Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

$
0
0


και εγένετο εν τω στόματι αυτού ως μέλι γλυκάζον…

Του Αντώνη Καρτσάκη, δρ φιλολογίας
1. Η αξία του Παπαδιαμάντη
Γιατί η γλώσσα; [1. Σημαντικός παράγων της ιδιοτυπίας και της γοητείας του. Λυρισμός, ποιητικότητα (Δετορ.) εδράζονται στη γλώσσα. 2. Διάχυτη η άποψη ότι ο Παπαδιαμάντης έχει μια δύσκολη γλώσσα. Ο Π., όπως ο Κάλβος, ο Ροίδης, ο Βιζυηνός, ο Κονδυλάκης, έπεσε θύμα της γλωσσικής μισαλλοδοξίας μας. Ελπίζω να φανεί ότι η γλώσσα του είναι κατανοητή σήμερα, ή ότι έχει τις δυσκολίες που έχει μια παλαιότερη μορφή τέχνης].

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη έχει επισύρει από παλιά την προσοχή της κριτικής. Μια πολυεπίπεδη, πολύτυπη γραφή, «κτήμα ες αεί», όπως τη χαρακτήρισε ο Σικελιανός, που έγινε μέλι γλυκό στο στόμα του δημιουργού της, όπως και ο τίτλος μου δηλώνει, προορισμένο να γλυκαίνει τον καθένα μας. Γιατί φαίνεται ότι ο Παπαδιαμάντης πραγμάτωσε στα καθ’ ημάς εκείνο που έγραψε ο Μποντλέρ για τον Βίκτωρα Ουγκώ πως έφαγε το γαλλικό λεξικό και το έβγαλε μεταμορφωμένο από το στόμα του σε κόσμο ολόκληρο, με χρώμα, μελωδία και κίνηση. «Ένας μικρός Θεός» ο Παπαδιαμάντης, ακούσαμε προχθές από τον κ. Δετοράκη, που αναδημιουργεί τον κόσμο. Που φαίνεται να ακολουθεί για την ελληνική γλώσσα τη μοίρα του Ιεζεκιήλ στον οποίο ο Θεός είπε: «Χάνε το στόμα σου και φάγε ό δίδωμί σοι». «Και έφαγεν αυτήν και εγένετο εν τω στόματι αυτού ως μέλι γλυκάζον…»-θα προσπαθήσω να δείξω.
Αλλά πρώτα μια διευκρίνιση: όπως σωστά έχει ειπωθεί, η γλώσσα στον Παπαδιαμάντη είναι το μέσον. Μέσα από αυτήν ο συγγραφέας, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ποιητής Νίκος Καρούζος, «προσπάθησε να υπάρξει, όχι να γράψει». Ο σκοπός λοιπόν είναι άλλος. Γιατί ο Παπαδιαμάντης δεν έκανε τέχνη. «Τον κάναμε τέχνη», ισχυρίζεται ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Δεν είναι απλώς λογοτέχνης. Είναι πνευματικό κεφάλαιο. Δεν μένει στις «αισθητικές επιφάνειες», προχωρεί στο βάθος, στην αναζήτηση της πνευματικής ακεραίωσης του ανθρώπου. Αυτός είναι ο σκοπός και η τέχνη είναι το μέσον. Και ο μεγάλος συγγραφέας μας ποτέ δε λάτρεψε το μέσον, ή, όπως λέει η παράδοση, «τη κτίσει παρά τον κτίσαντα».
Με τις σκέψεις αυτές πρέπει, νομίζω, να πλησιάζουμε την τέχνη του Παπαδιαμάντη. Πιο συγκεκριμένα: η αξία του έγκειται στο ότι μας αποκάλυψε, όπως έχει παρατηρήσει ο Τάκης Παπατσώνης, «ένα διάχυτο και αδιατύπωτο αίτημα, ιστορικό μαζί και εθνικό και ηθικό: τη μνήμη της ανατολικής ορθοδοξίας. Ανήκει σε μια εξωφιλολογική τάξη και είναι εκείνος που μας δίνει το διάγραμμα που μέσα σ’ αυτό πρέπει να κινούμαστε, διάγραμμα απλότητας, ταπεινότητας, ανενδοίαστης προσήλωσης στην πίστη». Προσηλωμένος ο ίδιος στην εκκλησιαστική παράδοση δεν ηθικολογεί. Προτείνει έμπρακτα την επανανακάλυψη της ευχαριστιακής κοινότητας και της λαϊκής ευλάβειας, κορυφαία έκφραση της οποίας είναι το πανηγύρι στη μνήμη των αγίων.
Από την πρόθεση αυτή εκπηγάζει η τέχνη του. Με τη γλώσσα του θα ζωγραφίσει έναν αυθεντικό πίνακα ανθρώπινης αλήθειας. Θα κάνει δικό του τον πόνο των φτωχών και των κατατρεγμένων, των απλών και των καρτερικών ανθρώπων. Θα ματώσει ό ίδιος δίπλα στη χαροκαμένη μάνα που ξενυχτά το άρρωστο παιδί, δίπλα στις βασανισμένες γριές, στις σεμνές και ταπεινές γυναίκες του νησιού του, που κρατάνε ψηλά τα ήθη και την περηφάνια τους ως μαυροφορεμένες χήρες ή ως στερημένες κόρες.
[Με τη γλώσσα αυτή σκιαγράφησε τους καημούς των αδυνάτων, «χωρίς να οραματίζεται το λυτρωμό τους». Βέβαια, ο σκιαθίτης συγγραφέας ανήκε στους αδύνατους και δεν είχε φυσικά αντίρρηση για το λυτρωμό των ομοίων του. Μόνο που για τον Παπαδιαμάντη (ή τον άνθρωπο γενικά της παράδοσης) το ζήτημα τίθεται διαφορετικά: Δεν μπορεί να αναβάλει το Θεό ή την παράδοση, περιμένοντας να γίνει πρώτα ο λυτρωμός των αδυνάτων. Οι άνθρωποι πίστευε, δεν θα φτάσουν ποτέ στην επίλυση των πρακτικών προβλημάτων τους, αν δε λύσουν πρώτα το πνευματικό τους πρόβλημα. Ο συγγραφέας μας επιζητούσε την μέλλουσαν πόλιν…]
Με ποιο γλωσσικό ένδυμα ντύθηκε λοιπόν η τέχνη αυτή η γνήσια λαϊκή; Ποιες ιδιοτυπίες παρουσιάζει η γλώσσα του Παπαδιαμάντη και πού ακριβώς έγκειται η γοητεία της; Και κατά πόσο είναι κατανοητή σήμερα η γλώσσα αυτή; Τα ερωτήματα αυτά θα προσεγγίσω, κυρίες και κύριοι, με όση μπορώ συντομία και απλότητα.
2. Η γλώσσα: πρωτοτυπία και πηγές
Η παπαδιαμαντική γλώσσα είναι προσωπική γλώσσα. Διαθέτει δηλαδή πρωτοτυπία. Η γοητεία της, ωστόσο, δεν εξαρτάται μόνο από την πρωτοτυπία, καθώς γνωρίζουμε ότι έχουμε στην ελληνική γλώσσα λογοτεχνικά έργα αισθητικά άρτια ή και πληρέστερα σε κατεργασία, αλλά δεν είναι Παπαδιαμάντης. Λείπει η προέκταση που μας μεταφέρει στο επίκεντρο της πνευματικότητας, στη μεταφυσική ρίζα της ζωής.
Η παπαδιαμαντική γλώσσα εδράζεται στο συνταίριασμα παράδοσης και δεξιοσύνης. Ή αλλιώς στην επιδέξια αξιοποίηση της παράδοσης. Και υπερέχει κατά το ότι μας μεταφέρει στην πνευματικότητα της παράδοσης και στην πραγματικότητα του λαϊκού βίου.
Οποιαδήποτε λοιπόν συζήτηση γύρω από τη γλώσσα και τη μορφολογία του έργου του Παπαδιαμάντη θα ήταν ελλιπής, αν δε φανέρωνε τις πηγές της έμπνευσής του δημιουργού της. Γιατί γλώσσα και περιεχόμενο είναι αλληλένδετα στο έργο του σκιαθίτη. Πρώτα όμως οι απόψεις του συγγραφέα σχετικά με τη γλώσσα.
3. Οι απόψεις του Παπαδιαμάντη για τη γλώσσα
Ο Παπαδιαμάντης, αν και έζησε μέσα στη δίνη των γλωσσικών αντιπαραθέσεων, δεν θέλησε να ταυτιστεί με καμιά γλωσσική παράταξη. Είναι γνωστή η αποστροφή του προς τον Κοραή, αλλά και προς τον Ψυχάρη. Πίστευε πως καμιά γλωσσική μορφή δεν μπορεί να επιβληθεί από τους διανοούμενους. Οι γλώσσες δεν επιβάλλονται, έλεγε. Εξελίσσονται αβίαστα καθώς χρησιμοποιούνται και λαλιούνται κατά τις ανάγκες του λαού, «που τις παίζει έτσι όπως θα έπαιζε το λαγούτο και το κανονάκι του, για να εκφράσει με ήχους τα ανέκφραστα λόγια».
Ο Παπαδιαμάντης το ξέρει καλά αυτό γιατί είναι βγαλμένος από το λαό. Γι’ αυτό και ντύνει το έργο του με τη γλώσσα που έχει μάθει από τους ανθρώπους του νησιού του, από τους απλούς ανθρώπους της Αθήνας, όπου ζει από το 1873 «πότε νηστικός και πότε χορτάτος», όπως γράφει στον πατέρα του, από τα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας, την Αγία Γραφή, τα υμνολόγια, τα συναξάρια, τους πατέρες, τους αρχαίους. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν ταξινομημένες ιστορικές περίοδοι στη γλώσσα του, όπως δεν υπάρχουν διαχωρισμένες εποχές του ελληνισμού στην ψυχή του. Είναι ολάκερος, ακέραιος, μοναδικός, φτιαγμένος από τη στόφα του άρραφου χιτώνα του ελληνισμού. Το έργο του είναι ζωντανή μαρτυρία αυτής της ιδιόμορφης σύνθεσης της ρωμιοσύνης, που είναι ταξίδι, καράβι, θάλασσα ανοιχτή…
Η στάση λοιπόν του Παπαδιαμάντη στο γλωσσικό είναι έλλειψη στάσης και στράτευσης. Επικρίνει κάθε μονομέρεια και οικτίρει τον ελληνικό λαό για τη σύγχυση που του έχουν προκαλέσει οι πνευματικοί ηγέτες του: «Ο λαός ετούτος είναι ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, επειδή οι οδηγοί του σκέφτονται έτσι άστοχα αρκετές φορές. Κρίμα! Και επειδή εις την ελληνικήν γλώσσαν άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν». Η γλώσσα για τον Π. είναι ενιαία, είναι φυσικός οργανισμός, λαϊκό δημιούργημα, και εξελίσσεται φυσικά και αβίαστα. Το περιλάλητο λοιπόν γλωσσικό ζήτημα ουδέποτε ανέκυψε για τον Παπαδιαμάντη, ή, εάν ανέκυψε, επελύθη μεγαλοφυώς.
4. Τα χαρακτηριστικά της παπαδιαμαντικής γλώσσας
Πώς λοιπόν, με βάση τις σωστές αυτές, από γλωσσολογική άποψη, θέσεις, οργανώνει ο ίδιος τη γλώσσα του;
Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη –το είπαμε ήδη- είναι εντελώς προσωπική και ιδιότυπη. Φαίνεται ότι η φτώχεια (που διασφάλιζε την ελευθερία του) κατέληξε να είναι η αρετή του. Ελεύθερος από συμβάσεις, σε διάσταση μάλλον με το περιβάλλον του, γνήσιος και ιδιόμορφος, διαμορφώνει ένα είδος καθαρού και πλήρους λόγου. Ο ίδιος είχε υποχρεωθεί εν είδει διαμαρτυρίας να εξομολογηθεί: «Δεν ομοιάζω με κανέναν. Ομοιάζω με τον εαυτό μου». Ήταν ως να έλεγε: [Βρεττάκος]
«Η γλώσσα που χρησιμοποιώ, αιρετική ή όχι, δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Διάλεξα τη γλώσσα με την οποία νόμισα πως θα μπορούσα να ειπώ και να ζωγραφίσω καλύτερα τα όσα είπα και εζωγράφισα. Ο δογματισμός της δημοτικής των ημερών μου, θα με αποστερούσε από τη λεκτική επάρκεια που είχα ανάγκη. Ίσως μετά 100 χρόνια, γύρω στο 1980 λ.χ., η δημοτική να έχει γίνει μια φιλελεύθερη, επαρκής και ευέλικτη γλώσσα, την οποία, αν ζούσα, ευχαρίστως θα χρησιμοποιούσα. Με τη γλώσσα αυτή την «αιρετική» συλλέγω και ταξινομώ και αναδεικνύω τα δάκρυα και τους στεναγμούς των ανώνυμων. Των φτωχών και των κατατρεγμένων. Με την ίδια κατηγορώ την «πλουτοκρατίαν» ως τον διαρκή «αντίχριστο που γεννά την αδικία. Και η φυγή μου επίσης προς τους καιρούς και τα συμβάντα των παιδικών ημερών, η νοσταλγός αναζήτηση της θαλπωρής που γεννούσαν γύρω μου οι εκδηλώσεις πίστης των απλών ανθρώπων, με το ίδιο ζεστό ένδυμα ντύθηκε. Τα φλεγόμενα συναισθήματά μου, που γεννιούνται από την πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο διαμαρτύρομαι συνεχώς, επιτιμώ και σαρκάζω, δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Ομοιάζω με τον εαυτό μου».
Ποια είναι λοιπόν η ιδιοτυπία της γλώσσας αυτής; Ο μελετητής Λίνος Πολίτης έχει διακρίνει τρία επίπεδα (αναβαθμούς) στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη και την άποψη ασπάζονται έκτοτε όλοι οι μελετητές:
α) Στους διαλόγους του ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, εμπλουτισμένη με σκιαθίτικους ιδιωματισμούς,
β) Στην αφήγηση υιοθετεί μιαν άλλη γλώσσα που έχει βάση την καθαρεύουσα, αλλά με πρόσμειξη πολλών στοιχείων δημοτικής, και καταλήγει σ’ ένα προσωπικό ύφος,
γ) Στις περιγραφές και στις λυρικές παρεκβάσεις του ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί μια προσεγμένη και αυστηρή καθαρεύουσα.
Ας δούμε τα πράγματα πιο αναλυτικά μέσα από τα παπαδιαμαντικά κείμενα:
4. 1. Η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα
Είναι γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης πλημμύρισε την Αθήνα με τους ταπεινούς ήρωες των σκιαθίτικων διηγημάτων του και τα γνήσια λαϊκά ήθη της πατρίδας του. Η πρωτεύουσα που ζει την περίοδο της αστικοποίησης και είναι εκτεθειμένη σε ποικίλες ιδεολογικές και πολιτισμικές επιρροές από την Ευρώπη, δέχεται την επίθεση της ελληνικότητας από τα διηγήματα του σκιαθίτη δημιουργού.
Ωστόσο ο Παπαδιαμάντης δεν ενδιαφέρεται να αποδώσει φωτογραφικά την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά την μεταμορφώνει, με την επίδραση υποκειμενικών παραγόντων, όπως είναι η νοσταλγία, ο ρεμβασμός και η θρησκευτικότητά του. Εκτός όμως από τον ποιητικό αυτό κόσμο υπάρχει και ο κόσμος του κακού. Η ξενιτιά, η τοκογλυφία, η κομματική συναλλαγή, το κουτσομπολιό των λαδικών, η άδικη καταλαλιά, το έγκλημα, η σκλαβιά των γυναικών σε ένα μέθυσο σύζυγο κ.λπ. επανέρχονται μονίμως με μια ρεαλιστική γραφή. Ο φτωχόκοσμος, η ανέχεια, η καθημερινή βιοπάλη και η εξαθλίωση είναι το μόνιμο σκηνικό του.
Το σκηνικό αυτό υπαγορεύει την ανάλογη γλώσσα. Μια γνήσια λαϊκή γλώσσα, εμπλουτισμένη μάλιστα με διαλεκτικά στοιχεία των ηρώων του, συνηθέστερα με το σκιαθίτικο γλωσσικό ιδίωμα. Στόχος αμετάθετος: η απόδοση της πραγματικότητας.
Παράδειγμα:
[«Στο Χριστό στο κάστρο»]
«Αλλά το κυριώτερο θύμα του παπα Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:
- Δε μου λες, Αλαξανδρή, τι θα πη τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, «ο ανυψώσας το κέρας ημών;». Ποιος είν’ αυτός ο ανυψώσας;
- Να, ο ανηψιός σας, απήντα ο κυρ-Αλεξανδρής μη εννοών άλλως την λέξιν.
- Και τι θα πη «Σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;», ηρώτα πάλιν ο παπάς.
Να, σκύλλα Βαβυλών, απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλλας πράγματι επρόκειτο».
[«Φόνισσα»]
Η κυνηγημένη από τους χωροφύλακες Φραγκογιαννού πίνει από τη βρύση άπ’ όπου «μόνον τα πετεινά του ουρανού ηδύναντο να πίνουν», και μονολογεί:
-Αχ! Καθώς πίνω απ’ τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, δώστε μου και τη χάρη σας να πετάξω!...
Και εγέλασε μοναχή της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κι επέταξαν έντρομα…»
[«Πατέρα στο σπίτι»]
-Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάννα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
-Χωρίς πεντάρα;
-Ναι.
-Και τι έγινε ο πατέρας σου;
-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
[εκμετάλλευση του διαλόγου. Σε πέντε αράδες ένα συγκλονιστικό ανθρώπινο βάρος]
[«Η Νοσταλγός»]
- Σύρε στο καλό, Μαθιέ μου π’λάκι μου, του είπε με τόνον ειλικρινούς συγκινήσεως το Λαδιώ. Κρίμα που είμαι μεγαλύτερη στα χρόνια από σένα. Αν πέθαινε ο μπαρμπα-Μοναχάκης, θα σ’ έπαιρνα.]
[«Υπηρέτρα»]
Ο ήρωας, ο μπαρμπα-Διόμας, απαριθμεί τα παρελθοντικά του βάσανα και την αλγεινή επαφή του με την κυβερνητική γραφειοκρατία. «Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και εις τα κύματα». Ας δούμε πώς προσπαθεί ο συγγραφέας να φτάσει στο ανώτατο σημείο απόδοσης της πραγματικότητας:
«Πήγα δα και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ιπομμαχικό, και μόδωκαν, λέει, δυο σφάκελα να τα πάω στο Σοκομείο, να παρουσιαστώ στην Πιτροπή. Πήγα στην πιτροπή, ο ένας γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι αυτοί δεν ήξευραν… ύστερα γύρισα στο Υπουργείο και μου είπαν «σύρε στο σπίτι σου κι εμείς θα σου στείλομε τη σύνταξή σου». Σηκώνομαι φεύγω, έρχομαι δω, περιμένω, περνάει ο μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω λέει πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα γιατί δεν είχα να πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα, χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο Ιππομαχικό, κι από κει στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε «πάαινε και θα βγει η απόφαση». Σηκώνομαι φεύγω γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ… Είδες εσύ σύνταξη; Άλλο τόσο κι εγώ».
[Λεξιλόγιο ενός αγράμματου. Συμπάθεια. Αληθοφάνεια, ρεαλισμός. Παραφθορά=συμπαράθεση δυο διαφορετικών κόσμων. Ο στόχος: διχασμός ανάμεσα στο ισχυρό κράτος και στον αδύναμο πολίτη].
Στην «Αποκριάτικη Νυχτιά» τρεις άνθρωποι που βρέθηκαν κατ’ ανάγκη μαζί, προσπαθούν να επικοινωνήσουν:
«Ο γέρων Ζαχαρίας, οφείλων κάτι να είπη, έδειξε δια του παραθύρου την ευρείαν έκτασιν της πόλεως και του ελαιώνος, λέγων:
-Έχουμε από δω, κύριε ανθυπασπιστά, ωραίαν θεάν.
-Μάλιστα, -είπεν ο ανθυπασπιστής, και μέσα του εμορμύρισεν: «έχετε μάλιστα δύο θεάς».
Είτα όλοι εσιώπησαν.
-Έμαθα ότι έχετε κι ένα  υιόν εις τον στρατό, είπεν ο ανθυπασπιστής.
-Ναι είπεν ο κυρ Ζαχαρίας, όστις ηπόρησε πώς δεν εσυλλογίσθη να το αναφέρη πρώτος. «Αυτός δεν ήθελε να πάει κατά το ένθιμον, και άμα έληξεν η θητεία του, έμεινεν εις τον στρατόν. Να περιμένη τώρα προβιβασμόν! Αν έχη τύχην, όπως τον εκατήντησαν τον στρατόν με τα κόμματά τους! Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το Έθνος ανάθεμά τους! Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Εγνώρισα εγώ στα χρόνια μου λοχίους, δεκαενείς, οπού είναι, έως αυτής της ημερός, συνταγματαρχαίοι και ταγματαρχαίοι.
[Εδώ δεν έχουμε διαλεκτικά στοιχεία. Οι γλωσσικές παραφθορές συνδηλώνουν την προσπάθεια κοινωνικής ανόδου, την προσαρμογή σ’ ό,τι θεωρείται υψηλός λόγος –καθαρεύουσα – ειρωνεία]
Ας δούμε ακόμη ένα παράδειγμα από το «Γυνή πλέουσα». Ένας καπετάνιος επιστρέφει στο σπίτι του για να περάσει το χειμώνα. Η γυναίκα του, που αγαπά το κρασί, στέλνει βιαστικά το γιό της στο μπακάλικο να πει στον καταστηματάρχη να μη ζητήσει από τον άντρα της να τον πληρώσει για το κρασί, που αυτή κατανάλωνε εν απουσία του. Από το διάλογο μάνας και γιου:
-Ακόμα, μάννα, δεν έγιν’ η τυρόπιττα;
-Άκουσε παιδί μ’ Μανώλη να σ’ πω ένα κρυφούτσικο: ξέρεις το Γιαννιό τον Κισσιώτη, όπου σ’ έστελνα κι εγέμιζες τη μποτίλια κρασί;
-Πως.
-Να πας να του πης…
-Να μ’ δώσης τυρόπιττα…
-Τώρα, να ψηθή πρώτα… Να πας να πης του Κισσιώτη…
-Τι;
-Κείνα τα βερεσέδια πες οπ’ του χρωστώ, μην πιάση πες τον πατέρα σου κι εγώ θα κάμω νόμο-τρόπο. Άκουσες;
-Ναι.
-Σύρε, τρέχα γλήγορα να τα’ πεις και να ρθής. Να έφτυσα…
-Δώ’ μ’ πρώτα λιγάκι τυρόπιττα -Δεν έγινε ακόμα… Ώσπου να ρθης πίσω θα γένη. Τρέχα μην περάσ’ ο πατέρας και τονε πιάση. Τι σούπα να πεις;
-Να κείνα τα βερεσέδια… μην τα πιάσ’ ο πατέρας… και συ θα κάμεις τον ώμο τρόπο…
-Όχι μην τα πιάσ’ ο πατέρας. Αυτός να μην πιάση τον πατέρα σ’ και τα γυρεύει…
Τρέχα νάχης την ευκή μ’
Δώ’ μ’ τυρόπιττα. Να τώρα έγινε, θα καεί…
[Κάθε ήρωας βιώνει τη δική του κατάσταση, έχει το δικό του πρόβλημα… Ταπεινοί ήρωες, ταπεινή και απλή και κατανοητή η γλώσσα].
4.2. Η καθαρεύουσα με πρόσμειξη στοιχείων δημοτικής
Εκτός από την απλή αυτή γλώσσα, είναι γνωστή η συμπάθεια του συγγραφέα στην καθαρεύουσα της εποχής. Τον οδηγεί άραγε σ’ αυτήν η αγάπη του στη λογιοσύνη, η επιθυμία του να ακριβολογήσει στην έκφραση, ή η εκκλησιαστική παιδεία του; Και πώς κατορθώνει να κάνει τη γλώσσα αυτή αγαπητή μέχρι σήμερα;
«Αγαπούν όλοι και σέβονται την καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη», μας λέει ο Τέλλος Άγρας. «Αγαπούν και τα ρητά –τα ολίγα- των αρχαίων τραγικών και –τα πάμπολλα- της Γραφής, χωρία ολόκληρα από τους Ψαλμούς και τους Προφήτας […]. Αλλ’ η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη –συνεχίζει ο Άγρας-κάνει θαύματα, γιατί αντλεί από όλο τον πλούτο «της τελειότερης γλώσσας του κόσμου», γιατί δανείζεται και τις λέξεις της δημοτικής, ενώ για τη σύνταξη, είχε για πρότυπο είτε την ίδια την αρχαία, είτε την τελειότερη απ’ τις σύγχρονες, τη γαλλική. Επιπλέον, ο Παπαδιαμάντης είχε αλάθητο το αίσθημα του προφορικού, του δημοτικού λόγου. «Σε κανένα συγγραφέα οι διάλογοι δεν είναι τόσο απολύτως φυσικοί, όσο είναι σ’ αυτόν. Το αίσθημα όμως της ακριβολογίας τον οδηγούσε στην καθαρεύουσα. Άλλωστε ως τα 1905, κι αργότερα ακόμα, η πεζογραφία μας, μη δεν ήταν κατά μέγα μέρος καθαρεύουσα»;
Η καθαρεύουσα λοιπόν του Παπαδιαμάντη έχει βαθιές ρίζες. Κυρίως όμως είναι συνειδητή επιλογή του δημιουργού, προκειμένου να υπηρετήσει με τη γλώσσα αυτή τις ιδέες του. Η θησαυρισμένη μέσα του πλούσια μνήμη από τα πολλά κοιτάσματα του νεοελληνικού ψυχισμού ζητά διέξοδο. Αυτό το μέσα πλούτος φέρνει ο συγγραφέας στην επιφάνεια με το καθαρό ιδίωμα του καιρού του. Μια καθαρεύουσα η οποία δεν είναι γλώσσα εργαστηρίου, όπως εκείνη του λογιοτατισμού της εποχής,  που, ενώ διατηρεί τα εξωτερικά στοιχεία της τυπικότητας και της επισημότητας, πάλλεται από λυρισμό και απεχθάνεται κάθε ρητορεία:
[«Το μυρολόγι της φώκιας»]
«Καθώς είχε νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα είχε κάμει την αβασταγήν της και ήρχισε ν’ ανέρχεται το μονοπάτι, επιστρέφουσα κατ’ οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγιασμόν, εστράφη κ’ εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.
- Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη… Σημαδιακός κι αταίριαστος είναι.
Κ’ εξηκολούθησε τον δρόμον της».
[Το α΄ τραγική ειρωνεία. Το β΄ χιούμορ, ειρωνεία, σαρκασμός, όπλα με τα οποία άσκησε την κοινωνική κριτική του. «Μεγαλείων οψώνια»]
Με τον καιρόν, όταν εμεγάλωσεν η κόρη –ήτο κομψή, χλωμή και ονειρώδης- ανάγκη πάσα να την εμβάσουν εις τον κόσμον δια της μεγάλης θύρας. Της επήραν δασκάλαν στο πιάνο, στα γαλλικά. Κάτι έμαθεν η κόρη να τραγουδίζη και να βομβή, ακόμα και τον «Χόρ-χόρ-αγάν». Τέλος έπρεπε να την υπανδρεύσουν, να της αγοράσουν δηλαδή σύζυγον. Ή ένα στατιωτικόν από ιστορικήν οικογένειαν, ή ένα πολιτευόμενον με μέλλον. Εις τι θα εχρησίμευεν η προιξ, εάν δεν θα είχεν ο άνθρωπος να βαπτίζη όλα τα χωριατόπουλα, και να στεφανώνη όλα τα ανδρόγυνα, δια να κάμη κουμπάρους και κομματάρχας; Είναι γνωστόν ότι αι εκλογαί γίνονται με κουμπαριές και ενίοτε με κουμπουριές.
Η διάσταση στο επίπεδο της γλώσσας εντείνεται και από τη συχνή χρήση της γλώσσας της εκκλησίας:
«-Αχ γιέ μου, είπεν η Φραγκογιαννού. Έχω βάσανα και πάθια.
-Τα βάσανα δεν λείπουν από τον κόσμο γερόντισσα…
- Αχ, πάτερ Γιάσαφε, είπεν εν θλιβερά διαχύσει η Φραγκογιαννού. Νάμουν πουλί να πέταγα!!!
-«Τις μοι δώσει πτέρυγας ωσεί περιστεράς;» είπεν ο Ιωάσαφ, ενθυμηθείς τον ψαλμόν.
-Ήθελα να έφευγα από τον κόσμο γέροντά μου… Δεν μπορώ να υποφέρω πλιά!
-«Εμάκρυνας φυγαδεύουσα και ηυλίσθης εν τη ερήμω», είπεν πάλιν ο γέρων μοναχός.
-Μεγάλη φουρτούνα μ’ ηύρε γέροντά μου…
-Ο θεός να σε γλυτώσει κόρη μου «από ολιγοψυχίας και από καταιγίδος…
-Απ την κακία και την κακογλωσσιά δε γλιτώνει άνθρωπος…
-«Καταπόντισον, Κύριε, και καταδίελε τας γλώσσας αυτών, ότι είδον ανομίας και αντιλογίαν εν τη πόλει», επέρανεν ο πάτερ Ιωάσαφ.
Η ηρωίδα αδυνατεί να κατανοήσει τη γλώσσα αυτή, γιατί είναι αποκομμένη από την πνευματική κοινότητα, αν και η ίδια θεωρεί τον εαυτό της αντιπρόσωπο του Θεού. Η διάσταση στη γλώσσα μπορεί να θεωρηθεί και ως αδυναμία της αλήθειας να επικοινωνήσει με το ψέμα.
Οι βιβλικές επιδράσεις στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη εντοπίζονται σε όλο το εύρος της γλωσσικής δομής του δημιουργού: από τις διάσπαρτες φράσεις και τη σύνταξη, έως τα πολλά σχήματα λόγου:
Παπ.: «Ύπνος δεν έκλεισε τα βλέφαρά μου, ανάπαυσιν δεν εύρε το σώμα μου»
Γραφή: «…ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου»
Παπ.: «τον άρτον μου δεν έθεσα ποτέ επί τραπέζης»
«…ότι επελαθόμην του φαγείν τον άρτον μου»
Παπ.: «Από τα φύλλα της εστάλαζε και έρρεε μάνα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι εκ πέτρας»
«…και εκ πέτρας μέλι εχόρτασεν αυτούς»
«Οι εκ πέτρας το μέλι θηλάσαντες» (ψάλλουμε για τους τρεις Ιεράρχες)
Παπ.: «εί τις έπταιε αν ήτο στείρα και άτεκνος;»
«Ιωακείμ και Άννα… Στείρα, άγονος η Άννα σήμερον» (ιδιόμ. του γεν.. της Θ.)
Παπ.: «Αφήκεν μικράν φωνήν ομοίαν με στεναγμόν»
«Μικράν φωνήν αφήκεν ο ληστής εν τω σταυρώ» (αντίφ. της Μ. Πέμ)
Προσοχή: η γλώσσα αυτή με την οποία η συναναστροφή του Π. είναι συνεχής και εσωτερικά συνεπής, αποκτά την αξία των πραγμάτων τα οποία κατονομάζει. Δεν είναι η επίσημη φορεσιά αλλά δίνει τον απόηχο μιας μακρινής επίσημης λαλιάς που είναι ακόμα ενεργή, καθώς μάλιστα φωτίζεται με την αποδοχή της θεόπνευστης προέλευσής της. Στα άξια χέρια του δημιουργού της απλοποιείται και ταυτίζεται με τη φυσική ανάπτυξη μιας λαϊκής γλώσσας. Έτσι ο συγγραφέας κατορθώνει να δημιουργήσει ύφος, δηλαδή προσωπική γραφή.
4.3. Η προσεγμένη και αυστηρή καθαρεύουσα
Αν όμως με τον δεύτερο αυτό αναβαθμό ο συγγραφέας βρίσκει τον καλύτερο δρόμο να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη του, τι χρειάζεται ο τρίτος αναβαθμός, η αυστηρότερη και επισημότερη καθαρεύουσα, για να αποδώσει ακριβέστερα την εμπειρία του;
[Από την περιγραφή του κήπου του Γιαννιού στη «Μαυρομαντηλού»]
«Τω όντι τα χόρτα και οι θάμνοι του περιβολίου δεν έπαυσαν να σχηματίζωσιν αύλακας, να είναι ποικιλόμορφα, αναλλοίωτα και ρευστά, να ορθώσι την χαίτην, να στηλώνωσι τα στέρνα, να φρίσωσι, να κροαίνωσι, να βρέμωσι, να ηχώσι, να πλαταγώσι, να κτυπώσι παν αντίτυπον σώμα. Και οι ζέφυροι προσέπαιζον κυλινδούμενοι εντός των, ως άτακτα παιδία, και ημιλλώντο τίς να αυλακώσει καλύτερον, τις να υπεγείρη υψηλότεροντα κυανά και πορφύρεα νώτα των, μετά φωσφορίζοντος σελαγισμού, μετ’ ακτινωτού αφρώδους στεφάνου. Και αύρα ποντιάς εθώπευε μαλθακώς την άσπιλον κυματίζουσαν οθόνην, προκαλούσα απείρους χαριέσσας, μυρμηκιζούσας παροδικάς ρυτίδας…»
Μια ποιητική παρά ρεαλιστική ταξινόμηση με διαρκή εναλλαγή των παραβολών: τα κηπευτικά παρομοιάζονται άλλοτε με άλογα, άλλοτε με κύματα και άλλοτε με «κυματίζουσαν οθόνην».
[«Όνειρο στο κύμα»]
«Ησθάνθην ότι προσεκολλάτο το πλάσμα επάνω μου. Ήθελεν την ζωήν της. Ω! ας έζη, και ας ήτον ευτυχής. Κανείς ιδιοτελής λογισμός δεν υπήρχε την στιγμήν εκείνην εις το πνεύμα μου. Η καρδία μου ήτο πλήρης αυτοθυσίας και αφιλοκερδίας. Ποτέ δεν θα εζήτουν αμοιβήν!
Επί πόσον ακόμη θα το ενθυμούμαι εκείνο το αβρόν, το απαλόν σώμα της αγνής κόρης, το οποίον ησθάνθην ποτέ επάνω μου επ’ ολίγα λεπτά της άλλως ανωφελούς ζωής μου! Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία. Και οπόσον διέφερεν από όλας τας ιδιοτελείς περιπτύξεις, από όλας τας λυκοφιλίας και τους κυνέρωτας του κόσμου η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή! Δεν ήτο βάρος εκείνο, το φορτίον το ευάγκαλον, αλλ’ ήτο ανακούφισις και αναψυχή».
Και μια περιγραφή από το 8ο κεφάλαιο της «Φόνισσας». Μας μεταφέρει τη φυσική ομορφιά του λόφου πάνω από τα μνημούρια:
«Την ημέραν λοιπόν εκείνην, της εβδομάδος των Βαϊων, έφθασεν η Φραγκογιαννού λίαν πρωί εις την κορυφήν του υψηλού πετρώδους λόφου, του αντικρύζοντος εκ δυσμών την πολίχνην, και οπόθεν μελαγχολικόν πίπτει το βλέμμα επί του μικρού κοιμητηρίου, απλουμένου κάτω, επί υψηλής θαλασσοπλήκτου λωρίδος γης, με τα λευκά μνήματα, και ευθύς φεύγει, ζητούν φαιδρότητα και ζωήν εις τα γαλανά κύμματα, εις τον ευρύν τριπλούν λιμένα, και εις τα χλοερά, χαρίεντα νησίδια, τα φράττοντα τούτον εξ ανατολών και μεσημβρίας».
[Ας προσέξουμε με πόση τέχνη ο συγγραφέας μας οδηγεί στην κορυφή του «πετρώδους λόφου» και από κει κατευθύνει τη ματιά μας «κάτω», η οποία αμέσως φεύγει για τα νησιά, πέρα στον ορίζοντα. Ας δούμε πώς η κίνηση επιταχύνεται από την επανάληψη των ισχυρών (ανοικτών) φωνηέντων «ου» και «α».]
Στο ίδιο κεφάλαιο η κίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση:
«Το λάλον, ασίγητον κελάδημα των κοσσύφων αντήχει αρμονικόν εις το δάσος, το περιστέφον όλην την δυτικήν κλιτύν και ανέρπον εις την κορυφήν του Αναργύρου, έως την Αετοφωλιάν επάνω».
Οι γλωσσολόγοι θα παρατηρούσαν εδώ τη θαυμάσια γλωσσική παρήχηση των υγρών «λ» και «ρ» που θερμαίνουν την περιγραφή και τη χρήση του τελικού «ν» της καθαρεύουσας «όλην την δυτικήν κλιτύν», «ανέρπον εις την κορυφήν», με το μεγάλο παρηχητικό όφελος, αλλά και την επανάληψη του συριστικού «σ» («ασίγητον, κοσσύφων, εις το δάσος το περιστέφον», που αποδίδει το συριγμό του δάσους.
Άρα οι επιλογές αυτές δεν έχουν αισθητική απλώς αξία. Παράγουν, όπως λέμε οι φιλόλογοι, νόημα. Έχουν ουσιαστική ύπαρξη. Ας δούμε πως παριστάνεται η στιγμιαία συναισθηματική αλλαγή της κυνηγημένης Φραγκογιανούς, που η Ανατολή τη βρίσκει κρυμμένη κάτω από μια δασύφυλλη γούρνα:
«Μία ακτίς θερμή, ερχομένη μακράν, από το φλεγόμενον πέλαγος, διέσχιζε την πυκνήν φυλλάδα και τον κισσόν τον περισκέποντα το άσυλον της ταλαιπώρου γραίας, και έκαμνε να στίλβη ως πλήθος μαργαριτών η δρόσος η πρωϊνή, η βρέχουσα τον πλούσιον σμαράγδινον πέπλον, κ’ εφυγάδευεν όλον το ρίγος της υγρασίας, και όλον το κρύος του φόβου του πελιδνού, φέρουσα πρόσκαιρον ελπίδα και θάλπος»
Αν οι σπηλιές, οι βράχοι και τα βουνά εντείνουν το φόβο, το φώς του ήλιου έρχεται να τον διασκεδάσει…  Μια ακτίνα του ήλιου είναι ικανή να θερμάνει, πρόσκαιρα έστω, την τάλαινα ψυχή.
Σε πολλές, τέλος, περιπτώσεις -μιλάμε πάντα για την προσεγμένη χρήση της καθαρεύουσας- οι λυρικές εκφράσεις εμπεριέχουν φιλοσοφική σκέψη: Εδώ η γραία-Χαδούλα μιλάει για τον κόσμο και τις δυστυχίες του:
«Καθώς ανήρχετο την ράχιν αντικρύ, ήκουσε τον μικρόν κώδωνα του μοναστηρίου να ηχή γλυκά, ταπεινά και μονότονα, να εξυπνά τας ηχούς του βουνού, και να δονεί την μαλακήν αύραν. Ήτο άρα μεσονύκτιον, ώρα του Όρθρου. Πώς ήσαν ευτυχείς οι άνθρωποι αυτοί, οίτινες ευθύς αμέσως, εκ νεαράς ηλικίας, ωσάν από θείαν έμπνευσιν, είχον αισθανθή ποίον ήτο το καλύτερον το ποίον ημπορούσαν να κάμουν –το να μη φέρουν, δηλαδή, άλλους εις τον κόσμον δυστυχείς!... και μετά τούτο, όλα ήσαν δεύτερα».
Σε ένα άξιο λοιπόν συγγραφέα οι εκφραστικές επιλογές δεν είναι ποτέ α-νόητες. Δικό μας έργο να αναζητήσουμε το νόημα για να τις απολαύσουμε. Αλλιώς μένουμε στην επιφάνεια.
4.4. Η ποιητικότητα της γλώσσας
Αν όμως η παπαδιαμαντική γλώσσα, με τις επιλογές αυτές πετυχαίνει την ουσία, πώς κατακτά και την ποιητικότητα; Γιατί το χαρακτηριστικό αυτό έχει επίσης κατά κόρον αναδειχθεί. Ήδη από το 1911 ο Παλαμάς χαρακτηρίζει τον Παπαδιαμάντη «ποιητή με τον πεζό λόγο» που τραγουδά παρά ιστορεί τις αφηγήσεις του. «Η ποιητική νοημοσύνη του Παπαδιαμάντη –μας λέει ο Οδυσσέας Ελύτης- διατρέχει τις σελίδες του, συνεγείρει και μαγνητίζει τις λέξεις, τις υποχρεώνει να συναντηθούν σε μια φράση, όπως ο αέρας τα λουλούδια σ’ έναν αγρό. Παράξενη ελευθερία». Αυτές οι νησίδες των παρομοιώσεων και των μεταφορών, κάποτε και οι απλές περιγραφές, οι απροσδόκητες εισβολές της δημοτικής «αρκούν για ν’ αποσπάσουν τη γλώσσα αυτή από την παγερότητα, να κυμματίσουν την επιφάνειά της μ’ έναν τρόπο που δεν έχει όμοιό του στα πεζογραφήματα της εποχής».
Η ποιητικότητα του παπαδιαμαντικού λόγου, για να φύγουμε από τη μεταφορική γλώσσα του Ελύτη, υπηρετεί επίσης την ουσία. Εντοπίζεται στην οργάνωση του περιεχομένου του, αλλά και στη γλωσσική του επιφάνεια, και είναι αποτέλεσμα αφηγηματικών τεχνικών, μεθόδων και εκφραστικών τρόπων. Ποιοι είναι οι τρόποι αυτοί;
«Είναι «οι σχοίνοι οι δακρύοντες αγριομαστίχην», «το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον», τα «ερίφια-κύματα, χαιτήεντα, φριξότριχα, κερασφόρα», το βλέφαρον του λόφου [που] κατήλθε και εκλείσθη», με τον ερχομό της νύχτας, «ο πέπλος της νυχτός, ο περιαργυρούμενος και διατμιζόμενος από το φέγγος της σελήνης», «η αμυδρά , γλυκεία απολαμπή των κανδηλίων». Και πιο κοντά στην εικονιστική αντίληψη: δύο βράχοι, που απ’ αυτούς «ο είς ίσταται υπερήφανος, ο άλλος κυρτός, γονυπετής, ως εν σχήματι μετανοίας». Οι Ζέφυροι που «προσέπαιζον κυλινδούμενοι ως άτακτα παιδία». Τα άστρα που «το εν μετά το άλλο, πίπτοντα, φευγαλέα, σβήνονται εις τον άνω βυθόν των ακαταλήπτων πραγμάτων»…
Είναι λοιπόν οι παρομοιώσεις, οι μεταφορές, οι ασυνήθεις εικόνες, αλλά και οι απλές περιγραφές: Ο παπάς που κατέβαινε κάθε χρόνο από το μοναστήρι του ανήμερα των Φώτων για ν’ αγιάσει τα νερά, «με τους πτερυγίζοντες βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά και την κυμαινομένην γενειάδα». Η «θερμόαιμος και ανήσυχος ως πτηνόν του αιγιαλού» Μοσχούλα. Η «μελαχρινή και μικρόσωμος καπετάνισσα, με την χρυσοκέντητον σκούφιαν, εικονίζουσαν γάστραν με άνθη και με κλώνας, , κ.λπ.
Είναι τα σύνθετα, που συναπαρτίζουν ένα από τα αλλεπάλληλα στρώματα της ιδιάζουσας μαγείας του ύφους: άλλοτε διαλεγμένα για ν’ αρμόσουν στην ανάγκη της στιγμής (λιναρόξανθοι, χρυσαυγίζουσα) και άλλοτε για τη σπανιότητά τους προτιμημένα (κυνέρωτες, νεοδρεπή), χωρίς να λείπουν και κάποιες συζεύξεις νεόκοπες με κριτήρια καθαρά ποιητικά (χνοώδη πάλλευκον χρώτα).
Είναι τα ρήματα που στοιχειοθετούν την ένταση της καταιγίδας στη «Γλυκοφιλούσα»:
Ο βορράς παγερός αποσπάται μυριοπτέρυγος…
Φρίσσει το κύμα…
Φρικιά πορφυρούς ο πόντος…
Ρυτιδούται η θάλασσα…
Αγριαίνει το πέλαγος…
Ωρύεται μανιωδώς η καταιγίς…
Ρήγνυται το κύμα…»
Αλλά και άλλοι τρόποι, όπως οι προσωνυμίες, συμβάλλουν στο ίδιο αποτέλεσμα: Μοσχούλα η αγαπημένη κοπέλα, Μοσχούλα η αγαπημένη κατσίκα. Το μικρό βοσκόπουλο σώζει την πρώτη από τον πνιγμό, ενώ πνίγεται η δεύτερη αβοήθητη. Κυνηγημένη η φόνισσα τρέχει στον κακοτράχαλο γκρεμό, το όνομά του οποίου είναι «Κακόρεμα». Η μικρή Ακριβούλα πνίγεται και με την απαράμιλλη τραγική ειρωνεία του ο συγγραφέας μας δείχνει πόσο ακριβή είναι η ζωή που αφαιρεί ο χάρος ο αχόρταγος, ενώ η γρια Λούκαινα (από το λατινικό lugeo = πενθώ;) επιστρέφει με την αβασταγή της «σαν νάχαν ποτέ τελειωμό τα πάθη κι οι καημοί του κόσμου»). [ονόματα].Είναι τυχαία όλα αυτά; Ασφαλώς όχι. Ο γνήσιος δημιουργός –είπαμε- επιλέγει. Και επιλέγει (ή επινοεί) έξυπνα με το ένστικτο που μόνο ένας ποιητής διαθέτει: με συνδυασμούς και σύμβολα που εντείνουν τον υπαινιγμό, εκείνο το υπέροχο κλείσιμο του ματιού, με το οποίο συνεννοείται με τρόπο άρρητο με τον αναγνώστη του.
Παράδειγμα
Επιτρέψτε μου μια ακόμη αποσπασματική αναφορά. Στο διήγημα «Το Καμίνι» συναντάμε μια από τις ποιητικότερες περιγραφές. Το Καμίνι είναι μια θαλασσινή σπηλιά, ένα «μέγα επιστεφές άντρον», μεσα στο οποίο
«εισπηδά το διαυγές αλμυρόν νάμα, πλήττει την μίαν πλευράν, πλήττει την άλλην, χορεύει, σκιρτά, και φαίνεται ως να ψάλλη με ιάμβους και αναπαίστους, εις Δώριον ήχον:
Η κάμινος, σωτήρ, εδροσίζετο,
Οι παίδες δε χορεύοντες έψαλλον:
Ο των πατέρων Θεός ευλογητός εί»
[Η προσωποποίηση του νερού έχει εκκλησιαστική προέλευση. Το υμνογραφικό «αλλόμενον ύδωρ» (Ιωάν. 4.14) και τα συνηθέστατα στην υμνογραφία ρήματα «σκιρτώ», χορεύω», «ψάλλω» πιστοποιούν την εκκλησιαστική επίδραση. Όμως η ποιητικότητα της εικόνας έγκειται, εκτός από την επαναδιαχείριση του υμνογραφικού λεκτικού, στη δομή του όλου σχήματος: Συγκεκριμένα παρατηρούμε δυο εικόνες: η μια μεταφορική: το νερό που χορεύει και σκιρτά και ψάλλει. Η άλλη κυριολεκτική: οι παίδες εν τη καμίνω. Η πρώτη εικόνα παράγει τη δεύτερη: το νερό ψάλλει τον ύμνο των τριών παίδων. Ταυτόχρονα η εικόνα αυτή εμπεριέχεται στη δεύτερη, αφού οι παίδες κάνουν ακριβώς το ίδιο που κάνει και το νερό: κλεισμένοι κι εκείνοι σ’ ένα καμίνι χορεύουν και ψάλλουν.
Εγκιβωτισμός ευρηματικός και πρωτότυπος, θα λέγαμε. Αλλά γιατί η συγκεκριμένη επιλογή; Ο Παπαδιαμάντης, παρατηρεί στη διατριβή του ο Άγγελος Μαντάς (Ο τροπικός Παπαδιαμάντης, Αθήμα 1994), μας καλεί θεατές σε μια παλινδρομική κίνηση ανάμεσα σε δυο εικόνες. Η πρώτη γεννάει τη δεύτερη. Όμως ως έμπνευση η δεύτερη γεννάει την πρώτη. Η πρώτη είναι δημιούργημα του συγγραφέα, η δεύτερη προϊόν της εκκλησιαστικής του παιδείας. Άρα οι δύο χώροι αλληλοπεριέχονται. Η έμπνευση του Παπαδιαμάντη καθορίζεται από την εκκλησιαστική του παιδεία. Αλλά η τελευταία γίνεται τέχνη με την έμπνευση του συγγραφέα Η αμοιβαιότητα αυτή και η πολλαπλά συμβολική διαπλοκή μπορεί να θεωρηθεί καταστατική για την όλη σχέση της παπαδιαμαντικής τέχνης προς την εκκλησιαστική παράδοση].
5. Το προσωπικό ύφος – ο λυρισμός
Όλα όσα αναφέραμε συντείνουν στο ότι ο Παπαδιαμάντης έχει τον απόλυτο έλεγχο της γλώσσας και έχει διαμορφώσει ένα ύφος εντελώς προσωπικό. Η ελληνική γλώσσα ολόκληρη –κι εδώ θα πρέπει να συμφωνήσουμε ξανά με τον Ζήσιμο Λορεντζάτο- κείτεται παραδομένη στα χέρια του και οποιαδήποτε λέξη της –πάντα η καταλληλότερη- βρίσκεται έτοιμη να παρουσιαστεί μπροστά του, μόλις εκείνος το ζητήσει, και να τρέξει απ’ οσοδήποτε μακριά, μόλις αυτός της κάνει νόημα ή χρειαστεί να αποτελειώσει μια σκαλωμένη φράση του, μια παράγραφο, μια καίρια περιγραφή.
[Στο ερώτημα κατά πόσο είναι κατανοητή σήμερα αυτή η γλώσσα θα απαντούσα προεξαγγελτικά ότι και η γλώσσα του Σαίξπηρ και του Δάντη δεν ομιλείται πλέον και η κατανόησή της απαιτεί προσπάθεια. Αλλά οι Άγγλοι και οι Ιταλοί δεν την αποκαλούν νεκρή…Την σέβονται ως μητέρα. Και την απολαμβάνουν με ελάχιστη προσπάθεια, πλουτίζοντας τη σύγχρονη γλώσσα από τους θησαυρούς της παλαιάς. Γιατί –το γνωρίζουμε- η γλώσσα κάθε λαού είναι ποτάμι που ρέει διαρκώς και συναποκομίζει στη ροή του πολύτιμα στοιχεία του παρελθόντος. Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη είναι, νομίζω, κατανοητή στον σημερινό αναγνώστη, απαιτεί όμως, όπως κάθε αξιόλογη τέχνη, μια αναγκαία εξοικείωση].
Γλώσσα λοιπόν επιβλητική, δωρική, τελετουργική, αλλά και απείθαρχη, ασυνεπής, αιρετική, που δίνει την εντύπωση του τυχαίου και του ατημέλητου, του αφρόντιστου… Με άλλα λόγια, μια προσωπική και γι’ αυτό διαχρονική γλώσσα. Υπεράνω προσδιορισμών. Ανεπανάληπτη, όπως του Καβάφη. Χωρίς προγόνους και χωρίς επιγόνους. Γλώσσα συγκλονιστική στην απλότητα, στο λυρισμό, στην ποικιλία και στην ελληνικότητά της. Στην ευαισθησία και στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί:
«Μεθυστικόν άρωμα ανήρχετο από των απειραρίθμων ανθών, οι φράκται των αμπέλων έθαλλον με αγραμπελιά και με αιγοκλήματα και με ακανθώδεις θάμνους, τινές των αγρών εφαίνοντο αιμάσσοντες εις τας πρώτας ακτίνας του ηλίου από μυριάδες παπαρούνας»
[«Θέρος – έρος]
Ήτο ήδη δεκαεπταέτις, κι εφαίνετο να είναι είκοσιν ετών, εν υπερακμή ρώμης και καλλονής, ομοία με την Πρωτομαγιάν, το κορύφωμα τούτο της Ανοίξεως, την ετοίμην να παραδώσει τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον και δρεπανηφόρον θέρος-έρος.
Λυρικά χωρία και γλώσσα θησαυρισμένη από απανωτά στρώματα παιδείας, από τον Όμηρο και τους αρχαίους, τα ιερά γράμματα, τους πατέρες και τους Υμνογράφους της εκκλησίας, το δημοτικό τραγούδι, τους ευρωπαίους κλασικούς, αλλά και τη γλώσσα του αθηναϊκού όχλου. Γλώσσα που επιλέγει κάθε φορά την καταλληλότερη λέξη, π.χ. το ιδιαίτερο εκείνο επίθετο που αποδίδει στο ουσιαστικό μια παροδική ιδιότητα («και αύρα ποντιάς εθώπευε μαλθακώς την άσπιλον κυμματίζουσαν οθόνην, προκαλούσα απείρους χαριέσσας παροδικάς ρυτίδας») ή προσδιορίζει αντίθετα το ουσιαστικό με τη μόνιμη ιδιότητα η οποία το διακρίνει από τα άλλα ομοειδή («Το δρεπανοφόρον θέρος, αι κατάπυκνοι σελίδες του καταστίχου, η βασιλική δρυς»). Γλώσσα που με τη βαθιά γνώση και χρήση του φυσικού λαϊκού προφορικού λόγου , εκτός από τη μαγεία της, υπηρετεί την ακριβολογία και την αληθοφάνεια.
«Πότε ο άνθρωπος αυτός –διερωτάται ο Λορεντζάτος- πρόλαβε να αφομοιώσει με τρόπο τόσο θαυμαστό το θησαυρό αυτό της ελληνικής γλώσσας, που βγαίνει από μέσα του αβίαστα χωνεμένος, πανέτοιμος να αντιμετωπίσει όλες, και τις παραμικρότερες ακόμη και τις πιο τιποτένιες ανάγκες μιας ζωντανής γραφής»;  Διαβάζεις τον Παπαδιαμάντη και νιώθεις την ελληνική γλώσσα να φουσκώνει, όπως η θάλασσα και να σου τραγουδάει τα άρρητα, να σου μολογάει τ’ ανομολόγητα, να σου ξεσκεπάζει τ’ αμπαρωμένα.  Κανένας δεν κατορθώνει να μας διαβρώσει με τόση αλήθεια κι αυτό σε μια κλίμακα τόσο ταπεινή.
Εκείνο το οποίο, εν τέλει, χαρακτηρίζει τη γλωσσα του μεγάλου δημιουργού είναι ένα κράμα συμβολισμού, ρεαλισμού, ακόμα και υπερρεαλισμού που έλκει, κατά τη γνώμη μου, την καταγωγή του από την πλήρη αφομοίωση της ορθόδοξης υμνογραφίας και της μαθητείας του στους κλασικούς της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Από «Το μυρολόγι» πάλι αποσπώ:
«Κ’ η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζει και να το μυρολογά, πριν αρχίση το εσπερινόν δείπνον της. Το μυρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασε εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων ψαράς, εντριβής εις την γλώσσαν των φωκών…»
Να κατάγεται ο υπερρεαλισμός αυτός από το υπέρλογο και υπερβατικό της χριστιανικής πίστης; Να αντλούνται από την ίδια πηγή και τα σύμβολά του, όπως η αμαρτία και ο λευκός εξαγνισμός του μπαρμπα-Γιαννιού, που βρίσκει το θάνατο, αντί τη χαρά του έρωτα, στο «Έρωτας στα χιόνια»;
«Και το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθεί. Και αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει ο σύζυγος της Πολυλογούς  θα έβλεπε τον άνθρωπο να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός, ούτε κανείς άλλος. Και επάνω εις την χιόνα έπεσεν χιών. Και η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Και η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Και ο μπάρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, δια να μη παρασταθή γυμνός και τεραχηλισμένος  αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Κριτού, του παλαιού των Ημερών, του Τρισαγίου».
Ας αφήσουμε όμως τον ήρωα στο λευκό αιώνιο ύπνο του, ας μείνουμε με τη μικρή αυτή –αποσπασματική κατ’ ανάγκην- γεύση του παπαδιαμαντικού ύφους και ας περάσουμε σε κάποια σύντομα συμπεράσματα.
Επιλογικά και συμπερασματικά
Κυρίες και κύριοι,
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ανήκει στην ανεκτίμητη παράδοσή μας. Και είναι παρήγορη διαπίστωση σήμερα ότι όσο περνάει ο καιρός ο Παπαδιαμάντης ανεβαίνει ψηλότερα στο λογοτεχνικό στερέωμα. Όλοι σήμερα συμφωνούν με το μεγαλείο της τέχνης του. Το όνομα του Παπαδιαμάντη τοποθετείται –δίκαια- δίπλα σε μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας διηγηματογραφίας. Ο παπαδιαμαντικός ρεαλισμός, η πολυπρόσωπη γλώσσα, ο ακέραιος και ολοκληρωμένος κόσμος που βρίσκεται στη βάση της τέχνης αυτής (εννοώ την ορθόδοξη παράδοση), είναι ζητήματα που επανεξετάζονται διαρκώς. Επιτέλους το έθνος μας πρέπει να μάθε να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές.
Ο Παπαδιαμάντης λοιπόν της μικρής κοινότητας, η οποία ζει στο ρυθμό του λειτουργικού έτους και διαρκώς συνάζεται σε ναούς και ναϊσκους για να εορτάσει και να πανηγυρίσει, ο Παπαδιαμάντης ο προδρομικά πολέμιος των θρησκευτικών οργανώσεων, που δεν απαξιώνει το σώμα και τις αισθήσεις του, ο υμνωδός της πλάσης, ο φιλομόναχος, ο ψάλτης και λάτρης της βυζαντινής μουσικής,  με το μπαστουνάκι και το τριμμένο πανωφόρι του που έδειχνε την πολυτέλεια ενός ζητιάνου, εξελίσσεται και αναδεικνύεται, με βάση και τη γλώσσα του, σε έναν μεγάλο ποιητή-συγγραφέα. Για να τον απολαμβάνουν όλες οι γενιές των ανθρώπων. Για να τον μνημονεύουμε όλοι όπου και όταν μας βρίσκει το κακό. «Δεν είμαι «Άγιος» ούτε θρησκόληπτος –μας λέει με το έργο του. Είμαι απλώς ένας θρησκευόμενος άνθρωπος, ένας διαφορετικός χριστιανός –αν είμαι-  από τους χριστιανούς εκείνους για τους οποίους ο Χριστός γεννήθηκε μια φορά, κάποτε σε κάποιο σπήλαιο. Γιατί ο Χριστός της αγάπης γεννιέται μέσα μου κάθε στιγμή».
Αυτός ο Παπαδιαμάντης είναι ο δικός μας Ντοστογιέφσκι. Που έδωσε στη θάλασσα την αύρα της τη δροσερή, στο τριαντάφυλλο το άρωμά του, στο αηδόνι το τραγούδι του. Και είναι, νομίζω, ό,τι χρειαζόμαστε σήμερα, απέναντι στην αλαζονεία και στην ανηθικότητα των ισχυρών, όταν με τα λόγια του άλλου μεγάλου μας, του Γιώργου Σεφέρη, ικετεύουμε: «Κύριε, βοήθα να θυμόμαστε πώς έγινε τούτο το φονικό. Την αρπαγή, το δόλο, την ιδιοτέλεια. Το στέγνωμα της αγάπης. Κύριε, βοήθα να τα ξεριζώσουμε…».
Ο Παπαδιαμάντης είναι εκείνος που με το έργο του μας δείχνει έναν άλλο, πιο ουσιαστικό, δρόμο από κείνον που ακολουθήσαμε, μας οδηγεί σε πηγές αυθεντικές, δροσερές και καθαρές, μας προσανατολίζει σε σχέσεις ανθρωπιάς και απλότητας, μακριά από το δόλο και την ιδιοτέλεια των καιρών, και είναι εκείνος που για την ελληνική γλώσσα, αυτή την πολύτυπη, την μακραίωνη γλώσσα των Θεών, δικαιούται και θα μπορούσε άφοβα να επαναλάβει τα λόγια του προφήτη Ιεζεκιήλ: Και έφαγον αυτήν και εγένετο εν τω στόματί μου ως μέλι γλυκάζον.
πηγή: theologoi-ktitis.sch.gr

ΝΤΟΣΤΟΓΙΕΦΣΚΙ - Η ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΣΑΡΑΚΙΑ

$
0
0
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι























Απόσπασμα από το έργο"Υπόγειο"του Ντοστογιέφσκι:

[…] Ἡ λογική, κύριοι, εἶναι καλὸ πράγμα, ἀναμφίβολα, ἀλλὰ ἡ λογικὴ εἶναι ἁπλῶς λογικὴ καὶ ἱκανοποιεῖ μόνο τὴν κριτικὴ ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ἡ βούληση εἶναι ἐκδήλωση τοῦ συνόλου τῆς ζωῆς, δηλαδὴ τοῦ συνόλου τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς λογικῆς καὶ ὅλων τῶν ἄλλων σαρακιῶν. Καὶ παρότι ἡ ζωή μας κατὰ τὴν ἐκδήλωσή της ἀποδεικνύεται ἐν μέρει χυδαία, εἶναι ὡστόσο ζωή, κι ὄχι μόνο ἡ εὕρεση μιᾶς τετραγωνικῆς ρίζας. Νά, ἐγώ, γιὰ παράδειγμα, ἐντελῶς φυσιολογικά θέλω νὰ ζήσω γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω ὅλη τὴν ἱκανότητά μου γιὰ ζωή, κι ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω μόνο τὴν ἱκανότητά μου νὰ κρίνω λογικά, δηλαδὴ κάποιο ἕνα εἰκοστὸ τοῦ συνόλου τῆς ἱκανότητάς μου γιὰ ζωή. Τὶ ξέρει ἡ λογική; Ἡ λογικὴ ξέρει μόνο αὐτὸ ποὺ πρόλαβε νὰ γνωρίσει (ἄλλα, μᾶλλον, δὲν θὰ τὰ γνωρίσει ποτέ· αὐτό, δὲν εἶναι παρηγοριά, ἀλλὰ γιατὶ νὰ μὴν τὸ ποῦμε;), ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση λειτουργεῖ καθ’ ὁλοκληρίαν, μὲ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα της, συνειδητὰ ἢ ὑποσυνείδητα, καί, παρότι ψεύδεται, ζεῖ.

[…] ὅταν δὲν ὑπάρχει ἀγάπη δὲν ὑπάρχει καὶ λογική.

πηγή: Αδράχτι

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΙΑΚΑΣ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ( Η ΠΟΛΙΣ ΩΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ )

$
0
0

Θεόδωρος Ζιάκας












Περίληψη
Συζητούμε τη νεωτερική αντίληψη για την εθνική ταυτότητα. Διαπιστώνουμε ότι έχει δύο πόλους: τον εθνομηδενισμόκαι τον εθνοφυλετισμό. Δυο πόλους αντίθετους αλλά και συμπληρωματικούς. Κυρίαρχος πόλος είναι ο κοσμοπολιτισμός-εθνομηδενισμός. Στη συνέχεια εξετάζουμε την προνεωτερική ελληνική αντίληψη για την εθνική ταυτότητα.Διαπιστώνουμε ότι είναι αντικοσμοπολίτικη-αντιμηδενιστική και συγχρόνως αντιφυλετική. Κεντρική της έννοια είναι η πνευματική και όχι η φυλετική καταγωγή. Στη βάση αυτή αίρεται η πόλωση κοσμοπολιτισμού-εθνοφυλετισμού και η εθνική ταυτότητα αποκτά οικουμενικό περιεχόμενο. Μιλάμε στην ουσία για άλλο “σύστημα πατρίδος” όπου ο πολίτης είναι πριν απ’ όλα ουρανοπολίτης. Τα δεδομένα αυτά διαμορφώνουν τη βάση για μια ριζικά διαφορετική θεωρία για το έθνος.Η θεωρία αυτή εντοπίζει την ουσία του έθνους στην κοινωνική διαχείριση της εκστατικότητας της ανθρώπινης φύσης ή αλλιώς της δυνητικής ανθρωπολογικής εξέλιξης του υποκειμένου και την εθνική ετερότητα ως ετερότητα μετοχής στην εξέλιξη αυτή. Δεδομένου ότι η διαχείριση των υποκειμενοποιητικών διαδικασιών γίνονται από συγκεκριμένες παραδόσεις, ως φορέας αναπαραγωγής της εθνικής ταυτότητας αναδεικνύεται πάντοτε μια καθορισμένη δομή παραδόσεων. Στη βάση αυτή διευκρινίζεται και η εθνική συνείδηση, ως συνειδητή μετοχή στο έργο των εθνοποιητικών παραδόσεων.

1. Μεθοδολογική αφετηρία
Η αυθόρμητη συνείδηση για την εθνική ταυτότητα ρυθμίζεται από ορισμένα «αυτονόητα» στερεότυπα. Τα «αυτονόητα» αυτά μπορούμε να τα συνοψίσουμε στις ακόλουθες τρεις βασικές παραδοχές: 
Παραδοχή υπάρξεως:Η ελληνική εθνική ταυτότητα είναι κάτι που υπάρχει. Δεν είναι δηλαδή επινόηση ή «πλάσμα της φαντασίας». Οι Έλληνες, όπου γης, έχουν κάτι Κοινό. Αυτό μάλιστα το Κοινό έχει διαχρονική ύπαρξη. Καλύπτει όλους τους Έλληνες, τουλάχιστον από την εποχή του Ομήρου.
Παραδοχή αξίας:Αυτό το συγχρονικώς και διαχρονικώς Κοινό, είναι κάτι το εξ ορισμού  πολύτιμο. Είναι Αγαθό, αφού για τη διαφύλαξή του αξίζει να δώσουμε ακόμα και τη ζωή μας.
Παραδοχή αποκλειστικότητας:Το εν λόγω υπαρκτό διαχρονικό και κοινό αγαθό είναι κάτι που το «κατέχουμε», κατ'αποκλειστικότητα, μόνον «εμείς».
Αν θέλουμε να προχωρήσουμε σε μια επεξεργασία της αυθόρμητης εθνικής ιδεολογίας πρέπει να ξεκινήσουμε από τις τρεις αυτές παραδοχές, θέτοντας το ερώτημα: Ποιο μπορεί να είναι το συγχρονικώς και διαχρονικώςκοινό αγαθό, που για κάθε έθνος έχει τη δική του χαρακτηριστική ετερότητα, την οποία και λογαριάζει ως περιεχόμενο μιας ταυτότητας που του ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα; 
Για να διερευνήσουμε το ερώτημα προτείνουμε ως αφετηρία τις εξής μεθοδολογικές υποθέσεις:
Τα «αυτονόητα» της συλλογικής ιδεολογίας δεν πέφτουν από τον ουρανό, αλλά αναπαράγονται από συγκεκριμένες Παραδόσεις. Η Νεωτερική Παράδοση ελέγχει την παιδεία του νεοελλαδικού κράτους και διαμορφώνει αντίστοιχα τις αντιλήψεις για την εθνική ταυτότητα. Αν το Έθνος είναι υπαρκτό τότε πρέπει να έχει μια «ουσία», που καλύπτει κάθε έθνος, οπότε η ετερότητα των εθνών (και κατ’ επέκταση η ταυτότητά τους) νοείται ως «μετοχή» στην κοινή αυτή «ουσία». Αν συμφωνούμε στην ορθότητα των υποθέσεων αυτών[1] τότε είναι εύλογο να ξεκινήσουμε από τις νεωτερικές αντιλήψεις για την εθνική ταυτότητα.
2. Η νεωτερική αντίληψη 
Η νεωτερική παράδοση είναι κυρίαρχη όχι μόνο στα κέντρα του σύγχρονου πολιτισμού αλλά και στην ανομοιογενή πολιτισμική του περιφέρεια. «Κυρίαρχη» με την έννοια ότι ελέγχει την παιδεία και καθορίζει το σύστημα ιεράρχησης των αναγκών.[2] Μπορούμε έτσι να δεχτούμε ότι η νεωτερική νοηματοδότηση[3] της εθνικής ταυτότητας υπερκαθορίζει τις ιδιαίτερες μορφές με τις οποίες τα σύγχρονα έθνη αντιλαμβάνονται την ετερότητά τους. 
Η νεωτερική νοηματοδότηση της εθνικής ταυτότητας έχει κρυσταλλωθεί σε δύο σαφείς και αντιτιθέμενους πόλους: τον κοσμοπολιτισμό και τον εθνοφυλετισμό.[4] Ο κοσμοπολιτισμός «ολοκληρώνει» τη λεγόμενη «υποκειμενική» θεωρία για το έθνος, ενώ ο εθνοφυλετισμός, τη λεγόμενη «αντικειμενική» θεωρία. Σύμφωνα με την «υποκειμενική» θεωρία  η εθνική ταυτότητα ανάγεται σε ατομική πεποίθηση και μπορεί εύκολα να επαληθευτεί με δημοψήφισμα. Αντιθέτως η «αντικειμενική» θεωρία αναζητεί το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας σε αντικειμενικώς πιστοποιήσιμα «χαρακτηριστικά»: γλώσσα, ήθη έθιμα και τελικώς φυλή. Ας δούμε αναλυτικότερα τις δυο αυτές νοηματοδοτήσεις της εθνικής ταυτότητας.
2.1 Ο κοσμοπολιτισμός
Ο σύγχρονος κοσμοπολιτισμός[5] θεμελιώνεται στο αξίωμα ότι η κοινωνία είναι σχέσεις «ατόμων». Ότι ειδικότερα: τα άτομα βρίσκονται σε οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις, οι οποίες α) υπόκεινται σε διαρκή μεταβολή και β) δεν διαφέρουν ριζικά από έθνος σε έθνος, όταν μιλάμε για έθνη που μετέχουν στον ίδιο πολιτισμό (π.χ. οι σχέσεις που συγκροτούν τα σύγχρονα έθνη που μετέχουν στον νεωτερικό και ήδη «παγκόσμιο» πολιτισμό). 

Επομένως: Για να υφίσταται πραγματικά μια εθνική «ταυτότητα» θα πρέπει, αφ’ ενός, να υπάρχουν πραγματικές, δηλαδή υλικές, εμπειρικά διαπιστώσιμες σχέσεις, μεταξύ των ατόμων, που υποτίθεται ότι απαρτίζουν το ίδιο έθνος και αφ’ ετέρου, να συγκροτούν (οι σχέσεις αυτές) «κάτι», που μένει αναλλοίωτο με την πάροδο του χρόνου. Η ύπαρξη ταυτότητας προϋποθέτει πάντα τη συγχρονικότητα και τη διαχρονικότητα του υποθετικά ταυτόσημου. Είναι δυνατόν να υφίσταται ταυτότητα που να καλύπτει τις δύο αυτές προϋποθέσεις; Είναι δυνατόν να βρεθεί κάποια πραγματική (υλική) σχέση ανάμεσα στον Έλληνα του Καναδά και στον Έλληνα της Αυστραλίας; Ανάμεσα στον Έλληνα χωρικό και στον Έλληνα μεγαλοαστό; (Συγχρονική διάσταση). Και επί πλέον: ανάμεσα σε όλους αυτούς και στους υποτιθέμενους Έλληνες του Βυζαντίου ή της αρχαίας Αθήνας; (Διαχρονική διάσταση).
Προφανώς όχι, απαντούν οι θιασώτες του κοσμοπολιτισμού. Η ακατάπαυστη τροπή και αλλοίωση των σχέσεων δεν το επιτρέπει. Καμιά σχέση δεν συνδέει τον Έλληνα της Αυστραλίας και τον Έλληνα της σύγχρονης Αθήνας. Κατά μείζονα λόγο τίποτα το κοινό δεν έχουν όλοι αυτοί με τους πεθαμένους Έλληνες των προηγουμένων αιώνων. Η εθνική ταυτότητα είναι συλλογική ψευδαίσθηση. Ή πράγμα που είναι το ίδιο, συλλογική σύμβαση. Και στις δύο περιπτώσεις μιλάμε για μια φανταστική παράσταση ταυτότητας, δίχως πρακτικό αντίκρισμα: για μια «νοερή» ταυτότητα. Ακόμα κι αν αποφασίζαμε να της αναγνωρίσουμε κάποιο πραγματικό περιεχόμενο στη συγχρονία, αυτό δεν θα μπορούσε να έχει διαχρονικό χαρακτήρα. Μπορεί, φυσικά, η συγχρονική ταυτότητα, να προεκτείνει τον εαυτό της προς τα πίσω και προς τα μπρος, για να «ενσωματώσει» το παρελθόν και το μέλλον και να προσποριστεί την απαιτούμενη διαχρονικότητα. Το αποτέλεσμα όμως θα είναι πάντοτε μια ανυπόστατη διαχρονικότητα. Παραπέρα: Χωρίς συλλογική επικύρωση, η οποία λαμβάνει χώρα στο πεδίο της ιδεολογίας, το φανταστικό αυτό κατασκεύασμα δεν μπορεί να «διατηρείται». Χρειάζεται, με άλλα λόγια, τον εθνικισμό. Ο εθνικισμός είναι το ιδεολογικό και πολιτικό κίνημα, μέσω του οποίου «κατασκευάζονται» οι εθνικές ταυτότητες. Χωρίς εθνικισμό δεν μπορεί να γίνεται λόγος για εθνική ταυτότητα. Έχουμε λοιπόν μια φανταστική ταυτότητα η οποία εκλαμβάνεται ως πραγματική και φορέας αναπαραγωγής αυτού του φενακισμού είναι ο εθνικισμός.
Συνεπής προς τη νοηματοδότηση αυτή, ο κοσμοπολίτης αρνείται το αξίωμα του εθνικισμού ότι η εθνική ταυτότητα είναι κάτι το αγαθό, που αξίζει πράγματι να «διατηρηθεί». Αντιθέτως, πιστεύει ότι είναι μια παθολογική μορφή «κοινωνικού φαντασιακού». Παθολογική, γιατί διασπά την ενότητα των ανθρώπων, εισάγοντας εντελώς φανταστικές διαφορές μεταξύ τους, -διαφορές από τις οποίες μόνο προστριβές, αντιθέσεις και πολεμικές συγκρούσεις, μπορούν να προκύψουν. Μέσω του εθνικισμού η φαντασίωση της εθνικής ταυτότητας μεταλλάσσεται σε μηχανισμό αμοιβαίας καταστροφής.
Αυτή είναι, πολύ συνοπτικά, η θέση του κοσμοπολιτισμού για την εθνική ταυτότητα. Βασίζεται στη μηδενιστική νοηματοδότηση της υπόστασης του έθνους. Το έθνος δεν είναι πραγματική οντότητα. Δεν είναι τίποτα.Ο κοσμοπολιτισμός είναι εθνομηδενισμός.
Παρατηρήσεις
Ισχύει το επιχείρημα του Αριστοτέλη για την αντίφαση μεταξύ αλλαγής και ταυτότητας: Αν από τη διαπίστωση πως όλα αλλάζουν συμπεράνουμε πως δεν υπάρχει τίποτε που να είναι αναλλοίωτο (ταυτότητα), τότε θα έπρεπε επίσης να συμπεράνουμε ότι δεν υπάρχει καν αλλαγή, αφού λείπει αυτό που υφίσταται την αλλαγή (το «υποκείμενο» της αλλαγής). Δηλαδή: η αλλαγή των στοιχείων μιας ολότητας δεν αποτελεί επιστημολογικώς επαρκές επιχείρημα για να αρνηθούμε την ύπαρξη διαχρονικής ταυτότητας. Εδώ όμως βρίσκεται το κυριότερο επιχείρημα του εθνομηδενισμού.
Τους συλλογισμούς βάσει των οποίων οι κοσμοπολίτες μηδενίζουν την ύπαρξη εθνικής ταυτότητας μπορούμε, κάλλιστα, να τους εφαρμόσουμε και στο άτομο, και να οδηγηθούμε έτσι στον μηδενισμό και της ίδιας της ατομικής ταυτότητας (προσωπικότητας). Να την ανακηρύξουμε δηλαδή φανταστική-συμβατική. Αυτό ακριβώς κάνει ο μεταμοντερνισμός: Επεκτείνει τον μοντέρνο μηδενισμό από την συλλογική ταυτότητα στην ατομική ταυτότητα. Θεωρεί την προσωπικότητα «πλασματική» κατασκευή, δίχως πραγματικό αντίκρισμα. 
Οι ταυτίσεις:φαντασιακό = ανύπαρκτο, εμπειρικά διαπιστώσιμο = υπαρκτό, ισχύουν μόνο στα πλαίσια της θετικιστικής (μοντέρνας) ιδεολογίας, όχι στην πραγματικότητα. Για παράδειγμα: το σύγχρονο καταναλωτικό πρότυπο. Είναι σίγουρα κάτι το «φαντασιακό». Προκαλεί όμως αποτελέσματα κάθε άλλο παρά «φαντασιακά». Οδηγεί το φυσικό μας περιβάλλον, το υπαρκτότατο και «καλόν λίαν», από την ύπαρξη στην ανυπαρξία. Γιατί το «φαντασιακό» δεν είναι «πραγματικό», όταν απ’ αυτό πηγάζουν δυνάμεις αναμφισβήτητα πραγματικές; 
Βεβαίως φτιάχνουμε (με τη «φαντασία» μας) μια ταυτότητα. Βεβαίως την προεκτείνουμε στο παρελθόν και στο μέλλον. Βεβαίως η ταυτότητα αυτή μπορεί να έχει ψευδαισθησιακό χαρακτήρα. Εμπνέοντάς μας όμως μας καθιστά ικανούς να «πλάθουμε» την πραγματικότητα κατ'εικόνα και ομοίωσή της, άρα της βάζει τη σφραγίδα της. Και τότε λίγη σημασία έχει αν, στην αφετηρία της, ήταν «πραγματική» ή «φαντασιακή». Ο πολιτισμός μιας εθνικής ομάδας φέρνει πάντοτε τη σφραγίδα της συλλογικής ετερότητάς του, άσχετα με τον τρόπο που η συγκεκριμένη ομάδα συνειδητοποιεί την ετερότητά της. Άσχετα αν τη συνείδησή της γι’ αυτήν θα την θεωρήσουμε «αληθινή» ή «ψεύτικη».
Ότι, ως άτομα, «φτιάχνουμε» τη δική μας εικόνα, για την ατομική μας ταυτότητα, δεν αναιρεί την ύπαρξη της απόλυτης ετερότητάς μας, την ύπαρξη της διαχρονικής ταυτότητας του προσώπου μας. Η ετερότητα του προσώπου είναι λογικά ασύλληπτη από το ίδιο το πρόσωπο. Το μάτι δεν μπορεί να δει τον εαυτό του. Αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι είναι ανύπαρκτος ο υποστατικός φορέας της προσωπικής ετερότητας. Εκλαμβάνεται ως ανύπαρκτος μόνο αν επιχειρήσουμε να αντιληφθούμε το υποκείμενο με βάση την προκρούστια θετικιστική-αναγωγιστική αντίληψη, την ανίκανη να χωρέσει μέσα της την εμπειρία του τροπικού απολύτου.
Πώς μπορεί μια απλή «φαντασίωση» να παράγει εθνικισμό, δηλαδή μια από τις ισχυρότερες και εκρηκτικότερες κινητήριες δυνάμεις της σύγχρονης Ιστορίας; Το ερώτημα παραμένει αίνιγμα επτασφράγιστο, για τους θεωρητικούς του κοσμοπολιτισμού-εθνομηδενισμού. Οι μοντερνιστές πιστεύουν, ως επί το πλείστον, πως ό,τι δεν χωρά στους νάρθηκες της θετικιστικής σκέψης[6] είναι ανύπαρκτο. Τέτοιες ανυπότακτες πραγματικότητες είναι η προσωπική και η εθνική ετερότητα. Η εθνική ετερότητα φανερώνεται εμπειρικά ως ετερότητα πολιτισμικής δημιουργίας, όπως αναλόγως συμβαίνει και με την προσωπική ετερότητα. Το έργο του καλλιτέχνη ολοφάνερα αποτυπώνει την απόλυτη ετερότητα του δημιουργού του. Αν ένας ορισμένος τρόπος σκέψης δεν μπορεί να συλλάβει τις κατηγορίες αυτές, δεν έχει παρά να αναρωτηθεί για τις οντολογικές και τις γνωσιολογικές του προϋποθέσεις.[7]
2.2 Ο εθνοφυλετισμός
Στους αντίποδες του κοσμοπολιτισμού βρίσκεται η φυλετική νοηματοδότηση της εθνικής ταυτότητας, ο άλλος πόλος της νεωτερικής αντίληψης. Σύμφωνα με τη φυλετική νοηματοδότηση πίσω από την προφανή απουσία άτρεπτων υλικών σχέσεων βρίσκεται η αναλλοίωτη κοινότητα φυλετικής καταγωγής. Οι Έλληνες π.χ. είμαστε Έλληνες επειδή καταγόμαστε από τον Έλληνα, τον βλαστό του μυθικού μας ζεύγους που επέζησε του Κατακλυσμού.[8] Η κοινότητα βιολογικής καταγωγής, ανεπηρέαστη από φυλετικές επιμιξίες, συνιστά, δια μέσου των αιώνων, την αναλλοίωτη εθνική μας ταυτότητα. Προφανώς αν υπάρχει μια τέτοια «κοινότητα», αυτή έχει και τα τρία προαπαιτούμενα της ταυτότητας: τη συγχρονικότητα, τη διαχρονικότητα και την ετερότητα (έναντι των άλλων εθνών).
Η πολιτισμική ετερότητα υπεισέρχεται στη φυλετική αντίληψη σαν ένα στοιχείο εντελώς επικουρικό. Υποτίθεται ότι η φυλετική «καθαρότητα» είναι η πηγή της ιδιοφυούς δημιουργικότητας, την οποία βρίσκουμε κρυσταλλωμένη σε ιδιαιτερότητα πολιτισμού. Αλλά η εμμονή στο πολιτιστικό κριτήριο έχει νόημα, για τους εθνοφυλετιστές, μόνο στο μέτρο που κατοχυρώνει τη διατήρηση της φυλετικής καθαρότητας. Διατήρηση της εθνικής ταυτότητας και διατήρηση της φυλετικής καθαρότητας είναι στην αντίληψή τους ένα και το αυτό. Σε αντίθεση με τη μηδενιστική-κοσμοπολίτικη νοηματοδότηση της εθνικής ταυτότητας, η οποία δεν βλέπει τίποτε πραγματικό πίσω από τον εθνικό διαφορισμό, η εθνοφυλετική νοηματοδότηση είναι φυσιοκρατική. Το έθνος δεν είναι μηδέν. Είναι φύση. Ο εθνικός διαφορισμός βασίζεται σε διαφορά φύσεως. Διαφορά φυλής-ράτσας. 
Παρατηρήσεις
Η διαχρονικότητα της φυλετικής ταυτότητας, αποδεδειγμένως, δεν ισχύει για τη συντριπτική πλειονότητα των εθνών. Τα έθνη είναι μωσαϊκά φυλών. Η συνεπής εφαρμογή της φυλετικής αντίληψης δεν θα επέτρεπε στα περισσότερα σύγχρονα έθνη (Γαλλία, Αγγλία, Η.Π.Α. κ.λπ.) να λογίζονται έθνη;
Το πρόβλημα δεν είναι αν υπάρχει φυλετική ταυτότητα, αλλά αν αυτή συμπίπτει με την εθνική ταυτότητα. Πράγματι, ας υποθέσουμε ότι η φυλετική διαφορά εστιάζεται στο χ βιολογικό χαρακτηριστικό, που μεταβιβάζεται κληρονομικά. Για να μπορεί το συγκεκριμένο χ χαρακτηριστικό να πιθανολογηθεί ως η «ουσία» του έθνους θα πρέπει να ισχύει η ακόλουθη προδιαγραφή: Ως προς το συγκεκριμένο κοινό σε όλα τα έθνη χ χαρακτηριστικό α) να διαφέρουν όλα τα έθνη μεταξύ τους, εις τρόπον ώστε το χ να υπάρχει ως χ1, χ2, … χν και β) το κάθε έθνος π.χ. το κ να έχει το χαρακτηριστικό χκ από καταβολής του ως έθνος (διαχρονικότητα). Αν το εν λόγω χαρακτηριστικό είναι λ.χ. η ιστοσυμβατότητα δεν αρκεί να είμαστε ιστολογικώς ασύμβατοι ας πούμε με τους Άγγλοσάξωνες, θα πρέπει να είμαστε ασύμβατοι και με όλα τα άλλα έθνη. Και βεβαίως συμβατοί με τους αρχαίους και βυζαντινούς «προγόνους» μας. Με δεδομένη την πολυφυλετικότητα των εθνών δεν είναι φυσικά δυνατόν να βρεθεί ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό που να υπακούει στην προδιαγραφή αυτή. 
Αν υποτεθεί ότι υπάρχει καθαρή φυλετική συνέχεια πώς θα μπορούσε να συσχετιστεί με την ιδιοπροσωπία της πολιτισμικής δημιουργίας; Πώς θα μπορούσε να καταδειχθεί ότι η συλλογική ετερότητα της πολιτισμικής δημιουργίας «πηγάζει» από το υποτιθέμενο «φυλετικό γονίδιο»; Αυτό θα προϋπέθετε μια ανθρωπολογία που θα συρρίκνωνε τον άνθρωπο σε ντετερμινιστικό ενεργούμενο του «φυλετικού γονιδίου». Πράγμα που είναι δύσκολο να το δεχτεί και η πιο αγοραία βιοφιλοσοφία.
Η αποδοχή της φυλετικής νοηματοδότησης είναι και ηθικώς απαράδεκτη, γιατί φυσικοποιεί την εθνική ανισότητα, δίνοντας βάση στους διαχωρισμούς των εθνών σε «καθαρά» και «ακάθαρτα», σε «ανώτερα» και «κατώτερα». Σε έθνη κυρίων και έθνη δούλων (όπως έκανε ο ναζιστικός εθνοφυλετισμός).
2.3 Η συμπληρωματικότητα των δύο θέσεων
Έπειτα από την εφιαλτική εμπειρία του ναζισμού ο εθνοφυλετισμός έπαψε στη Δύση να αποτελεί αντικείμενο σπουδής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η νεωτερική σκέψη έχει ξεκαθαρίσει θεωρητικά της λογαριασμούς της με τον εθνορατσισμό.[9] Απλώς τον έχει απωθήσει. Και όπως συμβαίνει με κάθε απώθηση καλύπτει κι αυτή αποβλέψεις λανθάνουσας διεμβολής του απωθουμένου και στην ανάγκη απροκάλυπτης επανεμφάνισής του στο κοινωνικό προσκήνιο. 
Η «απώθηση» αυτή είναι ένα σοβαρό έρεισμα για τον εθνορατσισμό. Ο «πρωτογονισμός» του είναι ένα δεύτερο. Πράγματι, ανάγοντας την εθνική ταυτότητα σε αιματοσυγγένεια, η εθνοφυλετική αντίληψη διευκολύνει την ψυχική ταύτιση ακόμα και των πιο περιθωριακών στοιχείων με την εθνική ταυτότητα. Είναι μέσο ακαριαίως ενεργοποιήσιμο σε συνθήκες υπερβολικής εξάρθρωσης των κοινωνικών αρμών (π.χ. η κρίση του 1929 διευκόλυνε εξαιρετικά την άνοδο του ναζισμού στην εξουσία). Το δεύτερο έρεισμα διαμορφώνεται από το γεγονός ότι, στα νεωτερικά περιβάλλοντα, μόνον ο εθνοφυλετισμός είναι σε θέση να προσδώσει «αντικειμενική» κατοχύρωση στην εθνική ταυτότητα, προβάλλοντας έτσι ως αναγκαστική επιλογή, για όσους θέλουν να αντισταθούν εκεί στον κοσμοπολίτικο ισοπεδωτισμό.
Ο κοσμοπολιτισμός και ο εθνοφυλετισμός συγκροτούν τελικώς έναν φαύλο κύκλο: Η φυλετική νοηματοδότηση προσδίδει στην εθνική ετερότητα χαρακτήρα φυσικής διαφοράς. Αποκλείει την περιχώρηση του διαφορετικού, πράγμα που ευνοεί την ανάπτυξη του κοσμοπολίτικου μηδενισμού, την άρνηση κάθε μορφής συλλογικής ετερότητας, «φυσικής» ή μη. Ο κοσμοπολιτισμός, ποδοπατώντας την εθνική ετερότητα, αναζωπυρώνει, με τη σειρά του, τον εθνοφυλετισμό. Οι δύο πόλοι συγκροτούν διαλεκτικό δίπολο. Σχέση-αντίθεση, όπου, ανάλογα με τις συνθήκες, ο κοσμοπολιτισμός μπορεί να μετασχηματιστεί σε εθνορατσισμό και αντιστρόφως.[10] Η ιστορία της αποικιοκρατίας, του ιμπεριαλισμού, των δύο παγκοσμίων πολέμων και των εθνικών γενοκτονιών, είναι το μακάβριο θέατρο τούτης της εναλλαγής.Το ρεπερτόριο εμπλουτίζεται τώρα και με τους πολέμους της «παγκοσμιοποίησης» (Ιράκ, Γιουγκοσλαβία).
Μπρος στο δίλημμα αυτό (ή πολιτισμική ισοπέδωση, ή εθνικός ρατσισμός) η νεωτερική σκέψη έχει καταθέσει τα όπλα. Επιχείρημα; Η κλασική υπεκφυγή: «Δεν γίνεται αλλιώς. Αυτή είναι η ανθρώπινη φύση». Ο κοσμοπολιτισμός-εθνομηδενισμός προβάλλει έτσι ως «προτιμότερος» από τον εθνορατσισμό. Ως το «μη χείρον». Έπειτα μάλιστα από την κατάρρευση της νεωτερικής αριστεράς ο συμβιβασμός με το «μη χείρον» έχει εδραιωθεί.[11] 
3. Η Ελληνική αντίληψη 
Στην ελληνική παράδοση έχουμε μια άλλη νοηματοδότηση της εθνικής ταυτότητας. Στους αντίποδες ακριβώς της νεωτερικής. Ο «ελληνικός Ελληνισμός»[12] νοηματοδοτεί την εθνική ταυτότητα με τον δικό του τρόπο. Είναι αντικοσμοπολίτικος-αντιμηδενιστικός και συγχρόνως αντιφυλετικός-αντιρατσιστικός. Υπήρχε βεβαίως κι εδώ κοσμοπολιτισμός και εθνοφυλετισμός, αλλά ως τάση που σταδιακά υποβαθμίζεται, για να τεθεί οριστικά στο περιθώριο, με τον εκχριστιανισμό του Ελληνισμού. 
3.1 Ο αντικοσμοπολιτισμός
Ένα χαρακτηριστικό κείμενο του Λουκιανού (Πατρίδος εγκώμιον) μας επιτρέπει να συνδέσουμε τον κοσμοπολιτισμό με την κοινωνική κατηγορία των επήλυδων. Οι επήλυδες, επειδή δεν είναι πολίτες καμιά πόλεως, «μέτρον ευδαιμονίας τας της γαστρός ηδονάς τιθέμενοι», την πατρίδα την έχουν γραμμένη στα παλιά τους τα παπούτσια. 
Η αντικοσμοπολίτικη τοποθέτηση συνδέεται, λοιπόν, άμεσα με την ιδιότητα του Πολίτη και την προσήλωσή του στην Πόλι-Πατρίδα του. Εξαρτάται βεβαίως από το αν υπάρχει Πόλις-Πατρίδα. Η Πόλις είναι, στο περιβάλλον του ελληνικού πολιτισμού, το οικοσύστημα της ατομικής προσωπικότητας.[13] Οι Έλληνες γίνονται κοσμοπολίτες, επήλυδες στον τόπο τους, μόνο μετά την κατάρρευση της Πόλεως: την εποχή από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ως τα ελληνιστικά βασίλεια και τη ρωμαιοκρατία. Φυσικά κοσμοπολίτες κατ’ όνομα, γιατί με τον «κόσμο» δεν έχουν καμιά σχέση αναφοράς. Τους είναι ουσιαστικά ξένος. 
Μετά το βάπτισμά τους, όταν η Εκκλησία υποκαθιστά την Πόλι, ως υπερσυμπαντική μήτρα της ατομικής προσωπικότητας, ο Ελληνισμός χειραφετείται από τον αναγκαστικό «κοσμοπολιτισμό». Είναι πολίτης μιας «πόλεως», η οποία υπερβαίνοντας τις διακρίσεις Ελλήνων-βαρβάρων, ελεύθερων-δούλων, αρσενικού-θηλυκού, είναι οικουμενική. Ζητά την καθολικότητα. Ανθρωπολογικός φορέας της χειραφέτησης από την κοσμοπολίτικη ανεστιότητα είναι το Πρόσωπο. Συλλογικός φορέας της η Εκκλησία. Η καθολικότητα-οικουμενικότητα έχει εδώ τροπικό και όχι τοπικό νόημα. Παραπέμπει στο όλον του τρόπου και όχι στο όλον του τόπου. Γι’ αυτό και κάθε τοπική εκκλησιαστική κοινότητα συγκεφαλαιώνει το όλον, είναι υπόσταση του καθολικού. Η χειραφέτηση ισοδυναμεί με αναίρεση του κοσμοπολιτισμού, γιατί υπερβαίνει τον αρχαιοελληνικό «κόσμο». Ο αναγεννημένος Έλληνας είναι όχι κοσμοπολίτης, αλλά ουρανοπολίτης.
Η νέα τούτη Πόλις καλύπτει μεν το μοιραίο για τo παλιό έλλειμμα οικουμενικότητας, αλλά δεν κατορθώνει να ολοκληρωθεί αναλόγως σε ιστορική Πολιτεία. «Ο κόσμος ο ελληνικός ο μέγας» έχει αποκτήσει την Κοσμόπολή του, την Κωσταντινούπολη, αλλά με τρόπο πολιτειακώς ελαττωματικό, τόσο ως προς την Άνω Πόλη  όσο και προς την ιδιαίτερη Κάτω Πόλη-Κοινό. Σε αντίθεση με την Άνω Πόλη της εσχατολογικής πολιτειότητας και την Κάτω Πόλη της μητρικής πολιτειότητας, η οικουμενική Κοσμόπολη δεν κατορθώνει να υπερβεί τη ρωμαϊκή δεσποτεία. Η προσήλωση του ρωμιού κοσμοπολίτη στο τοπικό Κοινό εναρμονίζεται, έτσι, με την οικουμενική καθολικότητα, αλλά τούτο συντελείται ικανοποιητικά για κείνον μόνο στο θρησκευτικό πεδίο (τοπική Εκκλησία = καθολική Εκκλησία). Ο χριστιανικός Ελληνισμός δεν πιστεύει στη δυνατότητα πολιτειακής εκκλησιοποίησης του κόσμου. Στοχάζεται την Ρωμανία ως «εικονισμό της εσχατολογικής βασιλείας» αλλά ως εξ ορισμού  ατελή, «λόγω των αμαρτιών μας».
3.2 Ο αντιφυλετισμός
Την αντιφυλετική θέση τη συνοψίζει στον γνωστό Πανηγυρικό του ο Ισοκράτης. Ως περιεχόμενο της ελληνικής ταυτότητας ορίζεται όχι η φυλετική καταγωγή, αλλά η μετοχή στην ελληνική παιδεία. Την ακούμε επίσης από την περίφημη διακήρυξη του Μεγαλέξανδρου: θεωρούμε συγγενείς τους αγαθούς αλλοφύλους δε τους πονηρούς.
Με τον εκχριστιανισμό του Ελληνισμού, η αντιφυλετική τοποθέτηση ολοκληρώνεται: Ο άνθρωπος πλάστηκε για να είναι ελεύθερος από κάθε προκαθορισμό φύσεως, βιολογικής και πολιτισμικής, συλλογικής και ατομικής. Στον άνθρωπο προσφέρεται η δυνατότητα να γίνει «θεός κατά χάριν» και είναι στο χέρι του να την αξιοποιήσει. Το γνωμικόν θέλημα είναι προορισμένο να κατισχύσει του φυσικού θελήματος. Ο νόμος του πνεύματος είναι ανώτερος από τον νόμο της σάρκας. 
Η διαφοροποίηση των δύο «νόμων» είχε συντελεστεί από πολύ πριν: Η ελευθερία ισχύει μόνο στην πολιτική κοινωνία. Είναι αντίθετη προς τη φύση, που διέπεται από τον νόμο της ανάγκης. Αυτή η φύση, η ξένη προς την ατομική ελευθερία, δεν αστειεύεται και τιμωρεί σκληρά την ατομική ελευθερία, όταν αυτή η τελευταία αποχαλινωθεί και μεταπέσει σε Ύβρι. Από δω και η βαθιά αίσθηση του τραγικού στους Έλληνες, αλλά και η ιδιαίτερη πονηριά τους, η ελληνική Μήτις, που τους οδηγεί στην Αρετή, σαν μέσο για την «εξαπάτηση» της φύσης. Μιμούμενοι τον λόγο της φύσης, τον εναρμονιστικό κοινό λόγο του παντός, προσπαθούν να στήσουν μέσα στον κόσμο της αναγκαιότητας το τρελό πανηγύρι της ελευθερίας. Όταν το περίφημο «μέτρο» αποδείχτηκε οδυνηρά ανέφικτο και το πολιτικό οικοσύστημα της ελευθερίας κατέρρευσε, έρχεται ο χριστιανισμός να τους υποσχεθεί τη νίκη της ελευθερίας πάνω στην ανάγκη, της ζωής πάνω στον θάνατο. Αρκεί το θεμέλιο της αρετής να γίνει η Αγάπη.  
Εδώ είναι και το διαχρονικό σημείο στο οποίο πρέπει να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας. Δεν είναι η φυλετική συγγένεια που μας κάνει Έλληνες, αλλά η κοινή μαθητεία στην ελληνική παιδεία, δηλαδή στην παιδεία που σκοπό της έχει την Αρετή. «Πατέρες του Έθνους» δεν είναι οι φυλετικοί του γεννήτορες, αλλά οι Ποιητές και οι Σοφοί του, οι Άγιοι, οι Ήρωες και οι Μάρτυρές του. Είναι αυτοί που μας γεννούν ως πνευματικά όντα, ως Πρόσωπα, ως ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες της ουράνιας πόλης, καλούς κ’ αγαθούς. 
Η πνευματική καταγωγή υποκαθιστά τη φυλετική καταγωγή στη νοηματοδότηση της εθνικής ταυτότητας. Η πνευματική καταγωγή δεν είναι κάτι που το κληρονομεί κανείς βιολογικά, μαζί με τα χρωμοσώματά του, δίχως ο ίδιος να κάνει τίποτα. Είναι ελεύθερη προσωπική και κοινοτική επιλογή. Η έμφαση στην πνευματική καταγωγή αποδεσμεύει τη συλλογική ταυτότητα από κάθε είδους «ανυπέρβλητους» και «αποκλειστικούς» προκαθορισμούς. Το φυλετικό κέλυφος αποβάλλεται. Ο «ξένος» που μετέχει της ελληνικής παιδείας γίνεται Έλληνας. Ο Έλληνας που εγκαταλείπει την πίστη του (στο αυτεξούσιο, στο πρωτεύθυνο, στο κατ’ αλήθειαν ζην, στις σταυρωμένες αξίες του), γίνεται Τούρκος. 
3.3 Άλλο σύστημα πατρίδος
Από τη στιγμή που ο πατριωτισμός παύει να έρχεται σε αντίθεση με το οικουμενικό πνεύμα και η οικουμενικότητα παύει να είναι ασυμβίβαστη με την εθνική ετερότητα,  εξαρτώμενη από την προαγωγή της, ξεπερνιέται το δίπολο κοσμοπολιτισμού-εθνοφυλετισμού. Δημιουργείται «άλλο σύστημα πατρίδος», κατά την προσφυέστατη διατύπωση του Ωριγένη.
Η ελληνοχριστιανική αντιφυλετική και αντιμηδενιστική νοηματοδότηση, συνιστά λοιπόν άλλο «παράδειγμα». Θεμελιώνει την εθνική ετερότητα στην προσωπική ετερότητα. Πίσω από τη διάκριση φυλετικής και πνευματικής καταγωγής, υπονοείται η διάκριση Φύσεως και Προσώπου. Το κέντρου βάρους της σημασίας μετατίθεται από τη Φύση στο Πρόσωπο, από την ανάγκη (τη δουλεία στα πάθη) στην αληθινή (την εσωτερική) ελευθερία. Στον πυρήνα της υποστατικότητάς του ο άνθρωπος νοηματοδοτείται εδώ ως ελευθερία από την ίδια του την ιδιοτέλεια, πράγμα που αποτελεί και τον ορισμό της μετάβασης από το ελληνικό προχριστιανικό Άτομο στο ελληνικό εκκλησιαστικό Πρόσωπο. Αν η ανταποδοτική ελευθερία σηματοδοτεί τη διαφορά του Ατόμου από τον κολεκτιβιστικό άνθρωπο, η δουλική φύση του οποίου χειραγωγείται από τον φόβο, η ανιδιοτελής ελευθερία, η Αγάπη, σηματοδοτεί το ενεργειακό περιεχόμενο του Προσώπου.
Η σημασία των ανθρωπολογικών αυτών διακρίσεων, στις οποίες θα πρέπει συνεχώς επανερχόμαστε, είναι καθοριστική, διότι το δίπολο κοσμοπολιτισμού-εθνοφυλετισμού ξεπεράστηκε μόνο στο μέτρο που το Άτομο έγινε Πρόσωπο. Το νέο παράδειγμα δημιούργησε έναν προσωποκεντρικό πολιτισμό με αξιόλογο ενεργητικό στον τρόπο που χειρίστηκε τις εθνικές διαφορές, αλλά όπως είπαμε δεν μπόρεσε να ενσαρκωθεί πλήρως και στο οικουμενικό πολιτειακό πεδίο. Αλλά πριν σκεφθούμε την εμπειρία του ας προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε στο θεωρητικό του περιεχόμενο.
4. Το έθνος ως περιεκτική κοινότητα
Οι Έλληνες δεν ανέπτυξαν μια συστηματική θεωρία για το έθνος. Δεν είχαν λόγο να το κάνουν, αφού κανείς δεν ήρθε να αμφισβητήσει την ελληνικότητά τους. Προκύπτει όμως από τις αντιλήψεις και την πρακτική τους.
Το κλειδί της ελληνικής θεωρίας στο ζήτημα του έθνους, μας το δίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά του. Αναφερόμενος στην Πόλι λέει ότι σε αντίθεση με την οικογένεια και την τοπική κοινότητα, που είναι αναγκαίες για το ζην, η Πόλις είναι αναγκαία για το ευ ζην. Οι κοινότητες (χωριά, κώμες, δήμοι) περιέχουν τις οικογένειες και η Πόλις τις κοινότητες. Αλλά η Πόλις περιέχει κάτι παραπάνω από το άθροισμα των κοινοτήτων της. Είναι η ειδική μορφή κοινότητας, που εξασφαλίζει την πληρότητα του ζην, ως ενότητας ζην και ευ ζην. Ας την ονομάσουμε για τούτο περιεκτική κοινότητα με το διπλό αυτό νόημα: το δομικό (περιέχει όλες τις άλλες συλλογικές μορφές) και το πολιτισμικό (ευ ζην).
Ας εξετάσουμε τώρα την έννοια της περιεκτικής κοινότητας στην πολιτισμική πλευρά της, στην ιδιότητά της ως τρόπου όπου το ζην ολοκληρώνεται σε ευ ζην. Θα επισημάνουμε δύο βασικές συνιστώσες της: 
1) Η διάκριση ζην και ευ ζην συνεισάγει τη διάκριση φύσης και πολιτισμικής φύσης, σε τρόπο που η δεύτερη αποτελεί καλλιέργεια της πρώτης και την περιέχει. Η έννοια του ευ ζην προϋποθέτει έτσι την ύπαρξη κοινωνικών προτύπων για το ευ είναι και πριν απ’ όλα για το ευ κοινωνείν σε επίπεδο πόλεως. Ορίζουν ποια είναι η πολιτισμική φύση και πώς καλλιεργείται. Η πολιτική ήταν για τους αρχαίους η ουσιαστική διάσταση της δεύτερης αυτής «φύσης». Όσο και αν τα υποθέσουμε ρευστά, τα πρότυπα αυτά μεταβαλλόμενα και πιθανώς αντίθετα μεταξύ τους, το θέμα είναι ότι χωρίς αυτά δεν νοείται η διάκριση ζην και ευ ζην. Επομένως πρέπει να σημειώσουμε ότι ως περιεκτική κοινότητα η Πόλις περιλαμβάνει στους κόλπους της την παραδειγματική κοινότητα, τα συλλογικά περί «άριστης πολιτείας» πρότυπα. 
2) Η κοινωνική προαγωγή του ζην σε ευ ζην και η προκύπτουσα ιστορική μορφή «περιεκτικότητας», είναι προφανώς νοητή κατά μιαν απροσδιόριστη ποικιλία. Ο Αριστοτέλης το εκφράζει τούτο με τη θέση του ότι δεν υπάρχει ένα μοναδικό πρότυπο άριστης πολιτείας κατάλληλο για όλες τις Πόλεις. Σε κάθε Πόλι αντιστοιχεί το δικό της πρότυπο, που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία της. Η περιεκτική κοινότητα είναι λοιπόν εξ ορισμού πολυεκδοχική. Ο Πλάτων ήθελε μία και μοναδική την άριστη πολιτεία, αλλά η θέση του Αριστοτέλη ήταν αυτή που εξέφραζε την κοινή γνώμη και την πραγματικότητα ενός λαού με χιλιάδες πόλεις-κράτη.  Η έννοια «περιεκτικότητα», με τις τρεις αυτές σημασίες της (περιέχει όλες τις κοινότητες, περιέχει το «φυσικό» και το «παραδειγματικό», περιέχει ποικιλία εκδοχών παραδειγματικού) οδηγεί σε μια εναλλακτική θεωρία για το έθνος, όπου το έθνος ταυτίζεται με την περιεκτική κοινότητα.
4.1 Το παραδειγματικό 
Αν το ευ ζην ρυθμίζεται πάντοτε από κάποιο σύστημα προτύπων, τότε κεντρικά ανάμεσα σ’ αυτά είναι τα ανθρωπολογικά πρότυπα. Η θέσμιση του ευ ζην αποτελεί το θεμέλιο της περιεκτικής κοινότητας.Η νοηματοδότηση της προσωπικής και της συλλογικής ταυτότητας είναι ο παραδειγματικός άξονας της ταυτότητας. Από την ακτινοβολία της πηγάζουν οι δυνάμεις συνοχής της περιεκτικής κοινότητας. Η ακτινοβολία των προτύπων συνδέεται με την αλήθεια τους. Ευ ζην και κατ’ αλήθειαν ζην ταυτίζονται. Το κατ’ αλήθειαν ζην προϋποθέτει μάλιστα το κατ’ αλήθειαν θνήσκειν. Σκοπός της περιεκτικής κοινότητας είναι η ευδαιμονία του πολίτη, αλλά εύδαιμον το ελεύθερον και η ελευθερία θέλει αρετήν και τόλμην.Η νοηματοδότηση της ευδαιμονίας είναι συνυφασμένη με την αλήθεια και την αρετή, γιατί άξονάς της είναι η ατομική ελευθερία, η οποία είναι αδύνατη δίχως νόμο, ισονομία, δικαιοσύνη. Αυτά συνοψίζονται στην ταύτιση του αμύνεσθαι περί πάτρης και του υπέρ βωμών και εστιών. Το ιερό κέντρο της οικογένειας, η Εστία, και της πόλης-πατρίδας το Θυσιαστήριο, συμβολίζουν τα σημεία εφαρμογής του παραδειγματικού άξονα της περιεκτικής κοινότητας.
Τις διατυπώσεις αυτές δεν είναι ανάγκη να τις εννοήσουμε  οπωσδήποτε με το ειδικό  ποιοτικό περιεχόμενο που προσλάμβανε στους Έλληνες το ευ ζην και το κατ’ αλήθειαν ζην. Το ευ ζην και το κατ’ αλήθειαν ζην δεν είναι μονοσήμαντα ούτε μέσα στην ελληνική περιεκτική κοινότητα, αφού και η ίδια είναι εσωτερικά πολυεκδοχική. Η αλήθεια και το ευ (το καλό) επιδέχονται διαφορετικές νοηματοδοτήσεις. Μπορούμε επομένως να τους χρησιμοποιήσουμε ως τεχνικούς όρους, στους οποίους δύναται να αντιστοιχεί απροσδιόριστος αριθμός περιεχομένων. Να σταθούμε δηλαδή στη λειτουργικότητά τους.
Η παραδειγματική κοινότητα είναι το μέτρο της ιστορικής πραγμάτωσής της. Αποκαλύπτει κάθε φορά πόσο ανεπαρκής είναι η «περιεκτικότητά» της ιστορικής κοινότητας. Η περιεκτικότητα είναι επομένως σχετική. Ανοιχτή προς τα πάνω και ανοιχτή προς τα έξω. Καθέτως και οριζοντίως. Η αντίθεση πραγματικού - παραδειγματικού μπορεί να θεωρηθεί έτσι ως εσωτερική κινητήρια δύναμη της περιεκτικής κοινότητας. Μια δύναμη που την κάνει ανοιχτή στην επικοινωνία με το διαφορετικό. Ανοιχτή στον οριζόντιο διαφορισμό. Που την κάνει επίσης ανοιχτή στην αυτοβελτίωση (την «καλή αλλοίωση», αλλά και την «κακή αλλοίωση») με βάση τη διαχρονική σχέση με το παραδειγματικό της. Κοντολογίς, ανοιχτή και στον κάθετο διαφορισμό. Με δυο λόγια: η παραδειγματική κοινότητα είναι διαπλαστική πολιτιστικού επιπέδου. 
Προκαλεί όμως όχι μόνο την καλλιέργεια, αλλά και τη διάδοση των προτύπων του ευ ζην. Οδηγεί έτσι στη δημιουργία ευρύτερων συσσωματώσεων. Δημιουργεί πολιτιστικό επίπεδο, η ελκτική δύναμη του οποίου, την ξεπερνά. Αν η περιεκτική κοινότητα είναι «εθνική» κοινότητα, παράγει γύρω της μια δυνητική συσσωμάτωση που δεν είναι «εθνική». Παράγει μια εν δυνάμει «οικουμενικότητα», γιατί το παραδειγματικό τείνει πάντοτε να αποκτήσει τις διαστάσεις του καθολικού - οικουμενικού. Το δαιμόνιον πτολίεθρον γίνεται πρότυπο για τους άλλους, όπως δικαίως περηφανευόταν ο Περικλής.
Η παραδειγματική κοινότητα, τοποθετημένη στο κέντρο της εθνικής (περιεκτικής) κοινότητας, υπέχει θέση οικουμενικού άξονα.
4.2 Πολυεκδοχικότητα -παραδόσεις
Η νοηματοδότηση του υποκειμένου (ατομικού-συλλογικού-σχέσεων) αποτελεί το κέντρο, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται όλο το σύστημα των πολιτισμικών προτύπων. Ενώ όλα αντλούν το νόημά τους από το πρότυπο υποκείμενο, αυτό αντλεί το νόημά του μόνο από τον εαυτό του. Είναι η πηγή του νοήματος. 
Η νοηματοδότηση του υποκειμένου, ως αδιαμεσολάβητη ανταγωνιστική ατομικότητα, δημιουργεί στην αρχαία Ελλάδα το Πανελλήνιο και στη συνέχεια την ελληνιστική οικουμένη. Ως αδιαμεσολάβητη επίσης, αλλά αγαπητική ατομικότητα, δημιουργεί αργότερα τη «βυζαντινή» μορφή οικουμένης. Οι διαφορετικές μορφές περιεκτικής κοινότητας ορίζονται εδώ ως ετερότητα μετοχής στον κοινωνιο-οντολογικό - ανθρωπολογικό άξονα μιας μορφής οικουμένης. Οι αρχαίες πόλεις-κράτη, ως διαφορετικές υποστάσεις του Πανελληνίου, και η κατοπινή σκιά τους, ως υποστάσεις της ελληνιστικής οικουμένης. Οι Έλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, Ρώσοι, Γεωργιανοί, ως ιδιαίτερες υποστάσεις της Ορθόδοξης χριστιανικής οικουμένης. Το ίδιο έχουμε και στη νεωτερικότητα. Τα σύγχρονα έθνη μπορούν να οριστούν ως υποστάσεις της νεωτερικής οικουμένης. Ως ετερότητα μετοχής στον ανθρωπολογικό άξονα της διαμεσολαβημένης από συστήματα εξατομίκευσης. Η μετοχή στον κοινό παραδειγματικό ανθρωπολογικό άξονα είναι επίσης πολυεκδοχική-πλουραλιστική. Η νοηματοδότηση του υποκειμένου είναι δυνάμει συστατική οικουμένης.
Στην αρχαία Ελλάδα είναι ο θεοποιημένος Κόσμος η πηγή του υποκειμενοποιητικού νοήματος. Από την ενατένιση («εποπτεία» / «θεωρία») της κοσμιότητάς του αντλούν την θεότητά τους οι αθάνατοι και το μέτρο της αρετής τους οι θνητοί. Στους χριστιανούς Έλληνες είναι ο Τριαδικός Θεός, ο εντελώς ελεύθερος από την ανάγκη. Ενώ οι παλιοί Έλληνες θεοί απλώς θεώνται την αρμονία του κόσμου, ο νέος Θεός τον δημιουργεί εκ του μηδενός και έως άρτι εργάζεται για την αρμονία του. (Σημαδιακή η διαφορά). Η σχέση με το Πρόσωπο του εν ταυτώ Θεού και ανθρώπου, μια σχέση αμοιβαίας αγάπης, επιτρέπει στον άνθρωπο να αποδεσμευτεί από τα πάθη του και να πραγματώσει το ιδανικό της ελληνικής παιδείας: τη δικαιοσύνη εν ελευθερία. 
Για τον νεωτερικό Έλληνα πρότυπο υποκείμενο είναι ο εισαγόμενος ανθρωποθεός. Ο θρονιασμένος στο κέντρο της Ιστορίας μικροαστός που έχει σφετεριστεί τις δυνάμεις αυτού που τον ξεπερνά. Όμως ο Θεός, που ο ρόλος του είναι να ξεπερνά τον άνθρωπο, ώστε ο άνθρωπος να μπορεί να αντλεί απ’ αυτόν τη δύναμη να ξεπερνά τον εαυτό του, εξισώνεται εδώ με το μηδέν, προδιαγράφοντας τον μηδενισμό, ως τον ανυπέρβλητο ανθρωπολογικό ορίζοντα του νεωτερικού πολιτισμού.Η διαδρομή του νέου Ελληνισμού στον αστερισμό της νεωτερικότητας επρόκειτο να είναι, ακριβώς γι’ αυτό, μια συνοπτική γελοιογραφική επανάληψη της αρχαίας τραγικής διαδρομής από την εξατομίκευση στον γραικυλισμό: τον εθνικό και τον ανθρωπολογικό μηδενισμό. 
Και στις τρεις περιπτώσεις το συντελούμενο είναι η διαχείριση της εκστατικότητας της ανθρώπινης φύσης, του γεγονότος ότι ο άνθρωπος δεν είναι φτιαγμένος για να μπαίνει σε καλούπια, ότι υπερβαίνει πάντοτε αυτό το οποίο είναι και το πρόβλημα βρίσκεται στο πώς και προς ποια κατεύθυνση θα διαχειριστεί το εκστατικό του δυναμικό. Η θεμελίωση, της δομικά περιεκτικής κοινότητας, στη θέσμιση του πραγματικού με βάση το παραδειγματικό, στη νοηματοδότηση του υποκειμένου, και η περιστροφή της γύρω απ’ αυτήν ως άξονα, επιτελεί ακριβώς τη διαχείριση της ανθρώπινης εκστατικότητας.
Ας προχωρήσουμε τώρα λίγο βαθύτερα: Επειδή η θέσμιση του ευ ζην πραγματοποιείται πάντοτε από παραδόσεις, η περιεκτική κοινότητα μπορεί να οριστεί ως σχηματισμός παραδόσεων. Οι παραδόσεις είναι ο κοινωνικός φορέας των προτύπων και της αντίστοιχης υποκειμενοποιητικής αγωγής. Αυτές υποστασιάζουν μέσα στην περιεκτική κοινότητα τη σχέση του ιστορικού με το παραδειγματικό. Νοηματοδοτικές μεταξύ των παραδόσεων είναι εκείνες που διαχειρίζονται την ανθρώπινη εκστατικότητα. Οι λοιπές κατηγορίες παραδόσεων συναρθρώνονται γύρω απ’ αυτές. Η πολυεκδοχικότητα αναφέρεται σε όλο το σύμπλεγμα των παραδόσεων. Μιλώντας για ομοείδεια εθνών, για μια ιστορική μορφή οικουμένης, αναφερόμαστε σε ετερότητα μετοχής τόσο στην κοινή κοινωνιο-οντολογική παράδοση, όσο και στις διαφορές που δημιουργούνται από το σύνολο των συναρθρωμένων με αυτήν μη κοινωνιο-οντολογικών παραδόσεων. Επιπλέον στην οριζόντια διαφοροποίηση μπορεί να περιλαμβάνεται και η συνεχιζόμενη ετερότητα μετοχής σε κοινωνιο-οντολογικές παραδόσεις προγενέστερων μορφών οικουμένης.
4.3 Έθνος και παράδοση 
Οι δύο παρατηρήσεις μας, πάνω στις διατυπώσεις του Αριστοτέλη, για το περιεκτικό κοινωνείν (παραδειγματικό και πολυεκδοχικότητα), μας επιτρέπουν, λοιπόν, να αντιληφθούμε ότι αυτό που σήμερα αποδίδουμε με τη λέξη έθνος, καλύπτεται, στην ελληνική αντίληψη, από την έννοια της περιεκτικής κοινότητας. 
Έτσι: Ως ουσία του έθνους ορίζεται το περιεκτικό κοινωνείν, το πλήρωμα ζην και ευ ζην. Στο βάθος της βρίσκεται η διαδικασία της μετατροπής του βιολογικού ανθρώπου σε υποκείμενο, η κοινωνική διαχείριση του εκστατικού χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης, διαδικασία η οποία ρυθμίζεται από τη νοηματοδότηση του υποκειμένου (ή πιο σωστά: την κοινωνική θέσμιση της σημασίας του υποκειμένου). Η οργανική πολυεκδοχικότητα του περιεκτικού κοινωνείν καλύπτει το νόημα της εθνικής ετερότητας, τη διαφορετικότητα των «υποστάσεων» της αυτής «ουσίας». 
Καμιά από τις θεωρίες της νεωτερικότητας, δεν μπορεί να καλύψει, έστω και στοιχειωδώς, τους δύο αυτούς όρους (ουσία και ετερότητα). Η νεωτερικότητα αδυνατεί να προσεγγίσει την ουσία και την ετερότητα του έθνους, επειδή γι’ αυτήν δεν υπάρχει τίποτα που να υπερβαίνει τον άνθρωπο. Το εκστατικό του δυναμικό δεν έχει οντολογικό περιεχόμενο. Ανθρωπολογικό θεμέλιο της είναι ο οντολογικός μηδενισμός. Το εκστατικό δυναμικό του ανθρώπου, οι παραδόσεις, ως μηχανισμοί αυτοδιαχείρισής του και το ολοκλήρωμά τους, το έθνος ως συλλογικό υποκείμενο, ως περιεκτική κοινότητα, είναι έξω από το οπτικό της πεδίο.Στο βάθος της αδυναμίας της νεωτερικότητας βρίσκεται η ρήξη της Δύσης με την οντολογία των ενεργειών της ως το Σχίσμα ενιαίας χριστιανοσύνης. 
Η ελληνική διάκριση της υπόστασης από την ουσία και τις ενέργειες, μας επιτρέπει να διαστείλουμε τη λογικά απροσδιόριστη «υπόσταση» του έθνους, την πηγή της δημιουργικής ιστορικής ενέργειας, που είναι η Κοινότητα των Προσώπων, από την πολιτισμική «ουσία» που αυτές οι ενέργειες ανακυκλώνουν μέσα στην Ιστορία. Είναι δηλαδή δυνατόν να αποκτήσει νόημα η επιβεβλημένη διαστολή της υπόστασης του εθνικού υποκειμένου από την «ταυτότητά» του, από την «προσωπικότητά» του. Αυτή ακριβώς η διάκριση μας επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι η εθνική ταυτότητα προκύπτει:
ως συγχρονική – οριζόντια σχέση με τις άλλες εθνικές υποστάσεις και
ως διαχρονική – κάθετη σχέση της περιεκτικής (εθνικής) κοινότητας με τα διαχρονικά συλλογικά της πρότυπα.
 
Το κλειδί για την κατανόηση της εθνικής ταυτότητας βρίσκεται σ’ αυτή τη διπλή σχέση. Είναι σχέση με μια μορφή παραδειγματικού. Όμως δεν είναι άλλο το παραδειγματικό και άλλο η σχέση. Το παραδειγματικό αποκαλύπτεται και προσεγγίζεται μέσα από τη σχέση μαζί του και την αναπαράγει. 
Η σχέση αυτή ενεργείται ιστορικά ως σχηματισμός παραδόσεων, με κεντρική, περιφερειακές και ηγετική παράδοση. Όχι μόνο στο κοινωνιο-οντολογικό επίπεδο (θέσμιση του υποκειμένου), αλλά και στο γλωσσικό και στο πολιτειακό επίπεδο. Η εθνική ταυτότητα έχει πολυεπίπεδο και πολυδύναμο περιεχόμενο. Οι αναγωγισμοί, στη μια η την άλλη διάσταση της μετάβασης από το ζην στο ευ ζην, δεν αποδίδουν το περιεχόμενό της. Πολύ λιγότερο οι αναγωγές σε στατικά «χαρακτηριστικά».
Είναι, επί πλέον, οριζόντια σχέση με τον εθνικό Άλλο, με τη εθνική ετερότητα του Άλλου. Αυτή υπεισέρχεται στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας, γιατί είμαι έτερος τη στιγμή του παρόντος, στη σχέση μου με τον Άλλο, τον εθνικό Άλλο. Όμως η οριζόντια συγχρονική σχέση, αλλά και η διαχρονική ιστορική σχέση, διαμεσολαβούνται πάντοτε από την κάθετη σχέση με το παραδειγματικό. Γι’ αυτό εκφράζονται ως κοινότητα μιας ή περισσότερων παραδόσεων.
Ως σχηματισμός παραδόσεων προαγωγικών του ζην σε ευ ζην, η σταυρική αυτή σχέση είναι δυναμική, καθώς η διαχρονικότητα των προτύπων επιτρέπει στην εθνική κοινότητα να αλλάζει, χωρίς να χάνει την  ταυτότητά της και παράλληλα να διαφορίζεται από τις άλλες εθνικές κοινότητες, όχι απομακρυνόμενη, αλλά ερχόμενη πιο κοντά σ΄ αυτές. Η οργανική πολυεκδοχικότητα με βάση την οποία η μια εθνική ετερότητα δέχεται την άλλη ως προϋπόθεση, βασίζεται στον ορισμό του υποκειμένου ως ατομικότητας, η οποία υποστασιάζει την κοινωνική ολότητα κατά τρόπο απολύτως έτερον, έτσι ώστε η ολότητα να προϋποθέτει την απόλυτη ετερότητα των μελών της.
4.4 Ταυτότητα και συνείδηση
Ως σχέση με το παραδειγματικό (το ιερό: το καλό, το ωραίο, το αληθινό) η εθνική ταυτότητα είναι είτε παθητική σχέση (ανεπίγνωστη, μηχανική) είτε ενεργητική, ενσυνείδητη σχέση.  Η διάκριση είναι σημαντική, γιατί φανερώνει ότι η «απόσταση» ανάμεσα στις δυο αυτές καταστάσεις στο επίπεδο της εθνικής ταυτότητας, είναι το μέτρο της εθνικής συνείδησης, ότι περιεχόμενο αυτής της τελευταίας είναι η συνειδητή μετοχή στο έργο των εθνικών παραδόσεων. Μετοχή που δημιουργεί και ζωοποιεί την εθνική ταυτότητα. Να γιατί π.χ. η ποιητική δημιουργία είναι μια από τις πιο ισχυρές πηγές της εθνικής ταυτότητας. Να γιατί ισχύει εδώ η διατύπωση του Φρανς Φανόν ότι η εθνική συνείδηση είναι επεξεργασμένη μορφή κουλτούρας. 
Με τις διατυπώσεις αυτές η εθνική ταυτότητα και η εθνική συνείδηση συνδέονται οργανικά στην ίδια νοηματική προοπτική: αυτήν της σχέσης με το επίπεδο του παραδειγματικού. Αποκαλύπτεται έτσι ο λόγος για τον οποίο τα έθνη τοποθετούν το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας στο χώρο του αγαθού: Ως σχέση μ’ αυτό που θεωρούν παραδειγματικό, είναι σχέση μέσα από την οποία τα υποκείμενα, ατομικά και συλλογικά, μπορούν να γίνουν καλύτερα. Στα περιεχόμενά της θεμελιώνεται ό,τι καλύτερο έχουν αποκτήσει μέσα τους. -«Καλύτερο» φυσικά με βάση το νόημα που δίνουν στο καλό οι παραδόσεις τους.
Ας ανακεφαλαιώσουμε τώρα τις απαντήσεις μας στο αφετηριακό ερώτημα (τι μπορεί να είναι το κοινό αγαθό που κατ’ αποκλειστικότητα χαρακτηρίζει κάθε έθνος και το λέμε εθνική ταυτότητα). Είδαμε ότι η νεωτερική παράδοση νοηματοδοτεί το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας ως μηδέν ή ως ράτσα, για να συνδέσει το πρώτο με την ατομική ελευθερία και το δεύτερο με την κυριαρχία. Περί ελευθερίας ή άλλων αρχής, όπως λέει κι ο Θουκυδίδης. Είδαμε, επίσης, ότι η ελληνική παράδοση νοηματοδοτεί το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας ως τρόπο συλλογικής διαχείρισης του πολιτισμικά ετεροποιού εκστατικού δυναμικού της ανθρώπινης φύσης.Εννοώντας την εθνική ταυτότητα ως αμφίδρομη σχέση με κοινά υποκειμενοποιητικά πρότυπα διαμόρφωσης πολιτιστικού επιπέδου, είναι φυσικό να την θεωρεί ως κάτι το εξ ορισμού Αγαθό. Επιπλέον: επειδή είναι σχέση είτε με τα αυτά ανθρωπολογικά πρότυπα, είτε με μια διαδοχή τους στην ίδια κλίμακα (αυτό μπορεί να αναλυθεί σε μια επόμενη εισήγηση για την εθνική συνέχεια), είναι κάτι το συγχρονικώς και διαχρονικώς Κοινό. Τέλος επειδή η εθνική ταυτότητα πραγματώνει τη σχέση με τα ανθρωπολογικά πρότυπα κατά τρόπο έτερο, που ξεχωρίζει τη συγκεκριμένη εθνική ομάδα απ’ όλες τις άλλες, γι’ αυτό έχει το στοιχείο της αποκλειστικότητας.
Σχόλια του Άρη Ζεπάτου 
Το κείμενο της εισήγησης αυτής το είχα δώσει και στον Άρη Ζεπάτο. Αυτός όπως το συνήθιζε σημείωσε στα περιθώρια τα παρακάτω σχόλια.  Οι παραδόσεις πώς σχετίζονται; Ποια η πηγή των παραδόσεων; Νομίζω πως η μήτρα των παραδόσεων είναι η ψυχή. Μπορούμε να μιλάμε για εθνική ψυχή και μάλιστα για ελληνική ψυχή; Αν διαχρονικά μπορούμε να διακρίνουμε παραπλήσιες δράσεις και αντιδράσεις, αν μπορούμε να διακρίνουμε ότι ο Έλλην ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου έχει μια ιδιαίτερη και τελείως χαρακτηριστική θεμελίωση της ψυχής, τότε μπορούμε να μιλάμε για ελληνική ψυχή. Η ελληνική ψυχή προϋπάρχει και γέννησε τις παραδόσεις, υπάρχει δε κι όταν οι παραδόσεις χάνονται. Στην αρχαιότητα βασικό μέσον παιδείας ήταν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια. Όταν οι Έλληνες έχασαν την Παιδεία τους και δεν είχαν ιδέα για τον Οδυσσέα και τον Αχιλλέα δεν εμποδίστηκαν καθόλου να συμπεριφέρονται σαν αυτά τα διαχρονικά πρότυπά τους. Δεν τους ήξεραν αλλά η ψυχή τους τους γένναγε πάλι… Αυτή η ψυχή δεν σχετίζεται βεβαίως με γονίδια. Σχετίζεται με ατομική επιλογή ορισμένων αξιών, γι’ αυτό κι ένας αλλογενής μπορεί να γίνει θερμός φορέας του ελληνικού τρόπου, επιλέγοντας να διαμορφώσει ανάλογα την ψυχή του, όπως επίσης κι ένας Έλληνας να αφελληνιστεί.
Δεν διαφέρουν οι Γάλλοι, οι Γερμανοί, οι Άγγλοι και οι Ιταλοί; Αν και οι τέσσερις είναι μαθητές της Ρώμης, της Ελλάδος και του Ι. Χριστού. Αν και η ρωμαϊκή τους καταβολή είναι το κύριο στοιχείο που διαμόρφωσε την ψυχή τους, ωστόσο οι διαφορές τους είναι πολύ μεγάλες και ευδιάκριτες. Όλοι αυτοί διαφέρουν πολύ από τους Έλληνες.
Οι αρχαίοι Έλληνες, αυτοί κι αν είχαν «εθνικισμό». Ήταν ο εθνικισμός της πόλεως. Για την πόλι τους εμάχοντο, ωστόσο είχαν συνείδηση και της ελληνικότητάς τους. Είχαν συναίσθηση πλήρη της διαφοράς τους με όλους τους άλλους λαούς. Δεν υπήρχε συλλογικό εθνικό υποκείμενο, όμως υπήρχε πολύ ζωηρή εθνική συνείδηση, χωρίς να υπάρχει συλλογικό υποκείμενο, έθνος-κράτος. Δεν είναι το έθνος-κράτος που διαμόρφωσε την εθνική συνείδηση, είναι η εθνική συνείδηση που διαμόρφωσε το έθνος-κράτος. Αυτό επιβεβαιώνεται ιστορικά σε όλες τις περιπτώσεις.
Πρέπει να αποδειχθεί ότι η εθνική ταυτότητα δεν είναι «πεποίθηση» και φαντασία, αλλά βασίζεται σε μία διευθέτηση των δυνάμεων της ψυχής. Πρόκειται για μία χαρακτηριστική θεμελίωση της ψυχής, η οποία παράγει πολιτισμό. Μέσα στην άπειρη ποικιλία των ανθρώπων διαφαίνεται μια αδρή και σε γενικές γραμμές ομοιότητα, η οποία γίνεται αισθητή με πολύ ζωηρό τρόπο από τους ανθρώπους. Η αίσθηση αυτή δεν είναι ψευδαίσθηση. Ο Έλληνας της Αυστραλίας, των Η.Π.Α. και της Αθήνας, τώρα στα τέλη του 20ου αιώνα και πριν από 100 ή 200 χρόνια, έχει ορισμένα χαρακτηριστικά αναλλοίωτα. Έχει μεγάλη ευελιξία και φαντασία. Δεν βλέπει τα εμπόδια σαν απόλυτους περιορισμούς. Αγωνίζεται για να ξεπεράσει τους περιορισμούς και διαμορφώνει καινούργιες πραγματικότητες. Δεν υπακούει σε εξωτερικούς περιορισμούς. Φαίνεται πολύ λίγο δεκτικός στην πειθάρχηση. Η ελευθερία φαίνεται να είναι η υπέρτατη αξία, η οποία θεμελιώνει την ψυχή του. Γι’ αυτό είναι κινητικός. Η κοινωνία του είναι διαπερατή. Η ιεραρχία δεν έχει σπουδαία θέση στη ζωή του. Ο καθένας μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του αρχηγό κι ενδόμυχα σκοπεύει το παν. Η θεμελιώδης αξία του είναι ο εαυτός του και η εσωτερική του ικανοποίηση, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό, έχει την πρωτοκαθεδρία. Κι ο τελευταίος αγράμματος χωρικός δίνει τεράστια σημασία στην παιδεία. Είναι ταξιδευτής με αφορμή ή χωρίς αφορμή. Συνήθως δεν έχει φρένα, με την έννοια των ταμπού. Αυτοπεριορίζεται στη βάση της δικής του κατανοήσεως και στη βάση της δικής του προσωπικής βιοθεωρίας. Δύσκολα συντονίζεται με τους άλλους κι η αδυναμία του να συγκροτήσει κράτος είναι παροιμιώδης. Ρέπει προς κάτι απόλυτο και έχουν τεράστια επιτυχία κινήματα τα οποία το υπόσχονται. Τα παραπάνω είναι ένα πρόχειρο σκίτσο της ελληνικής ψυχής κι εύκολα μπορεί να τεκμηριωθεί ότι λειτουργεί διαχρονικά.
Απόδειξη ότι δεν ισχύει η φυλετική αντίληψη της εθνικής ταυτότητας είναι ότι το πλείστον του Ελληνισμού μεταλλάχθηκε σε Τουρκισμό κ.τ.λ.
Ο μηδενισμός αρνείται την ψυχή. Την εθνική ψυχή και την ατομική ψυχή. Αν αποδείξουμε την ύπαρξη ψυχής από το γεγονός της υπάρξεως συμπεριφοράς, η οποία εξηγείται από μια ορισμένη διαμόρφωση εσωτερική, αφαιρούμε τη βάση του μηδενισμού. Αν παραπέρα δείξουμε την ιστορία αυτών των διαμορφώσεων και τις αντιφάσεις τους, θα εξηγήσουμε τον ίδιο τον μηδενισμό και θα ανοίξουμε τον δρόμο στο πρόσωπο.Η ταυτότητα η εθνική βασίζεται σε μια εθνική ψυχή. Δηλαδή στην τυπική διαμόρφωση της ψυχής σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων. Η ταυτότητα η ατομική είναι μεγάλο πρόβλημα. Ποιος είναι αυτός που λέει «εγώ»; Η ταυτότητα, η αίσθηση της υπάρξεως, είναι δυνατόν να αποτελεί ψευδαίσθηση; Είναι η πλέον ισχυρή εσωτερική πραγματικότητα. Είναι το θεμέλιο και το οικοδόμημα μαζί. Καμία σχέση δεν έχει με ψευδαίσθηση.
Το καταναλωτικό πρότυπο δεν είναι «φαντασιακό». Η ακόρεστη δίψα της ψυχής είναι οδυνηρή πραγματικότητα. Είναι δυνατόν κάτι που είναι φανταστικό κι επινοημένο να δημιουργεί πραγματικότητα; Ακόμα κι η ψυχανάλυση δέχεται ότι η φαντασίωση ενός ψυχικά ασθενούς έχει μια πολύ ισχυρή πραγματική βάση. Με κανέναν τρόπο δεν θα τους έλεγα, τους μοντερνιστές, εμπειριστές και θετικιστές. Εμείς είμεθα εμπειρικοί, αυτοί είναι μεταφυσικοί. 
Αν συμβαίνει κάθε θεωρία να είναι «μοντέλο» τούτο συμβαίνει γιατί «σκεφτόμαστε» όταν θα έπρεπε απλώς να δούμε, να θεωρήσουμε ήρεμα την πραγματικότητα. Γι’ αυτό, επειδή δεν επικεντρωνόμαστε στη θέαση της πραγματικότητας, γεμίζουμε τον νου μας με φανταστικά ή διαστρεβλωμένα δεδομένα ή αγνοούμε διαβόητες πραγματικότητες. Το ιδιοτελές «θέλω» μάς γεμίζει τον νου με σαβούρα και τότε η σκέψη γεννάει λογικές κατασκευές και «νοηματοδοτήσεις», που ξεκινάνε από εμάς και τελειώνουν σε εμάς. Δεν αντέχουμε την πραγματικότητα.
Συμπέρασμα
Ανακεφαλαιώνοντας την παραπάνω θεωρητική αποδελτίωση της ελληνικής αντίληψης, θα λέγαμε ότι συγκλίνει με τη διατύπωση του Άρη Ζεπάτου ότι η εθνική ταυτότητα είναι μια καθορισμένη «διευθέτηση της ψυχής». Η ανθρώπινη φύση είναι εκστατική, λόγω του αυτεξουσίου. Η διαχείριση της εκστατικότητάς της υπόκειται σε κοινωνική θέσμιση, την οποία αναλαμβάνουν οι παραδόσεις. Η συλλογική αυτή θέσμιση δίνει το πρώτο περιεχόμενο και λειτουργεί ως βάση για την προσωπική αυτοθέσμιση του αυτεξουσίου. Έτσι δημιουργείται (κι έτσι αλλάζει) η εθνική ταυτότητα. Εφόσον δεν αποδίδουμε στη συλλογική ψυχή μια ύπαρξη ανεξάρτητη απ’ αυτή την αλληλενεργό σχέση (της συλλογικής και της προσωπικής αυτοθέσμισης του αυτεξουσίου) μιλούμε για το ίδιο ακριβώς πράγμα.
__________________________
* [Εισήγηση στο επιλεγόμενο μάθημα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του καθηγητή του Α.Π.Θ. Λάμπρου Σιάσιου. Θεσσαλονίκη 1999.]
[1] Τη λέξη «ουσία» τη χρησιμοποιούμε εδώ ως τεχνικό όρο: ως το σύνολο των κοινών ιδιωμάτων.  Οι παλιοί όριζαν π.χ. την «ουσία του ανθρώπου» ως «ζώον λογικόν θνητόν» και την έβλεπαν να «υποστασιάζεται» στις ενικές ετερότητες - «ταυτότητες»: Πέτρος, Παύλος κ.λπ.. Επίσης: «Νεωτερικότητα» είναι τεχνικός όρος για τον δυτικό πολιτισμό που διαδέχεται τον Μεσαίωνα στη Δύση και σήμερα έχει γίνει παγκόσμιος. Τα συμβατικά όρια της νεωτερικότητας είναι: 1750 με 1950. (Από αυστηρά  «μεταμοντερνιστική» άποψη το «τέλος» της νεωτερικότητας τοποθετείαται στο διάστημα 1968 με 1989: Μάης ’68, Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα, κατάρρευση της ΕΣΣΔ). Ως τεχνικό όρο χρησιμοποιούμε και τη λέξη «παράδοση»: Δηλώνει την κοινωνική διαδικασία μέσα από την οποία αναπαράγεται μια συλλογική ταυτότητα. Δηλώνει τον συλλογικό «φορέα» της ταυτότητας. Παραδείγματα: Η γαστρονομική μας παράδοση, η «ελληνική κουζίνα», είναι φορέας της γαστρονομικής μας ταυτότητας. Η γλωσσική παράδοση (τα ελληνικά) είναι ο φορέας της γλωσσικής μας ταυτότητας. Η θρησκευτική παράδοση της θρησκευτικής κ.ο.κ. Η «νεωτερική παράδοση» είναι έτσι ο φορέας της «νεωτερικής» ταυτότητας, της ταυτότητας του κυρίαρχου σήμερα πολιτισμού. Με μια πιο συστηματική επεξεργασία ο όρος «παράδοση» μπορεί να εννοιολογηθεί ως «δρόμος υποκειμενοποίησης» (βλ. Θ.Ι.Ζιάκας, Έθνος και Παράδοση. Εναλλακτικές Εκδόσεις. Αθήνα 1987 β’ έκδοση. Έθνος και Παράδοση, ό.π.).
[2] «Κυριαρχία» δεν σημαίνει εδώ, κατ’ ανάγκην, την «κατάργηση» των άλλων παραδόσεων, αλλά  την αλλοτρίωσή τους. «Αλλοτρίωση» έχουμε όταν οι υποτελείς παραδόσεις έχουν χάσει τον έλεγχο της δικής τους παιδείας. Όταν έχουμε αδιόρατη διεμβολή των προτύπων και κριτηρίων της κυρίαρχης παράδοσης στους μηχανισμούς αναπαραγωγής τους. (Ό.π.)
[3] Χρησιμοποιείται επίσης ως τεχνικός όρος. Ονομάζοντας τα πράγματα ένας πολιτισμός τους δίνει κάποιο  συγκεκριμένο νόημα, ενώ ένας άλλος πολιτισμός ή κι ο ίδιος σε άλλη φάση της εξέλιξής του, τους δίνει νόημα διαφορετικό. Το γεγονός αυτό καλύπτεται συνήθως με τον όρο «νοηματοδότηση». Ο Καστοριάδης ονομάζει το ίδιο πράγμα «κοινωνική θέσμιση της σημασίας». Περιλαμβάνει στη διατύπωσή του και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς, θεσμούς και πρακτικές, που διεκπεραιώνουν ή ενσαρκώνουν την κοινωνική «νοηματοδότηση». Η έννοια έχει λοιπόν ένα πολύ ευρύτερο νόημα από την τρέχουσα χρήση της, η οποία υπονοεί ότι υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο υποκείμενο που «δίνει το νόημα». Για κάθε άτομο οι μορφές νοηματοδότησης είναι προδεδομένες και «εντάσσεται» σ’ αυτές. Η «παράδοση» είναι έτσι ο ιστορικός φορέας της «νοηματοδότησης». Παράδειγμα: η χριστιανική νοηματοδότηση της θεότητας έχει ως ιστορικό φορέα την Ορθόδοξη παράδοση, ενσάρκωση της οποίας είναι στο εκάστοτε παρόν η Εκκλησία. Επίσης: φορέας της νεωτερικής νοηματοδότησης είναι η «νεωτερική παράδοση». Το εκπαιδευτικό της σύστημα είναι ο κορμός της.
[4] Η νεωτερική νοηματοδότηση του έθνους έχει μεγάλη ιστορία και στη διαδρομή της προσλαμβάνει μια ποικιλία διατυπώσεων. Βασικές γραμμές της σκιαγραφήσαμε μαζί με τον Βαγγέλη Κοροβίνη στη μελέτη: Αναζητώντας μια θεωρία για το έθνος, Εκάτη Αθήνα 1987.
[5] Ο «σύγχρονος» κοσμοπολιτισμός σε αντίστιξη προς τον αρχαίο κοσμοπολιτισμό.
[6] Ο θετικισμός είναι το κατ’ εξοχήν φιλοσοφικό ρεύμα της νεωτερικότητας. Προσδιορίζει τον επικρατέστερο στην πράξη τύπο σκέψης. Ο «κοινός νους» της νεωτερικότητας είναι θετικιστικός.
[7] Σύμφωνα πάντως με τη μεταμοντέρνα επιστημολογία η πραγματικότητα δεν μπορεί, ούτως ή άλλως, να συλληφθεί εξαντλητικά από τη λογική και τη γλώσσα. Η θεωρία, κάθε θεωρία, είναι «μοντέλο», λογική κατασκευή, υπόθεση, νοηματοδότηση με την τρέχουσα έννοια. Δεν «ταυτίζεται» με το εμπειρικό αντικείμενό της. Η ορθότητα της θεωρίας έχει ως μέτρο μόνο το «μέγεθος» της αντίφασής της με τα δεδομένα της εμπειρίας. Κι αυτό κρίνεται σε σχέση με το αντίστοιχο «μέγεθος» των άλλων θεωριών, υποθέσεων, μοντέλων, που συμβαίνει να προτείνονται ως εναλλακτικές λύσεις Για μια διεξοδική ανάλυση του θέματος βλ. Αθ. Α. Νασίκας, Η αρχή της ελάχιστης αντίφασης, Τροχαλία, Αθήνα 1997. Το μέγεθος της απόστασης ανάμεσα στη «διατυπωμένη αλήθεια» και στην «αντικειμενική αλήθεια», έχει ασυμπτωτικό χαρακτήρα. Ακόμα και αν «τείνει προς το μηδέν» ποτέ δεν μπορεί να το φτάσει. Ανάμεσα στις δυο αλήθειες παρεμβάλλονται επί πλέον τα «φίλτρα» του κοινωνικού και του ατομικού υποκειμενισμού. (Για μια διεξοδική ανάλυση του θέματος αυτού βλ. Θ.Ι.Ζιάκας, Η έκλειψη του Υποκειμένου, Δόμος, Αθήνα 1997.)
[8] Ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνος.
[9] Η ταύτιση εθνορατσιμού και ρατσισμού δεν είναι σωστή, γιατί κάθε μορφή ομαδικότητας μπορεί να αναπτύξει τη δική της μορφή ρατσισμού: ταξικός ρατσισμός, θρησκευτικός ρατχισμός, ρατσισμός των οπαδών μιας ποδοσφαιρικής ομάδας έναντι των οπαδών της άλλης, κ.λπ.
[10] Περισσότερα στοιχεία για τη συμπληρωματικότητα σύγχρονου κοσμοπολιτισμού και εθνορατσισμού βλ. Θ.Ι.Ζιάκας,  Εθνισμός και Αριστερά, Πελεκάνος, Αθήνα 1990.
[11] Η αριστερά είχε πιστέψει πως εκκινώντας από τη μηδενιστική θεώρηση του έθνους, μπορεί να στηρίξει έναν «πραγματικό διεθνισμό», όπου η κοινότητα του ταξικού συμφέροντος και η συνακόλουθη ταξική αλληλεγγύη, θα εξουδετερώσουν και θα εξαλείψουν τους εθνικούς διαχωρισμούς. Η ιστορία διέψευσε την προσδοκία αυτή, αλλά η αριστερά δεν αναθεώρησε τις μηδενιστικές προϋποθέσεις της, με αποτέλεσμα να συναντηθεί με τη νεοφιλελεύθερη δεξιά στην κοίτη του κοσμοπολιτισμού της Νέας Τάξης.
[12] Όρος του Γ. Σεφέρη. Αντιδιαστέλλει αυτό που ξέρουν οι δυτικοί ως «ελληνισμό», απ’ αυτό που είμαστε εμείς. Ο «δυτικός ελληνισμός» σταματά στη ρωμαϊκή εποχή. Ο δικός μας συνεχίζεται στο Βυζάντιο και την τουρκοκρατία, ως τις μέρες μας. 
[13] Ο Αριστοτέλης συνόψιζε έναν κοινό τόπο όταν έλεγε ότι σκοπός της Πόλεως είναι η  ευδαιμονία του πολίτη. Οι Έλληνες της εποχής του αισθάνονταν την Πόλιν τους περισσότερο σαν μέσο προαγωγής της προσωπικής τους ευδαιμονίας.

πηγή: Αντίφωνο

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ - Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΕΨΗ

$
0
0
Παναγιώτης Κονδύλης
Στη συγκυρία εκείνη της ιστορίας των ιδεών, μέσα στην οποία το πρόβλημα της ισχύος τέθηκε για πρώτη φορά μ’ όλη του τη φιλοσοφική ένταση, διαγράφηκαν κιόλας ξεκάθαρα τόσο οι δυνατές βασικές τοποθετήσεις όσο και η θεμελιώδης δομή των αντίστοιχων επιχειρημάτων. Γι’ αυτό και η αντιπαράθεση ανάμεσα στη σοφιστική και στον Πλάτωνα κατέχει πρωτεύουσα θέση μέσα στη φιλοσοφική ιστορία του προβλήματος της ισχύος και μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας εν γένει. 


Οι σοφιστές, αυτοί οι philosophes maudits της αρχαιότητας, ανακάλυψαν τον παράγοντα της ισχύος και ανέπτυξαν τη θεωρία τους για την αντίθεση μεταξύ Φύσεως (ή ισχύος) και Νόμου (ή ηθικής) μέσα στο ευρύ πλαίσιο μιας αντιμεταφυσικής και σχετικιστικής τοποθέτησης, η οποία έδωσε το αρνητικό έναυσμα για την αντίστροφη πλατωνική σύνδεση του πρωτείου της ηθικής με μιαν ορισμένη μεταφυσική. Όχι ο Σωκράτης, όπως διατείνεται ο θρύλος πού διαμορφώθηκε το αργότερο από την εποχή του Κικέρωνα, παρά η σοφιστική κατέβασε για πρώτη φορά τη φιλοσοφία από τα ουράνια ύψη της προσωκρατικής θεωρίας στα χαμηλώματα της γης, κάνοντας κύριο μέλημα της σκέψης τον άνθρωπο στην πολιτισμική και πολιτική του δραστηριότητα. 

Η πρωτοκαθεδρία της ανθρωπολογικής προβληματικής οδηγούσε όμως αναπόδραστα στην ανθρωπολογική πρωτοκαθεδρία της βούλησης για ισχύ. Γιατί ο άνθρωπος πού αφέθηκε στις δικές του τις δυνάμεις, ο άνθρωπος πού παύει ν’ ακούει τη φωνή των θεών καθώς διαπιστώνει ότι οι θεοί είναι δικά του δημιουργήματα, ο άνθρωπος ως δημιουργός νόμων πού δεν είναι δυνατόν να βγαίνουν άμεσα από τους κόλπους της Φύσης ήδη επειδή παραλλάζουν ατέλειωτα από τόπο σε τόπο κι από εποχή σε εποχή — ο άνθρωπος αυτός μονάχα από τη βούληση για ισχύ μπορεί να αντλεί τη ζωτική του ενεργεία, τους κοινωνικούς και τους ηθικούς του σκοπούς.

Τέτοιες αντιλήψεις ήταν φυσικό να αναφαίνονται στην Ελλάδα του 5ου αιώνα π.Χ. Η ισχύς γίνεται θεωρητικό πρόβλημα όταν το ζήτημα της πολιτικής ισχύος είναι ανοιχτό, όταν η ισχύς και η εξουσία παύουν να είναι αυτονόητες και γίνονται λεία, την οποία καθένας μπορεί να θηρεύσει. Ο κοινωνικός ξεπεσμός της παλαιάς αριστοκρατίας και η παράλληλη άνοδος των homines novi — αρχικά ως τυράννων ή ως εμπίστων των τυράννων και κατόπιν, ήτοι μετά την επικράτηση του δήμου, ως δημαγωγών- γέννησαν μια τέτοια κατάσταση. Οι σοφιστές δεν πουλούσαν απλώς μια τεχνική της ισχύος σε όσους συγχρόνους τους διψούσαν για ισχύ, αλλά και πρόσφεραν μια νέα και ρηξικέλευθη θεώρηση των ανθρωπίνων πραγμάτων· συνέλαβαν νοητικά κατά τον τρόπο τους την ουσία της εποχής τους και από τη σύλληψη του επίκαιρου πέρασαν στη σύλληψη του ανθρώπου.

Το βάθος και η γονιμότητα αυτής της σύλληψης μαρτυρούνται από το έργο του Θουκυδίδη, του ιδιοφυέστερου μαθητή της σοφιστικής και του μεγαλύτερου ίσως ιστορικού πού έζησε ποτέ. Τούτος ο σύγχρονος των διασημότερων σοφιστών, του ώριμου Σωκράτη και του νεαρού Πλάτωνα, είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τη συζήτηση πάνω στο πρόβλημα της ισχύος σε μιαν εποχή όπου η επιδίωξη της ισχύος έφτασε η ίδια στον παροξυσμό της ανελέητης βίας. Ακόμα γλαφυρότερα απ’ ό, τι ο πολιτικός αγώνας κάτω από την πραγματική ή ονομαστική κυριαρχία του δήμου, απεκάλυπτε τώρα ο πόλεμος τί κινεί τους ανθρώπους και την ιστορία. Ο Θουκυδίδης αφιέρωσε το έργο της ζωής του στην περιγραφή τούτων των κινητήριων δυνάμεων παίρνοντας ως παράδειγμα ένα μεγάλο και πολυστρώματο συμβάν. Η ανθρώπινη φύση, την οποία ωθεί η φιλαρχία και η πλεονεξία, παραμένει. στα μάτια του σταθερό μέγεθος, και γι’ αυτό η ειρήνη δεν μπορεί παρά να είναι σχετική, όπως κι ο πόλεμος δεν αποτελεί έκπληξη· όμως μονάχα μέσα στην αναταραχή του πολέμου γίνεται, πρόδηλο σε πόσο εύθραυστα θεμέλια στηρίζεται η ειρήνη. 

Όταν καθιερωμένοι θεσμοί και παμπάλαια έθιμα παραμερίζονται, στο άψε-σβήσε, όταν τα ιερά δεσμά της θρησκείας και της ηθικής καταρρακώνονται αιφνίδια, όταν ακόμα και οι λέξεις αλλάζουν τη σημασία τους — τότε γίνεται ηλίου φαεινότερον ότι όλα αυτά είναι τεχνητές κατασκευές και θεσμίσεις, όχι γεννήματα της Φύσης. Πίσω από το σκισμένο προσωπείο των θεσμίσεων προβάλλει τώρα το αληθινό πρόσωπο της Φύσης: είναι το πρόσωπο των Αθηναίων όταν ζητούν από τους Μηλίους να υποταγούν. Δεν το ζητούν με τη συνείδηση τους βεβαρυμένη, δεν πιστεύουν ότι έτσι παραβιάζουν τη θεία τάξη, γιατί η θεία ή φυσική τάξη, ο εσώτερος νόμος του Όντος είναι ακριβώς ο νόμος του ισχυρότερου. Μόνον οι αδύνατοι αντλούν από τη θεία ή φυσική τάξη μιαν ηθική — όμως η ηθική, ως επιχείρημα και ως όπλο, δεν μπορεί να είναι ισχυρότερη από όσους υποχρεώνονται να καταφύγουν σ’ αυτήν. Η πίστη στην υπερίσχυση των ηθικών κανόνων γεννά απλώς φρούδες ελπίδες, ωθεί σε απελπισμένες και αυτοκαταστροφικές ενέργειες. Η πράξη θα όφειλε να προσανατολίζεται στους κανόνες της φρόνησης, οι οποίοι πάλι πρέπει να υπηρετούν τη φυσική επιταγή της αυτοσυντήρησης. Βεβαίως, η αυτοσυντήρηση έχει διαφορετικό νόημα για τον ισχυρό, ο οποίος μπορεί να διατηρήσει την ισχύ του μοναχά διευρύνοντάς την συνεχώς, και για τον αδύνατο, ο οποίος σώζεται ανταποκρινόμενος στις επιθυμίες του ισχυρότερου.

πηγή: Kondylis.wordpress.com

ΣΟΥΖΑΝ ΤΖΩΡΤΖ - ΠΩΣ ΠΗΡΑΝ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΟΙ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ

$
0
0
Σούζαν Τζώρτζ: Πως πήραν την εξουσία οι πολυεθνικές
Η δοκιμιογράφος Σούζαν Τζωρτζ καταγγέλλει στο βιβλίο της την κυριαρχία των «δι-εθνικών» εταιρειών πάνω στο παγκόσμιο εμπόριο, πέρα από κάθε έλεγχο. Και κυρίως τον έλεγχο των πολιτικών, οι οποίοι έχουν περιέλθει σε κατάσταση πλήρους ανικανότητας.

Η Ντελφίν Μπατό πίστευε πως ήταν υπουργός Οικολογίας. Φανταζόταν ότι οι δημοκρατικές εκλογές, τα θεσμικά όργανα της Δημοκρατίας, της είχαν εμπιστευθεί την εξουσία να αναλάβει δημόσια δράση προς όφελος του κοινού συμφέροντος, όπως επιθυμούσαν οι ψηφοφόροι του 2012. Πίστευε πως, ενισχυμένη με αυτή τη νομιμοποίηση, θα μπορούσε να αντιταχθεί κυρίως στις καταστροφικές γεωτρήσεις προς αναζήτηση σχιστολιθικού αερίου στη Γαλλία. Η νεαρή γυναίκα κατέρρευσε ένα πρωί, τον Ιούνιο του 2013, ανακαλύπτοντας ένα άρθρο στην εφημερίδα Les Échos, από το οποίο μάθαινε, και η Γαλλία μαζί της, ότι, σύμφωνα με τα λόγια ενός μεγάλου επιχειρηματία, ήταν μια «πραγματική καταστροφή» και ότι η «επιρροή της στην κυβέρνηση πρόκειται να περιοριστεί».
Στο βιβλίο της Insoumise[1] (Ανυπότακτη), η Ντελφίν Μπατό γράφει: «Μία αναφορά που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν: ο πρόεδρος της εταιρείας Vallourec [συγγραφέας των αναφερθέντων σχολίων] είναι σύζυγος της Συλβί Υμπάκ (Sylvie Hubac), διευθύντριας του γραφείου του Φρανσουά Ολάντ».
Στη συνέχεια, η Ντελφίν Μπατό εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση. Αντιθέτως, η Συλβί Υμπάκ βρίσκεται πάντα στο Μέγαρο των Ηλυσίων και ο σύζυγός της εξακολουθεί να διευθύνει τη μεγάλη γαλλική εταιρεία, παγκόσμιο πρωταθλητή στην κατασκευή σωλήνων για γεωτρήσεις πετρελαίου… Η πρώην εκπρόσωπος Τύπου του υποψήφιου για την Προεδρία, Ολάντ, έμαθε με σκληρό τρόπο ποιος έχει πραγματικά την εξουσία. Η μαρτυρία της μπορεί να συμπεριληφθεί στα εκατοντάδες ανέκδοτα που αναφέρει η Σούζαν Τζωρτζ στο βιβλίο της Les Usurpateurs (Οι Σφετεριστές)[2], που περιγράφει την ύπουλη κατάληψη της εξουσίας από τις μεγάλες παγκόσμιες εταιρείες σε βάρος των δημοκρατικών θεσμών.
ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΙΣΧΥΟΣ
Η κοινή γνώμη τις υποδεικνύει με τον όρο «πολυεθνικές». Ονομάζονται Pfizer, Siemens, Total, Shell, General Electric… Η συγγραφέας προτιμά να τις αποκαλεί «δι-εθνικές», επειδή, όπως σωστά λέει, αυτές οι εταιρείες διοικούνται από άτομα που έχουν συγκεκριμένη εθνικότητα. Είναι γερά ριζωμένες στις διάφορες χώρες και γνωρίζουν πώς να τις χρησιμοποιούν, ακόμα και να τις μεταβάλλουν σε βαμπίρ, για να τις καταστήσουν βάσεις των κατακτήσεών τους έξω από τα σύνορα. Εδώ και καιρό, αυτές τα δι-εθνικά συγκροτήματα, που συχνά εξυμνούνται ως «εθνικοί πρωταθλητές» από τα μέσα ενημέρωσης, είναι σε θέση να επηρεάζουν τις αποφάσεις στο υψηλότερο επίπεδο του κράτους. Αυτό που ισχύει στη Γαλλία ισχύει επίσης και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη δεκαετία του ’90, ένας μοιρολάτρης Μπιλ Κλίντον παραδέχτηκε ο ίδιος μπροστά στους έκπληκτους δημοσιογράφους, που είχαν συγκεντρωθεί στο προεδρικό αεροπλάνο: «Τι θέλετε να κάνω; Δεν είμαι παρά πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα σε σχέση με τις μεγάλες επιχειρήσεις».
Το καινούργιο είναι ότι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας συνοδεύτηκε από μια παγκοσμιοποίηση της εξουσίας αυτών των πολυεθνικών. Όχι από κάποια συνωμοσία που προετοιμάστηκε κρυφά από τα διοικητικά συμβούλια, με πρότυπο την τηλεοπτική σειρά«X-Files», αλλά από τη σχεδόν φυσική, και αχαλίνωτη, έκφραση των «συμφερόντων» του ομίλου και από τη θέληση να επιβληθεί η «νεοφιλελεύθερη» ιδεοληψία που εμποδίζει κάθε προσπάθεια ρύθμισης. Μια ιδεοληψία σύμφωνα με την οποία μόνο το κεφάλαιο δημιουργεί πλούτο και αξίζει φροντίδα και προσοχή, ενώ η εργασία πρέπει να θεωρείται αμελητέα, ή τουλάχιστον αναλώσιμη· όσο για τη φύση,θα πρέπει να θεωρείται εκμεταλλεύσιμη μέχρις εξαντλήσεως των φυσικών πόρων.
ΥΠΟΝΟΜΕΥΤΕΣ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Αυτή η «αόρατη (σιδερένια) χείρα» των πολυεθνικών δραστηριοποιείται κατ’ εξοχήν στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται για τη μετάβαση σε μια νέα φάση απελευθέρωσης του εμπορίου –διάβαζε: μετάβαση στην αγριότητα– ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά, ή την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Με αυτή την ευκαιρία, οι δι-εθνικοί όμιλοι διευρύνουν συλλογικά την επιρροή τους υποσκάπτοντας τα θεμέλια της κυριαρχίας των κρατών. Για τον λόγο αυτό ακριβώς, σε αυτές τις συμφωνίες περιλαμβάνεται συστηματικά μια ρήτρα για την «προστασία των επενδυτών έναντι των κρατών», σύμφωνα με την οποία θεσμοθετούνται διαιτητικά δικαστήρια, στη θέση της θεσμικής δικαιοσύνης, η οποία έχει πλέον δικαιοδοσία μόνο επάνω στους απλούς ανθρώπους σαν εμάς. Το πρόγραμμα αυτών των «σφετεριστών» δεν σταματά εδώ. Γιατί οι δι-εθνικοί όμιλοι έχουν ένα δόγμα, επεξεργασμένο από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Το Νταβός δεν αποτελεί μόνο ένα εξαιρετικό θέρετρο για τους ηγέτες των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων, που συντρώγουν στο πολυτελές χιονοδρομικό κέντρο, όπως αρέσκονται να περιγράφουν τα ΜΜΕ. Είναι επίσης ο χώρος όπου εξυφαίνεται μια πρωτοφανής αντεπανάσταση, μια «παγκόσμια ημερήσια διάταξη», που περιλαμβάνει 46 επιμέρους προγράμματα, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στην επιθυμία να περιοριστούν οι δημόσιες εξουσίες και να εγκαταλειφθεί η διαχείριση ολόκληρων τομέων του δημοσίου συμφέροντος στα χέρια των δι-εθνικών εταιρειών. Τεράστιο πρόγραμμα που επείγει να ανακοπεί.
Hervé Nathan
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
ΜΙΑ ΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ
Το πιο ύπουλο τέχνασμα που χρησιμοποιούν είναι να διεισδύουν στην κυβέρνηση και να αποδομούν τους μηχανισμούς προστασίας των πολιτών μέσω των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου. Τον Ιούλιο 2013, η Ευρώπη και οι Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με στόχο τη δημιουργία διατλαντικής εταιρικής σχέσης για το εμπόριο και τις επενδύσεις. Αυτή η συμφωνία, εάν επικυρωθεί, θα καθορίσει την πλειοψηφία των κανονισμών που διέπουν το 40% σχεδόν του παγκόσμιου ΑΕΠ. Προετοιμάζεται από το 1995, υπό την αιγίδα των μεγάλων δι-εθνικών εταιρειών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι ρήτρες που αφορούν στις επενδύσεις θα παραχωρούν στις δι-εθνικές επιχειρήσεις [ΔΙ.ΕΠ] την πρωτοφανή δυνατότητα να κινούν νομικές διαδικασίες εναντίον ενός κράτους, ενώπιον ενός ιδιωτικού διαιτητικού δικαστηρίου, εάν εκτιμούν ότι τα σημερινά ή μελλοντικά κέρδη τους απειλούνται από κάποια κυβερνητική απόφαση. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή γίνεται συνένοχος των δι-εθνικών εταιρειών σκοπεύοντας να καταργήσει κάθε κανονισμό που μπορεί να προκαλέσει την επιβολή κυρώσεων.
Οι ΔΙ.ΕΠ. παρεμβαίνουν ακόμα και στη διεθνή σκηνή. Δεν αρκούνται στην ιδιοποίηση προς όφελός τους των εκτελεστικών, νομοθετικών, ακόμα και δικαστικών λειτουργιών του κράτους, αλλά προσπαθούν να βάλουν χέρι και στα Ηνωμένα Έθνη. Αυτή η διείσδυση δεν έγινε στα κρυφά, αλλά μετά από πρόσκληση του Γενικού Γραμματέα αυτοπροσώπως, μέσω του Παγκόσμιου Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών, που εξυπηρετεί τις ταξικές φιλοδοξίες του Νταβός: να γίνουν οι κυρίαρχοι του κόσμου.
Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ είναι αποφασισμένο να πάρει στα χέρια του κάθε τι που, κατά την άποψή του, είναι αντικείμενο κακής διαχείρισης εκ μέρους των κυβερνήσεων και των διακυβερνητικών οργανισμών, από την οικονομία έως το ναυτικό δίκαιο. Ο οργανισμός που έχει αυτοδιοριστεί για να προχωρήσει στην υποκατάσταση των κυβερνήσεων από τις εταιρείες είναι περισσότερο γνωστός από το τοπωνύμιο Νταβός και το πρόγραμμά του τιτλοφορείται, με ιδιαίτερη σεμνότητα, «Πρωτοβουλία για τον Παγκόσμιο Επανασχεδιασμό–ΠΠΕ» («Global Redesign Initiative», «GRI») .
Η απειλή που αποτελούν για τη δημοκρατία οι ΔΙ.ΕΠ. δεν σχετίζεται μόνο με το μέγεθός τους, τα πλούτη και την περιουσία τους, αλλά έχει να κάνει με τη συγκεντροποίηση και τη συνοχή τους, που τους επιτρέπουν να επηρεάζουν τις κυβερνήσεις, να διεισδύουν σε αυτές, ακόμη και τις υποκαθιστούν. Οι δι-εθνικοί όμιλοι αποτελούν μια πραγματική διεθνή «εξουσία», αποφασισμένη να προασπίσει τα εμπορικά συμφέροντά της, την ισχύ και τα κέρδη της, αγνοώντας το κοινό συμφέρον. Μοιράζονται ένα λεξιλόγιο, μια ιδεολογία και φιλοδοξίες απέναντι στα οποία οι πολίτες που παραμένουν προσηλωμένοι στις δημοκρατικές αξίες θα πρέπει να είναι επιφυλακτικοί.
ΤΟ ΠΙΟ ΙΣΧΥΡΟ ΛΟΜΠΙ: Η ΥΓΕΙΑ
Αν μου ζητούσαν να μαντέψω ποιοι τομείς της βιομηχανίας δαπανούν τα περισσότερα χρήματα για τη δημιουργία ομάδων συμφερόντων στις ΗΠΑ (λόμπι), θα απαντούσα, ίσως, με αυτή τη σειρά: η άμυνα, το πετρέλαιο και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, είναι ο τομέας της υγείας: η φαρμακευτική και ιατρική βιομηχανία σπάει όλα τα ρεκόρ, με έναν προϋπολογισμό 65,4 εκατομ. δολαρίων, το 2013. Αν προσθέσουμε τα νοσοκομεία και τα γηροκομεία, τους επαγγελματίες της υγείας, τις υγειονομικές υπηρεσίες και τους ιδιωτικούς οργανισμούς ασφάλισης υγείας, ο λογαριασμός ανέρχεται σχεδόν στα 129 εκατομμύρια. Δεν είναι λοιπόν να απορεί κανείς γιατί το σύστημα υγείας των ΗΠΑ είναι το πιο ακριβό στον κόσμο, γιατί τόσοι πολλοί Αμερικανοί δεν έχουν πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη και τόσοι άλλοι διάκεινται εχθρικά απέναντι στη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (Obamacare), με το επιχείρημα ότι πλήττει τις ελευθερίες τους. Προφανώς, οι λομπίστες κάνουν καλά τη δουλειά τους και οι εκστρατείες πλύσης εγκεφάλου που διεξάγουν είναι τρομακτικά αποτελεσματικές.
Στον τομέα της άμυνας και της αεροδιαστημικής, αποδεικνύεται ότι αυτοί οι τομείς δαπανούν μόνο 15,5 εκατομ. δολάρια, έστω και αν το σύνολο αυτού του βιομηχανικού συμπλέγματος φτάνει στο συνολικό ύψος των 30 εκατ. Η βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, δεν ζυγίζει παρά «μόνο» 34 εκατομμύρια δολάρια· αν όμως προσθέσουμε την ενέργεια και τους φυσικούς πόρους, φτάνουμε στα 91,4 εκατομ. Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος τους ξεπερνά αν συμπεριλάβουμε τους τίτλους και τις επενδύσεις, τις εμπορικές τράπεζες και την αγορά των ακινήτων (119 εκατομμύρια δολάρια). Επομένως, η πρώτη μου εκτίμηση ήταν εσφαλμένη. Τούτου λεχθέντος, το βέβαιο είναι ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις σε αυτούς τους τομείς, με ή χωρίς λομπίστες, θα κατορθώνουν πάντα να επιβάλλουν τους όρους τους.
ΜΙΑ ΚΡΙΣΗ ΠΟΥ ΚΟΣΤΙΖΕΙ 5 ΔΙΣ ΔΟΛΑΡΙΑ
Ανεξάρτητα από τα ποσά που δαπανούν για τη δράση των λόμπι, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα είναι αρκετά ισχυρά για να απειλούν όλους, και δεν διστάζουν να το κάνουν. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ενισχυμένες από την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού, οι κυριότερες αμερικανικές ΔΙ.ΕΠ στον τομέα των τραπεζών, των ασφαλίσεων και των μεγάλων λογιστικών επιχειρήσεων ένωσαν τις δυνάμεις τους, απασχολώντας περίπου 3.000 λομπίστες, και δαπάνησαν περίπου 5 δις δολάρια για να απαλλαγούν από μια ντουζίνα νόμους που είχε θεσπίσει η κυβέρνηση Ρούζβελτ στη δεκαετία του ’30, στα πλαίσια του New Deal· νόμους που, για πάνω από εξήντα χρόνια, χρησίμευαν ως ασφαλιστική δικλίδα στην οικονομία των ΗΠΑ.
Αυτή η ασφαλιστική δικλίδα δεν άντεξε στην επίθεση των λόμπι που ανέπτυξαν οι επιχειρήσεις. Οι εταιρείες πέτυχαν να αφαιρέσουν από τους ισολογισμούς τους τα ζημιογόνα στοιχεία του ενεργητικού τους για να τα τοποθετήσουν σε παράλληλες ή μη δηλωμένες τράπεζες, όπου ακόμα και οι μέτοχοί τους δεν θα μπορούσαν να τα ανακαλύψουν ποτέ. Μπόρεσαν να δημιουργήσουν και να διαπραγματευτούν, χωρίς κανέναν ρυθμιστικό κανονισμό και για ένα ποσό πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, παράγωγα προϊόντα συνδεδεμένα με υποθηκευμένα δάνεια «υψηλού κινδύνου» (όπως τα subprimes).
Η οικονομική καταστροφή επιταχύνθηκε με την κατάργηση του νόμου Glass-Steagall. Αυτή η βασική νομοθεσία του New Deal, που είχε υιοθετηθεί το 1933, απαιτούσε τον διαχωρισμό ανάμεσα σε καταθετικές και επενδυτικές τράπεζες. Τα οικονομικά λόμπι προσπαθούσαν να απαλλαγούν από αυτήν για δέκα ολόκληρα χρόνια. Τελικά, το 1999, ο Μπιλ Κλίντον υποχώρησε, μετά από τις συστάσεις του Άλαν Γκρίνσπαν, προέδρου τότε της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, του Λάρι Σάμερς, κύριου οικονομικού συμβούλου του, και του Ρόμπερτ Ρούμπιν, υπουργού Οικονομικών και πρώην διευθυντή της Goldman Sachs.
Οι κυβερνήσεις και οι φορολογούμενοι δεν άργησαν να πληρώσουν αυτή τη μεταρρύθμιση. Πράγματι, αυτή άνοιξε τον δρόμο σε μια σειρά από εξαγορές και συγχωνεύσεις που έμελλαν να προκαλέσουν τη δημιουργία γιγαντιαίων δομών, «υπερβολικά μεγάλων για να χρεοκοπήσουν» («too big to fail»). Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα γνώριζαν ότι, σε περίπτωση δυσκολίας, το κράτος θα υποχρεωνόταν να τα διασώσει: ήταν πάρα πολύ μεγάλα για να χρεοκοπήσουν, αλλά όχι για να ενισχυθούν. Και πάρα πολύ ισχυρά για να τιμωρηθούν: σε κάποιες τράπεζες επιβλήθηκαν πρόστιμα, αλλά κανένας από τους διευθυντές τους δεν στάλθηκε στη φυλακή για τον ρόλο του στην πυροδότηση της κρίσης.
ΟΙ 1318 ΒΑΣΙΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Από τα 37 εκατομμύρια επιχειρήσεις που έχουν καταχωρισθεί στη βάση δεδομένων του Orbis[3], αυτή η ερευνητική ομάδα απομόνωσε 43.000 δι-εθνικές εταιρείες, ταυτοποίησε τους ιδιοκτήτες τους και περιόρισε αυτόν τον κατάλογο σε 1.318 εταιρείες, κάθε μια από τις οποίες συνδέεται κατά μέσο όρο με 20 άλλες. Έφτασαν στο συμπέρασμα ότι 147 από αυτές τις «υπεροντότητες» ελέγχουν μόνες τους το 40% του κύκλου εργασιών του συνόλου του δικτύου. Αν η οικονομία πηγαίνει καλά, ολόκληρη η δομή φαντάζει στέρεα, αλλά αρκεί να ταλαντευτεί μία από αυτές τις συστημικές οντότητες για να παρασύρει όλες τις άλλες στην πτώση της. Αυτό το φαινόμενο-ντόμινο φάνηκε με την κατάρρευση της Lehman Brothers, η οποία, το 2007, περιλαμβανόταν στις 50 κορυφαίες από τις εν λόγω εταιρείες. Αυτή η διαπίστωση δεν προκύπτει από καμία θεωρία συνωμοσίας: έχει αποδειχθεί από μια σειρά μαθηματικών μελετών, τα συμπεράσματα των οποίων είναι αρκετά ανησυχητικά για να μας προτρέψουν να θέσουμε υπό έλεγχο το χρηματοπιστωτικό λόμπι.
Ο ΚΛΙΜΑΤΙΣΤΙΚΟΣ ΑΡΝΗΤΙΣΜΟΣ
Την επαύριο της αποτυχίας της Διάσκεψης για το κλίμα, που πραγματοποιήθηκε από τα Ηνωμένα Έθνη στην Κοπεγχάγη, το 2009, ένας συνασπισμός από πετρελαϊκές και αυτοκινητιστικές βιομηχανίες, που χρηματοδοτεί τον αρνητισμό, ανακοίνωσε τη διάλυσή του: έκρινε ότι είχε φέρει εις πέρας την αποστολή του. Πράγματι, από τότε, αυτές οι βιομηχανίες ευδοκιμούν, τα ΜΜΕ δεν μιλούν σχεδόν καθόλου για την αλλαγή του κλίματος και ο ΟΗΕ δεν την περιλαμβάνει πλέον στις προτεραιότητές του.
Ο Ρόμπερτ Μπραλ (Robert Brulle), καθηγητής κοινωνιολογίας και περιβαλλοντικών επιστημών στο Πανεπιστήμιο Drexel (Φιλαδέλφεια), ερεύνησε αυτό το κίνημα των «αρνητών» και, πιο συγκεκριμένα, τη χρηματοδότησή τους. Τα συμπεράσματά του είναι επιβαρυντικά. Κατέγραψε 118 οργανώσεις αρνητών, που δραστηριοποιούνται στις Ηνωμένες Πολιτείες, και ακολούθησε τις διαδρομές χρηματοδότησής τους. Όλως τυχαίως, οι κύριοι χορηγοί είναι ιδρύματα νεο-συντηρητικών ή φιλελεύθερων, στενά συνδεδεμένα με τα ακραία φιλελεύθερα συμφέροντα των δι-εθνικών ομίλων. Μεταξύ 2003 και 2010, 140 ιδρύματα έχουν ενισχύσει με 558 εκατομμύρια δολάρια περίπου εκατό οργανώσεις που αρνούνται την πραγματικότητα της κλιματικής αλλαγής. Αρκετά για να χρηματοδοτήσουν μια σειρά ψευδο-επιστημονικές μελέτες, συκοφαντικές επιθέσεις και προπαγανδιστικές εκστρατείες.
ΣΤΙΣ ΑΠΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΤΛΑΝΤΙΚΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ
Ας δούμε τώρα τις απαρχές της ΤΤΙΡ [Διατλαντική Συνεργασία Εμπορίου και Επενδύσεων], και τι μας επιφυλάσσει. Η συμφωνία αυτή θα καθορίζει τους κανόνες που θα εφαρμόζονται σε εμπορικές συναλλαγές ύψους 2 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου ημερησίως, καθώς και στις οικονομίες των δύο πλουσιότερων περιφερειών του κόσμου. Οι επιπτώσεις της στην καθημερινή ζωή περισσότερων από 800 εκατομμύρια ανθρώπων, για να μην πούμε του κόσμου όλου, μπορεί να είναι και προβλέψιμες και απρόβλεπτες.
Έπρεπε να περιμένουμε μέχρι το 2013 για να δούμε την ΤΤΙΡ –στα σκαριά ήδη εδώ και αρκετές δεκαετίες– να ανακοινώνεται στο κοινό. Ενώ μόλις είχαν ιδρύσει τον ΠΟΕ, το 1994, οι εταιρείες είχαν αρχίσει να απεργάζονται ακόμη πιο φιλόδοξες κατακτήσεις. Ήδη από το 1995, ο Διατλαντικός Εμπορικός Διάλογος (ΔΕΔ) «είχε εγκαινιαστεί από το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προκειμένου να δώσει σάρκα και οστά στον επίσημο διάλογο (η υπογράμμιση δική μου) μεταξύ των κύριων εμπορικών πρωταγωνιστών της Ευρώπης και των ΗΠΑ, τους υπουργούς Εμπορίου των ΗΠΑ και τους Ευρωπαίους επιτρόπους».
Επρόκειτο για το προκαταρκτικό στάδιο στην αμερικανο-ευρωπαϊκή επεξεργασία ενός εταιρικού δικαίου. Εξ αρχής, ο ΔΕΔ συνέστησε ομάδες εργασίας, αποτελούμενες από εκπροσώπους των σχετικών βιομηχανικών κλάδων, που ανέλαβαν να εξετάσουν «τα ζητήματα προτύπων και κανονισμών», που ανέκαθεν αποτελούσαν το μαύρο πρόβατο γι’ αυτούς. Τα μέλη του διατλαντικού διαλόγου προώθησαν το τουλάχιστον αλαζονικό σύνθημα: «Εγκεκριμένο άπαξ, αποδεκτό παντού». Μετάφραση: «Αν εμείς, οι ΔΙ.ΕΠ., και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, δώσουμε το πράσινο φως, ο υπόλοιπος κόσμος δεν έχει παρά να ακολουθήσει». […] Οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται σήμερα σκοπεύουν να δώσουν σε αυτό το σύνθημα ισχύ νόμου: αυτή είναι η αποστολή που έχουν αναλάβει οι κυβερνητικοί διαπραγματευτές. Εάν η ΤΤΙΡ επικυρωθεί και υπογραφεί, οι κυβερνήσεις θα είναι υποχρεωμένες να την εφαρμόσουν και να κάνουν τους πολίτες τους να την καταπιούν. Το κράτος εξακολουθεί να είναι απαραίτητο, οι κυβερνήσεις έχουν ακόμα έναν ρόλο να παίξουν· οι ΔΙ.ΕΠ. δεν προτίθενται να κυβερνήσουν άμεσα, ωστόσο δεν παύουν να προχωρούν σε έναν πραγματικό σφετερισμό της εξουσίας. Και οι κυβερνήσεις γίνονται συνένοχοί τους: αυτές δεν βρίσκονται πίσω από την πρωτοβουλία του ΔΕΔ, που σκοπεύει να αναθέσει στις δι-εθνικές επιχειρήσεις την εμπορική και ρυθμιστική πολιτική η οποία θα έπρεπε να είναι αρμοδιότητα του κράτους;
Ο ΔΕΔ δεν ξεφύτρωσε πάνοπλος από το κεφάλι του Δία ή του Ζακ Ντελόρ. Στην Ευρώπη, είχε προηγηθεί η Ευρωπαϊκή Στρογγυλή Τράπεζα των Βιομηχάνων – ΕΣΤΒ (European Roundtable of Industrialists), που ιδρύθηκε το 1983 από δέκα οκτώ διευθυντές των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών δι-εθνικών εταιρειών. Σήμερα, η ΕΣΤΒ υπενθυμίζει με καμάρι ότι τα μέλη της, επικεφαλής πενήντα περίπου εταιρειών, χειρίζονται εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ και έχουν δημιουργήσει 6,6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, εκ των οποίων 2,6 εκατομμύρια άμεσα. Οι ίδιες ΔΙ.ΕΠ. βρίσκονται πίσω από τη στρατηγική της Λισαβόνας, η οποία ευθυγραμμίζεται με τις απαιτήσεις που προβλήθηκαν σε μια έκθεση της ΕΣΤΒ, με τον τίτλο «Όραμα για μια ανταγωνιστική Ευρώπη το 2025» (και της οποίας ο υπότιτλος αναφέρεται σε «πολιτικές συμβουλές»). Ο ΔΕΔ αρκέστηκε στο να αντιγράψει κατά λέξη αυτές τις διεκδικήσεις, και τα μέλη της ΕΣΤΒ συνέχισαν να υπαγορεύουν τη θέλησή τους, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι θα ικανοποιηθούν. Τον Μάρτιο του 2013, η Άνγκελα Μέρκελ κάλεσε στο Βερολίνο τον Ολάντ και 15 Διευθύνοντες Συμβούλους, μέλη της ΕΣΤΒ, όπου εξέχοντες επιχειρηματίες, όπως ο Jean-Louis Beffa (Διαχειριστής της Saint-Gobain και μέλος πολλών Δ.Σ. βιομηχανιών και τραπεζών) και ο Gerhard Cromme (Siemens, ThyssenKrupp) παρουσίασαν μια έκθεση για την «ανταγωνιστικότητα» […] Το δόγμα της ΕΣΤΒ επικρατεί πλέον τόσο μεταξύ των ηγετών της γαλλικής σοσιαλιστικής κυβέρνησης όσο και της γερμανικής κεντροδεξιάς.
Όπως καυχιέται ο Πήτερ Σάδερλαντ (Peter Sutherland), πρώην ευρωπαϊκός Επίτροπος και πρώην διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, της British Petroleum και της Goldman Sachs, η ΕΣΤΒ είναι κάτι «πολύ περισσότερο από μια ομάδα άσκησης πίεσης. Τα μέλη της έχουν πρόσβαση στα ανώτερα κυβερνητικά επίπεδα».
ΝΤΑΒΟΣ, ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟ
Σήμερα, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, ένας θεσμός που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό δι-εθνικών εταιρειών και κυβερνήσεων, αλλάζει τα δεδομένα. Σκαρφαλωμένο στα ελβετικά βουνά, έχει θέσει ένα στόχο φιλόδοξο, μεγαλειώδη, υπερβολικό: να πάρει τη σκυτάλη από τις κυβερνήσεις, να ολοκληρώσει όσα αυτές αφήνουν στη μέση, να πάρει αποφάσεις για ζητήματα που δεν τολμούν να θίξουν. Για πρώτη φορά, οι επιχειρήσεις, αναλαμβάνουν να εκτεθούν διακηρύσσοντας: «Ο ιδιωτικός τομέας μπορεί να το κάνει πολύ καλύτερα από το κράτος!»
Για την εκπλήρωση του έργου τους, διαθέτουν ένα πιλοτικό σχέδιο και ένα όχημα: το διεθνές δίκτυο του Νταβός και την «Global Redesign Initiative». Αυτή η «Πρωτοβουλία για τον Παγκόσμιο Επανασχεδιασμό» σημαίνει απλώς ότι παραμερίζονται οι πολυμερείς κυβερνητικές συνεργασίες για να αντικατασταθούν από ένα νέο σχέδιο παγκόσμιας διακυβέρνησης: πρόκειται για ένα εκτεταμένο δίκτυο των «ενδιαφερομένων», οι οποίοι έχουν συσπειρωθεί γύρω από το τεράστιο πρόγραμμα που περιγράφεται στο εγχειρίδιο με τον τίτλο Everybodys BusinessStrengthening Inter-national Cooperation In A More Interdependent World («Αφορά όλους. Ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας σε ένα όλο και πιο αλληλοεξαρτώμενο κόσμο»).
[…] Σαράντα έξι Συμβούλια της Παγκόσμιας Ημερήσιας Διάταξης (ΣΠΗΔ-CAM), επιφορτισμένα με τη διατύπωση συγκεκριμένων προτάσεων. […] Τρία ΣΠΗΔ έχουν αποστολή να «σταθεροποιήσουν το διεθνές χρηματοπιστωτικό και νομισματικό σύστημα». Στα 19 μέλη του ΣΠΗΔ, που είναι υπεύθυνο για τις παγκόσμιες επενδυτικές ροές, περιλαμβάνονται δώδεκα βιομήχανοι, πέντε πανεπιστημιακοί ή μέλη δεξαμενών σκέψης και τρεις ανώτεροι αξιωματούχοι (ο Διευθύνων Σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας του Κουβέιτ, που προεδρεύει επίσης στο Συμβούλιο των αραβικών εταιρειών του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, έχει διπλή ψήφο). Στο ΣΠΗΔ που ευθύνεται για το διεθνές νομισματικό σύστημα, υπάρχουν μόνο τρεις βιομήχανοι, οκτώ πανεπιστημιακοί και πέντε ανώτεροι αξιωματούχοι (μεταξύ αυτών ο υπ’ αριθ. 2 του ΔΝΤ και ο επικεφαλής των οικονομικών υπεύθυνων της Παγκόσμιας Τράπεζας). Ένας από αυτούς τους πανεπιστημιακούς δεν είναι άλλος από τον οικονομολόγο Τζον Γουίλιαμσον, εμπνευστή της «συναίνεσης της Ουάσιγκτον» που υποστηρίζει τη «διαρθρωτική προσαρμογή», δηλαδή τις πολιτικές λιτότητας που επιβάλλονται στις υπερχρεωμένες κυβερνήσεις.
Αυτά τα νεοφιλελεύθερα μέτρα αναγνωρίζονται ευρέως (κυρίως από πολλούς αξιωματούχους του Προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη) ότι ευθύνονται για τη «χαμένη δεκαετία» των χωρών του Νότου κατά τη δεκαετία του ’80. Το ΣΠΗΔ που ευθύνεται για τους συστημικούς κινδύνους δεν μου εμπνέει επίσης καμία εμπιστοσύνη: αποτελείται από εννέα μέλη προερχόμενα από τον ιδιωτικό χρηματοπιστωτικό τομέα και από μια δέσμη οικονομολόγων από τους οποίους κανένας δεν είχε προβλέψει την κρίση 2007-2008[4]. Πρόεδρός της είναι ένα πρώην στέλεχος της Goldman Sachs, που είναι και η μοναδική γυναίκα στην ομάδα.
Όσο για το ΣΠΗΔ που αφορά στη διατροφική ασφάλεια, είναι διαβρωμένο από τον γίγαντα της αγρο-βιομηχανίας Bunge, τους Διευθύνοντες Συμβούλους της General Mills και της Unilever, μια μεγάλη αγροδιατροφική εταιρεία της Βραζιλίας, καθώς και το περίφημο πρόγραμμα του Ιδρύματος Γκέιτς, «Συμμαχία για μια πράσινη επανάσταση στην Αφρική» (Agra). Το ΣΠΗΔ για τη διατροφή περιλαμβάνει την Coca-Cola, την PepsiCo και τη Nestlé.
Η Water Pathways 2030 (για την προώθηση σε τοπικό επίπεδο της μεταρρύθμισης του τομέα των υδάτων), δηλαδή το ΣΠΗΔ που είναι υπεύθυνο για την ασφάλεια των υδάτων, είναι αναμφίβολα ένα από τα πιο αναπτυγμένα, με πολλά προγράμματα σε διάφορες περιοχές του κόσμου (το Μεξικό, τη Νότια Αφρική, κ.λπ.). Τα 12 μέλη της εκτελεστικής επιτροπής της είναι όλοι εκπρόσωποι δι-εθνικών εταιρειών, μεταξύ των οποίων η Coca-Cola, η Dow Chemical, η Nestlé, η PepsiCo, η Standard Chartered Bank, η Syngenta και η Unilever.
Μεταξύ 2009 και 2011, οπότε δημοσίευσε τη μνημειώδη έκθεσή της, η «Πρωτοβουλία για τον Παγκόσμιο Επανασχεδιασμό» δεν σταμάτησε να εργάζεται. Συνεχίζει μέχρι σήμερα με διάφορα προσωπεία και παρεμβαίνει σε πολλά μέτωπα, σε όλο τον κόσμο. Το 2013, ο αριθμός των ατόμων που εμπλέκονται στα ΣΠΗΔ έχει αυξηθεί από 1.200 στα 1.500 και ο αριθμός των ίδιων των ΣΠΗΔ έχει σχεδόν διπλασιαστεί, φτάνοντας τα 80. Όλος αυτός ο καλός κόσμος συναντιέται κάθε χρόνο με την ευκαιρία μιας συνδιάσκεψης («ο μεγαλύτερος καταιγισμός ιδεών στον κόσμο») που διοργανώνεται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, από την πλευρά του, παράγει ασταμάτητα νέες εκθέσεις και ενημερώσεις. Η διατύπωση «πρωτοβουλία πολλών ενδιαφερομένων μερών» αρχίζει να εδραιώνεται στο διεθνές λεξιλόγιο. «Εταιρική σχέση» είναι η νέα λέξη για «προσάρτηση». Οι κυβερνήσεις και οι διακυβερνητικές δομές πρέπει να αντλήσουν νέα ενέργεια από τον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για ένα μοντέλο που έχει μέλλον.
Μετάφραση: Χριστίνα Σταματοπούλου
[1] Delphine Batho, Insoumise, εκδ. Grasset, 370 σελ.
[2] Susan George, Les Usurpateurs, Comment les entreprises transnationales prennent le pouvoir, εκδ. Seuil, 186 σελ.
[3] Οργανισμός καταγραφής βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων παγκοσμίως, με έδρα τις Βρυξέλλες, που δημιουργήθηκε το 1991 (σ.τ.μ.).
[4] Με εξαίρεση τον Νουριέλ Ρουμπινί, μέλος του ΣΠΗΔ για το διεθνές νομισματικό σύστημα.
πηγή: Άρδην Ρήξη

ΚΩΝ/ΝΟΣ ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ - ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΑΥΓΗ ΜΙΑΣ ΑΝΤΙΣΥΣΤΗΜΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ

$
0
0
O ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο ΕΚΠΑ, Κωνσταντίνος Τσουκαλάς
Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς εκτιμά ότι στη σημερινή κατάσταση που βρισκόμαστε απαιτούνται μείζονες ανατροπές, καθώς ο καπιταλισμός έχει μετατραπεί σε ένα μετακανονιστικό σύστημα, το οποίο δεν μπορεί να λειτουργήσει προς όφελος όλων. Όσο για τη λύση; Όπως λέει, «το πρόβλημα σε τελική ανάλυση είναι πολιτικό. Είναι πρόβλημα ορισμού της συλλογικότητάς μας, της δυνατότητας των κοινωνιών να φανταστούν το μέλλον τους».
- Τα τελευταία χρόνια η οικονομική επιστήμη έχει δεχτεί σφοδρή κριτική, όχι μόνο γιατί δεν μπόρεσε να προβλέψει την κρίση, αλλά κυρίως γιατί επιφανείς εκπρόσωποί της συσκότισαν ή συγκάλυψαν τα αίτιά της, προβάλλοντας τα κυρίαρχα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού. Πόσο απελευθερωτικά μπορεί να λειτουργήσει αυτή η αμφισβήτηση σήμερα;
Δεν ξέρω εάν θα λειτουργήσει απελευθερωτικά, αλλά εάν δεν αμφισβητηθεί συθέμελα, από τη βάση του, το οικονομικό μοντέλο, ο κόσμος θα μείνει εγκλωβισμένος μέσα στα σημερινά πλαίσια. Η οικονομική επιστήμη δεν προέβλεψε την κρίση προφανώς και δεν το έκανε επειδή δεν ήταν δυνατό να την προβλέψει μέσα στο δεδομένα αναλυτικά πλαίσια. Ο νεοφιλελευθερισμός σαν ιδεολογία, αλλά και σαν επιστημονική πρακτική, θεμελιώνεται στο αξίωμα της εγγενούς δυνατότητας του συστήματος να βρίσκει συνεχώς τις κλονιζόμενες ισορροπίες του πάνω στη βάση ενδογενών συστημικών δυνάμεων. Από τη στιγμή που αυτό παύει να λειτουργεί, και από τη στιγμή που είναι προφανώς ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία συστημική κρίση, ολόκληρο εκείνο το οικοδόμημα που προϋποθέτει ακριβώς την αυτόματη λύση των  προβλημάτων και των αντιφάσεων, καταρρέει. Το ερώτημα που τίθεται δηλαδή δεν είναι εάν κατέρρευσε, αλλά επί τη βάσει ποιων «νέων» επιστημολογικών προϋποθέσεων θα είναι δυνατό να αντιμετωπίσουμε αυτό που συμβαίνει τώρα. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει να ξεφύγουμε, να υπερβούμε αυτή την νεοφιλελεύθερη προϊδέαση. Και αυτό όχι μόνο δεν είναι εύκολο να γίνει, αλλά, θα έλεγα, είναι περίπου αδύνατο να γίνει υπό τις σημερινές συνθήκες, εάν δεν έχουμε μείζονες ανατροπές.
- Πού μπορεί να εστιάζονται αυτές οι ανατροπές;
Δεν μπορεί κανείς να κάνει προφητείες, αλλά η βασική αντίφαση στο επίπεδο τουλάχιστον των κοινωνικών συνειδήσεων που διατρέχει το σύστημα σήμερα και που ισχύει σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες είναι ότι έχει πάψει να είναι δυνατόν να θεωρείται αυτονόητο ότι η πάροδος του χρόνου θα συνεπιφέρει αυτόματες διορθώσεις, άρα πρόοδο και περισσότερη κατανάλωση, ευημερία, ευτυχία κ.λπ. Από τη στιγμή που καταρρέει αυτό το αξίωμα, από τη στιγμή που οι περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν και πείθονται ότι το μέλλον τους θα είναι χειρότερο από το παρελθόν τους και ότι τα παιδιά τους θα ζήσουν χειρότερα από τους ίδιους, τότε εξαερώνεται η ιδεολογική συνθήκηπάνω στην οποία αναπαράγεται ένα σύστημα, το οποίο καλεί, αν θέλετε, όλους τους πολίτες να μετάσχουν σ'αυτό το συλλογικό όργανο της ελευθερίας. Από τη στιγμή που αυτό καταρρέει, δεν ξέρουμε τι θα συμβεί. Διότι χωρίς αυτό, καταρρέει το κοινωνικό συμβόλαιο, καταρρέει η κοινωνική και πολιτική συναίνεση, αλλά και οι βάσεις του δημοκρατικού καθεστώτος, το οποίο υποτίθεται ότι θέλει να στηρίζεται στη βούληση των πλειοψηφίας των πολιτών. Μ'αυτή την έννοια λοιπόν, η κρίση είναι τελικά πολιτική και ιδεολογική, διότι δεν βλέπω εύκολα πώς είναι δυνατόν να πειστούν οι άνθρωποι να συναινούν σ'ένα σύστημα, όπου η δική τους ζωή γίνεται συνεχώς χειρότερη, ενώ την ίδια στιγμή ο μεγάλος πλούτος συγκεντρώνεται με καταιγιστικούς ρυθμούς σε δισεκατομμυριούχους και τρισεκατομμυριούχους. Αυτή η αντίφαση για πρώτη φορά εμφανίζει αυτή την εκρηκτική διάσταση. Μ'αυτή την έννοια αυτές οι εκρηκτικές διαστάσεις δεν είναι δυνατόν να αρθούν παρά μέσα από μακροπρόθεσμες ανατροπές. Το τι μορφή θα πάρουν αυτές οι ανατροπές, δεν το ξέρω.
- Βλέπετε, δηλαδή, με έναν τρόπο ότι είναι πιθανό να επιτευχθεί αυτό που λέει ο Σερζ Λατούς, «αποαποικιοποίηση του φαντασιακού», έννοια που προέρχεται από τον Καστοριάδη;
Δεν ξέρω εάν είναι δυνατόν, αλλά δεν βλέπω άλλη προοπτική. Και επειδή αναφέρατε τον Καστοριάδη, το καστοριαδικό σχήμα, το οποίο, νομίζω, όλοι λίγο πολύ συνυπογράφουμε, είναι ότι μέσα από τη φαντασίωση της συλλογικότητας, η κοινωνία, το πολιτικό σώμα, είναι αυτόνομο και μπορεί να διαγράψει ελεύθερα το μέλλον του. Αυτή είναι η έννοια της αυτονομίας. Από τη στιγμή που το χάσμα ανάμεσα στην αυτόνομη δυνατότητα και στην ετερόνομη πολιτική πραγματικότητα διευρύνεται, δεν υπάρχει άλλη λύση από το να εμφανιστεί ένα νέο συλλογικό υποκείμενο, το οποίο θα κόψει, με όποια μέσα είναι δυνατά εκείνη τη στιγμή, αυτό το γόρδιο δεσμό και θα ανατρέψει τα σημερινά δεδομένα. Δεν ξέρω πώς μπορεί να γίνει. Δεν ξέρω εάν θα γίνει. Δεν ξέρω με ποιες μεθόδους είναι δυνατό να γίνει, αλλά ένα σύστημα δεν είναι δυνατό να αναπαράγεται χωρίς τριγμούς και ταυτόχρονα δεν είναι δυνατό να δημιουργεί τις προϋποθέσεις μιας ευρύτερης συναίνεσης. Είναι θνησιγενές. Μ'αυτή την έννοια πιστεύω ότι για πρώτη φορά μετά το μεσοπόλεμο, ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα δεν είναι δυνατόν να παραγάγει τις φαντασιώσεις εκείνες πάνω στις οποίες θεμελίωνε τη βιωσιμότητά του. Και εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα. Επαναλαμβάνω: δεν είναι δυνατόν να κάνει κανείς προφητείες ή να διατυπώσει συνταγές για την άρση του προβλήματος. Δεν διαφαίνεται καμία δυνατότητα πολιτικών λύσεων εκ των άνω – η σοσιαλδημοκρατία έχει πεθάνει και το ξέρουμε όλοι, το κοινωνικό κράτος έχει διαλυθεί σε όλη την Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή δεν βλέπω να είναι δυνατόν να υπάρξουν λύσεις στο κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο υπήρξε επί εξήντα χρόνια το βασικό διακύβευμα όλων των δυτικών κοινωνιών. Έχει εξαφανιστεί σήμερα. Δεν υπάρχει το κοινωνικό ζήτημα. Υπό τις συνθήκες αυτές τι θα γίνει; Θα κερδίσει μια ανανέωση του δημοκρατικού κοινωνικού φαντασιακού ή θα επικρατήσει μία απόλυτη ετερονομία του κοινωνικού σε σχέση με τις αόρατες εξουσίες όπως τις ξέρουμε να εξελίσσονται σε όλο τον κόσμο πέρα από επικράτειες, νόμους, έθιμα, κανονισμούς και ρυθμίσεις; Όλα αυτά εμφανίζονται για πρώτη φορά. Βρισκόμαστε σ'ένα μετακανονιστικό σύστημα. Μπορεί να επιζήσει; Δεν το πιστεύω.
- Βάζετε στο βιβλίο σας ένα νέο όρο, τον «οιονεί πολίτη». Τι συνέπειες έχει και πόσο εμπόδιο είναι η δημιουργία ενός  πολίτη χωρίς συγκεκριμένα δικαιώματα σ'ένα πλαίσιο ασαφές, ρευστό και μεταβατικό, στη συγκρότηση μιας νέας συλλογικότητας, ενός νέου συλλογικού υποκειμένου για την αλλαγή;
Ο όρος «οιονεί πολίτης» που εκκολάπτω είναι προφανώς μη αυστηρός. Θέλει όμως να δείξει την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στη μάζα των πολιτών, η οποία έχει μόνο βάρη και υποχρεώσεις και κανένα δικαίωμακαι σε μια νέα κατηγορία πολιτών, οι οποίοι μετέχουν στο γίγνεσθαι ως κινούμενοι κεφαλαιούχοιοι οποίοι δεν έχουν καμία απολύτως υποχρέωση. Αυτοί συνολικά δικαιούνται να καθυποτάσσουν τις κοινωνίες και το πολιτικό μέσα από τις διάφορες διαμεσολαβήσεις που έχουν εκκολάψει, ενώ οι άλλοι, οι πολίτες-υποζύγια, δεν έχουν τη δυνατότητα να συμπροσδιορίζουν το μέλλον τους. Έχουμε δηλαδή πολλές κατηγορίες πολιτών, με άνισα δικαιώματα, ακόμα και τυπικά. Διότι οι κεφαλαιούχοι μπαινοβγαίνουν – έχουν σαράντα υπηκοότητες, έχουν τα λεφτά τους εδώ, επενδύου εκεί, εξαφανίζονται την άλλη μέρα – και δηλώνουν απλώς ρητορικά ότι είναι Έλληνες, Γάλλοι ή Ισλανδοί. Αυτοί οι άνθρωποι είναι υπερπολίτες. Οι άλλοι είναι «οιονεί πολίτες». Μ'αυτή την έννοια δενβλέπω καμία δυνατότητα να λειτουργήσει μια δημοκρατική πολιτεία, όταν δεν λειτουργεί πλέον καθόλου η στοιχειώδης φιλελεύθερη ισοπολιτεία και ισονομία . Αυτό είναι απλώς ένα σύμπτωμα των εξελίξεων εκείνων, οι οποίες μέσα από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση έχουν οδηγήσει στην κατάλυση των κοινωνιών. Δεν υπάρχει πια κοινωνικό, όπως δεν υπάρχει πια και το συλλογικό και το πολιτικό.Εκεί ακριβώς βρίσκεται νομίζω το επίκεντρο της απόλυτης ανάγκης μιας αναθεώρησης των στοιχειωδών μορφών με τις οποίες αντιμετωπίζουμε από κοινού τον κόσμο και το μέλλον μας.
- Χαρακτηρίζετε την «ατομοκεντρική συμφεροντολαγνεία» ως έναν «πάνδημα επιτυχημένο και φετιχοποιημένο νεωτερικό μύθο». Η Θάτσερ υποστήριζε ότι δεν υπάρχει κοινωνία, αλλά μόνον άτομα. Μπορεί σήμερα, στο φως της κρίσης, να διαλυθεί αυτός ο μύθος; Μιλάτε για μια απομάγευση.
Αυτό δεν μπορεί να γίνει σε μια στιγμή. Πάντα οι άνθρωποι είχαν συμφέροντααλλά ουδέποτε το ατομικό συμφέρον δεν θεωρούνταν σαν η βασική κινητήρια γραμμή της ανθρωπότητας και του πολιτικού γίγνεσθαι. Το συμφέρον ήταν πάντα κάτι το κακό. Η ιδιοτέλεια μέχρι το 1800 ήταν ένα από τα θανάσιμα αμαρτήματα. Προφανώς αυτό αλλάζει, διότι απ'ένα σημείο και πέρα για να λειτουργήσει το κοινό συμφέρον απαιτεί τη γενίκευση των ιδιωτικών διαστροφών. Η διαστροφή ακριβώς είναι η ιδιοτέλεια. Μέχρι πρόσφατα λοιπόν η ιδιοτέλεια ήταν δυνατόν να περιορίζεται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κανονιστικής τάξης που περνούσε μέσα από το συλλογικό και κοινωνικό συμβόλαιο, μέσα από τη δημοκρατία. Αυτό έχει καταργηθεί ολοκληρωτικά μέσα στονπαγκοσμιοποιημένο νεοφιλελευθερισμό. Δεν υπάρχει πια έθιμο, καλή πίστη. Δεν υπάρχει όριο στην κερδοσκοπία, δεν υπάρχει όριο στην απληστία. Αυτό σημαίνει ότι περνάμε από μία φάση όπου πάλευαν πάντα το ιδιωτικό με το δημόσιο σε μια φάση που εξαφανίζεται το δημόσιο. Όλα είναι ιδιωτικοποιημένα. Όλα υπακούν σε εσμούς ιδιωτικών συμφερόντων. Η απο-κανονιστικοποίηση της κοινωνικής τάξης είναι εκείνη η οποία οδηγεί στην πλήρη κατάργηση της κοινωνικής συναίνεσης και ενδεχομένως  σε μια απόλυτη ανομία. Το τι θα γίνει δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Ούτε είναι δυνατόν φυσικά να εξαφανιστούν τα συμφέροντα. Όσο υπάρχουν άτομα, θα υπάρχουν ατομικές επιδιώξεις. Το θέμα είναι πόσο αυτές οι ατομικές επιδιώξεις θα είναι δυνατόν να τιθασεύονται μέσα από συλλογικά οράματα. Τώρα που δεν τιθασεύονται τίθέται το θέμα της αναπαραγωγής του συστήματος. Γι'αυτό πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε σημείο καμπής.
- Στο βιβλίο σας χαρακτηρίζετε την αρχαία αγορά «τόπο που συνοψίζει την αδιαίρετη κοινότητα των πολιτών». Αντίθετα, σήμερα η αγορά είναι ένας «τόπος συνάντησης ιδιωτικών συμφερόντων». Ποιες επιπτώσεις είχε αυτή η μετάλλαξη στη δημοκρατία;
Η διαφορά είναι κολοσσιαία, διότι στην αρχαία αγορά μιλούσε ο καθένας – ισηγορία –έκφραζε τη γνώμη του και ψήφιζε, ενώ η γνώμη του μπορούσε να αλλάζει από μέρα σε μέρα.  Επομένως η δημοκρατία ήταν κάτι το εύθραυστο, αλλά συνεχώς ανανεούμενο.Από τη στιγμή όμως που η αγορά έγινε τόπος συμφερόντων, τα συμφέροντα αυτά ενώνονται, επιβάλλουν τους καταστατικούς όρους τους στο σύνολο της νέας αγοράς, με αποτέλεσμα η αγοραία διαδικασία να θεμελιώνεται πάνω σε μια βασική ανισότητα:εκείνων που έχουν συγκροτημένα συμφέροντα και διαθέτουν τη δύναμη να τα επιβάλλουν και εκείνους που, είτε έχουν είτε δεν έχουν συμφέροντα, είναι απλώς υποκείμενα της επιβολής εκ μέρους των άλλων. Στο πλαίσιο αυτό η δημοκρατία δεν είναι πια αυτό που ήταν. Υπάρχει και μια βασική παρανόηση, και στα ελληνικά είναι ακόμα μεγαλύτερη, όσον αφορά στο τι σημαίνει δημοκρατία. Σ'όλες τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες  έχουμε δύο όρους: τη δημοκρατία και τη republique. Η μεν δημοκρατία αναφέρεται στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, ενώ η republique αναφέρεται σε ένα καθεστώς ατομικών δικαιωμάτων, προστασίας των μειονοτήτων-φορέων των ατομικών δικαιωμάτων και περιορισμού, εάν θέλετε, της δυνατότητας του Δήμου να αποφασίζει.Αυτή είναι μια θεμελιώδης αντίφαση, την οποία επιχειρούν να λύσουν όλα τα φιλελεύθερα συντάγματα. Και μέχρι πρότινος υπήρχε μια εναρμόνιση ανάμεσα σ'αυτά τα δύο αιτήματα. Δεν εμφανίζoνται δηλαδή η republique με την democracy μη εναρμονίσιμες.
- Αυτό έχει αλλάξει πλέον;
Τώρα, για πρώτη φορά, είναι μη εναρμονίσιμες, γιατί η μεν προστασία των δικαιωμάτων αναδεικνύεται σαν θεμελιώδης βάση της κοινωνικής οργάνωσης. Ταυτόχρονα δε το κοινωνικό σώμα δεν είναι πια σε θέση να εκφράζεται και να αποφασίζει δημοκρατικά, ελεύθερα και αυτόνομα. Δηλαδή η αρχαία δημοκρατία ή η καστοριαδική δημοκρατία δεν υπάρχει πια. Υπάρχει ακόμα η «δημοκρατία του γαλατά»: όταν χτυπά το πρωί το κουδούνι σου είναι ο γαλατάς και όχι ο αστυνόμος.Μέχρι βέβαια να δούμε τι θα γίνει και μ'αυτό. Αλλά η δημοκρατία με την αρχαία έννοια δεν υπάρχει πια. Υπάρχει ένα σύστημα προστασίας κοινωνικών ισορροπιών, ένα σύστημα  προστασίας άνευ όρων ατομικών δικαιωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κοινωνικά δικαιώματα, τα οποία είναι κάτι το ενδιάμεσο, μια διαμεσολάβηση ανάμεσα στο άτομο και το σύνολο, έχουν καταρρεύσει σε σημείο ώστε να θέλουν μάλιστα να τα βγάλουν από το Σύνταγμα.Διάβασα ένα άρθρο που έλεγε ότι είναι περιττή η αναφορά των κοινωνικών δικαιωμάτων στα Συντάγματα και μάλιστα ότι καθιστούν τη συνταγματική τάξη πιο δυσλειτουργική. Αυτό πάλι δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Ο νεοφιλελευθερισμός οικοδομεί την ισχύ του πάνω σε τέτοιου είδους ιδεολογικά τερτίπια. Γι'αυτό η κατάσταση είναι αδιέξοδη. Και φοβάμαι ότι αυτό θα συμβαίνει για πολύ καιρό ακόμα, εάν δεν έχουμε ανατροπές. Δεν είναι δυνατόν η πλειοψηφία του πληθυσμού να προσβλέπει στο κοινωνικό γίγνεσθαι θετικά και αισιόδοξα. Είναι βέβαιο ότι οι δυσλειτουργίες και οι αντιφάσεις που ενσκήπτουν κάθε μέρα θα πολλαπλασιάζονται, με αποτέλεσμα να βρισκόμαστε μπροστά σε εκρηκτικά φαινόμενα. Πιστεύω ότι είμαστε στην αυγή μιας αντισυστημικής εξέλιξης. Ποια θα είναι αυτή δεν ξέρω.
- Η προνομιακή σχέση της οικονομικής θεωρίας με τους αριθμούς την κατέστησε, όπως λέτε, βασίλισσα του «αγοραίου ορθολογισμού». Μπορούμε σε μια εποχή ισοπεδωτικής τεχνοκρατίας να αμφισβητήσουμε τη σχεδόν «μαγική» δύναμη των αριθμών και της στατιστικής;
Οι αριθμοί είναι πάντοτε ένα εργαλείο που σε βοηθά να απεικονίσεις την πραγματικότητα. Είναι ένα αναγκαίο οπλοστάσιο για να διαβάζουμε την πραγματικότητα. Εκείνο που γίνεται είναι ότι τώρα η εξουσία κρύβεται πίσω από τους αριθμούς. Υπάρχει μια κατάχρηση πια των αριθμών, όπου μόνο οι αριθμοί, ως φετίχ, εμφανίζονται ως πολιτικό επιχείρημα, με αποτέλεσμα καμία άλλη αξιακή παράμετρος απ'όλες εκείνες που συμπροσδιόρισαν το κοινωνικό και ιδεολογικό γίγνεσθαι να έχουν εξαφανιστεί. Αυτό είναι το κακό. Μιλάμε πια πάνω στη φετιχοποίηση δεικτών. Δείκτες είναι οι διαφαινόμενες τάσεις. Κάνουμε σαν οι τάσεις αυτές να είχαν αυτόνομη, δική τους, ζωή και να μην ήταν δυνατόν να καθυποταχτούν  σε μια κοινή πολιτική βούληση. Από τη στιγμή που οι δείκτες επικαθορίζουν την πολιτική βούληση αντί να συμβαίνει το αντίστροφο,η πολιτική ετερονομία είναι πλέον ολοκληρωτική.
- Επιθυμία, φαντασίωση και καταναλωτική κουλτούρα. Δικαίωμα στην ανεξέλεγκτη ικανοποίηση των αναγκών – πραγματικών και, κυρίως, πλαστών. Πού οδήγησε αυτή η ξέφρενη κούρσα;
Δεν συμμερίζομαι ότι υπάρχουν πραγματικές και πλαστές ανάγκες.
- Υπάρχουν, για παράδειγμα, αυτές που δημιουργεί η διαφήμιση.
Ναι, εάν εξαιρέσουμε την ανάγκη του ανθρώπου να κοιμάται, να τρώει κάτι και να μην κρυώνει, οι οποίες είναι στοιχειώδεις ανάγκες, όλες οι άλλες είναι δημιούργημα του πολιτισμού. Το ερώτημα είναι πώς διαμορφώνονται και πώς εξελίσσονται οι ανάγκες καιτι επιδιώκει το σύστημα εκείνο, το οποίο προσδιορίζει την εξέλιξη των αναγκών.Εδώ είναι η σημασία του καταναλωτισμού. Του άκριτου καταναλωτισμού και της άκριτης μεγιστοποίησης. Δεν χρειάζεται καν να μπούμε στο ζήτημα των καταλυτικών επιπτώσεων που έχει αυτή η αλόγιστη ανάπτυξη πάνω στο περιβάλλον. Η ταύτιση της ευτυχίας, της ευζωίας και της κοινωνικής ισορροπίας με τη μεγαλύτερη κατανάλωση είναι ένα φιλοσοφικό πρόβλημα το οποίο μάς απασχολεί από την περίοδο του Διαφωτισμού. Αυτό δεν οδηγεί μόνο σε οικολογικά αδιέξοδα, αλλά και σε αξιακά. Είναι δυνατόν να σκεφτόμαστε τον κόσμο μόνο πάνω στη βάση της αύξησης της υλικής ικανοποίησης αναγκών, οι οποίες δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να διευρύνουν ένα ανεξέλεγκτο φαντασιακό που ο καθένας δεν έχει καν την ευθύνη της αυτοδιάθεσης της φαντασίας του; Είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος πολιτισμικής εξέλιξης από τη συνεχή αύξηση της κατανάλωσης; Το ερώτημα το έχει θέσει ήδη ο Καντ. Και απαντά όπως απαντά.
- Σήμερα όμως;
Σήμερα αυτά έχουν ξεχαστεί. Υπάρχει μια εξίσωση που σού λέει: μεγέθυνση, ανάπτυξη, αειφορία, ευτυχία, ικανοποίηση, κατανάλωση και συναίνεση. Όλα αυτάεμφανίζονταν στο πλαίσιο ενός ενιαίου και αδιαίρετου ιδεολογήματος, του οποίου είμαστε όλοι θύματα. Το ερώτημα δεν είναι πώς παράγεται αυτό το πράγμα, ξέρουμε πολύ καλά ότι παράγεται μέσα από την τηλεόραση, τα μίντια και την καταναλωτική πίεση. Έχουμε την τάση να λέμε σήμερα στην Ελλάδα ότι οι Έλληνες καταναλώνουμε παραπάνω απ'ότι μπορούμε. Αυτό είναι μια τεράστια βλακεία, διότι ολόκληρο το καπιταλιστικό σύστημα εδώ και εκατόν πενήντα χρόνια στηρίζεται στην πίεση πάνω στους ανθρώπους να καταναλώνουν ολοένα και περισσότερο και μάλιστα περισσότερο απ'ότι μπορούν. Εκεί στηρίζεται το σύστημα της πίστωσης, της ανάπτυξης και του χρέους. Οι Έλληνες απλώς ακολουθούν με χρονική υστέρηση ένα ιδεολογικό μοντέλο το οποίο είναι κυρίαρχο εδώ και πάρα πολλά χρόνια στην Ευρώπη και στον κόσμο ολόκληρο. Δεν ξέρω πώς μπορούμε να γλυτώσουμε απ΄αυτό. Όμως η ικανοποίηση των αναγκών αναφέρεται σε ανάγκες που θα μπορούσαν να συρρικνωθούν πολύ εύκολα. Για παράδειγμα, γιατί θα ήταν κακό να απαγορεύονται τα ιδιωτικά αυτοκίνητα άνω των 1000 κυβικών. Δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να κολακεύει κανείς τις καταναλωτικές επιλογές όλων, βάζοντάς τους μέσα σ'ένα διαβολικό κύκλο καταναλωτικού ανταγωνισμού και συμβολικής μίμησης πραγμάτων τα οποία είναι καταστροφικά για τους ίδους, για την κοινωνία, για τον κόσμο. Ανατρέπεται αυτό από τη μία μέρα στην άλλη; Όχι βέβαια.
- Τι μπορεί να αντικαταστήσει το “ μεταπολεμικό δημοκρατικό αναπτυξιακό συμβόλαιο», δημιουργώντας μια νέα πολιτική και κοινωνική συναίνεση; Και μάλιστα μακριά από την παραγωγικίστικη και αναπτυξιολάγνα προσέγγιση που μοιράζονταν τόσο η καπιταλιστική Δύση όσο και ο πρώην υπαρκτός σοσιαλισμός;
Και η Δύση και ο υπαρκτός σοσιαλισμός στηρίζονταν τελικά στο ίδιο αίτημα. Στη φετιχοποίηση της αύξησης των παραγωγικών δυνάμεων με πλήρη αδιαφορία και υποτίμηση  του προβλήματος των παραγωγικών σχέσεων. Για να το πούμε διαφορετικά, μαθαίνετε να καταναλώνετε περισσότερα και αδιαφορείτε για το τι συνέπειες φέρνει αυτή η κατανάλωση στη σχέση μεταξύ σας. Αυτό ίσχυε και στη Σοβιετική Ένωση και ακόμα περισσότερο στην καπιταλιστική Δύση. Πώς μπορεί να ανατραπεί αυτό; Δεν υπάρχει «φύση του ανθρώπου». Την φύση του ανθρώπου την φτιάχνουμε. Δεν δέχομαι ότι είναι φυσικό να θέλει ο άνθρωπος να καταναλώνει παραπάνω. Ξέρουμε ότι στις πρωτόγονες κοινωνίες οι άνθρωποι  κυνηγάνε και μαζεύουν καρπούς τόσο και μόνον όσο χρειάζονται για να χορτάσουν. Τι κάνουν μετά; Αναπαύονται, τραγουδάνε, γλεντάνε, τσακώνονται, κάνουν έρωτα. Αλλά από τη στιγμή που έχουν σκοτώσει το ελάφι και έχουν μαζέψει τους καρπούς, δεν τους απασχολεί πια μέχρι την άλλη μέρα ή την άλλη εβδομάδα το ζήτημα της κατανάλωσης. Προφανώς δεν μπορούμε να γυρίσουμε σε τέτοιες κοινωνικές δομές. Θα μπορούσαμε όμως να οραματιστούμε ένα τύπο κοινωνικών σχέσεων, όπου καμία γυναίκα δεν θα αισθανόταν πιο πλήρης εάν έχει χίλια ζευγάρια παπούτσια. Ή κανένας άντρας, γιατί το ίδιο ισχύει και γι'αυτούς. Η καταναλωτική μανία δεν είναι αναγκαίο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Θα πρέπει να σκεφτούμε ότι ο κόσμος κάποτε θα σκεφτεί πιο ορθολογικά όσον αφορά στο ερώτημα του πώς θα συνδυαστεί η ανάγκη του ανθρώπου να ζήσει με την ανάγκη να έχει ανθρώπινες σχέσεις με τους γύρω του.Ίσως είμαι ιδεαλιστής, και είμαι σ'ένα βαθμό, αλλά απαιτείται ένας τέτοιος προβληματισμό, ο οποίος ήταν παρών στα έργα των μεγάλων φιλοσόφων του 18ου αιώνα. Το θέτει ακόμα και ο Γκέτε στον Φάουστ. Αμφιβάλλουμε τι πρέπει να κάνουμε, ποιοι πρέπει να είμαστε, τι είναι το καλό και τι το κακό, ποιος είναι ο θεός και ποιος είναι ο διάβολος. Τώρα αυτό έχει ξεχαστεί και πρέπει να το επαναφέρουμε. Να επαναφέρουμε την ανάγκη να ξανασκεφτούμε τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας σε μια νέα βάση.
- Κάνετε κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες αναλογίες ανάμεσα στη βιβλική και την ιστορική εξέλιξη της ανθρωπότητας, αρχής γενομένης από την θεϊκή-πατρική κατάρα και τον άνθρωπο που πάντα έχει να πληρώσει ένα τίμημα. Υπάρχει τρόπος να αρθεί αυτή η βιβλική κατάρα ώστε να ανακτήσει ο άνθρωπος μια ισορροπία με τη φύση και τον εαυτό του;
Μ'αυτή την έννοια πιστεύω ότι η κρίση και οι καταστροφές που συσσωρεύει μπορεί να αποδειχτεί μια ευκαιρία για ευρύτερες μάζες ανθρώπων να προβληματιστούν πάνω στο σε ποιος είναι ο κόσμος στον οποίο θέλουν να ζουν. Δεν βλέπω το πώς θα γίνει, αλλά ήδη σήμερα πολλαπλασιάζονται οι φωνές που ζητούν να ξανατεθούν και πάλι ορισμένα θέματα επί τάπητος. Και δεν πιστεύω, αντιθέτως, ότι είναι δυνατόν ένα σύστημα απάνθρωπο και εγγενώς αναποτελεσματικό για τη μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων να αναπαράγεται επ'άπειρον. Ο καπιταλισμός, μετά από διακόσια χρόνια, δείχνει ότι και στην καλύτερη περίπτωση δεν είναι δυνατόν να λειτουργεί προς όφελος όλων.Πώς είναι δυνατόν αυτό το σύστημα να αναπαραχθεί; Φαντάζομαι ότι υπάρχουν προϋποθέσεις για τη βαθμιαία άρση αυτών των δυσλειτουργιών. Δεν είναι εύκολο επαναλαμβάνω, διότι δεν υπάρχουν οι πολιτικές προϋποθέσεις για να γίνει μια παγκόσμια ανανέωση. Ο καπιταλισμός είναι ακόμα πανίσχυρος, αλλά όσο περισσότερο καθίσταται σαφές ότι η παγκόσμια τάξη πραγμάτων, έτσι όπως εξελίσσεται, δεν είναι δυνατόν πια να συμπλέει στην κατεύθυνση του γενικού συμφέροντος όλων των κοινωνιών. Από τη στιγμή αυτή και πέρα πρέπει να σκεφτούμε ότι υπάρχουν προϋποθέσεις για ανατροπές της σχέσης πια του πολιτικού με το οικονομικό, της σχέσης των κοινωνιών με τα εκτός κοινωνιών κείμενα. Της σχέσης της πολιτικής αυτονομίας με την απόλυτη οικονομική ετερονομία που μάς έχουν επιβάλλει παγκοσμίως οι αγορές. Επαναλαμβάνω ότι τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα διότι ένας από τους λόγους που οδήγησαν στο σύστημα αυτό είναι η αλλαγή των παγκόσμιων γεωπολιτικών ισορροπιών, δηλαδή η άνοδος της Κίνας και των τρίτων χωρών και η κατάλυση της δυτικής ηγεμονίας που υπήρχε επί διακόσια χρόνια. Αυτά οδήγησαν τη Δύση σε νέα αμυντικά σχήματα, τα οποία σε μεγάλο βαθμό οδήγησαν στον νεοφιλελευθερισμό.
- Και ποια είναι η προοπτική απ'εδώ και πέρα;
Το πρόβλημα είναι ανοιχτό και συγκρούσεις δεν μπορεί παρά να υπάρχουν. Ωστόσο, μετά το λαχάνιασμα και τελικά την κατάρρευση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας,η οποία υπήρξε ένα τεράστιο θετικό  βήμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν βλέπω άλλο τρόπο από το να επανέλθουμε στις ριζικές φιλοσοφικές και αξιακές ερωτήσεις που ο κόσμος της Δύσης είχε θέσει ήδη κατά τον 18ο αιώνα. Και να πω και κάτι άλλο: μην περιμένουμε ότι, παρόλο το άρθρο του Μαρξ που μιλά για το ex oriente lux, εγώ δεν είμαι θιασώτης της άποψης ότι η λύση θα έρθει από την Ανατολή, από τις υπανάπτυκτες χώρες. Διότι πρέπει να σκεφτούμε τι έκαναν μέχρι τώρα αυτές οι χώρες.  Αντιγράφουν δουλικά τα δυτικά πρότυπα. Και αντιγράφοντάς τα δουλικά, αντιγράφουν επίσης όλη την παθογένεια και μάλιστα σε πολύ οξύτερο σημείο. Η Δύση τουλάχιστον έχει ένα παρελθόν διακοσίων ετών, όπου επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις, μεταρρυθμίσεις και αντιμεταρρυθμίσεις, γίνονταν στο πλαίσιο μιας ευρύτερης δημοκρατικής συζήτησης γύρω από το μέλλον γενέσθαι και γύρω από το ποιες μπορεί να είναι οι πολιτικές αξίες, επί τη βάσει των οποίων πλέον θα οργανωθεί η κοινωνία. Αυτό δεν υπάρχει στην Ανατολή. Και δεν υπάρχει ούτε σήμερα. Μ'αυτή την έννοια εξακολουθώ να πιστεύω ότι εάν είναι να υπάρξει λύση, θα έρθει από τη Δύση. Επί του παρόντος τουλάχιστον. Στους πολιτισμούς εκείνους που έχουν ακόμα στο κεφάλι τους την ανάγκη της διατύπωσης των αξιακών προϋποθέσεων για ένα καλύτερο αύριο για όλους. Αυτό το θεωρώ θεμελιώδες. Θα τα καταφέρουμε; Δεν το ξέρω.
- Παρ'όλα αυτά, στην κατακλείδα του βιβλίου σας λέτε ότι πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι.
Είμαστε υποχρεωμένοι να είμαστε αισιόδοξοι, γιατί αλλιώς θα πάμε να πνιγούμε. Δηλαδή η αισιοδοξία δεν είναι μία ψυχική κατάσταση. Η αισιοδοξία είναι μια διανοητική ανάγκη, εάν θέλουμε να επιβάλλουμε πράγματα στα οποία πιστεύουμε. Είμαστε υποχρεωμένοι να μετέλθουμε όλα τα κατάλληλα μέσα για να πετύχουμε. Και όταν λέω όλα τα μέσα εννοώ όλα τα μέσα εκτός από την άνευ αντικειμένου βία. Το πρόβλημα σε τελική ανάλυση είναι πολιτικό. Είναι πρόβλημα ορισμού της συλλογικότητάς μας, της δυνατότητας των κοινωνιών να φανταστούν το μέλλον τους, να επιβάλλουν τις απόψεις τους και να το κάνουν δίχως την παρεμβολή αυτών των εξωεπικρατειακών, εξωκοινοβουλευτικών και εξωδημοκρατικών κέντρων εξουσίας που αυτή τη στιγμή λυμαίνονται την ανθρωπότητα. Γι'αυτό πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι και γι'αυτό είμαστε αισιόδοξοι.
πηγή: Spiritualtradition.blogspot

ΣΕΪΜΟΥΣ ΧΗΝΥ - Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ (ΑΡΧΑΙΟΙ ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ)

$
0
0

Σέιμους Χήνυ  (Ιρλανδός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας)

















Πρέπει να πω ότι στους Δελφούς νιώθω σαν στο σπίτι μου. Ο τόπος με βάζει στον πειρασμό να τον θεωρήσω γενέθλιο – ίσως γιατί ένας από τους πρώτους ήχους που άκουσα στη ζωή μου προερχόταν από μια παλιά νεραντλία που υπήρχε στην αυλή του σπιτιού μας. Κάθε φορά που κάποιος αντλούσε νερό, ανεβοκατεβάζοντας τη μανιβέλα, εγώ άκουγα την πανάρχαιη λέξη «ομ-φα-λός», «ομ-φα-λός».
Όμως και στην Ελλάδα νιώθω σαν στο σπίτι μου, ίσως γιατί θεωρώ τον εαυτό μου ποιητικό γιο του Ησίοδου, αφού στην πραγματική ζωή πατέρας μου ήταν ένας αγρότης κι ένα από τα πρώτα μου ποιήματα είχε τον τίτλο «Ο προσωπικός μου Ελικώνας». Όμως, θεωρώ τον εαυτό μου και γιο του Ερμή, γιατί ο Ερμής ήταν ο θεός των πορθμέων, των ταξιδιωτών, των αγορών, των διασταυρώσεων. Ο Ερμής με το καπέλο του, το κηρύκειο και τα σανδάλια, ήταν ίδιος με τον πατέρα μου, έναν κτηνοτρόφο που κάθε εβδομάδα πήγαινε τα ζώα του στο παζάρι, φορώντας σανδάλια κι ένα πλατύγυρο καπέλο και κρατώντας πάντα μπαστούνι.

Σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, ο Απόλλων κάθε χειμώνα εγκατέλειπε τους Δελφούς και ταξίδευε προς Βορράν, στη χώρα των Υπερβόρειων· γι’ αυτό κι εγώ θα επικαλεστώ, προκειμένου να μιλήσω για την ελληνική μου εμπειρία, δύο ποιητές που έρχονται από χώρες μακρινές, πέρα από τις Άλπεις, πέρα από τον βόρειο άνεμο. Θα προσεγγίσω τους Δελφούς και την ελληνική εμπειρία, αρχαία και σύγχρονη, μέσω Ρωσίας και Πολωνίας.

Θα αναφερθώ πρώτα απ’ όλα στον Γιόζεφ Μπρόντσκι, παιδί της Αγίας Πετρούπολης, που κατέληξε στη Νέα Υόρκη. Ο Γιόζεφ μου είπε κάποτε, με τη χαρακτηριστική του σιγουριά, με το τυπικό του bravado: «Αν κάτι μας διδάσκει η τέχνη, είναι ότι η ανθρώπινη κατάσταση είναι ιδιωτική». Βρήκα αυτή τη σκέψη εντυπωσιακή και συγκατένευσα, αργότερα όμως αναρωτήθηκα αν πραγματικά καταλάβαινα τι εννοούσε. Και νομίζω ότι τα κατάφερα. Νομίζω πως εννοούσε ότι η καλή τέχνη μάς βοηθάει να συγκροτήσουμε τη συνείδησή μας· ότι ένα πλήρως πραγματωμένο ποίημα ή έργο μάς κάνει να νιώθουμε σταθερό το έδαφος κάτω από τα πόδια μας και από εκεί όπου στεκόμαστε να κατανοούμε καλύτερα την ανθρώπινη κατάσταση. Μια προσωπική φωνή και μια καταφατική στάση σε κάνουν να νιώθεις λιγότερο μόνος, πιο διαυγής, πιο σταθερός, πιο ισορροπημένος.

Ιδού πώς ένας άλλος Υπερβόρειος μιλάει για το ίδιο φαινόμενο. Αυτή τη φορά είναι ένας Πολωνός ποιητής, ο Στάνισλαβ Μπαράνζακ, άλλος ένας Ανατολικοευρωπαίος που εγκαταστάθηκε στην Αμερική και πρώην συνάδελφός μου στο Χάρβαρντ. «Κατά κανόνα», γράφει ο Μπαράνζακ, «υπάρχει ένας διαμεσολαβητής ανάμεσα στην κοινωνική εμπειρία και την ανθρώπινη ψυχή, ένα είδος μεσάζοντα τον οποίο ονομάζουμε κουλτούρα. Αν δεν υπήρχε αυτός ο διαμεσολαβητής, ο εξωτερικός κόσμος των γεγονότων και των συμβάντων και ο εσωτερικός κόσμος της γλώσσας, των συναισθημάτων και των σκέψεων θα έμοιαζαν με δύο συνομιλητές που μιλούν σε διαφορετικές γλώσσες και δεν υπάρχει τρόπος να επικοινωνήσουν. Και είναι ακριβώς η κουλτούρα που μας χρησιμεύει ως διερμηνέας – ένας διερμηνέας που μας βοηθάει να καταλάβουμε τι μας λέει η πραγματικότητα…».

Ο Μπρόντσκι και ο Μπαράνζακ λένε, με τους διαφορετικούς τους τρόπους, ότι η εμπειρία της τέχνης μάς μεταμορφώνει. Ενισχύει την υποκειμενικότητά μας. Ο κόσμος έρχεται προς εμάς λεπτό το λεπτό, μέρα τη μέρα, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με κάθε είδους συναισθηματικές, επαγγελματικές και ιστορικές προκλήσεις – και ένας από τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε είναι να καταρρεύσουμε, να συντριβούμε κάτω από τους τροχούς της ρουτίνας και των μέσων μαζικής ενημέρωσης, να περιπέσουμε σε λήθαργο και πλήξη, να χάσουμε την απόσταση από τα πράγματα, να απολέσουμε την εγρήγορση. Σε αυτή τη συνθήκη, η ποίηση και η τέχνη, και η κουλτούρα γενικά, συνθέτουν ένα σύστημα άμεσης επέμβασης που μπορεί να μας βοηθήσει όταν αισθανόμαστε παγιδευμένοι, εγκλωβισμένοι, αβοήθητοι. Έτσι ακριβώς λειτούργησε για μένα η ελληνική εμπειρία.

Αν μου ζητούσατε να μιλήσω πριν από πενήντα χρόνια για την ελληνική εμπειρία, το πρώτο πράγμα που θα μου ερχόταν στο νου θα ήταν μαρμάρινες κολόνες, ερειπωμένα αμφιθέατρα και ελληνικές υδρίες. Σήμερα, ωστόσο, η φράση ανακαλεί κάτι πιο οικείο και πιο συνδεδεμένο με τον κόσμο που γνωρίζω. Βλέπω τον Ησίοδο στις πλαγιές του Ελικώνα και αμέσως μετά τον Ιρλανδό ποιητή Πάτρικ Κάβανα στο αγρόκτημά του στην κομητεία Μόναγκαν, να οργώνουν και οι δυο το χωράφι τους, να σκαλίζουν το σκληρό χώμα, ακόμη και την ώρα που ακούνε τις μούσες να τους τραγουδούν από την άκρη του χωραφιού· βλέπω το χωριάτη που προειδοποιεί τον Οιδίποδα να μείνει μακριά από το ιερό άλσος του Κολωνού και μου θυμίζει τους χωριάτες που γνώρισα όταν μεγάλωνα στην κομητεία του Ντέρι, γέρους που φοβούνταν να κόψουν τις αγκαθιές γιατί ανήκαν στις νεράιδες κι έτρεμαν στην ιδέα να περάσουν καβάλα από ένα συγκεκριμένο αυλάκι, γιατί εκεί το άλογο ήταν σίγουρο πως θα σκοντάψει· βλέπω το φρουρό στην αρχή τουΑγαμέμνονα του Αισχύλου, στη στέγη του παλατιού των Μυκηνών, φορτωμένο με μυστικά, έχοντας την επίγνωση ότι οι νικήτριες πυρές στους λόφους κάθε άλλο παρά σημαίνουν πως όλα τα δεινά και οι κίνδυνοι αποτελούν παρελθόν και αναγνωρίζω σε αυτόν τη μορφή του συγγραφέα, παγιδευμένου στην κρίση, όπως εκείνη που επικρατούσε στην Ιρλανδία στα χρόνια της αιματοχυσίας, στο Ισραήλ τον καιρό της Ιντιφάντα ή στην Αμερική την εποχή του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία». Βλέπω, με άλλα λόγια, ότι βρίσκομαι όχι απλώς σε έναν γεωγραφικό τόπο και ιστορικό χρόνο, αλλά και σε πολιτισμικό χωροχρόνο. Βλέπω επίσης τι ακριβώς εννοούσε ο Ρόμπερτ Φροστ όταν έλεγε ότι «σκοπός της εκπαίδευσης είναι να αλλάξει την οπτική γωνία».

Η «ελληνική εμπειρία» υπήρξε, για μένα, μαγική. Όσα κατά καιρούς έχω διαβάσει και έχω γράψει μου έχουν αποδείξει ότι από τη λογοτεχνία, την τέχνη και την ιστορία της κλασικής περιόδου μπορεί να αντληθεί μεγάλη ψυχική, πολιτική και καλλιτεχνική δύναμη· ότι εκεί εδρεύουν η ενέργεια και η έμπνευση. Με άλλα λόγια: η πρόκληση του ανθρωπισμού διατηρεί την ισχύ της. Πάρτε για παράδειγμα το χαρακτήρα του Νεοπτόλεμου στον Φιλοκτήτη του Σοφοκλή: ο Νεοπτόλεμος αποδείχτηκε για μένα καλός σύντροφος, όταν επιχείρησα μια διασκευή του έργου για έναν ιρλανδικό θίασο το 1990. Όπως και πολλοί άλλοι Ιρλανδοί συγγραφείς, πιέστηκα κατά καιρούς να ενταχθώ στη μία ή την άλλη πολιτική ομάδα· όμως, ακόμη κι αν ήμουν σύμφωνος με την ιδεολογική θέση κάποιας από αυτές, αισθανόμουν ότι αν στρατευόμουν στις τάξεις της θα πρόδιδα κάποια εσωτερική συγγραφική επιταγή να παραμείνω ανεξάρτητος. Ήταν λοιπόν μια γνήσια απελευθερωτική εμπειρία η συνάντηση με τον Νεοπτόλεμο, γιατί αμέσως αναγνώρισα την τραγική θέση στην οποία βρισκόταν· ταυτίστηκα με το διχασμό του ανάμεσα στην επιθυμία να διατηρήσει τον αυτοσεβασμό του και την επιθυμία να είναι πιστός στις επιταγές της πατρίδας του. Ο Νεοπτόλεμος βρέθηκε αντιμέτωπος με ένα ηθικό δίλημμα – από τη μια η ανθρωπιά του τον καλούσε να μην προδώσει το φίλο του, Φιλοκτήτη, και από την άλλη η στρατιωτική του τιμή επέτασσε να υπακούσει τον Οδυσσέα, ο οποίος απαιτούσε από εκείνον να εξαπατήσει τον Φιλοκτήτη. Θα έσωζε την ψυχή του αρνούμενος να υποταχθεί ή θα την πρόδινε εις όφελος της εν όπλοις αλληλεγγύης; Ξαναζούσα, μέσω ενός κλασικού έργου, το τραγικό δίλημμα που είχα βιώσει ιδιωτικά. […]

Η κλασική Ελλάδα είναι ολοφάνερα πηγή και θησαυροφυλάκιο τέτοιων προαιώνιων μύθων και εικόνων, εικόνες που ο Γέητς ονόμαζε «εικόνες που θα συνεχίζουν / νέες εικόνες να χαρίζουν», όμως η ελληνική εμπειρία για μένα δεν είναι απλώς υπόθεση πρόσβασης στην αρχαία λογοτεχνία, στα υποβλητικά πανάρχαια τοπία. Καταλαβαίνω π.χ. τη δυσφορία που αισθάνθηκε ο Γιώργος Σεφέρης, νεαρό τότε μέλος της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας, όταν συνόδευσε τον Γάλλο υπουργό Εξωτερικών σε μια περιοδεία στη χώρα, στα 1929. Στην Ολυμπία, ο Σεφέρης προσπάθησε να τραβήξει το ενδιαφέρον του επισκέπτη σε μια χριστιανική βασιλική που είχε χτιστεί εκεί όπου παλιότερα βρισκόταν το εργαστήρι του Φειδία, για να πάρει την απάντηση, στα γαλλικά: «Δεν με ενδιαφέρει τίποτα μεταγενέστερο του τρίτου αιώνα (π.Χ.)». Χρόνια αργότερα, ο ποιητής δήλωνε ότι είχε σοκαριστεί από αυτά τα λόγια, γιατί ο υπουργός έτσι, ανέμελα, «είχε σβήσει τα φώτα, βυθίζοντας στο σκοτάδι μια περίοδο δύο χιλιάδων διακοσίων χρόνων και κάτι παραπάνω».

Όσο περνούν τα χρόνια, με ενδιαφέρει όλο και περισσότερο η προσπάθεια των σύγχρονων Ελλήνων ποιητών να γεφυρώσουν το χάσμα, να συνδέσουν την αρχαία Ελλάδα με το ελληνικό έθνος που αναδύθηκε μετά το 1821. Έχοντας ζήσει όλη μου τη ζωή σε μια χώρα της οποίας η ταυτότητα αντλεί πολλά στοιχεία από τον αρχαίο κελτικό και τον πρώιμο χριστιανικό πολιτισμό, αλλά που σήμερα λειτουργεί κι αυτή ευκαιριακά σε ένα ευρύτατα αγνωστικιστικό, καταναλωτικό σύμπαν παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, διακρίνω πολλά κοινά με τη σύγχρονη Ελλάδα. 

Έχω διαβάσει με ενδιαφέρον τα σχετικά με την άνοδο και την πτώση της μεγάλης Ιδέας· γνωρίζω τα δεινά της Ελλάδας στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, του εμφύλιου πολέμου, της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Νιώθω ευγνωμοσύνη για τον τρόπο με τον οποίο οι απογοητεύσεις της σύγχρονης εποχής διαθλώνται στα ποιήματα που έγραψε ο Σεφέρης στην Κύπρο τη δεκαετία του ’50, όπου το ενδιάμεσο υλικό αντλείται όχι μόνο από τον Ευριπίδη αλλά και από τα χριστιανικά απόκρυφα· ευγνωμοσύνη για ανάλογες διαθλάσεις στα ποιήματα που έγραψε ο Καβάφης στην Αλεξάνδρεια χρόνια πριν· για τον τρόπο με τον οποίο ο Ρίτσος ξαναδουλεύει τους μύθους επιχειρώντας μια κριτική του σύγχρονου πολιτικού βίου· ευγνωμοσύνη για την αρκούδα του Σικελιανού στην Ιερά Οδό και για την κατσίκα του Ελύτη στον βραχώδη λόφο. Και πρέπει να πω ότι πάνω απ’ όλα ευγνωμονώ τον Έντμουντ Κήλυ γιατί έκανε αυτούς τους αναγκαίους ποιητές προσιτούς στα αγγλικά.

Ας τελειώσω λοιπόν με έναν άλλο Υπερβόρειο – τον Τ.Σ. Έλιοτ και το ποίημά του «Little Gidding» από τα Τέσσερα Κουαρτέτα, το οποίο συνοψίζει θαυμάσια τι σήμαινε η ελληνική εμπειρία για μένα. Είναι ένα ποίημα που ενισχύει την αλήθεια του ισχυρισμού του Μπαράνζακ ότι η κουλτούρα γενικά χρησιμεύει ως διερμηνέας της πραγματικότητας.

«Η Ιστορία μπορεί να είναι ελευθερία», λέει ο Έλιοτ, «η Ιστορία μπορεί να είναι δουλεία» – αλλά για την απελευθέρωση των πιθανοτήτων της Ιστορίας ο Έλιοτ συστήνει αυτό που ονομάζει «χρήση της μνήμης»: «Ιδού σε τι χρησιμεύει η μνήμη: γι’ απελευθέρωση – όχι λιγοστεύοντας την αγάπη αλλά εξαπλώνοντας / την αγάπη πέρα από την επιθυμία, κι έτσι απελευθέρωση / από το μέλλον καθώς κι από το παρελθόν». Και αυτή η απελευθέρωση που παρέχει η μνήμη, και ιδίως η πολιτισμική μνήμη, μας λέει ο Έλιοτ, δεν είναι μια δραπέτευση από την Ιστορία, αλλά μάλλον μας επιτρέπει να στοχαστούμε την Ιστορία και την ανθρώπινη κατάσταση εν γένει από μια νέα οπτική γωνία. 
«Κοίταξε», συνεχίζει το ποίημα, «τώρα χάνονται τα πρόσωπα και οι τόποι», το πρόσωπο του βασιλιά της Ασίνης, το πρόσωπο του φρουρού και το πόστο του στη στέγη του παλατιού στις Μυκήνες, το πρόσωπο του Διογένη πίσω από το φανάρι να περιεργάζεται τα ανθρώπινα πρόσωπα – χάνονται και μαζί τους χάνεται και ο εαυτός «που, όσο μπορούσε, τ’ αγάπησε / για να ανανεωθεί και να μεταμορφωθεί, σ’ ένα άλλο σχέδιο».

πηγή: chronosmag.eu

ΠΟΛΥΚΛΕΙΤΟΣ - ΟΙ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ

$
0
0

Ο Δορυφόρος (έργο του Πολύκλειτου)





















[ Ο «Δορυφόρος», (αυτός που φέρει το δόρυ), είναι ένα μαρμάρινο Ρωμαϊκό αντίγραφο του χαμένου χάλκινου πρωτοτύπου Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της ώριμης κλασσικής  γλυπτικής (480-323 π. Χ) Βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Νάπολης. Φιλοτεχνήθηκε από τον γλύπτη Πολύκλειτο από το Άργος. Ο «Δορυφόρος» χρονολογείται γύρω στο 440 π.Χ. Απεικονίζει έναν καλογυμνασμένο αθλητή ο οποίος φέρει βαρύ δόρυ. Το γλυπτό αυτό φέρει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της ώριμης κλασσικής περιόδου και θεωρείται σταθμός στην γλυπτική. Ο Δορυφόρος θεωρείται εφαρμογή της αισθητικής θεωρίας του Πολύκλειτου του «κανόνα». Ίσως ενσάρκωνε τον Αχιλλέα. Ταυτίζει την ιδέα της ανδρείας και της ομορφιάς με την ιδέα του ωραίου ήρωα. Ο Πολύκλειτος από το Άργος είχε εξειδικευτεί στην κατασκευή ανδριάντων αθλητών και απεικόνιζε στα αγάλματά του την χαλάρωση μετά τον αγώνα. Το σώμα του Δορυφόρου είναι δοσμένο με μαθηματική ακρίβεια στις αναλογίες και με στοιχεία αφαίρεσης. Επιδεικνύει το τέλος της εφηβείας. Η έμπειρη κατεργασία των μυών και το τριχωτό του ηβαίου επιτυγχάνουν την αποτύπωση της ωριμότητας του ανθρώπου (όπως και στην ώριμη κλασσική γλυπτική) της τέλειας ωριμότητας του ανθρώπου. Το ανθρώπινο ανδρικό σώμα παρουσιάζεται με ιδανικές αναλογίες χάρη σε ένα σύστημα που επινόησε ο Πολύκλειτος γνωστό ως «κανών» Ο Πολύκλειτος έγραψε και σχετική γραμματεία και κατασκεύασε το άγαλμα σύμφωνα με τον κανόνα. Φυσιοκρατία, τρισδιάστατη κάλυψη. Ιδανικό κάλλος, νηφάλιο πρόσωπο ,γυμνασμένο σώμα. ]

«Οι Έλληνες ήσαν ανυπέρβλητοι μάστορες της καθαρής και δυνατής γραμμής. Αυτή η μαστοριά φαίνεται σε κάθε φράση των λόγων και της γραφής τους, σε κάθε όψη των ναών και των αγαλμάτων τους, σε κάθε σκέψη της φιλοσοφίας και της μυθολογίας τους.»                                                                                                                                                      Egon Freidell
__________________________

Στα πέτρινα μάτια του κολοσσιαίου κούρου καρφώθηκε το βλέμμα του νεαρού Αργείου μαθητευόμενου γλύπτη, καθώς με ενθουσιασμό και αποφασιστικότητα δήλωνε: «Θα σε ελευθερώσω!!! Θα σε ελευθερώσω…το υπόσχομαι!!!».

Ο μαρμάρινος «ανδρόπαις» απάντησε στο επίμονο βλέμμα του καλλιτέχνη «μειδιώντας» με τον αρχαϊκό του τρόπο. Κρατούσε τις σφιχτά κλειστές παλάμες κολλημένες στο πανύψηλο γυμνό κορμί του πάνω στους μηρούς. Τα μαλλιά, πάνω στο εντελώς ανορθωμένο και στραμμένο προς τα εμπρός κεφάλι, έπεφταν πλούσια σε πλοκάμους που συγκρατούνταν με ταινία και δένονταν στο πίσω μέρος με κόμπο, τον «ηράκλειο δεσμό». Το αριστερό πόδι πρόβαλε λίγο εμπρός χωρίς κάμψη του γονάτου, ενώ τα πέλματα πατούσαν σταθερά στο έδαφος.

«Μπορείς να περπατήσεις…έκανες ήδη το πρώτο βήμα. Συνέχισε!» παρότρυνε ο λευκοντυμένος νέος το μαρμάρινο ανάθημα.

Αρχαϊκή πλαστική 625-570, Κούρος Σουνίου α'
Μέσα στο ποσειδώνιο ιερό επικρατούσε σιγή. Οι θεράποντες του υδάτινου θεού κινούνταν διακριτικά φροντίζοντας την ευταξία του ναού, που οι λευκές κολώνες του στο ψηλότερο σημείο του ακρωτηρίου στην Ν.Α. άκρη της Αττικής ήσαν σημάδι οικείο για τους ταξιδιώτες που περνούσαν με τα πλοία το συχνά τρικυμισμένο ακρωτήρι του Σουνίου.

Πλησίαζαν τα «Σούνια», οι γιορτές προς τιμήν της Αθηνάς και του Ποσειδώνος. Ο νεαρός επισκέπτης όμως δεν είχε μεταβεί από την Αθήνα στο ιερό για να επιδώσει τα σέβη του στους θεούς. Είχε έλθει να μελετήσει. Στεκόταν μπροστά στον λίθινο κολοσσό παρατηρώντας και υπολογίζοντας τον αιγυπτιακό «νόμο της μετωπικότητας», που σύμφωνα με αυτόν, οποιαδήποτε κι αν είναι η στάση του αγάλματος, είτε αυτό είναι αναπαράσταση όρθιου, καθήμενου, έφιππου, γονυπετούς ή ξαπλωμένου, η τέμνουσα γραμμή (επί επιπέδου προβολής του αγάλματος) η οποία διέρχεται από την κορυφή της κεφαλής δια μέσου της μύτης, της σπονδυλικής στήλης και των γεννητικών οργάνων, διαιρεί το σώμα σε δυο συμμετρικά μέρη. Τους δυο προηγούμενους αιώνες (7ος-6ος) οι Έλληνες καλλιτέχνες ακολουθούσαν αυτόν τον αιγυπτιακό κανόνα αγαλματοποιίας αυστηρά.

Ο νεαρός εκπαιδευόμενος θυμήθηκε χαμογελώντας τους δυο Σάμιους αδελφούς, τον Τηλεκλή και τον Θεόδωρο. Τα δυο αδέλφια που είχαν διδαχθεί αγαλματοποιία στην Αίγυπτο, είχαν κατασκευάσει ένα ξόανο του Πυθίου Απόλλωνος, ο μεν Τηλεκλής το ένα ήμισυ όταν βρισκόταν στην Σάμο, ο δε Θεόδωρος το άλλο ήμισυ στην Έφεσο. Όταν τα δυο κομμάτια ενώθηκαν, τόσο τέλεια ήταν η προσαρμογή, ώστε δεν διακρινόταν ότι το ξόανο είχε κατασκευαστεί από δυο διαφορετικούς τεχνίτες.

Ο Πολύκλειτος, ο μαθητής του περίφημου Αγελάδα, συνέχισε να περιδιαβαίνει αργά το ναό κοιτώντας τους «Σουνιαράτες» κούρους που φαίνονταν σαν Γίγαντες πάνω στα βάθρα, λες και έβγαιναν από τα σπλάχνα της μάνας τους Γαίας, έτοιμοι ν΄ αμφισβητήσουν την ισχύ των μεγάλων θεών. Δεν τους κοιτούσε μόνο, τους εξέταζε. Προσπαθούσε να ερμηνεύσει το βλέμμα, το χαμόγελο και την αμυδρή κίνηση των «δαιδαλικών» αυτών έργων, που σημάδευαν το τέλος της αρχαϊκής εποχής και σηματοδοτούσαν την έναρξη της νέας τολμηρής εποχής των πολιτικών και ηθικών ανακατατάξεων.

-   «Ποιος είσαι;», ρώτησε ο γλύπτης τον λίθινο άνθρωπο με τις μεγάλες διαστάσεις.

- «Είμαι ο τέλειος ανδρόπαις που θέλω να ελέγχω τα πάντα. Στέκομαι όρθιος και αποφασισμένος στην πρόκληση να κάνω το πρώτο σταθερό βήμα της εξέλιξής μου, αυτής που θα με οδηγήσει στο επίπεδο του ανδρός. Αντιλαμβάνομαι πως βρίσκομαι στο χρονικό σημείο μιας σημαντικής αλλαγής. Η απόφασή μου να διανύσω νέες οδούς εμπειρίας, με ενθουσιάζει και με κάνει να μειδιώ. Μην φαντάζεσαι πως το πρώτο αυτό βήμα περιέχει αβεβαιότητα. Καθόλου! Προσπάθησε να διακρίνεις στο μειδίαμά μου το ψυχικό σθένος, το πάθος, αλλά και την αγωνία που με διακατέχουν τώρα που εισέρχομαι στη νέα όσο και μεγάλη ανθρώπινη πολιτισμική περιπέτεια, αυτήν του ενεργού πολίτη», φαντάστηκε πως απάντησε ο έντονα χρωματισμένος ανδρόπαις.

- «Μπορείς να τα καταφέρεις και θα σε βοηθήσω!», του φώναξε ο καλλιτέχνης κατεβαίνοντας βιαστικά τις κλίμακες του ποσειδώνιου ναού. Βγαίνοντας εισέπνευσε γεμίζοντας τα πνευμόνια του με την θαλασσινή αύρα και εκτείνοντας τα χέρια του προσπάθησε ν΄ αγκαλιάσει το πέλαγος με τις τρικυμίες και τις μπουνάτσες του, σαν να εγκολπωνόταν τη ζωή με τις ακραίες αλλαγές της. Εκείνη την ώρα ήταν η δική του σειρά να συνδράμει στις αλλαγές αυτές. Και με τον ενθουσιασμό της απόφασής του πήρε τον δρόμο της επιστροφής προς το Κλεινόν Άστυ.

Πάνω από την πόλη των Αθηνών το λυκαυγές έκανε αισθητή την παρουσία του με τα ασημογάλανα χρώματά του. Σε μιαν άκρη των Στοών της Αγοράς την ησυχία έσπαγαν θόρυβοι από κάποιο εργαστήρι. Ήταν το εργαστήρι εκείνου του Αργείου αγαλματοποιού, φίλου του Φειδία και του Μύρωνος, που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα πριν από είκοσι χρόνια και που οι αργόσχολοι της Αγοράς έλεγαν πως «αυτός ο επαρμένος καλλιτέχνης δηλώνει και επιστήμων! Δεν του αρκεί ότι καταφέρνει κάτι, αλλά συνεχίζει αναζητώντας το γιατί και το πώς έγινε».

Πράγματι, μέσα στο εργαστήρι ένας ανήσυχος ώριμος πλέον άνδρας έστεκε μπρος από τον ακατέργαστο όγκο από ξύλο καρυδιάς που βρισκόταν πάνω στον πάγκο του, με επιμονή, ένσταση και προσπάθεια που καταγραφόταν στις σταγόνες ιδρώτα που έβγαιναν στο πρόσωπο και στο κορμί του, σμίλευε με τον γλύφανο, το σκαρπέλο και το σφυρί την παράσταση που είχε στο νου του και ήθελε να μορφοποιήσει. Αποσπούσε υλικό από την επιφάνεια του ξύλου και διαμόρφωνε σιγά-σιγά το θέμα του. Μετά από αρκετές ώρες η ζέστη του καλοκαιριάτικου μεσημεριού έκανε αφόρητη την παραμονή μέσα στο εργαστήρι. Τίποτα όμως δεν θα μπορούσε να σταματήσει τονΠολύκλειτο, που παίρνοντας την γλυφίδα, έγλυφε με τέχνη το κατεργασμένο πλέον ξύλο με την μορφή του Διός, του υπάτου των θεών. Χάρασσε με αδρές γραμμές το σχήμα των ματιών, διέγραφε τους μύες του κορμιού, τόνιζε την έκφραση της μορφής και έδινε ζωντάνια στο ξύλο με τις κινήσεις και αντικινήσεις στο στήσιμό του. Το λυκόφως παρέδωσε την θέση του στη νύχτα και το άναμμα των λίχνων. Ο οίστρος της δημιουργίας τον παρέσυρε μέχρι το ξημέρωμα της επόμενης μέρας που τον βρήκε με κόκκινα από την αϋπνία μάτια και πονεμένα χέρια. Στην έκφρασή του όμως, η ικανοποίηση από την αποπεράτωση ενός όμορφου έργου, δεν υπήρχε. Κάτι τον απασχολούσε, κάτι που τον εμπόδιζε ν΄ απολαύσει έστω και την ανάπαυλα από την εργασία του. Σήκωσε το ξόανο και το μετέφερε στην άλλη άκρη του εργαστηρίου καλύπτοντάς το με ένα κομμάτι ύφασμα. Βγήκε από το εργαστήρι με σκυφτό κεφάλι και πονεμένους ώμους με κατεύθυνση τα δημόσια λουτρά της πόλης. Είχε ανάγκη την καθαρότητα του κορμιού και την χαλάρωση του μυαλού του.

Η κίνηση στις οδούς του Κεραμικού, αυτού του δήμου της Ακαμαντίδος φυλής, των κεραμέων και όλων εν γένει των τεχνιτών, είχε αρχίσει, και τα καταστήματα, τα εργαστήρια, τα δημόσια κτίρια άρχισαν να σφύζουν από ζωή. Οι προστάτες θεοί του Κεραμικού, η Εργάνη Αθηνά και ο Ήφαιστος, καμάρωναν την ζωντάνια και την δημιουργικότητα στην μεριά αυτή της πόλεως των Αθηνών. Ο δήμος των Κεραμέων ήταν ένας από τους τριάντα της Αττικής και ένας από τους δέκα της Αθήνας, όπως τους είχε διανείμει ο Κλεισθένης. Πήρε το όνομά του από τους κατοίκους του που ονομάζονταν «Κεραμείς» από τον επώνυμο ήρωά τους τον Κέραμο.

Ο Πολύκλειτος διέσχισε την Αγορά, πέρασε μπροστά από το Πρυτανείο, το Θεσμοθετείο, το Βουκολείο και τα ιερά των Ελευθερίου Διός, Πατρώου Απόλλωνος και Δήμητρας Τελεσφόρου, κατευθυνόμενος από την οδό της Ακαδημίας στο βαλανείο που βρισκόταν δίπλα στο γυμνάσιο στις όχθες του Ιλισού. Η καθαριότητα και η υγεία του σώματος ήσαν βασικές προϋποθέσεις για την ζωή των Ελλήνων. Κανείς δεν θα μπορούσε να απέχει αυτών των δυνατοτήτων που χαρακτηρίζουν την ελληνική νοοτροπία και καλαισθησία. Η θέση του θεσπέσιου μαρμάρινου βαλανείου με τους ψηλούς κίονες ιωνικού ρυθμού ήταν ειδυλλιακή. Ο Ιλισός ποταμός τροφοδοτούσε με τα καθάρια νερά του τις κρήνες του δημόσιου λουτρού και τα ψηλά δένδρα σκίαζαν την οδό που οδηγούσε σ΄ αυτό. Δίπλα στο βαλανείο υπήρχε γυμνάσιο και παλαίστρα όπου ασκούνταν νεαροί αθλητές υπό την εποπτεία των εκπαιδευτών τους.

Ο καλλιτέχνης στάθηκε για λίγο παρακολουθώντας τις ασκήσεις των αθλητών. Θαύμαζε την μεγάλη ελαστικότητα του ανθρώπινου σώματος και τις επιδόσεις που αυτό μπορεί να επιτύχει. Κάτω από τον λαμπρό ήλιο γυάλιζαν τα αλειμμένα με λάδι κορμιά των αθλητών καθώς πάλαιαν ή γυμνάζονταν. Το ερευνητικό βλέμμα του καλλιτέχνη ανίχνευε τις κινήσεις των μυών και τα σημεία στήριξης των ανθρώπινων κορμιών την ώρα της άθλησης. Κοιτούσε θαυμάζοντας το κάλλος των αθλητών, αλλά περισσότερο παρατηρώντας και καταγράφοντας στο μυαλό του τις κινήσεις των σωμάτων. Απομόνωνε κάθε σκηνή που αργότερα θα του χρησίμευε στο πλάσιμο των δικών του αθλητών, θεών ή ηρώων, που θα γεννιόνταν από την σμίλη στο εργαστήριό του.

Iniohos_Photo by Vitsaropoulos









Περνώντας την είσοδο του δημόσιου λουτρού στολισμένη με τα αγάλματα Χαρίτων και Νυμφών, ο Πολύκλειτος χαιρέτησε τον βαλανέα και πλήρωσε το «επίλουτρον», το μικρό τίμημα εισόδου. Κατευθύνθηκε στο αποδυτήριο και παρέδωσε τα ρούχα του στον ιματιοφύλακα. Ένας υπηρέτης έτρεξε κοντά του κρατώντας μια στλεγγίδα, ένα φιαλίδιο με έλαιο και ένα αλαβάστρινο δοχείο με σμήγματα και κιμωλία γη για την απόξεση του σώματος και την επάλειψη. Οδηγήθηκε στην μεγάλη μαρμάρινη αίθουσα του πυριατηρίου την γεμάτη ευεργετικούς ατμούς που διοχετεύονταν από έναν μεγάλο λέβητα με αρωματικά βότανα, και κάθισε στον πάγκο δεχόμενος τις επευφημίες των φίλων και τους χαιρετισμούς των γνωστών καθημερινών λουομένων.

Ο χώρος των βαλανείων ήταν τόπος συνάντησης και ευχάριστων συζητήσεων μεταξύ των Αθηναίων πολιτών που απολάμβαναν τις ευεργετικές ιδιότητες του καθημερινού λουτρού. Παρέμεναν για λίγο στο πυριατήριο για εφίδρωση, μετά λούζονταν με ζεστό ή κρύο νερό και αλείφονταν με έλαια περιποιητικά του δέρματος.

- «Σήμερα είναι ημέρα συνάντησης γλυπτών, ως φαίνεται», είπε ο γλύπτης Ξενοκράτης από την Σικυώνα της Πελοποννήσου, απευθυνόμενος στον Πολύκλειτο.

- «Η αργείτικη σχολή του δασκάλου μας Αγελάδα, θέλεις να πεις φίλε μου, αφού όχι μόνον ο Αριστοκλής παραβρίσκεται, αλλά ο Μύρων, ο νεαρός Φειδίας, ο Ναυκίδης και ο Πατροκλής. Μην λησμονήσεις να τους αναφέρεις στο έργο που πραγματεύεσαι «Περί Χαλκοπλαστικής», αφού ασχολούνται με την ίδια μ΄ εμάς τέχνη!» απάντησε στον Ξενοκράτη.

- «Δεν θα λησμονήσω κανέναν, στο υπόσχομαι αν υποσχεθείς κι εσύ πως θα μας εμπιστευτείς τον λόγο της κατήφειάς σου. Είναι αρκετός ο καιρός που παρατηρούμε πως κάτι σε απασχολεί κατατρώγοντάς σε», σχολίασε, βλέποντας τις ρυτίδες από την ένταση ν΄ αυλακώνουν το πρόσωπο του Πολύκλειτου.

- «Επιθυμώ να βελτιώσω την τεχνική των Ροίκου και Θεοδώρου στην χύση του ορείχαλκου στα κούφια αγάλματα. Έχει παρέλθει ο καιρός που σφυρηλατούσαμε ελάσματα μετάλλου πάνω στο αρχικό ξόανο. Σήμερα χρησιμοποιούμε την προτεινόμενη απ΄ εκείνους τεχνική, μα φαντάζομαι πως επιδέχεται βελτίωση.»

- «Άφησες τα μαθηματικά σου με τις αναλογίες των μέτρων, και ασχολείσαι με την χύση των μετάλλων;», ρώτησε ο Μύρων.

- «Η μια ασχολία όχι μόνο δεν αποκλείει την άλλη, αλλά ισχυρίζομαι πως την βοηθά», απάντησε ο Πολύκλειτος, έχοντας περισσότερο το νου του στο εργαστήρι, παρά στην συνομιλία με τους φίλους του.

Η ώρα περνούσε κι εκείνος αφέθηκε στην ευχάριστη παρέα των καλλιτεχνών προσπαθώντας να χαλαρώσει τα τεντωμένα μέλη του, όταν η σκέψη ενός νέου πειράματος ήλθε στο νου του και τον έκανε να τιναχθεί.

«Ίσως…ίσως να είναι αυτό!» φώναξε βγαίνοντας από την αίθουσα του ατμόλουτρου, αφήνοντας εμβρόντητους τους συνομιλητές του. Ο ιματιοφύλακας παρέδωσε τα ρούχα στον Πολύκλειτο απορώντας για την περίεργη συμπεριφορά του λουόμενου, που ούτε καν είχε προλάβει να λουσθεί ή να δεχθεί τις περιποιήσεις καθαρισμού των υπηρετών, αλλά έβγαινε μουσκεμένος από τον ιδρώτα και με χειρονομίες που σήμαιναν όσα ήθελε, ντύθηκε βιαστικά και έφυγε επιστρέφοντας στον Κεραμικό. Η σύλληψη της νέας ιδέας και ο ενθουσιασμός που την συνόδευαν, είχε απομακρύνει την αίσθηση του κάματου και ο γλύπτης έφτασε στο εργαστήριό του τρέχοντας σαν έφηβος αθλητής.

Με το βλέμμα μαινάδας σε θεϊκό οίστρο, άρπαξε το ξόανο του Διός και το απόθεσε στο δάπεδο. «Δεν θα είσαι εσύ το κύριο θέμα, αλλά το πρόπλασμά μου! Πάνω σου θα δημιουργήσω το τελικό αποτέλεσμα», είπε και άρχισε να καλύπτει το ξύλο με «κεραμίτιδα γη» ζυμωμένη με νερό, δηλαδή πηλό. «Είθε να ευοδώσεις το σχέδιό μου», ευχήθηκε ο καλλιτέχνης στο πρόπλασμα.

Κάλυψε το ξόανο με πηλό αναπαράγοντας όλες τις λεπτομέρειες της μορφής. Εργαζόταν ακούραστα για αρκετές ώρες και στο τέλος, βλέποντας το αποτέλεσμα, σταμάτησε περιμένοντας το στέγνωμα του πηλού. Βγήκε από το εργαστήρι και έσπευσε ν΄ αγοράσει μια αρκετά μεγάλη ποσότητα κεριού και παράλληλα να ταξινομήσει στο μυαλό του τα επόμενα βήματα του πειράματός του.

Επέστρεψε με το κερί και άρχισε να το μαλάσσει μαλακώνοντάς το. Με ακριβείς κινήσεις το άπλωσε πάνω στον πηλό σε λεπτό στρώμα, που επέτρεπε να διαγράφονται οι λεπτομέρειες της μορφής. Πάνω απ΄ αυτό το στρώμα κεριού άπλωσε ένα δεύτερο στρώμα από άργιλο που αποτύπωνε ακριβώς τα σχέδια του κεριού. Όταν στέγνωσε και ο άργιλος, ο Πολύκλειτος σήκωσε από το έδαφος το ξόανο και το τοποθέτησε πάνω σε δυο οριζόντιες δοκούς, βάζοντας από κάτω ένα δοχείο ανάβοντας φωτιά. Σε λίγη ώρα η ζέστη από την πυρά άρχισε να λιώνει το κερί που έρρεε από τις τρύπες που επίτηδες είχε αφήσει ο τεχνίτης κατασκευάζοντας αυτό το περίεργο καλούπι. Έτσι δημιουργήθηκε ένα κενό από την τήξη του κεριού μεταξύ του πυρήνα και του εξωτερικού αργιλώδους περιβλήματος.

Η αγωνία τώρα του καλλιτέχνη είχε κορυφωθεί περιμένοντας το επόμενο βήμα. Δίπλα του το τηγμένο κράμα χαλκού και κασσίτερου, ο μπρούτζος, έλαμπε περιμένοντας την χύση του μέσα στο καλούπι. Με δυο σιδερένιες λαβίδες σήκωσε τον λέβητα και άφησε το λιωμένο μέταλλο να κυλήσει στο κενό που δημιούργησε η τήξη του κεριού. Με κατακόκκινο πρόσωπο από την προσπάθεια και την ζέστη, ο Πολύκλειτος κοιτούσε το καλούπι περιμένοντας να κρυώσει το μέταλλο. Μετά από πολλή ώρα και με χέρια που έτρεμαν, ο τεχνίτης αφαίρεσε αργά-αργά το εξωτερικό περίβλημα και το εσωτερικό γέμισμα, αφήνοντας το άγαλμα καθαρό. Στάθηκε εξετάζοντας με αυστηρό βλέμμα ερευνώντας για λάθη στην κατασκευή. Η παλάμες του έψαυαν το μέταλλο, λες και η αφή θα έδινε την τελική απόφανση για την επιτυχία του πειράματος. Το άγαλμα όμως έστεκε χωρίς ούτε μια ράβδωση, ούτε ένα ελάττωμα στην όψη ή στην δομή του.
[?????µ??? ?µa???a]

Ο ενθουσιασμός, σαν μόνη λέξη, δεν θα μπορούσε να περιγράψει όσα εκείνη την ώρα αισθανόταν ο καλλιτέχνης ως δικαίωση στις προσδοκίες του. Τα είχε καταφέρει! Είχε, όχι μόνο βελτιώσει την μέθοδο κατασκευής των «κούφιων» μπρούτζινων αγαλμάτων, μα την είχε τελειοποιήσει! Από τούδε και στο εξής, όλοι θα χρησιμοποιούσαν την μέθοδο του Πολύκλειτου για την χύση του κράματος στην κατασκευή των χάλκινων αγαλμάτων.

Άρχισε να λειαίνει το άγαλμα εξαφανίζοντας κάθε ατέλεια στην υφή του μετάλλου. Η λείανση έπρεπε να είναι τέλεια. Είχε μεγάλη σημασία το επιμελημένο και επίπονο γυάλισμα, γιατί θα έδινε την απόχρωση που παίρνουνε τα κορμιά των αθλητών στις παλαίστρες όταν αλείφονταν με λάδι. Έπειτα με τα λαδόπανα καθάρισε το έργο από τα ψήγματα, αναδεικνύοντας την ομορφιά της κατασκευής του. Πήρε μια μικρή ποσότητα μαγνησίας και ένα κομμάτι όνυχα για να φτιάξει τα μάτια. Απομακρύνθηκε λίγο και με τρεμάμενα από την συγκίνηση χέρια, ξαναπήρε την σμίλη τοποθετώντας τα δυο υλικά με το διαφορετικό χρώμα, στις κόγχες. Το οξυκόρυφο εργαλείο του ξέφυγε λίγο και χάραξε πληγώνοντάς του το χέρι. Μια σταγόνα αίματος τινάχθηκε στο στήθος του αγάλματος του Διός, που τώρα πια «κοιτούσε» τον καλλιτέχνη. Με παλλόμενη από την χαρά φωνή ανάμικτη με δέος, ο Πολύκλειτος αναφώνησε:

«Ιδού, ο άνθρωπος έπλασε τον θεό του!».

Έφυγε από το εργαστήρι αργά το βράδυ. Είχε επιτέλους μια ολόκληρη νύχτα για ν΄ απολαύσει έναν ύπνο χωρίς ανησυχία.

Είχαν περάσει πολλά χρόνια από την εγκατάσταση του Αργείου τεχνίτη στην Αθήνα. Η φήμη του είχε διαδοθεί σ΄ όλο τον ελληνικό κόσμο, ιδιαίτερα μετά την νίκη του σε διαγωνισμό, όταν με την «Αμαζόνα» του που στήθηκε στο Αρτεμίσιο της Εφέσου, αποδείχθηκε καλύτερος του Φειδία, του Κρησίλα και του Φράδμονα.

Το ανήσυχο όμως πνεύμα του καλλιτέχνη δεν αρκούνταν να δρέπει τις δάφνες της καταξίωσής του. Χρόνια τώρα ασχολούνταν με την «Μετρική» που ριζικά και ως την τελευταία λεπτομέρεια, την είχε καταστήσει βάση της τεχνικής του.

«Το ευ παρά μικρόν δια πολλών αριθμών γίγνεται», συνήθιζε να λέει στους φίλους του καλλιτέχνες, θέλοντας να τονίσει την μεγάλη φροντίδα και κατάκτησή του για την πολύπλοκη γεωμετρική σχέση των αναλογιών, που οδηγεί στην δυναμική συμμετρία, δηλαδή τον ορθολογικό και συνεπή συσχετισμό των αναλογιών με υπολογισμένα μέτρα. Μια έννοια κλειδί, πέρα από την συμμετρία, ήταν για τον Πολύκλειτο και η ακρίβεια. Η ακρίβεια της μέτρησης και εκτέλεσης που απέκλειαν οτιδήποτε τυχαίο. Ήταν μια έκφραση πνευματικής σύλληψης που αντιπροσώπευε τις βασικές αξίες του καλλιτέχνη. Για τον Πολύκλειτο το «ευ» ήταν μια σύνθετη έννοια του κάλλους που θα μπορούσε κάποιος να την ερμηνεύσει ως «το καλόν», «το ορθόν», «το ιδανικόν», περιέχοντας συγχρόνως όλες αυτές τις σημασίες.

Από τότε που εγκαταλείφθηκε στην γλυπτική η μορφή του κούρου, είχε μετατοπισθεί και το σημείο στήριξης στο όρθιο ανδρικό γυμνό, από το ένα πόδι στο άλλο, χωρίς όμως να επιτευχθεί μια στάση τέλειας ισορροπίας. Μερικοί από τους σύγχρονούς του γλύπτες προσπαθούσαν να συμφιλιώσουν την απόλυτη ανάπαυση με την έντονη κίνηση. Ο Πολύκλειτος όμως χωρίς καμία παραχώρηση, ξαναγύρισε στην «στάση αναπαύσεως». Με την στάση που εκείνος επιλέγει, το αριστερό πόδι τραβιέται προς τα πίσω και αγγίζει το έδαφος μόνο με τα άκρα των δακτύλων, έτσι που η εικονιζόμενη μορφή δεν περπατάει ούτε στέκεται, αλλά έχει κάτι και από τα δύο. Αυτή η λεπτή αντίθεση μεταξύ έντασης και χαλάρωσης, δημιουργεί την τέλεια ισορροπία της στάσης. Εκεί στηρίζεται ολόκληρο το σύστημα των κινήσεων και αντικινήσεων του κορμιού, που είναι δομημένο με στέρεο αλλά όχι στεγνό τρόπο, με σοφία και γνώση της ανατομίας. «Το μέγιστον αυτό μάθημα» το κατάλαβαν αμέσως όλοι οι ομότεχνοί του και η «πολυκλείτεια στάση» έγινε πρότυπο για πλήθος έργα τους.

Ο Πολύκλειτος, ένας διανοούμενος ανάμεσα σε καλλιτέχνες, νιώθει να κυριεύεται από το πάθος των νόμων που παρουσιάζουν οι μαθηματικές αναλογίες καθώς πλάθει τις μορφές του. Και στα παλαιότερα χρόνια πριν από εκείνον γινόταν χρήση των οργανικών αναλογιών. Γνώριζε πως και στην αρχιτεκτονική η χρήση αυτή ήταν αποκλειστική. Κατά τους υπολογισμούς, δεν λάμβαναν αφηρημένα μετρικά συστήματα, αλλά τις διαστάσεις ορισμένων οργανικών μελών, π.χ. για ορισμένες διαστάσεις κάποιου ναού, έπαιρναν ως μονάδα επαναλαμβανόμενη την ακτίνα του κίονα, ή την μεταξύ δυο κιόνων απόσταση.

Μέσα στο εργαστήρι δίπλα στους πάγκους με τα προπλάσματα και τα ημιτελή αγάλματά του, υπάρχει ένας άλλος πάγκος με άπειρες περγαμηνές με σχέδια, γραφίδες και μετρικά όργανα. Τον χώρο αυτόν τον θεωρεί σπουδαιότερο, γιατί εκεί σχεδιάζει ένα από τα τελευταία του έργα, που πάνω του θα αποδώσει τις μαθηματικές του γνώσεις, αφήνοντας κληρονομιά στις επερχόμενες γενιές καλλιτεχνών, τον «Κανόνα» του.

       Σκυμμένος πάνω στα σχέδια υπολογίζει τις αναλογίες που θα καθορίσουν τις οργανικές σχέσεις του αγάλματός του. Μέσα στο νου του έχει συλλάβει την μυθική μορφή του Αχιλλέα κρατώντας το δόρυ του, σε στάση αναπαύσεως. Την εμπνεύστηκε, όταν περνώντας ένα απόγευμα από το γυμνάσιο είδε κάποιον αθλητή να κρατά χαλαρά το δόρυ μετά από την άσκηση ακουμπισμένο στον ώμο του. Η ακίνητη εκείνη κίνηση του αθλητή θα του φέρει στο νου την θαυμάσια ρήση του Ηρακλείτου, που θα την ψιθυρίζει γυρνώντας στον Κεραμικό: «παλίντονος αρμονίη οκώσπερ τόξου και λύρης». Η σκηνή εκείνη είχε χαραχθεί στο μυαλό του και αποτυπώνεται τώρα στα σχέδιά του.

Πάνω στην περγαμηνή με μεγάλα γράμματα υπάρχει η λέξη «Δορυφόρος», αυτός δηλαδή που φέρει δόρυ, και από κάτω η αποτυπωμένη μορφή ενός νέου δυνατού άνδρα με το ιδανικό της ωραιότητας του ανθρώπινου σώματος. Είχε φτάσει πλέον στο επίπεδο να επιτύχει την μετατροπή του «ανδρόπαιδα» σε «άγαλμα ανδρός». Άλλωστε, είχαν περάσει πολλά χρόνια μεταξύ της επίσκεψης του εκπαιδευόμενου γλύπτη στο ιερό του Σουνίου, και του σημερινού καταξιωμένου καλλιτέχνη επιστήμονα. Τα σχέδια του αγάλματος προχωρούν παράλληλα με το σύγγραμμά του. Γράφει: «…το δε κάλλος, ουκ εν τη των στοιχείων, άλλ΄ εν τη των μορίων συμμετρία συνίσταται: δακτύλου προς δάκτυλον δηλονότι, και συμπάντων αυτών προς τε το μετακάρπιον και καρπόν, και τούτων προς πήχυν και πήχεως προς βραχίονα και πάντων προς πάντα.»

Οι ώρες και οι μέρες περνούν χωρίς να γίνεται αντιληπτός ο χρόνος. Το μόνο που ενδιαφέρει τον ώριμο άνδρα είναι να περατώσει το έργο του.

Και έρχεται η στιγμή που αυτό συμβαίνει. Όταν το στερεοποιημένο μέταλλο ελευθερώνεται από το καλούπι, αναδεικνύεται ένα «άγαλμα», που όπως η ίδια η λέξη δηλώνει, είναι αυτό που στην θέα του κάθε άνθρωπος «αγάλλεται».

Πράγματι, ο θαυμασμός των ομοτέχνων και των ανθρώπων που κλήθηκαν να το δουν, είναι μεγάλος. Το άγαλμα στέκει στο μέσον του χώρου και υποβάλλει τους πάντες με την παρουσία του, εκφράζοντας την φυσική ικανότητα, το κάλλος και την αντοχή του νέου ανδρός που ο ρωμαλέος κορμός του είναι πλήρης ζωικής ευεξίας. Το ιδανικό του Πολύκλειτου για το κάλλος του ανθρώπινου σώματος αποτυπώνεται σ΄ αυτόν τον «Κανόνα» που στηρίζεται στην συμμετρία, στην ορθή δηλαδή ρύθμιση των αναλογιών των διαφόρων μελών μεταξύ τους και προς το όλον.

Ο ορειχάλκινος άνδρας στέκεται αντικριστά προς το συγκεντρωμένο πλήθος στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι προς τα δεξιά. Είναι ντυμένος με την αριστοκρατική εκείνη γύμνια των τέλειων ανδρών με αρετή και θεληματικό χαρακτήρα. Στηρίζει το βάρος του σώματός του στο δεξί πόδι που προβάλει λίγο εμπρός, πατάει σταθερά και σέρνει ελαφρά προς τα πίσω λυγισμένο το αριστερό του σκέλος, ώστε μόλις να ακουμπά με τα ακροδάκτυλα το έδαφος. Το δεξί χέρι πέφτει χαλαρά δίπλα στον κορμό, ενώ το αριστερό κρατά το δόρυ που ακουμπά στον ώμο του. Ο αθλητής δεν βαδίζει, αλλά δίνει την εντύπωση πως μόλις στάθηκε για ν΄ αναπαυθεί. Η διάπλαση του σώματός του, σύμφωνα με το ιδανικό της εποχής, είναι απόλυτα συμμετρικό με μέλη στέρεα και συμπαγή.

- «Εύγε δάσκαλε!!! Εύγε Πολύκλειτε!!! Σε συγχαίρουμε για τον Κανόνα σου!!!», ακούγονταν δυνατά οι φωνές των φίλων. Με σεμνότητα, ο καλλιτέχνης προχώρησε προς το μέρος τους κρατώντας μερικά ρολά περγαμηνών.

- «Έχω και άλλα δυο έργα να σας παρουσιάσω, φίλοι μου. Το ένα το κρατώ, το άλλο βρίσκεται πίσω σας καλυμμένο. Με αυτά ολοκληρώνω την πορεία μου και παραδίδω τις γνώσεις μου σ΄ εσάς. Λάβετε τον Κανόνα και συνεχίστε από εκεί που σταματώ. Η πορεία είναι μεγάλη και χρέος σας να καταθέσετε στο μέλλον και τους δικούς σας Κανόνες, βοηθώντας την εξέλιξη της τέχνης μας», είπε ο μεγάλος γλύπτης, και πηγαίνοντας στην άλλη άκρη του εργαστηρίου, τράβηξε το ύφασμα αποκαλύπτοντας έναν άλλον χάλκινο άνδρα.

- «Ο Διαδούμενος», είπε απλά, παρουσιάζοντας ακόμα ένα θαυμάσιο κληροδότημα της ανθρωπότητας.

Όλοι κοίταξαν το άγαλμα που φαινόταν ζωντανό με την σάρκα του να πάλλεται από δύναμη και ομορφιά. Ήταν ένας νέος αθλητής που φορούσε στο κεφάλι το διάδημα, την ταινία που συνήθιζαν να φέρουν οι νικητές των αγώνων.

- «Δεν είναι μόνον ο αθλητής σου νικητής Πολύκλειτε, είσαι κι εσύ! Σε στεφανώνουμε με κότινο και σε ανακηρύσσουμε Επιστήμονα Καλλιτέχνη της Γλυπτικής. Είμεθα τυχεροί που ζούμε στην εποχή αυτή. Υποσχόμεθα να σε τιμήσουμε με το έργο μας, αναλαμβάνοντας την υποχρέωση να μετέχουμε της εξέλιξης της τέχνης μας. Χαίρε διδάσκαλε!!!»

Πέρασαν μερικά χρόνια από τότε. Ο Αργείος γλύπτης, ο δημιουργός του Κανόνος, του Διαδούμενου, της Αμαζόνας και τόσων άλλων έργων, ηλικιωμένος πια, βάδιζε καλεσμένος προς το εργαστήρι ενός νέου τεχνίτη από την Πάρο.

Φτάνοντας στο εργαστήρι στάθηκε στην είσοδο που την κάλυπτε η μαρμαρόσκονη, και ο χαιρετισμός του καλύφθηκε από τον θόρυβο των εργαλείων. Είδε στο βάθος ένα νεαρό να σμιλεύει έναν πάλλευκο μαρμάρινο όγκο. Τον άφησε ήσυχο στην έμπνευσή του και αθόρυβα περιδιάβηκε το εργαστήρι εξετάζοντας μερικά ήδη έτοιμα αγάλματα. Το αγαλματίδιο μιας Μαινάδας τράβηξε την προσοχή του. Η κίνηση του γυναικείου κορμιού φανέρωνε με σπάνια δύναμη τον οίστρο της βακχικής μανίας. Η εντυπωσιακή έκφραση ενεργητικότητας αυτού του σφοδρά κινούμενου κορμιού, καθώς και η έκφραση του σφοδρού ψυχικού πάθους στο πρόσωπο της Μαινάδας που έφτανε μέχρι την αγωνιώδη σύσπαση, προκάλεσε τον θαυμασμό του Πολύκλειτου.

- «Χαίρε διδάσκαλε!», καλημέρισε ο νέος που είχε αντιληφθεί την παρουσία του και περίμενε με ενδιαφέρον και αγωνία την κριτική του μεγάλου γλύπτη. Εκείνος δεν αντιγύρισε τον χαιρετισμό, αλλά συνέχισε να εξετάζει τα έργα. Με αργά βήματα και χωρίς να πει λέξη, κατευθύνθηκε προς την έξοδο.

- «Συνέχισε», ήταν το μόνο που κατάφερε ν΄ αρθρώσει από την συγκίνηση που τον έπνιγε, χωρίς να στραφεί προς την μεριά του νεαρού τεχνίτη από την Πάρο που τον έλεγαν Σκόπα.

Ανάσανε τον αρωματισμένο ανοιξιάτικο αέρα των Αθηνών και ήσυχος πια, αποφάσισε πως ήταν ώρα ν΄ αναπαυθεί στην αγκαλιά του Ύπνου και του Θανάτου, αυτών των παιδιών της Νύχτας, κάπου σε μια μεριά της συνοικίας του έξω Κεραμικού. Ο θνητός δάσκαλος έφευγε ευχαριστημένος και τώρα πια αθάνατος, αφού πίσω του άφηνε χώρο για δημιουργία με τις μεγαλύτερες μορφές της παγκόσμιας τέχνης της γλυπτικής: Φειδίας, Σκόπας, Πραξιτέλης, Λύσιππος, Αγοράκριτος, Λεωχάρης, Βρύαξις, Τιμόθεος, και τόσοι άλλοι.

Βιβλιογραφία:
  • «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» τόμοι Α΄& Θ΄.
  • «Ιστορία Ελληνικού Έθνους» Εκδοτική Αθηνών, τόμοι Β΄& Γ2
  • «Εθνικό Μουσείο» Β. Πετράκος, εκδ. Κλειώ, Αθήνα 1993
  • «Χαρμίδης» Πλάτωνος, Εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 1975
  • «Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» Liddell & Scott

πηγή: Εκηβόλος

ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ, ΑΡΧΕΤΥΠΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ (Η ΚΟΣΜΟΘΕΟΓΟΝΙΑ ΩΣ ΨΥΧΟΓΟΝΙΑ)

$
0
0
 
Καθιστοί: στα αριστερά ο Σίγκμουντ Φρόυντ, στο
κέντρο ο Στάνλεϋ Χωλ και δεξιά ο Καρλ Γιουνγκ
 

















 Του Σπυρίδωνα Ράγκου, καθηγητή φιλολογίας πανεπιστημίου Πατρών
Ι. Ψυχανάλυση και αρχαία ελληνική θρησκεία

            Η συντριπτική πλειονότητα των 750 περίπου αναφορών που κάνει ο Freud στον κλασικό πολιτισμό αφορά μύθους ηρώων, δηλαδή ανθρώπων δοξασμένων και προ πολλού χρόνου νεκρών. Ο Freud δεν ενδιαφέρθηκε ούτε για τους θεούς ούτε για τις θρησκευτικές τελετουργίες τους. Η διπλή αυτή παράλειψη δεν μειώνει βεβαίως την αξία του έργου του ιδρυτή της ψυχανάλυσης, όπως και η φιλολογική απόδειξη ότι ο σοφόκλειος ήρωας δεν πάσχει από οιδιπόδειο[1] δεν μειώνει την σημασία που έχει η ανακάλυψη του συμπλέγματος. Ο Freud δεν προσποιήθηκε ότι ενδιαφέρεται για την ιστορική κατανόηση των ελληνικών μύθων. Ωστόσο, από την παράλειψη αυτή, σε συνδυασμό με την ναρκισσιστική αυτάρκεια που έδειχναν μέχρι πρόσφατα οι κλασικές σπουδές, είναι δυνατόν να ερμηνευθεί η μικρή σχετικά επίδραση που άσκησε η ψυχανάλυση στην μελέτη της αρχαίας ελληνικής θρησκείας.  
Οι πρώτοι μαθητές του Freud (Otto Rank, Karl Abraham) έδειξαν το ίδιο ενδιαφέρον για τους μύθους των ηρώων και την ίδια αδιαφορία για τους θεούς και τις λατρείες τους.[2] Η προσοχή τους εστιάστηκε στις καθολικές ψυχικές παραστάσεις που μπορεί να προσφέρει η μελέτη των μυθολογιών του κόσμου. Το πρώτο βιβλίο φροϋδικής ερμηνείας των ελληνικών μύθων γράφτηκε σχετικά αργά (1968).[3] Στο σημαντικό αυτό έργο, ο κοινωνιολόγος Peter Slater έκανε την πρώτη συστηματική και εκτενή προσπάθεια ανάδειξης των ιδιαιτεροτήτων της αρχαιοελληνικής οικογένειας και ανέλυσε την αμφίσημη σχέση έλξης και απώθησης μάνας και γιου μέσα σε αυτήν.  Ταυτόχρονα έλαβε υπόψη του ορισμένους βασικούς θεούς και πρόσεξε την σημασία της τελετουργίας. Ο Δίας, ο Απόλλων, ο Ήφαιστος και, ιδιαίτερα, ο Διόνυσος παρουσιάστηκαν ως διακριτές και συγκεκριμένες απαντήσεις στα προβλήματα που έθετε η οικογένεια της κλασικής εποχής στον ψυχισμό των αρσενικών μελών της κοινωνίας. Οι θεοί εξελήφθησαν ως οι ιστορικά καθορισμένες προβολές ατομικών αλλά κοινωνικά διαδεδομένων εμπειριών – ματαιώσεων, απωθήσεων και συναισθηματικών αμφισημιών – στην εξωτερική πραγματικότητα. Με παρόμοιο, αλλά πιο περίπλοκο, τρόπο αντελήφθη τις θηλυκές θεότητες της Ελλάδας ο κοινωνικός ανθρωπολόγος George Devereux[4] και στο ίδιο πλαίσιο, αλλά με εμφανή την επιρροή του γαλλικού δομισμού έχει κινηθεί και το έργο του Richard Caldwell, του σημαντικότερου αγγλόφωνου εκπροσώπου της ψυχαναλυτικής προσέγγισης στην ελληνική μυθολογία κατά τις τελευταίες δεκαετίες.[5] 
            Όπως φαίνεται από τα έργα αυτά, οι φροϋδικές προσεγγίσεις στην ελληνική μυθολογία και θρησκεία είναι ανθρωποκεντρικές. Δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια για το αληθινό μυστήριο του κόσμου και το θαύμα της πολύμορφης και γεμάτης ένταση ύπαρξης. Μόνον ο μαθητής που λυτρώθηκε από την αυθεντία του πατέρα εγκαινίασε μία γραμμή προσέγγισης των ελληνικών θεών ως θεών ― που σημαίνει ως αρχετυπικών και ανεξέλεγκτων μορφών του συλλογικού ασυνειδήτου. Αν εξαιρέσουμε τον ελευσίνιο μυστηριακό μύθο της Δήμητρας και την ερμηνεία της ψυχογονίας του πλατωνικού Τιμαίου,[6] ο Jung δεν ασχολήθηκε ειδικά με την κλασική ελληνική σκέψη. Η αλχημεία, τα ερμητικά συγγράμματα και η μαγεία κέρδισαν γρήγορα την προσοχή του.[7] Όμως εδώ είναι έκδηλο το ενδιαφέρον του όχι μόνον για το τι οι άνθρωποι πίστευαν και έλεγαν αλλά και για το τι έκαναν. Η αλληλεπίδραση μάλιστα δοξασίας και ενεργειών τονίζεται ειδικά στις αλχημικές μελέτες, όπου για πρώτη φορά ερμηνεύτηκε η δράση και η σκέψη των αλχημιστών ως μία ενότητα που αφορά πολύ λιγότερο τον εμπειρικό φυσικό κόσμο και πολύ περισσότερο τον σύνθετο κόσμο της ψυχής. 
            Τις βασικές ενοράσεις του Jung σχετικά με την σημασία της θρησκευτικής εμπειρίας εφάρμοσε στον χώρο των κλασικών σπουδών ο συνεργάτης και μαθητής του Carl Kerényi. Συνδυάζοντας την κατάρτιση ενός εξαιρετικού κλασικού φιλολόγου με την ευαισθησία του ρομαντικού που πιστεύει, όπως επιγραμματικά το διατύπωσε ο Wilamowitz και το αισθάνθηκαν διάφοροι ποιητές από τον Hölderlin έως τον Rilke, ότι «οι θεοί είναι εδώ», ο Kerényi μας χάρισε μια σειρά έργων που ερμηνεύει το καθένα μία θεότητα ή ένα σύμπλεγμα θεοτήτων ως αρχετυπική εικόνα της ανθρώπινης ψυχής.[8] Ο Διόνυσος, φερ’ ειπείν, είναι το αρχέτυπο της ατελεύτητης και απεριόριστης ζωής που υπερβαίνει την ατομική θνητότητα, ο Ασκληπιός το ψυχικό αρχέτυπο του θεραπευτή, ο Δίας και η ΄Ηρα το αρχέτυπο των συζύγων, η Δήμητρα και η Κόρη το αρχέτυπο της ιδιαζόντως θερμής (ζεστής μαζί και εκρηκτικής) σχέσης μάνας και θυγατέρας. 
            Τα αρχέτυπα λειτουργούν, κατά τον Jung,[9] σε όλους τους ανθρώπους και δεν δημιουργούνται από τις εμπειρίες της ατομικής ύπαρξης, αν και βεβαίως αναδύονται στο φως αφορμώμενα από προσωπικές εμπειρίες. Όταν έχουν λάβει συγκεκριμένη μορφή στους μύθους και τις τελετουργίες μιας κοινωνίας στην οποία εντάσσεται από την γέννησή του ένα παιδί, τα αρχέτυπα αναδύονται αβίαστα στη συνείδηση, παίρνουν αντικειμενική υπόσταση μέσω των λατρευτικών τελετών και έτσι αποσοβείται η επικινδυνότητα που θα είχε για την ψυχική υγεία η ασυνείδητη δράση τους και τα απρόβλεπτα ξεσπάσματά τους. 
Υπάρχει μια αξιοσημείωτη, αλλά όχι ευρέως γνωστή, αντιστοιχία ανάμεσα στην θεωρία των αρχετύπων και την πλατωνική θεωρία των Ιδεών και της γνώσης ως ανάμνησης. Επισημαίνω την αντιστοιχία διότι θεωρώ ότι οι μελέτες των Jung και Kerényi βρίσκονται πλησιέστερα στο πνεύμα της αρχαιότητας και αντιμετωπίζουν τον μύθο και την τελετουργία με τρόπο ανάλογο με αυτόν που ένας αρχαίος θα εννοιολογικοποιούσε την εμπειρία των θεών του, αν αισθανόταν την ανάγκη να το κάνει. 
            Οι πλατωνικές Ιδέες είναι καθαρά νοητές αλλά ζώσες και αναλλοίωτες μορφές που ενσαρκώνονται στα αισθητά πράγματα και επιτρέπουν στον ευαίσθητο παρατηρητή την δυνατότητα ενθουσιαστικής πνευματικής ανόδου και αντίληψης, σε στιγμές καίριου συντονισμού, της ζώσας δύναμης που συνιστά το αισθητό, ακόμα δε και επαφής με τον νοητό υποστάτη του.[10] Το οιονεί μυστηριακό αυτό βίωμα που περιγράφει ιερατικά ο Πλάτων, ιδιαίτερα στους δύο ερωτικούς διαλόγους (Συμπόσιον, Φαίδρον), βρίσκεται πολύ κοντά στις λατρευτικές και μυθικές επιφάνειες των θεών που μας παρουσιάζουν τα ποιητικά κείμενα. Ειδικά όμως στην εκδοχή του Πλωτίνου, ο πολύμορφος κόσμος του Νου όπου υφίστανται οι πλατωνικές Ιδέες θα μπορούσε να παραβληθεί με τον γιουγκιανό Εαυτό (Self) που περιλαμβάνει το ασυνείδητο, το οποίο είναι δυναμικό μεν αλλά όχι ακαθόριστο. Στον Πλωτίνο υπάρχει μια νοητή ύλη που διαμορφώνεται αενάως σε αρχετυπικές Ιδέες από την ίδια την δράση του Νου που λειτουργεί εντός της. Το γιουγκιανό ασυνείδητο είναι μια τέτοια δυναμική ύλη που επιδιώκει την καταύγαση των αρχετυπικών περιεχομένων του και την μεγαλύτερη δυνατή έκφραση και διαφοροποίησή τους στο συνειδητό μέρος της ψυχής. Ο θείος Νους, για τον οποίο μιλάει ο Πλωτίνος, είναι έτσι η ιδεατή μορφή του Εαυτού που βρίσκεται σε πλήρη εξατομίκευση (individuation). Η προσπάθεια αναγωγής, ή καλύτερα βύθισης, σε αυτόν που καταβάλλει ο φιλόσοφος είναι παράλληλη με την προσπάθεια του θεραπευομένου να αποδεχθεί όλο και μεγαλύτερο μέρος των ψυχικών περιεχομένων που βρίσκονται στο σκοτάδι. 
            Αν υπάρχει οποιαδήποτε σχέση βαθείας και υπόρρητης επιρροής του ελληνικού πολυθεϊσμού πάνω στην πλατωνική σύλληψη της θεωρίας των ιδεών, τότε η θεωρία των αρχετύπων αποτελεί καταλληλότερη οδό εξοικείωσης με την ελληνική θρησκευτική εμπειρία από την οδό των νηπιακών φαντασιώσεων μέσα στην οικογένεια, των παιδικών τραυμάτων και της απώθησης. Οι εργασίες των Jung και Kerényi μας επιτρέπουν να έρθουμε σε επαφή με κάτι που, επειδή μας ξενίζει, ενδέχεται τελικά να εμπλουτίσει την γνώση μας. 
Αυτή η γραμμή ερμηνείας δεν είχε συνεχιστές. Όση επίδραση άσκησε η ψυχανάλυση στην μελέτη της ελληνικής θρησκείας πέρασε από την επικρατέστερη φροϋδική παράδοση και μάλιστα από κοινωνικούς ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους και ψυχαναλυτές που έστρεψαν το βλέμμα τους στην κλασική αρχαιότητα. Την πρώτη εξαίρεση στην αυτάρεσκη αδιαφορία των κλασικών φιλολόγων για την φροϋδική θεωρία αποτέλεσε η ιδιαίτερη περίπτωση του Ιρλανδού E.R. Dodds, ο οποίος προσπάθησε να εγκαινιάσει έναν ουσιαστικό διάλογο[11] που όμως δεν είχε την αναμενόμενη συνέχεια. Το αναμφισβήτητο κέρδος ήταν η αναγνώριση του παράλογου στοιχείου στην ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Ειδικά η Σχολή του Παρισιού (J.-P. Vernant, P. Vidal-Naquet, M. Detienne, N. Loraux), από την δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα, εργάστηκε σκληρά για να αναδείξει αφανείς αντιστοιχίες ανάμεσα στο κοινωνικό και το πνευματικό, την ομοιότητα των βασικών δομών που βρήκαν έκφραση στο σύμπλεγμα μύθου και λατρείας, από την μιά, και στην  υψηλή ποίηση και φιλοσοφία, από την άλλη, και τις διάφορες ασυνείδητες τάσεις που υποκινούσαν την αρχαιοελληνική νοοτροπία στην σκέψη και την δράση. Οι Έλληνες εξανθρωπολογίστηκαν. Το όφελος υπήρξε σημαντικό και η ψυχανάλυση δικαιούται μέρος της τιμής ― κυρίως όμως λόγω της έμμεσης επίδρασης που είχε στον τρόπο σκέψης και στο εννοιολογικό οπλοστάσιο των σύγχρονων ανθρώπων και λιγότερο επειδή η ίδια ενδιαφέρθηκε για την ελληνική θρησκεία ή οι μελετητές της γι’ αυτήν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο σημαντικότερος ζων μελετητής της ελληνικής θρησκείας, ο Walter Burkert, στο πολυσέλιδη παραγωγή του,[12] έχει επηρεαστεί από διάφορους γνωστικούς κλάδους, για παράδειγμα από την ηθολογία και το έργο του Κ. Lorenz Περί Επιθετικότητας, αλλά ελάχιστα από την ψυχανάλυση. 
Αν η υπέρβαση της νεωτερικότητας που απαιτεί η μεταμοντέρνα εποχή μας σημαίνει την πραγματική έξοδο από τον μύθο της αέναης προόδου και την κατανόηση του αλλότριου με τους δικούς του όρους, τότε μια σύγχρονη ψυχαναλυτική προσέγγιση στην αρχαία ελληνική θρησκεία οφείλει να διαθέτει και ιστορική πειστικότητα και την αμεσότητα του ζωντανού. Οφείλει, με άλλα λόγια, να μας ‘μεταφράζει’ σε μια άγνωστη, αλλά όχι νεκρή, γλώσσα.

ΙΙ. Περί της παρουσίας των θεών στον κόσμο
 
            Οι αρχαίοι Έλληνες δεν είχαν συγκεκριμένη λέξη για την θρησκεία. Τόσο πολύ ήταν ο μύθος και η τελετουργία πράγματα συνυφασμένα με τις άλλες, αμεσότερα πρακτικές, δραστηριότητες του βίου, ώστε δεν σκέφτηκαν να αυτονομήσουν την θρησκευτικότητα. Την θρησκεία τους την μάθαιναν στη πράξη. Συμμετέχοντας στις ιερές τελετές, στις πομπές και τους εορτασμούς προς τιμήν των θεών, παρευρισκόμενοι στις θυσίες, προσφέροντας τις απαρχές των καρπών και τελώντας χοές στους νεκρούς, ακούγοντας δε, από πολύ νεαρή ηλικία, τις ιστορίες και τους θρύλους για την ζωή και την δράση θεών και ηρώων, έρχονταν σε επαφή με ολόκληρο εκείνο τον φαντασιακό κόσμο όντων υπεραισθητών που εκφράστηκε τόσο καίρια στην ποίηση και την τέχνη. Η αρχαία ελληνική κοινωνία ήταν πλήρως διαποτισμένη από το αίσθημα του ιερού, από εκείνο το πρωτογενές, όπως λέει ο Rudolf Otto, mysterium tremens et numinosum, το τρομακτικό και συγκλονιστικό μυστήριο της ύπαρξης. 
            Αναγνωρίζοντας πάντοτε την διαφορά τους από τα καθημερινά πράγματα της εμπειρίας οι αρχαίοι «έβλεπαν» τους θεούς με το μάτι εκείνο της διαισθητικής όρασης που, αν και έχει σημαντικά ατονήσει σήμερα, ωστόσο ακόμα λειτουργεί, απροειδοποίητα και ακούσια, σε στιγμές ξαφνικού συντονισμού με φαινόμενα της φύσης ή της τέχνης. Τέτοιες επιφάνειες θεών μαρτυρούνται συχνά στα ιερά κείμενα των ποιητών και αναντίρρητα συνέβαιναν στις ψυχές των ανθρώπων καθώς έρχονταν σε επαφή με τα λατρευτικά αγάλματα των θεών και τις τελετές τους. 
            Θεός και θείον στα αρχαία δεν δήλωναν μόνον τα σταθερά πρόσωπα του μύθου και της λατρείας. Τα ονόματα αυτά λειτουργούσαν κυρίως ως κατηγορήματα και μπορούσαν να χαρακτηρίσουν οποιαδήποτε κατάσταση πραγμάτων και το αντίστοιχο πάθημα της ανθρώπινης ψυχής ―τον ξαφνικό έρωτα, την απροσδόκητη νίκη, το δέος ενώπιον του κεραυνού, την ποιητική έμπνευση, την άλογη βία, την ταχέως διαδιδόμενη φήμη, το ασυγκράτητο γέλιο, την οργιαστική μανία ή τον αδικαιολόγητο φόβο― που ενσκήπτει αίφνης σε άτομα ή ομάδες και τους αλλοιώνει την κανονική συνείδηση και συμπεριφορά. Η χαρακτηριστικά αρχαιοελληνική εμπειρία του θείου ανιχνεύεται σε τούτη την δυναμική απροσδιοριστία των καταστάσεων στις οποίες ενδέχεται να εμφανιστεί μια θεότητα. Οργανωμένη θρησκεία ήταν η τοπικά προσδιορισμένη μυθική και λατρευτική ανταπόκριση στις απροσδόκητες εμφανίσεις των θεών που είχε κρυσταλλοποιηθεί σε συγκεκριμένη εορτολογική τάξη. 
Μόνον αν προσεγγίσουμε τους ελληνικούς θεούς όχι ως αμετάβλητες δυνάμεις, όπως είναι οι νόμοι της νευτώνειας φυσικής, αλλά ως δυναμικά πεδία που δημιουργούνται από την σχέση ανθρώπου και κόσμου, και ως ζωντανά και απρόβλεπτα πρόσωπα που έρχονται στο φως από την διαλεκτική των εσωτερικών ενορμήσεων και των εξωτερικών δυνάμεων, μπορούμε να κατανοήσουμε την ευκολία με την οποία οι αρχαίοι μπορούσαν να θεοποιούν, μυθικά και λατρευτικά, αφηρημένες έννοιες και την δυσκολία να διακρίνουν ποιος συγκεκριμένος θεός έχει επέμβει κάθε φορά που το μυθικό, λατρευτικό ή φυσικό πλαίσιο της επέμβασης δεν έδινε άμεσα την απάντηση. Η μαγεία της ελληνικής θρησκείας βρίσκεται στην ανοικτότητα προς τον δυναμικό κόσμο των ασυνείδητων παραστάσεων και ενορμήσεων και όχι στον δήθεν αγνωστικιστικό ή σκεπτικιστικό χαρακτήρα της.

ΙΙΙ.1  Περί της γενέσεως των θεών και του κόσμου: Ησίοδος
              Δεν γνωρίζουμε πότε και πώς γεννήθηκαν οι Ολύμπιοι θεοί. Όταν τους πρωτοσυναντούμε είναι ήδη ολοκληρωμένες προσωπικότητες. Το ερώτημα της προέλευσής τους δεν απασχόλησε τον Όμηρο. Ο ποιητής έμεινε ικανοποιημένος από την παρουσία τους στον κόσμο και από την νοηματοδότηση της ζωής που παρείχε το πλέγμα των σχέσεών τους. Όταν πρωτοτέθηκε το θέμα της αρχής τους, οι Μούσες χάρισαν στον Ησίοδο το πρώτο ολοκληρωμένο θεογονικό έπος της Ελλάδας. Ιστορικά, η ενοποίηση και ιεραρχική οργάνωση των θεών με την μορφή γενεαλογικού δέντρου ― κατ’ ακρίβεια δύο τέτοιων δέντρων ― ήρθε μετά από την εμπειρία της μυθικής και τελετουργικής παρουσίας τους στον κόσμο. Το ερώτημα ‘πόθεν προέκυψε το πλήθος των θεών;’ είναι μεταγενέστερο της βιωμένης ύπαρξής τους. Ο μύθος διαδοχής της ησιόδειας Θεογονίας είναι γνωστός, επειδή αποτελεί ένα προφανές σημείο εφαρμογής της ψυχαναλυτικής θεωρίας.[13] Στον μύθο αυτό υπάρχουν όλα τα στοιχεία που θα ζητούσε ο φροϋδικός αναλυτής: και ευνουχισμός και αιμομιξία και ασταμάτητη ερωτική επιθυμία και σύγκρουση των γενεών και έριδα των φύλων και φθόνος και ματαίωση. Η ερμηνεία έχει παρουσιαστεί με πληρότητα και ευαισθησία, αλλά δεν συνάδει εύκολα με τις λεπτομέρειες του ησιόδειου κειμένου. Ας αρκεστούμε αρχικά σε ορισμένα συμπεράσματα που προκύπτουν αβίαστα από την μελέτη της Θεογονίας. 
α) Οι θεοί δεν δημιουργούν τον κόσμο, αλλά έρχονται στην ύπαρξη παράλληλα με την διαμόρφωσή του. Η θεογονία είναι ταυτόχρονα κοσμογονία. 
β) Οι θεοί και ο κόσμος δεν κατασκευάζονται από ένα νοήμονα τεχνίτη, ούτε αναφύονται με μια δημιουργική πράξη λόγου. Το ησιόδειο μοντέλο δεν είναι ούτε τεχνομορφικό ούτε λογομορφικό: είναι βιομορφικό με τονισμένη την θηλυκή πλευρά της γονιμότητας. 
γ) Τα δύο γενεαλογικά δέντρα του Χάους και της Γαίας δεν συμπλέκονται πουθενά μεταξύ τους και ο αρχέγονος Έρωτας μένει δίχως απογόνους. 
δ) Ερχόμενοι στην ύπαρξη οι θεοί μάχονται για κυριαρχία. Γέννηση και διαμάχη είναι οι δύο όψεις της ίδιας, μίας, αρχής εξέλιξης: του ησιόδειου Έρωτος. 
ε) Η τελική κυριαρχία του Δία βασίζεται στην συμβουλή που παίρνουν οι επικρατήσαντες θεοί από την Γη (Θεογ. 881-885). Αυτός, μόλις αναλαμβάνει την εξουσία, κάνει κάτι που κανένας προηγούμενος κυρίαρχος του κόσμου δεν είχε σκεφθεί: μοιράζει τα πεδία δικαιοδοσίας του κόσμου σε όλους του άλλους Ολύμπιους θεούς και, με τον τρόπο αυτό, περιορίζει την εσωτερική απειλή στο βασίλειό του. Όμως ταυτόχρονα αποδέχεται και μια άλλη μυστική συμβουλή, η οποία προέρχεται από την Γη και τον Ουρανό (Θεογ. 886-894): καταπίνει την Μήτιδα, την πρώτη σύζυγό του που εκπροσωπεί την ευφυά φρόνηση, για να μην γεννηθεί τέκνο που θα τον ανατρέψει. Το μυστικό της επικράτησης του Δία προέρχεται από συμβουλές που παρέχει η Γαία, η θηλυκή θεότητα των απαρχών, και ο Ουρανός, ο γιός της. Για να διατηρήσει την κυριαρχία του, ο Ολύμπιος Δίας αναγκάζεται να ισορροπήσει ανάμεσα στα δύο άκρα του σύμπαντος. Πριν από την αποδοχή του θηλυκού δυναμισμού, η Γαία γεννούσε ακόμη πλάσματα απειλητικά και τερατώδη, όπως ήταν ο Τυφωέας (Θεογ. 820-868). 
στ) Στην τελική κατάσταση κοσμικής Δικαιοσύνης που έχει εγκαταστήσει ο Ζευς, το σύμπαν κυβερνάται επιμερισμένα και πολυκεντρικά ― όπως στον Όμηρο. Αλλά ενώ η διοίκηση παρουσιαζόταν εκεί στατικά, ως μία κατάσταση του κόσμου, εδώ παρουσιάζεται δυναμικά, ως μια διαδικασία και ως το αποτέλεσμα σύγκρουσης. Το οριζόντιο πλέγμα σχέσεων των Ολύμπιων θεών έχει τώρα ριζωθεί καθέτως στις χθόνιες πηγές του. Οι Ολύμπιοι αποτελούν, τρόπον τινά, το πολύμορφο φύλλωμα μιας παμπάλαιας βελανιδιάς―όπως στην Δωδώνη.   
            Με βάση αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την θεοκοσμογονία του Ησιόδου επίσης ως ψυχογονία. Σε μια εποχή που η ψυχή δεν είχε ακόμα εφευρεθεί ― ή, αν προτιμάτε, ανακαλυφθεί ―οι κινήσεις ανάπτυξης και συγκρότησής της γίνονταν αντιληπτές ως διαδικασίες κοσμικές. Το μέσα και το έξω δεν είχαν διαχωριστεί σαφώς. Ανάμεσα στην γέννηση του σύμπαντος και την γέννηση της ατομικής ψυχής επικρατούσε ισομορφισμός. Οι άνθρωποι, όντας ανοικτοί προς τον κόσμο, έβλεπαν στις διαδικασίες του το εξωτερικό αντίστοιχο των δικών τους ψυχικών διεργασιών. Μάλιστα, επειδή το εξωτερικό εθεωρείτο από κάθε άποψη πρότερο, η κοσμογονία έγινε αυθόρμητα το πρότυπο της γέννησης του εαυτού και της ανάπτυξής του. Επειδή, όμως, το ερώτημα της αρχής των θεών δεν οδηγεί στο ερώτημα της προέλευσης των ανθρώπων, το έναυσμα της ησιόδειας θεογονίας δεν μπορεί αβίαστα να παραλληλιστεί με την διάλυση της συμβιωτικής φάσης, την αναγνώριση της μητέρας και την περιέργεια των παιδιών για το (σεξουαλικό) μυστικό των γονιών τους. Πίσω από την  ερώτηση που απηύθυνε ο Ησίοδος στις Μούσες κρυβόταν, πιστεύω, μια βαθειά υπαρξιακή απορία για την δομή του ίδιου του ζωντανού κόσμου και του εαυτού. Πρόκειται για ένα από εκείνα τα ερωτήματα που εντείνονται, δεν σβήνουν, από την απάντηση που το θεϊκό άγγιγμα τους προσφέρει.   Η εμπνευσμένη πρώτη απάντηση των Μουσών παρέχει ένα γονιμικό σύμβολο παρουσιασμένο με την μέγιστη δυνατή γενίκευση: την εικόνα της μήτρας που διανοίγεται για να γεννήσει. Αυτό είναι το Χάος στην ησιόδεια εκδοχή: ένα γόνιμο και υγρό χάσμα, μια αβυσσαλέα σχάση στην πλήρως αδιαφοροποίητη κοσμική ύλη. Το ίδιο αποτελεί το πρώτιστο γέννημα. Γαία είναι το δεύτερο αναίτιο γέννημα: η μητέρα κατ’ εξοχήν. Ο Έρωτας, που αναφύεται μετά, είναι η δύναμη φανέρωσης του νέου που λειτουργεί μέσα στο Χάος και την Γαία.[14] Η υπαρξιακή απορία του ποιητή εστιάζεται σε τούτο το πολύμορφο θαύμα της γέννησης και της ύπαρξης, όχι στον εμπειρικό μηχανισμό αναπαραγωγής ή το τραύμα του χωρισμού από την μητέρα.   Η συνολική εικόνα του κόσμου και του εαυτού που μας παρέχει η ησιόδεια Θεογονία βασίζεται σε ένα επανερχόμενο και υπαινικτικά διατυπωμένο δίπολο: την συμπληρωματική αντίθεση του ουρανού και της γης, του ολύμπιου και του χθόνιου στοιχείου, του φωτός και του σκότους, του έρωτα και της έριδας. Η πολικότητα αυτή είχε πολλαπλές εκφράσεις στις λατρευτικές συνήθειες των αρχαίων και ήταν βαθειά ριζωμένη στην συνείδησή τους.[15] Σε αυτές τις αντιθέσεις το ολύμπιο και φωτεινό έπεται, το χθόνιο και σκοτεινό προηγείται. Το ερώτημα που απηύθυνε ο Ησίοδος στις Μούσες αποτελεί μια πρώιμη εκδοχή του βασικού μεταφυσικού ερωτήματος: ‘πώς άραγε συμβαίνει να υπάρχει κάτι (= εγώ, κόσμος, ολύμπιοι θεοί) αντί για το απόλυτο τίποτα;’. Το ερώτημα δεν αποσκοπούσε στην ικανοποίηση της γνωστικής περιέργειας. Ο ποιητής ήθελε, βεβαίως, να μάθει πώς η τάξη είναι δυνατόν να προέλθει από τον άτακτο δυναμισμό της ζωής, πώς μέσα από γεννήσεις και μάχες προκύπτει οργάνωση. Όμως το πρόβλημα ήταν βιωμένο ως το μυστήριο της γέννησης του φωτός από το σκότος. Η αποκάλυψη των Μουσών είναι μια εξαίφνης διαύγασή του. Η μυθική σκέψη, όσο είναι ζωντανή, δεν λύνει το μυστήριο της ύπαρξης και, πολύ περισσότερο, δεν το λύνει εννοιολογικά: το εκφράζει παρέχοντας ισχυρές εικόνες με τις οποίες μπορεί κάποιος να συντονιστεί.

ΙΙΙ.2  Περί της γενέσεως των θεών και του κόσμου: ‘Ορφέας’

            Αν και έγκυρη λόγω της επαφής του ποιητή με τις Μούσες, η θεογονία του Ησιόδου δεν έμεινε αναπάντητη. Το ζήτημα της γέννησης των θεών και του κόσμου ανακίνησαν κατά τον 6ο αιώνα π.Χ. κάποιοι ποιητές που δεν έμειναν ικανοποιημένοι με την ησιόδεια εκδοχή. Οι άγνωστοι αυτοί ποιητές συνέθεσαν νέες θεογονίες και τις απέδωσαν στην πανάρχαιη, όπως πίστευαν, σοφία του Ορφέα. Η παλαιότερη από αυτές τις θεογονίες σώζεται αποσπασματικά, αλλά γνωρίζουμε την βασική δομή της.[16] Εκεί, η θεογονική διαδοχή στην κορυφή του σύμπαντος περιλάμβανε τα τρία στάδια του Ησιόδου (Ουρανός-Κρόνος-Δίας) μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο.    Πρώτη πρώτη, διηγούνταν, εμφανίστηκε η Νύκτα. Αυτή γέννησε τον Πρωτόγονο, ένα πανέμορφο και λαμπρό τέκνο, όπως το περιέγραφαν αργότερα, με χρυσές φτερούγες που όμως δεν μπορούσε να το δει κανείς. Ο Πρωτόγονος, που αργότερα ονομάστηκε Φάνης, ήταν φανερός μόνον στην μητέρα του. Από αυτήν προήλθε επίσης ο Ουρανός, ο πρώτος βασιλιάς του κόσμου, που ανατράπηκε από τον Κρόνο που ανατράπηκε, με την σειρά του, από τον Δία. Μόλις κατέρριψε τον πατέρα του, το πρώτο πράγμα που έκανε ο Δίας ήταν να ακολουθήσει την συμβουλή της Νύκτας και να καταπιεί τον αφανή Πρωτόγονο. Με την κατάποση αυτή ολόκληρος ο κόσμος, μας λένε οι ορφικοί ποιητές, ενώθηκε μαζί του: τα πάντα έγιναν τώρα Ζευς και ο Ζευς ήταν τα πάντα. Στην συνέχεια ο Δίας δημιούργησε εκ νέου τον κόσμο με βάση το σχέδιο της νοήμονος καρδιάς του.    
 
           Η ορφική θεογονία βασίζεται εμφανώς στην ησιόδεια, αλλά την παραλλάσσει καίρια με την εισαγωγή δύο νέων προσώπων και ενός νέου μυθεύματος. Νύκτα και Πρωτόγονος, αφενός, κατάποση του Πρωτόγονου και νέα δημιουργία του κόσμου από τον Δία στον ρόλο του τεχνίτη, αφετέρου, αποτελούν καινοτομίες για τις οποίες τίποτε στο Ησίοδο δεν μας έχει προετοιμάσει. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι ο νέος κόσμος που δημιουργεί ο Δίας είναι, σε όλες του τις λεπτομέρειες, πανομοιότυπος με τον παλιό. Και έτσι τίθεται μια σειρά από ερωτήματα: Τι θέλει να εκφράσει αυτή η διπλή δημιουργία του κόσμου; Γιατί οι ορφικοί ποιητές δεν έμειναν ικανοποιημένοι με την ησιόδεια διήγηση; Που αναφέρονται, τελικώς, τα νέα αυτά στοιχεία;   Πειστικές και κοινώς αποδεκτές απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν. Οι κλασικοί φιλόλογοι συνήθως αρκούνται στην εξιχνίαση των επιρροών και των δανείων που δέχτηκε το νέο ποίημα από την προϋπάρχουσα λογοτεχνία (ελληνική ή ανατολική) και διακρίνουν εκλεκτικές συγγένειες που υφίστανται ανάμεσα σε αυτό και παράλληλες εξελίξεις σε άλλους τομείς της κοινωνίας. Όταν όμως όλες οι επιρροές και όλα τα δάνεια ανακαλυφθούν, και όταν οι υποθετικοί παραλληλισμοί φανούν αρκετά εύλογοι ώστε να γίνουν ευρέως αποδεκτοί, το βασικό ερώτημα του ίδιου του νέου μηνύματος που κομίζει η πρωτότυπη ποιητική σύνθεση εξακολουθεί να παραμένει αναπάντητο, ή μάλλον δεν έχει καν ακόμη τεθεί. 
Τι λοιπόν θέλει να δηλώσει ο Πρωτόγονος και η κατάποσή του από τον Δία και τι η διπλή εμφάνιση του ίδιου σύμπαντος, πρώτα με την διαδικασία της γέννησης και της έριδας και κατόπιν με ενοποίηση και νοήμονα αναδημιουργία;  Κατά την γνώμη μου, τα νέα στοιχεία αναφέρονται, και πάλι, στην ανάπτυξη της ψυχής. Αποτελούν όμως νέες μυθικές παραστάσεις ψυχικών διαδικασιών ολοκλήρωσης. Τα ιδιαίτερα μάλιστα επεισόδια του ορφικού μύθου αποτελούν, πρεσβεύω, συμβολικές παραστάσεις ψυχικής ανα-γέννησης. 
Ας δούμε πώς θα μπορούσαμε να τα προσεγγίσουμε αναλυτικά.   Ο Πρωτόγονος-Φάνης εκπροσωπεί το μυστικό της ύπαρξης, το ίδιο το Είναι ― αν μου επιτραπεί να μιλήσω χαϊντεγγεριανά ― στην αντίθεσή του με όλα τα επιμέρους πράγματα του κόσμου, δηλαδή με τα όντα. Αυτό, γέννημα ενός γόνιμου μηδενός που εκπροσωπεί η Νύκτα, βρίσκεται παντού, δηλαδή πουθενά συγκεκριμένα, γιατί δεν είναι κάτι. Για τον λόγο αυτό, αν και είναι (όπως το μεταγενέστερο όνομά του δηλώνει) το πιο φανερό πράγμα στον κόσμο, το ίδιο το φως της ύπαρξης, ωστόσο κανείς δεν το βλέπει. Η παρουσία του είναι αναμεμειγμένη με τα επιμέρους όντα στα οποία και μέσω των οποίων φανερώνεται. Ο κυρίαρχος του κόσμου έμαθε το μυστικό της ύπαρξης, το Είναι καθεαυτό, από το μαύρο μηδέν που το γέννησε και που μόνον αυτό υπήρξε πρότερό του. Αν Νύκτα είναι το ασυνείδητο και Πρωτόγονος το πρώτο φανέρωμα του ασυνειδήτου, η πρώτιστη αφανής θερμότητα της δύναμής του, τότε ο Λόγος-Διας πρέπει να γίνει ένα μαζί του, να το αφομοιώσει πλήρως, αν θέλει η εξουσία του να μην μείνει μετέωρη. Με την πράξη του αυτή, ο Δίας γίνεται για πρώτη φορά κυρίαρχος του εαυτού του. Τώρα επιτυγχάνει την πλήρη κατάφαση της ύπαρξής του. Όσα γίνονταν πριν και του ήταν εξωτερικά, γίνονται εκ νέου με την θέλησή του. Τίποτε εξωτερικό δεν έχει αλλάξει. Όμως όλα έχουν τώρα διαυγαστεί στο φως της κατάφασης του πεπρωμένου. Το αναγκαστικό έχει γίνει ελεύθερο, το τυχαίο αναγκαίο, και το ετερόνομο αυτόνομο και αυτεξούσιο.   
Η διαδικασία που περιγράφει η ορφική θεογονία είναι μια διαδικασία συγκρότησης και ολοκλήρωσης του Εαυτού: ανάπτυξης των δυνάμεών του από την μαύρη άβυσσο του ασυνειδήτου, εσωτερικής διαφοροποίησης μεταξύ τους, ανάδυσης του συνειδητού λόγου, επιστροφής του στην άβυσσο και αποδοχής των ασυνείδητων ενορμήσεων και παραστάσεων με πλήρη ταύτιση μαζί τους, και νέου χωρισμού τους από το κέντρο του ψυχικού είναι που εκπροσωπεί ο αναγεννημένος Δίας-Φάνης ως Δημιουργός. Οι σκοτεινές και καταπιεσμένες ρίζες της δημιουργικότητας βρίσκουν τώρα απρόσκοπτη έκφραση και ροή. Ο κόσμος του εαυτού έχει διαυγασθεί, όσο του είναι εφικτό, από το φως του Λόγου. Μια τέτοια θεώρηση δεν είναι φυσικά μονοθεϊστική. Είναι δυαρχική μαζί και πολυθεϊστική γιατί αποδέχεται τόσο την πολλαπλότητα των παραστάσεων και των ορέξεων της ψυχής όσο και τον διπολισμό του φανερού και του κρυφού, του συνειδητού και του ασυνειδήτου, του ουράνιου και του χθόνιου. Κομίζει, όμως, επίσης το αισιόδοξο μήνυμα της ποθητής ενότητας του Εαυτού γύρω από την ήπια δύναμη του αναγεννημένου μέσα στο ασυνείδητο (και την παννύχια απειρία) συνειδητού νου. 
Σε σχέση με τον Ησίοδο, το νέο στοιχείο αφορά την νοήμονα αναδημιουργία. Η συμβιβαστική δικαιοσύνη του Δία ήταν, στον Ησίοδο, το αξεπέραστο όριο της εξατομίκευσης. Το ορφικό μοντέλο, όντας βιομορφικό αρχικά και τεχνομορφικό στην συνέχεια, πηγαίνει πιο πέρα και αναβαπτίζει τον Εαυτό στην έλλογη γνώση. Φυσικά, η παραπάνω ερμηνεία πάσχει από υπερβολική εννοιολόγηση. Κανένας σύγχρονος δεν είχε συλλάβει φιλοσοφικές έννοιες όπως το Είναι, η κατάφαση του πεπρωμένου (amor fati), ο Εαυτός κ.λπ. Όμως τα αντίστοιχα των δικών μας εννοιών τα παρείχε άμεσα, με τρόπο μη εννοιολογικό, η τελετουργία. 
*** Οι νέες κοσμοθεογονίες, όπως αυτή που είδαμε, άρχισαν να κυκλοφορούν περί τα μέσα του έκτου αιώνα π.Χ. ως ιεροί μύθοι σχετιζόμενοι οργανικά με μυητικές τελετές. Αποτελούσαν τα μυθικά λεγόμενα, τα ιερά κείμενα και σύμβολα των αντίστοιχων τελετουργιών.[17] Το πλήρες νόημά τους δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό ούτε αν θεωρήσουμε ότι ασκούν κριτική σε προηγούμενες εκδοχές θεογονίας με τον τρόπο που οι σημερινοί επιστήμονες αναθεωρούν, δίχως ψυχική εμπλοκή (disinterestedly), τις απόψεις των προγενεστέρων τους προς χάριν της γνώσης, ούτε αν πιστέψουμε ότι είναι καθαρά λογοτεχνήματα, απλές ποιητικές εκφράσεις συγκινησιακής έκρηξης. Με μια έννοια, είναι και τα δύο και κάτι περισσότερο. Είναι γνώση, αλλά γνώση ζωής, και είναι ποίηση, αλλά ποίηση που δεν έχει αποσχισθεί από τον γνήσιο ενθουσιασμό, από το άγγιγμα του θείου. Οι ορφικές θεογονίες παρουσιάστηκαν ως αποκαλύψεις, ως νέες συνολικές ενοράσεις του κόσμου, του νοήματός του και της θέσης του ανθρώπου εντός του, αλλά, αντίθετα από την ησιόδεια Θεογονία, για την τελετουργική χρήση της οποίας δεν διαθέτουμε καμία μαρτυρία, οι ορφικές θεογονίες υπήρξαν αποκαλύψεις μυθικές και τελετουργικές ταυτόχρονα. Αυτό σημαίνει ότι η αποκάλυψη συνέβαινε ως η βιωματική έκλαμψη του νου κατά την μύηση, όχι ως το αποτέλεσμα μιας διανοητικής προσπάθειας για το ‘νόημα’ του μύθου.   
Ψυχολογικά μιλώντας, αποκάλυψη είναι η αυθόρμητη ανάδυση περιεχομένων του ασυνειδήτου στο φως της συνείδησης. Κατά το πολύτιμο και σπάνιο αυτό συμβάν, επιτυγχάνεται μια απροσδόκητη ταύτιση της έννοιας με το σύμβολο, ή αλλιώς μια εξαίφνης διαύγαση του συμβόλου που οδηγεί σε έκρηξη γνωστικής μαζί και συναισθηματικής ενέργειας στο ψυχικό κέντρο. Αποκάλυψη όμως υπάρχει μόνον εκεί που υπάρχει βιωμένο μυστήριο. Κατά την στιγμή της αποκάλυψης η ψυχή απλώνεται σε πράγματα που πριν της ήταν εξωτερικά και ξένα, η διάκριση του μέσα και του έξω προσωρινά καταλύεται και ένας δίαυλος επικοινωνίας διανοίγεται μέσω του οποίου η τυχαία ύπαρξη του ατόμου αποκτά μια αναγκαιότητα νοήματος καθώς εγγράφεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Σε τέτοιες εμπειρίες το υπαρξιακό κέντρο του ατόμου είτε ταυτίζεται είτε συντονίζεται με το κέντρο ύπαρξης των πραγμάτων με τα οποία έρχεται σε επαφή. Ως αποτέλεσμα αυτού του συντονισμού αποκτάται η γνώση ότι οι ίδιες ακριβώς αρχές και δυνάμεις που διοικούν τον κόσμο κυβερνούν και ορίζουν την ατομική ψυχή η οποία δεν είναι παρά μια προοπτική μικρογραφία του σύμπαντος. Αν δούμε το θέμα από την πλευρά της ψυχής θα μιλήσουμε για προβολή των παραστάσεών της στον κόσμο. Αν το δούμε από την πλευρά του κόσμου, θα μιλήσουμε για φυσική δεκτικότητα, ή και παθητικότητα, του ανθρώπινου νου. Αν το δούμε συνδυαστικά, από την διαλεκτική κόσμου και ψυχής, θα μιλήσουμε για θεούς, για αρχέτυπα σύμβολα, η ακριβής μορφοποίηση των οποίων προέρχεται από παράγοντες ιστορικούς, και συνεπώς τροποποιείται για να ανταποκριθεί σε νέες απαιτήσεις και νέες ψυχικές ανάγκες, τις οποίες, με την σειρά της, εμπεδώνει στην συνείδηση των πολλών.   
Στον ορφικό μύθο έχει τεθεί το ερώτημα της ενότητας του κόσμου και του έλλογου σχεδιασμού του: πώς τα μέλη του έχουν συν-αρμολογηθεί, εναρμονιστεί μεταξύ τους, ώστε να αποτελούν ένα ζωντανό όλον; Το ερώτημα είναι καινούργιο, φιλοσοφικό, και δεν μπορεί να απαντηθεί με τον παλαιό ησιόδειο μύθο. Όμως πίσω από αυτό το αναντίρρητα υπαρκτό πρόβλημα ίσως κρύβεται ένα άλλο σημαντικότερο ζήτημα: η απομάκρυνση των παραδοσιακών θεών από τον ψυχικό κόσμο των ανθρώπων, η ψυχρή παγίωσή τους σε επαναλαμβανόμενους μύθους και άπνοες τελετές. Η απόσταση προκλήθηκε από την πιο ελκυστική τάση της ελληνικής νοοτροπίας, την καίρια αποστροφή της προς καθετί άμορφο. Όμως κάθε μονομέρεια πληρώνεται. Η σκληρή μορφοποίηση ενέχει τον κίνδυνο της σκλήρυνσης της μορφής ώστε η επαφή μαζί της να καθίσταται πλέον αδύνατη ή δυσχερής. 
  Η νέα ορφική ποίηση και η μυητική ανάγκη από την οποία προήλθε ήταν προσπάθειες αμεσότερης επαφής με τους θεούς που η παράδοση είχε απομακρύνει στην κορυφή του μακρινού Ολύμπου. Στο νέο μυθικό και μυητικό-τελετουργικό πλαίσιο, οι θεοί της παράδοσης μπορούσαν να αποκατασταθούν για τον μύστη σε μια θαυμαστή λατρευτική αμεσότητα. Οι θεοί που ενώθηκαν με τον Δία και στην συνέχεια αναδημιουργήθηκαν από εκείνον θα ήταν, για κάποιους εκλεκτούς μύστες, το σύμβολο μιας εσαεί τελούμενης δημιουργίας που αντλεί την ενέργειά της από το μεστό πάντων, τουτέστιν γόνιμο, σκότος της Νύκτας. Ο κόσμος μπορούσε έτσι να γίνει, εκ νέου, το πεδίο μιας αιώνιας γέννησης, μιας διαρκούς δημιουργίας και ενός εσαεί τελούμενου θαύματος, καθώς ο καταρράκτης της διαρκούς ροής των φαινομένων καταυγαζόταν με  το νέο φως της νοήμονος καρδιάς του Δία. Από αυτήν την σχέση του έλλογου φωτός με την ροή προέκυπτε, τώρα, το ανανεωμένο ουράνιο τόξο των παραδοσιακών θεοτήτων. Με παρόμοιο τρόπο, στην θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα και στην φιλοσοφική άποψη του Πλωτίνου για την δυναμική ενέργεια του θείου Νου, το Αγαθό παράγει τις αιώνιες μορφές καθώς διαχέει το φως του στην δομημένη αλλά αφανή νοητή ύλη που βρίσκεται σε αιώνια κίνηση.

[1] J.-P. Vernant, «Oedipe sans complèxe»,  J.-P. Vernant―P. Vidal-Naquet, Mythe et tragédie en Grèce ancienne, Paris 1972 (= Myth and Tragedy in Ancient Greece, New York 1990, 85-111).
[2] O. Rank, The Myth of the Birth of the Hero, New York 1952 [1914] 
και Psychoanlytische Beiträge zur Mythenforschung, Leipzig 1919; Karl Abraham, «Dreams and Myths: a Study in Folk-Psychology», Clinical Papers and Essays on Psychoanalysis, New York 1955, 151-209.
[3] P. Slater, The Glory of Hera: Greek Mythology and the Greek Family, Princeton 1968.
[4] G. Devereux, Femme et mythe, Paris 1982.
[5] R. Caldwell, The Origin of the Gods: A Psychoanalytic Study of Greek Theogonic Myth, Oxford 1989; «The Psychoanalytic Interpretation of Myth», L. Edmunds (ed.), Approaches to Greek Myth, Baltimore 1990, 344-389.
[6] C.G. Jung―C. Kerényi, Introduction to a Science of Mythology, London 1951, C.G. Jung, «A Psychological Approach to the Trinity», Psychology and Religion: West and East, New York 21969 (=Collected Works 11), 107-200 (
ειδικά 117-128).
[7] 
Βλειδικά C.G. Jung, Psychology and Alchemy, New York 21968 (= Collected Works 12); Alchemical Studies, New York 1968 (= Collected Works 13).
[8] C. Kerényi, Asklepios: Archetypal Image of the Physician’s Existence, New York & London 1959 [1947]; Prometheus: Archetypal Image of Human Existence, New York & London 1963 [1959]; Eleusis: Archetypal Image of Mother and Daughter, New York & London 1967 [1960]; Zeus and Hera: Archetypal Image of Father, Husband and Wife, Princeton & London 1975; Dionysos: Archetypal Image of Indestructible Life, Princeton & London 1976.
[9] C.G. Jung, The Archetypes and the Collective Unconscious, New York 21968 (= Collected Works  9.1); AION, New York 21968 (= Collected Works 9.2).
[10] 
ΣΙΡάγκος, «H εκστατικήστιγμήτου âξαίφνης«, Φιλοσοφία 36 (2006), 93-114.
[11] E.R. Dodds, The Greeks and the Irrational, Berkeley 1951, 
κυρίωςκεφ. 4.
[12] W. Burkert, Structure and History in Greek Mythology and Ritual, Berkeley 1979; Homo Necans: The Anthropology of Ancient Greek Sacrificial Ritual and Myth, Berkeley 1983 [1972]; Greek Religion, Cambridge (MA) 1985 [1977]; The Creation of the Sacred: Tracks of Biology in Early Religions, Cambridge (MA) 1996.
[13] Η πληρέστερη και πειστικότερη φροϋδική ερμηνεία του μύθου έχει παρουσιαστεί από τον Caldwell, The Origin of the Gods (βλ. σημ. 5 παραπάνω), 126-185. Πβτουιδίου «Psychocosmogony: The Representation of Symbiosis and Separation-Individuation in Archaic Greek Myth», W. Muensterberger ― L. Boyer (eds.), The Psychoanalytic Study of Society, vol. 9, New York 1981, 93-103.[14] Μία ερμηνεία αυτών των πρώτιστων όντων και των αρχαίων εξηγήσεών τους έχω προτείνει στην μελέτη «Hσίοδος και φιλοσοφία: η μυθοποιητική καταγωγή της àληθείας τοÜ λόγου  στην αρχαϊκή Eλλάδα», Ν. Μπεζαντάκος ― Χ. Τσαγγάλης (επιμ.), Mουσάων àρχόμεθα: O Hσίοδος και η αρχαϊκή επική ποίηση, Aθήνα 2006, 395-540.
[15] Ο ίδιος ο Freud ομολόγησε ότι συνέλαβε το δίπολο των ενστίκτων ζωής και θανάτου μελετώντας τους αρχαϊκούς στοχαστές ― ο Εμπεδοκλής είναι η πιο χαρακτηριστική περίπτωση.
[16] Πρόκειται για την θεογονία που διασώζεται στον περίφημο πάπυρο του Δερβενίου. Για ένα ανεπίσημο κείμενο και μια εξαιρετική συνολική ερμηνεία βλ. 
G. Betegh, The Derveni Papyrus: Cosmology, Theology and Interpretation, Cambridge 2004.
[17] 
Πβ. D. Obbink «Cosmology as Initiation vs. Critique of Orphic Mysteries», A. Laks ― G. Most (eds.), Studies on the Derveni Papyrus, Oxford 1997, 39-54.  
πηγή: ekpse.gr 

ΗΘΟΣ, ΛΟΓΟΣ, ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΜΑΡΙΟΥ ΜΑΡΚΙΔΗ

$
0
0
Μάριος Μαρκίδης





















Εκλεκτικές συγγένειες: το ήθος, ο λόγος και η ψυχανάλυση στο έργο του Μάριου Μαρκίδη
Η ποιητική εμβέλεια της γλώσσας είναι σε θέση να επανασχεδιάζει την αρχιτεκτονική της υποκειμενικότητας και τον ορίζοντα των δυνατοτήτων της. Σ΄αυτό ακριβώς το σημείο ο Μ. Μαρκίδης εντοπίζει και αναδεικνύει με απαράμιλλη ευαισθησία και μοναδική πρωτοτυπία στην νεοελληνική γραμματεία την κοινή ρίζα της ποίησης και της ψυχανάλυσης.


Του Δημήτρη Βεργέτη


1.Το ποιητικό ήθος του Μ. Μαρκίδη

Δεν είναι εύκολο να γράψει κανείς για τον Μάριο Μαρκίδη. Η γραφή διασπάται ακολουθώντας τα πολλαπλά και ετερογενή ίχνη των λόγιων και επιστημονικών πρακτικών του που οδηγούν στην ανακάλυψη ενός πολύπτυχου έργου, προικισμένου με ανεκτίμητα κοιτάσματα ποιητικής ευαισθησίας και λόγιας ευρηματικότητας. Ξεδιπλώνοντας τις πτυχές που το συγκροτούν εντοπίζουμε ένα Μαρκίδη σαγηνευμένο από το ποιητικό ήθος της γλώσσας και  την μυσταγωγία της ποιητικής γραφής, στην οποία μάλιστα διαπρέπει. Δίπλα στον Μαρκίδη ποιητή και σε πλήρη όσμωση με το  «ήθος» του συνυπάρχει ένας διεισδυτικός αναγνώστης ποιητικών και θεωρητικών κειμένων, ένας τακτικός και υποψιασμένος επισκέπτης κορυφαίων λογοτεχνικών τόπων, ένας πολυτάλαντος δοκιμιογράφος, ένας   κριτικός συνομιλητής πολιτικών και κοινωνικών ερωτημάτων. Με δυο λόγια, ένας πολυσύνθετος διανοούμενος. Σε απόσταση αναπνοής, αν όχι ακριβώς στην ίδια θέση, πολιτογραφείται ο ψυχίατρος και πανεπιστημιακός δάσκαλος. Υπήρξε επίσης ο πλέον φωτισμένος, ένθερμος και προικισμένος πρωταγωνιστής του διαλόγου ανάμεσα στην ψυχιατρική και στην ψυχανάλυση με μια ελευθερία πνεύματος σπανίως απαντώμενη σ’ αυτούς τους περιφραγμένους χώρους.Αναμφίβολα, συνέτεινε σε αυτό η διανοούμενη συγκρότηση της σκέψης του και η δεκτικότητά του στην φιλοσοφική παιδεία, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, συνιστά σπάνια εξαίρεση στο χώρο της ψυχιατρικής. Θα αδικούσαμε την πολύπλευρη προσωπικότητα του αν παραλείπαμε εκείνον τον Μαρκίδη που δικαιούται τον τίτλο του πρώτου εισηγητή και περάτη της αναγεννημένης φροϋδικής  ψυχανάλυσης στο σύμπαν της ελληνικής γλώσσας. Αποδίδοντας φόρο τιμής στην διορατικότητά του θα υπενθυμίσουμε ότι με το έργο του «Η ψυχανάλυση του διχασμένου υποκειμένου» υπήρξε στην Ελλάδα ο πρώτος δίαυλος της λακανικής Επιστροφής στον Φρόυντ. 

Από αυτή την σύντομη σκιαγράφηση της πολυσύνθετης προσωπικότητας του αναδύεται ήδη ένα ερώτημα: ποια είναι η εστία στην οποία πραγματοποιείται η σύνθεση αυτής της πολλαπλής προσωπικότητας και επισφραγίζεται η ενότητα της; Μια λεπτά σμιλεμένη φράση του ίδιου του Μ. Μαρκίδη μας παρέχει τον πιο αξιόπιστο οδοδείκτη για να φτάσουμε στην απάντηση που ενδημεί στα ίδια του τα κείμενα. «Ο καθένας  είναι το ύφος του- και το ύφος λογοδοτεί στο ήθος» [1],  γράφει στο κείμενο του «Ηθική και αγάπη». Πρόκειται για μια  κλασσική ρήση  της ουμανιστικής ηθικής, ο μακρινός απόηχος της  οποίας διατρέχει την ρητορική του Pope και την οποία υπενθύμιζε ο Λακάν [2]. Ο Μ. Μαρκίδης την επικαιροποιεί και την προτάσσει. Στο «υφολογικό» πρωτόκολλο επίσης προσέφυγε για να ορίσει το διακριτικό γνώρισμα του διανοούμενου: «διανοούμενος είναι εκείνος που διεκδικεί το μεγαλύτερο δυνατό μερίδιο στην τόλμη του ύφους» [3].

Το ερώτημα λοιπόν ποιός ήταν ο Μ. Μαρκίδης ως δημιουργός έργου, συμπράττει με μια απάντηση το  κλειδί της οποίας είναι το ζήτημα του ύφους. Ως φορέας έργου ο Μ.Μαρκίδης ήταν το ύφος του. Δεν πρόκειται όμως για ύφος όπως το ορίζει η αισθητική και όπως το ταξινομούν οι κώδικες της ρητορικής. Πρόκειται για το ύφος που μορφοποιεί την υποκειμενικότητα στο σημείο τομής της ιδιοσύστατης καλλιέπειας, της ευρυ-μαθούς εγρήγορσης, της φιλάλληλης  ηθικής, και του ευπροσήγορου ήθους. Ποιός είναι όμως ο σημασιακός πυρήνας της έννοιας του ήθους στον Μ. Μαρκίδη; Αφιστάμενη της κοινότοπης και συμβατικής εκδοχής της, η έννοια αυτή στοιχειοθετείται μέσα στον ορίζοντα της Ηρακλείτειας πρωτοτυπία της. Συνεπής αναγνώστης του Ηράκλειτου, ο Μ.Μαρκίδης έγραφε έχοντας βαθιά επίγνωση ότι «ήθος ανθρώπω δαίμων». Ο αρχαιοελληνικός δαίμων δεν χρωστά τίποτα στην μεταγενέστερη χριστιανική δαιμονολογία. Είναι το κρυπτώνυμο της ενδόμυχης ετερότητας μας, ο εαυτός μας ως Άλλος πέρα από τις ναρκισσιστικές ταυτίσεις του. Το ήθος υπερβαίνει το Εγώ μας, δεν είναι πλάσμα της φαντασίας του και του φαντασιακού του. Αντίθετα, το Εγώ, και ειδικότερα το υποκείμενο, κατοικεί μέσα σ΄ένα ορισμένο ήθος. Διόλου τυχαία, στην εμπνευσμένη ηρακλείτεια ρήση, «ήθος» σημαίνει διαμονή, τόπος κατοίκησης, όπως απέδειξε η διεισδυτική αποκρυπτογράφηση της από τον Χάιντεγγερ [4]. Παραπέμπει στην τοπική του είναι μας, πέραν της τοπικής του ασυνειδήτου.  

Είναι πλέον εφικτή μια ουσιαστικότερη κατανόηση της φράσης που συμπυκνώνει με ηρακλείτεια τολμώ να πω αινικτικότητα το «ηθικό» αξίωμα του Μ.Μαρκίδη. «Το ύφος λογοδοτεί στο ήθος», λογοδοτεί στον δαίμονα του, λογοδοτεί στον Άλλο εντός του οποίου επιλέγει να κατοικήσει ο άνθρωπος ως υποκείμενο. Για τον Μ. Μαρκίδη, αυτός ο Άλλος  συνέπιπτε με τον Λόγο. Και δη με τον Λόγο στην ηρακλείτεια φιλοσοφική σύλληψή  του,  όπως θα δούμε εν συνεχεία . Σε όλη την έκταση του πολύπτυχου έργου του ο Μ.Μαρκίδης λογοδοτούσε στον Λόγο ποιητικώ τω τρόπω.

Με λίγα λόγια, ο Μ.Μακρίδης είχε επιλέξει την Ποίηση ως ήθος του πολυφωνικού λόγου του, ανεξάρτητα από τις θεματικές εξειδικεύσεις του. Θα συνάγουμε λοιπόν ότι ποιητικό δεν ήταν μόνο το ύφος του άλλα πρωτίστως το ήθος του. Ανάλογα με τις απαιτήσεις της κειμενικής συγκυρίας το ύφος του μπορούσε να ανατέμνει με υποδειγματική ερμηνευτική ακρίβεια, να  διαπρέπει με την λεπτή ειρωνεία [5]  του, να αποπνέει άρωμα μελαγχολίας [6], να ξιφουλκεί με ρητορική δεινότητα, να αναπτύσσει με παιδαγωγική μέριμνα κτλ. Ειρωνικό, μελαγχολικό, πολεμικό, παιδαγωγικό, αναλυτικό το ύφος του συμβαλλόταν πάντα  οργανικά με το ποιητικό ήθος. 

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι το καθεστώς του σημαίνοντος στο έργο του Μ.Μαρκίδη είναι εγγενώς ποιητικό. Η χρήση του και η συνδυαστική του δεν υπαγορεύεται από την πρωτοκαθεδρία θετικιστικών επικοινωνιακών ή διαπιστωτικών σκοπιμοτήτων και αρχών. Αντίθετα η αρχή της ποιητικής σύνθεσης διατρέχει όλες τις ετερογενείς περιοχές του έργου του και τις ενοποιεί δημιουργώντας ένα κοινό ποιητικό υπέδαφος. Αναμφίβολα, η οικονομία ενός ποιήματος διέπεται από κανόνες που το διαφοροποιούν από μια κλινική μελέτη, από μια θεωρητική επεξεργασία, από μια πολιτική ανάλυση, από ένα ερμηνευτικό σχολιασμό. Τα κλινικά κείμενα του Μ. Μαρκίδη δεν είναι ταξινομήσιμα στις ποιητικές συλλογές του. Δεν είναι εξομοιώσιμα με «κλινικά» ποιήματα. Θα ήταν ανακριβές και παράλογο να ισχυριστούμε το αντίθετο και να εκβιάσουμε ομολογίες ψευδεπίγραφης ταυτότητας. Αυτό που επιχειρώ να αναδείξω εδώ είναι ότι σε κάθε φράση του έργου του ο Μ. Μακρίδης δεν παύει να λογοδοτεί ποιητικά στον Λόγο ανεξάρτητα από το αντικείμενο που πραγματεύεται και την θεματική τοπική του. Το ποιητικό ήθος εμφιλοχωρεί σε όλο το φάσμα της γραφής του αποτυπώνοντας και στις πλέον κοινότοπες χρήσεις του σημαίνοντος την ποιητική  μέριμνα. Θα συνάγουμε λοιπόν, απορρίπτοντας εκ προοιμίου κάθε ψυχολογική και ψυχολογίζουσα προσέγγιση, ότι η ποιητική εκφορά του Λόγου υπήρξε το μείζον σύμπτωμα του Μ. Μαρκίδη. 

Υιοθετώ εδώ τον όρο σύμπτωμα με την αναβαπτισμένη εκδοχή που σμίλεψε ο ύστατος Λακάν μετά το πέρας της κλασσικής περιόδου του. Στο πλαίσιο αυτής της μείζονος αναθεώρησης, το σύμπτωμα δεν συλλαμβάνεται ως συμβολική έκφραση ψυχικής δυσλειτουργίας. Δεν συνιστά καν μόρφωμα του ασυνείδητου. Δεν αποτελεί δολοφραδή μηχανισμό που τείνει συνένοχη χείρα βοηθείας στην επιστροφή του απωθημένου. Αντίθετα είναι ό,τι πιο προσωπικό και αναπαλλοτρίωτο εμφιλοχωρεί σ΄ ένα ομιλόν πλάσμα ως αρχή υποκειμενικής συγκρότησης και προσίδιας θέσμισης. Λειτουργεί ως ενιαία συνθετική αρχή σε ετερόκλιτα πεδία τις ύπαρξης και ως άδηλος κοινός παρανομαστής στις σημαίνουσες πρακτικές του υποκειμένου. Για να το διαφοροποιήσει μάλιστα από την κλασσική έννοια του συμπτώματος, ο Λακάν είχε υιοθετήσει την ομόηχη γραφή του sinthome [7]  προερχόμενη από τον πρώτο, λόγιο  μεταγραμματισμό της λέξης στα  γαλλικά – με αυτή τη γραφή μάλιστα απαντάται στον Ραμπελαί. Απ’αυτή την άποψη, μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, καθίσταται σαφές ότι το ποιητικό ύφος του Μ. Μαρκίδη ως ήθος Λογοδοσίας συνιστούσε το προσίδιον σύμπτωμα του. Τι ακριβώς όμως ήταν ο Λόγος στον οποίο ο Μ. Μακρίδης λογοδοτούσε;
    
2. Η έννοια και η επικράτεια του Λόγου στον Μ. Μαρκίδη

Ποιητικό, το ήθος του Μ. Μαρκίδη βρισκόταν εγγενώς σε διάσταση – και αντίσταση – απέναντι στον περιρρέοντα ψυχολογισμό των «ομότεχνων» του, όπως αποκαλούσε με την ευγενική και ανάλαφρη ειρωνεία του τους παροικούντες τον συναδελφικό του χώρο. Η στάση αυτή απέρρεε από το θεμελιώδες αξίωμα της προβληματικής του σύμφωνα με το οποίο ο Λόγος δεν είναι μια ψυχολογική κατηγορία. Γενικότερα, η ψυχολογία αδυνατεί να οριοθετήσει την έννοια του Λόγου. Γιατί ο Λόγος προϋπάρχει του υποκειμένου και της ψυχολογίας του. Επίσης δεν είναι ένα προϊόν βιοχημικών συνθέσεων στις εγκεφαλικές αύλακες. Όπως σημείωνε ο ίδιος με την ποιητική παρρησία της γραφής του, «υπάρχουν οι ζυμώσεις της ζωής, αλλά υπάρχει και η μουσική της ζωής, όπου ο γάμος λ.χ. του νατρίου με το κάλιο δεν συνεισφέρει τίποτα. Κάθε συναισθηματική διάθεση» δεν είναι χρεωμένη στην βιοχημεία, κάθε έκπληξη της γλώσσας δεν είναι αφασία, ας αφήσουμε που και κάθε αφασία δεν είναι εγκεφαλικό επεισόδιο»» [8]. 

Δύο αξιωματικές προκείμενες επισφραγίζουν, παγιώνουν και περιφρουρούν την πρωτοκαθεδρία του Λόγου: η καταγωγική του αυτοτέλεια και ή άνευ ορίων επικράτεια του - και επικράτηση του.

Την μη περατότητα του Λόγου, ο Μ. Μαρκίδης την καταγράφει ακολουθώντας τα ίχνη του Φρόυντ ως το σημείο όπου αποκαλύπτεται «συνταξιδιώτης με τον δύστροπο ίωνα φιλόσοφο, ο οποίος σημείωσε χάριν ημών των επιγενομένων το «ψυχής πείρατα (=πέρατα) ίων ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορεύομενος οδόν. Ούτω βαθύν λόγον έχει». Και προσθέτει: «το αληθινό κέντρο βάρους στην έκφραση είναι ο λόγος, κι ο λόγος είναι από την φύση του βαθύς. Κι όσο πιο βαθύς είναι τόσο περισσότερο συμπίπτει μ’ αυτό που στον ελληνικό κόσμο προσδιορίζεται εδώ και μερικές χιλιάδες χρόνια σαν «ψυχή»» [9]. Επιστρατεύοντας την ποιητική υποβλητικότητα των λέξεων θα έλεγα ότι  ο Μ. Μαρκίδης εισάγει στην τοπική της Ψυχής την αμετροέπεια του Λόγου. Η μη περατότητα του Λόγου είναι συνεκτατή με το αβυθοσκόπητο βάθος του. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου, αποφαίνεται η λαϊκή σοφία, συνηχώντας εν αγνοία της με την μαρτυρία του ηρακλείτειου αποσπάσματος. Άβυσσος όμως χωροθετημένη εντός του Λόγου, εντός της απειρότητας των ορίων του. 

Η άλλη προκείμενη, όπου αποτυπώνεται η καταγωγική αυτοτέλεια του Λόγου, συγκροτεί τον  άξονα της προβληματικής του Μ. Μαρκίδη σ’ όλες τις σημαίνουσες εκφάνσεις της και διακηρύσσεται  με μαχητική ενάργεια οριοθετώντας ένα μέτωπο απέναντι σε όλες τις παραλλαγές του σύγχρονου βιολογικού συρρικνωτισμού. Για τον Μ. Μαρκίδη εν αρχή ην ο Λόγος και αυτή η άτοπη  αρχή αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο, το σημείο σύγκλισης και συνάντησης όλων των κορυφαίων στοχαστών, ανεξαρτήτως Σχολών και δογμάτων: «Απ΄τον Ηράκλειτο μέχρι τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, και από κει μέχρι τον Καρτέσιο, το Φρόυντ τον Χάιντεγγερ και τον Λακάν, εν αρχή ην ο λόγος.  Με όλα τα πράγματα που έχει εκάστοτε υποστηριχτεί ότι σημαίνει στην ιστορία των ιδεών λόγος – λογικά οργανωμένος στοχασμός, αίτια μέτρο, θεός, διάνοια, γλώσσα κ.α. Σ΄αυτό το ζήτημα κανείς εκ των στοχαστών – είτε ρεαλιστών είτε νομιναλιστών – δεν διαφωνεί» [10]. Τι επιτρέπει στον Μ. Μαρκίδη να πολιτογραφεί  στο ίδιο αδογμάτιστο κατάστιχο  όλη αυτή την ετερόκλιτη αδελφότητα  επιφανών στοχαστών και των αποσιωπημένων, αλλά ευδιάκριτων και αυτονόητων συνοδοιπόρων τους στην ενδοχώρα του Λόγου; Εκτός από την απαρκτήρια τοπική του, την οποία όλοι αναγνωρίζουν, ο Μ. Μαρκίδης επικαλείται την κοινή ρίζα όλων των εκδοχών υπό τις οποίες υιοθετείται στη σκέψη τους.

Σε όλες αυτές οι εκδοχές ενέχεται μια ομοούσια συνιστώσα. Την προσδιορίζει με ακρίβεια ο ίδιος και συμπληρώνω ότι πρόκειται για μια στρατηγική πυξίδα της σκέψης του. Γράφει λοιπόν: «Εννοώ την κοινή ουσία. Ότι δηλαδή ο λόγος δεν είναι παρά ο κοινός παρανομαστής τόσο του λογικού, της συντεταγμένης  πράξης, όσο και της γλώσσας. Ο λόγος είναι «λόγια», συνδυαστική των λέξεων, σημασιοδοτική ρητορική των σημαινόντων. Το ανθρώπινο υποκείμενο – παράλληλα με τη χρέωσή του στα πράγματα του κόσμου και στο πράττειν – είναι χρεωμένο στην ομιλία, στο ομιλείν. Στο κατα λόγον ζην σύμφωνα με μια προσφιλή διατύπωση τόσο των Στωικών όσο και του Καντ» [11]. Πολύ εύστοχα εδώ ο Μ. Μαρκίδης ανιχνεύει την ανεντόπιστη ως τέτοια αρχή του Λόγου ως αρχή συγκρότησης των θεμελιωδών εκφάνσεων της: το λογικό, η συντεταγμένη τάξη και η γλώσσα ως κάτ’εξοχήν πεδίο έλλογης συντεταγμένης τάξης. Πολύ εύστοχα επίσης συνάπτει τις συστατικές εκφάνσεις του Λόγου με την έννοια του υποκειμένου και με αυτό που οριοθετεί με την έκφραση «κατά λόγον ζην». Θα αποτελούσε  λοιπόν δείγμα κακοπιστίας το να εγκαλέσει κανείς την επιχειρηματολογία του Μ. Μαρκίδη καταλογίζοντας της τον πειρασμό της μονοδιάστατης και ολιστικής απολυτοποίησης του Λόγου. Επικαλούμενος το κατά λόγο ζην δεν διαγράφει πουθενά  την φυσική ύπαρξη του ανθρώπου και την έμβια υπόσταση του. Ουδόλως αγνοεί «το ερώτημα των νευροδιαβιβαστών και των νευροϋποδοχέων – των θεουσών κατεχολαμινών ή όσων θεοτήτων θα ανακαλύψει ο δοκιμαστικός σωλήνας» [12]. Σε αντίθεση με τους μονόφθαλμους ταγούς του επιστημολογικού συρρικνωτισμού και τους φονταμενταλιστές του δοκιμαστικού σωλήνα  ο Μ. Μαρκίδης, άνθρωπος της επιστήμης και του πνεύματος, γνώριζε χάρη στην πλούσια και πολυδιάστατη παιδεία του ότι ο άνθρωπος δεν είναι μόνο φύση αλλά και πολιτισμός. Γνώριζε ότι ο άνθρωπος δεν είναι υποκείμενο «με τις απορρυθμίσεις του βιολογικού ρολογιού του» κι ότι «θα ήταν επικίνδυνα αποπροσανατολιστική για την ουσία της υποκειμενικότητας μια τεχνοκρατική επιστημονική πεποίθηση ότι η αυτοκτονία, λόγου χάρη, είναι  αίνιγμα του δοκιμαστικού σωλήνα» [13].  Γνώριζε ότι η ανθρώπινη ύπαρξη δεν στοιχειοθετείται μόνο φύσει αλλά και θέσει, για να χρησιμοποιήσουμε δύο ανεξίτηλους όρους που αποτελούν μείζον και δυστυχώς απειλούμενο πλέον  κληροδότημα των πλατωνικών διαλόγων στη Δυτική σκέψη. 

Υπενθύμιζε συστηματικά με την δέουσα έμφαση ότι ο άνθρωπος προέρχεται από τη φύση αλλά εξανθρωπίζεται και ζει εντός του πολιτισμού  υπό την αιγίδα του Λόγου και σύμφωνα με τις επιταγές περίπλοκων συμβολικών συστημάτων, ιστορικά μεταλλασσόμενων. Ας αναλογιστεί κανείς, π.χ., την πλειάδα των ηθικών κωδίκων οι οποίοι μέσα την ροή της ιστορίας, από τις περίφημες αρχαιοελληνικές Σχολές και τα πατερικά κείμενα του χριστιανικού δόγματος ή της νεότερης προτεσταντικής ηθικής ως τον Καντ και τις σύγχρονες μετακαντιανές επαναδιατυπώσεις του ηθικού νόμου και την μεταμοντέρνα γενικευμένη επιτρεπτικότητα, προσδιόρισαν την σχέση του υποκειμένου με τις πλέον θεμελιώδεις διαστάσεις της ύπαρξης του- την σχέση του με την ενοχή, την παραβατικότητα, την εγκαρτέρηση, την ηδονή, με την έννοια του καθήκοντος, με το άλλο φύλο. Το παράδειγμα της ομοφυλοφιλίας είναι εξαιρετικά εύλογο απ’ αυτή την άποψη. Σημασιοδοτημένη από τον ψυχιατρικό λόγο και την βικτωριανή ηθική ως επαίσχυντη παρέκκλιση, αποτρόπαια διαστροφή και νοσηρό σύμπτωμα εκθήλυνσης,  αποθεώνονταν στον αρχαιοελληνικό κόσμο ως υψίστη έκφραση του έρωτα και υπέρτατη εγγύηση ανδρείας. Οι κρίσεις πανικού, μείζων συμπτωματική μάστιγα  ενός σύγχρονου κόσμου κλυδωνιζόμενου στην αβεβαιότητα του, ήταν πρακτικά ανύπαρκτες σε πρόσφατες εποχές, ειδικότερα σε κοινοτικά συνεκτικές μικροκοινωνίες. Η ανορεξία, τυπική μήτρα μορφοποίησης της νεανικής θηλυκότητας και παθολογική διαμεσολάβηση στην υποκειμενικοποίηση του φύλου στον σύγχρονο δυτικό κόσμο, είναι κλινικά «δυσεύρετη» έως ανύπαρκτη σε φτωχούς πληθυσμούς και υποσιτισμένες γεωγραφικές ζώνες. Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε και να εμβαθύνουμε παρόμοια αποδεικτικά παραδείγματα αντλημένα από τη διαβίωση του ανθρώπινου πλάσματος στο συμβολικό σύμπαν.  

Είναι προτιμότερο όμως να δώσουμε το λόγο στην περιληπτική  παρουσίαση που κάνει  ο ίδιος ο  Μ. Μαρκίδης: «η θεμελίωση μας απορρέει εν ολίγοις από το γεγονός ότι οι κοινωνίες που συγκρότησε μέχρι σήμερα το νεαρό αλλά και τόσο γερασμένο ταυτόχρονα είδος homo sapiens, απ’ την πρωτόγονη ορδή ως το ευρωπαϊκό κράτος, διαφέρουν ίσως στα πάντα εκτός από ένα: είναι όλες διοχετευμένες θαρρείς εκ προοιμίου, στους θεσμούς και στην συμβολική θεσμικότητα γενικότερα. Ήθη, έθιμα, αξίες, θεσμοί- συντεταγμένα όλα με την σύνταξη της γλώσσας –πιο πολύ είναι για να σημαίνουν παρά για να είναι. Η συμβολικότητα αυτή, που δεν είναι ένα «φυσικό» φαινόμενο αλλά μια σύμβαση [...] είναι ο κεφαλαιώδης συνεκτικός ιστός της ανθρώπινης ομάδας, η μήτρα των νόμων, ο πρωταρχικός Νόμος» [14]. Αυτός ο πρωταρχικός Νόμος, εντεύθεν οποιουδήποτε νόμου και κατ’ ουσίαν άδηλη προϋπόθεση του, Νόμος του οποίου το καθεστώς δεν είναι νομικό αλλά συμβολικό οριοθετώντας το κατώφλι του «κατά λόγο ζην», ασκεί την ισχύ του μέσα στο υποκείμενο μετατοπίζοντας και μεταστοιχειώνοντας τις ανάγκες  σε επιθυμίες: «περνάει κυρίως από το κανάλι της επιθυμίας, μιας πρωτοφανούς και αποκλειστικά ανθρώπινης κατηγορίας» [15]  υπογραμμίζει ο Μ. Μαρκίδης. Διαφαίνεται εδώ ότι το ζεύγος ανάγκη –επιθυμία [16]   είναι εν πολλοίς ισόμορφα δομημένο ως προς την θεμελιώδη αντίθεση φύση – πολιτισμός και ως προς τους «έμβιους» όρους οργανισμός – υποκείμενο.

Θεωρώ ωστόσο ότι ο Μ. Μαρκίδης, αποκλίνοντας από το κλασσικό σχήμα μετωπικής αντιπαράθεσης της φύσης και του πολιτισμού εισάγει σε αυτή την δυαδικότητα τις εξουσίας ενός τρίτου όρου, του Λόγου. Ο Λόγος ως τέτοιος δεν είναι εποχιακό φρούτο, συνειδητοποιημένη  ενόργανη ύλη ή ενηλικιωμένη βιοχημεία. Δεν είναι επίσης μια επινόηση του πολιτισμού- στον οποίο οφείλει την ποικιλομορφία του- γιατί αποτελεί προϋπόθεση του. Ο πολιτισμός αποτελεί την εξελικτική πλατφόρμα του Λόγου, το πεδίο της ποικιλομορφίας του και την θεατρική του σκηνή, χωρίς να μπορεί να θεωρηθεί γενέθλιο λίκνο του. Η εγγύτητά τους δεν είναι χωρική αλλά τοπολογική. Όπως λέει ο ίδιος, «αυτός ο «λόγος», με την επαλληλία σημασιών με την οποία τον επένδυσε ο Ηράκλειτος, δεν εντοπίζεται στο σκηνικό του κόσμου, είναι εκτός σκηνής.  

Μα δεν είναι ούτε και στα παρασκήνια, αφού και τα παρασκήνια είναι μέρος του θεάτρου. Η Αρχή - Λόγος δεν λειτουργεί με τους νόμους και τους κανόνες του θεάτρου, πλην όμως  χωρίς αυτήν δεν υφίσταται καν θέατρο» [17]. Στις φιλοσοφικές προκείμενες της σκέψης του Μ. Μαρκίδη, ο Λόγος και η γλωσσική του στοιχείωση  αποτελούν  την μεταιχμιακή διαμεσολάβηση της υπέρβασης της φύσης σε πολιτισμό. Και κατ’ ακολουθία, της θαυμαστής μεταμόρφωσης ενός έμβιου πλάσματος σε υποκείμενο: σε ζώον λόγον έχον, όπως είχε ήδη αποφανθεί ο Αριστοτέλης, σε ζώο προικισμένο με ομιλία, ζώο που παράγει και καταναλώνει φράσεις, σύμβολα σημασίες, ποιήματα, μύθους κτλ και βεβαίως νόμους. Ζώον επίσης εξαρτημένο όχι μόνο από βασικές ζωικές ανάγκες αλλά κυριολεκτικά παραδομένο στις πιο αλλόκοτες και αινιγματικές επιθυμίες.

Αυτή η θεώρηση οδηγεί τον Μ. Μαρκίδη στην διατύπωση ενός κομβικού συμπεράσματος: στην συμβολική θέσμιση της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. «Το υποκείμενο γεννιέται μέσα στις διαστάσεις της γλώσσας» [18]. Η φυσική  γέννηση του ανθρώπου είναι μεν ένα προαπαιτούμενο της ύπαρξης, ωστόσο η καθεαυτή ανθρώπινη ύπαρξη εγκαινιάζεται με μια δεύτερη γέννηση μέσα στην κοιτίδα του συμβολικού όπου πολιτογραφείται ως υποκείμενο και συμβάλλεται με την σημαίνουσα διάσταση του Νόμου και την μεταβιολογική του συγκρότηση. Όπως γράφει χαρακτηριστικά «το ανθρώπινο πλάσμα δεν βρίσκει την αιτία και το μέτρο του παρά μόνο στο βαθμό που γεννιέται, για δεύτερη και οριστική φορά μετά την βιολογική του γέννηση, μέσα στον λόγο. Είμαστε εξόριστοι δια βίου μέσα στη γλώσσα» [19]. 

Μετά τη δεύτερη γέννηση του, δηλαδή τον κυρίως εξανθρωπισμό του ανθρώπου μέσα από την συνάντηση του με τον Λόγο, το υποκείμενο αδυνατεί να δραπετεύσει από το συμβολικά διαρθρωμένο κοινωνικό σύμπαν και να επιστρέψει στον χαμένο παράδεισο της προγενέστερης φυσικής κατάστασης. Ο παράδεισος είναι αμετάκλητα χαμένος. Γι΄αυτό άλλωστε διαιωνίζεται ως φαντασίωση και νοσταλγία, δίπλα στις φαντασιώσεις της ενδομήτριας παραδείσιας ζωής, της μυστικιστικής όσμωσης με την ολότητα και την αρμονία της κτλ. Προς όποια κατεύθυνση και αν στραφεί ο «έμψυχος» άνθρωπος  αναζητώντας την «φύση» του θα προσκρούσει στον Λόγο: «Ψυχής  πείρα-τα ιών ουκ αν εξεύροιο, πάσαν επιπορευόμενος οδόν. Ούτω βαθύν λόγον έχει». Όλα τα δεδομένα ατενίζονται μέσα από το πρίσμα της σημασίας – έκδηλης ή λανθάνουσας κοινότοπης ή ποιητικής κτλ.  Γιατί παράλληλα, καθ’ον  χρόνο ο άνθρωπος εξανθρωπίζεται μέσω και μέσα στη γλώσσα ο κόσμος  σημασιοδοτείται και νοηματοδοτείται [20]. Πρόκειται για μια βασική θέση του Μ. Μαρκίδη που αποφαίνεται  με αποφθεγματική λιτότητα ότι  «ο κόσμος δεν δείχνεται αλλά σημαίνεται» [21], υιοθετώντας εν προκειμένω το ηρακλείτειο αξίωμα της σημαίνουσας εκφραστικότητας του  Λόγου – τουτέστιν ενδογλωσσική έκλειψη της αναφορικότητας από τη στιγμή που η λέξη δεν είναι το πράγμα ή το αντικείμενο. Ήδη από την  Ψυχανάλυση του διχασμένου υποκειμένου επεξηγούσε ότι «η γλώσσα σαν σημείο, βασιζόμενη στον δεσμό της με την ιδέα του αντικειμένου, κινδυνεύει να μπερδέψει το σημαινόμενο με  το αντικείμενο και να ξεχάσει ότι είναι καμωμένη από σημαίνοντα, όχι σημεία, και δεν θέτει ποτέ ένα ερώτημα κώδικα, αλλά μιας συστοιχίας σημαινόντων».   Και τα πλέον άμεσα δεδομένα των αισθήσεων γίνονται, άμα τη λήψει τους, αντικείμενο ερωτηματοθεσίας, σημασιοδότηση και κατηγοριοποίησης. Το ερώτημα για το είναι του όντος, τι είναι «αυτό», παρεμβάλλεται, ανεξάλειπτο, ανάμεσα στο υποκείμενο και τον κόσμο ενεργοποιώντας σημαίνοντες μηχανισμούς κρίσης, σημασιοδότησης, απόφανσης. Η πρόσληψη του κόσμου είναι σημαίνουσα, όπως σημαίνουσα είναι επίσης κάθε συμπεριφορά του υποκειμένου. Ο Μ. Μαρκίδης χαρτογραφεί με ενάργεια το βάθος αυτής της διαλεκτικής: «στο υποκείμενο το κάθε τι αποκτά την αξία μιας ερμηνευτικής που αφίσταται από την ωμότητα της αμίλητης ύλης. Τίποτα στον άνθρωπο δεν είναι βουβό, ούτε η σιωπή του» [23].Με τον «εξανθρωπισμό της γλώσσας», δηλαδή την εσωτερίκευση της κατά την δεύτερη γέννηση του, ο άνθρωπος βρίσκεται παντού εντός του Λόγου.

Πέρα από την αδιαφιλονίκητη φιλοσοφική νομιμότητα αυτής της θέσης, ορισμένες πρόσφατες συναρπαστικές και συγκλίνουσες ανακαλύψεις προσκομίζουν την εμπειρική τεκμηρίωσης της. Συγκεκριμένα, επιστρατεύοντας ευφυή  πειραματικά πρωτόκολλα, ορισμένοι ψυχολόγοι διαπίστωσαν ότι κατά τους τελευταίους μήνες της κύησης ο αναπτυσσόμενος οργανισμός δεν συμπίπτει επ’ουδενί με την αφελή απεικόνιση του υπό τη μορφή μιας αυτιστικής  βιολογικής συνδεσμολογίας λειτουργιών. Αντίθετα, αποδεικνύεται προικισμένος με μια απρόσμενη ικανότητα  ευαίσθητης και δη διαφορικής πρόσληψης των φωνημάτων της περιρρέουσας γλωσσικής ατμόσφαιρας, ικανότητα που υπερβαίνει κατά πολύ την στερεότυπη αναγνώριση της μητρικής φωνής. Σε περιπτώσεις μάλιστα που ο κυοφορούμενος υποψήφιος άνθρωπος περιφέρεται σε ένα πολύγλωσσο περιβάλλον αναπτύσσει, παρά την ενδομήτρια απομόνωση του, την συναρπαστική ικανότητα να κατανέμει τις συνομιλούσες λέξεις σε ομοιογενή γλωσσικά σύνολα, διαφορικά οριοθετημένα! Τουτέστιν συγκροτείται ήδη σε υποκείμενο του αμιγούς σημαίνοντος και της γλωσσολογικής ιδιοτυπίας του, παρότι δεν δύναται να έχει την παραμικρή ιδέα του  σημασιακού περιεχόμενου του. Η γλώσσα τον ενθυλακώνει στις δομικές και συστηματικές ιδιομορφίες της εγκαινιάζοντας τον εγκλιματισμό του στη συμβολική τάξη. Η έξοχη διατύπωση του Μ.Μαρκίδη για τη δεύτερη γέννηση του ανθρώπου μέσα στη γλωσσική μήτρα του Λόγου επιβεβαιώνεται με ακρίβεια μέσα στην εξελικτική διαδικασία εξανθρωπισμού της εκκολαπτόμενης ζωής και μάλιστα πέραν πάσης προσδοκίας και αμφιβολίας,  αφού η δεύτερη γέννηση, δηλαδή η Άλλη γέννηση, γέννηση μέσα στον Άλλο, προηγείται της φυσικής γέννησης. Προηγείται και έπεται εφόσον μετά την φυσική γέννηση του ανθρώπου διανοίγεται η προοπτική της ομιλιακής ιδιοποίησης του γλωσσικού συστήματος και του διανοητικού «εθισμού» στις σημασίες που ενδημούν σ’ αυτό. Για να είμαστε ακριβείς θα επισημάνουμε ότι αυτή η δεύτερη γέννηση μέσα στο συμβολικό και τις ιστορικές του συντεταγμένες προηγείται, έπεται και συνεχίζεται δια βίου. Όλα τα δεδομένα της ανθρώπινης ύπαρξης εμπειρίες, συμβάντα, συμπτώματα, έρωτες, απώλειες, τραύματα – είναι επιδεκτικά επανασημαδιοδότησης.  Η διάσταση του υποκειμένου  στον άνθρωπο είναι απόλυτα αλληλέγγυα με την ερμηνευτική την οποία  σκιαγραφεί  ο Μ. Μαρκίδης και η οποία μεταφράζεται με την ελευθερία ερμηνευτικής αναθεώρησης του παρελθόντος. 

Ο Μ. Μαρκίδης επικαλείται  την διαρκή εργασία της ερμηνευτικής, συνομολογώντας με την κομβική θέση του Λακάν σύμφωνα με  την οποία «η  επίπτωση ενός πλήρους λόγου είναι να αναδιατάξει τα παρελθόντα ενδεχόμενα  δίνοντας τους το νόημα των αναγκαιοτήτων που θα έρθουν» [24], παραπέμποντας στον Φρόυντ που στα κλινικά κείμενα του ανιχνεύει με την μεθοδικότητα του ιστορικού «όλες τις επανυποκειμενοποιήσεις του συμβάντος που του φαίνονται αναγκαίες για να εξηγήσει τις επιπτώσεις του σε κάθε καμπή όπου το υποκείμενο ανασυγκροτείται».

Ως υποκείμενο, ο  άνθρωπος λοιπόν δεν είναι καθηλωμένος σε παγιωμένες σημασίες και απολιθωμένες εμπειρίες. Δεν είναι δεσμώτης του συμβολικού, είναι πολίτης του. Το νόημα της ύπαρξης του, τα δεδομένα της ιστορίας του, η σημασία και το βάρος των συμπτωμάτων του παραμένουν εγγενώς ανοιχτά στην διαλεκτική του νοηματικού επαναπροσδιορισμού και λέω «εγγενώς» γιατί έχουν πρωτογενώς βιωθεί και υποκειμενικοποιηθεί στο επίπεδο της σημασίας. Για παράδειγμα,  η έκβαση ενός νεανικού φλερτ ή  ενός διαγωνισμού   βιώνονται πρωτογενώς, δηλαδή στο ίδιο το επίπεδο του βιώματος, μέσα στη διάσταση της σημασίας, και καταγράφονται ως κεφάλαια ναρκισσιστικού θριάμβου ή ταπεινωτικής απόρριψης – ίχνη της οποίας θα εντοπιστούν  ενδεχομένως στις απωθημένες αιτίες μιας μελλοντικής «ανεξήγητης» νεύρωσης αποτυχίας. Πρωτογενώς εννοηματωμένα, καθότι βιωμένα μέσα στις συμβολικές μήτρες του Λόγου και όχι μέσα στην ασημασιολόγητη ουδετερότητα της «φύσης», τα γεγονότα που συνθέτουν τον ιστό μιας ανθρώπινης ζωής υπόκεινται σ’ ένα καθεστώς ερμηνευτικής αναψηλάφησης. Δεν πρόκειται για ρητορική παραμυθία.

Μετατοπίζοντας, αναθεωρώντας και ανασυντάσσοντας την σημασία των καθοριστικών στιγμών της υποκειμενικότητας, η ερμηνευτική της ύπαρξης διανοίγει γι’ αυτήν καινοφανείς δυνατότητες. Για παράδειγμα απελευθερώνει τον νευρωτικό προμηθέα από τις αλυσίδες του συμπτώματος του, τον αναποφάσιστο από τις αναστολές του, τον ψυχαναγκαστικό από την αναβλητικότητα του ή την παραλυτική τελειομανία του. Με  άλλα λόγια η ερμηνευτική της ύπαρξης είναι επιτελεστική (performative). Δηλαδή ποιητική! Και δη κατά κυριολεξία ποιητική. Διόλου τυχαία συναντάμε και πάλι την κεντρική «ποιητική» σταθερά της σκέψης του Μ. Μαρκίδη, στο βαρυτικό πεδίο της οποίας συνδιατάσσονται  και ισορροπούν όλες οι συνιστώσες της. Η ποιητικότητα του Λόγου θα πρέπει να εκληφθεί εδώ στην κυριολεκτική εκδοχή της. Επιστρατευμένη στην ερμηνευτική του υποκειμένου, λειτουργεί ως δημιουργική μήτρα νέων δυνατοτήτων. Η ερμηνευτική είναι κυριολεκτικά «ποιητική» δυνατοτήτων και νέων οριζόντων. Χάρη στη «δεύτερη γέννηση» του μέσα στον Λόγο άνθρωπο δεν παύει να αναγεννάται δια βίου επανυποκειμενοποιώντας τα δεδομένα της ιστορίας του και τον ασυνείδητο  απόηχο τους. Η ποιητική  εμβέλεια της γλώσσας είναι σε θέση να επανασχεδιάζει την αρχιτεκτονική της υποκειμενικότητας και τον ορίζοντα των δυνατοτήτων της. Σ΄αυτό ακριβώς το σημείο ο Μ.Μαρκίδης εντοπίζει και αναδεικνύει με απαράμιλλη ευαισθησία και μοναδική πρωτοτυπία στην νεοελληνική γραμματεία την κοινή ρίζα της ποίησης και της ψυχανάλυσης-  την οποία ένας άλλος κορυφαίος των ελληνικών γραμμάτων, ποιητής και ψυχαναλυτής, ο Εμπειρίκος, είχε αποτύχει να εντοπίσει, έχοντας χάσει το ραντεβού με την λακανική Επιστροφή στον Φρόυντ. 

3. Το καθεστώς της ψυχανάλυσης στον Μ. Μαρκίδη

Οι διατυπώσεις του για τη σχέση ψυχανάλυσης και ποίησης διακρίνονται για την κατηγορηματικότητα και την ενάργεια τους: «θεωρώ τις δύο αυτές πρακτικές συγγενείς εξ αίματος» [26]. Θεωρεί επίσης ότι αυτή η εξ αίματος συγγένεια καταφάσκεται σε όλο το σημασιακό φάσμα του όρου ποίηση. Όχι μόνο μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά, όπως επεσήμανα, χωρίς να εκβιάσω μια αμφίβολη ερμηνεία αφού διακηρύσσει ο ίδιος με παρρησία το προσωπικό πιστεύω του:«πιστεύω στην ποιητική αξία της ψυχαναλυτικής πρακτικής (με την αρχαιοελληνική έννοια του ποιείν)» [27].

Δεν περιορίζεται όμως σ’ αυτή την θεώρηση, που παραπέμπει στην ποιητική επιτελεστικότητα του λόγου. Αναδεικνύει τον δομικό ισομορφισμό και το αυτοφυές ήθος εκάστης πρακτικής. Στο ποιητικό ήθος της γλώσσας αντιστοιχεί το ποιητικό ήθος της ψυχαναλυτικής ερμηνευτικής του υποκειμένου. Το ήθος της ψυχανάλυσης είναι ποιητικό γιατί το ασυνείδητο είναι ποιητικά συγκροτημένο. Και είναι ποιητικά συγκροτημένο γιατί «είναι οργανωμένο σαν γλώσσα» [28] υπογραμμίζει ο Μ. Μαρκίδης. «Διέπεται συνεπώς από τα «σχήματα λόγου» (την παρομοίωση, την συνεκδοχή, τη μεταφορά, τη μετωνυμία)- «σκέπτεται (es denkt) μέσα στο σύμπτωμα» [29]. Το ασυνείδητο δεν είναι το άμορφο, το χαοτικό, το ασήμαντο, το παράλογο, η επικράτεια του ανορθολογικού, η σκηνή του φαντασιακού, το ζωώδες ενστικτικό υπόστρωμα. Το ασυνείδητο, επισημαίνει αλλού παραθέτοντας τον Λακάν, «δεν είναι ούτε το πρωτόγονο ούτε το ενστικτώδες» [30]. Ανήκει στην επικράτεια του Λόγου και είναι δομημένο σαν μια γλώσσα. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Λακάν αποκάλεσε «ρητορική του ασυνειδήτου», συνοψίζοντας σ’ αυτή την έκφραση της ιδρυτικές επεξεργασίες του Φρόυντ. Ο Μ. Μαρκίδης υπενθυμίζει με έμφαση την καινοτομία τους: «Αυτό που είναι καινούργιο στη θεωρία μου, τονίζει ο Φρόυντ, είναι ότι η μνήμη καταγράφεται σε είδη σημείων. Το Ασυνείδητο επομένως [...] συνυφαίνεται  με τους συντακτικούς κανόνες του γλωσσικού σημείου - μια ροή κατά μήκος των σημείων απ’ την οποία αναβλύζει ένα μήνυμα. Είναι μ’ άλλα λόγια σαν πρόταση δομημένο... Προμηθεύει τον σώφρονα συνειδητό λόγο με μιαν ειρωνεία και μια ποιητική. [...] τα συμπτώματα έχουν την αρχιτεκτονική του λόγου που τα κάνει κατανοήσιμα και αναλύσιμα..» [31]. 

Σ΄αυτές τις φράσεις συνοψίζεται με σαφήνεια η θεμελίωση της πρωτότυπης ρητορικής του ασυνειδήτου σ΄ ένα είδος δευτερογενούς αλλά αυτόνομης συμβολικής μνήμης η οποία στοιχειοθετείται με γλωσσικά σημεία συναρθρωμένα σε λόγο, σε «μήνυμα», όπως μας την αποκάλυψε το ιστορικό και πολυσχολιασμένο  σεμινάριο του  Ζ. Λακάν για  «Το Κλεμμένο γράμμα» [32].  Τα στοιχεία που απαρτίζουν τη δομή του έχουν, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σημαίνουσα βαρύτητα για το υποκείμενο: αποτελούν φορείς άδηλης σημασίας, αποκρυσταλλωμένης ή δυνητικής, και το καθορίζουν. Μπορούν επομένως να ανασυνταχθούν, να εισαχθούν σε μια νέα συμβολική οικονομία και να επανασημασιοδοτηθούν χάρη στην ερμηνευτική αναψηλάφησή τους. Πρόκειται για μια διαδικασία διόλου υποθετική και αφηρημένη, όπως αποδεικνύεται στην ψυχανάλυση η οποία «ενδιαφέρεται για το υποκείμενο που έχει σημασία, που εκτίθεται σε ψυχοπαθολογικούς σχηματισμούς τόσο αινιγματικούς όσο και κάτοχους νοήματος» [33]. Ο Μ. Μαρκίδης μας προφέρει ένα έξοχο και  διδακτικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο επιτυγχάνεται «ο αναπροσανατολισμός της ιστορίας του υποκειμένου» [34] μέσα από την σημαίνουσα στίξη του κειμένου της, εκεί όπου διακυβεύεται η αινιγματική σημασία του συμπτώματος. Το παραθέτω αυτούσιο γιατί επιτρέπει σε κάθε δύσπιστο Θωμά της θεραπευτικής διαδικασίας να βάλει το δάχτυλο επί τον τύπο των ερμηνευτικών ήλων. «Στη ζωή χρειάζεται να είσαι καπετάνιος! Έτσι μου έμαθε εμένα ο μακαρίτης ο πατέρας μου», παρατηρεί με πίκρα ένας άρρωστος, που τα σύγχρονα διαγνωστικά συστήματα θα μας υπαγόρευαν να τον διαγνώσουμε σαν δυσθυμικό, ενώ θα του ταίριαζε ίσως καλύτερα εκείνη η παλαιότερη ευρωπαϊκή ετικέτα νεύρωση αποτυχίας (névrose d’ échec). – Είτε καπετάνιος, λοιπόν, είτε λουστρόμος». «Λοστρόμους», τους λένε, δεν πάει να πει ότι είσαι λούστρος επειδή δεν έγινες πλοίαρχος, Έκαστος εφ’ ω ετάχθη...». Η εγγύηση εμβέλειας της ερμηνευτικής παρέμβασης δεν είναι εδώ μόνο η αλλαγή του συναισθηματικού κλίματος μέσα στην συνεδρία. Είναι κυρίως ο ορίζοντας συμβολικής αυτογνωσίας που διανοίγει η γλωσσική πρόκληση δρώντας με την ακουστική εικόνα στην τάξη της σημασίας» [35]. 

Το παράδειγμα είναι εξόχως διδακτικό. Αποποιούμενος την διαγνωστική αερολογία περί δυσθυμίας που αντιστοιχεί στο βαθμό μηδέν της κλινικής σκέψης, ο Μ. Μαρκίδης ακριβολογεί προσφεύγοντας σε μια δόκιμη και δοκιμασμένη νοσολογική κατηγορία της κλασσικής ψυχιατρικής και ψυχανάλυσης. Αντί να γενικολογεί, οριοθετεί με ακρίβεια το νευρωτικό προφίλ του υποκειμένου και αναδεικνύει  τα σημαίνοντα που υπεισέρχονται διαπλαστικά στην συγκρότηση του συμπτώματος που το προσανατολίζει στην ύπαρξη του μονότροπα σαν μια μοιραία πυξίδα με βάση τον μαγνητικό βορρά της  αποτυχίας. Αποσπά το σύμπτωμα από την γενικολογία και το εντάσσει στις διυποκειμενικές συντεταγμένες της ιστορίας του υποκειμένου. Αδυνατώντας να αρθεί στο ύψος του πατρικού ιδεώδους, το υποκείμενο «γονατίζει» υπό το βάρος τον ενοχών, ονοματοδοτώντας το είναι του με ένα ταπεινωτικό όρο, στο όριο της ύβρεως, ενθεματισμένο ως κρυπτωνυμία στο σημαίνον της επαγγελματικής του ιδιότητας. Η εύστοχη ερμηνευτική παρέμβαση στο επίπεδο της σημαίνουσας άρθρωσης του συμπτώματος αναστιλβώνει θα έλεγα αυτή την «ταπεινωμένη» και κατά κυριολεξία χαμερπή επαγγελματική ιδιότητα και της αποδίδει το λούστρο και την αίγλη που δικαιούται κάθε εργασία, ακόμη και η πιο «ταπεινή». Η ακριβοδίκαιη ερμηνευτική στίξη καθιστά δυνατό τον «επαναπροσανατολισμό της ιστορίας του υποκειμένου» Αποδεικνύει επίσης με ενάργεια ότι η συναισθηματική διάθεση  του υποκειμένου δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να εγείρει αξιώσεις αυθυπαρξίας και να υπαγάγει τις διακυμάνσεις της στον εσωτερικό μεταβολισμό της. Αντίθετα, καθορίζεται «παρασκηνιακά»  από το ειδικό βάρος των σημαινόντων που κωδικοποιούν και τείνουν να διαιωνίσουν στο επίπεδο του ασυνειδήτου κομβικά τραύματα και δράματα, παιγμένα πάνω στην σκηνή της διυποκειμενικότητας. 

Μπορεί το υποκείμενο στο επίπεδο του Εγώ και της  συνείδησης του να νοιώθει θλίψη, οργή, πανικό, «βρασμό ψυχής»  και όλη την γκάμα των παθών που με τόση ευαισθησία και ακρίβεια οι αρχαίοι έλληνες στοχαστές, ενιαία και αδιαίρετα φιλόσοφοι-ψυχολόγοι, είχαν οριοθετήσει, όμως τα ανθρώπινα πάθη και οι θυμικές καταστάσεις προκαλούνται από τον λόγο του Άλλου. Αποτελούν συγκινήσεις από δράματα που παίζοντας στην Άλλη σκηνή όπως την ονόμαζε ο Φρόυντ. Και «στο Ασυνείδητο δεν υπάρχει affect» [36], επισημαίνει ο Μ.Μαρκίδης, υπογραμμίζοντας την διάκριση ανάμεσα στο Εγώ και στο υποκείμενο. Σ΄ αυτό το σημείο καλούμαστε να αποτίσουμε φόρο τιμής στον  Μ.Μαρκίδη που συνέβαλε καθοριστικά στην ένταξη αυτής της θεμελιώδους διάκρισης στον κλινικό στοχασμό εν Ελλάδι, αντιπαραθέτοντας στην φαντασιακή, ναρκισσιστική και θυμική σύσταση του Εγώ την συμβολική και διυποκειμενική θέσμιση του ασυνειδήτου. Κλινικά παραδείγματα όπως και αυτό που παραθέσαμε καθώς και η λεπτή εννοιολογική πλαισίωση που τα περιβάλλει και τα αναδεικνύει δεν θα έπρεπε  άραγε να έχουν ενταχθεί στα προγράμματα ψυχιατρικής κατάρτισης; Αυτό θα αποτελούσε έναν ελάχιστο φόρο τιμής στο πολυσχιδές έργο του σε μια εποχή όπου η ψυχιατρική αποκόπτεται από τις κλασσικές ρίζες της και στην παιδεία που παρέχεται στις νέες γενιές ψυχιάτρων πρυτανεύει ο επιστημολογικός και κλινικός συρρικνωτισμός, η αποανθρωποποίηση συμπτωμάτων και παθολογιών και η τάση φυσικοποίησης τους. 

Ο Μ. Μακρίδης άνθρωπος με πολύπλευρη παιδεία και αδογμάτιστη δεκτικότητα, είχε οξεία συνείδηση των «απάνθρωπων» συνεπειών που εγκυμονεί ο απροβλημάτιστος τεχνοκρατικός πραγματισμός και ο δογματικός συρρικνωτισμός γι’ αυτό λειτούργησε ως ευαίσθητος περάτης αλληλοσυμπληρούμενων προσεγγίσεων σε γειτνιάζοντες γνωστικούς κλάδους συναφείς με τα αινίγματα και τα παράδοξα της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Βαθύς γνώσης της ιατρικής και της ψυχιατρικής ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι ο άνθρωπος δεν είναι μια προβολή του εγκεφάλου του. Θα κλείσω λοιπόν δίνοντας τον λόγο στην ποιητική ορθοέπεια της επιστημονικής κρίσης του: «Όλη η ρομαντική άσκηση στη φρίκη είναι τω όντι το ενδεχόμενο μιας καρατομημένης κεφαλής που κάποιος απάνθρωπος επιστήμονας την τροφοδοτεί έτσι ώστε, καίτοι στερημένη από το σώμα της, να εξακολουθεί να διανοείται και να μιλάει. Κανείς όμως εγκέφαλος δεν μιλάει όπως μιλούν οι άνθρωποι αν τον χωρίσουμε από το σώμα του» [37]. Ο Μ. Μαρκίδης μας δίδαξε σε μια μοναδική γλώσσα, ποιητική και επιστημονικά ενημερωμένη,   ότι οι αλήθειες ενός ανθρώπου δεν βρίσκονται μέσα στον εγκέφαλό του αλλά μέσα στην ιστορία του. Ότι δεν βλέπονται αλλά ακούγονται όταν τείνει κανείς ευήκοον και καλλιεργημένο ους. Πρόκειται για ένα πολύτιμο μάθημα εξαιρετικά επίκαιρο  σε καιρούς κωφότητας απέναντι στις δραματικές αγωνίες τους σύγχρονου ανθρώπου, που παραμένουν αόρατες στις πολύτιμες μεν  αλλά κουφές οθόνες των σύγχρονων συσκευών απεικόνισης. 

Ο Δημήτρις Βεργέτης είναι ψυχαναλυτής, διευθυντής του περιοδικού αλήθεια. Το άρθρο περιλαμβάνεται στο τρέχον τεύχος της τριμηνιαίας επιθεώρησης «Σύναψις», που είναι αφιερωμένο στο Μάριο Μαρκίδη.

* Σοφία Καλογεροπούλου, Μεταξοτυπία VI
__________________________________________

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]  Μ. Μαρκίδης, «Ηθική και αγάπη (Για μιαν υποστύλωση της ψυχιατρικής    δεοντολογίας)»,  Λογοδοσία, Αθήνα, Εξάντας, 1999, σ.66
[2]  «Το στυλ είναι ο άνθρωπος»,   J. Lacan, «Ouverture de ce recueil», Ecrits, Paris, Seuil, 1966, σ 9-10.
[3]  Μ. Μαρκίδης, «Ανάμεσα στο νοείν και στο νόημα», Σπουδές στη σημασία, Πλέθρον, Αθήνα, σ.129.
[4]  Μ. Heidegger, «Lettre sur l’ humanisme», Questions III  και IV , Tel Gallimard, σ.116.
[5]  Η ειρωνεία στον Μ. Μαρκίδη δεν αποτελεί αιχμή ψυχολογικής αντίδρασης, αλλά ένα γλωσσικό εγχείρημα ποιητικής αφύπνισης που αντιστρατεύεται κοινοτοπίες και προκαταλήψεις προς τις οποίες ρέπει το νωθρά σκεπτόμενο υποκείμενο.
[6]  Παραπέμπω στη μετουσιωμένη καταγραφή της στο εξαίρετο κειμενικό τρίπτυχο «Θλίψη, πένθος, κατάθλιψη», «Μελαγχολία και γραφή», «Τι είναι αυτοκτονία;»,  ενταγμένο στις Σπουδές στη Σημασία, ό.π..
[7]  J. Lacan, Le séminaire, Livre XXIII, Le sinthome, Paris, Seuil, 2005 
[8]  Μ. Μαρκίδης, «Τι εστίν αλήθεια. Η συνάντηση της ψυχανάλυσης με ένα αρχαίο ερώτημα», Λογοδοσία, ό.π, σ. 47
[9]  Μ. Μαρκίδης, «Το γράμμα του Ηράκλειτου», Σπουδές στη σημασία, Αθήνα, Πλέθρον, 1995, σ.33.
[10]  Μ. Μαρκίδης, «Ηθική και αγάπη», ο.π. , σ .63
[11]  Μ. Μαρκίδης, «Ηθική και αγάπη», ό.π., σ. 63-64.
[12]  Μ. Μαρκίδης, Το μέσα και το έξω, Αθήνα, Έρασμος, σ.28.
[13]  Μ. Μαρκίδης, «Θλίψη, πένθος, κατάθλιψη», Σπουδές στη Σημασία, ό.π., σ.76
[14]  Μ.Μαρκίδης, «Η τραγωδία του νόμου», Λογοδοσία, ό.π., σ.55-56
[15]  ό.π., σ 55-56
[16]  Η ρητή διαφοροποίηση αυτών των όρων και η χαρτογράφηση της διαφοράς τους, από την φιλοσοφία ως την κλινική του υποκειμένου, αποτελούν μια στρατηγική κατάκτηση της σύγχρονης σκέψης, με επώνυμους πρωτεργάτες τον Χέγκελ και ειδικότερα τον Λακάν, ο οποίος μας κληροδότησε μνημειώδεις αναλύσεις επί του θέματος. Χρωστάμε την εισαγωγική παρουσίαση τους στον ελληνικό χώρο στον Μ.Μαρκίδη  που σ΄εποχές βαθιάς άγνοιας διαπαιδαγωγούσε εξηγώντας ότι «η γλώσσα μετατρέπει την βιολογική «ανάγκη» σε «επιθυμία» κι ύστερα την περνάει από τα μονοπάτια του σημαίνοντος και την εκδηλώνει σαν ικεσία ή σαν «αίτημα» που έχει θέμα  μα στερείται όντος [...] Αλλά η επιθυμία είναι πέραν του αιτήματος» (Μ.Μαρκίδη, Η ψυχανάλυση του διχασμένου υποκειμένου, Έρασμος, σ.56 και σ.63)
[17] Μ. Μαρκίδης, «Μέθοδος προσεγγίσεως και λειτουργίας του Θεού», Λογοδοσία, ό.π., σ.85
[18]  Μ. Μαρκίδης, Η ψυχανάλυση του διχασμένου υποκειμένου, Έρασμος, Αθήνα, σ.51
[19] Μ. Μαρκίδη, «Ηθική και αγάπη», ό.π., σ.64 
[20]  Αυτό ισχύει και για τον ψυχωτικό –χωρίς να υπάρχει ανάγκη να υπεισέλθουμε στην θεώρηση της ύστατης αιτίας των ψυχώσεων. Και αυτός ζει μέσα σ’ ένα κόσμο εξανθρωπισμένων σημασιών, συχνά απάνθρωπων. Η σημειολογική αποκρυπτογράφηση του παραληρήματος υπενθυμίζει στην απαιτητική κλινική σκέψη ότι το παραλήρημα συνιστά μια ιδιό-τυπη σημασιοδότηση του κόσμου. 
[21]  Μ. Μαρκίδης, «Οιδίπους, Άμλετ, Φάουστ» , Λογοδοσία, ό.π., σ114.
[22]  Μ. Μαρκίδης, Η ψυχανάλυση του διχασμένου υποκειμένου, ό.π.,  , σ.51
[23]  Μ. Μαρκίδης, «Η αντίσταση στη σημασία, Ο εξανθρωπισμός της γλώσσας, Έρασμος , σ .88.
[24]  J. Lacan, «Fonction et champ de la parole et du langage», Ecrits, ό.π., σ.256
[25]  ό.π., σ.256
[26]  Μ. Μαρκίδης, « Τι εστίν αλήθεια», Λογοδοσία, ό.π, σ45
[27]  ό.π., σ.45
[28]  Μ. Μαρκίδης, « Τρία άλφα συν ένα σίγμα», Λογοδοσία, ό.π., σ. 95
[29]  ό.π. , σ.95
[30]  Μ. Μαρκίδης, «Ανάμεσα στο νοείν και στο νόημα», Σπουδές στη σημασία, ό.π., σ.123
[31]  Μ. Μαρκίδη, «Πάνω σ’ ένα αυτοβιογράφημα», Λογοδοσία, ό.π., σ.199.
[32]  Ζ. Λακάν, Το σεμινάριο για το «Κλεμμένο γράμμα», μετάφραση Δ.Βεργέτης, Ειρήνη Μαρκίδη, Αθήνα, εκδ. Πατάκη
[32]  Μ.Μαρκίδης, «Τρία άλφα συν ένα σίγμα», ό.π., σ.95
[33]  Μ. Μαρκίδης, «Η λογική της ερμηνευτικής παρέμβασης στην ψυχανάλυση», Λογοδοσία, ό.π., σ. 37.
[34]  ό.π., σ. 37.
[35]  Μ.Μαρκίδης, «Πάνω σ’ ένα αυτοβιογράφημα», ό.π. , σ.199. Ήταν βασική θέση του Φρόυντ: σε αντίθεση με την παράσταση που απωθείται, το συγκινησιακό φορτίο δεν υπεισέρχεται στους μηχανισμούς απώθησης. Υφίσταται μετατόπιση, προσκολλώμενο σε υποκατάστατες παραστάσεις, αποσυνδεμένες από την καταγωγή του. Γι’ αυτό και κατά κανόνα η αλήθεια ενός συναισθήματος είναι αλλού.
[36]  Μ. Μαρκίδης, «Σχετικά με το νοείν», Λογοδοσία, ό.π, σ.138-139

πηγή: rnbnet.gr

Ο "ΜΥΣΤΙΚΟΣ"ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ (Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ)

$
0
0

Η νόηση και κατά συνέπεια η γνώση που είναι το αποτέλεσμα της, αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπινου είδους, καθώς ο άνθρωπος είναι το μόνο ον που όχι μόνο υπερβαίνει τα άλλα έμβια όντα, αλλά είναι και σε θέση να τροποποιήσει και να διαχειριστεί το φυσικό περιβάλλον σύμφωνα με τις ανάγκες του. Ο άνθρωπος όχι μόνο διαθέτει νόηση και ελεύθερη βούληση, αλλά έχει συνείδηση της χρονικά περιορισμένης ύπαρξης του. Δεν επιβιώνει απλά κυριαρχούμενος μόνο από πάθη και ένστικτα όπως συμβαίνει στο υπόλοιπο ζωικό βασίλειο, αλλά τροποποιεί, δημιουργεί, και τελικά παρεμβαίνει καταλυτικά στην Φύση, δημιουργώντας εν τέλει την Ιστορία.


Η γνώση αποτελεί μια συσσωρευτική διαδικασία στον χρόνο, κατά συνέπεια η γνώση αφορά μία γραμμική διαδικασία που μεταφέρεται και εμπλουτίζεται από γενιά σε γενιά.
Με τη γνώση μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει σε ουσιαστικές κατακτήσεις τόσο του εαυτού του, όσο και της φύσης. Η γνώση διακρίνεται τόσο στην«εξωτερική» που αφορά το πεδίο των πέντε αισθήσεων, όσο και στην«εσωτερική» που αφορά την υπερσυνείδητη γνώση που λίγοι ίσως μπορούν να κατακτήσουν.

Η ικανότητα της νόησης και της γνώσης υπήρξε καταλυτική για την θέση του ανθρώπου στο πλανητική ιστορία. Για το πότε και πως ενεργοποιήθηκε στο απώτατο παρελθόν αυτή η ικανότητα στον άνθρωπο, μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν. Η σημαντικότητα της όμως έχει μεταφερθεί σε εμάς από την αρχαιότητα δια μέσου αρχετυπικών μύθων αλλά και θρησκευτικών κειμένων. Όπως θα περιγραφεί παρακάτω, η ικανότητα της γνώσης όπως περιγράφεται σε αρχαία κείμενα, αποτέλεσε Θεϊκό δώρο αλλά ίσως και αιτία έκπτωσης του ανθρώπου, από μία κατάσταση Θεϊκής ευδαιμονίας.
Στην παρούσα έρευνα θα γίνει αναφορά στην Αρχαία Ελληνική παράδοση όπως αυτή έφτασε σε εμάς δια μέσου των μύθων, όσο και στην Εβραϊκή θρησκευτική παράδοση όπως αυτή περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη.

Ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις υπάρχουν μεγάλες ομοιότητες αλλά και διαφορές, όπως θα αναδειχθεί στην συνέχεια.

Στην αρχαία Ελληνική μυθολογία η Θεότητα που σχετίζεται με την νόηση είναι η Θεά της σοφίας η Θεά Αθηνά, της οποίας το όνομα ετυμολογείται από το Α-θεο-νόα ή Η-θεο-νόα, δηλαδή η νόηση του Θεού ( ΠλάτωναςΚρατυλος 407b). Πατέρας της Αθηνάς ήταν ο Δίας, και μητέρα της η Θεά της Μήτις. (Η Μήτις για να βοηθήσει το Δία προσέφερε στον Κρόνο ένα βοτάνι που θα τον εξανάγκαζε να ξεράσει τα Θεϊκά παιδιά του που είχε καταπιεί). Η Μήτις σύμφωνα με τον Ησίοδο, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Η Μήτις όπως και η κόρη της Αθηνά, ήταν για τους αρχαίους όχι απλά η Θεά της σοφίας, της φρόνησης και της γνώσης του καλού και του κακού, αλλά και της πονηριάς που ήταν αναγκασμένοι να αντιστρατέψουν οι αδύναμοι άνθρωποι στερούμενοι φυσικών όπλων κατά την διάρκεια της πρωτόγονης εποχής, όταν είχαν να αντιμετωπίσουν στην πάλη της επιβίωσης, τα στοιχεία της φύσης. Σύμφωνα όμως με έναν χρησμό η Μήτις ως σύζυγος του Δία, θα γεννούσε πρώτα μια κόρη (την Αθηνά) και στην συνέχεια έναν γιο που θα ανέτρεπε την εξουσία του Δία, θα γινόταν δηλαδή ότι ακριβώς είχε κάνει Δίας στον πατέρα του Κρόνο. Όταν φυσικά ο Ζευς πληροφορήθηκε τον χρησμό, φοβούμενος μην πάθει ότι και ο πατέρας του Κρόνος, ζήτησε ένα την Γαία ένα βοτάνι το οποίο όποιος το έτρωγε μίκραινε.

Η Γαία φυσικά του το έδωσε, και αυτός το έδωσε αμέσως στην Μήτιδα η οποία ήταν σε εν- Δία- φέρουσα στην Αθηνά να το καταπιεί, λέγοντας πως με αυτό θα έκανε γερά παιδιά. Όταν η Μήτις το κατάπιε άρχισε αμέσως να μικραίνει, και ο Δίας τότε την κατάπιε, μαζί με την Αθηνά την οποία είχε η Μήτις στην κοιλιά της.Ο Δίας από τη στιγμή που κατάπιε τη Μήτιδα κατέκτησε ολόκληρη τη σοφία του κόσμου. Στην συνέχεια όμως από την πολύ… «σοφία», άρχισε να υποφέρει από φρικτούς πονοκεφάλους, τόσο ισχυρούς που δεν άντεχε άλλο. Κάλεσε λοιπόν τον γιο του Ήφαιστο, και του ζήτησε να του ανοίξει το κεφάλι με το τσεκούρι, ώστε να ανακουφιστεί από τον πονοκέφαλο…Παρά τις αντιρρήσεις του ο Ήφαιστος, αναγκάστηκε τελικά να το πράξει, και τότε μέσα από το κεφάλι του Δία ξεπετάχτηκε πάνοπλη η κόρη του Θέα Αθηνά! Κρατούσε ασπίδα, φορούσε περικεφαλαία και κουνούσε απειλητικά το δόρυ της. 

Το ότι οι αρχαίοι μυθοπλάστες απεικόνισαν την Αθηνά εξερχόμενη πάνοπλη από το κεφάλι του Δία, είναι φυσικά εξαιρετικά συμβολικό. Η νόηση αφορά την λειτουργία του εγκεφάλου από όπου εξήλθε η Αθηνά, ενώ η λογική μας δίνει τα αναγκαία εκείνα όπλα που είναι απαραίτητα στον άνθρωπο για να πολεμήσει στην μάχη της επιβίωσης και της επικράτησης, ώστε να είναι σε θέση να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες της ζωής. Η Ασπίδα της Αθηνάς έφερε επάνω της το Γοργώνειο, το κεφάλι της Μέδουσας με τα φιδίσια μαλλιά. Η Μέδουσα στην ασπίδα της Αθηνάς συμβολίζει το διττό αποτέλεσμα της νόησης, που προκύπτει από τις πράξεις μας, οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν τόσο το καλό όσο και το κακό βάσει των συνειδητών επιλογών μας. Η Μέδουσα συμβολίζει τις φοβίες τα πάθη και το σκοτεινό τμήμα του ασυνείδητου. Η Αθηνά φέρνει τη λογική και την συνείδηση, που είναι το ακριβώς το αντίθετο της παραλυτικής απραξίας της Μέδουσας(παραλύει όποιον την κοιτάξει). Εάν δεν αναπτύξουμε την λογική και την συνείδηση μας, δεν αναπτύξουμε δηλαδή αντιστάσεις (ασπίδα) στο παράλογο και στη κυριαρχία του ασυνείδητου και της ύλης έναντι της διάνοιας, τότε υποβιβαζόμαστε στην ζωώδη κατάσταση. Ο συμβολισμός είναι προφανής, η δύναμη της νόησης έχει πάντα δύο όψεις…! 


Η Αθηνά έφερε δίπλα της τυλιγμένο ένα φίδι. Το φίδι είναι ένα επαναλαμβανόμενο αρχετυπικό σύμβολο συνοδεύει όλες τις θηλυκές θεότητες συνεπώς και τη Μεγάλη Μητέρα. Τυλιγμένο γύρω από οποιοδήποτε αξονικό σύμβολο, συμβολίζει την αφύπνιση της ψυχής και την ροή της ενέργειας στο σώμα. Γενικά το φίδι ως σύμβολο είναι τόσο ηλιακό όσο και σεληνιακό. Συμβολίζει τόσο την ζωή όσο και τον θάνατο. Την σοφία αλλά και την εξάρτηση από τα πάθη, την θεραπεία (Ασκληπιός) όσο και το δηλητήριο. Είναι φαλλικό σύμβολο, η δημιουργική αρσενική δύναμη, «ο σύζυγος όλων των γυναικών». Ζώντας στο έδαφος σχετίζεται με τον κάτω κόσμο του σκότους, συμβολίζοντας τις μαγικές δυνάμεις, και τη μαγεία που κατέχουν οι αόρατες δυνάμεις. Ως τέτοιο είναι εχθρός του ήλιου και αντιπροσωπεύει τις σκοτεινές δυνάμεις στο ανθρώπινο γένος. Κατ’ αυτό τον τρόπο το φως και το σκοτάδι, το θετικό και το αρνητικό, βρίσκονται σε σύγκρουση, όπως ο Δίας και ο Τυφώνας, ο Απόλλωνας και ο Πύθωνας κλπ. Ως έρπων συμβολίζει το πνεύμα που διαπερνά τα πάντα, είναι η εσωτερική φύση του ανθρώπου και η συνείδηση.Δεν είναι τυχαίο πως τα Φίδια αλλά και οι Δράκοι εμφανίζονται ως φρουροί των ναών, φύλακες της εσωτερικής γνώσης και όλων των σεληνιακών θεοτήτων.
Η Ε.Π. Μπλαβάτσκυ λεει πως, φυσιολογικά, το φίδι συμβολίζει την αποπλάνηση της δύναμης από την ύλη (του Ιάσονα από την Μήδεια, του Ηρακλή από την Ομφάλη, του Αδάμ από την Εύα), ενσαρκώνοντας την εμμονή του κατώτερου στο ανώτερο, του «πρότερου» στο «τελικό».
Ένα άλλο σύμβολο της Αθηνάς είναι το ιερό πουλί της, η Γλαύκα (κουκουβάγια). Η κουκουβάγια είναι νυχτόβιο πτηνό το οποίο έχει εξαιρετική όραση. Η Γλαύκα συμβολίζει την σοφία που επιτυγχάνεται με την «εις εαυτόν διείσδυση», …η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνο μακριά από το φως της ημέρας και την φασαρία, όταν ο άνθρωπος απομονώνεται από το περιβάλλον. Για αυτό τον λόγο και «η γλαύκα της Αθηνάς πετάει μόλις η μέρα γείρει προς την δύση της…».Δεν είναι φυσικά καθόλου τυχαίο, πως οι μυήσεις κατά την διάρκεια των μυστηριακών τελετών γινόταν πάντα νύχτα κάτω από το φως των δαυλών.Την Αθηνά θα την συναντήσουμε και αργότερα όταν θα γίνει λόγος για τα μήλα των Εσπερίδων, πρώτα όμως πρέπει να γίνει αναφορά στον Προμηθέα.
O Προμηθέας ήταν γιος του Τιτάνα Ιαπετού και της Ωκεανίδας Ασίας. Αδέλφια του ήταν οι Επιμηθέας, ο Άτλας και ο Μενοίτιος. Το όνομά του σημαίνει αυτός που πρώτα σκέφτεται και μετά πράττει. Παράγεται από την πρόθεση «προ» και το ρήμα «μανθάνω και σημαίνει «συνετός», «προνοητικός».Κατά τη διάρκεια της Τιτανομαχίας ο Προμηθέας πήρε το μέρος Δία, και γι’ αυτό δεν τιμωρήθηκε όπως οι άλλοι Τιτάνες με εγκλεισμό στα Τάρταρα. Η συμβολή του στην εξέλιξη του ανθρώπινου γένους ήταν καταλυτική. Σύμφωνα με τον Λουκιανό, ο Προμηθέας την εποχή της Τιτανομαχίας, δημιούργησε με την αρωγή της θεάς Αθηνάς τον πρώτο άνθρωπο (το Χρυσό Γένος) από πηλό και φωτιά, και κατ’ εικόνα και ομοίωση των Θεών. (1)
Τα ζώα δημιουργήθηκαν την ίδια περίοδο από την μίξη υλικών της Γης και της φωτιάς. Η δημιουργία των όντων και του ανθρώπου έγινε μέσα στη γη. Όταν κλήθηκαν όλα τα όντα της Γης να βγουν στο φως, ανατέθηκε στον Προμηθέα και στον Επιμηθέα να δώσουν στο κάθε ον τα χαρακτηριστικά που έπρεπε να έχει. Ο Επιμηθέας έπεισε τον αδελφό του να του επιτρέψει να αναλάβει μόνος αυτή τη δουλειά. Όταν όμως έφτασε στο τέλος η ώρα του Ανθρώπου, δεν είχε μείνει κανένα προτέρημα να του χαρίσει .
Αντιλαμβανόμενος ο Προμηθέας το σφάλμα του Επιμηθέα και βλέποντας την αδυναμία του ανθρώπινου γένους απέναντι στη φύση, αποφάσισε να του χαρίσει τη φωτιά, την οποία πήρα από το εργαστήριο του Ήφαιστου, τοποθετώντας την σε ένα κούφιο καλάμι.
Ο Προμηθέας έμαθε τους ανθρώπους όχι μόνο να ελέγχουν τη φωτιά, αλλά να κατασκευάζουν επίσης εργαλεία, και τους έμαθε τις Επιστήμες και τα Γράμματα. Τέλος για να είναι ικανοποιημένοι οι Θεοί μαζί τους, τους έμαθε να τους λατρεύουν κάνοντας θυσίες σε αυτούς.
Όταν όμως τέθηκε το ζήτημα ποιο κομμάτι του θυσιασμένου ζώου ανήκει στους Θεούς και ποιο στους ανθρώπους, ο Προμηθέας σκέφτηκε ένα κόλπο για να βοηθήσει τους ανθρώπους.
Στη μια μεριά έβαλε τα κόκαλα των ζώων αλειμμένα με λίπος, και στην άλλη το κρέας τυλιγμένο μέσα σε δέρμα και κάλεσε τον Δία να διαλέξει το κομμάτι που θα άξιζε τους Θεούς. Ο Δίας ξεγελάστηκε από τα γυαλιστερά κόκαλα και τα διάλεξε, αφήνοντας το κρέας και το δέρμα στους ανθρώπους.
Στην συνέχεια φυσικά ο Δίας διαπίστωσε το τέχνασμα του Προμηθέα, και ζήτησε από τον Ήφαιστο να φτιάξει μια Γυναίκα. Έτσι δημιουργήθηκε η πρώτη γυναίκα η Πανδώρα, από γη και νερό.
Το όνομα αυτό το πήρε διότι ως δημιούργημα Θεού, έλαβε πολλά δώρα από όλους τους Θεούς. Ένα από αυτά τα δώρα ήταν ένα πιθάρι, το οποίο όμως δεν έπρεπε να ανοίξει. Ο Ερμής την οδήγησε στον αδελφό του Προμηθέα τον Επιμηθέα (ετυμολογικά αυτός που σκέφτεται μετά τις πράξεις του), ο οποίος παρά την συμβουλή του αδελφού του να μην δεχτεί δώρο από τον Δία, την έκανε γυναίκα του.
Όταν η Πανδώρα άνοιξε το πιθάρι που της είχαν χαρίσει οι Θεοί, ξεχύθηκαν όλα τα δεινά των ανθρώπων, καθώς έως τότε οι άνθρωποι που ζούσαν στη γη δεν γνώριζαν από το κακό τους πόνους και τις αρρώστιες . Την τελευταία στιγμή όμως η Πανδώρα πρόλαβε να κλείσει το πιθάρι και έμεινε μέσα η ελπίδα για το ανθρώπινο γένος. Η Πανδώρα στο μύθο του Προμηθέα συμβολίζει την αρχή του κακού για τον άνθρωπο. Δημιουργήθηκε ως αντιστάθμισμα στην ευεργεσία που έκανε ο Προμηθέας να δωρίσει τη φωτιά στους ανθρώπους. Η φωτιά αναγνωρίζεται σαν «θεία δωρεά» και «θεία δύναμη» που την καθιστά όπλο του ανθρώπου και τον κυριότερο παράγοντα πολιτισμού.
Στην συνέχεια ο Δίας θέλοντας να τιμωρήσει εκ νέου τους ανθρώπους, που είχαν γίνει κακοί και άδικοι, προκάλεσε τον κατακλυσμό.
Ο Προμηθέας όπως και πάλι χάλασε τα σχέδια του Δία προειδοποιώντας τον γιο του Δευκαλίωνα, και συμβουλεύοντας τον να φτιάξει μια κιβωτό, να την γεμίσει με εφόδια και ζώα και να μείνει μέσα μαζί με την γυναίκα του Πύρρα, η οποία ήταν κόρη του Επιμηθέα.
Ο Δευκαλίωνας με την Πύρρα όχι μόνο σώθηκαν από τον Κατακλυσμό, αλλά δημιούργησαν και το Τέταρτο Γένος, το Γένος των Ηρώων, αλλά και των Ελλήνων. Αυτό εξόργισε ακόμη περισσότερο τον Δία ο οποίος έδεσε τον Προμηθέα σε βράχο στον Καύκασο, διατάσσοντας έναν αετό να του τρωει το συκώτι κάθε πρωί. Εξαιτίας όμως του γεγονότος της Αθανασίας Προμηθέα, κάθε βράδυ το συκώτι του ανανεωνόταν.
Ο αετός είναι το ιερό πουλί του Δία, καθώς είναι ο Βασιλιάς των αιθέρων, πανόπτης της Γης και των αιθέρων όπως και ο Βασιλιάς των Θεών και ανθρώπων. Ο αετός ο οποίος τρωει το συκώτι του Προμηθέα, ίσως συμβολίζει την νόηση (αετός- πνεύμα) που μπορεί να χαλιναγωγήσει τα πάθη (συκώτι) , αλλά και ότι τα πάθη μπορούν να κρατήσουν δέσμιο τον άνθρωπο (δεσμά του Προμηθέα) .
Σε αυτό το σημείο εμπλέκεται στην ιστορία ο Ηρακλής ο οποίος κατά την διάρκεια του ενδέκατου Άθλου που του είχε ανατεθεί από τον Ευρυσθέα, (αναζήτηση των Μήλων των Εσπερίδων), φτάνει στον Καύκασο σκοτώνει τον Αετό, και ελευθερώνει τον Προμηθέα, δίνοντας έτσι τέλος στο μαρτύριο του. Ο Προμηθέας από ευγνωμοσύνη προς τον Ηρακλή του αποκάλυψε πως θα πάρει τα Χρυσά Μήλα.

Τα μήλα των Εσπερίδων ήταν οι χρυσοί καρποί των δέντρων που βρίσκονταν στον ομώνυμο κήπο. Σύμφωνα με το Φερεκύδη οι μηλιές αυτές είχαν δοθεί ως γαμήλιο δώρο από τη Γη στον Δία και την Ήρα. Η Ήρα φύτεψε τα δέντρα στον κήπο των Θεών, ο οποίος βρισκόταν στη χώρα του Άτλαντα (εκ του α και του τλάν = τα πάντα υπομένοντας) , ο οποίος είχε τιμωρηθεί από τον Δία να κουβαλάει στους ώμους του Ουρανό.Οι κόρες του Άτλαντα έκλεβαν όμως τα μήλα, γι’ αυτό και η Ήρα ανέθεσε τη φύλαξή τους στις νύμφες Εσπερίδες και στο δράκοντα Λάδωνα με τα εκατό κεφάλια, ο οποίος ήταν γιος του Τυφώνα και της Έχιδνας.
Στην αρχή της αναζήτησης του ο Ηρακλής συνάντησε τον Νηρέα, «τον σοφό των θαλασσών» ο οποίος είχε το χάρισμα της μαντικής, άλλαζε πολλές μορφές και δεν απαντούσε ευθέως. Ο Ηρακλής κάποια στιγμή από τα λεγόμενα του Νηρέα, κατάλαβε πως ίσως θα έπρεπε να πάει νότια. Καθ’ οδών νίκησε τον γίγαντα Ανταίο (γιο του Ποσειδώνα και της Γαίας) ο οποίος έπαιρνε υπεράνθρωπη δύναμη από την Γη. Ο Ηρακλής κατάφερε να τον νικήσει σηκώνοντας τον στο αέρα, ώστε να μην μπορεί να αντλήσει δύναμη από την Γη. Στην συνέχεια συνάντησε τον Βούσιρη (γιο του Ποσειδώνα και μίας θνητής). Ο Βούσιρης ήθελε να τον θυσιάσει, ο Ηρακλής όμως του ξέφυγε και τελικά σκότωσε αυτός τον Βούσιρη.
Μετά συνάντησε τον Προμηθέα δεσμώτη στο βράχο τον απελευθερώνει σπάζοντας τα δεσμά του, και εκείνος του εξηγεί πώς να βρει και να πάρει τα χρυσά μήλα.
Οι δοκιμασίες για την Εύρεση των μήλων των Εσπερίδων ίσως σχετίζονται συμβολικά με διαδικασίες μύησης , και τα 4 Στοιχεία την Γη, το Νερό, τον Αέρα, την Φωτιά, και την πορεία του ανθρώπου προς την πνευματική και ηθική του «τελείωση».

Το πρώτο εμπόδιο που πρέπει να ξεπεράσει ο Ηρακλής σε αυτό τον άθλο είναι ο Νηρέας (θαλάσσια θεότητα- στοιχείο ΝΕΡΟ) ο οποίος άλλαζε συνεχώς μορφές, συμβολίζοντας ίσως τα διαφορετικά μονοπάτια που μπορεί ο«μαθητής» να ακολουθήσει προς την γνώση.
Στην συνέχεια ο Ηρακλής παλεύει με τον γίγαντα Ανταίο, ο οποίος αντλούσε την δύναμη του από την Γη (στοιχείο ΓΗ) που συμβολίζει ίσωςτην πάλη του πνευματικού ανθρώπου με την προσκόλληση στην ύλη και τον κατώτερο εαυτό του.
Κατόπιν ο Βούσιρης θέλει να θυσιάσει τον Ηρακλή (Θυσία – στοιχείο ΦΩΤΙΑ) ο Ηρακλής όμως σπάει τα δεσμά του και σκοτώνει τον Βούσιρη . Ο αναζητητής εφόσον έχει ήδη «θυσιάσει» το κατώτερο εαυτό του, αναγεννάται σε ένα νέο συνειδησιακό επίπεδο όπου εμφανίζεται η φιλευσπλαχνία, με τη βοήθεια που παρέχει στον Προμηθέα.
Ο Προμηθέας (στοιχείο ΑΕΡΑ- πνεύμα) είναι αυτός που τιμωρείται από τον Δία διότι μετέδωσε τη γνώση σε αμύητους και αυτή σπαταλήθηκε ή κακοποιήθηκε. Ο Προμηθέας ανταμείβει τον Ηρακλή για τη πράξη του και τον συμβουλεύει πώς να βρει τα μήλα, των Εσπερίδων δηλαδή πώς να επιτύχει την πεμπτουσία της «γνώσης». (2)

Στον δρόμο προς τις Εσπερίδες, ο Ηρακλής παίρνει τον Ουρανό στους ώμους του αντικαθιστώντας τον Άτλαντα. Είναι το σημείο που λαμβάνει χώρα μία συμβολική επίσης κίνηση, καθώς σηκώνει το βάρος της ανθρωπότητας, κάτι που θα τον οδηγήσει τελικά στην ανταμοιβή των χρυσών μήλων, τα οποία φύλαγε ο άυπνος δράκος Λάδωνας ο όποιος είχε εκατό κεφάλια.
Ο δράκος τελικά φονεύεται και ο Ηρακλής παρέδωσε τα μήλα τον Ευρυσθέα.
Τα μήλα των Εσπερίδων επιστράφηκαν τελικά από την Αθηνά στον κήπο των Εσπερίδων, καθώς εκεί ήταν η θέση στην οποία έπρεπε να βρίσκονται.
Ο Δράκος με την σειρά του είναι επίσης ένα παγκόσμιο αρχετυπικό σύμβολο. Οι δράκοι είναι οι χθόνιοι φύλακες των πυλών της εσωτερικής γνώσης ενάντια στους οποίους οφείλουν να πολεμήσουν οι ήρωες.
Ο αγώνας με το δράκοντα συμβολίζει τις δυσκολίες που υπάρχουν για να κερδίσει κάποιος τους καρπούς της «εσωτερικής γνώσης». Το σκότωμα του δράκοντα είναι η σύγκρουση ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι. Είναι η τελική νίκη του ανθρώπου ο οποίος πολεμά και υπερνικά τη δική του σκοτεινή φύση, επιτυγχάνοντας αυτογνωσία που τον απελευθερώνει από το πολύ περιορισμένο κέντρο του «εγώ», και την κατάκτηση της υπερσυνειδησιακής εκείνης κατάστασης που του επιτρέπει να βιώσει την «ενότητα των πάντων».
Ο Ηρακλής τέλος συμβολίζει τον αρχετυπικό αλλά μη τελειοποιημένο άνθρωπο που παίρνει στα χέρια του την κατώτερη φύση και την υποβάλλει πρόθυμα σε πειθαρχία, κάτι που θα προκαλέσει τελικά την ανάδυση της Θεϊκής του φύσης.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ο ήρωας υποβάλλεται σε μερικές συμβολικές δοκιμασίες, η ενδέκατη των οποίων είναι τα χρυσά μήλα των εσπερίδων. Πρέπει να τιθασεύσει τον κατώτερο εαυτό του, να τον πειθαρχήσει και να τον ξεπεράσει, ευθυγραμμίζοντάς τον με το «Εγώ», και να επιστρέψει στην κατοικία του πατέρα του Δία, με τη πολύτιμη συνδρομή της θεάς της σοφίας, Αθηνάς।Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν πως οι (12 όσοι και τα ζώδια) άθλοι του Ηρακλή σχετίζονται επίσης με το Ζωδιακό. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Bailey: «σε κάθε ζώδιο εκφράζει τα χαρακτηριστικά του και σε κάθε ζώδιο αποκτά και μια νέα γνώση του εαυτού του και δια της γνώσης αυτής καταδεικνύει τη δύναμη του ζωδίου κι αποκτά τα δώρα που δίνει το ζώδιο (…) καταδεικνύει το γεγονός ότι τα ζώδια επηρεάζουν αλλά δεν ελέγχουν».Στην συνέχεια θα αναδειχθούν οι ομοιότητες όπως επίσης και οι διαφορές του κήπου των Εσπερίδων, με τον αντίστοιχο κήπο της Εδέμ των πρωτόπλαστων της Παλαιάς διαθήκης.
Η αναφορά στον κήπο της Εδέμ, θα είναι σύντομη καθώς είναι περισσότερο ή λιγότερο γνωστή στους περισσότερους (τουλάχιστον σε σχέση με την Αρχαιοελληνική του κήπου των Εσπερίδων).
Στον κήπο της Εδέμ ο Θεός δημιουργεί την φύση, τον Αδάμ και την Εύα, όπου ζούσαν σε κατάσταση ευδαιμονίας και μακαριότητας. Ο Θεός τους προειδοποιεί πως απαγορεύεται να φάνε τον καρπό του δέντρου της γνώσης, διότι εάν το κάνουν αυτό θα πεθάνουν. (Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί πως στην αφήγηση της Παλαιάς Διαθήκης δεν γίνεται πουθενά λόγος για μήλο αλλά μόνο για δέντρο της γνώσης του καλού και του κακού) .
Αντίθετα η φωνή της γης ο Όφις, τους είπε πως εάν έτρωγαν από τον καρπό του δέντρου της γνώσεως, θα τους «άνοιγαν τα μάτια» και θα γίνονταν σαν τον Θεό…
Η συνέχεια γνωστή η Εύα απλώνει το χέρι τρωει τον καρπό προσφέρει και στον Αδάμ, και τότε «διανοίχθησαν οι οφθαλμοι των δυο και έγνωσαν ότι γυμνοί ήσαν και έραψαν φύλλα συκής και εποίησαν αυτοίς περιζώματα»(Γεν. γ’ ) Όταν έγινε αυτό ο Θεός τους έντυσε με δερμάτινους χιτώνες, τους έδιωξε από τον Παράδεισο και όρισε τα Χερουβείμ να φυλάνε το δέντρο.
Οι ομοιότητες του κήπου των Εσπερίδων με τον αντίστοιχο κήπο της Εδέμ είναι προφανείς.
Και στις δυο αναφορές γίνεται λόγος για ένα κήπο μακαριότητας. Στον κήπο της Εδέμ, έχουμε το Δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, και το φίδι το οποίο εκπροσωπεί τον πειρασμό και το κακό. Στον ενδέκατο άθλο του Ηρακλή υπάρχει επίσης ο Θεϊκός κήπος, με τα χρυσά μήλα και ο δράκος Λάδων που φυλάει τα μήλα..

Στην περίπτωση όμως του κήπου της Εδέμ το δέντρο βρισκόταν εκεί που κατοικούσαν οι πρωτόπλαστοι, στο μέσο του Παραδείσου, ενώ στην περίπτωση του αρχαιοελληνικού μύθου ο ήρωας χρειάστηκε να περάσει πολλές δοκιμασίες ώσπου να βρει τελικά τον τόπο όπου φύτρωναν τα μήλα.Και στις δύο αναφορές οι καρποί είναι θεϊκής προέλευσης, και η γνώση είναι κλεμμένη από τον Θεό. Αυτό σημαίνει πως αυτή δεν μπορεί να είναι έργο του ανθρώπου, διότι σε οποιαδήποτε έργο του ανθρώπου η γνώση προϋποτίθεται.
Στη Γένεση ο καρπός δημιουργήθηκε από το Θεό και βρίσκονταν στο μέσο του Κήπου που εκείνος έφτιαξε, στην αρχαία ελληνική ιστορία τα χρυσά μήλα δόθηκαν από τη Θεά Γαία ως δώρο σε γάμους Θεών।Τέλος και στις δύο αναφορές με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι καρποί παρέμειναν εκεί όπου βρίσκονταν। Στην ιστορία της παλαιάς Διαθήκης ο καρπός του δέντρου της ζωής έμεινε στον Παράδεισο με φύλακες τα Χερουβείμ και στον αρχαιοελληνικό επιστράφηκαν στον κήπο των Εσπερίδων από τη Θεά Αθηνά. Ταυτόχρονα όμως ανάμεσα στην Αρχαιοελληνική και στην Ιουδαϊκή μυθικοθρησκευτική αντίληψη υπάρχει μεγάλη διαφορά όσο αφορά το κοσμοϊστορικό γεγονός την προσέγγισης της γνώσεως. Στην Παλαιά διαθήκη, η γνώση συνιστά έκθεση του ανθρώπου στον κόσμο. Μέσα τον οποίο ο άνθρωπος εκτίθεται και νοιώθει γυμνός και ξένος, είναι δηλαδή «διάφορος του κόσμου».
Στην αρχαία Ελλάδα η γνώση συνιστά θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Ο άνθρωπος εντίθεται και νοιώθει οικείος, δηλαδή όμοιος του κόσμου. Στην περίπτωση της Παλαιάς διαθήκης επειδή ο άνθρωπος ντρέπεται τον ντύνει ο Θεός. Στην αρχαίο Ελληνική παράδοση, ο άνθρωπος ντύνεται μόνος του επειδή κρυώνει. Στην βίβλο η γνώση συνιστά γεγονός καθοριστικό του ανθρώπου ως ανθρώπου. Εδώ ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα νοήμων ζώο, όπως στην Ελληνική αντίληψη. Η γνώση βγάζει το άνθρωπο από τον παράδεισο και τον εκθέτη στην Γη. Άρα η γνώση συνιστά την εγκόσμια μοίρα του ανθρώπου, το πεπρωμένο του. Είναι ένα όν που όχι μόνο βαίνει στην γη αλλά την υπερβαίνει, λόγω του ότι η «αρχή» του βρίσκεται αλλού. Συνεπώς ζει την ζωή του ως έκπτωτος.
Αντίθετα η γνώση της Ελληνικής μυθολογίας βγάζει τον άνθρωπο από τα σπήλαια και τον θέτει στην πόλη. Άρα πρόκειται περί του όντως που από«φύση» γίνεται ιστορία. Θα πρέπει όμως σε αυτό το σημείο να αναφέρω, πως σύμφωνα επίσης και με την μετέπειτα αρχαιοελληνική μεταφυσική άποψη (βλέπε Πυθαγόρειους, Ορφισμό, Πλάτωνα κ.λ.π) ο άνθρωπος έχει υπερκόσμια αρχή : « Της Γης παιδί είμαι και του έναστρου Ουρανού. Το γένος μου είναι βεβαίως ουράνιο». Αυτή η θέση εκφράστηκε κυρίως με τον Ορφισμό στον Ελληνικό κόσμο, εισάγοντας το στοιχείο του μυστικισμού και του δυϊσμού ψυχής-σώματος, του πνεύματος και ύλη. Επιστρέφοντας στην διαφορές της Αρχαιοελληνικής και της Ιουδαϊκής παράδοσης, μυστικισμού και του Πριν τους Ορφικούς, και σύμφωνα με την Ομηρική άποψη, η ψυχή ήταν μια σκιά που εγκατέλειπε τον νεκρό τη στιγμή του θανάτου για να οδηγηθεί στο Βασίλειο του Άδη. Οι Ορφικοί υποστήριζαν ότι η ψυχή είναι αυτό που υποκινεί τον άνθρωπο, η αρχή όλων, ενώ το σώμα η φυλακή της ψυχής, κάτι που πέρασε και στον Χριστιανισμό. Πίστευαν ότι η ψυχή είναι θεϊκή και ενσαρκώνεται στην Ελληνική αντίληψη την ενοχή της γνώσεως την παίρνει επάνω του ο Προμηθέας, ενώ ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την γνώση προς όφελος του.
Ο Προμηθεικός άνθρωπος είναι αυτός που αναπτύσσει τις «τέχνες» ώστε να καταστήσει πιο άνετη την διαβίωση του. Για αυτό υπάρχει και παραλληλία ανάμεσα στον Προμηθέα και στον Ηρακλή. Ο Προμηθέας χρησιμοποιεί την δύναμη του μυαλού του για να παράγει έργο. Για την ίδια παραγωγή έργου ο Ηρακλής χρησιμοποιεί την μυική του δύναμη.
Η αμαρτία στην Παλαιά διαθήκη μαρτυρεί την απομάκρυνση από τα μέτρα και τις εντολές του Θεού. Αντίθετα στην αρχαίο Ελληνική κοσμοαντίληψη η ύβρις συντελείται όταν υπάρχει εκούσια απομάκρυνση από τα μέτρα του ανθρώπου. Όταν δηλ. ο άνθρωπος αποπειραθεί την υπέρβαση των ορίων της θνητότητας του. Η αμαρτία προκύπτει από την θεοκεντρική αντίληψη. Η ύβρις προκύπτει από την ανθρωποκεντρική αντίληψη.
Ωστόσο οι δύο έννοιες δεν είναι άσχετες μεταξύ τους εφόσον αφορούν αμφότερες τόσο τον Θεό όσο και τον άνθρωπο. Στην Θεοκεντρική αντίληψη η σχέση είναι αμαρτωλού- αναμάρτητου. Στην ανθρωποκεντρική είναι θνητού – αθανάτου. Η σχέση αυτή είναι εφικτή εφόσον μόνο ο άνθρωπος μπορεί να σκέπτεται διαθέτει αυτογνωσία και δρα ως Θεός.
Η γνώση της θνητότητας αφενός οριοθετεί τον άνθρωπο, και αφετέρου ξεχωρίζει τον άνθρωπο από το υπόλοιπο ζωικό βασίλειο οριοθετώντας όλες τις άλλες. Είναι η συνειδητοποίηση του πεπερασμένου σε σχέση με το άπειρο, του Θεϊκού με το ανθρώπινο, άρα σηματοδοτεί τον πνευματικό άνθρωπο και τις μεταφυσικές του ανησυχίες.
Με την γνώση αυτή ο άνθρωπος αποκτά εκείνη την πνευματική δύναμη η οποία υπερβαίνει κάθε άλλη φυσική δύναμη, για αυτό και στο τέλος αυτός ο αδύναμος και ο γυμνός υποτάσσει τις φυσικές δυνάμεις όσο ισχυρές και εάν είναι.
Αυτή του η ικανότητα του γεννά την ικανότητα να γίνει Θεός. Ο άνθρωπος όμως είναι υπαρξιακά πεπερασμένος σε σχέση με την αιωνιότητα από την οποία προήλθε για αυτό τον λόγο καθίσταται εν τέλη θύμα και τιμωρείται.
Με την γνώση ο άνθρωπος τον καθίσταται ικανός να έχει αντίληψη του χρόνου και κυρίως της θνητότητας του. Σε αυτή την γνώση υποκρύπτεται το οντολογικό πρόβλημα της ανώτερης ανθρώπινης φύσης που αφυπνίζεται από την ζωώδη κατάσταση των ενστίκτων, σε ένα αυτόνομο όν που δημιουργεί με την γνωσιολογική του ικανότητα την ιστορία και τον πολιτισμό. (3) 
Ο κάθε άνθρωπος επαναλαμβάνει ξεχωριστά τις πρώτες στιγμές της ζωής του την ίδια αγωνία με αυτή της ανθρωπότητας στα πρώτα της βήματα…
Αυτό γίνεται κάθε φορά που ο κάθε ένας από εμάς την στιγμή της γέννησης του έρχεται σε ύπαρξη, ξένος γυμνός και απροστάτευτος, κλαίγοντας λόγω της απώλειας της μακαριότητας και της ευδαιμονίας της μητρικής μήτρας . Το«να υπάρχεις» αποτελεί το ύψιστο θαύμα, μία μοναδική ευκαιρία παρόλες τις δυσκολίες της επιβίωσης. Δημιουργεί όμως ταυτόχρονα την συνθήκη του αναπόφευκτου και του τέλους της ζωής. Η ύπαρξη γεννάει την χαρά και η χαρά την αγωνία. Όπως αναφέρει ο Καζαντζάκης:

«Eυτύς ως γεννηθούμε, αρχίζει κι η προσπάθεια να δημιουργήσουμε, να συνθέσουμε, να κάμουμε την ύλη ζωή’ κάθε στιγμή γεννιούμαστε. Γι’ αυτο πολλοί διαλάλησαν: Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία.
….Υπάρχει νίκη; Υπάρχει νικημός; Το σώμα μας θα σαπίσει, θα ξαναγυρίσει στο χώμα, μα Εκείνος που μια στιγμή το διαπέρασε τι θα γίνει;
….Το βαθύ, ανθρώπινο χρέος μας είναι όχι να ξεδιαλύνουμε και να φωτίσουμε το ρυθμό της πορείας του Θεού, παρά να προσαρμόσουμε, όσο μπορούμε, μαζί του το ρυθμό της μικρής, λιγόχρονης ζωής μας.
Ένας βώλος λάσπης είναι η ανθρωπότητα, τέτοιος βώλος λάσπη είναι ο καθένας μας. Ποιο είναι το χρέος μας; Να μαχόμαστε ν’ ανθίσει ένα μικρό λουλούδι απάνω στο λίπασμα τούτο της σάρκας και του νου μας..».
Σημειώσεις
1. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι πρώτοι άνθρωποι ήταν όντα που είχαν σχήμα σφαιρικό, ενώ διακρίνονταν σε τρία γένη το αρσενικό, το θηλυκό και το μεικτό. Αργότερα ο Δίας επειδή εξοργίστηκε από την αλαζονεία τους και φοβήθηκε τη δύναμή τους, τα χώρισε στα δύο, δημιουργώντας τα δύο γνωστά μας φύλα, αρσενικό και θηλυκό.
२. Ο αποσυμβολισμός που περιγράφω είναι δικής μου επινόησης βάση της προσωπικής μου οπτικής και αντίληψης.
३.Τα μήλα των Εσπερίδων, Μαλεβίτσης Χρήστος .

πηγή:hletsos-basilhs.blogspot

Η ΑΜΕΣΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΕΛΑΙΘΡΙΟΝ - ΜΙΑ ΟΙΚΟΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΠΡΟΤΥΠΟ ΣΤΗΝ ΕΥΒΟΙΑ

$
0
0
Εγχείρημα Τελαίθριον – Μια οικοκοινότητα πρότυπο στην Εύβοια
Η κοινότητα Τελαίθριον στην Εύβοια
















Το «Εγχείρημα Τελαίθριον» ευελπιστεί να δείξει ότι μία αυτάρκης κοινωνία αληθινών κινήτρων και ανιδιοτελούς προσφοράς, μπορεί να υπάρξει και να εφαρμοστεί «στην πράξη», και ότι θα μπορούσε να ευδοκιμήσει ακόμη και αν την υιοθετούσε όλη η ανθρωπότητα. Θέλουμε να μοιραστούμε όλες τις πρακτικές γνώσεις, τις πληροφορίες, τις τεχνολογίες και εν τέλει τις λύσεις τις οποίες θα ανακαλύψουμε, διερευνήσουμε και εφαρμόσουμε στο ταξίδι μας αυτό. Θα κάνουμε ότι μπορούμε για να εμψυχώσουμε, ενδυναμώσουμε, εκπαιδεύσουμε και εμπνεύσουμε όλους τους συνανθρώπους που θα συναντήσουμε ώστε να ακολουθήσουν το δικό τους μονοπάτι προς την όσο το δυνατόν περισσότερο ισορροπημένη συμβίωση των φυλών και των ειδών στον πλανήτη.

Θέλουμε να μάθουμε από τα λάθη μας, να εξελίξουμε την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, να επαναπροσδιορίσουμε τους εαυτούς μας μέσα από τον επαναπροσδιορισμό του περιβάλλοντος και των αναγκών μας, και τελικά να κάνουμε πράξη όλη την έρευνα και τη γνώση της ανθρωπότητας σε ότι αφορά την υγεία, την τεχνολογία, την ενέργεια, την εκπαίδευση, τις καλλιέργειες, την κοινωνία, την ψυχαγωγία και την ενσυναίσθηση (πνευματισμό). Να αγκαλιάσουμε τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητα και να γίνουμε καλύτεροι από τους ίδιους μας τους εαυτούς, δεχόμενοι την καθημερινή ανάδραση (feedback) ως τροφή για ενσυνείδητη σκέψη και αρμονική δημιουργική και παραγωγική επικοινωνία. Θέλουμε να ζήσουμε με όσο το δυνατόν χαμηλότερο οικολογικό αποτύπωμα και ταυτόχρονα με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ελευθερία στην εκπαίδευση (πληροφορία) και στην δημιουργική διαβίωση.

Η ΠΕΡΙΟΧΗ

Μετά από διεξοδική συζήτηση και αναζήτηση για τον τόπο το Free and Real απόκτησε γη μέσα στην γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας στην περιοχή της Ιστιαίας-Αιδηψού στην βόρεια Εύβοια.
Ο χώρος βρίσκεται κοντά στην κορυφή του Τελέθριον Όρους στα 450 μέτρα υψόμετρο. Το μέγεθος της γης που ήδη είναι μέρος του εγχειρήματος είναι περίπου 12.000 τετραγωνικά μέτρα.
Στο κοντινό μέλλον ελπίζουμε να αποκτήσουμε ένα γειτονικό κομμάτι γης ίδιου περίπου μεγέθους διπλασιάζοντας έτσι το σύνολο. Στην παρούσα φάση όλα τα τμήματα έρευνας εργάζονται για την ανάπτυξη του εγχειρήματος.

Η ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ

Το πιο αξιοσημείωτο στοιχείο της κοινότητας είναι το σχήμα της.
Ο κυκλικός σχεδιασμός θα είναι το κύριο χαρακτηριστικό στο σχήμα της κοινότητας ακολουθώντας την σοφία και την εξαιρετική γεωμετρία της φύσης.




Ο κυκλικός σχεδιασμός προσφέρει την ελάχιστη κατανάλωση ενέργειας σε σχέση με το μέγιστο κοινωνικό όφελος. Η αρχιτεκτονική, στην αποδοτική εφαρμογή της, χρησιμοποιεί την ελάχιστη ποσότητα υλικών για την ασφαλέστερη και αποδοτικότερη δυνατή δόμηση. Καθώς τα υλικά βελτιώνονται κι αλλάζουν, το ίδιο θα συμβαίνει στην αρχιτεκτονική και στο σχεδιασμό. Αυτό αυξάνει τα πλεονεκτήματα και επεκτείνει τις ανέσεις, τα αγαθά και τις υπηρεσίες καθιστώντας τα προσιτά σε όλους.

Ένας δρόμος σε σχήμα δαχτυλιδιού θα περνάει γύρω από τα κτίσματα της κοινότητας, προσφέροντας εύκολη πρόσβαση και το ίδιο μέγεθος απόστασης από κάθε σημείο. Αλληλοσυνδεόμενα μονοπάτια και ρυάκια θα χρησιμοποιηθούν για την εξυπηρέτηση του τρισδιάστατου δασό-κήπου που δημιουργείται σε ολόκληρη την επιφάνεια της κοινότητας, αλλά και για βιοκλιματικούς σκοπούς.
Μεγάλες και μικρές τεχνητές λίμνες επίσης θα δημιουργηθούν προσφέροντας ένα πιο σταθερό και φιλικό κλίμα τόσο στην φύση όσο και στον άνθρωπο.

Στο κέντρο της κοινότητας θα βρίσκεται ένα Συγκρότημα Γεωδαιτικών Θόλων (Geodesic Dome Cluster) το οποίο θα αποτελείται από 5 αλληλοσυνδεόμενους Γεωδαιτικούς Θόλους. Κάθε ένας από τους 5 θόλους θα είναι πολυχρηστικός εξυπηρετώντας πολλές δραστηριότητες όπως για παράδειγμα, τέχνες, εκπαίδευση, έρευνα, αναψυχή κτλ.

Δείτε και το παρακάτω ενδιαφέρον βίντεο στο TED



πηγή: ΤΕΛΑΙΘΡΙΟΝ http://www.freeandreal.org/

ΟΙ ΑΜΕΣΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΤΥΑ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

$
0
0

Αν θέλουμε να αντλήσουμε νέες πολύτιμες εμπειρίες για την αμεσοδημοκρατική οργάνωση, να ανοιχτούν οι αμεσοδημοκράτες στην κοινωνία και να προτάξουν τη συγκρότηση ενός ποιοτικού πραγματικού αμεσοδημοκρατικού κινήματος, είναι ανάγκη να έρθουν σε επαφή και να αναπτύξουν επικοινωνία και συνεργασία με τις αμεσοδημοκρατικές οικοινότητες, με αυτοδιαχειριζόμενους κοινωνικούς χώρους, με δίκτυα συνεργατισμού, με αλληλέγγυα ανταλλακτικά δίκτυα, με τοπικά ανταλλακτικά νομίσματα, με δίκτυα συνεργατικότητας και ανάπτυξης καινοτομίας, με τράπεζες και ανταλλακτήρια σπόρων, με αυτόνομες αμεσοδημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις, με οικολογικές περιβαλλοντικές οργανώσεις-αειφορία, με τράπεζες χρόνου, με αγροτικούς συνεταιρισμούς, με συνεταιριστικές τράπεζες, με ταμεία αλληλεγγύης, με εναλλακτικές συλλογικότητες, με συλλογικότητες διαχείρισης κοινωνικών αγαθών, με αγορές απευθείας διάθεσης τροφής.....!!!!

Στον συνδέσμους παρατίθενται οι διευθύνσεις και τα τηλέφωνα των συλλογικοτήτων. Μέσα από αυτή τη συνεργασία θα εκκινήσει το καινούργιο στην πολιτική, το ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΡΙΖΩΜΑ σε τούτο τον τόπο.
ΟΛΕΣ ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΕΣ  ΠΟΥ ΠΑΡΑΤΙΘΕΝΤΑΙ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΟΥΝ ΤΗ ΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΕΝΟΣ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΑΜΕΣΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ:
Εδώ τα δίκτυα συνεργατισμού:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_synergatismos_t69.html
Εδώ οι αυτοδιαχειριζόμενοι κοινωνικοί χώροι:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_aytodiaxeirizomenoi-koinw…
Εδώ τα ανταλλακτικά δίκτυα:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_allileggya-kai-antallakti…
Εδώ τα τοπικά ανταλλακτικά νομίσματα:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_topika-enallaktika-nomism…
Εδώ τα δίκτυα συνεργατικότητας και ανάπτυξης καινοτομίας:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_diktya-synergatikotitas-k…
Εδώ οι τράπεζες και ανταλλακτήρια σπόρων:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_trapezes-antallaktiria-sp…
Εδώ οι αμεσοδημοκρατικές λαϊκές συνελεύσεις:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_amesi-dimokratia-laikes-s…
Εδώ οι οικολογικές περιβαλλοντικές οργανώσεις-αειφορία:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_oikologikes-perivallontik…
Εδώ οι τράπεζες χρόνου:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_trapezes-xronoy_t41.html
Εδώ οι αγροτικοί συνεταιρισμοί:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_agrotikoi-synetairismoi_t…
Εδώ οι συνεταιριστικές τράπεζες:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_synetairistikes-trapezes_…
Εδώ τα ταμεία αλληλεγγύης:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_tameia-allileggyis_t160.h…
Εδώ οι εναλλακτικές συλλογικότητες:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_enallaktikes-syllogikotit…
Εδώ οι συλλογικότητες διαχείρισης κοινωνικών αγαθών:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_syllogiki-diaxeirisi-koin…
Εδώ οι αγορές απευθείας διάθεσης τροφής:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_agores-apeytheias-diathes…
Εδώ οι 72 οικοκοινότητες:
http://www.enallaktikos.gr/kg15el_oikokoinotites_t44.html


Ο «ΛΟΓΟΣ» ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

$
0
0
       
Σκοπός ή τέλος των πράξεων αλλά και αρχή τους ή αιτία, εκφράζει παράλληλα το μέσο, τη ρύθμιση ή το νόμο που τις διέπει, ενώ αποτελεί και το όνομα της πιο δημοφιλούς ανάμεσά τους, της ομιλίας: τέτοιο είναι το εννοιολογικό ξετύλιγμα του λόγου στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία.
Ο λόγος πρωτοεμφανίζεται ως όρος στα γραπτά προσωκρατικών φιλοσόφων, απ’ τους οποίους σώζονται ελάχιστα αποσπάσματα υπό μορφή ρητών σε έργα μεταγενέστερων συγγραφέων. Οι περισσότεροι από αυτούς συνέγραψαν σε ποιητικό λόγο κοσμογονίες και θείες…αποκαλύψεις σχετικές με την προέλευση αυτού του κόσμου. Στο έργο του Περί Φύσεως, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος (535-475 π.Χ.) προτρέπει τους ανθρώπους οὐκ ἐμού ἀλλά τοῦ λόγου ἀκούσαντες ὁμολογείν σοφόν ἐστί ἓν τὰ πάντα εἶναι ‘είναι σοφό να συμφωνήσετε όχι ακούγοντας εμένα αλλά το λόγο ότι τα πάντα είναι ένα’. 

Ο λόγος αυτός θεωρείται από τον Ηράκλειτο κοινός και ενιαίος, παρότι οι άνθρωποι συχνά τον αγνοούν και φέρονται σα να διαθέτουν ξεχωριστή, δική τους λογική διὸ δε ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ λόγῳ• τοῦ λόγου δ’ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοί ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν. Αυτή η συμμόρφωση με τον «κοινό λόγο» είναι πολύ κοινή ιδέα στους Στωικούς και μοιάζει δανεισμένη από τον Εφέσιο φιλόσοφο.Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια τοῦ δὲ λόγου τουδ’ ἐόντος αἰεί, οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τον καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκούσαι καὶ ἀκούσαντες τὸν πρώτον. Γιατί, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα μ’ αυτόν το λόγο γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε, αυτοί μοιάζουν άπειροι ακόμα κι όταν αποκτήσουν εμπειρία λέξεων και πράξεων σαν αυτές που εγώ διηγούμαι ἀπείροισιν ἐοίκασιν πειρωμένοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιουτέων ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι, όποτε διακρίνω το κάθε τι σύμφωνα με τη φύση του και εκθέτω το πώς έχει κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει. Αλλά από τους άλλους ανθρώπους διαφεύγουν όσα πράττουν όταν είναι ξυπνητοί τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ακριβώς όπως λησμονούν όσα πράττουν όταν κοιμούνται ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.
Παρότι ο θεϊκός αυτός λόγος αντηχεί μέσα στον καθένα, δε μπορεί κανείς να τον αναλύσει στο νου του αλλά μόνον να τον αφουγκρασθεί εσωτερικά- είναι εκείνος που σπρώχνει τον άνθρωπο στην αναζήτηση του αληθινού εαυτού του και που από προσωπικότητες όπως ο Σωκράτης κατονομάζεται ως «δαιμόνιο». Και ο ίδιος ο Ηράκλειτος άλλωστε είπε ότι «διερεύνησε τον εαυτό του». Στις περισσότερες περιπτώσεις, όμως, οι άνθρωποι «όταν ακούνε, δεν καταλαβαίνουν και γι αυτό μοιάζουν με κουφούς- σ’ αυτούς ταιριάζει η παροιμία: παρόντες απουσιάζουν» (ἀξύνετοι ἀκούσαντες κωφοῖσιν ἐοίκασι• φάτις αὐτοῖσιν μαρτυρεῖ παρεόντας ἀπεῖναι). Επιπλέον, δείχνουν να αγνοούν εκείνον «με το οποίο πάνω απ’ όλα συναναστρέφονται αδιάκοπα»(ὧ μάλιστα διηνεκῶς ὁμιλούσι, τούτῳ διαφέρονται), το Λόγο που τα κυβερνά όλα (λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι)- γι αυτό και «όλα όσα συναντούν καθημερινά τους φαίνονται ξένα» (καὶ οἷς καθ᾽ ἡμέρην ἐγκυροῦσι, ταῦτα αὐτοῖς ξένα φαίνεται). Με αυτή την έννοια, το ανθρώπινο ον δεν κατέχει τη γνώση όπως την κατέχει το θεϊκό (ἦθος ἀνθρώπειον μὲν οὐκ ἔχει γνώμας, θείον δὲ ἔχει) αφού έχει αποστραφεί το θείο Λόγο, όπως πολλοί σύγχρονοι και προγενέστεροι φιλόσοφοι του Ηρακλείτου (πχ ο Πυθαγόρας), τους οποίους κατηγόρησε για τη ματαιοπονία τους και το διασκόρπισμα των ερευνών τους στην κατεύθυνση της πολλαπλότητας της δημιουργίας.

Για την ίδια τη φύση αυτού του λόγου, ο φιλόσοφος αναφέρει πως αυξάνεται από τον εαυτό του- δεν χρειάζεται δηλαδή τη συνεισφορά μιας ανώτερης δύναμης για να αναπτυχθεί- και πως ανήκει στην ψυχή (ψυχῆς ἐστί λόγος ἑαυτόν αὔξων). Εντούτοις, όσο κι αν την εξερευνήσει κανείς, δε θα μπορέσει να βρει τα πέρατά της, γιατί ο «λόγος» της είναι πολύ βαθύς (ψυχῆς πείρατα ἰών οὐκ ἄν ἐξεύροιο, πάσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν• οὕτω βαθύν λόγον ἔχει), ιδέα που λέγεται ότι πάρθηκε ίσως από την Ορφική διδασκαλία. Έτσι, κατά τον Ηράκλειτο, ο λόγος είναι μια καθαρά εσωτερική ιδιότητα, σοφία, νοημοσύνη, μέτρο και παρόμοια.
Στο ομώνυμο έργο του Παρμενίδη από την Ελέα (Περί Φύσιος), το λέγειν αποτελεί μια από τις τρεις πρωταρχικές δυνάμεις που συνιστούν την ενότητα της ύπαρξης, το ‘είναι’, το ‘νοείν’ και το ‘λέγειν’. Των τριών τους προηγείται το είναι ως απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει το νοείν και το λέγειν, διότι τα όντα καθεαυτά υπάρχουν πριν έρθει ο νους και τα συλλάβει και γίνουν στη συνέχεια περιεχόμενα του έναρθρου λόγου.Εδώ λοιπόν ο λόγος είναι το τελικό στάδιο έκφρασης, η ομιλία, η εξωτερίκευση του νοείν. Ενδέχεται, βέβαια, η σκέψη και ο λόγος να αναφέρονται σε φανταστικά όντα (μη-όντα), για τούτο και είναι χρήσιμο να μην επαφίεται κανείς απόλυτα στις αισθήσεις του προκειμένου να γνωρίσει και να κατανοήσει τον κόσμο αλλά να καταφεύγει στη χρήση του λόγου (= λογική δύναμη που ενυπάρχει μέσα του): Μηδέ σ’ ἔθος πολύπειρον ὁδόν κατὰ τήνδε βιάσθω ούτε η πολύπειρη συνήθεια να σ’ εξαναγκάσει να κατευθύνεις σ’ αυτήν την οδό [τον έλεγχο για την ύπαρξη του μη είναι], νωμᾶν ἄσκοπον ὄμμα καὶ ἠχήεσσαν ἀκουήν καὶ γλώσσαν το βλέμμα άσκοπο εδώ κι εκεί να έχεις και την ακοή σου πλήρη από ήχους και να δίδεις ονομασίες χρησιμοποιώντας τυχαία τη γλώσσα, κρίναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον αλλά να κάμεις με τη λογική σου τον περιμάχητον έλεγχο. Με τη σωστή χρήση του λόγου, ο άνθρωπος γίνεται ισόθεος και ανάγεται στον απόλυτο κόσμο του «εόντος». Σ’ αυτό το σημείο ο λόγος γίνεται νοημοσύνη, λογισμός, σοφία, όπως και στον Ηράκλειτο.
Η έννοια του λόγου απαντάται και σε αρκετά έργα του Πλάτωνα, πάντοτε όμως ως λογική δύναμη μέσα στον άνθρωπο, ως διάκριση με την οποίαν έχει προικισθεί για να μπορεί να παίρνει ανά πάσα στιγμή ορθές αποφάσεις και να αποφεύγει να ενδώσει σε επιβλαβείς επιθυμίες: (Πολιτεία, d-e). Επιπλέον, ο λόγος, με τη δύναμη της διαλεκτικής, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο στην , στην αλήθεια: τὸ μὲν ᾧ λογίζεται λογιστικόν…τὸ δὲ ᾧ ἐρᾷ τὲ καὶ πεινῇ καὶ διψῇ καὶ περὶ τὰς ἄλλας ἐπιθυμίας ἐπτόηται ἀλόγιστον τὲ καὶ ἐπιθυμητικόν.. «ἀρχή τῶν πάντων» αὐτός ὁ λόγος ἅπτεται τῇ τοῦ διαλέγεσθαι δυνάμει … ἐπί τὴν τοῦ παντὸς ἀρχὴν ἰών, ἁψάμενος αὐτής… …τὰ ἐνόντα φέρει, ἃ δὴ λόγῳ καὶ διανοίᾳ ληπτά, ὄψει δὲ οὔ Δόξης μὲν οὖν ἐπί τὸ ἄριστον λόγῳ ἀγούσης καὶ κρατούσης τῷ κράτει σωφροσύνη ὄνομα• ἐπιθυμίας δὲ ἀλόγως ἑλκούσης ἐπί ἡδονάς καὶ ἀρξάσης ἐν ἡμῖν τῇ ἀρχῇ ὕβρις ἐπωνομάσθη (Πολιτεία, b-c). Όπως τονίζει στη συνέχεια του έργου ο Σωκράτης, τα αληθινά στολίδια τα συλλαμβάνει κανείς με το λόγο και τη διάνοια και όχι με την όραση (με τις αισθήσεις): (Πολιτεία, d-e). Ο λόγος, ως διάκριση στον άνθρωπο, τον οδηγεί στη σωφροσύνη, σε αντίθεση με την επιθυμία, που τον άγει υποχρεωτικά στην ύβρη: (Φαίδρος, 238Α). Δίνεται μάλιστα η εύστοχη παρομοίωση της ψυχής με άμαξα που σύρεται από δυο άλογα, καθένα απ’ τα οποία εκπροσωπεί το έλλογο και το άλογο (επιθυμητικό) μέρος της- ο ηνίοχος, στη θέα ενός ελκυστικού προσώπου ή αντικειμένου, βρίσκει τον μεν έναν ίππο υπάκουο και εγκρατή, τον δε άλλον ανυπότακτο κι ορμητικό, οπότε αναγκάζεται να τραβήξει τα χαλινάρια για να συγκρατήσει την άμαξα από την άλογη πορεία της (Φαίδρος, 253 D).
Ο λόγος είναι επίσης το τμήμα της νόησης που αντιλαμβάνεται το παντοτινά ον, που δεν έχει γένεση, σε αντιδιαστολή με το μη ον, το μεταβλητό, που γίνεται αντιληπτό μέσω της γνώμης και της άλογης αίσθησης: τί τὸ ὂν ἀεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχων, καὶ τί τὸ γιγνόμενον μὲν ἀεί, ὂν δὲ οὐδέποτε; τὸ μὲν δὴ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν, ἀεί κατὰ ταὐτὰ ὄν, τὸ δ’ αὖ δόξῃ μετ’ αἰσθήσεως ἀλόγου δοξαστόν (Τίμαιος, 28α).Το αμετάβλητο, βάσει του οποίου ο Θεός έπλασε το σύμπαν, γίνεται αντιληπτό από το λόγο και τη φρόνηση αλλά και η ανεύρεση της εικόνας που χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο για τη δημιουργία του είναι έργο των κατάλληλων λόγων- συλλογισμών, που, όμοια με το σταθερό ον που ερμηνεύουν, θα πρέπει να είναι αμετάβλητοι: ἄρα τοὺς λόγους, ὧνπέρ εἰσίν ἐξηγηταί, τούτων αὐτών καὶ συγγενείς ὄντας• τοῦ μὲν οὖν μονίμου καὶ βεβαίου καὶ μετὰ νοῦ καταφανοῦς μονίμους καὶ ἀμεταπτώτους… (Τίμαιος, 29 b).Πραγματικά, το αληθινά ον έχει μόνο έναν αληθινό ταιριαστό λόγο, το «είναι», δίχως παρελθόν ή μέλλον, μια και αποτελεί άφθαρτη και αμετάβλητη οντότητα: τῇ δὲ τὸ ἔστιν μόνον κατὰ τὸν ἀληθῆ λόγον προσήκει (Τίμαιος, 38α). Ο λόγος δεν είναι η ομιλία που δημιουργεί όπως στην αρχή της Γένεσης στην Παλαιά Διαθήκη. Η δε ομιλία-λόγος δόθηκε στον άνθρωπο ως μέσο για τη διάδοση της γνώσης που φωλιάζει σε κάθε δημιούργημα και φαινόμενο του σύμπαντος, τα οποία ανακαλύπτει χάρη στις υπόλοιπες αισθήσεις και δεξιότητές του (Τίμαιος, 47c-d). Η ίδια η ψυχή του ανθρώπου κατοικεί στο σώμα σε χωριστά διαμερίσματα- ως λόγος-λογική, καταλαμβάνει το ανώτερο μέρος του (κεφάλι- αυχένα) ενώ ως επιθυμία- αίσθημα το κατώτερο• μάλιστα, το κατώτερο τμήμα των ορμών, διαχωρίζεται και από το αισθηματικό μέσω του διαφράγματος, μια και δεν είναι σε θέση να κατανοήσει καθόλου τα ανώτερα μέρη. (Τίμαιος, 70-71c).
Στο έργο Κρατύλος, όπου ο Πλάτωνας διερευνά το θέμα της προέλευσης των ονομάτων, ο λόγος ταυτίζεται και με την ονομασία ενός πράγματος αλλά και με την πράξη που αφορά τον ορισμό του με βάση την αληθινή του φύση- την πράξη δηλαδή που του αποδίδει το όνομα εκείνο που ταιριάζει στην ουσία του. Γι αυτό, η ονοματοθεσία δεν είναι κάτι αυθαίρετο αλλά πρόκειται για έργο ενός νομοθέτη, γεγονός που καθιστά τον ίδιο το λόγο «νόμο» και πράξη αποδίδουσα τη θεϊκή νομοτέλεια- εκείνος είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει τους κατάλληλους φθόγγους που μιμούνται την ουσία των πραγμάτων και τη φανερώνουν (Κρατύλος, 423e). Και πάλι εδώ δεν πρόκειται για το λόγο ως ομιλία που δημιουργεί τα πράγματα- αυτά υπάρχουν και τα αληθινά ονόματα τους δίνονται. Δεν είναι ότι τα ονόματα δημιουργούν ή γίνονται τα πράγματα. Όποιος, όμως, είναι σε θέση να γνωρίζει τα αληθινά ονόματα, γνωρίζει και τα ίδια τα πράγματα (Κρατύλος, 435 d)- όσο για τα αληθινά ονόματα, δε μπορεί παρά να τέθηκαν από κάποια ανώτερη δύναμη κι όχι από τον άνθρωπο, ώστε να καθίστανται εξ ανάγκης σωστά (Κρατύλος, 438b-c).
Συνέχεια της συζήτησης αυτής περί ονομάτων θα μπορούσε να αποτελεί η εκτενής αναφορά στον «οριστικό λόγο» στα έργα του Αριστοτέλη Περί Ψυχής και Μετά τα Φυσικά. Κατ’ εκείνον, ο λόγος του ορισμού ενός πράγματος δεν πρέπει να δηλώνει μόνο το γεγονός (την ύπαρξή του), όπως κάνουν οι περισσότεροι ορισμοί, αλλά μέσω αυτού να γίνεται φανερή και η αιτία (οὐ γὰρ μόνον τὸ ὅτι δεῖ τὸν ὁριστικόν λόγον δηλοῦν, ὣσπερ οἱ πλεῖστοι τῶν ὁρισμῶν, ἀλλά καὶ τὴν αἰτίαν ἐνυπάρχειν καὶ ἐμφαίνεσθαι, Περί Ψυχής, 413α 15-20).Με βάση αυτό το σκεπτικό, για κάθε πράγμα υπάρχει ένας ορθός ορισμός που αναφέρει την κύρια ιδιότητά του, με άλλα λόγια, ένα όνομα που αγγίζει καθεαυτή την ουσία του. Όσα μέρη του πράγματος είναι φθαρτά, δε θα πρεπε να συμπεριλαμβάνονται στον οριστικό λόγο του, μια και δεν αποτελούν την ουσία του, όπως οι σάρκες και τα οστά που είναι φθαρτά δε συνιστούν τον άνθρωπο και άρα δε θα πρεπε να συμπεριλαμβάνονται στον ορθό ορισμό του. Πρόκειται, στην περίπτωσή τους, για μεταγενέστερα στοιχεία, υλικά όπως τα ονομάζει, που προέκυψαν από τα πρώτα, μη υλικά, που δε φθείρονται και επομένως συνιστούν την ουσία (ὦσθ’ ὅσα μὲν μέρη ὡς ὕλη καὶ εἰς ἃ διαιρείται ὡς ὕλη, ὕστερα• ὅσα δὲ ὡς τοῦ λόγου καὶ τῆς οὐσίας τῆς κατὰ τὸν λόγον, πρότερα ἤ πάντα ἤ ἔνια, Μετά τα Φυσικά, 1035b 12-15).Αυτή η ουσία των όντων και κατά συνέπεια και ο οριστικός λόγος που την εκφράζει, δεν έχουν την ανάγκη υλικής εκδήλωσης για να υπάρξουν ούτε και παύουν να υφίστανται μετά την καταστροφή ακόμα κι όλων των υλοποιήσεών τους- δίνει ένα παράδειγμα με τον κύκλο, που δεν καταστρέφεται ως ουσία έστω κι αν κάποιος σβήσει όλους τους ζωγραφιστούς ή σπάσει όλους τους ξύλινους κύκλους που έχουν κατασκευαστεί. Ο Αριστοτέλης θεωρεί την ύλη ἄγνωστον καθ’ αὑτή, που σημαίνει ότι δε μπορεί να γίνει αντικείμενο μελέτης (Μετά τα Φυσικά, 1035α, 10-11). Όμως, το ίδιο περίπου ισχύει, κατά τα λεγόμενά του, και για τον οριστικό λόγο που, αν και υπαρκτός, δε μπορεί ούτε να εκφωνηθεί, ούτε να αποδειχτεί ούτε να μελετηθεί- βρίσκεται στην ψυχή (ειδητικός λόγος) και απέχει απ’ όλους τους υλικούς χαρακτηρισμούς που της αποδίδονται για να περιγράψουν την ουσία της (Μετά τα Φυσικά, 1036 b- 1040a) καὶ σῳζομένων τῶν λόγων ἐν τῇ ψυχῇ τῶν αὐτῶν οὐκ ἔσται ὁρισμὸς οὔτε ἀπόδειξις.
Πέρα όμως από τη χρήση του λόγου με την έννοια των λέξεων που ορίζουν ένα πράγμα, ο Αριστοτέλης διατηρεί και την πλατωνική σημασία του ως «λογική» ή «λογιστικό μέρος της ψυχής», που αποτελεί θεμελιακό κριτήριο για την εύρεση και εξάσκηση του μέτρου στην ανθρώπινη ζωή, που στη δική του ορολογία αποδίδεται με τον όρο «μεσότητα». Η μεσότητα, προϋπόθεση της ευτυχίας, δε μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσω του ορθού λόγου, που θα υποδείξει στον άνθρωπο σε ποιο βαθμό πρέπει να εκδηλώνει κάθε συναίσθημα ή παρόρμησή του. Μέσω αυτού, προσεγγίζεται η προαίρεση, ουσία της αρετής, που αποτελεί με τη σειρά της γεννήτορα της ευτυχίας (Μεγάλα Ηθικά, 1185b-1186b 30). Οι πράξεις μας είναι σύμφωνες με τον ορθό λόγο όταν το άλογο μέρος της ψυχής (τα πάθη) δεν εμποδίζουν το λογικό της μέρος (το νου) να επιτελέσει το έργο του, όπως οφείλουν να κάνουν άλλωστε, υποτασσόμενα στην υπηρεσία του καλύτερου τμήματος της ψυχής. (ἔστιν οὖν κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον πράττειν, ὅταν τὸ ἄλογον μέρος τῆς ψυχῆς μὴ κωλύῃ τὸ λογιστικόν ἐνεργείν τὴν αὑτοῦ ἐνέργειαν• τότε γὰρ ἡ πρᾶξις ἔσται κατὰ τὸν ὀρθὸν λόγον…, Μεγάλα Ηθικά, 1208α 10-20).
Ευρύτατα χρησιμοποιεί την έννοια ‘λόγος’ ένας άλλος φιλόσοφος της ιουδαιοχριστιανικής παράδοσης, ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς, που έζησε σε μια ελληνόφωνη ιουδαϊκή κοινότητα από το 30π.Χ. μέχρι το 50 μ.Χ. Στα έργα του, ο λόγος προσδιορίζεται ως η σταθεροποιητική αρχή του κόσμου ή η αρετή της ανθρώπινης ψυχής και μοιάζει με τη λέξη «ρήμα» των κειμένων της Αγίας Γραφής. Τα χαρακτηριστικά αυτού του λόγου παραθέτονται στους Νόμους Περί Αλληγορίας (Legum Allegoriae) ως εξής: ὁρᾷς τῆς ψυχῆς τροφῆν οἵα ἐστί λόγος θεοῦ συνεχής, βλέπει κανείς ότι η τροφή της ψυχής είναι τέτοια, ο συνεχής αυτός λόγος του θεού ἐοικώς δρόσῳ κύκλῳ πᾶσαν περιειληφώς καὶ μηδὲν μέρος ἀμέτοχον αὑτοῦ ἐῶν• που περιβάλλει τα πάντα σαν κύκλος δροσιάς, χωρίς να αφήνει τίποτα απέξω φαίνεται δ’ οὐ πανταχοῦ ὁ λόγος οὗτος, ἀλλ’ ἐπ’ ερήμου παθών καὶ κακιῶν, που δε φανερώνεται παντού, αλλά στις ερήμους παθών και κακιών καὶ ἔστι λεπτός νοήσαι τε καὶ νοηθῆναι, καὶ σφόδρα διαυγῆς καὶ καθαρός ὁραθήναι πολύ λεπτός για να τον συλλάβει και να τον κατανοήσει κανείς με το νου, εξαιρετικά διαυγής και διάφανος για να γίνει αντιληπτός με την όραση, καὶ ἔστιν ὡσεὶ κόριον μοιάζοντας με σπόρο κόλιανδρου φασί δὲ οἱ γεωπόνοι τὸ σπέρμα τοῦ κορίου διαιρεθέν εἰς ἄπειρα καὶ τμηθέν καθ’ ἕκαστου τῶν μερῶν που, όπως λένε οι γεωπόνοι, ακόμα κι αν διαιρεθεί σε απειροστά μέρη και κοπεί σε καθένα απ’ αυτά καὶ τμημάτων σπαρέν βλαστάνειν οὕτως, ὡς καὶ τὸ ὅλον ἠδύνατο• καθένα από αυτά είναι σε θέση να αναπαράγει ολόκληρο το φυτό αν σπαρεί, ακριβώς όπως και ο αρχικός σπόρος τοιούτος καὶ ὁ θεοῦ λόγος, καὶ δι’ ὅλων ὠφελητικός καὶ διὰ παντός μέρους και τοῦ τυχόντος τέτοιος είναι και ο λόγος του Θεού, και ολόκληρος ωφέλιμος και σε καθένα τυχαίο τμήμα του(ΙΙΙ, 169-170).

Ως κατὰ ἐβδομάδα κινούμενος τέλειος λόγος (Ι 19-21) αποτελεί την γενεσιουργό αρχή του νου και των αισθήσεων, όταν δε ἐπιγένηται τῇ ψυχῇ, ἐπέχεται ᾑ ἐξάς καὶ ὅσα θνητά ταύτη ποιεῖν δοκεῖ, που σημαίνει ότι υπεισέρχεται ως έβδομο στοιχείο στα έξι θνητά μέρη του κόσμου που εκπροσωπούνται από τις έξι μέρες της δημιουργίας και καταλύει τη θνητότητά τους (Ι 16). Ο άνθρωπος εκπίπτει και απομακρύνεται από το θείο λόγο ενδίδοντας σε ακόρεστες επιθυμίες για ηδονές διαπίπτει γὰρ τότε τῇ ψυχῇ καὶ ὁ σπερματικός καὶ γεννητικός τῶν καλῶν λόγος ὀρθός (ΙΙΙ 150) και η μόνη λύση για την επαναφορά στην πρώτιστη κατάστασή του δεν είναι άλλη από τον «σωφροσύνης λόγον» (ΙΙ 79), ο οποίος μοιάζει με τεχνητό φίδι που κατασκευάζεται ειδικά για να πολεμήσει ενάντια στο φίδι της Εύας (ΙΙ 79) και η λειτουργία του συνίσταται στο να δάκνειν καὶ τιτρώσκειν[…] καὶ αναιρεῖν τὸ πάθος, δηλαδή, να δαγκώνει και να πληγώνει και να καταστρέφει το πάθος (ΙΙ 99).
Ο λόγος μοιάζει να αποτελεί κάτι ανάμεσα σε θεό και ανθρώπους, έναν αρχάγγελο πρεσβευτή που «οὔτε ἀγέννητος ὡς θεός ὤν οὔτε γεννητός ὡς ὑμείς, ἀλλά μέσος τῶν ἄκρων, ἀμφοτέροις ὁμηρεύων»(ΙΙΙ 205-206), που «οὐδέποτε λήγει» (ΙΙΙ 130) και που τρέφει ως «μάννα» (άφθαρτη τροφή) τη «φιλοθεάμονον ψυχήν» (ΙΙΙ 79), που, σε αντίθεση με όσες στρέφονται στα ελκυστικά εγκόσμια αγαθά πρὸς τὰ κρόμυα καὶ τὰ σκόρδα, τὰ περιοδυνώντα τὰς κόρας (ΙΙΙ 79), εκείνη λαχταρά την αλήθεια. Ως ενδιάμεσο σκαλοπάτι μεταξύ θεού και ανθρώπων, ο λόγος δεν αρκεί για να θρέψει ψυχές όπως του Ιακώβ, που μοιάζει να τον έχουν υπερβεί και να τρέφονται απευθείας από το θεό κι όχι από το λόγο, που θεραπεύει απλώς από ασθένειες (πάθη) τον άνθρωπο ἀλλ’ οὗτοι μὲν εὔχονται θεοῦ λόγου τραφῆναι, ὁ δὲ Ιακώβ καὶ τοῦ λόγου ὑπερκύψας ὑπ’ αὐτοῦ φήσι τρέφεσθαι τοῦ θεοῦ … ὡραῖος οὕτος ὁ τρόπος, τροφέα τὸν θεόν, οὐχί λόγον, ἡγεῖται, τὸν δὲ ἄγγελον, ὃς ἐστί λόγος, ὥσπερ ἰατρόν κακῶν (ΙΙΙ 177).
Για το παγκόσμιο «σπίτι», το σύμπαν, αιτία υπήρξε η αγαθότητα του δημιουργού, υλικό του τα τέσσερα στοιχεία και όργανο για την υλοποίησή του, ο λόγος του θεού εὑρήσεις … αἴτιον μὲν αὐτοῦ τὸν θεόν ὑφ’ οὗ γέγονεν, ὕλην δὲ τὰ τέσσερα στοιχεία ἐξ’ ὧν συνεκράθη, ὄργανον δὲ λόγον θεοῦ δι’ οὗ κατεσκευάσθη, τῆς δὲ κατασκευής αἰτίαν τὴν ἀγαθότητα τοῦ δημιουργοῦ (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 127). Εδώ το όργανο είναι μάλλον η ομιλία δια της οποίας ο Θεός δημιουργεί στην αρχή της Γένεσης: όπως, και είπεν ο Θεός ‘Γεννηθήτω το φώς’ και έγινεν φως. Αλλά, μετά, στην περίπτωση του ανθρώπου, ο λόγος ως όργανο για ευτυχία είναι ο λογισμός, η διάκριση, ο ορθός λόγος, Έτσι λόγον ἡ φύσις δυνατώτατον σύμμαχον ἀνθρώπῳ δημιουργήσασα η φύση δημιούργησε για τον άνθρωπο το λόγο σαν ισχυρότατο σύμμαχο τὸν μὲν αὐτῷ χρῆσθαι δυνάμενον ὀρθώς ἀπέδειξεν εὐδαίμονα καὶ λογικόν ὄντως που όποιον μπορεί να τον χρησιμοποιεί καθιστά ευτυχισμένο και λογικό τὸν δὲ μὴ δυνάμενον ἄλογον τε καὶ κακοδαίμονα εκείνον δε που δε μπορεί, παράλογο και δυστυχή (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 39).
Ο θεϊκός λόγος εμφανίζεται ακόμη ως αναπότρεπτη κινητήριος δύναμη του σύμπαντος την οποία ο άνθρωπος οφείλει να αναγνωρίσει ως τέτοια και να πάψει να θεωρεί τα γεγονότα καρπούς των πράξεών του, αποδεχόμενος τα πάντα χωρίς να αποδίδει μομφές σε άλλους για όσα στην πραγματικότητα δεν είναι ικανοί να επηρεάσουν οὐχ’ ἅττ’ ἂν ἐπιτηδεύεις ἀγαθῶν μετουσίας ἤ κακῶν ἐστίν αἰτία ἀλλ’ ὁ δίοπος καὶ κυβερνήτης τοῦ παντός λόγος θεῖος, ῥᾷον ἄν ἔφερες τὰ συμπίπτοντα παυσάμενος τῶν συκοφαντιῶν καὶ ἐπιγράφειν ἡμῖν ἅ μὴ δυνάμεθα» (Περί των Χερουβίμ, 36).Αυτή η δύναμη του λόγου πραγματοποιεί κυκλικές κινήσεις που οι άνθρωποι αποκαλούν ‘γυρίσματα της τύχης’ χορεύει γὰρ ἐν κύκλῳ λόγος ὁ θείος, ὅν οἱ πολλοί τῶν ἀνθρώπων ὀνομάζουσιν τύχην (Περί της κατά Μωϋσέα κοσμοποιίας, 176). Στην πραγματικότητα, όμως, ο χαρακτηρισμός είναι μάλλον ατυχής, μια και καθόλου αφημένη στην τύχη δεν είναι η εξέλιξη των εγκόσμιων πραγμάτων, καθώς ο θείος λόγος φροντίζει για τη διατήρηση όλων των ισορροπιών μεταξύ των φυσικών δυνάμεων• οὐδὲ γῆ πᾶσα διαλυθήσεται πρὸς παντὸς ὕδατος ούτε όλη η γη δε θα διαλύεται από όλο το νερό, ὅπερ αὐτῆς οἱ κόλποι κεχωρήκασιν το οποίο οι κόλποι της έχουν δεχτεί, οὐδ’ ὑπό ἀέρος σβεσθήσεται πῦρ ούτε από τον αέρα δε θα σβήνει η φωτιά, οὐδ’ ἔμπαλιν ὑπό πυρός ἀήρ ἀναφλεχθήσεται ούτε και από τη φωτιά δε θα αναφλέγεται ο αέρας, τοῦ θείου λόγου μεθόριον τάττοντος αὑτὸν μια και ο θείος λόγος τάσσεται στο σύνορο μεταξύ τους καθάπερ φωνῆεν στοιχείων ἀφώνων όπως το φωνήεν παρεμβαίνει μεταξύ στοιχείων αφώνων (δηλ. των συμφώνων) ἵνα τὸ ὅλον ὥσπερ ἐπί τῆς ἐγγραμμάτου μουσικῆς συνηχήσῃ ώστε το σύνολο να ακουστεί αρμονικά όπως στη σωστή μουσική σύνθεση (Περί φυτουργίας, 121-122). Εδώ ο λόγος είναι αναλογία ή μέτρο.
Ακριβώς για να εισχωρήσει σε ολόκληρο το σύμπαν, σε όλες τις απόψεις της δημιουργίας, ο λόγος πολλαπλασιάζεται και σχηματίζει «ἀρχετύπους καὶ ἀσωμάτους ἀκτίνας τῆς λογικῆς πηγῆς τοῦ τελεσφόρου θεοῦ» που, όσο πλησιάζουν στην εκδηλωμένη δημιουργία, γίνονται αντιληπτές σαν εικόνες των αρχικών αθάνατων λόγων που οι άνθρωποι αποκαλούν από συνήθεια αγγέλους (Περί τους θεοπέμπτους είναι τους ονείρους, 115).Οι περιγραφές θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι κατονομάζονται «λόγοι» οι θεϊκοί νόμοι, εκπορευόμενοι από τον ένα λόγο, την ενιαία σοφία του Δημιουργού• σε άλλο σημείο πάλι, αποκαλούνται λόγοι οι ψυχές ή η λογική (διάνοια) στο νου του ανθρώπου, με άλλα λόγια, το «εκλεκτότερο», λεπτότερο κομμάτι του εκάστοτε εξεταζόμενου τμήματος της δημιουργίας, που επιλέγεται να επιτελέσει το ρόλο της κεφαλής στο σώμα ψυχαί δ’ εἰσίν ἀθάνατοι οἱ λόγοι οὗτοι. τούτων δὴ τῶν λόγων ἕνα λαβών, ἀριστίνδην ἐπιλεγόμενος τὸν ἀνωτάτῳ καὶ ὡσανεί σώματος ἡνωμένου κεφαλήν πλησίον ἱδρύεται διανοίας τῆς ἑαυτοῦ• καὶ γὰρ αὕτη τρόπον τινὰ τῆς ψυχῆς ἐστί κεφαλή (Περί τους θεοπέμπτους είναι τους ονείρους, Ι 128). Θα τολμούσε κανείς να συσχετίσει αυτή την πολύπλευρη εισχώρηση του λόγου στην υλική δημιουργία με την εισχώρηση του Απολύτου στα πάντα, εκ των οποίων αποτελεί την πολύτιμη ουσία « Εγώ είμαι ο Εαυτός που βρίσκεται στις καρδιές όλων των πλασμάτων. Είμαι η αρχή, η ζωή και το τέλος όλων των όντων. Από τις Γραφές είμαι οι Βεδικοί Ύμνοι. Είμαι η ηλεκτρική ενέργεια στις δυνάμεις της φύσης. Από τις αισθήσεις είμαι ο καταγράφων νους. Και είμαι η νοημοσύνη μέσα σε όλες τις ζωές» (Μπχάγκαβατ Γκίτα, κεφ. 10. στ. 20-42).
Στη λεγόμενη Στωική Διδασκαλία, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους εκπροσώπους της Αρχαίας και Μέσης Στοάς (τέταρτος έως πρώτος προ Χριστού αιώνας), η έννοια του λόγου κατέχει κεντρική θέση. Από τα ελάχιστα σωζόμενα αποσπάσμα του Ζήνωνα, του Χρυσίππου, του Ποσειδώνιου και του Παναίτιου, αλλά κυρίως από τις ποικίλλες αναφορές άλλων συγγραφεών στο έργο τους, συνάγεται το συμπέρασμα πως θεωρούσαν το λόγο τη θεϊκή δημιουργική δύναμη, διαμέσου της οποίας ρυθμίζονται οι λειτουργίες ολόκληρου του σύμπαντος. Ο Θεός βγήκε από την αρχική του απομόνωση και δημιούργησε τα τέσσερα στοιχεία, απ’ όπου προήλθε ολόκληρη η υλική δημιουργία – ενυπάρχει, εντούτοις, και ο ίδιος σε καθένα από τα δημιουργήματά του «όπως στο νεογέννητο εξακολουθεί να υπάρχει σπέρμα» καὶ ὥσπερ ἐν τῇ γονῇ τὸ σπέρμα περιέχεται, οὕτω καὶ τούτων σπερματικόν λόγον ὄντα τοῦ κόσμου ( Διογένης Λαέρτιος, VII, 136).Μάλιστα, ο σπερματικός αυτός λόγος εξατομικεύεται για κάθε είδος της δημιουργίας και καθορίζει ως νόμος όλη του την εξέλιξη ἐστί δὲ φύσις ἔξις ἐξ αὑτῆς κινουμένη κατὰ σπερματικούς λόγους ἀποτελούσα τε καὶ συνέχουσα τὰ ἐξ’ αὑτῆς ἐν ὡρισμένοις χρόνοις καὶ τοιαῦτα δρῶσα ἀφ’ οἵων ἀπεκρίθη (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων 148-149). Αν και άϋλος, ο λόγος συνυπάρχει με το υλικό μέρος του όντος, το οποίο δεν ποιεί αλλά πάσχει (είναι δηλαδή αποδέκτης της δημιουργίας του λόγου) ἀρχάς εἶναι τῶν ὅλων δύο, τὸ ποιοῦν καὶ τὸ πάσχον, τὸ μὲν οὖν πάσχον εἶναι τὴν ἄποιον οὐσίαν τὴν ὕλην, τὸ δὲ ποιοῦν τὸν ἐν αὐτῇ λόγον τὸν θεὸν (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 134).
Χάρις στην δύναμη του λόγου, τον «τόνον», το σύμπαν διέπεται απ’ άκρη σ’ άκρη από την αρχή της «συμπαθείας», σύμφωνα με την οποία τα εγκόσμια όντα αλληλεπιδρούν• στη δική του δύναμη οφείλονται και οι ευνομούμενες σχέσεις τους, μια και ο ίδιος εξακολουθεί να διαρρέει το σύμπαν και μετά τη δημιουργία του και να το συντηρεί σε μια νομοτελειακή τάξη, την οποίαν οι στωικοί φιλόσοφοι αποκαλούν «ειμαρμένη»: ἔστι δ’ εἱμαρμένη αἰτία τῶν ὄντων εἰρομένη ἤ λόγος καθ’ ὅν ὁ κόσμος διεξάγεται (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων 148-149). Χάρη στην πύρινη υφή του («πυρ τεχνικόν»), ο κοσμικός λόγος συντηρεί και αυξάνει τα πλάσματα, σε αντίθεση με το εγκόσμιο πυρ, το «άτεχνο», που καίει και καταστρέφει• αποτελεί δε μια από τις ποικίλλες εκφράσεις της Φύσης, η οποία «..κινείται μόνη της και δημιουργεί ως πύρινο πνεύμα ή τεχνικόν πύρ» (SVF 2, 1132 κ. ε.) αλλά και «..εκδηλώνεται ως Ψυχή του Κόσμου, Θεός, Πρόνοια, Δημιουργός, Ορθός Λόγος» (SVF 1, 158, 176, SVF 3, 323).
Στην ατομική του διάσταση, ο ίδιος λόγος συνιστά για τον άνθρωπο τον «εν ημίν» λόγο των Στωικών• χάρις στην ομοιότητά τους, ο άνθρωπος μπορεί να βρεθεί σε πλήρη αρμονία με τον κοσμικό λόγο ακολουθώντας απλά την ίδια του τη φύση, που διέπεται από τις αρχές του ατομικού του λόγου (διόπερ πρῶτος ὁ Ζήνων ἐν τῷ Περὶ ἀνθρώπου φύσεως τέλος εἶπε τὸ ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν, ὅπερ ἐστὶ κατ’ ἀρετὴν ζῆν• ἄγει γὰρ πρὸς ταύτην ἡμᾶς ἡ φύσις, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων VII, 87). Ζωή αντίθετη στο Λόγο – Φύση μπορεί να διέπεται μόνο από πάθος, το οποίο συνιστά ὁρμὴ πλεονάζουσα (ἔστι δὲ αὐτὸ τὸ πάθος κατὰ Ζήνωνα ἡ ἄλογος καὶ παρὰ φύσιν ψυχῆς κίνησις ἢ ὁρμὴ πλεονάζουσα, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων VII, 101). Ενώ για τα ζώα, το να ζουν σύμφωνα με τη φύση τους ισοδυναμεί με το να ζουν με βάση τις φυσικές ορμές τους, για τα όντα που έχουν λογική (άνθρωποι) δίνεται μια ανώτερη ρύθμιση, δηλαδή ο λόγος=διάκριση, που κάποτε μπορεί και να εναντιώνεται (υπερεπιβάλλεται) στη φυσική ορμή για την «τελειότερη προστασία τους»: τούτοις μὲν [στα ζώα] τὸ κατὰ φύσιν ζῆν τῷ κατὰ τὴν ὁρμὴν διοικεῖσθαι. τοῦ δὲ λόγου τοῖς λογικοῖς κατὰ τελειοτέραν προστασίαν δεδομένου, τὸ κατὰ λόγον ζῆν ὀρθῶς γίνεσθαι <τού> τοῖς κατὰ φύσιν. τεχνίτης γὰρ οὕτως ἐπιγίνεται τῆς ὁρμῆς (Διογένης Λαέρτιος VII, 86).
Σημαντικότερη πτυχή αυτής της εναρμόνισης είναι ο σεβασμός απέναντι στα πάντα, εφόσον όλα εμπεριέχουν τον ίδιο το Θεό και εξελίσσονται με βάση την επιθυμία του, όπως αυτή εκδηλώνεται στον ιδιαίτερο σπερματικό λόγο που τα οριοθετεί διόπερ τέλος γίνεται τὸ ἀκολούθως τῇ φύσει ζῆν γι αυτό και γίνεται σκοπός να ζει κανείς σύμφωνα με το φυσικό νόμο, ὅπερ ἐστί κατὰ τε τὴν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν τῶν ὅλων όπως ακριβώς υπάρχει αυτός μέσα στον ίδιο και σε όλα τα άλλα πλάσματα, οὐδὲν ἐνεργοῦντας ὧν ἀπαγορεύειν εἴωθεν ὁ νόμος ὁ κοινός χωρίς να κάνει τίποτα που να απαγορεύεται από τον κοινό αυτό νόμο, ὅσπερ ἐστίν ὁ ὀρθός λόγος, διὰ πάντων ἐρχόμενος που δεν είναι άλλος από τον κοινό λόγο, τον διερχόμενο από τα πάντα, ὁ αὐτός ὤν τῷ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι ο ίδιος που ενυπάρχει και στο Δία, αποτελώντας τον καθοδηγητή του στη διοίκηση των όντων (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 88).Σεβόμενος και αποδεχόμενος το λόγο σε κάθε εκδήλωσή του, ο άνθρωπος κατακτά τη στωική αταραξία, ισοδύναμη της μακαριότητας που μνημονεύεται από άλλους φιλοσόφους αλλά και από τη Βεδική Παράδοση. Αρωγός του σε αυτή την προσπάθεια είναι ο ίδιος ο λόγος, που στη δική του περίπτωση (ανθρώπινη ενσωμάτωση) εκδηλώνεται σα δύναμη διάκρισης που οδηγεί στην εκάστοτε ορθή επιλογή ἄλλοι δὲ τινες τῶν ἀρχαιοτέρων Στωικῶν τὸν ορθὸν λόγον κριτήριον [της αληθείας] ἀπολείπουσιν, ὡς ὁ Ποσειδώνιος ἐν τῷ Περί Κριτηρίου φησί» (Διογένης Λαέρτιος VII, Ζήνων, 54). Μέσω αυτού του λόγου-διάκρισης, ο σπερματικός λόγος του ανθρώπου αναπτύσσεται πλήρως κι ανθίζει, αποδίδοντας τον λόγο-καρπό της ανθρώπινης ενσωμάτωσης.
Βιβλιογραφία
1. Πελεγρίνης Θεοδόσιος, Λεξικό της Φιλοσοφίας, Οι Έννοιες, Οι Θεωρίες, τα Ρεύματα και τα Πρόσωπα (εξάγλωσση ορολογία), Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2004.
2. Πλάτωνος Πολιτεία, μτφ Ν. Μ. Σκουτερόπουλου, Πόλις, Αθήνα 2002.
3. Πλάτωνος Κρατύλος, μτφ Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Κάκτος, Αθήνα 1994
4. Πλάτωνος Τίμαιος ή Περί Ατλαντίδος, μτφ Αθανάσιος Τσακνάκης, Βιβλιο…βάρδια Εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2005.
5. Πλάτωνος Φαίδρος, μτφ Ν. Αχείμαστος, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Συγγραφέων «Ι. Ζαχαρόπουλος», Αθήνα.
6. Αριστοτέλους Άπαντα, Τόμος 4 (Μεγάλα Ηθικά, Οικονομικός, Περί Αρετών και Κακιών), μτφ Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Κάκτος, Αθήνα 1993.
7. Αριστοτέλους Περί Ψυχής, μτφ Ι. Σ. Χριστοδούλου, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1998.
8. Αριστοτέλους, Μετά τα Φυσικά, μτφ Ανδ. Δαλέζιος, Πάπυρος Άπαντα Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, Αθήνα 1975 (2 τόμοι)
9. Jean Brun, Ηράκλειτος, μτφ Σαπφώ Διαμαντή, Μτφ αυθ. κειμένων Πόλυ Γκέκα, Πλέθρον Αθήνα 1987.
10. Καραβίας Α., Ηρακλείτος, Τα Αποσπάσματα, μτφ Ευαγγ. Ρούσσου, Α. Καραβία, Αθήνα 1971.
11. Παρμενίδης ο Ελεάτης, Περί Φύσιος, μτφ Γεώργιος Καραγιάννης, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2003.
12. Philo I-V, Loeb Classical Library, London 1968
13. Emile Brehier, Les Ιdees Philosophiques et religieuses de Philon d’ Alexandrie, Librairie Alphonse Picard & Fils, Paris 1908.
14. Diogenes Laertius II, Loeb Classical Library, London 1958, Books VI-X.
15. Ioannes Ab Arnim, Stoicorum Veterum Fragmenta, Ιn Aedibus B.G. Teubneri, Lipsiae MCMIII. (3 Volumen).
16. http://tovima.dolnet.gr/data/D2000/D1119/1abc10b.gif
17. http://www.rassias.gr/STOIC29.html
18. http://www.rassias.gr/STOIC2.html
19. http://www.protopapadakis.gr/college%20notes.htm
20. http://www.mikrosapoplous.gr/heracletus/heracletus1.htm
21. http://www.ekivolos.gr/stoikoi%20filosophoi.htm
22. http://www.omhros.gr/Kat/History/Txt/El/MsZ/Zenon.htm
πηγή: omilosmeleton.gr

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ - ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

$
0
0
Παναγιώτης Ήφαιστος











1. Επιστημολογικές και μεθοδολογικές επιλογές του Θουκυδίδη

Η ανάλυσή μου θα περιστραφεί γύρω από τρεις κυρίως θεματικές. Πρώτον, η σημασία της μεθοδολογίας και επιστημολογίας του Θουκυδίδη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (Θουκυδίδου Ιστορίαι), δεύτερον, η συνάφεια του Πελοποννησιακού Πολέμου με το σύγχρονο διεθνές σύστημα και τρίτον, οι προεκτάσεις των περιγραφών και ερμηνειών της ανάλυσης αυτής που αφορούν το καθεστώς του διεθνούς συστήματος της ύστερης εποχής. Δηλαδή,το διεθνές σύστημα που έχει ως αρχή και ως οργανωτικό πυρήνα την εσωτερική και εξωτερική κυριαρχία των κρατών και για το οποίο, η (εθνική) ανεξαρτησία-κυριαρχία των κρατών-μελών αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, κοινώς αποδεκτή (διεθνή) κοσμοθεωρία και κοινώς αποδεκτή και συμβατή με αυτή την κοσμοθεωρία (διεθνή) ηθικοκανονιστική δομή[1].


            Κατά αρχάς, επιστημολογικά και μεθοδολογικά, ο Θουκυδίδης είναι απαράμιλλος και μοναδικός. Εισαγωγικά, έθεσε ο ίδιος τις πιο υψηλές προδιαγραφές και αποδεδειγμένα τις πέτυχε. Στην εισαγωγή του δήλωσε, «έγραψα την ιστορία μου για να μείνει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων και όχι ως έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο» (Α22). Υπό αυτό το πρίσμα, η Jacqueline de Romilly[2] και ο Perez Zagorin[3], ορθά τονίζουν ότι η αναλλοίωτη διαχρονική αξία του Πελοποννησιακού Πολέμου οφείλεται σε συγκεκριμένες μεθοδολογικές και επιστημονικές επιλογές που μέχρι σήμερα αποτελούν υπόδειγμα κάθε πολιτικού επιστήμονα που σέβεται τους αναγνώστες του και την αλήθεια. Ως ιστορικός και ως πολιτικός επιστήμονας που θεμελιώνει και ερμηνεύει τα αίτια των διακρατικών προβλημάτων, ο Θουκυδίδης διακρίνεται για τα εξής: 1) για την Αυστηρή περιγραφική αντικειμενικότητα, 2) την επιτυχή συνάρτηση των λεπτομερειών με την συνολική υπόθεση, 3) το γεγονός ότι οι πληροφορίες που διαπλέκει αναφέρονται σε σημαντικούς σκοπούς που αφορούν όλα τα κράτη και όλους τους ανθρώπους, 4) οι αναφορές συναρτώνται με καθολικά και διαχρονικά κριτήρια και παράγοντες, 5) γνώμες και προθέσεις αναφέρονται μόνο όταν ενδιαφέρουν πέραν των ατομικών περιπτώσεων, 6) η ανάλυση εστιάζεται στην ουσία και με τρόπο που επιτρέπει θεμελιωμένα συμπεράσματα για τα αίτια, τα αιτιατά, τις αιτιώδεις σχέσεις και τις λογικές αλληλουχίες, 7) τα συμπεράσματα είναι καθολικής και διαχρονικής σημασίας, 8) περιγράφει απλά, αναδεικνύει τα διλήμματα και τα προβλήματα με πληρότητα και αφήνει έτσι τα άτομα και τις ομάδες να συναγάγουν ηθικοπρακτικά συμπεράσματα που αφορούν τα δικά τους συμφέροντα[4].

            Κατά δεύτερον, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί η θέση πολλών αναλυτών πως ο Πελοποννησιακός πόλεμος του Θουκυδίδη είναι το πλέον επίκαιρο κείμενο διεθνών σχέσεων. Αυτή η πρωτιά θα συνεχιστεί όσο το διεθνές σύστημα θα είναι κρατοκεντρικό και όσο οι αξιώσεις αυτοκρατορίας δεν θα επιτυγχάνουν[5]. Η ανάλυση του Θουκυδίδη, υποστηρίζεται, θα είναι το πλέον κατάλληλο κείμενο κατανόησης των διεθνών σχέσεων όσο το διεθνές σύστημα θα συνεχίσει να είναι ένα σύστημα κυρίαρχων κρατών άνισου μεγέθους, άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης όπου η κυριαρχία, η λειτουργία των διεθνών θεσμών και η διεθνής τάξη συναρτώνται και επηρεάζονται από τα αίτια πολέμου, και κυρίως από την άνιση ανάπτυξη και τις ανακατανομές ισχύος που αυτή προκαλεί.

            Θα μπορούσε ακόμη να υποστηριχθεί ότι, για μια σειρά ουσιαστικών λόγων, όσο το διεθνές σύστημα θα παραμένει κοινωνικοπολιτικά κατακερματισμένο αποτελούμενο από κυρίαρχα κράτη, ο Πελοποννησιακός Πόλεμος του Θουκυδίδη θα αποτελεί πάντοτε την καταλληλότερη περιγραφή για την φύση, τον χαρακτήρα και τα προβλήματα των διακρατικών σχέσεων[6]. Κατά κύριο λόγο, παρατηρούμε ότι διαχρονικά το κοσμοθεωρητικό και ηθικοκανονιστικό περιεχόμενο μιας έκαστης κοινωνίας μετεξελίσσεται και μεταλλάσσεται, όμως, ανεξαρτήτως χώρας, τόπου, χώρου ή εποχής, για όλες τις κοινωνίες ο χαρακτήρας των δομών κυριαρχίας, των συμπεριφορών και των αξιώσεων ήταν, είναι και θα συνεχίσει να είναι πανομοιότυπος. Η φύση και ο χαρακτήρας της κυριαρχίας ως καθεστώτος ενδοκρατικού και διακρατικού βίου παραμένει απαράλλακτος και συνοψίζεται στην έννοια της «εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας». Έτσι, ουσιαστικά, αν και οι αξιώσεις και οι συμπεριφορές κάθε κοινωνίες είναι  διαφορετικού περιεχομένου ανάλογα με την κοινωνία και τις ιστορικές και άλλες συγκυρίες, υπάρχει μια διαχρονική μορφική ταυτότητα των θεσμικών-κανονιστικών δομών και του χαρακτήρα των εγγενών συλλογικών συμπεριφορών.
            Αν κανείς προσπαθήσει να διακρίνει κάποιες ουσιαστικές διαφορές μεταξύ της κλασικής εποχής και της σύγχρονης εποχής, ενδέχεται να είναι οι αντίθετες αυτών που οι περί «συγχρόνου εποχής» συμβατικές θεωρήσεις αναφέρουν. Για παράδειγμα, η ανομοιογένεια, ετερογένεια και εν γένει ετερότητα-ετερονομία μεταξύ των σημερινών κρατών είναι πασίδηλα πολύ μεγαλύτερη σε σύγκριση με το σύστημα των ελληνικών Πόλεων οι κοινωνίες των οποίων είχαν πολλά κοινά όπως η θρησκεία, η γλώσσα και η συνείδηση κοινών ή συγγενών καταβολών.

Μια ακόμη μεγάλη διαφορά είναι ότι οι σύγχρονες διαμορφωμένες κυρίαρχες κοινωνίες είναι προϊόν αγώνων ανεξαρτησίας-κυριαρχίας κατά των πολυεθνικών αυτοκρατοριών των Νέων Χρόνων, γεγονός το οποίο, λόγω του καταστατικού χαρακτήρα των αγώνων ανεξαρτησίας-ελευθερίας, είναι βαθύτατων πολιτικών προεκτάσεων. Οι αγώνες αυτοί έγιναν με αξίωση όχι να ολοκληρωθεί η να ενοποιηθεί ο κόσμος αλλά για να κατακερματιστεί κοινωνικοπολιτικά ούτως ώστε μια έκαστη κοινωνία να μπορεί να απολαμβάνει την πολιτισμική ετερότητά της, να αναπτύσσει τα οικεία διακριτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης και να σφυρηλατεί δικούς της κοσμοθεωρητικούς, ηθικούς και κανονιστικούς προσανατολισμούς. Η ευόδωση αυτής της αξίωσης σηματοδότησε την πορεία προς μια ολοένα μεγαλύτερη ολοκλήρωση στο εσωτερικό των κρατών, μια διαρκώς εντεινόμενη ετερότητα των κοινωνιών τους και συνεπακόλουθα μια ανάλογα και αντίστοιχα μεγαλύτερη ανομοιομορφία του διεθνούς συστήματος.

Στο ίδιο πλαίσιο, σημειώνεται ότι, αν θεωρήσουμε πως η αναζήτηση συστημάτων δημοκρατικής-πολιτισμένης διακυβέρνησης ενδοκρατικά και διακρατικά είναι ένα διαρκές άθλημα του ενδοκρατικού κατ’ αλήθειαν βίου της κοινωνίας κάθε κράτους και των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος[7] αντίστοιχα, η Πολιτεία ως ανεξάρτητη οντότητα όπως και το σύστημα Πόλεων ως διακρατικό σύστημα συγκρινόμενο με το σημερινό αντίστοιχο ήταν πολύ πιο ώριμα και αναπτυγμένα την κλασική εποχή.

Ακριβώς, οι πιο πάνω διαφορές μεταξύ της κλασικής και της σημερινής εποχής, εντείνουν εκείνα εγγενή χαρακτηριστικά όπως η ανομοιομορφία του διακρατικού συστήματος και η ετερότητα-ετερονομία των κρατών, γεγονός που καθιστά τις θεωρήσεις του Θουκυδίδη ακόμη πιο επίκαιρες και σημαντικές.

Κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων και της ύστερης εποχής, απόρροια των αγώνων ανεξαρτησίας και κυριαρχίας, οι οντολογικού περιεχομένου αξιώσεις συλλογικής ελευθερίας-ανεξαρτησίας οδήγησαν στην δημιουργία εκατοντάδων κυρίαρχων κρατών[8].

Μέχρι τουλάχιστον να υπάρξει αντιστροφή αυτής της κοινωνικοπολιτικής οντολογίας –αντιστροφή η οποία είναι πασίδηλα αδύνατο να συμβεί παρά μόνο αν εκτελεστεί μια πλανητική γενοκτονία για να επικρατήσει μια μόνο κοινωνία– η ανάλυση του Θουκυδίδη, για ένα ακόμη λόγο, θα αποτελεί το –μοναδικό ουσιαστικά– Παράδειγμα (Paradigm) της επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων. Δηλαδή, θα συνεχίσει να προσφέρει ένα σύνολο θεμελιωδών γενικών ερμηνευτικών νόμων και αξιόπιστων θεωρητικών προεκτάσεων. Όσον αφορά την περιγραφή και την επιστημολογία, οι θεωρητικές προεκτάσεις της θουκυδίδειας παράδοσης ενσαρκώνονται στον αξιολογικά ελεύθερο Πολιτικό Ρεαλισμό, δηλαδή την αυστηρά περιγραφική και εν πολλοίς αξιολογικά ελεύθερη ανάλυση συγγραφέων όπως, μεταξύ άλλων, οι Mackiavelli, Carr, Aron, Gilpin, Waltz και Mearsheimer. Θα πρόσθετα και τον Παναγιώτη Κονδύλη γιατί οι μοναδικές θεωρήσεις του –στην καθαρά περιγραφική τους διάσταση και αναγόμενες στο διεθνές επίπεδο όπου καταμαρτυρούμενα καθημερινά επαληθεύονται– πρόσφεραν μια παράλληλη περιγραφή των βαθύτερων και οντολογικού χαρακτήρα κοινωνικοπολιτικών διαμορφώσεων μιας οποιασδήποτε κοινωνικής ένωσης που κερδίζει την κυριαρχία της. Προστίθεται ότι τα ακαδημαϊκά κείμενα του γράφοντος υιοθετούν πλήρως τους επιστημονικούς προσανατολισμούς και τις επιστημολογικές παραδοχές της αξιολογικής ελευθερίας και της περιγραφικής ανάλυσης[9].

Για την βιβλιογραφική συνάφεια της θουκυδίδειας ανάλυσης με την σημερινή ανάλυση των διεθνών σχέσεων δεν έχουμε να κάνουμε παρά μόνο μερικές στοιχειώδεις αναφορές σε μερικά κύρια κείμενα της αξιολογικά ελεύθερης ρεαλιστικής παράδοσης. Παρακάμπτοντας θεμελιώδη κείμενα αυτής της παράδοσης που αυτονόητα κινούνται στο πλαίσιο της θουκυδίδειας παράδοσης, όπως οι Aron και Waltz[10], έργο σταθμός είναι αναμφίβολα το αριστούργημα του Gilpin Πόλεμος και Αλλαγή[11]. Με τον πληρέστερο δυνατό τρόπο, επαλήθευσε τις θεμελιώδεις παραδοχές του Θουκυδίδειου επιστημονικού Παραδείγματος σε αναφορά με το σύγχρονο διεθνές σύστημα για να καταλήξει δηλώνοντας με εντιμότητα ότι δεν πρόσθεσε και πολλά στην ανάλυση του Θουκυδίδη. Είναι χαρακτηριστικό το πολύ σημαντικό συμπέρασμά του ότι, «έτσι ήταν και έτσι θα συνεχίσει να είναι μέχρις ότου οι άνθρωποι είτε καταστρέψουν τους εαυτούς τους είτε δημιουργήσουν έναν αποτελεσματικό μηχανισμό επίτευξης διεθνών αλλαγών με ειρηνικά μέσα[12]». Σε άλλη περίπτωση, διατυπώνει παρόμοια θέση: «όλα –ή σχεδόν όλα– όσα ο πολιτικός ρεαλιστής βρίσκει πως είναι ενδιαφέροντα στην αλληλεπίδραση πολιτικής και οικονομίας μπορούν να βρεθούν στον Πελοποννησιακό Πόλεμο: μια ολοένα και μεγαλύτερη αλληλεξαρτώμενη “παγκόσμια οικονομία”, την πολιτική χρήση οικονομικών μοχλών, όπως τη “διαταγή των Μεγάρων”. Ακόμη και σύγκρουση για ενεργειακές πηγές[13]». «Ακριβώς όπως και στο παρελθόν, το θεμελιώδες πρόβλημα των σύγχρονων διεθνών σχέσεων είναι το πρόβλημα της ειρηνικής προσαρμογής στις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης της ισχύος στο διακρατικό σύστημα[14]». «Η διεθνής πολιτική συνεχίζει να  χαρακτηρίζεται από τον αγώνα μικρών και μεγάλων δυνάμεων για ισχύ, φήμη-κύρος και πλούτο υπό συνθήκες διεθνούς αναρχίας. (…) Μια παγκόσμια κοινωνία κοινών ηθικών αντιλήψεων και κοινών αξιών περιμένει ακόμη την ώρα που θα αντικαταστήσει τη διεθνή αναρχία ως κυρίαρχο χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος[15]».

            Το πολύ τελευταίο βιβλίο του John Mearsheimer, επίσης, Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων[16]με το να περιγράψει τον ατερμάτιστο κύκλο ηγεμονικών συγκρούσεων των τελευταίων αιώνων για μερίδιο στην παγκόσμια ισχύ, για ασφάλεια και για ηγεμονία, αφήνει ελάχιστα περιθώρια να αμφισβητηθεί αυτό που ο υποφαινόμενος σε άλλη περίπτωση περιέγραψε ως Θουκυδίδειο αδιέξοδο[17]. Δηλαδή, αφενός το γεγονός ότι μια παγκόσμια αυτοκρατορία ή ηγεμονία είναι ανέφικτη και αφετέρου το γεγονός ότι λόγω βαθύτερων χαρακτηριστικών των δομών του διεθνούς συστήματος των Νέων Χρόνων βρισκόμαστε σ’ ένα ατερμάτιστο φαύλο κύκλο ανταγωνισμών και συγκρούσεων. Τα συμπεράσματα που θεμελιώνει με επιστημονικά ακλόνητο τρόπο ο Mearsheimer είναι πανομοιότυπα με αυτά του Θουκυδίδη: ανισότητα ισχύος, ηγεμονικές αξιώσεις, ηγεμονικές συγκρούσεις, φόβος επιβίωσης, στρατηγικές παρεμπόδισης άλλων ηγεμονιών και άνιση ανάπτυξη. Όλα αυτά και άλλα συμπαρομαρτούντα φαινόμενα θρέφουν, αναπαράγουν και μεγεθύνουν τα εγγενή χαρακτηριστικά του συστήματος που προκαλούν ανταγωνισμούς, αστάθεια και πολέμους.

            Η προηγηθείσα ανάλυση δεν προσφέρει, βεβαίως, μια αισιόδοξη περιγραφή της φύσης, του χαρακτήρα και της πορείας του διεθνούς συστήματος της σημερινής εποχής και αυτό είναι ένα ακόμη κριτήριο που καθιστά τις θουκυδίδειες θεωρήσεις συναφείς με την σημερινή εποχή. Το ζήτημα για ένα αντικειμενικό αναλυτή της διεθνούς πολιτικής, όμως, δεν είναι το κατά πόσο πρέπει ή δεν πρέπει να είναι αισιόδοξος ή απαισιόδοξος όταν αναλύει το διεθνές σύστημα. Το ζήτημα είναι κατά πόσον θα λέει την αλήθεια και όχι ψέματα (μια άλλη εκδοχή του ψέματος είναι το ασυνείδητο ψέμα λόγω βλακείας ή πνευματικής αναπηρίας –που στην χειρότερη μορφή της είναι η πνευματική προκατάληψη[18]–, ιδιότητες, λυπούμαι να πω, βαθύτατα εμπεδωμένες στην λεγόμενη επιστημονική μελέτη των διεθνών σχέσεων).

Ο διεθνολόγος είναι κατά κάποιον τρόπο, άτομο που καλείται να κάνει διάγνωση των αιτίων της εγγενούς αστάθειας και συγκρούσεων που αυτή φέρνει. Αν δεν υπήρχε αστάθεια και συγκρούσεις δεν θα υπήρχε ανάγκη να υπάρχουν διεθνολόγοι των πολιτικών όψεων των διεθνών σχέσεων. Θα επαρκούσαν οι νομικοί διεθνολόγοι που θα καλλιεργούσαν μια ευθύγραμμη εξέταση των τρόπων εφαρμογής των  κανόνων διεθνούς δικαίου σ’ ένα κόσμο όπου δεν θα υπήρχαν αίτια πολέμου. Όμως, ο καθείς γνωρίζει ότι πασίδηλα ένας τέτοιος κόσμος ποτέ δεν υπήρξε και ίσως ποτέ δεν θα υπάρξει. Μόνο καλή διάγνωση των αιτίων οδηγεί σε θεραπεία μιας ασθένειας και ο πόλεμος είναι μια ασθένεια η γνώση των αιτίων της οποίας απαιτεί καλή διάγνωση και γι’ αυτό χρήσιμη είναι η ανάλυση των πολιτικών ρεαλιστών και όχι των φαντασιόπληκτων, των προπαγανδιστών και των αιθεροβαμόνων.

            Σε κάθε περίπτωση, κανείς δεν εμποδίζει τα άτομα ή τις ενδιαφερόμενες ομάδες να λειτουργήσουν ιεραποστολικά αν το επιθυμούν για να τερματίσουν το φοβερό φαινόμενο του πολέμου αγωνιζόμενοι να εξαλείψουν τα αίτιά του. Πρέπει όμως και πάλιν να γνωρίζουν αυτά τα αίτια και όχι να προκαλούν σύγχυση με ανορθολογικά και εξωπραγματικά θεωρήματα που ρυπαίνουν τον, βαθύτατων πολιτικών προεκτάσεων και βαθύτατων συνεπειών όσον αφορά το φαινόμενο του πολέμου, διεθνολογικό στοχασμό. Η άνιση ανάπτυξη μεταξύ κρατών και περιφερειών, για παράδειγμα, είναι μια μεγάλη ασθένεια την οποία οποιοσδήποτε εμφορείται από ιεραποστολικές προθέσεις μπορεί κάλλιστα να εργαστεί για την εξαφάνισή της.

Σε κάθε περίπτωση, η διάγνωση των αιτιών πολέμου –που καθημερινά προκαλούν εκατόμβες– δεν είναι λιγότερο σημαντική από την διάγνωση των αιτίων μιας απλής ασθένειας ή μιας επιδημίας. Όσο μακάβρια και αν είναι η σύγκριση όσον αφορά τις προεκτάσεις των εκατέρωθεν διαγνώσεων, η αντιπαράθεση τους είναι απόλυτα αναγκαία: Στην πρώτη περίπτωση έχουμε εκατόμβες και στην δεύτερη αποδήμηση ενός ατόμου ή το πολύ ενός μικρού αριθμού μέχρι να διαπιστωθεί ότι ο υπεύθυνος γιατρός είναι τσαρλατάνος ή ανίκανος. Επίσκεψη σε κάθε νοσοκομείο θα βεβαιώσει ότι ασθενείς και συγγενείς τους αναζητούν όχι τσαρλατάνους για την θεραπεία των ασθενειών τους αλλά ιατρούς υψηλής κατάρτισης, επαγγελματικά αξιόπιστων, σοβαρών στην προσέγγιση του προβλήματος, ανιδιοτελών στην διαγνωστική διαδικασία λόγω προσήλωσης σε υψηλά κριτήρια επαγγελματικής δεοντολογίας του λειτουργήματός τους και πρακτικά χρήσιμων γιατί οι διαγνώσεις τους προσφέρονται για αποτελεσματικές και γόνιμες αποφάσεις. Ανάλογα και αντίστοιχα, μια κοινωνία δεν πρέπει να προσφεύγει σε τσαρλατάνους των διεθνών σχέσεων για την διαπίστωση των αιτιών πολέμου και για την συναγωγή συμπερασμάτων ηθικοπρακτικά χρήσιμων. Δηλαδή, δεν πρέπει να επηρεάζουν ζητήματα πολέμου και ειρήνης οι ουτοπιστές, οι ιδεολογικά συνεπαρμένοι, οι προκατειλημμένοι, οι στρατευμένοι σε ευτελείς ιδιοτελείς υποθέσεις και οι χείριστοι όλων των διεθνολόγων, οι ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένοι προπαγανδιστές που προοδευτικά κατακλύζουν τους πανεπιστημιακούς χώρους επιτυγχάνοντας αριθμητική πλειονότητα[19]. Το τελευταίο σημείο είναι μια εξαιρετικά σημαντική υπόθεση που δεν είναι του παρόντος να αναλυθεί. Σημειώνεται μόνο ότι, πλέον, ο πολιτικός ανορθολογισμός πολλών –τόσο μεγάλων όσο και μικρών– κοινωνιών οφείλεται στο γεγονός ότι τσαρλατάνοι και κοινωνικοπολιτικά ανεξέλεγκτοι προπαγανδιστές και τσαρλατάνοι πλημμυρίζουν τον δημόσιο διάλογο με ανάξια λόγου θεωρήματα και ιδεολογήματα ακαδημαϊκά μεταμφιεσμένα.

2. «Ανθρώπινη Φύση», Πολιτειακή οργάνωση και διακρατικό σύστημα

Ποια είναι  λοιπόν η φύση του «Πολιτικού» και τι εν τέλει σημαίνει «Πολιτικό γεγονός»; Ανεξαρτήτως του επιπέδου ανάλυσης[20] στο οποίο αναφερόμαστε, ποιος είναι ο συλλογικός τρόπος ζωής που προσαρμόζει την κάθε ατομική άβυσσο ανθρώπινης ετερότητας στις ανάγκες ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου; Ουσιαστική και περιεκτική συζήτηση για τις ανθρώπινες σχέσεις υπό συνθήκες πολιτικές απαιτεί απάντηση σ’ αυτά τα καίρια ερωτήματα.

Ο Θουκυδίδης, αν και όχι ο κατεξοχήν στοχαστής του Πολιτικού γεγονότος, φαίνεται ότι κατανόησε βαθύτατα την σημασία της Πολιτείας ως πολιτισμικού και πολιτικού φαινομένου που αντιδιαστέλλεται με την βαρβαρική εποχή.

Εστιάζω την προσοχή στις αναφορές του Θουκυδίδη για τα τεκταινόμενα στην Κέρκυρα όταν η Πολιτεία αυτή καταλύθηκε[21]. Η κατάλυσή της, επισημαίνει ο Θουκυδίδης, προκάλεσε αποδέσμευση των άγριων ενστίκτων της ανθρώπινης φύσης[22] και παραμέρισε «τους κανόνες πάνω στους οποίους στηρίζονται οι κοινωνίες». Απλώθηκε κάθε μορφής κακία στον ελληνικό κόσμο και «το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα κάθε ευγενικής ψυχής κατάντησε να είναι καταγέλαστο και εξαφανίστηκε».

            Αναφορικά με αυτές τις επισημάνσεις του Θουκυδίδη όσο και άλλων σύγχρονων αναλυτών, οι οποίοι λίγο πολύ ή με τον ένα ή άλλο τρόπο ανήκουν στην Θουκυδίδεια παράδοση, όπως οι Μακιαβέλι και Morgenthau, θα μπορούσε να επισημανθεί ότι δεν κάνουν αξιολογικές ή υποκειμενικές κρίσεις. Καταγράφουν, περιγράφουν και ερμηνεύουν με πραγματολογικά επαληθευόμενο τρόπο το αυτονόητο και διϋποκειμενικά  πασίδηλο γεγονός της ατομικής ανθρώπινης ετερότητας και των ορμών για κυριαρχία και για απόκτηση ισχύος ανάλογα με τις ανάγκες για επιβίωση.

Η κλασική φιλοσοφική και ιστορική πραγματεία, ακριβώς, περιγράφει το γεγονός ότι η απέραντη και απειθάρχητη σε μεταφυσικούς προσδιορισμούς ατομική ανθρώπινη ετερότητα για να διεξάγει ένα πολιτισμένο συλλογικό βίο απαιτείται να είναι πολιτικά ενταγμένη. Η εκπλήρωση αυτού του σκοπού στην αρχαιότητα εκπληρωνόταν στο πλαίσιο της Πολιτείας. Στην σύγχρονη εποχή επιχειρείται να εκπληρωθεί στο πλαίσιο αυτού που επικράτησε να ονομάζεται ως έθνος-κράτος.

Οι κοινωνίες του πλανήτη είναι και συνεχίζουν να είναι διακριτές, ετερογενείς και ανομοιογενείς δημιουργώντας έτσι μια απροσμέτρητη κοινωνική ανομοιομορφία[23]. Γι’ αυτό, καίριας σημασίας κριτήριο για την κατανόηση του Πολιτικού γεγονότος είναι ότι λόγω κοινωνικού κατακερματισμού του πλανήτη ποτέ δεν ήταν εφικτό (και συνεχίζει να μην είναι εφικτό) να συντελεστεί οικουμενικά. Παρά τις κατά καιρούς δυναστικές αξιώσεις ή αφελείς διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες περί πλανητικής κοινωνικής ενότητας, αποδείχθηκε ότι το Πολιτικό γεγονός όπως είναι κλασικά νοηματοδοτημένο, εκπληρώνεται μόνο στο πλαίσιο διαμορφωμένων και κοινωνικοπολιτικά συγκροτημένων κυρίαρχων κοινωνιών των οποίων η εσωτερική-εξωτερική κυριαρχία ενσαρκώνει την κοσμοθεωρητική και ηθικοκοκανονιστική ετερότητα μιας έκαστης εξ αυτών.

3. Η σχέση ετερότητας, ελευθερίας και Πολιτείας

Όπως θεμελιώθηκε έξοχα από τον Χρήστο Γιανναρά, η ανθρώπινη ετερότητα, η ανθρώπινη ελευθερία και το Πολιτικό γεγονός είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες. Τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο, επιπλέον, η ετερότητα, ατομική και συλλογική αντίστοιχα, είναι οντολογικού περιεχομένου. Έτσι, όπως εύστοχα τονίζεται από τον Χρήστο Γιανναρά, «το γεγονός της δυναμικά ενεργούμενης ετερότητας σημαίνει-επισημαίνει την ελευθερία του υποκειμένου: τη δυνατότητά του να είναι αυτό που είναι, υπαρκτική ταυτότητα μοναδική, ανόμοια και ανεπανάληπτη, δηλαδή ετερότητα ως προς καθετί που δεν είναι ο εαυτός του – ύπαρξη αδέσμευτη από κάθε αναγκαιότητα γενικού προκαθορισμού, κοινών ιδιωμάτων, εξαρτημένης υπαγωγής, μεταβολής και αλλοίωσης[24]». Υπό αυτό το σύνθετο και αληθές πρίσμα, «η πολιτική ήταν ένα οντολογικό ζητούμενο, όχι ένα χρηστικό μέσο. Γι’ αυτό πρώτιστος στόχος της πολιτικής ήταν να αληθεύει ο βίος: να αποτελεί η πόλη-πολιτεία δυναμική μίμηση του κοσμικού  προτύπου»[25].

Εξετάζοντας το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης από την σκοπιά των διεθνών σχέσεων, παρατηρείται ότι η ατομική ανθρώπινη ετερότητα εντάσσεται πολιτικά και προσαρμόζεται στον συλλογικό πολιτικό βίο χωρίς να χάσει τον χαρακτήρα της ή την ελευθερία της απέναντι σε αλλότριες δυναστικές αναγκαιότητες μόνο όταν πληρούνται δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις, η πρώτη εκ των οποίων αφορά το αισθητό και πνευματικό περιεχόμενο της Πολιτείας, και η δεύτερη, την σχέση της με τις υπόλοιπες ανεξάρτητες πολιτείες:

Πρώτη προϋπόθεση είναι να διασφαλίζεται πολιτική οργάνωση στο πλαίσιο μιας Πολιτείας με την αριστοτελική έννοια του όρου. Αυτό κατά βάση σημαίνει ότι τα μέλη και οι ομάδες της συλλογικής οντότητας διεξάγουν ένα διαρκή συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο ο οποίος αενάως προσδιορίζει και επαναπροσδιορίζει τον συλλογικό τρόπο ζωής στην βάση των πνευματικών και αισθητών κριτηρίων που ιστορικά συνθέτουν την ετερότητα κάθε συγκεκριμένης κοινωνικής ένωσης.

Δεύτερη προϋπόθεση είναι η συλλογική οντότητα να είναι προικισμένη με πολιτική κυριαρχία που την διασφαλίζει κατά των έξωθεν αλλότριων δυναστικών (κατά της ετερότητάς της), αναγκαιοτήτων. Με όρους θεμελιωδών αρχών του διεθνούς δικαίου των Νέων Χρόνων, αυτό αναφέρεται ως αρχή της εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας και με πολιτικούς όρους ως εθνική ανεξαρτησία[26].

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και είναι άρρηκτα συναρτημένες και εξαρτώμενες. Το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο και αμφότερα δημιουργούν ένα ενδοκρατικό και διακρατικό ορθολογισμό συμβατό με την κοινωνικοπολιτική μορφολογία του παγκόσμιου χώρου. Αυτός ο ορθολογισμός αποσταθεροποιείται, όπως ήδη αναφέρθηκε, από εξομοιωτικές και ισοπεδωτικές διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες ιδέες. Οι τελευταίες, χωρίς ποτέ να έχουν παράγει μια αξιόπιστη πρόταση μη γενοκτονικής κοινωνικής εξομοίωσης και πολιτικής ενότητας, ταλάνισαν και συνεχίζουν να ταλανίζουν την πολιτική σκέψη στρέφοντάς την ενάντια στην ίδια την συλλογική ανθρώπινη οντολογία. Δηλαδή, ενάντια στην αξίωση κάθε κοινωνίας να αναπτύσσει κυρίαρχο πολιτικό σύστημα συμβατό με την κοσμοθεωρητική και ηθική διαμόρφωσή της.

4. Το ιδεώδες της ανεξαρτησίας ως αυτονόητη κατάκτηση

Συνέχεια των συλλογισμών που προηγήθηκαν, επισημαίνω και τονίζω το γεγονός ότι στην κλασική εποχή, το απόγειο δηλαδή των διακρατικών ρυθμίσεων όλων των εποχών, σ’ αντίθεση με την σύγχρονη εποχή που διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα είναι ευρέως διαδεδομένα, η ανεξαρτησία των Πόλεων ήταν σχεδόν αυτονόητο κεκτημένο, η αμφισβήτηση του οποίου, όπως εξηγεί ο Θουκυδίδης ήταν κύριο αίτιο της αντι-Αθηναϊκής συσπείρωσης και του μεγάλου καταστροφικού πολέμου.

Ο έλεγχος των αναθεωρητικών τάσεων, πάντως, διασφαλιζόταν όχι μόνο με την ανάπτυξη μιας διεθνούς κοινωνίας Πόλεων που δημιουργούσε ένα ευρύ πλέγμα διεθνών θεσμών και νορμών διακρατικής συμπεριφοράς (Κοινά, Αμφικτιονίες, Συνδέσμους κτλ), αλλά επίσης και με την διασφάλιση ισορροπίας ισχύος κατά των αναθεωρητικών τάσεων των ισχυρότερων κρατικών συντελεστών της αρχαιότητας.

Το Πολιτειακό γεγονός το οποίο και σηματοδότησε το μεγάλο άλμα που απομάκρυνε τους ανθρώπους από την εποχή της βαρβαρότητας και τους έφερε στην εποχή του Πολιτικού γεγονότος, του πολιτικού πολιτισμού και των κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων σκοπών, συντελέστηκε, ακριβώς, επειδή επικράτησε η ιδέα του κατά κοινωνία κυρίαρχου συλλογικού βίου υπό συνθήκες εσωτερικής και εξωτερικής κυριαρχίας.

Το ιδεώδες της ανεξαρτησίας, ακριβώς, ήταν υπέρτατη αξία στις ενδοκρατικές και διακρατικές σχέσεις της εποχής[27]. Η αμφισβήτησή αυτού του ιδεώδους αποτελούσε αίτιο πολέμου[28] το οποίο η Αθήνα αλλά τελικά και όλος ο υπόλοιπος κόσμος πλήρωσε πολύ ακριβά, μιας και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος κατέστρεψε το κλασικό σύστημα Πόλεων και έθεσε την ανθρωπότητα σε τροχιά αυτοκρατορικών συγκρούσεων δύο χιλιετιών μέχρι περίπου και τον 16ον αιώνα.

Μόνο μετά την Συνθήκη της Βεστφαλίας του 1648 είναι που επιχειρείται η ανάδειξη του κράτους ως θεσμού που αναβιώνει την ιδέα της κλασικής πολιτείας, δηλαδή της ανάπτυξης Πολιτικού γεγονότος κατά κοινωνία και όχι κατά κόσμο. Σύμφωνα με την άποψη πολλών, βεβαίως, αυτό δεν κατορθώθηκε πλήρως, και αντί αναβίωσης της Πολιτείας, δημιουργήθηκαν πολλά κακέκτυπά της, δηλαδή όσα σύγχρονα κράτη παραπαίουν λόγω πνευματικής και πολιτικής εξάρτησης ή υποδούλωσης[29]. Ταυτόχρονα, παρά την συντριπτική επικράτηση της κυριαρχίας ως διαμορφωτικού κριτηρίου και ως μορφής πολιτειακής οργάνωσης, οι άνθρωποι ποτέ δεν έπαψαν τους τελευταίους αιώνες να αναζητούν αντιστροφή της ανθρώπινης οντολογίας υιοθετώντας εξομοιωτικές παραδοχές. Δηλαδή ποτέ δεν έπαψαν να στρέφονται ενάντια στον συλλογικό εαυτό τους, δηλαδή, να στρέφονται ενάντια στην κυριαρχία της δικής τους κοινωνίας υιοθετώντας διεθνιστικά και κοσμοπολίτικα ιδεολογήματα και θεωρήματα. Αυτά τα ιδεολογήματα και θεωρήματα είναι σίγουρα σημαντικά αίτια πολέμου που αν και μορφικά μεταμφιέζονται την μια μετά την άλλη ομολογία πίστεως, ως προς το περιεχόμενό τους και κυρίως τις συνέπειές τους παραμένουν σταθερά εξομοιωτικά.

 5. Παράβλεψη των αιτιών πολέμου και πολιτική θεωρία

Λιγότερο στην κλασική εποχή και περισσότερο τα νεότερα χρόνια[30], κύριο αίτιο αναρίθμητων παραλογισμών της πολιτικής θεωρίας αποτέλεσε η αδυναμία κατανόησης των πραγματικών αιτιών πολέμου. Επειδή ακριβώς πολλοί αγνοούν τα πραγματικά αίτια πολέμου, ήταν και συνεχίζει να είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι ο τερματισμός του πολέμου, η ύπαρξη βιώσιμων κανονιστικών δομών και η ειρήνη-σταθερότητα –αγαθά που είναι μάλλον κεκτημένα και δεδομένα στο εσωτερικό κάθε βιώσιμου κυρίαρχου κράτους– είναι εύκολο να εκπληρωθούν στο πλαίσιο κάποιου είδους παγκόσμιας κανονιστικής δομής που θα μπορούσε, δήθεν, να λειτουργήσει εύρυθμα και παρά τον οντολογικού χαρακτήρα κοινωνικό κατακερματισμού του πλανήτη.

Αυτή η θεμελιώδης πλάνη για πολλούς και ποικίλους λόγους βασικά παραβλέπει ή παρακάμπτει την προαναφερθείσα οντολογικά θεμελιωμένη συλλογική ετερότητα των κοινωνικών ενώσεων. Οδηγεί σε εξομοιωτικές παρωπίδες που εμποδίζουν την κατανόηση του γεγονότος ότι η ανθρώπινη ετερότητα (σ’ αυτό ουσιαστικά αναφερόμαστε, επαναλαμβάνουμε, όταν ομιλούμε για «ανθρώπινη φύση») για να προσαρμοστεί σύμφωνα με τις ανάγκες του συλλογικού βίου, είναι αναγκαίο να ανήκει σε κοσμοθεωρητικές-ηθικοκανονιστικές δομές που θα νομιμοποιούν και θα καθιστούν βιώσιμο και λειτουργικό τον συλλογικό τρόπο ζωής.

Κάθε στοχασμός στο πεδίο της πολιτικής φιλοσοφίας ή της πολιτικής φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων για να μην περιέχει λογικά και επιστημονικά σφάλματα απαιτείται να λαμβάνει υπόψη το οντολογικό γεγονός της ετερότητας κάθε ατομικής ανθρώπινης ύπαρξης και κάθε διαμορφωμένης συλλογικής οντότητας.

Η σύμφυτη με την ανθρώπινη ύπαρξη ετερότητα κάθε ατόμου είτε όταν παράγει επιθετικές ορμές είτε όταν εκδηλώνεται δημιουργικά και ωφέλιμα, απαιτείται να εντάσσεται σε μια νομιμοποιητική ηθικοκανονιστική δομή που φιλόσοφοι όπως ο Αριστοτέλης και ο Πλάτωνας περιέγραψαν ως Πολιτεία και που σήμερα ονομάζουμε έθνος-κράτος[31].

Η ένταξη κάθε ανθρώπινης ετερότητας σ’ ένα πολιτικά οργανωμένο συλλογικό βίο, εξάλλου, δεν προδιαγράφεται στην βάση μεταφυσικά προσδιορισμένων κριτηρίων ή παραγόντων. Αποτελεί ταυτόχρονα προσωπική επιλογή και συλλογική επιλογή στο στάδιο που μια διακριτή κοινωνία αγωνίζεται για να κατακτήσει την εθνική της ανεξαρτησία.

6. Η αλληλένδετη φύση πολιτειακού και ηθικοκανονιστικού κατακερματισμού

Μεγάλο μέρος των προβλημάτων των διεθνών σχέσεων οφείλεται στο γεγονός ότι αναρίθμητοι αναλυτές παρακάμπτουν ή παραβλέπουν το γεγονός ότι η πολιτική διαμόρφωση μιας κοινωνίας και οι αποφάσεις ενός εκάστου ατόμου να συμμετάσχει στον συνεπακόλουθο συλλογικό κατ’ αλήθειαν βίο δεν συντελείται στο εσωτερικό δοκιμαστικών σωλήνων κάποιου διεθνιστικού ή κοσμοπολίτικου εργαστηρίου. Όποτε επιχειρείται κάτι τέτοιο –η Σοβιετική Ένωση ήταν ένα τέτοιο εργαστήριο– οι κοινωνίες αντιδρούν αξιώνοντας κυρίαρχη-ανεξάρτητη συλλογική πολιτική οργάνωση που αν και περιστασιακά την στερούνται διεκδικούν όταν τους δίνεται η ευκαιρία. Η ιστορική πείρα δείχνει ότι μεταφυσικά κριτήρια που γεννιούνται στο μυαλό κάποιου μεμονωμένου εγκεφάλου ποτέ δεν αποτέλεσαν βάση μιας βιώσιμης Πολιτείας και όποτε αυτό επιχειρήθηκε η αναπόδραστη τελική αποτυχία προκαλεί αναρίθμητες ανθρώπινες καταστροφές ή ακόμη και εκατόμβες όταν λαμβάνουν χώρα εμφύλιες διενέξεις που σταθεροποιούν την κοινωνική ετερότητα στο εσωτερικό ενός κράτους.

Οι κοινωνικοπολιτικές οντότητες για να είναι πολιτειακά βιώσιμες προηγούνται σφυρηλατήσεις συλλογικών κοσμοεικόνων, κοσμοθεωρητικών παραδοχών, ανθρωπολογικών υπόβαθρων, συλλογικών ταυτοτήτων, στρατηγικών προσανατολισμών και ηθικοκανονιστικών συστημάτων που στηρίζουν συμβατά με αυτά συστήματα διανεμητικής δικαιοσύνης. Όλα αυτά είναι ορθολογικά διευθετημένα –ή κατατείνουν προς ένα τέτοιο ορθολογισμό– όταν αποτελούν προϊόν κοινωνικών μεθέξεων στο πλαίσιο ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου και ποτέ όταν ορίζονται αυθαίρετα και μεταφυσικά.

Η αποτυχία της αυτοκρατορικής ιδέας δεν ήταν τυχαία ή συμπτωματική. Κατέρρευσε μπροστά στις διαρκείς αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας των διακριτών κοινωνιών του πλανήτη[32]. Όπως καταμαρτυρεί κάθε αγώνας κυριαρχίας-ανεξαρτησίας στην ιστορική διαχρονία, οφείλεται στο γεγονός της ετερότητας των συλλογικών οντοτήτων και των αέναων αξιώσεών τους για πολιτική κυριαρχία. Αυτό είναι το αίτιο της συντριβής των πολυεθνικών αυτοκρατοριών και του συνεπακόλουθου κοινωνικοπολιτικού κατακερματισμού που προσάρμοσε σταδιακά τους τελευταίους αιώνες τις πολιτειακές δομές στην κοινωνική δομή του κόσμου. Σήμερα, υπενθυμίζω, υπάρχουν γύρω στα διακόσια κράτη έναντι μερικών δεκάδων τον περασμένο αιώνα και ακόμη λιγότερων αυτοκρατοριών των προγενέστερων αιώνων. Το γεγονός ότι δεν είναι όλα τα κράτη βιώσιμες πολιτείες δεν οφείλεται στην αξίωση της κυριαρχίας αλλά κυρίως στο γεγονός ότι μέσα από τις στάχτες των αυτοκρατοριών δεν γεννιόνταν πάντοτε κράτη προικισμένα με επαρκώς διαμορφωμένα κοινωνικά σύνολα. Στρατηγικές διαίρει και βασίλευε, εξάλλου, δημιούργησαν τόσο τεχνητά κρατικά μορφώματα μεγάλης εσωτερικής ανομοιομορφίας όσο και συνοριακές και πληθυσμιακές κατανομές που αναπόδραστα αμφισβητήθηκαν.

Σε γενικές γραμμές, πάντως, ιστορικά, η αξίωση για εθνική ανεξαρτησία σήμαινε στην πράξη ότι το Πολιτικό γεγονός εκδηλώνεται στο επίπεδο κάθε κοινωνίας και όχι στο επίπεδο της οικουμένης η οποία, οικουμένη, σήμερα όπως και στο παρελθόν, στερείται ενοποιημένου κοινωνικού υποβάθρου. Η αξίωση για κοινωνικοπολιτική δόμηση του κόσμου με τρόπο συμβατό με την συλλογική ετερότητα κάθε κοινωνικής ένωσης, εξάλλου, σήμαινε ότι οι αγώνες ανεξαρτησίας ήταν ταυτισμένοι με την έννοια της ελευθερίας, δηλαδή με την απόρριψη αλλότριων κατεξουσιασμών. Ασφαλώς, αν υπήρχαν οι αναγκαίες κοσμοθεωρητικές, ηθικοκανονιστικές, ανθρωπολογικές και άλλες προϋποθέσεις σε παγκόσμια κλίμακα θα ίσχυε ακριβώς το ίδιο οικουμενικά, θα είχαμε, δηλαδή, μια παγκόσμια ηθικοκανονιστική δομή, δηλαδή μια παγκόσμια Πολιτεία[33].

Αυτό όμως, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν είναι εφικτό μιας και ποτέ δεν υπήρξε μια παγκόσμια κοινωνία αλλά πολλές ετερογενείς και ανομοιογενείς κοινωνικές οντότητες.

7. Ο αντι-ηγεμονικός χαρακτήρας της θουκυδίδειας παράδοσης

Οι πιο πάνω πτυχές, είναι θεμελιώδεις και αφορούν ζωτικά τα διεθνή συστήματα τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Σ’ αυτό οφείλεται και η αιώνια αξία του Παραδοσιακού Παραδείγματος που εδράζεται στην Θουκυδίδεια παράδοση, την παράδοση δηλαδή που περιγράφει την Υπαρκτική ετερότητα κάθε κοινωνίας και την συνεπακόλουθη ηθικοκανονιστική ετερότητα που διαμορφώνει το ιστορικό γίγνεσθαι[34].

Οι πιο σύγχρονες προεκτάσεις της θουκυδίδειας παράδοσης και πιο συγκεκριμένα η ρεαλιστική παράδοση, εστιάζουν το ενδιαφέρον στην κρατοκεντρική κοινωνικοπολιτική δομή του κόσμου και στην απορρέουσα σημασία της εθνικής-κρατικής κοινωνικοπολιτικής οντότητας τόσο ως βάσης λειτουργίας του διεθνούς συστήματος όσο και ως βάσης ηθικής συγκρότησης του κόσμου.

Ταυτόχρονα, παρατηρούμε ότι, διόλου τυχαία, η αξιολογικά ελεύθερη εκδοχή των ρεαλιστικών θεωριών είναι σαφώς αντιηγεμονικών προεκτάσεων. Αναμενόμενα, επίσης, περιγράφοντας το αναπόδραστο γεγονός της ύπαρξης αιτιών πολέμου σύμφυτων με την δομή του διεθνούς συστήματος, με επιστημονική υπευθυνότητα και αξιοπιστία εξηγούν ότι η κατανομή ισχύος και η ευαισθησία που επιδεικνύουν οι ηγεμονικές δυνάμεις στις διαφαινόμενες ανακατανομές ισχύος αποτελούν κύριους διαμορφωτικούς παράγοντες της διεθνούς πολιτικής.

Κείμενα όπως ο Πόλεμος και αλλαγή στην  διεθνή πολιτική του Gilpin και Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων του Mearsheimer που αποτελούν έγκυρες και αξιόπιστες αξιολογικά ουδέτερες ερμηνείες της σύγχρονης πολιτικής υπό το πρίσμα της θουκυδίδειας παράδοσης, προσφέρουν μια σχεδόν συνολική και σφαιρική ερμηνεία της σύγχρονης εποχής που κανείς σοβαρά σκεπτόμενος άνθρωπος δεν μπορεί να παραβλέψει ή να παρακάμψει.

Αν και κανείς από όσους είναι συνειδητοποιημένοι για τις φοβερές συνέπειες της άνισης ανάπτυξης στην διεθνή πολιτική δεν θα μπορούσε εύκολα να προσυπογράψει την θέση πως υπάρχουν πολλές πιθανότητες μακρών περιόδων σταθερότητας[35], η ειρήνη και η σταθερότητα, έστω και για κάποιες μόνο ιστορικές περιόδους, εξαρτώνται από την ύπαρξη μιας κατανομής ισχύος και μιας συναρτημένης με αυτή διεθνούς τάξης που δεν αμφισβητείται[36].

8. Ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα και λιγότερο ισχυρά κράτη

Ένα εύλογο ερώτημα είναι η θέση και ο ρόλος ενός λιγότερου ισχυρού κράτους όταν είναι αληθές πως το εκ φύσεως ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα τιμωρεί ανελέητα όσα κράτη παραμελούν τα συμφέροντά τους, ιδιαίτερα το συμφέρον επιβίωσης. Αν και δεν είναι του παρόντος να επεκταθώ, θα τόνιζα το αυταπόδεικτο γεγονός ότι ένα λιγότερο ισχυρό κράτος απαιτείται να είναι ακόμη πιο ευαίσθητο για την κατανομή ισχύος, τα αίτια που προκαλούν ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων και τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων στην ανελέητη σύγκρουσή τους για ισχύ και ηγεμονία.

Ενώ μια μεγάλη δύναμη δύσκολα θα έχανε την ανεξαρτησία της[37] ακόμη και αν ηττηθεί[38], η αμέλεια μιας μικρής δύναμης να ελιχθεί ορθολογιστικά στα περιθώρια της ισχύος και να διασφαλίζει συνθήκες ισορροπίας και ασφάλειας, δυνατό να σημαίνει συνολική απώλεια της ελευθερίας της, δηλαδή της εθνικής της ανεξαρτησία.

Οι ατέλειες του σύγχρονου διεθνούς συστήματος είναι ακόμη μεγαλύτερες και βαθύτερες σε σύγκριση με αυτές του κλασικού συστήματος Πόλεων. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι λόγω τεχνολογίας η άνιση ανάπτυξη είναι δραστικότερη και οι καταστροφές του πολέμου πιο εκτεταμένες.

Πιο καταστροφικές ακόμη και από τις συνέπειες της άνισης ανάπτυξης, όμως, είναι οι ιδέες που δηλητηριάζουν τον ορθολογισμό των συγχρόνων Πολιτειών αποσταθεροποιώντας το κονωνικοπολιτικό τους σύστημα και μπερδεύουν τις σχέσεις τους με άλλες Πολιτείες. Ενώ κατά την διάρκεια των Νέων Χρόνων όλες οι κοινωνίες κατά βάση αγωνίστηκαν και κατάκτησαν την πολιτική τους κυριαρχία, δηλαδή την εθνική τους ανεξαρτησία όπως σήμερα ονομάζεται, παρατηρούμε ότι ταυτόχρονα, κυρίως οι κοινωνίες μικρότερων κρατών, αλλόκοτα και παράδοξα συχνά κυριαρχούνται από θεωρήματα και ιδεολογήματα που υπονομεύουν αυτή την εθνική ανεξαρτησία. Πρόκειται για μια παραδοξότητα που ο ιστορικός του μέλλοντος θα δυσκολευτεί να ερμηνεύσεις με λογικούς όρους. Ενώ δηλαδή η ανάδειξη του κράτους καθιέρωσε την σύγχρονη πολιτεία ως θεσμό συλλογικής ελευθερίας και την κυριαρχία ως διεθνές καθεστώς που οι διεθνείς θεσμοί και το διεθνές δίκαιο προορίζονται να διασφαλίσουν, όπως ήδη τονίστηκε, μύριες αποχρώσεις διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεολογημάτων μεταφυσικά προσδιορισμένων υπονομεύουν την κρατική κυριαρχία χωρίς ασφαλώς να προσφέρουν αξιόπιστη εναλλακτική δυνατότητα δημιουργίας μιας παγκόσμιας κοινωνίας και ενός παγκόσμιου κράτους που θα την ενσαρκώνει. Ουσιαστικά, τονίζεται ξανά, πρόκειται για υπέρτατο παραλογισμό και σημαντικό αίτιο πολέμου του σύγχρονου κόσμου. Αν μια οποιαδήποτε θεώρηση διεθνών σχέσεων θέλει να είναι απαλλαγμένη λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων, απαιτείται να αποδέχεται προγραμματικά τον οντολογικά θεμελιωμένο κρατοκεντρικό χαρακτήρα του διεθνούς συστήματος και την ασυμβατότητα με αυτό τον χαρακτήρα όλων ανεξαιρέτως των αποχρώσεων διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεών. Μια τέτοια επιστημολογική παραδοχή δεν είναι ιδεολογικού χαρακτήρα αλλά επιλογή συμβατή με τις κρατοκεντρικές οντολογικές διαμορφώσεις του σύγχρονου κόσμου. Οι κοινωνίες με τους αγώνες ανεξαρτησίας έκαναν τις επιλογές τους τα αποτελέσματα των οποίων οριοθετούν και το πεδίο της διεθνολογικής ανάλυσης.

Θα προσθέταμε πως ακόμη και η παραμικρή διολίσθηση ενός αναλυτή των διεθνών σχέσεων σε εξομοιωτικές λογικές, πολύ περισσότερο σήμερα απ’ ότι στο παρελθόν, τον εξωθεί σε θανάσιμα επιστημονικά και λογικά σφάλματα που μηδενίζουν την ανάλυσή του και τον εντάσσουν στο ανορθολογικό σύστημα των ανορθολογικών δογμάτων που αντιβαίνουν στην Υπαρκτική κοινωνική ετερότητα και τη συλλογική ανθρώπινη ελευθερία[39]. Παράλληλα, είναι αληθές, όπως εύστοχα θεμελίωσαν αναλυτές όπως ο Edward H. Carr, ότι η διυποκειμενική ιστορική εμπειρία καταμαρτυρεί ότι ποτέ δεν υπήρξε πραγματικός γνήσιος διεθνισμός. Οι επαναστατικές ιδέες διεθνιστικού χαρακτήρα και οι α-πολιτικές κοσμοπολίτικες παραδοχές που τις επικουρούν επιζητώντας την δημιουργία μιας παγκόσμιας κανονιστικής δομής είναι πάντοτε μεταμφιέσεις ηγεμονικών αξιώσεων των οποίων μόνο το όνομα και το χρώμα διαφέρει ανάλογα με την εποχή και την ιστορική συγκυρία.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Carr, αναμφίβολα ο θεμελιωτής της σύγχρονης επιστημονικής μελέτης των διεθνών σχέσεων, γρήγορα εγκατάλειψε αυτή την δραστηριότητα, υπογραμμίζοντας το γεγονός ότι η λεγόμενη θεωρία διεθνών σχέσεων όπως εξελίχθηκε αποτελεί πλέον εργαλείο των κυρίαρχων αγγλοσαξονικών αξιώσεων ισχύος[40]. Αυτή είναι μια βαρυσήμαντη επισήμανση που πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα στην μεσογειακή χώρα στην οποία μεγαλούργησε ο Θουκυδίδης και στην οποία, όμως, τα Τμήματα διεθνών σχέσεων πολλαπλασιάζονται όπως τα μανιτάρια δεσμεύοντας τεράστιους κοινωνικούς πόρους που δεν είναι σίγουρο ότι τελικά εξυπηρετούν τα συμφέροντά της ή την διεθνή ειρήνη και σταθερότητα. Όλως, περιέργως, βεβαίως, επιβεβαιώνοντας τον Carr, παρατηρείται πως αυτά τα Τμήματα και τα εξαρτώμενα από αυτά Ινστιτούτα, κυριαρχούνται ολοένα και περισσότερο από εξομοιωτικά θεωρήματα και ιδεολογήματα την καλλιέργεια των οποίων πέραν των πόρων που αντλούνται από τους ιθαγενείς φορολογούμενους, παράσχουν ακόμη και αλλόκοτοι διεθνοπολιτικοί χρηματιστηριακοί αναρχικοί[41] –με γνωστές διασυνδέσεις με τις “υπηρεσίες” της υπερατλαντικής δύναμης– όπως ο George Soros[42].


[1] Ρητά, ή εμμέσως πλην σαφώς, το ιδεώδες της Ανεξαρτησίας αποτελεί αξίωση όλων των κυρίαρχων κρατών (και των κοινωνιών που αξιώνουν να αποχωριστούν από πολυεθνικά κράτη για να αποκτήσουν ανεξάρτητη Πολιτεία-κράτος. Η ανεξαρτησία ως αξίωση, ως αναλυτική έννοια, ως πολιτικό κριτήριο με νομικές προεκτάσεις και ως υπόβαθρο της διεθνούς θεσμικής οργάνωσης, στο σύγχρονο διεθνές σύστημα ενσαρκώνεται στο καθεστώς της κυριαρχίας. Το καθεστώς της κυριαρχίας πάνω στο οποίο εδράζεται η οργάνωση της «διεθνούς κοινωνίας κρατών» των Νέων Χρόνων και της ύστερης εποχής, είναι αναμφίβολα, από νομικής-θεσμικής άποψης, πολύ πιο αναπτυγμένο σε σύγκριση με τους θεσμούς της κλασικής εποχής. Εν τούτοις, είναι αμφίβολο κατά πόσο είναι πολιτικά πιο εμπεδωμένο και πιο νομιμοποιημένο απ’ ότι οι αντίστοιχοι διεθνείς θεσμοί το συστήματος Πόλεων της κλασικής εποχής. Η παρατήρηση αυτή είναι καίριας σημασίας. Αυτό γιατί το σημαντικότερο ζήτημα όσον αφορά την βιωσιμότητα και αποτελεσματικότητα ενός οποιουδήποτε θεσμικού συστήματος είναι ο βαθμός νομιμοποίησης μεταξύ των μελών του κοινωνικού σώματος στο οποίο ανήκει (δηλαδή, στο πλαίσιο της παρούσης συζήτησης, αφενός της «διεθνούς κοινωνίας κρατών» των Νέων Χρόνων και αφετέρου της «διεθνούς κοινωνίας Πολιτειών» της κλασικής εποχής). Για την στενή σχέση και ομοιότητες ή διαφορές του κλασικού με το σύγχρονο διακρατικό σύστημα από την σκοπιά της πολιτικής φιλοσοφίας βλ. Ernest BarkerΑρχαία ελληνική πολιτική σκέψη και θεωρία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2007). 
[2]Jacqueline de RomillyΙστορία και μέθοδος στον Θουκυδίδη (Μορφωτικό ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1988).
[3]Perez ZagorinΘουκυδίδης, μια πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006), ιδ. 47 κ.ε.,55 κ.ε.,69 κ.ε.,250-2,
[4] Τα σημεία που ακολουθούν αντλούν από τις σελ. 15,43,48,49,50,52 του βιβλίου της Romilly, ό.π. Οι εκτιμήσεις του Perez Zagorin, καθώς και πολλών άλλων αναλύσεων για την επιστημολογία και μεθοδολογία του Θουκυδίδη είναι συγκλίνουσες αν όχι πανομοιότυπες.
[5] Η θέση που υιοθετείται από τον υποφαινόμενο είναι ότι η εποχή των αυτοκρατοριών έχει παρέλθει ανεπίστροφα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός αφενός της δημιουργίας εκατοντάδων κρατών και αφετέρου, της ολοένα μεγαλύτερης εμβάθυνσης της ετερότητάς τους, κάτι που καθιστά την κατάκτηση, διοίκηση και αφομοίωση απείρως δυσκολότερη απ’ ότι στο παρελθόν. Επιπλέον, η τεχνολογία, η αλληλεξάρτηση και η παγκοσμιοποίηση διαμορφώνουν ένα νέο πλαίσιο σχέσεων ισχύος το οποίο δεν είναι πάντοτε ευθύγραμμα προς όφελος των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα αν μιλάμε για απόπειρες κατάκτησης και ελέγχου. Οι δυνατότητες εφήμερης ηγεμονίας είναι, κατ’ ουσία, το μόνο που απέμεινε στις μεγάλες δυνάμεις για να συμπεριφέρονται άνομα και καταχρηστικά εις βάρος λιγότερο ισχυρών συντελεστών του διεθνούς συστήματος.
[6] Με την έννοια ότι είναι ενδελεχής, εξονυχιστική, πολλών αποχρώσεων, βαθύτατη και διαχρονικά αναλλοίωτης αξίας.
[7] Η θέση ότι οι σχέσεις των κρατών μπορούν να θεωρηθούν ως είδος συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου των διακρατικών σχέσεων δεν είναι αποδεκτή από όλους και για πολλές θεωρίες, ιδιαίτερα της Θουκυδίδειας παράδοσης, σίγουρα θα απορριφθεί εξαρχής. Αυτός είναι ο λόγος, εξάλλου, για τον οποίο οι αναλυτές της κυρίαρχης θεωρίας, δηλαδή του πολιτικού ρεαλισμού, είναι επιφυλακτικοί απέναντι στις καταπληκτικές-τολμηρές θεωρητικές σχοινοβασίες της λεγόμενης «βρετανικής σχολής», δηλαδή, βασικά, των WightBull και Watson. Αν και δεν είναι του παρόντος, αναφέρω ότι τα νήματα των επιφυλάξεων πολλών αναλυτών της ρεαλιστικής παράδοσης θα οδηγούσαν στο εύλογο ερώτημα του πως και πόσο μπορεί να συγκροτηθεί σταθερή νομιμοποιητική βάση για αρχές και κανόνες ενός συλλογικού κατ’ αλήθειαν βίου της «κοινότητας (ή κοινωνίας) των κρατών» μιας και αυτή θα βρισκόταν διαρκώς υπό την αίρεση διαβρωτικών εισροών που προκαλούν τα αίτια πολέμου και κυρίως των ανακατανομών ισχύος σε δομικό επίπεδο και των ενδοκρατικών κοινωνικοπολιτικών αλλαγών που θα αποσταθεροποιούσαν την έμμεση νομιμοποίηση που παρέχουν οι κοινωνίες των κρατών-μελών του διεθνούς συστήματος διαμέσου των κυβερνήσεών τους. Μια πρώτη τοποθέτηση απέναντι σ’ αυτό το εύλογο και βάσιμο ερώτημα, βεβαίως, είναι ότι αναλυτές που όντως ανήκουν στην Βρετανική σχολή όπως οι προαναφερθέντες (όχι όμως και πολλοί άλλοι, κυρίως στον χώρο των κριτικών κονστουκτιβιστών που την επικαλούνται λαθραία) ποτέ δεν υποτίμησαν αυτούς του αποσταθεροποιητικούς παράγοντες. Διαβάζοντας το Άναρχη κοινωνία του Hedley Bull, για παράδειγμα, κανείς θα προσέξει ότι πουθενά δεν περιγράφει ένα ιδεατό κόσμο προικισμένο με σταθεροποιημένες ηθικοκανονιστικές δομές ρύθμισης των διακρατικών σχέσεων. Το αντίθετο: Η περιγραφή της διαχρονικής ανάπτυξης κανονιστικών δομών μεταξύ των κρατών (διόλου κοσμοπολίτικων με την έννοια της διεθνικής αποδυνάμωσης των κρατικών οντοτήτων) εντάσσεται σ’ ένα πλαίσιο σοβαρού προβληματισμού που δεν εξαιρεί τα αίτια πολέμου, που συνεκτιμά το φαινόμενο του ηγεμονισμού (και των αδιεξόδων του) και που περιγράφει τους αποσταθεροποιητικούς παράγοντες, κυρίως του επαναστατισμού (το τελευταίο ζήτημα εξετάζεται εξαντλητικά από τον Martin WightΔιεθνής Θεωρία, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998). Αναμφίβολα, βεβαίως, οι επιφυλάξεις των «mainstream ρεαλιστών» είναι εύλογες αν όχι απολύτως αναγκαίες για να κατανοήσουμε ότι η «έσχατη πραγματικότητα» είναι πως λόγω αιτιών πολέμου δεν  μπορούμε να φανταστούμε ένα  κόσμο «χωρίς κινδύνους». Οι καταληκτικές θεωρήσεις του Κονδύλη στο Ισχύς και απόφαση (Στιγμή, 1991) είναι συναφείς: «Η έσχατη πραγματικότητα συνίσταται από υπάρξεις,  άτομα ή ομάδες, που αγωνίζονται για την αυτοσυντήρησή τους και μαζί, αναγκαστικά, για την διεύρυνση της ισχύος τους.  Γι’ αυτό συναντώνται ως φίλοι και ως εχθροί και αλλάζουν φίλους και εχθρούς ανάλογα με τις ανάγκες του αγώνα για την αυτοσυντήρησή τους και την διεύρυνση της ισχύος τους … Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά τελειωτική λύση και καμιά ευτυχία που να μη διατρέχει κινδύνους. Όποιος πιστεύει στην ύπαρξη τελειωτικών λύσεων φοβάται απλώς ότι θα χάσει την βεβαιότητα μιας ευτυχίας χωρίς κινδύνους» (σελ. 213 και 231). Κάθε κανονιστική (και όχι κατ’ ανάγκη ηθικοκανονιστική) ρύθμιση στις διακρατικές σχέσεις βρίσκεται αναμφίβολα υπό την αίρεση των συχνών σεισμικών δονήσεων διαφόρων εντάσεων που προκαλούν οι υποκείμενες σεισμικές πλάκες των αιτιών πολέμου. Εν τούτοις, με την προϋπόθεση ότι αυτό στερείται λογικών και επιστημονικών σφαλμάτων (και αλμάτων), ο καθένας είναι νομιμοποιημένος να περιγράφει από την μια πλευρά, τόσο τις ενδιάμεσες κανονιστικές δομές όσο και την μετεξέλιξή τους, και από την άλλη πλευρά, να υπογραμμίζει την ασταθή τους φύση. Ο υποφαινόμενος, αποδεχόμενος πλήρως και ανεπιφύλακτα το θουκυδίδειο-ρεαλιστικό επιχείρημα για την ασταθή τους βάση –ή ακόμη και κάτι παραπάνω με το να υιοθετώ τις ακόμη σφοδρότερες επιφυλάξεις του Παναγιώτη Κονδύλη για τον χαρακτήρα όλων των ανθρωπίνων εγχειρημάτων– επιχειρώ εν τούτοις να θεμελιώσω τον οντολογικό χαρακτήρα της αξίωσης ανεξαρτησίας-ελευθερίας μιας κοινωνίας. Η σημασία ενός τέτοιου εγχειρήματος, εκτιμάται, είναι σημαντική, μιας και (σ’ αντίθεση με την καταληκτική επιστημολογική προσέγγιση του Παναγιώτη Κονδύλη) αναζητούνται οντολογικά θεμελιωμένα ηθικά κριτήρια που μπορεί να βρίσκονται σε διαρκή κίνδυνο λόγω της «έσχατης πραγματικότητας» (τα οποία όμως θα μπορούσαν εν τούτοις να παράσχουν ηθιοκοπρακτικό προσανατολισμό για κάθε μαχόμενη ύπαρξη, ατομική ή συλλογική. Το κεντρικό ζήτημα και η ουσία, εν  κατακλείδι, δεν είναι η αμφισβήτηση μιας πασίδηλης «έσχατης πραγματικότητας» (αυτή σε κάθε περίπτωση δύσκολα αμφισβητείται ενόσω κανένας δεν προτείνει αξιόπιστη πρόταση εξάλειψης των ατιών πολέμου), αλλά η περιγραφική διαπιστωτική εξέταση της ύπαρξης αξιώσεων θεμελιωμένων στο συλλογικό Είναι και ο περιγραφικός προσδιορισμός του απορρέοντος –ασταθούς έστω, και αμφισβητούμενου λόγω αιτιών πολέμου– Δέοντος. Δέοντος το οποίο είναι αναγκαίο για τον ηθικοπρακτικό προσανατολισμό των ανθρώπων στις σχέσεις τους με άλλους που αμφισβητούν την συλλογική τους ελευθερία.
[8] Για ανάλυση αυτής της διάστασης του ιστορικού γίγνεσθαι βλ. Π. Ήφαιστος, Η μελέτη των διεθνών σχέσεων στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, διαδρομή, περιεχόμενο και γνωσιολογικό υπόβαθρο (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004), ιδ. κεφ. 2 και 3.
[9] Αν και δεν είναι του παρόντος, σημειώνεται ότι ανάλογα με άλλες επιστημολογικές παραδοχές κάποιου δυνατό να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς ορισμένα ζητήματα ενόσω δεν δημιουργούνται επιστημονικά και λογικά σφάλματα. Για παράδειγμα, ο υποφαινόμενος υποστηρίζει ότι, οντολογικά θεμελιωμένα επιχειρήματα δεν παραβιάζουν την αξιολογική ελευθερία και ούτε αποτελούν έκφραση αυθαίρετης ηθικής κρίσης. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι η αξίωση ελευθερίας είναι οντολογικού περιεχομένου και η αξίωση πολιτικής κυριαρχίας των κοινωνιών συνυφασμένη με αυτή. Βλ. ό.π., ιδ. κεφ. 2, 7.
[10]To International Politics του Kenneth Waltz, είναι αναμφίβολα μια κορυφαία θεωρητική στιγμή, μιας και προεκτάθηκαν οι θεωρήσεις του Θουκυδίδη για τον ρόλο της κατανομής ισχύος ίσαμε τις ακραίες και λογικές συνέπειές τους.
[11] Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004.
[12]RGilpinΠόλεμος και Αλλαγή στην Διεθνή Πολιτική (Εκδ. ΠοιότηταΑθήνα 2005), σ. 210
[13]R. Gilpin, The Richness of the “Tradition of Political Realism”, στο R. Keohane (ed.), Neorealism and its critics (Columbia Un. Press 1986), σελ. 308-9
[14] Πόλεμος και αλλαγή, ό.π., σελ. 230.
[15] Πόλεμος και αλλαγή, ό.π. σελ. 230
[16]John MearsheimerΗ πολιτική τραγωδία των μεγάλων δυνάμεων, (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006).
[17] Βλ. Π. Ήφαιστος, Κοσμοθεωρητική ετερότητα και αξιώσεις πολιτικής κυριαρχίας (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2001), κεφ. 1.
[18] Παραθέτω την έξοχη διατύπωση του Χρήστου Γιανναρά που περιγράφει-φωτογραφίζει συγκεκριμένο υπόδειγμα προκατειλημμένου κατασκευάσματος της ελληνικής ακαδημαϊκής πραγματικότητας: «Δεν μας εκπλήσσει που ο ιδεολογικά προκατειλημμένος άλλα διαβάζει και άλλα καταλαβαίνει. (…) Όταν διαβάζει με προκατάληψη ο ιδεολογικά παγιδευμένος, καταλαβαίνει αυτά που ο ίδιος θα ήθελε να λέει το κείμενο δίχως να αντιλαμβάνεται αυτά που το κείμενο πράγματι λέει. Αν του χρειαστεί να παραπέμψει στο κείμενο που διάβασε, επιλέγει αποσπασματικές λέξεις και διατυπώσεις για να συγκροτήσει, με γλωσσικό υλικό του κειμένου, τις θέσεις που η ιδεολογική του προκατάληψη έχει αποφασίσει ότι πρέπει να εκφράζει το κείμενο. (…) Η εκλογή και εξέλιξη ενός διδάσκοντος διευκολύνεται καίρια αν έχουν κατατεθεί δημόσια από τον υποψήφιο δηλώσεις ή τεκμήρια πιστότητας στην ιδεολογία που συσπειρώνει την πλειοψηφία των διδασκόντων [σημείωση: Που συμμετέχουν στα εκλεκτορικά σώματα]. Διευκολύνεται η εκλογή και εξέλιξη αν προϋπάρχουν δημοσιεύματα σε συγκεκριμένες (όχι οποιεσδήποτε) εφημερίδες. Αν ο υποψήφιος έχει επανειλημμένα συνυπογράψει στις λίστες των ίδιων πάντα “διανοουμένων” που διαμαρτύρονται για κάθε παραβίαση ή αμφισβήτηση των ιδεωδών του νεοταξικού διεθνισμού. (…) Όταν θυσιάζεται η κριτική σκέψη στον βωμό οποιασδήποτε στράτευσης, πρώτο και θλιβερό θύμα είναι ο θύτης. Δεν υπάρχει τραγικότερο κατάντημα από τον αυτοευνουχισμό του “διανοούμενου” ανθρώπου («Προκατάληψη, δηλαδή αυτοευνουχισμός»,Η Καθημερινή, 18.3.2001).
[19] Σε άλλη περίπτωση, υποστηρίχθηκε πως οι συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης είναι πολύ διαφορετικές σε ένα μεγάλο κράτος όπου κανείς δεν τους λαμβάνει υπόψη επειδή το κράτος διαθέτει αξιόπιστους και αποτελεσματικούς θεσμούς ανάλυσης και λήψης αποφάσεων και σε ένα μικρό και εξαρτημένο κράτος όπου αναπόδραστα καθίστανται εργαλείο ηγεμονικής ισχύος εις βάρος της κοινωνίας της οποίας ονομαστικά ανήκουν.
[20] Αναφερόμαστε στα δύο κυρίως επίπεδα ανάλυσης, του κράτους και του διεθνούς συστήματος. Όσον αφορά το πρώτο η κλασική φιλοσοφική πραγματεία δημιούργησε φιλοσοφικό κεκτημένο πάνω στο οποίο κτίζονται οι περί κράτους θεωρίες. Βασικά, πολιτική φιλοσοφία των διεθνών σχέσεων δεν υπάρχει ή είναι ελλειμματική. Βλ. ιδ. Martin WightΔιεθνής Θεωρία, τα τρία ρεύματα σκέψης (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 1998) ιδ. την εισαγωγή του συγγραφέα. Ουσιαστικά, αρχίζοντας από την σχεδόν τέλεια περιγραφή του Θουκυδίδη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο μέχρι και τα έξοχα έργα μερικών πολιτικών ρεαλιστών όπως των Hedley Bull [ιδιαίτερα το Άναρχη Κοινωνία (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2000)], E.H.CarrKenneth WaltzRobert Gilpinet al, παρατηρούμε ότι αυτό που αναλύεται είναι η διεθνής τάξη, η φύση των διεθνών δομών, τα προβλήματα που δημιουργούν τα αίτια πολέμου, ο εξαρτημένος χαρακτήρας των διεθνών θεσμών, η φύση της κυριαρχίας και η εν γένει σχέση αιτίων και αιτιατών στις διακρατικές σχέσεις. Σχεδόν όλοι οι πολιτικοί ρεαλιστές ως ζήτημα θεμελιώδους επιστημολογικής και μεθοδολογικής προσέγγισης σταματούν στην περιγραφή εξηγώντας ότι αυτό επιτάσσει η φύση και ο χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος. Μερικοί πολιτικοί ρεαλιστές, μάλιστα, εύλογα διερωτώνται κατά πόσο υπάρχει και το παραμικρό περιθώριο για πολιτική φιλοσοφία διεθνών σχέσεων μιας και η ηθική και η δικαιοσύνη και όλα τα συμπαρομαρτούντα φαινόμενα που τις διέπουν είναι καταμερισμένα στα κυρίαρχα κράτη. Κατά συνέπεια, συνεχίζουν να διερωτώνται, ίσως το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να παραμείνεις στην ανάλυση της διεθνούς τάξη, την φύση της, τον χαρακτήρα της και τα προβλήματά της. Σημειώνεται ότι αυτό βασικά κάνει και το προαναφερθέν έργο-σταθμός του Hedley Bull αλλά και άλλα έργα της λεγόμενης Βρετανικής Σχολής όπως των CarrWight και Watson. Ο σχολιασμός αυτής της εύλογης θέσης απαιτεί στοχαστική εντιμότητα και καθαρότητα σκέψης, χαρίσματα που δυστυχώς που δυστυχώς απουσιάζουν σε πολλές ουτοπικές και νομικίστικες αναλύσεις (ίσως αριθμητικά κυρίαρχες πλέον). Στο πλαίσιο μιας βάσιμης ανάλυσης των διεθνών σχέσεων απαιτείται τουλάχιστον διάκριση μεταξύ των συνόρων που δημιουργούν οι έννοιες «διεθνές σύστημα» (που λειτουργεί στην βάση κάποιων συμφωνιών των κρατών), «διεθνή κοινότητα» (που συμβολίζει την μετεξέλιξη αυτών των συμφωνιών σε κάποιου είδους, ρευστή έστω και αστάθμητη, δεσμευτικότητα) και «διεθνούς κοινωνίας» (που συμβολίζει μια μεγαλύτερη και πιο εμπεδωμένη δεσμευτικότητα σε μερικές περιπτώσεις εν πολλοίς ενσωματωμένη στην ενδοκρατική δικαιοταξία). Δυστυχώς ακόμη και επιφανείς αναλυτές χρησιμοποιούν με χαλαρότητα την δεύτερη και τρίτη έννοια προκαλώντας σύγχυση και αποπροσανατολισμό. Σε κάθε περίπτωση, ένας συνεπής πολιτικός ρεαλιστής που σέβεται τους αναγνώστες του ακόμη και αν αναζητά κριτήρια πολιτικής φιλοσοφίας διεθνών σχέσεων απόρροια της ανάπτυξης και μετεξέλιξης του διεθνούς συστήματος ενσωματώνει πλήρως την ανάλυσή του το αναπόδραστο γεγονός των αιτιών πολέμου και την παραδοχή ότι κανείς σοβαρά μιλώντας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει κάποια απάντηση για τον τερματισμό τους. Τέλος, τα στοχαστικά εγχειρήματα του υπογράφοντος προς αυτή την κατεύθυνση, εκτός του ότι είναι δοκιμαστικά και διανθισμένα με πλήθος ερωτημάτων διαλεκτικά διαπλεγμένων, αρχίζουν και τερματίζονται στην προσπάθεια διακρίβωσης των οντολογικών ιδιοτήτων του διεθνούς συστήματος, των μόνων πάνω στα οποία μπορούν να εδραιωθούν ηθικά αμάχητα κριτήρια, και των οποίων η εφαρμογή και πάλιν βρίσκεται υπό την αίρεση των αιτιών πολέμου. Πάντως, η επιθυμία για προσεκτικές επιστημολογικές επιλογές που δεν απομακρύνονται από τον πυρήνα του περιγραφικού Παραδοσιακού Παραδείγματος δυναμώνει ακόμη περισσότερο όποιος διαβάσει το ύστερο αριστούργημα του John MearsheimerΗ τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, ό.π.. ΟMearsheimer, όπως ήδη αναφέρθηκε, με αξιοθαύμαστη αξιοπιστία και εγκυρότητα περιγράφει την αδιέξοδη τροχιά του διεθνούς συστήματος υπό το πρίσμα της αέναης σύγκρουσης των ηγεμονικών δυνάμεων για ισχύ, ηγεμονία και επιβίωση. Κανείς μπορεί μόνο να αναλύει το διεθνές σύστημα όπως πραγματικά είναι αναζητώντας βάσιμες και ορθολογικές εκτιμήσεις ή αντίστροφα να νεφελοβατεί ανόητα και αφελώς (ή υστερόβουλα όταν είναι συνειδητά προπαγανδιστής) προκαλώντας έτσι ποταμούς πολιτικού ανορθολογισμού στην πολιτική σκέψη ενδοκρατικά και διακρατικά.        
[21] Βλ. Γ84-5
[22] Για άλλα εδάφια αναφορών στην ανθρώπινη φύση βλ. Α22, Γ39,84, Δ19,108.
[23] Αυτή η απλή, πασίδηλη και διυποκειμενικά αντιληπτή θεμελιώδης πραγματικότητα σημαίνει ότι όλες ανεξαιρέτως οι αποχρώσεις διεθνιστικών και κοσμοπολίτικων ιδεωδών είναι στην καλύτερη περίπτωση λογικά εσφαλμένες και πολιτικά ατελέσφορες. Το γεγονός ότι αναρίθμητοι επιφανείς στοχαστές –και ακόμη μεγαλύτερος αριθμός φανατικών υποστηρικτών τους– δεν το αντιλήφθηκαν είναι επιστημονικά αδιάφορο. Η επιστημονική συνέπεια και ο ορθολογισμός των επιχειρημάτων ποτέ δεν ήταν υπόθεση αριθμητικών πλειοψηφιών. Χρέος ενός στοχαστή είναι να μην κλονίζεται ή επηρεάζεται από ευρέως διαδεδομένους στοχαστικούς παραλογισμούς και την περιρρέουσα ανορθολογική ατμόσφαιρα που δημιουργούν. Τυπικό παράδειγμα μιας τέτοιας ακλόνητης επιστημολογικής συνέπειας ήταν, εκτιμώ, ο Παναγιώτης Κονδύλης.
[24] Η απανθρωπία του δικαιώματος, (Δομός 1998) σελ. 30,31.
[25] Ό.π., σελ. 70
[26] Σε άλλη περίπτωση[26]τονίσαμε ότι η εθνική ανεξαρτησία στις διεθνείς σχέσεις αποτελεί το αντίστοιχο της ελευθερίας στις διεθνείς σχέσεις.
[27] Όπως σημειώνει ο Adam Watson, «η δέσμευση των Ελλήνων έναντι της ανεξαρτησίας είναι θρυλική. Ήταν απόλυτα αφοσιωμένοι στο ιδανικό ότι κάθε πόλη-κράτος, δηλαδή κάθε Πολιτεία, θα έπρεπε να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της και απεχθάνονταν κάθε είδους επικυριαρχία ή ηγεμονία μιας άλλης πόλης ή μιας ξένης δύναμης. Δεν ανέκυπτε συχνά η ιδέα της ενοποίησης της Ελλάδας σε ένα μόνο κράτος, και όταν προέκυπτε, την αντιμετώπιζαν συνήθως με αποστροφή». Τονίζοντας το γεγονός των ατελειών στο κλασικό σύστημα, ο Watson επισημαίνει, επίσης, ότι «στην πράξη, πολλές ελληνικές πόλεις υποχρεώνονταν να αποδεχτούν κάποιο βαθμό ελέγχου από έναν επικυρίαρχο ή ηγεμονικό σύμμαχο, ιδιαίτερα στις εξωτερικές τους σχέσεις. Και αυτό θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί το μικρότερο από δύο δεινά. Οι ασιατικές ελληνικές πόλεις βρίσκονταν συνήθως σ’ αυτή την θέση όπως και πολλές πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας για μεγάλες χρονικές περιόδους, ενώ οι δυτικές αποικίες σπανιότερα». Συνεχίζει για να υπογραμμίσει ότι παρά αυτές τις ατέλειες,  «οι ελληνικές πόλεις-κράτη βρίσκονταν σίγουρα, όσον αφορά την ιδέα τους περί νομιμοποίησης, αλλά και σε μεγάλο βαθμό στην πράξη, προς το άκρο των πολλαπλών ανεξαρτησιών του φάσματός μας» (WatsonA., Η εξέλιξη της διεθνούς κοινωνίας, Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2005, σελ. 98). Ο Victor Ehrenberg, αναφερόμενος στο σύστημα διεθνών θεσμών της κλασικής περιόδου, σημειώνει ότι «το πιο σημαντικό όσον αφορά τη Δελφική Αμφικτιονία ήταν το γεγονός πως δεν είχε πραγματική αρμοδιότητα να προσφύγει κατά ιδιωτών πολιτών στο εσωτερικό των Πόλεων και πως δεν είχε αρμοδιότητες που υπερφαλάγγιζαν τις τοπικές αρχές. (…) Η αυτονομία των κρατών-μελών, επομένως, δύσκολα επηρεαζόταν από την Αμφικτιονία» (The Greek StateMethuenLondon, 1969, σελ. 111). Οι ελληνικές πολιτείες ανέπτυξαν σε πολύ μεγάλο βαθμό αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε «διεθνείς θεσμούς», αντιλαμβάνονταν τον ρόλο αυτών των θεσμών ως «διακυβερνητικό», δηλαδή ως ένα θεσμικό και πολιτικό σύστημα διακρατικής επικοινωνίας και συνεννόησης που δεν παραβίαζε την κυριαρχία των κρατών-μελών, αλλά αντίθετα την ενίσχυε και την υποβοηθούσε στις διεθνείς της συναλλαγές της εποχής.
[28] Ο Zagorin σημειώνει ότι «η απώλεια της ανεξαρτησίας μέσω έξωθεν κυριαρχίας ή κατάκτησης ήταν για κάθε πόλη η υπέρτατη καταστροφή και θεωρείτο από τους πολίτες ως υποδούλωση», σελ. 31. Πιο κάτω, επίσης, επισημαίνει ότι «ο φόβος της αύξησης της αθηναϊκής ισχύος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, είναι η αληθινή αιτία που υποχρέωσε τους Λακεδαιμονίους να πάνε σε πόλεμο ενάντια της Αθήνας. Φόβος της απώλειας της ανεξαρτησίας τους και υποταγής σε άλλους, φιλοδοξία για εξουσία και ιδιοτελές συμφέρον για την διατήρηση της αυτοκρατορίας είναι αυτά που υποχρέωσαν τους Αθηναίους να συνεχίσουν τον πόλεμο και να συντρίψουν τις επαναστάσεις των υποτελών πόλεων», Θουκυδίδης, μια πλήρης εισαγωγή για όλους τους αναγνώστες (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2006) σελ. 269-70.
[29] Ο Γιανναράς, αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της εξατομίκευσης στο πλαίσιο του νεωτερικού κράτους, ορθώς επισημαίνει πως αν και συνιστά πρόοδο σε σχέση με τον Μεσαίωνα στη Δύση, είναι ταυτόχρονα τραγική οπισθοδρόμηση σε σύγκριση με το ιστορικό προηγούμενο της αρχαιοελληνικής πολιτικής και της προσωποκεντρικής ελληνοχριστιανικής ανθρωπολογίας. Μάλιστα, «οπισθοδρόμηση κοινωνική σε στάδιο προ-πολιτικό». Βλ. Η Απανθρωπία του δικαιώματος (Δόμος, Αθήνα 1998) σελ. 47. Τονίζοντας τις συναρτήσεις της κλασικής εποχής με τις σύγχρονες διακρατικές σχέσεις, ο Ernest Barker σημειώνει ότι «καμία ιστορία δεν είναι τόσο σημαντική για εμάς και καμιά δεν είναι περισσότερο σύγχρονη από αυτή της κλασικής Ελλάδας. Σε πολύ μεγάλο βαθμό, είμαστε αυτό που είμαστε επειδή οι Έλληνες υπήρξαν με τη μορφή που το γνωρίσαμε. Με πολλούς τρόπους, ισχύει το παράδοξο η Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα να είναι πιο μοντέρνα απ’ ό,τι η Ευρώπη του 19ου αιώνα. Ένας Άγγλος αισθάνεται μεγαλύτερη συγγένεια με τον Επιτάφιο του Περικλή παρά με τα απομνημονεύματα του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Τα προβλήματα του έλληνα πολίτη της κλασικής περιόδου μας αγγίζουν ακόμη και σήμερα, επειδή η ελληνική εμπειρία πέρασε στην ουσία της ύπαρξής μας και συγχωνεύτηκε με την ύπαρξή μας» (Barker ό.π. 1961, σ. 17, 18, βλ. επίσης Watson ό.π. κεφ. 5).
[30] Η ιδέα της κρατοκεντρικής δόμησης ως υπέρτατης προσέγγισης μιας κατά κοινωνία πολιτικής οργάνωσης αμφισβητήθηκε σοβαρά κατά την διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, μετά δηλαδή την αποτυχία του συστήματος Πόλεων, γεγονός που συμβολίζεται από την έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτές οι αμφισβητήσεις καλλιεργήθηκαν στο πλαίσιο μιας παράλληλης, αμφίπλευρης και αντιθετικής σχέσης μεταξύ επικούρειων και κυνικών κοσμοπολίτικων ιδεών κοσμικής ενότητας (εν πολλοίς απολιτικής μιας και αγνοεί τον κοινωνικό κατακερματισμό του πλανήτη) και αυτοκρατορικών αξιώσεων κατά την διάρκεια της ρωμαϊκής εποχής. Στην ενδιάμεση σύντομη εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αφενός η Ελληνική Συμμαχία δεν σήμαινε ουσιαστική αμφισβήτηση του συστήματος Πόλεων –μάλλον περί εφήμερης ηγεμόνευσης ενός θεσμού πρόκειται, βλ. JFC FullerΗ ιδιοφυής στρατηγική του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Εκδόσεις Ποιότητα, Αθήνα 2004)– και αφετέρου, ο ίδιος ο μακεδόνας στρατηλάτης τα τελευταία χρόνια του βίου του συνέτεινε στην ιδέα του αυτόνομου κατά κοινωνία πολιτικού βίου με το να παλινορθεί τα κράτη των κοινωνιών που κατακτούσε στην πορεία συντριβής της Περσικής Αυτοκρατορίας. Το πως θα εξελισσόταν αυτό το σύστημα αν ο Αλέξανδρος δεν αποδημούσε νεότατος, είναι κάτι που μάλλον μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
[31] Αν και είναι γεγονός ότι το σύγχρονο κράτος είναι απείρως ατελέστερο από την κλασική Πόλη, αμφότερες οι Πολιτειακές εμπειρίες έπασχαν. Αν και δεν είναι του παρόντος, σημειώνεται απλά ότι κύριο αίτιο τότε και τώρα είναι οι ποικίλες αμφισβητήσεις της ιδέας για κατά κοινωνία οργάνωση που προκαλεί κοινωνικοπολιτικό κατακερματισμό του πλανήτη. Τρία κύρια αίτια είναι τα ποικίλων αποχρώσεων συγκοινωνούντα δοχεία του διεθνισμού, του κοσμοπολιτισμού και του ηγεμονισμού. 
[32] Για τα ραγδαία ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν σ’ αυτό το αποτέλεσμα βλ. κεφ. 2-4 στο Π. Ήφαιστος, Οι διεθνείς σχέσεις ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης, ό.π.
[33] Ο Morgenthau είχε γράψει ότι το ζήτημα δεν είναι ιδεολογικό ή φιλοσοφικό αλλά αφορά μόνο την κοινωνική δομή του κόσμου. Η θέση του ήταν: δώστε μου μια παγκόσμια κοινωνία και θα σας δώσω μια παγκόσμια κυβέρνηση.
[34] Χαρακτηριστικά είναι εκείνα τα εδάφια που ο Θουκυδίδης θεωρεί ως δεδομένο τον ηθικό κατακερματισμό και τις απορρέουσες από αυτόν τον κατακερματισμό διαφορετικών περί δικαίου θεωρήσεων. Βλ. ιδ. τον διάλογο Μηλίων και Αθηναίων πρέσβεων.
[35] Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται και η βασική διαφορά μεταξύ Waltz (International Politics) και Mearsheimer (Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων). Ο πρώτος ισχυρίζεται ότι συνθήκες ισορροπίας φέρνουν σταθερότητα και ο δεύτερος ότι αυτή η σταθερότητα είναι επιρρεπής σε κλονισμό λόγω μιας ανελέητης εγγενούς τάσης των μεγάλων δυνάμεων να επιδιώκουν αενάως μερίδιο της παγκόσμιας ισχύος που διασφαλίζει ηγεμονία ή παρεμπόδιση περιφερειακής ηγεμονίας άλλων μεγάλων δυνάμεων. Το πρόβλημα για την διεθνή πολιτική είναι ότι η ανάλυση του Mearsheimer είναι βαθύτατα θεμελιωμένη, ορθολογικά δομημένη και εκτεταμένα αιτιολογημένη.
[36] Ο Gilpin στο αριστούργημά του Πόλεμος και αλλαγή στην διεθνή πολιτική περιέγραψε με πληρότητα τα αίτια που προκαλούν ταλαντώσεις και πολέμους λόγω αμφισβήτησης μιας ηγεμονικής τάξης πραγμάτων.
[37] Ο Mearheimer στο Η τραγωδία της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων, υπογραμμίζει το ιστορικά επαληθευμένο γεγονός ότι η κατάληψη μιας μεγάλης δύναμης είναι δύσκολη ή και ανέφικτη  πρακτικά αδύνατη.
[38] Αυτό τόνισαν χωρίς δισταγμό οι Αθηναίοι στον περίφημο διάλογο των αθηναίων πρέσβεων με τους αντιπροσώπους των Μηλίων (Ε84-116)
[39]. Ήδη υποστηρίξαμε πως τέτοια ολισθήματα οφείλονται είτε σε ηχηρή αμάθεια είτε σε καταναγκασμούς και εξαναγκασμούς που προκαλεί η περιρρέουσα συμβατική ατμόσφαιρα που υποχρεώνει πολλούς αναλυτές να νοθεύουν την καθαρότητα των στοχασμών του Παραδοσιακού Παραδείγματος.
[40] Σ’ ένα εξαιρετικά σημαντικό γράμμα του Edward HCarr προς τον Stanley Hoffmann στις 30 Σεπτεμβρίου 1977, ο πρώτος σημειώνει το αναντίρρητο και πασίδηλο πλέον γεγονός, ιδιαίτερα ορατό σε μικρά και εξαρτημένα κράτη που αναμασούν μεταπρατικά τα θεωρήματα αγγλοσαξόνων δασκάλων τους, ότι «δεν υπάρχει επιστήμη των διεθνών Σχέσεων. Η μελέτη των διεθνών σχέσεων στον αγγλόφωνο κόσμο είναι απλά ο καλύτερος τρόπος για να κυβερνούν τον κόσμο από θέσεως ισχύος».[“No science of International Relations exists. The study of International relations in the English speaking word is simply a study of the best way to run the world from positions of strength”]. Παρατίθεται στο M.Cox (ed), E.H.Carr, A critical appraisal(Palgrave, NY 2000), σ. 16 (σημ. 5).
[41] Με την έννοια ότι οι δραστηριότητές του στερούνται επαρκών κοινωνικοπολιτικών ελέγχων. Ουσιαστικά, το συγκεκριμένο πρόσωπο όχι μόνο διαφεύγει αποτελεσματικών κοινωνικών ελέγχων αλλά επιπλέον οι διεθνικές τους δραστηριότητες κατευθύνουν ολόκληρες κοινωνίες ακόμη και μεγάλες. Πρόκειται για χαρακτηριστικά φαινόμενα που συνιστούν πολιτική ανωμαλία στο υπέρτατο στάδιό της.
πηγή: ifaistos.edu.gr

ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ - Η ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΤΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΕΚΤΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

$
0
0


Πολιτική δημοκρατία

Μπορούμε να διακρίνουμε διάφορους τύπους κατανομής της πολιτικής δύναμης στην ιστορία, οι οποίοι, σχηματικά, θα μπορούσαν να ταξινομηθούν είτε ως δημοκρατικοί είτε ως ολιγαρχικοί. Στους πρώτους, η πολιτική δύναμη ισοκατανέμεται μεταξύ όλων αυτών που έχουν πλήρη πολιτικά δικαιώματα (τυπικό παράδειγμα αποτελεί η αθηναϊκή εκκλησία του δήμου), ενώ στους δεύτερους, η πολιτική δύναμη είναι συγκεντρωμένη, σε διάφορους βαθμούς, στα χέρια ποικίλων ελίτ.


Στον πολιτικό χώρο μπορεί να υπάρχει μόνο μια μορφή δημοκρατίας, αυτή που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε πολιτική ή άμεση δημοκρατία, όπου η πολιτική δύναμη ισοκατανέμεται μεταξύ όλων των πολιτών. Έτσι, η πολιτική δημοκρατία θεμελιώνεται στην ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης, στην αυτοθέσμιση της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι, για να χαρακτηριστεί μια κοινωνία ως πολιτική δημοκρατία, πρέπει να ικανοποιούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1.Η δημοκρατία θεμελιώνεται στη συνειδητή επιλογή της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας από τους πολίτες. Αυτό συνεπάγεται ότι είναι ασύμβατη με τη δημοκρατία η θεμελίωση της σε θεϊκά ή μυστικιστικά δόγματα και προκαταλήψεις ή σε κλειστά θεωρητικά συστήματα που ενέχουν κοινωνικούς/φυσικούς «νόμους» ή τάσεις που (υποτίθεται) καθορίζουν την κοινωνική αλλαγή.

2. Απουσία θεσμισμένων πολιτικών διαδικασιών ολιγαρχικής φύσης. Αυτό συνεπάγεται ότι όλες οι πολιτικές αποφάσεις (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αναφέρονται στη διαμόρφωση και την εφαρμογή των νόμων) λαμβάνονται από το σώμα των πολιτών συλλογικά και χωρίς αντιπροσώπευση.

3. Απουσία θεσμισμένων πολιτικών δομών που ενσωματώνουν άνισες σχέσεις εξουσίας.Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι όταν τμήματα του σώματος των πολιτών εξουσιοδοτούνται για τη διεξαγωγή συγκεκριμένων καθηκόντων (π.χ. για να υπηρετήσουν ως μέλη λαϊκών δικαστηρίων ή περιφερειακών και συνομοσπονδιακών συμβουλίων[1] κ.τ.λ.) η εξουσιοδότηση γίνεται, κατά κανόνα, με κλήρο και με εναλλαγή και είναι πάντοτε ανακλητά από το σώμα των πολιτών. Επιπλέον, όσον αφορά στους εντολοδόχους σε περιφερειακά και συνομοσπονδιακά σώματα, η εντολή πρέπει να είναι ειδική. Αυτό είναι ένα αποτελεσματικό βήμα προς την κατάργηση των ιεραρχικών σχέσεων, δεδομένου ότι οι  σχέσεις αυτές βασίζονται σήμερα, σε σημαντικό βαθμό, στο μύθο των «ειδικών» οι οποίοι υποτίθεται ότι είναι σε θέση να ελέγχουν τα πάντα, από τη φύση ως την κοινωνία. Εντούτοις, πέρα από το γεγονός ότι η γνώση των αποκαλούμενων ειδικών είναι αμφίβολη (τουλάχιστον όσον αφορά τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά φαινόμενα), σε μια δημοκρατική κοινωνία, οι πολιτικές αποφάσεις δεν αφήνονται στους ειδικούς αλλά στους χρήστες, στο σώμα των πολιτών. Η αρχή αυτή εφαρμοζόταν με συνέπεια από τους Αθηναίους για τους οποίους «όλοι οι πολίτες μπορούσαν να συμμετέχουν, εάν ήθελαν, στη διακυβέρνηση του κράτους, αλλά έπρεπε να είναι ερασιτέχνες… ο επαγγελματισμός και η δημοκρατία θεωρούνταν, στη βάση τους, αντιφατικοί όροι».

4. Καθολικότητα.Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι κάτοικοι μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής (η οποία σήμερα μπορεί να έχει τη μορφή μόνο μια γεωγραφικής κοινότητας), μετά τη συμπλήρωση του έτους ενηλικίωσης (που θα καθορίζεται από το ίδιο το σώμα των πολιτών), είναι μέλη του σώματος των πολιτών και συμμετέχουν άμεσα στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων.

Οι παραπάνω προϋποθέσεις προφανώς δεν ικανοποιούνται από την κοινοβουλευτική «δημοκρατία» (όπως λειτουργεί στη Δύση), από τη σοβιετική «δημοκρατία» (όπως λειτουργούσε στην Ανατολή) ή από τα διάφορα φονταμενταλιστικά ή ημιστρατιωτικά καθεστώτα στο Νότο. Όλα αυτά τα καθεστώτα είναι επομένως μορφές πολιτικής ολιγαρχίας, όπου η πολιτική δύναμη είναι συγκεντρωμένη στα χέρια των διάφορων ελίτ (επαγγελματίες πολιτικοί, κομματικοί γραφειοκράτες, κλήρος, στρατιωτικοί κ.τ.λ.). Παρόμοια, στο παρελθόν, διάφορες μορφές ολιγαρχίας κυριάρχησαν στο πολιτικό πεδίο, όταν αυτοκράτορες, βασιλείς και οι αυλές τους, με ή χωρίς τη συνεργασία των ευγενών, του κλήρου και άλλων, συγκέντρωναν την πολιτική δύναμη στα χέρια τους.

Από την άλλη μεριά, στο παρελθόν έγιναν σημαντικές προσπάθειες θέσμισης μορφών άμεσης δημοκρατίας, ιδιαίτερα κατά τις επαναστατικές περιόδους (για παράδειγμα, οι παρισινές συνελεύσεις των τομέων στις αρχές της δεκαετίας του 1790, οι ισπανικές συνελεύσεις κατά τον εμφύλιο πόλεμο κ.τ.λ.). Εντούτοις, οι περισσότερες από αυτές τις προσπάθειες είχαν μικρή διάρκεια και συνήθως δεν ενείχαν τη θέσμιση της δημοκρατίας ως μιας νέας μορφής πολιτεύματος που αντικαθιστά, και δεν συμπληρώνει απλώς, το κράτος. Σ’ άλλες περιπτώσεις, οι δημοκρατικές ρυθμίσεις εισάγονταν ως ένα σύνολο διαδικασιών για τη λήψη τοπικών αποφάσεων. Το μοναδικό ίσως φαινόμενο με πραγματικές αναλογίες με την αθηναϊκή δημοκρατία ήταν τέσσερα ελβετικά καντόνια και τέσσερα ημι-καντόνια στα οποία τη διακυβέρνηση ασκούσαν λαϊκές συνελεύσεις (Landsgemeinden) και τα οποία ήταν, στην εποχή τους, κυρίαρχα κράτη.

Έτσι, το μόνο «ιστορικό παράδειγμα  θεσμισμένης άμεσης δημοκρατίας όπου, για δύο περίπου αιώνες (508/7 π.Χ. ως 322/1 π.Χ.), το κράτος είχε απορροφηθεί από τη δημοκρατική κοινωνική οργάνωση, ήταν η αθηναϊκή δημοκρατία.Φυσικά, η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν μια μερική πολιτική δημοκρατία. Αλλά, αυτό που έκανε την αθηναϊκή δημοκρατία μερική δεν ήταν οι ίδιοι οι πολιτικοί θεσμοί, αλλά ο πολύ στενός ορισμός της ιδιότητας του πολίτη που υιοθέτησαν οι Αθηναίοι, ο οποίος απέκλειε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού (γυναίκες, δούλοι, μέτοικοι) τα οποία, στην πραγματικότητα, αποτελούσαν τη συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων που ζούσαν στην Αθήνα.

Επιπλέον, αναφερόμαστε στη «θεσμισμένη» άμεση δημοκρατία προκειμένου να καταστήσουμε σαφή τη διάκριση μεταξύ των δημοκρατικών θεσμών και της δημοκρατικής πρακτικής. Η δεύτερη, όπως έχουν επισημάνει οι επικριτές της δημοκρατίας, θα μπορούσε σε μερικές περιπτώσεις να χαρακτηριστεί ως de facto «ολιγαρχική», με την έννοια ότι η διαδικασία λήψης των αποφάσεων ελεγχόταν συχνά από έναν ισχυρό ηγέτη (π.χ. τον Περικλή) ή από λίγους δημαγωγούς. Εντούτοις, αυτό δεν θα μπορούσε να θεωρεί ως σοβαρή κριτική για τους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς. Στην πραγματικότητα, όπως υποστηρίξαμε παραπάνω, ήταν ακριβώς ο μερικός χαρακτήρας της αθηναϊκής πολιτικής δημοκρατίας, ο οποίος, σε συνδυασμό με την επικρατούσα ανισοκατανομή της οικονομικής δύναμης, όχι μόνο δημιουργούσε σοβαρές αντιφάσεις στη δημοκρατική διαδικασία, αλλά, στο τέλος, εξασθενίζοντας την οικονομική βάση πάνω στην οποία είχε οικοδομηθεί η διαδικασία αυτή, οδήγησε στην κατάρρευση των ίδιων των δημοκρατικών θεσμών.

Είναι επομένως φανερό ότι η θέσμιση της άμεσης δημοκρατίας είναι μόνο η αναγκαία συνθήκη για την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας. Όπως το θέτει ο Καστοριάδης: «Η ύπαρξη ενός δημόσιου χώρου (δηλαδή ενός πολιτικού πεδίου που ανήκει σε όλους) δεν είναι απλώς ζήτημα νομικών διευθετήσεων που διασφαλίζουν το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου κτλ. Τέτοιες διευθετήσεις δεν είναι παρά συνθήκες για να υπάρξει ο δημόσιος χώρος». Για παράδειγμα, οι Αθηναίοι πολίτες , πριν και μετά τις διαβουλεύσεις τους στις συνελεύσεις, συζητούσαν  για την πολιτική στην αγορά. Παρόμοια, κρίσιμο ρόλο στην εκπαίδευση των πολιτών έπαιξε η παιδεία. Η παιδεία δεν είναι απλώς η εκπαίδευση αλλά η ανάπτυξη του χαρακτήρα και μια ολοκληρωμένη και ολόπλευρη απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων, δηλαδή η εκπαίδευση του ατόμου ως πολίτη, η οποία, και μόνο, μπορεί «να δώσει αξιόλογο, ουσιαστικό περιεχόμενο στον “δημόσιο χώρο”». Όπως επισημαίνει ο Mogens Herman Hansen (ένας σημαντικός  ιστορικός που έχει ασχοληθεί  πολύ με  την  Αρχαία Αθήνα) σε σχέση με τον κρίσιμο ρόλο της παιδείας:

Για τον ελληνικό τρόπο σκέψης, ήταν οι πολιτικοί θεσμοί που διαμόρφωναν τον «δημοκρατικό άνθρωπο» και τη «δημοκρατική ζωή» και όχι το αντίστροφο: οι θεσμοί της πόλεως εκπαίδευαν και διαμόρφωναν τις ζωές των πολιτών και το να έχεις καλή ζωή σήμαινε να έχεις τους καλύτερους θεσμούς και ένα σύστημα εκπαίδευσης απόλυτα συμβατό με αυτούς.

Συνομοσπονδιακή Δημοκρατία

Η βασική μονάδα της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων σε μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία είναι η δημοτική συνέλευση, η οποία εξουσιοδοτεί τα δημοτικά δικαστήρια, την δημοτική πολιτοφυλακή κτλ. Πολλές όμως σημαντικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται στο περιφερειακό ή συνομοσπονδιακό επίπεδο από εντολοδόχους των δημοτικών συνελεύσεων που συναπαρτίζουν τις περιφερειακές συνελεύσεις και τη συνομοσπονδιακή συνέλευση αντίστοιχα.

Σήμερα, οι σοβαρές παρεξηγήσεις που δημιουργούνται συχνά μεταξύ των υποστηρικτών της αποκέντρωσης, οφείλονται στην πολύ συχνή αδυναμία τους να αντιληφθούν την ανάγκη για συνομοσπονδία ―η οποία, τουλάχιστον, συντελεί στην αντιστάθμιση της τάσης των αποκεντρωμένων  δήμων να παρασύρονται προς την απομόνωση και τον επαρχιωτισμό. Εάν δεν έχουμε μια σαφή αντίληψη της έννοιας τον συνομοσπονδισμού —το ότι, δηλαδή, αποτελεί μια αρχή-κλειδί και δίνει πληρέστερο νόημα στον αποκεντρωτισμό— τότε η ατζέντα για συνομοσπονδιακή περιεκτική δημοκρατία μπορεί εύκολα, στην καλύτερη περίπτωση, να καταστεί κενή, ή να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη εξαιρετικά τοπικιστικών στόχων στη χειρότερη.

Τι είναι ο συνομοσπονδισμός

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Τι είναι ο συνομοσπονδισμός; Είναι πάνω απ’ όλα ένα δίκτυο εκτελεστικών συμβουλίων, των οποίων τα μέλη ή εντολοδόχοι εκλέγονται από λαϊκές «πρόσωπο-με-πρόσωπο» δημοκρατικές συνελεύσεις στα διάφορα χωριά, πόλεις, ακόμη και γειτονιές μεγάλων πόλεων, που αποτελούν τους νέους «δήμους». Το δίκτυο αυτό των  συνομοσπονδιακών συμβουλίων συγκροτεί την συνομοσπονδιακή συνέλευση που αποτελείται από ειδικούς εντολοδόχους, πάντοτε ανακλητούς και υπόλογους στις συνελεύσεις που τους εκλέγουν με μοναδική αρμοδιότητα να συντονίζουν και να  εκτελούν τις  πολιτικές που διαμορφώνουν οι ίδιες οι δημοτικές συνελεύσεις. Η λειτουργία τους είναι καθαρά εκτελεστική και δεν έχει σχέση με τη διαμόρφωση πολιτικής, όπως συμβαίνει με τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών σωμάτων στο κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης. Οι αρμοδιότητες της συνομοσπονδιακής συνέλευσης καθορίζονται από τις δημοτικές συνελεύσεις και αφορούν θέματα για τα οποία οι αποφάσεις δεν μπορεί να ληφθούν σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο (π.χ. θέματα επικοινωνιών, μεταφορών, προστασίας του περιβάλλοντος κ.λπ.). Έτσι, οι δημοτικές συνελεύσεις, ανάλογα με τον πληθυσμό του κάθε Δήμου εκλέγουν εντολοδόχους για την Συνομοσπονδιακή Συνέλευση καθώς και για τις περιφερειακές συνελεύσεις οι οποίες επιφορτίζονται με αρμοδιότητες σε θέματα που δεν μπορούν να λυθούν σε τοπικό επίπεδο αλλά ούτε χρειάζεται να παραπεμφθούν στο συνομοσπονδιακό επίπεδο (π.χ. θέματα κάλυψης περιφερειακών αναγκών στην υγεία, την εκπαίδευση κ.λπ.).

Η άποψη περί συνομοσπονδίας εμπεριέχει μια σαφή διάκριση μεταξύ της διαμόρφωσης πολιτικής, αφ'ενός, και του συντονισμού και της εκτέλεσης της πολιτικής που έχει υιοθετηθεί, αφ'ετέρου. Η διαμόρφωση πολιτικής είναι αποκλειστικό δικαίωμα των δημοτικών συνελεύσεων που βασίζονται στις πρακτικές της άμεσης δημοκρατίας: Ο συντονισμός κι η διαχείριση είναι υπευθυνότητα των συνομοσπονδιακών συμβουλίων, που γίνονται όργανα για τη διασύνδεση των χωριών, πόλεων, γειτονιών και μεγαλουπόλεων σε συνομοσπονδιακά δίκτυα. Η εξουσία επομένως ρέει από τη βάση προς την κορυφή κι όχι από την κορυφή προς τη βάση, και στις συνομοσπονδίες, η ροή της εξουσίας από τη βάση στην κορυφή ελαττώνεται ανάλογα με το πεδίο δράσεως του συνομοσπονδιακού συμβουλίου, που εκτείνεται εδαφικά από τους τοπικούς Δήμους σε περιφέρειες και από περιφέρειες σε ακόμα ευρύτερες εδαφικές περιοχές.

Το αποφασιστικό στοιχείο που δίνει υπόσταση στο συνομοσπονδισμό είναι η αλληλεξάρτηση των Δήμων με στόχο την αυθεντική αλληλοβοήθεια που βασίζεται στη συμμετοχή σε σχέση με την κατανομή των πόρων, την παραγωγή και τη διαμόρφωση πολιτικής. Εάν ένας Δήμος δεν είναι υποχρεωμένος να βασίζεται σε κάποιον  άλλο Δήμο, ή άλλους γενικότερα, για την ικανοποίηση σημαντικών υλικών αναγκών και την πραγματοποίηση κοινών πολιτικών στόχων, με τρόπο που να αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου όλου, τότε η απομόνωση και ο ακραίος τοπικισμός είναι η πιθανότερη κατάληξη. Μόνο εφόσον αναγνωρίσουμε ότι η συνομοσπονδία πρέπει να θεωρηθεί ως η προέκταση ενός είδους συμμετοχικής διαχείρισης - δια μέσου συνομοσπονδιακών δικτύων - μπορεί η αποκέντρωση να εμποδίσει τους Δήμους από το να αποσυρθούν μέσα στα τοπικιστικά τους όρια σε βάρος ευρύτερων συνασπισμών ανθρώπινης συνεργασίας. Στόχος δηλαδή είναι η Δημοτική αυτοδυναμία και  όχι η αυτάρκεια στο πλαίσιο μιας συνομοσπονδιακής Περιεκτικής Δημοκρατίας.

Ο συνομοσπονδισμός είναι επομένως ένας τρόπος διαιώνισης της αλληλεξάρτησης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ δήμων και περιφερειών ―πράγματι, είναι ένας τρόπος εκδημοκρατισμού αυτής της αλληλεξάρτησης χωρίς να εγκαταλειφθεί η αρχή του τοπικού ελέγχου. Επομένως, αν και ένας λογικός βαθμός αυτοδυναμίας είναι επιθυμητός σε κάθε περιοχή ή περιφέρεια, ο συνομοσπονδισμός αποτελεί μέσο αποφυγής του ακραίου τοπικισμού αφενός, καθώς και ενός εξωφρενικού εθνικού και παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας αφ'ετέρου. Με δυο λόγια, είναι ένας τρόπος με τον οποίο ένας Δήμος μπορεί να διατηρήσει την ταυτότητα, την αυτονομία και την αυτοδυναμία του ενώ, παράλληλα, συμμετέχει ισότιμα στο μεγαλύτερο σύνολο που συγκροτεί μια Περιεκτική Δημοκρατία.
Το πρώτο ζήτημα που ανακύπτει σε σχέση με μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία είναι το εάν, δεδομένου του μεγέθους των σύγχρονων κοινωνιών, η άμεση δημοκρατία είναι δυνατή σήμερα. Ένα συναφές πρόβλημα είναι πώς θα μπορούσε να αποτραπεί η μετεξέλιξη των περιφερειακών και συνομοσπονδιακών συμβουλίων και συνελεύσεων σε νέες εξουσιαστικές δομές  που θα άρχιζαν να «αντιπροσωπεύουν» τις δημοτικές συνελεύσεις. Όσον αφορά το ερώτημα κατά πόσο είναι σήμερα εφικτή μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία: «το Παρίσι του 1793, μια πόλη με πληθυσμό πάνω από 700.000, είχε χωριστεί σε 48 τομείς, παράγοντας μια «δημοκρατία συνελεύσεων» σε μια από τις πιο σημαντικές επαναστάσεις της ιστορίας. Και αυτή η «δημοκρατία τομέων» δεν ξεχάστηκε στις επαναστάσεις του 1848 και του 1871 στο Παρίσι, ενώ ο πληθυσμός της πόλης μέχρι τότε είχε φτάσει τα δύο περίπου εκατομμύρια». Ακόμη όπως επισημαίνει ο  Hansen, συνοψίζοντας τα συμπεράσματα μιας πρόσφατης έρευνας πάνω στο ζήτημα, «η σύγχρονη τεχνολογία έχει καταστήσει την επιστροφή στην άμεση δημοκρατία εντελώς εφικτή –το εάν μια τέτοια επιστροφή είναι επιθυμητή ή όχι είναι άλλο ζήτημα».  

Πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο, η Φρανκφούρτη, το  Μιλάνο  και  η  Μαδρίτη  μπορούν  να  είναι  πολιτικά αποκεντρωμένες  θεσμικά, είτε μέσω δημοτικών δικτύων που στηρίζονται σε έναν αριθμό γειτονιών είτε μέσω περιφερειακών δικτύων, παρ’ όλο  το  μεγάλο  δομικό  τους  μέγεθος  και  την  εσωτερική  τους  αλληλεξάρτηση.

Ακόμα, όσον αφορά το συναφές πρόβλημα της παρεμπόδισης του εκφυλισμού των συνομοσπονδιακών συμβουλίων σε νέες εξουσιαστικές δομές, η σύγχρονη τεχνολογία μπορεί και πάλι να παίξει σημαντικό ρόλο. Ένα ηλεκτρονικό δίκτυο θα μπορούσε να συνδέει σε περιφερειακό ή συνομοσπονδιακό επίπεδο τις δημοτικές συνελεύσεις, σχηματίζοντας μια πελώρια «συνέλευση» των συνελεύσεων. Έτσι, θα γινόταν ακόμη ευκολότερος ο περιορισμός των μελών των περιφερειακών και συνομοσπονδιακών συμβουλίων σε καθαρά διοικητικά καθήκοντα συντονισμού και εκτέλεσης των πολιτικών που έχουν υιοθετήσει οι δημοτικές συνελεύσεις. Επιπλέον, στο θεσμικό επίπεδο, μπορούν να εισαχθούν στο σύστημα διάφορες ασφαλιστικές δικλείδες που θα διασφαλίζουν την αποτελεσματική λειτουργία της δημοκρατίας. Εντούτοις, σε τελική ανάλυση, είναι η παιδεία αυτή που μπορεί να καθορίσει αποφασιστικά τη δημοκρατική πρακτική.

Μια άλλη συνήθης αντίρρηση που εγείρεται κατά της δημοκρατικής διαδικασίας λήψης των αποφάσεων είναι ότι μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην «τυραννία της πλειοψηφίας», όπου  διάφορες μειονότητες –σύμφωνα με πολιτισμικά, φυλετικά ή ακόμα και πολιτικά κριτήρια– καταπιέζονται από τις πλειονότητες. Έτσι, ορισμένοι ελευθεριακοί διακηρύσσουν ότι «η πλειοψηφία δεν έχει κανένα παραπάνω δικαίωμα να εξουσιάζει τη μειοψηφία, ακόμα και την μειοψηφία του ενός, απ’ ό,τι έχει η μειοψηφία να εξουσιάζει την πλειοψηφία». Άλλοι τονίζουν ότι «η δημοκρατική αρχή εξακολουθεί να είναι μια αρχή… εξακολουθεί να ενέχει ευγενώς την καταστολή της βούλησης ορισμένων ανθρώπων».

Υπάρχουν εδώ δύο θέματα που πρέπει να εξεταστούν ξεχωριστά. Πρώτον, το ζήτημα εάν η δημοκρατία εξακολουθεί να είναι «αρχή» και, δεύτερον, πώς οι μειοψηφίες, ακόμα και η μειοψηφία του ενός, μπορούν να προστατευθούν. Όσον αφορά στο πρώτο ζήτημα, είναι φανερό ότι όσοι υποθέτουν, λανθασμένα, ότι η δημοκρατία ενέχει μια μορφή «αρχής», συγχέουν την ακρατική δημοκρατία με την κρατικιστική. Το γεγονός, που απλώς αγνοείται από τους ελευθεριακούς που υιοθετούν αυτού του είδους την ένσταση κατά της δημοκρατίας, είναι ότι σε μια ακρατική αντίληψη της δημοκρατίας δεν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ δημοκρατίας και ελευθερίας του κοινωνικού ατόμου, εφόσον όλα τα κοινωνικά άτομα μοιράζονται εξίσου την εξουσία και μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων. Επιπλέον, όπως επισημαίνει ο Μπούκτσιν, η εναλλακτική πρόταση που γίνεται από αυτούς, η ομοφωνία, είναι «η ατομικιστική εναλλακτική πρόταση στη δημοκρατία» ―μια εναλλακτική πρόταση που, στην πραγματικότητα, εξαλείφει την ατομική διαφορετικότητα που υποτίθεται ότι καταπιέζεται από τη δημοκρατία.

Όσον αφορά στο δεύτερο ζήτημα, είναι αλήθεια ότι υπάρχει  πρόβλημα σε σχέση με το πώς οι μειοψηφίες, «ακόμα και του ενός», προστατεύονται από τις πλειοψηφίες και, συγκεκριμένα, πώς διασφαλίζονται ορισμένες θεμελιακές ατομικές ελευθερίες από τις αποφάσεις που έχει δημοκρατικά πάρει η πλειοψηφία. Ιστορικά,  η απάντηση που έχει δοθεί στο ερώτημα αυτό από τους υποστηρικτές της κρατικιστικής δημοκρατίας έχει πάρει τη μορφή των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».

Κατ’ αρχάς, αναπτύχθηκε  η φιλελεύθερη αντίληψη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων  από τους φιλελεύθερους φιλοσόφους του δεκάτου εβδόμου και του δεκάτου ογδόου αιώνα (Τζων Λοκ, Μοντεσκιέ, Βολταίρος, Ρουσσώ) και τις συγγενείς επαναστάσεις (Αγγλική, Γαλλική, Αμερινανική). Ο φιλελεύθερος ατομικισμός και το οικονομικό δόγμα του laissez-faire[2] συνιστούν τα θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζονται τα δικαιώματα αυτά. Επιπλέον, σε συνέπεια με τη φιλελεύθερη αντίληψη της ελευθερίας, η οποία ορίζεται αρνητικά ως η απουσία περιορισμών στην ανθρώπινη δραστηριότητα, τα δικαιώματα αυτά ορίζονται επίσης με αρνητικό τρόπο ως «ελευθερία από», έχοντας ως ρητό τους στόχο τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας.

Στη συνέχεια, ήταν η σειρά της «δεύτερης γενιάς» ανθρωπίνων δικαιωμάτων (κοινωνικά και οικονομικά δικαιώματα), τα οποία έχουν τις ρίζες τους στη σοσιαλιστική παράδοση, δηλαδή τους σοσιαλιστές στοχαστές και τα μαζικά κινήματα και τις εξεγέρσεις του δέκατου ένατου και του εικοστού αιώνα. Το σημείο εκκίνησης εδώ ήταν η συνειδητοποίηση ότι η φιλελεύθερη αντίληψη διαχώριζε εντελώς τις ατομικές ελευθερίες από την κοινωνικό-οικονομική τους βάση, δηλαδή αγνοούσε τη δύναμη που δημιουργείται ως απόρροια της οικονομικής θέσης. «Τα ίσα δικαιώματα», σύμφωνα με τον Μαρξ, «είναι επίσης αστικά δικαιώματα», με την έννοια ότι προϋποθέτουν την ανισότητα. «Επομένως, τα δικαιώματα αυτά, όπως κάθε δικαίωμα, είναι κατά το περιεχόμενό τους δικαιώματα της ανισότητας». Σε συνέπεια με τη σοσιαλιστική αντίληψη της ελευθερίας που ορίζεται θετικά, τα κοινωνικό-οικονομικά δικαιώματα αυτής της κατηγορίας ορίζονται επίσης θετικά. Ο στόχος τους είναι η κοινωνική ισότητα, κυρίως με τη μορφή μιας ισότιμης συμμετοχής στην παραγωγή και διανομή του κοινωνικού προϊόντος, που επιτυγχάνεται μέσω της κρατικής παρέμβασης. Επομένως, τα δικαιώματα αυτά είναι «συλλογικά», με την έννοια ότι ανήκουν περισσότερο σε κοινότητες και ολόκληρες κοινωνίες παρά σε άτομα (δικαίωμα στην απασχόληση, δικαίωμα σε αμειβόμενη άδεια, κοινωνική ασφάλιση, εκπαίδευση κ.τ.λ.).

Τόσο η φιλελεύθερη όσο και η σοσιαλιστική αντίληψη βλέπουν τα πολιτικά  και κοινωνικό-οικονομικά δικαιώματα, ως ξεχωριστά το ένα από το άλλο —μια αντίληψη που, όπως τονίζει ένας πράσινος ακτιβιστής, αποτελεί υπο-προϊόν της θεώρησης που θεωρεί ότι η κοινωνική ύπαρξη διασπάται σε χωριστές —πολιτικές, οικονομικές— σφαίρες και που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί ότι «πράγματα όπως η ομάδα, τα αισθήματα, οι σχέσεις, η φύση, η κουλτούρα —ό,τι δηλαδή είναι απροσδιόριστο, μη δεχόμενο ποσοτικοποίηση, αισθησιακό, αλλά ευγενώς ανθρώπινο»— δεν είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτά παρά μόνο μέσα από μια ολιστική αντίληψη των ανθρώπινων δικαιωμάτων.

Εντούτοις, ένα ακόμα πιο σημαντικό κοινό χαρακτηριστικό της φιλελεύθερης και της σοσιαλιστικής αντίληψης των δικαιωμάτων είναι ότι προϋποθέτουν μια κρατικιστική μορφή δημοκρατίας. Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι κυρίως δικαιώματα εναντίον του κράτους. Είναι μόνο σε μορφές κοινωνικής οργάνωσης στις οποίες η πολιτική και οικονομική δύναμη συγκεντρώνεται στα χέρια των ελίτ, όπου πολλά από τα «δικαιώματα» αποκτούν νόημα, ενώ σε μια ακρατική μορφή δημοκρατίας, η οποία εξ ορισμού ενέχει την ισοκατανομή δύναμης, τα δικαιώματα αυτά δεν έχουν κανένα νόημα. Την άποψη αυτή, για παράδειγμα, υιοθετεί ο Karl Hess, όταν δηλώνει ότι «τα δικαιώματα είναι εξουσία, η εξουσία κάποιου ατόμου ή ομάδας πάνω σε κάποιον άλλον… τα δικαιώματα απορρέουν από εξουσιαστικούς θεσμούς.»

Κατ’ αρχήν, επομένως, το θέμα των ανθρώπινων δικαιωμάτων θα έπρεπε να είναι ανύπαρκτο στην περίπτωση της ακρατικής δημοκρατίας, όπως την ορίσαμε. Όμως, ακόμα και στη περιεκτική δημοκρατία, παραμένει το ερώτημα πώς θα μπορούσε να προστατευθεί καλύτερα η ελευθερία του ατόμου από τις συλλογικές αποφάσεις των συνελεύσεων. Οι κλασικοί αναρχικοί, όπως ο Προυντόν και ο Κροπότκιν, καθώς και μερικοί σύγχρονοι, όπως ο Karl Hess, προσβλέπουν σε συμβόλαια με τη μορφή εκούσιων συμβάσεων για την τακτοποίηση των υποθέσεων μεταξύ των πολιτών  σε μια ακρατική κοινωνία. Κατά τη γνώμη μας όμως, το θέμα της προστασίας των ατομικών ελευθεριών από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας δεν μπορεί να αφεθεί απλώς σε εκούσιες συμβάσεις, οι οποίες εύκολα θα μπορούσαν να αθετηθούν. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό θέμα, που, όπως κάθε σημαντικό θέμα, θα πρέπει να αποφασίζεται δημοκρατικά. Εάν επομένως δεν είναι πρακτικό, και ίσως δεν είναι και ηθικό, να απαιτείται ομόφωνη απόφαση για την καθιέρωση (ή την κατάργηση) παρόμοιων ελευθεριών, αυτό δεν σημαίνει ότι θέματα παρόμοιας σημασίας θα μπορούσαν  να αποφασίζονται με την απλή πλειοψηφία μιας τοπικής ή περιφερειακής συνέλευσης. Ίσως το θέμα αυτό να αποτελεί τυπικό παράδειγμα μιας κατηγορίας αποφάσεων οι οποίες θα πρέπει να παίρνονται από τις συνομοσπονδιακές συνελεύσεις, απαιτουμένων εξαιρετικών πλειοψηφιών και απαρτίας.

Η κοινοτιστική προσέγγιση των συνομοσπονδιών αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων

Εντούτοις, η δημοκρατία, για να είναι ανεκτή, προϋποθέτει ένα σημαντικό βαθμό πολιτισμικής ομογενοποίησης. Οι πολιτισμικοί διαχωρισμοί μπορεί να δημιουργήσουν εχθρότητα εναντίον της πλειοψηφικής εξουσίας (majority rule) ή έλλειψη ανεκτικότητας  σε σχέση με τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Επομένως, παρά τις παραπάνω ασφαλιστικές δικλείδες, μπορεί να εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα καταπίεσης φυλετικών ή εθνοτικών μειονοτήτων από τις πλειονότητες. Μια πιθανή λύση σ’ ένα τέτοιο πρόβλημα θα μπορούσε να αποτελεί η πρόταση που διατυπώνει ο Howard Hawkins σε σχέση με την αμερικανική εμπειρία:
Η κοινοτιστική προσέγγιση, ξεκινώντας από το γεγονός του υπάρχοντος γεωγραφικού διαχωρισμού των έγχρωμων ανθρώπων από τον λευκό ρατσισμό, θα μπορούσε να προωθήσει ένα πρόγραμμα δημιουργίας συνομοσπονδιών αυτοδιοικούμενων κοινοτήτων. Αυτές οι αυτοδιοικούμενες συνομοσπονδίες θα μπορούσαν να αναπτύξουν  την αμοιβαία βοήθεια και αυτοδυναμία σε βαθμό που θα τις απομόνωνε σημαντικά από τη μισαλλοδοξία της λευκής ρατσιστικής πλειονότητας… Οι ριζοσπαστικοποιημένες κοινότητες των εγχρώμων, συμμετέχοντας στην ευρύτερη κοινωνία με μια ανεξάρτητη βάση δύναμης, θα ανάγκαζαν τουλάχιστον τις λευκές κοινότητες να επιλέξουν μεταξύ της συνέχισης του ρατσισμού ή της ανάπτυξης μιας νέας σχέσης αμοιβαίου σεβασμού και ισότητας.
Έτσι, όπου υπάρχουν γεωγραφικά διαχωρισμένες μειονότητες, η παραπάνω λύση θα μπορούσε να διασφαλίσει τη θέση τους. Αλλά, στην περίπτωση που δεν υπάρχει ένας τέτοιος γεωγραφικός διαχωρισμός, θα πρέπει ίσως να εισαχθούν νέες θεσμικές διευθετήσεις, που θα δημιουργούσαν χωριστές συνελεύσεις των μειονοτήτων μέσα στα πλαίσια της συνομοσπονδίας, ή που θα παρείχαν ίσως στις μειονότητες το δικαίωμα άσκησης ομαδικού βέτο.

Φυσικά, οι θεσμικές διευθετήσεις δημιουργούν μόνο τις προϋποθέσεις της ελευθερίας. Σε τελική ανάλυση, η ατομική και κοινωνική αυτονομία εξαρτάται από την εσωτερίκευση των δημοκρατικών αξιών από κάθε πολίτη. Επομένως, η παιδεία παίζει και πάλι έναν κρίσιμο ρόλο. Είναι η παιδεία, σε συνδυασμό με το υψηλό επίπεδο πολιτικής συνείδησης, το οποίο αναμένεται να δημιουργήσει η συμμετοχή σε μια δημοκρατική κοινωνία, που θα βοηθήσει αποφασιστικά στην εγκαθίδρυση ενός νέου ηθικού κώδικα που θα καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά σε μια δημοκρατική κοινωνία. Μάλλον  δεν θα ήταν δύσκολο να δειχθεί ότι οι ηθικές αξίες, οι οποίες είναι συμβατές με την ατομική και την κοινωνική αυτονομία και με τη ζωή σε μια κοινωνία που θεμελιώνεται στον Δήμο, είναι εκείνες που βασίζονται στη συνεργασία, την αμοιβαία βοήθεια και την αλληλεγγύη. Η υιοθέτηση επομένως παρόμοιων ηθικών αξιών θα είναι το αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής από αυτόνομα άτομα που ζουν σε μια αυτόνομη κοινωνία και όχι η έκβαση κάποιων θείων, φυσικών, ή κοινωνικών «νόμων» ή «τάσεων».



2) H Στρατηγική μετάβασης σε μια Συνομοσπονδιακή Περιεκτική Δημοκρατία 
     Η στρατηγική για τη μετάβαση στη συνομοσπονδιακή πολιτική δημοκρατία

Σύμφωνα με την προβληματική της περιεκτικής δημοκρατίας, η μόνη ρεαλιστική προσέγγιση για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας πέρα από την οικονομία της αγοράς και το έθνος-κράτος, καθώς και τις νέες διεθνικές μορφές κρατικιστικής οργάνωσης, είναι μια πολιτική στρατηγική που περιλαμβάνει τη βαθμιαία ανάμιξη ενός ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων σ’ ένα νέο είδος πολιτικής και την παράλληλη μετατόπιση των οικονομικών πόρων/μέσων παραγωγής (εργασία, κεφάλαιο, γη) από την οικονομία της αγοράς. Ο στόχος μιας τέτοιας μεταβατικής στρατηγικής θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου και συστημάτων αξιών που, μετά από μια περίοδο έντασης μεταξύ των νέων θεσμών και του κράτους, θα αντικαταστήσουν, σε κάποιο σημείο, την οικονομία της αγοράς, την κρατικιστική δημοκρατία και το κοινωνικό παράδειγμα (δηλαδή τον τρόπο θεώρησης της κοινωνίας) που τις «νομιμοποιεί» με μια περιεκτική δημοκρατία και ένα νέο δημοκρατικό παράδειγμα  αντίστοιχα.

Είναι σαφές ότι το μεταβατικό στάδιο περιέχει στοιχεία που δεν θα υφίστανται στην τελική κοινωνία. Για παράδειγμα, πολλά από τα στοιχεία που συνιστούν μια μεταβατική οικονομική δημοκρατία προφανώς δεν θα αποτελούν συστατικά στοιχεία της μελλοντικής κοινωνίας. Η περιεκτική δημοκρατία είναι μια κοινωνία χωρίς κράτος με την νεωτερική έννοια, χωρίς χρήμα και χωρίς αγορά. Από την άλλη μεριά, η μεταβατική στρατηγική, θεωρώντας δεδομένες την κρατικιστική «δημοκρατία» και την οικονομία της αγοράς, στοχεύει στη δημιουργία εναλλακτικών θεσμών και αξιών που θα οδηγήσουν στην εξάλειψη των σημερινών ιεραρχικών θεσμών και αξιών.

Ένα παρόμοιο θέμα προκύπτει όταν εξετάζουμε ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αποκέντρωση. Χρειάζεται, χωρίς αμφιβολία, πολύ καιρός για τη φυσική αποκέντρωση μιας αστικής οντότητας όπως π.χ. η πόλη της Νέας Υόρκης σε αυθεντικές τοπικές κοινότητες και, τελικά, σε δήμους: Τέτοια προσπάθεια αποτελεί τμήμα του μαξιμαλιστικού προγράμματος ενός κινήματος για την Περιεκτική Δημοκρατία. Δεν υπάρχει όμως κανένας λόγος που να εμποδίζει την αργή, διοικητική αποκέντρωση μιας αστικής οντότητας τέτοιου μεγέθους. Η διάκριση μεταξύ της φυσικής και διοικητικής αποκέντρωσης πρέπει πάντοτε να λαμβάνεται υπόψη. Οι εξαιρετικές προτάσεις που έχουν επανειλημμένα προωθηθεί από ριζοσπάστες, ακόμα και πολεοδόμους, για τη δημιουργία τοπικής δημοκρατίας στις τεράστιες αυτές αστικές οντότητες και την παραχώρηση, στην ουσία, μεγαλύτερης εξουσίας στο λαό, εξουδετερώθηκαν με κυνισμό από τους υποστηρικτές του συγκεντρωτισμού που επικαλούνται φυσικά κωλύματα για να εμποδίσουν αυτές τις απόπειρες.

Η ταύτιση της διοικητικής αποκέντρωσης με τη φυσική διάλυση μιας τέτοιας μεγάλης αστικής οντότητας συσκοτίζει τη θέση των υποστηρικτών της αποκέντρωσης. Οι υποστηρικτές του συγκεντρωτισμού σκόπιμα ταυτίζουν ή συγχέουν μεταξύ τους αυτές τις δύο πολύ ευδιάκριτες πορείες ανάπτυξης. Οι υποστηρικτές της περιεκτικής δημοκρατίας πρέπει πάντοτε να κάνουν τη διάκριση μεταξύ διοικητικής και φυσικής αποκέντρωσης, και να αναγνωρίζουν ότι η πρώτη είναι πλήρως πραγματοποιήσιμη, ακόμα κι αν η δεύτερη χρειάζεται ίσως χρόνια για να επιτευχθεί.

Επομένως, το ερώτημα που προκύπτει εδώ είναι τι είδους στρατηγική μπορεί να εξασφαλίσει τη μετάβαση προς μια περιεκτική δημοκρατία; Συγκεκριμένα, τι είδους δράση και πολιτική οργάνωση μπορεί να αποτελεί μέρος του δημοκρατικού προτάγματος; Σ’ αυτή την προβληματική έχουμε να αντιμετωπίσουμε ερωτήματα για τη σημασία των αγώνων και των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με κάθε συστατικό της περιεκτικής δημοκρατίας: το οικονομικό, το πολιτικό, το κοινωνικό και το οικολογικό. Μια γενική κατευθυντήρια αρχή στην επιλογή μιας κατάλληλης μεταβατικής στρατηγικής είναι η συνέπεια μεταξύ στόχων και μέσων. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι μια στρατηγική που στοχεύει σε μια περιεκτική δημοκρατία δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της χρήσης ολιγαρχικών πολιτικών πρακτικών ή ατομικιστικών δραστηριοτήτων.

Έτσι, όσον αφορά, πρώτον, στη σημασία της συλλογικής δράσης με τη μορφή ταξικών συγκρούσεων ανάμεσα στα θύματα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και της κυρίαρχης ελίτ, πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να υπάρχει κανένας δισταγμός στην υποστήριξη όλων αυτών των αγώνων, οι οποίοι μπορούν να βοηθήσουν στο να γίνει φανερή η καταπιεστική φύση της κρατικιστικής δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς. Πρέπει όμως να καταδεικνύεται πάντοτε η συστημική φύση των αιτίων αυτών των συγκρούσεων και το έργο αυτό δεν μπορεί προφανώς να αφεθεί στις γραφειοκρατικές ηγεσίες των συνδικάτων και άλλων παραδοσιακών οργανώσεων. Αυτό είναι έργο των συνελεύσεων στους χώρους εργασίας, οι οποίες θα μπορούσαν να συνομοσπονδιοποιηθούν και να πάρουν μέρος σε τέτοιους αγώνες, ως μέρος ενός ευρύτερου δημοκρατικού κινήματος που βασίζεται σε δήμους και στις συνομοσπονδιακές δομές τους.

Στη συνέχεια τίθεται το ζήτημα της σημασίας της δράσης στη βάση, με τη μορφή της εκπαίδευσης ή, εναλλακτικά, της άμεσης δράσης και δραστηριοτήτων όπως η Κοινοτική Οικονομική Ανάπτυξη, αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, στεγαστικοί συνεταιρισμοί, σχήματα LETS (τοπικές ανταλλαγές χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος), αυτοδιαχειριζόμενες φάρμες και ούτω καθεξής. Είναι φανερό ότι τέτοιες δραστηριότητες δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνες τους σε ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή. Από την άλλη μεριά, αυτές οι δραστηριότητες είναι αναγκαία και επιθυμητά μέρη μιας περιεκτικής πολιτικής στρατηγικής, στην οποία η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές εκφράζει την κλιμάκωση της δράσης στη βάση. Και αυτό, επειδή η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές παρέχει πράγματι το πιο αποτελεσματικό μέσο για τη μαζική δημοσιοποίηση ενός προγράμματος για μια περιεκτική δημοκρατία, καθώς και την ευκαιρία να αρχίσει άμεση εφαρμογή του σε σημαντική κοινωνική κλίμακα.

Με άλλα λόγια, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δεν είναι μόνο μια εκπαιδευτική άσκηση αλλά και μια έκφραση της πεποίθησης ότι μόνο σε τοπικό επίπεδο, στο επίπεδο του δήμου, μπορεί να εγκαθιδρυθεί σήμερα η άμεση και οικονομική δημοκρατία.Επομένως, η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές είναι επίσης μια στρατηγική για να αποκτηθεί εξουσία, με στόχο την άμεση κατάλυσή της, μέσω της μεταβίβασης –από την επόμενη μέρα της νίκης στις εκλογές– της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων από τις τοπικές αρχές στις συνελεύσεις. Η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές δίνει την ευκαιρία να ξεκινήσει η αλλαγή της κοινωνίας από τα κάτω, που είναι η μόνη δημοκρατική στρατηγική, αντίθετα από τις κρατικιστικές προσεγγίσεις που σκοπεύουν να αλλάξουν την κοινωνία από τα πάνω. Επειδή ακριβώς ο δήμος αποτελεί τη θεμελιώδη κοινωνική και οικονομική μονάδα μιας μελλοντικής δημοκρατικής κοινωνίας, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από εκεί για να αλλάξουμε την κοινωνία ―αντίθετα, οι κρατιστές, σε συνέπεια με την κρατικιστική τους αντίληψη για τη δημοκρατία, πιστεύουν ότι πρέπει να ξεκινήσουν από την κορυφή, από το κράτος, προκειμένου να το «εκδημοκρατίσουν».

Οι κρατιστές επομένως είναι απόλυτα συνεπείς με τους στόχους τους, όταν συμμετέχουν στις βουλευτικές εκλογές, στις ομοσπονδιακές εκλογές ή στις ευρωεκλογές, ενώ οι υποστηρικτές μιας περιεκτικής δημοκρατίας θα ήταν απολύτως ασυνεπείς με τους δεδηλωμένους στόχους τους εάν έκαναν το ίδιο. Εν συντομία, η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των τοπικών εκλογών από τη μια μεριά και των βουλευτικών εκλογών από την άλλη (για το εθνικό ή για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο) είναι ότι, ενώ η συμμετοχή στις πρώτες είναι συμβατή με το στόχο μιας περιεκτικής δημοκρατίας και είναι ικανή να οδηγήσει, από μόνη της, στη διάλυση των εξουσιαστικών σχέσεων, η συμμετοχή στις βουλευτικές εκλογές ούτε είναι συμβατή με τη περιεκτική δημοκρατία, ούτε μπορεί να οδηγήσει στη δυναμική της στη διάλυση των εξουσιαστικών σχέσεων.

Από τη σκοπιά αυτή, η διάκριση που κάνουν  ορισμένοι μεταξύ της συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές (μόνο για εκπαιδευτικούς λόγους) και της συμμετοχής στις τοπικές εκλογές (για εκπαιδευτικούς λόγους, αλλά και με σκοπό τη νίκη ώστε να εφαρμοστεί το πρόγραμμα της συνομοσπονδιακής περιεκτικής δημοκρατίας) εισάγει μια διπλή ασυμβατότητα: πρώτον,  ασυμβατότητα μεταξύ του στόχου της περιεκτικής δημοκρατίας και των μέσων για την επίτευξή της, η οποία θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον, μια σύγχυση γύρω από την πραγματική φύση του κινήματος, δεύτερον, ασυμβατότητα μεταξύ της πραγματικής φύσης της διεκδίκησης ενός κρατικού αξιώματος, η οποία στην πορεία ενσωματώνει τη λογική ενός διαφορετικού κοινωνικού συστήματος («διεκδικούμε το αξίωμα αυτό προκειμένου να το χρησιμοποιήσουμε για να λύσουμε τα προβλήματά σας») και της εκπαιδευτικής φύσης που αποδίδουν σ’ αυτή τη διεκδίκηση («συμμετέχουμε στις εκλογές για να μην κερδίσουμε το αξίωμα»), μια ασυμβατότητα που εύκολα θα μπορούσε να περιθωριοποιήσει τους υποψήφιους ως άσχετους με την εκλογική διαδικασία.

Ο άμεσος στόχος θα πρέπει επομένως να είναι η δημιουργία, από τα κάτω, «λαϊκών βάσεων πολιτικής και οικονομικής δύναμης», δηλαδή, η εγκαθίδρυση τοπικών δημόσιων χώρων άμεσης και οικονομικής δημοκρατίας, οι οποίοι, σε κάποιο σημείο, θα συνομοσπονδιοποιηθούν για να δημιουργήσουν τις συνθήκες για την εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας. Σύμφωνα με την προβληματική της  περιεκτικής δημοκρατίας, η προσέγγιση αυτή προσφέρει σήμερα την πιο ρεαλιστική στρατηγική για την εδώ και τώρα αντιμετώπιση των θεμελιακών κοινωνικών, οικονομικών και οικολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε και ταυτόχρονα για τη διάλυση των υπαρχουσών εξουσιαστικών δομών. Ένα πολιτικό πρόγραμμα με βάση τη δέσμευση για τη δημιουργία θεσμών περιεκτικής δημοκρατίας θα κεντρίσει εντέλει τη φαντασία της πλειονότητας του πληθυσμού, η οποία σήμερα υποφέρει  από τις συνέπειες της συγκέντρωσης της πολιτικής και οικονομικής δύναμης εξαιτίας:
  • του αποκλεισμού της από τον σημερινό «δημόσιο» χώρο, ο οποίος μονοπωλείται από τους επαγγελματίες πολιτικούς.
  • της αποστέρησής της από τη δυνατότητα να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο ικανοποιούνται οι ανάγκες της, που αφήνεται σήμερα στις δυνάμεις τις αγορές.
  • της καθημερινής επιδείνωσης της ποιότητας ζωής, λόγω της αναπόφευκτης υποβάθμισης του περιβάλλοντος, που επιβάλλει η δυναμική της αγοράς.
Από τη στιγμή που οι θεσμοί της περιεκτικής δημοκρατίας αρχίζουν να εγκαθιδρύονται και οι άνθρωποι, για πρώτη φορά στη ζωή τους, αρχίζουν να έχουν πραγματική δύναμη να καθορίσουν οι ίδιοι τη μοίρα τους,  θα τεθεί σε κίνηση η σταδιακή διάβρωση του κυρίαρχου κοινωνικού παραδείγματος και του σημερινού θεσμικού πλαισίου. Μια νέα λαϊκή βάση θα έχει δημιουργηθεί. Η μια πόλη μετά την άλλη, η μια περιοχή μετά την άλλη θα απομακρύνονται από τον αποτελεσματικό έλεγχο της οικονομίας της αγοράς και του έθνους-κράτους, καθώς οι πολιτικές και οικονομικές δομές τους θα αντικαθίστανται από τις συνομοσπονδίες των δημοκρατικά διευθυνόμενων δήμων. Θα δημιουργηθεί μια δυαδική εξουσία σ’ ένταση με το κράτος. Φυσικά, σε κάποιο στάδιο, οι κυρίαρχες ελίτ και οι υποστηρικτές τους (που δεν θα συμφωνούν ασφαλώς με την ιδέα της σταδιακής διάβρωσης των προνομίων τους), αφού θα έχουν εξαντλήσει διακριτικότερα μέσα ελέγχου (ΜΜΕ, οικονομική βία κ.λπ.), είναι πιθανό να καταφύγουν στη φυσική βία για να προστατέψουν τα προνόμιά τους, όπως έκαναν πάντοτε στο παρελθόν. Αλλά, ως τότε, ένα νέο εναλλακτικό παράδειγμα θα έχει γίνει ηγεμονικό και θα έχει ήδη επέλθει η ρήξη στη διαδικασία κοινωνικοποίησης – ρήξη που αποτελεί την προϋπόθεση για να επέλθει μια αλλαγή στη θεσμισμένη κοινωνία. Η νομιμοποίηση της σημερινής «δημοκρατίας» θα έχει χαθεί. Σ’ αυτό το στάδιο, η πλειονότητα των ανθρώπων θα είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν την κρατική βία προκειμένου να υπερασπίσουν τις νέες πολιτικές και οικονομικές δομές. Από τη στιγμή που οι πολίτες θα έχουν γευτεί μια πραγματική δημοκρατία, κανένα είδος φυσικής ή οικονομικής βίας δεν θα είναι αρκετό για να τους «πείσει» να επιστρέψουν στις ψευδοδημοκρατικές μορφές οργάνωσης.

Ένα νέο είδος πολιτικής οργάνωσης

Η υλοποίηση μια στρατηγικής σαν κι αυτή που σκιαγραφείται παραπάνω απαιτεί ένα νέο είδος πολιτικής οργάνωσης που θα αντικατοπτρίζει την επιθυμητή διάρθρωση της κοινωνίας. Η οργάνωση αυτή δεν μπορεί βέβαια να είναι το συνηθισμένο πολιτικό κόμμα, αλλά μια μορφή «δημοκρατίας εν δράσει», η οποία θα αναλαμβάνει διάφορες συλλογικές μορφές παρέμβασης:

  • στο πολιτικό επίπεδο (δημιουργία «σκιωδών» πολιτικών θεσμών που βασίζονται στην άμεση δημοκρατία, συνελεύσεις γειτονιάς κ.λπ.)
  • στο οικονομικό επίπεδο (εγκαθίδρυση δημοτικών μονάδων στο επίπεδο της παραγωγής και της διανομής, των οποίων η ιδιοκτησία και ο έλεγχος είναι συλλογικός)
  • στο κοινωνικό επίπεδο (δημοκρατία στο χώρο εργασίας, στο νοικοκυριό κ.λπ.)
  • στο πολιτισμικό επίπεδο (δημιουργία δημοτικά ελεγχόμενων καλλιτεχνικών και επικοινωνιακών δραστηριοτήτων)

Εντούτοις, όλες αυτές οι μορφές παρέμβασης θα πρέπει να αποτελούν μέρος ενός συνεκτικού προγράμματος κοινωνικού μετασχηματισμού με στόχο τον κοινωνικό μετασχηματισμό κάθε δήμου που έχει κερδηθεί στις τοπικές εκλογές σε μια περιεκτική δημοκρατία. Η νέα πολιτική οργάνωση θα μπορούσε, για παράδειγμα, να πάρει τη μορφή μιας συνομοσπονδίας αυτόνομων ομάδων (στο περιφερειακό, εθνικό, ηπειρωτικό και παγκόσμιο επίπεδο) που στοχεύουν στο δημοκρατικό μετασχηματισμό των αντίστοιχων κοινοτήτων τους. Τα μέλη της οργάνωσης αυτής δεν δεσμεύονται σε κανένα κλειστό φιλοσοφικό σύστημα, αλλά μόνο στο πρόγραμμα για μια περιεκτική δημοκρατία βασισμένης σε μια συνομοσπονδία δήμων. Οι ακτιβιστές του κινήματος αυτού δεν δρουν ως «κομματικά στελέχη», αλλά ως καταλύτες για την εγκαθίδρυση των νέων θεσμών. Η πολιτική τους δέσμευση αναφέρεται στους ίδιους τους δημοκρατικούς θεσμούς και όχι στην πολιτική οργάνωση ή, όπως το θέτει ο Μάρεϊ Μπούκτσιν, «στις κοινωνικές και όχι στις πολιτικές μορφές».

Η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας αναγκαστικά θα είναι μια μακρά διαδικασία που απαιτεί τη δημιουργία ενός τεράστιου λαϊκού κινήματος. Όπως επισημαίνει ο Καστοριάδης, η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο
από ένα πελώριο παγκόσμιο κίνημα  και μπορεί να γίνει νοητή μόνο μέσα σε μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Κι αυτό γιατί ένα τέτοιο κίνημα –που πηγαίνει πολύ μακρύτερα απ’ ό,τι συνήθως αντιλαμβανόμαστε ως «πολιτικό κίνημα»– δεν πρόκειται να γεννηθεί εάν δεν αμφισβητεί όλες τις θεσμικές σημασίες, τις νόρμες και τις αξίες που κυριαρχούν στο σημερινό σύστημα… ως ένας βαθύς ψυχικός και ανθρωπολογικός μετασχηματισμός που συνοδεύεται με την παράλληλη δημιουργία νέων μορφών ζωής και νέων σημασιών σε όλα τα πεδία.
Είναι επομένως αναγκαίο ότι η νέα πολιτική οργάνωση θα θεμελιώνεται στην ευρύτερη δυνατή πολιτική βάση. Σύμφωνα με την προβληματική της Περιεκτικής Δημοκρατίας, αυτό σημαίνει ένα ευρύ φάσμα ριζοσπαστικών κινημάτων που περιλαμβάνει άνδρες και γυναίκες που δρουν στα κινήματα για την ατομική και κοινωνική αυτονομία, καθώς και τα κινήματα ριζοσπαστικής οικολογίας, κοινοτικού σοσιαλισμού, ριζοσπαστικού φεμινισμού, τους αριστερούς ελευθεριακούς και κάθε άλλο ρεύμα που υιοθετεί το πρόταγμα για την περιεκτική δημοκρατία.

Δεδομένης της ευρείας προοπτικής του προτάγματος για μια περιεκτική δημοκρατία, το νέο κίνημα θα πρέπει να ασκεί έλξη σ’ όλα σχεδόν τα τμήματα του πληθυσμού, με εξαίρεση την υπερτάξη και τις κυρίαρχες ελίτ.

Πέρα από τα ταξικά προβλήματα που μια οικονομική δημοκρατία υπόσχεται να επιλύσει[3], υπάρχουν επίσης τα διαταξικά προβλήματα της καταπίεσης με βάση το φύλο, την ηλικία, την εθνότητα και την ιεραρχία καθώς επίσης το μείζον οικολογικό πρόβλημα. Έτσι, μια περιεκτική δημοκρατία, και συγκεκριμένα οι συνιστώσες της που αφορούν την άμεση δημοκρατία, και τη δημοκρατία στο κοινωνικό πεδίο, θα πρέπει να έλκουν όχι μόνο τα θύματα της οικονομίας της αγοράς, αλλά και όλους όσους αλλοτριώνονται από τη σημερινή  διαχείριση της εξουσίας από τους επαγγελματίες πολιτικούς οποία περνάει για «πολιτική»:

  • εργάτες που αλλοτριώνονται από τις ιεραρχικές δομές στο χώρο εργασίας,
  • γυναίκες που αλλοτριώνονται από τις ιεραρχικές δομές τόσο στο σπίτι όσο και στο χώρο εργασίας,
  • εθνοτικές ή φυλετικές μειονότητες που αλλοτριώνονται από τις διακρίσεις μιας κρατικιστικής «δημοκρατίας» και
  • τους πολίτες γενικά που αλλοτριώνονται από τον τρόπο λήψης αποφάσεων για τα κοινά που έχουν άμεσες επιδράσεις στη ζωή τους

Η ανάπτυξη ενός νέου, ευρέως ριζοσπαστικού δημοκρατικού κινήματος σήμερα θα εξέφραζε τη σύνθεση, καθώς και την υπέρβαση, των κορυφαίων κινημάτων για την κοινωνική αλλαγή του αιώνα που πέρασε και θα άνοιγε τον δρόμο για μια πραγματικά δημοκρατική κοινωνία στον αιώνα που αρχίζει. Πιστεύουμε ότι η μόνη ρεαλιστική διέξοδος από τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση είναι η δημιουργία ενός τέτοιου κινήματος, το οποίο, χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψεις, πέρα από τη δέσμευσή του σε μια περιεκτική δημοκρατία, θα παλέψει για να θέσει ένα τέλος στη συνεχιζόμενη –και πρόσφατα επιταχυνόμενη– καταστροφή της ανθρώπινης ζωής και των φυσικών πόρων και για την εδώ και τώρα εγκαθίδρυση του Βασιλείου της ελευθερίας.



3) Κριτική Επισκόπιση της μεταβατικής στρατηγικής της ΠΔ και εναλλακτικών στρατηγικών
Κριτική της Συνομοσπονδιακής Δημοκρατίας

Ακριβώς επειδή η συνομοσπονδιακή δημοκρατία προσφέρει, ίσως, τη μοναδική ρεαλιστική διέξοδο από την πολυδιάστατη κρίση και, ταυτόχρονα, αποτελεί μία μορφή κοινωνικής οργάνωσης που πληροί τις θεσμικές προϋποθέσεις της ατομικής και κοινωνικής αυτονομίας, βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με επιθέσεις που γίνονται εναντίον της από κρατιστές όλων των πεποιθήσεων και, παραδόξως (από πρώτη άποψη), ακόμα και από ορισμένους ελευθεριακούς. Όσον αφορά τους πρώτους, δεν είναι περίεργο ότι υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών, όπως ο Andre Gorz, επιτίθενται σήμερα κατά της κοινωνίας που θεμελιώνεται  στον δήμο. Εντούτοις, αυτό που είναι όντως περίεργο είναι το γεγονός ότι ένα από τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ενάντια σε μια τέτοια κοινωνία είναι ότι θα βρίσκεται αναπόφευκτα σ’ αντίθεση με την ατομική αυτονομία, υποτίθεται επειδή θα αποτελεί ένα άλλο σύστημα, ενώ ο στόχος θα πρέπει να είναι η κατάργηση όλων εκείνων των στοιχείων που καθιστούν την κοινωνία ένα σύστημα. Στην πορεία, όμως, ο Gorz καθιστά σαφές ότι θεωρεί δεδομένο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και το κράτος, επιμένοντας ότι «ο σοσιαλιστικός στόχος δεν θα πρέπει να είναι η εξάλειψη του συστήματος ή της σφαίρας της ετερονομίας, αλλά ο περιορισμός της στο ελάχιστο απαραίτητο».

Μια συνήθης κατηγορία που διατυπώνεται ενάντια σε μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία είναι ότι η «πολυπλοκότητα» και το μέγεθος των σημερινών κοινωνιών καθιστούν μια τέτοια κοινωνία ένα ουτοπικό όνειρο. Έτσι, ο Andre Gorz, πάλι, υποστηρίζει ότι μια δημοτική κοινωνία είναι αδύνατη, επειδή προϋποθέτει τη «ριζική εξάλειψη» των βιομηχανικών τεχνικών, των εξειδικευμένων λειτουργιών και του καταμερισμού εργασίας.
Είναι προφανές και γενικά αποδεκτό ότι μια πολύπλοκη κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς εμπορευματικές σχέσεις και αγορές. Η πλήρης εξάλειψη των εμπορευματικών σχέσεων θα προϋπέθετε την κατάργηση του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και την εξειδίκευση, καθώς και την επιστροφή σε αυτάρκεις κοινότητες ή σε μια κοινωνία τύπου kibbutz (...) Το κράτος θα έπρεπε να φροντίζει για την άμυνα και το γενικό συμφέρον, συμπεριλαμβανομένης της ύπαρξης ενός συστήματος της αγοράς.
Εντούτοις, μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία δεν προϋποθέτει τίποτα τέτοιο. Όχι μόνο η σύγχρονη τεχνολογία είναι απολύτως συμβατή με μια τέτοια κοινωνία, όπως έχει δείξει ο Μάρεϊ Μπούκτσιν, αλλά επίσης όλα όσα λέγονται για μια επιστροφή σε αυτάρκεις κοινότητες ή σε μια κοινωνία τύπου kibbutz εκφράζουν μια πλήρη παρανόηση των προτάσεων που αφορούν στην οικονομική οργάνωση μιας τέτοιας κοινωνίας. Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στο επόμενο τεύχος του περιοδικού, μια συνομοσπονδιακή δημοκρατία θα μπορούσε να λειτουργεί στη βάση ενός μείγματος δημοκρατικού σχεδιασμού και μιας τεχνητής «αγοράς», που θα περιλαμβάνει τη χρήση προσωπικών διατακτικών που θα εκδίδονται για κάθε πολίτη.Ένα σύστημα σαν και το προτεινόμενο ούτε αποκλείει την εξειδίκευση και τον καταμερισμό της εργασίας, ούτε εξαρτάται από ένα σύστημα αυταρκών κοινοτήτων –ένα σύστημα που, σήμερα, ούτως ή άλλως δεν είναι εφικτό. Αυτό που το προτεινόμενο σύστημα πράγματι αποκλείει είναι η οικονομία της αγοράς και το κράτος, θεσμοί από τους οποίους δεν μπορεί να αποχωριστεί η «ριζοσπαστική» σκέψη στοχαστών όπως ο Andre Gorz!

Όμως, όλα αυτά παραβλέπονται βολικά από τον Gorz, στην προσπάθειά του να υποστηρίξει την ανάπτυξη μιας μεταβιομηχανικής κοινωνίας, στην οποία ο καπιταλισμός θα υπερβεί τον εαυτό του (μια υπέρβαση που, όπως επιμένει ο συγγραφέας, δεν πρέπει να συγχέεται με την κατάργηση του κεφαλαίου) μέσω της αυτο-οργάνωσης των ατόμων σε «εξισορροπιστικές δυνάμεις». Έτσι, ο Gorz, προφανώς εντελώς τυφλός σε σχέση με την ιστορική δυναμική και λογική της οικονομίας της αγοράς, που έχουν οδηγήσει στη σημερινή νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη οικονομία και στην ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, χαρακτηρίζει ως ουτοπική την πρόταση για μια δημοτική κοινωνία, ενώ ταυτόχρονα προτείνει τη δημιουργία ενός «ευρωπαϊκού οικοσοσιαλιστικού χώρου… στον οποίο ο εμπορικός ανταγωνισμός και η εμπορευματική λογική μπορούν να υποταχθούν σε περιοριστικούς κανόνες»!

Τέλος, ο John Clark, ένας πρώην κοινωνικός οικολόγος, επιτέθηκε σχετικά πρόσφατα εναντίον της συνομοσπονδιακής δημοκρατίας  προκειμένου να προωθήσει μια εναλλακτική  ατομικιστική και σπιριτουαλιστική αντίληψη – μια αντίληψη η οποία, στην πράξη, δεν ενέχει καμιά απολύτως αντίληψη δημοκρατίας. Η «οικο-κομμουνιταριανιστική» προσέγγιση, του John Clark φαίνεται ότι διαλύει μοναδικά τις ανθρώπινες κοινότητες σε μια θολή και συχνά μεταφορική «Πλανητική κοινότητα», που θυμίζει τις πανθεϊστικές ιδέες που προωθεί ένας βαθύς οικολόγος καθολικός ιερωμένος, ο Thomas Berry.

Το πρώτο βήμα που κάνει ο Clark στην επίθεση αυτή κατά της δημοκρατίας είναι να απαλείψει το ίδιο το υποκείμενο της δημοκρατίας, δηλαδή τον πολίτη, ο οποίος, όπως παρατηρεί ο Μπούκτσιν, «ενσωματώνει τα κλασικά ιδεώδη της φιλίας, της αυτονομίας, του ορθολογισμού και πάνω από όλα της δέσμευσης απέναντι στην πολιτεία (civic commitment)». O Clark φθείρει την ίδια την έννοια του πολίτη, μετατρέποντας τον σε ένα καθαρά υποκειμενιστικο, στη πραγματικότητα ιδεαλιστικό, όν — τον «πολίτη»  του οίκο-συστήματος, της βίο-περιοχής, της ίδιας της «Γης»!. Επιπλέον, ως να μην έφθανε αυτή η παραφθορά της έννοιας του πολίτη , ο Clark δεν διστάζει να  αντικαταστήσει τον πολίτη με ένα ακοινωνικό, απολιτικό και κατά βάση αφηρημένο «πρόσωπο». Κατά την άποψή του, η έννοια του πολίτη είναι περιορισμένη και εμπεριέχει υπόρρητα την ιδέα ενός μερικού συμφέροντος, εφόσον οι πολίτες θα καθοδηγούνται από τα συμφέροντα και τις ανάγκες των δικών τους δήμων ενάντια στα συμφέροντα των άλλων δήμων.

Εντούτοις, μολονότι είναι αληθές ότι οι αντιλήψεις του σώματος των πολιτών σε έναν συγκεκριμένο δήμο μπορεί να διαφέρουν από αυτές του σώματος των πολιτών άλλων δήμων (στην πραγματικότητα, αυτό μπορεί να συμβαίνει ακόμα και μέσα στον ίδιο δήμο), ο στόχος μιας συνομοσπονδιακής δημοκρατίας είναι ακριβώς να παρέχει ένα θεσμικό πλαίσιο για τη δημοκρατική επίλυση τέτοιων διαφορών. Η προσπάθεια του Clark να επιλύσει το πρόβλημα των διαδημοτικών ή ενδοδημοτικών διαφορών ακολουθεί το πολυχρησιμοποιημένο μονοπάτι ενός βασικά μυστικιστικού ιδεαλισμού. Προφανώς, κατά την άποψη του Clark, όλα θα επιλυθούν, εάν δημιουργήσουμε μια, ουσιαστικά μεταφορική, έννοια του «πολίτη της Γης», η οποία, με κάποιο τρόπο, θα μας κάνει αλληλέγγυους μεταξύ μας και με όλες τις μορφές ζωής. Όπως το θέτει ο Clark: «Χρειαζόμαστε μια πνευματική επανάσταση περισσότερο από μια πολιτική πλατφόρμα και μια ανανεωμένη κοινότητα περισσότερο από ένα πολιτικό κίνημα.» Είναι ξεκάθαρο ότι ο Clark αγνοεί εντελώς τις θεσμικές προϋποθέσεις, (ισοκατανομή πολιτικής και οικονομικής δύναμης μεταξύ όλων των πολιτών, συνακόλουθη κατάργηση της ιεραρχικής κυριαρχίας και ταξικής εκμετάλλευσης), οι οποίες όμως έχουν ζωτική σημασία για την πορεία προς την «πνευματική επανάσταση» και την «αναγεννημένη κοινότητα». Είναι φανερό ότι μια πνευματική επανάσταση, από μόνη της, δεν θα οδηγήσει ποτέ σε μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή.

Το δεύτερο βήμα στην επίθεση του Clark κατά της δημοκρατίας είναι η προσπάθεια να αμαυρωθεί η ιδέα της λαϊκής συνέλευσης, η οποία αποτελεί έναν κρίσιμο θεσμό της άμεσης δημοκρατίας. Έτσι,  εγκωμιάζει την «ομάδα συνάφειας» (affinity group), την οικογενειακή ομάδα (familial group) και τη κοινοτική ζωή που αντιπαραθέτει απλοϊκά προς τις λαϊκές συνελεύσεις, οι οποίες υποτίθεται ότι είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, εάν δεν έχουν δημιουργηθεί προηγουμένως οι κατάλληλες «πολιτιστικές και ψυχολογικές συνθήκες». Στην πραγματικότητα, αναφέρεται συγκεκριμένα σε περιπτώσεις, όπου  «η εξουσία στις λαϊκές συνελεύσεις» θα μπορούσε εύκολα να οδηγήσει σε σκληρές πολιτικές κατά των μεταναστών, στην καθιέρωση ή την επέκταση της θανατικής ποινής και σε βασανιστήρια ή παρόμοιες πρακτικές .

Αλλά, όσον αφορά, πρώτον, στην «ομάδα συνάφειας», που οικειοποιούνται σήμερα πολλοί οπαδοί της Νέας Εποχής[4]και η οποία προτείνεται ακόμα και ως χρήσιμη οργανωτική μορφή για τις «διορατικές» επιχειρήσεις, θα πρέπει να σημειωθεί ότι δημιουργήθηκε από την Αναρχική Ομοσπονδία της Ιβηρικής (FAI) ως οργανωτική μονάδα, (συχνά με σκοπό την άμεση δράση, π.χ. απαλλοτριώσεις), και «όχι ως ένας θεσμός για μια μελλοντική αναρχική κοινωνία». Δεύτερον, τα συμπεράσματα του Clark θα μπορούσαν να εφαρμοστούν εξίσου εύκολα και σε σχέση με τις δικές του «πολιτισμικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις», οι οποίες, από πολλές απόψεις, έχουν ανησυχητικές αντιστοιχίες με τρέχουσες οικοφασιστικές έννοιες, οι οποίες υποτάσσουν το άτομο σε μια χθόνια «Μητέρα Γη», καθώς και με παρόμοιες δοξασίες, οι οποίες μιλούν  για τις απολυτρωτικές αξίες της γης. Τρίτον, είναι φανερό ότι ο Clark δεν φαίνεται να συνειδητοποιεί ότι προβλήματα όπως η έκρηξη της εγκληματικότητας, της φτώχειας και της παράνομης μετανάστευσης έχουν τις ρίζες τους στις σημερινές ανισότητες στην κατανομή της οικονομικής και πολιτικής δύναμης και ότι επομένως, από τη στιγμή που οι ανισότητες αυτές καταργηθούν σε μια περιεκτική δημοκρατία, πρέπει να αναμένεται και η αντίστοιχη εξάλειψη των προβλημάτων αυτών.

Φαίνεται επομένως ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο ο John Clark υποβαθμίζει —εάν δεν απορρίπτει τελείως— τις λαϊκές συνελεύσεις είναι το γεγονός ότι προφανώς δεν έχει καμιά αντίληψη της δημοκρατίας ως ενός συνόλου θεσμών (δηλαδή ως ενός συνόλου  δομών και διαδικασιών οι οποίες εξασφαλίζουν, στο επίπεδο των θεσμών, την ισοκατανομή δύναμης) και αξιών. Έτσι, οι μορφές συλλογικής λήψης αποφάσεων δεν έχουν θέση στην αντίληψη του για την δημοκρατία — εάν μπει στον κόπο να ασχοληθεί με αυτές. Πράγματι, η δημοκρατία, σύμφωνα με την αντίληψη τουClark, γίνεται ουσιαστικά ένα σύστημα αξιών, μια καθαρά πνευματική κατάσταση, στην οποία, όπως το θέτει, κάθε δραστηριότητα, σε οποιαδήποτε σφαίρα της ζωής, είναι ένα είδος θέσμισης.

Τέτοιες αντιλήψεις  δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τη δημοκρατία και είναι εύκολα συμβατές με κάθε είδους κοινωνικό-οικονομικό σύστημα, ακόμα και με ένα οικοφασιστικό σύστημα τύπου «Πράσινου Αδόλφου». Οι οικολογικές αξίες, απογυμνωμένες από ένα δημοκρατικό περιεχόμενο, μπορούν εύκολα να χρησιμοποιηθούν για να υπονομεύσουν οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια για μια απελευθερωτική εναλλακτική πρόταση στη σημερινή κοινωνία ή μπορούν να διαστρεβλωθούν σε μορφές που προσφέρονται για ολοκληρωτικούς στόχους.

Ένα άλλο σημείο για το οποίο οι υποστηρικτές της περιεκτικής δημοκρατίας έχουν κατακριθεί (συνήθως από «υπερεπαναστάτες της γειτονιάς τους») είναι η θέση του προτάγματος της περιεκτικής δημοκρατίας σε σχέση με τη συμμετοχή στις τοπικές εκλογές. Οι υπερεπαναστάτες αυτοί κάνουν αστήρικτες γενικεύσεις του τύπου: «οι εκλογές είναι εξουσιαστικός θεσμός, άρα δεν μπορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε», βάζοντας στο ίδιο τσουβάλι τις βουλευτικές μαζί με τις δημοτικές εκλογές. Και αυτό, τη στιγμή που όχι μόνο σύγχρονοι αναρχικοί όπως ο Μπούκτσιν αλλά ούτε και οι κλασικοί αναρχικοί έκαναν κάτι τέτοιο!  Ένας από τους μεγαλύτερους και συνεπέστερους αναρχικούς του 19ου αιώνα, ο Μπακούνιν, μολονότι, σωστά καταδίκαζε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία τόνιζε ότι «στα τοπικά θέματα ο λαϊκός έλεγχος είναι δυνατός...γι αυτό οι δημοτικές εκλογές είναι παντού και πάντα οι καλύτερες και πιο συμβατές με τα αισθήματα, τα συμφέροντα και τη βούληση του λαού» (G.PMaximoffThe Political Philosophy of BakuninFree Press, 1953 σ. 220).

Πέρα όμως από αυτό, εάν οι δημοτικές εκλογές είναι εξουσιαστικός θεσμός διότι απορρέει από την κρατική εξουσία και επομένως δεν πρέπει οι αναρχικοί να συμμετέχουν σε αυτές τότε πώς εξηγείται ότι οι ίδιοι αυτοί αναρχικοί συνιστούν να φτιάξουμε αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, ελεύθερα σχολεία κ.λπ., για την εγκατάσταση των οποίων όμως επίσης χρειάζεται η άδεια της κρατικής εξουσίας ενώ η λειτουργία τους πρέπει να τηρεί τους κανονισμούς που επιβάλλει η ίδια εξουσία; Προφανώς οι υπερεπαναστάτες αυτοί αδυνατούν να κατανοήσουν ότι ή θα ασχολούνται μόνο με επαναστατική δραστηριότητα ή ότι από τη στιγμή που θα εμπλακούν σε μορφές δράσης όπως αυτές που προτείνουν εμπλέκονται σε διάφορους βαθμούς με την κρατική εξουσία και επομένως ενσωματώνονται στο σύστημα. Στην πραγματικότητα μάλιστα αποτελεί πολύ μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης η διαχείριση π.χ. ενός LETS σχήματος (τοπικές ανταλλαγές χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος), κομμούνες, αυτοδιαχειριζόμενες φάρμες και ούτω καθεξής), ή ενός «ελεύθερου σχολείου»  από τη συμμετοχή στις δημοτικές εκλογές με βάση το πρόταγμα της ΠΔ. Στην πρώτη περίπτωση, εφόσον το σχήμα ή το σχολείο αυτό δεν αποτελεί οργανικό τμήμα ενός πολιτικού προτάγματος για ριζική κοινωνική αλλαγή, εύκολα καταλήγει σε θεσμό που χρησιμοποιεί το σύστημα για τους δικούς του σκοπούς. Στη δεύτερη περίπτωση η συμμετοχή στις τοπικές εκλογές έχει ρητό στόχο την κατάργηση των εξουσιαστικών σχέσεων, πράγμα που εξ’ ορισμού αποκλείει την ενσωμάτωση ενός κινήματος για την ΠΔ στο σύστημα.  

Εάν δηλαδή μερικοί αναρχικοί  του 19ου αιώνα  διεκήρυσσαν την μη συμμετοχή σε κάθε εκλογή και συνιστούσαν αντίθετα την επαναστατική δράση για την κατάληψη της κεντρικής εξουσίας αυτοί τουλάχιστον ήταν συνεπείς με τον εαυτό τους εφόσον, αντίθετα με τους σημερινούς υπερεπαναστάτες, απέρριπταν κάθε συναλλαγή με τη κρατική εξουσία. Πέρα όμως από αυτό, μετά την εμπειρία του 20ου αιώνα, η μέσω της επανάστασης κατάληψη της κεντρικής εξουσίας δεν φαντάζει ούτε ως εφικτή ούτε ως επιθυμητή. Δεν είναι εφικτή, διότι το «απελευθερωτικό υποκείμενο» σήμερα δεν είναι πια απλώς ένα προλεταριάτο που κινδυνεύει να χάσει μόνο τις αλυσίδες του αλλά ένα σύμπλεγμα κοινωνικών ομάδων πολλές από τις οποίες κινδυνεύουν να χάσουν πολύ περισσότερα πράγματα από τις αλυσίδες τους. Και δεν είναι επιθυμητή διότι η ιστορική εμπειρία έδειξε ότι η επαναστατική αλλαγή, για να μην καταλήξει σε νέους ολοκληρωτισμούς, πρέπει να ξεκινήσει σταδιακά από κάτω και να έχει οδηγήσει στη συνειδητοποίηση της πλειοψηφίας του πληθυσμού πολύ πριν να καταλυθεί η κεντρική εξουσία. Και η συνειδητοποίηση αυτή μπορεί να δημιουργηθεί μόνο μέσα από τη δράση και τη σταδιακή αλλαγή των θεσμών που προτείνει η στρατηγική της ΠΔ. Θα πρέπει δηλαδή κάποτε να κοιτάξουμε τις συνθήκες του 21ου αιώνα και να μην παπαγαλίζουμε απλώς ό,τι έγραφαν οι αναρχικοί του 19ουαιώνα.

Ακόμη, συχνά ακούγεται η «αντίρρηση»: «γιατί να κεντρίσει το ενδιαφέρον των πολιτών η ΠΔ και όχι η υπάρχουσα τοπική πολιτική σκηνή που αποτελεί μικρογραφία της ήδη υπάρχουσας κοινοβουλευτικής η άλλης σκηνής;» Βέβαια, η απάντηση είναι προφανής: Διότι  ακριβώς η ΠΔ δεν αποτελεί μικρογραφία της κοινοβουλευτικής η άλλης σκηνής εφόσον αποτελεί τμήμα στρατηγικής που οδηγεί σε μια άλλη μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης , μιας στρατηγικής που μπαίνει σε εφαρμογή άτυπα και σε μικρή κλίμακα από τη στιγμή που οι τοπικές οργανώσεις για την ΠΔ αρχίζουν την εγκαθίδρυση των εναλλακτικών μορφών πολιτικής και οικονομικής οργάνωσης που προτείνονται από το πρόταγμα της ΠΔ και τυπικά και σε μεγάλη κλίμακα από τη στιγμή που με τη νίκη στις τοπικές εκλογές επιτυγχάνεται η απόσπαση της εξουσίας από την πολιτική και  οικονομική ελίτ και η επιστροφή της στις λαϊκές συνελεύσεις. Ακόμη, διότι η ίδια η θέση σε κίνηση της στρατηγικής αυτής αρχίζει μια διαδικασία που δίνει άμεση λύση στα προβλήματα των πολιτών (οικονομικά, όπως η ανεργία, η φτώχεια κ.λπ.), κοινωνικά (ναρκωτικά, εγκληματικότητα), πολιτιστικά κ.λπ.

Τέλος, ως κριτική στην ΠΔ, πολλοί αναφέρουν (σωστά) ότι οι δημοτικές εκλογές στην Ελλάδα αποτελούν καρικατούρα των βουλευτικών και δεν έχουν βαρύτητα στη συνολική πολιτική ζωή. Όμως το γεγονός ότι οι δημοτικές εκλογές σε χώρες με μικρή παράδοση τοπικής αυτοδιεύθυνσης όπως η συγκεντρωτική Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες με μεγαλύτερη παράδοση δεν έχουν ΣΗΜΕΡΑ βαρύτητα δεν σημαίνει ότι δεν θα μπορούσαν στο μέλλον να αποκτήσουν τη βαρύτητα που τους αποδίδει το πρόταγμα της ΠΔ, σε μια διαδικασία κοινωνικής αλλαγής από τα κάτω. Όσοι φέρνουν την αντίρρηση αυτή προφανώς δεν αντιλαμβάνονται ότι οι δημοτικές εκλογές αποκτούν μια σημασία και πολιτική βαρύτητα τελείως πρωτόγνωρη στο πρόταγμα της ΠΔ, που δεν έχει σχέση με τη σημερινή σημασία τους.

Ένα νέο είδος πολιτικής

Το άμεσο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι υποστηρικτές μιας περιεκτικής δημοκρατίας είναι ο σχεδιασμός μιας μεταβατικής στρατηγικής που θα οδηγούσε σε μια κατάσταση στην οποία το δημοκρατικό πρόταγμα θα είναι το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα. Στο προηγούμενο κείμενο διατυπώθηκε μια πρόταση για μια πολιτική στρατηγική που θα δημιουργήσει (αν  συνδυαστεί  με  την  οικονομική  στρατηγική  που  θα  αναλύσουμε  στο  επόμενο  τεύχος  του περιοδικού)  το θεσμικό πλαίσιο για μια περιεκτική δημοκρατία.  Το σημείο που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι ότι όλες οι προτεινόμενες στρατηγικές πολιτικής και τα σχετικά μεταβατικά προτάγματα είναι άχρηστα, εάν δεν αποτελούν μέρος ενός συνεκτικού προγράμματος κοινωνικού μετασχηματισμού που στοχεύει ρητά στην αντικατάσταση της οικονομίας της αγοράς και της κρατικιστικής δημοκρατίας από μια περιεκτική δημοκρατία.

Ο σημερινός τύπος πολιτικής είναι καταδικασμένος, καθώς η επιταχυνόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς συνοδεύεται από τη συνεχή παρακμή της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας». Η αδυναμία του κράτους να ελέγξει αποτελεσματικά τις δυνάμεις της αγοράς για να αντιμετωπίσει τα θεμελιακά προβλήματα της μαζικής ανεργίας, φτώχειας, αυξανόμενης συγκέντρωσης του εισοδήματος και του πλούτου, καθώς και τη συνεχιζόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος, έχουν οδηγήσει σε μαζική πολιτική απάθεια και κυνισμό, ιδιαίτερα μεταξύ της υπόταξης και των περιθωριοποιημένων. Ως αποτέλεσμα, σήμερα, όλα τα κόμματα συναγωνίζονται για την ψήφο της μεσαίας τάξης (της «κοινωνίας του 40%»), η οποία  είναι η  τάξη που ουσιαστικά καθορίζει την πολιτική διαδικασία.

Ταυτόχρονα, τα ουτοπικά όνειρα ορισμένων τμημάτων της «αριστεράς» για τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας των πολιτών δεν έχουν καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Η διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς ακολουθείται αναπόφευκτα από τη διεθνοποίηση της κοινωνίας των πολιτών. Με άλλα λόγια, ο ανταγωνισμός επιβάλλει τα «στάνταρς του ελάχιστου κοινού παρανομαστή» όσον αφορά  τους κοινωνικούς και οικολογικούς ελέγχους πάνω στις αγορές. Επομένως, η μορφή κοινωνίας των πολιτών που αναπόφευκτα θα επικρατήσει είναι εκείνη που είναι συμβατή με το βαθμό αγοραιοποίησης που χαρακτηρίζει τα πιο ανταγωνιστικά μέρη της παγκόσμιας οικονομίας.

Το αδιέξοδο των στρατηγικών του «τρόπου ζωής»μέσα από τον ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟ

Αφήνοντας κατά μέρος τις προσεγγίσεις κοινωνικής αλλαγής που θεωρούν δεδομένο το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και της φιλελεύθερης δημοκρατίας, όπως οι διάφορες εκδοχές της «προσέγγισης της κοινωνίας των πολιτών» (την οποία εξετάσαμε στην αρχή του κειμένου), οι κύριες προσεγγίσεις που στοχεύουν σήμερα σε μια ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή είναι η στρατηγική του τρόπου ζωής (lifestyle) και η στρατηγική της περιεκτικής δημοκρατίας που έχει σημείο εκκίνησης τονσυνομοσπονδιακό κοινοτισμό.

Υπάρχουν διάφορες εκδοχές της στρατηγικής του τρόπου ζωής. Εντούτοις, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο που χαρακτηρίζει όλες αυτές τις προσεγγίσεις. Καμιά τους δεν ενέχει οποιαδήποτε παρέμβαση στην πολιτική αρένα και συνήθως ούτε καν στη γενικότερη κοινωνική αρένα, με τη μορφή συμμετοχής στους συλλογικούς αγώνες των εργατών, των ανέργων και άλλων κοινωνικών ομάδων —με εξαίρεση τη συμμετοχή σε αγώνες για συγκεκριμένα οικολογικά θέματα, όπως οι εκστρατείες για την ματαίωση της διάνοιξης νέων αυτοκινητόδρομων, τα δικαιώματα των ζώων κ.τ.λ.

Έτσι, υπάρχει, πρώτον, η προσέγγιση που υιοθετείται συνήθως από τους υποστηρικτές της βαθιάς οικολογίας, καθώς και από όσους ελευθεριακούς επιχειρούν να αναπτύξουν ένα νέο υβρίδιο μεταξύ της βαθιάς και της κοινωνικής οικολογίας, όπως η «ελευθεριακή οικολογία» του Peter Marshall στη Βρετανία ή ο «οικοκομμουνιταριανισμός» του John Clark στις Η.Π.Α (με τον οποίο ασχοληθήκαμε παραπάνω). Η προσέγγιση αυτή δεν ενέχει καμιά άμεση ανάμειξη στην πολιτική και οικονομική αρένα, αλλά μια διαδικασία, η οποία, ξεκινώντας από το άτομο και τις «ομάδες συνάφειας» (affinity groups), στοχεύει στη δημιουργία ενός παραδείγματος υγιών και προτιμητέων τρόπων ζωής στο ατομικό και κοινωνικό επίπεδο: σχέδια Κοινοτικής Οικονομικής Ανάπτυξης (ΚΕΑ), «ελεύθερες ζώνες» και εναλλακτικοί θεσμοί (ελεύθερα σχολεία, αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια, στεγαστικοί συνεταιρισμοί, σχήματα LETS).

Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση, που έχει επικριθεί για τον ατομικιστικό χαρακτήρα της, δεν μπορεί φυσικά να επιφέρει από μόνη της οποιαδήποτε ριζοσπαστική  κοινωνική αλλαγή. Μολονότι η προσέγγιση αυτή είναι χρήσιμη για τη δημιουργία μιας εναλλακτικής κουλτούρας μεταξύ μικρών τμημάτων του πληθυσμού και ταυτόχρονα για την ανύψωση του ηθικού των ακτιβιστών οι οποίοι θέλουν να δουν μια άμεση αλλαγή στη ζωή τους, δεν έχει κάποια πιθανότητα επιτυχίας –στο πλαίσιο της σημερινής τεράστιας συγκέντρωσης εξουσίας– στην οικοδόμηση της δημοκρατικής πλειονότητας που απαιτείται για τη ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή. Τα σχέδια που προτείνονται από τη στρατηγική αυτή μπορούν πολύ εύκολα να περιθωριοποιηθούν ή να απορροφηθούν από την υπάρχουσα εξουσιαστική διάρθρωση (όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν), ενώ ο αντίκτυπος που έχουν στη διαδικασία κοινωνικοποίησης είναι ελάχιστος –εάν όχι μηδενικός. Επιπλέον, οι στρατηγικές του τρόπου ζωής, επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε «μονοθεματικούς» αγώνες (εκστρατείες για τα δικαιώματα των ζώων κ.λπ.), που δεν αποτελούν μέρος ενός συνεκτικού πολιτικού προγράμματος κοινωνικού μετασχηματισμού, παρέχουν μια χρυσή ευκαιρία στις κυρίαρχες ελίτ να χρησιμοποιήσουν τις παραδοσιακές τακτικές τους του τύπου «διαίρει και βασίλευε». Για παράδειγμα, η βρετανική κυβέρνηση, όταν αντιμετωπίζει τα κινήματα διαμαρτυρίας των Πράσινων, προτιμά να στηρίζεται σε ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας (security) (και μόνο σε ακραίες περιπτώσεις να καταφεύγει στην αστυνομία), στρατολογώντας ανθρώπους από την υποτάξη. Το αποτέλεσμα είναι ότι αποκρύβεται η κατασταλτική φύση του κράτους και οι πράσινοι ακτιβιστές υποβιβάζονται στο να δίνουν μάχες με τους άνεργους και τους περιθωριοποιημένους που τους έχουν μεταμφιέσει σε σεκιουριταδες!

Μια εναλλακτική προσέγγιση του τρόπου ζωής, η οποία φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι κριτική απέναντι στις στρατηγικές του τρόπου ζωής, αλλά, στην ουσία, στηρίζεται και η ίδια στην ατομική και όχι την πολιτική δράση, είναι η προσέγγιση που προτείνεται από τον Ted Trainer. Η προσέγγιση αυτή στηρίζεται στην υπόθεση ότι, εάν αρκετοί άνθρωποι εκπαιδευτούν και πειστούν να αλλάξουν  ατομικά τον τρόπο ζωής τότε «ο καπιταλισμός θα μαραθεί και θα πεθάνει»:
Εάν ένας αυξανόμενος αριθμός ανθρώπων μετακινηθεί στην «αργή λουρίδα», όπου μπορεί να ζει ικανοποιητικά χωρίς να καταναλώνει πολύ, τότε ο καπιταλισμός είναι καταδικασμένος. Δεν φοβάται τίποτα περισσότερο από την πτώση στους δείκτες πωλήσεων. Καμιά επιχείρηση δεν θα μπορέσει να μου πουλήσει ποτέ ρούχα της μόδας ή σπορ αυτοκίνητα. Εάν κάνουμε άνετη και ελκυστική, για ολοένα και περισσότερους ανθρώπους, τη μετάβαση σε βιώσιμους (conserver) τρόπους ζωής, ο καπιταλισμός θα μαραθεί και θα πεθάνει.
Εντούτοις, η ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί έξω από τον κύριο πολιτικό και κοινωνικό στίβο. Η εξάλειψη των σημερινών εξουσιαστικών δομών και σχέσεων δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε «δια του παραδείγματος» ούτε μέσω της εκπαίδευσης και της πειθούς. Χρειάζεται μια βάση εξουσίας για να καταστρέψει την εξουσία. Αλλά ο μόνος τρόπος για να είναι συμβατή με τους στόχους του δημοκρατικού προτάγματος μια προσέγγιση που στοχεύει στη δημιουργία βάσεων εξουσίας είναι, κατά τη γνώμη μας, η ανάπτυξη ενός συνεκτικού προγράμματος ριζοσπαστικού μετασχηματισμού των τοπικών πολιτικών και οικονομικών δομών.

Η στρατηγική του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού (η οποία αποτελεί το σημείο εκκίνησης για τη συνομοσπονδιακή περιεκτική δημοκρατία) προσφέρει μια ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση προς τις στρατηγικές του τρόπου ζωής και είναι απολύτως συμβατή με το δημοκρατικό πρόταγμα. Η προσέγγιση αυτή στοχεύει «στο μετασχηματισμό και εκδημοκρατισμό των τοπικών κυβερνήσεων, στη στήριξή τους σε λαϊκές συνελεύσεις, στη σύνδεσή τους σε συνομοσπονδίες, στην οικειοποίηση της περιφερειακής οικονομίας από τις συνομοσπονδιακές και δημοτικές αρχές». Με άλλα λόγια, ο στόχος είναι η ανάπτυξη «ενός δημόσιου χώρου και μιας πολιτικής —με την αθηναϊκή έννοια του όρου— που θα αναπτύσσεται σε ένταση και τελικά σε αποφασιστική σύγκρουση με το κράτος».

Μολονότι κάποια από τα βήματα που προτείνονται από τη στρατηγική του τρόπου ζωής δεν είναι ασύμβατα με τη λογική του συνομοσπονδιακού κοινοτισμού (για παράδειγμα, οι συνεταιρισμοί, τα τοπικά νομίσματα κ.λπ.), παρόλα’ αυτά υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο στρατηγικών. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Μάρεϊ Μπούκτσιν:
Οι συγκεκριμένες προτάσεις για αποκέντρωση, κοινότητες μικρής κλίμακας, τοπική αυτονομία, αλληλοβοήθεια και κομουναλισμό… δεν είναι εγγενώς οικολογικές ή απελευθερωτικές. Η φύση τους εξαρτάται σε τελική ανάλυση από το κοινωνικό και φιλοσοφικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται παρόμοια προγράμματα.
Κατά τη γνώμη μας, η βασική διαφορά μεταξύ των δύο προσεγγίσεων όσον αφορά το «πλαίσιο» αναφέρεται στο ρόλο του ατόμου σε σχέση με την κοινωνική αλλαγή. Οι στρατηγικές του τρόπου ζωής θεωρούν ότι η κοινωνική αλλαγή αρχίζει από τον τρόπο ζωής του ατόμου και, αντί να στοχεύσουν στην αμφισβήτηση  του κράτους και της οικονομία της αγοράς και την αντικατάσταση τους με νέους κοινωνικούς θεσμούς, απλώς προσπερνούν τους θεσμούς αυτούς. Από την άλλη μεριά, η στρατηγική του ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΚΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΥ δίνει έμφαση στο ρόλο του κοινωνικού ατόμου, δηλαδή του ατόμου που συμμετέχει στους πολιτικούς αγώνες στο τοπικό επίπεδο και στους κοινωνικούς αγώνες γενικότερα, με στόχο να προκαλέσει κοινωνική αλλαγή, όχι «δια του παραδείγματος», αλλά μέσω της δημιουργίας μια συνομοσπονδίας δήμων και κοινοτήτων που θα βρίσκεται σε ένταση με το κράτος, έως ότου η πρώτη αντικαταστήσει το δεύτερο. Έτσι, η στρατηγική αυτή, πρώτον, αποφεύγει την κοινωνική περιθωριοποίηση στην οποία αναπόφευκτα οδηγεί η στρατηγική του τρόπου ζωής, όπως έχει δείξει ο σχεδόν ανύπαρκτος κοινωνικός αντίκτυπος που είχαν κινήματα τα οποία εμπνέονται από τη στρατηγική αυτή τα τελευταία 25 χρόνια. Και, δεύτερον, αποφεύγει επίσης την παγίδα να «κλίνει τόσο πολύ προς την ιδέα της μεταρρύθμισης των ατομικών αξιών και του τρόπου ζωής, ως πρωταρχικού πολιτικού δρόμου για τη ριζοσπαστική αλλαγή, ώστε να καταλήγει να φαίνεται αντιθετική προς την έννοια του συλλογικού» –όπως για παράδειγμα σαφώς συμβαίνει με το κίνημα της Νέας Εποχής .


 


[1] Σε ότι αφορά θεσμικό πλαίσιο της συνομοσπονδιακής δημοκρατίας βλέπε  το επόμενο τμήμα του κειμένου  αυτού.
[2] Το οικονομικό δόγμα σύμφωνα με το οποίο οι αγορές πρέπει να  αυτορρυθμίζονται, δηλαδή το κράτος να μην παρεμβαίνει σ’ αυτές.
[3] Με το ζήτημα των ταξικών προβλημάτων και της οικονομικής  δημοκρατίας θα ασχοληθούμε αναλυτικά στο επόμενο τεύχος του περιοδικού.
[4] Σχετικά πρόσφατο ανορθολογικό ρεύμα το οποίο απευθύνεται στην ευημερούσα μεσαία τάξη, την οποία καλεί να ανακαλύψει την «εσώτερη δυναμική», να βρει το «εσώτερο Πνεύμα» κτλ.

 πηγή: inclusivedemocracy.org

ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ - ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΩΝ ΔΥΟ ΦΙΛΟΣΟΦΩΝ ΧΩΡΙΖΟΝΤΑΙ

$
0
0

                            
    









        Καί οἱ δυό συλλαμβάνουν σάν ξεχωριστά το αἰσθητό καί νοητό στοιχεῖο, οὐσία καί φαινόμενο, ἄπειρο καί πέρας, μορφή καί ὕλη· δέν δέχονται ὅμως καί οἱ δυό πώς μπορεῖ νά ὑπάρξουν τά δύο αὐτά σάν ξεχωριστοί κόσμοι. Τό δέχεται ὁ Πλάτων· ὁ Ἀρι­στοτέλης τό ἀρνεῖται. Τό γενικό, ἡ μορφή, ἡ ἔννοια δέν ἔχουν ἄλλη πραγματικότητα παρά τά συγκεκριμένα φαινόμενα, πού εἶναι ὕλη τους καί περιεχόμενο τους. Ἡ ἰδέα δέν ἔχει αὐθυπαρξία, καθώς νομίζει ὁ Πλάτων, δεν ἔχει ἄλλη πραγματικότητα, παρά τό σύνολο τῶν συγ­κεκριμένων ὄντων, τῶν ὁποίων εἶναι ἡ οὐσία, ἡ μορφή. «Ἀδύνατον εἶναι χωρίς τήν οὐσίαν καί οὗ ἡ ουσία». (Μεταφ. 991 1). Εἶναι ἀδύνατον νά χωρισθῆ ἡ οὐσία ἀπό ἐκεῖνο τοῦ ὁποίου εἶναι οὐσία, ἡ ἰδέα ἀπό τό ὄν τοῦ ὁποίου εἶναι ἰδέα, τό εἶδος ἀπό τό ὄν, ἡ μορφή ἀπό τήν ὕλη. Ὁ Πλάτων χώρισε αὐτά τά δύο στοιχεῖα καί μάταια διπλασιάζοντας, κατά τόν Ἀριστοτέλη, τόν κόσμο, ἔπλασε τόν κόσμο τῶν ἰδεῶν πλάϊ στόν κόσμο τῶν συγκεκριμένων ὄντων. Ὕστερα προσπάθησε βέβαια να συνδέση αὐτούς τούς δύο κόσμους με τη μ έ θ ε ξ η των όντων στην ἰδέα.


            Την κριτική πού ἀσκεῖ ὁ Ἀριστοτέλης στή θεωρία τῶν ἰδεῶν καί στή θεωρία τῆς μέθεξης, πού εἶναι ἀχώριστη ἀπό τήν πρώτη, τή συναντοῦμε σέ ὅλα του τά ἔργα, ἐπίμονη καί λεπτομερειακή. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς εἶναι ἡ ἀρνητική ἀφετηρία τῆς μεταφυσι­κῆς του. Τά κύρια ἐπιχειρήματα κατά τῆς ἰδέας στηρίζονται στό γε­γονός ὅτι ο Ἀριστοτέλης ἀντιλαμβάνεται τήν πλατωνικήν ἰδέα ὀντο­λογικά καί ὄχι γνωσιολογικά. Με αυτήν τή βάση εἶναι φυσικά ἀκα­τανόητο πῶς ἔχουμε ἰδέες, πού δέν ἔχουν γιά περιεχόμενο, ὅπως θά ἔπρεπε, μιά πραγματική οὐσία, ἀφοῦ τίς θέλουμε γιά οὐσίες, ἤ ἀντί­θετα, πῶς οἱ ἰδέες δέν εἶναι μόνον τά κατηγορήματα, ὅπως πάλι θά ἔπρεπε, ἀφοῦ αὐτά εἶναι πάντα γενικότερα ἀπέναντι τῶν ὑποκειμένων τῆς κρίσεως, (Μεταφ. 1003 α 7), πῶς ἀκόμη ἔχουμε ἰδέες γιά κάθε τι, πού μπορεῖ νά γίνει ἀντικείμενο ἐπιστήμης.(Μεταφ. 990 11—15). 

Εἶναι ἐπίσης ἀκατανόητο πῶς, ἐνῶ ἡ ἰδέα εἶναι οὐσία αὐθύπαρκτη, εἶναι μαζί καί γενική ἔννοια, πού έχει για περιεχόμενο πολλά καθ’ ἔκαστον. Ἀρκεῖ νά σκεφθῆ κανείς τό πρόβλημα τῆς οὐσίας τῶν ὄντων ὀντολογικά γιά νά δει τήν ἀναγκαιότητα τῆς ἀριστοτελικῆς ἀντίρρη­σης. «Ἅμα γάρ καθόλου τε ὡς οὐσίας ποιοῦσι τάς ἰδέας καί πάλιν χωριστάς καί τῶν καθ’ ἕκαστον». (Μεταφ. 1086α 32). Τό ἴδιο μπο­ρεῖ νά ποῦμε γιά τήν πολλαπλότητα τῶν ἰδεῶν πού διέπουν τό ἴδιο πραγματικό ἀντικείμενο. Ἄν ἡ ἰδέα εἶναι οὐσία, στήν ὀντολογικήν ὑφή τῆς λέξης αὐτῆς, πῶς μπορεῖ νά ὑπάρξει αὐτή ἡ πολλαπλότητα; Μια πολλαπλότητα πού κατά τό ἐπιχείρημα τοῦ τρίτου ἀνθρώπου γίνεται ἄπειρη, γιατί, ἄν ὁ Σωκράτης ἀναφέρεται στήν ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου, τότε, καί τῶν δυό τούτων ἐννοιῶν κοινό γενικό στοι­χείο εἶναι ἕνας τρίτος άνθρωπος. (Μεταφ. 999 α 2, 1031 29).

            Τό ἄν αὐτή ἡ ἑρμηνεία τῆς ἰδέας δικαιολογείται ἀπό τά πλα­τωνικά κείμενα, ἀπό ορισμένα τουλάχιστον, αὐτό δέν μπορεῖ ἐδῶ να συζητηθεί. Στήν ἀριστοτελικήν ἀντίκρουση τῆς ἰδέας πρέπει, γιά νά εἶναι δίκαιος κανείς, νά ἔχη ὑπ’ όψη, ὅτι συχνά δέν ἀντικρούεται ὁ Πλάτων ὁ ἴδιος, ἀλλά ἡ ἐξέλιξη τῆς πλατωνικῆς ἰδέας στήν Ἀκα­δημία ὕστερα ἀπό τό θάνατο τοῦ Πλάτωνος. Ἐμεῖς, τήν κρίση τοῦ Ἀριστοτέλη γιά τήν ἰδέα, τήν παίρνουμε ἐδῶ σάν κάτι δεδομένο, σάν ἀφετηρία πού μᾶς βοηθάει νά εἰσαχθοῦμε στή θετική μεταφυσική θεωρία του. Τά ἴδια πρέπει νά ἐπαναλάβωμε καί γιά τή θεωρία τῆς μέθεξης, γιά τήν ὁποία εἶναι ἀκόμη πιό αὐστηρός ὁ Ἀριστοτέλης. «Τό νά λέμε ὅτι τοῦτα (τα εἴδη) εἶναι παραδείγματα καί ὅτι τά ἄλλα μετέχουν τῶν εἰδῶν, αὐτά εἶναι κενολογίες καί ποιητικές μεταφορές». (Τό δέ λέγειν παραδείγματα αὐτά εἶναι καί μετέχειν αὐ­τῶν τἄλλα, κενολογεῖν ἐστί καί μεταφοράς λέγειν ποιητικάς). (Μεταφ. 991 α 20).

            Μια πού ἔτσι καί ἡ θέση τῶν δυό τούτων στοιχείων, πού ἀπαρτί­ζουν τήν ὁλότητα τοῦ κόσμου καί ἡ σχέση τους εἶναι διαφορετική ἀπό ὅ,τι τή δίδαξε ὁ Πλάτων, ἔργο τοῦ Ἀριστοτέλη εἶναι ἀπό αὐτό τό βασικό σημεῖο τῆς διαφωνίας νά ξεκινήσει γιά νά μᾶς δείξει, πῶς αὐτά τά δυό στοιχεῖα, ἀφοῦ δέν ὑπάρχουν χωριστά, μπορεῖ νά ὑπάρχουν μαζί καί ποιά εἶναι ἡ θέση τους καί ἡ σχέση τους σέ αὐτήν τήν συνύπαρξη. Αὐτό εἶναι τό βασικό πρόβλημα τῆς ἀριστοτε­λικῆς φιλοσοφίας. 

Απόσπασμα από το βιβλίο του Κων/νου Τσάτσου, η "Κοινωνική Φιλοσοφία των Αρχαίων Ελλήνων"

πηγή: Εκηβόλος


ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

$
0
0


Ο ανθρωπισμός είναι έννοια τόσο ατομική όσο και συλλογική. Αν και η ελευθερία των ανθρώπων να επιλέξουν τη δική τους πορεία είναι υψίστης σημασίας, οι ουμανιστικές αξίες αναγνωρίζουν την κοινωνική φύση του ανθρώπου και τη σημασία της σύνδεσης σε κοινότητες που βασίζονται στην κοινή ταυτότητα ή τα κοινά συμφέροντα. Αν και μοναχικές ιδιοφυΐες και οι επιχειρηματίες έχουν συμβάλει στην πρόοδο της ανθρωπότητας, τα μεγαλύτερα έργα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και πνευματικής επίτευξης έχουν υλοποιηθεί παρά μόνο με σύνδεση σε ένα κοινό πνεύμα.


Ωστόσο, ανθρωπισμός δε θα πει ισοπέδωση των ατόμων σε μία πολιτεία. Ο κάθε πολίτης έχει βέβαια δικαίωμα να ζήσει και ν’ αναπτύξει ελεύθερα τον εαυτό του μέσα στα όρια όπου επιβάλλουν σε όλους οι δεσμεύσεις για την ομαλή ομαδική συμβίωση ενός λαού και την προκοπή του! Να τον αναπτύξει μάλιστα σύμφωνα με το φυσικό του, ακατέργαστο, γιατί μόνο έτσι μπορεί και τον ψυχικό του κόσμο να δουλέψει βαθύτερα και στην πιο μεγάλη απόδοση να φτάσει! Από την άποψη δηλαδή του δικαιώματος για τη συντήρηση και στην ελεύθερη ανάπτυξη της υλικής και πνευματικής τους ζωής όλοι είναι ίσοι. Η ισότητα όμως αυτή δεν εξαφανίζει της διαφορές ανάμεσα στα άτομα, διαφορές ως προς την ψυχοσύσταση και ως προς τις ικανότητες και την δυναμικότητα του καθενός. Αναγκαία συνέπεια των διαφορών αυτών σε μια πολιτεία καλά οργανωμένη είναι ο καθένας να παίρνει μέσα σ’ αυτή τη θέση που του έχει ορίσει το φυσικό του και όχι η κοινωνική και οικονομική θέση του σπιτιού του, και στις ηγετικές θέσεις σε όλους τους κλάδους της δημόσιας ζωής ν’ ανεβαίνουν εκείνοι που πραγματικά αξίζουν γι’ αυτές. Συνέπεια δηλαδή είναι η σωστή ιεραρχία των προσωπικών αξιών, ιεραρχία που όχι μόνο αναγνωρίζει ο κάθε πολίτης, παρά θα βοηθά στο στήσιμό της[1].

Η δημοκρατία είναι μία έννοια βαθιά συνδεδεμένη με τον ανθρωπισμό. Η δημοκρατία προϋποθέτει το σεβασμό, τη συνεργασία, την ελευθερία να αποφασίζει το άτομο για το παρόν και το μέλλον του, να κρίνει και να διαμορφώνει τη στάση του χωρίς επιβολές. Μακριά από λογικές ατομισμού κι αποκλειστικής εξυπηρέτησης ατομικών συμφερόντων -κοινωνικών ή οικονομικών- η δημοκρατία αναγνωρίζει στο άτομο το δικαίωμα να βελτιώνεται και να συνεισφέρει με τις δυνάμεις του στη βελτίωση της ίδιας της κοινότητας. Κάθε έννοια ατομικής εξέλιξης σε βάρος των άλλων είναι και αντιδημοκρατική και απάνθρωπη.

Γιατί δημοκρατία σε τελική ανάλυση ως πολιτικό σύστημα διασφαλίζει την κοινωνική γαλήνη και ομαλότητα, την ατομική και κοινωνική πρόοδο, που είναι προϋποθέσεις του ανθρωπισμού. Μεταξύ των πολιτών υπάρχει συνεργασία και αλληλοσεβασμός· επιλύονται αρμονικά και ειρηνικά οι διαφορές, εφόσον η δημοκρατία στηρίζεται και ευνοεί το διάλογο. Προάγει την πνευματική και ηθική καλλιέργεια με ανθρωπιστικά ιδεώδη και προβάλλει τον άνθρωπο ως υπέρτατη αξία και το σεβασμό των δικαιωμάτων ως καθολικό τρόπο ζωής.

Η δημοκρατία, άλλωστε, δεν είναι απλώς ένα πολίτευμα, αλλά η ανθρωπιστική νοοτροπία και ο ουμανιστικός τρόπος ζωής. Και δίπλα σε τούτα η πολιτική συνείδηση, για την ενεργή και υπεύθυνη συμμετοχή στα κοινά προβλήματα και η κοινωνική αγωγή που εκδηλώνεται ακόμα και στα πιο ασήμαντα πράγματα της καθημερινής ζωής.

Κρίση στη δημοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο από την ανθρωπιστική κρίση. Αν η δημοκρατία αποτελεί την απόληξη του ανθρώπινου πολιτισμού[2], ο ανθρωπισμός αποτελεί την απόληξη της κοινωνικής μας συμπεριφοράς.

[1] Φ. Κ. Βώρου, Η Τεχνολογία, δημιούργημα του ανθρώπου, στην υπηρεσία του ανθρωπισμού και γενικότερα του Πολιτισμού, 2002 (στην ηλεκτρονική σελίδα www.voros.gr).
[2] Άγγελος Τερζάκης, Έλεγχος της δημοκρατικής ιδέας.

πηγή:: chldimos.blogspot

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΦΟΝ ΧΑΓΙΕΚ - Ο ΑΘΛΙΟΣ ΚΟΛΕΚΤΙΒΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑΣ

$
0
0
Ο κολεκτιβισμός και κάθε μορφή του δεν συνάδει με την δημοκρατία και καταργεί αυτονόητες πολιτικές και οικονομικές ελευθερίες σε μια κοινωνία. Το παράδειγμα της Βενεζουέλας είναι χαρακτηριστικό του στραγγαλισμού μιας υποτυπώδους αγοράς. Δημοκρατία χωρίς οικονομία οργανικής αγοράς δεν μπορεί να υπάρχει. Η πραγματική δημοκρατία προϋποθέτει ελεύθερους πολίτες που έχουν πρώτα εξασφαλίσει  την ιδιωτική αυτάρκεια και παράλληλα τη δυνατότητα να αυτοθεσμίζουν λειτουργίες της αγοράς, κάτι δηλαδή που προϋποθέτει μια αποκεντρωτική φιλοσοφία των κέντρων εξουσίας.  Ο κρατισμός και ο κολεκτιβισμός αποτελούν εμπόδια στην συγκρότηση μιας δημοκρατικής κοινωνίας με συνύπαρξη κοινοτικών και ιδιωτικών επιχειρήσεων. Είναι καλό να κρατήσουμε από την πολιτική παρακαταθήκη του Χάγιεκ την ουσιαστική συμβολή του στην διάκριση των προταγμάτων της οικονομικής ελευθερίας σε σχέση με τον καπιταλισμό. Μια ελεύθερη οικονομία δεν ταυτίζεται με τον καπιταλισμό, αλλά μόνο μία ατομικιστική σχεσιοκρατική δόμησή της παράγει το καπιταλιστικό μοντέλο που γνωρίζουμε.
  
Η κεντρική θέση του μεγαλουργήματος του Φρίντριχ φον Χάγιεκ «Ο Δρόμος προς τη Δουλεία» είναι ότι κάθε μορφή κολεκτιβισμού και κεντρικού σχεδιασμού που καταργεί ή ακυρώνει τους μηχανισμούς της αγοράς, οδηγεί νομοτελειακά σε ευρύτερους ελέγχους στην κοινωνία, με τελικό αποτέλεσμα την ολοκληρωτική απώλεια των ελευθεριών των πολιτών.
Το στοιχείο εκείνο του βιβλίου που προσωπικά θεωρούσα το πιο ενδιαφέρον είναι ότι δεν προσπαθούσε να εξηγήσει την έλευση του ολοκληρωτισμού ως μία συνομωσία ορισμένων «κακών» ανθρώπων, αλλά ως το νομοτελειακό αποτέλεσμα ενεργειών ανθρώπων που δρούσαν στη βάση των αγαθότερων κινήτρων. Με άλλα λόγια, το βιβλίο του Αυστριακού διανοητή θα μπορούσε να διαβασθεί ως μία οικονομοπολιτική ανάπτυξη της φράσης του Ντοστογιέφσκι «Ο δρόμος προς την Κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις».
Αφορμή για αυτές τις σκέψεις μού δίνουν ορισμένα πρόσφατα γεγονότα που συμβαίνουν στη Βενεζουέλα - μία χώρα που αποτελεί έμπνευση για ένα σημαντικό τμήμα της Αριστεράς στην Ελλάδα. Όπως είναι γνωστό, το καθεστώς της Βενεζουέλας έχει καθιερώσει επιδοτήσεις στα βασικά αγαθά (συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου) με αποτέλεσμα οι τιμές των αγαθών αυτών να βρίσκονται σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από εκείνα στα οποία θα είχαν φτάσει, αν οι τιμές ήταν το αποτέλεσμα των ελεύθερων συνδιαλλαγών της αγοράς.
Φυσικά οι επιδοτήσεις και η συνεπαγόμενη ακύρωση των μηχανισμών της αγοράς είναι το αποτέλεσμα μιας πολιτικής που πιθανότατα βασίζεται στις καλύτερες των προθέσεων: Να γίνουν αυτά τα αγαθά φτηνότερα για τους φτωχούς. Όμως όπως δείχνουν οι εξελίξεις, οι συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι οι ακριβώς αντίθετες: Άδεια ράφια, πλουτισμός των λαθρεμπόρων και η υιοθέτηση μέτρων που περιορίζουν τις ελευθερίες των πολιτών.
Οι τεχνητά (λόγω επιδοτήσεων) χαμηλές τιμές στη Βενεζουέλα έχουν ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ενός τεράστιου λαθρεμπορίου, με φτηνά αγαθά να εξάγονται παράνομα προς τη γειτονική Κολομβία όπου οι τιμές δεν επιδοτούνται και συνεπώς είναι ακριβότερες. Υπολογίζεται έτσι ότι το 40% των επιδοτούμενων αγαθών της Βενεζουέλας εξάγεται στην Κολομβία (το πιο σημαντικό τμήμα του λαθρεμπορίου αφορά το πετρέλαιο). Παράλληλα, τα ράφια στα σούπερ μάρκετ της Βενεζουέλας είναι άδεια καθώς τα επιδοτούμενα αγαθά διοχετεύονται στο λαθρεμπόριο. Προκειμένου να καταπολεμήσει το λαθρεμπόριο η κυβέρνηση της Βενεζουέλας στρατιωτικοποίησε τα σύνορα με κινητοποίηση στρατιωτικών μονάδων που προσπαθούν να συλλάβουν τους λαθρέμπορους. Στις επιχειρήσεις μετέχουν 17.000 στρατιώτες και τα σύνορα κλείνουν το βράδυ, με αποτέλεσμα τεράστιες καθυστερήσεις και ουρές φορτηγών στα σύνορα.
Πριν λίγες μέρες, η κυβέρνηση προχώρησε σε ένα πολύ σημαντικό για τα δικαιώματα των πολιτών μέτρα. Έτσι, ο πρόεδρος της χώρας, Νικόλα Μαντούρο, ανακοίνωσε ότι εφεξής θα παίρνονται τα δακτυλικά αποτυπώματα (!) όλων όσων ψωνίζουν στα σούπερ μάρκετ προκειμένου να εμποδιστεί η αγορά από ορισμένους «υπερβολικών» ποσοτήτων που πιθανώς θα χρησιμοποιηθούν στο λαθρεμπόριο. Φυσικά το μέτρο της λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων οδήγησε σε άμεσες αντιδράσεις  στο εσωτερικό της χώρας, καθόσον κρίνεται δικαιολογημένα ότι ένα τέτοιο μέτρο παραβιάζει βασικές ελευθερίες του πολίτη που σχετίζονται με την ιδιωτική του ζωή.

Όπως λοιπόν είχε ακριβώς προβλέψει ο Χάγιεκ, η υποκατάσταση των αυτοματισμών της αγοράς με συνειδητό σχεδιασμό οδηγεί, ανεξάρτητα των προθέσεων, σε παρενέργειες που απαιτούν την εφαρμογή ελέγχων που με τη σειρά τους οδηγούν σε νέες παρενέργειες, με νέους ελέγχους κ.ο.κ - με το τέλος να βρίσκεται στον ολοκληρωτικό έλεγχο της κοινωνίας.
ένα άρθρο των πρωταγωνιστώ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΑΜΕΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΣ

$
0
0
Η Φωτό Μου

[ Η άμεση δημοκρατία δεν έχει καμιά σχέση με τον κομμουνισμό. Ο δρ. φιλοσοφίας Γιώργος Οικονόμου αναλύει παραδειγματικά με επιχειρήματα τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ της άμεσης δημοκρατίας και του κομμουνισμού. Ο κομμουνισμός προωθεί μια κολεκτιβιστική θεώρηση της κοινωνίας που καταργεί αυτονόητες πολιτικές ατομικές ελευθερίες, σε αντίθεση με την άμεση δημοκρατία που προωθεί την πραγματική ελευθερία. ]

Aπό τις 25 Μαΐου 2011, που άρχισαν οι συγκεντρώσεις και οι συνελεύσεις στις πλατείες της χώρας και ιδιαιτέρως στην πλατεία Συντάγματος με αίτημα την  άμεση δημοκρατία, γράφτηκαν και ειπώθηκαν για την τελευταία τόσα όσα δεν είχαν γραφεί από συστάσεως νεοελληνικού κράτους. Γέμισαν ξαφνικά τα ΜΜΕ και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης από «ειδήμονες» και «ερμηνευτές» της άμεσης δημοκρατίας. Οι περισσότεροι δεν είχαν γράψει πριν κάτι σχετικό ούτε τους είχε απασχολήσει ποτέ το ζήτημα ή είχαν εκφρασθεί αρνητικά. όμως επειδή η άμεση δημοκρατία βρέθηκε στην επικαιρότητα αναγκάσθηκαν να γράψουν γι’ αυτήν. Αρκετά από αυτά ήταν διαστρεβλωτικά, απαξιωτικά, γεμάτα παρερμηνείες, προέρχονταν δε και από τον αριστερό χώρο.

Περιεχόμενο της δημοκρατίας

Μία μερίδα της Αριστεράς θεωρεί πως η αθηναϊκή πολιτεία του 5ου –4ουαιώνα π.Χ. δεν ήταν δημοκρατία επειδή υπήρχαν τάξεις, επειδή ήταν ταξική κοινωνία. Η αλήθεια είναι πως μέχρι σήμερα όλες οι κοινωνίες ήταν ταξικές, όμως είχαν διαφοροποιήσεις στα πολιτεύματά τους, στις αξίες, στον πολιτισμό και στην αντιμετώπιση των μελών τους. Πράγματι, ταξικές κοινωνίες ήταν οι αρχαίες τυραννίδες, ολιγαρχίες, βασιλείες και αριστοκρατίες, οι φεουδαρχίες και οι απολυταρχίες, τα στρατιωτικά δικτατορικά καθεστώτα, τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα, τα δικτατορικά των ανατολικών «σοσιαλιστικών» κρατών, τα μουσουλμανικά αραβικά καθεστώτα και τα ολοκληρωτικά (φασισμός, ναζισμός, σταλινισμός). Όλα αυτά όμως δεν ταυτίζονται ούτε μπαίνουν στην ίδια κατηγορία, και φυσικά έχει μεγάλη σημασία και διαφορά αν ζεις υπό ολοκληρωτικό ή κοινοβουλευτικό καθεστώς. Aυτή η αριστερή αντίληψη ισοπεδώνει τα πολιτεύματα και τις κοινωνίες, δεν βλέπει τις μεγάλες ή ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους, στο όνομα τής, κατά τον Μαρξ, «αναπόφευκτης» αταξικής κοινωνίας.

Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται πως η άμεση δημοκρατία δεν δύναται να υπάρξει εάν δεν καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, εάν δεν καταργηθούν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, εάν δεν εγκαθιδρυθεί ο «σοσιαλισμός», ο «κομμουνισμός» και η αταξική κοινωνία. Έτσι στην αντίληψη αυτή η άμεση δημοκρατία ταυτίζεται με την «κατάργηση της εργατικής τάξης και της μισθωτής εργασίας», με τον «κομμουνισμό». Είναι εμφανές πως αυτά απηχούν μαρξιστικούς και κομμουνιστικούς χώρους, επαναλαμβάνουν τα παλαιά απαξιωμένα ιδεολογήματα, προσπαθώντας να τα ανανεώσουν υπό νέα μορφή, αυτή της άμεσης δημοκρατίας.

Μία πρώτη απάντηση στην άποψη αυτή είναι πως εκεί που η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αντικαταστάθηκε από την κρατική και κομματική ιδιοκτησία δημιουργήθηκαν δικτατορικά και ανελεύθερα καθεστώτα, ακριβώς για να εξασφαλίσουν την μονοκομματική γραφειοκρατική εξουσία (πρώην ανατολικές δικτατορίες γνωστές με τα ονόματα των «λαϊκών δημοκρατιών», των «σοσιαλιστικών» ή «κομμουνιστικών» καθεστώτων, που ακόμη και σήμερα διάφοροι αριστεροί αποκαλούν με τον άστοχο όρο «υπαρκτό σοσιαλισμό»). Δεν υπήρξε πουθενά και ποτέ, έστω για δείγμα, ένα σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό καθεστώς, με ελευθερίες, δικαιώματα, εκλογές κ.λπ. Συνεπώς τα ζητήματα της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας και της εγκαθίδρυσης του «κομμουνισμού» δεν είναι τόσο απλά και αυτονόητα όσο θεωρούνται από ορισμένους, γι‘ αυτό ακριβώς χρειάζεται εξαντλητική και ουσιαστική ενημέρωση, ελεύθερη συζήτηση, δημόσια διαβούλευση και αβίαστη απόφαση του συνόλου της κοινωνίας. Ο σκοπός είναι η πειθώ και η αυξημένη πλειοψηφία. Αυτές οι προϋποθέσεις μπορούν να υπάρξουν μόνο σε μία αμεσοδημοκρατική κοινωνία.   

Έτσι ερχόμαστε στο επόμενο επιχείρημα κατά της ταύτισης άμεσης δημοκρατίας και κομμουνισμού, που έχει σχέση με το θέμα της προτεραιότητας μεταξύ των δύο. Το περιεχόμενο της άμεσης δημοκρατίας δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων, από αυθαίρετες προσωπικές προθέσεις και επιθυμίες, διότι ο προκαθορισμός αυτός αντίκειται προς τη βασική αρχή του αυτοκαθορισμού. Επί πλέον η άμεση δημοκρατία δεν προκύπτει από κάποια ιστορική, οικονομική, φυσική ή ανθρωπολογική αναγκαιότητα. δεν απορρέει από κάποιους αντικειμενικούς νόμους, ιστορικούς  ή κοινωνικούς ή από κάποια άλλη τελεολογία. δεν είναι εγγεγραμμένη στα ανθρώπινα γονίδια ούτε στη φύση. Είναι ανθρώπινο δημιούργημα και κοινωνική δυνατότητα. Οπότε και η πολιτική συμμετοχή δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου φυσικού ενστίκτου ή ειδολογικού χαρακτηριστικού, αλλά κάτι που αποκτάται με θέληση και αγώνα, κάτι στο οποίο (αυτο)εκπαιδεύεται κανείς.
Όπως το ιστορικό και εννοιολογικό της πλαίσιο υποδηλώνει, η δημοκρατία είναι πρωτίστως η αυτοκυβέρνηση των ανθρώπων, η κατάργηση του διαχωρισμού τους σε κυβερνήτες και υπηκόους, σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Είναι η άμεση συμμετοχή όλων των πολιτών σε όλες τις μορφές εξουσίας, χωρίς αντιπροσώπους και κόμματα, συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην απονομή του δικαίου και στον έλεγχο της εξουσίας. Στην άμεση δημοκρατία όλα τα ζητήματα είναι αντικείμενα δημόσιας διαβούλευσης και συλλογικής απόφασης από την κοινωνία. Προαπαιτούμενο για την συζήτησή τους είναι η συγκρότηση ενός ουσιαστικού δημοσίου χώρου, όπου οι πολίτες με ανοικτές συνελεύσεις θα ενημερώνονται, θα συζητούν και θα αποφασίζουν για το μέλλον τους.

Προηγείται λοιπόν η εγκαθίδρυση της άμεσης δημοκρατίας, η πολιτική ισότητα, και έπεται η συζήτηση περί οικονομικής ή κοινωνικής ισότητας. Η άμεση δημοκρατία δεν είναι οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς, αλλά πρωτίστως πολιτικό και βεβαίως ανοικτό σε μετέπειτα προτάσεις. Hπροτεραιότητα ανήκει στην πολιτική και όχι στην οικονομία. Το αντίστροφο οδηγεί στον μαρξιστικό οικονομισμό στον οποίο είναι εγλωβισμένη η Αριστερά. Έτσι ο «κομμουνισμός» και η «κατάργηση της εργατικής τάξης και της μισθωτής εργασίας» δεν μπορεί να είναι προαποφασισμένα θεωρητικά ζητήματα από διανοουμένους, «ειδικούς» και κομματικές μειοψηφίες, που θα θελήσουν να τα επιβάλλουν με τον οποιονδήποτε βίαιο τρόπο, χωρίς τη συγκατάθεση της κοινωνίας, όπως έγινε στο παρελθόν στις πρώην ολοκληρωτικές «σοσιαλιστικές» και «κομμουνιστικές» χώρες με τα γνωστά οικτρά αποτελέσματα. Είναι μετα-δημοκρατικά ζητήματα και, όπως όλα, εκφράζονται και υλοποιούνται σε ένα πλαίσιο θεσμών και νόμων, με τους οποίους λειτουργεί και τους οποίους εγκαθιδρύει η ίδια η αμεσοδημοκρατική κοινωνία.[1]

Η άμεση δημοκρατία δεν έχει κανένα πρότυπο και μοντέλο ούτε οποιοδήποτε συγκεκριμένο, καθορισμένο και δεσμευτικό εκ των προτέρων περιεχόμενο, άρα ούτε τον «σοσιαλισμό», τον «κομμουνισμό» ή την «αταξική κοινωνία». Πολύ περισσότερο ουδεμία σχέση έχει με την περιβόητη «δικτατορία του προλεταριάτου» (ή τη δικτατορία του «προλεταριακού κόμματος») που ήταν και είναι καταστατική αρχή του μαρξισμού, του κομμουνισμού, του λενινισμού, του σταλινισμού, του μαοϊσμού. Αυτές οι διακηρύξεις βρίσκονται στον αντίποδα της άμεσης δημοκρατίας και της αυτοκυβέρνησης, διότι ευνοούν την αντιπροσώπευση, το κόμμα, τη γραφειοκρατία, την κάθετη ιεραρχική οργάνωση, τον διαχωρισμό σε «ειδικούς» και μη ειδικούς, σε αυτούς «που ξέρουν» και αυτούς που «δεν ξέρουν», σε κομματικούς γραφειοκράτες και εκτελεστές. Γι’ αυτό  οι διακηρύξεις περί «σοσιαλισμού» και «κομμουνισμού» αποτελούν συνθήματα των αποτυχημένων σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, των τροτσκιστικών, σταλινικών, μαοϊκών αποκομμάτων και κάποιων μαρξιστών διανοουμένων.

Τρίτο επιχείρημα: ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός δεν είχαν ποτέ καλές σχέσεις με την άμεση δημοκρατία, όχι μόνο στο πρακτικό επίπεδο των θεσμών αλλά και στο θεωρητικό. Η αδυναμία ή η άρνηση να ενσωματωθεί η άμεση δημοκρατία στη σκέψη της Αριστεράς έχει τις ρίζες στους ιδρυτές του κομμουνισμού, τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οι οποίοι στο καταγωγικό ιδεολογικό κείμενό τους, στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος(1848)ουδόλως ασχολούνται με τη δημοκρατία, ούτε άλλωστε και στα μεταγενέστερα έργα τους.[2] Αλλά και οι μετέπειτα μαρξιστές συγγραφείς, όπως ο Λούκατς, ο Γκράμσι ή οι στοχαστές της Σχολής της Φραγκφούρτης, δεν μπόρεσαν να διατυπώσουν μία θεωρία δημοκρατίας.[3] Μάλιστα οHabermas, νεώτερος απόγονος της τελευταίας, κατέληξε υποστηρικτής του φιλελευθερισμού και του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος το οποίο εκλαμβάνει ως δημοκρατία.[4] Η ίδια απουσία της δημοκρατίας διαπιστώνεται και στους στοχαστές της γαλλικής μαρξιστικής σχολής του Αλτουσέρ, στην οποία ανήκαν ο Μπαλιμπάρ και ο Ρανσιέρ, που, ανανήψαντες εν μέρει, προσπαθούν τελευταίως να συλλαβίσουν με δυσκολία το εγχειρίδιο της δημοκρατίας. Από την πλευρά τους ο Μπαντιού και ο Ζίζεκ είναι μίλια μακρυά, γοητευμένοι από τα ιδεώδη του κομμουνισμού και του σταλινισμού.

Το αρνητικό των σημερινών υποστηρικτών της κομμουνιστικής ιδεολογίας είναι το ότι δεν διευκρινίζουν πώς θα πραγματοποιηθούν ο «σοσιαλισμός», ο «κομμουνισμός» και η «αταξική κοινωνία». Τουλάχιστον τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα εξηγούσαν πως θα γίνουν αυτά: με την «προλεταριακή επανάσταση» υπό την καθοδήγηση της «επαναστατικής πρωτοπορίας» που εκφράζεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, με την εγκαθίδρυση σε πρώτο στάδιο της «δικτατορίας του προλεταριάτου», του «σοσιαλισμού», με απώτερο στόχο τον «κομμουνισμό» και την «αταξική κοινωνία». Οι σχετικές συνταγές αποτυχίας υπάρχουν στα βιβλία του Λένιν, του Τρότσκι, του Μάο κ.ἀ. Αυτά όλα όμως σήμαιναν την πρωτοκαθεδρία του κόμματος και της δογματικής θεωρίας, άρα την απουσία της πολιτικής και της κοινωνίας, τα οποία είναι οι πυλώνες του δημοκρατικού προτάγματος.
  
Ένα άλλο επιχείρημα είναι πως ο κομμουνισμός και ο σοσιαλισμός δεν υπήρξαν προτάγματα της κοινωνίας, αλλά κοινωνικών και πολιτικών μειοψηφιών που εκφράζονταν συνήθως από τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Ως μειοψηφίες κατέλαβαν στρατιωτικώς με εμφύλιο ή πραξικοπηματικώς την εξουσία, δίνοντας δια της προπαγάνδας την εντύπωση πως ήταν πλειοψηφίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι πρώην ανατολικοευρωπαϊκές και ασιατικές δικτατορίες των Κομμουνιστικών Κομμάτων, οι λεγόμενες «λαϊκές δημοκρατίες», βασισμένες στην ανελευθερία, στην ανισότητα και σε αντιδημοκρατικές πρακτικές. Επειδή ακριβώς ήταν μειοψηφίες επέβαλαν τις δικτατορίες για να επιβιώσουν και να συντηρηθούν. Εναπομείναντα δείγματα είναι η Κούβα, η Κίνα και η Β. Κορέα. Όπως, λοιπόν, έδειξε η Ιστορία και οι εμπράγματες μορφές τους, τα προτάγματα του μαρξιστικού σοσιαλισμού και κομμουνισμού συνεισέφεραν, στην εγκαθίδρυση και εδραίωση του αυταρχισμού και της ετερονομίας. Συνεπώς δεν μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάδυση του προτάγματος της αυτονομίας.

Αυτό μας οδηγεί στο πέμπτο επιχείρημα εναντίον της ταύτισης άμεσης δημοκρατίας και κομμουνισμού. Το πρόταγμα της αυτονομίας,  όταν αναδύθηκε, δεν είχε ως πρόταση τον κομμουνισμό και την αταξική κοινωνία Είχε πρωτίστως την απελευθέρωση από κατεστημένες αυταρχικές κοσμικές και θρησκευτικές εξουσίες, την κατοχύρωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ατομικών ελευθεριών, την απαίτηση ελευθερίας, δικαιοσύνης, ισότητας και δημοκρατίας, και οδήγησε σε πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές κατακτήσεις. Όλες σχεδόν οι γνήσιες εξεγέρσεις και επαναστάσεις που έγιναν στην Ιστορία στηρίχθηκαν στην άμεση συμμετοχή των ανθρώπων, στον αυτοκαθορισμό και την αυτοοργάνωσή τους: αγγλική επανάσταση του 1688, συνελεύσεις πολιτών στην αμερικανική επανάσταση του 1776, sections de Paris στην γαλλική επανάσταση του 1789, τα σοβιέτ το 1905 και το 1917 (πριν την εξουδετέρωσή τους από τον Λένιν και τους μπολσεβίκους), τα εργατικά συμβούλια στην Ισπανία του 1936, η ουγγρική εξέγερση το 1956, τα κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας του ’60 σε όλο σχεδόν τον δυτικό κόσμο και κυρίως ο Μάης του ’68 στη Γαλλία.[5] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εργατικό κίνημα στις απαρχές του, που είχε ως στόχους τις ιδέες του μετασχηματισμού της κοινωνίας και της αυτοκυβέρνησης των παραγωγών, όπως συναντώνται λ.χ. στις εφημερίδες και στην οργάνωση των Άγγλων εργατών από το 1810 ως το 1840, δηλαδή πολύ πριν από την εμφάνιση του Μαρξ και την ιδέα του κομμουνισμού.

Όσον αφορά στην Ελλάδα μπορούμε να πούμε πως το πρόταγμα της αυτονομίας ανεφάνη δύο μόνο φορές: την πρώτη με το  αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα της περιόδου 1972-73 με κορύφωση την εξέγερση και την κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο 1973[6] και τη δεύτερη με το κίνημα στις πλατείες το 2011 για την άμεση δημοκρατία.[7] Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που διακατείχε τα άτομα που συμμετείχαν ήταν η επιδίωξη της ελευθερίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Σε καμία περίπτωση δεν τέθηκε το θέμα του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού και της αταξικής κοινωνίας. Αντιθέτως, το εμπνεόμενο από το ΚΚΕ και άλλες παρεμφερείς οργανώσεις κίνημα του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ (1942-45), δεν είχε καμία σχέση με την αυτονομία και τη δημοκρατία. Από την αρχή μέχρι το τέλος ήταν ένα γραφειοκρατικό, ελεγχόμενο από τα πάνω, κίνημα που είχε ως στόχο, εκτός βεβαίως του αγώνα κατά των ναζί κατακτητών, την εγκαθίδρυση ανελεύθερου καθεστώτος παρόμοιο με αυτό των ανατολικών κομμουνιστικών δικτατοριών («λαοκρατία»), υπό την καθοδήγηση του ΚΚΕ, όπως απέδειξε και η πραξικοπηματική προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας τον Δεκέμβριο του 1944 και ο μετέπειτα εμφύλιος του 1946-49.[8]

Εκλεκτό παράδειγμα άμεσης δημοκρατίας είναι η αθηναϊκή του 5ου-4ουπ.Χ. αιώνα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτή εκλαμβάνεται ως πρότυπο ή μοντέλο, ως ιδανική και παραδείσια κατάσταση. Αναφέρεται για το γεγονός πως ήταν το μόνο «παράδειγμα» άμεσης δημοκρατίας που είχε ζωή δύο περίπου αιώνων και έδωσε θεσμούς, έννοιες, επιχειρήματα και σημαντικό πολιτισμό, τα οποία αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη για την ανθρωπότητα. Ο αθηναϊκός δήμος δεν κατάργησε το οικονομικο-κοινωνικό σύστημα της εποχής, έλαβε όμως σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα για τα κατώτερα στρώματα, φορολογώντας μόνο τα ανώτερα. Όλες σχεδόν οι άλλες προσπάθειες απέτυχαν να εγκαθιδρύσουν καθεστώς άμεσης δημοκρατίας, είτε από δικές τους αδυναμίες, είτε από την άγρια καταστολή της εξουσίας, είτε και από τα δύο μαζί. Αποτελούν εν τούτοις συμβολές στο πρόταγμα της αυτονομίας, αφού ανέδειξαν τον αμεσοδημοκρατικό αντιγραφειοκρατικό τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας και έδωσαν μορφές που συνέβαλαν στην εξέλιξη της ανθρώπινης αυτογνωσίας και ελευθερίας. Ταυτοχρόνως όμως συνιστούν και αρνητικά παραδείγματα για τον τρόπο εφαρμογής των ιδεών τους, άρα η μελέτη τους είναι απαραίτητη για μελλοντικές κινήσεις.[9]
Τέλος, οι στοχαστές που ασχολήθηκαν με την άμεση δημοκρατία και ανέδειξαν τις αρχές της δεν έθεσαν ποτέ ως περιεχόμενό της τον «σοσιαλισμό» ή τον «κομμουνισμό»: από την αρχαία εποχή οι φιλόσοφοι Πρωταγόρας, Δημόκριτος και Αριστοτέλης, πολιτικοί όπως ο Περικλής, ο Δημοσθένης, ο Λυκούργος, έως την νεώτερη εποχή ο Σπινόζα και ο Ρουσσώ, και τη σύγχρονη η Άρεντ και ο Καστοριάδης.

Συνεπώς η αντίληψη που ταυτίζει την άμεση δημοκρατία και τον «κομμουνισμό», είναι πολύ προβληματική. Εκφράζεται δε από μία Αριστερά η οποία, υπό το βάρος τόσο της παταγώδους αποτυχίας των κομμουνιστικών καθεστώτων και των μαρξιστικών ιδεολογιών όσο και του ρεύματος εσχάτως υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, αναγκάζεται να επιχειρήσει την οικειοποίηση του ρεύματος αυτού για λογαριασμό της.Προσπαθεί έτσι να βρίσκεται στην επικαιρότητα ή στη μόδα, να προσελκύσει ψηφοφόρους και επί πλέον να καλύψει το μεγάλο κενό τής θεωρητικής της ένδειας. Πρόκειται δηλαδή για παλαιά δοκιμασμένη τακτική, και με χεγκελιανή ορολογία, για «πανουργία του αριστερού λόγου».

Εάν όμως η συζήτηση απογαλακτισθεί από κομματικούς, μαρξιστικούς ιδεολογικούς και τελεολογικούς όρους, μπορεί να βρει το σωστό πολιτικό της πλαίσιο. Η πολιτική ισότητα εξαρτάται οπωσδήποτε από την οικονομική, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει παρά με την κοινωνικοποίηση των σημαντικών τουλάχιστον τομέων της παραγωγής. Εν προκειμένω κοινωνικοποίηση σημαίνει τη συλλογική διαχείριση της παραγωγής από τους ίδιους τους παραγωγούς, όχι από κόμματα, συνδικαλιστές και γραφειοκράτες. Το πώς όμως θα γίνει αυτό μένει να διερευνηθεί. Περαιτέρω μπορούν να προταθούν η αύξηση του ελεύθερου χρόνου, η υπέρβαση του καταναλωτισμού και της καταναλωτικής ιδεολογίας, η απο-ανάπτυξη, η ανατροπή της κυρίαρχης σημασίας της διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης, της προτεραιότητας της οικονομίας και του κέρδους. Αυτά σχετίζονται με την οικονομική ισότητα, την ισότητα μισθών, εισοδημάτων, τα οποία όμως προϋποθέτουν μία δημοκρατική κοινωνία για τη συζήτησή τους, όπως προανέφερα.
                              
Τα παραπάνω εκτεθέντα δεν σημαίνουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο ότι συνηγορούν υπέρ μιας φορμαλιστικής ή διαδικασιοκρατικής αντίληψης περί δημοκρατίας. Δεν αγνοούν δηλαδή το θετικό ή ουσιαστικό περιεχόμενό της, όπως τουλάχιστον εκτίθεται από την πλευρά της ίδιας της αθηναϊκής δημοκρατίας στον εξαίρετο «Επιτάφιο» του Περικλή: Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ’ ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας. (Ζούμε εμφορούμενοι από τον έρωτα του κάλλους και της σοφίας). Συμπληρώνεται δε με τον έρωτα της ελευθερίας και του κοινού αγαθού, του δημοσίου συμφέροντος. Το περιεχόμενο αυτό, καθορίζει και οριοθετεί επίσης το αντικείμενο της πολιτικής θέσμισης στη δημοκρατική πολιτεία.[10]  Περιεχόμενο της άμεσης δημοκρατίας είναι επίσης η ισότητα, η δικαιοσύνη, τα δικαιώματα, οι ατομικές ελευθερίες, η εξατομίκευση, η αυτοδιαχείριση, η αλληλεγγύη. Επίσης, ο ενδελεχής και ουσιαστικός έλεγχος κάθε εξουσίας από τον δήμο, ο απολογισμός των αξιωματούχων και η ανά πάσα στιγμή ανακλητότητά τους, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την πάταξη της διαφθοράς, άρα για την συνύπαρξη πολιτικής και ηθικής που τόσο διατυμπανίζεται από τους σύγχρονους ηθικολόγους και ηθικούς φιλοσόφους. Ιδού λοιπόν τα ηθικά, πολιτικά και ανθρωπιστικά περιεχόμενα της άμεσης δημοκρατίας - το αξιακό περιεχόμενό της, το οποίο δύναται να εξασφαλισθεί μόνο από τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.

πηγή: http://oikonomouyorgos.blogspot.gr/

 

Viewing all 939 articles
Browse latest View live