Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

Ο ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ ΚΑΙ Η ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

$
0
0
















Παρθενών (447-432 π.Χ.)

Ο μεγάλος ναός της Αθηνάς Παρθένου, της προστάτιδος της Αθήνας, δεσπόζει στην κορυφή του λόφου της Ακροπόλεως. Αρχικά ονομαζόταν «εκατόμπεδος νεώς» (είχε μήκος 100 αττικών ποδών) ή απλώς «νεώς» (570-566 π.Χ.)· ο όρος ‘εκατόμπεδος’ αναφερόταν κυρίως στο κεντρικό τμήμα του ναού, όπου βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, γι’ αυτό και ο ναός απεκαλείτο επίσης «Παρθενών» (οίκος της Παρθένου). Από τα χρόνια του Δημοσθένους και εξής η ονομασία «Παρθενών» δήλωνε ολόκληρο το ναϊκό οικοδόμημα.


Ήδη μετά τη νίκη επί των Περσών στο Μαραθώνα το 490 π.Χ. είχε αρχίσει η ανέγερση ενός μεγάλου εξάστυλου ναού προς τιμήν της θεάς, του λεγόμενου Προ-Παρθενώνος, ο οποίος έμεινε ημιτελής και κατεδαφίσθηκε από τους Πέρσες. Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι του Προ-Παρθενώνος προϋπήρξε μέσα στον 6ο αι π.Χ. ένας πώρινος Πρωταρχικός ναός, ο “Urparthenon” ή «παππούς του Παρθενώνος», όμως κάποια από τα λείψανα που του έχουν αποδοθεί ίσως να ανήκαν στον παρακείμενο «αρχαίο νεώ» της Αθηνάς. Ο αρχαϊκός αυτός πρόδρομος του κλασσικού Παρθενώνος, που ανάγεται στα χρόνια των Πεισιστρατιδών (περ. 520 π.Χ.), ήταν δωρικός περίπτερος ναός (κιονοστοιχία 6x12), με σχεδόν τετράγωνο σηκό στα ανατολικά και έναν αντίστοιχο μικρότερο χώρο προς τα δυτικά, προς τον οποίο ανοίγονταν δύο διαδοχικά δωμάτια. Πάνω από τις στενές πλευρές του σηκού το κτίριο περιέτρεχε ανάγλυφη ιωνική ζωφόρος. Τα αετώματα ήταν καμωμένα από παριανό μάρμαρο· στο δυτικό λιοντάρια επιτίθενται σε ταύρο, ενώ στο ανατολικό εικονιζόταν το προσφιλές στους Αθηναίους θέμα της Γιγαντομαχίας. Κατά μία άλλη άποψη, στην ίδια θέση προηγήθηκε ακόμη ένας, αρχαιότερος του “Urparthenon” ναός στα τέλη του 7ου ή στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., θεωρία που παραμένει αναπόδεικτη.

Ο Παρθενών ήταν το πρώτο και το πιο σημαντικό από τα κτίρια που ανοικοδόμησαν οι Αθηναίοι έπειτα από τις καταστρεπτικές συνέπειες της περσικής εισβολής του 480 π.Χ. στην Αθήνα και αποτέλεσε το συμβολικό και ουσιαστικό επίκεντρο του μεγαλεπήβολου οικοδομικού προγράμματος που εφαρμόσθηκε στην πόλη με πρωτοβουλία του Περικλέους. Η οικοδόμηση του ναού ξεκίνησε το 447 π.Χ. από τους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη, υπό τη γενική εποπτεία του Φειδίου. Ο ναός με το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς εγκαινιάσθηκε εννέα χρόνια αργότερα, το 438 π.Χ., ενώ οι εργασίες στον γλυπτό διάκοσμο συνεχίστηκαν έως το 432 π.Χ..

Ο Παρθενών ήταν κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από λευκό πεντελικό μάρμαρο, με θεμελίωση από πωρόλιθο και ξύλινη οροφή με μαρμάρινη στέγη. Είναι δωρικός περίπτερος, διπλός «εν παραστάσι» αμφιπρόστυλος ναός με περιμετρική κιονοστοιχία 8x17 κιόνων (μήκος : πλάτος = 9 : 4, ύψος : πλάτος = 4 : 9). Η διάρθρωσή της δομής του είναι χαρακτηριστική: αποτελείται από α) τον πρόδομο («πρόνεως» ή «προνήιον»), μία αβαθή στοά με 6 δωρικούς κίονες που συνδέονταν μεταξύ τους με παραστάδες και κιγκλιδώματα, σχηματίζοντας τελείως κλειστούς χώρους για την φύλαξη των αναθημάτων. β) τον κυρίως ναό ή σηκό, που διαιρείται εσωτερικά σε τρία τμήματα-κλίτη (με το μεσαίο ιδιαιτέρως ευρύ και τα δύο πλαϊνά στενότερα) με δίτονη (διόρωφη) εσωτερική δωρική κιονοστοιχία σχήματος Π. Ο ιδιαιτέρως ανεπτυγμένος σηκός ήταν η κύρια αιτία μείωσης του πλάτους των πτερών του ναού. Στο βάθος του σηκού, όπου έμπαινε κανείς μέσω εξαιρετικά κοσμημένης μεγάλης θύρας, στεγαζόταν το λατρευτικό χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, το οποίο πακτωνόταν σε οπή στο κέντρο του χώρου. Στα χρόνια του Παυσανίου βρισκόταν μπροστά από το άγαλμα δεξαμενή νερού, η οποία μάλλον προστέθηκε σε μεταγενέστερη φάση, ύστερα από πυρκαγιά, προκειμένου να διατηρήσει τα κατάλληλα ποσοστά υγρασίας για την συντήρηση του ελεφαντοστού.

Σημάδια επισκευής του ναού εντοπίζονται τον 2ο ή τον 4ο αι. μ.Χ. γ) τον κλειστό με δρύφρακτα οπισθόδομο, ως προέκταση του οποίου μπορεί να νοηθεί ο οπισθόναος, ο οποίος δεν επικοινωνούσε με τον κυρίως ναό. Εκεί φυλάσσονταν τα χρήματα του συμμαχικού ταμείου της Α΄ Αθηναϊκής ή Δηλιακής Συμμαχίας, τα τελετουργικά σκεύη για τη λατρεία της Αθηνάς, καθώς και πληθώρα αναθημάτων και πολύτιμων υλικών, μέρος των οποίων εκποιήθηκαν στις δύσκολες ώρες του Πελοποννησιακού Πολέμου· πολλά εξ αυτών αντικαταστάθηκαν αργότερα επί Λυκούργου (γ΄ τρίτο 4ου αι. π.Χ). Τέλος, στο βόρειο πτερό υπήρχε ναΐσκος σε σχήμα απλού οίκου, που φιλοξενούσε κάποιο παλιό ξόανο (ίσως το Παλλάδιο, δηλ. το ξόανο της Αθηνάς που είχε μεταφερθεί από την Τροία στην Αθήνα και εικονίζεται σε μία από τις μετόπες του ναού)· λίγα μέτρα ανατολικότερα υπήρχε και ο βωμός του ξοάνου. Στο στρώμα της περίκλειας επίχωσης στα νότια του Παρθενώνος βρέθηκαν τα θεμέλια ενός άλλου πρόχειρου κτίσματος ορθογωνίου σχήματος (447/6 π.Χ.), που χωριζόταν με διάδρομο σε δύο δωμάτια και πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε ως εργαστήριο που εξυπηρετούσε τον ναό.

Κατά τη διάρκεια των ελληνιστικών χρόνων και για πολλούς αιώνες εφεξής, ο Παρθενών διατηρήθηκε σχεδόν ανέπαφος και η μορφή του παρέμεινε βασικά αναλλοίωτη. Το 334 π.Χ., ο Μέγας Αλέξανδρος ανέθεσε στο ανατολικό επιστύλιο ασπίδες από τα λάφυρα της νίκης του επί των Περσών στο Γρανικό ποταμό (το μαρτυρούν οι ορθογώνιες οπές που σώζονται στο επιστύλιο). Στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας (61 μ.Χ.), οι Αθηναίοι ανέθεσαν στο ίδιο σημείο ψήφισμα προς τιμήν του Νέρωνος, σώζονται οι οπές για τη στερέωση των χάλκινων γραμμάτων), για να κερδίσουν την εύνοια του αυτοκράτορα. Κατά την ύστερη αρχαιότητα, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού, σε μια δυσπροσδιόριστη για μας εποχή, το εσωτερικό του σηκού και τμήματα των κιόνων της περίστασης υπέστησαν σοβαρές ζημιές από πυρκαγιά (ίσως εξαιτίας της επιδρομής των Ερούλων στην Αθήνα το 267 μ.Χ.) είτε από σεισμό.

Τον 5ο αι. ο Παρθενών μετατράπηκε σε τρίκλιτη χριστιανική βασιλική αφιερωμένη αρχικά στην Αγία Σοφία και εν συνεχεία (στα μεσοβυζαντινά χρόνια) στην Παναγία την Αθηνιώτισσα· εκτός από την αλλαγή της εισόδου, προστέθηκε αψίδα στην ανατολική πλευρά (κόγχη του ιερού), τα γλυπτά του ανατολικού αετώματος κατεδαφίστηκαν, ο οπισθόδομος έγινε νάρθηκας που συνδέθηκε με τον σηκό με τρίφυλλη θύρα και ο ναός γέμισε με τοιχογραφίες. Στα 1018 ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Βασίλειος Β΄ ο Βουλγαροκτόνος προσκύνησε στον Παρθενώνα, του οποίου η ακτινοβολία εξακολουθούσε να είναι μεγάλη. Με την κατάκτηση του Βυζαντίου από τους Σταυροφόρους κατά την διάρκεια της Δ΄ Σταυροφορίας (1204) και την ανάληψη της διακυβέρνησης της Αθήνας από τη δουκική οικογένεια των De la Roche, ο ναός αφιερώθηκε στη Notre Dame και στη νοτιοδυτική του γωνία χτίστηκε ψηλό κωδωνοστάσιο. Έπειτα από την κατάληψη της Αθήνας από τους Τούρκους του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητού το 1458, ο Παρθενών μετατράπηκε σε τζαμί, το δέ φραγκικό κωδωνοστάσιο σε μιναρέ. Παρά τις κατά καιρούς αλλαγές και τις καταστροφές που υπέστη, το κτίριο διατηρούσε ως τον 17ο αι. την αρχιτεκτονική του συνοχή και το μεγαλύτερο μέρος του πλαστικού του διακόσμου. Μόλις το 1687, μεσούντος του Β΄ Ενετο-τουρκικού πολέμου, οβίδα του πυροβολικού του Morosini έπεσε στον Παρθενώνα, όπου οι Τούρκοι είχαν εγκαταστήσει πυριτιδαποθήκη, προξενώντας την ανατίναξη του ναού και εκτεταμένες καταστροφές στο γλυπτό του διάκοσμο. Μάλιστα, ο Μοrosini απέσπασε από το ναό λίγα γλυπτά και κατέστρεψε πολλά στην προσπάθειά του να αφαιρέσει κάποια. Στις αρχές του 19ου αι. ο Άγγλος πρεσβευτής της Αγγλίας στην Υψηλή Πύλη λόρδος Thomas Bruce Elgin, έχοντας στα χέρια του σουλτανικό φιρμάνι, επιδόθηκε σε τεράστιας έκτασης απαγωγή των γλυπτών του ναού, απογυμνώνοντάς τον ακόμα περισσότερο από τον πλαστικό του πλούτο. Σχεδόν ταυτόχρονα με την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους (1833), ο Παρθενών απαλλάχθηκε από τα ερείπια που τον περιτριγύριζαν και το 1844 κατεδαφίστηκε το τουρκικό τζαμί. Έκτοτε άρχισαν σταδιακά οι πρώτες αναστηλώσεις του ναού, που βαθμιαία έδωσαν τη θέση τους σε συστηματικές εργασίες για τη συντήρηση του μνημείου έως και τις μέρες μας.

Εκτός από την τεράστια ιστορική αξία και τις ξεχωριστές καλλιτεχνικές αρετές (εντάσεις, μειώσεις, καμπυλώσεις, εκλεπτύνσεις κ.ά.) που χαρακτηρίζουν το μοναδικό αυτό οικοδόμημα, ιδιαίτερης σημασίας είναι και ο γλυπτός του διάκοσμος, για την ερμηνεία του του οποίου έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες.

Α. Οι μετόπες του ναού δέχθηκαν πρώτες διακόσμηση, είχαν δέ ολοκληρωθεί στο σύνολό τους έως το 440 π.Χ. Για την εκτέλεσή τους φαίνεται ότι δούλεψαν από κοινού ο Φειδίας μαζί με νεώτερους καλλιτέχνες, όπως φανερώνει η συνύπαρξη παραδοσιακότερων στοιχείων και νεωτεριστικών, πιο ριζοσπαστικών τάσεων. Οι δυτικές μετόπες, που σώζονται σε κακή κατάσταση εξαιτίας των ζημιών που προκάλεσαν οι χριστιανοί τον 6ο αι. μ.Χ., απεικόνιζαν την Αμαζονομαχία (αγώνας των νέων της προϊστορικής Αθήνας κατά των Αμαζόνων, που εισέβαλαν στην πόλη και απείλησαν την ίδια την Ακρόπολη)· το θέμα αποτελεί συνέχεια της μυθολογικής παράδοσης του άθλου του Ηρακλέους για την απόκτηση της ζώνης της Ιππολύτης, ενώ παράλληλα λειτουργεί ως μυθολογικό υποκατάστατο της περσικής επίθεσης στην Αθήνα. Από τις βόρειες μετόπες πολλές έχουν χαθεί, ενώ όσες διασώθηκαν είναι κατεστραμμένες σε μεγάλο βαθμό· απεικόνιζαν σκηνές από την «Ιλίου Πέρσιν» (άλωση της Τροίας από τους Έλληνες), έμμεση μνεία των νικηφόρων αγώνων των Ελλήνων επί των βαρβάρων, και ήταν σαφώς επηρεασμένες από το ομώνυμο αρχαίο έργο αλλά και από τη ζωγραφική αναπαράσταση του θέματος από τον Πολύγνωτο στη Λέσχη των Κνιδίων στους Δελφούς. Οι ανατολικές μετόπες, οι οποίες σώζονται όλες με αρκετές φθορές, αναπαριστούσαν τη Γιγαντομαχία (μάχη των Ολύμπιων θεών εναντίον των Γιγάντων, οι οποίοι θέλησαν να ανατρέψουν την έννομο τάξη του κόσμου), το ενδοξότερο πολεμικό κατόρθωμα της προστάτιδος της πόλης θεάς Αθηνάς. Τέλος, οι νότιες μετόπες διατηρήθηκαν σε πολύ καλή κατάσταση, μιας και διέφυγαν της καταστροφικής μανίας των χριστιανών ως αναμνηστικές της αιώνιας μάχης μεταξύ του Καλού και του Κακού. Παρουσίαζαν το θέμα της Κενταυρομαχίας (μάχη μεταξύ των Κενταύρων και των Λαπιθών, λαό της Θεσσαλίας, όταν οι Κένταυροι, προσκεκλημένοι του Λαπίθη βασιλιά Πειρίθου στον γάμο του, επιχείρησαν να αρπάξουν τις γυναίκες των Λαπιθών στο γαμήλιο τραπέζι), έναν από τους άθλους του τοπικού ήρωος Θησέως που θύμιζε στους Αθηναίους τη νίκη του πολιτισμού επί της βαρβαρότητας και των σκοτεινών δυνάμεων.

Β. Η ιωνική ζωφόρος, που περιέτρεχε τον εξωτερικό τοίχο του σηκού σε χαμηλό ανάγλυφο, ήταν το μόνο ιωνικό στοιχείο του γλυπτού διακόσμου του ναού. Διακοσμήθηκε μεταξύ των ετών 442 και 438 π.Χ. επί τη βάσει σχεδίων του Φειδίου, των οποίων την εκτέλεση ανέλαβαν να εκτελέσουν μαθητές και συνεργάτες του, ίσως εν μέρει και ο ίδιος. Εν γένει θεωρείται ότι απεικονίζει την πομπή των Μεγάλων Παναθηναίων, της μεγάλης αθηναϊκής εορτής που διεξαγόταν από την τέλεση αγώνων και θυσιών ανά τέσσερα χρόνια προς τιμήν της θεάς Αθηνάς. Η αφετηρία της πομπής βρίσκεται στη νοτιοδυτική γωνία του ναού, απ’ όπου οι συμμετέχοντες ξεδιπλώνονται σε δύο ομάδες, που βαδίζουν η μία στη δυτική και βόρεια ζωφόρο και η άλλη κατά μήκος της νότιας πλευράς, για να συναντηθούν τελικά στην ανατολική ζωφόρο, όπου ο πέπλος της θεάς παραδίδεται στον ιερέα της Αθηνάς ενώπιον της σύναξης των θεών. Στην πομπή λαμβάνουν μέρος ιππείς, άρματα, αποβάτες, θαλλοφόροι, πινακοφόροι, μουσικοί, κήρυκες, υδριοφόροι, σκαφηφόροι, ζώα προς θυσία, ήρωες, Εργαστίνες ή Κόρες, τελετάρχες και υπηρέτες. Οι ερμηνείες που έχουν προταθεί για τη ζωφόρο του Παρθενώνος ποικίλλουν:

i) Με βάση των αριθμό των εικονιζομένων ιππέων και αρμάτων, κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται ότι στη νότια πλευρά αντιπροσωπεύονται οι 10 αθηναϊκές φυλές του Κλεισθένους, που αντικατοπτρίζουν την κοινωνική δομή της εποχής του Περικλέους. Ακολούθως, η βόρεια ζωφόρος θεωρήθηκε ως συμβολική της αρχαϊκής οργάνωσης των πολιτών σε 4 φυλές και 12 φρατρίες από τον Σόλωνα, ενώ η δυτική ζωφόρος ως το συνειρμικό αντίστοιχο της πολιτικής κατάστασης στην Αθήνα της εποχής του Θησέως («συνοικισμός»). Η σύζευξη του ιστορικού παρελθόντος με το παρόν της πόλης επιτυγχάνεται στην εκτός χρόνου σκηνή της παράδοσης του πέπλου της Αθηνάς στην ανατολική ζωφόρο, όπου καταλήγουν από κοινού όλες οι παραπάνω θεματικές ενότητες.

ii) Σύμφωνα με μία άλλη προσέγγιση, οι ιππείς της ζωφόρου συμβολίζουν τους πεσόντες στη μάχη του Μαραθώνος Αθηναίους, οι οποίοι εμφανίζονται αφηρωισμένοι παρουσία των ηρώων και των θεών της πόλης.

iii) Μια τρίτη ομάδα μελετητών αναγνωρίζουν στην ζωφόρο του Παρθενώνος δύο διαφορετικές πομπές. Η μία, με την προσφορά των 10 αγελάδων προς θυσία, παραπέμπει στην Εκατόμβη, την τελετουργική θανάτωση 100 βοδιών προς τιμήν της θεάς κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Παναθηναίων, και κατευθύνεται προς τον μεγάλο Βωμό της Αθηνάς. Η δεύτερη, που περιλαμβάνει την προσφορά 4 αγελάδων και 4 προβάτων προορισμένων για τη Αθηνά και την Πάνδροσο, προχωρεί προς τον «αρχαίο νεώ». Οι δύο πομπές συναντούν η μία την άλλη στα ανατολικά, όπου γίνεται η παράδοση του πέπλου της θεάς στον άρχοντα-βασιλέα και η προσφορά δίφρων στην ιέρεια της Αθηνάς.

iv) Κατά μία άλλη θεωρία, συμπληρωματική της προηγούμενης, ο αριθμός 10, που δεσπόζει στην πρώτη πομπή, συμβολίζει τις 10 δημοκρατικές κλεισθενικές φυλές· o δέ αριθμός 4, που κυριαρχεί στη δεύτερη πομπή, συμβολίζει τις 4 αρχαιότερες φυλές της αττικής, που υποδιαιρούνταν σε 12 φρατρίες και καθόριζαν την κοινωνική δομή της Αθήνας πριν από τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένους.

v) Κάποιοι άλλοι προσδίδουν μυθολογική χροιά στη ζωφόρο, υποστηρίζοντας ότι αναπαριστά το γεγονός της καθιέρωσης της εορτής και των αγώνων των Παναθηναίων από τον Εριχθόνιο-Ερεχθέα, πλαισιωμένο από άλλες μυθικές μορφές του αθηναϊκού παρελθόντος (Κέκροψ, Γη, ήρωες, βασιλείς της Αθήνας, κ.ά.), σκηνή που παρουσιάζετσι ενδεδυμένη με το πνεύμα της παναθηναϊκής τελετής του 5ου αι. π.Χ. Υπό αυτή την έννοια, οι ιππικές σκηνές και οι αρματοδρομίες ενδεχομένως συμβολίζουν φάσεις των μυθικών ιππικών αγώνων των Παναθηναίων και ίσως μνημονεύουν την αρχέγονη ίδρυσή τους. Εκατέρωθεν του Εριχθονίου-Ερεχθέως εικονίζονται οι πομπικές σκηνές προσκόμισης των σφαγίων για θυσία στην Αθηνά και στη Γη αντιστοίχως, ενώ την ανατολική πλευρά καταλαμβάνει το δωδεκάθεο, με τους θεούς τοποθετημένους προς βορράν ή προς νότον με βάση την τοπογραφία των ναών τους στην Αττική.

vi) Στην ζωφόρο εικονίζεται εξιδανικευμένη η πομπή των Παναθηναίων ως ένα επαναλαμβανόμενο σε τακτά χρονικά διαστήματα θρησκευτικό γεγονός, ως ένα συνονθύλευμα τοπικών και χρονικών στιγμών που συμφύρονται με ευφυή τρόπο προς δόξα των Αθηναίων και των θεών που τους προστάτευαν.

Γ. Τα αετώματα του ναού διακοσμήθηκαν τελευταία, κατά την περίοδο 438/7-433/2 π.Χ. Αμφότερα παριστάνουν μυθολογικά θέματα, τα οποία περιλάμβαναν συνολικά περίπου 90 ολόγλυφες μορφές (μερικές αφέθηκαν ημίεργες). Στο ανατολικό αέτωμα εικονιζόταν η γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Διός. Αρκετές μορφές έχουν διασωθεί (Ήλιος και Άλογα, Διόνυσος/Ηρακλής, Εκάτη/Ήβη/Άρτεμις, Εστία, Διώνη, άρμα Σελήνης και Σελήνη), όμως το κέντρο της παράστασης έχει χαθεί και μόνο υποθετικά μπορεί να αποκατασταθεί, δεδομένου ότι οι κεντρικές μορφές (Δίας, Ήρα, Αθηνά, Ήφαιστος, Ειλείθυιαι ;) αφαιρέθηκαν στα χριστιανικά χρόνια για να χτιστεί η αψίδα στην ανατολική πλευρά. Το δυτικό αέτωμα στόλιζε το θέμα της έριδος ανάμεσα στην Αθηνά και στον Ποσειδώνα για την κυριαρχία στην Αθήνα παρουσία των ηρώων της Αττικής, γεγονός που τοποθετείται στην Ακρόπολη στα χρόνια της βασιλείας του Κέκροπος, ο οποίος ήταν και ο τελικός κριτής-διαιτητής της διαμάχης.

Δ. Ακρωτήρια: το κεντρικό ακρωτήριο της πρόσοψης του ναού ήταν ένα τεραστίων διαστάσεων ανθέμιο, ενώ τις γωνίες κοσμούσαν μάλλον Νίκες.







Αθήναι. Ακρόπολις. Οικοδομικές φάσεις των ναών της Αθηνάς.

U Πρωταρχικός Παρθενών (Urparthenon) (πώρινος, αρχές 6ου αι. π.Χ.).
ΠI Προπαρθενών Ι (πώρινος, γύρω ή λίγο πριν το 500, ημιτελής).
ΠΙΙ Προπαρθενών ΙΙ (μαρμάρινος, 489-485 π.Χ., ημιτελής).
Π Παρθενών (447-438 π.Χ., ολοκλήρωση του γλυπτού διακόσμου το 432 π.Χ.).
ΑΙ Αρχαιότερος ναός της Αθηνάς (αρχές 7ου αι. π.Χ.).
ΑΙΙ «Αρχαίος νεώς» της Αθηνάς (520/500 π.Χ.).
ΕΙ Ερέχθειον Ι, οίκημα (αρχές 5ου αι. π.Χ.).
ΕΙΙ Ερέχθειον ΙΙ (431 (?) - 406 π.Χ.).
ΜΙ Μυκηναϊκό (Πελαργικόν ή Πελασγικόν) τείχος.
ΜΙΙ Κλασσικό τείχος.
Ν Επίχωση των τυράννων (6ος αι. π.Χ.) και περσική επίχωση (480/79 π.Χ.).




Αθήναι. Ακρόπολις. Ι Προπαρθενών Ι. ΙΙ Προπαρθενών ΙΙ. ΙΙΙ. Παρθενών Κάτω: Κάτοψη του κλασσικού Παρθενώνος.




Αξονομετρικό σχέδιο της πρόσοψης του Πρωταρχικού Παρθενώνος.

     

   
Προοπτική αναπαράσταση της εξωτερικής όψης και τομή που απεικονίζει την εσωτερική δομή του Παρθενώνος.




Ανατολική πρόσοψη του Παρθενώνος.




Τομή της δυτικής πρόσοψης του Παρθενώνος.




Άποψη του προνάου του Παρθενώνος.



Αναπαράσταση ενός προϋπάρχοντος ιερού με βωμό, που ανοικοδομήθηκε από τους Αθηναίους, όταν χτίσθηκε το βόρειο τμήμα της περίστασης του Παρθενώνος, στο οποίο ενσωματώθηκε. Η παλαιά θέση του βρισκόταν υπό το δάπεδο του ναού, στο ίδιο ακριβώς σημείο.




Σχεδιαστική αναπαράσταση της ιωνικής ζωφόρου που περιέτρεχε το άνω μέρος των εξωτερικών τοίχων του σηκού (κυρίως ναού) του Παρθενώνος.

   

   
Φανταστικές απεικονίσεις της ανατίναξης του Παρθενώνος κατά την διάρκεια της πολιορκίας της Ακροπόλεως από τον Morosini στα πλαίσια του Β΄ Ενετο-τουρκικού πολέμου (1687).

   

   
Κάτοψη και πρόπλασμα του Παρθενώνος μετά την έκρηξη του 1687, με την προσθήκη του τουρκικού τζαμιού του 17ου αιώνος, το οποίο κατεδαφίσθηκε γύρω στα 1840.

   

   
Αξονομετρικά σχέδια της προσόψεως του Παρθενώνος, όπου φαίνεται ξεκάθαρα η διάρθρωση του θριγκού (ανωδομής).




Παρθενών. Δυτικές μετόπες. Αμαζόνες, έφιππες και πεζές, μάχονται εναντίον Ελλήνων.




Παρθενών. Βόρειες μετόπες. Σκηνές με θέμα την άλωση της Τροίας («Ιλίου Πέρσις»).




Παρθενών. Ανατολικές μετόπες. Μάχη των Ολύμπιων θεών εναντίον των Γιγάντων (Γιγαντομαχία).




Παρθενών. Νότιες μετόπες. Λαπίθες συγκρούονται με Κενταύρους (Κενταυρομαχία).




Σχεδιάγραμμα με την διάταξη των παραστάσεων που περιλαμβάνει η ζωφόρος του Παρθενώνος.




Παρθενών. Ζωφόρος. Δυτική πλευρά.




Παρθενών. Ζωφόρος. Νότια πλευρά.




Παρθενών. Ζωφόρος. Βόρεια πλευρά.




Παρθενών. Ζωφόρος. Ανατολική πλευρά.




Παρθενών. Ανατολικό αέτωμα (σχέδιο). Η γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Διός / Η αποκατάσταση της βασιλείας.




Παρθενών. Δυτικό αέτωμα (σχέδιο). Η διαμάχη Αθηνάς - Ποσειδώνος για την επικράτηση στην Αθήνα.




Προπλάσματα του δυτικού (πάνω) και του ανατολικού (κάτω) αετώματος του Παρθενώνος.










πηγή: eie.gr/archaeologia/gr/02_DELTIA/Parthenon.aspx


ΠΕΡΙ ΣΥΜΒΟΛΩΝ - Η ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΤΩΝ ΝΑΩΝ

$
0
0

Ας προσπαθήσουμε να κάνουμε μια πολύ επιφανειακή προσέγγιση στην συμβολική των ναών.
«πᾶσα δὲ ἐπιτηδειότης μιμήσει καὶ ὁμοιότητι γίνεται, διὸ οἱ μὲν ναοὶ τὸν οὐρανόν, οἱ δὲ βωμοὶ μιμοῦνται τὴν γῆν» - ΣΑΛΟΥΣΤΙΟΣ
«Κάθε δε επιτηδειόττης γίνεται με μίμηση και ομοιότητα, για αυτό οι μεν ναοί μιμούνται τον ουρανόν, οι δε βωμοί μιμούνται την γην»
Ο Σαλούστιος λοιπόν μας λέει τι ακριβώς εσυμβόλιζαν οι ναοί και οι βωμοί οι οποίοι ήταν έξω από τους ναούς και μάλιστα όπως γνωρίζουμε ευρίσκοντο στην ανατολική είσοδο των ναών.
Προφανώς με τις λέξεις ουρανός και γη δεν εννοούσε τον φυσικό ουρανό και την φυσική γη, αλλά τον υπεραισθητό και τον αισθητό κόσμο αντίστοιχα.
Ετσι λοιπόν ο ναός ήταν ο χώρος ο οποίος απεικόνιζε όλον τον υπεραισθητό κόσμο όπως μας τον παρουσιάζει η Ελληνική Θεολογία και Φιλοσοφία και μάλιστα διαρρυθμισμένο σε επίπεδα και μέρη ανάλογα με την δομή του υπεραισθητού κόσμου, όπως μας παραδίδεται από τα Φιλοσοφικά μας κείμενα.

Τα επίπεδα αποτυπώνονταν με σκαλοπάτια τα οποία οδηγούσαν σε ανώτερα επίπεδα μέσα στον ναό, το δε άγαλμα της θεότητας ευρίσκετο σε ειδικό διαμέρισμα μέσα στον ναό, στον λεγόμενο σηκό του ναού.
Ετσι λοιπόν με τα σκαλοπάτια μέσα στον ναό (να σημειωθεί ότι αναφερόμαστε στα σκαλοπάτια μέσα στον ναό και όχι τα σκαλοπάτια τα οποία απαιτούνται για να ανέβει κάποιος στο επίπεδο του ναού) απεικονίζονται τα διάφορα επίπεδα του θείου κόσμου που «μεσολαβούν» τρόπον τινά μέχρι να προσεγγίσει κανείς το άγαλμα της θεότητας.
Ετσι χρησιμοποιούμε σαν σημείο αναφοράς τον σηκό του ναού και το πόσα επίπεδα ανεβαίνουμε από την στιγμή που θα πατήσουμε το επίπεδο του ναού.

Αν λοιπόν γνωρίζουμε την δομή του θείου κόσμου όπως έχει καταγραφεί από τα Ελληνικά κείμενα, αναλύοντας την δομή των αναβαθμών που χρειάζονται να ανεβεί κανείς μέχρι το επίπεδο του αγάλματος της θεότητας(και από άλλα τυχόν ευρήματα και σύμβολα που συνδέονται με την θεότητα), γίνεται αντιληπτή σε ποιά έκφραση της θεότητας ήταν αφιερωμένος ο ναός.
Ας μην ξεχνάμε ότι όλη η σειρά που ξεκινά από έναν πρωταρχικό θεό (ενάδα) μέχρι τις μερικές ψυχές που ανήκουν σε αυτή την σειρά, έχει το ίδιο όνομα με την θεότητα, άρα δεν αρκεί να γνωρίζουμε ότι ο ναός ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά για παράδειγμα, αλλά και σε ποιά έκφραση της.

Ενα άλλο χαρακτηριστικό των ναών είναι οι διάφοροι κίονες οι οποίοι εχρησιμοποιούντο και οι οποίοι πέραν της καθαρά αρχιτεκτονικής τους λειτουργίας είχαν και τον κατάλληλο συμβολισμό.
Αν θυμηθούμε ότι στα πρόθυρα του Αγαθού σύμφωνα με τον Φίληβο του Πλάτωνα βρίσκονται οι τρεις μονάδες, Κάλλος, Αλήθεια, Συμμετρία, («Οὐκοῦν εἰ μὴ μιᾷ δυνάμεθα ἰδέᾳ τὸ ἀγαθὸν θηρεῦσαι, σὺν τρισὶ λαβόντες, κάλλει καὶ συμμετρίᾳ καὶ ἀληθείᾳ» - Φίληβος 65.2) από τις οποίες και απορρέουν όλα όσα σχηματίζουν την πραγματικότητα, τότε αναγόμεθα στο ότι οι ρυθμοί των κιόνων που στηρίζουν τον ναό θα αποτελούν έκφραση των τριών αυτών μονάδων.

Και πράγματι αν συμβουλευτούμε το έργο του Βιτρουβίου περί Αρχιτεκτονικής (Βιβλίο IV, κεφ.1 ) θα δούμε ότι ο Δωρικός ρυθμός μιμείται την Ισχύ μιας και εμιμείτο την στήρίξη μεγάλων βαρών και άρα την Συμμετρία γιατί μόνο η συμμετρία είναι ισχυρή η όποια δε ασυμμετρία είναι ασταθής, εμμέσως μας αντιστοιχεί τον Ιωνικό ρυθμό με τον Νου και κατ’επέκταση την Αλήθεια – μιας και τον παραβάλλει με το κεφάλι και τα μαλλιά μιας γυναίκας (στο κεφάλι υπάρχει ο εγκέφαλος που είναι όργανο του νου) και τον Κορινθιακό ρυθμό με το Κάλλος μιας και μας αναφέρει ότι ο ρυθμός αυτός μιμείται την λεπτότητα και την χάρη μιας γυναίκας.
Ας σημειωθεί ότι η έλλειψη κάποιου συγκεκριμένου ρυθμού κιόνων σε έναν ναό δεν σημαίνει την απουσία της αντίστοιχης μονάδας, αλλά την κρύφια ύπαρξη της, που πιθανόν υποκρύπτει μια βαθύτερη συμβολική.

Πριν προχωρήσουμε τον συλλογισμό μας ας σημειώσουμε ότι στον ναό δεν επετρέπετο να εισέρχονται οι θνητοί, αλλά μόνο οι ιερείς, η δε όλη λατρεία εγίνετο υπαίθρια στον βωμό, τον οποίο ο Σαλούστιος μας είπε ότι μιμείται την γη, δηλαδή τον αισθητό κόσμο.
Αρα λοιπόν, εμείς όπως είμαστε ενσαρκοι ανήκουμε στον αισθητό κόσμο, για αυτό και τα λατρευτικά μας καθήκοντα τα κάνουμε στον βωμό εκτός του ναούγια να μεταβούμε δε στον υπεραισθητό θα πρέπει να ανεβούμε κάποια επίπεδα, τα οποία μας συμβολίζουν τα σκαλοπάτια της κλίμακας που χρειάζεται να ανεβούμε μέχρι να πατήσουμε το επίπεδο του ναού, ξεκινώντας από την γη, δηλαδή από το αισθητό.
Ο αριθμός των σκαλοπατιών λοιπόν μας απεικονίζει τα επίπεδα που πρέπει συνειδησιακα να ανεβούμε για να προσεγγίσουμε τον θείο κόσμο και τα οποία είναι πλήρως κατανοητά, αν γνωρίζουμε πως είμαστε φτιαγμένοι και πως είναι η σύνθεση του ανθρώπου, ο οποίος δεν είναι το σώμα που αντιλαμβανόμαστε, αλλά η ψυχή.
«ὁ ἄνθρωπος ἄρα ψυχή ἐστι’» όπως μας λέει ο Ολυμπιόδωρος.
Ετσι λοιπόν η απαγόρευση εισόδου στον ναό υπενθύμίζε ότι πρέπει να «φαντασθούμε» τον εαυτό μας άσαρκο, την ψυχή μας δηλαδή, γιατί μόνο αυτή έχει θέση στον πραγματικό ναό που απεικονίζει τον υπεραισθητό κόσμο.

Ετσι λοιπόν στρεφόμενοι μέσα μας και συνειδητοποιώντας τι ακριβώς είμαστε, μπορούμε να συντονιστούμε και να ανεβούμε συνειδησιακά ώστε να εναρμονισθούμε με ένα περιβάλλον το οποίο είναι πρόσφορο για να μας επιτρέψει την επικοινωνία με το θείο.
Εκτός δε από τα παραπάνω που αρκετά από αυτά είναι ορατά στις μέρες μας, υπήρχαν και κινούμενα μέρη και στολίδια στους ναούς και στα αγάλματα που είχαν την δική τους συμβολική για τα οποία μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε.
Στην επόμενη επίσκεψη μας σε έναν ναό, ας είμαστε λίγο συγκεντρωμένοι και ας προσπαθήσουμε να «ακούσουμε» τον ναό, τι θέλει να μας πει μέσα από την συμβολική του.
Ερχόμενοι λοιπόν στο σήμερα, και όντες οπλσμένοι με κατάλληλες έννοιες και γνώσεις, θα πρέπει να έχουμε όλα αυτά στο μυαλό μας όταν εισερχόμεθα σε έναν ναό ή σε έναν χώρο που έχουμε διαρρυθμίσει για να καλύψει τις μεταφυσικές μας ανησυχίες, ώστε διαλογιζόμενοι και συντονιζόμενοι κατάλληλα να προσλάβουμε αυτά που πρέπει και μπορούμε. 

πηγή: empedotimos.blogspot

ΤΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟ ΤΟΥ ΑΥΣΤΡΙΑΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΜΕ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ

$
0
0


Ας αναρωτηθούμε... Ποιο κοινοβούλιο μας φαίνεται πιο ελληνικό; Το δικό μας ή της Αυστρίας; Το Αυστριακό βέβαια! Γεμάτο με ιωνικούς κίονες, μετώπες, αγάλματα, ζωφόρους!! Πολλοί από τους σημερινούς Έλληνες θα το θεωρούσαν υπερβολή. Πόσο έχουμε αφελληνιστεί; Αυτό το λέμε στην ελληνική φιλοσοφία ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΔΙΠΛΗ ΑΓΝΟΙΑ!!
Αλήθεια, μπορούμε να φανταστούμε ποια πολιτική αισθητική ΛΟΓΟΥ ενεργοποιείται στους βουλευτές ενός τέτοιου κοινοβουλίου αντικρίζοντας τέτοιο ΚΑΛΛΟΣ; Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά από την αρχαία ελληνική γραμματεία ότι ένα τέτοιο απείρου κάλλους θέαμα μας μεταμορφώνει εσωτερικά-ηθικά;
Αυτό μαρτυρά την οικουμενικότητα της ελληνικής αντίληψης, η οποία δεν είναι τίποτα άλλο παρά ΜΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ. ΔΗΛΑΔΗ Η ΦΑΝΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΗΤΟΥ ΚΑΛΛΟΥΣ που διαχέεται στον αισθητό κόσμο μέσα από το ΑΙΩΝΙΟ ΑΛΗΘΕΣ, το ΥΠΕΡΑΙΣΘΗΤΟ ΑΓΑΘΟΝ.

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟ (ΑΠΕΙΡΟΝ)

$
0
0


Παρατίθενται παρακάτω οι έννοιες με τις οποίες ο Καστοριάδης φιλοτεχνεί το φιλοσοφικό ερμηνευτικό του ψηφιδωτό για το άπειροντου Αναξίμανδρου. Όλα προέρχονται από το άπειρον και σε αυτό επιστρέφουν. Η αδικία και η ύβρις είναι χαρακτηριστικά του κόσμου της γένεσης.

Ύβρις  - δίκη
Έξ  - εις
Πέρας  -  Άπειρον
Το είναι -  το ον
Χάος  -  κόσμος
Γένεσις  -  φθορά
Αδικία -  Τίσις
Γαρ   -  ειμί
Εξ ων -  εις ταύτα
____________________________

Πριν περάσουμε στην εξέταση του αποσπάσματος του Αναξίμανδρου, θα ήθελα να σας θυμίσω το πλαίσιο στο οποίο τοποθετούμαστε. Μιλήσαμε για δύο ζεύγη σημασιών:χάοςκαικόσμοςαπό τη μια πλευρά, ύβριςκαι δίκηαπό την άλλη, τα οποία, όπως σας είπα, παρουσιάζουν κατ’ εμέ μεγάλη συνάφεια. Αν και δεν υφίσταται ταυτότητα ή αυστηρή ισοδυναμία μεταξύ τους, υπάρχει ωστόσο πολύ βαθιά συγγένεια. Συγγένεια που δεν εκφράζεται, ως τέτοια, πουθενά – μόνο υπόρρητα στο παραπάνω απόσπασμα του Αναξίμανδρου, τουλάχιστον όπως το ερμηνεύω εγώ – αλλά εμπεριέχεται σε όλα όσα γνωρίζουμε για τη φαντασιακή σύλληψη του κόσμου από τους Έλληνες.

Και η διασαφήνιση αυτής της μη αυστηρής αντιστοιχίας μας επιτρέπει να διακρίνουμε, στο ανθρωπολογικό πεδίο, δύο επίπεδα νοήματος του ζεύγους ύβρις/δίκη. Στο βαθύτερο επίπεδο, η ίδια η αντίθεση εξαφανίζεται και παραχωρεί τη θέση της σε κάτι που είναι απλώς χάος, σ’ ένα νόμο εξουδετέρωσης που βασιλεύει στον κόσμο. Σύμφωνα με την πρωταρχική ελληνική σύλληψη του κόσμου, δεν υπάρχει καμία δίκη για τον άνθρωπο, καμιά επιβράβευση, καμία σχέση μεταξύ των πράξεών του, των αρετών του και του πεπρωμένου του. Ποιος αναγνώστης, ποιος ακροατής της Ιλιάδας θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ αυτού που είναι ο Έκτωρ και η Ανδρομάχη – κυρίως η Ανδρομάχη – και αυτού που αναπόφευκτα θα τους συμβεί; Στο επίπεδο αυτό, ο άνθρωπος είναι ένα ον σαν όλα τα άλλα, και υπόκειται στους ίδιους καθορισμούς με αυτά. Και δεν υφίσταται κοσμική «διατύπωση» που υπαγορεύει το δίκαιο, εκτός από τη διατύπωση που αναγνωρίζει μια για πάντα ένα και μόνο δικαίωμα: το θάνατο, ο οποίος δεν αποτελεί βέβαια δικαίωμα. Πρέπει να το συγκρατήσετε αυτό αν θέλετε να κατανοήσετε τη ρήση του Αναξίμανδρου, που δεν γράφει εν κενώ και δεν πέφτει από τον ουρανό, σε αντίθεση με ό, τι θα ήθελε ο Heidegger. Ο Αναξίμανδρος γράφει σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, και οι ιδέες του ριζώνουν σε αυτές τις φαντασιακές σημασίες.

Τώρα, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, κοινωνικό και πολιτικό, υπάρχει βέβαια δίκη, που τίθεται εξαρχής από τον Όμηρο και που θα αναπτυχθεί σημαντικά από τον Ησίοδο, κυρίως στο Έργα και Ημέραι. Αυτή ακριβώς η δίκη ρυθμίζει τις ανθρώπινες σχέσεις, και θα καταλήξει στη σύλληψη ενός νόμου από την πόλη και για την πόλη[2]. Στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ο Σοφοκλής θα μιλήσει για «θεσμίζοντα πάθη» σ’ εκείνο το περίφημο χορικό της Αντιγόνης, όπου ο ποιητής υμνεί τη δημιουργική δύναμη του ανθρώπινου όντος, το οποίο διδάσκεται μόνο του τη γλώσσα, τη σκέψη και τους νόμους που εγκαθιδρύουν τις πόλεις[3]. Όταν έρθει η ώρα, θα μιλήσουμε για την τραγωδία αυτή, οφείλουμε όμως να δούμε ότι αυτό το εγκώμιο του ανθρώπου, αυτή η σύλληψη του ανθρώπινου όντος ως δημιουργού είναι το ίχνος, η σαφέστερη κατάθεση του στοιχείου που εκκολάπτεται στις πόλεις και στον ελληνικό κόσμο τουλάχιστον από τις αρχές του 7ου αιώνα. Ιδού λοιπόν το δεύτερο νόημα – ίσως πιο περιορισμένο αλλά σίγουρα σημαντικότερο από την άποψη της πολιτικής δράσης- της δίκης και της αντίθεσης δίκης/ὕβρεως.

Μερικές διευκρινίσεις για το γενικό πλαίσιο πριν περάσουμε στο απόσπασμα μας. Ο Αναξίμανδρος θεωρείται ότι υπήρξε φίλος και μαθητής του Θαλή, του πρώτου από τους Μιλήσιους φιλοσόφους, του πρώτου φιλοσόφου. Και οφείλουμε να υπογραμμίσουμε εδώ ένα από τα βασικά σημεία που σημαδεύουν τη γέννηση της φιλοσοφίας και την τομή που αντιπροσωπεύει. Με τους Μιλήσιους εγκαταλείπονται οι κοσμογονικές ιστορίες που παρέπεμπαν σε «εποπτεύσιμες», παρατηρήσιμες, ορατές ενότητες και ο στοχασμός αφιερώνεται στην έρευνα και στη θέση αυτού που ο Αναξίμανδρος, κατά τον Σιμπλίκιο, αποκαλεί ἀρχήν ή στοιχεῖον. Δηλαδή, μια καταγωγή, μια αρχή, ένα στοιχείο που βρίσκεται πέραν των δεδομένων, πέραν του φαίνεσθαι, των φαινομένων, όπως θα λέγαμε σε σύγχρονη γλώσσα, και που διακρίνεται από όλες τις θεογονίες και τις μυθικές αντιλήψεις από το γεγονός ότι δεν είναι αναπαραστάσιμο. Η ρήξη αυτή είναι τόσο μεγάλη ώστε θα διεξαχθεί σε δύο στάδια. Πρώτα με τον Θαλή, σύμφωνα με τον οποίο η αρχή, ο κανόνας, η καταγωγή των όντων είναι το ύδωρ – ένα ύδωρ όμως οντολογικά βαρύ, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ένα Urwasser, ένα ύδωρ πρωταρχικό, του οποίου η τρέχουσα πόσιμη εμπειρική μορφή αποτελεί κακέκτυπο. Και αμέσως μετά, με τον Αναξίμανδρο, για τον οποίο η αρχή των πάντων είναι ακριβώς το άπειρον, το απροσδιόριστο/μη προσδιορίσιμο και μη αναπαραστάσιμο. Και το άπειρον, αυτό που δεν έχει όρια (πείρατα), είναι επίσης αυτό που δεν μπορούμε να γνωρίσουμε εμπειρικά (πείρα, λέξη συγγενική με το πεῖρας/πέρας).

Δεν έχει διασωθεί κανένα κείμενο των συγγραφέων αυτών. Μας είναι γνωστοί χάρη σε αποσπάσματα, παραπομπές ή αναφορές σχολιαστών και δοξογράφων. Όσον αφορά τον Αναξίμανδρο, το βασικό απόσπασμα που θα μας απασχολήσει σήμερα προέρχεται από το σχόλιο του Σιμπλίκιου (6ος  μ.Χ. αιώνας) στο έργο Φυσική Ακρόασις του Αριστοτέλη, το οποίο δανείζεται και ο ίδιος από τον Θεόφραστο, μαθητή του Αριστοτέλη. Μας παρουσιάζει τον Αναξίμανδρο ως διάδοχο και μαθητή του Θαλή, τον πρώτο που ονόμασε ἄπειρον την ἀρχήν τῶν ὄντων, τον κανόνα και την καταγωγή των πάντων. Όχι «το ύδωρ ούτε και κανένα άλλο από τα στοιχεία για τα οποία λέγεται ότι υπάρχουν», αλλά ἑτέραν τινά φύσιν ἄπειρον «μια άλλη φύση ατελείωτη και ακαθόριστη», από την οποία προήλθαν τα πάντα. Ο Σιμπλίκιος σχολιάζει: ο Αναξί­μανδρος δεν μπορούσε να θεωρήσει ως υπόστρωμα, υποκείμε­νον, ένα από τα τέσσερα κλασικά στοιχεία, το ύδωρ, τη γη, τη φωτιά ή τον αέρα, διότι αυτά είναι δεδομένα και μετατρέπονται το ένα στο άλλο. Του χρειαζόταν ἄλλο τί παρά ταῦτα, «κάτι άλλο εκτός αυτών», πέραν του φυσικού και του αισθητού, δηλαδή το άπειρον, το απροσδιόριστο. Τα στοιχεία θα προκύψουν από τη διαίρεση αυτού του άπειρου. Στο τέλος του αποσπάσματος ο Σιμπλίκιος ή ο Θεόφραστος προσθέτει ότι ο Αναξίμανδρος εκφράζει τη σκέψη του με «λέξεις μάλλον ποιητικές», έχοντας ίσως κατά νου εκφράσεις όπως δί­κην καί τίσιν τῆς ἀδικίας.

Διαθέτουμε επίσης ένα απόσπασμα του ΨευδοΠλουτάρχου[4], κι αυτό από τον Θεόφραστο, το οποίο λέει σαφώς ότι το άπειρον αποτελεί την αιτία της γένεσης και της φθοράς των πάντων. Και βεβαιώνει παρακάτω ότι ο χρόνος είναι ατέλειωτος κατά τον Αναξίμανδρο με την ποσοτική έννοια: ἐξ ἀπείρου αἰῶνος ἀνακυκλουμένων, τα πάντα υπόκεινται σε κυκλική κίνηση γένεσης και φθοράς προ πάντων των αιώνων και αναμφίβολα επ’ άπειρον. Και η αρχή αυτή, το άπειρον, είναι επίσης «αθάνατη και ακατάλυτη (ή αδιάφθορη)», όπως την αποκαλεί ο Αριστοτέλης στο Φυσική Ακρόασις[5]. Ιδού λοιπόν το πλαίσιο.

Όπως είχα αρχίσει να σας λέω την περασμένη φορά[6], μπορούμε, αποσιωπώντας αρκετά στοιχεία, να δώσουμε μια επιφανειακή, κατά κάποιο τρόπο θετικιστική ερμηνεία της φράσης αυτής του Αναξίμανδρου. Στην περίπτωση αυτή το ἄπει­ρον θα ήταν ένα είδος δεξαμενής της ύλης, απ’ όπου θα αναδυόταν και όπου θα επέστρεφαν όλα τα φαινόμενα και οι οντότητες. Μπορούμε επίσης να τη διαβάσουμε, με μεγαλύτερο σεβασμό και πιο εξευγενισμένο τρόπο, όπως κάνει π.χ. ο Jae­ger, του οποίου η ερμηνεία είναι, κατά μία έννοια, αρκετά κοντινή ή τουλάχιστον δεν είναι ξένη ως προς αυτή που θα σας προτείνω σήμερα, αλλά που κατά τη γνώμη μου δεν είναι αρκετά ριζοσπαστική. Τέλος βέβαια, υπάρχει και ο Heidegger ο οποίος ξαναμεταφράζει το απόσπασμα λέξη προς λέ­ξη. Τα σχόλιά του είναι, κατ’ εμέ, περισσότερο σχόλια για τον Heidegger από τον Heidegger παρά σχόλια για τον Αναξίμανδρο από τον Heidegger. Θα σας παρουσιάσω – πολύ συνοπτικά – τη μετάφραση στην οποία καταλήγει, φοβάμαι όμως ότι θα σας φανεί ακατανόητη, αν είστε ήδη κάπως εξοικειωμένοι με το συγγραφέα.

Καταρχάς απορρίπτει ως πιθανά μη αυθεντικό, ακολουθώντας τον Burnet, το τμήμα της φράσης που φθάνει μέχρι το εἰς ταῦτα γίνεσθαι – παραδεχόμενος εξάλλου ότι ο Αναξίμανδρος ήθελε αναμφίβολα να πει κάτι παρόμοιο – και καταλήγει, μετά από πολλές περιστροφές, στην εξής μετάφραση αυτού που, κατά τη γνώμη του, απομένει από το αυθεντικό κείμενο του Αναξίμανδρου: «(…) κατά τη διάρκεια της διατήρησης· αφήνουν έτσι να επέλθει συμφωνία, επομένως δε και σεβασμός του ενός από το άλλο (υπερβαίνοντας) τη διαφωνία[7]». Το χρεών μετα­φράζεται ίος Brauch, πράγμα το οποίο δημιουργεί ήδη πολλαπλά προβλήματα. Στα Γερμανικά ich brauche σημαίνει χρησιμοποιώ, έχω ανάγκη κάποιου πράγματος. Ο Heidegger συνδέει το Brauch με το αρχαίο γερμανικό bruchen και το λατινικό frui, που σημαίνουν «απολαμβάνω» κάποιο πράγμα, και καταλήγει τελικά στην εξής ερμηνεία του χρεών: «να αφήσεις κάτι να εξακολουθήσει το δικό του ξεδίπλωμα και να το διατηρήσεις ως έχει παρόν, μέσα σ’ αυτή τη διασώζουσα διατήρηση». Πρόκειται για ατόφιο Heidegger είκοσι τεσσάρων καρατίων! Όσο για την έκφραση διδόναι δίκην, που σημαίνει την απόδοση δικαιοσύνης σε κάποιον, μεταφράζεται «να αφήσεις να επέλθει συμφωνία». 

Για να φθάσει εκεί, ο Heidegger πραγματοποιεί συντακτική αποσύνδεση στοιχείων που πάνε μαζί. Έτσι το ἀλλήλοις (μεταξύ τους), που εξαρτάται από το διδόναι δίκην, το συνδέει αποκλειστικά με τη λέξη τίσιν, που μεταφράζει – φιλολογικό σφάλμα – ως «σέβας» (θα επανέλθω σε λίγο στην ετυμολογία του τίσις). Εν ολίγοις, στη χαϊντεγκεριανή απόδοση, τα πάντα συμβαίνουν σε κλίμα συμφωνίας των όντων μεταξύ τους. Και τούτο χάρη στην εισαγωγή μιας έκφρασης που δεν απαντά στο πρωτότυπο κείμενο. Πρόκειται ακριβώς για το «υπερβαίνοντας», στα γερμανικά ini Verwinden, όρος που, ό, τι κι αν λέει ο γάλλος μεταφραστής δεν έρχεται σε αντίθεση με το Ciberwinden, αλλά σημαίνει στην ουσία το ίδιο πράγμα, δηλαδή «υπερβαίνω». Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα όντα οφείλουν να αποδεχθούν και να εκτιμήσουν ακριβώς την ύπαρξη του άλλου, υπερβαίνοντας την ἀδικίαν. Δηλαδή, παρά τις αντίθετες ενδείξεις του συγγραφέα, βρισκόμαστε εν μέσω χαϊντεγκεριανού βουκολικού τοπίου. Τι κάνουν τα όντα; Βρίσκονται σε συμφωνία μεταξύ τους, αλληλοαναγνωρίζονται, και έχουν ορθή εκτίμηση όχι της αδικίας αλλά της διαφωνίας. Το αυθαίρετο εύρημα του Heidegger γίνεται ολοφάνερο από την προσθήκη μιας λέξης που δεν υπάρχει στο απόσπασμα και λέει ακριβώς το αντίθετο απ’ αυτό που τα συμφραζόμενα μας επιτρέπουν να εννοήσουμε: «υπερβαίνοντας» την ἀδικίαν. Σε μια φράση που λέει Α, παρεμβάλλεται ένα σημείο που λέει «μη-Α». Μυστήρια της σύγχρονης ερμηνευτικής.

Ας επανέλθουμε στον Αναξίμανδρο. Ένα πρώτο πράγμα που εκπλήσσει, και το οποίο, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει αρκετά υπογραμμιστεί, είναι το γάρ.Γάρ, που σημαίνει διότι, carστα Γαλλικά, for στα Αγγλικά, denn στα Γερμανικά, αλλά η ελληνική λέξη μπορεί να σημαίνει επίσης «πράγματι». Εν πάση περιπτώσει, παραμένουμε στο πεδίο της εξήγησης ή της δικαιολόγησης. Στα Γαλλικά αν πούμε «α διότι β», μπορούμε να πούμε επίσης και «β άρα α». Η λογική συνέπεια παραμένει η ίδια: έφαγε διότι πεινούσε, πεινούσε άρα έφαγε. Η λογική όμως τάξη ακολουθίας συντάσσεται με το «άρα». Θα πρέπει επομένως να διαβάσουμε τη φράση του Αναξίμανδρου πηγαίνοντας από το δεύτερο σκέλος προς το πρώτο: τα όντα απονέμουν μεταξύ τους τη δικαιοσύνη (δίκην) και το τίμημα της αδι­κίας (ἡ τίσις τῆς ἀδικίας), και για το λόγο αυτό (αντιστρέφουμε τη θέση τού γάρ στη λογική ακολουθία) από τα ίδια και προς τα ίδια (εἰς ταῦτα) η γέννηση και η καταστροφή – ή η γένεσις και η φθορά – υπάρχουν για τα όντα. Επειδή, στη συνέχεια θα κάνουμε πολλές παλινδρομήσεις μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου σκέλους της φράσης, σας ζητώ να έχετε σαφώς κατά νου αυτή τη λογική διάρθρωση, αυτή την εξάρτηση, την οιονεί εξάρτηση του δεύτερου τμήματος από το πρώτο.

Το υποκείμενο του δεύτερου σκέλους της φράσης είναι αυτά, δηλαδή τα όντα. Πώς χαρακτηρίζονται τα όντα στο υπόλοιπο τμήμα του αποσπάσματος; Ως εκείνα στα οποία ανήκει η γένεσις και η φθορά, η γέννηση και η καταστροφή. Πρόκειται για το βασικό τους κατηγόρημα. Τα όντα αυτά εμφανίζονται επίσης και στο πρώτο τμήμα της φράσης στη δοτική πληθυντικού, τοῖς οὖσι – όλοι αυτοί οι τύποι είναι διάφορες πτώσεις της λέξης όν, μετοχής ενεστώτος του περίφημου, φοβερού και ολέθριου ρήματος εἰμί. Μπορούμε βέβαια να μεταφράσουμε στα Γαλλικά τη λέξη όν με το etant, όπως κάνει ο Heidegger, δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ποτέ πως στη λέξη αυτή συμπτύσσονται και οι δύο σημασίες τόσο του όντος όσο και του είναι. Αυτή δε η αμφισημία είναι ουσιώδης για ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας, συμπεριλαμβανομένου του Heidegger. Όταν οι κλασικοί φιλόσοφοι, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, θέτουν το οντολογικό ερώτημα, το διατυπώνουν ως τί τό ὄν, τι είναι το είναι/ον. Δεν ερωτούν: τί τό εἶναι. Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί συχνά τη μορφή του έναρθρου απαρεμφάτου, το είναι, ως υποκείμενο σε πολλές διατυπώσεις, αλλά το οντολογικό του ερώτημα, όπως και του Πλάτωνα, είναι τί τό ὄν, τι είναι το είναι/ον. Έχουμε λοιπόν στη φράση αυτή μια υπόρρητη αντίθεση μεταξύ των όντων, από τη μια, που παρουσιάζονται ως πολλαπλά, και είναι πράγμα – τι, αφού πάνε κι έρχονται, εμφανίζονται και εξαφανίζονται, δεν υπάρχει ένα μόνο. Και, από την άλλη, έχουμε κάτι που δεν είναι παρόν, το ον, το οποίο κατά τον Αναξίμανδρο – ή σύμφωνα με ό, τι πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε γι’ αυτόν – είναι η ἀρχή, το στοιχεῖοντό ἀληθές ὄν, τό ἀνόλεθρον, ἀΐδιον, διαρκές, αιώνιο και αδιάφθορο, που το ονομάζει άπειρον.

Αν και δεν θα εξετάσουμε εδώ καθαυτό το πρόβλημα του ρήματος εἰμί, χρειάζεται, παρ’ όλ’ αυτά, να ειπωθούν ακόμα λίγα λόγια γι’ αυτό. Άλλωστε, στο απόσπασμα που μας απασχολεί το ρήμα αυτό γίνεται ακόμα πιο αινιγματικό, καθώς εμφανίζεται σε τρεις διαφορετικούς τύπους. Πρώτα, τοῖς οὖσι, όπως είδαμε δοτική του όν. Ύστερα, ἔστι, τρίτο ενικό πρόσωπο του ενεστώτος της οριστικής, est στα Λατινικά, is στα Αγ­γλικά. Και τέλος, έμμεσα, υπό τη μορφή του γίνεσθαι, «επέρχεται», «λαμβάνει χώρα», που είναι ομόλογο του έστι και δεν μπορεί να σημαίνει εν προκειμένω κάτι διαφορετικό: γένεσις έστί καί φθοράν γίνεσθαι αποτελούν ταυτόσημες κατασκευές, πρόκειται για δύο αποδόσεις κατηγορημάτων. Όταν μάθαινα γραμματική στο γυμνάσιο, το τοῖς οὖσι ήταν παράδειγμα δοτικής χαριστικής, δηλαδή κάτι που γίνεται για κάποιον, χάριν κάποιου. Εκφράζει μια κτητική σχέση, που μπορεί να είναι α­πλώς περιγραφική – est mihi puer, θα λέγαμε στα Λατινικά, υ­πάρχει ένα δικό μου παιδί, έχω ένα παιδί-, στο απόσπασμα όμως αυτό αποτελεί ουσιώδες κατηγόρημα. Ο Αναξίμανδρος εκφράζει εδώ την ύστατη αλήθεια γι’ αυτό που είναι και για το πώς είναι: ἐστι τοῖς οὖσι γένεσις, η γένεση ανήκει στα όντα, τα όντα γεννώνται και σε όλο το υπόλοιπο τμήμα της φράσης θα αναπτύξει τον ουσιώδη αυτό χαρακτηρισμό.

Ας σταθούμε τώρα στο ρήμα εἰμί. Έστω και μόνο προκειμένου να απαντήσουμε σε κάποιους ελληνιστές που διατείνονται ότι αποδίδουμε σε λέξεις των αρχαίων κειμένων μεταγενέστερες σημασίες, όπως υποστηρίζει ο Havelock στο βιβλίο του The Greek Concept of Justice, το οποίο ήδη σας ανέφερα, και όπου λέγεται ότι το ρήμα εἰμί βρίσκει την ολοκληρωμένη σημασία του μόνο από τον Πλάτωνα και μετά. Εγώ πιστεύω πως ήδη από τον Όμηρο μπορούμε να διακρίνουμε τρία σημασιολογικά επίπεδα της λέξης. Πρώτον, αυτό που θα λέγαμε, σε σύγχρονη ορολογία, λογικομαθηματικές σημασίες, δηλαδή το ανήκειν. όπως στο «οι Γάλλοι είναι άνθρωποι». Το σύνολο «Γάλλοι» ανήκει και περιλαμβάνεται στο υπερσύνολο των «ανθρώπων». Επίσης σημασίες ταυτότητας: δύο όροι ή έννοιες αναφέρονται σε ένα μόνο πράγμα – παρέλκει να δώσουμε παραδείγματα. Οι σημασίες αυτές είναι οφθαλμοφανείς και απαντούν συχνά. Έχει όμως κανείς την εντύπωση, διαβάζοντας μερικούς σύγχρονους φιλολόγους, ότι οι Έλληνες της ομηρικής εποχής δεν ήξεραν ούτε να πουν ούτε και να σκεφτούν πως κάποιος είναι κάτι, ότι κάποιος ανήκει σε μια τάξη. Ωστόσο, δεν υπάρχει στον κόσμο φυλή, όσο άγρια και αρχαϊκή κι αν είναι, που να μην μπορεί να πει και να σκεφτεί κάτι τέτοιο.

Δεύτερον, «εἶναι» σημαίνει υπάρχειν: κάτι είναι, αυτό είναι. Και δεν νομίζω ότι μπορούμε να διακρίνουμε αυτό το υπαρξιακό νόημα από το νόημα που οι σύγχρονοι φιλόλογοι, όπως ο Kahn, αποκάλεσαν veridical νόημα <«veritatifi> ή νόημα διατύπωσης της αλήθειας κάποιου πράγματος, οι δύο όροι είναι ταυτόσημοι. Στον Όμηρο βέβαια διατυπώσεις ύπαρξης βρίσκονται παντού, στο παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον. Συναντάμε εκφράσεις όπως ἔσοεται ἦμαρ, «θα έρθει η ημέρα», ή «η Τροία θα καταστραφεί» κ.λπ. Και θυμάστε σίγουρα την περίφημη περιγραφή του μάντη Κάλχα, για τον οποίο ο Όμηρος λέει ότι γνωρίζει τά ἐόντα, τά παρόντα, τα ἐσσόμενα, τα επερχόμενα όντα, καί τά πρό ἐόντα, τά προϋπάρξαντα ὄντα, – περιγραφή που έχει άλλωστε σχολιάσει εκτενώς ο Heidegger.

Ορισμένοι φιλόλογοι θα ήθελαν να διαχωρίσουν από το υπαρξιακό νόημα ένα νόημα τοπικού προσδιορισμού: κάτι είναι εκεί -και βρίσκουμε εδώ όλη σχεδόν τη χαϊντεγκεριανή ερμηνεία του όντος ως παρουσίας. Νομίζω ότι. τόσο από λογική όσο και από φιλολογική άποψη, δεν υπάρχει ανεξάρτητο νόημα τοπικού προσδιορισμού, εκτός από τους σύνθετους τύπους. Όταν το ρήμα εἰμί δίνει τοπικούς προσδιορισμούς, το υπαρξιακό του νόημα πάντοτε προϋποτίθεται. Όταν λέει κανείς πως ένα πράγμα είναι εκεί, λέει αναγκαστικά συγχρόνως ότι είναι εκεί με την έννοια του υπάρχειν. Το κατά πόσο μπορούμε να πούμε ότι κάτι υπάρχει χωρίς να είναι κάπου παρόν αποτελεί βαθύτατο φιλοσοφικό ερώτημα που δεν εμπίπτει στην τωρινή μας συζήτηση.

Ο Havelock διαχωρίζει από το υπαρξιακό νόημα ένα νόημα ιδιότητας: π.χ. «είναι πιο γενναίος από». Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, περί λογικού λάθους: αυτό το νόημα ιδιότητας είναι στην πραγματικότητα νόημα κατηγορήματος, το οποίο μπορούμε να διατυπώσουμε λογικομαθηματικά τοποθετώντας το στις τρεις αυτές παραλλαγές του είναι ως καθοριστικού, κατηγορηματικού (determinative, attributive) συνδέσμου. Η συζήτηση περιπλέκεται επειδή ορισμένοι επιμένουν να βρουν, πάση θυσία, περιπτώσεις όπου το «είναι» αποτελεί μόνο απλό λογικό σύνδεσμο, πράγμα που δεν συμβαίνει ποτέ. Ο τύπος «είναι» παραμένει πάντα στα όρια των τριών υποσημασιών ή επιμέρους χρήσεων του ανήκειν, του περιέχεσθαι και του ταυτίζεσθαι. Το «είναι» στη φράση «Α είναι Β» μόνο στα πλαίσια ασαφών σκέψεων είναι δυνατό να αποτελέσει λογικό σύνδεσμο. Μόλις περάσουμε στο πεδίο του συλλογισμού, τα περιεχόμενα αμέσως διαφοροποιούνται.

Η τρίτη σημασία του «είναι» – η οποία σημαδεύει τη γένεση της φιλοσοφίας – είναι η ουσία. To essence στα Γαλλικά, από το λατινικό essentia του ρήματος esse, και η ουσία – λέξη στην οποία ο Πλάτων έδωσε αυτό το νόημα – και που προέρχεται από το ρήμα εἰμί, εκφράζουν την ίδια ακριβώς σχέση. Το νόημα αυτό εμφανίζεται όταν ρωτάμε π.χ. τι είναι η δικαιοσύνη. Δεν διερωτόμαστε πλέον για την ύπαρξη και αναζητούμε πέραν των λογικών κατηγορημάτων. Σ’ αυτή όμως την περίπτωση, πρόκειται άραγε για νόμιμο ερώτημα, για ερώτημα που είναι δυνατό να τεθεί; Ίσως όχι, Ίσως δεν θα καταφέρουμε ποτέ να πούμε ποια είναι η ουσία ενός πράγματος. Ίσως θα πρέπει να αρκεστούμε στο να δείξουμε ότι περιλαμβάνεται ή ότι ανήκει σε κάτι άλλο ή ότι ταυτίζεται με αυτό [Εν: πάση περιπτώσει], αυτό το έργο ανέθεσε στον εαυτό της η φιλοσοφία ή τουλάχιστον το κύριο ρεύμα της: να μιλήσει περί της ουσίας, να πει ποια είναι η ουσία των πραγμάτων. Μέχρι που έφθασε να στρέψει το ερώτημα προς τον ίδιο της τον εαυτό -απίθανη αναδίπλωση, την οποία ορισμένοι θα θεωρή­σουν παραληρηματική-, για να διερωτηθεί τί ἐστί το είναι του ὄντος, η ουσία της ουσίας, δηλαδή τι θέλει να πει κανείς, όταν λέει πως κάτι «είναι» πέραν της απλής ύπαρξης;

Αυτό όμως το είδος στροφής του ερωτήματος προς τον εαυτό του δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ούτε αποκλειστικά ούτε καν ουσιαστικά συνδεδεμένο με την εξέλιξη, τον εμπλουτισμό ή την αλλοίωση του νοήματος του είναι στην ελληνική φιλοσοφία. Πράγματι, αναδύεται σε μια συγκυρία όπου η λέξη είναι ίσως δεν παίζει το σημαντικότερο ρόλο. Η παραγνώριση του γεγονότος αυτού παραπέμπει στην ενοχλητική τάση των φιλολόγων και των φιλοσόφων να θεωρούν πως οι σημαντικότερες λέξεις της γλώσσας είναι τα ουσιαστικά και δευτερευόντως τα ρήματα. Το παρατηρούμε και στην περίπτωση του αποσπάσματος μας με το ιδιαίτερα παραμελημένο γάρ, και θα το ξαναδούμε με το ἐξ και το εἰς. Ομοίως και με το κατεξοχήν φιλοσοφικό ερώτημα: τί τό ὄν; Εδώ η αντωνυμία τί είναι αυτή που εκφράζει την ουσία του ερωτήματος και παίρνει αίφνης εξαιρετικό βάθος. Γιατί είναι τελείως άλλο πράγμα να ρωτήσει κανείς με το τις: «ποιος» είναι ο τάδε; Είναι ο κύριος X ή Ψ. Το τί είναι κατά μια έννοια απροσδιόριστο. Προκειμένου το διευκρινίσει ή να το διαυγάσει κανένας, οφείλει να επανέλθει στο ίδιο το οντολογικό ερώτημα. Η γαλλική γλώσσα είναι εν προκειμένω παραπλανητική, διότι μεταφράζει το ερώτημα τί τό ὄν, ως «τι είναι το είναι» (qu’est-ce que l’etre?). Το αγγλικό όμως what is? ή το γερμανικό was ist?μας επαναφέρουν πλήρως στο ελληνικό αίνιγμα και μας αναγκάζουν να διευκρινίσουμε το οντολογικό ερώτημα.

      Ας επανέλθουμε τώρα στη φράση, και μάλιστα στο δεύτερο σκέλος της. Ο Αναξίμανδρος μας λέει ότι τα όντα διδόναι ἀλλήλοις, δίνουν το ένα στο άλλο, δίκην και τίσιν. Δίκη είναι η δικαιοσύνη, που μπορούμε επίσης να μεταφράσουμε ως «προσαρμογή» ή, σε χαϊντεγκερίζουσα ορολογία, ως «αποκατάσταση της διασαλευθείσης τάξεως». Ο Heidegger όμως μεταφράζει τη λέξη τίσις ως «σεβασμό», ισχυριζόμενος ότι η πρωτογενής και ουσιαστική σημασία της είναι η «εκτίμηση» Θεωρεί ότι προέρχεται από το ρήμα τίω, τιμώ (απ’ όπου προκύπτει η τιμή). Αλλά εδώ ακριβώς συγχέει κακώς δύο λέξεις. Όταν ο Heidegger συντάσσει το κείμενό του για τον Αναξίμανδρο, έχουν περάσει πάνω από πενήντα χρόνια από τότε που ο φιλόλογος Schulze επισήμανε ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της ετυμολογικής οικογένειας από την οποία προέρχονται το τίω και η τιμή, όπου η βασική σημασία είναι «σεβασμός, εκτίμηση» και μιας άλλης οικογένειας από την οποία προέρχονται τα τίνω τίσις, όπου η βασική σημασία είναι «τιμωρία». Υπάρχουν παραδείγματα τέτοιας χρήσης της λέξης τίσις στον Όμηρο, ιδίως σε σχέση με την «τοῦ Ἀτρείδου τίσιν», την επανορθωτική κύρωση με την οποία εκδικείται ο Ορέστης τον πατέρα του, αλλά και στον Ησίοδο. Στον δε Ηρόδοτο τα παραδείγματα αυτά αφθονούν.

           Για ποιο πράγμα όμως τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και τιμωρία; Για την αδικίαν.Κι εδώ πάλι ο Αναξίμανδρος δεν γράφει εν κενώ, δεν χρησιμοποιεί αυθαίρετα τις λέξεις, αλλά με ένα νόημα ήδη διαμορφωμένο από τον Όμηρο και τον Ησίοδο. Όπως είδαμε, και οι δυο τους μιλούν για δίκην. Ωστόσο, ασφαλώς η δίκη αντιτίθεται μερικές φορές στην αδικίαν, πολύ συχνότερα όμως αντιτίθεται στην ύβριν. Οι δύο λέξεις σχετίζονται στενά, αν δεν είναι απολύτως ταυτόσημες. Η αδικία παραπέμπει στην ύβριν και αντίστροφα. Έτσι. λοιπόν, τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και τιμωρία για την αδικία ή για την ύβριν τους. Αλλά ποια ὕβρις; Αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα. Θυμηθείτε ότι, σχετικά με τον Όμηρο, κάναμε ήδη λόγο για τη μοίραν, το πεπρωμένο, το μερίδιο κάθε ανθρώπου και κάθε όντος, του οποίου τα όρια δεν πρέπει να υπερβεί κανείς. Όταν ο Πάτροκλος προελαύνει κατά των τειχών της Τροίας, ο Απόλλων τον σταματά: δεν μπορείς να κάνεις τίποτα ὑπέρ μοῖραν, πέραν του μεριδίου σου, δεν μπορείς να υπερβείς τα όρια που σου έχουν παραχωρηθεί. Και στην ελληνική μυθολογία, στον Όμηρο, εν συνεχεία δε στην τραγωδία για ποια όντα γίνεται λόγος, αν όχι γι’ αυτά τα κατεξοχήν όντα που είναι οι άνθρωποι, οι οποίοι προσπαθούν συνεχώς να υπερβούν τη μοίραν τους, να πορευθούν υπέρ μοίραν, πέραν του μεριδίου τους; Δεν νομίζω ότι βιάζουμε την ερμηνεία, αν δούμε την ανθρώπινη ὕβριν ως έμφυτη, σχεδόν ομοούσια, τάση. Από αυτό δεν μπορούμε να συνάγουμε ότι η ὕβρις, η αδικία του Αναξίμανδρου αποτελεί και αυτή φυσικό και κοινό χαρακτηριστικό όλων των όντων. Θα επανέλθουμε όμως στη σημασία της ύβρεως.

Ας συνεχίσουμε την ανάγνωση του δευτέρου σκέλους της φράσης. Η απονομή της δικαιοσύνης και η πληρωμή για την ἀδικίαν και την ὕβριν γίνεται κατά την του χρόνου τάξιν. Για πολλούς, το κομμάτι αυτό είναι μεταγενέστερο του Αναξίμανδρου διότι έχει αποχρώσεις Στωικισμού. Ίσως πρόκειται πράγματι για μεταγενέστερη προσθήκη, που εκφράζει όμως κάτι το αυτονόητο, το πολύ κοινότοπο μάλιστα. Σίγουρα υπάρχει τάξη στο χρόνο. Η διευκρίνιση όμως αυτή παίρνει άλλη διάσταση αν τη συνδέσουμε με το κατά το χρεών, «κατά το δέον», «σύμφωνα με το χρωστούμενο» του πρώτου σκέλους της φράσης. Τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και πληρωμή για την αδικία τους, για την ύβριν τους, κατά την τάξιν του χρόνου, γι’ αυτό – το γάρ ανεστραμμένο -, κατά το χρεών, κατά το δέον, γένεσις και φθορά, η γέννηση και η καταστροφή, επέρχονται προερχόμενες από το ίδιο και προς το ίδιο. Βρισκόμαστε εδώ στο επίκεντρο του μυστηρίου αυτής της φράσης. Η λέξη χρεών – που δεν είναι το Brauch του Heidegger, και ακόμα λιγότερο η «διατήρηση» του γάλλου μεταφραστή του – προέρχεται από την ίδια οικογένεια με το απρόσωπο ρήμα χρή («πρέπει»), με το οποίο συνδέεται και η χρεία, η «χρήση», η «ανάγκη», σχετίζεται όμως και με το χρέος, την «αποζημίωση», την «οφειλή». Ο Αναξίμανδρος φαίνεται έτσι να σχολιάζει, σ’ αυτό το σκέλος της φράσης, τη σημασία της λέξης χρεών, που εξασφαλίζει το σύνδεσμο μεταξύ των δίκη-τίσις-ἀδίκία, από τη μια μεριά, και γένεσις-φθορά, από την άλλη. Αυτό για το οποίο οφείλουμε να πληρώσουμε είναι η γένεσις και η οφειλή είναι η φθορά, ο θάνατος. Θα ξαναγυρίσουμε όμως εδώ στη συνέχεια.

Φθάνουμε έτσι στα ουσιαστικά και τελικά ερωτήματα. «Για το λόγο αυτό, σύμφωνα με το χρέος, σύμφωνα με ό, τι πρέπει να πληρωθεί, υπάρχει γένεσις για τα όντα και έρχεται γι’ αυτά φθορά, ἐξ ὧν (…) εἰς ταῦτα, από αυτά και εις αυτά τα ίδια». Το ἐξ και το εἰς παραπέμπουν στο ίδιο πράγμα, σε κάποιο πράγμα, που διατυπώνεται όμως στον πληθυντικό. Και ο πληθυντικός αυτός δημιουργεί πρόβλημα. Ας μεταφράσουμε κατά λέξη: τα «πράγματα» από τα οποία υπάρχει γένεση στα όντα, προς αυτά τα πράγματα επίσης επέρχεται και η φθορά τους. Το απόσπασμα του Ψευδο-Πλουτάρχου είναι, όπως είδαμε, πολύ πιο σα­φές: από το άπειρον προέρχονται τα πάντα και στο άπειρον τα πάντα ξαναγυρίζουν.Εάν όμως επρόκειτο εδώ για το άπειρο, θα είχαμε ενικό: ἐξ οὗ και όχι ἐξ ὧν, καθώς και εις τοῦτο και όχι εις ταῦτα. Μπορεί βέβαια να πλανήθηκε ο Σιμπλίκιος, αυτό όμως που μας μετέφερε έχει νόημα. Και πολύ πιο αινιγματικές από το ὧν και το ταῦτα είναι οι προθέσεις έξ και εις. Σας είπα ήδη ότι υπάρχει πάρα πολύ συχνά η τάση να υποτιμάται η σπουδαιότητα των προθέσεων, να θεωρείται δεδομένη η σημασία τους. Είναι λάθος: αποτελούν ίσως το πιο μυστηριώδες κομμάτι της γλώσσας. Τι θα πουν το «έ» και το «de» στα Γαλλικά; Είναι πολύ ευκολότερο να δώσουμε παραδείγματα χρήσης τους παρά να τα ορίσουμε. Το ίδιο δύσκολη είναι και η μετά­φρασή τους. Μεταξύ δύο γλωσσών, οι παραπλήσιες ισοτιμίες για τα ουσιαστικά, τα επίθετα και τα ρήματα είναι συνήθεις, για τις προθέσεις όμως είναι σπανιότατες. Συνεπώς, το ἐξ του Αναξίμανδρου, που συγγενεύει με το λατινικό ex, και πιθανότατα με το de, έχει συγχρόνως τοπική και χρονική σημασία, καθώς και σημασία «καταγωγής». Πρόκειται για τον τόπο απ’ όπου, για το χρόνο από τον οποίο, για την αρχή, για τους προγόνους. Όσο για το εις, που ισοδυναμεί με το λατινικό ad, με το a ή το vers στα Γαλλικά, με το ελληνικό «προς» έχει επίσης ταυτόχρονα τοπικό και χρονικό νόημα, εκφράζει όμως επιπλέον και μια ιδέα ορίου, μέτρου: μέχρι εκεί, για τόσο καιρό, επίσης δε και σημασία σχέσης, πρόθεσης.

Οι διευκρινίσεις αυτές μας επιτρέπουν να δώσουμε στο τέλος του αποσπάσματος μια πρώτη ερμηνεία, που είναι σίγουρα συμβατή με τα όσα γνωρίζουμε εκ παραλλήλου για τον Αναξίμανδρο. Το ἐξ ὧν (…) εἰς ταῦτα θα μπορούσε να είναι η προαναφερθείσα μεγάλη οντολογική δεξαμενή, ένας άλλος τρόπος ονομασίας του άπειρου, απ’ όπου όλα προέρχονται και όπου όλα επιστρέφουν. Άλλωστε, ο Αναξίμανδρος έχει ήδη ανακηρυχτεί ένα είδος πατέρα της αρχής της διατήρησης της ύλης… Κατ’ αναλογία με αυτά που είπαμε στα προηγούμενα σεμινάρια, το άπειρον θα έπαιζε το ρόλο του χάους, και τα όντα θα ήσαν εκείνο το στοιχείο που διαμορφώνει τον κόσμον, ένα ταξινομημένο σύμπαν μέσα στο οποίο υπάρχουν διαφορές, υπάρχουν όντα, καθώς και μια κάποια χρονική τάξη (είτε είναι αυθεντικό είτε όχι το σχετικό τμήμα της φράσης). Η ερμηνεία αυτή στηρίζεται τόσο στο ίδιο το κείμενο, σε αυτό το σκέλος της φράσης, όσο και στα όσα γνωρίζουμε για το άπειρον του Αναξίμανδρου, ως ἀρχή, στοιχεῖον και κανόνα των πάντων. 

Το άπειρον είναι η δεξαμενή, το οντολογικό απόθεμα από το οποίο μπορεί να αναδυθεί ένας κόσμος που θα καταστραφεί και πάλι μέσα στο χάος, από όπου ένας νέος κόσμος κ.ο.κ. Θα είχαμε έτσι ένα είδος διαρκούς στιγμιαίας και κυκλικής κίνησης, όπου το χάος θα μετατρεπόταν σε κόσμον και ο κόσμος σε χάος. Αν όμως μείνουμε εδώ, το σύνολο της φράσης δεν έχει πλέον νόημα. Δεν κατανοούμε καθόλου γιατί το γάρ θα συνέδεε το γεγονός ότι τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και πληρωμή για την ύβριν τους με το γεγονός ότι οφείλουν να επιστρέψουν στο άπειρον από το οποίο προήλθαν. Το γάρ χάνει έτσι το νόημά του, όπως και το χρεών. Δεν υπάρχει καμία ανάγκη να παρεμβληθεί η ύβρις και η δίκη για να εκφραστεί είτε η αρχή της οικουμενικής διατήρησης της ύλης-ενέργειας είτε η ιδέα ότι υφίσταται ένα στοιχείο ή μία αρχή από την οποία προέρχονται τα πάντα και στην οποία επιστρέφουν τα πάντα. Δεν είναι αναγκαίο να επικαλεστεί κανείς αυτή την ιδέα για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα. Το συμπέρασμα στέκει αφ’ εαυτού ή μπορεί να υποστηριχθεί με διαφορετικά επιχειρήματα, δεν μπορεί όμως να υποστηριχτεί με τα επιχειρήματα αυτά. Η ύλη δεν διατηρείται επειδή υπό ή επειδή η ύβρις πληρώνεται.

Θα σας προτείνω συνεπώς μια άλλη ερμηνεία η οποία φαίνεται πως ανταποκρίνεται καλύτερα σε αυτό το φράσης και κυρίως επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση συνόλου του αποσπάσματος. Προς τούτο, μου χρειάζεται να μεταφράσω το ἐξ και το εἰς ως «σύμφωνα με»: σΐ την ίδια αρχή ή εκκινώντας από την ίδια αναγκαιότητα μπορούσα να σας πω, φυσικά, ότι τίποτα δεν μας λέει πως ο Σιμπλίκιος μεταφέρει με ακρίβεια τα λόγια του Αναξίμανδρου, ότι τα Ελληνικά που έχουμε εδώ είναι του αιώνα. Το πρώτο μέρος της φράσης είναι γραμμένο διαχρονικά Ελληνικά, που παραμένουν αναλλοίωτα από τον Πλάτωνα μέχρι τον Σιμπλίκιο, όμορφο ελληνικό φιλοσοφικό ιδίωμα, με τη συμμετρία του κ.λπ. Πρόκειται άραγε για τα Ελληνικά του Αναξίμανδρου; Κανείς δεν μπορεί να το βεβαιώσει. Δεν πρέπει ωστόσο να αποσιωπηθεί το γεγονός ότι η επιλογή μου ενέχει στοιχεία αυθαιρεσίας. Αλλά με την αυτή το νόημα του αποσπάσματος φωτίζεται, Τα όντα αποδίδουν μεταξύ τους δικαιοσύνη και πληρωμή για την ὕβριν τους και για το λόγο αυτόν, κατά το δέον, σύμφωνα με την ίδια αναγκαιότητα, την ίδια αρχή, γεννιούνται και καταστρέφονται. Ποια είναι λοιπόν αυτή η αρχή; Απλούστατα – και εδώ έγκειται η τελική αντιστροφή – η ίδια η ύπαρξη αποτελεί, κατά μία έννοια, ἀδικίαν ή ὕβριν, παράβαση. Η αδικία δεν είναι, όπως ειπώθηκε, το εμμένειν στην ύπαρξη πέραν του καθορισμένου χρόνου, το ἁπλό ὑπέρ μοῖραν. Εδώ ο Αναξίμανδρος πηγαίνει πιο μακριά από τον Όμηρο: αδικία είναι η ίδια ύπαρξη. Και αυτή η ύπαρξη πρέπει να καταστραφεί σύμφωνα με την ίδια την αρχή που τη γεννά. Επικρατεί τελικά ένα είδος οντολογικής δικαιοσύνης, η οποία την ὕβριν την προερχόμενη από κάθε ιδιαίτερη ύπαρξη. Ίσως  εδώ ακριβώς να βρίσκεται η πρωταρχική σημασία, διότι, δεδομένου ότι κάθε ιδιαίτερη ύπαρξη υπόκειται σε περιορισμό, πέρας, τέλος, οφείλει να επιστρέφει πάντα στο απροσδιόριστο.

Αν πάρουμε τώρα το σύνολο του αποσπάσματος, θα δούμε ότι έχουμε ένα πρώτο μέρος που σχολιάζει απλά τη γενική θέση του Αναξίμανδρου: όλα έρχονται από το άπειρον και επιστρέφουν στο άπειρον.Και πέρα από τα συγκεκριμένα όντα υπάρχει ον που είναι άπειρον, ένα ον μη αναπαραστάσιμο, απροσδιόριστο κ.λπ. Η πρώτη όμως αυτή σημασία αναμειγνύεται και εμπλέκεται με μία δεύτερη & χωρίς να υπάρχει μεταξύ τους ταυτότητα, αντίθεση ή αντίφαση-, που μόνο αυτή μπορεί να δώσει νόημα στη διάρθρωση της φράσης – με το γάρ και το κατά το χρεών. Και η οποία μας λέει ότι η ὕβρις και η ἀδικία, για τις οποίες τα όντα καλούνται να πληρώσουν το τίμημα, είναι η ίδια τους η ύπαρξη. Διότι η ίδια ακριβώς αρχή, υπάρχειν και μηδενισμός του υπάρχειν, καθορίζει τη γένεση και τη φθορά τους.

Μιλάμε από την αρχή των σεμιναρίων για τη σχέση της πρωταρχικής φαντασιακής σύλληψης του κόσμου από τους Έλληνες με την καταγωγή της φιλοσοφίας. Ελπίζω ότι η συζήτηση του αποσπάσματος του Αναξίμανδρου σας βοήθησε να κατανοήσετε καλύτερα τι εννοώ μ’ αυτό: τη γένεση και τη ρήξη, τη συγγένεια και την απόσταση μεταξύ φιλοσοφικών και μυθολογικών σημασιών.

Συμπερασματικά, για να σας δώσω την ευκαιρία να πάρετε ανάσα, και για να στηρίξω την τελική ερμηνεία που σας έδωσα, θα σας διηγηθώ την ιστορία του τυράννου Πολυκράτη του Σαμίου, που πέθανε στο σταυρό, όπως τη μεταφέρει ο Ηρόδοτος[8]. Δεν πρόκειται βέβαια για «αληθινή» ιστορία, επινοήθηκε όμως μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο ιστορικό πολιτισμικό πλαίσιο, γι’ αυτό και η αλήθεια της είναι ακόμα πιο βαθιά. Πρόκειται για μια θεώρηση του κόσμου. Σκεφτείτε τη σταύρωση του Χριστού. Το αν είναι ή όχι ιστορικό γεγονός δεν είναι τόσο σημαντικό· αυτό που μετράει είναι ότι τη διηγούνται, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο τη διηγούνται. Ο Πολυκράτης παίρνει την εξουσία γύρω στο 540 και πεθαίνει το 522 π.Χ., ζει δηλαδή μια γενιά αργότερα από τον Αναξίμανδρο. Ήταν εξαίρετος άνθρωπος, προστάτης των γραμμάτων και των τεχνών, ιδιαίτερα δε του ποιητή Ανακρέοντα. Αν πιστέψουμε τον Ηρόδοτο, κανένας άλλος τύραννος δεν μπορούσε να συγκριθεί μαζί του σε μεγαλοπρέπεια. Μην ξεχνάτε ότι στην αρχαία Ελλάδα τύραννος δεν είναι ο καταπιεστής, ο σύγχρονος δικτάτορας, αλλά ο ηγέτης -γενικώς, ο ηγέτης του δήμου- που κατακτά την εξουσία δια της βίας στην ιστορική εκείνη φάση κατά την οποία η αριστοκρατία ταλαντεύεται και ο δήμος δεν είναι ακόμα σε θέση να εγκαθιδρύσει τη δική του εξουσία. Χαριτολογώντας, θα μπορούσε κανείς να τον συγκρίνει με ό, τι η μαρξιστική-λενινιστική-τροτσκιστική παράδοση αποκαλεί «βοναπαρτισμό».

 Ο Πολυκράτης είναι λοιπόν ο τύραννος της Σάμου, και όλα βαίνουν κατ’ ευχήν γι’ αυτόν: η αυλή του είναι λαμπρή, ο στόλος του έχει αναδείξει το νησί σε ναυτική δύναμη, συμμαχεί με τον Φαραώ της Αιγύπτου, Άμασι. Ωστόσο, αυτή η απόλυτη επιτυχία ανησυχεί τον Άμασι, κάτι που εκμυστηρεύεται στον Πολυκράτη. Όλα του πηγαίνουν τόσο καλά, ώστε η ζωή του φαίνεται σαν υπέρ μοίραν, πράγμα που θα μπορούσε να προκαλέσει το φθόνο των θεών. Ο Πολυκράτης θορυβείται και αποφασίζει, προκειμένου να τον εξορκίσει, να θυσιάσει ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά του, ένα υπέροχο σμαράγδι δεμένο σε δαχτυλίδι: το πετά στη θάλασσα, μακριά από την ακτή. Μερικές μέρες αργότερα κάποιος ψαράς του προσφέρει ένα τεράστιο ψάρι. Οι υπηρέτες του το ανοίγουν και βρίσκουν το δαχτυλίδι. Όταν μαθαίνει τα καθέκαστα ο Αμασις, καταλαβαίνει ότι ο Πολυκράτης είναι καταδικασμένος, ότι οι θεοί απέρριψαν την προσφορά του, και διακόπτει κάθε σχέση μαζί του, για να μη στενοχωρηθεί από την πτώση ενός φίλου όταν θα επέλθει η αναπότρεπτη συμφορά. Και πράγματι, ύστερα από λίγο καιρό επέρχεται η καταστροφή, κατά τό χρεών. Ο Πολυκράτης πέφτει θύμα ενέδρας ενός Πέρση διοικητή και βρίσκει, λέει ο Ηρόδοτος, «άθλιο τέλος». Ωραία ιστορία θα μου πείτε, αλλά γιατί μας ενδιαφέρει; Μας ενδιαφέρει το εξής ερώτημα: ποιο είναι το λάθος του Πολυκράτη; Πού βρίσκεται η ὕβρις σε όλα αυτά; Διότι, εκ πρώτης όψεως, δεν υπάρχει τίποτα το υβριστικό στη συμπεριφορά του ή, αν προτιμάτε, τίποτα το ιδιαίτερα υβριστικό για έναν Έλληνα τύραννο εκείνης της εποχής. Η ὕβρις του υπήρξε απλούστατα το ότι έφερε την ύπαρξή του σε πλήρη ολοκλήρωση, σε απόλυτη επιτυχία, χωρίς εναλλαγή καλών και κακών στιγμών. Και όλα αυτά είναι αντίθετα προς το χρεών, αντίθετα προς το οφειλόμενο. Πρέπει να πληρώσει για την αδικία αυτή, συνεπώς καταστρέφεται.
Από το «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ»
(Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο Σεμινάρια 1982-1983)

[1] <Πρόκειται για το απόσπασμα DK 12 9 και Β 1 (περιλαμβάνεται στο σχόλιο της Φυσικής Ακροάσεως του Αριστοτέλη από τον Σιμπλίκιο, που αντιγράφει τον Θεόφραστο). «Ο Αναξίμανδρος (…) είπε ότι η αρχή και το στοιχείο των όντων ήταν το άπειρον (το απροσδιόριστο ή το ατέρμον), υπήρξε έτσι ο πρώτος που χρησιμοποίησε τον όρο αυτό σε σχέση με την αρχή της ύλης. Λέει ότι η αρχή αυτή δεν είναι ούτε το νερό ούτε κανένα από τα υπόλοιπα πράγματα που αποκαλούνται στοιχεία, αλλά ότι είναι άλλης φύσεως, ἄπει­ρον, από το οποίο εκπηγάζουν όλοι οι ουρανοί όπως και ο κόσμος που ο καθένας τους περικλείει. Και η πηγή της ύπαρξης των όντων είναι αυτή η ίδια μέσα στην οποία καταστρέφονται “κατά την αναγκαιότητα, διότι επιβάλλουν αμοιβαίως κύρωση και τιμωρία λόγω των αδικιών τους σύμφωνα με μια κατανομή που καθορίζεται από το Χρόνο”, όπως το περιγράφει με καθαρά ποιητικούς όρους.» (γαλλμτφρKirk/de Week, στοG.S. Kirk/J.E. Raven/M. Schofield, Les Philosophes presocratiques. Une histoire critique avec un choix de textes, Fribourg, Suisse, Editions universitaires et Paris, Cerf 1995, γαλλμτφρτουΗ.-Α. de Week, υπότηδιεύθυνσητουD. J. O’Meara, 2ηέκδ. 1984 (μετησυνεργασίατουΜ. Schofield) τηςκλασικήςμελέτηςτωνKirk καιRaven (1ηέκδ. 1957(α)).> [Ελλ. έκδ. Οι προσωκροχπκοί φιλόσοφοι, μτφρ.: Δ. Κούρτοβικ, 3η έκδ., Αθήνα, ΜΙΕΤ 1998.]
[2] <Βλ. σεμινάριο VII, σ. 240 κ.εξ.>
[3] <Σοφοκλής, Αντιγόνη, 332-375, κυρίως 353-375. Βλ. «Anthro– pogonie…» (1991), στο CCastoriadisFigures du pensableParis,Seuil 1999, σ. 31 κ.εξ. [«Αισχύλεια ανθρωπογονία και Σοφόκλεια αυτοδημιουργία του ανθρώπου» στο Αφιέρωμα στον Κων. Αεσποτόπουλο, Αθήνα, Παπαζήσης 1991, σ. 221 κ.εξ. (ΣτΕ)]>
[4] <Ψευδο-Πλσύταρχος, Στρωματείς 2 (DK 12 10).>
[5] < Αριστοτέλης, Φυσική Ακρόασις 20310-13 (DK 12 15).>
[6] <Στο Σεμινάριο IX που χάθηκε.>
[7] <Βλ., Heidegger ό.π., σ. 448. «(…) κατά τό χρεών διδόναι γάρ αὐτά δίκην καί τίσιν ἀλλήλοις τῆς ἀδικίας».>
[8] <Ηρόδοτος, Γ, 39-47 και 120-125.>

πηγή: Εκηβόλος

ΟΙ ΚΟΣΜΙΚΕΣ-ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΕΝΟΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΝΑΟΥ

$
0
0



Οι διαπιστώσεις που κάνει ο καθηγητής αρχιτεκτονικής αφορούν καθαρά τη βίωση από την ψυχή ενός άλλου κοσμικού επιπέδου αισθαντικότητας που δεν έχει να κάνει με μεταφυσικές εμμονές. Για αυτήν την αισθαντικότηταπου απορρέει από την υψηλού κάλλους τέχνη έχει μιλήσει ο Οδυσσέας Ελύτης, Η ελληνική κλασική τέχνη αποτελεί την μίμηση του τρόπου που υπάρχει ο κόσμος. Σε έναν αρχαιοελληνικό ναό έχουν αποτυπωθεί όλα τα αρχέτυπα σύμβολα που σχετίζονται με τη φύση της ανθρώπινης ψυχής και των όντων. 

Πρώτο παράδειγμα:  οι σπείρες των ιωνικών κιόνων κομίζουν τρία πράγματα:

α) Αριστερόστροφες σπείρες= αριστερόστροφη περιφορική κίνηση πλανητών.

β) Δεξιόστροφες σπείρες= δεξιόστροφη περιφορική κίνηση αστρικών ήλιων.

γ) Η σπείρα γενικά συμβολίζει την μορφή του γαλαξία με τους έλικες. Γνωρίζουμε επίσης πολύ καλά ότι η κίνηση αυτή είναι όμοια με της τελειωμένης ή "αγίας" (κεκαθαρμένης) ψυχής.

Δεύτερο παράδειγμα: τα τρίγωνα των ναών:

Συμβολίζουν την τριαδικότητα της φύσης που έχουν οι φύσεις των ψυχών της Θεότητας, των αγγέλων, των δαιμόνων (εκ του δαίω=μοιράζω). Όλα τα έμψυχα όντα έχουν ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΨΥΧΗΣ (ΗΝΙΟΧΟΣ), ΘΥΜΟΕΙΔΕΣ (ΑΣΠΡΟ ΑΛΟΓΟ), ΕΠΙΘΥΜΗΤΙΚΟ (ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ). 

Είναι ανάγκη να αποβάλλουμε κάθε ψυχικό φόβο και να απελευθερωθούμε ως αθάνατες συνειδητότητες που είμαστε.

Γιατί να μας προκαλεί  μεταφυσικό φόβοη φυσικότητα πολλών πραγμάτων, όπως ο θυελλώδης ή μη άνεμος, μια καταιγίδα, ένας κεραυνός, η φανέρωση της Σελήνης τη νύχτα ή ένας σεισμός; Τέτοια φυσικότητα έχουν και αυτές οι συμπαντικές θεϊκές δυνάμεις που συσσωρεύουν οι κλασικοί ναοί. 

πηγή κάτωθι κειμένου: thatakoute.blogspot.gr

Ο Alvin Holm είναι καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Pensylvania και λάτρης της αρχαίας Ελλάδας. Ευρισκόμενος στη χώρα μας για να μιλήσει σε συνέδριο στη Σαμοθράκη με θέμα τα "Καβείρια Μυστήρια", μίλησε για τις αόρατες δυνάμεις που κρύβει μέσα της η αρχαία αρχιτεκτονική και η επίδραση που έχουν στον ψυχισμό αλλά και στο σώμα μας οι αρχαίοι ναοί.

"Οι αρχαίοι ναοί, εμπεριέχουν τον Θεό"

Alvin Holm : "Οι ναοί εμπεριέχουν τον Θεό ή τη Θεά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και μας επηρεάζουν όπως συμβαίνει και με ένα μουσικό όργανο, σε ένα υπόκωφο επίπεδο. Η αντήχηση της γης βρίσκει αγωγό τους κίονες οι οποίοι λειτουργούν σαν μπαταρίες. Αυτές με την σειρά τους παράγουν ένα είδος ενέργειας και μας επηρεάζουν χωρίς όμως εμείς να το γνωρίζουμε. Όταν κανείς πλησιάζει μεταξύ αυτών των κιόνων μπορεί να νιώσει την ένταση.

Μπορείς να κλείσεις τα μάτια και να περάσεις μεταξύ των κιόνων γνωρίζοντας ότι κάτι συμβαίνει. Υπάρχει η γενική υπόθεση ότι πρόκειται για θεραπευτικά κέντρα ακόμη και αν δεν ασκληπιείο. Εδώ λαμβάνει χώρα η θεραπεία, είτε αυτή είναι ψυχική, πνευματική η φυσική. Όταν βρίσκεσαι κοντά σε ναό δεν είναι αναγκαίο να μπεις μέσα. Αρκεί να σταθείς μπροστά ή δίπλα στο ναό ή καλύτερα μεταξύ των κιόνων και θα νιώσεις την αναταραχή μέσα στο σώμα σου να μεταφράζεται σε αρμονία".

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

$
0
0


Η φιλοσοφία είναι βασικός τρόπος ζωής του πνεύματος. Τίποτα σχετικά με το νοείν δεν υπάρχει πάνω από τη Φιλοσοφία, γιατί η τελευταία είναι η μητέρα των επιστημών. Το να ισχυρίζεται κάποιος ότι δεν είναι ανάγκη κανείς να ασχολείται με τη φιλοσοφία και να φιλοσοφεί δεν συνειδητοποιεί ότι  αυτός του ο ισχυρισμός αποτελεί φιλοσοφία.

                                                                                  Αριστοτέλης 




Φιλοσοφία είναι η επιστήμη που ασχολείται με ερωτήματα, προβλήματα ή απορίες που μπορούμε να αποκαλέσουμε οριακά,θεμελιώδη, ή έσχατα, όπως αυτά της ύπαρξης, γνώσης, αξίας, αιτίας, γλώσσας και του νου. Ξεχωρίζει από άλλους τρόπους αντιμετώπισης των παραπάνω προβλημάτων, από την κριτική και γενικώς συστηματική προσέγγιση των θεμάτων και την οικοδόμησή της πάνω σε λογικές εξηγήσεις.
Η λέξη φιλοσοφία ετυμολογικώς είναι σύνθετη και προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό φιλείν (αγαπώ) και τη λέξη σοφία, δηλαδή αγάπη για τη σοφία. Τον όρο εισήγαγε ο μεγάλος προσωκρατικός φιλόσοφος και μαθηματικόςΠυθαγόρας. Η φιλοσοφία μάς ανοίγει νέους δρόμους και αναζητά απαντήσεις σε ερωτήματα που πιθανώς ξεπερνούν τις ανθρώπινες γνωστικές δυνατότητες, βοηθώντας στη διερεύνηση των ορίων της ανθρώπινης σκέψης, ακόμα και όταν δεν φτάνει σε κάποιο αποτέλεσμα ο επαγωγικός της προβληματισμός. Δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι φιλοσοφία είναι σκέψη πάνω στην ίδια τη σκέψη και τις δυνατότητες της.

Γενικώς θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς ότι φιλοσοφική σκέψη είναι η διανοητική διερεύνηση βαθέων ερωτημάτων για τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο και τη θέση του σ’ αυτόν. Η φιλοσοφία δεν αρκείται στην ανάλυση της πραγματικότητας του εμπειρικού κόσμου, αλλά διατυπώνει προτάσεις για την αλλαγή του. Ένας φιλόσοφος δεν αρκείται στο να διατυπώσει πώς έχουν τα πράγματα, αλλά προχωρά και σε συγκεκριμένες προτάσεις για το πώς θα μπορούσαν να είναι. Οι εκάστοτε φιλόσοφοι, σύμφωνα με το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσάπτουν στη φιλοσοφία, δημιουργούν και το ανάλογο φιλοσοφικό ρεύμα.

Φιλοσοφία είναι η νοητική αναζήτηση των πρώτων αρχών και των πρώτων αιτιών που συνιστούν την πραγματικότητα του νύν παρόντος κόσμου.

Εύρος της φιλοσοφίας

Ο Μπέρτραντ Ράσελ διατυπώνει τη θέση πως η φιλοσοφία είναι μια δεξαμενή γνώσεων που ακόμα είναι ανέτοιμες προς εξειδικευμένη επιστημονική διαπραγμάτευση.Επομένως, όπως έχει ιστορικά αποδειχθεί άλλωστε, η φιλοσοφία είναι η επιστήμη των επιστημών, o κορμός της διεπιστημονικής γνώσης, ο άσβεστος πόθος αναζήτησης του ανθρώπου.Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι σύγχρονες θετικές επιστήμες (ΜαθηματικάΦυσικήΧημείαΙατρικήΑστρονομία κ.α.) αλλά και μεταγενέστερες θεωρητικές (Ψυχολογία, Κοινωνιολογία κ.α.) ξεπήδησαν από το φιλοσοφικό στοχασμό.

Παρόλο το εύρος της έννοιας της Φιλοσοφίας, δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι πρόκειται για επιστήμη (και μάλιστα τη "μητέρα"επιστήμη όπως είδαμε). Επομένως η μέθοδος ενός στοχασμού ώστε αυτός να ονομασθεί φιλοσοφικός πρέπει να τηρεί συγκεκριμένα επιστημονικά κριτήρια και στάδια. Αυτά τα στάδια είναι εκείνα της Παρατηρήσεως, της Υποθέσεως, του Πειράματος, της Απόδειξης και της Επαναλήψεως. Ο φιλοσοφικός στοχασμός απαραίτητα πρέπει να εγκολπώνει την επιστημονική αποδεικτική διαδικασία.

ΚΛΑΔΟΙ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ -  Η Φιλοσοφια διαιρειται στους 9 κατωθι κλαδους:


  • Ηθική ονομάζεται ο τομέας της Φιλοσοφίας που διερευνά ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να ζει ο άνθρωπος, ενώ δευτερευόντως, διερευνά το κατά πόσον μια τέτοια ερώτηση μπορεί πράγματι να απαντηθεί. Οι κύριοι κλάδοι της Ηθικής Φιλοσοφίας είναι η Μετα-ηθική, η Φορμαλιστική Ηθική και η Εφαρμοσμένη Ηθική.
  • Αισθητική ονομάζεται ο τομέας που ασχολείται με τη μελέτη και αντίληψη της ομορφιάς, της Τέχνης, της αναψυχής, θεμάτων γούστου και αισθημάτων, γενικώς με τον ορισμό του ωραίου, του αρμονικού και των αντιστρόφων τους.
  • Γνωσιολογία ονομάζεται ο κλάδος που διερευνά τα όρια, την προέλευση και την ποιότητα της ανθρώπινης γνώσης.
  • Μεταφυσική ονομάζεται ο τομέας που ασχολείται με το επέκεινα, με εκείνο που η εμπειρία δεν μας αποκαλύπτει. (Δεν πρέπει να συγχέεται με εξωεπιστημονικούς κλάδους όπως η Παραφυσική). Μελετά τη φύση της πραγματικότητας, περιλαμβάνοντας τη σχέση μεταξύ νου και σώματος, ουσίας, γεγονότος και αιτίας. Παραδοσιακοί κλάδοι της είναι η Κοσμολογία και η Οντολογία.
  • Επιστημολογία ονομάζεται ο τομέας που ασχολείται με τη φύση και το σκοπό της γνώσης, καθώς και αν η γνώση είναι δυνατή. Μεταξύ των κεντρικών προβληματισμών της είναι οι φιλοσοφικές προκλήσεις που θέτει ο Σκεπτικισμός και οι σχέσεις μεταξύ αλήθειας, πίστης και αιτιολόγησης.
  • Πολιτική Φιλοσοφία είναι η μελέτη των θεσμών διακυβέρνησης και των σχέσεων ατόμων (ή οικογενειών και φατριών) με κοινότητες, όπως το κράτος. Περιλαμβάνει ερωτήματα για τη δικαιοσύνη, το νόμο, την περιουσία, καθώς και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των πολιτών. Η Πολιτική Φιλοσοφία και η Ηθική αποτελούν παραδοσιακά αλληλένδετους τομείς, καθώς και οι δύο περιστρέφονται γύρω από το ερώτημα τού τι είναι καλό και πώς πρέπει να διαβιούν οι άνθρωποι με σκοπό τη συνεχή προαγωγή των ανθρώπινων κοινωνιών.
  • Λογική είναι η μελέτη των έγκυρων διαλεκτικών φορμών. Ξεκινώντας στα τέλη του 19ου αιώνα, μαθηματικοί όπως ο Γκότλομπ Φρέγκε εστίασαν στην μαθηματική προσέγγιση της Λογικής, η οποία σήμερα χωρίζεται σε δύο ευρείς κλάδους: τη Μαθηματική Λογική και τη λεγόμενη Φιλοσοφική Λογική.
  • Φιλοσοφία της γλώσσας είναι αυτή που ερευνά θέματα της φύσης, καταγωγής και χρήσης της γλώσσας
  • Φιλοσοφία της Θρησκείας είναι ο κλάδος της Φιλοσοφίας που ασχολείται με τη μελέτη προβλημάτων της θρησκείας.
Όλοι οι παραπάνω κλάδοι διαιρούνται σε αρκετές υποενότητες.

Φιλοσοφοι

Δυτική Φιλοσοφία

Αρχαίοι Έλληνες

Αρχαίοι Ρωμαίοι

Φιλόσοφοι στον Μεσαίωνα

Φιλόσοφοι της Αναγγένησης

Φιλόσοφοι του Διαφωτισμού

Φιλόσοφοι του 19ου αιώνα

Φιλόσοφοι του 20ού αιώνα

Δυτικά φιλοσοφικά ρεύματα

Ανατολικη φιλοσοφια

Ισλαμική φιλοσοφία

Η ισλαμική φιλοσοφία, εννοούμενη ως ανεξάρτητη φιλοσοφική έρευνα από ισλαμιστές φιλοσόφους, έλαβε αποφασιστική ώθηση κατά τον 8ο αιώνα μ.Χ. όταν άρχισε να μεταφράζεται πληθώρα ελληνικών κειμένων στα αραβικά. Πολλά ελληνικά κείμενα, μεταξύ των οποίων αρκετά πάνω σε ιατρικά θέματα, είχαν μεταφραστεί από Σύρους χριστιανούς στα συριακά τον 4ο και 5ο αιώνα και ήταν μια ομάδα Σύρων λογίων που προσκλήθηκαν στη Βαγδάτη γύρω στο 750 μ.Χ. για να αναλάβουν μεταφράσεις κειμένων από τα ελληνικά στα αραβικά. Μέσω αυτών, τα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των Νεοπλατωνιστών έγιναν γνωστά σε άραβες διανοητές, και ακολούθως στη δυτική Ευρώπη.
Δύο ήταν οι βασικότεροι παράγοντες που καθόρισαν τον χαρακτήρα της ισλαμικής φιλοσοφίας. Ο πρώτος ήταν η θεολογία του Κορανίου, της ισλαμικής ιερής γραφής, που διαμόρφωσε όλες τις όψεις της ισλαμικής κουλτούρας, περιλαμβανομένων των πολιτικών, νομικών και κοινωνικών θεσμών. Το δόγμα καθόριζε ως υποχρεωτικό για κάθε μουσουλμάνο να ακολουθεί τους Πέντε Πυλώνες. Επί πλέον κανόνες και έθιμα διαμορφώθηκαν στα κείμενα αποκαλούμενα Χαντίθ τα οποία βασίζονταν σε διδασκαλίες του προφήτη Μωάμεθ και τα οποία ήταν σε άμεση αλληλεπίδραση με το ισλαμικό δίκαιο.
Μέχρι τον 8ο αιώνα δύο σχολές ισλαμικής θεολογίας είχαν καθιερωθεί, οι Μουτάζιλα, οι οποίοι θεωρούσαν ότι ο ορθός λόγος μπορούσε να ανακαλύψει αλήθειες οι οποίες κατόπιν επαληθεύονταν δια αποκάλυψης στην ιερή γραφή, και οι Σούνι οι οποίοι αντιτάσσονταν στον ορθολογισμό των Μουταζιλιτών και ισχυρίζονταν ότι ο Θεός δεν υπακούει σε κανενός είδους νόρμες, ότι οι πράξεις είναι αγαθές ή άδικες επειδή ο Θεός τις χρίζει ως τέτοιες και ότι η έλλογη σκέψη δεν είναι σε θέση να ανακαλύψει τη βούληση του Θεού.
Ο δεύτερος παράγοντας που διαμόρφωσε καθοριστικά τον διακριτό χαρακτήρα της ισλαμικής φιλοσοφίας προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από ένα «ατύχημα», μια παρεξήγηση, στην ιστορία των ιδεών. Από σφάλμα, η πατρότητα μέρους του κειμένου των Εννεάδων του Πλωτίνου αποδόθηκε στον Αριστοτέλη και έγινε γνωστό στον αραβικό κόσμο ως η Θεολογία του Αριστοτέλη. Ως αποτέλεσμα αρκετές πλατωνικές και νεοπλατωνικές έννοιες εξομοιώθηκαν με έννοιες του Αριστοτέλη, ούτως ώστε η ελληνική φιλοσοφία αντιμετωπίστηκε από τους μεταφραστές της ως πιο ενιαία από ότι πραγματικά ήταν. Οι άραβες φιλόσοφοι έτειναν να πιστεύουν ότι μελετώντας τα ελληνικά κείμενα είχαν να κάνουν με ένα συνεκτικό σώμα το οποίο περιείχε ισχυρά στοιχεία μυστικισμού. Στην πραγματικότητα βέβαια ο μυστικισμός που αποδόθηκε με αυτό τον τρόπο στην ερμηνεία όλων των ελληνικών κειμένων ήταν ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μόνο των Νεοπλατωνιστών.[1]

Πηγες

  • Γεωργίου Θεόδωρου, Η Φιλοσοφία τον 20ό αιώνα. «Futura», Αθήνα 2003.
  • Encyclopédie de la Pléiade (= Εγκυκλοπαίδεια της Πλειάδος), Ιστορία της φιλοσοφίας. 20ός αιώνας. Σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα. Μετάφρ. Ν. Νασοφίδης - Κ. Παπαγιώργης. "Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης", Αθ. 1982.
  • Ανδρουλιδάκη Κώστα, Καντιανή ηθική. Θεμελιώδη ζητήματα και προοπτικές. «Ιδεόγραμμα», Αθήνα 2010.
  • Γερογιωργάκη Σταμάτη Δ., Αναγκαίο ον και νομοτέλεια. Περί ύπαρξης Θεού και θαυμάτων. Συμβολή στη σημασιολογία τροπικών κατηγορημάτων στον Θωμά Ακινάτη και στον Καντ. «Ίνδικτος», Αθήνα 2002.
  • Τσέτσου Μάρκου, Βούληση και ήχος. Η μεταφυσική της μουσικής στη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ. "Βιβλιοπωλείον της Εστίας", Αθήνα 2004.
  • Αβρόν Ανρί, Μαξ Στίρνερ ή η εμπειρία του μηδενός. Μετάφραση Ζήσης Σαρίκας. «Πανοπτικόν», Θεσσαλονίκη 2006.
  • Σμιθ Άνταμ, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του πλούτου των εθνών. Βιβλία Ι και ΙΙ. Μετάφραση Χρήστος Βαλλιάνος, Επιμέλεια Γιάννης Μηλιός. «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2000
  • Luis Carlos de Morais, O Olho do Ciclope, Antropofagia cinematótica na filosofia e na literatura brasileira. Rio de Janeiro, Quártica, 2009.

Παραπομπές

  1. Άλμα πάνω Collinson, D., 2000, Fifty Eastern Thinkers

πηγή: Βικιπαίδεια

ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΩΡΟΥ (ΑΛΗΘΕΙΑ - ΣΥΜΜΕΤΡΙΑ - ΚΑΛΛΟΣ)

$
0
0
Katharina Fritsch Trafalgar Square, London

















Προλογικοί αναστοχασμοί

Αφορμή στοχασμού ο αλέκτωρ (κόκορας). Στην πλατωνική και, γενικότερα, στην ελληνική θεολογία τα όντακατατάσσονται σε 7 βαθμίδες ως εξής:

1. Θεότητα
2. Άγγελοι
3. Δαίμονες (όχι με την αρνητική χριστιανική έννοια)
4. Άνθρωπος
5. Ζώα
6. Φυτά
7.Ορυκτά


Κατά την ελληνική θεολογίαόλα τα όνταπηγάζουν υπαρκτικά και απορρέουν από τη θεότητα. Δηλαδή αποτελούν φανερώσεις εκδίπλωσης του αιώνιου-θεϊκού στοιχείου στον κόσμο. Έτσι, ο αλέκτωρ στην ελληνική θρησκευτική παράδοση είναι απόρροια του Απόλλωνα, όπως και ο λέοντας. Επίσης, είναι πολύ σημαντικό να επισημανθεί, για να μην δαιμονοποιούμε ανατολικές ή παγανιστικές θρησκείες, ότι κάθε πολιτισμός εξέφραζε διαφορετικά την λατρεία του απέναντι στη θεότητα. Για παράδειγμα, οι Έλληνες συμβολοποιούσαν τα αρχέτυπα της θεότητας στην ανθρώπινη μορφή (τέταρτη κατηγορία), οι Αιγύπτιοι στην από κάτω βαθμίδα, στη μορφή των ζώων (πέμπτη κατηγορία) που αντιστοιχούσαν στη θεότητα από την οποία απέρρεαν. Η λατρευτική επίκληση και η επικοινωνία των ανθρώπων με τη θεότητα επιτυγχανόταν μέσω των συμβόλων που κόμιζαν πάνω τους και στις δύο περιπτώσεις τα αγάλματα, τα οποία  λειτουργούσαν ως θύρες συσσώρευσης της θεϊκής ενέργειας.

Για αυτό και δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι η σύνδεση της κλασικής τέχνης με την θρησκεία είναι παραδειγματική και πολύ στενή. Η υψηλή κλασική τέχνη των αγαλμάτων είναι μίμηση μορφών και ιδεών που απορρέουν από τον υπεραισθητό κόσμο του Αιώνιου και του Αγαθού.
Για αυτό και η δημιουργία ενός κλασικού αγάλματος γινόταν από τον γλύπτη υπό την στενή καθοδήγηση και  επίβλεψη του ιερέα που συνήθως ήταν ταυτόχρονα και ποιητής ή γιατρός-θεραπευτής

_______________________

Ακολουθεί κείμενο του Σταύρου Τσέτση
Διδάκτορα  Ε.Μ.Π


“…Προσπαθείς, προτού εξασκηθείς, Σωκράτη,
να δώσεις πρώιμο ορισμό τι είναι ωραίο,
δίκαιο, αγαθό…”
Πλάτων, Παρμενίδης (135,C)

«… το δε κάλλος των μελών τις συμμετρία
δοκεί είναι…»
Αριστοτέλης, Τοπικά Γ (116b,21)

_________________________

Ποιός είναι ο στόχος της δημόσιας τέχνης, αναρωτιέται με άρθρο του ο Alastair Sook στην
ηλεκτρονική έκδοση του BBC της 31/7/2013. Αφορμή ένα νέο, γιγαντιαίο γλυπτό της
Γερμανίδας καλλιτέχνιδας Katharina Fritsch –ένας υπερφυσικού μεγέθους κόκορας (4,72 μέτρα ύψος με βάρος 800 κιλά), μονόχρωμος στο μπλε του Yves Klein- στην καρδιά του Λονδίνου, στην Trafalgar Square.

Τι κάνει ένα γλυπτό, μία δημιουργία τριών διαστάσεων, ένα έργο τέχνης γενικότερα, -άξιο λόγου, διαχρονικό; Ποια τα κριτήρια ένταξης του, σε αστικό ιστό, ιδιαίτερα με ιστορικό χαρακτήρα- που του προσδίδουν μία σχέση διαλεκτική, ακόμη και επιθετική, ουδόλως ωστόσο τραυματική;

Ερωτήματα που παραπέμπουν στην ίδια την έννοια της αισθητικής, του «ωραίου», της προσδιορισιμότητας και της χρησιμότητας του. Προβληματισμοί, τόσο παλιοί όσο η προσπάθεια του ανθρώπου να την κατανοήσει, να την αποδώσει.

Αναζητήσεις σύμφυτες με την ίδια την τέχνη, με τις οποίες ο (κάθε) δημιουργός της αναμετρήθηκε από πάντα.

1. Περί της έννοιας του «ωραίου»

1.1 Οι φιλοσοφικές καταβολές

Στον «Φαίδωνα», ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι «το ωραίο» και το αγαθό είναι εννοιολογικά
(προσδι)ορίσιμα. Στον διάλογο «Φίληβο ή περί ηδονής», σχετικά με τη φύση του αγαθού, προκύπτουν οι κατά τον Πλάτωνα οντολογικές βαθμίδες –στις οποίες το «ωραίο» συνιστά συστατικό τους μέρος (Φίληβος, 66):

«…η πρώτη θέση ανήκει στο μέτρο, στο μετρημένο και στο αρμόζον και σε όλα όσα πρέπει να θεωρούνται τέτοια, και μετέχουν στο αιώνιο…, …δεύτερο πάλι έρχεται το σύμμετρο, το ωραίο, το ολοκληρωμένο, το αυτάρκες και όλα πάλι όσα ανήκουν στο γένος τούτο... του  νου και τη φρόνηση ως τρίτο…, …τέταρτο οι επιστημονικές γνώσεις, τέχνες και σωστές γνώμες και ακολουθούν εκείνες… που ορίσαμε ως καθαρές ηδονές…».

Στον «Γοργία», αναδεικνύει τη χρησιμότητα «του ωραίου»: «…όλα τα ωραία, όπως σώματα, χρώματα, σχήματα, φωνές, ασχολίες, τα ονομάζεις κάθε φορά ωραία, χωρίς να αποβλέπεις σε τίποτε; Για παράδειγμα τα ωραία σώματα, κατ’ αρχάς, δεν λες πως είναι ωραία για τη χρησιμότητά τους, σε ό,τι δηλαδή το καθένα χρησιμεύει, σ’ αυτό αποβλέποντας, ή για την ευχαρίστηση, αν, όταν το βλέπουν, κάνει όσους το βλέπουν να χαίρονται;…» (Γοργίας 474d, Πλάτων). «…Μπορείς ν’ αναφέρεις κάτι εκτός από αυτά για τη σωματική ομορφιά; (Γοργίας 474d, Πλάτων).

«…και όσον αφορά τους νόμους και τις ενασχολήσεις, τα ωραία δεν είναι πραγματικά άλλο από ωφέλιμα ή ευχάριστα ή και τα δύο …» (Γοργίας, 474e).

Διερευνώντας την ίδια την έννοια και τα χαρακτηριστικά «του ωραίου», στην Πολιτεία, ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι: «…η ομορφιά και η αρμονία, η χάρη και η ευρυθμία … παρακολουθούν την ευήθεια του χαρακτήρα εκείνο της ψυχής που έχει διαπλάσει πραγματικώς ωραίο και καλό ήθος…» (Πολιτεία, 400c).

«…Κι απ’ όλα αυτά δεν βλέπουμε πως είναι γεμάτη κι η ζωγραφική και όλες οι συγγενικές της τέχνες … και η οικοδομική. …Γιατί, σε όλα αυτά υπάρχει ομορφιά ή ασχήμια…» (Πολιτεία 401a).

Επιχειρώντας να διεισδύσει περαιτέρω –παρατηρεί: «…η ομορφιά όμως του ρυθμού, όπως και της αρμονίας, παρακολουθεί και γίνεται όμοια με την ομορφιά του λόγου, καθώς λέγαμε πριν, ο ρυθμός και η αρμονία έγιναν για το λόγο και όχι ο λόγος για εκείνα (Πολιτεία 400d).

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη «… οι κύριες εκφάνσεις του ωραίου είναι η τάξη, η συμμετρία και το καθορισμένο, πράγματα τα οποία οι μαθηματικές επιστήμες καταδεικνύουν κατ’ εξοχήν...» (Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά Μ 1078a.b).

Στη δε Ποιητική θεωρεί ότι «… το γαρ καλλόν εν μεγέθει και τάξει εστίν…» (διότι το ωραίο έγκειται στο μέγεθος και στην τάξη…» (περί Ποιητικής, 1450b).

Για τον Αριστοτέλη, συστατικό στοιχείο του ωραίου, αποτελεί η αρμονία, «…η συνένωση των πολυσύνθετων και η ομοφροσύνη των αντιφρονούντων (των διχαφρονούντων συμφορήσιν)» σύμφωνα με τον Νικόμαχο τον Γερασηνό (Αριθμητική Εισαγωγή Β, 19). Για να αποφανθεί ότι: «Η δε αρμονία, είναι αριθμητικός λόγος» («Μετά τα Φυσικά» 1092b).

1.2 Προσεγγίζεται η αρμονία;

Ο Θέων, ο Σμυρναίος, θεωρεί ότι «…Αυτοί που έχουν ασκηθεί καλά στην αριθμητική, αναζητούν με τη διανόηση, ποιοι είναι οι αριθμοί που αντιστοιχούν στις συμφωνίες που σχηματίζουν την αρμονία… …Αυτή η μελέτη οδηγεί στην έρευνα του καλού και του ωραίου…» («Των κατά το μαθηματικόν χρησίμων εις την Πλάτωνος ανάγνωσιν.

Ο Πλούταρχος, στο «Περί των εκλελοιπότων χρηστηρίων» αποφαίνεται ότι: «…από τις ανώτατες αρχές, και εννοώ το ένα και την αόριστη δυάδα, η δεύτερη, που είναι στοιχείο της κάθε αμορφίας και αταξίας, έχει αποκληθεί απειρία, ενώ η φύση του ενός που περιορίζει και συγκρατεί το κενό, το άλογο και απροσδιόριστο στοιχείο της απειρίας, παράγει το έμμορφο («έμμορφων παρέχεται»). Αυτό που ανέχεται και επιδέχεται κατά κάποιο τρόπο τη δήλωση η οποία είναι απόρροια της άποψής μας για τα αισθητά πράγματα. Αυτές οι αρχές εμφανίζονται κατ’ αρχάς στο πεδίο των αριθμών…» (428,35,F).

Ο νεοπλατωνικός Πρόκλος στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας Γ΄», διατυπώνει μία ανάλογη ερμηνεία«…κάθε ανάμειξη, για να γίνει σωστά, λέει ο Σωκράτης, χρειάζεται αυτά τα τρία: το κάλλος, την αλήθεια και τη σωστή αναλογία…» «ια» (συμμετρία). Για να καταλήξει ότι:

«…χρειάζεται λοιπόν η σωστή αναλογία για την ένωση αυτών που αναμειγνύονται και την
κατάλληλη επικοινωνία, η αλήθεια για τη γνησιότητα και το κάλλος για την τάξη. αυτό κάνει το σύνολο αξιέραστο… …Γιατί το να έχει την δική του κατάλληλη θέση μέσα στην ανάμειξη, κάνει και τα στοιχεία και αυτό που δημιουργήθηκε από αυτά, ωραίο».<ια>.

Κατά τις πυθαγόρειες αντιλήψεις«…η τετρακτύς υπαγορεύει την αναλογία των συμφωνιών … οι συμφωνίες συναποτελούν την τέλεια αρμονία και … σύμφωνα με την τέλεια αρμονία, οικονομούνται τα πάντα…» (Σέξτος Εμπειρικός, Προς Λογικούς Α’ (98).

Ο Ευκλείδης στους ορισμούς των Στοιχείων, αποδίδοντας την Πυθαγόρεια και Πλατωνική παράδοση με μαθηματικούς όρους, σχετικά με τον «Άκρον και Μέσον λόγον» –τη Χρυσή Τομή-, τη διασαφηνίζει «…Όταν ή ως η όλη προς το μείζον τμήμα, ούτως το μείζον προς το έλαττον», όταν δηλαδή ολόκληρη η ευθεία προς το μεγαλύτερο τμήμα, έχει το μεγαλύτερο τμήμα προς το μικρότερο.

2. Η πρόσληψη της αισθητικής κατηγορίας στο «παράδειγμα» της Αρχιτεκτονικής

2.1 Το ελληνικό αποτύπωμα του Βιτρούβιου

Την αρχιτεκτονική συνιστούν κατά τον Βιτρούβιο -το σύγγραμμα De architectura του οποίου άσκησε την αποφασιστικότερη επιρροή στη διαμόρφωση της Αρχιτεκτονικής- «η καλούμενη από τους ΈλληνεςΤάξις, η καλούμενη από τους Έλληνες Διάθεσις, η Ευρυθμία, η Συμμετρία, ηΚοσμιότητακαι η καλούμενη από τους Έλληνες Οικονομία”.

Ο Ρωμαίος Μηχανικός, στο μοναδικό βιβλίο Αρχιτεκτονικής που κληροδοτήθηκε από την αρχαιότητα, όπου επιχειρείται μία ανασκόπηση των επιτευγμάτων της Ελληνικής περιόδου(1), την προσεγγίζει, ειδικότερα, τις κρίσιμες της παραμέτρους:

 «Το ευ παρά μικρόν διά πολλών αριθμών γίγνεται»

Από τον «Κανόνα» του Πολύκλειτου:

• Τάξη, η με αίσθηση του μέτρου, ισόρροπη διάρθρωση των διαφόρων μελών του.

• Διάταξη (σωστή διάταξη των στοιχείων).

• Ευρυθμία, η όμορφη όψη και η ισόρροπη εμφάνιση στην κατά σύνολα σύνθεση των μελών.

• Συμμετρία, η βασισμένη στην εναρμόνιση, συμφωνία των μελών του έργου και η αντιστοιχία. –βάσει ενός επιλεγμένου μεταξύ τους μέτρου- των διαφόρων επιμέρους στοιχείων στο σύνολο.

• Κοσμιότητα, η άμεμπτη εμφάνιση ενός έργου.

• Οικονομία, η ισόρροπη κατανομή των υλικών και του διατιθέμενου χώρου και ο με πνεύμα φειδούς καταμερισμός των δαπανών του έργου.

Όλα αυτά κατά τον Marco Vitruvius Pollius, πρέπει να δημιουργούνται, φροντίζοντας για την Αντοχή, την Ωφέλεια και την Ομορφιά.

Ομορφιά, για τον συγγραφέα, επιτυγχάνεται, όταν το έργο έχει ευχάριστη και κομψή εμφάνιση και τα μέλη του είναι έμμετρα διαμορφωμένα, βάσει σωστών αναλογικών σχέσεων.

2.2 Οι σύγχρονες ερμηνείες

Ο Le Corbusier, μελετώντας την ελληνική αρχιτεκτονική in situ, κατέληγε ότι: «Η ρυθμιστική με χάραξη, παρέχει σιγουριά απέναντι στην αυθαιρεσία… ….προσφέρει ικανοποίηση πνευματικής τάξης, που οδηγεί στην αναζήτηση ευρηματικών και αρμονικών σχέσεων …. …προσδιορίζει την ευεργετική αντίληψη της τάξης».

«…Η όψη του ναυστάθμου του Πειραιά, καθορίστηκε από μερικές απλές διαιρέσεις που ρύθμισαν την αναλογία της βάσης προς το ύψος, και όρισαν τη θέση της πύλης και τις διαστάσεις της σύμφωνα με τις αναλογίες της όψης…».

Και ο Κ.Α. Δοξιάδης, εντάσσεται στη χορεία των μελετητών που επιχείρησαν να τεκμηριώσουν ότι το μέτρο, η αναλογία, η αρμονία, -κρίσιμα στοιχεία της- αρχιτεκτονικής-, διέπονται από αριθμητικές και γεωμετρικές αρχές. Κατά τον διακεκριμένο Πολεοδόμο οι Έλληνες της Κλασσικής περιόδου, χρησιμοποιούσαν ένα ενιαίο σύστημα για τη διάταξη των κτηρίων στο χώρο, το οποίο βασιζόταν σε συγκεκριμένες αρχές της ανθρώπινης γνώσης:

• Οι σχέσεις μεταξύ των κτιρίων, έπρεπε να είναι όσο το δυνατόν απλούστερες.

• Τα οπτικά κενά μεταξύ των κτηρίων και να τοποθετούνται, ώστε η γραμμή του ενός
οικοδομήματος να συνεχίζεται απευθείας από τα επόμενο.

• Όλες οι οπτικές ακτίνες ξεκινούσαν από τη θέση του ανθρώπου στο χώρο, το ύψος του όριζε τη γραμμή της οριζόντιας προοπτικής.

• Δεσπόζουσα αρχή ήταν ότι κάθε μορφή έπρεπε να είναι όχι απλώς διακριτή, αλλά και ορατή στο σύνολό της.

Ο Κ.Α. Δοξιάδης συμπέρανε ότι το «σύστημα αρχιτεκτονικής χωροδόμησης, χρησιμοποιείτο παντού, όχι μόνο στη δημιουργία αστικών χώρων –είτε σε μικρή είτε σε μεγάλη κλίμακα- αλλά και στη διάταξη στο χώρο, αγαλμάτων και άλλων διακοσμητικών στοιχείων». Η τάξη του χώρου –η αρμονική του διάταξη, πόλη, δημόσιος χώρος, αρχιτεκτονικά, γλυπτά, διακόσμηση- όφειλε να προβάλει την «αρμονία των σφαιρών», την κοσμική τάξη.

Ο Αλέξανδρος Παπανικολάου, μελετώντας τους ναούς του Ηφαίστου στην Αθήνα, του Ποσειδώνος στο Σούνιο, της Νεμέσεως στον Ραμούντα και τον Παρθενώνα,επιχείρησε να
καταδείξει ότι στον Χρυσό Αιώνα, ο αρχιτέκτων, προσέγγιζε το αντικείμενο του σχεδιασμού του μέσω της αναλογίας, πριν από την πραγματοποίηση. Για τον διεισδυτικό μελετητή, το αισθητικώς ωραίο είναι το αποτέλεσμα της νοητικής συνθέσεως του δημιουργού. Στην περίπτωση του «Κανόνος» κρίνεται μέσω αριθμών.
 Αλέξανδρος Παπανικολάου : Ναός του Ηφαίστου, με συνολικές και επί μέρους διαστάσεις και σχεδιαστική έκφραση των μεταξύ τους αρμονικών σχέσεων, (Δημοσιεύτηκε το 2000)






















Η δημιουργία«συνιστά μία αυστηρή διαδικασία παραγωγής της αναλογίας διά της συμμετρίας» - κρύβει μία μαθηματική διαδικασία «…μέσω της οποίας και διά της αρμογής των σχέσεων των μερών παράγονται η αρμονία του έργου ως ενός αυστηρώς νοητικού αποτελέσματος» (Αλέξανδρος Ν. Παπανικολάου. Μαθηματικά, Μουσική, Αρχιτεκτονική στην Αρχαία Ελλάδα. ΥΠΠΟ, Αθήνα, 2000).

3. Η διαχρονία της αναζήτησης

Οι θεωρητικές αναζητήσεις περί αισθητικής που ακολούθησαν τον Χρυσό Αιώνα, εκτυλίχθηκαν και διαμορφώθηκαν σε εδραία και διαρκή αναφορά με τις αρχές που πρώτες διατυπώθηκαν από τις Πυθαγόρειες προσλήψεις, την Πλατωνική οντολογία, την Αριστοτελική παράδοση.

Όχι ασφαλώς γραμμικά. Αυτές κυμάνθηκαν σε πνεύμα αποδοχής ή αμφισβήτησης, με αντιθέσεις που προκάλεσαν πολεμική και ανατροπές, αναιρέσεις και επανεξέταση. κατά περιόδους αναβίωσαν, έτυχαν απόρριψης ή νέας ερμηνείας: Οι ορίζοντες του Αλεξανδρινού κόσμου έδωσαν καινούργια ώθηση. η Ρώμη επεδίωξε να τις ακολουθήσει. Η Χριστιανική παράδοση, πρωτίστως η Ανατολική, τις ερμήνευσε με τους δικούς της όρους, στο μέτρο που τις θεώρησε –ένα κομμάτι- κληρονομιά της, ακόμη και στην, ενίοτε σφοδρή, αντίθεσή της. Για την Αναγέννηση υπήρξε η έμπνευση –το αρχέτυπο, που επεδίωξε να αναβιώσει.

Το Baroque, ίσως και σε κάποιες εκφάνσεις το Roccoco, στις περιπτώσεις που τις συνάντησαν, στάθηκαν στα επιφαινόμενα.

Ο νεοκλασικισμός, ως αντίδραση στην «υπερβολή» και εγχείρημα επιστροφής στο αρχετυπικό ουσιώδες, άγγιξε, όχι μόνο τα εμφανή χαρακτηριστικά.

Ο μοντερνισμός, μόνον φαινομενικά τις απέρριψε: Ο Le Corbusier, ο Ξενάκης, ο Dali, ο Escher, γονιμοποίησαν από το«Απολλώνιο Φως»–το ενσωμάτωσαν συνειδητά στη δημιουργικότητα τους.

Νέες τάσεις -σε συνθήκες καινοφανών τεχνολογικών επιτευγμάτων- κινούνται σε πνεύμα ριζικής αμφισβήτησης και ρήξης.

«Απελευθέρωση» στο πνεύμα του Andre Breton, που υποστήριζε ότι το ευρωπαϊκό πνεύμα βρίσκεται υπό την κατοχή «του είδεναι» εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια(3);

Η αίσθηση του «ωραίου». Από τα μαθηματικά στην έμπνευση. και αντίστροφα.

Θα μπορούσε να ισχύσει η διασταλτική απόδοση των λεγόμενων του Σωκράτη: «…Δεν άργησα να αντιληφθώ ότι και για τους ποιητές ισχύει αυτό εδώ, ότι δηλαδή δεν δημιουργούν με τη σοφία, αλλά με κάποιο φυσικό χάρισμα, με κάποια έμπνευση, ανάλογη μ’ εκείνη των μάντεων και των χρησμωδών…» (Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, 22b).

Ο συγγραφέας του βιβλίου «Χρυσός Λόγος» Mario Livio, εν κατακλείδι αποφαίνεται ότι: «Θα πρέπει να παραιτηθούμε από την εφαρμογή του ως ένα σταθερό πρότυπο για την αισθητική, είτε στην ανθρώπινη μορφή, είτε ως Λυδία λίθος για τις καλές τέχνες».

Ο μαθηματικός Ian Stewart, υποστηρίζει ότι: «η συμμετρική σχέση ανάμεσα στις μαθηματικές ιδέες και τον φυσικό κόσμο, όπως η συμμετρία ανάμεσα στην αίσθηση του ωραίου και στις βαθύτατα σημαντικές μορφές, είναι το πολύτιμο κλειδί, που όποιος το ανακαλύψει, θα ξεκλειδώσει τα μυστικά της φύσης και θα μας πει γιατί η ομορφιά είναι αλήθεια και γιατί η αλήθεια είναι ομορφιά».

Η δημιουργία –εν προκειμένω η αρχιτεκτονική και η γλυπτική και η συνάρθρωσή τους- συλλαμβάνεται χάριν της έμπνευσης. η οποία ενίοτε μπορεί να εντάσσεται σε γεωμετρικούς κανόνες, όχι απαραίτητα με καθαρές γεωμετρικές αρχές. Ασφαλώς στερεοτυπικά κριτήρια, τα οποία επιδιώκουν να συνθέσουν μία προσέγγιση «αισθητικής εγκυρότητας», δεν θα μπορούσαν να μην διατυπωθούν και να κατηγοριοποιηθούν ως:

• Μορφολογικά, η καθαρώς οπτική προσέγγιση.
• Κοινωνικά, η γέννηση του έργου, η σχέση του με την κοινωνική πραγματικότητα.
• Εικονολογικά, η εκπέμπουσα σημειολογία.
• Δομικά, η λειτουργικότητα, σαφέστερα προσδιορίσιμη.

Ωστόσο, ακόμα και η δεσπόζουσα μορφή του σκεπτικού κινήματος Σέξτος Εμπειρικός -που αμφισβήτησε ως φιλοσοφική αρχή, τα αντικειμενικά κριτήρια πρόληψης της «αληθούς γνώσης»- μετέφερε τις πυθαγόρειες θέσεις, κατά τις οποίες, οι συμφωνίες συγκροτούν την «τέλεια αρμονία» και «κατά δε την τέλειον αρμονίαν πάντα διοικείται». και ότι «…η δε τέλεια αρμονία, θεωρείται ότι συνιστάται σε τρεις συμφωνίες: τη (συμφωνία) διά τεσσάρων, τη (συμφωνία) διά πέντε και τη (συμφωνία) διά πασών…» (Σέξτος Εμπειρικός, Προς Αριθμητικούς, 6).

Το αδιέξοδο του ορισμού του «ωραίου» στον πλατωνικό διάλογο «Ιππίας Μείζων», ο οποίος καταλήγει με το παροιμιώδες «χαλεπά τα καλά» (2) –τα ωραία είναι δύσκολα- είναι μόνον φαινομενικό;

Από την αναζήτηση –μια διαχρονική αναμέτρηση- μεταξύ του αισθητικά προσδιορίσιμου με περισσότερη ή λιγότερη σαφήνεια, γεωμετρικά ή όχι, με μαθηματικούς όρους ή μη και του πιο αφαιρετικού, του μη εκφράσιμου ως πιστή εικαστική προβολή μιας πραγματικότητας, ή της ιδεατής της απεικόνισης, αναφύεται αυτό, που μετέχει στην αίσθηση του ωραίου.

___________________________

Βιβλιογραφία και παραπομπές:

(1) Θ. Τάσιος, Βιτρούβιος Περί Αρχιτεκτονικής Πλέθρον Επιμ. Π. Λέφας 1996, Πρόλογος.
(2) Οι ορισμοί του ωραίου ως «παρθένος καλή καλόν» ή το ωραίο είναι το χρυσάφι, το ωραίο
σχετίζεται με την υγεία, τον πλούτο, τις τιμές και το καλό, το ωραίο είναι το ταιριαστό, το ωραίο
ταυτίζεται με το χρήσιμο και τέλος το ωραίο είναι το ευχάριστο στην όραση και στην ακοή, δεν
ικανοποιούν τους συνομιλητές.
(3) Η Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ. Ελληνισμός και Ευρώπη. Ίδρυμα Γουλανδρή-Χόρν. Αθήνα 1995.
ΠΗΓΕΣ (ενδεικτικά)
 Cuomo Serafina: Αρχαία Μαθηματικά. Εκδόσεις Ενάλιος. Αθήνα, 2007.
 Doxiadis C.A.: Architecural Space in Ancient Greece. Translated and Edited by Jaqueline
Tyrwhitt. Athens, 1969.
 Ferguson Kitty: Η Μουσική του Παθαγόρα. Εκδοτικός οίκος Τραυλός. Αθήνα, 2009.
 Le Corbusier: Vers une architecture, 1923,© , Foundation Le Corbusier.
Ελληνική Έκδοση: Για μία Αρχιτεκτονική. Μετάφραση, Παναγιώτης Τουρνικιώτης.
Εκκρεμές. Νοέμβριος 2005.
 Livio Mario: Ο Χρυσός Λόγος. Η Ιστορία του Φ, του εκπληκτικότερου Αριθμού. Εκδόσεις
Ενάλιος. Αθήνα, 2005.
 Θέων ο Σμυρναίος: Των κατά μαθηματικών χρησίμων εις την Πλάτωνος Ανάγνωσιν,
Πρώτο Μέρος Εισαγωγή. Επιμέλεια: Σπανδάγου, Ευάγγελος, Εκδόσεις Αίθρα, 2003.
11
 Παπανικολάου Αλέξανδρος: Μαθηματικά, Μουσική, Αρχιτεκτονική στην Αρχαία
Ελλάδα. Υπουργείο Πολιτισμού. Αθήνα, 2000.
 Πλάτων: Απολογία Σωκράτους. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1991.
 Πλάτων: Ιππίας Μείζων ή περί καλού. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1993.
 Πλάτων: Γοργίας ή περί ρητορικής. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1993.
 Πλάτων: Παρμενίδης ή περί ιδεών. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1993.
 Πλάτων: Φίληβος ή περί ηδονής. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1993.
 Πλάτων: Επινομίς. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1994.
 Πλάτων: Τίμαιος ή περί φύσεως. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1993.
 Πρόκλος: Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας Γ΄. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1999.
 Προσωκρατικοί: Αρχύτας, 13ος τόμος. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 2000
 Προσωκρατικοί: Φιλόλαος, 12ος τόμος. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 2000.
 Σέξτος Εμπειρικός. Προς λογικούς Α’. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1998.
 Σέξτος Εμπειρικός. Προς αριθμητικούς. Εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1998.
 Stewart Ian: Ο Γκαλουά και το κλειδί της συμμετρίας. Εκδόσεις Τραυλός, Αθήνα, 2007.
 Hadjinicolaou Nicos: Storia dell arte e lotta delle classi. Editori Riuniti, Roma, 1975

πηγή: inade.gr

Ο ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΗΡΥΚΕΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΡΜΗ

$
0
0



Οι περισσότεροι γνωρίζουμε ή έχουμε ακούσει για το σύστημα αξιοποίησης οικονομικών πληροφοριών «Τειρεσίας». Πόσοι όμως γνωρίζουν, ποιος και τι, ήταν ο Τειρεσίας;

Ο Τειρεσίας μαζί με τον Κάλχα υπήρξαν οι διασημότεροι μάντεις στην Αρχαία Ελλάδα. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, ο Τειρεσίας ήταν Θηβαίος μάντης γιος του Ευήρους και της Χαρικλούς.

Σύμφωνα με τον μύθο, κάποια ημέρα ενώ περπατούσε στο όρος Κυλλήνη συνάντησε δύο φίδια που ζευγάρωναν. Ο Τειρεσίας τα χώρισε με την ράβδο πού κρατούσε, και αμέσως μεταμορφώθηκε σε γυναίκα. Επτά χρόνια αργότερα, σε ανάλογο περίπατο, τα ξαναείδε να ζευγαρώνουν. Τα χώρισε πάλι, και ξανάγινε άνδρας.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Τειρεσίας έγινε ο πρώτος άνθρωπος που υπήρξε άνδρας και γυναίκα διαδοχικά, συνεπώς είχε την γνώση και την εμπειρία και των δύο φύλων. Για αυτό τον λόγο σε σχετική αντιδικία που είχαν ο Δίας με τη σύζυγό του, την Ήρα για το: «Ποιος ηδονίζεται περισσότερο στο σεξ, ο άνδρας ή η γυναίκα;», κάλεσαν τον Τειρεσία να τους πει την γνώμη του.

Η απάντηση του Τειρεσία ήταν: «Επτά φορές περισσότερο η γυναίκα!» Η Ήρα θύμωσε από αυτή του την απάντηση, και για να τον τιμωρήσει τον τύφλωσε. Ο Δίας για να τον αποζημιώσει, του έδωσε το χάρισμα της μαντικής ώστε να βλέπει πλέον τα μελλούμενα με τον Νου, και διάρκεια ζωής επτά γενεών. Σύμφωνα μάλιστα με τον Όμηρο, συνέχισε να ασκεί τη μαντική τέχνη ακόμα και στον Αδη.

Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αποσυμβολίσουμε τον μύθο.Όπως πολλές φορές έχουμε επισημάνει, ο μύθος σημαίνει Λόγο, ομιλία, διήγηση, και είναι φορέας των παραδόσεων του κάθε λαού, ταυτόχρονα όμως για τους αρχαίους πολιτισμούς, αποτελούσε μια ιερή ιστορία που μετέφερε στους ανθρώπους αρχετυπικές αλήθειες, χρησιμοποιώντας μία αλληγορική, συμβολική γλώσσα, που απαιτούσε αποκρυπτογράφηση.

Για αυτό ακριβώς τον λόγο, οι μυστηριακές τελετές στην αρχαιότητα διαδραματίζονταν πάντα σε σχέση με κάποιο μύθο, παρέχοντας μόνο στους μύστες, τα κλειδιά ερμηνείας που θα αποκάλυπταν στον μυημένο, μία ανώτερη γνώση.

Παρότι λοιπόν η ιστορία του Τειρεσία όπως περιγράφεται είναι σύντομη, είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς συναντούμε πλήθος συμβόλων, ανάμεσα στα οποία, το σημαντικότερο ίσως αρχετυπικό σύμβολο της Αρχαίας Ελλάδος, το Κηρύκειο, την ιερή ράβδο που έφεραν οι «Κύρηκες» κατά την διάρκεια των Μυστηρίων, αλλά και οι πρεσβευτές, ο Ασκληπιός (χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα ως έμβλημα της ιατρικής), αλλά και Θεός Ερμής. (Κηρύκειο φέρουν ακόμη και σήμερα οι αρχιερείς στην ορθοδοξία).

Σύμφωνα με την ιστορία που προαναφέρθηκε, ο Τειρεσίας χρησιμοποίησε μία ράβδο που κρατούσε για να χωρίσει τα δύο φίδια. Το ίδιο αναφέρεται και για τον Θεό Ερμή ( Το κηρύκειο είναι περισσότερο γνωστό ως κηρύκειο του Θεού Ερμή). Τα φίδια τυλίχτηκαν αντικριστά σε σχήμα 8 γύρω από την ράβδο, παίρνοντας στην κορυφή το σχήμα Φ. 




Αρχίζοντας λοιπόν από το σχήμα του, συναντάμε (τυχαία;) το σχήμα Φ, που μας παραπέμπει στον χρυσό αριθμό (1,618) , τον αριθμό της ομορφιάς, ο οποίος έγινε ευρύτερα γνωστός από τον Dan Brown, στο βιβλίο του «Κώδικας Da Vinci». Ένας αριθμός, του οποίου τις αναλογίες συναντούμε παντού στην φύση, από τον μικρόκοσμο έως τον μακρόκοσμο. Από τα ορυκτά και την γεωμετρική δομή των κρυστάλλων, έως την ανάπτυξη των φυτών (την κατανομή των φύλλων στον μύσχο) τα όστρακα, στην διατομή του DNA (οι έλικες του DNA ομοιάζουν στο σχήμα του κηρυκείου), τις αναλογίες του ανθρώπινου σώματος έως τις έλικες των γαλαξιών και τη στροφορμή των μαύρων τρυπών!
  


Τον αριθμό Φ τον αναφέρει ο Πυθαγόρας τον 5ο αιώνα π.X, και τον εφήρμοσαν ο Ικτίνος ο Καλλικράτης και ο Φειδίας στην αρχιτεκτονική του Παρθενώνα και όχι μόνο, εφόσον με βάση τις αναλογίες του αριθμού χτίστηκαν πολλοί ναοί και οικοδομήματα όπως π.χ, το Κολοσσαίο, η Αψίδα του Θριάμβου του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Ως αρχέγονο σύμβολο το φίδι λόγω της σπουδαιότητας του συμβολισμού του, διαδραματίζει στην αρχαιότητα πρωταγωνιστικό ρόλο στις μυστηριακές τελετουργίες.

Ήδη στην Μινωική Κρήτη η μεγάλη Θεά ως ζωοδότειρα και τροφός, Θεά της γέννησης, του θανάτου και της αναγέννησης, κρατά στα χέρια της φίδια.

Στα Ελευσίνια μυστήρια τμήμα των μυσταγωγικών τελετουργιών, αποτελούσε το άγγιγμα φιδιού από τους μύστες.

Οι Βακχικές τελετές είχαν ως κεντρική παρουσία, ένα ζωντανό φίδι ως φορέα του θεού, ενώ και οι μαινάδες κρατούσαν επίσης φίδια. Ο Διονυσιακός θίασος χειρονομούσε με φίδια και καλούσε τον θεό με την ιερή κραυγή «φάνηθι δράκων».

Στα δε Ορφικά μυστήρια, χρησιμοποιούσαν ως σύμβολο, ένα φίδι τυλιγμένο γύρω από «το Ορφικό αυγό», που συμβόλιζε τον κόσμο που περιβάλλεται από το Δημιουργικό πνεύμα του. Στην Ορφική θεογονία, ο Δίας σμίγει με τη μητέρα του Ρέα, έχοντας πάρει και οι δύο τη μορφή του φιδιού. Γεννιέται η Περσεφόνη (σύμβολο της περιοδικότητας και των μεταμορφώσεων των φαινομένων) και ζευγαρώνει με τον πατέρα της τον φιδόμορφο Δία.

Περιττό να αναφερθεί πως στην αρχαία Ελληνική μυθολογία το φίδι συναντάται πολύ συχνά ως σύμβολο. ( 1 )


Ο όφις είναι ένα χθόνιο σύμβολο που έχει σχέση με την γη την αρχέγονη ζωοδότειρα ορμή, αλλά και τον θάνατο, και τον κάτω κόσμο. Το φίδι θεωρείται επίσης σεληνιακό έμβλημα. Ταυτίζεται με τον διαρκώς μεταβαλλόμενο χαρακτήρα της σελήνης. Η σεληνιακή θεά Εκάτη, απεικονιζόταν ως φίδι ή είχε φίδια στα μαλλιά της. Συμβόλιζε την ανθρώπινη ψυχή, καθώς οι ψυχές περνούν από την σελήνη στην άνοδο και στην κάθοδο τους προς την ενσάρκωση. Αυτό υποδεικνύουν τα φτερά στην κορυφή του Κηρυκείου, τα οποία προστέθηκαν στο κηρύκειο του ψυχοπομπού Ερμού στο μέσον περίπου της τρίτης π.Χ. εκατονταετηρίδας.

Στο κηρύκειο τα φίδια είναι δύο που περιπλέκονται στην ράβδο. Στον αγγελιοφόρο των Θεών ψυχοπομπό Ερμή, το κηρύκειο συμβόλιζε την ιδιότητα του θεού ως ψυχοπομπού, εκείνου που οδηγεί τις ψυχές από και προς τον Άδη. Πρόκειται για το σύμβολο που θυμίζει τη σύνδεση των δύο κόσμων. Η περιέλιξη των φιδιών υποδηλώνει την ακαθόριστη και ανανεούμενη πορεία της ύπαρξης.

Ο Ερμής οδηγεί τους μύστες στις μυσταγωγικές τελετές, με σκοπό την κατανόηση των μυστικών της φύσεως, την διεύρυνση της συνείδησης, και την απόκτηση μίας ανώτερης γνώσης, καθώς το κηρύκειο εκπροσωπεί όπως και ο θύρσος στα Διονυσιακά μυστήρια, την μαγική ράβδο ή το «δένδρο της ζωής», δηλαδή την μυστηριακή οδό, που οδηγεί στην γνώση των απόκρυφων επιστημών.

Το κηρύκειο συμβόλιζε τις αντίθετες δυνάμεις, και την δυαδικότητα δια μέσω της οποίας είναι αναγκασμένη να λειτουργεί η ανθρώπινη αντίληψη, καθώς οι αισθήσεις μας περιορίζουν, σε αντίθεση με το «άχρονο ενιαίο Όλον», το οποίο υπερβαίνει κάθε διάκριση και πολλαπλότητα. Κάτ’ αυτόν τον τρόπο τα δύο αντίθετα φίδια συμβολίζουν: Το θετικό και το αρνητικό, το αρσενικό και το θηλυκό, το καλό και το κακό, το Φως, την σοφία και την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου (κατ’ αντιστοιχία της αλλαγής του δέρματος του φιδιού) αλλά και το σκοτάδι της ασυνειδησίας. Κατά τον Ησύχιο, «ο δράκων» όπως καλούνταν το κηρύκειο, ήταν ήδη γνωστό κατά τους χρόνους του Σοφοκλέους.

Το αρχαιότερο δε μνημείο, στο οποίο παρίσταται ο τύπος αυτός, είναι τεμάχιο αγγείου προερχόμενο από περσικά ερείπια της Ακρόπολης, δηλαδή του τέλους του Στ’ και των αρχών του Ε’ π.Χ. αιώνα.

Ένα αντίστοιχο σύμβολο συναντούμε και στην Παραδοσιακή Κινεζική Φιλοσοφία, το γνωστό Γιν και Γιάνγκ τα οποία αφορούν τις δυο πρωταρχικές κοσμικές αρχές του σύμπαντος. Αντιπροσωπεύουν τους δύο αντίθετους και συμπληρωματικούς πόλους της φύσης.
 

















Το Γιάνγκ είναι το άσπρο είναι η ενεργός, αρσενική αρχή. Το Γιν είναι το μαύρο είναι η παθητική, η θηλυκή αρχή. Ως σύμβολο παριστάνεται από ένα κύκλο, του οποίου το ένα μισό είναι άσπρο με ένα μαύρο σημείο μέσα του, και το άλλο μισό μαύρο, με ένα άσπρο σημείο μέσα του. Είναι οι δύο δυνάμεις της φύσης που μάχονται, το λευκό και το μαύρο, έτσι ώστε η μια να διαδέχεται ακατάπαυστα την άλλη, και έτσι να δημιουργείται ο κόσμος με τις αποχρώσεις του.

Καθώς το σύμβολο κινείται, το μικρό μαύρο σημείο μέσα στο αντίθετο μισό άσπρο μεγαλώνει κι ενισχύεται, έτσι ώστε κάποια στιγμή καταλαμβάνει ολόκληρο το χώρο του και το αντικαθιστά. Αυτή η κίνηση της ενέργειας έχει σαν αποτέλεσμα, να δημιουργούνται οι ενδιάμεσες καταστάσεις στη φύση που κάνουν τον κόσμο πολύμορφο, περιπλοκότερο και πιο πλήρη. Σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι προφανές πως η ιστορία του Τειρεσία, «σημαίνει» πολλά περισσότερα, από μία απλή (από τις πολλές) διένεξη του Δία και της Ήρας.

Πέρα από τον συμβολισμό του κηρυκείου για τον οποίο έγινε λόγος παραπάνω, διαπιστώνουμε , πως στην μικρή περί του Τειρεσία αφήγηση, γίνεται αναφορά τρεις φορές στον αριθμό επτά. 


Αποσυμβολισμός για τον αριθμό 7

Ας αρχίσουμε λοιπόν από την ετοιμολογία της ίδιας της λέξης. Η λέξη προέρχεται από το «ΣΕΠΤΟΣ» («σ-επτά»), που σημαίνει ΣΕΒΑΣΤΟΣ. Το επτά είναι ένας αριθμός που είναι «πρώτος» στην δεκάδα, ούτε παράγει (μέσω πολλαπλασιασμού) ούτε παράγεται από κανέναν άλλον αριθμό εκτός από την μονάδα. Π.χ Το 2 παράγει το 4 και το 8 (2 Χ 2 Χ 2 ) , το 3 παράγει το 6 και το 9 (3 Χ 2, 3 Χ 3), το 4 παράγεται από το 2 και παράγει το 8, το 5 παράγει το 10, το 6 παράγεται από το 3 και το 2, το 8 παράγεται από 2 και το 4, το 9 παράγεται από τον 3, το 10 παράγεται από το 2 και το 5. Το 7, όμως, δεν παράγεται από κανέναν και ούτε παράγει κάποιον στην δεκάδα. 

Είναι σεπτάς και παρθένος (Όπως και η θεά Αθηνά που γεννήθηκε παρθένος από τον Νου του Δία), δεν είναι προϊόν γέννησης (γινομένου) ούτε γεννάει κάποιον άλλον, μέσα στην αρχική δεκάδα. Ίσως για αυτό οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν τον αριθμό επτά ως εικόνα και πρότυπο της Θείας τάξης και της αρμονίας στη Φύση.

Ήταν ο αριθμός που περιλάμβανε δύο φορές τον ιερό αριθμό τρία ή την τριάδα, στην οποία προστίθεται το ένα ή η Θεία μονάδα. Αποτελούμενος από την ένωση του αριθμού τρία (σύμβολο της Θείας τριάδας σε όλους τους λαούς) και του τέσσερα (σύμβολο των κοσμικών δυνάμεων ή στοιχείων), ο αριθμός 7 δείχνει συμβολικά την ένωση της Θεότητας με το σύμπαν.

Τον αριθμό επτά συναντάμε στην μουσική, και στην επτάχορδη λύρα του Απόλλωνα αλλά και στην επτά οπών σύριγγα (αυλό) του Θεού Πάνα των οποίων, το σταδιακά σημειούμενο μέγεθος απεικονίζει την απόσταση μεταξύ των πλανητών.. Όπως η μουσική των σφαιρών (των επτά πλανητών που πρόσφατα επιβεβαιώθηκε επιστημονικά) ηχεί στο διάστημα, έτσι και η αρμονία του ήχου που ακούγεται, λαμβάνει χώρα σε κλίμακα των επτά τόνων. Το 7 έχει σχέση με τις φάσεις της σελήνης (κάθε 7 μέρες εναλλάσσονται οι τέσσερις λεγόμενες φάσεις της) , οι οποίες και αποτέλεσαν την αρχαιότερη μονάδα μέτρησης του χρόνου. Έτσι δημιουργήθηκε και ο αριθμός των επτά ημερών που σχηματίζει την εβδομάδα.

Στο «Περί εβδομάδος» το ψευδεπίγραφο βιβλίο του Ιπποκράτη, αναφέρεται η σπουδαιότητα του αριθμού, τονίζοντας ότι τα πάντα στον κόσμο είναι επτά: Επτά είναι οι πλανήτες, επτά οι ημέρες της εβδομάδος, επτά οι πύλες των ανέμων, επτά οι ώρες του έτους, επτά οι ηλικίες του ανθρώπου, επτά δε και τα μέρη της ψυχής, επτά, επτά τα μέρη του ανθρώπου και πάλι επτά της κεφαλής. Ας μείνουμε λίγο εδώ. Ο αριθμός 7 εμφανίζεται στο πιο ιερό μέρος του ανθρώπινου σώματος, το κεφάλι, καθώς σε αυτό υπάρχουν 7 οπές : 2 μάτια (Φωτιά), 2 αυτιά (αέρας), 2 ρουθούνια (νερό ) , 1 στόμα (γη).

Επίσης στο κυρίως μέρος του ανθρώπινου σώματος έχουμε ζευγάρια βασικών εσωτερικών οργάνων. Στο κεφάλι έχουμε δύο ημισφαίρια (Φωτιά ηλεκτροχημική λειτουργία). Στο στήθος έχουμε 2 πνεύμονες (Αέρας), πιο κάτω έχουμε 2 νεφρά (Νερό) και μαζί με το μονό γεννητικό σύστημα (Γη) δημιουργούν πάλι το 7, σχηματικά σε ένα ιερό "V", που φέρει το σχήμα του ιερού δισκοπότηρου, το σύμβολο της θηλυκής αρχής.

Στην αστρολογία ο 7ος οίκος αστρολογικά είναι αυτός του ΓΑΜΟΥ. Στην ιστορία του Τειρεσία, τα φίδια που χωρίζει, βρίσκονται σε ερωτική περίπτυξη. Περαιτέρω, το έβδομο ζώδιο, είναι ο ζυγός, σχήμα που παραπέμπει στο σχήμα του κηρυκείου, μόνο που στην θέση των φιδιών βρίσκονται οι ζυγοί...

Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τον μύθο, ο Τειρεσίας τυφλώνεται από την Ήρα, αλλά ο Δίας του δίνει την δυνατότητα να βλέπει με τον Νου, την αθέατη πλευρά των πραγμάτων, συμβολίζοντας τον άνθρωπο που διευρύνει την συνειδητότητα του, έχοντας αντίληψη άλλων διαστάσεων.

Είναι προφανές λοιπόν πως η ιστορία του Τειρεσία «σημαίνει» πολλά περισσότερα από αυτά που είναι προφανή, και ευρέως γνωστά. Το δε κηρύκειο είναι ένα από τα αρχαιότερα και σημαντικότερα αρχετυπικά παγκόσμια σύμβολα. Μήπως για αυτό επιλέχτηκε ως ονομασία για το σύστημα αξιοποίησης οικονομικών πληροφοριών;


Στο σήμερα βέβαια, ο σύγχρονος Τειρεσίας υπηρετεί έναν άλλο Θεό το χρήμα, συμβολίζοντας τον μεγάλο αδελφό που ελέγχει και βλέπει τα πάντα..... !!!


Σημ ( 1 ) . Ενδεικτικά αναφέρουμε κάποιες σχετικές μυθολογικές αναφορές.

Στον πελασγικό μύθο της κοσμογονίας, η Ευρυνόμη η Θεά των Πάντων αναδύθηκε γυμνή από το Χάος, αλλά δεν βρήκε τίποτε στέρεο για να ακουμπήσει τα πόδια της, και έτσι διαχώρισε τη θάλασσα από τον ουρανό χορεύοντας μόνη πάνω στα κύματα. Η Ευρυνόμη χόρεψε κατά τα νότια, και ο αέρας που αναδεύτηκε πίσω της, φάνταξε κάτι καινούριο και ξεχωριστό, κάτι για να αρχίσει έργο δημιουργίας. Η Ευρυνόμη στράφηκε κι άδραξε αυτόν το βόρειο άνεμο, τον έτριψε μέσα στα χέρια της, και εμφανίστηκε ο μέγας όφις Οφίων. Η Ευρυνόμη χόρεψε για να ζεσταθεί, έξαλλα, όλο και πιο έξαλλα, ώσπου ο Οφίων κυριεύτηκε από λαγνεία, κουλουριάστηκε γύρω στα θεϊκά εκείνα μέλη, και ορέχτηκε να σμίξει μαζί της. Η Ευρυνόμη έλαβε μορφή περιστέρας πλανήθηκε πάνω στα κύματα, και όταν πέρασε ο καιρός που έπρεπε, γέννησε το Αβγό του Σύμπαντος. Με την προσταγή της, ο Οφίων κουλουριάστηκε επτά φορές γύρω στο αβγό, ώσπου το αβγό άνοιξε και χωρίστηκε στα δύο. Από μέσα του κύλησαν όλα όσα υπάρχουν, τα παιδιά της Ευρυνόμης: ο ήλιος, η σελήνη, οι πλανήτες, τα αστέρια, η γη με τα βουνά και τους ποταμούς της, με τα δέντρα, τα βότανά της και τα ζωντανά πλάσματα. Η Ευρυνόμη και ο Οφίων έστησαν το σπιτικό τους στο όρος Όλυμπο, όπου ο Οφίων εξόργισε την Ευρυνόμη υποστηρίζοντας ότι αυτός ήταν ο δημιουργός του Σύμπαντος. Ευθύς εκείνη τον χτύπησε στο κεφάλι με τη φτέρνα της, και τον εξόρισε στις σκοτεινές σπηλιές κάτω από τη γη. Κατόπιν, η Θεά δημιούργησε τις επτά πλανητικές δυνάμεις, ορίζοντας μια Τιτανίδα και έναν Τιτάνα για καθεμιά. Τη Θεία και τον Υπερίωνα για τον Ήλιο, τη Φοίβη και τον Άτλαντα για τη Σελήνη, τη Διώνη και τον Κριό για τον πλανήτη Άρη, τη Μήτι και τον Κοίο για τον πλανήτη Ερμή, τη Θέμιδα και τον Ευρυμέδοντα για τον πλανήτη Δία, την Τηθύ και τον Ωκεανό για την Αφροδίτη, τη Ρέα και τον Κρόνο για τον πλανήτη Κρόνο.

Σύμφωνα με τον ο Αισχύλο, πριν από την ίδρυση του Μαντείου των Δελφών υπήρχε εκεί, το μαντείο της Γαίας που έφερε το όνομα Πύα. Σε αυτό το ιερό υπήρχε ο Πύθων, παιδί και φύλακας της γης με προφητικές ικανότητες. Ο Θεός Απόλλωνας φόνευσε τον Πύθωνα, και ίδρυσε το δικό του ιερό. Μετά το φόνο του Πύθωνα, ο Απόλλωνας έπρεπε να υποστεί και αυτός όπως και ο Κάδμος, ενός είδους καθαρμό, καταφεύγοντας -σύμφωνα με μία εκδοχή- στα νερά της κοιλάδας των Τεμπών. Η νίκη του θεού σύμβολο του πνεύματος, κατά του Πύθωνα συμβολίζει άραγε την επικράτηση του Απολλώνιου φωτός και της ανώτερης συνειδητότητας, έναντι των χθόνιων αιματηρών τελετουργιών, ή απλά την κυριάρχηση ενός ηλιακού θεού στη θέση των αρχέγονων προελληνικών θηλυκών θεοτήτων;
Στην ασπίδα της Αθηνάς υπήρχε το κεφάλι της Μέδουσας με φιδίσια μαλλιά.( το Γοργώνειο ) Το πρόσφερε στη θεά ο Περσέας αφού με την βοήθεια της θεϊκής ασπίδας ο ήρωας κατόρθωσε να την γλιτώσει. Η Μέδουσα συμβολίζει τον φόβο να αντικρίσει κανείς τον εαυτό του απογυμνωμένο και να ομολογήσει την ένοχη ματαιοδοξία του. Η Αθηνά Παλλάδα υποδηλώνει με την αιγίδα της, τη νίκη του μαχητικού πνεύματος και της αυτογνωσίας έναντι της εσωτερικής τύφλωσης και της μη αρμονικής έξαρσης των πόθων. Το αίμα της Μέδουσας είχε διπλή ιδιότητα: αν προερχόταν από τα φιδίσια μαλλιά της προκαλούσε το θάνατο και την καταστροφή ενώ αν έσταζε από τις φλέβες της χάριζε την αναγέννηση και τη ζωή.

Ο Τυφωέας ή Τυφώνας ο πρώτος γιος της Γαίας μετά την πτώση των Τιτάνων, ήταν μισός άνθρωπος και μισός ζώο, και είχε στους ώμους του εκατό κεφάλια φιδιών. Από τη μέση και κάτω δύο κουλουριασμένα φίδια στήριζαν το υπόλοιπο σώμα του. Στην πάλη του με τον Δία ο Τυφωέας έκοψε τους τένοντες των χεριών και των ποδιών του θεού και ανήμπορο τον μετέφερε στο Κηρύκειο Σπήλαιο. Τα νεύρα του Διός παραδόθηκαν προς φύλαξη στη Δελφύνη, μισή γυναίκα και μισό φίδι. Ο Τυφωέας, σύμβολο της αποπνευματοποίησης σύμφωνα με τον Diel, είναι ζευγάρι με την Έχιδνα, φτερωτή θεά με αστραφτερό βλέμμα και φιδίσιο σώμα από τη μέση και κάτω. Θυγατέρα της η Λερναία Ύδρα, τέρας με εννιά κεφάλια – φίδια και αδελφός της ο Λάδωνας, φύλακας των Χρυσών Μήλων των Εσπερίδων. Η πρώτη φονεύτηκε από τον Ηρακλή, όταν ο ημίθεος κατάφερε να κόψει όλα τα κεφάλια ακόμα και το τελευταίο που ήταν αθάνατο. Ο Ηρακλής βρέφος ακόμα, έπνιξε με τα χέρια του τα δύο φίδια που έστειλε η Ήρα στην κούνια του. Ψυχολογικές ερμηνείες βλέπουν εδώ την έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να αντιστέκεται στη διαστρέβλωση του πνεύματος.

Ο Κάδμος ιδρυτής και βασιλιάς της Θήβας, υπηρέτησε τον Άρη επί οκτώ έτη επειδή φόνευσε το φίδι, υιό του θεού, το οποίο φιλούσε την Αρεία κρήνη κοντά στη Θήβα. Στη συνέχεια αναφέρεται ότι μυήθηκε στα Καβείρια Μυστήρια, στη Σαμοθράκη, όπου νυμφεύτηκε την Αρμονία. Αναχωρώντας για τα Ηλύσια μεταμορφώθηκε σε φίδι, όπως και η σύντροφός του.

Ο Κέκροπας, ο ιδρυτής της Αθήνας ήταν μισός άνθρωπος και μισός φίδι, όπως και ο Εριχθόνιος. Από δαγκωματιά φιδιού πεθαίνει η Ευρυδίκη. Ο Ορφέας κατεβαίνει στον Άδη για να την επαναφέρει στον κόσμο των ζωντανών. Το φίδι αποτελεί εδώ το όργανο της θυσίας που προηγείται της μεταμόρφωσης. Φίδι δαγκώνει τον καλύτερο τοξοβόλο των Ελλήνων τον Φιλοκτήτη, στην εκστρατεία του Τρωικού πολέμου. Οι Έλληνες τον αφήνουν στην Λήμνο ώστε να τον ιάσουν οι ιερείς του Ηφαίστου με την Λήμνια Γη.

πηγή: xletsos - basilhs


ΟΙ "ΔΑΙΜΟΝΕΣ"ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

$
0
0


Διευκρίνιση

Στην ελληνική θεολογία το κακό δεν υφίσταται στον "πνευματικό"κόσμο παρά μόνο στον αισθητό. Δεν υπάρχει θεός, άγγελος ή δαίμονας που να είναι κακός. Αν υπήρχε πνευματικό πλάσμα αθάνατο και συνάμα κακό (όπως ο Σατανάς στη χριστιανική παράδοση) η "κόλαση"θα ήταν αιώνια. Δηλαδή θα διαιωνιζόταν το κακό και τα κακά πνεύματα που θα το παρήγαγαν. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι ο Θεός δε θα ήταν παντοδύναμος, εφόσον στον αιώνιο κόσμο θα υπήρχε πάντοτε το κακό. Πώς είναι δυνατόν ο καλοκάγαθος Θεός να διαιωνίζει το κακό και να τιμωρεί αιώνια τα πλάσματά του; Επομένως, στην ελληνική θεολογία υπάρχουν μόνο καλοί οντολογικά Δαίμονες και χωρίζονται σε δύο κατηγορίες ως προς το έργο που επιτελούν για την ανθρώπινη ψυχή.Οι Αγαθοδαίμονες και οι Κακοδαίμονες. Και η διάκριση είναι λειτουργική. Δηλαδή οι πρώτοι  συνδράμουν στην υιοθέτηση καλών έργων για τους ανθρώπους, ενώ οι δεύτεροι μαρτυρούν τις κακές πράξεις των ανθρώπων, σε περίπτωση που οι ψυχές δεν ομολογήσουν οι ίδιες τις κακές πράξεις τους, και αυτό γίνεται για να αποδοθεί δικαιοσύνη για να κριθεί η ποιότητα της επόμενης ενσάρκωσης της ψυχής ή η θέωσή της στα "Ολύμπια"πεδία. 


Οι Δαίμονες είναι αθάνατα πνευματικά όντα δηλαδή Θεοί κατά την αρχαία Ελληνική θεολογία.

Οι αρχαίοι Έλληνες πολλές και ποικίλες νόμιζαν τις προστασίες των Δαιμόνων όπως και ποια ήταν η αρχή τους. Μερικοί έλεγαν ότι γεννήθηκαν από τους Θεούς και ότι είναι “μηνυταί” των Θεών προς τους ανθρώπους και “μεσίται” των ανθρώπων προς τους Θεούς. Κατοικούν στο κατώτερο μέρος του Ουρανού που αντιστοιχίζεται στην Πλατωνική θεολογία με το Αιθέριο πεδίο ή αλλιώς το Νοερό πεδίο. Αυτό το πεδίο στο μυθολογικό γεωκεντρικό σύστημα βρίσκεται πάνω από το πεδίο των Ηρώων και γύρω από την Γαία, η δε Γαία συμβολίζει την ύλη και το πεδίο του γίγνεσθαι. Άλλοι αυτό το πεδίο γύρω από την Γαία το ταύτιζαν με τον αέρα και έτσι στην λαϊκή παράδοση οι Δαίμονες ήταν και τα “αερικά” και είχαν μορφή αέρα.

Οι Δυνάμεις των Δαιμόνων είναι εις τα γήινα πράματα, τα υλικά και τα ψυχικά. Έτσι οι Δαίμονες είναι εφαρμοστές της Θείας θελήσεως ώστε να παρεμβαίνουν και να δρουν στην ύλη και στην ψυχή των όντων.

Κάθε άνθρωπος λέγεται ότι είχε δύο προσωπικούς Δαίμονες. Ο ένας ήταν καλός και παρακινούσε αυτόν σε καλές πράξεις ο δε άλλος εναντίος. Αυτό γινόταν για να δειχθεί η αρετή ή η κακία του κάθε ανθρώπου και να φανερωθούν τα ελαττώματα ή προτερήματα του, ώστε στην νέα μετενσάρκωση να εξελιχθεί ανάλογα δουλεύοντας πάνω στις ατέλειες του που φανερώθηκαν στην προηγούμενη ζωή του.

Κάθε πόλη και χώρα είχε τον δικό της Δαίμονα που κατέγραφε τις πράξεις των ανθρώπων, παρατηρούσε τις θυσίες και γενικά την συμπεριφορά του λαού. Αυτός ο Δαίμων έδινε και τους χρησμούς στην κάθε χώρα.

Κάθε Δαίμων έπαιρνε όνομα από τον Θεό στον οποίο είχε την σειρά του. Έτσι ο Δαίμων του Διός ονομαζόταν Δίιος, της Αθηνάς Αθηναίος και Απολλώνιος, Ερμαίος κτλ.

Άλλοι πίστευαν ότι οι Θεοί που χειρίζονται το καλό και το κακό για την δικαιοσύνη των ανθρώπων και την λειτουργία της φύσεως πολλούς κακούργους τους χρησιμοποιούσαν ως Δαίμονες για να τιμωρήσουν την κακία άλλων ανθρώπων.

Όταν κρίνονταν η ψυχή του ανθρώπου στον Άδη ήταν παριστάμενοι οι δύο προσωπικοί Δαίμονες του ανθρώπου. Αν ο άνθρωπος δεν έλεγε την αλήθεια εμαρτύρει ο δαίμων του για τις πράξεις του.

Οι κακοδαίμονες που ήταν τιμωρητικοί Δαίμονες είχαν μελανή εμφάνιση. Οι Αγαθοδαίμονες είχαν αστραφτερή και λευκή εμφάνιση. Η διαφορά των Κακοδαιμόνων από τους κακούς Δαίμονες του Χριστιανισμού είναι ότι οι πρώτοι δεν δρουν ανεξέλεγκτα για να παράγουν το κακό ούτε είναι αντίθετοι στους Θεούς. Ίσα ίσα οι Κακοδαίμονες φανερώνουν την κακία που υπάρχει εντός του ανθρώπου και η κακία είναι έργο ανθρώπινο και όχι του Κακοδαίμονος. Από την άλλη η τιμωρία τους δεν είναι άδικη αλλά στα πλαίσια της απονομής δικαιοσύνης αφού τιμωρούν τους κακούργους και τους εγκληματίες.

Στο Χριστιανισμό οι Δαίμονες εμφανίζονται ως αντίθετοι στην θέληση του Θεού πράγμα που αυτό δεν συμβαίνει στον πολυθεϊσμό. Αυτή η θέση του Χριστιανισμού είναι δικαιολογημένη από την στιγμή που ο Χριστιανισμός δέχεται τον Θεό ως αγαθό και άρα το υπερφυσικό ή μεταφυσικό κακό είναι μια κακοποιός δύναμη.

Από την άλλη ορισμένοι Πλατωνικοί ακολουθώντας την ίδια λογική και φιλοσοφική θέση, δηλαδή ότι οι Θεοί είναι Αγαθοί, το υπερδύναμο και μεταφυσικό κακό δεν το τοποθετούσαν στο Θείο αλλά ως λανθασμένη πνευματική λειτουργία του ανθρώπου. Με άλλα λόγια ένας Πλατωνικός θα έλεγε ότι όλοι οι Θεοί είναι αγαθοί και δεν υπάρχουν Κακοί δαίμονες αλλά το κακό παράγεται όσο και υπερδύναμο είναι από τον άνθρωπο. Οι Πλατωνικοί επίσης έλεγαν ότι υπάρχει πλήθος Δαιμόνων και κατοικούν στο πεδίο μεταξύ Θεών και ανθρώπων και ότι οι δεήσεις, προσευχές των ανθρώπων αναπέμπονται από του ενός στον άλλον μέχρι τους Θεούς και ομοίως οι αμοιβές κατέρχονται με όμοιο τρόπο μέχρι τους ανθρώπους. Οι Πλατωνικοί δαίμονες οδηγούν τους ανθρώπους πάντα σε αγαθές πράξεις και όχι σε κακές. Τους ζωγράφιζαν με ποικίλους τρόπους, πότε ως όφεις, πότε ως νέους ενδεδυμένους με αστερωτά ρούχα, σαν να έχουν αστέρες και στέφανο “ανθινόν”, ή από φύλλα πλατάνου, πότε ημίγυμνους πότε με πολεμικά σύμβολα, πότε με το κέρας της Αμαλθείας ως πλουτοδότηρες.

Κάθε άνθρωπος γιόρταζε τον Δαίμονα του την ημέρα των γενεθλίων του και πρόσφερε άνθη, θυμίαμα και οίνο και δεν επιτρεπόταν να θυσιάσει ζώο και να αφαιρέσει ζωή την ημέρα εκείνη που αυτός ήρθε στην ζωή. Οι Δαίμονες είχαν ιερό δένδρο τον Ασφένδανο.

Ο Ορφέας γράφει ύμνον στον Δαίμονα και τον ονομάζει Μειλίχιο Δία επειδή όλοι οι Θεοί ονομάζονταν και Δαίμονες:



Ορφικός Ύμνος: "ΔΑΙΜΟΝΟΣ θυμίαμα, λίβανον"


Τον Δαίμονα επικαλούμαι τον μέγαν τον καλόν οδηγόν τον φρικτόν (πού προκαλεί φρίκην)

τον μαλακόν Δία, τον γεννήτορα των πάντων, αυτόν πού δίδει την ζωήν εις τους θνητούς, 
τον Δία τον μεγάλον τον πολυπλάνητον, τον τιμωρόν, τον βασιλέα των πάντων 
τον δίδοντα τον πλούτον, όταν εισέλθη εις τον οίκον φουσκωμένος (από δώρα), 
και αντιθέτως αφανίζεις τον βίον (την περιουσίαν) των ανθρώπων, 
πού μοχθούν πολύ διότι από σε μεταφέρονται (εσύ κατέχεις) τα κλειδιά της λύπης και της χαράς.

Δια τούτο, ώ μακάριε, αγνέ, αφού απομακρύ νεις τας λυπηράς ανησυχίας,  
όσαι στέλλουν την καταστροφήν της ζωής εις όλην την γην, 
είθε να μας δώσης ένδοξον γλυκύ καλό τέλος του βίου.


Δαίμονες και Αναγωγή της ψυχής στα πεδία των Θεών

Είναι τα όντα που φέρνουν σε πραγμάτωση τις Ιδέες από το απορρέον Εν, δηλαδή είναι κοινωνοί της προόδου της Θείας Δύναμης κατά τους Νεοπλατωνικούς. Για τον λόγο αυτό θεολογικά λέμε ότι οι Δαίμονες είναι οι εφαρμοστές της θέλησης των Θεών.

Αντίθετη εργασία των Δαιμόνων επιτελούν οι Ήρωες που είναι κοινωνοί της επιστροφής της Θείας Δύναμης του Ενός. Για τον λόγο αυτό κατά την Θεουργική Αναγωγή (ένωσης της ψυχής μας με το Εν) επικαλούμαστε Ήρωες σαν αρωγούς της εργασίας μας και όχι Δαίμονες. Στην κατάβαση όμως των κοσμικών σφαιρών γίνεται το αντίθετο και έτσι τότε επικαλούμαστε Δαίμονες αντί Ηρώων.


Φυσικοί και Ψυχικοί Δαίμονες

Οι Δαίμονες χωρίζονται στους Φυσικούς και τους Ψυχικούς.
Φυσικοί Δαίμονες είναι για παράδειγμα οι Νύμφες που προωθούν την ζωή μέσα από τα τέσσερα στοιχεία. Οι Φυσικοί Δαίμονες είναι οι «τροφοί» κάθε εκδήλωσης ζωής πάνω στην Γη. Έτσι είναι τα πνεύματα που συχνάζουν στα δάση, στις πηγές, στα σύννεφα, στις παραλίες κτλ.

Οι Ψυχικοί Δαίμονες είναι πνεύματα που επηρεάζουν την ψυχική κατάσταση των ανθρώπων.
Επειδή οι ψυχικοί Δαίμονες γίνονται γνωστοί στους ανθρώπους από την δράση τους επί της ψυχής παίρνουν το όνομα τους από την ψυχική κατάσταση που δημιουργούν στους ανθρώπους.


Η ψυχική κατάσταση του ανθρώπου όμως έχει και καλά και κακά στοιχεία έτσι και οι Ψυχικοί Δαίμονες χωρίζονται σε Αγαθούς και Κακούς τους Αγαθοδαίμονες και τους Κακοδαίμονες. Οι Αγαθοδαίμονες άγουν την ψυχή προς το Θείο και οι Κακοδαίμονες παίζουν ρόλο τιμωρητικό όταν διαπράττεται υπερβολή, ύβρη ή κάποιο αδίκημα. Οι Κακοδαίμονες επίσης βρίσκονταν στον Άδη προς τιμωρία των εγκληματιών.

Συνοπτικά έχουμε δύο απόψεις περί των Δαιμόνων. Αυτοί που αναγνωρίζουν τους Θεούς ως “κρείττονες”, δηλαδή υπερδυνάμεις αναγνωρίζουν καλούς και κακούς Θεούς, Αγαθοδαίμονες και Κακοδαίμονες. Αυτοί που αναγνωρίζουν τους Θεούς αναίτιους του κακού και μόνο αγαθούς, όπως οι Πλατωνικοί, λένε ότι οι Δαίμονες είναι πάντα Αγαθοί και όχι Κακοί δαίμονες.

Μερικοί από τους Πλατωνικούς αναγνωρίζουν την τιμωρία από Δαίμονες ως ενέργεια προς σωφρονισμό από τους Θεούς. Άλλοι, αποδέχονται την Πλατωνική θέση ότι οι Θεοί είναι αναίτιοι του κακού και μόνο Αγαθοί αλλά αποκλείουν την τιμωρία από τους Θεούς και άρα όλους τους Κακοδαίμονες.

Σε αντιδιαστολή πιστεύουν ότι οι Θεοί με απλή ενεργοποίηση της καλοσύνης μέσα στο άτομο το οδηγούν από το κακό στο καλό.


πηγή: ellinikoarxeio

ΑΜΑΤΕΡΑΣΟΥ - Η ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ ΤΩΝ ΙΑΠΩΝΩΝ

$
0
0


Η Αματεράσου είναι μονογενής θεά, γεννήθηκε από το αριστερό μάτι του πατέρα της μέγα θεού Ιζανάγκι, είναι αμήτωρ δηλαδή. Ας προσέξουμε!!! Το όνομα του πατέρα της (Ιζ-ανάγκι) κομίζει την έννοια της Ανάγκης!
Η Αματεράσου είναι παρθένος και εφήυρε την τέχνη της ύφανσης στον αργαλειό! Πρόκειται για την ίδια θεά, την Θεά Αθηνά των Ιαπώνων, η οποία στην εικόνα εξέρχεται από το σπήλαιο και φωτίζει τον κόσμο! Προηγουμένως ο κακός θεός Σουσάνο είχε βυθίσει τον κόσμο στο σκοτάδι!
Το όνομα της Παρθένας Θεάς σημαίνει αυτή που λάμπει στους ουρανούς! Οι απανταχού πολιτισμοί μαρτυρούν μια κοινή αφήγηση για τον κόσμο και τους Θεούς!!

ΒΑΛΧΑΛΛΑ - ΕΝΑ ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΟΥ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑ ΓΙΑ ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΘΕΟ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ

$
0
0

Πολλοί είναι αυτοί που γνωρίζουν ότι o Παρθενώνας του Νάσβιλ, Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, είναι ένα αρχιτεκτονικό αντίγραφο του Αυθεντικού Παρθενώνα της Αθήνας, τόσο στο σχέδιο όσο και στο μέγεθος. Λιγότεροι γνωρίζουν ότι και στην Γερμανία υπάρχει "Παρθενώνας" η λεγόμενη "αίθουσα των πεσόντων" η  WALHALLA
ΒΑΛΧΑΛΛΑ
ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

Η γερμανική μυθολογία είναι κακέκτυπο αντίγραφο της ελληνικής μυθολογίας. Όλες οι ευρωπαϊκές μυθολογίες μιμήθηκαν την ελληνική προσαρμόζοντάς την στην ιδιαίτερη κουλτούρα κάθε παράδοσης. Οι ευρωπαϊκοί λαοί, από την αναγέννηση και μετά, αγάπησαν το αρχαίο ελληνικό ιδεώδες σε όλες του τις πτυχές (τέχνη, φιλοσοφία, λογοτεχνία, επιστήμη, γράμματα), και προσέλαβαν το ελληνικό όλον στη νεωτερική του διάσταση. Οι Γερμανοί καλλιτέχνες, λογοτένες και φιλόσοφοι (Μπαχ, Μότσαρτ, Γκαίτε, Νίτσε....) ακόμα περισσότερο λάτρεψαν τον ελληνικό πολιτισμό. Κανένα γλυπτό, ναός ή άγαλμα όμως δεν φθάνει σε αρμονία και κάλλος την ελληνική τέχνη.....Το ελληνικό πνεύμα κυρίεψε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τον νου των Ευρωπαίων, αλλά και όλων των λαών που αγαπούν τη σκέψη και την τέχνη.

«Βαλχάλλα, ο ουράνιος παράδεισος της γερμανικής μυθολογίας, ο τόπος ανάπαυσης των ηρώων που έπεσαν σε μάχες και μεταφέρθηκαν εκεί από τις θυγατέρες του Βόταν, τις Βαλκυρίες, ο χλοερός τόπος της αθανασίας. Βαλχάλλα, το ανάκτορο των θεών, όπως το ζωγράφισε αργότερα με μοναδικές μουσικές πινελιές, ο Βάγκνερ στην τετραλογία του».


«Η Βαλχάλλα, είναι μεν ένας περίπτερος ναός, με οκτώ κίονες στην πρόσοψη και στην πίσω πλευρά και δεκαεφτά κίονες στα πλάγια η κατασκευή τους, όμως, στερείται την αέρινη πλαστικότητα των κιόνων του Παρθενώνος».

Μέσα στον κρύο γερμανικό Δεκέμβρη του 1807, την εποχή που οι στρατιές του Ναπολέοντος Βοναπάρτη άπλωναν τη σκληρή κυριαρχία τους στην Ευρώπη, ο εικοσάχρονος και ονειροπόλος διάδοχος του θρόνου της Βαυαρίας Λουδοβίκος, χριστιανός και ελληνολάτρης, αναζητούσε με πάθος κάτι το ξεχωριστό. Με αρκετή φαντασία, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ονειρευόταν: όχι τα συνηθισμένα χριστουγεννιάτικα αγγελούδια, Αη-Βασίληδες και δώρα. Στον ύπνο του έβλεπε μυθολογικούς θεούς, Έλληνες και Γερμανούς, έβλεπε το Δία να συζητάει με τον ομόλογό του Βόταν, συντροφιά με τις συζύγους τους Ήρα και Φρίκα, καθώς προσπαθούσαν να βρουν τρόπο να ηρεμήσει κάποτε αυτός ο κόσμος, να πάψει να σκοτώνεται για πολιτικούς, θρησκευτικούς ή άλλους λόγους. Φυσικά, ο Άρης και ο Ντόνερ, οι αντίστοιχοι πολεμοχαρείς θεοί, διαφωνούσαν, όμως, ο νεαρός πρίγκιπας, είχε αυτιά μόνο για τα ειρηνόφιλα επιχειρήματα. Και, στηριζόμενος στα όνειρά του, αποφάσισε να προχωρήσει σε ένα ρηξικέλευθο εγχείρημα: να ανεγείρει μνημείο που, αφενός μεν, να φωτίζει το έργο μεγάλων μορφών του ευρύτερου γερμανικού έθνους, υπογραμμίζοντας την ανάγκη απότισης τιμών σε σπουδαίες φυσιογνωμίες του, αφετέρου δε, να οδηγεί σε εθνική υπέρβαση και να παραπέμπει σε γενικότερες, υπερεθνικές αξίες. Ο ιδεατός θεμέλιος λίθος της Βαλχάλλα είχε τεθεί.
Τα μεγαλεπήβολα σχέδια, ωστόσο, προκειμένου να διαβούν το κατώφλι που χωρίζει τη δημιουργική φαντασία από την απτή πραγματικότητα, χρειάζονται οικονομικά μέσα. Αυτά, δεν τα διέθετε ο Λουδοβίκος, αν και διάδοχος αξιόλογου θρόνου. Δε δίστασε, όμως, να προχωρήσει όσο περνούσε από το χέρι του: με δικά του χρήματα, ανέθεσε σε ικανούς γλύπτες να σμιλέψουν τις πρώτες προτομές, που θα έβρισκαν αργότερα τη θέση τους στο εσωτερικό του μνημείου. Παράδοξο, πρωθύστερο σχήμα, μα ποια σημασία μπορεί να έχει κάτι τέτοιο;


Έτσι, όταν το 1825 πήρε τα ηνία της Βαυαρίας ως βασιλιάς, ήσαν ήδη έτοιμες οι μορφές ένδοξων τέκνων του γερμανικού έθνους: ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν πολιτικοί (ο Φρειδερίκος ο Μέγας, η Μαρία-Θηρεσία), ποιητές (ο Γκαίτε, ο Σίλερ), μουσικοί (ο Γκλουκ, ο Χάιντν), στοχαστές και φιλόσοφοι (ο Λάιμπνιτς, ο Καντ).

Το όνομα του μνημείου, είχε ήδη βρεθεί επίσης προ πολλού: Βαλχάλλα, ο ουράνιος παράδεισος της γερμανικής μυθολογίας, ο τόπος ανάπαυσης των ηρώων που έπεσαν σε μάχες και μεταφέρθηκαν εκεί από τις θυγατέρες του Βόταν, τις Βαλκυρίες, ο χλοερός τόπος της αθανασίας. Βαλχάλλα, το ανάκτορο των θεών, όπως το ζωγράφισε αργότερα με μοναδικές μουσικές πινελιές, ο Βάγκνερ στην τετραλογία του.


Τώρα, έμενε να ανεγερθεί το οικοδόμημα. Έργο, το οποίο ανέλαβε να διεκπεραιώσει ο αρχιτέκτων Λέο φον Κλέντσε. Σκέψεις και ιδέες γύρω από τη μορφή του μνημείου, είχαν ανταλλάξει οι δυο άνδρες ήδη από το 1821! Με βάση την εν λόγω χρονολογία, λοιπόν, δε φαίνεται να ξενίζει η τελική επιλογή: «η Βαλχάλλα, θα χτιζόταν στο πρότυπο του Παρθενώνα και της Ακρόπολης της Αθήνας».

«Όμορφα! Και σε ποιο σημείο θα την ανεγείρουμε;» ρώτησε ο δημιουργός.
«Μα προφανώς στη Βαυαρία!» αποκρίθηκε ο ηγεμόνας.
«Στην πρωτεύουσα; Το Μόναχο; Όπως στην αρχαία Αθήνα;»
«Καθόλου. Φευγάτο από τη βουή της πόλης, στην εξοχή. Στην πλαγιά ενός λόφου κι όχι στην κορυφή του, ώστε να μη μοιάζει απομονωμένο το μνημείο. Δίπλα στο ποτάμι μας, το Δούναβη, για να ακολουθούν οι τιμώμενες ψυχές τον αέναο ρου του και αέναα να διακινείται η δόξα από το επίγειο πέρασμά τους.»


Το όνειρο το Λουδοβίκου, πατέρα του πρώτου βασιλιά του ελεύθερου ελληνικού κράτους Όθωνος, θεμελιώθηκε το 1830 και ολοκληρώθηκε δώδεκα χρόνια αργότερα, το 1842.

Δυο αιώνες έχουν τρέξει από εκείνες τις ονειροφαντασιές. Το αυτοκίνητο του σημερινού επισκέπτη, διασχίζει τους επαρχιακούς δρόμους της Βαυαρίας, πλησιάζοντας από το νότο προς την πόλη Ρέγκενσμπουργκ. Ημέρα ηλιόλουστη κι ατμόσφαιρα διαυγής.

«Βλέπεις ό,τι βλέπω; Ή είναι αντικατοπτρισμός;»

Η ερώτηση, περιττή και αγεωγράφητη, επέχει μάλλον θέση έκφρασης ανυπόκριτου θαυμασμού. Γιατί, από χιλιόμετρα μακριά, αχνοφαίνεται σαν κουκίδα κατάλευκη μέσα στο πράσινο δάσος η Βαλχάλλα. Και όσο πλησιάζεις, καλό είναι να μη σε παρασύρει, σα Σειρήνα, η ομορφιά του τοπίου, γιατί ο δρόμος, αν και άψογα χαραγμένος, έχει πολλές στροφές. Υπομονή, ώσπου να διανύσεις την απόσταση και να βρεθείς στο μνημείο.

Η πρώτη εντύπωση, είναι ότι στέκεις αντιμέτωπος με έναν αρχαίο ελληνικό ναό, που δεν έχει υποστεί τη φθορά του χρόνου. Δεν πρόκειται βέβαια για ακριβές αντίγραφο του Παρθενώνα. Ούτε θα ήταν άλλωστε εφικτό τέτοιο επίτευγμα: ακόμα κι όταν λάμπει ο ήλιος στην περιοχή, είναι αδύνατον να χαρίσει το απαλό φως της Αττικής· ακόμα κι όταν ατενίζει ο επισκέπτης το μνημείο με φόντο το «γαλάζιο Δούναβη», είναι αδύνατον να προσεγγίσει το βλέμμα την οπτική αγαλλίαση που δοκιμάζει, όταν θαυμάζει το ναό της Αθηνάς με φόντο το Σαρωνικό.

Αλλά οι διαφορές, δεν περιορίζονται στον ψυχολογικό τομέα. Η Βαλχάλλα, είναι μεν ένας περίπτερος ναός, με οκτώ κίονες στην πρόσοψη και στην πίσω πλευρά και δεκαεφτά κίονες στα πλάγια (όλους σε δωρικό ρυθμό), η κατασκευή τους, όμως, στερείται την αέρινη πλαστικότητα των κιόνων του Παρθενώνος. Η βάση του ναού, δε βρίσκεται στο κέντρο του όλου κτίσματος, με εξωτερικά δε ανάγλυφα, κοσμούνται μόνο τα δύο αετώματα, ενώ δεν υπάρχουν γλυπτά στις μετώπες ή στη ζωφόρο. Φυσικά, δεν μπορούσαν να είναι ελληνικά, ούτε τα θέματα των παραστάσεων: στο νότιο αέτωμα, εικονίζεται ένθρονη η Γερμανία, περιστοιχιζόμενη από τις απελευθερωμένες πόλεις της, και στο βόρειο, δοξάζεται η νίκη του Τεύτονος Χέρμαν, επί των Ρωμαίων εισβολέων (κατά προφανή παραπομπή στις ναπολεόντειες επιδρομές).

Πρέπει, εξάλλου, να μην παραβλεφθεί η διαφορετική κατασκευή του υπόβαθρου του οικοδομήματος και να επισημανθεί, ιδίως η διαφορετικότητα του εσωτερικού του μνημείου, το οποίο μοιάζει με χριστιανικό ναό. Εννοείται πως, στη θέση των αγγέλων, στέκονται Βαλκυρίες· στη θέση της αναπαράστασης στιγμών του βίου του Ιησού, η ανάγλυφη ιστόρηση της γένεσης του γερμανικού έθνους, και, αντί εικόνων ή αγαλμάτων αγίων, οι προτομές των ένδοξων τέκνων του.
Τιμώνται (εκτός των προαναφερθέντων και, μεταξύ άλλων,) ο Μπαχ, ο Μότσαρτ και ο Μπετόβεν, ο Κοπέρνικος, ο Παράκελσος και ο Κέπλερ, ο Ντύρερ, ο Ρούμπενς και ο Βαν Ντάικ, ο Έρασμος και ο Γκρότιους, ο Λούθηρος. Και, από την πιο πρόσφατη εποχή, η επιστημονική φυσιογνωμία του Αϊνστάιν, ο εκ των πατέρων της ευρωπαϊκής ενοποίησης Αντενάουερ, η νεαρή ηρωίδα της αντίστασης κατά του ναζισμού Σοφία Σολ.

Η ενδεικτική αυτή απαρίθμηση, υπογραμμίζει και μιαν ακόμη διάσταση του μνημείου. Δεν περιλαμβάνονται κατ'αποκλειστικότητα πρόσωπα με γερμανική εθνικότητα και με τα γερμανικά ως μητρική γλώσσα, αλλά και άλλοι (π.χ. Ελβετοί, Ολλανδοί, Φλαμανδοί) οι οποίοι μιλούσαν γλώσσα, που είχε απλώς ρίζες γερμανικές μα, κυρίως, ανήκαν σε κοινότητα πολιτισμού. Έτσι, νοήθηκε στην Βαλχάλλα η «γερμανική πατρίδα».


Προκειμένου δε να υπογραμμιστεί εντονότερα η πολιτιστική και φιλειρηνική διάσταση, οι τελευταίοι στρατηλάτες που η προτομή τους περιέχεται στο μνημείο, ήσαν ο καγκελάριος Βίσμαρκ και ο στρατηγός του, ο Φον Μόλτκε. Η εισδοχή τους στο γερμανικό Πάνθεον (διαδικασία που απαιτεί την παρέλευση τουλάχιστον είκοσι ετών από τον θάνατο του υποψήφιου), πραγματοποιήθηκε το 1908 και το 1910 αντίστοιχα. Οι πρωταγωνιστές των δυο παγκόσμιων πολέμων που ακολούθησαν, καλό είναι να καλυφθούν με απόλυτη λήθη.

Ο Λουδοβίκος της Βαυαρίας, έδωσε, λοιπόν, σάρκα και οστά στο όνειρό του. Ο μονάρχης που -σύμφωνα με τα λόγια του Γκαίτε- ανύψωσε, «παράλληλα με τη βασιλική μεγαλειότητα, και την έμφυτη ανθρώπινη φύση του», πρόσφερε ένα παράδειγμα πανανθρώπινης ενόρασης, με αξίες και ιδανικά, μακριά από πολιτικές, φυλετικές ή θρησκευτικές τριβές. Τίμησε το γερμανικό πνεύμα, εντάσσοντάς το σε αρχαίο ελληνικό πλαίσιο και τοποθετώντας το σε σημείο που να κατευθύνει τη ματιά προς την ανατολή, προς τις εκβολές του ποταμού Δούναβη στον Εύξεινο Πόντο, προς την Ασία. Την ήπειρο, η οποία, κατά τα ψυχικά σκιρτήματα των ρομαντικών του 19ου αιώνα, βρίσκεται στις απαρχές ολόκληρης της ανθρωπότητας.

ΔΕΙΤΕ ΔΥΟ ΒΙΝΤΕΟ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΙΦΗΜΟ ΒΑΛΧΑΛΛΑ ΣΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ






πηγή: .os3.gr/archive - youtube

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΟΓΙΩΡΓΗΣ - Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ, Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ, Η ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ ΚΑΙ Ο ΝΕΟΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ (ΜΕΡΟΣ Β΄)

$
0
0



Ο Γιώργος Κοντογιώργης αναφέρεται, όπως και στο πρώτο μέρος της ομιλίας του, για την πορεία που διήνυσε το ελληνικό κοσμοσύστημα από την κρατοκεντρική περίοδο της Πόλης στην οικουμένη. Μέχρι  και την περίοδο της επανάστασης του 21'ο ελληνισμός διατήρησε την οικουμενική του προοπτική. Στο ελληνικό κοσμοσύστημα δεν ταυτίζονται οι έννοιες ελληνικότητα - εθνικότητα. Η "εθνικότητα" κομίζει περισσότερο το τοπικό και κλειστό δίκτυο κοινωνίας. Η ελληνικότητα κόμιζε κάτι πολύ παραπάνω από το εθνικό, αποτελούσε οικουμενικό τρόπο ζωής, έναν άλλο τρόπο του βίου οριζόμενος ως το υπόδειγμα του ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΣΜΟΥ. Στο τέλος της ομιλίας του ο Κοντογιώργης επισημαίνει ότι το πέρασμα του ελληνισμού από το στάδιο του οικουμενικού κοσμοσυστήματος στο στάδιο του έθνους-κράτους, με την ίδρυση του ελλαδικού κράτους, ακύρωσε κοινωνικά προτάγματα χιλιάδων χρόνων. Ας συνειδητοποιήσουμε ότι η ελληνικότητα μέχρι και την περίοδο της επανάστασης σήμαινε οικουμενικό τρόπο ζωής πέρα και πάνω από εθνικά σύνορα.
  

----------------------------------------------------
  1. Τι είναι τελικά η οικουμένη; Είναι η φάση στην οποία θα περάσει το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα όταν ολοκληρώσει την εξελικτική του διαδρομή εντός του κράτους και δημιουργηθούν οι συνθήκες για την υπέρβασή του. Αυτό σημαίνει ότι, όπως στον ελληνικό κόσμο, έτσι και στη νεότερη εποχή, η εξέλιξη προς την ωριμότητα, προς την ολοκλήρωση του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι, θα οδηγήσει σε βάθος χρόνου στην δημοκρατία εντός του κρατοκεντρισμού και, περαιτέρω, στην οικουμένη. Οι ελληνιστικοί και οι ρωμαϊκοί χρόνοι, με κορυφαίο το Βυζάντιο, εγγράφονται στην οικουμενική φάση του ελληνικού ή ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος.
Η οικουμένη είναι μια διπλής ανάγνωσης έννοια: ορίζει αφενός τον κόσμο στο σύνολό του και αφετέρου τον ανθρωποκεντρικό κόσμο στο μετα-κρατοκεντρικό του στάδιο. Σήμερα μας είναι παντελώς άγνωστη η δεύτερη εκδοχή της.
Με την οικουμενική μετάβαση ο ελληνισμός εξελίχθηκε εσωτερικά ο ίδιος και εξάπλωσε την πρόταση του πολιτισμού της ελευθερίας στα πέρατα της γης. Εάν επισκεφθεί κανείς την Ιαπωνία θα δει στην αρχαία πρωτεύουσα Νάρα δείγματα ελληνικής παρουσίας τον 7ο αιώνα μ.Χ. Στην Κίνα επίσης υπάρχουν πάρα πολλά τεκμήρια της ελληνικής παρουσίας. Αυτά είναι παραδείγματα του πως ο πολιτισμός της ελευθερίας διείσδυσε και υπονόμευσε τον πολιτισμό της δεσποτείας. Δεν επήγαν οι Έλληνες στην Ασία ή αλλού ως τυπικοί κατακτητές, ακόμη και όταν χρησιμοποίησαν τα όπλα. Με τα όπλα έφθασαν έως τις παρυφές της Ινδίας. Ο απόηχος του πολιτισμού της ελευθερίας έφθασε πολύ πιο πέραν. Πουθενά όμως δεν συμπεριφέρθηκαν ως λεηλάτες. Το ίδιο και στην Ευρώπη, όπου χωρίς όπλα οι Έλληνες διείσδυσαν ή εξελλήνισαν πλείστους όσους λαούς. Οι δεσποτικοί λαοί προσήρχοντο στον ελληνικό ανθρωποκεντρισμό διότι διέκριναν σ'αυτόν την ανωτερότητα της ελευθερίας. Οι μνήμες των λαών της Ασίας, της Αφρικής και της Ευρώπης συμπυκνώνουν τον απόηχο μιας θαυμαστής θετικής αναφοράς.
Πρέπει να διευκρινίσουμε ωστόσο την έννοια της οικουμένης σε σχέση με αυτό που εννοούμε σήμερα με τον όρο "παγκοσμιοποίηση". Η "παγκοσμιοποίηση"είναι μια πρόταση ηγεμονίας των αγορών πάνω στις κοινωνίες με όχημα τις σχέσεις δύναμης. Ηγεμονία διεθνική, ηγεμονία εσωτερική στα κράτη. Η οικουμένη είναι μια πρόταση πολιτισμού που επιχειρεί να θέσει σε κανονιστική πειθαρχία τους συσχετισμούς δύναμης που υπερβαίνουν τα κράτη. Λ.χ. ελέγχου της διεθνούς των αγορών. Η οικουμένη διδάσκει ότι αιτία της ύπαρξης όλων είναι η κοινωνίες: της πολιτικής, των κρατών, της οικονομίας των αγορών κλπ.
Θα σταθούμε για λίγο στην ολοκληρωμένη εκδοχή της οικουμένης που είναι το Βυζάντιο. Πρώτον, είναι η ολοκληρωμένη εκδοχή της εξέλιξης του ανθρωποκεντρικού ανθρώπου στο περιβάλλον της οικουμένης. Το πολιτειακό σύστημα της βυζαντινής κοσμόπολης συγκροτείται από τις πόλεις και την μητρόπολη πολιτεία που κατέχει επίσης τον ρόλο του κεντρικού πολιτικού συστήματος. Στο Βυζάντιο, ο ελληνισμός σταδιοδρομεί χωρίς δουλοπαροικία και χωρίς δουλεία. Το οικονομικό σύστημα, που το κατέχει κατά τρόπο μονοσήμαντο ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου, ο ιδιοκτήτης γενικά, αντικαθίσταται από ένα οικονομικό σύστημα, στο οποίο υπεισέρχεται ως αποκλειστικός ή εταιρικός συντελεστής του, ο εργαζόμενος. Η εταιρική οικονομία εισάγει για πρώτη φορά τη δημοκρατία στο οικονομικό σύστημα. Τρίτον, η νέα μεγάλη πρόταση πολιτισμού που κομίζει ο χριστιανισμός, είναι δημιούργημα της περιόδου αυτής. Ο χριστιανισμός δεν είναι μια ξένη θρησκεία που εισέρχεται στον ελληνικό κόσμο. Είναι ένα ελληνικό δημιούργημα που, μολονότι αντλεί από την διδασκαλία του Χριστού, οικοδομείται εξυπαρχής από τον ελληνικό κόσμο. Ως κανονιστικό δόγμα, ως σύστημα πολιτείας, ως αξιακή παράμετρος της οικουμένης. Η αγαπητική σχέση που διδάσκει ο Χριστός, πέραν της συγγένειας και της έμπνευσης που αντλεί από τον ελληνικό ανθρωποκεντρικό τρόπο, οι Έλληνες θα την μεταβάλλουν σε συλλογικό διακύβευμα, δηλαδή σε πρόταση κοινωνίας βίου. Εξού και θα αποκληθεί εκκλησία (του δήμου των πιστών).
Οι Έλληνες θα εγγράψουν τη νέα θρησκεία στο περιβάλλον της δημοκρατικής πολιτείας και της κοινωνικής μέριμνας για τον πάσχοντα άνθρωπο. Ώστε ο χριστιανισμός δεν είναι μόνο η θρησκεία που δημιούργησε ο ελληνικός κόσμος με βάση την φιλοσοφία και το ολοκληρωμένο πολιτειακό και κοινωνικό του βίωμα αλλά είναι και μια πρόσληψη του θείου ανθρωποκεντρική. Ο Έλληνας θεός είναι ανθρωπομορφικός, ανθρώπινος, φιλάνθρωπος, που ο Έλληνας πολίτης τον αντιμετωπίζει όρθιος, ενώπιος ενωπίω, του ασκεί κριτική η οποία πολλές φορές διαπερνά και αυτά τα όρια της ύβρεως. Ο Έλληνας που ασπάζεται το χριστιανισμό φέρνει μαζί του όλες τις παραστάσεις, τα βιώματα και τις νοοτροπίες που απέδιδε στην ολύμπια θρησκεία. Για να αντιληφθούμε τι σημαίνει η ελληνική εκδοχή του χριστιανισμού -η έννοια της ιστορικής ορθοδοξίας- αρκεί να την συγκρίνουμε με τις άλλες εκκλησίες. Η καθολική εκκλησία συγκροτείται σε σύστημα κοσμικής δεσποτείας που εξουσιάζει εξουθενωτικά τον άνθρωπο, μεταβάλλει τον θεό σε τιμωρό και όχι σε φίλο, όπως ακριβώς και στον ιουδαϊσμό. Αυτή η διαφορά είναι που φέρνει την ιστορική ορθοδοξία πολύ μπροστά από τις άλλες εκδοχές του χριστιανισμού, οι οποίες οπισθοδρόμησαν λόγω της δεσποτικής παρέκκλισης των κοινωνιών τους από τον ελληνικό τρόπο του βίου. Ώστε, ο ελληνικός τρόπος του θρησκεύεσθαι ορίζεται από το κοινωνείν εν εκκλησία (η έννοια του δήμου των πιστών) και όχι από ένα σύστημα ιερατείου, που λειτουργεί ως δεσπότης επί της κοινωνίας.
Οπωσδήποτε, και ο χριστιανισμός όπως και η πολιτική ιδέα της Ρώμης ενσωματώθηκαν και αποτέλεσαν οργανικά στοιχεία της ελληνικής ταυτότητας. Οι Έλληνες οικειοποιήθηκαν τη νέα θρησκεία και τη ρωμαϊκή κοσμόπολη, τις ενσωμάτωσαν στην ταυτότητά τους δεν αφελληνίστηκαν, όπως λέγεται. Γι αυτό και η Ρώμη θεωρήθηκε καταπίστευμα που δόθηκε από τον Κωνσταντίνο στους Έλληνες με τη μεταφορά της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο.
Αυτή λοιπόν είναι η εικόνα ενός πολιτισμού ο οποίος θα μετακενωθεί στη συνέχεια στην Ευρώπη με αφετηρία την Ιταλία όπου μετεμφυτεύονται οι πόλεις, αλλά και πέραν των Άλπεων, έτσι ώστε να δημιουργηθεί η Αναγέννηση. Δεν θα είχε υπάρξει η Αναγέννηση -η μετάβαση της Ευρώπης στον ανθρωποκεντρισμό- και προφανώς ο νεότερος κόσμος εάν ο ελληνικός κόσμος της εποχής του Βυζαντίου δεν μετακένωνε στην Εσπερία και προς Βορράν στους σλάβους το ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο και τον ομόλογο πολιτισμό. Με αφετηρία την μετακένωση αυτή, συντελέσθηκε η ανθρωποκεντρική μετάβαση της Ευρώπης, ενοποιήθηκε πολιτισμικά η ευρωπαϊκή ήπειρος -με την δυτική αναγέννηση και τον εκχριστιανισμό των σλάβων- και προχώρησε στο τέλος η ανθρωποκεντρική μετάβαση του πλανητικού κόσμου.
Ώστε, εάν θέλουμε να διερωτηθούμε γιατί η επικαιρότητα του ελληνικού πολιτισμού πρέπει να συνεκτιμήσουμε τρία τινά: Πρώτον, το μοναδικό πολιτισμικό του κεκτημένο, το οποίο αποτελεί ανεξάντλητη πηγή για τον νεότερο άνθρωπο. Δεύτερον, το γεγονός ότι ο ελληνικός κόσμος βρίσκεται στην αφετηρία της ανθρωποκεντρικής μετάβασης του νεότερου κόσμου. Και τρίτον, το γνωσιολογικό ολοκλήρωμα του ελληνικού ανθρωποκεντρισμού, του οποίου τα ίχνη συναντώνται με το εξελικτικό γίγνεσθαι του νεότερου πλανητικού κόσμου. Έτσι, κάθε φορά που διαπιστώνουμε ότι εξελισσόμαστε προς μια επόμενη φάση συναντώμαστε με την ομόλογη φάση του ελληνικού κόσμου, με την οποία αναγκαστικά καλούμαστε να αναπτύξουμε διάλογο. Κατά τούτο, το ελληνικό πολιτισμικό παράδειγμα αποκαλύπτει τα στάδια του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος προς την ολοκλήρωση. Πώς δηλαδή προόρισται να εξελιχθεί και ο σύγχρονος κοινωνικός άνθρωπος σε περιβάλλον ελευθερίας και εντέλει ποιο θα είναι το μέλλον της ανθρωπότητας.
  1. Στο σημείο αυτό του συλλογισμού μας είναι επίκαιρο να διερωτηθούμε για τα καθημάς. Σπεύδω να πω ευθύς εξ αρχής ότι για να κατανοήσουμε το νεοελληνικό πρόβλημα προϋποτίθεται η ανάκτηση της ιστορίας μας, η ανασύνδεσή μας με αυτήν. Όχι για να επιστρέψουμε στο παρελθόν, αλλά για να αντλήσουμε από αυτήν τα αναγκαία συμπεράσματα ως προς το τι έφταιξε και τι συνεχίζει να τροφοδοτεί τη νεοελληνική κακοδαιμονία. Από τον αναστοχασμό αυτόν θα αποκτήσουμε συνείδηση για τις αξίες, το σύστημα, τις παραδοχές και τις αντιλήψεις, που προσιδιάζουν στη δική μας εξέλιξη.
Με τον αναστοχασμό αυτόν θα πληροφορηθούμε ότι ο σημερινός Έλληνας εισήλθε στο νεότερο κόσμο, στην εποχή της μεγάλης κοσμοσυστημικής κλίμακας, στο κράτος έθνος, όχι από τη φεουδαρχία, αλλά από την οικουμενική σημειολογία ενός έθνους κοσμοσύστηματος. Το γεγονός αυτό εξηγεί γιατί ο νεοέλληνας δεν τα έχει βρει, δεν έχει συμφιλιωθεί με την πρωτο-ανθρωποκεντρική και, επέκεινα, καθόλα ολιγαρχική νεοτερικότητα.
Σε αυτή τη βάση, που συμπυκνώνει η ριζική ανατροπή των ανθρωποκεντρικών δεδομένων του ελληνισμού, καλούμαστε να απαντήσουμε στο ερώτημα γιατί με την είσοδο στο κράτος έθνος διανύουμε το συνεχές μιας κρίσης που οδηγεί στη δραματική συρρίκνωση του ελληνισμού, χωρίς να διαφαίνεται ο δρόμος της ανάσχεσής της. Ο ελληνικός κοσμοσυστημικός τρόπος μας αιτιολογεί ακριβώς τον χαρακτήρα του αδιεξόδου και την κατεύθυνση μιας υπέρβασής του.
Οπωσδήποτε, η διερώτηση αυτή, μας πληροφορεί ότι η μετάβαση του ελληνισμού από το έθνος κοσμοσύστημα στο έθνος κράτος ανεκόπη βίαια και, μάλιστα, έγινε με τίμημα την ολοκληρωτική ανθρωποκεντρική του οπισθοδρόμηση, από την οικουμενική στην πρώιμη εποχή, προκειμένου να εναρμονισθεί με την ευρωπαϊκή ορθοταξία. Η ολοκληρωτική αυτή αποδόμηση και οπισθοδρόμηση του ελληνισμού αποκρυσταλλώνεται στο οξύμωρο σχήμα μεταξύ της εξέχουσας θέσης που κατείχε ο ελληνικός κόσμος έως τις παρυφές του 20ου αιώνα ή ακόμη και της επιρροής που ασκεί ο ελληνικός πολιτισμός στην εποχή μας και της χαμηλής "πτήσης"που πραγματοποιεί η Ελλάδας του σήμερα.
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι κρίσιμη, διότι η επιλογή της μιας ή της άλλης αιτιολογίας θα μας επιτρέψει να διακρίνουμε εάν φταίει η κοινωνία και οι κληρονομιές της ή το κράτος, το θεσμικό ένδυμα που της επέβαλε η νεοτερικότητα και έχει έκτοτε εναγκαλισθεί με πάθος η εσωτερική άρχουσα τάξη. Η ορθή εκδοχή του πράγματος βρίσκεται προφανώς στον τρόπο της απελευθέρωσης: ο ελληνισμός υπεβλήθη τελικά σε ένα καθεστώς εσωτερικής χειραγώγησης και εξωτερικής επιτροπείας που δέσμευσε τη δημιουργική του πορεία, τον ανάγκασε σε μια ολική αποδόμηση της θεσμημένης συλλογικότητάς του και στο βάθος στον αποκλεισμό των ζωτικών του δυνάμεων (της αστικής τάξης, της πνευματικής του ηγεσίας κλπ) από τον κορμό του έθνους κράτους. Διότι ουσιαστικά το κράτος αυτό είναι εξ ολοκλήρου υπόλογο για την καταστροφή του μείζονος ελληνισμού.
Για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, όφειλε να συνδυασθεί, αφενός με την ύφανση μιας σχέσης μεταξύ κοινωνίας και πολιτικής που θα αποξένωνε την πολιτική τάξη από την κοινωνική συλλογικότητα και τα προτάγματά της, ώστε να οδηγήσει τις εξελίξεις κατά το ίδιον αυτής συμφέρον. Αφετέρου, με την οικοδόμηση μιας ιδεολογίας της εξάρτησης, που θα έπειθε την ελληνική κοινωνία για τον παραρτηματικό της χαρακτήρα έναντι της μόλις εξερχόμενης από την απολυταρχική δεσποτεία της Ευρώπης. Και τέλος, με την αποκοπή της ελληνικής κοινωνίας του κράτους έθνους από το ιστορικό της παρελθόν, την παραδοχή της ιστορικής της συνέχειας, έτσι ώστε να απαληφθεί το συγκριτικό προηγούμενο του μείζονος ελληνισμού, που θα δυσκόλευε την αναζήτηση της ευθύνης για τα κακώς κείμενα στην κοινωνία.
Από τη στιγμή αυτή, για τη νέα ελληνική άρχουσα τάξη ζητούμενο έγινε ο "εξευρωπαϊσμός"όχι η συναρτημένη με την ανθρωποκεντρική υπόσταση των Ελλήνων πρόοδος. Το επιχείρημα ήταν απλό: αφού το πολιτειακό σύστημα της νεοτερικότητας ήταν προοδευτικό, για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, καθώς τις έβγαζε από τη φεουδαρχία και τις οδηγούσε στον ανθρωποκεντρισμό, ήταν αυτονοήτως προοδευτικό και για την ελληνική κοινωνία.
Τούτο όμως προϋπέθετε ότι έπρεπε να συνομολογήσουμε ότι η ελληνική κοινωνία ήταν επίσης δέσμια μιας δεσποτικής ιστορικής καταβολής. Επειδή, προφανώς, αυτό δεν πρόεκυπτε, παρόλον ότι χύθηκε πολύ μελάνι για να καταδειχθεί ότι το Βυζάντιο προσιδίαζε σε μια ασιατική δεσποτεία, διατυπώθηκε τελικά η θεωρία ότι ήταν ακόμη χειρότερο το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία δεν διήλθε από τη φεουδαρχία, ώστε στη συνέχεια να διανύσει τα αντίστοιχα στάδια της ευρωπαϊκής μετάβασης: την αναγέννηση, τη μεταρρύθμιση κλπ. Με τον τρόπο αυτόν, η ελληνική ανθρωποκεντρική οικουμένη ταξινομήθηκε ως κατώτερη από τη φεουδαρχία ή την κρατική δεσποτεία/απολυταρχία.
Έχει σημασία να επισημανθεί ότι η οριστική αυτή ρήξη με το ελληνικό οικουμενικό παρελθόν δεν θα συντελεσθεί υπό την οθωμανοκρατία. Τότε ακόμη ο ελληνισμός σχεδίαζε την εθνική του αποκατάσταση υπό το πρίσμα της διατήρησης αδιατάρακτης της ανθρωποκεντρικής οικουμένης. Συνέβη υπό το κράτος έθνος, το οποίο για να νομιμοποιηθεί έπρεπε η ελληνική κοινωνία να συνομολογήσει την κατωτερότητα της. Διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατόν να επιβιώσει το καθεστώς της εξάρτησης, ούτε και να πραγματοποιηθεί η αποδόμηση του μείζονος ελληνισμού, ο οποίος μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα στην μεν Εσπερία προκαλούσε δέος, στην δε σλαβική ανατολή εκλαμβανόταν ως πρότυπο. Με διαφορετική διατύπωση, για να συμβεί αυτό, ο ελληνισμός όφειλε να μηδενίσει τον ανθρωποκεντρικό του χρόνο και να εναρμονίσει τον ανθρωποκεντρικό του βηματισμό με εκείνον της εξερχόμενης από τη δεσποτεία δυτικο-ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό αξίζει να προσέξουμε ότι ολόκληρο το δημοκρατικό οικοδόμημα του ελληνισμού που το βίωνε ευρέως και αδιατάρακτα από την κλασική εποχή, κατελύθη χωρίς να χυθεί ούτε μια σταγόνα αίματος. Η ατομική ελευθερία θεωρήθηκε ανώτερη από την καθολική (ατομική, κοινωνική και πολιτική) ελευθερία, η ολιγαρχία της δημοκρατίας, το οικονομικό σύστημα που έθετε τους συντελεστές της εργασίας στο περιθώριο, ανώτερο από την εταιρική οικονομία, η τιμοκρατική ψήφος από την καθολική ψήφο, ο ατελής πολίτης του πλήρους πολίτη κλπ. Η απολυταρχία που εγκαθιδρύθηκε στο μικροελλαδικό κράτος θεωρήθηκε ανώτερη τελικά από την οικουμενική κοσμόπολη που σχεδίαζαν οι θεωρητικοί της ελληνικής παλιγγενεσίας.
Από την οικουμενική τους περίοδο οι Έλληνες οδηγήθηκαν βιαίως και ταπεινωμένοι στην προσολώνεια εποχή σε συνθήκες περιδεούς εξάρτησης και ανέχειας. Η κατάργηση της θεσμημένης συλλογικότητας του ελληνισμού θα επιτρέψει στην πολιτική τάξη να αυτονομηθεί, να πολιτευθεί ενάντια στο κοινό και εθνικό συμφέρον, να οικοδομήσει μια αντίληψη περί πολιτικής εχθρική προς την κοινωνία των πολιτών.
Η γένεση του νεοελληνικού κράτους συγκροτεί μια τομή, θα έλεγα μια ρήξη με το ελληνικό κοσμοσυστημικό παρελθόν, το οποίο επέτρεψε στον ελληνισμό να μεγαλουργεί. Το νεοελληνικό κράτος, πρόσεδρο στην ευρωπαϊκή δεσποτεία, υιοθέτησε την ιδέα της πολιτικής κυριαρχίας κατέναντι της κοινωνίας, στην οποία επιφύλαξε εφεξής το καθεστώς του ιδιώτη, και στον πολίτη την ιδιότητα του υπηκόου πελάτη του πολιτικού. Το κράτος, εφεξής αναντίστοιχο με τους σχεδιασμούς και τις προσδοκίες της εθνικής συλλογικότητας των Ελλήνων, ήταν εντούτοις σε πλήρη αρμονία με το διατακτικό του ηγεμόνα, που θεωρούσε τον μεν ελληνισμό απειλή και για την επέκτασή του, το δε πολιτειακό του πρόταγμα, απεχθές για την απολυταρχική αρχικά και για την ολιγαρχική στη συνέχεια ευρωπαϊκή τάξη. Το κράτος αυτό και οι άρχουσες ομάδες που υφάνθηκαν στους κόλπους του, αποτέλεσαν το εργαλείο για την ανθρωποκεντρική και κοσμοσυστημική αποδόμηση του ελληνισμού και, εντέλει, για τη δραματική του συρρίκνωση. Το καθόλα αναντίστοιχο προς την ανθρωποκεντρική ιδιοσυστασία του ελληνισμού αυτό κράτος και οι άρχουσες δυνάμεις που το λειτουργούν και το νέμονται είναι αποκλειστικά υπαίτιες για τις αλλεπάλληλες καταστροφές που εξακολουθεί να υφίσταται η ελληνική κοινωνία έως τις ημέρες μας.
Καταλήγουμε λοιπόν ότι για να ξανασταθεί ο ελληνισμός στα πόδια του πρέπει να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του, να ανακτήσει την αυτοεκτίμησή του. Το ζήτημα είναι βαθιά πολιτισμικό και ιδεολογικό, δηλαδή πολιτισμικό, με την έννοια ότι για να τα βρει με τη νεοτερικότητα, πρέπει να επανεύρει τον ιστορικό εαυτό του, να ανασυστήσει την κοινωνική του συλλογικότητα, ώστε να αναγκάσει την πολιτική να εναρμονισθεί με τον δημόσιο, δηλαδή με τον εθνικό σκοπό της. Το εγχείρημα αυτό διέρχεται ακριβώς από την ανάκτηση της ανθρωποκεντρικής ελληνικής ιστορίας η οποία διδάσκει ότι τούτο θα γίνει εφικτό μόνον με την μετάβαση κατ'ελάχιστον στην αντιπροσωπευτική πολιτεία**.
_______________________
**(Αντιπροσωπευτικότητα για τον Κοντογιώργη δε σημαίνει αυτό που εννοούμε "αντιπροσωπευτική δημοκρατία", αλλά ένα μεταβατικό πιο δημοκρατικό στάδιο οργάνωσης της πολιτείας με έλεγχο από τους πολίτες του εκλεγμένου ηγέτη)
*Παραινετική ομιλία προς τους νέους, μαθητές των εκπαιδευτηρίων Γείτονα (27/11/2-13), απο τον Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και πρώην πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου κ. Γιώργο Κοντογιώργη.
πηγή: contogeorgis.blogspot.

ΜΕ ΡΗΤΟ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ Η ΝASA ΔΙΑΦΗΜΙΖΕΙ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΓΗΣ ( H ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ΑΠΟ ΨΗΛΑ,ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΩΚΡΑΤΗ!)

$
0
0



Με ένα ρητό του μέγιστου Έλληνος φιλοσόφου ξεκινάει το εκπληκτικό timelapse βίντεο του Διεθνούς διαστημικού Σταθμού (ISS) ο οποίος περιστρέφεται σε τροχιά γύρω από την Γη. Το βίντεο δείχνει την ομορφιά του πλανήτη μας από εκεί που βρίσκεται ο Διεθνής Διαστημικός Σταθμός της NASA. Δηλαδή στην τροχιά της Γης. Αυτό όμως που μας τιμά και εμάς ως Έλληνες και αποδεικνύει την τεράστια επιρροή που έχουν ακόμα οι Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι είναι ένα ρητό του Σωκράτους, για το πως φαίνεται ο πλανήτης μας αν κάποιος βρεθεί ψηλά στο διάστημα και παρατηρήσει την Γη !


 Στην αρχή του βίντεο τα λόγια του Σωκράτους: «Ο άνθρωπος πρέπει να πετάξει πάνω από τη γη – στην κορυφή της ατμόσφαιρας και πιο πάνω – μόνο τότε θα κατανοήσει πλήρως τον κόσμο στον οποίο ζει».

















(Η ψυχή του Σωκράτη, μετά από ενδοσκόπηση, εξήλθε από το σώμα του και αντίκρισε την γη από ψηλά!)

Ακολουθεί το απόσπασμα, όπου περιγράφει ο Σωκράτης την Γη από ψηλά, στο έργο του Πλάτωνος ¨ΦΑΙΔΩΝ¨ ή περί ψυχής:

"Ακόμη ότι είναι πελώρια και ότι εμείς κατοικούμε, από τον Φάση ποταμό μέχρι τις Ηράκλειες στήλες (Κολχίδα μέχρι Γιβραλτάρ), δηλαδή σε ένα μικρό κομμάτι της, σαν τους βατράχους που μένουν γύρω από την λίμνη. Ακόμα υπάρχουν και άλλοι τόποι που κατοικούν πολλοί άλλοι άνθρωποι. Γιατί υπάρχουν επί της γης πολλές κοιλότητες με διάφορες μορφές και μεγέθη, που έχει μαζευτεί νερό αέρας και ομίχλη.

 Η ίδια η γη είναι καθαρή στην μέση καθαρού κόσμου όπου είναι και τα άστρα που κάποιοι το ονομάζουν Αιθέρα (σημείωση: Ο ουράνιος θόλος ήταν ο αέρας από την γη μέχρι τα σύννεφα, και πάνω από τα σύννεφα ήταν ο αιθέρας με τα αστέρια, το οποίο εμείς σήμερα ονομάζουμε Διάστημα). Λόγω της ανικανότητας μας και της αδυναμίας μας δεν είμαστε σε θέση να διασχίσουμε τον αέρα μέχρι τέρμα επάνω, γιατί αν κανείς έφτανε στην κορυφή θα έβλεπε καθαρά σηκώνοντας το κεφάλι του, όπως ακριβώς τα ψάρια της θάλασσας βγάζοντας το κεφάλι τους βλέπουν τα εδώ.

 Έτσι θα μπορούσε κανείς να δει καθαρά τον έξω κόσμο (Αιθέρα δηλαδή Διάστημα), και αν η φύση μας ήταν ικανή να αντέξει το θέαμα, θα καταλάβαινε ότι εκείνος είναι ο πραγματικός ουρανός και το φως το αληθινό και την πραγματική γη.

Λέγεται λοιπόν, συνεχίζει ο Σωκράτης, ότι η γη είναι, αν την έβλεπε κανείς από ψηλά,σαν τις σφαίρες επίσκυρου (δηλ. μπάλες ποδοσφαίρου) εκείνες που είναι καμωμένες από δώδεκα κομμάτια διαφορετικά δέρματα. Δηλαδή είναι πολύχρωμη σφαίρα και τα μέρη της ξεχωρίζουν από τα χρώματα που έχει το καθένα, και τα χρώματα που χρησιμοποιούν οι ζωγράφοι μας εδώ δεν είναι παρά απομιμήσεις εκείνων των χρωμάτων.

Από κει λοιπόν βλέπουμε ότι η γη είναι χρωματισμένη απ’ αυτά τα χρώματα, που είναι πιο λαμπερά και καθαρά από τα εδώ. Οι κοιλότητες παίρνουν μια απόχρωση λαμπρή μέσα στην ποικιλία των άλλων χρωμάτων ώστε να δίνει εντύπωση ενιαίας εικόνας πολύχρωμης. Αυτή λοιπόν η γη είναι στολισμένη με διάφορα πετράδια και ωραία χρώματα, και ακόμα με χρυσάφι ασήμι και άλλα παρόμοια ώστε να είναι απόλαυση καλότυχων θεατών η θέα τους."


πηγή: visaltis.net

ΣΤΡΑΤΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ - ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΤΥΠΩΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ

$
0
0


"Χωρίς υπερβολή ολόκληρη η θαυμάσια ελληνική μυθολογία βρίσκεται αποτυπωμένη στον ουρανό, ένα δώρο των προγόνων μας στην ανθρωπότητα", αναφέρει μεταξύ άλλων ο καθηγητής ιστορίας και φιλοσοφίας της Αστρονομίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, κ. Στράτος Θεοδοσίου, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο metrogreece.

Tί είναι η ελληνική αστρονομική μυθολογία;

Αστρονομία, από τις ελληνικές λέξεις: άστρο + νόμος, είναι η επιστήμη, που ως κύριο αντικείμενό της έχει τον προσδιορισμό των θέσεων, των διαστάσεων και των κινήσεων των ουρανίων σωμάτων. Δηλαδή τους νόμους που διέπουν την κίνηση των άστρων. Σκοπός της είναι επίσης και η συλλογή πληροφοριών για πρακτικούς σκοπούς της ζωής μας, όπως για τον προσανατολισμό μας τη μέρα και τη νύχτα, για τη ναυσιπλοΐα, για τη γεωργία και για τον υπολογισμό του χρόνου και των εποχών. Αυτό επιτεύχθηκε από τον Ίππαρχο, τον 2ο π.Χ. αιώνα, ο οποίος, με αφορμή την ανάλαμψη ενός υπερκαινοφανούς, το 134 π.Χ., μας έδωσε τον πρώτο κατάλογο των άστρων και των αστερισμών αποτυπώνοντας την αθάνατη ελληνική μυθολογία στον ουρανό. Έκτοτε ήταν ένα απλό παιχνίδισμα μνήμης ο προσανατολισμός στην ξηρά για τους οδοιπόρους και τους πολεμιστές και ιδιαίτερα στη θάλασσα για τους αρχαίους θαλασσοπόρους.

Πώς συνδέεται με τη φιλοσοφία;

Μη μπορώντας η ανθρώπινη νόηση να δώσει λογικά ικανοποιητικές εξηγήσεις, όσον αφορά την ύπαρξη και τα φαινόμενα του μαγικού κόσμου των άστρων, τα συνέδεσε, μέσα από πολύπλοκους και θαυμαστούς μύθους, με φιλικά και αγαπημένα πρόσωπα ή ισχυρούς θεούς και ήρωες, που η παράδοση τους ήθελε αθάνατους και κραταιούς να ελέγχουν και να κατευθύνουν τις τύχες των ανθρώπων από ψηλά. Έτσι, γεννήθηκε η υπέροχη ελληνική αστρονομική μυθολογία, αυτό το θαυμαστό παραμύθι των άστρων, Πράγματι, αυτά τα ευδιάκριτα συμπλέγματα των άστρων ονομάστηκαν αστερισμοί και η πλούσια φαντασία των αρχαίων Ελλήνων τα συνέδεσε με την ύπαρξη θεών και ηρώων. Στον Τίμαιο του Πλάτωνος, ένα έργο που θεωρείται η καταστατική πρόταση της επιστήμης, η διερεύνηση της φύσης του Σύμπαντος χαρακτηρίζεται πηγή προέλευσης της Φιλοσοφίας.

Πέρα από την αστρονομική τους ερμηνεία, τι σημαίνουν οι μύθοι και τα σύμβολα που «χαράζονται» στον ουρανό;


Στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων έχουμε μια συστηματική προσπάθεια να βρεθεί η μαθηματική αντιστοιχία ανάμεσα στον μακρόκοσμο (Σύμπαν) και τον μικρόκοσμο (άνθρωπος). Εκεί ο άνθρωπος προσπαθούσε να δαμάσει τον θάνατο μέσω του ελέγχου της ροής του χρόνου, που προσδιορίζει τις λειτουργίες της βιολογικής φθοράς όλων των ζωντανών οργανισμών πάνω στη Γη. Τα άστρα, οι αστερισμοί, οι αστρικές εποχές και οι εφαρμογές της Αστρονομίας αποτυπώθηκαν σε ναούς, σε ανάκτορα, στη ζωγραφική, στη γλυπτική και εν γένει στην τέχνη. Οι πυραμίδες ήταν τεράστια μεσημβρινά αστρονομικά όργανα και οι οβελίσκοι τεράστιοι γνώμονες. 

Πώς επηρεάζουν την πορεία της χώρας μας στη φιλοσοφία της Ευρώπης;


Χωρίς υπερβολή σχεδόν ολόκληρη η θαυμάσια ελληνική μυθολογία βρίσκεται αποτυπωμένη στον ουρανό, ένα δώρο των προγόνων μας στην ανθρωπότητα. Μια μυθολογία ριζωμένη στη συνείδηση τουλάχιστον των Ευρωπαίων, αφού διάφορες προσπάθειες αντικατάστασής της δεν ευδοκίμησαν.
Εξάλλου, οι μύθοι και οι θρύλοι του κόσμου των άστρων θα μένουν για πάντα οι πιο τρυφεροί μάρτυρες της ελληνικής ρίζας του ευρωπαϊκού πολιτισμού. 
Σε εμάς λοιπόν έγκειται να συνεχίσουμε αυτή την προσπάθεια και να αναδείξουμε στην Ευρώπη και διεθνώς το μεγαλείο του έναστρου ουρανού και τη φιλοσοφία που ευδοκιμεί από τα πανάρχαια χρόνια στη χώρα μας. Τίποτα δεν έρχεται από μόνο του και τίποτα πλέον δεν χαρίζεται, εάν δεν το διεκδικήσεις και εάν δεν δείξεις ότι είσαι ικανός να το προαγάγεις.

«Μια μυθολογία ριζωμένη στη συνείδηση τουλάχιστον των Ευρωπαίων, αφού διάφορες προσπάθειες αντικατάστασής της δεν ευδοκίμησαν». Ποιες ήταν οι προσπάθειες αντικατάστασης και γιατί δεν ευδοκίμησαν;


Ευρωπαίοι χριστιανοί συγγραφείς του 16ου αιώνα θεώρησαν ότι οι δώδεκα ζωδιακοί αστερισμοί σχετίζονται με τις 12 φυλές του Ισραήλ. Στην Αγγλία, ήδη από τον 8ο αιώνα, ο Βέδας ο Αιδέσιμος (Venerable Bede, 673-735 μ.Χ.) είχε τοποθετήσει στον ζωδιακό κύκλο τους δώδεκα Αποστόλους, ενώ στη θέση του Ιούδα του Ισκαριώτη έβαλε τον Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή. Αργότερα τον 17ο αιώνα ο Sir William Drummond αντιστοίχισε τους δώδεκα ζωδιακούς αστερισμούς σε ισάριθμους Πατριάρχες από την Παλαιά Διαθήκη. Ο Γερμανός Ιούλιος Σίλλερ (Julius Schillerius, 1627) δημιούργησε έναν αστρικό κατάλογο με τίτλο «Χριστιανικός αστερόεις ουρανός», όπου εισήγαγε την καινοτομία όλοι οι αστερισμοί να ονομάζονται με χριστιανικά ονόματα από την Αγία Γραφή. Όλα αυτά βέβαια ήταν αστεία πράγματα, αφού τα άστρα και οι μύθοι των αστερισμών απευθύνονται σε όλη την υφήλιο και όχι μόνο στους χριστιανούς. Για τον λόγο αυτό, τούτες οι ονομασίες δεν έγιναν ποτέ γενικά αποδεκτές και σήμερα εκλείπουν εντελώς.


πηγή: metrogreece

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ - ΟΙ ΒΑΘΜΙΔΕΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΠΕΔΩΝ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥΣ

$
0
0


Η διάρθρωση των θεοτήτων του ελληνικού πανθέου είναι συμβατή με τον τρόπο που έχει δομηθεί και δημιουργηθεί ο κόσμος, το σύμπαν αλλά και ο άνθρωπος. Η ελληνική θεολογία περιγράφει την αέναη δημιουργία σύμφωνα με τις αρχές της σύγχρονης επιστήμης της αστρονομίας.  Η φυσική  επιστήμη ταυτίζεται με την μεταφυσική. Είναι πρωτοφανής ο εννοιολογικός συσχετισμός μυθολογίας, φιλοσοφίας, θεολογίας και επιστήμης.


Το Ένα, ο Νους (Ένα-ΌΝ) και η Ψυχή αποτελούν την κορυφαία τριάδα του Σύμπαντα Κόσμου, ενώ ο υλικός κόσμος αποτελεί την κατώτατη υπόσταση. Η πρόοδος του Ενός και η δημιουργία των κατώτερων όντων προχωρά σταδιακά, κατά ξεχωριστές βαθμίδες – υποστάσεις. Κάθε βαθμίδα αποτελεί έναν ξεχωριστό διάκοσμο, ήτοι ανώτερους Κόσμους, ή Κόσμο, ήτοι ορατό Σύμπαν, ενωμένο στην κορυφή του με τον αμέσως προηγούμενο του κόσμο και στο τέλος του με τον αμέσως επόμενο του. Κάθε βαθμίδα, επίσης, αποτελεί εικόνα της αμέσως προηγούμενης της, με μια μεγαλύτερη όμως ποικιλομορφία και πλήθυνση, ως πιο απομακρυσμένη από το Ένα, ενώ δέχεται από την ανώτερη της την λάμψη και τον φωτισμό και μέσω εκείνης από την ύψιστη αρχή των πάντων, το Ένα, που δίνει παντού το φως της αγαθότητας του. Έτσι όλο το Σύμπαν χαρακτηρίζεται από μια αδιάσπαστη ενότητα και συνέχεια, αφού κάθε βαθμίδα εμπεριέχει τις εικόνες – λάμψεις των προηγούμενων βαθμίδων, μετέχει σε αυτές και εμπεριέχεται αιτιωδώς μέσα σε αυτές. Κάθε βαθμίδα, εξάλλου, προσδιορίζεται ως ουσία από την βαθμίδα του εαυτού της, ενώ εμπεριέχει αιτιωδώς τις κατώτερές της. Κάθε ον δηλαδή ενυπάρχει κατ’ αιτία στις προηγούμενες του βαθμίδες, και κατά μέθεξη στις κατώτερές του βαθμίδες.

Η παρουσία κάθε θεϊκής μέσα στις ανώτερες και στις κατώτερες της, με διαφορετική κάθε φορά μορφή, οδηγεί στην στωική έννοια της κοσμικής συμπάθειας (ομοιοπάθειας), με την οποία δηλώνεται ότι κάθε τι που συμβαίνει σε μια βαθμίδα προκαλεί αντίδραση “ανταπόκρισης” και στις άλλες. Οι βαθμίδες – υποστάσεις βρίσκονται σε απολύτως αδιασάλευτη ιεραρχική τάξη. Οι ανώτερες βαθμίδες χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ενότητα, καθολικότητα και δύναμη σε σχέση με τις χαμηλότερες, ενώ οι χαμηλότερες χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ποικιλομορφία, επιμερισμό και πλήθυνση, καθώς και ύφεση της δυνάμεως σε σχέση με τις ανώτερες βαθμίδες – υποστάσεις. Κάθε βαθμίδα προοδεύει προς τις κατώτερες υποστάσεις, αλλά ταυτόχρονα επιστρέφει προς την προηγούμενη της μέσα στην οποία εμπεριέχεται και βρίσκεται εδραιωμένη, σταθεροποιημένη και τελειοποιημένη, παίρνοντας από εκείνη την σταθερότητα, την τελειότητα και την ενότητα για να διατηρηθεί. Έτσι ολόκληρο το σύμπαν χαρακτηρίζεται τόσο από την καθοδική όσο και από την ανοδική πρόοδο. Συνολικά κατά τους νεοπλατωνιστές αλλά κυρίως κατά τον Πρόκλο οι βαθμίδες είναι 10, χωρισμένα σε 3 ομάδες. Ο χωρισμός αυτός συμφωνεί απόλυτα και με τον “Παρμενίδη” του Πλάτωνος, βλέπε (137.c – 142.a) και (142.a – 155.e).

Α. Οι υπερούσιοι Θεοί.

  1. Το υπέρτατο Ένα.
  2. Οι θεϊκές ενάδες, υπερούσιες οντότητες όμοιων σε μεγάλο βαθμό με το Ένα, ο όρος εξάλλου Ενάς, δείχνει την μεγάλη σχέση τους με το ύψιστο Ένα. Οντότητες που έχουν τεθεί επικεφαλής κάθε βαθμίδας προόδου των όντων, που επιδέχονται τη συμμετοχή των όντων και αποτελούν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του υπερβατικού Ενός και των όντων.
Β. Οι υπερβατικοί Θεοί. Περιοχή του Νου.

1) Οι νοητοί θεοί. Περιοχή του Ενός Όντος και της Αληθινής Ουσίας. Αυτοί με την σειρά τους διακρίνονται τριαδικά ως εξής : …

  • Πέρας – άπειρο – Νοητό Ον.
  • Πέρας – άπειρο – Νοητή ζωή.
  • Πέρας – άπειρο – Νοητός Νους.
Η πρώτη τριάδα χαρακτηρίζει ολόκληρη την περιοχή. Στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη τριάδα αντιστοιχεί το Ένα Όν (141.e.7 – 142.a, 142.b.5 – c.7), το όλον (137.c.4-5, 147.c.7 – d.9) και το παν ή παντελές πλήθος (142.d.9 – 143.a.3) των υποθέσεων του Παρμενίδη.

Στην δεύτερη βαθμίδα των νοητών θεών τοποθετείται ο Αιών(ας), που είναι η νοητή ζωή. Στην τρίτη βαθμίδα των νοητών θεών τοποθετείται το “αὐτοζῷον”, ήτοι το καθ’ αυτό ζωντανό όν ή παντελές ζώο ήτοι τέλειο ζωντανό ΟΝ, το οποίο αποτελεί το νοητό παράδειγμα που είχε ο δημιουργός όπως μας λέγει ο Πλάτων εις τον Τίμαιο όταν δημιούργησε το ορατό σύμπαν. Το“αὐτοζῷον” περιλαμβάνει τα 4 νοητά είδη των εγκόσμιων ζωντανών όντων. Τα 4 αυτά είδη αποτελούν το νοητά είδη των 4 στοιχείων ήτοι πυρ, αήρ, ύδωρ και γη. Επίσης στις 3 βαθμίδες των νοητών αντιστοιχεί η αγαθότητα, η σοφία και το κάλλος του Πλατωνικού “Φίληβου”.

2) Οι νοητοί – νοητικοί Θεοί. Περιοχή της ζωής. 


Αυτοί διακρίνονται τριαδικά ως εξής :
  • Ον/ουσία – ζωή – νους, με την ουσία να χαρακτηρίζει ολόκληρη την τριάδα. Πρόκειται ουσιαστικά για τους συναγωγούς θεούς, τον νοητό υπερουράνιο τόπο του Πλατωνικού “Φαίδρου”.
  • Ον/ουσία – ζωή – νους, με την ζωή να χαρακτηρίζει ολόκληρη την τριάδα. Πρόκειται ουσιαστικά για τους συνεκτικούς θεούς, την νοητή ουράνια περιφορά του πλατωνικού “Φαίδρου”.
  • Ον/ουσία – ζωή – νους, με τον νου να χαρακτηρίζει ολόκληρη την τριάδα. Πρόκειται για τους τελεσιουργούς θεούς και την “ὑπουράνιον ἁψῖδα” του Πλατωνικού “Φαίδρου”.
  • Η δεύτερη τριάδα και ζωή χαρακτηρίζει ολόκληρη την περιοχή. Στις τρεις αυτές τριάδες αντιστοιχούνε ο τέλειος αριθμός (137 c 4 – 5, 142 a 4 – 144 e7) το όλον και τα μόρια (137 c 5 – d 4, 144 e 8 – 145 a 4) και το σχήμα (137 d 5 – 138 a1, 145 a 4 – 145 b 5) κατά τον Παρμενίδη. Στην περιοχή των νοητών – νοητικών θεών τοποθετείται και η Αδράστεια. Επίσης, στις τρεις βαθμίδες των θεών αυτών κάνουν την πρωταρχική εμφάνισή τους η επιστήμη – αλήθεια, η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη.

3) Οι νοητικοί ή νοεροί θεοί. Περιοχή του Νου. 


Και αυτοί χωρίζονται τριαδικά ως εξής:
  • Πατρική τριάδα : καθαρούς νους (Κρόνος) – νοητική ζωή (Ρέα, πηγή της ζωής και κρατήρας των ψυχών) – δημιουργός νους / καθολικός δημιουργός (Δίας – Ζευς).
  • Άχραντη τριάδα, ή αλλιώς οι Κουρήτες.
  • Η διακριτική έβδομη θεότητα, ή αλλιώς η Αθηνά.
  • Στις τριάδες αυτές αντιστοιχούν το “ἐν ἑαυτῷ” και το “ἐν ἄλλῳ” (138 a2 – b 7, 145 b 6 – e 6), το “ἑστάνα” και το “κινεῖσθαι” (138 b 8 – 139 b 4, 145 e 7 – 146 a 8), το “ταὐτὸν” και το “ἕτερον” (139 b 5 – e 6, 146 a 9 – 147.b.8) του Παρμενίδη.

Γ. Οι Θεοί του Κόσμου.

1) Οι υπερκόσμιοι θεοί (ηγετικοί ή αρχικοί – αρχηγικοί ή εξομοιωτικοί ή, με τους αρχαίους όρους, αρχικοί ή ηγεμονικοί ή αφομοιωτικοί) που χωρίζονται σε 4 τριάδες ως εξής :

  • Δημιουργική τριάδα (Δίας – Ποσειδώνας – Πλούτωνας), ήτοι δημιουργός νους, κοσμική – καθολική ψυχή και καθολική Φύση.
  • Ζωογόνος τριάδα ή Κόρη (αρχή της ζωής), ήτοι Άρτεμις Κορική (Εκάτη) – Περσεφόνη – Αθηνά Κορική.
  • Επιστρεπτική τριάδα, ή αλλιώς Απόλλων.
  • Άχραντη τριάδα, ή αλλιώς Κορύβαντες.
Εδώ εντοπίζεται το “όμοιον” και το “ανόμοιον” (139.e 7- 140.b5, 147.c.1–148.d.4) των υποθέσεων του Παρμενίδη.

2) Οι 12 υπερκόσμιοι – εγκόσμιοι Θεοί (ανεξάρτητοι ή απόλυτοι). Χαρίζονται και αυτοί σε 4 τριάδες ως εξής :

  • Δημιουργική τριάδα, ήτοι Δίας – Ποσειδώνας – Ήφαιστος.
  • Φρουρητική τριάδα, ήτοι Εστία – Αθηνά – Άρης
  • Ζωογονική τριάδα, ήτοι Δήμητρα – Ήρα – Άρτεμις.
  • Αναγωγός τριάδα, ήτοι Ερμής – Αφροδίτη – Απόλλωνας.
Σε αυτήν την βαθμίδα αντιστοιχεί το “άπτεσθαι” και το “μη άπτεσθαι” (148.d.5 – 149.d.7) των υποθέσεων του Παρμενίδη.

3) Οι Εγκόσμιοι Θεοί (ουράνιοι και υποσελήνιοι).

Εδώ εντοπίζονται το “ίσον” και το “άνισον” (140 b – d 8, 149 d 8 – 151 e 2) του Παρμενίδη.

4) Οι θεϊκές ή καθολικές ψυχές οι οποίες αντιστοιχούν στο σύνολο του χρόνου (140 e 1 – 141 d 7, 151 e 3 – 153 b 7) των υποθέσεων του Παρμενίδη.

5) Τα ανώτερα από εμάς ή “κρείτονα” γένη. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα χωρία της Πλατωνικής Θεολογίας (βλ. βιβλίο Γ΄, κεφ. 28) αλλά και άλλων έργων του Πρόκλου (βλ. Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην 6, 1055, 5 -9) αυτά είναι οι Άγγελοι, οι Δαίμονες και οι Ήρωες. Η βαθμίδα τους ταυτίζεται με τον συλλογισμό για τα μέρη του χρόνου (141 d 8 – e 7, 153 b 8 – 155 d 1) εις τον Παρμενίδη.

Βεβαίως δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι μια σημαντικότατη βαθμίδα είναι η περιοχή της ψυχής η οποία είναι τριμερής – επταμερής, ήτοι έχει μια διαίρεση σε υπερβατική – θεϊκή ψυχή, σε ψυχή του κόσμου ή καθολική ψυχή και σε επιμέρους ψυχές, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με τα αισθητά σώματα. Ακόμη η ψυχή είναι η αιτία της κατά τόπο κίνησις των σωμάτων και υπάρχει σε κάθε τι που κινείται τοπικά, ακόμη και στα ουράνια σώματα, ή μεταβάλλεται. Αυτή βεβαίως είναι το κατώτατο μέρος, η φυτική δηλαδή ψυχή και όχι η λογική ψυχή. Ενώ ο Νους ατενίζει τον κόσμο με μία άχρονη ενατένιση, η ψυχή ατενίζει τον κόσμο κινούμενη μέσα εις τον χρόνο. Στην βαθμίδα της, άλλωστε, πρωτοεμφανίζεται και ο χρόνος, ήτοι η εικόνα της αιωνιότητας. Ως ψυχή βεβαίως του Κόσμου νοείται η ψυχή εκείνη η οποία θέτει σε κίνηση ολόκληρο τον Σύμπαντα Κόσμο. Ακόμη εις την τάξη της ψυχής ανήκει και μία κατώτερη ή δεύτερη ψυχή, όπως την ονομάζουν, το επονομαζόμενο “όχημα” της ψυχής, μία ενδιάμεση, θα λέγαμε, ψυχή ανάμεσα στην ασώματη και άυλη ψυχή και στο υλικό σώμα. Το αυτό όχημα είναι ένα αιθερικό φωτεινό περίβλημα. Το ονομαζόμενο και αυγοειδές.


θα αναφέρουμε βέβαια ότι :

Το Ένα – Αγαθό είναι ανυπόθετο, αναίτιο & ανύπαρκτο!!!

Όντα

  • το Ένα-ΟΝ, το οποίο προέρχεται από το ΕΝΑ-ΑΓΑΘΟ.
  • Η Ζωή, η οποία προέρχεται από το Ένα-Αγαθό και το Ένα-ΟΝ.
  • Ο Νους, ο οποίος προέρχεται από το Ένα-Αγαθό, το Ένα-ΟΝ και τη Ζωή.
  • Η Ψυχή, η οποία προέρχεται από το Ένα-Αγαθό, το Ένα-ΟΝ, τη Ζωή και τον Νου.
Γεννητά
  • Τα ζώα, που προέρχονται από το Ένα-Αγαθό, το Ένα-ΟΝ, τη Ζωή και τον Νου.
  • Τα φυτά, που προέρχονται από το Ένα-Αγαθό, το Ένα-ΟΝ και τη Ζωή.
  • Τα άψυχα σώματα, που προέρχονται από το Ένα-Αγαθό, το Ένα-ΟΝ.
  • Η Ύλη, που προέρχεται από το Ένα-Αγαθό.

πηγή: eleysis69.wordpress.com

Ο ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ

$
0
0

Ο ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΟΙΝΟΤΙΣΜΟΣ

Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ήταν πολέμιος και του σοσιαλισμού και του καπιταλισμού. Εμπνεόταν από την δημοκρατική οργάνωση της αρχαίας ελληνικής Αθήνας, επειδή η τελευταία είχε καταφέρει, με μοναδικό τρόπο, να συνδέσει αρμονικά την πολιτειακή οργάνωση του άστεος με την φιλοσοφία, την επιστήμη, την τέχνη και την θρησκεία. Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας ήταν πολύ κοντά στην κοσμοθεωρία της ελληνικής κοσμοθέασης, επειδή θεωρούσε ότι μια πόλη θα πρέπει να οργανώνεται πολιτικά και οικονομικά, σύμφωνα με τους νόμους που διέπουν το σύμπαν, κάτι που γινόταν επίσης αντιληπτό και στη φιλοσοφία της ελληνικής θεολογίας. 

Ο Καραβίδας είχε συλλάβει μια νέα οργάνωση για το σύγχρονο ελληνισμό με βάση την άμεση δημοκρατία και την πολύ μεγάλη αγάπη για την ελληνική φύση. Η ελληνική φύση, η ενασχόληση μαζί της και η θέασή της αποτελεί την αφορμή για ποιητικό και φιλοσοφικό οίστρο αρχικά, που στη συνέχεια θα ενεργοποιούσε στους πολίτες την πολιτική ορθοπραξία απέναντι στα κοινά. Μόνο η ανάπτυξη του κοινοτικού πνεύματος σε μια πολιτεία, κατά τον Καραβίδα, θα καθιστούσε τους πολίτες ενάρετους, κάτι που μας τόνιζε και ο Αριστοτέλης.


Κέντρο της σκέψης του Καραβίδα είναι η διατήρηση των αρχών της κοινοτικής οργάνωσης - του κοινοτισμού. Λέει σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Το πρόβλημα της αυτονομίας:

«Σύντομα λέγω εδώ ότι ο Κοινοτισμός, είνε ολοκληρωτική συνθετική αντίληψις της ζωής, είνε βίωσις - περιέχει συνεπώς βάσεις οικονομικής αναπλάσεως και στοιχεία πολιτισμού, επαληθευμένα από την Ιστορία μας και αναζωογονούμενα από την ανάγκη των καιρών σήμερα, ως το πιο ζωτικό αίτημα: Χωρίς να κλωνίζωμε την ατομική ιδιοκτησία και το ιερό όραμα της ανθρωπίνης προσωπικότητος - ζητάμε να βγάλωμε απ'την αναρχία και να τάξωμε και τις δύο αυτές τεράστιες δυνάμεις μέσα στην ιεραρχημένην κοινοτική ομάδα, η οποία εξευμενίζει και εξυψώνει την προσωπικότητα του ατόμου και γονιμοποιεί κοινωνικώς την ιδιοκτησία και ζητάμε πρακτικώς, να οργανώσωμε το χωρικό και μικροαστικό κεφάλαιο απάνω στην προσωπική ομαδική εκμετάλευση των στοιχείων του τοπικού μας πλούτου, τα οποία ακριβώς προσφέρονται στους κοινοτικούς θεσμούς...»


Το πρόβλημα των αγροτών, μπορεί να ερμηνευτεί στο ευρύτερο πλαίσιο της σκέψης Κων. Καραβίδα και σύμφωνα με τον Νίκο Μουζέλη:


«Γι'αυτόν, η προκοπή στη χώρα μας ποτέ δε θά ρθει με το να προσπαθούμε να μιμηθούμε και ν'ακολουθήσουμε τη δυτική εξελικτική τροχιά. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας τακτικής θα ήταν η οικονομική αναρχία, η άκρατη εκμετάλλευση, η πολιτική ασυδοσία και η τελειωτική καταστροφή των ζωντανών στοιχείων του πολιτισμού μας».


Ο κοινοτισμός είναι πάντα επίκαιρος και αποτελεί τη χρυσή εφεδρεία της κοινωνία μας για να λυτρωθεί απ'τις καταστροφικές συνέπειες της υιοθέτησης των «δυτικών αξιών»... Σύμφωνα με τον Χρήστο Γιανναρά, λόγω της έντεχνης κατάρρευσης των κοινοτήτων μας, η πόλη «εάλω», η γλώσσα «απέσβετο», η εκκλησία αλλοτριώθηκε σε θρησκεία. Ζούμε το ιστορικό μας τέλος, αλλά όχι ηρωικά.



Ο Κωνσταντίνος Καραβίδας υπήρξε ένας σπουδαίος διανοητής του Αγροτικού ζητήματος. Μελέτησε συστηματικά τα προβλήματα του Αγροτικού χώρου κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και οι διαπιστώσεις του παραμένουν στην ουσία τους διαχρονικές. Για τους μελετητές του έργου του, είναι πολύ εύκολο να βρούν σαφείς αναφορές και στη σημερινή κατάσταση, τα αδιέξοδα και τις προκλήσεις για το μέλλον.
Βιογραφία του Κων/νου Καραβίδα :

Γεννήθηκε στην Κεφαλονιά το 1890. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στην Πάτρα και σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1908 έως το 1912, κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Νομική, έλαβε μέρος στους αγώνες για το Δημοτικισμό με ηγέτες τους Αλέξανδρο Δελμούζο, τον Φίλιππο Δραγούμη και άλλους. Υπηρέτησε στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 στην Αετορράχη και το 1913 στις μάχες του Κιλιντίρ, της Δοϊράνης και της Στρώμνιτσας και στο Πέτσοβο. Το 1914 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Μετά την αποφοίτηση του προσλήφθηκε ως ακόλουθος νομαρχίας και υπηρέτησε στη Νομαρχία Ναυπλίου. Το 1917 προσέρχεται στο Εθνικό Κίνημα Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις και για ένα διάστημα βρέθηκε στο Πολιτικό Γραφείο του Ελευθέριου Βενιζέλου. Λίγο αργότερα τοποθετήθηκε στη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας με αρμοδιότητες σε ζητήματα εποικισμού έως το Σεπτέμβριο του 1920. Μετά την παραίτηση του από τη Γενική Διοίκηση Μακεδονίας το 1920 και έως το 1926 ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία αρθρογραφώντας σε διάφορα έντυπα.

Στις αρχές του 1922 βρέθηκε στην Ύπατη Αρμοστεία Σμύρνης με την ιδιότητα του δημοσιογράφου. Για ένα μικρό διάστημα πριν τη μετάβαση του στη Σμύρνη διετέλεσε επίσης διευθυντής του περιοδικού ‘Πολιτική Επιθεώρησις’ του Ίωνος Δραγούμη, που εξέδιδε τότε ο αδελφός του Φίλιππος Δραγούμης. Μετά την επιστροφή του από τη Σμύρνη και μέχρι το 1924 ο Κωνσταντίνος Καραβίδας εξέδιδε μαζί με το Ντίνο Μαλούχο το περιοδικό «Κοινότης». Από το 1926 έως το 1930 εργάστηκε ως τμηματάρχης του Υπουργείου Εξωτερικών στη Βόρεια Ελλάδα με αρμοδιότητες σε ζητήματα εποικισμού. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο Καραβίδας συνέταξε πλήθος εκθέσεων και υπομνημάτων για το προσφυγικό ζήτημα, τον εποικισμό και την ανταλλαγή των πληθυσμών. To 1932 προσλήφθηκε στην Αγροτική Τράπεζα.

Ασχολήθηκε με την οργάνωση των έργων εγγείων βελτιώσεων σε μικρές κοινότητες σε όλη την επικράτεια. Οι εκθέσεις και τα υπομνήματα του για τα εγγειοβελτιωτικά έργα αποτελούν ένα μεγάλο κομμάτι του αρχείου του. Συνταξιοδοτήθηκε από την Αγροτική Τράπεζα το 1953. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της «Δημοκρατικής Ομάδας». Την περίοδο της Κατοχής συμμετείχε ενεργά στην έκδοση της παράνομης αντιστασιασικής εφημερίδας «Ο Δημοκράτης».
Το πλούσιο συγγραφικό του έργο περιέχει μελέτες, συλλογές ποιημάτων και διηγήματα. Μερικά από τα αυτοτελή δημοσιευμένα συγγράμματά του: Εύρωπος (1925), Δωρικόν Άσμα (1926), Η Μακεδονοσλαβική Αγροτική Κοινότης (1926), Η πύκνωσις των αγροτικών μας πληθυσμών (1927), Σοσιαλισμός και Κοινοτισμός (1930), Αγροτικά (1931). Έχει επίσης δημοσιεύσει σειρά άρθρων σε πολλές εφημερίδες με ποικίλη θεματογραφία. Πέθανε το Μάρτιο του 1973 έπειτα από μακρά ασθένεια.

πηγές: 
vlahatasamis.gr
Βιβλίο "Κοινοτισμός"του Μελέτη Μελετόπουλου

ΠΛΩΤΙΝΟΣ - Η ΑΝΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΣΤΟ ΝΟΗΤΟ ΚΑΛΛΟΣ

$
0
0



Όταν ο άνθρωπος είναι ερωτευμένος με άνθρωπο προσφέρει τα πάντα για να είναι μαζί του, γιατί νιώθει να έχει όλον τον κόσμο δικό του. Ας σκεφτούμε τι βιώνει η ψυχή όταν είναι ερωτευμένη με το Θείο και άρρητο στοιχείο! Πραγματικά δεν μπορεί κανείς να εκφράσει με τον ανθρώπινο λόγο τη γιορτή που βιώνει η ανθρώπινη ψυχή με τη θέαση του κάλλους και της συμμετρίας ευρισκόμενη στους κόλπους του Αγαθού! 

____________________________________

«Όπως αναφέρει ο Παλαιός Λόγος[1], η “σωφροσύνη, η ανδρεία και κάθε αρετή, είναι κάθαρση, ακόμα και αυτή η φρόνηση. Για αυτό και στις τελετές ορθώς αναφέρουν ότι ο μη αποκαθαρμένος και στον Άιδη θα κείτεται στο βόρβορο”, αφού το μη καθαρό προτιμά το βόρβορο λόγω της κακίας-ασχήμιας∙ όπως οι χοίροι[2], με τα ακάθαρτα σώματά τους, που αρέσκονται σε αυτήν την κατάσταση. Ποια, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι η αληθής σωφροσύνη, παρά μόνο η μη υποταγή στις ηδονές του σώματος, και η αποφυγή αυτών ως μη καθαρές και ανάξιες καθαρού (ανθρώπου). Ανδρεία είναι η αφοβία θανάτου. Ο δε θάνατος είναι χωρισμός της ψυχής και του σώματος. Κι αυτό δεν το φοβάται όποιος επιθυμεί να γίνει μόνος (μονάδα). Η μεγαλοψυχία είναι η περιφρόνηση των εδώ χαμηλά ευρισκομένων πραγμάτων. Η δε φρόνηση, είναι η νόηση που αποστρέφεται τα χαμηλά και άγει τη ψυχή στα υψηλά. Η αποκαθαρμένη ψυχή γίνεται τότε Είδος-Ιδέα και Λόγος, και εντελώς ασώματη και νοερή, και ολόκληρη (ανήκει) στο Θείο, απ’ όπου εκεί είναι η πηγή του καλού-ωραίου και τα συγγενή με όλα αυτά. Έτσι η ψυχή που ανάγεται στο νου, γίνεται όσο το δυνατόν καλή-ωραία. Και ο νους, και τα παρά του νου, το κάλλος, είναι οικεία για αυτήν (τη ψυχή) και όχι αλλότρια, και μόνο τότε είναι αληθώς ψυχή. Για αυτό και ορθώς λέγεται ότι η ψυχή που γίνεται αγαθή και καλή-ωραία, ομοιάζει με Θεό, διότι εκεί είναι το καλό-ωραίο και η κάθε μοίρα των όντων.»

(Βλ., Πλωτίνος «Εννεάς Α’», 1.6.6.1 – 1.6.6.21)


«Ποιος είναι ο τρόπος; Ποια η μέθοδος; (για να φθάσουμε στο Καλό). Πώς να θεαθούμε το ακατάληπτο κάλλος, που μοιάζει να μένει μέσα σε άγια ιερά και δεν βγαίνει έξω για μην το δει κανένας βέβηλος; Ας πάει, λοιπόν, όποιος έχει τη δύναμη, να το αναζητήσει και να αφήσει έξω την όραση και να μην επιστρέψει σε ότι νόμιζε για τη σωματική ωραιότητα. Όταν βλέπει την ωραιότητα στα σώματα, δεν πρέπει να προστρέχει σε αυτή, αλλά να γνωρίζει ότι είναι εικόνες και ίχνη και σκιές. Αν τρέξει προς την εικόνα θέλοντας να την αγγίξει σαν να ήταν αληθινή, θα συμβεί σαν τον μύθο, όπου κάποιος μου φαίνεται, θέλησε να πιάσει ένα ωραίο είδωλο που αντανακλάτο πάνω σε νερό και βυθίστηκε μέσα στο ρεύμα και χάθηκε. Με το ίδιο τρόπο, εκείνος που έλκεται από την ωραιότητα των σωμάτων και δεν την αφήνει, θα βυθιστεί όχι ως σώμα, αλλά ως ψυχή στα σκοτεινά και μαύρα για το νου βάθη, ζώντας τυφλός στον Άιδη και να συναναστρέφεται με τις σκιές και εκεί και εδώ. “Ας φύγουμε για την πολυαγαπημένη μας πατρίδα”, αληθέστερη συμβουλή δεν μπορεί να δοθεί από αυτή. Αλλά ποια φυγή και με ποιον τρόπο; Είμαστε σαν τον Οδυσσέα, ο οποίος λένε, ομολόγησε ότι εγκατέλειψε την μάγισσα Κίρκη ή την Καλυψώ, παρά τις ηδονές που αντίκριζε και παρά τα πολλά αισθητά κάλλη που γνώριζε και δεν θέλησε να μείνει μαζί τους. Πατρίδα μας είναι αυτή από την οποία προήλθαμε και εκεί που είναι ο Πατέρας μας. Αλλά ποιος είναι ο στόλος και η φυγή για εκεί; Δεν μπορούμε να πάμε με τα πόδια, διότι αυτά μας φέρνουν από τη μία γη στην άλλη, ούτε σου χρειάζεται όχημα με ίππους ή να κατασκευάσεις πλοίο∙ αυτά απαρνήσου τα και μη τα κοιτάς. Μυήσου και ξύπνα σε άλλη θέαση, που όλοι την έχουμε μεν, αλλά λίγοι την χρησιμοποιούν.
(Βλ., Πλωτίνος «Εννεάς Α’», 1.6.8.1 – 1.6.8.27)
[1] Παλαιός Λόγος, ονομάζονταν οι Ορφικοί Λόγοι.
[2] Ιδού ο λόγος που προ της μυήσεως στα Ελευσίνια Μυστήρια, υπήρχε ο καθαρμός στη θάλασσα του Φαλήρου, κρατώντας ένα χοίρο.
------------------------------------------------------------------------
«Εστι γὰρ δή, ὡς ὁ παλαιὸς λόγος, καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ἀνδρία καὶ πᾶσα ἀρετὴ κάθαρσις καὶ ἡ φρόνησις αὐτή. Διὸ καὶ αἱ τελεταὶ ὀρθῶς αἰνίττονται τὸν μὴ κεκαθαρμένον καὶ εἰς Ἅιδου κείσεσθαι ἐν βορβόρῳ, ὅτι τὸ μὴ καθαρὸν βορβόρῳ διὰ κάκην φίλον· οἷα δὴ καὶ ὕες, οὐ καθαραὶ τὸ σῶμα, χαίρουσι τῷ τοιούτῳ. Τί γὰρ ἂν καὶ εἴη σωφροσύνη ἀληθὴς ἢ τὸ μὴ προσομιλεῖν ἡδο ναῖς τοῦ σώματος, φεύγειν δὲ ὡς οὐ καθαρὰς οὐδὲ καθαροῦ; Ἡ δὲ ἀνδρία ἀφοβία θανάτου. Ὁ δέ ἐστιν ὁ θάνατος χωρὶς εἶναι τὴν ψυχὴν τοῦ σώματος. Οὐ φοβεῖται δὲ τοῦτο, ὃς ἀγαπᾷ μόνος γενέσθαι. Μεγαλοψυχία δὲ δὴ ὑπεροψία τῶν τῇ δε. Ἡ δὲ φρόνησις νόησις ἐν ἀποστροφῇ τῶν κάτω, πρὸς δὲ τὰ ἄνω τὴν ψυχὴν ἄγουσα. Γίνεται οὖν ἡ ψυχὴ καθαρθεῖσα εἶδος καὶ λόγος καὶ πάντη ἀσώματος καὶ νοερὰ καὶ ὅλη τοῦ θείου, ὅθεν ἡ πηγὴ τοῦ καλοῦ καὶ τὰ συγγενῆ πάντα τοιαῦτα. Ψυχὴ οὖν ἀναχθεῖσα πρὸς νοῦν ἐπὶ τὸ μᾶλλόν ἐστι καλόν. Νοῦς δὲ καὶ τὰ παρὰ νοῦ τὸ κάλλος αὐτῇ οἰκεῖον καὶ οὐκ ἀλλότριον, ὅτι τότε ἐστὶν ὄντως μόνον ψυχή. Διὸ καὶ λέγεται ὀρθῶς τὸ ἀγαθὸν καὶ καλὸν τὴν ψυχὴν γίνεσθαι ὁμοιωθῆναι εἶναι θεῷ, ὅτι ἐκεῖθεν τὸ καλὸν καὶ ἡ μοῖρα ἡ ἑτέρα τῶν ὄντων.»
«Τίς οὖν ὁ τρόπος; Τίς μηχανή; Πῶς τις θεάσηται κάλλος ἀμήχανον οἷον ἔνδον ἐν ἁγίοις ἱεροῖς μένον οὐδὲ προιὸν εἰς τὸ ἔξω, ἵνα τις καὶ βέβηλος ἴδῃ; Ἴτω δὴ καὶ συνεπέσθω εἰς τὸ εἴσω ὁ δυνάμενος ἔξω καταλιπὼν ὄψιν ὀμμάτων μηδ᾽ ἐπιστρέφων αὑτὸν εἰς τὰς προτέρας ἀγλαίας σωμάτων. Ἰδόντα γὰρ δεῖ τὰ ἐν σώμασι καλὰ μήτοι προστρέχειν, ἀλλὰ γνόντας ὥς εἰσιν εἰκόνες καὶ ἴχνη καὶ σκιαὶ φεύγειν πρὸς ἐκεῖνο οὗ ταῦτα εἰκόνες. Εἰ γάρ τις ἐπιδράμοι λαβεῖν βουλόμενος ὡς ἀληθινόν, οἷα εἰδώλου καλοῦ ἐφ᾽ ὕδατος ὀχουμένου, ὁ λαβεῖν βουληθείς, ὥς πού τις μῦθος, δοκῶ μοι, αἰνίττεται, δὺς εἰς τὸ κάτω τοῦ ῥεύματος ἀφανὴς ἐγένετο, τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον ὁ ἐχόμενος τῶν καλῶν σωμάτων καὶ μὴ ἀφιεὶς οὐ τῷ σώματι, τῇ δὲ ψυχῇ καταδύσεται εἰς σκοτεινὰ καὶ ἀτερπῆ τῷ νῷ βάθη, ἔνθα τυφλὸς ἐν Ἅιδου μένων καὶ ἐνταῦθα κἀκεῖ σκιαῖς συν έσται. Φεύγωμεν δὴ φίλην ἐς πατρίδα, ἀληθέστερον ἄν τις παρακελεύοιτο. Τίς οὖν ἡ φυγὴ καὶ πῶς; Ἀναξόμεθα οἷον ἀπὸ μάγου Κίρκης φησὶν ἢ Καλυψοῦς Ὀδυσσεὺς αἰνιττόμενος, δοκεῖ μοι, μεῖναι οὐκ ἀρεσθείς, καίτοι ἔχων ἡδονὰς δι᾽ ὀμμάτων καὶ κάλλει πολλῷ αἰσθητῷ συνών. Πατρὶς δὴ ἡμῖν, ὅθεν παρήλθομεν, καὶ πατὴρ ἐκεῖ. Τίς οὖν ὁ στόλος καὶ ἡ φυγή; Οὐ ποσὶ δεῖ διανύσαι· πανταχοῦ γὰρ φέρουσι πόδες ἐπὶ γῆν ἄλλην ἀπ᾽ ἄλλης· οὐδέ σε δεῖ ἵππων ὄχημα ἤ τι θαλάττιον παρασκευάσαι, ἀλλὰ ταῦτα πάντα ἀφεῖναι δεῖ καὶ μὴ βλέπειν, ἀλλ᾽ οἷον.» μύσαντα ὄψιν ἄλλην ἀλλάξασθαι καὶ ἀνεγεῖραι, ἣν ἔχει μὲν πᾶς, χρῶνται δὲ ὀλίγοι.

πηγή: odysseus69.wordpress

ΠΛΑΤΩΝ - ΛΟΓΟΣ, ΕΡΩΣ, ΚΑΛΛΟΣ ( ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΦΑΙΔΡΟΣ)

$
0
0


Η θεμελίωση της φιλοσοφίας του Ωραίου


§1: Η θετική διαλεκτική, δυνάμει της οποίας παριστάνεται η πολυδιάστατη δυναμική του Έρωτος στον Φαίδρο, ως συνέχεια –τρόπον τινά– μιας παρόμοιας δυναμικής του στο Συμπόσιο, μας φέρνει κοντά την εικόνα μιας εγγενούς σχέσης ανάμεσα στο αγαθό και το ωραίο. Πρόκειται για μια συνεχώς αυτό-αναγεννώμενη σχέση, που αποκτά τον χαρακτήρα της ερωτικής αγάπης για τη φιλοσοφική γνώση και η οποία εν τέλει καθιστά τον Έρωτα Φιλόσοφο. Ανάμεσα στον Έρωτα και τη Φιλοσοφία εφεξής σφυρηλατείται ένας εσωτερικός δεσμός, που μέλλει να προσδιορίσει, με ξεχωριστό τρόπο, την ιστορική πορεία της φιλοσοφίας. Τούτο σημαίνει πως η φιλοσοφία πια δεν παύει εις το διηνεκές να είναι η πιο ουσιαστική εκ-δήλωση του Έρωτος, όπως και αντίστροφα ο Έρως δεν παύει να αποτελεί τη θεά Εστία του φιλοσοφικού Είναι του ανθρώπου. Αλλά πώς νοείται ο Έρως στον παρόντα Διάλογο; Νοείται ως έρως του ιδεατού κάλλους

Αναλογικά και η θεματική του έργου περιστρέφεται γύρω από την ομορφιά και εκτυλίσσεται ως διαλεκτική διαπάλη ανάμεσα στην εμπειρική και τη νοητή πρόσληψη του κάλλους, ανάμεσα στη μόρφωση και την παραμόρφωση της ψυχής του νέου, ανάμεσα στο θείο λόγο του φιλοσόφου, ως εραστή του απόλυτου κάλλους, και τον παραπειστικό λόγο του ρήτορα-σοφιστή, ως κατασκευαστή επιδεικτικών, «ερωτικών» λόγων και ως κομιστή σοφιστικών τεχνασμάτων περί τα ερωτικά. Τώρα λοιπόν πρέπει η αληθινή φιλοσοφία να προχωρήσει πέρα από κάθε λογής καλοστημένη σοφιστεία και να πλησιάσει την ψυχή, το πνεύμα του ανθρώπου, όχι ως κάτι το μεμονωμένο ή ξεχωριστό, αλλά στον καθολικό της/του χαρακτήρα ως ένα όλο (270c).

§2: Γι’ αυτό, στον υπό συζήτηση Διάλογο, δεν έχουν θέση τα εγκώμια, που συναντάμε στο Συμπόσιον, παρά μια καθολική θεώρηση του ανθρώπου και του κόσμου. Όποιος θέλει να μελετήσει τον άνθρωπο, μας λέει ο φιλόσοφος, δεν μπορεί παρά να στοχεύει στο κέντρο: στην ψυχή του. Σε τούτο το κέντρο στοχεύει και ο ρητορικός και ο φιλοσοφικός λόγος, αλλά με διαφορετικό τρόπο και μέθοδο, όπως και για διαφορετικό σκοπό. Ο πρώτος θέλει να σταλάξει στην ψυχή την πειθώ, ο δεύτερος την αλήθεια. Ως εκ τούτου, ο μεν πρώτος σφυροκοπεί την ψυχή με γραπτούς, επιδεικτικούς λόγους, που μεγαλοποιούν, ήτοι παραμορφώνουν την πραγματικότητα κατά το δοκούν, αφήνοντας την αλήθεια να πάει στο καλόˑ ο δεύτερος, απεναντίας, δια-λέγεται, καλλιεργεί τη μνήμη και πάντοτε εκτυλίσσεται ως ανάμνηση της πρωταρχικής θέασης του ύψιστου κάλλους. 

Επομένως δεν αισθάνεται την ανάγκη να απολογείται σε ό,τι ηδονίζει τη μάζα κατά τη σκοπιμότητα της στιγμής, ούτε ενδιαφέρεται να προβάλλει το εύλογο, την εικασία, την αληθοφάνεια, αλλά παρα-ακολουθεί πιστά, μέσα από την ανάμνηση, την εικόνα και την ενέργεια της ζωντανής ψυχής. Αυτή την εικόνα και ενέργεια μας παρουσιάζει ο Πλάτων στο δεύτερο λόγο του Σωκράτη, όπου ο τελευταίος, ανάμεσα στα άλλα, διηγείται το μεγάλο μύθο της ψυχής  στα χνάρια του πνευματικού πολιτισμού της εποχής. Ετούτη η διήγηση, στη διαχρονική της ισχύ, έρχεται να μας υπενθυμίσει πως ο  Έρως, ως αυθεντικός τοιούτος, ως Έρως του υπέρτατου, του αδιάψευστου κάλλους, δεν αποστρέφεται το υπάρχον, ως πολιτισμό, κοινωνία, πολιτεία κ.λπ., αλλά ενυπάρχει λιγότερο ή περισσότερο, εντελώς ή ατελώς, μέσα στην ίδια τούτη την πραγματικότητα ως δυνητική ενέργεια κάθαρσης του πολιτισμού από καθετί το χαμερπές, το διεφθαρμένο, το παράλογο, το διεστραμμένο κ.λπ.

 §3: Την κάθαρση τούτη συμβολίζει ο Έρως, ως φιλόσοφος Έρως, και την πραγμάτωσή της καθιστά εφικτή μόνο ο ερωτικός φιλόσοφος. Πώς τον φιλοτεχνεί στον Φαίδρο ο Πλάτων; Με τον Σωκράτη να γίνεται ένα με την ζωντανή εκδίπλωση των μορφών της μανίας και με τη μυσταγωγία του Έρωτος.. Είναι ακριβώς αυτή τούτη η θετική μανία, που συνιστά θεία δωρεά και εξοπλίζει τους ανθρώπους με συγκεκριμένες μορφές έμπνευσης, όπως μαντική, προφητική, ποιητική, ερωτική. Απέναντι στον ωφελιμιστικό «έρωτα», που εισηγήθηκε ο Λυσίας ορθώνεται τώρα ο ευδαιμονικός έρως. Για να δείξει τη δύναμη και τη σημασία αυτού του τελευταίου ο Πλάτων, αφού πρώτα περιγράψει, διά στόματος του Σωκράτη, το κοσμικό πανόραμα, την εικόνα του ουράνιου και υπερουράνιου τόπου, τη σφαίρα του κόσμου και το νόμο της Αδράστειας, καταπιάνεται με τη φύση της ψυχής, όπου έχει την έδρα του ο έρως. 

Σύμφωνα με το μύθο, η ψυχή σύρεται από δυο άλογα, απόλυτα αντίθετης νοο-τροπίας: το ενάρετο, το λογικό και αυτοπειθαρχημένο και το ατίθασο, το παρ-άλογο. Ο αμαξηλάτης–νους επιχειρεί να τιθασεύσει το ατίθασο άλογο και να οδηγήσει το φτερωτό άρμα προς το υπεραισθητό κάλλος. Η ανάβαση τούτη παριστά την πράξη που κάνει τον φιλόσοφο ερωτικό και τον έρωτα φιλοσοφικό. Η μαινόμενη εδώ διαλεκτική πάλη είναι σύμφυτη με το Είναι του ανθρώπου. Όποιος τη συνειδητοποιεί και δεν μένει στα μισά του δρόμου, συνεχίζει, μέσα από όλες τις ανασχέσεις, τη μεγάλη πορεία προς το Κάλλος και πραγματώνει τη φιλοσοφία ως αγάπη της σοφίας. Αυτή είναι η γραμμή που κινείται ο φιλόσοφος εραστής, καθώς με τη θέαση και το άγγιγμα της ομορφιάς του ανθρώπινου σώματος αναμιμνήσκεται δυνατά το αιώνιο που είδε κάποτε η ψυχή του. Η ομορφιά εν τέλει, στην περιοχή του εμπειρικού κόσμου, είναι παρούσα με τη μορφή εκείνων των φιλοσοφικών ιδεών ή εκείνης της Ιδέας, που φωτίζει πέρα ως πέρα τα έξω και τα έσω της ανθρώπινης ύπαρξης, που συγκροτεί το εσωτερικό της ρεύμα και την οδηγεί, πάνω από τα συντρίμμια της καθημερινής ζωής, προς το ανώτερο, το τέλειο, το άριστο. Ποιος φοβάται το άριστο;   

πηγή: hegel-platon.blogspot.gr

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ - ΠΕΡΙ ΤΟΥ "ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ"ΤΟΥ HEIDEGGER

$
0
0


"Δεν ρυθμίζει η σχέση του ανθρώπου προς τον θάνατο τις σχέσεις του προς τους άλλους ανθρώπους, αλλά αντίθετα: οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους καθορίζουν άμεσα ή έμμεσα το πώς πεθαίνει και πώς βαδίζει προς τον θάνατό του."
                                                                                   Παναγιώτης Κονδύλης

Συλλογή εξεζητημένων και ασαφών κοινοτοπιών
Θεωρώ το «Είναι και Χρόνος» ένα από τα υπερτιμημένα βιβλία του αιώνα μας· για την ακρίβεια, μου φαίνεται ως μια συλλογή κοινοτοπιών μεταφρασμένων σε γλώσσα εξεζητημένη και ασαφή. Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει όποιος βγαίνει από τη στενή φιλοσοφική προοπτική και εποπτεύει την ιστορία των ιδεών και των προβλημάτων στο σύνολό της. Οι φιλόσοφοι, όντας κατά κανόνα μονομερέστατα μορφωμένοι, συνήθως διογκώνουν τη σημασία των όσων συμβαίνουν στο δικό τους πεδίο και θεωρούν πρωτότυπο ένα συγγραφέα μόνο και μόνο επειδή οι ίδιοι πληροφορήθηκαν μερικά πράγματα για πρώτη φορά απ’ αυτόν. Στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία των Νεοτέρων Χρόνων δεν δημιούργησε δική της αυτοτελή προβληματική, αλλά παρακολούθησε, άμεσα ή έμμεσα, καλύτερα ή χειρότερα, τις ραγδαίες εξελίξεις των επιστημών, αρχικά κυρίως των θετικών και κατόπιν κυρίως των κοινωνικών – ανθρωπολογικών. 

Η γνωσιοθεωρητικά προσανατολισμένη φιλοσοφία του υποκειμένου στον 17ο και στον 18ο αι. συγκροτήθηκε ως προσπάθεια να απαντηθούν τα ερωτήματα που έθεσε η τοτινή μαθηματική φυσική (διάκριση πρωτευουσών και δευτερευουσών ιδιοτήτων, αιτιότητα, ουσία). Οι κοινωνικές και ανθρωπολογικές επιστήμες, που άρχισαν να θεμελιώνονται στον 18 αι. και ανδρώθηκαν στον 19ο, εγκαινίασαν μια θεώρηση θανάσιμη για τον ζωτικό μύθο της φιλοσοφίας, τον μύθο της αυτονομίας του πνεύματος, καθώς έδειξαν τις εξαρτήσεις της όχι μόνο από «ανορθολογικούς» και «υπαρξιακούς» αλλά και από «εξωπνευματικούς», κοινωνικοοικονομικούς και ιστορικούς παράγοντες.
Κάτω από την πίεση των ρευμάτων αυτών το κεντρικό πρόβλημα της φιλοσοφίας γίνεται τώρα η αναίρεση του εαυτού της ή τουλάχιστον η αναίρεση του τρόπου με τον οποίο κατανοούσε παραδοσιακά ­ και υπεροπτικά ­ τον εαυτό της. Το έργο των Μαρξ, Νίτσε, Φρόιντ, Ντίλταϊ, ο αμερικανικός πραγματισμός και ο Μπέρξον είχαν δείξει με διάφορους τρόπους, αλλά ήδη επαρκέστατα, ότι η φιλοσοφία και η πνευματική δημιουργία γενικότερα ριζώνουν σε στρώματα βαθύτερα και είχαν έτσι θέσει το ζήτημα της οντολογίας των στρωμάτων αυτών. Ο Χάιντεγκερ προσεγγίζει την προβληματική τούτη μέσω του προγράμματος της φαινομενολογίας του Χούσερλ: να διερευνηθεί η συγκρότηση του προεπιστημονικού υποκειμένου ως του εδάφους πάνω στο οποίο αναπτύσσεται το επιστημονικό κοσμοείδωλο. Ωστε όχι μόνο δεν εγκαινιάζει τη νέα φιλοσοφική θεώρηση και μαζί τη νέα θεώρηση του φιλοσοφικού φαινομένου, αλλά μάλλον βρίσκεται στο τέρμα μιας πορείας. Και όχι μόνο δεν διευρύνει τη συναφή προβληματική, αλλά απεναντίας την περιορίζει, μολονότι, με το στομφώδες ύφος του, δημιουργεί την εντύπωση ότι εξαγγέλλει πρωτάκουστες αλήθειες. 
Τούτος ο περιορισμός του ορίζοντα της έρευνας είναι τριττός. Πρώτον, η «θεμελιακή οντολογία» είναι «φιλοσοφική ανθρωπολογία», ήτοι το αναζητούμενο βαθύτερο στρώμα εντοπίζεται στη σταθερή υπαρξιακή δομή του ανθρώπινου είναι ως είναι ατομικού. Μολονότι τονίζεται ότι στη δομή αυτή συμπεριλαμβάνονται εξ ορισμού η ύπαρξη μέσα στον κόσμο και η συνύπαρξη με άλλους ανθρώπους, ωστόσο τόσο η πρώτη όσο και η δεύτερη βλέπονται αποκλειστικά στην προοπτική του ατομικού ανθρώπινου είναι, ενώ η συγκρότηση του κοινωνικού υποκειμένου και του κοινωνικού κόσμου παραμένει στο περιθώριο. Μολονότι λοιπόν πολλοί πιστεύουν ότι ο Χάιντεγκερ ξεπέρασε την παραδοσιακή φιλοσοφία του υποκειμένου προς την κατεύθυνση μιας κοινωνικής οντολογίας, αυτό ακριβώς δεν μπόρεσε να κάμει. Γιατί αποτελούν δύο διαφορετικά πράγματα η εννοιολογική σύλληψη του κοινωνικού είναι στην υπερατομική του διάσταση και η διαπίστωση ότι η ατομική ύπαρξη έχει μια κοινωνική διάσταση. Η ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων μεταξύ ανθρώπων, η οποία άλλωστε στον Χάιντεγκερ συνίσταται σε επιφανειακές νύξεις, αποκτά κοινωνιοοντολογικό νόημα μόνο όταν επιχειρείται με δεδομένη τη συγκρότηση του κοινωνικού είναι, οι ενδοανθρώπινες σχέσεις είναι κοινωνικές μόνον εφόσον διαδραματίζονται εντός κοινωνίας και εν γνώσει αυτού του θεμελιώδους γεγονότος.
Δεύτερον, ο προσδιορισμός των υπαρξιακών σταθερών του ανθρώπινου είναι εμφανίζεται μονομερής και αυθαίρετος. Στη μετατροπή ανθρωπολογικών κατηγοριών σε οντολογικές ο Χάιντεγκερ ακολουθεί τον Κίρκεγκααρντ, ο οποίος περιέγραψε υπαρξιακές καταστάσεις του ανθρώπου ως συναρτήσεις της οντικής του συνάφειας με κάτι υπέρτερο και περιεκτικότερο και όχι απλώς ως ψυχολογικές συγκυρίες. Πέρα από αυτό, ο βασικός κορμός των οντολογικών κατηγοριών, τις οποίες αποδίδει ο Χάιντεγκερ στο ανθρώπινο είναι, παραλαμβάνεται αυτούσιος και χωρίς καμία ιδιαίτερη εξήγηση από τη θεολογική σκέψη, ξεκινώντας από τον Αυγουστίνο. Δεν είναι διόλου αυτονόητο όμως ότι κατηγορίες διαμορφωμένες μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές καταστάσεις και υπό συγκεκριμένες κοσμοθεωρητικές προϋποθέσεις ενδείκνυνται ως άξονες μιας υπεριστορικής, δηλ. οντολογικής ανάλυσης της ανθρώπινης ύπαρξης. Και το ατόπημα επιδεινώνεται επειδή ο Χάιντεγκερ εντάσσει έννοιες κατ’ εξοχήν θεολογικές σε ένα πλαίσιο που ο ίδιος το θέλει αθεϊστικό. Αλλά γιατί να είναι η «ενοχή» λ.χ. εξ υπαρχής συστατικό στοιχείο μιας ανθρώπινης ύπαρξης απλώς «ριγμένης» μέσα σε έναν κόσμο δίχως νόημα ­ τουλάχιστον νόημα κατοχυρωμένο από κάποιον, απέναντι στον οποίο ο άνθρωπος θα όφειλε να νιώθει ένοχος;
Τρίτον, μολονότι η οντολογία του ανθρώπινου είναι αναζητεί τη διάσταση βάθους πέραν των γνωστικών – φιλοσοφικών αλλά και πέραν των ηθικών εννοιών, παραμένει η ίδια σημαδεμένη από αξιολογικές αρέσκειες και απαρέσκειες. Βεβαίως, ο Χάιντεγκερ αρνείται ότι ηθικολογεί ή ασκεί κριτική του πολιτισμού, ωστόσο όποιος έχει εξοικειωθεί με τη γερμανική γραμματεία και δημοσιογραφία της δεκαετίας του 1920 αναγνωρίζει εύκολα την καταγωγή των μοτίβων του. Η αξιολογική τάση δεν ακολουθεί την πεπατημένη της ηθικής θεωρίας ­ απεναντίας, η τρέχουσα αστική ηθική βάλλεται έμμεσα ­, αλλά αρθρώνεται ως αντιπαράθεση της «αυθεντικής» προς την «αναυθεντική» ύπαρξη, όπως αυτή τάχα δεσπόζει στο επίπεδο της ανώνυμης μάζας. Γύρω από την αντιπαράθεση τούτη συνομαδώνονται και πλείστες άλλες κατηγοριακές διακρίσεις, π.χ. εκείνη ανάμεσα σε «αποφασιστικότητα» (προκειμένου να αναμετρηθεί κανείς με τα έσχατα προβλήματα της ύπαρξης) και «αναποφασιστικότητα». Με την ίδια αντιπαράθεση συνυφαίνονται τα όσα θα γράψει αργότερα ο Χάιντεγκερ υπό τη μορφή κριτικής του τεχνικού πολιτισμού.
Ας δείξουμε τώρα με κάθε συντομία σε ένα κεντρικό παράδειγμα πώς επηρεάζουν τα τρία αυτά δεδομένα τις αναλύσεις του «Είναι και Χρόνος». Στην πραγμάτευση του θανάτου συγκλίνουν η επικέντρωση στο ατομικό είναι, οι θεολογικές μνήμες και η αντίθεση «αυθεντικό – αναυθεντικό», δίνοντας ένα αποτέλεσμα μεγαλόστομο, βέβαια, ελάχιστα όμως ουσιαστικό από τη σκοπιά της κοινωνικής οντολογίας. Ο θάνατος ενδιαφέρει ως καταλύτης του φόβου εκείνου και της προσδοκίας εκείνης που τάχα μαρτυρούν ότι η ύπαρξη ζει αυθεντικά στο ακραίο όριο των δυνατοτήτων της. Πίσω όμως από τη δραματική εικόνα της υπαρξιακής υπερέντασης ενός μοναχικού ανθρώπινου όντος, που βιώνει ό,τι γνησιότερο έχει στο χείλος μιας αβύσσου, δεν βρίσκεται απολύτως τίποτε. Οπως και πολλοί άλλοι πριν από αυτόν, έτσι και ο Χάιντεγκερ δεν καταφέρνει να πει το παραμικρό για τον θάνατο καθ’ εαυτόν. Γιατί, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, ο άνθρωπος δεν μπορεί να συνδέσει καμία σκέψη με τον θάνατο και αποκλειστικά με τον θάνατο. Ο,τι σκέφτεται μιλώντας για τον θάνατο είτε αναφέρεται στη ζωή (ως κάτι που δεν θέλει να χάσει) είτε αναφέρεται σε ό,τι πιστεύει ότι τον περιμένει μετά από τη ζωή· η στιγμή και η στιγμιαία βίωση του θανάτου ξεφεύγει από κάθε δυνατότητα νοητικής σύλληψης ­ ίσως γιατί δεν υπάρχει. 
Το οντολογικό πρόβλημα είναι επομένως πολύ ευρύτερο από τη σχέση μιας «αυθεντικής» ύπαρξης με μιαν πομφόλυγα. Συνίσταται στην ανίχνευση των συνεπειών της θνητότητας του ανθρώπου για τη συγκρότηση της κοινωνικής του ύπαρξης. Δεν ρυθμίζει η σχέση του ανθρώπου προς τον θάνατο τις σχέσεις του προς τους άλλους ανθρώπους, αλλά αντίθετα: οι σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους καθορίζουν άμεσα ή έμμεσα το πώς πεθαίνει και πώς βαδίζει προς τον θάνατό του. Αυτό ισχύει όχι μόνο για όποιον στέκει μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα ως στέλεχος μιας πολιτικής παράταξης, αλλά και για όποιον πεθαίνει πιστεύοντας ότι αποδημεί εις Κύριον γιατί και αυτή η πίστη είναι πίστη μιας κοινότητας, στην οποία ανήκει ο θνήσκων. Επιπλέον, η θνητότητα του ανθρώπου σημαίνει τη δυνατότητα της βίαιης θανάτωσής του. Ακριβώς το γεγονός του βίαιου θανάτου όμως οριοθετεί ολόκληρο το φάσμα των δυνατών σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπους: η ακραία φιλία εκδηλώνεται όταν θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον και η ακραία έχθρα όταν σκοτώνω κάποιον. Ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα κινούνται όλες οι άλλες σχέσεις.
Τέτοιοι και παρόμοιοι κατ’ εξοχήν προβληματισμοί της κοινωνικής οντολογίας ούτε καν θίγονται στο «Είναι και Χρόνος». Η οπτική του είναι ορισμένη και περιορισμένη. Ετσι, παρά το πλήθος των αναγνωστών και υπομνηματιστών του, ελάχιστα γονιμοποίησε τις ανθρωπολογικές και κοινωνικές, ακόμη και τις φιλοσοφικές σπουδές ­ οι επαναλήψεις και οι παραφράσεις ή οι παραθέσεις ηχηρών φράσεων και όρων δεν συνιστούν τέτοια γονιμοποίηση. Δεν μπορώ να βρω εδώ κάτι που ο ευρύτερα ενημερωμένος αναγνώστης δεν θα το έβρισκε κάπου αλλού, ειπωμένο καλύτερα και απλούστερα. Φυσικά, όταν ένα έργο ­ για οποιουσδήποτε λόγους ­ βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, συνδέεται με όλες τις τρέχουσες συζητήσεις και έτσι γεννιέται η οπτική απάτη ότι το περιεχόμενό του είναι πολύ πλουσιότερο απ’ ό,τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. Τα ίδια ισχύουν και για το μεταγενέστερο έργο του Χάιντεγκερ. Σε άλλη θέση έχω δείξει ότι τόσο η κριτική του στη μεταφυσική όσο και η κριτική του στη νεότερη τεχνικοεπιστημονική σκέψη λίγες αξιώσεις πρωτοτυπίας και βάθους έχουν. Ωστόσο, ήδη οι αρχαίοι γνώριζαν ότι τις τύχες των βιβλίων τις καθορίζουν διαφορετικοί και πολλαπλοί παράγοντες.
πηγή: Kondylis.wordpress

ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ - Η ΕΚΣΤΑΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΚΕΝΤΡΙΚΟ ΟΡΦΙΣΜΟ

$
0
0


Η ομορφιά και η ουσία του ποιητικού έργου του Άγγελου Σικελιανού βρίσκεται:

α) Στην πλούσια αρμονία.
β) Στο βάθρο της αιωνιότητος
γ) Στην αλήθεια της γης.




Αυτά τα τρία στοιχεία -ανόμοια στην αρχή- περνούν μέσα στην ανθρώπινη ύπαρξη με τρόπο μυστικό κι'έτσι προσδιορίζουν και αισθητοποιούν το πάντρεμα της ζωϊκής ουσίας με το Σύμπαν.

Ο χώρος, ο χρόνος και ο λαός γίνονται σύμβολα που ενώνουν το παρελθόν το παρόν και το μέλλον και η συχνά ηρωϊκή αναζήτηση των λυτρωτικών μυστικών της ζωής, πουθενά δε βρίσκεται πιό γοητευτικά αυθαίρετη όσο μέσα σ'αυτήν την καλλιτεχνική δημιουργία.

Αυτά, μαζί με τον Ορφισμό του, την Δελφική Ιδέα και την επίμονη διαδρομή του από τα οράματα στη δράση με αφετηρία πάντα την λαϊκή ψυχή που καταξιωμένη από τον μόχθο κλείνει μέσα της το γονιμότατο σπόρο της κοινωνικής ανδρείας και της αληθινής δημιουργίας, έκαναν τον ποιητή τόσα χρόνια τώρα σημείο αντιλεγόμενο και την ποίησή του παρανοημένη από πολλούς και γι΄ άλλους εχθρική.

Το "Πνευματικό Κέντρο των Δελφών"που θα ένωνε όλους τους ανθρώπους της οικουμένης με τα ιδανικά της αγάπης της ελευθερίας και της ειρήνης δεν μπόρεσε να γίνει πραγματικότητα...
____________________

Τον Σικελιανό τον ονόμασαν και "Διονυσιακό"με την έννοια ότι ένα μεγάλο μέρος της ποίησής του φαίνεται να κατέχεται από έναν ενθουσιαστικό ευδαιμονισμό. Γι'αυτό ας δούμε τι γράφει παραστατικά στον "ΥΜΝΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ'.

"Από τα βαθιά του θέμελα
πλέριο τραντάζει το όρος
Μιάς των μυστηρίων τ'άρρητα
το μένος σαν ξεσπά
τρεκλίζει ο κισσοστέφανος
χορεύει ο θυρσοφόρος
και των οργίων το τύμπανο
σα Θεού καρδιά χτυπά".



Ο ερωτικός άνθρωπος ζει ατόφιος μέσα του και τρικυμίζει απ'άκρη σε άκρη όλα τα ποιητικά του βιώματα.

Η οργιαστική του προδιάθεση άλλοτε παρουσιάζεται σαν λυτρωμός της σάρκας μέσα στην αγνή κι ελεύθερη φύση και άλλοτε σαν δοκιμασία της ψυχής μπροστά στην ηθική ζωή.

ΘΑΛΕΡΟ (Απόσπασμα)

"Εκεί κερήθρα μου'φερε, ψωμί σταρένιο
κρύο νερό  η αρχοντοθυγατέρα
οπούχε από τη δύναμη στον πτερωτό της
το λαιμό χαράκι ως περιστέρα
που η όψη της σαν της βραδιάς το
λάμπο έδειχνε διάφωτη της παρθενιάς
η φλόγα κι απ'τη σφιχτή της ντυμασιά
στα στήθη της τ'αμάλογα χώριζ'
ολόρθη η ρώγα."



Πέρα από τον Διονυσιακό Σικελιανό έχουμε έναν ανθρωποκεντρικό ή ανθρωπολατρικό ψυχισμό στο έργο του όπως τον απεκάλυψε η ανθρωπιστική Ελληνική φιλοσοφία και τον μετουσίωσε καλλιτεχνικά στο τρομακτικό μεγαλείο της η Αρχαία Αττική Τραγωδία. Σ'αυτήν το Σύμπαν παρουσιάζεται σαν μία δυαδική συγκρότηση μορφών και δυνάμεων, τις υλικές και τις πνευματικές.

Οι πρώτες γεννιούνται και χάνονται στην αδιάκοπη κίνηση της ύλης ενώ το πνεύμα υπάρχει σαν ελεύθερη συνείδηση, αδιάφορο μέσα στον αέναο κύκλο της ζωής και του θανάτου.


Η ΟΡΦΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ παρουσιάζει ενωμένες τις δύο αυτές εκφράσεις της ζωής και αυτή είναι η βαθύτερη έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης μέσα σ'ένα πλαίσιο μυστικισμού.

Πάνω σ'αυτές τις ιδέες κινείται η Δελφική ποίηση του Σικελιανού.

(ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

"Ω Λόγε-Διόνυσε!
Παλλίρροια μυστική στις φλέβες μου
γιγάντια παλλινδρόμηση χυμών
μες τα βαθύτερα του νου μου.

Ω Λόγε-πάθος!
Λόγε που φουσκώνεις σιωπηλά τα
στήθη μου
σαν έρωτας.....
Ω Λόγε-μέθη!

Αηδονοκάλεσμα από τα βάθη των
αιώνων
σιγανό νανούρισμα όλων των λαών
με τα γοργά φτερά μας
Ω Λόγε-ρίζα!

κύμα μουσικό ωκεάνειο
που ενώνει ξάφνου όλες τις γλώσσες μέσα μου
σ'ένα μονάχα κράξιμο
σε μιά μονάχα ιαχή!....
Ω Λόγε-Διόνυσε!

τεράστιο παγκόσμιο πάθος.....
Θεία ενότητα βαθιά μου
μες την άσωτη αρμονία ή μες τη μάχη
των λαών μαζί και των αποπάνω μου σφαιρών
Ω Λόγε-Απόλλωνα!

Ω νηφάλιε, σάλπιγγα πρωινή
Ω ξάστερο αντροκάλεσμα
Στο χρέος - Στο χρέος......"


Αυτή η ποίηση δε στενεύει τα όρια στην υπερούσια δημιουργία, όπως υποστήριξαν πολλοί φανατικοί αλλά τον πλαταίνει μέσα σε μία διαχρονική αλληλουχία που ζει σαν κεντρική θρησκευτική έννοια και αδιάφθορη πνευματική παρουσία μέσα στους αιώνες......

πηγή: tetraktys.org
Viewing all 939 articles
Browse latest View live