Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΜΠΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΑΣ - ΨΗΦΙΑΚΗ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

$
0
0



Χάρη στην επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως (ΕΣΜΑ) και ΥΣΜΑ, μία ανανεωμένη ψηφιακή εφαρμογή της εικονικής περιήγησης στον βράχο της Ακρόπολης είναι γεγονός. Ο επισκέπτης- με τη χρήση ενός υπολογιστή, τάμπλετ ή «έξυπνου» κινητού μπορεί να βρεθεί στον ναό της Αθηνάς Νίκης, στον Παρθενώνα, στο Ερέχθειο, και να απολαύσει την πανοραμική θέα της Αθήνας με ένα μόνο κλικ! 

Ο Ιερός Βράχος είναι πλέον προσβάσιμος διαδικτυακά, γεγονός που αποσκοπεί στην παρουσίαση των αναστηλωτικών εργασιών που πραγματοποιούνται στην Ακρόπολη όσο και στην προώθηση της πρόσβασης στο σημαντικότερο μνημείο της πολιτιστικής κληρονομιάς μας. 

Η εικονική Περιήγηση στα μνημεία Ακρόπολης αποτελείται από εικόνες και πανοράματα υψηλής καθώς και από λεπτομερείς φωτογραφικές απεικονίσεις επιλεγμένων εξωτερικών όψεων των αρχαίων τειχών που περιβάλλουν το βράχο. Κάθε άποψη συνοδεύεται από περιγραφικά στοιχεία σχετικά με τα μνημεία και επιλεγμένα σημεία ενδιαφέροντος. 

Η φωτογραμμετρική αποτύπωση της επιφάνειας του βράχου σε μορφή χάρτη επιτρέπει τον προσανατολισμό και την πλοήγηση στα επιμέρους σημεία θέασης. Οι εικόνες προσφέρουν δυνατότητες αυξημένης εστίασης στις λεπτομέρειες των μνημείων που είναι δύσκολο να γίνουν ορατές κατά την επίσκεψη στο χώρο. Ακόμη, ο χρήστης μπορεί να αντιληφθεί τη θέση του μνημείου σε σχέση με τον περιβάλλοντα χώρο ή ακόμα και να πραγματοποιήσει ένα εικονικό «περίπατο» επιλέγοντας τη δική του διαδρομή 



Για να περιηγηθείτε στην Ακρόπολη πατήστε εδώ:
ΨΗΦΙΑΚΗ ΑΚΡΟΠΟΛΗ

πηγή: 7spymania.blogspot

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑΣ

$
0
0



«Οι άνθρωποι της εποχής μας κατεξοχήν συνηθίζουν να επικρίνουν τους Παλαιούς Μύθους ότι ευθύνονται, υποτίθεται, για τη μεγάλη, αφ’ ενός, θρασύτητα στις περί Θεών δοξασίες και, αφ’ ετέρου, για τις πολλές, άτοπες και πλημμελείς φανταστικές εικόνες, και ότι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να οδηγούν τους πολλούς ανθρώπους στη τωρινή φοβερή και ανώμαλη καταπάτηση των ιερών θεσμών

Από πλευρά μας δεν θα χρειαστούμε πολλά λόγια για να απαντήσουμε σε αυτούς που ενοχοποιούν την παραδοχή των Μύθων για την αδιαφορία προς το Θείο∙ πρώτον, ότι εκείνοι που παραμέλησαν τη θεραπεία (=λατρεία) των κρειττόνων (=ανωτέρων) από εμάς λόγω των φαινομενικών πλασμάτων των Μύθων, αγνοώντας και το σκοπό της μυθοποιίας και τη δύναμή της, συνέβη να σωριαστούν στην αλόγιστη και  Γιγαντική[1] ανοσιότητα. 

Διότι, αν οι μύθοι προέταξαν το φανερό τους περιεχόμενο στο σύνολό του αντί για την αλήθεια που είναι εγκαθιδρυμένη στην απόρρητη περιοχή και χρησιμοποιούν για τα αφανή και άγνωστα στους πολλούς διανοήματα [και το κατεξοχήν ιδιαίτερο αγαθό τους είναι το ότι δεν αποκαλύπτουν κανένα στοιχείο της Αλήθειας στου βέβηλους, αλλά φανερώνουν μόνο κάποια ίχνη της όλης Μυσταγωγίας τους σε εκείνους που από της φύση τους έχουν την ικανότητα να περιδιαβούν την απροσπέλαστη για πολλούς θεωρία (=θέαση)], και αν οι άλλοι, αντί να αναζητούν την Αλήθεια που βρίσκεται κρυμμένη μέσα στους Μύθους, ασχολούνται μόνο με την εξωτερική προσχηματική μορφή των μυθικών πλασμάτων και, αντί για την κάθαρση του νου, ακολουθούν τις φανταστικές και μορφοποιητικές εικόνες, τότε ποιό τέχνασμα μπορεί να βρεθεί ώστε να κατηγορηθούν οι Μύθοι για κάποια δική τους παρανομία και όχι εκείνοι που κάνουν κακή χρήση των Μύθων για τη δική τους αδιαφορία; 

Έπειτα, μπορούμε να απαντήσουμε ότι βλέπουμε πως οι πολλοί βλάπτονται και από όλα τα άλλα, όσα φαίνονται εξαιρετικά σεμνά και τίμια, εγκαθιδρυμένα στους Θεούς και δημιουργημένα από Εκείνους, χωρίς όμως για το λόγο αυτό να μεμφόμαστε τη γένεση εκείνων αλλά τη ανόητη έξη της ψυχής που έχουν τούτοι. Πράγματι, ποιός δεν θα συμφωνούσε ότι τα Μυστήρια και οι Τελετές ανυψώνουν τις ψυχές από την ένυλη και θνητή ζωή και τις συνάπτουν με τους Θεούς, ότι αφανίζουν όλη την ταραχή της αλογίας με τις νοερές ελλάμψεις τους, και ότι με το Φως των Θεών απομακρύνουν τον αόριστο και σκοτεινό χαρακτήρα των τελούμενων;»
(Βλ., Πρόκλος «Υπόμνημα εις τας Πολιτείας Πλάτωνος» 1.74.4 – 1.75.10)


[1] Οι Γίγαντες της Ελληνικής Μυθολογίας συμβολίζουν τα άλογα και ένυλα στοιχεία στις ζωές των ψυχών και στο σύμπαν.
(Βλ., Πρόκλος «Υπόμνημα εις Πλάτωνος Παρμενίδην 643.11, 643.14, 643.22, 687.27, 698.27, 849.14 », «Υπόμνημα εις Πλάτωνος Τίμαιον 1.168.25, 3.346.30»)

πηγή: odysseus69.wordpress

ΜΟΡΦΟΚΛΑΣΜΑ (ΦΡΑΚΤΑΛ) - ΜΙΑ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΔΟΜΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ

$
0
0


Το κεντρικό μαύρο σχήμα αποτυπώνει τη δομή που
έχει το σύμπαν σύμφωνα με την επιστήμη














Η μυθολογία περικλείει ολόκληρη την γνώση για τον κόσμο, το σύμπαν, τον άνθρωπο και το θείο. Η δομή, το σχήμα φράκταλ (εικόνα πάνω) που απεικονίζουν οι επιστήμες της φυσικής  και της αστρονομίας αποτυπώνεται κατά περίεργο τρόπο στη δομή που έχει ένας  ινδουιστικός ναός (εικόνα κάτω). Σε κάθε εθνική μυθολογία, όπως και στην ελληνική,  αποτυπώνεται μια διαφορετική μορφοκλασματική διάσταση του τρόπου που υπάρχει ο κόσμος.  Στην ελληνική μυθολογία οι σπείρες με την μαθηματική τους αρμονία αποτυπώνουν γαλαξιακά μορφώματα, μορφοκλασματικές δομές, που μαρτυρούν τον τρόπο που λαμβάνει χώρα η κίνηση και η δημιουργία στο σύμπαν. 

Η μορφή-δομή που έχει ένας ινδουιστικός ναός  αποτυπώνοντας ένα παρόμοιο φράκταλ
ή μορφόκλασμα ,ανάλογο της μορφής που έχει αυτό του σύμπαντος!


fractal  aether (1)
Μια απεικονιστική φωτογραφία
του σύμπαντος, πάλι το ίδιο
φράκταλ!




























Ινδουιστικός ναός στην
Καμπότζη σε μορφή
του ανωτέρω φράκταλ









Αρχαιοελληνική σπείρα - φράκταλ και αριθμός Φ.
αιώνιες δομές του σύμπαντος








κείμενο από fractalart.gr:

Στο άκουσμα της λέξης φράκταλ (σ΄ ελληνική απόδοση μορφόκλασμα) οι σκέψεις και τα συναισθήματα, που μπορεί να δημιουργηθούν σε κάποιον εξαρτώνται, σε μεγάλο βαθμό, από το μορφωτικό του υπόβαθρο και τα επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά του ενδιαφέροντα. Ένας μαθηματικός ή κάποιος τεχνοκράτης θα ισχυριστούν ότι ο όρος φράκταλ είναι ένας καθαρά μαθηματικός όρος. Αντίθετα, ένας καλλιτέχνης, ενδεχομένως , θα πει ότι φράκταλ είναι μια παράξενη γεωμετρική κατασκευή , που προσφέρει περίεργα, ιδιαίτερα και ενδιαφέροντα σχήματα για καλλιτεχνική έκφραση. Κάποιος που απλά έχει ακουστά τη λέξη, συνδέει τα φράκταλ με εντυπωσιακά σχήματα, που σχετίζονται με «βαριά» μαθηματικά και πολύπλοκες χαοτικές θεωρίες (το γνωστό πέταγμα πεταλούδας που προκαλεί καταιγίδες κτλ).

Τι ακριβώς είναι;
Για να καταλάβει κάποιος τι πραγματικά είναι το φράκταλ πρέπει πρώτα -πρώτα να κατανοήσει τα δύο βασικότερα χαρακτηριστικά του (πρακτικά είναι αλληλένδετα μεταξύ τους). Την αυτοομοιότητα και τη μη ακέραια διάσταση. Αυτοομοιότητα είναι η ιδιότητα την οποία έχουν ορισμένα σχήματα να παρουσιάζουν την ίδια (ή σχεδόν την ίδια) δομή σε διαφορετικές κλίμακες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτοομοιότητας είναι οι χάρτες των ακτογραμμών (για παράδειγμα της Βρετανίας , επειδή από εκεί τέθηκε πρώτη φορά το ερώτημα για τον ακριβή υπολογισμό του μήκους των ακτογραμμών της από τον μετεωρολόγο Fry Richardson!). Εκεί παρατηρούμε παρόμοια οφιοειδή μορφή της ακτογραμμής σε κάθε δυνατή κλίμακα. Κάθε φορά που «ζουμάρουμε» σε κάποιον κόλπο εμφανίζονται νέες λεπτομέρειες,  που δεν υπήρχαν σε μικρότερες κλίμακες, επομένως για να υπολογιστεί με ακρίβεια το μήκος της ακτογραμμής θα πρέπει να φτάσουμε στο επίπεδο του κόκκου της άμμου!
Σχήμα 1
Σχήμα 1
s2
Σχήμα 2
Πιο πιστές στην αυτοομοιότητα περιπτώσεις είναι η «σκόνη Cantor» και η καμπύλη Van Koch. Η πρώτη δημιουργείται όταν χωρίζουμε ένα ευθύγραμμο τμήμα σε τρία ίσα μέρη, αφαιρούμε το μεσαίο και επαναλαμβάνουμε διαδοχικά την διαδικασία  επ’ άπειρον στα εναπομείναντα τμήματα (Σχ. 1).

Η καμπύλη Van Koch δημιουργείται όταν χωρίσουμε και πάλι ένα ευθύγραμμο τμήμα σε τρία ίσα μέρη, αυτή τη φορά, όμως , στη θέση του κεντρικού τμήματος τοποθετούμε δύο τμήματα, ιδίου μήκους με το κεντρικό , ώστε να σχηματιστεί ένα είδος ισόπλευρου τριγώνου (Σχ. 2). Η αυτοομοιότητα είναι ξεκάθαρη καθώς αλλάζουμε κλίμακα και επαναλαμβάνεται η διαδικασία άπειρες φορές.
Οι καμπύλες αυτές μας βοηθούν να κατανοήσουμε και την άλλη περίεργη ιδιότητα των φράκταλ, δηλαδή τη μη ακέραια διάσταση.
Ας θυμηθούμε κάποια βασικά στοιχεία από τα σχολικά μας χρόνια. Ένα σχήμα,  που έχει μήκος και πλάτος και καλύπτει ένα εμβαδό είναι δισδιάστατο , επειδή ακριβώς έχει αυτές τις δύο διαστάσεις (μήκος, πλάτος), ενώ όταν υπάρχει και βάθος, τότε έχουμε τα τρισδιάστατα σχήματα. Μια καμπύλη ,όμως , δεν έχει πλάτος και για τον λόγο αυτό είναι μονοδιάστατη. Το σημείο δεν έχει διαστάσεις. Τι γίνεται ,όμως,  με την καμπύλη Van Koch; Είναι ξεκάθαρο ότι είναι «κάτι παραπάνω» από καμπύλη, αφού γεμίζει περισσότερο τον χώρο όσο πιο πολύ μεγεθύνουμε την κλίμακα (το μήκος της συνεχώς αυξάνεται!), αλλά και κάτι λιγότερο από δισδιάστατο σχήμα αφού δεν έχει πλάτος!
Εδώ ακριβώς είναι η συμβολή του γάλλου μαθηματικού Benoit Mandelbrot (πατέρας των φράκταλ), ο οποίος όρισε τη μη ακέραια διάσταση, δηλαδή διαστάσεις όπως το 1,58 (για την βρετανική ακτογραμμή) , που δείχνουν ακριβώς ότι έχουμε κάτι ενδιάμεσο μεταξύ των μονοδιάστατων και των δισδιάστατων σχημάτων. Αυτά τα σχήματα τα ονόμασε φράκταλς από την λατινική λέξη fractus (ή fractio) που σημαίνει σπασμένο, κομματιασμένο και την διάστασή τους διάσταση φράκταλ, η οποία δείχνει το πόσο «γεμίζει τον χώρο» η καμπύλη.

Χάος και φράκταλ
Σχήμα 3
Σχήμα 3
Η παράξενη ομορφιά τους σχετίζεται με την αιώνια γοητεία,  που πάντα ασκούσε στον άνθρωπο το άπειρο και το απειροστό. Όλα τα μαγευτικά παράδοξα,  που απασχόλησαν τις επιστήμες και την φιλοσοφία σχετίζονταν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο με την έννοια του απείρου. Έτσι και με τα φράκταλ βλέπουμε ότι όλες οι μη κανονικότητες εκκινούν από τις άπειρες διαδοχικές μεγεθύνσεις.

Η μεγάλη απήχηση, όμως, που απέκτησαν τα φράκταλ από τη δεκαετία του 1980 και μετά σχετίζεται με τα εντυπωσιακά σχήματα που δημιουργήθηκαν με την απεικόνιση της γοητευτικής χαοτικής θεωρίας. Χαοτικά είναι εκείνα τα φαινόμενα στα οποία πολύ μικρές αλλαγές στις αρχικές συνθήκες δίνουν τελείως διαφορετικά αποτελέσματα.
Ένα απλό παράδειγμα, που θα βοηθούσε στην κατανόηση αυτής της διατύπωσης είναι το ταξίδι Αθήνα – Θεσσαλονίκη με αυτοκίνητο. Η αρχική μας συνθήκη είναι το σημείο εκκίνησης του ταξιδιού (π.χ. η θέση στάθμευσης του αυτοκινήτου) για υπολογίζουμε τον συνολικό χρόνο του ταξιδιού μέχρι τη Θεσσαλονίκη.
Για τον ίδιο οδηγό, όχημα και συνθήκες ταξιδιού, μια αμελητέα αλλαγή στις αρχικές συνθήκες θα μπορούσε να φέρει τρομακτική αλλαγή στο τελικό αποτέλεσμα. Έτσι ας υποθέσουμε ότι ο οδηγός έχει παρκάρει το αυτοκίνητό του ελάχιστα μέτρα μακρύτερα από μια αρχική δεδομένη θέση. Θεωρητικά αυτό, από μόνο του, δεν θα έπρεπε να έχει καμία επίπτωση στη διάρκεια του ταξιδιού. Αν όμως στη νέα θέση,  που ήταν σταθμευμένο το όχημα έχει σπάσει , για παράδειγμα , ένας αγωγός ύδρευσης ,τότε μπορεί να προκληθεί τεράστια καθυστέρηση στην εκκίνηση του ταξιδιού. Ακόμη και να ακυρωθεί ! Οι  συνέπειες αυτής της καθυστέρησης είναι τελείως απρόβλεπτες και μπορεί να οδηγήσουν σε εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα. Γι’ αυτό άλλωστε είναι και αδύνατη η πρόβλεψη φαινομένων,  που εξαρτώνται από πολλές παραμέτρους. Όπως η μετεωρολογική πρόβλεψη πέραν των λίγων ημερών.
Τέτοια χαοτικά φαινόμενα συμβαίνουν και στην επίλυση απλών μιγαδικών εξισώσεων και για αυτό κάποιοι επιστήμονες προσπάθησαν να δουν για ποιες τιμές των μεταβλητών έχουμε χαοτική (δηλαδή απρόβλεπτη) συμπεριφορά και για ποιες όχι.
Υπάρχουν τιμές μεταβλητών, που βρίσκονται σε όρια. Ανήκουν στη μία ή στην άλλη κατηγορία και η γραφική απεικόνιση του συνόλου αυτών των τιμών (π.χ. σύνολα Julia από τον μαθηματικό Gaston Julia) δίνει τα διάσημα και άκρως εντυπωσιακά φράκταλ σχήματα (Σχ. 3).

Σχήμα 4
Σχήμα 4
Το γνωστότερο όλων είναι το φράκταλ του συνόλου Mandelbrot (Σχ. 4), το οποίο έγινε δυνατό να αναπαρασταθεί λόγω της εξέλιξης των υπολογιστών τις τελευταίες δεκαετίες.
Η δύναμη των φράκταλ εντοπίζεται στη δυνατότητα να συνδυάζουν πολλά εντυπωσιακά πράγματα ταυτόχρονα. Περιγράφουν τις τόσο παράξενες χαοτικές συμπεριφορές, χαρακτηρίζονται από αυτοομοιότητα, έχουν μη ακέραια διάσταση. Παραλλήλως είναι πανέμορφα και αποδίδουν σουρεαλιστικές μορφές , που δεν μπορούσαμε να φανταστούμε, ανοίγοντας νέους δρόμους στις επιστήμες και στις τέχνες.
Είναι συγκλονιστική η ποικιλία που μπορεί να συναντήσει κάποιος τα φράκταλ και το πόσες εφαρμογές έχουν. Στη φύση φράκταλ δομή έχουν οι πνεύμονες και τα νεφρά μας, τα φύλλα πολλών δέντρων, κάποια είδη μπρόκολων, οι κεραυνοί, οι οροσειρές, ενώ εφαρμογές υπάρχουν και στην βιολογία, την γεωλογία αλλά και σε άλλες επιστήμες όπως η πληροφορική, η μετεωρολογία, η φυσική, η νευροψυχολογία κ.α. Τέλος, τα φράκταλ αποτελούν πηγή έμπνευσης για την conceptual art (εννοιακή τέχνη) και έχουν πολλές εφαρμογές στην εικονική πραγματικότητα και το animation.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που τα φράκταλ θεωρούνται από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα συνταιριάσματος τέχνης και μαθηματικών, θεωρίας και εφαρμογής, ομορφιάς και συνέπειας της γεωμετρίας με την αισθητική και το αφηρημένο, της φιλοσοφίας με την έμπνευση. Είναι οι τέχνες και οι επιστήμες μαζί.

κείμενο από esoterica.gr:

Εφαρμογές της αυτοομοιότητας
Η έννοια της αυτο-ομοιότητας δε συναντάται όμως μόνο στη φύση ή στην τέχνη. Όπως προαναφέρθηκε, τείνει να συμβαίνει και σε τεχνητά -κατασκευασμένα ή παράγωγα- περιβάλλοντα, καθώς και σε άλλους τομείς, διαστάσεις ή συστήματα του κόσμου μας. Αυτο-ομοιότητα παρατηρείται στα φαινόμενα του χρόνου και την ιστορία, στις λειτουργίες του ανθρώπινου εγκεφάλου όπως η μνήμη, στη δομή της κοινωνίας, στην ανάπτυξη της οικονομίας, στη κατανομή της εργασίας, και στη δομή του κτισμένου χώρου μεταξύ άλλων. Έτσι, πολλοί μελετητές τα τελευταία χρόνια έχουν διερευνήσει τη σκοπιμότητα εφαρμογής της έννοιας της αυτο-ομοιότητας και σε άλλες επιστήμες εκτός από τις θετικές επιστήμες και την πληροφορική, όπου αρχικά η έννοια του φράκταλ προτοεμφανίστηκε και πρωτοεφαρμόστηκε. 

Σήμερα, η έννοια του φράκταλ και της αυτο-ομοιότητας βρίσκεται στο επίκεντρο όλο και περισσότερων μελετών και θεωρείται ότι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα ερευνητικά εργαλεία. Ο Rudy Rucker και ο Carl Bovill αναφέρονται το 1987 στη "φρακταλική"δομή της μνήμης: οι αλληλοσυνδέσεις των αναμνήσεων είναι απείρως περίπλοκες και μοιάζουν με σύνολα Julia (από τα πιό γνωστά σύνολα φράκταλ). Ο Jorge Luis Borges στο μυθιστόρημά του "ο κήπος των διακλαδούμενων μονοπατιών"περιγράφει τη δομή του χρόνου σαν τη δομή ενός δέντρου με τον κορμό τα κεντρικά κλαδιά, τα κλωνάρια, τα κλαδάκια κλπ. όπου η ίδια δομή επαναλαμβάνεται.

πηγές εικόνων: fractalart, esoterica.gr, terrapapers

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΑΠΟΛΕΙΠΕΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΝ

$
0
0



"Το «Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον» του Κωνσταντίνου Καβάφη, αναφέρεται στη μεγάλη αξία που έχει η διατήρηση της αξιοπρέπειας μπροστά στην απώλεια. Ο Καβάφης παρουσιάζει τον Αντώνιο τη στιγμή που ακούει τον αόρατο θίασο να απομακρύνεται από την πόλη και συνειδητοποιεί ότι ο προστάτης θεός του τον εγκαταλείπει. Η κρίσιμη εκείνη στιγμή που ο Αντώνιος αντιλαμβάνεται ότι η ήττα του είναι δεδομένη και ότι όλα όσα απέκτησε στη ζωή του και όλα όσα σχεδίαζε για το μέλλον του, φτάνουν στο τέλος τους, έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Αντώνιος θα πρέπει να σεβαστεί τον εαυτό του και να μη φανεί λιπόψυχος...."


Σάν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεί
ἀόρατος θίασος νά περνᾶ
μέ μουσικές ἐξαίσιες, μέ φωνές –
τήν τύχη σου πού ἐνδίδει πιά, τά ἔργα σου
πού ἀπέτυχαν, τά σχέδια τῆς ζωῆς σου
πού βγῆκαν ὅλα πλάνες, μή ἀνωφέλετα θρηνήσεις.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού φεύγει.
Προ πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πως ἦταν
ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου∙
μάταιες ἐλπίδες τέτοιες μήν καταδεχθεῖς.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό, σά θαρραλέος,
σάν που ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο,
κι ἄκουσε μέ συγκίνησιν, ἀλλ’ ὄχι
με τῶν δειλῶν τά παρακάλια και παράπονα,
ὡς τελευταία ἀπόλαυσι τούς ἤχους,
τά ἐξαίσια ὄργανα τοῦ μυστικοῦ θιάσου,
κι ἀποχαιρέτα την, τήν Ἀλεξάνδρεια πού χάνεις.

[1911]

Ο Μάρκος Αντώνιος συμμετείχε το 43 π.Χ. στο σχηματισμό της Δεύτερης Τριανδρίας, μαζί με τον Οκταβιανό και το Λέπιδο, με σκοπό τη διεκδίκηση της εξουσίας του Ρωμαϊκού κράτους. Ένα χρόνο μετά, αφού είχαν νικήσει τους δολοφόνους του Ιούλιου Καίσαρα, μοιράστηκαν τα εδάφη που κατείχε η Ρώμη, δίνοντας στον Αντώνιο τις κτήσεις στην Ανατολή.

Ο Μάρκος Αντώνιος στην Κιλικία (περιοχή της Μικράς Ασίας, απέναντι από την Κύπρο) συνάντησε την Κλεοπάτρα και εντυπωσιασμένος από την ομορφιά της, αντί να την τιμωρήσει για τη βοήθεια που είχε προσφέρει στους δολοφόνους του Καίσαρα, την έκανε ερωμένη του. Ο Αντώνιος σύντομα ερωτεύτηκε με πάθος την Κλεοπάτρα και άρχισε να αμελεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στο Ρωμαϊκό κράτος και κυρίως απέναντι στη σύζυγό του την Οκταβία, η οποία ήταν αδερφή του Οκταβιανού.

Ενώ ο Οκταβιανός κατόρθωσε να εξουδετερώσει τον Λέπιδο και να συγκεντρώσει την εξουσία της Ρώμης, ο Αντώνιος σχεδίαζε να δημιουργήσει μια χωριστή αυτοκρατορία την οποία θα διοικούσε μαζί με την Κλεοπάτρα. Ο Οκταβιανός όμως αγανακτισμένος με τη στάση του Αντώνιου απέναντι στην αδερφή του και αναγνωρίζοντας τις επεκτατικές βλέψεις του εις βάρος του Ρωμαϊκού κράτους, έστρεψε τη Σύγκλητο εναντίον του, τον καθαίρεσε και κήρυξε πόλεμο κατά της Αιγύπτου. Ο πόλεμος αυτός, που ουσιαστικά ήταν ένας εμφύλιος ανάμεσα στον Οκταβιανό και τον Αντώνιο, κρίθηκε με τη ναυμαχία στο Άκτιο το 31 π.Χ. όπου οι δυνάμεις της Κλεοπάτρας και του Αντώνιου κατατροπώθηκαν.

Λίγους μήνες μετά ο Οκταβιανός κινήθηκε κατά της Αλεξάνδρειας (30 π.Χ.), και θέλοντας να χτυπήσει την πόλη και από τη στεριά και από τη θάλασσα, συγκέντρωσε ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις γύρω από την πόλη. Το τέλος του Αντώνιου ήταν πια δεδομένο.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, την παραμονή της μεγάλης επίθεσης του Οκταβιανού, ξαφνικά τη νύχτα ακούστηκαν ήχοι μελωδικών οργάνων και μεγάλη φασαρία από κόσμο που χόρευε με βακχικούς αλαλαγμούς. Ήταν σα να κινούνταν ένας θορυβώδης θίασος προς την έξοδο της πόλης και ο θόρυβος σταμάτησε μόλις πέρασε τις πύλες, γεγονός που δημιούργησε μεγάλη αίσθηση στους κατοίκους που θεώρησαν ότι ήταν ένα σημάδι ότι ο προστάτης θεός του Αντώνιου, ο Διόνυσος, τον εγκατέλειπε.

Το «Ἀπολείπειν ὁ Θεός Ἀντώνιον» του Κωνσταντίνου Καβάφη, αναφέρεται στη μεγάλη αξία που έχει η διατήρηση της αξιοπρέπειας μπροστά στην απώλεια. Ο Καβάφης παρουσιάζει τον Αντώνιο τη στιγμή που ακούει τον αόρατο θίασο να απομακρύνεται από την πόλη και συνειδητοποιεί ότι ο προστάτης θεός του τον εγκαταλείπει. Η κρίσιμη εκείνη στιγμή που ο Αντώνιος αντιλαμβάνεται ότι η ήττα του είναι δεδομένη και ότι όλα όσα απέκτησε στη ζωή του και όλα όσα σχεδίαζε για το μέλλον του, φτάνουν στο τέλος τους, έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Αντώνιος θα πρέπει να σεβαστεί τον εαυτό του και να μη φανεί λιπόψυχος. Αν ο Αντώνιος αρχίσει να παρακαλάει για τη ζωή του και αρχίσει να κλαίει, όπως θα έκανε ένας δειλός άνθρωπος, αυτό θα σήμαινε ότι πέρα από τις κτήσεις του και τα αξιώματά του, θα έχανε και κάτι πολύ πιο σημαντικό, θα έχανε την αξιοπρέπειά του.

Ο Αντώνιος υπήρξε ένας γενναίος στρατιωτικός και είχε κατορθώσει να κατακτήσει πολλά εδάφη, γεγονός που υποδεικνύει ότι θα πρέπει με παρόμοια γενναίο τρόπο να αντιμετωπίσει τώρα και την απώλεια όλων των αποκτημάτων του.

Το ποίημα του Καβάφη, βέβαια, παρόλο που αναφέρεται στον Αντώνιο στην πραγματικότητα έχει μια πολύ ευρύτερη εφαρμογή και απευθύνεται ουσιαστικά σε κάθε άνθρωπο. Ο Αντώνιος, δηλαδή, συμβολίζει κάθε άνθρωπο που έχοντας αγωνιστεί στη ζωή του για να πετύχει τους στόχους και τα όνειρά του, έρχεται κάποια στιγμή αντιμέτωπος με την απώλεια όλων αυτών. Τότε είναι που, σύμφωνα με τον ποιητή, θα πρέπει να δείξει όλη του την ψυχική δύναμη, αντιμετωπίζοντας την απώλεια με αξιοπρέπεια και χωρίς κλάματα και παρακάλια. Ο άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του, αγωνίζεται για όσα επιθυμεί, αλλά είναι πάντοτε έτοιμος να αντιμετωπίσει και το ενδεχόμενο να χάσει όσα έχει αποκτήσει.

Ο ποιητής καθοδηγεί τον Αντώνιο για το πώς θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις κρίσιμες στιγμές του τέλους. Μόλις ακουστεί ο αόρατος θίασος να περνά, μόλις δηλαδή γίνει αντιληπτό ότι πλησιάζει το τέλος, δεν υπάρχει λόγος να θρηνήσει για όσα χάνει, μιας και κάτι τέτοιο είναι μάταιο. Όσο κι αν ένας άνθρωπος θρηνεί μπροστά στο αναπόφευκτο του χαμού και της απώλειας, τίποτε δεν αλλάζει, γι’ αυτό το λόγο ο ποιητής μας προτρέπει να αποφύγουμε ένα ανώφελο συναισθηματικό ξέσπασμα.

Σαν να είσαι έτοιμος από καιρό, σαν να είσαι θαρραλέος, αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει, προτρέπει ο ποιητής, δίνοντας το βασικό μοτίβο του ποιήματος. Ο Καβάφης αναγνωρίζει ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι ποτέ έτοιμος να δει να καταστρέφονται όλα εκείνα για τα οποία πάλεψε μια ζωή και κανείς δεν έχει το κουράγιο να μείνει ψύχραιμος μπροστά σε μια τόσο απόλυτη απώλεια. Γι’ αυτό μας λέει ότι θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τη συμφορά σαν να είμαστε έτοιμοι, σαν να έχουμε το κουράγιο που χρειάζεται. Έστω κι αν μέσα μας νιώθουμε την ένταση του πόνου, θα πρέπει να μην λυγίσουμε μπροστά στην καταστροφή, θα πρέπει με κάθε τρόπο να διατηρήσουμε την αξιοπρέπειά μας.

Με απόλυτη συναισθηματική συγκράτηση θα πρέπει ο άνθρωπος να αντιμετωπίσει την καταστροφή και το κυριότερο δε θα πρέπει την ώρα που βλέπει το τέλος να πλησιάζει να αρνείται την πραγματικότητα, όσο δύσκολο κι αν είναι κάτι τέτοιο: Προ πάντων νά μή γελασθεῖς, μήν πεῖς πως ἦταν / ἕνα ὄνειρο, πώς ἀπατήθηκεν ἡ ἀκοή σου∙ Όπως ο Αντώνιος αντιλαμβάνεται ότι πλησιάζει το τέλος ακούγοντας τη συντροφιά του Θεού να εγκαταλείπει την πόλη, έτσι και για τους περισσότερους ανθρώπους υπάρχουν πάντοτε ενδείξεις ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά κι ότι κάτι κακό πρόκειται να συμβεί. Αυτές τις ενδείξεις δε θα πρέπει οι άνθρωποι να τις αγνοούν, προσπαθώντας να πείσουν τον εαυτό τους ότι όλα είναι εντάξει και πως τίποτε κακό δε θα συμβεί. Οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν τα σημάδια που τους προειδοποιούν ότι πλησιάζει η στιγμή της απώλειας.

σάν που ταιριάζει σε πού ἀξιώθηκες μιά τέτοια πόλι, / πλησίασε σταθερά πρός τό παράθυρο:Ο Αντώνιος, αλλά και κάθε άνθρωπος, που έχει πετύχει σημαντικά πράγματα στη ζωή του, θα πρέπει όταν έρθει το τέλος να σεβαστεί την προσωπική του αξία και να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Ένας στρατιωτικός που είχε την τιμή να κατέχει μια τόσο σημαντική πολιτεία όπως είναι η Αλεξάνδρεια, δεν μπορεί παρά κι ο ίδιος να είναι ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος και ως σημαντικός άνθρωπος θα πρέπει να δεχτεί το χάσιμο της αγαπημένης πολιτείας. Για έναν στρατιωτικό όπως ήταν ο Αντώνιος θα ήταν ξεπεσμός να κλαίει και να θρηνεί σκεπτόμενος ότι έρχεται η στιγμή της ήττας του.

Στην πραγματικότητα ο Αντώνιος όταν κατάλαβε ότι το όνειρο της Ανατολής φτάνει στο τέλος του, αντί να προετοιμαστεί για την ύστατη μάχη, φρόντισε να γλεντήσει όσο περισσότερο μπορούσε μαζί με την Κλεοπάτρα και στο τέλος αυτοκτόνησε.

Θα πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι όπως ο Αντώνιος στο ποίημα συμβολίζει όλους τους ανθρώπους που έρχονται αντιμέτωποι με μια σημαντική απώλεια, έτσι και η Αλεξάνδρεια λειτουργεί ως σύμβολο όλων εκείνων των πολύτιμων αποκτημάτων για τα οποία κάποιος έχει παλέψει μια ολόκληρη ζωή. Ο Αντώνιος δε χάνει μόνο την Αλεξάνδρεια, χάνει την Κλεοπάτρα, τα παιδιά που είχαν αποκτήσει μαζί, τις υπόλοιπες κτήσεις του στην Ανατολή και φυσικά την πολυτελή ζωή στην οποία είχε πλέον συνηθίσει. Ο ποιητής δεν μπορούσε βέβαια να αναφερθεί σε όλα αυτά, γι’ αυτό και τα συμπεριέλαβε όλα στο όνομα της Αλεξάνδρειας, καθιστώντας την πόλη του διαχρονικό σύμβολο των σημαντικότερων και πολυτιμότερων αποκτημάτων.

πηγή: latistor.blogspot.gr

ΤΑ ΕΠΙΤΕΥΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΔΙΑΛΟΓΙΖΟΤΑΝ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ

$
0
0


Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ αποτελεί ουσιαστικά μια φιλοσοφική προσευχή ανακάλυψηςτου  στοχαστικού είναι της ανθρώπινης ψυχής στην ανοδική της πορεία προς το ουράνιο, το συμπαντικό, το αιώνιο και το Αγαθό.  Ακολουθούν δύο αποσπάσματα από τους πλατωνικούς διαλόγους, Πολιτείακαι Συμπόσιον, σχετικά με τον ελληνικό διαλογισμό (ή αλλιώς  ενδοσκόπηση). 


Τὸ ἐπίτευγμα τοῦ Ἑλληνικοῦ Διαλογισμοῦ εἶναι ἡ ἀποπομπὴ τοῦ ἄλογου μέρους τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ ὄνειρα κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ ὕπνου, ὥστε νὰ εἶναι ἐλεύθερο τὸ λογιστικὸν μέρος νὰ ἀναλάβει τὰ καθήκοντά του.

απόσπασμα Πλάτωνος  Πολιτεία, 9. 571d-572b:

«Νομίζω ὅμως ὅτι ὅταν κάποιος ἔχει ὑγεία καὶ σωφροσύνη, καὶ πηγαίνει γιὰ ὕπνο, ἀφοῦ προηγουμένως ἔχει ἐγείρει τὸ λογιστικὸν μέρος τῆς ψυχῆς του καὶ τὸ φίλεψε μὲ ὄμορφα διανοήματα καὶ σκέψεις, τότε φθάνει σὲ μία κατάσταση περισυλλογῆς, ἐνῶ δὲν ὁδήγησε τὸ ἐπιθυμητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς του οὔτε στὴν στέρηση οὔτε στὸν κορεσμό, κι ἔστι αὐτὸ κοιμᾶται χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖ τὸ εὐγενικότερο κομμάτι μὲ ξεσπάσματα χαρᾶς ἢ λύπης, κι ἀφήνει τὸ λογιστικὸν ἀπερίσπαστο, μόνο του μὲ τὸν ἑαυτό του νὰ ἐξετάζει καὶ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἐννοήσει κάτι ποὺ δὲν τὸ γνωρίζει, εἴτε ἀπὸ τὰ περασμένα, εἴτε τωρινὸ εἴτε μελλούμενο· κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο γαληνεύει καὶ τὸ θυμοειδὲς μέσα του, ὥστε νὰ μὴν πάει νὰ πλαγιάσει μὲ τὸ κομμάτι τοῦτο τῆς ψυχῆς συγχυσμένο ἀπὸ ὀργὴ γιὰ κάποιους, κι ἀφοῦ κάνει αὐτὰ τὰ δύο νὰ καταλαγιάσουν καὶ βάλει σὲ κίνηση ἐκεῖνο τὸ τρίτο μέρος τῆς ψυχῆς, στὸ ὁποῖο συντελεῖται ὁ στοχασμός, τότε πιά πάει νὰ ἀναπαυθεῖ. Καὶ ξέρεις, βέβαια, ὅτι σὲ τέτοια κατάσταση ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι πιὸ κοντὰ στὸ ἄγγιγμα τῆς ἀλήθειας κι ὅτι οἱ φανταστικὲς παραστάσεις ποὺ τοῦ παρουσιάζονται τότε στὰ ὄνειρα κάθε ἄλλο παρὰ ἀφύσικες εἶναι.


Ἔχω τὴν γνώμη ὅτι εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τὰ λές.

Βέβαια, πήγαμε πιὸ πέρα ἀπ’ ὅσο λογαριάζαμε. Αὐτὸ ὅμως ποὺ θέλουμε νὰ ἐπισημάνουμε εἶναι τοῦτο, ὅτι στὸν καθένα μας ὑπάρχει ἕνα φοβερό, ἄγριο καὶ ἀφύσικο εἶδος ἐπιθυμιῶν, ἀκόμη καὶ σὲ ἐκείνους ἀπὸ μᾶς ποὺ θεωροῦνται μετρημένοι ἄνθρωποι. Ἡ ὕπαρξή του γίνεται ἔκδηλη στὰ ὄνειρα.»

«ὅταν δέ γε οἶμαι ὑγιεινῶς τις ἔχῃ αὐτὸς αὑτοῦ καὶ σωφρόνως, καὶ εἰς τὸν ὕπνον ἴῃ τὸ λογιστικὸν μὲν ἐγείρας ἑαυτοῦ καὶ ἑστιάσας λόγων καλῶν καὶ σκέψεων, εἰς σύννοιαν αὐτὸς αὑτῷ ἀφικόμενος, τὸ ἐπιθυμητικὸν δὲ μήτε ἐνδείᾳ δοὺς μήτε πλησμονῇ, ὅπως ἂν κοιμηθῇ καὶ μὴ παρέχῃ θόρυβον τῷ βελτίστῳ χαῖρον ἢ λυπούμενον, ἀλλ᾽ ἐᾷ αὐτὸ καθ᾽ αὑτὸ μόνον καθαρὸν σκοπεῖν καὶ ὀρέγεσθαί του αἰσθάνεσθαι ὃ μὴ οἶδεν, ἤ τι τῶν γεγονότων ἢ ὄντων ἢ καὶ μελλόντων, ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ θυμοειδὲς πραΰνας καὶ μή τισιν εἰς ὀργὰς ἐλθὼν κεκινημένῳ τῷ θυμῷ καθεύδῃ, ἀλλ᾽ ἡσυχάσας μὲν τὼ δύο εἴδη, τὸ τρίτον δὲ κινήσας ἐν ᾧ τὸ φρονεῖν ἐγγίγνεται, οὕτως ἀναπαύηται, οἶσθ᾽ ὅτι τῆς τ᾽ ἀληθείας ἐν τῷ τοιούτῳ μάλιστα ἅπτεται καὶ ἥκιστα παράνομοι τότε αἱ ὄψεις φαντάζονται τῶν ἐνυπνίων.
παντελῶς μὲν οὖν, ἔφη, οἶμαι οὕτως.

ταῦτα μὲν τοίνυν ἐπὶ πλέον ἐξήχθημεν εἰπεῖν: ὃ δὲ βουλόμεθα γνῶναι τόδ᾽ ἐστίν, ὡς ἄρα δεινόν τι καὶ ἄγριον καὶ ἄνομον ἐπιθυμιῶν εἶδος ἑκάστῳ ἔνεστι, καὶ πάνυ δοκοῦσιν ἡμῶν ἐνίοις μετρίοις εἶναι: τοῦτο δὲ ἄρα ἐν τοῖς ὕπνοις γίγνεται ἔνδηλον.»

Ο ΔΙΑΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ

Ὁ Πλάτων ἀναφέρει τὸν τρόπο ποὺ διαλογιζόταν ὁ Σωκράτης στὸν διάλογο «Συμπόσιον» 220c-d, μέσα ἀπὸ τὴν διήγηση τοῦ Ἀλκιβιάδη:

«συννοήσας γὰρ αὐτόθι ἕωθέν τι εἱστήκει σκοπῶν, καὶ ἐπειδὴ οὐ προυχώρει αὐτῷ, οὐκ ἀνίει ἀλλὰ εἱστήκει ζητῶν. καὶ ἤδη ἦν μεσημβρία, καὶ ἄνθρωποι ᾐσθάνοντο, καὶ θαυμάζοντες ἄλλος ἄλλῳ ἔλεγεν ὅτι Σωκράτης ἐξ ἑωθινοῦ φροντίζων τι ἕστηκε. τελευτῶντες δε τινες τῶν Ἰώνων, ἐπειδὴ ἑσπέρα ἦν, δειπνήσαντες—καὶ γὰρ θέρος τότε γ’ ἦν—χαμεύνια ἐξενεγκάμενοι ἅμα μὲν ἐν τῷ ψύχει καθηῦδον, ἅμα δ’ ἐφύλαττον αὐτὸν εἰ καὶ τὴν νύκτα ἑστήξοι. ὁ δὲ εἱστήκει μέχρι ἕως ἐγένετο καὶ ἥλιος ἀνέσχεν· ἔπειτα ᾤχετ’ ἀπιὼν προσευξάμενος τῷ ἡλίῳ.»

Ἀπόδοση στὰ νέα ἑλληνικὰ:

«συγκεντρωμένος σὲ μία σκέψη του στέκονταν ἀπὸ τὴν αὐγὴ στὸ ἴδιο μέρος καὶ συλλογιζόταν, καὶ ἐπειδὴ δὲν προόδευε ἡ σκέψη, ἀντί νὰ τὰ παρατήσει, ἐξακολούθησε νὰ στέκεται καὶ νὰ τὴν ζητεῖ. Καὶ ἤτανε πιὰ μεσημέρι, καὶ ὁ κόσμος τὸν ἀντιλήφθηκε καὶ ἔλεγε ὁ ἕνας στὸν ἄλλον μὲ ἀπορία ὅτι ὁ Σωκράτης ἀπὸ τὸ πρωὶ στέκεται ὄρθιος ἐκεῖ καὶ τὸν ἀπασχολεῖ κάποιο ζήτημα. Στὸ τέλος—γιατὶ βράδιασε ἐν τῷ μεταξύ—μετὰ τὸ δεῖπνο μερικοὶ Ἰωνες ἔσυραν ἔξω ἀπὸ τὶς σκηνὲς τὰ στρωσίδια τους—ἀφοῦ ἦταν καλοκαίρι τότε—ἀφ’ ἑνὸς μὲν γιὰ νὰ κοιμηθοῦν στὴν δροσιὰ καὶ ἀφετέρου γιὰ νὰ παραφυλάξουν νὰ δοῦν ἂν θὰ στεκόταν ὄρθιος ὅλην τὴν νύχτα. Καὶ αὐτὸς στεκόταν ὄρθιος ὥσπου ἐχάραξε ἡ αὐγὴ καὶ ἀνέτειλε ὁ ἥλιος. Ὕστερα προσευχήθηκε στὸν ἥλιο καὶ ἀπομακρύνθηκε.»

πηγή: facebook/ellinikosdialogismos

Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΗΣ ΣΤΗ ΕΦΕΣΟ

$
0
0


Ο ναός της Αρτέμιδος βρισκόταν στην Έφεσο της σημερινής Τουρκίας. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι χρειάστηκαν 120 χρόνια για να αποπερατωθεί ενώ είχε αρχικά ξεκινήσει από τον βασιλιά της Λυδίας, Κροίσο. Ο ναός κτίστηκε από μάρμαρο και ασβεστόλιθο, υλικά που μεταφέρθηκαν από γειτονικούς λόφους. Κάπου 120 μαρμάρινοι κίονες υποστήριζαν το κύριο τμήμα του ναού.
Κάθε κίονας είχε ύψος 20 μέτρα. Οι τεράστιοι ογκόλιθοι μεταφέρθηκαν εκεί με τροχαλίες και συνδέθηκαν με μεταλλικούς πείρους. Μετά την ολοκλήρωση της οροφής καλλιτέχνες διακόσμησαν το κτίριο με υπέροχες γλυπτές παραστάσεις. Στη μέση του ναού υπήρχε το μαρμάρινο άγαλμα της Άρτεμης.

Ο ναός υπήρξε από τους μεγαλύτερους του κλασικού κόσμου, πολύ μεγαλύτερος από τον Παρθενώνα που χτίστηκε αργότερα στην Αθήνα. Η βάση των θεμελίων του είχε μήκος 131 μέτρα και πλάτος 79 μ. Το 356 π.Χ. ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά. Τη φωτιά την έβαλε κάποιος Ηρόστρατος, που θέλησε με τον τρόπο αυτό να γίνει διάσημος.
Κατά σύμπτωση, την ημέρα της καταστροφής του ναού, γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος. Αργότερα, ο Αλέξανδρος επισκέφτηκε την Έφεσο και έδωσε διαταγής να οικοδομηθεί και πάλι ο ναός, στην ίδια θέση. Ο ναός του Αλέξανδρου επέζησε μέχρι τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Με το πέρασμα του χρόνου η λάσπη κατέκλυσε το λιμάνι της Εφέσου και η πόλη κατάντησε ασήμαντη! Οι Γότθοι λεηλάτησαν στη συνέχεια το ναό και οι πλημμύρες ολοκλήρωσαν την καταστροφή.
Το θέαμα του θαύματος ήταν τόσο εντυπωσιακό που ο Αντίπατρος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Έχω αντικρίσει την εντυπωσιακή Βαβυλώνα με τους Κρεμαστούς της Κήπους, το άγαλμα του Δία, τον Κολοσσό της Ρόδου, την Μεγάλη Πυραμίδα και το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, αλλά όταν είδα το σπίτι της Αρτέμιδος να φτάνει ως τα σύννεφα, τα υπόλοιπα αριστουργήματα έχασαν την λάμψη τους και τότε αναφώνησα: Εκτός από τον Όλυμπο, ο Ήλιος ποτέ δεν κοίταξε κάτι τόσο τεράστιο.
Σήμερα ότι απομένει από το ναό στη Έφεσο είναι λίγοι ογκόλιθοι των θεμελίων και ένας μόνο αναστηλωμένος κίονας.
Η Έφεσος βρίσκεται 50 χιλιόμετρα νοτίως της Σμύρνης. Ο Αντίπατρος το διάλεξε όπως και τα άλλα θαύματα του αρχαίου κόσμου γιατί ήταν μέρος του μεγαλείου των Αρχαίων Ελλήνων και της Ελληνιστικής περιόδου, αλλά και κομμάτι της αυτοκρατορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
πηγή: arxaiaellinika.wordpress.com

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΚΑΙ Ο ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ

$
0
0


Ο MΥΘΟΣ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

Οπως έχουμε ήδη δεί ο Διόνυσος είναι η μονάδα της Μερικής Δημιουργίας.

Γεννιέται από την ένωση του Δία και της Κόρης ( Περσεφόνης ) και είναι ο Βασιλεύς των Εγκοσμίων Θεών.

Ας θυμηθούμε ότι οι Βασιλείες του Ορφέα είναι έξι και ο Διόνυσος είναι ο τελευταίος Βασιλεύς που παίρνει το σκήπτρο από τον Δία.


( βλέπε Ορφικά Αποσπάσματα 207-208, Πρόκλος-Σχόλια στον Κρατύλο 171.20 )



Ο Ορφικός Μύθος μας λέει ότι οι Τιτάνες δίνουν στον Διόνυσο κάποια παιγνίδια για να τον απασχολήσουν, και καθώς εκείνος απασχολείται με αυτά, του επιτίθενται και τον κατασπαράσσουν.

Από τα κομμάτια του, η Καρδιά του Διονύσου σώζεται από την Αθηνά και παραδίδεται στον Δία, τα δε υπόλοιπα μέλη του μαζεύονται από τον Απόλλωνα, ο οποίος και τα θάβει στον Παρνασσό.

Ο Ζεύς μαθαίνοντας αυτό, οργίζεται και κατακεραυνώνει τους Τιτάνες και από την στάχτη τους γεννιούνται οι άνθρωποι.

Ακολούθως, ο Ζευς δίνει στην Σεμέλη να κυοφορήσει τον Διόνυσο και αφού τον κυοφορήσει, ο Ζευς τον παραδίδει πίσω στην Περσεφόνη.


_____________


Ο ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ  ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ

Γενικά όταν αναφερόμαστε σε θέματα αποσυμβολισμού και αλληγοριών, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, διότι υπάρχει ο μεγάλος κίνδυνος να παρασυρθούμε και να παρεμβάλλουμε προσωπικές απόψεις και οπτικές οι οποίες μας παραπλανούν και δεν μας δίνουν την σωστή εικόνα.

Κάθε αποσυμβολισμός πρέπει να είναι συμβατός με όλες τις λοιπές αλληγορίες και μύθους, οι οποίοι, όπως έχουμε πεί, δεν έχουν γραφτεί τυχαία, αλλά αποτελούν ένα τρόπο καταγραφής θεϊκών και οντικών σχέσεων. Ας θυμηθούμε ότι η δημιουργία ένός νέου μύθου είναι τόσο δύσκολη όσο και η εύρεση ενός νέου μαθηματικού θεωρήματος.

Γενικά περί Διονύσου έχουν λεχθεί - και λέγονται - τα μύρια όσα για αυτό και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί.

Συνεπώς, η σωστή προσέγγιση είναι να βασιζόμαστε στον αποσυμβολισμό που μας παραδίδουν οι φιλόσοφοι μας, οι οποίοι όπως θα δούμε εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο που καλύπτει η Ελληνική Θεολογία.

Ας προσπαθήσουμε να καταγράψουμε πολύ επιγραμματικά, τον αποσυμβολισμό του Μύθου του Διονύσου. Ο μελετητής, που θέλει να εμβαθύνει περισσότερο, πρέπει να ανατρέξει στα Φιλοσοφικά Κείμενα για να διευρύνει την συνειδητότητα του.

Διόνυσος ==> Βασιλεύς Εγκοσμίων Θεών και Μονάδα Μερικής Δημιουργίας

Οι Τιτάνες κατασπαράσσουν τον Διόνυσο ==> 2η Δημιουργία ( Μεριστή Δημιουργία )

( βλέπε Πρόκλος - Σχόλια στον Τίμαιο Α 132.26-30 και 173.2-4, Σχόλια στον Αλκιβιάδη 44.3-4, Σχόλια στον Κρατύλο 182, Ερμείας - Σχόλια στον Φαίδρο 93.10-13 )

Η Καρδιά του Διονύσου σώζεται από την Αθηνά ==> Καρδιά = Νούς Κόσμου
Ο Απόλλων μαζεύει τα μέλη του ==> Σώμα Διονύσου = Ψυχή Κόσμου
( Για αυτό και λέγεται ότι : "Η Ψυχή μεμέρισται Τιτανικώς, ήρμοσται δε μουσικώς")

( βλέπε Πρόκλος - Σχόλια στον Κρατύλο 182, Σχόλια στον Τίμαιο Β 146, Β 297.28-30, Σχόλια στον Παρμενίδη 808.25-29 )

Ο Ζευς κατακεραυνώνει τους Τιτάνες και από την στάχτη τους ( ή τις αναθυμιάσεις κατ'άλλη εκδοχή) γεννιούνται οι άνθρωποι
( βλέπε Ολυμπιόδωρος - Σχόλια στον Φαίδωνα I 2, 3-10 )

Ο Διόνυσος αναγεννάται από την Σεμέλη ==> Υπεύθυνος για τις επαναγεννήσεις
( βλέπε Ερμείας - Σχόλια στον Φαίδρο 55.20-28 )

Ο Ζευς επιστρέφει τον Διόνυσο στην Περσεφόνη ==> Επιστρέφει στο Νοητό.
( βλέπε Ορφικός Υμνος Λικνίτου 4-7, Ορφικός Υμνος Σεμέλης 6-8, Υμνος Πρόκλου στην Αθηνά 11-15 )

Είναι σαφές λοιπόν ότι η πρώτη μητέρα του Διονύσου είναι η Περσεφόνη, η δε Σεμέλη αναλαμβάνει να κυοφορήσει τον Διόνυσο ( όπως θα λέγαμε με σημερινούς ιατρικούς όρους : Φέρουσα ή Υποκατάστατη Μητέρα ), μέχρις ότου ο Ζευς πάρει τον Διόνυσο και τον επιστρέψει στην Περσεφόνη. Με αυτή την οπτική και λαμβανομένου υπ'όψιν ότι ο Ιακχος είναι ο Διόνυσος μωρό ( βλέπε λήμμα Ιακχος στο λεξικό Σουίδα ), μπορούμε να διακρίνουμε την σχέση Περσεφόνης-Ιάκχου-Διονύσουκαι την θεολογική πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από τον μύθο της Ελευσίνας.

( Το τι σημαίνει ότι ο Διόνυσος έχει δύο μητέρες και γιατί πρέπει να ακολουθηθεί αυτή η σειρά, θα το διαπραγματευθούμε αργότερα )

Συνεπώς πρέπει να συγκρατήσουμε ότι οι Μύθοι περί των δύο γεννήσεων του Διονύσου, δεν αποτελούν διαφορετικές εκδοχές, αλλά μια ολοκληρωμένη αλληγορική καταγραφή συγκεκριμένων θεολογικών εννοιών.


πηγή: empedotimos.blogspot

ΑΝΑΛΟΓΙΑ Η/Υ (ΥΠΟΛΟΓΙΣΤΗ) ΚΑΙ ΨΥΧΗΣ - ΕΝΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΕΝΣΑΡΚΩΣΗΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

$
0
0










Μια ακριβής αναλογία της λειτουργίας της ψυχής με την λειτουργία του  ηλεκτρονικού υπολογιστή

Μια προσπάθεια δημιουργίας ενός φυσικού μοντέλου για την ψυχή και τις ενσαρκώσεις μας, θα μπορούσε να είναι το ανάλογο της λειτουργίας ενός Ηλεκτρονικού Υπολογιστή, το οποίο είναι και κάτι που σχεδόν όλοι μας χρησιμοποιούμε, κατά το μάλλον ή ήττον.

Έτσι αν σκιαγραφίσουμε τελείως απλοϊκά την λειτουργία ενός Η/Υ θα μπορούσαμε να δούμε μια εκπληκτική αναλογία με την λειτουργία της μετενσάρκωσης, πράγμα που θα μπορούσε να μας οδηγήσει να σκεφτούμε ότι οι εφευρέτες του πρώτου Η/Υ, πολύ πιθανόν να μην αγνοούσαν τα θέματα που συζητάμε.

Έτσι τελείως απλοϊκά, ένας Η/Υ λειτουργεί ως εξής :

Έχει μια μνήμη ( RAM ) η οποία καθαρίζεται κάθε φορά που κλείνει ο υπολογιστής, η οποία είναι τελείως καθαρή όταν ανοίγει ο υπολογιστής και η οποία χρησιμοποιείται για να αποθηκεύσει προσωρινά τα δεδομένα που χρειάζεται να επεξεργασθεί ο Η/Υ, όσο είναι ανοικτός, στο τμήμα εκείνο του που αποκαλείται Επεξεργαστής.

Ένας Η/Υ έχει επίσης ένα μέσο διαρκούς αποθήκευσης που καλείται Σκληρός Δίσκος, και ο οποίος διατηρεί τα δεδομένα του ανεξάρτητα αν τροφοδοτείται ή όχι από ρεύμα, μέχρις ότου χαλάσει ή μέχρις ότου ο χρήστης του υπολογιστή αποφασίσει να τα διαγράψει. Στον σκληρό δίσκο αποθηκεύονται τα δεδομένα που επεξεργάσθηκαν στην προσωρινή μνήμη ( RAM ) κατά την διάρκεια λειτουργίας του υπολογιστή, ώστε να είναι διαθέσιμα μια επόμενη φορά που θα τεθεί σε λειτουργία.

Κάθε φορά που θέλει να επεξεργαστεί κάτι ο υπολογιστής από τον Σκληρό Δίσκο, το αποθηκεύει προσωρινά στην Προσωρινή Μνήμη ( RAM ), το επεξεργάζεται και όταν τελειώσει, αν χρειάζεται, το επαναποθηκεύει στον Σκληρό Δίσκο.

Κατά το φυσιολογικό κλείσιμο του υπολογιστή, μια συγκεκριμένη διαδικασία αποθηκεύει μόνιμα όσα δεδομένα βρίσκονται σε προσωρινές μνήμες και χρειάζονται για να μην χαθούν. Για αυτό αν ο υπολογιστής κλείσει βίαια, πολλά δεδομένα πιθανόν να χαθούν.

Η δυνατότητα σύνδεσης του Υπολογιστή με άλλα συστήματα ελέγχεται από τα λεγόμενα Firewall προγράμματα.

Την όλη λειτουργία του Η/Υ την κατευθύνει το λεγόμενο Λειτουργικό Σύστημα.

Ο Υπολογιστής έρχεται σε επαφή με τον έξω κόσμο μέσω του πληκτρολογίου και της οθόνης.

Ας προσπαθήσουμε να δούμε τελείως απλοϊκά την λειτουργία της ψυχής :

Κατά την ενσάρκωση της ψυχής, όλα όσα αποκτά σαν εμπειρίες μέσω των αισθητηρίων οργάνων η ψυχή, αποθηκεύονται στον φυσικό εγκέφαλο. Από καιρό εις καιρό, η ψυχή ανατρέχει σε αναμνήσεις και σε γνώσεις που έχει "έμφυτες"και οι οποίες οι ψυχολόγοι μας λένε ότι βρίσκονται αποθηκευμένες στο υποσυνείδητο της.

Κατά την ενσάρκωση της η ψυχή περιτυλίγεται από κατάλληλο όχημα και χιτώνες, οι οποίοι εμποδίζουν την ψυχή να έχει πρόσβαση με το νοητό.

Όπως μας λένε οι διάφορες παραδόσεις, κατά τον θάνατο, η ψυχή ανατρέχει στα γεγονότα του βίου που έζησε και καθιστά μόνιμα αυτά τα οποία είναι άξια λόγου, απορρίπτοντας όσες πληροφορίες είναι άχρηστες.

Αν τώρα κάνουμε την παρακάτω αντιστοίχιση, βλέπουμε μια περίεργη ταύτιση :

RAM ~ Φυσικός Εγκέφαλος
Σκληρός Δίσκος ~ Μνήμη Ψυχής
Επεξεργαστής ~ Λογιστικό μέρος Ψυχής
Λειτουργικό Σύστημα ~ Ψυχή
Firewall ~ Χιτώνες Ψυχής
Πληκτρολόγιο/Οθόνη ~ Αισθητήρια Όργανα
Αποθήκευση Προσωρινών Δεδομένων κατά το κλείσιμο ~ Αναδρομή Ψυχής κατά τον θάνατο
Άνοιγμα/Κλείσιμο Υπολογιστή ~ Ενσάρκωση Ψυχής.

Έτσι, μεταξύ σοβαρού και αστείου, κάθε φορά που ανοίγετε τον υπολογιστή σας, συνειδητοποιήστε ότι έτσι κάνετε μια νέα ενσάρκωση των δεδομένων σας.


πηγή: empedotimos.blogspot

ΠΛΩΤΙΝΟΣ - ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ ΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΝΑ ΛΗΣΜΟΝΗΣΟΥΝ ΤΟΝ ΘΕΟ-ΠΑΤΕΡΑ ΤΟΥΣ

$
0
0




Όταν μερίστηκε το όλον της ψυχής του κόσμου, οι (ανθρώπινες) ψυχές έγιναν ακόλουθοι των Θεών. Οι απορροές των όντων από το θείο κόσμο, όσο κατεβαίνουμε επίπεδο έχαναν την αρχέγονη πληρότητα της τελείωσης που παρείχαν οι Θεοί και έπεφταν στον κόσμο της γένεσης. Για να ανέλθουν και να επιστρέψουν οι ψυχές στην αιώνια πηγή τους, πρέπει να διανύσουν ένα κύκλο μέθεξης που εκκινεί από τα  κατώτερα όντα προς τα ανώτερα. Η ψυχή μέσα στην αιωνιότητα μαθαίνει να μεθά από το θεϊκό κρασί του έρωτα και να εξυψώνεται στα πέρατα του απείρου....

Τι είναι αυτό, τέλος πάντων, που έκανε τις ψυχές να λησμονήσουν τον Θεό Πατέρα τους, μολονότι αποτελούν μέρη που κατάγονται από τον δικό του τόπο και που ανήκουν ολωσδιόλου σε εκείνον, να αγνοούν και τον εαυτό τους και εκείνον ;

Αρχή του κακού για αυτές ήταν «ἡ τόλμα καὶ ἡ γένεσις καὶ ἡ πρώτη ἑτερότης καὶ τὸ βουληθῆναι δὲ ἑαυτῶν εἶναι» (η τόλμη, η γένεση, η πρώτη ετερότητα και η βούληση να ανήκουν στον εαυτό τους). Επειδή, λοιπόν, φάνηκαν να ευχαριστιούνται με την αυτεξουσιότητά τους και έκαναν μεγάλη χρήση της αυτοκίνησής τους, διατρέχοντας την αντίθετη οδό και διανύοντας όσο μεγαλύτερη απόσταση ήταν δυνατόν[1], αγνόησαν ακόμα και το ότι αυτές προέρχονται από εκεί. Όπως ακριβώς τα παιδιά που, επειδή απομακρύνθηκαν αμέσως από τους γονείς τους και για πολύ καιρό ανατράφηκαν μακριά τους, αγνοούν και ποιος είναι ο εαυτός τους και ποιοι είναι οι γονείς τους. 

Εφόσον, λοιπόν, δεν βλέπουνε πια ούτε τον πατέρα τους ούτε τον εαυτό τους, τον εαυτό τους τον θεωρούν ανυπόληπτο (τον απορρίπτουν), από άγνοια του γένους τους, και (εκ)τιμούν άλλα πράγματα, θαυμάζοντας οτιδήποτε άλλο παρά τον εαυτό τους, οπότε, νιώθοντας έκπληξη και χαρά με αυτά τα πράγματα και εξαρτημένες από αυτά, διέρρηξαν, όσο αυτό ήταν δυνατόν, τον εαυτό τους, με περιφρόνηση/απόρριψη προς αυτό το οποίο αποστράφηκαν. Συνεπώς, η πλήρης άγνοια τους για εκείνο οφείλεται στο ότι εκτιμούν τα εδώ (αισθητά) και στο ότι περιφρονούν/απορρίπτουν τον εαυτό τους

Εκείνο, δηλ., που θαυμάζει και επιδιώκει κάτι άλλο, την ίδια στιγμή το ίδιο αυτό πράγμα παραδέχεται την κατωτερότητά του. Όταν, λοιπόν, καθιστά τον εαυτό του χειρότερο «γιγνομένων καὶ ἀπολλυμένων ἀτιμότατόν τε καὶ θνητότατον πάντων» πραγμάτων που εκτιμά, δεν θα μπορούσε ποτέ να συλλάβει στην ψυχή του ούτε την φύση ούτε την δύναμη του Θεού. Για αυτό, λοιπόν, πρέπει κανείς να μιλήσει κατά δυο τρόπους στους ανθρώπους που βλέπουν έτσι τα πράγματα, προς τα πρωταρχικά, και να τους αναγάγει μέχρι το κορυφαίο, το Ένα και πρωταρχικό. Ποιοι είναι, λοιπόν, αυτοί οι δύο τρόποι ; Ο ένας δείχνει πόσο ανάξια είναι τα πράγματα που εκτιμά τώρα η ψυχή[2], και θα το αναπτύξουμε αναλυτικότερα σε άλλη σημείο, ενώ ο δεύτερος τρόπος διδάσκει και υπενθυμίζει στην ψυχή πόσο σπουδαία είναι η καταγωγή της και πόσο μεγάλη η αξία της – κι ο τρόπος αυτός, που προηγείται του άλλου, αποσαφηνιστεί, θα διευκρινίσει κι εκείνον. Έτσι τώρα πρέπει να μιλήσουμε για αυτόν. Είναι κοντινός προς το ζητούμενό μας και θα χρησιμοποιήσουμε και στην ανάπτυξη του άλλου τρόπου. Διότι αυτό που κάνει την αναζήτηση είναι η ψυχή και πρέπει να γνωρίζει τι είδους πράγμα είναι και αναζητά, ώστε πρώτα από όλα να γνωρίσει τον εαυτό της, κατά πόσο έχει τη δύναμη να προχωρεί σε τέτοιου είδους αναζητήσεις και αν το όμμα που έχει είναι κατάλληλο για να μπορεί δει, κι αν, τέλος, η αναζήτηση είναι η προσήκουσα για αυτή. Διότι, αν πρόκειται για πράγματα ξένα, ποιος ο  λόγος ; Αν, όμως, είναι συγγενικά της, τότε και ταιριάζει και μπορεί να τα ανακαλύψει.

Κάθε ψυχή, λοιπόν, ας σκεφτεί πρώτα το εξής : αυτή είναι που δημιούργησε όλα τα ζωντανά πλάσματα, εμπνεύσασα σε αυτά ζωή, «ἅ τε γῆ τρέφει ἅ τε θάλασσα ἅ τε ἐν ἀέρι ἅ τε ἐν οὐρανῷ ἄστρα θεῖα, αὐτὴ δὲ ἥλιον, αὐτὴ δὲ τὸν μέγαν τοῦτον οὐρανόν» (όσα τρέφει η γη και όσα η θάλασσα και αυτά που είναι στον αέρα και τα θεία άστρα του ουρανού, αυτή τον ήλιο, αυτή τον μέγα τούτο ουρανό), κι η ίδια είναι που τον κόσμησε, αυτή είναι που τον οδηγεί στην κυκλική περιφορά που διέπεται από τάξη, όντως φύση διαφορετική από τα πράγματα τα οποία κοσμεί, κινεί και ζωοποιεί. Κατ’ ανάγκη , λοιπόν, είναι κάτι πολυτιμότερο από εκείνα, αφού η γένεση ή η φθορά εκείνων συμβαίνει όταν η ψυχή τα εγκαταλείπει ή τους χορηγεί τη ζωή, αλλά η ψυχή η ίδια υπάρχει για πάντα, διότι «μὴ ἀπολείπειν ἑαυτήν»

Το ποιος είναι ο τρόπος με τον οποίο χορηγεί την ζωή τόσο στο σύμπαν όσο και στα επί μέρους πράγματα ας το σκεφτεί ως εξής. Ας παρατηρήσει τη μεγάλη ψυχή, όντας η ίδια διαφορετική ψυχή, όχι μικρή, που κατέστη άξια της παρατήρησης επειδή ελευθερώθηκε από την απάτη και από ότι γοητεύει τις άλλες ψυχές και επειδή καταστάθηκε σε ησυχία. Και ήσυχο ας είναι όχι μόνο το περικείμενο σώμα της η τρικυμία του σώματος, αλλά και ολόκληρο το περιβάλλον της. Ήσυχη η γη, ήσυχη  θάλασσα και ο αήρ, και ο ίδιος ο ουρανός καλύτερος. Ας φανταστεί, μάλιστα, την ψυχή σταθερή σε αυτόν, σαν να εισρέει εντός του από παντού ερχόμενη από έξω και διαχεόμενη μέσα του, σαν από παντού να εισέρχεται και να λάμπει μέσα του. Όπως οι ακτίνες του ήλιου, φωτίζοντας ένα σκοτεινό σύννεφο, το κάνουν να λάμπει και τα δείχνουν χρυσό, έτσι και η ψυχή μπαίνει στο σώμα του ουρανού και του δίνει ζωή, αθανασία, και το ξυπνά από τον ύπνο του. Και ο ουρανός, κινούμενος με μιαν αΐδια κίνηση υπό την έμφρονα καθοδήγηση της ψυχής, γίνεται ένα ζωντανό πλάσμα που χαρακτηρίζεται από ευδαιμονία, και κατακτά την αξία του από ότι η ψυχή κατοικεί εντός του, καθώς, προτού η ψυχή εγκατασταθεί σε αυτόν, εκείνος ήταν σώμα νεκρό, γη και ύδωρ, ή μάλλον σκότος ύλης και μη-ον, «αυτό που μισούν οι θεοί – στυγέουσιν οἱ θεοι» όπως λέγει ο Όμηρος στην «Ιλιάδα, Y’,σ. 65». Θα μπορούσε μάλιστα να γίνει πι φανερή και πιο σαφής η δύναμη και η φύση της ψυχής, αν κάποιος στο σημείο αυτό αναλογιζόταν τον τρόπο με τον οποίο αυτή περιβάλλει τον ουρανό και τον κατευθύνει μέσω των δικών της βουλήσεων. 

Διότι η ψυχή έδωσε τον εαυτό της στο όλο μέγεθος του ουρανού, όσο είναι αυτό, ώστε κάθε διάσταση, μεγάλη ή μικρή, είναι έμψυχη, και το ένα σώμα κινείται εδώ και το άλλο αλλού, το ένα είναι έτσι και το άλλο αλλιώς, και μερικά είναι χωρισμένα με το να βρίσκονται σε αντίθετα μέρη του σύμπαντος και μερικά άλλα με άλλους τρόπους. Με την ψυχή όμως δεν συμβαίνει αυτό και δεν αληθεύει ότι με τον κατακερματισμό της δίνει ζωή, με ένα μέρος της για καθένα ξεχωριστό πράγμα, αλλά όλα τα πράγματα ζουν μέσω της σύνολης ψυχής, η οποία υπάρχει ολόκληρη παντού, εξομοιούμενη με τον γεννήτορα πατέρα τόσο κατά την ενότητα όσο και κατά την καθολικότητα. Χάρη στην δική της δύναμη ο ουρανός είναι κάτι ένα, μολονότι πολλαπλός και διαφορετικός από το ένα μέρος της στο άλλο, και μέσω αυτής της ψυχής ο Κόσμος τούτος είναι θεός. Θεός επίσης είναι και ο ήλιος, ως έμψυχος, και τα άλλα άστρα, αλλά και εμείς αν έχουμε κάποιο θείο στοιχείο, στον λόγο τούτο οφείλεται. Διότι «νέκυες γὰρ κοπρίων ἐκβλητότεροι – τα πτώματα έχουν μικρότερη αξία από την κοπριά» κατά τον στοχασμό του Ηράκλειτου. Αυτό όμως που για τους θεούς είναι η αιτία του να είναι οι θεοί πρέπει κατ’ ανάγκη να είναι μια θεότητα πρεσβύτερη από εκείνους. Αλλά και η δική μας ψυχή είναι ομοειδής, και, όταν την παρατηρείς ανεξάρτητη από ό,τι προσέρχεται σε αυτήν και την πάρεις αποκαθαρμένη, θα βρεις το ίδιο ακριβώς πολύτιμο πράγμα που ήταν η ψυχή, πολυτιμότερο από οτιδήποτε σωματικό. Άλλωστε, όσα τα σωματικά είναι γη. Αλλά, ακόμα κι αν ήταν πυρ, το στοιχείο τους που καίει θα τι θα ήταν ;; Ομοίως και όλα τα σύνθετα από αυτά πράγματα, ακόμα και αν τους προσθέσεις ύδωρ είτε και αήρ. Αν, όμως, πρέπει να επιζητούμε το σωματικό επειδή είναι έμψυχο, για ποιο λόγο να αδιαφορεί κανείς για τον εαυτό του.

Δεδομένου, λοιπόν, ότι η ψυχή είναι μια τόσο τίμια (πολύτιμη) και θεία οντότητα, να πιστεύεις πια πως χάρη στο ότι είναι κάτι τέτοιου είδους μπορεί να συναντήσεις τον Θεό, και με αυτό ως βάση σου να ανέβεις προς εκείνον. Σε κάθε περίπτωση δεν θα στοχεύσεις μακριά. Ούτε τα ενδιάμεσα στάδια είναι πολλά. Κράτησε λοιπόν αυτό που είναι θειότερο του θείου τούτου πράγματος, «τὸ ψυχῆς πρὸς τὸ ἄνω <γειτόνημα>», μετά από το οποίο και με προέλευση το οποίο έρχεται η ψυχή («μεθ᾽ ὃ καὶ ἀφ᾽ οὗ ἡ ψυχή»). Διότι, αν και πρόκειται για πράγμα τέτοιο όπως το έδειξε η ανάλυση μας, είναι κάποια εικόνα του ΝουΌπως ένας λόγος που προφέρεται είναι εικόνα του λόγου που βρίσκεται εντός της ψυχής, έτσι και η ίδια η ψυχή είναι ο λόγος του Νου, η σύνολη ενέργειά του και η ζωή που παρέχει προς τα έξω για τη δημιουργία μιας άλλης υπόστασης. Έτσι συμβαίνει με το πυρ : έχει την θερμότητα που παραμένει στην ίδια και τη θερμότητα που παρέχει. Πρέπει όμως να εννοήσουμε ότι εκεί η ενέργεια δεν εκρέει, αλλά, αφενός παραμένει σε αυτόν και, αφετέρου, υπάρχει ως κάτι διαφορετικό. Προερχόμενη, λοιπόν, από τον Νου, η ψυχή είναι νοητική, και ο νους έγκειται στους λογισμούς της, ενώ και η τελειότητά της πάλι προέρχεται από τον νου, σαν τον πατέρα που ανατρέφει το παιδί του το οποίο γέννησε και το οποίο σε σύγκριση με τον ίδιο τον πατέρα δεν είναι τέλειο. Η υπόσταση, λοιπόν, της ψυχής οφείλεται στον νου και η λογική της έκφραση αποβαίνει ενέργεια με το να βλέπει τον νουΠράγματι, όταν βλέπει στον νου, έχει ως εσωτερικά και οικεία στοιχεία της τις νοήσεις και τις ενέργειές της. Και μόνο τούτα πρέπει να ονομάζουμε ενέργεια της ψυχής, όσα δηλ. ενεργεί νοητώς και όσα προέρχονται από την οικεία της προσοχή

Οι κατώτερες ενέργειες της έχουν διαφορετική προέλευση και αποτελούν πάθη της κατώτερης ψυχής. Ο νους, λοιπόν, κάνει την ψυχή θεϊότερη, με το να είναι πατέρας της και με το να είναι παρών σε αυτήν.Διότι τίποτα δεν παρεμβάλλεται ανάμεσά τους εκτός από το ότι είναι διαφορετικά πράγματα : η ψυχή ως το επόμενο και το δεχόμενο, ο νους ως το είδος. Αλλά ακόμα και η ύλη του νου είναι καλή (ωραία), δεδομένου ότι είναι νοοειδής και είναι απλή. Ότι λογής πράγμα, όμως, είναι ο νους φαίνεται από το γεγονός ακριβώς ότι πρόκειται για κάτι ανώτερο από την ψυχή, η οποία είναι τόσο σπουδαία.

Αυτό θα μπορούσε να το δει κανείς και από τα παρακάτω. Αν κάποιος θαυμάζει τούτον τον αισθητό Κόσμο, βλέποντας το μέγεθός του, το κάλλος του, την τάξη της αΐδιας φοράς του και τους θεούς τους εντός αυτού – άλλους ορατούς και άλλους αόρατους – όπως και τους δαίμονες και όλα τα ζώα και τα φυτά, ας ανέβει επί το αρχέτυπο του και αληθινώτερο κι εκεί θα δει τα πάντα σε αυτό νοητά και αϊδια στην οικεία του αντίληψη και ζωή, βλέποντας τον «ἀκήρατον» νου προστάτη όλων τούτων, και την ασύλληπτη σοφία, «καὶ τὸν ὡς ἀληθῶς ἐπὶ Κρόνου βίον θεοῦ κόρου καὶ νοῦ ὄντος» (και τον αληθινό βίο του Κρόνου, του θεού που είναι “κόρος” και νους). Διότι περιέχει εντός του όλα τα αθάνατα πράγματα, κάθε νους, κάθε θεό, κάθε ψυχή, αεί ακίνητα. Γιατί λοιπόν να επιδιώκει τη μεταβολή, ενώ βρίσκεται σε καλή κατάσταση ; («Τί γὰρ ζητεῖ μεταβάλλειν εὖ ἔχων;») Που να μετακινηθεί, τη στιγμή που έχει τα πάντα ο ίδιος ;; Έτσι, τα πάντα σε αυτόν είναι τέλεια, ώστε η τελειότητα του να είναι καθολική, καθώς δεν έχει τίποτα που να μην είναι τέτοιο, καθώς δεν έχει τίποτα μέσα του που δεν νοεί. Και νοεί όχι επιζητώντας αλλά έχοντας

Η μακαριότητα του δεν είναι επίκτητη, αλλά τα πάντα είναι «ἐν αἰῶνι», και ο όντως αιώνας, τον οποίο μιμείται ο χρόνος, τρέχοντας γύρω από την ψυχή και άλλα πράγματα αφήνοντας και σε άλλα στρέφοντας την προσοχή του. Διότι γύρω από την ψυχή το ένα πράγμα έρχεται μετά το άλλο. Άλλοτε, δηλ., ο Σωκράτης, άλλοτε ένας ίππος, πάντοτε κάποιο από τα όντα. Ο Νους όμως είναι τα πάντα. Έχει, συνεπώς, τα πάντα ακίνητα στο ίδιο σημείο και «είναι μόνον» («<ἔστι μόνον>»), και το «ἔστιν» ἀεί», ενώ το μέλλον δεν υπάρχει πουθενά – διότι και τότε είναι – ούτε το παρελθόν – διότι τίποτα εκεί δεν παρήλθε -, αλλά όλα τα πράγματα παραμένουν σταθερά για πάντα, δεδομένου ότι είναι τα ίδια, ικανοποιημένα που βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση. Καθένα τους, όμως, είναι νους και ον, και  το «σύμπαν πᾶς νοῦς καὶ πᾶν ὄν, ὁ μὲν νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστὰς τὸ ὄν, τὸ δὲ ὂν τῷ νοεῖσθαι τῷ νῷ διδὸν τὸ νοεῖν καὶ τὸ εἶναι. Τοῦ δὲ νοεῖν αἴτιον ἄλλο, ὃ καὶ τῷ ὄντι· ἀμφοτέρων οὖν ἅμα αἴτιον ἄλλο» (και το σύμπαν είναι ο καθολικός νους και το καθολικό Ον : ο μεν νους υποστασιοποιεί το Ον με βάση τη νόησή του, ενώ το Ον, μέσω του ότι νοείται, δίνει στον Νου την νόηση και την ύπαρξη. Η αιτία νόησης, όμως, είναι άλλη, που είναι αιτία και της ύπαρξης)

Αμφοτέρων λοιπόν το αίτιο είναι συγχρόνως κάτι άλλο. Διότι ταυτόχρονα εκείνα και συνυπάρχουν και το ένα δεν εγκαταλείπει το άλλο, αντιθέτως το ένα τούτο είναι δυο πράγματα μαζί, Νους και Ον και νοούμενο, ο Νους κατά το νοείν (ως διαδικασία της νόησης) και το Ον κατά το νοούμενο (ως το αντικείμενο της νόησης). Διότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει νόηση, αν δεν υπάρχει ετερότητα και μαζί ταυτότητα. τα πρωταρχικά, λοιπόν, είναι ο Νους, «το Ον, η ετερότητα και η ταυτότητα». πρέπει να περιλάβουμε επίσης «την κίνηση και την στάση». Την κίνηση εφόσον υπάρχει νόηση, την στάση για να ισχύει το ίδιο. Την ετερότητα, για να υπάρχει και υποκείμενο και αντικείμενο της νόησης. Σε αντίθεση περίπτωση, αν αφαιρέσεις την ετερότητα, θα γίνει ένα και θα σιωπήσει. Αλλά και στα αντικείμενα της νόησης πρέπει να υπάρχει αμοιβαίως ετερότητας. Το ένα όμως πρέπει να χαρακτηρίζεται από ταυτότητα, επειδή είναι ένα σε σχέση προς τον εαυτό του, και κάποια κοινή ενότητα υπάρχει σε όλα. Και η διαφορά είναι ετερότητα. Τα παραπάνω, γινόμενα πλείονα, δημιουργούν τον αριθμό και το ποσόν. Και η ιδιαιτερότητα καθενός εξ αυτών δημιουργεί την ποιότητα – εκ των οποίων, ως άρχων, προέρχονται τα άλλα πράγματα.

Τούτος, λοιπόν, ο θεός που επιστατεί της ψυχής, είναι πολλαπλός («Πολὺς οὖν οὗτος ὁ θεὸς ἐπὶ τῇ ψυχῇ»). Και η ψυχή έχει την ιδιότητα να βρίσκεται ανάμεσα στα νοητά συνδεμένη μαζί τους, εφόσον «εἰ <μὴ ἀποστατεῖν> ἐθέλοι». Όταν, λοιπόν, τον πλησιάζει και, τρόπο τινά, γίνεται ένα με αυτόν, ζει αεί («Πελάσασα οὖν αὐτῷ καὶ οἷον ἓν γενομένη ζῇ ἀεί»)Ποιος γέννησε, συνεπώς, τον θεό τούτο ;; ο απλός θεός, ο πρότερος τοιούτου πλήθους, ο αίτιος τόσο του Eίναι (όντως ύπαρξη) όσο και της πολλαπλότητας τούτου, ο δημιουργός του αριθμού. Διότι ο αριθμός δεν είναι πρωταρχικός. Πράγματι, το ένα είναι πρότερο της δυάδας και η δυάδα είναι δεύτερη και, καταγόμενη από το ένα, ορίζεται από εκείνο, εκείνη όμως καθαυτή είναι αόριστη. Όταν όμως οριστεί, γίνεται πια αριθμός. Αριθμός βέβαια, ως ουσία. Αριθμός ωστόσο είναι και η ψυχή. Διότι οι όγκοι και τα μεγέθη δεν είναι πρωταρχικά. Αυτά τα παχιά πράγματα έρχονται ύστερα και η αίσθηση τα σκέφτεται ως όντα. Ούτε και στα σπέρματα το υγρό είναι πολύτιμο αλλά αυτό που δεν φαίνεται, δηλαδή ο αριθμός και ο λόγος («Οὐδὲ ἐν σπέρμασι δὲ τὸ ὑγρὸν τὸ τίμιον, ἀλλὰ τὸ μὴ ὁρώμενον· τοῦτο δὲ ἀριθμὸς καὶ λόγος»). Ο λεγόμενος, λοιπόν, εκεί αριθμός και η δυάδα είναι λόγοι και νους. Αλλά η δυάδα είναι αόριστη όταν τη συλλαμβάνουμε μέσω, θα λέγαμε, του υποκειμένου, κάθε αριθμός, όμως, που προέρχεται από αυτήν και από το ένα, είναι είδος, σαν ο νους να μορφώθηκε από τα είδη που ήρθαν εντός του. Μορφοποιείται βέβαια διαφορετικά από το ένα και διαφορετικά από τον εαυτό του, όπως η κατ’ ενέργεια όραση. Διότι η νόηση είναι η όραση που ορά, και αμφότερα είναι ένα.

Πως και ποιόν, λοιπόν, βλέπει και πως συνολικά έλαβε υπόσταση και δημιουργήθηκε από εκείνο, για να μπορεί και να βλέπει ; Διότι τώρα η ψυχή κατέχει την ανάγκη της ύπαρξης αυτών των πραγμάτων, ποθεί όμως να καταπιαστεί με εκείνο το θρυλλούμενο ανάμεσα και στους παλαιούς σοφούς ζήτημα, πως δηλ. από το ένα – εφόσον είναι τέτοιου είδους όπως το λέμε – έλαβε υπόσταση οτιδήποτε άλλο, είτε πλήθος είτε δυάδα είτε αριθμός, και πως εκείνο δεν παρέμεινε αφ’ εαυτού, αλλά από το ένα πήγασε τόσο μεγάλο πλήθος, αυτό που μπορούμε να δούμε στα όντα, θεωρούμε όμως σωστό να το ανάγουμε στο ένα. Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για αυτό έτσι, επικαλούμενοι τον ίδιο τον Θεό, όχι με λόγια που θα πούμε αλλά εκτείνοντας μέσω της ψυχής μας τον εαυτό μας σε προσευχή προς εκείνον – ικανοί κατά αυτόν τον τρόπο να προσευχηθούμε μόνοι προς μόνον. Ο θεατής, συνεπώς, καθώς ο θεός υπάρχει αφ’ εαυτού σαν μέσα σε ναό, παραμένοντας ήσυχος επέκεινα των πραγμάτων, πρέπει να θεάται αυτά που είναι αγάλματα τα οποία στέκονται πια έξω από τον νου, και ιδίως το άγαλμα που εμφανίζεται πρώτο και το οποίο κινείται. Δεδομένου ότι για το Ένα δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, δεν πρέπει να κρίνουμε ότι αυτό κινείται, αλλά ότι, αν κάτι δημιουργείται μετά από αυτό κινείται, αλλά ότι, αν κάτι δημιουργείται μετά από αυτό, τούτο συμβαίνει κατά ανάγκη ενόσω το Ένα παραμένει στραμμένο προς τον εαυτό του. 

Όταν ο λόγος μας αναφέρεται στα αεί όντα, πρέπει να απομακρύνουμε την σκέψη σχετικά με την εν χρόνω γένεση. Συνδέοντας με τον λόγο την γένεση με αυτά τα όντα, θα τους αποδώσουμε αιτία και τάξη. Πρέπει να πούμε ότι αυτό που λαμβάνει γένεση καταγόμενο από το ένα το κάνει χωρίς το Ένα να κινείται. Πράγματι, εάν κάτι λαμβάνει γένεση μετά από την κίνηση του Ενός, θα ήταν τρίτο κατά σειρά από το Ένα, εφόσον θα έρχονταν μετά την κίνηση, και όχι δεύτερο. Αν υπάρχει, λοιπόν, κάτι δεύτερο μετά το Ένα, πρέπει να υπάρχει με την ακινησία του Ενός χωρίς καμία κλίση του ή εκδήλωση της βούλησης του και χωρίς καθόλου να κινηθεί. Τότε, πως συμβαίνει η γένεση του και τι πρέπει να σκεφτεί κατά την παραμονή του περί το Ένα ;; Πρέπει να είναι μια έκλαμψη που προέρχεται από αυτό, ενώ το ίδιο παραμένει αμετάβλητο, σαν το λαμπρό φως του ήλιου το οποίο, λέγαμε, τρέχει ολόγυρα του, γεννώμενος διαρκώς από αυτόν ο οποίος παραμένει αμετάβλητος. Και όλα τα όντα, όσο εξακολουθούν να υπάρχουν, από τη δική τους ουσία και σε συνδυασμό προς την παρούσα δύναμη τους κατ’ ανάγκη παράγουν μια υπόσταση που τα περιβάλλει και που κατευθύνεται προς τα έξω, κάτι που μοιάζει με εικόνα των αρχετύπων από τα οποία παρήχθη. Το πυρ παράγει θερμότητα η οποία παράγεται από αυτό. Και το χιόνι μόνο του μέσα του το ψυχρό. Αυτό το δείχνουν ιδίως όλα τα εύοσμα πράγματα. Όσο υπάρχουν, κάτι αναδίδεται από αυτά ολόγυρά τους, κι όποιος βρίσκεται κοντά τους απολαμβάνει την ύπαρξή τους. Όλα τα πράγματα, όταν φτάνουν στην τελειότητά τους, γεννούν. Το Ένα κατέχει αιώνια τελειότητα και συνεπώς γεννά αιώνια. Κι αυτό που γεννά είναι κατώτερο από τον εαυτό του. Τι πρέπει να πούμε λοιπόν, για τον κατ’ εξοχήν τέλειο ; 

Τίποτα δεν μπορεί να γεννηθεί από αυτόν παρά μόνο τα μέγιστα μετά από τον ίδιο πράγματα. Το μέγιστο και δεύτερο μετά από αυτόν είναι ο Νους. Πράγματι, ο νους τον ορά και χρειάζεται μόνον αυτόν. Εκείνος όμως δεν χρειάζεται καθόλου τον νου και αυτόν που γεννιέται από κάτι ανώτερο του νου είναι νους, και ο νους υπερέχει όλων των πραγμάτων, διότι τα άλλα πράγματα έρχονται μετά από αυτόν. Όπως η ψυχή είναι ο λόγος είναι κάποιας μορφής ενέργεια του νου, έτσι ακριβώς ο νους είναι ο λόγος του Ενός. Αλλά ο λόγος της ψυχής είναι αμυδρός – είδωλο καθώς είναι του νου -, για αυτό και πρέπει να ορά προς εκείνον, για να είναι νους. Και τον ορά, όχι χωρισμένος από αυτόν, αλλά διότι έρχεται μετά από αυτόν και δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα ψυχής και νου. Το καθετί επιθυμεί τον γεννήτορά του και τον αγαπά, ιδίως όταν γεννήτορας και τέκνο είναι μόνοι τους. Όταν όμως ο γεννήτορας είναι το άριστο ΟΝ, το τέκνο συνυπάρχει αναγκαστικά με αυτόν, δεδομένου ότι χωρίζεται από αυτόν μόνον κατά την ετερότητα.

Λέμε όμως ότι ο νους είναι εικόνα εκείνου. Διότι πρέπει να μιλήσουμε σαφέστερα. Πρώτα, λοιπόν, χρειάζεται να πούμε ότι αυτό που λαμβάνει γένεση πρέπει να είναι κατά κάποιον τρόπο εκείνο το Ένα, να διατηρεί πολλά στοιχεία του και να εκφράζει ομοιότητα προς αυτό, όπως συμβαίνει με το φως και τον ήλιο. Αλλά το Ένα δεν είναι νους. Πώς τότε γεννά τον νου ; Επειδή ορά επιστρέφοντας προς τον εαυτό του – αυτή η όραση είναι ο νους. Διότι αυτό που καταλαμβάνει κάτι άλλο είναι η αίσθηση ή ο νους. Η αίσθηση είναι μια γραμμή και τα λοιπά. Αλλά ο κύκλος είναι τέτοιου είδους ώστε να μπορεί να μοιραστεί. Με τούτο όμως δεν συμβαίνει έτσι. Και εδώ υπάρχει το Ένα, αλλά το Ένα είναι η δύναμη όλων των πραγμάτων. Τα πράγματα, λοιπόν, των οποίων είναι δύναμη, τα παρατηρεί η νόηση σαν, θα λέγαμε, να αποχωρίζεται από τη δύναμη. Αλλιώς δεν θα ήταν νους. Άλλωστε και ο νους διαθέτει από μόνος του ένα είδος συναίσθησης της δύναμης, ότι μπορεί δηλ. να γεννά ουσία. Ο νους, βέβαια, καθαυτόν ορίζει την ύπαρξη του όσο αφορά τον ίδιο μέσω της δύναμης η οποία προέρχεται από το Ένα, και επειδή η ουσία του μοιάζει με ένα κάποιο μέρος εξ όσων ανήκουν στο Ένα και προέρχεται από το Ένα, εν δυναμώνεται από το Ένα και τελειώνεται στην ουσία του δια του Ενός. 

Ο νους όμως βλέπει προς αυτό, σαν κάτι διαιρετό που προήλθε από αδιαίρετο, ότι από εκεί, προέρχονται και η ζωή και η νόηση και τα πάντα, διότι το Ένα δεν είναι κάτι από τα πάντα. Αυτός, δηλαδή, είναι ο τρόπος με τον οποίο τα πάντα προέρχονται από εκείνον, διότι εκείνος δεν κατέχεται από καμία μορφοποίηση. Εκείνος είναι τα Ένα μόνο. Και αυτός θα μπορούσε να είναι τα πάντα ανάμεσα στα όντα. Για τούτο εκείνος δεν είναι κανένα από τα πράγματα στον νου, αλλά τα πάντα προέρχονται εξ αυτού. Για τον λόγο αυτό και είναι ουσίες. Διότι είναι ήδη ορισμένο και το καθένα τους έχει κάτι σαν σχήμα. Το ΟΝ, όμως, δεν πρέπει να αιωρείται, τρόπος του λέγειν, μέσα στην αοριστία, αλλά πρέπει να παγιώνεται από όρια και σταθερή θέση. Στον νοητό Κόσμο, τώρα, σταθερή θέση σημαίνει ορισμός και σχήμα, πράγματα από τα οποία λαμβάνει την υπόστασή του. Ο νους τούτος ανήκει «σε αυτή την γενιά», η οποία είναι άξια του καθαρότατου νου, που δεν εκπηγάζει από αλλού παρά μόνο από την πρώτη αρχή, και αφότου δημιουργηθεί γεννά όλα τα πράγματα μαζί του, όλο το κάλλος των Ιδεών και όλους τους νοητούς Θεούς. Γεμάτος από αυτά που γέννησε, είναι σαν να τα κατάπιε πάλι αφού τα κρατάει σε αυτόν και ούτε ξεπέφτουν στην ύλη ούτε πάνε για να ανατραφούν κοντά στην Ρέα, όπως τα μυστήρια και οι μύθοι σχετικά με τους θεούς λένε υπαινικτικά ότι ο Κρόνος, ο σοφότατος θεός, προτού γεννηθεί ο Δίας ξαναπήρε για να έχε μέσα του τα παιδιά που γέννησε, και κατά αυτόν τον τρόπο είναι πλήρης και νους σε κορεσμό. Μετά από αυτά, λένε, γέννησε τον Δία, που είναι πια κόρος. Διότι ο νους γεννά την ψυχή, όντας τέλειος νους. 

Αφού, άλλωστε, ήταν τέλειος, έπρεπε να γεννά και να μη μένει άγονη τόσο μεγάλη δύναμη. Το τέκνο του, όμως, δεν ήταν δυνατόν να είναι ανώτερο από εκείνον- ούτε κι εδώ συμβαίνει αυτό – αλλά έπρεπε να είναι μια κατώτερη εικόνα του και κατά τον ίδιο τρόπο αόριστη – που οριζόμενη, όμως, από τον γεννήτορά της λαμβάνει μορφή. Και το γέννημα του νου είναι μια λογική αρχή και υπόσταση, αυτό το οποίο διανοείται. Πρόκειται για αυτό που κινείται περί του νου, είναι φως και ίχνος του νου εξαρτημένο από εκείνον, ενωμένο μαζί κατά το ένα μέρος και έτσι πλήρες αυτού, απολαύοντας αυτόν, μετέχοντας σε αυτόν και σκεπτόμενο, ενώ κατά το άλλο μέρος εφαπτόμενο με τα πράγματα που έρχονται μετά από αυτό, ή μάλλον γεννώντας κι αυτό εκείνα που αναγκαστικά πρέπει να είναι κατώτερα της ψυχής. Για αυτά θα μιλήσουμε αργότερα. Μέχρι εδώ, λοιπόν, φτάνουν τα θεία.

Για τούτο και ο Πλάτων λέει ότι είναι τριπλά “άπαντα τα σχετικά με τον βασιλιά των πάντων” – εννοεί βέβαια τα πρωταρχικά – “και τα δεύτερα σχετικά με τον δεύτερο και το τρίτα με το τρίτο”. Λέει επίσης ότι υπάρχει «πατέρας του αίτιου» και με το αίτιο εννοεί τον Νου. Διότι γι’ αυτόν δημιουργός είναι ο νους. Τούτος, λέει ο Πλάτων, δημιουργεί την ψυχή στον γνωστό κρατήρα. Πατέρα του νου, που είναι το αίτιο, ονομάζει το αγαθό και αυτό που βρίσκεται επέκεινα του νοός και “επέκεινα της ουσίας”. Σε πολλά σημεία επίσης ονομάζει το ΟΝ και τον Νου Ιδέα. Ώστε ο Πλάτων γνώριζε ότι ο νους προέρχεται από το αγαθό και η ψυχή από τον νου. Τα λόγια μας τούτα, συνεπώς, δεν είναι καινούρια ούτε ανήκουν στο σήμερα, αλλά ειπώθηκαν στον παρελθόν, όχι εν εκτάσει, ενώ αυτά που λέμε τώρα αποτελούν ερμηνεία εκείνων, επικαλούμενα τα κείμενα του Πλάτωνα ως επιβεβαίωση του ότι είναι οι απόψεις αυτές αρχαίες. Ο Παρμενίδης επίσης, πιο παλιά, διατύπωσε μια ανάλογη γνώμη, καθόσον ταύτισε ΟΝ και ΝΟΥ χωρίς να το τοποθετήσει το ΟΝ μεταξύ των αισθητών πραγμάτων, λέγοντας “το νοείν και το Είναι ένα και το αυτό είναι” (<τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστί τε καὶ εἶναι>). Και λέει ότι το ΟΝ τούτο είναι “ακίνητο” – μολονότι του προσθέτει τη νόηση – αφαιρώντας του κάθε σωματική κίνηση, για να παραμένει αμετάβλητο, και το παρομοίασε με “τον όγκο της σφαίρας”, διότι η νόηση δεν του είναι κάτω εξωτερικό, αλλά βρίσκεται στον ίδιο τον εαυτό του. Όταν, όμως, στα συγγράμματα  του λέει ότι ήταν ένα, επικρίθηκε διότι το ένα τούτο βρέθηκε να είναι πολλά. Ο πλατωνικός “Παρμενίδης”, ωστόσο, μιλάει με περισσότερη ακρίβεια, διακρίνοντας μεταξύ τους το πρώτο Ένα, που είναι το «κυριώτερον ἕν, καὶ δεύτερον <ἓν πολλὰ> λέγων, καὶ τρίτον <ἓν καὶ πολλά>». Και κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι κι αυτός σύμφωνος με την θεωρία των τριών φύσεων.

Ο Αναξαγόρας, εξάλλου, όταν λέει ότι ο νους είναι καθαρός και αμιγής, θέτει και αυτός ότι η πρώτη αρχή είναι απλή και ότι το Ένα είναι χωριστό, λόγω της αρχαιότητάς του όμως δεν έδωσε ακριβή εξήγηση. Και ο Ηράκλειτος γνωρίζει ότι το Ένα είναι αϊδιο και νοητό, διότι τα σώματα τελούν σε διαρκή διαδικασία γένεσης και ροής. Κατά τον Εμπεδοκλή, τώρα, το μεν ”νείκος” διαιρεί η δε “φιλία” είναι το ένα – κι αυτός επίσης ασώματο το θεωρεί -, ενώ τα στοιχεία λειτουργούν ως ύλη. Αργότερα, ο Αριστοτέλης κάνει χωριστή  την πρώτη αρχή και νοητή, αλλά, όταν λέει ότι “νοεί η ίδια τον εαυτό της”, δεν την κάνει πάλη πρώτη. Δημιουργώντας μάλιστα πολλά αλλά νοητά όντα με διαφορετικό τρόπο από ότι ο Πλάτων, προχωρώντας σε ένα εύλογο συλλογισμό που δεν έχει στο στοιχείο της ανάγκης. Θα μπορούσε, ωστόσο, να εξετάσει κάποιος αν είναι καν εύλογος. Διότι περισσότερο εύλογο θα ήταν όλες οι σφαίρες, συμβάλλοντας σε μια και ενιαία διάταξη, να αποβλέπουν σε μια αρχή, την πρώτη. Επίσης, θα μπορούσε κάποιος να ερευνήσει αν, κατά Αριστοτέλη, τα πολλά νοητά προέρχονται από ένα, το πρώτο, ή αν στον νοητό Κόσμο υπάρχουν πολλές πρώτες αρχές. Και αν προέρχονται από ένα, θα υπάρχει προφανώς αναλογία με τις ουράνιες σφαίρες στον αισθητό Κόσμο, όπου η καθεμία περιέχει την άλλη και μια, η εξωτερική, επικρατεί. Ώστε και εκεί το πρώτο περιέχει τα άλλα και θα είναι Κόσμος νοητός. 

Και όπως εδώ οι σφαίρες δεν είναι κενές, αλλά η πρώτη είναι μεστή άστρων ενώ και οι άλλες περιέχουν άστρα, έτσι και εκεί οι κινούσες αρχές περιέχουν πολλά όντα, και τα όντα στον Κόσμο εκείνο θα αληθέστερα. Αν όμως το καθένα τους είναι αρχή, οι αρχές διέπονται από το τυχαίο. Και για πιο λόγο θα συνυπάρχουν και θα εκδηλώνουν τη συμφωνία τους για ένα έργο, την αρμονία του σύμπαντος ουρανού; Πως όμως τα αισθητά όντα στον ουρανό είναι ίσα με κινούντα και νοητά ; Πως εξάλλου τα νοητά μπορούν να είναι πολλά, όντας κατά αυτό τον τρόπο ασώματα και χωρίς να τα διαιρεί η ύλη ; Συνεπώς, από τους αρχαίους φιλοσόφους αυτοί που συντάσσονται με τον Πυθαγόρα και τους οπαδούς του και με τον Φερεκύδη βρέθηκαν κοντά προς αυτή τη φύση. Μερικοί από αυτούς πάντως επεξεργάστηκαν το ζήτημα στα ίδια τα κείμενά τους, άλλοι όμως δεν το έκαναν στα γραπτά τους αλλά στις άγραφες ομαδικές συζητήσεις τους ή δεν καταπιάστηκαν με το θέμα.

Το ότι, λοιπόν, πρέπει να νομίζουμε πως έτσι έχουν τα πράγματα, πως το Ένα είναι επέκεινα του Όντος, τέτοιο που ήθελε να το αποδείξει η ανάλυσή μας, όσο μπορεί να υπάρχει απόδειξη για αυτά τα ζητήματα, και πως αμέσως μετά έρχονται τον ΟΝ και ο Νους και στην τρίτη θέση η φύση της Ψυχής, έχει ήδη αποδειχτεί. Και όπως στην Φύση υπάρχουν αυτά τα τρία, στα οποία αναφερθήκαμε, έτσι πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτά υπάρχουν και σε εμάς. Δεν εννοώ ως αισθητά – τα τρία εκείνα, άλλωστε είναι χωριστά – αλλά ως πράγματα έξω της σφαίρας των αισθητών, και το “έξω” χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία όπως στο ότι εκείνα τα όντα βρίσκονται έξω του σύμπαντος ουρανού. Έτσι συμβαίνει και με τον άνθρωπο, καθώς αναφέρεται ο Πλάτων (Πολιτεία 587a) στον “έσω άνθρωπο”. Και η δική μας ψυχή, λοιπόν, είναι κάτι θείο και διαφορετικής φύσεως, όποιου ακριβώς είδους και η σύνολη φύση της ψυχής. Και τέλεια είναι η ψυχή που έχει νου. Ένας νους είναι αυτός που λογίζεται και άλλος αυτός που δίνει τη δυνατότητα του λογισμού. Το λογιζόμενο τούτο μέρος της ψυχής, λοιπόν, που δεν έχει ανάγκη κανενός σωματικού οργάνου για να λογίζεται, αλλά διατηρεί την ενέργεια του καθαρή για να μπορεί να λογίζεται με καθαρότητα, αν κάποιος το τοποθετούσε στην περιοχή του πρώτου νοητού, με τη σκέψη ότι πρόκειται για κάτι χωριστό και όχι αναμεμειγμένο με τα σώματα, δεν θα έκανε λάθος. Διότι δεν πρέπει να αναζητούμε τόπο όπου θα το εγκαταστήσουμε, αλλά το κάνουμε να υπάρχει έξω από κάθε τόπο. Πράγματι, έτσι είναι το καθαυτό, το έξω και άυλο, όταν είναι μόνο του και δεν έχει τίποτα από την φύση του σώματος. 

Για τούτου και λέει επίσης, προκειμένου για το σύμπαν, ότι ο δημιουργός τοποθέτησε γύρω από αυτό την ψυχή “απ’ έξω”, δηλώνοντας το μέρος της ψυχής που παραμένει στην περιοχή του νοητού. Και προκειμένου για εμάς λέει επικρύπτων ότι η ψυχή βρίσκεται «στην κορυφή της κεφαλής». Και η προτροπή του για τον αποχωρισμό δεν έχει τοπικό χαρακτήρα – διότι το ανώτερο τούτο μέρος της ψυχής είναι από την φύση του κεχωρισμένο – αλλά συνδέεται με τη νεύση και με τις φαντασίες και με την αλλοτριότητά μαςαπο το σώμα, αν μπορούσε κανείς με κάποιο τρόπο να κάνει αναγωγή και του εναπομένοντος είδους και να συμπεριλάβει στην μετακίνησή μας προς τα επάνω και το μέρος τη ψυχής που είναι εγκατεστημένο εδώ, που μόνο αυτό είναι ο δημιουργός και πλαστουργός του σώματος, το οποίο αποτελεί και το αντικείμενο της ενασχόλησής του.

Καθώς, λοιπόν, υπάρχει η ψυχή, η οποία λογίζεται σχετικά με τα δίκαια και το κάλλος, και ο λογισμός, ο οποίος ερευνά για το αν τούτο είναι δίκαιο και εκείνο ωραίο, αναγκαστικά πρέπει να υπάρχει και κάποιο σταθερό δίκαιο, από το οποίο προέρχεται και ο λογισμός στην περιοχή της ψυχής. Αλλιώς πως θα μπορούσε να λογιστεί ; Και αν η ψυχή άλλοτε λογίζεται σχετικά με αυτά και άλλοτε όχι, πρέπει να βρίσκεται μέσα μας ο μη λογιζόμενος αλλά πάντοτε κατέχων το δίκαιο νους, και πρέπει να βρίσκεται και του νου η αρχή, αιτία και θεός – δεν είναι διαιρετός, αλλά παραμένει, και δεν παραμένει σε τόπο – ο οποίος γίνεται θεατός σε πολλά, σε καθένα από τα ικανά να τον δέχονται ως άλλο τους εαυτό, όπως ακριβώς και το κέντρο ενός κύκλου υπάρχει καθαυτό, αλλά καθεμία από τις ακτίνες του κύκλου έχει ένα σημείο στο κέντρο τούτο και οι γραμμές δίνουν σε αυτό την ιδιαιτερότητα τους. Μέσω κάποιου ανάλογου μέσα μας βρισκόμαστε σε επαφή με τον Θεό, συνυπάρχουμε και εξαρτιόμαστε από αυτόν. Και όσοι κλίνουμε προς αυτόν είμαστε εγκατεστημένοι εντός του.

Πως λοιπόν, τη στιγμή που κατέχουμε τόσο σπουδαία πράγματα, δεν καταπιανόμαστε με αυτά αλλά μένουμε, ως επί τα πολλά, άπραγοι στις τέτοιου είδους ενέργειες, και μερικοί μάλιστα δεν ενεργούν καθόλου ;; Εκείνοι ασχολούνται διαρκώς με τις δικές τους ενέργειες, ο νους και το προ του νου πάντοτε αφ’ εαυτού, και η ψυχή – το “αεικίνητο” – κατ’ αυτόν τον τρόπο. Διότι δεν αληθεύει πως οτιδήποτε βρίσκεται στην ψυχή είναι αμέσως αισθητό, αλλά έρχεται σε εμάς όταν φτάνει στην αίσθηση. Όταν όμως καθένα ενεργητικό στοιχείο δεν μεταδίδει τη δραστηριότητα του στο αισθητηριακό, η δραστηριότητα αυτή δεν έχει διαπεράσει ολόκληρη την ψυχή. Δεν ερχόμαστε λοιπόν σε γνώση του ακόμα, καθώς συνοδευόμαστε από το αισθητηριακό μέρος και δεν είμαστε μέρος της ψυχής αλλά ολόκληρη η ψυχή. Επί πλέον, καθένα από τα μέρη της ψυχής, ως αιωνίως ζωντανό, επιδίδεται πάντοτε αφ’ εαυτού στις δικές του δραστηριότητες. Όσο για την γνώμη του, αυτή έρχεται όταν συμβεί η μεταβίβαση προς το αισθητηριακό σημείο και η αντίληψη. Πρέπει, λοιπόν, αν πρόκειται να υπάρξει αντίληψη των κατ’ αυτό τον τρόπο παρόντων στοιχείων, να στρέψουμε προς τα έσω την αντιληπτική μας δύναμη και να την κάνουμε να δώσει της προσοχή της εκεί. Όπως, όταν κάποιος περιμένει να ακούσει τη φωνή που θέλει να ακούσει, απομακρύνεται από τους άλλους ήχους, εκτείνοντας την ακοή του προς εκείνο που, όταν πλησιάσει, είναι το κάλλιστο άκουσμα, έτσι κι εδώ πρέπει να αφήσουμε τα αισθητά ακούσματα, παρεκτός στον βαθμό που είναι αναγκαίο να τα ακούσουμε, και να διατηρήσουμε την αντιληπτική δύναμη της ψυχής καθαρή και έτοιμη να ακούσει τους άνω φθόγκους.»

Πηγή : από την 5η Εννεάδα του Πλωτίνου (Κεφάλαιο 1ον : «Περί των τριών πρώτων υποστάσεων, 5.1.1.1 – 5.1.12.20).

       Enneades 5.1.1.1 ` to     Enneades 5.1.12.20
1. Τί ποτε ἄρα ἐστὶ τὸ πεποιηκὸς τὰς ψυχὰς πατρὸς θεοῦ ἐπιλαθέσθαι, καὶ μοίρας ἐκεῖθεν οὔσας καὶ ὅλως ἐκείνου ἀγνοῆσαι καὶ ἑαυτὰς καὶ ἐκεῖνον; Ἀρχὴ μὲν οὖν αὐταῖς τοῦ κακοῦ ἡ τόλμα καὶ ἡ γένεσις καὶ ἡ πρώτη ἑτερότης καὶ τὸ βουληθῆναι δὲ ἑαυτῶν εἶναι. Τῷ δὴ αὐτεξουσίῳ ἐπειδήπερ ἐφάνησαν ἡσθεῖσαι, πολλῷ τῷ κινεῖσθαι παρ᾽ αὐτῶν κεχρημέναι, τὴν ἐναντίαν δραμοῦσαι καὶ πλείστην ἀπόστασιν πεποιημέναι, ἠγνόησαν καὶ ἑαυτὰς ἐκεῖθεν εἶναι· ὥσπερ παῖδες εὐθὺς ἀποσπασθέντες ἀπὸ πατέρων καὶ πολὺν χρόνον πόρρω τραφέντες ἀγνοοῦσι καὶ ἑαυτοὺς καὶ πατέρας. Οὔτ᾽ οὖν ἔτι ἐκεῖνον οὔτε ἑαυτὰς ὁρῶσαι, ἀτιμάσασαι ἑαυτὰς ἀγνοίᾳ τοῦ γένους, τιμήσασαι τἆλλα καὶ πάντα μᾶλλον ἢ ἑαυτὰς θαυμάσασαι καὶ πρὸς αὐτὰ ἐκπλαγεῖσαι   καὶ ἀγασθεῖσαι καὶ ἐξηρτημέναι τούτων, ἀπέρρηξαν ὡς οἷόν τε ἑαυτὰς ὧν ἀπεστράφησαν ἀτιμάσασαι· ὥστε συμβαίνει τῆς παντελοῦς ἀγνοίας ἐκείνου ἡ τῶνδε τιμὴ καὶ ἡ ἑαυτῶν ἀτιμία εἶναι αἰτία. 

Ἅμα γὰρ διώκεται ἄλλο καὶ θαυμάζεται, καὶ τὸ θαυμάζον καὶ διῶκον ὁμολογεῖ χεῖρον εἶναι· χεῖρον δὲ αὐτὸ τιθέμενον γιγνομένων καὶ ἀπολλυμένων ἀτιμότατόν τε καὶ θνητότατον πάντων ὧν τιμᾷ ὑπολαμβάνον οὔτε θεοῦ φύσιν οὔτε δύναμιν ἄν ποτε ἐν θυμῷ βάλοιτο. Διὸ δεῖ διττὸν γίγνεσθαι τὸν λόγον πρὸς τοὺς οὕτω διακειμένους, εἴπερ τις ἐπιστρέψει αὐτοὺς εἰς τὰ ἐναντία καὶ τὰ πρῶτα καὶ ἀνάγοι μέχρι τοῦ ἀκροτάτου καὶ ἑνὸς καὶ πρώτου. Τίς οὖν ἑκάτερος; Ὁ μὲν δεικνὺς τὴν ἀτιμίαν τῶν νῦν ψυχῇ τιμωμένων, ὃν ἐν ἄλλοις δίιμεν ἐπιπλέον, ὁ δὲ διδάσκων καὶ ἀναμιμνήσκων τὴν ψυχὴν οἷον τοῦ γένους καὶ τῆς ἀξίας, ὃς πρότερός ἐστιν ἐκείνου καὶ σαφηνισθεὶς κἀκεῖνον δηλώσει. Περὶ οὗ νῦν λεκτέον· ἐγγὺς γὰρ οὗτος τοῦ ζητουμένου καὶ πρὸ ἔργου πρὸς ἐκεῖνον. Τὸ γὰρ ζητοῦν ἐστι ψυχή, καὶ τί ὂν ζητεῖ γνωστέον αὐτῇ, ἵνα αὑτὴν πρότερον μάθῃ, εἰ δύναμιν ἔχει τοῦ τὰ τοιαῦτα ζητεῖν, καὶ εἰ ὄμμα τοιοῦτον ἔχει, οἷον ἰδεῖν, καὶ εἰ προσήκει ζητεῖν. Εἰ μὲν γὰρ ἀλλότρια, τί δεῖ; Εἰ δὲ συγγενῆ, καὶ προσήκει καὶ δύναται εὑρεῖν.

2. Ἐνθυμείσθω τοίνυν πρῶτον ἐκεῖνο πᾶσα ψυχή, ὡς   αὐτὴ μὲν ζῷα ἐποίησε πάντα ἐμπνεύσασα αὐτοῖς ζωήν, ἅ τε γῆ τρέφει ἅ τε θάλασσα ἅ τε ἐν ἀέρι ἅ τε ἐν οὐρανῷ ἄστρα θεῖα, αὐτὴ δὲ ἥλιον, αὐτὴ δὲ τὸν μέγαν τοῦτον οὐρανόν, καὶ αὐτὴ ἐκόσμησεν, αὐτὴ δὲ ἐν τάξει περιάγει φύσις οὖσα ἑτέρα ὧν κοσμεῖ καὶ ὧν κινεῖ καὶ ἃ ζῆν ποιεῖ· καὶ τούτων ἀνάγκη εἶναι τιμιωτέραν, γιγνομένων τούτων καὶ φθειρομένων, ὅταν αὐτὰ ψυχὴ ἀπολείπῃ ἢ χορηγῇ τὸ ζῆν, αὐτὴ δὲ οὖσα ἀεὶ τῷ <μὴ ἀπολείπειν ἑαυτήν>. Τίς δὴ τρόπος τῆς χορηγίας τοῦ ζῆν ἔν τε τῷ σύμπαντι ἔν τε τοῖς ἑκάστοις, ὧδε λογιζέσθω. Σκοπείσθω δὲ τὴν μεγάλην ψυχὴν ἄλλη ψυχὴ οὐ σμικρὰ ἀξία τοῦ σκοπεῖν γενομένη ἀπαλλαγεῖσα ἀπάτης καὶ τῶν γεγοητευκότων τὰς ἄλλας ἡσύχῳ τῇ καταστάσει. ῞Ησυχον δὲ αὐτῇ ἔστω μὴ μόνον τὸ περικείμενον σῶμα καὶ ὁ τοῦ σώματος κλύδων, ἀλλὰ καὶ πᾶν τὸ περιέχον· ἥσυχος μὲν γῆ, ἥσυχος δὲ θάλασσα καὶ ἀὴρ καὶ αὐτὸς οὐρανὸς ἀμείνων. Νοείτω δὲ πάντοθεν εἰς αὐτὸν ἑστῶτα ψυχὴν ἔξωθεν οἷον εἰσρέουσαν καὶ εἰσχυθεῖσαν καὶ πάντοθεν εἰσιοῦσαν καὶ εἰσλάμπουσαν· οἷον σκοτεινὸν νέφος ἡλίου βολαὶ φωτίσασαι λάμπειν ποιοῦσι χρυσοειδῆ ὄψιν διδοῦσαι, οὕτω τοι καὶ ψυχὴ ἐλθοῦσα εἰς σῶμα οὐρανοῦ ἔδωκε μὲν ζωήν, ἔδωκε δὲ ἀθανασίαν,   ἤγειρε δὲ κείμενον. 

Ὁ δὲ κινηθεὶς κίνησιν ἀίδιον ὑπὸ ψυχῆς ἐμφρόνως ἀγούσης ζῷον εὔδαιμον ἐγένετο, ἔσχε τε ἀξίαν οὐρανὸς ψυχῆς εἰσοικισθείσης ὢν πρὸ ψυχῆς σῶμα νεκρόν, γῆ καὶ ὕδωρ, μᾶλλον δὲ σκότος ὕλης καὶ μὴ ὂν καὶ ὃ <στυγέουσιν οἱ θεοί>, φησί τις. Γένοιτο δ᾽ ἂν φανερωτέρα αὐτῆς καὶ ἐναργεστέρα ἡ δύναμις καὶ ἡ φύσις, εἴ τις ἐνταῦθα διανοηθείη, ὅπως περιέχει καὶ ἄγει ταῖς αὐτῆς βουλήσεσι τὸν οὐρανόν. Παντὶ μὲν γὰρ τῷ μεγέθει τούτῳ, ὅσος ἐστίν, ἔδωκεν ἑαυτὴν καὶ πᾶν διάστημα καὶ μέγα καὶ μικρὸν ἐψύχωται, ἄλλου μὲν ἄλλῃ κειμένου τοῦ σώματος, καὶ τοῦ μὲν ὡδί, τοῦ δὲ ὡδὶ ὄντος, καὶ τῶν μὲν ἐξ ἐναντίας, τῶν δὲ ἄλλην ἀπάρτησιν ἀπ᾽ ἀλλήλων ἐχόντων. Ἀλλ᾽ οὐχ ἡ ψυχὴ οὕτως, οὐδὲ μέρει αὐτῆς ἑκάστῳ κατακερματισθεῖσα μορίῳ ψυχῆς ζῆν ποιεῖ, ἀλλὰ τὰ πάντα ζῇ τῇ ὅλῃ, καὶ πάρεστι πᾶσα πανταχοῦ τῷ γεννήσαντι πατρὶ ὁμοιουμένη καὶ κατὰ τὸ ἓν καὶ κατὰ τὸ πάντη. Καὶ πολὺς   ὢν ὁ οὐρανὸς καὶ ἄλλος ἄλλῃ ἕν ἐστι τῇ ταύτης δυνάμει καὶ θεός ἐστι διὰ ταύτην ὁ κόσμος ὅδε. Ἔστι δὲ καὶ ἥλιος θεός, ὅτι ἔμψυχος, καὶ τὰ ἄλλα ἄστρα, καὶ ἡμεῖς, εἴπερ τι, διὰ τοῦτο· <νέκυες γὰρ κοπρίων ἐκβλητότεροι>. Τὴν δὲ θεοῖς αἰτίαν τοῦ θεοῖς εἶναι ἀνάγκη πρεσβυτέραν θεὸν αὐτῶν εἶναι. Ὁμοειδὴς δὲ καὶ ἡ ἡμετέρα, καὶ ὅταν ἄνευ τῶν προσελθόντων σκοπῇς λαβὼν κεκαθαρμένην, εὑρήσεις τὸ αὐτὸ τίμιον, ὃ ἦν ψυχή, καὶ τιμιώτερον παντὸς τοῦ ὃ ἂν σωματικὸν ᾖ. Γῆ γὰρ πάντα· κἂν πῦρ δὲ ᾖ, τί ἂν εἴη τὸ καῖον αὐτοῦ; Καὶ ὅσα ἐκ τούτων σύνθετα, κἂν ὕδωρ αὐτοῖς προσθῇς κἂν ἀέρα. Εἰ δ᾽ ὅτι ἔμψυχον διωκτὸν ἔσται, τί παρείς τις ἑαυτὸν ἄλλον διώκει; Τὴν δὲ ἐν ἄλλῳ ψυχὴν ἀγάμενος σεαυτὸν ἄγασαι.

3. Οὕτω δὴ τιμίου καὶ θείου ὄντος χρήματος τῆς ψυχῆς, πιστεύσας ἤδη τῷ τοιούτῳ θεὸν μετιέναι μετὰ τοιαύτης αἰτίας ἀνάβαινε πρὸς ἐκεῖνον· πάντως που οὐ πόρρω βαλεῖς· οὐδὲ πολλὰ τὰ μεταξύ. Λάμβανε τοίνυν τὸ τοῦ θείου τού του θειότερον τὸ ψυχῆς πρὸς τὸ ἄνω <γειτόνημα>, μεθ᾽ ὃ καὶ ἀφ᾽ οὗ ἡ ψυχή. Καίπερ γὰρ οὖσα χρῆμα οἷον ἔδειξεν ὁ λόγος, εἰκών τίς ἐστι νοῦ· οἷον λόγος ὁ ἐν προφορᾷ λόγου τοῦ ἐν ψυχῇ, οὕτω τοι καὶ αὐτὴ λόγος νοῦ καὶ ἡ πᾶσα ἐνέργεια καὶ ἣν προΐεται ζωὴν εἰς ἄλλου ὑπόστασιν· οἷον πυρὸς τὸ μὲν ἡ συνοῦσα θερμότης, ἡ δὲ ἣν παρέχει. Δεῖ δὲ λαβεῖν ἐκεῖ οὐκ ἐκρέουσαν, ἀλλὰ μένουσαν μὲν τὴν ἐν αὐτῷ, τὴν δὲ ἄλλην ὑφισταμένην. Οὖσα οὖν ἀπὸ νοῦ νοερά ἐστι, καὶ ἐν λογισμοῖς ὁ νοῦς αὐτῆς καὶ ἡ τελείωσις ἀπ᾽ αὐτοῦ πάλιν οἷον πατρὸς ἐκθρέψαντος, ὃν οὐ τέλειον ὡς πρὸς αὐτὸν ἐγέννησεν. ῞Η τε οὖν ὑπόστασις αὐτῇ ἀπὸ νοῦ ὅ τε ἐνεργείᾳ λόγος νοῦ αὐτῇ ὁρωμένου. Ὅταν γὰρ ἐνίδῃ εἰς νοῦν, ἔνδοθεν ἔχει καὶ οἰκεῖα ἃ νοεῖ καὶ ἐνεργεῖ. Καὶ ταύτας μόνας δεῖ λέγειν ἐνεργείας ψυχῆς, ὅσα νοερῶς καὶ ὅσα οἴκοθεν· τὰ δὲ χείρω ἄλλοθεν καὶ πάθη ψυχῆς τῆς τοιαύτης. Νοῦς οὖν ἐπὶ μᾶλλον θειοτέραν ποιεῖ καὶ τῷ πατὴρ εἶναι καὶ τῷ παρεῖναι· οὐδὲν γὰρ μεταξὺ ἢ τὸ ἑτέ ροις εἶναι, ὡς ἐφεξῆς μέντοι καὶ ὡς τὸ δεχόμενον, τὸ δὲ ὡς εἶδος· καλὴ δὲ καὶ ἡ νοῦ ὕλη νοοειδὴς οὖσα καὶ ἁπλῆ. Οἷον δὲ ὁ νοῦς, καὶ ταὐτῷ μὲν τούτῳ δῆλον, ὅτι κρεῖττον ψυχῆς τοιᾶσδε οὔσης.

4. Ἴδοι δ᾽ ἄν τις καὶ ἐκ τῶνδε· κόσμον αἰσθητὸν τόνδε εἴ τις θαυμάζει εἴς τε τὸ μέγεθος καὶ τὸ κάλλος καὶ τὴν τάξιν τῆς φορᾶς τῆς ἀιδίου ἀποβλέπων καὶ θεοὺς τοὺς ἐν αὐτῷ, τοὺς μὲν ὁρωμένους, τοὺς δὲ καὶ ἀφανεῖς ὄντας, καὶ δαίμονας καὶ ζῷα φυτά τε πάντα, ἐπὶ τὸ ἀρχέτυπον αὐτοῦ καὶ τὸ ἀληθινώτερον ἀναβὰς κἀκεῖ πάντα ἰδέτω νοητὰ καὶ παρ᾽ αὐτῷ ἀίδια ἐν οἰκείᾳ συνέσει καὶ ζωῇ,   καὶ τούτων τὸν <ἀκήρατον> νοῦν προστάτην, καὶ σοφίαν ἀμήχανον, καὶ τὸν ὡς ἀληθῶς ἐπὶ Κρόνου βίον θεοῦ <κόρου> καὶ νοῦ ὄντος. Πάντα γὰρ ἐν αὐτῷ τὰ ἀθάνατα περιέχει, νοῦν πάντα, θεὸν πάντα, ψυχὴν πᾶσαν, ἑστῶτα ἀεί. Τί γὰρ ζητεῖ μεταβάλλειν εὖ ἔχων; Ποῦ δὲ μετελθεῖν πάντα παρ᾽ αὑτῷ ἔχων; Ἀλλ᾽ οὐδὲ αὔξειν ζητεῖ τελειότατος ὤν. Διὸ καὶ τὰ παρ᾽ αὐτῷ πάντα τέλεια, ἵνα πάντη ᾖ τέλειος οὐδὲν ἔχων ὅ τι μὴ τοιοῦτον, οὐδὲν ἔχων ἐν αὑτῷ ὃ μὴ νοεῖ· νοεῖ δὲ οὐ ζητῶν, ἀλλ᾽ ἔχων. Καὶ τὸ μακάριον αὐτῷ οὐκ ἐπίκτητον, ἀλλ᾽ ἐν αἰῶνι πάντα, καὶ ὁ ὄντως αἰών, ὃν μιμεῖται χρόνος περιθέων ψυχὴν τὰ μὲν παριείς, τοῖς δὲ ἐπιβάλλων. Καὶ γὰρ ἄλλα καὶ ἄλλα αὖ περὶ ψυχήν· ποτὲ γὰρ Σωκράτης, ποτὲ δὲ ἵππος, ἕν τι ἀεὶ τῶν ὄντων· ὁ δὲ νοῦς πάντα. Ἔχει οὖν [ἐν τῷ αὐτῷ] πάντα ἑστῶτα ἐν τῷ αὐτῷ, καὶ <ἔστι μόνον>, καὶ τὸ «ἔστιν» ἀεί, καὶ οὐδαμοῦ τὸ μέλλον—ἔστι γὰρ καὶ τότε—οὐδὲ τὸ παρεληλυθός—οὐ γάρ τι ἐκεῖ παρελήλυθεν—ἀλλ᾽ ἐνέστηκεν ἀεὶ ἅτε τὰ αὐτὰ ὄντα οἷον ἀγαπῶντα ἑαυτὰ οὕτως ἔχοντα. Ἕκαστον δὲ αὐτῶν νοῦς καὶ ὄν ἐστι καὶ τὸ σύμπαν πᾶς νοῦς καὶ πᾶν ὄν, ὁ μὲν νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν ὑφιστὰς τὸ ὄν, τὸ δὲ ὂν τῷ νοεῖσθαι τῷ νῷ διδὸν τὸ νοεῖν καὶ τὸ εἶναι. Τοῦ δὲ νοεῖν αἴτιον ἄλλο, ὃ καὶ τῷ ὄντι· ἀμφοτέρων οὖν ἅμα αἴτιον ἄλλο. Ἅμα μὲν γὰρ ἐκεῖνα καὶ συνυπάρχει καὶ οὐκ ἀπολείπει ἄλληλα, ἀλλὰ δύο ὄντα τοῦτο τὸ ἓν ὁμοῦ νοῦς καὶ ὂν καὶ νοοῦν καὶ νοούμενον, ὁ μὲν νοῦς κατὰ τὸ νοεῖν, τὸ δὲ ὂν κατὰ τὸ νοούμενον. Οὐ γὰρ ἂν γένοιτο τὸ νοεῖν ἑτερότητος μὴ οὔσης καὶ ταυτότητος δέ. Γίνεται οὖν τὰ πρῶτα νοῦς, <ὄν, ἑτερότης, ταυτότης>· δεῖ δὲ καὶ <κίνησιν> λαβεῖν καὶ <στάσιν>. Καὶ κίνησιν μέν, εἰ νοεῖ, στάσιν δέ, ἵνα τὸ αὐτό. Τὴν δὲ ἑτερότητα, ἵν᾽ ᾖ νοοῦν καὶ νοούμενον. ῍Η ἐὰν ἀφέλῃς τὴν ἑτερότητα, ἓν γενόμενον σιωπήσεται· δεῖ δὲ καὶ τοῖς νοηθεῖσιν ἑτέροις πρὸς ἄλληλα εἶναι. Ταὐτὸν δέ, ἐπεὶ ἓν ἑαυτῷ, καὶ κοινὸν δέ τι ἓν πᾶσι· καὶ ἡ διαφορὰ ἑτερότης. Ταῦτα δὲ πλείω γενόμενα ἀριθμὸν καὶ τὸ ποσὸν ποιεῖ· καὶ τὸ ποιὸν δὲ ἡ ἑκάστου τούτων ἰδιό της, ἐξ ὧν ὡς ἀρχῶν τἆλλα.

5. ολὺς οὖν οὗτος ὁ θεὸς ἐπὶ τῇ ψυχῇ· τῇ δὲ ὑπάρχει ἐν τούτοις εἶναι συναφθείσῃ, εἰ <μὴ ἀποστατεῖν> ἐθέλοι. Πελάσασα οὖν αὐτῷ καὶ οἷον ἓν γενομένη ζῇ ἀεί. Τίς οὖν ὁ τοῦτον γεννήσας; Ὁ ἁπλοῦς καὶ ὁ πρὸ τοιούτου πλήθους, ὁ αἴτιος τοῦ καὶ εἶναι καὶ πολὺν εἶναι τοῦτον, ὁ τὸν ἀριθμὸν   ποιῶν. Ὁ γὰρ ἀριθμὸς οὐ πρῶτος· καὶ γὰρ πρὸ δυάδος τὸ ἕν, δεύτερον δὲ δυὰς καὶ παρὰ τοῦ ἑνὸς γεγενημένη ἐκεῖνο ὁριστὴν ἔχει, αὕτη δὲ ἀόριστον παρ᾽ αὐτῆς· ὅταν δὲ ὁρισθῇ, ἀριθμὸς ἤδη· ἀριθμὸς δὲ ὡς οὐσία· ἀριθμὸς δὲ καὶ ἡ ψυχή. Οὐ γὰρ ὄγκοι τὰ πρῶτα οὐδὲ μεγέθη· τὰ γὰρ παχέα ταῦτα ὕστερα, ἃ ὄντα ἡ αἴσθησις οἴεται. Οὐδὲ ἐν σπέρμασι δὲ τὸ ὑγρὸν τὸ τίμιον, ἀλλὰ τὸ μὴ ὁρώμενον· τοῦτο δὲ ἀριθμὸς καὶ λόγος. Ὁ οὖν ἐκεῖ λεγόμενος ἀριθμὸς καὶ ἡ δυὰς λόγοι καὶ νοῦς· ἀλλὰ ἀόριστος μὲν ἡ δυὰς τῷ οἷον ὑποκειμένῳ λαμβανομένη, ὁ δὲ ἀριθμὸς ὁ ἐξ αὐτῆς καὶ τοῦ ἑνὸς εἶδος ἕκαστος, οἷον μορφωθέντος τοῖς γενομένοις εἴδεσιν ἐν αὐτῷ· μορφοῦται δὲ ἄλλον μὲν τρόπον παρὰ τοῦ ἑνός, ἄλλον δὲ παρ᾽ αὐτοῦ, οἷον ὄψις ἡ κατ᾽ ἐνέργειαν· ἔστι γὰρ ἡ νόησις ὅρασις ὁρῶσα ἄμφω τε ἕν.

6. Πῶς οὖν ὁρᾷ καὶ τίνα, καὶ πῶς ὅλως ὑπέστη καὶ ἐξ ἐκείνου γέγονεν, ἵνα καὶ ὁρᾷ; Νῦν μὲν γὰρ τὴν ἀνάγκην τοῦ εἶναι ταῦτα ἡ ψυχὴ ἔχει, ἐπιποθεῖ δὲ τὸ θρυλλούμενον δὴ τοῦτο καὶ παρὰ τοῖς πάλαι σοφοῖς, πῶς ἐξ ἑνὸς τοιούτου ὄντος, οἷον λέγομεν τὸ ἓν εἶναι, ὑπόστασιν ἔσχεν ὁτιοῦν εἴτε πλῆθος εἴτε δυὰς εἴτε ἀριθμός, ἀλλ᾽ οὐκ ἔμεινεν ἐκεῖνο ἐφ᾽ ἑαυτοῦ, τοσοῦτον δὲ πλῆθος ἐξερρύη, ὃ ὁρᾶται μὲν ἐν τοῖς   οὖσιν, ἀνάγειν δὲ αὐτὸ πρὸς ἐκεῖνο ἀξιοῦμεν. Ὧδε οὖν λεγέσθω θεὸν αὐτὸν ἐπικαλεσαμένοις οὐ λόγῳ γεγωνῷ, ἀλλὰ τῇ ψυχῇ ἐκτείνασιν ἑαυτοὺς εἰς εὐχὴν πρὸς ἐκεῖνον, εὔχεσθαι τοῦτον τὸν τρόπον δυναμένους μόνους πρὸς μόνον. Δεῖ τοίνυν θεατήν, ἐκείνου ἐν τῷ εἴσω οἷον νεῷ ἐφ᾽ ἑαυτοῦ ὄντος, μένοντος ἡσύχου ἐπέκεινα ἁπάντων, τὰ οἷον πρὸς τὰ ἔξω ἤδη ἀγάλματα ἑστῶτα, μᾶλλον δὲ ἄγαλμα τὸ πρῶτον ἐκφανὲν θεᾶσθαι πεφηνὸς τοῦτον τὸν τρόπον· παντὶ τῷ κινουμένῳ δεῖ τι εἶναι, πρὸς ὃ κινεῖται· μὴ ὄντος δὲ ἐκείνῳ μηδενὸς μὴ τιθώμεθα αὐτὸ κινεῖσθαι, ἀλλ᾽ εἴ τι μετ᾽ αὐτὸ γίνεται, ἐπιστραφέντος ἀεὶ ἐκείνου πρὸς αὐτὸ ἀναγκαῖόν ἐστι γεγονέναι. Ἐκποδὼν δὲ ἡμῖν ἔστω γένεσις ἡ ἐν χρόνῳ τὸν λόγον περὶ τῶν ἀεὶ ὄντων ποιουμένοις· τῷ δὲ λόγῳ τὴν γένεσιν προσάπτοντας αὐτοῖς αἰτίας καὶ τάξεως αὐτοῖς ἀποδώσειν. Τὸ οὖν γινόμενον ἐκεῖθεν οὐ κινηθέντος φατέον γίγνεσθαι· εἰ γὰρ κινηθέντος αὐτοῦ τι γίγνοιτο, τρίτον ἀπ᾽ ἐκείνου τὸ γιγνόμενον μετὰ τὴν κίνησιν ἂν γίγνοιτο καὶ οὐ δεύτερον. Δεῖ οὖν ἀκινήτου ὄντος, εἴ τι δεύτερον μετ᾽ αὐτό, οὐ προσνεύσαντος οὐδὲ βουληθέντος οὐδὲ ὅλως κινηθέντος ὑποστῆναι αὐτό. Πῶς οὖν καὶ τί δεῖ νοῆσαι περὶ   ἐκεῖνο μένον; Περίλαμψιν ἐξ αὐτοῦ μέν, ἐξ αὐτοῦ δὲ μένοντος, οἷον ἡλίου τὸ περὶ αὐτὸ λαμπρὸν ὥσπερ περιθέον, ἐξ αὐτοῦ ἀεὶ γεννώμενον μένοντος. Καὶ πάντα τὰ ὄντα, ἕως μένει, ἐκ τῆς αὐτῶν οὐσίας ἀναγκαίαν τὴν περὶ αὐτὰ πρὸς τὸ ἔξω αὐτῶν ἐκ τῆς παρούσης δυνάμεως δίδωσιν αὐτῶν ἐξηρτημένην ὑπόστασιν, εἰκόνα οὖσαν οἷον ἀρχετύπων ὧν ἐξέφυ· πῦρ μὲν τὴν παρ᾽ αὐτοῦ θερμότητα· καὶ χιὼν οὐκ εἴσω μόνον τὸ ψυχρὸν κατέχει· μάλιστα δὲ ὅσα εὐώδη μαρτυρεῖ τοῦτο· ἕως γάρ ἐστι, πρόεισί τι ἐξ αὐτῶν περὶ αὐτά, ὧν ἀπολαύει ὑποστάντων ὁ πλησίον. Καὶ πάντα δὲ ὅσα ἤδη τέλεια γεννᾷ· τὸ δὲ ἀεὶ τέλειον ἀεὶ καὶ ἀίδιον γεννᾷ· καὶ ἔλαττον δὲ ἑαυτοῦ γεννᾷ. Τί οὖν χρὴ περὶ τοῦ τελειοτάτου λέγειν; Μηδὲν ἀπ᾽ αὐτοῦ ἢ τὰ μέγιστα μετ᾽ αὐτόν. Μέγιστον δὲ μετ᾽ αὐτὸν νοῦς καὶ δεύτερον· καὶ γὰρ ὁρᾷ ὁ νοῦς ἐκεῖνον καὶ δεῖται αὐτοῦ μόνου· ἐκεῖνος δὲ τούτου οὐδέν· καὶ τὸ γεννώμενον ἀπὸ κρείττονος νοῦ νοῦν εἶναι, καὶ   κρείττων ἁπάντων νοῦς, ὅτι τἆλλα μετ᾽ αὐτόν· οἷον καὶ ἡ ψυχὴ λόγος νοῦ καὶ ἐνέργειά τις, ὥσπερ αὐτὸς ἐκείνου. Ἀλλὰ ψυχῆς μὲν ἀμυδρὸς ὁ λόγος—ὡς γὰρ εἴδωλον νοῦ—ταύτῃ καὶ εἰς νοῦν βλέπειν δεῖ· νοῦς δὲ ὡσαύτως πρὸς ἐκεῖνον, ἵνα ᾖ νοῦς. Ὁρᾷ δὲ αὐτὸν οὐ χωρισθείς, ἀλλ᾽ ὅτι μετ᾽ αὐτὸν καὶ μεταξὺ οὐδέν, ὡς οὐδὲ ψυχῆς καὶ νοῦ. Ποθεῖ δὲ πᾶν τὸ γεννῆσαν καὶ τοῦτο ἀγαπᾷ, καὶ μάλιστα ὅταν ὦσι μόνοι τὸ γεννῆσαν καὶ τὸ γεγεννημένον· ὅταν δὲ καὶ τὸ ἄριστον ᾖ τὸ γεννῆσαν, ἐξ ἀνάγκης σύνεστιν αὐτῷ, ὡς τῇ ἑτερότητι μόνον κεχωρίσθαι.

7. Εἰκόνα δὲ ἐκείνου λέγομεν εἶναι τὸν νοῦν· δεῖ γὰρ σαφέστερον λέγειν· πρῶτον μέν, ὅτι δεῖ πως εἶναι ἐκεῖνο τὸ γενόμενον καὶ ἀποσῴζειν πολλὰ αὐτοῦ καὶ εἶναι ὁμοιότητα πρὸς αὐτό, ὥσπερ καὶ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου. Ἀλλ᾽ οὐ νοῦς ἐκεῖνο. Πῶς οὖν νοῦν γεννᾷ; ῍Η ὅτι τῇ ἐπιστροφῇ πρὸς αὐτὸ ἑώρα· ἡ δὲ ὅρασις αὕτη νοῦς. Τὸ γὰρ καταλαμβάνον ἄλλο ἢ αἴσθησις ἢ νοῦς· † αἴσθησιν γραμμὴν καὶ τὰ   ἄλλα· † ἀλλ᾽ ὁ κύκλος τοιοῦτος οἷος μερίζεσθαι· τοῦτο δὲ οὐχ οὕτως. ῍Η καὶ ἐνταῦθα ἓν μέν, ἀλλὰ τὸ ἓν δύναμις πάντων. Ὧν οὖν ἐστι δύναμις, ταῦτα ἀπὸ τῆς δυνάμεως οἷον σχιζομένη ἡ νόησις καθορᾷ· ἢ οὐκ ἂν ἦν νοῦς. Ἐπεὶ καὶ παρ᾽ αὐτοῦ ἔχει ἤδη οἷον συναίσθησιν τῆς δυνάμεως, ὅτι δύναται οὐσίαν. Αὐτὸς γοῦν δι᾽ αὐτὸν καὶ ὁρίζει τὸ εἶναι αὐτῷ τῇ παρ᾽ ἐκείνου δυνάμει καὶ ὅτι οἷον μέρος ἕν τι τῶν ἐκείνου καὶ ἐξ ἐκείνου ἡ οὐσία, καὶ ῥώννυται παρ᾽ ἐκείνου καὶ τελειοῦται εἰς οὐσίαν παρ᾽ ἐκείνου καὶ ἐξ ἐκείνου. Ὁρᾷ δὲ αὐτῷ ἐκεῖθεν, οἷον μεριστῷ ἐξ ἀμερίστου, καὶ τὸ ζῆν καὶ τὸ νοεῖν καὶ πάντα, ὅτι ἐκεῖνος μηδὲν τῶν πάντων· ταύτῃ γὰρ πάντα ἐξ ἐκείνου, ὅτι μή τινι μορφῇ κατείχετο ἐκεῖνος· μόνον γὰρ ἓν ἐκεῖνο· καὶ ὁ μὲν πάντα ἐν τοῖς οὖσιν ἂν ἦν. Διὰ τοῦτο ἐκεῖνο οὐδὲν μὲν τῶν ἐν τῷ νῷ, ἐξ αὐτοῦ δὲ πάντα [ἐν τοῖς οὖσιν ἂν ἦν]. Διὸ καὶ οὐσίαι ταῦτα· ὥρισται γὰρ ἤδη καὶ οἷον μορφὴν ἕκαστον ἔχει. Τὸ δὲ ὂν δεῖ οὐκ ἐν ἀορίστῳ οἷον αἰωρεῖσθαι, ἀλλ᾽ ὅρῳ πεπῆχθαι καὶ στάσει· στάσις δὲ τοῖς νοητοῖς ὁρισμὸς καὶ μορφή, οἷς καὶ τὴν ὑπόστασιν λαμβάνει. <Ταύτης τοι γενεᾶς> ὁ νοῦς οὗτος ἀξίας νοῦ τοῦ καθαρωτάτου μὴ ἄλλοθεν ἢ ἐκ τῆς πρώτης ἀρχῆς φῦναι, γενόμε νον δὲ ἤδη τὰ ὄντα πάντα σὺν αὐτῷ γεννῆσαι, πᾶν μὲν τὸ τῶν ἰδεῶν κάλλος, πάντας δὲ θεοὺς νοητούς· πλήρη δὲ ὄντα ὧν ἐγέννησε καὶ ὥσπερ καταπιόντα πάλιν τῷ ἐν αὐτῷ ἔχειν μηδὲ ἐκπεσεῖν εἰς ὕλην μηδὲ τραφῆναι παρὰ τῇ Ῥέᾳ, ὡς τὰ μυστήρια καὶ οἱ μῦθοι οἱ περὶ θεῶν αἰνίττονται Κρόνον μὲν θεὸν σοφώτατον πρὸ τοῦ Δία γενέσθαι ἃ γεννᾷ πάλιν ἐν ἑαυτῷ ἔχειν, ᾗ καὶ πλήρης καὶ νοῦς ἐν κόρῳ· μετὰ δὲ ταῦτά φασι Δία γεννᾶν κόρον ἤδη ὄντα· ψυχὴν γὰρ γεννᾷ νοῦς, νοῦς ὢν τέλειος. Καὶ γὰρ τέλειον ὄντα γεννᾶν ἔδει, καὶ μὴ δύναμιν οὖσαν τοσαύτην ἄγονον εἶναι. Κρεῖττον δὲ οὐχ οἷόν τε ἦν εἶναι οὐδ᾽ ἐνταῦθα τὸ γεννώμενον, ἀλλ᾽ ἔλαττον ὂν εἴδωλον εἶναι αὐτοῦ, ἀόριστον μὲν ὡσαύτως, ὁριζόμενον δὲ ὑπὸ τοῦ γεννήσαντος καὶ οἷον εἰδοποιούμενον. Νοῦ δὲ γέννημα λόγος τις καὶ ὑπόστασις, τὸ διανοούμενον· τοῦτο δ᾽ ἐστὶ τὸ περὶ νοῦν κινούμενον καὶ νοῦ φῶς καὶ ἴχνος ἐξηρτημένον ἐκείνου, κατὰ θάτερα μὲν συνηγμένον ἐκείνῳ καὶ ταύτῃ ἀποπιμπλάμενον καὶ ἀπολαῦον καὶ μεταλαμβάνον αὐτοῦ καὶ νοοῦν, κατὰ θάτερα δὲ ἐφαπτόμενον τῶν μετ᾽ αὐτό, μᾶλλον δὲ γεννῶν καὶ αὐτό, ἃ ψυχῆς ἀνάγκη εἶναι χείρονα· περὶ ὧν ὕστερον λεκτέον. Καὶ μέχρι τούτων τὰ θεῖα.  

8. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ τὰ Πλάτωνος τριττὰ τὰ <πάντα περὶ τὸν πάντων βασιλέα>—φησὶ γὰρ πρῶτα—καὶ <δεύτερον περὶ τὰ δεύτερα καὶ περὶ τὰ τρίτα τρίτον>. Λέγει δὲ καὶ <τοῦ αἰτίου> εἶναι <πατέρα> αἴτιον μὲν τὸν νοῦν λέγων· δημιουργὸς γὰρ ὁ νοῦς αὐτῷ· τοῦτον δέ φησι τὴν ψυχὴν ποιεῖν ἐν τῷ κρατῆρι ἐκείνῳ. Τοῦ αἰτίου δὲ νοῦ ὄντος πατέρα φησὶ τἀγαθὸν καὶ τὸ ἐπέκεινα νοῦ καὶ <ἐπέκεινα οὐσίας>. Πολλαχοῦ δὲ τὸ ὂν καὶ τὸν νοῦν τὴν ἰδέαν λέγει· ὥστε Πλάτωνα εἰδέναι ἐκ μὲν τἀγαθοῦ τὸν νοῦν, ἐκ δὲ τοῦ νοῦ τὴν ψυχήν. Καὶ εἶναι τοὺς λόγους τούσδε μὴ καινοὺς μηδὲ νῦν, ἀλλὰ πάλαι μὲν εἰρῆσθαι μὴ ἀνα πεπταμένως, τοὺς δὲ νῦν λόγους ἐξηγητὰς ἐκείνων γεγο νέναι μαρτυρίοις πιστωσαμένους τὰς δόξας ταύτας παλαιὰς εἶναι τοῖς αὐτοῦ τοῦ Πλάτωνος γράμμασιν. ῞Ηπτετο μὲν οὖν καὶ Παρμενίδης πρότερον τῆς τοιαύτης δόξης καθόσον εἰς ταὐτὸ συνῆγεν ὂν καὶ νοῦν, καὶ τὸ ὂν οὐκ ἐν τοῖς αἰσθη τοῖς ἐτίθετο «<τὸ γὰρ αὐτὸ νοεῖν ἐστί τε καὶ εἶναι>» λέγων. Καὶ <ἀκίνητον> δὲ λέγει τοῦτο—καίτοι προστι θεὶς τὸ νοεῖν—σωματικὴν πᾶσαν κίνησιν ἐξαίρων ἀπ᾽ αὐτοῦ, ἵνα μένῃ ὡσαύτως, καὶ <ὄγκῳ σφαίρας> ἀπεικάζων, ὅτι πάντα ἔχει περιειλημμένα καὶ ὅτι τὸ νοεῖν οὐκ ἔξω, ἀλλ᾽ ἐν ἑαυτῷ. Ἓν δὲ λέγων ἐν τοῖς ἑαυτοῦ συγγράμμασιν αἰτίαν εἶχεν ὡς τοῦ ἑνὸς τούτου πολλὰ εὑρισκομένου. Ὁ δὲ παρὰ Πλάτωνι Παρμενίδης ἀκριβέστερον λέγων διαιρεῖ ἀπ᾽ ἀλλήλων τὸ πρῶτον ἕν, ὃ κυριώτερον ἕν, καὶ δεύτερον <ἓν πολλὰ> λέγων, καὶ τρίτον <ἓν καὶ πολλά>. Καὶ σύμφω νος οὕτως καὶ αὐτός ἐστι ταῖς φύσεσι ταῖς τρισίν.

9. Ἀναξαγόρας δὲ νοῦν καθαρὸν καὶ ἀμιγῆ λέγων ἁπλοῦν καὶ αὐτὸς τίθεται τὸ πρῶτον καὶ χωριστὸν τὸ ἕν, τὸ δ᾽ ἀκριβὲς δι᾽ ἀρχαιότητα παρῆκε. Καὶ Ἡράκλειτος δὲ τὸ ἓν οἶδεν ἀίδιον καὶ νοητόν· τὰ γὰρ σώματα γίγνεται ἀεὶ καὶ ῥέοντα. Τῷ δὲ Ἐμπεδοκλεῖ τὸ <νεῖκος> μὲν διαιρεῖ, ἡ δὲ <φιλία> τὸ ἕν—ἀσώματον δὲ καὶ αὐτὸς τοῦτο—τὰ δὲ στοιχεῖα ὡς ὕλη. Ἀριστοτέλης δὲ ὕστερον <χωριστὸν> μὲν τὸ πρῶτον καὶ <νοητόν, νοεῖν> δὲ αὐτὸ <ἑαυτὸ> λέγων πάλιν αὖ οὐ τὸ πρῶτον ποιεῖ· πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα νοητὰ ποιῶν καὶ τοσαῦτα, ὁπόσαι ἐν οὐρανῷ σφαῖραι, ἵν᾽ ἕκαστον ἑκάστην κινῇ, ἄλλον τρόπον λέγει τὰ ἐν τοῖς νοητοῖς ἢ Πλάτων, τὸ εὔλογον οὐκ ἔχον ἀνάγκην τιθέμενος. Ἐπιστήσειε δ᾽ ἄν τις, εἰ καὶ εὐλόγως· εὐλογώτερον γὰρ πάσας πρὸς μίαν σύνταξιν συντελούσας πρὸς ἓν καὶ τὸ πρῶτον βλέπειν. Ζητήσειε δ᾽ ἄν τις τὰ πολλὰ νοητὰ εἰ ἐξ ἑνός ἐστιν αὐτῷ τοῦ πρώτου, ἢ πολλαὶ αἱ ἐν τοῖς νοητοῖς ἀρχαί· καὶ εἰ μὲν ἐξ ἑνός, ἀνάλογον δηλονότι ἕξει ὡς ἐν τοῖς αἰσθητοῖς αἱ σφαῖραι ἄλλης ἄλλην περιεχούσης, μιᾶς δὲ τῆς ἔξω κρατούσης· ὥστε περιέχοι ἂν κἀκεῖ τὸ πρῶτον καὶ κόσμος νοητὸς ἔσται· καὶ ὥσπερ ἐνταῦθα αἱ σφαῖραι οὐ κεναί, ἀλλὰ μεστὴ ἄστρων ἡ πρώτη, αἱ δὲ ἔχουσιν ἄστρα, οὕτω κἀκεῖ τὰ κινοῦντα πολλὰ ἐν αὐτοῖς ἕξει καὶ τὰ ἀληθέστερα ἐκεῖ. Εἰ δὲ ἕκαστον ἀρχή, κατὰ συντυχίαν αἱ ἀρχαὶ ἔσονται· καὶ διὰ τί συνέσονται καὶ πρὸς ἓν ἔργον τὴν τοῦ παντὸς οὐρανοῦ συμφωνίαν ὁμονοήσει; Πῶς δὲ ἴσα πρὸς τὰ νοητὰ καὶ κινοῦντα τὰ ἐν οὐρανῷ αἰσθητά; Πῶς δὲ καὶ πολλὰ οὕτως ἀσώματα ὄντα ὕλης οὐ χωριζούσης; Ὥστε τῶν ἀρχαίων οἱ μάλιστα συντασσόμενοι αὖ τοῖς Πυθαγόρου καὶ τῶν μετ᾽ αὐτὸν καὶ Φερεκύδους δὲ περὶ ταύτην μὲν ἔσχον τὴν φύσιν· ἀλλ᾽ οἱ μὲν ἐξειργάσαντο ἐν αὐτοῖς αὐτῶν λόγοις, οἱ δὲ οὐκ ἐν λόγοις, ἀλλ᾽ ἐν ἀγράφοις ἐδείκνυον συνουσίαις ἢ ὅλως ἀφεῖσαν.

10. Ὅτι δὲ οὕτω χρὴ νομίζειν ἔχειν, ὡς ἔστι μὲν τὸ   ἐπέκεινα ὄντος τὸ ἕν, οἷον ἤθελεν ὁ λόγος δεικνύναι ὡς οἷόν τε ἦν περὶ τούτων ἐνδείκνυσθαι, ἔστι δὲ ἐφεξῆς τὸ ὂν καὶ νοῦς, τρίτη δὲ ἡ τῆς ψυχῆς φύσις, ἤδη δέδεικται. Ὥσπερ δὲ ἐν τῇ φύσει τριττὰ ταῦτά ἐστι τὰ εἰρημένα, οὕτω χρὴ νομίζειν καὶ παρ᾽ ἡμῖν ταῦτα εἶναι. Λέγω δὲ οὐκ ἐν τοῖς αἰσθητοῖς—χωριστὰ γὰρ ταῦτα—ἀλλ᾽ ἐπὶ τοῖς αἰσθητῶν ἔξω, καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τὸ «ἔξω» ὥσπερ κἀκεῖνα τοῦ παντὸς οὐρανοῦ ἔξω· οὕτω καὶ τὰ τοῦ ἀνθρώπου, οἷον λέγει Πλάτων <τὸν εἴσω ἄνθρωπον>. Ἔστι τοίνυν καὶ ἡ ἡμετέρα ψυχὴ θεῖόν τι καὶ φύσεως ἄλλης, ὁποία πᾶσα ἡ ψυχῆς φύσις· τελεία δὲ ἡ νοῦν ἔχουσα· νοῦς δὲ ὁ μὲν λογιζόμενος, ὁ δὲ λογίζεσθαι παρέχων. Τὸ δὴ λογιζόμενον τοῦτο τῆς ψυχῆς οὐδενὸς πρὸς τὸ λογίζεσθαι δεόμενον σωματικοῦ ὀργάνου, τὴν δὲ ἐνέργειαν ἑαυτοῦ ἐν καθαρῷ ἔχον, ἵνα καὶ λογίζεσθαι καθαρῶς οἷόν τε ᾖ, χωριστὸν καὶ οὐ κεκραμένον σώματι ἐν τῷ πρώτῳ νοητῷ τις τιθέμενος οὐκ ἂν σφάλλοιτο. Οὐ γὰρ τόπον ζητητέον οὗ ἱδρύσομεν, ἀλλ᾽ ἔξω τόπου παντὸς ποιητέον. Οὕτω γὰρ τὸ καθ᾽ αὑτὸ καὶ τὸ ἔξω καὶ τὸ ἄυλον, ὅταν μόνον ᾖ οὐδὲν ἔχον παρὰ τῆς σώματος φύσεως. Διὰ τοῦτο καὶ ἔτι <ἔξωθέν> φησιν ἐπὶ τοῦ παντὸς τὴν ψυχὴν περιέβαλεν ἐνδεικνύμενος τῆς ψυχῆς τὸ ἐν τῷ νοητῷ μένον· ἐπὶ δὲ ἡμῶν ἐπικρύπτων <ἐπ᾽ ἄκρᾳ> εἴρηκε τῇ κεφαλῇ. Καὶ ἡ παρακέλευσις δὲ τοῦ χωρίζειν οὐ τόπῳ λέγεται—τοῦτο γὰρ φύσει κεχωρισμένον ἐστίν—ἀλλὰ τῇ μὴ νεύσει καὶ ταῖς φαντασίαις καὶ τῇ ἀλλοτριότητι τῇ πρὸς τὸ σῶμα, εἴ πως καὶ τὸ λοιπὸν ψυχῆς εἶδος ἀναγάγοι τις καὶ συνενέγκαι πρὸς τὸ ἄνω καὶ τὸ ἐνταῦθα αὐτῆς ἱδρυμένον, ὃ μόνον ἐστὶ σώματος δημιουρ γὸν καὶ πλαστικὸν καὶ τὴν πραγματείαν περὶ τοῦτο ἔχον.

11. Οὔσης οὖν ψυχῆς τῆς λογιζομένης περὶ δικαίων καὶ καλῶν καὶ λογισμοῦ ζητοῦντος εἰ τοῦτο δίκαιον καὶ εἰ τοῦτο καλόν, ἀνάγκη εἶναι καὶ ἑστώς τι δίκαιον, ἀφ᾽ οὗ καὶ ὁ λογισμὸς περὶ ψυχὴν γίγνεται. ῍Η πῶς ἂν λογίσαιτο; Καὶ εἰ ὁτὲ μὲν λογίζεται περὶ τούτων ψυχή, ὁτὲ δὲ μή, δεῖ τὸν <μὴ> λογιζόμενον, ἀλλ᾽ ἀεὶ ἔχοντα τὸ δίκαιον νοῦν ἐν ἡμῖν εἶναι, εἶναι δὲ καὶ τὴν νοῦ ἀρχὴν καὶ αἰτίαν καὶ θεόν—οὐ μεριστοῦ ἐκείνου ὄντος, ἀλλὰ μένοντος ἐκείνου, καὶ οὐκ ἐν τόπῳ μένοντος—ἐν πολλοῖς αὖ θεωρεῖσθαι καθ᾽ ἕκαστον τῶν δυναμένων δέχεσθαι οἷον ἄλλον αὐτόν, ὥσπερ καὶ τὸ κέντρον ἐφ᾽ ἑαυτοῦ ἐστιν, ἔχει δὲ καὶ ἕκαστον τῶν ἐν τῷ κύκλῳ σημεῖον ἐν αὐτῷ, καὶ αἱ γραμμαὶ τὸ ἴδιον προσφέρουσι πρὸς τοῦτο. Τῷ γὰρ τοιούτῳ τῶν ἐν ἡμῖν καὶ ἡμεῖς ἐφαπτόμεθα καὶ σύνεσμεν καὶ ἀνηρτήμεθα· ἐνιδρύμεθα δὲ οἳ ἂν συννεύωμεν ἐκεῖ.

12. Πῶς οὖν ἔχοντες τὰ τηλικαῦτα οὐκ ἀντιλαμβανόμεθα, ἀλλ᾽ ἀργοῦμεν ταῖς τοιαύταις ἐνεργείαις τὰ πολλά, οἱ δὲ οὐδ᾽ ὅλως ἐνεργοῦσιν; Ἐκεῖνα μέν ἐστιν ἐν ταῖς αὐτῶν ἐνεργείαις ἀεί, νοῦς καὶ τὸ πρὸ νοῦ ἀεὶ ἐν ἑαυτῷ, καὶ ψυχὴ δέ—<τὸ ἀεικίνητον>—οὕτως. Οὐ γὰρ πᾶν, ὃ ἐν ψυχῇ,   ἤδη αἰσθητόν, ἀλλὰ ἔρχεται εἰς ἡμᾶς, ὅταν εἰς αἴσθησιν ἴῃ· ὅταν δὲ ἐνεργοῦν ἕκαστον μὴ μεταδιδῷ τῷ αἰσθανομένῳ, οὔπω δι᾽ ὅλης ψυχῆς ἐλήλυθεν. Οὔπω οὖν γιγνώσκομεν ἅτε μετὰ τοῦ αἰσθητικοῦ ὄντες καὶ οὐ μόριον ψυχῆς ἀλλ᾽ ἡ ἅπασα ψυχὴ ὄντες. Καὶ ἔτι ἕκαστον τῶν ψυχικῶν ζῶν ἀεὶ ἐνεργεῖ ἀεὶ καθ᾽ αὑτὸ τὸ αὑτοῦ· τὸ δὲ γνωρίζειν, ὅταν μετάδοσις γένηται καὶ ἀντίληψις. Δεῖ τοίνυν, εἰ τῶν οὕτω παρόντων ἀντίληψις ἔσται, καὶ τὸ ἀντιλαμβανόμενον εἰς τὸ εἴσω ἐπιστρέφειν, κἀκεῖ ποιεῖν τὴν προσοχὴν ἔχειν. Ὥσπερ εἴ τις ἀκοῦσαι ἀναμένων ἣν ἐθέλει φωνήν, τῶν ἄλλων φωνῶν ἀποστὰς τὸ οὖς ἐγείροι πρὸς τὸ ἄμεινον τῶν ἀκουστῶν, ὁπότε ἐκεῖνο προσέλθοι, οὕτω τοι καὶ ἐνταῦθα δεῖ τὰς μὲν αἰσθητὰς ἀκούσεις ἀφέντα, εἰ μὴ καθόσον ἀνάγκη, τὴν τῆς ψυχῆς εἰς τὸ ἀντιλαμβάνεσθαι δύναμιν φυλάττειν καθαρὰν καὶ ἕτοιμον ἀκούειν φθόγγων τῶν ἄνω.  


[1] Εννοεί ότι κατέβηκαν, αρχόμενες από του νοητού Κόσμου, πολύ χαμηλά. Μέχρι τον αισθητό Κόσμο.
[2] Άλλωστε όπως λέγει ο ίδιος Πλωτίνος, στις «Εννεάδες, 1.4.14.1 – 1.4.14.11 (1η Εννεάδα, κεφάλαιο 4ον, «Περί Ευδαιμονίας»)», ο άνθρωπος ο σοφός δεν είναι σύνθεση ψυχής και σώματος. Απόδειξη για αυτό αποτελεί ο αποχωρισμός από το σώμα και η περιφρόνηση των σωματικών αγαθών. Είναι παράλογο να υποστηρίζεται ότι η ευζωία συμπεριλαμβάνει το ζώο (το ζωντανό σώμα), αφού η ευζωία είναι ευδαιμονία, η οποία έχει να κάνει με την ψυχή, είναι ενέργεια της ψυχής, και όχι της ύλης – όχι της ψυχής που έχει να κάνει με την ανάπτυξη, κάτι που θα  την προσέγγιζε στο σώμα. Αυτή η ευδαιμονία δεν έχει να κάνει με το μέγεθος ή την ευταξία του σώματος ούτε πάλι συνίσταται στην καλή ποιότητα των αισθήσεων, γιατί οι υπερβολές και οι πλάνες τους βαραίνουν τον άνθρωπο και τον τραβούν κάτω, στο επίπεδο τους.

Πέραν αυτού όπως λέγει ο Πλωτίνος, στις «Εννεάδες, 1.5.7.20 – 1.5.7.30 (1η Εννεάδα, κεφάλαιο 5ον, «Ει το ευδαιμονείν επίδοσην χρόνω λαμβάνει»)», αν η ευδαιμονία συνίσταται στη ζωή μετά του Αγαθού, είναι φανερό ότι η εν λόγω ζωή αναφέρεται στο αληθώς όν – αυτή είναι η καλύτερη. Επομένως δεν μετριέται με το χρόνο, αλλά με την αιωνιότητα, και αυτό δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε μικρότερο ούτε κάποιο άλλο μέτρο, αλλά το Είναι αυτό καθαυτό, αδιάστατο και άχρονο. Επομένως , δεν πρέπει να αναμειγνύουμε το Είναι με το μη Είναι, ούτε τον χρόνο ή τον διαρκή χρόνο με το αιώνιο, ούτε να εκτείνεται το αδιάστατο, αλλά να λαμβάνεται όλο ως σύνολο, αν λαμβάνεται καθόλου, και να γίνεται αντιληπτό όχι ως αδιαίρετο του χρόνου, αλλά ως  ζωή του αιώνος, η οποία δεν αποτελείται από πολλούς χρόνους, αλλά ολόκληρη και γενικώς από την ολότητα  του χρόνου.

πηγή: eleysis69.wordpress

ΟΙ 255 ΑΓΝΩΣΤΕΣ ΠΥΡΑΜΙΔΕΣ ΤΗΣ ΝΟΥΜΠΙΑ (ΚΕΙΜΕΝΑ - ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0
Προλογικό κείμενο
Αν νομίζουμε ότι γνωρίζουμε πολύ καλά τους πανάρχαιους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν γύρω από τη ανατολική Μεσόγειο και κυρίως στον ελληνικό χώρο, τότε σίγουρα γινόμαστε δογματικοί και απόλυτοι. Η σύγχρονη επιστήμη βρίσκεται σε αναζήτηση πολλών ιστορικών και αρχαιολογικών παραμέτρων που απαιτούνται για να συμπληρωθεί το ψηφιδωτό του πλαισίου των ερωτημάτων για τους πολιτισμούς αυτούς που συνεχώς γεννιούνται. Από ότι δείχνουν οι τελευταίες εξελίξεις στην αρχαιολογία, υπάρχει ερευνητικός οργασμός για την ανακάλυψη νέων στοιχείων. Η ελληνική γλώσσα όμως αποτελεί ένα απίστευτο θησαυρό γνώσης που συνεχώς μαρτυρά και αποκαλύπτει. Περιμένουμε εξελίξεις..... 
Κείμενο σχετικό με το βίντεο:
Επειδή κάθε φορά που ακούμε ή διαβάζουμε για πυραμίδες ο νους μας να πηγαίνει στη έρημο της Αιγύπτου και τους Φαραώ, αποδείχθηκε δεν είναι η μοναδική τοποθεσία που μπορούμε να τις συναντήσουμε.
Αυτό γιατί στην έρημο του Σουδάν και συγκεκριμένα στη Νούμπια στέκουν αγέρωχες και άλλες πυραμίδες λιγότερο γνωστές, των οποίων η ιστορία είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, γιατί καλύπτεται από ένα πέπλο μυστηρίου.
Οι συγκεκριμένες πυραμίδες έχουν καταφέρει να μείνουν όρθιες και σχεδόν ανέπαφες 3.000 χρόνια μετά από την κατασκευή τους, έτσι το National Geographic αποφάσισε να γνωστοποιήσει στο κοινό την μυστηριώδη και κρυφή ύπαρξή τους.
Οι πυραμίδες είναι χτισμένες γύρω από τον αρχαίο οικισμό της Νούμπια και είναι 255 στον αριθμό ή τουλάχιστον τόσες έχουν ανακαλυφθεί. Σύμφωνα με τις πληροφορίες πρόκειται για το El-Kurri, το βασιλικό νεκροταφείο που υπολογίζεται πως έχει χτιστεί το 1070 π.Χ.
Οι πυραμίδες είναι μικρότερες από αυτές της Γκίζας καθώς το ύψος τους ξεκινά από τα 6 μέτρα και φτάνει μέχρι τα 30.
πηγή: news247.gr

Αποτέλεσμα εικόνας για άγνωστες πυραμίδες












Τι σήμαινε και ποια ήταν η λειτουργία της Πυραμίδας, σύμφωνα με την ελληνική γλώσσα;

Η λέξη «πυραμίς» προκύπτει από τις λέξεις «πῦρ» (=φωτιά) + «ἀμίς» (=δοχείο).
(Για την ακρίβεια, ήταν το ουροδοχείο, αλλά κατέληξε να σημαίνει γενικά το δοχείο).
Με την λέξη «πῦρ» ωστόσο, δεν υποδηλώνεται μόνο η φωτιά αλλά και η «ενέργεια».
Άλλωστε και οΗράκλειτος, αναφερόμενος στο «πῦρ» ως κοσμογονική αρχή , ένα είδος ενέργειας εννοούσε και όχι την φωτιά όπως την ξέρουμε…
Η ετυμολογία λοιπόν της λέξεως μας δείχνει πως η πυραμίδα είναι «αυτό που δέχεται την ενέργεια».
Θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένας «πυκνωτής» της Γης;
Ίσως…                                  
πηγή: maiandros.blogspot

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ

$
0
0

Κατά πρώτον λοιπόν, η ελληνική θρησκεία δεν είναι εξ αποκαλύψεως θρησκεία. Για μας είναι ίσως οφθαλμοφανές γεγονός, του οποίου η υπενθύμιση έχει νόημα μόνο για όσους ζουν στους κόλπους μιας εξ αποκαλύψεως θρησκείας. Το βασικό όμως είναι ο σύνδεσμος μεταξύ αυτής της απουσίας αποκαλύψεως και της πρωταρχικής φαντασιακής σύλληψης του κόσμου στην Ελλάδα. Απουσία αποκάλυψης, άρα απουσία δόγματος, απουσία ne varietur αλήθειας θεμελιωμένης σε μια υπερβατική εξουσία. Αυτό επιτρέπει καταρχάς σημαντικές παραλλαγές στη θεολογική παράδοση, επιτρέπει τη συνύπαρξη διαφορετικών θεογονιών - του Ομήρου, του Ησιόδου και αναμφίβολα άλλων-, καθώς και τοπικές παραλλαγές πολλών μύθων. Δυνατότητα μεταρρύθμισης, κίνησης, που θα έμενε αφηρημένη αν δεν υπήρχαν επίσης ανθρώπινες κοινότητες οι οποίες θα ήθελαν και θα μπορούσαν να τη χρησιμοποιήσουν. Και αυτό συνέβη πράγματι: αυτή η αφηρημένη δυνατότητα μεταμορφώθηκε σε συζήτηση για την κοινωνική αναπαράσταση. Βλέπουμε και εδώ τις παγίδες που μας στήνουν οι αιτιοκρατικές ερμηνείες, οι εξηγήσεις που επιμένουν να παραπέμπουν σε μονοσήμαντους ιστορικούς παράγοντες, διότι η απουσία αποκάλυψης και δόγματος δεν αποτελεί αποκλειστικό δημιούργημα των Ελλήνων. Πρόκειται μάλιστα για την πιο συνηθισμένη περίπτωση, τουλάχιστον πριν από την εμφάνιση του ιουδαϊσμού. Ομοίως δε, τίποτα το πλέον κοινότοπο από τις παραλλαγές των παραδόσεων και των μύθων κάθε κοινωνίας. 
Παίρνοντας ως αφετηρία ένα μύθο των Ινδιάνων της Αμερικής, ο LeviStrauss έγραψε τέσσερις τόμους Μυθολογικών (Mythologiques), επεκτείνοντας τις αναλύσεις του μέσω αναρίθμητων παραλλαγών και μεταμορφώσεων σε εκατοντάδες άλλες διηγήσεις. Η απλή παραλλαγή της παράστασης καθαυτή δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αιτία αμφισβήτησης της κοινωνικής παράστασης ούτε στην Ελλάδα ούτε και αλλού. Ωστόσο, μέσω και άλλων στοιχείων, επιτρέπει τη συζήτηση και τελικά την ίδια της την αμφισβήτηση. Συνεχίζοντας την αντιπαράθεσή μας με τη μονοθεϊστική παράδοση, παρατηρούμε ότι στον εβραϊκό κόσμο, παρά την ύπαρξη διαφορετικών παραδόσεων, από μια στιγμή και πέρα οι συντάκτες αυτού που αποκαλείται Παλαιά Διαθήκη προσπαθούν στο μέτρο του δυνατού να επεξεργαστούν ένα συνεκτικό και μονοσήμαντο κείμενο - πράγμα αδύνατο φυσικά, αφού παραμένουν πάμπολλοι αναχρονισμοί και αντιφάσεις. Παρ’ όλα αυτά, προσπαθούν να το πετύχουν, και τελικά αυτό θα γίνει το ιερό κείμενο των Εβραίων. Από τη στιγμή αυτή, δεν μένει παρά μία μόνο επιλογή: όχι η ανοιχτή αμφισβήτηση του κόσμου των κοινωνικών παραστάσεων που ενσαρκώνονται στο δόγμα, αλλά η ερμηνεία. Εργασία που ξεκινά σίγουρα μετά την Έξοδο και θα καταλήξει στο γιγαντιαίο corpus αμέτρητων συζητήσεων και ερμηνειών του βιβλικού κειμένου, το Ταλμούδ. 
Χάρη λοιπόν σ’ αυτή την ελευθερία που δίνει η απουσία αποκάλυψης, η απουσία κανονικής διατύπωσης ενός δόγματος - και με τη μεσολάβηση ενός άλλου παράγοντα για τον οποίο θα μιλήσουμε αργότερα -, υπήρξε στην Ελλάδα συνεχής αναδημιουργία του μύθου (θα μπορούσαμε ασφαλώς να μιλήσουμε και για παρερμηνεία, δεν θα ήταν όμως επαρκές, εκτός αν δώσει κανείς πιο ισχυρή έννοια στον όρο). Το πιο χτυπητό, το πιο συναρπαστικό και το πιο πλούσιο παράδειγμα αυτής της αναδημιουργίας είναι η τραγωδία. Μιλήσαμε ήδη για την τραγωδία και για το γεγονός ότι όλα τα δρώμενα είναι εκ των προτέρων γνωστά, ότι δεν υπάρχει αβεβαιότητα, και διερωτηθήκαμε άλλωστε ποιο θα μπορούσε να είναι το ενδιαφέρον των θεατών σ'αυτή την περίπτωση. Ωστόσο, υπάρχει σαφώς αναμονή και αβεβαιότητα, όχι ως προς τα γεγονότα, ως προς το τι τελικά θα συμβεί, αλλά ως προς τη νέα σημασία που παίρνει ο μύθος σε κάθε καινούργιο έργο, όταν ο τραγικός ποιητής το αναδημιουργεί χάρη σε μικρές η μεγάλες αλλαγές της πλοκής. Και αυτό μας επιτρέπει να δούμε μέχρι πού μπορεί να φθάσει η ελευθερία αυτή. Διότι εκείνο που παρουσιάζει ο ποιητής αποτελεί μέρος μιας επίσημης γιορτής της πόλης, των Διονυσίων, επομένως αποτελεί τμήμα της πολιτικής λατρείας. Πρόκειται, τρόπον τινά, για έκφραση της πολιτικής κοινότητας. Και όμως, παρατηρούμε ότι ο ποιητής μπορεί να αλλοιώσει σημαντικά μέρη του μύθου, και κυρίως είναι σε θέση, με βάση ανεπαίσθητες αλλοιώσεις, να του προσδώσει νέα σημασία. Πράγμα που θα ήταν αδιανόητο χωρίς το πρώτο χαρακτηριστικό, δηλαδή την απουσία αποκάλυψης. 
Ας περάσουμε στο δεύτερο χαρακτηριστικό. Σε αντίθεση με τη μονοθεϊστική παράδοση, η ελληνική θρησκεία δεν δίνει κανένα πλεονέκτημα στην ανθρωπογονία, στη δημιουργία του ανθρώπινου όντος. Δεν υφίσταται κατασκευή, δημιουργία ή παραγωγή ενός προνομιούχου και μοναδικού όντος, του ανθρώπου, εκ μέρους μιας ανώτερης δύναμης. Ο άνθρωπος είναι ένα ον όπως όλα τα άλλα. Διαθέτει βέβαια μια ιδιαίτερη θέση, στην οποία επανέρχεται συνέχεια ο ελληνικός στοχασμός, και που μπορούμε να βρούμε ήδη στους μύθους. Εν πάση περιπτώσει, στην ομηρική θρησκεία δεν υπάρχει οντολογική σχέση -αν μπορώ να το εκφράσω έτσι - ούτε ειδική πράξη δημιουργίας του ανθρώπου. Παρά τις μεγάλες διαφορές για τις οποίες μιλήσαμε, ο άνθρωπος βρίσκεται σ’ ένα επίπεδο που δεν διαχωρίζεται ριζικά από το επίπεδο των θεών. Και δεν θα μπορούσαμε να εκφράσουμε την κατάσταση αυτή καλύτερα από τον Dodds στη φράση που ήδη αναφέραμε για τους «πρίγκιπες του Ομήρου». Θα ήταν σίγουρα λάθος αν λέγαμε ότι ο Δίας είναι ένας υπερήρωας, ένας Αγαμέμνων στη νιοστή δύναμη, πλην όμως δεν χωρίζει τους δυο τους καμία άβυσσος, δεν υπάρχει οντολογική ρήξη. 
Εδώ βρίσκεται ένα θεμελιώδες σημείο, που μας αναγκάζει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί, διότι πρέπει να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε τι σημαίνει η απουσία διαχωρισμού. Πάρτε, για παράδειγμα, τις πιο πρόσφατες εργασίες για την ελληνική μυθολογία, από το ρεύμα που εκπροσωπούν έξοχα στη Γαλλία ο Jean-Pierre Vernant, ο Pierre Vidal-Naquet και ο Marcel Detienne. Σας συμβουλεύω να διαβάσετε κυρίως, από τα βιβλία του τελευταίου, το Dionysos mis a mort, καθώς και την εισαγωγή του Vernant στο Jardins dAdonis[1]. Ο Ver­nant επιμένει, και δικαίως, στο γεγονός ότι η ελληνική μυθολογία διακρίνει πάντα αυστηρά τρία επίπεδα. Το επίπεδο της μη ανθρώπινης φύσης, των μη «εξανθρωπισμένων» φυτών και των ζώων, το ανθρώπινο επίπεδο, που περιλαμβάνει και όσα εξανθρώπισε η ανθρωπότητα, δηλαδή κατοικίδια ζώα, καλλιεργήσιμα φυτά κ.λπ., ιδιότητες του ανθρώπου οι οποίες ως τέτοιες δεν είναι δυνατό να διαχωρίσουν απ'αυτόν, και τέλος το πεδίο των θεών. Δείχνει ότι η θυσία δεν προορίζεται να αποδώσει μόνο τιμή στους θεούς, αλλά ότι προορίζεται επίσης να θυμίζει, χάρη σε κάποια διακριτικά σημεία -ο ίδιος δεν χρησιμοποιεί τον όρο αυτό - τη διαφορά όχι μόνο μεταξύ θείου και ανθρώπινου κόσμου, αλλά και μεταξύ του ανθρώπινου κόσμου και όσων βρίσκονται έξω από αυτόν. Είναι π.χ. αδιανόητο να θυσιαστεί αγριόχοιρος, διότι Θυσιάζονται μόνο κατοικίδια ζώα, κυρίως βόδια, ενώ στους θεούς προσφέρονται μόνο καλλιεργημένα σιτηρά. Η θυσία οφείλει να ανήκει στον ανθρώπινο κόσμο, που αποχωρίζεται ένα κομμάτι του εαυτού του για να το προσφέρει στους θεούς. 
Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε. Είναι φανερό ότι ο ελληνικός κόσμος - όπως και κάθε άλλος κόσμος άλλωστε - δεν θα ήταν δυνατό να υπάρξει, ή θα βυθιζόταν στην τρέλα, αν ζούσε στην άμεση και αδιαφοροποίητη ενότητα του ανθρώπινου, του προανθρώπου και του υπεράνθρωπου στοιχείου. Πρέπει να υπάρχει διάρθρωση και η διάρθρωση αυτή χαρακτηρίζεται από χίλια δυο πράγματα. Βλέπουμε άλλωστε ένα σημάδι της - ή μάλλον πληθώρα απολύτως χαρακτηριστικών σημαδιών - στην περίφημη ιστορία των Κυκλώπων της Οδύσσειας, όπου η διάκριση μεταξύ ανθρώπινου και μη γίνεται με κατηγορηματικό και πλούσιο σε σημασίες τρόπο. Αν όμως υπάρχει διάρθρωση, δεν υπάρχει ρήξη. Αυτό ακριβώς πρέπει να υπογραμμισθεί. Δεν υφίσταται πραγματική υπέρβαση, άπειρη απόσταση μεταξύ ανθρώπινου και μη, είτε - αν μπορώ να πω - αυτό το μη ανθρώπινο τοποθετείται πάνω είτε κάτω από τον άνθρωπο. 
Την ποιότητα αυτής της κοινωνικής παράστασης -έναν κόσμο συγχρόνως ενιαίο και διαρθρωμένο, κι εδώ όμως θα μπορούσαμε να έχουμε αρκετούς δισταγμούς, αλλά θα επανέλθουμε όταν μιλήσουμε για το χάος και τον κόσμο- είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να τη συλλάβουμε εμείς που είμαστε ακόμα βυθισμένοι στη χριστιανική θεολογία. Παρά την ιδέα της δημιουργίας του ανθρώπου από τον Θεό κατ'εικόνα και καθ’ ομοίωσιν, τη θεία χάρη και τόσα άλλα στοιχεία, παρά τον ανθρωπομορφισμό του χριστιανικού, ακόμα και του εβραϊκού θεού, που αποκλείεται να αγνοήσουμε, υπάρχει στη χριστιανική παράδοση αυτή η οντολογία της ρήξης, της πτώσης, της ριζικής διαφοράς. Και κατά μία έννοια μπορούμε να διερωτηθούμε αν καταφέρνουμε πράγματι να απαλλαγούμε από τη συγκεκριμένη θεώρηση της θέσης του ανθρώπου στο είναι (στην ύπαρξη), που επί αιώνες ήταν η θεώρηση του κόσμου μέσα στον οποίο γεννηθήκαμε. Μόνο η τριβή με τα κείμενα και η αναδημιουργική φαντασία επιτρέπουν ίσως να προσεγγίσουμε αυτή την άλλη όψη του κόσμου όπου υπάρχει διάρθρωση και όχι διαχωρισμός, τίποτα όμως δεν μας εγγυάται ότι θα τα καταφέρουμε. Πρόκειται εξάλλου για ερώτημα το οποίο είναι αδύνατό να απαντηθεί εκ των προτέρων. Εν πάση περιπτώσει, και για να περιοριστούμε προς το παρόν σε καθαρά αρνητικές παρατηρήσεις, είναι εμφανές ότι δεν υπάρχει ριζικός διαχωρισμός και μόνο εφόσον το πέρασμα ανάμεσα στα τρία επίπεδα παραμένει πάντα δυνατό. 
Υπάρχουν αμέτρητες περιπτώσεις στους μύθους όπου οι άνθρωποι μετατρέπονται σε ζώα ή φυτά από τους θεούς. Οι μισοί σχεδόν ελληνικοί μύθοι αναφέρονται σε μεταμορφώσεις. Ομοίως, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις - είναι βέβαια πολύ πιο σπάνιες, αλλά υπάρχουν - όπου ένα εξαιρετικό ανθρώπινο ον, σαν τον Ηρακλή ή τον Γανυμήδη, μεταμορφώνεται σε θεό ή ημίθεο ή σε κάποιο θείο ον άλλου τύπου, όπως π.χ. σε αστερισμό. Τα περάσματα αυτά δεν είναι, όπως στην περίπτωση της ενσάρκωσης του Θεού των χριστιανών, της τάξεως του θαύματος. (Θα είχαμε άλλωστε πολλά να πούμε πάνω στο θέμα των θαυμάτων...) Κατά δεύτερο λόγο, ας μην ξεχνάμε όχι τον ανθρωπομορφικό αλλά τον ανθρώπινο χαρακτήρα των θεών, για τον οποίο σας μίλησα την τελευταία φορά. Τέλος, πράγμα ακόμα πιο σημαντικό, το οποίο μας επαναφέρει στο πρόβλημα της ανθρωπογονίας, ο άνθρωπος και όλα τα άλλα όντα δεν αποτελούν δημιουργήματα των θεών. Πέτρες, άγρια και κατοικίδια ζώα, άνθρωποι και θεοί, αναδύονται συγχρόνως και ανεξαρτήτως, κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας, και ξεκινώντας από ένα αρχικό δεδομένο, που είναι, κατά τον Ησίοδο, το χάος -και όλα υπόκεινται στη μοίραν. Σε σχέση με την έσχατη αυτή κοσμική τάξη - ανάδυση από το χάος και υποταγή των πάντων στη μοίραν -, δεν υφίσταται ιδιαίτερη θέση των θεών που θα τους διέκρινε από τους ανθρώπους. Βλέπουμε εδώ όλα όσα μας χωρίζουν από τη χριστιανική, ακόμα και από την εβραϊκή θεολογία[2]. 
Μια παρέκβαση τώρα σχετικά με την ειδωλολατρία. Περί τίνος πρόκειται; Επιτρέψτε μου να σας παραπέμψω επ’ αυτού στο κείμενό μου «Θέσμιση της κοινωνίας και θρησκεία»* (του οποίου το περιεχόμενο πρέπει να είναι γνωστό σε όσους παρακολούθησαν τα σεμινάρια των δύο τελευταίων ετών), όπου υποστηρίζω τη θέση ότι κάθε θρησκεία είναι αναγκαστικά ειδωλολατρική. Διότι κάθε θρησκεία οφείλει αναγκαστικά, προκειμένου να υπάρξει ως κοινωνικά θεσμισμένη θρησκεία, να δώσει μορφή σε ό, τι αυτή ονομάζει υπερβατικό - όταν το ονομάζει έτσι -, σε αυτό που εμείς θα ονομάσουμε Χάος, Άβυσσο ή Απύθμενο. Αυτή η μορφή μπορεί να είναι ένα άγαλμα, αλλά και μια ιστορία (γιατί και μια ιστορία είναι δυνατό να αποτελεί εικόνιση), ομιλία, λόγος, ή ο Λόγος. Το να πεις ότι ο Θεός είναι Λόγος αποτελεί φυσικά και αυτό ειδωλολατρία. Οι μόνοι που το κατάλαβαν καλά είναι οι θεολόγοι της αρνητικής ή αποφατικής θεολογίας, για τους οποίους η θεολογία έχει ακριβώς καθήκον την απόρριψη όλων των κατηγορημάτων που οι άνθρωποι θα μπορούσαν να αποδώσουν στον Θεό. Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, και ιδίως στον προφήτη Ησαΐα, που συγκαταλέγεται μεταξύ των παλαιότερων συγγραφέων, βρίσκουμε κριτική της ειδωλολατρίας, της λατρείας των ξόανων, όπως λέγεται στη μετάφραση των Εβδομήκοντα, δηλαδή υλικών μορφών, κριτική που εγκαλεί τον κοινό νου, αρκετά βολταιριανή: πώς είναι δυνατό να πιστεύουμε ότι αυτά τα κομμάτια ξύλου που καίμε είναι θεοί κ.λπ.; Δεν έχω μελετήσει το θέμα και δεν γνωρίζω αν μπορούμε να μάθουμε ποια ήταν η πραγματική σχέση των λαών που περιστοίχιζαν την Παλαιστίνη την εποχή του Ησαΐα, των Μαδιανιτών και άλλων Μωαβιτών, με τα είδωλά τους. Πίστευαν πραγματικά ότι εκείνα τα κομμάτια ξύλου ή πέτρας ήσαν όντως ο Θεός; Τεράστιο ερώτημα για το οποίο μάλλον δεν υπάρχει απάντηση. Είναι πιθανό και ίσως βέβαιο πως υπήρξαν κοινωνίες όπου ένα οποιοδήποτε υλικό αντικείμενο θεωρείτο ο ίδιος ο Θεός, αυτοπροσώπως. Πιστεύω όμως ότι με το πέρασμα του χρόνου δημιουργείται αναπόφευκτα μια διττή πραγματικότητα: το άγαλμα δεν αποτελεί πλέον φετίχ, σίγουρα διαθέτει ιερό χαρακτήρα και μετέχει του θείου με τρόπο απερίγραπτο, δεν είναι όμως ο ίδιος ο Θεός. Αποτελεί σύμβολο της θεότητας, σεβαστό σύμβολο που ωστόσο δεν την ενσαρκώνει. Ωστόσο, για μεγάλη μερίδα του πληθυσμού εξακολουθεί ίσως να επιβιώνει μια φετιχιστική διάσταση αυτής της σχέσης με τα εμβλήματα, ως εμμενείς παραστάσεις της υπερβατικότητας. 
Και οι Έλληνες; Δεν σκέφτηκα ποτέ πως στην αρχαία Ελλάδα ήταν συνήθης η περίπτωση του θρησκευομένου που πίστευε ότι το τάδε άγαλμα, το οποίο ήξεραν όλοι πως είχε μόλις φτιάξει ο Φειδίας, ήταν ο ίδιος ο θεός. Λίγο όμως ενδιαφέρει εδώ αυτό που έχουμε την πρόθεση να πιστέψουμε. Θα σας αναφέρω καλύτερα τα λόγια του Ιππόλυτου από το ομώνυμο έργο του Ευριπίδη[3]. (Θα μπορούσε να μου αντιτάξει κανείς ότι πρόκειται για σχετικά ύστερη εποχή, πιθανότατα το τελευταίο τέταρτο του 5ου αιώνα, και ότι ο Ευριπίδης είναι ο πλέον «διανοούμενος» των μεγάλων τραγικών, αλλά δεν έχει σημασία). Ο Ιππόλυτος λοιπόν, απευθυνόμενος στην Άρτεμη, τη θεά που κατεξοχήν λατρεύει, της λέει μια πολύ όμορφη φράση, μια φράση ερωτευμένου: «Βρίσκομαι μαζί σου και συζητώ με σένα, ακούω τη φωνή σου, μα δεν βλέπω τα μάτια σου (το όμμα, το «μάτι», είναι εδώ μετωνυμία για το «πρόσωπο»). Και όμως, ο Ιππόλυτος βρίσκεται στη σκηνή, μπροστά στο άγαλμα της Άρτεμης. Και μπροστά στο άγαλμα λέει: «Βρίσκομαι μαζί σου, συζητώ με σένα, ακούω τη φωνή σου (ένα άγαλμα δεν μιλάει), δεν βλέπω όμως το πρόσωπό σου (τη βλέπει)». Πράγμα που σημαίνει ακριβώς ότι ο Ιππόλυτος γνωρίζει καλά, και το εκφράζει, ενώ ο ποιητής το αναπαράγει και αυτός ενώπιον του αθηναϊκού κοινού, που ίσως δεν το εκλαμβάνει ως αυτονόητο, σίγουρα όμως ως αποδεκτό, πως όταν βρισκόμαστε μπροστά στο άγαλμα του θεού δεν βλέπουμε τον ίδιο τον θεό. Παρατηρούμε άλλωστε τη διπλή μετάθεση: βρίσκεται μπροστά στο άγαλμα, αλλά δεν βλέπει τη θεά. Το άγαλμα, φυσικά, δεν μιλάει, αλλά ακούει τη φωνή της. Προφανώς, φωνή είναι το νόημα, ο λόγος, η επικοινωνία με τη θεά. Η θεά του μιλάει ή του απαντά, πρόκειται όμως πάντα για φωνή και όχι για όψη. Νομίζω ότι δεν θα ήταν δύσκολο να βρεθούν και άλλα στοιχεία που θα έδειχναν πολύ καθαρά πως όταν αναφερόμαστε στην ειδωλολατρία, τουλάχιστον στους Έλληνες, δεν πρέπει να μένουμε στη μαχητική οπτική των Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων χριστιανικών αιώνων και να φανταζόμαστε ότι ο πιστός θεωρούσε απλώς πως η θεότητα βρισκόταν εκεί, μέσα στο άγαλμα. Όχι, υπήρχε μια σχέση, διαμεσολαβημένη από το άγαλμα, δίχως πραγματική παρουσία, αλλά με ιερότητα. 
Είναι αλήθεια πως υπάρχει επίσης η εμπειρία της θείας «παρουσίας». Το έζησα πρόσφατα, ήταν κάτι σαν τη «νύχτα του Pascal», αν θέλετε, αλλά εκ των έξω. Ήμουνα στο Ισραήλ κατά τη διάρκεια των Χριστουγέννων και κάποιοι φίλοι με προέτρεψαν να επισκεφθώ τη Βηθλεέμ. Κατέβηκα λοιπόν στην κρύπτη όπου υποτίθεται ότι γεννήθηκε το θείο βρέφος. Οι πιστοί παρακολουθούσαν τη λειτουργία. Επρόκειτο για το ίδιο ακριβώς πράγμα που παρατήρησα πολλές φορές στην Ινδία, βλέποντας πιστούς μπροστά στα αγάλματα του Βισνού ή του Σίβα: ο θεός ήταν παρών. Κοινωνιολογικά, ο Χριστός βρισκόταν μέσα σ'εκείνη την κρύπτη. Όχι από την άποψη των φυσικών επιστημών ούτε ίσως της φιλοσοφίας, αλλά από κοινωνιολογικής άποψης, ο Χριστός ήταν εκεί, είναι πάντα εκεί από τη στιγμή που γεννιέται. Και οι άνθρωποι που παρευρίσκονται, είχαν την αίσθηση της πραγματικής παρουσίας του θείου. Πρόκειται για εμπειρία που ίσως έχετε ζήσει σε μέρη όπου η χριστιανική λατρεία συνδέεται με υπερφυσικά φαινόμενα, όπως στη Λούρδη ή και αλλού. Υπάρχει λοιπόν μια κατηγορία πιστών οι οποίοι βιώνουν εμφανώς τη σχέση τους με τον τόπο και με αυτά που συνέβησαν ή συμβαίνουν εκεί ως παρουσία της θεότητας. Ωστόσο, το μόνο που μπορεί να κάνει ο παρατηρητής είναι να ανασυνθέσει την κατάσταση αυτή βλέποντας τη συμπεριφορά, τις χειρονομίες κ.λπ. και προσπαθώντας να μη λάβει υπόψη τους περιφερόμενους μικροπωλητές. Στην κρύπτη της Βηθλεέμ δεν υπάρχουν μικροπωλητές και η ατμόσφαιρα σας σφίγγει την καρδιά: για τους πιστούς, ο θεός είναι παρών. 
Τελικά, πώς νοείται η ειδωλολατρία; Είναι αδύνατο να συλλάβουμε μια πραγματική θρησκεία, κοινωνικά υπαρκτή, για την οποία η υπερβατικότητα δεν είναι «παρούσα» στον κόσμο, και, σε τελευταία ανάλυση, αν δεν είναι παρούσα σε κάποια σπηλιά, υπάρχει σε λόγους, σε βιβλία, ή ίσως απλώς - για ορισμένους φιλοσόφους - στο γεγονός ότι μπορούν να διατυπώσουν οι ίδιοι την κατηγορική προσταγή. Η υπερβατικότητα είναι παρούσα, «αναγγέλλεται». 
      Τρίτο σημείο: στην ελληνική θρησκεία δεν υπάρχει ούτε υπόσχεση ούτε ελπίδα. Είδαμε ότι η αθανασία, στο βαθμό που υπάρχει, είναι χειρότερη από τον οριστικό θάνατο- πρόκειται για επιβίωση άθλιων σκιών δίχως πνεύμα, αισθήσεις και αναμνήσεις - σκεφτείτε τις σκιές στα Τάρταρα που περιγράφονται στην Οδύσσεια - , όντα των οποίων η υπόσταση βρίσκεται εξάλλου στα όρια του νοητού. Αυτή είναι η θέση του κυρίαρχου ρεύματος στην ελληνική θρησκεία. Είναι αλήθεια ότι, πιθανόν από τον 6ο αιώνα π.Χ. ήδη, εμφανίζονται αντίθετα ρεύματα, τα οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μυστικιστικά, αν και ο όρος αυτός είναι εν προκειμένω τελείως αδόκιμος. Πρόκειται όμως για περιθωριακά ρεύματα, αποκλίνοντα από το κύριο ρεύμα. Εκπροσωπούνται κυρίως από τον Ορφισμό, στη συνέχεια δε από τις ακόμα πιο ολιγάριθμες πυθαγόρειες σέχτες. Τα ρεύματα αυτά αντιτίθενται προφανώς στη θρησκεία των ολύμπιων θεών όπως περιγράφεται από τον Όμηρο. Προτείνουν π.χ. μια άλλη κοσμογονία, κατά την οποία το χάος δεν αποτελεί την αρχή των πάντων. Είναι σαφέστατα ακοσμικά και τάσσονται συνεπώς κατά της πόλης, ακόμη και όταν δεν το δηλώνουν ρητά. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι στον Ορφισμό η ανθρωπογονία, η στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπινου όντος, έχει κεντρικότατη θέση, πράγμα που έχει προφανώς βαρύνουσα σημασία. Οι σέχτες αυτές κηρύσσουν, από τη μια μεριά, διατροφή μερικώς ή τελείως χορτοφαγική και από την άλλη, αν όχι την απόλυτη σεξουαλική αποχή, τουλάχιστον μια ερωτική συμπεριφορά που υπόκειται σε περισσότερους περιορισμούς απ'αυτούς που ήσαν τότε ευρέως αποδεκτοί, Τέλος δε, Ορφικοί και Πυθαγόρειοι απορρίπτουν τη θυσία ζώων, απορρίπτουν δηλαδή αυτό το βασικό γνώρισμα της διασύνδεσης του ανθρώπινου με το θείο. 
Αυτό που διατυπώνεται έτσι ρητά - τα κείμενα του Vernant και του Detienne που μόλις ανέφερα είναι πολύ πλούσια και απολύτως πειστικά επ’ αυτού - είναι η θέληση να φθάσουν σε κάποιου είδους θεοποίηση των ανθρώπινων όντων. Να γίνει ο άνθρωπος όμοιος με τους θεούς, όχι σαν πρόκληση, όπως συμβαίνει στην ιστορία του όφεως στη Γένεση, αλλά με την ηθική άσκηση και την ευλάβεια. Δεν εκπλήσσει, επομένως, το γεγονός ότι τα ρεύματα αυτά - σίγουρα τα ορφικά και τα πιο αυστηρά πυθαγόρεια - είναι συγχρόνως α-κοσμικά, α-πολιτικά και μάλιστα αντιπολιτικά, εχθροί της πόλης. Διότι είναι εμφανές πως αν ένας τέτοιος στόχος - η θεοποίηση- είναι επιτεύξιμος, αν είναι δυνατό να τεθεί και να ακολουθηθεί, ενώ το ενδιαφέρον για όσα συμβαίνουν εδώ κάτω, στη γη, εμφανίζεται ως εντελώς αμελητέο. Στο συμπέρασμα αυτό ακριβώς καταλήγουν ρητά οι Ορφικοί και ορισμένοι Πυθαγόρειοι, διότι είναι το μόνο στο οποίο μπορεί να φθάσει μια θρησκεία του υπερβατικού, ακολουθώντας τη λογική της με αυστηρότητα. Αν είναι πράγματι δυνατό το ἀθανατίζειν, η εξομοίωση με τον θεό, δεν μπορεί να δει κανείς τι ενδιαφέρον παρουσιάζει η αγορά, η εκκλησία, η τραγωδία, η Σαλαμίνα, οι Πέρσες, η ανέγερση ναών ή οτιδήποτε άλλο. Για τη σημασία αυτών των θεωρήσεων κατά την απομάκρυνση από τα εγκό­σμια, σας παραπέμπω στον Pascal. Σε αυτή ακριβώς την τάση των Ορφικών απαντά ο Πίνδαρος στις αρχές του 5ου αιώνα με τους περίφημους στίχους του, στους οποίους λέει ότι είναι παράλογο να θέλουμε να γίνουμε αθάνατοι και οφείλουμε θνατά φρονεῖν: η σκέψη μας, η πνευματική διάθεσή μας, να αντιστοιχεί στη θέση του θνητού όντος[4]. Και λέει ακόμα ότι τίποτα δεν είναι πιο κενό και καταγέλαστο από το να περιφρονούμε αυτό που βρίσκεται μπροστά μας και να επιδιώκουμε πάντα κάτι που είναι μακριά και αλλού[5]. Οι στίχοι αυτοί εκφράζουν μια ουσιώδη συνιστώσα της κλασικής ελληνικής στάσης. 
Το τέταρτο και τελευταίο σημείο αφορά στον «εθνικό» ή μη χαρακτήρα των θεών. Πρόκειται για ενδογενώς δύσκολο πρόβλημα, που θα απαιτούσε τη συμβολή τεράστιας ποσότητας δεδομένων της συγκριτικής μελέτης θρησκειών. Ωστόσο, δεν φαίνεται υπερβολικό να πούμε ότι γενικά - τουλάχιστον πριν εμφανιστούν οι λεγόμενες οικουμενικές θρησκείες σωτηρίας, ο βουδισμός, ο χριστιανισμός και το Ισλάμ- κάθε λαός διαλέγει τους θεούς του, τους θέτει ως δικούς του θεούς και τους αντιπαραθέτει στους θεούς των άλλων. Νομίζω όμως ότι, εν προκειμένω, μπορούμε να ισχυριστούμε πως για τους Έλληνες οι θεοί δεν είναι οι «θεοί των Ελλήνων» αλλά απλώς οι θεοί. Με άλλα λόγια, στη θρησκεία αυτή υπάρχουν δύο όψεις. Από τη μια πλευρά, μετά τον Gernet, ίσως και νωρίτερα, η ελληνική θρησκεία θεωρούνταν - και δικαίως, διότι πρόκειται για θεμελιώδη άποψη - πολιτική θρησκεία, θρησκεία της πόλεως. Η «πολιτική» λατρεία αφορά στην πόλη, η οποία την επωμίζεται, την οργανώνει, τη ρυθμίζει και επικυρώνει την τήρησή της. Αυτοί που αναλαμβάνουν κάποιες ιεροτελεστίες δεν ανήκουν σε σώμα κληρικών που αυτοαναπαράγεται διοριζόμενο με συγκεκριμένες διαδικασίες. Διορίζονται από την πόλη. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, οι θεοί προς τους οποίους απευθύνεται η λατρεία, ακόμα και όταν έχουν κάποια προνομιακή σχέση με τη μία ή με την άλλη πόλιν (η Αθηνά με την Αθήνα, η Ήρα με το Άργος...), δεν είναι αποκλειστικοί θεοί των πόλεων αυτών ούτε καν αποκλειστικοί θεοί των Ελλήνων, αλλά απλώς «οι θεοί», οι θεοί όλου του κόσμου. 
Αυτό ακριβώς φαίνεται καθαρά τόσο στην Ιλιάδα όσο και στην Οδύσσεια: οι Τρώες δεν έχουν άλλους θεούς, ενώ τέρατα, όπως οι Κύκλωπες, μπορούν να περιφρονούν τους Ολύμπιους θεούς και να αρνούνται να τους τιμήσουν, πλην όμως πρόκειται γι’ αυτούς τους ίδιους θεούς. Δεν γνωρίζουν άλλους θεούς ούτε και υποστηρίζουν π.χ. ότι δεν υπάρχουν θεοί. Βασισμένα στη μεγάλη δύναμή τους, τα τέρατα πιστεύουν απλώς ότι μπορούν να έχουν την πολυτέλεια να τους αντισταθούν. Είναι γεγονός ότι αυτή η διαπίστωση είναι δίκοπο μαχαίρι, διότι σε όσους υποστηρίζουν πως στην ελληνική θρησκεία οι θεοί έχουν τεθεί ως οικουμενικοί μπορεί να αντιταχθεί το γεγονός ότι οι Έλληνες, είτε το θέλουν είτε όχι, επιβάλλουν με τον τρόπο αυτό τους συγκεκριμένους οικουμενικούς θεούς σε όλους. Αντίρρηση μη ανασκευάσιμη, κατά μια έννοια, πλην όμως δεν αποτελεί την ουσία του θέματος. Στο πλαίσιο της συζήτησης μας, το σημαντικό για μας είναι ότι, αν και οι θεοί αυτοί συνδέονται πάντα μέσω μιας ιδιαίτερης λατρείας με την πόλη, δεν αποκτούν τοπικό ή «εθνικό» χαρακτήρα και, με την έννοια αυτή, είναι πράγματι «οικουμενικοί». Έχει σημασία εν προκειμένω ότι οι Έλληνες αναζήτησαν πάντοτε αναλογίες ή αναγνώρισαν δάνεια: αυτόν που αποκαλούμε Δία οι Αιγύπτιοι τον ονόμαζαν έτσι, ο Ηρακλής συναντάται στους Αιγυπτίους με την τάδε μορφή, τον δανειστήκαμε από αυτούς κ.λπ. Η στάση αυτή, ήδη παρούσα στον Ηρόδοτο, θα επιβεβαιωθεί στη συνέχεια. 
Έρχομαι τώρα στο στοιχείο που στα έπη, και ιδίως στην Οδύσσεια, αποτελεί κατά τη γνώμη μου επιβεβαίωση σημασιών που αφορούν στο κοινωνικό είναι και στην εν κοινωνία ανθρωπότητα, και που ως εκ τούτου διαχωρίζεται από το μη ανθρώπινο όχι μόνο ως απουσία ορισμένων ανθρώπινων χαρακτηριστικών, αλλά ως τερατώδες. Θα μελετήσουμε ιδιαίτερα το περίφημο επεισόδιο των Κυκλώπων[6], που από την αρχαιότητα έχει συζητηθεί χιλιάδες φορές αρχής γενομένης με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη). Οι Κύκλωπες αναφέρονται και στη Θεογονία του Ησιόδου, πρόκειται όμως για σύντομη αναφορά[7]. (Στη συνέχεια, χρησιμοποιώ συχνά τη θαυμάσια εργασία μιας νεαρής φοιτήτριας τηςEcole Normale, της Μυρτώς Γόντικα, όπου επισημαίνονται πολύ σωστά ορισμένα σημαντικά σημεία). Όλοι γνωρίζετε βέβαια το επεισόδιο, γι’ αυτό και θα περιοριστώ να σας θυμίσω τα ουσιώδη: ο Οδυσσέας αποβιβάζεται με τους συντρόφους του στο νησί των Κυκλώπων και φυλακίζεται από έναν εξ αυτών, τον Πολύφημο, ένα ανθρωποφάγο τέρας. Αφού τον μεθάει και του βγάζει το μοναδικό του μάτι με έναν τεράστιο πάσσαλο, ο Οδυσσέας καταφέρνει να αποδράσει καταφεύγοντας σε ένα περίφημο τέχνασμα: πείθει τον Πολύφημο ότι το όνομά του είναι Οὗτις, δηλαδή «κανείς», και όταν το τέρας φωνάζει για βοήθεια τους άλλους Κύκλωπες, εκείνοι του απαντούν: αφού κανείς δεν σε απειλεί, σημαίνει πως είσαι άρρωστος, οπότε κάνε επίκληση στον πατέρα μας, τον Ποσειδώνα. Η ιστορία αυτή εντάσσεται στις περιπέτειες που ο ίδιος ο Οδυσσέας αφηγείται στον Αλκίνοο, βασιλέα των Φαιάκων. Ανήκει στην ομάδα των περιπετειών που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «εξωτικές», μη ελληνικές, και που, με μία μόνο εξαίρεση[8], εκτυλίσσονται σε τόπους λίγο πολύ φανταστικών όντων, όπως οι Λωτοφάγοι, οι Κύκλωπες και οι Λαιστρυγόνες. 
Οι Φαίακες, ακροατές των διηγήσεων, βρίσκονται στα σύνορα μεταξύ του εξωτικού, ίσως και τερατώδους, αυτού κόσμου και του ελληνικού κόσμου, του κόσμου του Τρωικού Πολέμου, του κόσμου που συναντά ο Τηλέμαχος στα παλάτια του Νέστορα και του Μενέλαου. Δεν θα επιμείνω στους Φαίακες - η ίδια η λέξη σημαίνει «γκρίζοι άνθρωποι». Ορισμένα χαρακτηριστικά τους τούς τοποθετούν στις παρυφές του ορατού και του φανταστικού κόσμου[9], άλλα όμως χαρακτηριστικά τους υπογραμμίζουν έντονα ότι ανήκουν στον ανθρώπινο, «πολιτισμένο» θα λέγαμε, κόσμο. Έχουν π.χ. βασιλιά που προΐσταται άλλων «βασιλέων», που κρατά σκήπτρον, διαθέτουν ένα είδος αγοράς και κήρυκες. Η θέση της βασίλισσας σε σχέση με τον βασιλιά είναι αρκετά ιδιόμορφη, δεδομένου ότι φαίνεται να διαδραματίζει ρόλο εξίσου σημαντικό με αυ­τόν, πράγμα που την εποχή εκείνη δεν είναι ελληνικό στοιχείο. Εν πάση περιπτώσει, οι Φαίακες συνδέονται επίσης με τον ανθρώπινο κόσμο, έτσι ώστε ο Οδυσσέας να μπορεί να γί­νει δεκτός αξιοπρεπώς, να μπορεί να καθήσει ήσυχα ανάμεσά τους και να διηγηθεί τις περιπέτειές του μπροστά σ’ ένα ακροατήριο που δείχνει πραγματικό ενδιαφέρον γι’ αυτές. 
Ας επιστρέψουμε στους Κύκλωπες. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι περιγράφονται κατά κύριο λόγο αρνητικά. Φυσικά, παρεμβάλλονται και θετικά στοιχεία στην περιγραφή τους, όπως η παρουσίαση του γιγαντιαίου Πολύφημου που παρομοιάζεται με δασωμένη κορυφή ανάμεσα σε γυμνά βουνά. Ωστόσο, εξαρχής, όταν ο Οδυσσέας θέλει να δώσει στους ακροατές του να καταλάβουν τι είναι οι Κύκλωπες, τους λέει: μετά την αναχώρησή μας από το νησί των Λωτοφάγων, συνεχίσαμε το ταξίδι μας και φθάσαμε στη γη των Κυκλώπων (Κύκλωπας σημαίνει στρογγυλομάτης), που είναι ὑπερφίαλοι και ἀθέμιστοι. Υπερφίαλος είναι ο εγωιστής σε υπερθετικό βαθμό, που δεν ακούει κανένα και δεν υποτάσσεται σε τίποτα. Αθέμιστοί είναι αυτοί που δεν έχουν θέμιστας, δηλαδή νομοθεσία και θεσμούς. (Ο Berard μεταφράζει τους αθέμιστους ως «χωρίς πίστη και χωρίς νόμο»). Φθάσανε στη χώρα των ανθρώπων που ούτε φυτεύουν ούτε οργώνουν, και που δεν έχουν ούτε βουληφόρους αγοράς (συνελεύσεις μέσα στις οποίες εκφράζονται, φέρονται ή διαμορφώνονται βουλαί, δηλαδή γνώμες και αποφάσεις), ούτε θέμιστας (δηλαδή θεσμούς). Ο καθένας βασιλεύει στη γυναίκα του και τα παιδιά του (οὐδ’ ἀλλήλων ἀλέγουσιν), και δεν νοιάζονται ο ένας για τον άλλο, δεν συναναστρέφονται μεταξύ τους. 
Έχουμε λοιπόν εδώ την περιγραφή αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε, αν θέλετε, φυσική κατάσταση, με μόνη διαφορά ότι εκφράζεται ειρωνικά, διότι πρόκειται πράγματι περί τερατώδους κατάστασης. Πρόκειται για όντα που δεν εργάζονται, και, εν πάση περιπτώσει, δεν καταγίνονται με την κατεξοχήν εργασία για τους Έλληνες, την καλλιέργεια της γης. Άλλωστε, δεν το έχουν καθόλου ανάγκη: εμπιστεύονται τους αθάνατους θεούς και όλα φυτρώνουν μόνα τους. Ωστόσο, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Πολύφημος καταγίνεται σαφώς με κάποια δραστηριότητα: φροντίζει τα πρόβατά του και παράγει τυρί, πράγμα όχι αμελητέο. Αυτό αξίζει να υπογραμμιστεί, διότι η απουσία πραγματικής πολικότητας ή δυαδικών αντιθέσεων θα μπορούσε να θέσει προβλήματα σε αναλύσεις στρουκτουραλιστικού τύπου. Εν πά­ση περιπτώσει, δεν βρίσκουμε στους άλλους Κύκλωπες ασχολία ή τεχνική άξια λόγου, παρά το γεγονός ότι ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του διακρίνουν από μακριά καπνούς...[10]  
Αντίθετα, εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο Οδυσσέας παρατηρεί τον κόσμο των Κυκλώπων με βλέμμα που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε σχεδόν τεχνικό, όταν προσπαθεί να απαριθμήσει τι κάνουν και τι δεν κάνουν φθάνει δε μέχρι να υποδείξει τις δυνατότητες εκμετάλλευσης που θα προσέφεραν αυτά τα νησιά σε πολιτισμένους ανθρώπους[11], σε σημείο που ορισμένοι διέγνωσαν εδώ ένα είδος πρόσκλησης σε αποικισμό. Το σημείο όμως στο οποίο θα ήθελα να επιμείνω είναι ο ορισμός του καθαυτό ανθρώπινου που προκύπτει κατ'αντίθεση όταν, όπως το είδαμε ήδη, ο Οδυσσέας παρουσιάζει τα τέρατα αυτά λέγοντας ότι δεν διαθέτουν ούτε βουληφόρους ἀγοράς ούτε θέμιστας. Ο όρος αυτός μεταφράστηκε ορισμένες φορές ως «δικαστήρια», νομίζω όμως ότι πρέπει να προσέξουμε τη ρίζα της λέξης: πρόκειται για νόμους, για θεσμούς. Είναι γεγονός ότι λέγεται πως ο κάθε Κύκλωπας θεμιστεύει, νομοθετεί για τη γυναίκα και τα παιδιά του, προστίθεται όμως αμέσως: χωρίς να ενδιαφέρεται για τους άλλους. Οι Κύκλωπες είναι λοιπόν ένα είδος pater familins, το ρήμα όμως θεμιστεύω αφαιρεί από τον Κύκλωπα τη δυνατότητα να θανατώνει αυθαίρετα τη γυναίκα του ή τα παιδιά του. Άλλη σημαντική πλευρά στην οποία δεν μπορούμε να επεκταθούμε εδώ: η τερατώδης φύση τους σχετικοποιείται από το γεγονός ότι μιλούν, πράγμα που επιτρέπει άλλωστε την ύπαρξη της ιστορίας των Κυκλώπων και όχι την αφήγηση μιας δοκιμασίας, όπως με τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Το ουσιαστικό όμως, ας το επαναλάβουμε, αυτό που μαθαίνουν τα παιδιά των Ελλήνων ακούγοντας τους ραψωδούς να απαγγέλλουν την Οδύσσεια, είναι ότι όσοι δεν διαθέτουν βουληφόρους ἀ­γοράς είναι τέρατα. Ότι εκείνοι που δεν έχουν θέμιστας, νομοθεσία, είναι τέρατα και όχι άνθρωποι. 
Μπορούμε βέβαια να εισάγουμε κάποιες διαφοροποιήσεις. Η Οδύσσεια δεν είναι θεωρητικό κείμενο, και κυρίως δεν είναι εγχειρίδιο πολιτικής επιστήμης ή γεωμετρίας. Οι σημασίες για τις οποίες μιλάμε είναι διαφορετικής τάξης, κάτι που τείνουν να ξεχνούν οι σύγχρονοι ερμηνευτές. Διότι, όπως είδαμε, στον μη ανθρώπινο κόσμο υπάρχουν διαβαθμίσεις, ενδιάμεσοι σταθμοί, δεν πρόκειται για πίνακα με + και με —. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του φθάνουν στους Λαιστρυγόνες οι οποίοι είναι κι αυτοί αρκετά τερατώδη όντα, ψηλοί σαν βουνά και ανθρωποφάγοι επίσης. Πρόκειται όμως για κοινωνικούς ανθρωποφάγους, που ζουν σε πόλη, που διαθέτουν συνελεύσεις και βασιλιά[12], έστω κι αν δεν είναι «αρτοφάγοι» - η έκ­φραση «σῖτον ἔδοντες» απαντά στην Οδύσσεια ως στερεότυπη ρυθμική ενότητα. Όσο για τους Κιμμερίους, οι οποίοι αναφέρονται στη ραψωδία λ. συγκροτούν δῆμον, διαθέτουν πό­λιν[13] και, όπως οι Αιθίοπες, ο άλλος αυτός λαός που κατοικεί στην άκρη του κόσμου, είναι κάτι περισσότερο από άνθρωποι, αλλά σίγουρα δεν είναι τέρατα. 
Χρειάζεται να επιμείνουμε επ’ αυτού: βρίσκουμε ήδη στα ομηρικά έπη, εξαρχής, την αναφορά στις βουληφόρονς ἀγο­ράς και στους θέμιστας ως χαρακτηριστικά στοιχεία της αν­θρώπινης ιδιότητας. (Ειρήσθω εν παρόδω, η σχετικά διφορούμενη έννοια του όρου βουληφόρος απαντά και στον γαλλικό όρο deliberatif - «διαβουλευτικός» που δεν σημαίνει μόνο την αρμοδιότητα λήψης αποφάσεων αλλά και τη διαδικασία σκέψης και προβληματισμού πάνω στο αντικείμενο για το οποίο πρόκειται να παρθεί ή όχι κάποια απόφαση. Το θέμα όμως της αγοράς - πράγμα που ενδιαφέρει άμεσα την έρευνά μας - επανέρχεται και σε άλλα σημεία των επών. Είναι αλήθεια ότι υπάρχει αρκετά σαφής διαφορά στο περιεχόμενο του όρου αγορά ανάμεσα στα δύο έπη, είναι όμως λιγότερο βαθιά απ'όσο θέλησαν ορισμένοι να την παρουσιάσουν. Στην Ιλιάδα, αγορά είναι η συνέλευση των ελεύθερων πολεμιστών -όχι μόνο των ηρώων -, παίρνουν το λόγο όμως αποκλειστικά οι ήρωες, οι μεγάλοι ηγεμόνες. Είδαμε ότι όταν ο Θερσίτης, άνθρωπος του λαού, πήρε το λόγο, ο Οδυσσέας τον εξύβρισε και τον χτύπησε με το σκήπτρο του διότι δεν έπρεπε να μιλήσει. Αν και είναι σαφές ότι η αγορά αυτή αποτελεί μέσο έκφρασης των απόψεων των ηρώων, παρά ταύτα μερικές φορές είναι και μέσο που χρησιμοποιεί ο ηγεμόνας προκειμένου να σταθμίσει τις διαθέσεις της «κοινής γνώμης». Και η αγορά μπορεί τότε να αντιδράσει, όπως στη ραψωδία Β της Ιλιάδας όταν, μπροστά στη συνέλευση, ο Αγαμέμνων προσποιείται ότι θέλει την άρση της πολιορκίας, οι δε πολεμιστές το εκλαμβάνουν κατά λέξη και τρέχουν στα καράβια για να φύγουν[14]... Είναι όμως αληθές ότι στην Ιλιάδα αυτός ο ενεργητικός ρόλος της αγοράς είναι αρκετά περιορισμένος. 
Στην Οδύσσεια, η κατάσταση είναι διαφορετική, τόσο για την αγορά των θεών[15], όσο και για την αγορά της Ιθάκης[16] όπου ο Τηλέμαχος αντιμετωπίζει τους μνηστήρες του θρόνου. Εκεί γίνεται πραγματικός διάλογος, κάτι που δεν επαναλαμβάνεται σε άλλα επεισόδια. Παραδείγματος χάρη, όταν ο Οδυσσέας με τους δικούς του φθάνει στο παραδεισένιο νησί απέναντι από τους Κύκλωπες[17] και συγκαλεί συνέλευση (ἀγοράν θέμενος) όπου λέει στους συντρόφους του ότι το κυρίως στράτευμά θα παραμείνει επιτόπου ενώ ο ίδιος με μια χούφτα άνδρες θα περάσει στο κοντινό νησί για να δει τι είδους άνθρωποι το κατοικούν, αν είναι ὑβρισταί («αψηφούντες κάθε κανόνα», η λέξη όμως πράγματι δεν μεταφράζεται), άγριοι και άδικοι, ή αν είναι φιλόξενοι και θεοσεβούμενοι. Δεν μας εκπλήσσει, βέβαια, ότι ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι του, που αντιμετώπισαν τρομακτικές δοκιμασίες, ονειρεύονται να βρουν ένα μέρος με φιλόξενους κατοίκους. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί ότι τα χαρακτηριστικά που έρχονται αυθόρμητα στο νου και ορίζουν όσους δεν είναι άγριοι και άδικοι (ὑβρισταί) είναι η φιλοξενία και ο σεβασμός προς τους θεούς -και ιδίως προς τον Δία, τον προστάτη ασθενών και οδοιπόρων. Εν πάση περιπτώσει, είναι εδώ εμφανές ότι έχουμε να κάνουμε με μια συνέλευση που φαίνεται να συγκλήθηκε μόνο και μόνο προκειμένου να ανακοινώσει ο ηγέτης τις αποφάσεις του. 
Είδαμε όμως ότι στο επεισόδιο με τους Κύκλωπες βρίσκουμε κι ένα άλλο στοιχείο, σαν να ανεβαίνουμε κατά κάποιον τρόπο σε άλλο επίπεδο: πρόκειται γι’ αυτό που εκφράζει ο όρος βουληφόροι - φορείς βουλήσεως, γνώμης, ίσως και απόφασης -, ο οποίος χαρακτηρίζει τις συνελεύσεις. Ορισμένοι είναι δυνατό βέβαια να το ερμηνεύσουν ως μια από τις πιο ακραίες περιπτώσεις ύστερης προσθήκης στο κείμενο των επών. Είναι πολύ πιθανό. Ωστόσο, όπως είπα εξαρχής, αυτό δεν αλλάζει τίποτα για μας, αντιθέτως μάλιστα, έρχεται να ενισχύσει αυτά που υποστηρίζαμε, διότι εκφράζει το γεγονός ότι ο ίδιος ο ποιητής, ο μνημειώδης συνθέτης, έχει εμποτιστεί με κοινωνικές φαντασιακές σημασίες - στη συγκεκριμένη πρόπτωση, με πολιτικές σημασίες - τις οποίες εισάγει στα έπη, έστω κι αν κινδυνεύει να διαπράξει τεράστιο κοινωνικο-ιστο­ρικό αναχρονισμό αποδίδοντας στον ηρωικό κόσμο ή στην περίοδο που αποκαλούμε «Σκοτεινούς Αιώνες» θεσμούς της Ιωνίας του 8ου αιώνα, όταν αρχίζουν να συγκροτούνται οι πόλεις με τις βουληφόρους ἀγοράς τους. 
Για να ολοκληρώσουμε αυτή τη σύντομη εποπτεία των ομηρικών επών, ας δούμε συνοπτικά τα σπέρματα που περιέχουν κόσμο και τα οποία δεν αναφέραμε ρητά μέχρι τώρα. Ωστόσο, ας αναρωτηθούμε πρώτα ποια είναι τα στοιχεία του κόσμου των επών που θα εξαφανιστούν με την ελληνική δημιουργία του 7ου, του 6ου και του 5ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται κυρίως βέβαια γι'αυτή την εξόφθαλμη αντίθεση - αναπόσπαστο μέρος των αξιών του ηρωικού κόσμου- μεταξύ του ήρωα και του vulgum pecus, αυτή την υποτίμηση των κοινών ανθρώπων που εικονογραφείται με σχεδόν γελοιογραφικό τρόπο στο επεισόδιο του Θερσίτη. Υπάρχουν οι πολέμαρχοι και οι άλλοι, κι αν κάποιος απλός μαχητής ανακατευτεί με κάτι που δεν τον αφορά, συμμορφώνεται με τη βέργα ή το σκήπτρο. Το στοιχείο αυτό εξαφανίζεται στη συνέχεια, έστω κι αν στην πολιτική ιστορία υπάρχουν μαρτυρίες επιβίωσής του στην έκφραση ορισμένων αξιών από την αριστοκρατία ή από τους ποιητές της αριστοκρατίας, όπως ο Θέογνις και ο Πίνδαρος. 
Αυτό που θα μείνει βέβαια είναι καταρχάς η απάντηση στο ερώτημα: τι μπορεί να ελπίζει το ανθρώπινο ον μέσα σ’ έναν κόσμο που δεν έγινε γι’ αυτό και που καθαυτός δεν προσφέρει καμία προφανή απάντηση; Από τον Όμηρο μέχρι τον Αλέξανδρο περίπου, η απάντηση υπήρξε το κλέος και το κῡδος - η δόξα και η φήμη - αν όχι ως ύψιστες, τουλάχιστον ως κεφαλαιώδεις αξίες. Τα δύο αυτά στοιχεία ακριβώς δίνουν στον ελληνικό πολιτισμό και στην ελληνική δημιουργία τον αγωνιστικό εκείνο χαρακτήρα που πολύ σωστά υπογραμμίζουν ορισμένοι[18], εξαιρετικά εναργή στη διατύπωσή του δύο φορές στην Ιλιάδα[19]: τελικά, το ουσιώδες είναι Αἰέν ἀριστενειν, να είσαι πάντα στην αριστεία, ο καλύτερος (άριστος, υπερθετικός βαθμός του «αγαθός», όχι με την ηθική έννοια αλλά ως υπέρτατη εξοχότητα) και ὑπέροχον ἔμμεναι άλλων, να υπερέχεις πάντοτε των άλλων, είτε στη μάχη, όπως στα ομηρικά έπη, είτε στα αθλήματα, στην Ολυμπία και στη Νεμέα. 
Και θα ξαναβρούμε το στοιχείο αυτό στην πόλη, με την έννοια ότι η αλληλεγγύη των πολιτών, η ύπαρξη της κοινότητας, δεν είναι δυνατό να διαχωριστούν από τον αγωνιστικό χαρακτήρα του: ποιος θα είναι ο καλύτερος. Αν εξαιρέσουμε το θέμα του περιεχομένου, ακόμα και οι ίδιοι οι τραγικοί ποιητές γράφουν για να κερδίσουν το διαγωνισμό, θέλουν να στεφανωθούν, να έχουν το πρώτο, το δεύτερο ή τουλάχιστον το τρίτο βραβείο. Είναι βέβαιο ότι η πλευρά αυτή συνδέεται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, με όλα όσα συμβαίνουν στο καθαυτό πεδίο της γνώσης. Η αγωνιστικότητα μπορεί βέβαια να διολισθήσει προς την πολεμική και εριστική στάση: γνωρίζω καλύτερα από σένα, μπορώ να αποδείξω ότι αυτά που λες είναι λανθασμένα, ο λόγος μου είναι ανώτερος από τον δικό σου. Καθώς δεν υφίσταται υπερβατική πηγή της αλήθειας, ιερός νόμος ή δόγμα - οι θεοί δεν μιλούν παρά μέσω των χρησμών! οι χρησμοί όμως είναι τελείως άλλο Θέμα -, επειδή δεν υπάρχει επίσημος ερμηνευτής της αλήθειας, με θεία έμπνευση, τοjπεδίο παραμένει ανοιχτό στην άμιλλα, που είναι κυρίως άμιλλα στο επίπεδο του λόγου. Ποιος θα μιλήσει καλύτερα, ποιος θα πείσει περισσότερο τους άλλους, ποιος θα δείξει ότι διαθέτει μεγαλύτερη πειθώ ή θα αναπτύξει τα ισχυρότερα επιχειρήματα. Είναι χαρακτηριστικό από την άποψη αυτή ότι η κλασική έκφραση για «το πιο ισχυρό επιχείρημα» είναι ο κρείττων λόγος. Κρείττων είναι ο συγκριτικός βαθμός του αγαθός όταν η λέξη σχετίζεται με την ανδρεία και τη δύναμη. Ο κρείττων λόγος δεν είναι μόνο το πιο ισχυρό επιχείρημα, είναι το επιχείρημα που επιβάλλεται. Ας συγκρατήσουμε λοι­πόν απ'όλα αυτά τον κεντρικό χαρακτήρα του κλέους και του κύδους, που είναι άλλωστε αξεχώριστα από την τιμήν (για την οποία μιλά ο Αχιλλέας), την ανώτερη αξία που αναγνωρίζει στο άτομο η κοινωνία στην οποία ζει, αξία συνεπώς αφομοιωμένη από αυτό. Ας σημειώσουμε, τέλος, ένα ακόμα στοιχείο που οι Έλληνες της κλασικής περιόδου θα τοποθετήσουν στο επίκεντρο της στάσης του πολίτη και το οποίο βρίσκουμε ήδη στην Ιλιάδα: την παρρησίαν, την ελεύθερη έκφραση, το να λες ό, τι σκέφτεσαι, να μην κρύβεις τη γνώμη σου όταν πρόκειται για σοβαρές υποθέσεις. Ιδού τα θετικά, ας πούμε, στοιχεία. 
Από αρνητική άποψη, μπορούμε να διακρίνουμε στα έπη - αλλά δεν πρόκειται να επιμείνω επ’ αυτού - την απαρχή μιας κριτικής της βασιλείας, όπως φαίνεται π.χ. στη ραψω­δία I της Ιλίάδας, όταν ο Διομήδης επιτίθεται στον Αγαμέμνονα λέγοντάς του ότι «ο Δίας σου έδωσε το σκήπτρο, αλλά σου αρνήθηκε την ανδρεία[20]». Πρόκειται πράγματι για κριτική, για αποσύνδεση του βασιλικού λειτουργήματος από τα προσόντα που δικαιολογούν το γεγονός ότι κάποιος είναι βασιλιάς. Απαρχή επίσης μιας κριτικής της ηρωικής ηθικής, για την οποία ήδη μίλησα, όταν στη ραψωδία I ρωτά ο Αχιλλέας: γιατί λοιπόν πρέπει οι Αργείοι να πολεμήσουν τους Τρώες; Και προσθέτει: τίποτα δεν αξίζει όσο η ζωή, θα γυρίσω σπίτι μου. Είναι σαν να θέτει σε αμφισβήτηση το κλέος και το κῦδος του ήρωα ρωτώντας: προς τι όλ’ αυτά; 
        Συναντάμε επίσης στα έπη - το σημείο αξίζει να σχολιαστεί εκτενέστερα- τις πρώτες μαρτυρίες μιας κάποιας αντίληψης για τη δικαιοσύνη. Πρέπει να καταλάβουμε καλά τη σπουδαιότητα του πράγματος. Από τον Ησίοδο κυρίως και μετά είναι αλήθεια ότι βλέπουμε να εμφανίζεται μια απάντηση στη μη νοητή κατάσταση του κόσμου, μια απάντηση ανθρώπινη, έστω κι αν παρουσιάζεται ως προϊόν της θέλησης του Δία. Σε σχέση με αυτή την πρωταρχική σύλληψη του κόσμου, κατά την οποία κανένα νόημα δεν προτείνεται στον άνθρωπο, όπου δεν υφίσταται ούτε λύτρωση ούτε ελπίδα, εκτός από την οιονεί-αθανασία της φήμης και της δόξας, βλέπουμε να αναδύεται η ιδέα ότι ο κόσμος δεν περιορίζεται στην απλή υποκατάσταση ενός όντος από κάποιο άλλο, η συνεχής διαδοχή γένεσης και καταστροφής δεν είναι το χαρακτηριστικό του είναι (θα επανέλθουμε εκτενώς σε αυτό), αλλά το γεγονός ότι υπάρχει επίσης και μια δίκη, μια δικαιοσύνη. Τι είναι ακριβώς αυτή η δικαιοσύνη; Τεράστιο βέβαια ερώτημα, το οποίο παραμένει πάντα ανοιχτό. Όμως, αν και είναι αλήθεια ότι διατυπώνεται ρητά από τον Ησίοδο και μετά, οφείλουμε επίσης να παραδεχτούμε ότι το πρόβλημα της δικαιοσύνης είναι ήδη παρόν στα ομηρικά έπη -η ιδέα ότι δεν υπάρχουν μόνο πράγματα που «κάνουμε», τα πρέποντα, ή ανδραγαθήματα που φέρνουν δόξα, αλλά και πράγματα δίκαια ή άδικα, χωρίς άλλωστε να είμαστε σε θέση να θεμελιώσουμε οριστικά τη διάκριση αυτή. Έχει λεχθεί κατ’ επανάληψη ότι το στοιχείο αυτό βρίσκεται ήδη στην Οδύσσεια, και το γεγονός είναι αναμφισβήτητο. Στη ραψωδία χ, όταν η υπηρέτρια Ευρύκλεια κραυγάζει από τη χαρά της μπροστά στα πτώματα των μνηστήρων, ο Οδυσσέας της ζητάει να σωπάσει, λέγοντας ότι δεν πρέπει να θριαμβολογεί, διότι οι θεοί είναι αυτοί που τους σκότωσαν, που τους τιμώρησαν για τις παρανομίες τους[21]. Και υπάρχουν πολλά χωρία ακόμα όπου βρίσκουμε αναφορές στη δικαιοσύνη του Δία[22], και όπου στους βίαιους και άδικους αντιπαρατίθενται όσοι σέβονται τη δικαιοσύνη και τους θεούς[23]. Ωστόσο, θα βρούμε ανάλογα στοιχεία και στην Ιλιάδα, που κατά τη γνώμη όλων είναι προγενέστερη της Οδύσσειας. Θα μπορούσε να πει κανείς, το λέω και πάλι, ότι οι στίχοι που θα εξετάσουμε αποτελούν πολύ μεταγενέστερες προσθήκες. Ωστόσο, ας το επαναλάβουμε, αυτό δεν μας δημιουργεί κανένα πρόβλημα, τουναντίον. Θα πάρουμε εδώ ένα από τα πολλά παραδείγματα. 
Στη ραψωδία Ω, μετά το θάνατο του Έκτορα, ο Αχιλλέας όχι μόνο αρνείται να επιτρέψει την κηδεία αλλά καθημερινά δένει το πτώμα πίσω από το άρμα του και το σέρνει γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου. Τη δωδέκατη μέρα ο Απόλλων επαναστατεί (στίχοι 33-54) και ενώπιον της συνέλευσης των θεών τους αποκαλεί σχετλίους και δηλήμονες, βάναυσους και κακούργους, κατηγορώντας τους ότι ξέχασαν τις προσφορές του Έκτορα. Πάνω στο θυμό του, ο Αχιλλέας δεν περιορίζεται, όπως όλος ο κόσμος, να κλάψει το προσφιλές του πρόσωπο, αποδεχόμενος τελικά αυτό που η μοίρα επιφυλάσσει στους πάντες. Συνεχίζει να προσβάλλει τη σορό του Έκτορα, πράγμα που δεν είναι ούτε καλό ούτε ωραίο. Πρέπει να επιτραπεί κάτι τέτοιο; Η επέμβαση των θεών αποτελεί τρέχουσα πρακτική στα έπη και, ως τέτοια, δεν μας ενδιαφέρει εδώ. Αντιθέτως όμως, αυτό που πρέπει να συγκρατήσουμε στην περίπτωση αυτή είναι ότι οφείλει να υπάρξει επέμβαση ως απάντηση στην υπέρβαση ενός δίκαιου κανόνα - ή τουλάχιστον μπορούμε να δούμε εδώ την ιδέα ενός τέτοιου κανόνα, μιας δίκης, κάποιου πράγματος που «όφειλε να υπάρχει». Η δίκη εφαρμόζεται ακόμη και στις περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατό να τεθεί θέμα θείου νόμου. Ότι υπήρχαν κανόνες που καθόριζαν τις σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων, ότι η κλοπή, ο φόνος, η μοιχεία απαγορεύονταν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, είναι προφανές. Δεν πρόκειται όμως εδώ για θετικό δίκαιο - ο Αχιλλέας βρίσκεται μπροστά στο πτώμα ενός εχθρού. Αυτό που παρατηρεί ο Απόλλων δεν είναι ότι ο Αχιλλέας παραβιάζει ένα νόμο, αλλά ότι η πράξη του δεν είναι η «πρέπουσα», δεν είναι δίκαιη, με την έννοια του δίκαιον ἐστί. Πρόδρομος της ιδέας μιας αρχής, ενός κανόνα, που ακόμα κι αν δεν είναι διατυπωμένος αυστηρά, ως γραπτός νόμος, οφείλει να καθοδηγεί και να επιτρέπει τη στάθμιση των πράξεων και της συμπεριφοράς[24]. 
Και ένα ακόμα τελευταίο σπέρμα: το ξεπέρασμα του ηρωικού κόσμου, τρόπον τινά, ως εξατομικευμένου κόσμου, όπου τα πάντα επικεντρώνονται εντελώς ρητά στον ήρωα, στα κατορθώματά του και στο πεπρωμένο του. Ιδέα που συναντάμε ήδη στην Ιλιάδα, σ’ ένα στίχο του οποίου αμφισβητήθηκε - εντελώς εσφαλμένα κατά τη γνώμη μου- το προφανές νόημα. Ο τρώας Πολυδάμας υποδεικνύει στον Έκτορα ότι οι οιωνοί δείχνουν πως δεν πρέπει να μονομαχήσει - οι οιωνοί δεν είναι καλοί. Και ο ήρωας απαντά: «Εἷς οἰωνός ἄριστος, ἀμννεσθαι περί πάτρης» (Υπάρχει μόνον ένας καλός οιωνός, να αμύνεσαι υπέρ της πατρίδας σου[25]). Ειπώθηκε ότι δεν πρέπει να αποδοθεί μεγάλη σημασία στη λέξη πατρίδα, ότι η ιδέα της υποχρέωσης απέναντι στην κοινότητα αντιστοιχεί σε μεταγενέστερη φάση. Νομίζω ότι αν επανατοποθετήσουμε τον όρο στο πλαίσιο του συνόλου των λόγων που απευθύνει ο Έκτωρ στους Τρώες και οι ήρωες στους Αχαιούς, είναι δύσκολο να ξεφύγουμε από το συμπέρασμα ότι υπάρχει στα έπη μια πραγματική αντίληψη κοινότητας - που υπερβαίνει την απλή θεώρηση του κλέους και του κύδους του ήρωα -, αντίληψη της ολότητας που βρίσκεται υπό συγκρότηση. 
Θα ήθελα να κλείσω υπογραμμίζοντας ότι η ένταση μεταξύ των δύο αυτών στοιχείων θα είναι παρούσα καθ'όλη τη διάρκεια της ελληνικής ιστορίας. Αν θέλαμε να παραφράσουμε τους παλαιούς, θα λέγαμε ότι εδώ βρίσκεται η πηγή και της ευτυχίας και της δυστυχίας του ελληνικού κόσμου, αυτή όμως η πλευρά δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Θα περιοριστώ να σημειώσω ότι στην ελληνική δημιουργία και εδώ επίσης υφίσταται ένα είδος καλά ρυθμισμένης, θα έλεγα, πολικότητας μεταξύ του κλέους και του κύδους, αυτού του ρεύματος που συνδέεται ουσιαστικά με το άτομο, και όπου κυριαρχεί το ανταγωνιστικό στοιχείο από τη μια μεριά, και της αλληλεγγύης της πολιτείας από την άλλη. Ένα τελευταίο παράδειγμα δίκην συμπεράσματος. Στα μέσα του 5ου αιώνα η περίφημη επιτύμβια επιγραφή του Αισχύλου λέει με μια εξαί­σια διατύπωση: «Αἰσχύλον Εύφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθει/μνῆμα, καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·/ἀλκήν δ’ εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἄν εἴποι/καί βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενος» (Ο Αισχύλος, ο Αθηναίος, γιος του Ευφορίωνα βρίσκεται σε τούτο το μνήμα./Έκλεισε τα μάτια στη Γέλα (πόλη της Σικελίας), την εύφορη σε δημητριακά./Την αποτε­λεσματική του (ή δοκιμασμένη) γενναιότητα (ή τη δύναμη) μαρτυρεί το δάσος του Μαραθώνα,/και ο πυκνόμαλλος Μή­δος που τη γνώρισε καλά). Λίγο μας ενδιαφέρει αν γράφτηκε από τον ίδιο τον Αισχύλο ή όχι. Πρόκειται σίγουρα για την επιγραφή που του αρμόζει. Ο Αισχύλος είναι έξοχος, διαθέτει και κλέος και κῦδος. Γιατί; Όχι χάρη στα γραπτά του (την Ορέστεια, τον Προμηθέα κ.λπ.), αλλά επειδή πολέμησε, γενναίος μεταξύ γενναίων, στη μάχη του Μαραθώνα. Δηλαδή, είναι έξοχος ως Αθηναίος πολίτης και πολεμιστής. Είναι φανερό ότι, λαμβάνοντας υπόψη την εποχή που γράφτηκε αυτή η επιτύμβια επιγραφή, διακρίνουμε σαφώς μια πρόκληση: λί­γο πριν από το θάνατο του Αισχύλου, τα έργα του εξακολουθούσαν να παίζονται στη Μεγάλη Ελλάδα· κάθε Έλληνας, αν δεν ήταν χαμένος στα βάθη της υπαίθρου, ήξερε ποιος ήταν και τι είχε κάνει. Ωστόσο, η επιγραφή λέει σαν πρόκληση: δεν θα γίνει αναφορά στις τραγωδίες αλλά στον Μαραθώνα. Για όσους ενδιαφέρονται, θυμίζω ότι στο ποίημα του Καβάφη Νέοι της Σιδώνος, 400 μ.Χ., εννέα αιώνες αργότερα, ακούγεται ένας ηθοποιός να απαγγέλει τον επιτάφιο του Αισχύλου κατά τη διάρκεια συμποσίου. Κάποιος νεαρός συνδαιτυμόνας, παθιασμένος με τη λογοτεχνία, σηκώνεται και ξεσπά: επιτέλους, είναι απαράδεκτο, όταν έχει γράψει αυτά που έχει γράψει να μνημονεύεται μόνο το ότι πολέμησε στον Μαραθώνα, όπως άλλωστε όλοι οι Αθηναίοι! 
Βρισκόμαστε πλέον σε μια περίοδο παρακμής. Διότι αυτό που βλέπουμε ακριβώς στον επιτάφιο είναι η εξέχουσα σημασία του ανήκειν στην πόλη, της αλληλεγγύης μέσα στο σώμα των πολεμιστών-πολιτών.


  
Από το «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ»
(Από τον Όμηρο στον Ηράκλειτο Σεμινάρια 1982-1983)

  

[1] <ΒλΜDetienne, Dionysos mis a mort, Paris, Gallimard 1977, επανέκδσυλλ«Tel» 1998· Les Jardins d' Adonis, εισαγωγή του J.-P. Vernant, Paris, Gallimard 1972,επανέκδ1989 με επίμετρο του συγ­γραφέαν [Ελλ. έκδ. Οι κήποι του Άδωνη, μτφρ.: Κ. Αλεξοπούλου, Σπ. Γεωργακόπουλος, Στ. Οικονόμου, Αθήνα, Πατάκης 2006.]
 [2]  [Σημ. περιθ.: Αν υπάρχουν πού και πού ψήγματα «θεϊκής δημιουργίας», αυτή <δεν παίζει ρόλο> προνομιακό.]
* Χώροι του ανθρώπου, σ. 275-298 (ΣτΕ).
[3] <Ευριπίδη, Ιππόλυτος, 85-86.>
 [4] <«Χρή τά ἐοικότα πάρ/δαιμόνων μαστευέμεν θναταῖς φρασίν/γνόντα τό πάρ ποδός, οἵας εἰμέν αἴσας./Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον/σπεῦδε, τάν δ’ ἔμπρακτον ἄντλε μηχανάν». «Πρέπει να ζητάμε από τους θεούς μόνο εκείνο που ταιριάζει σε θνητές καρδιές, οφείλουμε να κοιτάμε χαμηλά προς τα πόδια μας, να μην ξεχνάμε τη θέση μας. Ω, ψυχή μου, μην επιζητάς την αιώνια ζωή, αλλά εξά­ντλησε τα όρια του δυνατού!». Πίνδαρος, Πυθιόνικοι III, 59-62.>
[5] <«’Έστι δέ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον,/ὅστις αἰσχύ­νων έπιχώρια παπταίνει τά πόρσω,/μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν». «Οι πιο ματαιόδοξοι των ανθρώπων είναι όσοι περιφρο- νούν αυτά που τους περιβάλλουν και ονειρεύονται όσα βρίσκονται μακριά, αφήνοντας τις ελπίδες τους ανεκπλήρωτες να κυνηγούν φαντάσματα!» Στο ίδιο, 23-25.>
[6] <Οδ., ι, 105-555.>
[7] <Βλ. Ησίοδος, Θεογονία, 139-146, όπου οι Κύκλωπες αναφέρονται ως τέκνα της Γης και όχι του Ποσειδώνα.>
[8] <Η λεηλασία της πόλης των Κικόνων, Οδ., ι, 37-61.>
[9] <Βλ. Οδ., η,199-200.>
[10] <Οδ., ι, 167.>
[11] <Οδ., ι, 130 κ.εξ.>
[12] <Οδ., κ, 100-134.>
[13] <Οδ., λ, 14.>
[14] <Ιλ, Β, 86-156.>
[15] <Οδ., α, 95, και ε, 1-42.>
[16] <Οδ., β, 1-259, και π, 375-382.>
[17] <Οδ., ι, 170-178.>
[18] [Σημ. περιθ.: Βλ. Burckhardt, <ό.π., σ. 999>, και Arendt, <όπ., σ. 888>].
[19] <Αἰέν ἀριστενειν καί ὑπέροχον ἔμμεναι ἄλλων: «να αριστεύεις πάντοτε και να υπερέχεις όλων των άλλων», Ιλ., Ζ, 208 (Ο Ιππόλοχος στο γιο του, Γλαύκο, από τη μεριά των Τρώων), και /λ., Λ, 784 (ο Πηλέας στον γιο του, Αχιλλέα).>
[20] <Ιλ, I, 37-39.>
[21] Οδ.,χ,       407-416.>
[22] <Οδ., ν, 213-214, ξ, 85 κ.εξ. και 259 κ.εξ., καθώς και ω, 351- 352.>
[23] <Οδ., θ, 575-576, ι, 214-215, ν, 200-202, σ, 141-142.>
[24] [Σημ. περιθ.: Πέραν του «θετού δικαίου». Βλ. την Αντιγόνη του Σοφοκλή.]
[25] <Ιλ, Μ, 243.>



Ορισμένες σκέψεις τώρα για τις σχέσεις αυτών των θεών με τους ανθρώπους. Σύμφωνα με τον Finley, οι έλληνες θεοί στερούνται ηθικής υπόστασης. Είναι αληθές και κεφαλαιώδες. Τα παραδείγματα βρίθουν. Έτσι, στην Ιλιάδα, μας κάνει εντύπωση πόσο συχνά οι θεοί ψεύδονται και ραδιουργούν. Στο πιο χαρακτηριστικό επεισόδιο, προς το τέλος του έπους, ο θάνατος του Έκτορα θα έπρεπε λογικά να αποδείξει την ηρωική υπεροχή του αντιπάλου του, Αχιλλέα. Αν όμως διαβάσετε τον Όμηρο, θα δείτε ότι δεν είναι καθόλου έτσι: πράγματι, ο θάνατος αυτός οφείλεται μόνο στον ποταπό δόλο της Αθηνάς, η οποία με τη μορφή του τρώα Δείφοβου πείθει τον Έκτορα να μείνει εκτός των τειχών της πόλης, αφήνοντάς τον να υποθέσει ότι οι δύο μαζί θα νικήσουν τον Αχιλλέα. Ύστερα, κατά τη διάρκεια της μονομαχίας, θα ξαναδώσει στον Αχιλλέα το δόρυ που έχει ήδη ρίξει… και πρόκειται για ένα μόνο παράδειγμα μεταξύ πολλών. Όταν μιλώ για ποταπότητα, εννοείται πως ο όρος είναι εντελώς ακατάλληλος, διότι κατά την αρχαία ελληνική αντίληψη δεν μπορεί να υπάρξει ηθική αξιολόγηση αυτού του τύπου συμπεριφοράς.
 (…)
Σε καμία περίπτωση, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν έχει ως κανονική και προβλέψιμη συνέπεια την ανταμοιβή ή την τιμωρία των θεών. Ομοίως ο ομηρικός κόσμος –και γενικότερα όλος ο ελληνικός κόσμος- αγνοεί φυσικά την αμαρτία, δεν γνωρίζει ούτε την εξιλέωση με τη χριστιανική έννοια ούτε τον ευλαβή φόβο του χριστιανού απέναντι στον Θεό. Και για να παραπέμψουμε ακόμα μια φορά στον Finley, «ο άνθρωπος ζητούσε από τους θεούς να τον συνδράμουν στις διάφορες δραστηριότητές του. Στρεφόταν προς αυτούς για τις δωρεές που θα μπορούσαν να του παράσχουν ή να του αρνηθούν. Ο άνθρωπος όμως δεν περίμενε τίποτα από τους θεούς ως συμβουλή για την ηθική του διαγωγή. Αυτό ήταν εκτός των αρμοδιοτήτων τους. Οι θεοί του Ολύμπου δεν έπλασαν τον κόσμο, συνεπώς δεν αισθάνονται υπεύθυνοι για αυτόν».Υπάρχει μια υπέροχη φράση του Dodds, την οποία δανείζεται ο Finley, που εικονογραφεί άριστα αυτό τον τύπο σχέσεων μεταξύ θεών και ανθρώπων: “οι ομηρικοί πρίγκιπες δρασκελίζουν υπερήφανα τον κόσμο. Αν φοβούνται τους θεούς, τους φοβούνται με τον ίδιο τρόπο που φοβούνται τους ανθρώπους ηγεμόνες τους”. Δε θα βρείτε πουθενά στον Όμηρο, ή αργότερα, διατυπώσεις σαν αυτές που επανέρχονται συχνά στο χριστιανισμό, στην εβραϊκή θρησκεία ή στο Ισλάμ: “Θεέ μου, είμαι ανάξιός σου, ανάξιος των ευεργετημάτων σου, είμαι ένα σκουλήκι κ.λ.π.”. Κανένας ομηρικός ήρωας, κανένας Έλληνας δεν θεωρεί εαυτόν ανάξιο σε σχέση με τους θεούς. Είναι μόνο πιο αδύναμος. Οι θεοί μπορεί να είναι πιο δυνατοί, αλλά δεν βρίσκονται κατ’ ουσίαν σε άλλο επίπεδο αξίας. Και φυσικά η οπτική αυτή έχει απελευθερωτικά αποτελέσματα για τη δράση και τη συνείδηση των ανθρώπων.
(…)
Ο Finley ορθά παρατηρεί ότι η μάζα δεν είχε περισσότερους λόγους από τους ήρωες να φοβάται τους θεούς. Αυτό όμως που δεν λέει, και που κατά τη γνώμη μου βαραίνει πολύ, είναι ότι η ανωτερότητα ορισμένων ανθρώπων σε σχέση με τους υπόλοιπους, καθώς δεν βασίζεται σε κάποια θεία εγγύηση, στηρίζεται αναγκαστικά είτε στην πειθώ είτε στην καθαρή ισχύ. Ωστόσο, μέσα σ’ έναν κόσμο όπου δεν υπάρχει θεός που να λέει την αλήθεια, όπου η αλήθεια είναι το αποτέλεσμα της ανθρώπινης προσπάθειας, η πεποίθηση της νομιμοποίησης της κοινωνικής εξουσίας θα διαλυθεί, πράγμα που βλέπουμε ήδη στην Ιλιάδα, όταν ο Διομήδης λέει στον Αγαμέμνονα, το βασιλέα των βασιλέων: «Ναι μπορεί να είσαι ο βασιλιάς, να κρατάς το σκήπτρο, αλλά στην πραγματικότητα δεν αξίζεις τίποτα». Η βασιλεία υπόκειται ήδη σε κριτική, πράγμα που θα ενταθεί όλο και περισσότερο στο βαθμό που αναδύεται ο κοινός λόγος (διαδικασία που ξεκινά ήδη στον Όμηρο). Όσο για την ισχύ, από τη στιγμή που κλονίζεται η πεποίθηση για τη νομιμότητα των κατεστημένων εξουσιών, αυτή θα ανήκει φυσικά στο δῆμον, στην πλειοψηφία, που θα τη χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά προκειμένου να εγκαθιδρύσει τη δική του εξουσία. Με την έννοια αυτή, μια θρησκεία όπως η ομηρική δεν υπήρξε βέβαια η αιτία, αλλά μία από τις προϋποθέσεις που επέτρεψαν την ταυτόχρονη ανάδυση της ελεύθερης έρευνας και της δημοκρατικής κοινότητας.

ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ «Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ» τόμος Α΄
Εκδόσεις ΚΡΙΤΙΚΗ
Μετάφραση: Ξ. ΓΙΑΤΑΓΑΝΑΣ



Η Ζακλίν ντε Ρομιγί, στο βιβλίο της «Γιατί η Ελλάδα», αφηγείται το περιστατικό της εξαπάτησης του Έκτορα από την Αθηνά, στο οποίο αναφέρθηκε προηγουμένως και ο Καστοριάδης:

Όταν ο Έκτορας θα αντιμετωπίσει τον Αχιλλέα, η Αθηνά παίρνει την όψη ενός από τους γιους του Πρίαμου. Ενθαρρύνει τον Έκτορα, τον συνοδεύει και την τελευταία στιγμή εξαφανίζεται. Ο Έκτορας μάταια την καλεί και τότε καταλαβαίνει. Εδώ θα παραθέσουμε ένα άλλο κείμενο με τα ίδια λόγια:
«Πω πω, αλήθεια οι θεοί με έχουν καλέσει για να πεθάνω. Εγώ έλεγα πως είναι εδώ ο ήρωας Δηίφοβος, όμως εκείνος βρίσκεται μέσα στο τείχος, και εμένα με γέλασε η Αθηνά. Τώρα πια με πλησίασε ο κακός θάνατος, δεν είναι μακριά, και δεν υπάρχει σωτηρία. (Χ, 297-303).
Πικρία; Και αξιοπρέπεια επίσης. Κι ακόμα περισσότερο. Γιατί αν ο Όμηρος αφήνει να φανεί καθαρά η ανισότητα των ευκαιριών και η αναλγησία που δείχνουν εδώ οι θεοί, όλες αυτές οι διαπιστώσεις δεν παρασύρουν τους ήρωές μας σε μια μοιρολατρική υποταγή και δεν τους παροτρύνουν σε εξέγερση.
Ο Έκτορας ξεσηκώνεται και διακηρύσσει: «Τουλάχιστο να μην πεθάνω δίχως πόλεμο και δίχως δόξα, μόνο αφού κάνω κάτι μεγάλο, για να το μάθουν και οι κατοπινοί άνθρωποι» (Χ, 304-306)
Οι θεοί μπορούν να χτυπούν, να εξαπατούν, να καταδικάζουν. Ο ανθρώπινος ηρωισμός δεν μειώνεται, αντίθετα προβάλλεται. Ο άνθρωπος διατηρεί την υπερηφάνεια και το ιδανικό του. Διατηρεί τη θέση του.

ΖΑΚΛΙΝ ΝΤΕ ΡΟΜΙΓΙ “ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ”
Εκδόσεις ΤΟ ΑΣΤΥ

πηγή: Εκηβόλος

ΠΥΘΑΓΟΡΑΣ - Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ

$
0
0

Πρέπει, πραγματικά, να θεωρείται ο πιο άτυχος των ανθρώπων εκείνος που δεν έχει μάθει πως να αντέχει τη δυστυχία.


Κανένα ανθρώπινο ατύχημα δεν πρέπει να είναι απρόσμενο από εκείνους που είναι προικισμένοι με διάνοια. Να αντιμετωπίζεις τις ατυχίες σου με δύναμη και πολλή αξιοπρέπεια. Μη βλασφημείς και μην παραπονιέσαι αν η τύχη δεν σε έχει ευνοήσει, ή αν τα πράγματα έχουν πάει στραβά.
Αυτά μόνο τείνουν να κάνουν τα πράγματα χειρότερα και όχι να τα βελτιώσουν. Σταμάτησε τα δάκρυά σου, διαφύλαξε την ηρεμία σου και κάνε ότι περνάει από το χέρι σου για να επανορθώσεις. Είναι μεγάλο πράγμα να είσαι σοφός εκεί όπου οφείλεις, σε καταστροφικές συνθήκες.

Συχνά , οι ανόητοι γίνονται σοφοί, κάτω από την πίεση των δυστυχιών.Εφ’ όσον είμαστε άνθρωποι δεν πρέπει να περιγελούμε αλλά να θρηνούμε για τις συμφορές των άλλων. Πάνω απ’ όλα τα πράγματα , να σέβεσαι τον εαυτό σου. Να συμπεριφέρεσαι όπως ταιριάζει σ’ ένα Γιό του Θεού.
Και ως τέτοιος, μη σκέφτεσαι με μικροπρέπεια ούτε με εκφυλισμό, σχετικά με τον εαυτό σου, ούτε να κρύβεις σκοτεινές σκέψεις. Εκείνος που έχει Φως μέσα του έχει μια λαμπρή μέρα, αν και περιβάλλεται από το σκοτάδι. Στον ευγενή όλα τα πράγματα είναι αγνά. Όλα τα σημεία του ανθρώπου, όπως εκείνα ενός αγάλματος, οφείλουν να είναι όμορφα.
Να σκέφτεσαι όλα τα σημεία του σώματός σου ως ωραία και κανένα ως χαμηλό ή ταπεινό. Να φέρεσαι στον εαυτό σου σαν να είναι ελεύθερος άνθρωπος, με το να θυμάσαι ότι κανένας δεν είναι ελεύθερος αν δεν έχει κυριαρχία στον εαυτό του. Η ελευθερία είναι η ονομασία της Αρετής. Η σκλαβιά της κακίας. Είναι αναγκαίο να κάνουμε πόλεμο μόνο με πέντε πράγματα: στις αρρώστιες του σώματος, στην άγνοια του πνεύματος, στα πάθη του σώματος, στα στραβά της πόλης και στη διχόνοια των οικογενειών.
πηγή: theancientwebgreece

Ο ΑΠΟΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΥΘΙΚΗΣ ΣΦΙΓΓΑΣ

$
0
0

Ἡ Σφίγξ «σφίγγει» τὰ θύματά της μέχρι θανάτου…
Κόρη τῆς Ἔχιδνας καὶ τοῦ Τυφῶνος καὶ προϊὸν αἱμομιξίας, ἡ Σφίγξ ἀποτελεῖ τὸ τερατῶδες πρότυπο τῶν ἀδυναμιῶν καὶ τῶν ὑπερβολῶν τοῦ ἑαυτοῦ μας. Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ σύνθετα σύμβολα τῆς Ἑλληνικῆς μυθολογίας, καθὼς παρουσιάζει τέσσερις μορφές:

α) Κεφαλὴ παρθένου (δηλ. νεαροῦ κοριτσιοῦ)
β) Στῆθος καὶ φτερὰ πτηνοῦ
γ) Σῶμα λέοντος
δ) Οὐρὰ ὄφεως


Ὁ ἀριθμὸς 4 εἶναι ὁ ἀριθμὸς τῶν τεσσάρων στοιχείων ποὺ συγκροτοῦν τὸν ὁρατὸ κόσμο, μόνο ποὺ στὴν περίπτωση τῆς Σφιγγός βρίσκονται σὲ πλήρη ἀστάθεια.

α) Κεφαλὴ παρθένου-στοιχεῖο ὕδατος

Ἡ ὀμορφιὰ τῆς κεφαλῆς εἶναι ἐπικίνδυνη καὶ ἀναξιόπιστη, διότι ἐξαπατᾶ ἐκείνον ποὺ βλέπει τὴν Σφίγγα καὶ τὸν ἐμποδίζει νὰ δεῖ τὴν δολιότητα καὶ τὴν διαστροφὴ ποὺ κρύβει τὸ ὑπόλοιπο σῶμα της. Ἡ κεφαλὴ τῆς Σφιγγὸς συνδυάζεται μὲ τὸ στοιχεῖο τοῦ ὕδατος, διότι ἡ ὀμορφιά της διεγείρει συναισθήματα, ποὺ παρασύρουν τὴν ψυχὴ σὲ λανθασμένες ἐκτιμήσεις. Ἄλλωστε καὶ τὸ νερὸ ἔχει αὐτὴν τὴν ἰδιότητα νὰ δημιουργεῖ λανθασμένες ἐκτιμήσεις γιὰ τὰ ἀντικείμενα ποὺ βρίσκονται ἐντός του, καθὼς παραμορφώνει τὸ μέγεθός τους καὶ τὴ μορφή τους.
Συνεπῶς, κεφαλὴ παρθένου καὶ ὕδωρ συμβολίζουν τὴν ἐξαπάτηση, καθὼς καὶ τὴν εὔκολη διολίσθηση σὲ προσδοκίες καὶ φαντασιώσεις χωρὶς ἀντίκρισμα.

β) Στῆθος καὶ φτερὰ πτηνοῦ-στοιχεῖο ἀέρος

Τὸ στῆθος τῆς Σφιγγὸς εἶναι συνήθως στῆθος πτηνοῦ καὶ ὄχι γυναίκας. Εἶναι καλυμμένο μὲ φτερὰ καὶ μοιάζει προτεταμένο καὶ ντυμένο θυμίζοντας γυναικεῖο στῆθος καὶ διεγείροντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὴν φαντασία μὲ τὴν προοπτικὴ μιᾶς ἡδονικῆς ἀπόλαυσης. Ἡ προσμονὴ τῆς ἀπόλαυσης παραμένει στὴν ψυχὴ ὡς ἀνεκπλήρωτος πόθος, γεμίζοντάς την μὲ ἄγχος γιὰ τὴν ἀπόκτηση ἑνὸς ἀνέφικτου πράγματος. 

Τὰ φτερὰ ὠθοῦν αὐτὴν τὴν φαντασίωση σὲ πιθανές, ἀληθοφανεῖς καὶ μὴ πραγματικὲς «πτήσεις». Τὰ φτερὰ λόγῳ τοῦ μικροῦ τους μεγέθους δὲν μποροῦν νὰ βοηθήσουν τὴν Σφίγγα νὰ πετάξει. Συμβολίζουν ὄχι τὴν ἰκανότητα γιὰ ἀνάταση, ἀλλὰ ἁπλῶς τὴν ἀνεκπλήρωτη ἐπιθυμία, καθὼς καὶ τὰ δεσμὰ τῶν φαντασιώσεων (κυρίως τοῦ γενετήσιου ἐνστίκτου).

Τὸ προτεταμένο στῆθος τῆς Σφιγγός συμβολίζει τὴν λαγνεία, ἡ ὁποία παρασύρει τὸν θνητὸ ἄνθρωπο σὲ φανταστικὲς ἐρωτικὲς περιπτύξεις ποὺ δὲν πρόκειται νὰ πραγματοποιηθοῦν. Τὰ φτερὰ δηλώνουν ἐπίσης τὴν ταχύτητα τῶν λογισμῶν, παρόμοια μὲ τὴν ταχύτητα τῆς πνοῆ τοῦ ἀέρος. Οἱ σκέψεις εἶναι ἀόρατες καὶ ἄρρητες, ὅπως ἀκριβῶς ὁ ἀήρ. Τὸ μικρὸ μέγεθος τῶν φτερῶν, λοιπόν, συμβολίζει τοὺς ἀσήμαντους καὶ φθοροποιοὺς λογισμοὺς ποὺ γεννᾶ ἡ Σφίγξ μὲ ἀποτέλεσμα νὰ κρατοῦν τὸν ἄνθρωπο καθηλωμένο στὰ φθαρτὰ, γήινα καὶ ἀσήμαντα πράγματα.

γ) Σῶμα λέοντος-στοιχεῖο γῆς

Τὸ σῶμα λέοντος συμβολίζει τὴν ἀνεξέλεγκτη βασιλικὴ ἰσχύν, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στὴν καταδυνάστευση τῶν ἄλλων ὄντων ποὺ τυχαίνει νὰ βρίσκονται στὸ περιβάλλον του. Κανονικὰ ὁ λέων ἀντιστοιχεῖ στὸ στοιχεῖο τοῦ πυρός, καθὼς ἡ βασιλικὴ ἐξουσία ἔχει τὴν ἔδρα της στὸν ἀστερισμὸ τοῦ Λέοντος ποὺ θεωρεῖται πύρινο ζώδιο. Ὅμως ἡ Σφίγξ ἔχει μόνο τὸ σῶμα τοῦ λέοντος καὶ ὄχι τὴν κεφαλὴ καὶ τὸ στῆθος του, στὸ ὁποῖο κανονικὰ ἑδράζεται τὸ πῦρ. Συνεπῶς τὸ σῶμα τοῦ λέοντος ἀπὸ μόνο τους δὲν μπορεῖ νὰ φέρει τὸ στοιχεῖο τοῦ πυρός, ἀλλὰ τὸ στοιχεῖο τῆς γῆς, καθὼς τὰ τέσσερα πόδια του στηρίζονται σὲ θέση ἰσχύος πάνω στὸ ἔδαφος. Σῶμα λέοντος καὶ στοιχεῖο γῆς δηλώνουν ἀπὸ κοινοῦ τὴν δυνατὴ ἐπιθυμία γιὰ ἐπικράτηση ἔναντι τῶν ἄλλων, τὴν δίψα γιὰ ἐξουσία καὶ τὴν καταδυνάστευση τῶν προσώπων τοῦ περιβάλλοντος.

δ) Οὐρὰ ὄφεως-στοιχεῖο πυρὸς

Ἡ οὐρὰ τὴς Σφιγγὸς καταλήγει σὲ κεφάλι ὄφεως. Ὁ ὄφις συμβολίζει τὴν δύναμη τῶν ἐλεγχόμενων λογισμὼν, ὅμως στὴν περίπτωση τῆς Σφιγγός, ἐπειδὴ βρίκεται στὴν οὐρά της, συμβολίζει τὴν δόλια σκέψη ποὺ ὑπολογίζει τὰ πάντα μὲ βάση τὸ προσωπικό της συμφέρον, καὶ μάλιστα εἰς βάρος τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Ἐπίσης ἐνῶ τὸ σύμβολο τοῦ ὄφεως ἀντιστοιχεῖ κανονικὰ στὸ στοιχεῖο τῆς γῆς, στὴν περίπτωση τῆς Σφιγγὸς ἀντιστοιχεῖ στὸ στοιχεῖο τοῦ πυρός. Ἡ Σφίγξ κατευθύνεται ἀπὸ τὸν ἀρρωστημένο λογισμὸ τοῦ ὄφεως ποὺ βρίκεται στὴν οὐρά της καὶ ὄχι στὴν κεφαλή της.

Συνολικά, τὸ σύμβολο τῆς Σφιγγός δηλώνει ὅλα ὅσα εἶναι καταστρεπτικὰ γιὰ τὸν βίο τοῦ ἀνθρώπου:
α) ἐξαπάτηση (κεφαλὴ παρθένου)
β) ἀνεκπλήρωτες προσδοκίες (στῆθος προτεταμένο, συνήθως πτηνοῦ)
γ) μικρότητα (φτερὰ πτηνοῦ)
δ) δολιότητα (οὐρὰ ὄφεως)

Πηγή: Ἀλτάνη, Ἑλληνικὸς Διαλογισμός, τόμ. 1, σ. 96-107.

Η ΔΗΘΕΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

$
0
0


Το σπουδαιότερο ζήτημα που έχουμε να εξετάσουμε αναφορικά με την Ελληνική Φιλοσοφία, είναι να μάθουμε, ποια ήταν η φύση και η έκταση της ασκηθείσης επίδρασης στο ελληνικό πνεύμα απ’ αυτό που κάποιοι ονομάζουν Ανατολική Σοφία. Είναι μία ιδέα διαδεδομένη ακόμα και σήμερα, ότι δηλαδή οι Έλληνες πήραν την Φιλοσοφία τους κατά κάποιο μέτρο από την Αίγυπτο και την Βαβυλώνα και πρέπει κατά συνέπεια, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε όσο είναι δυνατόν καθαρά την πραγματική σημασία αυτής της βεβαίωσης. Και για ν’ αρχίσουμε, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι κανένας συγγραφέας της εποχής κατά την οποία άνθισε η Ελληνική Φιλοσοφία δεν λέει ότι αυτή ήρθε από την Ανατολή. Ο Ηρόδοτος δεν θα παρέλειπε να αναφέρει αυτό το γεγονός αν είχε ακούσει να μιλούν γι’ αυτό, γιατί θα εύρισκε βεβαίωση της δικής του πίστης στην αιγυπτιακή προέλευση της Θρησκείας και εν γένει του ελληνικού πολιτισμού (1). 


Ο Πλάτων που, για άλλους λόγους, έτρεφε ένα πολύ μεγάλο σεβασμό για τους Αιγυπτίους, δινει καθαρά να καταλάβουμε πως αυτοί ήταν ένας πρακτικός λαός μάλλον παρά φιλόσοφος, ότι το θυμοειδές είναι χαρακτηριστικά των Θρακών και των Σκύθων και ότι το φιλομαθές εκείνο των Ελλήνων, και λέει ότι βρίσκουμε το φιλοχρήματον στην Φοινίκη και την Αίγυπτο. Στους “Νόμους” όπου οι Αιγύπτιοι επαινούνται τόσο ζωηρά για τον συντηρητισμό τους στην τέχνη, (747 β, 6) λέει ότι οι σπουδές των Μαθηματικών δεν έχουν αξία παρά αν απομακρύνουμε όλη την ανελευθερία και όλη την φιλοχρηματία από τις ψυχές των φοιτητών. Διαφορετικά, δημιουργούμε πανουργία αντί για σοφία, όπως μπορούμε να το δούμε απ’ το παράδειγμα των Φοινίκων, των Αιγυπτίων και πολλών άλλων λαών.

Ο Αριστοτέλης λέει ότι τα Μαθηματικά γεννήθηκαν στην Αίγυπτο (παρά το ότι η Ροδιακή Παράδοση ισχυρίζεται ότι τα δίδαξε στους Αιγύπτιους ο Έλλην Ακτίς) αν και τούτο θα χρησίμευε περισσότερο στον συλλογισμό του ν’ αναφέρει μια αιγυπτιακή φιλοσοφία. Δεν ήξερε λοιπόν τίποτε. Μόνον σε μία πολύ μεταγενέστερη χρονολογία, όταν οι Αιγύπτιοι ιερείς και οι Εβραίοι της Αλεξάνδρειας προσπαθούν, για τους δικούς τους λόγους, ν’ ανακαλύψουν στο δικό τους παρελθόν τις πηγές της Ελληνικής Φιλοσοφίας, βρίσκουμε δηλώσεις ακριβείς για ν’ αποδείξουν τάχα το ότι ήρθε αυτή στην Ελλάδα απ’ την Φοινίκη ή την Αίγυπτο. Ωστόσο εδώ πρέπει να σημειώσουμε δύο πράγματα. Πρώτα, η λέξη “Φιλοσοφία” έχει έλθει, εκείνη την εποχή, για να εγκλείσει μία θεολογία ενός τύπου λίγο ή πολύ μυστικού, και εφαρμοζόταν μάλιστα σε ποικίλες μορφές ασκητισμού. Δεύτερον, ό,τι ονομάζουν οι Αιγύπτιοι και Εβραίοι «αιγυπτιακή φιλοσοφία» δεν ήταν παρά το ελληνιστικό αποτέλεσμα της μετάπλασης αρχαίων αιγυπτιακών μύθων σε αλληγορίες. Είμαστε ακόμα σε μέτρο να κρίνουμε την ερμηνεία της Παλαιάς Διαθήκης που έκανε ο Φίλων και μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι Αιγύπτιοι αλληγοριστές ήταν ακόμα πιο αυθαίρετοι, γιατί δουλεύαν σε υλικό πολύ περισσότερο ευνοϊκό. Τίποτα δεν μπορεί να είναι τόσο χοντροκομμένο όσο ο αλεξανδρινός μύθος της Ίσιδας και του Όσιρι. Ωστόσο ερμηνεύεται πρώτα σύμφωνα με τις ιδέες της μεταγενέστερης Ελληνικής Φιλοσοφίας και ύστερα δηλώνεται σαν η υποτιθέμενη αρχική πηγή αυτής της «αιγυπτιακής» «φιλοσοφίας».

Μπορούμε να πούμε πως αυτή η μέθοδος ερμηνείας έφτασε το κορυφαίο σημείο στο νεοπυθαγόρειο Νουμήνιο, από τον οποίο πέρασε στους χριστιανούς απολογητές. Είναι ο Νουμήνιος αυτός που ρωτά τι είναι ο Πλάτων “αν όχι ένας αττικίζων Μωϋσής”. Φαίνεται πιθανό, πράγματι ότι λέγοντας αυτό σκεφτόταν, ορισμένες ομοιότητες ανάμεσα στους “Νόμους” του Πλάτωνα και στον «Λεβιτικό Κώδικα», ομοιότητες οφειλόμενες απλώς στο γεγονός ότι ορισμένες νόμιμες πρωτογονικές ιδέες είναι εκπεφρασμένες και στο μεν όπως και στον δε κατά έναν ανάλογο της αντίστοιχης εθνικής παράδοσης τρόπο αλλά σ’ όλες τις περιπτώσεις ο Κλήμης και ο Ευσέβιος δίνουν σ’ αυτή την παρατήρηση μία αυθαίρετη προέκταση. Στην Αναγέννηση, αυτή η παράλογη σύγχυση ξαναγεννήθηκε μ’ όλη την υπόλοιπη αρχαία γραμματεία και ορισμένες ιδέες που προήλθαν από το Proeparatio Evangelica, συνέχισαν για πολύ καιρό να προσδίνουν ένα επίχρισμα υποτιθέμενης αλήθειας στις κρατούσες απόψεις πάνω σ’ αυτό το σημείο. Ο ίδιος ο Cudworth μιλάει μ’ ευαρέσκεια για την Αρχαία «Μοσχική» ή «Μωσαϊκή» «Φιλοσοφία», που διδάσκονταν από τον Θαλή και απ’ τον Πυθαγόρα. (2) Είναι σπουδαίο ν’ αντιληφθούμε αυτή την προκατάληψη, ακριβώς την τόσο βαθιά ριζωμένη, ενάντια στην πρωτοτυπία των Ελλήνων. Δεν έχει την πηγή της στις νεώτερες έρευνες για τις πίστεις των αρχαίων εθνών, γιατί αυτές οι έρευνες δεν έφεραν απολύτως τίποτε στο φως, που ν’ αποδεικνύει την ύπαρξη μιάς φοινικικής ή αιγυπτιακής «Φιλοσοφίας». Είναι απλούστατα ένα κατάλοιπο του υπερβολικού πάθους των Αλεξανδρινών για την θεολογική αλληγορία.

Φυσικά, κανένας δεν θα στηριζόταν σήμερα στον Κλήμη ή τον Ευσέβιο για να υποστηρίξει ότι η Ελληνική Φιλοσοφία είχε τάχα ανατολική προέλευση. Το επιχείρημα που οι νεώτεροι προτιμούν να επικαλούνται πάνω σ’ αυτή την άποψη, είναι η αναλογία των τεχνών και της θρησκείας. Βλέπουμε ολοένα και περισσότερο, λένε, ότι οι Έλληνες πήραν από την Ανατολή την τέχνη τους και πολλές από τις θρησκευτικές τους ιδέες και προφασίζονται ότι από εκεί προέρχεται επίσης, κατά πάσα πιθανότητα και η Φιλοσοφία τους. Ο συλλογισμός αυτός είναι ίσως ειδικός, αλλά δεν είναι καθόλου αποδεικτικός. Γιατί δεν λαμβάνει υπ’ όψη τον διαφορετικό ουσιαστικό τρόπο με τον οποίο αυτά τα πράγματα μεταδίδονται από έθνος σε έθνος. Ο υλικός πολιτισμός και οι τέχνες μπορούν να περάσουν εύκολα από ένα έθνος στο άλλο χωρίς τα έθνη αυτά να έχουν μία κοινή γλώσσα και ορισμένες ιδέες, θρησκευτικές, απλές, μπορούν να μεταδοθούν καλύτερα με το τυπικό παρά μέσω οποιουδήποτε άλλου δρόμου. 

Αντίθετα, η Φιλοσοφία δεν μπορούσε να εκφρασθεί διαφορετικά παρά μέσα από μιαν εξαιρετικά καλλιεργημένη στις αφαιρέσεις γλώσσα, και να μεταδοθεί από μορφωμένους ανθρώπους, είτε με το μέσο των βιβλίων, είτε με την προφορική διδασκαλία. Συνεπώς, δεν γνωρίζουμε κανέναν Έλληνα, στην εποχή με την οποία ασχολούμαστε, που να γνώριζε αρκετά κάποια ανατολική γλώσσα για να διαβάσει ένα αιγυπτιακό βιβλίο ή ακόμα ν’ ακούσει τον λόγο ενός Αιγύπτιου ιερέα, και μόνον σε μία χρονολογία πολύ μεταγενέστερη, ακούμε να μιλούν για δασκάλους ανατολίτες που γράφουν και μιλούν τα Ελληνικά. Οι Έλληνες ταξιδιώτες στην Αίγυπτο συνέλεξαν εκεί χωρίς καμία αμφιβολία μερικές λέξεις αιγυπτιακές και είναι βέβαιο ότι οι ιερείς μπορούσαν να κατανοηθούν από τους Έλληνες με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Ήταν ικανοί να επιπλήξουν την Εκάτη για την οικογενειακή της περηφάνια και ο Πλάτων αφηγείται μια ιστορία του ίδιου είδους στην αρχή στον Τίμαιο. Αλλά αναγκάσθηκαν να χρησιμοποιήσουν διερμηνείς και είναι αδύνατο να συλλάβουμε πώς οι υψηλές φιλοσοφικές ιδέες θα μεταδίδονταν μέσω απλώς διερμηνέων δίχως υψηλή μόρφωση. (3)

Αλλά, αλήθεια, δεν αξίζει τον κόπο ν’ αναρωτηθούμε αν η μετάδοση φιλοσοφικών ιδεών ήταν δυνατή ή όχι, εφόσον δεν έχει καθορισθεί ότι ο ένας ή ο άλλος απ’ αυτούς τους λαούς, είχε ν’ ανακοινώσει μία Φιλοσοφία. Τίποτα το παρόμοιο δεν ανακαλύφθηκε έως εδώ και όπως ξέρουμε, οι Ινδοί ήσαν ο μόνος λαός, πλάι στους Έλληνες, που είχαν ποτέ κάτι στοιχειωδώς άξιο αυτού του ονόματος. Πασιφανώς, κανένας δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι η Ελληνική Φιλοσοφία ήλθε από την Ινδία και πραγματικά όλα μας κάνουν να πιστέψουμε ότι είναι αντιθέτως η «Ινδική Φιλοσοφία» εκείνη που ήλθε από την Ελλάδα. Η σαφής χρονολόγηση της σανσκριτικής λογοτεχνίας είναι βεβαίως πράγμα εξαιρετικά δύσκολο. Αλλά από όσο μπορούμε να κρίνουμε, τα μεγάλα ινδικά συστήματα είναι πολύ μεταγενέστερα από την Ελληνική Φιλοσοφία και δη τις επιμέρους σχολές της με τις οποίες μοιάζουν περισσότερο αυτά τα συστήματα. Φυσικά, ο μυστικισμός των Ουπανισάδων και του Βουδισμού βγήκαν από την Ινδία και έχουν βαθιά επηρεάσει την Φιλοσοφία, αλλά δεν ήσαν ωστόσο «φιλοσοφίες» με την ακριβή έννοια που έχει η Ελληνική αυτή λέξη.

Σημειώσεις.  
1. Όλα όσα λέει, είναι ότι η λατρεία του Διονύσου και η θεωρία της μετανάστευσης ήρθαν από την Αίγυπτο. Γνωρίζουμε σήμαρα ότι οι βεβαιώσεις αυτές είναι ανακριβείς τόσο η μία όσο και η άλλη. Αλλά ακόμα και στην αντίθετη περίπτωση, αυτό δεν θα μπορούσε να υπονοεί καμμία άμεση συνέπεια για την Φιλοσοφία.  
 2. Ο Στράβων (XVI σ. 757) μας πληροφορεί ότι ήταν ο Ποσειδώνιος αυτός που εισήγαγε τον Μόσχο της Σιδώνος στην Ιστορία της Ελληνικής Φιλοσοφίας. Σε αυτόν, ο Ποσειδώνιος αποδίδει απλώς την ατομική θεωρία, αλλά η ταύτιση του Μόσχου με τον.. Μωϋσή είναι ένα πιο πρόσφατο τέχνασμα. Ο Φίλων της Βύβλου, δημοσίευσε την δήθεν μετάφραση μιας παλιάς φοινικικής ιστορίας, του «Σανσουνιάθων», που χρησιμοποιήθηκε από τον Πορφύριο και, αργότερα από τον Ευσέβιο. Πώς έγινε αυτό γνωστό στην συνέχεια, το βλέπουμε από τον λόγο του ξένου στο Le Vicaire de Wakefield, κεφ. XIV.    
3. Η “ιθαγενής” του Comperz («Έλληνες Φιλόσοφοι»), που συζητεί την σοφία του λαού της με τον Έλληνα άρχοντά της, δεν μας πείθει. Δίδασκε χωρίς αμφιβολία στις υπηρέτριές της τις ιεροτελεστίες των ξένων θεαινών, αλλά δεν είναι πιθανόν να μιλούσε για Θεολογία με τον άνδρα της και ακόμα λιγώτερο για Φιλοσοφία ή Επιστήμη. Η χρήση της βαβυλωνιακής ως τάχα διεθνούς γλώσσας, μαρτυρεί ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν κάτι για την βαβυλωνιακή αστρονομία αλλά δεν εξηγεί καθόλου το πώς οι Έλληνες μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους Αιγυπτίους. Είναι φανερό ότι οι Έλληνες δεν γνώριζαν τίποτα γι’ αυτή την υποτιθέμενη διεθνή γλώσσα, γιατί αν την γνώριζαν τότε θα είχαν γράψει και μιλήσει για αυτήν, όπως και για τόσα άλλα, με το γνωστό τους ενδιαφέρον. 

πηγή: Εκηβόλος

Ο ΑΙΘΕΡΑΣ, ΤΑ ΑΚΑΣΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ Η ΚΒΑΝΤΙΚΗ ΦΥΣΙΚΗ

$
0
0


Ο αιθέρας ήταν το πέμπτο στοιχείο (πεμπτουσία),μαζί με τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και τη γη, από τα οποία ήταν φτιαγμένος ο κόσμος (Αριστοτέλης). Ενώ τα προηγούμενα στοιχεία δομούσαν τον κόσμο των ανθρώπων, ο αιθέρας πίστευαν ότι δομούσε τον υλικό ουρανό, τους πλανήτες, τα άστρα και γενικά τον υπόλοιπο κόσμο. Αν και εθεωρείτο επιστημονικά «νεκρός», εδώ κι έναν αιώνα, ο Αιθέρας εμφανίζεται και πάλι στο προσκήνιο, ως μια θεωρία, για την ερμηνεία της παρατηρούμενης, αλλά ανεξήγητης «θάλασσας ενέργειας» και του «κοχλάζοντος κενού», που μας περιβάλει. Ο αιθέρας είναι απίστευτα λεπτός και διαπερνά τα πάντα, άβια και έμβια.
Οι σύγχρονοι επιστήμονες φυσικοί πλέον, κατά πλειοψηφία, δέχονται ότι ο χώρος που μας περιβάλει, αλλά και το Σύμπαν, είναι γεμάτα από «κοσμικό αφρό» (από αιθέρα, δηλαδή). Διαμέσου αυτού του «αφρού», γίνονται όλες οι ενεργειακές και υλικές αλληλεπιδράσεις στο ορατό Σύμπαν. Είναι αόρατος στους ανθρώπους, πάρα πολύ λεπτός, που διαπερνά τα πάντα. Τόσο η Κβαντική Ηλεκτροδυναμική, όσο και η Κβαντική Φυσική Στοιχειωδών Σωματιδίων, δέχονται ότι ο Κβαντικός αφρός είναι μια τεράστια και αόρατη δεξαμενή διαρκούς προσφοράς και απορροής υλοενέργειας, επάνω στην οποία στηρίζεται ο ορατός κόσμος. Πρόκειται για την αποκαλούμενη «Ενέργεια Μηδενικού Σημείου» (Zero-point Energy).
Σοφοί και ιδιαίτερα σκεπτόμενοι ερευνητές από τα πανάρχαια χρόνια, υποστήριζαν ότι υπάρχει ένα κοσμικό πεδίο που συνδέει τα πάντα, ένα είδος διαχρονικού και αιώνιου αρχείου στο οποίο είναι καταγεγραμμένα όλα όσα έχουν συμβεί ποτέ στο σύμπαν (εικόνες, ήχοι, γεγονότα, κλπ.), όπου διασώζονται όλες οι πληροφορίες.
Το πεδίο αυτό ονομάσθηκε Ακασικό αρχείο ή Ακασικό πεδίο ή Ακασικό χρονικό (Akashic field ή A-field). Είναι η διαρκής μνήμη του σύμπαντος, το διαρκές αρχείο όλων όσων συμβαίνουν και έχουν συμβεί ποτέ σε όλο το σύμπαν.
Πρόσφατες ανακαλύψεις στην προωθημένη φυσική δείχνουν ότι το Ακασικό πεδίο (πάντοτε επιστημονικά θεωρούμενο), είναι πραγματικότητα και αντιστοιχεί στο πεδίο zero-point των επιστημόνων.
Το πεδίο αυτό αποτελείται από μια θάλασσα κοσμικής ενέργειας από την οποία γεννώνται άτομα, γαλαξίες, αστέρια και πλανήτες. Το Πεδίο Μηδενικού Σημείου–Zero Point Field, αποτελείται από (και ευρίσκεται μέσα σε) Ενέργεια Μηδενικού Σημείου–Zero Point Energy), μια πραγματική θάλασσα ενέργειας μέσα στην οποία κολυμπάμε, όπως τα ψάρια στη θάλασσα, μην έχοντας καμία αντίληψη της απεραντοσύνης του περιβάλλοντος.
Μία από τις βασικές αρχές της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας είναι ότι το απόλυτο κενό είναι εντελώς άδειο από ύλη και ενέργεια. Από την κβαντομηχανική όμως γνωρίζουμε ότι το απόλυτο κενό είναι γεμάτο ενέργεια. Σε ένα κενό, μετά από την απομάκρυνση όλης της ύλης και ενέργειας εξακολουθούν να υφίστανται απρόβλεπτες, τυχαίες διακυμάνσεις της λεγόμενης ενέργειας του κενού (μηδενικού σημείου).
Δηλαδή, η έννοια περί απολύτως κενού χώρου, δεν ισχύει πλέον στην επιστήμη. Υπάρχει στη θέση του κενού χώρου, ένα άπειρο πεδίο κοχλάζουσας δραστηριότητας, όπου μικροσκοπικά ηλεκτρομαγνητικά πεδία, διακυμαίνονται συνεχώς, ακόμα και όταν οι θερμοκρασίες αγγίζουν το απόλυτο μηδέν (-2730 C, η κατώτατη δυνατή θερμοκρασία στο σύμπαν, σύμφωνα με τις σημερινές επιστημονικές προσεγγίσεις).
Εντός του Σύμπαντος χώρου και εντός του “κβαντικού αφρού” (αιθερικού πεδίου), δραστηριοποιούνται τα μορφογενετικά πεδία, τα οποία «αντλούν» ενέργεια και “πληροφορίες” από το Πεδίο Μηδενικού Σημείου–Zero Point Field (τα Ακασικά αρχεία). Στην εξελικτική βιολογία, το μορφογενετικό πεδίο (morphogenetic field) είναι μια ομάδα κυττάρων που είναι ικανά να αντιδρούν σε διακριτά και τοπικά βιοχημικά σήματα, οδηγώντας σε συγκεκριμένες μορφολογικές δομές ή όργανα.
O Dr. Sheldrake υποστηρίζει πως η μνήμη, η εξέλιξη και η μάθηση συμβαίνουν έξω από το νου. Ισχυρίζεται πως η μεταβολή, η εξέλιξη και η εμβρυακή ανάπτυξη δεν ρυθμίζονται απ’ την αλληλεπίδραση των DNA και του περιβάλλοντος, όπως πίστευαν μέχρι τώρα οι βιολόγοι. Ακόμη ισχυρίζεται πως τα έμβρυα και ο εγκέφαλός τους αναπτύσσονται συντονιζόμενα με μια καινούργιου είδους (άυλη) διασταλτική δύναμη που ονομάζεται μορφογενετικό πεδίο.

Όπως ένα μαγνητικό πεδίο δίνει τον προσανατολισμό για τα ειδικά σχήματα που θα δημιουργήσουν τα ρινίσματα του σιδήρου, έτσι κι αυτή η καινούργια δύναμη, μπορεί να σχηματίσει σώμα και νου.
Με άλλα λόγια, η θεωρία προτείνει ότι κάθε συγκεκριμένη μορφή που παράγεται, είναι πανομοιότυπη με την προϋπάρχουσα, γιατί “θυμάται” την μορφή της μέσω της επανάληψης και ότι κάθε νέα μορφή με παρόμοια χαρακτηριστικά, θα χρησιμοποιήσει το πρότυπο των ήδη υπαρχόντων μορφών, σαν οδηγό για την εμφάνισή της. “Ετσι είναι πιθανόν, μέσω αυτής της διαδικασίας, να παράγονται απο την φύση, δια μέσου των γεωλογικών αιώνων και στα πλαίσια των προαιώνια θεσπισμένων συμπαντικών νόμων, ομοιώματα-simulacra, τα οποία είναι αντίγραφα παλαιότερων υπαρχόντων (φυσικών ή τεχνητών) που για κάποιο λόγο, έχουν εξαφανισθεί.
Η Θεωρία της Συνεχούς Δημιουργίας
Ο Paul A. LaViolette είναι ο δημιουργός της Θεωρίας της Συνεχούς Δημιουργίας. Σύμφωνα με αυτή, ύλη αναπαράγει όμοια ύλη, με όμοια κινητική κατάσταση και η ενέργεια (υπό μορφή θερμότητας) αναπαράγει ενέργεια. Υποστηρίζει την Μορφογένεση (ΘΕΩΡΙΑ ΣΥΝΕΧΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ) των διαφόρων υλικών (πετρωμάτων και σωμάτων) η οποία δεν ερμηνεύεται με κανέναν από τους υπάρχοντες νόμους της φυσικής, της χημείας και των μαθηματικών.
Ο σχηματισμός των υλικών, σύμφωνα με εκείνον, οφείλεται, όχι στην χημεία, αλλά στον τόπο που βρέθηκε το υλικό αυτό. Αποδεχόμαστε έτσι την ύπαρξη ενός μη ομοιογενούς πεδίου που διαμορφώνεται τοπικά και είναι υπεύθυνο για τις παρατηρούμενες ιδιαιτερότητες των πετρωμάτων από τόπο σε τόπο. Δεχόμαστε δηλαδή ότι ο χώρος και τα μορφογενετικά πεδία, επιβάλλουν τις εκάστοτε διαφοροποιήσεις.
πηγή: enneaetifotos.blogspot

ΕΥΔΟΞΟΣ - Ο ΚΡΥΦΟΣ ΑΣΣΟΣ ΤΗΣ ΕΥΚΛΕΙΔΕΙΑΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ

$
0
0


Γεννημένος στην Κνίδο της Μικράς Ασίας, ο Εύδοξος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους επιστήμονες της αρχαιότητας. Ένας σπουδαίος μαθηματικός που εξέλιξε σημαντικά την γεωμετρία, συνδέοντας την για πρώτη φορά με άλλες επιστήμες, όπως η αστρονομία. 


Το κρυφό έργο του αδικημένου μαθηματικού – Γιατί ο Εύδοξος ξεχάστηκε από τον σύγχρονο κόσμο


Σήμερα, το μαθηματικό έργο του Ευδόξου δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό στο ευρύ κοινό. Σε αντίθεση με τους γνωστότερους αρχαίους Έλληνες μαθηματικούς, ο Εύδοξος δεν άφησε πίσω του κάτι το οποίο θα του εξασφάλιζε μια ενδεχόμενη υστεροφημία. Δεν υπήρξε εφευρέτης κάποιου σπουδαίου θεωρήματος, όπως ο Πυθαγόρας, αλλά ούτε και πατέρας κάποιας μαθηματικής θεωρίας σαν τον Ευκλείδη. 

Πολύ δύσκολα θα βρει κανείς το όνομα του τυπωμένο σε επιστημονικά βιβλία. Ο Εύδοξος ήταν ο άνθρωπος που «κρυβόταν» πίσω από τις μεγάλες ανακαλύψεις των μεταγενέστερων μαθηματικών. Στα «Στοιχεία» του Ευκλείδη για παράδειγμα, μια από τις σημαντικότερες γεωμετρικές διατριβές στην ιστορία των μαθηματικών, αποτυπώνεται πλήρως το έργο του Ευδόξου, το οποίο εκμεταλλεύτηκε και εξέλιξε ο Ευκλείδης για να προχωρήσει στην ανάπτυξη της Ευκλείδειας Γεωμετρίας αλλά και της Θεωρίας των Αριθμών.

Η Θεωρία των Αναλογιών, οι άρρητοι αριθμοί και η συμβολή του Ευδόξου στην Ευκλείδεια Γεωμετρία


Η βασικότερη συνεισφορά του Ευδόξου ήταν η διατύπωση της Θεωρίας των Αναλογιών. Μέσω αυτής της θεωρίας, ουσιαστικά εξελίχθηκε η ανολοκλήρωτη πυθαγόρεια γεωμετρία, η οποία δεν εμπεριείχε ασύμμετρες ποσότητες. Ο Εύδοξος παρατήρησε πως σε αρκετές περιπτώσεις, ο λόγος δυο ποσοτήτων δεν ήταν ίσος με κανένα γνωστό κλάσμα.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση του τετραγώνου με πλευρά ίση με 1, η διαγώνιος δεν ισούται με κανέναν γνωστό ρητό αριθμό. Δεν υπάρχουν δηλαδή δύο ακέραιοι αριθμοί που να δημιουργούν ένα κλάσμα ικανό να περιγράψει την αναλογία των δύο πλευρών. Ο Εύδοξος, αφού αντιλήφθηκε το κενό στην πυθαγόρεια θεωρία, προσπάθησε να αποκαλύψει την άγνωστη φύση των άρρητων αριθμών.

Μέσω της Θεωρίας των Αναλογιών, για πρώτη φορά έγινε σαφής η ύπαρξη των άρρητων αριθμών. Μελετώντας τις ιδιότητες των κλασμάτων, ο Εύδοξος κατάφερε να δημιουργήσει μια σειρά από προσεγγίσεις ικανές να φτάσουν πολύ κοντά στους άγνωστους αυτούς αριθμούς. Χωρίς την συμβολή του, η Ευκλείδεια Γεωμετρία αλλά και κλάδοι όπως η Θεωρία Αριθμών δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν.

Η δικαίωση του Ευδόξου, 2350 χρόνια μετά τον θάνατο του – Το eudoxus.gr και ο λόγος που πλέον τον ξέρει κάθε φοιτητής

Μπορεί οι αρχαίοι μαθηματικοί να είχαν σε τεράστια εκτίμηση των Εύδοξο, όμως με την πάροδο των χρόνων η φήμη του άρχισε να εξαφανίζεται. Το όνομα του, λόγω έλλειψης κάποιου σημαντικού θεωρήματος, δεν εμφανιζόταν σε συγγράμματα. Ετσι, ο μαθηματικός που κάποτε θεωρούταν εφάμιλλος του Αρχιμήδη, δεν άργησε να περάσει στην αφάνεια.

Η... δικαίωση για τον σπουδαίο επιστήμονα, ήρθε 2.350 χρόνια μετά τον θάνατο του. Το σημαντικό του έργο εκτιμήθηκε και επιτέλους βρέθηκε ένας τρόπος ώστε ο αρχαίος Ελληνας μαθηματικός να αποκτήσει μια θέση στον σύγχρονο κόσμο. Από το 2010 και μετά δημιουργήθηκε η ιστοσελίδα παροχής και διανομής πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, για κάθε ελληνικό πανεπιστήμιο, με το όνομα του... ξεχασμένου μαθηματικού.

Πριν από πέντε χρόνια, ελάχιστοι άνθρωποι γνώριζαν την ύπαρξη του. Ο άνθρωπος που συνέβαλε τα μέγιστα για την δημιουργία της πληρέστερης γεωμετρίας έως και σήμερα, ήταν παντελώς άγνωστος ακόμα και σε πτυχιούχους μαθηματικούς. Πλέον δεν υπάρχει φοιτητής που να μην γνωρίζει το όνομα του επιστήμονα από την Κνίδο.

Ακριβώς όπως το έργο του υπήρξε βοηθητικό, αλλά εξαιρετικά σημαντικό, για την εξέλιξη των μαθηματικών, έτσι και η ιστοσελίδα του δημιουργήθηκε με στόχο να παρέχει όσο το δυνατόν περισσότερες πηγές γνώσεως στους φοιτητές του 21ου αιώνα, βοηθώντας τους να δημιουργήσουν το δικό τους, σπουδαίο έργο. Μια ιδέα που τιμά και δικαιώνει το έργο ενός... αδικημένου μαθηματικού. 


πηγή: thecuriosityofcat.blogspot

Η ΠΥΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΤΩΝΑ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΙΑ

$
0
0


Μία από τις λεγόμενες πύλες του Άδη ή του Πλούτωνα (που οι αρχαίοι θεωρούσαν ως είσοδο προς τον κάτω κόσμο) ανακαλύφθηκε στη νοτιοδυτική Τουρκία, όπως ανακοίνωσαν Ιταλοί αρχαιολόγοι.
Γνωστή ως Πύλη του Πλούτωνα (ο θεός Άδης στην ελληνορωμαϊκή μυθολογία) θεωρείτο ως η πύλη στον μετά θάνατον κόσμο κατά ελληνορωμαϊκή μυθολογία και παράδοση.


Ιστορικές πηγές τοποθετούσαν το σημείο στην Ιεράπολη της αρχαίας Φρυγίας, που σήμερα ονομάζεται Pamukkale, ενώ περιγραφόταν ως ένα άνοιγμα γεμάτο με θανατηφόρες και αποπνικτικές αναθυμιάσεις.

«Αυτός ο χώρος είναι γεμάτος από μια τόσο πυκνό ομιχλώδη ατμό, που κανείς μπορεί να δει μετά βίας το έδαφος. Κάθε ζώο που περνά μέσα βρίσκει ακαριαίο θάνατο», είχε γράψει ο Στράβων (64/63 π.Χ. - 24 μ.Χ. περίπου). «Έριξα μέσα σπουργίτια και ακαριαία εισέπνευσαν την τελευταία τους ανάσα και πέθαναν».



Η ανακάλυψη ανακοινώθηκε τον Μάρτιο του 2013 σε ένα συνέδριο για την ιταλική αρχαιολογία στην Κωνσταντινούπολη, από μια ομάδα αρχαιολόγων με επικεφαλής τον Francesco D'Andria, καθηγητή κλασικής αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαλέντο.

Ο D'Andria έχει πραγματοποιήσει εκτεταμένες αρχαιολογικές έρευνες στο μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της Ιεράπολης. Πριν από τέσσερα χρόνια, ισχυρίστηκε ότι είχε ανακαλύψει εκεί τον τάφο του Αγίου Φιλίππου, ενός από τους 12 αποστόλους του Ιησού Χριστού.

Η Ιεράπολη ιδρύθηκε περίπου το 190 π.Χ. από τον Ευμένη Β', βασιλιά της Περγάμου (197 π.Χ.-159 π.Χ.) και περιήλθε στη Ρώμη το 133 π.Χ. Εξελίχθηκε σε μια ακμάζουσα ρωμαϊκή πόλη, με ναούς, θέατρο και τις δημοφιλείς ιερές ιαματικές πηγές θερμών υδάτων.

«Βρήκαμε την πύλη του Πλούτωνα ενώ ανακατασκευάζαμε τη διαδρομή μιας ιαματικής πηγής», δήλωσε ο D'Andria στο Discovery News.

Οι αρχαιολόγοι βρήκαν κίονες ιωνικού ρυθμού και μια επιγραφή με αφιέρωση στις θεότητες του κάτω κόσμου - του Πλούτωνα και της Κόρης (άλλη ονομασία της Περσεφόνης). Ανακαλύφθηκαν επίσης τα ερείπια ενός ναού, μιας αρχαίας «πισίνας» και μιας σειρά σκαλιών πάνω από την σπηλιά - στοιχεία τα οποία ταιριάζουν στην με τις περιγραφές στις αρχαίες πηγές.


«Οι άνθρωποι θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις ιερές τελετές από αυτά τα σκαλιά, αλλά δεν μπορούσαν να φτάσουν στην περιοχή κοντά στο άνοιγμα. Μόνο οι ιερείς λογικά θα μπορούσε να σταθούν μπροστά από την πύλη», σύμφωνα με τον επικεφαλής της έρευνας.


Μικρά πουλιά δίνονταν στους προσκυνητές ώστε, ρίχνοντάς τα στο άνοιγμα της πύλης, να δοκιμάσουν τις θανατηφόρες συνέπειές της, ενώ ιερείς έκαναν θυσίες στον Πλούτωνα. Οδηγούσαν τα ζώα στην σπηλιά και τα έφερναν έξω νεκρά.

«Μπορέσαμε να δούμε το αποτέλεσμα αυτών των θανατηφόρων ιδιοτήτων της σπηλιάς, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής. Πολλά πτηνά πέθαναν όταν πλησίαζαν στο ζεστό άνοιγμα, από τις αναθυμιάσεις διοξειδίου του άνθρακα», δήλωσε ο D'Andria.
Μόνο οι ευνούχοι της Κυβέλης, μια αρχαία θεά της γονιμότητας, ήταν σε θέση να εισέλθουν σε αυτή την «πύλη της κολάσεως» και να βγουν σώοι και αβλαβείς.

«Κρατούσαν την αναπνοή τους όσο μπορούσαν», έγραφε ο Στράβων, προσθέτοντας ότι «η ανοσία τους θα μπορούσε να οφείλεται σε ένα είδος θείας πρόνοιας ή σε κάποια αντίδοτα κατά δηλητηριώδους ατμού».


Σύμφωνα με τον D'Andria, οι προσκυνητές μετέφεραν νερό στην πισίνα που βρισκόταν κοντά στο ναό, κοιμόνταν κοντά στη σπηλιά και έβλεπαν οράματα και προφητείες. Πράγματι, οι αναθυμιάσεις που έρχονται από τις ιαματικές πηγές της Ιεράπολης δημιουργούσαν παραισθήσεις.

Οι Πύλες του Πλούτωνα, λειτουργούσαν πλήρως μέχρι τον 4ο αιώνα μ.Χ, και περιστασιακά κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων ως προορισμός για τους τελευταίους εθνικούς, διανοουμένων της Ύστερης Αρχαιότητας.

Κατά τη διάρκεια του 6ου αιώνα μ.Χ., ο ναός του Πλούτωνα καταστράφηκε ολοσχερώς από τους Χριστιανούς, ενώ στη συνέχεια ενδεχομένως μια σειρά από σεισμούς ολοκλήρωσε την καταστροφή.

Ο D'Andria και η ομάδα του εργάζονται τώρα για την ψηφιακή αναπαράσταση του χώρου.
πηγή: news.discovery.com

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

$
0
0


Την παραβολή της σπηλιάς μπορούμε να τη διαβάσουμε στον πλατωνικό διάλογο Πολιτεία. Στο διάλογο αυτό, ο Πλάτωνας περιγράφει την ιδανική πο­λιτεία∙ φαντάζεται, δηλαδή, μια ιδανική πολιτεία — αυτό, δηλαδή, που εμείς αποκαλούμε «κοινωνία της ουτοπίας». Με λίγα λόγια, ο Πλάτωνας θεωρούσε ό­τι στην ιδανική πολιτεία θα έπρεπε να κυβερνούν οι φιλόσοφοι. Και για να αι­τιολογήσει την άποψη του, χρησιμοποίησε το σώμα του ανθρώπου. 
Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, το ανθρώπινο σώμα αποτελείται από τρία μέ­ρη, το κεφάλι, το στήθος και το υπογάστριο. Σε καθένα απ’ αυτά τα μέρη α­ντιστοιχεί μια ιδιότητα. Στο κεφάλι αντιστοιχεί η λογική. Στο στήθος, η φιληδονία. Σε καθεμιά απ’ αυτές τις ιδιότητες αντιστοιχεί, με τη σειρά του, κι από ένα ιδανικό ή, όπως το λέει ο Πλάτωνας, μια αρετή. Η λογική επιδιώκει τη σοφία, η θέληση πρέπει να δείχνει θάρρος και ο πόθος πρέπει να δαμάζεται, για να μπορεί ο άνθρωπος να έχει μέτρο. Μόνο όταν τα τρία μέρη του ανθρώπινου κορμιού λειτουργούν ως αδιάσπαστη ενότητα, μόνο τότε έχουμε έναν άνθρωπο ολοκληρωμένο και σωστό. Στο σχολείο, τα παιδιά μαθαίνουν πρώτα να χαλι­ναγωγούν τις επιθυμίες τους και στη συνέχεια να καταπολεμούν τους φόβους τους και να δείχνουν θάρρος και, τέλος, μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τη λογική τους και να επιδιώκουν τη σοφία.
Ο Πλάτωνας, τώρα, φαντάζεται μια πολιτεία, δομημένη ακριβώς όπως και το ανθρώπινο σώμα. Όπως και το κορμί μας έχει «κεφάλι», «στήθος» και «υπογάστριο», έχει και η πολιτεία κυρίαρχους, φύλακες (ή στρατιώτες) και την τάξη των εμπόρων (στην οποία, εκτός από τους εμπόρους αυτούς καθ’ αυτούς, ανήκουν και οι τεχνίτες και οι αγρότες). Εδώ φαίνεται καθαρά ότι ο Πλάτωνας χρησιμοποιεί ως υπόδειγμα την ιατρική επιστήμη της εποχής του. Όπως ο υγιής και γερός άνθρωπος πρέπει να έχει αρμονία και μέ­τρο στη ζωή του, έτσι και στη δίκαιη πολιτεία, καθένας ξέρει ποια ακριβώς είναι η θέση του. 
Όπως ολόκληρη η φιλοσοφία του Πλάτωνα, στο σύνολο της, έτσι και οι ι­δέες του για την ιδανική πολιτεία δείχνουν καθαρά το ρασιοναλισμό του. Το κυριότερο χαρακτηριστικό μιας σωστής και δίκαιης πολιτείας είναι η διακυ­βέρνηση με τη βοήθεια της λογικής. Κι όπως το κεφάλι κυβερνά το σώμα, έ­τσι και οι φιλόσοφοι πρέπει να κυβερνούν την κοινωνία. 
  J. Gaader, Ο κόσμος της Σοφίας. Μυθιστόρημα για την ιστορία της φιλο­σοφίας, μτφρ. Μ. Αγγελίδου, Αθήνα (Νέα Σύνορα) 1994, σσ. 118-9.

Κριτική για τους φιλοσόφους κυβερνήτες»

«Δύο γενικά προβλήματα προκύπτουν, αν αντιμετωπίσουμε τον Πλάτω­να από την άποψη των συγχρόνων ιδεών. Το πρώτον είναι: υπάρχει πράγματι αυτό που αποκαλούμε «σοφία»; Το δεύτερον είναι: αν υποθέσουμε ότι υ­πάρχει, μπορεί να επινοηθεί ένα πολίτευμα που θα της αναγνώριζε πολιτική εξουσία; 
Η «σοφία», κατά την έννοια που εξυπονοεί ο όρος, δεν είναι καμιά εξειδι­κευμένη ικανότητα, όπως αυτή που διαθέτει ο παπουτσής, ή ο γιατρός ή ο στρατιωτικός. Πρέπει να είναι κάτι πιο γενικό, μιας και βοηθάει τον άνθρω­πο, όταν την έχει, να κυβερνά συνετά. Νομίζω ότι ο Πλάτων θα μπορούσε να πει ότι συνίσταται στη γνώση του καλού, και θα μπορούσε να συμπληρώ­σει τον ορισμό του με το σωκρατικό δόγμα ότι κανένας δεν αμαρτάνει εν επιγνώσει, απ’ όπου συνέπεται ότι όποιος ξέρει τι είναι καλό κάνει και το σωστό. Σε μας η άποψη αυτή φαίνεται εντελώς ανεδαφική, θα ήταν περισσότερο φυσικό να πούμε ότι υπάρχουν αντίρροπα συμφέροντα και ότι ο πολιτι­κός πρέπει να προσπαθεί να επιτύχει τον καλύτερο δυνατό συμβιβασμό μετα­ξύ τους. Τα μέλη μιας τάξεως ή ενός έθνους μπορεί να έχουν κοινό συμφέρον, συνήθως όμως το συμφέρον τούτο θα έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέρο­ντα άλλων τάξεων ή εθνών. Υπάρχουν, αναντίρρητα, μερικά συμφέροντα κοι­νά σ’ όλη την ανθρωπότητα σαν σύνολο, αλλά δεν εξαρκούν για να καθορίσουν μια πολιτική δράση. Ίσως να επιτευχθεί τούτο κάποτε, στο μέλλον, αλλ’ ασφαλώς όχι εφ’ όσον θα υπάρχουν πολλά κυρίαρχα κράτη. Αλλά και τότε ακόμη το δυσκολότερο πρόβλημα στην επιδίωξη του γενικού συμφέρο­ντος, θα συνίσταται στην επίτευξη συμβιβασμού των συνάλληλα εχθρικών ειδικών συμφερόντων. 
Αλλά κι αν ακόμη υποθέσουμε πως υπάρχει αυτό που λέγεται «σοφία», υ­πάρχει μήπως μορφή πολιτεύματος που να μπορεί να παραδώσει την κυβέρνη­ση στον σοφό; Είναι φανερό πως οι πλειοψηφίες, όπως και οι γενικές σύνοδοι, μπορούν να πλανώνται, και πράγματι αυτό συνέβη συχνά. Οι αριστοκρατίες δεν είναι πάντοτε σοφές· οι βασιλιάδες συχνά είναι επιπόλαιοι· οι Πάπες, παρά το αλάθητο τους, διέπραξαν σοβαρότατα σφάλματα. Και θα βρεθεί κανείς να προτείνει την ανάθεση της εξουσίας στους πτυχιούχους των Πανεπιστημίων ή στους καθηγητές της θεολογίας; Ή σε ανθρώπους που γεννήθηκαν φτωχοί και επέτυχαν να κάνουν μεγάλες περιουσίες; Είναι φανερό πως καμιά νομι­κώς καθορισμένη επιλογή πολιτών δεν θα ήταν στην πράξη σοφότερη από το σύνολο. 
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι οι άνθρωποι θα ήσαν ικανοί ν’ απο­κτήσουν πολιτική σοφία με κατάλληλη προπαιδεία. Αλλά θα προέκυπτε τότε το πρόβλημα: ποια είναι η κατάλληλη προπαιδεία; Κι αυτό θα κατέληγε πάλιν σε κομματικό ζήτημα. 
Έτσι, το πρόβλημα της επιλογής «σοφών» ανδρών και της αναθέσεως της κυβερνήσεως σ’ αυτούς, παραμένει άλυτο. Και αυτό αποτελεί και το τελικό ε­πιχείρημα υπέρ της δημοκρατίας.» 
Bertrand Russell, Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, μτφρ. Αιμ. Χουρμούζιος, (εκδ. Ι. Δ. Αρσενίδης) Τόμ. Α’, σσ. 202-203. 

 «Ο Πλατωνικός Μύθος του Σπηλαίου – Ιδεαλισμός»

Η Εμπειρική Πραγματικότητα ως Είδωλο της Πραγματικότητας των Ιδεών 
Ο Πλάτων (περ. 427-347 π.Χ.) δεν θεωρούσε τον κόσμο μας τον καλύτερο δυνατό, κάθε άλλο: Είναι ένα είδος φυλακής, γράφει, μέσα στην οποία είμαστε κλεισμένοι, δεμένοι και βυθισμένοι στο σκοτάδι. Αλλά έξω από αυτή τη φυλακή απλώνεται ένας φωτεινός και ελπιδοφόρος κόσμος αληθειών, τις οποίες ονόμασε ιδέες ή ιδεατά – εξ ου και ο χαρακτηρισμός του δόγματος ως «ιδεαλισμού». 
Ο Πλάτων αναπτύσσει τις ιδεαλιστικές του απόψεις κατά τρόπον ιδιαιτέρως αξιομνημόνευτο στην Πολιτεία, όπου εκπρόσωπος του, όπως συνήθως, είναι ο μέντο­ρας του Σωκράτης. (Σε ποιο βαθμό ο Σωκράτης πρέσβευε όντως τις απόψεις που του αποδίδει ο Πλάτων είναι άγνωστο). Ο Σωκράτης συγκρίνει τον καθημερινό κό­σμο με«υπόγειο καταφύγιο» ή σπήλαιο, όπου είμαστε αλυσσοδεμένοι επί τόπου. Μπροστά μας υψώνεται ένας τοίχος και πίσω μας υπάρχει μια φωτιά· ανίκανοι να στρέψουμε το κεφάλι μας, βλέπουμε μόνο τις σκιές που προβάλλει η φωτιά επάνω στον τοίχο. Οπότε μοιραίως εκλαμβάνουμε τις σκιές αυτές ως «πραγματικότητα». 
Εάν όμως μπορούσαμε να ελευθερωθούμε από τα δεσμά μας, ή, έστω να στρέψουμε το βλέμμα μας προς το στόμιο της σπηλιάς, θα συνειδητοποιούσαμε τελικά το σφάλμα μας. Κατ’ αρχάς, το ξαφνικό φως θα ήταν επώδυνο και α­ποπροσανατολιστικό. Αλλά, σύντομα, θα προσαρμοζόμασταν και θ’ αρχίζαμε να αντιλαμβανόμαστε τα πραγματικά πρόσωπα και αντικείμενα, που κάποτε γνω­ρίζαμε μόνο ως σκιές. Κι όμως· ακόμη και τότε, θα προσκολλούμεθα από συ­νήθεια στις σκιές, συνεχίζοντας να θεωρούμε μόνο αυτές πραγματικές και τις πηγές τους απλές παραισθήσεις. Εάν, όμως, μας τραβούσαν έξω από τη σπη­λιά και προς το φως, τότε αργά ή γρήγορα θα αντιλαμβανόμασταν την ορθή ει­κόνα των πραγμάτων και θα οικτίραμε την προηγούμενη άγνοια μας. 
Ο παραλληλισμός του Πλάτωνος ισοδυναμεί με ριζική αμφισβήτηση του τρό­που λειτουργίας της ανθρώπινης σκέψης. Έχουμε συνηθίσει, λέγει, να θεωρούμε τα απτά αντικείμενα που μας περιβάλλουν ως πραγματικά ενώ δεν είναι. Ή μάλλον ενώ αυτά είναι απλώς «έκτυπα» και «είδωλα» -δηλαδή κακέκτυπα και λιγότερο πραγματικά ομοιώματα των αμετάβλητων και αιώνιων «ιδεών». Αυτές οι ιδέες, όπως τις ορίζει ο Πλάτων, είναι οι μόνιμες για μας πραγματικότητες, α­πό τις οποίες κατασκευάζονται (με κάποιον τρόπο) ατελή και φθαρτά απτά α­ντίγραφα. Για παράδειγμα, κάθε καρέκλα, στον οικείο για μας κόσμο των αντι­κειμένων, είναι απλώς απομίμηση ή «σκιά» της ιδεατής καρέκλας. Κάθε γρα­φείο είναι αντίγραφο του ιδεατού γραφείου, το οποίο ποτέ δεν αλλάζει, υπάρχει στην αιωνιότητα και πάνω στο οποίο δεν μπορούμε ποτέ να χύσουμε καφέ. 
Αυτές οι ιδεατές καρέκλες και αυτά τα ιδεατά γραφεία δεν αποτελούν για τον Πλάτωνα σχήμα λόγου, αλλά αντικείμενα περισσότερο «πραγματικά» από τις εγκόσμιες απομιμήσεις τους, αφού είναι και τελειότερα και καθολικά. Επειδή όμως οι ατελείς αισθήσεις μας είναι «ἐκ παίδων» παγιδευμένες στον κόσμο των ειδώλων, είμαστε τυφλοί ως προς τον κόσμο των ιδεών. Το πνεύμα μας είναι δέσμιο των απομιμήσεων, τις οποίες έτσι εκλαμβάνουμε ως πραγμα­τικότητα. Είμαστε φυλακισμένοι σε ένα σπήλαιο ειδώλων. 
Εν τούτοις, δεν έχουν χαθεί τα πάντα, γιατί, μολονότι ο άνθρωπος είναι αλυσοδεμένος, η φιλοσοφία μπορεί να τον ελευθερώσει. Αρκεί μόνο να της το επιτρέψουμε και αυτή θα αναλάβει να μας τραβήξει έξω από την σπηλιά του ζόφου και της άγνοιας, προς το φως της αληθινής ύπαρξης. Προς στιγμήν μπορεί να αποδοκιμάσουμε εκείνο που τότε θα δούμε, όντας προσκολλημένοι στην «πραγματικότητα» των αισθητών πραγμάτων και αρνούμενοι την αλήθεια των φιλοσοφικών ιδεατών. Αλλά, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσουμε να βλέπουμε καθαρά και μάλιστα να προσεγγίζουμε την υ­πέρτατη ιδέα των ιδεών, η οποία είναι η ιδέα του αγαθού (αρετής). Φυσικά, ο Πλά­των, ως φιλόσοφος, ορίζει το αγαθό ως γνώση.» 
Μάικλ Μάκροουν, Εύρηκα! Συνοπτική ιστορία της ανθρώπινης γνώσης (απόδοση Ε. Ξύδια), Αθήνα (εκδ. Κ. Καπόπουλος) 1998, σσ. 146-8.

Για τη θεωρία των Ιδεών

«Σε σύγκριση με τις επιστημονικές έννοιες το πεδίο των Ιδεών είναι ό,τι και τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε μέσα στο αισθητό σύμπαν σε σύγκριση με την αντανάκλαση τους πάνω στο νερό και στο κάτοπτρο. Πιο γενικά, στην ίδια σχέση βρίσκεται η ιδεατή πραγματικότητα στο σύνολο της με το αι­σθητό εν γένει. Έτσι η Ιδέα έχει διπλή σύσταση: αρχικά είναι το ένα πρότυπο που μιμείται την «επιστημονική» τάξη στο επίπεδο του λόγου· μήπως όμως, γενικότερα, η Ιδέα αποτελεί το παράδειγμα που αντιγράφεται από το φαινόμε­νο δεδομένο; Για την ακρίβεια, η Ιδέα είναι αυτό για το οποίο μιλάει ο λόγος της ορθής φιλοσοφίας (όπως το αισθητό δεδομένο είναι εκείνο για το οποίο μι­λάει η γνώμη). 
Τα χαρακτηριστικά της Ιδέας είναι λοιπόν ακριβώς αντίθετα από εκείνα του αισθητού πράγματος. Το τελευταίο είναι μεταβλητό, η Ιδέα όμως είναι αμετα­κίνητη και ξεφεύγει από την αποσύνθεση που συνεπιφέρει το γίγνεσθαι» το αι­σθητό πράγμα είναι συγκεχυμένο, ενώ η Ιδέα είναι διακεκριμένη και ταυτόχρο­να μπορούμε να της δώσουμε έναν αυστηρό ορισμό» το αισθητό πράγμα είναι θαμπό, η Ιδέα είναι διάφανη· το αισθητό πράγμα διαφοροποιείται σε πολλαπλά περιεχόμενα, η Ιδέα έχει μορφική καθαρότητα· το πράγμα που γίνεται αντιληπτό εξαρτάται από την κατάσταση εκείνου που το αντιλαμβάνεται, η Ιδέα είναι καθ’ εαυτή· το αισθητό πράγμα αντιτάσσει στη γνώση τις ασάφειες του, ενώ η Ιδέα προσφέρει στο ελευθερωμένο Πνεύμα την πλήρη διαφάνεια του νοητού της χαρακτήρα· το αισθητό πράγμα είναι χάος, η Ιδέα είναι διάταξη· οι σχέσεις α­νάμεσα στα πράγματα είναι σκοτεινές και αβέβαιες, ενώ οι Ιδέες σχηματίζουν ένα σύστημα, το οποίο ανακαλύπτει η διαλεκτική και το αντανακλά η φιλοσο­φική γνώση. 
Η αρχή αυτού του συστήματος, μας λέει ο Πλάτων, είναι το Αγαθό» εί­ναι ο παράγοντας που εξασφαλίζει την ενότητα ετούτης της διατεταγμένης ποικιλίας. Στο τέλος του έκτου βιβλίου της Πολιτείας, το Αγαθόσυγκρίνε­ται με τον ήλιο: όπως εδώ κάτω ο ήλιος φωτίζει και ζωογονεί τα φυσικά ό­ντα, έτσι και στο νοητό σύμπαν το Αγαθό οργανώνει και βοηθά να γνωρίσου­με τις Ιδέες…» 
Φ. Σατελέ (επιμ.), Η φιλοσοφία, τόμος Α΄, μτφρ. Κ. Παπαγιώργης, Αθήνα (Γνώση)21989, σ. 70. Βλ. και Gr. Vlastos, Σωκράτης, σσ. 132-6.

Η αλληγορία του σπηλαίου

«Για την διαμόρφωση της θεωρίας των ιδεών είναι σημαντικά σ’ αυτό το μέρος κυρίως τρία απανωτά κεφάλαια. Προς το τέλος του 6 βιβλίου ο Πλά­τωνας την ιδέα του αγαθού σαν πηγή της πνευματικής ύπαρξης, που δίνει στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια, και στον άνθρωπο που βρίσκεται στον δρόμο της γνώσης την δυνατότητα να τα συλλαβή, την συγκρίνει με τον ήλιο, που ε­πιτρέπει στα πράγματα να γεννιούνται μέσα στον ορατό κόσμο, μας δημιουργεί όμως χάρη στο φως την προϋπόθεση με την οποία τα βλέπουμε. 
Έτσι η ιδέα του αγαθού είναι ανώτερη από όλες τις άλλες ιδέες και τοποθετείται πάνω α­πό τον κόσμο των ιδεών, επειδή θεωρείται η πραγματική αιτία της ύπαρξης. Ο νεοπλατωνισμός προπαρασκευάζεται εδώ σ’ ένα ουσιαστικό του σημείο, και δεν είναι μεγάλη η απόσταση για την ταύτιση της ιδέας του αγαθού με τον θεό. Με αυτό συνάπτεται η αισθητοποίηση των αναβαθμών της γνώσης χάρη σε μιαν γραμμή, που χωρισμένη σε δυο τμήματα συμβολίζει το βασίλειο του ορατού και το βασίλειο του πνευματικού. 
Κάθε μέρος υποδιαιρείται ξανά σε δυο μέρη, κι έτσι τώρα διαγράφονται τέσσερις αναβαθμοί: ή δοξασία, με βάση τις εικόνες του καθρέφτη ή του ίσκιου (εικασία), η εμπιστοσύνη στην άμεση αι-σθησική αντίληψη (πίστις), οι ενέργειες του λογικού που στηρίζονται σε ορα­τές μορφές (διάνοια, παράδειγμα η γεωμετρία), και τελευταία βαθμίδα η κα­τανόηση του κόσμου του απόλυτου, η οποία αποκτήθηκε με την διαλεκτική(νόησις).  
Στην αρχή του 7 βιβλίου ακολουθεί σαν επιβλητική εικόνα για τον δρόμο του ανθρώπου ο οποίος προχωρεί για να γνωρίσει την αλήθεια της ύπαρ­ξης, η παρομοίωση της σπηλιάς, που δημιούργησε μιαν τεράστια επίδραση στην αρχαιότητα και ύστερ’ απ’ αυτήν. Διακρίνονται πέντε βαθμίδες, που απ’ αυτές οι τέσσερις πρώτες είναι φανερά παράλληλες με τους αναβαθμούς της γνώσης, που αναφέραμε τωραδά. Αυτοί που είναι δεμένοι μέσα στην σπηλιά, με την πλάτη προς την έξοδο της, βλέπουν μπροστά τους να προβάλλονται μόνο οι σκιές των αντικειμένων που κινούνται πίσω τους, κι αυτοί είναι όσοι βρίσκονται στην περιοχή της φαντασίας (δόξα). Αν ελευθερώνονταν από τα δε­σμά τους, θα μπορούσαν να δουν τα ίδια τα πράγματα στην λάμψη της τεχνη­τής φωτιάς, και την ίδια την φωτιά. Αν βγουν από την σπηλιά, τότε βρίσκονται μέσα στην φωτεινή μέρα και βλέπουν τα πράγματα στο φως του ήλιου. Ύστερ’ απ’ αυτόν τον τρίτο αναβαθμό ακολουθεί με κόπον ο τέταρτος με την θέαση του ίδιου του φωτός, που σαν σύμβολο του πιο υψηλού σημαίνει την ιδέα του αγαθού. Στον πέμπτο αναβαθμό ξαναγυρνούν φωτισμένοι πίσω στην σπη­λιά, για να επιδράσουν επάνω σε άλλους χάρη στην γνώση τους. Αυτή η επι­στροφή αποτελεί σκληρό καθήκον κι αντιστοιχεί στην ηθική αναγκαιότητα, που αναγκάζει τον φιλόσοφο να περάσει από την ευτυχία του θεωρητικού βίου (vita contemplative) στον ενεργητικό βίο (vita activa) της πολιτειακής ζωής.Οι δυο έννοιες, που είναι αυστηρά χωρισμένες στην διανόηση του τέλους του 5. αι., εμφανίζονται στον Πλάτωνα σε μιαν καινούργια ιδιότυπη σύνδεση.» 
A.Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Γ. Τσοπανάκης, Θεσσαλονίκη 1964, σσ. 376-78.

«Διάνοια και Νόηση» 
Σύμφωνα με το γενικό ηθικό νόμο του αγαθού διαμορφώνονται οι σχέσεις όλων των άλλων ιδεών τόσο ανάμεσα τους όσο και με το αγαθό, αξιολογούνται και ιεραρχούνται οι γνώσεις, αναλύεται η γνωστική-μυητική λειτουργία της διαλεκτικής. 
Στην κατανόηση αυτών των αξιολογικών σχέσεων βοηθάει το σχήμα με το οποίο ο Πλάτωνας δίνει την πορεία της γνώσης από τα «ορώμενα» ως τα «νοού­μενα»: μία ευθεία χωρισμένη σε δύο άνισα τμήματα παριστάνει τον κόσμο των ορωμένων (το μικρότερο τμήμα της ευθείας) και τον κόσμο των νοουμένων (το μεγαλύτερο τμήμα). Το κομμάτι που αντιστοιχεί στον κόσμο των ορωμένων χω­ρίζεται επίσης σε δύο άνισα τμήματα – στις «εικόνες» και στα «ορατά». Το κομ­μάτι που αντιστοιχεί στα νοούμενα, χωρισμένο κι αυτό σε δύο άνισα μέρη, περι­λαμβάνει τις γενικές έννοιες που δεν έχουν φθάσει ακόμη στον καθαρό λόγο, και τον καθαρό λόγο με κορυφή την ιδέα του αγαθού. Σε κάθε τμήμα αντιστοιχεί και μια βαθμίδα της γνώσης – εικασία, πίστη, διάνοια, επιστήμη. Οι δυο πρώτες βαθμίδες αποτελούν την «δόξαν» οι δυο ανώτερες την «νόησιν»:
         Η πρώτη βαθμίδα της γνώσης («εικασία») αντιστοιχεί στις «εικόνες» στις σκιές που βλέπουν οι δεσμώτες στην αλληγορία του σπηλαίου (Πολιτεία, 514 α – 517 ά). Ό,τι βλέπουν δεν είναι παρά οι σκιές των ομοιωμάτων που περνούν μπροστά από τη λάμψη μιας φωτιάς, κι αυτές τις σκιές θεωρούν σαν πραγμα­τικές υπάρξεις. Οι δεσμώτες είναι οι «όμοιοι με μας», οι γνώσεις τους βρίσκο­νται στο κατώτατο σκαλοπάτι, στηρίζονται στα απλά δεδομένα των αισθήσεων, η γνώση τους είναι στο στάδιο της δόξας, ανάμεσα στην άγνοια – μη ον και στη νόηση – ον. 
Η δεύτερη βαθμίδα («πίστις») αντιστοιχεί στη γνώση των ίδιων των αισθη­τών κι όχι της σκιάς τους, στη γνώση «των γύρω μας ζώων κι όσων παράγει η φύση και κατασκευάζει ο άνθρωπος». 
Στην τρίτη βαθμίδα («διάνοια») η γνώση περνάει στο νοητό κόσμο, αλλά δεν έχει απαλλαγεί ακόμη από τον ορατό. Σε σχέση με την τέταρτη βαθμίδα, τη νόηση, είναι, ό,τι η εικασία σε σχέση με την πίστη. Στην τρίτη βαθμίδα α­νήκουν τα μαθηματικά που τοποθετούνται από τον Πλάτωνα στη θέση του μέσου – ανάμεσα στη «δόξα» και στη«νόηση» 
Έλλη Παππά, Ο Πλάτωνας στην εποχή μας, Αθήνα (Εκδόσεις του Εικο­στού Πρώτου)21997, σσ. 213-214.  
Για τον μύθο του Ηρός

«Κατά τους χρόνους που παρεμβάλλονται ανάμεσα στον Όμηρο και τον Πλάτωνα υπήρξαν, καθώς φαίνεται, μια σειρά λογοτεχνήματα που αφηγούνταν μεταβάσεις στον Κάτω Κόσμο» ορισμένα συνδέονται με το όνομα του Ορφέα, ορισμένα άλλα με το όνομα του Πυθαγόρα. Κεντρίσματα από τέτοια έργα δέ­χθηκε ο Πλάτωνας, έπειτα ο Αριστοτέλης και άλλοι πολλοί. Γίνεται λόγος για ένα δικαστήριο των νεκρών. Οι ψυχές πηγαίνουν σε διαφορετικό τόπο διαμονής ανάλογα με την επίγεια ζωή τους. Μερικές παραμένουν μόνο για λίγο χρόνο σ’ έναν τέτοιον τόπο και μπορούν έπειτα να ενσωματωθούν ξανά, μερικές άλλες είναι τόσο καθαρές, ώστε δεν χρειάζεται να εγκαταλείψουν πια τον τόπο της μακαριότητας, ή πάλι τόσο αθεράπευτα μιαρές, ώστε δεν μπορούν να φύγουν ποτέ πια από τον τόπο του κολασμού τους. 
Από φιλοσοφική άποψη όλα αυτά είναι συγκεχυμένα. Καμιά φορά επιχειρή­θηκε να θεμελιωθούν και επιστημονικά τέτοιες εικόνες για τον Άλλον Κόσμο. Προσπαθούσαν να τον εντοπίσουν όχι πια κάτω από τη γη, όπου δεν είναι δυ­νατόν να βρίσκεται, αλλά στο εσωτερικό της, σε τεράστιες σπηλιές, ή σε νησιά πέρα στη Δύση, στο άκρο της οικουμένης. Αποκτά ιδιαίτερη σπουδαιότητα το φαινόμενο της νεκροφάνειας· γιατί κατ’ αυτό η ψυχή αφήνει το σώμα, ξαναγυ­ρίζει σ’ αυτό ύστερα από ένα χρονικό διάστημα και μπορεί ίσως τότε να αφη­γηθεί τι βίωσε στη διάρκεια της απουσίας της. Η περίπτωση του πολεμιστή από την Παμφυλία, για την οποία μιλάει ο Πλάτων στην Πολιτεία, είναι μία μόνο ανάμεσα σε μια ολόκληρη ομάδα από άτομα που ξαναγύρισαν τάχα από το Επέκεινα. Αλλά αυτά τα εν μέρει ρεαλιστικά γνωρίσματα των περιγραφών δεν αίρουν τον κατά βάση φανταστικό και ανεξέλεγκτο χαρακτήρα τους. Πα­ραμένει επίσης ασαφές πώς πρέπει να φανταστούμε την ψυχή, που εξακολου­θεί να υπάρχει κατ’ αυτό τον τρόπο. Πρέπει, φαίνεται, να είναι αθάνατη, αφού μπορεί να υφίσταται μιαν αιώνια καταδίκη ή να έχει μερτικό σε μιαν αιώνια χαρά. Πρέπει ακόμη να είναι δεκτική στον πόνο και στη χαρά. Αν όμως δεν είναι δυνατό να αισθάνονται οι θεοί οργή, μίσος, αγάπη ή συμπόνια, διότι έτσι θα διακυβευόταν κατανάγκη η αθανασία τους, το αυτό πρέπει να ισχύει και για την ανθρώπινη ψυχή. Η αθανασία και η ικανότητα να πάσχεις είναι δυο ιδιότητες, οι οποίες (τουλάχιστον όπως τίθενται τα πράγματα στην κλασική ελ­ληνική φιλοσοφία) αποκλείουν εντελώς η μια την άλλη. Έτσι όλα αυτά παρα­μένουν συγκεχυμένα, και δεν μας ξαφνιάζει το ότι κατά τους ελληνιστικούς χρόνους οι φανταστικές παραστάσεις του Πλάτωνα και των οπαδών του για τον Άλλον Κόσμο και την κρίση των νεκρών ψυχών αντιμετωπίζονταν άλλοτε με συγκρατημένη και άλλοτε με λιγότερο συγκρατημένη ειρωνεία.» 
Όλοφ ΖίγκονΒασικά προβλήματα της αρχαίας φιλοσοφίας, μτφρ. Ν. Μ. Σκουτερόπουλος, Αθήνα (Γνώση) 1991, σσ. 250-1. 

Η εσχατολογία του Πλάτωνα

 «Σχεδόν ομοία είναι και η εσχατολογία της Πολιτείας με μίαν μόνον διαφο-ράν. Εκ των τριών τάξεων των ψυχών που διακρίνονται εδώ, δηλαδή των α­νιάτων, των ιάσιμων και των δικαίων μόνον οι ιασίμως αμαρτόντες και οι δί­καιοι ημπορούν να εκλέξουν νέαν ζωήν και να μεταβάλουν την μοίραν οι ανία­τοι τιμωρούνται αιωνίως, ενώ εις τον Φαίδρον δεν γίνεται αυτή η διάκρισις· δί­καιοι και άδικοι ημπορούν να αλλάξουν την τύχη των δια μιας νέας εκλογής. Κατά τον εσχατολογικόν μύθον λοιπόν της Πολιτείας τίθενται ενώπιον των ψυχών δείγματα ζωής πολύ περισσότερα από τον αριθμόν των ψυχών τα δείγ­ματα αυτά περιλαμβάνουν τρόπους διαβιώσεως και των ανθρώπων και των ζώων. Κάθε δείγμα περιέχει καλά και κακά στοιχεία∙ πρέπει δια τούτο αι ψυχαί να σταθμίσουν τα υπέρ και τα κατά και να ακολουθήσουν την μεσότητα. Προ της εκλογής κάποιος προφήτης διακηρύσσει ότι η εκλογή είναι απολύτως ελευθέρα, ώστε να μη αιτιάται κανείς μετέπειτα τον θεόν· «Οὐχί ὑμᾶς δαίμων λήξεται, ἀλλ’ ὑμεῖς δαίμονα αἱρήσεσθε… ἀρετὴ δ’ ἀδέσποτον, ἥν τιμῶν καὶ ἀτιμαζων πλέον καὶ ἔλαττον αὐτῆς ἕκαστος ἕξει. Αἰτία ἑλομένου· θεὸς ἀναί­τιος». 
 Εδώ ακριβώς έγκειται η σπουδαιότης της παιδείας. Πρέπει να εγκατά­λειψει κανείς όλα τα άλλα και να επιδιώξει να αποκτήσει δια της μαθήσεως την ικανότητα να διακρίνει και να προτιμά τον κατά το δυνατόν καλύτερον τρόπον ζωής. Την γηίνην του ανθρώπου ύπαρξιν καταξιώνει όχι μόνον η μάθησις δια της παιδείας του καλού και του κακού, αλλά και η αποκτώμενη εκ της εν τω κακώ διαβιώσεως πείρα. Ο αφηγηθείς όσα εν τω Άδη είδε Ηρ, υιός του Αρμε­νίου από το γένος των Παμφύλων, παρετήρησεν ότι εις την εκλογήν απετύγχανον αρκετοί εκ των εκ του ουρανού ερχομένων, διότι δεν είχον γυμνασθή δια των πόνων της γήινης ζωής, ενώ όσοι ήρχοντο από την γην λόγω του ότι και οι ίδιοι είχον πονέσει και άλλους είδον να υποφέρουν προέβαινον εις την εκλογήν με μεγαλυτέραν περίσκεψιν. 
Βάσει του Φαίδρου λοιπόν και της Πολιτείας δυνάμεθα να συνοψίσωμεν ως εξής τα στοιχεία της πλατωνικής εσχατολογίας: 
1. Η επίγειος ύπαρξις είναι αποτέλεσμα μεταφυσικής εκλογής, η οποία ε­παναλαμβάνεται περιοδικώς. 
2.  Υπάρχει και μετά θάνατον χώρος εκδηλώσεως της ελευθερίας της βου­λήσεως και μεταβολής της πνευματικής καταστάσεως. 
3.  Δεν υπάρχει αναγκαστική εξάρτησις μεταξύ ατομικής και γενικής κρί­σεως· το αποτέλεσμα δηλαδή της ατομικής κρίσεως δεν παγιούται αιωνίως δια της γενικής, αλλ’ είναι δυνατόν να ανατραπή, εάν μέχρι της ώρας εκείνης έχει παιδευθή επαρκώς η ψυχή. Εις την Πολιτείαν εξαιρούνται της δυνατότητας ε­κλογής μόνον οι ανιάτως αμαρτήσαντες.
Η εσχατολογία δύο άλλων διαλόγων δεν συμφωνεί προς τα ἐν τῷ Φαίδρῳ καί τῇ Πολιτείᾳ ἐν μέρει λεγόμεναΟι διάλογοι αυτοί είναι ο Γοργίας και ο Φαίδων, οι οποίοι εκθέτουν την σχετικήν διδασκαλίαν δι’ εσχατολογικών μύθων.» 
Θ. Ν. Ζήσης, Εισαγωγή στον Πλάτωνα, Θεσσαλονίκη (Εκδ. Αφοι Κυριακίδη) 1989, σσ. 73-74.

Για τον λόγο της Λάχεσης

«Την απάντηση του στο ζήτημα: «προορισμός ή ελευθερία της βούλησης;» ο Πλάτων την έδωκε με τη μορφή ενός μύθου στο Χ βιβλίο της Πολιτείας. Κάθε ψυχή, πριν μπει στη γήινη ύπαρξη, διαλέγει με κλήρο τον επί γης βίο της. Αυτά εδώ τα λέγει η Λάχεση, η παρθένος, της Ανάγκης η θυγατέρα. Ψυχές εφήμερες, τώρα αρχίζει άλλη περίοδος ζωής για το θνητό γένος με απόληξη πάλι το θάνατο. Δεν θα σας διαλέξει ο δαίμονας, αλλά σεις θα διαλέξετε το δαίμονα σας. Ο πρώτος που θα τον υποδείξει ο κλήρος, θα εκλέξει πρώτος το βίο του που θα ζήσει κατ’ α­νάγκη. Η αρετή είναι κτήμα αδέσποτο, και καθένας θα πάρει απ’ αυτήν το μερδι­κό του ανάλογα με την τιμή ή την περιφρόνηση που θα της έχει. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για την εκλογή του· ο θεός ανεύθυνος’ (617 ά ε). Με αυτή τη λύση ο Πλάτων αρνιέται αποφασιστικά ότι κάποιο «θεϊκό κεντρί» (κέντρον ΘείονΣοφοκλής, Φιλοκτ. 1039) κεντάει την ανθρώπινη βούληση και τη σπρώχνει προς την κακή πράξη. «Αρετή άδέσποτον’ (βλ. επίσης Πολιτ. Χ 618 Ι)) και κάθε άνθρω­πος μπορεί να την πάρει στην κατοχή του εάν έχει δυνατή θέληση και φρόνηση. Δεν καθορίζονται από την παρέμβαση του θεού, αλλά ελεύθεροι και αυτοτελείς εί­ναι οι άνθρωποι στις αποφάσεις τους (‘άφήκε τοις βουλήσεσιν ημών τάς αιτίας’ Νομ. Χ 904 ο)· για τούτο η ευθύνη για το ηθικό τους φρόνημα βρίσκεται καθολοκληρίαν απάνω στους δικούς των ώμους.» 
Ε. Π. ΠαπανούτσοςΤο Θρησκευτικό βίωμα στον Πλάτωνα, Αθήνα (Δω­δώνη) 21992, σσ. 141-2.

Κριτική στον Πλάτωνα

 «Το 1937, ο Richard Crossman, που επρόκειτο να γίνει αργότερα υπουργός στην κυβέρνηση των Εργατικών και στην συνέχεια υφηγητής στην Οξφόρδη, δημοσίευσε μία σειρά από ομιλίες του στο ραδιόφωνο του BBC με τον τίτλο Plato Today (Ο Πλάτων σήμερα). Ο Crossman επιτίθεται στον Πλάτωνα, τον οποίο θεωρεί ως τον μεγαλύτερο εχθρό των φιλελεύθερων ιδεών και εμπνευστή του φα­σισμού. Ο Arnold Toynbee εξέφρασε παρόμοια αισθήματα και το ίδιο ισχύει και για τον Μπέρτραντ Ράσσελ, ο οποίος περιέγραψε τον Λένιν και τον Χίτλερ ως τους σπουδαιότερους μαθητές του Πλάτωνος. 
Η σκληρότερη επίθεση κατά του Πλάτωνος ήρθε αργότερα, το 1945, από τον Καρλ Πόππερ, που εγκατέλειψε την πατρίδα του, την Αυστρία, όταν ήταν περίπου τριάντα χρονών, και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου δίδαξε στην London School Economics. Ο πρώτος τόμος του έργου του Η Ανοιχτή Κοι­νωνία και οι Εχθροί της (The Open Society and its Enemies) επιτίθεται κατά του Πλάτωνος, ενώ ο δεύτερος έχει στόχο τον Έγελο και τον Μαρξ. Το κεντρι­κό επιχείρημα του Πόππερ είναι πως στην πολιτική -όπως και στην επιστήμη-η ερώτηση ‘πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι;5 και ‘πώς μπορούμε να εξασφα­λίσουμε τους τέλειους ηγέτες;’ αποτελεί θεμελιώδες λάθος. Η ερώτηση που πρέπει να θέτουμε είναι: ‘πώς μπορούμε να διακρίνουμε και να θεραπεύσουμε τα λάθη μας όσο πιο γρήγορα γίνεται;5 και ‘πώς μπορούμε να μειώσουμε στο ελά­χιστο την ζημιά που κάνουν οι ηγέτες μας;’. Είναι πράγματι περίεργο που δεν βρίσκουμε την παραμικρή μνεία στον Ποππερ στο βιβλίο ΤΗβ €1ο$ΐη§ ο/ ΐΗβ Ατηβήοαη Μίηά, ούτε κανενός είδους άμυνα απέναντι στην κάθε άλλο παρά ελα­φριά επίθεση του. Στην πραγματικότητα, ο Βίοοιη δεν θίγει καθόλου το θέμα της Σπάρτης ή του θαυμασμού που έτρεφε ο Πλάτων γι’ αυτό το απρόσωπα πατριωτικό καθεστώς. Το γεγονός ότι ο Πλάτων μπορεί, εν έτει 1987, να προ­τείνεται ως υπέρμαχος της αμερικανικής δημοκρατίας αποτελεί πάντως μία προβληματική και τρομακτική ίσως παραποίηση του Ελληνικού Πυρός. Πότε μία δημοκρατία μετατρέπεται σε αιρετή δικτατορία;" 
Όλιβερ Τάπλιν, Ελλψικόν πυρ, μτφρ. Ε. Πατρικίου, Αθήνα (εκδ. Καστα­νιώτη) 1992, σ. 229.
Αντίκρουση των αντιπλατωνιστών της εποχής μας

«Οφείλουμε να αναφέρουμε εδώ και την άδικη βιασύνη με την οποία τον τε­λευταίο καιρό παραλλήλισαν τα πολιτειακά σχέδια του Πλάτωνα ούτε λίγο ούτε πολύ με την ανάπτυξη αυταρχικών συστημάτων και τα καταδίκασαν στο όνομα μιας αδικαιολόγητης διάθεσης για επικαιρότητα. Το να ισχυρισθούμε μαζί με τον W. Fire ότι τα σχέδια του Πλάτωνα ξεφύτρωσαν από την ιδεολογία μιας «αργό­σχολης τάξης» (leisure class), που μισούσε τον λαό, αποτελεί ανεύθυνην αδικία. Δεν υπάρχει ούτε μια γραμμή σε ολόκληρον τον Πλάτωνα, που να λέει ότι αξίζει τον κόπο να κυνηγά κανείς τη δύναμη για το ατομικό ή το ταξικό συμφέρον, αλλ’ απεναντίας μια τέτοια προσπάθεια για δύναμη αποδοκιμάζεται ριζικά στην εικόνα του τυράννου. 
Ο Πλάτωνας μάλιστα φρόντισε με το παραπάνω, ώστε να μη μείνει καμιά αμφιβολία για τον σκοπό του ιδανικού του κράτους, την καθοδή­γηση δηλαδή των ανθρώπων στην ζωή που τους ταιριάζει και μαζί στην ευτυχία, χάρη στην ένταξη τους σ’ έναν κόσμο που στηρίζεται στην ηθική και στην λογι­κή. Άλλο τόσο φανερό είναι ότι οι τρεις τάξεις δεν αποτελούν κάστες με αυστηρά σύνορα, αλλά δηλώνουν την θέση στην οποία τοποθετείται ο καθένας χάρη στις ικανότητες του.Ο F. Μ. Cornford παρατήρησε σωστά ότι ο Σωκράτης άρχισε με την ηθική αναμόρφωση του ατόμου, κι επομένως μπορούμε να φαντασθούμε σαν τον τελικόν σκοπό: μια κοινωνία από τέτοιου είδους μεταμορφωμένους ανθρώ­πους.Ο Πλάτωνας αντίθετα παίρνει σαν δεδομένο τις ατομικές ικανότητες και τις χρησιμοποιεί με τον καλύτερο τρόπο, εντάσσοντας τες σε ένα μόνιμο σύστη­μα. Ένα πράγμα ασφαλώς είναι σωστό, μπορούμε όμως μόνο να το υποδηλώ­σουμε εδώ: το ιδανικό κράτος του Πλάτωνα, που το διαπερνά ως τα ακρότατα σημεία η ιδέα του αγαθού και που υπάρχει για χάρη της αληθινής ευτυχίας των πολιτών και ζητά τις πιο βαριές θυσίες από τους άρχοντες για το καλό των άλ­λων, είναι σχεδιασμένο για την ανάπτυξη ανθρώπινων αξιών στο καθένα από τα μέλη του· μολαταύτα αυτό το ίδιο δεν μπορεί στην θεωρία να πετύχει τον υψηλό του σκοπό, χωρίς να ξεπεράσει σε διάφορες θέσεις εκείνα τα σύνορα, που χωρί­ζουν το υγιεινό φάρμακο από τον στραγγαλιστικό καταναγκασμό. Εδώ η ιδιοτυ­πία του κράτους εμφανίζεται σαν ένα φρικτό κομμάτι πραγματικότητας της ζω­ής, κι ο Πλάτωνας το έχει νιώσει καλά, όταν επιμένει να τονίζει ξανά και ξανά την παιδεία και την πειθώ, για ν’ αποφύγει τον αλύγιστο καταναγκασμό. 
Μαζί μ’ αυτά που είπαμε, συνάπτεται μια άλλη δυσκολία, που το ιδανικό πολίτευμα του Πλάτωνα τόσο λίγο μπορεί να την ξεφύγει, όσο και οποιοδήποτε άλλο. Αυτό που χτίζεται εδώ πρόκειται να είναι κάτι οριστικό, που θα επιμένει να είναι ανάλλαχτο. Ένα τέτοιο όμως δεν μπορεί προκαταβολικά να διαρκέσει μπροστά στον δυναμισμό της ακατάπαυτης ροής της ζωής και πρέπει ήδη εξαιτίας του αιτή­ματος του για διάρκεια, να μένη ουτοπικό. Απέναντι όμως σε όλες τις επικρίσεις αυτού του είδους το συμπέρασμα του €οτηΐοτά, στο ερμηνευτικό έργο του, δια­τηρεί το κύρος του: η ανάλυση του Πλάτωνα απόδειξε μια για πάντα ότι μια πο­λιτική που έχει στόχον την αύξηση και την επέκταση της δύναμης, είναι ασυμβίβαστη μ’ εκείνην που αποβλέπει σε υψηλούς σκοπούς. Ίσως η φράση που τόσο πολύ υποστηρίχθηκε, ότι η πολιτική δεν μπορεί ποτέ να είναι παστρικη δουλειά, είναι αληθινά πιο άσχετη προς την πραγματικότητα, από όλα όσα έγραψε ο Πλάτωνας στην Πολιτεία. Φυσικά, άλλο πρόβλημα είναι το τι θεωρεί κανείς πραγματικό.» 
A. Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Γ. Τσοπανάκης, Θεσσαλονίκη 1964, σσ. 733-5.

Αντίκρουση των επιχειρημάτων του Κ. Popper που κατηγορεί τον Πλάτωνα ως κήρυκα του ολοκληρωτισμού

«Ο καταλογισμός ολοκληρωτισμού στην «ορθή πολιτεία» (ιδέ κατ’ εξοχήν Popper,  The open society and its enemies, I, 1945, σ. 72 κ. επ.) εξηγείται ί­σως από την απατηλή εντύπωση, που εύκολα προκαλούν κάποιες διατυπώσεις του κειμένου της Πολιτείας σε αναγνώστες όχι εξοικειωμένους με τη γλώσσα, το ύφος και την πρόθεση του βιβλίου. Ιδιαίτερα παραπλανητική είναι η αγνόη­ση, ότι θέμα κύριο του βιβλίου είναι η ανάπτυξη του τρόπου σχηματισμού του οργάνου της πολιτικής εξουσίας, και όχι τυχόν η ανάπτυξη του τρόπου ζωής γενικά των ανθρώπων, δηλαδή και της ιδιωτικής ζωής, στην «ορθή πολιτεία» (κάτι, που σχολιάζεται με διάθεση επικριτική από τον Αριστοτέλη, Πολιτικά 1264 α), κάτι εξ άλλου, που εξηγείται όχι μόνο από την απόδοση μοναδικής σπουδαιότητας και εμπιστοσύνης στη διάπλαση και στη δράση του οργάνου της πολιτικής εξουσίας, αλλά και στην άκρα δυσπιστία και αντιπάθεια προς την πολυνομία, και μάλιστα προς τον λεπτομερειακό με τους νόμους προκαθο­ρισμό του τρόπου ζωής των πολιτών. […] Η ανάπτυξη λοιπόν αυτή, που κά­ποτε δημιουργεί την απατηλή εντύπωση ολοκληρωτισμού, αφορά στη διάπλα­ση και την εξασφάλιση του πολιτειακού οργανισμού, άρα εύλογα έχει την πρα­κτική οπτική όχι του ατόμου όπως άλλωστε και στο πιο φιλελεύθερο κράτος του δέκατου ένατου αιώνα η οργάνωση π.χ. του στρατού έχει την πρακτική ο­πτική όχι του ατόμου, αλλά του υπερατομικού οργανισμού, του στρατού, και έτσι αναγκαία είναι ολοκληρωτική, χωρίς όμως από το λόγο αυτό να είναι ολο­κληρωτικό το φιλελεύθερο κράτος.» 
Κ. Ι. Δεσποτόπουλος, Πολιτική Φιλοσοφία του Πλάτωνος, Αθήνα (εκδ. Παπαζήση)1980, σ. 55.
πηγή: Εκηβόλος

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟ MYSTERY- ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΘΕΟΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ

$
0
0



Συνέντευξη του Εμπεδότιμου στο περιοδικό Mystery, τεύχος Μαΐου 2010


-Τι πιστεύετε πως ήταν οι Θεοί για τους Αρχαίους Έλληνες; Δυνάμεις της Φύσης; Διδακτικές Αλληγορίες; Πραγματικά όντα από κάποιο άλλο κόσμο;

-Οι Ελληνες Θεοί είναι συμπαντικές δυνάμεις, η δε οποιαδήποτε ανθρωπομορφική τους παρουσίαση που βλέπουμε στους Ελληνικούς Μύθους ήταν μέσο καταγραφής και αποτύπωσης ύψιστων κοσμολογικών και θεολογικών εννοιών.

-Αν οι Θεοί είναι οντολογικές υπάρξεις, τότε ποια είναι η φύση τους; Αναπνέουν, σκέφτονται και ζούνε όπως περίπου και οι άνθρωποι; Ή πρόκειται για όντα που η «βιολογία» τους δεν θα μας γίνει ποτέ γνωστή;

-Από την στιγμή που είναι συμπαντικές δυνάμεις δεν έχουν οποιαδήποτε βιολογική υπόσταση.

-Οι Θεοί των αρχαίων αντικαταστάθηκαν από καινούργιες μορφές λατρείας. Τι απέγιναν όμως οι Θεοί των παλιών; Αφομοιώθηκαν, έσβησαν από την μνήμη μας ή εγκατέλειψαν την ανθρωπότητα;

-Σαν συμπαντικές δυνάμεις προφανώς και δεν έπαψαν ούτε βέβαια κάποια στιγμή θα πάψουν να υπάρχουν. Απλώς, για ευνόητους λόγους υπήρξε μια συστηματική συκοφάντηση και διαστρέβλωση της πραγματικής φύσης των Ελλήνων Θεών με συνέπεια ο σημερινός Έλληνας να μην μπορεί να τους προσεγγίσει εύκολα και σωστά.

-Σήμερα πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν πως βλέπουν στα όνειρα τους ή σε οράματα, ξανά τους αρχαίους Θεούς. Πιστεύετε πως αυτό μαρτυράει μια υπαρξιακή κρίση στην κοινωνία μας ή οι Θεοί επιστρέφουν και προσπαθούν να επικοινωνήσουν ξανά μαζί μας;

-Οι Θεοί δεν χρειάζονται να επικοινωνήσουν μαζί μας, είναι δική μας ανάγκη να το κάνουμε για να μπορέσουμε να συνδεθούμε με αυτούς και να αντλήσουμε από την δύναμη τους.
Λόγω της ανάγκης των ανθρώπων για επικοινωνία με αυτούς, πολλές φορές φαντάζονται ότι βλέπουν οράματα ή όνειρα ότι επικοινωνούν με τους θεούς.
Όπως όμως μας λέει η Διοτίμα στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, η επαφή με τους θεούς δεν είναι δυνατή παρά μόνον μέσω των δαιμόνων.
Άλλωστε για να επικοινωνήσουμε με τους υψηλότερους δαίμονες και συνεπώς να προσεγγίσουμε όσο το δυνατόν καλύτερα τον θείο κόσμο, πρέπει να ανεβούμε εμείς πνευματικά. Αυτό σημαίνει επίπονη μελέτη και βιωματική αλλά σωστή προσέγγιση της πατρώας παράδοσης.

-Αν οι Θεοί υπάρχουν, τότε με ποιο τρόπο μπορεί να επικοινωνήσει κάποιος μαζί τους;

-Με επίπονη μελέτη των Φιλοσοφικών κειμένων και στέρεα γνώση της πραγματικής φύσης των θεών. Όπως μας λέει ο Πρόκλος, αν δεν γνωρίσουμε την πραγματική τους φύση δεν μπορούμε να τους προσεγγίσουμε.

-Αν για να γίνει αυτό θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί κάποιου είδους τελετή, τι το ιδιαίτερο μπορεί να έχει αυτό το τυπικό ώστε να μας φέρνει σε επαφή μαζί τους;

-Το τυπικό δεν παίζει τόσο ρόλο όσο η ψυχική κατάσταση των συμμετεχόντων. Πρέπει να υπάρχει ηθική κάθαρση, ηρεμία και νοητική κατάσταση ικανή ώστε να είναι αντιληπτή η πραγματική φύση των θεών, γιατί προσεγγίζουμε πάντα αυτό που γνωρίζουμε.

-Αν οι Θεοί υπάρχουν, γιατί εμφανίζονται μονάχα σε λίγους; Γιατί το κάνουν μέσα από όνειρα και αμφίβολες οπτασίες και όχι φανερά και μαζικά;

-Όπως ήδη ελέχθη, η προσέγγιση με το θείο επιτυγχάνεται μέσω των δαιμόνων. Όσο πιο εξελιγμένοι είμαστε, με τόσο υψηλότερους δαίμονες επικοινωνούμε και όσο υψηλότεροι είναι οι δαίμονες τόσο πιο κοντά στον θείο κόσμο είναι.
Συνεπώς η επικοινωνία με τον θείο κόσμο γίνεται από λίγους μιας και λίγοι είναι αυτοί που έχουν πετύχει τέτοια ψυχική εξέλιξη η οποία να τους καθιστά κατάλληλους να επιτύχουν αυτή την επικοινωνία.
Και αυτοί όμως που το επιτυγχάνουν δεν το διαλαλούν, ούτε τους μαθαίνουμε ποτέ.

-Πιστεύετε πως οι αρχαίοι Θεοί έχουν την θέληση να επικοινωνήσουν ξανά μαζί μας;

-Οι Θεοί δεν χρειάζονται να επικοινωνούν μαζί μας, μιας και σαν θεοί δεν έχουν έλλειψη από τίποτα.

-Πιστεύετε πως γνωρίζουν και νοιάζονται για την κατάσταση της σύγχρονης Ελλάδας;

-Οι Θεοί γνωρίζουν τα πάντα, αλλά «αιτίας ελομένου θεός αναίτιος» άρα η οποιαδήποτε κατάσταση της σύγχρονης Ελλάδας είναι καθαρά αποτέλεσμα επιλογών των Ελλήνων και είναι θέμα μόνον αυτών να την αντιμετωπίσουν.

-Αρκετοί λένε πως οι αρχαίοι Θεοί μπορούν να μας βοηθήσουν όχι μόνο στην καθημερινή μας ζωή, αλλά και να ενισχύσουν την χώρα μας. Συμφωνείτε; Και αν ναι, με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να το κάνουν αυτό;

-Οι Θεοί δεν επεμβαίνουν στις πράξεις των θνητών. Οι θνητοί με τις πράξεις τους καθορίζουν την μοίρα τους.

-Εμείς πως μπορούμε να βοηθήσουμε το έργο τους;

-Εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να βοηθήσουμε τον εαυτό μας.
Το έργο των θεών είναι συμπαντικό και δεν είναι επιλεκτικό.
Η πρόνοια των θεών έχει παράσχει στο Σύμπαν ό,τι θα χρειαστεί ο άνθρωπος για να εξελιχθεί.
Ακολουθώντας λοιπόν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω και επιτυγχάνοντας έτσι επαφή με τον θείο κόσμο, μόνο τότε θα μπορούσαμε να πούμε ότι ουσιαστικά βοηθάμε το έργο των θεών.

Εμπεδότιμος

πηγή: empedotimos.blogspot

ΙΟΥΛΙΑΝΟΣ - ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΞΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ KAI ΤΗΣ ΚΡΥΜΜΕΝΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΤΟΥΣ

$
0
0


Αρχαίο κείμενο:

"τὸ γὰρ ἐν τοῖς μύθοις ἀπεμφαῖνον αὐτῷ τούτῳ προοδοποιεῖ πρὸς τὴν ἀλήθειαν·
ὅσῳ γὰρ μᾶλλον παράδοξόν ἐστι καὶ τερατῶδες τὸ αἴνιγμα, τοσούτῳ μᾶλλον ἔοικε διαμαρτύρεσθαι μὴ τοῖς αὐτόθεν λεγομένοις πιστεύειν, ἀλλὰ τὰ λεληθότα περιεργάζεσθαι καὶ μὴ πρότερον ἀφίστασθαι, πρὶν ἂν ὑπὸ θεοῖς ἡγεμόσιν ἐκφανῆ γενόμενα τὸν ἐν ἡμῖν τελέσῃ. μᾶλλον δὲ τελειώσῃ, νοῦν καὶ εἰ δή τι κρεῖττον ἡμῖν ὑπάρχει τοῦ νοῦ αὐτοῦ, τοῦ ἑνὸς καὶ τἀγαθοῦ μοῖρά τις ὀλίγη τὸ πᾶν ἀμερίστως ἔχουσα, τῆς ψυχῆς πλήρωμα, καὶ ἐν τῷ ἑνὶ καὶ ἀγαθῷ συνέχουσα πᾶσαν αὐτὴν διὰ τῆς ὑπερεχούσης καὶ χωριστῆς αὐτοῦ καὶ ἐξῃρημένης παρουσίας.
Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀμφὶ τὸν μέγαν Διόνυσον οὐκ οἶδ’ ὅπως ἐπῆλθέ μοι βακχεύοντι μανῆναι,
«τὸν βοῦν δὲ ἐπιτίθημι τῇ γλώττῃ»·
περὶ τῶν ἀρρήτων γὰρ οὐδὲν χρὴ λέγειν. Ἀλλά μοι θεοὶ μὲν ἐκείνων καὶ ὑμῶν δὲ τοῖς πολλοῖς, ὅσοι τέως ἐστὲ τούτων ἀμύητοι, τὴν ὄνησιν δοῖεν"

Απόδοση στην νεοελληνική: 

"Διότι εκείνο που μας ανοίγει το δρόμο προς την αλήθεια είναι ακριβώς το απίθανο στοιχείο που υπάρχει στους μύθους.
Όσο δηλαδή πιο παράδοξος κι απίστευτος είναι ο μύθος, τόσο περισσότερο δεν θέλουμε να πιστέψουμε ό,τι λέει, αλλά να ερευνήσουμε όσα υπονοεί, και δεν σταματάμε μέχρις ότου, με την καθοδήγηση των θεών φωτιστούμε ή μάλλον τελειοποιήσουμε τον νου μας, χωρίς να ξεχνάμε πως υπάρχει μέσα μας κάτι ανώτερο από τον νου, ένα μικρό κομμάτι δηλαδή από το Ένα και το Αγαθό, που κατέχει αδιαίρετα το Παν, το πλήρωμα, θα λέγαμε της ψυχής, μέσα στο οποίο η αφηρημένη παρουσία του Ενός και του Αγαθού περικλείει ολόκληρη την ψυχή.
Αλλά δεν ξέρω τι μου ήρθε και παρασύρθηκα σε τέτοιες Διονυσιακές εξάρσεις, "και θα σφραγίσω το στόμα μου"επειδή δεν πρέπει να λέμε τίποτα για τα άρρητα.
Για τα οποία όμως εύχομαι οι θεοί να μου δώσουν το προνόμιο, όπως και στους περισσότερους από εσάς που είστε ακόμα αμύητοι".

Ιουλιανός - Προς Ηράκλειον κυνικόν 12.9

πηγή: empedotimos.blogspot
Viewing all 939 articles
Browse latest View live