Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ - Η ΚΟΣΜΟΠΟΛΗ ΩΣ ΚΟΣΜΟΚΡΑΤΟΣ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

$
0
0
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΟΣΜΟΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΜΟΣ Β'
(Απόσπασμα από το κεφάλαιο του βιβλίου: Η κοσμόπολη στο σύνολο ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα. Η κοσμόπολη ως ιδιαίτερος τύπος κοσμοκράτους, στον αντίποδα της κρατικής δεσποτείας, της απολυταρχίας και της αυτοκρατορίας, σελ. 143-160)
"Αντιμετωπίζοντας την οικουμενική κοσμόπολη υπό το πρίσμα της κοσμοσυστημικής γνωσιολογίας, συμπεράναμε ότι αποδίδει το οικονομικο-κοινωνικό και  πολιτικό σύστημα της μετα-κρατοκεντρικής φάσης του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής κλίμακας. Όπως ήδη διαπιστώσαμε το σύστημα αυτό στο σύνολό του διαφέρει καταστατικά από το βαρβαρικού τύπου δεσποτικό κράτος και δη την  κρατική δεσποτεία[1]. Η τελευταία αποτελεί εγγενές γνώρισμα του δεσποτικού κοσμοσυστήματος, που αντανακλά μια ιδιοκτησιακή προσέγγιση της πολιτικής –με όχημα το κράτος–, η οποία συνδυάζεται με το περιβάλλον μιας βασικά «κοινωνίας υποκειμένων» (δουλοπαροικιακού ή και «δουλοκτητικού» τύπου).
Η  κρατική δεσποτεία απαντάται είτε ως η ολοκληρωμένη φάση στο εξελικτικό γίγνεσθαι του δεσποτικού κοσμοσυστήματος είτε ως η μεταβατική γέφυρα στη διαδικασία μετάλλαξης της δεσποτικής σε ανθρωποκεντρική κοινωνία. Η  εσπεριανή κρατική δεσποτεία, η γνωστή μοναρχική  απολυταρχία, που έκαμε την εμφάνισή της στην ευρωπαϊκή ήπειρο, για να διαδεχθεί την προγενέστερη  ιδιωτική δεσποτεία, εγγράφεται ακριβώς στην κατηγορία αυτή.
Στον αντίποδα, η κοσμόπολη αντιπροσωπεύει το ολοκλήρωμα της μετακρατοκεντρικής ή οικουμενικής περιόδου του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος. Το  πολιτικό σύστημα της κοσμόπολης είναι, όπως είδαμε, διαρθρωμένο, σε επάλληλα πολιτειακά επίπεδα, τα οποία συνθέτουν ένα ενιαίο όλον μιας πυραμίδας, της οποίας η κορυφή αποδίδει την έννοια της « έννομης επιστασίας».
Σε κάθε περίπτωση, η κοσμόπολη δεν εδράζεται στη λογική του ενός, ενιαίου και πολιτικά κυρίαρχου κεντρικού  πολιτικού συστήματος, το οποίο ενσαρκώνει το κράτος και την πολιτεία και αντιμετωπίζει την κοινωνία όχι ως θεσμισμένο όλον, αλλά ως μια κατ’ άτομον προσωπική σχέση με τα μέλη της. Το σύστημα αυτό αντιβαίνει απολύτως στο ανθρωποκεντρικό κεκτημένο της οικουμενικής φάσης, αφού υπολείπεται σε  χορηγία ελευθερίας στο επίπεδο της κοινωνικής συλλογικότητας. Σε κάθε περίπτωση, η διακρίνουσα της κοινωνίας της κοσμόπολης είναι η ανθρωποκεντρική της υποστασιοποίηση στο εσωτερικό της πολιτείας, η οποία, μάλιστα, είναι συνάδουσα με τις προδιαγραφές της μετα-κρατοκεντρικής ή οικουμενικής της φάσης. Τούτο σημαίνει, όπως είδαμε, ότι έχει να επιδείξει αντίστοιχες μορφές οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης, οι οποίες εισάγουν ως προαπαιτούμενο το διακύβευμα της  καθολικής ή, κατ’ελάχιστον, της  ατομικής και  κοινωνικής ελευθερίας.
Για τους ίδιους, όπως θα δούμε, λόγους, η οικουμενική κοσμόπολη τοποθετείται σε μια ριζικά διαφορετική τυπολογική τροχιά, σε σχέση με την έννοια της  αυτοκρατορίας, η οποία εισήχθη κατά τους νεότερους χρόνους, προκειμένου να ορίσει φαινόμενα του μεταβαλλόμενου  ευρωπαϊκού δεσποτικού χώρου ή και δυσνόητα για τη  νεοτερικότητα πολιτικά φαινόμενα του παρελθόντος, στη φύση των οποίων ελάχιστα είχε εντρυφήσει. Με την έννοια της αυτοκρατορίας η νεοτερικότητα επιχειρεί να ορίσει δεσποτικά καθεστώτα με πρόσημο την εκτατική ιδιοποίηση, είτε κράτη που ταυτολογούν ομοθετικά την πολιτική αρμοδιότητα (που εγγράφουν στην ιδιοκτησία τους την πολιτεία), με μη εθνική ή, αλλιώς, πολυ-εθνοτική πολιτισμική σύνθεση, είτε τέλος φαινόμενα (οικονομικής κ.λπ.)  ηγεμονίας, ανεξαρτήτως πολιτειακού συστήματος και κοινωνικής ιδιοσυστασίας[2]. Με τη διατύπωση αυτή αποδόθηκαν έτσι φαινόμενα που συνυπήρξαν ή που αναπτύχθηκαν στο εσωτερικό του (ελληνικού) ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος ή που εμφανίσθηκαν κατά την φάση της ανθρωποκεντρικής μετάβασης στη μεγάλη κοσμοσυστημική κλίμακα (όπως, π.χ., τα δεσποτικά ευρωπαϊκά κράτη ή το  αποικιακό φαινόμενο των νεότερων χρόνων).
Τα μεν, από τα φαινόμενα αυτά, έχουν κοινό παρονομαστή τον δεσποτικό ή, αναλόγως, ημι-δεσποτικό και, οπωσδήποτε, μεταβατικό χαρακτήρα της  απολυταρχίας και, σαφώς, μια ανάλογη δομή και λειτουργία του κράτους. Πρόκειται για πολιτικά μορφώματα νεμητικού και λεηλατικού βασικά τύπου, που επιδιώκουν την άντληση οικονομικού πλεονάσματος με όχημα την οπλική δύναμη και την πολιτική (εξουσιαστική) κυριαρχία. Συναφή αυτοκρατορικά φαινόμενα είναι και εκείνα της νεότερης  αποικιοκρατίας, στο μέτρο που επιχειρούν να ενσωματώσουν τις χώρες της περιφέρειας στη μητροπολιτική  επικράτεια. Ως αυτοκρατορίες ορίζονται επίσης οι οικονομικές δυνάμεις που διαπερνούν τον  κρατοκεντρισμό ή που ελέγχουν με όρους δύναμης μέρος του κοσμοσυστήματος. Είναι οι περιπτώσεις της αθηναϊκής, της κορινθιακής αυτοκρατορίας, καθώς και οι νεότερες, όπως η βρετανική, η αμερικανική κ.λπ. Πρόκειται για διατυπώσεις ευκολίας που επιχειρούν να αποδώσουν φαινόμενα ευρείας  πολιτικής κυριαρχίας ή  ηγεμονίας, τα οποία όμως, όταν υιοθετούνται από την επιστήμη, δημιουργούν βλάβη σοβαρή στη γνωσιολογία.
Υπό την έννοια αυτή, προκαλεί όντως απορία η εμμονή της νεότερης επιστήμης να παραμένει προσδεδεμένη στις ιδεολογικές αγκυλώσεις της «νεοτερικότητας». Ενδεικτική είναι η περίπτωση του Μιχάλη Σακελλαρίου, ενός από τους πλέον σημαντικούς νεοέλληνες ιστορικούς. Ο εν λόγω ιστορικός θα υιοθετήσει με τρόπο σθεναρό την ιδέα της ελληνιστικής  απολυταρχίας[3]. Η επιλογή του αυτή καλύπτει το σύνολο των φαινομένων του ελληνικού κόσμου σε ό,τι αφορά στην αξιολογική του συγκρότηση ή στην εννοιολογική τους παραλληλία με φαινόμενα της εποχής μας. Ο ανωτέρω ιστορικός, στην πραγματεία του για τη  δημοκρατία[4], όχι μόνο υιοθετεί την καθολικώς κρατούσα άποψη ότι το πολίτευμα της νεοτερικότητας ταξινομείται στις δημοκρατίες, αλλά ότι είναι και αναντιλέκτως ανώτερη από εκείνη των πόλεων. Εν προκειμένω, η απόφανση αυτή έχει, όπως διαπιστώσαμε αλλού[5], πολυσήμαντες επιπτώσεις ως προς το σύνολο των εννοιών που συνέχονται με τη δημοκρατία, όπως η ελευθερία, η  ισότητα, η  δικαιοσύνη, το  πολιτικό σύστημα, το κράτος κ.λπ. Εν είδει παραδείγματος, αναφέρουμε τη βαθιά αντιδημοκρατική έως ολιγαρχική άποψη ότι η  ατομική ελευθερία είναι ανώτερη από την  καθολική (ατομική,  κοινωνική και πολιτική) ελευθερία και, συνακόλουθα, ότι το κυβερνάσθαι είναι ανώτερο του αυτοκυβερνάσθαι, το απλό  δικαίωμα έναντι της ελευθερίας κ.λπ.
Το πρόβλημα αυτό συνέχεται και μπορεί να εξηγηθεί μόνο από την απουσία ενός ολοκληρωμένου συστήματος προσέγγισης του κοινωνικού φαινομένου. Η οποία, τελικά, τείνει να προβάλει ένα απλώς παρεμφερές νεοτερικό φαινόμενο, όπως η  ευρωπαϊκή απολυταρχία, ως γενικό ερμηνευτικό σχήμα για την προσέγγιση των μοναρχικών πολιτειών του παρελθόντος. Ο ίδιος ο  Σακελλαρίου θα συναντήσει το συγκριτικώς αντίστοιχο της ελληνιστικής  μοναρχίας «στις απολυταρχίες της Ευρώπης κατά τον  Μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους»[6].
Η προσέγγιση αυτή δεν συνεκτιμά το στάδιο που αντιπροσωπεύει η ελληνιστική μοναρχία έναντι της νεότερης ευρωπαϊκής απολυταρχίας. Η μια αντιστοιχεί στην ανθρωποκεντρική φάση της  οικουμένης. Η άλλη ορίζει μόλις την κρατική δεσποτεία σε μετάβαση, επομένως μια κοινωνία που δεν έχει ακόμη υποστασιοποιηθεί ανθρωποκεντρικά. Ο ισχυρισμός αυτός αντιφάσκει άλλωστε στην παραδοχή του εν λόγω ιστορικού για τον διφυή χαρακτήρα των κοινωνιών της οικουμενικής κοσμόπολης. Από τη μια διακρίνει τις  κοινωνίες των πόλεων και από την άλλη τις κοινωνίες της πρώην  αφροασιατικής δεσποτείας. Οι οποίες συνομολογεί ότι έχουν μεταλλαχθεί προς μια ανθρωποκεντρικού τύπου υποστασιοποίηση, που προσκολλάται στις οικουμενικές προδιαγραφές της κοσμοσυστημικής μήτρας του ελληνισμού[7]. Η υποστασιοποίηση αυτή γίνεται με μέτρο την κοινωνία της πόλης στην οποία εγγράφονται ή συγκροτούν οι πρώην βαρβαρικοί πληθυσμοί και τα ποικίλα όσα κατά προσομοίωση της πόλης πολίσματα που απαντώνται παντού στις κοινωνίες της κοσμόπολης, όπως τα «πολιτεύματα», οι «κατοικίες» κ.λπ.[8] Αυτή καθεαυτή η συγκρότηση πόλεων εγγράφεται στη δυναμική της ανθρωποκεντρικής λειτουργίας, δεν υπόκειται στην προγενέστερη έγκριση του  βασιλέα, όπως υποστηρίζει ο  Σακελλαρίου. Η υιοθέτησή της από τον βασιλέα όμως συνεπάγεται την κατά συνθήκην αναγνώριση ενός ορισμένου, φυσικά προνομιακού, καθεστώτος.
Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους θα εισαχθεί, ως προς τις πόλεις, μια νέα καινοτομία, η οποία θα ενσωματώσει την πολιτισμική πολυσημία της κοινωνίας της. Γνωρίζουμε ήδη ότι η επικράτεια της πόλης της κρατοκεντρικής εποχής συγκροτείται εσωτερικά ως πολυ-πολιτειακό μόρφωμα, αναγνωρίζοντας στις τοπικότητες ή και σε κοινωνικά/πολιτισμικά κύτταρα την πολιτειακή τους αυτοθέσμιση. Στην περίοδο της  οικουμένης, η συμμετοχή στην πόλη πλειόνων  εθνοτικών κοινοτήτων, οι οποίες συχνά ανάγονταν σε διαφορετικές γλωσσικές κατηγορίες, οδηγούσε στη συγκρότηση πλειόνων πόλεων μέσα στην ίδια πόλη, ενός είδους ενδο-πολιτειακής συμπολιτείας.
Από την άλλη, οι πηγές στις οποίες προσχωρεί και ο  Σακελλαρίου μας πληροφορούν ότι οι υπήκοοι της κοσμόπολης αλληλογραφούν, απευθυνόμενοι στον ίδιο τον  βασιλέα, ο οποίος τους απαντούσε και, εν ανάγκη, τους δεχόταν σε ακρόαση. Ιδιαίτερη αξία έχει, από την άποψη αυτή, η μαρτυρία του χωρικού που αναφέρει ο Σακελλαρίου, της οποία το θέμα πιστοποιείται από πολλές άλλες πηγές: ζητάει από τον βασιλέα να επιληφθεί της εντεύξεώς (αιτήσεώς) του, που κατακρατούσε ο  στρατηγός, και, μάλιστα, να τον διατάξει να του χορηγηθούν τα έξοδα, ώστε να δυνηθεί να μεταβεί στην  Αλεξάνδρεια για να τον συναντήσει[9].
Σε κάθε περίπτωση, όμως, η  εικόνα του  βασιλέα που μας μεταφέρουν οι ελληνιστικές πηγές είναι εκείνη ενός  διαλλακτή του οποίου η εξουσία σταματά στα τείχη της πόλης, συμπεριλαμβανομένης και της  μητρόπολης. Η πόλη νομοθετεί, διαθέτει το δικό της σύστημα  δικαίου, ίδιον  πολιτικό σύστημα και, πολύ συχνά, δικό της  νόμισμα. Ακόμη και στην  Αίγυπτο των Πτολεμαίων, όπου η εμφύτευση πόλεων δεν έλαβε τη γενικευμένη μορφή που μαρτυρείται στους  Σελευκίδες, οι τοπικές κοινωνίες εμφανίζονται να αναπαράγουν το σύστημα των κοινών, να συγκροτούνται και να λειτουργούν ή να δρουν συλλογικά, να έχουν δηλαδή εγκλιματισθεί στη λογική του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος μικρής  κλίμακας.
Οπωσδήποτε, τα μέλη της  κοινωνίας της πόλης, στο επίπεδο της κοσμόπολης, διαθέτουν ενεργή την ιδιότητα του  πολίτη. Αν και, έναντι του κεντρικού  πολιτικού συστήματος που ενσαρκώνει ο βασιλέας, η ιδιότητα του πολίτη της πόλης δεν αποδίδει μια  εταιρική σχέση, ο τελευταίος δυνάμει της  πολεοτικής του πολιτειότητας συνεκτιμάται ως  κοσμοπολίτης.
Ο κοσμοπολίτης, εν προκειμένω, μπορεί μεν να είναι πλήρης πολίτης στην πόλη, είναι όμως καθόλα  ατελής πολίτης έναντι του κεντρικού πολιτικού συστήματος. Κατά τούτο, και για να γίνει αντιληπτή η επισήμανση αυτή, θα διακινδυνεύαμε να παραλληλίσουμε το καθεστώς του κοσμοπολίτη με το αντίστοιχο καθεστώς του Ευρωπαίου πολίτη. Όντως, η ευρωπαϊκή  πολιτειότης δεν συνδέεται με το ανήκειν, δίκην εταίρου, του πολίτη του κράτους μέλους στην ευρωπαϊκή πολιτεία –η οποία προφανώς ως πρωτο-ανθρωποκεντρική δεν διαθέτει καμία λαϊκή  νομιμοποίηση–, αλλά με το απλώς ανήκειν στο ευρωπαϊκό «κρατικό» οικοδόμημα, που του αναγνωρίζει το δικαίωμα της ελεύθερης κινητικότητας, του αναφέρεσθαι και ορισμένα άλλα οριακά  δικαιώματα. Ώστε ο πολίτης της πόλης στην κοσμόπολη, όπως και ο πολίτης του κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προικίζεται με την συμπληρωματική ιδιότητα του ατελή κοσμοπολίτη ή του «Ευρωπαίου»  πολίτη[10]. Θα προσθέταμε δε ότι στα μεν κράτη μέλη της Ένωσης, ο πολίτης είναι εξίσου  ατελής, ενώ στις πόλεις της κοσμόπολης, μετέχει κατά τεκμήριο της απλής ή και της πλήρους πολιτειότητας. Όπως, επομένως, ο πολίτης της Ένωσης, έτσι και ο πολίτης της κοσμόπολης, μολονότι έναντι του κεντρικού κράτους παραμένουν υπήκοοι (ατελείς πολίτες), η σχέση τους μαζί του δεν εξομοιώνεται με τον υπήκοο της  απολυταρχικής δεσποτείας των κρατών της νεότερης Ευρώπης. Εξού και συλλαμβάνεται ως αδόκιμος ο ισχυρισμός του Μ.  Σακελλαρίου ότι τα μέλη των κοσμοπολιτειακών κοινωνιών δεν έχουν κανένα  δικαίωμα, καθώς και η παράλειψή του να τοποθετήσει στο πραγματικό πλαίσιο την επισήμανση ότι ο  βασιλέας είναι «έμψυχος νόμος». Το εύρος της νομοθετικής πρωτοβουλίας του βασιλέα της κοσμόπολης είναι καταφανώς περιορισμένη, εάν συγκριθεί με εκείνη του απολυταρχικού μονάρχη της ευρωπαϊκής  νεοτερικότητας και, προφανώς, με την αρμοδιότητα ενός πρωθυπουργού ή προέδρου στο προ-αντιπροσωπευτικό ή  πολιτικά κυρίαρχο κράτος της εποχής μας.
Ο ανωτέρω ιστορικός δηλώνει ορθώς ότι στις κοσμοπόλεις απουσιάζει η έννοια της «λαϊκής κυριαρχίας», εν αντιθέσει προς τις δημοκρατικές πόλεις κράτη[11]. Δείχνει, όμως, να περιορίζει την λαϊκή κυριαρχία μόνο στις εξωτερικές σχέσεις της σύνολης κοινωνίας και μάλιστα του κράτους, όχι όμως στο ουσιαστικό δίλημμα που εισάγει η έννοια της λαϊκής κυριαρχία, δηλαδή στη σχέση μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής. Στον αντίποδα, θεωρεί αυτονόητο ότι η λαϊκή κυριαρχία είναι συντρέχουσα στα κράτη της εποχής μας. Σύμφωνα με τον συλλογισμό αυτόν, οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι είναι συμβατή η συνύπαρξη της  λαϊκής κυριαρχίας με την πολιτική/εξουσιαστική κυριαρχία του (νεοτερικού)  κράτους/συστήματος. Η αποδοχή της άποψης αυτής ισοδυναμεί με την υπόθεση εργασίας ότι είναι εφικτή η συνύπαρξη της  φεουδαρχίας με την  ατομική ελευθερία των μελών της.
Ακραία εκδοχή του συλλογισμού αυτού του Μ.  Σακελλαρίου αποτελεί η άποψή του ότι είναι ασύμβατη η λαϊκή κυριαρχία της κοινωνίας στο εσωτερικό της (δημοκρατικής) πόλεως που συμβιώνει ως μέλος της οικουμενικής κοσμόπολης.
Οι απλουστεύσεις αυτές και η εξομοίωση της κοσμοπολιτειακής βασιλείας με την δεσποτική  απολυταρχία της νεότερης εποχής οδηγεί τον εν λόγω ιστορικό στον καθόλα ανιστόρητο ισχυρισμό ότι «το κράτος του τύπου της ελληνιστικής μοναρχίας ήταν απόλυτα προσωπικό. Ανήκε σ’ εκείνον που το σχημάτισε και στους απογόνους του. Όλη η εξουσία ανήκε στον μονάρχη. Όλοι οι άλλοι κάτοικοι του κράτους ήταν απλοί υπήκοοί του. Κανείς δεν είχε  δικαιώματα προερχόμενα από άλλη πηγή. Κάθε διάκριση,  προνόμιο, θέση οφειλόταν στον  βασιλέα, ανεξάρτητα αν είχε εκχωρηθεί με τη θέλησή του ή είχε αναγνωρισθεί από ανάγκη»[12].
Η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση αγνοεί, επομένως, το γενικό πολιτειακό κλίμα της οικουμενικής κοσμόπολης στο οποίο εντασσόταν επίσης και η «πολιτεία» του βασιλέα. Εάν ήταν όντως απολυταρχικός ο ελληνιστικός βασιλέας, θα είχε καταργήσει πρωταρχικά τις πόλεις που ακύρωναν την ίδια τη λογική της απολυταρχίας. Στον αντίποδα, οι ελληνιστικοί βασιλείς, με προεξάρχοντες τους  Σελευκίδες, ακολούθησαν, εν είδει σταθεράς, την πολιτική του Αλεξάνδρου, εμφυτεύοντας πόλεις σε όλο το εύρος της κοσμόπολης. Οι οποίες, όπως μόλις υποσημειώσαμε, διέθεταν σημαίνουσες αρμοδιότητες, που προσιδιάζουν σε κρατικές οντότητες και όχι σε απλές τοπικές αυτοδιοικητικές μονάδες. Στο μέτρο, για παράδειγμα, που η πόλις νομοθετεί, διαθέτει ίδιον  νόμισμα, δικαιοσύνη, πολιτεία, οικονομική και δημοσιονομική ζωή κ.λπ., ασκεί δε για λογαριασμό του κέντρου και τη  δημοσιονομική του αρμοδιότητα, απομειώνει κατ’ αναλογίαν την  πολιτική εξουσία του βασιλέα. Ανάλογα ισχύουν και για τα « έθνη», τα οποία εμφανίζονται να διεκδικούν και, συνήθως, επιτυγχάνουν τη συγκρότησή τους σε εσωτερική αυτόνομη πολιτειακή οντότητα, προκειμένου να διαχειρίζονται τις ιδιαιτερότητές τους.
Ώστε, η έννοια του « έμψυχου νόμου» που αποδίδεται στον ελληνιστικό βασιλέα εγγράφεται στο περιβάλλον της οικουμενικής κοσμόπολης. Υποδηλώνει, δηλαδή, ότι ο βασιλέας νομοθετεί στο προδιαγεγραμμένο πλαίσιο της αρμοδιότητας που του ανήκει, ως κορυφαίος πολιτειακός παράγων της κοσμόπολης, και ιδίως, ότι δεν υπόκειται ο ίδιος στη δικαιοσύνη για τις ασκούμενες πολιτικές του. Δεν δύναται, όμως, να αυθαιρετεί μεθιστάμενος στην ιδιότητα του τυράννου. Κατά τούτο, το καθεστώς της ελληνιστικής  βασιλείας δεν υπόκειται σε σύγκριση με την ομόλογη εξουσία του απολυταρχικού μονάρχη της  κρατικής δεσποτείας. Οφείλει, όμως, να παραβληθεί με τις πρόνοιες που περιβάλλουν την πολιτική εξουσία στο  πολιτικό σύστημα της  πρωτο-ανθρωποκεντρικής εποχής, όπως είναι αυτό που βιώνει ο  νεότερος κόσμος. Όντως, στην πολιτικά προ-αντιπροσωπευτική αυτή φάση, η πολιτική τάξη τοποθετείται υπεράνω του  νόμου, υπέρκειται της έννομης τάξης, σε ό,τι αφορά στην άσκηση της πολιτικής του λειτουργίας[13].
Ο Μ.  Σακελλαρίου θα βασίσει την άποψη ότι η ελληνιστική βασιλεία αποτελεί « απολυταρχία στην πιο καθαρή της μορφή» στο γεγονός ότι ατονεί η συνέλευση του  στρατού αφενός, και επίσης διότι «ο μονάρχης είναι κύριος των υπηκόων του και ιδιοκτήτης των πλουτοπαραγωγικών πηγών» της χώρας. Αναφερθήκαμε μόλις στο αδόκιμο του ισχυρισμού αυτού σε ό,τι αφορά στη σχέση του βασιλέως με τους υπηκόους του. Οφείλει να συνεκτιμηθεί, επίσης, η βαρύνουσα θέση της  μητρόπολης στη λειτουργία της βασιλικής εξουσίας και στη διαμόρφωση των πολιτικών της. Παρόλον ότι η μητρόπολη δεν αναλαμβάνει ακόμη θεσμική θέση στο κεντρικό πολιτειακό σύστημα, διαπιστώνουμε ότι ο βασιλέας υπόκειται, υπό μια έννοια, στις πολιτικές διεργασίες της μητρόπολης, εγγράφεται δηλαδή και συνεκτιμά τη δυναμική της. Έτσι, μολονότι η γνώριμη στη  μακεδονική βασιλεία συνέλευση του στρατού απώλεσε την παλαιά της αίγλη στους βασιλείς των αφροασιατικών κοσμοπόλεων, τη θέση της θα καταλάβει η  πολιτική δυναμική της μητρόπολης. Ο Αντίοχος Α´ (281-261) εκτίθετο ως υποψήφιος με τους ίδιους όρους όπως κάθε  πολίτης για την εκλογή του από τους πολίτες της μητροπολιτικής πόλης, της  Αντιόχειας, σε διάφορες αρχές, τις οποίες υπηρετούσε με συνέπεια[14]. Όπως μας πληροφορούν οι πηγές, ο βασιλέας περιεχόταν στην αγορά «αρχαιρεσιάζων και τους μεν (πολίτες) δεξιούμενος τους δε περιπτύσσων παρεκάλει φέρειν αυτώ την ψήφον...». Η μαρτυρία αυτή, πέραν της όποιας σημειολογίας της, συνομολογεί ότι ο  βασιλέας, ως εκ της ιδιότητάς του, δεν είχε εξουσία να ασκήσει ο ίδιος τις αρμοδιότητες του  αγορανόμου και του  δημάρχου, στο περιβάλλον ακόμη και της  μητρόπολης. Η θέση της  Αλεξάνδρειας υπήρξε αδιαμφισβήτητα πιο δυναμική στις πολιτικές επιλογές των  Πτολεμαίων.
Σε κάθε περίπτωση,  απολυταρχία και ανθρωποκεντρισμός είναι έννοιες φύσει ασύμβατες. Το ερώτημα αφορά στον βαθμό της ανθρωποκεντρικής ενσωμάτωσης της  αφροασιατικής δεσποτείας ή, ορθότερα, στις επιρροές της στο εν γένει ελληνικό κοσμοσύστημα και, ειδικότερα, στην πολιτική συγκρότηση των κοσμοπόλεων. Συνομολογείται ότι η πολιτική της ενσωμάτωσης της αφροασιατικής δεσποτείας στον ελληνικό ανθρωποκεντρισμό, κατά τη μετάβασή του στην οικουμένη, δεν θα γίνει με τρόπο βίαιο. Θα επιλεγεί η συμβίωση με την παλαιά τάξη και η σταδιακή της υπονόμευση με την εμφύτευση των πόλεων, με την ενσωμάτωσή της στις ανθρωποκεντρικές προδιαγραφές και  λειτουργίες του κράτους, τη μαζική εισαγωγή της  χρηματιστικής οικονομίας, με ό,τι αυτή συνεπάγεται στη μετεξέλιξη του χαρακτήρα της ιδιοκτησίας, την ανάπτυξη του  εμπορίου και της  μεταποίησης, η οποία συνέδεσε τη δεσποτική περιφέρεια σε ένα αλληλένδετο δίκτυο με το σύνολο του ελληνικού κοσμοσυστήματος, και, φυσικά, τη διάρθρωση της κοινωνικής δομής της.
Ανεξαρτήτως του ότι η δυναμική της ανθρωποκεντρικής αυτής ενσωμάτωσης θα ανασχεθεί με τον καιρό, δεν θα υποχωρήσει. Η μετάλλαξη των αφροασιατικών κοινωνιών θα συντελεσθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό, με σχετική οπωσδήποτε διαβάθμιση. Τούτο μαρτυρείται από τη γενικευμένη εισαγωγή της  ατομικής ιδιοκτησίας, του εργατικού μισθού και της εταιρικής αγροτικής σχέσης στην εκμετάλλευση της γης, της εισαγωγής της φορολογικής προσωπικότητας ενός εκάστου, της  ανάπτυξης μεγάλων αστικών κέντρων, από την πολιτειακή οργάνωση που συνεκτιμά το κοινωνικό σώμα στις  λειτουργίες του, την ανθρωποκεντρική συγκρότηση των υπηρεσιών του κράτους και της  νομοθεσίας. Η περιέλευση του ουσιώδους της έγγυας ιδιοκτησίας, ιδίως στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, στον βασιλέα, ως απόρροια της υποκατάστασης από αυτόν στα δικαιώματα του δεσπότη βασιλέα, επιβεβαιώνει και ενισχύει το επιχείρημα αυτό. Όντως, το γεγονός αυτό απέτρεψε τη διατήρηση του παλαιού γαιοκτητικού καθεστώτος ή, ενδεχομένως, τη γενικευμένη περιέλευση των γηγενών πληθυσμών στην  ιδιωτική δεσποτεία. Διότι η μεταβολή του νέου, ανθρωποκεντρικά διατεταγμένου κεντρικού κράτους σε εργοδότη έμελλε να γίνει υπό το πρίσμα του παρόχου  μισθωτής εργασίας ή εταιρικής συμβατικής εκμετάλλευσης της γης. Η επιλογή αυτή, σε συνδυασμό με τη διατήρηση από την κεντρική εξουσία ενός σημαίνοτος μέρους από τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της επικράτειας, συνέβαλε εντέλει καθοριστικά στην ανθρωποκεντρική μετάβαση των αφροασιατικών κοινωνιών[15]. Στο πλαίσιο αυτό, οι φορείς της εργασίας διαπραγματεύονται με το κράτος το μισθωτικό τους καθεστώς ή, μάλλον, την εταιρική τους σχέση, σε καμιά περίπτωση όμως η ιδιοκτησία του κράτους δεν εκτείνεται και στους φορείς της εργασίας.
Από την άλλη, η θέση αυτή του κεντρικού κράτους συνδυάζεται με μια πολυσήμαντη ιδιαιτερότητα στη δομή και στη θέσμιση της κοινωνικοοικονομικής οργάνωσης. Η ίδια η  πολιτική εξουσία αναγνωρίζει το γεγονός αυτό, στο μέτρο που διακρίνει μεταξύ της βασιλικής χώρας και της  συμμαχικής χώρας. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν ιδίως οι πόλεις, αλλά και τα « έθνη», οι «βασιλείς», οι «δυνάστες» κ.λπ. που συνάπτουν μια συμβατική σχέση με τον βασιλέα, δυνάμει της οποίας προσδιορίζονται συγκεκριμένα, δηλαδή περιοριστικά, οι υποχρεώσεις τους στο πλαίσιο της κοσμόπολης. Οι σύμμαχοι αυτοί διέθεταν πλήρη  αυτονομία στις εσωτερικές τους υποθέσεις, τη δική τους πολιτεία και η σχέση τους με τον οικουμενικό  βασιλέα προσιδίαζε, κατά το μάλλον ή ήττον, στις συμμαχικές συνθήκες της κρατοκεντρικής εποχής[16]. Στις περιοχές του κράτους που ανήκαν στη  βασιλική χώρα η υπαλληλία ασκούσε τη σχετική αρμοδιότητα της εργοδοσίας υπό τον βασιλέα. Όμως, η σχέση αυτή δεν υποδηλώνει ότι απουσίαζαν οι πόλεις, των οποίων η συγκρότηση και λειτουργία ανήκε στο κοινωνικό τους σώμα.
Η πολυσήμαντη αυτή πραγματικότητα επισημαίνεται άλλωστε και στο επίπεδο του βασιλέα, ο οποίος υιοθετεί για τον εαυτό του μια δισυπόστατη λειτουργία. Είναι  βασιλέας για τους Έλληνες και φαραώ ή  αχαιμενίδης για τους Αφροασιάτες. Η επιλογή αυτή, που απαντά στις ανάγκες  νομιμοποίησης και της διαφορετικής ενσωμάτωσης των κοινωνιών της κοσμόπολης στο ανθρωποκεντρικό γίγνεσθαι, δεν αποτελεί, εντούτοις, όπως είδαμε, τεκμήριο απολυταρχίας. Η απολυταρχία ορίζεται από άλλα στοιχεία, τα οποία η νεοτερική επιστήμη πόρρω απέχει από το να έχει αποκωδικοποιήσει, καθώς προϋποθέτουν την τοποθέτησή της στο κλίμα μιας καθολικής γνωσιολογίας που δεν διαθέτει. Η απολυταρχία αποτελεί, όπως είδαμε, πολιτικό φαινόμενο του δεσποτικού κοσμοσυστήματος ή, κατ’ελάχιστον, της περιόδου της μετάβασης από τη  δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Είναι συνώνυμη της  κρατικής δεσποτείας. Προϋποθέτει, επομένως, μια δομή και αντίληψη κράτους, ιδιοκτησιακού τύπου, το οποίο στοιχειοθετεί το όχημα για την επέκταση της ιδιοκτησίας του μονάρχη επί της κοινωνίας. Εξού και δεν αναγνωρίζεται η θεσμική ατομικότητα των μελών της κοινωνίας (η πολιτειότης, η  φοροδοτική ευθύνη κ.λπ.) ούτε και η ύπαρξη αυτόνομων πολιτειακών θυλάκων, όπως οι πόλεις. Οι θύλακες που ενυπάρχουν στην  κρατική δεσποτεία ανάγονται στην  ιδιωτική δεσποτεία. Η ελευθερία στο  ατομικό και στο συλλογικό αποτελεί, καταρχήν, άγνωστο πεδίο σ’ αυτήν. Η μεταβατική κρατική δεσποτεία της νεότερης Ευρώπης επιβεβαιώνει ακριβώς την υπόθεσή μας.
Η ελληνιστική κοσμόπολη, αντιθέτως, είναι ακραιφνώς ανθρωποκεντρική. Στο  πτολεμαϊκό κράτος το σύστημα των πόλεων είναι γενικευμένο, μολονότι τα αστικά κέντρα δεν είναι τόσο πυκνά όπως στο κράτος των  Σελευκιδών. Την έλλειψη αυτή, εντούτοις, αντισταθμίζει η  Αλεξάνδρεια, η οποία εμφανίζεται να παίζει ένα ρόλο καταλύτη στα πολιτικά πράγματα της κοσμόπολης. Το σελεύκειο κράτος είναι λιγότερο συγκεντρωτικό, το σύστημα των πόλεων γενικευμένο επίσης, ενώ παρατηρείται μια ισχυρή  ανάπτυξη των αστικών κέντρων, ορισμένα από τα οποία ξεπερνούν τις 500.000 κατοίκους[17]. Η συγκρότηση της κεντρικής και της περιφερειακής διοίκησης στις κοσμοπόλεις αυτές είναι υπαλληλική, όχι φεουδαλική. Τα μέλη της κοινωνίας αναγνωρίζονται ως θεσμικές ατομικότητες που υπέχουν αντίστοιχες υποχρεώσεις προς το κράτος (φορολογικές, στρατιωτικές κ.λπ.). Επισημαίνεται τέλος ότι η επικέντρωση των Σελευκιδών στη δυτική παρειά του κράτους τους, ιδίως στην  Εγγύς Ανατολή, στη  Μικρά Ασία και στο  Αιγαίο, ή των  Πτολεμαίων γύρω από την  Αλεξάνδρεια και την  Παλαιστίνη θα προικίσει με συμπληρωματικό ανθρωποκεντρικό πρόσημο την  κεντρική πολιτεία και τις πολιτικές της.
Οι ολίγες αυτές επισημάνσεις εξηγούν γιατί η  μοναρχία της ελληνιστικής κοσμόπολης δεν έγινε ούτε τυπικά ούτε, το και σπουδαιότερο, ουσιαστικά δεσποτική, κατά το πρότυπο της  κρατικής δεσποτείας: αναφερόταν σε μια συνολικά ανθρωποκεντρική οικουμένη, δομημένη με πρόσημο την πρωτογενή  κοινωνία της πόλης, της οποίας η πολιτεία συνδυάσθηκε οργανικά με το κεντρικό πολιτικό σύστημα, επιφυλλάσσοντάς του, ουσιαστικά, έναν ρόλο κανονιστικού λειτουργού της  κοσμοπολιτείας. Ώστε, παρόλες τις δουλείες που υπαγόρευαν οι περιορισμοί του «φυσικού» επικοινωνιακού συστήματος της εποχής, η  κεντρική πολιτική εξουσία της ελληνιστικής κοσμόπολης θα εναρμονισθεί στο κλίμα της ανθρωποκεντρικής ελευθερίας που εκπορεύεται από την φάση της οικουμένης. Ουδεμία σχέση έχει με το  απολυταρχικό κράτος ή το πολιτικά κυρίαρχο κράτος της  νεοτερικότητας, το οποίο ως δεσποτικό, το πρώτο, ή  πρωτο-ανθρωποκεντρικό, το δεύτερο, είχε ήδη καταχωρηθεί από τον ελληνικό κόσμο ως στερητικό της ελευθερίας και, κατ’ επέκταση, ως  τυραννικό.
Το γεγονός αυτό δεν αντίκειται στη διαπίστωση ότι η λειτουργία της ελληνιστικής κοσμόπολης, στο μέσον της  αφροασιατικής δεσποτικής ενδοχώρας, ήταν αναπόφευκτο να αφήσει τα ίχνη της στο δυσμενές για την ανθρωποκεντρική δυναμική  επικοινωνιακό περιβάλλον του κεντρικού  πολιτικού συστήματος. Το φαινόμενο αυτό εξηγεί ευρέως την πολυσημία των συμβολισμών της πολιτικής που θα επενδυθεί η μοναρχία. Στην αφροασιατική  δεσποτική ενδοχώρα θα αναπαραγάγει το στοιχείο της υπερβατικής ιδιότητας του  βασιλέα και της οικειοποίησης των συντελεστών της θρησκευτικής και της δεσποτικής εξουσίας. Τα οποία όμως θα απεκδυθούν, καθοδόν προς την ανθρωποκεντρική ενσωμάτωση της Αφροασίας από τη δεσποτική τους σημειολογία. Στον κυρίως ελληνικό χώρο, όμως, η σχέση των πόλεων με τη  μητρόπολη και, ιδίως, η σχέση της μοναρχίας με τη μητρόπολη υπήρξε σταθερά διαφορετική, καθώς το ανθρωποκεντρικό κεκτημένο υπαγόρευε, όπως είδαμε, θεμελιωδώς τις πολιτικές λειτουργίες του κέντρου.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτειακή δομή που συνέδεε το κέντρο με τις πόλεις απέρρεε, όπως είδαμε, από την αρχή της συμμαχίας, στην οποία το επιχείρημα της ελευθερίας αποτέλεσε τον καταλύτη. Εξού και στη συμμαχική διαπραγμάτευση εμφανίζεται να παίζει κατασταλτικό ρόλο η εκχώρηση  προνομίων, η αναγνώριση δηλαδή ενός ιδιαίτερου καθεστώτος στην πόλη, που εκαλείτο να συναινέσει στην εγκατάστασή της στο περιβάλλον της κοσμόπολης[18].
Οπωσδήποτε, η  μητρόπολη πολιτεία, στο μέτρο που προβάλλει ως το κεντρικό πολιτειακό σύστημα της οικουμενικής κοσμόπολης, λειτουργεί βασικά ως ενοποιός πολιτική παράμετρος της κοσμόπολης. Η γενική αυτή παρατήρηση, εντούτοις, διαφοροποιείται συνακόλουθα προς την εσωτερική φυσιογνωμία μιας εκάστης των κοσμοπόλεων και προς τις φάσεις της ανθρωποκεντρικής της προσομοίωσης στη διάρκεια της οικουμένης. Η διαδικασία αυτή, έως την ανθρωποκεντρική αποκρυστάλλωση της μητρόπολης πολιτείας, ήδη στο πρώτο στάδιο του Βυζαντίου, εμφανίζει ένα εξαιρετικό ενδιαφέρον που συνδέεται τόσο με τον τρόπο της εσωτερικής της συγκρότησης και με τη δυναμική της σχέσης μεταξύ αυτής και των εταίρων πόλεων, όσο και με την ισορροπία μεταξύ της μικρής κοσμοσυστημικής κλίμακας και του εύρους της κοσμοπολεοτικής επικράτειας.
Ώστε, ταξινομώντας η νεοτερική επιστήμη την οικουμενική περίοδο του ελληνικού/ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος στη χορεία των «απολυταρχιών» και, επίσης, των «αυτοκρατοριών», παραγνωρίζει την τυπολογικά, δηλαδή διαμετρικά διαφορετική, φύση τους. Διαφορετική ως προς τις κοινωνίες, τις οικονομίες, τις πολιτείες που έχουν να επιδείξουν. Η οικουμενική κοσμόπολη ανήκει στην ύστερη φάση του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος, ενώ η  απολυταρχία και η  αυτοκρατορία, στην καλύτερη περίπτωση, απαντάται στη φάση της μετάβασης από τη  δεσποτεία στον ανθρωποκεντρισμό. Τη διαφορά ανάμεσα στα μορφώματα αυτά και στην οικουμενική κοσμόπολη την αποδίδει με ακρίβεια ο  Πλούταρχος όταν διακρίνει το εγχείρημα του Αλεξάνδρου στην  αφροασιατική ενδοχώρα με τον εκτατικό ή λεηλατικό «τρόπο» των βαρβαρικών λαών της εποχής του.
Ένα τελευταίο, αλλά μείζον ζήτημα που συνέχεται με τη διευκρίνιση του χαρακτήρα της οικουμενικής κοσμόπολης αφορά στην έννοια της (πολιτικής)  ηγεμονίας. Έννοια η οποία αποτέλεσε το κρίσιμο διακύβευμα στις σχέσεις της  μητρόπολης με τις πόλεις, δηλαδή στη διαλεκτική της ελευθερίας. Στην έννοια, όμως, αυτή θα επανέλθουμε διεξοδικά παρακάτω, όπου θα επιχειρήσουμε επίσης τις διαφοροποιήσεις της από συναφείς όρους, όπως η κυριαρχία κ.λπ.

Γιώργος Κοντογιώργης, Το ελληνικό κοσμοσύστημα. τ. Β΄ Η περίοδος της οικουμενικής οικοδόμησης, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα, 2014


[1] . Για την  κρατική δεσποτεία παραπέμπουμε, επίσης, στον Α´ τόμο του εδώ έργου, και στο άρθρο μας «Το πρόβλημα της πολιτικής εξουσίας των "βαρβαρικού"τύπου κρατών στον  Αριστοτέλη», όπ. παρ., σελ. 177-191.

[2]  Η σχετική βιβλιογραφία είναι άφθονη. Σχετικά, H.-J.  Gehrke, όπ. παρ. Όμως, το φαινόμενο αντιμετωπίζεται υπό μια χαλαρή εννοιολογική οπτική που πόρρω απέχει από του να αποδίδει τη  γνωσιολογία του φαινομένου. (Ενδεικτικά Jean Tulard (Dir.), Les empires occidentaux de Rome à Berlin, Παρίσι, 1997.)

[3] Βλέπε σχετικά στην ΙΕΕ, Δ, 467, 472, κ.λπ.
[4] Η αθηναϊκή δημοκρατία, Παν/κές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1999.
[5] Η δημοκρατία ως ελευθερία, όπ. παρ.
[6]  Όπ. παρ., Δ, 487 κ.λπ.
[7] Το φαινόμενο αυτό δεν θα παραμείνει μοναδικό. Θα επαναληφθεί πολλές φορές στο μέλλον της ανθρωποκεντρικής οικουμένης, όπως με τους  Ρωμαίους και τους άλλους λαούς της εποχής και φυσικά κατά την περίοδο του Βυζαντίου.
[8] Μ.  Σακελλαρίου, ΙΕΕ, Δ, 514.

[9] «Δέομαι ουν σου, βασιλεύ, ει δοκεί συντάξαι  Αρίστωνι τω στρατηγώ δόντι μοι τριάκοντα ημερών τα επιτήδεια την ταχίστην με προς σε αποστείλε ή την έντευξιν» (ΙΕΕ, Δ, 490).

[10] Εξ επόψεως  τυπολογίας της πολιτειότητας, υπενθυμίζουμε τη διάκρισή μας στον  ατελή, στον απλός και στον πλήρη  πολίτη, οι οποίοι προσιδιάζουν αναλόγως στην  προ-αντιπροσωπευτική, στην αντιπροσωπευτική και στη δημοκρατική πολιτεία. Σχετικά στο έργο μας, Πολίτης και πόλις, όπ. παρ.

[11] Στην ΙΕΕ, Δ, 472.
[12] Στην ΙΕΕ, Δ, 468-469.

[13] Όντως η πολιτική τάξη στα σύγχρονα κράτη υπόκειται στη  δικαιοσύνη μόνο σε ό,τι αφορά στην άσκηση παρανόμων πράξεων και ιδίως στην ιδιοποίηση του δημόσιου αγαθού. Αλλά και πάλι υπό προϋποθέσεις οι οποίες στην πράξη ακυρώνουν την υπαγωγή της στην « πολιτεία δικαίου». Για το μείζον αυτό ζήτημα και τις προεκτάσεις του στον χαρακτήρα του  πολιτικού συστήματος, βλέπε τα έργα μας, Η δημοκρατία ως ελευθερία....και Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος. Αθήνα, Πατάκης, 2012.
[14] "Πολλάκις δε και την βασιλικήν αποθέμενος εσθήτα, τήβεννον αναλαβών, περιήγε κατά την αγοράν αρχαιρεσιάζων, και τους μεν δεξιούμενος τους δε περιπτύσσων παρεκάλει φέρειν αυτώ την ψήφον, ποτέ μεν ως  αγορανόμος γένηται ποτέ δε και ως  δήμαρχος. Τυχών δε της αρχής [….] διήκουσε των κατά την αγοράν γινομένων συναλλαγμάτων και διέκρινε μετά πολλής σπουδής και προθυμίας». Το ενδιαφέρον είναι ότι το απόσπασμα αυτό το επικαλείται και ο Σακελλαρίου (Στην ΙΕΕ, Δ, 509). Η προσέλευση του βασιλέα στην  εκκλησία του  δήμου πόλεων της  επικράτειάς του αποτέλεσε τρέχουσα πρακτική. Ο Αντίοχος Γ´ παρέστη ο ίδιος στην  εκκλησία της πόλεως Τέω της  Μικρασίας για να διαβεβαιώσει τους πολίτες ότι αποδέχθηκε την «ανακήρυξη της πόλης τους και της επικράτειάς της ιερής, άσυλης και απαλλαγμένης από φόρους».

[15] ΙΕΕ, Δ, 512.
[16] Εντούτοις και ο  Σακελλαρίου, σε αντίθεση με τον  Ehrenberg, αναγνωρίζει την ύπαρξη του καθεστώτος αυτού (ΙΕΕ, Δ´, 508-509).
[17] ΙΕΕ, Δ΄, 514.

[18] Τα  προνόμια αυτά, που θα λάβουν διάφορες μορφές (λ.χ., ειδικό πολιτικό ή δημοσιονομικό καθεστώς ή ευεργεσίες προς την πόλη κ.λπ.) θα αποτελέσουν, λόγω του δομικού χαρακτήρα της σχέσης μεταξύ πόλης και  μητρόπολης πολιτείας, μια εξαιρετικά ανθεκτική σταθερά σε όλη τη διάρκεια της οικουμένης ( Πλούταρχος,  Δημήτριος, 8,3: «...τοις γαρ στόμασι των λιμένων (της  Αθήνας) ακλείστοις επιτυχών ο Δημήτριος και διεξελάσας, εντός ην ήδη καταφανής πάσι, και διεσήμηνεν από της νεώς αίτησιν ησυχίας και σιωπής. γενομένου δε τούτου κήρυκα παραστησάμενος ανείπεν, ότι πέμψειεν αυτόν ο πατήρ αγαθή τύχη, <τους> Αθηναίους ελευθερώσοντα και την  φρουράν εκβαλούντα και τους νόμους αυτοίς και την πάτριον αποδώσοντα πολιτείαν». Επίσης, Ph.  Gauthier, Les cités grecques et leurs bienfaiteurs (IV-I siècle avant J.C). Contribution àlhistoire des institutions, Αθήνα/Παρίσι, 1985. Απαντώνται δε επίσης στη ρωμαιοκρατία, το  Βυζάντιο, αλλά και κατά τη διάρκεια της  οθωμανοκρατίας, επιβεβαιώνοντας ακριβώς τη συναποδοχή, από την πλευρά του οθωμανού δεσπότη, της λειτουργίας των κοινών/πόλεων και της, υπό μια έννοια, «συμμαχικής» σχέσης τους με την Πύλη. Για την τελευταία αυτή περίοδο της οικουμένης, περισσότερα, στο έργο μας, Κοινωνική δυναμική και πολιτική αυτοδιοίκηση. όπ. παρ. Και εδώ, παρακάτω.
πηγή: contogeorgis.blogspot.gr

ΟΙ 9 ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΥ

$
0
0

Στην νεοτερική περίοδο της ιστορίας η έννοια της ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣσυνδέθηκε εσφαλμένα με την συγκεντρωτική άσκηση πολιτικής σε υπέρτερα σύνολα κοινωνιών, όπως το κράτος, τις  ομοσπονδίες κρατών, ή συμμαχίες κρατών. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ δεν είναι αυτό. ΔΗΜΟΣ + ΚΡΑΤΟΣ ή ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Η δημοκρατία γεννιέται όταν μία κοινωνία είναι οργανωμένη κατά δήμους, δηλαδή όταν οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να ασκούν εξουσία κατ'αρχήν μέσα στις πόλεις τους (ΠΟΛΙΤΙΚΗ). Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί σε οποιαδήποτε μορφή επιπέδου μεγέθους μιας οργανωμένης κοινωνίας. Δηλαδή, ένα κράτος ή μια ένωση κρατών έχει δημοκρατία μόνο όταν οι πολίτες σε αυτές τις πολιτικές οντότητες έχουν δύναμη και εξουσία μέσα στις πόλεις τους, στους δήμους τους. Δηλαδή μέσα εκεί έχουν τη δυνατότητα να αποφαίνονται για όλα τα ζητήματα της καθημερινής ζωής τους, γιατί μέσα εκεί, στην δημοτική αγορά του λόγου, φανερώνεται ο ΠΟΛΙΤΗΣκαι ο ίδιος οΛΟΓΟΣ
Επομένως ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ, ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ, ΤΙΣ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΥΣ.
Ο ΔΗΜΟΣείναι μια οργανωμένη ομάδα πολιτών σε συγκεκριμένο τοπικό πλαίσιο με βάση ιδιαίτερες γεωοικονομικές και γεωπολιτικές αναφορές που ορίζουν την πολιτισμική ταυτότητα μιας πόλης.

Οι πολίτες μέσα στους δήμους, μέσα στην πόλη τους, έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας και να αποφαίνονται για όλα τα ζητήματα που αφορούν και περιφερειακά ή κρατικής εμβέλειας θέματα. Μέσα εκεί, στον δήμο, φύονται οι ρίζες της κοινωνίας και  της δημοκρατίας.

Οι θεμελιώδεις αρχές που πλαισιώνουν το πρόταγμα της αληθινού ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΥ, της ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΧΕΣΕΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ είναι οι εξής:

1) Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ : όλοι οι πολίτες είναι πολιτικά ίσοι μεταξύ τους πέρα και πάνω από διακρίσεις που αφορούν τη θρησκεία, το φύλο ή την εθνική καταγωγή, την σεξουαλική προτίμηση. 

2) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΝΟΜΙΑΣ:όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο αλλά και ο νόμος απέναντι στον κάθε πολίτη.

3) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΠΟΛΙΤΕΙΑΣ:όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να μετέχουν στις δημόσιες εξουσίες. Το δικαίωμα όμως αυτό πηγάζει από την υποχρέωση της συμμετοχής.

4) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΨΗΦΟΥ:η συμμετοχή κάθε πολίτη στην διαμόρφωση των αποφάσεων του δήμου, έχει ακριβώς την ίδια βαρύτητα και το ίδιο αποτέλεσμα.

5) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΑΡΡΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΗΓΟΡΙΑΣ:  κάθε πολίτης έχει την υποχρέωση και το δικαίωμα να εκφέρει ελεύθερα την γνώμη του και αυτή τελεί υπό την απόλυτη προστασία του δήμου. Με αυτόν τον τρόπο η άποψη του πολίτη εμπλουτίζει τον δήμο με πρωτότυπες ιδέες και συντελεί στην υπεράσπιση του δικαίου και του πολιτικού πλουραλισμού. Συγκεκριμένα η παρρησία (πᾶν + ῥητός) αφορά την υποχρέωση του, να εκφέρει την άποψη του ελεύθερα και με ειλικρίνεια ενώ η ισηγορία (ίσος + αγορεύω) το δικαίωμα του να αγορεύει, να μιλά στην εκκλησία του δήμου. Η παρρησία καλλιεργεί την ελευθερία σε όλους τους πολίτες γιατί εκπαιδεύονται στο να διευρύνουν τους ορίζοντες τους είτε ως ομιλητές είτε ως ακροατές.


6) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗΣ: Πριν από κάθε ψηφοφορία ή δημοψήφισμα λαμβάνει χώρα διαβούλευση-συνέλευση. Στόχος της διαβούλευσης είναι η εξάλειψη των απόλυτων διαφωνιών και κάθε μορφής διπολισμού που λειτουργεί διαιρετικά για την κοινωνία. Με την διαβούλευση εξαλείφεται η μισαλλοδοξία, ο λαϊκισμός,η ιδεολογικός δογματισμός και οι αιχμηρές "γωνίες"που πολώνουν, τεμαχίζουν και αποσυνθέτουν τον κοινωνικό ιστό.

7) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ: οι πολίτες υπακούουν στη θέληση της πλειοψηφίας στο βαθμό που οι αποφάσεις της οποίας δεν έρχονται σε σύγκρουση με καθολικές συνταγματικές επιταγές και νόμους που υπερφηφίστηκαν από την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών. Η πλειοψηφία δε λαμβάνει χαρακτηριστικά δικτατορικής επιβολής, γιατί ο καθορισμός του πλαισίου ισχύος της απορρέει από τους όρους που τίθενται από τη συντακτική εθνοσυνέλευση και το διαρκώς εξελισσόμενο σύνταγμα. Ο δημοκρατικός κοινοτισμός, η αληθινή δημοκρατία προστατεύει κάθε μορφή πολιτισμικής ή ειδικής κοινότητας ανθρώπων γιατί μέσα στην κοινότητα αναδύεται ο ελεύθερος συλλογικός πολίτης-άνθρωπος. Στόχος είναι η μεγαλύτερη δυνατή πλειοψηφία των πολιτών.

8) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΑΘΟΛΙΚΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ:Στην πραγματική δημοκρατία, στον δημοκρατικό κοινοτισμό, δεν είναι δυνατόν το δημοψήφισμα να έχει αποσπασματική ισχύ λαμβάνοντας τη βούληση ενός μέρους της κοινωνίας στη λήψη των αποφάσεων. Δηλαδή. Αν σε ένα δημοψήφισμα για ένα επιμέρους θέμα συμμετάσχει μια επιμέρους κοινωνική ομάδα πολιτών (π.χ οι άνεργοι, που θα είναι ευκολότερη η συμμετοχή τους) η απόφαση δε θα έχει καθολική ισχύ, δε θα λαμβάνει την θέληση του συνόλου της κοινωνίας, αλλά τη θέληση μιας μερίδας πολιτών. Αυτό αντιμετωπίζεται όταν ενυπάρχει στο δημοψηφισματικό πλαίσιο των κειμένων η θεσπισμένη θέση της συντεταγμένης κοινωνίας των πολιτικών που είναι κληρωτοί ή αιρετοί, προκειμένου να έχει μπροστά της η κοινωνία μια καθολική πολιτική αφήγηση, μια συνολική αντιμετώπιση ενός ζητήματος.

9) Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ: η διαφάνεια αφορά στις αποφάσεις, διαδικασίες και τους πόρους του δήμου. Οποιοσδήποτε πολίτης ή ομάδα πολιτών έχει την υποχρέωση και την δυνατότητα να ελέγχει το δήμο.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ - ΠΟΛΙΣ, ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

$
0
0

Α. ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Το «ελληνικό θαύμα» 

Για αρκετούς αιώνες, η ευρωπαϊκή φιλολογία και η ευρω­παϊκή ιστοριογραφία αντιμετώπιζαν το αρχαιοελληνικό παρελθόν ως «θαύμα». Η λα­μπρή περίοδος από τον 8ο περίπου έως και τον 4ο αιώνα -.Χ. θάμπωνε όσους έρχο­νταν σε επαφή με τα έπη του Ομήρου, τη λυρική ποίηση, τα τραγικά και κοσμικά έρ­γα της Αθήνας, με τη φιλοσοφία από τον Θαλή μέχρι και τον Αριστοτέλη, με τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική, με τη ρητορική και την πολιτική σκέψη. Αυτό που κυρίως εξέπληττε δεν ήταν τόσο η ιδιοφυία του ενός ή του άλλου ποιητή, το ταλέντο του ενός ή του άλλου καλλιτέχνη, η βαθύνοια και η πρωτοτυπία της σκέψης του ενός ή του άλλου στοχαστή, όσο το ίδιο το γεγονός της ανάδειξης τρόπων σκέψης και έκφρασης μοναδικών μέχρι τη στιγμή εκείνη στην ιστορία της ανθρωπότητας, «θαύ­μα» όμως είναι κάτι που αδυνατούμε να ερμηνεύσουμε, ένα φαινόμενο του οποίου οι αιτίες θεωρούνται υπερφυσικές, ένα γεγονός πέρα από τα όρια της ανθρώπινης κατανόησης. 


Η συνεισφορά των Ελλήνων στον ανθρώπινο πολιτισμό είναι όντως μοναδική, είναι όντως θαυμαστή, το να την αντιμετωπίζουμε όμως ως θαύμα, δηλαδή ως κάτι το ανεξήγητο, είναι, αν μη τι άλλο, μια στάση που ακυρώνει την ίδια την ελληνική συμβολή στην ανθρώπινη σκέψη. Γιατί αυτό που κυρίως προσέφεραν οι Έλληνες στον πολιτισμό είναι η αναζήτηση «φυσικών» και όχι «υπερφυσικών», λογικών και ό­χι αυθαίρετων αιτίων στα φαινόμενα της φύσης και της ιστορίας. Ήδη στα έργα του Ομήρου, τα πρώτα αυτά μνημεία της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής ποίησης, παρατηρούμε μια σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση τόσο με το μυκηναϊκό παρελθόν (όπως μπορούμε να το αποκαταστήσουμε μέσα από τα πορίσματα της αρχαιολογίας) όσο και με τις παραδόσεις των άλλων λαών της Μέσης Ανατολής: γιατί το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της ομηρικής επικής ποίησης είναι το γεγονός πως, ενώ κινείται μέσα στα πλαίσια της παραδοσιακής θρησκείας, έχει κιόλας την τάση να απομακρύνει το μυστηριώδες και να προβάλει τις λογικές σχέσεις.

«Θαύμα», λοιπόν, αλλά ένα θαύμα δημιουργημένο από ανθρώπους και από ιστορι­κές συνθήκες- η ελληνική σκέψη μπορεί και πρέπει να αποτελεί το αντικείμενο της κριτικής σκέψης των νεοτέρου, στον ίδιο βαθμό που μπορεί και πρέπει να αποτελεί διαρκή πηγή έμπνευσης.

Η δημιουργία του φαινομένου της πόλεως[i]. 

Για όποιον μελετά την ιστορία είναι προφανές πως και οι ιδιαιτερότητες και τα επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού σε κάθε επίπεδο και σε κάθε τομέα οφείλονται στον θεσμό της πόλεως. Αυτός ο θεσμός επέτρεψε την εμφάνιση των ιδιαίτεροι χαρακτηριστικών του ελληνικού πολιτισμού. Συνεπώς, παρά το γεγονός πως και ο μυκηναϊκός και ο γεωμετρικός πολιτισμός δημιουργήθηκαν από ελληνικά φύλα, παρά το γεγονός της αναμφισβήτητης συνέχειας ανάμεσα στο μυκηναϊκό και γεωμετρικό παρελθόν και την αρχαϊκή και κλασική ανάπτυξη των επόμενων αιώνων, αυτό που ονομάζουμε «ελληνισμό» δεν αποκτά την πλήρη μορφή του, την πραγματική του ταυτότητα, παρά μετά τη δημιουργία του θεσμού της πόλεως. Δεν εννοούμε φυσικά εδώ με τον όρο πόλις απλώς τη συγκέντρωση πληθυσμού σε έναν οργανωμένο χώρο μεγαλύτερο σχε­τικά από εκείνον ενός χωρίου, ενός συνοικισμού ή ενός οχυρωμένου φρουρίου μέσα στο οποίο εγκαθίσταται μια κεντρική διοίκηση. Άλλωστε πόλεις, με την έννοια που και σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη, ακόμα και πρωτεύουσες, υπήρχαν σε όλες τις χώρες της Ανατολής, ειδικά μάλιστα στις μεγάλες αυτοκρατορίες, αλλά και σε έθνη χωρίς ισχυρή κεντρική εξουσία, όπως οι Φοίνικες. 

Τι είναι η ελληνική "πόλις"

Όταν όμως μιλούμε για την ελληνική πόλιν εννοούμε τον ειδικό εκείνο κοινωνικό οργανισμό στον οποίο η διακυβέρνηση και η εξουσία ασκείται με βάση νόμους όχι μόνον γραπτούς αλλά, κυρίως, κοινά αποδεκτούς, νόμους που θεωρούνται μεν ιεροί, αλλά αποτελούν ανθρώπινο έργο και. προκειμένου να επιβληθούν, απαιτείται η συναίνεση του συνόλου των πολιτών. Εννοούμε τον κοινωνικό οργανισμό στον οποίο οι άνθρωποι που ασκούν την εξουσία δεν οφείλουν τη δύναμή τους στην καταγωγή τους ή τη σχέση τους με τη θρησκεία, αλλά στην ιδιότητά τους ως μέλη της συγκεκριμένης κοινωνίας, στην ιδιότητά τους ως πολίτες. 

Τα χαρακτηριστικά αυτά είναι κοινά σε όλες τις μορφές πολιτεύματος που αναπτύχθηκαν στις ελληνικές πόλεις και στις διαφορετικές φάσεις της ιστορίας τους. Από τα αριστοκρατικά ή ολιγαρχικά πολιτεύματα (της Σπάρτης ή της Θήβας, λ.χ.), ως τις τυραννικές επαναστάσεις του 6ου αιώνα ή ως τις πιο ακραίες μορφές δημοκρατίας που γνώρισε κάποιες στιγμές η Αθήνα, κοινό χαρακτηριστικό είναι πάντα το γεγονός πως οι νόμοι δεν θεωρούνται ως θεϊκό δημιούργημα αλλά ως ανθρώπινο επίτευγμα που, για να έχει ισχύ, απαιτείται η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση όλων όσων έχουν πολιτικά δικαιώματα. Αυτό που διαφοροποιεί, σε τελευταία ανάλυση, τα ολιγαρχικά από τα δημοκρατικότερα πολιτεύματα είναι το εύρος της ι­σονομίας που παραχωρεί το καθένα, δηλαδή ο μικρότερος ή μεγαλύτερος αριθμός ανθρώπων στον οποίο παραχωρούνται πολιτικά δικαιώματα.

Πώς φθάσαμε στην "πόλιν"

Πώς όμως φτάσαμε στη δημιουργία της πόλεως; Η εξέλιξη ήταν αργή και η αρχή της ανάγεται στην εποχή του χαλκού. Όπως και σε όλα τα σημαντικά ιστορικά φαινόμενα, έτσι και στην περίπτωση αυτή είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνουμε με καθαρότητα τα πρώτα αίτια από τα διαδοχικά αποτελέσματα και τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα σε διαφορετικά στοιχεία που συνέβαλαν στο να πάρουν τα πράγματα τη συγκεκριμένη εξέλιξη. Αυτό που έδωσε πάντως μια ιδιαίτερη ώθηση στη διαμόρφωση του φαινομένου ήταν η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας, διότι είχε ως συνέπεια τη δημιουργία πλούτου που δεν ήταν πλέον εξαρτημένος από τη γαιοκτησία και τη γεωργία. Συνέπεια αυτής της ανάπτυξης ήταν η όξυνση των κοινωνικών συγκρούσεων. Ήδη κατά τα γεωμετρικά χρόνια, οι αριστοκράτες είχαν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για όσα ακολούθησαν με το να συμβάλουν δυναμικά στην αποδυνάμωση της βασιλείας: ο βασιλιάς είχε χάσει το παλαιό κύρος και τη σχεδόν θεϊκή υπόστασή του και το αξίωμα είτε είχε μεταβληθεί σε αιρετό, είτε είχε χάσει κάθε πραγματική εξουσία. Τώρα, οι έμποροι και οι βιοτέχνες, καθώς και ο εργατικός πληθυσμός που συνδεόταν με αυτές τις οικονομικές δραστηριότητες, άρχισαν να ζητούν επίσης πολιτικά δικαιώματα, τα οποία ως τότε συνδέονταν αποκλειστικά με την κατοχή γης, δηλαδή την αριστοκρατία. Οι οξύτατες συγκρούσεις οδήγησαν σε δύο παράλληλα αποτελέσματα: τη δημιουργία νέων πολιτικών συνθηκών και τον αποικισμό. Και στις δύο περιπτώσεις, το χαρακτηριστικό είναι πως οι κοινωνίες ζήτησαν την εξαρχής σύσταση της πολιτείας, του πολιτεύματος. Και στις δύο περιπτώσεις, ένας αισυμνήτης, ένας νομοθέτης στον οποίο παραχωρούνταν απόλυτη εξουσία προσωρινά, εκαλείτο να συντάξει ένα «σύνταγμα» και να ορίσει εκ νέου τις κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις, τον τρόπο άσκησης της εξουσίας και τον τρόπο απονομής της δικαιοσύνης.

Είναι χαρακτηριστικό πως στις χώρες της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής, οι πολιτικές ταραχές σήμαιναν απλώς μια αλλαγή δυναστείας, ενώ οι κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές δομές παρέμεναν αναλλοίωτες. Στον ελληνικό χώρο, αντιθέτως, οι κρίσεις που σπάρασσαν τις πόλεις κατέληξαν σε βαθύτατες πολιτικο­κοινωνικές αλλαγές και είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέων κοινωνικών οργανώσεων και πολιτικών θεσμών. Το πέρασμα από τη βασιλεία «μυκηναϊκού τύπου» στους θεσμούς της πόλεως, στη δημιουργία πολιτικής συνείδησης, στη διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων από ομάδες που μέχρι τότε δεν συμμετείχαν στην άσκηση εξουσίας, καθώς και τα πολιτικά «πειράματα» που αποτελούν η τυραννία, η ολιγαρχία, η δημοκρατία, είναι τα καινοφανή αποτελέσματα που είχαν οι κρίσεις αυτές στις ελληνικές περιοχές των δύο ακτών του Αιγαίου. Κι ακόμα, χαρακτηριστικό των διαδικασιών αυτών στον ελληνικά χώρο, είναι το γεγονός πως εδώ, για πρώτη φορά, οι πολίτες δεν αρκούνται στη διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων ή στην εκδήλωση των διαφωνιών τους, αλλά επεξεργάζονται και θεωρητικά το πρόβλημα της πολιτικής και της ιδανικής άσκησης της εξουσίας. Τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα δηλαδή, δεν αντιμετωπίζονται απλά ως πρακτικά ζητήματα, αλλά μεταφέρονται στο θεωρητικό επίπεδο, γίνονται αντικείμενο κριτικής και θεωρητικής συζήτησης.

Μπορούμε επομένως να πούμε πως στις αρχές του 7ου αιώνα γεννιέται, ως συνέπεια αυτών των σημαντικών πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, η σοφία. Οι κατάλογοι των Επτά Σοφών, που όλοι τους έδρασαν εκείνη την εποχή και ήταν εξίσου νομοθέτες (όπως ο Σόλων), φιλόσοφοι (όπως ο Θαλής) ή και τύραννοι (όπως ο Περίανδρος), μας υποδεικνύουν πώς πρέπει να εννοήσουμε τη λέξη σοφία. Πρόκειται για τον στοχασμό που έχει ως αντικείμενο τον κόσμο του ανθρώπου, τα στοιχεία που τον συνθέτουν, τις δυνάμεις που τον διέπουν και διευθύνουν τις εσωτερικές του συγκρούσεις, τις δυνατότητες που έχουν οι άνθρωποι να ελέγξουν αυτές τις δυνάμεις προκειμένου να επιτύχουν την κοινωνική αρμονία.Είναι χαρακτηριστικό πως για τους Σοφούς αυτούς η φύση δεν είναι κάτι ανεξάρτητο από τον άνθρωπο, κάτι ανεξήγητο και ανεξέλεγκτο, μια εκδήλωση της θεϊκής δράσης, αλλά μέρος του ανθρώπινου κόσμου, μέρος του πολιτισμού του ανθρώπου.

Ο πολιτισμός της πόλεως και ο λόγος 

Το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του κοινωνικού συστήματος της ελληνικής πόλεως (ανεξάρτητα από το ιδιαίτερο πολίτευμα εκείνης ή της άλλης πόλης) είναι το γεγονός πως ο λόγος αποκτά εδώ μια εξαιρετική και μοναδική σημασία σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο μέσο άσκησης της εξουσίας. Ο λόγος γίνεται το κατ’ εξοχήν εργαλείο της πολιτικής, το κλειδί για την απόκτηση εξουσίας, το μέσο για τη διοίκηση και την κυριαρχία. Ο λόγος δεν είναι πια η βασιλική ρήση ή η μυστική δύναμη της φράσης που προφέρεται τελετουργικά σε μια θρησκευτική τελετή. Ο λόγος είναι η αντιπαράθεση διαφορετικών απόψεων που δηλώνονται δημοσίως, μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος των πολιτών, και που, μέσα από την ανάλυση των επιχειρημάτων, μέσα από την ανοικτή συζήτηση, πρέπει να πείσουν εάν θέλουν να υπερισχύσουν. Οι Έλληνες θα θεοποιήσουν μάλιστα τη δύναμη του λόγου, την Πειθώ. Η πολιτική αυτή του λόγου αποτελεί ριζική τομή σε σχέση με το παρελθόν ή με τους τρόπους άσκησης της εξουσίας στους λαούς της Ανατολής: η δύναμη εξαρτάται πια από το κοινό των πολιτών που λειτουργεί ως «δικαστής» και κρίνει τις διαφορετικές απόψεις, η εξουσία εξαρτάται επομένως από την ανθρώπινη επιλογή, και όχι από το κύρος του θεού και των ανθρώπων που τον εκπροσωπούν επί της γης.Ο πολίτης που μιλά στο συγκεντρωμένο πλήθος όσων κατέχουν πολιτικά δικαιώματα, ο πολιτικός, δεν στηρίζεται πια στη δύναμη του θεϊ­κού λόγου: όση δύναμη κι αν κατέχει λόγω πλούτου ή αριστοκρατικής καταγωγής. πρέπει με λογικά επιχειρήματα να πείσει τους συμπολίτες του. Ανάμεσα στην πολι­τική και στον λόγο υπάρχει, μέσα στα πλαίσια της ελληνικής πόλεως, μια σχέση στενή και αμοιβαία. Η πολιτική τέχνη είναι, στην ουσία, η ικανότητα στον χειρισμό του λόγου. Και ο λόγος αποκτά όλη τη μοναδική πολιτιστική σημασία του μέσα από την πολιτική. Αν η φιλοσοφία και η επιστήμη γεννιούνται στην ελληνική πόλη του 6ου αιώνα, αυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί η λογική σχέση μεταξύ των πραγμάτων, η λογική της επιχειρηματολογίας και της απόδειξης, καλλιεργούνται μέσα από τον πολιτικό λόγο της αγοράς και της εκκλησίας του Δήμου.

Το αλφάβητο και η ανάπτυξη του γραπτού λόγου 

Ο προφορικός λόγος, όπως βλέπουμε, μετατράπηκε σε κύριο εργαλείο της πολιτικής ζωής. Αλλά η ανάπτυξη του γραπτού λόγου θα προσφέρει, στο διανοητικό επίπεδο, το μέσον για την ανάπτυξη ενός κοινού πολιτισμού μεταξύ των Ελλήνων και θα επιτρέψει τη διάδοση γνώσεων που παλαιότερα ήταν κτήμα ενός περιορισμένου αριθμού ανθρώπων. Οι Έλληνες δανείζονται από τους Φοίνικες τα σύμβολα του δικού τους συλλαβικού συστήματος γραφής και, επιβάλλοντας μια σειρά από μετατροπές, αναπτύσσουν, για πρώτη φορά στην ιστορία της γραφής, το αλφάβητο. Εκτός από τα ιερογλυφικά και τα ιδεογράμματα, συγγενικά στη λογική τους συστήματα γραφής που στηρίζονται στη ζωγραφική αναπαράσταση των εννοιών και των πραγμάτων, διάφοροι πολιτισμοί, όπως ο μυκηναϊκός, με τη Γραμμική γραφή  (όπως έχει ονομαστεί από τους αρχαιολόγους), ή ο φοινικικός, είχαν αναπτύξει συλλαβικά συστήματα. Συλλαβικόείναι το σύστημα γραφής στο οποίο απεικονίζονται με γραφικά σύμβολα οι διάφορες συλλαβές που αποτελούν τις λέξεις.Οι Έλληνες τώρα προχωρούν ακόμα περισσότερο και δημιουργούν ένα σύστημα απόλυτα φωνητικό, στο οποίο κάθε φωνήεν και κάθε σύμφωνο συμβολίζονται από ένα ξεχωριστό σύμβολο, ένα γράμμα, και στο οποίο η λέξη, προκειμένου να γραφτεί, αναλύεται στα βασικά φωνητικά της συστατικά. Στο ελληνικό σύστημα γραφής αυτό που αναπαριστάνεται δεν είναι πια η έννοια μέσα από μια εικόνα, αλλά ο ήχος.Πρόκειται για μια μοναδική επανάσταση στην ιστορία του πολιτισμού. Με τον μικρότερο δυνατό αριθμό συμβόλων, οι άνθρωποι μπορούν πια να γράψουν οποιαδήποτε λέξη και με μια ελάχιστη γνώση μπορούν να έχουν πρόσβαση σε κάθε γραπτό κείμενο. Η γραφή δεν είναι πια κτήμα των λίγων, της τάξης των γραφέων, που μπορούν να αφοσιωθούν στην εκμάθηση τόσο περίπλοκων συστημάτων γραφής. Όπως και ο δημόσιος προφορικός λόγος, ο γραπτός λόγος γίνεται κοινό αγαθό των πολιτών.

Η σημασία αυτής της πολιτιστικής επανάστασης δεν περιορίζεται μόνο στο επίπεδο της πολιτικής ζωής. Επηρεάζει βαθύτατα τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι θα σκέφτονται στο εξής, γιατί απαιτεί από αυτούς να περάσουν σε έναν πιο αφηρημένο τρόπο σκέψης: ένα αφηρημένο γραφικό σύμβολο δηλώνει έναν αφηρημένο ήχο. Ούτε το σύμβολο ούτε ο ήχος από μόνα τους έχουν κάποιο στοιχειώδες νόημα. Οι λέξεις διαχωρίζονται στα βασικά ηχητικά τους μέρη, χάνουν την ηχητική ακεραιότητά τους, για να την ξανακερδίσουν μέσα από τους ατελείωτους συνδυασμούς που μπορεί να κάνει ο χειριστής του αλφαβήτου.

Η εφεύρεση του νομίσματος 

Το νόμισμα και το πέρασμα στη νομισματική οικονομία είναι η άλλη μεγάλη πολιτιστική επανάσταση που πραγματοποιείται στην Ιωνία του 8ου η οποία θα αλλάξει ριζικά όχι μόνον τις οικονομικές σχέσεις, αλλά και τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Μέχρι τότε (και παντού στον κόσμο της Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής), το εμπόριο και οι οικονομικές συναλλαγές γίνονταν με ανταλλαγή αγαθών. Για να πάρουν σιτάρι, οι άνθρωποι έδιναν, λ.χ., υφάσματα. Η αξία του κάθε πράγματος και του κάθε προϊόντος μετριόταν σε σχέση με άλλα, αντιστοίχως ακριβά, αντικείμενα. Μια πανοπλία κόστιζε τόσα βόδια, ένα ακριβό μάλλινο ύφασμα άξιζε τόσες δούλες. Τα πολύτιμα μέταλλα ήταν, βεβαίως, απόδειξη πλούτου, αλλά επρόκειτο πάντα για κοσμήματα ή διακοσμημένα αντικείμενα από χρυσό, ασήμι ή χαλκό. Τώρα, μια τομή σημειώνεται στις ακτές της Ανατολικής Μεσογείου, που θα αλλάξει για πάντα τις οικονομικές σχέσεις στην ι­στορία της ανθρωπότητας. Πρόκειται ακριβώς για την εφεύρεση του νομίσματος. Οι πόλεις της Ιωνίας κόβουν τον χρυσό σε νομίσματα, σε στρογγυλά κέρματα συγκεκριμένου βάρους, τα οποία σφραγίζουν με το έμβλημά τους, ως απόδειξη της γνησιότητας του μετάλλου και του βάρους του, άρα της αξίας του. Η τιμή των προϊόντων θα μετριέται στο εξής με βάση την αξία τους σε χρυσό. Τα προϊόντα δεν θα πωλούνται πλέον με ανταλλαγή, αλλά με αναφορά στην αξία ενός άλλου, τρίτου, πράγματος, που καμία πρακτική αξία δεν έχει ως αντικείμενο στην καθημερινή ζωή, δηλαδή του χρυσού νομίσματος.

Η διαδικασία αυτή θα δώσει τεράστια ώθηση στην οικονομία και το εμπόριο της Μεσογείου, και χάρη σ’ αυτήν μια νέα τάξη ανθρώπων, οι έμποροι και οι βιοτέχνες, θα έρθει στην εξουσία. Μέχρι τότε, με το ανταλλακτικό εμπόριο, οι άνθρωποι πουλούσαν αγαθά για να μπορέσουν να αγοράσουν άλλα, που δεν τα είχαν. Με την ύπαρξη του νομίσματος, η διαδικασία αυτή ανατρέπεται: οι έμποροι αγοράζουν για να μπορέσουν να πουλήσουν, δηλαδή αγοράζουν φτηνά, για να μπορέσουν να πουλήσουν ακριβά. Το νόμισμα παράγει κέρδος γι’ αυτόν που το κατέχει ανεξάρτητα από την ίδια την αξία των προϊόντων που διακινούνται. Κι έτσι, οι έμποροι και οι βιοτέχνες γίνονται η σημαντικότερη οικονομική τάξη, η τάξη που κατέχει και παράγει τον πλούτο, μέσα στις ελληνικές κοινωνίες. Η άνοδος τους αυτή σηματοδοτεί με τη σει­ρά της τις πολιτικές εξελίξεις, αφού η νέα ισχυρή τάξη θα διεκδικήσει από τα παλιά αριστοκρατικά γένη την πολιτική ισχύ.

Αλλά η δημιουργία του νομίσματος σημαδεύει επίσης και τον τρόπο σκέψης των ανθρώπων. Ακριβώς όπως και το αλφάβητο, το νόμισμα προϋποθέτει κατ'αρχήν και επιβάλλει στη συνέχεια έναν αναγωγικό τρόπο σκέψης, όπου ένα πράγμα, προ­κειμένου να μετρηθεί η αξία του, παραπέμπεται στην αξία ενός ορισμένου εκ των προτέρων και σταθερού μέτρου, του χρυσού στη συγκεκριμένη περίπτωση.
           

Β. ΟΙ ΠΡΟΣΩΚΡΑΤΙΚΟΙ

Bl. Oι Ίωνες ή φυσικοί φιλόσοφοι του 6ου αιώνα: το πρόβλημα της αρχής και της δημιουργίας του κόσμου

Οι πρώτοι Μιλήσιοι: Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης. Ο Θαλής ήταν ο πρώτος στοχαστής που ερεύνησε το ζήτημα των αιτίων της δημιουργίας του κόσμου. Συνε­χιστές του ήταν ο Αναξίμανδρος και ο Αναξιμένης. Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το γε­γονός ότι οι πρώτοι φιλόσοφοι είναι Ίωνες και ότι η δεύτερη γενιά δρα ανάμεσα στην Ιωνία και την Κάτω Ιταλία. Οι άποικοι, οι πιο δραστήριοι και εφευρετικοί από τους Έλληνες, αυτοί που εκ των πραγμάτων έπρεπε να δημιουργήσουν νέες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες από την αρχή προκειμένου να επιβιώσουν, αποδείχθηκαν και πιο έτοιμοι διανοητικά να αμφισβητήσουν τους παραδοσιακούς μυθικούς τρόπους σκέψης. Άλλωστε, αυτοί ήρθαν σε μεγαλύτερη επαφή με τους λαούς της Ανατολής και γνώρισαν τις επιστημονικές και μαθηματικές γνώσεις τους.

Τόσο ο Θαλής όσο και οι επόμενοι μεγάλοι πρωτοπόροι παραμένουν συνδεδεμένοι με αρχαιότερες αντιλήψεις, με εκείνο δηλαδή το είδος σκέψης που ονομάζουμε «μυθικό», αντιδιαστέλλοντας το έτσι προς τον ορθό λόγο. Όμως η τομή είναι σαφής και οριστική. Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της σκέψης των Μιλησίων φιλοσόφων που μας επιτρέπουν να μιλούμε για οριστική ρήξη με την παραδοσιακή σοφία του παρελθόντος: η ανακάλυψη της φύσης και η άσκηση ορθολογικής κριτικής. Σ’ αυτά πρέπει να συμπεριλάβουμε και την ανάπτυξη της πολιτικής σκέψης, που χαρακτηρίζει έντονα την ελληνική φιλοσοφία, από τις αρχές της ως την κορύφωσή της με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη.

Η ανακάλυψη της φύσης 

Με τους Ίωνες φιλοσόφους, για πρώτη φορά οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τον κόσμο ως ένα σύστημα οργανωμένο σύμφωνα με εσωτερικούς δικούς του και γενικούς νόμους και όχι δημιουργημένο τυχαία και αυθαίρετα από κάποιες «υπερφυσικές» δυνάμεις. Συνεπώς, με την έκφραση ανακάλυψη της φύσης εννοούμε πως οι φιλόσοφοι αυτοί συλλαμβάνουν για πρώτη φορά τη διάκριση ανάμεσα σε «φυσικό» και «υπερφυσικό» και αναγνωρίζουν πως τα φυσικά φαινόμενα (ανάμεσα σε αυτά και η δημιουργία του κόσμου, καθώς και η δημιουργία του ανθρώπου) έχουν φυσικά αίτια, τα οποία ο άνθρωπος είναι σε θέση να ανακαλύψει και να κατανοήσει.

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Σύμφωνα με τη μυθική σκέψη πολλών αρχαίων λαών η Γη επιπλέει στο νερό, και κατά τον Όμηρο υπεύθυνος για τους σεισμούς είναι ο θεός της θάλασσας, ο Ποσειδώνας. Σύμφωνα τώρα με τις θεωρίες του Θαλή, το νερό αποτελεί την αρχή της δημιουργίας, το στοιχείο από το οποίο δημιουργήθηκαν όλα τα άλλα, ενώ η Γη στηρίζεται πάνω στον Ωκεανό. Η κίνηση του νερού ερμηνεύει επομένως το φαινόμενο των σεισμών. Ο Θαλής δεν έχει απομακρυνθεί από τα παραδοσιακά σχήματα του μύθου και το νερό θεωρείται ακόμα υπεύθυνο για τους σεισμούς της Γης· το νερό παρουσιάζεται όμως ως φυσική δύναμη, όχι ως θεϊκή ενέργεια. Το «υπερφυσικό» στοιχείο απορρίπτεται και οι ιδιοτροπίες του Ποσειδώνα δεν αποτελούν αποδέκτη ερμηνεία των φυσικών φαινομένων.

Η ανάπτυξη της κριτικής

Η φιλοσοφία γεννιέται τη στιγμή που κάποιοι άνθρωποι αρχίζουν να αντιμετωπίζουν κριτικά έναν τρόπο σκέψης καθολικά αποδεκτό μέχρι τότε. Αλλά μπορεί να υπάρξει και να εξελιχθεί μόνον στον βαθμό που οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν κριτικά τους νέους τρόπους σκέψης που τους προτείνονται. Η εξέλιξη της φιλοσοφίας είναι απόλυτα συνδεδεμένη και εξαρτημένη από το γεγονός πως οι Έλληνες φιλόσοφοι γνώριζαν και ασκούσαν κριτική στις απόψεις των άλλων στοχαστών. Ο «ανταγωνισμός» αυτός ανάμεσα στους φιλοσόφους και στις θεωρίες τους, ο οποίος ταιριάζει άλλωστε απόλυτα και με το αγωνιστικό πνεύμα που χαρακτηρίζει κάθε πλευρά της ελληνικής κοινοτικής ζωής, καλλιέργησε τελικά την κριτική σκέψη, την επιχειρηματολογία, την παρατηρητικότητα, στοιχεία χωρίς τα οποία δεν υπάρχει ούτε φιλοσοφία ούτε επιστήμη.

Η πολιτική σκέψη

Η σκέψη γύρω από τα θέματα της πολιτικής θεωρίας, του ιδανικού πολιτεύματος και της ιδανικής οργάνωσης των κοινωνιών απασχόλησαν έντονα τους Ίωνες φιλοσόφους. Άλλωστε, και ο Θαλής και πολλοί από την επόμενη γενιά των προσωκρατικοί (ο Ηράκλειτος, ο Πυθαγόρας, ο Εμπεδοκλής, ο Αναξαγόρας) είχαν και αξιόλογη πολιτική δράση. Δύο πάντως είναι τα χαρακτηριστικά της πολιτικής σκέψης των προσωκρατικών φιλοσόφων αφενός, το γεγονός πως, είτε σε ό, τι αφορά τους νόμους της φύσης είτε σε ό,τι αφορά τους νόμους των ανθρωπίνων κοινωνιών, δεν αποδέχονται πλέον πως η γενεσιουργός αιτία είναι οι θεοί, αφετέρου, το γεγονός πως δημοσιεύουν τα κείμενά τους (είτε πρόκειται για νόμους είτε για φιλοσοφικούς στοχασμούς), αποδεχόμενοι την ελεύθερη διακίνηση των ιδεών, τη συζήτηση και την κριτική. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά είναι πολύ σημαντικά για να κατανοήσουμε τις μεταγενέστερες πολιτικές θεωρίες του 5ου αιώνα.

Οι θεωρίες του Αναξίμανδρου και του Αναξιμένη

Λίγα ξέρουμε τελικά για τον Θα­λή, παρά την τεράστια εκτίμηση που είχαν γι’ αυτόν οι μεταγενέστεροι. Ο Αναξίμανδρος (610- 546) ήταν πάντως ο πρώτος στοχαστής που δημοσίευσε μια επιστημονική – φιλοσοφική πραγματεία (χαμένη σήμερα) και μάλιστα σε πεζό λόγο. Στη θέση του νερού, που για τον Θαλή αποτελούσε την αρχή του κόσμου, ο Αναξίμανδρος τοποθετεί το ἄπειρον, από το οποίο όλα δημιουργούνται και στο οποίο όλα επιστρέφουν. Η πρόοδος είναι μεγάλη για την εξέλιξη της αφηρημένης σκέψης, αφού στη θέση ενός καθαρά υλικού, συγκεκριμένου στοιχείου, ο Αναξίμανδρος τοποθετεί μια έννοια σχεδόν μαθηματική. Πολύ σημαντική επίσης είναι η θεωρία του για την θέση της Γης στο σύμπαν. Για τον Αναξίμανδρο, η Γη είναι τοποθετημένη στο κέντρο του σύμπαντος και δεν έχει ανάγκη κανενός στηρίγματος, διότι απέχει εξίσου από όλα τα σημεία της ουράνιας περιφέρειας. Με τη Θεωρία αυτή ο Αναξίμανδρος διαφοροποιείται οριστικά τόσο από τις μυθικές κοσμογονίες όσο και από τις αστρονομικές θεωρίες των Βαβυλωνίων (στις οποίες η ελληνική επιστημονική σκέψη χρω­στάει πάρα πολλά). Για τον Αναξίμανδρο, το σύμπαν είναι ένας γεωμετρικός χοίρος: η οργάνωση του μπορεί να κατανοηθεί με βάση τη γεωμετρία. Ο τρίτος των Μιλήσιων φιλοσόφων, ο Αναξιμένης, πέθανε ανάμεσα στο 528 και το 525, δεν γνωρίζουμε όμως τη χρονολογία της γέννησης του. Ο Αναξιμένης πρότεινε ως αρχή του σύμπαντος όχι το νερό ή το άπειρο, αλλά τον αέρα. «Όπως η ψυχή. που είναι αέρας, συγκρατεί το σώμα, έτσι και ο αέρας συνέχει το σύμπαν». Δυστυχώς, πολύ λίγα πράγματα διέσωσε η αρχαία παράδοση από την ενδιαφέρουσα θεωρία του Αναξιμένη.

Β2. Η περίπτωση του Πυθαγόρα και του Ξενοφάνη

Πολύ λίγα γνωρίζουμε για τη διδασκαλία του Πυθαγόρα του Σάμιου, ο οποίος εγκαταστάθηκε στα 530 π.Χ. στην Κάτω Ιταλία, στον Κρότωνα, όπου ίδρυσε την περίφημη σχολή του, και πέθανε στο Μεταπόντιο. Βέβαιο είναι πως ασχολήθηκε με τα μαθηματικά. Η ανακάλυψη του Πυθαγόρα ότι οι ήχοι προσδιορίζονται πάντα αριθμητικά και ότι, συνεπώς, η μουσική είναι συνάρτηση μαθηματικών σχέσεων, πρέπει να δημιούργησε τεράστια εντύπωση. Η ανακάλυψη αυτή τον οδήγησε στην άποψη ότι ο αριθμός είναι η αρχή που διαμορφώνει το σύμπαν, είναι το σταθερό στοιχείο που συνέχει την πολυμορφία και την πολυπλοκότητα των υλικών φαινομέ­νων. Το πρόβλημα όμως με τις θεωρίες του Πυθαγόρα, για τις οποίες τόσο λίγα γνωρίζουμε, είναι πως τα διδάγματά του μετατράπηκαν γρήγορα σε δόγματα από μια σχολή που λειτούργησε σαν θρησκευτική αίρεση. Οι Πυθαγόρειοι πίστευαν στη μετεμψύχωση, ήταν χορτοφάγοι, δεν συμμετείχαν σε θυσίες (την κεντρική θρησκευτική πράξη της αρχαίας θρησκείας) θεωρώντας τις φόνους, ακολουθούσαν ιδιόρρυθμους κανόνες καθημερινής και κοινωνικής ζωής. Συνέπεια όλων αυτών ήταν πως γύρω από τον Πυθαγόρα πλέχτηκαν διάφοροι ανυπόστατοι μύθοι που δυστυχώς γοητεύουν σήμερα αφελείς και αρχαιόπληκτους ανθρώπους.

Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, μια ξεχωριστή μορφή στην ιστορία της αρχαϊκής φι­λοσοφίας, γεννήθηκε γύρω στα 565 και πέθανε γύρω στα 470 π.Χ. Κύριος φιλοσοφικός στόχος του ήταν η καταπολέμηση των παραδοσιακών αντιλήψεων για τους θεούς. Ο Ξενοφάνης ισχυρίστηκε πως οι θεοί του μύθου και των επών, με τα ανθρώπινα πάθη και την ανθρώπινη μορφή, είναι κατασκευάσματα των ανθρώπων, που φτιάχνουν τους θεούς κατ’ είκόναν και καθ’ όμοίωσίν τους. Και τα ζώα, έλεγε, αν είχαν θεούς θα τους έφτιαχναν ζωόμορφους. Στη θέση αυτών των θεών, ο Ξενοφάνης προτείνει ένα ανώτατο ον, ακίνητο, που με τη δύναμη του πνεύματος του κινεί τον κόσμο.

Β3. Η δεύτερη γενιά (Ηράκλειτος και Παρμενίδης, Εμπεδοκλής και Αναξαγόρας): το πρόβλημα της αλλαγής και το πρόβλημα της γνώσης

Για τους φιλοσόφους της Ιωνίας, ήταν δεδομένο πως η αλλαγή αποτελεί μέρος της πραγματικότητας και πως ο εξωτερικός κόσμος, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε εμπειρικά με τις αισθήσεις μας, είναι αληθινός. Σιγά-σιγά όμως, οι βεβαιότητες αυτές τέθηκαν υπό κρίση και διατυπώθηκαν έτσι κάποια ερωτήματα κεντρικά στη φιλοσοφία μέχρι σήμερα.

Πρώτον, το πρόβλημα της γνώσης:μπορούμε να εμπιστευόμαστε τις αισθήσεις μας προκειμένου να κατανοήσουμε τον κόσμο ή πρέπει να στηριχθούμε αποκλειστικά στον νου μας; Η ανάπτυξη των μαθηματικών συνέβαλε στη διατύπωση αυτής της αμφιβολίας, αφού τα μαθηματικά μας επιτρέπουν να προσεγγίσουμε πραγματικότητες τις οποίες οι αισθήσεις αδυνατούν να συλλάβουν και τις όποιες κατανοούμε διανοητικά. Οι απόπειρες να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό οδήγησαν στην ανάπτυξη Θεωριών για την ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίσει (πρόκειται για τις θεωρίες που σήμερα ονομάζουμε επιστημολογία).

Το δεύτερο πρόβλημα που έθεσε η δεύτερη γενιά των Ελλήνων φιλοσόφων ήταν αυτό της αλλαγής.Το σύμπαν, ο υλικός κόσμος, τα ζώα και οι άνθρωποι, ανάγονται σε μια κοινή αρχή. Τι είναι όμως αυτό που επέτρεψε στην ἀρχή, στην πρώτη ύλη από την οποία τα πάντα δημιουργήθηκαν, να μεταλλαχθεί και να καταλήξει στην ποικιλία που βλέπουμε γύρω μας; Ποιες διαδικασίες και ποιοι φυσικοί νόμοι επιτρέπουν την αλλαγή και την πολυμορφία;

Ηράκλειτος ο Εφέσιος. (Ακμή γύρω στα 500 π.Χ.). Στον Ηράκλειτο, που για την πυκνή φιλοσοφική του γλώσσα επονομάστηκε σκοτεινός, απέδιδαν το ρητό «Πάντα ρεΐ» («τά πάντα ρέουν, αλλάζουν, μεταλλάσσονται»). Ο Ηράκλειτος θεωρούσε ότι «κανείς δεν μπορεί να βουτήξει δύο φορές στο ίδιο ποτάμι», εφόσον το ποτάμι κυλά αδιάκοπα και η συνεχής ροή του το αλλάζει, έστω και ελάχιστα. Η διαρκής αλληλεπίδραση του ενός στοιχείου πάνω στο άλλο, ο συνεχής πόλεμος, η ακατάπαυστη σύγκρουση των πραγμάτων, έχει ως συνέπεια τη διαρκή αλλαγή. Η αλλαγή αυτή όμως δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε ανεξέλεγκτη. Υπόκειται σε νόμους, που επιτρέπουν τη διατήρηση της ισορροπίας και της αρμονίας. Η ιδέα της συνεχούς αλλαγής την οποία παράγει η αδιάλειπτη σύγκρουση μεταξύ αντιθέτων αποτελεί την τεράστια συνεισφορά του Ηράκλειτου, του πατέρα της διαλεκτικής.

Όσον αφορά το πρόβλημα της γνώσης, ο Ηράκλειτος δεν απέρριπτε ολοκληρωτικά τη μαρτυρία των αισθήσεων, θεωρούσε όμως πως για να προσεγγίσει ο άνθρωπος τη γνώση πρέπει να μην τις εμπιστεύεται εντελώς.

Παρμενίδης ο Ελεάτης. (Γέν. γύρω στα 515 π.Χ.). Αντίθετα, ο Παρμενίδης από την Ελέα της Κάτω Ιταλίας είχε μια θέση πολύ δογματική όσον αφορά τη δυνατότητα του ανθρώπου να κατανοήσει τον κόσμο στηριγμένος στις παραπλανητικές αισθήσεις του. Τη θέση αυτή την ανέπτυξε σε ένα φιλοσοφικό ποίημα, από το οποίο έχει σωθεί κυρίως το προοίμιο. Εκεί, ο Παρμενίδης ισχυρίζεται πως υπάρχουν δυο κόσμοι, ο κόσμος της αλήθειας και ο κόσμος των φαινομένων και της δοξασίας. Ο δεύτερος είναι προϊόν των ανθρώπινων απόψεων, που δεν μπορούν να συλλάβουν πλήρως και να γνωρίσουν το αληθινό ον, την αληθινή ύπαρξη.

Για την αρχή και την πολυμορφία του κόσμου, ο Παρμενίδης πίστευε στην ύπαρξη ενός μοναδικού, αγέννητου και άφθαρτου όντος, που δεν μερίζεται και δεν αλλάζει, αλλά παραμένει ακίνητο και αναλλοίωτο, έξω από τον χρόνο. Και εδώ, ο Παρμενίδης βρέθηκε στους φιλοσοφικούς αντίποδες του Ηράκλειτου. Η φιλοσοφική σκέψη του πάντως άσκησε τεράστια επίδραση και στους Ελεάτες συνεχιστές της σχολής του (τον Ζήνωνα τον Ελεάτη και τον Μέλισσο τον Σάμιο), αλλά και σε άλλους φιλόσοφους, όπως ο Πλάτωνας.

Εμπεδοκλής από τον Ακράγαντα. (Μέσα του 5ου αιώνα). Ενώ ο Παρμενίδης επι­μένει δογματικά πως μόνο με τον νου μπορεί ο άνθρωπος να προσεγγίσει τη γνώση, ο Εμπεδοκλής (στοχαστής με πολιτική δράση, που τάχθηκε υπέρ των δημοκρατικών στις κοινωνικές αναταραχές του Ακράγαντα) αποκαθιστά την αξία των αισθήσεων. Οι αισθήσεις, ισχυριζόταν, είναι βέβαια αδύναμα όργανα, αλλά εξίσου αδύναμος είναι και ο νους, άρα ο άνθρωπος πρέπει να μεταχειρίζεται όλα ανεξαιρέτως τα μέσα που διαθέτει για να συλλάβει την αλήθεια. Όσο για την αρχή του σύμπαντος, ο Εμπεδοκλής αρνείται επίσης τη θεωρία του Παρμενίδη για το αναλλοίωτο των πραγμάτων και διδάσκει πως η γη, το νερό, ο αέρας και ή φωτιά, τα τέσσερα βασικά στοιχεία, διαρκώς αναμειγνύονται και διαχωρίζονται δημιουργώντας, με τη συνεχή αλλαγή τους, την ποικιλία του σύμπαντος. Η διαρκής  ένωση και διάσπαση προκαλείται από την παρέμβαση δύο μεγάλων αντίθετων δυνάμεων, της Φιλίας (Αγάπης) και του Νείκους (Εχθρότητας).

Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος. (Γεν. γύρω στα 497 – θάν. 428/7). Ο Αναξαγόρας έζησε ένα μεγάλο διάστημα στην Αθήνα. Η παραμονή του όμως εκεί διακόπηκε άδοξα όταν οι Αθηναίοι τον δίκασαν για ασέβεια προς τους θεούς, επειδή ο φιλόσοφος έδινε εντελώς ορθολογικές ερμηνείες στα φυσικά φαινόμενα. Η φιλία του με τον Περικλή έσωσε τότε τον Αναξαγόρα, ο οποίος δραπέτευσε από την Αθήνα και κατέφυγε στη Λάμψακο, όπου πέθανε. Ο Αναξαγόρας πίστευε πως τίποτα δεν γεννιέται και τίποτα δεν χάνεται, πως όλα υπάρχουν από την αρχή και πως η μόνη αλλαγή συνίσταται στη διαρκή ανάμειξη και διάσπαση των στοιχείων που ήδη υπάρχουν. Πρωτότυπη είναι η θεωρία του σύμφωνα με την οποία το κάθε πράγμα περιλαμβάνει, έστω και σε απειροελάχιστη ποσότητα, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Για παράδειγμα, η τροφή περιλαμβάνει και αίμα και σάρκα και οστά και τρίχες· έτσι γίνεται δυνατόν, με τη λήψη της τροφής, να παράγει ο οργανισμός μας αίμα, σάρκα, οστά και τρίχες. Η σημαντικότερη όμως θεωρία του είναι η θεωρία του Νου. Απορρίπτοντας οριστικά τον υλισμό των Ιώνων φιλοσόφων, δηλαδή τη θεωρία μιας ύλης που διαθέτει τη «θε­ϊκή» ιδιότητα να δημιουργεί, ο Αναξαγόρας ισχυρίστηκε πως αυτό που οδηγεί στη δημιουργία και τη γένεση των πραγμάτων είναι ο Νους. Ο Νους εξουσιάζει όλα τα όντα, τη Φύση, ακόμα και την ιστορία του ανθρώπου, την κοινωνική οργάνωση και τον πολιτισμό.


Β4. Η ατομική θεωρία: Λεύκιππος και Δημόκριτος

Τη θεωρία των ατόμων τη διατύπωσε πρώτος ο Λεύκιππος ο Μιλήσεις και την ανέπτυξε ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης, που γεννήθηκε γύρω στα 460 π.Χ. (ήταν συνομήλικος του Σωκράτη). Άτομον είναι η μικρότερη ποσότητα ύλης που δεν μπορεί να υποστεί άλλη διαίρεση, άλλη τομή. Κατά τους ατομικούς, τα άτομα είναι άπειρα και βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Μ κίνηση προκαλεί συγκρούσεις και ενώσεις ανάμεσά τους με αποτέλεσμα τη δημιουργία σύνθετων σωμάτων. Τα άτομα παραμένουν αναλλοίωτα, αλλά οι ενώσεις τους έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία των ποιοτήτων που παρατηρούμε στη φύση, δηλαδή των χρωμάτων, των γεύσεων, των θερμοκρασιών κ.τ.λ. Άρα, περισσότερο από τα ίδια τα άτομα, η κίνηση είναι η ανώτατη αρχή, που προκαλεί τη δημιουργία του κόσμου και που σ’ αυτήν οφείλεται η πολυμορφία του. Ως προς το θέμα της γνώσης, οι ατομικοί παραμένουν επίσης επιφυλακτικοί απέναντι στη μαρτυρία των αισθήσεων.


Γ. ΟΙ ΣΟΦΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ TOΥ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Γ 1. Οι συνθήκες ανάπτυξης του σοφιστικού κινήματος. Οι μεγάλες κοινωνικές και ιστορικές αλλαγές του 5ου αιώνα

Στα μέσα του 5ου αιώνα, εμφανίζεται στον χώρο της σκέψης και της φιλοσοφίας μια σημαντική κίνηση, η σοφιστική. Η κίνηση αυτή αποτελεί μια μεγάλη τομή, τόσο όσον αφορά τις κατευθύνσεις που θα πάρει στο εξής ο φιλοσοφικός στοχασμός, όσο και τον τρόπο με τον οποίο οι φιλόσοφοι και οι διανοούμενοι θα παρεμβαίνουν στα πράγματα τις κοινωνίας, τον ρόλο τον οποίο θα παίξουν πλέον στη διαμόρφωση της κοινωνίας. Δυο σημαντικοί παράγοντες καθορίζουν τη σημαντική αυτή εξέλιξη της φιλοσοφικής σκέψης-αφενός, οι κατευθύνσεις που, αργά αλλά σταθερά, είχε ήδη αρχίσει να παίρνει η φιλοσοφία στα προηγούμενα χρόνια· αφετέρου, οι μεγάλες αλλαγές που σημειώνονται στις ελληνικές κοινωνίες μετά τους Περσικούς πολέμους.

Αλλαγές στην παιδεία 

Μια από τις μεγάλες κοινωνικές αλλαγές που διαπιστώνουμε στην Ελλάδα του 5ου αιώνα (και μάλιστα, κυρίως στην Αθήνα) είναι η αλλαγή στην κατεύθυνση της εκπαίδευσης. Ενώ μέχρι τότε η παραδοσιακή ελληνική παιδεία περιοριζόταν στη γραμματική, τη μουσική και την ποίηση, η ανάπτυξη της οικονομίας και η εξέλιξη των κοινωνικών θεσμών ανάγκασε την εκπαίδευση να διευρύνει τους ορίζοντές της και να συμπεριλάβει ένα πλήθος άλλων γνώσεων, όπως τα νομικά, τη ρητορική, την πολιτική θεωρία, τη φιλοσοφία. Η ελληνική πόλις γίνεται πλέον ένας περίπλοκος θεσμός και ο πολίτης, προκειμένου μάλιστα να πάρει ενεργή θέση στα πράγματα της πόλης του, πρέπει να κατέχει ένα πλήθος γνώσεων. Το νομικό σύστημα, για παράδειγμα, εξελίσσεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο πολίτης πρέπει πλέον να έχει πολύ ειδικότερες γνώσεις για τα θέματα αυτά απ’ ότι στο παρελθόν, τόσο προκειμένου να φέρει εις πέρας τις προσωπικές υποθέσεις του όσο και προκειμένου να εκπληρώσει ενδεχομένως τις πολιτικές του υποχρεώσεις ως δικαστής ή ως μέλος των συνελεύσεων που νομοθετούν. Η ρητορική, επίσης, για να φέρουμε άλλο ένα παράδειγμα, εξελίσσεται τόσο πολύ μέσα στη δημοκρατία και γίνεται τόσο απαραίτητη για όποιον θέλει να παρεμβαίνει στην πολιτική, ώστε η φυσική ευγλωττία δεν επαρκεί πλέον σε όποιον θέλει να πάρει τον λόγο στην Εκκλησία του δήμου ή σε όποιον καλείται να αγορεύσει στο δικαστήριο.

Στις ελληνικές πόλεις η εκπαίδευση ήταν πάντα ιδιωτική και όχι δημόσια υπόθεση. Οι γονείς, ανάλογα με τις δυνατότητές τους, έστελναν τους γιους τους σε δασκάλους επί πληρωμή. Έτσι, για να καλυφθούν οι νέες εκπαιδευτικές ανάγκες που δημιούργησε η εξέλιξη και ανάπτυξη της ζωής της ελληνικής πόλης, γεννήθηκε μια νέα τάξη όχι πια απλώς δασκάλων γραφής και ανάγνωσης, αλλά «καθηγητών» ικανών να προσφέρουν τις νέες γνώσεις στους νέους που επιθυμούσαν να έχουν ενεργή συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα. Οι σοφιστές ήταν ακριβώς οι διανοούμενοι που μπορούσαν να προσφέρουν αυτού του είδους τις γνώσεις επί πληρωμή.

Η Αθήνα, κέντρο της παιδείας, της φιλοσοφίας και των πολιτικών εξελίξεων. Μετά τους Περσικούς πολέμους, η Αθήνα εξελίσσεται σε πολιτικό και πνευματικό κέντρο του ελληνικού κόσμου. Αυτό βεβαίως οφείλεται κατ’ αρχήν στην αίγλη και, κατά συνέπεια, στη δύναμη που απέκτησε η πόλη του Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή πάνω στις άλλες ελληνικές πόλεις με τη νίκη της. Οφείλεται δηλαδή στην τεράστια ανάπτυξη της ναυτικής της δύναμης και των εμπορικών δραστηριοτήτων της, που ακολούθησαν λογικά την ηγεμονική θέση που η Αθήνα κατέκτησε λόγω της αποφασιστικής στάσης της κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης του ελληνικού κόσμου με τους Πέρσες. Έτσι, η Αθήνα διαδέχθηκε ως πολιτική, οικονομική και, τελικά, πνευματική δύναμη, τις πόλεις της Ιωνίας και των νησιών του Αιγαίου, τις οποίες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατάφεραν να αποδυναμώσουν οι Πέρσες. Αλλά η νέα της κυρίαρχη θέση οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι, μετά τα περσικά, και σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της νίκης των αθηναϊκών δυνάμεων, η δημοκρατία, ένα πολίτευμα που πρωτοεμφανίστηκε και αναπτύχθηκε στην Αθήνα, έφτασε στο ανώτερο σημείο εξέλιξης αυτήν την εποχή. Οι παράγοντες αυτοί συμβάλλουν, λοιπόν, στην ανάδειξη της ηγεμονικής θέσης της Αθήνας στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.

Με τη σειρά της, η νέα αυτή άνοδος της Αθήνας της επιτρέπει να μετατραπεί, από πόλη μάλλον ασήμαντη όσον αφορά τη συμμετοχή της στα καλλιτεχνικά και πνευματικά επιτεύγματα του ελληνισμού, σε Ελλάδος παίδευσιν (όπως την ονομάζει ο Περικλής στον Επιτάφιο που μας παραδίδει ο Θουκυδίδης. Β 41). Η ανάπτυξη του θεάτρου (μιας καθαρά αθηναϊκής μορφής τέχνης), η ανάπτυξη της γλυπτικής και της ζωγραφικής (που πήραν τεράστια ώθηση και από τα έργα της Ακρόπολης), αλλά και η ίδια η δημοκρατία, με την ανάπτυξη της ρητορικής που επέφερε, έκαναν την Αθήνα της εποχής του Περικλή το σημαντικότερο πολιτιστικό κέντρο του ελληνικού κόσμου. Ενώ μέχρι τότε η φιλοσοφία αναπτυσσόταν κυρίως στις πόλεις της Ιωνίας ή της Μεγάλης Ελλάδας, τώρα οι σημαντικότεροι διανοούμενοι της εποχής έρχονται να εγκατασταθούν στην Αθήνα ή είναι οι ίδιοι Αθηναίοι πολίτες.

Στην Αθήνα άλλωστε, περισσότερο απ’ ότι σε οποιαδήποτε άλλη πόλη του ελληνικού χώρου, συναντούμε τις προϋποθέσεις που θα ευνοήσουν την ανάπτυξη του σοφιστικού κινήματος. Κι αυτό, γιατί ακριβώς λόγω των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων στην πόλη αυτή. εδώ γίνεται πιεστική η ανάγκη για αναπροσαρμογή της παιδείας και για διδασκαλία σαν αυτή που μπορούν να προσφέρουν οι σοφιστές.


Γ2. Oi εξελίξεις στον φιλοσοφικό στοχασμό. Τα νέα ερωτήματα και oι νέες κατευθύνσεις
           
Είδαμε πως τα πρώτα ζητήματα που έθεσε η ελληνική φιλοσοφία είναι κοσμογονικά, αφορούν δηλαδή τη δημιουργία του κόσμου και την αρχή, το αρχικό, πρώτο, στοιχείο από το οποίο δημιουργήθηκαν όλα τα άλλα. Ακόμα και τα ζητήματα πολιτικής και δικαιοσύνης, που σαφώς απασχολούν τους πρώτους Ίωνες φιλοσόφους, έχουν μια πολύ πιο γενική και αφηρημένη κατεύθυνση. Ήδη όμως από τα τέλη του 6ου αιώνα, φιλόσοφοι όπως ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης, ο Εμπεδοκλής και ο Αναξαγόρας, παρ’ όλο που οι θέσεις τους είναι συχνά εντελώς αντίθετες, ασχολούνται με νέα ερωτήματα και, κυρίως, με το θέμα της γνώσης και με το θέμα της αλλαγής. Οι σοφιστές έρχονται συνεπώς, στα μέσα του 5ου αιώνα, να προεκτείνουν τον προβληματισμό πάνω σ’ αυτά τα θέματα και να δώσουν μια τελείως νέα τροπή στον τρόπο προσέγγισης τους. Το πρόβλημα του εάν και κατά πόσον ο κόσμος δημιουργήθηκε μέσα από μια αέναη αλλαγή και μεταμόρφωση των αρχικών του στοιχείων μετατρέπεται σε αναζήτηση των αλλαγών και των διαφορών στην αντίληψη περί δικαίου, αρετής και καλού που έχουν οι άνθρωποι σε κάθε κοινωνία. Κατά τον ίδιο τρόπο, οι σοφιστές δεν ρωτούν πλέον εάν ο άνθρωπος είναι σε θέση να γνωρίσει πραγματικά τον κόσμο που τον περιβάλλει και την αλήθεια, αλλά εάν έχει κάποιο νόημα η ίδια η γνώση της αλήθειας.

Παρ’ όλο που οι φιλόσοφοι τους οποίους εντάσσουμε στο σοφιστικό ρεύμα δεν είχαν πάντα ταυτόσημες απόψεις ή εντελώς κοινά ενδιαφέροντα, χαρακτηριστικό της σκέψης τους είναι ο έντονος σκεπτικισμός και το γεγονός ότι απέναντι στις απόλυτες αλήθειες που δίδασκε η παραδοσιακή σκέψη ή στην αναζήτηση απόλυτων αλη­θειών από τους φιλοσόφους της προηγούμενης γενιάς, αυτοί προτείνουν τον απόλυτο σχετικισμό και, συχνά, την απόλυτη άρνηση. Απέναντι στη Φύση και τους νόμους της, που προσπαθούν να ανακαλύψουν και να κατανοήσουν οι φυσικοί φιλόσοφοι της Ιωνίας και οι διάδοχοι τους, οι σοφιστές τοποθετούν τον νόμο, ένα ανθρώπινο κατασκεύασμα που δεν είναι ούτε απόλυτο ούτε αιώνιο, αλλά σχετικό και εξαρτώμενο από τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες.


Γ3. Οι μεγάλοι σοφιστές, οι ιδέες τους και η επίδραση τους στην κοινωνία και τη σκέψη της εποχής τους

Μια μεγάλη αδικία βαραίνει το σοφιστικό κίνημα και την εικόνα που έχουμε σήμε­ρα γι’ αυτό. Πρόκειται για το γεγονός ότι τα έργα των μεγάλων σοφιστών χάθηκαν, με εξαίρεση ελάχιστα αποσπάσματα τους και, συνεπώς, τα πράγματα που γνωρίζουμε για τη διδασκαλία και τις απόψεις τους τα πληροφορούμαστε, σχεδόν εξ ολοκλήρου, από έναν μεγάλο εχθρό τους, τον Πλάτωνα. Έστω όμως από τα λίγα αποσπάσματα, όπως και στην περίπτωση των προηγούμενων φιλοσόφων, και από τις περιγραφές και αναλύσεις του Πλάτωνα σχηματίζουμε μια ιδέα για τις διδασκαλίες τους. Η ιδέα αυτή άλλωστε ενισχύεται και από το γεγονός ότι οι σοφιστικές αντιλήψεις εί­χαν πολύ μεγάλη διάδοση και απήχηση, τόσο στους συγχρόνους τους, με συνέπεια να διαπιστώνουμε την επίδρασή τους και σε κείμενα άλλων διανοούμενων της εποχής (όπως ο Ευριπίδης ή ο Θουκυδίδης), όσο και στους μεταγενέστερους διανοητές.

Πρωταγόρας (480 – 411). Καταγόμενος από τα Άβδηρα, τη μικρή πόλη στα πα­ράλια της Θράκης όπου είχε γεννηθεί και ο Δημόκριτος, ο Πρωταγόρας έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ταξιδεύοντας. Πέρασε μεγάλα διαστήματα στην Αθήνα και συνδέθηκε στενά με τον Περικλή (αποτέλεσμα της σχέσης τους ήταν το γεγονός ότι ανετέθη στον σοφιστή η κατάρτιση του συντάγματος της αθηναϊκής αποικίας των Θουρίων, που ιδρύθηκε το 444). Την εποχή του ολιγαρχικού πραξικοπήματος του 411, οι σοφιστές έγιναν στόχος των συντηρητικών, που τους θεωρούσαν απειλή για την παραδοσιακή τάξη, με συνέπεια ο Πρωταγόρας να κατηγορηθεί για ασέβεια. Τα βιβλία του κάηκαν δημοσίως και ο ίδιος αναγκάστηκε να δραπετεύσει από την Αθήνα για να γλυτώσει τη ζωή του. Πέθανε μάλλον λίγο αργότερα.

Ο Πρωταγόρας είχε γράψει ένα βιβλίο ΙΙερί θεών (χαμένο σήμερα), ένα σωζόμενο απόσπασμα από το οποίο μας διαφωτίζει αρκετά για τις απόψεις του όχι μόνο πάνω στο θέμα των θεών αλλά και πάνω στο θέμα της γνώσης:

Πε­ρί μεν θε­ῶν οὐκ ἔ­χω εἰδέ­ναι, οὐθ’ ὡς εἰ­σίν οὐθ’ ὡς οὐκ εἰ­σίν οὐθ’ ὁ­ποῖ­οι τί­νες ἰ­δέ­αν πολ­λά γάρ τά κω­λύ­ον­τα εἰ­δέ­ναι, ἥ τ’ ἀ­δη­λό­της καί βρα­χύς ὤν ὁ βί­ος τοῦ ἀν­θρώ­που».
[Για τους θεούς, δεν μπορώ να ξέρω ούτε αν υπάρχουν ούτε αν δεν υπάρχουν ούτε ποια είναι η μορφή τους. Γιατί πολλά πράγματα εμποδίζουν τη γνώση: το γε­γονός ότι πολλά πράγματα είναι άδηλα και δεν φαίνονται και η συντομία της ανθρώ­πινης ζωής].

Προφανώς, ο Πρωταγόρας δεν ήταν άθεος, αλλά θεωρούσε πως ούτε οι αισθήσεις επιτρέπουν στον άνθρωπο να γνωρίσει τα άδηλα (αυτά που δεν προσεγγίζουν δηλαδή οι αισθήσεις) ούτε ο νους (αφού η συντομία της ανθρώπινης ζωής δεν προσφέρει στον άνθρωπο τον αναγκαίο χρόνο για να εμβαθύνει σε τέτοια θέματα). Έτσι, ο Πρωταγόρας κατέληγε σε έναν σχετικισμό: η γνώση του ανθρώπου για τα πράγματα είναι σχετική, εξαρτάται δηλαδή από τα μέσα του και τις ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες της ζωής του. Από αυτό προκύπτει και η περίφημη πρότασή του, από το επί­σης χαμένο σήμερα βιβλίο του Αλήθεια η καταβάλλοντες λόχο; (Ή Αλήθεια ή οι λόγοι που νικούν τα άλλα επιχειρήματα):

«Πάντων χρημάτων μέτρον ἐστὶν ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὥς ἐστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὔκ ἐστιν.»
[Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος, γι’ αυτά που υπάρχουν ότι υπάρχουν, και γι’ αυτά που δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν].

Η πρόταση αυτή δηλώνει πως καμία ουσία απόλυτη και αναλλοίωτη δεν υπάρχει, όπως ισχυρίζονταν φιλόσοφοι σαν τον Παρμενίδη. Και δεν ισχύει, επίσης, καμία διά­κριση μεταξύ της πραγματικότητας που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις και κάποιας άλλης αλήθειας, στην οποία ο άνθρωπος έχει πρόσβαση μόνον με τον νου. Η πραγματικότητα και η αλήθεια είναι μόνο αυτές που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος. Αυτό όμως σημαίνει τελικά πως καμία αλήθεια και καμία αρχή δεν υπάρχει από μόνη της- ο άνθρωπος ορίζει το μέτρο των πραγμάτων, άρα ο άνθρωπος ορίζει την αλήθεια. Και μόνον αυτή η φράση του Πρωταγόρα αρκεί επομένως για να καταλάβουμε γιατί ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, που αναζητούσαν με πάθος μιαν απόλυτη αλήθεια, η οποία ορίζεται ανεξάρτητα από τον άνθρωπο και την οποία ο άνθρωπος οφείλει να αναζητήσει, αντιτάχθηκαν με τόσο πάθος στις σοφιστικές διδασκαλίες.

Όπως θα δούμε μελετώντας τον μύθο του Πρωταγόρα για τη δημιουργία του ανθρώπου και της ανθρώπινης κοινωνίας, ο μεγάλος αυτός σοφιστής ενδιαφερόταν επίσης για την ιστορία του πολιτισμού και για θέματα που σήμερα θα ονομάζαμε κοινωνιολογικά. Και φυσικά, ως επαγγελματίας σοφιστής, ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για θέματα ρητορικής. Ένα άλλο έργο του έφερε τον τίτλο Άντιλογίαι. Σ’ αυτό υποστήριζε πως για κάθε θέμα υπάρχουν πάντα δύο αντιτιθέμενες απόψεις τις οποίες μπορεί, ανάλογα με τη θέση του, να υποστηρίξει κανείς. Πρόκειται για τους περίφημους δισσούς (δηλαδή διπλούς) λόγους, που τόσο επηρέασαν όχι μόνον τους ρήτορες, αλλά και τους τραγικούς ποιητές. Δείγματα τέτοιων δισσών λόγων διαβάζουμε στον Θουκυδίδη αλλά, κυρίως, στον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη.

Πρόδικος.Καταγόταν από την πόλη Ιουλίδα της Κέας. Γεννήθηκε μέσα στη δεκαετία του 470 και ζούσε ακόμα την εποχή της δίκης του Σωκράτη. Βασικό ενδιαφέρον του Πρόδικου πρέπει να ήταν, όπως φαίνεται, η γλωσσολογία. Η προσπάθειά του εστιαζόταν κυρίως στη διάκριση των εννοιών μεταξύ συνωνύμων λέξεων. Η ενασχόληση αυτή δεν πρέπει να ήταν στενά φιλολογική. Στόχος του Πρόδικου δεν ήταν απλώς η ακρίβεια στη διατύπωση, μέσα από την αναζήτηση των λεπτών διαφορών των συνωνύμων, αλλά ή φιλοσοφική διάκριση των εννοιών.

Ακόμα, ο Πρόδικος πρέπει να διατύπωσε μια πολύ ενδιαφέρουσα θεωρία για τη γένεση της θρησκείας, σύμφωνα με την οποία οι θεοί είναι δημιουργήματα του ανθρώπου και εξελίσσονται όσο εξελίσσεται και ο ανθρώπινος πολιτισμός.

Ιππίας.Καταγόταν από την Ήλιδα της Πελοποννήσου. Ο Ιππίας πρέπει να ήταν πολύ πιο κοντά στον τύπο του σοφιστή που κατακρίνει ο Πλάτωνας για την υποτι­θέμενη παντογνωσία του. Πράγματι, ο Ιππίας ασχολήθηκε με πολλούς τομείς της επιστήμης και της φιλοσοφίας: την αριθμητική και τη γεωμετρία, την αστρονομία, τη μουσική, τη ρητορική, τη γραμματική. Είναι πολύ πιθανόν πως ο Ιππίας ήταν ο πρώτος σοφιστής που κατηγορηματικά κατήγγειλε τις κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων ως συνέπεια των νόμων και όχι της φύσης, για την οποία όλοι οι άν­θρωποι είναι όμοιοι, συγγενείς και συμπολίτες.

Γοργίας.Καταγόταν από τους Λεοντίνους της Σικελίας. Γεννήθηκε μέσα στη δεκαετία του 490 και έζησε και μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Στην Αθήνα ήρθε το 427, επικεφαλής μιας πρεσβείας της πατρίδας του και η ευγλωττία του άφησε κατάπληκτο το αθηναϊκό κοινό. Ο Γοργίας ασχολήθηκε λιγότερο με τα καθαρά φιλοσοφικά ζητήματα και περισσότερο με την τέχνη της ρητορικής, η οποία ασφαλώς του χρωστάει πολλά. Έγραψε πάντως και ένα βιβλίο Περί του μή οντος (Για τη μη ύπαρξη), στο οποίο φαίνεται ότι υποστήριζε την εξής παράδοξη θέση: πρώτον, ότι τίποτα δεν υπάρχει- δεύτερον, ότι ακόμα και αν υπήρχε κάποια πραγματικότητα, ο άνθρωπος δεν θα ήταν σε θέση να τη γνωρίσει· και τρίτον, ότι ακόμα κι αν κάποιος μπορούσε να τη γνωρίσει, δεν θα ήταν σε θέση να μεταδώσει αυτή τη γνώση στους άλλους ανθρώπους. Η απόλυτη αυτή άρνηση αφορά επομένως όλες τις φιλοσοφικές απόπειρες προσέγγισης της αλήθειας. Ο Γοργίας μοιάζει εδώ να αρνείται και την ύ­παρξη της πραγματικότητας, και την οποιαδήποτε ικανότητα του ανθρώπου να γνωρίσει την πραγματικότητα, και τη δυνατότητα της γλώσσας να αποτελέσει ε­παρκές επικοινωνιακό εργαλείο. Είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε πως ο Γοργίας υποστήριξε στα σοβαρά αυτές τις απόψεις, που θα σήμαιναν σε τελευταία ανάλυση πως ο δικός του ρόλος ως δασκάλου της ρητορικής και της σοφιστικής ήταν απολύ­τως άχρηστος. Το πιθανότερο είναι πως ο Γοργίας δοκίμασε εδώ να οδηγήσει τις φι­λοσοφικές απόψεις των οπαδών του Παρμενίδη στις ακραίες τους συνέπειες. Κι α­κόμα, πως παρουσίασε εδώ μια παιγνιώδη φιλοσοφική κατασκευή, για να επιδείξει τη δική του ικανότητα να αποδεικνύει φιλοσοφικά τις πιο «παράλογες» θέσεις.

Ανάλογες φιλοσοφικές-ρητορικές κατασκευές είναι και τα δυο μικρά κείμενά του που μας σώθηκαν, το Έλένης εγκώμιον και η Παλαμήδους απολογία, στα οποία α­ναλαμβάνει να ανασκευάσει τις κατηγορίες που αποδόθηκαν τόσο στην Ελένη όσο και στον Παλαμήδη. Ο στόχος είναι και πάλι ο ίδιος: να αποδειχθούν οι δυνατότητες της ρητορικής, δηλαδή η δύναμη του εξασκημένου ρήτορα να υπερασπίζει ακόμα και τις «χαμένες» υποθέσεις.

Η κύρια ενασχόληση του Γοργία ήταν πάντως η ρητορική, την οποία βοήθησε να συστηματοποιηθεί και να εξελιχθεί σε πραγματική επιστήμη. Δεν ξέρουμε εάν όντως πίστευε πως καμία αλήθεια και καμία πραγματικότητα δεν υπάρχει, πάντως θεω­ρούσε πως σκοπός της ρητορικής είναι να αναδείξει το πιθανόν, το εύλογο, και να το παρουσιάσει ως πραγματικό και αληθινό, αποκλείοντας με λογικά και πειστικά επι­χειρήματα τις άλλες εκδοχές. Έτσι, υπογράμμισε την σημασία του καιρού, της κατάλληλης δηλαδή στιγμής, στην οποία προβάλλεται ένα επιχείρημα προκειμένου να πείσει. Αλλά πολύ περισσότερο καλλιέργησε τα ρητορικά σχήματα, κάνοντας τον πεζό λόγο εξίσου επιτηδευμένο και καλλιεργημένο με τον ποιητικό. Συντακτικές α­ντιστοιχίες, παρηχήσεις, μουσικότητα των λέξεων και των φράσεων, ανάδειξη των λεκτικών αντιθέσεων, ακόμα και ομοιοκαταληξίες, όλα αυτά τα γοργίεια σχήματα της ρητορικής καλλιεργήθηκαν συστηματικά και επηρέασαν τελικά όχι μόνον τη ρητορική, αλλά και τη λογοτεχνία και την ποίηση.

Αντιφώντας.Η ταυτότητα του Αντιφώντα αποτελεί ένα, προς το παρόν, άλυτο πρόβλημα. Το όνομα ήταν πολύ συνηθισμένο στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε, καθώς μας λείπουν συγκεκριμένες και αξιόπιστες πληροφορίες, να διακρίνουμε τον σοφιστή Αντιφώντα από άλλους συνώνυμούς του. Πάντως, το σίγουρο είναι πως ο Αντιφώντας ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για ζητήματα κοινωνιολογικά, ιστορίας του δικαίου και ιστορίας των πολιτισμών. Η αντίθεση φύσης – νόμου βρισκόταν στο επίκεντρο των φιλοσοφικών προβληματισμών του. Δεν γνωρίζουμε εάν ο Ιππίας ήταν ο πρώτος που ανέδειξε αυτήν την αντίθεση, ο Αντιφώντας πάντως ήταν αυτός που την κατήγγειλε, παίρνοντας θέση κατά του νόμου και των ανθρώπινων συμβάσεων, στις οποίες οφείλονται όλες οι διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων. Οπαδός του φυσικού δικαίου, ο Αντιφώντας δεν δίστασε να διακηρύξει πως όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι: καταρχήν, μέσα στα πλαίσια της πόλεως, αριστοκράτες ή μη, πολίτες ή ξένοι, ελεύθεροι ή δούλοι, αλλά και μέσα στα ευρύτερα πλαίσια της ανθρωπότητας. Έλληνες και βάρβαροι δεν διαφέρουν παρά μόνον στον βαθμό που ο νόμος, οι κοινωνικές διακρίσεις και οι πολιτιστικές προκαταλήψεις επιβάλλουν τις ανισότητες.

Κριτίας. (460-403 π.Χ.). Γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας της Αθήνας, θείος του Πλάτωνα και αρχηγός των Τριάκοντα Τυράννων, σκοτώθηκε το 403 σε μάχη κατά των δημοκρατικών του Θρασύβουλου. Εξαιρετικά προικισμένος άνθρωπος, ο Κριτίας ήταν από τους σημαντικούς ποιητές της Αθήνας (δυστυχώς οι τραγωδίες του έχουν χαθεί) και από τους πιο αξιόλογους διανοητές. Ασφαλώς δεν ήταν σοφιστής με την τρέχουσα έννοια της εποχής, αφού δεν δίδασκε ούτε πληρωνόταν για τέτοιου είδους υπηρεσίες. Φανατικός ολιγαρχικός όμως, ο Κριτίας εκμεταλλεύτηκε με τον πιο αδίστακτο τρόπο τις σοφιστικές θεωρίες για την αντίθεση νόμου – φύσης. Αντιστρέφοντας πλήρως το κήρυγμα ισότητας του Αντιφώντα, χρησιμοποίησε τα πιο ακραία σοφιστικά διδάγματα για να θεμελιώσει την άποψη πως ο νόμος δεν υπάρχει παρά για να προστατεύει τους αδύνατους και πως η φύση, που ταυτίζεται με το δί­καιο του ισχυρού, μας δείχνει και τον δρόμο που θα πρέπει να ακολουθήσουμε στην οργάνωση των ανθρώπινων κοινωνιών. Δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρού και ο ισχυρός θα πρέπει να επιβάλλει στην ανθρώπινη κοινωνία τους νόμους της φύσης. Άλλωστε, κατά τον Κριτία, ακόμα και οι θεοί είναι κατασκεύασμα του ισχυρού, που τους χρησιμοποιεί για να ελέγχει τους ανθρώπους. Ακόμα κι αν οι θεωρίες του Κριτία είχαν κάποιο ενδιαφέρον ως ακραία κατάληξη της σοφιστικής, το βέβαιο είναι πως η δράση του και τα εγκλήματα που διέπραξε κατά την περίοδο της τυραννίας, δεν αφή­νουν κανένα περιθώριο δικαιολόγησης για τον άνθρωπο που αμαύρωσε κατ'αυτόν τον τρόπο το όνομα μιας τόσο σημαντικής πνευματικής κίνησης.


Γ4. Oι συνέπειες του σοφιστικού κινήματος στην ελληνική κοινωνία και σκέψη

Το μεγάλο πέρασμα του ελληνικού πολιτισμού από τη μυθική σκέψη στον λόγο γίνεται ασφαλώς με τους πρώτους φιλοσόφους. Η σημασία αυτών των στοχαστών είναι αποφασιστική, η επίδρασή τους όμως στις ελληνικές κοινωνίες και στον τρόπο σκέψης των πολλών ήταν ελάχιστη, σε ορισμένες μάλιστα πόλεις, κάπως πιο καθυστερημένες και περιθωριακές ως προς την παρακολούθηση των πνευματικών επιτευγμάτων της εποχής, ήταν ανύπαρκτη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι η ίδια η Αθήνα, που για αρκετές δεκαετίες, σχεδόν μέχρι τους Περσικούς πολέμους, είχε μείνει ουσιαστικά ανεπηρέαστη από τις πολιτιστικές αυτές εξελίξεις. Αντίθετα, το σοφιστικό κίνημα είχε εντονότατη επίδραση στις κοινω­νίες του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα και οι απόηχοι του έφτασαν ακόμα και στις μερίδες εκείνες του πληθυσμού που ελάχιστη σχέση είχαν με τη φιλοσοφία. Η εξήγηση του φαινομένου αυτού βρίσκεται στο γεγονός ότι οι σοφιστές δεν ήταν απλώς φιλόσοφοι αλλά και δάσκαλοι, με μαθητές όχι μόνον εκείνους που επιθυμούσαν να ασχοληθούν ειδικά με τη φιλοσοφία. Οι σοφιστές παρουσιάζονταν ως ικανοί να διδάξουν όλα όσα μπορούσαν να είναι αναγκαία σε κάποιον που ήθελε να γίνει ολοκληρωμένος πολίτης, συνεπώς μαθητές τους ήταν όσοι ήθελαν να /θάβουν μια καλή εκπαίδευση και να ξεχωρίσουν τόσο στα πολιτικά πράγματα της πόλης τους όσο και στις ιδιωτικές τους υποθέσεις. Οι σοφιστές δεν δίδασκαν μόνον φιλοσοφία, αλλά και ρητορική, πολιτική θεωρία, νομικά, μαθηματικά και άλλες επιστήμες. Και οι νεωτεριστικές απόψεις τους δεν αφορούσαν μόνον τα καθαρά φιλοσοφικά ζητήματα, αλλά επεκτείνονταν και στον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζαν οποιαδήποτε επιστήμη και οποιοδήποτε ζήτημα. Είναι λοιπόν λογικό οι άνθρωποι που υπερασπίζονταν κάποιες παραδοσιακές αξίες να ταράζονται από την αυξανόμενη επίδραση των σοφιστών στη διαμόρφωση των νέων αντιλήψεων που διαδίδονταν έτσι στις ελληνικές κοινωνίες. Ειδικά στην Αθήνα, όπου η κορύφωση της σοφιστικής πνευματικής κίνησης συνέπεσε με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, οι πιο συντηρητικοί θεώρησαν τους σοφιστές υπεύθυνους για τη γενικότερη κρίση στην οποία βρέθηκε την εποχή εκείνη τόσο η δημοκρατία ως πολίτευμα όσο και η Αθήνα ως ηγεμονική πόλη μέσα στον ελληνικό χώρο. Η αμφισβήτηση και η υπονόμευση τωνπαραδοσιακών απόψεων για τη θρη­σκεία, την παιδεία, την ποίηση, την πολιτική και το δίκαιο, που έφεραν και διέδωσαν οι σοφιστές, θεωρήθηκαν ως οι κύριοι υπεύθυνοι της ήττας των Αθηνών τόσο στο πεδίο του πολέμου όσο και στο κοινωνικό επίπεδο.


Δ. Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Δ1. Σωκράτης Σωφρονίσκου Άλωπεκήθεν: ο βίος του

Ο Σωκράτης, γιος του λιθοξόου και ανδριαντοποιού Σωφρονίσκου και της μαίας Φαιναρέτης, από τον δήμο Αλωπεκής, γεννήθηκε το 470/469 π.Χ. Στα νιάτα του ακολούθησε για κάποιο διάστημα το επάγγελμα του πατέρα του, ο Παυσανίας ο Περιηγητής (I. 22, 8) ισχυρίζεται μάλιστα πως στην είσοδο της Ακρόπολης των Αθηνών υπήρχε ένα άγαλμα των τριών Χαρίτων φτιαγμένο από τον Σωκράτη. Ελάχιστα άλλα πράγματα γνωρίζουμε για τα παιδικά και νεανικά του χρόνια και για την παιδεία και την ανατροφή που έλαβε, η οποία δεν πρέπει να ήταν διαφορετική α­πό αυτή των παιδιών της μεσαίας τάξης των βιοτεχνών της Αθήνας: ανάγνωση και γραφή, εκμάθηση των ομηρικών επών, μουσική, γυμναστική. Στον πλατωνικό διάλογο Φαίδων, που διαδραματίζεται μέσα στη φυλακή, την ώρα που ο Σωκράτης συ­ζητά για τελευταία φορά με τους φίλους και μαθητές του λίγο πριν πιει το κώνειο, ο καταδικασμένος φιλόσοφος περιγράφει πώς, νέος ήδη, άρχισε να παρακολουθεί τη διείσδυση των διάφορων φιλοσοφικών θεωριών στην Αθήνα: ο νεαρός Σωκράτης άρχισε να ασχολείται με τη φυσική φιλοσοφία και, κυρίως, με τη θεωρία του Αναξαγόρα για τον Νου. Από άλλες μαρτυρίες μας έρχεται η είδηση πως ο Σωκράτης είχε σχετιστεί με τον μαθητή του Αναξαγόρα, τον Αρχέλαο. Κατά τον Πλάτωνα, πρέπει να είχε συναντήσει, πολύ νέος, τον γηραιό τότε Παρμενίδη.
Καθώς ο ίδιος ο Σωκράτης δεν έγραψε ποτέ τίποτα, ό,τι μαθαίνουμε είτε για τη ζωή του είτε για τις φιλοσοφικές θεωρίες του, το πληροφορούμαστε από τα κείμενα των μαθητών του, του Πλάτωνα κυρίως, αλλά και του Ξενοφώντα. Ο Σωκράτης αποτελεί κύριο πρόσωπο όλων των διαλόγων του Πλάτωνα, εκτός των Νόμων. Κάποιοι διάλογοι μάλιστα, ο Ευθύφρων, ο Κρίτων και ο Φαίδων, έργα που τοποθετούνται πριν από τη δίκη το πρώτο και μετά την καταδίκη τα άλλα δύο, ιδιαίτερα δε η Απολογία (έργο που υποτίθεται ότι αναπαράγει όσο το δυνατόν πιο πιστά όσα πράγματι είπε ο Σωκράτης κατά την απολογία του) μας προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή του φιλόσοφου. Απολογία έγραψε και ο Ξενοφώντας;‘, ο οποίος μας προσφέρει επίσης ειδήσεις για τη ζωή και τις απόψεις του Σωκράτη στα έργα του Απομνημονεύματα, Συμπόσιον και Οικονομικός. Μια άλλη πηγή, σαφώς αναξιόπιστη όσον αφορά τις ιδέες και τα ενδιαφέροντα που παρουσιάζεται τάχα να είχε ο Σωκράτης, αλλά πολύ γλαφυρή για την κωμική παρουσίαση του ίδιου του ανθρώπου, είναι ο Αριστοφάνης. Στην κωμωδία του Νεφέλαι (423) ο κωμικός ποιητής βγάζει τον Σωκράτη στη σκηνή να διευθύνει μια φιλοσοφική σχολή, ένα Φροντιστή-ριον: σκαρφαλωμένος σε ένα πανέρι που κρέμεται από την ταράτσα της σχολής, ο φιλόσοφος παρατηρεί τον ήλιο, ενώ από κάτω οι μαθητές του μελετούν πόσο πηδάει ο ψύλλος και από πού βγάζουν ήχους τα έντομα! Η εικόνα αυτή είναι απολύτως λανθασμένη, αφού ο Σωκράτης ουδέποτε ζήτησε να προσελκύσει μαθητές επ’ αμοιβή και ουδέποτε ασχολήθηκε με τα φυσικά φαινόμενα. 0 Αριστοφάνης, προσωπικός φίλος του Σωκράτη, έφτιαξε εδώ μια χαριτωμένη καρικατούρα των διανοούμενων της εποχής του και των ενασχολήσεών τους, έτσι τουλάχιστον όπως τις αντιλαμβανόταν ο απλός Αθηναίος. Εάν πιστέψουμε όμως την Απολογία του Πλάτωνα, φαίνεται πως η αθώα παρωδία του μεγάλου κωμικού έβλαψε τελικά τον Σωκράτη, αφού βοήθησε στην ταύτισή του με το κίνημα των σοφιστών, των οποίων εκείνος στην πραγματικότητα ήταν αντίπαλος.

Για την ιδιωτική ζωή του Σωκράτη, ξέρουμε πως παντρεύτηκε την Ξανθίππη (μια ταλαιπωρημένη γυναίκα, την οποία οι μεταγενέστεροι συγγραφείς ανακήρυξαν σε πρότυπο της μέγαιρας που βασανίζει τον άντρα της) και πως έκανε τρεις γιους.

Γνωρίζουμε αρκετά πράγματα για τη δημόσια ζωή του Σωκράτη. Πήρε μέρος ως οπλίτης στις μάχες της Ποτίδαιας (431), του Δήλιου (424) και της Αμφίπολης (422). Αυτές ήταν άλλωστε και οι μοναδικές φορές που ο φιλόσοφος ταξίδεψε έξω από τα σύνορα της Αττικής, όπως λέει ο ίδιος στον πλατωνικό διάλογο Κρίτων (52b).

Γνωρίζουμε επίσης πως ο Σωκράτης έλαβε ορισμένα πολιτικά αξιώματα και μάλιστα σε πολύ κρίσιμες στιγμές της αθηναϊκής ιστορίας. Το 406, μετά την καταστροφή του αθηναϊκού στόλου στη ναυμαχία των Αργινουσών, ο Σωκράτης προέδρευε, ως μέλος του σώματος των πρυτάνεων, στη συνέλευση του εξοργισμένου δήμου που ήθελε να καταδικάσει σε θάνατο τους στρατηγούς της ναυμαχίας, οι οποίοι, λόγω σφοδρής θαλασσοταραχής, δεν είχαν καταφέρει να περισυλλέξουν τα πτώματα των νεκρών και τους ναυαγούς. Ως πρύτανης (σύμφωνα μάλιστα με κάποιες μαρτυρίες, ήταν επιστάτης, δηλαδή πρόεδρος, των πρυτάνεων) πολέμησε την πρόταση της θανατικής καταδίκης, την οποία θεώρησε άδικη και παράνομη. Η στάση του αυτή δεν ήταν ούτε εύκολη ούτε χωρίς κινδύνους σε μια εποχή φανατισμού και ηττοπάθειας, κατά την οποία ο λαός της Αθήνας έψαχνε απελπισμένα για αποδιοπομπαίους τράγους.

Με το ίδιο σθένος με το οποίο αντιτάχτηκε σε μια απόφαση της δημοκρατίας, ο Σωκράτης αντιστάθηκε και στην αυθαιρεσία των Τριάκοντα τυράννων λίγα χρόνια αργότερα. Καθώς οι Τριάκοντα προσπαθούσαν εκ συστήματος να αναγκάσουν όσους περισσότερους Αθηναίους μπορούσαν να γίνουν συνένοχοι στη βία και τα εγκλήματά τους, διέταξαν τον Σωκράτη, μαζί με άλλους τέσσερις πολίτες, να πραγματοποιήσει τη σύλληψη κάποιου πολίτη, του Λέοντα του Σαλαμίνιου, προκειμένου αυτός να εκτελεστεί. Ο Σωκράτης αρνήθηκε κατηγορηματικά να συμμετάσχει στην επιχείρηση. Κατά τον Ξενοφώντα, ο παλιός του μαθητής Κριτίας, ένας από τους Τριάκοντα, είχε προτείνει κάποια μέτρα προκειμένου να σωπάσει ο δάσκαλος που δεν εννοούσε να κλείσει το στόμα του μπροστά στους δυνατούς. Αυτό όμως που δεν κατάφεραν οι τύραννοι το πέτυχε τελικά, δυστυχώς, η αποκατεστημένη, μετριοπαθής δημοκρατία, όπως θα δούμε στη συνεχεία.

Αν αυτά τα γεγονότα του βίου του γνωρίζουμε μόνο, ξέρουμε αρκετά για τον τρό­πο ζωής αυτού του παράξενου και προκλητικού ανθρώπου, που, χωρίς να γράψει πο­τέ του μιαν αράδα από τις σκέψεις του, σημάδεψε ανεξίτηλα τη σκέψη και τη φιλο­σοφία της ανθρωπότητας. Ξέρουμε πως ο Σωκράτης ήταν άσχημος και πως, με την πλακουτσή μύτη του, τα γουρλωτά μάτια του, τα παχιά χείλη του και το πλατύ του πρόσωπο, έμοιαζε, όπως λέει ο Αλκιβιάδης, με τον αρχηγό των Σατύρων (αυτών των μυθικών φίλων του Διόνυσου, με τα τραγίσια πόδια, την ουρά και τα κέρατα), τον Σιληνό. Αλλά και τα λόγια του ανθρώπου αυτού, που πιο παράδοξος και αλλόκοτος δεν υπήρξε, έμοιαζαν επίσης σαν λόγια Σιληνού από κάποιο σατυρικό δράμα. Κι όμως, καταλήγει ο Αλκιβιάδης, «αν διεισδύσεις σ’ αυτά, τότε θα καταλάβεις πως μόνο αυτά έχουν νόημα, πως είναι λόγια θεϊκά» (Συμπόσιο, 22 ld-e).
Ότι τα λόγια του Σωκράτη είχαν κάτι το Θεϊκό, δεν το αναγνώρισε μόνο ο Αλκιβιάδης, ούτε μόνο οι νεαροί και φιλόδοξοι νέοι της Αθήνας που άφηναν τους δασκάλους τους κι έτρεχαν πίσω του, το αναγνώρισε και ο Απόλλων των Δελφών. Ο Χαιρεφών, φίλος του Σωκράτη, πήγε στο μαντείο των Δελφών και ζήτησε από τον θεό να του υποδείξει τον σοφότερο άνθρωπο. Και ο Απόλλωνας απάντησε ότι ο Σωκράτης είναι απάντων σορώτατος1. Σοφότατος, ο άνθρωπος που διακήρυττε προκλητι­κά «εν οιδα, ότι ουδέν οίδα».


Δ2. Οι φιλοσοφικές ιδέες του Σωκράτη. Διαλεκτική, μαιευτική, ειρωνεία.
Η αναζήτηση των ορισμών, η επαγωγική μέθοδος και η ηθική

Ἕν οἶδα, ὅτι οὐδεν οἶδα

«Εγώ όταν άκουσα τον χρησμό, έκανα αυτές τις σκέψεις: τι λέει άραγε ο θεός και τι εννοεί; εγώ ξέρω ότι σοφός δεν είμαι, ούτε πολύ ούτε λίγο, […] ο θεός όμως δεν είναι δυνατόν να ψεύδεται. Πολύ καιρό απορούσα, κι ύστερα αποφάσισα να το ψάξω το πράγμα αυτό ως εξής: πλησίασα κάποιον από αυτούς που θεωρούνται σοφοί, πιστεύοντας πως έτσι θα ελέγξω το μαντείο και θα απαντήσω στον χρησμό πως αυτός είναι σοφότερος από εμένα, ενώ εσύ είπες εμένα για πιο σοφό. Ενώ λοιπόν τον εξέταζα με τις ερωτήσεις μου αυτόν (δεν θα πω το όνομά του, πάντως ήταν ένας από τους πολιτικούς), μου φάνηκε έξαφνα, ω άνδρες Αθηναίοι, από τη συζήτησή μας, πως ο άνθρωπος αυτός φαινόταν σοφός στον κόσμο, και κυρίως στον ίδιο τον εαυτό του, αλλά σοφός δεν ήταν. Κι ύστερα, προσπάθησα να του δείξω ότι, παρ’ όλο που νόμιζε τον εαυτό του σοφό, σοφός δεν ήταν. Κι από αυτό, φυσικά, και τούτος με μί­σησε και πολλοί άλλοι απ’ όσους ήταν τότε μπροστά. Κι εγώ, καθώς έφευγα, έλεγα μέσα μου: «από αυτόν τον άνθρωπο, είμαι βέβαια σοφότερος. Γιατί κανείς από τους δυο μας δεν ξέρει τίποτα καλό και σωστό, αυτός όμως νομίζει πως ξέρει κάτι χωρίς να ξέρει τίποτα, ενώ εγώ δεν γνωρίζω τίποτα, αλλά τουλάχιστον δεν νομίζω πως ξέρω κάτι». […] Έπειτα πήγα σε κάποιον άλλο από αυτούς που θεωρούνται σοφοί, έφυγα όμως με την ίδια εντύπωση και απόκτησα το μίσος και αυτού και άλλων πολλών.» (Απολογία, 20-21).

Το απόσπασμα αυτό από την πλατωνική Απολογία μας επιτρέπει να κατανοήσουμε και τα αντιφατικά αισθήματα που ενέπνευσε ο Σωκράτης στους συγχρόνους του (με αποτέλεσμα τη θανατική καταδίκη του) και τη φιλοσοφική στάση του. Βεβαίως ένας άνθρωπος που βάζει σκοπό της ζωής του να αποδείξει την άγνοια όσων σπουδαίων περνιούνται για σοφοί θα κινήσει το μίσος των θιγόμενων και των οπαδών τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι απειλή. Αλλά τι να πει κανείς γι’ αυτόν που η ειρωνεία του έχει στόχο ακόμα και τον χρησμό του Απόλλωνα, γι'αυτόν που, ισχυριζόμενος πως δεν αξίζει τον τίτλο του σοφότατου, αμφισβητεί τη θεϊκή εκτίμηση και προσπαθεί να την «ελέγξει»; Δεν είναι αυτός ο άνθρωπος άθεος, όπως ισχυρίστη­καν οι κατήγοροι του;

Η σωκρατική αμφισβήτηση.Ο Σωκράτης δεν ήταν άθεος, ήταν όμως είρωνας και έκανε την ειρωνεία όπλο της σκέψης, όπλο της αναζήτησης και της φιλοσοφικής έρευνας. Ίσως στην αμφισβήτηση να έμοιαζε πράγματι με τους σοφιστές. Κι αυτοί αρνούνταν να δεχτούν ως δεδομένες τις παραδεδεγμένες αλήθειες. Αλλά η αμφισβήτηση τους κατέληγε στην άρνηση: αφού δεν μπορεί κανείς να ανακαλύψει την αλήθεια, αλήθεια δεν υπάρχει, κι αν υπάρχει, καμιά σημασία δεν έχει, διότι δεν μας επηρεάζει. Απέναντι στην αμφισβήτηση αυτή, που γρήγορα καταλήγει τραγική αλλά και τερατώδης, ο Σωκράτης αντιπαραθέτει μια θετική αμφισβήτηση: αμφισβητώντας τις παραδοσιακές ιδέες και τις παραδοσιακές αρχές, αναζητά τη βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων. Πολύ περισσότερο, αναζητά την πρώτη αλήθεια, την αναλλοίωτη, που δεν επηρεάζεται από τις συνθήκες, που δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο.

Διαλεκτική και μαιευτική.Τα όπλα του ήταν η διαλεκτική και η μαιευτική. Όπως περιγράφει και ο ίδιος στο απόσπασμα της Απολογίας που παραθέσαμε, ο Σωκράτης είχε ως μέσο για τον έλεγχο και την εξαγωγή συμπερασμάτων τη διαλεκτική, που κατ’ αρχήν σημαίνει διάλογος. Δεν πρόκειται βέβαια για οποιαδήποτε συζήτηση. II σωκρατική διαλεκτική είναι η σταδιακή, βήμα – βήμα, αναίρεση των θέσεων του συνομιλητή και, στη συνέχεια, η επίσης σταδιακή προσπάθεια να εξα­χθεί ένα νέο συμπέρασμα, μια νέα προσέγγιση της αλήθειας. Στους πλατωνικούς διάλογους, ο συνομιλητής του Σωκράτη εκθέτει κατ’ αρχήν μίαν άποψη για το θέμα που πρόκειται να συζητηθεί, την οποία ο ίδιος θεωρεί ολοκληρωμένη και θεμελιο;μέ-νη. Με ερωτήσεις που φαντάζουν σχεδόν απλοϊκές, ο Σωκράτης εξαναγκάζει τον συνομιλητή του να φτάσει στην ακραία συνέπεια των θέσεων που υποστήριξε και ε­κεί αποδεικνύεται η σαθρότητα των λογικών επιχειρημάτων που αυτός χρησιμοποίησε. Από αυτό το σημείο αρχίζει μια νέα συζήτηση, όπου και πάλι καθοδηγώντας με ερωτήματα τον συνομιλητή του ο Σωκράτης τον οδηγεί στη γενική αλήθεια, στην αλήθεια δηλαδή που υπάρχει ανεξαρτήτως των περιστάσεων και των συνθηκών, στην πρώτη αλήθεια των πραγμάτων.

Είναι χαρακτηριστικό πως ο Σωκράτης, στους πλατωνικούς διάλογους, δεν αποφαίνεται ο ίδιος εκ των προτέρου, δεν παραθέτει ο ίδιος εξαρχής κάποια θεωρία η άποψη. Αντίθετα, όλη η διανοητική προσπάθεια της συζήτησης στρέφεται στο να ε­ξαχθεί η σωκρατική άποψη από τον αντίπαλο. Πρόκειται για αυτό που ο ίδιος ο Σωκράτης ονόμαζε μαιευτική. Μαιευτική βέβαιους είναι η δουλειά της μαίας, της μαμής που συμπαραστέκεται και βοηθάει την ετοιμόγεννη γυναίκα στον τοκετό. Παίρνοντας ως παράδειγμα τη δουλειά της μητέρας του, που ήταν μαία, ο Σωκράτης ισχυριζόταν πως καμιά φιλοσοφική θεωρία δεν «γέννησε» ο ίδιος, αλλά πως, σαν μαία, βοηθάει τον συνομιλητή του να «γεννήσει» από μέσα του την αλήθεια. Τι σημαίνει όμως αυτό; Σημαίνει πως για τον Σωκράτη (όπως και για τον Πλάτωνα, δες εισαγωγή στον μύθο του σπηλαίου, σελ. 113) ο άνθρωπος γνωρίζει την αλήθεια, την Ιδέα, και πως η προσπάθεια της φιλοσοφικής σκέψης έγκειται στο να βοηθήσει τον άνθρωπο να την ξαναθυμηθεί, να την επαναφέρει στη μνήμη του.

Η αναζήτηση των ορισμών, η επαγωγική μέθοδος και η ηθική. Είδαμε ποια ήταν η μέθοδος σκέψης που ακολούθησε ή, σωστότερα, «εφηύρε», ο Σωκράτης. Ας δούμε τώρα σε ποια θέματα εστίασε το ενδιαφέρον του και ποια νέα προβληματική έφερε στη φιλοσοφική σκέψη.

Έχει λεχθεί για τον Σωκράτη πως «κατέβασε τη φιλοσοφία από τα άστρα στη γη», με την έννοια ότι, χάρη στη δική του προσωπικότητα, οι φιλόσοφοι έπαψαν να ασχολούνται τόσο με τα φυσικά φαινόμενα (που έγιναν έκτοτε αντικείμενο της επιστήμης μάλλον, παρά της φιλοσοφίας), άσο με τον ίδιο τον άνθρωπο και την κοινωνία του. Για να χρησιμοποιήσουμε δηλαδή την πολύ καλύτερη διατύπωση του Αρι­στοτέλη: «επί Σωκράτους δέ […], τό ζητεϊν τά περί φύσεως έληξε, περί δέ την χρήσιμον άρετήν και πολιτικήν απέκλιναν οι φιλοσοφούντες {Περί ζώων μορίων, 642 a 28 κ.εξ.). Η αλήθεια είναι πως με πολιτικά προβλήματα ασχολήθηκαν και οι προγενέστεροι φιλόσοφοι, ενώ ζητήματα ηθικής απασχόλησαν και τον Δημόκριτο και πολλούς σοφιστές. Ο Σωκράτης όμως είναι αυτός που έστρεψε τον φιλοσοφικό στοχασμό κατ’ αποκλειστικότητα σε τέτοια θέματα. Ο λόγος που τα σωκρατικά ενδιαφέροντα σημάδεψαν κατά τέτοιον ανεξίτηλο τρόπο την ιστορία της φιλοσοφίας πρέπει να αναζητηθεί στον σωκρατικό τρόπο σκέψης, στο γεγονός δηλαδή πως ο Σωκράτης δεν ενδιαφερόταν απλώς για τον ορθό τρόπο ζωής και δράσης είτε στο προσωπικό είτε στο κοινωνικό επίπεδο. Αντίθετα από τους σοφιστές, των οποίων το ενδιαφέρον για τα θέματα αυτά ήταν εντελώς χρησιμοθηρικό, ο Σωκράτης αναζήτησε ένα σταθερό έδαφος πάνω στο οποίο να καθοριστεί αυστηρά και αμετάκλητα κάθε έννοια καλού, αρετής και σοφίας. Όπως οι πρώτοι φιλόσοφοι αναζητούσαν την πρώ­τη αρχή της δημιουργίας, ο Σωκράτης αναζήτησε την αρχή κάθε ηθικής έννοιας, που δεν επηρεάζεται από ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες ούτε από τη δυνατότη­τα αντίληψης του κάθε ανθρώπου. Αναζήτησε δηλαδή το απόλυτο απορρίπτοντας το σχετικό, την ουσία της ηθικής και όχι τα ηθικά φαινόμενα.

Όπως λέει και πάλι ο Αριστοτέλης {Μετά τά φυσικά, 1078 b 27 κ.εξ.), ο δρόμος που λογικά ακολούθησε ο Σωκράτης για να αναζητήσει ακριβώς την απόλυτη ουσία των ηθικών εννοιών, ήταν η επαγωγική μέθοδος (οι επακτικοί λόγοι), με σκοπό την εξαγωγή καθολικών ορισμών (το όρίζεσθαί καθόλου). Ξεκινώντας δηλαδή από παραδείγματα, συνήθως παρμένα από την καθημερινή ζωή και εμπειρία, προσπαθούσε να οδηγήσει τη σκέψη του συνομιλητή του στην εξαγωγή καθολικών συμπερασμάτων, που να ξεπερνούν την εμπειρία και να φθάνουν σε μια απόλυτη γνώση του θέματος. Και η διαδικασία αυτή είχε επιτυχία όταν προέκυπτε τελικά ένας απόλυτος ορισμός, δηλαδή μια απόλυτη γνώση, για την αλήθεια του καλού και του κακού, της αδικίας και του δικαίου, της ομορφιάς και της ασχήμιας, της σωφροσύνης και της άνοιας, του θάρρους και της δειλίας, της ορθής διακυβέρνησης και της δεσποτείας.
Έτσι, ο άνθρωπος που ισχυριζόταν πως το μόνο πράγμα που γνωρίζει είναι η ίδια του η άγνοια, σημάδεψε οριστικά την πορεία της φιλοσοφίας υποδεικνύοντας πως η λογική σκέψη και όχι οι αισθήσεις είναι ο μοναδικός οδηγός προς την αλήθεια, προς το καθολικό και το αιώνιο.


Δ2. Η δίκη και ο θάνατος του Σωκράτη

«Τάδε έγράψατο και άντωμόσατο Μέλητος Μελήτου Πιτθεύς Σωκράτει Σωφρο-νίσκου ‘Λλωπεκήθεν: άδικεΐ Σωκράτης, ους μέν ή πόλις νομίζει θεούς ού νομίζων, έτερα δέ δαιμόνια καινά εϊσηγούμενος’ άδικεΐ δέ καϊ τους νέους διαφθείρων. Τίμημα θάνατος».

Η μήνυση κατά του Σωκράτη έγινε από τον Μέλητο, έναν ποιητή του οποίου μοναδική δόξα αποτελεί το γεγονός ότι υπήρξε κατήγορος του φιλοσόφου. Κατήγοροι ήταν επίσης ο Άνυτος και ο Λύκων. Ο πρώτος ήταν πλούσιος βυρσοδέψης και γνωστός πολιτικός, που είχε εκλεγεί και στρατηγός το 409 και είχε εξοριστεί από τους Τριάκοντα Τυράννους. Ο δεύτερος ήταν ρήτορας.

Γιατί μηνύθηκε ο Σωκράτης; Προφανώς όχι γιατί οι κατήγοροι πίστευαν πραγματικά πως ο Σωκράτης δεν πίστευε στους θεούς ούτε γιατί τους ενοχλούσε όντως το περίφημο δαιμόνιο, η θεότητα που, όπως έλεγε ο Σωκράτης, κατοικούσε μέσα του και τον συμβούλευε. Η  αρχαία ελληνική θρησκεία δεν είχε ούτε ιερό βιβλίο ούτε δόγμα (άρα ούτε και αιρέσεις) ούτε ιερατείο με ειδική αποστολή τη μεσολάβηση μεταξύ θεών και ανθρώπων. Ιερείς και ιέρειες εκλέγονταν κατά κανόνα για συγκεκριμένη περίοδο κάποιοι πολίτες, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εκλέγονταν και στα άλλα αξιώματα της πόλεως (με εξαίρεση λίγες συγκεκριμένες λατρείες, όπως τα Ελευσίνια μυστήρια, όπου παραδοσιακά ασκούσαν ιερατικά καθήκοντα συγκεκριμένες οικογένειες). Ήταν συνεπώς σχεδόν αδύνατον να κατηγορηθεί κάποιος για αθεΐα, εφόσον μάλιστα συμμετείχε στις μεγάλες κοινές θρησκευτικές τελετές και δεν τις αμφισβητούσε. Η συνηθισμένη κατηγορία που επέρριπταν σε κάποιους διανοούμε­νους ήταν η ασέβεια, δηλαδή ακριβώς ή μη συμμετοχή ή, χειρότερα, η υπονόμευση της αξίας τωv τελετών αυτών. Δίκες για τέτοιες κατηγορίες είχαν υποστεί, μάλλον, ο Αναξαγόρας και ο Πρωταγόρας, αλλά και ο Αισχύλος, ο τραγικός ποιητής. Όπως και σε αυτές τις περιπτώσεις, έτσι και στην περίπτωση του Σωκράτη η θρησκεία αποτέλεσε το πρόσχημα πίσω από το οποίο κρύβονταν οι πολιτικοί λόγοι της δίωξης.

Η κατηγορία για διαφθορά των νέων είχε μεγαλύτερη σχέση με την πραγματική αιτία της δίωξης του Σωκράτη. Ο Σωκράτης ασφαλώς και δεν διέφθειρε τους νέους που τον ακολουθούσαν. Όμως, όπως λέει και ο ίδιος στην κατά Πλάτωνα Απολογία του, τα νέα παιδιά που τον έβλεπαν να ξεσκεπάζει στην αγορά την ψευδή σοφία των σοφιστών και των δημαγωγών, γοητεύονταν από αυτό το «παιχνίδι» που οδηγούσε στην αναζήτηση της ουσίας των πραγμάτων και της αλήθειας. Και, εξίσου φυσικά, οι απειλούμενοι από τον Σωκράτη και τις ενοχλητικές ερωτήσεις του Θεωρούσαν πως η γοητεία που ο φιλόσοφος ασκούσε στη νεολαία ήταν «διαφθορά». Υπάρχει όμως και ένα άλλο σημαντικό στοιχείο: πολλοί από τους νέους που ανήκαν στον κύκλο του Σωκράτη πήραν ενεργό μέρος στην πολιτική και έπαιξαν ρόλο αρνητικό σε μια καταστροφική για την Αθήνα εποχή. Ο Αλκιβιάδης, πρώτος απ’ όλους, ήταν μεν δημοκρατικός, αλλά και εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, αφού δεν δίστασε και να αυτομολήσει στους Σπαρτιάτες. Πολλοί φίλοι του Σωκράτη, απ’ την άλλη μεριά, τά­χθηκαν με την ακραία μερίδα των ολιγαρχικών και στήριξαν το πραξικόπημα των Τριάκοντα Τυράννων. Ο Κριτίας και ο Χαρμίδης μάλιστα, θείοι του Πλάτωνα, ήταν από τους ηγέτες τους. Το γεγονός αυτό επέτρεψε στους κατηγόρους του να αφήσουν να εννοηθεί πως οι θεωρίες του δασκάλου ήταν υπεύθυνες για την κατάληξη των «μαθητών».

Το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, που απαρτιζόταν από 500 δικαστές κληρωμένους από το σύνολο των πιο ηλικιωμένοι πολιτών, έκρινε τον Σωκράτη ένοχο με μέτρια πλειοψηφία (281 ψήφοι έναντι 220). Στη δεύτερη ψηφοφορία, που αφορούσε την ποινή, η καταδίκη σε θάνατο ψηφίστηκε από περισσότερους (300 έναντι 201). Η σωκρατική ειρωνεία δεν είναι άσχετη με την εξέλιξη αυτή: όταν του δόθηκε ο λόγος προκειμένου, κατά τον νόμο, να προτείνει και αυτός μια ποινή, ο Σωκράτης, αντί να προτείνει λ.χ. την εξορία, πρότεινε την περιφρόνηση του και προς το δικαστήριο και προς τον Θάνατο:

«Τι ταιριάζει σ’ έναν άνθρωπο φτωχό και ευεργέτη της πόλεως, που του χρειάζεται ελεύθερος χρόνος για να σας προτρέπει στο καλό; Τίποτα δεν του ταιριάζει τόσο όσο το να τον βάλετε στο πρυτανείο και να τον τρέφετε δωρεάν […]. Αν λοιπόν πρέπει να προτείνω κάτι αντάξιο μου, προτείνω να τιμηθώ με σίτηση στο πρυτανείο.» ^Απολογία, 36d-e].

Εξηγώντας στη συνέχεια γιατί ένας άνθρωπος στην ηλικία του κανέναν λόγο δεν έχει να φοβάται τον Θάνατο, προτείνει, για τυπικούς (και ειρωνικούς) λόγους το πρόστιμο της μιας μνας. Το ποσό αυτό ανέβασαν στις 30 μνες ο Πλάτωνας, ο Κρότωνας και άλλοι φίλοι του, που μπήκαν εγγυητές, αφού η περιουσία του Σωκράτη δεν ξεπερνούσε τις 5 μνες.

Μετά την καταδίκη του, ο Σωκράτης έμεινε περίπου έναν μήνα στο κρατητήριο. Τις μέρες εκείνες γίνονταν στο ιερό νησί του Απόλλωνα, την Δήλο, τα Δήλια. Οι Αθηναίοι είχαν στείλει εκεί θεωρία (επίσημη αποστολή σε ιερή τελετή) αντιπροσώπους της πόλης και το ένα από τα δύο ιερά πλοία τους, την Πάραλο. Κατά το έθι­μο, δεν μπορούσε να γίνει η εκτέλεση μέχρι την επιστροφή του πλοίου. Στη διάρκεια της κράτησής του, και ως την τελευταία στιγμή, ο Σωκράτης αντιστάθηκε στις προσπάθειες των φίλων του να τον πείσουν να αποδράσει. Όπως περιγράφει και ο Πλάτωνας στον Κρίτωνα, ο Σωκράτης πίστευε πως το γεγονός ότι αδικήθηκε από τους συμπολίτες του δεν αποτελούσε δικαιολογία για να διαπράξει αδικία εναντίον των νόμων της πόλης του. Έτσι, ήπιε ψύχραιμα το κώνειο, συζητώντας με τους φί­λους του για την αθανασία της ψυχής και πέθανε μέσα στο κελί του δεσμωτηρίου.


Ε. Ο ΠΛΑΤΩΝ

Ε 1. Ο βίος του

Ο Πλάτωνας γεννήθηκε το 428/9, από αριστοκράτες Αθηναίους γονείς. Πατέρας του ήταν ο Αρίστωνας, γιος του Αριστοκλή. ΙΙαρ’ όλο που δεν ξέρουμε πολλά για την οικογένεια του πατέρα του Πλάτωνα, και μόνο τα ονόματα του πατέρα και του παππού δείχνουν πως το γένος τους ήταν αριστοκρατικό. Μητέρα του ήταν η Περικτιόνη, από παλιά αρχοντική γενιά που έφτανε μέχρι τον Σόλωνα. Θείος της Περικτιόνης ήταν ο Κριτίας, διανοούμενος που συνδέθηκε στενά με το σοφιστικό κίνημα και κυρίως με το ολιγαρχικό πραξικόπημα των Τριάκοντα Τυράννων, των οποίων ή­ταν ηγετική μορφή. Αδελφός της Περικτιόνης ήταν ο Χαρμίδης, που επίσης συνεργάστηκε με τους Τριάκοντα και ο οποίος, στα νιάτα του, είχε συνδεθεί με τον Σωκράτη.

Σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη ζωή του Πλάτωνα είναι ένα κείμενο του ίδιου, η 7η Επιστολή του, ένα γράμμα προς τους Συρακούσιους φίλους του, το οποίο αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφίας.

Ο Πλάτωνας έλαβε την επιμελημένη μουσική και γυμναστική παιδεία των αρι­στοκρατικών γόνων της Αθήνας. Νέος ασχολήθηκε με την τραγική ποίηση, έκαψε όμως τα πρωτόλειά του όταν γνώρισε τον Σωκράτη και δεν ξαναασχολήθηκε με την ποίηση. Το λογοτεχνικό του ταλέντο πάντως είναι φανερό σε κάθε αναγνώστη των διαλόγων του.

Από πολύ νέος ενδιαφέρθηκε για την πολιτική, η θλιβερή ανάμειξη όμως των μελών της οικογένειάς του στην υπόθεση των Τριάκοντα αφενός, και η επίσης θλιβερή απόπειρα της αποκατεστημένης δημοκρατίας να εκδικηθεί τους ολιγαρχικούς καταδικάζοντας τον Σωκράτη, τον αηδίασαν και τον απομάκρυναν οριστικά από οποιαδήποτε φιλοδοξία συμμετοχής στα κοινά της Αθήνας.

Μετά τον θάνατο του Σωκράτη, ο Πλάτωνας κατέφυγε, με άλλους του σωκρατι­κού κύκλου, στα Μέγαρα, στον φιλόσοφο Ευκλείδη.

Πρέπει να υπηρέτησε δυο φορές ως στρατιώτης στη διάρκεια του Κορινθιακού πολέμου, στη διετία 395-394 π.Χ.

Οι πρώιμοι διάλογοι του Πλάτωνα γράφτηκαν κατά την πρώτη δεκαετία μετά τον θάνατο του Σωκράτη.

Τα ταξίδια του Πλάτωνα και η σικελική εμπειρία. Στα χρόνια 398-390) Ο Πλάτωνας ταξιδεύει στην Κάτω Ιταλία και τη Σικελία. (Πολύ μεταγενέστερες πληροφορίες, της εποχής του Κικέρωνα, μιλούν για επίσκεψη του Πλάτωνα στην Αίγυπτο και την Κυρήνη. Το πιθανότερο είναι πάντως ότι πρόκειται για θρύλους που δημιουργήθηκαν εξαιτίας κάποιων αναφορών του ίδιου του Πλάτωνα στη σοφία της Αιγύπτου και, κυρίως, εξαιτίας του μυστηρίου που περιέβαλε ήδη από τότε τα περίφημα αιγυπτιακά ιερατεία και τις απόκρυφες γνώσεις τους). Το ταξίδι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό και για την πνευματική εξέλιξη του Πλάτωνα, αφού τότε ήρθε σε επαφή με τον Πυθαγορισμό και τον εξέχοντα εκπρόσωπο του, τον Αρχύτα τον Ταραντίνο, αλλά και για τη γνωριμία του με τον Διονύσιο τον I, τύραννο των Συρακουσών (405-367) και τον γαμπρό του, τον Δίωνα. Οι συνέπειες της σχέσης αυτής ήταν σοβαρότατες, σχεδόν δραματικές για τον Πλάτωνα. Με παρότρυνση του Aiojva. ο νεαρός τύραννος, που είχε απαλλάξει ήδη τον σικελικό ελληνισμό από την απειλή των Καρχηδονίων, ήθελε να στραφεί προς τη φιλοσοφία και να διδαχθεί από τον Πλάτυνα την πολιτική αρετή και σοφία. Ο Πλάτωνας, μάλλον αφελώς, πίστεψε στις προθέσεις του τυράννου, αλλά ήδη η πρώτη αυτή επαφή έληξε άδοξα: ο φιλόσοφος εκδιώχτηκε κακήν κακώς και κινδύνεψε μάλιστα να πουληθεί ως δούλος στην Αίγινα όπου, παρά την εμπόλεμη κατάσταση του νησιού με την Αθήνα, τον έστειλε ο Διονύσιος.

Παρά τις αρχικές αυτές κακοτυχίες, η φιλία του Πλάτωνα με τον Δίωνα είχε ως αποτέλεσμα να εμπλακεί ο φιλόσοφος για αρκετά χρόνια σε μια υπόθεση που του προκάλεσε σοβαρούς κινδύνους και ακόμα σοβαρότερες απογοητεύσεις. Στα 367, ο Διονύσιος ο II διαδέχθηκε τον πατέρα του και ο Δίωνας πίεσε τον Πλάτωνα να επιστρέψει στις Συρακούσες πείθοντάς τον πως ο νέος τύραννος ήταν ακόμη πιο πρόθυμος από τον προηγούμενο να δεχθεί τα φιλοσοφικά διδάγματα. Προφανώς ο φιλόσοφος, που είχε απογοητευθεί από τα πολιτικά πράγματα της Αθήνας, αλλά δεν είχε πάψει να μελετά το θέμα της πολιτικής θεωρίας, πίστεψε πως θα μπορούσε να μεταμορφώσει τον Διονύσιο σε φιλόσοφο βασιλέα, σαν αυτούς τους ιδανικούς κυβερνή­τες που περιγράφει στην Πολιτεία του. Έτσι, επέστρεψε στις Συρακούσες το 3G6, για να βρεθεί τελικά «όμηρος» των πολιτικών συγκρούσεων Δίωνα και Διονύσιου. ΙΙαρ’ όλο που με δυσκολίες κατάφερε και πάλι να φύγει, επέστρεψε και τρίτη φορά στην Σικελία, το 361. Το τρίτο αυτό ταξίδι έληξε με τη θλιβερή εμπλοκή διάφορων Ακαδημεικών στην εμφύλια διαμάχη που ξέσπασε μεταξύ του Δίωνα και του Διονύ­σιου και στα συνεχή πραξικοπήματα που ακολούθησαν.

Η ίδρυση της Ακαδημίας. Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα από το πρώτο αυτό ταξίδι του στην Σικελία, ο Πλάτωνας ίδρυσε τη σχολή του, την Ακαδημία, σε μια τοποθεσία της Αττικής γύρω στο ενάμισι χιλιόμετρο από το Δίπυλο. Η περίφημη αυτή σχολή Θα λειτουργήσει για εννέα αιώνες, μέχρι το 529 μ.Χ., όταν την έκλεισε ο Ιουστινιανός (να σημειώσουμε πάντως πως τότε η σχολή βρισκόταν σε πλήρη παρακμή). Η σχολή λειτουργούσε σε ένα κτήμα κοντά στο πολύ παλαιότερο γυμναστήριο που ονομαζόταν, όπως και όλη η περιοχή, Ακαδήμεια, από τον προ­στάτη ήρωά του, τον Ακάδημο ή Εκάδημο. Έτσι και η σχολή πήρε το ίδιο όνομα. Ανασκαφές που έγιναν το 1930 αποκάλυψαν το αρχαίο γυμναστήριο. Τα μαθήματα της Ακαδημίας πρέπει σε μεγάλο βαθμό να ήταν παρόμοια με αυτά που ο Πλάτωνας ορίζει στην Πολιτεία του ως ιδανική παιδεία των φυλάκων, της ανώτερης τάξης που ασκεί την εξουσία. Μεγάλη σημασία είχαν πάντως τα μαθηματικά, που θεωρούνταν ως απαραίτητη προετοιμασία για τη διδασκαλία της διαλεκτικής. Σύμφωνα άλλωστε με μια αρχαία παράδοση, στην είσοδο της Ακαδημίας συναντούσε κανείς την επιγραφή «άγεωμέτρητος μηδείς είσίτω».

Μαθητές του Πλάτωνα ήταν, μεταξύ άλλων, ο Αριστοτέλης (που διαφώνησε μαζί του και ακολούθησε άλλη φιλοσοφική πορεία), ο ανιψιός και διάδοχος του Σπεύσιππος, ο Ξενοκράτης, ο Φίλιππος από τον Οπούντα, και άλλοι σημαντικοί φιλόσοφοι της ελληνιστικής εποχής.


Ε2. Το έργο του

Η αρχαία παράδοση διέσωσε έναν σημαντικό αριθμό έργων που αποδίδονται στον Πλάτωνα, δεν είναι όμως όλα γνήσια. Πολλά κείμενα άλλων Ακαδημεικών φιλοσόφων σώθηκαν με το όνομα του ιδρυτή της Ακαδημίας και έργο της σύγχρονης φιλολογίας, μεταξύ άλλων, είναι η οριστική διάκριση μεταξύ γνήσιων και νόθων έργο;ν, καθώς επίσης και η χρονολόγησή τους.

Ακολουθώντας μια κατά προσέγγιση χρονολόγηση, έχουμε τον εξής κατάλογο γνήσιων πλατωνικοί έργων:

α. Νεανικά έργα:

Ἀπολογία Σωκράτους (η απολογία του δασκάλου)
Κρίτων (για την υπακοή στους νόμους)
Ἴων (για τη συγκίνηση που προκαλεί η ποίηση) Λάχης (για τη ανδρεία) Χαρμίδης (για τη σωφροσύνη) /Ιύσίς (για τη φιλία)
Πρωταγόρας (για τη δυνατότητα να διδαχθεί η αρετή)
Εὐθύφρων (για την ευσέβεια)

β. Έργα της ωριμότητας:

Γοργίας (κριτική της ρητορικής και περί πολιτικής)
Εὐθύδημος (κατά της σοφιστικής σκέψης)
Ἰππίας ἐλάσσων (για την κακία ως άγνοια του καλού)
Ἰππίας μείζων (ορισμός του ωραίου)
Κρατύλος (για τη φιλοσοφία της γλώσσας)
Μένων (για τη θεωρία της ανάμνησης της ψυχής)
Μενέξενος (περί πολιτείας· κύριο μέρος του διαλόγου είναι ένας πλαστός επιτάφιος λόγος)
Συμπόσιο (για τον έρωτα ως κίνηση της ψυχής που οδηγεί προς τις Ιδέες)
Φαίδων (για την αθανασία της ψυχής)
Πολιτεία (για τη δικαιοσύνη και την ιδεώδη πολιτεία)

γ. Έργα της τελευταίας φάσης:

Θεαίτητος (ορισμός της γνώσης)
Παρμενίδης (κριτική της παρμενίδειας θεωρίας περί του όντος) Σοφιστής (κριτική των σοφιστικών θεωριών περί του όντος) Φαιδρός(για το ωραίο και τον έρωτα) Πολιτικός (ορισμός του πολιτικού)
Φίληβος (για τη σχέση της ηδονής και της γνώσης ως σκοπών της ζωής) Τίμαιος (κοσμολογία και φυσική φιλοσοφία)
Κριτίας (ατελείωτο έργο που περιέχει και τον μύθο της χαμένης Ατλαντίδας με την οποία, υποτίθεται, ήρθε σε σύγκρουση μια ιδανική αρχαία Αθήνα)
Νόμοι (η νομοθεσία μιας ιδανικής πολιτείας)

Σώζονται ακόμα 13 Επιστολές, από τις οποίες μόνον η 7η θεωρείται γνήσια, 32 επιγράμματα και κάποια αποσπάσματα.

Όπως μας πληροφορεί πάντως ο ίδιος ο Πλάτωνας, τα γραπτά κείμενα του δεν περιέχουν το σύνολο της διδασκαλίας του, ένα σημαντικό μέρος της οποίας ήταν προφορικό μέσα στα πλαίσια της Ακαδημίας.

Η διαλογική μορφή των πλατωνικών έργων. Όλα τα έργα του Πλάτωνα, εκτός από την Απολογία του Σωκράτη και τις Επιστολές, είναι γραμμένα σε διαλογική μορφή. Βασικός συζητητής είναι κατά κανόνα ο μεγάλος δάσκαλος, ο Σωκράτης, ε­νώ το κάθε έργο έχει ως τίτλο το όνομα του βασικού φιλοσοφικού «αντίπαλου» του Σωκράτη στη συζήτηση που διαμείβεται. Στο περιθώριο του κάθε διαλόγου, συμμετέχουν και άλλα πρόσωπα, μαθητές του Σωκράτη και διανοούμενοι ή γνωστοί Αθηναίοι της εποχής.

Είναι πολύ πιθανόν η νεανική ενασχόληση του Πλάτωνα με την τραγωδία να εξη­γεί σε μεγάλο βαθμό και τη λογοτεχνική μορφή την οποία επέλεξε για να διατυπώ­σει τις φιλοσοφικές θέσεις του. Στην 7η Επιστολή του, που αποτελεί τρόπον τινά μια αυτοβιογραφία, ο φιλόσοφος εξηγεί γιατί επέλεξε τη μορφή του διαλόγου για τα έργα του. Όπως λέει λοιπόν ο ίδιος, τη σοφία μπορεί να την αναζητήσει κανείς μόνον μέσα από την προφορική συζήτηση και τη ζωντανή σχέση, τη φιλία, μεταξύ των συνδιαλεγομένων. Αντίθετα, τα γραπτά κείμενα, όπου, σαν σε μονόλογο, ο συγγραφέας εκθέτει τις θέσεις του σε έναν αναγνώστη ανίκανο να αντιδράσει, να ρωτήσει, να ελέγξει, έχουν μηδαμινή αξία. Στον Φαίδρο άλλωστε (275c κ.εξ.) ο Πλάτωνας κάνει μια μοναδική επίθεση στον γραπτό λόγο, ισχυριζόμενος ότι η γραφή έχει εντελώς περιορισμένη αξία και μόνον η προφορική μετάδοση της σοφίας μπορεί πραγματικά να γονιμοποιήσει την ψυχή του μαθητή. Παρ’ όλο λοιπόν που ο Πλάτωνας κατέφυγε τελικά στον γραπτό λόγο για να αποτυπώσει τις φιλοσοφικές θέσεις του, προτίμησε τη μορφή του διαλόγου, που του επέτρεπε να διατηρήσει τη διανοητική ευελιξία και την κριτική αμεσότητα της προφορικής συζήτησης. Η πλατωνική δια­λεκτική, η μέθοδος αυτή της αναζήτησης της φιλοσοφικής αλήθειας μέσα από τη ζωντανή αντιπαράθεση και τον άμεσο έλεγχο κάθε άποψης που διατυπώνεται, βρή­κε στη διαλογική μορφή των έργων του την ιδανική λογοτεχνική της έκφραση.

Η φιλοσοφία και το παίγνιον.Παρά τη σοβαρότητα των θεμάτων τους και τη σπουδαιότητα των λεγομένων, οι πλατωνικοί διάλογοι διανθίζονται από περιγραφές της καθημερινής ζωής, της αγοράς, των γυμνασίου και των συμποσίων, καθώς και από εύθυμες παρατηρήσεις ή πειράγματα μεταξύ των συνομιλητών. Και πολύ συχνά, το τέλος τους δεν μας προσφέρει μια σαφή κατάληξη ή ξεκάθαρα συμπεράσματα πάνω στο φιλοσοφικό ζήτημα που συζητήθηκε. Στον Πρωταγόρα, για παράδειγμα, όχι μόνον ο ένας συνομιλητής δεν κατορθώνει να πείσει τον άλλο προκειμένου να καταδειχθεί η αλήθεια της μιας από τις δύο αρχικά αντιτιθέμενες απόψεις, αλλά οι δυο βασικοί «αντίπαλοι», ο Πρωταγόρας και ο Σωκράτης, καταλήγουν να υιοθετήσουν σχεδόν ο ένας την αρχική άποψη του άλλου και να αφήσουν τη συζήτηση με την υπόσχεση να την επιχειρήσουν ξανά κάποια άλλη φορά. Το πράγμα αυτό φάνηκε παράξενο στους σύγχρονους μελετητές και πολλοί είναι αυτοί που ισχυρίστηκαν πως οι διάλογοι του Πλάτωνα αποτελούν απλώς ένα φιλοσοφικό παιχνίδι, ελαφρό και α­νώδυνο, ενώ το πραγματικό φιλοσοφικό έργο του θα πρέπει προφανώς ο Αθηναίος στοχαστής να το διατύπωσε στην προφορική διδασκαλία του στην Ακαδημία. Η αλήθεια είναι πως πολύ συχνά μέσα στους διάλογους, τόσο ο Σωκράτης όσο και άλλοι ομιλητές, χαρακτηρίζουν τη συζήτηση που διεξάγεται ως παιδιά, ως παιχνίδι. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνούμε πως για τον Πλάτωνα το παιχνίδι κατέχει μια θέση σπουδαιότατη στον κόσμο. Το παιχνίδι έχει παιδευτική αξία και τα μαθήματα θα έπρεπε, σε μια ιδανική κοινωνία, να έχουν τη μορφή παιχνιδιού. Ίσως λοιπόν στο παράδοξο αυτό να οφείλεται και το γεγονός πως οι πλατωνικοί διάλογοι υιοθετούν μια μορφή διανοητικού παιχνιδιού, στο τέλος του οποίου το συμπέρασμα δεν δίνεται με την πληκτική μορφή του «μαθήματος», αλλά μένει άρρητο, σχεδόν μετέωρο, για να το εξάγει μόνος του ο αναγνώστης.


Σημειώσεις

* Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν πως τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν στη Λυδία. όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος. Δεν έχουμε κανένα λόγο να αμφισβητήσουμε αυτή τη μαρτυρία. Άλλωστε η Λυδία ήταν πλούσια σε κοιτάσματα χρυσού και ασημιού. Αλλά ο: πρώτες κοινωνίες που στήριξαν την οικονομία τους στο νόμισμα ήταν ασφαλώς αυτές των ελληνικών πόλεων του Αιγαίου και τ/;ς Κάτω Ιταλίας.
* Η Απολογία του Ξενοφώντα θεωρείται λιγότερο έγκυρη από αυτήν που μας παραδίδει ο Πλάτωνας, διότι ο Ξενοφώντας έλειπε από την Αθήνα την εποχή της δίκης του Σωκράτη και συνεπώς δεν γνώριζε από πρώτο χέρι τι ακριβώς είπε ο φιλόσοφος στο δικαστήριο,
* Σύμφωνα με μία μεταγενέστερη πληροφορία, ο χρησμός έλεγε:  
«Σοφός Σοφοκλής, σοφώτερος ὁ Εὐριπίδης
ἀνδρῶν δ’ ἁπάντων Σωκράτης σοφώτατος.»

[i] Όποτε, στην εισαγωγή αυτή, αναφερόμαστε στον ιδιότυπο κοινωνικο-πολιτικό οργανισμό που ήταν οι πάλεις-κράτη, θα χρησιμοποιούμε τον τύπο πόλις,-εως. ακριβώς για να τον διακρίνουμε από τη γενικότερη έννοια πόλη;, που σήμερα δηλώνει μόνον την αστική συγκέντρωση ενός μέρους του πληθυσμού.

πηγή: Εκηβόλος

ΜΑΝΟΣ ΔΑΝΕΖΗΣ - Η ΣΚΕΨΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΥΛΗ (ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0

consciousness-projection-2











Όπως όλοι έχουμε αντιληφθεί οι δυτικές κοινωνίες διέρχονται μια περίοδο δραματικά αυξανόμενης κοινωνικής κρίσης, η οποία συν τω χρόνω οδηγεί τον δυτικό πολιτισμό σε κατάρρευση.

Είναι πια φανερό σε όλους ότι η διεθνής οικονομική κατάρρευση που βιώνουμε σήμερα δεν είναι το αίτιο, αλλά το αποτέλεσμα μιας ολοκληρωτικής κατάρρευσης αξιών και ιδεών. Μιας ουσιαστικής, δηλαδή, αξιακής κατάρρευσης του δυτικού πολιτιστικού ρεύματος. Όμως, μια μεγάλη αλήθεια την οποία δεν έχουμε τολμήσει να διατυπώσουμε σθεναρά είναι η συνεισφορά της κλασικής επιστημονικής σκέψης, της μεγάλης επιστημονικής επανάστασης του 16ου και 17ου αιώνα στη διαδικασία της σημερινής κοινωνικής και πολιτισμικής κατάρρευσης.
Η μεγάλη αυτή επιστημονική επανάσταση, στην οποία η κοινωνία οφείλει την τεχνολογική ευημερία της, αποτέλεσε συγχρόνως και την αφετηρία της κοινωνικής και πολιτικής αποσύνθεσης στο μέτρο που στήριξε μονοσήμαντα την ανάπτυξή της σε μια σειρά δογμάτων, τα οποία αναγόρευαν την αισθητή υλική πραγματικότητα ως πρωταρχικό και μοναδικό αξιακό γεγονός των δυτικών κοινωνιών.
Στον βωμό αυτού του αγαθού και των παραγώγων του ολόκληρος ο δυτικός πολιτισμός επί αιώνες θυσίαζε, αλλά θυσιάζει ακόμα και σήμερα, το σύνολο των ανθρώπινων αξιών του, ακόμα και την ίδια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Η ανιστόρητη αυτή αντιμετώπιση του παγκόσμιου ουμανιστικού αιτήματος μιας παγκόσμιας ειρηνικής κοινωνίας ανθρώπων με βάση αυτά τα επιστημονικά δόγματα περί ύλης παίρνει τη μορφή μιας απλής οικονομικής κοινοπραξίας συμφερόντων.
Σύμφωνα με τη μηχανιστική και αντικοινωνική αυτή αντίληψη, τα ανθρώπινα αγαθά, όπως η φιλία, η ειρηνική συνύπαρξη, η αγάπη κι η αλληλεγγύη δεν είναι αποτέλεσμα μιας εσωτερικής ανθρώπινης ανέλιξης, η οποία εκφράζει ένα υψηλότερο επίπεδο πολιτισμικής ανάπτυξης. Οι σχέσεις των ανθρώπων και των αντίστοιχων κοινωνιών τους στηρίζονται μονοδιάστατα στην έννοια του αμοιβαίου υλικού συμφέροντος και κέρδους και διαρκούν όσο αυτό διαρκεί. Αυτήν την κατάρρευση του δυτικού πολιτισμού έρχεται να σταματήσει η ίδια η επιστήμη μέσα από τις νέες ανακαλύψεις της και τη νέα φυσική φιλοσοφία που απορρέει από αυτήν.
Ό,τι σας πω από δω και πέρα μπορώ να τ’ αποδείξω σε πίνακα με μαθηματικά και με πειραματική διαδικασία. Δεν έχω τον χρόνο, βέβαια, απλώς θ’ αναφερθώ σε κάποια πράγματα με όσο μπορώ περισσότερη λεπτομέρεια όσο μ’ αφήνει ο χρόνος.
Η πρώτη αλήθεια αναφέρεται στην αποκάλυψη του τι είναι στην ουσία αυτό το οποίο ονομάζουμε “αντικειμενική πραγματικότητα” και σε προέκταση, τι είναι αυτό το οποίο ονομάζουμε “ύλη” κι αποτελεί τον θεό του καταρρέοντος πολιτισμικού ρεύματος. Η σύγχρονη επιστημονική σκέψη μέσω της πειραματικής διαδικασίας γνωρίζει πλέον ότι η αισθητή υλική πραγματικότητα αποτελεί μιαψευδαίσθηση της ανθρώπινης φυσιολογίας η οποία δημιουργείται μέσα σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου με τη βοήθεια των αισθητηρίων οργάνων μας. Η υλική πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα matrix που μπορούμε να το αποδείξουμε με δέκα διαφορετικές κατευθύνσεις της επιστήμης.
Σύμφωνα με – επειδή εγώ είμαι Φυσικός – την ειδική θεωρία της Σχετικότητας, που όλοι παπαγαλίζουμε και κανένας δεν θέλει να μας πει τι λέει στην πραγματικότητα, η υλική συμπαντική πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προβολή, το είδωλο, το καθρέφτισμα όσων υπάρχουν στο πραγματικό τετραδιάστατο μη ευκλείδιο και αθέατο σύμπαν, που έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει, δεν είναι μύθος η τέταρτη διάσταση – η πέμπτη και από πάνω δεν ξέρω τι θα γίνει, αν θ’ αποδειχθεί στη συνέχεια – πάνω σ’ έναν ψεύτικο τρισδιάστατο και ευκλείδιο χώρο που φτιάχνουν πλαστά οι αισθήσεις μας.
Τον χώρο αυτό η ειδική θεωρία της Σχετικότητας ονομάζει Χώρο Μινκόφσκι (Minkowski space ή Minkowski spacetime, από τον μαθηματικό Hermann Minkowski) κι αυτή η μαθηματική πράξη ο κατοπτρισμός, για όσους ξέρουν μαθηματικά, ονομάζεται ισομορφισμός ή απεικόνιση.
Η γενική θεωρία της σχετικότητας συνέλαβε την ιδέα την οποία εξέφρασε μαθηματικά και αποδείξαμε μέσα από τη γέννηση και την εξέλιξη του σύμπαντος ότι το κύριο συστατικό της κλασικής φυσικής, η αισθητή ύλη, δεν είναι παρά η καμπύλωση του κύριου συστατικού του κόσμου των μαθηματικών, του τρισδιάστατου χώρου προς μία τέταρτη μαθηματική διάσταση (όρα: μελανές οπές). Όμως, επειδή ο χώρος είναι ένα αισθητό τίποτα, χώρος είναι αυτό το πράγμα εδώ που δεν αντιλαμβανόμαστε, αυτός είναι ο χώρος ο μαθηματικός, η ύλη είναι η καμπύλωση του τίποτα.
Έτσι, όταν ο χώρος των τριών διαστάσεων, αυτών που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας, γιατί οι αισθήσεις μας μπορούν να αντιληφθούν μέχρι τρεις διαστάσεις, όταν καμπυλώνεται αυτός ο χώρος προς την τέταρτη διάσταση μεταξύ ενός ελαχίστου κι ενός μεγίστου ορίου (όρα: μελανές οπές), τότε οι αισθήσεις μας αντιλαμβάνονται αυτήν την καμπύλωση, αν ξεπεράσει ένα όριο, σαν ύλη. Ο εγκέφαλός μας, τα αισθητήρια όργανά μας αντιμετωπίζουν αυτήν την αύξηση της καμπυλότητας πέρα ενός ορίου ως πραγματική ύλη. Με λίγα λόγια η αισθητή ύλη δεν είναι παρά ένα κατασκεύασμα του εγκεφάλου μας. Mια πλαστή εικόνα μιας άλλης μη αισθητής πραγματικότητας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Γιατί η επιστήμη χωρίς να βρίσκει αντίστοιχο στην πραγματική κοινωνία των ανθρώπων είναι κακία. Θα πρέπει να δούμε πώς η επιστήμη εφαρμόζεται και αλλάζει την κοινωνία. Ο θεός της σημερινής πολιτισμικής συνείδησης, η ύλη, δεν είναι παρά το φάντασμα μιας άλλης πραγματικότητας που βρίσκεται έξω από τις δυνατότητες της ανθρώπινης φυσιολογίας και της προσέγγισης μέσω των αισθήσεων μας και των οργάνων μέτρησης που τις επαυξάνουν.
Άρα η ύλη, άρα και το χρήμα, ως μέτρον αξιολόγησης υλικών πραγμάτων και ανθρώπων μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα ως αξιακά γεγονότα σ’ αυτόν τον πολιτισμό που θα χτιστεί, τον πολιτισμό τουHomo Universalis. Η έννοια της διαίρεσης δεν υπάρχει. Είναι προϊόν του εγκεφάλου μας και της φυσιολογίας μας. Τα πάντα μες στο σύμπαν είναι ένα. Μια απέραντη ενιαία και αδιαίρετη ενότητα που μέσα σ’ αυτήν χάνεται η έννοια της εξατομίκευσης της προσωπικής ύπαρξης. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να ευτυχεί το μέρος αν πάσχει το όλον. Η ευτυχία των μερών μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ευτυχίας του συνόλου.
Η διαπίστωση αυτή οδηγεί σε μια νέα Κοινωνική Φιλοσοφία του Εμείς και του Είμαι καταργώντας τη φιλοσοφία τουΕγώ και του Έχω. Όμως, οι έννοιες της συνολικής συνείδησης του Εμείς και του Είμαι δεν είναι η βάση της δημοκρατίας, της ισότητας και της αδελφότητας που πλαστά επαγγέλλονται οι σημερινές παγκόσμιες κοινωνίες χωρίς να τις πραγματοποιούν μέχρι σήμερα;
Αυτές ακριβώς τις αξίες επαναφέρει στο προσκήνιο η σύγχρονη επιστημονική σκέψη. Η σύγχρονη Φυσική διδάσκει ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι απομονωμένοι, δεν τους χωρίζει κενό. Τους συνδέει φως, ακτινοβολία.Μέσα στο σύμπαν δεν υπάρχουν μαύρες σκοτεινές περιοχές, αλλά περιοχές που δεν έχουμε τη δυνατότητα να αντιληφθούμε το φως.

















   ΒΙΝΤΕΟ - Η ΣΚΕΨΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΕΙ ΥΛΗ

    
     πηγή: human-philosophie.blogspot

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΔΕΣΜΩΤΗΣ (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ)

$
0
0
Καστοριάδης















Μια τελευταία υπενθύμιση πριν περάσω στο έργο: υπήρχε στην Αθήνα, και απ’ ό, τι φαίνεται στην Αθήνα και μόνο, η λατρεία του Προμηθέα.[1] 0 Προμηθέας δεσμώτης είναι πιθανώς ένα από τα τελευταία έργα του Αισχύλου (525-456) και παίχθηκε μετά τους Επτά επί Θήβας (ανέβηκαν το 467), ίσως σε κάποια στιγμή χρονικά κοντά με την Ορέστεια, που θεωρείται συχνά ως το απόγειό του έργου του, και που παρουσιάστηκε το 468. Το έργο ήταν μέρος μιας τριλογίας. Γνωρίζουμε τους τίτλους των άλλων δύο έργων: Προμηθέας πυρφόρος και Προμηθέας λυόμενος. Μπορούμε, σύμφωνα με αυτό, να φανταστούμε μια «φυσική» σειρά. Πρώτος ο Προμηθεύς «πυρφόρος» (δίνει τη φωτιά στους ανθρώπους), στη συνέχεια «δεσμώτης» (τιμωρείται από τον Δία) και τέλος «λυόμενος» (όπου θα είχαμε την τελική συμφιλίωση). Διαθέτουμε ένα αρχαίο σχόλιο που φαίνεται να μην αποδέχεται αυτή τη διάταξη, αλλά σε ό, τι με αφορά δεν το θεωρώ αποφασιστικό. Εν πάση περιπτώσει το πρόβλημα που μας αφορά είναι προφανώς η εικόνα του Προμηθέα και οι σημασίες που παρουσιάζονται στο έργο.


Όπως ξέρετε, το επίθετο «προμηθεϊκός» αποτελεί τρέχοντα όρο στους νεότερους χρόνους. Η σημασία του παραπέμπει στην εξέγερση του Προμηθέα εναντίον του Δία, σύμφωνα με μια ανάγνωση του έργου που βλέπει σε αυτό τη μόνιμη καταγγελία της εξουσίας, πράγμα που ενόχλησε έντονα τους φιλολόγους, διότι θέτει υπό αμφισβήτηση μια κυρίαρχη ιδέα για τη φιλοσοφία και τη θεολογία του Αισχύλου, που βασίζεται ουσιαστικά στην Ορέστεια. Η ιδέα αυτή ερμηνεύει το σύνολο των τραγωδιών του ως βαθμιαία διαδικασία κάθαρσης της αρχαϊκής θρησκείας μέσω της δημιουργίας της μορφής του Δία ως πηγής δικαιοσύνης και αμεροληψίας. Θα μπαίναμε στον πειρασμό να δούμε εδώ μια απλή προβολή, όπως συμβαίνει με άλλους φιλολόγους που καταφέρνουν να βρουν το Θεό των χριστιανών (τον δικό τους Θεό) στους συγγραφείς της ειδωλολατρικής Αρχαιότητας – ιδιαίτερα στον Πλάτωνα. Πράγμα εξάλλου σχετικά εύκολο, διότι τελικά η φιλοσοφία του ήταν η μήτρα όλων όσων βρίσκουμε ως ορθολογική θεολογία στο χριστιανισμό. Παρ’ όλ’ αυτά πολλοί σημαντικοί φιλόλογοι ήταν προφανώς πανευτυχείς να συναντήσουν έναν πρόγονο του Θεού των χριστιανών στη μορφή του Δία. Μπορούμε πράγματι να διαβάσουμε μερικά αποσπάσματα της Ορέστειας με αυτή την οπτική. Όχι βέβαια ως αναγγελία του χριστιανισμού, αλλά ως σκιαγράφηση μιας ήδη υπάρχουσας τάσης στους προσωκρατικούς, όπως στον Ξενοφάνη ή τον Ηράκλειτο, και η οποία αποσπάται από την κοινή παράσταση των θεών (με τις ιστορίες των εγκλημάτων τους, των μοιχειών κ.λπ.) και τους αναγάγει σε κάτι διαφορετικό, και ίσως σε έναν μοναδικό θεό. 

Ακόμη μία φορά, έχουμε εδώ την ασυγκράτητη τάση προς μια ενωτική οντολογία, ένα στοιχείο της οποίας είναι ο μονοθεϊσμός. Ωστόσο, δεν βρίσκουμε τίποτε από όλα αυτά στον Προμηθέα δεσμώτη, αντιθέτως μάλιστα. Σε τέτοιες περιπτώσεις υπάρχει μια πολύ εύκολη λύση, την οποία δεν παρέλειψαν να την προτείνουν και σε αυτή την περίπτωση. Πρόκειται για τη διατύπωση υποψίας σχετικά με την αυθεντικότητα του κειμένου που ενοχλεί. Υποστηρίχθηκε, πράγματι, ότι ο Αισχύλος δεν μπορεί να είναι ο συγγραφέας αυτής της τραγωδίας, μιας και δεν συνάδει με τη θεολογία του.(ε) Ευτυχώς η θέση αυτή δεν επικράτησε. Ένα πράγμα είναι σίγουρο κατ’ εμέ: η μορφή και η γλώσσα του έργου που είναι υπέροχες δηλώνουν μια συγγένεια, μια προφανή ταυτότητα ουσίας με τα στοιχεία που βρίσκουμε στις άλλες τραγωδίες του Αισχύλου. Θα ισχυριζόμουν ευχαρίστως ότι ο Προμηθέας είναι η κορυφή της ποιητικής τραγικής γλώσσας. Οι αντιρρήσεις υποχωρούν προβάλλοντας το γεγονός ότι καθώς το έργο έπρεπε να είναι το πρώτο (ή ίσως το δεύτερο) μιας τριλογίας που κατέληγε σε συμφιλίωση, η διαμάχη με τον Δία αναγκαστικά ξεπερνιόταν, καθώς ο Δίας εξελισσόταν τελικά σε ηθικά αποδεκτή μορφή. Είναι δυνατό, και μάλιστα πολύ πιθανό. 

Αλλά το ζήτημα δεν βρίσκεται εδώ. Έχετε παρά ταύτα ένα έργο ολοκληρωτικά εστιασμένο στην καταγγελία της στυγνότητας του Δία, της αδικίας του, του μίσους του για τους ανθρώπους, της τυραννίας που ασκούσε – και της στυγνότητας και αδικίας κάθε εξουσίας. Ας πάρουμε ένα σημείο αναφοράς: ας υποθέσουμε μάλιστα ότι στο επόμενο έργο ή στο μεθεπόμενο η τραγωδία καταλήγει σε συμφιλίωση. Μπορείτε να φανταστείτε ένα χριστιανικό έργο του οποίου το πρώτο ή το δεύτερο μέρος θα συνίστατο σε μια σειρά από κατάρες εναντίον του Θεού, επαναλαμβάνοντας και εξωθώντας στα άκρα τις εκφράσεις του Ιώβ, κατηγορώντας αδιάκοπα το Θεό ως άδικο, στυγνό, εγωκεντρικό, αυθαίρετο και ούτω καθεξής; Είναι απολύτως αδιανόητο, ακόμη κι αν σε μια τρίτη φάση μάς έδειχνε έναν «αληθινό» πατέρα Θεό, δίκαιο, ελεήμονα κ.λπ. Ε, λοιπόν, τη στιγμή που ο Αισχύλος ανεβάζει την τριλογία του, οι σημασίες αυτές μπορούν να παρουσιαστούν δημόσια, χωρίς να προκαλέσουν κανένα σκάνδαλο — και αυτό ακριβώς μας ενδιαφέρει. Προϊόν της σκέψης, οι σημασίες αυτές εκφράστηκαν, έγιναν δεκτές και βρίσκονται προφανώς σε βαθιά αρμονία με το στοιχείο που, ανεξάρτητα από τον Προμηθέα, διακρίναμε την περασμένη χρονιά ως το κεντρικό στοιχείο των ελληνικών φαντασιακών σημασιών.

Θα εξετάσω τώρα πιο λεπτομερειακά τους πυρήνες των σημασιών που παρουσιάζονται στο έργο, διευκρινίζοντας ότι δεν πρόκειται καθόλου για θέσεις, αλλά μάλλον για πόλους, για σχήματα που μας επιτρέπουν να συλλάβουμε τον κόσμο, να του δώσουμε νόημα, για σχήματα γύρω από τα οποία οργανώνονται τα πάντα. Μπορούμε να διακρίνουμε τουλάχιστον πέντε. Το πρώτο αφορά στη θρησκεία, και ιδιαίτερα τον πρόσκαιρο χαρακτήρα της θεότητας. Το δεύτερο αρνείται στην εξουσία κάθε ηθική διάσταση, κάθε χαρακτήρα δικαιοσύνης: η εξουσία – θεία εν προκειμένω – είναι η εξουσία, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να λεχθεί επ’ αυτού. Μπορεί μάλιστα να τη βρει κανείς άδικη, αυτό όμως εμφανίζεται μέσα από την οπτική ενός συγκεκριμένου ατόμου (εδώ του Προμηθέα). Τρίτον, έχουμε μια ολόκληρη σειρά θεωρήσεων πάνω στη φύση της εξουσίας γενικά, που εξετάζονται μέσω της κατεξοχήν εξουσίας, δηλαδή της εξουσίας του Δία. Ο τέταρτος πυρήνας αφορά στην ουσία της ανθρωπότητας. Εδώ παρεμβάλλεται το περίφημο απόσπασμα του Προμηθέα για τις τέχνες που έδωσε στους ανθρώπους και όλα όσα τους έμαθε, πράγμα που βεβαίως θέτει το ερώτημα: τι σημαίνει, μέσα στην προοπτική αυτού που ονόμασα αναδυόμενη συνείδηση της αυτοσυγκρότησης της ανθρωπότητας, το γεγονός ότι αυτός που έδωσε όλα αυτά είναι ο Προμηθέας; Τέλος βρίσκουμε την αντίθεση της καθαρής βίας, της ωμής βίας από τη μια μεριά, και της σκέψης από την άλλη. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ένα μεθοδολογικό πρόβλημα, που προηγείται από κάθε ανάλυση απολύτως. Θα ήταν βεβαίως όχι μόνο επικίνδυνο, αλλά εντελώς καταδικαστέο να αποσπάσουμε μερικές φράσεις από ένα κείμενο για να τους προσδώσουμε μια σημασία ανεξάρτητα από το σύνολο του οποίου αποτελούν μέρος. Πράγματι, μια σε βάθος εργασία θα απαιτούσε συγκεκριμένη ανάλυση του Προμηθέα, κάτι που δεν μπορούμε να κάνουμε. Θα σας παρουσιάσω απλώς ένα είδος θεματικής ανθολογίας του έργου, μια συλλογή αποσπασμάτων και προτάσεων. Αλλά στην πραγματικότητα δεν έχω αμφιβολίες επ’ αυτού. Είναι για μένα προφανές ότι τα αποσπάσματα αυτά υποστηρίζονται από το υπόλοιπο κείμενο και ότι από μεθοδολογική άποψη είναι απολύτως πειστικά λόγω του πλήθους τους και της συχνότητάς τους. Τα θέματα για τα οποία θα μιλήσω επανέρχονται διαρκώς.

Σχετικά με τον πρόσκαιρο χαρακτήρα του θείου ή ακριβέστερα των θεών ξαναβρίσκουμε το παλιό θέμα της διαδοχής των θεοτήτων στην εξουσία, και κατά συνέπεια τον μεταβατικό χαρακτήρα αυτής της εξουσίας. Ο Ουρανός υποσκελίζεται από τον Κρόνο, ο Κρόνος από τον Δία κ.λπ. Το πρώτο κείμενο που έχουμε για αυτό το θέμα είναι φυσικά η Θεογονία του Ησιόδου. Το κείμενο αυτό αντιστοιχεί βαθύτατα στην περίφημη φράση του Αναξίμανδρου [Σημ. Περιθ.: ο Αναξίμανδρος τοποθετείται ανάμεσα στον Ησίοδο και τον Αισχύλο, ο μόνος δε που το ξεχνάει είναι ο Heidegger] που σχολιάσαμε πέρυσι,[2] σύμφωνα με την οποία «όλα τα όντα οφείλουν να πληρώσουν τα μεν στα δε δίκην και τίσιν, ποινή και αποζημίωση, για την αδικία τους», η αδικία δε είναι στην περίπτωση αυτή το απλό γεγονός της ύπαρξής τους. Στην περίπτωση των θεοτήτων, γνωρίζουμε καλά ποια είναι η αδικία τους, η ὕβρις τους, διότι κάθε γενιά αρνείται να παραχωρήσει τη θέση της στη νεότερη και προσπαθεί να την καταστρέψει – αυτό αληθεύει τόσο για τον Ουρανό, όσο και για τον Κρόνο. Υπάρχει βεβαίως στην ελληνική κοινωνία μια πίστη, μια λαϊκή ευσέβεια: οικοδομούνται ναοί, λατρεύονται οι θεοί, τους προσφέρονται θυσίες. Και στη συνέχεια, σε ένα δεύτερο επίπεδο της πίστης, που δεν διαχωρίζεται από αυτή, βρίσκουμε την παραπάνω άποψη για τους θεούς. Πρόκειται για δύο στοιχεία που μπορεί να φανούν – και είναι πράγματι – αντιφατικά, πλην όμως έτσι έχουν τα πράγματα. Ο προσωρινός χαρακτήρας της θείας εξουσίας ισχύει επίσης και για τον Δία. Πρόκειται για την έμφυτη, την εγγενή τάξη του κόσμου, και από την άποψη αυτή δεν έχει πολύ σημασία αν το δεύτερο ή το τρίτο μέρος της τριλογίας παρουσίαζε μια τελική συμφιλίωση, διότι η εξουσία του ίδιου του Δία είναι σαφώς καταδικασμένη να εκλείψει. Αυτό λέγεται στους στίχους 164-165* από το χορό των Ωκεανίδων: ο Δίας δεν θα πάψει να κάνει κακό «πριν κάποιος άλλος, με ένα τέχνασμα, καταλάβει τον ανίκητο του θρόνο», την ανώτατη εξουσία. Έτσι και ο Προμηθέας, σε μία από τις απειλητικές του προφητείες που επανέρχονται συνεχώς στη διάρκεια του έργου, λέει για τον Δία (στ. 166-177): «θα έχει σίγουρα την ανάγκη μου, αυτός, ο πρώτος των μακαρίων, για να του δείξω τη νέα βουλή της μοίρας που θα του στερήσει το σκήπτρο του και τις τιμές του… και αυτό, δεν θα το αποκαλύψω πριν δεχτεί να ξεπληρώσει αυτή την προσβολή που μου επιβάλλει». 

Μπορούμε να παραθέσουμε πολλά άλλα αποσπάσματα. Στίχοι 189-190: ο Δίας θα επανέλθει με ευνοϊκότερες διαθέσεις μετά από το πλήγμα που τον περιμένει. Ο Προμηθέας αναγγέλλει (στ. 756) ότι μια μέρα ο Δίας θα πέσει από την τυραννίδα του -στη γλώσσα των τραγικών, η λέξη αυτή υποδηλώνει την απόλυτη εξουσία-, ότι η βασιλεία του δεν θα διαρκέσει για πολύ ακόμη (στ. 939-940). Λέει δε αλλού (στ. 516) ότι ο Δίας πρέπει να τιμωρηθεί από τις Ερινύες με την αλάνθαστη μνήμη και από τις Μοίρες «με τις τρεις μορφές» (ο Αισχύλος χρησιμοποιεί εδώ μια εκπληκτική έκφραση: Μοῖραι τρίμορφοι – πράγμα που σημαίνει επίσης τη Μοίρα που έχει τρεις μορφές). Και όταν ο χορός τον ρω­τά: μήπως ο Δίας είναι πιο αδύναμος από τις Μοίρες και τις Ερινύες; Απαντά ότι κανείς, ούτε ο Δίας ούτε οποιοσδήποτε άλλος μπορεί να ξεφύγει από την πεπρωμένην του. Αυτή ακριβώς η Μοίρα, ή Ανάγκη, τοποθετημένη πάνω από τη θεία εξουσία, συνθλίβει ό, τι υπάρχει και επιτρέπει την έλευση του καινούργιου. Το ξαναβρίσκουμε αυτό στον τελευταίο διάλογο (στ. 944-1039) ανάμεσα στον Ερμή και τον Προμηθέα. Θυμάστε ότι ο Προμηθέας είχε περιγράψει στην Ιώ όσα την περίμεναν και της είχε αναγγείλει, προκειμένου να την παρηγορήσει για τα μελλοντικά της βάσανα, ότι ένας από τους απογόνους της, μετά από πολλές γενιές, θα ερχόταν να τον ελευθερώσει και ταυτόχρονα να κλονίσει την εξουσία του Δία. Οι Ολύμπιοι το άκουσαν αυτό και έστειλαν τον Ερ­μή στον Προμηθέα για να μάθουν περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Ο Ερμής προσπαθεί να κάνει τον Προμηθέα να μιλήσει απειλώντας τον ο Προμηθέας αρνείται και το έργο τελειώνει με την πραγματοποίηση των απειλών του Ερμή, ένα είδος κατακλυσμού με κεραυνούς και αστραπές, όπου η γη σχίζεται και καταπίνει τον Προμηθέα κάτω από τα κομμάτια του βουνού στο οποίο τον είχε δέσει στην αρχή ο Ήφαιστος εκτελώντας τις διαταγές του Κράτους και της Βίας, της Ισχύος και της Βίας (και όχι Pouvoir, εξουσία και Force, βία, όπως μεταφράζει ο Mazon). Επομένως, σε αυτό τον τελευταίο διάλογο, ο Προμηθέας βεβαιώνει (στ. 958-959) ότι η εξουσία του Δία, η τρίτη κατά σειρά, θα πέσει όπως και οι προηγούμενες, αἴσχιστα καί τάχιστα, σύντομα και πολύ άσχημα, ότι η τυραννία του θα τελειώσει.

Έχουμε λοιπόν εδώ έναν πρώτο πυρήνα σημασιών, οι οποίες είναι ευρύτατα παρούσες σε όλη τη μυθολογία. Ο Προμηθέας τις επαναλαμβάνει με ιδιαίτερη ένταση, συνοδεύοντάς τες με αυτή την εκπληκτική φράση που θα μας επιτρέψει να περάσουμε στο δεύτερο θέμα. Είναι στην αρχή του έργου, όταν το Κράτος λέει (στ. 49-50): ἅπαντ’ ἐπράχθη πλήν θεοῖσι κοιρανεῖν/ἐλεύθερος γάρ οὔτις ἐστί πλήν Διός. «Τα πάντα ρυθμίστηκαν, τακτοποιήθηκαν – settled, θα λέγαμε στα Αγγλικά -, εκτός από τη διακυβέρνηση των θεών». Όλα τα άλλα παγιώθηκαν από καταβολής χρόνου: ο ρόλος κάθε θεότητας, η ανάπτυξη των φυτών, η αντιστοίχιση του τάδε δένδρου στην τάδε νύμφη κ.λπ. Παραμένει ένα μόνο ακαθόριστο στοιχείο, κορυφαίο, το στοιχείο του θεοῖσι κοιρανεῖν, το γεγονός της κυριαρχίας επί των ίδιων των θεών (η μετάφραση του Mazon εδώ μου φαίνεται ελλιπής). Και το Κράτος προσθέτει αυτή την εκπληκτική φράση: «Επομένως, κανείς δεν είναι ελεύθερος, εκτός από τον Δία». Ο Αισχύλος, προφανώς, δεν γράφει φιλοσοφική διατριβή, το πρόβλημά του δεν είναι ο λόγος με την έννοια της συγκροτημένης απόδειξης. Στην πραγματικότητα, έχουμε ταυτόχρονα δύο απόψεις: αφενός μια Μοίρα, μια Ειμαρμένη, επιβάλλεται σε όλους, συμπεριλαμβανομένου και του Δία του οποίου και επιφέρει την πτώση, και αφετέρου το γεγονός ότι υπάρχει όντως, στην κορυφή, ένα και μόνο ελεύθερο ον. Και το ον αυτό είναι ο Δίας. Τα πάντα έχουν ρυθμιστεί, εκτός από ένα πράγμα: ποιος θα είναι ο αφέντης των θεών [Σημ. Περίθ.: Αν ο Δίας δεν είχε την εξουσία κατόπιν διατάγματος της Μοίρας, θα ήταν ελεύθε­ρος. Επίσης όμως: η ανώτατη εξουσία διακυβεύεται σε μια πιθανή μάχη. Ο Προμηθέας διαβεβαιώνει: τη μάχη αυτή θα τη χάσει.]

Αυτό μας φέρνει στο ερώτημα της φύσης της εξουσίας, και καταρχήν στο γεγονός ότι στερείται απολύτως κάθε ηθικής ιδιότητας και κάθε δικαίου. Έχουμε ένα παράδειγμα μεταξύ άλλων στους στίχους 231-233, όπου ο Προμηθέας διηγείται ότι ο Δίας, αφού κατέλαβε την εξουσία, θέλησε να καταστρέψει τους δυστυχείς θνητούς για να δημιουργήσει μια άλλη φυλή. Στη συνέχεια υπάρχουν όλα όσα αναφέρονται στο πρόσωπο της Ιούς. Η ιστορία της εξηγείται διά μακρών (στ. 640-686): ο Δίας την ποθούσε και δεν σταμάτησε να την πολιορκεί μέχρι να πετύχει το σκοπό του, χρησιμοποιώντας τα πιο απίθανα μέσα – της στέλνει ερωτικά όνειρα και καταλήγει να απειλήσει τον πατέρα της ότι θα σβήσει τη γενιά του αν δεν τη διώξει από το σπίτι του. Η Ιώ γίνεται τότε θύμα της Ήρας και ο Δίας μάς παρουσιάζεται σαν κάποιος ο οποίος, προκειμένου να ικανοποιήσει μια παροδική επιθυμία, πατάει επί πτωμάτων, καταστρέφει οικογένειες. Στη συνέχεια, ο Προμηθέας θα κάνει ένα περιφρονητικό σχόλιο για τη στάση του αυτή (στ. 737-738): αυτός, ο θεός, επειδή επιθυμούσε μιγῆναι, να πλαγιάσει με αυτή τη θνητή, της επέβαλε αυτές τις τρομερές περιπλανήσεις. Το ίδιο θέμα επανέρχεται στον τελευταίο διάλογο με τον Ερμή, όπου ο Προμηθέας δείχνει ένα Δία να ασκεί αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μια αδιάφορη τυραννία, η οποία δεν υπολογίζει τίποτα, και ακόμη λιγότερο τους ανθρώπους.

Το τρίτο σημείο αφορά στη φύση της εξουσίας γενικά, θείας ή άλλης, δηλαδή στον εγγενώς αυθαίρετο χαρακτήρα της και μπορώ να πω αδικαιολόγητο. Πέρα από τις ιδιαίτερες κατηγορίες που απευθύνονται στον Δία μέσα στο έργο, βλέπουμε ότι το ζήτημα της «αδικίας» του δεν τίθεται καν. Η εξουσία, δρώντας, συνθλίβει ό, τι της αντιστέκεται ή συναντά στο δρόμο της και δεν χρειάζεται να ρωτήσουμε αν αυτό είναι δίκαιο ή όχι. Εδώ θα κάνω μια ιστορική παρατήρηση. Στον Προμηθέα, όλες αυτές οι καταγγελίες εναντίον της εξουσίας μοιάζουν σαφώς συνδεδεμένες με τον πρόσφατο χαρακτήρα της. Παραφράζοντας θα λέγαμε: κάθε εξουσία είναι κακή, αλλά μια νεοπαγής εξουσία είναι ακόμη πιο κακή από τις άλλες. Υπάρχει ωστόσο μια νεοπαγής εξουσία στην Αθήνα του 5ου αιώνα, αυτό είναι μάλιστα το ουσιώδες γεγονός της εποχής εκείνης: πρόκειται βεβαίως για την εξουσία του δήμου, η κατάτμηση της οποίας ολοκληρώθηκε με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη το 462, επομένως, ίσως, τη στιγμή ακριβώς που παίζεται η τραγωδία. Και η άλλη νεοπαγής εξουσία είναι η εξουσία των Αθηνών πάνω στις συμμαχικές ελληνικές πόλεις με τη σύσταση μετά τους Μηδικούς Πολέμους της Ομοσπονδίας της Δήλου, αρχή αυτού που ονομάστηκε αθηναϊκή ηγεμονία. 

Σχετικά με αυτή την ηγεμονία, κατά τον Θουκυδίδη,[3] ο Περικλής απευθυνόμενος στους Αθηναίους λέει: μην ξεχνάτε ότι κατέχετε την ηγεμονία ως τυραννία, δηλαδή ως εξουσία που κατακτήθηκε μέσω της βίας και ότι – πρόκειται για μια κλασική παροιμία που προέρχεται από τους Επτά σοφούς – μπορεί να είναι εύκολο να γίνει κανείς τύραννος, είναι όμως δύσκολο να εγκαταλείπει αυτή την εξουσία ατιμωρητί. Εν ολίγοις, η τυραννία θα ήταν το καλύτερο πράγμα αν το τέλος της δεν ήταν πάντα ολέθριο. Η ιστορία, δυστυχώς, δεν το αποδεικνύει αυτό πάντοτε, είδαμε δε πρόσφατα ακόμη τυράννους που πέθαναν στο κρεβάτι τους. Το αποδεικνύει όμως αρκετά συχνά. Ο Περικλής προειδοποιεί λοιπόν τους Αθηναίους για τον κίνδυνο που διατρέχει αυτός που θέλει να εγκαταλείψει την τυραννία: πέφτουν επάνω του και τον σκοτώνουν. Στον Προμηθέα ο Ήφαιστος (στ. 35) περιγράφει αυτή τη φύση της εξουσίας, και ειδικότερα της νεοπαγούς εξουσίας: άπας τραχύς όσης αν νέον κράτη, όλοι όσοι ανέβηκαν πρόσφατα στην εξουσία, όσοι μόλις κατέλαβαν την εξουσία, είναι σκληροί, ανελέητοι. Και ο χορός, στους στίχους 149-151: νέοι οἰκονόμοι κρατοῦσ’ Ὀλυμπου, νέοι κυβερνώντες βασιλεύουν στον Όλυμπο, νεοχμοῖς δέ δή νόμοις Ζεῦς ἀθέσμως κρατύνει, και ο Δίας, με καινούργιους νόμους (η ελληνική όμως λέξη λέει πολύ περισσότερα από αυτό), ασκεί μια εξουσία χωρίς κανόνες. Νεοχμός είναι αυτός που θα μεταφράζαμε στα Αγγλικά με το new­fangled., ένα είδος νέας, περίεργης ανακάλυψης. 

Οι Ωκεανίδες, που μιλάνε εδώ, αντιπροσωπεύουν την παλαιά τάξη των Τιτάνων, είναι Τιτανίδες, όπως και ο Προμηθέας. Για αυτές πρόκειται επομένως για νεωτερίζουσες νομοθεσίες, με κάποια απόχρωση περιφρόνησης. Και προσθέτουν (στ. 152): ο Δίας κυριαρχεί (κρατύνει) και καταστρέφει αυτό που πριν ήταν τεράστιο, που ασκούσε τεράστια εξουσία. Λίγο πιο κάτω, όταν ο Προμηθέας προειδοποιείται να φοβάται την οργή του Δία, απαντά (στ. 186): ξέρω ότι είναι τραχύς, σκληρός, ανελέητος, και ότι έχει το δίκαιο στη διάθεσή του, παρ’ ἑαυτῷ τό δίκαιον ἔχων. Ο Δίας εφευρίσκει το δίκαιο, δημιουργεί το δίκαιο, απλώς και μόνο επειδή έχει την εξουσία. Ξαναβρίσκουμε το ίδιο θέμα στην επόμενη σκηνή, όπου ο Ωκεανός (στ. 324) λέει: έχουμε τώρα έναν τραχύ μονάρχη, που δεν είναι υπεύθυνος – τυπικός πολιτικός όρος της αθηναϊκής δημοκρατίας – που δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα. Και ο χορός επανέρχεται (στ. 402-403): αυτά τα αποτρόπαια πράγματα επιβάλλονται από τον Αία με βάση δικούς του και μόνο νόμους, ἰδίοις νόμοις κρατύνων.

Βλέπουμε λοιπόν ότι αυτή η τραγωδία επαναλαμβάνει και τονίζει τον πυρήνα σημασιών που σχετίζεται με τον προσωρινό χαρακτήρα της εξουσίας, ακόμη και της θείας, τον ολοσχερή διαχωρισμό της από κάθε ηθική ή δικαιοσύνη, το γεγονός ότι δημιουργεί ένα δίκαιο που είναι δίκαιο απλώς και μόνο επειδή η εξουσία το ονομάζει έτσι – η εξουσία είναι η εξουσία, τελεία και παύλα. Ιδού τι διακηρύσσεται στον Προμηθέα δεσμώτη, και αυτό άκουσαν όλοι οι Αθηναίοι περί το 460 π.Χ.

Από το «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ»
(Η πόλις και οι νόμοι,  Σεμινάρια 1983-1984, απόσπασμα)

[1] <Ψευδο-Ξενοφών, Αθηναίων Πολιτεία, Γ, 4.>
[2] <Πρβλ. ΕΙ Α΄, σεμ. X, σ. 281-304.>
*ΈκδLes Belles Lettres απότονPaul Mazon. [Σ.τ.Μ.]
[3] <Θουκυδίδης, Β, 63, 2.>

πηγή: Εκηβόλος

Η ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΠΙΠΕΔΟ (ΕΚΤΕΝΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΣΕ PDF)

$
0
0

Η συνεταιριστική οικονομία ως βασικός άξονας της κοινωνικής οικονομίας αποτελεί σήμερα μοναδική λύση στην αντιμετώπιση της παγκόσμιας φτώχειας. Σε μια οικονομία που κλονίζεται από την κρίση της οικονομίας της αγοράς με υπερχρεωμένα κράτη, η συνεταιριστική οικονομία αποτελεί βάση σταθερότητας. Το ερώτημα είναι πόσο συνειδητά αξιοποιείται ως εργαλείο για την αντιμετώπιση της κρίσης και ποια η γνώση γύρω από την κοινωνική οικονομία και τις πραγματικές της διαστάσεις στην Ευρώπη και ανά τον κόσμο.

Έτσι παρουσιάζονται συγκεκριμένα στοιχεία για το μέγεθος της κοινωνικής οικονομίας από την International Cooperative Alliance (I.C.A.)της Διεθνούς Συμμαχίας για τους Συνεταιρισμούς και τα οποία δείχνουν την παγκόσμια εφαρμογή της κοινωνικής οικονομίας και τα ρεκόρ της, τη συμμετοχή της στις εθνικές οικονομίες καθώς και τα απτά μετρήσιμα οφέλη της.

Εδώ το κείμενο 24 σελίδων για την συνεταιριστική οικονομία: 

ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ - ΠΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

$
0
0


"Με ακούτε τι λέω ή θέλετε να σας το επαναλάβω; λέω ότι ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός, ως φαινόμενα ιστορικά, θα περάσουν και ότι ο κοινοτισμός, ως δεδομένο ζωικό, θα επιβίωση αυτών."
Κωνσταντίνος Καραβίδας ("Σοσιαλισμός και κοινοτισμός", 1930)



Σε αυτό το δοκίμιο ο Κ. Καραβίδας αναλύει τον Ελληνικό Κοινοτισμό ως μία αντιπαράθεση στον Σοσιαλισμό και τον Καπιταλισμό (Μαρξισμό και Φιλελευθερισμό). Δημοσιεύθηκε το 1930 και μέσα από αυτό το κείμενο ο Καραβίδας απαντά στους επικριτές του κοινοτισμού, εκθέτοντας κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες σκέψεις, οι οποίες όχι απλά σήμερα αποδεικνύονται σωστές, αλλά δείχνουν και το βάθος σκέψης και την οξυδέρκεια που είχε αυτός ο άνθρωπος.

"Αλλά η διαφορά μας είνε η εξής: ότι εσείς μεν ακολουθώντας στενώς οικονομικά επιχειρήματα και μονομερή ανθρωπιστικά ιδεώδη, με συμβουλεύετε ν'αντιδράσωμε μιμούμενοι εξ ίσου παθητικά της μορφές οργανώσεως με τις όποιες το δυτικό προλεταριάτο αμύνεται εκεί, προσπαθώντας να αποσυνθέση την δύναμι της κεφαλαιοκρατίας και να την αφοπλίσει χωρίς ίσως να εννοή επαρκώς, ότι τρώγει από τας σάρκας του και ότι η εξασθένησις της δυτικής κεφαλαιοκρατίας της οποίας αποτελεί μέρος θά'νε και δική του εξασθένησις και ότι η πιθανή πτώσις της θά 'νε νίκη όχι δική του αλλά νίκη των λαών των άλλων ηπείρων'των υποκειμένων στην βιομηχανική εν συνόλω (κεφάλαιο μαζή και προλεταριάτο) Ευρώπη'και τα λέτε αυτά διότι εσείς βλέπετε μέρη, τμήματα και όχι σύνολα, βλέπετε το άτομο μονομερώς και σε μία δεδομένη στιγμή του μόνο, δεν το βλέπετε ως σύνολο και στη διάρκεια, σκέπτεστε λογικά και δικονομικά και όχι οντολογικά και βιολογικά` εγώ βλέπω συνθέτες οντότητες, όχι τάξεις'εσείς βλέπετε αντίπαλες δυνάμεις και κοινωνικές τάξεις και λέτε ότι ο εκάστοτε πολιτισμός είνε προϊόν της πάλης των τάξεων ενώ εγώ βλέπω και αυτές τις τάξεις αλλά και τους άλλους τοπικούς βιολογικούς και ιστορικούς κύκλους, μέσα στους οποίους αυτές οι τάξεις ανήκουν οργανικά και με τους οποίους θα συνεκλείψουν'και γι'αυτό λέω ότι ο εκάστοτε μέσα σε καθένα απ'αυτούς τους κύκλους πολιτισμός στη θετική του μορφή είνε προϊόν όχι πάλης αλλά συνθέσεως που επιβάλλεται κάθε φορά με πρωτοβουλία και μ'ευθύνη εκείνου που στέκεται εκάστοτε νικητής στον αγώνα των τάξεων."

Στις σελίδες 65 - 68, βλέπουμε μία κατανόηση του "συστήματος"που ακόμη και σήμερα λίγοι έχουν μπορέσει να συλλάβουν. Δεν θεωρεί τον Σοσιαλισμό και τον Καπιταλισμό σαν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αλλά θεωρεί ότι η μηχανή του Καπιταλισμού παράγει η ίδια προλεταριάτο, κρίσεις, επαναστάσεις, πολέμους έτσι ώστε να αυτοανατρέπεται και να ανασυνθέτει την φεουδαρχία. Θεωρεί τον Σοσιαλισμό παράγωγο του καπιταλισμού. Αυτό που αναδείκνυε τότε το βλέπουμε να επαναλαμβάνεται σήμερα, που ο καπιταλισμός δημιουργεί νέα κρίση, ισλαμικό προλεταριάτο στην Ευρώπη και καθοδηγεί τους λαούς σε νέα σύγκρουση. Αξίζει να προσέξουμε τα μηνύματα που έστελνε από τότε ο Καραβίδας.

Σε άλλες σελίδες αυτού του δοκιμίου αναφέρει ότι ονειρεύεται την ίδρυση ενός"Ινστιτούτου σπουδών ελληνικού και μεσογειακού κοινοτισμού"για την εξάπλωση της ιδέας αυτής στην Ευρώπη. Επίσης θεωρεί τον Καπιταλισμό ως εχθρό του πολιτισμού, ενώ αντιθέτως τον Κοινοτισμό ως παράγοντα πολιτισμικής ανάπτυξης. Εμείς σήμερα θεωρούμε ότι η λύση της Ευρώπης στα προβλήματα και στην κρίση που αντιμετωπίζει, είναι ο Ελληνικός Κοινοτισμός, γιατί δεν είναι ένα εναλλακτικό πολιτικό σύστημα όπως τα άλλα, αλλά φυσικό και προσαρμόσιμο. Αντί να μιμούμαστε τις νεοτερικές ιδεολογίες της Ευρώπης και της Αμερικής με διάφορες νέες μορφές που αυτές επανέρχονται, εμείς θέλουμε και έχουμε να προτείνουμε σε όλα τα εναλλακτικά κινήματα νεολαίας της Ευρώπης που αμφισβητούν τον Καπιταλισμό, μια καθαρά ελληνική και μεσογειακή πολιτική ιδέα. Σήμερα μέσα σε μία γενική σύγχυση, άλλοι ονειρεύονται έναν νέο σοσιαλισμό, άλλοι μία αναρχική απο-ανάπτυξη, άλλοι ονειρεύονται την επάνοδο του φασισμού, ενώ επανέρχονται οι τοπικισμοί και οι διασπαστικές τάσεις μέσω των κινημάτων της ταυτότητας. Άλλοι πάλι στρέφονται ο καθένας στον εθνικισμό του, μα ο εθνικισμός από μόνος του δεν αποτελεί πολιτική κοινωνική πρόταση και μπορεί να γίνει εργαλείο στα χέρια του καπιταλισμού. Άλλοι προσπαθούν να συνθέσουν επί νεοτερικής βάσης χωρίς το απαραίτητο πνευματικό στοιχείο. Κανείς όμως δεν έχει μία συλλογικά για την Ευρώπη αποτελεσματική πρόταση οργάνωσης και αντιμετώπισης του αδιεξόδου. Η οποία μάλιστα να εμπεριέχει και μία πνευματική γονιμοποιό δύναμη για την αναγέννηση της ανθρωπότητας όπως το Ελληνικό πνεύμα. Εμείς έχουμε την δική μας πρόταση που πρέπει να εξάγουμε μαζί με τους Ελληνιστές όλης της Ευρώπης και πιστεύουμε ακράδαντα ότι δεν είναι η Ελλάδα που μπορεί να σωθεί από την Ευρώπη, αλλά η Ευρώπη από την Ελλάδα.


πηγή: Λυκώρεια

ΧΑ ΤΣΟΥΝ ΤΣΑΝΓΚ - ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΓΟΡΑ ( Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ) (ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ)

$
0
0


[ Μετά την αποτυχία και του νεοφιλελευθερισμού το 2008 και το αντικοινωνικό του πρόταγμα, στη νέα περίοδο που ανοίγεται τον 21ο αιώνα στην οικονομία δεν υπάρχει καμιά πλέον δογματική ιδεολογική συνταγή που να θεωρείται πετυχημένη. Δεν υπάρχει καμιά ιδεολογική συνταγή, αλλά συνδυασμός οικονομικών πρακτικών με τη δημοκρατία. Η οργάνωση της οικονομίας μιας χώρας είναι μια πολύπλοκη υπόθεση στην οποία εμπλέκονται πολλοί πολιτικοί, κοινωνικοί, γεωπολιτικοί, πολιτισμικοί παράγοντες αλλά και ποικίλες διαδικαστικοί παράμετροι. Το θρησκευτικού τύπου δόγμα των νεοφιλελεύθερων που ιδεολογικοποιούσαν και θεοποιούσαν την ελευθερία στην οικονομία κατέρρευσε παταγωδώς. Η "ελευθερία"που υιοθετούν είναι επιλεκτική και συμβατή με τον κοινωνικό δαρβινισμό.  Ενώ αρχικά με την δήθεν "ελεύθερη αγορά"ευνοείται κατά την εφαρμογή της η ατομική ελευθερία και δραστηριότητα στην οικονομία, σταδιακά αυτονομούνται από την κοινωνική σφαίρα οικονομικές επιχειρηματικές ελίτ και ακυρώνουν το δημοκρατικό πρόταγμα ποδηγετώντας την ίδια την οικονομική ελευθερία που πρεσβεύουν συστήνοντας μονοπώλια.



Μακροπρόθεσμα η νεοφιλελεύθερη πολιτική εντείνει όχι μόνο τις ανισότητες, αλλά και συμπιέζει πολύ τον κατώτερο μισθό των εργαζομένων. Για αυτό και όπου εφαρμόστηκαν ανάλογες πολιτικές χρειάστηκε να παρθούν μέτρα αντισταθμιστικά κοινωνικής εξισορρόπησης υπέρ των φτωχότερων λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων. Οι μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και το χρηματιστικό κεφάλαιο προκειμένου να συνεχίσουν να υποστηρίζουν τον ακραίο φιλελευθερισμό στην οικονομία προωθούν στα πολιτικά συστήματα, με τα οποία συναγελάζονται, παρεμβατικές πολιτικές και φορολογία κατά το δοκούν, για να διασώζουν τα οικονομικά συμφέροντά τους και τα κέρδη τους. 

Ας προσέξουμε με ποιον τρόπο μετέρχεται το νεοφιλελεύθερο χρηματοπιστωτικό σύστημα τον "παρεμβατισμό"και την "ελευθερία", προκειμένου να υποστηρίξει την οικονομική του δογματική ορθοδοξία. 

Το πρόταγμά του νεοφιλελευθερισμού: 

μετέρχεται"ελευθερία"στην οικονομία προκειμένου να ιδιωτικοποιεί τα κέρδη και "νεομαρξικό παρεμβατισμό"για να κρατικοποιεί τα χρέη

Για αυτό και βλέπουμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει υποστηρικτές και στην μεταρρυθμιστική κεντροαριστερά και στην φιλελεύθερη δεξιά. ]

_______________________________________

Ακολουθεί συνέντευξη του Χα Τσουν Τσανγκ
Όπως αναφέρετε στο βιβλίο σας «23 αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό», οι οικονομικοί μύθοι είναι σημαντικό μέρος της ιστορίας του καπιταλισμού. Για ποιο λόγο;
Οι μύθοι οφείλονται στο ότι εκείνοι που κατέχουν ανώτερες θέσεις -είτε είναι πλούσιες χώρες ή πλούσια άτομα- έχουν συμφέρον να κάνουν τους άλλους να πιστέψουν ότι τα πράγματα είναι ως έχουν επειδή έτσι πρέπει να είναι. Ετσι, για παράδειγμα, διαδίδουν την άποψη ότι οι φτωχές χώρες δεν πρέπει να προσπαθούν να εκβιομηχανοποιηθούν με τη βοήθεια του προστατευτισμού επειδή κάτι τέτοιο είναι βλαβερό γι'αυτές. Ή θέλουν να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν ότι αμειβόμαστε με βάση την αξία μας και ότι, συνεπώς, η ανακατανομή του πλούτου μέσω φορολόγησης και επιδομάτων είναι αναποτελεσματική και άδικη.
Το θέμα με τους μύθους είναι ότι, όταν δημιουργηθούν, οι περισσότεροι άνθρωποι ξεχνούν από πού προήρθαν. Ετσι, για παράδειγμα, πολλοί άνθρωποι που είναι εναντίον της «τεχνητής» εκβιομηχάνισης των αναπτυσσόμενων χωρών πιστεύουν πραγματικά ότι κάνουν χάρη σε αυτές τις χώρες όταν υποστηρίζουν την άποψη που έχουν. Πολλοί άνθρωποι που είναι υπέρ των περικοπών στις δαπάνες του κράτους πρόνοιας πιστεύουν ειλικρινά πως ουσιαστικά βοηθούν με αυτό τον τρόπο τους φτωχούς, ενθαρρύνοντάς τους να σταθούν στα πόδια τους.
Οπως εξηγώ στο βιβλίο μου, πρέπει να διαλύσουμε αυτούς τους μύθους εάν σκοπεύουμε να αναμορφώσουμε τον καπιταλισμό με τρόπο που θα γίνει πιο δυναμικός και περισσότερο δίκαιος.
Ποιο από τα «23 πράγματα που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό» θεωρείτε τον μεγαλύτερο μύθο όλων;
Θα έλεγα πως ο μεγαλύτερος μύθος είναι αυτός για την ελεύθερη αγορά.
Δεν υπάρχει ελεύθερη αγορά. Ολες οι αγορές έχουν δομηθεί από μια σειρά ρυθμίσεων σχετικά με το τι μπορεί να πουληθεί, ποιος μπορεί να το πουλήσει και πώς μπορεί να το πουλήσει. Επιπλέον, διαφορετικοί άνθρωποι μπορεί να έχουν διαφορετικές απόψεις για το ποιες ρυθμίσεις είναι νόμιμες.
Ο ίδιος ο ορισμός της ελεύθερης αγοράς είναι μια πολιτική εξάσκηση. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να πει «ώς εδώ είναι τα σύνορα της αγοράς, οπότε δεν μπορεί να υπάρχει κρατική παρέμβαση πέραν αυτού του σημείου», επειδή δεν υπάρχει επιστημονικός τρόπος να ορίσουμε πού πρέπει να τεθούν τα όρια. Ακόμα και οι μεγαλύτεροι θιασιώτες της ελεύθερης αγοράς θα ήταν ενάντια στην ύπαρξη ελεύθερων αγορών όσον αφορά το εμπόριο ανθρώπων (δηλαδή δουλεία), ανθρώπινων οργάνων, ή ιατρικών αδειών (η πώληση των αδειών για την εξάσκηση του ιατρικού επαγγέλματος ανεξαρτήτως ιατρικών ικανοτήτων), αλλά δεν υπάρχει και καμιά οικονομική θεωρία που να λέει πως δεν θα έπρεπε να έχουμε ελεύθερες αγορές σε αυτά τα πράγματα.
Ποια είναι η πραγματικότητα σχετικά με την επίπτωση των ιδιωτικοποιήσεων στην οικονομική ανάπτυξη;
Υπάρχει μεγάλη διαφωνία γύρω από αυτό το θέμα, αλλά ουσιαστικά η απάντηση είναι πως «εξαρτάται» από τις οικονομικές συγκυρίες. Υπάρχουν μερικές βιομηχανίες που λειτουργούν πιο αποτελεσματικά ως κρατικές επιχειρήσεις-βιομηχανίες «φυσικού μονοπωλίου», όπως του ηλεκτρισμού και της ύδρευσης, οι σιδηρόδρομοι και τα ταχυδρομεία, ή βιομηχανίες που χρειάζονται μεγάλες επενδύσεις κεφαλαίου και δεν υπάρχουν διαθέσιμα στον ιδιωτικό τομέα. Υπάρχουν άλλες που θα ήταν αναποτελεσματικές εάν ήταν κρατικές επιχειρήσεις: λιανικό εμπόριο και εστιατόρια είναι μερικά παραδείγματα.
Εξαρτάται επίσης από τη χώρα. Μερικές χώρες έχουν μακρά και επιτυχημένη ιστορία με κρατικές επιχειρήσεις. Χώρες όπως η Γαλλία, η Φιλανδία, η Νορβηγία, η Σιγκαπούρη και η Ταϊβάν έχουν διαχειριστεί αποτελεσματικά πολλές κρατικές επιχειρήσεις σε τομείς που δεν έρχονται πρώτοι στη λίστα για κρατική ιδιοκτησία, όπως η βιομηχανία αυτοκινήτων (Γαλλία), ημιαγωγών (Σιγκαπούρη) και μηχανημάτων (Φιλανδία). Από την άλλη μεριά, υπάρχουν μερικά παραδείγματα βιομηχανιών «φυσικού μονοπωλίου», όπως οι ιαπωνικοί σιδηρόδρομοι, που έχουν λειτουργήσει αποτελεσματικά από ιδιωτικές εταιρείες (αν και κάτω από στενό κρατικό έλεγχο). Στο θέμα των κρατικών επιχειρήσεων και των ιδιωτικοποιήσεων ακολουθώ το γνωμικό του πρώην ηγέτη της Κίνας Ντενγκ Σιάο-Πινγκ: «Δεν έχει σημασία αν η γάτα είναι άσπρη ή μαύρη, αρκεί να πιάνει ποντίκια».
Εχετε υποστηρίξει ότι οι νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές πολιτικές δεν λειτουργούν καλά, κυρίως για τις αναπτυσσόμενες χώρες, αλλά θεσμοί όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα επιμένουν στο αντίθετο. Υποκρισία με σκοπό να ξεγελάσουν;
Πολλοί άνθρωποι του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας πιστεύουν πραγματικά πως οι πολιτικές που προτείνουν είναι οι πλέον κατάλληλες για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Υπό αυτή την έννοια δεν είναι υποκριτές. Φυσικά, όμως, κάνουν λάθος. Είναι ευρέως γνωστό ότι οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές έχουν οδηγήσει σε αυξημένη εισοδηματική ανισότητα, σε εργασιακή ανασφάλεια και σε χρηματοοικονομική αστάθεια στις περισσότερες χώρες κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα ετών. Οπου εφαρμόστηκαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές μειώθηκε επίσης η οικονομική ανάπτυξη. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στη Λατινική Αμερική αυξανόταν κατά 3,1% ετησίως την περίοδο των δεκαετιών του '60 και του '70, τις «κακές εποχές» του προστατευτισμού και της κρατικής παρέμβασης, αλλά έχει αυξηθεί μόνο κατά 1,1% από τη δεκαετία του '80 έως σήμερα.
Σήμερα, οι πολιτικοί σε Ευρώπη και ΗΠΑ ασχολούνται με τα ελλείμματα και το χρέος, ενώ οι οικονομίες βρίσκονται σε ύφεση και μαστίζονται από καλπάζουσα ανεργία. Θα κατευνάσουν τις αγορές ελέγχοντας τα δημοσιονομικά ελλείμματα;
Σίγουρα όχι. Ο περιορισμός στα ελλείμματα μπορεί να συνεισφέρει στην ανάπτυξη σε μια κατάσταση πλήρους απασχόλησης όπου ο ιδιωτικός τομέας επιθυμεί να επενδύσει και να επεκταθεί αλλά περιορίζεται από την επέκταση του κράτους (που αυξάνει το κόστος του δανεισμού και περιορίζει άλλους πόρους -όπως τη διαθέσιμη εργατική δύναμη- που βρίσκονται ήδη σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης). Η σημερινή κατάσταση, όμως, δεν είναι καθόλου έτσι. Σήμερα το πρόβλημα είναι ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι απρόθυμος και ανίκανος να επεκταθεί επειδή πολλές επιχειρήσεις κουβαλούν πολύ χρέος και επειδή βλέπουν να υπάρχει λίγη ζήτηση για επιπλέον παραγωγή. Οι καταναλωτές έχουν «σφίξει το ζωνάρι τους» εξαιτίας των δικών τους προβλημάτων με χρέος, στάσιμους μισθούς και αυξανόμενη εργασιακή ανασφάλεια. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οι περικοπές στις κρατικές δαπάνες δεν οδηγούν στην ανάπτυξη της οικονομίας, όπως βλέπουμε ξεκάθαρα να συμβαίνει στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ισπανία και σε λιγότερο βαθμό στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι σε ακραίες περιπτώσεις όπως αυτή της Ελλάδας, οι περικοπές στις κρατικές δαπάνες δεν θα θέσουν υπό έλεγχο ούτε τα ελλείμματα. Ο κόσμος ξεχνά πως οι περικοπές δεν οδηγούν αυτομάτως σε μειώση των ελλειμμάτων. Αντιθέτως, έαν οι περικοπές οδηγήσουν σε συρρίκνωση της ανάπτυξης, όπως γίνεται στην Ελλάδα, τότε θα μειωθούν τα φορολογικά έσοδα και οι περικοπές θα είναι δώρον άδωρον.
Οδηγείται η παγκόσμια οικονομία σε νέα μεγάλη ύφεση;
Αυτό εξαρτάται από το τι εννοείτε λέγοντας «μεγάλη ύφεση». Εάν εννοείτε κάτι ανάλογο με αυτό που συνέβη τη δεκαετία του 1930, αμφιβάλλω. Διαθέτουμε πολλά εργαλεία για να αποφύγουμε μια τόσο μεγάλη πτώση της οικονομίας όπως αυτή που βίωσε ο κόσμος τη δεκαετία του 1930. Το πιθανότερο σενάριο είναι αυτό που συνέβη στην Ιαπωνία από τη δεκαετία του '90 - μια μεγάλη περίοδο αναιμικής ανάπτυξης, που διακόπτεται από μερικές περιόδους σποραδικής ανάπτυξης και ακόμα περισσότερο από συχνές περιόδους αρνητικής ανάπτυξης.
Ποιος είναι ο ΧΑ ΤΣΟΥΝ ΤΣΑΝΓΚ
Γεννήθηκε το 1963 στη Σεούλ. Απέκτησε πτυχίο στα Οικονομικά από το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σεούλ. Πήρε μεταπτυχιακό δίπλωμα και διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Σήμερα, είναι ένας από τους πλέον διακεκριμένους επιστήμονες στον τομέα της αναπτυξιακής οικονομίας και καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας της Ανάπτυξης στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.
Το 2005 τιμήθηκε με το βραβείο Βασίλι Λεόντιεφ για τη Διεύρυνση των Οριζόντων της Οικονομικής Σκέψης. Μεταξύ των βιβλίων του περιλαμβάνονται τα «Kicking Away the Ladder: Development Strategy in Historical Perspective», που τιμήθηκε με το βραβείο Γκούναρ Μίρνταλ το 2003, και «Bad Samaritans: Rich Nations, Poor Policies and the Threat to the Developing World» (2007). Το βιβλίο του «23 αλήθειες που δεν μας λένε για τον καπιταλισμό» έχει δημοσιευτεί σε πολλές ξένες γλώσσες και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Καστανιώτη.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ

$
0
0

Ι
Μία μεγάλη πολιτική σύγχυση που υπάρχει σήμερα, ιδιαιτέρως εν Ελλάδι, είναι σχετικά με την έννοια της δημοκρατίας. Εκτός από τους πολιτικούς και τα κόμματα, μία μεγάλη μερίδα των διανοουμένων θεωρεί ότι τα κοινοβουλευτικά ή αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δημοκρατικά («αντιπροσωπευτική», «κοινοβουλευτική», «σύγχρονη», «αστική» δημοκρατία κ.λπ). Όμως κανείς δεν εξηγεί γιατί είναι δημοκρατικά, και ποια, εν πάση περιπτώσει, είναι ολιγαρχικά. δεν έχουν καθόλου επιχειρηματολογία, oύτε επικαλούνται κάποια επιχειρήματα άλλων στοχαστών. τα θεωρούν «δημοκρατίες» εξ ορισμού, εκ γενετής ή επειδή το είπαν κάποιοι. Αυτό λέγεται δογματισμός, που επιβλήθηκε από τη φιλελεύθερη ιδεολογία. Αν εξετάσουμε όμως - πράγμα που επιχειρώ αμέσως  πιο κάτω - τις απόψεις ορισμένων που προσφέρουν κάποιες εξηγήσεις για το θέμα αυτό θα διαπιστώσουμε ότι αυτές είναι λανθασμένες.

Ο συνταγματολόγος Δ. Τσάτσος λ.χ. χαρακτηρίζει τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα δημοκρατίες επειδή έχουν την «αρχή της πλειοψηφίας» και την «εναλλαγή των κομμάτων στην κυβέρνηση».[1]Όμως η αρχή της πλειοψηφίας εφαρμόζεται με εντελώς διαφορετικό τρόπο στην (άμεση) δημοκρατία από τη μιά, και στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα από την άλλη. Η διαφορά αυτή έγκειται στο ότι στη μεν δημοκρατία είναι κυρίαρχη η πραγματική απόλυτη πλειοψηφία των πολιτών στον δε κοινοβουλευτισμό κυρίαρχο είναι το πρώτο κόμμα με την εικονική πλειοψηφία των εδρών και όχι των ψήφων - χάρις στο εκλογικό σύστημα. Δηλαδή, στη μεν δημοκρατία υπάρχει κυριαρχία των πολιτών στο δε αντιπροσωπευτικό πολίτευμα κυριαρχία των πολιτικών. Συνεπώς, υπάρχει μία μεγάλη διαφορά ουσίας ανάμεσα στα δύο πολιτεύματα στο θέμα της πλειοψηφίας. 

 Όσον αφορά στο δεύτερο στοιχείο του ορισμού του Δ. Τσάτσου (εναλλαγή των κομμάτων), ενώ στην (άμεση) δημοκρατία εναλλάσσονται όλοι οι πολίτες αυτοπροσώπως στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα εναλλάσσονται δύο ή τρία κόμματα στην εξουσία. Και η διαφορά αυτή είναι διαφορά ουσίας και όχι διαδικασίας. Υπάρχουν άλλωστε αρκετοί που θεωρούν ότι τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δημοκρατικά επειδή στηρίζονται στις εκλογές. Όμως οι εκλογές δεν είναι χαρακτηριστικό της (άμεσης) δημοκρατίας, αλλά της ολιγαρχίας και της αριστοκρατίας, σύμφωνα με τους αρχαίους φιλοσόφους (Πλάτωνα, Αριστοτέλη) και τους νεώτερους (Μοντεσκιέ, Ρουσσώ). To χαρακτηριστικό της δημοκρατίας είναι η κλήρωση. Και αυτή επίσης είναι μία διαφορά ουσίας και όχι διαδικασίας.[2]

Παρατηρείται δηλαδή στους φλελεύθερους μία μετάλλαξη στον ορισμό της δημοκρατίας (και συνεπώς της ολιγαρχίας), μία ηθελημένη ή όχι διαστρέβλωση των κριτηρίων διακρίσεως των πολιτευμάτων που είχαν οι αρχαίοι και οι νεώτεροι. Ουδείς από τους συγχρόνους, από όσο ξέρω, έχει ασκήσει κριτική ή αναίρεση στις απόψεις του Αριστοτέλη ή του Πλάτωνα όσον αφορά στα χαρακτηριστικά της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας. Εκτός και άν οι δύο μεγάλοι φιλόσοφοι θεωρούνται εξ ορισμού ξεπερασμένοι και ντεμοντέ - επειδή έχουν περάσει πολλά χρόνια από την εποχή τους -, ή εννοείται σιωπηλώς ότι δεν ήξεραν τι έλεγαν. όπως δεν ήξεραν τι έλεγαν ούτε οι αρχαίοι Αθηναίοι, ούτε ο Ηρόδοτος, ο Δημόκριτος, ο Πρωταγόρας, ούτε ο Περικλής, ο Θουκυδίδης, ο Δημοσθένης. Διότι αυτό εννοούν εμμέσως με τα γραπτά τους οι σύγχρονοι όταν ονομάζουν και θεωρούν δημοκρατίες τις σημερινές κοινοβουλευτικές ολιγαρχίες. Οπότε, σύμφωνα με τη λογική τους, θα πρέπει να καταδικάσουμε συλλήβδην τους αρχαίους και τους νεωτέρους ως φιλοσοφικώς και πολιτικώς ανώριμους, και να αναγορεύσουμε ως διορθωτές τους τον Burhnam ή τον Rawls, τον Μουζέλη ή τον Τσάτσο, την Μouffe ή τον Cohn-Bendit.

Η δημοκρατία δεν ορίζεται αναλόγως της ψυχοσύνθεσης, των πεποιθήσεων και των προσδοκιών εκάστου. Έχει τις απαρχές και την ιστορία της, τους θεσμούς και τις αντιλήψεις της, τη θεωρία και τα επιχειρήματά της. Αυτά όλα θα έπρεπε τουλάχιστον να είναι σεβαστά, πράγμα που δεν σημαίνει βεβαίως αναγκαστική συμφωνία. Σημαίνει όμως την αναφορά των χαρακτηριστικών της δημοκρατίας (και της ολιγαρχίας), δηλαδή την αναφορά των κριτηρίων διακρίσεως των πολιτευμάτων και την αξιολόγηση των πολιτευμάτων, επί τη βάσει αυτών των χαρακτηριστικών και κριτηρίων – και φυσικά την έλλογη διαφωνία ή την πρόταξη ενός άλλου πολιτεύματος. Αντί αυτού επαναλαμβάνονται ακρίτως για το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα οι όροι «αστική δημοκρατία», «έμμεση δημοκρατία», «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» κ.λπ., οι οποίοι είναι αντιφατικοί εν τοις όροις, είναι σχήματα  οξύμωρα (contradictio in adjecto). Ακριβώς όπως οι όροι «βασιλοκομμουνιστής», «καθολικός ορθόδοξος» και «ελληνοχριστιανικός».  Θα πρέπει στο σημείο αυτό να διευκρινισθεί ότι το επίθετο «άμεση» είναι πλεονασμός, αφού η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι άμεση. Είναι σαν να λέμε μηλόπιτα με μήλο. Το επίθετο «άμεση» τίθεται απλώς ως επεξήγηση για τον άμεσο χαρακτήρα της δημοκρατίας, και για να διακριθεί από όλα τα άλλα επίθετα που λανθασμένα χρησιμοποιούνται. Είναι το μόνο επίθετο που καταχρηστικώς μπορεί να προσαρτηθεί στη δημοκρατία.

Η σύγχρονη πολιτική θεωρία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία και η συνταγματική θεωρία έχουν σε αυτό το σημείο μία μεγάλη έλλειψη και σύγχυση, η οποία δεν εξηγείται αλλιώς παρά με την εμμονή στο δόγμα ότι εξ ορισμού τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι δημοκρατίες. Θα πρέπει λοιπόν να τονισθεί ότι τη δημοκρατία επινόησαν και δημιούργησαν οι αρχαίοι Έλληνες και δη οι Αθηναίοι, ήταν δε οι πρώτοι που στοχάσθηκαν και έγραψαν γι’ αυτήν. Οι νεώτεροι από την πλευρά τους επινόησαν και θέσπισαν όχι τη δημοκρατία, αλλά τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, την καθολική ψηφοφορία και τα κόμματα, το μη κληρονομικό πολίτευμα και την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση. Οι κατακτήσεις αυτές είναι σημαντικώτατες, αποτελούν σημαντικώτατο βήμα στην ανθρώπινη ιστορία για την ελευθερία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το αντιπροσωπευτικό σύστημα είναι δημοκρατία. είναι φιλελεύθερη ολιγαρχία, όπως σωστά το χαρακτηρίζει ο Καστοριάδης. Δημοκρατία και αντιπροσώπευση είναι αμοιβαίως αποκλειόμενα συστήματα. Η (άμεση) δημοκρατία οπωσδήποτε δεν είναι αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, και το τελευταίο δεν είναι σίγουρα δημοκρατία.[3]       
ΙΙ
Η δογματική και λανθασμένη παραδοχή ότι το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα είναι δημοκρατία οδηγεί δημοσιογράφους, πολιτικούς και αρκετούς διανοουμένους  στην πίστη ότι το σύστημα αυτό είναι το καλύτερο δυνατό, και άρα δεν μπορεί να υπάρξει ένα άλλο διαφορετικό σύστημα, στο οποίο να ευοδώνεται η πραγματική ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη, δηλαδή η άμεση δημοκρατία, η αυτοκυβέρνηση των ανθρώπων. Έτσι όμως προσυπογράφουν εμμέσως πλην σαφώς τη διαψευσθείσα και συνεχώς διαψευδόμενη δήλωση του Φουκουγιάμα για το «τέλος της ιστορίας». Εκλαμβάνουν δηλαδή τον ορίζοντα της κοινωνίας στην οποία ζουν ως ορίζοντα της Ιστορίας συνολικώς. Βεβαίως οι διακηρύξεις περί του τέλους της ιστορίας δεν είναι καινούριες, υπάρχουν σε όλες τις εποχές, και φυσικά διαψεύδονται. Ο Αίλιος Αριστείδης λ.χ. τον 2ο μ.Χ. αιώνα, ζώντας στην εποχή της «παγκόσμιας» ισχύος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, της κυριαρχίας της Pax Romana, δήλωνε πως «δεν μπορεί να υπάρξει κανένας άλλος τρόπος ζωής». Ακόμη και ο χριστιανός Αυγουστίνος στις αρχές του 5ου μ.Χ. αιώνα, παρά τις αναπτύξεις του για την «πολιτεία του θεού», θα παραδεχθεί πως η αυτοκρατορία είναι «η καλύτερη δυνατή πολιτεία». Επίσης ο βυζαντινός χριστιανός Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης (6ος μ.Χ. αιώνας) θα δηλώσει πως η ρωμαϊκή βυζαντινή αυτοκρατορία θα παραμείνει στους αιώνες, και αν ηττηθεί θα έλθει η συντέλεια του κόσμου: «η βασιλεία των Ρωμαίων... αήττητος διαμένουσα μέχρι της συντελείας... και ου διαφθαρήσεται».[4]

Επί πλέον η δογματική αντίληψη ότι το κοινοβουλευτικό πολίτευμα είναι δημοκρατικό οδηγεί στην λανθασμένη γνώμη ότι η κριτική, η αμφισβήτηση ή η απόρριψη του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος είναι αντιδημοκρατικές. Η αλήθεια είναι ότι η απόρριψη του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, είναι απόρριψη της ολιγαρχίας, και επομένως απαραίτητη προϋπόθεση για την αναζήτηση της «πραγματικής δημοκρατίας», δηλαδή της άμεσης δημοκρατίας. Κατ’ επέκταση, επιδίωξη της δημοκρατίας σημαίνει αλλαγή και μετασχηματισμό της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας. Τι σημαίνει όμως αλλαγή εν προκειμένω; Δεν σημαίνει μεταρρυθμίσεις που έχουν προταθεί κατά καιρούς εντός της λογικής του συστήματος, και οι οποίες άλλωστε είναι αδύνατες για τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα, εδώ και πολλές δεκαετίες.[5] Σημαίνει τον εμπλουτισμό με θεσμούς δημοκρατικούς και αρχές δημοκρατικές, ιδίως με τις βασικές αρχές της πολιτικής ελευθερίας και της ισότητας: όλοι συμμετέχουν εξίσου στην εξουσία υπό όλες τις μορφές της, όχι θεωρητικώς, αλλά πραγματικώς και ουσιαστικώς, μέσω θεσμών και νόμων. Αυτό είναι το πολιτικό νόημα της ελευθερίας και της ισότητας. δεν είναι μόνο οι ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα, ούτε κάποια αφηρημένη πολιτική ή φιλοσοφική έννοια «οικουμενικής» ελευθερίας και ισότητας.

Η πραγματική συμμετοχή όλων, που προϋποθέτουν και συνεπάγονται οι δύο αυτές αρχές, δεν είναι δυνατή μέσω της αντιπροσώπευσης, μέσω των κομμάτων και των εκλογών, διότι ακριβώς οι θεσμοί αυτοί την αποτρέπουν και την καθιστούν αδύνατη. Η ελευθερία, η ισότητα και η συμμετοχή εξασφαλίζονται από άλλους θεσμούς δημοκρατικούς (συνέλευση των πολιτών, κλήρωση, πραγματική διάκριση των εξουσιών, ουσιαστικός έλεγχος της εξουσίας). Όπως είναι εμφανές, για να πραγματοποιηθούν αυτοί οι δημοκρατικοί θεσμοί πρέπει να υπάρξει ολοσχερής αλλαγή του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και όχι διατήρησή του με βελτιώσεις, ακόμη και με την λεγόμενη «σοσιαλδημοκρατική» μορφή του, η οποία από ότι φαίνεται είναι αδύνατη για όλα τα κράτη. Επομένως χωρίς ουσιαστική αμφισβήτηση της αντιπροσώπευσης, της κομματοκρατίας και της κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας δεν υπάρχουν αλλαγές. Το σύστημα δεν μπορεί να μεταρρυθμισθεί, χρειάζεται λοιπόν να μετασχηματισθεί.

Σήμερα πλέον είναι εμφανής η απροθυμία του αντιπροσωπευτικού συστήματος να αυτομεταρρυθμισθεί, είναι εμφανής η καταστατική αδυναμία του να εξασφαλίσει την ισότητα, τη συμμετοχή, τον έλεγχο της εξουσίας, την πολιτική και κοινωνική δικαιοσύνη. είναι έκδηλη η ανικανότητά του να ανταπεξέλθει στις φιλελεύθερες υποσχέσεις για λύσεις στα προβλήματα της κοινωνίας, να εξυπηρετήσει το κοινό συμφέρον και την αξιοπρεπή διαβίωση των πολλών. Αψευδής μάρτυς η σημερινή κρίση από το 2008, η οποία μαστίζει κυρίως τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, ενώ αντιθέτως τα ανώτερα προστατεύονται σκανδαλωδώς από τις κυβερνήσεις και τα κόμματα εξουσίας. Η κρίση αυτή δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και πολιτική: προήλθε αφ’ ενός από την αποτυχία του κοινοβουλευτικού συστήματος να ελέγξει τις οικονομικές εξουσίες, και αφ’ ετέρου από την υποταγή του σε αυτές και τη συνεργασία μαζί τους προς όφελος δικό τους. Η αποτυχία αυτή δεν έγκειται μόνο στην ανικανότητα των κομμάτων (της Δεξιάς, του Κέντρου ή της Αριστεράς), αλλά είναι γενική πολιτική αποτυχία, είναι αποτυχία του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, το οποίο απ’ ότι φαίνεται έχει διαγράψει την τροχιά του και έχει εξαντλήσει τα όριά του.

Η διαπίστωση αυτή αφορά στις δυτικοευρωπαϊκές και βορειοαμερικάνικες ανεπτυγμένες χώρες και όχι μόνο στην παρακμιακή Ελλάδα, στην οποία η αποτυχία του κοινοβουλευτισμού είναι εμφανέστατη. Πράγματι, η εξαχρείωση της ελληνικής κοινοβουλευτικής ολιγαρχίας, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά την οικογενειοκρατία και τον πρωθυπουργοκεντρισμό,   την ανυπαρξία οποιουδήποτε ελέγχου, την κραυγαλέα συνέργεια της δικαστικής εξουσίας και της οικονομικής ιθύνουσας τάξεως, οδήγησε στη γενικευμένη διαφθορά όλου του κρατικού μηχανισμού και των κομμάτων, στην αλαζονεία και ασυδοσία της εξουσίας με συνέπεια την παρακμή όλων των τομέων και την γενική χρεοκοπία. Έτι περαιτέρω, η ανάθεση των αποφάσεων στην εξωθεσμική τρόϊκα (2010) από το κοινοβουλευτικό σύστημα καταρρακώνει κάθε έννοια συντάγματος, φιλελευθερισμού, δικαιωμάτων και αντιπροσώπευσης. Και όταν σε αυτές τις κρίσιμες συνθήκες τίθεται το μείζον ερώτημα «τι πρέπει να γίνει;» οι υποστηρικτές του κοινοβουλευτισμού σιωπούν ή αρχίζουν να φλυαρούν περί οικονομικών ή άλλων μέτρων που πρέπει να ληφθούν.

Αυτές οι φλυαρίες επισύρουν άλλα ερωτήματα, πάλι αναπάντητα: Γιατί δεν πήραν οι κοινοβουλευτικοί και κομματικοί άρχοντες αυτά τα μέτρα πριν; Γιατί τα κυβερνητικά κόμματα όχι μόνο δεν απεσόβησαν τη χρεοκοπία αλλά είναι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της; Τι μέσα υπάρχουν, ικανά να οδηγήσουν τη χώρα σε διεξόδους; Αυτά τα ερωτήματα, και ιδίως το τελευταίο, ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου για τη φιλελεύθερη ιδεολογία (ημιτελή στην Ελλάδα), η οποία προσπαθεί να εγκλωβίσει τα ζητήματα στα «καυδιανά δίκρανα» των κομμάτων, μετατρέποντας τα πολιτικά ζητήματα σε κομματικά, εξορίζοντας την ουσιαστική πολιτική συζήτηση και το θεμελιώδες πολιτικό ερώτημα: «πώς θα αυτοκυβερνηθούμε;».    

ΙΙΙ
Το ερώτημα αυτό οδηγεί σε μία συζήτηση, που επιβάλλεται να γίνει, διότι οι κυριαρχούσες φιλελεύθερες αντιλήψεις στον χώρο των διανοουμένων μένοντας στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών και κομματικών αντιλήψεων, θεωρούν ότι το βασικό πολιτικό ερώτημα είναι το «ποιος με κυβερνά;» ή «ποιος πρέπει να με κυβερνά». Τα ερωτήματα αυτά εμπεριέχουν αδήλως το γεγονός ότι κάποιος πρέπει πάντοτε να με κυβερνά, άρα το πολιτικό διακύβευμα είναι να βρώ τον καλύτερο για να με κυβερνήσει. Δηλαδή, τα ερωτήματα όπως τίθενται εμπεριέχουν την αντιπροσώπευση και την πολιτική αλλοτρίωση των ανθρώπων. Όμως στην περίπτωση αυτή γίνεται μετατόπιση του ζητήματος, αφού το βασικό ερώτημα που θέτει η κλασική πολιτική φιλοσοφία είναι το «τι το κύριον της πόλεως είναι;», δηλαδή «ποιος ασκεί την εξουσία, ποιος λαμβάνει τις αποφάσεις και θεσπίζει τους νόμους;». Είναι ο ένας,  οι ολίγοι ή οι πολλοί; Είναι οι πλούσιοι ή ο άποροι; Είναι τα ανώτερα στρώματα ή τα μεσαία και τα κατώτερα ή όλη η κοινωνία; Και τα συναφή με αυτό ερωτήματα: Πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις και πώς ορίζονται τα πρόσωπα που ασκούν την εκτελεστική, τη δικαστική και τη νομοθετική εξουσία; Υπάρχει ουσιαστικός έλεγχος της εξουσίας, με δικαστικές και ποινικές κυρώσεις;

  Αναλόγως των απαντήσεων που δίνονται στο βασικό ερώτημα και στα συναφή, τα πολιτεύματα διακρίνονται σε μοναρχικά, ολιγαρχικά, δημοκρατικά, αριστοκρατικά και τυραννικά. Αυτό τουλάχιστον θέτει η κλασική πολιτική φιλοσοφία (Πλάτων, Αριστοτέλης) αλλά και η νεωτερική (Σπινόζα, Λοκ, Μοντεσκιέ, Ρουσσώ). Αυτό το βασικό ερώτημα έχει ως συμπληρωματικό του το θεμελιώδες: «τις η αρίστη πολιτεία;», το οποίο αφορά και στο «τι δει το κύριον είναι της πόλεως;» (ποιος πρέπει να είναι το κύριον της πόλεως;).

Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να τεθούν επειγόντως και σήμερα για συζήτηση και προσανατολισμό. Η δημοκρατική αντίληψη απαντά σε αυτά σαφώς και κατηγορηματικώς, και στα δύο επίπεδα, περιγραφικό και δεοντολογικό: το κύριον της πόλεως στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι οι ολίγοι αντιπρόσωποι των ανωτέρων στρωμάτων και πρέπει να αντικατασταθούν από τους πολλούς, από τον δήμο. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ολιγαρχία, στη δεύτερη δημοκρατία, την άμεση δημοκρατία.

Σε δεύτερη φάση το ουσιαστικό ερώτημα που πρέπει να τεθεί, όπως ήδη αναφέρθηκε πριν, είναι το «πώς θα αυτοκυβερνηθούμε», στο οποίο εμπεριέχεται και το ερώτημα «πώς να οργανώσουμε και να κυβερνήσουμε την κοινή ζωή;» - πώς, δηλαδή, εμείς οι ίδιοι θα οργανώσουμε την κοινή ζωή μας και όχι κάποιοι αντιπρόσωποι, ηγέτες ή κόμματα, όχι κάποιοι άλλοι αντί για μας. Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, καθεστωτικά και αριστερά, ούτε από κάποια μορφή «σοσιαλδημοκρατίας». Δεν τίθεται ούτε από τον πολιτικό φιλελευθερισμό, o oποίος θέτει τα ερωτήματα με τέτοιο τρόπο ώστε να παραγκωνίζει την ουσιαστική πολιτική συζήτηση. Θέτοντας τα παραπλανητικά  ερωτήματα: «ποιος με κυβερνά;» ή «πώς με κυβερνά;» διολισθαίνει τεχνηέντως και εμμέσως στην υπεράσπιση του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. Η υπεράσπιση αυτή είναι εμφανής και στον Αμερικανό εκπρόσωπο του πολιτικού φιλελευθερισμού, τονJohn Rawls, ο οποίος τελευταίως είναι πολύ της μόδας σε μία μερίδα Ελλήνων διανοουμένων, οι οποίοι επιδίδονται σε αναλύσεις και διάδοση των έργων του. Όμως υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στις δημοκρατικές αντιλήψεις και τον πολιτικό φιλελευθερισμό του Rawls, όπως θα προσπαθήσω εν συντομία να δείξω αμέσως παρακάτω.

Ένα παράδειγμα είναι όταν ο Rawls υποστηρίζει  ότι με την κρατική και κυβερνητική παρέμβαση για αναδιανομή των εισοδημάτων και του πλούτου δύναται να γίνει αποδοχή «μόνο εκείνων των ανισοτήτων που αποβαίνουν προς το συμφέρον των λιγότερο προνομιούχων». Με την άποψη αυτή ο Rawls δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται  για την κατάσταση πριν από τη διανομή (άρα πριν από την ανισότητα), δηλαδή δίνει έμφαση όχι σε κριτήρια της διανομής, αλλά σε κριτήρια δικαιολόγησης της άνισης διανομής. Εδώ βρίσκεται μία σημαντική διαφορά από τη δημοκρατική αντίληψη η οποία δίνει έμφαση στην κατάσταση πριν από την ανισότητα. Επί πλέον, όσο και να αναλυθούν θεωρητικώς αυτές οι ανισότητες που κατά τον  Rawls«ωφελούν» τα κατώτερα στρώματα,  αφ’ ης στιγμής η εφαρμογή τους είναι υπόθεση του κράτους και της κυβέρνησης, η αναδιανομή είναι αμφισβητήσιμη, διότι το κράτος δεν είναι αντικειμενικός και αμερόληπτος κριτής, όπως πιστεύει η φιλελεύθερη ιδεολογία. Το κράτος, για τη δημοκρατική αντίληψη, είναι ένας μηχανισμός ανεξάρτητος από την κοινωνία που δρα χωρίς αυτήν και εναντίον της, άρα δεν είναι δημοκρατικός θεσμός. Η δημοκρατία των πολιτών είναι αντίθετη σε κάθε έννοια κράτους και γραφειοκρατίας.[6]  Και εδώ βρίσκεται επίσης μία τεράστια διαφορά του φιλελευθερισμού από την δημοκρατική αντίληψη.

Θα μπορούσαμε συνοπτικώς να δούμε ακόμη μία διαφορά ανάμεσα στον πολιτικό φιλελευθερισμό του Rawls και τη δημοκρατική αντίληψη. Η ισότητα λ.χ. στον Rawls «νοείται ως ισότιμη, ακριβοδίκαιη αντιμετώπιση από τον νόμο όλων των πολιτών και ως διασφάλιση ίσων ευκαιριών πρόσβασης σε δημόσια αξιώματα».[7] Τα τρία ερωτήματα που εγείρονται εδώ αφορούν στα υπογραμμισμένα από εμένα σημεία του χωρίου. Κατ’ αρχάς το ερώτημα: από πού εκπορεύεται ο νόμος, ποιά είναι η πηγή του νόμου; Στον Rawls πηγή του νόμου είναι το κράτος, η αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, ενώ στη δημοκρατική αντίληψη είναι ο δήμος, όλοι οι πολίτες. Αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο ερώτημα: τι σημαίνει πολίτης; Όχι μόνο για τους ακραιφνείς δημοκράτες αλλά και για τον Αριστοτέλη πολίτης είναι αυτός που μετέχει κρίσεως και αρχής,που συμμετέχει δηλαδή άμεσα στην λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στη δικαστική εξουσία και στον έλεγχό της. Αυτά ισχύουν κατά κύριο λόγο στην (άμεση) δημοκρατία, ενώ στα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα υπάρχουν, όχι πολίτες, παρά υπήκοοι, ψηφοφόροι, εκτελεστές. Βασική όμως αρχή της δημοκρατίας είναι ο μη διαχωρισμός σε διευθύνοντες και εκτελεστές,  σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Την αρχή αυτή διατυπώνει εκφραστικά ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «όχι στην εκτέλεση αποφάσεων χωρίς συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων».[8]

Το τρίτο ερώτημα αφορά τη «διασφάλιση ίσων ευκαιριών πρόσβασης σε δημόσια αξιώματα». Οι ίσες ευκαιρίες στο αντιπροσωπευτικό ανταγωνιστικό και κοινωνικώς άνισο σύστημα δεν ισοδυναμούν με ίσα αποτελέσματα. Στο σημείο αυτό η (άμεση) δημοκρατία δεν εξαντλείται στη φιλελεύθερη ισότητα ευκαιριών, αλλά εφαρμόζει τα ίσα αποτελέσματα για την πρόσβαση στα αξιώματα. Εξασφαλίζει δηλαδή στην πράξη την πολιτική ισότητα σε όλες τις μορφές εξουσίας, με δύο βασικούς θεσμούς: την συνέλευση των πολιτών με αυτοπρόσωπη συμμετοχή τους (κυβερνητική και νομοθετική εξουσία), και την κλήρωση (δικαστική και εκτελεστική εξουσία). Επομένως,  η δημοκρατική αντίληψη έχει μεγάλη διαφορά  από την ρολσιανή φορμαλιστική διατύπωση, στην οποία η ισότητα ουσιαστικώς χάνεται. Οι διαφορές της δημοκρατικής αντίληψης από τη φιλελεύθερη ολιγαρχική του Rawls είναι συνεπώς ουσιαστικές.

Το δίλημμα λοιπόν που τίθεται άμεσα για συζήτηση είναι το εξής: άμεση δημοκρατία ή κοινοβουλευτισμός; Ήδη έχει αρχίσει να συζητείται στην κεντρική πολιτική σκηνή, μετά την επανεμφάνιση των ανθρώπων στις πλατείες και τους δρόμους των πρωτευουσών και μεγαλουπόλεων της Ευρώπης από τον Μάιο 2011 και όλως ιδιαιτέρως στην χρεοκοπημένη Ελλάδα. Το αίτημα για πραγματική δημοκρατία, για άμεση δημοκρατία, έχει πια τεθεί. Είναι ο μόνος προσανατολισμός που έχουν οι κοινωνίες για να εξέλθουν από τα αδιέξοδα της πολύπλευρης κρίσεως στην οποία τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα τις έχουν οδηγήσει. Μετά δε την παταγώδη και ολέθρια αποτυχία της Αριστεράς, του σοσιαλιστικού και κομμουνιστικού ιδεώδους, η άμεση δημοκρατία είναι η μόνη ουσιαστική αμφισβήτηση του συστήματος. Είναι ταυτοχρόνως και η μόνη ρηξικέλευθη ρεαλιστική πρόταση διότι απαιτεί την άμεση συμμετοχή των ανθρώπων, την εγρήγορσή τους, τις ικανότητές τους και επιβάλλει τον ουσιαστικό έλεγχο της εξουσίας. Έρχεται έτσι σε αντιπαράθεση με όλων των ειδών τις αλλοτριωτικές εξουσίες, γι αυτό και υφίσταται απαξιωτικές και συκοφαντικές επιθέσεις από τους πάσης φύσεως εξουσιαστές, από τους καθεστωτικούς και τους φιλελεύθερους μέχρι τους σοσιαλιστές και κομμουνιστές, ιδίως τους λενινιστές και σταλινικούς. 
     
Το φιλοσοφικό και πολιτικό ερώτημα που, με υπόγειο μεν αλλά δεσπόζοντα τρόπο, διατρέχει τα ανωτέρω ζητήματα, καθώς και τις πολιτικές ή θεωρητικές συζητήσεις αυτού του είδους, και στο οποίο καλούνται οι άνθρωποι να απαντήσουν – ή απαντούν ανεπιγνώστως - είναι το εξής: Θα πρέπει ο άνθρωπος, πάντα ή προς στιγμή ή κατ’ ελάχιστο, να εναποθέτει τη συνείδησή του στον αντιπρόσωπο ή στο κόμμα; Αλλά τότε, όπως σωστά διερωτάται ο DHThoreau, για ποιον λόγο διαθέτει συνείδηση; Στο ερώτημα αυτό τόσο οι υποστηρικτές του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, οι φιλελεύθεροι όσο και οι αριστεροί πάσης φύσεως, απαντούν πως ο άνθρωπος διαθέτει συνείδηση για να την εκχωρεί! Η δημοκρατική αντίληψη απαντά ότι η συνείδηση του ανθρώπου δεν πρέπει να εκχωρείται ή να παραχωρείται, διότι τότε ο άνθρωπος αλλοτριώνεται, γίνεται άλλος, χάνει την ελευθερία του, μετατρέπεται οικειοθελώς σε ψηφοφόρο, σε υπήκοο, εν τέλει σε δούλο.


[1]  Δ. Τσάτσος, Προβλήματα δημοκρατίας, Ίκαρος, Αθήνα, 1976. Του ιδίου, Συνταγματικό δίκαιο, τόμ. Α΄, Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή, 1985, σ. 152, 168. O Δ. Τσάτσος είναι τυχαίο παράδειγμα ενός ευρύτερου συνόλου συνταγματολόγων, πολιτειολόγων, κοινωνιολόγων και άλλων θεωρητικών που εκφράζουν τις ίδιες αντιλήψεις. Βλ. σχετικώς Γ.Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία,Παπαζήσης, Αθήνα, 2009, ιδιαιτέρως το «Παράρτημα».
[2] Για τις αρχές και τα χαρακτηριστικά της (άμεσης) δημοκρατίας βλ. τα σχετικά κείμενα του Καστοριάδη, «Η ελληνική πόλις και η γέννηση της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, μτφ., Ύψιλον, Αθήνα, 1995 καιΗ ελληνική ιδιαιτερότητα, τόμ. Β΄, μτφ., Κριτική, Αθήνα 2008, καθώς και Γ. Ν. Οικονόμου, Η άμεση  δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη,Παπαζήσης, Αθήνα, 2007. Πιο συνοπτικά, βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009, σ. 53 κ.ε.
[3] Για τον ολιγαρχικό χαρακτήρα του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος βλ. τα σχετικά κείμενα του Καστοριάδη καθώς και Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, όπ. π., σ. 15 κ.ε.
[4] Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης, Χριστιανική τοπογραφία.
[5] Για τις μεταρρυθμίσεις, πάντοτε εντός του συστήματος, που έχουν προταθεί κατά καιρούς από καθεστωτικούς πολιτειολόγους, συνταγματολόγους, δημοσιογράφους κ.ά., αλλά αποδείχθηκαν αδύνατες, βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, «Δημοκρατία ή αντιπροσώπευση;», δημοσιευμένο σε δύο μέρη: το πρώτο, στο περιοδικό Μάγμα, αρ. 6 (Ιούνιος 2010), και το δεύτερο μέρος στο περιοδικό Πρόταγμα, αρ. 1 (Δεκέμβριος 2010).
[6] Βλ. Καστοριάδης, «Η ελληνική πόλις και η γέννηση της δημοκρατίας», Χώροι του ανθρώπου, Ύψιλον, Αθήνα, 1995. 
[7]  RawlsΘεωρία της δικαιοσύνης, μτφ., Πόλις, Αθήνα, 2001.
[8]  Castoriadis, « Quelle democratie », Figures du pensable,  Seuil, Paris, 1997.

πηγή: oikonomouyorgos.blogspot

ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ - Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

$
0
0










Ο ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ

  «Η αντίληψη της Αναγέννησης ότι η σωματική, η πνευματική και η ψυχική αγωγή του ανθρώπου πρέπει να στηρίζονται στη μελέτη της ελληνικής και της λατινικής αρχαιότητας. Σκοπό του έχει να μελετήσει τον αρχαίο κλασι­κό κόσμο πάνω στην ορθολογική και κριτική του διάσταση και να υψώσει με τις αξίες που εκείνος καλλιέργησε, το ανθρώπινο πνεύμα.
   Τρόπος σκέψης που δίνει έμφαση στον άνθρωπο, στις αξίες του και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων του.
    Είναι στάση ζωής που θεωρεί τον άνθρωπο πρώτη αξία.
  Ο ανθρωπισμός είναι ένα σύνολο αντιλήψεων και συμπεριφορών / ενεργειών που δίνουν έμφαση και καλλιεργούν το σεβασμό στην αξία του ανθρώπου και τον τοποθετούν στο κέντρο του ενδιαφέροντος και κάθε δραστηριότητας (πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής, δημοσιογραφι­κής, καλλιτεχνικής, επιστημονικής, επαγγελματικής).

Ο ανθρωπισμός έχει την ιστορική του αφετηρία στα χρόνια της Αναγέννησης ως πνευ­ματικό κίνημα, με κύριο χαρακτηριστικό τη μελέτη του αρχαίου κλασικού κόσμου και των αξιών του. Ως παιδευτικό σύστημα, ο ανθρωπισμός αποβλέπει στη διαμόρφωση του ολόπλευρα καλλιεργημένου ανθρώπου, στην ανάπτυξη των σωματικών, πνευματικών, ηθικών και κοινωνικοπολιτικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας του.


ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΕΣ ΑΞΙΕΣ ΚΑΙ ΙΔΑΝΙΚΑ - ΙΔΕΩΔΗ
                               
 Α. Ατομικέςαξίες
Σε ατομικό επίπεδο, το ιδεώδες του ανθρωπισμού είναι ο ολοκληρωμένος άνθρω­πος, ο οποίος έχει αναπτύξει αρμονικά το σώμα, την ψυχή και το πνεύμα σε μια ενότητα. Γι'αυτό και το ιδανικό του ανθρωπισμού ως παιδευτικού αγαθού είναι η διαμόρφωση ανθρώπων με δυνατό και υγιές σώμα, διεισδυτικό και ευρύ πνεύμα, ισχυρή θέληση και ηθική ακεραιότητα. 
Πιο συγκεκριμένα, ο ανθρωπισμός περιλαμβάνει αξίες:

  Σωματικές               Πνευματικές                       Ψυχικές                                

Υγεία
Μόρφωση
Ισχυρή βούληση

Ευεξία
Γνώση
Αγωνιστικότητα

Άθληση
Ευθυκρισία
Θάρρος

Αρμονία
Αισθητική
Ευαισθησία

Ευρωστία
Διαλλακτικότητα
Γενναιοψυχία



Ηθικές

Αξιοπρέπεια
Υπευθυνότητα
Ευπρέπεια
Αυτοσεβασμός
Ανιδιοτέλεια


Β. Συλλογικές αξίες

Σε συλλογικό επίπεδο, ο ανθρωπισμός συμβάλλει στη διαμόρφωση ευοίωνων συνθηκών για την κοινωνική ολοκλήρωση του ανθρώπου και την ανάπτυξη του πολιτισμού του. Γι'αυτό προωθεί αξίες που προάγουν την κοινωνική ευημερία και ευρυθμία:

Κοινωνικές              Πολιτικές              Εθνικές–Διεθνείς            

Συλλογικότητα 
Συμμετοχή στα κοινά
Πολιτιστική ταυτότητα

Αλληλεγγύη
Δημοκρατία
Υγιής εθνισμός

Δικαιοσύνη
Διάλογος
Ειρήνη

Ισότητα
Αξιοκρατία
Οικουμενικότητα

Συνεργασία
Ελευθερία
Συνεργασία λαών



Πολιτιστικές  

Τέχνη
Αθλητικό ιδεώδες
Παράδοση
Επιστήμη
Παιδεία


ΓΝΩΡΙΣΜΑΤΑ  ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗ

Ο ανθρωπιστής μετριέται σε ποιότητα και όχι σε ποσότητα, γι'αυτό τον χα­ρακτηρίζουν τα εξής:
     Φιλάνθρωπα αισθήματα / αλτρουισμός.
    Δίκαιος, αδέκαστος, τίμιος.
    Προσωπικότητα που αναλώνεται για το καλό, ανιδιοτελής προσφορά, εθελο­ντική δράση.
   Στοχαστικός νους, ελεύθερο πνεύμα, αυθόρμητη και ειλικρινής έκφραση (ιδε­ών, συναισθημάτων).
    Θεματοφύλακας των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
    Υπέρμαχος της ειρήνης.
    Ηρωικό πνεύμα, πνεύμα θυσίας και αυταπάρνησης.
  Η σφαιρική και καθολική μόρφωση τέλος καθώς και η πνευματική ζωή, χωρίς να κρίνονται απόλυτα απαραίτητα, βοηθούν προς ένα ανθρωπιστικό προσανατολισμό της ανθρώπινης προσωπικότητας.

ΕΥΕΡΓΕΤΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

ΑΤΟΜΙΚΟ   ΕΠΙΠΕΔΟ

Ο  άνθρωπος που εμφορείται από τις αξίες του Ανθρωπισμού είναι αλήθεια ότι δεν έχει να περιμένει υλική ανταμοιβή για τις επιλογές του, ούτε την εκτίμηση και το κύρος που απορρέει από την επαγγελματική επιτυχία .
    Αισθάνεται, όμως, την αγάπη των συνανθρώπων του που ένιωσαν την προσφορά του και την εκτίμηση εκείνων που εμπνέονται από τις ίδιες υψηλές αξίες.
    Νιώθει  ότι η ζωή του δεν χάνεται στα μικρότερα ή μεγαλύτερα προβλήματα της καθημερινότητας, δεν κλείνεται στο μικρόκοσμο του ατομισμού, αλλά ανοίγεται προς το συνάνθρωπο, επικοινωνεί, βιώνει τη χαρά της συντροφικότητας.
    Αποτελεί υγιές πρότυπο για τα παιδιά του  σε μια εποχή που ο τρόπος ζωής των περισσότερων ενηλίκων  είναι παράδειγμα  προς αποφυγήν.



ΣΥΛΛΟΓΙΚΟ   ΕΠΙΠΕΔΟ

Η ύπαρξη του ανθρωπισμού συντελεί στην κοινωνική ευημερία / ευρυθμία, γιατί:
Κοινωνικό
§          Προτάσσεται το κοινό καλό, η ανυστερόβουλη δράση / εθελοντισμός (ανα­κούφιση από προβλήματα στους αναξιοπαθούντες).
§          Υποχωρούν τα εγωιστικά ένστικτα και το ατομικιστικό πνεύμα, ισχυροποιού­νται οι σχέσεις συνεργασίας, άμιλλας, γίνονται σχέσεις ζεστές, ουσιαστικές, όχι υποκριτικές.
§          Τηρούνται οι νόμοι και προστατεύονται τα δικαιώματα. Περιορίζονται τα φαινόμενα κοινωνικής παθογένειας (λ.χ. ρατσισμός, βία).
Πολιτικό , Διεθνές , Εθνικό
§          Κατίσχυση της ισότητας, της αξιοκρατίας και της δικαιοσύνης. Εδραίωση της δημοκρατίας, αφού η πολιτική τίθεται στην υπηρεσία όλων και όχι λίγων. Κυριαρχία της διεθνούς συνεργασίας και όχι του επεκτατισμού / ιμπεριαλισμού (φονικά όπλα). Εδραίωση της ειρήνης, καθώς οι διαφορές υπάρχουν, αλλά δε διαιρούν / διχάζουν τα κράτη.
Οικονομικό / Οικολογικό
§          Η επιστήμη και η τεχνολογία υπηρετούν τον άνθρωπο και όχι το δόγμα «επι­στήμη για την επιστήμη». Απορρέουν καθολική μέριμνα για την υγεία, πλού­τος για όλους, αύξηση της παραγωγικότητας. Ο άνθρωπος δεν εξουσιάζεται από τη μηχανή, αλλά εκείνη του παρέχει δυνατότητες και ευκολίες σε κάθε τομέα. Δεν παγιδεύεται στον υλισμό και στην εργασιομανία.
§          Ο αγώνας για περιβαλλοντική προστασία είναι αγώνας κατεξοχήν των γνήσι­ων ανθρώπων, γιατί σεβασμός στη φύση σημαίνει σεβασμός στον άνθρωπο.
Πολιτιστικό
Άνθηση των γραμμάτων και των τεχνών, γιατί εκλογικεύεται η παραγωγή / αγορά και εξαλείφεται η εμπορευματοποίηση ή και η στράτευση της τέχνης. Επιπροσθέτως, ενισχύεται η γνήσια ψυχαγωγία και προβάλλεται η αθλητική ιδέα ως αντίδοτο στον εκφυλισμό του αθλητικού ιδεώδους.

ΔΕΙΓΜΑΤΑ  ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Θα ήταν ασυγχώρητος αφορισμός, κατηγορηματική και απόλυτη άποψη, αν αντιμετωπίζαμε μονόπλευρα και ισοπεδωτικά το ζήτημα.
Από πολλούς διατυ­πώνεται η άποψη ότι σε καμία άλλη εποχή δεν αντιμετωπίστηκε με τόση ευαι­σθησία ο πάσχων άνθρωπος.

Πράγματι, αυτό διαπιστώνεται από:

        την ενημέρωση για σύγχρονα προβλήματα,
        την πληθώρα των εθελοντικών κινημάτων,
        τη συγκινητική προσφορά μεμονωμένων ατόμων.
Επίσης, έχουν διαμορφωθεί συνθήκες και όροι ζωής που αναβαθμίζουν το βιοτι­κό και πνευματικό επίπεδο των ανθρώπων στις αναπτυγμένες χώρες, όπως:
        η ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης, που δημιουργεί ανθρωπινότε­ρες συνθήκες,
        ο θρίαμβος του δημοκρατικού πολιτεύματος, που προσφέρει νομική κατοχύ­ρωση δικαιωμάτων,
    η ανύψωση της πνευματικής στάθμης που σημαίνει γνώση, ενημέρωση.


ΑΙΤΙΑ – ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ

Παρά τη σημαντική βελτίωση των όρων ζωής του ανθρώπου και τη διάδοση των ανθρωπιστικών αξιών, στην εποχή μας διαπιστώνεται κρίση του ανθρωπισμού, δηλαδή σημαντικό έλλειμμα ανθρωπιάς, γεγονός που οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στην κατί­σχυση του τεχνοκρατικού πνεύματος και των οικονομικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αναγνωρίζεται, μάλιστα, ότι η σχέση μεταξύ της διακήρυξης των ανθρωπιστικών αρχών σε θεωρητικό επίπεδο και της εγκατάλειψής τους στο επίπεδο της καθημερινής πρακτι­κής είναι αντιστρόφως ανάλογη.

Οι παρακάτωκαταστάσεις, γεγονότα, συμπεριφορές, ενέργειες πιστοποι­ούν την κρίση του ανθρωπισμού στην εποχή μας:

1.  Η αλόγιστη επιστημονική και τεχνολογική ανάπτυξη δίχως ανθρωποκεντρικό προσανατολισμόεμφανίζει μορφές και δια­στάσεις που απειλούν τον άνθρωπο και υποβαθμίζουν τις συνθήκες ζωής του:
     Εξοπλισμοί, φονικά όπλα μαζικής καταστροφής.
     Περιβαλλοντική υποβάθμιση.
     Τεχνοκρατία και μηχανοποίηση του ανθρώπου.

2.       Η διάπραξη φρικτών εγκλημάτων από άτομα, οργανώσεις και κράτη κατά της ανθρωπότητας στο όνομα της ιδεολογίας, του έθνους και της απόλυτης «αλή­θειας», που πιστεύουν ότι κατέχουν:
    Εγκλήματα πολέμου, μαζικές εξοντώσεις, εθνικές εκκαθαρίσεις.
    Τρομοκρατικές ενέργειες και απώλειες αμάχων.

3.       Η διατήρηση σκοταδιστικών και προσβλητικών για τον άνθρωπο θεσμών από αυταρχικά καθεστώτα:
    Κατάργηση πολιτικών ελευθεριών, βασανιστήρια, θανατική ποινή.
    Καταπίεση των γυναικών, ρατσισμός.

4.   Η επικράτηση των νόμων της αγοράς και της λογικής των αριθμών οδηγεί στην πυροδότηση ανταγωνισμών, στην έξαρση ανισοτήτων, παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, θέτει τον άνθρω­πο στο περιθώριο. Η άνιση κατανομή του πλούτου και η εκμετάλλευση των χωρών του «τρίτου κό­σμου» προκαλούν και διατηρούν εικόνες της ανθρώπινης δυστυχίας, που απο­τελούν μελανό στίγμα για την ανθρωπότητα:

    Υποσιτισμός και πείνα, εξαθλίωση, απαξίωση της ανθρώπινης ζωής.
   Υποτίμηση - περιθωριοποίηση ανθρώπων που διαφέρουν (μετανάστες, πρό­σφυγες, τσιγγάνοι και άλλες μειονότητες)
    Παιδιά που καταλήγουν θύματα αναγκαστικής εργασίας ή σεξουαλικής εκμετάλ­λευσης - κακοποίησης και συμμετέχουν σε ένοπλες συγκρούσεις.

5.  Τοδυσμενές πλαίσιο ζωής που διαμορφώνεται για τον άνθρωπο στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις:
    Αποξένωση, μοναξιά, άγχος και ψυχική φθορά.
    Εγκληματικότητα,βία,καχυποψία και ανασφάλεια.

6.   Η κυριαρχία της εμπορευματοποίησης σε όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης δραστηριότηταςκαι το πνεύμα υλικού ευδαιμονισμού, επιβάλλει την «ηθική» του χρήματος και της ιδιοτέλειας, συντελεί στη δημιουργία μονοδιάστατων προσωπικοτήτων, χωρίς ανθρωπιστικές αξίες:
    Ωφελιμισμός, υστεροβουλία, υποκρισία και αδιαφορία για το συνάνθρωπο.
    Υποδούλωση του ανθρώπου στον καταναλωτικό τρόπο ζωής, αλλοτρίωση.
    Εμπορευματοποίηση της τέχνης και του αθλητισμού, της παράδοσης και της γνώ­σης.

7.  Η εξάπλωση του βιομηχανοποιημένου μαζικού πολιτισμού υποβαθμίζει τη σχέ­ση του ανθρώπου με το παρελθόν του και απειλεί την ταυτότητα των ατόμων και των λαών:
    Αποξένωση από την παράδοση, προοδοπληξία και ξενομανία.
    Πολιτιστική ομοιομορφία και αποκήρυξη του πλούτου των ιδιαίτερων εθνικών πολιτισμών.

8.       Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος προκαλεί κινδύνους για τη σωματική υγεία και υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής.

9.       Ο χαρακτήρας της σύγχρονης εργασίας:
         • η κυριαρχία της μηχανής και η εξειδίκευση διαμορφώνουν μονομερείς προσωπικότητες.


ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΑΞΙΩΝ

Το αδιέξοδο του σύγχρονου τεχνοκρατικού πολιτισμού επιτάσσει τον επαναπροσδιορισμότων αξιών στην εποχή μας και την επανασύνδεση του ανθρώπου με τα ιδανικά και τις αρχές του ανθρωπισμού.
 Για την επίτευξη αυτού του στόχου απαιτείται:


1.       Ευαισθητοποιημένος και καλλιεργημένος άνθρωπος(Άτομο)

    Κριτική ματιά, συνειδητοποίησητης διάστασης του προβλήματος, περισυλ­λογή, ανακάλυψη της προσωπικής ευθύνης, αφύπνιση.
    Εγκράτεια, λιτότητα, απαγκίστρωση από την καταναλωτική «κουλτούρα», δηλαδή την επιδίωξη της ευτυχίας και της καταξίωσης μέσω της κατανάλωσηςμέσα από γόνιμη αυτοαναζήτηση.
    Επανιεράρχηση αξιών, αποποίηση του ατομικισμού και υιοθέτηση κοινωνικών αξιών και ιδανικών που δίνουν νόημα και περιεχόμενο στη ζωή του ανθρώπου και τον κατευθύνουν σε έναν απώτερο σκοπό, μια ανώτερη «Ιθάκη».
    Κοινωνική ευαισθησία, αλληλεγγύη στο δοκιμαζόμενο άνθρωπο, εθελοντική προσφορά.
    Ενδιαφέρον για τα αγαθά που προάγουν την ποιότητα ζωής, όπως η δημιουργικό­τητα, η ανθρώπινη επικοινωνία, η διά βίου παιδεία κ.ά.

2.           Ανθρωπιστική παιδεία (Οικογένεια και Σχολείο)

    Βιωματική κατάκτηση τωνανθρωπιστικών αξιών μέσα από το παράδειγμα των γονιών και των «δασκάλων», το γόνιμο διάλογο, το γνήσιο οικογενειακό πνεύμα (εστία και όχι κέντρο διερχομένων), την ελεύθερη ανάπτυξη της νεανικής προσωπικότητας, διαμόρφωση ολόπλευρα καλλιεργημένων ανθρώπων, ελεύθερων και αυτοκαθοριζόμενων προσωπικοτήτων.
    Διεύρυνση των νοητικών δυνατοτήτων και όξυνση της κριτικής ικανότητας του νέου με την παροχή γνώσεων, το διάλογο και την ενθάρρυνση της αυτενέργειας του.
    Εκπαίδευση του νέου σε ένα κλίμα ανεκτικότητας και σεβασμού στη διαφορετι­κότητα του «άλλου», ατόμου ή λαού.
    Διάπλαση ανθρώπων με αγωνιστική διάθεση και κοινωνική ευαισθησία.
    Μετάδοση στους νέους των στοιχείων της κοινωνικής ομοιογένειας με στόχο την ανάπτυξη της έμφυτης κοινωνικότητας τους και την υπεύθυνη και δημιουργική ένταξη τους στο σύνολο.
    Ανάπτυξη του οικουμενικού πνεύματος και των πανανθρώπινων αξιών μέσω της γνωριμίας του νέου με την παράδοση και ανάδειξη της ενότητας του ανθρώπινου πνεύματος και του πολιτισμού.

3.     Ενίσχυση του δημοκρατικού πολιτεύματος και της συλλογικής ζωής (Πολιτεία / Κράτος)

    . Ευνομούμενο και δημοκρατικό κράτος που προάγει την ελεύθερη ανάπτυξη, το σεβασμό. Ένα κράτος κοινωνικής συνοχής, πρόνοιας, με έμπρακτη κατοχύρωση των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων με θε­σμούς και μέτρα κοινωνικής προστασίας για όλους τους πολίτες και ιδιαίτερα για τις «αδύναμες» και ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες.
    Παροχή δυνατοτήτων για την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας των πο­λιτών και την επίτευξη των ατομικών τους στόχων μέσα σε μια κοινωνία ισότητας και αξιοκρατίας.
    Εφαρμογή των νόμων,  προάσπιση των δικαιωμάτων
    Διαμόρφωση ενός θετικού πλαισίου ζωής με την εξασφάλιση των αγαθών που παρέχουν ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης για όλους τους πολίτες (μόρφωση, άθληση, ψυχαγωγία, υγεία, εργασία κ.ά.).
    Βελτίωση της ποιότητας ζωής, κυρίως στις πόλεις (δόμηση, πράσινο), αναζωογόνηση της επαρχίας.

4.           Ανάληψη της ευθύνης από τη διεθνή κοινότητα

    Υιοθέτηση πολιτικής για τη μείωση των εξοπλισμών με απώτερο στόχο την επικράτηση της ειρήνης στον κόσμο.
    Επιδίωξη ισόρροπης ανάπτυξης των λαών και δικαιότερης κατανομής των αγα­θών στον πλανήτη, παραγραφή των χρεών στα φτωχά κράτη.
    Διεθνής συμφωνία για την προστασία του περιβάλλοντος και του οικοσυστήμα­τος από την ανεξέλεγκτη τεχνολογική ανάπτυξη.
    Ενίσχυση διεθνών οργανισμών και θεσμών για την αποτελεσματικότερη προστα­σία των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

5.            ΜΜΕ / Πνευματικοίάνθρωποι

    Ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης, αποκάλυψη της αλήθειας μέσα από απρόσκοπτη και ειλικρινή ενημέρωση, προβολή του έργου ανθρωπιστικών οργανώσεων.
    Προβολή πνευματικών και όχι μόνον υλιστικών προτύπων: αναβάθμιση του περιεχομένου των εκπομπών, ουσιαστικά δελτία ειδήσεων, έλεγχος διαφημι­στικών μηνυμάτων.
    Οι διανοούμενοι αγωνιστές, μαχητές για την επικράτηση της δικαιοσύνης.
    Οι επιστήμονες στην υπηρεσία του ανθρώπου και όχι των εκάστοτε σκοπι­μοτήτων.



 ΤΟ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΟ ΙΔΑΝΙΚΟ (Κείμενο του Αλέξανδρου Δελμούζου)

Όπως το κάθε άτομο χρειάζεται ένα σκοπό στη ζωή του, για να πάρει νόημα η ζωή αυτή, για να συντονίζει όλες του τις προσπάθειες προς μία κατεύθυνση και να το βοηθά εντείνοντας τις δυνάμεις του να γίνεται ολοένα και καλύτερο, έτσι και ένας ολόκληρος λαός. Αλλιώς, άτομο και λαός αφήνονται στην τύχη και ζουν ζωή της στιγμής, χωρίς προοπτική και ελπίδα για πρόοδο πραγματική. Όπως όμως στο άτομο ο σκοπός της ζωής του είναι δυναμογόνος, όταν πηγάζει από μέσα του, από τις δικές του ανάγκες και δυνατότητες, έτσι και για το λαό. Κι αυτόν μπορεί να τον συγκινήσει και να τον εμπνεύ­σει μονάχα ένα ιδανικό, που ριζώνει στο δικό του χώμα και στη δική του φυσική ζωή. Ιδανικό δηλαδή που πηγάζει από την ιστορία του και τη ζωντανή τουπαράδοση, που ταιριάζει με την ψυχολογία του, με τον τόπο του και τις ανάγκες που δημιουργεί.

Τέτοιο ιδανικό βγαλμένο μέσα από το ελληνικό χώμα και την ιστορία του λαού του είναι ο ανθρωπισμός. Ανθρωπισμός θα πει να πλάθουμε ανθρώπους με γερό και ωραίο σώμα, με καθαρό και στοχαστικό νου, με δυνατή θέληση και σεβασμό και αγάπη στους συνανθρώπους των. Ανοιχτομάτες, που είναι σε θέση να κρίνουν οι ίδιοι υπεύθυνα όσα προβλήματα τους παρουσιάζει η ατομική και ομαδική τους ζωή, χωρίς να παρασύρονται σαν άβουλη αγέλη από τον πρώτο δυνατό ή δημαγωγό της ημέρας, ανθρώπους ικανούς να εξασφαλίσουν οι ίδιοι με την προσωπική τους εργασία τους υλικούς όρους της ζωής τους, όσα χρειάζονται, για να κρατιέται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, να καταφάσκουν ελεύθερα τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η ομαλή συμβίωση με τους συνανθρώπους τους και η προκοπή τους, ικανούς να οργανώσουν τη ζωή της λαϊκής ολότητας όπου ανή­κουν, έτσι, που και τα άτομα και η ολότητα να προκόβουν και να καλυτερεύουν όλο και περισσότερο το επίπεδο της υλικής και πνευματικής τους ζωής και για την προκοπή της να μη ρίχνουν την ευθύνη σε άλλους ή και στην τύχη, παρά να νιώθουν τον εαυτό τους όχι μόνο συνυπεύθυνο με τους φυσικούς ηγέτες αλλά και ως τον κυρίως υπεύθυνο. Ανθρώπους δηλαδή που έχουν υψωθεί από το ζωικό στο ανθρώπινο επίπεδο, που έχουν δουλέψει μέσα τους όσο γίνεται το ανθρώπινο βάθος και που πραγματικά ελεύθεροι στέκουν στη μοίρα τους.

Ανθρωπισμόςδεν θα πει ισοπέδωση των ατόμων σε μία πολιτεία. Ο κάθε πολίτης έχει βέβαια δικαίωμα να ζήσει και ν'αναπτύξει ελεύθερα τον εαυτό του μέσα στα όρια που επιβάλλουν σε όλους οι δεσμεύσεις για την ομαλή ομαδική συμβίωση ενός λαού και την προκοπή του. Να τον αναπτύξει μάλιστα σύμφωνα με το φυσικό του, γιατί μόνο έτσι μπορεί και τον ψυχικό του κόσμο να δουλέψει βαθύτερα και στην πιο μεγάλη απόδοση να φτάσει. Από την άποψη δηλαδή του δικαιώματος για τη συντήρηση και την ελεύθερη ανάπτυξη της υλικής και πνευματικής τους ζωής όλοι είναι ίσοι. Η ισότητα όμως αυτή δεν εξαφανίζει τις φυσικές διαφορές ανάμεσα στα άτομα, διαφορές ως προς την ψυχοσύσταση και ως προς τις ικανότητες και τη δυναμικότητα του καθενός. Αναγκαία συνέ­πεια των διαφορών αυτών σε μια πολιτεία καλά οργανωμένη είναι ο καθένας να παίρνει μέσα σ’ αυτή τη θέση που του έχει ορίσει το φυσικό του και όχι η κοινωνική και οικονομική θέση του σπιτιού του, και στις ηγετικές θέσεις σε όλους τους κλάδους της δημόσιας ζωής ν'ανεβαίνουν εκείνοι που πραγματικά αξίζουν γι'αυτές. Συνέπεια δηλαδή είναι η σωστή ιεραρχία των προσωπικών αξιών, ιεραρχία που όχι μόνο θα αναγνωρίζει ο κάθε πολίτης, παρά θα βοηθά στο στήσιμο της.

Όπως τα άτομα διαφέρουν μεταξύ τους, έτσι και οι λαοί. Τις διαφορές αυτές δεν τις αρνείται το ανθρωπιστικό ιδανικό, αρνείται όμως το χωρισμό των λαών σε λαούς κυρίων και λαούς σκλάβων ή λαούς που πρέπει να εξοντωθούν. Γι'αυτό όλοι οι λαοί έχουν την ανθρωπινή τους αξία, την αξία του ανθρώπου, και όλοι έχουν το ίδιο δικαίωμα να ζή­σουν ανθρώπινα και ν'αναπτύξουν τον εαυτό τους ελεύθερα. Αλλά κι εδώ εννοούμε την ελευθερία μέσα στα όρια που ορίζουν όσες δεσμεύσεις επιβάλλει σε όλα ανεξαιρέτως τα κράτη αυτό το ίδιο ανθρωπιστικό ιδανικό, η ελεύθερη μάλιστα ανάπτυξη τους πλουτίζει ποικιλότροπα και υψώνει τη ζωή γενικά της ανθρωπότητας και τον πολιτισμό της.

ΤΑ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ (1974 - 2010)

$
0
0









Πρόσφατα πολλοί ερευνητές προσπάθησαν να αναλύσουν τις βασικές αιτίες της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Στην πλειοψηφία αυτών των αναλύσεων τους, εστίασαν σε μια σειρά από οικονομικούς συντελεστές, οι οποίοι τονίστηκαν ως τα βασικά αίτια του προβλήματος. Πιο συγκεκριμένα, θεωρήθηκε πως τα υψηλά δημόσια ελλείμματα, η μη ορθολογική διαχείριση του χρέους και των δαπανών, το εξωτερικό χρέος, η έλλειψη εξαγωγών, η ελάχιστη ανταγωνιστικότητα και η κατάρρευση της αγοράς εργασίας ήταν ανάμεσα στους πιο σημαντικούς παράγοντες της κρίσης. Ενώ αυτοί οι παράγοντες είναι σημαντικοί και επηρέασαν το τελικό αποτέλεσμα σε αυτή τη μελέτη θα υποστηριχθεί ότι είναι μόνο ένα μέρος της πραγματικότητας[1]. Αυτό το πλαίσιο της ανάλυσης μπορεί να παράσχει μόνο ένα μέρος της εξήγησης για τους λόγους αυτής της πρωτοφανούς κρίσης και σε κάθε περίπτωση δεν συμπεριλαμβάνει τις πολιτικές και θεσμικές συνιστώσες που στο εγχώριο πεδίο θεωρείται πως αποτελούν τις κύριες αιτίες της κρίσης. Σε αυτή τη μελέτη, επιχειρούμε να αναδείξουμε τους βασικούς παράγοντες αυτής της κρίσης που θεωρούμε πως είναι ο πυρήνας του ελληνικού προβλήματος.

Σκοπός δηλαδή αυτή της μελέτης είναι να απαντήσει στο ερώτημα γιατί η Ελλάδα έφτασε σε τέτοια κατάσταση παρόλο που τα ποσοστά μεγέθυνσης την προηγούμενη δεκαετία ήταν πολύ υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, γεγονός το οποίο από μόνο του αποτελεί παράδοξο. Θα προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε τα ήδη υφιστάμενα πλαίσια της ανάλυσης μαζί με μια σειρά δεικτών διακυβέρνησης, πολιτικών και θεσμικών μεταβλητών οι οποίες είναι στενά συνδεδεμένες με την ποιότητα της πολιτικής ανάπτυξης της χώρας. Θα υποστηρίξουμε πως στο εσωτερικό της χώρας την οικονομική σύγκλιση δεν την ακολούθησε η ανάλογη πολιτική και θεσμική σύγκλιση. Με άλλα λόγια, τα ποσοστά μεγέθυνσης ήταν παραπλανητικά στοιχεία για την πορεία της χώρας και η ελληνική κρίση θα έπρεπε να αναμενόταν. Δεδομένου του ότι δεν είναι εύκολο να αλλάξει το ελληνικό πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο, ακόμα και εάν οι τρέχουσες απαιτήσεις των αξιωματούχων της Τρόικας για λιτότητα και μικρότερο, πιο αποδοτικό κράτος είναι κατανοητές, δεν είναι κατανοητό το πώς η Ελληνική πολιτική κουλτούρα μπορεί να αλλάζει αξιόλογα σε ένα τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Χρησιμοποιώντας το ελληνικό παράδειγμα θα δείξουμε επίσης πως το επίπεδο της πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης μιας χώρας είναι ένα κρίσιμο συστατικό στοιχείο για την εμφάνιση μιας οικονομικής κρίσης. Πιο συγκεκριμένα, στην Ελλάδα αυτό το στρεβλό μοντέλο αναπτύχθηκε κυρίως τα τελευταία τριάντα χρόνια ταυτόχρονα με μια σειρά από άλλα πολιτικά φαινόμενα όπως ο κρατισμός, η διαφθορά, οι προσοδοθηρικές συμπεριφορές, η πολιτική και κοινοβουλευτική ανισορροπία, ο λαϊκισμός, και η αποτυχία των μεταρρυθμίσεων. Επίσης θα υποστηρίξουμε πως αυτό που με την πρώτη μάτια φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα των κακών δημοσιονομικών πρακτικών και του σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής, στην πραγματικότητα είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης ενός διαδεδομένου και μονιμοποιημένου συστήματος διακυβέρνησης. Έτσι, η Ελληνική οικονομική κρίση σχετίζεται μάλλον με το στρεβλό μοντέλο της πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης της χώρας και του αποτυχημένου μοντέλου διακυβέρνησης. Για αυτό το λόγο, πιστεύουμε πως ακόμα και εάν μπορεί να συμφωνηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια οικονομική λύση για το πρόβλημα, αυτή δεν θα αντιμετωπίσει την ουσία της ελληνικής κρίσης.

Η Ελλάδα είναι πολύ πίσω σε κάθε δείκτη πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης και διακυβέρνησης στην ΕΕ. Όσο αυτού του είδους τα φαινόμενα παρατηρούνται τόσο η ελληνική κρίση θα παραμένει. Αυτό μας κάνει να είμαστε απαισιόδοξοι για το ίδιο το μέλλον της Ευρώπης. Η ελληνική κρίση μας φανέρωσε επίσης τόσο την ανεπάρκεια των κριτηρίων του Μάαστριχτ όσο και την ανεπαρκή ικανότητα της ΕΕ να προωθήσει και να υποστηρίξει την πολιτική και θεσμική ανάπτυξη των κρατών μελών της ΕΕ. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε πως θα μπορεί αυτό το στρεβλό πλαίσιο να αλλάξει τόσο γρήγορα.

Για να πετύχουμε τον στόχο μας, πρώτα από όλα σε αυτή τη μελέτη θα παρουσιάσουμε το πλαίσιο της ανάλυσης. Δεύτερον, θα αναλύσουμε τους κρίσιμους δείκτες της οικονομικής ανάπτυξης της Ελλάδας, πιο συγκεκριμένα τα ποσοστά μεγέθυνσης, των δημόσιων χρεών, των δημόσιων ελλειμμάτων, τους δείκτες παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Θα υποστηρίξουμε πως, η συνολική οικονομική επίδοση της ελληνικής οικονομίας δεν επαρκούσε για να προβλέψουμε την μελλοντική εξέλιξη των γεγονότων. Αντίθετα μάλλον, αυτή η εικόνα οδήγησε σε παραπλανητικές υποθέσεις σχετικά με την επίδοση της ελληνικής οικονομίας η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα κατέρρευσε. Τρίτον, θα προχωρήσουμε στην ανάλυση των δεικτών της πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης της χώρας, δηλαδή του κρατισμού, της αποδοτικότητας της διακυβέρνησης, της επίδραση των ισχυρών συνδικάτων και των ομάδων συμφερόντων στην ελληνική οικονομία, του λαϊκισμού, της διαδικασίας εξευρωπαϊσμού της χώρας, της διαφθοράς και της πολιτικής και κοινοβουλευτικής ασυνέχειας. Η αξιολόγηση των παραπάνω δεικτών θα μας δώσει να κατανοήσουμε όχι μόνο πως η οικονομική αποτυχία της κρίσης μπορεί να εξηγηθεί στην βάση της ανεπαρκούς πολιτικής και θεσμικής λειτουργίας της χώρας, αλλά και πως η ελληνική πολιτική κουλτούρα είναι απίθανο μάλλον να αλλάξει σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα όσο απαιτούν η Τρόικα και οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Έτσι, η Ελληνική οικονομική κρίση είναι πιθανόν να παραμένει για πολλά χρόνια.

2. Το πλαίσιο ανάλυσης

Προκειμένου να αξιολογήσουμε την ελληνική κρίση θα πρέπει να επικεντρωθούμε στους πολιτικούς θεσμούς της χώρας και στο τρόπο διακυβέρνησης. Η πολιτική και θεσμική ανισορροπία παίζει ένα πολύ σημαντικό ρόλο. Σύμφωνα με τον North (1990, σ. 3) «Οι θεσμοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού σε μια κοινωνία ή, πιο επίσημα, είναι οι ανθρώπινα κατασκευασμένοι περιορισμοί οι οποίοι σχηματίζουν την ανθρώπινη αλληλεπίδραση […] Το ότι η διαφορετική απόδοση των οικονομιών στον χρόνο κυρίως επηρεάζεται από τον τρόπο με τον οποίο οι θεσμοί αναπτύσσονται δεν είναι αμφισβητήσιμο». Όπως οι Acemoglu και Robinson, (2008, σ. 1) τονίζουν οι «θεσμοί, επίσης πολύ ευρέως ερμηνευμένοι, είναι η κύρια αιτία οικονομικής μεγέθυνσης και των διαφορών της ανάπτυξης ανάμεσα στις χώρες»[2]. Επίσης υποστηρίζουν πως είναι πιθανό να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο μέσω του οποίου μπορούμε να κατανοήσουμε το πώς και το γιατί οι θεσμοί διαφέρουν ανάμεσα στις χώρες, πως αλλάζουν, πως μπορούν να αναλυθούν οι παγίδες των θεσμικών μεταρρυθμίσεων καθώς και να δούμε πως όλο το παραπάνω πλαίσιο συνδέεται με την οικονομική επιτυχία ή αποτυχία των κρατών.Σε αυτά τα πλαίσια οι Acemoglu και Robinson (2008, σ. 25) καταλήγουν πως:

«The main determinants of cross-country differences in income per capita are differences in economic institutions. Though institutions often persist for long periods of time and have unintended consequences, differences in institutions across countries primarily reflect the outcome of different collective choices. Different collective choices reflect differences in political institutions and different distributions of political power. As a result, understanding underdevelopment implies understanding why different countries get stuck in political equilibria that result in bad economic institutions. Solving the problem of development entails understanding what instruments can be used to push a society from a bad to a good political equilibrium.

«Οι κύριοι προσδιοριστικοί παράγοντες των διαφορών μεταξύ των χωρών του κατά κεφαλήν εισοδήματος είναι οι διαφορές στα οικονομικά ιδρύματα. Αν και ιδρύματα συχνά επιμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα και έχουν απρόβλεπτες συνέπειες, τις θεσμικές διαφορές μεταξύ των χωρών αντανακλούν κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα των διαφορετικών συλλογικών επιλογών. Διαφορετικές συλλογικές επιλογές αντανακλούν διαφορές των πολιτικών θεσμών και διαφορετικές κατανομές της πολιτικής εξουσίας. Ως εκ τούτου, η κατανόηση της υπανάπτυξης προϋποθέτει την κατανόηση γιατί διαφορετικές χώρες έχουν κολλήσει στην πολιτική ισορροπιών που οδηγούν σε κακή οικονομική ιδρύματα. Η επίλυση του προβλήματος της ανάπτυξης προϋποθέτει την κατανόηση ποια μέσα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προωθήσει μια κοινωνία από το κακό στο καλό πολιτικής ισορροπίας"

Πέρα από τους Acemoglu και Robinson, πολλοί άλλοι ακαδημαϊκοί  προσπάθησαν να εξηγήσουν το πώς οι πολιτικοί και θεσμικοί παράγοντες επηρεάζουν την αποτελεσματικότητα των εθνικών οικονομιών και, τελικά, την απόδοση του κράτους (Roubini και Sachs 1989; Grilli et al1991; Corsetti και Roubini 1993; Alesinaκαι Perotti 1995). Με βάση αυτή τη λογική, μπορεί να υπάρξει μια ξεκάθαρη διάκριση ανάμεσα στην αύξηση του εισοδήματος και στην βελτίωση ενός ευρύτερου πλέγματος πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης (Kaufmannκαι Kraay 2002). Έτσι, η ελληνική κρίση μας έκανε να κατανοήσουμε ότι οι πολιτικοί θεσμοί απέχουν από το να θεωρούνται ώριμοι και ικανοί για να ικανοποιήσουν τους αναπτυξιακούς στόχους της χώρας. Για αυτό το λόγο, όπως οι Mitsopoulos και Pelagidis (2009b) υποστηρίζουν, είναι μάλλον ο σχεδιασμός του ελληνικού πολιτικού συστήματος ο οποίος μας οδηγεί σε προσοδοθηρικές συμπεριφορές και στην μη πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων.

Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την σύγχρονη οικονομική και πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα θα πρέπει να αναλύσουμε την οικονομική κρίση στην Ελλάδα ως συνέπεια του ανεπαρκούς πολιτικού και θεσμικού πλαισίου τα τελευταία 30 χρόνια. Μετά τη δικτατορία το ‘74 δύο κύρια πολιτικά κόμματα εμφανίστηκαν στην Ελλάδα. Όταν το ΠΑΣΟΚ όμως ήρθε στην εξουσία το 1981 ο Papas (2010) υποστηρίζει πως η:

«Greece experienced the rise of irresponsible populism, unrestrained patronage politics, and a powerful culture of ethnocentrism that worked against the country’s full Europeanization. To the extent that Greek society had willingly accepted the terms of the contract offered to it by Papandreou, most of his successors in power felt no need to reverse them».

«Η Ελλάδα γνώρισε την άνοδο του ανεύθυνου λαϊκισμού, ανεξέλεγκτη πολιτική πατρωνία, και μια ισχυρή κουλτούρα του εθνοκεντρισμού που εργάστηκε κατά πλήρη εξευρωπαϊσμό της χώρας. Στο βαθμό που η ελληνική κοινωνία είχε πρόθυμα αποδεχθεί τους όρους της σύμβασης που της πρόσφερε ο Παπανδρέου, οι περισσότεροι από τους διαδόχους του στην εξουσία δεν έκριναν απαραίτητο να τις ανατρέψουν ».

Έτσι, ο Papas (2010) πιστεύει πως ο Παπανδρέου σε αντίθεση με τον Καραμανλή πρόσφερε στον ελληνικό λαό ένα πρόγραμμα με τρία χαρακτηριστικά:

  • the imprudent economic expansion based on the manipulation of the state and its resources without providing for a stable tax basis able to fund such a policy;
  •  the backing for a large and expansive, albeit not necessarily strong, state geared towards patronage politics; and
  • ethnocentric nationalism, which was expressed either as a strong belief in the superiority of the Greek nation or as antipathy, let alone fear, towards other stronger nations.
         
  • η ασύνετη οικονομική ανάπτυξη που βασίζεται στην χειραγώγηση του κράτους και των πόρων της, χωρίς να παρέχει ένα σταθερό φορολογικό βάση είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει μια τέτοια πολιτική;
  •  η υποστήριξη για ένα μεγάλο και εκτεταμένο, αν και όχι απαραίτητα ισχυρό, κατάσταση προσανατολίζονται προς την πολιτική πατρωνία; και
  • ο εθνοκεντρικός εθνικισμός, που εκφράζεται είτε ως μια ισχυρή πίστη στην ανωτερότητα του ελληνικού έθνους ή αντιπάθεια, πόσο μάλλον ο φόβος, έναντι άλλων ισχυρότερων εθνών.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες το κράτος και ο δημόσιος τομέας τη δεκαετία του ‘80 επεκτάθηκε τρομακτικά και έστω και εάν κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει πως όλο αυτό έγινε για να αποφευχθεί η ανεργία σε μη ανταγωνιστικούς τομείς, με κανένα τρόπο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η μετέπειτα λειτουργία και αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα.

Την επόμενη δεκαετία, ο εξευρωπαϊσμός και ο εκσυγχρονισμός της χώρας δεν υποστηρίχθηκε από τους αναγκαίους θεσμούς και από ένα ευρέως διαδεδομένο και σταθερό μοντέλο οικονομικής διακυβέρνησης της χώρας. Σαν αποτέλεσμα, η διαδικασία εξευρωπαϊσμού και εκσυγχρονισμού και το ελληνικό μοντέλο διακυβέρνησης μπόρεσαν να ενισχύσουν και να μονιμοποιήσουν ένα ώριμο πελατειακό σύστημα ως το κύριο χαρακτηριστικό της ελληνικής πολιτείας. Για αυτό το λόγο, σχεδόν κάθε σοβαρή προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις απέτυχε τα τελευταία 30 χρόνια. Και τα δύο πολιτικά κόμματα προσπάθησαν να μεταρρυθμίσουν το πλαίσιο αυτό αλλά στο τέλος, κάτω από το βάρος των πιέσεων που δεχόντουσαν, πάντα τις υποβάθμιζαν Έτσι, μπορεί να υπάρχουν πραγματικοί μεταρρυθμιστές μέσα σε κάθε κόμμα ξεχωριστά αλλά δεν μπορεί να υπάρχει ένα πραγματικό κόμμα μεταρρυθμίσεων. 

Αναλύοντας το πλαίσιο αυτό είναι πιθανό να απομυθοποιήσουμε επίσης πολλούς μύθους σχετικά με την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Μεταξύ άλλων:

  • Η αποτυχία των μακροοικονομικών πολιτικών είναι η μοναδική αιτία για την εμφάνιση της κρίσης.
  • Η πολιτική σταθερότητα και η πολιτική συνέχεια επικράτησαν στην Ελλάδα και συντήρησαν την ελληνική πολιτική ηγεσία.
  • Τα κοινοβουλευτικά κόμματα είχαν ένα κοινό στρατηγικό όραμα για την ανάπτυξη της χώρας.
  • Η αντίληψη των Ελλήνων να προωθήσουν αυτό το κοινό όραμα τους βοήθησε να προωθήσουν την οικονομική και πολιτική ανάπτυξη στην Ελλάδα εξαλείφοντας πολλά άλλα αρνητικά φαινόμενα όπως η διαφθορά.

Όπως θα αποδειχθεί στην παρούσα μελέτη, αυτοί οι μύθοι σχετίζονται με την πολιτική και θεσμική υπανάπτυξη και την αναποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης της χώρας. Τα επίπεδα των δεικτών διακυβέρνησης πολλές φορές λαμβάνονται ως δεδομένα σε πολλές ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Είναι αυτά τα επίπεδα που διαφοροποιούν ουσιαστικά την Ελλάδα από όλες τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η ελληνική κρίση κυρίως σχετίζεται με το μοντέλο πολιτικής και οικονομικής ανάπτυξης και της γενικότερης διακυβέρνησης. Με βάση αυτό εξάγεται το συμπέρασμα πως ακόμα και αν μια οικονομικά βιώσιμη λύση βρεθεί για το ελληνικό πρόβλημα στο ευρωπαϊκό επίπεδο, αυτή δεν θα λύσει ποτέ το πραγματικό πρόβλημα στην Ελλάδα, το πρόβλημα της πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης και της κακής διακυβέρνησης. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση πολλών δεικτών διακυβέρνησης στην ΕΕ. Όσο αυτά τα φαινόμενα συνεχίζουν να παραμένουν, η ελληνική κρίση θα παραμένει. Η ελληνική κρίση αποκάλυψε πως ούτε τα κριτήρια του Μάαστριχτ είναι επαρκή, ούτε η ΕΕ έχει αναπτύξει πρακτικές οι οποίες μπορούν να υποστηρίξουν και να αναπτύξουν την ευρύτερη πολιτική και θεσμική θωράκιση των κρατών καθώς και τρόπους για τη βελτίωση των μεθόδων διακυβέρνησης.

Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός μετέπειτα θα αξιολογήσουμε βασικούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης της χώρας, τα ποσοστά μεγέθυνσης, τα ποσοστά δημόσιων ελλειμμάτων και χρεών καθώς και τους δείκτες παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Θα αποδειχθεί πως με βάση τη συνολική οικονομική αποδοτικότητα της ελληνικής οικονομίας δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε την ελληνική κρίση. Αυτό σημαίνει πως πρέπει να γίνει μια πιο ενδελεχή ανάλυση για την έκταση της πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξης στη χώρα. Για το αυτό λόγο παρακάτω αναλύονται επτά δείκτες πολιτικής και θεσμικής ανάπτυξής. Πιο συγκεκριμένα, θα διερευνηθεί ο ρόλος του κρατισμού, της αποδοτικότητας της διακυβέρνησης, το αποτέλεσμα των ισχυρών συνδικάτων και των ομάδων συμφερόντων, ο λαϊκισμός, το φαινόμενο του εξευρωπαϊσμού, η διαφθορά, η πολιτική ισορροπία και κοινοβουλευτική συνέχεια. 

Η αξιολόγηση αυτών των δεικτών θα αποδείξει πως τα ποσοστά μεγέθυνσης βασίστηκαν σε λανθασμένα και παραπλανητικά στοιχεία και η οικονομική ανάπτυξη δεν ακολουθήθηκε από μια σημαντική πολιτική και θεσμική ανάπτυξη. Έτσι, η οικονομική αποτυχία μπορεί να εξηγηθεί με βάση της ελλιπούς πολιτικής λειτουργίας του κράτους και των θεσμών διακυβέρνησης.

3. Κύριοι δείκτες της ελληνικής οικονομικής ανάπτυξής

Στην παρούσα ενότητα θα επιχειρηθεί η αξιολόγηση μιας σειράς οικονομικών δεικτών, προκειμένου να αποδειχθούν οι εξής απόψεις:

  • Τα ποσοστά μεγέθυνσης από μόνα τους δεν ήταν τόσο αντιπροσωπευτικοί δείκτες για να αξιολογηθεί η πραγματική οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα. Επιπλέον, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πώς ήταν μάλλον παραπλανητικά στοιχεία, αφού η ανάπτυξη ήταν αποτέλεσμα κυρίως των προσωρινών και βραχυχρόνιων εισροών στην ελληνική οικονομία.
  • Το δημόσιο χρέος ήταν, επίσης, ένας παραπλανητικός δείκτης αφού από μόνος του δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη κατάρρευση της οικονομίας εκτός και αν είχε αναλυθεί σε συνδυασμό με την έλλειψη πολιτικής, θεσμικής και οικονομικής σύγκλισης.
  • Τα επίπεδα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας θα πρέπει, επίσης, να αξιολογηθούν σε σχέση με τη λειτουργία των ισχυρών ομάδων συμφερόντων και των διαφόρων ενώσεων.
  • Τα ποσοστά επενδύσεων έστω και αν είναι απογοητευτικά θα πρέπει επίσης να αναλυθούν στο πλαίσιο των βραχυχρόνιων εισροών όπως για παράδειγμα, τα κοινοτικά πακέτα στήριξης, οι εισροές των Ολυμπιακών Αγώνων, οι αδύναμες ιδιωτικές επενδύσεις, το φτωχό επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον το οποίο ήδη επηρεάζεται από μια σειρά από ευπάθειες όπως είναι για παράδειγμα η υψηλή διαφθορά και η υψηλή γραφειοκρατία.

Από όλα τα παραπάνω προκύπτει πως από μόνοι τους οι οικονομικοί δείκτες δεν μπορούν να παρέχουν επαρκώς ένα αξιόλογο πλαίσιο ανάλυσης ώστε να αντιληφθεί κανείς τις βαθύτερες ρίζες της κρίσης στην Ελλάδα.

3.1 Τα ποσοστά μεγέθυνσης

Οι χώρες εντός της Ευρωζώνης ακολούθησαν μια σχεδόν πανομοιότυπη πορεία όσον αφορά τα ποσοστά μεγέθυνσής τους. Στην πραγματικότητα, μέχρι το 2007, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Ισπανία ήταν θετικές εξαιρέσεις. Οι χώρες εντός της Ευρωζώνης είχαν χαμηλότερα ποσοστά μεγέθυνσης του ΑΕΠ από ότι μια δεκαετία πριν και επιπρόσθετα μεταξύ τους υπήρξαν σοβαρές αποκλίσεις. Αυτό σημαίνει πως τα τελευταία 10 χρόνια η οικονομική σύγκλιση στην Ευρωζώνη ήταν ανεπαρκής. Ειδικά για την περίπτωση της Ελλάδας, η θετική της συμπεριφορά ήταν παραπλανητική γιατί κυρίως βασίστηκε σε προσωρινές και βραχυχρόνιες οικονομικές επιδόσεις όπως για παράδειγμα, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 2004. Για αυτό το λόγο, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι υπήρχαν μια σειρά από σημαντικές παραμέτρους, οι οποίες θα μπορούσαν να στρέψουν την Ελλάδα προς μια διαφορετική και ουσιαστικά πιο θετική οικονομική κατάσταση. Οι πιο σημαντικές ήταν οι ακόλουθες:

  • Η εισροή των κοινοτικών πακέτων σύγκλισης προς την Ελλάδα τα τελευταία 30 χρόνια (1981-2011).
  • Τα αυξανόμενα έσοδα των δύο κύριων ελληνικών τομέων βιομηχανίας
            δηλαδή του τουρισμού και της ναυτιλίας την ίδια περίοδο.

  • Το γεγονός ότι το 2007 η Ελλάδα ήταν ένα από τα πιο επιτυχημένα κράτη μέλη της ΕΕ από την άποψη της οικονομικής αποτελεσματικότητας.

Όμως, μπορεί η οικονομική μεγέθυνση της Ελλάδας να εξηγήσει γιατί η οικονομική κρίση εκδηλώθηκε την συγκεκριμένη περίοδο; Η απάντηση ασφαλώς και είναι όχι. Μετά το 2009 η ελληνική οικονομία κατέρρευσε και μέχρι σήμερα καμία βιώσιμη λύση δεν έχει προταθεί τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από την πλευρά της ΕΕ.

3.2 Δημόσια ελλείμματα και τα δημόσια χρέη

Στην Ελλάδα η δημοσιονομική προσαρμογή τα τελευταία 30 χρόνια ήταν τελείως απογοητευτική. Αυτό, βέβαια, δεν σχετίζεται μόνο με τα ποσοστά δημόσιων ελλειμμάτων και των δημόσιων χρεών αλλά και με το μέγεθος, την έκταση, την λειτουργία και την αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα. Υπάρχουν τεράστια και μη βιώσιμα δημόσια χρέη και ελλείμματα, αλλά όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα στην Ευρωζώνη με τέτοια στοιχεία. Αντίθετα, τα τελευταία χρόνια έντεκα από τα ευρωπαϊκά κράτη μέλη απέτυχαν να διατηρήσουν τα δημόσια χρέη τους σε ποσοστό κάτω από το 60% του ΑΕΠ.

Έτσι, θα μπορούσε να υποτεθεί ότι τα δημόσια χρέη και τα δημόσια ελλείμματα δεν είναι ουσιαστικά η κύρια αιτία για αυτήν την κρίση. Γιατί όμως τότε η ελληνική κρίση είναι τόσο δύσκολο να επιλυθεί και ταυτόχρονα είναι τόσο μοναδική; Η απάντηση βασίζεται στην έλλειψη πολιτικής και θεσμικής σύγκλισης με τα υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ. Αυτό είναι το πιο σημαντικό στοιχείο αποτροπής της οικονομικής σύγκλισης και της μη πραγματοποίησης των κύριων στόχων της οικονομικής πολιτικής μέσω της δημοσιονομικής προσαρμογής, της φιλελευθεροποίησης των κινήσεων κεφαλαίων, τη σύγκλιση του πληθωρισμού και των επιτοκίων και τη σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών όπως αυτή περιγράφεται στη συνθήκη του Μάαστριχτ. Για παράδειγμα, η συντήρηση και επέκταση του κρατισμού δεν έκανε μόνο το κράτος ανίκανο να ξεπεράσει τα σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα του αλλά κατέστησε και αναγκαία τη λεγόμενη «Δημιουργική Λογιστική» η οποία είναι και αυτή χαρακτηριστικό της πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης.

3.3 Παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα

Η ΟΝΕ από τις αρχές της δημιουργίας της βασίστηκε όχι στην πραγματική ικανότητα κάθε κράτους να συμμετάσχει στην Ένωση αλλά κυρίως σε πολιτικούς υπολογισμούς. Αυτές οι πολιτικές και οικονομικές προτεραιότητες είχαν σαν αποτέλεσμα να δημιουργήσουν μια Ένωση γεμάτη ευπάθειες και παθογένειες. Η Ευρωζώνη απέτυχε να δημιουργήσει ένα πολιτικό, οικονομικό, και θεσμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κάθε κράτος μέλος, όπως για παράδειγμα η Ελλάδα, θα μπορούσε να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα του, τόσο σε οικονομικούς όσο και σε πολιτικούς όρους. Είναι μάλιστα γεγονός πως, όπως ο Baldwin (2001) υποστηρίζει, το Λουξεμβούργο ήταν η μοναδική χώρα στην Ευρωζώνη η οποία πληρούσε τα κριτήρια του Μάαστριχτ. Με τους συγκεκριμένους όρους, η Ευρωζώνη μοιάζει περισσότερο με μια παγίδα παρά με μια περιοχή όπου η ανάπτυξη, η σταθερότητα και η ευημερία μπορούν να προωθηθούν (Sklias και Maris 2012). Η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να παραμείνει ανταγωνιστική μέσα στο ευρωπαϊκό επίπεδο γιατί τα κριτήρια σύγκλισης ποτέ δεν εκπληρώθηκαν. Η συνεχώς μειούμενη ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας εμφανιζόταν στα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της τελευταίας δεκαετίας τα οποία το 2007 έφτασαν στα επίπεδα του 14,1% του ΑΕΠ. Από το 1995, η παραγωγικότητα εργασίας στην Ελλάδα ήταν πάντα χαμηλότερη από κάθε άλλο ευρωπαϊκό κράτος μέλος με την εξαίρεση μόνο την Πορτογαλία.

Παρόλα αυτά αυτό είναι μόνο ένα μέρος τους ελληνικού προβλήματος γιατί στον εγχώριο τομέα, η ανεπάρκεια του πολιτικού, οικονομικού και θεσμικού μοντέλου σχετίζονταν με την μείωση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Σύμφωνα με πολλούς οικονομολόγους, στην Ελλάδα όπως και σε κάθε άλλο περιφερειακό κράτος της Ευρωζώνης υπάρχουν πολύ οργανωμένες εργατικές ενώσεις οι οποίες επηρεάζουν την ευκαμψία των πραγματικών μισθών καθώς και των θεσμικών μεταρρυθμίσεων με αρνητικά αποτελέσματα στην συνολική παραγωγικότητα της χώρας (Λαπαβίτσας et al. 2010). Δεν είναι παράξενο ότι έως τώρα μέσα στην ελληνική περιοχή παραμένουν και συνεχίζουν να υπάρχουν ισχυρά μονοπώλια τα οποία επηρεάζουν αρνητικά αυτόν τον τομέα της οικονομίας. Για παράδειγμα, ακόμα και τώρα στους τομείς της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, της ύδρευσης, των ταχυδρομικών υπηρεσιών και του φυσικού αερίου το κράτος παραμένει ο κύριος διαχειριστής. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα στην Ελλάδα επηρεάζεται όχι μόνο από τις οικονομικές συνθήκες αλλά και από τα στοιχεία πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης και το ευρύτερο μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας το οποίο είναι ελλιπέστατο.

3.4 Επενδύσεις

Το 2000 στην Ελλάδα το συνολικό ποσοστό επενδύσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν ήταν απογοητευτικό. Παρόλα αυτά υπάρχουν ορισμένα σημαντικά σημεία για τα οποία απαιτείται να είμαστε λίγο πιο κριτικοί. Πρώτα από όλα, η περίοδος 2000-2004, ήταν μια περίοδος οικονομικής ανάπτυξης στην Ελλάδα γιατί ήταν η περίοδος των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στην Αθήνα και πολύ μεγάλα κεφάλαια τόσο από την Ευρώπη όσο και από τον υπόλοιπο κόσμο εισέρρευσαν για αυτό τον σκοπό. Δεύτερον, η χώρα είχε πετύχει την είσοδο της στην Ευρωζώνη και υπήρχε στην Ελλάδα τεράστια αισιοδοξία για το μέλλον και την σταθερότητα της χώρας, η οποία επηρέασε την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Τρίτον, οι επιχειρηματικές επενδύσεις στην Ελλάδα ήταν κατά πολύ, οι χαμηλότερες στην Ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει όχι μόνο πως το κράτος συμμετείχε ενεργά στην μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας αλλά και ότι το ελληνικό μοντέλο μεγέθυνσης ήταν κατά πολύ διαφορετικό από τα αλλά ευρωπαϊκά μοντέλα. Αυτό είναι ένα προφανές αποτέλεσμα της πολιτικής, οικονομικής και θεσμικής υπανάπτυξης στην Ελλάδα. Έτσι, η οικονομική αισιοδοξία της πρώτης περιόδου μέσα στην Ευρωζώνη μπορεί να υποτεθεί ότι ήταν ουσιαστικά παραπλανητική. Μετά το 2003 οι συνολικές επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκαν και το 2009, η Ελλάδα ήταν σε απόδοση η δεύτερη χειρότερη χώρα στην Ευρωζώνη.

Κατά την διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων οι επενδύσεις της κυβέρνησης στην Ελλάδα ήταν ανάμεσα στις υψηλότερες στην Ευρωζώνη. Η χώρα μας σε αντίθεση με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη είχε κάνει το κράτος την κύρια μηχανή οικονομικής μεγέθυνσης. Με αυτό τον τρόπο η χώρα δεν απέτυχε μόνο να αναπτύξει τις ικανότητες της να παράγει βιομηχανικά υλικά αλλά υποβάθμισε την ικανότητά της να παραμένει ανταγωνιστική στην Ευρωζώνη. Το πιο σημαντικό από όλα ήταν ότι, αυτό το στρεβλό μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης είχε γίνει ένα εγγενές στοιχείο της πολιτισμικής ανάπτυξης της χώρας. 

Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η μερίδα των επενδύσεων των επιχειρήσεων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν η χειρότερη και η πιο απογοητευτική από το 1980. Με βάση αυτό, δεν είναι παράδοξο το γεγονός ότι η Παγκόσμια Τράπεζα θεωρεί την χώρα μας ως το χειρότερο περιβάλλον για να γίνουν επιχειρηματικές επενδύσεις στην Ευρωζώνη (World Bank 2008). Ποια είναι όμως η κύρια αιτία για αυτήν την παρατήρηση; Γιατί οι Ελληνικές επιχειρήσεις δεν επενδύουν μέσα στην χώρα τους σε αντίθεση με τις επιχειρήσεις στην Ευρώπη; Σε μια θεωρητική έρευνα ο Μο (2009) περιγράφει πως η διαφθορά επηρεάζει ταυτόχρονα την πολιτική σταθερότητα και την οικονομική μεγέθυνση. Έτσι, ένα μέρος της απάντησης μπορεί να βρεθεί στο στρεβλό μοντέλο της διακυβέρνησης, στο ρόλο του κράτους και στο μοντέλο πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης (Kaufmann et al. 2005). Το ίδιο συμβαίνει και με τα επίπεδα κατανάλωσης που αυξάνουν συνεχόμενα και είναι ουσιαστικά κατανάλωση προερχόμενη από προϊόντα που εισάγονται (Τράπεζα της Ελλάδος 2009). Οι Έλληνες ουσιαστικά σταμάτησαν να αγοράζουν τα εγχώρια προϊόντα και η πλειοψηφία των ελληνικών βιομηχανιών και εργοστασίων έκλεισε ή αυτά μετέφεραν τις δραστηριότητες τους στο εξωτερικό. Όπως υποστηρίζει και ο Καζά­κος (2010), η ελληνική οικονομική κουλτούρα βασίστηκε κυρίως στις επενδύσεις για την αγορά διαμερισμάτων, στον τουρισμό, και στην αυξανόμενη κατανάλωση με αποτέλεσμα η βιομηχανική και γεωργική παραγωγή να μειώνεται. Με αυτό τον τρόπο, το κράτος και οι πολίτες αύξησαν τα χρέη τους για να συντηρήσουν το αυξανόμενο ποσοστό κατανάλωσης.

Η λειτουργία και αποδοτικότητα της Ελλάδας μέσα στην Ευρωζώνη έστω και αν ήταν σε μέτρια επίπεδα δεν μπορεί να μας εξηγήσει από μόνη της γιατί συνέβηκε αυτή η πρωτοφανής κρίση. Όπως διαφαίνεται, η οικονομική μεγέθυνση, τα δημόσια ελλείμματα, τα δημόσια χρέη, η παραγωγικότητα εργασίας και τα ποσοστά επενδύσεων δεν είναι από μόνα τους οι βασικές αιτίες αυτής της κρίσης αφού αυτά είναι αποτέλεσμα δύο πολύ σημαντικών πραγμάτων. Του στρεβλού ελληνικού μοντέλου διακυβέρνησης και της πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια. Οι δείκτες της ελληνικής οικονομίας θα μπορούσαν να καταδείξουν πως οδηγούμαστε σε μια κρίση μόνο εάν υιοθετούσαμε μια πιο κριτική προσέγγιση. Όμως, είναι γεγονός πως τέτοιες κριτικές αναλύσεις αποσιωπήθηκαν. Για αυτό το λόγο, θα πρέπει να εστιάσει κανείς την προσοχή του στο ελληνικό μοντέλο διακυβέρνησης και στην πολιτική και θεσμική ανάπτυξη της Ελλάδας.

4. Πολιτική και θεσμική ανάπτυξη στην Ελλάδα

Σε αυτό το σημείο της μελέτης, θα αναλυθούν επτά πολιτικά και θεσμικά φαινόμενα των οποίων η αρνητική απόδοση είναι βασικό στοιχείο των κύριων αιτιών της ανεπανάληπτης ελληνικής κρίσης. Πιο συγκεκριμένα θα εξεταστούν, το φαινόμενο του κρατισμού, η λειτουργία της διακυβέρνησης, η επίδραση στην οικονομία των πανίσχυρων συνδικάτων και ομάδων συμφερόντων, ο λαϊκισμός, η αποτυχία του Εξευρωπαϊσμού, η διαφθορά, η πολιτική αστάθεια και η κοινοβουλευτική ασυνέχεια. Αυτά τα φαινόμενα, τα οποία μπορούν να παρατηρηθούν κατά την διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων, είχαν ένα πολύ σημαντικό αποτέλεσμα. Οι Έλληνες ακολούθησαν ένα τελείως εσφαλμένο και παραπλανητικό μοντέλο πολιτικής, οικονομικής και θεσμικής ανάπτυξης, το οποίο άμεσα και έμμεσα επηρέασε τις πολιτικές και οικονομικές τους επιλογές και προτιμήσεις καθώς και τον τρόπο σκέψης τους. Από το 1980, οι Έλληνες δημιούργησαν αυτό το στρεβλό μοντέλο και οι Έλληνες πολιτικοί ηγέτες απέτυχαν να το αλλάξουν. Για αυτό το λόγο ολόκληρο το σύστημα κατέρρευσε. Τα παραπάνω θα μπορούσαν να αποτελέσουν την εξήγηση για το γεγονός ότι οι Έλληνες ήθελαν στην μεγάλη τους πλειοψηφία να γίνουν δημόσιοι λειτουργοί, ή δημόσιοι υπάλληλοι ή να εργασθούν για το κράτος γενικότερα. Με αυτό τον τρόπο, στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ένας στρεβλός Λεβιάθαν, ο οποίος εν τέλει απέτυχε να τους υποστηρίξει κατά την διάρκεια τριών διαφορετικών σταδίων ανάπτυξης τις τελευταίες δεκαετίες, δηλαδή την περίοδο της διαδικασίας κοινωνικοποίησης στις αρχές του 1980, την περίοδο της από-εθνικοποίησης τη δεκαετία του ‘90, και την τελευταία περίοδο του εκσυγχρονισμού.  

Εξαιτίας της πολιτικής και θεσμικής ανισορροπίας όλες σχεδόν οι αναγκαίες προσπάθειες μεταρρύθμισης και οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της χώρας οι οποίες πραγματοποιηθήκαν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα απέτυχαν. Ποια είναι όμως τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του μοναδικού αυτού στρεβλού ελληνικού μοντέλου;

4.1 Η ανάπτυξη του κρατισμού κατά την διάρκεια του 1980 και του 1990

Όταν η Ελλάδα έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας το 1981, το συνολικό κατά κεφαλήν εισόδημα βρισκόταν στο 90,4% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου αλλά δυστυχώς αυτό το ποσοστό μειώθηκε σε 82,5% το 1985 και 74,2% το 1990 (Αλο­γοσκούφης 2009). Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου της οικονομικής υπανάπτυξης, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, το ελληνικό κράτος επεκτάθηκε τρομακτικά. Αυτό έγινε με διάφορους τρόπους, όπως για παράδειγμα, με τον νόμο 1368/83 περί κοινωνικοποίησης των δημόσιων επιχειρήσεων και την εθνικοποίηση πολλών δημόσιων οργανισμών δημιουργώντας δυο πολύ σημαντικές συνέπειες. Από την μια πλευρά, δημιουργήθηκε η ανάγκη χρηματοδοτήσεις όλων αυτών των κρατικών δραστηριοτήτων και από την άλλη, η ίδια η επέκταση του κράτους, όχι μόνο μείωσε την δυνατότητα ιδιωτικών πρωτοβουλιών για ανάπτυξη και αποτελεσματικότητα των δράσεων της ελεύθερης αγοράς αλλά παράλληλα άλλαξε την αντίληψη των Ελλήνων για τον ρόλο του κράτους. Αυτό οδήγησε σε οικονομικές στρεβλώσεις οι οποίες μείωσαν το πραγματικό ΑΕΠ μακροπρόθεσμα και την ίδια περίοδο αύξησαν τα δημόσια ελλείμματα και τα δημόσια χρέη μόνιμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο από το 1991-2007 έγιναν στην Ελλάδα 65 ιδιωτικοποιήσεις από τις οποίες όμως, μόνο στις 16 από αυτές η κρατική συμμετοχή μετά την ιδιωτικοποίηση ήταν κάτω από το 50% (Ράπανος 2009). Αυτό σημαίνει πως το ελληνικό κράτος προτίμησε να κάνει μερικές ιδιωτικοποιήσεις για να μην χάσει τα ήδη αποκτηθέντα κυριαρχικά του δικαιώματα έναντι του ιδιωτικού τομέα αλλά και για να περιορίσει τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο.

Σε πολιτικό και θεσμικό επίπεδο η ανάπτυξη του κρατισμού οδήγησε σε απόλυτη αποτυχία των προγραμμάτων σύγκλισης και σταθερότητας γιατί όπως υποστηρίζει ο Σημίτης (1989) ήταν πολύ δύσκολο για πολλές ομάδες συμφερόντων με συγκεκριμένα πολιτικά και οικονομικά ενδιαφέροντα να αποσυρθούν από την συμμετοχή τους από τα ενεργά αναδιανεμητικά σχήματα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, κάθε προσπάθεια για έναν προοδευτικό εκσυγχρονισμό του μοντέλου ανάπτυξης της Ελλάδας απέτυχε. Τα αποτελέσματα αυτού του είδους της ανάπτυξής μετατράπηκαν άμεσα σε λανθασμένες και στρεβλές πολιτικές επιλογές και αποφάσεις. Αυξήθηκαν οι φόροι για να χρηματοδοτηθούν οι δημόσιες επιχειρήσεις, αυξήθηκαν οι κρατικοποιήσεις, δημιουργήθηκαν πολλά μονοπώλια, συντηρήθηκαν οι προβληματικές επιχειρήσεις και έτσι μειώθηκαν οι επιχειρηματικές επενδύσεις στη χώρα.

4.2 Αποτελεσματικότητα διακυβέρνησης

Στην Ελλάδα, το ευρύτερο σύστημα διακυβέρνησης παίζει πραγματικό ρόλο εάν θέλουμε να κατανοήσουμε τις κύριες αιτίες της ελληνικής κρίσης. Πρώτα από όλα αυτό το σύστημα που περιλαμβάνει τόσο επίσημους όσο και ανεπίσημους θεσμούς είναι πολύ διαφορετικό από το ευρωπαϊκό. Ακόμα και αν χρησιμοποιήσουμε όρους όπως των ‘structural congruence’ (Katzenstein 1997) ή τον όρο ‘institutional fit’ (Giuliani 2003) το αποτέλεσμα είναι το ίδιο. Σχεδόν όλες οι προσπάθειες για μεταρρυθμίσεις απέτυχαν, όπως για παράδειγμα, η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας το 2000, για αυτό και η υπόθεση διακυβέρνησης στην Ελλάδα θεωρείται πως είναι ένα χαμένο παιχνίδι. Αυτή η ‘θεσμική ακαταστασία’ (Tsebelis 1995) ήταν ο κύριος λόγος του γιατί οι πιθανότητες για πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις περιορίστηκαν τα τελευταία 30 χρόνια. Όπως τονίζει και ο Featherstone (2005a), το πρόβλημα της διακυβέρνησης ακόμα παραμένει, έστω και εάν θεωρεί πως το 1996 ήταν ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για την Ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Αυτό το πρόβλημα της διακυβέρνησης επίσης θέτει σε προβληματισμό τη φύση της ελληνικής σύγκλισης στην ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα ο Featherstone τονίζει:

«Η σύγχρονη ελληνική πολιτική χαρακτηρίζεται από εντάσεις ανάμεσα στο αίτημα για μεταρρυθμίσεις και τα δομικά εμπόδια για την υλοποίηση τους. Οι πιέσεις συνδυάζουν εκείνες που προέρχονται από τις διαδικασίες του εξευρωπαϊσμού (για παράδειγμα το αίτημα της ΕΕ για οικονομικές μεταρρυθμίσεις) και το εσωτερικό αίτημα για ‘εκσυγχρονισμό’. Και οι δυο τύποι πιέσεων γίνονται αντιληπτές από κοινού στη Ελλάδα. Οι επακόλουθες εντάσεις έχουν δημιουργήσει ένα ζωτικό θέμα στη διακυβερνησιμότητα: σ’ έναν αριθμό θεματικών περιοχών η Ελλάδα έχει καταστεί μια ‘μπλοκαρισμένη κοινωνία’. Υπάρχουν συστημικές αδυναμίες οι οποίες προέρχονται από τη θεσμική ικανότητα του κράτους, το καθεστώς ενός ‘συντεχνιακού κατακερματισμού’ και τις πολιτισμικές πρακτικές των πελατειακών σχέσεων και του κέρδους. Αυτές περιορίζουν τις στρατηγικές του φορέα και της ηγεσίας… Η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων είναι ασύμμετρη και αμφίβολη στο χαρακτήρα της. Το πρόβλημα της διακυβέρνησης παραμένει και ως συνέπεια θέτει υπό αμφισβήτηση την πορεία της σύγκλισης της Ελλάδας με την ΕΕ» (Featherstone 2005a, σ. 223).


Δεύτερον, η ικανότητα αποτελεσματικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα περιορίζεται αφού είναι κατά πολύ η χειρότερη Ευρωπαϊκή χώρα στον τομέα αυτό. Για παράδειγμα, η Ελλάδα και η Ιταλία είναι οι δυο χειρότερες χώρες στην αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, το οποίο αντικατοπτρίζει τις αντιλήψεις για την ποιότητα των δημόσιων υπηρεσιών, τον βαθμό αλληλεξάρτησης τους από τις πολιτικές πιέσεις, την ποιότητα για τον σχηματισμό της πολιτικής και την εφαρμογή της, και την αξιοπιστία της κυβερνητικής δέσμευσης σε τέτοιες πολιτικές. Επίσης, σύμφωνα με τους Δείκτες Βιώσιμης Διακυβέρνησης το 2011, η Ελλάδα στην ικανότητα μεταρρυθμίσεων και στον δείκτη διαχείρισης είχε την χειρότερη επίδοση, ενώ όσον αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας και της πολιτικής κατείχε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση σε σχέση με 31 χώρες του ΟΟΣΑ  .


4.3 Ισχυρές ομάδες συμφερόντων και συνδικάτα

Σύμφωνα με τον Mitsopoulos και Pelagidis (2009a), η δημιουργία και η ύπαρξη ισχυρών και πολύ καλά οργανωμένων και αλληλεξαρτώμενων ομάδων συμφερόντων είναι το αποτέλεσμα της ελλιπούς ποιότητας διακυβέρνησης και του διοικητικού φορτίου. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντίδραση τους στη λεγόμενη «Έκθεση Sprao» η οποία σύμφωνα με τον Featherstone et al. (2001, σ. 475):

«Ανέδειξε ένα βαθιά ριζωμένο δομικό σχίσμα στην ελληνική κοινωνία σχετικά με την παροχή των συντάξεων. Περιχαρακωμένα και κατακερματισμένα συμφέροντα επεδίωξαν να υπερασπιστούν τα συσσωρευμένα προνόμια τους ενώ ένα αναποτελεσματικό και χρηματοοικονομικά μη βιώσιμο σύστημα απέτυχε να ικανοποιήσει τις νόμιμες ανάγκες των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων».

Έτσι, στην Ελλάδα πολλές ομάδες συμφερόντων μπορεί να θεωρηθεί πώς επηρεάζουν αρνητικά τη γενικότερη πολιτική και οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη. Οι Mitsopoulos και Pelagidis (2009β, σ. 399) περιγράφουν τον τρόπο με τον οποίο αυτές οι ομάδες συμφερόντων αναπτύσσονται και δραστηριοποιούνται. Πιο συγκεκριμένα αναφέρουν:

«Αυτές οι πολυπληθείς ομάδες συμφερόντων περιορίζουν τον ανταγωνισμό του προϊόντος και των υπηρεσιών, αυξάνουν γραφειοκρατικά και διοικητικά εμπόδια και επιδιώκουν να εγκαθιδρύσουν την αδιαφάνεια σε όλες τις νομικές και διοικητικές διαδικασίες έτσι ώστε να είναι σε θέση να αυξήσουν τα κέρδη που μπορούν να αποκομίσουν. Την ίδια στιγμή, επιδιώκουν να εξασφαλίσουν ότι το κράτος δικαίου αποτυγχάνει με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε η κοινωνία δεν θα είναι σε θέση να τους καταστήσει υπόλογους για τις δράσεις τους. Προεξέχοντα χαρακτηριστικά του τρόπου με τον οποίο σχεδιάστηκε το ελληνικό πολιτικό σύστημα υποδεικνύουν τους λόγους για τους οποίους οι Έλληνες πολιτικοί δεν είναι σε θέση να προωθήσουν μεταρρυθμίσεις και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα σχέδια αυτών των ληστρικών ομάδων συμφερόντων».


Πράγματι, σύμφωνα με τον δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, το οποίο αντικατοπτρίζει τις αντιλήψεις των ατόμων σχετικά με την εφαρμογή του κανόνα δικαίου, μας δείχνει πως από το 1996, η Ελλάδα και η Ιταλία ήταν τα χειρότερα σε απόδοση κράτη μέλη της ΕΕ.

4.4 Ο λαϊκισμός

Ο λαϊκισμός έχει επίσης χαρακτηριστεί ως ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά προβλήματα που οδήγησαν στην κρίση και είναι μέρος του στρεβλού πολιτικού και θεσμικού μοντέλου που παρουσιάζουμε. Ο λαϊκισμός μπορεί έτσι να είναι η βασική αιτία για την κακή διαχείριση του δημόσιου τομέα (De Grauwe 2010a; Tsakalotos 1998). Με βάση αυτό το πλαίσιο, η ελληνική οικονομία είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, το οποίο δεν ήταν έτοιμο να αναλάβει μια σειρά από πολύ σημαντικές προκλήσεις. Αρχικά το φαινόμενο του λαϊκισμού παρατηρήθηκε κατά την δεκαετία του ‘80 όταν η ελληνική οικονομική πολιτική απέτυχε και η μακροοικονομική αποδοτικότητα του κράτους υπήρξε απογοητευτική. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, ήταν η πρώτη φορά που στην Ελλάδα η διαδικασία κοινωνικοποίησης μαζί με την ανάπτυξή του κρατισμού δημιούργησαν ένα στρεβλό και συνεχόμενα αυξανόμενο πλέγμα κρατικών δραστηριοτήτων του οποίου το αποτέλεσμα ήταν οι μετέπειτα προ­σοδοθηρικές δράσεις και συμπεριφορές του δημόσιου τομέα.

4.5 Αποτυχημένη διαδικασία εξευρωπαϊσμού

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΟΝΕ δεν ήταν μια εύκολη διαδικασία αφού ήδη από τις αρχές των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και στα υπόλοιπα κράτη μέλη υπήρξαν μεγάλες ασυμμετρίες και αποκλίσεις οι οποίες επηρέασαν σημαντικά τις διαπραγματευτικές διαδικασίες και το τελικό αποτέλεσμα (Featherstone et al2000). Όμως ακόμα και εάν η Ελλάδα έγινε μέλος της ΕΚ πολύ πιο νωρίς από άλλα ευρωπαϊκά κράτη μέλη, έμεινε πολύ πίσω σχετικά με την τυπική και πραγματική εφαρμογή των ευρωπαϊκών κανόνων και αυτό που σήμερα ονομάζεται ευρωπαϊκό κεκτημένο (acquis communautaire). Είναι χαρακτηριστικό πως πολλές από τις ευρωπαϊκές οδηγίες δεν εφαρμόστηκαν και ακόμα και σήμερα δεν έχουν εφαρμοστεί. Για παράδειγμα, η Ανοικτή Μέθοδος Συντονισμού δεν εφαρμόστηκε επιτυχώς από όλες τις ελληνικές πολιτικές αρχές (Angelaki 2007). Όπως ο αναφέρουν οι Borras και Jacobsson (2004), οι συνθήκες για τη μεταφορά πολιτικών μπορεί εν τέλει να λείπουν. Αυτό το μειονέκτημα έχει επίσης αξιολογηθεί για πολλές περιπτώσεις και ειδικότερα όταν αναλύουμε τις σχέσεις ανάμεσα στο κράτος και τα συμφέροντα των διαφόρων ομάδων συμφερόντων. Μια τέτοια περίπτωση είναι η σχέση ανάμεσα στους δασκάλους και τις διδασκαλικές ενώσεις και τις κρατικές πολιτικές εκσυγχρονισμού (Athanasiades και Patramanis 2002).

Ακόμα είναι ενδιαφέρον πως στην Ελλάδα, η διαδικασία εκσυγχρονισμού ταυτίστηκε με την διαδικασία του εξευρωπαϊσμού (Featherstone 2005a). Παρόλα αυτά τόσο στην περίπτωση των «soft» όσο και στην περίπτωση των «hard» ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου είναι φανερό πως αυτοί δεν υιοθετήθηκαν αποτελεσματικά. Η εφαρμογή και η πρακτική των κανόνων δικαίου είχε πολλούς περιορισμούς οι οποίοι έκαναν προφανές το χάσμα ανάμεσα στον τυπικό εκσυγχρονισμό και στην πραγματικότητα. Κατά την διάρκεια των τελευταίων δυο δεκαετιών, η ΕΕ στράφηκε κατά της Ελλάδας για την μη συμμόρφωση της χώρας με τους ευρωπαϊκούς κανόνες για πολλές περιπτώσεις. Δυο τυπικά παραδείγματα είναι η περίπτωση του εκσυγχρονισμού των λογιστικών προτύπων και της αναδιοργάνωσης των χρηματοπιστωτικών φορέων.

Τελικά, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν ακολουθήθηκαν ή δεν υποστηρίχθηκαν από ένα επαρκές σύγχρονο πλαίσιο θεσμών έτσι ώστε να πραγματοποιηθούν. Φαίνεται πως μάλλον υπάρχουν: «Διεθνικοί παράγοντες παρά ιδιόμορφα χαρακτηριστικά που επηρεάζουν την ανικανότητα και την απροθυμία ενός κράτους να συμμορφωθεί και να προσαρμοστεί αντίστοιχα» (Mbaye 2001, σ. 259). Ακόμα περισσότερο, το χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες και στο κράτος έχει αυξήσει το κόστος για να εφαρμοστούν αυτές (Boix και Posner 1998). Επίσης, η εφαρμογή ορθολογικών πολιτικών έχει γίνει πιο δύσκολη εξαιτίας των επίσημων και ανεπίσημων προνομίων των συγκεκριμένων ομάδων του δημόσιου τομέα. Έτσι, η πραγματική εφαρμογή των κανόνων δικαίου και ο πραγματικός εκσυγχρονισμός της Ελλάδας ποτέ δεν υποβοηθήθηκε από ένα πολύ συνεκτικό ρυθμιστικό θεσμικό πλαίσιο έτσι ώστε να ενσωματωθούν οι ευρωπαϊκοί κανόνες τόσο πετυχημένα όσο χρειάζονταν. Μπορεί να φαίνεται παράδοξο αλλά μάλλον η ελληνική κρίση μας έδωσε την δυνατότητα να κατανοήσουμε ότι η πραγματική εφαρμογή των κανόνων δικαίου δεν πραγματοποιούνταν.

4.6 Διαφθορά

Η εξέλιξη της διαφθοράς στην Ελλάδα δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Στην πραγματικότητα, σχετίζεται με την έλλειψη μιας ανεπτυγμένης κοινωνίας των πολιτών στην χώρα (Μακρυ­δημήτρης 2006). Επίσης, όπως ο Καζάκος (2010) πιστεύει, η υπερβολική μεγέθυνση του κράτους και τα ανεπτυγμένα πελατειακά δίκτυα επηρέασαν αρνητικά την λειτουργία των θεσμών και την διαφθορά. Σύμφωνα με τελευταίες εμπειρικές έρευνες, η διαφθορά επηρεάζει περισσότερο την ικανότητα διακυβέρνησης παρά την οικονομική αναποτελεσματικότητα (Graycar και Villa 2011). Όπως οι Κουτσούκης και Σκλιάς (2005) ισχυρίζονται, οι πιο σημαντικοί παράγοντες που συνεισφέρουν στο φαινόμενο της διαφθοράς στην Ελλάδα είναι το πολιτικό σύστημα που ενισχύει τον λαϊκισμό, ένα σύνθετο νομικό πλαίσιο το οποίο όχι μόνο είναι αναποτελεσματικό αλλά και προσφέρει την δυνατότητα για πολλές μανούβρες και μια πολιτική κουλτούρα η οποία παρέχει τον χώρο για συμπεριφορές γεμάτες παθογένειες και στρεβλώσεις.

Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα, η Ελλάδα ανήκει στις δυο τελευταίες χώρες με την χειρότερη επίδοση στον έλεγχό της διαφθοράς στην Ευρώπη. Αυτό το αποτέλεσμα επιβεβαιώνεται, επίσης, και από την Transparency International (2010) και από το World Economic Forum (2010). Ο έλεγχος της διαφθοράς στην Ελλάδα δυστυχώς φαίνεται να είναι μια πολύ δύσκολη υπόθεση για τους Έλληνες πολιτικούς γιατί η διαφθορά σχετίζεται με το ελληνικό μοντέλο πολιτισμικής ανάπτυξης. Με βάση αυτό είναι βέβαιο πως το επίπεδο της διαφθοράς στην Ελλάδα επηρεάζει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα και αυξάνει το κόστος παραγωγής και την ίδια στιγμή δημιουργεί έναν πιο στρεβλό και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστεί κρατισμό (World Bank 2005).

4.7 Πολιτική σταθερότητα και κοινοβουλευτική συνέχεια

Το ελληνικό πολιτικό και κοινοβουλευτικό σύστημα είναι ασταθές. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται πως στην Ελλάδα είχαμε εκλογές κάθε φορά που η πολιτική αριστοκρατία ήθελε να αναπαράγει τα συμφέροντα και την πολιτική εξουσία (Καζάκος 2010). Όπως τονίζει και ο Αλιβιζάτος (2001) τα μέλη του ελληνικού κοινοβουλίου έκαναν προτάσεις χωρίς κανενός είδους στρατηγική για τη θεσμική μεταρρύθμιση της χώρας. Ακόμα περισσότερο, τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν γίνει πάρα πολλοί κυβερνητικοί ανασχηματισμοί γεγονός που περιορίζει τις πιθανότητες επίτευξης συγκεκριμένων στόχων πολιτικής μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά πλαίσια. Η κυρίαρχη φιγούρα του Ανδρέα Παπανδρέου είναι ένα τυπικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο κατά τη διάρκεια των 4 πρώτων χρόνων της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ (1981-1985) χρησιμοποίησε 70 μέλη του κοινοβουλίου στην κυβέρνηση του. Το 1984 μόνο, το κράτος υπέστη 5 ανασχηματισμούς ενώ σε 6 περιπτώσεις πραγματοποιήθηκαν μεμονωμένες αλλαγές υπουργών. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης του (1985-1989) συμμετείχαν στην κυβέρνηση συνολικά 105 άτομα ενώ τον πρώτο ενάμιση χρόνο της δεύτερης περιόδου διακυβέρνησης έγιναν 4 ανασχηματισμοί. 

Με βάση τις παραπάνω συνθήκες δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η συμπεριφορά των Ελλήνων πολιτικών μοιάζει με ένα καλά οργανωμένο κλαμπ το οποίο επιλέγει τα μέλη και ενδυναμώνει την προστασία του (Καζάκος 2010). Όπως οι Mitsopoulos και Pelagidis (2009b, σ. 406) υποστηρίζουν: «Πολιτικοί οι οποίοι θέτουν σε κίνδυνο το status quo εύκολα απομακρύνονται από την πολιτική σκηνή ενώ πολιτικοί που συνεργάζονται με ειδικές ομάδες συμφερόντων ανταμείβονται με μακροχρόνιες πολιτικές καριέρες και ασυλία για σχεδόν όλες τις άνομες πράξεις στις οποίες μπορεί να έχουν εμπλακεί». Για αυτό το λόγο, σύμφωνα με τους δείκτες της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Ελλάδα είναι πάλι ένα από τα δυο χειρότερα σε απόδοση κράτη στο δείκτη συμμετοχής και λογοδοσίας.
Όπως ο Featherstone (2005b, σ. 747) ισχυρίστηκε:

«Τα εμπόδια στη μεταρρυθμιστική διαδικασία θέτουν υπό ερωτηματικό την φύση της δικαιοδοσίας της νομιμοποίησης και της συμμετοχής στο ελληνικό σύστημα. Θέτουν σημαντικά διλήμματα για τις δομικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις που εκκινούνται από διαφορετικές ιδεολογικές οπτικές- σοσιαλδημοκρατικές ή νεοφιλελεύθερες- και οι οποίες είναι απίθανο να ξεπεραστούν στο πλαίσιο ενός βραχυπρόθεσμου σχεδίου. Η κυβέρνηση παγιδεύεται σε μια διαδικασία διαπραγμάτευσης, υποκύπτοντας σε αδιέξοδα ανίκανη να κτίσει αποτελεσματικές συμμαχίες και να προσφέρει επαρκή κίνητρα».

Είναι γεγονός πως κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων σχεδόν κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια απέτυχε. Για παράδειγμα, η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας το 1998 και το 2000, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού το 2000 και το 2008, η μεταρρύθμιση των κλειστών επαγγελμάτων, η μεταρρύθμιση του εθνικού συστήματος υγείας το 2000, η μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος, της προστασίας του περιβάλλοντος, της φιλελευθεροποίησης της αγοράς ενέργειας και πάμπολλα ακόμα παραδείγματα, δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμα. Είναι φανερό ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες, κανένας δεν θα πίστευε πως στην Ελλάδα υπάρχει πολιτική σταθερότητα.

Η Ελλάδα είναι ένα τέλειο παράδειγμα του πως η πολιτική και θεσμική υπανάπτυξη καθώς και ο στρεβλός τρόπος διακυβέρνησης μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνες οικονομικές κρίσεις. Αυτό το στρεβλό μοντέλο διακυβέρνησης δημιουργήθηκε τα τελευταία τριάντα χρόνια και ενδυναμώθηκε από τα φαινόμενα του κρατισμού, της διαφθοράς, των προσοδοθηρικών συμπεριφορών, της πολιτικής ανισορροπίας, του λαϊκισμού, και της πολιτικής και κοινοβουλευτικής ασυνέχειας. Δηλαδή αυτό που με την πρώτη ματιά μπορεί να φαίνεται πως είναι το αποτέλεσμα κακών δημόσιων οικονομικών πρακτικών, στην πραγματικότητα αφορά την έλλειψη ενός ικανοποιητικού και επαρκούς μοντέλου διακυβέρνησης. Άρα, οι αιτίες της κρίσης στην Ελλάδα σχετίζονται μάλλον με την πολιτική παρά με την οικονομία. Οι Έλληνες φαίνεται πως δημιούργησαν έναν στρεβλό «Λεβιάθαν» ο οποίος απέτυχε να τους υποστηρίξει. Για αυτό το λόγο, όλες οι προσπάθειες για εκσυγχρονισμό και εξευρωπαϊσμό απέτυχαν να δημιουργήσουν ένα σταθερό πολιτικό και οικονομικό σύστημα και ταυτόχρονα μονιμοποίησαν και νομιμοποίησαν ένα «ώριμο πελατειακό σύστημα» σαν το κύριο χαρακτηριστικό της Ελληνικής πολιτείας. Αυτό το «ώριμο πελατειακό σύστημα» είναι η κύρια αιτία της Ελληνικής κρίσης και μπορεί να θεωρηθεί πως είναι η κύρια συνέπεια της παραπάνω πολιτικής και θεσμικής υπανάπτυξης στην Ελλάδα. Όλοι οι παραπάνω συντελεστές συνδέονται με το πελατειακό σύστημα το οποίο όλες οι πολιτικές ελίτ στην Ελλάδα χρησιμοποίησαν για να επεκτείνουν τα δίκτυα πατρωνίας μέσα από τους νέους πολιτικούς θεσμούς που δανειστήκαμε τα τελευταία χρόνια τόσο γεωγραφικά όσο και λειτουργικά. Για αυτό το λόγο, είναι πολύ δύσκολο έστω και αν τα οικονομικά μέτρα λιτότητας έχουν στο μέλλον ικανοποιητικά αποτελέσματα, να αλλάξει σε ένα σύντομο διάστημα η ελληνική πολιτική κουλτούρα. Η αλλαγή του τρόπου λειτουργίας της ελληνικής πολιτείας είναι μια πολύ δύσκολή δουλειά για τους Έλληνες και τους Ευρωπαίους αξιωματούχους και μάλλον είναι απίθανο να πραγματοποιηθεί βραχυχρόνια.

5. Συμπεράσματα

Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να αναδείξει ότι η ελληνική κρίση μπορεί να γίνει αντιληπτή ως αποτέλεσμα του στρεβλού μοντέλου διακυβέρνησης της χώρας που αναπτύχθηκε τα τελευταία 30 χρόνια ταυτόχρονα με ύπαρξη σημαντικών πολιτικών και θεσμικών ευπαθειών. Αυτό το στρεβλό μοντέλο διακυβέρνησης και κυρίως η πολιτική και θεσμική διάσταση του έφεραν την Ελλάδα ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική καταστροφή μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2007. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η οικονομική σύγκλιση εντός των πλαισίων της ΕΕ ήταν μόνο ονομαστική, δεν ήταν πραγματική και δεν ακολουθήθηκε από την πολιτική και θεσμική σύγκλιση και την ανάπτυξη ενός αξιόπιστου μοντέλου διακυβέρνησης.

Το οικονομικό πλαίσιο από μόνο του δεν μπορούσε να μας προσφέρει όλες τις απαντήσεις για τα πραγματικά αίτια αυτής της κρίσης. Αυτό το πλαίσιο θα έπρεπε να εμπλουτιστεί και να ενδυναμωθεί με τον ρόλο των πολιτικών μεταβλητών που αναπτύξαμε παραπάνω. Πράγματι, από την παραπάνω ανάλυση γίνεται φανερό πως μέσα στα πλαίσια της ΕΕ δεν μπορούμε να κρίνουμε την αποτελεσματικότητα, σταθερότητα και ανάπτυξη μιας χώρας μόνο από τους οικονομικούς δείκτες γιατί αυτοί μπορεί να είναι παραπλανητικοί. Επίσης, θα πρέπει να αναπτυχθούν στα πλαίσια της ΕΕ, εκείνοι οι θεσμοί που να ελέγχουν ότι οι κανόνες δικαίου εφαρμόζονται και μεταφέρονται στα κράτη μέλη πραγματικά και όχι τυπικά. Αυτό είναι μια πολύ σημαντική έλλειψη της ΕΕ. Μέσα στην ΟΝΕ δηλαδή, εκτός από τη πραγματική οικονομική σύγκλισή απαιτείται και η πολιτική και θεσμική σύγκλιση των κρατών μελών. Δεν είναι τυχαίο πως οι τελευταίες προτάσεις για την βελτίωση της οικονομικής διακυβέρνησης περιλαμβάνουν μόνο οικονομικούς στόχους.

Οι αιτίες της κρίσης φαίνεται να σχετίζονται με την πολιτική και θεσμική διάσταση που αναπτύξαμε παραπάνω. Έτσι, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι οποιαδήποτε παρέμβαση στον οικονομικό τομέα και εάν γίνει, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι οικονομικοί συντελεστές έχουν συνεισφέρει στη δημιουργία της κρίσης μα οι βαθύτερες αιτίες φαίνεται να είναι πολιτικές και έχουν να κάνουν με την πολιτική και θεσμική υπανάπτυξη και το μοντέλο διακυβέρνησης. Για αυτό το λόγο, παραπάνω αναπτύχθηκαν και αναλύθηκαν μια σειρά από πολιτικούς παράγοντες. Η δημιουργία του κρατισμού, η αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης, η αποτυχία του εξευρωπαϊσμού, τα επίπεδα διαφθοράς, η επίδραση των συνδικάτων και των ομάδων ενδιαφέροντος, ο λαϊκισμός, το ασταθές πολιτικό και κοινοβουλευτικό καθεστώς είναι οι πιο σημαντικοί.

Για τους παραπάνω λόγους υποστηρίζεται πως αυτή η κρίση έχει ένα σημαντικό πολιτικό στοιχείο το οποίο δεν πρέπει να παραβλεφθεί. Είναι, μάλιστα, αυτό το πολιτικό στοιχείο που συμβάλλει στην όξυνση ανησυχιών που υπάρχουν όχι μόνο για την πορεία της Ελλάδας αλλά και για το μέλλον της ΕΕ. Έτσι, είναι αμφίβολο να υποθέσουμε πως η ελληνική οικονομική κρίση μπορεί να ξεπεραστεί σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα όση βοήθεια και αν πάρει η Ελλάδα από τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ και της ΕΕ. Η εξοντωτική λιτότητα που επιβάλλουν στην Ελλάδα είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει την χώρα στην εξαθλίωση και το κυριότερο να εξασθενίσει ακόμα περισσότερο τη σχέση πολιτικής και πολίτη. Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να προβλέψει ότι η ΕΕ θα προβεί στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι, το μείγμα των πολιτικών εξόδου από την κρίση που ακολουθήθηκαν έως σήμερα στόχευαν περισσότερο στη διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών και του κοινού νομίσματος παρά στην πραγματική μεταμόρφωση του συστήματος της ΕΟΔ.

Επιπλέον, στο εσωτερικό της χώρας είναι πολύ σημαντική η αποκατάσταση των στοιχείων καλής διακυβέρνησης της ελληνικής πολιτείας όπως για παράδειγμα του νόμου και του κράτους δικαίου στα μάτια των πολιτών της. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους πολίτες από τη μια πλευρά και των πολιτών και της πολιτικής από την άλλη είναι επίσης αναγκαία. Η αναδημιουργία του κοινωνικού κράτους και η παροχή κοινωνικών και άλλων παροχών ιδιαίτερα προς τις ευπαθείς ομάδες είναι μια ακόμα αναγκαιότητα. Η δημιουργία ενός νέου πλαισίου πολιτισμικών και πολιτιστικών αξιών και ηθικής που να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής πολιτείας είναι επίσης τόσο σημαντική όσο και οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Έστω και αν σε ευρωπαϊκό επίπεδο το στοίχημα κερδηθεί, τίποτα δεν θα πρέπει να θεωρείται ακόμα δεδομένο στο εσωτερικό. Η αναμόρφωση της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας είναι ένα πολύ σημαντικό και δύσκολο έργο στο οποίο θα πρέπει να επικεντρωθεί οποιαδήποτε κυβέρνηση για να μπορέσουμε οριστικά να μπούμε στον δρόμο της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας και ανάπτυξης και να ξεπεράσουμε την κρίση της ελληνικής πολιτείας.







[1] Όποιος ενδιαφέρεται να μελετήσει σε βάθος την ελληνική οικονομική κρίση θα πρέπει αρχικά να επικεντρωθεί στις τρείς μελέτες του Πάνου Καζάκου (2009, 2010, 2011). Αυτές οι τρείς μελέτες μαζί με το άρθρο του Kevin Featherstone (2011) σχετικά με τις δυο διαστάσεις της Ελληνικής κρίσης χρέους  θεωρούνται βασικά προαπαιτούμενα οποιασδήποτε ανάλυσης σχετικά με την ελληνική οικονομική κρίση. 

[2] Κατά την συγγραφή αυτής της ερευνητικής εργασίας την περίοδο του 2010 δεν είχε δημοσιευτεί το βιβλίο του Acemoglu και Robinson (2012) Why Nations FailThe Origins of PowerProsperity and PovertProfileBooksLondon. Η δεύτερη έκδοση του βιβλίου έγινε το 2013. Όπως οι Acemoglu και Robinson (2013, σ. 398) τονίζουν σε αυτό «Τα έθνη αποτυγχάνουν οικονομικά εξαιτίας των αποσπασματικών θεσμών. Αυτοί οι θεσμοί κρατούν τις χώρες φτωχές και τις αποτρέπουν από την πορεία της οικονομικής μεγέθυνσης». 

πηγή: tandfonline.com, politiko.blogspot

ΒΙΒΛΙΟ ΤΑΚΗ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ - Η ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΥ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

$
0
0

Η μόνη οικονομική και ταυτόχρονα ρεαλιστική δημοκρατική διέξοδος για τον σύγχρονο κόσμο είναι ο Κοινοτισμός και η αμεσοδημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας. Αποδείχθηκε από τα ίδια τα πράγματα ότι τόσο η σοσιαλδημοκρατίαή ο σοσιαλισμόςμε τον κεντρικό σχεδιασμό και τον κρατισμό όσο και ο νεοφιλελευθερισμόςμε τις ανισότητες και τον περιθωριοποίηση  κοινωνικών λαϊκών στρωμάτων κατέρρευσαν ως κοινωνικά προτάγματα του νεωτερικού αντιπροσωπευτικού συστήματος. 

Ο κοινοτισμός αντιτίθεται τόσο στις κρατικές επιχειρήσεις όσο και στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, που υιοθετούνται από τον σοσιαλισμό και τον νεοφιλελευθερισμό αντίστοιχα, σχετικά με τα δημόσια αγαθά (νερό, υγεία, παιδεία, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, αγροτική ανάπτυξη κ.λπ) και προκρίνει την κοινοτικοποίηση των επιχειρήσεων αυτών μέσα στους οργανωμένους δήμους και τις περιφέρειες. Οι κοινοτικοί αυτοί οργανισμοί δεν είναι οι συνηθισμένοι κρατικοδίαιτοι συνεταιρισμοί που γνωρίσαμε μέχρι τώρα. Τι είναι οι ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ; Οι λεγόμενες"επιχειρήσεις κοινής ωφελείας"περνούν στα χέρια των πολιτών που συναποφασίζουν για τη λειτουργία των επιχειρήσεων αυτών λαμβάνοντας ευθύνη τόσο για τα κέρδη όσο και για τις ζημίες τους.

Το βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου που γράφτηκε πριν το 1993 απλά επιβεβαιώνει το συνεργατικό μας πρόταγμα, την μοναδική πολιτική, οικονομική και κοινωνική  λύση που κομίζει ο ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣγια τις σύγχρονες ανθρώπινες κοινωνίες.

Ακολουθεί κείμενο από τον επίλογο ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ, ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣτου βιβλίου του Τάκη Φωτόπουλου Η ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ ΚΑΙ Η 
ΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Η συγκέvτρωση oικovoμικής δύvαμης, είτε με τη μoρφή συγκέvτρωσης τoυ  εισoδήματoς και πλoύτoυ και επoμέvως αγoραστικής δύvαμης, είτε με τη μoρφή συγκέvτρωσης τoυ ελέγχoυ της παραγωγικής διαδικασίας, απoτελεί βασικό χαρακτηριστικo τoυ αvαπτυξιακoύ μovτέλoυ πoυ καθιέρωσε η βιoμηχαvική επαvάσταση και η άvoδoς τoυ καπιταλισμoύ. Έvα μικρό τμήμα τoυ παγκόσμιoυ πληθυσμoύ (λιγότερo από 15% τo 1990) πoυ κατoικεί στις 19 πλoυσιότερες χώρες τoυ ΟΟΣΑ vέμεται σήμερα πάvω από τo 72% τoυ παγκόσμιoυ εισoδήματoς.  Έvα δεύτερo βασικό χαρακτηριστικό τoυ ίδιoυ μovτέλoυ είvαι η  oικoλoγική απoσύvθεση τηv oπoία συvεπάγεται η συvεχής εvτατικoπoίηση της αvάπτυξης μέσω της εξάvτλησης όλωv τωv διαθέσιμωv φυσικώv πόρωv

Η συγκέvτρωση όμως oικovoμικής δύvαμης και η oικoλoγική απoσύvθεση δεv είvαι μόvo συvέπειες της αvαπτυξιακής διαδικασίας αλλά απoτελoύv ταυτόχρovα και θεμελιακές πρoυπoθέσεις για τηv αvαπαραγωγή τoυ ίδιoυ τoυ αvαπτυξιακoύ μovτέλoυ. Η συvέχιση της σημεριvής αvάπτυξης δεv είvαι δυvατή χωρίς τηv παραπέρα λεηλασία της φύσης. Ούτε, όμως, είvαι δυvατή χωρίς τηv συγκέvτρωση oικovoμικής δύvαμης, με τη μoρφή της τεράστιας αvισότητας στη καταvoμή τoυ παγκόσμιoυ εισοδήματoς, εφόσov oι υπάρχovτες πόρoι (ιδιαίτερα oι εvεργειακoί) δεv επιτρέπoυv τηvπαγκόσμια εξάπλωση τωv σπάταλωv καταvαλωτικώv πρoτύπωv πoυ σήμερα απoλαμβάvoυv τα αvώτερα και μεσαία στρώματα στo Βoρρά και η ελίτ τoυ Νότoυ.  

Η συγκέvτρωση oικovoμικής δύvαμης δεv απoτελεί βέβαια έvα vέo φαιvόμεvo. Τηρoυμέvωv τωαvαλoγιώv, η συγκέvτρωση πoλιτικής και στρατιωτικής δύvαμης στα χερια της ελίτ, ιστoρικά, συvoδευότααπό τηv αvτίστoιχη συγκέvτρωση πλoύτoυ, σε όλες τις ιεραρχικά oργαvωμέvες κoιvωvίες. Δηλαδή η ελίτ στήριζε τηv εξoυσία της στη μovoπώληση της πoλιτικής και κυρίως της στρατιωτικής δύvαμης, τηv oπoία συvήθως "εδικαίωvε"έvα σύστημα κoιvωvικώv καvόvωv πoυ βασιζόταv στη θρησκεία. Τo vέo στoιχείo σήμερα είvαι ότι τo ίδιo τo κoιvωvικό μovτέλo, καθώς και η εξoυσία της ελίτ πoυ τo ελέγχει, στηρίζovται στηv oικovoμική αvάπτυξη, τηv oπoια "δικαιώvει"η ταύτιση της με τηv Πρόoδo και τηv Επιστήμη. Εδώ όμως ακριβώς έγκειται η βασική αvτίφαση της σημεριvής ιεραρχικής κoιvωvίας. Ότι δηλαδή εvώ η συvέχιση της αvάπτυξης απoτελεί τov όρo υπαρξης τoυ κρατoύvτoς κoιvωvικoύ μovτελoυ, η ίδια η συvέχιση της αvάπτυξης είvαι αμφίβoλη, τόσo λόγω τωv oικoλoγικώv συvεπειώv της, όσo και τoυ συγκεvτρωτικoύ χαρακτήρα της. 

Με βάση τα παραπάvω, μπoρoύμε vα δoύμε ότι η θεμελιακή αιτία της ιστoρικής απoτυχίας τoυ σoσιαλισμoύ έγκειται ακριβώς στηv απόπειρα τoυ vα "συζεύξει"δυo ασύμβατα στoιχεία: τo "αvαπτυξιακό"στoιχείo πoυ εξέφραζε τoκαπιταλιστικό μovτέλo (τoυ oπoίoυ όμως η δυvαμική oδηγoύσε στηv συγκέvτρωση oικovoμικής δύvαμης και τηv oικoλoγική απoσύvθεση) με τo στoιχείo της κoιvωvικής δικαιoσύvης πoυ εξέφραζε η σoσιαλιστική ιδεoλoγία (πoυ εγγεvώς επέβαλλε τηv απoκέvτρωση oικovoμικής δύvαμης και τηv ισότητα). Με μια έvvoια,  τo σoσιαλιστικό πρόταγμα απoτελoύσε τη λoγική συvέπεια τoυ αvαπτυξιακoύ μovτέλoυ. Για vα έχει η Πρόoδoς, με τηv oπoία ταυτιζόταv η αvάπτυξη, καθoλικό vόημα θα έπρεπε η απόλαυση τωv αγαθώv της αvάπτυξης vα ήταv δυvατή από όλoυς. Με τηv ίδια όμως έvvoια, τo σoσιαλιστικό πρόταγμα βρισκόταv σε θεμελιακή αvτίφαση με τo αvαπτυξιακό μovτέλo, εφόσov η συγκέvτρωση oικovoμικής δύvαμης ήταv όρoς απαραίτητoς, όχι μόvo για τηv αvαπαραγωγή τωv σύγχρovωv ιεραρχικώvδoμώv, αλλά και της ίδιας της αvάπτυξης. 

Η απόπειρα σύζευξης τωv δυo αυτώv αvτιφατικώv στoιχείωv oδήγησε στη κατάρρευση τoυ υπαρκτoύ σoσιαλισμoύ. Όχι λόγω τωv oικoλoγικώτης επιπτώσεωvoι oπoίες μόλις τώρα αρχίζoυv και συvειδητoπoιoύvται. Αλλά λόγω τoυ γεγovότoς ότι η oικovoμική απoτελεσματικότητα, όπως oρίζεται με τα στεvά κριτήρια της μεγιστoπoίησης τoυ πρoιόvτoς με τo ελάχιστo κόστoς, ήταv, αvαγκαστικά, περισσότερo συμβατή με τo καπιταλιστικό σύστημα πoυ άφηvε στις δυvάμεις της αγoράς vα εξασφαλίσoυv τov απαραίτητo βαθμό συγκέvτρωσης oικovoμικής δύvαμης για τηv αvάπτυξη, παρά με έvα σύστημα πoυ επαγγελόταv τηv απoκέvτρωση oικovoμικης δύvαμης και αvέθετε στις αυθαίρετες απoφάσεις τωv γραφειoκρατώv και τωv τεχvoκρατώv τoυ Πλάvoυ τηv επίτευξη της αvτιφατικής σύζευξης τoυ αvαπτυξιακoύ στoιχείoυ με τo στoιχείo της  κoιvωvικής δικαιoσύvης. Πράγμα πoυ κατέληγε τόσo σε oικovoμική αvαπoτελεσματικότητα όσo και σε συγκέvτρωση oικovoμικής δύvαμης, με τη μoρφή, ιδιαίτερα, συγκέvτρωσης τoυ ελέγχoυ της παραγωγικής διαδικασίας. 

Η ίδια πρoσπάθεια σύζευξης τωv παραπάvω αvτιφατικώv στoιχείωv oδήγησε και στη κατάρρευση της "ηπιότερης"παραλλαγής τoυ σoσιαλιστικoύ πρoτάγματoς στη Δύση: της σoσιαλδημoκρατικής συvαίvεσης. Γιατί τα βασικά στoιχεία πoυ χαρακτήριζαv τηv περίoδo της σoσιαλδημoκρατικής συvαίvεσης, δηλαδή η κρατική δέσμευση για τηv εξασφάλιση πλήρoυς απασχόλησης και η επέκταση γεvικά τoυ δημoσιoυ τoμέα και ειδικά τoυ κράτoυς‑πρόvoιας, είχαv ακριβώς στόχo τηv απoκέvτρωση oικovoμικής δύvαμης. Και o στόχoς αυτός βρισκόταv σε εγγεvή αvτίφαση με τη λoγική τoυ καπιταλιστικoύ αvαπτυξιακoύ μovτέλoυ. Τo απoτέλεσμα ήταότι τo καπιταλιστικό μπoύμ, πoυ συvόδευσε τηvμεταπoλεμική αvασυγκρότηση, τo διαδέχθηκε o στασιμoπληθωρισμός της δεκαετίας τoυ 1970, o oπoίoς oφειλόταv στηvαλλαγή τoυ συσχετισμoύ κoιvωvικώv δυvάμεωv και τη σχετική απoκέvτρωση oικovoμικής δύvαμης πoυ  είχε επιφέρει η σoσιαλδημoκρατική συvαίvεση. Με τηv έvvoια επoμέvως αυτή, η σημεριvή επικράτηση της vεoφιλελεύθερης συvαίvεσης και η χειρoτέρευση στη καταvoμή εισoδήματoς στηv oπoία oδηγεί, καθώς και η συvακόλoυθη συγκέvτρωση oικovoμικής δύvαμης, απoτελεί τη φυσιoλoγική "αvτίδραση"τoυ αvαπτυξιακoύ μovτέλoυ στη σoσιαλδημoκρατική "δράση", απoτελεί δηλαδή έvα τρόπo υπέρβασης της κρίσης τoυ.  
Ο vεoφιλελεύθερoς όμως τρόπoς υπέρβασης της κρίσης, πoυ είvαι  βέβαια απόλυτα συμβατός με τηv λoγική τoυ αvαπτυξιακoύ μovτέλoυ, δεv είvαι άμoιρoς άλλωv θεμελιακώv αvτιφάσεωv. Η πρώτη βασική αvτίφαση είvαι η εvεξελίξει oικoλoγική καταστρoφή, η oπoία βέβαια θα συvεχιστεί, όσo συvεχίζεται και εvτείvεται η σημεριvή αvάπτυξη, παρά τα ημι‑μετρα πoυ εισάγovται κατά καιρoύς. Η δεύτερη αvτίφαση είvαι ότι o ίδιoς o τρόπoς υπέρβασης της κρίσης, μέσω της μεγαλύτερης συγκέvτρωσης oικovoμικής δύvαμης, oδηγεί στη μαζική συvειδητoπoίηση ότι η Πρόoδoς, με τηv oπoία ταυτίσθηκε η αvάπτυξη, έχει αvαγκαστικά μερικό και όχι καθoλικό χαρακτήρα. Όσo δηλαδή είvαι δυvατό vα απoδίδει στηv ατoμική (ή τηv εθvική) τoυ αvικαvότητα τηv μη απόλαυση τωv καταvαλωτικώv πρότυπωv πoυ βλέπει γύρω τoυ o άστεγoς τoυ Λovδίvoυ ή της Νέας Υόρκης και ovειρεύεται (μέσω της τηλεόρασης) o oικovoμικά εξαθλιωμέvoς Ρώσoς, Κιvέζoς ή Ivδός, τότε η συvέχιση τoυ σημεριvoύ αvαπτυξιακoύ μovτέλoυ είvαι δυvατή. Η ώρα της κρίσης για τo σημεριvό κoιvωvικό μovτέλo θα έλθει τη στιγμή πoυ θα γίvει καθoλική συvείδηση ότι η ίδια η ύπαρξη τωvσπάταλωv καταvαλωτικώv πρoτύπωv εξαρτάται από τo  γεγovός ότι έvα μικρό τμήμα τoυ παγκόσμιoυ πληθυσμoύ και μόvo έχει τη δυvατότητα vα τα απoλαμβάvει. 

Η σημεριvή επoμέvως επικαιρότητα τoυ κoιvoτισμoύ δεv απoτελεί παρά τηv αvαπόφευκτη συvέπεια της καταρρευσης τoυ υπαρκτoύ σoσιαλισμoύ και της oικovoμικής   και oικoλoγικής απoτυχίας τoυ υπαρκτoύ καπιταλισμoύ. Έτσι, μεταξύ ριζoσπαστικώv Πράσιvωv ρευμάτωv στo Βoρρά καθώς και πoλυπoίκιλλωv κoιvoτιστικώv κιvημάτωv στov Νότo, αvαπτύσσεται σήμερα μια vέα συvείδηση η oπoία απoδίδει τη βασική αιτία της απoτυχίας και τωv δύo συστημάτωv στηvσυγκέvτρωση δύvαμης, στα ίδια δηλαδή τα θεμέλια τoυ αvαπτυξιακoύ μovτέλoυ πoυ εισήγαγε η άvoδoς τoυ καπιταλισμoύ και η βιoμηχαvική επαvάσταση. Γιατί η δυvαμική τoυ καπιταλισμoύ πoυ εκφράζεται με τηv αρχή "αvάπτυξη ή θάvατoς", αλλά και η δυvαμική τoυ κρατισμoύ, πoυ επίσης στoχεύει στηv αvάπτυξη τωv παραγωγικώvδυvάμεωv, αvαγκαστικά oδηγoύv στη συγκέvτρωση oικovoμικής, και συvακόλoυθα πoλιτικής δύvαμης. Και αυτό μπoρείvα δειχθεί τόσo θεωρητικά (είτε με τηv oρθόδoξη, είτε με τηv μαρξιστική oικovoμική θεωρία) όσo και ιστoρικά. Με τηvέvvoια, λoιπόv, αυτή η απoτυχία τόσo τoυ υπαρκτoύ καπιταλισμoύ όσo και τoυ τ. υπαρκτoύ σoσιαλισμoύ εκφράζoυvτηv γεvικευμέvη κρίση τoυ ίδιoυ τoυ αvαπτυξιακoύ μovτέλoυ, τηv oπoία όχι μόvo δεv είvαι σε θέση vα υπερβεί o vεoφιλελευθερισμός αλλά, αvτίθετα, επιδειvώvει περισσότερo.
  
Στo θεωρητικό επίπεδo, η πρoσπάθεια τωv φιλελεύθερωv διαvooυμέvωv vα διαχωρίσoυv τov φιλελευθερισμό από τovυπαρκτό καπιταλισμό συvιστά τηv ίδια αλχημεία με τηv πρoσπάθεια τωv μαρξιστώv διαvooυμέvωv vα διαχωρίσoυvτov μαρξισμό από τov υπαρκτό σoσιαλισμό. Όσo δηλαδή "συμπτωματική"είvαι η συγκέvτρωση δύvαμης στη περίπτωση πoυ o σoσιαλισμός εκφράζεται πoλιτικά με τηv "δημoκρατία"τωv σoβιετ και oικovoμικά με τov συγκεvτρωτικό σχεδιαμό, άλλo τόσo συμπτωματική είvαι η συγκέvτρωση δύvαμης στη περίπτωση πoυ o φιλελευθερισμός εκφράζεται πoλιτικά με τηv έμμεση δημoκρατία και oικovoμικά με τηv γεvικευμέvη αγoρά τoυ καπιταλιστικoύ συστήματoς. Και στις δυo περιπτώσεις o συγκεvτρωτισμός απoρρέει από τηv αvτίστoιχη θεωρία, άμεσα μεv στov μαρξισμό (όπoυ θεωρείται αvαγκαίoς για τo "μεταβατικό"στάδιo), έμμεσα δε στov φιλελευθερισμό (όπoυ η συγκέvτρωση πoλιτικής καιoικovoμικης δύvαμης —εφόσov είvαι "vόμιμη"— δεv θεωρείται ότι αvτίκειται στη θεμελιώδη αρχή τoυ "πρωτείoυ τoυ ατόμoυ", παρόλo πoυ στη πραγματικότητα αvαιρεί τη καθoλικότητα της). Έτσι, όσo o υπαρκτός σoσιαλισμός oδηγεί στηv απελευθέρωση τoυ αvθρώπoυ, άλλo τόσo o υπαρκτoς καπιταλισμός αvαδεικvύει τo "πρωτείo τoυ ατόμoυ"! 

Ακόμα, η ταύτιση (και στα δύo συστήματα) της Πρoόδoυ με τηv oικovoμική αvάπτυξη συvεπάγεται τηv αvάγκη για μεγαλύτερo καταμερισμό εργασίας, εξειδίκευση και εκμετάλλευση τωv συγκριτικώv πλεovεκτημάτωv, δηλαδή τηvαπoμάκρυvση από τηv αρχή της αυτoδυvαμίας. Η απoμάκρυvση όμως αυτή έχει σημαvτικές συvέπειες στo oικovoμικό επίπεδo (αvεργία, φτώχεια, κρίσεις στov καπιταλισμό και oικovoμικός αvoρθoλoγισμός στov σoσιαλισμό), στoπoλιτιστικό επίπεδo (απoσύvθεση κoιvoτικώv δεσμώv και αξιώv), στo oικoλoγικό επίπεδo (η "oικovoμία μεγέθυvσης"oδηγεί στη σημεριvή oικoλoγική καταστρoφή) και φυσικά στo γεvικότερo κoιvωvικό επίπεδo (δραστικός περιoρισμός της ατoμικής και κoιvωvικής αυτovoμίας). 

Οι τρόπoι μέσω τωv oπoίωv πραγματoπoιείται η συγκέvτρωση oικovoμικής δύvαμης στα δυo συστήματα αvάγovται τόσoστo θέμα της ιδιoκτησίας τωv πλoυτoπαραγωγικώv πηγώv, όσo και στo θέμα τoυ μηχαvισμoύ καταvoμής τωv αγαθώvκαι υπηρεσιώv. Έτσι, όσov αφoρά πρώτα τις μoρφές ιδιoκτησίας, η ιδιωτικό‑καπιταλιστική, αλλά και η κρατικo‑σoσιαλιστική ιδιoκτησία τωv πλoυτoπαραγωγικώv πηγώv αvαγκαστικά oδηγoύv στην επιδίωξη τoυ μερικoύ συμφέρovτoς αυτώv πoυ ελέγχoυv τηv παραγωγική διαδικασία, είτε πρόκειται περί μετόχωv, είτε πρόκειται περί γραφειoκρατώv, είτε ακόμα και περί εργατικώv συvτεχvιώv. Όσov αφoρά τov μηχαvισμό καταvoμής τωv αγαθώv και υπηρεσιώv, τόσo o μηχαvισμός της αγoράς όσo και o Κεvτρικός Σχεδιασμός oδηγoύv στη καθιέρωση τoυ "πρωτείoυ"μερικώv ατόμωv σε βάρoς τωv πoλλώv. Στov μηχαvισμό της αγoράς, μέσω της άvισης καταvoμής τoυ εισoδήματoς πoυ επιφέρει η αυτόματη λειτoυργία τoυ μηχαvισμoύ και στov Κεvτρικό Σχεδιασμό, μέσω τωv θεσμoθετημέvωv πρovoμίωvυπέρ της γραφειoκρατικής ελίτ. 

Η σημεριvή, όμως, επικράτηση τoυ φιλελευθερισμoύ στo ιδεoλoγικό επίπεδo έχει oδηγήσει στη καθιέρωση της φιλελεύθερης μυθoλoγίας για τηv ελευθερία επιλoγής τoυ ατόμoυ, σαv παραγωγoύ ή καταvαλωτoύ, τηv oπoία υπoτίθεται εξασφαλίζει o μηχαvισμός της αγoράς. H ελευθερία όμως επιλoγής τoυ καταvαλωτoύ είvαι φαιvoμεvική. Στη πραγματικότητα, η ελευθερία αυτή σημαίvει "επιμερισμό με βάση τo πoρτoφόλι", εφόσov oι αvάγκες πoυ ικαvoπoιoύvται με τov μηχαvισμό της αγoράς  είvαι μόvo αυτές πoυ μπoρoύv vα υπoστηριχθoύv με αγoραστική δύvαμη. Όσo λoιπόv πιoάvιση είvαι η καταvoμή τoυ εισoδήματoς τόσo εvτovότερη είvαι η αvτίφαση μεταξύ της δυvητικής κάλυψης τωv βασικώvoυλάχιστov) αvαγκώολόκληρου τoυ πληθυσμoύ και της πραγματικής κάλυψης τωv αληθιvώv ή φαvταστικώvαvαγκώv τμήματoς μόvo τoυ πληθυσμoύ πoυ επιτυγχάvει o μηχαvισμός της αγoράς. Γι’ αυτό και όταv oι φιλελεύθερoιoικovoμoλόγoι συμπεραίvoυότι o μηχαvισμός αυτός εξασφαλίζει τηv αρίστη καταvoμή αγαθώv και υπηρεσιώv κάvoυvπρoηγoύμεvα τη βoλική υπόθεση "με δεδoμέvη τη καταvoμή εισoδήματoς".  
Επίσης, τo ίδιo φαιvoμεvική είvαι η ελευθερία επιλoγής τoυ ατόμoυ σαv παραγωγoύ πoυ υπoτίθεται εξασφαλίζει oμηχαvισμός της αγoράς. Η πρόσβαση τoυ παραγωγoύ στις πλoυτoπαραγωγικές πηγές, συμπεριλαμβαvoμέvης της τεχvoλoγίας, είvαι επίσης θέμα αγoραστικής δύvαμης. Με δεδoμέvη επoμέvως τη σημεριvή τεράστια ‑—και συvεχώς— διoγκoύμεvη αvισότητα στη καταvoμή τoυ παγκόσμιoυ εισoδήματoς, o μηχαvισμός της αγoράς είvαι τόσo συμβατoς με τηv oικovoμική δημoκρατία όσσυμβατή είvαι η σημεριvή αvτιπρoσωπευτική δημoκρατία με τηv κλασική έvvoια της δημoκρατίας. Η συvτριπτική πλειoψηφία τoυ παγκόσμιoυ πληθυσμoύ δεv έχει σήμερα oύτε ελευθερία επιλoγής σακαταvαλωτές ή παραγωγoί, oύτε φυσικά δυvατότητα αυτoκαθoρισμoύ σαv πoλίτες. 

Δεv είvαι όμως μόvo η φιλελεύθερη εκδoχή τoυ μηχαvισμoύ της αγoράς πoυ είvαι ασύμβατη με τηv oικovoμική δημoκρατία. Τo ίδιo ασύμβατη αλλά και oυτoπική είvαι η σoσιαλδημoκρατική εκδoχή της πoυ πρoτείvεται σήμερα με τη μoρφή της "κoιvωvικής αγoράς". Είvαι ασύμβατη, γιατί στo πλαίσιo της εvισχύεται o ρόλoς τoυ κράτoυς, τo oπoίoελέγχει μια ελίτ και όχι η κoιvότητα στo σύvoλo της. Είvαι oυτoπική, γιατί με τo σημεριvό βαθμό διεθvoπoίησης τηςoικovoμίας η Κευvσιαvή πoλιτική είvαι αδύvατη όχι μόvo σε εθvικό επίπεδo αλλά ακόμα και σε επίπεδo μπλόκ χωρώvόπως η ΕΟΚ. Τέλoς, o κεvτρικός Σχεδιασμός είvαι επίσης ασύμβατoς με τηv oικovoμική δημoκρατία o δε αvoρθoλoγισμός τoυ έχει άμεση σχέση με τo γεγovός αυτό. Μoλovότι o  μηχαvισμός αυτός επέτυχε μια μεγαλύτερη ισoκαταvoμή εισoδήματoς, συγχρόvως oδήγησε σε μεγαλύτερη συγκέvτρωση τoυ ελέγχoυ της oικovoμικής διαδικασίας. 

Η αυτovoμία τoυ κoιvωvικoύ ατόμoυ επoμέvως μπoρεί vα επιτευχθεί μόvo στo πλαίσιo της δημoκρατίας, δηλαδή μιας δoμής και διαδικασίας η oπoία, μέσω της άμεσης συμμετoχής τωv πoλιτωv στη λήψη και εφαρμoγή τωv αποφάσεωv, εξασφαλίζει τηv ισoκαταvoμή της πoλιτικής και της oικovoμικής εξoυσίας μεταξύ τωv πoλιτώv. Η αvαβίωση, όμως της δημoκρατίας σήμερα είvαι δυvατή μόvo στo επίπεδo της κoιvότητας (τoυ δήμoυ ή τωv υπoδιαιρέσεωv τoυ). Γιατί στκoιvoτικό επίπεδo θα ήταv δυvατό vα εκπληρωθoύv oι πρoυπoθέσεις πoυ θα έκαvαv δυvατή μια κoιvoτική μoρφή oργάvωσης της oικovoμίας, δηλαδή: oικovoμική αυτoδυvαμία, κoιvoτικoπoίηση τωv πλoυτoπαραγωγικώv πηγώv και δημoκρατική καταvoμή τωv αγαθώv και υπηρεσιώv μεταξύ τωv συvoμoσπovδιακά oργαvωμέvωv κoιvoτήτωv.

Iστoρικά, άλλωστε η έvvoια της κoιvότητας —πoυ πρoκύπτει από αvθρωπoλoγικές μελέτες πρωτoγόvωv κoιvωvιώv, αλλά και μελέτες αγρoτικώv κoιvoτήτωv στo Μεσαίωvα, καθώς και σύγχρovωv oυτoπικώv κoιvoτήτωv πρoυπoθέτει σχετική oικovoμική ισότητα, άμεσες (χωρίς αvτιπρoσώπoυς) και πoλύπλευρες σχέσεις μεταξύ τωv μελώv της, και τέλoς τηv επικράτηση αξιώv αμoιβαιότητας, αλληλεγγύης και συvεργασίας.  

Είvαι λoιπόv φαvερό ότι η ιστoρική κoιvότητα, τόσάπάπoψη θεσμικoύ πλαισίoυ όσo και αξιώv, βρίσκεται σε διαμετρική αvτίθεση με τηv "oλoκληρωμέvη Ευρωπαική Κoιvότητα"πoυ αvατέλλει, της oπoίας η πεμπτoυσία συvίσταται στηv συγκέvτρωση της εξoυσίας στα χέρια τωv πoλιτικώv και oικovoμικώv ελίτ και τηv κυριάρχηση τωv φιλελεύθερωvαξιώv (αvταγωvισμός, ατoμικισμός κ.λπ.). Στη γεvική όμως σημεριvή σύγχυση ιδεώv και όρωv, φθάσαμε vα θεωρoύμε σαv βήμα για μια ευρύτερη διεθvή κoιvότητα τηv διεύρυvση μιας αγoράς τηv oπoία υπoδέχθηκε με φαvφάρες η Ευρωπαική Κoιvότητα τoυ 1993! Και αυτό, τη στιγμή πoυ τo όραμα τoυ κoιvoτισμoύ (πoυ σε μια πρώτη, και αvαγκαστικά ατελή, μoρφή τoυ είχε αvαπτύξει στηv Ελλάδα ήδη απo τov μεσoπόλεμo o Κωvσταvτίvoς Καραβίδας), με τη μoρφή της πρότασης για τov Συvoμoσπovδιακό Κoιvoτισμό, σήμερα απoτελεί μια συγκρoτημέvη πρόταση για έvα vέoτρόπo κoιvωvικής oργάvωσης, πέρα από τov "υπαρκτό καπιταλισμό"και τov μόλις εκλείψαvτα υπαρκτό σoσιαλισμό. 

Mετά τηv μαζική συvειδητoπoίηση της απoτυχίας τoυ κρατισμoύ πoυ oδήγησε στηv κατάρρευση τoυ υπαρκτoύ σoσιαλισμoύ απόκειται vα συvειδητoπoιηθεί η αvτίστoιχη απoτυχία τoυ υπαρκτoύ καπιταλισμoύ για vα αvoίξει o δρόμoς πρoς vέες μoρφές κoιvωvικής oργάvωσης. Και η απoτυχία αυτή είvαι τόσo oικovoμική, όπως μαρτυρά τo γεγovός ότι τoσύστημα αυτό δεv μπoρεί vα εξασφαλίσει τηv ικαvoπoίηση ακόμα και τωv βασικώv αvαγκώv σημαvτικoύ τμήματoς τoυ παγκόσμιoυ πληθυσμoύ, όσo και oικoλoγική, όπως δείχvει η πρoιoύσα oικoλoγική απoσύvθεση. Σήμερα, απoτελεί επoμέvως επιτακτική αvάγκη η υπέρβαση τόσo τoυ καπιταλισμoύ όσo και τoυ κρατικoύ σoσιαλισμoύ, με στόχo τηαvακoπή της oικovoμικής εξαθλίωσης, πoυ δυvαστεύει τηv πλειoψηφία τoυ παγκόσμιoυ πληθυσμoύ, καθώς και τηvαπoτρoπή της oικoλoγικής καταστρoφής, πoυ απειλεί όλoυς μας.


πηγή: inclusivedemocracy.org

"ΟΡΕΣΤΕΙΑ"ΑΙΣΧΥΛΟΥ - ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ (ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0

Η Ορέστεια του Αισχύλου είναι απ'όλες τις πλευρές ένα έργο κομβικό. Αποτελείται από τρεις τραγωδίες, τον Αγαμέμνονα, τις Χοηφόρους και τις Ευμενίδες και είναι η μοναδική τριλογία που έχει σωθεί από ολόκληρο το αρχαίο δράμα.
Με τα προβλήματα που θέτει -καταπιάνεται με κεντρικά θέματα της ανθρώπινης συνύπαρξης καθώς και με την αρχετυπικής σημασίας επιλογή των κύριων προσώπων της- επηρέασε βαθύτατα τον δυτικό πολιτισμό, και θα λέγαμε συνέβαλε στην αυτοκατανόησή του. Συνοπτικά, ο νοηματικός άξονας των τριών τραγωδιών που την απαρτίζουν είναι ο εξής: ο Αγαμέμνων, ο νικητής της εκστρατείας εναντίον των Τρώων, επιστρέφει έπειτα από πολλά χρόνια στο παλάτι του στις Μυκήνες, όπου βρίσκει τη γυναίκα του, την Κλυταιμνήστρα, η οποία έχεις αρκετούς λόγους για να τον μισεί: έχει αποκτήσει έναν εραστή, τον Αίγισθο, αλλά κυρίως δεν τον έχει συγχωρέσει για τη θυσία της κόρης τους Ιφιγένειας, την οποία είχε κάνει ο Αγαμέμνων πριν από την εκστρατεία κατά της Τροίας. Η Κλυταιμνήστρα δολοφονεί τον Αγαμέμνονα. Στις Χοηφόρους, ο Ορέστης ύστερα από χρόνια απουσίας επιστρέφει στο παλάτι και σκοτώνει τη μητέρα του, Κλυταιμνήστρα, θέλοντας να εκδικηθεί τον φόνο του πατέρα του, με την παρότρυνση της αδελφής του Ηλέκτρας. Στις Ευμενίδες, ο Ορέστης εμφανίζεται να καταδιώκεται από τις Ερινύες και παρουσιάζεται ενώπιον του δικαστηρίου που έχει ιδρύσει η θεά Αθηνά, όπου κρίνεται η τύχη του. Τελικά, ύστερα από απόφαση του δικαστηρίου, αθωώνεται, ανοίγοντας μια νέα εποχή για την Αθήνα.

Η Ορέστεια καταπιάνεται με τρία μείζονα θέματα: την ύβρι, τον φόνο και την ενοχή, τα πραγματεύεται δε με αξιοθαύμαστη οξυδέρκεια και βαθύτητα. Η πρώτη τραγωδία της τριλογίας αρχίζει με την επάνοδο του Αγαμέμνονα από την Τροία. Ο Αγαμέμνων εμφανίζεται να έχει διεξαγάγει έναν επιθετικό πόλεμο, με τεράστιο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, αποκλειστικά για ένα θέμα τιμής, και παρουσιάζεται ιδιαίτερα αλαζονικός. Καθώς γνωρίζουμε πως πριν από την έναρξη της εκστρατείας ο Αγαμέμνων έχει θυσιάσει την κόρη του, Ιφιγένεια, για να εξασφαλίσει από τους θεούς την ευόδωσή της, το μοτίβο της ύβρεως τίθεται όχι μόνον ως ένα από τα βασικά θέματα της τραγωδίας, αλλά ως προϋπόθεσή της - έχει στιγματίσει τη δράση, ήδη σε παρελθόντα χρόνο.
Στην Ορέστεια, ο Αισχύλος καταπιάνεται με τα θέματά του από τη σκοπιά όχι μόνον του ανθρωπογνώστη, αλλά και του στοχαστή, που ταλανίζεται από ερωτήματα σχετικά με το μέλλον και τη μοίρα ενός πολιτισμού, των απαρχών του οποίου είναι ο ίδιος μάρτυρας. Στην εντυπωσιακή αυτή τοιχογραφία η ύβρις εμφανίζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως σημείο εκκίνησης του δυτικού πολιτισμού· η ύβρις, κομβική θεματική της αρχαίας τραγωδίας, προβάλλεται, στον Αγαμέμνονα, ως όρος, ως προϋπόθεση sine qua non του δυτικού ανθρώπου, ως έννοια σύμφυτη με το έλλογο ον.
Αξιολογώντας μ'αυτόν τον τρόπο τη θέση της ύβρεως στο αρχαίο ελληνικό δράμα εύκολα οδηγούμαστε στη θεματική τής ενοχής, καθώς μπορούμε να δούμε το σημαντικό τούτο μοτίβο της Ορέστειας, κατά μία έννοια, σαν συνέπεια της ύβρεως. Ας εξετάσουμε όμως πρώτα κάτι άλλο:
Ανατρέχοντας στις αριστουργηματικές Βάκχες του Ευριπίδη, παρατηρούμε έκπληκτοι την Αγαύη να διαμελίζει η ίδια το σώμα του γιου της Πενθέα· η αναφορά του Ευριπίδη στον διαμελισμό του ανθρώπινου σώματος περνά μέσα από τις βακχικές τελετές και την ωμοφαγία, για να μας δώσει λαβή να θυμηθούμε τις συναφείς τελετές πολλών πρωτόγονων λαών καθώς και τις ανθρωποθυσίες στις οποίες προέβαιναν οι Αζτέκοι - όλες τους τελετές που μαρτυρούν τον βαθιά ρηξιγενή και ρηγματώδη χαρακτήρα της ανθρώπινης ψυχής. Σύμφωνα με τον Καρλ Γιουνγκ, η ανθρώπινη ψυχή θεμελιώνεται σε ένα πλήθος από συλλογικές αρχαϊκές εμπειρίες, που την εφοδίασαν με μια συλλογικής φύσης αρχετυπική παρακαταθήκη: το συλλογικό ασυνείδητο. Επεκτείνοντας τούτο το σκεπτικό θα λέγαμε πως η ανθρώπινη ψυχή έχει θεμελιωδώς ρηξιγενή χαρακτήρα, τον οποίο οφείλει σ'αυτές ακριβώς τις επώδυνα αποκτηθείσες πρωτογενείς αρχαϊκές της εμπειρίες.Η ανθρώπινη ψυχή, αυτή που δημιούργησε εκτός από τα θαύματα του πνεύματος εκατοντάδες αδελφοκτόνους πολέμους, στρατόπεδα συγκεντρώσεως και ατομική βόμβα, σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, έχει τη ροπή «να διαρραγεί εκ των ένδον», μια πραγματικότητα που την καθιστά ικανή και εν πολλοίς την προετοιμάζει για να διαπράξει φόνο.
Η Ορέστεια σκιαγραφεί εντυπωσιακά το ενοχικό κλίμα μέσα στο οποίο θα οικοδομηθεί ένας πολιτισμός τριών χιλιετιών και επιχειρεί, κατά τη γνώμη μας, ακόμη μια σύνδεση: ο συμβολισμός του φόνου προϋπάρχει των φόνων που θα διαπράξουν η Κλυταιμνήστρα και ο Ορέστης, ο «πρωταρχικός φόνος» έχει συντελεσθεί, σε συμβολικό επίπεδο, στα θεμέλια της ανθρώπινης συλλογικής ψυχής - φόνος αρχαϊκός, απότοκο -το ξαναλέμε- της βαθιά ρηγματωδούς και ρηξιγενούς ανθρώπινης ψυχής.
Καθώς είναι γνωστό πως ο Φρόυντ απέδιδε την ανθρώπινη επιθετικότητα στην εγγενή καταστροφική ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου, κάνει εντύπωση η ευρύτητα της σκέψης του τη στιγμή που διατυπώνει «γιουνγκιανής πνοής» προβληματισμούς: Στον Ερωτα και πολιτισμό διαβάζουμε: «...ο Φρόυντ είχε μιλήσει για ένα προϋπάρχον αίσθημα ενοχής, που φαίνεται να "καραδοκεί"μέσα στο άτομο, έτοιμο, και περιμένοντας ν'"αφομοιώσει"μια κατηγορία που θα διατυπωθεί εναντίον του. Η ιδέα αυτή φαίνεται να αντιστοιχεί με εκείνη ενός "αδέσμευτου άγχους", που έχει υπόγειες ρίζες, πιο κάτω ακόμα και από το ατομικό ασυνείδητο». (Χ. Μαρκούζε, Ερως και πολιτισμός, Κάλβος, σ. 76). Η ενοχοποίηση, όμως, της συλλογικής ψυχής της ανθρωπότητας αποκλειστικά από τον συμβολικό φροϋδικό «πρωταρχικό φόνο» φαίνεται, από την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού, πως ίσως δεν αρκεί για ν'αποκωδικοποιηθούν τα βαθύτατα αρχέτυπα της Ορέστειας.
Γιατί ο Αισχύλος διαλέγει ως πλαίσιο του μεγάλου ανθρωπολογικού του στοχασμού τον διπλό φόνο του Αγαμέμνονα (από την Κλυταιμνήστρα) και της Κλυταιμνήστρας (από τον Ορέστη); Τι οδηγεί τον Αισχύλο να συνδέσει τον προβληματισμό του πάνω στο πεπρωμένο της ανθρωπότητας, με το διπλό τούτο «έγκλημα καθοσιώσεως» του οίκου των Ατρειδών; Αν η Κλυταιμνήστρα διαπράττει τον φόνο του Αγαμέμνονα από καθαρό μίσος, ο φόνος που διαπράττει ο Ορέστης ενέχει τον χαρακτήρα του «χρέους». Αν και «έγκλημα καθοσιώσεως» -φόνος μιας μητέρας από τον γιο της- είναι αιτιολογημένο, και κάτι ακόμα πιο καθοριστικό: είναι προαποφασισμένο και υπαγορευμένο από τον ίδιο τον Απόλλωνα. Ούτε λίγο ούτε πολύ, ενέχει τον χαρακτήρα πεπρωμένου, του οποίου την ευθύνη, όμως, πλήρως αναλαμβάνει ο Ορέστης.
Αν αποφασίσουμε να μεταφερθούμε μερικούς αιώνες αργότερα σ'έναν άλλο τόπο, μπορούμε, στα Ιεροσόλυμα, τώρα πια, να παρακολουθήσουμε ένα άλλο ασύλληπτο «έγκλημα καθοσιώσεως», καθώς ο εβραϊκός λαός θα θανατώσει, σταυρώνοντάς τον, τον Ιησού Χριστό. Κι εδώ υπάρχουν και η ύβρις και η ενοχή -προπατορικό αμάρτημα- αλλά και μια ανθρωπότητα που ζει μέσα στην ανηθικότητα. Η πράξη της σταύρωσης του Ιησού Χριστού επισφραγίζει την «αρχική ενοχή» της συλλογικής ψυχής με επανάληψη του αρχικού πταίσματος: Η ανθρωπότητα, όχι μόνον έχασε τον Παράδεισο και ζει μέσα στην αμαρτία, μα σταυρώνει και τον «Υιό του Θεού», που θυσιάζεται γι'αυτήν από αγάπη και μόνο. Το «έγκλημα καθοσιώσεως» διαπράττεται, θα 'λεγε κανείς, για να επιβεβαιωθεί και να επισφραγισθεί στην πράξη η «πρωταρχική ενοχή».
Η Κλυταιμνήστρα δεν γνωρίζει τι σημαίνουν οι τύψεις· αντιθέτως, ο Ορέστης «συμβιώνει» με τις τύψεις, το βέβαιο πάντως είναι το γεγονός του διπλού φόνου, και εκ μέρους της Κλυταιμνήστρας και εκ μέρους του Ορέστη. Το ανάκτορο των Ατρειδών γίνεται ένα θέατρο όπου η ανθρώπινη ψυχή διαβάζει και αποκωδικοποιεί τα αρχέτυπα και τους συμβολισμούς της ανθρωπότητας με ιδιαίτερα επώδυνο τρόπο.
Ο Αισχύλος κατασκευάζει, χτίζει, με την ιστορία των Ατρειδών ένα έργο που θα μείνει στην ιστορία, σαν μνημείο άφταστης μεγαλοσύνης του ανθρώπινου πνεύματος· πέρα όμως απ'αυτό εκπονεί, θα λέγαμε, το ανθρωπολογικό πρόγραμμα της Δύσης. Μιλώντας στο ίδιο ιδίωμα μ'αυτόν, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο δυτικός άνθρωπος οικοδόμησε πολιτισμό μερικών χιλιετιών, με σκοπό να βάλει σε όρια, να ελέγξει, μα και να καταστείλει μέσα από λογικές κατηγορίες την ατιθάσευτη -ή μάλλον, τη ρηξιγενή του φύση - αλλά και τον «ενοχικό» της χαρακτήρα, που τείνει να φτάσει στο έγκλημα, και να καταστρέψει ό,τι νωρίτερα έχτισε. Τι, αλήθεια, φοβάται ο σύγχρονος άνθρωπος όταν διατυπώνει την αγωνία του για ένα ενδεχόμενο πυρηνικό ολοκαύτωμα, αν όχι την ψυχική του Αβυσσο, που θέλει να μιλήσει με λόγια του σκοταδιού σε μια εποχή όπου οι λογικές κατηγορίες έχουν νεκρωθεί; Η απόφαση του Αρείου Πάγου στις Ευμενίδες είναι αθωωτική για τον Ορέστη· ο Αισχύλος, που πιστεύει πως πρέπει να θεσπιστούν σοβαρές ποινές για όποιον βλάπτει την πόλη, στέκεται σ'αυτό το σημείο αισιόδοξος και υπέρμαχος της ανθρώπινης φαντασίας. Μένει σ'εμάς να δούμε τι θα αντλήσουμε από το έργο του.

πηγή: enet.gr

"ΑΓΡΟΤΙΚΑ"ΚΩΝ/ΝΟΥ ΚΑΡΑΒΙΔΑ - Α. ΖΟΥΚΑΣ, ΤΙ ΧΑΘΗΚΕ; ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΟΠΤΙΚΗ

$
0
0



(Το κείμενο που ακολουθεί είναι η παρουσίαση του Αλέκου Ζούκα στην εκδήλωση – συζήτηση με τον Γιώργο Κολέμπα, συγγραφέα του βιβλίου «Τοπικοποίηση: Μια απάντηση στην παγκοσμιοποίηση», που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή 13 Μαρτίου στο Μύλο Ματσόπουλου από την κίνηση αποανάπτυξης τρικαλινών πολιτών)

Θα αναρωτιούνται, όπως είναι φυσικό, οι νεότεροι, δηλαδή όλοι όσοι μεγάλωσαν μέσα σ’ ένα καθεστώς επάρκειας ή, στην καλύτερη περίπτωση, ευμάρειας για το ποιος ήταν άραγε αυτός ο πλούτος σε προϊόντα, διατροφικά ή άλλα, που χάθηκε και κάτω από ποιες συγκεκριμένες συνθήκες; Ή, πιο συγκεκριμένα, ήταν τόσο απαραίτητα όλα αυτά τα προϊόντα που η εξαφάνισή τους από τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου να προβάλλεται σήμερα ως  πλήγμα στην ισορροπημένη ζωή και υγιεινή διατροφή του; Η απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα είναι προφανής. Στη φύση δεν περισσεύει τίποτα, απαραίτητα για την διατροφή του ανθρώπου μπορεί να μην είναι τα λαθούρια, αλλά σίγουρα σε κάποια άλλη βιολογική αλυσίδα είχαν το ρόλος τους. Με την σταδιακή τους εξαφάνιση φτωχαίνει η βιοποικιλότητα ενός τόπου κι οπωσδήποτε θα εμφανισθούν οι συνέπειές της.


Ίσως ακόμα να σκέφτονται κάποιοι με μια δόση εφησυχασμού πως τελικά η εξέλιξη είναι αυτή που ρυθμίζει αυτού του είδους τις απώλειες και πως αυτό είναι μια εντελώς φυσιολογική διαδικασία, που ονομάζεται και Φυσική Επιλογή. Θα συμφωνούσα, πράγματι, με την τελευταία άποψη αν αυτό συνέβαινε σε ένα καθεστώς πλήρους ελευθερίας, αν δηλαδή η επιλογή ήταν αποτέλεσμα μιας απρόσκοπτης φυσικής διαδικασίας κι όχι της εντατικής ανθρώπινης παρέμβασης. Δυστυχώς όμως όπως θα φανεί στη συνέχεια δεν υπήρξε καμιά ελεύθερη επιλογή, αντιθέτως, ο χάρτης της σύγχρονης ελληνικής παραγωγής και ο κατάλογος των διατροφικών προϊόντων, διαμορφώθηκαν ως αποτέλεσμα της μεθοδικής αλλοίωσης της παραγωγικής φυσιογνωμίας της χώρας.


Ωστόσο δεν ήταν μόνον η παραγωγική φυσιογνωμία της χώρας που αλλοιώθηκε στους δύο περίπου αιώνες ύπαρξης του ελληνικού κράτους. Ή, καλύτερα, κι αυτή ακολούθησε με τη σειρά της ολόκληρο τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό προσανατολισμό των ελληνικών κυβερνήσεων. Ο προσανατολισμός αυτός, από την δημιουργία του ελληνικού κράτους, και για ολόκληρο τον 19ο αιώνα μέχρι και τα μέσα του εικοστού, ήταν πρωτίστως πολιτικός, στραμμένος ακλόνητα προς την δύση, κυρίως Αγγλία και Γαλλία, και σπανιότερα Ρωσία[1]. Υπήρξαν βέβαια και ορισμένες περιπτώσεις που η προσήλωση αυτή είχε καθαρά ιδιοτελή κίνητρα ενώ κατά τα τέλη του 20ου αι. διαμορφώνεται ο οικονομικός και μιλιταριστικός της χαρακτήρας. Επιπροσθέτως ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός των δυνάμεων αυτών μεταφέρονταν και στο εσωτερικό της χώρας με συνέπεια οι εγχώριες κομματικές αντιπαλότητες να παίρνουν ενίοτε διαστάσεις πολεμικής ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οδήγησαν τη χώρα σε εθνικές περιπέτειες.

Όμως η ελληνική ύπαιθρος ήταν αυτή που ιστορικά δοκιμάστηκε σκληρά. Μετά το αποτυχημένο Κίνημα των Ορλωφικών του 1770 γνώρισε την ανελέητη βιαιότητα των Οθωμανών, μεγάλες κωμοπόλεις που ανθούσαν από το εμπόριο των αγροτικών προϊόντων καταστράφηκαν, αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, παραδόθηκαν στη λεηλασία, με λίγα λόγια η ύπαιθρος στα χρόνια εκείνα γνώρισε τη μεγαλύτερη καταστροφή, από την επικράτηση των Οθωμανών τον 15ο αι. Ωστόσο μέχρι και τις αρχές του 19ου αιώνα οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας είχαν ανασυνταχθεί, όπως φαίνεται από τις αναφορές διαφόρων περιηγητών και ιδιαίτερα στις εκθέσεις του Γάλλου προξένου Felix Beaujour[2], ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις των προϊόντων που κατείχαν αξιοσημείωτη θέση στο εξαγωγικό εμπόριο και στην ευρωπαϊκή αγορά. Οι περίφημες κάπες της Ζαγοράς που κατασκευάζονταν με γιδόμαλλο, που έφτανε στο Χορευτό με καΐκια από την περιοχή της Λειβαδιάς, κι αυτές των Καλαρυτών, διακινούνταν στην Ευρώπη αλλά και στους Έλληνες και Αλβανούς κτηνοτρόφους (μακριές μέχρι τον αστράγαλο) και κοντές (τα λεγόμενα κοντοκάπια) για τους ναυτικούς του Αιγαίου και της Αδριατικής. 

Τα υφαντουργεία του Τιρνάβου, προμήθευαν τον Οθωμανικό στρατό με τόνους τσόχες, αμπάδες, σερβέτες, και άλλα υφάσματα, ο Συνεταιρισμός των Αμπελακίων έβαφε και διακινούσε τα μεταξωτά νήματα σ’ ολόκληρη την Ευρώπη ενώ οι εξαγωγές των μαλλιών και δερμάτων είχαν φθάσει στο απόγειό τους. Η εξαιρετική, για την εποχή, επεξεργασία κάποιων προϊόντων καθώς και οι πρώτες ύλες που χρησιμοποιήθηκαν προκάλεσαν την περιέργεια των Ευρωπαίων που«προσπάθησαν να βρουν το «μυστικό» της βαφής των νημάτων. Έστελναν δήθεν περιηγητές, που δεν ήταν παρά εμπορικοί κατάσκοποι, στα Αμπελάκια, στον Τύρναβο και αλλού κι έμαθαν τον τρόπο βαφής. Ο Beaujour τον περιγράφει με ακρίβεια χημικού. Προμηθεύτηκαν σπόρους ριζαριού, τους μετέφεραν στη Γαλλία, κυρίως στη Μασσαλία και στο Παρίσι, ακριβοπλήρωσαν Αμπελακιώτες τεχνίτες και τους πήραν στη Γαλλία. Με το ριζάρι της Γαλλίας, με τους Έλληνες τεχνίτες και με την επίβλεψη του διάσημου Λαβουαζιέ (Lavoiser), πατέρα της χημείας, προσπάθησαν να επιτύχουν καλές βαφές. Γίνονταν όλα σχολαστικά, με συνεχείς επαναλήψεις. Το αποτέλεσμα πάντα ήταν απογοητευτικό. Άλλο χρώμα έδινε το παραγόμενο στην Θεσσαλία ριζάρι με τον ήλιο και το νερό της Ελλάδας και άλλο στην Γαλλία χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις. Ο Λαβουαζιέ και οι άλλοι πρωτοπόροι της χημείας παράτησαν τελικά την προσπάθεια με τα χρωστικά φυτά και στράφηκαν στις χημικές βαφές. Και ανακάλυψαν τα χρώματα ανιλίνης». [3]
Πίνακας Θεόφιλου

Ωστόσο η πανώλη των αρχών του 19ου αιώνα ανέκοψε αποφασιστικά αυτή την πορεία την οποία ανακοπή ολοκλήρωσαν τα επαναστατικά γεγονότα του 1821 και οι, εξ αυτών, συχνές εκστρατείες των στρατευμάτων της Πύλης. Κάθε εκστρατευτική προπαρασκευή σήμαινε για τους κτηνοτρόφους και γεωργούς της υπαίθρου βαρύτατες απώλειες που κοντά σ’ αυτές θα πρέπει να υπολογιστεί και η τροφοδοσία -οικειοθελώς ή παρά τη θέλησή τους- των ελληνικών επαναστατικών σωμάτων.

Στην σύντομη πρωθυπουργία του ο Καποδίστριας (1828 – 1831) συνειδητοποίησε την ανάγκη ανασυγκρότησης της κατεστραμμένης αγροτικής οικονομίας και μεταξύ των άλλων μέτρων μετακάλεσε από τη Γαλλία τον Γρηγόριο Παλαιολόγο φιλόλογο και κυρίως γεωπόνο, μέλος της Κηποκομικής και της Γεωργικής Εταιρείας στο Παρίσι, ο οποίος έφτασε στην Ελλάδα με χρήματα, μηχανήματα και σπόρους για να βοηθήσει την ελληνική γεωργία. Εδώ ανέλαβε την διεύθυνση των Εθνικών Κτημάτων και του Προτύπου Αγροκηπίου της Τίρυνθας. Η δολοφονία όμως του Καποδίστρια απομάκρυνε με σκαιό τρόπο τον Παλαιολόγο από τις θέσεις του και το αγροκήπιο ερήμωσε. Ωστόσο οι ιδέες του για την αγροτική ανασυγκρότηση της χώρας, μπολιασμένες με τις ιδέες του Σαιντ Σιμόν που είχαν -με προτροπή του Κοραή- αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους, πρώτα στο Πανεπιστήμιο, άρχισαν να κυκλοφορούν και στους αγροτικούς πληθυσμούς κυρίως μέσα από διαλέξεις, επαφές και αρθρογραφία, στο περιοδικό Αθηνά, που συνέχιζε ο Παλαιολόγος και μετά την απομάκρυνσή του.

Ο Παλαιολόγος υπήρξε ο άνθρωπος που πρώτος αυτός στη νεότερη Ελλάδα προσπάθησε να ανασυγκολλήσει τη χαμένη συνέχεια της γνώσης των αρχαίων γύρω από τα φυτά και τις ιδιότητές τους. Το Κεχρί (με το αλεύρι του εμπλούτιζαν το ψωμί), τα Κουκιά, ο Βίκος (πλούσια σε παραγωγή γάλακτος ζωοτροφή), ο Όροβος ή ρόβι (για την διατροφή των βοοειδών), το Φηγόπυρο ή μαυροσίταρο (όσπριο με το οποίο γίνονταν το κρίμνο ή ο χόνδρος δηλ. το ψιλό ή χονδρό πληγούρι), ο Θέρμος (ξεχασμένο και στα χρόνια του Παλαιολόγου όσπριο για ζωοτροφή που εμπλούτιζε με την καλλιέργειά του όπως και το κεχρί τα φτωχά εδάφη), [4] όπως και πολλά, ξαναήρθαν στην επιφάνεια σε σχέση και με τις ευρωπαϊκές επιδόσεις της καλλιέργειάς τους αλλά και σε σχέση με τις παρατηρήσεις των αρχαίων (Θεόφραστου, Διοσκουρίδη, Γαληνού και άλλων) για τη θρεπτική τους αξία και τις άλλες τους ιδιότητες. Με το ογκώδες δίτομο έργο του Γεωργική και Οικιακή Οικονομία 1833 – 1835, αλλά και με τις δεκάδες μονογραφίες του με πρακτικές οδηγίες και καλλιεργητικές συμβουλές, άφησε για τις επερχόμενες γενεές μια σπουδαία παρακαταθήκη γνώσεων που στο σύνολό τους παραμένουν, δυστυχώς, επίκαιρες. Η ελληνική ύπαιθρος συνέχισε να παραδέρνει έρμαιο, αυτή τη φορά, των ομοεθνών μεγάλων γαιοκτημόνων οι οποίοι διαδέχθηκαν, στην κυριότητα της γης, τους αποχωρήσαντες Οθωμανούς.


Η αρπαγή της γης με διάφορα νομικά τερτίπια και το καθεστώς της δουλοπαροικίας των ακτημόνων, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία, θα συγκινήσει τον επαναστάτη και οραματιστή πολιτικό Αλέξανδρο Κουμουνδούρο (στο διάστημα 1865 – 1883 εξελέγη δέκα φορές πρωθυπουργός) που ξεκίνησε το μεγάλο μεταρρυθμιστικό του σχεδιασμό από τη Θεσσαλία, η οποία ελευθερώθηκε επί πρωθυπουργίας του και η οποία με κατάλληλες υποδομές (σιδηρόδρομος, εγγειοβελτιωτικά έργα), με την αποκατάσταση των ακτημόνων και με συνδυασμένη αγροτική – βιομηχανική ανάπτυξη, θα μπορούσε να ξελασπώσει τη βαλτωμένη οικονομία της χώρας και να χορτάσει τον εξαθλιωμένο της πληθυσμό. Σ’ αυτό το ελπιδοφόρο περιβάλλον, έρχεται από την Αμερική -όπου σπούδασε φυσικές και φυσικοϊστορικές επιστήμες ο Παναγιώτης Γεννάδιος, γιος του λόγιου και διδάσκαλου του γένους Γεωργίου Γεννάδιου. Η δράση του υπήρξε πολυσχιδής, όντας Επιθεωρητής Γεωργίας στο Υπ. Εσωτερικών, την περίοδο 1880 – 1894, γράφει, επιμελείται και εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό «Ελληνική Γεωργία» για 12 χρόνια αδιαλείπτως [5]. Γύρω από το περιοδικό συγκεντρώνονται αρκετοί επιστήμονες γεωπόνοι, χημικοί, βοτανολόγοι και άλλοι. Αν σκεφτεί κανείς τα μέσα της εποχής και την ανάγκη περιγραφής των ασθενειών με εικόνες (εδώ γίνονταν με σκίτσα) η προσπάθεια του Γεννάδιου φαντάζει τιτάνια!

Τον Κουμουνδούρο όμως ανατρέπει ο υπουργός του Χαρίλαος Τρικούπης με τη βοήθεια βουλευτών που εξυπηρετούσαν πρωτίστως τα συμφέροντα των μεγαλογαιοκτημόνων. Ο Τρικούπης θα διαχειριστεί το δάνειο των 5 εκ. φράγκων, που είχε συνάψει ο Κουμουνδούρος με τη Γαλλία, για τα εγγειοβελτιωτικά έργα στη Θεσσαλία, για ίδιο κομματικό όφελος. Τροποποιεί τη σύμβαση του σιδηροδρόμου και ορίζει πλάτος της γραμμής το ένα μέτρο (μετρική) κι όχι το διεθνές πλάτος του 1,44 μετρά. Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό για την Ελλάδα. Η μειονεκτική της θέση (τερματικός προορισμός) επέβαλε στη χώρα να πληρώνει παντού τις διελεύσεις των εμπορευμάτων της, από και προς την Ευρώπη, και να μην εισπράττει από κανέναν. Τώρα πληρώνει και την ενοικίαση των ξένων βαγονιών για τις μεταφορές της και την μεταφόρτωση τους στο μεθοριακό σταθμό του Πυργετού Λάρισας στα οθωμανικά τρένα. Η σκληρή του στάση στα συλλαλητήρια της εποχής, για την αποκατάσταση των ακτημόνων και ενάντια στις αυθαιρεσίες -με την ανοχή των αρχών- των τσιφλικάδων, εξανάγκασε το Δημοτικό Συμβούλιο της Λάρισας της εποχής, έπειτα από εισήγηση του Δήμαρχου Γαλάτη, να κηρυχθεί ο Τρικούπης πρόσωπο ανεπιθύμητο για τη Λάρισα και να μην ονομασθεί ποτέ οποιαδήποτε οδός ή μνημείο στο όνομά του. Αντίθετα το Άγαλμα του Κουμουνδούρου καθώς και το όνομά του τιμούν την πρώτη οδό της πόλης. Θεωρώ πως είναι ντροπή, αν όχι ανοησία, άνθρωποι που δηλώνουν ιστορικοί, και ιδιαίτερα Θεσσαλοί, να αναφέρονται στον Τρικούπη με το χαρακτηρισμό «υποδειγματικός ηγέτης» υπερεκτιμώντας τις πολιτικές του δεξιότητες και παραβλέποντας το γεγονός πως, η πολιτική τελικά, ακόμα και στην εξαιρετική περίπτωση, δεν είναι τίποτα παραπάνω από το μέσο, το «όχημα» δηλαδή που θα οδηγήσει τον άνθρωπο και την κοινωνία στην ευτυχία, και όχι αυτοσκοπός.

Εν μέσω κομματικών αλληλοσπαραγμών, μισαλλοδοξίας και αποτυχημένων πολέμων και κινημάτων, ο Παν. Γεννάδιος θα συνεχίσει το έργο του και θα ολοκληρώσει το περίφημο Φυτολογικό Λεξικό του, το 1914, με πάνω από δέκα χιλιάδες φυτά, με αναφορές στις ιδιότητές τους, στην καλλιέργειά τους, τις παθήσεις τους και την αντιμετώπισή τους [6]. Η φτώχεια, βέβαια, σε βαθμό εξαθλίωσης της υπαίθρου είχε ήδη συγκινήσει τους διανοούμενους και λογοτέχνες της εποχής. Αρκετοί αποτύπωσαν στο έργο τους τη δυστυχία που επικρατούσε στην ύπαιθρο, άλλοι συμπαρατάχθηκαν με το μέρος των δυστυχισμένων εκθειάζοντας τον Κοινοτικό τρόπο ζωής όμως κανένας δεν βρέθηκε με το μέρος του κομματικού κράτους και των καπιταλιστικών του οραμάτων με ελάχιστες βέβαια εξαιρέσεις αυτών που ενέδωσαν στις μεγαλοϊδεατικές προσδοκίες της εποχής. Αρκεί κανείς να ανατρέξει στο «Ζητιάνο» του Α. Καρκαβίτσα ή στον πρόλογο του Συνεταιρισμού της Κοινότητας Κοσκινά Καρδίτσας του 1908, που υπογράφει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης [7] [Δες ΕΔΩ] προκειμένου να κατανοήσει τις συνθήκες που επικρατούν. Μέσα σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον εμφανίζονται οι Ντίνος Μαλούχος και Κων/νος Καραβίδας, κύριοι εκφραστές του Κοινοτισμού ως εναλλακτικού σχεδιασμού της οικονομικής και διοικητικής οργάνωσης του κράτους.
«Το καθεστώς Βενιζέλου, επισημαίνει ο Μαλούχος, μετά το 1909 άφησε ελεύθερο το πεδίο δράσης στα νέα ιδεολογικά ρεύματα που έρχονταν από την Ευρώπη, όπως οι κοινωνιολόγοι, οι σοσιαλιστές, οι κομμουνιστές. Οι θεωρίες αυτές, τελευταίες αναλαμπές του ευρωπαϊκού πολιτισμού, δεν ήταν δυνατόν να εφαρμοσθούν στην Ελλάδα, διότι η ελληνική πραγματικότητα ήταν πλατύτερη από τα σχήματα αυτά. Προσέκρουαν στην ψυχρή αδιαφορία των αγροτών, μικροεπαγγελματιών και άλλων λαϊκών τάξεων, δηλαδή της κοινωνικής πλειοψηφίας. Παρόμοια ξενόφερτη, εντελώς θεωρητική, χωρίς πρακτικά αποτελέσματα προσπάθεια ανασυγκρότησης, υπήρξε αυτή των κομμουνιστών. Προσπάθεια άγονη, τουλάχιστον για την μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, που αποτελείται από μικρονοικοκυραίους, αγρότες και επαγγελματίες, θεωρία που διδάσκει την πάλη του προλεταριάτου εναντίον των κεφαλαιούχων, την στιγμή που στην Ελλάδα το μεν προλεταριάτο είναι σχεδόν ανύπαρκτο, το δε κεφάλαιο διασκορπισμένο στα χέρια όλου σχεδόν του αγροτικού και μικροαστικού πληθυσμού» [8].

Είναι η εποχή που αρθρώνονται οι πρώτες αμφισβητήσεις σχετικά με τον καπιταλιστικό προσανατολισμό της ανάπτυξης της χώρας, με κύριους εκπροσώπους τον Ντίνο Μαλούχο και τον Κωνσταντίνο Καραβίδα, κατ’ αρχή στο περιοδικό «Κοινότης». Οι αμφισβητήσεις αυτές πολύ γρήγορα πήραν το χαρακτήρα πολεμικής και πάλι εις μάτην. Τόσο ο Μαλούχος, που πέθανε πολύ νέος μόλις 33 ετών, με την αρθρογραφία του, όσο και ο Καραβίδας με τις πολυετείς έρευνες πεδίου, σχετικά με την αγροτική παραγωγή -κύρια στην Μακεδονία- επισήμαναν την εγκληματική αδιαφορία της πολιτικής με την έννοια της κομματοκρατίας και την αναπηρία του κοινοβουλευτικού μοντέλου διακυβέρνησης. Πιστεύοντας ακράδαντα στην άμεση δημοκρατία και στον Συνεταιριστικό – Κοινοτικό τρόπο οργάνωσης της υπαίθρου, θα αναλύσουν διεξοδικά τα μοντέλα παραγωγής, κύρια τους Συνεταιρισμούς, για τους γεωργούς, και τα Τσελιγκάτα για τους κτηνοτρόφους.

Ο Καραβίδας στο μνημειώδες έργο του τα «Αγροτικά» [9] θα αναλύσει διεξοδικά την κατάσταση της υπαίθρου ενώ με εκατοντάδες αναφορές του θα προσπαθήσει να τραβήξει την προσοχή των κυβερνώντων πάνω στο πρόβλημα της οικονομικής και δημογραφικής κατάρρευσης της υπαίθρου. Το αρχικό βιβλίο, υπό μορφή ογκώδους έκθεσης μερικών χιλιάδων σελίδων, που παραδόθηκε το 1929 ιδιοχείρως στον Υπουργό Εξωτερικών της Κυβέρνησης Βενιζέλου, ο υπουργός (μάλλον ο Αλ. Καραπάνος) το έχασε!!! [9a] «Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ερεύνησε ενδελεχώς την νεοελληνική κοινότητα. Η σκέψη του μετατοπίστηκε από μια εξαντλητική και επιτυχή συλλογή πρωτογενούς υλικού στην ανάδειξη της κοινότητας σε μια «πραγματική ουτοπία» προορισμένη να συγκρουστεί στο χώρο της ιδεολογίας με άλλες «πραγματικές ουτοπίες». Ο Καραβίδας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κοινότητα όχι μόνο υπήρξε, αλλά διεκπεραίωνε λειτουργίες διοικητικές και παραγωγικές. Γηγενής αντικαπιταλιστικός θεσμός, δημιούργημα εν πολλοίς γεωοικονομικών παραγόντων, είναι αναγκαία σε κάθε στάδιο της τεχνικής εξέλιξης και κλειδί για την κατανόηση του νεοελληνισμού»[10].

Ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο εμφύλιος που ακολούθησε επέβαλαν άλλες προτεραιότητες και η ύπαιθρος για μια ακόμα φορά περιορίσθηκε στα απολύτως απαραίτητα. Ωστόσο οι διατροφικές ανάγκες της κατοχής και η φτώχεια ανάγκασαν το λαό ειδικά της υπαίθρου, για ένα μικρό δυστυχώς χρονικό διάστημα, να ξαναθυμηθεί μια πληθώρα πρακτικών και προϊόντων της φύσης όπως τα άγρια μπιζέλια, την μολόχα, διάφορα είδη κιχώριου (από την καβουρδισμένη και τριμμένη ρίζα του παράγονταν και ένα υποκατάστατο του καφέ), το πρωινό κατσαμάκι, τα σούρβα, διάφορες επίσης φυτικής προέλευσης βαφές: ριζάρι (Ερυθρόδανο), Λάπατο (αποξηραμένοι κόνδυλοι των ριζών έβγαζαν καφεκίτρινο χρώμα), καρύδι (το σαρκώδες περίβλημα του καρυδιού για βαφή), οι χλωρές φλούδες του μέλεγου ή μέλιου για την απολύμανση του νερού των πουλερικών κ.ο.κ. Σχεδόν κάθε αγροτικό νοικοκυριό ήταν και ένα μικρό εργαστήριο που συντηρούσε τα εργαλεία του, ύφαινε τα απαραίτητα στρωσίδια ή ρούχα, κατασκεύαζε τις αποθήκες και τους στάβλους του και επισκεύαζε τις ζημιές τους, με τους μπαχτσέδες του, τα οπωροφόρα του και τα λίγα οικόσιτα ζώα. Αντίστοιχα κάθε κτηνοτρόφος, ακόμα και οι νομάδες, είχε τον κήπο του δίπλα στα μαντριά του, έφτιαχνε τα τουλούμια του για το τυρί από δέρματα συνήθως κατσικιών, ξύλινες βαρέλες για νερό, οι γυναίκες ύφαιναν τα μαλλιά κ.ο.κ. Σήμερα οι εντατικές καλλιέργειες εξαφάνισαν την αυτάρκεια του αγροτικού νοικοκυριού και ένα από τα μεγάλα προβλήματα των κτηνοτρόφων είναι το … πετρέλαιο που χρειάζονται για να κάψουν τα μαλλιά των κοπαδιών.

Πριν τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο ήδη η κτηνοτροφία είχε αρχίσει να συρρικνώνεται και από εξαγωγική δύναμη που ήταν στις αρχές του αιώνα άρχισε να μην καλύπτει τις ανάγκες του πληθυσμού. Αυτό που δεν κατόρθωσαν οι πολεμικές συγκρούσεις και η πολιτική αστάθεια του πρώτου κυρίως μισού του 20ου αιώνα το κατάφερε ο Δυτικός προσανατολισμός των κυβερνήσεων. Η Α. Χατζημιχάλη [11] στα 1955 θα καταγράψει 1.839 τσελιγκάτα (κοινοπρακτικές μορφές οργάνωσης της κτηνοτροφίας) τα οποία ανήκουν σε 7.620 οικογένειες και αριθμούν 1.403.875 κεφάλια ζώα. Η καταγραφή αυτή αφορούσε μόνον τους Σαρακατσαναίους νομάδες κτηνοτρόφους στις περιοχές της θερινής τους διαβίωσης στα βουνά της Πελοποννήσου, Ηπείρου, Μακεδονίας, Στερεάς, Θεσσαλίας και Θράκης. Στα 1983 ο συνολικός πληθυσμός των ζώων της μεταβατικής κτηνοτροφίας στην Ελλάδα μόλις που φθάνει τα 630.000 [12] ζώα σ’ ολόκληρη τη χώρα, ενώ δεν έμεινε ούτε ένα τσελιγκάτο! Η κατάρρευση υπήρξε ραγδαία…


Η εκτατική (κοπαδιάρικη) κτηνοτροφία αντικαταστάθηκε σταδιακά από τα βιομηχανικά εκτροφεία προβάτων και βοοειδών που κι αυτά σήμερα δεν καλύπτουν ούτε το 30% της εγχώριας κατανάλωσης κρέατος. Δεν χρειάζεται νομίζω ν’ αναφερθώ στον διατροφικό εφιάλτη της Ευρώπης, τουλάχιστον αυτόν που ανακαλύπτει κατά καιρούς ο Τύπος (σκεφτείτε τι άλλο γίνεται που δεν το μαθαίνει ή το αποσιωπά) ούτε φαντάζομαι στην αναγνώριση των θεσσαλικών προϊόντων στην ιστορική τους πορεία. Κι αφού ούτε τα βιομηχανικά βουστάσια της Δανίας διαθέτουμε, ούτε ταΐζουμε τα ζώα ορυκτέλαια, ας προστατέψουμε τουλάχιστον τα υψηλής ποιότητας γεωργοκτηνοτροφικά μας προϊόντα και φυσικά ας στηρίξουμε (και στηριχτούμε) στην εκτατική μας κτηνοτροφία και στις μικρές εκτατικές καλλιέργειες που μπορούν να αποτελέσουν την μοναδική απάντηση στο σύγχρονο διατροφικό εφιάλτη. Η κάθοδος στο στίβο του παγκόσμιου ή και ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, χωρίς την προστασία των προϊόντων και με κόστη παραγωγής πολλαπλάσια των ανταγωνιστών μας (λόγω ορυκτελαίων, οστεάλευρων κ.λ.π.), φαντάζει σαν απονενοημένο διάβημα.

Η Τοπική αυτοδιοίκηση ουσιαστικά μη ανθιστάμενη κι ακολουθώντας άκριτα τις επιλογές της κεντρικής εξουσίας, περιφρόνησε την παραγωγική φυσιογνωμία της περιοχής της και εγκατέλειψε το πρόβλημα στις δυνάμεις της αγοράς η παντοδυναμία της οποίας τείνει να υποκαταστήσει κάθε εθνικό σχεδιασμό σε οικονομικό επίπεδο. Αλλά και το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ΤΑ περιόρισε τις βασικές της λειτουργίες αφού «ο νεοέλληνας νομοθέτης δεν αξιώθηκε να καταλάβει πως η κοινότητα δεν ήταν μόνο διοικητική περιφέρεια αλλά εστία αναπτύξεως και εφαρμογής των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην πιο συγκεκριμένη τους εκδήλωση» [13]. Οι ρυθμίσεις των αγροτικών χρεών, τόσο σε αγρότες όσο και σε συνεταιρισμούς, παρά το ότι επιβάρυναν τον Έλληνα φορολογούμενο, έχουν αποδειχθεί ετεροχρονισμένες και αναποτελεσματικές. Το μόνο που κατάφεραν ήταν να βελτιώσουν πρόσκαιρα το χαρτοφυλάκιο της ΑΤΕ και να συγκαλύψουν τις ευθύνες των κυβερνήσεων και των διοικούντων τον αγροτοσυνεταιριστικό χώρο.

Ζούμε στην εποχή όπου η ποσότητα θριάμβευσε υπέρ της ποιότητας με τις ποικίλες ανησυχητικές προεκτάσεις αυτής της διαπίστωσης. Σε όλους τους τομείς της ζωής και ιδιαίτερα στον αγροτικό τομέα αθροίζουμε ποσότητες ενώ καθημερινά χάνουμε γενετικό υλικό. Στην αμπελουργία για παράδειγμα, δεκάδες παλιές ποικιλίες αμπελιών αντικαταστάθηκαν από σύγχρονες ευρωπαϊκές μεγαλύτερης απόδοσης. Ο Αγιορείτης Ευλόγιος Κουρίλας διερεύνησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι. εκατοντάδες ποικιλίες γνωστές στους αρχαίους, με τα ιδιαίτερα ονόματα και ιδιότητές τους [14]. Από αυτές ελάχιστες υπάρχουν σήμερα και μόνο σε παλιούς αμπελώνες, μη εκμεταλλεύσιμους, στα νησιά ή στα ορεινά της χώρας. Αρκετές ποικιλίες ελληνικών βοοειδών εξαφανίστηκαν χάριν των κρεατοπαραγωγών μοσχαριών υψηλής απόδοσης Σαρολέ, Λιμουζίν και άλλων. Ο Μόκας κι ο Φασούλας στους Καλαρύτες με τα δόντια κυριολεκτικά κρατάνε αμιγή τα κοπάδια τους με τα βραχύσωμα Καλαρυτινά (τα λεγόμενα Μπούτσκα), πρόβατα με τεράστια πλεονεκτήματα έναντι των άλλων.

Αγαπητοί φίλοι δεν σας κρύβω ότι αντιμετωπίζω με μελαγχολία όλη αυτή την υπόθεση. Δεν ξέρω αν υπάρχει πλέον χρόνος προκειμένου να ανατραπεί αυτή η πορεία. Ωστόσο πιστεύω πως το μεγαλύτερο κέρδος από τους προβληματισμούς αυτούς και από όλα αυτά τα κινήματα είναι πως κάποιοι άνθρωποι συνειδητοποιούν καθημερινά πως υπήρχε -και υπάρχει- κι άλλος δρόμος από αυτόν που ακολουθήθηκε. Μια διαφορετική πορεία που απελευθερώνει τον άνθρωπο από οικονομικά, πολιτικά ή άλλου είδους δεσμά και τον μεταμορφώνει σε κυρίαρχο της προσωπικής και κοινωνικής του ιστορίας. Κι αυτό είναι μια ιστορική αλήθεια που θα δυναμώσει την πίστη όσων κουράστηκαν να σέρνονται πίσω από τα τερτίπια του κοινοβουλευτισμού δηλαδή τις υποσχέσεις, τα διλήμματα και τους εκβιασμούς.

[1] «Αυτό το φαινόμενο οφείλεται, σύμφωνα με τον (Ντίνο σ.δ.) Μαλούχο, (α) στον υλικό και ψυχικό κάματο που προήλθε από την Επανάσταση, (β) στην τεχνική και υλική υπεροχή της Δύσης, (γ) στην έλλειψη ντόπιας ιθύνουσας τάξης, ικανής να αντιμετωπίσει τα μετεπαναστατικά προβλήματα, (δ) στον ρόλο των εξ Ευρώπης Ελλήνων πολιτικών, (ε) στην ευνοϊκή για την Ελλάδα παρέμβαση των δυτικών δυνάμεων». Μελετόπουλος Μελέτης, «Ο Ντίνος Μαλούχος και η επιθεώρηση «Κοινότης»», Περιοδικό Άρδην, τ. 44., όπου και σπουδαίες πληροφορίες για τις δυσχέρειες και την «τύχη» των ιδεών του Κοινοτισμού στην Ελλάδα.
[2] Felix Beaujour «Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία» (1787-1797), εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1974.
[3] Λάζαρος Αρσενίου «Η Θεσσαλία στην τουρκοκρατία», σελ. 76, Επικαιρότητα, Αθήνα 2010.
[4] Γρηγόριος Παλαιολόγος «Γεωργική και Οικιακή Οικονομία», τόμος 1ος, Ναύπλιο, εκ της Βασιλικής Τυπογραφίας, 1833 και τόμος 2ος, Αθήνα, ο.π. 1835.
[5] «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑ», «Σύγγραμμα κατά μήνα εκδιδόμενον, όργανον των συμφερόντων των απανταχού Ελλήνων κτηματιών, καλλιεργητών της γης και κτηνοτρόφων», υπό Π. Γενναδίου, έτος πρώτον, Αθήνα 1885.
[6] Π. Γ. Γενναδίου, «Φυτολογικόν Λεξικόν, περιλαμβάνον τα ονόματα, την ιθαγένειαν και τον βίον υπερδεκακισχιλίων φυτών, εν οις και τα λόγω χρησιμότητος ή κόσμου καλλιεργούμενα, των οποίων περιγράφονται και η ιστορία, η καλλιέργεια, τα προϊόντα και αι νόσοι», Αθήνα 1914.
[7] 1908, Αλεξάνδρος Παπαδιαμάντης, τόμος Ε’, επιμέλεια Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, εκδόσεις Δόμος. «Το βιβλιάριον τούτο, το περιέχον το Καταστατικόν της νεωστί αποκαταστάσης Κοινότητος του μικρού χωρίου Κοσκινά της Καρδίτσης, μοι φαίνεται ως μία αίγλη φωτός, εν φαεινόν βήμα, εν εύηχον κήρυγμα προόδου, ευημερίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. Η αλλαγή εξουσίας και Κυβερνήσεως, και η φυσική εντεύθεν ανωμαλία, η ζύμωσις η εκ του κομματισμού προερχομένη, η ανεπάρκεια και αφροντισία των Ελληνικών Κυβερνήσεων, των λόγω μεν επαγγελλομένων εκάστοτε την λεγομένην αποκέντρωσιν, πράγματι δε εξασκουσών την συγκέντρωσιν μέχρις αποπνιγμού, και η γειτνίασις του συχνά πλημμυρούντος Παμίσου, όλα ταύτα συλλήβδην υπήρξαν αφορμή όπως μη διοικήται καλώς το χωρίον και φθίνη η Κοινότης. Χάρις τω Θεώ ανέτειλεν επ’ εσχάτων η ευεργέτις πρωτοβουλία νεαρών ευπαιδεύτων ανδρών, τέκνων του αυτού χωρίου, εις το πνεύμα των οποίων επήλθε φωτισμός και ευβουλία, προς άρσιν των κακών τούτων και το ανά χείρας βιβλιάριον δύναται να χρησιμεύση ως υπόδειγμα πώς πρέπει να διευθύνωνται εκασταχού αι κοινοτικαί περιουσίαι. Οι γεωργικοί πληθυσμοί της Θεσσαλίας και της Ελλάδος, οίτινες αποτελούσι την βάσιν της κοινωνίας, και πρέπει να σεμνύνωνται δι’ αυτό, ας λάβωσι διδάγματα και ας καρπωθώσιν ωφελήματα εκ του διαυγούς τούτου Καταστατικού, του περιποιούντος τιμήν εις εκείνους οίτινες το υιοθέτησαν και το κατήρτισαν, και, συν Θεώ αρωγώ, τάχ’ αύριον έσσετ’ άμεινον. Το μέλλον αναγκαίως θα είναι καλύτερον του παρελθόντος».
[8] Μελετόπουλος Μελέτης, ό. π.
[9] Κ. Δ. Καραβίδα «Αγροτικά», «Έρευνα επί της οικονομικής και κοινωνικής μορφολογίας εν Ελλάδι και εν ταις γειτονικαίς σλαυϊκαίς χώραις», Μελέτη Συγκριτική, Παράρτημα του ΣΤ» τεύχους του Γεωργικού Δελτίου, Αθήνα 1931.
[9a] Κ. Δ. Καραβίδα, ό π., σελ ιδ. Έτσι περιγράφει ο ίδιος την σημασία που έδωσε ο Υπουργός στην έκθεσή του: «Και η μεν παλαιοτέρα εκείνη έκθεσις, δυστυχώς ή ευτυχώς, απωλέσθη κατά τον ίδιον έτος το 1929, αν και ογκωδεστάτη, εις χείρας του κ. Υπουργού επί των Εξωτερικών -έτσι τουλάχιστον εδικαιολογήθη το πράγμα εκ των υστέρων».
[10] Σπύρος Κουτρούλης, «Ο κοινοτικός συνεργατισμός και ο Κ. Καραβίδας», Περιοδικό Άρδην τ. 44.
[11] Χατζημιχάλη Α.: «Σαρακατσάνοι», τ. Α., Αθήνα 1975.
[12] Ψυχογιός Δ., Παπαπέτρου Γιούλη: «ΟΙ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΝΟΜΑΔΩΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΩΝ», άρθρο στο«ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ & ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ», Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα 1987.
[13] Νικόλαος Πανταζόπουλος «Κοινοτισμός και τοπική αυτοδιοίκηση», άρθρο στην εφ. MAKΕΔΟΝΙΑ, Κυριακή 07.11.2010.
[14] Ευλογίου Κουρίλα Λαυριώτου «Οι Αμπελώνες του Άθω» Θεσσαλονίκη 2001 (απόσπασμα από το έργο «Άθως, φως εν σκότει», Αθήνα 1935)

πηγή: http://anaghrapho.blogspot.gr/

ΧΑΪΝΤΕΓΓΕΡ - ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΦΘΗΝΟ ΟΞΥ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ

$
0
0

[…] Ὅποιος θέλει νὰ μιλήση ἀληθινὰ γιὰ τὸ μηδέν, πρέπει ἀπαραιτήτως νὰ γίνη ἀνεπιστήμων. Τοῦτο ὅμως ἰσοδυναμεῖ μὲ μιὰ μεγάλη ἀτυχία, μόνο στὸ βαθμὸ ποὺ κανεὶς πιστεύει πὼς ἡ ἐπιστημονικὴ σκέψη εἶναι ἡ μόνη καὶ ἡ γνήσια αὐστηρὴ σκέψη, καὶ πὼς μόνον αὐτὴ μπορεῖ καὶ πρέπει νὰ ἀποτελέση τὸ κριτήριο καὶ τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης. Ἀλλὰ ἰσχύει τὸ ἀντίστροφο. Ὅλη ἡ ἐπιστημονικὴ σκέψη δὲν εἶναι παρὰ παράγωγος καὶ συνεπῶς, ὡς τοιαύτη, εἶναι μιὰ πηγμένη μορφὴ τῆς φιλοσοφικῆς σκέψης. Ἡ φιλοσοφία δὲν γεννιέται ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη οὔτε διὰ τῆς ἐπιστήμης. Ἡ φιλοσοφία δὲν εἶναι τῆς αὐτῆς τάξεως μὲ τὴν ἐπιστήμη. Ἡ φιλοσοφία προηγεῖται στὴν τάξη· καὶ τοῦτο ὄχι μόνο «λογικῶς» ἢ σύμφωνα μὲ ἕνα πίνακα τοῦ συστήματος ἐπιστημῶν. Ἡ φιλοσοφία στέκεται σὲ μιὰν ἐντελῶς διαφορετικὴ περιοχὴ καὶ τάξη τοῦ πνεύματος. Μόνο μὲ τὴν ποίηση βρίσκεται ἡ φιλοσοφία καὶ ἡ σκέψη της στὴν αὐτὴ τάξη. Ὡστόσο, ἡ ποίηση καὶ ἡ σκέψη δὲν εἶναι ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ πρᾶγμα. 

Ὁ λόγος περὶ τοῦ μηδενὸς παραμένει γιὰ τὴν ἐπιστήμη πάντοτε κάτι τὸ φρικῶδες καὶ τὸ παράλογο. Ἀντίθετα, μπορεῖ νὰ μιλήσει γιὰ τὸ μηδέν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν φιλόσοφο καὶ ὁ ποιητὴς –καὶ βεβαίως ὄχι ἐπειδή, κατὰ τὴν κοινὴ ἀντίληψη, ἡ ποίηση δὲν διαθέτει αὐστηρότητα, ἀλλὰ ἐπειδὴ στὴν ποίηση (καὶ ἐννοῶ μόνον τὴ γνήσια καὶ μεγάλη ποίηση) βασιλεύει μιὰ οὐσιαστικὴ ἀνωτερότητα πνεύματος, σὲ σύγκριση μ’ αὐτὸ ποὺ εἶναι ἁπλῶς ἐπιστημονικό. Ὁ ποιητὴς μιλάει πάντοτε ξεκινώντας ἀπὸ μιὰ τέτοια ἀνωτερότητα, ὡσὰν τὰ ὄντα νὰ ἔβρισκαν τὴν ἔκφρασή τους καὶ νὰ ὀνοματίζωνταν γιὰ πρώτη φορά. Στὴν ποίηση τοῦ ποιητῆ καὶ στὴ σκέψη τοῦ διανοητῆ οἰκονομεῖται ἕνας τέτοιος κοσμικὸς χῶρος, ὅπου ἐντός του ὅλα τὰ πράγμτα -ἕνα δένδρο, ἕνα βουνό, ἕνα σπίτι, μιὰ κραυγὴ πουλιοῦ- χάνουν παντελῶς τὸν ἀδιάφορο καὶ συνηθισμένο χαρακτῆρα τους.

 Ὁ ἀληθινὸς λόγος περὶ τοῦ μηδενὸς παραμένει πάντοτε κάτι τὸ ἀσύνηθες. Δὲν ἀφήνεται νὰ γίνει κοινός. Ἂν τοποθετηθῆ στὸ φτηνὸ ὀξὺ μιᾶς ἁπλῶς λογικῆς ὀξύνοιας διαλύεται. […]

Μάρτιν Χάιντεγκερ, Εἰσαγωγὴ στὴ Μεταφυσική, εἰσαγωγή, μετάφραση, ἐπιλεγόμενα Χρήστου Μαλεβίτση, Ἁρμὸς 2010

Η ΕΞΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΣΕ ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ (ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0












Μας λένε συχνά ότι το Δημόσιο (ή Κρατικό) Χρέος προκαλείται από κακοδιαχείριση των δημοσίων εξόδων, ή από την έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Και ότι η μόνη λύση είναι η ιδιωτικοποίηση της οικονομίας, ή η εφαρμογή προγραμμάτων λιτότητας. Αυτός είναι ένας σύγχρονος μύθος, ένα μεγάλο ψέμα του νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού συστήματος! Αυτό, σύμφωνα με τον δημιουργό του βίντεο (www.mrquelquesminutes.fr) δεν είναι σωστό.

Είναι μαθηματικά αδύνατο να επιλυθεί το ζήτημα του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους 
προτού αντιμετωπιστεί το θέμα με τη δημιουργία χρήματος μέσω χρέους (με τόκους, μάλιστα), διότι ακριβώς αυτά είναι οι ίδιες οι αιτίες αυτών των χρεών! 


Αν θέλουμε να επιλύσουμε το πρόβλημα του χρέους, είναι επιτακτική ανάγκη να σταματήσουμε τη χρήση της δημιουργίας χρήματος μέσω δανείων από τα κλασματικά αποθέματα των ιδιωτικών τραπεζών και να επιστρέψουμε στη δημιουργία χρήματος αποκλειστικά μέσω των Κεντρικών (δημόσιων) Τραπεζών. Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι οι κυβερνήσεις δεν θα τυπώνουν υπερβολικό -πληθωριστικό- χρήμα για ψηφοθηρικούς λόγους.


Σήμερα βρισκόμαστε στο άλλο άκρο, σε ένα φαύλο κύκλο, όπου η δημιουργία χρήματος κυρίως μέσω των δανείων που χορηγούν οι ιδιωτικές τράπεζες (μαζί με τον τόκο), έχει ως αποτέλεσμα ένα συνεχώς διογκούμενο και αυτοτροφοδοτούμενο χρέος που απαιτεί τη λήψη περισσότερων δανείων για να αποπληρωθούν τα παλαιά.



πηγή: youtube

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ - Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΝΙΑΣ

$
0
0

Όλοι έχουμε βιώσει από την πρώιμη κιόλας ηλικία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το αίσθημα της αγωνίας. Είναι κάτι που μπορεί να μας επισκέπτεται συχνά και το βιώνουμε ως αίσθημα  ταραχής, ανησυχίας ή ιλίγγου. Μπορεί να προέλθει από κάτι ανεπαίσθητο ως και κάτι σοβαρό, χωρίς να διαφέρει ο βαθμός της έντασης.

Είναι, «Όπως ακριβώς όταν στην άκρη ενός ψηλού κατακόρυφου βράχου, ο άνθρωπος νιώθει καμία φορά να καταλαμβάνεται από ταραχή... Μέσα σ'αυτόν τον περιδινούμενο κύκλο, που η φρενιτιώδης κίνηση του τον έλκει ακαταμάχητα, βλέπει τον εαυτό του σε μίαν άβυσσο - η άβυσσος τον καταπίνει». (περιγραφή από το βιβλίο του Άβελ και Άβελ,  «η γέννηση μιας ταραχής).

Αυτός που μελέτησε πιο βαθιά την έννοια της αγωνίας είναι ο Κίρκεγκωρ. Άλλοι συγγραφείς της αγωνίας θεωρούνται: ο Ποέ, ο Κάφκα, ο Ανρί Μισσώ, ο Μπλανσώ. 
Ο Κίρκεγκωρ είχε διακρίνει την αγωνιά του ανθρώπου, ως την απόδειξη της ετερογένειας του σε σχέση με το σύνολο της φύσεως. Την παρουσιάζει ως κάτι που συγκρατεί τον άνθρωπο από την πλήρη διαφθορά. (Ο Χάμαν την αναφέρει ως την «ιερή μελαγχολία»). Η ζωή του Κίρκεγκωρ ήταν ολόκληρη αγωνιώδης.  Μιλάει για τις αγωνίες της παιδικής του ηλικίας, που γεννήθηκαν από τις αυστηρές απαγορεύσεις του πα­τέρα του: «Αύτη η εκπαίδευση μ'έκανε να βυθιστώ στη θλίψη και στην αγωνία.. Αν είχαν πει σε ένα παιδί πως είναι αμαρτία να χτυπήσει το πόδι του, μέσα σε ποιά αγωνία δεν θα ζούσε! Ίσως δε ακόμη και να το χτύπαγε συχνότερα».

Η αγωνία παίζει ουσιαστικό ρόλο στη σκέψη του Κίρκε­γκωρ. Γνώριζε ο ίδιος τον πειρασμό, και ζούσε την αγωνιά στον εαυτό του, καθώς ο ίδιος ήταν συνδεμένος με τον πειρασμό.

Σε μία περίοδο της νεότητας του θέλει να αναζητήσει την αλήθεια που ενυπάρχει στο κακό. Μας αναφέρει ότι γι'αυτόν πως: όλη η ύπαρξη είναι αιτία αγωνίας, από το πιο μικρό μέχρι το ποιο μεγάλο μυστήριο. Μέσα σε μια φιλοσοφία της πλησμονής (της αφθονίας) του Είναι και της σαφήνειας του Εί­ναι, δεν υπάρχει τόπος για το φαινόμενο, που γι'αυτόν ουσιαστικά είναι αμφίσημο αφ'ενός, και συνδέεται µε το  μ η­ δ έ ν [1],  αφ'έτερου.

Αναφερθήκαμε ήδη, μιλώντας για την παιδική ηλικία του Κίρκεγκωρ και το γεγονός πως γι'αυτόνη αγωνία συνδέε­ται µε την απαγόρευση: η αιτία της πρώτης αγωνίας είναι η απαγόρευση του Θεού προς τον Αδάμ. Ήδη μέσα στην αθωότητα υπάρχει µία αγωνία, ένα σπέρμα αγωνίας: είναι λανθάνον και βγαίνει στο φώς µε την απαγόρευση. Και τι γίνεται τότε; Γεννιέται στον άνθρωπο η δυνατότητα και η αγωνία της δυνατότητας.

Οι δύο ιδέες,  α γ ω ν ί α  και  δ υ ν α τ ό τ η τ α, συνδέονται εσωτε­ρικά. Υπάρχει μέσα μας µία γνώση, που δεν γνωρίζει ωστόσο πως είναι γνώση, διότι η δυνατότητα είναι άγνοια και συνάμα γνώση. Είναι ον και µη-ον και βιώνεται ως αγωνία.  

Αυτή η παρουσία των δυνατοτήτων, καλών ή και κακών, που έρχονται μπροστά µας, είναι η αιτία του πειρασμού. Όταν δε η κακή δυνατότητα παρουσιάζεται κατά προτίμηση, τότε προκαλεί αποδυνάμωση της βούλησής µας.

Καθώς λοιπόν η αγωνία είναι συνδεδεμένη µε την ιδέα της δυνατότητας, και ακριβώς γι'αυτό, είναι συνδεδεμένη και µε την Ιδέα της  α µ φ ι σ η µ ί α ς. Αυτό που µας παρουσιάζεται μέσα στην αγωνία, είναι ένα είδος δύναμης, η οποία µας έλκει και µας απωθεί. Είναι µία αντιπαθητική συμπάθεια και µία συμπαθητική αντιπάθεια.

Ώστε, αυτό που παρουσιάζεται είναι ουσιαστικά η ιδέα της  α μ φ ι σ η μ ί α ς  και ταυτοχρόνως η δ ι α λ ε κ τ ι κ ή  ιδέα. Μας έλκει κάτι το οποίο δεν το θέλουμε και δεν μπορούμε να το κοιτάξουμε, και που δεν μπορούμε να µην το κοιτάξουμε.

Αυτό που είπαμε για την δυνατότητα συνδέεται επί πλέον και με το γεγονός ότι η αγωνία στρέφεται πάντοτε προς το μέλλον. Καλό θα ήταν να μελετούσαμε τη σχέση της αγωνίας με τον χρόνο. Η αγωνία είναι πάντοτε αγωνία για κάτι που δεν υπάρχει ακόμη εκεί, όπου αυτή κατευθύνεται. Αλλά ταυτόχρονα είναι κάτι σαν επιβράδυνση του χρόνου. Όταν κανείς έχει αγωνία, ο  χ ρ ό ν ο ς  κυλάει αργά και όταν κανείς έχει αγωνία στο ύψιστο σημείο, ο χρόνος κυλάει πάρα πολύ αργά και έχει την αίσθηση πως δεν μπορεί πλέον να κινηθεί. Κι ωστόσο, μπορούμε να πούμε, πως η στιγμή της αγωνίας είναι ταυτοχρόνως μία στιγμή αποφασιστική. Έτσι λοιπόν υπάρ­χουν τρεις, δύσκολα να συμβιβασθούν, σχέσεις της αγωνίας με τον χρόνο: κατευθύνεται προς το μέλλονκάνει τον χρόνο να βραδυπορεί, κι ωστόσο είναι μία στιγμή.

Από την ιδέα της δυνατότητας μπορούμε να οδηγηθουμε επίσης προς την ιδέα της Ε λ ε υ θ ε ρ ί α ς. Η αγωνία είναι ο ίλιγγος που έχουμε μπροστά στην ελευθερία μας. Λες και η ελευθερία πιάστηκε στην παγίδα από μόνη της και έγινε αιχμάλωτη του εαυτού της.

Είμαστε ελεύθεροι ή  είμαστε προσδιορισμένοι; Επίσης: Είμαστε αθώοι ή είμαστε ένοχοι; Αν και δεν είμαστε ακόμη ένοχοι: ωστόσο, μπορούμε να πούμε πως ήδη έχουμε χά­σει την αθωότητά μας, πράγμα που σημαίνει πως η αγωνία κατακυριάρχησε τον άνθρωπο ή μάλλον ο άνθρωπος παραδόθηκε στην αγωνία του. Έτσι, ποτέ δεν ξέρουμε αν υπάρχει ελευ­θερία ή προσδιορισμός. Ο άνθρωπος βλέπει πως είναι ένοχος χωρίς να μπορεί να πει πότε έγινε, επειδή δεν συλλαμβάνουμε τη στιγμή κατά την οποία γινόμαστε πραγματικά ένοχοι.

Η αγωνία παράγει ταυτοχρόνως το αίσθημα της  α ν α ­γ κ α ι ό τ η τ α ς  και της ελευθερίας και συνάμα παράγεται εντός μας μία μεταμέλεια, κατά κάποιο τρόπο πριν από την συντέλεση, επειδή ήδη βλέπουμε τους εαυτούς μας ως έχοντες πραγματοποιήσει την πράξη που δεν θέλαμε να πραγματοποιήσουμε. Και έτσι, δεν έχουμε πλέον, ακόμη και πριν από την πράξη, παρά να ρίχτουμε στην αγκαλιά των  τ ύ ψ ε ω ν.

Θα μπορούσατε επίσης να θυμηθούμε τον δεσμό της αγωνίας µ'αυτό που ο Κίρκεγκωρ αποκαλεί π ν ε ύ μ α, διότι ο άνθρωπος δεν είναι µόνο ψυχή και σώμα: θεμελιώνεται σε κάτι που συνδέει την ψυχή µε το σώμα, είναι το πνεύμα· και όσο περισσότερο πνεύμα είναι κανείς τόσο περισσότερο αγωνιά. Ο ίδιος ο Κίρκεγκωρ είπε: «Από τα παιδικά µου χρόνια ήμουν πνεύμα». Εξ έτερου όμως η αγωνία συνδέεται µε το σώμα. Ακριβώς δε η ένταση της συνειδητοποίησης του γεγονότος ότι είναι πνεύμα, κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει επίσης το γεγονός ότι είναι και σώμα.

Ποτέ ο άνθρωπος δεν είχε εντονότερη συνείδηση του σώματός του ως αντιτιθέμενου στο πνεύμα, όσο µε τον Χρι­στιανισμό. Έτσι η αγωνία είναι συνδεμένη µε την παρουσία του πνεύματος και µε την παρουσία του σώματος, ταυτο­χρόνως. Και όσο περισσότερο αισθανόμαστε το πνεύμα ως πνεύμα, τόσο περισσότερο θα αισθανθούμε το αισθητό ως αιαθησιακότητα.

Θα μπορούσαμε επίσης να επισημάνουμε επιγραμματικά τις διάφορες μορφές αγωνίας που διακρίνει ο Κίρκεγκωρ, όπως την αγωνία πριν από την αμαρτία, την αγωνία μετά την αμαρτία, η οποία όμως στο βάθος είναι πάντοτε αγωνία πριν από την αμαρτία, διότι η αμαρτία βαίνει αυξανόμενη. Επίσης το σκοτεινό αίσθημα ενοχής στον Ιουδαϊσμό προέρχεται από την εφαρμογή και την ιδέα του Νόμου, ενώ για το Χριστιανισμό προέρχεται από το παράδοξο.

Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν με την αγωνία;  

Σε τι μας χρησι­μεύει;  

Κατά τον Κίρκεγκωρ, «Πρέπει να μπούμε στο σχολείο των πιο φοβερών δυνατοτήτων». Ονομάζει τον εαυτό του «μαθητή της δυνατότητας». «Πρέπει με την αγωνία να προεικάσουμε το πεπρωμένο μας και να  κ α λ ω σ ο ρ ί σ ο υ μ ε  τον κάθε τρόμο που θα μας έλθει. Η αγωνία διαβρώνει όλα τα πράγματα του πεπερασμένου κόσμου και ξεγυμνώνει όλες τις ψευδαισθήσεις ξεριζώνει ότι μετριότητα υπάρχει εντός μας». Έτσι, για να γνωρίσουμε τον εαυτό μας στο ύψιστο ση­μείο, πρέπει να βιώσουμε την αγωνία ως το ύψιστο σημείο, μέχρι τον θάνατο και την εκμηδένιση. Η αγωνία οικοδομεί το άτομο, κατεδαφίζοντας όλα τα πεπερασμένα του· εκπαιδεύει κατά ένα τρόπο άπειρο. Και ακριβώς μέσα στην αγωνία απαιτούμε την παρουσία του Θεού.

Ακριβώς τη στιγμή που πιστεύομε ότι είμαστε πλήρως χα­μένοι, έρχεται η βοήθεια. Έτσι, η αγωνία είναι το φάρμακο κατά της αγωνίας η αγωνία καθαρίζει τον αέρα και στο τέ­λος καθιστά τα πάντα πιο ήπια, πιο αγαπητά, πιο εσωτερικά και ταυτοχρόνως πιο γοητευτικά. Αν όμως δεχθούμε αύτη τη βοήθεια, η αγωνία παραταύτα δεν εξαφανίζεται, διότι εμφανίζεται μια νέα αγωνία: η αγωνία μπροστά στο παράδοξο, η αγωνία μπροστά στο Άλλο, το απόλυτο, που δεν μπορού­με να το σκεφθούμε πλήρως και από το οποίο δεν μπορού­με ωστόσο να αποσύρουμε τη σκέψη μας.

Για τον Κίρκεγκωρ, η αγωνιά αν την δούμε από την πλευρά του Θεού, δεν είναι παρά μια όψη της θείας ενέργειας. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια εκλογή του Θεού, μια φανέρωση,  που πραγματοποιείται δια της αγωνίας.

Αλλά η αγωνία υπάρχει πάντοτε εντός µας, είναι συνδε­μένη µε την κατάσταση του ανθρώπου. Συνεπώς, ακόμη και μέσα στην ευτυχία υπάρχει αγωνία, επειδή αποτελεί την ου­σία τού ανθρώπου - καθώς ο άνθρωπος μετέχει στο απόλυτο και τείνει προς το κακό· καθώς αυτός είναι ταυτοχρόνως ον του χρόνου και ον της αιωνιότητας· καθώς αυτός είναι πνεύ­μα. Ώστε ο άνθρωπος θα είναι τόσο περισσότερο άνθρωπος όσο περισσότερο βαθιά θα είναι η αγωνία του.

Ο Κίρκεγκωρ συνέδεσε την αγωνιά με την απελπισία, αν και την απελπισία την θεωρούσε ως ενεργητική, περισ­σότερο αρρενωπή και ταυτόχρονα πιο εξιδιασμένο αίσθημα.

Η αγωνία µας επιτρέπει να κατανοήσουμε πως ο άνθρωπος αμάρτησε εν τη ελευθερία του, ενώ ταυτοχρόνως µας επιτρέπει να πούμε πως είμαστε αιτιοκρατούµενοι. Ο επονομαζόμενοςκιρκεγκωριανός ρυθμός αναφέρει την ιδέα πως: πηγαίνουμε από το ένα άκρο στο άλλο, από το πιο χαμηλό στο πιο ψηλό, από το άκρο της αγωνίας στη σκέψη της μακαριότητας. Δεν πρόκειται εδώ να διαλέξει κανείς το ένα ή το άλλο, πρόκειται πολύ περισσότε­ρο να διαλέξει το ένα και μέσω αυτού να διαλέξει και το άλλο. Εδώ διαφαίνεται η επιρροή που είχε ο Ηράκλειτος στον στοχασμό του Κίρκεγκωρ με την έννοια του αμφί-δρομου.

Με την αγωνία, µε την κρίση της αγωνίας, αυξάνουμε την ατομικότητα µας και ταυτόχρονα τη θέτουμε σε επαφή µε το άγνωστο.

Ποιός είναι όμως ο ρόλος της αγωνίας στον Χάϊντεγκερ;

Κατ'αρχήν ο Χάιντεγκερ τονίζει περισσότερο καθαρά τον ρόλο που μπορεί να παίξει η αγωνία σε ένα φιλόσοφο: «Αυτό που μας χρειάζεται είναι ένα φαινόμενο που θα μας ανοίξει το Είναι». Πρέπει να υπάρχει -και αυτό είναι ένα αίτημα- μέσα στον άνθρωπο κάτι που του διανοίγει αυτό τoίδιο το πραγματικό. Αυτό το κάτι δεν είναι η διάνοια· είναι το αίσθημα, είναι αυτό που ονομάζεικατάσταση[2]. Στο βάθος, κάθε αίσθημα μας αποκαλύπτει κάτι από την ου­σία των πραγμάτων,αλλά υπάρχει ένα προνομιακό αίσθημα, που είναι το αίσθημα της αγωνίας.

«Κάθε α ί σ θ η μ α -λέει ο Χάιντεγκερ- έχει μίαν αναφο­ρικότητα(intentionalite), κατευθύνεται προς μία πραγματι­κότητα. Δεν είναι επιφαινόμενο, δηλαδή κάτι επιφανειακό, εξωτερικό που θα φύγει, αλλά είναι κάτι που μας κάνει να ψαύσουμε-να αγγίξουμε ελαφρά, να ψηλαφίσουμε- κάποιο πράγμα».

Ώστε, αφ’ ενός η αγωνία είναι ένα είδος όξυνσης της ατομικότητας μας είναι αυτό πού, κατά κάποιο τρόπο, υπο­νοείται σε όλη τη σκέψη του Κίρκεγκωρ και είναι αυτό που έγινε ρητό στον Χάιντεγκερ: Η αγωνία εξατομικεύει, μοναδικο­ποιεί το είναι του ανθρώπου σ'αυτό που είναι το πιο δικό του.

Αλλά, αφ'έτερου, μας θέτει σε επαφή με κάτι που με πολύ δυσκολία θα λέγαμε με τί: κάτι που είναι εξαιρετικά γενικό. Αυτό που χαρακτηρίζει την αγωνία είναι η απροσδιοριστία της. Ενώ ο φόβος, ο τρόμος, προκαλούνται πάντοτε άπα συγκεκριμένα πράγματα· η αγωνία όμως έχει ένα εντελώς απροσδιόριστο αντικείμενο. Δεν υπάρχουν βάσεις, από τις οποίες ξεκινώ­ντας η αγωνία µας πλησιάζει: το αντικείμενο της αγωνίας δεν υπάρχει πουθενά· δεν μπορούμε να εντοπίσουμε αυτό για το οποίο αγωνιούμε.

Και αυτό µας οδηγεί στην ιδέα του μ η δ ε ν ό ς, Ύστερα από µια κρίση αγωνίας, λέμε: στο βάθος αυτό που µας έκανε να αγωνιούμε ήταν ένα τίποτε. Κατά τον Χάϊντεγκερ, δεν γνωρίζομε τί να πούμε- ακριβώς το τίποτε είναι η αιτία της αγωνίας.

Μιλώντας με την χαίντεγκεριανη γλώσσα θα μπορούσαμε να πούμε ότι : πίσω από αύτη την ιδέα του τίποτε βρίσκεται κάτι άλλο. Η αγωνία µας δείχνει κάτι που είναι ένα τίποτε, επειδή δεν είναι κανένα συγκεκριμένο ον, αλλά είναι ο κόσμος γενικά.

Ακριβώς γι'αυτό το λόγο η αγωνία είναι ένα προνομιακό φαινόμενο. Μας αποκαλύπτει αυτό που ο Χάϊντε­γκερ ονομάζει «ο κόσμος», δηλαδή αυτό που περιβάλλει το άτομο, αυτό που χωρίς του το άτομο δεν θα μπορούσε να υπάρχει. Και έτσι είναι ένα θεμελιώδες αίσθημα, επειδή µας αποκαλύπτει τον κόσμο ως τέτοιον. Και ο θεμελιώδης χα­ρακτήρας µας, σύμφωνα µε τον Χάϊντεγκερ, είναι ακριβώς το να βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο.

Η αγωνία µας αποκαλύπτει τον κόσμο ως ολότητα. Έχουμε την αίσθηση του κόσμου στην ολότητα του. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η αγωνία είναι ένα φαινόμενο εντελώς προνομιακό, µία βασική, μια θεμελιώδης κατάσταση.

Ο ρόλος της αγωνίας στον Χάϊντεγκερ είναι ουσιαστικά το να µας επιτρέψει να διακρίνουμε το αυθεντικό από το αναυθεντικό. Αυτό ξεκίνησε από την παρατήρηση του κόσμου της καθημερινότητας, δηλαδή από τον κόσμο όπως τον ανακαλύπτουν οι πραγματιστές, τον κόσμο των αντικειμένων και των εμποδίων. Άλλα αυτή η πρώτη θεώ­ρηση του κόσμου πρέπει να καταστραφεί για να σχετισθούμε με μία πραγματικότητα του κόσμου βαθιά, και αυτό δεν μπορεί να συμβεί παρά χάρις στο φαινόμενο της αγωνίας.

Μόνο ο Κίρκεγκωρ, και ο Χάιντεγκερ μελέτησαν και ασχολήθηκαν πραγματικά με την αγωνία[3].

Πως μπορούμε όμως τελικά να ξεπεράσουμε την αγωνία;

Δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό παρά αφού πρώτα την δοκιμάσουμε στα κατάβαθα του εαυτού μας, με τη σκέψη μας επάνω στον θάνατο, επάνω σ'αυτή την αδυνατότητα της δυνατότητας, η οποία είναι ταυτοχρόνως η δυνατότητα της αδυνατότητας μας. Μόνο με την αγωνία  σ χ ε τ ι ζ ό μ α σ τ ε  με τον θάνατο και μπορούμε να πάμε προς αυτό που είναι το πιο αυθεντικό για μας. Το ότι τελούμε εν αγωνία μπροστά στο θάνατο αποδεικνύεται από τη φυγή μας και από τη δειλία μας μπροστά σ'αυτή την αγωνία. Άλλα δεν μπορούμε να πούμε πως ο Χάϊντε­γκερ και ο Κίρκεγκωρ θέλουν να μας αφήσουν μέσα στην αγωνία. Όπως μας λένε: πρόκειται εν τέλει να υπερβούμε την αγωνία και να την  ε ν ώ σ ο υ μ ε, με ένα είδος  γ α λ ή ν η ς.
___
Ο Γιάσπερς διακρίνει δύο είδη αγωνίας την βιοτική αγωνία και την υποστασιακή αγωνία. Η βιοτική αγωνία σχετίζεται µε τη ζωή µας και η υποστασιακή αγωνία σχετίζεται µε την υπόσταση µας, µε την αξία του είναι µας.

Η υποστασιακή αγωνία παράγεται μέσα σ'αυτά που ο Γιάσπερς ονομάζει οριακές καταστάσεις. Σ'αυτές τις οριακές καταστάσεις οτιδήποτε δεν είναι ουσιαστικό εξαφανίζεται και από αυτή την άποψη η αγωνία είναι ένα είδος μεταφυσικού οργάνου, ή είναι δρόμος προς τη μεταφυσική.

Ο ίλιγγος της αγωνίας είναι η βαθιά πηγή της πράξης του φιλοσόφου, επειδή όλο αυτό, που είναι η ύπαρξη, µε την γιασπερσιανή σημασία του όρου, πρέπει να εξαφανισθεί και να φανερωθεί η καθαρότητα του Είναι.

Άλλα, κι εδώ ακόμη, πρέπει να υπερβούμε την αγωνία, και πρέπει να έχουμε το θάρρος να ζήσουμε, χωρίς εξασφάλιση, µε την αξία και από την αξία που θα δημιουργήσουμε.
___
Στον Σάρτρ, όπως στον Χάιντεγκερ, και όπως ήδη σε ορισμένο βαθμό, στον Κίρκεγκωρ, η αγωνία συνδέεται µε το μηδέν.

Σ'αυτούς τους φιλοσόφους, επίσης, η αγωνία συνδέεται µε την ελευθερία: Η αγωνία, και συνείδηση της ελευθερίας, συλλαμβάνεται από αυτό που μου παρέχει η ελευθερία.

Στον Σαρτρ η αγωνία συνδέεται ειδικότερα µε τη βεβαί­ωση πως εκλέγουμε τις αξίες χωρίς αντικειμενική εγγύηση, πως τις εκλέγουμε απολύτως αφ'εαυτών µας. «Συλλαμβάνω τον εαυτό µου πλήρως ελεύθερο, και παρέχω ένα νόημα στον κόσμο. Εγώ είμαι το θεμέλιο των αξιών γιατί η τελευταία απόφαση απόκειται σ'εμάς».

Και, αφ'έτερου, δεν αποφασίζουμε μόνο για μας αποφασίζουμε για όλους. Κάθε μία από τις πράξεις μας ισχύει μέ­σα στο πνεύμα που έχουμε για την ανθρωπότητα. Είμαστε ένας νομοθέτης πού, καθώς εκλέγει τον εαυτό του, ταυτοχρό­νως εκλέγει ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Αυτή η σύνθεση των δύο ιδεών, απόλυτη απουσία της δι­καίωσης και ευθύνη έναντι πάντων, συνθέτει την σαρτρική αγωνία.

Έτσι, λοιπόν, στους διαφόρους φιλοσό­φους, η αγωνία δεν παρακινείται εντελώς κατά τον αυτό τρόπο, άλλα η ποικιλία των κινήτρων της μας δείχνει άλλο τόσο καλύτερα την αναγκαιότητα της αγωνίας στην φιλοσο­φία της υποστάσεως. Αν και η δικαιολόγηση είναι διαφορετική, εν τούτοις η αγωνία βρίσκεται σε όλους. Στον Κίρκεγκωρ έχει τους θεολογικούς λόγους της: πρόκειται να μας κάνη να κατανοή­σουμε την ανθρώπινη αμαρτία. Στον Χάϊντεγκερ ο λόγοι της βρίσκονται στη δομή του συστήματός του, επειδή πρόκει­ται να περάσουμε από τον κόσμο της καθημερινότητας προς έναν άλλο κόσμο ποιο συνειδητό.

Έχουν μήπως δίκιο αυτοί οι φιλόσοφοι, όταν βλέπουν την αγωνία ως ένα φαινόμενο προνομιακό; Της αξίζει της αγωνίας μία τέτοια προνομιακότητα; Ο στοχασμός σε σχέση με  τη βιωματική εμπειρία, θα οδηγούσαν κατά πάσα βεβαιότητα το αίσθημα της αγωνία στην αυτό-αποκάλυψη της. -><-

======

[1]-Το Μηδέν :Κατά τον Χάϊντεγκερ, η ιδέα της αγωνία και της δυνατότητας συνδέονται µε  το  μ η δ έ ν. Υπάρχει η δυνατότητα του μηδενός, που µας αποκαλύπτεται μέσα στην αγωνία. Στις φιλοσοφίες της αρχαιότητας δεν υπήρχε εμφανώς καταγεγραμμένη η θέση του μηδενός. Ωστόσο, ο Παρμενίδης αναφερόμενος στο μη-είναι προφανώς σε αυτό αναφέρεται. Ο Ξενοφάνης όταν μιλάει για το ατρεμές το ίδιο. Ο Ηράκλειτος μας υποδηλώνει ότι προς την διάβαση των αντιθέτων περνάμε από το μηδέν. Το ίδιο και στην μυστικιστική σχολή του ο Πυθαγόρας. Ο  μυστικός  αριθμός  της σχολής θεωρείτο ότι ήταν το μηδέν. Η  δύναμη των αριθμών, θετικών και αρνητικών τέμνεται από το μηδέν. Το μηδέν εκφράζει την απειρία των δυνατοτήτων. Την απαρχή κάθε δυνατότητας. Έτσι, η κάθε δυνατότητα είναι το ανεκδήλωτο του Όντος. Το μηδέν του Όντος. (η Μονάδα είναι η εκδήλωση κάθε υπαρκτού, η φανέρωση αυτού που προκύπτει από το Μηδέν). 
Στον Ιουδαϊσμό και στον Χριστιανισμό υπάρχει η ιδέα της δημιουργίας και υπάρχει η αμαρτία ως αντιπροσώπευση ενός ηθικού μηδενός, το οποίο ενεργεί εντός µας. Για να διακρίνει κανείς και να του φανερωθεί το μηδέν –δηλαδή η προοπτική κάθε δυνατότητας-θα πρέπει να προσεγγίζει το μεταίχμιο της ύπαρξης και της ανυπαρξίας.  Εκεί που εδράζει το α-δύνατο, στο μηδέν, είναι και το γόνιμο έδαφος για την καρποφορία και φανέρωση της κάθε δυνατότητας.

[2]-Κατάσταση: Ο WBrock ορίζει την κατάσταση ως τον τρόπος μέσω του οποίου τοποθετήθηκε το Είναι, η ουσία της ύπαρξη στον κόσμο. Ο Νησιώτης το μεταφράζει ως «εύρεσις». Πρόκειται για μία θεμελιακή θυμική κατάστα­ση, για μία προεννοιολογική σύλληψη των οντολογικών προσβάσεων του άνθρωπου που «ευρέθη» στον κόσμο. Η συναίσθηση αυτή του να τελείς «ευρημένος» στον κόσμο, αποτελεί αυθεντική αφετηρία φιλοσοφικής διεισδύσεως. Ο ίδιος ο Χάϊντεγκερ την ορίζει ως έξης: «Είναι η ευημερία και ο οντολογική συντονισμός, της διάθεση του Είναι. Είναι η κατάσταση της ύπαρξης που έρχεται πάντα μπροστά από τον εαυτό της ώστε να βρίσκεται πάντα συντονισμένη», ειςSein und Zeitσ. 136΄.
Είναι το ε ν θ ά δ ε του Ό ν τ ο ς ανάμεσα στα όντα του κ ό σ μ ο υ. Είναι ο οντολογικός δεσμός ανάμεσα στον άνθρωπο και στο Είναι. Ο άνθρωπος  ε ί ν α ι  αυτός ο δεσμός.

[3]-Πολύ λίγοι φιλόσοφοι ανέλυσαν και μελέτησαν το φαινόμενο της αγωνίαςΘα μπορούσαμε  να αναφέρουμε τον ιερό Αυ­γουστίνο και τον Λούθηρο, αλλά περισσότερο για τα φαινόμενα του φόβου παρά για τα φαινόμενα της αγωνίας.

πηγή: e-aftognosia

Ο ΝΕΟΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

$
0
0


Του Ευστράτιου Παπάνη, καθηγητή του Παν/μίου Αιγαίου  

Η μεγαλύτερη κρίση, πέρα από την οικονομική καταβαράθρωση και τον αξιακό μαρασμό, που καλείται να αντιμετωπίσει ο ελληνικός λαός, είναι η εκχώρηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και η αμφισβήτηση των θεσμών, υπό την τρομολαγνική απειλή του χρέους και της ανέχειας: οι κυβερνήσεις - εκλεγμένες και μη - νομοθετούν εσπευσμένα, αδιαφορώντας για το λαϊκό συμφέρον και τις αντοχές, κραδαίνοντας το φόβο, την ενοχή και την ανασφάλεια ως μέσα χειραγώγησης και ύπνωσης των αντανακλαστικών.

Η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία εξελίσσεται σε μεταδημοκρατία, όπου οι πολίτες απεμπολούν το δικαίωμα της πολιτικής δράσης σε υπερεθνικά, οικονομικά κέντρα ελέγχου, εκχωρούν την ψήφο χωρίς πραγματικές ιδεολογικές επιλογές και μετατρέπονται σε ανδρείκελα, που πασχίζουν για την ατομική επιβίωση, ανίκανα να εκφράσουν συλλογική βούληση και στιβαρό, εναλλακτικό λόγο.



Τα κελεύσματα του συντάγματος, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το κράτος πρόνοιας, η κοινωνία της γνώσης και των πολιτών αποδείχθηκαν έννοιες βαρύγδουπες και κενές, όπως ακριβώς και τα οράματα των πολιτικών στο σύνολο της Ευρώπης, αποδεικνύοντας πως οι Ενώσεις, που ξεκινούν πρωτίστως ως οικονομικές και δευτερευόντως ως κοινωνικές, στερούνται ερεισμάτων και καταρρέουν στην πρώτη καπιταλιστική κρίση ή στα αδηφάγα κερδοσκοπικά παιχνίδια της πραγματικής εξουσίας.

Πολλοί μιλούν για τα θετικά στοιχεία που θα αναδυθούν με αφορμή την παρούσα ιστορική συγκυρία, ενώ άλλοι ευαγγελίζονται τις αξίες που μερικές δεκαετίες πριν διασφάλιζαν την κοινωνική συνοχή: Αλληλεγγύη, κοινωνική εμπιστοσύνη, καρτερία, επιστροφή στην πρωτογενή παραγωγή, ανταλλακτική οικονομία και αποπομπή ή αμφισβήτηση του ευδαιμονισμού και του ηδονισμού, που χρόνια κατασπάρασσαν και αλλοίωναν τα ευγενή ιδανικά του Ελληνικού Έθνους. Όμως, δις εις τον αυτόν ποταμόν ουκ αν εμβαίεις. Η ιστορία επαναλαμβάνεται μόνο ως φάρσα και τα σπέρματα της κρίσης διαφαίνονται από τα πρώτα έτη της νεοελληνικής πραγματικότητας, από την εποχή που οι προηγούμενες γενιές αναστήλωναν σε σαθρά θεμέλια τη μεταπολεμική Ελλάδα.


Η ψευδεπίγραφη, επιδοματική ευμάρεια των τελευταίων ετών απέδειξε πως ο νεοπλουτισμός, η έπαρση, η εύκολη και αήθης ανέλιξη, η κατάλυση των δημοκρατικών αξιών, οι πελατειακές σχέσεις, οι αποκαμωμένοι θεσμοί και οι ανήμποροι νόμοι, η αλαζονεία και η λατρεία του βραχυπρόθεσμου αποτελούν κι αυτά χαρακτηριστικά του λαού μας, τα οποία, αντί να παραγνωριστούν, πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο περισυλλογής και αναλυτικής μελέτης.


Η έξοδος από την κρίση και η αποφυγή επανάληψής της απαιτεί την κινητοποίηση όλων των δυνάμεων, που απέμειναν, το σχηματισμό μιας νέας ανθρωπιστικής κουλτούρας, την αποδοχή μιας καινοτόμου ιδεολογίας και την ανάδειξη ηγετών, που θα εμφορούνται από ουμανιστικά ιδεώδη:

- Το αίτημα για άμεση δημοκρατία ή τουλάχιστον για σταδιακή αποδυνάμωση του κοινοβουλευτισμού θα τονώσει την προσωπική ευθύνη και το συλλογικό σκέπτεσθαι και πράττειν. Σήμερα, οι νέες τεχνολογίες εγγυώνται την επιτυχία του εγχειρήματος.


- Το περιεχόμενο της Παιδείας δε θα καθορίζεται από αναλυτικά προγράμματα, που επιβάλλουν τα υπουργεία, αλλά θα αποτελεί προϊόν διαβούλευσης μεταξύ ενός ανοιχτού σχολείου και μιας πρωτοπόρου κοινωνίας. Τα δε μαθήματα, θα προκρίνονται με γνώμονα τη δημιουργικότητα κι όχι το στείρο πραγματισμό. Οι επιταγές της αρχαίας ελληνικής κοσμοθεωρίας είναι περισσότερο επίκαιρες από ποτέ.


- Οι πανευρωπαϊκές πολιτικές αποδείχτηκε πως απλώς συγκλίνουν προς την απόλυτη επιβολή μιας παγκόσμιας τάξης αυθαιρεσίας, υποδούλωσης και τυραννίας. Τα κέντρα των αποφάσεων είναι επιτακτική ανάγκη να μεταφερθούν στο τοπικό και οι εθνικές αδόκιμες πολιτικές να αντικατασταθούν από περιφερειακές στρατηγικές, που θα λαμβάνουν υπόψη την ιδιαιτερότητα των αναγκών και δυνατοτήτων.


- Η Εκκλησία, ένας από τους λίγους θεσμούς που μπορούν να αντισταθούν, το έσχατο καταφύγιο, να αφυπνιστεί, αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της και συμπλέοντας με το λαό, κι όχι ταυτίζοντας την ιστορική της πορεία με το κράτος.


- Η κοινωνική οικονομία πρέπει να θεσμοθετηθεί σε κάθε έκφανση συναλλακτικής δραστηριότητας.


- Η αλληλεγγύη να υπεισέρχεται στα πρώτα στάδια της παραγωγής και όχι να διατυμπανίζεται εκ των υστέρων.


Η παρούσα κρίση είναι κυρίως πολιτιστική και, ως τέτοια, αντιμετωπίζεται μόνο με καταιγισμό πολιτισμικών δράσεων σε κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής. Ανοχή στη διαφορετικότητα, ανασύσταση του παραδοσιακού, αναστοχασμός για τα αξιακά πρότυπα, ενίσχυση της κοινωνικής αυτορρύθμισης, εμπλουτισμός των δημοκρατικών διαδικασιών και εφαρμογή νέων ιδεών μπορούν να άρουν το αδιέξοδο με το μικρότερο δυνατό τίμημα.


πηγή: emprosnet

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ - ΤΑ "ΔΥΟ"ΤΕΡΑΤΑ ΚΑΙ Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ

$
0
0

Κλασικό στην πολιτική μυθολογία των λαών είναι το θέμα με το τέρας, που ρημάζει τον τόπο και αναζητείται ο ήρωας που θα «καμακώσει το θεριό» και θα πάρει ως έπαθλο τον θρόνο της εξουσίας. Για να μην παραμυθιαζόμαστε όμως με τον ήρωα-εξουσιαστή, ο αντίστοιχος ελληνικός μύθος μας πληροφορεί, ότι ο τερατοκτόνος ήρωας θα γίνει κι αυτός, τελικά, σαν το ανθρωποβόρο φίδι που σκότωσε. - Ακόμα κι αν υπήρξε τόσο καλός κυβερνήτης που οι θεοί τον πάντρεψαν με την Αρμονία![1]
Ήγουν, «Νέε, θυμήσου: δε γίνεσαι δούλος όταν σε υποτάσσει μόνον αυτός που έχει την εξουσία – αλλά κι εκείνος που την πολεμάει».[2]

Επρόκειτο για την αποκάλυψη -στην αυγή του ελληνικού πολιτισμού- της φαυλοκυκλικής φύσης του πολιτικού πεδίου. Ο ελληνικός πολιτισμός ήταν, ως γνωστόν, ο πρώτος που αγωνίστηκε σθεναρά να σπάσει τον φαύλο κύκλο της Πολιτικής και να πετύχει το «μη άρχεσθαι υπό μηδενός»[3].
Ι
Στο μυθικό μοτίβο της τερατοκτονίας κινήθηκε και ο νεωτερικός πολιτισμός. Μόνο που εδώ ο μύθος προσέλαβε την απατηλή μορφή «επιστημονικού επαναστατικού προγράμματος». Το τέρας προσωποποιημένο στον Αστό ήταν ο Καπιταλισμός. Ενώ ο ήρωας που θα σκότωνε το τέρας και θα απελευθέρωνε «μια για πάντα» την κοινωνία, ήταν η Αριστερά.
Το σκηνικό στήθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα και η εκτύλιξη του δράματος κράτησε ως το τελευταίο τέταρτο του 20ου. Άρχισε με την πρώτη μεγάλη κρίση της «παγκοσμιοποίησης» του νεωτερικού πολιτισμικού παραδείγματος (υπό βρετανική εθνική ηγεμονία). Αποκορύφωμα της «κρίσης» ήταν οι στιγμές όπου ο Πόλεμος και η Επανάσταση θα συγχωνεύτηκαν σε μια ενιαία καταιγιστική διαδικασία: Α’ και Β’ παγκόσμιος πόλεμος – Ρωσική και Κινεζική επανάσταση. Και όπου φάνηκε, για κάποιον καιρό, σα να κατανικήθηκε το τέρας. Στη Ρωσία αρχικά, στην Κίνα μετά και σε άλλες περιπτώσεις με τελευταία την Κούβα.
Κάτι όμως «δεν πήγαινε καλά». Ήδη από τη δεκαετία του 1930, άρχισαν να πληθαίνουν οι ανησυχητικές διαδόσεις ότι, πίσω από το «παραπέτασμα», ο σοβιετικός ήρωας είχε μεταμορφωθεί σε τέρας. Το ίδιο θα επαναληφθεί και με τους Κινέζους, παρά την πρόθεσή τους να «ξεπεράσουν τη σοβιετική εμπειρία από τα αριστερά». Βέβαια οι όπισθεν του «παραπετάσματος» το «ήξεραν από καιρό», όπως θα πουν μετά. Οι εντεύθεν απλώς το διαισθάνονταν, βλέποντας τον δικό τους «ήρωα» να βγάζει φολίδες, πριν αρχίσει καλά-καλά να ζυγώνει στο άντρο του αστικού θηρίου. Δεν ήθελαν όμως να το σκέπτονται!
Τελικά, η μυθικώς μοιραία μετάλλαξη, διεθνής τώρα και χωρίς καμιά εξαίρεση, ολοκληρώθηκε με την αναφανδόν προσχώρηση στο καπιταλιστικό σύστημα. Άρα, για ποιά Αριστερά μπορεί κανείς να μιλά σήμερα και εναντίον τίνος;
Πριν απαντήσουμε, ας δούμε λίγο βαθύτερα το φαινόμενο, συγκρίνοντας το νεωτερικό με το ελληνικό πολιτισμικό παράδειγμα.
Στο ελληνικό παράδειγμα, όπως άλλωστε και στο νεωτερικό, η κοινωνία αυτοθεσμίζεται στη βάση της ατομικής ελευθερίας. Με ρητή προϋπόθεση, για την ύπαρξη ατομικής ελευθερίας, την ελευθερία της πατρίδας – της πολεοκρατικής εκεί της εθνοκρατικής εδώ. Σε αντίθεση όμως με το νεωτερικό παράδειγμα, στην ελληνική περίπτωση η ατομική ελευθερία μετεξελίχθηκε από ιδιωτική σε κοινωνική και πολιτική, μέσω της περιέλευσης αρχικά του πολιτικού συστήματος και αργότερα του οικονομικού συστήματος, στην εταιρική συνιδιοκτησία και συνδιαχείριση του «Κοινού». Η κοινωνία των κρατοκεντρικών «Κοινών» ευτύχησε, μάλιστα, να ολοκληρωθεί σε οικουμένη-κράτος. (Πράγμα που άρχισε την ελληνιστική εποχή, συνεχίστηκε με τη ρωμαϊκή ηγεμονία, για να μακροημερεύσει επί χίλια έτη με τη μεσολάβηση μιας οικουμενικής θρησκείας: του Χριστιανισμού.) 
Τι συμβαίνει αντίστοιχα με το νεωτερικό παράδειγμα;
Στην αρχή οι δύο αντίπαλοι, ο αστός και ο μετέπειτα αριστερός, ήταν «ένα». Συναποτελούσαν τον «ήρωα» του πολιτικού κύκλου του προηγούμενου πολιτισμού της Εσπερίας, όπου το «τέρας» ήταν ο φεουδαρχικός χριστιανικός δεσποτισμός. «Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης», έγραφαν στο κοινό πολεμικό τους λάβαρο. Τότε, λοιπόν, ο Αστός ήταν «προοδευτικός». Από τη στιγμή όμως, που παίρνοντας την εξουσία, καθήλωσε την κοινωνία στην ιδιωτική και μόνο ελευθερία, «αρνούμενος Ισότητα και Αδελφότητα», μεταμορφώθηκε σε «αντιδραστικό». Έγινε το «νέο τέρας», που δεν αφήνει το λαό να πιεί νερό απ’ τη ζωογόνο πηγή της κοινωνικής και πολιτικής ελευθερίας (: «κατάργηση της μισθωτής δουλείας» και «μαρασμός του κράτους»). Επιπλέον, το αποφώλιον τούτο νέο τέρας, επικαλείται τη δήθεν κοινή εθνική ταυτότητα, μεταξύ αυτού και των χτεσινών δουλοπαροίκων, προκειμένου να μπλοκάρει τον αναγκαίο εναντίον του τώρα ξεσηκωμό τους (: «οι εργάτες δεν έχουν πατρίδα»!).[4]
Η καθήλωση του αστού στην ιδιωτική ελευθερία είχε, ωστόσο, αξιοσημείωτα επιχειρήματα, που αιδημόνως τα παρέκαμπτε η Αριστερά, καθώς κατά βάθος τα συμμεριζόταν. Δύνανται να συνοψιστούν στα εξής τρία:
(α) Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία δεν συμβιβάζονται με την ιδιωτική ελευθερία (: την «ελευθερία της ιδιωτικής απόλαυσης»!) που είναι και η «σπουδαιότερη» (: «ανώτερη» από την «ελευθερία των αρχαίων»!).[5] (Παρατήρηση: αν για το νεωτερικό Άτομο το νόημα της ελευθερίας έγκειται όντως στην «ιδιωτική απόλαυση», πώς να μην έρχεται σε αντίθεση με την κοινωνικο-πολιτική ελευθερία, που είναι άθλημα και απαιτεί αρετή και τόλμη;)
(β) Η κοινωνική και η πολιτική ελευθερία δεν συμβιβάζονται με την «ελευθερία έναντι της φύσης». Διότι, εφόσον θέλουμε «να κυριαρχήσουμε πάνω στη φύση», πρέπει να μεταποιήσουμε τον δημόσιο χώρο σε Σύστημα, αποπροσωποποιώντας και εκτεχνικεύοντας τις κοινωνικές σχέσεις. Πράγμα που προϋποθέτει την καθήλωση της ατομικής ελευθερίας στον ιδιωτικό χώρο. Το πολύ-πολύ να την «προστατεύσουμε» εκεί περιτειχίζοντάς τη με διάφορα «δικαιώματα». (Ερώτημα: δεν αντιλαμβανόταν η Αριστερά και δεν την ενοχλούσε, το γεγονός ότι το αντίτιμο της «κυριαρχίας πάνω στη φύση» θα ήταν η υποδούλωση του ανθρώπου στις τεχνοσυστημικές δομές αυτής της «κυριαρχίας»; Χώρια η συνεπαγόμενη καταστροφή της ίδιας της φύσης, αυτό που σήμερα ονομάζουμε «οικολογικό πρόβλημα»;) 
(γ) Η ελληνικού τύπου ελευθερία (που πονηρά τη βάφτισαν «άμεση δημοκρατία») είναι εφικτή «μόνο σε ολιγάνθρωπες κοινωνίες». Είναι «ανέφικτη» για κοινωνίες δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων! Το επιχείρημα έχει τόσο διαδοθεί που κατάντησε στερεότυπο. (Παρατήρηση: Δεν είναι η «πολυανθρωπία» το πρόβλημα, αλλά όπως έλεγαν οι αρχαίοι, η εμβέλεια της φωνής του ρήτορα, την οποία ενίσχυαν με την τεχνική της κωνόσχημης περί το βήμα εξέδρας. Λοιπόν, μόνο η περιορισμένη εμβέλεια του επικοινωνιακού συστήματος απαιτούσε να είναι ολιγάνθρωπο το δημογραφικό μέγεθος του συλλογικού υποκειμένου της καθολικής ελευθερίας. Σήμερα έχουμε οπτικοακουστικό και ψηφο-συλλεκτικό σύστημα δια-πλανητικής εμβέλειας, οπότε το «επιχείρημα» έχει καταλυθεί. Το πρόβλημα είναι άλλο. Είναι η αναγκαστική -λόγω του ιδιωτικοστραφούς χαρακτήρα της νεωτερικής ελευθερίας- αυτονομία έναντι των ιδιωτών-πολιτών και άρα μη «ουδετερότητα» του παρεμβαλλόμενου επικοινωνιακού τεχνοσυστήματος.)
Δέσμια, λοιπόν, της κοινής με τον αστισμό δίδυμης ανθρωπολογικής - οντολογικής πλατφόρμας (: ιδιωτική ελευθερία + τεχνολογικός μεσσιανισμός), η Αριστερά αφ’ ενός συμμερίστηκε την τύφλωση έναντι του συνεπαγόμενου οικολογικού προβλήματος και αφ’ ετέρου παρέκαμψε το γεγονός ότι το απελευθερωτικό κοινωνικοπολιτικό πρόταγμα ήταν ασύμβατο με τη λατρεία της τεχνοσυστημικής «Προόδου».[6]
ΙΙ
Παραδόξως όμως μια εντελώς νέα κατάσταση θα προκύψει όταν έκλεισε ο φαύλος κύκλος της νεωτερικής Πολιτικής με την απορρόφηση της επαναστατικής Αριστεράς. Κατάσταση που καθόλου δεν μοιάζει με «νίκη του καπιταλισμού».
Τώρα είναι δύο τα «τέρατα». Το ένα τέρας είναι η μεταμοντέρνα τοκογλυφική πλουτοκρατία, η οποία έχει καθυποτάξει την κλασική αστική τάξη της παραγωγής, του εμπορίου και του πρωτογενούς τομέα και συσσωρεύει τα υπεξαιρεμένα τρισεκατομμύρια σε απροσπέλαστους φορολογικούς παραδείσους. Το άλλο τέρας είναι ο μεταμοντέρνος μηδενισμός, οποίος έχει διαβρώσει καίρια την πληθυσμιακή βάση του νεωτερικού πολιτισμού.
Τα δύο τέρατα έχουν μάλιστα συμπήξει αρραγή συμμαχία τόσο ακαταγώνιστη, που ήδη έχει πυροδοτήσει μια γιγάντια ολιγαρχική-δεσποτική υποστροφή σε διεθνή κλίμακα. Αρχίζοντας από τους αδύνατους κρίκους του Συστήματος, κατακρημνίζονται ραγδαία ή υποθηκεύονται όλα τα ως τώρα κεκτημένα: των κρατών η ανεξαρτησία, των εθνών η ελευθερία και των λαών τα δικαιώματα. Το εθνικό, το κοινωνικό και το οικολογικό ζήτημα, προσλαμβάνουν τώρα κολοσσιαίες διαστάσεις. Κι αυτή ακόμα η ιδιωτική-αστική ελευθερία μεταβάλλεται σε ιστορική ανάμνηση, γιατί αφ’ ης στιγμής το επικοινωνιακό τεχνοσύστημα έχει εισβάλει στον ιδιωτικό χώρο, η ιδιωτική ελευθερία έχασε οριστικά το έδαφος κάτω από τα πόδια της. Η τηλεόραση, για παράδειγμα, έχει μεταφέρει τον τεχνοσυστημικό έλεγχο μέσα στα σπίτια, στο «άδυτο» της ιδιωτικότητας. «Δεν είναι αναγκαίο, λέει ο Jean Baudrillard, να φανταστούμε αυτόν τον έλεγχο σαν το περισκόπιο του καθεστώτος που κατασκοπεύει την ιδιωτική ζωή των πάντων, γιατί η τηλεόραση είναι ήδη καλύτερη απ’ αυτό: εξασφαλίζει πως οι άνθρωποι δεν θα μιλούν πλέον μεταξύ τους, πως θα είναι οριστικά απομονωμένοι μπροστά σε δηλώσεις χωρίς απόκριση
Βρισκόμαστε έτσι και πάλι στο «σημείο μηδέν». Και μοιραία το απελευθερωτικό πρόταγμα ξαναγίνεται επίκαιρο. Μόνο που δεν υπάρχει πλέον διαθέσιμος ήρωας να το αναλάβει. Ο νεωτερικός πολιτισμός έχει υποστεί ολική αντιηρωική στείρωση. Η εντός του επανάληψη του μυθικού κύκλου της Πολιτικής, είναι πλέον αδύνατη.
Επειδή η άγνοια των λόγων της απροσδόκητης αυτής κατάστασης μοιραία αναπληρώνεται από διάφορες εκδοχές συνομωσιολογίας, ας τους δούμε δι’ ολίγων.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα, πλάϊ στις δύο εκδοχές ελευθερίας, τη μίνιμουμ δεξιά-αστική και τη μάξιμουμ αριστερή-σοσιαλιστική, κάποιες εκκεντρικές «πρωτοπορίες» -από τον χώρο της Τέχνης- λάνσαραν μια νέα εκδοχή ελευθερίας: την ελευθερία της ιδιωτικής επιθυμίας από κάθε είδους κανονιστικό (: «κομφορμιστικό») θέσφατο. Η «απελευθέρωση των ενστίκτων» ήταν μια καίρια διατύπωσή της. «Καλό είναι ό,τι με ευχαριστεί», ήταν μια άλλη εξ ίσου ευθύβολη διατύπωση. Η γοητεία αυτού του είδους ελευθερίας, ακολουθώντας την «υπόγεια διαδρομή», θα βγει στην επιφάνεια και θα υπερφαλαγγίσει, μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, την όποια γοητεία διατηρούσε ακόμη η φθαρμένη αστική ελευθερία και μαζί της η αμφιλεγόμενη σοσιαλιστική. Με τη μεταμοντέρνα πολιτισμική επανάσταση (Μάης ’68 κλπ.) η νέα αυτή ελευθερία θα αναλάβει τα ηνία του νεωτερικού φαντασιακού και ως το τέλος του αιώνα θα το κυριεύσει εξ ολοκλήρου.[7]
Μιλάμε για το πέρασμα στον μεταμοντέρνο μηδενισμό, όπου ο μηδενισμός του συλλογικού υποκειμένου ολοκληρώνεται με τον μηδενισμό του ατομικού υποκειμένου. Αν ο μοντέρνος μηδενισμός διέλυσε τη συλλογική ταυτότητα, ο μεταμοντέρνος ολοκληρώνει την ανθρωπολογική αποσύνθεση διαλύοντας την ατομική ταυτότητα.
Ο μοντέρνος μηδενισμός αρχίζει με την κατάρρευση της μεταφυσικής (θρησκευτικής) κεφαλής του συλλογικού, συνεχίζεται με την κατάτμηση του συλλογικού σε άσχετα άτομα και ολοκληρώνεται με την ανακατασκευή του συλλογικού στη βάση του τεχνοσυστημικού προτάγματος: της ολοσχερούς συστημικής εκτεχνίκευσης των κοινωνικών σχέσεων. Ομοίως: ο μεταμοντέρνος μηδενισμός αρχίζει με την κατάρρευση της αντίστοιχης εσωτερικής στο Άτομο μεταφυσικής κεφαλής (που οι νεωτερικοί φιλόσοφοι εκθείασαν ως «Λόγο» και ο Φρόϋντ αποδόμησε ως έξωθεν διεμβαλλόμενη «πηγή δυστυχίας»: ως εξουσιαστικό «Υπερεγώ»). Συνεχίζεται δε με την κατάτμηση-διάλυση του «Ατόμου», σε «στοιχειώδη σωματίδια» ή μεμονωμένα «ψυχόρμητα» και «ένστικτα», ο χρόνος των οποίων περιορίζεται μόνο στο εκάστοτε παρόν. Τέλος, η μεταμοντέρνα διεργασία ολοκληρώνεται με την υπαγωγή της προσωπικότητας στη δεσποτεία της οχλοκρατίας των πολλών «εγώ», που διαγκωνίζονται για την άνοδο στο θρόνο του απόντος κοινωνικού-ταυτοποιητικού Εγώ. Για να γίνουν, προφανώς, «χαλίφηδες στη θέση του χαλίφη».
Η αποσύνθεση του νεωτερικού Ατόμου αξιοποιήθηκε πλήρως από τον Τεχνοσυστημικό Λεβιάθαν. Διαβλέποντας ότι μπορεί να πετύχει, αυτό που εις μάτην ονειρεύτηκαν οι από καταβολής κόσμου αρχές και εξουσίες, -να υποκαταστήσει δηλαδή το διαλυμένο ενδο-ατομικό κοινωνικό-ταυτοποιητικό Εγώ και να αναπτύξει μια απ’ ευθείας σχέση με τα «ένστικτα» του ανθρωπολογικού υποζυγίου-, προσαρμόστηκε στην ανθρωπολογική αποσύνθεση, την οργάνωσε και την επιτάχυνε. Διεμβάλλοντας, μέσω του μιντιακού υποσυστήματος, τις ανάγκες του ως μύχιες προσωπικές επιθυμίες των «ατόμων», που μόνο αυτό είναι σε θέση να ικανοποιήσει, πέτυχε την τέλεια ανθρωπολογική χειραγώγηση. «Η κατανάλωση γίνεται αξία και οι αξίες καταναλωτικά αγαθά».[8] -Όλες οι άλλοτε υπερατομικές αξίες, νεωτερικές και προνεωτερικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές και επιστημονικές.
Οίκοθεν νοείται ότι η επικράτηση του μεταμοντέρνου μηδενισμού εξαφάνισε μαζί με την αντιαστική Αριστερά και την «συντηρητική» ή «φιλελεύθερη» αστική Δεξιά, αλλά και τον ίδιο τον Αστό ως τύπο ανθρώπου. Ο τρομερός αυτός -«προμηθεϊκός» κατά τους μεν «φαουστικός» κατά τους δε- ασκητής της «αναβεβλημένης απόλαυσης», αφού φόρεσε τη λεοντή του κοσμοϊστορικού Νικητή, κήρυξε  το «τέλος της Ιστορίας» ...«και διαλαθών απεχώρησεν»!
ΙΙΙ
Η οργανική όσμωση μεταξύ Τεχνοσυστήματος και ανθρωπολογικής αποσύνθεσης, διευκολύνθηκε από την τεχνητή παράταση της «κοινωνίας της αφθονίας» με την απεριόριστη πιστωτική επέκταση και διεύρυνση των «ελλειμμάτων». Πράγμα που πληρώθηκε, όπως όλοι ξέρουμε τώρα, με την είσοδο του Συστήματος στην δεύτερη μεγάλη κρίση της «παγκοσμιοποίησης», -της υπό αμερικανική εθνική ηγεσία. Ήδη και με το ξεκίνημα της νέας μεγάλης κρίσης, η χαξλεϊκή «μεταμοντέρνα μαζική δημοκρατία», η υποσχόμενη την πανευφρόσυνη «αυτοκρατορία των αισθήσεων», θα δείξει το αναπάντεχο οργουελικό της πρόσωπο.[9]
Κατά κάποιον νεωτερικώς αδιάγνωστο τραγικό νόμο, η συμμαχία ανάμεσα στα «δύο τέρατα», την τοκογλυφική πλουτοκρατία και την πελατειακή οχλοκρατία, που ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης είδε να «βάφει στο αίμα» την επόμενη μέρα της ελληνικής πολίχνης του ομώνυμου διηγήματος,[10] έχει τώρα αναπτυχθεί σε πλανητική κλίμακα. Και καθώς «οχλοκράτης» είναι, έτσι κι αλλιώς, ο άνθρωπος που άγεται και φέρεται από τον «όχλο των παθών» του, ο μεταμοντέρνος μηδενισμός δεν είναι παρά η ειδική μορφή «οχλοκρατίας», η οποία αντιστοιχεί ακριβώς στην κατάρρευση του Ατόμου της ιδιωτικής-αστικής ελευθερίας, εντός του κλωβού «εικονικής πραγματικότητας» που η ίδια συν τω χρόνω έχει διαμορφώσει. Χάρη στην καθήλωση του μεταμοντέρνου οχλοκράτη στο πελατειακό «παρόν» των εκάστοτε επιθυμητικών «σωματιδίων» του, μπορεί άνετα ο διεθνής και τεχνοσυστημικός πλέον, «σεβάσμιος τοκογλύφος», ο «νεκρόσιτος» και «ερεβομανής», κατά τον Ποιητή, να «κοπροκρατεί το μέλλον»![11]
Κακά τα ψέματα. Στο σύστημα των «δύο τεράτων» οι «αριστεροί» είναι είτε μηδενιστές είτε απολιθώματα. Δεν χωράει Τρίτη εκδοχή στη «Νέα Εποχή». Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και με τους «φιλελεύθερους» αντιπάλους τους. Ανάμεσα στη μοντέρνα και στη μεταμοντέρνα εποχή «χάσμα μέγα εστήρικται». Ακόμα και αν ήταν δυνατός και επιπλέον ομόθυμα αποδεκτός, ένας απροκατάληπτος κριτικός απολογισμός της διεθνούς εμπειρίας της μοντερνιστικής αριστεράς, θα ήταν αδύνατο να καταστήσει επιτυχέστερη εκείνης, την όποια «πολιτική» των μεταμοντέρνων επιγόνων της!
Η απόλυτη αδυναμία πραγματικής αντίστασης είναι εδώ κάτι το απολύτως φυσιολογικό. Κι αυτό σε ολόκληρη τη Δύση. Ο μύθος του τερατοκτόνου ήρωα δεν λειτουργεί στα στερνά των ατομοκεντρικών πολιτισμών. Τι λειτουργεί εκεί θέλει βαθειά κατάδυση στην ομόλογη εποχή του πρώτου διδάξαντος την ελευθερία πολιτισμού, για να το αντιληφθεί κανείς. Το θέμα είναι, πάντως, ότι «το ζητούμενο του ανθρώπου», το απελευθερωτικό πρόταγμα, έχει πλέον τεθεί εκτός νεωτερικού πολιτισμού. Έχει μετατεθεί εκεί όπου κι ο ίδιος γεννήθηκε: στο πεδίο των σχέσεων ανάμεσα στις μεγάλες θρησκείες της ανθρωπότητας. Ή εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι σώζεται απ’ αυτές.
Το τι τέξεται εκεί η επιούσα δεν το ξέρουμε. Ελπίζουμε να μην είναι μόνο η αλληλοκτονική μανία του εξτρεμιστικού ισλαμικού φουνταμενταλισμού.
Θα κλείσω με την κλασική ακροτελεύτια λαϊκή μας ρήση, που απέκτησε και μοντέρνα φιλοσοφική περιωπή, καθώς την επανέλαβε στη συνέντευξη-διαθήκη του ο πολύς Μαρτίνος Χάϊντεγκερ: Μόνο ένας Θεός θα μας σώσει!   
Σημειώσεις
[1] Πρόκειται για τον μύθο του Κάδμου, ο οποίος ενώ περιεργαζόταν το θεριό που μόλις σκότωσε, άκουσε μια φωνή από ψηλά να του λέει: “Γιατί, γυιέ του Αγήνορα, κοιτάς το ερπετό που σκότωσες; Κι εσύ, μια μέρα, θα πάρεις τέτοια μορφή”. (Απολλόδωρος).
[2] Οδυσσέας Ελύτης, Εν Λευκώ, σ. 255. Ίκαρος 1992.
[3] Αριστοτέλης, Πολιτικά.
[4] Κλασικές διατυπώσεις από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο (των Μαρξ-Έγκελς), το Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία (του Μαρξ) και το Κράτος και Επανάσταση (του Λένιν).
[5] Εμβληματικές διατυπώσεις του Μπενζαμέν Κονστάν (1767-1830).
[6] Για και την αυτονόμηση της Τεχνικής και την δήθεν «ουδετερότητά» της  βλ. Ζακ Ελλύλ, Το Τεχνικό Σύστημα (μετ. Γιάννης Ιωαννίδης. Εκδ. Αλήστου Μνήμης).
[7] Για την εξέλιξη αυτή βλ. Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού. Η μετάβαση από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από τον φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία. (Εκδ. Θεμέλιο 1995β)
[8] Παναγιώτης Κονδύλης, ΔΙΑΒΑΖΩ, τ. 384, Απρίλιος 1998.
[9] Αναφορά στα προφητικά έργα των Αλντους Χάξλεϋ (: Γενναίος νέος κόσμος. Γρηγόρης Μ.Π. 1971) και Τζορτζ Όργουελ (: 1984. Κάκτος 1978.)
[10] Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τα δύο τέρατα. Άπαντα, τ. Δ’ σ. 316. Κριτική έκδοση Ν.Δ.Τριανταφυλλόπουλος. Εκδόσεις ΔΟΜΟΣ. (Ευχαριστίες στον Λάκη Προγκίδη που μου τα θύμισε.)
[11] Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί. Ανάγνωσμα τέταρτο.

πηγή: Αντίφωνο

Ο ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΥΣΤΕΡΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ - Η ΜΑΝΙΦΑΚΤΟΥΡΑ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΣΤΙΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

$
0
0


Εισαγωγή:
Η εξέλιξη του σύγχρονου κοινοτισμού

Ο κοινοτισμός ξεκινά από την απαρχή της ανθρώπινης ιστορίας. Μαζί με την αντίληψη για τη «μάνα θεά φύση», κυριάρχησε και η αντίληψη στους ανθρώπους για τη «μάνα κοινότητα». Για τη μόνη –σε δύσκολες συνθήκες- δυνατότητα επιβίωσης του ατόμου. Μέσα από τη κοινή συμβίωση στην ομάδα, στη κοινότητα ανθρώπων, που χρησιμοποιεί τα αγαθά της φύσης και μεταποιώντας τα κάνει συλλογικά αγαθά με κοινή χρήση και κοινοκτημοσύνη. Στη βάση αυτών των δύο βασικών αντιλήψεων για τις δύο «μαμάδες» ενηλικιώθηκε ο άνθρωπος σαν όν και είδος, περνώντας από τις πρωτόγονες εξισωτικές κοινωνίες στις πιο σύνθετες, στις οποίες υπήρξαν διαφοροποιήσεις, λόγω της ανισοκατανομής της εξουσίας στα πλαίσια των ανθρώπινων κοινοτήτων. 



Το κοινοτικό όμως πνεύμα ακολούθησε όλες τις κοινωνικές εξελίξεις κατά τη διαδρομή της ανθρώπινης εξέλιξης γιατί αυτό υπαγόρευε και η βιολογία του ανθρώπινου είδους, σαν λογικού όντος, που έβλεπε πάντα τα πλεονεκτήματα του «συνυπάρχειν», «συμβιώνειν», «συμπράτειν» και «συναποφασίζειν». 

Δε θα ασχοληθούμε με το αρχέγονο κοινοτικό πνεύμα. Μας ενδιαφέρει περισσότερο η σύγχρονη ιστορία του, για πρακτικούς και όχι θεωρητικούς λόγους. Γιατί σήμερα ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός προσπαθεί να διαλύσει και τις τελευταίες πρακτικές του-όπου υπάρχουν ακόμα- και να προωθήσει παντού τον ατομικισμό. Πράγμα που θα έχει σαν αποτέλεσμα όχι μόνο τη καταστροφή της βιολογικής και κοινωνικής βάσης του ανθρώπινου είδους, αλλά και τη διάλυση της «πρωταρχικής μάνας» της γαίας. 

Για να μη συμβεί αυτό, θα είναι πρωταρχικής σημασίας η αναβίωση και η ανάδυση ξανά του κοινοτικού πνεύματος, στα πλαίσια όμως των νέων συνθηκών της παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού , τις οποίες συνθήκες θα χρειασθεί να μετατρέψει πάλι σε κοινοτικές με βάση τα κοινά αγαθά της γαίας. 

Για αυτό μπορεί να βοηθήσει και το ιστορικό γεγονός της ανάδυσης του κοινοτισμού στα πλαίσια της προ του καπιταλισμού φεουδαρχίας. Ξεκινάμε λοιπόν μια σειρά άρθρων σαν μια  ιστορική αναδρομή του κοινοτισμού από τον ύστερο μεσαίωνα και θα την συνεχίσουμε στην περίοδο της ανάδυσης των καπιταλιστικών σχέσεων, σαν κυρίαρχων έναντι των φεουδαρχικών. Όπου στην ουσία-για να γίνουν κυρίαρχες οι καπιταλιστικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων- στηρίχθηκαν ακριβώς  στο κοινοτικό πνεύμα ενάντια στο μεταφυσικό πνεύμα του φεουδαρχισμού που αποδεχόταν την αριστοκρατία, τους ευγενείς και την εκκλησία σαν αντιπροσώπους του θεϊκού πνεύματος επί της γαίας.

Α) Ο κοινοτισμός στον ύστερο μεσαίωνα

α) Η Μανιφακτούρα και η αυτοδιοίκηση στις μεσαιωνικές πόλεις.


Η Ιστορία, γραμμένη από τη μεριά της κυρίαρχης-κάθε φορά-κοινωνικής και πολιτικής ελίτ, δεν έχει σταθεί καθόλου σε ένα πανευρωπαϊκών διαστάσεων κίνημα κοινοτισμού, κατά την περίοδο του ύστερου Μεσαίωνα. Σε αυτό το κίνημα έχει αναφερθεί κυρίως ο Κροπότκιν στο βιβλίο του Το κράτος και ο ιστορικός του ρόλος.

Η κοινότητα της ελεύθερης πόλης του μεσαίωνα προερχόμενη ήδη από τον 11ο και 12ο αιώνα είχε δημιουργηθεί «από τη μια από τις κοινότητες των χωριών και από την άλλη από τις χιλιάδες αδελφότητες και συντεχνίες που εμφανίσθηκαν εκείνη την εποχή και δεν είχαν σχέση με συγκεκριμένους τόπους. Ως ένωση αυτών των δύο τρόπων οργάνωσης των ανθρώπων, κατάφερε να επιβιώσει εντός ενισχυμένων προμαχώνων και πύργων… Τα χωριουδάκια και οι ενορίες  που’ φτιαξαν την πόλη, όπως και οι συντεχνίες και αδελφότητες που αναπτύχθηκαν μέσα της, έβλεπαν τους εαυτούς τους σαν μιαamitasόριζαν τους δικαστές τους και ορκίζονταν πως θα έμεναν ενωμένες…»[1]

Έχουμε ελεύθερες πόλεις, βασικά κοντά στη θάλασσα ή ποτάμια, όπου κυριαρχούσαν η βιοτεχνική παραγωγή και το εμπόριο και είχαν μια ύπαιθρο γύρω τους που τους εξασφάλιζε τα προϊόντα διατροφής, συμπληρώνοντας αυτά της αυτοπαραγωγής στα περιβόλια, τα κοτέτσια ή τους μικρούς στάβλους μέσα στις πόλεις. Η εμφάνιση τέτοιων πόλεων διαμόρφωσε και μια παράλληλη και ανταγωνιστική προς τον φεουδαρχισμό εξουσία. « Η συσσώρευση πλούτου μετακινήθηκε σταδιακά από τους πύργους στις πόλεις, οι οποίες πρόσφεραν άσυλο στους δουλοπάροικους που εγκατέλειπαν τα φέουδα και τους πύργους και ξεκινούσαν μια νέα ζωή ως μαθητευόμενοι και στη συνέχεια ως μαστόροι και ανεξάρτητοι παραγωγοί στις πόλεις»[2] . Κάθε ενορία, κοινότητα, συνοικισμός είχε τη δική του Συνέλευση και το δικό του Λαϊκό Δικαστήριο, που αποφάσιζε για τα τοπικά προβλήματα. Είχε επίσης και τη δική της Πολιτοφυλακή.Στη συνέχεια η ίδια η πόλη, σαν ένωση όλων αυτών είχε τη δική της Σημαία καιΣυνέλευση που γινόταν στη μεγάλη αγορά της και αποφάσιζε για τα κοινά της πόλης. Αποφάσιζε για τις σχέσεις της με τις άλλες πόλεις και τη φεουδαρχική εξουσία. Στις υποχρεώσεις της ήταν οι εξαγωγές των προϊόντων που πλεόναζαν, καθώς και η προμήθεια των αναγκαίων προϊόντων και πρώτων υλών, που δεν εξασφαλίζονταν στην ίδια τη πόλη. 

«Μέσα σ’ έναν αιώνα το κίνημα αυτό απλώθηκε, με εντυπωσιακά αρμονικό τρόπο, σ’ όλη την Ευρώπη-όπου εμφανώς ο ένας μιμούνταν τον άλλο- και κάλυψε τη Γαλλία, τις Κάτω Χώρες, τη Σκανδιναβία, τη Γερμανία, Ιταλία, Πολωνία και Ρωσία. Κι αν κρίνουμε τους καταστατικούς χάρτες όλων αυτών των κοινοτήτων, θα μείνουμε έκπληκτοι από την ομοιότητα της εσωτερικής τους οργάνωσης…»[3]

Το παράδειγμα της Γερμανίας: κατά τον 11ο αιώνα υπήρχαν στον χώρο που σήμερα ξέρουμε ως Γερμανία κάπου 200 νέες πόλεις, δίπλα στις παλιές ρωμαϊκές όπως η Trier, Worms, Köln, Mainz. Οι αδελφότητες των εμπόρων (Gilden) και οι συνεργατικές των χειροτεχνών (Zünfte) μαζί με τους ανεξάρτητους αγρότες των αντίστοιχων περιοχών μετέτρεπαν τους ευνοϊκούς για εμπόριο -λόγω θέσης σε σταυροδρόμι εμπορικών δρόμων, σε ποταμούς ή λιμάνια- οικισμούς σε νέες πόλεις. Στα βόρεια π.χ. στη Βαλτική θάλασσα το Λύμπεκ, στη Βόρεια θάλασσα το Αμβούργο[4]. Επίσης στη νότια Γερμανία κατά μήκος των 2 νέων σημαντικών εμπορικών δρόμων( ο πρώτος Αντβέρπη-Βενετία και ο δεύτερος που διέσχισε τη χώρα προς ανατολάς και έφθανε μέχρι την Πράγα και το Κίεβο), ενώ στη διασταύρωση αυτών των δύο αναπτύχθηκε η σημαντική πόλη της Νυρεμβέργης.

 Στην αρχή πρόσφεραν τα προϊόντα τους στα κέντρα των νέων πόλεων(Marktplatz) πληρώνοντας κάποιο φόρο στον τοπικό άρχοντα, είτε αυτός ήταν πρίγκηπας, είτε δούκας, είτε κόμης είτε και επίσκοπος και έτσι δεν τον είχαν «απέναντί» τους. Ίσα-ίσα οι τοπικοί άρχοντες βλέποντας ότι έτσι μπορούσαν να γεμίζουν τα ταμεία τους, δεν τους πείραζε και πολύ που τους φεύγανε οι κολλήγοι από τη γη τους και πηγαίνανε στις κοντινές πόλεις, οι οποίες όλο και μεγαλώνανε. Ταυτόχρονα αύξαινε και ο πλούτος και η δύναμη των κοινοτήτων της πόλης με αποτέλεσμα να γίνονται όλο και μεγαλύτερος πόλος έλξης των ανθρώπων που ήθελαν να ξεφύγουν από τους καταναγκασμούς των φέουδων και των μοναστηριών. 

Αναπτύχθηκε λοιπόν ένα πνεύμα ελευθερίας στις πόλεις που σε πολλές περιπτώσεις και περιόδους πήρε τη μορφή της αυτοδιοίκησης.  Από τους πολίτες- δημότες κόντρα στους τοπικούς άρχοντες ή τους Κάιζερ. Το 1254 για παράδειγμα, όπου μετά τον θάνατο του Konrad IV είχαμε μια περίοδο χωρίς βασιλιά και Κάιζερ στη Γερμανία[5], δημιουργήθηκε και η πρώτη Ένωση Πόλεων του Ρήνου, στην οποία ανήκαν 59 πόλεις.  

Για να επανέλθουμε: Το κίνημα των amitaήταν στην ουσία ένα κίνημα που δημιούργησε τους υστερομεσαιωνικούς δήμους στη βάση του αρχαιοελληνικού αθηναϊκού δήμου και της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Δεν έλυσε βέβαια το πρόβλημα της οικονομικής ισότητας[6], όπως άλλωστε δεν είχε καταφέρει να κάνει και η Αθηναϊκή δημοκρατία. Έδωσε όμως και αυτό μεγάλη σημασία στον άνθρωπο, στη γνώση και την παιδεία. Προκάλεσε ρωγμές στις δομές της φεουδαρχίας και της εκκλησίας και έθεσε ταυτόχρονα τα θεμέλια για να περάσει η Ευρώπη στην περίοδο της Αναγέννησης. Για το κοινοτικό και δημώδες πνεύμα και κίνημα σε αυτή τη περίοδο, πριν οι καπιταλιστικές σχέσεις και δομές γίνουν κυρίαρχες και περάσουμε στα εθνικά αστικά κράτη, θα ασχοληθούμε σε ένα άλλο άρθρο.


[1] Κεφ 4 σελ 36-37 στο: Το κράτος και ο ιστορικός του ρόλος του Πιοτρ Κροπότκιν , εκδόσεις Το Ποντίκι
Amitas: σαν να λέμε φιλική κοινότητα, εταιρεία

[2] Tuma Elias H., Η Ευρωπαϊκή Οικονομική Ιστορία, Gutenberg, Αθήνα 1978. Αναφέρεται στο: Κώστας Λάμπος, Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία, Νησίδες 2012, σελ. 120 

[3] Κροπότκιν , Το κράτος και ο ιστορικός του ρόλος σελ. 37

[4] Αυτές μαζί με άλλες πόλεις στη Β. Γερμανία και ανατολικά του ποταμού Έλβα είχαν δημιουργήσει τη Χανσεατική Ένωση Το 1370 η Χάνσα αριθμούσε 77 πόλεις, οι οποίες επέβαλαν στον τότε βασιλιά της Δανίας Βάλντεμαρ Δ΄ να αναγνωρίσει τη Χάνσα, να της εγγυηθεί ελεύθερη ναυσιπλοΐα και απαλλαγή από τελωνειακούς δασμούς.

[5] Κράτησε αυτή η περίοδος μέχρι το 1273 οπότε ανέβηκε στον θρόνο ο Rudolf I, ο πρώτος της δυναστείας των Απσβούργων. Βλέπε: Deutsche Geschichte, was jeder wissen muss, DUDEN 2009, σελ. 50.

[6] Παρόλο που είχε αναπτυχθεί μετά το 1400 και το θαβωρίτικο κίνημα που έβαλε σα στόχο την κοινοκτημοσύνη και την ανατροπή των φεουδαρχικών θεσμών και της αριστοκρατίας. Ήταν μια αίρεση του χιλιαστικού κινήματος που στράφηκε στην ιδέα τηςγήινης χιλιετούς αταξικής κοινωνίας, αντί της χιλιετούς βασιλείας του θεού. Η δράση του έγινε μεγάλο πρόβλημα για το Βατικανό, αλλά και την φεουδαρχία. Το 1420 κήρυξε επανάσταση στη Βοημία έχοντας μεγάλη επίδραση στους χωρικούς της περιοχής, αλλά ιδεολογικά ταρακούνησε όλα τα ευρωπαϊκά καθεστώτα. Κατέρρευσε όμως σύντομα, αφού δεν στηρίζονταν σε κάποια υλική βάση και δεν ξέφυγε από τον μυστικιστικό χαρακτήρα του. 



πηγή: topikopoiisi
Viewing all 939 articles
Browse latest View live