ 50.10)

Τύχη αγαθή, ο Πρόκλος διευκρινίζει ξεκάθαρα πιο κάτω ότι ο τόπος ο οποίος "εξήρηται του παντός", είναι ο τόπος του δημιουργικού Δία. Αλλά ξέρουμε ότι ο Δημιουργικός Ζευς είναι στην Νοερή τάξη, άρα και η μητέρα της Περσεφόνης των Ελευσινίων, κατοικεί ( όπως και η Περσεφόνη ) στο ίδιο σημείο που κατοικεί και ο Δημιουργός Ζεύς, δηλαδή στην Νοερή Τάξη! Αρα είναι πέραν αμφιβολίας η Ρέα.

"Ο Δημιουργός Δίας, όμως είναι υπεράνω του Σύμπαντος (εξήρηται του παντός)....." 
( Πρόκλος - Σχόλια στην Πλατωνική Θεολογία ΣΤ 88.10 )

Συνεπώς μπορούμε με ασφάλεια να πούμε ότι τα Ελευσίνια ήταν κεκαλυμμένα μυστήρια της Ρέας!

πηγή: empedotimos.blogspot.gr

ΣΑΛΛΟΥΣΤΙΟΣ - ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΜΥΘΟΙ ΕΙΝΑΙ ΘΕΪΚΟΙ

$
0
0
θεοί

Απόσπασμα από το βιβλίο του Σαλλούστιου «Περί Θεών και Κόσμου» (Εκδ. ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ):

«Αξίζει να εξετάσουμε, γιατί οι παλαιοί παρέκαμψαν τον λόγο και χρησιμοποίησαν τους μύθους. Και το πρώτο όφελος που βρίσκουμε να έχουμε από τους μύθους, είναι το να αναζητούμε και να μην αφήνουμε την διάνοιά μας να είναι αργή. Το ότι οι μύθοι είναι θεϊκοί, φαίνεται από εκείνους που τους χρησιμοποίησαν. Οι θεοδίδακτοι από τους ποιητές και οι άριστοι από τους φιλοσόφους και εκείνοι που θέσπισαν τις Ιεροπραξίες, αλλά και αυτοί οι θεοί στους χρησμούς χρησιμοποίησαν τους μύθους…
Το γιατί είναι θεϊκοί οι μύθοι θα εξετασθεί φιλοσοφικά.
Επειδή λοιπόν κάθε όν χαίρεται με ό,τι είναι όμοιό του και αποστρέφεται το ανόμοιο, είναι λογικό και οι αφηγήσεις για τους θεούς να είναι όμοιες με εκείνους, ώστε να γίνουν αντάξιες της ουσίας των θεών και να γίνουν οι θεοί ευμενείς προς εκείνους που τις αφηγούνται. Όλα αυτά επιτυγχάνονται μόνο δια μέσου των μύθων.
Οι μύθοι λοιπόν μιμούνται τους ίδιους τους θεούς, ως προς την ρητή και άρρητη πλευρά τους, την αφανή και φανερή φύση τους, το σαφές και το ακατάληπτό τους, όπως και μιμούνται την αγαθότητα των θεών, καθώς όπως ακριβώς κι εκείνοι χάρισαν σε όλους τα αγαθά που παράγουν οι αισθήσεις, αλλά τα αγαθά που παράγει η νόηση στους έμφρονες μόνο, έτσι και οι μύθοι ανακοινώνουν σε όλους ότι υπάρχουν οι θεοί, αλλά μόνο στους ικανούς να δουν βαθύτερα φανερώνουν το ποιοι ακριβώς είναι αυτοί και ποιες είναι οι δυνάμεις τους.
Και τις ενέργειες των θεών παρουσιάζουν επίσης οι μύθοι.
Θα μπορούσαμε μάλιστα να ονομάσουμε Μύθο και αυτόν τον ίδιο τον Κόσμο, καθώς μέσα του τα σώματα και τα πράγματα είναι φανερά, ενώ αποκρύπτονται οι ψυχές και οι νόες.
Επιπροσθέτως, αν θελήσει κάποιος να διδάξει σε όλους τους ανθρώπους την αλήθεια για τους θεούς, θα προκαλέσει από την μία τον καγχασμό των ανόητων λόγω της αδυναμίας τους να την κατανοήσουν και από την άλλη την ραθυμία των συγκροτημένων. Ενώ η συγκάλυψη της αληθείας με τους μύθους, δεν επιτρέπει στους πρώτους να καγχάσουν,τους δε δεύτερους εξαναγκάζει στο να φιλοσοφούν.
Αλλά γιατί άραγε οι μύθοι ομιλούν για μοιχείες και κλοπές και δέσμιους πατέρες και άλλα τόσα ατοπήματα;
Μήπως ακόμα και αυτό είναι άξιο του θαυμασμού μας, αφού μέσω των φαινομενικών ατοπημάτων, η ψυχή αντιλαμβάνεται αμέσως ότι οι αφηγήσεις αυτές είναι προκαλύμματα και οδηγείται έτσι στο να κατανοήσει την μυστηριακή φύση του αληθούς;»
πηγή: diadrastika.com

ΠΛΑΤΩΝ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΠΛΆΤΩΝ

Η πλατωνική θεώρηση της θρησκείας συνυφαίνεται με την ενεργό συμβολή της φιλοσοφίας στην ερμηνεία του κόσμου. Η ενεργός της συμβολή στηρίζεται στο λόγο και εκτυλίσσεται ως αντίπαλο δέος στον μυθολογικό χαρακτήρα της λαϊκής θρησκείας. Γιατί ως αντίπαλο δέος; Επειδή η τελευταία δεν συλλαμβάνει την έννοια του θείου επαρκώς και με βάση τον λόγο ή τα βαθύτερα νοήματα που αυτός εκπέμπει, αλλά ερείδεται στη δεισιδαιμονία του πλήθους και σε ατεκμηρίωτες δοξασίες ή περιγραφές, που εμπλέκουν τους θεούς σε ανήθικες συμπεριφορές και σε ανθρωπομορφικές παραστάσεις. Οι τελευταίες βέβαια δεν είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα μόνο της αρχαίας λαϊκής θρησκείας, αλλά και της σημερινής μονοθεϊστικής, στην αναλογία του δικού της λαϊκού χαρακτήρα. 


Ο λαϊκός χαρακτήρας υποδηλώνει πάντα υποβάθμιση ή απουσία διανοήματος, προκειμένου η θρησκεία να ανταποκρίνεται στα ακαλλιέργητα γούστα της άγνωμης μάζας, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για φτωχούς ή πλούσιους. Καθεμιά απ’ αυτές τις κατηγορίες εξαπατάται ανάλογα με τα δικά της ιδιαίτερα εσωτερικά κενά. Τότε συμβαίνει η εξής ιλαροτραγωδία: έρχονται στο προσκήνιο, ως απεσταλμένοι δήθεν του θεού, ποικίλης υφής διεφθαρμένοι άνθρωποι και κολακεύουν περισπούδαστα το κουρασμένο λαϊκό αίσθημα με αποβλακωμένα λόγια περί αιώνιας λύτρωσης, περί σωτηρίας πέρα από τον κόσμο τούτο, μειώνοντας έτσι και την έννοια του θείου.

Γράφει σχετικά ο Πλάτων:

«Το πιο παράξενο από όλα είναι όσα λέγονται για τους θεούς και την αρετή, ότι τάχα και οι θεοί μοίρασαν σε πολλούς καλούς ανθρώπους συμφορές και μια θλιβερή ζωή, ενώ στους αντίθετους έστειλαν αντίθετη μοίρα. Αγύρτες και μάντεις συχνάζουν στις πόρτες των πλουσίων και τους πείθουν πως έχουν δύναμη, δοσμένη από τους θεούς, να κάνουν με θυσίες και με ξόρκια ώστε, αν οι ίδιοι ή οι πρόγονοί τους έχουν κάνει κάποιο αδίκημα, να τους συγχωρεθεί με απολαύσεις και πανηγύρια· ή πάλι, αν κάποιος θέλει να βλάψει κάποιον εχθρό του, ανεξάρτητα αν πρόκειται για δίκαιο ή άδικο άνθρωπο, χωρίς πολλά έξοδα να τον βλάψει με ορισμένα ξόρκια και μάγια, πείθοντας, όπως ισχυρίζονται, τους θεούς να γίνουν υπηρέτες τους» (Πολιτεία 364b)  

Τι μας λέει εδώ ο Πλάτων; Ότι ορισμένοι επιτήδειοι της πολιτικής και κοσμικής ζωής χρησιμοποιούν τη θρησκεία, για να παραπλανούν τους ανθρώπους; Και δύνανται να τους παραπλανούν λόγω της δεισιδαιμονίας που κυριαρχεί στις καρδιές και τα μυαλά του κόσμου. Πώς μπορεί κανείς να γλυτώσει από τέτοιες πλάνες και απάτες; Μέσα από τη φιλοσοφία, που σκέπτεται φιλοσοφικά και για τη θρησκεία. Βασικό μέλημα της φιλοσοφίας είναι να αξιοποιείται η δύναμη του διαλεκτικού λόγου, για να αποκαλύπτεται ο μυθολογικός χαρακτήρας της λαϊκής θρησκείας και να απομυθοποιείται πλήρως η τελευταία.

Και τούτο υπό την προοπτική μιας ανερχόμενης ζωής, όπου και οι θεοί, που δεν είναι θεοί (με τη χριστιανική έννοια), συμμετέχουν στην αληθινή ιδέα του θείου: δεν αναδύεται το θείο από τους θεούς, αλλά οι θεοί από το θείο. Πού βρίσκεται όμως το θείο; Στον υπερουράνιο τόπο(Φαίδρος 249c). Στον τόπο αυτό της απόλυτης αρμονίας, των αποκαθαρμένων ψυχών από την πονηριά και το δόλο, τον τόπο των ιδεών κανείς αγύρτης δεν μπορεί να φτάσει, γιατί του λείπει το πνευματικό ύψος, δηλαδή η φιλοσοφικο-οντολογική του μεταστοιχείωση σε αληθινά ελεύθερο και δίκαιο άνθρωπο. Απεναντίας μπορούν να φτάσουν εκεί μόνο οι φιλοσοφικές ψυχές, που αφήνουν πίσω τους όλους τους αγύρτες και δημηγέρτες/δόλιους της θρησκευτικο-πολιτικής εξουσίας, με τις παιδαριώδεις περιγραφές και την ανεστραμμένη λογική. Η απομυθοποίηση είναι αποδόμηση. Πώς πραγματοποιείται; Όχι με μια εξωτερική αντιπαλότητα ή αντίθεση ανάμεσα στο διαλεκτικό λόγο και την παραδοσιακή θρησκεία, αλλά μέσα από την επίμονη κατάδειξη της παραπλάνησης που συνεπάγεται η δεισιδαιμονία του πλήθους. 

Ο Πλάτων δεν αναγνωρίζει το ψευτοδίλημμα: θεϊστής ή άθεος, που από τους βαρβάρους της σημερινής πολιτικο-θρησκευτικής εξουσίας χρησιμοποιείται  ως όπιο για πνευματική νάρκωση ή για φανατισμό. Είναι ψευτοδίλημμα, γιατί άθεος δεν υπάρχει. Έκαστος έχει το δικό του θεό. Ένας έχει τον θρησκευτικό θεό, άλλος τον κομματικό-πολιτικό ή ιδεολογικό του «θεό», ένας τρίτος τον «θεό»: καρέκλα της εξουσίας και χρήμα, άλλος το φιλοσοφικό του «θεό»; Ποιος από όλους είναι ο αυθεντικός θεός; Ο τελευταίος που καθιστά τον άνθρωπο ισόθεο και τη θρησκεία με τις λαϊκές αφηγήσεις φιλοσοφική θρησκεία· δηλαδή την πιο εμπνευσμένη περιοχή του ανθρωπίνως υπάρχειν, η οποία στηρίζεται στον Λόγο. Με τούτη, περίπου, την έννοια «ένας άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να είναι θεός, μπορεί όμως να είναι θείος» (Σοφιστής 216b).

πηγή: platon.blogspot.gr
Viewing all 939 articles
Browse latest View live