Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΗ ΥΛΗ - ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΗΤΑΝ ΙΔΕΟΛΑΤΡΕΣ

$
0
0



Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, στο «Μετά τα Φυσικά, 1049a.26, 1029a.20, 1036a.23», η αρχική κοσμική ύλη είναι αγέννητος, άφθαρτος, αόριστος, άγνωστος καθ’ αυτήν, νεκρά, άμορφος και έξωθεν κινούμενη. Τα τέσσερα αρχικά κοσμικά στοιχεία των φιλοσόφων της κοσμολογικής περιόδου, και δη του Εμπεδοκλέους, είναι οι εκδηλώσεις της αρχικής κοσμικής ουσίας.

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, στο «Φυσικά, 192a.16, 192b.18», «Μετά τα Φυσικά, 1072b.3», η σκόπιμος κίνηση προκαλεί μορφοπλασματική ενέργεια, δια της οποίας η κοσμική ύλη μεταβαίνει εκ της δυνατότητας «δυνάμει» εις την πραγματικότητα «ενέργεια», δια της οποίας λαμβάνουν υπόσταση τα πράγματα δια της επί της ύλης κυριαρχίας του Είδους (Ιδέα), όπερ αποτελεί την έννοια, την ουσία, τον τελικό σκοπό και την δύναμη, ήτις πραγματοποιεί τον σκοπό αυτόν.
Στην Γη κυριαρχεί δύναμη δημιουργός των τελικών μορφών της ύλης, η Εντελέχεια (βλ. Αριστοτέλης «Μετά τα Φυσικά, 1092a.3, 1050a.22»), η οποία εξωτερικώς εκδηλώνεται κατά την σχέση των συστατικών στοιχείων προς άλληλα και εσωτερικώς ως ψυχή των έμβιων όντων. Θρεπτική εις τα φυτά, αισθητική και κινητική στα ζώα και νοητική στον άνθρωπο, στον οποίο αθάνατος και θείος είναι ο ποιητικός νους, όστις προέρχεται, ως θείον δώρο, έξωθεν (θύραθεν) και είναι αληθώς θείος: είναι το καθαρό Λογικό, ο Νους. Ο θείος ούτος ξένος παρέχεται αφ’ εαυτού στον άνθρωπο, κατά την διάρκεια της ζωής και όταν το σώμα διαλύεται μετά την κυρίως ειπείν ζωή επιστρέφει προς τον καθολικό Νου, όστις είναι ο θεός και εν τω οποίο απορροφάται, κατά τον Αριστοτέλη στο «Περί ψυχής, 430a.17», «Περί γενέσεως και φθοράς, 736b.27»!
Εν τη λειτουργία του σύμπαντος σκοπός της κοσμικής ύλης είναι το Είδος και του σώματος η ψυχή, ήτις είναι εντελέχεια η πρώτη σώματος φυσικού δυνάμει ζωή έχοντος.
Ο Κόσμος είναι ενιαίο και καλώς διατεταγμένο σύνολο και μεταβαίνει ολονένα σε ανώτερα στάδια εξέλιξης. Η προϊούσα αυτή εξέλιξη αποτελεί τον σκοπό της φύσεως, στον οποίο υπηρετούν όλοι οι επιμέρους σκοποί, διότι έκαστον ον δεν είναι μόνον σκοπός εαυτού, αλλά και μέσο προς πραγματοποίηση ανώτερων σκοπών, επί των οποίων πάλι στηρίζονται άλλοι έτι υψηλότεροι, ούτως ώστε πάντες συνεργάζονται προς πραγματοποίηση του ενός μεγάλου σκοπού, όστις είναι ο Κόσμος ως όλον. Έτσι ολόκληρο το σύμπαν αποτελεί ιεραρχία σκοπών, εν τη οποία τόσο και επί μέρους όσον και το όλον τελεί εις διαρκεί εξέλιξη προς αεί ανώτερους σκοπούς.
Αλλά ποιος είναι ο ύψιστος και έσχατος σκοπός, προς τον οποίον κατατείνει ο Κόσμος; Τούτο μανθάνουμε, λέγει ο Αριστοτέλης, εάν εξετάσουμε την σχέση Είδους και Ύλης κατά τα διάφορα στάδια της προς ανώτερους σκοπούς εξελίξεως.
Η ύλη υποχωρεί ολονένα περισσότερο όσο ανώτεροι είναι οι εκάστοτε πραγματοποιούμενες μορφές!
Συμβαίνει ό,τι και περί το έργο του καλλιτέχνη. Η ύλη από την οποία πλάθει τον ανδριάντα ή το άγαλμα, υποχωρεί αναλόγως προς το βαθμό της εμφανίσεως της μορφής/είδους/ιδέας, έως ότου δεν βλέπουμε πλέον εν τω μάρμαρο την ύλη, αλλά το καθαρό Είδος/Ιδέα/Μορφή!
Όπερ και σημαίνει ότι οι Έλληνες δεν ήταν ειδωλολάτρες αλλά ΙΔΕΟΛΑΤΡΕΣ.
πηγή: eleysis69

ΕΡΙΧ ΦΡΟΜ - Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

$
0
0



ΕΙΝΑΙ Η ΑΓΑΠΗ ΤΕΧΝΗ; Αν είναι, χρειάζεται γνώση και προσπάθεια. Ή μήπως η αγάπη είναι ένα ευχάριστο συναίσθημα που κατά σύμπτωση το γνωρίζει κανείς, το «συναντά» αν είναι τυχερός;
ΑΥΤΗ Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ -ΟΤΙ ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΟ από το ν’ αγαπάς- εξακολουθεί να είναι η πιο διαδεδομένη, παρά την αφθονία των αποδείξεων για το αντίθετο. Σχεδόν καμία προσπάθεια, κανένα έργο δεν αρχίζει με τόσο μεγάλες ελπίδες και προσδοκίες όπως αρχίζει η αγάπη, κι ωστόσο τίποτε δεν αποτυχαίνει τόσο συχνά όσο αυτή. Αν αυτό συνέβαινε με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, οι άνθρωποι θα ήταν περισσότερο πρόθυμοι να εξετάσουν τους λόγους της αποτυχίας αυτής και να μάθουν πώς θα μπορούσαν να ενεργήσουν καλύτερα. Ή θα εγκατέλειπαν τη δραστηριότητα αυτή.

ΚΑΙ ΑΦΟΥ, ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, αυτό είναι αδύνατο, μόνο ένας δρόμος υπάρχει για το ξεπέρασμα της αποτυχίας: να εξετάσουμε τους λόγους της αποτυχίας αυτής και να προχωρήσουμε στην έρευνα της έννοιας της αγάπης.
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ότι η αγάπη είναι μια τέχνη, ακριβώς όπως μια τέχνη είναι και η ίδια η ζωή. Αν θέλουμε να μάθουμε πώς ν’ αγαπάμε, πρέπει να προχωρήσουμε με τον ίδιο τρόπο που προχωρούμε όταν θέλουμε να μάθουμε μια οποιαδήποτε άλλη τέχνη, π.χ. μουσική, ζωγραφική, ξυλουργική ή την επιστήμη της ιατρικής και της μηχανικής.
Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΜΑΘΗΣΗΣ ΜΙΑΣ ΤΕΧΝΗΣ μπορεί να διαιρεθεί σε δύο μέρη: Το πρώτο είναι η εκμάθηση της θεωρίας και το δεύτερο η εκμάθηση της πρακτικής. Αν θέλω να μάθω την επιστήμη της ιατρικής, πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να μάθω τα βασικά στοιχεία για το ανθρώπινο σώμα και για τις διάφορες αρρώστιες. Αλλά κι όταν αποκτήσω όλη αυτή τη γνώση, πάλι δεν θα είμαι ικανός στην τέχνη της ιατρικής. Μόνο έπειτα από μακριά πρακτική εξάσκηση θα είμαι κύριος της τέχνης, μόνο όταν η θεωρητική γνώση και η πείρα της πρακτικής θα έχουν συγχωνευτεί σ’ ένα πράγμα -στη διαίσθησή μου, που αποτελεί την ουσία της κατοχής μιας τέχνης.
ΑΛΛΑ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΗ ΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ, ένας τρίτος παράγοντας είναι αναγκαίος για την κατάκτηση κάθε τέχνης -η υπέρτατη σημασία που δίνουμε στην τέχνη αυτή. Τίποτ’ άλλο στον κόσμο δεν πρέπει να είναι πιο σημαντικό από την τέχνη που μας ενδιαφέρει. Αυτό ισχύει για τη μουσική, την ιατρική, την ξυλουργική -και για την αγάπη.
ΚΙ ΙΣΩΣ ΕΔΩ ΝΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ στο ερώτημα: γιατί οι άνθρωποι του πολιτισμού μας προσπαθούν τόσο σπάνια να μάθουν αυτή την τέχνη στο πείσμα των ολοφάνερων αποτυχιών τους; Παρόλο που η λαχτάρα γι’ αγάπη είναι τόσο βαθιά ριζωμένη, σχεδόν όλα τ’ άλλα φαίνονται να είναι πιο σημαντικά από την αγάπη: επιτυχία, γόητρο, χρήματα, δύναμη. Όλη μας σχεδόν η ενεργητικότητα χρησιμοποιείται για να μάθουμε πώς να πετύχουμε σ’ αυτούς τους σκοπούς. Και σχεδόν καθόλου για να μάθουμε την τέχνη της αγάπης.
ΘΑ ΘΕΩΡΗΣΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ ΑΞΙΟΛΟΓΑ και θα μάθουμε μόνο εκείνα τα πράγματα που μπορούν να μας φέρουν χρήματα ή γόητρο; Και η αγάπη που πλουτίζει «μόνο» την ψυχή, αλλά δεν φέρνει κανένα άλλο κέρδος, όπως το εννοούν σήμερα, είναι μια πολυτέλεια για την οποία δεν έχουμε το δικαίωμα να ξοδέψουμε αρκετή ενεργητικότητα;
Η ΑΓΑΠΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΑΣΙΚΑ ΜΙΑ ΣΧΕΣΗ προς ένα ιδιαίτερο άτομο. Είναι μια στάση, ένας προσανατολισμός του χαρακτήρα που καθορίζει τη σχέση ενός ατόμου προς τον κόσμο σαν σύνολο κι όχι προς ένα «αντικείμενο» αγάπης. Αν ένα άτομο αγαπά μόνο ένα άλλο άτομο κι είναι αδιάφορο προς τους άλλους συνανθρώπους του, η αγάπη του δεν είναι ακριβώς αγάπη αλλά μια συμβιωτική προσκόλληση ή ένας διογκωμένος εγωισμός.
ΩΣΤΟΣΟ, ΟΙ ΠΙΟ ΠΟΛΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ πιστεύουν πως η αγάπη είναι το αντικείμενο κι όχι η ψυχική ικανότητα. Στην πραγματικότητα φτάνουν στο σημείο να πιστεύουν ότι: όταν δεν αγαπάνε κανέναν άλλον παρά μόνο το «αγαπημένο» πρόσωπο, αυτό είναι μια απόδειξη της έντασης της αγάπης τους.
ΑΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΓΑΠΩ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, αγαπώ όλους τους ανθρώπους, αγαπώ τον κόσμο, αγαπώ τη ζωή. Αν μπορώ να πω σε κάποιον άλλον «σ’ αγαπώ», πρέπει να είμαι ικανός να πω «αγαπώ σε σένα όλους, αγαπώ μέσα από σένα όλο τον κόσμο, αγαπώ σε σένα και τον εαυτό μου.
_____________
     ~ Αποσπάσματα από το βιβλίο του Έριχ Φρομ, Η Τέχνη της Αγάπης
πηγή: doctv

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ - Α. ΚΟΕΝ

$
0
0
epicurus-2

Όποιος παίρνει το μονοπάτι του επικούρειου βίου (τρόπου ζωής) πρέπει να αρχίζει με μια προσεκτική και φιλοσοφικά νηφάλια εξέταση των αναγκών και των ελλείψεών του, όπως αυτές εκδηλώνονται με τις ορμές, τις ορέξεις και τις επιθυμίες του. Πρέπει σιγά-σιγά να μάθει να δίνει προσοχή στις απαιτήσεις τους μέσα από μια ξεκάθαρη κατανόηση των ορίων τους (όροι επιθυμιών).

Η κατάταξη των επιθυμιών αρχίζει σε ένα χαμηλό επίπεδο να μετατρέπεται σε μια πολύπλοκη τεχνική ελέγχων και ισορροπιών, μια συνειδητή διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα φυσικά όρια των πόνων και των ηδονών, του σώματος και του νου. Τα τόσο αγαπητά στον Επίκουρο φυσικά όρια γίνονται, στην ουσία, μια παραλλαγή της θεωρίας της μεσότητας: μια ακόμη -όχι λιγότερο ενδιαφέρουσα— επαναδιατύπωση αυτής της προσφιλούς στους Έλληνες έννοιας. Ο εκλεπτυσμένος χαρακτήρας του αλγόριθμου των επιθυμιών γίνεται φανερός όταν αναλογιστούμε ότι η ορθή εκτίμηση των ορίων τους αφορά το σώμα όσο και το νου, και τις αντίστοιχες εμπειρίες τους, με όρους κινητικών και καταστηματικών ηδονών. Επιπλέον, ο όλος υπολογισμός των επιθυμιών και των ηδονών μπορεί να θεωρηθεί ως υπολογισμός ελλείψεων και πόνων. Η αρχή της ηδονής είναι, όπως έχουμε δει, ένα είδος ανεστραμμένης αρχής του πόνου, διότι πόνος και ηδονή είναι διαλεκτικά αντίθετα.
Τα όρια -τα φυσικά όρια- είναι για τον Επίκουρο κρίσιμα. Ο υπολογισμός των επιθυμιών καταδεικνύει ακριβώς μια φιλοσοφικά ακαταμάχητη, φυσιοκρατική επαναβεβαίωση της μεσότητας ως μέσου για τον φυσικό ανθρώπινο σκοπό, Η αρχή της ηδονής συνεπάγεται μια πρακτική εφαρμογή της μεσότητας, με βάση τον ακριβή και ρεαλιστικό υπολογισμό όλων των μεταβλητών και παραμέτρων που περιέχονται στον σύνθετο τύπο της ηδονής. Μια τέτοια πρακτική απαιτεί πραγματική άσκηση της βούλησης για τη συνειδητή, νοηματοδοτημένη και εσκεμμένη επιλογή και αποφυγή. Οι συνειδητές πράξεις της βούλησης που απαιτούνται από το άτομο ανοίγουν έναν νέο κόσμο δυνατοτήτων. Ασκώντας τη συνειδητή του βούληση μέσα σε μια φυσική κοινότητα νοήματος, το άτομο αδράχνει και διαφεντεύει κάθε διαθέσιμη ελευθερία. Ο φιλοσοφικός βίος που προτείνει ο Επίκουρος απαιτεί αυστηρή πειθαρχία και συντονισμό με την φύση, αλλά και ένα πλαίσιο για την ανθρώπινη δράση, δηλαδή έναν ανθρώπινο κόσμο που υποτίθεται ότι δίνει άφθονες ευκαιρίες για την άσκηση της ελεύθερης βούλησης. Αντιμέτωπος με μια ποικιλία ενδεχόμενων διαδρομών δράσης και αντικειμένων επιλογής, ο Επικούρειος μαθαίνει να καρπώνεται την όποια ελευθερία τού παρέχει η φύση στη διαχείριση των επιθυμιών του και να παρεκκλίνει εσκεμμένα, με σταθερή επιδίωξη την ευδαιμονία. Ο φιλοσοφικός τρόπος ζωής στην πραγματικότητα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις παρεκκλίνουσες κινήσεις που είναι σε θέση να πραγματοποιεί το άτομο.
Πώς μπορεί κανείς να εννοεί την παρέκκλιση στο πλαίσιο της ηθικής θεωρίας; Ποια είναι η σημασία της για την ανθρώπινη πράξη; Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο Επίκουρος είχε σκοπό να αξιοποιήσει τη παρέγκλισιν ως παράμετρο της ανθρώπινης ελευθερίας. Εντούτοις, οι μελετητές του δεν συμφωνούν ως προς το ακριβές νόημα και τη σημασία της.
Πώς ακριβώς διαφέρει η ανθρώπινη «αποκλίνουσα» συμπεριφορά από την απλώς μηχανική παρέκκλιση των ατόμων της ύλης; Έχω ήδη υποστηρίξει ότι η παρέκκλιση συνδέεται στενά με συνειδητές πράξεις της βούλησης μέσα σε μια κοινότητα νοήματος. Αρχικά, οι πράξεις αυτές εκτυλίσσονται μέσα στα όρια του γλωσσικά παραγόμενου νοήματος. Εκτυλίσσονται, με άλλα λόγια, στον χώρο της κοινότητας νοήματος που καθιερώνει η κοινή χρήση της φυσικής γλώσσας. Αργότερα, οι πράξεις αυτές αποκτούν νόημα μέσα στον ακριβέστερα διαγραμμένο χώρο της φιλοσοφικής έρευνας και του φιλοσοφικού λόγου. Τόσο το συνειδητό όσο και το βουλητικό τους περιεχόμενο ενισχύονται με την εφαρμογή της αρχής της ηδονής. Γίνονται έτσι αληθινά εκούσιες και, ως ένα βαθμό, ελεύθερες πράξεις της βούλησης.
Η αρχική συνειδητότητα και η συνακόλουθη ελευθερία που δημιουργείται από το γλωσσικά παραγόμενο νόημα μεγεθύνεται και εμπλουτίζεται από την ανώτερη συνειδητότητα και ελευθερία την οποία εισάγει το φιλοσοφικά παραγόμενο νόημα. Η παρέκκλιση του ατόμου παύει να παραπέμπει στις ελάχιστα συνειδητές και, επομένως, ελάχιστα ελεύθερες πράξεις που συνδέονται με την διαμόρφωση έξεων, και αρχίζει να παραπέμπει στις μέγιστα συνειδητές και, κατά συνέπεια, μέγιστα ελεύθερες πράξεις που συνδέονται με την ώριμη άσκηση της βούλησης.
Η ηθική θεωρία γενικά και η αρχή της ηδονής ειδικά μαρτυρούν μια σειρά διεπόμενων από κανόνες πράξεων και δραστηριοτήτων, που από μόνες τους είναι δυνατό να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη και άριστη ηδονή του σώματος και του νου, διασφαλίζοντας έτσι την ευδαιμονία του ανθρώπου. Το ακριβές περιεχόμενο της παρέκκλισης ως πραγματικής παραμέτρου της ανθρώπινης ελευθερίας, θα γίνει σαφέστερο όταν εξετάσουμε την πραγματική επιδίωξη του ευ ζην στον Κήπο. Προς το παρόν, ας αρκεστούμε να επαναλάβουμε ότι οι παρεκκλίνουσες κινήσεις, νοούμενες ως συνειδητές πράξεις της βούλησης εντός των ορίων της κοινότητας νοήματος, εισάγουν και ενισχύουν τη διάσταση της ανθρώπινης ελευθερίας, γιατί μαρτυρούν ένα ανώτερο επίπεδο συνειδητότητας από πλευράς του ατόμου, επιτρέποντάς του έτσι τη μεγαλύτερη διαθέσιμη ποσότητα ελεύθερης βούλησης κατά την επιδίωξη του φυσικού τέλους Μάλιστα, η σημασία της ελεύθερης βούλησης, όπως εκδηλώνεται με την παρέκκλιση, θα φανεί αν αντιπαραθέσουμε τον Αριστοτέλη και τον Επίκουρο πάνω στο ζήτημα των εκούσιων και των ακούσιων πράξεων. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Futley στην εξαιρετική μελέτη του έχει ως εξής:
Αυτό που βρίσκουμε στον Αριστοτέλη, είναι κατ’ αρχάς μια επιμονή στο ότι υπάρχει πραγματική διάκριση μεταξύ εκούσιων και ακούσιων πράξεων τέτοια ώστε οι ηθικές κατηγορίες σχετίζονται με τις πρώτες αλλά όχι με τις δεύτερες και δεύτερον, μια ψυχολογία της πράξης, που εντοπίζει αυτή τη διάκριση όχι στις ατομικές πράξεις του ενηλίκου αλλά στον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται οι συνήθειες της συμπεριφοράς ... Δεν βρίσκουμε στον Αριστοτέλη τις «ελεύθερες βουλήσεις», τις προσφιλείς στους μεταγενέστερους ηθικούς φιλοσόφους.
Ακριβώς πάνω στο ζήτημα των εκούσιων πράξεων ο Επίκουρος αποκλίνει σοβαρά από του Αριστοτέλη. Επιμένει ότι ο φυσικός τόπος του εκούσιου είναι οι ατομικές πράξεις του ενήλικου ανθρώπου που επιτελούνται στη βάση της αρχής της ηδονής, και η υψηλή συνειδητότητα και το νόημα που παρέχει η αρχή αυτή. Η ελευθερία είναι μια λειτουργία αυτού του προτσές, και η παρέκκλιση πρέπει να παραπέμπει σταθερά σ’ αυτήν. Διότι, όπως τονίζει ο Furley:
Για τον Αριστοτέλη, αρκούσε το να δείξει ότι το σωκρατικό παράδοξο, αν εκλαμβανόταν με τρόπο απόλυτο, θα εξαιρούσε από την ηθική αξιολόγηση όχι μόνο την κακή αλλά και την αγαθή συμπεριφορά -πράγμα που θα απέβαινε μοιραίο για τη διδασκαλία του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τον Επίκουρο, ο οποίος έπρεπε να αμυνθεί ενάντια σε επιχειρήματα που απομάκρυναν όλες τις πράξεις από την σφαίρα της ηθικής αξιολόγησης.
Η παρέκκλιση, λοιπόν, αρχικά σε σχέση με τη φυσική γλώσσα, και τώρα σε σχέση με την αρχή της ηδονής, μπορεί να νοηθεί ως η κίνηση του ατόμου που εισάγει ένα αληθινά εκούσιο στοιχείο στις πράξεις του. Η παραγωγή συνείδησης μέσω των πράξεων της βούλησης, καθώς και η ενισχυμένη αυτοσυνειδησία και η συνακόλουθη ελευθερία την οποία αναγνωρίζει η αρχή της ηδονής, οδηγούν σε μια άσκηση ελευθερίας, μια πραγματική apprentissage de liberte:
Αυτό που εξαρτάται από εμάς είναι άδεσποτον [=δεν έχει άλλον αφέντη] και, φυσικά, επιδέχεται τόσο τη μομφή όσο και τον έπαινο».
Εντός των ορίων της φυσικής αναγκαιότητας, η αρχή της ηδονής εισάγει τη διάσταση της αυτοσυνειδησίας και της ελευθερίας στον ανθρώπινο κόσμο μέσω της νοηματοδοτημένης παρέκκλισης του ανθρώπινου ατόμου.
Πριν να εξετάσουμε τις συνέπειες αυτής της θέσης, πρέπει να πούμε κάτι για τις παραδοσιακές αρετές της αρχαιοελληνικής ηθικής σκέψης. Τι γίνονται οι αρετές στο πλαίσιο αυτής της φιλοσοφίας; Απλώς καταπίπτουν πάνω στην εξίσωση ηδονή = αγαθόν. Η αρετή γίνεται μια λειτουργία του κατά φυσιν ζην, που από μόνη της βελτιστοποιεί την επιδίωξη της ηδονής και την συνακόλουθη ευδαιμονία. Η ταύτιση άρετής και ηδονής θα φάνταζε σαν μια παράλογη εκτροπή στα αυτιά των συγκαιρινών του Επίκουρου πουριτανών και ηθικολόγων. Όμως έχουμε δει ότι η δική του αφεσις, στην πραγματικότητα δεν σημαίνει πολύ περισσότερα από μια επαναδιατύπωση της θέσης του Αριστοτέλη - καθαρμένης, φυσικά, από όλες τις ηθικιστικές της προεκτάσεις. Ο Επίκουρος θα συμφωνούσε ότι:
Κάποιες ηδονές είναι ευτελείς και κακές, αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να πούμε ότι κάποιο είδος ηδονής είναι το ύψιστο αγαθό - ακριβώς όπως και κάποιο είδος γνώσης μπορεί να είναι εξαιρετικά καλό, μολονότι ορισμένα είδη γνώσης είναι ασήμαντα και κακά. 'Ισα ίσα, είναι ίσως υποχρεωτικό να δεχθούμε ότι: Αν υπάρχουν ανεμπόδιστες ενέργειες για κάθε έξη, τότε, είτε η ευδαιμονία είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας του συνόλου των έξεων μας είτε αποτέλεσμα της ενέργειας κάποιας από αυτές (φτάνει να είναι ανεμπόδιστη), η ενέργεια αυτή πρέπει να είναι ό,τι πιο άξιο επιλογής και προτίμησης. Αυτή όμως η ενέργεια είναι η ηδονή. Επομένως, το Υπέρτατο Αγαθό (τό άριστόν) θα είναι κάποιο είδος ηδονής...
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιδιώκουμε κάθε ηδονή χωρίς διάκριση. Αντίθετα ο Επίκουρος αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να αποσαφηνίζει κατ’ επανάληψη τις ποικίλες παραμέτρους του αλγόριθμου των επιθυμιών που επηρεάζουν το αποτέλεσμα. Και μάλιστα τονίζει ότι η πρακτική σοφία (φρόνησις), μία από τις τέσσερις θεμελιώδεις παραδοσιακές αρετές, είναι απαραίτητη για την επιδίωξη της ηδονής. Διότι, όπως έχουμε δει, η αρχή της ηδονής είναι αρκετά εκλεπτυσμένη ώστε δεν έχει ανάγκη ιδιαίτερης φιλοσοφικής σαφήνειας ως προς τον καθορισμό των σωστών επιλογών και αποφυγών. Τόσο η θεωρητική κατανόηση όσο και η πρακτική της εφαρμογή καλύπτονται από τον όρο φρόνησις. Για τον Επίκουρο, θεωρία και πράξη συμπίπτουν. Αυτή είναι η ουσία της φρονήσεως, χωρίς την οποία κάθε επιδίωξη της ευδαιμονίας θα αποδειχτεί μάταιη και απατηλή. Από αυτή την άποψη, η φρόνησις είναι πολυτιμότερη από τη φιλοσοφία, διότι η φιλοσοφία νοείται εξαρχής ως πρακτική δραστηριότητα, ως τρόπος ζωής που απομακρύνει τον πόνο και ενισχύει την ηδονή:
'Οταν λέω ότι η ηδονή είναι ο σκοπός της ζωής, δεν εννοώ τις ηδονές των ασώτων ούτε τις αισθησιακές ηδονές, όπως νομίζουν μερικοί απληροφόρητοι ή όσοι είναι αντίθετοι με τις απόψεις μου ή τις παρερμηνεύουν. Εννοώ το να μην υποφέρει, κανείς σωματικούς πόνους και ψυχική ταραχή (μήτε άλγειν κατά σώμα μήτε ταράττεσθαι κατά ψυχήν). Διότι την ευχάριστη ζωή δεν μας την προσφέρουν τα φαγοπότια και τα ξεφαντώματα ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών ή ψαριών και άλλων εδεσμάτων που προσφέρει το πλούσιο τραπέζι, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός (νήφων λογισμός), που ερευνά τα αίτια κάθε προτίμησης και αποφυγής και διώχνει τις δοξασίες που με τόση σύγχυση γεμίζουν τις ψυχές μας.
Η αρχή όλων αυτών και μέγιστο αγαθό συνάμα είναι η φρόνησις. Γι αυτό και είναι πολυτιμότερη η φρόνηση κι από τη φιλοσοφία ακόμη, γιατί από αυτήν απορρέουν όλες οι άλλες αρετές - επειδή ακριβώς η φρόνηση μάς διδάσκει ότι δεν είναι δυνατό να ζει κανείς ευχάριστα (ήδεως ζην), χωρίς σύνεση (άνευ του φρονίμως), χωρίς ομορφιά και δικαιοσύνη  κι ούτε πάλι μπορεί να ’χει η ζωή του φρόνηση, ομορφιά και δικαιοσύνη, χωρίς την ηδονή. Γιατί οι αρετές είναι σύμφυτες με την ηδονική ζωή και η ηδονική ζωή είναι αξεχώριστη από τις αρετές.
Μάλιστα, ο Επίκουρος είναι πρόθυμος να προχωρήσει ένα ακόμη βήμα: υποστηρίζει ότι δεν μπορεί κανείς να επιδιώκει την ηδονή χωρίς ταυτόχρονα να ασκεί την δικαιοσύνη. Το ευ ζην στη βάση της αρχής της ηδονής, θα ’λεγε κανείς, προϋποθέτει τη συνετή άσκηση της βούλησης εντός των φυσικών ορίων που θέτει ο αλγόριθμος των επιθυμιών. Αυτό, βεβαίως, παραπέμπει στην φυσιοκρατική μεσότητα και, ακόμη περισσότερο, μαρτυρά ότι δικαιοσύνη είναι ακριβώς η συνετή εφαρμογή μιας τέτοιας μεσότητας. Η δικαιοσύνη, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι η φυσική συνέπεια της άσκησης της φρονήσεως κατά την επιδίωξη της ηδονής. Εντούτοις, λόγω της ελλειπτικής διατύπωσης του Επίκουρου, η ιδέα παραμένει αβέβαιη και ασαφής.
πηγή: antikleidi

ΟΙ ΚΡΗΤΟΜΥΚΗΝΑΪΚΕΣ ΑΝΑΓΩΓΕΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ - Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟΛΛΩΝΙΑΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

$
0
0



Αναλογιζόμενος ο Φοίβος Απόλλων ποιους άντρες θα επέλεγε να τον υπηρετήσουν στο νεοσύστατο μαντείο του στους Δελφούς, που το όνομα της περιοχής ήταν αρχικά Πυθώ, είδε στον Οίνοπα πόντο ένα γοργόδρομο πλοίο με πλήρωμα Kρήτες, πολλούς κι ανδρείους «από Kνωσού Mινωίου» - ανυποψίαστοι έμποροι που έπλεαν προς την αμμώδη Πύλο. Kαι τότε τους φανερώθηκε ο θεός με τη μορφή τεράστιου δελφινιού. Όρμησε πάνω στην κουπαστή, κι έτσι θεόρατο όπως ήταν το δελφίνι, τους έκανε από φόβο να σωπαίνουν, να μην τολμούν να κουνηθούν, κι όταν, απ'τα πολλά, είπαν οι άντρες να ξαναπιάσουν τα πηδάλια, εκείνα δεν υπάκουσαν. Tο πλοίο πήγαινε ακυβέρνητο, σπρωγμένο απ'τον νοτιά κι από τη θεία βούληση, ώσπου άραξε, τελικά, στην Kρίσα, το λιμάνι κάτω από τους Δελφούς. Eκεί ο θεός πήδηξε απ'το πλοίο φεγγοβολώντας σαν άστρο το καταμεσήμερο κι αφού μπήκε μες στο άδυτο του ναού του με τους βαρύτιμους τρίποδες, επέστρεψε δρομαίος στο αραγμένο πλοίο σαν όμορφος έφηβος με καλοσμιλεμένο σώμα, για να αποκαλύψει τη θεϊκή ταυτότητα και τη βούλησή του στους σαστισμένους Kρήτες ναυτικούς: 


«ω, ξένοι, στην πολύδενδρη Kνωσό που κατοικούσατε/ ώς χθες, μα τώρα πια δεν θα επιστρέψετε/ στην ποθητή σας πόλη ο καθένας και στα όμορφα τα σπίτια σας/ και στις αγαπημένες σας συζύγους, αλλά σ'αυτόν τον τόπο, πλούσιο/ ναό μου θ'αποκτήσετε από πολλούς ανθρώπους τιμημένο·/ εγώ είμαι γιος του Δία, καυχιέμαι ότι είμαι ο Απόλλων,/ και σας οδήγησα εδώ πάνω απ'το μέγα χάος της θάλασσας/ χωρίς κακά να επιβουλεύομαι, όμως εδώ πλούσιο ναό/ θα έχετε τον δικό μου, απ'όλους τους ανθρώπους πολυτίμητο,/ και τις βουλές των αθανάτων θα γνωρίσετε και με τη θέλησή τους/ πάντοτε και συνέχεια όλα τα χρόνια θα τιμάσθε». Kαι λίγο παρακάτω θα τους προτρέψει να τον λατρεύουν ως θεό δελφίνιο («ως εμοί εύχεσθαι δελφινίω»), επειδή όρμησε στο γοργό τους πλοίο σαν δελφίνι.

Αυτά, ανάμεσα σε άλλα, εξιστορούνται στο δεύτερο και εκτενέστερο μέρος του ομηρικού ύμνου Eις Απόλλωνα, το οποίο είναι αφιερωμένο στον τρόπο που ο θεός αναζητούσε χρηστήριο για χάρη των ανθρώπων (στίχοι 214-546), ενώ στο πρώτο αναπτύσσεται η περιπετειώδης, θαυμαστή του γέννηση στο ιερό νησί της Δήλου. Το επεισόδιο της επιλογής Kρητών από την Kνωσό του Mίνωα για να υπηρετήσουν πρώτοι αυτοί ως ιερείς τη μαντική του τέχνη στο πάνσεπτο Iερό των Δελφών, κατέχει αναμφίβολα στον συγκεκριμένο ύμνο καίρια θέση, καθώς σχετίζεται με την ιδρυτική πράξη του μαντείου, του σημαντικότερου κέντρου λατρείας του θεού. Mια αβασάνιστη εκ μέρους μας πρόσληψη της εν λόγω πληροφορίας ως απλού αφηγηματικού στοιχείου άνευ ιδιαίτερης βαρύτητας δεν θα αδικούσε μόνον αυτό καθ'εαυτό το θρησκευτικό υπόβαθρο του ύμνου, υποτιμώντας παράλληλα τους πρώτους κυρίως αποδέκτες του κατά τον αρχόμενο 7ο αι. π.X., για τους οποίους θα πρέπει να δεχόμασταν ότι «χώνευαν» άκριτα τα όποια αυθαίρετα επινοήματα, αλλά θα παρέβλεπε παντελώς και τα ιστορικο-θρησκευτικά όσο και τα αρχαιολογικά δεδομένα.

Γιατί άραγε ο ποιητής του ύμνου να θέλησε Kρήτες ειδικά τους πρώτους ιερείς του Απόλλωνα στο μαντείο των Δελφών, και μάλιστα από έναν πανάρχαιο τόπο σαν την Kνωσό του Mίνωα, απ'το επίκεντρο -για να μιλήσουμε με όρους αρχαιολογικούς- του μινωικού πολιτισμού; Πόσο τυχαία και αυθαίρετη ήταν η σημαίνουσα αυτή επιλογή, όταν γνωρίζουμε τον ρόλο που διαδραμάτισε η μινωική Kρήτη, με καθοριστική τη συμβολή της Kνωσού, στη σφυρηλάτηση και διάδοση θρησκευτικών φαινομένων, ιερής εικονογραφίας και λατρευτικής πρακτικής στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο, με πρώτο πάτημα τις Kυκλάδες, κι ύστερα τη μυκηναϊκή Eλλάδα, μέχρι και σε τόπους της μικρασιατικής ακτής, όπως η Mίλητος; Πώς μπορούμε να αγνοήσουμε τις γραπτές μαρτυρίες των ιστορικών χρόνων για την αναγωγή της λατρείας θεοτήτων στην Kρήτη, ορισμένες από τις οποίες μαρτυρούνται ήδη στον κρητο-μυκηναϊκό ορίζοντα του νησιού, είτε ρητά, χάρη στην αποκρυπτογράφηση των πινακίδων Γραμμικής B γραφής, πρώτιστα του ανακτορικού αρχείου της Kνωσού, ή έμμεσα, μέσα από τη σύγκλιση και αξιολόγηση ποικίλων άλλων ενδείξεων;


Oι κνωσιακές μαρτυρίες της Γραμμικής B γραφής

H απώτερη λατρευτική καταγωγή του Απόλλωνα είναι ομολογουμένως ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, με τις απόψεις να διίστανται. Στον K. O. Moller, που εξέλαβε τον Απόλλωνα σαν μια καθαρά ελληνική, αρχικά δωρική, θεότητα, αντέταξαν άλλοι ερευνητές ιωνική ταυτότητα, όχι μόνον επειδή ο γενάρχης των Iώνων, ο Iων, εφέρετο ως γιος του, αλλά και λόγω της ίδρυσης σημαντικών ιερών του στην ιωνική ακτή της Mικράς Ασίας. H συμπαράταξή του στο πλευρό των Tρώων θεωρήθηκε εύλογα ως ενισχυτικό της μικρασιατικής καταγωγής του, ενώ άλλοι τον συνέδεσαν ειδικότερα με την περιοχή της Λυκίας ή ακόμη και με τους Xετταίους, όπως υποστήριξε ο Hrozny διαβάζοντας πάνω σε τέσσερις χεττιτικούς βωμούς το όνομα apolonas, θεού προστάτη των πυλών, όπως δηλαδή και ο ελληνικός Απόλλων - άποψη που αναζωπύρωσε πρόσφατα ο M. Korfmann. Ωστόσο, ο W. Borkert συσχέτισε ετυμολογικά το όνομα του Απόλλωνα με τη δωρική λέξη «απέλλαι», που δήλωνε τις γιορταστικές συγκεντρώσεις των νέων ιδιαίτερα ανδρών, την προστασία των οποίων είχε αναλάβει ο θεός. Oι στενές συνάφειες που επισημαίνονται ανάμεσα σε ιδιότητες του Απόλλωνα και του βαβυλωνιακού ηλιακού θεού Samasch, και τις οποίες συνόψισε εύστοχα η E. Simon, υποδεικνύουν ότι πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ'όψιν το ενδεχόμενο της απώτερης καταγωγής του Απόλλωνα από τη Mεσοποταμία, με ενδιάμεσο ίσως σταθμό τη Mικρά Ασία, και ειδικότερα την περιοχή της Λυκίας. H έλευσή του όμως θα πρέπει να έγινε ήδη κατά τη 2η χιλιετία π.X. Kαι πράγματι, όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στην άποψη ότι η λατρεία του θεού στον αιγαιακό χώρο ήταν ακόμη παλαιότερη από τη δωρική και ιωνική εκδοχή του, με όλα τα στοιχεία -επιγραφικά, αρχαιολογικά, θρησκειολογικά, εικονογραφικά- να συγκλίνουν αποφασιστικά στη μινωική Kρήτη, ενώ το όνομα Απόλλων φαίνεται να αντικατέστησε μια παλαιότερη αιγαιακή ονομασία.

Σε μια πήλινη πινακίδα Γραμμικής B γραφής (KN V 52) από το ανακτορικό αρχείο της Kνωσού, μαζί με άλλες θεότητες -την atanapotinijia (aθηνά πότνια), τον Enowarijo (Eνυάλιος, λατρευτικό επίθετο του Άρη) και τον Posedaone (Ποσειδών)- μαρτυρείται με βεβαιότητα, σε πτώση δοτική, και ο Pajawone, ως αποδέκτης προσφορών, που ομόγνωμα διαβάστηκε ως Παιάων, όνομα του θεϊκού ιατρού στον Oμηρο κι αργότερα ταυτόσημου λατρευτικά με τον Απόλλωνα. H μαρτυρία αυτή έρχεται να διασφαλίσει τη λατρεία του θεού σε μινωικό έδαφος τουλάχιστον από τον 14ο αιώνα π.X., ενώ στο ίδιο νοηματικό περιβάλλον φαίνεται να μας οδηγεί, έστω έμμεσα, το μαρτυρημένο πάλι σε πινακίδες της Kνωσού (KN ap 827 και V 1583) ανθρωπωνύμιο Simiteo, Σμινθεύς, παράγωγο της λέξης σμίνθος, που εθεωρείτο κατά την αρχαιότητα λέξη κρητική και σήμαινε μυς, ποντίκι. Στους ιστορικούς χρόνους ο Απόλλων Σμινθεύς, στην ιδιότητά του δηλαδή ως εξολοθρευτή μυών, πρωτομαρτυρείται στην Iλιάδα (I, 39), όπου αναφέρονται ως σημαντικά κέντρα λατρείας του η Xρύση, η Kίλλα και η Tένεδος. Όπως, όμως, συνάγουν οι M.H. Swindler και R.F. Willetts -υποστηρικτές και οι δύο του μινωικού παρελθόντος του θεού- ο Απόλλων Σμινθεύς είχε σαν αφετηρία την Kρήτη, από όπου ταξίδεψε στη Pόδο και από εκεί στην Tρωάδα.


Tο μινωικό υπόβαθρο της λατρευτικής φυσιογνωμίας του θεού

H επικρατούσα σήμερα άποψη, σύμφωνα με συγκλίνουσες ενδείξεις, θέλει εξωαιγαιακή - ανατολική ειδικότερα - την προέλευση του Απόλλωνα, ως ηλιακής θεότητας και κατ'επέκταση θεότητας της καθαρότητας και του μέτρου, κριτή και τιμωρού της ύβρεως. Για την έλευσή του όμως και την ενσωμάτωσή του στην αιγαιακή θρησκεία φαίνεται ότι η μινωική Kρήτη αποτέλεσε πράγματι το πρώτο ευάγωγο πλαίσιο, διαδραματίζοντας μάλιστα αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση και εξέλιξη της ιδιαίτερης λατρείας του, πριν αυτή διαδοθεί και στον υπόλοιπο αιγαιακό χώρο.

Ήδη από τους πρώτους αιώνες της 2ης χιλιετίας π.X. η ανακτορική Kρήτη, μορφοποιώντας και αποκρυσταλλώνοντας τη θρησκευτική της ταυτότητα και την ιερή της εικονογραφία, παράλληλα με τις εγγενείς εξελικτικές διαδικασίες, επηρεάστηκε από τους μεγάλους αυλικούς πολιτισμούς της Αιγύπτου και της Ανατολής, με τους οποίους ανέπτυξε βαθμιαία ποικίλες σχέσεις. H μινωική ιερή εικονογραφία και η συμβολιστική βρίθουν, ομολογουμένως, από εξωαιγαιακά δάνεια, τα οποία, τροποποιημένα σύμφωνα με τις αρχές της interpretatio minoica, αφομοιώθηκαν οργανικά στο μινωικό σύστημα θρησκευτικών δοξασιών. Παρόμοιες, εξάλλου, θρησκευτικές επιρροές εξ ανατολών συνέχισε ο αιγαιακός κόσμος να δέχεται και αργότερα, μέχρι και την ύστερη 2η χιλιετία π.X., καθώς επίσης κατά τους ιστορικούς χρόνους.

Tην παλαιότητα της παρουσίας του Απόλλωνα στην Kρήτη, και τη μεγάλη εν γένει σημασία της στο θρησκευτικό αιγαιακό στερέωμα, ανακρατούν, εκτός της Γραμμικής B γραφής, τρεις κατηγορίες δεδομένων από την ιστορική εποχή. H μία είναι η εξαιρετική πυκνότητα των τόπων λατρείας του σε ολόκληρο το νησί, και ιδιαίτερα στο κεντρικό και ανατολικό του τμήμα. H άλλη είναι η πληθώρα των λατρευτικών του επιθέτων (Αγυιεύς, Αμυκλαίος, Δεκαταφόρος, Δελφίνιος, Διδυμεύς, Δρομαίος, Eναυρος, Kάρνειος, Λεσχανόριος, Λύκειος, Πύθιος, Σμινθεύς, Στυρακίτης, Tαρραίος), ορισμένα από τα οποία επιχωριάζουν στην Kρήτη και τα οποία, μαζί με την κρητική εικονογραφία του, αφήνουν να διαβλέψουμε καταβολές από το μινωικό παρελθόν. Tην τρίτη κατηγορία απαρτίζουν οι αρχαίες γραπτές μαρτυρίες, που, εκτός από το μαντείο των Δελφών, συνδέουν αιτιολογικά με την Kρήτη και δύο άλλα ακτινοβόλα μαντικά του κέντρα στη Mικρά Ασία, τη Mίλητο και την Kολοφώνα.

Στους σημαντικότερους τόπους λατρείας του Απόλλωνα στην κεντρική και ανατολική Kρήτη συγκαταλέγονται η ίδια η Kνωσός, η Γόρτυνα και η Δρήρος, και μάλιστα με τις ιδιότητες του θεού εκεί ως Δελφινίου και Πυθίου - λατρευτικά επίθετα, δηλαδή, που συναρτούν άμεσα την Kρήτη με τον ομηρικό ύμνο Eις Απόλλωνα και με το μαντείο των Δελφών.

Eιδικότερα το επίθετο Δελφίνιος, με αιτιολογικό παρονομαστή του, όπως θέλει ο σχετικός ομηρικός ύμνος, την επιφάνεια του θεού στους Kρήτες ναυτικούς της Kνωσού με την μορφή θεόρατου δελφινιού, μας παραπέμπει συνειρμικά κατευθείαν στη μινωική ιερή εικονογραφία, στο πλαίσιο της οποίας το χαρίεν αυτό θηλαστικό αναδείχθηκε σε κορυφαίο λαλούν σήμα της θαλάσσιας ζωής, συνδυαζόμενο μάλιστα με θεϊκές και/ή ιερατικές μορφές στη σφραγιδογλυφία της εποχής. Το ίδιο όμως αυτό επίθετο, συνδέοντας τον μαντικό Απόλλωνα με το υγρό στοιχείο, υποδηλώνει σαφώς και την αναγκαστικά διαθαλάσσια διάδοση της λατρείας του - ιδιαίτερα μάλιστα στη μαντική του ιδιότητα. Eνα τέτοιο πλέγμα θρησκευτικών δοξασιών και λατρευτικής διάχυσης εικονογραφεί ευσύνοπτα με αριστοτεχνικό τρόπο η ερυθρόμορφη παράσταση σε μια αττική υδρία των χρόνων 480/470 π.X., αποδιδόμενη στον λεγόμενο ζωγράφο του Βερολίνου, η οποία δείχνει τον Απόλλωνα καθισμένο πάνω στον μαντικό του τρίποδα -εδώ φτερωτό- να πετά πάνω από τη θάλασσα, και πλαισιούμενο από δελφίνια, για να τονισθεί προφανώς η ιδιότητά του ως Δελφινίου.

Για το μινωικό ριζοβόλημα του λατρευτικού επιθέτου του θεού Σμινθεύς έγινε λόγος παραπάνω. Oμοίως, διασυνδέσεις του θεού με το τυπικά μινωικό θρησκευτικό πολύπτυχο διαφαίνονται μέσα από τη βλαστική υπόστασή του, στην εκδοχή του προπάντων ως Αμυκλαίου, και πιθανώς ως Στυρακίτη -επίθετο ενδεικτικό, όπως υποστήριξε ο a.B. Cook, δενδρολατρείας-, ενώ ως Αγυιεύς, προστάτης δηλαδή των οδών και των πυλών, σχετίζεται ο Απόλλων με την ανεικονική λατρεία των ιερών λίθων, που αποτελούσε σημαντικό στοιχείο της μινωικής θρησκείας, με έμφαση στη λατρεία πεσσών και βετύλων, όπως αυτή προκύπτει αβίαστα από τα αρχαιολογικά δεδομένα και τις θρησκευτικές παραστάσεις σε σφραγιδόλιθους και χρυσά σφραγιστικά δαχτυλίδια της εποχής. αξίζει εδώ να αναφερθεί η αρχαία παράδοση - αναγόμενη πιθανότατα στον Kρήτα μάντη και καθαρτή Eπιμενίδη - που θέλει την ύπαρξη ενός κνωσιακού θρησκευτικού κέντρου, γνωστού ως Oμφαλού, και η οποία, αν και σχετίζεται με τον νεογέννητο Δία, τον πατέρα δηλαδή του Απόλλωνα, υποβάλλει, έστω διαθλαστικά, τη συσχέτισή του με τον ομφαλό των Δελφών και την εκεί συναφή βετυλολατρεία. Mια άλλη υπόσταση του Απόλλωνα, που επιχωριάζει στην Kρήτη κατά τους ιστορικούς χρόνους και έλκει πιθανότατα την καταγωγή της από τις μινωικές κυνηγέτιδες θεότητες, είναι αυτή του κυνηγού και δεσπότη των θηρών, με εικονογραφικές καταθέσεις σε νομισματικούς τύπους των κρητικών πόλεων Eλεύθερνας, Tυλίσου και Tάρρας. Στην τελευταία, μάλιστα, αυτή πόλη της νοτιοδυτικής Kρήτης ήθελε η αρχαία παράδοση (Παυσανίας 2, 7, 7. 10, 7, 2) να έρχεται ο Απόλλων από τους Δελφούς μετά τον φόνο του Πύθωνα, για να τον εξαγνίσει, όπως θα δούμε και παρακάτω, ο μυθικός Kρητικός ιερέας Kαρμάνωρ, στο σπίτι του οποίου έσμιξε ο θεός ερωτικά με τη μινωικής - σύμφωνα με την κρατούσα άποψη - αρχαιότητας νύμφη Ακακαλλίδα, κόρη του Mίνωα και της Πασιφάης ή της Kρήτης.

H τρίτη κατηγορία δεδομένων, αυτή των γραπτών μαρτυριών, βαίνει ομόρροπα με τη σχέση που διαπλέκει εμφαντικά ο ομηρικός ύμνος ανάμεσα στην Kνωσό και το δελφικό μαντείο, επιτείνοντας ακόμη περισσότερο τον παλαίτατο ρόλο της Kρήτης στη διάδοση της λατρείας του μαντικού Απόλλωνα. Συγκεκριμένα ο Παυσανίας (7, 2, 6) αναφέρει ότι το μαντείο της Mιλήτου υπήρχε ήδη όταν οι Iωνες εποίκισαν την περιοχή, ενώ ο Στράβων (14, 6) και άλλοι αρχαίοι συγγραφείς μάς παραδίδουν ότι η Mίλητος ιδρύθηκε από Kρήτες με επικεφαλής τον Mίλητο, γιο του Απόλλωνα από την ένωσή του με την Ακακαλλίδα - γεγονός που επιβεβαιώνουν οι συνεχιζόμενες μέχρι τις μέρες μας ανασκαφές, με το μινωικό πρόσωπο της Mιλήτου να αλλάζει στη συνέχεια σε μυκηναϊκό. Kρήτες πάλι, σύμφωνα με τον Παυσανία (7, 3, 1), θα πρέπει να ίδρυσαν και το γειτονικό μαντείο του θεού στην Kολοφώνα.

Συνοψίζοντας σχηματικά τις μινωικές καταβολές της λατρείας του Απόλλωνα και τη διάδοσή της στον αιγαιακό χώρο θα διακρίναμε τρία βασικά στάδια: α) Eισαγωγή του ηλιακού θεού από την ανατολή αρχικά στη μινωική Kρήτη, όπου και διαμόρφωση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του με το μπόλιασμα κρητικών θεολογικών στοιχείων. β) Tα αχαϊκά ελληνικά φύλα, με την εγκατάστασή τους στο νησί γύρω στα μέσα του 15ου αι. π.X., γνωρίζουν επί μινωικού εδάφους τη λατρεία του θεού, την οποία, σε ένα γενικότερο πλαίσιο συγκρητισμού καθρεφτιζόμενο ως ένα βαθμό και στις πινακίδες Γραμμικής B της Kνωσού, ενσωματώνουν και στη δική τους θρησκευτική σφαίρα, για να αναδείξουν, στη συνέχεια, τον Απόλλωνα στον ελληνικότερο όλων των θεών. γ) Mε τους Mυκηναίους της Kρήτης αρχίζει πλέον συστηματικά η εξάπλωση της απολλώνιας λατρείας στον ευρύτερο αιγαιακό χώρο. H παρουσία μυκηναϊκών ειδωλίων στα Iερά Δελφών και Δήλου, η άσκηση μυκηναϊκής λατρείας στο Iερό του Αμυκλαίου Απόλλωνα της Σπάρτης, καθώς και τα μινωικά και μυκηναϊκά αναθήματα στο Iερό του Απόλλωνα Mαλεάτα στην Eπίδαυρο, τεκμηριώνουν με σαφήνεια ένα μινωικό-μυκηναϊκό λατρευτικό παρελθόν σε πάνσεπτους τόπους λατρείας του θεού.

Έτσι, αν ο ομηρικός ύμνος Eις Απόλλωνα και οι άλλες αρχαίες γραπτές πηγές, οι μύθοι και οι παραδόσεις, δείχνουν την Kρήτη, άμμεσα ή έμμεσα, ως τόπο εξακτίνωσης της λατρείας του Απόλλωνα, δεν μπορεί παρά να απηχούν μια θρησκευτική πραγματικότητα που, όσο κι αν καλύφθηκε ή αλλοιώθηκε από την αχλύ των αιώνων, δεν μπορεί παρά να ήταν διάχυτη στη συνείδηση του κόσμου, ιδιαίτερα δε του ιερατείου.


Το κρητικό μαντικό πλαίσιο

Δεχόμενοι τώρα ως κατάληξη πανάρχαιης λατρευτικής εμπειρίας και γνώσης την πληροφορία του ομηρικού ύμνου για την επιλογή Kνωσίων ως πρώτων ιερομάντεων στους Δελφούς, αναρωτιέται κανείς εύλογα περί του κρητικού-μινωικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα βρήκε πρόσφορο έδαφος η μαντική τέχνη. H καταφατική απάντηση δίνεται και εδώ με τη συνάρθρωση μυθικών, ιστορικών και αρχαιολογικών δεδομένων.

H επιλογή Kνωσίων μάντεων εγγράφεται πράγματι σε μια ευρύτερη παράδοση, που συνάπτει τον μαντικό Απόλλωνα των Δελφών με την Kρήτη του Mίνωα. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, για τον εξαγνισμό του ο Απόλλων από το μίασμα της δρακοντοκτονίας του Πύθωνα στους Δελφούς, κατέφυγε στον Kρητικό ιερέα και περίφημο εξορκιστή Kαρμάνορα - στοιχείο ιδιαίτερα σημαντικό για την προβληματική μας, δεδομένου ότι με τη χρησμοδοσία συνδέονταν στενά εξαγνισμοί και τελετουργικοί καθαρμοί, στους οποίους οι Mινωίτες έδιναν μεγάλη σημασία, αν κρίνουμε από αρχιτεκτονικές και εικονογραφικές μαρτυρίες. Kρήτες ιερείς, φημισμένοι για την πείρα και την αποτελεσματικότητά τους σε ιεροπραξίες καθαρμού, μετακαλούνταν από το νησί στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά τους γεωμετρικούς και τους αρχαϊκούς χρόνους, με γνωστότερη την περίπτωση του ημιμυθικού μάντη, καθαρτή και θεοσοφιστή Επιμενίδη, καταγόμενου από την Kνωσό ή τη Φαιστό, ο οποίος, με προτροπή του μαντείου των Δελφών, εκλήθη επί Σόλωνος στην Αθήνα για να καθάρει την πόλη από το Kυλώνειον άγος. Eιδικότερα για τη μαντική του τέχνη σχολιάζει ο Αριστοτέλης στη Pητορική του (Γ, 17, 10) ότι αυτή δεν αφορούσε τα μέλλοντα αλλά τα άδηλα παρελθόντα. Yπήρχε μάλιστα η παράδοση -επιτατική της μαντικής του φύσης- ότι πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του βρέθηκε το σώμα του κατάστικτο από χρησμούς, εξ ου και η έκφραση «Eπιμενίδειον δέρμα», που χαρακτήριζε τα άδηλα και απόκρυφα πράγματα.

Στον κρητικό μαντικό ορίζοντα, και πάλι στην Kνωσό, μας ταξιδεύει ο μύθος που θέλει τον μάντη-θεραπευτή Πολύιδο να επαναφέρει στη ζωή τον μικρό γιο του Mίνωα, τον Γλαύκο, όταν αυτός πνίγηκε πέφτοντας μέσα σε ένα πιθάρι μέλι (Απολλόδωρος, Bιβλιοθ. III, 3, 1-2) - μύθος που απεικονίσθηκε ανάμεσα στο 470 και 450 π.X. στο εσωτερικό αττικής λευκής κύλικας (σήμερα στο Bρετανικό Mουσείο). Αν και ο Πολύιδος -το όνομά του σημαίνει, χαρακτηριστικά, αυτόν που ξέρει πολλά- φέρεται ως περιπλανώμενος Αργείος, ωστόσο ο τρόπος που μάντεψε τον τόπο όπου είχε πνιγεί ο μικρός βασιλογιός και, στη συνέχεια, η χρήση μαγικών βοτάνων («πόα») με τα οποία τον επανέφερε στη ζωή, μαθαίνοντας τη θεραπευτική τους δράση από τα φίδια της περιοχής, υποβάλλουν μινωική παράδοση, πολύ περισσότερο, αφού, όπως παρατήρησε ο I. Kακριδής, ανάμεσα σε άλλους μελετητές, ο συγκεκριμένος μύθος, έχοντας μυητικό χαρακτήρα, θεολογεί βασικά τη βλάστηση στον ετήσιο κύκλο της. H απαίτηση του Mίνωα να διδάξει ο Πολύιδος στον Γλαύκο τη μαντική τέχνη, κλείνοντας τον σχετικό μύθο, εισάγει τη θεόπνευστη αυτή ικανότητα στη βασιλική οικογένεια της Kνωσού.

Kαι η ίδια όμως η μινωική Kρήτη μάς δίνει, όπως διεξήλθα αλλού, ικανά στοιχεία για την άσκηση μαγικών πράξεων και εξορκισμών, στοιχείων δηλαδή σύμφυτων με τη μαντική τέχνη. H φήμη των μινωικών εξορκισμών είχε μάλιστα ξεπεράσει, κατά τη μινωική εποχή, ακόμη και τα αιγαιακά γεωγραφικά όρια, για να φθάσει μέχρι τη φαραωνική Αίγυπτο, όπως πιστοποιεί ένας πάπυρος από τα χρόνια της βασιλείας του Αμένοφη III ή του Tουταγχαμών (14ος αι. π.X.), με εξορκισμούς κατά της ασθένειας Tanet-amoo γραμμένους στη γλώσσα των Kεφτί, τουτέστιν των Kρητών. Mαγικά-θεραπευτικά βότανα των Kεφτί αναφέρονται, εξάλλου, και σε έναν ακόμη παλαιότερο αιγυπτιακό ιερατικό πάπυρο (αρχές 16ου αι. π.X.), γεγονός που κάνει εύλογη την υπόθεση ότι αυτά μπορεί και να ταξίδευαν στην Αίγυπτο μαζί με τους συναφείς μινωικούς εξορκισμούς.

H μαγική-μαντική γραμμή ανάμεσα στην Kρήτη και στην Αίγυπτο έμεινε ανοιχτή για πολλούς αιώνες. Γύρω στα τέλη του 4ου-αρχές του 3ου αι. π.X., ένας Kρητικός ονειροκρίτης ασκούσε ευδόκιμα την τέχνη του στη Mέμφιδα, συγκεκριμένα κοντά στο Σαράπειο της εκεί νεκρόπολης, όπου λατρευόταν ο Όσιρις-Απις (=Σάραπις), θεός με μαντικές, εκτός των άλλων, και θεραπευτικές ιδιότητες. Tο όνομα του Kρητικού εκείνου ονειρομάντη έμεινε στην αφάνεια. Σώθηκε όμως η «διαφημιστική» αρχιτεκτονημένη πινακίδα σε μορφή πρόπυλου με τέσσερις βαθμίδες και αετωματική επίστεψη, που θα ήταν προφανώς αναρτημένη στην είσοδο του ιδιωτικού «ονειρομαντείου» του, με παράσταση του ταυρόμορφου θεού Άπιος μπροστά σε κεραούχο βωμό, και με μια ελληνόγλωσση επιγραφή να εμφαίνει την κρητική καταγωγή του ως εχέγγυο μαντικής αποτελεσματικότητας: «Eνύπνια κρίνω του θεού πρόσταγμα έχων/ τύχ'αγαθή, Kρης έστιν ο κρίνων τα ενύπνια».


XPHΣTOΣ MΠOYΛΩTHΣ
Αρχαιολόγος στο KEΑ της Ακαδημίας Αθηνών 

Eπιλογή βιβλιογραφίας

M.H. Swindler, «Cretan Elements in the Colts and Ritoal of apollo» (1913).
R. F. Willetts, «Cretan Colts and Festivals» (1962), 256-271.
E. Simon, «Die Gtter der Griechen» (1985)3, σ. 118-146.
M. Grard-Roosseao, «Les mentions religieoses dans les tablettes mycniennes» (1968).
X. Mπουλώτης, «Στοιχεία μαγείας στην μινωική Kρήτη», Αρχαιολογία 20, 1986, σ. 8-15.

πηγή: ekivolos

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ, Η ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ ΒΑΚΧΗ

$
0
0
  Η Κασσάνδρα αγκαλιάζει το ξόανο της Αθηνάς 
          αναζητώντας  προστασία. Ρωμαϊκή 
     τοιχογραφία από το atrium της Οικίας του 
            Μενάνδρου στην Πομπηία.


Της ΑΝΑ IRIARTE
Καθηγήτρια Αρχαίας Ιστορίας, Πανεπιστήμιο της Χώρας των Βάσκων


Εκεί που το κακό παραμονεύει είναι σοφό το πέπλο να σηκώσεις; Αφέντρα μόνη της ζωής η πλάνη Και του θανάτου είναι η γνώση. Την πικρή σου θέα πάρε, κρύψε την αιματηρή της λάμψη! Φρίκη, της δικής σου αλήθειας το θνητό δοχείο να 'μαι.1



ΦΕΡΕΦΩΝΟ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΧΩΡΙΣ Νομιμοποίηση από τον ίδιο, η προφήτισσα Κασσάνδρα, που λέει και δεν τολμά να πει την αλήθεια, που μάταια αντιπαλεύει τον εαυτό της για να μιλήσει σωστά, είναι ένα από τα πιο επιτυχημένα δημιουργήματα της αττικής τραγωδίας.2

Κάποιοι ερευνητές πιστεύουν ότι το μυστικό της ακαταμάχητης έλξης που η ηρωίδα μας ασκεί ως τις μέρες μας είναι γραμμένο μέσα στο ίδιο της το όνομα. Έτσι, το όνομα Κασσάνδρα ερμηνεύτηκε ως «εκείνη που λάμπει ανάμεσα στους άνδρες», ανακαλώντας τα έντονα πάθη που η κόρη του Πριάμου ενέπνευσε στον κόσμο των ανδρών - και, συγκεκριμένα, στον δύστυχο Οθρυονέα, τον πρώτο της υποψήφιο μνηστήρα, στον πορθητή της Τροίας Αγαμέμνονα και, πάνω απ'όλα, στον μάντη Απόλλωνα. Ωστόσο, το στοιχείο κασ- παραμένει προβληματικό. Οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι παραπέμπει στην ιδέα «της καλλονής, της λάμψης», ενώ έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι είναι ιλλυρικό ισοδύναμο του αλεξ-. Στη δεύτερη περίπτωση, το όνομα Κασσάνδρα θα δήλωνε «αυτήν που απομακρύνει τους άνδρες», ανακαλώντας αυτή τη φορά στο νου τις ολέθριες επαφές με το αντίθετο φύλο που σημαδεύουν τη βιογραφία της πριγκίπισσάς μας. Συγχρόνως, το όνομά της θα εμπεριείχε και τη δική της, ιδιαίτερη συνθήκη ως προφήτισσας αν, όπως προτείνει ο Rob­ert Graves, μεταφραζόταν ως «εκείνη που μπερδεύει τους άνδρες».3


Το διορατικό παραλήρημα


Αλιά μου η δόλια κι η μαύρη μου μοίρα! / Και τη δική μου συμφορά μοιρολογάω· /Πού μ'έφερες εδώ τη δύστυχη; /Για να θανατωθώ μαζί σου. Τι άλλο; (1136-1139)4

Στέκοντας αντίκρυ στις θύρες του ανακτόρου του Αγαμέμνονα, η τρωάδα πριγκίπισσα Κασσάνδρα προλέγει τον ίδιο της το θάνατο, επιρρίπτοντας την ευθύνη γι'αυτόν στον Απόλλωνα. Αλλά τα λόγια της γυναίκας που βλέπει τα αόρατα μόνο δυσπιστία εμπνέουν στον Χορό των γερόντων πολιτών που μάταια προσπαθεί να ρίξει μια γέφυρα αληθινής επικοινωνίας μαζί της (1140-1142):

Αλλοπαρμένη [φρενομανής] και θεοκρουσμένη [θεοφόρητος] θα 'σαι- / παράξενα μοιρολογάς τον εαυτό σου [θροείς νόμον άνομον] / σαν την ξανθήν αηδόνα.

Λόγια που αποκαλύπτουν τα περασμένα κρίματα κι εκείνα που τώρα βαδίζουν προς τον οίκο των Ατρειδών, το τραγούδι της Κασσάνδρας είναι αναμφίβολα ελάχιστα μαγευτικό.5

Ο Αίαντας αποσπά με τη βία την Κασσάνδρα από το Παλλάδιο. 
Ερυθρόμορφη κύλικα. Ζωγράφος του Κόδρου, π. 440-430 π.Χ. 
Μουσείο Λούβρου, Παρίσι.


Αν όμως λάβουμε υπόψη τη νομική διάσταση του όρου νόμος, διαπιστώνουμε ότι το λογοπαίγνιο που διατυπώνει ο Αισχύλος αποδίδει με τρόπο απαράμιλλο τη θέση, νόμιμη και άνομη συνάμα, του λόγου της Κασσάνδρας: απολλώνιος λόγος, τον οποίο ο ίδιος ο Απόλλωνας αρνείται να εγγυηθεί.

Αυτό το ξεχωριστό καθεστώς της προφητικής φωνής απορρέει από τη σχέση αποπλάνησης και άρνησης που η Κασσάνδρα εδραιώνει με τον Απόλλωνα. Γιατί αν ο θεός δέχτηκε να χαρίσει σε τούτη την κόρη του Πριάμου τη δύναμη να μεταδίδει τη θεϊκή του σκέψη, ήταν επειδή εκείνη του είχε προηγουμένως υποσχεθεί πως θα γινόταν δική του. Όμως, άπαξ και απόκτησε αυτή τη δύναμη, η Κασσάνδρα αποφάσισε να παραμείνει παρθένα (1208-1212).

Ο λόγος της Κασσάνδρας, αφού εκείνη απέκτησε το χάρισμα της προφητείας με το τέχνασμα της ψευτιάς, δεν πρέπει να ξανακουστεί ποτέ πια. Ταπεινωμένος, ο Απόλλωνας παίρνει εκδίκηση στερώντας την προφήτισσά του από τη δύναμη της πειθούς, περίβλημα τόσο απαραίτητο στη διατύπωση της Αλήθειας ώστε δίχως αυτό, γυμνή, παύει να είναι αναγνωρίσιμη (1244· πρβλ. 1241). Από εδώ και στο εξής, η Κασσάνδρα δεν θα πείθει κανέναν, χωρίς όμως και να μπορεί να αποφύγει τις κρίσεις του μαντικού παραληρήματος που τη δονούν σύγκορμη. Όπως η Πυθία πάνω στον τρίποδά της, η Κασσάνδρα γίνεται ένθεος (1209), αιχμάλωτη της εμπνευσμένης τέχνης που, απροειδοποίητα, την κατέχει (1214-1216):

Ωλελέ μου συμφορές!/Πάλι με δονεί και με ταράζει με προμήνυμα / της προφητείας ο απαίσιος πόνος [δεινός ορθομαντείας πόνος].

            Το παράπονο που εδώ χρησιμεύει ως πρόλογος σε μια προφητεία, καταγγέλλει τον οδυνηρό χαρακτήρα μιας δοκιμασίας, γιατί έτσι βιώνει η Κασσάνδρα την κάθε κρίση ενθουσιασμού, την κάθε φορά που ο θεός έρχεται σε επαφή μαζί της για να δημιουργήσει έναν προφητικό λόγο. Από αυτή την άποψη, αξίζει να αναλογιστούμε την πολυσημία του όρου που επέλεξε ο Αισχύλος για να χαρακτηρίσει την προφητική της δραστηριότητα. Γιατί αν, στην κλασική εποχή, ο πόνος αποδίδει «την επώδυνη και αξιέπαινη δραστηριότητα», σημαίνει επίσης «την υποτιμημένη δοκιμασία» -κάτι που για την προφήτισσα ισοδυναμεί με το γεγονός ότι δεν γίνεται πιστευτή- αλλά και «τους πόνους της γέννας».Η Κασσάνδρα ούρλιαζε πάνω στα τείχη, στα νύχια του φριχτού έργου να γεννήσει το μέλλον.

Σε τούτη την εικόνα από τις Φωτιές, η ποιητική αισθαντικότητα της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ7 αποδίδει θαυμάσια τη βίαιη αναλογία που οι αρχαίοι Έλληνες εγκαθίδρυαν ανάμεσα στην Κασσάνδρα την ώρα της μαντικής της λειτουργίας και σε μια γυναίκα που υποφέρει από τις ωδίνες του τοκετού. Αναλογία που εξηγείται από το γεγονός ότι ο λόγος που γεννάει η προφήτισσα είναι ο καρπός της κατοχής της από το θεό. Παράλληλα, όμως, ανταποκρίνεται στο γεγονός ότι, γι'αυτήν τη μυστική ένωση ανάμεσα στο θεό και την τρωάδα πριγκίπισσα, οι όροι έχουν τεθεί από την πρώτη τους συνάντηση, μια συνάντηση που εκτυλίχθηκε με πρόσημο τον ερωτισμό: λες και κάθε κρίση ενθουσιασμού ανακαλούσε το πάθος που ένιωσε ο Απόλλωνας για κείνην, η Κασσάνδρα αναπαράγει χωρίς τελειωμό την αρχική της άρνηση, αποποιείται τον προφητικό ρόλο που είχε κάποτε επιζητήσει και που τον νιώθει τώρα πια σαν υποχρέωση οδυνηρή άπαξ και ο προφητικός της λόγος είναι καταδικασμένος να είναι μάταιος.

Η Κασσάνδρα βιάζεται, στην κυριολεξία, από τα οράματα μέσα από τα οποία ο θεός την υποχρεώνει να ατενίζει, λες και πρόκειται για «όνειρα» (1218), όχι μόνο τα μελλούμενα και τα περασμένα, αλλά και τα γεγονότα που ξετυλίγονται σε ένα πα­ρόν που για όλους τους άλλους θνητούς παραμένει σκοτεινό. Έτσι, οι κλειστές θύρες του ανακτόρου δεν εμποδίζουν την Κασσάνδρα να δει με τα ίδια της τα μάτια το έγκλημα που διαπράττει η βασί­λισσα, την ώρα που ο λαός πιστεύει πως υποδέχεται τον άντρα της σαν σύζυγος αφοσιωμένη (1125-1129):

Ώχου μου, να! Μακριά τον ταύρο / απ’ τη δαμάλα! Με δόλο μες στα πέπλα / τον τυλίγει τον ταύρο με τα κέρατα τα μαύρα / και τον χτυπά· πέφτει στην ξέχειλη λεκάνη· / για το λουτήρα σου μιλώ το δολοφόνο.

Ο ρόλος της Κασσάνδρας είναι να μεταφράσει μια πρόσληψη καθαρά οπτική σε μια ομιλούμενη γλώσσα που αναγνωρίζεται, συγκεκριμένα, ως αινιγματική (1113 και 1183).


Προφήτες και φύλο στην τραγωδία


                Louise Bourgeois, «Μάτια», 1982.


Θα έχουμε σε λίγο την ευκαιρία να υπογραμμίσουμε τη στενή σχέση που συνδέει τον «σιβυλλικό λόγο» της Κασσάνδρας, που μόλις παρουσιάσαμε, με τον κυματιστό τρόπο έκφρασης που οι τραγικοί ποιητές αποδίδουν - όχι κατ'αποκλειστικότητα, βέβαια, αλλά κατά προτίμηση - στις γυναίκες. Ωστόσο, για να περιοριστούμε προς το παρόν στον τομέα της μαντικής, θα επισημάνουμε ότι σε αυτόν τον τρόπο έκφρασης που, προκειμένου να γίνει κατανοητός, απαιτεί το συλλογισμό, την ερμηνεία εκ μέρους του ακροατή, αντιτίθεται ο λογικός λόγος που διατυπώνουν οι άρρενες μάντεις της τραγωδίας έχοντας αποκτήσει πρόσβαση στη θεϊκή γνώση με τις δικές τους διανοητικές εφεδρείες.

Έτσι, λοιπόν, στους Επτά επί Θήβας, ο Αμφιάραος, μάντης και πολεμιστής, διατυπώνει το χρησμό του με αυτοκυριαρχία τέτοια, που θα τη ζήλευε κι ο πιο στοχαστικός απ'τους ανθρώπους. Άλλωστε, ο Αμφιάραος αναγνωρίζεται απερίφραστα ως σοφός, δίκαιος και προφήτης (610) ενώ, στο ξεκίνημα του έργου, ο Τειρεσίας σκιαγραφείται με τα εξής λόγια:8


καθώς ο πουλολόγος μάντης λέει, / που ξάστερα στ'αυτιά του και στα φρένα / τους κρύφιους των πουλιών χρησμούς ξεκρίνει/με τέχνη αλάθευτη, χωρίς τη φλόγα θυσίας·


Ο Τειρεσίας στοχάζεται τα σημάδια των πουλιών που ακούει. Η τύφλωση αυτού του διερμηνέα - σημάδι, με τη σειρά του, της βαθιάς σοφίας του- τον απομακρύνει από τον κίνδυνο της εξαπάτησης, κίνδυνο εγγενή στα οράματα που η θέα τους αναστατώνει την Κασσάνδρα. Όπως ακριβώς και ο Αμφιάραος, ο Τειρεσίας δείχνει ότι κατέχει ένα λόγο που η ορθότητά του ισοδυναμεί με τη βαθιά κατανόηση των γεγονότων τα οποία ανακοινώνει. Με άλλα λόγια, στο αττικό θέατρο, η διαύγεια διέπει τόσο τις αποκαλύψεις αυτών των προφητών, όσο και εκείνες του δίδυμου αδελφού της προφήτισσάς μας, του βάρβαρου μάντη Έλενου, που «μιλάει καθαρά» (λέγει σαφώς).9

Ο λόγος των αρρένων μάντεων της τραγωδίας δεν μπορεί να εξομοιωθεί με τα αινίγματα, τον μεταφορικό λόγο στον οποίο εκφράζεται η Κασσάνδρα.10 Ένα λόγο που απορρέει από την αμεσότητα με την οποία περιγράφει εικόνες τις οποίες προσλαμβάνει εκείνη ακριβώς τη στιγμή χωρίς απαραίτητα να αντιλαμβάνεται και το νόημά τους. Ένας λόγος, τέλος, που μπερδεύεται με τραγούδι των πουλιών - αυτούς τους κήρυκες των θεών στους οποίους οι άρρενες προφήτες στηρίζουν την ερμηνεία τους (1315-1316· πρβλ. 1144 και 1445):

Ω ξένοι μου, / Δε σέρνω μοιρολόγι φόβου σαν το πουλί στα θάμνα

Εκπέμποντας αινίγματα και σήματα,11 ο λόγος της Κασσάνδρας χρήζει ερμηνείας, αν είναι το νόημά του να γίνει φανερό. Βέβαια, αν ο λόγος αυτός παραβληθεί με τους χρησμούς εν γένει, αυτή του η αδιαφάνεια βρίσκει εξήγηση απλή: ο ίδιος ο Χορός στον Αγαμέμνονα υπενθυμίζει ότι ανάμεσα στον κόσμο των θεών και των ανθρώπων η επικοινωνία εμφανίζει δυσκολίες (1255). Ωστόσο, όσο αδιαφιλονίκητη κι αν είναι αυτή η άποψη, δεν θα μας αποτρέψει από το να επισημάνουμε τον παραλληλισμό που το αισχύλειο έργο καθιερώνει ανάμεσα στη γλώσσα «αυτής που βλέπει» και έναν τρόπο έκφρασης που, σε επίπεδο γένους, χαρακτηρίζεται «γυναικείος» - τη φωνή/το τραγούδι «που ξεστόμισε γυναίκα»: γυναικογύρητοςλέει ο στίχος 487.

Όλα τούτα καταδεικνύουν πόσο μεστή νοήματος είναι η συγχώνευση των δύο γυναικείων μορφών στον Αγαμέμνονα, της Κασσάνδρας και της βασίλισσας Κλυταιμνήστρας, της οποίας ο τρόπος έκφρασης -που επίσης χαρακτηρίζεται μάταιος και βρίσκεται στον αντίποδα του στοχαστικού- ανυψώνεται σε σύμβολο του γυναικείου λόγου. Επιπλέον, αυτές οι δύο γυναικείες φωνές συσχετίζονται και με τις σημαίνουσες εικόνες, παραμένοντας στενά συνδεδεμένες με την οπτική πρόσληψη που τις εμπνέει. Αν, όπως ήδη παρατηρήσαμε, οι προφητείες της Κασσάνδρας στηρίζονται κατ'ουσία στην περιγραφή εικόνων που βλέπει σαν σε όνειρο, η Κλυταιμνήστρα ευχαρίστως αφήνεται να καθοδηγηθεί από «μαντατοφόρες φλόγες» που αβασάνιστα συγχέονται με «το τερπνό φως του ονείρου» (491)· Το αποτέλεσμα είναι ότι, για να μπορέσουν να γίνουν κατανοητές, χρειάζονται κι οι δυο τους «μεταφραστή καλό»·12

Παίρνοντας τη μορφή λέξεων που συμπλέκονται για να καταλήξουν σε μια λεκτική εικονοποιΐα, σαν νήματα που σφιχταγκαλιάζονται για να ζωγραφίσουν σχέδια υφασμένα, ο κρυπτικός λόγος της Κλυταιμνήστρας και της Κασσάνδρας αναδύεται ως βασικό χαρακτηριστικό της γυναικείας εικόνας που φιλοτεχνούν οι αρχαίοι Έλληνες·13 Την ώρα που αυτή η παράδοση επιφυλάσσει στον πιο καθαρό λόγο - αυτόν που διαψεύδει τον «άφωνο λόγο», ό, τι δηλαδή τα οράματα περιορίζονται απλώς να «σημάνουν» (495-500, 420-425, κ.ά.)- μια ασφαλή θέση στις συνομιλίες που λαμβάνουν χώρα μεταξύ ανδρών.

Η θέση της Κασσάνδρας, λοιπόν, μεσάζουσα ανάμεσα στη θεότητα και τους θνητούς, δεν καταφέρνει ούτε κατά διάνοια να απαλείψει τα χαρακτηριστικά που την κρατούν δεμένη στη συνθήκη της θυγατέρας του Πριάμου και της γυναίκας του Αγαμέμνονα.14 Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τραγική έννοια της θηλυκότητας αναφέρεται συχνά-πυκνά όντας ταυτόχρονα ιδιαίτερα επισφαλής, στο μέτρο που εμφανίζει την τάση να αποστασιοποιείται από το αντίθετό της, το αρσενικό, αλλά και να θολώνει τους αυστηρούς διαχωρισμούς μαζί του.15 Η τραγική σκηνή, λόγου χάρη, είναι ένας σπάνιος δημόσιος χώρος, και μάλιστα πολιτικός, όπου το γυναικείο στοιχείο παίρνει το λόγο με πλήρη άνεση, γεγονός που απομακρύνει τις ηρωίδες -τις οποίες άλλωστε υποδύονται άνδρες ηθοποιοί­ από το χαρακτηριστικό ελληνικό ιδεώδες της γυναίκας ως υπάρξεως σιωπηλής.16 Αν και πολλά συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως το γεγονός ότι «η σκηνή της Κασσάνδρας εισάγει την αναπάντεχη καινοτομία του θρήνου της αηδόνας με αντρική φωνή» (1144),17 αποδεικνύουν ότι τα αποτελέσματα της τραγικής ανατροπής δεν αφορούν κατ'αποκλειστικότητα τη σφαίρα των γυναικών.

Όσον αφορά τη σύνθετη μορφή της Κασσάνδρας, θα παρατηρήσουμε ότι άπαξ και η κρίση του ενθουσιασμού καταλαγιάσει, η προφήτισσα αξιοποιεί τον λόγον (1248) προκειμένου να αποκαλύψει το μέλλον και ανακοινώνει με νηφαλιότητα (1179-1183):

Ο χρησμός τώρα πια δε θα κρύβεται /καθώς η νύφη κρύβεται στα πέπλα [...] /Χωρίς αινίγματα θα σε φωτίσω τώρα.


Έχοντας κουρνιάσει πάνω σε ένα άρμα και παίρνοντας το λόγο μπροστά στο κοινό του θεάτρου που στην πλειονότητά του απαρτίζεται από πολίτες, η ίδια η εικόνα της Κασσάνδρας δεν παύει να αντανακλά -όπως και πολλές άλλες σκηνές στην τραγωδία- την υψωμένη θέση του ρήτορα στο μέσον της βουλής, χώρου υπαίθριου όπου οι πολίτες προσαρμόζονταν,  όπως ακριβώς και στο θέατρο, στο σχήμα ενός ημικύκλιου. Όπως και να 'χει, ο Χορός, απαυδισμένος από τα αινίγματα, απαιτεί από την προφήτισσα το είδος του διάφανου λόγου που προσι­διάζει στο ιδεώδες του ρήτορα. Ωστόσο, η έλλειψη επικοινωνίας που εγκαθίσταται αρχικά ανάμεσα στην Κασσάνδρα και τους άνδρες του Χορού, αντιπροσώπους του σώματος των πολιτών, εκφράζει τόσο τη δυσκολία που έχουν οι θνητοί να επικοινωνήσουν με το επέκεινα όσο και εκείνη που έχουν οι γυναίκες να εισακουστούν στον δημόσιο χώρο· χώρο, στο περιθώριο του οποίου τοποθετούνταν με περισσή φροντίδα οι αρχαίες Ελληνίδες την ιστορική στιγμή που η δημοκρατία θριάμβευε ως πολιτικό σύστημα - τη χρυσή εποχή του αττικού θεάτρου.


Ο ύμνος της εκδίκησης

Στην Ορέστεια, τριλογία που φέρνει αντιμέτωπους το νόμο της βεντέτας που υπερασπίζονται οι Ερινύες και το νέο νόμο της πόλεως που ενσαρκώνει ο ολύμπιος Απόλλων, η Κασσάνδρα παρουσιάζεται εμφατικά και μετ'επιτάσεως ως το φερέφωνό του. Όμως, ο νόμος άνομος «αυτής που βλέπει», αυτό το τραγούδι που χωρίς να είναι εγκεκριμένο από τον λυρικό Απόλλωνα διηγείται τα περασμένα κρίματα, μοιάζει υπερβολικά με το «τραγούδι χωρίς λύρα» {Ευμενίδες, 954) που, μέσα στην ίδια τριλογία, αποδίδεται στις καταχθόνιες εχθρές του ουράνιου Απόλλωνα: τις Ερινύες, αυτές τις συμμάχους της Δίκης,18 «μνήμη γεμάτες»19 και φορείς μιας προφητικής γνώσης που αφορά τις απαρχές της γενιάς.20

Με άλλα λόγια, στον Αισχύλο η προφήτισσα επικαλείται τον Απόλλωνα με λυγμούς, σε τόνο πολύ πιο κοντινό στον χθόνιο θρήνο παρά στο θεό που «το θρήνο δεν ανέχεται» (1072-1079), αν και αυτή η θεότητα της λύρας δίνει χρησμούς γεμάτους τρόμο (1130-1135). Στην πραγματικότητα, μέσα από την Κασσάνδρα αποκαλύπτεται μια απροσδόκητη συνενοχή ανάμεσα στους Ολύμπιους και τις σκοτεινές καταχθόνιες δυνάμεις, αφού η απολλώνια γνώση θα επιτρέψει σε αυτήν την προφήτισσα να ανασύρει από τη λήθη την πρωταρχή της ύβρεως στον οίκο των Ατρειδών (1090­1092 και 1095-1096), φέρνοντας έτσι σε πέρας μια λειτουργία, την υπενθύμιση του αρχικού κρίματος (1192), που ανήκει κανονικά στις Ερινύες. Άλλωστε, η ει­κόνα της σκύλας, που ψάχνει «τ'αχνάρια των αρχαίων δεινών με την οσμή», αντιστοιχεί τόσο στην Κασσάνδρα όσο και σε εκείνες.21 Διαπιστώνουμε, μάλιστα, ότι η προφήτισσα του Απόλλωνα ταυτίζεται με το νόμο της αιώνιας επανόρθωσης του αρχικού κρίματος, όπως τον ενσαρκώνουν οι Ερινύες,22 την ώρα που διακηρύσσει (1337-1340):

[Ο Αγαμέμνονας] θα πρέπει τώρα να πληρώσει το αίμα που χύθηκε πριν / κι αν άλλους νεκρούς θα πληρώσει πεθαίνοντας/κι αν άλλων θανάτων το χρέος πίσω του σέρνει.

Στον πυρήνα του προσώπου της Κασσάνδρας συμπίπτουν οι λειτουργίες της επαναφοράς στη μνήμη που ανήκουν άλλοτε στις ουράνιες θεότητες κι άλλοτε στις θεότητες του Κάτω Κόσμου. Μια τέτοια σύμπτωση δεν πέρασε απαρατήρητη από έναν προσεκτικό αναγνώστη του Αισχύλου, από τον Ευριπίδη: στις Τρωάδες,23 η προφήτισσά μας θα αναγνωριστεί ρητά ως Ερινύα, στο μέτρο που ενσπείρει τη διχόνοια στην οικογένεια των Ατρειδών.

Παράλληλα, στο πλαίσιο της πρόδηλης διακειμενικότητας που εντοπίζεται ανάμεσα στην Ορέστεια και τις Τρωάδες, ο Ευριπίδης δεν παραλείπει να επισημάνει τα διονυσιακά χαρακτηριστικά μιας απολλώνιας προφήτισσας για την οποία ο Αισχύλος, προκειμένου να περιγράψει το φέρσιμό της, ανατρέχει στον όρο μανία. Η έκσταση της «παρθένας του Φοίβου» στις Τρωάδες είναι πράγματι καθαρό «βακχικό παραλήρημα». Αντίστοιχα, στην ίδια τραγωδία, η φωνή της Κασσάνδρας περιγράφεται με έναν συγκεκριμένο όρο, το μέλπος, που υπαινίσσεται το συνοδευτικό τραγούδι του κατεξοχήν χορού της διονυσιακής λατρείας. Η ευριπίδεια Κασσάνδρα, σείοντας σε κατάσταση έκστασης τα μακριά της, χυμένα μαλλιά, είναι μια γνήσια βάκχη, στεφανωμένη με την απολλώνια δάφνη.

Στον κόσμο της τραγωδίας, η προφήτισσα την οποία εμπνέει ο Απόλλων -θεός της ταυτότητας - αναπαράγει με υπερβολική πιστότητα τους τρόπους μιας αφοσιωμένης στον Διόνυσο - θεό της ετερότητας. Με άλλα λόγια, απολλώνιο και διονυσιακό στοιχείο «αναμειγνύονται σταθερά στο πρόσωπο της Κασσάνδρας».24 Η προφήτισσα ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο πόλους, τους οποίους η ανάγνωση του πλατωνικού Φαίδρου αλλά και της Γέννησης της τραγωδίας του Νίτσε μάς έμαθαν να βλέπουμε ως διαμετρικά αντίθετους.25 Και όμως, σε αυτήν ακριβώς την αιώρηση ανάμεσα στη σιωπή και το λόγο, το παραλήρημα και τη γνώση, το θήλυ και το άρρεν, την ολύμπια και τη χθόνια μνήμη, την απολλώνια έκσταση και το διονυσιασμό, η Κασσάνδρα αποκαλύπτει την αλήθεια της, αποκαλύπτεται ως ζωντανή ενσάρκωση της ίδιας της τραγωδίας.



Σε διονυσιακή γιορτή Μαινάδες πλαισιώνουν το είδωλο του 
θεού. Αττική ερυθρόμορφη στάμνος, π. 420 π.Χ. Ζωγράφος 
του Δίμου. Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Νάπολη


 Μετάφραση από τα γαλλικά: Αγγελική Ροβάτσου



Σημειώσεις

1. Από την «Μπαλάντα της Κασσάνδρας» του Friedrich Schiller σε μετάφραση Πελαγίας Τσινάρη.
2. Με χρονολογική σειρά, έχω αφιερώσει σε αυτή τη μορφή τις εξής μελέτες: «Cassandre dans la tradition litteraire», αδημ. διπλωματική εργασία (Diplome EHESS), Παρίσι 1980·Parole enigmatiqueparole feminineA propos du langage figure et de quelques figures de l'enigme dans la tradition grecque, ANRT Πανεπιστήμιο Λίλλης ΙΙΙ, 1986, ISSN:0294-1767· Las redes del enigma. Voces femeninas en el pensamiento griego, Μαδρίτη 1990· «Le chant interdit de la clairvoyance», στο M. Goudot (επιμ.), Cassandre, Παρίσι, 1999, σ. 42-64· «Descifrando enigmas con N. Loraux», Itaca 22 (2006), σ. 41-56.
3. Οι ετυμολογικές ερμηνείες αυτού του ονόματος συγκεντρώθηκαν κυρίως από τον P. Chantraine (Dictionnaire etymologique de la languegrecque, Klincksieck, Παρίσι 1983,τόμΑ',λ. «Kassandra») και από τον JDavreux, στην εξαντλητική του μελέτη για τη μορφή της Κασσάνδρας στη φιλολογική και την εικονογραφική παράδοση (La legende de la prophetesse CassandreΛιέγη 1942, σ. 90-92). Βλ. και RGravesThe Greek Myths1955, λ. «Kassandra».
4. Σε όλο το άρθρο, στίχοι χωρίς άλλη ένδειξη παραπέμπουν στην τραγωδία του Αισχύλου Αγαμέμνων, μτφρ. Κ.Χ. Μύρης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988.
5. Αυτή την έννοια αποδίδει ο γάλλος εκδότης του Αγαμέμνονα PMazon (Les Belles Lettres, Παρίσι 1925) στον όρο άνομος. Πρβλ. EFraenkelAeschylusAgamemnon,Οξφόρδη 1950, σ. 520.
6. Nicole LorauxΟι εμπειρίες του Τειρεσία. Το θηλυκό στοιχείο και ο άντρας στην αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Δ. Βαλάκα / Ε. Κελπερή, Πατάκης, Αθήνα [1989] 2002, σ. 78 κε.
7. Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, Φωτιές, μτφρ. Ι. Χατζηνικολή, Χατζηνικολή, Αθήνα 1981, σ. 63.
8. Αισχύλος, Επτά επί Θήβας, 24-26, μτφρ. Τάσος Ρούσσος, Κάκτος, Αθήνα 1992.
9. Ευριπίδης, Φοίνισσες, 1590 και Βάκχες, 368-369, για τη διαύγεια των λόγων του Τειρεσία· Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, 1338, για τα λόγια του Έλενου. Την άποψη αυτή περί της διαφοροποίησης ανάμεσα σε
προφήτες και προφήτισσες βάσει του φύλου, την οποία εδραιώνουν οι τραγικοί ποιητές, αμφισβήτησε έντονα ο Marcel Detienne, στη διάρκεια της υποστήριξης της διατριβής μου, στο όνομα ενός ομηρικού παραδείγματος: το όραμα του προφήτη Θεοκλύμενου (Οδ. υ 351-357).
10. Για μια πιο εκτεταμένη πραγμάτευση του «μεταφορικού λόγου» που αποδίδεται τόσο σε «αυτήν που βλέπει» όσο και στην Πυθία, βλ. Ana IriarteLas redes del enigmaεκδ.Tauras Humanidades. Στο αρχικό τους στάδιο, αυτές οι σκέψεις για την οπτική διάσταση του προφητικού λόγου πλέχτηκαν παράλληλα με εκείνες που ο φιλόσοφος Santiago Echandi αφιέρωνε στο μύθο της Ηχώς και του Νάρκισσου: «Duplices cigarras de Platon», Salastano 1 (1986), σ. 39-51.
11. Επιπλέον, το ρήμα φράζειν δηλώνει το λόγο-σήμα αυτής της γυναίκας-πουλιού (1109): η Αδριανή Δημακοπούλου, γενναιόδωρα, μου είχε επιστήσει την προσοχή στο ρήμα αυτό σε ένα καφενεδάκι του Καρτιέ Λατέν, είκοσι χρόνια προτού η ίδια δημοσιεύσει το άρθρο «Phrazeinle dire du messager», Cahiers de Litterature orale 52 (2002), σ. 89-113.
12. Αισχύλος, Αγαμέμνων, 661 (για την Κλυταιμνήστρα) και 1062 (για την Κασσάνδρα).
13. Στο επίκεντρο της διατριβής μου Parole enigmatiqueparole feminine... βρίσκονταν οι συνάφειες ανάμεσα στον στρεβλό, αινιγματικό λόγο των γυναικείων μορφών (της Κασσάνδρας αλλά και της Πυθίας, της Σφίγγας...) και την κατεξοχήν γυναικεία δραστηριότητα της υφαντικής (στο Las redes del enigma, ό.π., ειδικά στις σ. 115 κ.ε.). Αργότερα, το θέμα της διαπλοκής ανάμεσα στην υφαντική και σε έναν τύπο γυναικείας ομιλίας μελετήθηκε και από την Ιωάννα Παπαδοπούλου-BelmehdiLe chant de PenelopeBelin, Παρίσι 1994· και από τους JScheid / JSvenbroLe metier de ZeusLa Decouverte, Παρίσι 1994. Η εξομοίωση που πρότεινε ο Αισχύλος ανάμεσα στην αράχνη και την Κλυταιμνήστρα, μακάβρια υφάντρα, επισημάνθηκε και από την A.-FLaurens, «Dr6le de trame», στο Silence et fureurMusee Calvet, Παρίσι 1996, σ. 274-287.
14. Γι'αυτή τη γυναικεία συνθήκη, βλ. Iriarte, «Le chant interdit...», ό.π., σ. 47-63.
15. Η Nicole Loraux (Βίαιοι θάνατοι γυναικών στην τραγωδία, μτφρ. Α. Ροβάτσου, Αλεξάνδρεια, Αθήνα [1985] 1995) παρουσίασε το εξαιρετικά οργανωμένο και επεξεργασμένο παιγνίδισμα της τραγωδίας ανάμεσα σε αξίες αρρενωπές και γνωρίσματα γυναικεία. Από την
άφθονη βιβλιογραφία που ενέπνευσε τα τελευταία χρόνια αυτή η προβληματική, θα σημειώσουμε τις εύγλωττες μελέτες της F.IZeitlin, που πρόσφατα συγκεντρώθηκαν υπό τον τίτλο Playing the OtherGender and Society in Classical Greek LiteratureUniversity of Chicago Press, Σικάγο 1996.
16. Για τη διάσημη επωδό «στολίδι στις γυναίκες είναι η σιωπή» βλ., για παράδειγμα, Σοφοκλής, Αίας, 293.
17. Ch. Segal, «La voce femminile e le sue contraddizioni», Intersezioni XIV/1 (1994), σ. 80 κ.ε.
18. Αισχύλος, Ευμενίδες, 515. Πρβλ. Αγαμέμνων, 1432-1433.
19. Αισχύλος, Ευμενίδες, 383. Πρβλ. Προμηθέας Δεσμώτης, 516.
20. Αισχύλος, Ευμενίδες, 924. Πρβλ. Επτά επί Θήβας, 721-722 και Ευριπίδης, Ηλέκτρα, 1270. Όσο για την απαρχή της πρώτης ύβρεως (πρώταρχονάτην), βλ. Αγαμέμνων, 1192.
21. Αισχύλος, Αγαμέμνων, 1184-1185 και 1093-1094. Πρβλ., για τις Ερινύες, Ευμενίδες, 230.
22. Παρουσίασα τις Ερινύες -μαινάδες της εκδίκησης στον Αγαμέμνονα- ως το χθόνιο αντίστοιχο των Ολύμπιων Μουσών, στο Συμπόσιο που οργανώθηκε στην Αθήνα το 1992 από το Centre Louis Gernet: «Les traits feminins de la memoire» στο La Grece ancienne et l'anthropologie de l'antiquite, ΜΗΤΙΣ IXX, 1994-1995, σ. 324 κ.ε.
23. Ευριπίδης, Τρωάδες, 457 (πρβλ. στίχους 355 κ.ε. και 405). Η διακειμενικότητα ανάμεσα στην Ορέστεια και τις Τρωάδες εντοπίζεται στο Iriarte, «Cassandre dans la tradition litteraire», ό.π., σ. 80-85.
24. Έγραφα τότε -στην υπό την εποπτεία της Nicole Loraux διπλωματική εργασία, «Cassandre dans la tradition litteraire», σ. 68-80-, στο υποκεφάλαιο με τίτλο «Une bacchante prophetique». Λίγα χρόνια αργότερα, η οξύνοια αυτής της ιστορικού ερμήνευε τούτη την ευτυχή σύμπτωση των πιο ανταγωνιστικών θεών της Ορέστειας ως στοιχείο ταυτότητας της τραγωδίας απέναντι στο λογοτεχνικό γένος που είχε προηγηθεί, τη λυρική ποίηση: NLorauxLa voix endeuilleeEssai sur la tragediegrecqueΠαρίσι 1999. Για την Κασσάνδρα, ως το πρώτο παράδειγμα της ανησυχητικής συνέργειας του φωτεινού απολλώνιου ήχου και του διονυσιακού αυλού, NLoraux, «DionysosApollond'une meme voix», Poesie 68 (1994), σ. 87-95.
25. Και, μάλιστα, κατά τρόπο αυθαίρετο, όπως μας δίδαξε, ήδη από την αρχή της δεκαετίας του '70, το δοκίμιο του φιλόσοφου Victor Gomez PinDe usia a maniaΒαρκελώνη 1972.

πηγή: ekivolos.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ - ΟΛΥΜΠΟΣ (ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ)

$
0
0



ΟΛΥΜΠΟΣ


Όλυμπε, με τους φοίνικες ναυτίλους
και με την κορινθία τη μεγάλη
την πεντηκόντορο  σ΄έχω θαυμάσει -
προς τα ρηχά ακτοπλέοντας, σαν σε είδα,
πού, ολόρθος, άνωθέν μας, υψωνόσουν*
από την Ποτίδαια, με τους Αθηναίους
φρουρούς - νύχτες πολλές , με πικρή ψύχρα,
νεύοντα ειρωνικά - σε χαιρετούσα,
έδος Θεών κι εγκάρδια έχω γελάσει,
με τον κανάγια Ξέρξη, που - όταν σ΄είδε,
μόνον και μέγαν, μέσ΄απ΄την κατάχνια
του Βαρδαριού - κατεπτοήθη......ω χαίρε...
δωρικέ αριστοκράτη, Όλυμπε αρχαίε,
παμπόνηρε, σιωπηλέ κι ωραίε


πηγή: βιβλίο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ, Κων/νου Καραβίδα

ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΨΥΧΕΔΕΛΕΙΑ

$
0
0

Του Γιώργου Οικονομόπουλου, ψυχίατρου 

Ο ΚΥΚΕΩΝ ΣΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΗΤΑΝ ΨΥΧΟΔΗΛΩΤΙΚΟ;

«Είχε δύσει ο Ήλιος, όταν ο Αρχίλαος μπήκε στο Ναό, μαζί με τους άλλους μυηούμενους στα Μεγάλα Μυστήρια της Δήμητρας – στην Ελευσίνα. Είχε προηγηθεί ολιγοήμερη νηστεία και «ακούσματα» – διδαχή, από μυστικές φωνές. Αυτές ακούγονταν μέσα από τους τοίχους μιας μικρής υπόγειας αυλής που περίμεναν, πριν μπουν στο Ναό. Είχαν ακούσει να τους προκαλούν να σκεφτούν πάνω στην αλήθεια, ότι η Περσεφόνη ήταν μέσα σε κάθε άνθρωπο. Κι ότι καθένας μας, στην αναζήτηση της ομορφιάς – κόβοντας λουλούδια – σχετίζεται και με το «Νάρκισσο» – την νάρκωση της Συνείδησης και τότε κατέρχεται στον Άδη.*


Ο Αρχίλαος, σκέφτηκε ότι ηχητικά Α-Δ-Ι-Σ ήταν αλλαγμένο Δ-Ι-Α-Σ και ότι «πάνω» και «κάτω» κόσμος είναι απλά μια αλλαγή θέσης. Σκέφτηκε ότι, Φερσε-Φόνη, ήταν αυτή που «έφερνε» και «έπαιρνε» – «φόνευε». Θυμήθηκε τη φράση: «Φερσεφόνια! Φέρεις γαρ αεί και πάντα φονεύεις». Εύρεση και Χάσιμο, παρουσία και απουσία, ξύπνιος και κοιμισμένος, ζωντανός και πεθαμένος! Ο Αρχίλαος την έψαχνε με τον εαυτό του και είχε γνωρίσει ανθρώπους, που έχοντας μυηθεί στα Μεγάλα Μυστήρια, είχαν αλλάξει τη ζωή τους και σαν να μη φοβούνταν πια το Θάνατο!

Είχε περάσει περίπου μισός χρόνος που θα είχε «καθαρθεί» στον καταρράκτη του Ιλισού, στα Μικρά Μυστήρια τα «εν Αγραίς». Ήταν αποφασισμένος να γίνει «επόπτης», να δει τα «Ιερά», να ανεβάσει την Περσεφόνη από τον Άδη! Ήταν μαθητευόμενος λιθοξόος-γλύπτης και ήθελε να λαξεύσει και τα μάρμαρα της ψυχής του…Προχωρούσαν τώρα σε σκοτεινούς διαδρόμους, που φωτίζονταν από αραιούς δαυλούς. Πριν μπουν στο Ναό είχαν πιει τον «κυκεώνα» – ένα κριθαρόζουμο με βληχώνα και τώρα ένοιωθε κάτι σαν ίλιγγο, ενώ τον διαπερνούσαν ρίγη.

Κρύος ιδρώτας τον έλουσε και άρχισε να βλέπει, αχνές αρχικά και πιο λαμπερές στη συνέχεια, οπτασίες. Ακούγονταν ύμνοι και ένοιωσε σαν να βγαίνει από το κορμί του και να ταξιδεύει στον ουρανό! Βρέθηκε ανάμεσα στους Θεούς και τις Νύμφες και τους Ημίθεους. Και ξαφνικά γκρεμίστηκε σε ένα μαύρο βάραθρο, με την τρομακτική μορφή της γοργόνας Μέδουσας να τον καταδιώκει…»

Σ’ αυτό το σημείο, το κείμενο διακόπτεται, πιθανόν από τήρηση του άρρητου των μυστηρίων και μένει σ’ όλους μας να πιθανολογήσουμε για το περιεχόμενο, το σκοπό και τ’ αποτελέσματα της εμπειρίας της Ελευσίνιας Τελετής.

Στα «Μεγάλα Μυστήρια», όπως λέγονταν τα Ελευσίνια, αφιερωμένα στη Δήμητρα και στην επάνοδο της κόρης της Περσεφόνης από τον Άδη, οι μυηούμενοι εγίνοντο «επόπτες». Έβλεπαν δηλαδή την σύνολη πραγματικότητα, που περιλάμβανε τον ερχομό, τη φυγή και την επιστροφή. Ερχόντουσαν σε επικοινωνία με τον σκοτεινό κόσμο του Ασυνείδητου, για να μάθουν το ταξίδι του εαυτού τους, στις περιοχές της Αθανασίας και να επιστρέψουν ισχυρότεροι – όπως η Περσεφόνη με το γιο της τον «Βριμό»!

Το περιεχόμενο της εμπειρίας και τα «δρώμενα» ήταν «άρρητα». Δεν λεγόντουσαν και κρατιόντουσαν σαν «ιερό μυστικό». Το σίγουρο είναι ότι υπήρχε μια εκστατική εμπειρία, που μεταμόρφωνε την αντίληψη των μυηούμενων για τη ζωή και τον θάνατο. Σε όλα τα αρχαία μυστήρια, αυτό που επιδιωκόταν ήταν το ΒΙΩΜΑ των παραδόσεων ή της κοσμοαντίληψης της κάθε εθνικής θρησκείας. Οι μύστες είχαν δει! Είχαν γίνει ΕΠΟΠΤΕΣ! Είχαν γνωρίσει «από πρώτο χέρι» τις «άλλες» πραγματικότητες και είχαν ανακαλύψει τη θέση τους ανάμεσα στους «δαίμονες» και τους «Αγγέλους» του θρησκευτικού τους Σύμπαντος. Στην Ελευσίνα, έβλεπαν μορφές, που ο Πλάτωνας στο Φαίδρο, αποκαλεί «φάσματα» ενώ ο Σώπατρος μας αναφέρει ότι έβλεπαν την άνοδο της Περσεφόνης μέσα σε φως με το μικρό γιο της τον Βριμό. Αυτές οι εμπειρίες της αλλαγής των αισθήσεων και της συνείδησης και του ταξιδιού στις «άλλες» πραγματικότητες, ερμηνεύονται από τη χρήση του Κυκεώνα, εφόσον περιείχε ψυχότροπα συστατικά.

Τα ψυχότροπα φυτά, χρησιμοποιήθηκαν χιλιάδες χρόνια τώρα, για τη δημιουργία «πνευματικών» ή «αλλοκοσμικών» εμπειριών. Η «βρώση» και η «πόση» του «σώματος και αίματος» του Θεού, ήταν ανέκαθεν ο πιο άμεσος τρόπος μετάδοσης των θεϊκών ιδιοτήτων στους θνητούς. Είναι χαρακτηριστικό, ότι τα ψυχότροπα μανιτάρια ψιλοκυβίνης, που χρησιμοποιούν στις τελετές τους οι Ινδιάνοι της Μεσαμερικής, τα λένε: «Σάρκα των θεών». Υπήρχε πλήθος ψυχοτρόπων φυτών και συνδυασμών τους με διαφορετικές το καθένα επιδράσεις: Από απλή ζάλη έως ύπνο και από διέγερση έως θάνατο. Οι περιγραφές του Διοσκουρίδη για τις επιδράσεις του λιβανιού αν αναμιχθεί με κρασί και του Πλίνιου, γι’ αυτές που προκαλεί κυκλάμινο με κρασί και πικροδάφνη με κρασί, δεν μας αφήνουν αμφιβολία για τις γνώσεις και τη χρήση ψυχοτρόπων, που μπορεί να έκαναν οι αρχαίοι σε ειδικές περιπτώσεις, όπως εορτές και τελετές.

«Σόμα» και Κάνναβη του Σίβα στις Ινδίες, μανιτάρια παντού, κάκτους Μεσκαλίνης στους Ινδιάνους της Αμερικής, Νηπενθές στην Οδύσσεια – το πιθανότερο: όπιο, ενώ ο Υοσκύαμος που αναφέρουν ο Πλίνιος και ο Ξενοφώντας, συναγωνίζονταν τον Μανδραγόρα και τον Ελλέβορο ή Μελαμπόδιο, που αναφέρουν ο Θεόφραστος και ο Μένανδρος. Και φυσικά, στην Ελευσίνα, έχουμε δύο βασικά ψυχότροπα, που προκαλούν την κάθοδο στον Άδη ή στο Α-συνείδητο. Το πρώτο είναι στη θεωρία του μύθου και είναι το λουλούδι: Νάρκισσος, που ναρκώνει και κατεβάζει την Περσεφόνη στον «κάτω» σκοτεινό κόσμο. Το δεύτερο είναι η πράξη της μέθεξης: η πόση του Κυκεώνα, που δημιουργεί, όπως λέει ο Πλούταρχος, «φρίκη και τρόμο και ιδρώτα και θάμβος» και σε «κατεβάζει» – αυτή τη φορά ξύπνιο – στους άλλους κόσμους.

Την πιο σοβαρή ένδειξη, για τη φύση του κυκεώνα και των «ιερών» σαν ψυχοτρόπων ουσιών, μας δίδει η περίπτωση του Αλκιβιάδη, που αυτός και οι φίλοι του κατηγορήθηκαν για ιεροσυλία το 415 π.Χ., έχοντας χρησιμοποιήσει τον κυκεώνα για διασκεδάσεις στα σπίτια τους, όπως αναφέρει ο Πλούταρχος στο ομώνυμο βιβλίο του.

Οι επιδράσεις των ψυχοτρόπων, που αλλάζουν βαθιά τη συνείδηση, ανάλογα με το αν είναι αρνητικές ή θετικές, δίνουν και την ανάλογη ονομασία. Όντας ψυχο-δηλωτικά, μπορούν ν’ αποκαλύψουν από εφιαλτικά τραυματικά και φοβικά στοιχεία, μέχρι αισθήματα υπέρτατης έκστασης, καθαρότητας και σοφίας. Στην πρώτη περίπτωση τα λένε: Ψυχοδυσληπτικά ή Ψυχοσιομιμητικά και στη δεύτερη περίπτωση: Ψυχοδιασταλτικά (Mind expanding) και Ενθεογενή (entheogenic).

Τα Δημητριακά: κριθάρι, στάρι, σίκαλη κ.α. δεν έχουν ψυχότροπες ιδιότητες. Ένα παράσιτο όμως σε ξενιστή των Δημητριακών, η Ερισυβώδης Όλυρα, σκληρώτιο του μύκητα claviceps purpurea, έχει τα βασικά αλκαλοειδή που περιέχουν Λυσεργικό οξύ. Η Ερισυβώδης Όλυρα της σίκαλης ονομάστηκε ergot και έγινε αιτία διαταραχών με «ψευδαισθήσεις» τον μεσαίωνα στην Ευρώπη, μεταξύ αυτών που έτρωγαν ψωμί χωρίς άλεσμα. Η ερισυβώδης Όλυρα συνυπάρχει με ένα παρασιτικό αγριόχορτο το Λόλιο ή Ήρα, ζιζάνιο στα Δημητριακά. Το φάγωμα ψωμιού από Λόλιο, σύμφωνα με τον Οβίδιο προκαλεί διαταραχές στην όραση, ενώ ο Πλίνιος αναφέρεις ιλίγγους. Σε μια κωμωδία αναφέρεται η φράση: «Πρέπει να έχει φάει ψωμί από Λόλιο για να βλέπει ανύπαρκτα πράγματα». Ο Ψευδο-Διοσκουρίδης αναφέρει την Ήρα σαν «φυτό της παραφροσύνης».

Το κριθάρι μολύνεται συχνά από τον μύκητα που περιέχει Λυσεργικό οξύ – τον βασικό πυρήνα του ψυχοδηλωτικού L.S.D. (Δι-αιθυλ-αμίδη του Λυσεργικού οξέως). Κριθαρόζουμο με βληχώνα, είχε σαν συστατικά ο κυκεώνας, μας λέει ο Ομηρικός ύμνος στη Δήμητρα. Κι αμέσως μετά, κενό στο αρχαίο κείμενο! Και έτσι μας μένει να βγάλουμε συμπεράσματα από την ερμηνεία των στοιχείων του μυστηρίου: Κριθαρόζουμο, Ρίγη, Ίλιγγος, Φάσματα, Αλκιβιάδης, Ιεροσυλία. Κάπου μπορεί να είχε δίκιο ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς που έγραφε ότι «τα “Ιερά” της τελετής ήσαν φαγώσιμα». Έτσι, λογικά, θα μπορούσε να τα μεταφέρει ο Αλκιβιάδης σπίτι του για να «διασκεδάσει» με τους φίλους του.

Το «κριθαρόζουμο, έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να περιείχε ψυχοδηλωτικό της ομάδας του Λυσεργικού, όπως το L.S.D. Αυτού του είδους τα ψυχότροπα υπάρχουν σε διάφορα φυτά, όπως σε περικοκλάδες και στο φυτό ololiqui που οι Ινδιάνοι χρησιμοποιούσαν στις τελετές τους. Τα ζιζάνια των Δημητριακών όπως το Paspalum Distichum λέγονται «Αγρωστίδες» και φέρουν συνήθως την Ερυσιβώδη Όλυρα με τις ψυχότροπες επιδράσεις.

Οι επιδράσεις αυτών των ψυχοδηλωτικών, προσομοιάζουν με αυτές της Διαιθυλαμίδης του Λυσεργικού οξέως(L.S.D.): Ρίγη, τρόμος, ίλιγγος, αισθητηριακές αλλαγές, «φάσματα», «Μεταφυσικές» εμπειρίες. Ειδικά οι τελευταίες, είναι αυτές που χαρακτηρίζουν τις λεγόμενες «ενθεογενείς» ουσίες, στις οποίες κατατάσσονται οι ψυχεδελικοί μύκητες. Δεν είναι τυχαίο ότι τη διάδοση της χρήσης των ψυχεδελικών στη Δύση, τη δεκαετία 1960 την ακολούθησε αμέσως η αναζήτηση της μυστικιστικής και εσωτερικής φιλοσοφίας και η διάδοση των αρχαίων Ανατολικών πνευματικών διδασκαλιών και των σχετικών μεθόδων πνευματικής ανάπτυξης. Διάφορες μορφές γιόγκα, Τάντρα, Διαλογισμός δίπλα σε σαμανιστικές τεχνικές, και μεθόδους αυτογνωσίας από ινδιάνικες έως βουδιστικές, αποτέλεσαν έναν πολύχρωμο κήπο «μεταφυσικής» αναζήτησης, που αναπτύχθηκε την εποχή της ψυχεδελικής έκρηξης.

Η αλλαγή συνείδησης, που προκαλείται από τις ψυχοδηλωτικές ουσίες, αναπτύσσει τη μεταφυσική αναζήτηση, γιατί αλλάζει σημαντικά την αίσθηση του χώρου και του χρόνου, την αντίληψη του Εαυτού και του Κόσμου, την αίσθηση της ζωής και την ίδια την ταυτότητα. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι όποιος καταναλώσει ψυχοδηλωτικά θα δει το Θεό μέσα του (εντός-θεός-γεννιέται – ενθεογενές). Το αποτέλεσμα είναι πάντα εξαρτημένο από τη δόση, το περιβάλλον και την προετοιμασία. Σε άλλη δόση και με άλλη σκοπιμότητα, τα ψυχοδηλωτικά – επειδή αυξάνουν την αισθαντικότητα, μπορούν να οδηγήσουν σε αισθησιακές διασκεδάσεις – όπως του Αλκιβιάδη ή των σύγχρονων Μουσικών φεστιβάλ.

Σε άλλη δόση, με κατάλληλη προετοιμασία και σε κατάλληλο περιβάλλον, όπως στην Ελευσίνια Τελετή, μετά από 9 ημέρες νηστείας και σχετικά «ακούσματα», έκαναν τους χρήστες του κυκεώνα «παθείν και διατεθήναι». «Να παθαίνουν και να μπαίνουν σε μια κατάσταση» (Αριστοτέλης) ώστε, όπως λέει ο Ψελλός: «Αυτού παθόντος του νου την έλλαμψιν… αυτοπτήσας τωί νωί»: «να υφίστανται το φωτισμό στο νου τους ώστε να γίνονται αυτόπτες» – να βλέπουν τις αλήθειες με τα ίδια τους τα μάτια.

«Ενήστευσα, έπιον τον κυκεώνα» μας λέγει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ήταν το βασικό σύνθημα εισόδου στην Μυστική εμπειρία. Αυτή, ήταν τέτοια ώστε να γράψει ο Πίνδαρος: «Όλβιος όστις ίδων κειν εις υποχθόν. Οίδε μεν βίου τελευτάν οίδε δε Διόσδοτον αρχάν» «Ευτυχισμένος εκείνος που θα δει αυτά που είναι κάτω από την γη! Γιατί γνώρισε το σκοπό (τέλος) της ζωής του και την από το Δία δοσμένη αρχή του.»

Πιστεύω, ότι το γεγονός της «ιεροσυλίας» του Αλκιβιάδη με τη χρήση του κυκεώνα είναι η μεγαλύτερη ένδειξη της ψυχοτρόπας επίδρασης του Ελευσίνιου ποτού. Οι δε περιγραφές των εμπειριών, φαίνονται να δικαιώνουν τον Gordon Wasson, Carl Ruck και Albert Hofmann, έναν εθνομυκητολόγο, έναν Αρχαιολόγο κι έναν χημικό αντίστοιχα, που στο βιβλίο τους: «Ο Δρόμος στην Ελευσίνα – Αποκαλύπτοντας το Μυστικό των Μυστηρίων», καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο κυκεώνας ήταν σχετικό με το L.S.D. ψυχοδηλωτικό, προερχόμενο από την Ερυσιβώδη Όλυρα. Στόχος της χρήσης του ήταν να υπάρξει Αναγέννηση ή Ανάσταση της «Περσεφόνης». Αυτό συμβολικά αναφέρεται στο φωτισμό της Συνείδησης (εποπτεία) αφού θα είχε περάσει από τις αόρατες περιοχές της πραγματικότητας – τις «κάτω από τη γη».

Δυστυχώς σήμερα, η έστω και ερευνητική χρήση – με τους καλύτερους κανόνες προστασίας – των ψυχοδηλωτικών, είναι αυστηρά απαγορευμένες. Οι ουσίες, που κυκλοφορούν σαν ψυχοδηλωτικά – τα «τριπάκια», συνήθως δεν είναι καθαρές ή ελεγμένες ποιοτικά. Έτσι, οι κίνδυνοι χρήσης είναι πολλαπλάσιοι, από αυτούς που ήταν για χιλιάδες χρόνια μέχρι πριν τέσσερις δεκαετίες. Σήμερα η ανάσταση της «Περσεφόνης» με ψυχοδηλωτικά είναι επικίνδυνη και ιστορικά ανεπίκαιρη. Η Ελευσίνια Τελετή θάφτηκε πριν δεκαπέντε αιώνες!

_________________

* Σύμφωνα με το μύθο, την Περσεφόνη άρπαξε ο Πλούτωνας, μόλις έκοψε τον Νάρκισσο. Έκτοτε περνούσε το ένα τρίτο του χρόνου της στον Άδη και τα δύο τρίτα στον πάνω κόσμο. Στα Ελευσίνια, η Περσεφόνη ανασταίνεται έχοντας γεννήσει γιο από τον Πλούτωνα, τον Βριμό. (Ισχυρό)



Βιβλιογραφία

  • Carl KerenyiΕΛΕΥΣΙΣ Μυστήρια και Λατρεία, Εκδ. Ιάμβλιχος 1999
  • Luizi ZojaDRUGS, ADDICTION AND INITIATION, Daimon 2000
  • G. Wasson, Al. Hofmann, C. RuckTHE ROAD TO ELEUSIS, 1978
  • Κ. ΓιουγκΟ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ ΤΟΥ,. Εκδ. Αρσενίδης
  • Π. ΛεκατσάΔΙΟΝΥΣΟΣ, Βιβλ. Σχολής Μωραΐτη 1971
  • Π. ΛεκατσάΕΡΩΣ, Εκδ. Δίρφος Αθήνα 1963
  • Γ. ΜαλτέζουΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ, Αθήνα 1934
  • Ι. ΠασσάΤΑ ΟΡΦΙΚΑ, Εκδ. Εγκυκλοπαίδεια του ΗΛΙΟΥ

πηγή: ekivolos

ΟΙ ΙΕΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥΣ

$
0
0
Ιέρειες στην Αρχαία Ελλάδα:Αποκαλύπτοντας την ιστορία τους

Της Joan Breton Connelly,

καθηγήτριας Κλασικής Φιλολογίας
και Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης


Στα τέλη του 2ου αι. π.Χ., Αθηναίοι προσκυνητές ξεκινούσαν εν πομπή και διένυαν την απόσταση των εκατόν εξήντα χιλιομέτρων μεταξύ της Αθήνας και του Ιερού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Εκεί γιόρταζαν τα Πύθια προς τιμήν του Απόλλωνα. Ένα άτομο ξεχώριζε ανάμεσα στους συμμετέχοντες, η Χρυσηίς, η ιέρεια της Αθηνάς Πολιάδος.


            Για την συμβολή της στην ανάδειξη των Πυθίων σε γιορτή που έκανε υπερήφανες και τις δύο πόλεις, οι κάτοικοι των Δελφών την τίμησαν με τον στέφανο του Απόλλωνα και αποφάσισαν με ειδικό ψήφισμα να παραχωρήσουν στην ίδια και όλους τους απογόνους της μια σειρά από σημαντικά δικαιώματα και προνόμια.

Ανάμεσα σε αυτά ήταν και το αξίωμα της προξένου – ειδικής επίτιμης αντιπροσώπου της Αθήνας στους Δελφούς.  

Της δόθηκε ακόμη το δικαίωμα να συμβουλεύεται το Μαντείο, δικαστική προτεραιότητα, ασυλία, θέση στην πρώτη σειρά σε όλους τους αγώνες που διοργάνωνε η πόλη, δικαίωμα ιδιοκτησίας ακινήτων, καθώς και φορολογική ατέλεια! Το γεγονός ότι όλα αυτά τα προνόμια μπορούσαν εφεξής να μεταβιβαστούν σε όλους τους απογόνους της κατέστησε την Χρυσηίδα γυναίκα με εξαιρετικό κύρος και επιρροή, τόσο εντός όσο και εκτός του στενού οικογενειακού της περιβάλλοντος.

Στην Αθήνα, τα εξαδέλφια της έστησαν άγαλμα της διάσημης συγγενούς τους στην Ακρόπολη. Το ψήφισμα του λαού των Δελφών και η επιγραφή στην βάση του αγάλματος της Χρυσηίδας στην Ακρόπολη μας δίνουν κάποια -ελάχιστα- στοιχεία για την ζωή αυτής της εξαιρετικής γυναίκας. Μαρτυρούν την περίοπτη θέση και την ευχέρεια κινήσεων της Χρυσηίδας, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις πομπές από την Αθήνα προς τους Δελφούς, τις πρώτες θέσεις στους δελφικούς αγώνες, την ιδιοκτησία ακινήτων και την μόνιμη τοποθέτηση του αγάλματός της στην Ακρόπολη. Ως ιέρεια της Αθηνάς, η Χρυσηίς κατείχε δημόσιο αξίωμα συγκρίσιμο και ισότιμο με εκείνο των ιερέων που υπηρετούσαν τους θεούς στην Αθήνα.

Η Χρυσηίς δεν ήταν η μόνη ιέρεια που απέλαυε καθεστώτος ανάλογης περιωπής. Μάλιστα, τα αρχαιολογικά αρχεία βεβαιώνουν την εξέχουσα θέση των ιερειών όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο. Οι ιέρειες ηγούνταν πομπών, φύλασσαν τους θησαυρούς των ναών, άναβαν την φωτιά στους βωμούς των ιερών και προΐσταντο των θυσιών. Μαθαίνουμε ότι οι ιέρειες έπαιρναν τον λόγο ενώπιον της Βουλής και του Δήμου, έθεταν την σφραγίδα τους σε επίσημα έγγραφα και απέπεμπαν τους παρείσακτους από τα ιερά. Επιγραφές αφιερωμάτων μαρτυρούν την γενναιοδωρία των ιερειών ως ευεργετιδών της πόλης τους και των ιερών τους, όπου έχτιζαν ναούς, αγορές και υδατοδεξαμενές. Μαρτυρούν επίσης την περηφάνια που ένιωθαν οι ίδιες για την ανέγερση των αγαλμάτων τους, αλλά και την εξουσία τους ως προς την τήρηση των κανονισμών στα ιερά. Επιγραφές και επιτύμβια ανάγλυφα επιβεβαιώνουν ότι οι ιέρειες κηδεύονταν δημοσία δαπάνη με μεγάλες πομπές, και ότι στην μνήμη τους ανεγείρονταν εντυπωσιακά ταφικά μνημεία.
  
Οι μαρτυρίες αυτές έρχονται σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη άποψη ότι οι γυναίκες της Αθήνας ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, σιωπηλές, υποτακτικές και «αόρατες» μορφές, περιορισμένες στο εσωτερικό των σπιτιών τους, όπου ασχολούνταν υπάκουα με το νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών. Η άποψη αυτή έχει βασιστεί σε αναγνώσεις κείμενων περίφημων συγγραφέων, όπως του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα και του Θουκυδίδη, καθώς και σε διάφορες παραστάσεις αρχαίου δράματος.

Ωστόσο, τα αρχαιολογικά και επιγραφικά ευρήματα παρουσιάζουν μια διαφορετική εκδοχή. Στην πραγματικότητα, μια σταθερή ροή γυναικών διέσχιζε καθημερινά την Αθήνα με κατεύθυνση προς την Ακρόπολη και τα νεκροταφεία της πόλης, όπου οι γυναίκες αυτές προσκυνούσαν στα ιερά και φρόντιζαν τους οικογενειακούς τάφους. Οι τελετουργίες τούς επέτρεπαν να κυκλοφορούν και να κάνουν αισθητή την παρουσία τους μέσα στην πόλη, υπηρετώντας τους θεούς, την οικογένειά τους και τους Αθηναίους πολίτες. Χάρις στις σημαντικές δωρεές αυτών των γυναικών και των οικογενειών τους, γλυπτά πορτραίτα ιερειών τοποθετήθηκαν σε αγορές, νεκροταφεία και ιερά.

Οι γυναίκες μπορούσαν να αποκτήσουν το αξίωμα της ιέρειας μέσω κληρονομιάς, κλήρωσης, επιλογής, εκλογής ή εξαγοράς. Τα παλαιά, σεβαστά αξιώματα των ιερειών της Αθηνάς Πολιάδος στην Αθήνα και της Δήμητρας και της Κόρης στην Ελευσίνα περνούσαν κληρονομικά από την μια γενιά στην άλλη, μέσα στην ίδια οικογένεια (γένος), επί περίπου επτακόσια χρόνια! Σύμφωνα με επιγραφές, το αξίωμα της ιέρειας της Αθηνάς κληροδοτείτο από το πρεσβύτερο άρρεν μέλος του γένους των Ετεοβουτάδων προς την μεγαλύτερη κόρη του και, στην συνέχεια, με την λήξη της θητείας της, προς την μεγαλύτερη κόρη του πρεσβύτερου αδελφού της.

Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, οι αντίξοες οικονομικές συνθήκες, οι δυσμενείς επιπτώσεις στις περιουσίες των παλαιών οικογενειών, η ανάδυση μιας «νεόπλουτης» τάξης, καθώς και οι αλλαγές στην πληθυσμιακή σύνθεση της Ανατολικής Ελλάδας διαμόρφωσαν έναν κόσμο στον οποίο η εξαγορά του ιερατικού αξιώματος στάθηκε απολύτως εύλογη. Αρχής γενομένης από την Μίλητο, περί το 400 π.Χ., γυναίκες σε όλο το Ανατολικό Αιγαίο, την Μικρά Ασία και την Μαύρη Θάλασσα κατέβαλλαν μεγάλα ποσά προκειμένου να εξασφαλίσουν ιερατικές θέσεις. Όπως και κατά την Κλασική περίοδο, αποζημιώνονταν για τις υπηρεσίες τους με πληρωμές σε είδος, όπως δέρματα και κρέας από τα σφάγια των θυσιών, δημητριακά, λάδι, αλλά και χρήματα.

Για τις εξέχουσες υπηρεσίες τους προς την πόλη, στις ιέρειες, όπως στην Χρυσηίδα, αποδίδονταν δημόσιες τιμές, στις οποίες περιλαμβάνονταν χρυσοί στέφανοι, αγάλματα και διακεκριμένες θέσεις στο θέατρο. Σε ορισμένες πόλεις οι ιέρειες ήταν τόσο διάσημες ώστε απέλαυαν λατρευτικής και πολιτικής επωνυμίας, δηλαδή το όνομά τους έμενε για πάντα στην ιστορία και χρησιμοποιείτο για ιστορικές χρονολογήσεις. Στο έργο του Ιστορίαι, ο Θουκυδίδης τοποθετεί χρονολογικά την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου στο τεσσαρακοστό όγδοο έτος της ιερατικής θητείας μιας άλλης Χρυσηίδας, ιέρειας της Ήρας στο Άργος κατά τον 5ο αι. π.Χ.

Απεικονίσεις και επιγραφές επιβεβαιώνουν τα προνόμια που λάμβαναν οι ιέρειες σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες τους. Σε ανάγλυφο του 4ου αι. π.Χ., το οποίο βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο, απεικονίζεται μια ιέρεια που τιμάται από την πόλη με στέφανο. Την βλέπουμε στην κάτω αριστερή πλευρά να σηκώνει το δεξί χέρι της προς τον ουρανό, σε στάση προσευχής.

Στο αριστερό της χέρι κρατά κλειδί ναού, σύμβολο του αξιώματός της ως ιέρειας που κλειδώνει και ξεκλειδώνει τις θύρες του ναού. Η θεά Αθηνά απεικονίζεται στο δεξί άκρο, πιστή αναπαράσταση του αγάλματος της Αθηνάς Παρθένου, με την ασπίδα στο πλευρό της και την φτερωτή Νίκη στο χέρι της. Η Νίκη σκύβει για να στεφανώσει την ιέρεια. Οι χρυσοί στέφανοι ήταν πολύτιμα βραβεία, που η αξία τους έφτανε τις πεντακόσιες έως χίλιες δραχμές και τα οποία συνήθως απονέμονταν σε πολιτικούς, δικαστές, στρατηγούς και αθλητές. Επομένως, έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι, από τον 4ο αι. π.Χ. και μετά, γίνονταν τόσο μεγάλες τιμές όχι μόνο στους ιερείς αλλά και στις ιέρειες.

Το γυναικείο ιερατικό αξίωμα ήταν απολύτως συνυφασμένο με την μορφολογία της γυναικείας λυρικής χορείας, η οποία, από τον 5ο αι. π.Χ., αποτελούσε κεντρικό σημείο της εκπαίδευσης και της κοινωνικοποίησης των γυναικών, από την παιδική τους ηλικία έως την ωριμότητα. Ο Πλάτωνας υποστήριζε ότι η χορεία αποτελούσε το σύνολο της παιδείας
[«ὅλη μέν που χορεία ὅλη παίδευσις ἦν ἡμῖν»].

Μια εικόνα που ανακαλεί στον νου χορικές και λατρευτικές ομάδες γυναικών κοσμεί μια φιάλη για σπονδές που σήμερα βρίσκεται στην Βοστώνη. Εδώ βλέπουμε γυναίκες με ενωμένα χέρια σε κύκλιο χορό, συνοδεία μουσικής από μιαν αυλητρίδα. Η ύπαρξη βωμού και ταινιών υποδηλώνει λατρευτική ατμόσφαιρα, ενώ το καλάθι με το μαλλί παραπέμπει στην γυναικεία αρετή εντός του οικογενειακού βίου. Στο τέλος της σειράς, δύο νεαρές κοπέλες με ξέπλεκα μαλλιά κοιτούν μια μεγαλύτερη γυναίκα για να μάθουν τα βήματα του χορού. Το ίδιο το αγγείο είναι μια φιάλη που προοριζόταν για σπονδή με έκχυση του υγρού περιεχομένου της, πιθανότατα σε αναμμένο βωμό, όπως αυτός που απεικονίζεται επάνω της. Η μορφή, η λειτουργία και ο διάκοσμος συνδυάζονται εδώ σε μιαν αποτελεσματική έκφραση της γυναικείας τελετουργικής πρακτικής.

Η συμμετοχή σε λατρευτικές δραστηριότητες είχε θετική επιρροή στην ζωή των Ελληνίδων, καθώς τους πρόσφερε, μεταξύ άλλων, μιαν αίσθηση κοινότητας και ταυτότητας. Οι κύκλιοι χοροί σε χώρους λατρείας έδιναν επίσης την ευκαιρία στις κοπέλες που βρίσκονταν σε ηλικία γάμου να εμφανίζονται δημοσίως μπροστά στους συμπολίτες τους. Καθώς η εξέχουσα θέση στην διοργάνωση εορταστικών εκδηλώσεων επέτρεπε την προώθηση των οικογενειακών συμφερόντων, πράγμα επωφελές για γυναίκες και άνδρες, ήταν σημαντική η επιρροή των ιερειών στην επιτυχή λειτουργία του όλου συστήματος.

Η αποκάλυψη της χαμένης ιστορίας των Ελληνίδων ιερειών αποτέλεσε προϊόν κοπιαστικής προσπάθειας και απαίτησε μακροχρόνια έρευνα σε εκτενέστατο αρχαιολογικό υλικό. Το έργο αυτό επέτρεψε να διορθωθεί η ανισότιμη θεώρηση των γυναικών στην Αρχαία Ελλάδα ως μορφών απολύτως υποταγμένων, σιωπηλών, «αόρατων» και περιορισμένων στα στενά όρια του οίκου τους. Επίσης, αποκατέστησε εν μέρει την αξιοπρέπεια των εξαιρετικών αυτών γυναικών, οι οποίες έχαιραν μεγάλου σεβασμού και τιμών από πλευράς των συμπολιτών τους.

πηγή: ekivolos


ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

$
0
0



Η Ακρόπολη είναι το πνευματικό Έβερεστ του πλανήτη μας
 
Εν ολίγοις ο Παρθενώνας είναι η ένυλη απεικόνιση ολόκληρου του Πολιτισμού των Ελλήνων [=Πολιτική, Τέχνες, Επιστήμες, Βίος, Φιλοσοφία].

"Η Ακρόπολη είναι το πνευματικό Έβερεστ του πλανήτη μας. Τίποτα ωραιότερο δεν έγινε πάνω στον πλανήτη από την Ακρόπολη των Αθηνών, μέσα στον χώρο της επιστήμης, της πολιτικής τέχνης, της μουσικής".

        Ο Παρθενώνας, «είναι το έργο των έργων, το «μνημείο των μνημείων, η απόλυτη και τέλεια έκφραση και των τεχνών και του πνεύματος μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και στο ανθρώπινο γένος κατά την έννοια ότι οι νόμοι και οι δυνάμεις που συνέχουν τα έργα της Ακροπόλεως – κατά αντιστοιχία με τους νόμους και τις δυνάμεις που συνέχουν έναν ζώντα οργανισμό καμωμένο από την ίδια την Φύση – είναι μια συνισταμένη από ένα άπειρο πλήθος επιμέρους συνιστωσών που όλες κατατείνουν σε μία μορφή, σε μία κατάθεση, σε ένα κατόρθωμα, σε μία σάρκωση : στο κάλλος, στην ομορφιά ! Και όταν λέμε κάλλος εννοούμε «εσωτερικές» συμμετρίες, κανονικότητες, εσωτερική τάξη και αρμονία η οποία υπακούει περεταίρω σε πνευματικούς νόμους ! Κατά αυτή την έννοια λέμε ότι πίσω από αυτά τα υλικά κτίσματα υπάρχει όλη η Φιλοσοφία, η Κοσμοθεωρία, η Πολιτική επιστήμη των Ελλήνων».
 
…«το Ελληνικό πνεύμα είναι το αγλαό δημιούργημα της σύνθεσης του διονυσιακού και του απολλώνιου στοιχείου. Είναι ένας τρόπος ζωής του ανθρώπου επάνω στην γραμμή, που συναντιέται η ύλη και η μορφή (είδος) και γεννά τη Φύση, τη ζωή δηλαδή του Κόσμου. Το Ελληνικό πνεύμα ξεπηδά από την επίπονη σύμπλεξη, από την άφραστη συγκαταλλαγή του Ηρακλείτειου «Γίγνεσθαι» και του Παρμενίδειου «Είναι». Έτσι η φιλοσοφία της ζωής του Ηράκλειτου ανταποκρίνεται θεωρητικά στην ιδέα της διονυσιακής μεταμόρφωσης ενώ η φιλοσοφία της στάσης του Παρμενίδη ανταποκρίνεται θεωρητικά στην ιδέα της απολλώνιας αγλαΐας.

Το Ελληνικό πνεύμα προϋποθέτει την ενότητα του Κόσμου, αναγνωρίζοντας την ατομία της ύλης δεν προχωρεί στην διάσπαση της φυσικής συνοχής. Το προσωκρατικό άτομο της ύλης δια-τηρεί και δια-σώζει το δεσμό της δύναμης και της ενέργειας. Επάνω σε αυτόν τον δεσμό στηρίζεται ολόκληρο το νόημα του προσωκρατικού στοχασμού. Αποτέλεσμα αυτής της πρόνοιας είναι ότι η σχέση ανθρώπου και Φύσης είναι οργανική. Στον προσωκρατικό αιώνα η θεωρητική διατύπωση αυτής της οργανικότητας εκφράζεται με την λέξη Φιλοσοφία, παρότι οι προσωκρατικοί δεν χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη.

Το Ελληνικό πνεύμα αναγνωρίζοντας την ατομία της ύλης αφήνει ανοικτό το ερώτημα περί του Όντος. Δεν αναζητεί δηλαδή την αλήθεια ούτε μέσα στην νομοτέλεια της μορφής (είδος), στην σύγχρονη νευτώνεια σύλληψη, ούτε μέσα στην απροσδιοριστία της ύλης, στην σύγχρονη κβαντική σύλληψη της απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ, αλλά ανάμεσα στην αιτιότητα και στην απροσδιοριστία. Ανάμεσα δηλαδή στο γενεσιουργό και σωτήριο τρίτο, που αποτελεί το μεταξύ της ύλης και της μορφής (είδος), της δύναμης και της ενέργειας. Ο προσανατολισμός σε αυτή τη γραμμή της επίπονης μεσότητας εξηγεί, τι σημαίνει ότι το Ελληνικό πνεύμα δεν κλείνει το ερώτημα περί του Όντος : ότι ο άνθρωπος δηλαδή είναι σταθερά εκτεθειμένος ανάμεσα στη γνώση και την άγνοια, στην ελπίδα και στην απελπισιά, στην ασφάλεια και στον κίνδυνο, στην χαρά και στην λύπη, στην ύπαρξη (Είναι) και στην ανυπαρξία (Μηδέν)».

πηγή: ekivolos

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

$
0
0



".....Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευματικό επίπεδο με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, μόνο σχολιαστές ιερών κειμένων. Η προσπάθεια συνδυασμού και συμφιλίωσής τους δεν μπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δημιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισμό, όπως αυτός που χαρακτήριζε το πνευματικό κατεστημένο της χώρας επί ενάμιση σχεδόν αιώνα μετά την ανεξαρτησία και που επαναλάμβανε τα χειρότερα μιμητικά στοιχεία του Βυζαντίου....."

___________

Τι σημαίνει το γεγονός ότι διερωτώμεθα για τη σχέση μας με την παράδοση; Οτι κατά κάποιον τρόπο έχουμε βγει απ'την παράδοση. Αυτό το καταλαβαίνουμε πρώτα-πρώτα εμπειρικά. Οι φυλές και οι λαοί που έχουν μείνει κλεισμένοι μέσα στην παράδοσή τους δεν βλέπουν καν την παράδοση σαν παράδοση: ζουν μέσα σε αυτήν και θεωρούν την παρούσα ζωή τους σαν συνέχεια ενός αμετάβλητου τρόπου ζωής. Και μπορούμε να το καταλάβουμε και λογικά: για να διερωτηθούμε για τη σχέση μας με την παράδοση πρέπει η σχέση αυτή να έχει γίνει, περισσότερο ή λιγότερο προβληματική, πρέπει να έχει δημιουργηθεί μια απόσταση απ'την παράδοση. Απόσταση δεν σημαίνει απεμπόληση ή λησμονιά. Σημαίνει και άλλου είδους παρουσία και άλλου είδους σχέση. Μια σύντομη ανασκόπηση της ανθρώπινης ιστορίας μας δείχνει ακριβώς δυο κύριους τύπους σχέσης με την παράδοση.

Ο πρώτος που ασφαλώς πρέπει να ήταν και μόνος για εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια μέχρι την 1η χιλιετία πΧ, είναι ο τύπος των αρχαϊκών (ή πρωτόγονων ή αγρίων) κοινωνιών. Αν στηριχτούμε στη γνώση που έχουμε για τέτοιου τύπου κοινωνίες από την εθνολογία (που τις μελέτησε τους δυο τελευταίους αιώνες), θα συνάγουμε ότι σε αυτές τις κοινωνίες, τρόπος ζωής, έθιμα, οργάνωση, τεχνική, διαβιβάζονται σχεδόν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά. Ανεπαίσθητες αλλοιώσεις βέβαια συνεχώς εμφανίζονται, αλλιώς δεν θα υπήρχε διάκριση ανάμεσα στις διάφορες λιθικές, παλαιολιθικές και νεολιθικές εποχές. Αλλά οι κοινωνίες αυτές δεν έχουν συνείδηση αυτών των αλλοιώσεων. Πιστεύουν ότι από τότε που υπάρχει η φυλή τους, η ζωή τους και οι νόμοι τους έμειναν οι ίδιοι. Βέβαια από όσο ξέρουμε, όχι μόνο υπάρχει μια συνείδηση του χρόνου και της διαδοχής των γενεών, αλλά υπάρχει και μια μυθική παράσταση ενός πρώτου χρόνου ή «πρώτης στιγμής», στιγμής δημιουργίας και του κόσμου και της ίδιας της φυλής. Αυτή αποδίδεται σε έναν ή πολλούς θεούς και σε έναν ή πολλούς «ήρωες» ή προγόνους, που έθεσαν μια για πάντα τους νόμους, την τάξη και την οργάνωση του κόσμου και της φυλής. Οι δημιουργοί αυτοί, θείοι ή ανθρώπινοι, έχουν πάντως μια ιερή φύση που φυσικά μεταβιβάζουν και στα δημιουργήματά τους. Από αυτά απορρέει άμεσα ο ιερός χαρακτήρας των θεσμών της φυλής, που κάνει ιερόσυλη και βλάσφημη κάθε ιδέα μεταβολής τους. Οι θεσμοί, όπως ο τρόπος ζωής, είναι κυριολεκτικά καθιερωμένοι μια για πάντα λόγω της ιερής προέλευσής τους.

Η κλασσική εβραϊκή παράδοση που κληρονόμησε και ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ, παρ'όλο που προέρχεται από μια κοινωνία που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αρχαϊκή, πρωτόγονη ή άγρια, προσφέρει μια τέλεια εικόνα αυτής της κατάστασης. Ο θεός δημιούργησε τον κόσμο και τους ανθρώπους, εδιάλεξε ανάμεσα σ'αυτούς μια φυλή στην οποία μια σειρά από θεόπνευστους «ήρωες» -Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ και τελικά Μωυσής-παρουσίασαν τους νόμους του Θεού.

Αυτές οι κοινωνίες μπορούν να ονομαστούν ετερόνομες γιατί θεωρούν τους νόμους τους δοσμένους από κάποιον ανώτερο Άλλο και συνεπώς απαγορεύουν στον εαυτό τους οποιαδήποτε μεταβολή αυτών των νόμων. Από την σκοπιά όπου τοποθετηθήκαμε, η σχέση αυτών των κοινωνιών με την παράδοση μπορεί να ονομαστεί παθητική. Μια ιστορική στροφή, καλύτερα ρήξη, εμφανίζεται με την αρχαία Ελλάδα και ξανά μετά από πολλούς αιώνες στην δυτική Ευρώπη. και στις δυο αυτές περιπτώσεις η σχέση με την παράδοση αλλάζει και μπορεί να ονομαστεί ενεργητική. Η αλλαγή αυτή είναι φυσικά οργανικά συνδεδεμένη με αυτό που συνιστά την απόλυτη ιστορική ιδιομορφία της αρχαίας Ελλάδας, τη δημιουργία για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία μιας κίνησης προς την αυτονομία, δηλαδή την ελευθερία, σε σχεδόν όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, κατά πρώτο λόγο στην πολιτική με τη δημιουργία της δημοκρατίας και στη σκέψη με τη δημιουργία της φιλοσοφίας και της επιστήμης.

Η δημιουργία αυτή ισοδυναμεί βέβαια με μια ριζική ρήξη με την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Η Αθηναϊκή δημοκρατία, στην ουσία της, δεν έχει καμιά σχέση με τις ομηρικές ή μινωικές ή μυκηναϊκές βασιλείες όπως και η φιλοσοφία αναδύεται ως καταστροφή της μυθικής παράδοσης του κόσμου. Πχ και οι δυο πρώτοι ιστορικοί, ο Εκαταίος και ο Ηρόδοτος αρχίζουν τα συγγράμματα τους και τα δικαιολογούν με την βεβαίωση ότι αυτά που οι Έλληνες διηγούνται για το παρελθόν τους είναι παραμύθια. Εν τούτοις, αυτά με κανέναν τρόπο δεν σημαίνουν απεμπόληση ή λησμονιά της παράδοσης. Συμβαδίζουν με την διαμόρφωση μιας νέας σχέσης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, που μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς με δυο λέξεις φαινομενικά αντιφατικές, σεβασμός και μεταμόρφωση. Η αντίφαση αίρεται άμα σκεφτούμε ότι σ'αυτό το πεδίο σεβασμός δεν σημαίνει τυφλή λατρεία και παγωμένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος μέσω της μεταμόρφωσης των στοιχείων του που έτσι γίνονται σημαντικά για το παρόν.

Θα προσπαθήσω να κάνω κατανοητό αυτό που θέλω να πω με παραδείγματα από τον χώρο της τέχνης και ιδιαίτερα αυτού που ονομάζουμε λογοτεχνία. Ξέρουμε ότι ο Όμηρος έμεινε πάντα ζωντανός στην κλασσική Ελλάδα, τα ομηρικά έπη τα τραγουδούσαν στις γιορτές και τα παιδιά τα μάθαιναν στο σχολείο. Ξέρουμε όμως επίσης ότι μετά τον Ησίοδο και το έπος και το χαρακτηριστικό του μέτρο, το δακτυλικό εξάμετρο, εξαφανίζονται και ότι οι καινούργιοι ποιητές, ο Αρχίλοχος, η Σαπφώ και αυτοί που ακολούθησαν, δημιουργούν νέα μέτρα, νέα θέματα, νέες μορφές ποίησης. Αυτό δεν εμπόδισε τους κλασσικούς φιλόσοφους, Πλάτωνα και Αριστοτέλη, να παραθέτουν τους ομηρικούς στίχους στα φιλοσοφικά τους κείμενα. Αλλά μόνο στην αλεξανδρινή εποχή, εποχή παρακμής, με τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ρόδιου, εμφανίζεται μια προσπάθεια μίμησης των ομηρικών επών, φυσικά με πολύ μέτρια αποτελέσματα.

Αλλά το πιό λαμπρό παράδειγμα αυτής της δημιουργικής μεταμόρφωσης της παράδοσης μας το δίνει η Αθηναϊκή τραγωδία και η σχέση της με την άλλη προαιώνια μεγάλη ελληνική δημιουργία, τον μύθο. Όλοι οι λαοί έχουν ωραίους μύθους, αλλά μόνο οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι είναι αληθινοί, μεστοί από ανθρωπολογικά και κοσμολογικά νοήματα, αληθινά που παρουσιάζονται με μυθική μορφή. Είναι φυσικά αδύνατο να ξέρουμε ως ποιό βαθμό αυτό το νόημα των μύθων σε όλη του την έκταση και την ένταση μπορούσαν να το αφομοιώσουν και να το οικειοποιηθούν οι Έλληνες, ας πούμε του 6ου πΧ αιώνα. Λογικό είναι να υποθέσουμε ότι τουλάχιστον ασυνείδητα και υπόγεια τους άγγιξε, αλλιώς και οι μύθοι ως μύθοι δεν θα είχαν διασωθεί. Αυτό που εμφατικά ξέρουμε είναι ότι η τραγωδία, που με μόνη εξαίρεση τους «Πέρσες» του Αισχύλου και την «Μιλήτου Άλωση» του Φρύνιχου έχει ως αποκλειστικό θέμα της τους μύθους, αφενός αναλαμβάνει αυτό το νόημα, το κάνει προσιτό σε όλους, το πλουτίζει, ασφαλώς το μεταμορφώνει και του δίνει μιας εκπληκτικής έντασης και ενάργειας παρουσίαση με την ενσάρκωσή του σε ανθρώπινους χαρακτήρες και λόγους, αφετέρου εκσυγχρονίζει τους μύθους, τους πλέκει με τα καινούργια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα.

Ταυτόχρονα βλέπουμε τους ποιητές να τροποποιούν και να πλουτίζουν την πλοκή των μύθων. Αναμφισβήτητη ένδειξη μας δίνει στην ποιητική του ο Αριστοτέλης, λέγοντας ότι η σημαντικότερη αρετή του τραγικού ποιητή είναι η μυθοσκοπία.

Θα έπρεπε να είχαμε το χρόνο να το δείξουμε αυτό πάνω σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Θα περιοριστώ να αναφέρω την «Ορέστεια» του Αισχύλου, τις τρεις θηβαϊκές τραγωδίες του Σοφοκλή («Οιδίπους τύραννος», «Οιδίπους επί Κολωνώ», «Αντιγόνη») και τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη.. Συνοπτικά η τραγωδία ούτε επαναλαμβάνει το μύθο, ούτε τον χρησιμοποιεί σαν παθητικό υλικό. Στηρίζεται στις δυνατότητές του και δημιουργεί μια καινούργια μορφή τέχνης που της επιτρέπει, σε μια οργανική συνέχεια με το μύθο να παρουσιάσει καινούργια περιεχόμενα. Ανάλογες αναπτύξεις θα μπορούσε να κάνει κανείς για την αρχιτεκτονική, τη γλυπτική ή τη ζωγραφική όσο την ξέρουμε από τα αγγεία.

Από αυτή τη σκοπιά, τη δημιουργία μιας καινούργιας σχέσης με την παράδοση, ο μόνος αληθινός κληρονόμος της αρχαίας Ελλάδας είναι η δυτική Ευρώπη. Χωρίς να μακρηγορήσω, θα υπενθυμίσω πόσο ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός, από τον 11ο αιώνα και πέρα, και υπήρξε επαναστατικά δημιουργός και διατήρησε μια γνήσια σχέση με την παράδοση που είχε πίσω του, είτε λαϊκή, είτε «καλλιεργημένη». Η παράδοση αυτή περιλαμβάνει βέβαια κατά πρώτο λόγο τη χριστιανική κληρονομιά και αργότερα την ελληνορωμαϊκή κληρονομιά. Και σ'; αυτήν την περίπτωση, μιλώντας πολύ σύντομα, θα πάρω για παράδειγμα την καταπληκτική εξέλιξη της δυτικοευρωπαϊκής ζωγραφικής που αρχίζει με μια εκκλησιαστική εικονογραφία, παραφυάδα της βυζαντινής και από τον Giotto και μετά παρουσιάζει μια ακατάπαυστη δημιουργική ανανέωση που όμως είναι ταυτόχρονα μια αδιάκοπη οργανική συνέχεια ως το 1950. Το ίδιο ισχύει και για την μουσική που βγαίνει και από την εκκλησιαστική ρίζα του γρηγοριανού άσματος και από την φολκλορική ρίζα λαϊκών μελωδών, ρυθμών και τρόπων. Η βαθιά σχέση μεγάλων μουσικών δημιουργών, όπως οι κλασσικοί Γερμανοί, ο Chpin, o Musorsgy, o Albeniz, μ'αυτές τις ρίζες αλλά και η ικανότητά τους να μετουσιώνουν επαναστατικά τα στοιχεία της παράδοσης που χρησιμοποιούν είναι προφανείς. Το πιο έντονο παράδειγμα αυτής της σχέσης προσφέρει ίσως η δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία η οποία, μέσα από τις συνεχείς τομές στην ιστορία της σκέψης που παρουσιάζει, εξελίσσεται πάνω σε ρητή αναφορά με την παράδοση της φιλοσοφικής θεολογίας του μεσαίωνα και της κλασσικής ελληνικής φιλοσοφίας.

Η περίπτωση της δυτικής Ευρώπης παίρνει για μας όλο το τραγικό της βάρος, αν την αντιπαραθέσουμε μ'; αυτά που έγιναν ή δεν έγιναν στο ανατολικό μέρος της άλλοτε Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, στο Βυζάντιο. Παρά το ότι το Βυζάντιο δεν υποχρεώθηκε να διασχίσει την περίοδο καθαρής βαρβαρότητας που υπέστη η δυτική Ευρώπη από τον 5ο ως τον 11ο αιώνα, ο πολιτισμός του μας δίνει στις μεγάλες του γραμμές μια στατική εικόνα απολιθωμένων μορφών. Η σχέση με την παράδοση εδώ είναι στείρα, μιμητική και επαναληπτική. Η ζωγραφική γίνεται μια εικονογραφία που πολύ γρήγορα φτάνει σε τυποποιημένες μορφές τις οποίες μετά απλώς επαναλαμβάνει μιμούμενη τον εαυτό της. Το ίδιο ισχύει και για την αρχιτεκτονική. Η τέχνη του λόγου μένει μια ισχνή και ανιαρή απομίμηση των αρχαίων προτύπων. Έξω από τη λαϊκή μουσική, που γι'αυτή την περίοδο ελάχιστα ξέρουμε, η μουσική καθηλώνεται στο μονωδικό εκκλησιαστικό άσμα.

Δυο παραδείγματα μπορούν να συνοψίσουν τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή πολιτισμική κατάσταση. Οι Βυζαντινοί κληρονόμησαν ό,τι περίπου σώζεται και σήμερα από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Απ'αυτούς την παίρνουν και την μεταφράζουν οι Άραβες και αργότερα οι δυτικοευρωπαίοι. Οι Άραβες, όχι μόνο σχολιάζουν τον Πλάτωνα και ιδίως τον Αριστοτέλη, αλλά μέσα απ'αυτή την επαφή γεννούν τουλάχιστον δύο σημαντικούς φιλοσόφους, τον Αβικέννα και τον Αβερρόη.

Για τους δυτικοευρωπαίους, η «ανακάλυψη» των αρχαίων ελληνικών κειμένων δημιουργεί έναν εκρηκτικό συγκλονισμό που βρίσκει το πρώτο του κορύφωμα στην Αναγέννηση, αλλά που οι δονήσεις του δεν σταματούν, περιοδικά διαπιστώνεται κάτι σαν επιστροφή στους Έλληνες. Τώρα τι κάνουν οι Βυζαντινοί; Απλώς αντιγράφουν τα αρχαία χειρόγραφα και τους σχολιαστές τους και κάπου κάπου προσθέτουν και κανένα σχόλιο.

Το άλλο παράδειγμα είναι ο Γκρέκο. Παινευόμαστε και ξιπαζόμαστε με τον Γκρέκο χωρίς να καταλαβαίνουμε τι σημαίνει η περίπτωσή του. Ο Γκρέκο είναι βέβαια βαθιά ριζωμένος στην χριστιανική παράδοση και ξεκινάει από βυζαντινούς τύπους. Αλλά το πέρασμά του από τη Βενετία και η εγκατάστασή του στην Ισπανία τον αλλάζουν ριζικά. Η ζωγραφική του σαφώς μαρτυράει την προέλευσή του πχ σε παραλλαγές χρωματικής ή στην περίφημη επιμήκυνση των προσώπων και των σωμάτων. Αλλά τα αριστουργήματα της ισπανικής εποχής «Η ταφή του κόμητος Οργκάθ», «Οι απόψεις του Τολέδου», «Η κυρία με τη γούνα» είναι αδύνατα και αδιανόητα στο Βυζάντιο ή στη Κρήτη του 17ου αιώνα. Οι σημερινοί Βυζαντινο-κάπηλοί μας δεν στέκονται μια στιγμή να αναρωτηθούν γιατί ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος έπρεπε να εγκατασταθεί στην Ισπανία και να γίνει El Greco; Το Βυζάντιο και η εποχή της Τουρκοκρατίας μας προσφέρουν το παράδειγμα ενός μεταελληνικού πολιτισμού που έχει κάποια γνώση της αρχαιότητας σε σχέση με αυτήν, αλλά που μένει καθηλωμένη σε μια μιμητική, εξωτερική και άγονη σχέση με την παράδοση.

Τέλος έρχομαι στο σύγχρονο ελληνικό δράμα. Τα κεντρικά στοιχεία του ελληνικού δράματος είναι, από τη μια μεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για μας η παράδοση: Αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στη λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή δημιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία. Από την άλλη μεριά, η αντιφατική και, θα μπορούσε να πει κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση μας με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, που περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι ο πολιτισμός αυτός έχει μπει εδώ και δεκαετίες σε μια φάση έντονης κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης.

Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσημο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστημένου της χώρας οδήγησε και οδηγεί σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαμετρική αντίθεση μεταξύ τους. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός είναι πολιτισμός ελευθερίας και αυτονομίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευματικό επίπεδο με την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισμός είναι πολιτισμός θεοκρατικής ετερονομίας, αυτοκρατορικού αυταρχισμού και πνευματικού δογματισμού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, μόνο σχολιαστές ιερών κειμένων. Η προσπάθεια συνδυασμού και συμφιλίωσής τους δεν μπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δημιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισμό, όπως αυτός που χαρακτήριζε το πνευματικό κατεστημένο της χώρας επί ενάμιση σχεδόν αιώνα μετά την ανεξαρτησία και που επαναλάμβανε τα χειρότερα μιμητικά στοιχεία του Βυζαντίου. 

Καθ'όσο ξέρω, είμαστε ο μόνος λαός με μεγάλο πολιτιστικό παρελθόν που πρόσφερε στον κόσμο το γελοίο και θλιβερό θέαμα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της γλώσσας που μιλιόταν πριν από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα λατινικά, ούτε οι Ινδοί τα σανσκριτικά. Και είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι ενώ η Δυτική Ευρώπη, στους δυο περασμένους αιώνες γέννησε δεκάδες λαμπρούς ελληνιστές, μόνο τρία ονόματα έχουμε που μπορούν να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο με αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη και τον Συκουτρή -τον οποίο Συκουτρή οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το μίσος των κηφήνων του εν Αθήνησι Πανεπιστημίου. Περηφανευόμαστε ότι είμαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να μάθουμε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουμε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες μελέτες.

Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιμοποίηση της λαϊκής παράδοσης και τη μεταφορά της στο χώρο της έντεχνης παιδείας, με εμφατική εξαίρεση την ποίηση. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι ο τεράστιος μουσικός πλούτος της λαϊκής μουσικής σε μελωδίες, ρυθμούς, κλίμακες και όργανα έμεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έμεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσμητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης.

            Τέλος, αυτή η αναφορά στα δύο μεγάλα παρελθόντα, με τον αποστειρωτικό τρόπο που ετέθη, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής μας σχέσης με το δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, του συνδυασμού ενός κακομοιριασμένου αισθήματος κατωτερότητας και μιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Έτσι παίρνουμε από τους ξένους τις BMW, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγμένα, κλπ, κλπ, χωρίς να μιλήσω για τα πακέτα Ντελόρ και τους βρίζουμε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισμό τους. Πράγματα που η δύση βέβαια δεν περίμενε τους νεοφώτιστους ελληνορθόδοξους για να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια και που δεν απαλείφονται με μια ετήσια εκδρομή στο Άγιο Όρος.

Φαντάζομαι ότι δεν περιμένετε από μένα να δώσω συνταγές για το πώς θα μπορούσαμε να υπερβούμε αυτή τη δραματική βουβαμάρα που πολιτισμικά μας χαρακτηρίζει σήμερα. Για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: αυτό που από την ελληνική ιστορία διαδόθηκε, γονιμοποίησε τον κόσμο και παραμένει σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης είναι η αρχαία ελληνική δημιουργία και η ανάδυση μέσα από αυτήν των ιδεών της αυτονομίας και της ελευθερίας. Αν η δυτική Ευρώπη μπόρεσε, με τη σειρά της, να μεγαλουργήσει κι αυτή επί δέκα σχεδόν αιώνες, είναι και διότι μπόρεσε να συγκροτήσει μέσα από τις δυο Αναγεννήσεις, την κλασσική εποχή, το διαφωτισμό και τις μετέπειτα εξελίξεις, μια σχέση δημιουργικού διαλόγου κι όχι μιμητικής επανάληψης με τα αρχαία ελληνικά σπέρματα. 

Για μας σήμερα, αν είμαστε ικανοί να τον συγκροτήσουμε, ένας τέτοιος διάλογος που προϋποθέτει και τη βαθιά γνώση και το σεβασμό της λαϊκής μας παράδοσης δεν μπορεί παρά να είναι διπλός: και με τους αρχαίους και με την τεράστια πολιτιστική κληρονομιά της δυτικής Ευρώπης. Όπως το ανέφερα ήδη, και αυτός ο δυτικός πολιτισμός περνάει σήμερα μια βαθιά κρίση που δεν ξέρουμε αν και πότε θα μπορέσουν οι δυτικοί λαοί να την ξεπεράσουν. Είτε το θέλουμε είτε δεν το θέλουμε, στο ίδιο καράβι είμαστε μπαρκαρισμένοι κι εμείς και δεν εννοώ τις οικονομικές και διπλωματικές διασυνδέσεις. Αν μπορέσουμε να αφομοιώσουμε δημιουργικά τον απέραντο πολιτισμικό πλούτο που δημιούργησε η δύση -και που περιέχει έστω και ανεπαρκώς την αρχαία ελληνική αναφορά- θα μπορέσουμε ίσως να μιλήσουμε μια πραγματικά δική μας γλώσσα και να παίξουμε την παρτίδα μας σε μια νέα πολιτιστική συμφωνία. Αλλιώς θα εξακολουθήσουμε να βράζουμε στο ζουμί μας και να καλλιεργούμε την περιθωριακή μας ασημαντότητα.

πηγή: ekivolos.gr

ΙΕΡΑΦΟΡΟΙ ΚΑΙ ΙΕΡΟΣΤΟΛΟΙ - Η ΑΛΗΘΗΣ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ ΠΡΟΣ ΤΗ ΘΕΩΣΗ

$
0
0
Abydos_Tempelrelief_Sethos_I._10


Λέγει ο Πλούταρχος, ο Χαιρωνεύς, ο διατελέσας Ιερέας στον εν Δελφοίς του Απόλλωνα ναό:

«Όλα, ω Κλέα, τα αγαθά πρέπει να αιτούνται παρά των Θεών όσοι έχουν νου, προπάντων να εύχονται να αποκτούνε, όσο είναι εφικτό σε άνθρωπο, την περί Θεών επιστήμη εξ αυτών των ιδίων των ΘεώνΔιότι δεν λαμβάνει τίποτα πιο μείζον ο άνθρωπος – παρά των Θεών, ούτε του χαρίζεται, παρά των Θεών, κάτι πιο σεμνό από την αλήθεια. Διότι όλα τα άλλα που δέονται οι άνθρωποι και τους δίνει ο Θεός, τον νου και την φρόνηση τους την μεταδίδει από τον εαυτό του, διότι κατέχει και χρησιμοποιεί αυτά ως δικά τουΔιότι το θείο δεν είναι μακάριο από τον άργυρο και από τον χρυσό ούτε ισχυρό ένεκα των βροντών και των κεραυνών, αλλά μακάριο είναι και ισχυρό είναι λόγω επιστήμης και φρονήσεως. Και τούτο είπε, ωραιότατα εξ όλων, ο Όμηρος περί Θεών: “το όντι και δια τους δυο κοινή η καταγωγή και η μια πατρίδα, αλλά ο Ζευς γεννήθηκε πρότερος και περισσότερα γνώριζε”, ομολογώντας ως σεμνότερη την του Διός ηγεμονία, καθόσον αυτή ήταν ανώτερη ως προς την επιστήμη και την σοφία. 
Νομίζω δε, ότι και της αιωνίου ζωής, την οποία έχει ο θεός, εύδαιμον είναι το ότι τα συμβαίνοντα δεν διαφεύγουν της εκ των προτέρων γνώσης τουΕάν όμως αφαιρεθεί από τον Θεό το να γνωρίζει και να φρονεί τα όντα τότε ο βίος του δεν θα ήταν αθανασία αλλά χρόνος.     Γι’ αυτό προπάντων πόθος θέωσης για την ψυχή είναι η έφεση της για την περί θεών αλήθεια, θεωρώντας την αναζήτηση και την μάθηση ως ανάληψη ιερών[1], έργο οσιότερο από κάθε αγνεία[2] και νεωκορία, πολύ ευχάριστο στην θεά ταύτην, την οποία εσύ θεραπεύεις[3], μιας και είναι εξαιρέτως σοφή και φιλόσοφος, όπως τουλάχιστον φαίνεται να εκφράζει το όνομά της, καθόσον σε αυτή περισσότερο παρά σε κάθε άλλο αρμόζει η γνώση και η επιστήμηΔιότι ελληνικό είναι το Ίσις και ο Τυφών, ο οποίος όντας πολέμιος της θεάς δια άγνοιας και απάτης τετυφωμένος και διασπώντας αφανίζει τον ιερό λόγο, τον οποίο η θεά συνάγει και συνθέτει και παραδίδει σε εκείνους οι οποίοι επιδιώκουν για τέλος τους την θέωση, με τρόπο ζωής ενδελεχώς σώφρονος και δια διηνεκούς αποχής από πολλές τροφές και από τα αφροδίσια περικόπτει τους ανθρώπους από την ακόλαστη και φιλήδονη διάθεση, εθίζει δε αυτούς να υπομένουν άθραυστοι και στέρεοι εντός των ιερών δια της λατρείας, που τέλος της είναι η γνώση του πρώτου και κυρίαρχου και δια του νοός μόνο προσιτού, το οποίο η Θεά παρακινεί να αναζητούν πλησίον της ως υπάρχοντα μετ’ αυτής και συνδιαμένονταΤο δε όνομα του ιερού της σαφώς εξαγγέλλει την γνώση και την κατανόηση του όντως Όντος. Ονομάζεται δε το ιερό της Ίσειον, επειδή εκεί “εισόμεθα[4] πλήρως το όντως ΟΝ, αν μετά Λόγου και οσίως συμμετάσχουμε στις ιεροτελεστίες της θεάς.     

Αυτήν δε πολλοί την έχουν γενεαλογήσει ως θυγατέρα του Ερμή, πολλοί δε του Προμηθέα, θεωρώντας τον μεν Προμηθέα της σοφίας και την πρόνοιας ευρέτη, τον δε Ερμή ευρέτη της γραμματικής και της μουσικής. Για αυτό και στην Ερμούπολη την επιφανέστερη των Μουσών την καλούν Ίσιδα άμα και Δικαιοσύνη, σοφή καθώς είναι, όπως ειπώθηκε, και δεικνύει τα θεία σε εκείνους που αληθώς και δικαίως προσαγορεύονται Ιεραφόροι και Ιεροστόλοι[5]Είναι δε αυτοί που φέρουν τον περί θεών ιερό λόγο εντός της ψυχής τους, σαν σε κίστη, καθαρό από κάθε δεισιδαιμονία και αμφιβολία, και τον προφυλάσσουν υποδηλώνοντας την περί Θεών γνώση τους με μέλανα και σκιώδη ή φωτεινά και λαμπερά χρώματα, όπως εκείνα που αλληγορικά υπονοεί η ιερή εσθήτα τουςΓι’ αυτό και το να κοσμούνται με αυτά οι αποθανόντες λατρευτές της Ίσιδος είναι σύμβολο περί του ότι ο ιερός λόγος είναι μαζί τους και έχοντας αυτόν μόνο βαδίζουν προς τον ΆδηΔιότι, ω Κλέα, ούτε η διατήρηση γενειάδας ούτε οι αμφιέσεις μεγαλοπρεπών μανδυών δημιουργούν φιλοσόφους, ούτε η αμφίεση λινών ρούχων δημιουργεί λατρευτές της Ίσιδοςαλλά αληθώς λατρευτής της Ίσιδος είναι εκείνος που – αφού νόμιμα παραλάβει τα δεικνυόμενα & δρώμενα περί των Θεών τούτων – τα ενστερνίζεται και αναζητά δια της λογικής και φιλοσοφώντας περί της εν αυτών αληθείας.»[6]

Εξηγεί δε, ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, περί των στολών των ιερέων της Ίσιδας και το Οσίριδος ότι:

«Οι στολές τής Ίσιδας είναι ποικιλόχρωμες ως προς την βαφή, επειδή η δύναμή της στρέφεται γύρω από την ύλη, η οποία γίνεται κ’ επιδέχεται τα πάντα: φως και σκότος, ημέρα και νύχτα, πυρ και ύδωρ, ζωή και θάνατο, αρχή και τελευτήΗ στολή τού Οσίριδα δεν έχει σκιάσεις ούτε ποικιλοχρωμία, αλλά ένα και απλό χρώμα, τού φωτός, επειδή η αρχή είναι άκρατη, ενώ το πρωταρχικό και νοητό είναι αμιγές. Γι’ αυτόν τον λόγο, αφού την φορέσουν μία φορά, την αποθέτουν και την φυλάττουν αόρατη και ανέγγιχτη, ενώ χρησιμοποιούν πολλές φορές τις ισιακές στολές, επειδή τα αισθητά είναι πρόχειρα και βρίσκονται σε χρήση και μας δίνουν πολλές αναπτύξεις και όψεις τους, αλλάζοντας με διαφορετικό κάθε φορά τρόπο.     Η νόηση, όμως, τού νοητού και ειλικρινούς και απλού διέλαμψε όπως ακριβώς η αστραπή και άπαξ παρέσχε στην ψυχή την δυνατότητα να την αγγίξει και να την εξετάσει, γι’ αυτό και ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αποκαλούν “εποπτικό” αυτό το μέρος τής φιλοσοφίας, εφόσον εκείνοι – που μέσω της λογικής αντιπαρήλθαν τα δοξαστά, τα μεικτά και τα παντοδαπά – ανασκιρτούν προς εκείνο το πρώτο και απλό και άυλο, αληθινά αγγίζοντας την καθαρή αλήθεια γύρω του και θεωρώντας ότι κατέχουν τον ύψιστο σκοπό τής φιλοσοφίας.  

Αυτό ακριβώς που οι σημερινοί ιερείς, αφοσιωμένοι και καλά καλυμμένοι, υποδηλώνουν με ευλάβεια – δηλαδή ότι αυτός ο Θεός άρχει και βασιλεύει επί των νεκρών, ο οποίος δεν είναι άλλος από εκείνον που οι Έλληνες αποκαλούν Άδη και Πλούτωνα – οι περισσότεροι άνθρωποι αγνοούν πώς αληθινά είναι, διαταράσσονται και νομίζουν ότι ο αληθινά ιερός και όσιος Όσιρις κατοικεί εντός της γης και υπό την  γη, όπου κρύβονται τα σώματα εκείνων που θεωρούνται ότι έχουν τελευτήσει. Εκείνος, όμως, μόνος τους και καθ’ εαυτόν, βρίσκεται πολύ μακριά από την γη, άχραντος και αμίαντος και καθαρός από κάθε ουσία που επιδέχεται φθορά και θάνατοενώ οι ανθρώπινες ψυχές, που περιέχονται σε σώματα και πάθη, δεν δύνανται να μετάσχουν στον Θεόεκτός απ’ όσον δύνανται σαν σε αμυδρό όνειρο να τον νοήσουν δια τής φιλοσοφίαςΌταν, όμως, απελευθερωθούν και μεταβούν στο άμορφο και αόρατο και απαθές και αγνό, αυτός ο Θεός είναι ηγεμόνας και βασιλιάς τους, σαν να ήταν κρεμασμένες απ’ αυτόν, οπότε βλέπουν άπληστα και ποθούν το κάλλος[7] που οι άνθρωποι δεν μπορούν να εκφωνήσουν ή να διηγηθούν, εκείνο που η Ίσις – σύμφωνα με την παλαιά παράδοση – συνεχώς ερωτεύεται κ’ επιδιώκει και μαζί του συνουσιάζεται, γεμίζοντας τον εδώ κόσμο με όλα τα όμορφα και αγαθά, όσα συμμετέχουν στην γένεση. Έτσι έχουν τα πράγματα σχετικά με τον λόγο που κατεξοχήν ταιριάζει στους Θεούς.»[8]

Εξ ου και επικυρώνοντας όλα αυτά ο θείος Πρόκλος λέγει πως:

«ορισμένοι που ερμηνεύουν το όνομα του Πλούτωνα με βάση τον πλούτο που δίνει η γη από τους καρπούς και τα μέταλλα, και το όνομα Άδης με βάση το “αϊδές[9], το σκοτεινό και το φοβερό είναι κάτι λανθασμένο. Καθώς τον Πλούτωνα πρέπει να τον εκλάβουμε, αφενός ως Νου στον πλούτο της φρόνησης, και τον Άδη, αφετέρου, στον Νου τον “ειδότα[10] τα πάντα. Πράγματι, σύμφωνα με την Ελληνική παράδοση “ο Θεός τούτος είναι Σοφιστής[11]”, και με την κάθαρση που κάνει μετά θάνατον στις ψυχές τις ελευθερώνει από τον κόσμο της γένεσης. Διότι το “αϊδές”, καθώς εξηγούν λανθασμένα κάποιοι, δεν είναι κακό. Ούτε άλλωστε και ο θάνατος είναι κακό, μολονότι μερικοί θεωρούν υπό το κράτος πάθους πως είναι αϊδές. Είναι αϊδές και υπέρτερο του εμφανούς, όπως το νοητό σύμπαν[12]

Μάλιστα, κατά πως λέγει ο Πρόκλος, αφενός:

«Η ανοδική πορεία της ψυχής είναι διττή: Η μία στην ανάβαση της προς το όντως ΟΝ και τον αποκαθαρμό της από τα συγγενικά προς τον κόσμο της γένεσης στοιχεία, την οποία της παρέχουν μετά θάνατον οι δεσμοί του ΠλούτωναΗ άλλη στην ολοκληρωμένη πια ανάβαση της μέσα από την κάθαρση του Άδη και στην κυκλική της κίνηση σύμφωνα με την ζωή και τους νοητικούς τρόπους εκεί, την οποία ολοκληρώνουν οι δεσμοί του Κρόνου μέσω της σύνδεσης προς τον ΖευΔηλαδή σαν η ψυχή να τοποθέτησε ένα αποτύπωμα στην περιοχή του νοητού, διεξέρχεται στον κόσμο εκείνο την έκταση των νοητών και θεάται τα μακάρια εκείνα θεάματα, όπως διδάσκει ο Σωκράτης του “Φαίδρου, 247.d”, και τούτη η τελική ανάβαση είναι σπουδαιότερη και τελειότερη από την προηγούμενη. “Τις ψυχές, μάλιστα “που φοβούνται” για το σώμα όχι μόνο οι δεσμοί του Άδη δεν μπορούν να τις συγκρατήσουν και να τις ανεβάσουν προς την περιοχή της κυριαρχίας του Διός, αλλά ούτε και του Κρόνου οι δεσμοί που, ως πατρικοί, είναι προφανώς και ισχυρότεροι.»[13]

Εξηγώντας δε περί των καθόδων/ανόδων των ψυχών, περί των δικαστηρίων των ψυχών, περί των κλήρων/λήξεων των ψυχών, περί των οδών/περασμάτων τους, περί του λειμώνα και γενικά υπομνηματίζοντας το δέκατο βιβλίο της Πλατωνική «Πολιτείας», συνδυαστικά πάντα με τα λεγόμενα του Πλάτωνα στον «Φαίδρο», «Φαίδωνα» και «Γοργία», ο Πρόκλος, στο «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, βιβλίο Β’ (συνέχεια, 2.96-184), 136.19 – 144.13», εξηγεί πως «αἱ μὲν μακάρων νῆσοι Πλουτώνειοι λήξεις εἰσίν» κλήροι, οι δε «οὐράνιαι τῆς τοῦ πρώτου τῶν τριῶν Διὸς ἀρχῆς κατὰ τὴν εἰς τρία τῶν Κρονιδῶν τομὴν τοῦ κόσμου». Όπως και ότι το ένα εκ των τριών περασμάτων «Πλούτωνός ἐστι τρίοδος ἢ εἰς τὰς μακάρων νήσους ἢ εἰς τὸ δεσμωτήριον τῆς τίσεως ἢ εἰς τοὺς καθαρτικοὺς τόπους», το άλλο «εἰς Διὸς μοναδικὴ πρὸς οὐρανὸν ἄγουσα», ενώ το άλλο «εἰς Ποσειδῶνος σώζει τὰ τῶν χθονίων δικαστῶν».

Ως εκ τούτων καταλαβαίνουμε ότι τα νοητικά αγαθά που οι πανάγιες τελετές των Ελευσίνιων μυστηρίων υπόσχονται για τους μύστες μόλις λυθούν εκ των σωμάτων τους, την μετοχή δηλ. στα δώρα του Πλούτωνα και της Κόρης Περσεφόνης, σχετίζονται με τα νησιά των Μακάρων και μόνον με αυτά!

Δηλαδή πρόκειται για την ανοδική πορεία της ψυχής προς το όντως ΟΝ και τον αποκαθαρμό της από τα συγγενικά προς τον κόσμο της γένεσης στοιχεία, την οποία και τον οποίο της παρέχουν μετά θάνατον οι δεσμοί του Πλούτωνα.

Εξ ου και κατά πως λέγει ο Πρόκλος:

«Η μία σωτηρία της ψυχής που προβάλλεται από τον δημιουργό & πατέρα Ζευ, η σωτηρία η οποία απαλλάσσει από τον κύκλο της γένεσης, από την μεγάλη περιπλάνηση και από την άσκοπη ζωή, είναι η αναδρομή προς το νοητικό είδος της ψυχής και η φυγή από όλα όσα έχουν προσκολληθεί σε εμάς από την γέννησηΓιατί πρέπει η ψυχή, η οποία ρίχτηκε σαν σπόρος μέσα στην γενεσιουργό σπορά, να αποβάλει το άχυρο και το φλούδι, θα λέγαμε, το οποίο απέκτησε από τη γένεση της από όσα την έχουν περιβάλει, να γίνει άνθος και καρπός νοητικός, αγαπώντας τη νοητική ζωή αντί για την τροφή της δοξασίας και επιδιώκοντας την ομοιόμορφη και απλή ενέργεια της περιφοράς της ταυτότητας αντί για την πλανόδια κίνηση της περιφοράς της διαφορετικότητας. Γιατί υπάρχει και μέσα της καθένας από τους δυο κύκλους και οι δύο δυνάμεις και οι δυο ίπποι, ο αγαθός και ο αντίθετος, εκ των οποίων ο ένας οδηγεί την ψυχή στον κόσμο της γένεσης, ενώ ο άλλος από τον κόσμο της γένεσης προς το όντως ΟΝ, και ο ένας την περιστρέφει στον γενεσιουργό κύκλο, ενώ ο άλλος στον νοητικό. Γιατί η περιφορά της ταυτότητας και της ομοιότητας ανεβάζει την ψυχή προς τον νου, προς τη νοητή φύση και προς την πρώτη και άριστη έξη – και αυτή η έξη κατά την οποία η ψυχή έχει αναπτερωθεί και διοικεί ολόκληρο τον Κόσμο μαζί με τους θεούς, αφού εξομοιωθεί με τους ίδιους τους θεούς, και αυτό το καθολικό είδος της ζωής μέσα στην ψυχή, όπως ακριβώς το μερικό είναι όταν η ψυχή πέσει στο έσχατο σώμα και ανήκει σε ένα επιμέρους πράγμα αντί για το σύνολο, και το καθολικό – μερικό είδος της ζωής, το οποίο βρίσκεται ανάμεσά τους, είναι όταν ζει μαζί με το μεσαίο όχημα ως πολίτιδα του Κόσμου της γένεσης – απορρίπτοντας, λοιπόν, την προηγούμενη έξη η οποία ακολουθούσε τη σχέση με ολόκληρο τον Κόσμο της γένεσης και με το άλογο στοιχείο, χορηγώντας νου στη δοξασία και οδηγώντας ολόκληρη την ψυχή από την περιπλάνηση γύρω από τον κόσμο της γένεσης προς την ευδαίμονα ζωήΑυτή τη ζωή εύχονται να πετύχουν όσοι, κατά τον Ορφέα, μυούνται στα μυστήρια του Διονύσου και της Κόρης, καθώς “κύκλου τ᾽ ἂν λήξαι καὶ ἀναπνεύσαι κακότητος”.»[14]

Όμως ο Πρόκλος λέγει αφενός πως :

«Μόνο οι σπουδαιότερες ψυχές, και όχι όλες, αξιώνονται της συνουσίας (συνεύρεσης) με τον Πλούτωνα μετά την απελευθέρωση τους από το σώμα. Εκείνες, δηλ., που έχουν εντονότερο τον σωματικό χαρακτήρα τις λυτρώνουν από την κακία τους κάποιοι καθαρτήριοι Δαίμονες ή Άγγελοι με τρόπο επίπονο και οδυνηρό[15]

Αφετέρου:

«οι φιλοσώματοι άνθρωποι, προβάλλουν κακώς τα πάθη του έμψυχου στον εαυτό τους, θεωρούν φοβερό πράγμα τον θάνατο ως αίτιο φθοράς. Στην πραγματικότητα όμως, είναι πολύ καλύτερο για τον άνθρωπο που πέθανε να ζει κατά φύση στον Άδη από το να ζει παρά φύση στη σωματική ζωή και να εμποδίζεται στην νοητική του ενέργειαΓια τούτου πρέπει “να απογυμνωθεί” από το σαρκίο το οποίο ήταν περιβεβλημένος, όπως ο Οδυσσέας γυμνώνεται “από τα κουρελιασμένα ρούχα του”, και να μην “ενδύεται” πλέον, όντας  ένας “αξιολύπητος ζητιάνος”, μαζί με την ένδυα του σώματος, τα “κουρέλια του”. ”Τα θεία είναι απρόσιτα για τους θνητούς που σκέφτονται το σώμα, μόνο οι γυμνήτες σπεύδουν επάνω προς τα ύψη”, όπως λέει ο Χρησμός».[16]

Είδαμε λοιπόν πως συμφώνως με τον Πλούταρχο τον Χαιρωνεύ, τον διατελέσασα ιερέα στον εν Δελφοίς του Απόλλωνα ναό, αφενός:

«από όλα τα αγαθά, όσοι έχουν νου, που αιτούμαστε παρά των Θεών, προπάντων πρέπει να ευχόμαστε να αποκτούμε, όσο είναι εφικτό σε άνθρωπο, την περί Θεών επιστήμη εξ αυτών των ιδίων των ΘεώνΔιότι δεν λαμβάνει τίποτα πιο μείζον ο άνθρωπος – παρά των Θεών, ούτε του χαρίζεται, παρά των Θεών, κάτι πιο σεμνό από την αλήθεια».

Αφετέρου:

«προπάντων πόθος θέωσης για την ψυχή είναι η έφεση της για την περί θεών αλήθεια, θεωρώντας την αναζήτηση και την μάθηση ως ανάληψη ιερών, έργο οσιότερο από κάθε αγνεία και νεωκορία».

Μάλιστα τονίζει πως αφενός:

«ο άνθρωπος που  επιδιώκει για τέλος του την θέωση πρέπει  με τρόπο ζωής ενδελεχώς σώφρονα και δια διηνεκούς αποχής από πολλές τροφές και από τα αφροδίσια να απομακρύνεται από την ακόλαστη και φιλήδονη διάθεση, εθιζόμενος έτσι στο να υπομένει άθραυστος και στέρεος εντός των ιερών δια της ιερής των Θεών λατρείας, που τέλος της είναι η γνώση του πρώτου και κυρίαρχου και δια του νοός μόνο προσιτού, το οποίο η Αθηνά-Ίσιδα παρακινεί να αναζητούν πλησίον της ως υπάρχοντα μετ’ αυτής και συνδιαμένοντα. Εξ ου και στην Αίγυπτο το ιερό της θεάς σαφώς εξαγγέλλει την γνώση και την κατανόηση του όντως Όντος. Εξ ου και ονομάζεται Ίσειον, επειδή εκεί “εισόμεθαπλήρως το όντως ΟΝ, αν μετά Λόγου και οσίως συμμετάσχουμε στις ιεροτελεστίες της θεάς

Αφετέρου:

«Η Αθηνά-Ίσιδα δεικνύει τα θεία στους αληθώς και όντως φιλοσόφους που είναι η αληθώς και όντως θεραπευτές της (λατρευτές της, είναι εκείνοι που αληθώς και δικαίως προσαγορεύονται Ιεραφόροι και Ιεροστόλοι. Είναι αυτοί που φέρουν τον περί θεών ιερό λόγο εντός της ψυχής τους, σαν σε κίστη, καθαρό από κάθε δεισιδαιμονία και αμφιβολία, και τον προφυλάσσουν υποδηλώνοντας την περί Θεών γνώση τους με μέλανα και σκιώδη ή φωτεινά και λαμπερά χρώματα, όπως εκείνα που αλληγορικά υπονοεί η ιερή εσθήτα τουςΑληθώς δηλ. λατρευτής της Αθηνάς-Ίσιδος είναι εκείνος που – αφού νόμιμα παραλάβει τα δεικνυόμενα & δρώμενα περί των Θεών τούτων – τα ενστερνίζεται και αναζητά δια της λογικής και φιλοσοφώντας περί της εν αυτών αληθείας.»

________________________

[1]  Ως ανάληψη ιεροσύνης.
[2]   αγνεία
  • αυστηρή τήρηση των θρησκευτικών καθηκόντων
  • στον πληθ. αἱ ἁγνεῑαι
τελετές καθαρμού, εξαγνισμού.
Η «αγνεία» είναι ανάλογη, αλλά εννοιολογικά ευρύτερη, τής σημερινής νηστείας. Πρόκειται για την διαδικασία κατά την χρονική διάρκεια τής οποίας ο λατρευτής των θεών απέχει όχι μόνον από συγκεκριμένα φαγητά και ποτά, αλλά και από συγκεκριμένες σκέψεις και πράξεις. Top of Form
[3]   Λατρεύεις.
[4] «Εισόμεθα»: «θα γνωρίσουμε, θα κατανοήσουμε», πρώτο πρόσωπο πληθυντικού αριθμού τού μέλλοντα χρόνου τού ρήματος «οίδα», το οποίο σημαίνει «γνωρίζω, κατανοώ».
[5]  Οι ιεροφόροι και οι ιερόστολοι αποτελούσαν δύο από τις ανώτερες βαθμίδες τού ιερατείου των Ισιακών μυστηρίων.
ιερόστολος
ἱερόστολος, ὁ (Α)
(στην Αίγυπτο) ιερέας που είχε την επιμέλεια των ιερών στολών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)-* + –στολος (< στολή), πρβλ. λινόστολοςμελανόστολος].
ιεραφόρος
ἱεραφόρος και ἱεροφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει ιερά σκεύη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερά, πληθ. τού ιερόν + –φόρος (< φέρω), πρβλ. ζωνοφόροςκωνοφόρος].
[6]  Βλ. Πλούταρχος «Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 351.C.1 – 352.C.2» :
          De Iside et Osiride  351.C.1 ` to     De Iside et Osiride  352.C.2    Πάντα μέν, ὦ Κλέα, δεῖ τἀγαθὰ τοὺς νοῦν ἔχοντας αἰτεῖσθαι παρὰ τῶν θεῶν, μάλιστα δὲ τῆς περὶ αὐτῶν ἐπιστήμης ὅσον ἐφικτόν ἐστιν ἀνθρώποις μετιόντες εὐχόμεθα τυγχάνειν παρ᾽ αὐτῶν ἐκείνων· ὡς οὐθὲν ἀνθρώπῳ λαβεῖν μεῖζον, οὐ χαρίσασθαι θεῷ σεμνότερον ἀληθείας. τἄλλα μὲν γὰρ ἀνθρώποις ὁ θεὸς ὧν δέονται δίδωσιν, <νοῦ δὲ καὶ φρονήσεως μεταδίδωσιν,> οἰκεῖα κεκτημένος ταῦτα καὶ χρώμενος. οὐ γὰρ ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ μακάριον τὸ θεῖον οὐδὲ βρονταῖς καὶ κεραυνοῖς ἰσχυρόν, ἀλλ᾽ ἐπιστήμῃ καὶ φρονήσει, καὶ τοῦτο κάλ λιστα πάντων Ὅμηρος ὧν εἴρηκε περὶ θεῶν ἀναφθεγξάμενος (Ν 354 )      «ἦ μὰν ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος ἠδ᾽ ἴα πάτρη, ἀλλὰ Ζεὺς πρότερος γεγόνει καὶ πλείονα ᾔδει»       σεμνοτέραν ἀπέφηνε τὴν τοῦ Διὸς ἡγεμονίαν ἐπιστήμῃ καὶ σοφίᾳ πρεσβυτέραν οὖσαν. οἶμαι δὲ καὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς, ἣν ὁ θεὸς εἴληχεν, εὔδαιμον εἶναι τὸ τῇ γνώσει μὴ προαπολείπειν τὰ γινόμενα· τοῦ δὲ γινώσκειν τὰ ὄντα καὶ φρονεῖν ἀφαιρεθέντος οὐ βίον ἀλλὰ χρόνον εἶναι τὴν ἀθανασίαν. διὸ θειότητος ὄρεξίς ἐστιν ἡ τῆς ἀληθείας μάλιστα δὲ τῆς περὶ θεῶν ἔφεσις, ὥσπερ ἀνάληψιν ἱερῶν τὴν μάθησιν ἔχουσα καὶ τὴν ζήτησιν, ἁγνείας τε πάσης καὶ νεωκορίας ἔργον ὁσιώτερον, οὐχ ἥκιστα δὲ τῇ θεῷ ταύτῃ κεχαρισμένον, ἣν σὺ θεραπεύεις ἐξαιρέτως σοφὴν καὶ φιλόσοφον οὖσαν, ὡς τοὔνομά γε φράζειν ἔοικε παντὸς μᾶλλον αὐτῇ τὸ εἰδέναι καὶ τὴν ἐπιστήμην  προσήκουσαν. Ἑλληνικὸν γὰρ ἡ Ἶσίς ἐστι καὶ ὁ Τυφὼν πολέμιος <ὢν> τῇ θεῷ καὶ δι᾽ ἄγνοιαν καὶ ἀπάτην τετυφω μένος καὶ διασπῶν καὶ ἀφανίζων τὸν ἱερὸν λόγον, ὃν ἡ θεὸς συνάγει καὶ συντίθησι καὶ παραδίδωσι τοῖς τελου μένοις <διὰ> θειώσεως σώφρονι μὲν ἐνδελεχῶς διαίτῃ καὶ βρωμάτων πολλῶν καὶ ἀφροδισίων ἀποχαῖς κολουούσης τὸ ἀκόλαστον  καὶ φιλήδονον, ἀθρύπτους δὲ καὶ στερρὰς ἐν ἱεροῖς λατρείας ἐθιζούσης ὑπομένειν, ὧν τέλος ἐστὶν ἡ τοῦ πρώτου καὶ κυρίου καὶ νοητοῦ γνῶσις[, ὃν ἡ θεὸς παρακαλεῖ ζητεῖν παρ᾽ αὐτῇ καὶ μετ᾽ αὐτῆς ὄντα καὶ συνόντα]. τοῦ δ᾽ ἱεροῦ τοὔνομα καὶ σαφῶς ἐπαγγέλλεται καὶ γνῶσιν καὶ εἴδησιν τοῦ ὄντος· ὀνομάζεται γὰρ Ἰσεῖον ὡς εἰσομένων τὸ ὄν, ἂν μετὰ λόγου καὶ ὁσίως εἰς τὰ ἱερὰ τῆς θεοῦ παρέλθωμεν.       Ἔτι πολλοὶ μὲν Ἑρμοῦ, πολλοὶ δὲ Προμηθέως ἱστορήκασιν αὐτὴν θυγατέρα, [ὧν] τὸν μὲν ἕτερον σοφίας καὶ προνοίας, Ἑρμῆν δὲ γραμματικῆς καὶ μουσικῆς εὑρετὴν νομίζοντες. διὸ καὶ τῶν <ἐν> Ἑρμοῦ πόλει  Μουσῶν τὴν προτέραν Ἶσιν ἅμα καὶ Δικαιοσύνην καλοῦσι, σοφὴν οὖσαν, ὥσπερ εἴρηται (351e), καὶ δεικνύουσαν τὰ θεῖα τοῖς ἀληθῶς καὶ δικαίως ἱεραφόροις καὶ ἱεροστόλοις προσαγορευομένοις· οὗτοι δ᾽ εἰσὶν οἱ τὸν ἱερὸν λόγον περὶ θεῶν πάσης καθαρεύοντα δεισιδαιμονίας καὶ περιεργίας ἐν τῇ ψυχῇ φέροντες ὥσπερ ἐν κίστῃ καὶ περιστέλλοντες, τὰ μὲν μέλανα καὶ σκιώδη τὰ δὲ φανερὰ καὶ λαμπρὰ τῆς περὶ θεῶν ὑποδηλοῦντες οἰήσεως, οἷα καὶ περὶ τὴν ἐσθῆτα τὴν ἱερὰν ἀποφαίνεται. διὸ καὶ τὸ κοσμεῖσθαι τούτοις τοὺς ἀποθανόντας Ἰσιακοὺς σύμβολόν ἐστι τοῦτον τὸν λόγον εἶναι μετ᾽ αὐτῶν, καὶ τοῦτον ἔχοντας ἄλλο δὲ μηδὲν ἐκεῖ βαδίζειν. οὔτε γὰρ φιλοσόφους πωγωνοτροφίαι, ὦ Κλέα, καὶ τριβωνοφορίαι ποιοῦσιν οὔτ᾽ Ἰσιακοὺς αἱ λινοστολίαι καὶ ξυρήσεις· ἀλλ᾽ Ἰσιακός ἐστιν ὡς ἀληθῶς ὁ τὰ δεικνύμενα καὶ δρώμενα περὶ τοὺς θεοὺς τούτους, ὅταν νόμῳ παραλάβῃ, λόγῳ ζητῶν καὶ   φιλοσοφῶν περὶ τῆς ἐν αὐτοῖς ἀληθείας.
[7]  Το εν των νοητό Κόσμο, το όντως κάλλος.
[8]  Βλ. Πλούταρχος «Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 382.C.5 – 383.A.9» :
          De Iside et Osiride  382.C.5 ` to     De Iside et Osiride  383.A.9     στολαὶ δ᾽ αἱ μὲν Ἴσιδος ποικίλαι ταῖς βαφαῖς (περὶ γὰρ ὕλην ἡ δύναμις αὐτῆς   πάντα γινομένην καὶ δεχομένην, φῶς σκότος, ἡμέραν νύκτα, πῦρ ὕδωρ, ζωὴν θάνατον, ἀρχὴν τελευτήν)· ἡ δ᾽ Ὀσίριδος οὐκ ἔχει σκιὰν οὐδὲ ποικιλμόν, ἀλλ᾽ ἓν ἁπλοῦν τὸ φωτοειδές· ἄκρατον γὰρ ἡ ἀρχὴ καὶ ἀμιγὲς τὸ πρῶ τον καὶ νοητόν. ὅθεν ἅπαξ ταύτην ἀναλαβόντες ἀποτίθενται καὶ φυλάττουσιν ἀόρατον καὶ ἄψαυστον, ταῖς δ᾽ Ἰσιακαῖς χρῶνται πολλάκις. ἐν χρήσει γὰρ τὰ αἰσθητὰ καὶ πρόχειρα ὄντα πολλὰς ἀναπτύξεις καὶ θέας αὑτῶν ἄλλοτ᾽ ἄλλως ἀμειβομένων δίδωσιν· ἡ δὲ τοῦ νοητοῦ καὶ εἰλικρινοῦς καὶ ἁπλοῦ νόησις ὥσπερ ἀστραπὴ διαλάμψασα τῆς ψυχῆς ἅπαξ ποτὲ θιγεῖν καὶ προσιδεῖν παρέσχε. διὸ καὶ Πλάτων ( Conv. 210a ) καὶ Ἀριστοτέλης ἐποπτικὸν τοῦτο τὸ μέρος τῆς φιλοσοφίας καλοῦσιν, καθ᾽ ὅσον οἱ τὰ δοξαστὰ καὶ μικτὰ καὶ παντοδαπὰ ταῦτα παραμειψάμενοι τῷ λόγῳ πρὸς τὸ πρῶτον ἐκεῖνο καὶ ἁπλοῦν καὶ ἄυλον ἐξάλλονται καὶ θιγόντες ἀληθῶς τῆς περὶ αὐτὸ καθαρᾶς ἀληθείας οἷον ἐν τελετῇ τέλος ἔχειν φιλοσοφίας νομίζουσι.        Καὶ τοῦθ᾽ ὅπερ οἱ νῦν ἱερεῖς ἀφοσιούμενοι καὶ παρακαλυπτόμενοι μετ᾽ εὐλαβείας ὑποδηλοῦσιν, ὡς ὁ θεὸς οὗτος ἄρχει καὶ βασιλεύει τῶν τεθνηκότων οὐχ ἕτερος ὢν τοῦ καλουμένου παρ᾽ Ἕλλησιν Ἅιδου καὶ Πλούτωνος, ἀγνοούμενον ὅπως ἀληθές ἐστι, διαταράττει τοὺς πολλοὺς ὑπονοοῦντας ἐν γῇ καὶ ὑπὸ γῆν τὸν ἱερὸν καὶ ὅσιον ὡς ἀληθῶς Ὄσιριν οἰκεῖν, ὅπου τὰ σώματα κρύπτεται τῶν τέλος ἔχειν δοκούντων. ὁ δ᾽ ἔστι μὲν αὐτὸς ἀπωτάτω τῆς γῆς ἄχραντος καὶ ἀμίαντος καὶ καθαρὸς οὐσίας ἁπάσης φθορὰν δεχομένης καὶ θάνατον, ἀνθρώπων δὲ ψυχαῖς ἐνταυθοῖ μὲν ὑπὸ σωμάτων καὶ παθῶν περιεχομέναις οὐκ ἔστι μετουσία τοῦ θεοῦ πλὴν ὅσον ὀνείρατος ἀμαυροῦ θιγεῖν νοήσει διὰ φιλοσοφίας· ὅταν δ᾽ ἀπολυθεῖσαι μεταστῶσιν εἰς τὸ ἀειδὲς καὶ ἀόρατον καὶ ἀπαθὲς καὶ ἁγνόν,  οὗτος αὐταῖς ἡγεμών ἐστι καὶ βασιλεὺς ὁ θεὸς ἐξηρτημέναις ὡς ἂν ἀπ᾽ αὐτοῦ καὶ θεωμέναις ἀπλήστως καὶ ποθούσαις τὸ μὴ φατὸν μηδὲ ῥητὸν ἀνθρώποις κάλλος· οὗ τὴν Ἶσιν ὁ παλαιὸς ἀποφαίνει λόγος ἐρῶσαν ἀεὶ καὶ διώκουσαν καὶ συνοῦσαν ἀναπιμπλάναι τὰ ἐνταῦθα πάντων καλῶν καὶ ἀγαθῶν, ὅσα γενέσεως μετέσχηκε.   Ταῦτα μὲν οὖν οὕτως ἔχει τὸν μάλιστα θεοῖς πρέποντα λόγον·
[9]  Το αόρατο
[10]  Αυτόν που γνωρίζει.
[11] «Ο Πλάτων γνωρίζει να αποδίδει το όνομα “Σοφιστής” σε σεμνό αντικείμενο. Έτσι δηλ. ονομάζει αυτόν που είναι ικανός να στρέφει τα άλλα προς τον εαυτό του, επί παραδείγματι τον Δία, τον Άδη και τον Έρωτα».
—- Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 159. 1 – 4». —-
       in Cra 159.1 ` to     in Cra 159.4 Οτι οἶδεν ὁ Πλάτων τὸ ὄνομα <2τὸν σοφιστὴν>2 ἐπὶ σεμνῷ τάττειν πράγματι· τὸν γὰρ πρὸς ἑαυτὸν τὰ ἄλλα δυνάμενον ἐπιστρέφειν οὕτως καλεῖ, οἷον τὸν Δία τὸν Ἅιδην τὸν Ἔρωτα.
[12]  Βλ. Πρόκλος, «Εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος Εκλογαί χρήσιμοι, 153.  1 -1 4» :
        in Cra 153.1 ` to     in Cra 153.14    Ὅτι κακῶς τινας ἀναλύοντας τὸ μὲν τοῦ <Πλούτωνος> ὄνομα εἰς τὸν ἐκ τῆς γῆς πλοῦτον διά τε τοὺς καρποὺς καὶ τὰ μέταλλα, τὸν δὲ Ἀίδην εἰς τὸ ἀιδὲς καὶ σκοτεινὸν καὶ φοβερόν, ἐπιρραπίζει <νῦν> (p 403 e  404b) ὁ Σωκράτης, εἰς ταὐτὸν ἄγων σημαινόμενον τὰ δύο ὀνόματα. τὸν μὲν Πλούτωνα ὡς νοῦν εἰς τὸν τῆς φρονήσεως πλοῦτον, τὸν δὲ Ἀίδην εἰς τὸν εἰδότα νοῦν τὰ πάντα· <σοφιστὴς> γὰρ ὁ <θεὸς οὗτος>, καὶ τὰς ψυχὰς μετὰ θάνατον καθαίρων ἐλευθεροῖ τῆς γενέσεως. τὸ γὰρ ἀιδές, ὥς τινες κακῶς ἐξηγοῦνται, οὐκ ἔστι κακόν· οὐδὲ γὰρ ὁ θάνατος κακόν, εἰ καὶ δοκεῖ τισιν ἐμπαθῶς ἀιδὲς εἶναι· ἀλλ᾽ ἔστιν ἀιδὲς καὶ κρεῖττον τοῦ ἐμφανοῦς, οἷον τὸ νοητὸν πᾶν.
[13]  Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 162.1 – 162.15» :
        in Cra 162.1 ` to     in Cra 162.15     Οτι διττὴ ἡ τῆς ψυχῆς ἄνοδος, ἡ μὲν κατὰ τὸ ἀνιέναι πρὸς τὸ ὂν κα ἀποκαθαίρεσθαι τῶν τῇ γενέσει συμφύλων, ἣν οἱ Πλούτωνος δεσμοὶ μετὰ θάνατον παρέχουσιν· ἡ δὲ κατὰ τὸ ἤδη ἀνεληλυθέναι διὰ τῆς τοῦ Ἅιδου καθάρσεως, καὶ κατὰ τὴν ἐκεῖ ζωὴν καὶ διεξαγωγὴν τῶν νοήσεων περιπολεῖν [τὴν ψυχήν], ἣν οἱ τοῦ Κρόνου δεσμοὶ διὰ τῆς τοῦ Διὸς συναφῆς ἀποτελοῦσιν· οἷον γὰρ ἐν τῷ νοητῷ ἴχνος θεῖσα ἡ ψυχὴ διέξεισιν ἐκεῖ τὸ πλάτος τῶν νοητῶν καὶ θεᾶται τὰ μακάρια ἐκεῖνα θεάματα, ὡς ὁ ἐν <Φαίδρῳ> (p 247d) Σωκράτης διδάσκει, καὶ ἔστιν αὕτη ἡ ὑστέρα ἀνάβασις μείζων καὶ τελειοτέρα τῆς προτέρας. <τὰς γοῦν περὶ τὸ σῶμα>  <ἐπτοημένας ψυχὰς> οὐ μόνον οἱ τοῦ Ἅιδου δεσμοὶ οὐ δύναν ται κατέχειν καὶ ἀνάγειν ἐπὶ τὴν Διὸς ἐπικράτειαν, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ οἱ τοῦ Κρόνου, οἵτινες, ὡς πατρὸς δηλονότι, καὶ ἰσχυρότεροί εἰσιν.
[14]  Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιον Πλάτωνος, βιβλίο Ε΄[συνέχεια], 3.296. 07 – 3.297.10» :
       in Ti 3.296.7 ` to     in Ti 3.297.10 Μία σωτηρία τῆς ψυχῆς αὕτη παρὰ τοῦ δημιουργοῦ προτείνεται τοῦ κύκλου τῆς γενέσεως ἀπαλλάττουσα καὶ τῆς πολλῆς πλάνης καὶ τῆς ἀνηνύτου ζωῆς, ἡ πρὸς τὸ νοερὸν εἶδος τῆς ψυχῆς ἀναδρομὴ καὶ ἡ φυγὴ πάντων τῶν ἐκ τῆς γενέσεως ἡμῖν προσπεφυκότων· δεῖ γὰρ τὴν ψυχὴν ἐν τῇ γενεσιουργῷ σπορᾷ καταβληθεῖσαν σπέρματος δίκην τὴν μὲν οἷον καλάμην καὶ τὸν φλοιόν, ὃν ἔσχεν ἀπὸ γενέσεως, ἀποσκευασαμένην, ἑαυτὴν δὲ καθήρασαν ἀπὸ τῶν περικειμένων ἄνθος γίνεσθαι καὶ καρπὸν νοερόν, ἀντὶ τῆς δοξαστικῆς τροφῆς τὴν νοερὰν ζωὴν ἀγαπήσασαν καὶ ἀντὶ τῆς κατὰ τὴν θατέρου περίοδον πολυπλανοῦς κινήσεως τὴν μονοειδῆ καὶ ἁπλῆν τῆς ταὐτοῦ περιφορᾶς ἐνέργειαν ἐπιδιώξασαν· ἔστι γὰρ καὶ ἐν αὐτῇ τῶν κύκλων ἑκάτερος καὶ αἱ διτταὶ δυνάμεις καὶ τῶν ἵππων ὅ τε ἀγαθὸς καὶ ἐναντίος, καὶ ὃ μὲν εἰς γένεσιν ἄγει τὴν ψυχήν, ὃ δὲ ἀπὸ γενέσεως ἐπὶ τὸ ὄν, καὶ ὃ μὲν τὸν γενεσιουργὸν περιάγει κύκλον, ὃ δὲ τὸν νοερόν· ἡ γὰρ ταὐτοῦ καὶ ὁμοίου περίοδος ἐπὶ νοῦν ἀναπέμπει καὶ τὴν νοητὴν φύσιν καὶ ἐπὶ τὴν πρώτην καὶ ἀρίστην ἕξιν. ἔστι δὲ αὕτη ἐκείνη, καθ᾽ ἣν ἐπτερωμένη τὸν ὅλον συνδιοικεῖ κόσμον τοῖς θεοῖς, ἐξομοιωθεῖσα τοῖς θεοῖς αὐτοῖς, καὶ τοῦτ᾽ ἔστι τὸ καθολικὸν εἶδος ἐν τῇ ψυχῇ τῆς ζωῆς, ὥσπερ τὸ μερικόν, ὅταν εἰς τὸ ἔσχατον πέσῃ σῶμα καὶ γένηται τινὸς ἀντὶ τοῦ παντός, καὶ τὸ τούτων μέσον μερικὸν καθολικόν, ὅταν ζῇ μετὰ τοῦ μέσου ὀχήματος ὡς γενέσεως πολῖτις. τὴν οὖν πρώτην ἕξιν κατὰ τὴν σχέσιν ἀφεῖσα τὴν πρὸς πᾶσαν τὴν γένεσιν καὶ τὸ ἄλογον τὸ ποιοῦν αὐτὴν γενεσιουργόν, λόγῳ μὲν κρατοῦσα τὸ ἄλογον, νοῦν δὲ χορηγοῦσα τῇ δόξῃ, πᾶσαν δὲ τὴν ψυχὴν εἰς τὴν εὐδαίμονα περιάγουσα ζωὴν ἀπὸ τῆς περὶ τὴν γένεσιν πλάνης, ἧς καὶ οἱ παρ᾽ <Ὀρφεῖ> [frg. 226] τῷ Διονύσῳ καὶ τῇ Κόρῃ τελούμενοι τυχεῖν εὔχονται,   <κύκλου τ᾽ ἂν λήξαι καὶ ἀναπνεύσαι κακότητοσ>.
[15] Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 160.1 – 160.5» :
       in Cra 160.1 ` to     in Cra 160.5    Ὅτι οὐ πᾶσαι ψυχαὶ μετὰ τὴν τοῦ σώματος ἀπαλλαγὴν ἀξιοῦνται τῆς τοῦ Πλούτωνος συνουσίας, ἀλλ᾽ αἱ σπουδαιότεραι· αἱ γὰρ σωματοειδέστεραι ὑπό τινων δαιμόνων ἢ ἀγγέλων καθαρτικῶν ἐπιπόνως καὶ ἀλγεινῶς ἀπαλλάττονται τῆς κακίας.
[16]  Βλ. Πρόκλος «Σχόλια εις τον Κρατύλον Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 155.  1 – 12» :
       in Cra 155.1 ` to     in Cra 155.12    Ὅτι οἱ φιλοσώματοι ἄνθρωποι, τὰ τῆς ἐμψυχίας πάθη εἰς ἑαυτοὺς κακῶς ἀναφέροντες, φοβερὸν ἡγοῦνται τὸν θάνατον ὡς φθορᾶς αἴτιον· τὸ δ᾽ ἀληθές, πολλῷ ἄμεινόν ἐστιν ἀνθρώπῳ τελευτήσαντι κατὰ φύσιν ζῆν ἐν Ἅιδου ἤπερ μετὰ τοῦ σώματος ζῆν παρὰ φύσιν ὄντα καὶ κωλυόμενον νοερῶς ἐνεργεῖν. διὸ δεῖ αὐτὸν τῶν μὲν σαρκίων, ἃ περιβέβληται,   ὥσπερ τὸν Ὀδυσσέα <τῶν ῥακέων, γυμνωθῆναι>, καὶ μη κέτι <πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον> ὄντα μετὰ τῆς τοῦ σώματος ἐνδείας <δνοπαλίζειν> τὰ ἑαυτοῦ ῥάκη·  <οὐ γὰρ ἐφικτὰ τὰ θεῖα βροτοῖς τοῖς σῶμα νοοῦσιν,  ἀλλ᾽ ὅσσοι γυμνῆτες ἄνω σπεύδουσι πρὸς ὕψος>, ὥς φησι τὸ <λόγιον> (or chald p 52).

πηγή: eleysis69

ΧΕΓΚΕΛ - Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

$
0
0
Animated Graphics, Animated Gif,  Animated Gifs,  Animated Flowers, Color Splash, Flowers, Keefers Pictures, Images and Photos


Περί της ουσίας της τέχνης

Η τέχνη συνιστά μια από τις αξιακά διαβαθμισμένες μορφές ή βαθμίδες, με τις οποίες πραγματώνεται το απόλυτο πνεύμα. Οι άλλες δύο είναι η θρησκεία και η φιλοσοφία. Από εδώ προκύπτουν δύο τινά: α) η τέχνη δεν μπορεί να ανήκει στην τάξη της μίμησης ή της απομίμησης –με την αρχαιοελληνική σημασία των όρων. Τούτο σημαίνει για τον φιλόσοφο ότι δεν πρέπει να καταδικάζουμε συλλήβδην τη μιμητική τέχνη, αλλά τις αντιλήψεις εκείνες που θέλουν την τέχνη περιορισμένη στο επίπεδο της μίμησης. β) Η τέχνη αποτελεί την εκδήλωση του άπειρου, του απέραντου μέσα στο περατό, στο πεπερασμένο. Επομένως είναι ο τόπος, όπου το πνευματικό στοιχείο εκφράζει, αρθρώνει, σε αισθητή μορφή την αυθεντικότητα της φύσης του. Στο πεδίο της τέχνης, κατά ταύτα, το πνεύμα εξωτερικεύει ή εκδηλώνει την ικανότητά του να πνευματοποιεί το πραγματικό με καλλιτεχνικό τρόπο, δηλαδή να το «ιδιοποιείται» για να το συγκροτεί και να το ανασυγκροτεί στην αληθινή του υπόσταση. Έτσι, για παράδειγμα, ό,τι αυτο-αποκαλείται λογοτεχνικό έργο δεν σημαίνει ότι απηχεί και μια αυθεντική λογοτεχνικότητα. Αυθεντικό λογοτεχνικό έργο και γενικότερα αυθεντικό έργο τέχνης είναι εκείνο που πραγματώνει τη διαλεκτική μορφής και περιεχομένου, δηλαδή συνιστά ένα άρτιο αισθητικά και πνευματικά-διανοηματικά καλλιτεχνικό δημιούργημα.

Όπως λοιπόν προκύπτει, η τέχνη συνιστά μια ανώτερη δραστηριότητα, εργασία και διεργασία του πνεύματος. Πώς όμως τα έργα τέχνης, δηλαδή αυτά τα συγκεκριμένα έργα του πνεύματος, αναδύονται στην πραγματικότητα; Αναδύονται με αισθητό τρόπο. Αποτελούν ένα σημαίνον που εκπέμπεται από το πνεύμα υπό τη μορφή του αισθητού φαινομένου. Γι’ αυτό και μια αισθητή προφάνεια, το ίδιο το φαίνεσθαι ως τέτοιο, δεν είναι μια εξαπάτηση ή αυταπάτη των αισθήσεων, αλλά εκδήλωση, εξωτερίκευση του πνεύματος. Με αυτό το νόημα, ο Χέγκελ ομιλεί για φαινομενολογία του πνεύματος. Ορισμένως, λοιπόν, η τέχνη έχει τον ίδιο προορισμό με τη θρησκεία και τη φιλοσοφία, εν τούτοις διαφέρει απ’ αυτές  τις δυο μορφές του πνεύματος στο ότι διαθέτει τη δύναμη να εκφράζει τις πιο υψηλές ιδέες με αισθητό τρόπο, με κατ’ αίσθηση παράσταση και αναπαράσταση, έτσι ώστε αυτές οι ιδέες να καθίστανται προσιτές σ’ εμάς. Ένα ερώτημα γεννιέται εδώ: η ιδέα του ωραίου είναι μια απ’ αυτές τις υψηλές ιδέες ή είναι αυτή τούτη η ωραιότητα που γεννήθηκε και ξαναγεννήθηκε από το πνεύμα και ως τέτοια συνέχει αρμονικά τις εν λόγω ιδέες; Προφανώς για τον Χέγκελ ισχύει το δεύτερο: δηλαδή το ωραίο ή η ωραιότητα διατρέχει και συνάπτει αυτές τις ιδέες Π.χ. ένας ζωγραφικός πίνακας εκφράζει μια υψηλή ιδέα και ένα ποίημα εκφράζει άλλη υψηλή ιδέα. Αμφότερα όμως αυτά τα καλλιτεχνικά έργα και οι εκφραζόμενες με ή σε αυτά ιδέες συνέχονται από τη μια ιδέα του ωραίου ή της ωραιότητας ως ωραιότητας της τέχνης 

Με βάση αυτή την οπτική, το ωραίο της τέχνης δεν ταυτίζεται με το ωραίο της φύσης. Το πρώτο, ως προϊόν του πνεύματος, είναι ανώτερο από το ωραίο της φύσης. Εκ πρώτης όψεως τούτο δεν μας λέει τίποτα, γι’ αυτό και ο καθένας μπορεί να ισχυριστεί το αντίθετο. Πού έγκειται η αλήθεια, η οποία έχει τη δύναμη να παραμερίζει κάθε αυθαίρετο ισχυρισμό, κάθε ανάλαφρη υποκειμενική γνώμη; Στο γεγονός ότι το φυσικό κάλλος, το ωραίο της φύσης, αντικαθρεφτίζει το ωραίο, το κάλλος του πνεύματος. Επειδή το πνεύμα είναι εκείνο το αληθές που περιλαμβάνει μέσα του τα πάντα, το ωραίο της φύσης αποτελεί μια αντανάκλαση του ωραίου του πνεύματος, είναι ένας ατελής τρόπος του και ως τέτοιος ανήκει και αυτός στην ουσία του πνεύματος. Από τη γενική τούτη αρχή της προτεραιότητας του πνεύματος ο Χέγκελ δεν εξάγει το συμπέρασμα πως ό,τι ανήκει στο πνεύμα είναι το ανώτερο, ανεξάρτητα από τη δημιουργική ικανότητα του ίδιου του καλλιτέχνη. Εάν συνέβαινε αυτό, τότε κάθε μέτριο καλλιτέχνημα, κάθε ελλιπές αισθητικά έργο, ιδεολογικά όμως φορτισμένο, θα ήταν το απόλυτα ωραίο.

Για τον φιλόσοφο, καθοριστικό ρόλο παίζει η αξία, η ικανότητα του καλλιτέχνη ως ατομικού δημιουργού, του οποίου η ελευθερία δεν μπορεί να συμβαδίζει με τον εγκλεισμό του μέσα σε ιδεολογικά δόγματα ή σε μορφολογικές θεωρήσεις ή ακόμη σε περιχαρακώσεις σαν αυτές του ρεαλισμού και ιδεαλισμού. Την αξία, την πληρότητα ενός έργου τέχνης δεν την καθορίζει μονοσήμαντα ένα θέμα, όσο σπουδαίο κι αν είναι, αλλά και το έργο, κυρίως το έργο, που παράγει ο καλλιτέχνης. Πολύ εμφατικά παρατηρεί σχετικά ο Χέγκελ πως, όποια αρχή κι αν εμφυσήσουμε στη μετριότητα και στα ταλέντα της, δεν κατορθώνουμε τίποτα, όλα είναι χαμένος κόπος. Ένας πραγματικά ταλαντούχος καλλιτέχνης είναι σε θέση να συνάπτει το καλλιτεχνικά  ωραίο με την ελευθερία της έκφρασης και της παραγωγής, να δραπετεύει από τα δεσμά του κανόνα, του κανονιστικού και του κανονισμένου προς την ελεύθερη ενέργεια της φαντασίας, προς την πιο  δημιουργική της δύναμη και να μας πλημμυρίζει με γαλήνη, καταπράυνση η και ζωογόνηση.

πηγή: hegel-platon

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

$
0
0
                                      redemptive-suffering-statue-with-tears

Η έκφραση «ο πόνος του κόσμου» αναφέρεται στο περιεχόμενο των οντολογικών κατηγοριών. Έχουμε σαν δεδομένη την υπόθεση ότι ο κόσμος, μέσα στον οποίο ζούμε, προσδιορίζεται από μια ρυθμιστική τάξη, που προκαλεί τη συναισθηματική εξέγερση και τη διανοητική απορία του ανθρώπου. Η κοσμική αυτή υφή, στον τρόπο που προσκρούει στην καταφατική προθυμία του ανθρωπίνου όντος, ονομάζεται κακό. Η ανθρώπινη προσπάθεια, στον τρόπο που αναμετριέται με το κακό του κόσμου και αγωνίζεται να πετύχει την υπερκέρασή του –αν αυτό είναι κατορθωτό- γίνεται πόνος. Από την άποψη αυτή ο «πόνος του κόσμου» είναι η εκφραστική σύμφυρση του πικρού κόσμου και του άθλιου ανθρώπου.

Η ελεγεία με την αποτύπωση του πόνου του κόσμου στο έλυτρο της ανθρώπινης ψυχής κατασημαίνει τη μεταστοιχείωση του κοσμικού γεγονότος σε ανθρώπινη εμβίωση. Το υποθετικό σημείο του γαληνού τέρματος, με την έννοια της χρονικής απαρχής, στο οποίο έχει συμφιλιωθεί ο άνθρωπος με τον κόσμο στο σύνολο δομικό του περιεχόμενο (Weltstruktur) και τον έχει αναγνωρίσει αταλάντευτα, ορίζει την υπέρβαση, το ηθικό τέλος.
Σύμφωνα με το αδρό αυτό οριστικό διάγραμμα ο πόνος του κόσμου εκφράζει το γεγονός της εναγώνιας προσπάθειας να συσχετισθεί ο άνθρωπος με τον κόσμο χωρίς την αναίρεση του γνωστικού σχίσματος, που οδήγησε σ’ αυτή την οργανική αποκοπή. Έκπτωτος καθώς είναι ο άνθρωπος στον αγκαθερό τόπο της γνώσης, ζητεί ν’ αποκαταστήσει την αρχική του ενότητα. Ο πόνος του κόσμου πηγάζει από την αναρρίπιση της νοσταλγίας για την αρχέγονη κατάσταση κάτω από το οδυνηρό φώς της γνωστικής συνείδησης, που χωρίς αυτή το κακό δεν θα γινόταν πόνος. Ο πόνος του κόσμου υπάρχει μόνο στην ανθρώπινη υπόσταση και τη ριγηλή παράσταση, που συμβολίζει την αρχική του εμφάνιση, την έχουμε μέσα στο μυθολογικό γέρμα του πρώτου μελαγχολικού δειλινού.
Θεωρημένος απο αυτή τη σκοπιά ο πόνος του κόσμου δεν είναι απλώς η δηλωτική μορφή μιας μεμονωμένης ευαίσθητης δεκτικότητας, που καταποντίστηκε στην υδρόχαρη αβουλία της συναισθηματικής υπερπλασίας. Οσάκις πηγάζει από τέτοια αιτία, πρόκειται αναντίρρητα για κατάσταση παθολογική. Διαστέλλοντας τον πόνο του κόσμου σε κοσμικό και εγωιστικό, είναι αυτονόητο οτι μας απασχολεί μόνο ο πρώτος. Ο πόνος αυτός μπορεί να προβάλλει με τη στιγμιαία έκφραση συλλογικών συμπτώσεων σαν το κατασκεύασμα της Βαβέλ, τους κήπους της Σεράμιδος στη Βαβυλώνα ή τα κυκλώπεια μεγέθη των ελληνικών μύθων. Σαν ξέχωρη κίνηση στην λογοτεχνική ροή του νεώτερου αιώνα, παρουσιάζεται στην περίοδο «της ορμής και της θύελλας» (Sturm und Drang) και του ρομαντισμού στη Γερμανία ή τη βυρωνική εποχή στην Αγγλία. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για εντονότερη και χτυπητή εκδήλωση κάτω από τα αναφιλητά ή το οργίλο ύφος της απελπισίας. Πολύ περισσότερο όμως ο πόνος του κόσμου διαπερνά τον άνθρωπο σαν υπόγειο ποτάμι συνειδητά ή ανεπίγνωστα σε κάθε ώρα και σε κάθε φάση της ζωής του. Το κακό με την πληθυντική του γονιμότητα προβάλλει με σαλέματα πολυκέφαλης έρπουσας ύδρας και μεταστοιχειώνεται στην ασύλληπτη ενεργητικότητα ενός αέναου πρωτεϊσμού.
Η σήμανση του πόνου στη φύση έχει αντικειμενική χροιά, γιατί το κακό στέκεται έξω από τον οντολογικό ορίζοντα. Ο χειμώνας, που τον φέρνουν σταθερά οι ώρες, εκτελεί το χρέος της φθοράς με την ακολουθία δρεπανηφόρων αρμάτων. Η ευκρασία του αέρα, η θαλερή χλωρίδα και το ζωϊκό βασίλειο εκτίθενται στο στροβιλισμό των πνοών ενός τεράστιου φονικού ρυπιδίου. Ο θάνατος ακαταμάχητος και αργός συνωθεί στον άπληστο κόλπο του όλες τις μορφές της ζωής. Με το ίδιο εύρος μετώπου παρουσιάζεται η ανάγκη του κακού στον αγώνα για την επιβίωση των όντων. Εάν απουσιάζει από το φυσικό πεδίο η κατανόηση και το κακό δεν μεταπίπτει στο ερμηνευτικό σχήμα του πόνου, η ουσία του πόνου δεν αλλάζει. Η γενική βιολογική διάθεση του ζώου, που σπαράζεται, είναι διαφορετική από εκείνη του ζώου, που κατασπαράζει. Στον άνθρωπο εξ’ αιτίας της γνωστικής του ιδιαιτερότητας, ο τυφλός και ασύνειδος  πόνος της φύσης είναι ξέχωρα διαφωτιστικός, γιατί παραπέμπει στην ερμητική (ερημητική) απομόνωσή του μέσα στο οντικό περιβάλλον και στη βεβαιότητα ότι το κύρος του πόνου είναι απολέμητο, αφού η πηγή του ανιχνεύεται στα αδιατάρακτα βάθη του κόσμου (malum physicum).
Ήδη τη γέννηση του ανθρώπου συνοδεύει ο σπασμός των ωδίνων, που αθροίζει τη σωματική αμηχανία και τον ψυχικό τάραχο της μητέρας. Και το κλάμα του νιογέννητου, σαν η πρώτη αντίδραση στην επαφή του με τον κόσμο, παραπέμπει στην συμβολική πληροφορία ότι ο πόνος προορίσθηκε να στέκεται ο δια βίου συνοδός και παραστάτης του ανθρώπου. Επίσης, την κραταιή και αναπαλλοτρίωτη σιωπή του νεκρού συνοδεύει σαν τελευταία έκφραση του δεσμού του με την ζωή ο αποχαιρετιστήριος θρήνος, το μοιρολόι των ζωντανών. Ο πόνος στα δυο αυτά έσχατα βιολογικά σήμαντρα, που ανοίγουν και κλείνουν την πύλη της ζωής, διαφωτίζει τη σχέση του ανθρώπου με τη μεταφυσική του προέκταση (ante et post). Η κατάσταση του ανθρώπου, που την ορίζει η οντολογική διάκριση η στηριζόμενη στο γνώρισμά του για γνωστική κατανόηση του Είναι, μπορεί να παραβληθεί με παλίνδρομη απορροή από τον πόνο στον πόνο. Το φιλόσοφο, όχι μόνο δεν παραπέμπει στο σοφό, αλλά εκφράζει την οδυνηρή ανάλωση μεταξύ του γνωστού, που δεν ικανοποιεί, και του αγνώστου, που αυξάνει τόσο πιό πολύ , όσο πιό πολύ αναζητείται. Το εωσφορικό συναίσθημα της παντογνωσίας, που προβάλλει στιγμιαία, ελέγχεται αυστηρά από τη σωφροσύνη του ανθρώπου, η οποία αποκλείει την είσοδό του στην περιοχή της απόλυτης αλήθειας. Ο άνθρωπος δεν επροικίσθηκε με τον intellectus infinitus.
Εντονότερα αισθητή και περισσότερο πλούσια εμφανίζεται η πολυχρωμία του πόνου στις σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Ο ηθικός κόσμος είναι ανθρώπινη καθαρά δημιουργία, που η αρχή της διαλύεται στο μακρινό σύθαμπο της ιστορικής αμφιλύκης. Η γενετική αιτία του ηθικού κόσμου είναι σύδετη με τις συμβιωτικές παρενέργειες. Ο σκοπός του ηθικού κόσμου κατατείνει στην αντίκρουση της κοινωνικής έχθρας, κατά τον τρόπο που την έχθρα της φύσης προς τα άλλα ζώα την αντιμετωπίζει η διαδικασία της «βιολογικής διαλεκτικής». Οι έννοιες του δικαίου και της αρετής πλαστουργούν αυτόν τον αγλαόμορφο σκοπό, ανάλογα με το βαθμό που αναγνωρίζονται από τον άνθρωπο και παρακολουθείται η λειτουργία τους στο ιερό του οντολογικού του οίκου. Εάν την τάξη στη φύση την οικονομεί η μηχανική νομοτέλεια, η αρμονία του ηθικού κόσμου εξαρτάται από την αποκλειστική προϋπόθεση της ελευθερίας. Η άγνοια ή η συνειδητή ασέβεια του ανθρώπου απέναντι στην ελευθερία απαγορεύει την ηθική αρμονία και καταφάσκει την ιστορική ταραχή. Η ιστορική ταραχή είναι το κάτοπτρο του στείρου και μηδενιστικού πόνου, αντίθετα προς τη δημιουργική και οιστρήλατη οδύνη, που συνοδεύει την ανύψωση του ανθρώπου στον αξιολογικό χώρο της ελευθερίας και της ευδαιμονίας. Και οι δύο μορφές του πόνου, η πρώτη ποσοτικά κατακλυσμιαία και η δεύτερη ποιοτικά θεοφόρητη, μας δίνουν την παράστασή του μέσα στο τόξο του ηθικού φάσματος (malum morale).
Η σύντομη αυτή σκιαγράφηση του πόνου, που διατρέχει τον ορίζοντα της φυσικής, της μετα-φυσικής και της ιστορίας, δίνει το μέτρο της δεσποτείας του επάνω στον κόσμο. Η απειρότητα των μορφών, μέσα στις οποίες αναπηδά και βυθίζεται, μεταμοσχεύει και ξανανθίζει, είναι σημαντική των ιμπεριαλιστικών του ορίων. Η ηχητική πανδαισία του έχει μετατρέψει το σύμπαν στο μέγα του λάλητρο. Και το αρχέτυπό του φυλάσσεται στην εικόνα των βασάνων και του μαρτυρίου των ίδιων των θεών. Η ταύτιση του Οσίριδος και του Διονύσου απηχεί την πράξη της κοινής κατακρεούργησης μέσα σε μια αδελφική συνοδεία, που εφορεύεται από την ανάγκη της ανανέωσης. Η ίδια αναστάσιμη ανάγκη παρουσιάζει εντονότερα τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα της στο δράμα του Ιησού. Εδώ ο πόνος περικλείει φανερά και την ανθρώπινη συμμετοχή και εξωθείται στην ανώτατη έκφραση. Η σκηνή της αγωνίας, που μεταβάλλει τον ιδρώτα του μετώπου σε αίμα στον κήπο της εγκατάλειψης, έκλεισε τελειωτικά το κεφάλαιο κάθε νέας θρησκευτικής απόπειρας, να περιγράψει πιστότερα την ανάλογη οριακή κατάσταση.
πηγή: antikleidi

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΥΤΗ Η ΑΓΝΩΣΤΗ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

$
0
0

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Θεμου Γκουλώνη, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΥΤΗ Η ΑΓΝΩΣΤΗ

Όλοι γνωρίζουμε ότι η Ελβετία δεν είναι μια συνηθισμένη χώρα. Βρίσκεται στο κέντρο της Ευρωπαϊκής ηπείρου και αποτελείται από πανύψηλα βουνά, τις Άλπεις. Κατοικείται από 4 διαφορετικούς λαούς που ο καθένας μιλάει και διαφορετική γλώσσα και στερείται πλουτοπαραγωγικών πηγών. Δεν έχει θάλασσα δεν έχει κάμπους δεν έχει μεταλλεύματα ούτε πετρέλαιο. Αυτό το μείγμα είναι ό,τι πρέπει για να εξασφαλίσει σε μια χώρα άφθονη φτώχεια, κοινωνικές αναταραχές, οπισθοδρόμηση. Το ότι δεν συμβαίνει αυτό μας επιβάλλει να ρίξουμε μια ματιά στο Πολιτικό της σύστημα.



Ακόμη και για τη δημιουργία ενός γηπέδου (αδιανόητη για τον κοινοβουλευτισμό) δίδεται στη θέληση των πολιτών η έγκριση. Η διαδικασία που ακολουθείται έχει ως στόχο την εξυπηρέτηση του Δημοσίου πρωταρχικά Συμφέροντος, το οποίο εκφράζεται σε τελική ανάλυση από τη θέληση της πλειοψηφίας των πολιτών ή στο κάθε θέμα που προκύπτει στη διάρκεια του χρόνου.

Κάθε ενδεχόμενη διχογνωμία μεταξύ των αρχόντων ή μεταξύ αρχόντων και αρχομένων ή μεταξύ πολιτών, οδηγείται υποχρεωτικά στη διαδικασία του ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΟΣ. δια του οποίου δίδεται η οριστική και αδιαμφισβήτητη έξοδος σε κάθε μικρή ή μεγάλη κοινωνική δυσλειτουργία.

Ο Ελβετοί έχουν τη δυνατότητα να εκπροσωπούνται ως παραγωγικές ή επιστημονικές ή εμπορικές ή όποιες άλλες ομάδες ή τάξεις στην ολιγομελή βουλή. Υπάρχουν δυο βουλές. Για να περάσει οποιαδήποτε απόφαση ή νομοσχέδιο πρέπει να υπάρχει συμφωνία και των δύο.  Εάν το 1/3 των βουλευτών διαφωνήσουν πάλι καταλήγουν στην Λαϊκή Ετυμηγορία που είναι το Δημοψήφισμα.

Μετά τη δημοσίευση του οποιοδήποτε νόμου στην αντίστοιχη ας πούμε "Εφημερίδα της Κυβερνήσεως"υπάρχει ένα διάστημα 90 ημερών κατά το οποίο ενημερώνονται όλοι οι πολίτες. Το κράτος υποχρεούται να αποστέλλει το κείμενο του νόμου σε όποιον το ζητήσει ακόμη και δια τηλεφώνου!

Εάν κάποιοι διαφωνήσουν, τότε έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να μαζέψουν υπογραφές Πολιτών, που αν συγκεντρωθούν 60.000 αυτομάτως διενεργείται Δημοψήφισμα δια του οποίου επικυρούται ΄'η ακυρούται ο νόμος.

Οι Ελβετοί δύνανται να προσθέσουν στον κατάλογο των ονομάτων ενός εκλογικού συνδυασμού, έναν υποψήφιο από άλλον συνδυασμό στη θέση κάποιου τον οποίον "πετούν έξω από τη λίστα". Με αυτόν τον τρόπο είναι δυνατό να εκλεγούν οι υποψήφιοι ενός συνδυασμου με επικεφαλής τον αρχηγό ενός άλλου συνδυασμού!

Ούτε υπουργοί ούτε Πρωθυπουργός υπάρχει. Από το σύνολο των κομμάτων εκλέγονται 7 εκπρόσωποι των οποίων δουλειά είναι να υλοποιούν τις εντολές στις οποίες λαμβάνουν από τις δύο Βουλές.

Το σύνολο του λαού, με τη λειτουργία των δύο Βουλών αλλά και με τα συχνά ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΑ, ελέγχει την άσκηση της κάθε εξουσίας επιβάλλοντας σε κάθε περίπτωση τη θέλησή του. Κατ'αντίθεση στον κοινοβουλευτισμό οι εκπρόσωποι των ηττημένων ελέγχουν (τύποις) τους εκπροσώπους των νικητών του λαού απολύτως ΑΠΟΝΤΟΣ.

Όλοι οι εκπρόσωποι είναι άμεσα υπό του λαού εκλεγμένοι πλην των "7"οι οποίοι εκλέγονται εμμέσως υπό των μελών των δύο Βουλών και συγκροτούν αυτό που στα κοινοβουλευτικά καθεστώτα ονομάζουν Κυβέρνηση.

Στο αρχικό Σύνταγμα της Ελβετίας το 1848 δεν υπήρχε αναφορά στα κόμματα! Οι υπέροχοι εκείνοι άνθρωποι οι οποίοι το συνέταξαν , μεταξύ των οποίων ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ θέλοντας να εφαρμόσουν σύστημα το οποίο κατά το δυνατόν να προσομοιάζει προς την Αθηναϊκή Δημοκρατία, προσπάθησαν να απομακρυνθούν από τη σκέψη δημιουργίας κομμάτων, φοβούμενοι την παθολογία που τα περιστοιχίζει. Δυστυχώς όμως οι άνθρωποι ρέπουν εκ φύσεως προς τη δημιουργία ΦΑΤΡΙΩΝ, ΚΟΜΜΑΤΩΝ, ΣΥΛΛΟΓΩΝ κλπ, και έτσι στην αναθεώρηση του Συντάγματος η οποία ακολούθησε μετά από λίγα χρόνια, επεβλήθη και αυτή η δομή των κομμάτων ως κάτι όμως ενδιάμεσο, μεταξύ λαού και υπερδομής. Με τον όρο "υπερδομή"εννοούμε όχι αυτό που στον κοινοβουλευτισμό ονομάζουμε "εξουσία"αλλά τις υπηρεσίες δηλαδή κάτι που υπηρετεί τον Εντολέα του που στην προκειμένη περίπτωση είναι το σύνολο του λαού και σε καμιά περίπτωση κάποιου τμήματος αυτού, οσοδήποτε ποσοστό και αν διαθέτει αυτό το τμήμα.

Η υπακοή στην πλειοψηφία επιβάλλεται δια ρητής συνταγματικής επιταγής μόνο με την διαδικασία των ΣΥΝΕΧΩΝ και επί ΠΑΝΤΟΣ Θέματος Δημοψηφισμάτων, τα αποτελέσματα των οποίων αποστέλλονται κατ΄'ευθείαν προς ενέργειαν στους εκπροσώπους του λαού που έχουν σταλεί απ αυτόν στις δυο Βουλές καθώς και στο συμβούλιο των "7".

Τους δικαστές στην Ελβετία τους ψηφίζει ο λαός ο οποίος δύναται και να τους καταργήσει! Οι δικαστές αυτοί δεν είναι υποχρεωτικό να είναι νομικοί! Επαγγελματίες δικαστές για πολύ σοβαρές υποθέσεις στην Ελβετία, είναι θεσπισμένο να υπάρχουν μόνο 39 εξέχουσες νομικές προσωπικότητες.

Η Βουλή, ή όπως λέμε εμείς κοινοβούλιο, στην Ελβετία, ονομάζεται ΕΘΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Κανένας από τους εκλεγμένους εκπροσώπους δεν είναι επαγγελματίας πολιτικός! Η αμοιβή τους είναι ελαχίστη, δεν χαίρουν ουδενός προνομίου και δεν προβλέπεται για κανέναν λόγο Υπερωριακή αμοιβή!

Για να συνταχθεί κάποιος νέος νόμος και αφού γίνουν όλες οι αναγκαίες διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο Βουλών και οι απαραίτητες βελτιώσεις με τη συμφωνία των εκπροσώπων των πολιτών, τελικά δημοσιεύεται ο νόμος οπότε για 90 ημέρες μπορούν να γίνουν ενστάσεις. Οποιοσδήποτε πολίτης, κόμμα ή ομάδα πολιτών συλλέξει 50.000 υπογραφές εντός 3 μηνών τότε ο νόμος οδηγείται σε Δημοψήφισμα και επικυρώνεται ή ακυρώνεται από το σύνολο των πολιτών. Αυτό το λένε referendum.

'Oλες, επομένως, οι αποφάσεις απαραιτήτως περνούν από Δημοψήφισμα. Όπως πχ και στη διεθνή οικονομική κρίση το 2003 έγινε νόμος να μη γίνονται οικοδομές, να ελέγχονται οι τιμές και να μη δίνονται δάνεια. Αυτός ο νόμος είχε περιορισμένη ισχύ μόνο για δύο χρόνια . Τό ίδιο συμβαίνει επίσης και με διεθνείς συμφωνίες, αφού ο διεθνής παράγων πήρε με το μέρος του το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο των "7", προσπάθησαν να τους εντάξουν στην ευρωπαϊκή ένωση . Είχαν λογαριάσει όμως χωρίς να υπολογίσουν τι ακριβώς σημαίνει Δημοκρατία. Στις 6.12.92 στο Δημοψήφισμα το οποίο υποχρεωτικά ακολούθησε , ο λαός απέρριψε την είσοδο της Ελβετίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση!

Ας προσεγγίσουμε τη λέξη Βουλευτής ελέγχοντας την Ετυμολογία της. Ήδη από τα ομηρικά έπη βουλευτής σημαίνει σύμβουλος. Λίγους αιώνες μετά, κατά την προκλασσική και κλασσική περίοδο, δηλώνει το μέλος διαφόρων συμβουλευτικών σωμάτων (δηλ ο βουλών) ο παρέχων συμβουλές το οποίο έχει φθάσει στην εποχή μας στη συνήθη λέξη "συμβουλή"η οποία μέσα της περιέχει τη λέξη "βουλή". ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ σύμβουλος λεγόταν και ο συνεργάτης καθενός από τους 10 στρατηγούς.

Πως συνέβη τώρα και ξεχάστηκαν όλα αυτά και όταν σήμερα ακούμε τη λέξη βουλευτής τον μόνο που δεν σκεπτόμαστε είναι τον σύμβουλο; Αυτόν που έχει τον ρόλο να μας συμβουλεύει, να μας προτείνει λύση; Πως συνέβη αυτή η κακοήθης μετάλλαξη; Το μεταλλαγμένο αυτό κοινωνικά κύτταρο υπέστη δυστυχώς και μια δεύτερη κακοηθέστερη εξαλλαγή, η οποία στρέφεται αρχικά και κυρίως προς την όποια αξιοπρέπεια διαθέτει ακόμη;

Ο Βουλευτής μέσα από αυτή τη δεύτερη μετάλλαξη, χάνει και το δικαίωμα της όποιας εσωκομματικής διαφωνίας που του είχε απομείνει, καθιστάμενος άθυρμα στα χέρια του απόλυτου εξουσιαστή, ο οποίος έχει και το δικαίωμα να τον εξαφανίσει απλώς με ένα νεύμα του από τη Δημόσια ζωή. Όσοι διαθέτουμε ακόμη την όποια ικανότητα να ετυμολογούμε τις Ελληνικές λέξεις καταδυόμενοι στον μαγικό κόσμο του βυθού τους, τρομάζουμε βλέποντας τους εξουσιαστές να έχουν καταφέρει την επέκταση της κυριαρχίας τους ακόμη και στις λέξεις της υπέροχης γλώσσας μας.

Είναι αλγεινό να παρακολουθείς λαμπρά νοητικά αποσπάσματα φτιαγμένα με σκοπό να εκφράσουν υψηλές έννοιες να μετατρέπονται σε δεσμωτήρια αυτών των εννοιών λέξεις όπως ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΙΣΗΓΟΡΙΑ, ΙΣΟΚΡΑΤΙΑ, ΠΑΡΡΗΣΙΑ, ΠΟΛΙΤΗΣ, ΑΓΩΓΗ, ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ, ΝΟΜΟΣ, ΗΘΟΣ, ΑΡΕΤΗ, ΕΡΩΣ, ΙΜΕΡΟΣ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ, ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ , ΠΟΛΙΤΕΙΑ έχουν μετατραπεί σε απαίσιες φυλακές που στα ανήλια υπόγεια τους αναστενάζει η αλήθεια δεμένη πισθάγκωνα.

Το πλέον απεχθές είναι ότι αυτό το έγκλημα διαπράττεται από εκείνους τους ανθρώπους, στους οποίους ανέθεσε η κοινωνία να προστατεύουν αυτές ακριβώς τις ΑΞΙΕΣ. Το απολύτως απίστευτο είναι για όσους έχουν διαπαιδαγωγηθεί κοινοβουλευτικά, ότι το δικαίωμα του Ελβετικού λαού εξικνείται μέχρι και της καταργήσεως των ίδιων των δικαστών τους εάν τους θεωρήσουν ανάξιους για αυτή τη θέση την οποία οι ίδιοι τους ενεπιστεύθησαν.

Αυτά και πολλά άλλα παραμένουν για όλους τους εκτός Ελβετίας λαούς επτασφράγιστα μυστικά. Αλλά να παραμένουν και για αυτούς οι οποίοι γέννησαν την Πανώρια κόρη, επτασφράγιστα μυστικά;


____________

Υ.Γ Ας κατανοήσουμε στο ελβετικό αμεσοδημοκρατικό σύστημα τον τρόπο που παίρνονται οι αποφάσεις, με τη συμμετοχή των πολιτών, και να μην μείνουμε στο καπιταλιστικό πλαίσιο που είναι οργανωμένη η οικονομία της Ελβετίας. Άλλωστε, ακόμα και αυτή η καπιταλιστική οργάνωση της ελβετικής οικονομίας ήταν και είναι απόφαση και αποτέλεσμα της βούλησης των Ελβετών πολιτών, κάτι που πολλοί ΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ / ΑΜΕΣΟΔΗΜΟΚΡΑΤΕΣ αδυνατούν να κατανοήσουν και βεβαίως να διακρίνουν. Ας προσέξουμε λοιπόν τον τρόπο που λειτουργεί το πολιτικό σύστημα της Ελβετίας που είναι μια ημιάμεσου τύπου ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ. Ακόμα και αυτή η εκδοχή είναι όνειρο θερινής νυχτός για πολλά αναπτυγμένα δυτικά ή μη κράτη σχετικά με αυτό που εννοούμε ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΜΕΣΟΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Δ. ΚΑΡΑΒΙΔΑΣ - ΠΕΡΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

$
0
0



α. Για τη φύση του καπιταλισμού

Για τον Καραβίδα, τόσο η δεξιά όσο και αριστερά αποτελούν εκτροπές από την ορθή λύση, εκτροπές που εισήχθησαν άκριτα από το εξωτερικό ως μόδες. Οι φιλελεύθεροι έσπευσαν επιπόλαια στον πτωχό τόπο μας αθρόες όλες τις τελευταίες λέξεις της προόδου, μηδέ της σοσιαλδημοκρατίας εξαιρουμένης, απλώς από τον φόβο μην νομισθούν καθυστερημένοι. Το 1910 ήλθε στην Ελλάδα η μόδα του φιλελευθερισμού, όπως αργότερα, του μαρξισμού.

"......θά κανε κανείς χοντρό λάθος"σημειώνει ο Καραβίδας, "να πει πως καταφέρομαι κατά του καπιταλισμού από αισθηματολογία ή ότι τάχα με τον κοινοτισμό μου κάνω κάποια διαλεκτική κοινωνική αίρεση. Μιλώ απλώς για τα τοπικά, τα κοινωνικά και τα ιστορικά δεδομένα του γηγενούς πολιτισμού μας. Όσο για τον καπιταλισμό, καθ΄εαυτόν, θα ΄μουν ανόητος να τον έβλεπα αλλιώς παρά όπως είναι, ως μιαν ζώσαν ενεργόν δύναμιν, η οποία μάλιστα και παρ΄όλας τας υπερβολάς της, επροσπέρασε όλες τις άλλες όσες γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία...


Το ζήτημα που θέτω είναι το εξής: ότι δεν μπορεί σε μια χώρα, επωφελώς για αυτήν, να προηγηθεί η διάδοσις αυτών των καπιταλιστικών μορφών οργανώσεως της οικονομίας (αλλ΄ ούτε και της αντιστοίχου επιστήμης και πνευματικής ζωής βέβαια) προ της δημιουργίας του βασικού παράγοντος, δηλαδή του κεφαλαίου, το οποίον άλλως πουθενά δεν έκαμε την πρώτη μαγιά του με δανεικά, αλλά με υπερεργασία, με περιπετειώδεις κινδύνους και με εύστοχη κεφαλαιοποίηση.

Ο καπιταλισμός, υποστηρίζει ο Καραβίδας, δεν δημιούργησε θεωρίες, αλλά μεγάλες συσσωρεύσεις πληθυσμών, πόλεις όχι παράσιτες αλλά ζωντανές και τεράστιες, που δουλεύουν, παράγουν και διαχέουν παντού ποταμούς πλούτου και αξιών, με το μεγάλο εμπόριο και με τη βιομηχανία. Εύλογα, οι πόλεις αυτές επιδιώκουν τη συγκεντρωτική - παρ΄όλο τον δυτικό φιλελευθερισμό - διοίκηση της κοινωνίας τους, αλλά και ξένων χωρών. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, ζούμε σε καπιταλιστικές και σοσιαλιστικές ψευδαισθήσεις, ενώ πυκνώνουν εδώ μεγάλες παρασιτικές πολιτείες, που τίποτε δεν δημιουργούν, αλλά διαμέσου εκμαυλιστικών τραπεζικών οργανισμών πλασάρουν μέσα στις καθυστερημένες γεωργικές χώρες μας ξένα συμφέροντα και ξένα βιομηχανικά προϊόντα, εις βάρος του λαού. Και, τελικά, η αποταμίευση των χωρικών (αγροτών) διοχετεύεται στη μεγάλη πόλη και στους δικηγόρους της, για να διαχειριστούν τάχα οι ικανότεροι, ενώ δεν έχουν ιδέα από γεωργική ή καπιταλιστική παραγωγή. Και όλα αυτά τα παραπλανητικά καλύπτονται από το κοινοβουλευτικό σύστημα. Εδώ όμως δεν υπάρχει ούτε σκιά αστικής τάξης  και καπιταλιστικής συσσώρευσης. Υπάρχει μόνον συγκέντρωση  χαρτονομίσματος στα χέρια μερικών πνευματικά αναρχικών και εγωκεντρικών μικροαστών που κερδοσκοπούν  παρασιτικά με τις άμεσες καταναλωτικές ανγκες του πληθυσμού. Ανάγκες που αντιμετωπίζονται με εισαγόμενα είδη, που πληρώνονται με ακριβό συνάλλαγμα.

Δεν μπορεί όμως σε μια χώρα, επωφελώς γι΄ αυτήν  να προηγηθεί η διάδοση των καπιταλιστικών μορφών οργανώσεως της οικονομίας - και της αντίστοιχης επιστήμης και πνευματικής ζωής - από την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίων. Αυτή η συσσώρευση σε καμιά βιομηχανική χώρα δεν έκανε την πρώτη μαγιά με δανεικά, αλλά με υπερεργασία, με περιπετειώδεις κινδύνους και εύστοχες κεφαλαιοποιήσεις. Ο Καραβίδας διακρίνει το προσωπικό κεφάλαιο, που ακολουθεί την ανθρώπινη νομοτέλεια, από το ανώνυμο καπιταλιστικό κεφάλαιο, στο οποίο αναφέρεται ο Μαρξ. Το δεύτερο έχει δική του ξεχωριστή νομοτέλεια, εργάζεται αποκλειστικά για τον εαυτό του, δηλαδή άσχετα από τον άνθρωπο, είτε τον πάτρωνα είτε τον προλετάριο. Το κοινωνικό λοιπόν ζήτημα στη χώρα μας δεν τίθεται εδώ μεταξύ ανωνύμων κεφαλαίων και ανωνύμων ανθρώπων, αλλά μεταξύ ανθρώπου προς άνθρωπο. Ενώ, αντιθέτως, στον καπιταλισμό, ο άνθρωπος έγινε αντικείμενο και το κεφάλαιο έγινε υποκείμενο.

Εμείς στην Ελλάδα, επισημαίνει ο Καραβίδας, σχεδόν τίποτα άλλο δεν έχουμε παρά τον εαυτό μας. Διατηρούμε εν τούτοις αρκετή υπόληψη για τον εαυτό μας αυτόν, ώστε να μην μπορούμε να τον διαπραγματευτούμε ως εμπόρευμα. Δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τα παιδιά μας, την εργατική τους δύναμη και την προσωπικότητά τους, ούτε να τα πουλήσουμε  στην καπιταλιστική αγορά, έρμαια του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης.

Η πρόοδος της Ελλάδας δεν μπορεί, έτσι, να πραγματοποιηθεί μέσω του καπιταλιστικού συστήματος, πιστεύει ο Καραβίδας, διότι η χώρα μας δεν διαθέτει καν τα απαραίτητα για τη στοιχειώδη συντήρηση του πληθυσμού της και δεν μπορεί να σχηματίσει κεφάλαιο εξ ιδίων πόρων. Αυτό δεν αποτελεί αντίφαση στη σκέψη του Καραβίδα, διότι ακριβώς προτείνει την εκτός καπιταλιστικού συστήματος εκκίνηση της οικονομικής μας ανάπτυξης, αφού το αντίθετο θα σήμαινε ακινητοποίηση και αδυναμία ανταπόκρισης στις απαιτήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού. Αντίθετα, μια διαφορετική οικονομική συγκρότηση θα μπορούσε να οδηγήσει την Ελλάδα στη διεθνή αγορά πιο ισχυροποιημένη. Ο Καραβίδας υποστηρίζει μαι διαφορετική μέθοδο, συνεπή με την ειδική γεωοικονομική εμπειρία της χώρας μας. Σκοπός του είναι η έξοδος από την παθητικότητα και από την υποτέλεια στη δυτική κεφαλαιοκρατία.....

Από τα κεφάλαια που εργάζονται στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον Καραβίδα, όσα από την προέλευσή τους και τη φύση τους  θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως καθαρώς καπιταλιστικά και εκμεταλλευτικά, είναι μηδαμινά. Η χώρα μας δεν έχει μαζική καπιταλιστική παραγωγή και ό,τι κυριότατο παράγει είναι το έμψυχο υλικό της. Γιατί πρέπει, λοιπόν, να φαινόμαστε βασιλικότεροι του βασιλέως, διερωτάται ο Καραβίδας, εισάγοντας δια της βίας τις καπιταλιστικές και γραφειοκρατικές μορφές οργάνωσης στους κλάδους εκείνους, όπου αυτές δεν μπορούν να φέρουν καρπούς;  

Ο καπιταλιστικός κανόνας εργασίας συνδυάζει τον επιθυμητό ελάσσονα κόπο με την απόλυτη εξειδίκευση. Πράγματι, στον καπιταλισμό, η συσσώρευση του κεφαλαίου επιτρέπει τη μαζική οργάνωση της εξειδικευμένης εργασίας. Έτσι, ο βιομηχανικός εργάτης δεν επιδίδεται σε πολλές δραστηριότητες, αλλά σε μία μόνιμη. Η ακραία αυτή και αμετάβλητη εξειδίκευση οδηγεί την ανθρώπινη προσωπικότητα σε διαλυτικές κατευθύνσεις. Έτσι, ο σύγχρονος καπιταλισμός  είναι φύσει διαμελιστικός, αντιβιολογικός, γραφειοκρατικός. Ο κοινοτισμός όμως οργανώνεται βάσει των κατά τόπους κοινοτήτων και όχι κατ΄επάγγελμα και κοινωνική τάξη. Έτσι,  το κοινωνικό πρόβλημα της χώρας τοποθετείται ιστορικά σε εντελώς ειδικό επίπεδο, αντιστρόφως ανάλογο προς αυτό του καπιταλιστικού διαφορισμού. Η κοινοτική κοινοπραξία είναι οργανική. Δηλαδή το άτομο εκλαμβάνεται στα πλαίσια της όχι ως μονάδα μαθηματικώς πεπερασμένη και ιδανικώς ελεύθερη, αλλά όπως πραγματικά είναι ως ολοκληρωμένη και μοναδική οντότητα.....

Στην Ελλάδα, επισημαίνει ο Καραβίδας, προπαγανδίζουν τον οικονομικό φιλελευθερισμό άτομα που διορίστηκαν στο δημόσιο και συνέχισαν να προπαγανδίζουν τον φιλελευθερισμό, σπείροντας έτσι την αναρχία.Αλλά, όσο και αν μερικά άτομα μπορούν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους στο ρευστό πλαίσιο της εικονικής οικονομίας του καπιταλιστικού χρηματιστηρίου, που προβάλλεται από πολλούς ανόητους υπερπροοδευτικούς ως μια νέα μορφή οικονομικής και κοινωνικής οργανώσεως, οι λαοί και οι εθνικές ενότητες δεν μπορούν να βρουν καμιά εγγύηση έξω από την τοπική κόγχη τους. Για αυτό και οι επιπόλαιες λύσεις των λιμπεραλιστών είναι βερμπαλισμός. Το κοινοτικό κύτταρο, η κατ΄ουσίαν εξωκαπιταλιστική  αλλά και γενικότερα εξωματεριαλιστική δομή της κοινότητας, που αναφέρεται κατ΄ευθείαν στη σχέση ανθρώπου από άνθρωπο, αποτελεί άμυνα κατά του καπιταλιστικού, απρόσωπου και ανώνυμου κεφαλαίου και κατά του τοπικού, προσωπικού κεφαλαίου, εάν αυτό τείνει να εξελιχθεί σε καπιταλιστικό.

β. Ποια μορφή καπιταλισμού ανέχεται ο Καραβίδας

"Σας εξηγώ", γράφει ο Καραβίδας, "ότι  δεν αποκλείω το μεγάλο ανώνυμο τραπεζικό κεφάλαιο από τη χώρα μας δίδοντάς του μάλιστα όλον τον εξωκοινοτικό χώρο στη μεγάλη βιομηχανία και το εμπόριο, αρκεί να μην απομυζά το κομπόδεμα των χωρικών και αγροτών και να μην εμποδίζει την τοπική συσσώρευση κεφαλαίου μέσα στις κοινότητες. Είναι δυνατόν να αναπτυχθεί εγχώριος καπιταλισμός, με βάση όμως όχι ξένο αλλά εγχώριο κεφάλαιο. Αλλά αυτό προϋποθέτει σκληρότατη εργασία και αποταμίευση πολλών γενεών, όπως ακριβώς συνέβη στη δύση, αν και εκεί οι χώρες ήταν πλουσιότερες".

Δεν μπορεί, λοιπόν, εύκολα κανείς να παραμείνει, σύμφωνα με τον Καραβίδα, εκτός του καπιταλιστικού συστήματος. Αλλά πρέπει να ενταχθεί με γηγενή κεφάλαια, διότι αλλιώς τον περιμένει υποδούλωση.Στα πλαίσια αυτά, ο κοινοτισμός ευνοεί την συσσώρευση, διότι οι ασθενείς ιδιωτικές ροπές αντισταθμίζονται από τα κοινοτικά πλαίσια. Χρήσιμο θα ήταν, συναφώς, να αναπτυχθούν οι αστικοί κλάδοι με το γνήσιο συντροφικό σύστημα.

Επομένως ο Καραβίδας αποδέχεται μορφές καπιταλισμού μόνο στο βαθμό που συνυπάρχει κοινοτικό πλαίσιο οργάνωσης της κοινωνίας το οποίο εξισορροπεί τα υπερκέρδη της μεγάλης κεφαλαιοκρατίας συσσωρεύοντας μεγάλο μέρος των κερδών της στη μικρή κλίμακα των τοπικών κοινοτήτων (δήμων, χωριών). Και το κοινοτικό πλαίσιο οργάνωσης κάθε τοπικής κοινωνίας, σύμφωνα με τον Καραβίδα, διακρίνεται από θεσμούς άμεσης δημοκρατίας και συμμετοχής των πολιτών στις αποφάσεις κάθε κοινότητας. Με λίγα λόγια στον κοινοτισμό δημιουργείται ένα θεσμικό πολιτικό δίκτυο ελέγχου των αποφάσεων από τους πολίτες των δήμων και των τοπικών κοινωνιών, το οποίο δρα ευεργετικά για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και ευημερία των πόλεων και των κοινοτήτων γενικότερα......   

πηγές: 
Κοινοτισμός, του Μελέτη Μελετόπουλου
Τα κοινοτικά δίκαια εις τη βάση του κράτους, του Κων. Καραβίδα
Σοσιαλισμός και Κοινοτισμός, του Κων. Καραβίδα

Η ΠΑΝΣΟΦΗ ΘΕΑ ΑΘΗΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΙ ΤΗΣ

$
0
0
Η γέννηση της Αθηνάς από το κεφάλι του Διός

Η Αθηνά, κατά την Ελληνική μυθολογία, ήταν η θεά της σοφίας, της στρατηγικής και του πολέμου. Παλαιότεροι τύποι του ονόματος της θεάς ήταν οι τύποι Ἀθάνα (δωρικός) και Ἀθήνη, το δε όνομα Ἀθηνᾶ, που τελικά επικράτησε, προέκυψε από το επίθετο Ἀθαναία, που συναιρέθηκε σε Ἀθηνάα > Ἀθηνᾶ. Στον πλατωνικό Κρατύλο το όνομα Αθηνά ετυμολογείται από το Α-θεο-νόα ή Η-θεο-νόα, δηλαδή η νόηση του Θεού (Κρατυλ. 407b), αλλά η εξήγηση αυτή είναι παρετυμολογική. Η επιστημονική βιβλιογραφία θεωρεί το θεωνύμιο προελληνικό και αγνώστου ετύμου.

Οι Έλληνες, ο πρώτος λαός που κατέκτησε τη λογική σκέψη και διατύπωσε καθολικούς νόμους για τη λειτουργία του σύμπαντος, λάτρευαν μια θεά που προσωποποιούσε την εξυπνάδα και τη φρόνηση. Άλλωστε, ακόμη και ο τρόπος γέννησης της θεάς ήταν τέτοιος που μαρτυρούσε τις ιδιότητές της. Η γαλανομάτα κόρη ξεπήδησε από το κεφάλι του παντοδύναμου και πάνσοφου Δία. 


Τον καιρό που ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων ανατρεφόταν στην Κρήτη, χωρίς να το γνωρίζει ο Κρόνος, από τις Νύμφες του βουνού και τις Ωκεανίδες, ερωτεύτηκε τη Μήτιδα. Αυτή ήταν η πιο συνετή από όλες τις αδερφές της. Με τις συμβουλές της βοήθησε αποφασιστικά τον Δία να πάρει την τελική νίκη. Αυτή του έδωσε το μαγικό βοτάνι με το οποίο ο φοβερός παιδοφάγος αναγκάστηκε να βγάλει από το στομάχι του τους θεούς που είχε καταπιεί. 



Η Μήτιδα ήταν η πρώτη σύζυγος του Δία ή σύμφωνα με άλλους η πρώτη ερωμένη του. Σε κάποιο γλέντι που έγινε στον Όλυμπο για να επισημοποιήσουν τη σχέση τους, ο Ουρανός και η Γη αποκάλυψαν στον εγγονό τους πως θα του χάριζε πρώτα μια κόρη και ύστερα ένα γιο, που θα γινόταν τόσο δυνατός, ώστε θα ονομαζόταν πρώτος των θεών. Ο χρησμός αυτός των προγόνων του τον έβαλε σε σκέψεις. Έτσι, όταν είδε τη γυναίκα του έγκυο, δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Γι'αυτό ζήτησε ένα βοτάνι από τη γιαγιά του που όποιος το έτρωγε γινόταν μικρός σαν το δάχτυλο. Η Γαία του έκανε τη χάρη και αυτός έτρεξε στη Μήτιδα και της το έδωσε να το καταπιεί, λέγοντας πως θα έκανε γερά παιδιά. Έτσι κι έγινε μα σε λίγο η Μήτιδα άρχισε να μικραίνει. Τότε ο Δίας άνοιξε το τεράστιο στόμα του και την κατάπιε. Κατέφυγε δηλαδή στο κόλπο του πατέρα του, αλλά ο ίδιος εξαφάνισε και τη σύζυγό του μαζί με το παιδί που είχε στην κοιλιά της. Ο Δίας από τη στιγμή που κατάπιε τη Μήτιδα κατέκτησε ολόκληρη τη σοφία του κόσμου. Ήξερε κάθε στιγμή ποιο είναι το καλό και ποιο το κακό. 

Ύστερα από λίγες μέρες άρχισε να τον ενοχλεί κάτι στο κεφάλι του. Ένιωθε σαν ένα μικρό σπαθί να αγγίζει απαλά το μυαλό του. Καθώς όμως ο καιρός περνούσε οι ενοχλήσεις έγιναν πιο έντονες και ο πόνος στο κεφάλι πολύ δυνατός. Ο Δίας βογκούσε από τους πόνους! όλες οι θεές προσπαθούσαν να τον καταπραΰνουν με μαγικά βότανα, αλλά τίποτε. Ούρλιαζε και χτυπιόταν καταγής, έτσι που ολόκληρος ο Όλυμπος αντιλαλούσε και σειόταν από τις σπαρακτικές του φωνές. Μια νύχτα που δεν άντεχε άλλο, κάλεσε τον Ήφαιστο να έρθει στο παλάτι του με το τεράστιο σφυρί του. Ο γιος του έφτασε μουντζουρωμένος και ιδρωμένος. 


Μόλις τον είδε ο Δίας του είπε: - Γρήγορα Ήφαιστε, δώσε μια με το σφυρί σου στο κεφάλι μου για να με γλιτώσεις μια και καλή απ'αυτό το μαρτύριο. Ο θεϊκός σιδηρουργός κοντοστάθηκε, γούρλωσε τα μάτια του και αρνήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο. Όμως ο Δίας δεν αστειευόταν. Οργισμένος απείλησε τον Ήφαιστο πως θα τον πετούσε για δεύτερη φορά από τον Όλυμπο. Τρομαγμένος ο νεαρός θεός σήκωσε το τεράστιο σφυρί και το κατέβασε μ'όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του πατέρα του. Τότε μπροστά στα κατάπληκτα μάτια των Ολυμπίων ξεπετάχτηκε από το κεφάλι του Δία μια γαλανομάτα κόρη πάνοπλη. Κρατούσε ασπίδα, φορούσε περικεφαλαία και κουνούσε απειλητικά το δόρυ της. Ήταν η Αθηνά, πολεμική θεά μα και προστάτιδα της σοφίας κληρονόμησε την παντοδυναμία του πατέρα της και τη σύνεση της Μήτιδας. 



Την ώρα της γέννησής της έβγαλε μια πολεμική κραυγή που έκανε τον Όλυμπο να σειστεί ολόκληρος και έφτασε ως τα πέρατα του κόσμου. Η γη τραντάχτηκε και η θάλασσα αναταράχτη,. πελώρια κύματα σηκώθηκαν απειλητικά και τη σκέπασαν. Ο Ήλιος σταμάτησε το ολόχρυσο άρμα του και παρακολουθούσε τη θεά μέχρι να βγάλει την πανοπλία της από το αδύναμο ακόμη κορμί της. Σε λίγο σταμάτησε η κοσμοχαλασιά που προκάλεσε η γέννηση της θεάς. Η φύση ολόκληρη γαλήνεψε. Ο Δίας, που απαλλάχτηκε από το φοβερό πονοκέφαλό του, ανακουφισμένος αντίκρισε τη νέα του κόρη και της χαμογέλασε. Αυτή σε λίγη ώρα μεγάλωσε και απέκτησε σ'όλη του την έκταση το θεϊκό της μεγαλείο. Οι θεοί έστησαν γλέντι για να καλωσορίσουν τη νέα τους σύντροφο. Το χορό έσυρε πρώτη η Αθηνά. Σύμφωνα μ'έναν άλλο μύθο που έλεγαν στην Κρήτη, η θεά γεννήθηκε στο νησί από ένα σύννεφο που χτύπησε ο Δίας με τον κεραυνό του. Άλλοτε πάλι έλεγαν πως ήταν κόρη του γίγαντα Πάλλαντα ή κόρη του Ποσειδώνα και της Τριτωνίδας. Πολλές φορές την ονόμαζαν Παλλάδα. Για το όνομα αυτό υπήρχε ο ακόλουθος μύθος. 


Τα πρώτα χρόνια της ζωής της μεγάλωσε με μια κοπέλα που ονομαζόταν Παλλάδα. Είχαν γίνει πολύ αγαπημένες φίλες. Μάθαιναν μαζί την πολεμική τέχνη και έπαιζαν αρκετά βίαια παιχνίδια. Μια μέρα που μάλωσαν, η Παλλάδα ήταν έτοιμη να χτυπήσει την Αθηνά. Όμως ο Δίας που τα έβλεπε όλα, φοβήθηκε για τη μικρή του κόρη και την προστάτεψε με την αιγίδα του. Η κοπέλα τρόμαξε όταν είδε να προσγειώνεται μπροστά της η τρομερή ασπίδα. Η μικρή θεά εκμεταλλεύτηκε την ταραχή της και τη χτύπησε θανάσιμα. Όταν κατάλαβε πως η φιλενάδα της είχε πεθάνει, τότε ξέσπασε σε απαρηγόρητο κλάμα. Για να τιμήσει τη νεαρή της φίλη, δημιούργησε ένα άγαλμα που της έμοιαζε και το τοποθέτησε δίπλα στον πατέρα της. Το άγαλμα ήταν ξύλινο και ονομάστηκε Παλλάδιο. Κάποτε όμως ο Δίας το πέταξε από τον Όλυμπο και αυτό έπεσε στην Τροία τον καιρό που χτιζόταν η πόλη. Το άγαλμα αυτό προστάτευε από τότε την περιοχή. Επειδή είχε πέσει στο ναό της Αθηνάς, ονόμασαν τη θεά Αθηνά-Παλλάδα. 

Πολλές πόλεις στην αρχαιότητα υποστήριζαν πως είχαν Παλλάδια και πως απολάμβαναν την προστασία της. 

Η Αθηνά είναι το πιο αγαπημένο παιδί του Δία και πέρασε ολόκληρη τη ζωή της αφοσιωμένη στον πατέρα της που τον υπεραγαπούσε. Πολύτιμη ήταν η βοήθειά της στη Γιγαντομαχία όπου σκότωσε και έγδαρε τον Πάλλαντα και καταπλάκωσε τον Εγκέλαδο με τη Σικελία. Μόνο αυτή έμεινε πλάι στον Δία, όταν ο φοβερός Τυφώνας όρμησε στον Όλυμπο. Μονάχα μια φορά συμμετείχε στη συνωμοσία της Ήρας, του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα εναντίον του πατέρα της. Μα και τότε ήταν η μόνη που δε γνώρισε την οργή του Δία και έτσι η σχέση αγάπης και στοργής συνεχίστηκε χωρίς άλλα προβλήματα. Η Αθηνά αγαπούσε τις πολεμικές και τις καλές τέχνες και ασχολούνταν διαρκώς με αυτές. Δεν είχε καθόλου ερωτικές περιπέτειες και συμβόλιζε την αιώνια παρθενία. Γι'αυτό άλλωστε οι Αθηναίοι ονόμασαν το ναό της θεάς πάνω στην Ακρόπολη, Παρθενώνα. 



Μόνο μια φορά λένε προσπάθησε να την ενοχλήσει ερωτικά ο Ήφαιστος, μα η θεά αντιστάθηκε παλικαρίσια. Από το σπέρμα του θεού που έπεσε στη γη γεννήθηκε ο Εριχθόνιος, ένας ονομαστός ήρωας της Αθήνας, που η θεά του συμπεριφερόταν σαν να ήταν γιος της. Άλλοι ισχυρίζονται πως ο Εριχθόνιος ήταν γιος της Γαίας που τον εμπιστεύτηκε στην Αθηνά να τον αναθρέψει. Λένε μάλιστα πως ο ήρωας καθιέρωσε τα Παναθήναια, τη σημαντικότερη γιορτή προς τιμή της Αθηνάς. Επίσης πίστευαν πως η θεά του δίδαξε να οδηγεί το τέθριππο, το άρμα δηλαδή που έσερναν τέσσερα άλογα. Πιο αγαπημένη της πόλη ήταν η Αθήνα, που πήρε και το όνομά της. Έλεγαν πως πρώτος έφτασε στην Αττική ο Ποσειδώνας. Αυτός χτύπησε με την τρίαινά του ένα βράχο της Ακρόπολης και αμέσως ανάβλυσε μια πηγή με αλμυρό νερό. Κατόπιν η Αθηνά, που διεκδικούσε κι αυτή την κυριαρχία και την προστασία του τόπου, φύτεψε μια ελιά. Τότε οι υπόλοιποι Ολύμπιοι μπήκαν κριτές στη διαμάχη των θεών και αποφάσισαν υπέρ της Αθηνάς. 




Σύμφωνα μ'έναν άλλο μύθο κάποτε φύτρωσε στην Ακρόπολη μια ελιά και παραπέρα ανάβλυσε μια πηγή. Ο Κέκροπας που ήταν άρχοντας της περιοχής ζήτησε τη συμβουλή του μαντείου και πληροφορήθηκε πως το δέντρο αντιπροσώπευε την Αθηνά και η πηγή τον Ποσειδώνα. Τότε κάλεσε λαϊκή συνέλευση των ανδρών και των γυναικών. Όλοι οι άνδρες ψήφισαν υπέρ του Ποσειδώνα και όλες οι γυναίκες υπέρ της Αθηνάς. Όμως αυτές ήταν περισσότερες και έτσι η πόλη δόθηκε στη θεά. Ο Ποσειδώνας οργισμένος πλημμύρισε την περιοχή. Οι άνδρες, τότε, για να τιμωρήσουν τις γυναίκες, τις απαγόρευσαν να συμμετέχουν στις συνελεύσεις και να ψηφίζουν. 

Αλλά η πιο κοινή εκδοχή του μύθου είναι η ακόλουθη. Οι θεοί είπαν στους αντίδικους ότι θα κέρδιζε την πόλη εκείνος που θα έκανε το πιο χρήσιμο δώρο στους κατοίκους. Τότε ο Ποσειδώνας χτύπησε την τρίαινά του στη γη και ξεπετάχτηκε ένα κατάλευκο άλογο.  Οι αθάνατοι θαύμασαν το δώρο αυτό, γιατί ήξεραν πόσο χρήσιμο ήταν στη γεωργία και στα άλλα επαγγέλματα. Αμέσως όμως η σοφή Αθηνά χτύπησε με το δόρυ της την αττική γη και φύτρωσε μια φουντωτή και αειθαλής ελιά. Τότε οι Ολύμπιοι αποφάσισαν πως ο καρπός του ευλογημένου δέντρου ήταν πιο χρήσιμος για τους ανθρώπους της περιοχής και έτσι έδωσαν τη νίκη στην Αθηνά. 



Η Αθηνά, ως παρθενική θεά, δεν τα πήγαινε καλά με την Αφροδίτη, την προστάτιδα του έρωτα. Πολύ συχνά μάλωναν και λογοφέρνανε, ακόμη και μπροστά στον πατέρα τους, τον Δία. Αυτός πάντα προσπαθούσε να τις συμφιλιώσει. Φαίνεται όμως πως δεν τα κατάφερνε, όταν οι δυο θεές βρέθηκαν αντίπαλες στον Τρωικό πόλεμο, η Αθηνά δε δίστασε, μέσω του Διομήδη βέβαια, να χτυπήσει την Αφροδίτη και να την πληγώσει. 



Η πολεμική θεά στάθηκε στο πλευρό πολλών γνωστών ηρώων της αρχαιότητας. Ένας από τους προστατευόμενούς της ήταν ο Ηρακλής. Από την πρώτη στιγμή που τον αντίκρισε η Αθηνά, τότε που ο θνητός ακόμα ήρωας έτρεξε στο πλευρό του Δία για να αντιμετωπίσει τους Γίγαντες, τον συμπάθησε. Με τις πολύτιμες συμβουλές της κατόρθωσε να εξοντώσει τον Αλκυονέα. Όμως και αργότερα, όταν ο Ευρυσθέας υπέβαλε τον Ηρακλή στη δοκιμασία των δώδεκα άθλων, τον βοήθησε. Του χάρισε τα κύμβαλα που ήταν έργο του θεϊκού τεχνίτη Ήφαιστου. Χτυπώντάς τα ο ήρωας τρόμαξε τις Στυμφαλίδες όρνιθες που πέταξαν από τις κρυμμένες φωλιές τους και έτσι τις σκότωσε με τα βέλη του. Για να την ευχαριστήσει της αφιέρωσε τα χρυσά μήλa των Εσπερίδων. Με τη βοήθεια της θεάς ο Περσέας κατάφερε να εξοντώσει τη Γοργόνα. Αυτή ήταν ένα τέρας που αντί για μαλλιά είχε φίδια και τα τρομερά της μάτια προκαλούσαν φριχτό πανικό σε όποιον τα αντίκριζε ή τον απολίθωναν. Ο ήρωας, όταν πήγε να αντιμετωπίσει το φριχτό τέρας, είχε μαζί του τη γυαλιστερή ασπίδα που του έδωσε η Αθηνά. Έτσι, ενώ είχε αλλού στραμμένο το βλέμμα του, παρακολουθούσε τη Γοργόνα που καθρεφτιζόταν πάνω στην ασπίδα και την αποκεφάλισε. Πρόσφερε το φοβερό κεφάλι της, που ακόμη και κομμένο διατηρούσε τις ιδιότητές του, στην Αθηνά. Η θεά τοποθέτησε το λεγόμενο "γοργώνειο"πάνω στην αιγίδα που της είχε κάνει δώρο ο πατέρας της. Μάζεψε το αίμα που πετάχτηκε από τις φλέβες του τέρατος και το έδωσε στον Ασκληπιό, ο οποίος το χρησιμοποίησε σαν γιατρικό. Άλλοι πάλι λένε πως έδωσε δυο σταγόνες αίματος στον Εριχθόνιο. Η μια προκαλούσε το θάνατο και η άλλη είχε θεραπευτικές ιδιότητες. 

Ακόμη λένε πως όταν ο Περσέας αποκεφάλισε τη Γοργόνα, οι αδερφές της, η Σθενώ και η Ευρυάλη, που ήταν αθάνατες, τη θρήνησαν γοερά. Όμως αυτός ο θρήνος προερχόταν από τα φίδια που είχαν στα μαλλιά τους και όχι από τις ίδιες. Η Αθηνά προσπάθησε να βρει έναν τρόπο για να τον μιμηθεί. Πήρε λοιπόν το κόκαλο ενός μεγάλου ελαφιού που της είχαν θυσιάσει, άνοιξε κάποιες τρύπες και φυσούσε κατά διαστήματα μέσα στο καινούριο μουσικό όργανο που το ονόμασε φλογέρα. Ενθουσιασμένη έτρεξε στον Όλυμπο και έδειξε την εφεύρεσή της στους θεούς. 


Η Ήρα και η Αφροδίτη όμως ξέσπασαν σε ειρωνικά γέλια. Η Αθηνά δεν μπορούσε να εξηγήσει τη συμπεριφορά τους και θύμωσε πάρα πολύ. Τότε της εξήγησαν πως καθώς έπαιζε τη φλογέρα φούσκωναν τα κόκκινα μάγουλά της, παραμορφωνόταν το πρόσωπό της και ήταν πολύ αστεία. Η θεά έτρεξε πεισμωμένη σ'ένα ρυάκι και καθρεφτίστηκε στα νερά του παίζοντας φλογέρα. Κατάλαβε πως οι θεές είχαν δίκιο που την ειρωνεύονταν και οργισμένη πέταξε το μουσικό όργανο. 



Γιος της Γοργόνας και του Ποσειδώνα ήταν το φτερωτό άλογο Πήγασος. Ένας ήρωας, ο Βελλεροφόντης, ζήτησε κάποτε τη βοήθεια της Αθηνάς για να συλλάβει και να δαμάσει το άλογο. Μια νύχτα που ο ήρωας κοιμήθηκε στο ναό της, αυτή εμφανίστηκε στον ύπνο του και του χάρισε ένα χαλινάρι με το οποίο το δάμασε. 


Η Αθηνά ήταν πολύ ντροπαλή με τους άντρες. Έτσι, κάποια μέρα που ο Τειρεσίας την είδε γυμνή να λούζεται στα νερά μιας λίμνης μαζί με τη Νύμφη Χαρικλώ, τον εκδικήθηκε χωρίς οίκτο. Με ένα απλό άγγιγμα των ματιών του τον έκανε τυφλό για όλη του τη ζωή. Η φιλενάδα της όμως την παρακαλούσε να τον ευσπλαχνιστεί. Επειδή δεν μπορούσε να πάρει πίσω μια θεϊκή απόφαση, ευνόησε διαφορετικά τον Τειρεσία. Καθάρισε τόσο καλά τα αυτιά του, ώστε μπορούσε να καταλάβει το κελάηδημα των πουλιών και του έδωσε ένα ραβδί που τον βοηθούσε να περπατάει όπως οι άνθρωποι που έβλεπαν. Από τότε ο Τειρεσίας έγινε ο πιο ξακουστός μάντης της αρχαιότητας. 

 Η πολεμική θεά είχε ενεργό δράση στον Τρωικό πόλεμο, όπου και προστάτευε την παράταξη των Ελλήνων κι αυτό γιατί ήταν εξοργισμένη από την κρίση του Πάρη για την ομορφότερη θεά. Αγαπημένοι της πολεμιστές ήταν ο Διομήδης, ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας. Στάθηκε στο πλάι τους σε όλες τις δύσκολες στιγμές. Όταν μάλιστα υπήρχε μεγάλος κίνδυνος, κατέφευγε σε θαύματα για να τους σώσει. Έκανε θεϊκή φωτιά να βγαίνει από την περικεφαλαία του Διομήδη και σκέπασε με πύρινο σύννεφο το κεφάλι του Αχιλλέα. Μάλιστα, στις πιο δύσκολες στιγμές μεταμορφωνόταν η ίδια σε Τρώα πολεμιστή και πήγαινε στις συγκεντρώσεις των αντίπαλων στρατηγών, δίνοντάς τους λανθασμένες συμβουλές. Αλλά και όταν υπήρχαν διχόνοιες και διαφωνίες στο στρατόπεδο των Ελλήνων, πάντοτε κατάφερνε να προλάβει τα χειρότερα, αυτή δεν άφησε τον Αχιλλέα να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα αν και τον είχε προσβάλει βαρύτατα. 

Βοήθησε τον πολυμήχανο Οδυσσέα τόσο κατά τη διάρκεια του πολέμου όσο και κατά το δεκάχρονο ταξίδι της επιστροφής του. Στην Οδύσσεια, η Αθηνά παρεμβαίνει με μεταμορφώσεις. Παίρνει τη μορφή του Μέντορα και δίνει πολύτιμες συμβουλές και οδηγίες στον Τηλέμαχο. Στέλνει επίσης όνειρα. Εμφανίζεται στον ύπνο της Ναυσικάς και τη συμβουλεύει να πάει να πλύνει τα ρούχα της στο ποτάμι, τη μέρα που ο Οδυσσέας πλησιάζει στο νησί των Φαιάκων. 

Προικίζει τον προστατευόμενό της με υπερφυσική ομορφιά για να γοητεύσει τη βασιλοπούλα και να τον φιλοξενήσει στο ανάκτορο του πατέρα της. 

Σε άλλες περιπτώσεις ξεσηκώνει τον Δία να βοηθήσει τον Οδυσσέα. Με δική της παρέμβαση η Καλυψώ παίρνει εντολή να αφήσει ελεύθερο τον ήρωα και να του δώσει μέσο για να ξαναβγεί στο πέλαγος. Ο Ορέστης, ο γιος του Αγαμέμνονα, για να εκδικηθεί το φόνο του πατέρα του σκότωσε τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της Αίγισθο. Όμως οι Ερινύες, σκοτεινές θεότητες που τιμωρούσαν τους φονιάδες, καταδίωξαν τον Ορέστη, ο οποίος έφτασε στην Αθήνα και ζήτησε καταφύγιο στο ναό της θεάς. Τότε έγινε δικαστήριο στον Άρειο Πάγο για να κριθεί ο νεαρός μητροκτόνος, πρόεδρος ήταν η ίδια η θεά. Η ψηφοφορία έληξε με ισοπαλία, αλλά τελικά ο Ορέστης αθωώθηκε, γιατί η ψήφος της Αθηνάς, που ήταν αθωωτική, θεωρήθηκε διπλή. Από τότε θεσπίστηκε ο νόμος ότι η ισοψηφία στο δικαστήριο μετρούσε υπέρ του κατηγορουμένου. 



Προστάτευε όλους γενικά τους τεχνίτες και τους βιοτέχνες. Η ίδια ήταν καταπληκτική υφάντρα. Κάποτε η Αράχνη, μια κοπέλα από τη Λυδία, που είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη στην τέχνη της υφαντικής, κάλεσε τη θεά σε διαγωνισμό. Αρχικά η θεά εμφανίστηκε στην κοπέλα μεταμορφωμένη σε γριά και τη συμβούλεψε να δείξει μετριοφροσύνη. Όμως η Αράχνη συνέχιζε να καυχιέται και η Αθηνά εκνευρισμένη πήρε την κανονική της μορφή και ο διαγωνισμός άρχισε. Η Παλλάδα παράστησε πάνω στο υφαντό της την καθημερινή ζωή των θεών και στις άκρες σκηνές που φανέρωναν την πανωλεθρία των θνητών, όταν δεν υπάκουαν τους αθάνατους. Η νεαρή Λυδή απεικόνισε στο ύφασμά της την ερωτική ζωή των θεών και ιδιαίτερα τις εξωσυζυγικές τους σχέσεις. Η Αθηνά δε βρήκε κανένα ψεγάδι στο έργο της Αράχνης όση ώρα κι αν το εξέταζε. Από το θυμό και τη ζήλια της τη μεταμόρφωσε στο ομώνυμο ζωύφιο που αδιάκοπα κλώθει και υφαίνει με την άκρη της κλωστής της. 


Κάποτε η θεά είχε μια διένεξη με τον Απόλλωνα σχετικά με τη μαντική τέχνη. Είχε διδαχτεί από τις φτερωτές Νύμφες του Παρνασσού, τις Θρίες, να προλέγει το μέλλον από τις πέτρες που παράσερναν οι χείμαρροι. Όμως ο Φοίβος παραπονέθηκε στον Δία και αυτός αποφάσισε υπέρ του γιου του. Τότε η Αθηνά πέταξε χολωμένη τις πέτρες στην πεδιάδα και από τότε η περιοχή ονομάστηκε Θριάσιο πεδίο. 

Η Αθηνά - Παλλάδα συμβόλιζε μερικά από τα πιο σημαντικά ιδεώδη του αρχαιοελληνικού πνεύματος. Συνδύαζε τη δύναμη και τη γενναιότητα με τη σύνεση και την εξυπνάδα. Αγαπημένα της σύμβολα ήταν η αιγίδα, το δόρυ, η κουκουβάγια και η ελιά.

Προσωνύμια της Θεάς Αθηνάς:


  • Παλλάς
Ίσως το προσωνύμιο να προέρχεται από τον Γίγαντα Πάλλαντα, τον οποίο σκότωσε η Αθηνά στη Γιγαντομαχία. Κατά άλλη εκδοχή πήρε το προσωνύμιο αυτό, επειδή γεννήθηκε από το κεφάλι του Δία πάλλοντας το δόρυ της.
  • Γλαυκώπις
Χρησιμοποιείται συχνά από τον Όμηρο. Έχει την έννοια γαλανομάτα (γλαυκόςωψ). Ενδιαφέρον είναι το ότι η κουκουβάγια (αρχ. γλαυξ), το ιερό πουλί της Αθηνάς, προέρχεται από την ίδια ρίζα, ίσως λόγω και των δικών της μεγάλων και λαμπερών ματιών.
  • Αρεία
Το προσωνύμιο αυτό το απέκτησε η θεά Αθηνά κατά τη δίκη του Ορέστη στον Άρειο Πάγο για το φόνο της μητέρας του, Κλυταιμνήστρας. Με την κρίσιμη ψήφο της Αθηνάς υπέρ του, ο Ορέστης αθωώθηκε.
  • Εργάνη
Της αποδιδόταν το προσωνύμιο αυτό, καθώς ήταν προστάτιδα των τεχνιτών και της χειροτεχνίας.
Με το προσωνύμιο αυτό λατρευόταν ευρύτατα στη Θεσσαλία, τη Βοιωτία, την Αθήνα αλλά και την Αμοργό.
  • Παρθένος
Με το επίθετο αυτό λατρευόταν στον ναό του Παρθενώνα.
  • Πρόμαχος
Με αυτή την προσωνυμία αποκαλούσαν την Αθηνά, όταν έμπαινε πάνοπλη στη μάχη.
Η προσωνυμία αυτή της αποδιδόταν ως προστάτις θεά της Αθήνας και της Ακρόπολης.
  • Προναία
Με την επωνυμία «Προναία» ή «Προνοία» έχει το δικό της τέμενος στους Δελφούς, μπροστά στις δυσάμβατες Φαιδριάδες, με την έννοια της ‘‘προσυπάρχουσας’’.
  • Ζωστηρία
Με την επωνυμία «Ζωστηρία» σώζονται λείψανα του ναού της στους Δελφούς.

πηγή: filostratos - βικιπαίδεια

Η ΘΕΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΑΓΩΓΗ ΩΣ Η ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΟΡΦΙΚΟΠΥΘΑΓΟΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

$
0
0



Στην θεουργική αναγωγή το πνεύμα του ανθρώπου ως Τετελεσμένου ενώνεται με την Θεότητα.  Σε αυτή την περίπτωση δεν μιλάμε για θεοφορία ή ενθουσιασμό αλλά για "θέωση".  Η θεουργική αναγωγή σαν σκοπό έχει την συνειδητή ένωση του πνεύματος του Τετελεσμένου, του ανθρώπου, με κάποιο Θεό ή Δαίμονα. Αυτό περιλαμβάνει τόσο κατώτερους Δαίμονες όσο και το Εν. Με την ένωση με το Θεό βιώνεται η ιερότητα του προσωπικού πνεύματος που φέρει ο άνθρωπος και έτσι τίθεται σε αρμονία με την θεία πρόνοια. Η συνειδητοποιημένη συμμετοχή στην θεία πρόνοια δίνει νέα ερμηνεία στην ζωή του ανθρώπου που βιώνει την ένωση.


Γενικά η προετοιμασία για την θεουργική αναγωγή δεν είναι μια διαδικασία που επιτυγχάνεται σε μια νύχτα μέσα αλλά απαιτεί μεγάλο χρονικό διάστημα ίσως και χρόνια ασκητικής ζωής.



Σε αντιδιαστολή με τις άλλες αναγωγές (Ερωτική, Θεωρητική) που είναι πιο νοητικές και πιο δύσκολες να επιτευχθεί αλλαγή της κατάστασης της συνείδησης η θεουργική αναγωγή επειδή χρησιμοποιεί υλικά μέσα (σύμβολα, θυμίαμα, αγάλματα) για την αλλαγή της συνείδησης μπορεί να θεωρηθεί λίγο πιο εύκολη. 




Οι Πυθαγόρειοι ονόμαζαν την «εικόνα – προβολή» του Ενός στο υλαίο επίπεδο Άνθος πάσης της ψυχής και εννοούσαν τον πνεύμα που έχει κάθε άνθρωπος. Κάθε άνθρωπος είναι τριπλή οντότητα πνεύμα «εικόνα του Ενός», ψυχή, ύλη. Υποσυνείδητα η ένωση με το Εν γίνεται μέσω του πνεύματός μας αλλά εδώ, στην θεουργική αναγωγή σκοπός είναι να γίνει ενσυνείδητη η ένωση αυτή. Στην ουσία αυτό που γίνεται είναι αλλαγή του επιπέδου της συνείδησης και συντονισμό αυτής με τις δονήσεις μιας Θεότητας ή του Ενός. Αυτό το βίωμα της αλλαγής της συνείδησης ονομάζεται διέλευση μέσω των κοσμικών σφαιρών,υλαία σφαίρα(επίπεδο ύλης ανθρώπων, ζώων, φυτών), αιθερική σφαίρα (επίπεδο Δαιμόνων, ψυχών, Θεών) και έμπυρη σφαίρα (επίπεδο του Ενός). Μερικοί στο έμπυρο επίπεδο τοποθετούν τους Θεούς ενώ άλλοι μόνο το Εν.




Όλος ο «Κόσμος» διέπεται από μια τριπλή ενέργεια του Ενός:  η μονή ή στάση (η μονιμότητα της ενέργειας σε κάποιο επίπεδο ισχύος δημιουργώντας άλλα όντα υπό-στάσεις), η πρόοδος (εκπόρευση ενέργειας - δύναμης) και η επιστροφή (επιστροφή της ενέργειας στο Εν με την νοητική διαδικασία κάθε όντος). 




Η θεουργική αναγωγή είναι μια εργασία που αποσκοπεί στην επιστροφή του προσωπικού μας πνεύματος στην πηγή του στο Εν. Βέβαια δεν είναι σίγουρο πως κάθε θεουργική αναγωγή φτάνει μέχρι το Εν, μπορεί να σταματήσει σε πιο κατώτερη πνευματική οντότητα του Ενός, όπως κάποιος Δαίμονας.



Η θεουργική αναγωγή έχει μια τελετή συμβολικού θανάτου (θάνατος πριν πεθάνεις). Πριν περιγράψουμε την πράξη της θεουργικής αναγωγής πρέπει να ειπωθεί ότι είναι μια συνεργασία μεταξύ ανθρώπου που ανάγεται και ονομάζεται «Τετελεσμένος» και του θεουργού που βοηθά τον τετελεσμένο και ονομάζεται «Τελεσιουργός».  Μερικές φορές ο Τελεσιουργός είναι και ο ίδιος και Τετελεσμένος αλλά σπάνιες φορές αφού είναι πολύ δύσκολη περίπτωση εργασίας.


Βήμα 1: Καθαρμός και προστασία 




Προπαρασκευαστικά πριν την αναγωγή εκτελείται η κάθαρση της ψυχής, του οχήματός της και του σώματος. Ο βασικός στόχος είναι να προετοιμαστεί ο τετελεσμένος όσο γίνεται καλύτερα και να γίνει όσο πιο όμοιος προς τον Θεό.  Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνει «αγαθός» αφού πας Θεός αγαθός κατά τους Πλατωνιστές.

Για να επιτευχθεί η κάθαρση γίνεται ασκητική προετοιμασία. Ο τετελεσμένος πρέπει να αναπτύξει πρώτα ισχυρή θέληση, αυτό επιτυγχάνεται απέχοντας από κάθε σεξουαλική πράξη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Η λίμπιντο (ερωτική επιθυμία) που θα «χτίσει» ο τετελεσμένος θα πρέπει να μεταμορφωθεί σε έντονη επιθυμία για την ψυχή και το πνεύμα και όχι για την λαγνεία του σώματος. Αυτός ο τρόπος σκέψης (έντονη επιθυμία για ψυχή και πνεύμα) δονεί την ψυχή του τετελεσμένου σε υψηλές δονήσεις κοντά σε ανώτερους Δαίμονες και Θεούς, και αυτός είναι ο σκοπός.

Μια άλλη ασκητική πρακτική που μπορεί να εφαρμοστεί είναι η αποχή εμψύχων και η νηστεία. Με αυτό τον τρόπο γίνεται κάθαρση της ψυχής από δονήσεις χαμηλές όπως φόνος ζώων κτλ. Αλλά και «χτίσιμο» της θέλησης του «εγώ».

Το τρίτο στάδιο περιέχει την «εξομολόγηση». Όταν ο τετελεσμένος ανεβαίνει τις κοσμικές σφαίρες μπορεί να έρθει σε επαφή με Δαίμονα που τον ελέγχει και τον εμποδίζει αν δεν είναι καθαρός. Για να αποφευχθεί αυτό ο τετελεσμένος με την εξομολόγηση αποβάλει από το υποσυνείδητό του με τρόπο συνειδητό ό,τι πράξη τον «βαρύνει» και θα τον έθετε σε μια περιορισμένη συνειδησιακή αντίληψη με αποτέλεσμα να «κολλήσει» σε μια κοσμική σφαίρα και να μην προχωρήσει στην αναγωγή του.

Τέταρτο στάδιο είναι η μυστική εκφώνηση ενός είδους προσευχής που δρα σαν αυθυποβολή. Αυτή η προπαρασκευαστική μέθοδος προετοιμάζει το υποσυνείδητο του τετελεσμένου για την θεουργική αναγωγή. Για να επιτευχθεί αυτή η προσευχή απαιτείται ένα σημείο εστίασης όπως π.χ. ένα αντικείμενο που θα κρατάτε στα χέρια σας όπως ένα δαχτυλίδι (μοναχοί διάφορων θρησκειών έχουν υιοθετήσει το κομποσκοίνι) κάθε φορά που θα λέτε την προσευχή θα περιστρέφεται μια φορά το δαχτυλίδι κτλ. Η προσευχή θα πρέπει να είναι λιτή και σύντομη και γεμάτη περιεχόμενο κατάλληλη να διαμορφώσει το υποσυνείδητο του ασκητή. Κατάλληλες τέτοιες προσευχές είναι η πλήρης παράδοση στην επιρροή της θεότητας ή η εξάλειψη φόβων. Πολλοί φοβούνται ότι οι Δαίμονες είναι κακοί και θέλουν το κακό των ανθρώπων. Για την εξάλειψη αυτής της φοβίας μια προσευχή θα μπορούσε να είναι «Πας Θεός και Δαίμων αγαθός εστί».

Όταν ο τετελεσμένος είναι έτοιμος για την θεουργική αναγωγή κάνει ένα τελετουργικό λουτρό που συμβολίζει την αγνότητα και κάθαρση της ψυχής και του σώματος. Έπειτα ντύνεται ένα λευκό χιτώνα (χιτών τερμιόεις). Τελετουργικά ο τετελεσμένος αλείφεται με λάδι και άλλα αρώματα και καίγεται θυμίαμα για προσφορά στον Θεό. Η χρήση συνθημάτων και συμβόλων και εδώ είναι απαραίτητη. Ύμνοι απαγγέλλονται και επικαλείται η Θεότητα για αρωγή στην θεουργική αναγωγή.
Πολλές φορές απαγγέλλονται επωδές που ονομάζονται «αποτρόπαια».




Τα «αποτρόπαια» έχουν σαν σκοπό να απομακρύνουν του υλαίους Δαίμονες γιατί αυτοί εμποδίζουν την αναγωγή του πνεύματος στις κοσμικές σφαίρες. Οι υλαίοι Δαίμονες σαν σκοπό έχουν την «ενσωμάτωση» ιδεών από τον Πρώτο Νου στο υλαίο επίπεδο και είναι μέρος της προόδου της θείας δύναμης. Από την άλλη η θεουργική αναγωγή είναι μέρος της επιστροφής του πνεύματος πίσω στο Εν. Είναι σαν να είστε μέσα σε ένα ποτάμι και να προσπαθείτε να πάτε κόντρα στην ροή του. Οι «αποτρόπαιες» επωδές έχουν σαν σκοπό να απομακρύνουν του υλαίους Δαίμονες από την ροή της επιστροφής σας πίσω στο Εν και έτσι η αναγωγή να είναι ευκολότερη. Οι υλαίοι Δαίμονες επίσης ονομάζονται «Σκύλοι της Εκάτης» όπως αναφέρουν τα Χαλδαϊκά Λόγια. Ενώ οι υλαίοι Δαίμονες είναι μέρος της προόδου της θείας Δύναμης, οι Ήρωες είναι μέρος της επιστροφής. Έτσι αν επικαλεστούμε έναν Ήρωα για Πάρεδρο η αναγωγή μας θα είναι ευκολότερη. (Όλα τα είδη δαιμόνων είναι αγαθά και το καθένα επιτελεί διαφορετικό έργο, όπως έχει οριστεί από τη φύση του και τη θέση που βρίσκεται).



Βήμα 2: Συμβολικός θάνατος και Διάλυση 



Το επόμενο βήμα είναι ένας συμβολικός θάνατος που ονομάζεται «Θάνατος αυθαίρετος». Ακολουθεί συμβολική κηδεία και ενταφιασμός. Η διαδικασία προέρχεται από μια εσωτερική ερμηνεία της κηδείας του Πάτροκλου στην Ιλιάδα (XVIII.343-53).


«τον λούσαν έπειτα, τον άλειψαν με μυρωμένο λάδι, και με αλοιφή ως απάνω εννιάχρονη γέμισαν τις πληγές του'μετά σε στρώμα τον εξάπλωσαν, ψιλό σεντόνι ρίχνουν, κι ακέριο από κορφής τον σκέπασαν, και μια αντρομίδα απάνω κι ολονυχτίς θρηνούσαν έπειτα τον Πάτροκλο με βόγγους»

Οι τελεσιουργοί (θεουργός και οι βοηθοί του) απλώνουν ένα νεκρικό ύφασμα σε μια κλίνη όπου πάνω θα ξαπλώσει ο τετελεσμένος. Τα πόδια του τετελεσμένου πρέπει να βλέπουν προς την ανατολή όπου θεωρείται η «έξοδος» των ψυχών στον Άδη. Για την «πρόθεση» ο τετελεσμένος ξαπλώνει πάνω στο νεκρικό ύφασμα έχοντας ένα μαξιλάρι κάτω από το κεφάλι του. Οι τελεσιουργοί απλώνουν πάνω από τον τετελεσμένο τον «κόσμο», ένα λευκό μανδύα που συμβολίζει την «Μητέρα Γη» όπου αυτή δέχεται στα σπλάχνα της τον ενταφιασμένο. Οι βοηθοί τοποθετούνται γύρω από την κλίνη και ο θεουργός βρίσκεται στη κεφαλή του τετελεσμένου. Όταν ο τετελεσμένος είναι έτοιμος για την συμβολική ταφή τοποθετείται πάνω από το πρόσωπο του ο λευκός μανδύας. Οι βοηθοί αρχίζουν το μοιρολόι και τους θρήνους αλλά ο θεουργός μετά από λίγο τους διακόπτει λέγοντας κάτι σαν το παρακάτω:

«Ευφημείτε! Προς τι αυτή η παράξενη κραυγή; Ας μην υπάρξει κανένας θρήνος για (τον/την όνομα του τετελεσμένου) όπου διάλεξε να πεθάνει ενώ βρίσκεται μέσα στο σώμα του/της. Η τελευτή ενός/μιας πρέπει να γίνεται σε ιερή σιγή.»

Έπειτα ακολουθούν τα «Ανακαλυπτήρια», στα οποία ο θεουργός ξεσκεπάζει το πρόσωπο του τετελεσμένου. Η κεφαλή του τετελεσμένου ξεσκεπάζεται γιατί είναι η κατοικία του αθάνατου νου ο οποίος βρίσκεται στο σφαιρικό κρανίο όπως ο Ιερός Πρώτος Νους βρίσκεται στην Έμπυρη σφαίρα. Έπειτα από μερικές επιπρόσθετες κηδευτικές τελετές και έθιμα ο θεουργός ξεκινά να ψέλνει επωδούς και ύμνους ενώ οι τελεσιουργοί βοηθοί περιέρχονται γύρω από την κλίνη. Για τον «ενταφιασμό» οι τελεσιουργοί επιστρέφουν και μένουν ακίνητοι στις θέσεις τους γύρω από την κλίνη. Ο θεουργός συμβολικά θάβει τον τετελεσμένο ρίχνοντας τρεις χούφτες χώμα πάνω στον λευκό μανδύα πάνω στο σώμα του τετελεσμένου. Το χώμα εμποδίζει την «μόλυνση» των ιερών πεδίων από το σώμα του τετελεσμένου και επιτρέπει την διάλυση και αποχωρισμό της ψυχής του από το σώμα.

Στην συνέχεια είναι μια πολύ σημαντική εργασία που ονομάζεται «Αναπνοή και ψυχής έξωσης». Ο θεουργός κρατάει στα χέρια του το κεφάλι του τετελεσμένου με τα δύο του χέρια και επικαλείται τους Θεούς να βοηθήσουν στην έξοδο της ψυχής του τετελεσμένου. Κατόπιν ο θεουργός υποδεικνύει στους βοηθούς να θωρακιστούν με το «ηχούμενο φως» και την «τριπάνοπλη δύναμη» και να προετοιμαστούν να ανέβουν τα ιερά πεδία. Ο θεουργός μπορεί να πει κάτι σαν το παρακάτω:




Εσσάμενον πάντευχον ακμήν φωτός κελάδοντος, αλκή τριγλώχινι νόον ψυχήν θ'οπλίσαντα, παν τριάδος σύνθημα βαλείν φρενί μηδ'επιφοιτάν εμπυρίοις σποράδην οχετοίς, αλλά στιβαρηδόν (Χαλδαϊκά Λόγια απόσπασμα 114)




«Τέκνο μου, αφού ενδυθείς την πάνοπλον ακμήν ενός ηχούντος φωτός και οπλίσης την ψυχήν και τον νουν σου δια της ισχύος της εχούσης τρεις αιχμάς, ρίψε μέσα στο πνεύμα σου κάθε σύμβολο της τριάδος και μη συχνάζεις εδώ και εκεί (διασπώμενος) εις τους εμπυρίους ρύακας αλλά συγκεντρούμενος»

Ο θεουργός αρχίζει να καλεί την ψυχή του τετελεσμένου, επικαλούμενος την τριπάνοπλη δύναμη, τον θείο σπινθήρα της Νόησης του Ενός που υπάρχει μέσα μας και το αποκαλούμε πνεύμα, την προβολή του Ενός στην ψυχή του ανθρώπου που ονομάζεται Άνθος της ψυχής. Προτρέπει τον τετελεσμένο να οραματιστεί αλλά και να βιώσει την «ένδυση» της ψυχής του με φωτεινό μανδύα και να σκαρφαλώσει στην έμπυρη σφαίρα. Ενώ ο θεουργός «καλεί» την ψυχή του τετελεσμένου, οι βοηθοί αρχίζουν να ανασαίνουν πιο βαριά και βαθιά και γρήγορα σε συγχρονισμό με τις επωδές και τις ψαλμωδίες.

Βήμα 3: Ανάβαση διαμέσου των σφαιρών 



Οι βοηθοί με καθοδήγηση από τον θεουργό ρυθμίζουν τον ήχο και την ένταση των επωδών και των ψαλμωδιών και της μουσικής ώστε να διευκολύνουν την ψυχή του τετελεσμένου να ανέβει τις κοσμικές σφαίρες όσο πιο «ψηλά» μπορεί. Για αυτό οι βοηθοί αναπνέουν από το στόμα (για να ακούγονται).


Μετά από μια φάση χαλάρωσης ο τετελεσμένος μπορεί να βιώσει την αντενέργεια των Υλαίων Δαιμόνων. Με συγκέντρωση στα συνθήματα και την βοήθεια του Πάρεδρου Ήρωα ο τετελεσμένος μπορεί να προσπεράσει τις αντενέργειες.

Μια άλλη δυσκολία που μπορεί να συναντήσει είναι το εμπόδιο από τον ελεγκτή (τιμωρό)  Δαίμονα. Ο  ελεγκτής Δαίμονας θα προβάλει στην ψυχή του τετελεσμένου κάθε απόρριψη της δημιουργώντας έτσι ένα αίσθημα δυσφορίας και ενοχής. Όσο πιο πετυχημένη ήταν η κάθαρση στο προπαρασκευαστικό στάδιο και ιδιαίτερα η εξομολόγηση τόσο λιγότερη θα είναι η επιρροή του  ελεγκτή Δαίμονα. Εδώ ο τετελεσμένος θα πρέπει να απεγκλωβιστεί από την «νοητική φυλακή» του ελεγκτή Δαίμονα και να προχωρήσει στην ανάβαση του. Για να το κάνει αυτό θα πρέπει να αποδεχτεί το λάθος του και να υποσχεθεί ότι θα επανορθώσει σε αυτήν ή σε μελλοντική ζωή. Αν δεν το κάνει αυτό, θα εγκλωβιστεί στα συναισθήματα ενοχής και δυσφορίας και θα διακοπεί η θεουργική αναγωγή. Επίσης μπορεί ο ελεγκτής Δαίμονας να «δοκιμάσει» τις πεποιθήσεις  σας, π.χ. όταν σας φανερώνεται ένας Θεός σαν μια πύρινη σφαίρα και σας καλεί να ενωθείτε μαζί του ο ελεγκτής Δαίμονας θα προσπαθεί να σας πείσει ότι η φωτιά είναι καταστροφική και θα σας "αφανίσει". Με αυτόν τον τρόπο δοκιμάζει την εμπιστοσύνη σας στους θεούς και βλέπει αν πραγματικά πιστεύετε ότι «Πας Θεός αγαθός». Ο τετελεσμένος εδώ καλείται να αποδείξει την πίστη του στην αγαθότητα του θείου και να ξεπεράσει τυχόν φόβους του (καταστροφή από φωτιά). (Όπως είπαμε και πριν, ο Δαίμονας αυτός είναι αγαθός το έργο που  επιτελεί  είναι μέρος του επιπέδου της προόδου των όντων.)

Καθώς η ανάβαση προχωράει, ο τετελεσμένος σε κάθε όραμά του ενώνεται με μικρούς Θεούς και Δαίμονες στην αρχή και προχωράει όσο διαρκεί η αναγωγή πιο πολύ σε δυσκολότερες ενώσεις και δοκιμασίες από τον ελεγκτή Δαίμονα.




Κάθε φορά που ο ελεγκτής Δαίμονας «ξεπερνιέται», γίνεται ψυχική αποσυμφόρηση από την ψυχή του τετελεσμένου. Τελικός σκοπός είναι να ενωθεί ο τετελεσμένος με το Εν. Ο ελεγκτής Δαίμονας σε κάθε ψυχική αποσυμφόρηση μεταβάλει μέρος του σε θεία ενέργεια του Φύλακα Δαίμονα (αφού οι φοβίες ξεπερνιούνται και μετατρέπονται σε θείες συμβουλές και μαθήματα «ζωής»). Ο  ελεγκτής Δαίμονας θα σας ακολουθεί σε όλη την διαδικασία της αναγωγής μέχρι το Εν. Μοναδικός τρόπος να απαλλαγείτε από αυτόν είναι να τον αποδεχτείτε και να ενωθείτε μαζί του αλλά ταυτόχρονα και με το Εν (θυμάστε ότι το Εν εσωκλείει όλες τις υποστάσεις με τρόπο μυστικό). Αυτή η ένωση είναι η μέγιστη απόδειξη «αγάπης» του εαυτού σας που είχατε απαρνηθεί τόσο καιρό και έτσι τόσο το ατομικό πνεύμα όσο και ο ελεγκτής  Δαίμονας μετατρέπονται σε θεία ενέργεια του Ενός.

Κατά την αναγωγή ο τετελεσμένος «θυσιάζει» μέρη από την ψυχή του λαμβάνοντας νέα ως θείο δώρο. Τα πρώτα μέρη που αφήνονται είναι το θυμικό και το επιθυμητό, το λογικό παραμένει αφού περικλείει το θείο σπινθήρα ή αλλιώς την προβολή του Ενός στο υλαίο επίπεδο, το ατομικό πνεύμα μας.




Κάθε κομμάτι της ψυχής που θυσιάζεται αντικαθίσταται με ένα νέο πιο εξευγενισμένο. Έτσι ο τετελεσμένος μετά την αναγωγή αποκτά πιο εξευγενισμένα χαρακτηριστικά όπως ασυνήθιστη πραότητα, υπομονή, μεγαλύτερη κατανόηση, και αγάπη αλλά και μεταφυσικά χαρακτηριστικά όπως θεραπευτική ικανότητα με την σκέψη, διαίσθηση, τηλεπάθεια κτλ. Αυτά είναι τα λεγόμενα «θεία δώρα» της χάριτος των Θεών και του Ενός.

Βήμα 4: Ένωσις 




Το βίωμα της ένωσης δεν μπορεί να περιγραφεί αφού είναι πέρα από κάθε συλλογιστική διαδικασία.

Βήμα 5: Κατάβασις 




Ο τετελεσμένος δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα στην κατάσταση της «Ένωσης» και για αυτό αρχίζει να κατέρχεται τα κοσμικά επίπεδα και να αποκτά νέα μέρη στην ψυχή του πιο εξευγενισμένα. Υπάρχει η περίπτωση ο τετελεσμένος να κατέρχεται σε κάποιο επίπεδο μιας κοσμικής σφαίρας π.χ. σε κάποιο επίπεδο του Αιθέριου πεδίου να «ξαποσταίνει» και να επανέρχεται στην ανάβαση ξανά στο Εν. Αυτή η τελευταία ενέργεια μπορεί να κρατήσει αρκετό χρονικό διάστημα με κατάλληλη πνευματική άσκηση.



Ο θεουργός μόλις καταλάβει ότι ο τετελεσμένος εκτελεί την κατάβαση τον βοηθά με κατάλληλες ωδές και ύμνους. Εδώ πάρεδρος μπορεί να είναι κάποιος υλαίος Δαίμονας. Μέθοδοι από την εργασία της Έκλυσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν.



Μόλις τελειώσει η κατάβασις και ο τετελεσμένος ανακτήσει τις αισθήσεις του εκτελείται ο απενταφιασμός, το λευκό πέπλο αφαιρείται και οι βοηθοί υποδέχονται το τετελεσμένο με χαρούμενους ύμνους και επωδές. Η ψυχή του τετελεσμένου από εδώ και πέρα έχει «ρίζες» στο Εν και έχει μεταμορφώσει τον τετελεσμένο σε «θείο ανήρ» ή αλλιώς «άχραντος». Υπάρχει περίπτωση με την αναγωγή του στο Εν ο τετελεσμένος να έχει αναλάβει μια θεία αποστολή που θα οδηγήσει την ανθρωπότητα σε μια νέα φάση εξέλιξης.

Υ.Γ  Όλα τα είδη δαιμόνων είναι από τη φύση τους αγαθά και κανένα κακό. Οι ελεγκτές ή "τιμωροί"δαίμονες λειτουργούν με βάση το ρόλο που τους έχει ανατεθεί από τους Θεούς, να επιβλέπουν και να ελέγχουν όσες ανθρώπινες ψυχές δεν είναι τελειωμένες και να τις εμποδίζουν να ανέλθουν ψηλότερα, όπως ακριβώς οι δάσκαλοι  ελέγχουν τους μαθητές που έχουν υποπέσει σε σφάλματα και πρέπει να τα διορθώσουν.

______________

Βιβλιογραφία

Ιάμβλιχος, Περί Μυστηρίων



πηγή: metafysiko.gr

ΠΛΑΤΩΝΟΣ ΝΟΜΟΙ - ΚΑΤΑ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΟΥ ΔΙΑ

$
0
0


«Ο Ζευς, θεός των θεών, που βασιλεύει με νόμους»[1]
(Πλάτων, Κριτίας, 121.b.7 – 121.b.8)

«Νόμος, ο βασιλεύς όλων των θνητών και των αθανάτων»[2]
(Πίνδαρος, αποσπάσματα, 169)

Νόμος, εκ του ρήματος νέμω, που σημαίνει διαμοιράζω [3]. Ο νόμος, διακρίνεται σε 3 κεντρικές κατηγορίες, συμφώνως με τον Πορφύριο[4].
  1. Ο νόμος του Θεού, θεϊκός νόμος. Αυτός τοποθετήθηκε από το νου, εντός των εν-νοήσεων των λογικών ψυχών, για τη σωτηρία τους και τον ανακαλύπτουν οι λογικές ψυχές μέσα από την αλήθεια των εσωτερικών τους συλλήψεων. Αυτό το νόμο, τον αγνοούν οι ακάθαρτες και άφρονες ψυχές, διότι εκπέμπει τη λάμψη του μέσα από τη φρόνηση και την απάθεια. Είναι ανώτερος από τη τύχη και ισχυρότερος από όλες τις μορφές δυνάμεως. Τον γνωρίζει μόνο ο νους, που τον αναζητά συνεχώς και τον βρίσκει αποτυπωμένο στον εαυτό του, παίρνοντας από αυτόν (το νόμο) τη τροφή για τη ψυχή του σαν να επρόκειτο για το σώμα του. Μιας και σώμα του νου είναι η λογική ψυχή, την οποία την τρέφει ο νους, που μέσω του οικείου του φωτός οδηγεί στην αναγνώριση και παραδοχή των εννοιών εντός της λογικής ψυχής, τις οποίες αποτύπωσε και χάραξε σε αυτή σύμφωνα με τη αλήθεια του θείου νόμο.
  2. Ο νόμος της θνητής φύσεως. Ο νόμος αυτός διαρθρώθηκε από τον θείο νόμο και προσδιορίζει την έκταση των αναγκών του σώματος υποδεικνύοντας τι είναι απαραίτητο για αυτές τις ανάγκες και επικρίνει την έφεση προς τα μάταια και περιττά. Αυτός ο νόμος, παραβιάζεται από εκείνους που ζουν με κενές δοξασίες, διότι ούτοι διακατέχονται από υπερβολική φιλοσωματία.
  3. Ο θετός νόμος των εθνών και των πόλεων [το νομικό δίκαιο όπως ονομάζεται σήμερα] είναι μία κατά συνθήκη διάταξη των σχέσεων μεταξύ κοινωνιών, πόλεων, εθνών και λαών, στη βάση της γενικής ομολογίας των θεσπισμένων κανόνων. Υποτάσσεται στη σκοπιμότητα, καθώς διατυπώνεται με διαφορετικούς κατά καιρούς τρόπους, ανάλογα με τη δύναμη της κυρίαρχης εξουσίας. Τιμωρεί αυτόν που συλλαμβάνεται ως παραβάτης αλλά δεν μπορεί να αγγίξει ούτε όποιον καταφέρνει να ξεφύγει αλλά ούτε και τις προαιρέσεις των ανθρώπων. Ο συγκεκριμένος νόμος έχει θεσπιστεί για χάρη των ανθρώπων που ζουν με μέτρο, όχι για να μην αδικούν αλλά για να μην αδικούνται.
Από αυτές τις 3 κεντρικές κατηγορίες, θα επιδιώξουμε να βαδίσουμε στο νοερό μονοπάτι που μας οδηγεί στον θείο Νόμο. Έχοντας, λοιπόν, αυτά κατά νου, ας ξεκινήσουμε απ’ τα Πυθαγορικά Χρυσά έπη (1ος στίχος) όπου λέει:

«Πρώτα τίμα τους αθάνατους θεούς, όπως έχουν οριστεί από τον νόμο»[5]

Επεξηγώντας, ο Ιεροκλής στο υπόμνημά του για τα Πυθαγορικά Χρυσά έπη, ποιος είναι αυτός ο Νόμος, αναφέρει[6]:

«Νόμος είναι ο δημιουργικός νους και η θεϊκή βούληση η οποία παράγει αιωνίως τα πάντα και τα διατηρεί για πάντα. Έννομη τάξη είναι αυτή που εισήχθη στους αθάνατους θεούς από τον πατέρα και δημιουργό του σύμπαντος και κάνει ανάμεσά τους άλλους πρώτους και άλλους δεύτερους. Γιατί, αν και έλαβαν την κορυφή του λογικού κόσμου ως συνόλου, όμως διαφοροποιούνται μεταξύ τους και κάποιοι είναι πιο θεϊκοί από άλλους. Ένδειξη της ανωτερότητας και της κατωτερότητάς τους ως προς την ουσία τους είναι η σειρά των ουρανίων σφαιρών, που καθεμία έλαβε τη θέση της ανάλογα με την ουσία και τη δύναμή της, ώστε ο νόμος να στηρίζεται στην ουσία τους και η σειρά να είναι σύμφυτη με την αξία τους. Γιατί δεν έλαβαν υπόσταση όπως να ΄ναι και κατόπιν διακρίθηκαν, αλλά ήρθαν στην ύπαρξη με τάξη, αποτελώντας διαφορετικά μέρη μέσα στον ουρανό σαν μέσα σε έναν ζωντανό οργανισμό και διατηρώντας την τακτοποιημένη σχέση που έχουν μεταξύ τους κατά την διαφοροποίησή τους ως προς το είδος και κατά την ταυτόχρονη συνάφειά τους, ώστε να μην μπορεί ποτέ να νοηθεί κάποια ανταλλαγή της θέσης τους, εκτός και αν συνοδεύεται με καταστροφή του σύμπαντος, η οποία είναι αδύνατον να συμβεί, όσο το πρώτο αίτιό τους είναι εντελώς αμετάβλητο και αμετάτρεπτο και έχει την ουσία του ίδια με την ενέργεια του και την αγαθότητα όχι ως κάτι επίκτητο αλλά αυθυπόστατη και λόγω αυτής οδηγεί τα πάντα προς το Ευ Είναι
(Ιεροκλής, Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη, 1.10 – 1.13)

Καθώς και:

«Ποιός είναι ο νόμος και η τιμή που τον ακολουθεί; Ας πούμε πάλι ότι ο νόμος είναι η αμετάτρεπτη και δημιουργική ενέργεια του θεού, η οποία γεννά και τακτοποιεί αιωνίως και αμετάβλητα τα θεϊκά γένη, ενώ η τιμή που συμφωνεί με τον νόμο είναι η γνώση της ουσίας όσων τιμώνται και η κατά το δυνατόν εξομοίωση μαζί της.» [7]
(Ιεροκλής, Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη, 1.16)

Η νομοθετική τέχνη, η τέχνη του νομοθέτη, έχει ως ενέργεια την θέσπιση νόμων ώστε η εκάστοτε πολιτεία να είναι στην άριστη μορφή της. Ο νομοθέτης, του σύμπαντος, είναι ο μέγιστος Ζευς, μιας και «ο νομοθέτης είναι το ανάλογο του δημιουργού Δία»[8]. Επίσης, ο νομοθέτης είναι και ο άριστος πολιτικός αφού «ο νομοθέτης παραδίδει το άριστο πολίτευμα αποβλέποντας στον καθολικό κόσμο»[9] και για αυτό αναφέρει ο Πρόκλος ότι:

«πολιτικός εντός του σύμπαντος είναι ο μεγάλος υμνούμενος Ζευς, στον οποίο, όπως λέει ο Πλάτων, βρίσκεται η πολιτική τέχνη. Και συνεργός του στη σύνολη τάξη του σύμπαντος, τόσο στις οξείες όσο και στις βαρείες κινήσεις, στις βραχύτερες ή στις μακρότερες περιφορές, δεν είναι άλλος από τον Απόλλωνα, τον ποιητή των μιμημάτων που διαθέτουν αρμονία και ρυθμό.»
(Πρόκλος, Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος Υπόμνημα, 1.68 – 1.69)

Εφόσον λοιπόν, πολιτικός νομοθέτης του σύμπαντος είναι ο μεγάλος Ζευς, τότε ως νόμο ορίζουμε τη θεϊκή δημιουργική βούληση του Διός, αφού όπως αναφέραμε παραπάνω «Νόμος είναι ο δημιουργικός νους και η θεϊκή βούληση η οποία παράγει αιωνίως τα πάντα και τα διατηρεί για πάντα».

Παρατηρώντας, το αρχικό χωρίου του Ιεροκλή, διαπιστώνουμε ότι υπάρχει μία παρομοίωση του κόσμου εν γένει ως ζωντανό οργανισμό, ο οποίος κόσμος-οργανισμός, για να λειτουργεί ορθώς χρειάζεται τους Νόμους. Ο συσχετισμός του κόσμου/σύμπαντος ως οργανισμού ζωντανού και δη κατ’ αναλογίαν του ανθρωπίνου, μας τον παραθέτει και ο Πλούταρχος, λέγοντας[10]: 

«Καθώς επικρατεί το σύμφωνα με το Λόγο, οι (αστέρες) σαν φωτοφόρα μάτια στο πρόσωπο του (σύμ)παντος δεμένοι περιπολούν, ενώ ο ήλιος, που λειτουργεί ως καρδιά, διοχετεύει από τον ίδιο και διασκορπίζει θερμότητα και φως σαν να ήταν αίμα και πνεύμα, ενώ τη γη και τη θάλασσα χρησιμοποιεί κατά φύση ο Κόσμος για όσα το ζωντανό πλάσμα χρησιμοποιεί τη κοιλιά και τη κύστη. Η σελήνη, που βρίσκεται μεταξύ ηλίου και γης, όπως το ήπαρ μεταξύ καρδιάς και κοιλιάς ή κάποιο άλλο μαλακά σπλάχνο, διοχετεύει προς τα εδώ τη ζέστη από ψηλά και στέλνει προς τα επάνω τις αναθυμιάσεις που βγαίνουν από εδώ, αφού τις κάνει μόνη της πιο λεπτές μέσω ενός είδους ζυμώσεως και καθάρσεως»

Το σύμπαν, λοιπόν, ως ένας ζωντανός οργανισμός, για να λειτουργήσει σωστά χρειάζεται τους νόμους, δηλαδή την δημιουργική Δίια βούληση. Εφόσον, λοιπόν, υπάρχει νόμος (=βούληση Διός) υπάρχει και δημιουργία, τάξη και αμεταβλητότητα και εφόσον υπάρχουν αυτά, υπάρχει αρμονία και ρυθμός, και όλα οδηγούν προς το Ευ Είναι. Δηλαδή, το Ευ Είναι (Ευδαιμονία) του Κόσμου/Σύμπαντος, δημιουργείται και υπάρχει λόγω του Θείου Νόμου (Βούληση του Διός). Αυτή η ευδαιμονία από το σύμπαν εισέρχεται και εντός της ανθρώπινης ψυχής, όντας μέρος Κοσμικής Ψυχής, και ο Θείος Νόμος, προοδεύει (ύφεση λειτουργίας) στον νόμο της ψυχής, όπου με βάση αυτόν, όπως θα δείξουμε παρακάτω, η ανθρώπινη ψυχή, και όταν λέμε ανθρώπινη εννοούμε τη λογική πάντα, καθίσταται ευδαίμων.

Είδαμε ότι βάση νόμου έχουμε δημιουργία, τάξη, αμεταβλητότητα και έτσι οδηγούμαστε στην ευδαιμονία. Χωρίς νόμο αντίθετα, θα έχουμε καταστροφή, αταξία, μεταβλητότητα και πορεία προς την κακοδαιμονία. Μυθολογικά, αυτό φαίνεται από τη διαμάχη του Διός με τον Τυφώνα. Η λύση, λοιπόν, είναι να μιμηθεί η ανθρώπινη ψυχή τον συμπαντικό οργανισμό-πολιτεία και να εγκαταστήσει το νόμο εντός της.

Η ευδαιμονία κατακτάται από τον άνθρωπο, όταν εκείνος προσβλέπει στην αλήθεια, όπου ηγείται όλων των αγαθών[11]. Για να το πετύχει αυτό, οφείλει να αποδίδει ορθώς τιμές προς τους Θεούς, διότι έτσι γίνεται αληθινός πιστός.[12] Και πώς θα καταφέρει ο άνθρωπος να τιμά ορθώς τους Θεούς;
Η απάντηση έρχεται για στόματος Ιεροκλή, και λέγει[13]:

«Γιατί, όπως λένε οι Πυθαγόρειοι, θα τιμήσεις άριστα τον θεό, αν εξομοιώσεις τη σκέψη σου με το θεό˙ και όποιος τιμά τον θεό σαν ο θεός να χρειάζεται κάτι, αυτός ασυναίσθητα έχει θεωρήσει ότι ο εαυτός του είναι ανώτερος από τον θεό. Και η πολυτέλεια των προσφορών δεν αποτελεί τιμή προς τον θεό, αν δεν προσφερθεί με θεοσεβή σκέψη. Γιατί οι προσφορές και οι θυσίες των ανόητων είναι τροφή για την φωτιά, και τα αφιερώματα είναι δώρα προς τους ιερόσυλους, ενώ η θεοσεβής σκέψη που είναι διαρκώς σταθερή μας συνδέει με τον θεό˙ γιατί είναι ανάγκη το όμοιο να πηγαίνει στο όμοιο, γι΄αυτό και μόνο ο σοφός λέγεται ιερέας, μόνο αυτός θεάρεστος, μόνο αυτός ότι ξέρει να προσεύχεται. Γιατί ξέρει να τιμά μόνο εκείνος που δεν συγχέει την αξία όσως τιμώνται και που πριν απ΄όλα προσφέρει τον εαυτό του σαν θυσία και μετατρέπει την ψυχή του σε θεϊκό άγαλμα και κάνει τον νου του ναό για την αποδοχή του θεϊκού φωτός. Γιατί τι παρόμοιο θα προσφέρεις από τα συνηθισμένα υλικά, το οποίο θα το κάνεις άγαλμα ταιριαστό στον θεό ή δώρο που να μπορεί να ενωθεί μαζί του; Αυτά, λοιπόν, είναι ανάγκη να συμβαίνουν στη λογική ψυχή που καθάρθηκε. Γιατί, όπως λένε οι ίδιοι άντρες, ο θεός δεν έχει πάνω στη γη τόπο καταλληλότερο από την καθαρή ψυχή. Και ο Πύθιος [ο Απόλλων] συμφωνεί λέγοντας: “Με τους ευσεβείς βροτούς χαίρομαι τόσο, όσο με τον Όλυμπο”».
(Ιεροκλής, Υπόμνημα εις τα Πυθαγορικά Χρυσά Έπη, 1.17.3 – 1.19.7)

Είναι φανερό, πλέον, ότι για να τιμήσουμε τους θεούς, πρέπει να εγκαταστήσουμε το νόμο στη ψυχή μας. Νόμο ο οποίος θα μας ενώσει με τα θεία καθώς θα μας κάνει ευδαίμονες. Ως νόμο (δημιουργική ενέργεια), μια ανθρώπινη ψυχή που βρίσκεται σε λήθη, θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει το λογικό της μέρος σε συμφωνία με φρόνηση, που αυτή η κατάσταση ονομάζεται από τον Πλάτωνα[14], ομοίωσις και φυγή. Η ιεραρχική δομή των τριών μερών της ψυχής (λογικό, θυμοειδές, επιθυμητικό) που θα επιφέρει την εμφάνιση του ψυχικού πλέον νόμου, είναι: Ηγέτης προς το όλον, το λογικό. Ηγέτης, προς το επιθυμητικό, το θυμοειδές που διακατέχεται από ανδρεία και σωφροσύνη και τέλος το επιθυμητικό να διακατέχεται πλήρως από σωφροσύνη. Τότε η σύνδεση της ψυχής μας με τον νου θα πραγματοποιηθεί. Και αναφερόμαστε στο νου της ψυχής διότι όπως στο σύμπαν/κόσμο ο δημιουργικός νους και η βούλησή του είναι ο Νόμος, έτσι και στη ψυχή, ο νους και η βούλησή του, θα είναι ο ψυχικός νόμος, ο οποίος αρέσκεται στο να κρύβεται και να φανερώνεται μόνο στους καθάριους και ευδαίμονες βροτούς, που μυθολογικά αναφέρονται και ως μέροπες. Καθώς, όπως λέει και ο Πρόκλος[15], «ο νους δεν επιδεικνύει πάντοτε τον εαυτό του στις ψυχές, αλλά όταν αποσυνθέσουν τον πολύ όχλο(πάθη) που έρχεται από τον κόσμο της γένεσης εκ των υστέρων και συνδέεται μαζί τους».

Ως, αναφέραμε παραπάνω, ο Ζευς, ως πολιτικός νομοθέτης του σύμπαντος/κόσμου, έχει για υπουργό του, τον Απόλλωνα. Ο Απόλλων, όμως συνδέεται άμεσα με τον Διόνυσο, ο οποίος Διόνυσος συνδέεται με τον εντός μας νου. Το νου δηλαδή που προείπαμε.

«Μου φαίνεται, μάλιστα, ότι, όπως ο Ορφέας θέτει επικεφαλής του βασιλιά Διονύσου τη μονάδα του Απόλλωνα, η οποία τον αποτρέπει από την πρόοδο προς το τιτανικό πλήθος και από την απομάκρυνσή του από τον βασιλικό θρόνο και τον φρουρεί αγνό και αμόλυντο μέσα στην ένωση, έτσι και ο δαίμων του Σωκράτη τον οδηγεί στο νοητικό ύψος και τον κρατά μακριά από τις συναναστροφές με τους πολλούς. Διότι ο δαίμων είναι αντίστοιχος προς τον Απόλλωνα, όντας ακόλουθος του, και ο λόγος του Σωκράτη αντίστοιχος προς τον Διόνυσο, αφού ο εντός μας νους είναι γέννημα της δύναμης του θεού τούτου.»[16]
(Πρόκλος, Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδην, 83.8 – 83.16)


Με βάσει τα όσα έχουμε αναφέρει, με τις αναλύσεις που παρουσιάζονται εδώ: Σώμα, ψυχή, Νους (Δαίμων) και Η άνοδος της ψυχής στον Πρώτο Θεό (1Α) καθώς και το Ορφικό Απόσπασμα[17] όπου ο Ζευς, ο Άιδης, ο Ήλιος και ο Διόνυσος αναφέρονται ως ένας θεός, συμπεραίνουμε ότι ο εντός μας νους είναι δημιούργημα του Ήλιου ή ακόμα καλύτερα, η απορροή φωτός του Απόλλωνα φτάνει σε εμάς διά μέσω του Ηλίου, εντός του νου μας.

Μεταβαίνοντας από τον Θείο Νόμο και τον ψυχικό, στην διαβάθμιση του θετού νόμου, θα ανατρέξουμε στο Πλατωνικό έργο «Νόμοι», διότι τα Πλατωνικά κείμενα, ουσιαστικά είναι κείμενα μυήσεως[18].

Στο συγκεκριμένο, λοιπόν, έργο τα πρόσωπα του διαλόγου είναι τρία. Ο Αθηναίος ξένος, ο Κνώσιος Κλεινίας και ο Λακεδαιμόνιος Μέγιλλος. Ο διάλογος εξελίσσεται στην Κρήτη, από την Κνωσό έως το Ιδαίον άντρο και το ναό του Διός. Τα πρόσωπα του διαλόγου δεν είναι καθόλου τυχαία, καθώς επίσης και η διαδρομή που ακολουθούν οι τρείς τους, αναζητώντας τους ιδανικούς νόμους για την πολιτεία των Μαγνήτων που θα πραγματοποιήσει ο Κλεινίας.

Όπως αναφέρει ο Όμηρος, καθώς επίσης και ο Πλάτων στο παρόν έργο, ο Μίνωας κάθε εννέα χρόνια ακολουθούσε την ίδια διαδρομή για να πάρει από τον πατέρα του Ζευ τους νόμους που του έφτιαχνε για τις πόλεις[19]. Η ταύτιση αυτή σημαίνει ότι οι νόμοι που “δημιουργεί” ο Αθηναίος σε συμφωνία με τον Κλεινία και τον Μέγιλλο, δεν είναι κάτι άλλο, παρά οι Νόμοι του ίδιου του Διός. Στο παρόν έργο, στους Πλατωνικούς «Νόμους», λοιπόν, περιγράφονται οι νόμοι που χρειάζεται μια πολιτεία για να καταστεί ευδαίμων και να έρθει σε επαφή με τα θεία.

Σχετικά με τα πρόσωπα του διαλόγου, τώρα, ο Κλεινίας είναι Κνώσιος και ως τοπικό θεό θεραπεύει τον Ζευ ενώ ο Μέγιλλος από τη Σπάρτη τον Απόλλωνα. Ο Αθηναίος ξένος ως τοπική θεά θεραπεύει την Αθηνά και εκτός αυτού φαίνεται να ανήκει στη βαθμίδα της, καθώς ο Κλεινίας του λέει ότι[20] «δεν ήθελα να σε ονομάσω κάτοικο της Αττικής, (αττικό δηλαδή) γιατί μου φαίνεται ότι είσαι άξιος να ονομάζεσαι με την επωνυμία της θεάς». Αυτό δηλώνει ότι η ενοποιητική δύναμη της θεάς και η σοφία απορρέουν σε αυτόν. Έτσι ο Αθηναίος, χάρη στη φρόνηση του, “δημιουργεί” και προτείνει νόμους και το πως θα εφαρμοστούν αυτοί, ενώ ο Κλεινίας και ο Μέγιλλος ως, τρόπο τινά, εκπρόσωποι του Διός και του Απόλλωνα ή ανήκοντας στην βαθμίδα των αντίστοιχων θεών, συμφωνούν στην εφαρμογή και λειτουργία των νόμων.

Σε σχέση τώρα ψυχών, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τον Αθηναίο και ως ερωτικό, διότι συνάγει και συνδέει το ανώτερο με το κατώτερο. «Πραγματικά, το αντικείμενο του έρωτα κατέχει την πρώτη βαθμίδα και το υποκείμενο την τρίτη, ενώ το ενδιάμεσο των δύο το συμπληρώνει ο έρως συνάγοντας και συνδέοντας αμοιβαία το αντικείμενο και το υποκείμενο της επιθυμίας, και πληροί το κατώτερο με στοιχεία από το ανώτερο, ενώ στην περιοχή των νοητών και απόκρυφων θεών ενοποιεί τον νοητό νου με το πρωταρχικό και απόκρυφο κάλλος στη βάση μιας ανώτερης ζωής της νοήσεως»[21].

Εν κατακλείδι, η δημιουργία, η τάξη και η αμεταβλητότητα της “συμπαντικής πολιτείας” εκδηλώνεται στον τόπο της γένεσης μέσω του Αθηναίου, ενώ ο Κλεινίας βρίσκεται εκεί για να αποδεχτεί και να υλοποιήσει τους Νόμους του Διός. Όπως ο Ζευς είναι ο πολιτικός του σύμπαντος και υπουργός του στη σύνολη τάξη είναι ο Απόλλωνας, έτσι και εδώ ο πολιτικός – ως νέος Μίνωας – είναι ο Κλεινίας στη νέα αυτή πόλη, ενώ συνεργός φαίνεται να είναι ο Μέγιλλος, καθώς σε όλο το έργο παίρνει πολύ λίγες φορές τον λόγο, και αυτόν συνήθως για να συμφωνήσει και να συνταχτεί με τον Αθηναίο και τον Κλεινία. Δηλαδή, έχουμε τη τριάδα Ζευς-Αθηνά-Απόλλων σε αντιστοιχία των Κλεινία-Αθηναίου Ξένου-Μέγιλλου. Έτσι, λοιπόν, η πολιτεία των Μαγνήτων, βασίζεται στους Δίιους Νόμους, έχοντας ως συνεργατική αρμονία την Απολλώνια Αρμονία, μέσω της Αθηναϊκής Νοήσεως.


[1] «θεὸς δὲ ὁ θεῶν Ζεὺς ἐν νόμοις βασιλεύων»
[2] «Νόμος ὁ πάντων βασιλεύς θνατῶν τε καὶ ἀθανάτων»
[3] Δες, λεξικό Ορίωνος του Γραμματικού, Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης κατά τη συλλογήν των G. Pappe, F. Passow, Στ. Κουμανούδη εκδ. Αλκίνους, Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης των Liddell-Scott εκδ. Πελεκάνος
[4] Επιστολή προς Μαρκέλλαν, 25-30
[5]«Αθανάτους μὲν πρῶτα θεούς, νόμῳ ὡς διάκεινται,τίμα·»
[6]«νόμος μὲν ὁ δημιουργικὸς νοῦς καὶ ἡ θεία βούλησις ἡ ἀϊδίως παράγουσα τὰ πάντα καὶ εἰς ἀεὶ διασῴζουσα, τάξις δὲ ἔννομος ἡ ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν ὅλων καὶ δημιουργοῦ τοῖς ἀθανάτοις θεοῖς συνεισελθοῦσα καὶ ποιοῦσα ἐν αὐτοῖς τοὺς μὲν πρώτους,τοὺς δὲ δευτέρους. εἰ γὰρ καὶ ὡς ἐν παντὶ τῷ λογικῷ διακόσμῳ τὴν ἀκρότητα ἔλαχον, ὅμως ἐν ἑαυτοῖς ποικίλ λονται καί εἰσιν ἄλλοι ἄλλων θειότεροι. μήνυμα δὲ τῆς κατ᾽ οὐσίαν αὐτῶν ὑπεροχῆς τε καὶ ὑποβάσεως ἡ τῶν οὐρανίων σφαιρῶν τάξις κατ᾽ οὐσίαν καὶ δύναμιν τὴν θέσιν διαλα χοῦσα, ὡς ἐν τῇ οὐσίᾳ αὐτῶν κεῖσθαι τὸν νόμον καὶ τὴν τάξιν ὁμοφυῆ εἶναι αὐτῶν τῇ ἀξίᾳ. οὐ γὰρ ὡς ἔτυχεν ὑποστάν τες ὕστερον διεκρίθησαν, ἀλλὰ τεταγμένοι προῆλθον εἰς τὸ εἶναι ὥσπερ ἐν ἑνὶ ζώῳ τῷ ὅλῳ οὐρανῷ διάφορα ὄντες μέρη καὶ τὴν πρὸς ἄλληλα σύνταξιν ἐν τῇ κατ᾽ εἶδος διαστάσει ἅμα καὶ συναφῇ ἀποσῴζοντες, ὥστε μηδὲ ἐπάλ λαξιν τῆς θέσεως αὐτῶν ἐπινοηθῆναί ποτε δύνασθαι εἰ μὴ μετὰ τῆς φθορᾶς τοῦ παντός, ἣν ἀδύνατον ἐπισυμβῆναι, ἔστ᾽ ἂν ᾖ τὸ πρῶτον αὐτῶν αἴτιον ἀμετάβλητον πάντῃ καὶ ἄτρεπτον καὶ τὴν οὐσίαν τῇ ἐνεργείᾳ τὴν αὐτὴν κεκτημένον καὶ τὴν ἀγαθότητα οὐκ ἐπίκτητον ἔχον, ἀλλ᾽ οὐσιωμένην καθ᾽ αὑτὴν καὶ δι᾽ αὐτὴν τὰ πάντα πρὸς τὸ εὖ εἶναι παράγον.»
[7]«τίς δὲ ὁ νόμος καὶ ἡ τούτῳ ἑπομένη τιμή; πάλιν λέγωμεν, ὅτι νόμος μὲν ἡ ἄτρεπτος τοῦ θεοῦ καὶ δημιουργικὴ ἐνέργεια ἡ γεννῶσα τὰ θεῖα γένη καὶ τάττουσα ἀϊδίως τε καὶ ἀμεταβλήτως, ἡ δὲ σύμφωνος τῷ νόμῳ τιμὴ ἡ τῆς οὐσίας ἐστὶ τῶν τιμωμένων γνῶσις καὶ ἡ πρὸς αὐτὴν κατὰ δύναμιν ἐξομοίωσις
[8] Πρόκλος, Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 63.7
«ὁ μὲν γὰρ νομοθέτης ἀνάλογον τῷ δημιουργῷ Διΐ»
[9] Πρόκλος, Εις τον Κρατύλον Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 52.13
«ὁ νομοθέτης τήν τε ἀρίστην πολιτείαν πρὸς τὸν ὅλον κόσμον ὁρῶν παραδίδωσι»
[10] Πλούταρχος, Περί του εμφαινομένου προσώπου τω κύκλω της σελήνης, 928.B.6 – 928.C.5.
«ἀλλὰ τοῦ κατὰ λόγον κρατοῦντος οἱ μὲν ὥσπερ “ὄμματα φωσφόρα” τῷ προσώπῳ τοῦ παντὸς “ἐνδεδεμένοι” περιπολοῦσιν, ἥλιος δὲ καρδίας ἔχων δύναμιν ὥσπερ αἷμα καὶ πνεῦμα διαπέμπει καὶ διασκεδάννυσιν ἐξ ἑαυτοῦ θερμότητα καὶ φῶς, γῇ δὲ καὶ θαλάσσῃ χρῆται κατὰ φύσιν ὁ κόσμος, ὅσα κοιλίᾳ καὶ κύστει ζῷον. σελήνη δ᾽ ἡλίου μεταξὺ καὶ γῆς ὥσπερ καρδίας καὶ κοιλίας ἧπαρ ἤ τι μαλθακὸν ἄλλο σπλάγχνον ἐγκειμένη τήν τ᾽ ἄνωθεν ἀλέαν ἐνταῦθα διαπέμπει καὶ τὰς ἐντεῦθεν ἀναθυμιάσεις πέψει τινὶ καὶ καθάρσει λεπτύνουσα περὶ ἑαυτὴν ἀναδίδωσιν.»
[11] «ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται, πάντων δὲ ἀνθρώποις· ἧς ὁ γενήσεσθαι μέλλων μακάριός τε καὶ εὐδαίμων ἐξ ἀρχῆς εὐθὺς μέτοχος εἴη, ἵνα ὡς πλεῖστον χρόνον ἀληθὴς ὢν διαβιοῖ. πιστὸς γάρ· ». (Πλάτων «Νόμοι» 730.c.17 – 730.c.4)        
Δηλαδή:
«Η αλήθεια ηγείται όλα τα αγαθά, σε Θεούς και ανθρώπους∙ όποιος θέλει να γίνει μακάριος και ευδαίμων, εξ’ αρχής πρέπει να μετέχει σε αυτή, και να ζει ως το πλείστον ως αληθής∙ αυτός είναι ο πιστός»
[12]Περισσότερα για τη Θεία Πίστη δες:  Θεία Πίστις
[13]«ὡς γάρ φασιν οἱ Πυθαγόρειοι, τιμήσεις τὸν θεὸν ἄριστα, ἐὰν τῷ θεῷ τὴν διάνοιαν ὁμοιώσῃς· καὶ   ὅστις τιμᾷ τὸν θεὸν ὡς προσδεόμενον, οὗτος λέληθεν οἰόμενος ἑαυτὸν τοῦ θεοῦ εἶναι κρείττονα. καὶ ἡ τῶν προσφερομένων πολυτέλεια τιμὴ εἰς θεὸν οὐ γίνεται, εἰ μὴ μετὰ τοῦ ἐνθέου φρονήματος προσάγοιτο. δῶρα γὰρ καὶ θυηπολίαι ἀφρόνων πυρὸς τροφὴ καὶ ἀναθήματα ἱεροσύλοις χορηγία, τὸ δὲ ἔνθεον φρόνημα διαρκῶς ἡδρασμένον συνά πτει θεῷ· χωρεῖν γὰρ ἀνάγκη τὸ ὅμοιον πρὸς τὸ ὅμοιον, ὅθεν καὶ μόνος ἱερεὺς ὁ σοφὸς λέγεται, μόνος θεοφιλής, μόνος εἰδὼς εὔξασθαι. μόνος γὰρ οἶδε τιμᾶν ὁ τὴν ἀξίαν μὴ συγχέων τῶν τιμωμένων καὶ ὁ προηγουμένως ἱερεῖον ἑαυτὸν προσάγων καὶ ἄγαλμα θεῖον τεκταίνων τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν καὶ ναὸν εἰς ὑποδοχὴν τοῦ θείου φωτὸς τὸν ἑαυτοῦ κατασκευάζων νοῦν. τί γὰρ τοιοῦτον προσάξεις ἀπὸ τῶν ἐν μέσῳ κειμένων ὑλῶν, ὃ τῷ θεῷ προσφυὲς ἄγαλμα ἐργάσῃ ἢ δῶρον ἑνοῦσθαι αὐτῷ δυνάμενον; ἃ δὴ ἐπὶ τῆς λογικῆς ψυχῆς καθαρθείσης συμβαίνειν ἀνάγκη. ὡς γὰρ οἱ αὐτοὶ ἄνδρες φασί, ψυχῆς καθαρᾶς τόπον οἰκειότερον ἐπὶ γῆς θεὸς οὐκ ἔχει· οἷς καὶ ὁ Πύθιος συμφέρεται λέγων·   εὐσεβέσιν δὲ βροτοῖς γάνυμαι τόσον ὅσσον Ὀλύμπῳ.»
[14] Πλάτων, Θεαίτητος,176.b.1 – 176.b.3
«φυγὴ δὲ ὁμοίωσις θεῷ κατὰ τὸ δυνατόν· ὁμοίωσις δὲ δίκαιον καὶ ὅσιον μετὰ φρονήσεως γενέσθαι.»
[15] Πρόκλος, Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδην, 44.5 – 44.7
«ὥσπερ τοίνυν ὁ νοῦς οὐκ ἀεὶ ταῖς ψυχαῖς ἑαυτὸν δείκνυσιν, ἀλλ᾽ ὅταν ἀποσκευάσωνται τὸν πολὺν ὄχλον τὸν ἐκ τῆς γενέσεως ὕστερον προσφύντα»
[16]«καί μοι δοκεῖ, καθάπερ Ὀρφεὺς ἐφίστησι τῷ βασιλεῖ Διονύσῳ τὴν μονάδα τὴν Ἀπολλωνιακὴν ἀποτρέπουσαν αὐτὸν τῆς εἰς τὸ Τιτανικὸν πλῆθος προόδου καὶ τῆς ἐξαναστάσεως τοῦ βασιλείου θρόνου καὶ φρουροῦσαν αὐτὸν ἄχραντον ἐν τῇ ἑνώσει, κατὰ τὰ αὐτὰ δὴ καὶ ὁ Σωκράτους δαίμων περιάγειν μὲν αὐτὸν εἰς τὴν νοερὰν περιωπήν, ἐπέχειν δὲ τῶν πρὸς τοὺς πολλοὺς συνουσιῶν. καὶ γὰρ ἀνάλογον ὁ μὲν δαίμων ἐστὶ τῷ Ἀπόλλωνι, ὀπαδὸς ὢν αὐτοῦ, ὁ δὲ Σωκράτους λόγος τῷ Διονύσῳ, γέννημα γάρ ἐστιν ὁ ἐν ἡμῖν νοῦς τῆς τοῦ θεοῦ τούτου δυνάμεως.»
[17] «είς Ζεύς, είς Αΐδης, είς Ήλιος, είς Διόνυσος, είς θεός εν πάντεσι.»
[19] Δες: Όμηρος, Οδύσσεια, ραψ, τ’. στ, 178 – 179  και  Πλάτων, Νόμοι, 624.a  &  Μίνως, 318.d – 321.d
[20]Πλάτων, Νόμοι, 626.d.3 – 626.d.5
«Ω ξένε Ἀθηναῖε—οὐ γάρ σε Ἀττικὸν ἐθέλοιμ᾽ ἂν προσαγορεύειν· δοκεῖς γάρ μοι τῆς θεοῦ ἐπωνυμίας ἄξιος εἶναι μᾶλλον ἐπονομάζεσθαι·»
[21] Πρόκλος, Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδην, 64.10 – 64.16
«τὸ γὰρ ἐραστὸν τὴν πρώτην ἔχει τάξιν, τὸ δὲ ἐρῶν ἐκείνου τὴν τρίτην, τὸ δὲ μέσον ἀμφοῖν ὁ ἔρως συμπληροῖ συνάγων καὶ συνδέων ἀλλήλοις τό τε ἐφετὸν καὶ τὸ ἐφιέμενον ἐκείνου καὶ πληρῶν ἀπὸ τοῦ κρείττονος τὸ καταδεέστερον, καὶ ἐν μὲν τοῖς νοητοῖς καὶ κρυφίοις θεοῖς ἑνίζων τῷ πρώτῳ καὶ κρυφίῳ κάλλει τὸν νοῦν τὸν νοητὸν κατά τινα νοήσεως κρείττονα ζωήν»

πηγή: eleysis69

ΤΑ ΤΡΙΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΙΕΡΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ (ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0


Nτοκιμαντέρ του History Channel, που αναφέρεται σε τρία διάσημα ελληνικά ιερά του Θεού Απόλλωνα: Το Ιερό του Απόλλωνα στο νησί της Δήλου, όπου σύμφωνα με το μύθο γεννήθηκε ο Απόλλωνας. Το Ιερό στα Δίδυμα της Μιλήτου με το γιγαντιαίο ναό του Απόλλωνα. Και το ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς με το περίφημο μαντείο του Θεού...



ΜΥΘΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΕΡΩΤΑ - ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΦΑΙΔΡΟΣ ΠΛΑΤΩΝΑ

$
0
0


Αρχικώς αντιγράφουμε ένα απόσπασμα από τον «Φαίδρο» του Πλάτωνα:

«ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Και υπάρχουν δύο είδη μανίας, η μία προέρχεται απ’ τα ανθρώπινα νοσήματα και η άλλη οφείλεται σε απομάκρυνση -με τη συμβολή των θεών – από τα καθιερωμένα νόμιμα.
ΦΑΙΔΡΟΣ: Σωστά.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ: Τη θεία μανία την έχουμε χωρίσει σε τέσσερα μέρη από τους τέσσερις θεούς, αφού αποδώσαμε τη μαντική στον Απόλλωνα, την τελεστική στον Διόνυσο, την ποιητική στις Μούσες, η τέταρτη, η ερωτική μανία, που προέρχεται από την Αφροδίτη και τον Έρωτα, είπαμε ότι είναι η καλύτερη. Δεν γνωρίζω όμως πως απεικονίζοντας το ερωτικό πάθοςάλλοτε με το να αγγίζουμε την αλήθεια, ίσως και με το να παραφερόμαστε σε άλλα, αφού ταιριάξαμε ένα λόγο όχι εντελώς απίθανο, ψάλαμε με κοσμιότητα και ευλάβεια ένα μυθικό ύμνο στον Έρωτα, το δικό μου και το δικό σου κυρίαρχο, Φαίδρε, τον προστάτη των ωραίων παιδιών.»[1]


Ο πλατωνικός Σωκράτης αναφέρει δύο είδη μανίας: η μία είναι θεία μανία και η άλλη προέρχεται από τα ανθρώπινα νοσήματα (πάθη). Τη θεία μανία τη χωρίζει σε τέσσερα μέρη από τους τέσσερις θεούς και έτσι έχουμε:
  1. Ερωτική μανία-Αφροδίτη και Έρωτας
  2. Ποιητική μανία-Μούσες
  3. Τελεστική μανία-Διόνυσος
  4. Μαντική (μανία)-Απόλλων
Συνεχίζοντας το λόγο αναφέρει πως παραφέρθηκαν στην αναζήτηση τους και επίσης πως άγγιξαν την αλήθεια, με αυτό τον τρόπο απεικόνισαν το ερωτικό πάθος στο σύνολο του και έψαλαν με κοσμιότητα και ευλάβεια ένα μυθικό ύμνο στον Έρωτα, τον προστάτη των ωραίων παιδιών, τον δικό τους κυρίαρχο. Σε ποια σημεία του έργου όμως παραφέρθηκαν και σε ποια άγγιξαν την αλήθεια;
Ξεκινώντας από το πρώτο ερώτημα, ο ίδιος ο Σωκράτης, στο στίχο 242d.5-242d.9, μετανιώνει για τα λόγια που εκστόμισαν και οι δύο τους προς τον θεϊκό Έρωτα.

«-Τρομερό, Φαίδρε, τρομερό λόγο εκστόμισες, και ο ίδιος με ανάγκασες να πω.
-Τι λοιπόν;
-Λόγο ανόητο και κάπως ασεβή γνωρίζεις άλλον πιο αξιοκατάκριτο από αυτόν;
-Κανέναν άλλο, εάν εσύ βέβαια μιλάς αληθινά[2]

Δηλαδή η παραφορά τους απέναντι στον Έρωτα άρχισε με την εισήγηση του λόγου του Λυσία από τον Φαίδρο και συνεχίστηκε από τον Σωκράτη, όντας εκστασιασμένος και κατεχόμενος από ποιητική μανία ο τελευταίος. Η παραφορά τους ξεκινάει από το στίχο230e.5. και τελειώνει περίπου στο στίχο 242a.2.

Ας εξετάσουμε ,τώρα, σε ποια σημεία του κειμένου άγγιξαν την αλήθεια.  Χρήσιμες πληροφορίες στη σχετική αναζήτηση μας, μας δίνει ο Ερμείας:

 «Σχεδιάζουν δε και τον Έρωτα με τη μορφή παιδιού με φτερά. Παιδί για το ακμαίο, το μη έχων έρθει σε ανδρική ακμή, και χωρίς να είναι σκληρός, ξηρός. Με φτερά διότι ανάγει την ψυχή στο Νοητό.»[3](Βλ., Ερμείας «Υπόμνημα εις τον Φαίδρον Πλάτωνος» 188.1 – 188.3)

Ο Ερμείας μας πληροφορεί πως ο Έρωτας ανάγει τη ψυχή στο νοητό. Γνωρίζοντας, επίσης, απ’ τον πλατωνικό Σωκράτη της Πολιτείας πως το νοητό είναι ο αληθινός κόσμος και το ΕN-ON ο νοητός ήλιος (βιβλία στ’ και ζ’), διεξάγουμε το συμπέρασμα πως ο Σωκράτης και Φαίδρος για να κατόρθωσαν να αγγίξουν την αλήθεια (νοητό), χρειάστηκαν θεία παρέμβαση (του Έρωτα).

Μόνο ο θεϊκός Έρωτας όμως ανάγαγε τις ψυχές τους;

Στον προαναφερθέν στίχο (265a.9-265c.3) , προτού ο Σωκράτης αναφέρει πως άγγιξαν την αλήθεια, μας κάνει αναφορά για τέσσερις θεϊκές μανίες και τέσσερις αντίστοιχους θεούς, όπου η κάθε θεϊκή μανία απομακρύνει από τα πάθη με τη συμβολή των θεών. Οι θεοί, λοιπόν, που συνέβαλαν για την ψυχική αναγωγή του Σωκράτη και του Φαίδρου, είναι τέσσερις, τέσσερις επίσης οι μανίες που τους χορηγήθηκαν απ’ τους θεούς αυτούς και τέσσερα τα στάδια που πέρασαν έως την τελείωση τους. Ας δούμε ποια είναι αυτά αναλυτικά καθώς επίσης θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε τον Σωκράτη και τον Φαίδρο στις διαφορετικές καταστάσεις μανίας.

Α) Ως πρώτη θεϊκή μανία έχουμε την ερωτική μανία, η οποία είναι χορηγία της θεάς Αφροδίτης και του θεού Έρωτα. Το στάδιο αυτό ξεκινάει από τον στίχο 227c.1 διότι σε αυτό το σημείο ξεκινάει να τους απασχολεί (Σωκράτη-Φαίδρο) ο ερωτικός λόγος του Λυσία. Ο Σωκράτης είναι ο γνωστός φιλόσοφος-εραστής και ο Φαίδρος ο ερωμένος του Σωκράτη (μαθητής). Παρατηρούμε, επίσης, λίγο πρωτού ξεκινήσει ο Φαίδρος το λόγο του Λυσία, ότι ο Σωκράτης ορκίζεται στον Κύνα. Τι θέλει να δηλώσει με αυτόν του τον όρκο; Σχετικά με τον Κύνα μας αναφέρει ο Ολυμπιόδωρος:

«Και πάλι λένε ότι ο Ηρακλής κατήλθε στον Άιδη και πήρε-έλαβε τον Θησέα πείθοντας τον σκύλο-κύνα Κέρβερο. Και πάλι λένε ότι ο Σκύλος-Κύων έγινε σκληρός άνθρωπος. Ψεύδος αυτά. Ο κύων είναι η ελεγκτική ζωή, και ο Ηρακλής καθώς ήταν ευδαίμων και μέγιστος ελεγκτής όλους έσωζε. Και οι 12 άθλοι του, άλλα σημαίνουν.» (Βλ., Ολυμπιόδωρος «Εις τον Πλάτωνος Γοργίαν σχόλια» 44.6.6 – 44.6.12)

Επιπλέον και  όσο αφορά τον Σωκρατικό όρκο «νὴ τὸν κύνα», ο Ερμείας αναφέρει:

«ο κύων-σκύλος αποδίδεται στον Ερμή και είναι το τελευταίο ίχνος της Ερμαϊκής σειράς, και αφού η παρούσα υπόθεση αφορά τους λόγους (ο Ερμής είναι έφορος του λόγου του Λυσίου), δικαίως ορκίζεται στον κύνα-σκύλο»[4]
  • Κύων =η ελεγκτική ζωή που πραγματοποιείται δια τον Λόγο.
Ο Σωκράτης ορκίζεται στον Κύνα, λοιπόν, πρώτον διότι η παρούσα υπόθεση αφορά τους λόγους και δεύτερον διότι από αυτό το σημείο και έπειτα ξεκινάει ο έλεγχος του προς τον Φαίδρο διά του λόγου. Τη χορηγία της Αφροδίτης και του Έρωτα (ερωτική μανία) την λαμβάνουν και οι δύο με αποτέλεσμα ο λόγος που θα τους απασχολήσει να είναι ερωτικός και αναγωγικός, εφόσον ο έρωτας ανάγει τη ψυχή στο νοητό.

Επόμενη θεϊκή μανία, τώρα, έχουμε την ποιητική μανία η οποία χορηγείται από τις Μούσες. Ο Σωκράτης στο στίχο 237a.8 επικαλείται τις Μούσες και η ποιητική μανία τον διακατέχει αμέσως. Στο στίχο 238d.3, μάλιστα, λέει πως τα λόγια του δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους διθυράμβους των ποιητών. Αναφορά στο λόγο αυτό κάνει ο Πρόκλος και την παραθέτω:

«Αυτή λοιπόν την ένθεη ποίηση την ονόμασε στον Φαίδρο (245a) κατοχή από τις Μούσες και μανία, που δίνεται εκ των άνω στην αγνή και παρθένα ψυχή. Έργο της είναι να εγείρει και να προκαλεί βακχική συμπεριφορά με τις ωδές και τα άλλα ποιήματα, και σκοπός της να παιδαγωγεί τους νεότερους υμνώντας τα αμέτρητα ανδραγαθήματα των παλαιοτέρων».[5]

Αυτό, λοιπόν, είναι το δεύτερο στάδιο της αναγωγής στο νοητό.

Τρίτη θεϊκή μανία είναι η τελεστική και χορηγός της ο θεός Διόνυσος. Ο Σωκράτης κατεχόμενος από την ποιητική μανία κάνει ωδή προς τον Διόνυσο χρησιμοποιώντας διθύραμβο στα λόγια του (στ. 238d.3). Ο ίδιος ο Πλάτων στους Νόμους μας εξηγεί πως ο διθύραμβος έχει άμεση σχέση με τον Διόνυσο:

«ΜΕΓΙΛΛΟΣ: Ποιους νόμους εννοείς;

ΑΘΗΝΑΙΟΣ: Πρώτον, εκείνους που αφορούσαν τη μουσική της εποχής εκείνης, αν θέλεις να εξετάσουμε από την αρχή τη μεγάλη πρόοδο του ελεύθερου βίου. Γιατί τότε, πράγματι, η μουσική σε μας ήταν διαιρεμένη στα διάφορα είδη της και σε καθορισμένα σχήματα, και ένα είδος άσματος ήταν οι ευχές προς τους θεούς, οι οποίες ονομάζονταν ύμνοι. Και σε αυτό, όπως, υπήρχε ένα είδος άσματος που ήταν αντίθετο, και αυτό μπορούσε κανείς πετυχημένα να το ονομάσει θρήνο. Και άλλο είδος ήταν οι παιάνες, και ένα άλλο ήταν δημιουργία του Διονύσου, το οποίο, νομίζω, λεγόταν διθύραμβοςΤο ίδιο αυτό είδος το ονόμαζαν νόμους, σαν να ήταν κάποια άλλη ωδή˙ πρόσθεταν μάλιστα τον χαρακτηρισμό κιθαρωδικούς.»[6]

Επιπλέον μας αναφέρει ο Πρόκλος:

«Ο διθύραμβος γράφεται για τον Διόνυσο και έλαβε την ονομασία του από αυτόν, είτε επειδή ο Διόνυσος ανατράφηκε στο δίθυρο άντρο που βρίσκεται στην Νύσα είτε επειδή αυτός επινοήθηκε μόλις λύθηκαν τα ράμματα του Διός είτε επειδή ο Διόνυσος θεωρείται ότι γεννήθηκε δυο φορές, μία από τη Σεμέλη και δεύτερη φορά από τον μηρό του Διός. Ο Πίνδαρος λέει ότι ο διθύραμβος επινοήθηκε στην Κόρινθο. Ο Αριστοτέλης λέει ότι εκείνος που ξεκίνησε αυτό το άσμα είναι ο Αρίων, ο οποίος εισήγαγε πρώτος τον κυκλικό χορό.» [7]

Βλέπουμε, μάλιστα, πως ο Πλάτων τους ονομάζει κιθαρωδικούς νόμους, δηλαδή θείοι νόμοι του Διονύσου που ψάλλονταν με τη συνοδεία κιθάρας.

Σχετικά με τους θείους νόμους ο Πορφύριος λέγει:

«Πρώτος ο νόμος του Θεού, δεύτερος ο νόμος της ανθρώπινης φύσεως και τρίτος ο νόμος ο θετός νόμος των εθνών και των πόλεων. Ο νόμος της φύσης προσδιορίζει την έκταση των αναγκών του σώματος και, υποδεικνύοντας τι είναι απαραίτητο για αυτές τις ανάγκες, επικρίνει την έφεση προς τα μάταια και τα περιττά. Ο θετός νόμος, που ισχύει για τους διάφορους λαούς, είναι μια συμβατική ρύθμιση των αμοιβαίων κοινωνικών σχέσεων, στην βάση της γενικής παραδοχής των θεσπέσιων κανόνων. Ο θείος νόμος, τέλος, τοποθετήθηκε από τον νου μέσα στις έννοιες/νοήσεις των λογικών ψυχών, ένεκα σωτηρία των τελευταίων τούτων, και ανακαλύπτεται μέσα από την αλήθεια των εσωτερικών της σκέψεωνΑυτό το νόμο, τoν αγνοούν οι ακάθαρτες και άφρονες ψυχές, διότι εκπέμπει τη λάμψη του μέσα από τη φρόνηση και την απάθεια. Είναι ανώτερος από τη τύχη και ισχυρότερος από όλες τις μορφές δυνάμεως»[8]

Διευκρινίζει μάλιστα πως:

«Τον γνωρίζει μόνο ο νους, που τον αναζητά εντατικά και τον βρίσκει αποτυπωμένο στον εαυτό του, και τον παίρνει από αυτόν τροφή για την ψυχή του σαν να επρόκειτο για το σώμα του. Διότι πρέπει να θεωρήσουμε ότι σώμα του νοός είναι η λογική ψυχή, την οποία τρέφει ο νους, που μέσω του οικείου του φωτός οδηγεί στην αναγνώριση και παραδοχή τις εντός της λογικής ψυχής έννοιες τις οποίες χάραξε σε αυτή σύμφωνα με την αλήθεια του θείου νόμου. Ο νους, λοιπόν, γίνεται δάσκαλος, σωτήρας, τροφέας, φύλακας και αναγωγός, φθεγγόμενος μετά σιγής την αλήθεια, ξεδιπλώνει και δίνει στην ψυχή τον θείο νόμο και, στρέφοντας το όμμα προς τις εντός του εαυτού του νοητικές συλλήψεις, τον αναγνωρίζει εν τέλει αποτυπωμένο μέσα στην ψυχή προαιωνίως.»[9]

Έτσι, λοιπόν, με βάσει τα παραπάνω, για να αντιληφθεί κάποιος τους διθυράμβους θα πρέπει να έχει καθαρθεί και να είναι φρόνιμος (σοφός) και όχι ακάθαρτος (ψυχικά) και άφρονας, διότι οι διθύραμβοι είναι θεϊκοί νόμοι και εκπέμπουν τη λάμψη τους μέσα από την φρόνηση και την απάθεια.
Στη συνέχεια ο Σωκράτης δεν χρησιμοποιεί άλλο στην ομιλία του διθυράμβους αλλά λέει πως εκφράζεται ως ποιητής επικών στίχων (στ. 241e.1), δηλαδή αναφέρεται σε ηρωϊκές καταστάσεις και ανδραγαθήματα των προγόνων.

Όπως προαναφέραμε στο παραπάνω απόσπασμα του Πρόκλου:

«Έργο της (της ένθεης ποίησης-ποιητική μανία) είναι να εγείρει και να προκαλεί βακχική συμπεριφορά με τις ωδές και τα άλλα ποιήματα, και σκοπός της να παιδαγωγεί τους νεότερους υμνώντας τα αμέτρητα ανδραγαθήματα των παλαιοτέρων.»

Τέλος, στο στίχο 242b.6, o Σωκράτης νιώθει ενόχληση από το δαιμόνιο του, διότι “έσφαλε” σε κάτι που σχετίζεται με τα θεία και λίγο παρακάτω θα αποδώσει νέα ωδή στο θεϊκό Έρωτα (παλινωδία στ.244a.1) μετανιωμένος για τα όσα απέδωσε σε αυτόν. Προφανώς ο θεϊκός Σωκράτης δεν έσφαλε σε κάτι αλλά όλο αυτό, διθύραμβος-επική ποίηση-παλινωδία, είναι τελεστική διαδικασία που πραγματοποιείται με θέληση και με καθορισμένη σειρά για συγκεκριμένο αποτέλεσμα.

Ο Πρόκλος μας δίνει σημαντική σχετική πληροφορία:

«Όπως ο Ορφέας τοποθετεί επικεφαλή του βασιλιά την μονάδα του Απόλλωνα, η οποία τον αποτρέπει από την πρόοδο προς το τιτανικό πλήθος και από την απομάκρυνσή του από τον βασιλικό θρόνο και τον φρουρεί άχραντο εν τη ένωσει, έτσι και ο δαίμων του Σωκράτη τον οδηγεί στο νοητικό ύψος και τον κρατά μακριά από τις συναναστροφές με τους πολλούς. Διότι ο δαίμων είναι αντίστοιχος προς τον Απόλλωνα, όντας ακόλουθος του, και ο λόγος του Σωκράτη αντίστοιχος προς τον Διόνυσοαφού ο εντός μας νους είναι γέννημα της δύναμης του θεού τούτου.»[10]

Εξ ου και συμφώνως με τον Πρόκλος:

«ο εντός μας νους είναι διονυσιακός, πραγματικό άγαλμα του Διονύσου».[11]

Λαμβάνοντας τα παραπάνω υπόψη μας, γίνεται φανερό σε εμάς πως ο Σωκράτης μέσω της συγκεκριμένης τελεστικής διαδικασίας, προφανώς, ενώνει τον εντός μας νου με τον Διονυσιακό Νου.
 Έτσι, λοιπόν, αυτό είναι το τρίτο στάδιο αναγωγής της ψυχής και επαφής του νου με τα νοητά.

Τέταρτη και τελευταία θεϊκή μανία. Η μαντική και χορηγός της ο θεός Απόλλων. Ξεκινώντας την παλινωδία ο Σωκράτης, κάνει λόγο για τη θεϊκή μανία στο σύνολο της και επαινεί με τα λόγια του την Πυθία, τη προφήτη των Δελφών και τις ιέρειες της Δωδώνης, πως πρόσφεραν πολλές και καλές υπηρεσίες στην ζωή των Ελλήνων όταν κατέχονταν από μανία (μαντική). Μας αναλύει εκτενέστερα κάθε μία από τις τέσσερις θεϊκές μανίες και μας αιτιολογεί την προερχόμενη ονομασία της καθεμιάς. Επίσης κάνει λόγο για το ΟΝ, την αρχή, τη κίνηση, την Ουσία, το Νου, τη ψυχή, τους ανθρώπινους βίους, τους δύο κύκλους της ψυχής – ταυτού και θατέρου, τον νοητό ουράνιο θόλο, τα «άρματα» των θεών και άλλα, όπου η γνωστική του μανία (μαντεία) και η λεπτομερής αναφορά του στα νοητά (σαν να βρίσκεται όντως εκεί και να γνωρίζει τη σύσταση και τη λειτουργία των πάντων) κάνει φανερό το τέταρτο στάδιο της αναγωγής και της εγκαθίδρυσης της ψυχής εκεί. Αυτό ξεκινάει περίπου με την αρχή της παλινωδίας (στ. 244a.1) και τελειώνει περίπου στο (στ. 265c.4).

Βλέπουμε λοιπόν ότι η αναγωγή τους στο νοητό περνάει μέσα από τέσσερα βασικά στάδια. Στα τρία τελευταία όμως παρατηρούμε ότι μόνο ο Σωκράτης κατεχόταν από τις θείες μανίες.

Πώς, λοιπόν, ο Φαίδρος άγγιξε την αλήθεια; Γιατί τα σημεία όπου παραφέρθηκαν (στ. 230e.5 έως 242a.2) συμπίπτουν με αυτά που άγγιξαν την αλήθεια (στ. 227c.1 έως 265c.4); Γιατί ο Έρωτας, ο προστάτης των ωραίων παιδιών, είναι προστάτης και κυρίαρχος του Σωκράτη και του Φαίδρου;

Σε όλα αυτά τα ερωτήματα μας απαντάει ο θείος Πρόκλος:

«Η ψυχή επομένως που πρόκειται να δεχτεί την κατοχή των Μουσών πρέπει να διαθέτει από πριν και τα δύο τούτα χαρακτηριστικά, να είναι δηλαδή αγνή και παρθένα, για να είναι αφ’ ενός στον μεγαλύτερο βαθμό ευαίσθητη απέναντι στο θείον και να ταυτίζεται με αυτό στις μεταβολές της, και αφ’ ετέρου απαθής απέναντι σε όλα τα άλλα, καθόλου δεκτική και ανόθευτη από αυτά. Τρίτον, ο Πλάτων προσθέτει το έργο που είναι κοινό της δραστηριότητας αυτής και της κατοχής των Μουσών και μανίας. Η έγερση δηλαδή και η βακχεία είναι το έργο που ολοκληρώνεται ως σύμπτωση και ταύτιση και των δύο τούτων, εννοώ του δέκτη και του πομπού λάμψης, του καταυγαζόμενου και του καταυγάζοντας, όπου ο τελευταίος προκαλεί εκ των άνω την κίνηση και ο πρώτος λαμβάνει ως υπόστρωμα το χάρισμα που του δίνει ο άλλος. Η έγερση είναι ύψωση που πραγματοποιεί η ψυχή και αδιάφθορη ενέργεια, επιστροφή προς το θείον από την πτώση στην γένεση. Όσο για τη βακχεία είναι ένθεη κίνηση, άφθαρτος και ακατάλυτος χορός στην περιοχή του θείου, το στοιχείο που οδηγεί τους κατεχόμενους στην τελεστική ολοκλήρωση. Είναι εξάλλου απαραίτητα και τα δύο τούτα στοιχεία για να μην μπορούν οι κατεχόμενοι να εκπέσουν προς το χειρότερο και, αντίθετα, να μπορούν να κινηθούν εύκολα προς το ανώτερο. Τέταρτον, η εξύμνηση των αμέτρητων ανδραγαθημάτων των παλαιών και η μέσω αυτών παιδαγώγηση των νεότερων είναι προφανές ότι εννοεί πως η ποίηση αυτή παρουσιάζει τα ανθρώπινα πράγματα τελειότερα και λαμπρότερα διά μέσου των θεϊκών και ότι δημιουργεί για τους ακροατές της αληθινή παιδεία. Κάθε άλλο λοιπόν παρά πρέπει να αποξενώνεται η ένθεη τούτη ποίηση από την παιδευτική δύναμη της. Νομίζω ωστόσο ότι η έννοια της παιδείας δεν είναι η ίδια για την κατάσταση αφ’ ενός των νέων και αφ’ ετέρου εκείνων που έχουν ολοκληρωθεί ήδη χάρη στην πολιτική και οι οποίοι τώρα πια έχουν ανάγκη ν’ ακούσουν σχετικά με τους θεούς κάτι που θα έχει εντονότερο τον μυστικό χαρακτήρα του. Η τέτοιου είδους ποίηση συνεπώς έχει παιδευτικό ρόλο για όλους όσοι την ακούνε, όταν είναι ένθεη και όταν ο θεϊκός τούτος χαρακτήρας της γίνεται φανερός στους ακροατές της, διότι η επιφανειακή επαφή της δεν αγγίζει την μυστική αλήθεια που είναι κρυμμένη στο εσωτερικό της. Δικαιολογημένα λοιπόν βάζει πρώτη από όλες τις άλλες τέχνες του ανθρώπου την ποίηση τούτη που δημιουργείται από τις Μούσες στις αγνές και παρθένες ψυχές. Υποστηρίζει μάλιστα ότι ο ποιητής που δεν κατέχεται από την μανία αυτή είναι ατελής, και αυτός και η ποιητική δημιουργία του, και ότι η ποίηση του σώφρονα ποιητή αφανίζεται από την ποίηση εκείνων που κατέχονται από τη μανία, διότι η ανθρώπινη σύλληψη υπολείπεται στα πάντα από το θεϊκό χάρισμα. Τέτοια πράγματα μας δίδαξε ο Σωκράτης στον Φαίδρο σχετικά με την ένθεη ποίηση, την οποία τοποθετεί στην ίδια θέση κατεξοχήν με τη θεϊκή μαντική και την τελεστική και της οποίας την πρώτη εμφάνιση ανάγει στους θεούς.» [12]

Ο Φαίδρος λοιπόν ως δέκτης απ’ την απορροή της θείας έμπνευσης του Σωκράτη, ανυψώθηκε μαζί με τον τελευταίο και επέστρεψε προς το θείον απ’ την πτώση της γένεσης.

Απ’ τα προαναφερθέντα του Πρόκλου γίνεται αντιληπτό επίσης ότι στην πραγματικότητα ποτέ ο Σωκράτης και ο Φαίδρος δεν παραφέρθηκαν, διότι ο διάλογος έχει έντονο το μυστικό χαρακτήρα και η τέτοιου είδους ποίηση είναι ένθεη και έχει παιδευτικό ρόλο εάν και εφόσον υπάρχει η ικανότητα αντίληψης και απολαβής της μυστικής αλήθειας. Η παραφορά τους απέναντι στο θείο είναι επιφανειακή, ενώ στην πραγματικότητα στόχος ήταν εξ αρχής η αλήθεια και η ευδαιμονία. Εν τούτοις δεν υπάρχει συγκεκριμένο σημείο παραφοράς τους προς το θείον αλλά αντιθέτως εξ αρχής υπάρχει συνεχείς επαφή με το θείον, σε άλλα σημεία με εντονότερο το μυστικό χαρακτήρα και σε άλλα όχι τόσο.

Και ο Σωκράτης και ο Φαίδρος για να δεχτούν την κατοχή των Μουσών πρέπει η ψυχή τους να διαθέτει τα δύο προαναφερθέν χαρακτηριστικά˙ να είναι αγνή και παρθένα για να είναι αφ’ ενός στον μεγαλύτερο βαθμό ευαίσθητη απέναντι στο θείον και να ταυτίζεται με αυτό στις μεταβολές της, και αφ’ ετέρου απαθής απέναντι σε όλα τα άλλα, καθόλου δεκτική και ανόθευτη από αυτά. Επομένως και οι δύο δικαιολογημένα είναι εύμορφα παιδιά (στη ψυχή) και όχι ποικιλόμορφα.

Συνεπώς η αναγωγός θεϊκή δύναμη, τους κυριαρχεί και τους προστατεύει (Έρωτας).

Γιατί όμως ο Σωκράτης λέει πως η ερωτική μανία είναι η καλύτερη;

Η ερωτική μανία είναι η μόνη μανία που τους κατείχε απ’ την αρχή έως το τέλος της αναζήτησης τους. Είναι η μανία που πυροδοτεί την αναζήτηση του κάλλους και η αρχή της ευδαιμονίας-αναγέννησης. Σε συνδυασμό έπειτα με τις άλλες τρεις θεϊκές μανίες που διαπιστώσαμε, ο Σωκράτης και ο Φαίδρος άγγιξαν την αλήθεια και κατ’ αυτό τον τρόπο απεικόνισαν το ερωτικό πάθος και έψαλλαν με ευλάβεια έναν μυθικό ύμνο στον Έρωτα. Γιατί όμως μυθικός;
  • Μυθήρια: μύθοι, διηγήματα, λέξεις σχηματισθείσα υπό των γραμματικών προς παραγωγήν και ερμηνείαν της λέξεως «μυστήρια». (Βλ., Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσηςτων Pappe-Passow-Κουμανούδη).
  • Μυστηρία:  Μυθήρια• μῦθος γὰρ ὁ λόγος. Βέλτιον οὖν, ἃ δεῖ μύσαντας τηρεῖν ἔνδον. (Βλ., Μέγα Ετυμολογικόν Λεξικό)
  • «ἡ γὰρ μυθολογία θεολογία τίς ἐστι» (Βλ., Ερμείας «Σχόλια στον Φαίδωνα Πλάτωνος» 73.17)
Εφόσον μύθος και μυστήριο είναι ένα και το αυτό, κατανοούμε ότι ο μυθικός ύμνος που έψαλλαν στον Έρωτα, είναι μια πανίερη μυστηριακή τελετή που σκοπό έχει την επαφή της ψυχής με τα θεία. Σχετικά με μυστηριακές τελετές και στάδια για την ολοκλήρωση αυτής, μας πληροφορεί ο Θέωνας ο Σμυρναίος:

«η φιλοσοφία είναι η μύηση και η παράδοση της αληθούς τελετής και των πραγματικών και αληθινών μυστηρίωνΥπάρχουν όμως πέντε στάδια στη μύηση. Εκείνο που προέχει πραγματικά και είναι το πρώτο, είναι ο καθαρμός. Διότι τα μυστήρια δε μεταδίδονται σε όλους όσους θα ήθελαν, αλλά κάποια πρόσωπα αποκλείονται με την φωνή του κήρυκα, τέτοια όπως εκείνα που τα χέρια τους δεν είναι αγνά και που ο λόγος τους είναι άναρθρος. Είναι επίσης απαραίτητο εκείνοι που δεν αποκλείσθησαν από τη μύηση, να υποστούν προηγουμένως κάποιον καθαρμό. Το δεύτερο στάδιο μετά τον καθαρμό είναι η παράδοση της Τελετής. Το τρίτο ονομάζεται εποπτεία. Και το τέταρτο, που είναι ο σκοπός της εποπτείας, είναι το δέσιμο του κεφαλιού και η τοποθέτηση των στεμμάτων επάνω του, ώστε αυτός που μυείται είναι πλέον ικανός να μεταδώσει σε άλλους τις Τελετές που έλαβε, ανεξάρτητα από το αν είναι δαδουχία, ή Ιεροφαντία, ή κάποια άλλη ιερωσύνη. Αλλά το πέμπτο στάδιο, που είναι αποτέλεσμα των παραπάνω, είναι η ευδαιμονία που απορρέει από την θεοφιλία και τη σύνδεση με τους Θεούς. Όμοια με τα παραπάνω είναι η παράδοση των Πλατωνικών δογμάτων. Αρχικά είναι απαραίτητος κάποιος καθαρμός, τέτοιος όπως η άσκηση από τη νεανική ηλικία στις κατάλληλες αρχές. Αναφέρει ο Εμπεδοκλής: “Είναι αναγκαίο να καθαρθείς από το μίασμα αντλώντας ύδωρ από πέντε πηγές σε ένα δοχείο από καθαρό χαλκό”

Ο δε Πλάτωνας λέει ότι ο καθαρμός πρέπει να απορρέει από πέντε κανόνες· αυτοί είναι η αριθμητική, η γεωμετρία, η στερεομετρία, η μουσική και η αστρονομία. Η παράδοση των φιλοσοφικών θεωρημάτων, των λογικών, των πολιτικών και των φυσικών είναι όμοια με την μύηση. Ο Πλάτωνας ονομάζει την πραγματεία περι τα νοητά, τα όντως Όντα και τις ιδέες, εποπτεία. Και η ικανότητα που αποκτάται από την καθοδήγηση άλλων στην ίδια θεωρία, πρέπει να θεωρηθεί ανάλογη με το δέσιμο της κεφαλής και το στεφάνωμά της. Αλλά το πέμπτο και το τελειότερο πράγμα είναι η ευδαιμονία που προέρχεται από αυτά, καθώς και, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, μια όσο το δυνατόν εξομοίωση με το Θεό.»[13]

Ο Θέων μας λέγει ξεκάθαρα πως η φιλοσοφία είναι η μύηση και η παράδοση της αληθούς τελετής και των πραγματικών και αληθινών μυστηρίων. Επίσης μας αναφέρει πέντε βασικά στάδια:
  1. Καθαρμός
  2. Παράδοση τελετής
  3. Εποπτεία
  4. Ανάδεσις στεφάνων
  5. Ευδαιμονία
Τα πέντε αυτά στάδια βλέπουμε πως σχετίζονται άμεσα με τα τέσσερα προαναφερθέν στάδια αναγωγής του Σωκράτη και του Φαίδρου. Δηλαδή έχουμε:
  1. Ερωτική μανία Κάθαρση (Ο Σωκράτης με τον όρκο του στον Κύνα, όπως προαναφέραμε, ξεκινάει τον έλεγχο του ερωμένου του. Σχετικά με τον μύθο του Βορέα μας πληροφορεί ο Ερμείας: «Ο Βορέας είναι η άνωθεν φωτιζόμενη Πρόνοια των Θεών προς τα κατώτερα την πρόνοια, λοιπόν, των Θεών στον κόσμο, τη δηλώνει με τον Βορέα και για αυτό ο Βορέας πνέει από τους υψηλούς τόπους∙ την αναγώγιο δύναμη των Θεών, τη δηλώνει με τον Νότο, επειδή από τα χαμηλά προς τα υψηλά πνέει»[14]Και σχετικά με την αναφορά του στο ιερό της άγρας μας λέγει πάλι ο Ερμείας πως είναι αφιερωμένο στη θεά Άρτεμη διότι η συγκεκριμένη θεά κάθε άγριο και ανήμερο καταστέλλει.[15] Έτσι λοιπόν η κάθαρση στο πρώτο στάδιο είναι αντιληπτή.)
  2. Ποιητική μανία =Παράδοση τελετής (Μέσω της ένθεης ποίησης παραδίδεται τελετή.)
  3. Τελεστική μανία = Εποπτεία (Όπως προαναφέραμε ο νους εποπτεύει τα νοητά)
  4. Μαντική Ανάδεσις στεφάνων (Η εγκαθίδρυση της ψυχής στα νοητά)
  5. Το πέμπτο στάδιο είναι το αποτέλεσμα των παραπάνω και είναι η ευδαιμονία που απορρέει από την θεοφιλία και τη σύνδεση του Σωκράτη και του Φαίδρου με τους θεούς.
Δηλαδή, ο Σωκράτης και ο Φαίδρος, μέσα από όλα τα στάδια που πέρασαν είχαν ένα και μόνον στόχο, άγγιξαν την αλήθεια και έτσι απεικόνισαν το ερωτικό πάθος, στο σύνολο τέλεσαν έναν μυστηριακό ύμνο μέσω της αναγωγής τους στο νοητό και καταστάθηκαν ευδαίμονες. Δηλαδή, έψαλλαν έναν μυθικό ύμνο στον Έρωτα.



[1] Βλ. Πλάτων «Φαίδρος στ. 265a.9-265c.3» :
     Phaedr 265.a.9 ` to     Phaedr 265.c.3
{ΣΩ.} Μανίας δέ γε εἴδη δύο, τὴν μὲν ὑπὸ νοσημάτων ἀνθρωπίνων, τὴν δὲ ὑπὸ θείας ἐξαλλαγῆς τῶν εἰωθότων νομίμων γιγνομένην.
{ΦΑΙ.} Πάνυ γε.  
{ΣΩ.} Τῆς δὲ θείας τεττάρων θεῶν τέτταρα μέρη διελόμενοι, μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικήν, Μουσῶν δ᾽ αὖ ποιητικήν, τετάρτην δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ἐρωτικὴν μανίαν ἐφήσαμέν τε ἀρίστην εἶναι, καὶ οὐκ οἶδ᾽ ὅπῃ τὸ ἐρωτικὸν πάθος ἀπεικάζοντες, ἴσως μὲν ἀληθοῦς τινος ἐφαπτόμενοι, τάχα δ᾽ ἂν καὶ ἄλλοσε παραφερόμενοι, κεράσαντες οὐ παντάπασιν ἀπίθανον λόγον, μυθικόν τινα ὕμνον προσεπαίσαμεν μετρίως τε καὶ εὐφήμως τὸν ἐμόν τε καὶ σὸν δεσπότην Ἔρωτα, ὦ Φαῖδρε, καλῶν παίδων ἔφορον.
[2] Βλ. Πλάτων «Φαίδρος στ. 242d.4 – 242.d.8» :
     Phaedr 242.d.4 ` to     Phaedr 242.d.8
{ΣΩ.} Δεινόν, ὦ Φαῖδρε, δεινὸν λόγον αὐτός τε ἐκόμισας ἐμέ τε ἠνάγκασας εἰπεῖν.  
{ΦΑΙ.} Πῶς δή;  
{ΣΩ.} Εὐήθη καὶ ὑπό τι ἀσεβῆ· οὗ τίς ἂν εἴη δεινότερος;  
{ΦΑΙ.} Οὐδείς, εἴ γε σὺ ἀληθῆ λέγεις.
[3] Βλ. Ερμείας στο «Σχόλια στον πλατωνικό “Φαίδρο”, 188.1 – 188.3»
     In Platonis Phaedrum scholia 188.1 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 188.3 Γράφουσι δὲ καὶ τὸν Ἔρωτα παῖδα ἐπτερωμένον· παῖδα μὲν διὰ τὸ ἀκμαῖον καὶ ἄνηβον καὶ μὴ ἀπεσκληκὸς, πτερωτὸν δὲ διὰ τὸ ἀνάγειν τὴν ψυχὴν ἐπὶ τὸ νοητόν.
[4] Βλ. Ερμείας στο «Σχόλια στον πλατωνικό “Φαίδρο”, 26.4 – 26.5»
     In Platonis Phaedrum scholia 26.4 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 26.5 ὁ κύων τῷ Ἑρμῇ ἀνάκειται καὶ ἔστι τελευταῖον ἴχνος τῆς Ἑρμαϊκῆς σειρᾶς
[5] Βλ. Πρόκλος «εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, Β’, 1.180.10 – 1.180.16» :
       in R 1.180.10 ` to     in R 1.180.16 ταύτην τοίνυν τὴν ἔνθεον ποιητικὴν ἐν <Φαίδρῳ> [p. 245a] κατοκωχὴν μὲν ἀπὸ Μουσῶν καὶ μανίαν προσείρηκεν, εἰς ἁπαλὴν δὲ καὶ ἄβατον ἄνωθεν δίδοσθαι ψυχήν, ἔργον δὲ αὐτῆς εἶναί φησιν ἀνεγείρειν τε καὶ ἐκβακχεύειν κατά τε τὰς ᾠδὰς καὶ τὴν ἄλλην ποίησιν, τέλος δὲ τὸ μυρία τῶν παλαιῶν ἔργα κοσμοῦσαν τοὺς ἐπιγιγνομένους παιδεύειν.
[6]   Βλ. Πλάτων «Νόμοι, 700.a.6 – 700.b.6»:
     Leg 700.a.6 ` to     Leg 700.b.6
{ΜΕ.} Ποίοις δὴ λέγεις;  
{ΑΘ.} Τοῖς περὶ τὴν μουσικὴν πρῶτον τὴν τότε, ἵνα ἐξ ἀρχῆς διέλθωμεν τὴν τοῦ ἐλευθέρου λίαν ἐπίδοσιν βίου. διῃρημένη γὰρ δὴ τότε ἦν ἡμῖν ἡ μουσικὴ κατὰ εἴδη τε ἑαυτῆς ἄττα καὶ σχήματα, καί τι ἦν εἶδος ᾠδῆς εὐχαὶ πρὸς θεούς, ὄνομα δὲ ὕμνοι ἐπεκαλοῦντο· καὶ τούτῳ δὴ τὸ ἐναντίον ἦν ᾠδῆς ἕτερον εἶδος—θρήνους δέ τις ἂν αὐτοὺς μάλιστα ἐκάλεσεν—καὶ παίωνες ἕτερον, καὶ ἄλλο, Διονύσου γένεσις οἶμαι, διθύραμβος λεγόμενος. νόμους τε αὐτὸ τοῦτο τοὔνομα ἐκάλουν, ᾠδὴν ὥς τινα ἑτέραν· ἐπέλεγον δὲ κιθαρῳδικούς.
[7] Βλ. Πρόκλος «Χρηστομάθεια, 42» :
     Bibl 239.320a.25 ` to     Bibl 239.320a.33   Ὁ δὲ διθύραμβος γράφεται μὲν εἰς Διόνυσον, προσαγορεύεται δὲ ἐξ αὐτοῦ, ἤτοι διὰ τὸ κατὰ τὴν Νύσαν ἐν ἄντρῳ διθύρῳ τραφῆναι τὸν Διόνυσον ἢ διὰ τὸ λυθέντων τῶν ῥαμμάτων τοῦ Διὸς εὑρεθῆναι αὐτόν, ἢ διότι δὶς δοκεῖ γενέσθαι, ἅπαξ μὲν ἐκ τῆς Σεμέλης, δεύτερον δὲ ἐκ τοῦ μηροῦ. Εὑρεθῆναι δὲ τὸν διθύραμβον Πίνδαρος ἐν Κορίνθῳ λέγει· τὸν δὲ ἀρξάμενον τῆς ᾠδῆς Ἀριστοτέλης Ἀρίονά φησιν εἶναι, ὃς πρῶτος τὸν κύκλιον ἤγαγε χορόν.
[8] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 25.1 – 25.9 :
     Ad Marcellam 25.1 ` to     Ad Marcellam 25.9 Τρεῖς δὲ νόμοι διακεκρίσθωσαν οἵδε· εἷς μὲν ὁ τοῦ θεοῦ, ἕτερος δὲ ὁ τῆς θνητῆς φύσεως, τρίτος δὲ ὁ θετὸς κατ᾽ ἔθνη καὶ πόλεις. ὁ μὲν οὖν τῆς φύσεως ἀφορίζων τὰ μέτρα τῶν χρειῶν τοῦ σώματος καὶ τὸ ἐν ταύταις δεικνὺς ἀναγκαῖον τὸ μάτην κἀκ περιττοῦ σπουδαζόμενον ἐλέγχει. ὁ δὲ θετός τε καὶ κατ᾽ ἔθνη διατεταγμένος κατὰ συνθήκην τὴν πρὸς ἀλλήλους κρατύνει κοινωνίαν διὰ τῆς πρὸς τὰ τεθέντα ὁμολογίας. ὁ δ᾽ αὖ θεῖος ὑπὸ μὲν τοῦ νοῦ σωτηρίας ἕνεκα ταῖς λογικαῖς ψυχαῖς κατὰ τὰς ἐννοίας διετάχθη, δι᾽ ἀληθείας δὲ τῶν ἐν αὐταῖς πεφασμένων εὑρίσκεται.
[9] Βλ. Πορφύριος «Προς Μαρκέλλαν, 26.6 – 27.1 :
     Ad Marcellam 26.6 ` to     Ad Marcellam 27.1 νοῦς δὲ αὐτὸν μόνος γινώσκει μεταλλεύων αὐτοῦ τὴν ἔρευναν καὶ τετυπωμένον ἐν αὑτῷ ἐξευρίσκει τροφήν τε ἀπ᾽ αὐτοῦ πορίζει τῇ ὥσπερ σώματι αὐτοῦ ψυχῇ· νοῦ γὰρ σῶμα ψυχὴν λογικὴν θετέον, ἣν τρέφει ὁ νοῦς τὰς ἐν αὐτῇ ἐννοίας, ἃς ἐνετύπωσε καὶ ἐνεχάραξεν ἐκ τῆς τοῦ θείου νόμου ἀληθείας, εἰς ἀναγνώρισιν ἄγων διὰ τοῦ παρ᾽ αὐτῷ φωτός· καὶ διδάσκαλος αὐτὸς γινόμενος καὶ σωτὴρ καὶ τροφεὺς καὶ φύλαξ καὶ ἀναγωγός, μετὰ σιγῆς μὲν φθεγγόμενος τὴν ἀλήθειαν, τὸν δὲ θεῖον αὐτῆς ἐξελίττειν νόμον διδοὺς διὰ τῆς εἰς αὐτὸν ἐμβλέψεως ἐν ταῖς εἰς αὐτὸν ἐπιβολαῖς ἐν αὐτῇ τετυπωμένον ἐξ ἀιδίου ἐπιγινώσκει.
[10]  Βλ. Πρόκλος «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, τόμος Α’, 83.9 – 83.16» :
     in Alc 83.9 ` to     in Alc 83.16 καθάπερ Ὀρφεὺς ἐφίστησι τῷ βασιλεῖ Διονύσῳ τὴν μονάδα τὴν Ἀπολλωνιακὴν ἀποτρέπουσαν αὐτὸν τῆς εἰς τὸ Τιτανικὸν πλῆθος προόδου καὶ τῆς ἐξαναστάσεως τοῦ βασιλείου θρόνου καὶ φρουροῦσαν αὐτὸν ἄχραντον ἐν τῇ ἑνώσει, κατὰ τὰ αὐτὰ δὴ καὶ ὁ Σωκράτους δαίμων περιάγειν μὲν αὐτὸν εἰς τὴν νοερὰν περιωπήν, ἐπέχειν δὲ τῶν πρὸς τοὺς πολλοὺς συνουσιῶν. καὶ γὰρ ἀνάλογον ὁ μὲν δαίμων ἐστὶ τῷ Ἀπόλλωνι, ὀπαδὸς ὢν αὐτοῦ, ὁ δὲ Σωκράτους λόγος τῷ Διονύσῳ, γέννημα γάρ ἐστιν ὁ ἐν ἡμῖν νοῦς τῆς τοῦ θεοῦ τούτου δυνάμεως.
[11] Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 133.1» :
     in Cra 133.1 ` to     in Cra 133.7 Οτι ὁ ἐν ἡμῖν νοῦς Διονυσιακός ἐστιν καὶ ἄγαλμα ὄντως τοῦ Διονύσου.
[12] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πολιτείας Πλάτωνος υπόμνημα, τόμος Β’, 1.181.12 – 1.182.24» :
     in R 1.181.12 ` to     in R 1.182.24 δεῖ δὴ οὖν ἀμφότερα ἅμα τὴν ψυχὴν προειληφέναι ταύτην, ἥτις ἂν μέλλῃ ταῖς Μούσαις ἔσεσθαι κάτοχος, ἁπαλήν τε αὐτὴν ὑπάρχειν καὶ ἄβατον, ἵνα πρὸς μὲν τὰ θεῖα παντελῶς εὐπαθὴς ᾖ καὶ συμπαθής, πρὸς δὲ τὰ ἄλλα πάντα ἀπαθὴς καὶ ἄδεκτος αὐτῶν καὶ ἀμιγὴς πρὸς αὐτά. τρίτον τοίνυν τὸ κοινὸν ἔργον τῆς τε τοιαύτης ἐπιτηδειότητος καὶ τῆς τῶν Μουσῶν κατοκωχῆς καὶ μανίας προστίθησιν. τὸ γὰρ ἀνεγείρειν τε καὶ ἐκβακχεύειν τοῦτο δή ἐστιν τὸ ἐκ τῆς ἀμφοτέρων εἰς ταὐτὸν συμπληρούμενον ἔργον, λέγω δὴ τοῦ τε ἐλλαμπομένου καὶ ἐλλάμποντος· τοῦ μὲν ἄνωθεν κινοῦντος, τοῦ δὲ ὑπεστρωμένου τῇ ἐκείνου δόσει. ἔστι δὲ ἡ μὲν ἔγερσις ἀνάτασις ὑπὸ τῆς ψυχῆς καὶ ἀδιάστροφος· ἐνέργεια καὶ ἀπὸ τῆς ἐν τῇ γενέσει πτώσεως ἐπιστροφὴ πρὸς τὸ θεῖον, ἡ δὲ βακχεία κίνησις ἔνθεος καὶ χορεία περὶ τὸ θεῖον ἄτρυτος, τελεσιουργὸς τῶν κατεχομένων. δεῖ δὲ αὖ πάλιν καὶ τούτων ἀμφοτέρων, ἵνα ἄπτωτοι μὲν ὦσιν οἱ κάτοχοι πρὸς τὸ χεῖρον, εὐκίνητοι δὲ πρὸς τὸ κρεῖττον. τέταρτον δὴ οὖν τὸ μυρία τῶν παλαιῶν ἔργα κοσμεῖν καὶ διὰ τούτων τοὺς ἐπιγινομένους παιδεύειν πρόδηλον, ὅτι τά τε ἀνθρώπινα διὰ τῶν θείων αὐτὴν τελειότερα δεικνύναι καὶ λαμπρότερά φησιν, καὶ παιδείαν ἀπ᾽ αὐτῆς ἀληθινὴν παραγίνεσθαι τοῖς κατηκόοις αὐτῆς γινομένοις. πολλοῦ ἄρα δεῖ τὴν ποιητικὴν ταύτην τὴν ἔνθεον τῆς παιδευτικῆς δυνάμεως ἀποστερεῖν· ἀλλ᾽ οἶμαι τὸ τῆς παιδείας οὐ ταὐτὸν εἶναι πρός τε τὰς τῶν νέων ἕξεις καὶ τὰς τῶν ἤδη τελεωθέντων ἐκ τῆς πολιτικῆς καὶ δεομένων τῆς μυστικωτέρας ἤδη περὶ τῶν θείων ἀκροάσεως. ἔστιν ἄρα ἡ τοιαύτη ποίησις παντὸς μᾶλλον παιδευτικὴ τῶν ἀκουόντων, ὅταν ἔνθεος ᾖ καὶ ὅταν τὸ θεῖον αὐτῆς τοῦτο κατάδηλον γίνηται τοῖς ἀκούουσιν· ἡ γὰρ ἐπιπολῆς αὐτῆς ἐπαφὴ τῆς ἔνδον ἀποκρυπτομένης μυστικῆς ἀληθείας οὐκ ἀντιλαμβάνεται. ταύτην δὴ τὴν ἐκ τῶν Μουσῶν ὑφισταμένην ἐν ταῖς ἁπαλαῖς καὶ ἀβάτοις ψυχαῖς ποιητικὴν ἁπάσης ἄλλης τέχνης ἀνθρωπίνης εἰκότως προτίθησιν· τὸν γὰρ ἄνευ τῆς τοιαύτης μανίας ποιητὴν ἀτελῆ καὶ αὐτὸν καὶ τὴν ποίησιν αὐτοῦ καὶ ὑπὸ τῆς τῶν μαινομένων ἀφανίζεσθαι τὴν τοῦ σωφρονοῦντος διϊσχυρίζεται· τῆς γὰρ θείας δόσεως τῷ παντὶ τὴν ἀνθρωπίνην ἐπιβολὴν ἀπολείπεσθαι.     Τοιάδε μὲν οὖν ὁ ἐν τῷ Φαίδρῳ Σωκράτης ὑπὲρ τῆς ἐνθέου ποιητικῆς ἡμᾶς ἀνεδίδαξεν, τῇ τε θείᾳ μαντικῇ καὶ τῇ τελεστικῇ συντάττων αὐτὴν διαφερόντως καὶ τὴν πρώ την ἔκφανσιν αὐτῆς εἰς θεοὺς ἀναπέμπων.
[13] Βλ. Θέωνας Σμυρναίος «Τα κατά μαθηματικόν χρήσιμα εις την Πλάτωνος ανάγνωσιν, 14.18 – 16.2» :
         De utilitate mathematicae, 14.18 – 16.2 : «κα γρ α τν φιλοσοφαν μησιν φαη τις ν ληθος τελετς κα τνντων ς ληθς μυστηρων παρδοσιν. μυσεως δ μρη πντε. τ μν προηγομενον καθαρμς· οτε γρ πασι τος βουλομνοις μετουσα μυστηρων στν, λλ εσν ος ατν εργεσθαι προαγορεεται, οον τος χερας μ καθαρς κα φωννξνετον χοντας, κα ατος δ τος μ εργομνους νγκη καθαρμο τινος πρτερον τυχενμετ δ τν κθαρσιν δευτραστν  τς τελετς παρδοσις· τρτη δ πονομαζομνη ποπτεα· τετρτη δ δ κα τλος τς ποπτεας, νδεσις κα στεμμτων πθεσις, στε κα τροις, ς τις παρλαβε τελετς, παραδοναι δνασθαι, δδουχας τυχντα εροφαντας  τινος λλης ερωσνης· πμπτη δ  ξ ατν περιγενομνη κατ τ θεοφιλς κα θεος συνδαιτον εδαιμονα. κατὰ ταὐτὰ δὴ καὶ ἡ τῶν Πλατωνικῶν λόγων παράδοσις τὸ μὲν πρῶτον ἔχει καθαρμόν τινα, οἷον τὴν ἐν τοῖς προσήκουσι μαθήμασιν ἐκ παίδων συγγυμνασίαν.  μν γρ μπεδοκλς κρηνων π πντ νιμντ φησιν τειρι χαλκ δεν πορρπτεσθαι· δ Πλτων π πντε μαθημτων δεν φησι ποιεσθαι τν κθαρσιν· τατα δ στν ριθμητικ, γεωμετρα, στερεομετρα, μουσικστρονομα. τ δ τελετ οικεν  τν κατ φιλοσοφαν θεωρημτων παρδοσις, τν τε λογικν κα πολιτικν κα φυσικν. ποπτεαν δ νομζει τν περ τ νοητ κα τ ντως ντα κα τ τν δεν πραγματεαννδεσιν δ κα κατστεψιν γητον τ ξ ν ατς τις κατμαθεν οἷόν τε γενσθαι κα τρους ες τν ατν θεωραν καταστσαι. πμπτον δ ν εη κα τελετατον  κ τοτων περιγενομνη εδαιμονα κα κατ ατν τν Πλτωνα μοωσις θε κατ τ δυνατν».
[14]      In Platonis Phaedrum scholia 28.12 ` to    In Platonis Phaedrum scholia 29.10   Βορας δ στιν  νωθεν πιλαμπομνη ες τδετερα τν θεν πρνοια· τν γρ πρνοιαν τν θεν τν ες τν κσμον δι το Βορου δηλοσι, δι τ κα τν Βοραν π τνψηλν τπων πνεν· τν δ ναγωγν τν θεν δναμιν δι το Ντου, δι τ π τν χθαμαλν π τ ψηλ πνεν· α δ α πρς Ντ … εσ θειτεραι·.
[15]      In Platonis Phaedrum scholia 29.27 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 30.8
γραας ρτμιδος ερν δρυσαν θηναοιδι τ φορον εναι τατην τν θεν παντς το γρουκα πν τ γριον κα νμερονκαταστλλειν.

πηγή: eleysis69
Viewing all 939 articles
Browse latest View live