Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΛΙΛΗΣ ΖΩΓΡΑΦΟΥ - ΑΝΤΙΓΝΩΣΗ, ΤΑ ΔΕΚΑΝΙΚΙΑ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

$
0
0

ΕΝΙΣΤΑΜΑΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΩ 

Με το δοκίμιο τούτο θα πληγώσω σίγουρα μια μερίδα ανθρώπων που, γεμάτοι καλή πίστη, είναι δεμένοι με το χριστιανισμό. Και λυπούμαι ειλικρινά γι'αυτό. Γιατί ενώ ξεκίνησα γεμάτη αγανάκτηση και θυμό τη γραφή του βιβλίου μου, μου συνέβη μια βαθιά και ουσιαστική αλλαγή.  Ένιωσα να γίνομαι καλή.  Γλύκαναν μέσα μου οι πληγές της ζωής και της σκέψης.  Πλημμύρισα τρυφεράδα και επιείκεια για τους ανθρώπους. Ως τώρα η αγάπη μου γι'αυτούς ήταν σκληρή, απαιτητική. Δεν τους συγχωρούσα την ευπιστία τους.  Αλλά σιγά σιγά όσο προχωρούσα στη μελέτη και στη γραφή της Αντιγνώσης, γέμιζα τρόμο και συμπόνια.  "Δεν μένει, λοιπόν, καμιά ελπίδα για τον άνθρωπο", αναρωτιόμουνα.  


Ως πότε τα ιδανικά που για χάρη τους θυσιάζεται θα γίνονται όπλα να τον δολοφονούν, αλυσίδες να τον σκλαβώνουν, φυλακές να τις κατοικεί; Και ως πότε αντέχει να πληροφορηθεί τούτη την αλήθεια; Αλλά την ίδια στιγμή αποφάσιζα πως η ίδια αλήθεια που αφαιρεί μιαν ελπίδα, γεννά μια καινούργια. Η "Αντιγνώση, τα Δεκανίκια του Καπιταλισμού"θέτει ένα πρόβλημα που ποτέ ως τώρα δεν έχει ερευνηθεί αντικειμενικά και καίρια.  Πως καταποντίστηκε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός;  Γιατί;  Ποιους εξυπηρετούσε ο αφανισμός του;  Και γιατί θεωρήθηκε απαραίτητο να ξεριζωθεί η ελληνική παιδεία προκειμένου να επιβιώσει ο χριστιανισμός; 

Οι πολιτισμοί που καταστράφηκαν ολοκληρωτικά και αφανίστηκαν από το πρόσωπο της γης δέχτηκαν επιδρομές από ορδές βαρβάρων.  Όπως ο Μυκηναϊκός από τους Δωριείς και ο Χαναανικός από τους Εβραίους. Αλλά ο χριστιανισμός εμφανίζεται σα θρησκεία.  Και το ίδιο ισχυρίζεται ως σήμερα.  Πως έδρασε όμως σα βαρβαρική επιδρομή; Και γιατί λειτούργησε σαν καταλύτης κάθε ελληνικού στοιχείου, μετερχόμενος μέσα που μόνο ο ναζισμός μεταχειρίστηκε; Ο χριστιανισμός ισχυρίστηκε, και ισχυρίζεται ακόμη, πως μοναδικό του κίνητρο ήταν η Σωτηρία.  Σύμφωνοι.  Αλλά τίνος; Μα της συσσώρευσης του Πλούτου και της Εξουσίας. 

Αυτός είναι ο στόχος αυτού του βιβλίου:  Η απομυθοποίηση μιας απάτης, όπως στάθηκε η χριστιανική θρησκεία, που γίνεται θεμέλιο του καπιταλισμού.  Και που δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την κατάλυση του Ελληνικού ορθολογισμού. Διαφορετικά θα εξακολουθεί να εκκρεμεί ένα ζητούμενο.  Από τον Ελληνικό πολιτισμό γεννιέται η Ταυτότητα του Ανθρώπου.  Γιατί ο χριστιανισμός καταργεί αυτήν την Ταυτότητα για να σώσει δήθεν τον άνθρωπο; 'Ενα χρόνο αργότερα, δημοσιεύθηκε στον "Ταχυδρόμο"ότι η Ιερά Σύνοδος ζήτησε τον αφορισμό μου. Κρίμα που οι "νοήμονες"δεν της το επιτρέψανε.  Στερώντας μου έτσι την τιμή να αποκτήσω το αυθεντικό πιστοποιητικό πως είμαι υπηρέτης της αλήθειας.  Γιατί η μόνη δουλειά που δέχτηκα με τη θέλησή μου στη ζωή είναι η εξυπηρέτηση της αλήθειας.

__________________________

ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΩΝ 


Διατάσουμε, όλα τα ιερά και οι ναοί (των Ελλήνων) όσα βρίσκονται ακόμα άθικτα, να καταστραφούν με διαταγή των τοπικών αρχών και να εξαγνιστούν με την ύψωση του σημείου της χριστιανικής θρησκείας... αν με επαρκείς αποδείξεις ενώπιον ικανού δικαστή, εμφανιστεί κάποιος που έχει παραβλέψει αυτό τον νόμο, θα τιμωρηθεί με την ποινή του θανάτου»  

Αυτοκράτορες: Θεοδόσιος και Βαλεντινιανός προς Ισίδωρον Έπαρχο Πραιτωρίου.14/ Νοέμβριου 435

 «Να κλείσουν όλοι οι ναοί σε όλες τις πόλεις και σε όλους τους τόπους της οικουμένης... Αν κάποιος με οποιαδήποτε δύναμη παραβεί (αυτό τον νόμο) θα τιμωρηθεί με αποκεφαλισμό»  

ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1.10. Δεκέμ.  354 

«...Θεσπίζουμε αυτούς τους νόμους για τους αλητήριους Έλληνες». 

ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΕΙΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ 1.10.10 

Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι παρμένα από το βιβλίο: «Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της ύστερης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέσα απ'τους κώδικες» Εκδόσεις ΚΑΤΑΡΤΙ.  

Κάποιοι ελληνορθόδοξοι μελετητές και ιερείς ισχυρίζονται, πως "σε αντίστοιχους δημοσιευμένους κώδικες της Ρώμης, δεν υπάρχουν παρόμοιες εξοντωτικές αναφορές κατά των Ελλήνων". Αν αυτό αληθεύει, είναι εντελώς δικαιολογημένο, μια και για προφανείς λόγους, από πολύ νωρίς, νόμοι ανάλογης σκληρότητας απαλείφθηκαν από τα ελληνικά κείμενα. Η παραπάνω συλλογή νόμων, διεσώθη στα Λατινικά απ’ όπου μόλις πρόσφατα τα μετέφρασε η Καμάρα Αφροδίτη, φωτίζοντας την άκρατη ανθελληνική πραγματικότητα του ελληνο-διωκτικού Βυζάντιου.


πηγές: enneaetifotos - greatlie

ΛΙΛΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ - Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΣΥΝΕΙΔΗΤΑ ΚΑΙ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΑ, ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΑΘΩΟΣ, ΑΝΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΝΕΝΑΣ

$
0
0
lilizografou


«Δεν πουλώ ύφος, στυλ, λογοτεχνία. Δεν γράφω διηγήματα. Καταθέτω γεγονότα και συμπτώματα της εποχής που ζω. Όλα όσα γράφω συνέβησαν. Σε μένα ή σε άλλους. Χρόνια τώρα σπαταλιέμαι, παρακολουθώντας όλα κι όλους.
Η ζωή περνά από μέσα μου, με διαποτίζει με την ασκήμια της, με γεμίζει λύσσα με την αδικία της την οργανωμένη, με ταπεινώνει με την ανημποριά μου ν’ αντιδράσω, να επαναστατήσω αποτελεσματικά, να υπερασπιστώ το μαζικό μας εξευτελισμό.

Αν ξαναγινόμουν είκοσι χρόνων θα ξεκινούσα από τις κορφές των βουνών, αντάρτης, ληστής, πειρατής, ν’ ανοίξω τα μάτια εκείνων που δέχονται αδιαμαρτύρητα τη μοίρα τους, όσο και κείνων που εθελοτυφλούν. Όχι, η επανάστασή μου δε θα στρεφόταν κατά του καταστημένου και του συστήματός του, αλλά εναντίον εκείνων που το ανέχονται. Θα σκότωνα, θα τσάκιζα την κακομοιριά, την υποταγή, την ταπεινοφροσύνη.
Η γη έτσι κι αλλιώς δε χωρά άλλους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Όπως δε χωρά άλλα φερέφωνα προκάτ επανάστασης.
Η ζωή γίνηκε πια πάρα πολύ απάνθρωπη για να την καλουπώνουμε σε σχήματα, δε μας ανήκει καν, όπως δε μας ανήκει τίποτα, από τη γη που κατοικούμε ως τα πρόσωπά μας.
Όταν ο κάθε τυχάρπαστος, ο κάθε τιποτένιος, μπορεί να μάς δέσει πάνω σε μια καρέκλα, σ’ έναν πάγκο ή σ’ ένα κρεβάτι, να μάς φτύσει, να μάς μαστιγώσει, να μάς βιάσει.
Το Σύστημα αποχαλινωμένο καλλιεργεί σκόπιμα την ασυνειδησία, την αγριότητα, το χάος, καταλύοντας το σεβασμό για τον ανθρώπινο παράγοντα. Δεν άφησε τίποτα ανεκμετάλλευτο,από το “χάσμα των γενιών” που αποκόβει τους ανθρώπους μεταξύ τους και ετοιμάζει τους αυριανούς παιδιά-καταδότες του Χίτλερ, ως την κατάργηση της οικογένειας.
Ο άνθρωπος βγαίνει στο σφυρί. Για να μη βρίσκει το Σύστημα καμιά αντίδραση και να μπορέσει αύριο να βγάλει ελεύθερα στο σφυρί και τις πατρίδες.
Ο Παπαδόπουλος ήταν μια δοκιμή και στον ευρωπαϊκό χώρο, κατά το σύστημα των χιλιάδων πειραμάτων που πραγματοποιούνται σ’ όλες τις περιοχές του πλανήτη. Η συνταγή είναι πια κοινή: Όταν ένας λαός σηκώσει κεφάλι κατά του κυβερνήτη του, εκπρόσωπου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, βρείτε έναν αλήτη και αναθέστε του να περάσει χειροπέδες σ’ αυτό το λαό. Κι αφήστε τον να εξουθενωθεί.
Το πιθανότερο είναι να συνηθίσει και να ζήσει εξουδετερωμένος από τριάντα μέχρι σαράντα χρόνια, όπως συνέβη στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επειδή όμως οι καιροί αλλάζουν, τα πράματα πάνε γρηγορότερα, η συνταγή τροποποιήθηκε.
Πάρτε τα κλειδιά από τον αλήτη, δώστε τα στον παλιό κυβερνήτη και στείλτε τον να ξεκλειδώσει τις χειροπέδες. Ο λαός θα του γλείφει τα χέρια, βλέποντάς τον σαν ελευθερωτή του.
Γι’ αυτό και μεις, τα σύγχρονα πειραματόζωα, οφείλουμε να χρησιμοποιούμε πάντα τον όρο π.Χ., που θα σημαίνει τώρα πια “προ Χούντας”, και μ.Χ., “μετά τη Χούντα”. Γιατί το πείραμα πέτυχε και δεν πρέπει να το λησμονούμε ούτε στιγμή. Η Ελλάδα εκδίδεται, συνειδητά και ασύνειδα. Κι ούτε ένας αθώος. Ανεύθυνος κανένας».
πηγή: antikleidi

Η ΑΠΟΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ 12 ΑΘΛΩΝ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ

$
0
0


Ο Ηρακλής, αυτός ο ημίθεος, γιος του Δία και μία θνητής, της Αλκμήνης, σε μία εποχή μακρινή, δεν δείχνει παρά τη πορεία του ανθρώπου προς την αποδέσμευση από την ύλη. Η θνητή μητέρα του προσφέρει ένα σώμα φθαρτό, αλλά ο θεϊκός πατέρας, του προσφέρει τη δυνατότητα να ενωθεί με τη συμπαντική ενέργεια, μετά από αγώνα προσωπικό και επίπονο.

Το ίδιο το όνομα «Ηρακλής» σημαίνει το «κλέος της Ήρας», δηλαδή η δόξα και η λάμψη της ψυχής.Ο μύθος αναφέρει πως ενώ ο Ηρακλής είχε γίνει ένας γενναίος και σημαντικός άντρας, απέκτησε οικογένεια, αλλά κάποια στιγμή η Ήρα που τον ζήλευε και τον καταδίωκε από βρέφος, τον τρέλανε κι εκείνος σκότωσε την οικογένειά του και τα στενά φιλικά του πρόσωπα. Όταν συνήλθε από τη τρέλα αυτή, ζήτησε βοήθεια στο μαντείο των Δελφών, για να βρει το δρόμο προς τη λύτρωση και τη συγχώρεση.

Η Πυθία τον συμβούλεψε να ΕΙΝΑΙ για 12 χρόνια υποτακτικός του Ευρυσθέα και να υπακούει σε ό,τι του ζητήσει, ώστε να γλιτώσει από το κακό. Ο Ευρυσθέας, του ζήτησε να εκπληρώσει 12 δύσκολα κατορθώματα, που μόνο ένας ημίθεος μπορούσε να ολοκληρώσει.

Η Ήρα φαίνεται να τον καταδιώκει από τη γέννησή του, αλλά πέρα από την εξωτερική μορφή του μύθου, αν σκεφθούμε πως το όνομά του φέρει σαν πρώτο συνθετικό τη λέξη «Ήρα», τότε πρέπει να σκεφθούμε τον συμβολισμό. Η Ήρα είναι η ψυχή που επιζητά τη δόξα και την λάμψη. Αλλά, πριν βρει τον δρόμο της, κάνει λάθη, άλλοτε απλά κι άλλοτε τραγικά.

Το συμπαντικό νόημα του Ηρακλή, είναι ο μαθητής που επιδιώκει την εσωτερική του τελείωση. Ωστόσο έχει να παλέψει με τα θηρία που κρύβει μέσα του. Η τρέλα κάτω από την οποία ο Ηρακλής σκοτώνει τα αγαπημένα του πρόσωπα, είναι ένα από τα πρώτα λάθη του αρχάριου, ο οποίος στην ανάγκη του να απελευθερωθεί το συντομότερο, θυσιάζει τον καθένα και το καθετί στην εξελικτική του πορεία. Ένα λάθος συχνό σε πολλούς αναζητητές, με καταστροφικά αποτελέσματα.

Για τον Ηρακλή και τη σχέση του με τον ζωδιακό κύκλο, υπάρχει μία αναφορά, πως τον εξέφραζε ο Σταθερός Σταυρός. Είχε την δύναμη του να πράττει (Ταύρος)την τόλμη(Λέων), την ικανότητα να σιωπά (Σκορπιός) και την δυνατότητα της γνώσης (Υδροχόος). Ακόμη και σαν άνθρωπος,κατάγεται από βασιλική γενιά και φορά μία λεοντή (Λέων), έχει ένα δυνατό σώμα (Ταύρος), δεν μιλά μέσα στο μύθο (Σκορπιός), ενώ γίνεται γνωστός μόνο μέσα από πράξεις (Ταύρος)Έχει την ευφυΐα και την ευρηματικότητα να τα βάλει και να νικήσει φοβερά θηρία (Υδροχόος).

Ας εξετάσουμε τους άθλους και τα στάδια της πορείας για την ολοκλήρωση.

                                        
ΑΘΛΟΣ 1ος και αντιστοιχία με τον Κριό

«Τα ανθρωποφάγα άλογα του Διομήδη»

Ο μύθος λέει πως ο Ηρακλής διετάχθη να συλλάβει τα ανθρωποφάγα άλογα του βασιλιά Διομήδη, ο οποίος ήταν σκληρός άνθρωπος κι έριχνε βορά στα φοβερά άλογα κάθε ξένο. Ο Ηρακλής πήρε μαζί του σε αυτό το ξεκίνημα τον φίλο του Άβδηρο, και μετά από προσπάθειες, κατόρθωσε να συλλάβει τα άλογα. Σίγουρος για την επιτυχία του, τα έδωσε στον Άβδηρο να τα οδηγήσει στον Διομήδη, αλλά ο Άβδηρος δεν είχε τις ικανότητες του Ηρακλή, τα άλογα αφηνίασαν και τον σκότωσαν. Ο Ηρακλής αναγκάστηκε να τα κυνηγήσει ξανά και να τα συλλάβει. Τέλος τα άλογα σκοτώνουν τον ίδιο τον αφέντη τους, τον Διομήδη.

-Ο αναζητητής της γνώσης, στο ξεκίνημά του (Κριός), πρέπει να συλλάβει και να δαμάσει τις βίαιες, σκληρές, άπονες και πολεμοχαρείς σκέψεις του. Ακόμη, πρέπει να περιορίσει την απότομη και σκληρή έκφραση και ομιλία προς τους άλλους. Πολλές φορές, οι λέξεις μας αρκούν για να ματώσουν την ψυχή των συνανθρώπων μας. Αυτές τις ενστικτώδεις παρορμήσεις, πρέπει να τις αναγνωρίσουμε και να τις τιθασεύσουμε.

                                        
 ΑΘΛΟΣ 2ος και αντιστοιχία με τον Ταύρο

«Η σύλληψη του Ταύρου της Κρήτης»

Ο μύθος λέει για έναν πανέμορφο και δυνατό ταύρο που χάρισε ο θεός Ποσειδώνας στον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα, με σκοπό να τον θυσιάσει για χάρη του. Ο ταύρος αυτός γεννήθηκε από τον αφρό της θάλασσας, εκεί όπου γεννήθηκε κι η θεά Αφροδίτη, κυβερνήτης του ζωδίου του Ταύρου. Όμως ο Μίνωας θαύμαζε τον ταύρο και δεν μπορούσε να τον θυσιάσει. Τον άφησε, λοιπόν, ελεύθερο στο νησί. Ο Μίνωας, ας θυμηθούμε, είχε τον Λαβύρινθο και τον Μινώταυρο. Εκεί που χάνονταν κάθε χρόνο νέοι, βορά του θηρίου. Ο Λαβύρινθος συμβολίζει μεταξύ άλλων την πλάνη, κι αυτό είναι σαφές από τη σύνδεσή του με τον ταύρο του Ποσειδώνα.

Ο Ηρακλής διατάχθηκε να συλλάβει τον ταύρο και να τον φέρει στη στεριά. Αφού τον κυνήγησε σε όλο το νησί, κατόρθωσε να τον ιππεύσει και διέσχισε μαζί του τα νερά της θάλασσας, φέρνοντας το ζώο στην στεριά. Λέγεται, μάλιστα, πως τον οδήγησε σε μία πύλη με τρεις Κύκλωπες, οι οποίοι ονομάζονταν Βρόντος (βροντή), Στερώπις (αστραπή) και Άργος (η στροβιλιζόμενη ενέργεια).

Ποιο είναι λοιπόν το μήνυμα αυτού του άθλου; Όταν ο αναζητητής της γνώσης τιθασεύσει τις παρορμητικές του σκέψεις, έρχεται η σειρά της επιθυμίας και της πλάνης. Ο μύθος αναφέρεται στη κοσμική ευαισθησία και τη δύναμη της επιθυμίας που μας κυβερνά.

                                         
ΑΘΛΟΣ 3ος και αντιστοιχία με τους Διδύμους

«Τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων»

Ο Ηρακλής σε αυτόν τον άθλο πήρε την εντολή να βρει τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων. Η αναζήτηση τον οδηγεί μακριά πια και δεν ξέρει πού βρίσκονται αυτά τα μήλα. Συνάντησε τον Νηρέα, «τον σοφό των θαλασσών» ένα δάσκαλο σοφό αλλά ασαφή στα λόγια του. Έπαιρνε πολλές μορφές και δεν απαντούσε ευθέως. Κάποια στιγμή από τα λεγόμενα του Νηρέα, καταλαβαίνει πως πρέπει να πάει νότια. Στο δρόμο του νίκησε τον γίγαντα Ανταίο (γιο του Ποσειδώνα και της Γαίας) και συνάντησε τον Βούσιρη (γιο του Ποσειδώνα και μίας θνητής). Ο Βούσιρης θεωρούσε πως ήταν δάσκαλος, έπεισε τον Ηρακλή, τον παρέσυρε και ήθελε να τον θυσιάσει. Ο Ηρακλής κατόρθωσε να καταλάβει τι συνέβαινε και ξέφυγε. Μετά συναντά τον Προμηθέα δεσμώτη στο βράχο και τον λυπάται. Τον βοηθά κι εκείνος του εξηγεί πώς να βρει και να πάρει τα χρυσά μήλα. Βρίσκει τον Άτλαντα που κρατά το βάρος του κόσμου στις πλάτες του, παίρνει τη θέση του κι ο Άτλαντας του φέρνει τα μήλα, που φύλαγε ένας δράκος και τρεις παρθένες.

Είναι η αρχή της γνώσης πάνω στη δυαδικότητα των πραγμάτων, στο διπλό ζώδιο των Διδύμων, όπου όλα έχουν τις δύο όψεις, καλό και κακό, μικρό και μεγάλο, είναι η αναγνώριση της έλξης των αντιθέτων.

Στον άθλο τα χρυσά μήλα είναι πολλά, σύμβολο της πολυπλοκότητας, της πολλαπλότητας, της σύνθεσης και των πολλών γνώσεων που αποκτούν όσοι τρέφονται με το Δέντρο της Ζωής. Στην αναζήτηση αυτή υπάρχει πάντα το στοιχείο της πλάνης και της ασάφειας.

Ο πρώτος δάσκαλος, ο Νηρέας, έχει Ποσειδώνια στοιχεία (οι Δίδυμοι τετραγωνίζουν τους Ιχθείς), αλλά με την έννοια της άπιαστης σοφίας, την οποία ο Ηρακλής δεν κατανοεί. Γι΄ αυτό και κάνει λάθος και πάει νότια. Στη συμβολική γλώσσα, η νότια πορεία, σημαίνει οπισθοδρόμηση. Παλεύει με τον γίγαντα Ανταίο, επίσης Ιχθυακό, καθώς είναι γιος του Ποσειδώνα και μίας θνητής, μία πλάνη λοιπόν και συναντά τη βασική δυσκολία, τον ψευδό-δάσκαλο Βούσιρη, που επιδιώκει να τον πλανέψει και να τον θυσιάσει για δικό του όφελος.

Ο αναζητητής είναι δυνατόν να βρεθεί σε λανθασμένο χώρο γνώσης, κι ο δάσκαλος να μην είναι ο σωστός. Αυτό, ακόμη κι αν γλιτώσει, όπως ο Ηρακλής, τον καθυστερεί.

Τέλος εμφανίζεται η φιλευσπλαχνία, με τη βοήθεια που παρέχει στον Προμηθέα, αλλά και στον δάσκαλό του Χείρωνα, που πλήγωσε άθελά του. Ο Προμηθέας, είναι αυτός που τρώγεται από τους γύπες των τύψεων, γιατί μετέδωσε τη γνώση σε αμύητους και αυτή σπαταλήθηκε ή κακοποιήθηκε. Ο Ηρακλής διώχνει την ιδιοτέλεια, τον προσωπικό του στόχο και προσφέρεται να βοηθήσει τους πάσχοντες, Προμηθέα, αλλά και Χείρωνα. Ο Προμηθέας, τον ανταμείβει για τη πράξη του και τον συμβουλεύει πώς να βρει τα μήλα, δηλαδή πώς να προσεγγίσει τη γνώση χωρίς κίνδυνο.

Όταν παίρνει τον κόσμο στους ώμους του, είναι μία συμβολική κίνηση, μία προσωπική θυσία πάλι, καθώς σηκώνει το βάρος της ανθρωπότητας κι αυτό τον οδηγεί στην ανταμοιβή των χρυσών μήλων. Ο Δράκος που φύλαγε το δέντρο της γνώσης είναι αυτός που μπορεί να μας πλανέψει, όπως συνέβη με τον Αδάμ και την Εύα. Οι τρεις Παρθένες όμως που δίνουν τα μήλα, ονομάζονται Νοημοσύνη, Αγάπη και Σοφία. Αν δούμε τους δεκανούς των Διδύμων, είναι αντίστοιχες του Ερμή, της Αφροδίτης και του Κρόνου.

Ο άθλος σημειώνει τις πλάνες και τους ψεύτικους δασκάλους, αλλά και τη λεπτότητα της προσέγγισης της γνώσης, καθώς και την ανιδιοτελή προσφορά υπηρεσίας προς την ανθρωπότητα (κι αυτό από το τετράγωνο των Διδύμων με τους Ιχθείς).

                                             
ΑΘΛΟΣ 4ος και αντιστοιχία με τον Καρκίνο

«Το χρυσοκέρατο ελάφι της Αρτέμιδος»

Ο άθλος αυτός είναι σύντομος στη περιγραφή του. Αναφέρεται πως εδώ ο Ηρακλής έπρεπε να συλλάβει και να πάει στον Ευρυσθέα το ιερό ελάφι της θεάς Αρτέμιδος. Ήταν ένα τόλμημα, γιατί απαγορευόταν να αγγίξει κάποιος το ελάφι αυτό. Όταν η Άρτεμις παρουσιάστηκε μπροστά του, της μίλησε ευγενικά και της υποσχέθηκε να το επιστρέψει σώο κι αβλαβές στα δάση της. Η θεά δέχθηκε.
Η Άρτεμις είναι θεά σεληνιακή, άρα έχει σχέση με τον Καρκίνο. Τα χρυσά κέρατα συμβολίζουν την ανώτερη γνώση. Το ελάφι είναι λοιπόν η διάνοια. Καθώς το συγκεκριμένο ζώδιο είναι γεμάτο ευαισθησίες, μιλά για προστασία και φροντίδα, συναίσθημα και στοργή, ο Ηρακλής μαθαίνει να λειτουργεί χωρίς τη μυϊκή του δύναμη, αλλά με διακριτικότητα, ώστε να μη θίξει την ευαισθησία της θεάς. Εδώ η ψυχή έρχεται σε επαφή με την διαίσθηση.

Στο ζώδιο αυτό συμπληρώνεται η πρώτη τετράδα των άθλων, το προπαρασκευαστικό στάδιο. Ο Καρκίνος είναι η πύλη της φυσικής ενσάρκωσης, ωστόσο, εδώ εμφανίζεται κι η χρήση της διάνοιας σε σχέση με τη διαίσθηση, την ενόραση με στόχο την κατανόηση.
                                             
ΑΘΛΟΣ 5ος  και αντιστοιχία με τον Λέοντα

«Το λιοντάρι της Νεμέας»

Ο μύθος λέει πως αυτό το λιοντάρι φρουρούσε το παλάτι της θεάς Σελήνης (ζώδιο του Καρκίνου που προηγείται του Λέοντα) και μία μέρα στο θυμό της το κλώτσησε και το πέταξε στη γη. Το άγριο αυτό λιοντάρι, κατασπάραζε ζώα κι ανθρώπους στη Νεμέα. Ο Ηρακλής το βρήκε στη σπηλιά του που είχε δύο εξόδους. Έφραξε τη μία και του επετέθη από την άλλη. Λέγεται πως το πολέμησε με τα χέρια, χωρίς ρόπαλο και κατάφερε να το πνίξει.

Ο συμβολισμός σ΄ αυτήν την περιπέτεια του Ηρακλή, αφορά τη πάλη του ανθρώπου με τον εγωισμό του, την υπερηφάνεια, την ατομικότητα. Θεωρώντας πως είναι αυτάρκης, γίνεται επιθετικός και επιδιώκει την απόλυτη κυριαρχία πάνω στους άλλους. Υπερτονίζει ό,τι τον αφορά προσωπικά. Είναι επόμενο, κάτω από μία τέτοια συμπεριφορά, να υπάρχουν δυσάρεστες συνέπειες όχι μόνο για τον ίδιον, αλλά και για την κοινωνία. Όταν το ένστικτο της αυτοπροστασίας δρα ανεξέλεγκτα, ο άνθρωπος γίνεται απειλητικός για το περιβάλλον του.

Ο Ηρακλής υπέταξε το λιοντάρι μέσα στη σπηλιά. Υπάρχει μία αντιστοιχία με τους φυσικούς μας αδένες στην αστρολογία και στο σημείο αυτό του ζωδιακού, ερχόμαστε να σκεφθούμε την επίφυση και την υπόφυση. Ο Ηρακλής κλείνει το ένα άνοιγμα, για να νικήσει την απειλή. Στο σώμα, η επίφυση αφορά τον κριτικό νου, ενώ η υπόφυση τις συγκινήσεις μας. Ο ήρωας φράσσει το άνοιγμα των προσωπικών συγκινήσεων (υπόφυση) που απειλούν την ισορροπία μας, και χωρίς όπλο (πέταξε το ρόπαλο) σε μία πάλη σώμα με σώμα, κέρδισε τη μάχη με το «εγώ» του, όλα τα εγωιστικά κι ατομιστικά ένστικτα.

Με τον έλεγχο της υπόφυσης ο άνθρωπος επιτυγχάνει μία πλήρη και κανονική δράση, αποκτά μία ολοκληρωμένη προσωπικότητα κι αυτοελεγχόμενη. Δεν επιτρέπει σε κάθε εγωκεντρική τάση να εκδηλωθεί.
                      
ΑΘΛΟΣ 6ος και αντιστοιχία με την Παρθένο

«Η ζώνη της Ιππολύτης»

Στον επόμενο άθλο ο Ευρυσθέας ζήτησε τη χρυσή ζώνη της Ιππολύτης, βασίλισσας των Αμαζόνων. Οι πολεμοχαρείς Αμαζόνες ζούσαν στον Πόντο. Όταν ο Ηρακλής έφθασε εκεί, συνάντησε την Ιππολύτη και της ζήτησε τη ζώνη, για να μην αναγκαστεί να πολεμήσει τόσο γενναίες και υπερήφανες γυναίκες. Η Ιππολύτη συμφώνησε, αλλά αντέδρασαν οι άλλες Αμαζόνες, κάτω από την προτροπή μίας εξ αυτών, η οποία δεν ήταν παρά η θεά Ήρα μεταμφιεσμένη. Στη μάχη που δόθηκε, σκοτώθηκε η Ιππολύτη και οι Αμαζόνες υποχωρούν. Ο Ηρακλής κερδίζει τη ζώνη, αλλά κι αυτός ο άθλος έφερε θάνατο, όπως ο πρώτος στον Κριό.

Υπάρχει κι εδώ το πνεύμα του Άρη, όπως στα άλογα του Διομήδη. Οι Αμαζόνες αγαπούσαν τον Άρη και ίππευαν άλογα. Ήταν αυτοκέφαλες και πολεμοχαρείς.

Στην επιστροφή του, έσωσε την Ησιόνη, μία κοπέλα, από την κοιλιά ενός κήτους, για να συμψηφίσει τη ζωή που χάθηκε.

Εδώ έχουμε τον Ηρακλή, ένα ρωμαλέο εκπρόσωπο του αρσενικού γένους να εισβάλει στη περιοχή που οι άντρες αποκλείονταν. Υπάρχει έντονη η εικόνα της πάλης των δύο φύλων, του αρσενικού και του θηλυκού. Η βασίλισσα, σαν ευφυής που είναι, επιδιώκει τη συνεννόηση για την αποφυγή της μάχης. Ωστόσο, η Ήρα (δηλαδή πάλι η ψυχή) μεταμφιεσμένη (δηλαδή κρυμμένη, καλυμμένη) δημιουργεί πρόβλημα. Δεν υποκύπτει και ζητά τη μάχη.

Μετά τη μάχη κατά του εγωισμού (Λέων), ο αναζητητής της γνώσης, έχει λοιπόν να παλέψει για να αποκτήσει τη ζώνη της αγνότητας (κατά πολλούς ερμηνευτές), ή της ενότητας (κατ'άλλους). Η Παρθένος είναι το ζώδιο της αγνότητας, πνευματικής και φυσικής. Ο Ηρακλής παίρνει τη ζώνη, δηλαδή επιτελεί τον άθλο, αλλά μέσα από πόνο, θάνατο, διάλυση. Στην διαδικασία δεν υπήρξε αγνότητα (πνεύματος) ή ενότητα (πνεύματος και ψυχής).

Στο σημείο αυτό της ανάπτυξης, ο άνθρωπος χρειάζεται να έχει υπομονή, ανεκτικότητα, να αναλύει τα δεδομένα και να ερευνά τη λεπτομέρεια του έργου. Να μην ασκεί αρνητική κριτική που φέρνει έριδες και πολεμική διάθεση. Η αγνότητα του πνεύματος πρέπει να διαφυλαχθεί για παραγωγικούς σκοπούς (οι Αμαζόνες ζευγάρωναν με άντρες μόνο για λόγους αναπαραγωγής), με στόχο όμως τη προσωπική θυσία (από το απέναντι ζώδιο των Ιχθύων).

Ας μην ξεχνάμε πως η Παρθένος δεν εμφανίζεται χωρίς παιδί. Αυτό αφορά την θεά Δήμητρα (που αντιστοιχεί στο ζώδιο της Παρθένου) και τη κόρη της Περσεφόνη. Η παραγωγικότητα λοιπόν του αγνού πνεύματος βοηθά στον μετασχηματισμό και τη μεταμόρφωση, στο τέλος του κύκλου της μαθητείας (Ιχθείς).

                                                   
ΑΘΛΟΣ 7ος και αντιστοιχία με τον Ζυγό

«Ο Ερυμάνθιος Κάπρος»

Στον Ερύμανθο ζούσε ένα τρομερό αγριογούρουνο που κατέστρεφε τα σπαρτά (ας θυμηθούμε το προηγούμενο ζώδιο, την Παρθένο) κι όσοι πήγαν να το σκοτώσουν βρήκαν τραγικό θάνατο. Ο Ευρυσθέας διέταξε τον Ηρακλή να του το φέρει ζωντανό στην Τίρυνθα. Στην περιοχή εκείνη, όμως, ζούσαν και κένταυροι οι οποίοι δεν συμπαθούσαν τους ανθρώπους. Μεταξύ αυτών, ο Ηρακλής είχε ένα φίλο τον Φόλο και τον δάσκαλό του τον Χείρωνα. Φιλοξενήθηκε από τον Φόλο και το βράδυ άρχισε ένα γλέντι με τον ίδιο τον Φόλο και τον Χείρωνα. Οι άλλοι κένταυροι μύρισαν το κρασί και θύμωσαν, γιατί θεώρησαν πως ανήκε σε όλους. Έγινε ένας καυγάς, όπου σκοτώνεται ο Φόλος και τραυματίζεται ο Χείρωνας. Φεύγει κυνηγημένος και βρίσκει το αγριογούρουνο. Δεν του επιτίθεται αμέσως, αλλά με τέχνασμα τον δένει με θηλιά και τον σέρνει από τα πόδια, κάτω από τις παγωμένες κορυφές του βουνού.

Ας εξετάσουμε λίγο τα στοιχεία του μύθου. Ο προηγούμενος άθλος έφερε την παραγωγικότητα του πνεύματος και τους καρπούς. Τους καρπούς αυτούς απειλεί η παρουσία του κάπρου. Ο Ηρακλής επαναπαύεται, καθώς σταματά για να γλεντήσει με τους φίλους του. Στο ζώδιο του Ζυγού έχουμε τις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους. Όταν γίνονται κάτω από καθεστώς χαλάρωσης, ο μαθητής χάνει την αυτοσυγκέντρωσή του κι έτσι έρχεται η τραγωδία. Ο Ηρακλής κάθεται στη σπηλιά του κενταύρου και δέχεται τη φιλοξενία του (τετράγωνο με τον Καρκίνο), αλλά αυτό φέρνει διχόνοια, μάχη, τραυματισμό και θάνατο (Από το απέναντι ζώδιο του Κριού). Ο Ηρακλής βλάπτει δύο φίλους, τον Φόλο (φυσική δύναμη) και τον Χείρωνα (σοφία). Αυτά τα στοιχεία χάνονται στον άνθρωπο με τη μέθη και τη διασκέδαση.

Πηγαίνοντας τώρα για τον κάπρο, ανεβαίνει στη κορυφή του χιονισμένου βουνού (τετράγωνο του Ζυγού με τον Αιγόκερο). Χρησιμοποιεί το τέχνασμα κι όχι τη μυϊκή δύναμη. Μετά το πάθημα, δεν σπαταλά δυνάμεις. Ζυγίζει τις καταστάσεις, μέσα στο ζώδιο του ζυγού, έχοντας αφήσει στο απέναντι ζώδιο την επιθετικότητα. Μαθαίνει την ισορροπία δυνάμεων και σκέπτεται πριν δράσει. Ο άνθρωπος ισορροπεί την ζωική με τη πνευματική του δύναμη.

                                   
ΑΘΛΟΣ 8ος και  αντιστοιχία με το Σκορπιό

«Η Λερναία Ύδρα»

Κοντά στη Τίρυνθα, υπήρχε ένα έλος, η Λέρνα. Εκεί ζούσε ένα φοβερό φίδι, η Λ. Ύδρα. Τη νύχτα έβγαινε και ρήμαζε τα ζώα της περιοχής. Τη μέρα δεν επέτρεπε σε κανένα να ποτίσει τα χωράφια του. Ο Ηρακλής έπρεπε να σκοτώσει τη Λ. Ύδρα. Αυτή ήταν ένα τέρας με 9 φιδίσια κεφάλια, όπου το κεντρικό ήταν αθάνατο. Ο Ηρακλής είδε πως κόβοντας ένα κεφάλι ξεπηδούσαν δύο άλλα. Τότε, ζήτησε από τον ανιψιό του Ιόλαο που τον ακολούθησε, να καίει τον κομμένο λαιμό πριν βγουν τα δύο κεφάλια. Το τελευταίο, το αθάνατο, το έθαψε στα βάθη της γης κάτω από ένα βράχο.

Τα εννέα κεφάλια είναι ένας αριθμός που προκύπτει από το 3 Χ 3, η τριαδικότητα, το σώμα η ψυχή, το πνεύμα. Το ελάττωμα που κόβεται, αντί να χαθεί διπλασιάζεται. Στην ουσία χρειάζεται όχι κοπή, γιατί το στέλεχος παραμένει, αλλά κάψιμο και μάλιστα με το Ιερό Πυρ, το εσώτερο πυρ. Μόνο τότε χάνεται το ελάττωμα. Μέσα στο βάλτο (Σκορπιός) των παθών (Σκορπιός) χρειάζεται ο εξαγνισμός. Μόνο έτσι αντιμετωπίζεται το δηλητήριο των επιθυμιών του ασυνειδήτου. Το κεντρικό κι αθάνατο κεφάλι, υποτάσσεται, ζει αλλά εξουσιάζεται από τον άνθρωπο.

Ποια πάθη συμβολίζονται μέσα στο ζώδιο αυτό; Η κακή χρήση της σεξουαλικής δύναμης, η αγάπη για δύναμη και κυριαρχία, η εξάρτηση από τα αποκτήματα.

Ο Ηρακλής χρειάζεται τρία στοιχεία για να εξαγνίσει το τρισυπόστατό της ύπαρξής του: ταπεινότητα για να δει την κατάσταση αντικειμενικά (Ταύρος), θάρρος για να αντιμετωπίσει τη κατάσταση (Λέων) και διάκριση για να βρει τον τρόπο να νικήσει (Υδροχόος).

Ωστόσο, το τέρας του υποσυνειδήτου μπορεί να έχει τα εξής εννέα ελαττώματα:

1) κακή χρήση της σεξουαλικής ενέργειας
2) άνεση στη ζωή, τροχοπέδη για πάλη
3) συσσώρευση χρήματος
4) φοβίες
5) μίσος (η ρίζα του στην άρνηση της ένωσης, της αγάπης)
6) επιθυμία για δύναμη
7) υπερηφάνεια
8) χωριστικότητα (αντίθεση κοινωνικών θέσεων, μεταξύ εθνών, ομάδων)
9) σκληρότητα (πρόκληση πόνου στον συνάνθρωπο)

Το αθάνατο κεφάλι που δεν σκοτώνει ο ήρωας, αλλά το ελέγχει, είναι η γενεσιουργός δύναμη. Ο Ηρακλής, πριν αναλάβει τους άθλους, σκότωσε εκεί που έπρεπε να αγαπήσει. Σε αυτό τον άθλο, εισάγει φως στα σκοτάδια της ψυχής και πετυχαίνει τον εξαγνισμό και τον μετασχηματισμό. Λόγω του ότι ο Σκορπιός συμβολίζει τον θάνατο, επέρχεται ο θάνατος δυνατών παθών, κι η ψυχή αναγεννάται.
                                          
ΑΘΛΟΣ 9ος και  αντιστοιχία με τον Τοξότη

«Οι στυμφαλίδες όρνιθες»

Στη λίμνη Στυμφαλία, ζούσαν κάποια φοβερά πουλιά, τα οποία είχαν σιδερένιο ράμφος και νύχια και ατσάλινα φτερά. Προστατεύονταν από τον θεό Άρη. Ο Ηρακλής ανέλαβε να απαλλάξει τη περιοχή από την απειλή αυτή. Πήγε στη λίμνη, αλλά δεν έβλεπε τα πουλιά. Τότε εμφανίστηκε η θεά Αθηνά και του είπε τι να κάνει. Ο Ηρακλής άρχισε να κάνει ένα δυνατό θόρυβο με κρόταλα, τα πουλιά ταραγμένα βγήκαν από τις κρυψώνες τους κι εκείνος τα σκότωσε με δηλητηριασμένα βέλη, από το δηλητήριο της Λ. Ύδρας (προηγ. άθλος). Μερικά που σώθηκαν πέταξαν προς τη Κολχίδα, όπου ένας άλλος ήρωας, ο Ιάσονας, τα συνάντησε.

Με τον άθλο αυτό μπαίνουμε στη τελική τετράδα, το σημείο επίτευξης του σκοπού.

Στο ζώδιο του Σκορπιού ο αναζητητής της γνώσης εξουδετερώνει το φίδι της πλάνης (με τη πολλαπλότητά του). Στον Τοξότη, έχουμε τα όρνεα που κατατρώγουν τη συνείδηση κι εξουδετερώνονται με το δηλητήριο του Σκορπιού. Εδώ, δεν έχουμε πλέον την ομιλία, αλλά κάτι ευρύτερο. Σκέψεις και ιδέες που αναπτύσσονται και μπορούν να μας βλάψουν, περιορίζοντας τη διεύρυνση της συνειδητότητάς μας. Οι πολλές κι άσκοπες σκέψεις κατατρώγουν το νου. Πρέπει να αποκτήσουμε αντίληψη του δικαίου και της διάκρισης μεταξύ ορθού και μη ορθού. Στο μύθο αυτό εμφανίζεται η Αθηνά, θεά της σοφίας, να δώσει τη λύση. Ο ήρωας είναι πια αρκετά δυνατός και τα όρνεα δεν τολμούν εύκολα να επιτεθούν. Κρύβονται. Αλλά δεν παύουν να υπάρχουν. Με σοφία τα αναγκάζει να εκδηλωθούν και τα εξουδετερώνει.

Οι Στυμφαλίδες όρνιθες λένε πως ήταν τρεις μεγάλες και πολλές μικρές.

Οι τρεις είναι:

1) κακολογία (πνευματική δολοφονία)
2) περιαυτολογία (εγωιστική ομιλία)
3) επιπόλαιη προσφορά γνώσης σε αμύητους

Αυτά τα τρία κακά πολέμησε εδώ ο Ηρακλής και τις ασήμαντες σκέψεις που επέζησαν, τις εξόρισε.

                                       
ΑΘΛΟΣ 10ος  και αντιστοιχία με τον Αιγόκερω

«Ο Κέρβερος ο φύλακας του Αδη»

Στην είσοδο του κάτω κόσμου, υπήρχε ο Κέρβερος, ένας άγριος σκύλος με τρία κεφάλια και ουρά φιδιού. Δεν ενοχλούσε όσους έμπαιναν, αλλά κατασπάραζε όσους ήθελαν να βγουν. Ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να του τον φέρει ζωντανό.

Πήγε λοιπόν στο ακρωτήριο Ταίναρο, βρήκε την είσοδο του Άδη και τον Κέρβερο. Λίγο πριν πλησιάσει, ελευθέρωσε δύο δεμένους ανθρώπους που τους επιτίθεντο κτήνη. Ο Κέρβερος, όταν αντίκρισε την περήφανη κορμοστασιά του ήρωα, φοβήθηκε κι έτρεξε να κρυφτεί κάτω από τον θρόνο του Πλούτωνα. Ο Πλούτωνας, κάτω από την προτροπή της Περσεφόνης, δέχτηκε να πάρει τον Κέρβερο ο Ηρακλής, αν μπορούσε να τον πιάσει. Ο ήρωας μετά από πάλη, τα κατάφερε.

Ο σκύλος με τα τρία κεφάλια, είναι πάλι η έννοια του τρισυπόστατου, το ελάττωμα που βλάπτει σώμα, ψυχή και πνεύμα. Η ουρά φιδιού είναι οι πλάνες κι οι φοβίες που δηλητηριάζουν τη πνευματική ζωή.

Στο ζώδιο του Αιγόκερου έχουμε την αναρρίχηση της ψυχής μέσα από αγώνα και πειθαρχία. Ο Ηρακλής ανεβαίνει σε ένα βουνό για να βρει την είσοδο του κάτω κόσμου., δηλαδή να εισχωρήσει στα άδυτα της ψυχής. Ο Κέρβερος με τα τρία κεφάλια, δείχνει επίσης τρία στάδια προετοιμασίας για την είσοδο στο άβατο των μυστηρίων:

α) εξαγνισμός (απελευθέρωση από τα δεσμά του υλικού κόσμου)
β) μύηση μέσω της προσωπικής μας τιμωρίας, για να αγγίξουμε το συμπαντικό νόημα μέσα από την εμπειρία
γ) υπηρεσία στην ανθρωπότητα.

Και τα τρία είναι απαραίτητα, ειδικά το τελευταίο, καθώς διαπιστώνουμε παράλληλα με τους άθλους, ο Ηρακλής βοηθά κι άλλους ανθρώπους που υποφέρουν. Η ψυχή δεν ξεχνά πως είναι μέρος ενός συνόλου, ένα κομμάτι της συμπαντικής ενέργειας. Ο σκληρός αγώνας και η νίκη επί του Κέρβερου, δηλαδή κάθε υλικής επιθυμίας, απόλαυσης ή φοβίας, έχει στόχο την άνοδο στη κορυφή της γνώσης. Πρέπει ο αναζητητής όμως να αντιμετωπίσει αυτές τις αδυναμίες, πριν εισχωρήσει στο άδυτο του ναού της γνώσης. Αν μπει με θάρρος κι αυτοπεποίθηση, όπως ο Ηρακλής, οι αδυναμίες θα τον φοθηθούν, όπως ο Κέρβερος.

Η προσωπική εμπειρία μέσα από τη μάχη είναι απαραίτητη κι ο Αιγόκερος κι ο Κρόνος, μιλούν για γνώση μέσω της εμπειρίας.

                                            
ΑΘΛΟΣ 11ος και αντιστοιχία με τον Υδροχόο 

«Ο καθαρισμός των στάβλων του Αυγεία»

Στην Ηλεία, ο βασιλιάς Αυγείας είχε πολλά κοπάδια βόδια, που τα έκλεινε κάθε βράδυ στους στάβλους του. Δεν τους καθάριζε όμως ποτέ. ΄Έτσι, η μυρωδιά με τα χρόνια έγινε φοβερή κι η κοπριά έφερε πανούκλα στη περιοχή. Ο Ηρακλής έπρεπε να καθαρίσει τους στάβλους μέσα σε μια μέρα. Πριν ξεκινήσει διαπραγματεύτηκε με τον Αυγεία, αν πετύχει να πάρει το 1/10 των ζώων του.

Οι στάβλοι ήταν ανάμεσα σε δύο ποτάμια. Έσκαψε λοιπόν δύο αυλάκια βαθιά, από τα ποτάμια αυτά προς τους στάβλους κι άφησε να περάσει μέσα από αυτούς το νερό τον ποταμών ορμητικά. Έτσι, πριν δύσει ο ήλιος, τα νερά είχαν παρασύρει μακριά την κοπριά. Ωστόσο, ο Αυγείας θεώρησε πως ο Ηρακλής τον ξεγέλασε με τέχνασμα και αρνήθηκε να του δώσει την ανταμοιβή.

Από την κορυφή του βουνού της μύησης, ο αναζητητής πρέπει να κατέβει στην υλική ακαθαρσία. (τετράγωνο με το Σκορπιό  οι ακαθαρσίες) Το έργο είναι πολύ σοβαρό. Πρόκειται για τον καθαρισμό των βρώμικων ελαττωμάτων του κόσμου. Ο Ηρακλής βοηθά την ανθρωπότητα πλέον. 

Ο Υδροχόος είναι ένα ζώδιο που απεικονίζεται με τον άνθρωπο και την υδρία. Από την υδρία διαχέονται δύο ποταμοί, αυτός της ζωής κι αυτός της αγάπης.

Αν εξετάσουμε τους κυβερνήτες των δεκανών, έχουμε τον Κρόνο, τη γνώση που απελευθερώνει από την υλική εξάρτηση, τον Ερμή, τη φώτιση (εξ ου κι η φαεινή ιδέα του Ηρακλή για να χρησιμοποιήσει το νερό των ποταμών) και την Αφροδίτη, την ανάδυση της πανανθρώπινης αγάπης.

Πριν προχωρήσει ο αναζητητής της γνώσης στο τελευταίο σκαλοπάτι, πρέπει να έχει αίσθηση της ανιδιοτελούς αγάπης.

Ο Ηρακλής γκρεμίζει τα φράγματα που εμποδίζουν το νερό να τρέξει προς τους στάβλους. Η ανθρώπινη ψυχή, στην εξέλιξή της, γκρεμίζει τα στενά όρια της χωριστικότητας, της ιδιοτέλειας, της σκοπιμότητας.

Η άρνηση του Αυγεία να πληρώσει τον Ηρακλή, δηλώνει πως ο άνθρωπος δεν προσφέρει στην ανθρωπότητα για υλικά οφέλη. Αλλά κάνει επίσης την επισήμανση πως η ανθρωπότητα είναι πολύ πιθανό να φανεί αχάριστη προς τον ευεργέτη της. Ο ευεργέτης όμως ευεργετείται από το ίδιο του το έργο.

Έχει απομακρυνθεί πλέον από το απέναντι ζώδιο του Λέοντα, δηλαδή την ατομική κι εγωιστική αγάπη και προσφέρεται προς όλη την ανθρωπότητα. Στην αχαριστία δε, δεν παρασύρεται από εκδικητική διάθεση (τετράγωνο με τον Σκορπιό). Είναι απελευθερωμένος από υλικές εξαρτήσεις (τετράγωνο με τον Ταύρο).

                                    
ΑΘΛΟΣ 12ος  και αντιστοιχία με τους Ιχθείς

«Τα κόκκινα βόδια του Γηρυόνη»

Ο Γηρυόνης ήταν ένα γίγαντας με δύο πόδια, από τη μέση και πάνω όμως χωριζόταν σε τρία σώματα. Είχε λοιπόν, τρία κεφάλια και έξι χέρια. Του ανήκε ένα ξακουστό κοπάδι με όμορφα κόκκινα βόδια. Το κοπάδι φύλασσε ένας πιστός βοσκός κι ο τρομερός του σκύλος, που είχε δύο κεφάλια. Ο Ηρακλής έπρεπε να κλέψει τα όμορφα βόδια.

Ο ήρωας φθάνει και σκοτώνει τον σκύλο και τον βοσκό. Όμως με τον Γηρυόνη δεν μπορούσε να τα βάλει σώμα με σώμα. Άφησε το ρόπαλό του και χρησιμοποίησε τα δηλητηριασμένα βέλη του. Έτσι τον εξουδετέρωσε και πήρε τα βόδια.

Τα κόκκινα όμορφα βόδια συμβολίζουν τις κατώτερες επιθυμίες μας, φρουρούνται από ένα βοσκό (τον νου) κι ένα σκύλο με δύο κεφάλια (τη μορφή της ύλης και το συναίσθημα της ψυχής). Ο Ηρακλής σκότωσε τις δεσμεύσεις του νου της ύλης και της ψυχοσυναισθηματικής του φύσης. Κατόπιν είχε να παλέψει με το τέρας του ανθρώπου σε όλες τις διαστάσεις (σώμα, πνεύμα, ψυχή). Χρησιμοποιεί πάλι το δηλητήριο του Σκορπιού, στοιχείο που πήρε μετά την επαφή με το εσωτερικό του πυρ, τον εξαγνισμό.

Το ανθρώπινο τέρας εδώ έχει ολοκληρώσει τον κύκλο του και πεθαίνει. Ο άνθρωπος γίνεται κοσμοσωτήρας και λυτρώνεται από τη κατώτερη φύση του.

Οι τρεις δεκανοί εκφράζουν, την επαφή με το θείο (Δίας/Ποσειδώνας στον πρώτο), την συνειδητοποιημένη επαφή με τη ψυχή (Σελήνη) και είναι έτοιμος για τη μάχη με ένα συμπαντικό σκοπό πλέον (Άρης/Πλούτωνας).

Ας μη ξεχνάμε πως αυτή η μάχη δίδεται για το καλό του κόσμου, καθώς η Αφροδίτη βρίσκεται στην έξαρσή της εδώ.


πηγή: diogeneis

ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ - ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

$
0
0

Μπορούμε να διασαφηνίσουμε περαιτέρω τη στενή σχέση ανάμεσα στην πολιτισμική δημιουργία και στον κοινωνικό προβληματισμό του καιρού μας. Μπορούμε να το κάνουμε με τη βοήθεια ορισμένων ερωτημάτων, των προϋποθέσεων τους, των συνεπειών τους και των επιπτώσεών τους ως διαπιστώσεων γεγονότων, ακόμα και αν είναι συζητήσιμες, ή ως διασυνδέσεις νοήματος;


– Μήπως το πρόταγμα μιας κοινωνίας αυτόνομης (όσο και η απλή ιδέα ενός αυτόνομου ατόμου) παραμένει, κατά μία έννοια, «τυπθκό» ή «καντιανό», καθόσον φαίνεται να μην αποδέχεται άλλη αξία από την ίδια την αυτονομία; Πιο συγκεκριμένα: μια κοινωνία μπορεί να «θέλει» να είναι αυτόνομη για να είναι αυτόνομη; Ή, ακόμη: αυτοκυβέρνηση – βεβαίως, αλλά για ποιόν σκοπό; Η παραδοσιακή απάντηση είναι συνήθως: για να ικανοποιηθούν καλύτερα οι ανάγκες. Η απάντηση στην απάντηση είναι: Ποιές ανάγκες; Όταν κινδυνεύει πια κανείς να πεθάνει από πείνα, τί σημαίνει να ζει;

– Μια αυτόνομη κοινωνία θα μπορούσε «καλύτερα να πραγματώσει» τις αξίες – ή «να πραγματώσει άλλες αξίες» (υπονοείται καλύτερες)· ποιός όμως; Και τί θα πει «καλύτερες αξίες»; Πώς να αξιολογηθούν οι αξίες; Ερώτηση που παίρνει το πλήρες νόημά της από την εξής άλλη «πραγματική» ερώτηση: Υπάρχουν ακόμη αξίες στη σύγχρονη κοινωνία; Μπορούμε ακόμη να μιλάμε όπως ο Μαξ Βέμπερ, για διαμάχη αξιών, για «πάλη των θεών», ή, μήπως η πολιτισμική δημιουργία καταρρέει σταδιακά και επέρχεται αυτό που, αν και έχει γίνει κοινός τόπος, δεν σημαίνει ότι είναι οπωσδήποτε λάθος, δηλαδή η αποσύνθεση των αξιών;

– Δεν είναι βέβαια δυνατόν να πούμε ότι η σύγχρονη κοινωνία είναι μια «κοινωνία χωρίς αξίες» (ή χωρίς κουλτούρα). Μια κοινωνία χωρίς αξίες είναι, απλούστατα, αδιανόητη. Είναι πρόδηλο ότι υπάρχουν πόλοι προσανατολισμού του κοινωνικού πράττειν των ατόμων και σκοπιμότητες στις οποίες υποτάσσεται η λειτουργία της θεσμισμένης κοινωνίας. Συνεπώς υπάρχουν αξίες με τη διιστορικά ουδέτερη και αφηρημένη έννοια την οποία αναφέραμε πιο πάνω (με την έννοια ότι το να σκοτώσεις σε μια φυλή κυνηγών κεφαλών είναι μια αξία χωρίς την οποία αυτή η φυλή δεν θα ήταν αυτό που είναι). Αλλά οι «αξίες» της σύγχρονης θεσμισμένης κοινωνίας φαίνονται να είναι, και είναι, πράγματι, ασυμβίβαστες με αυτό που απαιτεί η θέσμιση μιας αυτόνομης κοινωνίας. 

Εάν το πράττειν των ατόμων προσανατολίζεται, κατά κύριο λόγο, προς την ανταγωνιστική μεγιστοποίηση της κατανάλωσης, της εξουσίας του status και του γοήτρου (τα μόνα αντικείμενα επένδυσης που έχουν σήμερα κοινωνική σπουδαιότητα)· εάν η λειτουργία του κοινωνικού συστήματος είναι υποταγμένη στη φαντασιακή σημασία της απεριόριστης εξάπλωσης της «ορθολογικής» κυριαρχίας (τεχνική, επιστήμη, παραγωγή, οργάνωση ως αυτοσκοποί)· εάν αυτή η εξάπλωση είναι, όπως πασιφανώς είναι, συγχρόνως και μάταιη, κενή και ενδογενώς αντιφατική και εάν οι άνθρωποι υποχρεούνται να την υπηρετούν μέσω της ενεργοποίησης, της καλλιέργειας και της κοινωνικά αποτελεσματικής χρήσης των κινήτρων ουσιαστικά «εγωιστικών», στο πλαίσιο ενός τρόπου κοινωνικοποίησης όπου συνεργασία και κοινότητα δεν θεωρούνται και δεν υπάρχουν παρά μόνο κάτω από ένα εργαλειακό και ωφελιμιστικό πρίσμα· με λίγα λόγια, εάν ο μόνος λόγος για τον οποίο δεν σκοτώνουμε ο ένας τον άλλον όταν αυτό μας βολεύει, είναι ο φόβος των ποινικών κυρώσεων – τότε, όχι μόνο δεν τίθεται θέμα να πούμε ότι μια καινούρια κοινωνία θα μπορούσε να «πραγματοποιήσει καλύτερα» ήδη κατεστημένες, αναμφισβήτητες παραδεκτός από όλους αξίες, αλλά θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι η εγκαθίδρυση της θα προϋπέθετε ριζική καταστροφή των σύγχρονων «αξιών» και μια καινούρια πολιτισμική δημιουργία, συνακόλουθη μιας απέραντης μεταμόρφωσης των ψυχικών και νοητικών δομών των κοινωνικοποιημένων ατόμων.

Ότι η ίδρυση μιας αυτόνομης κοινωνίας θα απαιτούσε την καταστροφή των «αξιών» οι οποίες τώρα προσανατολίζουν το ατομικό και κοινωνικό πράττειν (κατανάλωση, δύναμη, status, γόητρο – απεριόριστη εξάπλωση της «ορθολογικής» κυριαρχίας) δεν μου φαίνεται να χρειάζεται ιδιαίτερη συζήτηση. Αυτό που, επί του προκειμένου, χρειάζεται συζήτηση είναι μέχρι ποίου βαθμού έχει προχωρήσει η καταστροφή και η φθορά αυτών των «αξιών» και μέχρι ποίου βαθμού οι καινούργιοι τρόποι συμπεριφοράς που παρατηρούνται, ασφαλώς αποσπασματικά και μεταβατικά, σε άτομα και ομάδες (ιδιαίτερα νέων) είναι προάγγελοι καινούργιων προσανατολισμών και καινούργιων τρόπων κοινωνικοποίησης. Δεν θα υπεισέλθω εδώ σε αυτό το κεφαλαιώδες και απείρως δύσκολο πρόβλημα.

Ο όρος, όμως, «καταστροφή των αξιών» μπορεί να σοκάρει και να φανεί απαράδεκτος, όταν πρόκειται για τον «πολιτισμό» στην ειδικότερη και αυστηρότερη έννοιά του, δηλαδή όταν αφορά στα «έργα του πνεύματος» και στη σχέση τους με την πραγματική κοινωνική ζωή. Είναι φανερό πως δεν προτείνω να βομβαρδίσουμε τα μουσεία ή να κάψουμε τις βιβλιοθήκες. Η θέση μου είναι μάλλον ότι η καταστροφή του πολιτισμού, με αυτή την αυστηρή και ειδική έννοιά του, συντελείται κιόλας σε μεγάλη έκταση στη σύγχρονη κοινωνία, ότι τα «έργα του πνεύματος» έχουν ήδη ευρύτατα μεταμορφωθεί σε στολίδια ή επιτύμβια μνημεία, ότι μόνον ένας ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας θα μπορέσει να μετατρέψει το παρελθόν σε κάτι διαφορετικό από ένα νεκροταφείο που το επισκέπτονται τελετουργικά, ανώφελα και όλο και πιο σπάνια κάποιοι μανιακοί και απαρηγόρητοι συγγενείς.

Η καταστροφή του υπάρχοντος πολιτισμού (που συμπεριλαμβάνει και το παρελθόν) συντελείται ήδη στον βαθμό ακριβώς που καταρρέει η πολιτιστική δημιουργία της θεσμισμένης κοινωνίας. Εκεί όπου δεν υπάρχει παρόν, δεν υπάρχει ούτε και παρελθόν. Η σύγχρονη δημιουργία ανακαλύπτει κάθε τρίμηνο μια καινούρια ιδιοφυΐα και μια καινούρια «επανάσταση» στον έναν ή στον άλλον τομέα. Εμπορικές προσπάθειες επιτυχείς για την ώθηση της βιομηχανίας πολιτισμικών αγαθών, ανίκανες, όμως, να συγκαλύψουν ένα εξόφθαλμο γεγονός: ότι η σύγχρονη κουλτούρα είναι, σε πρώτη προσέγγιση, ανύπαρκτη. Όταν μια εποχή δεν έχεις τους μεγάλους άνδρες της, τους εφευρίσκει. Τί άλλο συμβαίνει σήμερα στους διάφορους τομείς του «πνεύματος»; Υποβοηθούμενοι από την άγνοια ενός υπερεκπολιτισμένου και νεοαναλφάβητου κοινού, εμφανίζουν σαν επαναστάσεις κακές αντιγραφές και μιμήσεις των τελευταίων μεγάλων δημιουργικών στιγμών του δυτικού πολιτισμού, ό,τι δηλαδή, επιτεύχθηκε εδώ και περισσότερο από μισόν αιώνα (ανάμεσα στα 1900 και στα 1925-1930). Οι Σένμπεργκ, Βέμπερν και Μπεργκ είχαν δημιουργήσει την ατονική και σειριακή μουσική πριν από το 1914. Πόσοι ανάμεσα στους θαυμαστές της αφηρημένης ζωγραφικής γνωρίζουν τις ημερομηνίες γέννησης του Καντίνσκυ (1866) και του Μόντριαν (1872); Το νταντά και ο υπερρεαλισμός υπήρχαν ήδη το 1920. Ποιόν μυθιστοριογράφο θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στην απαρίθμηση των Προυστ, Κάφκα, Τζόυς; Το σύγχρονο Παρίσι, που ο επαρχιωτισμός του συναγωνίζεται την υπερφίαλη υπεροψία, χειροκροτεί μανιωδώς τολμηρούς σκηνοθέτες οι οποίοι αντιγράφουν τους μεγάλους καινοτόμους του 1920: Ράινχαρτ [Reinhardt], Μέγιερχολντ [Meyerhold], Πισκάτορ [Piscator] κ.λπ. Η μόνη παρηγοριά που αισθάνεται κανείς κοιτάζοντας τα προϊόντα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής είναι η σκέψη ότι, έτσι και δεν ερειπωθούν από μόνα τους ύστερα από τριάντα χρόνια, θα κατεδαφιστούν, έτσι κι αλλιώς, ως απαρχαιωμένα. Και όλα αυτά τα εμπορεύματα πωλούνται στο όνομα του «νεωτερισμού» – ενώ τα αληθινά μοντέρνο έχει ήδη ηλικία τριών τετάρτων του αιώνα.

Βέβαια, εδώ και εκεί εμφανίζονται ακόμα έργα μεγάλης έντασης. Μιλώ, όμως, για τον συνολικό απολογισμό μισού αιώνα. Βέβαια, υπάρχει η τζαζ και ο κινηματογράφος. Υπάρχει – ή υπήρχε; Η τζαζ, αυτή η μεγάλη δημιουργία, λαϊκή και λόγια συγχρόνως, φάνηκε να έχει ήδη εξαντλήσει τον κύκλο της ζωής της στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο κινηματογράφος, πάλι, θέτει άλλα προβλήματα με τα οποία δεν μπορώ να καταπιαστώ εδώ.

Κρίσεις αυθαίρετες και υποκειμενικές, θα πει κανείς. Αναμφίβολα. Ωστόσο, θα πρότεινα απλώς στον αναγνώστη το ακόλουθο πνευματικό πείραμα: να φανταστεί ότι θέτει ευθέως στους πιο διάσημους και περισσότερο αναγνωρισμένους από τους σύγχρονους δημιουργούς την ακόλουθη ερώτηση: θεωρείτε ειλικρινά τον εαυτό σας στο ίδιο υψηλό επίπεδο με τους Μπαχ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Βάγκνερ, με τους Γιαν Βαν Άυκ, Βελάσκεθ, Ρέμπραντ, Πικάσσο, Μπρουνελέσκι, Μιχαήλ Άγγελο, με τον Φρανκ Λόυντ Ράιτ [Frank Lloyd Wright] ή με τους Σαίξπηρ, Ρεμπώ, Κάφκα, Ρίκλε; Και να φανταστεί ποιά θα ήταν η αντίδραση του, αν ο ερωτώμενος του απαντούσε καταφατικά.

Ας αφήσουμε στην άκρη την Αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα, τους εξωευρωπαϊκούς πολιτισμούς, και ας θέσουμε το ζήτημα διαφορετικά. Από τα 1400 μέχρι τα 1925, σε έναν κόσμο ασύγκριτα πιο αραιοκατοικημένο και πολύ λιγότερο «πολιτισμένο» και «γραμματισμένο» από τον δικό μας (στην πραγματικότητα: σε περίπου δέκα ευρωπαϊκές χώρες των οποίων ο συνολικός πληθυσμός στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν ακόμα της τάξης των 100 εκατομμυρίων) συναντούμε μια δημιουργική ιδιοφυΐα πρώτου μεγέθους κάθε πενταετία. Και να που εδώ και μια πεντηκονταετία, ένας κόσμος τριών ή τεσσάρων δισεκατομμυρίων ανθρώπων, με μια χωρίς προηγούμενο ευκολία πρόσβασης σε όλα αυτά που θα μπορούσαν προφανώς να εμπλουτίσουν και να γονιμοποιήσουν τις φυσικές προδιαθέσεις των ατόμων – τύπος, βιβλία, ραδιόφωνο, τηλεόραση κ.λπ. – δεν παρήγαγε παρά ένα ελάχιστο αριθμό από έργα για τα οποία θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι υπάρχει πιθανότητα ύστερα από πενήντα χρόνια να θεωρούνται σημαντικά.

Αυτό δεν θα μπορούσε φυσικά να το παραδεχτεί η εποχή. Έτσι, όχι μόνο επινοεί τις πλασματικές της ιδιοφυΐες, αλλά και έχει καινοτομήσει σ’ έναν άλλο χώρο: κατέστρεψε την κριτική λειτουργία. Αυτό, που στον σύγχρονο κόσμο εμφανίζεται σαν κριτική, είναι απλή προώθηση πωλήσεων – πράγμα απόλυτα δικαιολογημένο, δεδομένου του είδους της παραγωγής που διατίθεται προς πώληση. Στον τομέα της καθαρά βιομηχανικής παραγωγής, οι καταναλωτές άρχισαν, επιτέλους, να αντιδρούν· τούτο οφείλεται στο ότι οι ποιότητες των προϊόντων επιδέχονται, κατά κάποιον τρόπο, αντικειμενικοποίηση και μέτρηση. Πώς, όμως είναι δυνατόν να έχεις έναν Ραλφ Νάντερ [Ralf Nanter] της λογοτεχνίας, της ζωγραφικής ή των προϊόντων της γαλλικής ιδεολογίας; Η «προωθητική» αυτή κριτική, η οποία είναι η μόνη που υφίσταται, εξακολουθεί κατά τα άλλα, να ασκεί μια λειτουργία διακρίσεων. Ανεβάζει στα σύννεφα τα ψευδοπροϊόντα της μόδας για μια σεζόν και, κατά τα λοιπά, δεν αποδοκιμάζει αλλά σωπαίνει, θάβει σιωπηρά. Ο κριτικός, καθώς έχει ανατραφεί με τη λατρεία της «πρωτοπορίας» [avant-garde], καθώς πιστεύει ότι έμαθε πώς σχεδόν πάντοτε τα μεγάλα έργα ξεκινούν ως ακατανόητα και μή παραδεκτά και καθώς η κύρια επαγγελματική ειδίκευσή του συνίσταται στην απουσία κάθε προσωπικής κρίσης, δεν τολμά ποτέ να αποδοκιμάσει. Καθετί που του παρουσιάζεται εκπίπτει αμέσως στη μία ή στην άλλη από τις δύο κατηγορίες: είτε είναι κάτι το ακατανόητο που έχει ήδη γίνει παραδεκτό και αντικείμενο διθυράμβων – σ’ αυτήν περίπτωση, θα το επαινέσει – είτε είναι κάτι καινούργιο ακατανόητο, οπότε θα σωπάσει, από φόβο μήπως κάνει λάθος προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Το επάγγελμα του σύγχρονου κριτικού είναι ταυτόσημο με το επάγγελμα του χρηματιστή, που τόσο καλά όρισε ο Κέυνς: μαντεύει αυτό που η μέση κοινή γνώμη σκέπτεται ότι η μέση κοινή γνώμη θα σκεφτεί.

Αυτά τα ερωτήματα δεν τίθενται μόνο σε σχέση με την «τέχνη»· αφορούν εξίσου στην πνευματική δημιουργία με την αυστηρή της έννοια. Εδώ δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε περισσότερο από το να θίξουμε το θέμα θέτοντας μερικά ερωτηματικών. Η επιστημονικοτεχνική ανάπτυξη αναμφισβήτητα συνεχίζεται, ίσως μάλιστα και, κατά μια έννοια, να επιταχύνεται. Προχωρεί, όμως, πέρα από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «εφαρμογή και επεξεργασία των πορισμάτων των ήδη κεκτημένων μεγάλων ιδεών»; Κάποιοι φυσικοί επιστήμονες έκριναν ότι η μεγάλη δημιουργική εποχή της σύγχρονης φυσικής βρίσκεται ήδη στο παρελθόν – ανάμεσα στα 1900 και στα 1930. Δεν θα μπορούσαμε, άραγε, να πούμε ότι και σε αυτόν τον τομέα διαπιστώνεται, τηρουμένων των αναλογιών, η ίδια αντίθεση που παρατηρείται και στο σύνολο του σύγχρονου πολιτισμού ανάμεσα σε μια όλο και ευρύτερη ανάπτυξη της παραγωγής, με την έννοια της επανάληψης (περιορισμένης ή ευρείας), της κατασκευής, της εκτέλεσης, της επεξεργασίας, της εκτεταμένης συναγωγής πορισμάτων, και στη συρρίκνωση της δημιουργικότητας, στην εξάντληση των μεγάλων και καινούργιων παραστασιακών φαντασιακών σχημάτων (όπως οι γόνιμες διαισθήσεις του Πλανκ, του Αϊνστάιν, του Χάιζενμπεργκ), που επέτρεπαν άλλες και διαφορετικές συλλήψεις του κόσμου; Και όσον αφορά στην καθεαυτό σκέψη, δεν θα ήταν θεμιτό να αναρωτηθούμε γιατί, μετά τον Χάιντεγκερ, αλλά και με αυτόν ήδη, μετατρέπεται όλο και περισσότερο σε ερμηνεία, ερμηνεία που φαίνεται εξάλλου, να εκφυλίζεται σε σχόλιο και σε σχόλιο του σχολίου; Δεν πρόκειται καν για το ότι μιλάμε ακατάπαυστα για τον Φρόυντ, τον Νίτσε, τον Μαρξ· μιλάμε για αυτούς όλο και λιγότερο, αλλά μιλάμε για αυτό που ελέχθη για αυτούς, συγκρίνουμε «αναγνώσεις» και αναγνώσεις αναγνώσεων.

πηγή: respublica

ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΙΑ - ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ "ΚΥΡΙΑΡΧΟ ΛΑΟ"

$
0
0


Στο μνημειώδες έργο του για την κυριαρχία, ο Ζαν Μποντέν (Jean Bodin) καταλήγει σε ένα διαχρονικό, σύμφωνα με τις διαυγείς αναλύσεις του Ολιβιέ Μπω (Olivier Beaud), ορισμό: “κυρίαρχος είναι αυτός που δίνει και ακυρώνει το νόμο σε όλους γενικά και τον καθένα ξεχωριστά”. Ανεξάρτητα από τον προνομιούχο φορέα της (αριστοκρατία, μονάρχης, λαός), η κυριαρχία συνίσταται στη δύναμη της εκφοράς του κανόνα δικαίου και αποτελεί οντολογική προϋπόθεση του Κράτους και της δημόσιας εξουσίας του[1]

Πρόκειται, καταρχάς, για πολιτική σχέση, εντός μιας κατάστασης πραγματικής που προηγείται του θετικού δικαίου και προϋποθέτει ένα παντοδύναμο υποκείμενο. Η πολιτική ισχύς μεταμορφώνεται σε μια (κρατική) “ακαταμάχητη επιταγή δικαίου, απρόσωπη, αφηρημένη και έλλογη”, με λίγα λόγια σε μια (νεωτερική) “συνταγματική” βούληση[2]. Στη συνταγματική θεωρία, η νομική όψη της κυριαρχίας αποδίδεται ως η “αρμοδιότητα της αρμοδιότητας”, η εξουσία δηλαδή του Κράτους να καθορίζει τα όρια της δικαιοδοσίας του και να εκφέρει την κρίσιμη “τελευταία λέξη”[3]. Θα παραλείψουμε, ωστόσο, σκόπιμα, να περιγράψουμε στη μελέτη μας τις -πολυσχολιασμένες- ιστορικό-πολιτικές διαδρομές της επίμαχης έννοιας[4] και θα σταθούμε σε ένα -κατά τη γνώμη μας- θεμελιώδες, και ίσως υποτιμημένο, χαρακτηριστικό της: το ότι αυτή, όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο Μποντέν, “δίνεται”. Υπό αυτό το -διαλογικό- πρίσμα, θα επιχειρήσουμε να ξετυλίξουμε το κουβάρι των διάφορων προσλήψεών της και να αναζητήσουμε εκείνη που ανταποκρίνεται, όσο το δυνατόν πιο πιστά, στη λειτουργία της έννομης τάξης. Έτσι, καμία απολύτως σημασία δεν έχει για το εγχείρημά μας η διάκριση της κυριαρχίας σε λαϊκή ή εθνική, αφού σε κάθε περίπτωση η ταυτότητα του φορέα της (λαός/έθνος) υπόκειται στην ίδια και απαράλλακτη συνθήκη διαπραγμάτευσης και ετερότητάς της: την εξάρτησή της από τον αποδέκτη του λόγου της και πιο συγκεκριμένα τον (αυθεντικό) ερμηνευτή της.

Η επικοινωνιακή διάσταση της κυριαρχίας προδιαγράφει την πολυπλοκότητα της έννοιας. Και αυτό γιατί η σχέση της συμπεριφοράς μας ή αλλιώς του είναι (η πράξη συμμόρφωσης στον κανόνα δικαίου) με τον κανόνα (η νομική υποχρέωση συμμόρφωσης), η οποία καίρια διαφοροποιεί, σύμφωνα με το διάσημο σχολικό παράδειγμα, την υπακοή στη διαταγή πληρωμής του άτεγκτου εφοριακού από αυτήν στην απειλή του όπλου του αδίστακτου ληστή, προϋποθέτει την αναγωγή της πρότασης των δύο “δανειστών” μας σε ένα κριτήριο ορθότητάς ή αλήθειάς της. Από τη θεμελίωση της υποταγής μας στην εντολή του συνομιλητή μας εξαρτάται τελικά η αναγνώρισή του ως κυρίαρχου, ως εκείνου δηλαδή που έγκυρα (τουλάχιστον) μας επιβάλλει τη βούλησή του. Για να συμβεί αυτό, πρέπει η υποκειμενική του δήλωση, η επαχθής για μας προσταγή, να σημανθεί αντικειμενικά ως νομικός κανόνας που παράγει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Ακόμη, όμως, και αν επιμείνουμε σχολαστικά στο νόημα των λόγων ή ανατρέξουμε στην πρόθεση των συνομιλητών μας, είναι προφανές ότι δεν θα προκύψει η παραμικρή διαφορά διότι αμφότεροι βρίσκονται στη de facto ισχυρή θέση να απαιτούν αναντίρρητα την εκπλήρωση μιας συγκεκριμένης «οφειλής». Και οι δύο εκφέρουν την ίδια (σημασιολογικά) πρόταση: “πλήρωσέ με!”, η οποία συνοδεύεται από την απειλή μιας κύρωσης, π.χ. της επιβολής προστίμου στην περίπτωση της μη καταβολής του φόρου ή της βαριάς προσβολής της σωματικής ακεραιότητάς μας, εφόσον υπερασπιστούμε σθεναρά το πορτοφόλι μας[5]. Παράλληλα, αδιάφορη ως προς το χαρακτηρισμό της σχετικής υποχρέωσης παραμένει η ενδεχόμενη υπακοή ή ανυπακοή μας στην εντολή του ενός ή του άλλου[6].

Σύμφωνα με τον Κέλσεν (Kelsen), η υποχρέωση της συμμόρφωσής μας στην εντολή (διοικητική πράξη) του εφοριακού και όχι του ληστή ανάγεται σε ένα κανόνα δικαίου (νόμος), ο οποίος, με τη σειρά του, αντλεί το νομικό του χαρακτήρα από έναν ανώτερό του (Σύνταγμα), με κορυφή της πυραμίδας του δικαίου τη διάσημη επιστημολογική υπόθεση του θεμελιώδους κανόνα (Grundnorm). Ωστόσο, η συνεκτικότητα της εκ πρώτης όψης αρραγούς αυτής αλυσίδας δεν είναι άμοιρη αντιρρήσεων. Και αυτό γιατί στο έργο του Kέλσεν ανακύπτει μια τρομερή ένταση ανάμεσα στο νομικό χαρακτήρα της πρότασης και την ερμηνεία του νοήματός της. Ενώ λοιπόν ο maître του σύγχρονου νομικού θετικισμού υποστηρίζει ότι το στέρεο θεμέλιο της νομικότητας της πρότασης είναι μια πράξη γνώσης, στην οποία προβαίνει ο εξωτερικός παρατηρητής του συστήματος, δηλαδή ο νομικός, την ίδια στιγμή, σε ένα -μάλλον απροσδόκητο- τρισέλιδό του στο τέλος της “Καθαρής Θεωρίας του Δικαίου”, επισημαίνει ότι η ερμηνεία του γενικού κανόνα και η συναγωγή του μερικού από τα όργανα εφαρμογής του δικαίου είναι μια πράξη βούλησης[7]

Αυτό που δεν μας λέει ή καλύτερα δεν θα μπορούσε ποτέ να μας πει ο Κέλσεν, γιατί έτσι θα υπέσκαπτε παράλογα το λογικό του οικοδόμημα, είναι το κατά πόσο η ερμηνεία μιας πρότασης, του λόγου δηλαδή του κυρίαρχου που αποκαλούμε συμβατικά “Κράτος” ή “λαό” ή “έθνος”, δεν αφορά μόνο την κατανόηση και την εφαρμογή μιας απαγόρευσης/εξουσιοδότησης/άδειας μιας συμπεριφοράς, αλλά ταυτόχρονα και τον ίδιο το νομικό της χαρακτήρα, κατά πόσο δηλαδή η ερμηνεία προηγείται και του χαρακτηρισμού μιας πρότασης ως νομικής και κατά συνέπεια ως προστακτικής και δεσμευτικής για τα υποκείμενα του δικαίου. Η άλυτη -στον Kέλσεν τουλάχιστον- αυτή απορία εξηγεί εν μέρει, μαζί με την ισχυρή επιφύλαξή του απέναντι στις αόριστες έννοιες, γιατί ο ίδιος αποφεύγει ουσιαστικά να εξετάσει νομικά το ζήτημα της κυριαρχίας και επιλέγει να το μεταθέσει επιστημολογικά στη σφαίρα της πολιτικής φιλοσοφίας. Συνεπώς, εάν εγκλωβιστούμε στην κελσενική επικράτεια είναι μάλλον αδύνατο να κατανοήσουμε πως αντιλαμβάνονται την ένταξή τους στην έννομη τάξη τα ίδια τα υποκείμενα του δικαίου[8]. Η κελσενική οπτική παραμένει αθεράπευτα εξωτερική και όχι εσωτερική ως προς την κατανόηση του δικαίου.

Πέρα, λοιπόν, από τη συμπάθεια ή την αποστροφή μας για το νομικό θετικισμό, η ενασχόλησή μας με την ερμηνεία δεν εξαντλείται στο πως είναι ή πρέπει να είναι αλλά και -το σημαντικότερο, ίσως- στο τι είναι το δίκαιο, με αποτέλεσμα κάθε θεωρία ερμηνείας να αποτελεί, ουσιαστικά, μια μετά-νομική θεωρία. Η συμφωνία, για παράδειγμα, μιας διοικητικής πράξης με το νόμο, προϋποθέτει τόσο την υπαγωγή (qualification) των πραγματικών περιστατικών στη συγκεκριμένη πράξη ή την ανεύρεση του νοήματός της, όσο και τη σήμανση (signification) του νομικού χαρακτήρα και του περιεχομένου του ίδιου του γενικού νόμου που αποτελεί το δεσμευτικό πλαίσιο συμμόρφωσης της διοίκησης καταρχάς και του διοικούμενου στη συνέχεια. Αυτή η απόδοση μιας συγκεκριμένης σημασίας στο πράγμα είναι η ερμηνεία του[9].

Συνεπώς, για να επανέλθουμε στο διδακτικό παράδειγμα του εφοριακού και του ληστή, η αξιολόγηση της δήλωσής τους δεν μπορεί να περιοριστεί στην καθαρά λογική ανάλυση του συντακτικά και γραμματικά απαράλλακτου λόγου τους, αλλά πρέπει να συμπεριλάβει την πραγματολογική διάσταση της πράξης της εκφοράς της. Η σήμανση, δηλαδή, της εντολής δεν μπορεί να υπακούει αποκλειστικά στο αυστηρά ενδο-γλωσσικό κριτήριο της δήλωσης, καθώς αποδεικνύεται εξαιρετικά κρίσιμη για την κατανόηση και την ερμηνευτική της υποδοχή από τον άτυχο, σε κάθε περίπτωση, αποδέκτη της η θέση του εκφορέα της. Δύσκολα, όμως, και αυτή ακόμη μπορεί να προαχθεί σε ασφαλές κριτήριο της νομικοποίησης της εντολής του εφοριακού ή του ληστή, αφού ακόμη και αν προφέρεται, όπως στην περίπτωση του πρώτου, από θεσμικά αρμόδια χείλη θα πρέπει στη συνέχεια να χαρακτηρισθεί ως νομική πρόταση από τον αυθεντικό ερμηνευτή της συγκεκριμένης διαφοράς, δηλαδή το δικαστή, ο οποίος θα επωμιστεί το δύσκολο έργο της ερμηνείας όχι μόνον της πράξης του εφοριακού ή του ληστή, αλλά και του κανόνα στον οποίο αυτή θα πρέπει να υπαχθεί. Η επίμαχη φράση “πλήρωσέ με!”, η οποία αποδίδεται στον εκφορέα – δημιουργό μιας σχέσης εξουσίασης, αποτελεί το γλωσσικό ενέργημα που εκκινεί τη διαδικασία της ερμηνείας, την απαραίτητη αναφορά που γεννά ένα αισθητό “πράγμα”, ένα “έργο” που καταλογίζεται αναπόφευκτα στον εμπνευστή/δημιουργό του. 

Ο αναγκαίος, όμως, για την ταυτότητα του “έργου” καταλογισμός του στο “συγγραφέα” του δεν αρκεί, όπως φαίνεται, για την αποκρυστάλλωση του νοήματός του. Και τούτο γιατί, από τη στιγμή που προφέρονται, οι επιτελεστικές λέξεις εκτίθενται, δίχως άλλο, στην εκτίμηση του αποδέκτη τους, του εκάστοτε δηλαδή συνομιλητή του επίδοξου “κυρίαρχου”. Αυτή ακριβώς η διαδικασία της επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, το συγγραφέα και τον αναγνώστη της νόρμας, φανερώνει ότι η κυριαρχία δεν είναι δυνατό να αποσυνδεθεί από το προνόμιο της ερμηνείας. Στην πραγματικότητα, η εξουσία νοείται ως δύναμη της ερμηνείας. Αν τούτο όντως ισχύει, τότε τα όρια της ελευθερίας του ερμηνευτή προσδιορίζουν τελικά το πεδίο δράσης και την ταυτότητα του κυρίαρχου[10].

Ίσως γι'αυτό η ερμηνεία αντιμετωπιζόταν παραδοσιακά ως μια απειλή για την κυριαρχία. Η κεντρομόλος δύναμη της δεύτερης δεν συμπλέει αρμονικά με την κεντρόφυγη τάση της πρώτης[11]. Η επιμονή, λοιπόν, των νομικών στην καταλληλότερη ερμηνευτική μέθοδο, τόσο στο ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο δίκαιο, υπονοεί την ακαταμάχητη έλξη τους από τη μονοσημαντότητα της πρότασης. Οι δημοφιλείς μέθοδοι ερμηνείας (γραμματική, τελολογική, συστηματική) αποσκοπούν καταστατικά στην εξάλειψη της γλωσσικής αυθαιρεσίας και την ταύτιση του κειμένου με τον κανόνα δικαίου. Ωστόσο, είναι προφανές, σε πείσμα της νομικής αυτοαναφορικότητας, ότι μετά την περίφημη γλωσσική και την ερμηνευτική στροφή[12], η οποία προαναγγέλλεται στο καινοτόμο μήνυμα της κλασικής ερμηνευτικής των Ντίλταϋ (Dilthey) και Σλέιερμαχερ (Schleiermacher)[13], δύσκολα μπορεί κανείς να αγνοήσει την απόσταση που χωρίζει ριζικά το κείμενο από το συγγραφέα του.

Η συνταγματική θεωρία παραμένει, όμως, επιφυλακτική ως προς τα πορίσματα της φιλοσοφίας της γλώσσας και -κυρίως- της πραγματολογίας[14]. Ίσως γιατί στην πιο ριζική -έως και αντιδραστική- τους εκδοχή υπονομεύουν βάναυσα το ιερό θεμέλιο του σύγχρονου συνταγματισμού, την κατοχύρωση δηλαδή ενός αυτάρκους και αυθόρμητου, κατά τα πρότυπα του (ατομικού) νεωτερικού υποκειμένου, Κυρίαρχου, στον οποίο συστηματικά αποδίδονται οι εκφάνσεις της κυριαρχίας. Οι οπαδοί, καταρχάς, του (κλασικού) λογικού θετικισμού υπερασπίζονται την αυστηρά σημασιολογική τεκμηρίωση της ερμηνείας[15]. Η αλήθεια του κειμένου συνιστά την προ-ερμηνευτική επιλογή τους, με συνέπεια την αντί-ερμηνευτική επιμονή τους στην ιεραρχία των κανόνων και όχι των οργάνων. Αντιθέτως, η σύγχρονη ερμηνευτική υπερβαίνει τη φιλολογική προσήλωση στην εξήγηση του κειμένου και αναζητά την εξωκειμενική – ηθικοπολιτική κατανόησή του. Ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση, όπου συχνά οι νομικοί καταφεύγουν, έστω άρρητα, σε σύγχρονες ερμηνευτικές θεωρίες, όπως των Γκάνταμερ (Gadamer), Χάμπερμας (Habermas) και Ρικέρ (Ricoeur), η ελευθερία του ερμηνευτή υπόκειται σε μια σειρά από σημαντικές δεσμεύσεις (αυθεντία, συνεκτικότητα, ορθολογικότητα, ειλικρίνεια) με αποτέλεσμα την έμμεση ή και άμεση, όπως θα δούμε στη συνέχεια, παραδοχή ενός μεταφυσικού και μονολογικού κυρίαρχου, ενός προσώπου δηλαδή που υπάρχει πραγματικά στο κείμενο (§1).

Αυτή η μεταφυσική πίστη της πλήρους και αδιαμεσολάβητης παρουσίας διέπει σε μεγάλο βαθμό τη συνταγματολογική πρόσληψη της κυριαρχίας, με κύρια έκφανσή της την αναγνώριση του δεσμευτικού χαρακτήρα της βούλησης της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας, δηλαδή του “κυρίαρχου λαού”. Η άκριτη, όμως, αποδοχή μιας ενσαρκωμένης και αποκρυσταλλωμένης ταυτότητας του κυρίαρχου, στο όνομα του “λαού” ή του “έθνους”, δεν συνιστά, όπως θα δούμε στη συνέχεια, παρά τη θεολογική πεποίθηση σε ένα αυτοδύναμο και φανερωμένο ιστορικά υποκείμενο του λόγου. Από την άλλη, λίγοι είναι εκείνοι που επιχειρούν να κατασκευάσουν ένα εναλλακτικό μοντέλο κυριαρχίας, με άξονα την απόλυτη ελευθερία του ερμηνευτή του κανόνα. Η γαλλική “ρεαλιστική σχολή”, με κύριους εκπροσώπους της τους Μισέλ Τροπέρ (Μichel Troper) και Ολιβιέ Κελά (Olivier Cayla), υιοθετεί μια ριζική κριτική της έννοιας του κειμένου για να καταλήξει σε μια διαφορετική αντίληψη της κυριαρχίας[16]. Υπό το αιρετικό πρίσμα της ερμηνευτικής αυθαιρεσίας του αναγνώστη, υποστηρίζεται ότι η πράξη της κυριαρχίας ολοκληρώνεται σε δύο και όχι σε έναν χρόνο[17]. Και τούτο γιατί το υπο-κείμενο είναι μονάχα ένα -απαραίτητο για την εκκίνηση της διαδικασίας της ερμηνείας- σημείο αναφοράς κι επ'ουδενί ένας φορέας νοήματος. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στο κείμενο και τη νόρμα είναι αυτός που αποτυπώνει στο δίκαιο το οριστικό διαζύγιο ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη και προωθεί, τελικά, μια ριζοσπαστικά ερμηνευτική θεωρία της ταυτότητας του Κυρίαρχου. Επιγραμματικά, εάν για τους σύγχρονους θεωρητικούς της γλώσσας είναι σαφές ότι το “νόημα της λέξης είναι η χρήση της”, γι’ αυτή τη “σχολή”, η οποία ασπάζεται σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις του νομικού ρεαλισμού[18], το νόημα του “Συντάγματος είναι η εφαρμογή του”. Η ερμηνευτική πρόσληψη της κυριαρχίας καταλήγει μοιραία στην απόλυτη ματαιότητα της αναζήτησης ενός πραγματικού κυρίαρχου, όπως ο “λαός” ή το “έθνος”. Αντιθέτως, αυτός τελεί συνεχώς υπό διαμόρφωση κι επικαιροποίηση από εκείνους που αναλαμβάνουν να μιλήσουν στο “όνομά” του, τους αυθεντικούς δηλαδή ερμηνευτές του. H πραγματική έλευση, λοιπόν, του κυρίαρχου αναβάλλεται εις το διηνεκές[19](§2).
 
1. Ο ερμηνευτικός μονολογισμός
 
Οι δύσπιστοι “αντιμοντέρνοι”[20] επικεντρώνουν τη θυελλώδη κριτική τους στη νεωτερική ανακάλυψη της κυριαρχίας του υποκειμένου. Η “μεταφυσική αφέλεια” του Καρτέσιου (Descartes), του Χομπς (Hobbes), του Ρουσσώ (Rousseau) και του Καντ (Kant) εξηγεί τη μονολογική αντίληψη όχι μόνο του ατόμου αλλά και του συλλογικού υποκειμένου, όπως π.χ. της γενικής βούλησης στον Ρουσσώ[21]. Έτσι, η νεωτερικότητα, με αφετηρία τη θεολογική αντίληψη περί απόλυτης κυριαρχίας ενός Δημιουργού που συνομιλεί αποκλειστικά με τον εαυτό του, εντός ενός περίκλειστου και μοναδικού σύμπαντος, γεννά ένα θεϊκών δυνατοτήτων ον, τον άνθρωπο, που χαρακτηρίζεται από την απόλυτη διαφάνεια και αυθυπαρξία της υποκειμενικότητάς του. Καμία αμφιβολία ως προς το λόγο του, αλλά ταυτόχρονα και καμία αναστολή της βούλησής του, δεν μπορεί να αποτρέψει την εμφάνιση και τη ξεδίπλωση του εγωϊστικού και αυτοαναφορικού αυτού υποκειμένου. Το νεωτερικό υποκείμενο δεν χρήζει τελικά καμίας αμφιβολίας και κατά συνέπεια ερμηνείας.

Η “μοναδολογική” αντίληψη περί του νεωτερικού υποκειμένου, η οποία, ωστόσο, μάλλον παραγνωρίζει αφελώς τις βασικές ανθρωπολογικές και πολιτικές σταθερές της νεωτερικότητας, δηλαδή την απαισιοδοξία και τη διαμεσολάβηση/αντιπροσώπευση[22], αιχμαλωτίζει το βλέμμα των περισσότερων από μας στη μοντέρνα κυριαρχία. Η ανασύσταση, λοιπόν, της “καλής” κυριαρχίας, η οποία ενέχει τηνευθύνη και τη λογοδοσία, προϋποθέτει την εγκατάλειψη της υποκειμενιστικής και αυτοαναφορικής εσωστρέφειας των μοντέρνων για χάρη της διαλογικής εξωστρέφειας των σύγχρονων. Για να επιτευχθεί αυτό, τα διάφορα φιλοσοφικά προγράμματα εστιάζουν στην επεξεργασία και τη ριζική επαναδιατύπωση του (νεωτερικού) Λόγου του Κυρίαρχου[23]. Σε αυτήν την κατεύθυνση προσανατολίζεται και η σύγχρονη ερμηνευτική θεωρία, η οποία αναδεικνύει τις ιστορικές και όχι μόνο προκείμενες του Λόγου και κατά συνέπεια τη διαμεσολαβημένη έως και προσδιορισμένη/καθορισμένη από τις εξωτερικές συνισταμένες -κάθε προσώπου- βούληση του κυρίαρχου. Η τελευταία δεν είναι διόλου αυτάρκης ή αυθύπαρκτη, αλλά εμφανίζεται να ενσωματώνει αναπόφευκτα την ετερότητα ως θεμελιακό στοιχείο της ταυτότητάς της. Το υποκείμενο, δηλαδή, που αποκαλείται κυρίαρχος δεν συνιστά μια αυτοτελή μονάδα εκφοράς λόγου αλλά την ευμετάβλητη ύπαρξη μιας σειράς προηγούμενων, παρελθοντικών και παροντικών, εμπειριών, αρχών, γεγονότων και κανόνων, όπως για παράδειγμα -ή μάλλον κατεξοχήν- η γλώσσα, που συντελούν στην ανίχνευση του νοήματος της βούλησής του. To cogito δεν θέτει τον εαυτό του αλλά είναι -τεθειμένο- μέσα στο είναι[24]

Αυτή η θέση δεν λειτουργεί μονάχα ως μια εξηγητική αρχή που καθιστά δυνατή την κατανόηση του υποκειμένου. Ταυτόχρονα, προωθεί το στοίχημα της αυθεντικής ερμηνείας του και της επαλήθευσης του λόγου του. Πιο απλά, κάθε φορά που το -οποιοδήποτε- υποκείμενο μιλά, η ερμηνευτική προσέγγιση του λόγου του εμπερικλείει την αντιπαραβολή αυτού που λέει με εκείνο που -κατά τη γνώμη του εκάστοτε ερμηνευτή- θα ήθελε πραγματικά να πει. Αντιλαμβανόμαστε, από τα παραπάνω, τη φοβερή δύναμη που η ερμηνευτική μπορεί να αναγνωρίσει στον ερμηνευτή, με συνέπεια να επαπειλείται η πλήρης υποκατάσταση του τελευταίου στο ζηλευτό αξίωμα του πραγματικού κυρίαρχου. Γι'αυτό, ίσως, στις δημοφιλέστερες ερμηνευτικές θεωρίες, στις οποίες θα αφιερώσουμε τις παρακάτω -σύντομες- αναλύσεις (Γκάνταμερ, Ρικέρ, Χάμπερμας), τα κριτήρια ή καλύτερα τα όρια που διαφεντεύουν την πράξη της ερμηνείας αποσκοπούν ακριβώς στο να διαφυλάξουν την αυτονομία του συγγραφέα του κειμένου έναντι του βουλιμικού αναγνώστη του.

Αξίζει, προκαταβολικά, να σημειωθεί ότι παρόλο που το ζήτημα της ερμηνείας ουδέποτε έπαψε να απασχολεί τη φιλοσοφική σκέψη, η γέννηση της ερμηνευτικής σηματοδοτεί μια σπουδαία αλλαγή παραδείγματος. Η έμφαση στην πράξη της κατανόησης σε αντιδιαστολή με την εξήγηση, μαζί με την αναγωγή στη θεμελιώδη για το υποκείμενο σημασία της ιστορικότητας και της κοσμικότητας επιχειρούν να αποκαθηλώσουν τη φιλοσοφία της συνείδησης. Η εισαγωγή στην κατανόηση του κειμένου ψυχολογικών και ιστορικών παραμέτρων, με άλλα λόγια εξωκειμενικών πραγματολογικών στοιχείων, υπονομεύει την καθαρότητα και προωθεί το δεδομένο βαθμό αυθαιρεσίας που υποβόσκει στην ερμηνεία. Αν και η κλασική σχολή της ερμηνευτικής του 19ου αιώνα παραμένει προσανατολισμένη στην εξεύρεση του αντικειμενικού νοήματος του κειμένου, μέσω της χρήσης βέβαια των νέων και καταλληλότερων εργαλείων κατανόησής του, είναι προφανές ότι ανοίγει το δρόμο, σαν πιονιέρος, στις μετέπειτα λιγότερο ή περισσότερο ριζικές θεωρίες περί ερμηνείας[25]. Έτσι, στη φιλοσοφία της γλώσσας του 20ού αιώνα και στην ύστερή της φιλοσοφία της επικοινωνίας, η προβληματική της κατανόησης και της επιτελεστικής εκφοράς των γλωσσικών ενεργημάτων αντιμάχεται διαρκώς τη φαινομενολογική εξήγηση, περιγραφή και θεμελίωσή τους. Για μια ακόμη φορά, το σπουδαίο φιλοσοφικό δίπολο της βούλησης και του λόγου συνιστά τον αξεπέραστο επιστημολογικό ορίζοντα της σχετικής προβληματικής.Όπως, όμως, ήδη προαναγγείλαμε, η διαμάχη για την ερμηνεία οδηγεί στη διατύπωση μιας θεωρίας περί κυριαρχίας. Η αποσαφήνιση των ορίων του αναγνώστη προδιαγράφει την ελευθερία του συγγραφέα. Στις δημοφιλέστερες ερμηνευτικές θεωρίες, διακρίνεται η προστασία του κειμένου από την ερμηνευτική αυθαιρεσία και η υποδόρια πίστη στο πραγματικό νόημα της γραπτής αποτύπωσης της βούλησης του δημιουργού και όχι στο υποθετικό ή φτιαχτό πόρισμα εκείνης του αναγνώστη. Για να το πούμε διαφορετικά, στους πατέρες της σύγχρονης ερμηνευτικής, όπως ο Γκάνταμερ και ο Ρικέρ, το κείμενο δεν στερείται μιας κυρίαρχης και στεντόρειας φωνής που το ζωντανεύει και δεσμεύει ανεπιστρεπτί τους ακροατές της. 

Στον πρώτο, μαθητή του Χάιντεγγερ (Heidegger), o ευγενής αυτός ρόλος αποδίδεται στην αυθεντία και την παράδοση (Ι) ενώ στο δεύτερο το ίδιο το κείμενο μεταμορφώνεται τελικά σε ένα αύταρκες πρόσωπο (ΙΙ). Έτσι το εγχείρημα της κριτικής στάσης έναντι του νεωτερικού Λόγου, μέσω της υπαγωγής του στην αμφισβήτηση της βούλησης, του συναισθήματος και, γενικά, των ιστορικών, ψυχολογικών και υπαρκτικών παραγόντων διαμόρφωσής του, καταλήγει σε μια παράδοξη επανεπιβεβαίωση του μονολογισμού, αυτού δηλαδή που εξαρχής έχει θέσει ως προνομιακό του στόχο.Και τούτο γιατί ενώ εκκινεί καταστατικά από την υποψία έναντι του λόγου καταλήγει στην επιλεκτική αποθέωσή του. Στην ίδια θεμελιώδη αντίφαση, φαίνεται να υποπίπτει και η διαλογική θεωρία της επικοινωνίας του Χάμπερμας (ΙΙΙ).
 
Ι. Η κυρίαρχη παράδοση
 
Ο αφηρημένος και καθολικός λόγος της νεωτερικότητας συνιστά το νέο θεμέλιο της κυριαρχίας. Η αναγωγή των αποφάσεων του Κυρίαρχου σε μια δικαιολογητική και -κυρίως- ορθή βάση συμβάλλει καταστατικά στην κανονοκρατία και την υπέρβαση της αυθαιρεσίας του ισχυρού. Ως ανεξάλειπτο λοιπόν στοιχείο της υποκειμενικότητας των μοντέρνων αναγνωρίζεται η έλλογη ικανότητα, η δυνατότητα της απελευθέρωσης από τα ανορθολογικά στοιχεία του μεσαιωνικού ή και του αρχαίου κόσμου, όπως η θρησκεία και η Φύση. Η καθυπόταξη του κατεξοχήν δυναμικού κι εν πολλοίς ανερμήνευτου παράγοντα της Φύσης ή ακόμη και του μεταφυσικού όντος που ακούει στο όνομα Θεός και η “έξοδος” από τη θρησκεία, η περίφημη δηλαδή “απομάγευση” κατά τον Μαρσέλ Γκωσέ (Marcel Gauchet) του κόσμου[26], προϋποθέτει την αποσύνδεση του δικαίου -και όχι μόνο- από την αυθαίρετη βούληση γενικότερα και ειδικότερα από κάθε λογής κοινοτισμούς, ιδιαιτερότητες, προκαταλήψεις και προκατανοήσεις[27]. Πάνω απ'όλα το διαφωτιστικό πρόταγμα δίνει τη μάχη κατά της προνεωτερικής άλογης πίστης ούτως ώστε το δίκαιο και η πολιτική να στερεωθούν σε έλλογες βεβαιότητες και σε αντικειμενικές διαπιστώσεις.

Η φαινομενολογική-ερμηνευτική, όμως, στροφή του Μάρτιν Χάιντεγγερ, επιτίθεται μετωπικά στο νεωτερικό λόγο και αποκαλύπτει την περατότητά του. Το υποκείμενο είναι στρεβλό γιατί ο λόγος του δεν έχει ως πηγή το ίδιο, όπως αφελώς νόμισαν οι μοντέρνοι, αλλά την ιστορική του ύπαρξη. Η έλξη της φιλοσοφίας, από τον Πλάτωνα κι έπειτα, από τη μεταφυσική του υποκειμένου επέφερε τη μοιραία για τον άνθρωπο λήθη του είναι και αναπόφευκτα τη γνωστική, επιστημολογική και τελικά φιλοσοφική αδυναμία προσέγγισης της α-λήθειας[28]. Έτσι, μοιάζει πλέον επιτακτική, η οριστική εγκατάλειψη τηςκαρτεσιανής βεβαιότητας της συνείδησης και η είσοδος στην εξαιρετικά αβέβαιη αλλά και πολλά υποσχόμενη εποχή της ερμηνευτικής και κριτικής υποψίας, η οποία ήδη εντοπίζεται, σύμφωνα με κάποιους μελετητές του Καντ, στην τρίτη Κριτική[29]. Για τον Χάιντεγγερ, τα δεσμά του υποκειμενισμού μας καθιστούν δυστυχώς ανίκανους να συλλάβουμε και να κατανοήσουμε το Dasein, το οποίο αποτελεί μέρος της εξελισσόμενης και απρόβλεπτης κοσμοϊστορίας. Πιο απλά, σε ό,τι βρίσκεται εγγύτερα στο θέμα μας- καθώς ανούσιο θα ήταν να παραθέσουμε εδώ τις γενικές γραμμές μια τόσο σύνθετης φιλοσοφικής σκέψης-, η χαιντεγγεριανή ανάδειξη της χρονικότητας και της κοσμικότητας ως συγκροτητικών στοιχείων της υποκειμενικότητας ή ακριβέστερα του εξω-υποκειμενικού Dasein αποδομεί επαναστατικά την ιδέα της αυτονομίας του υποκειμένου · το τελευταίο είναι πάντα και εκ των προτέρων “ριγμένο στον κόσμο” και η κατανόησή του ανατρέχει σε μια ιστορική και χρονική διάστασή του.

Τόσο στο έργο του Χάιντεγγερ, όσο και σε εκείνο του επιφανούς μαθητή του Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ, η γλώσσα προσδιορίζει τη θέση του ατόμου στον κόσμο. Ο ίδιος ο κόσμος γίνεται αντιληπτός πρωτίστως ως ένα κείμενο[30]. Για τον Γκάνταμερ, η κατανόηση του κειμένου αυτού δεν μπορεί να απαλλαγεί από τις προκαταλήψεις και τις προκατανοήσεις της εκάστοτε ιστορικής εποχής. Αντιθέτως, συνίσταται σε ένα αμάλγαμα παρελθόντος και παρόντος ή αλλιώς σε μια κάθε φόρα διαφορετική και δυναμική σύντηξη των οριζόντων του νοήματος και των βιοτικών εμπειριών των ανθρώπων. Στην πράξη της εφαρμογής, η οποία ολοκληρώνει την κατανόηση, είναι προφανές ότι σημαντικό ρόλο κατέχει η βούληση. Ο βολονταρισμός, όμως, αυτός, υποκύπτει τελικά στην επιστημολογική και γνωσιολογική επιταγή της αλήθειας. Και τούτο γιατί ο Γερμανός φιλόσοφος επιμένει στην ύπαρξη αληθών προκαταλήψεων ή προκατανοήσεων που είναι σε θέση να καθοδηγήσουν την ερμηνεία και να τη θωρακίσουν από κάθε λογής αυθαιρεσίες[31]. To κείμενο της φύσης, όπως και κάθε κείμενο, μπορεί να αποκρυπτογραφηθεί σωστά και αντικειμενικά. Το νόημά του δηλαδή προάγεται σε αντικείμενο γνώσης και όχι υπόθεσης. Στην πραγματικότητα, η έγκυρη ανάδειξη των αληθών προκατανοήσεων υπονοεί την αναγνώριση ενός κυρίαρχου υποκειμένου, του οποίου το λόγο αναλαμβάνει να εκφωνήσει, εν είδει πιστής ηχογράφησης, στον εμπειρικό κόσμο, ο ερμηνευτής: πρόκειται για την αυθεντία της παράδοσης. Ανάμεσα ή μάλλον πίσω από τις γραμμές του κειμένου μιλά -και πάλι- σαν σοφό και αλάνθαστο πρόσωπο η ιστορική συνείδηση[32]. Για να το πούμε διαφορετικά, η ορθή ερμηνεία ταυτίζεται άρρητα με την ιστορική αλήθεια της κάθε εποχής. Και μπορεί η συγγένεια του ιστορικού ρεαλισμού με το σχετικισμό να αφήνει ανοιχτά τα περιθώρια στην ελευθερία του ερμηνευτή, αλλά η σύλληψη της αυθεντικής προκατάληψης δύσκολα συμβαδίζει με μια μοντέρνα αντίληψη περί κυριαρχίας γιατί αφενός κείται εκτός σύμβασης και συναίνεσης και αφετέρου απορρίπτει εκ των προτέρων τις ρήξεις με την ίδια την παράδοση[33]. Κατά συνέπεια, αποδυναμώνονται σημαντικά αμφότερες η διαλογική διάσταση της κυριαρχίας και η ανάγκη της δημοκρατικής νομιμοποίησης των βουλητικών ενεργημάτων της αυθεντίας. Η αναγωγή του νοήματος στην αυθεντία ή την παράδοση αντιβαίνει στη βασική προκατανόηση της νεωτερικότητας, την έλλειψη δηλαδή οποιασδήποτε προκατανόησης. Η γκανταμεριανή κριτική της αφηρημένης raison των μοντέρνων καταλήγει στην κατοχύρωση μιας μορφής κοινοτισμού, ενώ την ίδια στιγμή υποτιμά ή παρανοεί, όπως αυτό διαφαίνεται στο σχετικό διάλογο ανάμεσα στον Γκάνταμερ και τον Χάμπερμας, το ρόλο που διαδραματίζει η παράδοση, ως ιδεολογία, στη διαμόρφωση της συμφωνίας που προϋποθέτει η ανεύρεση του νοήματος[34].

 
ΙΙ. Το αυτόνομο κείμενο
 
Στην ερμηνευτική του Πωλ Ρικέρ, η κεντρική για τον συγγραφέα έννοια της μεταφοράς καθώς και η θεμελιώδης διαφορά ανάμεσα στον προφορικό και τον γραπτό λόγο ανοίγουν το κρίσιμο ζήτημα της ερμηνευτικής ελευθερίας. Κρίσιμη όμως για την κατανόηση όχι μόνο της ερμηνείας αλλά και της ίδιας της ταυτότητας του υποκειμένου είναι η επιμονή του Ρικέρ στην αφηγηματική της διάσταση. Η προσωπική ταυτότητα, η οποία όπως είδαμε στην ερμηνευτική παράδοση υπόκειται στη χρονικότητα και την ιστορικότητα, αναλύεται στον Ρικέρ σε ταυτότητα-idem και ταυτότητα-ipse. Η πρώτη αναφέρεται στο «ταυτόν» (mêmeté) του ατόμου, δηλαδή τη δυνατότητα του να εμφανίζεται ως “ίδιος”, με την έννοια της μονιμότητας μέσα στο χρόνο, και η δεύτερη στη συνεχώς εξελισσόμενη εαυτότητά (ipseité) του, τις ασταμάτητες μεταβολές της προσωπικότητάς του, τις πράξεις δηλαδή που τον καθορίζουν ως μια αφηγηματική περσόνα. Κι είναι προφανές ότι η εαυτότητα περικλείει την ετερότητα, την επαφή και αναγνώριση από τους άλλους, ούτως ώστε -κάθε φόρα που δρα- το υποκείμενο να εμφανίζεται ο “ίδιος” του ο εαυτός ως “άλλος”[35]. Συνεπώς, εάν ακολουθήσουμε πιστά τη θεωρία του Ρικέρ για την προσωπική ταυτότητα είναι αδύνατον να καταλήξουμε σε μια αποκρυσταλλωμένη ταυτότητα του υποκειμένου. Αντιθέτως, αυτή εκτυλίσσεται, όπως και το δίκαιο στον Ντουόρκιν (Dworkin), σαναλυσιδωτό μυθιστόρημα (chain novel). Κοντολογίς, η ρικεριανή κριτική στο “θραυσμένο cogito” της νεωτερικότητας δηλώνει ανοιχτά ότι η κυριαρχία ανακύπτει ως διαλογική ετερότητα και όχι ως μια μεταφυσικά αφελής μονολογική ταυτότητα.

Ανατρέχοντας, όμως, από την άλλη, στη θεωρία περί ερμηνείας του ίδιου συγγραφέα, διαπιστώνει κανείς την έλξη του από τον αντικειμενισμό και την αγωνία της ανάδειξης της καλύτερης απάντησης. Η ανάγνωση δηλαδή του κειμένου και η ερμηνεία του, την οποία ο Ρικέρ γλαφυρά περιγράφει ως μια «άσκηση υποψίας»[36], στοχεύει στην καρδιά του κειμένου, εκεί που περιμένει, σε κατάσταση ύπνωσης, την ανακάλυψή του το περίφημο “πράγμα” ή ο “κόσμος του κειμένου”[37]. Ο τελευταίος δεν ταυτίζεται με τη βούληση του συγγραφέα ή με εκείνην του ερμηνευτή του. Πρόκειται, αντιθέτως, για τη μεταμόρφωση του ίδιου του κειμένου σε ένα αυτόνομο πρόσωπο που επενεργεί δραστικά πάνω στο συνομιλητή του. Το πράγμα, για παράδειγμα, του Συντάγματος περιμένει το δικαστή να το εντοπίσει και το φέρει στην επιφάνεια. Πίσω από τις γραμμές του Συντάγματος κρύβεται, όπως και στη σημαντική για το δίκαιο θεωρία του Ντουόρκιν, το καλύτερο «νόημα» που μπορεί να βρεθεί στο κείμενο[38]. Παρόλο που ο Ρικέρ αναδεικνύει διεξοδικά την ερμηνευτική ένταση ανάμεσα στο «νεκρό γράμμα» και τη «ζωντανή φωνή» του κειμένου, δεν προσχωρεί στο ριζικό σχετικισμό ή τον άκρατο υποκειμενισμό. Σε κάθε κείμενο, ο αναγνώστης επιφορτίζεται με τον υψηλό ρόλο της αναπαράστασης του απόντος πνεύματος του συγγραφέα. Σε κάθε ανάγνωση, επιτελείται η καθοριστική για την ερμηνευτική πράξη τηςεκτέλεσης, η οποία στην πραγματικότητα συνίσταται στην υποκατάσταση του ερμηνευτή στη θέση του συγγραφέα. Αυτή η εκτέλεση, σύμφωνα με τον Ρικέρ, δεν (πρέπει) να είναι διόλου αυθαίρετη. Αντιθέτως, δεν μπορεί να αγνοήσει ότι κάθε κείμενο είναι έτοιμο να μας παραδώσει το πράγμα του, το βαθύτερο και αληθινό νόημά του. 

Ο Ρικέρ δεν μένει αιχμάλωτος του ιστορικισμού ή του κειμενισμού (textualism), αλλά ενός ιδιαίτερου περσοναλισμού καθώς αντιλαμβάνεται το κείμενο ως ένα πρόσωπο που υποστασιοποιείται μέσα από τον αναγνώστη, δίχως όμως να ταυτίζεται με αυτόν. Στο θολό αυτό πρόσωπο μπορεί λοιπόν κανείς να εντοπίσει τον κυρίαρχο. Έτσι και η θεωρία του Ρικέρ μοιάζει να μην ξεφεύγει από το μονολογισμό αφού το πράγμα του κειμένου υπάρχει πέρα από το βλέμμα του ερμηνευτή κι επενεργεί από μόνο του[39]. Σε συνέχεια των παραπάνω, ο Ζεράρ Τιμσίτ (Gérard Timsit) υπογραμμίζει ότι αυτό που (πρέπει να) μιλά μέσα από το κείμενο και (να) δεσμεύει τον ερμηνευτή, ανεξάρτητα από τις δικές του προθέσεις ή του ίδιου του συγγραφέα, είναι η (επικαιροποιημένη) φωνή της κοινωνίας[40].
 
ΙΙΙ. Η διαλογική (;) επικοινωνία
 
Την ερμηνευτική επανάσταση μοιάζει να ακολουθεί, ως τελευταία αλλαγή παραδείγματος, η φιλοσοφική έρευνα πάνω στην έννοια της επικοινωνίας. Στο έργο των Καρλ-Όττο Άπελ (Karl-Otto Apel) και Γιούργκεν Χάμπερμας διαφαίνεται η φιλοδοξία της διάσωσης του «ύστατου Λόγου», σύμφωνα με τον εύστοχο όρο του Μάνφρεντ Φρανκ (Manfred Franck)[41]. Και αυτός είναι σαφές ότι δεν μπορεί να ανήκειαποκλειστικάαυτοαναφορικά και αυτοκαταστροφικά στο υποκείμενο, αλλά να το εμπεριέχει και να τουπερβαίνει. Μόνον έτσι, με την κατασκευή της διυποκειμενικής υπόστασης του λόγου και την αναγωγή του στον ορθό λόγο είναι εφικτή η μετάβαση από την αυτονομία-ανεξαρτησία των μοντέρνων στηναυτονομία-ευθύνη των σύγχρονων. Διαχωρίζοντας τη θέση του από τον Apel και την υπερβατολογική θεμελίωση του λόγου, ο Χάμπερμας επιχειρεί μια -ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και για το δίκαιο[42]– αναγωγή της κανονιστικότητας στην ιδανική συνομιλιακή ή επικοινωνιακή κατάσταση. Η πρότασή του εμφανίζεται καταρχήν πραγματιστική και συγκεκριμένη, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με το αφαιρετικό κοινωνικό συμβόλαιο του Τζων Ρωλς (John Rawls)[43]. Παράλληλα, υπερασπίζεται μια κριτική, έλλογη και καθολική θεμελίωση των αποφάσεων ή καλύτερα των κρίσεων που δεν συμβαδίζει με τις -συντηρητικές- επιλογές του Γκάνταμερ[44]. Ο ορθολογιστής Χάμπερμας δεν ανατρέχει στην αυθεντία ή την προκατάληψη αλλά στον επικοινωνιακό λόγο για να νομιμοποιήσει ή για την ακρίβεια να καταργήσειτην κυριαρχία.

H ηθική του διαλόγου συνιστά μια δικαιοπολιτική πρόταση, η οποία εδράζεται σε μια μάλλον ανθρωπολογικής τάξεως παραδοχή: την ικανότητα του ανθρώπου να ακολουθεί, θεωρητικά και πρακτικά, τον ορθό λόγο, να αυτο-συνειδητοποιείται και να επικοινωνεί ειλικρινά και ανιδιοτελώς με τον πλησίον του. Το χαμπερσμασιανό υποκείμενο διακατέχεται από ηθικά συναισθήματα[45], τα οποία καλούνται να καθορίσουν και τη διαλογική του συμπεριφορά. Διαπιστώνει κανείς, λοιπόν, το πρώτο παράδοξο της χαμπερμασιανής θεωρίας: ενώ αυτή τοποθετείται στο κριτικό ρεύμα (ερμηνευτική, φαινομενολογία, σχολή της Φρανκφούρτης) υιοθετεί τελικά μια αντίληψη περί αυτόνομου και γνωστικά ικανού υποκειμένου που η ίδια έχει προηγουμένως καταλογίσει ως αφελή και μονολογική στην καρτεσιανή νεωτερικότητα[46]. Παρότι, δηλαδή, το φιλοσοφικό πλαίσιο της θεωρίας εγγράφεται σε μια υποψιασμένη αντίληψη του υποκειμένου, με αιχμή την «έλλειψη» του λόγου του, η χαμπερμασιανή συνομιλιακή κατάσταση ανατρέχει σε ένα τέλειο, αγγελικό ή υπεράνθρωπο, υποκείμενο, το οποίο απαλλάσσεται μεταφυσικά από όλες τις βλαβερές ιδιότητες του λόγου (κακοβουλία, ίδιον όφελος, πλάνη κ.λπ.) ώστε να λάβει μέρος στην ιδανική επικοινωνιακή-πολιτική κοινότητα του Γερμανού φιλοσόφου, εκεί που οι κανόνες, νομικοί, ηθικοί και πολιτικοί, δεν συνιστούν προϊόν βίας ή συσχετισμού δυνάμεων ή αυθεντίας, καθώς προκύπτουν από την ισότιμη κι έντιμη διαβούλευση μεταξύ των ορθολογικών συνομιλητών. Πιο συγκεκριμένα, το θεμέλιο της χαμπερμασιανής συζήτησης δεν είναι άλλο από τονεπικοινωνιακό λόγο, αυτόν που εγγυάται, σαν άλλος θεμελιώδης κανόνας, τη διεξαγωγή του διαλόγου. Επιπρόσθετα, οι ειλικρινείς, συνειδητοποιημένοι, σοβαροί και ορθολογικοί συνομιλητές είναι εξορισμού προσανατολισμένοι στη συμφωνία[47]. Αυτομάτως, όμως, εύλογα αναρωτιέται κανείς αφενός ποιος προσδιορίζει τις αόριστες έννοιες του ορθού λόγου ή ελέγχει τη σοβαρότητα των συνομιλητών και αφετέρου αν είναι εφικτή και υπό ποιους όρους η έκφραση της διαφωνίας σε ένα διάλογο που αποσκοπεί εκ των προτέρων στη συναίνεση μεταξύ των συμμετεχόντων. Ο καθορισμός των κριτηρίων ένταξης στην κοινότητα του διαλόγου δεν μπορεί παρά να ανήκει σε τελευταίο βαθμό στον ίδιο τον Χάμπερμας ή στο χαμπερμασιανό φιλόσοφο, σε εκείνον δηλαδή που τα θέτει στην κοινότητα.

Εκτός αυτών των σχετικών με την ελευθερία του υποκειμένου αμφιλεγόμενων σημείων, η θεωρία του Χάμπερμας φαντάζει εντελώς παράδοξη όταν εξετάζει την έννοια της κυριαρχίας. Και τούτο γιατί οι βασικές αρχές της διεξαγωγής του διαλόγου αποδεικνύονται εμφανώς ασύμβατες με τη μοντέρνα αντίληψη της τελευταίας, η οποία διαπνέει και το δημόσιο δίκαιο. Η διυποκειμενική παραγωγή του κανόνα προϋποθέτει ρητά την απουσία οιουδήποτε εξαναγκασμού. Για να το πούμε διαφορετικά, στη χαμπερμασιανή κοινότητα απουσιάζει παντελώς ο κυρίαρχος, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, αφού κανείς δεν φαίνεται να διαθέτει το προνόμιο να υποχρεώνει, σε ύστατο βαθμό, τους άλλους. Εάν η συμφωνία αποτελεί την κατάληξη μιας ελεύθερης και ισότιμης διαβούλευσης, στην οποία, πρέπει να το σημειώσουμε, δεν έχουν εξορισμού θέση οι κακές προθέσεις και οι ανορθολογικές βουλήσεις, είναι προφανές ότι στο σχήμα δεν είναι απαραίτητος ο εγγυητής της. Κοντολογίς, κανείς δεν αναλαμβάνει το ύπατο αξίωμα να κλείσει κυριαρχικά το διάλογο. Η απουσία του ισχυρού διαμεσολαβητή που απολαμβάνει την «εξουσία της τελευταίας λέξης» επί οποιουδήποτε θέματος, όπως ο κυρίαρχος στο νεωτερικό δίκαιο που ονομάζεται «Κράτος» ή «λαός» ή για την ακρίβεια τα όργανά του, υπονοεί την α-νομική τελικά διάσταση της χαμπερμασιανής θεωρίας ή την κατασκευή μιας εναλλακτικής σε σχέση με τη νεωτερικότητα αντίληψης του δικαίου. Η υποκατάσταση της διαλογικής διυποκειμενικότητας στη μονολογική υποκειμενικότητα φαίνεται εκ πρώτης όψεως να ανταποκρίνεται στο αίτημα τουεξορθολογισμού και της λογοδοσίας της κυριαρχίας. Δύσκολα, όμως, μπορεί κανείς να αγνοήσει τον ιδεαλιστικό έως και μεταφυσικό χαρακτήρα μιας θεωρίας που απομονώνει τον λόγο από την ισχύ και τη δύναμη του ομιλητή. Και τούτο γιατί η θεωρία του Χάμπερμας αφαιρεί από τα γλωσσικά ενεργήματα των συνομιλητών της φανταστικής κοινότητάς του την επιτελεστικότητά τους. Από τη στιγμή που τα υποκείμενα διαλέγονται δίχως να έχουν σκοπό να επιβάλουν τις απόψεις τους ή να προκαλέσουν μια συναισθηματική κατάσταση στον αποδέκτη τους, είναι σαφές ότι ο λόγος τους δεν επενεργεί, δεν απευθύνεται δηλαδή σε κάποιον άλλο παρά μόνο, παραδόξως, στον ίδιο τους τον εαυτό. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Χάμπερμας, τα γλωσσικά ενεργήματα των μελών του διαλόγου του δεν είναι περιλεκτικά, δεν προκαλούν δηλαδή μια ενδιάθετη κατάσταση στο συνομιλητή τους[48]. Μόνον έτσι μπορεί να διασφαλιστεί ότι είναι «αδιάβροχα» στις κακές προθέσεις ή στην κακοβουλία των εκφορέων τους. Ταυτόχρονα, όμως, αναπόφευκτα, καθίστανται και επικοινωνιακά «κολοβά» διότι στερούνται την αιχμή τους, αυτή ακριβώς που κατορθώνει να διεισδύσει στο forum internum του αποδέκτη τους.

Ακόμη, όμως, και αν παρακάμψουμε τις εύλογες θεωρητικές αντιρρήσεις για την επιτελεστικότητα των χαμπερμασιανών γλωσσικών ενεργημάτων και δεχθούμε τη διαλογική φύση της χαμπερμασιανής διαβούλευσης, η διυποκειμενική δομή της παραγωγής των ηθικοπολιτικών κανόνων, η οποία στον κόσμο του δικαίου και της πολιτικής μεταγράφεται σε μια μορφή διαβουλευτικής δημοκρατίας, υπονοεί τελικά την πλήρη υποβάθμιση του δικαίου, ως κανονιστικού φαινομένου, και την άκριτη εμπιστοσύνη στην (επικοινωνιακή) ηθική. Η απουσία κεντρικής διαμεσολάβησης ή εγγύησης του διαλόγου, πέρα από την ηθική δέσμευση των «παικτών» στις αρχές που πηγάζουν από τον επικοινωνιακό λόγο, ισοδυναμεί με την επιστροφή σε μια φυσική κατάσταση συνομιλίας, πριν δηλαδή από τη συμβολαιική εγκαθίδρυση του κυρίαρχου και το πέρασμα στο κοινωνικό πλαίσιο. Είναι, ωστόσο, σαφές ότι σε αυτό το πλαίσιο, σύμφωνα π.χ. με τον Χομπς και τον Ρουσσώ, η απευθείας σχέση μεταξύ των ατόμων είτε οδηγεί αναπόφευκτα στον γενικευμένο πόλεμο είτε είναι απλώς αδύνατη. Σε αυτά ακριβώς τα δύο ενδεχόμενα, μοιάζει να παραπέμπει η χαμπερμασιανή θεωρία, εάν ωθήσουμε, βέβαια, τα επιχειρήματά της στα άκρα. Η διεξαγωγή ενός διαλόγου δίχως τη δεσμευτική παρουσία του νόμιμου εγγυητή του συνεπάγεται την ισχυρή πιθανότητα του χομπσιανού πολέμου όλων εναντίων όλων και την ανάδειξη τελικά ενός de facto κυρίαρχου. Ο μονολογικός χαρακτήρας, από την άλλη, των γλωσσικών ενεργημάτων των συνομιλητών μοιάζει να παραπέμπει στη ρουσσωική κατάσταση της αφόρητης μοναξιάς και της εκκωφαντικής σιωπής των ατόμων στο état de nature[49]

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι παρά τον καταρχάς γοητευτικό της χαρακτήρα, καθότι θεωρία που υπόσχεται την ατομική και συλλογική ελευθερία άνευ εξαναγκασμού και την εξάλειψη της κυριαρχίας στις σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων, η χαμπερμασιανή πρόταση ενέχει καταστατικά τα στοιχεία της αναίρεσης του διαλογικού αλλά και του ίδιου του επικοινωνιακού της χαρακτήρα. Ακόμη και αν, για χάρη της σχετικής συζήτησης, δεχτούμε ότι η κοινότητα του Χάμπερμας είναι διαλογική και επικοινωνιακή και ότι δεν προκύπτει καμία σχέση εξουσίασης ανάμεσα στα μέλη της, παραμένει σκοτεινό το ίδιο το θεμέλιο της εξουσίας που η θεωρία του Χάμπερμας έμμεσα εκχωρεί σε αυτόν που αναλαμβάνει να προσδιορίσει το κριτήριο της ορθολογικότητας, τον ύπατο ελεγκτή με άλλα λόγια της συμμετοχής του κάθε συνομιλητή στο διάλογο. Αυτός, είναι, τελικά και ο κρυφός πλην παντοδύναμος κυρίαρχος της χαμπερμασιανής κοινότητας, μια “καλά γεννημένη ψυχή” ή για την ακρίβεια ο φρόνιμος[50] φιλόσοφος που αποφασίζει ποιος από τους επίδοξους συνομιλητές μπορεί να περάσει το κατώφλι της ορθολογικότητας και να πάρει μέρος στο διαλογικό παιχνίδι. Και είναι προφανές ότι η απόφαση που τον χαρακτηρίζει ως φρόνιμο και κατά συνέπεια ως οργανωτή/ρυθμιστή του παιχνιδιού δεν μπορεί παρά να προέρχεται αποκλειστικά από τον ίδιο, ως μια απόλυτα κυριαρχική και αντι-νεωτερική αυτο-εγκατάστασή του.
 
2. Ο συνταγματoλογικός μονολογισμός
 
Η σύντομη περιήγησή μας στους δημοφιλείς τόπους της σύγχρονης ερμηνευτικής δεν έχει, όμως, μόνο φιλοσοφικό ενδιαφέρον. Αντιθέτως, ο -άρρητος- μονολογισμός των παραπάνω θεωριών προαναγγέλλει και τις κυρίαρχες ερμηνευτικές τάσεις της νομικής δογματικής. Κι αυτό γιατί ο νομικός λόγος έπεταιφυσιολογικά του φιλοσοφικού σε ό,τι αφορά το μείζον ζήτημα της ερμηνείας. Από τη στιγμή που το δίκαιο είναι ένας κόσμος προτάσεων, δεν θα μπορούσε να παρεκκλίνει από τις κατευθύνσεις της φιλοσοφίας της γλώσσας γενικότερα και της ερμηνευτικής ειδικότερα.

Όπως προαναφέραμε, στο πεδίο της ερμηνείας του δικαίου επικρατούν, παρά την αδιαμφισβήτητη συνεκτικότητα και τον υψηλό βαθμό αφαίρεσης των διαφόρων θεωριών, από τη μία η αυστηρά σημασιολογική-γραμματική πρόσληψη του νοήματος του κειμένου και από την άλλη η προσανατολισμένη στην ανεύρεση του αντικειμενικού νοήματος του κανόνα ηθικοπολιτική ανάγνωση. Στην πρώτη περίπτωση, η θετικιστική προσήλωση στο γράμμα του νόμου και τη λογική συναγωγή του νοήματός του παραπέμπει στο λογικισμό των αρχών-μέσων του περασμένου αιώνα (Κύκλος της Βιέννης)[51]. Πιο κοντά στην προβληματική μας εμφανίζεται η δεύτερη, σε γενικές γραμμές πάντα, περίπτωση, η προσπάθεια δηλαδή να εντοπιστεί, μέσω του ηθικοπολιτικού εμπλουτισμού της -ανεπαρκούς καθεαυτής- νομικής ερμηνείας, η καλύτερη δυνατή απάντηση στο υπό κρίση νομικό ζήτημα[52]. Και στις δύο, ωστόσο, περιπτώσεις, δηλαδή τη θετικιστική διακρίβωση του γράμματος και την ηθικοπολιτική ανακάλυψη του πνεύματος του νομικού κανόνα, υπονοείται ανοιχτά ότι η ερμηνεία είναι μια πράξηγνώσης και όχι βούλησης. Η εξορισμού απόρριψη της ερμηνευτικής αυθαιρεσίας σηματοδοτεί τη διαδεδομένη πίστη της νομικής δογματικής στην εξάλειψη της διαφοράς ανάμεσα στο κείμενο και τον κανόνα δικαίου, όπως εύστοχα σημειώνει ο Mισέλ Τροπέρ, ή αλλιώς ανάμεσα στο συγγραφέα και τον αναγνώστη του νομικού κειμένου (Ι). Αυτή η πεποίθηση, όμως, αποδεικνύεται καθοριστική όχι μόνο για την ερμηνεία των νομικών κειμένων, αλλά αναπόφευκτα και για την αντίληψη της κυριαρχίας. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον αποδεχτούμε ότι είναι δυνατόν να γνωρίσουμε με ασφάλεια αυτό που θα ήθελε να πει ο συγγραφέας του κανόνα είναι σαφές ότι θεωρούμε ότι το νόημα του κανόνα βρίσκεται κατά πρώτο και κύριο λόγο στη σύνταξη και όχι την ερμηνεία του. Συνεπώς, η ταυτότητα του κυρίαρχου, του εμπνευστή δηλαδή της νόρμας, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι επέρχεται οριστικά και αμετάκληταόταν ο τελευταίος «λέει» τον κανόνα δικαίου.

Στη συνταγματική θεωρία και πράξη, η παραπάνω πεποίθηση αποτυπώνεται στη δεσμευτική βούληση ενός κυρίαρχου (συλλογικού) υποκειμένου, το οποίο ακούει στο όνομα “λαός” ή “έθνος”. Η θέληση του υποβλητικού αυτού και ομοιογενούς Όλου εκδηλώνεται συνταγματικά -και πανηγυρικά- στην επιβλητική περσόνα της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας και κατ'επέκταση στην αδιαμφισβήτητη υπεροχή της συντακτικής έναντι της αναθεωρητικής λειτουργίας. Έτσι, ο κυρίαρχος λαός θεωρείται ότι υπάρχει πραγματικά, ότι εμφανίζεται σε κάποιες ιδιαίτερες συνταγματικές στιγμές[53] και μετά απουσιάζει, συνεχίζοντας, εντούτοις, να δεσμεύει τους αντιπροσώπους του, μέχρι την επόμενη, ιστορικά και δικαιικά, εμφάνισή του. Η ανωτερότητα του κυρίαρχου λαού έναντι των αντιπροσώπων του συνιστά το αναγκαίο σημείο καταλογισμού των εκφάνσεων της κυριαρχίας, των ποικίλλων δηλαδή (αυθεντικών) ερμηνειών του συνταγματικού κειμένου. Η ενότητα και η ομαλή λειτουργία του συνταγματικού συστήματος προϋποθέτει (ιδεο)λογικά την ύπαρξη αυτού του αρχιμήδειου σημείου, στον οποίο τελικά αναφέρεται η υπακοή μας, γιατί έτσι θεωρείται ότι υπακούμε στους εαυτούς μας. Πάνω απ'όλα, όμως, υπονοείται η μεταφυσική παραδοχή της τέλειας αυτονομίας του λαού, της πραγματικής δηλαδή προσωποποίησης, παρουσίας και ομιλίας του στο γραπτό σώμα του Συντάγματος. Η ουσιοκρατική-μεταφυσική θεωρία της κυριαρχίας ακολουθεί πιστά τις παραπάνω ερμηνευτικές θεωρίες, με στόχο να προικίσει το σύγχρονο συνταγματισμό με το σταθερό και αμετάβλητο υποκείμενό του. Αυτό (πρέπει να) εμφανίζεται ως ενικό, ομογενές και αυτεξούσιο, ως η κανονιστική αποκάλυψη της ουσίας της λαϊκής/εθνικής βούλησης. Με άλλα λόγια, εάν αποδεχτούμε αυτή τη θεώρηση της κυριαρχίας είναι ξεκάθαρο ότι σε κάποιες ιδιαίτερες νομικές[54] ή ιστορικό-πολιτικές συνθήκες ο λαός δεν αποτελεί την παράγωγη και πλασματική φιγούρα μιας ανα-παράστασης, αλλά το ενσαρκωμένο πρόσωπο μιας εντυπωσιακής παράστασης(ΙΙ).

Μια προσεκτική, ωστόσο, παρατήρηση του συνταγματικού μας βίου μάλλον συσκοτίζει τη φιγούρα τουπαντοδύναμου συλλογικού υποκειμένου. Στην πραγματικότητα, ο “κυρίαρχος λαός” κατοικεί στοφαντασιακό της συνταγματικής θεωρίας καθώς αποδεικνύεται μια ανεύρετη νομικά, κοινωνιολογικά και πολιτικά σύλληψη[55]. Θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε στη συνέχεια, ανατρέχοντας στις σχετικές μελέτες των Tροπέρ και Κελά, τις θεωρητικές αλλά και πρακτικές αντιφάσεις στις οποίες υποπίπτει η αφελής υπεράσπιση της σταθερής και ιδανικής ταυτότητας του κυρίαρχου. Και αυτό όχι για να αποδομήσουμε αντιδραστικά ή να αγνοήσουμε επιδεικτικά, ως agents provocateurs, τη θεμελιώδη συνταγματικά και πολιτικά έννοια της κυριαρχίας, λαϊκής ή εθνικής[56], αλλά για να υπηρετήσουμε μιακριτική πρόσληψη και κατ'επέκταση κατανόησή της (ΙΙΙ).
 
Ι. Νομική μέθοδος και αλήθεια: η αντι-πραγματολογική θέση της νομικής δογματικής
 
Ήδη από το καινοτόμο έργο του Zαβινύ (Savigny) στην Γερμανία, στις αρχές του 19ου αιώνα, και αργότερα του Ζενί (Gény) στην Γαλλία, συστηματοποιείται η νομική μέθοδος σχετικά με την ερμηνεία των κανόνων δικαίου[57]. Η διάσημη, έκτοτε, κατηγοριοποίηση των τρόπων ανακάλυψης του νοήματος των νομικών κανόνων (γραμματική, ιστορική, λογική, συστηματική, τελολογική ερμηνεία) έχει αποτελέσει προνομιακό πεδίο έρευνας της νομικής δογματικής. Αφορά, άλλωστε, όλους τους επίδοξους ερμηνευτές του δικαίου, αυθεντικούς και μη. Στην παρούσα μελέτη, δεν θα επεκταθούμε στις γνωστές μεθόδους ερμηνείας. Οι μεθοδολογικές και επιστημολογικές τους προκείμενες είναι γνωστές, όπως επίσης κι η κανονιστική τους εμβέλεια[58].

Από την άλλη, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι οι προσανατολισμένες στο θετικισμό μέθοδοι, όπως κατεξοχήν η γραμματική και η λογική, προωθούν μια ξεκάθαρα αντι-ερμηνευτική θέση, τη δυνατότητα δηλαδή μιας αυστηρά επιστημονικής, δίχως άμεσες ή έμμεσες αξιολογήσεις, διάγνωσης του νοήματος του κανόνα δικαίου, ενώ οι μέθοδοι που προϋποθέτουν ότι ο κανόνας δικαίου δεν μπορεί να είναι θετικιστικά αυτοαναφορικός ή αυτοποιητικός, επειδή εμπεριέχει αναπόφευκτα και ηθικοπολιτικές παραμέτρους, όπως η συστηματική και η τελολογική, οι μέθοδοι δηλαδή που εξαρχής αποσκοπούν στη δημιουργική “ανακάλυψη” του “σκοπού” (ratio) της διάταξης ή της “φύσης του πράγματος”, συγκροτούν τη -νομική- αιχμή των ερμηνευτικών θεωριών[59]. Η κρίσιμη διαφορά τους μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να συνοψιστεί ως εξής: οι “θετικιστικές” μέθοδοι ερμηνείας παραμένουν λιγότερο ή περισσότερο δέσμιες της πρόθεσης του συγγραφέα ενώ οι -αποκαλούμενες για την περίσταση- “ερμηνευτικές” μάλλον αδιάφορες ως προς αυτήν.

Και τα δύο, ωστόσο, κρατούντα (γενικά) μοντέλα ερμηνείας τέμνονται σε ένα κοινό -και καθοριστικής σημασίας για τη μελέτη μας- σημείο: την πίστη στην αντικειμενική γνώση του νοήματος του κανόνα. Είτε πρόκειται για το ορατό γράμμα του κανόνα είτε για τον καλά κρυμμένο σκοπό του, ο ερμηνευτής αποδέχεται ως οντολογικό του προαπαιτούμενο την αλήθεια, αυτό που ο συγγραφέας του-και όχι μόνο- θα ήθελε ο κανόνας να σημαίνει. Ο Ντουόρκιν, για παράδειγμα, σημειώνει ότι η ερμηνεία αποσκοπεί στο να καταστήσει κανείς ένα αντικείμενο ή μια πρακτική το καλύτερο παράδειγμα (“the best”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας) του γένους στο οποίο ανήκει[60]. Ανεξάρτητα από τις εύλογες αντιρρήσεις που εγείρει η παραπάνω θέση[61], οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι συλλαμβάνει την κυρίαρχη αντίληψη ή αλλιώς το κοινό νόημα (common sense) περί του ρόλου της ερμηνείας. Θα ήταν παράδοξο να αποδεχτεί κανείς, όταν προχωρά στην ερμηνεία του κανόνα, ότι επιδιώκει να τονπαρερμηνεύσει. Διόλου, ωστόσο, προφανές δεν είναι ότι από αυτή την καθαρά λογική θέση συνάγεται απαραίτητα ότι πρέπει να αποκλείει κανείς την πιθανότητα η ερμηνεία του να είναι όντως λανθασμένη ή ότι υπάρχει, στην πραγματικότητα, αντικειμενικά καλύτερη ερμηνεία από μία άλλη. Για να το πούμε διαφορετικά, η αξίωση αλήθειας που ενέχει ο λόγος δεν πρέπει να συγχέεται με την αποδοχή της ύπαρξης της αλήθειας[62].

Εξίσου προβληματικό αποδεικνύεται και το επιχείρημα περί της αποστασιοποίησης των “ερμηνευτικών” μεθόδων και θεωριών ερμηνείας από την πρόθεση του συγγραφέα. Η επιλογή του δεύτερου μοντέλου ερμηνείας, παρά την αντι-θετικιστική του διάσταση και την έμμεση αναγνώριση ενός βουλησιαρχικού χαρακτήρα της πράξης της ερμηνείας, έχει ως δομικό στοιχείο την αναγόρευση της ερμηνευτικής απόφασης σε γνωστικά τέλεια κρίση. H αναπόφευκτη παρείσφρηση των αξιολογήσεων στην ερμηνεία δεν συνεπάγεται την αυθαιρεσία του ερμηνευτή ή την επιθετική πλην ειλικρινή παραδοχή εκ μέρους του της πλήρους υποκατάστασής του στη θέση του συγγραφέα. Παρότι στις ερμηνευτικές θεωρίες, όπως σε αυτήν του Ντουόρκιν, είναι σαφής η αναγνώριση μιας διευρυμένης εξουσίας-και άρα κυριαρχίας- στον ερμηνευτή, ιδιαίτερα μάλιστα στις περιπτώσεις που το ισχύον δίκαιο δεν παρέχει την -εύκολη, αν υποτεθεί ότι υπάρχει αυτή- λύση, κανείς δεν μοιάζει διατεθειμένος να προβιβάσει την αυθαιρεσία σε συστατικό στοιχείο της ερμηνείας και κατά συνέπεια να επισημάνει τη σχέση της τελευταίας με την αποφασιοκρατία[63]. Τουναντίον, η πράξη της (ιδανικής) ερμηνείας επενδύεται με τις πιο ισχυρές επιστημολογικές εγγυήσεις και χαρακτηρίζεται ως μια σκληρή, επίμονη και ατέρμονη, μια ηράκλεια, όπως θα έλεγε ο Ντουόρκιν, προσπάθεια ανεύρεσης της καλύτερης απάντησης ούτως ώστε η τελευταία να μην αποδοθεί καθαρά στο ελλιπές υποκείμενο του ερμηνευτή, αλλά σε ένα σοφό πρόσωπο που κατορθώνει να αγγίζει αντικειμενικά το ιστορικό και ηθικοπολιτικό νόημα του υπό κρίση νομικού κανόνα. Η σχέση του ερμηνευτή με το κείμενο δεν ακολουθεί τους απρόβλεπτους ρυθμούς του σχετικιστικού “anything goes”: αντιθέτως, διατρανώνει ότι ο “συγγραφέας” του κανόνα θα επιθυμούσε αυτολεξεί το νόημα που επιμελώς “ανακάλυψε” ο ερμηνευτής. Ελάχιστη σημασία έχει λοιπόν η διάκριση ανάμεσα στα δύο σχήματα ερμηνείας με βάση τη σημασία που αποδίδεται στο συγγραφέα και τις προθέσεις του. Η μετάβαση, για παράδειγμα, από τη γραμματική στην τελολογική μέθοδο ερμηνείας δεν αλλοιώνει την πεποίθησή μας ότι είναι εφικτή η πλήρης πρόσβαση στην επικράτεια του λόγου του συγγραφέα, με άλλα λόγια η πλήρης σύγχυσή μας με εκείνον και τελικά η ριζική κατάργηση της απόστασης ανάμεσα στη γραφή και την ανάγνωση του κειμένου. Στο τέλος της ημέρας, ο πραγματικός κυρίαρχος αναγνώστης του κανόνα πάντα αποδίδει την ερμηνεία του, την άσκηση δηλαδή της κυριαρχίας, στην ουσιαστικήσυμφωνία της με τη βούληση του πλασματικού κυρίαρχου, του συντάκτη του κανόνα. Κάθε φορά δηλαδή που ο ερμηνευτής μιλά είναι -παραδόξως- σαν να μιλά ο ίδιος ο συγγραφέας.

Σε αυτή τη μονολογική θεώρηση της ερμηνείας αντιτίθεται ο νομικός ρεαλισμός του Τροπέρ και ηπραγματολογική αντίληψη για τον κανόνα δικαίου του Κελά. Ο Τροπέρ επισημαίνει ότι ανάμεσα στον κανόνα δικαίου και το κείμενό του υπάρχει πάντα ένα κενό, το οποίο -ήδη- στην κελσενική θεωρία εμφανίζεται ως διαφορά ανάμεσα στην υποκειμενική και την αντικειμενική σήμανση του κανόνα δικαίου[64]. Οποιοδήποτε κείμενο, ακόμη κι εκείνο που προέρχεται από αρμόδια νομικά όργανα[65], δεν είναι καν… νομικό πριν χαρακτηρισθεί ως τέτοιο από τον ερμηνευτή του. Πιο συγκεκριμένα, πριν ερμηνευτεί, το κείμενο δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Η ρεαλιστική θεωρία αναγνωρίζει, όπως ο Κέλσεν, τον βουλητικό χαρακτήρα της ερμηνείας και την απελευθέρωση του ερμηνευτή από κάθεσημασιολογική δέσμευση[66]. Το κείμενο είναι εξορισμού σιωπηλό μέχρι να το ζωντανέψει ο αναγνώστης του, το νομικό όργανο που καλείται αυθεντικά να το ερμηνεύσει και να του προσδώσει ή να του αφαιρέσει το νομικό του χαρακτήρα καθώς και το νόημά του. Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι νομικοί κανόνες συνίστανται στις πράξεις ερμηνείας διαφόρων εκφορών των κανόνων (και όχι των ίδιων των κανόνων), σε αυτές δηλαδή τις πράξεις βούλησης και όχι γνώσης, είναι σαφές για τον Τροπέρ ότι οι κανόνες δικαίου δεν τίθενται από τους δημιουργούς των εκφορών/προτάσεων, αλλά από τους αυθεντικούς ερμηνευτές τους[67]Τα όργανα εφαρμογής του δικαίου είναι λοιπόν αυτά που αναλαμβάνουν κάθε φορά να σημάνουν τα κείμενα. Και μπορεί ο εφαρμοστής του δικαίου να υφίσταται στρατηγικές ή άλλες (π.χ. ψυχολογικές, κοινωνικές κ.λπ.) δεσμεύσεις, ανάλογα με τη θέση του στη νομική-πολιτική σκακιέρα και τους συσχετισμούς με τους άλλους (συμ)παίκτες του τη δεδομένη στιγμή, αλλά είναι σαφές ότι δεν δεσμεύεται από λογικά ή σημασιολογικά εμπόδια ή βέβαια από οποιαδήποτε μέθοδο ερμηνείας. 

Η απόλυτη ερμηνευτική ελευθερία ισοδυναμεί με την υπονόμευση ή την υποβάθμιση της αξίας της νομικής μεθόδου και την παραδοχή της αυθαιρεσίας του νοήματος. Ο Τροπέρ επιμένει στην απροσδιοριστία του κειμένου και ταυτόχρονα διευκρινίζει, θετικιστικά, ότι η πράξη της αυθεντικής ερμηνείας δεν μπορεί τελικά να είναι ψευδής ή αληθής. Η ρεαλιστική θεωρία του δικαίου είναι, όπως για παράδειγμα ο νεο-ρεαλισμός στον κινηματογράφο ή ο ρεαλισμός στη ζωγραφική και τη γλυπτική, μια προσπάθεια ακριβούς περιγραφής των σημάνσεων των προτάσεων του δικαίου, μια καταγραφή της νομικής πραγματικότητας, όπως αυτή είναι ή καλύτερα γίνεται, η οποία αδιαφορεί εκ των προτέρων για το δέον-είναι ή το Δίκαιο[68]. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για μια ανάλυση των πράξεων των αυθεντικών ερμηνευτών του δικαίου, των ποικίλλων προσδιορισμών δηλαδή των σημάνσεων και όχι των… ίδιων των σημάνσεων από τα όργανα που αποτελούν τη θεσμική ραχοκοκκαλιά της έννομης τάξης. Γι’ αυτό και αν κανείς ακολουθήσει πιστά τη θεωρία του Τροπέρ ή παρόμοιες εκδοχές του νομικού ρεαλισμού, θα καταλήξει στην αντικατάσταση της πυραμίδας των κανόνων από εκείνη των οργάνων του δικαίου. Παράλληλα, υποδηλώνεται ότι ο κυρίαρχος δεν είναι αυτός που γράφει τον κανόνα, αλλά εκείνος που τον διαβάζει. Έτσι, το παραδοσιακό σχήμα της κυριαρχίας ανατρέπεται πλήρως και οφείλουμε μάλλον να παραδεχτούμε αφενός ότι δεν υπάρχει ή καλύτερα δεν μπορούμε να γνωρίσουμε καμία ουσία της κυριαρχίας (π.χ. το αντικειμενικό νόημα ενός συνταγματικού κανόνα) και αφετέρου ότι αυτή ασκείται από τα κάτω προς τα πάνω (π.χ. από το συνταγματικό δικαστή και όχι το συντακτικό νομοθέτη). Σύμφωνα με τα παραπάνω, η κλασική διάκριση ουσίας και άσκησης της κυριαρχίας καθώς κι εκείνη ανάμεσα στο φορέα της και τους αντιπροσώπους του αναιρούνται πανηγυρικά[69].

Η θεωρία του Τροπέρ στηρίζεται, όπως είδαμε, σε μια επιστημολογική και φιλοσοφική θέση: η ερμηνεία είναι μια πράξη βούλησης και όχι γνώσης. Η μεταμόρφωση μια δήλωσης βουλήσεως σε κανόνα δικαίου, η απόδοση δηλαδή της σημασίας στο πράγμα, συνιστά την ελεύθερη πράξη της ερμηνείας. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Κέλσεν, η νόρμα είναι η σήμανση μια πράξης βούλησης και η ερμηνεία μια πράξη βούλησης. Από την κελσενική αυτή θέση εκκινούν οι αναλύσεις του Κελά για την ερμηνεία και κατ’ επέκταση για την κυριαρχία. Αποδεχόμενος την (τροπεριανή) διάκριση ανάμεσα στη νόρμα και το κείμενο, ο Κελά βασίζει την απόλυτη ελευθερία του ερμηνευτή απέναντι στις σημασιολογικές δεσμεύσεις του κειμένου στηνπραγματολογική θεωρία του Ώστιν για τα ομιλιακά ενεργήματα. Εφόσον αποδεχτούμε ότι η νομική εκφορά, όπως κάθε άλλωστε εκφορά, αρθρώνεται ως ομιλιακό ενέργημα, ως μια πράξη δηλαδή επιτελεστική και όχι περιγραφική ή διαπιστωτική, σύμφωνα πάντα με τον Ώστιν, είναι σαφές ότι η σήμανσή της δεν είναι μονολογική αλλά διαλογική. Η εγγραφή της νομικής εκφοράς στο πραγματολογικό πλαίσιο εξυπηρετεί, σύμφωνα με τον Κελά, την ανάλυση της σήμανσης του λόγου σε δυο ξεχωριστά στοιχεία, τα οποία όμως είναι αδύνατον να υπάρξουν το ένα δίχως το άλλο: το νόημα (sens) και τη δύναμη (force)[70]

Πιο συγκεκριμένα, η πλήρης σημασία μιας εκφοράς προϋποθέτει τόσο το πρώτο, το αυστηρά δηλαδή λεκτικό περιεχόμενό της, όσο και τη δεύτερη, την ενδολεκτική δηλαδή διάστασή της, την πλήρη ανάδειξή της σε ένα συγκεκριμένο επικοινωνιακό/συνομιλιακό περιβάλλον (contexte). Το νόημα του κειμένου προσδιορίζεται από τη δύναμη και vice-versa, ενώ είναι ασύλληπτο να υπάρξει νόημα δίχως δύναμη ή δύναμη δίχως νόημα, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση η (οποιαδήποτε) εκφορά καθίσταται ατελής και κατά συνέπεια ακατάληπτη. Ο ερμηνευτής αναλαμβάνει, θέλοντας και μη, την πράξη του προσδιορισμού τόσο του νοήματος όσο και της δύναμης του κειμένου ή γενικότερα του λόγου που υποδέχεται. Έτσι, π.χ. όταν ένα συνταγματικό δικαστήριο εξετάζει τη συμφωνία του νόμου με το Σύνταγμα προβαίνει στην ανασύσταση όχι μόνο του λόγου του νομοθέτη αλλά και της δύναμης της εκφοράς του, το κατά πόσο δηλαδή πρόκειται για κανόνα δικαίου με δεσμευτικό χαρακτήρα ή για μια απλή σύσταση ή συμβουλή κ.λπ. Την ίδια στιγμή, η υπαγωγή του νόμου στο τεστ του Συντάγματος σημαίνει ότι ομοίως αξιολογείται και ερμηνεύεται και ο συνταγματικός κανόνας. Συνεπώς, ο δικαστής αναλαμβάνει να σημάνει τόσο το λεκτικό περιεχόμενο (νόημα) όσο και το ενδολεκτικό κύρος (δύναμη)όχι μόνο του νόμου αλλά και της συνταγματικής διάταξης[71]. Η σύνταξη δηλαδή του νόμου και του Συντάγματος δεν σημαίνει απολύτως τίποτα πριν ανασυσταθεί συνολικά, ως νόημα και δύναμη, από τον αρμόδιο αναγνώστη τους. Η πραγματολογική αυτή προσέγγιση της ερμηνείας, η οποία έχει ως αναφορά της τη φιλοσοφία της κοινής γλώσσας, καταλήγει, σύμφωνα με τον Κελά, σε μια ριζοσπαστική θεώρηση της κυριαρχίας: επειδή το δίκαιο είναι εξορισμού προορισμένο για να διαβαστεί και να εκτελεστεί, η πράξη της κυριαρχίας απαιτεί δύο ξεχωριστούς χρόνους, τη γραφή και την ανάγνωση. Η πραγματολογία του Ώστιν και γενικότερα η φιλοσοφία της αποδόμησης, όπου το κείμενο υποβιβάζεται σε προ-κείμενο, αλλά και η εμπειρική παρατήρηση της νομικής πραγματικότητας, με σημείο αναφοράς τις νομολογιακές συγκρούσεις και ανατροπές[72], συνηγορούν στην αναγνώριση του ερμηνευτή σε πλήρη κυρίαρχο της σημασίας της εκφοράς.

Διαβάζοντας προσεκτικά τους Τροπέρ και Κελά αντιλαμβανόμαστε ότι η σχετικιστική και αποδομητική τους θεωρία, η οποία έχει ως φιλοσοφική αναφορά τη βούληση και όχι τον ορθό λόγο, αποκαλύπτει προκλητικά τη ματαιότητα κάθε νομικής μεθόδου. Και αυτό γιατί πριν από αυτήν υπάρχει -σαν δαίμονας για τους νομικούς- ο βουλητικός προκαθορισμός του νοήματος και της δύναμης. Στην πραγματικότητα,οποιαδήποτε μέθοδο και αν ακολουθήσει ο ερμηνευτής δεν μπορεί να γνωρίζει αντικειμενικά αυτό που θα ήθελε να πει ο συγγραφέας γιατί εκείνος είναι απών ή “νεκρός”, σύμφωνα με τη διάσημη φράση του Ρολάν Μπαρτ (Roland Barthes), από τη στιγμή που υπέγραψε το πόνημά του. Η απελευθέρωση του ερμηνευτή από τα δεσμά του κειμένου δεν είναι, ωστόσο, αδιαπραγμάτευτη. Ο τελευταίος υφίσταται πάντα κάποιες δεσμεύσεις (στρατηγικές, ιστορικές, πολιτικές). Σίγουρα, όμως, θα ήταν τελείως ανώφελο να αναζητήσει κανείς σημασιολογικές δεσμεύσεις ή να θεωρήσει, όπως επιχείρησε να το κάνει, ανεπιτυχώς, ο ίδιος ο Τροπέρ, ως νομικές κάποιες πραγματολογικές[73].

Η ρεαλιστική ερμηνευτική αλυσίδα, όπου το νόημα του κανόνα προκύπτει από τα «κάτω προς τα πάνω», αντιστρέφει πλήρως την κελσενική πυραμίδα και την ίδια τη δομή του σύγχρονου συνταγματισμού. Ταυτόχρονα, αναδεικνύει την ήδη γνωστή από τη φιλοσοφική ερμηνευτική αποσύνδεση της μεθόδου από την αλήθεια. Η επιμονή των νομικών στη μέθοδο γίνεται αντιληπτή ως το πλέον ευφυές μασκάρεματων ερμηνευτικών τους επιλογών και κατανοήσεων. Πάνω απ’ όλα, όμως, η μετάθεση της κυριαρχίας από το συγγραφέα στον αναγνώστη και η κατάργηση του θεμελιώδους δίπολου ανάμεσα στην άσκηση και την ουσία της έχει ως συνέπεια μια ριζικά διαφορετική αντίληψη ως προς την ταυτότητα του κυρίαρχου. Αυτή, όπως θα δούμε στη συνέχεια, προσκρούει μετωπικά στην κρατούσα συνταγματολογική αντίληψη.
 
ΙΙ. Ο “κυρίαρχος” και ο “δέσμιος” λαός: η ουσία και η άσκηση της κυριαρχίας
 
Από την ανάγνωση και μόνο του Συντάγματος -χώρια εκείνη των εγχειριδίων ή των σχετικών πραγματειών συνταγματικού δικαίου- διαπιστώνει κανείς ότι ο θεμελιώδης χάρτης της έννομης τάξης έχει χαραγμένο στο σώμα του το ύπατο πρόσωπο καταλογισμού και νομιμοποίησής του[74]. Στο άρθρο 1 παρ.2 και 3 του Συντάγματος του 1975 κατοχυρώνεται η λαϊκή/εθνική κυριαρχία. Κοντολογίς, σε θεμέλιο της έννομης τάξης ανακηρύσσεται με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο ο κυρίαρχος “λαός” και το κυρίαρχο “έθνος”. Κάθε συνταγματική διάταξη “αναφέρεται” δηλαδή στην ανώτερη όλων των άλλων βούληση αυτών των δύο υποκειμένων. Το συνταγματικό κείμενο αποτελεί ακριβώς το αποτέλεσμα της άσκησης της κυριαρχίας από την πρωτογενή συντακτική εξουσία. Γι’ αυτό και ο αδιαπραγμάτευτος πυρήνας της πολιτειακής βούλησης φωτογραφίζεται στο άρθρο 110 παρ.1 περί των μη αναθεωρήσιμων διατάξεων του Συντάγματος, ενώ παράλληλα στο άρθρο 28 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η εθνική κυριαρχία απέναντι στις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας. Kοινή συνισταμένη των παραπάνω διατάξεων είναι ο άμεσος καταλογισμός των -σύμφωνων με αυτές- πράξεων των νομικών και των πολιτικών οργάνων στα αόριστα πρόσωπα του “λαού” ή του “έθνους”. Είτε πρόκειται για το νομοθέτη είτε για το δικαστή, κάθε φορά που δημοσιεύεται ένας νόμος ή εξετάζεται η συνταγματικότητά του, εκείνος χρησιμοποιεί την κυριαρχία (λαϊκή/εθνική) ως μια αρχή καταλογισμού της πράξης του. 

Πιο συγκεκριμένα, ο νόμος θεωρείται ότι είναι σύμφωνος ή αντίθετος, σε περίπτωση αντισυνταγματικότητας, με αυτό που ο λαός ή το έθνος θα ήθελε να πει, ως γενική βούληση, επί του ζητήματος. Από τη στιγμή που είναι αδύνατονπρακτικά να καταφύγουμε στο συλλογικό υποκείμενο για να το ρωτήσουμε και στη συνέχεια να νομοθετήσουμε, ο αντιπρόσωπος αναλαμβάνει το ρόλο να ερμηνεύσει τη γενική βούληση, όπως αυτή έχει εκφρασθεί στο κείμενο του Συντάγματος. Έτσι “δένουν” η κυριαρχία και η αντιπροσώπευση. Ανοικτή, όμως, και αμφίβολη παραμένει η οριοθέτηση της σχέσης τους. Ο Αντώνης Μανιτάκης υποστήριξε σε πρόσφατο κείμενό του ότι η κυριαρχία πρέπει να αποσυνδεθεί από την αντιπροσώπευση καθώς η νεωτερική-νομιναλιστική ταύτισή τους συμβάλλει στην άκριτη νομιμοποίηση των αντιπροσωπευτικών εκφάνσεων της κυριαρχίας και την κανονιστική αποδυνάμωση της λαϊκής/εθνικής κυριαρχίας[75]. Για να συμβεί αυτό πρέπει να νομικοποιηθεί η φυσική απόσταση ανάμεσα στους κυβερνώντες και κυβερνωμένους και κατ’ επέκταση η υποχρέωση συμμόρφωσης των πρώτων στις επιταγές των δεύτερων. Εκτός αυτού, ο διαχωρισμός κυβέρνησης και κυριαρχίας προσδίδει σημαντική πολιτική και νομική σημασία σε συλλογικά υποκείμενα, όπως το “πλήθος”, σε πλουραλιστικές δηλαδή οντότητες που ξεφεύγουν ή μάλλον διορθώνουν ριζικά την ενική-μοναδική, με την αριθμητική αλλά και ποιοτική έννοια του όρου, οντότητα του λαού και κατά συνέπεια είναι σε θέση να υποβάλουν συνεχώς τις αποφάσεις της κυριαρχίας – εξουσίας στην κρίσιμη δικαιοπολιτικά δοκιμασία της δημοκρατικότητας και της συμφωνίας τους με το πολύχρωμο κοινωνικό μωσαϊκό των συμφερόντων και των αξιών[76]. Η σχετική ή απόλυτη διάκριση της κυριαρχίας από την αντιπροσώπευση συνιστά την παραδοχή της αποτυχίας του κοινοβουλευτικού μοντέλου και κυρίως της πολιτικής ευθύνης των κυβερνώντων απέναντι στους κυβερνώμενους. Αν, όμως, όπως ορθά παρατηρεί στη διδακτορική του διατριβή ο Πιερ Μπρυνέ (Pierre Brunet), η νεωτερικότητα σηματοδοτεί τη μετάβαση από την κυριαρχία στην αντιπροσώπευση[77], στη σύγχρονη συνταγματική θεωρία αυτή η προσπάθεια “διόρθωσης” του νεωτερικού μονολογισμού καταλήγει, όπως θα δούμε παρακάτω, στο ακριβώς αντίθετο: στην (θεωρητική τουλάχιστον) επιστροφή από την αντιπροσώπευση στην αντιμοντέρνα επιβεβαίωση της (άρρητης) μονολογικής κυριαρχίας[78]. Η γλαφυρή σύλληψη της “δυαδικής δημοκρατίας” (démocratie dualiste), με άλλα λόγια της καταστατικής διαφοράς ανάμεσα στη βούληση του λαού και των αντιπροσώπων του, είναι αυτή που ως μήτρα γεννά τις πολιτικές και συνταγματικές προτάσεις που από κοινού υπονομεύουν το νεωτερικό μοντέλο της κυριαρχίας, αντλώντας (φιλοσοφική) νομιμοποίηση, μεταξύ άλλων, από τις διάσημες θέσεις του Ρουσσώ (για την αντιπροσώπευση) και του Σιεγές (για τη συντακτική εξουσία)[79].

Στη θετικιστική-νομιναλιστική εκδοχή της αντιπροσώπευσης, όπως για παράδειγμα στον Κέλσεν[80] ή -κυρίως- στον Καρέ ντε Μαλμπέρ (Carré de Malberg)[81], διακρίνουμε αυτό που ο Χομπς είχε σοφά θεμελιώσει: ότι για να υπάρξει το (οποιοδήποτε) πρόσωπο πρέπει προηγουμένως να αντιπροσωπευθεί ή αλλιώς ότι κάποιος πρέπει να δημιουργήσει τη βούλησή του. Η βούληση του αντιπροσώπου δεν εκπροσωπεί η επανασυστήνει ή εκτελεί, αλλά εγκαθιστά ή δημιουργεί τη βούληση του αντιπροσωπευόμενου γιατί πολύ απλά τον υποστασιοποιεί ως πρόσωπο του λόγου[82]. Σε αυτό το νομιναλιστικό σχήμα, όπου ο ελεύθερος αντιπρόσωπος είναι αυτός που δεσμεύει τον υποτελή του αντιπροσωπευόμενο (bound author-free actor), είναι τελικά ανέφικτη η νομική διάκρισή τους. Έτσι, εάν αναζητήσει κανείς, με κάθε τρόπο, στο θετικιστικό στρατόπεδο μια αυστηρή νομικά σχέση ανάμεσα στον αντιπρόσωπο και τον αντιπροσωπευόμενο μάλλον θα αναγκαστεί να προσφύγει στην -αδόκιμη μέχρι τώρα συνταγματικά- τεχνική της επιτακτικής εντολής ή κατά μια άλλη και -ίσως πιο πειστική- θεώρηση στο θεσμό του δημοψηφίσματος, όπου ο λαός ή ακριβέστερα το “εκλογικό σώμα” εκφέρει (;) νομο-παραγωγική βούληση[83].

Εξίσου αδιάφορος, αποδεικνύεται, ως γνωστό, ο θετικισμός και απέναντι στο νομικό χαρακτήρα της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας. Αυτή κείται κατά κανόνα εκτός δικαίου και μπορεί, ενδεχομένως, να απασχολήσει επιστημονικά τον πολιτικό φιλόσοφο αλλά ουδόλως ενδιαφέρει το –λογικό– θετικιστή. Και αυτό γιατί κυρίαρχη είναι τελικά η απρόσωπη θεμελιώδης νόρμα, αυτή που επιτρέπει στην έννομη τάξη να συγκροτηθεί και κυρίως να τεθεί, ενώ ο λαός είναι κυρίαρχος μόνον “ονομαστικά” και διόλου “πραγματικά”, ως ένα σημείο καταλογισμού αλλά σε καμία περίπτωση ως μια διαπιστωμένη και εκφρασμένη εμπειρικά βούληση[84]. Έτσι, ελάχιστη σημασία έχει το αν μιλά κανείς για λαϊκή ή εθνική κυριαρχία, τουλάχιστον για την κατανόηση της έννοιας και κυρίως του φορέα της. Και στις δύο περιπτώσεις, η ταυτότητα του φορέα της είναι πλασματική και η βούλησή του πάντα παράγωγη και συντεταγμένη, ως το αποτέλεσμα και όχι ως αιτία της βούλησης των αντιπροσώπων του.

Υπάρχει, όμως, στη θετικιστική θεωρία η γέφυρα με τη φυσικοδικαιική ή τη συνταγματική ουσιοκρατική: είναι η διάκριση ανάμεσα στη συντακτική και την αναθεωρητική λειτουργία και κατ'επέκταση η αναγνώριση των -νομικών ορίων- της τελευταίας. Και αυτό γιατί και η θετικιστική πεποίθηση της δέσμευσης της αναθεωρητικής λειτουργίας, υπονοεί την ύπαρξη δύο ξεχωριστών συνταγματικών στιγμών, της γραφής και της ανάγνωσης του Συντάγματος. Κι είναι προφανές ότι εφόσον αναγνωρίζουμε πλήρη δεσμευτικότητα στη βούληση του συγγραφέα έναντι του ερμηνευτή του, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι η πρώτη καθορίζει τη δεύτερη.

Σε αυτή τη θέση ανάγεται και η ουσιοκρατική θεωρία της κυριαρχίας, με εμβληματικά σημεία αναφοράς τον Σιεγές και τον Σμιττ (Schmitt). Στην ορθολογική αντίληψη του πρώτου, η βούληση του έθνουςπροϋπάρχει και πάνω απ'αυτήν ίπταται μόνον ο Λόγος[85]. Ο Σιεγές διακρίνει ανάμεσα στην (κυρίαρχη) συντακτική εξουσία, η οποία λειτουργεί αδέσμευτα και αυτόνομα, και τις (δέσμιες) συντεταγμένες εξουσίες, οι οποίες καλούνται να ασκήσουν την κυριαρχία, σύμφωνα, βέβαια, με τις εντολές της πρώτης. H πρωτογενής συντακτική εξουσία φέρει την ουσία της κυριαρχίας καθώς μιλά σε κρίσιμες πολιτειακές στιγμές και ταυτίζεται με τη βούληση του συλλογικού υποκειμένου του έθνους. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Σιεγές φθάνει μονάχα η εκφορά του συνταγματικού λόγου από την (πρωτογενή) συντακτική εξουσία για να θεμελιωθεί ο συνταγματικός και άρα δεσμευτικός χαρακτήρας του κειμένου[86].

Η συνοπτική παρουσίαση της θέσης του Σιεγές μας εισάγει, δίχως βέβαια να ταυτίζεται-καθώς ο Σιεγές παραμένει ένθερμος υπερασπιστής της αντιπροσώπευσης-,[87] στην κρίσιμη για την αντι-θετικιστική/φυσικοδικαιική όχθη της συνταγματικής θεωρίας προβληματική του “πραγματικού” ή “συγκεκριμένου” λαού. Η αναγνώριση, εκ μέρους των συνταγματολόγων, της βούλησης που εκφέρεται πραγματικά σε αντιδιαστολή με την κατασκευασμένη βούληση των αντιπροσώπων αποτυπώνεται και στη σμιττιανή διάκριση ανάμεσα στη συντακτική πράξη και τους συνταγματικούς νόμους. Όπως είναι γνωστό, για τον Σμιττ, ο λαός αποτελεί πολιτική και όχι νομική οντότητα, η οποία αποφασίζει κυρίαρχα το πολιτειακό και το συνταγματικό της μέλλον. Ο ντεσιζιονισμός του στοχαστή της “εξαίρεσης” δεν είναι ωστόσο διόλου κενός ουσίας[88]. Και αυτό γιατί το ίδιο το “πράγμα” του Συντάγματος αλλά και η ελευθερία της τροποποίησης/αναθεώρησής του προϋποθέτει την αξιακή διάκριση των διατάξεων σε περισσότερο και λιγότερο ουσιώδεις. Παρότι δηλαδή, σύμφωνα με τη γνωστή θέση του Σμιττ, η νόρμα προκύπτει από το μηδέν[89], ως δηλαδή πρωτογενής εμφάνιση μιας κυρίαρχης και υπαρκτής πολιτικά βούλησης, είναι προφανές ότι δεν είναι όλες οι νόρμες το ίδιο σημαντικές. Η συντακτική πράξη, αυτή η εκδήλωση ριζικής κι επαναστατικής πολιτικής αυτονομίας, μπορεί να αφορά μόνο τον χαρακτήρα του πολιτεύματος, την οργάνωση δηλαδή της εξουσίας και τελικά την ουσία της κυριαρχίας (π.χ. στο Σύνταγμα της Βαϊμάρης τα αντίστοιχα άρθρα για το δημοκρατικό πολίτευμα, τον κοινοβουλευτισμό, την ομοσπονδιακή δομή του Κράτους). Αντιθέτως, οι συνταγματικοί νόμοι συνίστανται σε επουσιώδεις -στην ουσία, πρόκειται για συνταγματοποιημένες διατάξεις που θα έπρεπε να εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του νομοθέτη- ρυθμίσεις του Συντάγματος, σε εκείνες που δεν θα μπορούσαν ποτέ να αξιώσουν την εξίσωσή τους με το δικαιοπολιτικό μεγαλείο των συντακτικών πράξεων[90]. Παρόμοια λογική διατρέχει το έργο του αμερικανού συνταγματολόγου Μπρους Άκερμαν (Bruce Ackerman) και πιο συγκεκριμένα τη διάσημη θεωρία του για τις “συνταγματικές στιγμές”. 

Ο Άκερμαν επαναλαμβάνει, με άλλες λέξεις, την πεποίθηση των συνταγματολόγων ότι σε ορισμένες ιστορικές-συνταγματικές στιγμές, όπως κατεξοχήν οι (επιτυχημένες) επαναστάσεις και αλλαγές πολιτειακού παραδείγματος, ο λαός “υπάρχει” και συμπίπτει απόλυτα με τον εαυτό του, είναι δηλαδή αυτόνομος και αυθύπαρκτος, και το κυριότερο “συγκεκριμένος” και ταυτοποιήσιμος. Από τη στιγμή που ο λαός μιλά, ο λόγος του αποδίδεται αποκλειστικά σε αυτόν και σε κανέναν άλλον. Αντιθέτως, στις ομαλές πολιτειακά περιόδους, όταν ο λαός απουσιάζει ή κάνει διάλειμμα από τα επαναστατικά του καθήκοντα, η άσκηση της κυριαρχίας επαφίεται σε έναν διαφορετικό λαό, ο οποίος αποκλίνει αναγκαστικά από τον εαυτό του διότι η βούλησή του δεν είναι άλλη από εκείνη των αντιπροσώπων του[91]. Πιο απλά, ο “πραγματικός” λαός βρίσκεται εν υπνώσει, έτοιμος πάντα να αναλάβει τον άμεσο και ύψιστο ρόλο του, να διαφυλάξει δηλαδή ή να αλλάξει την κυριαρχία ως κάτοχος της ουσίας της, ενώ οι αντιπρόσωποί του, ο “κοινός” και “καθημερινός” λαός, οφείλουν να παραμείνουν πιστοί στις καθαρές -αυτές δηλαδή που δεν χρήζουν ερμηνείας- επιταγές της βούλησής του, που δεν είναι άλλες από τις μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του Συντάγματος.

Στη “συντακτική εξουσία”, το “πλήθος” και τον “κυρίαρχο λαό”, ανακαλύπτουμε τον πραγματικό και τυχερό φορέα της λαϊκής κυριαρχίας. Λίγη σημασία έχει τελικά για τη μερίδα αυτή της συνταγματικής θεωρίας η πολιτική ή νομική κανονιστικότητα της βούλησης του παντοδύναμου συλλογικού υποκειμένου. Είτε αναγνωρίσουμε τον αμφισβητούμενο νομικό χαρακτήρα της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας είτε εναποθέσουμε τις ελπίδες μας για τη λύτρωση από τα δεινά του θετικισμού και την εθελούσια δουλεία της αντιπροσώπευσης στην πολύχρωμη δύναμη του πλήθους, ισχυρή παραμένει εντός μας, σαν συνταγματικός ρυθμός του νομικού μας κόσμου, μια μεταφυσική πεποίθηση: η παραδοχή τηςπραγματικής ύπαρξης ενός τέλειου υποκειμένου, του οποίου η -ζηλευτή για τον καθένα- αυτονομία ταιριάζει μάλλον σε μεταφυσικά η υπερφυσικά όντα. Και τούτο επειδή αυτό το συλλογικό υποκείμενο, το οποίο διεκδικεί φανατικά τη φωνή του λαού, βρίσκεται στην πανευτυχή θέση της απόλυτης αυτοσυνειδησίας, της εξωπραγματικής και θαυματουργής δηλαδή ταύτισης αυτού που λέει με εκείνου που θέλει να πει. Πιο απλά, ο κυρίαρχος λαός της ουσιοκρατικής συνταγματικής παράδοσης αγγίζει την πιο καθαρή μορφή αυτονομίας: από τη στιγμή που όταν μιλά είναι βέβαιο ότι εκφράζει πάντα αυτό που όντως σκέπτεται, είναι σαφές ότι δεν υφίσταται καμία διαφορά και καμία καθυστέρηση ανάμεσα στη (νομοθετική) βούλησή του, την (εκτελεστική) πράξη της και φυσικά την (δικαστική) κρίση της. Ο συντακτικός λαός προφέρει αυτόματα, όπως ο δικαστής στο έργο του Μοντεσκιέ (Montesquieu), το “Σύνταγμα” που θέλει ο ίδιος να προφέρει και κατά συνέπεια μπορεί να είναι απολύτως ευχαριστημένοςμε το (συντακτικό) έργο του: η απόλυτη σύγχυση του νομοθετικού και του εκτελεστικού καθιστά περιττό το δικαστικό καθώς δεν συντρέχει κανένα ζήτημα ερμηνευτικής διαφοράς ανάμεσα στα δύο προηγούμενα. Ο κυρίαρχος λαός, λοιπόν, για να επανέλθουμε στη συνταγματική μετάφραση των παραπάνω συνισταμένων της τέλειας αυτόνομης πράξης, δεν χρειάζεται να ερμηνευτεί συνταγματικά ούτε πολύ περισσότερο να ερμηνεύσει τον εαυτό του καθώς απολαμβάνει τον πιο αυτοαναφορικό νομικό και πολιτικό μονόλογό του. Η θαυμαστή, με την πλήρη έννοια, νοηματικά πράξη του (σαν μια υπέροχηacte clair) είναι μια ενέργεια θεϊκής δημιουργίας, η οποία δεν γνωρίζει όμοιά της[92]. Έτσι, οποιαδήποτε άλλη συνταγματική εκφορά, όπως για παράδειγμα η αναθεώρηση του Συντάγματος, δεν μπορεί να ανέλθει, από την άποψη των φυσικών χαρισμάτων της, στο ίδιο δυσθεώρητο επίπεδο αυτονομίας και υφίσταται συνεχώς την ερμηνευτική -και κυρίως τη δικαστική– βάσανο της συμφωνίας της με την ανώτερή της συντακτική πράξη[93].

Η σύλληψη του κυρίαρχου λαού συνιστά στο συνταγματικό δίκαιο την πιο δημοφιλή έκφανση του φιλοσοφικού ρεαλισμού. Στον κόσμο του τελευταίου, οι λέξεις συμφωνούν απολύτως με τα πράγματα. Έτσι, στο παράδειγμά μας, η λέξη “κυρίαρχος” που παραπέμπει συνταγματικά στο “λαό” δεν αποδίδει στο συλλογικό σώμα των υποκειμένων μια συμβατική ιδιότητα, ένα “όνομα” δηλαδή στο οποίο μπορούν νακαταλογιστούν άπειρες πράξεις, αλλά μια πραγματική και φυσική ιδιότητα-ταυτότητα, αυτή τουενσαρκωμένου υποκειμένου που πραγματικά εκφράζεται σαν ομιλούν πρόσωπο. Με άλλα λόγια, ο κυρίαρχος δεν είναι μια μάσκα ή ένα προσωπείο, σύμφωνα με το νεωτερικό ορισμό του προσώπου[94], αλλά μια πραγματική-φυσική φιγούρα. Η θεμελίωση της εξουσίας του δεν παραπέμπει σε οποιοδήποτε συμβόλαιο, αλλά σε μια προ-συμβολαιική φυσική κατάσταση, στην ύπαρξη δηλαδή ενός συγκεκριμένου και διακριτού εμπειρικά και ιστορικά Όλου. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς “πράγματι, από τη στιγμή που η “κοινωνία” δεν επιτρέπεται να αναπαριστάνεται ως προκύπτουσα από την εξουσία, αλλά αντίθετα λογίζεται ως θεμελιώνουσα τη λογική εξουσία, η Ολότητα θα πρέπει να μπορεί να αναπαρασταθεί προ-συμβολαιακά, ως εάν δηλαδή “ήταν” ήδη “υπάρχουσα”, απτή και διαγνώσιμη ιστορική πραγματικότητα”.[95] 

Αυτήν ακριβώς την αναγκαία για την -ιδεολογική- θεμελίωση της εξουσίας “φυσικοποίηση” του φορέα της συναντάμε και στο συνταγματικό discours, με υπέρτατο στόχο τη θεμελίωση και την πίστη στη δημοκρατικότητα και κυρίως την κανονιστικότητα του Συντάγματος. Το ίδιο ισχύει και για την αντιφατική, όπως πάλι εύστοχα σημειώνει ο Τσουκαλάς, δόμηση της σημασίας της πολιτικής κυριαρχίας, η οποία εκφράζεται και στη νομική της πρόσληψη ή καλύτερα εφαρμογή. Το γνωστό φιλελεύθερο παράδοξο έγκειται στο ότι ο αρχικά κυρίαρχος λαός αποδέχεται στο εξής την έκπτωση από το θρόνο του, ότι δεν θα μπορεί δηλαδή να υλοποιήσει στο μέλλον ελεύθερα τις θεμελιώδεις πολιτειακές του επιλογές[96]. Ακόμη και αν δεχτούμε ότι η αυτοδέσμευση του λαού και η οικειοθελής αποχώρησή του από το πολιτειακό προσκήνιο συγκροτούν την αξεπέραστη δικαιολογητική βάση του έλλογου συνταγματικού πολιτισμού, δύσκολα μπορούμε να απαλλαγούμε, όσο και αν το θέλουμε, από τη βασική αντίρρηση που πολεμά στη ρίζα της τη διάκριση ανάμεσα στο συντακτικό και το συντεταγμένο λαό: ότι ο λαός είναι πάντοτε παράγωγος και συντεταγμένος, δηλαδή “ριγμένος στον κόσμο”, και ποτέ αυτόνομος, αυτεξούσιος και πρωταρχικός. Η διαφορά ανάμεσα στο “φυσικό” και τον “πλασματικό” λαό είναι το πανίσχυρο ιδεολόγημα του σύγχρονου συνταγματισμού, η ανεστραμμένη όψη δηλαδή της πολιτικής, κοινωνικής και νομικής πραγματικότητας. Και αυτό γιατί όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο “κυρίαρχος λαός” δεν αποδεικνύεται μόνο μια μεταφυσική και αντιφατική φιλοσοφικάσύλληψη αλλά είναι αδύνατον να εντοπιστεί τόσο πολιτικά όσο και νομικά με αυτούς τους όρους. Στο πλούσιο έργο του, ο Πιερ Ροζανβαλλόν (Pierre Rosanvallon) ερευνά συστηματικά την αδιάκοπη ένταση που διατρέχει τη σχέση ανάμεσα στη λαϊκή κυριαρχία ως πολιτική αρχή και την κοινωνιολογική της διάσταση, τη λαϊκή κυριαρχία ως υπαρκτό σώμα[97]. Η ίδια ένταση καθίσταται εξόφθαλμη όταν επιχειρήσει κανείς να παρατηρήσει τον παράξενο-είναι αλήθεια- κόσμο του δικαίου.
 
ΙΙΙ. Η “ρεαλιστική” κατανόηση της κυριαρχίας
 
Η αντίθεση ανάμεσα στο “λαό-αρχή” και το “λαό-σώμα”, σύμφωνα με τον Ροζανβαλλόν, η οποία διατρέχει κάθε θεωρία λαϊκής/εθνικής κυριαρχίας και αντιπροσώπευσης από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, αναιρείται τις λιγοστές στιγμές που ξεπηδά με ορμή ο “λαός-γεγονός[98]”. Στην Γαλλία, το 1789 ή το 1830 και το 1848, για παράδειγμα, ο “λαός-γεγονός”, μια υπέρ-δύναμη σε κίνηση, είναι ο ενσαρκωμένος λαός, ο οποίος από τεχνητό πρόσωπο μεταμορφώνεται σε πραγματικό ον.

Η θελκτική έννοια, ωστόσο, του “πραγματικού” κυρίαρχου λαού δημιουργεί μια ατελείωτη σειρά προβλημάτων ως προς τον ορισμό της ταυτότητάς του. Πολιτικά, καταρχάς, η απόδοση της υψηλής αυτής ιδιότητας στο συλλογικό σώμα εξαρτάται, όπως και να χει το πράγμα, από την αντίστοιχη τοποθέτησή μας στο ευρύ φάσμα των πολιτικών πεποιθήσεων. Από τη στιγμή που το φυσικό άθροισμα των ατόμων που επιδιώκουν και καταφέρνουν μια πολιτειακή αλλαγή παραδείγματος είναι αδύνατον να συμπέσει με το αντίστοιχο των ατόμων-ομάδων που ζουν σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή έστω κατέχουν την ιδιότητα του πολίτη, είναι προφανές ότι ήδη μολύνει την καθαρότητα και την πραγματικότητα του λαού το στοιχείο της διαμεσολάβησης, της αναπαράστασης και της αντιπροσώπευσης των βουλήσεων (δίχως, βέβαια, να ξεχνάμε τους συναφείς αποκλεισμούς). Μπορεί ποσοτικά ο όγκος των επαναστατών του 1789 να διαφέρει από εκείνον των χουντικών πραξικοπηματιών του 1967 ή των Γάλλων μοναρχικών του 1830 ή των Ελλήνων φοιτητών του 1974 ή ακόμη και των ομόλογών τους Γάλλων του Μάη του 1968, αλλά σε όλες τις παραπάνω -και τόσο διαφορετικές- περιστάσεις εκείνοι ποιοτικά μιλούν στο όνομα όλων των Ελλήνων και Γάλλων πολιτών, ενώ ταυτόχρονα δρουν εκτός του θετικού δικαίου, με αποτέλεσμα ο χαρακτηρισμός και η δικαίωση του λαϊκού/εθνικού χαρακτήρα της αντίδρασης καθώς και η ιδιοποίηση της ταυτότητας του “ουσιαστικού” και “πρωτογενούς κυρίαρχου” να απαιτούν ήδη την απο-φυσικοποίηση και τη συμβατική αξιολόγησή του. Έτσι, στο πιο πρόσφατο σε μας παράδειγμα, η αβίαστη απόδοση στο “πλήθος” των “αγανακτισμένων” της πλατείας Συντάγματος ή των πυκνών διαδηλωτών κατά του Μνημονίου της ιδιότητας του κυρίαρχου λαού δεν αποτελεί ένα φυσικό πολιτειακό δεδομένο, εκ μόνης της συγκέντρωσης κάποιων εκατοντάδων χιλιάδων ή και περισσότερων ανθρώπων, αλλά μία -ανάμεσα σε άλλες- ερμηνευτική επιλογή που υπάγει πολιτικά στο όνομα “κυρίαρχος λαός” τη συγκεκριμένη συλλογική δράση. Φαντάζει, ως εκ τούτου, αδύνατον να διακρίνουμε πολιτικά με βεβαιότητα την “επανάσταση” που δικαιώνει τη λαϊκή κυριαρχία από εκείνην που τη διαψεύδει αν δεν προβούμε απαραίτητα σε μια πράξη ερμηνείας των γεγονότων, την οποία όμως, όπως είδαμε, ο μονολογισμός των αντίστοιχων θεωριών περί “πραγματικού” λαού λογικά αποκηρύσσει. Και αυτό γιατί με το να εξαφανίζει αυτόματα από το χάρτη το στοιχείο της διαμεσολάβησης και της εξορισμού αναγκαίας για την εκδήλωση της οποιασδήποτε βούλησης αντιπροσώπευσης/αναπαράστασης, η πίστη στον ενσαρκωμένο κυρίαρχο λαό δεν μπορεί καν, αν δεν θέλει να αυτοακυρωθεί, να εξετάσει κατά πόσο η βούληση των εξεγερμένων ταυτίζεται με εκείνη των υπολοίπων και σε τελική ανάλυση με αυτό που υποθέτουμε ως σύμφωνο με τη βούληση όλων ή των περισσότερων από μας. Εφόσον, λοιπόν, η επαναστατική πράξη δεν χρειάζεται ερμηνεία γιατί ο φορέας της είναι μια (αδιευκρίνιστου μεγέθους) μάζα ανθρώπων, τότε επιστρέφουμε στο απόλυτο και αντινεωτερικό κριτήριο της δύναμης για να προσδιορίσουμε τον αυθεντικό λαό

Αν, από την άλλη, προσδώσουμε αξιακό περιεχόμενο στις διεκδικήσεις της ίδιας μάζας, τότε αναπόφευκτα εισάγουμε στη συζήτηση το ερμηνευτικό και άρα μη φυσικό-πραγματικό στοιχείο της εξέτασης αυτών που η μάζα εκπροσωπεί με εκείνο που ο λαός θα ήθελε να είναι. Έτσι, επιστρέφουμε, θέλοντας και μη, σε ένα σχήμα παράγωγης και πλασματικής βούλησης, διότι το κριτήριο της συμφωνίας του λαού με τον ίδιο του τον εαυτό δεν είναι άμοιρο ηθικοπολιτικών αντιλήψεων, αρχών ή αξιών και κυρίως της προσωπικής μας ηθικοπολιτικής πρόσληψης για το τι σημαίνει κυρίαρχος λαός. Πιο απλά, και πάλι, για να “μιλήσει”, ο λαός αποκτά τον -κυρίαρχο- porte-parole του![99]Στο πολιτικό, λοιπόν, επίπεδο, ο χαρακτηρισμός “κυρίαρχος λαός” παραμένει αδύνατον να εντοπιστεί με την πραγματική-οντολογική έννοια του όρου αφού προϋποθέτει την προσφυγή σε έναν ερμηνευτικό κύκλο που διαφεύγει από τη φυσική πραγματικότητα και συνιστά μέρος μιας -ακόμη- σήμανσής της. Σε κάθε δηλαδή περίπτωση, είμαστε υποχρεωμένοι να εγκαταλείψουμε τον κόσμο των (αληθινών) πραγμάτων ή των (καθαρών) ιδεών και να καταφύγουμε στη διαπλαστική δύναμη τωνονομάτων. Όταν, όμως, διακηρύσσουμε ότι ο λόγος μας δεν ανήκει στο δεύτερο (φτιαχτό) κόσμο και τοποθετείται καθαρά στην ουσία του (πραγματικού) πρώτου, τότε μάλλον οφείλουμε να αρνηθούμε πέρα για πέρα το δημοκρατικό χαρακτήρα των θετικών συμβάσεων και των ονομασιών. Συνοπτικά, η επένδυση των αξιών με το μανδύα της αντικειμενικότητας καθιστά λιγότερο αναγκαία τη συναίνεσή μας σε αυτές.

Από την άλλη, όταν ξορκίσουμε τα εφιαλτικά “φαντάσματα” του θετικισμού[100], και αναγνωρίσουμε τη φυσική αναγνωσιμότητα της πραγματικότητας μάλλον επιλέγουμε ένα ολότελα διαφορετικό πολιτικό μοντέλο, αυτό των αρχαίων. Στο φιλοσοφικά ρεαλιστικό κόσμο των τελευταίων, η λέξη ή καλύτερα το σημείο “κυριαρχία” θα στερούνταν ερμηνείας αφού το πράγμα “κυριαρχία” θα ταυτιζόταν αυτομάτως με το φωνητικό ήχο “κυριαρχία”. Και αυτό γιατί το φυσικό πρόσωπο, π.χ. ο μονάρχης ή η εκκλησία του δήμου, ως πραγματικό σώμα ανθρώπου/ων, δεν θα αποτελούσε μια απλή αναφορά, τη σημασία της οποίας θα έπρεπε να αναζητήσουμε (όπως αναφορά θα αποτελούσε στη νεωτερική πρόσληψη της γλώσσας πχ. το φυσικό αντικείμενο “τριαντάφυλλο” στο οποίο θα αποδίδαμε λεκτικά με τον ήχο-σημαίνον “τριαντάφυλλο” τη σύλληψη-σημαινόμενο της “τριανταφυλλότητας”), αλλά ένα έμπλεο της ουσίας της κυριαρχίας, δηλαδή της “κυριαρχότητας”, πρόσωπο/πράγμα. Το συγκεντρωμένο, ως εκ τούτου, στην πλατεία Συντάγματος “πλήθος” των “αγανακτισμένων” μόνο σε αυτήν την αντι-μοντέρνα και αντι-νομιναλιστική οπτική της εξάλειψης της αναφοράς και της απευθείας ταύτισης σημαίνοντος και σημαινομένου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραπέμπει απευθείας στην “κυριαρχότητα”, στην καθαρήμε άλλα λόγια “ιδέα” της κυριαρχίας, αφού δεν θα αποτελούσε μια αδιευκρίνιστη και έκθετη σεαυθαίρετη ονομασία οντότητα, αλλά ένα ευκρινές και φέρον καθαρό νόημα πράγμα

Έτσι, ο χαρακτηρισμός κάποιου ως “κυρίαρχου” δεν συνιστά αντικείμενο συμφωνίας, σύμβασης ή συναίνεσης αλλά συρρικνώνεται σε μια (μονολογική) κυριαρχική διαπίστωση/διακήρυξη από τους πραγματικούς, τελικά, κυρίαρχους, αυτούς που μπορούν να διαβάσουν αλάνθαστα την εγγενή “κυριαρχότητα” των “πραγμάτων” ή ακριβέστερα κάποιων εξ 'αυτών (όπως π.χ. των διαδηλωτών και όχι των βουλευτών)[101]. Γι'αυτό, διόλου τυχαία, η αρχαία εκδοχή της άμεσης και αδιαμεσολάβητης δημοκρατίας λειτουργούσε πάντοτε με (φυσικούς) αποκλεισμούς (π.χ. δούλοι, γυναίκες) ενώ στη νεωτερική σύλληψη της δημοκρατίας, ως αντιπροσωπευτικής, αυτό που παρατηρούμε είναι η συνεχής ενσωμάτωση, μέσω της αντίστοιχης λειτουργίας της αντιπροσώπευσης, των διάφορων κοινωνικών ομάδων[102].

Όταν εγκαταλείψουμε το πολιτικό και μεταβούμε, εν είδει μιας συνέχειας και όχι ενός δογματικού διαχωρισμού, στο νομικό και πιο συγκεκριμένα το συνταγματικό πεδίο εφαρμογής των παραπάνω θέσεων, οι αντιφάσεις του φιλοσοφικού ρεαλισμού καθίστανται ακόμη πιο εμφανείς στον (υποψιασμένο) παρατηρητή του νομικού συστήματος. H συσχέτιση της κυριαρχίας με το ζήτημα της ερμηνείας και πιο συγκεκριμένα η ερμηνευτική αναγνώριση της απόστασης που χωρίζει το κείμενο από τον κανόνα δικαίου, σε συνδυασμό με τη ρεαλιστική θέση (νομικός ρεαλισμός) για τη δύναμη του εφαρμοστή του δικαίου στα σύγχρονα νομικά συστήματα μας οδηγεί σε μια εναλλακτική θεώρηση τόσο της κυριαρχίας όσο και της ταυτότητας του φορέα της. Και αυτό γιατί η κυριαρχία εκτελείται σε δύο χρόνους, με αποτέλεσμα ο φορέας της (λαός/έθνος) να μην είναι ποτέ ο “ίδιος” αλλά να εμφανίζεται συνεχώς ως “άλλος” και να παίρνει τη μορφή του αυθεντικού ερμηνευτή της. Συνεπώς, η κυριαρχία δεν πρέπει να εντοπίζεται στην ουσία ή στο μεγαλείο της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας γιατί πίσω από την -προφανή για όλους- μάσκα της κρύβονται οι πολλαπλές και αδιάλειπτες εκφάνσεις της, οι καθοριστικές για τη σήμανσή και την κανονιστικότητα του Συντάγματος πράξεις των συντεταγμένων οργάνων της, οι οποίες της προσδίδουν μια δυναμική διάσταση και την επικαιροποιούν συνεχώς[103]. Όσο, λοιπόν, ο ερμηνευτικός αυτός τροχός βρίσκεται σε κίνηση είναι αδύνατον για τον κυρίαρχο να αποκτήσει μια σταθερή ταυτότητα καθώς στην πραγματικότητα τελεί συνεχώς υπό διαμόρφωση και υπόκειται στην αδιάκοπη δύναμη της ετερότητας των εφαρμοστών του.

Σύμφωνα με τη ρεαλιστική αυτή θεώρηση, ο νομικός χαρακτήρας και το νόημα του συνταγματικού κειμένου δεν επέρχονται με τη σύνταξή του. Συνεπώς, κυρίαρχος είναι ο αυθεντικός ερμηνευτής του κειμένου, αυτός που χαρακτηρίζοντάς το του αποδίδει κύρος, νόημα και τελικά αξία. Υπό το “όνομα” λοιπόν του κυρίαρχου λαού ή της “λαϊκής κυριαρχίας” του άρθρου 1 παρ.3 Σ. δεν πρέπει να υπαχθεί κάποιος πραγματικός λαός, ο οποίος ως υπαρκτό πρόσωπο μίλησε και δέσμευσε τους αποδέκτες του, αλλά τα όργανα που διαβάζουν το 1 παρ.3 Σ., όπως το Κοινοβούλιο, η Διοίκηση και ο Δικαστής. Κι είναι προφανές, εάν ασπαστούμε τη ριζική ερμηνευτική θεωρία των Τροπέρ και Κελά, ότι τα όργανα αυτά δεν υφίστανται σημασιολογικές δεσμεύεις από τη συντακτική ή τη γραμματική δομή του 1 παρ.3 Σ., όσο ξεκάθαρο ή ανοιχτό σε ερμηνεία και αν μας φαίνεται αυτό, παρά μόνο πραγματολογικές (π.χ. στρατηγικές)[104]. Πιο συγκεκριμένα, το περίφημο άρθρο του 1 παρ.3 Σ. και η ρητή αναφορά στη λαϊκή κυριαρχία παραμένει από μόνο του σιωπηλό γιατί του λείπει εξορισμού, από μόνη την πράξη της γραφής, η δύναμή του. Συντάσσοντας το 1 παρ.3 Σ., όπως και κάθε άλλη συνταγματική διάταξη, ο συγγραφέας αποδέχεται παραδόξως, όπως θα έλεγε και ο Ρικέρ, τη σιωπή του. Στο αρμόδιο όργανο, ως εκ τούτου, εμπίπτει η κρίσιμη για τη διάταξη διαδικασία της σήμανσής της, η αναπαράσταση δηλαδή του πνεύματος του συντακτικού νομοθέτη και κατ’ επέκταση η διάγνωση αυτού που θα ήθελε να εννοήσει ως λαϊκή κυριαρχία

Έτσι, ο νομοθέτης που εκδίδει ένα νόμο που θεωρεί σύμφωνο με το 1 παρ.3 Σ. ή ο δικαστής που εξετάζει τη συμβατότητα του νόμου με το επίμαχο άρθρο επιτελούν στην πραγματικότητα την ίδια ακριβώς λειτουργία: συνταγματοποιούν (ή το αντίθετο εξουδετερώνουν) και συγκεκριμενοποιούν τη δύναμη και το νόημα της αιχμάλωτης στην απροσδιοριστία του γράμματός της διάταξης του 1 παρ.3 Σ., υπονοώντας ανοιχτά ότι η πλήρης σημασία που της αποδίδουν είναι σύμφωνη με αυτό που ο λαός (του 1975) θα θεωρούσε “λαϊκή κυριαρχία”. Κάθε φορά που το νομικό όργανο εφαρμογής του Συντάγματος αγγίζει το νόημα μιας συνταγματικής διάταξης καλείται τελικά να εξετάσει, ως αντιπρόσωπος του “σημερινού” λαού εάν η εφαρμογή της είναι σύμφωνη με αυτό που ο “πραγματικός” λαός είπε το 1975. Όταν για παράδειγμα, με αφορμή το Μνημόνιο ή το Μεσοπρόθεσμο, εξετάζουμε τη συμβατότητα της εκχώρησης της κυριαρχίας με την ουσία της, η οποία έχει τεθεί το 1975, στην πραγματικότητα αντιπαραβάλλουμε την “ιδέα” περί κυριαρχίας του 1975 με την “εφαρμογή” της το 2011[105]. Βέβαια, οι σύγχρονες έννοιες του “πραγματικού” ή “ζωντανού” Συντάγματος, καθώς και η προσφυγή του ερμηνευτή σε ηθικοπολιτικές θεωρίες ανάγνωσής του, θεμελιώνουν μια εξελικτική ανάγνωση του Συντάγματος και όχι την ξεπερασμένη ιστορική ή τη -φιλολογικά εμμονική- γραμματική. Στις παραπάνω θεωρίες υποδηλώνεται η επικαιροποίηση των συνταγματικών εννοιών και η αποσύνδεσή τους από τη βούληση ενός συγκεκριμένου ιστορικού υποκειμένου[106]. Και πάλι, όμως, τα όρια της ερμηνείας ανάγονται στη βούληση του πραγματικού λαού που συνέταξε το Σύνταγμα και τη διάκριση συντακτικής και αναθεωρητικής λειτουργίας. Πέραν, όμως, από τα δεδομένα φιλοσοφικά προβλήματα στα οποία εκτενώς αναφερθήκαμε ως προς την ανύψωση του λαού σε αυτόνομο και κυρίαρχο υποκείμενο, η συνταγματική πραγματικότητα αποδεικνύεται ιδιαίτερα διδακτική όταν εξετάζουμε τη νομική εγκυρότητα αλλά και τη χρησιμότητα της παραπάνω ουσιοκρατικής θεώρησης. Και αυτό γιατί στο συνταγματικό -και όχι μόνο- δίκαιο είναι μάλλον μάταιη η αναζήτηση μιας πρωταρχικής βούλησης με την έννοια του πραγματικού, όπως αυτή του «κυρίαρχου λαού».

Ακόμη και αν αγνοήσει επιδεικτικά κανείς τα ερμηνευτικά ζητήματα που αποσιωπά η μονολογική σύλληψη του πραγματικού λαού θα είναι δύσκολο να τον “ανεύρει” όχι μόνο κοινωνικά ή πολιτικά, αλλά και νομικά, αφού η συνταγματική του περσόνα, η πρωτογενής δηλαδή συντακτική εξουσία, είτε κείται εκτός δικαίου είτε αποτελεί τη συντεταγμένη και όχι τη συντακτική συνέχειά του. Στον περίεργο κόσμο του δικαίου, εκεί που τα ονόματα πλάθουν συνεχώς εικονικές πραγματικότητες, η συντακτική εξουσία παραπέμπει πάντα στην προηγούμενή της. Έτσι, δύσκολα, για παράδειγμα, μπορεί να αναγνωριστεί ως νομικά πρωταρχικός και συνεπώς κυρίαρχος ο λαός του 1975 αφού αυτός αποτελεί ρητά τη νομική συνέχεια εκείνου του 1952, οποίος με τη σειρά του παραπέμπει σε εκείνον του 1927 και αυτός στο λαό του 1911. Όμως, και η περίφημη “επανάσταση” του 1911 παραπέμπει συνταγματικά με τη σειρά της στο 1864. Σε όλες τις παραπάνω, λοιπόν, συνταγματικές στιγμές ο “κυρίαρχος λαός” δεν συνιστά μια νομική “παρθενογένεση” αλλά τη νέα και επικαιροποιημένη εκδήλωση κάτι ήδη συντεταγμένου, ενός υποκειμένου που είναι νομικά ήδη εκεί, “ριγμένο στον κόσμο”. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο νομικά παράδοξο είναι να αναζητήσει την πρωταρχική εμφάνιση του κυρίαρχου λαού ως πραγματικής οντότητας ή ως πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας. Αντιθέτως, κάθε τομή της πολιτικής μας ιστορίας, κάθε αλλαγή παραδείγματος, εμφανίζεται πάντα ως μια νομική συνέχεια. Δεν υπάρχει δηλαδή αναγνώριση της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας, με την έννοια της γέννησης από το μηδέν, ή, για να επιστρέψουμε σε θεολογικούς όρους, της παρθενογένεσης, αλλά κάθε νέο Σύνταγμα εμφανίζεται παραδόξως ως συνέχεια του παλιού, ως δηλαδή μια “άλλη” έκφανση κυριαρχίας του “ίδιου” κυρίαρχου λαού, του αφηρημένου δηλαδή πλάσματος και όχι -δεν θα σταματήσουμε να το επαναλαμβάνουμε- ενός πραγματικού συλλογικού υποκειμένου. Έτσι, αντιλαμβανόμαστε ότι η νομιναλιστική-μοντέρνα θεωρία της κυριαρχίας και της αντιπροσώπευσης περιγράφει με ακρίβεια την λειτουργία της συνταγματικής τάξης: στην πραγματικότητα, οι συντάκτες-αυτουργοί κάθε νέου Συντάγματος τελούν σε απόλυτη ισότητα και σε καμία ιεραρχία μεταξύ τους ως προς την αντιπροσώπευση – στην ουσία την ανασύσταση- του αφηρημένου συγγραφέα του Συντάγματος που αποκαλούμε συμβατικά “λαό”.

“Ανεύρετος”, επίσης, παραμένει ο “πραγματικός” λαός και στις αμεσοδημοκρατικές μορφές πολιτειακής βούλησης, όπως τα δημοψηφίσματα. Και στο δημοψήφισμα, φορέας της ταυτότητας του κυρίαρχου που νομοθετεί, είτε ως συντακτική είτε ως νομοθετική εξουσία, δεν είναι ο «πραγματικός» λαός αλλά το «εκλογικό σώμα», μία δηλαδή -και πάλι- συγκεκριμένη ανα-παράσταση του λαού. Όλοι γνωρίζουμε ότι ακόμη και όταν ο λαός παρουσιάζεται ως κατεξοχήν πρωτογενής και αυτεξούσιος, όπως για παράδειγμα στο δημοψήφισμα του 1974, δεν αποτελεί παρά τη συντεταγμένη και όχι τη συντακτική εκδήλωση μιας προσδιορισμένης, βάσει προηγούμενου νόμου και ερωτήματος, βούλησης[107]. Στην πραγματικότητα, η διαφορά ανάμεσα στο δημοψήφισμα και την κοινοβουλευτική οδό δεν έγκειται στο ότι στην πρώτη περίπτωση η βούληση του εκλογικού σώματος καταλογίζεται άμεσα, δίχως αντιπροσώπευση, στον κυρίαρχο λαό αλλά στο ότι συνιστά μια νομικά σημαντική απόφαση, σε αντίθεση με την πράξη, για παράδειγμα, της εκλογής των αντιπροσώπων, η οποία σε τίποτα δεν έχει να κάνει νομικά με τη νομοθετική διαδικασία, όπου η απόφαση προκύπτει μετά από τη διαβούλευση των βουλευτών[108].

Χωρίς αμφιβολία, το ζήτημα του νομικού εντοπισμού του “πραγματικού” λαού καθίσταται ακόμη πιο σύνθετο όταν επιχειρήσουμε την αναγωγή σε αυτόν της ενωσιακής έννομης τάξης και να οριοθετήσουμε τη σχέση μεταξύ κοινοτικού δικαίου και εθνικού Συντάγματος. H αναζήτηση ενός ευρωπαϊκού “κυρίαρχου λαού” αναδεικνύεται αλυσιτελής όταν προσπαθούμε να του αποδώσουμε μια συγκεκριμένη και σταθερή ταυτότητα. Πώς όμως είναι δυνατόν από τη μία να διαπιστώνουμε την ανυπαρξία μιας πρωτογενούς ευρωπαϊκής συντακτικής εξουσίας[109]– και πολύ περισσότερο την αδύνατη συγκρότηση ή μάλλον ανάδειξη ενός συγκεκριμένου ευρωπαϊκού λαού και από την άλλη να μην παραδεχόμαστε ότι όπως και στο εθνικό-κρατικό επίπεδο έτσι και στο ευρωπαϊκό αυτός ο λαός νομικά μόνο παράγωγοςμπορεί να είναι και η ύπαρξη του να περνά μέσα από τη διαμεσολάβηση, την αναπαράσταση και την αντιπροσώπευση των οργάνων που μιλούν στο όνομά του;

Το ίδιο αντιφατικός, πρακτικά και θεωρητικά, αποδεικνύεται και ο δημοφιλής στη συνταγματική θεωρία διαχωρισμός ανάμεσα στη συντακτική και την αναθεωρητική λειτουργία, είτε αυτός προκύπτει ουσιοκρατικά, όπως για παράδειγμα στο έργο του Σμιττ, είτε θετικιστικά, όπως στον Κέλσεν και τους επίγονούς του λογικούς θετικιστές. Παρά τη σημασία της για την εδραίωση της κανονιστικότητας του Συντάγματος, η αναγνώριση ενός σημασιολογικά δεσμευτικού πυρήνα των μη αναθεωρήσιμων συνταγματικών διατάξεων έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας υβριδικής λειτουργίας με μικτή φύση, δηλαδή της συντεταγμένης συντακτικής εξουσίας[110]. Σύμφωνα με τον Κελά, η δέσμευση της αναθεωρητικής συντακτικής εξουσίας από την πρωτογενή δημιουργεί ένα εντυπωσιακό παράδοξο: η αναθεωρητική λειτουργία εξισώνεται με τη συντακτική καθώς μπορεί ελεύθερα να επινοήσει νέες συνταγματικές διατάξεις -άρα θεωρείται εκ φύσεως ομότιμη και ομότεχνή της- ενώ την ίδια στιγμή θεωρείται κατώτερή της, διότι δεν μπορεί εξορισμού να προβεί σε μια σειρά άλλων συνταγματικών επιλογών. Έτσι, η αναθεωρητική λειτουργία αρθρώνεται ταυτόχρονα ως συντακτική και ως συντεταγμένη, ως το ίδιο πράγμα δηλαδή και το αντίθετό του, παραπέμποντας στην περίφημη θεολογική κατηγορία της ενσάρκωσης, όπου ο πατέρας και υιός, θεϊκή και ανθρώπινη φύση, ενώνονται στο σώμα του δεύτερου. Αυτή η sui generis φύση, όπου η συντακτική εξουσία ενσαρκώνει τη θεϊκή αυτονομία και η αναθεωρητική την ανθρώπινη ετερονομία, επιτείνει σημαντικά τη σύγχυση ως προς την κατανόηση του χαρακτήρα της αναθεωρητικής λειτουργίας. Κοντολογίς, ο αναθεωρητικός “λαός” είναι ταυτόχρονα κυρίαρχος και κυριαρχούμενος, κυβερνών και κυβερνώμενος.

Ακόμη, ωστόσο, και αν παρακάμψουμε τα παραπάνω θεωρητικά ζητήματα, πάλι θα σταθούμε μάρτυρες ενός εύγλωττου νομικού γεγονότος: της πρακτικής αναποτελεσματικότητας της διάκρισης ανάμεσα στη συντακτική και την αναθεωρητική λειτουργία. Και αυτό γιατί μια πρόχειρη ματιά στη συνταγματική μας ιστορία- χώρια το συγκριτικό παράδειγμα άλλων έννομων τάξεων, όπως η Γαλλία[111]– φανερώνει ότι όλες ανεξαιρέτως οι συνταγματικές μας μεταβολές, παράνομες και νόμιμες, ανέπτυξαν πλήρως τα κανονιστικά τους αποτελέσματα, είτε ήταν δημοκρατικές και προοδευτικές είτε δικτατορικές και απροκάλυπτα πραξικοπηματικές. Για την ακρίβεια, η εγκαθίδρυση κάποιων από των πιο δημοκρατικών – δικαιοκρατικών μας πολιτειακών καθεστώτων πέρασε από τη μεγαλοπρεπή καταστρατήγηση των ισχυουσών συνταγματικών διατάξεων, όπως για παράδειγμα στην αναθεώρηση του 1911[112]. Παράλληλα, κανένα δικαστήριο δεν τόλμησε ποτέ να ελέγξει τη συνταγματικότητα των αναθεωρητικών ακροβασιών για να περιφρουρήσει τη λαϊκή κυριαρχία[113]. Ακόμη και αν τούτη η διαρκής αποχή οφείλεται, ενδεχομένως, στην εκούσια υποχώρηση του δικαστή έναντι της “μεγάλης” πολιτικής[114], η πλήρης αναποτελεσματικότητα της νόρμας δεν μπορεί παρά να ενισχύει παρά να αποδυναμώνει την πεποίθησή μας ως προς την πενιχρή χρησιμότητα της διάκρισης ανάμεσα στη συντακτική και τη αναθεωρητική λειτουργία. Για να παραμείνουμε, όμως, συνεπείς με τις ρεαλιστικές και πραγματολογικές μας αρχές πρέπει να σημειώσουμε, προς αποφυγή παρανοήσεων, ότι ακόμη και αν ένα ανώτατο δικαστήριο, όπως για παράδειγμα στην Γερμανία, αναλάμβανε τον ευγενή αυτό ελεγκτικό ρόλο δεν θα σήμαινε ότι υπάρχει πραγματικά κυρίαρχος λαός, αλλά ότι στη θέση του θα μιλούσε το εν λόγω (δικαστικό) όργανο, το οποίο κυριαρχικά θα αναλάμβανε να τον ερμηνεύσει.

Παρότι όλες οι παραπάνω σημαντικές αντιφάσεις διέπουν το συνταγματικό λόγο περί κυριαρχίας, η πίστη μας στον κυρίαρχο λαό ή στην πρωτογενή συντακτική εξουσία ελάχιστα κλονίζονται. Ίσως γιατί μόνον έτσι μπορούμε να διασφαλίσουμε επιστημολογικά ότι η ανάλυση του συνταγματικού φαινομένου και της κανονιστικότητας του συνταγματικού κειμένου έχουν ένα σταθερό και αναλλοίωτο σημείο αναφοράς, αυτό της βούλησης του κυρίαρχου λαού. Έτσι, άλλωστε, μπορούμε να προικίζουμε τις συνταγματικές και πολιτικές μας πεποιθήσεις με ένα ύπατο και αξιακά-ιδεολογικά αξεπέραστο σημείο καταλογισμού και -το σπουδαιότερο- νομιμοποίησης[115]. Όταν, όμως, επικαλούμενοι την ιδιότητα του συνταγματολόγου, υπερασπίζουμε μια συγκεκριμένη ερμηνεία του Συντάγματος ή ακόμη και μια πολιτική δράση ως σύμφωνη με τη βούληση του πραγματικού λαού, π.χ. του λαού των διαδηλώσεων και όχι του κοινοβουλίου, οφείλουμε μάλλον να παραδεχτούμε ότι αναπόφευκτα προβαίνουμε σε μια πράξη ερμηνείας, σύμφωνα με τις δικές μας προσωπικές δικαιοπολιτικές πεποιθήσεις.

Η ερμηνεία είναι μια πράξη εξουσίας. Η θερμή υποστήριξη των ακαταμάχητων πολιτικά εννοιών, όπως ο κυρίαρχος λαός ή –για άλλους, σίγουρα πιο συντηρητικούς- το κυρίαρχο έθνος, συνιστά τελικά μια ξεκάθαρη δήλωση πίστης, όταν οι παραπάνω έννοιες φυσικοποιούνται και ταυτίζονται με ενσαρκωμένα υποκείμενα. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο συνταγματολόγος γοητεύεται από τους μεγάλους μύθους της επιστήμης του και ταυτίζει αφελώς τις λέξεις με τα πράγματα. Η σύλληψη του κυρίαρχου λαού επιτελεί τη λειτουργία του συνταγματικού μύθου: παραμορφώνει την πραγματικότητα και με το βαρύ της φορτίο την εξαγνίζει, την εξωραΐζει και την καθιστά απλή και κατανοητή, δίχως αντιθέσεις και παράδοξα[116]. Έτσι, επιλύεται κάθε απορία για την κυριαρχία και εδραιώνεται η ψευδαίσθηση μας ότι είμαστε δημοκρατικά κύριοι του εαυτού μας, επιγραμματικά αυτόνομοι. Αντιθέτως, τελείως διαφορετική είναι η σημασία που πρέπει να αποδοθεί στα “πλάσματα” του δικαίου, στα ονόματα δηλαδή που διαμορφώνουν και συστηματοποιούν τη νομική πραγματικότητα. Σε ευθεία αντιδιαστολή με τον “μύθο”, το “πλάσμα”, η περίφημη fictio που έλκει την καταγωγή της από το πρώτο μοντέρνο δίκαιο, δηλαδή το ρωμαϊκό, λειτουργεί ως η ψευδής “αλήθεια” του δικαίου, αυτή που μας επιτρέπει να το κατανοήσουμε και συνεπώς να ασκήσουμε κριτική[117]. Με άλλα λόγια, αυτή μας δίνει μεθοδολογικά και επιστημολογικά τα εργαλεία για να ξεχωρίσουμε με ευκρίνεια, όσο είναι δυνατόν, και να αντισταθούμε, ενδεχομένως, στους κυρίαρχούς μας. Σε αυτή τη συχνά δυσδιάκριτη -αλλά θεμελιώδους σημασίας- διάκριση ανάμεσα στομύθο του “ενσαρκωμένου κυρίαρχου λαού” και το πλάσμα του “ονόματός του” κορυφώνεται η αγεφύρωτη και σπουδαία διαφορά ανάμεσα στην ουσιοκρατική και τη νομιναλιστική αντίληψη όχι μόνο της κυριαρχίας αλλά και του ίδιου του Συντάγματος.
 
_____________________________
[1] O. Beaud, La puissance de l’Etat, Léviathan, P.U.F., Paris, 1994, σελ.52 (η υπογράμμιση δική μας). Για την ακρίβεια, η κυριαρχία είναι: “la puissance de donner et casser la loy à tous en général, et à chacun en particulier”. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η κυριαρχία είναι προϋπόθεση της κρατικότητας και το ανάποδο. O Μπω αντιλαμβάνεται την κυριαρχία με ουσιοκρατικούς και όχι νομιναλιστικούς όρους, εμφανώς επηρεασμένος από τις αντίστοιχες θέσεις του Καρλ Σμιττ (Carl Schmitt) και κυρίως τη σύνδεση ανάμεσα στη λαϊκή κυριαρχία και την πρωτογενή συντακτική εξουσία.
[2] Βλ. Αντ. Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Ι, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2004, σελ.211 επ.
[3] Όταν οι νομικοί γενικά και οι συνταγματολόγοι ειδικότερα προσδιορίζουν νομικά την έννοια της κυριαρχίας την αντιλαμβάνονται συνήθως ως την “αρμοδιότητα της αρμοδιότητας” ή αλλιώς την εξουσία της “τελευταίας λέξης”. Το ζήτημα φυσικά ανακύπτει με τρομερή ένταση στη σύνθετη σχέση ανάμεσα στο εσωτερικό και το κοινοτικό δίκαιο. Αντ. Μανιτάκης, To “Σύνταγμα” της Ευρώπης αντιμέτωπο με την εθνική και λαϊκή κυριαρχία, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα, 2004 και Λ. Παπαδοπούλου, Εθνικό Σύνταγμα και Κοινοτικό Δίκαιο: το ζήτημα της “υπεροχής”, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2009, σελ. 378. Σύμφωνα με τον Μανιτάκη, “η νομική θεώρηση της κυριαρχίας οδηγεί σε έναν ορισμό που σχετικοποιεί τη δύναμή της, αφού ως κυριαρχία νοείται “η ικανότης της κρατικής εξουσίας να μην περιορίζεται από κανόνες ειμή μόνον αφ'εαυτής, δηλαδή μόνον εφόσον η ίδια το θέλει”. Με άλλες λέξεις, κυριαρχία είναι η αποκλειστικά αρμοδιότητα της πολιτείας να καθορίζει την αρμοδιότητά της, δηλαδή η “αρμοδιότητα αρμοδιότητας” (Κοmpetenz-Kompetenz). Κυρίαρχο δεν είναι επομένως το κράτος που δεν υπακούει σε κανένα κανόνα, αλλά το κράτος που δεν υπόκειται σε κανόνες που έχουν τεθεί χωρίς τη συναίνεσή του · και τέτοιο είναι το κράτος το οποίο νομικά έχει τη δυνατότητα να περιορίζεται μόνον με τη δική του θέληση”. Βλ. Ιδίου, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σελ.217.
[4] Βλ. αντί πολλών O. Beaud, Souveraineté, σε P. Raynaud – S. Rials (επιμ.), Dictionnaire de la philosophie politique, P.U.F., Paris, 2001, σελ.625 επ. και La puissance de l'État, ό.π. Πάντα στο πλαίσιο της πολιτειολογικής ή και της φιλοσοφικής ανάλυσης της έννοιας της κυριαρχίας βλ. R. Legros, La question de la souveraineté, Droit Naturel et contrat social, Ellipses, Paris, 2001 και την κριτική ως προς τη μοντέρνα έννοια της κυριαρχίας θέση του G. Mairet, Le principe de souveraineté, Gallimard, Paris, 1997. Από την ελληνική βιβλιογραφία Π. Δαγτόγλου, Περί Κυριαρχίας, εκδ, Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1986. Αν επιχειρήσει κανείς μια πρόχειρη περιοδολόγηση της έννοιας θα πρέπει, καταρχάς, να διακρίνει τους φορείς της: από την (αρχαία) Φύση στον (μεσαιωνικό) Μονάρχη και τέλος στο (νεωτερικό) Λαό/Έθνος. Παράλληλα με το υποκείμενό της μεταβάλλεται καίρια και το θεμέλιό της: από τη σοφία ή τη φρόνηση της Φύσης και των ερμηνευτών της στους αρχαίους, περνάμε στη θεολογική νομιμοποίηση της δύναμης στο μεσαίωνα κι έπειτα στη νεωτερική αναγωγή της κυριαρχίας στη βούληση του λαού και του έθνους. Βέβαια, από τον Μποντέν (Bodin) στον Ρουσσώ (Rousseau) και τον Xoμπς (Hobbes) η απόσταση είναι μάλλον μικρή: και αυτό γιατί η κυριαρχία παραμένει τόσο στο μεσαίωνα όσο και στη νεωτερικότητα μία, ενιαία, αδιαίρετη και κυρίως -απεριόριστη-. Εκτός των άλλων, το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό της θέτει -ιδιαίτερα- σε δοκιμασία ο σύγχρονος συνταγματισμός με την υπαγωγή του κυρίαρχου στην κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος ή για να το πούμε διαφορετικά με την υποκατάσταση του Συντάγματος στη θέση του κυρίαρχου. Ταυτόχρονα, ο συνταγματισμός επεξεργάζεται το ίδιο το υποκείμενο της κυριαρχίας και κατασκευάζει το πλάσμα του “κυρίαρχου λαού” ή “έθνους”. Χαρακτηριστικές είναι, όπως θα δούμε παρακάτω, οι αναλύσεις του Σιεγές (Sieyès) και η γαλλική αναγωγή της κυριαρχίας σε μια αφηρημένη σύλληψη όπως το έθνος. Στη ρομαντική (γερμανική) παράδοση, το υποκείμενο της κυριαρχίας δεν είναι άλλο από το Κράτος, το οποίο αποτελεί την οντολογική προϋπόθεση της κανονιστικής ύπαρξης και δύναμης του λαού/έθνους. Με φιλοσοφική αφετηρία τον Χέγκελ (Hegel), η υπαγωγή του μονάρχη και του λαού στην οργανική σύλληψη του όλου που καλείται Κράτος, αυτής της αφηρημένης νομικής οντότητας που όμως έχει θεσμική διάσταση και νομική προσωπικότητα, εξουδετερώνει επίσης την προσωποπαγή εκδοχή της κυριαρχίας. Αυτή, ωστόσο, επανέρχεται δυναμικά στα χρόνια της Βαϊμάρης και το έργο του Σμιττ όπου, μέσω της ανακάλυψης της αυθεντικής ενσάρκωσης του λαού, εισάγεται ξανά στην προβληματική της κυριαρχίας η αποφασιοκρατία. Ενώ η κανονοκρατία συνιστά μια στρατηγική αποσιώπησης ή αποδυνάμωσης της κυριαρχίας, η αποφασιοκρατία την επαναπροσωποποιεί. Αντιθέτως, στην καταστατικά προσανατολισμένη σε μια “δημοκρατία των αντίβαρων” αμερικανική θεωρία, η κυριαρχία, τόσο ως προς το υποκείμενο όσο και ως προς την άσκησή της, εμφανίζεται κατεξοχήν διαιρεμένη και ισορροπημένη. Βλ. σχετικά A. Jakàb, La neutralisation de la question de la souveraineté. Stratégies de compromis dans l’argumentation constitutionnelle sur le concept de souveraineté pour l’intégration européenne, Jus Politicum, n.1, αναρτημένο σε http://www.juspoliticum.com/La-neutralisation-de-la-question,28.html. Βλ. επίσης Κ. Παπανικολάου, Συνταγματισμός και Κυριαρχία. Αναζητώντας τη συνταγματική εγκυρότητα του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Η ερμηνεία του άρθρου 28 ΕλλΣ., ΤοΣ, τ.2/2001, http://tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/theoria/item.php?id=261.
[5] Ο Xαρτ (Hart) επιμένει ότι η αναζήτηση του νοήματος των εκφράσεων δεν μπορεί να αρκείται στη λεκτική τους διάσταση. Είναι σαφής η επιρροή του Χαρτ από την πραγματολογία και τη φιλοσοφία της “κοινής γλώσσας”, σύμφωνα με την οποία ο λεκτικός ή αλλιώς αυστηρά σημασιολογικός ορισμός των πραγμάτων αποδεικνύεται πολλές φορές ανεπαρκής ή ακατάλληλος για την ανεύρεση της σημασίας τους. Βλ. H.L.A Hart, The concept of law, Oxford University Press, 1961, σελ.14. Για τη στενή σχέση ανάμεσα στη φιλοσοφία της γλώσσας και τη φιλοσοφία του δικαίου βλ. A. Marmor – S. Soames (επιμ.),Philosophical foundations of Language in the Law, Oxford University Press, 2011.
[6] Το ζήτημα της υπακοής συνιστά μείζον θέμα για την αναλυτική και όχι μόνο φιλοσοφία του δικαίου και τη θεμελίωση της νομικής κανονιστικότητας. Η κλασική θέση του Τζ. Ώστιν (J. Austin), πατέρα του αγγλοσαξωνικού θετικισμού, ότι κυρίαρχος είναι αυτός στον οποίο συνήθως υπακούει ένας συγκεκριμένος πληθυσμός γνώρισε την κριτική του Χαρτ, η οποία εστιάζει στη νομική διάσταση της κυριαρχίας. Σύμφωνα με τον Χαρτ, είναι δύσκολο να αναγορεύσουμε την κυριαρχία σε θεμέλιο του δικαίου γιατί ακριβώς είναι το δίκαιο αυτό που θεμελιώνει την κυριαρχία. Έτσι, ο Χαρτ, όπως και ο (πρώτος) Κελσεν (Kelsen), μοιάζει μάλλον να εξουδετερώνει την κυριαρχία καθώς αμφισβητεί την αντίληψη του δικαίου ως σύστημα προσταγών του κυρίαρχου και καταλήγει στη θεμελίωσή του σε κοινωνικές συμβάσεις και κανόνες. Το πρόβλημα όμως παραμένει άλυτο γιατί ο Χαρτ δεν μας εξηγεί πειστικά τους λόγους δέσμευσής μας από τους νομικούς κανόνες και μας παραπέμπει αποκλειστικά στην κοινωνική πρακτική. Αντιθέτως, σύμφωνα με τον Τζ. Ραζ (J. Raz), η κρίσιμη διαφορά ανάμεσα στον εφοριακό και τον ληστή έγκειται στο ότι ο πρώτος διεκδικεί, ως εκπρόσωπος του νόμου, την αυθεντία του νόμου. Η νομική κανονιστικότητα δηλαδή δεν έχει να κάνει με την υπακοή στον νόμο, αλλά με το ότι ο νόμος πάντα φέρει και διεκδικεί την αυθεντία της νομιμοποιημένης αρχής. Βλ. A. Marmor, Philosophy of law, Princeton University Press, 2011, σελ.58 επ. (ιδιαίτερα το κεφάλαιο 3 “Authority, Conventions and the Normativity of Law”).
[7] Για την ερμηνεία στον Κέλσεν βλ. H. Kelsen, Théorie pure du droit, μετ. Ch. Eisenmann, 2η έκδοση, 1962, επανέκδοση σε Bruylant-L.G.D.J., Paris, 1999, σελ.339-342. Είναι, ωστόσο, σαφές ότι η συνδεόμενη με το ζήτημα της ερμηνείας έννοια της βούλησης συνιστά σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση αλλά και την περιοδολόγηση του έργου του Κελσεν ειδικότερα και του ηπειρωτικού θετικισμού γενικότερα. Ονορματιβισμός της “Καθαρής Θεωρίας του Δικαίου” μετατρέπεται σε ένα βολονταριστικό ρεαλισμό στον ύστερο Κέλσεν και πιο συγκεκριμένα στη “Γενική Θεωρία των Κανόνων.” Βλ. σχετικά S. Paulson, Towards a Periodization of the Pure Theory of Law, σε Hans Kelsen’s legal theory : a diachronic point of view, επιμ. L. Gianformaggio, εκδ. Giappichelli, Turin, 1990, σελ.10 επ.
[8] O. Cayla, L’obscure théorie du pouvoir constituant originaire, Mélanges Troper, Εconomica, Paris, 2006, σελ.250.
[9] Μ. Τroper, Une théorie réaliste de l'interprétation σε Ιδίου, La théorie du droit, le droit, l'Etat,Léviathan, P.U.F., Paris, 2001, σελ.69 επ.
[10] Σε αυτήν την κατεύθυνση, ενδεικτικά βέβαια, το έργο του U. Eco, Les limites de l'interprétation, μετ. M. Bouzaher, Grasset, Paris, 1992.
[11] O. Beaud, La puissance de l'Etat, ό.π., σελ.195.
[12] Βλ. στην ελληνική βιβλιογραφία τη μελέτη του Γ. Ξηροπαϊδη, Η διαμάχη των ερμηνειών. Gadamer-Habermas, Πόλις, Αθήνα, 2008. Ακόμη, F. Recanati, La transparence et l'énonciation. Pour introduire à la pragmatique, Seuil, Paris, 1979 καιγιατηνερμηνευτικήΗ.-G. Gadamer, L'herméneutique en retrospective, μετ.-παρ.-σχ. J. Grodin, Vrin, Paris, 2005. Ως προς τη γλωσσική στροφή, καθοριστικό υπήρξε το Tractatusτου Βίτγκενσταιν (Wittegenstein), όπως επίσης το Language, Truth and Logic του Άγερ (Ayer). Επειδή είναι αδύνατον να αποδώσουμε εδώ τη σημασία ή και τους φορείς αυτού του σημαντικού φιλοσοφικού παραδείγματος βλ. W. Kymlicka, Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, εισαγωγή-μετάφραση Γρ. Μολύβας, Πόλις, Αθήνα, 2005, σελ.14 επ.
[13] Βλ. σχετικά W. Dilthey, Η γένεση της ερμηνευτικής, εισ.-μετ.-σχ. Δημ. Υφαντής, Ροές/Φιλοσοφική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2010.
[14] Ο. Cayla, Les juristes à l’épreuve du tournant pragmatique σε D. Rousseau (διευθ.), Le droit dérobé, Montchrestien, Grands colloques, Paris, 2007, σελ. 37-46.
[15] Χαρακτηριστικές, ως προς τη λογική ανάλυση του δικαίου και κατά συνέπεια και της ερμηνείας του, είναι οι αναλύσεις του Ό. Πφέρσμαν (O. Pfersmann) σε O. Pfersmann και G. Timsit, Raisonnement juridique et interprétation, Publications de la Sorbonne, De Republica-3, Paris, 2001, σελ.11 επ. καθώς και O. Pfersmann, Une théorie sans objet – une dogmatique sans théorie. En réponse à Michel Troper, σε Analisi et dirritto, 2004, σελ.153 επ.
[16] Επιλέγουμε τον όρο “ρεαλιστική” για να αποδώσουμε κάποιες χαρακτηριστικές θέσεις των συγγραφέων και κυρίως τη σημασία που δίνουν στο ρόλο της ερμηνείας για την αναγνώριση της νομικότητας του κανόνα ή ακριβέστερα της εκφοράς της νομικής πρότασης. Ο Τροπέρ ακολουθεί μια συνεπή κελσενική θέση και θεωρεί την κυριαρχία ως ύπατο σημείο καταλογισμού -αόριστο, εντούτοις, νομικά- που συστηματοποιεί την έννομη τάξη. Παράλληλα, όμως, η θεμελιώδης τροπεριανή διάκριση ανάμεσα στο κείμενο και τον κανόνα δικαίου, στην οποία και θα επικεντρωθούμε στη συνέχεια, οδηγεί στην πλήρη ανατροπή της κελσενικής πυραμίδας και την αναγνώριση της κυριαρχίας του αναγνώστη και όχι του συγγραφέα του κανόνα. Σε αυτήν ακριβώς την ερμηνευτική ελευθερία εστιάζει ο Κελά. Κοινή συνισταμένη, κατά τη γνώμη μας, των δύο συγγραφέων παραμένει ο νομικός εντοπισμός του κυρίαρχου σε αυτόν που αυθεντικά ερμηνεύει τον κανόνα δικαίου. Βλ. αναλυτικά M. Troper, La souveraineté comme principe d'imputation, σε D. Maillard Degrées Du Loû (επιμ.), Les évolutions de la souveraineté, Collection Grands Colloques, Montchrestien, Paris, 2006, σελ.69 επ. Και O. Cayla, L’obscure théorie du pouvoir constituant originaire, ό.π. καθώςκαιΙδίου, La notion de signification en droit: contribution à une théorie du droit naturel de la communication, διδ.διατριβή, διεύθ. S. Rials, Université Paris II, Paris, 1992.
[17] Με αφετηρία τη σχετική μελέτη του Ανρί Γκουγιέ (Henri Gouhier) για το θέατρο, ο Κελά εφαρμόζει στο νομικό φαινόμενο τη σύλληψη της τέχνης σε δύο χρόνους: της συγγραφής και της ανάγνωσης. Κι είναι προφανές, για τον συγγραφέα, ότι ο νομικός κανόνας είναι εξορισμού προορισμένος για να διαβαστεί και να εφαρμοστεί. Συνεπώς, η σημασία του ολοκληρώνεται σε δύο και όχι σε έναν χρόνο. Βλ. O. Cayla, La souveraineté de l’artiste du second temps, Droits, 1990, τ.12, σελ.129 επ.
[18] Tην πεποίθηση, δηλαδή, ότι το δίκαιο είναι δημιούργημα ανθρώπινων συμπεριφορών και κατά συνέπεια αδυναμιών, ελλείψεων και αυθαιρεσιών. Αντί, λοιπόν, για τους κανόνες δικαίου οφείλει κανείς να μελετήσει και να περιγράψει τις συμπεριφορές των ερμηνευτών και τις εκφορές των νομικών προτάσεων. Βλ. σχετικά με το νομικό ρεαλισμό B. Leiter, American Legal Realism, University of Texas Public Law & Legal Theory, Research Paper Series, ν.42, αναρτημένο σε http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=339562##. O Ερίκ Μιλάρ (Eric Millard) χαρακτηρίζει ως ρεαλιστικές τις νομικές θεωρίες που, παρότι αποκλίνουν σε σημαντικά σημεία, τελικά συγκλίνουν στην αξίωσή τους να εναντιωθούν σε κάθε είδους μεταφυσικό ορισμό του δικαίου. Και οι δύο διάσημες εκδοχές του νομικού ρεαλισμού, η αμερικανική και η σκανδιναβική, εκκινούν από την εμπειρική περιγραφή των νομικών γεγονότων (το δίκαιο όπως είναι) και στη συνέχεια περνούν στην εξέταση των δικαστικών αποφάσεων καθώς και του κοινωνικού περιβάλλοντος, με έμφαση στη ψυχολογία, την ανάλυση της γλώσσας, το σκεπτικισμό απέναντι στους κανόνες (αμερικανικός ρεαλισμός) ή την αποδόμηση της ιδεαλιστικής πρόσληψής τους (σκανδιναβικός ρεαλισμός). Αυτό, σημειώνει ο Μιλάρ, που διακρίνει την αμερικανική από τη σκανδιναβική σχολή είναι ότι η πρώτη αγγίζει, ενίοτε, ένα πραγματολογικό φυσικοδικαιισμό ενώ παράλληλα ο συμπεριφορικός της προσανατολισμός τη φέρνει πιο κοντά στην κοινωνιολογία του δικαίου. Αντιθέτως, η δεύτερη απορρίπτει τα παραπάνω στοιχεία κι επιχειρεί την πρωτότυπη κατασκευή μιας συνεκτικής θεωρίας του δικαίου. Βλ. E. Millard, Réalisme, σε D. Alland – S. Rials (επιμ.), Dictionnaire de culture juridique, P.U.F., Paris, 2003, σελ.1297 επ. Στο νομικό ρεαλισμό εντάσσονται lato sensu και μια σειρά άλλων και ετερογενών θεωριών, όπως τα Critical Legal Studies, το ρεύμα Law and Economics, η κριτική ανάλυση της γλώσσας, η ρεαλιστική θεωρία της ερμηνείας ή ο νομικός εμπειρισμός. Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η αναφορά μας στο έργο των Τροπέρ και Κελά δεν σημαίνει την ένταξη των δύο θεωρητικών του δικαίου στο ίδιο ρεύμα του νομικού ρεαλισμού. Και αυτό γιατί ο ρεαλισμός-θετικισμός του Τροπέρ επιμένει στη θέση του αυστηρού διαχωρισμού γεγονότος-αξίας και την επιστημολογική δυνατότητα της περιγραφής των εκφορών του δικαίου από μια ουδέτερη αξιολογικά σκοπιά. Αντιθέτως, ο Κελά βρίσκεται πιο κοντά στην ερμηνευτική και την αποδόμηση και απορρίπτει το διαχωρισμό ανάμεσα στις διαπιστωτικές (περιγραφικές) και τις επιτελεστικές (αξιολογικές) προτάσεις. Παράλληλα, υποστηρίζει θερμά το σχετικισμό έως και το σκεπτικισμό περί των αξιών και απορρίπτει οποιαδήποτε ιδεαλιστική-μεταφυσική θεμελίωση των κανόνων. Στην πραγματικότητα, ο Κελά συμπίπτει με τον Τροπέρ στη ρεαλιστική θεωρία της ερμηνείας ενώ διαχωρίζει ριζικά τη θέση του ως προς το -καθοριστικό για τον ηπειρωτικό θετικισμό- ζήτημα της αξιολογικής ουδετερότητας. Το έργο του Τροπέρ, αποτελεί, βέβαια, μια συστηματική version του νομικού ρεαλισμού στην Γαλλία. Βλ. αντί πολλών, το σχετικό αφιέρωμα σε Droits, Michel Troper, τ.37, Paris, 2003.
[19] H έννοια της αναβολής παραπέμπει εδώ στη ντεριντιανή ιδέα της καθυστέρησης με την οποία το υποκείμενο αντιλαμβάνεται τον ίδιο του τον εαυτό. Από τη στιγμή, δηλαδή, που είναι αδύνατον κανείς να συλλάβει την εαυτότητά του είναι προφανές ότι ο κυρίαρχος δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ πραγματικά, αφού κάθε φορά ο λόγος του θα αποκλίνει από αυτό που λέει. Βλ. σχετικά J. Derrida, L'écriture et la différence, Point, Essais, Seuil, Paris, 1979.
[20] Υπό τη γενική αυτή κατηγορία μπορούν να υπαχθούν καταρχάς οι διάσημοι πολέμιοι του λόγου του Διαφωτισμού, όπως, για παράδειγμα, ο Έντμουντ Μπερκ (Edmund Burke) και ο Ζοζέφ Ντε Μαίστρ (Joseph de Maistre), οι οποίοι αμφισβήτησαν την καθολικότητα του νεωτερικού λόγου και βέβαια στη συνέχεια οι φιλόσοφοι της “υποψίας” (Νίτσε, Μαρξ και Φρόυντ), οι οποίοι ανέδειξαν την περατότητα και την ιστορικότητα της συνείδησης του υποκειμένου. Ριζοσπαστική κριτική κατά του νεωτερικού λόγου, με έμφαση στην τεχνική ορθολογικότητα και την επικίνδυνη εργαλειοποίησή του, άρθρωσαν οι στοχαστές της σχολής της Φρανκφούρτης (Χορκχάϊμερ, Μπένγιαμιν, Αντόρνο και ο πρώιμος Χάμπερμας) ενώ στην ίδια οπτική, αυτήν της αποδόμησης της νεωτερικής σύλληψης της κυριαρχίας κινείται και το φαινομενολογικό-αποδομητικό ρεύμα (Χάιντεγγερ, Ντεριντά). Με άλλα λόγια, η ηπειρωτική φιλοσοφική παράδοση του 20ου αιώνα στρέφεται ενάντια στο νεωτερικό υποκείμενο καταδεικνύοντας τη ψευδαίσθηση της αυτονομίας του. Βλ. αντί πολλών για τις διαδρομές του υποκειμένου το έργο του V. Descombes, Le complement de sujet, Gallimard, Paris, 2004 και για τις κριτικές του ατομισμού και του υποκειμενισμού της νεωτερικότητας την κλασική μελέτη του A. Renaut, L'ére de l'individu, Gallimard, Paris, 1989. Σχετικά με την αντιμοντέρνα νομική θεωρία και την κριτική της στην έννοια του νεωτερικού υποκειμένου βλ. Y. Thomas, Le sujet de droit, la personne et la nature, Le Débat, τ.100, Gallimard, Paris, 1998, σελ. 85-107.
[21] Αν και καθόλου ξεκάθαρο δεν είναι ότι στον Ρουσσώ (Rousseau) η γενική βούληση μονολογεί διότι διαλέγεται αναπόφευκτα με τον σοφό Νομοθέτη. Βλ. σχετικά O. Cayla, Rousseau, σεΙδίου-J.L. Halpérin,Dictionnaire des grandes oeuvres juridiques, Dalloz, Paris, 2008, σελ.495 επ.
[22] Στην πραγματικότητα, η ανθρωπολογική απαισιοδοξία των μοντέρνων, η οποία είναι εμφανής στην υποθετική κατασκευή του φυσικού πλαισίου, μεταφράζεται πολιτικά και νομικά στην αναγκαία διαμεσολάβηση-αντιπροσώπευση της βούλησης. Κοντολογίς, η αντιπροσώπευση είναι απαραίτητη για να υπάρξει πολιτικά η βούληση. Πριν από το λόγο του αντιπροσώπου δεν υφίσταται κανένας λόγος του αντιπροσωπευόμενου. Η αντιπροσώπευση δεν αναπαριστά απλώς αλλά δημιουργεί τη βούληση. Βλ. αντί πολλών την πρόσφατη διδακτορική διατριβή του B. Daugeron, La notion d'élection en droit constitutionnel, Dalloz, Nouvelle Bibliothèque de Thèses, Paris, 2011, σελ. 23 καθώς και τη διατριβή του P. Brunet, Vouloir pour la nation. Le concept de représentation dans la théorie de l'État, Publications de l'Université de Rouen – Bruylant-L.G.D.J., Rouen – Bruxelles – Paris, 2004. Αυτή η πρόσληψη της αντιπροσώπευσης, ως πράξης δημιουργίας και όχι ως παράγωγης απόδοσης και μεταγραφής μια βούλησης, βρίσκει τη φιλοσοφική της αφετηρία στη νομιναλιστική εκδοχή του χομπσιανού προσώπου, στην ιδέα δηλαδή της αναπόφευκτης αναπαράστασης του εαυτού. Βλ. περισσότερασεΗ. Pitkin, The concept of representation, University of California Press, 1967, σελ.14 επ.
[23] Στη “διόρθωση” του μονολογισμού των μοντέρνων αποσκοπούν -κυρίως- οι διαλογικές θεωρίες της επικοινωνίας των Καρλ-Όττο Άπελ (Karl-Otto Apel) και Γιούργκεν Χάμπερμας (Jurgen Habermas). Βλ. K.-O. Apel, Transformation de la philosophie, I, μετ. C. Bouchindhomme, Th. Simonelli και D. Trierweiler, Cerf, coll. Passages, Paris, 2007, J. Habermas, Théorie de l’agir communicationnel: rationalité de l’agir et rationalisation de la société, τ. 1, μετ. Jean – Louis Schlegel, Fayard, Paris, 1987 καιΙδίου, Morale et communication: conscience morale et activité communicationnelle, μετ. καιεισ. C. Bouchindhomme, Champs – Flammarion, Paris, 1999.
[24] Για την υπαρκτική διάσταση του υποκειμένου στην ερμηνευτική και την αναστοχαστική λειτουργία της τελευταίας ως φιλοσοφίας της ερμηνείας των ερμηνειών βλ. P. Ricoeur, Le conflit des interprétations. Essais d'herméneutique, Seuil, Paris, 1969, σελ. 7-28 (Existence et herméneutique).
[25] Βλ. W. Dilthey, Η γένεση της ερμηνευτικής, ό.π. σελ.38 επ. Ο Ντίλταϋ επιμένει στην ιστορικότητα και την περατότητα της ύπαρξης, ενώ παράλληλα διατηρεί την πίστη του στην αντικειμενικότητα των στοχασμών. Πάνω στο δικό του έργο, ως βάση και -βέβαια- ως υπέρβαση, τοποθετούνται ο Χάιντεγγερ, ο Χούσερλ και ο Γκάνταμερ.
[26]Βλ. Ιδίου, Le désenchantement du monde, Folio Essais, Gallimard, Paris, νέαέκδ. 2004.
[27]Βλ. τιςσχετικέςαναλύσειςπάλισε M. Gauchet, La Révolution des pouvoirs. La souveraineté, le peuple et la représentation 1789-1799, Gallimard, Essais, Paris, 1995.
[28] Τη μοιραία για τη φιλοσοφική σκέψη αυτή προσήλωση στη μεταφυσική του υποκειμένου έχει αναδείξει κυρίως ο Χάιντεγγερ στο έργο του Introduction à la métaphysique, μετ. G. Kahn, Gallimard, Tel, Paris, 1980.
[29] Σε αυτό το δρόμο της διαλογικής ανασύστασης του καντιανού υποκειμένου, το οποίο δεν είναι αυθύπαρκτο και αυθόρμητο, αλλά υπόκειται στην ανθρώπινη περατότητα κινείται το έργο των Αλάν Ρενώ (Alain Renaut) και Λυκ Φερρύ (Luc Ferry). Βλ. ειδικότεραL. Ferry-A. Renaut, Système et critique: essais sur la critique de la raison dans la philosophie contemporaine, Ousia, 1984. Στην ερμηνευτική παράδοση, ο Γκάνταμερ είναι αυτός που επισημαίνει στον Καντ της Τρίτης Κριτικής την ανακάλυψη του γούστου και της κριτικής δύναμης στις καλαισθητικές κρίσεις κι επανασυνδέει έτσι “την αισθητική εμπειρία με την ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης”. Βλ. σχετικά Γ. Ξηροπαϊδη, ό.π., σελ.17.
[30] Όπως σημειώνει ο Γ. Ξηροπαϊδης, “ένα από τα πλέον καίρια θεωρήματα της ερμηνευτικής φιλοσοφίας διαβεβαιώνει ότι είμαστε πάντοτε σε θέση να μεταθέσουμε το μη γλωσσικό στους όρους της γλωσσικής προσπέλασης του κόσμου και του εαυτού μας. Από την άποψη αυτή, η γλώσσα είναι το καθολικό μέσο που προσδίδει σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα εννοηματική δομή, καθιστώντας την έτσι διυποκειμενικά και διαπροσωπικά κοινοποιήσιμη”, βλ. Ιδίου, Επίμετρο, σε P. Ricoeur, O ίδιος ο εαυτός ως άλλος, μετ. Β. Ιακώβου, Πόλις, 2008, σελ.488.
[31] Σύμφωνα με τον Γκάνταμερ, ο Σλέιερμαχερ σωστά συνέδεσε τις προκαταλήψεις και τις προκατανοήσεις με την αυθεντία της παράδοσης, αλλά δεν αντιλήφθηκε ότι κάποιες από αυτές μπορεί όντως να είναι αληθείς. Βλ. Η.-G. Gadamer, Verité et méthode, ό.π., σελ.299. Άλλωστε, ακόμη και αυτή η απελευθέρωση του Διαφωτισμού από τις προκαταλήψεις δεν συνιστά, για τον Γκάνταμερ, παρά μία ακόμη προκατάληψη. Ο αληθινός Λόγος δεν μπορεί να είναι απαλλαγμένος από τις ιστορικές διαμεσολαβήσεις. Έτσι, ο Γκάνταμερ υποκαθιστά στον αφηρημένο νεωτερικό τον συγκεκριμένο ιστορικό Λόγο. Ibidem, ό.π., σελ. 297.
[32] Ο Γκάνταμερ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι η ερμηνευτική συνείδηση εμπεριέχει την ιστορική.Ibidem, ό.π., σελ.320.
[33] Αυτήν την κατηγορία απευθύνει στην ερμηνευτική του Γκάνταμερ με συνέπεια ο Χάμπερμας. Σύμφωνα με τον τελευταίο, η αναστοχαστική κριτική συνείδηση είναι σε θέση να μεταθέσει το “το βάρος από την αυθεντία της παράδοσης στον έγκυρο Λόγο”. Βλ. Γ. Ξηροπαϊδη, ό.π. σελ.33.
[34] Η επιρροή του Χάμπερμας από τον Μαρξ και βέβαια από το φιλοσοφικό ρεύμα της σχολής της Φρανκφούρτης είναι εμφανής στην κριτική της ιδεολογίας, η οποία σαφώς παραγνωρίζεται από τον Γκάνταμερ σε ό,τι αφορά τη θεμελίωση της συμφωνίας των ερμηνευτών-υποκειμένων με την παράδοση. Βλ. Γ. Ξηροπαϊδη, ό.π. σελ. 41.
[35] Βλ. P. Ricoeur, Soi-même comme un autre, Seuil, Paris, 1996.
[36] P. Ricoeur, De l' interprétation. Essai sur Freud, Seuil, Paris, 1965, σελ.42-46. Με άλλα λόγια, οι στοχαστές της υποψίας, όπως ο Φρόυντ, ο Νίτσε και ο Μαρξ είναι αυτοί που αποκαλύπτουν τις αδυναμίες και τις ψευδαισθήσεις της συνείδησης. Βλ. επίσης, P. Ricoeur, Le conscient et l'inconscient σε Ιδίου, Le conflit des interprétations, ό.π., σελ.101.
[37] Έτσι, το κείμενο αυτονομείται και αποκτά τη δική του φωνή, αυτή που δρα και μου μεταδίδεται, αυτήν την οποία καλούμαι να διαβάσω αντικειμενικά. Βλ. αναλυτικά P. Ricoeur, Du texte à l'action, Essais d'herméneutique, II, Seuil, Paris, 1986, σελ.152-156.
[38] Στον Ντουόρκιν η διάκριση ανάμεσα στις νομιμοποιημένες και τις αθέμιτες ερμηνείες συνίσταται ακριβώς στο κατά πόσο η ερμηνεία αναφέρεται σε ένα νόημα που υπάρχει ή δεν υπάρχει εξαρχής στο κείμενο. Για παράδειγμα, μια ανάγνωση του Άμλετ είναι θεμιτή μόνον εφόσον το συγκεκριμένο νόημα ήταν ήδη παρόν, έστω δυνητικά, στο κείμενο. Βλ. R. Dworkin, Law's Empire, Belknap, Harvard, 1986, σελ.45 επ. και την κριτική του Β. Βix, Questions in legal interpretation σε A. Marmor, Law and interpretation, Essays in Legal Philosophy, Oxford Clarendon Press, 2006, σελ.146. Επίσης ο Μάρμορ υπογραμμίζει ότι η θεωρία περί ερμηνείας του Ντουόρκιν δεν λαμβάνει, όσο θα έπρεπε, υπόψη το ρόλο της αυθεντίας και της σύμβασης στο δίκαιο. Βλ. Α. Marmor, Interpretation and legal theory, Oxford Clarendon Press, 1992, σελ.35-84 καιΙδίου, Philosophy of law, ό.π., σελ.97 επ.
[39] Όπως γράφει ο Ξηροπαϊδης, ο Ρικέρ “δεν κατανοεί το κείμενο απλώς ως ένα τόπο όπου διαφυλάσσονται τα όσο ελέχθησαν προφορικώ τω τρόπω, ούτε αντιμετωπίζει τη γραφή και την ανάγνωση κειμένων ως ειδικές περιπτώσεις ενός προφορικού λόγου, αλλά, απεναντίας, ορίζει το κείμενο ρητά ως αυτόνομη δυνατότητα του ενεργού λόγου. Μέσω της γραφής ο μη αναγώγιμος λόγος του κειμένου αποδεσμεύεται από τις προθέσεις του συγγραφέα και αποκτά ένα δικό του αυτοδύναμο βίο”. ό.π. σελ.365
[40] Bλ. G. Timsit, Le roman à la chaîne. Les limites d'une métaphore, Révue internationale de philosophie, τ.233, 2005, σελ.393-411.
[41] Στην προσπάθεια του συγγραφέα να συμφιλιώσει τους δύο δρόμους της ερμηνευτικής: τη γερμανική ερμηνευτική του υποκειμένου και τη γαλλική ερμηνευτική του στρουκτουραλισμού. Βλ. Μ. Franck,L'ultime raison du sujet, μετ. V. Zanetti, Actes Sud, Paris, 1986.
[42] Βλ. χαρακτηριστικά ως προς το δίκαιο τα παρακάτω έργα: J. Habermas, Droit et démocratie: entre faits et normes, Essais, Gallimard, 1994 και L’intégration républicaine, essais de théorie politiqueΕπίσης, O. Cayla, L'angélisme d'une théorie pure (du droit) chez Habermas, R.D.P, 2007, L.G.D.J., Paris, σελ.1541 επ. , Fayard, 1998.
[43] Ο Χάμπερμας απορρίπτει το ρωλσιανό πλάσμα της “πρωταρχικής θέσης” και το μύθο του υποθετικού συμβολαίου για να προωθήσει την ιδέα της πρακτικής και πραγματικής συνομιλίας. Βλ. P. Ricoeur, Soi-même comme un autre, ό.π, σελ.327.
[44] J. Lenoble – A. Berten, Dire la norme. Droit, politique et énonciation, Bruylant-L.G.D.J., Bruxelles-Paris, 1996, σελ.133.
[45] J. Habermas, Morale et communication. Conscience morale et activité communicationelle, ό.π., σελ.197-198.
[46] Σύμφωνα με τις κλασικές αναλύσεις του Χάμπερμας σε J. Habermas, Le discours philosophique de la modernité, Gallimard, Paris, 1988. Bλ. τις κριτικές παρατηρήσεις του A. Renaut, Le sujet de la communication, Reseaux, τομ.9, ν.46-47, 1991, σελ. 91-101.
[47] J. Ηabermas, Idéalisations et communication: agir communicationnel et usage de la raison, μετ. Ch. Bouchindhomme, Fayard, Paris, 2006, σελ.56.
[48] J. Habermas, Théorie de l’agir communicationnel, ό.π., σελ.296-305. Τα ομιλιακά ενεργήματα που ταιριάζουν στην ιδανική διαλογική κοινότητα του Χάμπερμας συνίστανται αποκλειστικά σε ενδολεκτικές πράξεις, με στόχο να αποκλειστεί από το διάλογο κάθε πρόθεση εξαπάτησης του συνομιλητή. Η ειλικρίνεια, η σοβαρότητα και η καλή πρόθεση χαρακτηρίζουν το χαμπερσμασιανό διάλογο. Εφόσον η συμμετοχή στη χαμπερμασιανή κοινότητα λόγου προαπαιτεί τις αγνές προθέσεις και την καλώς εννοούμενη στρατηγική οι ενδολεκτικές πράξεις δεν μπορούν να έχουν περιλεκτικούς σκοπούς. Οι ορθολογικοί συνομιλητές έχουν αποδεχθεί εκ των προτέρων ως στόχο τους τη συμφωνία και ο διάλογος δεν μπορεί να μολυνθεί από τους συσχετισμούς της δύναμης και της κυριαρχίας. Στην πραγματικότητα, η χαμπερμασιανη θεωρία τοποθετείται στους αντίποδες της πραγματολογικής θεωρίας του Austin, αφού η απόλυτη διάκριση ανάμεσα στις ενδολεκτικές και τις περιλεκτικές πράξεις συνεπάγεται την κατασκευή του πιο παράλογου και τελικά ανόητου ομιλιακού ενεργήματος: αυτού που έχει μόνο νόημα και όχι βούληση/δύναμη εκφοράς του. Η επικοινωνιακή, λοιπόν, θεωρία του Habermas καταντά μάλλον αντι-επικοινωνιακή, δηλαδή αυστηρά μονολογική, διότι έγκειται σε γλωσσικά ενεργήματα που δεν προκαλούν καμία ενδιάθετη κατάσταση (και ούτε έχουν την πρόθεση να το κάνουν) στους αποδέκτες τους. βλ.O. Cayla, L'angélisme d' une théorie pure (du droit) chez Habermas, ό.π., σελ.1541 επ.
[49] Όπου το άτομο δεν συναντά κανέναν άλλο και αδυνατεί να κατανοήσει το οτιδήποτε, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του εαυτού του. Βλ. J.-J. Rousseau, Du Contrat social, I, Folio – essais, Gallimard, Paris, 1964 και Essai sur l’origine des languesεπιμ. J. Starobinski, Gallimard, Paris, 1990., Folio, Essais,
[50] Είναι προφανείς οι αναλογίες της σύγχρονης φρόνησης του Χάμπερμας με την αριστοτελική έννοια της φρόνησης, της δυνατότητας δηλαδή του έλλογου όντος να επιλέγει την καταλληλότερη λύση σε ένα συγκεκριμένο ζήτημα. Βλ. για τη φρόνηση στον Γκάνταμερ τις αναλύσεις του Γ. Ξηροπαϊδη, ό.π., σελ.257 επ. Και για τις δύο αντιλήψεις της φρόνησης, τη μοντέρνα και τη σύγχρονη, βλ. τα αντίστοιχα έργα P. Aubenque, La prudence chez Aristote, Quadrige, P.U.F., 4ème éd, Paris, 2004, σελ.63 και Une prudence moderne ?, πρακτικά ημερίδας, Ph. Raynaud και S. Rials (διευθ.), Politique d’aujourd’hui, Institut la Boétie, 1992, Paris.
[51] F. Schmitz, Le Cercle de Vienne, Paris, Vrin, 2009. Bλ. επίσης για τα παρακλάδια του λογικού και του νομικού θετικισμού καθώς και του νομικού ρεαλισμού τη μελέτη του E. Millard, Positivisme logique et réalisme juridique, Analisi e Diritto, 2008, σελ. 177-189. Στην ελληνική βιβλιογραφία, βλ. Α. Τάκη, Η ηθική αδιαφορία του νόμου, Πόλις, 2006.
[52] Με πιο εμβληματική αναφορά, τη θεωρία περί ερμηνείας του R. Dworkin, Law's Empire, ό.π. Bλ. επίσης για την έννοια της αντικειμενικότητας στο δίκαιο, από μια ντουορκινική σκοπιά, Ν. Stavropoulos,Objectivity in law, Clarendon Press, Oxford, 1996.
[53] Η σύλληψη των “συνταγματικών στιγμών”, όπου η βούληση του “πραγματικού” λαού εκδηλώνεται και αποτυπώνεται στο σώμα του Συντάγματος ανήκει στον Μπρους Άκερμαν (Bruce Ackerman). Βλ. Iδίου,We the people, I, Foundations, Belknap Press, Harvard, 1993. Ο Αμερικανός συγγραφέας προωθεί τη σύλληψη της δυαδικής δημοκρατίας (dualist democracy) διαχωρίζοντας ανοιχτά το λαό από την κυβέρνησή του.
[54] Στο πεδίο του δικαίου αυτές οι στιγμές ταυτίζονται με τη συγγραφή κάθε νέου Συντάγματος ενώ στο χώρο της πολιτικής παραπέμπουν στις πολιτειακά επιτυχημένες επαναστάσεις. Σύμφωνα με τον Μανιτάκη, “η παλιά ρήση «η επανάσταση που επικράτησε δημιουργεί δίκαιο» και «πάσα επανάστασις αποτυχούσα μεν και καταπνιγείσα αποτελεί παρανομίαν, επιτυχούσα δε και θριαμβεύουσα και δη τη κοινή συμπράξει όλων των συνταγματικών και πολιτικών παραγόντων δημιουργεί δίκαιον», θα πρέπει σήμερα να διαβαστεί διαφορετικά και να συμπληρωθεί. Ο όρος «επικράτηση» θα πρέπει, ενόψει της καθιέρωσης της δημοκρατικής αρχής ως κριτηρίου νομιμότητας και νομιμοποίησης της εξουσίας οικουμενικής ισχύος, να νοηθεί ότι εμπεριέχει, τουλάχιστον, το στοιχείο της «λαϊκής αναγνώρισης» ή συναίνεσης μέσω της ενεργοποίησης της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας”. Βλ. Ιδίου, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σελ.274.
[55] Βλ. σχετικά τον όρο “ανεύρετος” στο έργο του P. Rosanvallon, Le peuple introuvable, Gallimard, Paris, 1998, όπου αναλύεται η ένταση ανάμεσα στην πολιτική και την κοινωνική διάσταση του λαού.
[56] Οι παρακάτω αναλύσεις αναπτύσσουν τις ελλειπτικές θέσεις του κειμένου μας: Το Μνημόνιο και ο λόγος περί κυριαρχίας, εισήγηση στο ΙΓ΄ Επιστημονικό Συμπόσιο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», Βόλος 25-26 Μαρτίου 2011, ηλεκτρονική δημοσίευση στον ιστότοπο του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», http://www.constitutionalism.gr/html/ent/961/ent.1961.asp. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, ο προσδιορισμός του φορέα της κυριαρχίας συχνά υποκύπτει στη γοητεία του συνταγματικού ρεαλισμού, με αποτέλεσμα να αποδίδεται στο λαό ή το έθνος η σωτήρια ιδιότητα μιας πραγματικής και ενσαρκωμένης οντότητας. Σε αυτήν ακριβώς την λανθασμένη, κατά τη γνώμη μας, παραδοχή θα εστιάσουμε την κριτική μας.
[57] Βλ. για τον Ζαβινύ σε Π. Σούρλα, Δικαϊκό σύστημα και τελολογική μέθοδος, Σκέψεις γύρω από το “Πρόβλημα της ερμηνείας του δικαίου”, ΝοΒ, 1979, σελ.1172 επ. Ο Ζαβινύ ανέπτυξε στο έργο του τη γραμματική, τη λογική και την ιστορική διάσταση της πράξης της ερμηνείας. Aκόμη, από τη γαλλική βιβλιογραφία βλ. αντί πολλών Υ. Aguila, Cinq questions sur l’interprétation constitutionnelle, R.F.D.C., τ.21, 1995, σελ.9-46.
[58] Βλ. αντί πολλών τη μελέτη του Φ. Κ. Σπυρόπουλου, Η Ερμηνεία του Συντάγματος, Εφαρμογή ή υπέρβαση της παραδοσιακής μεθοδολογίας του Δικαίου, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1999.
[59] Βλ. στην ελληνική βιβλιογραφία τις συμβολές των Φ. Κ. Σπυρόπουλου, ό.π., σελ.73 επ., Κ. Μαυριά, Η ερμηνεία του Συντάγματος μεταξύ πολιτικής αξιολόγησης και νομικού δόγματος, ΤοΣ, 1989 σελ.33 επ., Δ. Τσάτσου, Το πρόβλημα της ερμηνείας του Συντάγματος σε Ιδίου (επιμ.), Η ερμηνεία του Συντάγματος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, σελ.19 επ. και Ν. Αλιβιζάτου, Ερμηνεία του Συντάγματος και δικανικός συλλογισμός, σε Η ερμηνεία του Συντάγματος, ό.π. σελ.65 επ., Δ. Φιλίππου, Τελεολογική ερμηνεία και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων (εις την νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας), στο συλλογικό τόμο Σκοπός. Τελεολογία και δίκαιο, Εισηγήσεις στο Διεπιστημονικό Φροντιστήριο 2006/2007, επιμ. Ι. Στράγγα-Χ. Παπαχαραλάμπους, Πεπραγμένα της Ελληνικής Εταιρείας Δικαιοφιλοσοφικής και Δικαιοιστορικής Ερεύνης, τομ.4, εκδ. Σάκκουλα – NOMOS – L'Harmattan, 2010, σελ. 653-677.
[60] R. Dworkin, Law's Empire, ό.π., σελ.52.
[61] Σύμφωνα με τον Μάρμορ, για παράδειγμα, η θεωρία του Ντουόρκιν υπονοεί -εσφαλμένα- ότι πάντα χρειάζεται να ερμηνεύουμε τον νόμο, ενώ τις περισσότερες φορές η ερμηνεία του νόμου απαιτεί την κοινή λογική και γνώση. Βλ. Marmor, ό.π. σελ.136 επ.
[62] Ο Τζ. Λ. Μακί αναφέρει χαρακτηριστικά: “συμπεραίνω, λοιπόν, ότι οι κοινές ηθικές κρίσεις εγκλείουν την αξίωση για αντικειμενικότητα, την παραδοχή ότι υπάρχουν αντικειμενικές αξίες κατά την ίδια ακριβώς έννοια με την οποία ενδιαφέρομαι να την αρνηθώ. Και δεν θεωρώ παρακινδυνευμένο να πω ότι αυτή η παραδοχή έχει ενσωματωθεί στο βασικό, συμβατικό νόημα των ηθικών όρων. Οποιαδήποτε ανάλυση του νοήματος των ηθικών όρων, η οποία παραλείπει αυτή την αξίωση για αντικειμενική, εγγενή επιτακτικότητα είναι, σε αυτόν το βαθμό, ατελής. Και αυτό ισχύει και για οποιαδήποτε μη γνωσιοκρατική ανάλυση και για οποιαδήποτε φυσιοκρατική ανάλυση αλλά και για κάθε συνδυασμό αυτών των δύο. Επομένως, αν η ηθική δεύτερης τάξης περιοριζόταν στη γλωσσολογική και την εννοιολογική ανάλυση, θα έπρεπε να συμπεράνει ότι οι ηθικές αξίες είναι τουλάχιστον αντικειμενικές (…) Όμως, ακριβώς γι'αυτόν το λόγο, η γλωσσολογική και εννοιολογική ανάλυση δεν επαρκεί. Η αξίωση για αντικειμενικότητα, όσο βαθιά ριζωμένη και αν είναι στη γλώσσα και τη σκέψη μας, δεν επικυρώνει τον εαυτό της. Μπορεί και πρέπει να αμφισβητηθεί. Βλ. Ιδίου, Ηθική. Η επινόηση του ορθού και του εσφαλμένου, μετ. Δ. Μιχαήλ – επιμ. Μ. Θεοδοσίου – εισαγ. Αντ. Χατζημωϋσής, Εκκρεμές, Αθήνα, 2010, σελ.81-82.
[63] Και μάλιστα υπό τη θεολογικής τάξης επένδυση στη σοφία του ερμηνευτή, δηλαδή του δικαστή, που ο Rials αποκαλεί σύγχρονο ιερέα του δικαίου. Βλ. αντί πολλών, το άρθρο του S. Rials, Entre artificialisme et idôlatrie. Sur l'hésitation du constitutionnalisme, Le Débat, τ.64, 1991, σελ.167-178.
[64] Όπως ξέρουμε, για τον Kέλσεν, “κανόνας είναι η σημασία μιας πράξης βούλησης”. Ιδίου, Théorie Pure du droit, ό.π., σελ.13. Έτσι, στην “Καθαρή Θεωρία του Δικαίου”, για να αποκτήσει η πράξη της βούλησης νομικό χαρακτήρα δεν αρκεί η υποκειμενική της σήμανση από τον αυτουργό της, το γεγονός δηλαδή ότι αυτός θεωρεί ότι η πρότασή του έχει το χαρακτήρα του νομικού κανόνα, αλλά την αντικειμενική της σήμανση, με άλλα λόγια ότι αυτή η πρόταση είναι σύμφωνη με κάποιον -ανώτερό της- νομικό κανόνα. Η εξέταση της συμφωνίας της πράξης με τον κανόνα αυτό ανοίγει το καθοριστικό για τη νομική σήμανση ζήτημα της ερμηνείας.
[65] Στη γαλλική θετικιστική παράδοση, τη “θεσμική” θεωρία της νόρμας, η οποία υπονοεί ότι αυτή συνίσταται αποκλειστικά στην αντικειμενική της σήμανση από το όργανο του δικαίου, εισήγαγε ο Πωλ Αμσελέκ (Paul Amselek). Επιγραμματικά, ο νομικός χαρακτήρας της πρότασης πηγάζει αυτόματα από τη νομική ιδιότητα του εκφορέα της, με αποτέλεσμα αφενός να εξαφανίζεται η υποκειμενική της σήμανση, αυτό δηλαδή που ο τελευταίος ήθελε να πει, αλλά και η ίδια η ανάγκη της αναγωγής στο θεμελιώδη κανόνα. Βλ. P. Amselek, Norme et loi, Α.D.P, τ.25, 1980, σελ. 89 επ. και Ιδίου, Réflexions critiques autour de la conception kelsenienne de l’ordre juridique, R.D.P., 1978, σελ.519.
[66] M. Troper, Une théorie réaliste de l’interprétation, σε Ιδίου, La théorie du droit, le droit, l’Etat, P.U.F., Léviathan, Paris, 2001, σελ.70 επ.
[67] M. Troper, Une théorie réaliste d’interprétation, ό.π., σελ.74.
[68] Βλ. αναλυτικά M. Troper, Réplique à Otto Pfersmann, R.F.D.C., 2002/2, τ.50, σελ. 335-353.
[69] Οφείλουμε, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο Τροπέρ δεν προχωρεί στη ριζική κατάργηση αυτής της διάκρισης, η οποία ενυπάρχει στη βουλητική στροφή του ύστερου Κέλσεν της “Γενικής Θεωρίας των Κανόνων”. Πιο συγκεκριμένα, όπως είδαμε προηγουμένως, στη νορματιβιστική θεωρία του Κέλσεν της πρώτης έκδοσης της “Καθαρής Θεωρίας” και του “Hauptprobleme” (πρόκειται για την υφηγεσία του Κέλσεν το 1911), κυρίαρχος αναδεικνύεται ο ίδιος ο “θεμελιώδης κανόνας”. Βλ. σχετικά C.-M. Herrera, Théorie juridique et politique chez Hans Kelsen, Kimé, Paris, 1997, σελ.117. Στο ύστερο έργο του Κέλσεν, η αναγνώριση της βούλησης σε θεμέλιο της κανονιστικότητας ανοίγει το δρόμο στη ρεαλιστική ανάγνωση της κελσενικής θεωρίας και την αναζήτηση της εξουσίας και του κυρίαρχου στην αμφίβολη -λογικά- σχέση μεταξύ των κανόνων του δικαίου. Από τη στιγμή που στη “Γενική Θεωρία των Κανόνων” ο Κέλσεν διευκρινίζει ότι δεν υπάρχει προσταγή χωρίς αυτόν που προστάζει (pas d’imperatif sans imperator), ενώ παράλληλα αποδέχεται τον ρόλο της βούλησης, ως ψυχικού φαινομένου, στη νομική κανονιστικότητα, είναι προφανές ότι ανακύπτει με ένταση στη θεωρία του το ζήτημα του κυρίαρχου. Βλ. σχετικά, O. Pfersmann, Le statut de la volonté dans la définition positiviste de la norme juridique, Droits, τ.28, 1999, σελ.93 και H. Kelsen, Théorie générale des normes, μετ. O. Beaud και F. Malkani, Léviathan, P.U.F., Paris, 1996, σελ.315. Η L. Gianfrommagio υπογραμμίζει ότι η βουλητική στροφή του Κέλσεν καταλήγει να αναγνωρίσει την ισότητα τόσο του συντάκτη όσο και του ερμηνευτή απέναντι στον κανόνα δικαίου και κατά συνέπεια διατυπώνει μια θεωρία περί κυριαρχίας που ο πρώτος Κέλσεν επιδίωξε με τον νορματιβισμό του να αποφύγει. Έτσι, το ύστερο έργο του Κέλσεν γεφυρώνει τη νομική με την πολιτική του θεωρία καθώς η περιγραφή της ιεραρχίας των κανόνων είναι τελικά μια θεωρία για τη νομή της εξουσίας. Βλ. σχετικά M. Troper, Réflexions autour de la théorie kelsenienne de l’Etat, σε Ιδίου, Pour une théorie juridique de l’Etat, Léviathan, P.U.F., Paris, 1994, σελ.158, M.Troper, εισαγ. σε H. Kelsen, La démocratie : sa nature, sa valeur, Paris, Economica, 1988, p.5-14. L. Gianfromaggio, ο.π., σελ.108. Έτσι, σε αυτήν την οπτική της επιστημολογικής αλλά και της πολιτικής ανάγνωσης του θεμελιώδη κανόνα τοποθετείται και η κριτική του C. Stamatis, La systématicité du droit chez Kelsen et les apories de la norme fondamentale, A.P.D., tome 31, 1986, Le système juridique, σελ.54-55. Σύμφωνα με το συγγραφέα, η κατασκευή της Grundnorm δεν πλήττεται μόνον από την αντίφαση ανάμεσα στονορθολογικό φορμαλισμό και την ανορθολογική ουσία του Κέλσεν, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως μια ιστορικά προσδιορισμένη σύλληψη (σύμφωνη με τη σύγχρονη αστική πολιτική και νομική πραγματικότητα).
[70] Βλ. O. Cayla, La théorie de la signification de l’acte dans la pensée normativiste, Droits, τ.7, 1988, σελ.65.
[71]Σε αυτήν τη θέση δεν προσχωρεί, ωστόσο, ο Κέλσεν κι έτσι διασώζεται η ανάγκη του θεμελιώδη κανόνα για τη θεωρία του. Βλ. O. Cayla, ό.π., σελ.70-71.
[72] Ο Κελά υποστηρίζει ότι οι νομολογιακές ανατροπές επιβεβαιώνουν την ανυπαρξία των σημασιολογικών εμποδίων στην πράξη της ερμηνείας και κατά συνέπεια της εφαρμογής του δικαίου. Και αυτό γιατί από τη στιγμή που ο ερμηνευτής δεν καθορίζει μόνο το νόημα αλλά και τη δύναμη της πρότασης μπορεί να την ερμηνεύσει ως “το ίδιο και το αντίθετό του”. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρει ο Κελά την αναγνώριση της συνταγματικής ισχύος της Διακήρυξης του 1789 από το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο το 1971. Προσδίδοντας συνταγματική ισχύ στα άρθρα της Διακήρυξης το Συμβούλιο προσδιορίζει το νόημα και τη δύναμη, κοντολογίς τη σημασία, των ίδιων ακριβώς συντακτικά και γραμματικά προτάσεων-λέξεων με τον εντελώς αντίθετο τρόπο απ’ό,τι στο παρελθόν. Επιγραμματικά, η ερμηνεία του συνταγματικού κειμένου εμπεριέχει λογικά και τον προσδιορισμό τηςσυνταγματικότητάς του. Όταν λοιπόν, για παράδειγμα, το άρθρο 55 του γαλλικού Συντάγματος έχει ερμηνευτεί τόσο ως δεσμευτικός νομικός κανόνας όσο και ως απλή συμβουλή είναι προφανές, για τον Κελά, ότι δύσκολα μπορεί κανείς, από την παρατήρηση και μόνο της νομικής πραγματικότητας, να αρνηθεί την απόλυτη ελευθερία και κατά συνέπεια την κυριαρχία του ερμηνευτή. Βλ. σχετικά O. Cayla, La chose et son contraire (et son contraire, etc), Les études philosophiques, τ.3, 1999, σελ.291-310 και πιο αναλυτικά Ιδίου, La notion de signification en droit, ό.π.
[73] Βέβαια, για τον Τροπέρ, πρόκειται για νομικές δεσμεύσεις. Βλ. Ιδίου, Théorie des contraintes juridiques, επιμ. Michel Troper, Véronique Champeil-Desplats et Christophe Grzegorczyk, L.G.D.J., La pensée juridique, Paris, 2005.
[74] Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Αντ. Μανιτάκης, στη νεωτερικότητα “η κυριαρχία έπαυσε να αποδίδεται ως ιδιότητα σε κάποιο φυσικό υποκείμενο και μετακενώθηκε: αρχικά είτε στην αφηρημένη υποκειμενικότητα του έθνους (εθνική κυριαρχία) είτε στο πλασματικό κατασκεύασμα της νομικής προσωπικότητας του κράτους, για να περάσει και να καταλήξει στη ζωντανή ενότητα του λαού (λαϊκή κυριαρχία). Έτσι λέμε ότι η κυριαρχία ανήκει στο έθνος ή στο λαό ή στο κοινοβούλιο ή στο ίδιο το κράτος, και κατά συνέπεια ο λαός ή το έθνος ή το κράτος είναι κυρίαρχα, που σημαίνει ότι κάποιο υποκείμενο είναι πάντα κυρίαρχο”. Βλ. Ιδίου, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, Ι, ό.π., σελ.213 (η υπογράμμιση δική μας). Ο συγγραφέας, ωστόσο, αμφισβητεί την κλασική αυτή αντίληψη της κυριαρχίας κι επιχειρεί να την απο-υποκειμενικοποιήσει υποστηρίζοντας ότι αυτή, με τη συμβολή του δικαίου, είναι “συμβολικός κοινός τόπος και τρόπος διαχείρισης των δημόσιων ή των κοινών πραγμάτων”, ο “ιδανικός τόπος” της “εξουσιαστικής και αυτοδύναμης διαχείρισης των δημοσίων πραγμάτων ως πολιτικών υποθέσεων”(ό.π. σελ. 220-221). Στον ορισμό αυτό της κυριαρχίας, υπονοείται ανοιχτά η απελευθέρωση της έννοιας από την κλασική νεωτερική της πρόσληψη ως μονομερούς δύναμης καταναγκασμού και η διαλογική-διαδικαστική της δικαιολόγηση έως και εξουδετέρωση. Σε κάθε περίπτωση, στα εγχειρίδια του συνταγματικού δικαίου η κυριαρχία (λαϊκή/εθνική) συνήθως συνδέεται με τη δημοκρατική αρχή. Βλ. Ευ. Βενιζέλου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, αναθ.εκδ., εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2008, σελ.352. Ο Κ. Χρυσόγονος εντοπίζει το θετικό περιεχόμενο της λαϊκής κυριαρχίας στην άσκηση τηςυπεύθυνης πολιτικής απέναντι στον κυρίαρχο λαό. Βλ. Ιδίου, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, σελ.248.
[75] Έτσι, στην πραγματικότητα, ο συγγραφέας διερευνά κριτικά τη δυνατότητα της αποσύνδεσης της δημοκρατίας από το Κράτος, με στόχο την ουσιαστική της πλήρωση. Βλ. αναλυτικά Αντ. Μανιτάκη, Λαϊκή κυριαρχία και αντιπροσώπευση στα έργα του Σπινόζα, του Χομπς και του Ρουσώ”, αναρτημένο σεhttps://sites.google.com/site/psychopedis/2010-2011-1/keimena_eishghseon_2010-11 και Ιδίου, Η έννοια του πλήθους και η ουτοπική προοπτική της παγκόσμιας δημοκρατίας (Με αφορμή τη “Δημοκρατία του πλήθους” στο έργο του Νέγκρι), αναρτημένο σεhttp://www.constitutionalism.gr/html/ent/910/ent.1910.asp.
[76] Βλ. σχετικά Α. Μανιτάκη, ό.π. Η νομική αποτύπωση του “πλήθους” είναι, βέβαια για τον Νέγκρι,, η πρωτογενής συντακτική εξουσία βλ. Ιδίου, Le pouvoir constituant, essais sur les alternatives de la modernité, Paris, PUF, 1997.
[77] P. Brunet, Vouloir pour la Nation. Le concept de représentation dans la théorie de l'Etat, ό.π. Ο Μπρυνέ αντιλαμβάνεται την αντιπροσώπευση πρωτίστως ως μια αρχή δικαιολόγησης. Με βάση τη νεωτερική αντίληψή της, το γεγονός δηλαδή ότι η αντιπροσώπευση δεν αναπαριστά απλώς αλλά εγκαθιστά τον κυρίαρχο, ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η δικαιολόγηση αυτή έχει δύο όψεις: α. την αντιπροσώπευση της ενότητας και β. την ενότητα της αντιπροσώπευσης (σελ.21).
[78] Η απόρριψη της αντιπροσώπευσης ειδικότερα και της διαμεσολάβησης γενικότερα υπονοεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια αναλυτικά, ότι το υποκείμενο της κυριαρχίας είναι ένα αύταρκες και αυτόνομο υποκείμενο του λόγου και κατά συνέπεια δεν επιδέχεται ερμηνείας. Η άμεση δημοκρατία προϋποθέτει επιστημολογικά και γνωσιοθεωρητικά αυτό ακριβώς που καταλογίζουμε στον Καρτέσιο και τους μοντέρνους ως καταστατική αδυναμία: την κατασκευή του παντοδύναμου υποκειμένου, του αυθύπαρκτου Cogito που δεν αμφιβάλλει για τον εαυτό του. Η αποσύνδεση της κυριαρχίας από την αντιπροσώπευση σημαίνει ότι το πρόσωπο μου μιλά υπάρχει πραγματικά και ενσαρκώνει αναμφίβολα τον ίδιο του τον εαυτό. Κοντολογίς, η ρεαλιστική φιλοσοφικά συνταγματική θεωρία προχωρεί σε μια λήψη του ζητουμένου: τη θαυματουργή σύμπτωση ανάμεσα στο υποκείμενο και τον ίδιο του τον εαυτό. Για να το πούμε διαφορετικά, η διαφορά ανάμεσα στην άμεση και την έμμεση δημοκρατία δεν εκλαμβάνεται ποσοτικά αλλά ποιοτικά, καθώς στην περίπτωση της πρώτης θεωρείται ότι επέρχεται η πραγματική εκπλήρωση της δημοκρατίας. Βλ. χαρακτηριστικά, σε αυτήν την κατεύθυνση της μεταφυσικής της λαϊκής κυριαρχίας την πρόσφατη παρέμβαση του Δ. Δημούλη, Πρόταση αναθεώρηση του Συντάγματος με σκοπό την Άμεση και Πραγματική/Ουσιαστική Δημοκρατία,http://www.rednotebook.gr/details.php?id=2678. Αντίθετα, επιφυλακτικός ως προς την απουσία διαμεσολάβησης στη θεωρία του πλήθους/δημοκρατίας παραμένει ο Αντ. Μανιτάκης, Η έννοια του πλήθους και η ουτοπική προοπτική της παγκόσμιας δημοκρατίας (Με αφορμή τη “Δημοκρατία του πλήθους” στο έργο του Νέγκρι), ό.π.
[79] Στον Ρουσσώ, όπως γνωρίζουμε, η βούληση δεν μπορεί να αντιπροσωπευθεί. Σε μια τέτοια περίπτωση απλώς υποδουλώνεται. Βλ. Ιδίου, Du Contrat Social, ό.π., σελ.190 επ. Αυτή η θεωρία περί κυρίαρχης βούλησης στον Ρουσσώ υποδηλώνει την έλξη του από τη μεταφυσική της παρουσίας του υποκειμένου, την αποδοχή δηλαδή της αδιαμεσολάβητης εκδήλωσης του εαυτού. Ωστόσο, και αυτή η αισιόδοξη ρουσσωική πεποίθηση υπονομεύεται από τη θεωρία… του Ρουσσώ για το Νομοθέτη, ο οποίος διδάσκει στη γενική βούληση πως αυτή θα μπορέσει να αρθεί στο ύψος της γενικής βούλησης και δεν θα εκπέσει στη “βούληση όλων”. Ακόμη λοιπόν και η διάσημη για την αμεσότητά της ρουσσωική δημοκρατία προϋποθέτει – και μάλιστα στη βάση της- τη διαμεσολάβηση του σοφού, εν είδει προφήτη, Νομοθέτη. Για το Νομοθέτη βλ. και πάλι J.-J. Rousseau, Du Contrat Social, ό.π., σελ.202 επ. Η ανάγκη της διαμεσολάβησης αυτής συνδέεται άμεσα με την ανθρωπολογική θέση του Ρουσσώ για τη βούληση, η οποία, σύμφωνα με τον Λέο Στράους, δεν χαρακτηρίζεται, μανιχαϊστικά, ως καλή ή κακή αλλά ως απόλυτα εύπλαστη. Κοντολογίς, η ανθρώπινη βούληση δεν είναι φυσικά καλή ή κακή γιατί απλά δεν υπάρχει κανείς φυσικός προσδιορισμός της παρά μόνον η δυνατότητά της, μέσω του Συμβολαίου, να αχθεί στο καλό ή το κακό. Βλ. Λέο Στράους, Φυσικό δίκαιο και ιστορία, μετ. Στ. Ροζάνης και Γ. Λυκιαρδόπουλος, Γνώση, Αθήνα, 1988, σελ.324. Στον αββά Σιεγές, η συντακτική εξουσία έχει ως υποκείμενό της την υπερβατική και ανιστορική οντότητα του έθνους. Για την ακρίβεια, η συντακτική εξουσία, η οποία θέτει το Σύνταγμα και δεσμεύει τις συντεταγμένες εξουσίες, συνιστά την ιστορική μορφή του έθνους και το Σύνταγμα το γραπτό σώμα της βούλησής του. Βλ. για τη συντακτική εξουσία στον Σιεγές το έργο του Cl. Klein, Théorie et pratique du pouvoir constituant, Paris, P.U.F., 1996, σελ.10 επ.
[80] Όταν ο Κέλσεν καλείται να εξετάσει την έννοια της αντιπροσώπευσης βρίσκεται σε προφανή αμηχανία. Και αυτό γιατί ο αυστριακός συγγραφέας υιοθετεί τη ρουσσωική κριτική της αντιπροσώπευσης και μοιάζει ως εκ τούτου να της αποδίδει καθαρά ιδεολογικό χαρακτήρα. Εφόσον, όμως, η αντιπροσώπευση είναι ιδεολογία, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να περιγράψει ως σύλληψη τι συμβαίνει στο δίκαιο. Βλ. αναλυτικά P. Brunet, ό.π., σελ.5 επ. Η αμφιλεγόμενη θέση του Κέλσεν για την αντιπροσώπευση συνδέεται δίχως άλλο και με την έντονη κριτική του, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 30, στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας. Ο Κέλσεν δεν δικαιολόγησε ποτέ τον κοινοβουλευτισμό με την αντιπροσώπευση, ενώ παράλληλα υπέβαλε τη λαϊκή κυριαρχία σε έντονη κριτική με βάση τα γραπτά του Φρόυντ. Έτσι, αποκάλεσε εύγλωττα τη λαϊκή κυριαρχία “τοτεμική μάσκα” και την εκλογή “οργιακή γιορτή”. Για τον Κέλσεν είναι οντολογικά ασύλληπτο το ότι η βούληση των εκλεγμένων προκύπτει από την βούληση των εκλογέων. Βλ. P. Brunet, ό.π., σελ.7, υποσημ. 6.
[81] Ο Καρέ ντε Μαλμπέρ υιοθετεί τη γερμανική θεωρία του οργάνου, με τους όρους του Γέλινεκ (Jellinek), και απορρίπτει τον ρεαλισμό του Γκίρκε (Gierke), ο οποίος εκλαμβάνει ως δεδομένη την ύπαρξη της πραγματικής βούλησης της κοινότητας. Πιο συγκεκριμένα, ο στρασβουργιανός νομικός υπερβαίνει το διαχωρισμό ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνωμενους με την κατασκευή της μίας και μοναδικής βούλησης του οργάνου. Η βούληση αυτή δημιουργεί την “αρχική βούληση” του Κράτους. Βλ. P. Brunet, ό.π., σελ.39 επ.
[82] Bλ. τις σχετικές αναλύσεις του Χομπς για την αντιπροσώπευση στο κεφ.16 του διάσημου έργου του “Λεβιάθαν”. Για την ελευθερία του αντιπροσώπου στον Χομπς βλ. H. Pitkin, ό.π., σελ.20. Η νομιναλιστική θεωρία του προσώπου στον Χομπς (το πρόσωπο είναι μάσκα) εξηγεί γιατί η πράξη του προσώπου προϋποθέτει, δίχως άλλο, την αντιπροσώπευση. Είτε πρόκειται για τον εαυτό του είτε για κάποιον άλλο, αυτός που πράττει πάντα αντιπροσωπεύει κάποιον. Έτσι, στη θεωρία περί κυριαρχίας του Χομπς, ο “πλασματικός” Λεβιάθαν αντιπροσωπεύει τον “λαό”, αυτό το άθροισμα ατόμων και βουλήσεων που δεν υπάρχει ως πρόσωπο παρά μόνο δια της αντιπροσώπευσης, όπως επίσης δεν υπάρχει ως πρόσωπο ο “Χ” αν δεν τον αναπαραστήσει ο ίδιος ή κάποιος άλλος με τα λόγια/πράξεις. Βλ. για την κυριαρχία στον Χομπς και κυρίως για τη δημοκρατική της διάσταση, σε πείσμα των κλασικών αναγνώσεων που προσάπτουν απολυταρχικές διαστάσεις στον συγγραφέα, το έργο του F. Lessay, Souveraineté et légitimité chez Hobbes, Paris, P.U.F., 1992. Κοντολογίς, όπως εύστοχα σημειώνει ο Λυσιάν Ζωμ (Lucien Jaume) η αντιπροσώπευση στον Χομπς δεν αντικατοπτρίζει αλλά “λειτουργεί”. Βλ. Ιδίου, Hobbes et l'Etat représentatif moderne, P.U.F, 1986, σελ.185.
[83] Στην περίπτωση του δημοψηφίσματος, εφόσον βέβαια αυτό έχει δεσμευτική ισχύ, είναι σαφές ότι η βούληση του εκλογικού σώματος υποχρεώνει νομικά τους αποδέκτες της ή ότι λειτουργεί ως πράξη με νομικές συνέπειες. Σε αντίθεση, για παράδειγμα, με την πράξη της εκλογής, η οποία δεν δεσμεύει τον αντιπρόσωπο ούτε συνιστά άσκηση κυριαρχίας παρά τελικά μια πράξη υπόδειξης ενός προσώπου, η ψήφος στο δημοψήφισμα ενέχει μια νομοπαραγωγική βούληση, έστω και με την ιδιότητα του συμπράττοντος αφού, ως γνωστόν, το ίδιο το θέμα του δημοψηφίσματος καθώς και το νομικό καθεστώς της διεξαγωγής του προκύπτουν διαμεσολαβημένα και όχι άμεσα από το εκλογικό σώμα. Βλ. γιατοδημοψήφισματοαφιέρωματου Pouvoirs, Le référendum, τ.77, Seuil, Paris, 1996, J.-Μ. Denquin,Référendum et Plébiscite. Essai de théorie générale, L.G.D.J., Paris, 1976 καιΙδίου, Réferendum et plébiscite σε D. Alland – S. Rials (διεύθ.), Dictionnaire de la culture juridique, Quadrige-Lamy-P.U.F., Paris, 2003, σελ.1130 επ. καιΑ. Δημητρόπουλο, Το δημοψήφισμαΟ ρόλος και η σημασία του θεσμού στη σύγχρονη δημοκρατία, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1997.
[84] Στη θετικιστική οπτική, η πρωτογενής συντακτική εξουσία δεν ανήκει στην τάξη του δικαίου αλλά σε εκείνη του απλού γεγονότος. Έτσι, δεν μπορεί να αξιολογηθεί νομικά. Πρόκειται για την πράξη της εγκατάστασης ενός νέου Συντάγματος, η οποία, ως de facto επιτυχημένη πολιτειακή αλλαγή παραδείγματος, δημιουργεί το νέο συνταγματικό πλαίσιο. Bλ. αντί πολλών τις σχετικές αναλύσεις του R. Carré de Malberg, Contribution à la théorie générale de l'État, επανέκδ., Dalloz, 2004, σελ.483 επ., και επίσης την ίδια άποψη σε G. Burdeau, Essais d'une théorie de la révision des lois constitutionelles en droit français, Paris, 1930. Στην ελληνική συνταγματική θεωρία, ο Ευ. Βενιζέλος υποστηρίζει ότι “η συντακτική εξουσία είναι νομικά αδέσμευτη και απεριόριστη. Δεν υπακούει σε κάποιους νομικούς κανόνες και, ιδίως, δεν υπακούει σε κάποιους προγενέστερους και ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες που την οργανώνουν και την οριοθετούν¨, βλ. Ιδίου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, ό.π. σελ.61. Στη θετικιστική οπτική τοποθετείται και ο Αντ. Μανιτάκης, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σελ.245 επ. Υπογραμμίζει, ωστόσο, ότι στη νεωτερικότητα μοναδικός και αποκλειστικός φορέας της συντακτικής εξουσίας είναι ο λαός (σελ.260). Αντίθετα, ο Κ. Χρυσόγονος, αναζητά την “αυθεντική” συντακτική εξουσία, “η οποία εξορισμού αποσκοπεί στη θέσπιση ενός κανονιστικού Συντάγματος και στον ταυτόχρονο τερματισμό της”, ενώ παράλληλα σημειώνει ότι στη διαδικασία αυτή πρέπει να “εμπεριέχεται οπωσδήποτε η, λιγότερο ή περισσότερο καθοριστική, σύμπραξη ενός συλλογικού αντιπροσωπευτικού σώματος εκλεγμένου ελεύθερα (άρα με πολλαπλές υποψηφιότητες, μυστική ψηφοφορία κ.ο.κ) από τον λαό”. Βλ. Ιδίου, Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σελ.51-53. Όπως θα δούμε στη συνέχεια η αναφορά στην πρωτογενή συντακτική εξουσία, είτε θετικιστικά είτε ουσιοκρατικά, μάλλον αποδεικνύεται περιορισμένης έως ανύπαρκτης χρησιμότητας: και αυτό γιατί δεν μπορεί να περιγράψει νομικά τι συμβαίνει στο συνταγματικό μας κόσμο.
[85] Πρέπει, ωστόσο, να διατηρήσουμε κάποιες σημαντικές επιφυλάξεις ως προς αυτό το συμπέρασμά μας γιατί στη θεωρία περί αντιπροσώπευσης του Σιεγές δεν είναι σαφές εάν το έθνος προϋπάρχει ή εάν προκύπτει από τη βούληση των αντιπροσώπων. Η περίφημη φράση του αββά ότι “το Έθνος υπάρχει πριν από καθετί άλλο, είναι η πηγή όλων” μας παραπέμπει ευθέως στην πρώτη θέση. Από την άλλη, ο Σιεγές παραδέχεται αλλού ότι το έθνος μιλά δια των αντιπροσώπων του. Βλ. περισσότερα σε L. Jaume, Hobbes et l'Etat représentatif moderne, ό.π., σελ. 204-205. Στην πραγματικότητα, το Tiers-État είναι αυτό που συλλαμβάνει ιστορικά το έθνος. Βλ. E. Sieyès, Ç Qu’est-ce que le Tiers État, προλ. J-D. Bredin, Champs -Flammarion, Paris, 1988, σελ. 41. Για την έλξη του Σιεγές από τον ορθό λόγο και την αλήθεια, με αποτέλεσμα ο νόμος να ορίζεται ως μια πράξη γνώσης και όχι βούλησης των αντιπροσώπων του έθνους βλ. S.Rials, Sieyès ou la délibération sans la prudence: Eléments pour une interprétation de la philosophie de la Révolution et de l’esprit du légicentrisme, Droits, n.13, 1991, σελ.124. Ο Ριάλς επιμένει στο ότι στον Σιεγές το έθνος μιλά μόνο δια της αντιπροσώπευσης και ότι δεν έχει το ίδιο φωνή. Σ'αυτήν την οπτική, η οποία συμβαδίζει με τον ορθολογισμό του Σιεγές, δεν υπάρχει χώρος για την ιδέα της πραγματικής ενσάρκωσης του λαού ή του έθνους.
[86] Όπως, άλλωστε, σημειώνει ο Σιεγές το Σύνταγμα, ως υποχρεωτικό σύνολο κανόνων, δεν νοείται δίχως συντακτική εξουσία. Βλ. για τον Σιεγές τις πλούσιες αναλύσεις του Carré de Malberg, ό.π., σελ.512. Επίσης για την ιδέα του περί Συντάγματος το έργο του P. Bastid, Sieyès et sa pensée, Hachette, Paris, 1970, όπου ο Σιεγές αναδεικνύεται σε πατέρα της γαλλικής θεωρίας του δημοσίου δικαίου.
[87] Σε αυτό το σημείο ασκεί έντονη κριτική στον Σιεγές ο Καρλ Σμιττ, καθώς η σύνδεση που επιχειρεί ο Σιεγές μεταξύ της δημοκρατικής θεωρίας της συντακτικής εξουσίας και της αντιδημοκρατικής θεωρίας της αντιπροσώπευσης καταλήγει, σύμφωνα με τον Σμιττ, στη μεταμόρφωση της δημοκρατίας σε αριστοκρατία. Βλ. Ιδίου, Théorie de la Constitution, μετ. L. Deroche, προλ. Ο. Beaud, Léviathan, P.U.F., Paris, 1993, σελ.216.
[88] Η πολιτική ανάγνωση του Συντάγματος και η αντι-θετικιστική του θεμελίωση στην απόφαση και όχι τη νόρμα συνοδεύεται και από τον αξιακό προσδιορισμό της έννοιας. Το όνομα “Σύνταγμα” δεν μπορεί να αποδοθεί σε οποιοδήποτε κείμενο, εν είδει σύμβασης, αλλά σε ένα συγκεκριμένο “πράγμα” που συμπίπτει απόλυτα με τη λέξη. Ο ντεσιζιονισμός λοιπόν του Σμιττ δεν είναι μια σχετικιστική tabula rasa αλλά έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Η μεταμόρφωση ή ενύλωση, για να μιλήσουμε σμιττιανά, της πολιτικής βούλησης σε Σύνταγμα προϋποθέτει αφενός το ότι η τελευταία θα καταξιωθεί από τον φορέα της (τον πραγματικό λαό και όχι τους αντιπροσώπους του) και αφετέρου ότι το ίδιο το Σύνταγμα θα προσδιοριστεί ουσιαστικά και όχι φορμαλιστικά. Η πολιτικοποίηση του Συντάγματος και η αναγωγή του σε μια καθολική ουσία είναι οι δύο όψεις του σμιττιανού συνταγματισμού. Συνιστούν, ωστόσο, και τη μήτρα των προφανών αντιφάσεών του καθώς η δημοκρατία της πολιτικής βούλησης υπονομεύεται από την ουσιοκρατική θεώρηση του Συντάγματος. Επίσης, η πολιτική δύναμη του “ενσαρκωμένου” λαού μεταφράζεται νομικά στην προσωποπαγή -και προφανώς αντι-μοντέρνα- εκδοχή του “κυρίαρχου”, αυτού δηλαδή που αποφασίζει στην κατάσταση ανάγκης και δεν είναι άλλος από τον ΠτΔ. Για τον Σμιττ και τα παραπάνω σημεία του έργου του εξαιρετική είναι η εισαγωγή του O. Beaud (Carl Schmitt ou le juriste engagé) σε C. Schmitt, Théorie de la Constitution, ό.π., σελ.5-128, επίσης βλ. S. Rials, Hobbes en chemise brune. Sur un livre de Carl Schmitt et le problème Schmitt, Droits,τ.38, 2003, σελ.183 επ., K. Löwith, Le décisionisme occasionnel de Carl Schmitt (1935), Les Temps Modernes, τ.544, σελ.15 – 50, J. Hummel,Carl Schmitt : l’irréductible réalité du politique, Michalon, Le Bien Commun, Paris, 2005, σελ.55.
[89] C. Schmitt, La dictature, μετ. M. Köller και D. Séglard, Paris, Seuil, 2000, σελ.38.
[90] Βλ. για τη διάκριση μεταξύ Συντάγματος και συνταγματικών νόμων C. Schmitt, Théorie de la constitution, ό.π., σελ.145 επ. Επίσης, C. Klein, Théorie et pratique du pouvoir constituant, ό.π., σελ. 146 επ.
[91] Βλ. B. Ackerman, ό.π.
[92] Τη θεολογική διάσταση της πρωτογενούς συντακτικής εξουσίας περιγράφει γλαφυρά ο Μανιτάκης: “Η συντακτική εξουσία ενεργοποιώντας τη θέληση ολόκληρου του Έθνους, ως φορέα της Κυριαρχίας, δημιουργεί μια νέα πολιτική τάξη, χωρίς να υπόκειται σε αυτήν. Επιθυμία και προορισμός ήταν και είναι -όπως της θείας εξουσίας- να δημιουργήσει τάξη από το χάος και να δει τον εαυτό της να ενσαρκώνεται σε ένα κείμενο με αντικειμενική υπόσταση, το Σύνταγμα. Αρνείται όμως να υπαγάγει τον εαυτό της στο δικό της δημιούργημα, για να μην απολέσει την υπερβατική ιδιότητα της υπέρτατης και ασύλληπτης εξουσίας. Παραμένει μια εξουσία αόρατη, που δεν δικαιούται να θίξει κανείς. Προϋπάρχει λογικά όλων των εξουσιών, χωρίς να ταυτίζεται ή να ενσαρκώνεται σε καμία από αυτές. Η βασιλεία της βρίσκεται εκτός του κόσμου τούτου, του συντεταγμένουΚείται επέκεινά του. Πρόκειται για μια εξουσία που βρίσκεται πάνω, πριν και πέρα από το Σύνταγμα. Εμφανίστηκε μια φορά, έκανε το θαύμα της, έφερε στον κόσμο το ακριβό και έλλογο τέκνο της, και εξαφανίστηκε ως οπτασία. Κανείς δεν δικαιούται άρα να την υποκαταστήσει, να την οικειοποιηθεί, να ενεργήσει στη θέση της και για λογαριασμό της, να επέμβει στη δική της δικαιοδοσία και να θίξει ό,τι ανήκει στον απαραβίαστο χώρο της”. Βλ. Α. Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π. σελ.246 (οι υπογραμμίσεις δικές μας). Eύστοχα ο Μανιτάκης χρησιμοποιεί τον θεολογικό όρο του “θαύματος” για να χαρακτηρίσει την πρωτογενή συντακτική εξουσία. Αυτή προϋποθέτει μια μεταφυσική-ουσιοκρατική θεώρηση του “λαού” καθώς πρόκειται για την πιο “αυθεντική” στιγμή της εμφάνισής του. Ο Κλωντ Κλαν χαρακτηρίζει την πρωτογενή συντακτική εξουσία σαν ένα “θρύλο”, βλ. Ιδίου, ό.π., σελ. 187 επ.
[93] Στην υπεροχή της συντακτικής έναντι της συντεταγμένης εξουσίας αποδίδεται και η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου των συνταγματικών αναθεωρήσεων. Η ταύτιση δηλαδή της αναθεωρητικής λειτουργίας με τον συντεταγμένο-παράγωγο και όχι με τον συντακτικό-πρωτογενή λαό υπονοεί ότι η βούληση του πρώτου υφίσταται τους νομικούς περιορισμούς του δεύτερου. Έτσι, ανοίγει το σύνθετο θεωρητικά και πρακτικά ζήτημα των ορίων, τυπικών και ουσιαστικών, της αναθεωρητικής λειτουργίας. Ο έλεγχος της συνταγματικότητας των συνταγματικών αναθεωρήσεων έχει απασχολήσει έντονα τη συνταγματική θεωρία και πράξη, ιδιαίτερα στην Γαλλία και την Γερμανία, με αφορμή, στην πρώτη, την προσαρμογή της στις ευρωπαϊκές συνθήκες (νομολογία Maastricht) και στη δεύτερη τη σχετική-μεταπολεμική-νομολογία του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της και την έλξη της συνταγματικής θεωρίας από την κατασκευή των “αντισυνταγματικών συνταγματικών κανόνων” (Bachoff). Σε ό,τι αφορά την Γαλλία, το σχετικό διχασμό της θεωρίας, ύστερα από την απόφαση Maastricht II, ξεκαθάρισε σε μεταγενέστερη απόφασή του το Conseil Constitutionnel (C.C., n.03 – 469 DC, 26 Μαρτίου 2003), στην οποία δεν έκανε κανένα διαχωρισμό ανάμεσα σε συντακτική και συντεταγμένη εξουσία, ενώ παράλληλα ρητά εξέφρασε την αναρμοδιότητά του ως προς τον έλεγχο των συνταγματικών αναθεωρήσεων. Αντιθέτως, στην Γερμανία, το Δικαστήριο της Καρλσρούης έχει ρητά αναγνωρίσει τη σχετική αρμοδιότητά του ως “σύμφωνη με την ιδέα του δικαίου”. Έτσι, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η ταυτότητα του κυρίαρχου αλλάζει κάτοχο από τη μία στην άλλη όχθη του Ρήνου. Ενώ στην Γαλλία ηεξουσία της τελευταίας λέξης ανήκει αποκλειστικά στο Κοινοβούλιο, όταν αυτό φέρει τον μανδύα της συντακτικής εξουσίας, στην Γερμανία είναι προφανές ότι αυτή εναποτίθεται στο συλλογικό σώμα των συνταγματικών δικαστών. Βλ. αντί πολλών, τις σχετικές παρατηρήσεις του Luc Heuschling, État de droit, Rechtsstaat, Rule of law, Dalloz, Nouvelle Bibliothèque de Thèses, 2002, σελ.609 επ. Επίσης, Jean – Pierre Camby, La supra-constitutionnalité: la fin d’un mythe, R.D.P., τ.3 – 2003, σελ.671 επ, Xavier Magnon,Quelques maux encore à propos des lois de révision constitutionnelle : limites, contrôle, efficacité, caractère opératoire et existence, R.F.D.C., 2004, τ.59, σελ.617.
[94]Βλ. X. Bioy, Le concept de personne humaine en droit public. Recherche sur le sujet des droits fondamentaux, Dalloz, Nouvelle Bibliothèque de Thèses, Paris, 2003, καθώςκαιτηναναλυτικήμελέτητου Y. Thomas, Le sujet concret et sa personne, σε O. Cayla – Y. Thomas, Du droit de ne pas naître, Le Débat-Gallimard, Paris, σελ.88 επ. καιΑ. Μανιτάκη, Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 1981, σελ.113. Ας μας επιτραπεί τέλος να παραπέμψουμε σε Γ. Καραβοκύρη, Το Πρόσωπο και ο Nόμος. H απαγόρευση της απόκρυψης του προσώπου στον δημόσιο χώρο (Conseil Constitutionnel, 2010 – 613 DC, 7/10/2010), υπό δημοσίευση στο “Σύνταγμα”, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Aθήνα-Κομοτηνή, τ. 4/201, ηλεκτρονική δημοσίευση σε http://www.constitutionalism.gr/html/ent/114/ent.2114.asp.
[95] Κ. Τσουκαλάς, Η εξουσία ως λαός και ως έθνος. Περιπέτειες σημασιών, Θεμέλιο, σελ.127.
[96] Όπως σημειώνει ο Τσουκαλάς, “η αντιφατική αυτή δόμηση της σημασίας της κυριαρχίας έχει όμως και περαιτέρω προεκτάσεις. Το έννομο όριο της φιλελεύθερης εξουσίας προδιαγράφει και ένα αντίστοιχο φαντασιακό όριο της κυριαρχίας του λαού. Ένας λαός που γνωρίζει και συναποδέχεται ότι δεν έχει το δικαίωμα να αποφασίζει ανά πάσα στιγμή για τα πάντα, εκφράζοντας μία, συνεχώς ανανεούμενη, ελεύθερη και αδέσμευτη συλλογική βούληση, παραμένει αιχμάλωτος των θεσμικών περιορισμών, τους οποίους υποτίθεται ότι παρήγαγε ο κατ'όνομα μεν “ίδιος” λαός, ο οποίος βέβαια δεν μπορούσε ποτέ να έχει υπάρξει πραγματικά “ίδιος”. Και έτσι μπορεί, και ίσως και οφείλει, να επαναπαύεται, να αδρανεί και να αδιαφορεί πλέον εσαεί ως προς τις οποιεσδήποτε περαιτέρω συνέπειες της ελλιπούς κυριαρχίας του. Ως μη δικαιούμενος να δράσει ενάντια στα δικαιώματα οποιουδήποτε από τα κατ'ιδίαν μέλη του, ο λαός αυτοσημαίνεται ως οντότητα ελαττωμένης βουλησιακής ικανότητας: καταστατικά περιτετμημένος, απεκδύεται από την ευχέρεία του να κρίνει επί όλων των θεμάτων που θα μπορούσε να θεωρήσει πως τον αφορούν, και κυρίως επί του θέματος “ποιός είναι”. Κ. Τσουκαλάς, ό.π., σελ.142-143.
[97] Βλ. P. Rosanvallon, Le peuple introuvable, Gallimard, 1998, σελ.15.
[98] Ibidem, σελ.52-55.
[99] Χαρακτηριστικές οι παρακάτω φράσεις του Κ. Στρατηλάτη σε Ιδίου, Περί του δήθεν ανεύρετου λαού και περί του θετικισμού. Απάντηση στον Γ. Καραβοκύρη,http://www.constitutionalism.gr/html/ent/018/ent.2018.asp: “Η πιο απτή απόδειξη ότι η λαϊκή κυριαρχία δεν συνιστά έννοια κενή περιεχομένου (εμπειρικού και ως εκ τούτου κανονιστικού, κατά τη συλλογιστική ενός κοινωνιολογικού αυτή τη φορά θετικισμού), αλλά επιταγή φορτισμένη κοινωνικο-πολιτικά, ενυλωμένη ή έστω υλοποιήσιμη θεσμικά, ικανή να επιφέρει αποτελέσματα ιστορικά και πάντως έγκυρη κανονιστικά, είναι η εξής: Ακόμη και σήμερα, ακόμη δηλαδή και υπό συνθήκες άκρατης και άμετρης προπαγάνδας, υπάρχουν κάποιοι, έστω και ελάχιστοι (και το ελάχιστο εδώ ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο τη βασιμότητα της έννοιας) που διαδηλώνουν στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας.” (η υπογράμμιση δική μας). Κι είναι προφανές ότι έτσι ο συγγραφέας αντιλαμβάνεται την λαϊκή κυριαρχία και τον φορέα της σαν αυτό που εξαρχής θέλει να αποφύγει, δηλαδή σαν ένα… απλό όνομα. Βλ. επίσης παρακάτω την υποσημ.115.
[100]Η προφανής αδιαφορία του θετικισμού για την υπακοή μας στο νόμο, καθώς ο θετικιστής αρκείται στην αξιολογικά ουδέτερη περιγραφή του δικαίου όπως είναι και όχι όπως θα έπρεπε να είναι, ερμηνεύεται συχνά ως μια έμμεση υπεράσπιση του νομικού status quo, όπως στην περίπτωση του ναζιστικού κράτους. Η παραπάνω κατηγορία όμως παραβλέπει ότι η αποχή του θετικισμού από τη θεμελίωση της αντικειμενικότητας των αξιών και η υπεράσπιση της αξιολογικής ουδετερότητας-η οποία κατά τη γνώμη μας δύσκολα μπορεί να σταθεί αν δεν μεταβληθεί σε μια σχετικιστική θέση περί της αλήθειας- συνιστά τη μεγαλύτερη επιστημολογική αμφισβήτηση του… ναζισμού και οποιουδήποτε -αυταρχικού- πολιτειακού συστήματος που εμπνέεται από ρεαλιστικές φιλοσοφικά βάσεις. Άλλωστε, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Τροπέρ, ο θετικισμός δεν απαγορεύει τη συζήτηση περί των αξιών, αλλά απλώς τη θέτει εκτός αυτού που αποκαλούμε επιστήμη του δικαίου και το οποίο έγκειται στην εμπειρική παρατήρηση και περιγραφή του νομικού φαινομένου, των κανόνων (νορματιβισμός) ή των πράξεων των εφαρμοστών τους (νομικός ρεαλισμός). Φαντάζει λοιπόν παράδοξος ο καταλογισμός στο θετικισμό όλων των δεινών του 20ού αιώνα, με κορύφωση βέβαια τις ναζιστικές θηριωδίες. Και αυτό γιατί το τρίτο Ράιχ και η θλιβερή έκπτωση του Rechtstaat στο ναζιστικό κράτος δεν οφείλεται στο θετικιστικό σχετικισμό και την αδιαφορία του απέναντι στις αξίες ή ακόμη περισσότερο στην εργαλειακή ορθολογικότητα, αν περάσουμε σε επίπεδο πιο φιλοσοφικό, των μοντέρνων, αλλά στο ακριβώς αντίθετο του θετικισμού: στον πιο χονδροειδή φυσικοδικαιισμό και την πιο άτεγκτη ουσιοκρατία. Χαρακτηριστική είναι η προσφυγή του Σμιττ στο φυσικοδικαιισμό και στην ταύτιση δικαίου και… προσώπου του Φύρερ, όταν ο συγγραφέας κλήθηκε να υπερβεί τη νομιμότητα και να δικαιολογήσει, με όρους μετα-θετικούς, τη ματωμένη νύχτα των μεγάλων μαχαιριών της 30ης Ιουνίου του 1934. Όπως εύστοχα αναφέρει ο Heuschling, τα θεωρητικά θεμέλια της ναζιστικής εκτροπής του κράτους εντοπίζονται στην προσωποποίηση του καθεστώτος (όπου ουσιαστικά ο λαός ταυτίζεται με τον Φύρερ) και στην πλήρη καταστροφή της (θετικιστικής ασφαλώς) ιεραρχίας των κανόνων δικαίου καθώς, τέλος, και στην εφαρμογή ενός “συγκεκριμένου” και εύπλαστου στα χέρια του Φύρερ φυσικού δικαίου. Η σμιττιανή υπεράσπιση του ναζισμού αναδεικνύει τις συγγένειες της ουσιοκρατίας (δίχως βέβαια να ισχυριζόμαστε αφελώς ότι πρόκειται για σχέση αιτιότητας) με τον ολοκληρωτισμό. Η κεφαλαιώδης για τον Σμιττ κατάσταση της εξαίρεσης, σε συνδυασμό με τον εντοπισμό του πραγματικού λαού, “ενυλώνεται” σε -αντι-μοντέρνα- προσωποποίηση του καθεστώτος. Παράλληλα, ο αποτρόπαιος ναζιστικός ρεαλισμός ή αλλιώς βιολογισμός, ο οποίος φυσικά εκδηλώθηκε ως ρατσισμός, πάλι τοποθετείται σε ένα πλαίσιο αναντίρρητης αντικειμενικότητας και υπεροχής συγκεκριμένων-φυσικοποιημένων αξιών (του γερμανικού λαού εν προκειμένω). Η αντι-θετικιστική ρητορική, λοιπόν, μάλλον παραγνωρίζει το σημαντικό ρόλο που η ίδια διαδραμάτισε, ως νομική όχι μόνο θεωρία αλλά και πράξη, με δημοφιλές moto τη φυσικοδικαιική επίκληση των αιώνιων και αντικειμενικών αξιών, στον ναζιστικό, και όχι μόνο, εξευτελισμό του κράτους δικαίου. Βλ. σχετικά το διάλογο ανάμεσα σε Ντ. Λοσάκ (D. Lochak) και Μ. Troper στα D. Lochak, La doctrine sous Vichy ou les mésaventures du positivisme σε Les usages sociaux du droit, CURAPP-PUF, 1989, σελ.252 επ. και στον ίδιο τόμο M. Troper, La doctrine et le positivisme (à propos d'un article de Danièle Lochak) αναρτημένο σε http://www.u-picardie.fr/labo/curapp/revues/root/23/troper.pdf. Για μια καταγγελία της σχέσης του θετικισμού με τον αυταρχισμό, σε συνδυασμό με την επίκληση μιαςφυσικοποιημένης (με την έννοια του φιλοσοφικού ρεαλισμού) πρόσληψης του λαού βλ. Κ. Στρατηλάτη,Περί του δήθεν ανεύρετου λαού και περί του θετικισμού. Απάντηση στον Γ. Καραβοκύρη, ό.π. Για μια υπεράσπιση, αντιθέτως, του νομικού θετικισμού έναντι των διαστρεβλωτικών κριτικών του βλ. Γ. Ζ. Δρόσο, Δοκίμιο Ελληνικής Συνταγματικής Θεωρίας, ό.π, σελ.581 και 585 και τις αιχμηρές ως προς τον αντι-θετικισμό παρατηρήσεις του Α. Μάνεση, Συνταγματικό, Ι, Θεσσαλονίκη, 1980, σελ.43, υποσημ.35. Γράφει ο Μάνεσης: “ Στη Δυτική Γερμανία, π.χ., μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τη συντριβή του εθνικοσοσιαλιστικού καθεστώτος, θεωρήθηκε ότι υπεύθυνος για την εφαρμογή των νόμων του ήταν…ο νομικός θετικισμός! (…) Πάντως οι θεωρητικοί του “φυσικού δικαίου” μόνον εκ των υστέρων, μεταπολεμικά, φρόντισαν να αμφισβητήσουν, βάσει αυτού, το θετικό δίκαιο, φθάνοντας ως το σημείο να αναγνωρίζουν και δικαίωμα αντίστασης. Υπό το χιτλερικό όμως καθεστώς οι περισσότεροι από αυτούς, όχι μόνο συμμορφώνονταν προς τους κανόνες που θέσπιζε η τυραννική εξουσία, αλλά και τους αποδέχονταν σαν “αιώνιο ζωτικό δίκαιο του γερμανικού λαού” (“ewiges Lebensrecht des deutschen Volkes”) μέσα σε μια φρενίτιδα ιρρασιοναλισμού. Άλλωστε, στη γερμανική νομική επιστήμη, με την έντονη ιδεαλιστική παράδοση, δεν κυριαρχούσε ο θετικισμός, αλλά μάλλον η ιδεοκρατία”. Επίσης, για τις φυσικοδικαιϊκές θέσεις των Γερμανών νομικών που υποστήριξαν το καθεστώς όπως ο Μπίντερ (Binder), o Λάρενζ (Larenz) και φυσικά ο Σμιττ. Βλ. Μάνεση, ό.π, και κυρίως L. Heussling, ό.π. Βλ. επίσης, O. Jouanjan, Les fossoyeurs de Hegel. "Rénovation allemande du droit" et néo-hégélianisme sous le IIIe Reich, Droits, τ. 25, σελ.121 επ. Για τη σχέση του θετικισμού με τη δημοκρατία και την ελευθερία βλ. H. Kelsen, La démocratie, sa nature, sa valeur, ό.π.και Ph. Raynaud, Positivisme juridique et démocratieσεΙδίου, Le juge et le philosophe, Armand Collin, Paris, 2008, σελ.242 επ.
[101] Για παράδειγμα, η απόδοση στο υπαρκτό συλλογικό σώμα των αγανακτισμένων της πλατείας ή των διαδηλωτών κατά του Μνημονίου της ιδιότητας των φορέων της λαϊκής κυριαρχίας μπορεί να αναλυθεί ως εξής: τα άτομα των αγανακτισμένων και των διαδηλωτών, ως εμπειρικά αντιληπτά υποκείμενα, αποτελούν διάφανα “πράγματα” καθώς φέρουν εντός τους τις ιδιότητες της κυριαρχίας. Διαδηλώνοντας στο δρόμο, ο αγανακτισμένος ή ο αντιμνημονιακός, δεν αναπαριστά αλλά ενσαρκώνει τον κυρίαρχο λαό. Και αυτό, γιατί τα σώματά τους δεν αποτελούν αναφορές, τις οποίες θα μπορούσαμε να σημάνουμε, δηλαδή να ερμηνεύσουμε, με το σημαίνον/λέξη “κυρίαρχος” και μετά να συμφωνήσουμε ότι αναφέρονται στο σημαινόμενο “κυριαρχία”, αλλά ενσωματώνουν, με την πιο αυστηρή έννοια του όρου, την απόλυτη και αναμφισβήτητη ταύτιση ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο. Έτσι, η φυσική πραγματικότητα, ο αγανακτισμένος ή ο διαδηλωτής, όπως και κάθε άλλο “πράγμα”, δεν θεωρείται δεκτικό ερμηνείας, αλλά δήλωσης και καταγραφής του. Το σημείο δηλαδή “κυρίαρχος” δεν αποτελείται από τρία μέρη, δηλαδή το σημαίνον (το φωνητικό σώμα “κυρίαρχος”), την αναφορά (το πραγματικό σώμα “κυρίαρχος”, δηλαδή ο αγανακτισμένος ή ο διαδηλωτής) και το σημαινόμενο (η σύλληψη του κυρίαρχου) αλλά από δύο, το σημαίνον (ο φωνητικός ήχος “κυρίαρχος” και το σώμα του διαδηλωτή/αγανακτισμένου) και το σημαινόμενο (η ιδιότητα της κυριαρχίας). Αυτή η λεπτή διαφορά ανάμεσα στο δυαδικό και το τριαδικό σχήμα αντίληψης του σημείου της “κυριαρχίας” και όχι μόνον, βέβαια, αλλά του κάθε σημείου, διαχωρίζει καθοριστικά τους αρχαίους από τους μοντέρνους. Και αυτό γιατί στη νεωτερική θεωρία, παρατηρείται εντός του σημείου μια διπλή λειτουργία της αντιπροσώπευσης που το καθιστά εξορισμού αυθαίρετο, όπως θα έλεγε ο Σωσσύρ (Saussure) ή σε κάθε περίπτωση θολό και όχι διάφανο, όπως στους αρχαίους. Έτσι, σε ό,τι αφορά την κυριαρχία, ο Κελά αναλύει ως εξής το σημείο της: η συλλογή των ατόμων (π.χ. οι αγανακτισμένοι) αποτελεί την αναφορά η οποία αναπαρίσταται από το σημαίνον, δηλαδή το συγκεκριμένο κυρίαρχο (Κοινοβούλιο, Δικαστής, ο porte-parole των ατόμων), το οποίο με τη σειρά του αναπαριστά το σημαινόμενο (τον αφηρημένο κυρίαρχο που ονομάζουμε Λαό, τον πλασματικό δηλαδή και ονομαστικό Κυρίαρχο Λαό). Βλ. σχετικά O. Cayla, La notion de signification en droit, ό.π., σελ.460-461.
[102] Ευχαριστούμε την Μαρίνα Μαροπούλου για την παρατήρηση αυτή. Το πέρασμα από τον αρχαίο στον μοντέρνο κόσμο δηλώνει ακριβώς αυτή τη διαφορετική σήμανση και τελικά διαχείριση των αποκλεισμών. Η αντιπροσώπευση λειτουργεί στη νεωτερικότητα ως το μέσο της υποστασιοποίησης και της ενσωμάτωσης στο πολιτικό σώμα των διάφορων κοινοτήτων. Και αυτό γιατί στην αντιπροσωπευτική διαδικασία οι αποκλεισμοί δεν είναι φυσικοί-βιολογικοί και άρα a priori αξεπέραστοι. Αντιθέτως, αποτελούν θέμα σύμβασης και συσχετισμών.
[103] Για να το πούμε διαφορετικά, η κυριαρχία είναι όλα αυτά τα μικρά και άπειρα κομμάτια ερμηνειών που τη σχηματοποιούν, σαν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό. Η αναγωγή της κυριαρχίας στη βάση και όχι τηνκορυφή, στα μικρά-ασήμαντα και όχι στα υψηλά-σημαντικά είναι χαρακτηριστικό της αντίληψης της κυριαρχίας του Ζακ Ντεριντά (Jacques Derrida). Βλ. σχετικά Derrida politique. La déconstruction de la souverainetéτ. 30, P.U.F., Paris, 2003., Cités,
[104] Βλ. την κριτική στη θεωρία του Τροπέρ για τις νομικές δεσμεύσεις από τον O. Pfersmann, Critique de la théorie des contraintes juridiques, σε M. Troper, V. Champeil-Desplats – C. Grzegorczyk (διευθ.),Théorie des contraintes juridiques , Bruylant – L.G.D.J., Paris, 2005, σελ.123 επ.
[105] Βλ. Γ. Καραβοκύρη, Το Μνημόνιο και ο λόγος περί κυριαρχίας, ό.π.
[106] Έτσι, ο Α. Μανιτάκης σημειώνει χαρακτηριστικά ότι το Σύνταγμα δεν “είναι” αλλά “γίνεται”. Εάν, όμως, η κανονιστική εμβέλεια του Συντάγματος δεν προκύπτει από τη γραπτή αποκρυστάλλωσή του αλλά από την ερμηνευτική του διάπλαση εύλογα αναρωτιέται κανείς πότε προκύπτει. Εάν δηλαδή το Σύνταγμα είναι ένα ζωντανό κείμενο, υπονοείται πλέον ανοιχτά ότι ο λαός δεν βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης, αλλά είναι συνεχώς παρών και μπορεί να τροποποιεί ή ακόμη και να ανατρέπει την προηγούμενη βούλησή του. Βέβαια, ο Μανιτάκης παραμένει πολέμιος της ερμηνευτικής αυθαιρεσίας υπογραμμίζοντας ότι: “το τυπικό Σύνταγμα από μόνο του δεν λέει τίποτε. Ο εφαρμοστής και ερμηνευτής του το κάνει να μιλάει. Λαλιά αποκτά το Σύνταγμα, όταν πραγματώνεται, και πραγματώνεται μέσα από τη συνταγματική πρακτική (τη νομοθετική, τη νομολογιακή, την κοινοβουλευτική, την κυβερνητική, τη διοικητική κ.λπ.), η οποία συντελείται χωρίς αμφιβολία μέσα στον κανονιστικό ορίζοντα που οριοθετούν οι εγγυητικές και προγραμματικές διατάξεις του τυπικού Συντάγματος”. Βλ. Α. Μανιτάκη, Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο, ό.π., σελ.56 (οι υπογραμμίσεις δικές μας). Η θέση, όμως, του Μανιτάκη παραμένει μετέωρη ανάμεσα στις δύο προτάσεις: αναρωτιέται εύλογα ο αναγνώστης πως από τη μια το τυπικό Σύνταγμα δεν λέει τίποτε και πως από την άλλη η πρακτική του συντελείται χωρίς αμφιβολία μέσα στον κανονιστικό ορίζοντα που οριοθετούν οι εγγυητικές και προγραμματικές διατάξεις του τυπικούΣυντάγματος. Ο Μανιτάκης, κατά τη γνώμη μας, ακροβατεί εδώ ανάμεσα στο νομικό ρεαλισμό (το “σιωπηλό”Σύνταγμα) και τον ηθικοπολιτικό αντικειμενισμό (η δέσμευση από το πνεύμα του Συντάγματος και η ανεύρεση των αρχών και αξιών του “πραγματικού” Συντάγματος).
[107] Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο J.-M. Denquin, ο λαός απαντά σε ένα ερώτημα που του τίθεται. Βλ. Ιδίου, Réferendum et plébiscite, ό.π. σελ.1311. Βλ. επίσης την ανάλυση του Hart για την αξιολόγηση της εντολής του εκλογικού σώματος με βάση κανόνες που προσδιορίζουν εκ των προτέρων την εγκυρότητά της σε H. L. Α. Hart, The concept of law, Ofxord University Press, 1961, σελ.74 επ.
[108] B. Daugeron, ό.π., σελ.381.
[109] Για παράδειγμα, η “νέα” συνθήκη της Λισαβόνας αποτελεί σε μεγάλο βαθμό τροποποίηση των “παλαιών” συνθηκών ενώ διατηρεί τις επιλογές της απορριφθείσας “Συνταγματικής”. Ακόμη, όμως, και η περίφημη Χάρτα των Δικαιωμάτων δεν συνιστά κάτι το πρωτοφανές, αφού αναπαράγει σε μεγάλο βαθμό το κείμενο της ΕΣΔΑ, τις επιλογές δηλαδή του Συμβουλίου της Ευρώπης. Για μια σύντομη παρουσίαση της συνθήκης της Λισαβόνας βλ. Κ. Μποτόπουλο, Οδηγός για τη Λισαβόνα. Ταξίδι στο νέο θεσμικό τοπίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, 2010. Επίσης, για το ζήτημα της συντακτικής εξουσίας και της Ευρώπης βλ. Ο. Cayla – P. Pasquino (επιμ.), Le pouvoir constituant et l'Europe, Dalloz, Thèmes et commentaires, Paris, 2011.
[110]Βλ. Ιδίου, La théorie obscure du pouvoir constituant, ό.π., σελ.253. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι και η ίδια η πρωτογενής συντακτική εξουσία χάνει τον κυρίαρχο χαρακτήρα της, αφού εμφανίζεται παραδόξως να είναι ταυτόχρονα κυρίαρχη και υποταγμένη. Ο G. Vedel ξεπερνά το παραπάνω παράδοξο και τάσσεται αναφανδόν υπέρ της δυνατότητας αναθεώρησης της συνταγματικής διάταξης περί αναθεώρησης. Βλ. Ιδίου, Schengen et Maastricht, RFDA, 1992, σελ.173 επ.
[111] Βλ. C. Klein, ό.π., σελ. 79 επ. και O. Cayla, L'obscure théorie du pouvoir constituant originaire, ό.π., σελ.255. Ο Kλαν αναπτύσσει μια διάσημη στη γαλλική θεωρία προβληματική: την παράνομη γέννηση τόσο της δικτατορίας του Vichy όσο και της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, μέσω της προσφυγής σε αντίστοιχους νόμους που αναθεωρούσαν τις συνταγματικές ρήτρες περί αναθεώρησης. Ο νόμος της 10ης Ιουλίου του 1940 που εκχωρούσε τη συντακτική εξουσία στον στρατηγό Πεταίν (Petain) και ο νόμος της 3ης Ιουνίου 1958 του στρατηγού Ντε Γκωλ (De Gaulle), ο οποίος εξαιρούσε τη συντακτική εξουσία από τις διατάξεις του άρθρου 90 του Συντάγματος του 1946 περί αναθεώρησης, έχουν ως κοινή συνισταμένητην προφανώς αντισυνταγματική αναθεώρηση της συνταγματικής διάταξης περί αναθεώρησης. Κοντολογίς, στη μήτρα του Vichy και της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας ενυπάρχει μια εξόφθαλμη παραβίαση του Συντάγματος ή αλλιώς, σύμφωνα με τον Kλαν, ένα “προπατορικό αμάρτημα”.
[112] Όπως σημειώνει ο Ν. Αλιβιζάτος, “μολονότι την πρόταση με τις αναθεωρητέες διατάξεις του Συντάγματος την είχε εγκρίνει η Βουλή με την πλειοψηφία που απαιτούσε το άρθρο 107, δηλαδή των 3/4 του όλου αριθμού των βουλευτών, η παρέκκλιση από την αναθεωρητική διαδικασία που προέβλεπε το ίδιο άρθρο ήταν προφανής: η Βουλή ψήφισε την αναθεώρηση μία μόνο φορά και όχι δύο, σε δύο συνεχείς βουλευτικές περιόδους, όπως όριζε η §2 του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1864. Στην παρέκκλιση αυτή προστέθηκε αργότερα και μια δεύτερη, καθώς -ως προς το εύρος της αναθεώρησης- η αναθεωρητική Βουλή δεν δεσμεύτηκε τελικά από την πρόταση της 18ης Φεβρουαρίου 1910 αλλά, αντίθετα, με κοινή συμφωνία των κομμάτων – την οποία ενέκρινε και ο Γεώργιος – επεξέτεινε το αναθεωρητικό της έργο και σε άλλες (μη θεμελιώδεις, είναι αλήθεια) διατάξεις του Συντάγματος του 1864”. Ν. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του, Πόλις, 2011, σελ.160. Για το φιλελεύθερο και δημοκρατικό χαρακτήρα του Συντάγματος βλ. σελ.167. Σύμφωνα με τον Ε. Βενιζέλο, η πρωτογενής συντακτική εξουσία προσφεύγει συχνά σε «νομικές διαδικασίες, κρατικά όργανα και νομικές πράξεις που είναι λίγο ή πολύ γνωστά στην έννομη τάξη, ακόμη και αν οι σχετικοί κανόνες δεν τηρούνται, ή δεν τηρούνται πλήρως. Αυτό εξηγεί γιατί πολλές φορές και στην ελληνική συνταγματική ιστορία η πρωτογενής συντακτική εξουσία επιχείρησε να εμφανιστεί ως απλή αναθεωρητική διαδικασία, που σέβεται τα όρια και τις προδιαγραφές του ισχύοντος Συντάγματος. Αυτό συνέβη και όταν οι αναθεωρήσεις αυτές ήταν μερικές αναθεωρήσεις, εντοπισμένες σε συγκεκριμένα κεφάλαια και περιορισμένο αριθμό διατάξεων του Συντάγματος (όπως το 1910-11), αλλά και όταν επρόκειτο για ολικές αναθεωρήσεις, δηλαδή διαδικασίες οι οποίες οδηγούσαν σε εξαρχής κατάστρωση νέου συνταγματικού κειμένου, που διατηρούσε βεβαίως πολλά στοιχεία από το προηγούμενο Σύνταγμα (όπως το 1946-52)». Βλ. Ιδίου, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, ό.π., σελ.66 (η υπογράμμιση του συγγραφέα).
[113] Έτσι, ο Ε. Βενιζέλος αναφέρει ότι «στην ελληνική συνταγματική ιστορία η δικαιοσύνη δέχτηκε, είτε ρητά είτε σιωπηρά, το κύρος όλων των συνταγματικών μεταβολών, είτε αυτές έγιναν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων για την αναθεώρηση του Συντάγματος είτε είχαν πρωτογενή χαρακτήρα, όπως το 1946-1952 και το 1974-75». Βλ. Ιδίου, ό.π., σελ.68.
[114] Σε αυτό το επιχείρημα καταλήγει ο Κ. Στρατηλάτης, ο οποίος παραπέμπει σε αντίστοιχη θέση του Α. Καϊδατζή (με αντικείμενο το δικαστικό έλεγχο της οικονομικής πολιτικής). Σύμφωνα με το συγγραφέα, “όταν η συνταγματική μεταβολή συντελείται σύμφωνα με τις περί αναθεώρησης διατάξεις του Συντάγματος (όπως συνέβη το 1986 και το 2001), τότε αυτή τεκμαίρεται ως σύμφωνη με τη λαϊκή κυριαρχία. Διότι η τελευταία, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Συντάγματος του 1975 (η οποία είναι παρόμοια με τις αντίστοιχες διατάξεις προγενέστερων ελληνικών συνταγμάτων), ασκείται «καθ’ όν τρόπο ορίζει το Σύνταγμα». Στις περιπτώσεις αυτές η αποφυγή επίκλησης της λαϊκής κυριαρχίας από τα δικαστήρια, εάν υποδηλώνει κάτι, αυτό δεν είναι ότι η λαϊκή κυριαρχία έχει καταστεί κενή περιεχομένου, αλλά ακριβώς το αντίθετο: ότι αυτή δικαιώνεται και από τα πράγματα. Εξ άλλου, το γεγονός ότι τα ελληνικά δικαστήρια απέφυγαν γενικώς στο παρελθόν να ανατρέξουν στην έννοια της λαϊκής κυριαρχίας, ακόμα και όταν η συνταγματική μεταβολή συντελέσθηκε χωρίς τήρηση των συνταγματικών όρων και περιορισμών, δεν υποδηλώνει τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι επισημαίνει ο Α. Καϊδατζής σε πρόσφατο άρθρο του σε αυτή την ιστοσελίδα: Ότι «όποτε έχουμε άσκηση “μεγάλης πολιτικής”, τείνει να μειώνεται η ένταση του δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων [ή και της νομιμότητας των παρα-συνταγμάτων, θα προσθέταμε εμείς] που υλοποιούν την πολιτική αυτή. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι το Σύνταγμα χάνει τη σημασία του. Σημαίνει όμως ότι η τήρηση του Συντάγματος δεν διασφαλίζεται τόσο στις δικαστικές αίθουσες όσο μάλλον στο πεδίο της πολιτικής». Δύσκολα, ωστόσο, μπορεί κανείς να αγνοήσει εδώ την κραυγαλέα αντίφαση που διέπει τον λόγο του συγγραφέα. Και αυτό γιατί σε λίγες μόλις σειρές ο Στρατηλάτης εκφέρει το ίδιο και το αντίθετό του. Ενώ λοιπόν θεωρεί ότι η σιωπή των δικαστηρίων πρέπει να αναχθεί σε τεκμήριο συνταγματικότητας των αναθεωρήσεων (όπως π.χ. το 1986/2001) αμέσως μετά ανατρέχει στο-ποιοτικά διαφορετικό- επιχείρημα του Καϊδατζή για να υποστηρίξει ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος, (και όταν δεν ασκείται σύμφωνα με το Σύνταγμα), δικαιώνεται περισσότερο πολιτικά-de facto παρά νομικά, στις αίθουσες των δικαστηρίων. Σε τι, όμως, διαφέρουν οι “πολιτικά” παράνομες από τις “συνταγματικά” νόμιμες (κατά τεκμήριο) αναθεωρήσεις όταν και οι δύο, τελικά ανάγονται, από τον συγγραφέα, στη σφαίρα της πολιτικής (και της δικαίωσής τους και από τα ίδια τα πράγματα); Αν, επίσης, μεταφέρουμε το επιχείρημα του Καϊδατζή, σύμφωνα με τον Στρατηλάτη, στο πεδίο της αναθεωρητικής λειτουργίας, τότε υπονοείται ανοιχτά ότι τα δικαστήρια μάλλον οφείλουν να απέχουν από κάθε έλεγχό της. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι προφανές ότι καθίσταται πλέον αδύνατη η διάκριση ανάμεσα στη νόμιμη και την παράνομη αναθεώρηση ενώ βέβαια υπονομεύεται βάναυσα η δηλωμένη πίστη του συγγραφέα στην κανονιστική επιταγή του άρθρου 1 παρ.3 Σ. Απορεί κανείς πως μπορεί ο συγγραφέας να υποστηρίζει την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας “«καθ’ όν τρόπο ορίζει το Σύνταγμα»” όταν μια υψηλής σημασίας, όπως υποθέτουμε τουλάχιστον για τον ίδιο, συντακτική πράξη απελευθερώνεται από τα συνταγματικά δεσμά και επαφίεται στη δύναμη της (μεγάλης) πολιτικής. Εφόσον non bis in idem, έχουμε την εντύπωση ότι ο Στρατηλάτης θα πρέπει είτε να αποδεχθεί τη συντεταγμένη άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας (την οποία επικαλείται στο πρώτο σκέλος του επιχειρήματός του) είτε να εγκαταλείψει τη -μάλλον επιφανειακή- προσήλωσή του στο συνταγματικό κανόνα (το δεύτερο σκέλος του συλλογισμού του) για χάρη της κανονιστικής δύναμη του πραγματικού. Έτσι, ο Στρατηλάτης, στην πραγματικότητα, μεταχειρίζεται, εκών άκων, την έννοια της λαϊκής κυριαρχίας ως ένα “όνομα” στο οποίο μπορεί να υπαχθούν τα πάντα (τόσο το Σύνταγμα του 2001 όσο και τα παρασυντάγματα). Κοντολογίς, η αντιφατική θέση του μοιάζει να δικαιώνει την άποψη μας για τη ρητορική-ιδεολογική χρήση της έννοιας της κυριαρχίας στο συνταγματικό λόγο. Βλ. Γ. Καραβοκύρη, Το Μνημόνιο και ο λόγος περί κυριαρχίας, ό.π. Εκτός αυτού, η παραπάνω κριτική επιβεβαιώνει, με ένα παράδοξο, είναι αλήθεια, τρόπο την αλυσιτελή, όπως είδαμε, διάκριση της συντακτικής από την αναθεωρητική λειτουργία. Ως προς την ένταση του δικαστικού ελέγχου όταν ασκείται “μεγάλη” πολιτική στο πεδίο της οικονομίας βλ. Α. Καϊδατζή, Δικαστικός έλεγχος των μέτρων οικονομικής πολιτικής. Νομολογιακές τάσεις και προσαρμογές στο μεταβαλλόμενο οικονομικό-πολιτικό περιβάλλον,http://www.constitutionalism.gr/html/ent/616/ent.1616.asp. Στη σύγχρονη, ωστόσο, συγκυρία της οικονομικής κρίσης, η τελευταία λέξη δεν αποκλείεται να περιέλθει τελικά στους δικαστές, ακόμη και σε ζητήματα που παλαιότερα θα ενέπιπταν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των πολιτικών, όπως ακριβώς η άσκηση της οικονομικής πολιτικής. Βλ. το πρόσφατο κείμενο του N. C. Alivizatos, Who decides in last resort? Elected officials and judgeshttp://www.constitutionalism.gr/html/ent/160/ent.2160.asp.
[115] Εκεί έγκειται η ιδεολογική δύναμη της επίκλησης του κυρίαρχου λαού. Βλ. για τη δύναμη της ιδεολογίας τη μελέτη του Γ. Ζ. Δρόσου, Μία διάλεξη στο Χάρβαρντ και ένα δείπνο στο Μπουένος Άϊρες ή Φαντασία και νομική ιδεολογία στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, εκδ. ΤοΠέρασμα, Αθήνα, 2009.
[116] Βλ. R. Barthes, Mythologies, Seuil, Paris, 1970, σελ.217.
[117] Βλ. αντί πολλών, La fiction, Droits, τ.21, Paris, 1995 και κυρίως τις συμβολές των Ολιβιέ Κελά, Λυσιάν Ζωμ και Γιαν Τομά. Επίσης Γ. Μητσόπουλος, Το πρόβλημα της έννοιας του δικαιικού πλάσματος, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003 και G. Wicker, Fiction, σε D.Alland – S. Rials (διευθ.),Dictionnaire de la culture juridique, PUF, Paris, 2003, σελ.716 επ.

πηγή: constitutionalism.gr

ΔΑΜΑΣΚΙΟΣ - Ο ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ

$
0
0

Παρατηρείται ότι ο θεοοντολογικός ρεαλισμός του Πρόκλου δεν εντοπίζεται μόνον στις οικείες του θεωρίες, αλλά εφαρμόζεται και από τον Δαμάσκιο στην διάρθρωση των επιπέδων της συλλογιστικής του. Η πορεία που επιλέγει ο έσχατος σχολάρχης της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας είναι άψογη και αναδεικνύει κανονιστικές αρχές επιχειρηματολογίας. Ο ιστορικός, συστηματικός και κριτικός τρόπος ανάπτυξης ενός θέματος αποδεικνύει την εγκυκλοπαιδική κατοχύρωση του σχολάρχη, η οποία δεν αφίσταται αυτής του Πρόκλου παρά μόνον ως προς την συχνότητα της χρήσης της. Ο Δαμάσκιος επιχειρεί να αποφύγει τις a priori αξιωματικότητες, παρόλο που καταφεύγει στην επικουρία τους από αναγκαστικούς λόγους πριν από το πέρας της ανάλυσής του. Στο έργο του Απορίαι και λύσεις περί των πρώτων αρχών – ένα έργο αυστηρώς επιστημολογικά θεμελιωμένο σε μία στέρεα διαρθρωμένη συλλογιστική – ο νεοπλατωνικός στοχαστής αναπτύσσει με έναν αυστηρά γεωμετρικό τρόπο όλα σχεδόν τα οντολογικά και πλείστα από τα γνωσιοθεωρητικά θέματα τα οποία απασχόλησαν την πλατωνική Ακαδημία στο σύνολο της ιστορικής εξέλιξής της. 


Όμοια με τον προκάτοχό του Πρόκλο, έχει ως αφετηρία των συλλογισμών του τα έργα του Πλάτωνα, τα οποία χρησιμοποιεί βάσει τριών παραμέτρων: 

α) ως την οργανική εξέλιξη και ολοκλήρωση της Προσωκρατικής φιλοσοφικής σκέψης.
β) ως αυτόνομα πνευματικά δημιουργήματα ανεξάρτητα από ποικίλλους εξωγενείς προσδιορισμούς και εκφραστικά της φιλοσοφικής αυθεντίας του Αθηναίου φιλοσόφου. 
γ) ως τις φιλοσοφικές εκείνες αποφάνσεις που καθιστούν εφικτή και τροφοδοτούν συνεχώς την εξέλιξη της Φιλοσοφίας.

Ο έσχατος σχολάρχης της Νεοπλατωνικής Ακαδημίας, με την φιλοσοφική επάρκεια που διαθέτει, επιχειρεί να σταθεί απέναντι στο πρόβλημα της διαμάχης ανάμεσα στον πλατωνισμό και στον αριστοτελισμό συνεχίζοντας την παράδοση που διαμόρφωσε ο Συριανός. Έτσι, επιλέγει τοποθετήσεις κριτικών θεμελιώσεων αναφορικά με τις ομοιότητες – διαφορές ανάμεσα στους δύο κορυφαίους έλληνες στοχαστές, ανάλογα με το εκάστοτε αναφυόμενο ζήτημα. Ο κριτικός λόγος του μάλιστα ήταν διάχυτος στον τρόπο με τον οποίο ανακατασκεύασε τον υπομνηματισμό του Πρόκλου στον διάλογο Παρμενίδης και ιδιαίτερα ως προς τα μεταβατικά στάδια που χρησιμοποίησε για να αρθρώσει την συνύφανση ενός οντολογικού επιπέδου με το επόμενό του. 

Ως ιστορικός της φιλοσοφίας, ο Δαμάσκιος χρησιμοποιεί και τις απόπειρες προσέγγισης της διαμάχης αξιοποιώντας την έως την εποχή του φιλοσοφική και υπομνηματιστική παράδοση. Η χρήση των αριστοτελικών θεωριών επιτελείται σε πλείστες περιπτώσεις από τον σχολάρχη αλλά πάντα με διακριτικό τρόπο. Στο πλαίσιο της οντολογικής θεματικής του ο Δαμάσκιος επεξεργάζεται το κορυφαίο ζήτημα της αρχαίας ελληνικής Μεταφυσικής περί των Ιδεών. 

Ο όρος «Ιδέα» ή «Είδος» από την εποχή του Πλάτωνα και εκείθεν αναφέρεται σε πρωταρχικές αρχετυπικές οντότητες ή καταστάσεις, με τις οποίες παρουσιάζεται το υπαρκτό να τέμνεται σε δύο επίπεδα: στο μεταφυσικό και στο φυσικό, αισθητό. Υποστηρίζεται ότι οι Ιδέες/Είδη είναι αντικειμενικά οντολογικά συστήματα κανονιστικής ισχύος τροφοδοτικά του τρόπου με τον οποίο θα παρουσιασθούν τα όντα  του φυσικού κόσμου και θα αναπτύξουν την λειτουργικότητά τους και τις μεταξύ τους σχέσεις. Ο Δαμάσκιος έχει ως αφετηρία την παράδοση της Νεοπλατωνικής Σχολής και στηρίζεται στο ήδη υπάρχον εννοιολογικό υλικό. Εκκινεί από τις a priori σταθερές ότι οι Ιδέες αναπτύσσονται στην μεταφυσική περιοχή, εκφράζοντας τόσο ατομικά όσο και στις μεταξύ τους συμπλοκές τις πιο ακραίες εξειδικεύσεις της. 

Ο Δαμάσκιος τοποθετεί τις Ιδέες σε ένα κατώτερο επίπεδο από τις αρχικές πηγές του υπαρκτού και τους επιθέτει ιδιότητες που υποστηρίζει ότι τις προσλαμβάνουν από το σύνολο των οντολογικών εκείνων πραγματικοτήτων οι οποίες προηγούνται από την παρουσία των Ιδεών. Δέχεται ότι υπό την αυστηρή τήρηση ορισμένων γνωσιοθεωρητικών προϋποθέσεων, - όπως επί παραδείγματι το ότι είναι αναγκαίος ο μη εγκλωβισμός της συνείδησης, κατά τα πλατωνικά πρότυπα στην δέσμευση εκείνη της απλής δόξας - , μπορούν να αποτελέσουν θεωρητικό περιεχόμενο των ανθρωπίνων γνωστικών κέντρων. Γίνεται εμφανές για τον έσχατο σχολάρχη της Νεοπλατωνικής σχολής ότι έχει κατανοήσει την πολυπλοκότητα της παραγωγής, την μελετά αναλυτικά και την ανασυντάσσει κατ'άρθρον, όποτε το θεωρεί ο ίδιος αναγκαίο. Συλλαμβάνει το θέμα στην δυναμοκρατική διάστασή του επιμένοντας σε δύο παραμέτρους, τις οποίες παρουσιάζει να συνυφαίνονται μεταξύ τους: την κίνηση και την σχέση.

Η προβληματική του δεν εκκινεί από το άν υπάρχουν οι Ιδέες ως «καθόλου» υπό την οντολογική διάστασή τους, αλλά την ύπαρξη αυτή την θεωρεί δεδομένη. Το ερώτημα που διατυπώνει είναι άν οι Ιδέες προϋπάρχουν των αισθητών αντικειμένων ή αν αποκτούν την ύπαρξή τους από κοινού με αυτά κατά την πρώτη φορά που εμφανίζονται ως κατανοούμενες εν σπέρματι παρουσίες. To ενδιαφέρον συνίσταται στο ότι ο Δαμάσκιος τοποθετεί και τις δύο καταστάσεις τόσο στον νου όσο και στην ύλη και, παρά το ότι, όταν αναφέρεται στην καθεαυτή κατάστασή τους, αντιστοιχεί την ύπαρξη στον νου και την μέθεξη στην ύλη. Ιεραρχεί έτσι σε δύο επίπεδα το όλο σχήμα, καθώς οι Ιδέες μπορούν να ενυπάρχουν ως πρώτης κλίμακας οντολογικές συνθήκες όχι μόνον καθ’ ύπαρξιν αλλά και κατά μέθεξιν στον νου, ενώ ενυπάρχουν στην ύλη ως δεύτερης κλίμακας με τις ίδιες λειτουργίες. Στον νου υπερέχει η κατάσταση της ύπαρξης, ενώ η μέθεξη θα αρθρώνεται ως χορηγία. Τέλος, στην ύλη καίρια συνθήκη θα είναι η μέθεξη, η οποία θα οδηγεί σε ένα δευτέρου τύπου ύπαρξη.

πηγή: nemertes.lis.upatras

Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ, ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ, ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΞΙΑ - Η ΣΧΕΣΗ ΗΡΑΚΛΗ ΚΑΙ ΗΛΙΟΥ

$
0
0


Καθώς κάναμε αναφορά στον Ηρακλή και επειδή θα χρειασθούμε την σχέση του Ηρακλέους με τον Ηλιο, ας προσεγγίσουμε το θέμα αυτό πιο εμπεριστατωμένα.

Η ταύτιση Ηλίου και Ηρακλή είναι διάχυτη μέσα στα Ελληνικά κείμενα, παρόλα αυτά η ξεκάθαρη ταύτιση των δύο εντοπίζεται σε ελάχιστα σημεία.

Ο Παυσανίας, περιγράφοντας την στοά στην Αγορά της Μεγαλόπολης, περιγράφει τα αγάλματα τα οποία υπάρχουν εκεί, αφού δε κάνει αναφορά σε αγάλματα διαφόρων θεοτήτων, σε ένα σημείο αναφέρεται στα αγάλματα του Ηλίου και του Ηρακλή ως εξής:

Ετι δε Ηλιος επωνυμίαν έχων Σωτήρ δε είναι και Ηρακλής.
Παυσανίας VIII 31.7 

Η συνήθης απόδοση που γίνεται είναι «ακόμη (άγαλμα έχει ) ο Ηλιος που έχει την επωνυμία Σωτήρ και ο Ηρακλής (δηλαδή ότι έχει άγαλμα και ο Ηρακλής)»

Βέβαια αν προσέξουμε λίγο το κείμενο, τίποτα δεν μας αποτρέπει από το να το μεταφράσουμε και ως «ακόμη (άγαλμα έχει ) ο Ηλιος που έχει την επωνυμία Σωτήρ και που είναι ο Ηρακλής»

Στην περίπτωση αυτή λοιπόν, καταγράφεται σαφέστατα η ταύτιση Ηρακλή και Ηλίου που, τύχη αγαθή, θα επιβεβαιωθεί και από άλλες αναφορές.

Όπως όμως και να ερμηνευτεί το κείμενο, είναι ξεκάθαρο ότι η αναφορά είναι σαφέστατη σε ζεύγος Ηλίου και Ηρακλή, που υποδηλώνει τουλάχιστον μια άμεση σχέση μεταξύ των δύο.

Συγκρατούμε την επωνυμία Σωτήρ για τον Ηλιο, που αναφέρει ο Παυσανίας, μελετώντας δε τον Ιουλιανό παρατηρούμε ότι η ίδια επωνυμία ανατίθεται και στον Ηρακλή, του οποίου η σχέση με τον Ηλιο υποδηλώθηκε ξεκάθαρα από τον Παυσανία.

"Ον (= Ηρακλής) ο μέγας Ζευς δια της Προνοίας Αθηνάς, επιστήσας αυτώ φύλακα την θεόν ταύτην όλην εξ όλου προέμενος αυτού, τω κόσμω σωτήρα έφύτευσεν".
Ιουλιανός – Κατά κυνικού Ηρακλείου 220a

Μια άλλη έμμεση σχέση του Ηρακλή με τον Ηλιο, είναι η μυθολογική αναφορά στον τρόπο σύλληψης του.

Συγκεκριμένα ο Διόδωρος ο Σικελιώτης μας αναφέρει ότι για να συζευχθεί ο Δίας με την Αλκμήνη ώστε να γεννηθεί ο Ηρακλής, ο Ζεύς έκανε την νύχτα να διαρκέσει τριπλάσιο χρόνο από ότι συνήθως ( εξ ου και η επωνυμία Τριέσπερος για τον Ηρακλή), παραπέμποντας ευθέως στο γεγονός ότι κατά το Χειμερινό Ηλιοστάσιο, υπάρχει η μεγαλύτερη νύχτα του χρόνου και μάλιστα ο ήλιος φαινομενικά παραμένει ακίνητος επί τριήμερον.

"Tον γαρ Δία μισγόμενον Αλκμήνη τριπλασίαν την νύκτα ποιήσαι και τω πλήθει του προς την παιδοποιίαν αναλωθέντος χρόνου προσημήναι τήν υπερβολήν τής τού γεννηθησομένου ρώμης"
Διόδωρος Σικελιώτης 4.9.2

Δύο άλλες δε αναφορές αποτυπώνουν ξεκάθαρα την ταύτιση Ηλίου και Ηρακλή.

Ο Ιωάννης Λυδός αναφέρει στο Περί Μηνών :

«Ηρακλής δε ο χρόνος παρά τω Νικομάχω είρηται, αλλά μην και ήλιος»
De mensibus IV 67

δηλαδή μας αναφέρει ότι ο Νικόμαχος αναφέρει ότι ο Ηρακλής ονομάζετο και Ηλιος.

Ενώ ο Νόννος στα Διονυσιακά ονομάζει τον Ηρακλή αστροχίτωνα ( που σανΟρφικός όρος παραπέμπει στους Ορφικούς), άνακτα πυρός και τον ταυτίζει με τον Ηλιο :

Αστροχίτων Ηρακλες, άναξ πυρός, όρχαμε κόσμου,
Ηέλιε, βροτέοιο βίου δολιχόσκιε ποιμήν
Νόννος – Διονυσιακά 40.370

Φαίνεται λοιπόν ότι είναι ξεκάθαρη η ταύτιση Ηρακλέους και Ηλίου, πράγμα που σημαίνει ότι οι εορτές προς τιμήν του θα είχαν άμεση σχέση με τις ηλιακές εορτές και φυσικά και άλλα ηλιακά χαρακτηριστικά θα ταυτίζονται με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του Ηρακλέους.

πηγή: empedotimos.blogspot


Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ, ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ, ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΞΙΑ - ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ

$
0
0


Όπως ήδη αναφέραμε, ο Ηλιος φαίνεται ότι διατρέχει τον ζωδιακό κάνοντας έναν πλήρη κύκλο μέσα σε ένα έτος. Κάνοντας λοιπόν τον κύκλο, σε δύο σημεία φαίνεται ότι αναστρέφεται η πορεία του. Τα σημεία αυτά είναι τα σημεία των δυο ηλιοστασίων, που ΣΥΜΒΑΤΙΚΑ θεωρούμε ότι είναι ο Καρκίνος και ο Αιγόκερω.

Ο Πορφύριος στο Περί του Αντρου των Νυμφών 28 μας αναφέρει ότι:

“λέγει δε που και Ηλίου πύλας, σημαίνων Καρκίνον τε και Αιγόκερων»

όπως επίσης και ο Μακρόβιος που αναφέρει ότι:

«Ο Γαλαξίας περιτριγυρίζει τον ζωδιακό, τέμνοντας τον στα δύο τροπικά ζώδια, τονΚαρκίνο και τον Αιγόκερω. Οι Φυσικοί Φιλόσοφοι τα ονομάζουν «Πύλες του Ηλιου» διότι τα ηλιοστάσια οριοθετούν την κίνηση του Ηλίου, αναγκάζοντας τον να αλλάξει την διαδρομή του κατά μήκος της ζώνης, πέραν των οποίων ποτέ δεν πηγαίνει»
Μακρόβιος-Σχόλια στο Ενύπνιο του Σκιπίωνα Ι.12.1

Εδώ ας σημειωθεί ότι παρόλη την μετάπτωση των Ισημεριών, ο Γαλαξίας φαίνεται ότι τέμνει τον ζωδιακό σε σταθερά σημεία, τα οποία δεν αλλάζουν παρόλο που τα ζώδια μετακινούνται πάνω στην εκλειπτική και αυτό λόγω των «ανοιγμάτων» που υπάρχουν στον ζωδιακό και λόγω των οποίων ο Γαλαξίας είναι ορατός σαν γαλακτόχρους λωρίδα από τον γήινο παρατηρητή.

Το φαινόμενο αυτό καταγράφει και ο Αρατος στα Φαινόμενα του:

«Διότι αυτός (=ο Γαλαξίας ) είναι λευκός και λοξεύει με τους τροπικούς. Και για λίγο πέφτοντας πάνω τους τέμνει τον Ζωδιακό κύκλο στους Διδύμους και στον Τοξότη».

Ετσι λοιπόν, ο Μακρόβιος αναφέρεται στα συμβατικά ζώδια ενώ ο Αρατος στους αστερισμούς στους οποίους σταθερά τέμνει ο Γαλαξίας τον ζωδιακό και πουστον καιρό του Μακροβίου, λόγω της μετάπτωσης των ισημεριών, εταυτίζοντο.

Δηλαδή, πίσω από τον συμβατικό Αιγόκερω ευρίσκετο ο αστερισμός του Τοξότη και πίσω από τον συμβατικό Καρκίνο ευρίσκετο ο αστερισμός των Διδύμων.

Σήμερα, οι προαναφερθέντες αστερισμοί ουσιαστικά έχουν μετατοπισθεί και τα τροπικά ζώδια αντιστοιχούν το μεν Χειμερινό Ηλιοστάσιο στο ενδιάμεσο μεταξύ των αστερισμών Τοξότη και Σκορπίου, το δε Θερινό Ηλιοστάσιο στο ενδιάμεσομεταξύ Διδύμων και Ταύρου.

(Σχετικά με την μετάπτωση των ισημεριών, ο μελετητής προτείνεται να ανατρέξει σε σχετικά αστρονομικά βοηθήματα )

Αν ανατρέξουμε δε στην σχέση Ηλίου και Ηρακλή (βλέπε σχετική ανάρτηση:(Η ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΓΗΣ, ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ, ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΑΛΑΞΙΑ - Η ΣΧΕΣΗ ΗΡΑΚΛΗ ΚΑΙ ΗΛΙΟΥ), διακρίνεται σαφέστατα η ταύτιση των Πυλών του Ηλίου με τις Πύλες του Ηρακλή.

Αλλωστε όπως καταγράφει ο Ευσέβιος, οι άθλοι του Ηρακλή είχαν αποτύπωση πάνω στον ζωδιακό:

«Αλλά τους άθλους επιτελούντα τους δώδεκα τον Ηρακλέα της κατ’ουρανόν διαιρέσεως του ζωδιακού κύκλου, ον φασί τον ήλιον περιπολείν, το σύμβολον φέρειν. Τις ουν έτι γένοιτ’αν Ευρυσθεύς ο τω ηλίω, ώσπερ ουν τω Ηρακλεί, τους άθλους εκτελείν επιτάττων»
Ευσέβιος – Ευαγγελική Προπαρασκευή 3.13.17

Όπως λοιπόν οι Πύλες του Ηλίου είναι τα σημεία που οριοθετούν την πορεία του Ηλίου, έτσι και οι Πύλες του Ηρακλή είναι τα σημεία που οριοθετούν την πορεία της ανθρώπινης ψυχής, η οποία ανθρώπινη ψυχή μόνο όταν γίνει Ηρακλής θα μπορέσει να περάσει από τις πύλες αυτές.

Ο Πίνδαρος κάνει ενδιαφέρουσες αναφορές στις Πύλες του Ηρακλή σαν τα απώτατα όρια που ένας άνθρωπος μπορεί να φτάσει.

«Αν ο γυιός του Αριστοφάνη όντας ωραίος πετυχαίνει σαν την μορφή του ωραία έργα, έχει φτάσει στις υπέρτατες αντρίκειες αρετές. Δεν είναι κι εύκολο την άβατη θάλασσα να περάσεις και πιο πέρα να πας κι από του Ηρακλή τις στήλες που έστησε ο ήρωας θεός, εσχάτους μάρτυρες ξακουστούς για τα καράβια»
Πίνδαρος-Νεμεόνικος ΙΙΙ 20

«Από την πατρίδα τους με τις τρανές αρετές τους άγγιξαν τις στήλες του Ηρακλή. Ας μην γυρεύουν δόξα μεγαλύτερη»
Πίνδαρος-Ισθμιόνικος IV 11-12

«Αν το νερό είναι το πιο πολύτιμο και το χρυσάφι το πρώτο από όλα, τότε ο Θήρωνας έφτασε από την γη του στα πέρατα, στις στήλες του Ηρακλή για τις νίκες τουΤο παραπέρα απρόσβατο είναι στους σοφούς και στους ασόφους.
Δεν θα προσπαθήσω να πάω εκεί. Θα ήμουν ανόητος»
Πίνδαρος-Ολυμπιόνικος III 43-45

Ας δούμε τώρα ένα σημαντικό απόσπασμα του Πρόκλου:

«Και όχι μόνο αυτό, αλλά η ποίηση του Ομήρου επιπλέον εξυμνεί τις Πύλες του Ηλίου και τον Δήμο Ονείρων, ονομάζοντας Πύλες Ηλίου τα δύο τροπικά ζώδια, Αιγόκερω και Καρκίνο, και Δήμο Ονείρων, όπως λέει εκείνος, τον Γαλαξία.
Και ο Πυθαγόρας άλλωστε ονομάζει με τρόπο μυστηριακό Αδη τον Γαλαξία και Τόπο Ψυχών, επειδή εκεί συνωθούνται οι Ψυχές»
Πρόκλος – Σχόλια στην Πολιτεία 2.129

Τι παρατηρούμε λοιπόν ότι μας αποκαλύπτει ο Πρόκλος εδώ; Ότι οι πύλες του Ηλίου που αναφέρει ο Ομηρος στο Ω της Οδύσσειας, ουσιαστικά είναι τα τροπικά ζώδια, τα οποία όμως είναι οι πύλες που οδηγούν στον Γαλαξία, όπως είδαμε λίγο παραπάνω.

Και επίσης, όπως είδαμε και σε προηγούμενη ανάρτηση, ότι σύμφωνα με τον Πυθαγόρα, ο Γαλαξίας που για τον Ομηρο ονομάζεται Δήμος Ονείρων, είναι ο μυστηριακός ουράνιος Αδης.

Αρα οι Πύλες του Ηλίου που ταυτίζονται με τις Πύλες του Ηρακλή, δηλαδή τα τροπικά ζώδια, μπορούν κάλλιστα να ονομασθούν και Πύλες της Ψυχής, μιας και οι ψυχές τις διαβαίνουν για να επανέλθουν στον Γαλαξία από όπου ξεκίνησαν.

(Ας θυμηθούμε εδώ ότι η Ηρα είναι η πηγή των ψυχών και κατά την Μυθολογία, ο Γαλαξίας σχηματίστηκε από το γάλα της)

πηγή: empedotimos.blogspot

ΣΧΕΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΚΑΙ ΙΕΡΑΤΕΙΟΥ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

$
0
0
Σχέσεις Πολιτείας, Φιλοσοφίας και Ιερατείου στην αρχαία Ελλάδα


Κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ. οι παλαιότερες αντιλήψεις για τους θεούς, ότι ήταν βίαιες φυσικές δυνάμεις, υποχώρησαν και επικράτησε η «νέα» αντίληψη ότι οι θεοί αποτελούν ηθικές δυνάμεις και αξίες του ελληνικού κόσμου. Η αντίληψη αυτή των θεών ως ηθικών δυνάμεων είχε ως συνέπεια ότι οι άνθρωποι αισθάνονταν πολύ πιο έντονα από όσο πριν την απόσταση από το Θείον.

Εκείνος που επιδιώκει να εξομοιωθεί με το Θείον, ή να εμφανιστεί ως συνομιλητής, ομοτράπεζός ή τέκνο τους, ασκεί Ύβριν (αλαζονεία) και προκαλεί τον φθόνο των θεών. Η ύβρις ήταν βασική αντίληψη της κοσμοθεωρίας των αρχαίων Ελλήνων. Όταν κάποιος, υπερεκτιμώντας τις ικανότητες και τη δύναμή του (σωματική, αλλά κυρίως πολιτική, στρατιωτική και οικονομική), συμπεριφερόταν με βίαιο, αλαζονικό και προσβλητικό τρόπο απέναντι στους άλλους, στους νόμους της πολιτείας και κυρίως απέναντι στον άγραφο θεϊκό νόμο -που επέβαλλαν όρια στην ανθρώπινη δράση-, θεωρούνταν ότι διέπραττε «ὕβριν», δηλ. παρουσίαζε συμπεριφορά με την οποία επιχειρούσε να υπερβεί τη θνητή φύση του και να εξομοιωθεί με τους θεούς, με συνέπεια την προσβολή και τον εξοργισμό τους.

Οι επτά σοφοί με τα ηθικά γνωμικά τους, όπως «γνώθι σεαυτόν», «μηδέ άγαν», «μέτρον άριστον» κ.α. (1) (τα οποία είχαν χαραχθεί στον πρόναο του δελφικού Ιερού) έβαλαν τις βάσεις της Ορθής Λογικής Σκέψης, η οποία πλέον διατυπώνεται από ανθρώπους που τα σκέφτηκαν από μόνοι τους, και όχι από θεόπνευστουςΈτσι, πλέον, στις ελληνικές κοινωνίες όποιος επιχειρήσει να ισχυριστεί ότι εκφράζει το θέλημα του Θείου, ότι είναι τέκνο θεού, ή θεός ο ίδιος θα θεωρείται υβριστής.

Με αυτόν τον τρόπο η θεοκρατία θα ακυρωθεί ως υβριστική απέναντι στο ίδιο το Θείον.

Η σύλληψη της ιδέας είναι μεγαλειώδης. Δεν αναλαμβάνει η δημοκρατία ή η προοδευτική διανόηση να συγκρουστεί απευθείας με τη θεοκρατία, αλλά βάζει τους ουράνιους θεούς να την καταργήσουν. Ωστόσο, στην Ελλάδα, το ευτυχές ήταν ότι ποτέ δεν επικράτησε μία οργανωμένη θρησκεία με ενιαίο αλάθητο εξ αποκαλύψεως δόγμα και γι’ αυτό η σωστή άποψη είναι, ότι οι Έλληνες δεν είχαν καμία θρησκεία (όπως την γνωρίζουμε και κατανοούμε σήμερα), αλλά μάλλον μία πατροπαράδοτη ευσέβεια (όπως την περιέγραφαν και οι ίδιοι οι Έλληνες εξάλλου) διάχυτη από ποικίλες αντιλήψεις περί των θεών που άλλαζαν από εποχή σε εποχή, ενώ αργότερα αυτό που ονομάζουμε σήμερα «θεολογία» έγινε αντικείμενο της φιλοσοφικής έρευνας χωρίς όμως ποτέ να ισχυριστεί κανείς από τους φιλοσόφους ότι κατείχε «θεία φώτιση» όταν διατύπωνε τις απόψεις του περί του Θείου.

Οι Έλληνες τηρώντας το ηθικό παράγγελμα «μελέτη το παν», ερευνούσαν και τα περί των θεών με οδηγό τους τον Ορθό Λόγο, όπως σημειώνει ο αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος:

«Για τούτο η αναζήτηση της αλήθειας, και μάλιστα αυτή που αναφέρεται στους θεούς, είναι έντονη ορμή προς τη θεότητα. Η σχετική μάθηση και η έρευνα είναι όμοια κατά κάποιο τρόπο με ανάληψη ιερών καθηκόντων και έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς και ταιριάζει κατ’ εξοχήν στη θεά την οποία εσύ υπηρετείς, που είναι εξαιρετικά σοφή και φίλη της σοφίας, όπως φαίνεται να σημαίνει και το όνομά της, μια και της ταιριάζει περισσότερο από καθετί η γνώση και η επιστήμη» (2).

Και επισημαίνει πως η επιστημονική έρευνα γύρω από το Θείον είναι πολύ πιο ιερή από τις νηστείες και τις ιερουργίες, τα λιβάνια, τα άμφια και τις υμνωδίες, «έργο ιερότερο από κάθε θρησκευτική αποχή, από κάθε υπηρεσία στους ναούς».

Ενώ παρακάτω στο ίδιο κείμενο ο Πλούταρχος υπογραμμίζει πως για τα θέματα που άπτονται της ορθής αντίληψης του Θείου οφείλουμε, «να πάρουμε από τη φιλοσοφία τον (ορθό) λόγο ως μυσταγωγό και να σκεφτόμαστε οσίως καθετί απ’ όσα λέγονται και γίνονται στις τελετές, για να μην κάνουμε κι εμείς λάθος, αντιλαμβανόμενοι όσα όρισαν οι νόμοι για τις θυσίες και τις γιορτές αλλιώς» (3).

Όμως, γύρω στον 7ο αιώνα π.Χ. εμφανίστηκε μία «αίρεση» εντός των ορίων του Ελληνισμού, η οποία αποπειράθηκε για κάποιο διάστημα να αντικαταστήσει την πατροπαράδοτη ελευθεροφροσύνη στις αντιλήψεις περί των θεών με την εισαγωγή δόγματος. Ήταν η τάση του Ορφισμού, για την οποία ο Ulrich Wilcken γράφει:

«Με τον δογματικό αυτό καθορισμό ενός θεολογικού συστήματος, η ορφική θρησκεία βρίσκεται σε αντίθεση με τις φιλελεύθερες (και στο θρησκευτικό πεδίο) αντιλήψεις των Ελλήνων και θυμίζει περισσότερο τις θρησκείες ‘εξ αποκαλύψεως’ της Ανατολής» (4).

Όπως είναι ευνόητο, τα οφέλη από μία οργανωμένη θρησκεία αντιλήφθηκε πρώτος ένας τύραννος, ο Πεισίστρατος των Αθηνών:

«Η ορφική θρησκεία υποστηρίχθηκε ιδιαίτερα από τον Πεισίστρατο, όμως επίσημη θρησκεία του κράτους δεν έγινε ποτέ. (…) γενικά όμως ο Ορφισμός έμεινε έξω από το προσκήνιο της πνευματικής ζωής των Ελλήνων, ήταν κάτι σαν αίρεση, διατηρήθηκε δε κυρίως στα κατώτερα στρώματα του λαού. Τις επιδράσεις του μπορεί ωστόσο να παρακολουθήσει κανείς ως και την εμφάνιση του χριστιανισμού» (5).

Ο Ορφισμός δεν θα καταφέρει τελικά να επιβληθεί, διότι θα βρει απέναντί του τους ορθολογιστές Ίωνες φιλοσόφους.

Η άποψη του Wilcken είναι, ότι «το γεγονός ότι το ορφικό αυτό «Ευαγγέλιο» δεν επεκράτησε – παρ’ όλη την προπαγάνδα που έκαναν οι προφήτες του κηρύσσοντας από το ένα μέρος στο άλλο – ήταν ευτύχημα για την Ελλάδα διότι μολονότι είχε ορισμένες βαθιές και ωραίες ιδέες, με τον δογματικό καθορισμό των αρχών του και τους φραγμούς που έθετε έτσι στο πνεύμα έκρυβε πολλούς κινδύνους για την ελεύθερη ανάπτυξη του ελληνικού πνεύματος, εφ’ όσον εύκολα μπορούσε να οδηγήσει στην πνευματική κυριαρχία του ιερατείου και σε ένα αναγκαστικό (δογματικό) τρόπο του σκέπτεσθαι, όπως συνέβαινε στους ανατολικούς λαούς.

Το ότι διατηρήθηκε η πνευματική ελευθερία στους Έλληνες, οφειλόταν στο αντίθετο μεγάλο πνευματικό ρεύμα που ήλθε από την Ιωνία ακριβώς την ίδια εποχή, δηλ. κατά των 6ο αιώνα π.Χ., όταν ο Ορφισμός πήρε την οριστική του μορφή στην Αττική» (6).

Οι Ίωνες φιλόσοφοι αξίωναν, «πλήρη πνευματική ελευθερία. Αυτό ήταν το μεγάλο επίτευγμα των Ιώνων φυσικών φιλοσόφων, που κατέστησαν έτσι για πρώτη φορά δυνατή την επιστημονική σκέψη. (…) Το επίτευγμα αυτό των Ιώνων φιλοσόφων αποτελεί ορόσημο στην ιστορία της ανθρωπότητος, γιατί κανείς ως τότε δεν είχε συλλάβει την έννοια της επιστήμης» (7).

Στις αρχές του 5ου αιώνα, ο φιλόσοφος Ηράκλειτος ο Εφέσιος είναι εκείνος που θα αποτελέσει τον μεγάλο διαφωτιστικό σταθμό της Ελληνικής Σκέψης. Θα διαπαιδαγωγήσει τα πολιτικά ήθη των Ελλήνων προς την αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτήν που επιθυμούσαν οι Ορφικοί και τα κάθε λογής ιερατεία. Στο αξεπέραστο έργο του «Περί Φύσεως», από το οποίο μόνο κάποια σκόρπια αποσπάσματα μας έχουν διασωθεί, έλεγξε με θάρρος και επιμονή τις παλιές δεισιδαιμονίες που καλλιεργούσαν οι ιερείς και έτσι κρατούσαν μέσω αυτών τους πολίτες δέσμιους παράλογων πεποιθήσεων.

Όπως σήμερα ο Χριστιανισμός ισχυρίζεται ότι το βάπτισμά του έχει καθαρτήριες δυνατότητες και απαλλάσσει αυτόν που βαπτίζεται από κάθε αμαρτία, ενώ για μετά υπάρχει η εξομολόγηση που ακολουθείται από την άφεση (όλων) των αμαρτιών, έτσι και στην αρχαιότητα υπήρχαν αντίστοιχες τελετουργίες που υπόσχονταν κάθαρση και άφεση αμαρτιών σε όποιον τις ακολουθούσε. Ωστόσο, πώς άραγε ένα βαρύ έγκλημα, όπως ο φόνος, μπορούσε να συγχωρεθεί με μία απλή τελετή κάθαρσης;

Και ποια ήταν η θέση των πολιτικών νόμων και των δικαστών που επέβαλλαν τις προβλεπόμενες ποινές στους παραβάτες, απέναντι στις θρησκευτικές δοξασίες που ισχυρίζονταν ότι μετά από μία καθαρτήρια τελετή ο θύτης ήταν πλέον αθώος;

Μία από τις δύο, θρησκεία ή Πολιτεία, έπρεπε να κάνει πίσω, αναγνωρίζοντας την ισχύ των κανόνων της άλλης ως ανώτερων. Εδώ, λοιπόν, επενέβη ο Ηράκλειτος, καταγγέλλοντας τις καθαρτήριες τελετές ως άκυρες και ανόητες:

«Όσοι μιαίνονται με αίμα, προσπαθούν να αποβάλλουν το μίασμα με καθαρτήριες τελετές όπου ρέει πάλι αίμα [εννοεί τις θυσίες που προσφέρονταν]. Είναι σαν κάποιος που έχει λερωθεί με λάσπη να προσπαθεί να καθαριστεί πέφτοντας στη λάσπη: όποιος δει έναν άνθρωπο να κάνει κάτι τέτοιο, σίγουρα θα τον περάσει για τρελό. Κι όταν πάλι προσεύχονται στα αγάλματα, είναι σαν να μιλούν στα ντουβάρια, έχοντας πλήρη άγνοια της πραγματικής φύσης των θεών και των ηρώων» (8).

Έτσι, οι θρησκευτικές παραδόσεις περί απονομής τιμωριών και δικαιοσύνης παραμερίστηκαν και ανέλαβε πλέον η Πολιτεία με τους νόμους και τους δικαστικούς λειτουργούς της να κρίνει ποιος είναι θύτης και ποιος θύμα, πώς πρέπει να τιμωρηθεί ο ένοχος και για πόσο καιρό, ώστε να θεωρηθεί «συχωρεμένος».

Επίσης ο Ηράκλειτος στο ίδιο απόσπασμα κατακρίνει και την τάση των απλοϊκών ανθρώπων να θεωρούν ότι τα ομοιώματα των θεών (ή των αγίων σήμερα) έχουν θεϊκές ιδιότητες και για αυτό τους απευθύνονται ως να ήταν, τα αγάλματα ή οι εικόνες, τα ίδια θεοί (ή άγιοι). Όσοι το κάνουν αυτό, λέει, είναι σαν να μιλούν σε ντουβάρια, «έχοντας πλήρη άγνοια της πραγματικής φύσης των θεών (του Θεού) και των ηρώων (των αγίων)».

Δεν αλλάζουν οι άνθρωποι, το λέμε ξανά, αλλά και η Ελληνική Φιλοσοφία, δείτε πόσο διαχρονική είναι.

Ο Ηράκλειτος επίσης θεμελίωσε και την άρνηση της μεταφυσικής, που αποτέλεσε από εκείνον και μετά κοινή παραδοχή όλων των ελληνικών φιλοσοφικών σχολών. Αρνήθηκε, λοιπόν, τον μεταφυσικό θεό δημιουργό του σύμπαντος με τα εξής λόγια, που τείνει να επαληθεύσει και η τελευταία λέξη της επιστήμης:

«Τον κόσμο αυτό, που είναι ίδιος για όλους, δεν τον έπλασε κανείς, ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα: είναι μια φωτιά αιώνια ζωντανή που ανάβει και σβήνει σύμφωνα με ορισμένα μέτρα» (9).

Σε αντιδιαστολή με τις δεισιδαιμονίες ύμνησε τον Ορθό Λόγο, αναγορεύοντάς τον ως συμπαντικό νόμο:

«Η σοφία είναι ένα μόνο πράγμα: να γνωρίζεις ότι ο ορθός λόγος κυβερνά τα πάντα μέσα από τις εσωτερικές τους σχέσεις» (10).

Θεμελίωσε τον επιστημονικό ορθολογισμό με την ακόλουθη ρήση:

«Όσα πράγματα είναι αντικείμενα της όρασης, της ακοής και της αντίληψης, αυτά εγώ προτιμώ» (11).

Δίδαξε πως οι άνθρωποι οφείλουν να ζουν εναρμονισμένοι με τους φυσικούς νόμους:

«Η ορθή σκέψη είναι η μεγαλύτερη αρετή, και η σοφία είναι το να λέμε την αλήθεια και να πράττουμε σύμφωνα με τη φύση, όπως αρμόζει σε ανθρώπους που έχουν γνώση» (12).

Κήρυξε την αμφισβήτηση:

«Αμφισβήτηση, γράφει ο Ηράκλειτος» (13).

Έτσι, λοιπόν, τη στιγμή που εμφανίζεται η πρώτη οργανωμένη θρησκεία στην Ελλάδα, ο Ορφισμός, σε μία εποχή που ήταν γεμάτη από κοινωνικές, πολιτικές και ταξικές συγκρούσεις, την ίδια εποχή εμφανίζονται οι Ίωνες φιλόσοφοι, φορείς του πρώτου διαφωτισμού και δημιουργούν το ισχυρό αντίπαλο δέος. Οι Ίωνες φιλόσοφοι δεν θα αρνηθούν το Θείον, αλλά θα το επαναπροσδιορίσουν φυσικά και θα αποπειραθούν να απομακρύνουν τα ιερατεία από την όποια ανάμιξη στην πολιτική διοίκηση των πόλεων.

Ακόμα, θα καταπολεμήσουν σφόδρα τη δεισιδαιμονία, η οποία σκοπίμως καλλιεργείται σε όλες τις εποχές από τους κρατούντες για να υποτάσσονται οι άνθρωποι στον μεταφυσικό φόβο και συνάμα στους άρχοντες, και θα περιορίσουν τους ιερείς στα λατρευτικά τους καθήκοντα. Τελικά, πολλοί από τους ίδιους τους φιλοσόφους θα αναλάβουν και ιερατικά καθήκοντα δημιουργώντας στους επόμενους αιώνες την πρώτη, και μοναδική ως φαινόμενο στην ιστορία, επιστημονική θέαση και αντίληψη περί του Θείου (όπως είδαμε να λέει ο φιλόσοφος και ιερέας Πλούταρχος σε μία πολύ μεταγενέστερη εποχή – 1ος αιών μ.Χ. – όπου πλέον τα πράγματα είχαν μπει στη θέση τους).

Και δεν ήταν μόνο ο Ξενοφάνης ή ο Ηράκλειτος που διέδωσαν τις λογικές ιδέες.

Σημαντικός αριθμός πρωτοπόρων Ελλήνων διανοητών, που τους ονομάζουμε «προσωκρατικούς», βάλθηκε να ξυπνήσει τον απλοϊκό κόσμο από τον βαθύ ύπνο (ή καλύτερα τον νοητικό θάνατο) των δεισιδαιμονιών και των προλήψεων.

Ενδεικτικά αναφέρουμε μόνο ορισμένους από αυτούς τους πρώτους ανθρωπιστές φιλοσόφους:

Ο Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός (5ος αιώνας π.Χ.) που προσπάθησε να ερμηνεύσει αλληγορικά τα ομηρικά έπη, στα οποία τα υπεράνθρωπα έργα των θεών γίνονταν αντιληπτά από τους πολλούς ως πραγματικά γεγονότα. Ο Διογένης ο Απολλωνιάτης (μέσα 5ου αιώνα π.Χ.) μίλησε για άπειρους κόσμους, είπε πως το σύμπαν είναι άπειρο αλλά ο κόσμος μας πεπερασμένος και ασχολήθηκε με την ανατομία. Ο Λεύκιππος (δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.) που θεωρείται ο εισηγητής της ατομικής θεωρίας.

Επίσης, ο Μητρόδωρος ο Χίος, που είπε πως «το σύμπαν είναι αιώνιο, διότι, αν υπέκειτο σε γένεση, θα προερχόταν από το μη ον». Ο ίδιος μίλησε επίσης για άπειρους κόσμους στο σύμπαν, είπε πως ο ήλιος είναι πύρινος, υποστήριξε ότι η σελήνη φωτίζεται από τον ήλιο και αρνήθηκε τις εξ αποκαλύψεως αλήθειες λέγοντας, ότι «κανείς δεν γνωρίζει τίποτα, αλλά κι αυτά, που νομίζουμε ότι ξέρουμε, δεν τα ξέρουμε ακριβώς».

Έτσι, χάρη σε αυτούς τους σπουδαίους διανοητές ο ελληνικός κόσμος, και μόνο αυτός εκείνη την εποχή, γλίτωσε από τα δεσμά της θεοκρατίας και μπόρεσε να γεννήσει τις επιστήμες και τη δημοκρατία, που ακόμα και σήμερα η ανθρωπότητα θεωρεί ως τα σημαντικότερα επιτεύγματα και αγαθά της. Βεβαίως, η ιστορική αλήθεια μαρτυρεί, ότι οι φιλόσοφοι δεν διέδωσαν πάντα τις ιδέες τους υπό καθεστώτα ελευθερίας. Στην ελληνική αρχαιότητα, σε πρώιμη εποχή, υπήρξαν δεισιδαίμονες που προσπάθησαν να τους φιμώσουν, διότι η ανθρώπινη ανοησία κατοικεί δυστυχώς σε όλους τους τόπους και σε όλες τις εποχές.

Ο Πλούταρχος αναφέρει, ότι οι πρώτοι Έλληνες φυσικοί φιλόσοφοι και αστρονόμοι που επιχείρησαν να εξηγήσουν τις κινήσεις των ουρανίων σωμάτων και τις εκλείψεις του ήλιου και της σελήνης, γνώρισαν διώξεις και καχυποψία:

«Ο πρώτος που έγραψε με μεγαλύτερη σαφήνεια και θάρρος απ’ όλους για την ακτινοβολία και τη σκιά της σελήνης, ο Αναξαγόρας (14), δεν ήταν παλιός και η θεωρία του δεν ήταν πασίγνωστη αλλά απόρρητη ακόμα και μεταδιδόταν σε λίγους προσεκτικά και εμπιστευτικά. Γιατί δεν ανέχονταν τους φυσικούς φιλοσόφους και τους τότε λεγόμενους ‘μετεωρολέσχες’ (15), γιατί υποβίβαζαν τα θεία σε παράλογες αιτίες, σε δυνάμεις χωρίς πρόνοια και πάθη ανελεύθερα. Γι’ αυτό και ο Πρωταγόρας(16) εξορίστηκε και τον Αναξαγόρα που φυλακίστηκε έσωσε ο Περικλής με δυσκολία, κι ο Σωκράτης, παρ’ όλο που τίποτα τέτοιο δεν του ταίριαζε, καταστράφηκε εν τούτοις εξαιτίας της φιλοσοφίας».

Ο ίδιος επισημαίνει, ότι η φιλοσοφία κατάφερε τελικά και απελευθερώθηκε από το κυνήγι των ιερατείων και μπόρεσε να ανοιχτεί στους πολλούς δίχως να διώκεται χάρη στο ακόλουθο τέχνασμα του Πλάτωνα:

«Αργότερα η λαμπρή δόξα του Πλάτωνα για τη ζωή του άνδρα [εννοεί τον Σωκράτη] και το γεγονός ότι υπέταξε τις φυσικές ανάγκες στις θείες και ανώτερες αρχές διέλυσε τη συκοφαντία γι’ αυτές τις θεωρίες κι άνοιξε σε όλους τον δρόμο γι’ αυτές τις γνώσεις» (17).

Ωστόσο, οι απλοϊκοί στη σκέψη άνθρωποι που αδυνατούσαν να κατανοήσουν εις βάθος τις θεωρίες των φιλοσόφων, συνέχιζαν να υπάρχουν και να αποτελούν την πλειονότητα. Αυτοί, οι φορείς της λαϊκής θρησκευτικότητας, είχαν ανάγκη από ένα Δία πατερούλη, μία Δήμητρα ή Ήρα μητερούλα (όπως σήμερα την Παναγιά) και όχι από έναν συμπαντικό νόμο, μία συμπαντική ενέργεια που συνιστά την αρμονική λειτουργία του σύμπαντος ή μία συμπαντική ύλη όπως προτιμούσαν να αντιλαμβάνονται τη θεά Γαία (Μεγάλη Μητέρα) οι μύστες (18).

Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα και κυρίως Ανάγκη, οι ανθρωπιστές Έλληνες φιλόσοφοι και οι Πόλεις, αντιλαμβανόμενοι την ανάγκη του απλού λαού για απλοϊκές δοξασίες, δεν κατήργησαν ούτε διέσυραν τις παλιές απόψεις, τις άφησαν να υπάρχουν παράλληλα με τις επιστήμες και τη φιλοσοφία.

Οι φιλόσοφοι δεν «απειλούσαν» με τις θεωρίες τους τη λαϊκή θρησκευτικότητα και οι άλλοι από την πλευρά τους δεν εμπόδιζαν τους διανοούμενους να συλλογίζονται ελεύθερα επί παντός επιστητού.

Ο καθένας πίστευε ό,τι ήθελε ανεμπόδιστα, αν και προτασσόταν ως «θεϊκός» δρόμος εκείνος που ακολουθούσαν οι φιλόσοφοι και οι θιασώτες της Ελληνικής Παιδείας (19).

Έτσι, δημιουργήθηκαν κατά βάση δύο θρησκευτικές αντιλήψεις. Εκείνη των φιλοσόφων και η «θρησκεία» του λαού. Και οι μεν και οι δε, στους ίδιους θεούς αναφέρονταν, αλλά αυτό δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση ότι τους εννοούσαν το ίδιο. Εξάλλου, θεωρούνταν παράλογο πράγμα σε εκείνες τις αρχαίες δημοκρατίες, ενώ οι διαφορετικές πολιτικές απόψεις μπορούσαν να κυκλοφορούν και να διατυπώνονται ανοιχτά και ελεύθερα, το ίδιο να μην ισχύει και για τις διάφορες αντιλήψεις περί του Θείου.

Από την άλλη, η πολιτική και εθνική ενότητα που περνά και μέσα από την κοινή θρησκευτική έκφραση, επιτυγχανόταν με τη κοινή συμμετοχή όλων των πολιτών στις ίδιες δημόσιες και υπό την αιγίδα της Πολιτείας, θρησκευτικές και λατρευτικές εκδηλώσεις. Σε αυτές, διανοούμενοι, άρχοντες και απλός λαός απέδιδαν τιμές στους πατρώους θεούς με τον ίδιο τρόπο.

Την ίδια στιγμή ήταν ελεύθεροι να διατηρούν οποιαδήποτε αντίληψη περί του Θείου επιθυμούσαν, και όχι μόνο για τους εαυτούς τους, αλλά μπορούσαν να τη συζητήσουν και δημόσια. Την Πολιτεία δεν την ενδιέφερε εάν ένας θεωρούσε την Αθηνά μία αειπάρθενο πολεμίστρια, ενώ κάποιος άλλος την έβλεπε αλληγορικά ως τη θεία ή ανθρώπινη σοφία. Την Πολιτεία την ένοιαζε μόνο ένα: Όλοι να τιμούν τη θεά με τον ίδιο τρόπο που εκείνη (η Πολιτεία) όριζε ως τον ορθό για τους πολίτες της. Για την Πολιτεία έγκλημα ήταν αν κάποιος θυσίαζε ανθρώπους στη θεά, και όχι αν αμφισβητούσε την ύπαρξη του παρθενικού υμένα της.

Οι ιερείς των θεών στη δημοκρατία περιορίζονταν αυστηρά στα τελετουργικά τους καθήκοντα και «θεόπνευστο» λόγο επί των απόψεων περί του Θείου ούτε κατά διάνοια δεν είχαν. Κι αν διατύπωναν κάποια άποψη, ως ελεύθεροι πολίτες, αυτή εντασσόταν στην ευρύτερη ελεύθερη κίνηση και ανταλλαγή ιδεών.

Ο Πλούταρχος είναι αποκαλυπτικός για τις διαφορετικές έννοιες που έδιναν στο Θείον οι φιλόσοφοι από τη μία και οι νομοθέτες με τους ποιητές από την άλλη ως εκφραστές των λαϊκών πεποιθήσεων:

«…έτσι λοιπόν για την αντίληψη μας για τους θεούς υπήρξαν οδηγοί και δάσκαλοι μας οι ποιητές, οι νομοθέτες και τρίτοι οι φιλόσοφοι, ορίζοντας όλοι το ίδιο την ύπαρξη των θεών, αλλά έχοντας μεγάλες διαφορές μεταξύ τους ως προς το πλήθος, την κατάταξη, τη φύση και τη δύναμη των θεών. Οι θεοί δηλαδή, σύμφωνα με τους φιλοσόφους, είναι: ‘άνοσοι και αγέραστοι, απρόσβλητοι από πόνους και έχουν γλιτώσει το βαρύηχο πέρασμα του Αχέροντα’ (20). Γι’ αυτό δεν δέχονται τις Έριδες και τις Παρακλήσεις (21) των ποιητών ούτε θέλουν να είναι θεοί ο Δείμος και ο Φόβος και αναγνωρισμένοι ως παιδιά του Άρη. Αντιμάχονται σε πολλά σημεία και τους νομοθέτες, όπως ο Ξενοφάνης είπε στους Αιγύπτιους, να μην τιμούν ως θεό τον Όσιρι, αν τον θεωρούν θνητό, και να μην τον θρηνούν, αν τον πιστεύουν για θεό. Οι ποιητές και οι νομοθέτες πάλι δεν αντέχουν ούτε καν να ακούνε, αλλά ούτε και μπορούν να καταλάβουν, τους φιλοσόφους, που θεοποιούν κάποιες ιδέες, αριθμούς, μονάδες και πνεύματα» (22).

Όταν οι Έλληνες μιλούσαν για όμαιμο, ομόγλωσσο και «ομόθρησκο», δεν εννοούσαν και ομόδοξο. Ή, για να θέσουμε τα πράγματα στην ορθή τους βάση, ενώ υπήρχε στη γλώσσα τους το «όμαιμο» και το «ομόγλωσσο» το «ομόθρησκο» δεν υπήρχε ούτε ως έννοια ούτε κάπως αλλιώς.

Το γνωστό απόσπασμα του Ηροδότου που έχει ερμηνευτεί να προβάλλει το εν λόγω ταυτοτικό εθνικό τρίπτυχο, αναφέρει επί λέξη: «αύτις δε το Ελληνικόν εόν ομαιμόν τε και ομόγλωσσον και θεών ιδρύματα τε κοινά και θυσίαι ηθεά τε ομότροπα…». Που σε απόδοση στη σημερινή μας γλώσσα λέει, «υπάρχει ακόμα το Ελληνικό όμαιμο και ομόγλωσσο, τα κοινά Ιερά των θεών, και θυσίες και ήθη ομότροπα» (23)Πουθενά δεν αναφέρεται το «ομόθρησκο» ή το «ομόδοξο». Αντί αυτών αναφέρεται το «ομότροπο»: κοινοί θεοί, κοινά ήθη και έθιμα, κοινός τρόπος απόδοσης τιμών ως προς το Θείον αυτά όλα πράγματι αναφέρονται και σημαίνουν το «ομότροπο», δηλαδή τον κοινό τρόπο ζωής. Αλλά όχι κοινές δοξασίες, όχι κοινές αντιλήψεις περί του Θείου, όχι κοινή και οργανωμένη θρησκεία με λίγα λόγια.

Η απόδοση τιμών στους Πανελλήνιους θεούς και η συμμετοχή σε πανελλήνιες πανηγύρεις όπως της Ολυμπίας, ήταν σαφώς ταυτοτικά στοιχεία αλλά κοντά σε αυτά ταυτοτικό στοιχείο των Ελλήνων θεωρούνταν και η αίρεση, δηλαδή η διατύπωση διαφορετικής φιλοσοφικής – λογικής θέσης επί παντός επιστητού.

Η κάθε πόλη κράτος σαφώς και απέδιδε δημόσια και πολιτικά τις προβλεπόμενες τιμές στους πολιούχους και πανελλήνιους θεούς, αλλά δεν επέβαλλε κανένα δόγμα στους πολίτες της. Αντί για κρατική θρησκεία υπήρχε κρατική λατρεία. Η Πολιτεία είχε να κάνει με τις τελετουργίες αλλά όχι και με τις ιδέες. Ακόμα, εκείνοι που κανόνιζαν τα περί των τελετών ήταν οι δημόσιοι άρχοντες και όχι το ιερατείο. Μέσα στις πόλεις εξάλλου δεν υπήρχε ιερατείο. Υπήρχε σώμα ιερέων που υπαγόταν ως δημόσια υπηρεσία στον έλεγχο του δήμου (όπως και το αστυνομικό σώμα), αλλά όχι οργανωμένη αυτεξούσια ιερατική κάστα. Τα παλιά οργανωμένα ιερατεία ήταν αυστηρώς περιορισμένα στα πανάρχαια κέντρα τους, δηλαδή στους Δελφούς, την Ελευσίνα, τη Δήλο και τη Σαμοθράκη. Έξω από αυτά, λίγη πέραση είχαν τα λόγια τους και συνήθως ακόμα και αυτά τα ιερατεία υποτάσσονταν στην πολιτική εξουσία που πήγαζε απευθείας από τον δήμο, δηλαδή από τους Έλληνες πολίτες.

Στα λεγόμενά μας περί κρατικής (ή πολιτικής ορθότερα) λατρείας θα επικαλεστούμε και την ίδια τη νομοθεσία της πόλεως των Αθηνών. Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 453 του βασικού καταστατικού χάρτη της αρχαίας δημοκρατίας, «Θεσμός αιώνιος τοις Ατθίδα νεμομένοις κύριος τον άπαντα χρόνον θεούς τιμάν και ήρωας εγχωρίους εν κοινώ, εμποινίμοις νόμοις πατρίοις, ιδία, κατά δύναμιν συν ευφημία και απαρχαίς καρπών πελάνους επαιτείους» (24).

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ενώ ο νόμος είναι ξεκάθαρος, ότι δηλαδή οι θεοί και οι πολιούχοι ήρωες πρέπει να τιμούνται σύμφωνα προς τα πατρώα ήθη, δημοσίως και με αναίμακτες θυσίες, πουθενά δεν ορίζει ποιες αντιλήψεις πρέπει να έχουν οι πολίτες περί των θεών. Ο νομοθέτης περιορίζεται μόνο στο τελετουργικό σκέλος. Ενώ σε ό,τι αφορά τους ιερείς της πόλεως, τα άρθρα 491-501 ορίζουν ότι ο αρμόδιος δημόσιος άρχων για τα θρησκευτικά θέματα ήταν ο άρχων βασιλεύς (ένα είδος συνταγματικού βασιλιά αιρετού και ανακλητού με συγκεκριμένη θητεία). Αυτός λοιπόν φρόντιζε για την εκλογή των ιερέων (αρθρ. 491), και μόνο αυτός από τους εννέα άρχοντες της πόλης υποχρεούταν να παρευρίσκεται στις θυσίες με τους εκλεγέντες ιερείς (αρθρ. 492).

Οι ιερείς κληρώνονταν και ο υποψήφιος κληρικός που έμπαινε στην κληρωτίδα όφειλε να είναι «καθαρός κατά το σώμα, και αγνός κατά την ψυχήν» (αρθρ. 501). Η Πόλη λοιπόν, ενώ έλεγχε αυστηρότατα το τελετουργικό μέρος των θρησκευτικών εκδηλώσεων, δεν αναμειγνυόταν στο τι πίστευαν οι πολίτες της γύρω από τους θεούς. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο και η φιλοσοφία άνθησε μεταξύ των Ελλήνων και ιδιαίτερα στη δημοκρατική Αθήνα. Διότι κανείς δεν υπαγόρευε στον άλλο τι να πιστεύει και τι να μη πιστεύει.

Έτσι, συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε, ότι η αρχαία (πατρώα) ελληνική ευσέβεια λειτουργούσε ως εξής:

α΄) Υπήρχαν οι απόψεις των φιλοσόφων περί του Θείου και κάθε φιλοσοφική σχολή είχε και τις δικές της απόψεις. Φιλόσοφοι και διανοούμενοι προσπαθούσαν να κατανοήσουν και να αντιληφθούν το θείον με όχημα τον Ορθό Λόγο.
β΄) Υπήρχαν οι λαϊκές και απλοϊκές απόψεις περί των θεών που στηρίζονταν στις αρχαίες δοξασίες και μύθους, κυρίως σ’ εκείνους που προέρχονταν από την μυκηναϊκή εποχή ή και παλαιότερα. Μεταξύ αυτών υποβόσκανε πολλές δεισιδαιμονίες και προλήψεις περισσότερο ισχυρές στους κατοίκους των αγροτικών περιοχών και λιγότερο στους κατοίκους των άστεων και
γ΄) πάνω από όλα αυτά δέσποζε η πολιτική λατρεία που δεν υπαγόρευε στους πολίτες τι να θεωρούν και τι να πιστεύουν περί των θεών, αλλά πώς να λατρεύουν και να τιμούν τους θεούς, πώς να πολιτεύονται δηλαδή στις εκδηλώσεις που είχαν σκοπό να αποδώσουν τιμές στο Θείον ή στους ήρωες προγόνους. Οι ιερείς δε, ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και εκλέγονταν δια κλήρου με συγκεκριμένη θητεία, όπως συνέβαινε εξάλλου και για τις υπόλοιπες δημόσιες θέσεις και υπηρεσίες της δημοκρατίας.
__________________________

Σημειώσεις:

1. Στους επτά σοφούς αποδίδονται και τα παρακάτω ηθικά παραγγέλματα που αναγράφονταν στους Δελφούς ως συνέχεια των «γνώθι σεαυτόν», «μηδέν άγαν», «μέτρον άριστον»: «έπου θεώ. Νόμω πείθου. Θεούς σέβου. Γονείς αιδού. Ηττώ υπό δικαίου. Γνώθι μαθών. Μελέτη το παν. Όρα το μέλλον. Πάντας φυλάττου. Φρόνησιν άσκει μετά δικαιοσύνης. Ομοίως θεούς σέβου και γονέας. Φίλοις βοήθει. Θυμού κράτει. Άδικα φεύγε. Μαρτύρει όσια. Ηδονής κράτει. Τύχην νόμιζε (πίστευε πως υπάρχει τύχη). Πάσιν φιλοφρόνει. Γυναικός άρχε. Αποκρίνου εν καιρώ. Όρκω μη χρω. Δόξαν δίωκε. Χάριν απόδος. Αμαρτών μετανόει. Μηδενός καταφρόνει. Απόρρητα κρύπτε. Γήρας προσδέχου. Ομολογίαις έμμενε». Κάποιος θα μπορούσε να πει, ότι αποτελούν τις αντίστοιχες «10 Εντολές» των Ελλήνων, με τη διαφορά ότι είναι περισσότερα από δέκα στον αριθμό και δεν αποτελούν προϊόν κάποιας δήθεν θείας αποκάλυψης αλλά της ανθρώπινης διανόησης.

2. Πλούταρχος, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 351E, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1995.

3. Πλούταρχος, «Περί Ίσιδος και Οσίριδος», 378B, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1995.

4. Ulrich Wilcken, «Αρχαία Ελληνική Ιστορία», σελίδα 163, εκδόσεις «Παπαζήση», 9η έκδοση, Αθήνα 1976.

5. Ulrich Wilcken, «Αρχαία Ελληνική Ιστορία», σελίδα 164, εκδόσεις «Παπαζήση», 9η έκδοση, Αθήνα 1976.

6. Ulrich Wilcken, «Αρχαία Ελληνική Ιστορία», σελίδες164-165, εκδόσεις «Παπαζήση», 9η έκδοση, Αθήνα 1976.

7. Ulrich Wilcken, «Αρχαία Ελληνική Ιστορία», σελίδα 165, εκδόσεις «Παπαζήση», 9η έκδοση, Αθήνα 1976.

8. Ηράκλειτος, «Περί Φύσεως», Αποσπάσματα, 5, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1995.

9. Ηράκλειτος, «Περί Φύσεως», Αποσπάσματα, 30, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1995.

10. Ηράκλειτος, «Περί Φύσεως», Αποσπάσματα, 41, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1995.

11. Ηράκλειτος, «Περί Φύσεως», Αποσπάσματα, 55, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1995.

12. Ηράκλειτος, «Περί Φύσεως», Αποσπάσματα, 112, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1995.

13. Ηράκλειτος, «Περί Φύσεως», Αποσπάσματα, 122, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1995.

14. Ο Αναξαγόρας (500-428 π.Χ.) ήταν προσωκρατικός φιλόσοφος από τις Κλαζομενές της Μικράς Ασίας. Υποστήριξε ότι η πρώτη αιτία που έδωσε κίνηση στα στοιχεία ήταν ο Νους. Θεωρούσε τον ήλιο και τη σελήνη υλικά σώματα, γι’ αυτό κατηγορήθηκε για αθεΐα. Ως εκ τούτου θεωρούσε τις εκλείψεις φυσικά φαινόμενα, αντίθετα με τις επικρατούσες αντιλήψεις και δεισιδαιμονίες.

15. Εννοεί αυτούς που ασχολούνταν με την παρατήρηση των ουρανίων σωμάτων ή αυτούς που φλυαρούσαν ανόητα γι’ αυτά.

16. Ο Πρωταγόρας (480-411 π.Χ.) καταγόταν από τα Άβδηρα, αλλά δίδαξε στην Αθήνα. Εξαιτίας του συγγράμματός του «Περί Θεών», όπου έγραφε ότι δεν είναι δυνατόν ούτε να βεβαιώσει ούτε να αρνηθεί την ύπαρξη των θεών, κατηγορήθηκε για αθεΐα και, για να αποφύγει τη βέβαιη καταδίκη, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αθήνα, ενώ τα αντίγραφα του βιβλίου του κατασχέθηκαν και κάηκαν δημόσια. Το κάψιμο του «Περί Θεών», αν και μεμονωμένο γεγονός, θα αποτελεί πάντα μία μαύρη σκιά στην ιστορία του ελληνικού πολιτισμού.

17. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», Νικίας, 23. 2-6, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1993.

18. Ο Πλούταρχος γράφει σχετικά: «…τη θεά αυτή, που άλλοι την ονομάζουν Αφροδίτη, άλλοι Ήρα κι άλλοι τη θεωρούν αιτία και φύση που έδωσε σε όλα αρχή και γέννηση από το υγρό στοιχείο κι έδειξε στους ανθρώπους την αρχή όλων των αγαθών» («Βίοι Παράλληλοι», Κράσσος, 17. 10, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1993).

19. Ο Πλάτων έγραψε: «Ο άνθρωπος είναι ήμερο ζώο, όπως λέμε, κι αν πάρει σωστή ανατροφή και τύχει να έχει έμφυτα χαρίσματα θα γίνει το πιο θείο και ευγενικό πλάσμα της γης. Αν όμως η ανατροφή του είναι μέτρια ή κακή, θα γίνει το πιο άγριο». (Πλάτων, «Νόμοι», ΣΤ΄, 766a). «Ο άνθρωπος βέβαια κάθε άλλο παρά θείος μπορεί να γίνει αν δεν μάθει τους αριθμούς –τα μονά και τα ζυγά γενικά- αν δεν ξέρει να μετρά, αν δεν ξεχωρίζει τις ημέρες και τις νύχτες ή αν αγνοεί την περιστροφή του ήλιου, της σελήνης και των άλλων ουράνιων σωμάτων. Είναι πολύ ανόητο να πιστεύει κανείς ότι, οποιοσδήποτε θέλει να προοδεύσει στα ανώτερα στρώματα της γνώσης, μπορεί να αγνοεί κάποιο απ’ αυτά τα θέματα» (Πλάτων, «Νόμοι», Ζ΄, 818c). Και ο Σωκράτης υποστήριζε, ότι: «Στο γένος των θεών βέβαια δεν είναι θεμιτό να φτάνει κάποιος που δεν φιλοσόφησε και δεν αποχώρησε τελείως αμόλυντος, αλλά μόνον αυτός που αγαπάει τη μάθηση». (Πλάτων, «Φαίδων», 82c)

20. Απόσπασμα του Πινδάρου, 143 (Snell).

21. Υπαινιγμός στον Ησίοδο για τις Έριδες («Έργα και ημέραι» 11-26) και στον Όμηρο για τις Λιτές, δηλ. Παρακλήσεις («Ιλιάς», Ι, 502-512).

22. Πλούταρχος, «Ηθικά», «Ερωτικός», 763C-D, εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα 1995.

23. Ηρόδοτος, «Ιστορίαι», Η΄, 144, εκδόσεις «Επικαιρότητα», Αθήνα 1998.

24. Σόλωνος, «Αρχαίον Ελληνικόν Δίκαιον», άρθρο 452, εκδόσεις «Ιδεοθέατρον», Αθήνα 1999.


πηγή: tribune.gr

Η "ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ"ΚΑΙ ΤΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

$
0
0






Η σημερινή άποψη σύμφωνα με την οποία ισχυρίζονται μερικοί και λένε ότι πιστεύουν τους Θεούς είναι λάθος. Δεν υπήρχε τέτοια αντίληψη για τους Θεούς από τους προγόνους.  Οι πρόγονοί μας δεν "πίστευαν"στους Θεούς, γιατί απλά μια τέτοια λέξη είναι αδόκιμη προκειμένου να αποδώσει το νόημα της στάσης προς το θείο στην Ελληνική Θεολογία.





Οι πρόγονοί μας ακολουθούσαν τους Θεούς, όπως αυτό ξεκάθαρα δηλώνεται σε ένα από τα Δελφικά Παραγγέλματα:  Ἕπου θεῷ δηλαδή να ακολουθείς τον/τους Θεό/Θεούς. (Πηγή: Στοβαίος, Ανθολόγιον, ΙΙΙ, Ι, 173).




Η "πίστη" (βλέπε εικόνα πάνω) σύμφωνα με την άποψη του Πλάτωνα (βλ. Πολιτεία 519d έως το τέλος του 6ου βιβλίου) ανήκει στο κατώτερο γνωσιακό επίπεδο του ανθρώπου μαζί με την εικασία και αποτελεί την επιφανειακή γνωσιακή πρόσληψη των παραστάσεων του αισθητού κόσμου. Δηλαδή όταν πιστεύει κανείς, βλέπει μόνο την επιφάνεια των πραγμάτων γύρω του. Δεν μπορεί να γνωρίσει την ουσία τους. Αδυνατεί να γνωρίσει την αλήθεια. Η πίστη είναι η δογματική στέρεη βεβαιότητα που έχει κανείς για τα πράγματα και συνήθως βασίζεται στο εκάστοτε ιστορικό συλλογικό φαντασιακό που εδραιώνεται από την κοινωνία, ενώ αποκλείει την έρευνα, την επιστήμη και την διαλεκτική. 



Όταν πιστεύει, λοιπόν, κανείς συμπεριφέρεσαι σαν το πρόβατο, που ακολουθεί πιστά την αγέλη και υπακούει στον ποιμένα.



ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΠΟΙΜΕΝΕΣ


πηγή: hierophants.blogspot.gr - Δημοφών Αθηναίος

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΣΜΟΘΕΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΨΕΥΔΕΣ ΔΙΛΗΜΜΑ «ΕΝΑΣ Ή ΠΟΛΛΟΙ ΘΕΟΙ»

$
0
0

Του Βλάση Ρασσιά

Οι των πραγμάτων έχοντες συνείδηση, χαιρετίζουμε στις αφανώς πολύ ενδιαφέρουσες ημέρες μας την καθολική αποσύνθεση ενός κόσμου που εδώ και πολλούς αιώνες βασίλευσε θρονιασμένος πάνω όχι μόνο στον Φόβο, αλλά επίσης και στο Ψεύδος και στην Εξαπάτηση, ή, αν θέλουμε να το πούμε διαφορετικά, πάνω στον απεινή διωγμό του Αληθινού. Αυτή όμως η αντεστραμμένη πραγματικότητα έφτασε πια στο τέλος της, αν και όχι όπως εμείς θα θέλαμε, δηλαδή σαφέστατα κι αμετάκλητα κατανικημένη από την ανθρώπινη σκέψη, αλλά με άδοξο τρόπο ως περίττωμα, απορριφθείσα από το ένα και αληθινό και μοναδικό μέτρο αποτίμησης απάντων των πραγμάτων του Συμ-Παντός, δηλαδή του Φυσικού Νόμου που αδέκαστος στέκει δικαστής κάθε ανισορροπίας ή διατάραξης.  
 

Ο ψευδής αυτός κόσμος λοιπόν τελειώνει, και το αργό αλλά σταθερότατο τέλος του αποδεικνύει περίτρανα, αν και ομολογουμένως τραγικά, ότι ΔΕΝ είναι ο άνθρωπος το κέντρο του Συμ-Παντός και ότι επίσης η Φύση-Θεός είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να προσβάλλουμε εσαεί ατιμωρητί. Ενα από τα κύρια τμήματα αυτού του Μεγάλου Ψεύδους, είναι και ο παραπλανητικά ονομαζόμενος «Μονοθεϊσμός». Και λέω «παραπλανητικά» διότι η ονομασία αυτή παραπλανά κι εξαπατά σοβαρά το ανθρώπινο αυτί, σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις των εμπνευστών, εφαρμοστών και υπηρετών του κοσμοαντιληπτικού αυτού συστήματος. Άλλωστε, ο Κόσμος μας δεν θα είχε καταλήξει στα όσα πιο πάνω αναφέραμε, αν όντως η κυρίαρχη ιδεολογία προσπαθούσε απλώς να επιβάλει κάποιο πιό «μοντέρνο» δόγμα, που αντικαθιστούσε τινί τρόπω τους πολλούς Θεούς των άλλων πολιτισμών που αυτή κατέστρεψε, με τον Ένα δικό της που επιμένει να διαφημίζει ως «μόνον αληθινό» (..) Ο.. κακοήθης όγκος πρέπει να αναζητηθεί, αγαπητοί φίλοι, αλλού. Στο πώς αυτή η κυρίαρχη ιδεολογία, τοποθετεί τον εαυτό της -και κατ’επέκταση και τον Θεό της- απέναντι στον ιερό, απαράβατο και αιώνιο Φυσικό Νόμο.  
 
Από πολύ παλιά, από τον 6ο κιόλας αιώνα π.α.χ.χ., οι φιλόσοφοι της Ελέας είχαν διακηρύξει το μεταβλητό του Κόσμου αλλά το αναλοίωτο κι ενιαίο της Κοσμικής Ουσίας κι Αρχής, ήτοι του χαρακτηριστικά αποκαλούμενου «Είναι» και είχαν καθιερώσει ως βασικό σύνθημά τους το γνωστότατο «Έν Το Παν» , το ότι δηλαδή όλα είναι ένα. Συνεπώς οι παραπλανητικά αυτοονομαζόμενοι «Μονοθεϊστές» δεν έφεραν τίποτα το καινούργιο στην ανθρώπινη σκέψη σε σχέση με τον.. αριθμό του Θεού ή των Θεών, αφού και οι από αυτούς υποτιμώμενοι ως «πολυθεϊστές» ήξεραν πολύ καλά, δίχως να χρειάζονται τη.. βοήθεια άλλων να τους το μάθουν, ότι ΟΛΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ.   

«Τότε, γιατί υπήρξε σύγκρουση; » θα με ρωτήσετε, και μάλλον δικαιολογημένα. Μα, γιατί κάτω από το.. αγαθό τσόφλι του, ο παραπλανητικά ονομαζόμενος «Μονοθεϊσμός» έκρυβε άλλα κακά. Έκρυβε μια ολοκληρωτική αντίληψη για τον Κόσμο, τόσο βαθύτατα αντίθετη κι εχθρική προς εκείνη των υποτιμώμενων ως «πολυθεϊστών» κι εντελώς ασυμβίβαστη προς την ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι ελευθερία. Η αντίρρηση ημών συνεπώς, ως κατά τα πάτρια Ελλήνων, δεν έχει να κάνει με το αν είναι.. Ένας ο Θεός ή πολλοί, αλλά με το πού και πώς στέκεται αυτός ο.. Ένας ή αυτοί οι πολλοί Θεοί σε σχέση με τον Συμ-Παντα Κόσμο, με την ένθεο Φύση και με την άπειρη θειότητα, εκδηλωμένη ή μη (δηλαδή ασώματη).  
 
Ενας εσωκοσμικός Θεός  -ή  πολλοί εξ Ενός,  το  ίδιο  κάνει..- που γεννήθηκε από τη Φύση, ζεί μέσα στη Φύση και συνεπώς υπόκειται στους Νόμους της, ταυτίζεται αναγκαστικά με αυτήν για να μην απορριφθεί, ΕΙΝΑΙ τελικά αυτή, τουλάχιστον με την έννοια που δίνει η Παν-Θεϊστική αντίληψη. Αντίθετα, ένας εξωκοσμικός Θεός -ή πολλοί εξ Ενός, το ίδιο κάνει..- που τάχα προϋπήρξε της Φύσης, δεν υπόκειται σε κανέναν από τους Νόμους της, οι οποίοι άλλωστε όπως και αυτή δεν είναι παρά θνητά «κτίσματά» του -και μπορεί να ασυδοτεί πάνω τους επιδεικνύοντας «θαύματα», ήτοι βίαιες εκτροπές της Φυσικής Τάξης-, στέκει αιωνίως έξω από αυτήν -υποτιμώντας την συνάμα ως χυδαία υλικοπνευματική διαδικασία- και την εξουσιάζει απόλυτα διατηρώντας πάνω της κάθε δικαίωμα για κάποιον ανα πάσα στιγμή αυθαίρετο «τερματισμό» της.  
 
Για τον θεοδίδακτο δωδεκαθεϊστή Έλληνα, δηλαδή για τον πραγματικό και πνευματόδοξο Έλληνα της αρχαιότητας, ο Κόσμος υπήρξε αυτοδημιούργητος και αιώνιος, και απλώς οι απόψεις (Από-Όψεις) περί της αρχής της παρούσης (πολύ συγκεκριμένης και ελάχιστης μακροϊστορικά) φάσης του, διαφέρουν, δίχως -ως γνωστόν- ν'απαιτούν την καταδίκη των υπολοίπων ως.. «ανυπόστατων» ή -ακόμα χειρότερα- ως.. «αιρετικών» (!!) Αντιθέτως, στα τελευταία 2.000 χρόνια, της λεγόμενης Εποχής της Βαρβαρότητας (Era Vulgaris), που η σύμπασα η άτυχη ανθρωπότητα στέκει υπόδουλη στη δεισιδαιμονία και στον παραλογισμό της τυφλής πίστης σε μια δυϊστική και μυωπική αντίληψη του Κόσμου -έστω κι αν αυτή σήμερα φαίνεται καταδιασπασμένη τάχα σε αμέτρητα «δόγματα» κι «αιρέσεις»-, εκατομμύρια άνθρωποι πλήρωσαν αυτή την πίστη τους στο αυτοδημιούργητο του Κόσμου με τη ζωή τους. Και ανάμεσά τους μαρτύρησαν επίσης μυριάδες, πραγματικοί στην ψυχή, το πνεύμα και το αίμα, Έλληνες, που εξαιτίας αυτής ακριβώς της πεποίθησης ρίχτηκαν στις πυρές των βυζαντινών ιεροεξεταστών, στα θηρία του Ιπποδρόμου, ανασταυρώθηκαν, ανασκολοπίστηκαν, ή έγιναν κομμάτια στα περιβόητα κρεουργεία της Σκυθοπόλεως.  
 
Ο θεοδίδακτος Ομηρος -σύμφωνα με τον Πλάτωνα στον «Θεαίτητο» (152e)(α) , σύμφωνα με τον Αριστοτέλη στα «Μεταφυσικά» (β) και τον Εύδημο στην περιπατητική ιστορία της Θεολογίας- φέρνει τα πάντα να προέρχονται από τη Ροή και την Κίνηση, δηλαδή από τον Ωκεανό και την Τηθύν, που χαρακτηριστικά τους αποκαλεί «γονείς» πάντων των Θεών (γ).  
 
Ο μεταγενέστερός του θεογονιστής ποιητής Ησίοδος, φέρνει ως αρχές στην περίφημη «Θεογονία» του (116-122) το Χάος (δ) -πρωτογέννητο μάλιστα όλων, ως «χάσμα προς πλήρωσιν» περισσότερο, παρά ως «ρευστόν» εκ του «χέεσθαι» κατά την όψιμη ετυμολόγηση των Στωϊκών ή «Αμορφον» κατά τον Λουκιανό-, κι επίσης τη Γαία, τον Τάρταρο και τον Έρωτα.  
 
Ο Σπαρτιάτης λυρικός ποιητής Αλκμάν πάλι, -σύμφωνα με τον πάπυρο 2390 της Οξυρύγχχου-, διηγείται σχετικά με τη Θεά Θέτιδα ότι αυτή ήταν που οριοθέτησε την πρωταρχική αταξία του Κόσμου με την αρχή (τον «Πόρο») και το πέρας (το «Τέκμωρ») των πραγμάτων (ε).  
 
Ο μέγας διδάσκαλος και θεογονιστής Φερεκύδης από τη Σύρο, υιός του Βάβυος, κάνει λόγο -σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο- για τρία κοσμικά στοιχεία (Τον Ζάντα, τον Χρόνο και τη Χθονίη), για τρείς Θεούς που «ήσαν αεί» δηλαδή υπήρχαν ανέκαθεν μέσα στο Σύμ-Παν και από τους οποίους αναδύθηκε στη συνέχεια μια πολυπληθής γενιά Θεών (ς) .  
 
Ο  περίφημος κρητικός μύστης, χρησμοδότης και θεραπευτής του  7ου αιώνα π.α.χ.χ. Επιμενίδης -σύμφωνα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (47a) (ζ) , τον Εύδημο και τον ύστερο νεοπλατωνικό διδάσκαλο Δαμάσκιο στο βιβλίο του «Περί Των Πρώτων Αρχών»- φέρνει στη δική του «Θεογονία» τα πάντα να προέρχονται από ένα πρωτογέννητο ζεύγος, τον Αέρα και τη Νύχτα, από τους οποίους γεννήθηκε στη συνέχεια ως τρίτη αρχή, ο Τάρταρος.  
 
Ο Ακουσίλαος ο Αργείος -σύμφωνα πάντα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (137, 5) (η) και τον Δαμάσκιο- παρουσιάζει τα πάντα ως προερχόμενα από το πρωτογενές Χάος, ενώ ο Μιλήσιος Θαλής, γιός του Εξαμύου, πρεσβεύει ότι ποιητική αρχή του έμψυχου και «Θεών πλήρους» Παντός είναι το Υδωρ που με την επίδραση των Θεών μετασχηματίζεται και σε γή, αέρα και φωτιά συγκροτώντας στη συνέχεια τα όσα υπάρχουν στη Φύση (θ).  
 
Ο συντοπίτης του Αναξίμανδρος του Πραξιάδου, διδάσκει ότι αρχή των πάντων υπήρξε το ανώλεθρον «Άπειρον» (ι), στοιχείο άφθαρτο κι αθάνατο από το οποίο τα πάντα προέρχονται για να ξαναγυρίσουν σε αυτό, στο πέρας της κάθε μορφικής τους ύπαρξης συμπεριλαμβανομένων και των «αναρίθμητων κόσμων» που ο ίδιος (σύμφωνα με τον Κικέρωνα) θεωρεί Θεούς.  
 
Ο τρίτος μέγας φιλόσοφος της Σχολής της Μιλήτου, ο Αναξιμένης του Ευρυστράτου, πρεσβεύει ως αρχή και στοιχείο του Κόσμου τον Αέρα-Πνεύμα (που ο Κικέρων διέσωσε ότι ο φιλόσοφος θεωρούσε Θεό) και όμοια με τον Αναξίμανδρο διδάσκει περί συνεχών, περιοδικών δημιουργιών και καταστροφών των Κόσμων, μέσα από μια ατελεύτητη διαδοχή (κ).  
 
Ο Ξενοφάνης από τον Κολοφώνα, υιός του Δεξίου -ή του Ορθομένους σύμφωνα με τον Απολλόόδωρο-, αυτός ο βαθύτατος στοχαστής και θεωρούμενος ως ιδρυτής της Ελεατικής Σχολής, μέσα από το «ΕΝ ΤΟ ΠΑΝ» διδάσκει περί Ενός μεν αλλά σύμφυτου με τον Κόσμο (λ) Θεού που μέσα από την Ουσία του κινούνται τα πάντα σ'ένα Συμ-Παν που και εδώ φυσικά νοείται ως αγέννητο κι άφθαρτο: «ΕΙΣ ΘΕΟΣ ΕΝ ΤΕ ΘΕΟΙΣΙ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙΣΙ ΜΕΓΙΣΤΟΣ» («Ενας Θεός υπάρχει μέγιστος, ανάμεσα στους Θεούς και στους ανθρώπους»). Διδάσκει δηλαδή για έναν ενοποιημένο Θεό / Φύση που κατ'αυτόν αποτελείται από Νού («ΝΟΟΥ ΦΡΕΝΙ ΠΑΝΤΑ ΚΡΑΔΑΙΝΕΙ» λέει χαρακτηριστικά), Γή και Ύδωρ («ΠΑΝΤΕΣ ΓΑΡ ΓΑΙΗΣ ΤΕ ΚΑΙ ΥΔΑΤΟΣ ΕΚΓΕΝΟΜΕΘΑ»).  
 
Ο εξ Εφέσσου Ηράκλειτος, ο υιός του Βλύσωνος, για τον οποίο ο ομιλών δε διστάζει να ομολογήσει ότι τρέφει άπειρο θαυμασμό, ορίζοντας το αείζωον Πύρ ως Ουσία του Παντός υπογραμμίζει: «Τον Κόσμο αυτόν, που για όλους είναι ίδιος, ούτε Θεός ούτε άνθρωπος τον έφτιαξε, αλλά ήταν πάντοτε, είναι και θα είναι, φωτιά αιώνια που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο» (μ). Θεωρεί τον Κόσμο ως ενιαία ύπαρξη που ούτε γεννήθηκε, ούτε θα πεθάνει ποτέ, αλλά απλώς ζεί αιωνίως σε διαρκή ροή κι αδιάκοπη εναλλαγή μορφών του. «ΠΑΝΤΑ ΡΕΙ»: ένα ασύλληπτο γίγνεσθαι που μεγαλοπρεπέστατα χύνεται μέσα στους ατραπούς της αιωνιότητας, άδοντας τον Θείο Λόγο, την αφετηρία των Θεών που από αυτόν περιγράφεται με τα γνωστά λόγια «ΘΕΟΣ ΕΣΤΙΝ ΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΞ, ΘΕΡΟΣ ΚΑΙ ΧΕΙΜΩΝ, ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, ΚΟΡΟΣ ΚΑΙ ΛΟΙΜΟΣ».  
 
Ο κατά το ήμισυ ελεατης και κατά το έτερο ήμισυ πυθαγόρειος Παρμενίδης, υιός του Πύρητος, ο οποίος μιλάει για την Αιθερική Μονάδα-Ουσία, το «Είναι», ωσάν άχρονη, αδιαίρετη («ΟΥΔΕ ΠΟΤ’ ΗΝ ΟΥΔ’ ΕΣΤΑΙ, ΕΠΕΙ ΝΥΝ ΕΣΤΙΝ ΟΜΟΥ ΠΑΝ, ΕΝ ΣΥΝΕΧΕΣ. ΤΙΝ ΓΑΡ ΓΕΝΝΑΝ ΔΙΖΗΣΕΑΙ ΑΥΤΟΥ;» δηλαδή «ούτε ήταν ούτε θα είναι, επειδή το τώρα είναι και το πάν, ένα και συνεχές. Γιατί ποιά αφετηρία του μπορεί κανείς να αναζητήσει;») (ν), καθώς και πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα, στο «Τα Προς Δόξαν» μαζί με τις δύο ποιητικές αρχές του Κόσμου, το Πύρ και την Γή, χαιρετίζει τον Θεό Έρωτα ως πρώτιστο συνεργό στη δόμηση του «Είναι», ως «Βούληση του Ζείν».  
 
Ο επίσης ελεάτης Μέλισσος υιός του Ιθαγένη, από την Σάμο, στο «Περί Φύσεως ή Περί Του Όντος» βιβλίο του, υποστηρίζει επίσης το ενιαίο, την αφθαρτότητα κι αιωνιότητα του Κόσμου και τονίζει «ΑΕΙ ΗΝ Ο,ΤΙ ΗΝ ΚΑΙ ΑΕΙ ΕΣΤΑΙ», ενώ ο Ακραγαντίνος φιλόσοφος Εμπεδοκλής, υιός του Μέτωνος, διδάσκει για Τέσσαρα αιώνια Ριζώματα των πάντων (ξ), τον λάμποντα Δία, τη φερέσβιο Ήρα, τον Αϊδωνέα / Άδη και τη Νήστιδα (που ο Θεόφραστος αντίστοιχα ταυτίζει με τη Φωτιά, τον Αιθέρα, τη Γή και το Ύδωρ) τα οποία αδιάκοπα συντίθενται κι αποσυντίθενται κάτω από μια ατελείωτη μάχη ανάμεσα στο Μίσος και τον Έρωτα (στο «Κότος» ή «Νείκος» και τη «Φιλότητα» ή «Αφροδίτη») που αδιάκοπα αποχωρίζουν και συνενώνουν τα στοιχεία σε μορφές.  
 
Οι Πυθαγόριοι πάλι, όρισαν ως δημιουργική αρχή του Κόσμου και ουσία των όντων, τα οποία «κατ'αριθμόν εγένοντο», την αριθμητική Μονάδα, από την οποία τα πάντα γεννιώνται και η οποία μέσα στα πάντα ζεί, τη Μονάδα την αυτοτελή, την άναρχη και ατελεύτητη. (Πρέπει μάλιστα εδώ ν'αναφέρουμε ότι μέσα από τις δικές τους μελέτες πάνω στο λεγόμενο «Δωδεκάεδρον» που το ταυτίζουν με τη λεγόμενη «Σφαίρα του Κόσμου», ερμηνεύεται όλη η σοφία της δωδεκαθεϊστικής κοσμοαντίληψης, αυτού του υπέροχου κοσμολογικού και θρησκευτικού συστήματος των προγόνων μας που τόσο χυδαία καθυβρίστηκε και εξακολουθεί να καθυβρίζεται από τους απατεώνες υπηρέτες του Ιαχωβά. Ο καθηγητής J.Burnet του αφιερώνει ιδιαίτερο κεφάλαιο στο βιβλίο του «Η Αυγή Της Ελληνικής Φιλοσοφίας» και υπενθυμίζει ότι ο Ίππασος πιθανώς εκτελέστηκε γιατί είχε αποκαλύψει σε αμύητους τα μυστικά του «Δωδεκαέδρου»).  
 
Ο Κλαζομένιος Αναξαγόρας του Ηγεσιβούλου, δέχεται τους «αναρίθμητους κόσμους» των φιλοσόφων της Ιωνίας, και θέλοντας να μείνει πιστός στην παράδοσή τους περί μιάς μόνον ουσίας, υποκαθιστά ως αιτία της όλης κίνησης το Μίσος και τον Έρωτα του Εμπεδοκλέους με τον πολύπλευρο «συμπαντικό Νού» που εμπεριέχεται σε όλα τα ζώα και τα φυτά. Επίσης ο αθηναίος Αρχέλαος υιός του Απολλοδώρου μιλάει -σύμφωνα με τον Ιππόλυτο- για δύο αιτίες, τη μία θερμή κι εν κινήσει, την δε άλλη ψυχρή και σε ακινησία και για επίσης «κοσμικό Νού» που ενυπάρχει σε όλα τα έμβια (ο).  
 
Οι Ατομικοί Λεύκιππος και Δημόκριτος μιλούν ξεκάθαρα -σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο (ΙΧ, 31) και τον Ιππόλυτο- για άπειρους Κόσμους που ακμάζουν και παρακμάζουν, αλληλοσυγκρούονται, συντίθενται ή αποσυντίθενται διαρκώς: «ΤΟ ΜΕΝ ΠΑΝ ΑΠΕΙΡΟΝ ΦΗΣΙΝ.. ΚΟΣΜΟΥΣ ΤΕ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΑΛΥΕΣΘΑΙ ΕΙΣ ΤΑΥΤΑ» (Διογένης Λαέρτιος, ως άνω). Ο δε Δημόκριτος, ρητώς θεωρεί παντελώς αδύνατη τόσο την απόλυτη γένεση όσο και την απόλυτη φθορά.  
 
Ο κρητικός φιλόσοφος Διογένης ο Απολλωνιάτης υιός του Απολλωθέμη, φέρνει -σύμφωνα με τους Θεόφραστο, Ψευδοπλούταρχο και Σιμπλίκιο- ως θεμελιώδη ουσία και αρχή των πάντων, «ΕΞ ΟΥ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΓΙΝΕΤΑΙ», τον Αέρα που με τη σειρά του επιμερίζεται με τη θεϊκή Νόηση σε θνητές μορφές, αλλά παραμένει «ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΙΣΧΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΪΔΙΟΣ ΤΕ ΚΑΙ ΑΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑ ΕΙΔΩΣ» («μεγάλος και δυνατός και αιώνιος και αθάνατος και πολύγνωρος», Σιμπλίκιος στα «Φυσικά», 153, 20).  
 
Τέλος, η από κάποιους πονηρούς αποκαλούμενη περιφρονητικά «λαϊκή» ελληνική κοσμοθέαση -αυτή που βέβαια ανήγειρε Παρθενώνες !-,η οποία και δεχόταν πανελλαδικά ως γνωστόν ότι οι Θεοί δεν δημιούργησαν τον Κόσμο, αλλά αντίθετα γεννήθηκαν μέσα απο τις διεργασίες του και σε κάποια στιγμή απλώς τον κυρίευσαν, υποθέτω ότι μπορεί να δειχθεί αρκετά σωστά από ένα χορικό απόσπασμα των «Ορνίθων» του Αριστοφάνους (γύρω στα 414 π.α.χ.χ.): «ΧΑΟΣ ΗΝ ΚΑΙ ΝΥΞ ΕΡΕΒΟΣ ΤΕ ΜΕΛΑΝ ΠΡΩΤΟΝ ΚΑΙ ΤΑΡΤΑΡΟΣ ΕΥΡΥΣ..» («Στην αρχή υπήρχε το Χάος, η Νύκτα, το μαύρο Ερεβος και ο πλατύς Τάρταρος.. »)  
 
Εκτός από τις θέσεις των μεταομηρικών και προσωκρατικών φιλοσόφων που αναφέραμε πιο πάνω, σαν ενδεικτικές για την αρχαιοελληνική κοσμοθέαση, θα ήθελα ν'αναφέρω εδώ και εκείνες των Ορφικών μυστών, για τον απλό και μόνο λόγο ότι στις μέρες μας επιχειρείται μια άνευ προηγουμένου καπηλεία των δοξασιών τους, επειδη ως μυστηριακές, στο μεγαλύτερο μέρος τους έχουν απωλεσθεί. Έτσι λοιπόν, γίνονται ιδανικό εφαλτήριο για να λέει ο καθένας ό,τι ψέμα θέλει σχετικά με αυτές, ακόμα και το εξωφρενικό ότι τάχα ο Ορφισμός απετέλεσε τον.. Ελληνικό «μονοθεϊσμό» (!!) Ο μαθητής λοιπόν του ίδιου του Ορφέα Μουσαίος φέρνει -σύμφωνα με τον Φιλόδημο στο «Περί Ευσεβείας» (137,5) τα πάντα ως έχοντα δημιουργηθεί από ένα ζεύγος, τον Τάρταρο, δηλαδή το σκότος, και τη Θεά Νύχτα.  
 
Ανάλογη  η  πλήρης  ανυπαρξία  εξωκοσμικού δημιουργού Θεού  και στις ορφικές κοσμογονίες που διέσωσαν μέσα από τις περιγραφές τους οι όψιμοι Νεοπλατωνικοί (4ος-6ος αιώνας μ.α.χ.χ.): Ο Δαμάσκιος στο βιβλίο του «Περί Των Πρώτων Αρχών» (123 και 124) αποδίδει στον Ορφέα μια επίσης εκ Νυκτός Κοσμογονία -που βέβαια με τη σειρά της είχε γεννηθεί προηγουμένως από τον Φάνη, που είχε με τη σειρά του γεννηθεί προηγουμένως από τον Αγήραο Χρόνο. Ο ίδιος διασώζει, στο ίδιο επίσης βιβλίο του, την κεντρική ιδέα των ορφικών θεολογιών του Ιερωνύμου και του Ελλανίκου, όπου το Ύδωρ και η Ύλη εμφανίζονται ως στοιχεία υπάρχοντα «ΕΞ ΑΡΧΗΣ» που με τη σειρά τους γέννησαν τον Αγήραο Χρόνο, γενήτορα στη συνέχεια του Αιθέρος, του Χάους και του Ερέβους και πρόγονο του Κοσμικού Αυγού. Τέλος, ο χριστιανός αλλά με νεοπλατωνικές τάσεις Αθηναγόρας στο «Πρεσβεία Περί ων Χριστιανών" (18) του 2ου αιώνα, φέρνει ως ορφική αρχή των παντων το Υδωρ, από το οποίο γεννήθηκε ο Ηρακλής Χρόνος που γέννησε στη συνέχεια το Κοσμικό Αυγό.  
 
Από την ομηρική εποχή μέχρι τους ζοφερούς χρόνους που οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί τσακίστηκαν από τους Βυζαντινούς και Σελτζούκους Τούρκους κατακτητές -και θάθελα ν'αναφέρω εδώ το συστηματικά αποσιωπημένο ιστορικό γεγονός ότι η Φιλοσοφική Σχολή της Χαρράν, που είχε ιδρυθεί από τον κυνηγημένο από τον αυτοκράτορα Γιουτπράδα (ελληνιστί Ιουστινιανό) διδάσκαλο Σιμπλίκιο, καταστράφηκε από τους Σελτζούκους μόλις τον 11ο αιώνα μ.α.χ.χ. !!- μπορούμε να διακρίνουμε μια συνεχή και απολύτως συνειδητή προσπάθεια απόλυτης συμμόρφωσης της Ελληνικής Σκέψης κι εν γένει Κοσμοαντίληψης με τις απαιτήσεις της αρχής «ΟΥΔΕΝ ΕΞ ΟΥΔΕΝΟΣ». Στο σύνολο της Αρχαιοελληνικής Κοσμοθέασης, φαντάζει έκλαμπρα μια γενική σχεδόν άρνηση ν'αναγνωρίσει αυτή Θεό-Δημιουργό του Κόσμου και μάλιστα από το μηδέν, μια άρνηση που συνιστά μια περί Σύμ-Παντός αντίληψη διαμετρικά αντίθετη προς εκείνη της εβραϊκής και εβραιογεννούς κοσμογονικής μυθολογίας και θρησκείας.  
 
Βλέπουμε λοιπόν ότι στην Αρχαιοελληνική -δηλαδή στην πραγματικά Ελληνική- Κοσμοοθέαση ΔΕΝ υπάρχει πουθενά κάποιος έξωθεν δημιουργός του Κόσμου και συνεπώς μη συμμεριζόμενος την όποια μοίρα του υποτιθέμενου «κτίσματός» του, αλλά κυρίως μη υποκείμενος στον Φυσικό Νόμο, ο οποίος Φυσικός Νόμος σε μια τέτοια περίπτωση θα είχε εκπέσει σε απλό γρανάζι ενός δημιουργημένου, άρα πεπερασμένου και μακροϊστορικά θνητού Κόσμου. Όπως άλλωστε δεν υπήρξε και σε καμμιά προχριστιανική Κοσμοθέαση -πλην βέβαια της Εβραϊκής εκείνης!  
 
Στην Κοσμογονία λ.χ. των Σκανδιναβογερμανών, η οποία για εμάς τους Έλληνες μάλιστα έχει μεγάλο ενδιαφέρον αφού και εκεί συναντάμε επίσης Δωδεκάθεο Πάνθεον (!), είναι εμφανέστατο το ότι ο λεγόμενος Αλφάδερ (Alfader, ο Θεός Tyr ή κατ’ άλλους ο Θεός Odin), ο αρχαιότερος πάντων των Θεών του Άσγκαρντ, που από τις δώδεκα ιδιότητές του γεννήθηκε το Οδινιστικό Πάνθεον, ως κατοικών μέσα στη Φύση και άρα σαφώς ταυτιζόμενος με αυτήν, καμμιά απολύτως σχέση δεν μπορεί να έχει με τον «έξωθεν» και «εκ του μηδενός ή μη όντος» υποτιθέμενο πλάστη της εβραϊκής μυθολογίας Ιαχωβά. Όπως δεν έχει σχέση και ο σαφέστατα γεννημένος Αγήραος Χρόνος των Ορφικών, ή ο επίσης σαφέστατα γεννημένος Υψιμέδων Ζεύς του Ολυμπίου Πανθέου.  
 
Το δίλημμα «Ένας ή Πολλοί Θεοί ;» λοιπόν, είναι πέρα για πέρα ψευδές και οδηγεί την ανθρώπινη φιλοσοφική και θεολογική σκέψη σε πλήρη αποπροσανατολισμό. Απευθύνεται σε νηπιώδη μυαλά που ωστόσο η κυρίαρχη ιδεολογία έχει φροντίσει από πριν να τα υποβιβάσει σε τέτοια. Απευθύνεται σε μη σκεπτόμενους ανθρώπους που εσαεί θα τους εξαπατούν, κρύβοντάς τους συστηματικά το κέντρο βάρους των Συμ-Πάντων πραγμάτων. Πίσω από τον τόσο.. «αθώο» Ένα και Μόνο Θεό Ιαχωβά των παραπλανητικά αποκαλουμένων «Μονοθεϊστών» κρύβεται η πεμπτουσία του Ολοκληρωτισμού. 
 
Ενας Θεός έξω από κάθε νόμο, του Φυσικού εκείνου συμπεριλαμβανομένου, άρα ένας Θεός ανεξέλεγκτος. Ένας Θεός που αφού τάχα δημιούργησε αυτός τον Κόσμο, μπορεί και δικαιούται ανά πάσα στιγμή να τον καταστρέψει δίχως καμμιά απολύτως συνέπεια γι'αυτόν. Με το «έτσι θέλω». Ένας Θεός που δεν έχει καμμιά Μοίρα, Αδράστεια, Ανάγκη, ή απλό «αντιπεπονθός» (εκ του «αντί-πάσχω») πάνω από το κεφάλι του για να τον ελέγχει και να τον κρατάει μακρυά από εξουσιαστικές παρεκτροπές και υπερβολές. Ένας αλαζονικός Θεός που κυριολεκτικά φτύνει τόσο την υφάντρια της θεϊκής ειμαρμένης Θέμιδα (Θεών Μίτος) οσο και τις τρείς σεπτές κόρες της, δηλαδή την Ευνομία, τη Δίκη και την Ειρήνη. Ένας Θεός-Αφέντης, ένας πραγματικός δικτάτορας των Ουρανών. Του οποίου ακόμα και το επίπλαστο και γι'αυτό γελοιωδέστατο -τουλάχιστον για εμάς τους κατά τα πάτρια Έλληνες- ..«αντίπαλο δέος», ο εβραϊκής κατασκευής Σατάν, Διάβολος ή Σεϊτάν, το μόνο που μοιάζει να θέλει, δεν είναι παρά το να γίνει.. δικτάτορας στη θέση του δικτάτορα, ένας Ιωσήφ Τζουγκατσβίλι Στάλιν, κόκκινος τύραννος στη θέση του προηγούμενου τσαρικού. Ήθη δούλων, κοσμοαντιλήψεις δούλων, δεισιδαιμονίες δούλων.  
 
Οι θεοδίδακτοι πρόγονοί μας, οι αληθινοί αυτοί Έλληνες, συνέλαβαν και πολύ συχνά πραγμάτωσαν πετυχημένα στην καθημερινή τους ζωή, σε γήϊνα φυσικά μέτρα, ιερές συμπαντικές έννοιες όπως Ευνομία, Δίκη, Αρμονία, Πολυμέρεια, Ελευθερία και Ισοπολιτεία, μόνο γιατί προηγουμένως είχαν κατορθώσει να τις ανιχνεύσουν και να τις αναγνωρίσουν στον πανίερο όλυμπο κόσμο όπου κατοικούσαν οι εθνικοί Θεοί τους. «Όπως και πάνω έτσι και κάτω», όπως θάλεγε ένας σύγχρονος εραστής των «εσωτερικών» λεγόμενων επιστημών ή ΕΠΟΥ ΘΕΟΙΣ όπως θάλεγε με τελείως διαφορετικό τρόπο ο δικός μας Ομηρος, που από την εποχή του κιόλας το άκρον άωτον της ηθικής και του «Κατά Φύσιν Ζείν» δεν ήταν άλλο από την ομοίωση «τώ Θεώ». Μία αντίληψη που επεβίωσε μέχρι την ύστατη αρχαιότητα έως το τολμηρό «ΘΕΟΙΣ ΣΥΖΕΙΝ» των Στωϊκών (Γιατί για τον Ελληνα, ο άνθρωπος οφείλει πάντοτε να φαντάζεται εαυτόν ενώπιον των Θεών του και τους Θεούς του ενώπιόν του)  
 
Σήμερα, περισσότερο παρά ποτέ πριν, είναι επείγουσα η ανάγκη επαναφοράς στο προσκήνιο των επί γής συμβαινόντων, ενός Άλλου Ανθρώπου. Αρχαιότροπου, Φιλοσόφου και προπαντός Ηθικού με την έννοια του «ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΖΕΙΝ» που μόλις αναφέραμε. Ενός Άλλου Ανθρώπου για τον οποίο όπως και για τους προγόνους μας πραγματικούς Ελληνες, ΑΥΤΗ Η ΙΔΙΑ Η ΦΥΣΗ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΘΕΩΝ, ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ, όντας εκδηλωμένο και πραγματωμένο Θείο. Και μέσα σε αυτό το κατεπείγον των καιρών, ποιά άραγε απύθμενη αφέλεια -και ίσως τύφλωση- χρειάζεται για να εξξακολουθούν να ελπίζουν κάποιοι ότι τάχα θα μπορέσουν ποτέ να λειτουργήσουν ελευθεριακά και με σεβασμό προς τη Μητέρα Φύση, ανθρώπινες κοινωνίες που το συλλογικό τους ασυνείδητο έχει αποδεδειγμένα «κουρδιστεί» εντέχνως στο να πιστεύει τυφλά σε μια έξω από τον Φυσικό Νόμο τυραννία στη σφαίρα του θεϊκού, σε μία κατεξοχήν και κατά κυριολεξία ΥΒΡΗ;  
 
Σε αυτό το ομολογουμένως σκληρό ερώτημα, στο επίσης όμως σκληρό Εδώ και Τώρα, όπου πλέον η οικολογική και όχι μόνον Νέμεσις ήδη στέκει προ των πυλών, εγώ δεν θα ήθελα να προκαταλάβω κανέναν. Ας απαντήσει ο καθένας μας στον εαυτό του και κατά την κρίση του.  
 
_________________________  
 
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: 
 
(α) «..ΟΜΗΡΟΣ (ΟΣ) ΕΙΠΩΝ “ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΘΕΩΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΘΥΝ” ΠΑΝΤΑ ΕΙΡΗΚΕΝ ΕΚΓΟΝΑ ΡΟΗΣ ΤΕ ΚΑΙ ΚΙΝΗΣΕΩΣ» («..ο Όμηρος ο οποίος έχει πεί “τον Ωκεανό πρόγονο των Θεών και την Τηθύν μητέρα τους” υποστήριξε ότι τα πάντα προέρχονται από τη ροή και την κίνηση») επίσης στον «Κρατύλο» (402 b) «ΩΣΠΕΡ ΑΥ ΟΜΗΡΟΣ “ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΘΕΩΝ ΓΕΝΕΣΙΝ” ΦΗΣΙΝ “ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΘΥΝ”..»  
 
(β) «ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΓΑΡ ΚΑΙ ΤΗΘΥΝ ΕΠΟΙΗΣΑΝ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΠΑΤΕΡΑΣ ΚΑΙ ΟΡΚΟΝ ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΥΔΩΡ, ΤΗΝ ΚΑΛΟΥΜΕΝΗΝ ΥΠ’ ΑΥΤΩΝ ΣΤΥΓΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ» («Γιατί αυτοί έγραψαν ότι ο Ωκεανός και η Τηθύς υπήρξαν οι γεννήτορες του Κόσμου και ότι ό όρκος των Θεών είναι το νερό, αυτό που απεκάλεσαν Στύγα όπως και οι ποιητές»)  
 
(γ) «ΕΙΜΙ ΓΑΡ ΟΨΟΜΕΝΗ ΠΟΛΥΦΟΡΒΟΥ ΠΕΙΡΑΤΑ ΓΑΙΗΣ, ΩΚΕΑΝΟΝ ΤΕ ΘΕΩΝ ΓΕΝΕΣΙΝ ΚΑΙ ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΘΥΝ» («Πηγαίνω λοιπόν στα πέρατα της πολύτροφης γής (εγώ η Θεά Ήρα), τον Ωκεανό, των Θεών τον πρόγονο να δώ και την Τηθύ τη μάνα») «Ιλιάς» Ξ 200  
 
(δ) «Η ΤΟΙ ΜΕΝ ΠΡΩΤΙΣΤΑ ΧΑΟΣ ΓΕΝΕΤ’, ΑΥΤΑΡ ΕΠΕΙΤΑ / ΓΑΙ’ ΕΥΡΥΣΤΕΡΝΟΣ, ΠΑΝΤΩΝ ΕΔΟΣ ΑΣΦΑΛΕΣ ΑΕΙ / ΤΑΡΤΑΡΑ Τ’ ΗΕΡΟΕΝΤΑ ΜΥΧΩΙ ΧΘΟΝΟΣ ΕΥΡΥΟΔΕΙΗΣ / ΗΔ’ ΕΡΟΣ, ΟΣ ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΕΝ ΑΘΑΝΑΤΟΙΣΙ ΘΕΟΙΣΙ / ΛΥΣΙΜΕΛΗΣ, ΠΑΝΤΩΝ ΔΕ ΘΕΩΝ ΠΑΝΤΩΝ Τ’ ΑΝΘΡΩΠΩΝ / ΔΑΜΝΑΤΑΙ ΕΝ ΣΤΗΘΕΣΣΙ ΝΟΟΝ ΚΑΙ ΕΠΙΦΡΟΝΑ ΒΟΥΛΗΝ» («Και λοιπόν πρώτα από όλα το Χάος εγεννήθη και μετά /  η πλατύστερνη Γαία, η αιώνια και ασφαλής έδρα των πάντων / και ο σκοτεινός Τάρταρος σε μια τρύπα στα έγκατα της απλωμένης γής / και ο Έρως, ο πιό όμορφος ανάμεσα στους Αθάνατους Θεούς / που τα μέλη παραλύει σε Θεούς και σε ανθρώπους / που υποτάσσει τα στήθη, το μυαλό και τη σύνεση»)  
 
(ε) «ΛΕΓΕΙ ΟΥΝ Ο ΑΛΚΜΑΝ ΤΗΝ ΥΛΗΝ ΠΑΝΤΩΝ ΤΕΤΑΡΑΓΜΕΝΗΝ ΚΑΙ ΑΠΟΗΤΟΝ. ΕΙΤΑ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΤΙΝΑ ΦΗΣΙΝ ΤΟΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑ ΠΑΝΤΑ, ΕΙΤΑ ΓΕΝΕΣΘΑΙ ΠΟΡΟΝ, ΤΟΥ ΔΕ ΠΟΡΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗΣΑΙ ΤΕΚΜΩΡ. ΚΑΙ ΕΣΤΙΝ Ο ΜΕΝ ΠΟΡΟΣ ΟΙΟΝ ΑΡΧΗ, ΤΟ ΔΕ ΤΕΚΜΩΡ ΟΙΟΝΕΙ ΤΕΛΟΣ. ΤΗΣ ΘΕΤΙΔΟΣ ΔΕ ΓΕΝΟΜΕΝΗΣ ΑΡΧΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ ΤΑΥΤΑ ΠΑΝΤΩΝ ΕΓΕΝΕΤΟ..» («Λέει λοιπόν ο Αλκμάν ότι η ύλη όλων των πραγμάτων ήταν αποίητη και ασαφής. Έπειτα, λέει, ότι γεννήθηκε κάποιος που μορφοποίησε τα πάντα και στη συνέχεια δημιουργήθηκε μία αφετηρία, όταν δε παρήλθε αυτή η αφετηρία επακολούθησε ένα τέρμα. Και η αφετηρία αυτή ήταν σαν ένα ξεκίνημα, ενώ το τέρμα εκείνο σαν μια ολοκλήρωση. Όταν δε γεννήθηκε η Θεά Θέτις, αυτά εξελίχθηκαν σε αρχή και τέλος πάντων των πραγμάτων..»)  
 
(ς) «ΣΩΖΕΤΑΙ ΔΕ ΤΟΥ ΣΥΡΙΟΥ ΤΟ ΤΕ ΒΙΒΛΙΟΝ Ο ΣΥΝΕΓΡΑΨΕΝ ΟΥ Η ΑΡΧΗ “ΖΑΣ ΜΕΝ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ ΗΣΑΝ ΑΕΙ ΚΑΙ ΧΘΟΝΙΗ. ΧΘΟΝΙΗΙ ΔΕ ΟΝΟΜΑ ΕΓΕΝΕΤΟ ΓΗ, ΕΠΕΙΔΗ ΑΥΤΗΙ ΖΑΣ ΓΗΝ ΓΕΡΑΣ ΔΙΔΟΙ”..» («Σώζεται δε και το βιβλίο που συνέγραψε ο Σύριος συγγραφέας και που αρχίζει με το “ο Ζεύς και ο Χρόνος υπήρχαν από πάντοτε και το ίδιο υπήρχε η Χθονία. Και στη Χθονία δόθηκε δε το όνομα Γή, επειδή γή ο Ζεύς ήρθε να της δωρίσει”.. ») επίσης στο «Περί Πρώτων Αρχών» (124) του νεοπλατωνικού Δαμασκίου: «ΦΕΡΕΚΥΔΗΣ ΔΕ Ο ΣΥΡΙΟΣ ΖΑΝΤΑ ΜΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΕΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΝ ΚΑΙ ΧΘΟΝΙΑΝ ΤΑΣ ΠΡΩΤΑΣ ΑΡΧΑΣ.. ΤΟΝ ΔΕ  ΧΡΟΝΟΝ ΠΟΙΗΣΑΙ ΕΚ ΤΟΥ ΓΟΝΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΠΥΡ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΥΔΩΡ.. ΕΞ ΩΝ ΕΝ ΠΕΝΤΕ ΜΥΧΟΙΣ ΔΙΗΙΡΗΜΕΝΩΝ ΠΟΛΛΗΝ ΑΛΛΗΝ ΓΕΝΕΑΝ ΣΥΣΤΗΝΑΙ ΘΕΩΝ, ΤΗΝ ΠΕΝΤΕΜΥΧΟΝ ΚΑΛΟΥΜΕΝΗΝ, ΤΑΥΤΟΝ ΔΕ ΙΣΩΣ ΕΙΠΕΙΝ ΠΕΝΤΕΚΟΣΜΟΝ» («Ο Σύριος Φερεκύδης έλεγε ότι ο Δίας υπήρχε ανέκαθεν καθώς και ο Χρόνος και η Χθονία που μαζί αποτελούσαν τις Πρώτες Αρχές.. και ότι ο Χρόνος δημιούργησε από το ίδιο το σπέρμα του φωτιά, αέρα και νερό.. από τα οποία στοιχεία, όταν αυτά διαιρέθηκαν στη συνέχεια σε πέντε μυχούς, δημιουργήθηκε μια θεϊκή γενεά πολυπληθής, η λεγόμενη Πεντάμυχη, η ίδια ίσως που ελέχθη και Πεντάκοσμη»)  
 
(ζ) «ΕΝ ΔΕ ΤΟΙΣ ΕΙΣ ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΝ (ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΟΙΣ ΕΠΕΣΙΝ) ΕΞ ΑΕΡΟΣ ΚΑΙ ΝΥΚΤΟΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΥΣΤΗΝΑΙ..» («Στα δε αποδιδόμενα στον Επιμενίδη έπη, τα πάντα σχηματίστηκαν από τον Αέρα και τη Νύκτα..»)  
 
(η) «ΑΚΟΥΣΙΛΑΟΣ ΔΕ ΕΚ ΧΑΟΥΣ (ΦΗΣΙ) ΠΡΩΤΟΥ ΤΑΛΛΑ» («ο δε Ακουσίλαος (λέει) ότι όλα από το Χαός προήλθαν που υπήρξε πρωτογέννητο»)  
 
(θ) Σχολιάζει σχετικά ο Αριστοτέλης στα «Μεταφυσικά» του: «ΛΑΒΩΝ ΙΣΩΣ (ΘΑΛΗΣ) ΤΗΝ ΥΠΟΛΗΨΙΝ ΤΑΥΤΗΝ ΕΚ ΤΟΥ ΠΑΝΤΩΝ ΟΡΑΝ ΤΗΝ ΤΡΟΦΗΝ ΥΓΡΑΝ ΟΥΣΑΝ ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΘΕΡΜΟΝ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΓΙΝΟΜΕΝΟΝ ΚΑΙ ΤΟΥΤΩΙ ΖΩΝ (ΤΟ Δ’ ΕΞ ΟΥ ΓΙΓΝΕΤΑΙ, ΤΟΥΤ’ ΕΣΤΙΝ ΑΡΧΗ ΠΑΝΤΩΝ), ΔΙΑ ΤΕ ΔΗ ΤΟΥΤΟ ΤΗΝ ΥΠΟΛΗΨΙΝ ΛΑΒΩΝ ΤΑΥΤΗΝ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΟ ΠΑΝΤΩΝ ΤΑ ΣΠΕΡΜΑΤΑ ΤΗΝ ΦΥΣΙΝ ΥΓΡΑΝ ΕΧΕΙΝ. ΤΟ Δ’ ΥΔΩΡ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΕΣΤΙ ΤΟΙΣ ΥΓΡΟΙΣ .. » («Αντλήσας ίσως αυτή την αντίληψη ο Θαλής από την παρατήρηση ότι η τροφή όλων των όντων είναι υγρή και επίσης από το ότι και αυτό ακόμη το θερμό από το νερό ζεί (και αυτό δε από το οποίο τα πάντα δημιουργούνται, αυτό είναι και η πρώτη αρχή) όσο και από την παρατήρηση ότι όλα τα κάθε είδους σπέρματα είναι από τη φύση τους υγρά. Το δε νερό αποτελεί τη φυσική αρχή του κάθε υγρού..»)  
 
(ι) «..ΤΟΥ ΔΕ ΑΠΕΙΡΟΥ ΟΥΚ ΕΣΤΙΝ ΑΡΧΗ.. ΑΛΛ’ ΑΥΤΗ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ ΕΙΝΑΙ ΔΟΚΕΙ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΕΙΝ ΑΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΥΒΕΡΝΑΝ..  ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΓΑΡ ΚΑΙ ΑΝΩΛΕΘΡΟΝ,  ΩΣΠΕΡ ΦΗΣΙΝ Ο ΑΝΑΞΙΜΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΛΕΙΣΤΟΙ ΤΩΝ ΦΥΣΙΟΛΟΓΩΝ» («.. το δε Άπειρον δεν έχει αρχή.. Φαίνεται αντιθέτως ότι αυτό είναι όλων των άλλων η αρχή και τα πάντα αυτό περιέχει και εξουσιάζει.. γιατί είναι αθάνατο και άφθαρτο, όπως λέει ο Αναξίμανδρος και οι περισσότεροι από τους φυσιολόγους φιλόσοφους» Αριστοτέλης, «Φυσικά» Γ 4, 203)  
 
(κ) «ΑΝΑΞΙΜΕΝΗΣ ΤΟΝ ΑΕΡΑ (ΘΕΟΝ ΕΙΝΑΙ ΦΗΣΙ). ΔΕΙ Δ’ ΥΠΑΚΟΥΕΙΝ ΕΠΙ ΤΩΝ ΟΥΤΩΣ ΛΕΓΟΜΕΝΩΝ ΤΑΣ ΕΝΔΙΗΚΟΥΣΑΣ ΤΟΙΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟΙΣ Ή ΤΟΙΣ ΣΩΜΑΣΙ ΔΥΝΑΜΕΙΣ» («Ο Αναξιμένης αποκαλεί Θεό τον Αέρα. Πρέπει δε να καταλαβαίνουμε από τέτοιες ρήσεις ότι γίνεται αναφορά στις δυνάμεις που διαποτίζουν τα διάφορα στοιχεία ή σώματα», Αέτιος, Α 7,13) και στον ίδιο συγγραφέα επίσης, στο σημείο (Α 3,4)«..ΑΡΧΗΝ ΤΩΝ ΟΝΤΩΝ ΑΕΡΑ ΑΠΕΦΗΝΑΤΟ. ΕΚ ΓΑΡ ΤΟΥΤΟΥ ΠΑΝΤΑ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΕΣ ΑΥΤΟΝ ΠΑΛΙΝ ΑΝΑΛΥΕΣΘΑΙ» («.. Αποφάνθηκε (ο Αναξιμένης) ότι η αρχή όλων των υπαρχόντων είναι ο Αέρας. Γιατί από αυτόν γεννιούνται τα πάντα και σε αυτόν όλα αποσυντίθενται»)  
 
(λ) «ΟΥΛΟΣ ΟΡΑΙ, ΟΥΛΟΣ ΔΕ ΝΟΕΙ, ΟΥΛΟΣ ΔΕ Τ’ ΑΚΟΥΕΙ» («Βλέπει ολόκληρος, σκέφτεται ολόκληρος και ακούει ολόκληρος», Σέξτος Εμπειρικός «Προς Μαθηματικούς» ΙΧ 144)  
 
(μ) «ΚΟΣΜΟΝ ΤΟΝΔΕ ΟΥΤΕ ΤΙΣ ΘΕΩΝ ΟΥΤΕ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΕΠΟΙΗΣΕΝ, ΑΛΛ’ ΗΝ ΑΕΙ ΚΑΙ ΕΣΤΙΝ ΚΑΙ ΕΣΤΑΙ. ΠΥΡ ΑΕΙΖΩΟΝ, ΑΠΤΟΜΕΝΟΝ ΜΕΤΡΑ ΚΑΙ ΑΠΟΣΒΕΝΝΥΜΕΝΟΝ ΜΕΤΡΑ» (Κλήμης Αλεξανδρεύς, «Στρωματείς» V 104, 1)  
 
(ν) Σιμπλίκιος, «Φυσικά», 78, 5-6  
 
(ξ) «ΤΕΣΣΑΡΑ ΓΑΡ ΠΑΝΤΩΝ ΡΙΖΩΜΑΤΑ ΠΡΩΤΟΝ ΑΚΟΥΕ. /  ΖΕΥΣ ΑΡΓΗΣ ΗΡΗ ΤΕ ΦΕΡΕΣΒΙΟΣ ΗΔ’ ΑΙΔΩΝΕΥΣ /  ΝΗΣΤΙΣ Θ’ Η ΔΑΚΡΥΟΙΣ ΤΕΓΓΕΙ ΚΡΟΥΝΩΜΑ ΒΡΟΤΕΙΟΝ» (Αέτιος, Ι, 3, 20) και «ΚΑΙ ΤΑΥΤ’ ΑΛΑΣΣΟΝΤΑ ΔΙΑΜΠΕΡΕΣ ΟΥΔΑΜΑ ΛΗΓΕΙ / ΑΛΛΟΤΕ ΜΕΝ ΦΙΛΟΤΗΤΙ ΣΥΝΕΡΧΟΜΕΝ’ ΕΙΣ ΕΝ ΑΠΑΝΤΑ / ΑΛΛΟΤΕ Δ’ ΑΥ ΔΙΧ’ ΕΚΑΣΤΑ ΦΟΡΕΥΜΕΝΑ ΝΕΙΚΕΟΣ ΕΧΘΕΙ» («Και ποτέ δεν λήγει αυτή η εναλλαγή / άλλοτε η φιλότητα συνενώνει όλα τα πράγματα σε ένα / και άλλοτε η έχθρα της φιλονικίας τα διαλύει», Σιμπλίκιος, «Φυσικά» 158, 6-8)  
 
(ο) «ΟΥΤΟΣ ΕΦΗ ΤΗΝ ΜΙΞΙΝ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΟΜΟΙΩΣ ΑΝΑΞΑΓΟΡΑΙ ΤΑΣ ΔΕ ΑΡΧΑΣ ΩΣΑΥΤΩΣ. ΟΥΤΟΣ ΔΕ ΤΩΙ ΝΩΙ ΕΝΥΠΑΡΧΕΙΝ ΤΙ ΕΥΘΕΩΣ ΜΙΓΜΑ, ΕΙΝΑΙ Δ’ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΟ ΑΠΟΚΡΙΝΕΣΘΑΙ ΕΠ’ ΑΛΛΗΛΩΝ ΤΟ ΘΕΡΜΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΨΥΧΡΟΝ, ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΝ ΘΕΡΜΟΝ ΚΙΝΕΙΣΘΑΙ, ΤΟ ΔΕ ΨΥΧΡΟΝ ΗΡΕΜΕΙΝ..» (« Αυτός (ο Αρχέλαος) εξήγησε τη φύση της ύλης όμοια με τον Αναξαγόρα και με τις ίδιες αρχές. Έλεγε όμως αυτός ότι εξ αρχής ενυπήρχε στον Νού μία κάποια ύλη, η δε αφετηρία της κίνησής της υπήρξε ο αποχωρισμός του θερμού και του ψυχρού στοιχείου της, από τα οποία το μεν θερμό κινείται το δε ψυχρό παραμένει σε ηρεμία..», Ιππόλυτος «Έλεγχος» Ι, 9, 1)   

Η ΨΥΧΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΩΤΙΝΟ - ΕΝΝΕΑΔΑ 4Η

$
0
0


Τι είμαστε τελικά;

Είμαστε μόνο σάρκα και οστά; Κι αν ναι, τότε τι είναι αυτό που ορίζει αυτό το σώμα, να είναι ό,τι είναι και να πράττει όπως πράττει; Και αν υπάρχει κάτι πέρα απ'αυτό που κατευθύνει όλα αυτά, τι είναι αυτό, αν όχι σώμα, και από πού προέρχεται; Και αν πάλι είμαστε αυτό που είναι πέραν του σώματος, ποια είναι η ανάγκη του να βρισκόμαστε σε σώμα;


Μία ενδόμυχη αναζήτηση χωρίς τέλος. Όμοια όπως κι εμείς τώρα, επιδόθηκαν κι άλλοι κατά το παρελθόν σ'αυτού του είδους την αναζήτηση του εαυτού, όπως θα ακολουθήσουν κι άλλοι πολλοί μετά από εμάς και θα συνεχιστεί έτσι έως ότου πάψουν να υπάρχουν άνθρωποι εντός του κόσμου αυτού.

Το ζήτημα είναι πως ακόμα κι αν λάβεις κάποιες από τις απαντήσεις που ζητάς, πώς θα μπορέσεις να τις μεταφέρεις σε λόγια χωρίς να στρεβλώσεις το νόημά τους. Παρ'όλα αυτά υπήρξαν κάποιοι που κατόρθωσαν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό να καταγράψουν την προσπάθειά τους αυτή, αφήνοντάς την ως παρακαταθήκη στους επόμενους αναζητητές. Ανάμεσά τους υπήρξε και ο Πλωτίνος, ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους του ρεύματος του Νεοπλατωνισμού.

ΕΝΝΕΑΣ ΤΕΤΑΡΤΗ

Πρόκειται να αναφερθούμε στην 4η Εννεάδα του Πλωτίνου η οποία περιέχει εννέα πραγματείες αφιερωμένες στην ψυχή. Ας ακολουθήσουμε, λοιπόν, το στοχασμό του Πλωτίνου, ξεκινώντας από τις δύο πρώτες πραγματείες (1) οι οποίες αναφέρονται στην ουσία της ψυχής και από πού η ψυχή προέρχεται.

Ο Πλωτίνος διαχωρίζει τον κόσμο σε νοητό και αισθητό. Περιγράφει ότι η αληθινή ουσία βρίσκεται στο νοητό κόσμο και θεωρεί ότι το ανώτερο μέρος αυτού, «το άριστο» όπως ακριβώς το αναφέρει, είναι ο νους (2). Λέει λοιπόν ότι οι ψυχές βρίσκονται στον νοητό κόσμο και από εκεί ήρθαν εδώ. Επισημαίνει πως εκείνος ο κόσμος έχει ψυχές χωρίς σώματα, ενώ αυτός ο κόσμος (αισθητός), ο εκδηλωμένος κόσμος δηλαδή λαμβάνει ψυχές προορισμένες να γίνονται εντός των σωμάτων και κατανεμήθηκαν έτσι σε σώματα. Στον νοητό κόσμο ο νους είναι μια ολότητα και όχι διαχωρισμένος σε μέρη και όλες οι ψυχές μαζί βρίσκονται στον κόσμο αυτό ο οποίος είναι αιωνιότητα, πέρα από τον χώρο και το χρόνο.

Παρουσιάζει τον νου πάντοτε αδιαχώριστο και αδιαίρετο. Και την ψυχή αδιαχώριστη και αδιαίρετη μέσα στον νοητό κόσμο, αλλά ότι η φύση της είναι να μερίζεται, εννοώντας ότι η διαίρεσή της είναι ουσιαστικά η απομάκρυνσή της από τον νου και η έλευσή της σε σώμα. Η ψυχή είναι αδιαίρετη και διαιρετή συγχρόνως. Τοποθετεί λοιπόν την ψυχή στον νοητό κόσμο, η οποία παρόλο που διαιρείται και με αυτόν τον τρόπο κατέρχεται στα υλικά σώματα του αισθητού κόσμου, ένα κομμάτι της μένει πάντοτε στον νοητό κόσμο. Έτσι η ψυχή έχοντας σαν κέντρο το αδιαίρετο κομμάτι της, εκτείνεται σαν μία γραμμή. Κατερχόμενη στον αισθητό κόσμο, το στοιχείο της ψυχής που διαιρείται, διαιρείται αδιαίρετα. Δίνει δηλ. τον εαυτό της στο όλον σώμα οπότε και δεν διαιρείται, με το να δίνεται όλη στο όλον, ενώ διαιρείται με το να είναι παρούσα σε κάθε μέρος του. Δεν διαιρείται δηλ. ουσιαστικά αλλά φαινομενικά.

Ο Πλωτίνος συνοψίζει λέγοντας σύμφωνα με τα όσα ειπώθηκαν ότι η ψυχή δεν είναι σώμα, ούτε αρμονία στον κόσμο των ασωμάτων και ότι όσον αφορά την ουσία της, αυτή ανήκει στη νοητή φύση και στην «θεϊκή μοίρα» και η προέλευσή της αυτή, δηλώνει σαφέστατα την ουσία της.

Ακολουθώντας έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης, αναζητά και πάλι τα χαρακτηριστικά της φύσης της ψυχής. Εξετάζει δύο αντίθετες μεταξύ τους ουσίες. Πρώτα εξετάζει την ουσία που αποτελεί τον αισθητό κόσμο, δηλαδή τον απτό εκείνο κόσμο που λαμβάνουμε ως πραγματικό. Όπου στο σύνολό του εμπεριέχει πράγματα-αντικείμενα ξέχωρα μεταξύ τους, που δηλώνουν τη διαιρετότητα στη φύση τους και που λαμβάνουμε την ύπαρξή τους με τις πέντε αισθήσεις μας.

Στον αισθητό λοιπόν κόσμο σύμφωνα με τον Πλωτίνο, υπάρχουν πράγματα τα οποία λόγω της φύσης τους είναι πρωταρχικώς διαιρετά και υποκείμενα σε διασπορά. Κανένα μέρος τους δεν είναι το ίδιο με κάποιο άλλο μέρος, ούτε σαφώς και με το όλον και κατ'επέκτασιν το κάθε μέρος τους πρέπει να είναι «λιγότερο από το παν και το όλον». Αυτά είναι τα αισθητά μεγέθη και οι όγκοι, καθένα των οποίων έχει τον δικό του ξεχωριστό χώρο και δεν είναι δυνατόν να βρίσκεται το ίδιο πράγμα σε διαφορετικούς τόπους ταυτοχρόνως.

Ο Πλωτίνος συνεχίζει λέγοντας ότι υπάρχει και μια άλλη ουσία αντίθετη προς αυτήν από την οποία αποτελείται ο αισθητός κόσμος. Αυτή η άλλη ουσία (νους) έχει τέτοια φύση, όπου δεν επιδέχεται κατά κανένα τρόπο μερισμό, είναι χωρίς μέρη και χωρίς δυνατότητα μερισμού, δηλαδή δεν υφίσταται σε χωριστότητα. Δεν επιδέχεται επίσης καμιάς διάστασης γιατί δεν χρειάζεται χώρο. Είναι η αρχή (ο λόγος) ύπαρξης κάθε όντος. Στο σημείο αυτό δίνει (ο Πλωτίνος) καταπληκτικό παράδειγμα προς κατανόηση του γεγονότος αυτού. Παρουσιάζει την ουσία αυτή με το κέντρο ενός κύκλου, ένα σημείο χωρίς μέρη, με το οποίο συνάπτονται όλες οι ακτίνες (οντότητες-ψυχές) και κατευθύνονται προς την κυκλική περιφέρεια, έλκοντας τη γένεσή τους και την ύπαρξή τους από αυτό. Είναι ένα πρωταρχικώς αδιαίρετο ον, που προΐσταται στα νοητά και στα πραγματικά.

Τοποθετεί την ψυχή ως μια ουσία που βρίσκεται ενδιάμεσα στις δύο προηγούμενες (νου και αισθητό κόσμο), λέγοντας ότι είναι εκείνο που υπάρχει ανάμεσα στα αισθητά και σ'εκείνη την απολύτως αδιαίρετη φύση και φέρει σε ένωση αυτές τις δύο άκρως αντίθετες φύσεις. Αυτό το πραγματοποιεί γιατί μπορεί να μετέχει και στις δύο φύσεις, χάριν στο γεγονός ότι μπορεί να είναι συγχρόνως διαιρετή και αδιαίρετη (3).

Συνεχίζει αναπτύσσοντας τα χαρακτηριστικά που έχει η ψυχή όντας μεριστή ουσία μέσα στον κόσμο των σωμάτων και όντας αμέριστη μέσα στην ουσία απ'όπου κατάγεται. Η ψυχή, λοιπόν, ενώ πρωταρχικά είναι αμέριστη ουσία γίνεται μεριστή με την επέλευσή της στα σώματα, αφού αυτά δεν μπορούν να τη δεχτούν χωρίς μερισμό. Μ'αυτόν τον τρόπο είναι πάνω από αυτά, κοντά σ'αυτά και μέσα σ'αυτά. Όταν τα σώματα διαιρούνται, διαιρείται κι εκείνη αλλά συνεχίζει να αποτελεί ένα όλον σε κάθε ένα διαιρεμένο μέρος, παρόλο που γίνεται πολλά παραμένει πάντα το ίδιο. Δίνοντας τον εαυτό της στο όλον δεν απομακρύνεται από το να είναι μία και μοναδική. Πολύ ποιητικά, ο Πλωτίνος, επαναλαμβάνει πολλές φορές αυτό το ίδιο γεγονός, μέχρι να μπορέσει να αποτυπωθεί καλά μέσα στον ανθρώπινο νου. Σ'ένα σημείο του έργου, λέει κατά λέξη: «ενώ δεν έχει μέγεθος, συνυπάρχει με κάθε μέγεθος, και, ενώ είναι εδώ, είναι πάλι και εκεί, όχι με κάποιο άλλο μέρος της αλλά με το ίδιο. Ώστε διαιρείται και δεν διαιρείται.» (2.1.70)

Με την πολλαπλή της ενότητα η ψυχή χορηγεί ζωή σε όλα τα μέρη, ενώ με την αδιαίρετη ενότητά της τα κατευθύνει με φρόνηση. Συγχρόνως με την παρουσία της στον αισθητό κόσμο, μπορεί να βρίσκεται και κοντά σ'εκείνη την απόλυτα αδιαίρετη ουσία, που της προσδίδει τον αδιαίρετο χαρακτήρα και από την οποία κατάγεται, όντας η συνέχειά της και έχοντας το έναυσμα από εκείνη σπεύδει από τη μία προς την άλλη φύση και εγκαθιστά τον εαυτό της στο μέσο των δύο.

Ο Πλωτίνος ολοκληρώνει την ενότητα αυτή του έργου του (2. ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ) παραθέτοντας μια φράση από τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα, χαρακτηρίζοντάς την θεϊκή.
Διαβάζοντας τη φράση αυτή καταλαβαίνει κανείς ότι από εκεί προέρχεται η κύρια έμπνευσή του, όσον αφορά την περιγραφή της ουσίας της ψυχής: «Ανάμεσα σ'αυτήν που είναι αδιαίρετη και σ'αυτήν που γίνεται διαιρετή και μεταβλητή στην περιοχή των σωμάτων ανέμειξε (ο δημιουργός) ένα τρίτο είδος ουσίας που αποτελείται τόσο από το αμετάβλητο όσο και από το μεταβλητό.» (Πλάτων, Τίμαιος, 35 α). Θα συνεχίσουμε εξετάζοντας τις τρεις επόμενες πραγματείες του έργου 3, 4 και 54. Σ'αυτά τα τρία μέρη του έργου του, ο Πλωτίνος, θέτει ερωτήματα σε μορφή στοχασμού και στη συνέχεια απαντά σε αυτά παραθέτοντας το συλλογισμό του με διττό τρόπο, δηλαδή από το αποτέλεσμα οδηγείται στην αιτία και από την αιτία και πάλι στο αποτέλεσμα, επιβεβαιώνοντας και πιστοποιώντας κατ'αυτόν τον τρόπο τη θεώρησή του. Ο Πλωτίνος σημειώνει ότι είναι απόλυτα λογικό να διαθέτουμε τον χρόνο μας σε αυτού του είδους τη μελέτη γιατί μέσα από αυτήν, εκτός των άλλων, λαμβάνουμε γνώση διπλής κατευθύνσεως (αιτιατού και αποτελέσματος). Λέγοντας ακόμη ότι με αυτόν τον τρόπο επίσης υπακούμε στην «εντολή του θεού», που προτρέπει να γνωρίσουμε τον εαυτό μας (Αυτογνωσία).

Εξετάζει πρώτα τις διαφορές και τις ομοιότητες που υπάρχουν στην συμπαντική ψυχή που είναι μία και ένα με το όλον και στις ψυχές όπου διαιρεμένες πια βρίσκονται στην «περιοχή των σωμάτων», όπου συνεχίζουν να είναι πολλές και μία ταυτοχρόνως. Και εξηγεί ότι η συμπαντική ψυχή και το μέρος εκείνο της ψυχής το οποίο είναι προορισμένο να αποτελέσει τις διαιρεμένες ψυχές, από κοινού, προέρχονται από τον νου ο οποίος είναι αδιαίρετος και αχώριστος και ως ένα σημείο και οι μεν και οι δε αποτελούν ένα όλον όντας μία και μοναδική ψυχή λόγω του ότι δεν ανήκουν σε τίποτα (5). Το μέρος της ψυχής όπου είναι προορισμένο σε "φαινομενικό"διαχωρισμό, διαιρείται σε μέρη-ψυχές. Χωρίς αυτές να παύουν να είναι εξαρτημένες από τη μία στην επάνω πλευρά τους, τείνουν προς τα κάτω με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Παρομοιάζει τις ψυχές με το φως του ήλιου το οποίο προερχόμενο από μία-μοναδική πηγή, όταν φτάσει στη γη χωρίζεται και φωτίζει κάθε σπίτι αλλά ουσιαστικά δεν διαιρείται αλλά εξακολουθεί να είναι ένα.

Συμπερασματικά οδηγούμαστε στο γεγονός του ότι η ψυχή του παντός διατηρεί πάντοτε την υπερβατική της θέση, ως το σημείο της ψυχής που είναι πάντοτε αδιαίρετο και αχώριστο, που δεν σχετίζεται με στροφή προς τα πράγμα τα του εδώ κόσμου. Ενώ οι δικές μας ψυχές έρχονται κάτω, διότι το δικό τους μέρος είναι προσδιορισμένο στην περιοχή αυτή, και έτσι έλκονται και στρέφονται προς το στοιχείο που χρειάζεται τη φροντίδα τους κατά ένα μέρος, ενώ το υπόλοιπο της ψυχής μας, που έχει την ίδια μορφή όπως το ανώτερο μέρος της ψυχής του παντός παραμένει στο νοητό κόσμο.

Το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι σε δύο σκέλη: πώς εξακολουθεί η μία ψυχή η δική σου, η μία ψυχή αυτού του ανθρώπου, η μία ψυχή του άλλου να είναι ξέχωρες και να υπάρχουν ακόμα και μετά το θάνατο του υλικού σώματος της κάθε οντότητας; Οι ψυχές ανήκουν ξεχωριστά στον καθένα και υπάρχουν ενόσω βρίσκονται σε σώμα αλλά καταστρέφονται, όταν βρεθούν κατ'εξοχήν στο άριστο μέρος;

Για να κατανοήσουμε την απάντηση που δίδεται από τον Πλωτίνο στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει να ξαναθυμηθούμε το παράδειγμα που μας έδωσε πρωτύτερα όσον αφορά την ύπαρξη των οντοτήτων ψυχών από τον νου. Ειπώθηκε, λοιπόν, πως ο νους είναι η αρχή (ο λόγος) ύπαρξης κάθε όντος. Ο Πλωτίνος προκειμένου να γίνει αυτό κατανοητό, μας βάζει να φανταστούμε τον νου σαν το κέντρο ενός κύκλου, ένα σημείο χωρίς μέρη, από το οποίο ξεκινούν και με το οποίο συνάπτονται όλες οι ακτίνες (οντότητες-ψυχές) και κατευθύνονται προς την κυκλική περιφέρεια, έλκοντας τη γένεσή τους και την ύπαρξή τους από αυτό το σημείο. Αφού είδαμε μέσω του παραδείγματος πως ο νους είναι η αιτία ύπαρξης κάθε οντότητας-ψυχής, ας παρατηρήσουμε επίσης ότι κάθε οντότητα-ψυχή έχει ένα σημείο επαφής με τον νου, αυτό το σημείο αποτελεί γι'αυτήν την συνείδηση της ύπαρξής της, τον δικό της νου.

Ας περάσουμε τώρα στην απάντηση που δίνει ο Πλωτίνος όσον αφορά το ερώτημα αν οι ψυχές-οντότητες συνεχίζουν να υπάρχουν ως οντότητες-ψυχές ακόμη και όταν πάψουν να βρίσκονται μέσα σε σώμα. Λέει λοιπόν, ότι κανένα ον δεν καταστρέφεται διότι οι «νόες» που αποτελούν την ύπαρξή τους δεν καταστρέφονται γιατί η φύση τους είναι να υπάρχουν μέσα σε μια ενότητα, δεν είναι σωματικά διαιρεμένοι, αλλά ο καθένας παραμένει χωριστά στην ετερότητα, έχοντας το ίδιο Είναι. Κατ'επέκτασιν ούτε και οι ψυχές χάνονται διότι είναι οι λογικές εκφράσεις των νοών και εξαρτώνται από τον «κάθε νου».

Γιατί και πώς η ψυχή του σύμπαντος, δημιούργησε τον κόσμο, ενώ οι ξεχωριστές ψυχές διοικούν τα μέρη του κόσμου; Η ψυχή του παντός, κατά τον Πλωτίνο, παραμένει σε μια ενότητα, πέρα και πάνω από τα δημιουργήματά της. Άρα η ψυχή του σύμπαντος, η ψυχή του κόσμου παραμένοντας στον εαυτό της δημιουργεί, και τα πράγματα που δημιουργεί τείνουν και πλησιάζουν προς αυτήν. Ενώ οι μερικές ψυχές έχουν την τάση να πλησιάζουν αυτές προς τα δημιουργημένα πράγματα. Ένα μεγάλο μέρος τους ελκύεται προς τα κάτω και έλκει μαζί του και αυτές τις ίδιες, την προσοχή τους θα μπορούσαμε να πούμε, μέσω των σκέψεών τους προς το να βρεθούν κάτω. Η μεγάλη διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η ψυχή του σύμπαντος αποβλέπει προς τον όλο νου, ενώ οι επιμέρους ψυχές προς τους δικούς τους μερικούς νόες.

Ο Πλωτίνος συνεχίζει να εξετάζει τις διαφορές και τις ομοιότητες που υπάρχουν ανάμεσα στην συμπαντική ψυχή και στις ξεχωριστές ψυχές των όντων, κάνοντας μνεία στον Τίμαιο του Πλάτωνος, στο σημείο εκείνο όπου περιγράφει την δημιουργία της ψυχής, αναλύει την σκέψη του φιλοσόφου. Αναφέρει λοιπόν, σύμφωνα με τα όσα λέγονται στον Τίμαιο, ότι ο δημιουργός αφού τελειώσει με τη δημιουργία της ψυχής του παντός, φτιάχνει τις επιμέρους ψυχές, χρησιμοποιώντας υλικό από τον ίδιο κρατήρα από τον οποίο προέρχεται και η ψυχή του παντός, κάνοντας μ'αυτόν τον τρόπο ομοειδής προς αυτήν και τις άλλες ψυχές, δίνοντάς τους τη διαφορά με τη χρήση δεύτερης και τρίτης τάξεως συστατικών (6).

Πολύ σημαντική είναι επίσης η αναφορά που γίνεται από τον Πλωτίνο, στη μετενσάρκωση. Αφού αναλύει τη διαφορά των ψυχών μεταξύ τους όσον αφορά τα δεύτερα και τα τρίτα (συστατικά), συνεχίζει λέγοντας πως οι ψυχές δεν διαφέρουν μόνο στα «σώματα» και στον «χαρακτήρα» αλλά κυρίως στα έργα της διάνοιάς τους, καθώς και στις επιλογές τους ως αποτέλεσμα των βίων που έζησαν προηγουμένως. Παρακάτω μας λέει και πάλι ότι σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι επιλογές των ψυχών γίνονται σύμφωνα με τις προηγούμενες ζωές τους.

Ένα ερώτημα ακόμα το οποίο ο Πλωτίνος υποβάλει και απαντά είναι το πώς έρχεται η ψυχή μέσα στο σώμα. Δηλώνει, λοιπόν, πως ο τρόπος εισόδου της ψυχής στο σώμα είναι διττός, η είσοδος της ψυχής στο σώμα γίνεται δηλαδή με δύο τρόπους.

Ο πρώτος είναι όταν η ψυχή υπάρχει ήδη σε ένα ανθρώπινο σώμα και αλλάζει σώματα ή όταν από ένα σώμα αέρινο ή πύρινο περνάει σε ένα γήινο! Ο δεύτερος τρόπος είναι όταν γίνεται η μετάβαση της ψυχής από την ασώματη κατάσταση σε ένα οποιασδήποτε μορφής σώμα, κάνοντας έτσι η ψυχή την πρώτη της επικοινωνία με ένα σώμα. Παραμένοντας σ'αυτόν τον δεύτερο τρόπο εξετάζει τι συμβαίνει όταν μια ψυχή απολύτως καθαρή από σώμα, δέχεται στον εαυτό της τη σωματική φύση.

Κάνει λόγο πρώτα-πρώτα για την ψυχή του παντός, υποδεικνύοντας ότι σχετικά με αυτήν κάθε αναφορά σε όρους όπως «είσοδος» και «εμψύχωση» γίνεται καθαρά για λόγους σαφήνειας. Διότι δεν υπήρξε ποτέ στιγμή κατά την οποία το Σύμπαν δεν είχε ψυχή, ούτε υπήρξε στιγμή κατά την οποία δημιουργήθηκε σώμα εν απουσία ψυχής.

Υποστηρίζει πως η ψυχή έχει ανάγκη το σώμα για να προχωρήσει, πως ο λόγος ύπαρξής της και η φυσική της θέση δεν είναι άλλη από το να βρίσκεται εντός και επί του σώματος. Σκοπός λοιπόν της ψυχής είναι να εμψυχώνει, έτσι δημιουργεί έναν τόπο για τον εαυτό της (η ψυχή του παντός), συνεπώς ένα σώμα και την δεδομένη στιγμή όπου γίνεται λόγος για την ψυχή του παντός, σαν σώμα εννοείται το σύμπαν.

Ο Πλωτίνος παραδίδει μια γλαφυρότατη περιγραφή του πως η ψυχή του παντός δημιουργεί. Ξεκινά περιγράφοντας πώς είναι η ψυχή. Η στάση της είναι να μένει εντός του εαυτού της, ομοιάζει, μας λέει, σαν να εκλάμπει ένα δυνατό φως από εκείνη και στα όρια αυτού του φωτός να υπάρχει σκοτάδι, που καθώς το βλέπει η ψυχή, του δίνει σχήμα. Έτσι λαμβάνει ύπαρξη κάτι που μοιάζει με στολισμένο οίκημα το οποίο δεν αποχωρίστηκε ποτέ από το δημιουργό του. Ένα δημιούργημα στο οποίο ο δημιουργός δεν έδωσε ένα κομμάτι από τον εαυτό του, αλλά το συνέλαβε ολόκληρο μονομιάς σε κάθε του σημείο. Συμβάλλει στην ίδια του την ύπαρξη και την ωραιότητά του με ωφέλιμη φροντίδα, στον βαθμό που του είναι δυνατό να μετέχει στο είναι του, χωρίς να βλάπτεται από αυτό, διότι είναι «πάνω» από αυτό και το εποπτεύει. Με αυτόν τον τρόπο είναι έμψυχο, έχοντας μια ψυχή που είναι παρούσα σ'αυτό αλλά που δεν του ανήκει, «διοικείται δεν διοικεί, κατέχεται δεν κατέχει». Δεν βρίσκεται η ψυχή μέσα στο σύμπαν αλλά το σύμπαν βρίσκεται στην ψυχή όπου «το κρατά υψωμένο». Ο Πλωτίνος παρομοιάζει το σύμπαν σαν ένα ζωντανό δίχτυ όπου είναι απλωμένο στη θάλασσα-ψυχή, χωρίς όμως να μπορεί να την καταλάβει και να την κάνει δική του. Όσο απλώνεται η θάλασσα απλώνεται και το δίχτυ μαζί της όντας ανήμπορο να διαχωριστεί από αυτή, διότι δεν μπορεί να είναι αλλού παρά εκτός από εκεί που βρίσκεται. Και επειδή η ψυχή από τη φύση της δεν έχει μέγεθος, μπορεί με μια και μόνο σύλληψη να καταλάβει ολόκληρο το σώμα, όσο και αν εκταθεί αυτό, εκεί είναι και η ψυχή. Κατ'αυτόν τον τρόπο, μας εξηγεί, ότι το σύμπαν εκτείνεται με βάση το σημείο στο οποίο κατά την πορεία του έχει την ψυχή να διατηρεί την ύπαρξή του.

Όσον αφορά τώρα την έκταση της δημιουργίας, αυτή καθορίζεται από την λογική αρχή που προέρχεται από την ψυχή. Η λογική αρχή της ψυχής είναι που δια της θελήσεως δημιουργεί ένα μέγεθος τόσο μεγάλο όσο η μορφή, από την οποία απορρέει το μέγεθος (όγκος-μέγεθος-συμπαντικός νόμος). Έτσι, επομένως, η ψυχή του παντός με τη δύναμη της ουσίας της και δια της θελήσεώς της, ελέγχει τα σώματα ώστε να λαμβάνουν γένεση και να βρίσκονται στην κατάσταση όπου εκείνη τα οδηγεί.

Δεν αναλώνει ούτε παραθέτει όλη τη δύναμή της, προς τα υλικά σώματα, έχει μία δύναμη η οποία ανήκει ολοκληρωτικά σε αυτήν και η οποία παραμένει στον εαυτό της και μία άλλη που φεύγει από αυτή προς τα δημιουργημένα πράγματα. Η δράση της ψυχής είναι κάτι που τελεί σε εγρήγορση, τόσο αυτή που συμβαίνει μέσα της όσο και αυτή που απευθύνεται προς τα δημιουργημένα, υλικά πλάσματα. Όλα τα υλικά πλάσματα δε ζουν από μόνα τους, η ψυχή είναι που τους δίνει ζωή και μάλιστα τέτοια ζωή σαν κι αυτή σύμφωνα με την οποία εκείνη ζει. Ζώντας μέσα σε μια λογική αρχή, δίνει και στο σώμα λογική αρχή κατ'εικόνα εκείνης την οποία έχει, καθώς και τα σχήματα των σωμάτων, των οποίων τις λογικές αρχές κατέχει.

Συνεπώς, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πλωτίνου, η ψυχή του παντός ποίησε όλα τα πράγματα μέσα στο σύμπαν, από τα ουράνια σώματα μέχρι και τις πιο μικρές υπάρξεις που υφίστανται, κατά μίμηση των όντων των οποίων είχε τις λογικές αρχές, και με αυτόν τον τρόπο καθένα απ'αυτά έγινε μια εκδηλωμένη λογική αρχή στην ύλη, σχηματισμένη σύμφωνα με αυτήν που υπήρχε προ της ύλης. Η ψυχή όντας εναρμονισμένη με τον θεό (ανώτερη αρχή-νους) από τον οποίο προήλθε, προς τον οποίο είναι εστιασμένη και τον οποίο είχε όταν δημιουργούσε, γίνεται ο σύνδεσμος μεταξύ αυτού και των δημιουργημένων πραγμάτων.

Όσον αφορά τις επιμέρους ψυχές, ο Πλωτίνος υποστηρίζει πως αυτές σύμφωνα με τη διάθεση που έχουν λάβει από τον νου χωρίζονται σε διάφορα είδη, έτσι διάκεινται ανάλογα με τη μορφή η οποία έρχεται προς αυτές από τον νου. Κάθε ψυχή επομένως κατέρχεται προς ένα σώμα, έτοιμο σύμφωνα με την ομοιότητά του προς τη διάθεση της ψυχής. Κατ'αυτόν τον τρόπο αν μία ψυχή ομοιώθηκε σε άνθρωπο, εκδηλώνεται στον αισθητό κόσμο ανθρώπινο σώμα-μορφή και άλλες ψυχές σε διάφορα είδη ζώων. Μας επισημαίνει λοιπόν ότι οι επιμέρους ψυχές δεν απευθύνονται αποκλειστικά και μόνο σε ανθρώπους αλλά και σε άλλες μορφές ζωής, δεδομένου του ότι υπάρχουν διάφορα είδη ψυχών (7).

Οι ψυχές των ανθρώπων καθώς και οι άλλες επιμέρους ψυχές, αντίθετα από την ψυχή του παντός, δεν ποιούν το σώμα του οποίου λαμβάνουν τη φροντίδα και διαμέσου του οποίου εκδηλώνονται, αλλά ελκύονται προς τον ίδιο δημιουργημένο κόσμο (από την ψυχή του παντός) αισθητό κόσμο και κατεβαίνουν προς τα σώματα μέσα στα οποία λαμβάνουν γένεση, ορμώμενες άνωθεν από τη λογική τους αρχή, την ενωμένη με τον νου, χωρίς ωστόσο να απομακρύνονται από αυτήν. Είναι, περιγράφει ο Πλωτίνος, σαν το κεφάλι τους να στηρίζεται επάνω από τον «ουρανό» (8) ενώ το μεσαίο μέρος τους αναγκάζεται να φροντίσει αυτό στο οποίο έφτασαν και οι άκρες τους είναι ενωμένες με αυτό.

Με την κάθοδό τους στο σύμπαν, οι ψυχές δεν λειτουργούν ξέχωρα από αυτό αλλά έρχονται σε συμφωνία με αυτό, εναρμονίζονται με τους νόμους του και ακολουθούν την κυκλική του κίνηση (9). Όπως και το σύμπαν δρα σε συμφωνία με τα νοητά όντα και ακολουθεί τους νόμους που ο νους ορίζει σ'αυτό δια μέσου της ψυχής του παντός. Όλα μέσα στο σύμπαν συμβαίνουν βάση ενός προδιαγεγραμμένου σχεδίου από τον νου.

Τίποτα δεν είναι τυχαίο, υπάρχει μία καθορισμένη τάξη, ένας αναπόδραστος νόμος, που υποχρεώνει το κάθε τι να γεννάται και να εκδηλώνεται στη σωστή χρονική στιγμή. Έτσι κάθε ψυχή έχει τον δικό της χρόνο που όταν αυτός έρχεται, εκείνη καλείται, κατεβαίνει και εισδύει στο κατάλληλο σώμα. Κάθε είδος (ψυχής) έχει τη δική του «μοίρα» και χρονική στιγμή.

Όταν οι ψυχές ξεκινούν την κάθοδό τους προς τον αισθητό κόσμο πηγαίνουν πρώτα στον «ουρανό» όπου εκεί προσλαμβάνουν σώμα. Ο Πλωτίνος είναι φανερό ότι με την λέξη ουρανό εννοεί το διάστημα που βρίσκεται υπεράνω της γης, ένα διαφορετικό πεδίο λεπτότερης ύλης στο οποίο περνά η ψυχή στην αρχή της εισόδου της στον αισθητό κόσμο (10). Αφού προσλάβουν σώμα προχωρούν μέσω αυτού προς τα σώματα με περισσότερη γεώδη σύσταση έως το σημείο που μπορούν να εκταθούν σε μήκος (11). Ο Πλωτίνος αναφέρεται στον «ουρανό», λέγοντας ότι είναι το ανώτερο πεδίο του αισθητού κόσμου και θεωρεί τη γη ως το τελευταίο (κατώτερο) από τα πεδία του (12). Τα ουράνια μέρη είναι αυτά που εμψυχώνονται πρώτα και επίσης αυτά, κατά τον Πλωτίνο, έχουν την ικανότητα να μετέχουν της ψυχής και να την συνακολουθούν στο έργο της. Οι ψυχές φωτίζουν τον ουρανό, δίνοντάς του το μεγαλύτερο και πρώτο μέρος του εαυτού τους, φωτίζουν επίσης και τον υπόλοιπο κόσμο (τα ενδιάμεσα πεδία;) με τα δευτερεύοντα μέρη τους. Αυτές οι ψυχές που κατεβαίνουν περισσότερο, ρίχνουν και το φως τους χαμηλότερα, δεν είναι καλό όμως για αυτές να προχωρήσουν πολύ, επισημαίνει ο Πλωτίνος.

Μερικές από τις ψυχές έρχονται από τον ουρανό προς τα κατώτερα σώματα, ωστόσο ανά κάποια χρονικά διαστήματα ελευθερώνονται απ'αυτά και μπορούν έτσι, ομοίως και αυτές, να βρίσκονται εντός της λογικής αρχής όπως και η ψυχή του παντός, η οποία ποτέ δε στρέφεται προς τον αισθητό κόσμο. Από το ένα χρονικό διάστημα στο άλλο, επιστρέφουν στην ίδια κατάσταση, σε μια διαδοχική σειρά καθορισμένων ζωών. Εκτελώντας την πορεία τους μέσα σε αυτές τις ζωές, ολοκληρώνονται σύμφωνα με μία και μοναδική λογική αρχή.

Υπάρχουν και κάποιες ψυχές όπου με την κάθοδό τους σε κατώτερα σώματα εγκλωβίζονται όλο και περισσότερο μέσα στην ύλη, με αποτέλεσμα να «βαρύνουν» και να βυθιστούν στη λήθη, να χάσουν την επαφή τους δηλαδή με το ανώτερο μέρος τους τη λογική τους αρχή, να χάσουν τον εαυτό τους, το είναι τους, έλκοντας ακόμη περισσότερο αυτό που βαραίνει επάνω τους (την υλική μορφή). Καταλήγουν με αυτόν τον τρόπο, να εισέρχονται από το ένα σώμα στο άλλο, χωρίς καμιά ανάπαυλα. Με τον καιρό γίνονται διαφορετικές και στρέφονται ολοένα και περισσότερο «σ'αυτό που τους ανήκει» (στη σωματική μορφή) και έρμαια πια καταλαμβάνονται από τα δεσμά που μόνες τους έδεσαν λίγο-λίγο μ'αυτά τον εαυτό τους. Ανήμπορες να αναστρέψουν με οποιοδήποτε τρόπο την κατάσταση αυτή, αφήνονται στη φροντίδα της φύσης.

Στο αντίθετο άκρο όμως υπάρχουν και οι ψυχές που ενώ υπόκεινται στη μοίρα του υλικού κόσμου, με τον ερχομό τους σε κατώτερα σώματα, δεν παύουν να ανήκουν στον εαυτό τους. Δέχονται να υπομείνουν όλα όσα είναι αναγκαία, μπορούν όμως ταυτόχρονα να ανήκουν στον εαυτό τους σε όλα όσα είναι δικά τους έργα, ζώντας σύμφωνα με μιαν άλλη νομοθεσία, την νομοθεσία που διέπει όλα τα όντα, που εις γνώσιν τους παρέχουν τον εαυτό τους σε αυτόν τον θεσμό. Ο θεσμός αυτός είναι φτιαγμένος από όλες τις εδώ λογικές αρχές και αιτίες και από τα έργα των ψυχών, καθώς και από τους νόμους που προέρχονται από τον νοητό κόσμο. Έτσι μπορούν να τελούν κάθε τους έργο, μέσα σ'αυτές, έξω από αυτές και γύρω από αυτές με πλήρη αρμονία και απόλυτη επίγνωση.

Ο Πλωτίνος ολοκληρώνει την άποψή του όσον αφορά την κάθοδο της ψυχής, στην όγδοη πραγματεία του έργου του με τίτλο «ΠΕΡΙ ΕΙΣ ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ ΚΑΘΟΔΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ». Στην αρχή της πραγματείας αυτής, παραθέτει μια πνευματικής φύσεως προσωπική του εμπειρία (13), ένα βίωμα που συνέλαβε διαμέσου ενατενίσεως. Αυτό παραπέμπει στο γεγονός πως ένα μεγάλο μέρος του έργου του προέρχεται και βασίζεται σε τέτοιου είδους προσωπικές του εμπειρίες. Στην πραγματεία αυτή, λοιπόν, ο Πλωτίνος θίγει την τιμωρία που υφίσταται η ψυχή στρεφόμενη προς τα κάτω, προς το μερισμό. Εκθέτει την άποψή του αυτή παραθέτοντας πλήθος από απόψεις προγενέστερών του φιλοσόφων (14), θέλοντας να της δώσει ίσως με αυτόν τον τρόπο κύρος ή πιστοποίηση. Είναι ίσως το ποιητικότερο σημείο όλης της Τέταρτης Εννεάδας.

Παραμένοντας στη θεώρηση του Πλάτωνα, την αναλύει όντας σε συνταύτιση με αυτή. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα οι επιμέρους ψυχές, όταν εισέρχονται στον εδώ κόσμο παρασύρονται σε ένα είδος πτώσης και καταλήγουν να είναι μέρη και να ανήκουν στον εαυτό τους αποχωριζόμενες από το όλον. Όταν κάποια ψυχή παραμείνει για πολύ καιρό στη χωριστότητα, χάνει την επικοινωνία της με τον νου, σταματά να βλέπει προς αυτόν, εγκαταλείπει το όλον, και επικεντρώνεται στο να διοικεί το επιμέρους με δυσκολία πια. Έτσι σταδιακά φτάνει στο να το υπηρετεί, βυθιζόμενη σε μεγάλο βαθμό στα βάθη του επιμέρους πράγματος. Αυτό είναι το λεγόμενο «πτερορρόημα» κατά τον Πλάτωνα, φτάνει δηλ. στην κατάσταση να γίνει δέσμια του σώματος, χάνοντας λόγω των σφαλμάτων της το προνόμιο να διατηρείται αβλαβής. Περιοριζόμενη κατ'αυτόν τον τρόπο από τα δεσμά, λειτουργεί διαμέσου των αισθήσεων αφού εμποδίζεται πια να ενεργεί με τον νου. Θάφτηκε και είναι μέσα στο «σπήλαιο». Παρά το πάθημά της, λόγω του ότι διατηρεί εν δυνάμει μέσα της το υπερβατικό στοιχείο, κάποια στιγμή ξαναστρέφεται προς τη νόηση, ελευθερώνεται από τη φυλακή της και ανέρχεται. Μετά την πτώση τους οι ψυχές, γίνονται «αμφίβιες», λέει ο Πλάτωνας, όντας αναγκασμένες να ζουν διαδοχικά μια στην ζωή του νοητού και μια στην εδώ ζωή.

Στη συνέχεια ο Πλωτίνος εξετάζει το γεγονός της καθόδου, λέγοντας ότι ναι μεν ο χαρακτήρας της καθόδου μπορεί να είναι εκούσιος, δηλαδή με τη θέλησή της η ψυχή να εισέρχεται στον αισθητό κόσμο και να υπόκειται σε πτώση, αλλά ταυτόχρονα είναι και ακούσιος λόγω του ότι μέσα της εν δυνάμει υπάρχουν οι ικανότητες να διοικήσει κάτι κατώτερο από αυτήν και να παράγει έργο, να δημιουργήσει. Αυτό σημαίνει ότι εάν η ψυχή παραμείνει για πάντα στην ηρεμία του ασώματου κόσμου, τότε ποτέ δεν θα ενεργοποιήσει τις δυνάμεις τις οποίες κατέχει και επιπλέον ούτε και η ίδια θα γνωρίζει ότι τις διαθέτει από τη στιγμή που δεν θα εκδηλώνονταν ποτέ ούτε θα αναπτύσσονταν. Από τη στιγμή όμως που αυτές οι δυνάμεις βρίσκονται μέσα στην ίδια τη φύση της ψυχής, είτε η επερχόμενη δράση τους είναι παθητική (ακούσια) είτε ενεργητική (εκούσια), γίνεται αναπόφευκτη λόγω της αιώνιας αναγκαιότητας του φυσικού νόμου. Αν λοιπόν, σύμφωνα με τον Πλωτίνο, κοιτάξουμε το θέμα αυτό από την συγκεκριμένη οπτική γωνία, θα δούμε πως η ψυχή δεν διαπράττει κάποιο είδος σφάλματος, αλλά πορεύεται σύμφωνα με τα όσα ο δημιουργός (θεός) της προσέδωσε από τη στιγμή της εκπόρευσής της.

Εάν από την άλλη πλευρά όμως πρόκειται για κακή χρήση των δυνατοτήτων της, από μέρους της ψυχής, τότε σ'αυτήν την περίπτωση όντως υφίσταται σφάλμα. Το σφάλμα μπορεί να είναι διπλής φύσεως, είτε δηλαδή οφείλεται στις αιτίες της καθόδου είτε στις κακές πράξεις της ψυχής όταν βρεθεί στον εδώ κόσμο. Τότε δια της θείας θεσπίσεως του νόμου της δικαιοσύνης, η ψυχή τιμωρείται. Στην πρώτη περίπτωση η τιμωρία είναι αυτό ακριβώς που γνωρίζει με την κάθοδό της. Στην δεύτερη περίπτωση είναι η είσοδός της και μάλιστα σε πολύ σύντομο χρόνο, χωρίς ανάπαυλα, σε άλλα σώματα ανάλογα με την κρίση που της αξίζει. Ενώ αν η ψυχή επιδείξει ατελείωτο είδος κακίας κρίνεται άξια ακόμα μεγαλύτερης τιμωρίας, υπό την επιστασία «τιμωρών πνευμάτων».

Η ψυχή λοιπόν, όπως μας περιγράφει ο Πλωτίνος, αν και είναι θεϊκή και προέρχεται από τον θείο νου, εισέρχεται στο σώμα, ερχόμενη στον αισθητό κόσμο με μιαν αυτόματη ροπή. Σαν ένας μικρός θεός («έσχατης τάξεως θεός»), με τη δική της δύναμη, κοσμεί αυτό που έρχεται μετά από την ίδια (το κατώτερό της). Και αν φύγει σύντομα από την κατάσταση αυτή, δεν βλάπτεται καθόλου, αναχωρεί έχοντας αποκομίσει συνάμα τη γνώση του κακού και γνωρίζοντας τη φύση της κακίας, φέρνοντας σε εκδήλωση τις δυνάμεις της και παρουσιάζοντας τα έργα και τις δημιουργίες της.

Οι αιτίες, που μας παραθέτει ο Πλωτίνος, οι οποίες κάνουν δυσάρεστη την επικοινωνία της ψυχής με το σώμα, είναι δύο. Ότι το σώμα γίνεται «εμπόδιο» για τη νόηση και το ότι «τη γεμίζει» με «επιθυμίες» (ηδονές) και «λύπες». Διότι τίποτα από αυτά τα δύο δεν θα μπορούσε να υποστεί η ψυχή, αν δεν καταβυθίζονταν εντός του σώματος αλλά αντίθετα παρέμενε στο να το διοικεί και να το εποπτεύει, χωρίς να δίνει τον εαυτό της σ'αυτό αλλά το σώμα να ανήκει σ'εκείνη. Τέλος, το θετικό που αποκομίζει η ψυχή ερχόμενη στον αισθητό κόσμο, είναι οι εμπειρίες που εξέλαβε διαμέσου όλων αυτών που είδε και όλων αυτών που έπαθε όντας εκεί. Καθώς και το ότι γνώρισε τι σημαίνει να είσαι εκεί, αποκτώντας τη γνώση του τι πραγματικά είναι καλύτερο δια της αναλογικής σύγκρισης μεταξύ των αντιθέτων, του επάνω και του κάτω, του νοητού και του αισθητού.

Προς το τέλος της τρίτης πραγματείας (15) ο Πλωτίνος αναφέρεται στη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ψυχή και στο σώμα, με ποιο τρόπο το σώμα εμψυχώνεται και ποιο μέρος της ψυχής είναι αυτό που εισέρχεται στο σώμα. Υποστηρίζει πως το κατώτερο μέρος της ψυχής είναι σε επαφή με το σώμα, ενώ όπως προείπαμε το ενδιάμεσο στρέφεται προς τη φροντίδα και το ανώτερο παραμένει ενωμένο με τον νου. Από αυτό προκύπτει πως η ψυχή δεν δίνεται ολοκληρωτικά στο σώμα, ούτε και όλες οι δυνάμεις της είναι παρούσες σ'αυτό, παρά μόνον αυτές που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία του. Η ψυχή, θα λέγαμε, ότι δίνει στο σώμα (αδρανής ύλη) την κινητήριο δύναμη, το ζωοποιεί όπως παρουσιάζεται από τον Πλωτίνο. Η ψυχή αποδίδει στο κάθε όργανο του σώματος την απαραίτητη δύναμη για το έργο του. Έτσι με αυτόν τον τρόπο κάθε εσωτερικό όργανο του σώματος, όπως και επίσης κάθε αισθητήριο όργανο μεταβαίνει σε λειτουργία, καθώς επίσης η αισθητηριακή δύναμη είναι παρούσα στο σύνολο του σώματος, για την εξυπηρέτηση της αισθητηριακής αντίληψης της ψυχής.

Η υπόλοιπη πραγματεία ως το τέλος της καθώς και οι επόμενες τρεις (16), είναι αφιερωμένες περί της αίσθησης και της μνήμης. Μέσα σ'αυτές, ο Πλωτίνος εξετάζει το αν η αίσθηση είναι ίδιον της ψυχής και το αν η ψυχή έχει μνήμη. Συχνά υποστηρίζει αυτή του τη θεώρηση, παραθέτοντας απόψεις, κυρίως του Αριστοτέλη. Ξεκινώντας από την αίσθηση μας λέει, ότι είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που η ψυχή προσδίδει σε κάθε μέρος του σώματος, ώστε μέσω αυτού να μπορεί να έχει την αισθητηριακή αντίληψη. Δια της αισθητηριακής αντίληψης, το σώμα γίνεται όργανο της ψυχής. Πρόκειται για την αντίληψη που σχηματίζει η ψυχή για τα αισθητά αντικείμενα, χρησιμοποιώντας το σώμα, διότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να έχει επαφή με αυτά παρά μόνο μέσω του σώματος. Η δύναμη της αίσθησης, λοιπόν, καθώς και της παρόρμησης (το επιθυμητικό) ανήκει στην ψυχή η οποία έχει την ικανότητα να αισθάνεται και να φαντάζεται. «...ώστε στην αισθητηριακή αντίληψη η ψυχή να επέχει θέση τεχνίτη και το σώμα θέση εργαλείου, όπου το σώμα δέχεται επιρροές και υπηρετεί, ενώ η ψυχή δέχεται τις επί του σώματος αποτυπώσεις ή τις διαμέσου του σώματος ή την κρίση που σχημάτισε από τα βιώματα του σώματος...» (3., 26.)

Κατανοούμε λοιπόν πως κατά τον Πλωτίνο, η αίσθηση είναι ένα εργαλείο της ψυχής το οποίο έχει την ικανότητα να της μεταφέρει όλα όσα υπόκειται το σώμα σε σχέση με το εξωτερικό του περιβάλλον. Είναι ουσιαστικά ένας μεταβιβαστής των ερεθισμάτων και των παθών του σώματος. Με τα όργανα του σώματος να λειτουργούν, άλλοτε σαν πομποί και άλλοτε σαν δέκτες.

Η μνήμη, μας λέει ο Πλωτίνος, ανήκει στην φαντασιακή δύναμη της ψυχής. Η φαντασιακή δύναμη της ψυχής βρίσκεται ανάμεσα στο ανώτερο μέρος της, το ενωμένο με τον νου και στο κατώτερο μέρος της που είναι στο σώμα, έχει την ικανότητα να λαμβάνει τις «εικόνες» σαν αντικαθρέπτισμα από το ανώτερο μέρος της όπου βρίσκεται σε επαφή με τον νου (μνήμη του νοητού κόσμου), αλλά επίσης έχει την ικανότητα να λαμβάνει και τις «εικόνες» από τον αισθητό κόσμο που αποτυπώνονται μέσω της αίσθησης στην αισθητηριακή της αντίληψη, τις επεξεργάζεται και κάνει έναν διαχωρισμό, κάποιες τις τοποθετεί στη μνήμη ως γνωστικά αντικείμενα και κάποιες άλλες τις απορρίπτει.

Η μνήμη των γνωστικών αυτών αντικειμένων που η ψυχή συλλέγει, σε σχέση με τα όσα «ζει» και λαμβάνει εν'όσο βρίσκεται εντός του αισθητού κόσμου, χάνονται κατά κάποιο τρόπο και παύουν να ισχύουν όταν αυτή επιστρέφει στο νοητό κόσμο. Διότι όντας στρεφόμενη προς τον νου, έρχεται σε ένωση και εναρμονίζεται με αυτόν. Είναι τότε ένα με το όλον και διάκειται άτρεπτη προς τη νόηση, έχοντας επίγνωση του εαυτού της, ως ταυτιζόμενη και ενοποιημένη με το όλον. Όταν όμως στραφεί ξανά προς τον αισθητό κόσμο, αποχωριζόμενη την ενότητά της και αποδεχόμενη την ατομικότητά της, τότε ανακτά και πάλι τη μνήμη των πραγμάτων του αισθητού κόσμου που συνέλλεξε εν'όσο βρισκόταν σ'αυτόν. Πράγμα που σημαίνει ότι με την επιστροφή της στον νοητό κόσμο, η μνήμη αυτή δεν χάνεται ούτε καταστρέφεται, αλλά υπάρχει μέσα της σε λανθάνουσα κατάσταση. Ενώ αντίθετα η μνήμη που κατέχει από τον νοητό κόσμο, δεν παύει ποτέ να λειτουργεί στο ανώτερο μέρος της το οποίο είναι ενωμένο με αυτόν.

Ο Πλωτίνος δεν παραλείπει να αφιερώσει μία πραγματεία στην αθανασία της ψυχής17, παρόλο που σε όλο του το έργο είναι έκδηλη η πεποίθηση αυτή. Στο μεγαλύτερο μέρος της πραγματείας του, αντιμάχεται όλους όσους υποστηρίζουν ότι η ψυχή είναι ένα είδος υλικής υπόστασης και ότι υπόκειται σε φθορά, θέτοντας πλήθος επιχειρημάτων που αναιρούν την υπόθεση αυτή.

Ξεκινά την επιχειρηματολογία του, λέγοντας πως ότι είναι επιδεκτικό σε φθορά είναι σώμα, δεδομένου ότι αποτελείται από ύλη και όχι από «ουσία», έχει όγκο, μέγεθος, λαμβάνει γένεση και υπόκειται στο χρόνο. Διότι «γίνεται και καταστρέφεται, αλλά ποτέ δεν είναι πραγματικά» και αυτό που το κάνει να έχει ύπαρξη είναι η συμμετοχή του στο ον (μέχρι το βαθμό που μπορεί να μετέχει). Το σώμα δεν έχει δική του ζωή, λαμβάνει ζωή και γένεση (από την ψυχή) και εφόσον δεν είναι αυθύπαρκτο και αιώνιο, μεταβάλλεται και καταστρέφεται, γιατί η φύση του είναι πρόσκαιρη. Ολόκληρο το αισθητό αυτό σύμπαν το οποίο απαρτίζεται από σώματα, οφείλει την ύπαρξή του και τη γέννησή του στην ψυχή, αυτή είναι που το δημιουργεί και του δίνει ζωή όμοια με τη δική της.

Συνεχίζει την επιχειρηματολογία του (ο Πλωτίνος), περιγράφοντας τη φύση της ψυχής σε αντιδιαστολή με τη φύση των σωμάτων. Η ψυχή διαθέτει αφ'εαυτής την ύπαρξη, δεν μετέχει στο ον αλλά είναι το όντως όν, το οποίο δεν υπόκειται σε γένεση ούτε σε φθορά. Έχει επίσης αφ'εαυτού ζωή, η οποία είναι αδύνατον να καταστραφεί διότι δεν έχει εξωτερική προέλευση. Όντας ένα αυθύπαρκτο ον, προερχόμενο από τον νοητό κόσμο είναι άχρονη (αιώνια) δεν έχει μέγεθος, όγκο, υφή, σχήμα και χρώμα, δεν μεταβάλλεται, ούτε καταστρέφεται.

Δεδομένου επίσης ότι η ψυχή είναι η αρχή της ζωής για τα πράγματα του αισθητού κόσμου, οφείλει να είναι κάτι ανώτερο από αυτά. Άρα η ψυχή είναι αδύνατον να είναι οποιοδήποτε είδος σώματος. Συνεπώς η ανώτερη αυτή ουσία που έχει φύση πρωταρχικώς ζώσα, είναι κατ'ανάγκην άφθαρτη και αθάνατη ως αρχή ζωής όλων των αισθητών πραγμάτων. Με την αναλυτική περιγραφή όλων αυτών, ο Πλωτίνος κάνει σαφές, ότι η ψυχή είναι συγγενική προς την «κατ'εξοχήν θεϊκή και αιώνια φύση».

Θα ήθελα να τελειώσω αυτή τη διαδρομή μέσα στην τέταρτη Εννεάδα του Πλωτίνου, παραθέτοντας ένα μέρος από την πραγματεία αυτή: «... καθώς παραδεχόμαστε ότι κάθε θείο και όντως ον έχει μια αγαθή και έμφρονα ζωή, πρέπει μετά από αυτό να εξετάσουμε τη συνέχεια, αρχίζοντας από την ψυχή μας και βρίσκοντας ποια είναι η φύση της... να την εξετάσει αφαιρώντας ή μάλλον ο αφαιρών ας δει τον εαυτό του και ας πιστέψει ότι είναι αθάνατος, όταν θεαθεί τον εαυτό του ερχόμενο στο νοητό και καθαρό κόσμο. Πράγματι, θα δει έναν νου που βλέπει όχι κάτι αισθητό ούτε κάτι από τα θνητά πράγματα, αλλά κατανοεί το αιώνιο μέσω του αιώνιου στοιχείου του, και όλα τα πράγματα στην περιοχή του νοητού, κόσμος νοητός ο ίδιος και φωτισμένος, καταυγάζεται από την αλήθεια που προέρχεται από το αγαθό, αυτήν που στέλνει λάμψεις αλήθειας σε όλα τα νοητά. Έτσι πολλές φορές θα θεωρήσει ότι είναι σωστό αυτό που λέγεται: «Χαίρετε, εγώ είμαι για σας ένας αθάνατος θεός» που έχει ανέβει προς την περιοχή του θείου και έχει ατενίσει την ομοιότητα με αυτό. Εάν όμως η κάθαρσή μας οδηγεί σε γνώση του άριστου, τότε αναφαίνονται και οι επιστήμες που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, εκείνες βέβαια που είναι πραγματικές επιστήμες. Διότι, φυσικά, όχι με το να τρέχει έξω η ψυχή «βλέπει την σωφροσύνη και την δικαιοσύνη» αλλά αυτήν καθαυτήν, στην κατανόηση του εαυτού της και αυτού που ήταν προηγουμένως, βλέποντάς τα σαν αγάλματα εγκατεστημένα σε αυτήν, έχοντάς τα καθαρίσει από τη σκουριά του χρόνου που τα είχε σκεπάσει...» (7., παρ. 10)
--------------------------------------------------------------------------------
1. ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΠΡΩΤΟΝ, 2. ΠΕΡΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ.
2. Τη λέξη νου, ο Πλωτίνος, τη χρησιμοποιεί με την Πλατωνική έννοια του όρου. Δεν εννοεί τη λογική ή την ικανότητα της σκέψης αλλά την ανώτερη ουσία που βρίσκεται πέραν του υλικού κόσμου. Είναι ένας λατωνικός όρος για την θεία συνείδηση. Θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα ότι είναι ο Λόγος απ'όπου προέρχονται τα πάντα. «Σημαίνει Πνεύμα σε διάκριση από την ψυχή» (ΒΙΒΛΟΣ ΑΠΟΚΡΥΦΙΣΜΟΥ, Ε. Π. ΜΠΛΑΒΑΤΣΚΥ, ΕΚΔ. ΚΕΔΡΟΣ).
3. Δεν είναι ούτε μόνο διαιρετή, ούτε μόνο αδιαίρετη κατ'ανάγκην είναι και τα δύο.
4. ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΠΡΩΤΟΝ, 4.ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, 5.ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΡΙΤΟΝ Ή ΠΕΡΙ ΟΨΕΩΣ.
5. Περισσότερη ανάλυση στο θέμα αυτό, βρίσκουμε στην ένατη και τελευταία πραγματεία της 4ης Εννεάδας <9.ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΙ ΠΑΣΑΙ ΑΙ ΨΥΧΑΙ ΜΙΑ>, η οποία είναι αφιερωμένη αποκλειστικά στο ζήτημα αυτό.
6. Στο σημείο αυτό οφείλω να σημειώσω ότι, η διαφορετικότητα, η μοναδικότητα της μιας ψυχής σε σχέση με την άλλη έγκειται σ'αυτό ακριβώς το γεγονός. Ο Πλωτίνος το αναλύει αυτό, λέγοντας ότι οι διαφορές των ψυχών αναφέρονται στα δεύτερα και στα τρίτα (συστατικά)και ανάλογα με τον τρόπο που αυτά αναμειγνύονται για να αποτελέσουν μια ξεχωριστή ψυχή. Αυτό κάνει την κάθε ψυχή να διαφέρει βάσει του στοιχείου που είναι ενεργό μέσα της. Έτσι οι ψυχές τελειοποιούνται έχοντας διαφορετικές τάσεις η κάθε μία.
7. Αν παρατηρήσουμε τις διάφορες μορφές ζωής, θα διαπιστώσουμε πως κατέχουν κάποια μορφή συνείδησης είτε αυτή είναι περισσότερο πρωτόγονη είτε λιγότερο. Αυτό και μόνο, έως ένα βαθμό μπορεί να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του Πλωτίνου, ότι κάθε πλάσμα εμψυχώνεται από ένα είδος ψυχής η οποία κατέχει ένα είδος λογικής αρχής.
8. Πέρα από τον κόσμο (αισθητό), έξωθεν του σύμπαντος.
9. Με τον τρόπο όπου μεταφέρει ο Πλωτίνος το γεγονός της κυκλικής κίνησης μέσα στο σύμπαν, υποδηλώνει κατά πρώτον πως οτιδήποτε υπάρχει μέσα σ'αυτό υπόκειται βάση νόμου σε κυκλική κίνηση όπως και το ίδιο το σύμπαν και κατά δεύτερον το νόμο της εξέλιξης.
10.Αναφέρει κατά λέξη (ο Πλωτίνος) ότι ο ουρανός συνορεύει με το τελευταίο σημείο του νοητού κόσμου και ότι είναι το καλύτερο μέρος του αισθητού κόσμου.
11. Στο σημείο αυτό δημιουργείται η εντύπωση, πως η ψυχή ενδύεται πολλά σώματα έως ότου φτάσει στο κατώτερο υλικό σώμα.
12. Συνεπώς, μας αφήνει να καταλάβουμε πως υπάρχουν και άλλα πεδία ενδιάμεσα.
13. 8.,1-11, βλ. και σχόλιο 8.2 στο βιβλίο «Πλωτίνος, Εννεάδες, Εννεάς Τετάρτη» εκδ. Κάκτος, Οδυσσέας Χατζόπουλος.
14. Μεταξύ άλλων αναφέρεται στον Ηράκλειτο, στον Εμπεδοκλή, στον Πυθαγόρα και φυσικά στον «θεϊκό Πλάτωνα», όπως συνηθίζει να τον αποκαλεί.
15. 3. ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΠΡΩΤΟΝ, παρ. 22, 23
16. 4. ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ, 5. ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΑΠΟΡΙΩΝ ΤΡΙΤΩΝ Ή ΠΕΡΙ ΟΨΕΩΣ, 6. ΠΕΡΙ ΑΙΣΘΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΜΝΗΜΗΣ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Εννεάδες, Εννεάς Τετάρτη, Πλωτίνος, εκδ. Κάκτος, Οδυσσέας Χατζόπουλος, 2000
- Λεξικό φιλοσοφικών όρων, Αιμιλία Ξανθοπούλου, Εκδ. Μέδουσα, 2006
- Βίβλος Αποκρυφισμού, Έλενα Π.Μπλαβάτσκυ, Εκδ. Κέδρος, 1995

πηγή: ideotopos.gr

ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟΣ (ΟΝΟΜΑΤΟΚΡΑΤΙΑ) - Η ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟ

$
0
0


ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

Νομιναλισμός (Nominalismus) ή ονοματοκρατία αποκαλείται το φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο οι λέξεις και τα ονόματα τα οποία αποδίδουμε στα πράγματα, δεν αφορούν την ουσία, την αλήθεια ή την αντικειμενική πραγματικότητα των φαινομένων, αλλά την ύπαρξη και τις ιδιότητές τους. Στην ουσία ο νομιναλισμός, αποτελεί το αντίρροπο φιλοσοφικό σύστημα του ρεαλισμού (πραγματοκρατία). Πήρε την ονομασία του κατά την εποχή του σχολαστικισμού, όμως σήμερα ο προσδιορισμός νομιναλιστικό αποδίδεται σε οποιοδήποτε φιλοσοφικό σύστημα αρνείται ότι οι έννοιες, οι ιδέες, οι νοητικές κατασκευές έχουν αντικειμενικότητα ή αντικειμενική (ή γενική, ή καθολική) ύπαρξη ανεξάρτητη από την ύπαρξη τους στο νου του υποκειμένου που σχηματίζει αυτές τις έννοιες. Ο νομιναλισμός αρνείται την πραγματική ύπαρξη των "καθολικών εννοιών" (universalia) με το επιχείρημα ότι η χρήση μιας γενικής έννοιας δεν συνεπάγεται την ύπαρξη συγκεκριμένου πράγματος (π.χ. υγεία, ανθρωπότητα ή οποιοδήποτε αντικείμενο), χωρίς όμως και να αρνείται τη χρήση τους. Έτσι η εφαρμογή γενικών λέξεων για συγκεκριμένα πράγματα χαρακτηρίζονται εύλογα ως αυθαίρετες.  Ο νομιναλισμός υποστηρίζει επίσης ότι η επιστημονική αλήθεια βρίσκεται στη μελέτη της φύσης και όχι στα δόγματα.




Α. Η ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΚΚΑΜ



Ο Ουίλλιαμ του Όκκαμ (1290-1349 μ.Χ.) υπήρξε ο διαμορφωτής ενός φιλοσοφικού συστήματος που διαπνεόταν από μια σκεπτικιστική διάθεση κατά του ουσιοκρατικού ρεαλισμού ακινάτειου ή στωικού τύπου.[1] Σε γενικές γραμμές, ο Όκκαμ προσπάθησε να επιφέρει μια ανατροπή της ουσιοκρατίας και κυρίως των ισχυρών ουσιακρατικών ρεαλισμών της εποχής του, χρησιμοποιώντας την αριστοτελική λογική και γνωσιοθερία.[2] Αφετηρία του φιλοσοφικού του στοχασμού υπήρξε η πίστη ότι τα κύρια σημεία του χριστιανικού δόγματος, η παντοδυναμία και η απόλυτη ελευθερία του Θεού, δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την ουσιοκρατία και το ρεαλισμό της εποχής του, ο οποίος είχε τη βάση του στις φιλοσοφικές θεωρίες των αρχαίων Ελλήνων.[3] Προσπάθησε να αποδείξει ότι όλα τα είδη ρεαλισμού της εποχής του ήταν παρανοήσεις και εσφαλμένες ερμηνείες της αριστοτελικής μεταφυσικής. Πίστευε ότι μόνο αυτός ακολουθούσε την πραγματική διδασκαλία του Αριστοτέλη ενάντια σε εκείνους που είχαν νοθεύσει την αριστοτελική θεωρία με ξένα στοιχεία από τον Πλάτωνα ή τους Άραβες.[4]


Ο Όκκαμ ανέπτυξε μια ακραία μορφή της λογικής των όρων με κύριο στόχο το ρεαλισμό της εποχής του και ειδικά το σκωτικό ρεαλισμό, επηρεασμένος από τη συλλογιστική του Πέτρου της Ισπανίας. O Πέτρος της Ισπανίας υποστήριξε ότι η Διαλεκτική είναι η κορυφαία επιστήμη και οδηγεί στην ανακάλυψη όλων των αρχών και μεθόδων. Η μεθοδολογία της Διαλεκτικής, όμως, χρειάζεται απαραίτητα τις λέξεις. Οι λέξεις αποτελούν καταρχήν φυσικές οντότητες καθώς και όρους με ορισμένη σημασία. Στο έργο του De suppositionibus προχώρησε στον διαχωρισμό των λογικών όρων σε signification (γενικό νόημα ) και suppositio ( εξειδικευμένο νόημα ). [5]

Ο Όκκαμ βασισμένος σε αυτόν τον συλλογισμό διαχώρισε την προφορική ( terminus prolatus) και τη γραπτή λέξη ( terminus scriptus) από την έννοια την οποία σηματοδοτούν (terminus conceptus). Οι λέξεις είναι συμβατικές σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς και είναι αδύνατον σε κάποιον που δε μιλά τη γλώσσα ή τη διάλεκτο μιας συγκεκριμένης περιοχής, να κατανοήσει τη σημασία τους. Αντίθετα, οι έννοιες που οι λέξεις σηματοδοτούν ανεξάρτητα από τη γλωσσική διάλεκτο από την οποία προέρχονται είναι οι ίδιες. Ονόμασε αυτή την έννοια ( terminus conceptus) φυσικό σήμα, τονίζοντας ότι η εμπειρία κάποιου πράγματος από τον άνθρωπο δημιουργεί με φυσικό τρόπο την αντίστοιχη έννοια.

Οι λογικοί όροι ανήκουν επίσης στα φυσικά σήματα, δηλαδή στις συμβατικές μορφές έκφρασης και λειτουργούν ως suppositio (δηλαδή να δώσουν εξειδικευμένο νόημα) μόνο μέσα στην πρόταση. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Όκκαμ τα ΄΄καθόλου΄΄, δηλαδή οι γενικές και καθολικές έννοιες των όντων είναι όροι οι οποίοι με τη χρήση του εξειδικευμένου νοήματος σημασιοδοτούν τα ΄΄καθέκαστον επιμέρους΄΄, δηλαδή τα συγκεκριμένα όντα τα οποία είναι αντιληπτά με τις αισθήσεις μας. Σύμφωνα με αυτόν τον συλλογισμό ο Όκκαμ φτάνει επαγωγικά στο συμπέρασμα ότι οι καθολικές έννοιες δεν υπάρχουν.[6] Η ύπαρξη των καθολικών εννοιών είναι συμβατική και είναι αποτέλεσμα του πολιτισμικού πλαισίου του πολιτισμού στον οποίον ανήκουν.[7]

Η θεωρία του Όκκαμ για τα καθόλου ονομάζεται ΄΄νομιναλισμός΄΄ γιατί μόνο τα ονόματα καθώς και οι έννοιες που είναι ονόματα σε μια νοητική γλώσσα, μπορούν να ΄΄κατηγορηθούν σε πολλά΄΄. [8] Η θεωρία αυτή, γνωστή και ως το ξυράφι του Όκκαμ πρότεινε την επιστημονική οικονομία, την προτίμηση δηλαδή της ευθείας, κατά το δυνατό πιο απλής εξήγησης των φυσικών φαινομένων.  Το Ξυράφι του Όκαμ (Occam's Razor, εναλλακτική ορθογραφία Το Ξυράφι του Όκκαμ, αποδίδεται και ως Λεπίδα του Όκαμ), είναι επιστημονική αρχή, η οποία  αποτελεί την βάση της μεθοδολογικής απαγωγής και αποκαλείται επίσης αρχή της οικονομίας.


Στην απλούστερη διατύπωσή του, το Ξυράφι του Όκαμ εκφράζεται ως εξής: «Κανείς δεν θα πρέπει να προβαίνει σε περισσότερες εικασίες από όσες είναι απαραίτητες».

Η αρχή αυτή πρωτοδιατυπώνεται από του Πυθαγόρειουςδυο χιλιετίες νωρίτερα,όπως μας πληροφορεί ο φιλόσοφος Πρόκλος, του οποίου το Πανεπιστήμιο είναι στην οδό Ηρώδου Αττικού, θαμμένο κάτω από το πεζοδρόμιο, μπροστά στο θέατρο του Διονύσου.Στα Ελληνικά διατυπώνεται ως εξής "τῶν μὲν Πυθαγορείων ... παρακέλευσμα ἦν ...... δι'ἐλαχίστων καὶ ἁπλουστάτων ὑποθέσεων ἐπειδὴ δὲ καὶ τοῖς κλεινοῖς Πυθαγορείοις"και "δεῖν γὰρ ἐπ'ἐκείνων καὶ αὐτὸν παρακελεύεσθαι τὸν Πυθαγόραν ζητεῖν ἐξ ἐλαχίστων καὶ ἁπλουστάτων ὑποθέσεων δεικνύναι τὰ ζητούμενα·"

Στα λατινικά διατυπώνεται ως:

Pluralitas non est ponenda sine necessitate

Η φράση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί πολύ ελεύθερα ως εξής: Όταν δύο θεωρίες παρέχουν εξίσου ακριβείς προβλέψεις, πάντα επιλέγουμε την απλούστερη.

Παράδειγμα: Παρατηρούμε ότι ένα δέντρο έχει πέσει μετά από μια θύελλα. Βάσει του δεδομένου της θύελλας συνδυασμένου με αυτό του πεσμένου δέντρου, μία λογική εικασία θα ήταν να υποθέσουμε ότι η ισχύς της θύελλας ξερίζωσε και έριξε κάτω το δέντρο. Αυτή η υπόθεση δεν προσβάλλει την κριτική μας σκέψη, καθότι υπάρχουν ισχυροί λογικοί δεσμοί μεταξύ αυτού που ήδη γνωρίζουμε και αυτού που υποθέτουμε ότι έγινε (δηλ. το ότι βλέπουμε και ακούμε τις θύελλες αποτελεί ισχυρή απόδειξη για την ύπαρξή τους και για το ότι είναι ικανές να ξεριζώσουν και να ρίξουν κάτω δέντρα). Μία εναλλακτική υπόθεση θα ήταν ότι ένας γιγάντιος εξωγήινος ξερίζωσε το δέντρο. Αυτή η υπόθεση, ωστόσο, προϋποθέτει αρκετές περαιτέρω εικασίες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από διάφορες λογικές αδυναμίες που προκύπτουν από ασυνέπειες με τα όσα ήδη γνωρίζουμε (αναφορικά με την ύπαρξη των εξωγήινων, την ικανότητα και την πρόθεσή τους να εκτελούν διαστρικά ταξίδια, την ικανότητα και την πρόθεσή τους να ξεριζώνουν δέντρα—είτε επίτηδες είτε όχι—καθώς και την ύπαρξη εξωγήινης βιολογίας που τους επιτρέπει να έχουν 200 μέτρα ύψος παρά την βαρύτητα της γης), πράγμα που την καθιστά απορριπτέα.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι όταν ένας ασθενής χειρουργείται και πριν την εγχείριση ο γιατρός έχει αποφανθεί ότι οι πιθανότητες επιβίωσης του είναι μηδαμινές. Εάν τελικά ο ασθενής επιβιώσει η λογική με τις λιγότερες εικασίες είναι ότι ο γιατρός έκανε λάθος διάγνωση. Συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις επικρατεί η λογική του θαύματος, η οποία προϋποθέτει αρκετές περαιτέρω εικασίες. Στην αντίθετη περίπτωση που ο γιατρός έχει αποφανθεί ότι πρόκειται για μια απλή εγχείριση και τελικά ο ασθενής πεθαίνει, η απλή εικασία του ιατρικού λάθους όμως υπερισχύει.

Β. Ο ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 17ΟΥ -18ΟΥ ΑΙΩΝΑ, Ο ΛΟΚ ΚΑΙ Ο ΜΠΑΡΚΛΕΥ


Στο ΄΄Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση (1690), ο Λόκ υπήρξε ο εισηγητής του εμπειρικού ιδεαλισμού, του φιλοσοφικού ρεύματος που συνδέει τη γνώση με την εμπειρία και την υποκειμενική άποψη του ατόμου που παρατηρεί τα πράγματα. Αντιτιθέμενος στη θεωρία των έμφυτων ιδεών ισχυρίστηκε ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι μια άγραφη πλάκα (tabula rasa) και η γνώση είναι επίκτητη. Σύμφωνα με τον Λόκ αποκτούμε τις ιδέες που αντιστοιχούν στα γεγονότα του εξωτερικού κόσμου διαμέσου των αισθήσεών μας. Οι ιδέες αυτές αποτελούν τα αντικείμενα της νόησης, όταν οι άνθρωποι σκέπτονται, και αντικαθιστούν στο νου τα πράγματα του κόσμου.[9] Με τη νόηση μπορεί κανείς να ατενίσει τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου που δεν είναι παρόντα ανακαλώντας τις ιδέες τους.[10]

Οι ιδέες αυτές που σχηματίζονται με τη βοήθεια των αισθήσεων περιγράφονται με λέξεις ώστε να μπορούμε να τις αποθηκεύουμε στη μνήμη καθώς και να τις μεταδίδουμε στους άλλους ανθρώπους.[11] Οι λέξεις με τις οποίες περιγράφουμε τις ιδέες είναι απλές συμβάσεις και δεν σχετίζονται με την ουσία των πραγμάτων. Οι σύνθετες ιδέες με τη σειρά τους σχηματίζονται από τις απλές ιδέες με τη μεσολάβηση του ανθρώπινου πνεύματος. Ο συνδυασμός των απλών ιδεών οδηγεί στη δημιουργία σύνθετων ιδεών ή ιδεών που αφορούν σχέσεις (ομοιότητα-διαφορά) ή γενικές ιδέες που αναφέρονται σε σύνολα αντικειμένων. Ο Λόκ πιστεύει ότι παρατηρώντας τα διάφορα μεμονωμένα αντικείμενα που έχουν κοινό κάποιο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό που τα κάνει να μοιάζουν, σχηματίζουμε μια αφηρημένη γενική ιδέα.[12]

Ο Λόκ θέλοντας να αντικρούσει τη σχολαστική αντίληψη των υποστάσεων ως μεταφυσικών ουσιών, τις θεωρεί ως ένα σύνολο αισθητών ποιοτήτων που συμβαίνει να συνδέονται μονίμως με τον ίδιο τρόπο. Οι ποιότητες αυτές βρίσκονται έξω από τον άνθρωπο και συγκροτούν την εσωτερική δομή και τα συστατικά χαρακτηριστικά των πραγμάτων του υλικού κόσμου. Οι ποιότητες αυτές αντανακλώνται στον ανθρώπινο νου με τη μορφή των ιδεών. Χωρίζονται σε πρωτεύουσες ποιότητες, δηλαδή όταν ένα αντικείμενο δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αυτές και σε δευτερεύουσες όταν μπορεί να νοηθεί και χωρίς αυτές.[13]

Αντίθετα ο Μπάρκλεϋ θεωρεί εσφαλμένη τη διάκριση μεταξύ πρωτευουσών και δευτερευουσών ιδιοτήτων με την οποία ο Λόκ προσπάθησε να θεμελιώσει την αντικειμενική ύπαρξη των πραγμάτων.[14] Σύμφωνα με τον Λόκ όλη μας η γνώση εξαντλείται στα δεδομένα της εμπειρίας που αποτελούνται από τους συνδυασμούς των ιδεών στη νόησή μας. Αν όμως, όπως επισημαίνει ο Μπάρκλεϋ, όλη μας η γνώση για τον εξωτερικό κόσμο προκύπτει από σχέσεις ιδεών πώς μπορεί να είναι κανείς βέβαιος ότι αυτό που γνωρίζει είναι ο πραγματικός κόσμος; Αν το μόνο που γνωρίζουμε είναι ιδέες, πώς γνωρίζουμε για τις ποιότητες των σωμάτων, αφού δεν είναι ιδέες; Το μόνο που μπορούμε να γνωρίζουμε σύμφωνα με τον Λόκ είναι ότι εάν ένα αντικείμενο έχει ορισμένες ποιότητες τότε θα έχει και άλλες ποιότητες. Αλλά ουσιαστικά δεν γνωρίζουμε εάν υπάρχουν στην πραγματικότητα τέτοια αντικείμενα ή είναι αποτέλεσμα της ερμηνείας των αισθητηρίων ερεθισμάτων που δέχεται ο νους μας από τον εξωτερικό κόσμο.

Βέβαια, σε αυτόν τον ισχυρισμό του, ο Λόκ αντιτείνει την άποψη ότι το πνεύμα που θεωρεί τις αφηρημένες του ιδέες μπορεί να συλλάβει τις σχέσεις τους με την ενόραση και να οδηγήσει σε βέβαιη γνώση. Η απόδειξη οφείλει να συγκροτείται από μια αδιάλειπτη αλληλουχία ενοράσεων.[15] 
Η μυστικιστική αυτή προδιάθεση είναι εμφανής και στο φιλοσοφικό έργο του Μπάρκλεϋ, αν και φαινομενικά είναι προσηλωμένο σε έναν ακραιφνή εμπειρισμό. Ο Μπάρκλεϋ ήταν φανατικός εμπειριστής αλλά ταυτόχρονα βαθιά θρησκευόμενος. Σκοπός του ήταν να καταπολεμήσει τα φιλοσοφικά θεμέλια της αθεΐας. Αρνήθηκε ΄΄την ύπαρξη άψυχης ύλης που δημιουργήθηκε από το πουθενά΄΄, όπως και τα ΄΄καθ΄όλου΄΄ της πλατωνικής, αριστοτελικής ή καρτεσιανής παράδοσης΄΄[16]. Ο Θεός είναι ο ίδιος η αιτία των ιδεών μας και δεν χρειάζεται την ύλη.[17] Σύμφωνα με τον Μπάρκλεϋ υπάρχει μόνο η πνευματική δραστηριότητα που περιλαμβάνει τη φαντασία, τη μνήμη, τη σκέψη, τα συναισθήματα. Ο κόσμος υπάρχει μόνο ως αντικείμενο του πνεύματος. Για το λόγο αυτό αν ο κόσμος είναι κάτι το αντιληπτό υπάρχει ένα πνεύμα που τον αντιλαμβάνεται και αυτό είναι ο θεός. Οι αισθήσεις και τα δεδομένα τους δεν υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός πραγματικού και ανεξάρτητου υλικού κόσμου πέρα από το ΄΄πνεύμα ΄΄, γιατί οι αισθητές ιδιότητες σχετίζονται με το υποκείμενο που τις αντιλαμβάνεται. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Αναλύοντας τη νομιναλιστική θεωρία του Όκκαμ για τις καθολικές έννοιες και συγκρίνοντάς την με τις αντίστοιχες θέσεις του Εμπειρισμού των Λόκ και Μπάρκλεϋ φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι και οι τρεις διανοητές απορρίπτουν: ο Όκκαμ την ύπαρξη των γενικών εννοιών, ο Λόκ των έμφυτων ιδεών, ο Μπάρκλεϋ την ύπαρξη της άψυχης ύλης που δημιουργήθηκε από το πουθενά όπως τα ΄΄καθ΄ όλου΄΄ της πλατωνικής και αριστοτελικής παράδοσης. Ουσιαστικά απορρίπτουν την οντολογική υπόσταση των εννοιών που προαναφέραμε. Ο Όκκαμ θεωρεί τις καθολικές έννοιες συμβάσεις της γλώσσας, ο Λόκ θεωρεί τις ιδέες αποτέλεσμα της νόησης και ο Μπάρκλεϋ θεώρησε τον Θεό αιτία της δημιουργίας των ιδεών μας.

Πέρα, όμως, από τις επιμέρους διαφορές των φιλοσόφων που προαναφέραμε, οι οποίες είναι το αποτέλεσμα των διαφορετικών κοινωνικών, πολιτικών και ιστορικών περιόδων στις οποίες έζησαν καθώς και των ατομικών επιλογών, διακρίνουμε μια βασική ομοιότητα. Η ομοιότητα είναι η προσήλωση που δείχνουν και οι τρεις στην εμπειρία ως μέσο για την ερμηνεία από τον άνθρωπο του εξωτερικού κόσμου. Επίσης, κοινή είναι η πεποίθηση στους Λόκ και Όκκαμ ότι η αποδεικτική γνώση βρίσκεται στη σύνδεση της άμεσης εμπειρίας και της ενορατικής γνώσης.[18] Βέβαια, σημαντική είναι και η κριτική που ασκεί ο Μπέρκλευ στη βεβαιότητα της ανθρώπινης γνώσης που διατύπωσε ο Λόκ αλλά και στη διαδικασία της αφαίρεσης μέσα από την οποία σχηματίζονται οι γενικές ιδέες.[19] 
Ουσιαστικά, οι τρεις φιλόσοφοι που μελετήσαμε μετέχουν στο ίδιο πρόβλημα που βρισκόταν στο κέντρο του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος από την εποχή της ακμής της ελληνικής φιλοσοφίας και επανήλθε όταν η σχολαστική φιλοσοφία έκανε τα πρώτα βήματά της, με αφετηριακό σημείο την εισαγωγή του Πορφύριου στο αριστοτελικό σύγγραμμα ΄΄Κατηγορίαι΄΄[20]. Από τη στιγμή που ο Σωκράτης υπέδειξε ότι έργο της επιστήμης είναι ο στοχασμός του κόσμου μέσα σε έννοιες, δημιουργήθηκε και το ερώτημα πώς σχετίζονται οι έννοιες γένους με την πραγματικότητα, ως ένα από τα κύρια θέματα του φιλοσοφικού στοχασμού.

Η μεγάλη αξία, όμως, στις θεωρίες τους έγκειται στο γεγονός της αμφισβήτησης της οντολογικής ύπαρξης των έμφυτων ιδεών και των ΄΄καθ΄ όλου΄΄, δηλαδή των γενικών και καθολικών εννοιών. Η θεωρία των έμφυτων ιδεών μπορούσε να οδηγήσει σε συντηρητικές απόψεις, αφού δεν τίθενται υπό εξέταση, διερεύνηση και αμφισβήτηση. Οι θεωρίες, όμως, των Λόκ και Όκκαμ έδιναν την πρωτοκαθεδρία στην ατομική κρίση η οποία ισχυροποιούσε το άτομο απέναντι στην αυθεντία και στο δόγμα [21]. Στη σκέψη του Όκκαμ και των άλλων νομιναλιστών της εποχής του η μόνη αποτελεσματική επίθεση κατά της παπικής απολυταρχίας ήταν η αναίρεση του ρεαλισμού. Αλλά και για τον Λόκ, ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από το πρωταρχικό γεγονός, τη συνείδηση της δύναμής του, η οποία του παρέχει την ιδέα της ελευθερίας του. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο άνθρωπος μπορεί να έχει ιδέες μόνο σε συνάρτηση με τα δεδομένα της αισθητής εμπειρίας του, επομένως όλες οι ηθικές αρχές του μπορούν να υπάρχουν μόνο με βάση τα δεδομένα των αισθήσεων του. 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Ø Μ. Αyers, Τζον Λόκ, Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 2004.
Ø Ιστορία της Δυτικής φιλοσοφίας, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2005.
Ø Σ. Βιρβιδάκης και άλλοι, Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη:από την αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα, τόμος Α΄, Εκδόσεις Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2000.
Ø A. Gottlieb, Το όνειρο της Λογικής, Η ιστορία της φιλοσοφίας από τους Έλληνες μέχρι την Αναγέννηση, Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 2004. 
Ø Π. Δρακόπουλος, Μεσαίωνας, Ελληνικός και Δυτικός, Παρουσία, Αθήνα 2002. 
Ø J. Dunn, Λόκ, Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2006
Ø Η Φιλοσοφία, Τόμος Α΄, Από τον Πλάτωνα ως τον Θωμά Ακινάτη, Από τον Γαλιλαίο ως τον Ζ. Ζ. Ρουσώ, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 2006.
Ø Η Φιλοσοφία, Τόμος Β΄, Από τον Κάντ ως τον Χούσσερλ, Ο εικοστός αιώνας, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 2006.
Ø A. C. Lloyd, Οι Ύστεροι Νεοπλατωνικοί, Εκδόσεις Ενάλιος Αθήνα 2006.
Ø Γ. Μολυβάς, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Β΄, Η εποχή του Διαφωτισμού, Εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2000.
Ø Π. Χ. Νούτσος, Ο Νομιναλισμός, οι κοινωνικές προϋποθέσεις της ύστερομεσαιωνικής φιλοσοφίας, Κέδρος, Αθήνα 1980. 
Ø Περιοδικό Υπόμνημα στη φιλοσοφία, αφιέρωμα στην Πολιτεία του Πλάτωνα, τεύχος 2, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2004.
Ø Μ. Ρασσέλ, Ιστορία της Δυτικής φιλοσοφίας τόμος Α΄, Η αρχαία φιλοσοφία, η καθολική φιλοσοφία Ι, Εκδόσεις Ι. Δ. Αρσενίδης & Σια, χ.χ..
Ø Μ. Ρασσέλ, Ιστορία της Δυτικής φιλοσοφίας τόμος Α΄, Η καθολική φιλοσοφία ΙΙ, Η νεότερη φιλοσοφία, Εκδόσεις Ι. Δ. Αρσενίδης & Σια, χ.χ.. 
Ø J. Russ, Η περιπέτεια της ευρωπαϊκής σκέψης, Μια ιστορία των ιδεών της Δύσης, Τυπωθήτω, Αθήνα 2005.
Ø W. Windelband- H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας, Β΄τόμος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005.
Ø R. S. Woolhouse, Φιλοσοφία της επιστήμης, τόμος Β΄, Εμπειριστές, Πολύτροπον, Αθήνα 2003. 


[1] Ο Ιωάννης Σκώτος Εριγένης είναι εκείνος ο φιλόσοφος που ανέπτυξε τις βασικές ιδέες του ΄΄νεοπλατωνικού ρεαλισμού΄΄. Ξεκινώντας από τις ιδέες του Πλάτωνα, παρουσιάζει το γενικό (οι έννοιες γένους- γενικές έννοιες) ως την πιο πρωταρχική πραγματικότητα, η οποία παράγει από τον εαυτό της το ειδικό και το περιέχει. Τα γενικά αντικείμενα δεν είναι μόνο οντότητες ( res –ρεαλισμός ) αλλά σε σχέση με τα επιμέρους είναι πιο πρωταρχικές, πιο πραγματικές οντότητες και είναι αυτές που τα παράγουν και τα καθορίζουν. W. Windelband- H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο ιστορίας της φιλοσοφίας ,Β΄τόμος, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2005, σ. 42. 
[2] Κ. Αθανασόπουλος, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Α΄, Η φιλοσοφία στην Ευρώπη από τον 6ο έως τον 16ο αιώνα, Εκδόσεις Ε.ΑΠ. Πάτρα 2001, σ. 155-156, 174.
[3] O ρεαλισμός έπλασε την πιο σημαντική χριστιανική διδασκαλία, την ΄΄οντολογική απόδειξη της ύπαρξης του θεού΄΄, όπως τη διατύπωσε ο Άνσελμος της Κανταβρυγίας, P. V. Spade, Μεσαιωνική φιλοσοφία, στο Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, Νεφέλη, Αθήνα 2005,σ. 44. Για την απόδειξη της ύπαρξης του θεού βλέπε σχετικά, , Κ. Αθανασόπουλος, ό.π., σ. 64-67 
[4] P. V. Spade, ό.π.,σ. 149. Επίσης, Κ. Αθανασόπουλος, ό.π., σ. 156.
[5] Ο Πέτρος της Ισπανίας πιστεύει ότι πρέπει να διακρίνουμε μεταξύ δύο σχέσεων που μπορεί να έχει το σήμα –ο λογικός όρος –η λέξη με αυτό που σηματοδοτεί. Δηλαδή διακρίνει το διαχωρισμό μεταξύ του γενικού νοήματος της λέξεως και του εξειδικευμένου νοήματος που μπορεί επίσης να έχει. Κ. Αθανασόπουλος, ό.π., σ. 158. 
[6] Για τον Όκκαμ οι έννοιες είναι απλώς σημεία ή λέξεις και δεν φτάνουν στο όν. Εδώ οφείλεται η έρευνα της σταθερής διαδοχής σημείων που αποτέλεσε και το πεδίο της εμπειρικής επιστήμης. Απωθώντας τις μεταφυσικές οντότητες και στρεφόμενος προς τις ακολουθίες γλωσσικών διατυπώσεων, ο νομιναλισμός οδήγησε στην προνομιακή μεταχείριση της ιδέας της επιστήμης. J. Russ, Η περιπέτεια της ευρωπαϊκής σκέψης, Μια ιστορία των ιδεών της Δύσης, Τυπωθήτω, Αθήνα 2005, σ. 106 Σχετικά, Αθανασόπουλος, ό.π., σ. 159. Για την αμφισβήτηση της ύπαρξης των γενικών εννοιών, W. Windelband- H. Heimsoeth, ό.π., σ.60. Τα καθ΄όλου σύμφωνα με τον Όκκαμ είναι το ΄΄χειρότερο λάθος της φιλοσοφίας΄΄ και αποτελούν απλά λεκτικά σύμβολα ( nomina), Π. Νούτσος, Ο Νομιναλισμός, οι κοινωνικές προϋποθέσεις της ύστερομεσαιωνικής φιλοσοφίας, Κέδρος, Αθήνα 1980, σ. 12. 
[7] Σύμφωνα με τον Κ. Αθανασόπουλο, με το συλλογισμό αυτό του Όκκαμ: ΄΄μετατρέπονται όλες οι γενικές κατηγορίες όντων , από τα χρώματα μέχρι το χρόνο και τα βιολογικά είδη, σε μη υπαρκτά και εξαρτώμενα από ένα δρον υποκείμενο που τα αντιλαμβάνεται΄΄. Το να υποστηρίζουμε ότι οι καθολικές έννοιες υπάρχουν είναι ουσιαστικά αντίφαση γιατί με την ύπαρξη τους μετατρέπονται ταυτόχρονα σε συγκεκριμένα όντα. ( τα σχετικά χωρία που χρησιμοποιεί Primum Sententiarum, 2,8Q και 2,4,Dκαι 2,6, Bκαι 2,6,E, Summa totius logicae, 1,63, Quodlibet.,4,19), Κ. Αθανασόπουλος, ό.π., σ. 158. Για το ίδιο θέμα ο P. V. Spade, λέει ΄΄Πίστευε ότι τα καθόλου ήταν θεωρητικώς περιττά, και σε κάποιες εκδοχές τους τουλάχιστον, εννοιολογικώς ασυνάρτητα.΄΄, P. V. Spade, ό.π., σ. 149. 
[8] Ο ΄΄νομιναλισμός΄΄ είναι όρος που χρησιμοποιείται σε μεγάλη ποικιλία ισχυρισμών και πρέπει να είναι κανείς σαφής για το τι εννοεί όταν τον χρησιμοποιεί. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα άλλο θέμα το οποίο χαρακτηρίζεται ως ένα είδος ΄΄νομιναλισμού΄΄ στον Όκκαμ, παρόλο που είναι τελείως ανεξάρτητο από την απόρριψη των καθολικών οντοτήτων. Αυτό το θέμα αφορά την άποψη του Όκκαμ ότι πρέπει κανείς να περιορίζει τις οντολογικές κατηγορίες σε δύο μόνο ΄΄την ουσία και το ποιόν΄΄. P. V. Spade, ό.π., σ. 150. Για την υιοθέτηση από τον Όκκαμ της ΄΄αρχής της οικονομίας ΄΄ σύμφωνα με την οποία πρέπει να απαλλαγούμε από τις επιπλέον οντολογικές κατηγορίες και να επικεντρωθούμε στα ΄΄υπαρκτά και άμεσα αντιληπτά εξατομικευμένα όντα΄΄, βλέπε Αθανασόπουλος, ό.π., σ. 159. Για το ίδιο θέμα βλέπε τους W. Windelband- H. Heimsoeth, ό.π., σ.81-82. 
[9] F. Duchesneau, John Locke, στο Η Φιλοσοφία, Τόμος Α΄, Από τον Πλάτωνα ως τον Θωμά Ακινάτη, Από τον Γαλιλαίο ως τον Ζ. Ζ. Ρουσώ, Εκδόσεις Γνώση, σ. 562.
[10] Γ. Μολυβάς, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, Τόμος Β΄, Η εποχή του Διαφωτισμού, Εκδόσεις Ε.Α.Π., Πάτρα 2000, σ. 51-52. Λέγοντας ιδέες ο Λόκ εννοεί ΄΄όλα όσα είναι αντικείμενο της νόησης όταν ο άνθρωπος σκέπτεται ΄΄ (εισαγωγή, 8 στο Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση), F. Duchesneau, ό.π., σ. 554. 
[11] ΄΄Τείνω να πιστέψω ότι οι Άνθρωποι, όταν καταλήγουν να εξετάσουν τις απλές Ιδέες που έχουν για τα πράγματα, τείνουν γενικά να συμφωνούν μεταξύ τους, αν και κατά τη συζήτηση ίσως να προκαλούν σύγχυση ο ένας στον άλλο, χρησιμοποιώντας διαφορετικά Ονόματα.΄΄ (Λόκ, Ε180, Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση). J. Dunn, Λόκ, Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 2006,ό.π., σ. 85. 
[12] Για το σχηματισμό των ιδεών αυτών, ο Λόκ, σύμφωνα με τον Γ. Μολυβά, μας δίνει τρεις αλληλοαναιρούμενες εκδοχές. Γ. Μολυβάς, ό.π., σ. 53. Ανάλογη είναι και η προσέγγιση του συνόλου του έργου του Λόκ για την ανθρώπινη γνώση από τους σημερινούς μελετητές. Διαφωνίες υπάρχουν αρχικά ως προς την αξία του ενώ άλλοι θεωρούν τις απαντήσεις του συγκεχυμένες. J. Dunn, ό.π., στον πρόλογο,σ.2. 
[13] Για τις πρωτεύουσες και δευτερεύουσες ιδιότητες και την δύναμη που τις συνδέει βλέπε, F. Duchesneau, .ο.π., σ. 556-557.
[14] ΄΄Η επανάληψη των ίδιων σχηματισμών των φαινομένων στον Locke χρησιμεύει για να προσανατολίσει το πνεύμα προς την αντίληψη της ιδιάζουσας ορθολογικότητας των φαινομένων.΄΄ F. Duchesneau, .ο.π., σ. 558.

[15] F. Duchesneau, .ο.π., σ. 566.
[16] Γ. Μολυβάς, ό.π., σ. 56. 
[17] Ο Mπέρκλευ ουσιαστικά συνεχίζει τη φιλοσοφική παράδοση της ΄΄Μέσης πλατωνικής Ακαδημίας΄΄, από τον Albinus έως τον Αυγουστίνο, που δέχονταν την ύπαρξη των ΄΄universalia΄΄ μέσα στη σκέψη του Θεού. Π. Νούτσος, ό.π., σ. 12. 

[18] Κ. Αθανασόπουλος, όπ., σ. 160.
[19] Γ. Μολυβάς, ό.π., σ. 53, 57-58.
[20] A. C. Lloyd, Οι Ύστεροι Νεοπλατωνικοί, Εκδόσεις Ενάλιος Αθήνα 2006, σ. 51. Αν και ο Α. Φ. Μουρελάτος πιστεύει ότι η αντιδιαστολή των καθόλου προς τα καθ΄έκαστα απασχόλησε και τη σκέψη των προ-Σωκρατικών. Α.Φ. Μουρελάτος, Η διάκριση καθόλου / καθ΄ έκαστα στον Δημόκριτο, στο Περιοδικό Υπόμνημα στη φιλοσοφία, αφιέρωμα στην Πολιτεία του Πλάτωνα, τεύχος 2, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2004. 


πηγή: mb-soft.com - el.wikipedia - larissablogs

Η ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ

$
0
0

Λαμβάνοντας υπ'όψιν ότι επιστητό αποκαλείται αυτό που μπορεί να προσεγγίσει ο άνθρωπος μέσω της γνώσης, ως επιστήμη ορίζεται το σύνολο των συστηματικών και επαληθεύσιμων γνώσεων, καθώς επίσης η διερεύνηση καθορισμένων πεδίων του επιστητού. Η διερεύνηση στο πλαίσιο της επιστήμης γίνεται με συγκεκριμένες και σαφώς καθορισμένες διαδικασίες, οι οποίες συναποτελούν την επιστημονική μέθοδο.


Βάσει των ανωτέρω επιστημονική μέθοδος είναι η διαδικασία την οποία εφαρμόζουν οι επιστήμονες στην έρευνα των φαινομένων, ώστε να καταλήξουν σε αξιόπιστη γνώση σχετικά με τους νόμους που τα διέπουν.

Τι περιλαμβάνει η επιστημονική μέθοδος

Η επιστημονική μέθοδος περιλαμβάνει τα ακόλουθα βήματα και χαρακτηρίζεται από την επαναλαμβανόμενη εκτέλεση τους:

  • Παρατηρήσεις πάνω σε ένα φυσικό φαινόμενο ή ομάδα φυσικών φαινομένων.
  • Σχηματισμός μιας γενικής υπόθεσης (μοντέλου) η οποία είναι συνεπής με τις παρατηρήσεις που έγιναν (μπορεί να τις εξηγήσει).
  • Χρησιμοποίηση της υπόθεσης για να γίνουν προβλέψεις για την ύπαρξη άλλων φυσικών φαινομένων ή για τα ποσοτικά αποτελέσματα νέων παρατηρήσεων σε ότι αφορά το ίδιο φαινόμενο.
  • Εξέταση των προβλέψεων που έγιναν με επιπρόσθετες παρατηρήσεις και διεξαγωγή πειραμάτων και αναθεώρηση της υπόθεσης ανάλογα, έτσι ώστε να είναι συνεπής και με τα νέα δεδομένα.

Τα δύο τελευταία βήματα επαναλαμβάνονται συνεχώς, ενισχύοντας συνεχώς την ισχύ της υποθέσεως μέσα στα όρια της ακρίβειας των παρατηρήσεων. Όταν η αλήθεια μιας υπόθεσης έχει εξακριβωθεί διαμέσου παρατηρήσεων, πειραμάτων και κριτικής σκέψης, τότε γίνεται αποδεκτό ότι αποτελεί μια ικανοποιητική αναλυτική-συστημική προσέγγιση της πραγματικότητας και έτσι αποκτά τη θέση επιστημονικής θεωρίας. Οι προβλέψεις της θεωρίας αυτής εξακολουθούν να ελέγχονται και είναι πιθανό μελλοντικές παρατηρήσεις και πειράματα να την καταρρίψουν, οπότε διατυπώνεται μια νέα, βελτιωμένη και γενικότερη υπόθεση, η οποία εξηγεί τόσο τις προηγούμενες, όσο και τις νέες παρατηρήσεις.

Σε μερικούς επιστημονικούς τομείς δεν είναι δυνατή η εφαρμογή όλων των προαναφερόμενων βημάτων. Π.χ. δεν είναι δυνατόν να εκτελέσουμε πειράματα προκαλώντας σεισμούς ή εκρήξεις ηφαιστείων, ούτε μπορούμε να επέμβουμε στις τροχιές πλανητών κ.ο.κ. Σ'αυτές τις περιπτώσεις επινοούνται άλλες διαδικασίες παρατήρησης, καταγραφής και αξιολόγησης.

Κριτήρια της Επιστημονικής Μεθόδου

Κριτήρια για να χαρακτηριστεί μια εργασία επιστημονική, είναι:
  • Διαχωρισμός του προσώπου από το εξεταζόμενο αντικείμενο.
  • Επαναληψιμότητα των πειραμάτων και επιβεβαίωση παρατηρήσεων.
  • Τεκμηρίωση των ισχυρισμών βάσει άλλων επιστημονικών θεωριών ή μαθηματικής απόδειξης.
  • Επεξήγηση όλων των προηγούμενων παρατηρήσεων, γενίκευση παλαιότερων θεωριών.

Διαψευσιμότητα

Ο φιλόσοφος Καρλ Ράιμουντ Πόππερ (1902-1994) εισήγαγε ως κριτήριο επιστημονικότητας μιας θεωρίας, στα πλαίσια του κριτικού ορθολογισμού, τη δυνατότητα διάψευσής της. Μια θεωρία πρέπει, δηλαδή, να διατυπώνει προβλέψεις, οι οποίες θα μπορούσαν να διαψευσθούν με την εκτέλεση πειραμάτων. Με κάθε πείραμα που εκτελείται και το οποίο δεν διαψεύδει τη θεωρία, αυξάνεται η πιθανότητα να είναι αυτή η θεωρία σωστή. Η ύπαρξη της δυνατότητας διάψευσης διαφοροποιεί το επιστημονικό πόρισμα από την πίστη. Πειράματα επαλήθευσης δεν αρκούν, και κατ'άλλους δεν μπορούν να υπάρξουν, δεδομένου ότι αφενός πολύπλοκες θεωρίες δεν είναι δυνατόν να επιβεβαιωθούν συνολικά, αφετέρου μπορεί να υπάρξουν πάντα συνθήκες εφαρμογής της θεωρίας που δεν έχουν εξεταστεί. Νεότεροι ερευνητές στον τομέα της Επιστημολογίας και της Ιστορίας των Επιστημών, συμπλήρωσαν και προσάρμοσαν αυτό το κριτήριο του Πόππερ.

Η αξία της επιστημονικής μεθόδου

Η επιστημονική μέθοδος είναι θεμελιώδης για την επιστημονική έρευνα και για την πρόσκτηση νέας γνώσης βασισμένης στη φυσική μαρτυρία από την επιστημονική κοινότητα. Οι επιστήμονες χρησιμοποιούν τις παρατηρήσεις και την αιτιολόγηση για να προτείνουν ερμηνείες των φυσικών φαινομένων, που αποκαλούνται υποθέσεις. Οι προβλέψεις από τέτοιες υποθέσεις δοκιμάζονται μέσω πειραμάτων σε ελεγχόμενες (μετρήσιμες) συνθήκες, τα οποία θα πρέπει να είναι αναπαράξιμα (ή επαναλήψιμα) από οποιονδήποτε επιστημονικά ικανό. Μια σημαντική όψη της υπόθεσης είναι η δυνατότητα διάψευσής της, με άλλα λόγια η δυνατότητα να αποδειχθεί ψευδής μέσω νέων παρατηρήσεων. Αν μια πρόταση δεν είναι διαψεύσιμη, δηλαδή αν δεν μπορεί να υπάρξει δοκιμασία που να μπορεί να την διαψεύσει, τότε δεν είναι υπόθεση. Αντίθετα είναι άποψη, δήλωση ή απλή απάτη, που δεν βασίζεται στην επιστημονική μέθοδο.

Αν η υπόθεση επιβεβαιώνεται επανειλημμένα μέσω του πειράματος, τότε γίνεται θεωρία και οι νέες προβλέψεις στηρίζονται πάνω της. Οι εσφαλμένες προβλέψεις, εσωτερικές ασυνέπειες ή ανεξήγητα φαινόμενα ενεργοποιούν μια διαδικασία διόρθωσης των υποθέσεων, που με τη σειρά τους δοκιμάζονται κ.ο.κ.. Οποιαδήποτε υπόθεση είναι αρκετά ισχυρή για τη δημιουργία προβλέψεων μπορεί να δοκιμάζεται με αυτόν τον τρόπο.

Ωστόσο, μια μη επαληθευμένη υπόθεση είναι δυνατόν να γίνει ευρύτερα αποδεκτή, βάσει κάποιας διαισθητικής ή λογικής αντίληψης της εγκυρότητάς της, οπότε ονομάζεται αξίωμα.

πηγή: el.wikipedia

ΥΛΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΑΤΩΝΙΚΩΝ ΙΔΕΩΝ - ΠΩΣ ΟΙ ΘΕΙΕΣ ΤΑΞΕΙΣ "ΥΛΟΠΟΙΟΥΝ"ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

$
0
0



Στον Αισθητό Κόσμο οι Ιδέες "υλοποιούνται"με τρείς τρόπους:

Αφομοίωση: Χαρακτηριστικός συμβολισμός για αυτόν τον τρόπο υλοποίησης είναι η χρήση Εικόνων και Ζωγραφιών. Κατά την μέθοδο αυτή δημιουργείται ένα πιστό αλλά κατώτερο αντίγραφο των Ιδεών 

Αντανάκλαση: Χαρακτηριστικός συμβολισμός είναι η χρήση ειδώλων και αντανακλάσεων. Σύμβολο της μεθόδου αυτής είναι ο καθρέφτης. Κατά την μέθοδο αυτή δημιουργείται πάνω σε ένα υπόστρωμα  μια αντανάκλαση της Ιδέας, η οποία όμως δεν επηρεάζει το υπόστρωμα αυτό (όπως ακριβώς γίνεται και με τον καθρέφτη).

Αποτύπωση: Χαρακτηριστικός συμβολισμός είναι τα αποτυπώματα και σύμβολο είναι η χρήση σφραγίδας. Κατά τον τρόπο αυτό, η Ιδέα/Μορφή αποτυπώνεται στην Υλη και την διαμορφώνει.

Για αυτό φαίνεται και ο Πλάτων να χαρακτηρίζει τα αποτελέσματα των Ιδεών, άλλοτε εικόνες και ζωγραφιές, άλλοτε αποτυπώματα και άλλοτε είδωλα.
Πρόκλος - Σχόλια στον Παρμενίδη 840.20, 842.2




Ανάμεσα στις Νοερές Ιδέες και στα Αισθητά υπάρχουν τρεις θείες τάξεις, η τάξη των Αφομοιωτικών (Ηγεμονικών ή Υπερκοσμίων) Θεών, η τάξη των Ανεξαρτήτων (Υπερκόσμιοι-Εγκόσμιοι) Θεών και η τάξη των Εγκοσμίων Θεών.

Λόγω της τάξης των Εγκοσμίων Θεών, όσα βρίσκονται εδώ κάτω μετέχουν στις Ιδέες με τον τρόπο της Αποτύπωσης, γιατί αυτοί οι Θεοί είναι εκείνοι που τα εποπτεύουν άμεσα.

Λόγω της τάξης των Ανεξαρτήτων Θεών, λαμβάνουν αντανακλάσεις, γιατί αυτοί κατά κάποιο τρόπο έρχονται και κατά κάποιο τρόπο δεν έρχονται σε επαφή με τα αισθητά, και με τις υπερβατικές τους δυνάμεις, παρέχουν στα αισθητά κάποια είδωλα των κορυφαίων όντων.

Λόγω της τάξης των Αφομοιωτικών Θεών (γιατί είναι εκείνοι που έχουμε αποκαλέσει Ηγεμονικούς) τα Αισθητά εξομοιώνονται με τα νοερά.

Αρά από την μία δημιουργική πηγή και από την αγαθότητα της, η οποία τελειοποιεί τα πάντα, επέρχεται η αποτύπωση, η αντανάκλαση και η εξομοίωση.
Πρόκλος - Σχόλια στον Παρμενίδη 848.5

Δηλαδή οι Αφομοιωτικοί Θεοί φτιάχνουν κατ'αρχήν ένα αντίγραφο (σύμβολο Εικόνα ή Ζωγραφιά) μιας Ιδέας, η οποία υπάρχει στον Υπερ-αισθητό κόσμο (Νοητό/Νοερό) δίνοντας της μορφή (μιας και στον Υπερ-αισθητό κόσμο δεν υπάρχουν Μορφές), ακολούθως οι Ανεξάρτητοι Θεοί δημιουργούν μια αντανάκλαση της σε ένα ενδιάμεσο υπόστρωμα (σύμβολο ο Καθρέφτης) και τέλος οι Εγκόσμιοι Θεοί παίρνοντας την σχηματισμένη αυτή Μορφή την "υλοποιούν"στην Υλη (μορφοποιούν δηλαδή την Υλη - σύμβολο το Αποτύπωμα )

Όσοι διατηρούν την Ύλη απαθή κατά την συμμετοχή της στις Ιδέες, την παρομοιάζουν με καθρέφτη και αποκαλούν είδωλα και αντανακλάσεις τις Ιδέες και την Μορφή που λαμβάνει μέσα της.
Πρόκλος - Σχόλια στον Παρμενίδη 839.30

πηγή:  empedotimos.blogspot.gr

ΧΑΛΔΑΪΚΑ ΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΠΛΑΤΩΝ

$
0
0

Συλλογή χρησμών με θεολογικό, κοσμολογικό και σωτηριολογικό περιεχόμενο που δημιουργήθηκε κατά τον ύστερο 2ο αι. μ.Χ., θεωρήθηκε ως αποκάλυψη που προήλθε από την ασώματη ψυχή του ίδιου του Πλάτωνα, και είχε τεράστια απήχηση στον ύστερο νεοπλατωνισμό.

Προέλευση
Τα Χαλδαϊκὰ λόγια (=‘χρησμοί των Χαλδαίων’) είναι μια συλλογή χρησμών γραμμένων σε δακτυλικό εξάμετρο (το μέτρο των δελφικών χρησμών και της θεόπνευστης ποίησης του Ομήρου, του Ησιόδου και του Ορφέα) που υποτίθεται ότι υπαγορεύθηκαν από τους θεούς ή/και την ασώματη ψυχή του ίδιου του Πλάτωνα σε δύο ομώνυμους άνδρες που συνδέονταν με δεσμό αίματος και έδρασαν επί Μάρκου Αυρήλιου (161-180): τον Ιουλιανού τον Χαλδαίο (πατέρα) και τον Ιουλιανό τον Θεουργό (γιο). Το προσωνύμιο του πρώτου δηλώνει μάλλον ειδική γνώση μαγικών πρακτικών παρά καταγωγή από την Βαβυλώνα, γεγονός που συνάδει με τη μαρτυρία της Σούδας (Ι 434 Adler) ότι έγραψε έργο Περί δαιμόνων (σε 4 βιβλία). Το προσωνύμιο του γιου, αν του αποδόθηκε όσο ζούσε, αποτελεί την παλαιότερη μνεία του όρου θεουργός (όθεν ). Για τον τρόπο σύνθεσης και καταγραφής των χρησμών γνωρίζουμε ελάχιστα πράγματα. Πιθανότερη φαίνεται η εκδοχή σύμφωνα με την οποία ο γιος Ιουλιανός, που φέρεται να έχει γράψει επίσηςΘεουργικά και Τελεστικά (Σούδα Ι 435 Adler), λειτουργούσε ως ενδιάμεσο (medium) και εκφωνούσε, σε κατάσταση αλλοιωμένης συνείδησης, έμμετρους χρησμούς τους οποίους ο πατέρας του, παρών στη συνεδρία, κατέγραφε. Η μέθοδος βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη μαρτυρημένη μαγική και θεουργική πρακτική της . Η εθνική προέλευση των Ιουλιανών δεν είναι γνωστή αλλά δεν είναι απίθανο να κατάγονταν από τη Συρία.
Πηγές

Το κείμενο των Χαλδαϊκών λογίων έχει χαθεί. Η συλλογή που διαθέτουμε, προϊόν φιλολογικούμόχθου, αποτελείται από 226 αποσπάσματα (ορισμένα αμφισβητούμενα ή και νόθα), τα περισσότερα εκ των οποίων είναι μονόστιχα, ενώ το εκτενέστερο αποτελείται από 17 στίχους. Τα αποσπάσματα αυτά προέρχονται από διαφόρους συγγραφείς της ύστερης αρχαιότητας, κυρίως τον Πρόκλο (κατά τα 4/5 της συλλογής) και τον Δαμάσκιο . Σημαντικές είναι, επίσης, οι καταγραφές που βρίσκουμε στον βυζαντινό λόγιο Μιχαήλ Ψελλό (1018-1078), του οποίου διασώζεται μια Ἐξήγησις τῶν Χαλδαϊκῶν λογίων (με παράθεση χρησμών που επεξηγούνται) και ένα ερμηνευτικό έργο με τίτλο Ὑποτύπωσις κεφαλαιώδης τῶν παρὰ τοῖς Χαλδαίοις ἀρχαίων δογμάτων (= Έκθεση των βασικών σημείων της αρχαίας διδασκαλίας των Χαλδαίων), καθώς και στον υστεροβυζαντινό φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα (π. 1355-1452/54), ο οποίος σε τρία σωζόμενα πονημάτια συνέλεξε και επεξήγησε 36 χρησμούς.
Περιεχόμενο

Η γλώσσα των Χαλδαϊκών λογίων είναι ιδιαίτερα σκοτεινή και εξεζητημένη, ενώ ο αποσπασματικός χαρακτήρας των σωζόμενων στίχων δυσχεραίνει το έργο της ερμηνείας. Ωστόσο, οι φιλολογικές προσπάθειες μιας και πλέον εκατονταετίας έχουν κατορθώσει να μάς δώσουν, σε αδρές γραμμές, το θεολογικό, κοσμολογικό και εσχατολογικό σύστημα που προϋπέθεταν ή εξέθεταν οι χρησμοί. Πρώτη αρχή του συστήματος είναι ένας εντελώς υπερβατικός θεός, που γινόταν αντιληπτός με όρους νοός (απ. 7, 39, 49) και χαρακτηριζόταν ωςπατήρ (απ. 7 και 14), μονάς (απ. 11, 26, 27) και πηγή (απ. 13, 30, 37). Από αυτόν προέρχεται ένας δεύτερος θεϊκός νους, ο Δημιουργός του κόσμου, τον οποίο, κατά τη μαρτυρία ενός χρησμού (απ. 7), ολόκληρο το ανθρώπινο γένος λατρεύει εσφαλμένα ως πρώτο θεό. Ο υπερβατικός πρώτος θεός χαρακτηρίζεται ἅπαξ ἐπέκεινα ( = ο κατά πρώτο λόγο υπερβατικός)– γεγονός που δείχνει την πλήρη ενότητά του καθώς και ριζική διαφορά του από τον δημιουργημένο κόσμο–, ενώ ο δεύτερος νους αποκαλείται δὶς ἐπέκεινα (= ο κατά δεύτερο λόγο υπερβατικός), για να δηλωθεί η σχέση του με την πολλαπλότητα και η διακριτική εμμένειά του μέσα στον δημιουργημένο κόσμο. Ανάμεσα στους δύο αυτούς θεούς εμφανίζεται η Δύναμις ως ο δεσμός που τους ενώνει και η οιονεί σύζυγος του πρώτου θεού, μια πρώτη θηλυκή αρχή, ενίοτε ταυτιζόμενη με την Εκάτη, η οποία επιτρέπει την πλήρη διάκριση του πρώτου από τον δεύτερο θεό καθώς και του νοητού από τον αισθητό χώρο. Εκάτη χαρακτηρίζεται επίσης η κοσμική Ψυχή, η θεϊκή οντότητα που εμψυχώνει το αισθητό σύμπαν στο σύνολό του.
Η θεολογία των Χαλδαϊκών Λογίων είναι ταυτόχρονα μονιστική και τριαδική. Το στοιχείο αυτό ανιχνεύεται, εκτός από την τριαδική δομή του ίδιου του θεού, τόσο στην ιεραρχική διάκριση τριών κόσμων – του εμπύρειου (= νοητού), του αιθέριου (= ουράνιου) και του υλικού (= υποσελήνιου και γήινου) –, όσο και στα κατώτερα θεϊκά όντα του συστήματος: τις ἴυγγες, τουςσυνοχεῖς και τους τελετάρχαςἼυγγες είναι οι δυνάμεις που συνδέουν τον άνθρωπο με τον κόσμο των θεών και ταυτόχρονα οι πλατωνικές Ιδέες εντός του πατρικού νου. Συνοχεῖς είναι οι δυνάμεις που συνέχουν το σύμπαν και επιτρέπουν την των μερών του. Και τελετάρχαι (= αρχηγοί των τελετουργιών) είναι οι τρεις μέγιστες χαλδαϊκές αρετές (πίστις, ἀλήθεια, ἔρως) και ταυτόχρονα οι ταγοί των τριών κόσμων: ο Αιών ως άρχων του εμπύρειου κόσμου, ο Ήλιος ως προκαθήμενος του αιθέριου κόσμου και η Σελήνη ως αρχηγέτις του γήινου κόσμου. Το χαλδαϊκό σύστημα αποδεχόταν επίσης αρχαγγέλους, αγγέλους και δαίμονες (ίσως και ήρωες) ως υπεραισθητά όντα ανώτερα των ανθρώπων αλλά κατώτερα στην κοσμική ιεραρχία από τους προαναφερθέντες θεούς. Στόχος όλου αυτού του πολυδαίδαλου συστήματος, πολλές λεπτομέρειες του οποίου μας διαφεύγουν, ήταν η έξοδος της ανθρώπινης ψυχής από τον κόσμο της γένεσης κα της φθοράς και η σωτηρία της μέσω της ενατένισης της θείας φύσης και/ή ένωσης μαζί της. Ο σωτηριολογικός προσανατολισμός, που αποτελούσε την πεμπτουσία της περίτεχνης κοσμολογίας των Χαλδαϊκών λογίων, ήταν σταθερά προσηλωμένος στην ιδέα ότι η ποθητή λύτρωση επιτυγχάνεται με τη χρήση κατάλληλων τελετουργικών μέσων και ιεροπραξιών που επιτρέπουν τον συντονισμό της ψυχής του τελεστή-θεουργού με κάποια θεϊκή υπόσταση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αναπτύχθηκαν ή αναβίωσαν διάφορες πρακτικές μαγικοθρησκευτικού τύπου, όπως η σύστασις, η ἀναγωγή (= τελετουργική εξύψωση προς κάποιο θεό), η εμψύχωση αγαλμάτων κ.λπ., που συγκροτούσαν την θεουργίαν  και αποσκοπούσαν εσχάτως στην θεοψία και την θέωση.

Εκλεκτικές συγγένειες με άλλα φιλοσοφικο-θρησκευτικά ρεύματα

Τα Χαλδαϊκά λόγια αποτελούν ιδιότυπη σύνθεση πλατωνικής μεταφυσικής (με κάποιες στωικές προσμείξεις), ανατολικών πεποιθήσεων (βαβυλωνιακής αστρολογίας, περσικής πυρολατρίας και συριακού θρησκευτικού ηλιοκεντρισμού) και μαγείας. Στα σωζόμενα αποσπάσματα ιδιαίτερα εμφανής είναι η παρουσία ορισμένων χαρακτηριστικών μεσοπλατωνικών δογμάτων (π.χ., η ερμηνεία των πλατωνικών Ιδεών ως εννοιών που γεννώνται μέσα σε έναν θεϊκό νου). Ακόμα μεγαλύτερη φαίνεται να είναι η επίδραση που είχε στη φιλοσοφία των χρησμών η σκέψη τουΝουμήνιου (που ήταν σύγχρονος των δύο Ιουλιανών). Η αποδοχή ενός ανώτερου (πλήρως υπερβατικού) και ενός κατώτερου (ημι-εμμενούς) θεού προέρχεται μάλλον από αυτόν. Αλλά οι εκλεκτικές συγγένειες δεν σταματούν εδώ. Το σύστημα των Χαλδαϊκών λογίων βρίσκεται σε συνάφεια επίσης με τα λεγόμενα Ερμητικά συγγράμματα καθώς με ορισμένα τμήματα της ποικιλόμορφης και πολυσχιδούς γραμματείας των Γνωστικών.
Επίδραση

Ο Πλωτίνος δεν φαίνεται να γνώριζε τα Χαλδαϊκά λόγια. Ο εκδότης και μαθητής του Πορφύριοςενδιαφέρθηκε γι᾽αυτά – τους αφιέρωσε μάλιστα και ένα ή δύο συγγράμματα– αλλά δεν τούς απέδωσε σημασία μεγαλύτερη από αυτήν των θεοπαράδοτων χρησμών των επίσημων μαντείων του Απόλλωνα. Η τεράστια απήχηση που είχαν τα Χαλδαϊκά Λόγια στον ύστερο νεοπλατωνισμόως ιερό κείμενο αναφοράς σημαντικότερο και από τον πλατωνικό Παρμενίδη (ή τις ορφικές θεογονίες), οφείλεται πρωτίστως στον Ιάμβλιχο . Ιδιαίτερα στη νεοπλατωνική σχολή των Αθηνών ο υπομνηματισμός της συλλογής θεωρήθηκε το αποκορύφωμα της ερμηνευτικής δεινότητας ενός φιλοσόφου. Η αίγλη τους διατηρήθηκε μέχρι την Ιταλική Αναγέννηση . Μόνον κατά τους νεότερους χρόνους, όταν η μελέτη του Πλάτωνα αποσυνδέθηκε από την πλατωνική παράδοση της ύστερης αρχαιότητας, προσεγγίστηκαν και τα Χαλδαϊκά Λόγια ως μία από τις πολλές όψεις του λεγόμενου “λαϊκού πλατωνισμού ” που άνθισε στην αυτοκρατορική εποχή.
Συγγραφέας: Σπύρος Ράγκος, Καθηγητής κλασικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών
  • Athanassiadi, PFrede, M. ed. . Pagan monotheism in late Antiquity. Oxford, 1999.
  • Places, É. Des. Οracles chaldaïques. Paris, 1996 .
  • Johnston, S.I., Finamore, J. FGerson, L.P. ed. . The Cambridge History of Philosophy in Late Antiquity,τόμος 1ος.. Cambridge, 2010.
  • Johnston, S.I. Hekate Soteira: a Study of Hekate’s Roles in the Chaldean Oracles and Related Literature. Atlanta, 1990.
  • Lewy, H. Chaldaean Oracles and Theurgy: Mystic Magic and Platonism in the Later Roman Empire3. Paris, 2011.
  • Majercik, R. The Chaldaean Oracles2. Dilton Marsh, 2013.
  • Tanaseanu-Döbler, I. Theurgy in Late Antiquity: The Invention of a Ritual Tradition. Göttingen, 2013.
  • Van Liefferinge, C. La théurgie: des Oracles Chaldaïques à Proclus. Liège, 1999.

πηγή: n1.xtek.gr

ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΜΙΝΑΛΙΣΜΟ ΣΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΑ - Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΝΔΥΛΗ

$
0
0


Ο Παναγιώτης Κονδύλης, στο μνημειώδες έργο του Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη έδειξε με απόλυτη ενάργεια ότι ο σύγχρονος φιλοσοφικός στοχασμός ξεκινά με εκείνον τον τολμηρό αγνωστικισμό στο μεταίχμιο του ανθρωπιστικού κινήματος, εκείνη τη διδασκαλία για τα όρια της ανθρώπινης νόησης, για την αδυναμία της να γνωρίσει την έσχατη ουσία των πραγμάτων, προσφέροντας παράλληλα το θεμέλιο της νεωτερικής αντιμεταφυσικής.


Το πρωτείο της vita activa: η ανυπέρβλητη άγνοια για το εκείθεν ερμηνεύτηκε ως επιταγή στροφής προς το εντεύθεν, ανατρέποντας την παραδοσιακή σχέση ιεραρχίας ανάμεσα σε sapientia και prudentia. Η συναγωγή αποδείξεων από μεγέθη ανύπαρκτα είναι σκέτη ανοησία. Αφού δεν μπορώ να γνωρίσω το όντως όν, τις «ιδέες» ή «τα καθόλου», αξίζει να γνωρίζω μόνο τα ανθρώπινα έργα. Η γνώση της ουσίας (ως essentia), είναι αναγκαστικά λειψή και κυμαινόμενη ή απατηλή, αφού παρέχεται δια μέσου των αντιληπτικών συμβεβηκότων. Ο τέλειος αντίποδας στον Αριστοτέλη και στους σχολαστικούς!

Ο βαθμός της βεβαιότητας της γνώσης δεν εξαρτάται πλέον από την οντολογική περιωπή του αντικειμένου της, αλλά από τη στενότητα της σχέσης του αντικειμένου προς το υποκείμενο. Ο Salutati θα το πει ρητά: «η αληθινή και βέβαιη γνώση δεν πηγάζει από λογική αναγκαιότητα ή βεβαιότητα των γνωριζομένων πραγμάτων, παρά από ψυχοδιανοητικές λειτουργίες του γνωρίζοντος υποκειμένου»[1]. «Η ύψιστη μεταφυσική και η ακριβής γνώση είναι όχι μόνο ανέφικτες ή εφικτές in mente, αλλά και ανώφελες», θα προσθέσει ο Bruni και ακόμη πιο πέρα ο Valla, θρυμματίζοντας τελείως την οντολογική ιεραρχία: «ο ρόλος του υποκειμένου στη διαμόρφωση της γνώσης είναι καθοριστικός: η αλήθεια και το ψέμα είναι εξίσου λειτουργίες του νου, δεν μπορούμε να δεχόμαστε την υποκειμενική προέλευση του δεύτερου χωρίς να δεχτούμε την υποκειμενική προέλευση της πρώτης»[2].

Η εγκατάλειψη της θωμιστικής παράδοσης για μια καθαρή vita speculativa οδηγεί στη μεθερμηνία της μεταφυσικής σε γνωσιοθεωρία, προλειαίνοντας τη σύγχρονη τροπή της σε επιστημολογία. Δεν μπορούμε να βγούμε από τα όρια των γνωστικών μας δυνάμεων. Ακόμα και όταν διατυπώνουμε αποφάνσεις οντολογικές, κρίνουμε με βάση τα δεδομένα του πνεύματός μας και όχι τα ίδια τα πράγματα, αφού ο νους μας είναι το μέτρο των πραγμάτων και όχι αντίστροφα. «Σαν άνθρωποι που είμαστε», γράφει ο Nizolio ενάντια στην αριστοτελική demonstratio, «μόνο με τους ανθρώπους μπορούμε να μιλήσουμε και όχι με τη φύση για να μάθουμε τι είναι πρότερο προς αυτή»[3].

«Το ανθρώπινο πνεύμα», θα πει ο Bacon, «δεν είναι καθάριο και ομοιόμορφο γυαλί, που αντανακλά πιστά τις ακτίνες των πραγμάτων, παρά περισσότερο μοιάζει με γυαλί μαγεμένο, γιομάτο δεισιδαιμονία και απάτη και ότι ο Θεός φανερώνει τις προθέσεις του ακριβώς διαμέσου της φυσικής νομοτέλειας και όχι αναιρώντας την»[4]. Γίνεται έτσι ο εισηγητής μιας καθολικής επιστήμης, μιας οικουμενικής επιστημολογίας που θα εκφραστεί αργότερα μαθηματικά από τον Descartes και τον Leibniz και που ουσιαστικά εξοβελίζει τον Θεό, τουλάχιστον από το επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

«Αποκαλώντας τον Θεό ασώματο», λέει ο Hobbes στο ίδιο μήκος κύματος, «περισσότερο δείχνουμε την πρόθεσή μας να τον τιμήσουμε παρά κάποια γνώση της υφής του...ο Θεός ή ταυτίζεται με το σύμπαν ή αποτελεί μέρος του. Στην πρώτη περίπτωση η ύπαρξή του δεν έχει πρακτική σημασία, εφόσον δε σημαίνει τίποτε για την ιδιοσυστασία του σύμπαντος, παρά μόνο για την ονομασία του. Όμως και στη δεύτερη περίπτωση οι συνέπειες δεν είναι λιγότερο σημαντικές: γιατί, αν ο Θεός συμπίπτει με ένα μέρος του σύμπαντος, τότε δεν μπορεί να προϋπήρξε από το σύμπαν και να το δημιούργησε, αφού το μέρος, ως μέρος, δεν μπορεί να προηγηθεί χρονικά από το όλο, στο οποίο ανήκει[5]».

Το ορόσημο, όμως, στην ιστορία της κριτικής στη μεταφυσική, η πιο συνεπής, αδήριτη, ριζοσπαστική εναντίωση στην υπερβατολογική σκέψη, αποτελεί το έργο του Spinoza. Ταυτίζοντας τον Θεό με τη φύση, καταργεί τη διάκριση του εκείθεν και του εντεύθεν, του πνεύματος και του σώματος, της ουσίας και των συμβεβηκότων. Καθολικεύει τόσο περαιτέρω τη μαθηματική ενοποίηση του κοσμοειδώλου, όπως την είδαν ο Cardano, ο Galilei, ο Descartes, ώστε την επεκτείνει σε όλα τα οντολογικά επίπεδα, ενοποιώντας το όν εντός μιας φιλοσοφίας χωρίς μεταφυσικά επιχρίσματα και αποκομμένη από όλες τις προηγούμενες θεολογικές και φιλοσοφικές συλλήψεις της υφής του παντός. 

Αν η «ουσία» δεν είναι πια υπο-κείμενο ή το άπειρο εκείνο όν της απορροής των πεπερασμένων όντων, δεν εκφράζει κανένα «αληθινό» απριορικό κόσμο, αλλά αυτό τούτο το σύμπαν, που και αιώνιο είναι και ίδιο και δεν οφείλεται σίγουρα σε αμφίβολες απορροές από κανένα αρχέγονο κέντρο προς μια, τάχα, εξασθενημένη περιφέρεια.Εφόσον η «ουσία» ούτε εξαρτάται από κάτι άλλο, ούτε νοείται αναφορικά προς κάτι έτερον, τα πάντα συντελούνται εντός της ως σχέση της ίδιας με τον εαυτό της. Ως ουσία πρέπει, άρα, να εννοηθεί ένας αναγκαίος και λειτουργικός συσχετισμός των πραγμάτων μεταξύ τους, ως τάξη, μέσα στην οποία και χάριν της οποίας υπάρχουν. Η «ουσία», όμως, κατά κανένα τρόπο δεν αποτελεί αιτία, ούτε μπαίνει απ'έξω στα πράγματα, παρά είναι εγγενής και εμμενής δύναμη. Και αν είναι έτσι, τότε η ουσία είναι μια ακολουθία, μια σχέση αιτίου και αιτιατού που πρέπει όμως να γίνεται αντιληπτή ως ταυτόχρονη ανάπτυξη των στοιχείων της μέσα στο αμετάβλητο και άχρονο πλαίσιο της μιας ενιαίας ουσίας. Αυτή η αντίληψη περί της ουσίας οδηγεί σε μια ιδιότυπη σχέση της ουσίας με τα κατηγορήματά της. Τα σπινοζικά κατηγορήματα έχουν αποκλειστικά οντολογικό χαρακτήρα: η ουσία ταυτίζεται με τα κατηγορήματά της και μάλιστα απαρτίζεται από αυτά.

Από τον Spinoza[6] στον Wittgenstein

Έκτοτε κανείς άξιος του ονόματός του φιλόσοφος δεν τόλμησε να εκθεμελιώσει τα εμμενή ερείσματα του οντολογικού προβλήματος. Από τον Spinoza και μετά η φιλοσοφία ξεμακραίνει από το πρωτείο της μεταφυσικής, την certitudο obiecti (βεβαιότητα ως προς το αντικείμενο) δίνοντας προβάδισμα τελεσίδικα σε μια certitudο modi procedendi (βεβαιότητα ως προς τον τρόπο μεθόδευσης). Το πρόβλημα στον 19ο και 20ο αιώνα δεν είναι πλέον ποιος είναι ο πραγματικός δημιουργός του εκάστοτε γνωριζομένου αντικειμένου, αλλά το κατά πόσο ο γνωρίζων συγκροτεί το ίδιο το αντικείμενο και μάλιστα ανεξάρτητα από την οντολογική του υφή και προέλευση, το κατά πόσον πρέπει να θεωρηθεί ο μοναδικός δημιουργός που έχει σημασία, στο βαθμό που δεν μπορεί να μας απασχολήσει καμιά άλλη υφή του εξωτερικού κόσμου (αντικειμένου), πλην αυτής που διαμεσολαβείται από τον τρόπο της σκέψης μας. Έτσι η γνώση θα είναι πάντα μια πλασματική και συμβατική κατασκευή που όμως ως μεθοδικά καταρτισμένη γίνεται το μόνο άτρωτο και κυρίως προσβάσιμο αντικείμενο γνώσης. Με άλλες λέξεις το σημείο όπου δημιουργός και αντικείμενο γνώσης ενοποιούνται.


Με τον τρόπο αυτό η πρώιμη αντιμεταφυσική αρχή verum factum convertuntur (το αληθινό και το πεποιημένο είναι μεταξύ τους ισοδύναμα) μεταμορφώνεται στο σύγχρονο συμβατικισμό, ο οποίος ρητά ή σιωπηρά συνέχει τις νεότερες θετικιστικές αντιμεταφυσικές και επιστημολογικές θέσεις. Ο άλλοτε εδραίος πυρήνας της ουσίας προσεγγίζεται ως ένα διαρκώς μεταμορφούμενο σύνολο σχέσεων και λειτουργιών (Wundt). Οι οντότητες δεν ορίζονται πλέον στη βάση της γνώσης της ουσίας, αλλά συγκροτούνται μέσω ενός υποκειμενικά προσδιορισμένου συνδυασμού στοιχείων ή ιδιοτήτων. Δεν είναι δηλαδή ουσίες με πάγιες ποιότητες απαρασάλευτες στη δίνη των συμβεβηκότων, αλλά αποτέλεσμα (outcome) εκείνου που τους αποδίδεται ως σχέση (Whithead). Σε αυτό λοιπόν το σχεσιακό υπόβαθρο, η ουσία (πυρήνας) των πραγμάτων δεν είναι τίποτε παραπάνω από ένα αφηρημένο ενδεχόμενο χωρίς σημασία, που τώρα μετατοπίζεται στο στέρεο πεδίο των λειτουργικών προαπαιτουμένων Γνώσης, η επαρκής γνώση των οποίων μπορεί άριστα να αντισταθμίζει την όποια αβεβαιότητα (όσον αφορά το Είναι των ουσιών), ωθώντας τον Wittgensteinνα αναδιατυπώσει ένα κεντρικό από την εποχή του Galilei αντιμεταφυσικό επιχείρημα: «Μια πρόταση μπορεί να πει μονάχα το πώς είναι ένα πράγμα, όχι το τι είναι». Έτσι δεν έμεινε πλέον κανένα έρεισμα για την παλιά διάκριση μεταξύ Εντεύθεν και Εκείθεν, εμμενούς και υπερβατικού, «πράγματος καθαυτού» και φαινομένου[7].

Σε ολόκληρη τη γερμανική φιλοσοφική παράδοση που οι ρίζες της κατέρχονται στο έργο των Spinoza και Leibniz και διχοδρομούνται στη γραμμή των Hοlderlin και Shelling από τη μια και σ'αυτήν των Fichte – Hegel από την άλλη, ο άνθρωπος παύει να είναι δημιούργημα, αλυσοδεμένος στον αθεράπευτα πεπερασμένο χαρακτήρα του, δούλος της θεότητας, αλλά καλείται ο ίδιος να συμπράξει στη γέννηση ενός Θεού που είναι ριζωμένος στο πρωταρχικό οντολογικό θεμέλιο, όπως και όλα τα άλλα όντα. Αν η φιλοσοφική σκέψη δεν επιφυλάσσει για τον εαυτό της τον ρόλο της θεραπενίδας αδύναμων ανθρώπων που έχουν ανάγκη συμπαράστασης, τότε η ιδέα ενός Θεού που πρέπει να δημιουργηθεί δεν μπορεί πια να την τρομάζει. Ο άνθρωπος είναι πλέον εκείνος που συνενώνει μέσα του όλες τις σφαίρες και όλα τα επίπεδα του Είναι, έτσι που το ερώτημα σχετικά με τη φύση του να μεταβάλλεται eo ipso σε ερώτημα αναφορικά με το Είναι, έτσι και ως συγ-γεννήτορας του Θεού μπορεί και κρατά ανοιχτό τον μοναδικό δρόμο που οδηγεί στον Θεό.

Έτσι όμως και η ανθρωπολογία θα προηγείτο της οντολογίας, αφού η διελεύκανση του ερωτήματος περί του Είναι εμπλέκεται με το ερώτημα περί του είναι του ανθρώπου. Ο άνθρωπος και η γνωστική του συμπεριφορά γίνεται η αφετηρία κάθε απόπειρας αποκάλυψης ενός Είναι που τον υπερβαίνει, ενώ παράλληλα είναι (αυτό το Είναι) ριζωμένο στο είναι του ανθρώπου και συνάμα πηγή κάθε όντος[8].

Στον Heideger, για παράδειγμα, το Dasein γίνεται εκείνο το ον στην εσωτερική συγκρότηση του οποίου ανήκει το να θέτει το ερώτημα για το Είναι και με αυτό τον τρόπο αυτό να αποκτά συνείδηση του εαυτού του ως Είναι. Η οντική του υπεροχή απέναντι στα άλλα όντα φανερώνεται από το γεγονός ότι θέτει, μόνο αυτό, το οντολογικό ερώτημα (το Dasein ως δίοδος πρόσβασης στο Είναι ως Είναι). Το Dasein όμως έχει χρονικότητα, γι'αυτό και δεν αποσκοπεί σε μια μεταφυσική με νέο ένδυμα, αλλά στη διαύγαση του ιστορικού Dasein του ανθρώπου στο πλαίσιο της ιστορίας του Είναι. «Γιατί ο άνθρωπος τελεσίδικα είναι το ον εκείνο το οποίο ως έκσταση (ex- sistenz) κατοικεί πλησίον του Είναι, είναι ο τόπος της αλήθειας του Είναι στο κέντρο του όντος, «το ξέφωτο του Είναι και ο ποιμένας του». Άποκηρύσσοντας έτσι την πλατωνική και χριστιανική (Δυτική) δυαρχία, προσπαθεί (ο Heideger) να συλλάβει ενιαία το Είναι, το Φαίνεσθαι, και το Γίγνεσθαι[9].

Για τον Jaspers[10] ο διπλασιασμός του κόσμου και η υπόθεση κάποιου Εκείθεν αποτελούν ψευδαισθήσεις για τις ανάγκες της ύπαρξης, επειδή έτσι απλώς μεταφέρονται γεγονότα του κόσμου τούτου σε έναν άλλο, για να γίνουν σε τελευταία ανάλυση αντικείμενο φόβου ή παρηγοριάς. Αν συνεπώς το Υπερβατικό δεν είναι κάποια μελλοντική πατρίδα, τότε μπορεί να είναι πραγματικό μονάχα ως παρουσία εντός χωροχρόνου. Απλώς ο άνθρωπος υπάρχει αυθεντικά μόνο καθόσον θέλει να ξεπεράσει τους φραγμούς του Πεπερασμένου, προκαταλαμβάνοντας εκείνο που αναζητά. Διαφαίνεται έτσι περισσότερο ένας ψυχολογικός μηχανισμός για τις χρείες του ανθρώπου, παρά η πραγματική δυνατότητα σύλληψης του Υπερβατικού. Το Υπερβατικό όμως ως παράσταση πρέπει να διαθέτει τα γνωρίσματα ενός αντικειμενικά δεδομένου υπεριστορικής προοπτικής πράγματος, αλλιώς δεν μπορεί να ασκήσει την προσδκώμενη επίδραση στην Ύπαρξη.

Ακόμη καθαρότερα στη σκέψη του Merleau – Ponty το μεταφυσικό στοιχείο παίρνει το νόημά του όσο αναζητά μονάχα το Εντεύθεν. Η μεταφυσική συνείδηση δεν έχει κανένα άλλο αντικείμενο από την καθημερινή εμπειρία, τις διυποκειμενικές σχέσεις, την ιστορία. Τα μεταφυσικά προβλήματα θα πρέπει να αναζητηθούν εκεί όπου είναι τα πραγματικά: όχι πια εκείθεν του κόσμου και πέρα από την εμπειρία, παρά σε μέγιστη εγγύτητα με το κέντρο της ζωής (Hartman)[11]. Σε κάθε μεταφυσική συζήτηση, ασχολούμαστε με υποκειμενικές καταστάσεις, καταστάσεις δηλαδή που καθορίζονται από τις ανθρώπινες γνωστικές δυνατότητες. Δεν μπορεί να γίνει λόγος για διαφορετικούς κόσμους, αλλά για διαφορετικούς τρόπους γνώσης.

Στη φαινομενολογία μάλιστα του Husserl το πρώτο ον είναι τόσο στενά συνυφασμένο με το εκάστοτε Εγώ, ώστε καθίσταται μια υπερβατολογική δι- υποκειμενικότητα στο πλαίσιο της οποίας συγκροτούνται οι a priori γνώσεις, όσο και κάθε δυνατό ον. Έτσι που κάθε άλλη οντολογία και όσα αναφέρουν οι ορθολογικές επιστήμες σε σχέση με τα όντα, θα πρέπει να παραπέμπουν σ'αυτήν τη δι- υποκειμενικότητα που συγκροτεί τον κόσμο[12]. Πρόκειται για αντίληψη που θα ανοίξει την προοπτική μιας νέας εμπειρικής μεταφυσικής ως «δρώσας λογικότητας» η οποία θεματοποιεί πλάι στο ον (της παραδοσιακής μεταφυσικής) τις από μέρους μας χρήσεις των κατηγοριών του και με αυτό το νόημα είναι που ο Peirce ορίζει τη μεταφυσική «ως σκέψη πάνω σε λέξεις ή σκέψεις πάνω σε σκέψεις».

Αν η μεταφυσική θέλει να υπάρξει, οφείλει να αποκτήσει το κύρος της αυστηρής επιστήμης. Οφείλει να αποτελέσει μια οντολογία του πραγματικού σε άμεση σύνδεση με τις επιστήμες και παράλληλα να κόψει κάθε σχέση με τη θεολογία, αφού δε θα δέχεται καμιά αληθινή πραγματικότητα πέρα από τα φαινόμενα. Να χειραφετηθεί από την ψυχολογική ανάγκη ψυχολογικής διαχείρισης του θανάτου, όσο και από τις μη ομολογημένες κανονιστικές αξιώσεις που υποκρύπτει η επικέντρωση στην ιδέα του Απολύτου και να αφιερωθεί στο Γίγνεσθαι και στο Σχετικό (Whithead). Μόνο μια «εμμενής μεταφυσική» μπορεί να επιδιώξει το διαρκές αίτημα της υποτύπωσης ενός καθολικού κοσμοειδώλου με ορθολογικά μέσα, γιατί μια μεταφυσική υπόθεση ή μεταθεωρία γεννιέται μόνο εκεί όπου μια εμμενής περιοχή του κόσμου υπερβαίνεται προς την κατεύθυνση του ορίζοντα της ολότητάς της, της μοναδικής αφετηρίας πάνω στην οποία μπορεί να θεμελιωθεί η συγκρότηση τούτης της περιοχής.

Μολοντούτο, μια νεοκαντιανή ή νεοθετικιστική, σε αγνωστικιστικό υπόβαθρο, κριτική θεωρεί ότι η πρόσβαση σε ποιότητες ασύμμετρες προς τις γνωστικές μας δυνατότητες είναι ματαιότητα. Το Απόλυτο δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο της ανθρώπινης γνώσης. Η οντοποίηση του μηδενός είναι μια συνήθης πλάνη των μεταφυσικών. Αυτό που μπορεί να γνωσθεί είναι τα φαινόμενα και όχι η Ουσία ή το «πράγμα καθαυτό». Η ύπαρξη αναδύεται στο γνωστικό μας ορίζοντα έμμεσα, διαμέσου ορισμένων ποιοτήτων προσβάσιμων στις γνωστικές μας δυνατότητες.

Έτσι ούτε η επιστήμη μπορεί να πετύχει τέλεια ενάργεια όσο αφορά στις θεμελιώδεις έννοιες. Η σκέψη για την ύπαρξη μιας πραγματικότητας πίσω από τα φαινόμενα, που όμως δεν μπορεί (η σκέψη) να διαπεράσει, μας δίνει τον κοινό παρονομαστή επιστήμης και θρησκείας. Και αν για την επιστήμη η παραίτηση από το μη γνώσιμο είναι ανώδυνη, για τη θρησκεία η απώλεια του δογματικού της φορτίου συνιστά απώλεια των ειδοποιών γνωρισμάτων που θεμελιώνουν την αξίωσή της να διατυπώνει εκ του ασφαλούς κανονιστικές αρχές και σε τελευταία ανάλυση την απορρόφησή της από την επιστήμη.

Από τον Comte, ήδη, υπάρχει μια δομική ομοιότητα μεταφυσικής και θρησκείας από τη μια και της θετικής επιστήμης από την άλλη[13]. Όπως η μεταφυσική προβαίνει στην αναγωγή των επί μέρους όντων στην ολική οντότητα φύση, το ίδιο και η θετική επιστήμη επιζητεί να υπαγάγει όλα τα παρατηρήσιμα περιστατικά σε ένα γενικό γεγονός. Προκειμένου να δαμάσει το επιστημολογικό χάος των επί μέρους φαινομένων, είναι αναγκασμένη στη θέα της ουσίας να βάλλει το φυσικό νόμο. Καθώς όμως η ουσία των πραγμάτων είναι απροσδιόριστη, καθίσταται εύλογο a contrario ότι οι μεταφυσικοί νόμοι είναι κατασκευασμένοι από εμάς.

Το ίδιο και στον Schlick, οι φυσικοί νόμοι αποτελούν παραδοχές που έχουν πάντα συμβατικό χαρακτήρα, αφού μια μεταφυσικά νοούμενη αντιστοιχία σκέψης και πραγματικότητας είναι απαράδεκτη. Εκείνες οι περιοχές της πραγματικότητας που δεν μπορούν να συλληφθούν με τη μορφή επιλύσιμων και πραγματικών προβλημάτων πρέπει να εξοβελιστούν[14].

Τέλος στον Wittgenstein εμπειρία, γλώσσα και σκέψη οφείλουν να συμπίπτουν[15]. Τα όρια της γλώσσας και της λογικής ανακηρρύσονται σε όρια του κόσμου. Ο κόσμος μπορεί να συλληφθεί μέσω εκείνου που μπορεί να ειπωθεί. Ένας κόσμος Εκείθεν είναι αδιανόητο να μεταφερθεί ή ανασυντεθεί, παρά αν λάβει κανείς υπόψη του το ήδη υπάρχον σύστημα της γλώσσας ή της επιστήμης και αντίστροφα το κατασκεύασμα της λογικής και της γλώσσας είναι ο κόσμος. Όλα τα φιλοσοφικά ζητήματα σε τελική ανάλυση αποτελούν απλώς γλωσσικά ζητήματα. Οι φιλόσοφοι στην πραγματικότητα δεν ασχολούνται με τα ίδια τα πράγματα, αλλά με τον λόγο επάνω στα πράγματα, δηλαδή με λέξεις. Συνεπώς και τα αντικείμενα της φιλοσοφικής οντολογίας είναι λεκτικού χαρακτήρα. Η φιλοσοφική οντολογία γεννιέται ή καταρρέει στην ακαδημαϊκή κοινότητα. «Είναι», όπως καταπληκτικά διατύπωσε ο Lazerowitz, «κατά βάση μια γραμματική παρουσιαζόμενη με τη μορφή μιας οντολογίας»[16].

_________________
Σημειώσεις

[1] Παναγιώτης Κονδύλης, Κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη τ. Α (Αθήνα 1983), σ. 90.
[2] Αυτόθι, σ. 91.
[3] Αυτόθι, σ. 92.
[4] Αυτόθι.
[5] Αυτόθι, σ. 106. Την ίδια περίοδο στο χώρο της μυστικής θεολογίας ο Thomas Traherne εισηγείται, στο πλαίσιο ενός συνθετικού εκλεκτικισμού Νέο-Πλατωνικών, Θωμιστικών/Αριστοτελικών όσο και Χριστιανικών-βιβλικών αντιλήψεων, την ιδέα ενός Θεού ως καθρέφτη της φύσης, ενός δυναμικού Θεού ο οποίος ενώ είναι καθαρή ενέργεια (pure and simple Act) δημιουργείται αενάως (ever creating deity) και είναι προσιτός στην ανθρώπινη εμπειρία, βλ. Benjamin Barber, "Syncretism and idiosyncracy: the notion of Act In Thomas Traherne's contemplative practice", Literature and Theology, vol.28, (Oxford University press 2014), pp. 16-27.
[6] Benedict de Spinoza, Theological-Political Treatise, trans. Michael Silverforne and Jonathan Israel (Cambridge University Press 2007), introduction.
[7] Παναγιώτης Κονδύλης, ό.π, τ.Β, σ.σ. 15-24 passim.
[8] Στο ζήτημα της πρωτοκαθεδρίας της ανθρωπολογίας σε σχέση με την οντολογία ο K.O. Appel, «Ist der tod bedingung der moglichkeit von bedeutung», στο La reflexion sur la mort, ο.π.,μετφ. Γ. Αλατζόγλου-Θέμελη (Αθήνα 2002), σ.σ. 122-141, θεωρεί ότι οι νοητικές-νοηματικές συνειδησιακές προϋποθέσεις των ιδανικών ενοτήτων νοημάτων είναι ζήτημα ψυχολογικής ετυμηγορίας της σύγρονης λογικής. Πρόκειται για μερική άποψη του Καντιανού υπερβατολογικού ερωτήματος περί των προϋποθέσεων της διυποκειμενικής αξίας του νοήματος και της διυποκειμενικής αξίας της αλήθειας. Ποια είναι η ενιαία αρχή, με την έννοια της υπερβατικής προϋποθέσεως, νοήματος; Η ζητουμένη αρχή είναι η ανθρώπινη γλώσσα (όχι μια κατ'ιδίαν υποκειμενική γλώσσα), η οποία κάνει δυνατή την διυποκειμενικώς έγκυρη κατανόηση των οντολογικών και υπαρξιακών προβλημάτων και η οποία δικαιώνει και τον Wittgenstein και τον Heidegrer. Ακόμη και η αρχή της πολλαπλότητας των γλωσσών του Humbolt δεν υποτάσσει το νοητέον medium της διυποκειμενικής αξίας του νοήματος σε κάποια αρχή εξατομίκευσης. Η απαίτηση κύρους των κρίσεών μας μας υποχρεώνει να θέσουμε ως αίτημα μια απεριόριστη κοινότητα επικοινωνίας θνητών όντων ως υπερβατικό υποκείμενο, το οποίο κατανοεί διυποκειμενικώς τα νοήματα σε μια υπερβατική γλωσσική πραγματικότητα.
[9] Αυτόθι, 27-56. Ο Jean-LUC Marion, Ο Θεός χωρίς το είναι (Αθήνα 2012) παρατηρεί ότι το ερώτημα για την ύπαρξη του Θεού είναι άτοπο αφού η αλήθεια για τον Θεό δεν μπορει παρά να προέλθει απο εκεί που προέρχεται η αλήθεια καθ'εαυτήν δηλαδή από το Είναι. Η προτεραιότητα του Είναι είναι ασύγκρητη, στο μέτρο που η ίδια κρίνει όλα τα υπόλοιπα, το dasein προηγείται του ερωτήματος περί του Θεού.
[10] Αυτόθι, σ. 50, επίσης Βλ. για την έννοια του περιέχοντος, Jaspers, Karl, Εισαγωγή στη φιλοσοφία (Αθήνα-Γιάννινα 1983).
[11] Παναγιώτης Κονδύλης, ό.π, σ.σ. 53-56.
[12] Αυτόθι, σ. 79.
[13] Αυτόθι, σ. 126.
[14] Αυτόθι, σ. 146-147.
[15] Αυτόθι, σ.σ. 184-190.
[16] Αυτόθι, σ. 210.

πηγή: ideotopos.gr

Α. ΚΟΕΝ - ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΕΠΙΚΟΥΡΟΥ

$
0
0
epicuros2


Όποιος παίρνει το μονοπάτι του επικούρειου βίου (τρόπου ζωής) πρέπει να αρχίζει με μια προσεκτική και φιλοσοφικά νηφάλια εξέταση των αναγκών και των ελλείψεών του, όπως αυτές εκδηλώνονται με τις ορμές, τις ορέξεις και τις επιθυμίες του. Πρέπει σιγά-σιγά να μάθει να δίνει προσοχή στις απαιτήσεις τους μέσα από μια ξεκάθαρη κατανόηση των ορίων τους (όροι επιθυμιών).


Η κατάταξη των επιθυμιών αρχίζει σε ένα χαμηλό επίπεδο να μετατρέπεται σε μια πολύπλοκη τεχνική ελέγχων και ισορροπιών, μια συνειδητή διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα φυσικά όρια των πόνων και των ηδονών, του σώματος και του νου. Τα τόσο αγαπητά στον Επίκουρο φυσικά όρια γίνονται, στην ουσία, μια παραλλαγή της θεωρίας της μεσότητας: μια ακόμη -όχι λιγότερο ενδιαφέρουσα— επαναδιατύπωση αυτής της προσφιλούς στους Έλληνες έννοιας. Ο εκλεπτυσμένος χαρακτήρας του αλγόριθμου των επιθυμιών γίνεται φανερός όταν αναλογιστούμε ότι η ορθή εκτίμηση των ορίων τους αφορά το σώμα όσο και το νου, και τις αντίστοιχες εμπειρίες τους, με όρους κινητικών και καταστηματικών ηδονών. Επιπλέον, ο όλος υπολογισμός των επιθυμιών και των ηδονών μπορεί να θεωρηθεί ως υπολογισμός ελλείψεων και πόνων. Η αρχή της ηδονής είναι, όπως έχουμε δει, ένα είδος ανεστραμμένης αρχής του πόνου, διότι πόνος και ηδονή είναι διαλεκτικά αντίθετα.
Τα όρια -τα φυσικά όρια- είναι για τον Επίκουρο κρίσιμα. Ο υπολογισμός των επιθυμιών καταδεικνύει ακριβώς μια φιλοσοφικά ακαταμάχητη, φυσιοκρατική επαναβεβαίωση της μεσότητας ως μέσου για τον φυσικό ανθρώπινο σκοπό, Η αρχή της ηδονής συνεπάγεται μια πρακτική εφαρμογή της μεσότητας, με βάση τον ακριβή και ρεαλιστικό υπολογισμό όλων των μεταβλητών και παραμέτρων που περιέχονται στον σύνθετο τύπο της ηδονής. Μια τέτοια πρακτική απαιτεί πραγματική άσκηση της βούλησης για τη συνειδητή, νοηματοδοτημένη και εσκεμμένη επιλογή και αποφυγή. Οι συνειδητές πράξεις της βούλησης που απαιτούνται από το άτομο ανοίγουν έναν νέο κόσμο δυνατοτήτων. Ασκώντας τη συνειδητή του βούληση μέσα σε μια φυσική κοινότητα νοήματος, το άτομο αδράχνει και διαφεντεύει κάθε διαθέσιμη ελευθερία. Ο φιλοσοφικός βίος που προτείνει ο Επίκουρος απαιτεί αυστηρή πειθαρχία και συντονισμό με την φύση, αλλά και ένα πλαίσιο για την ανθρώπινη δράση, δηλαδή έναν ανθρώπινο κόσμο που υποτίθεται ότι δίνει άφθονες ευκαιρίες για την άσκηση της ελεύθερης βούλησης. Αντιμέτωπος με μια ποικιλία ενδεχόμενων διαδρομών δράσης και αντικειμένων επιλογής, ο Επικούρειος μαθαίνει να καρπώνεται την όποια ελευθερία τού παρέχει η φύση στη διαχείριση των επιθυμιών του και να παρεκκλίνει εσκεμμένα, με σταθερή επιδίωξη την ευδαιμονία. Ο φιλοσοφικός τρόπος ζωής στην πραγματικότητα καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις παρεκκλίνουσες κινήσεις που είναι σε θέση να πραγματοποιεί το άτομο.
Πώς μπορεί κανείς να εννοεί την παρέκκλιση στο πλαίσιο της ηθικής θεωρίας; Ποια είναι η σημασία της για την ανθρώπινη πράξη; Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο Επίκουρος είχε σκοπό να αξιοποιήσει τη παρέγκλισιν ως παράμετρο της ανθρώπινης ελευθερίας. Εντούτοις, οι μελετητές του δεν συμφωνούν ως προς το ακριβές νόημα και τη σημασία της.
Πώς ακριβώς διαφέρει η ανθρώπινη «αποκλίνουσα» συμπεριφορά από την απλώς μηχανική παρέκκλιση των ατόμων της ύλης; Έχω ήδη υποστηρίξει ότι η παρέκκλιση συνδέεται στενά με συνειδητές πράξεις της βούλησης μέσα σε μια κοινότητα νοήματος. Αρχικά, οι πράξεις αυτές εκτυλίσσονται μέσα στα όρια του γλωσσικά παραγόμενου νοήματος. Εκτυλίσσονται, με άλλα λόγια, στον χώρο της κοινότητας νοήματος που καθιερώνει η κοινή χρήση της φυσικής γλώσσας. Αργότερα, οι πράξεις αυτές αποκτούν νόημα μέσα στον ακριβέστερα διαγραμμένο χώρο της φιλοσοφικής έρευνας και του φιλοσοφικού λόγου. Τόσο το συνειδητό όσο και το βουλητικό τους περιεχόμενο ενισχύονται με την εφαρμογή της αρχής της ηδονής. Γίνονται έτσι αληθινά εκούσιες και, ως ένα βαθμό, ελεύθερες πράξεις της βούλησης.
Η αρχική συνειδητότητα και η συνακόλουθη ελευθερία που δημιουργείται από το γλωσσικά παραγόμενο νόημα μεγεθύνεται και εμπλουτίζεται από την ανώτερη συνειδητότητα και ελευθερία την οποία εισάγει το φιλοσοφικά παραγόμενο νόημα. Η παρέκκλιση του ατόμου παύει να παραπέμπει στις ελάχιστα συνειδητές και, επομένως, ελάχιστα ελεύθερες πράξεις που συνδέονται με την διαμόρφωση έξεων, και αρχίζει να παραπέμπει στις μέγιστα συνειδητές και, κατά συνέπεια, μέγιστα ελεύθερες πράξεις που συνδέονται με την ώριμη άσκηση της βούλησης.
Η ηθική θεωρία γενικά και η αρχή της επικούρειας ηδονής ειδικά μαρτυρούν μια σειρά διεπόμενων από κανόνες πράξεων και δραστηριοτήτων, που από μόνες τους είναι δυνατό να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη και άριστη ηδονή του σώματος και του νου, διασφαλίζοντας έτσι την ευδαιμονία του ανθρώπου.Το ακριβές περιεχόμενο της παρέκκλισης ως πραγματικής παραμέτρου της ανθρώπινης ελευθερίας, θα γίνει σαφέστερο όταν εξετάσουμε την πραγματική επιδίωξη του ευ ζην στον Κήπο. Προς το παρόν, ας αρκεστούμε να επαναλάβουμε ότι οι παρεκκλίνουσες κινήσεις, νοούμενες ως συνειδητές πράξεις της βούλησης εντός των ορίων της κοινότητας νοήματος, εισάγουν και ενισχύουν τη διάσταση της ανθρώπινης ελευθερίας, γιατί μαρτυρούν ένα ανώτερο επίπεδο συνειδητότητας από πλευράς του ατόμου, επιτρέποντάς του έτσι τη μεγαλύτερη διαθέσιμη ποσότητα ελεύθερης βούλησης κατά την επιδίωξη του φυσικού τέλους Μάλιστα, η σημασία της ελεύθερης βούλησης, όπως εκδηλώνεται με την παρέκκλιση, θα φανεί αν αντιπαραθέσουμε τον Αριστοτέλη και τον Επίκουρο πάνω στο ζήτημα των εκούσιων και των ακούσιων πράξεων. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε ο Futley στην εξαιρετική μελέτη του έχει ως εξής:
Αυτό που βρίσκουμε στον Αριστοτέλη, είναι κατ’ αρχάς μια επιμονή στο ότι υπάρχει πραγματική διάκριση μεταξύ εκούσιων και ακούσιων πράξεων τέτοια ώστε οι ηθικές κατηγορίες σχετίζονται με τις πρώτες αλλά όχι με τις δεύτερες'και δεύτερον, μια ψυχολογία της πράξης, που εντοπίζει αυτή τη διάκριση όχι στις ατομικές πράξεις του ενηλίκου αλλά στον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται οι συνήθειες της συμπεριφοράς ... Δεν βρίσκουμε στον Αριστοτέλη τις «ελεύθερες βουλήσεις», τις προσφιλείς στους μεταγενέστερους ηθικούς φιλοσόφους.
Ακριβώς πάνω στο ζήτημα των εκούσιων πράξεων ο Επίκουρος αποκλίνει σοβαρά από του Αριστοτέλη. Επιμένει ότι ο φυσικός τόπος του εκούσιου είναι οι ατομικές πράξεις του ενήλικου ανθρώπου που επιτελούνται στη βάση της αρχής της ηδονής, και η υψηλή συνειδητότητα και το νόημα που παρέχει η αρχή αυτή. Η ελευθερία είναι μια λειτουργία αυτού του προτσές, και η παρέκκλιση πρέπει να παραπέμπει σταθερά σ’ αυτήν. Διότι, όπως τονίζει ο Furley:
Για τον Αριστοτέλη, αρκούσε το να δείξει ότι το σωκρατικό παράδοξο, αν εκλαμβανόταυ με τρόπο απόλυτο, θα εξαιρούσε από την ηθική αξιολόγηση όχι μόνο την κακή αλλά και την αγαθή συμπεριφορά -πράγμα που θα απέβαινε μοιραίο για τη διδασκαλία του Σωκράτη και του Πλάτωνα. Αυτό όμως δεν ήταν αρκετό για τον Επίκουρο, ο οποίος έπρεπε να αμυνθεί ενάντια σε επιχειρήματα που απομάκρυναν όλες τις πράξεις από την σφαίρα της ηθικής αξιολόγησης.
Η παρέκκλιση, λοιπόν, αρχικά σε σχέση με τη φυσική γλώσσα, και τώρα σε σχέση με την αρχή της ηδονής, μπορεί να νοηθεί ως η κίνηση του ατόμου που εισάγει ένα αληθινά εκούσιο στοιχείο στις πράξεις του. Η παραγωγή συνείδησης μέσω των πράξεων της βούλησης, καθώς και η ενισχυμένη αυτοσυνειδησία και η συνακόλουθη ελευθερία την οποία αναγνωρίζει η αρχή της ηδονής, οδηγούν σε μια άσκηση ελευθερίας, μια πραγματική apprentissage de liberte:
Αυτό που εξαρτάται από εμάς είναι άδεσποτον [=δεν έχει άλλον αφέντη] και, φυσικά, επιδέχεται τόσο τη μομφή όσο και τον έπαινο».
Εντός των ορίων της φυσικής αναγκαιότητας, η αρχή της ηδονής εισάγει τη διάσταση της αυτοσυνειδησίας και της ελευθερίας στον ανθρώπινο κόσμο μέσω της νοηματοδοτημένης παρέκκλισης του ανθρώπινου ατόμου.
Πριν να εξετάσουμε τις συνέπειες αυτής της θέσης, πρέπει να πούμε κάτι για τις παραδοσιακές αρετές της αρχαιοελληνικής ηθικής σκέψης. Τι γίνονται οι αρετές στο πλαίσιο αυτής της φιλοσοφίας; Απλώς καταπίπτουν πάνω στην εξίσωση ηδονή = αγαθόν. Η αρετή γίνεται μια λειτουργία του κατά φυσιν ζην, που από μόνη της βελτιστοποιεί την επιδίωξη της ηδονής και την συνακόλουθη ευδαιμονία. Η ταύτιση άρετής και ηδονής θα φάνταζε σαν μια παράλογη εκτροπή στα αφτιά των συγκαιρινών του Επίκουρου πουριτανών και ηθικολόγων. Όμως έχουμε δει ότι η δική του άφεσις, στην πραγματικότητα δεν σημαίνει πολύ περισσότερα από μια επαναδιατύπωση της θέσης του Αριστοτέλη - καθαρμένης, φυσικά, από όλες τις ηθικιστικές της προεκτάσεις. Ο Επίκουρος θα συμφωνούσε ότι:
Κάποιες ηδονές είναι ευτελείς και κακές, αυτό όμως δεν μας εμποδίζει να πούμε ότι κάποιο είδος ηδονής είναι το ύψιστο αγαθό - ακριβώς όπως και κάποιο είδος γνώσης μπορεί να είναι εξαιρετικά καλό, μολονότι ορισμένα είδη γνώσης είναι ασήμαντα και κακά. 'Ισα ίσα, είναι ίσως υποχρεωτικό να δεχθούμε ότι: Αν υπάρχουν ανεμπόδιστες ενέργειες για κάθε έξη, τότε, είτε η ευδαιμονία είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας του συνόλου των έξεων μας είτε αποτέλεσμα της ενέργειας κάποιας από αυτές (φτάνει να είναι ανεμπόδιστη), η ενέργεια αυτή πρέπει να είναι ό,τι πιο άξιο επιλογής και προτίμησης. Αυτή όμως η ενέργεια είναι η ηδονή. Επομένως, το Υπέρτατο Αγαθό (τό άριστόν) θα είναι κάποιο είδος ηδονής...
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να επιδιώκουμε κάθε ηδονή χωρίς διάκριση. Αντίθετα ο Επίκουρος αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να αποσαφηνίζει κατ’ επανάληψη τις ποικίλες παραμέτρους του αλγόριθμου των επιθυμιών που επηρεάζουν το αποτέλεσμα. Και μάλιστα τονίζει ότι η πρακτική σοφία (φρόνησις), μία από τις τέσσερις θεμελιώδεις παραδοσιακές αρετές, είναι απαραίτητη για την επιδίωξη της ηδονής. Διότι, όπως έχουμε δει, η αρχή της ηδονής είναι αρκετά εκλεπτυσμένη ώστε δεν έχει ανάγκη ιδιαίτερης φιλοσοφικής σαφήνειας ως προς τον καθορισμό των σωστών επιλογών και αποφυγών. Τόσο η θεωρητική κατανόηση όσο και η πρακτική της εφαρμογή καλύπτονται από τον όρο φρόνησις. Για τον Επίκουρο, θεωρία και πράξη συμπίπτουν. Αυτή είναι η ουσία της φρονήσεως, χωρίς την οποία κάθε επιδίωξη της ευδαιμονίας θα αποδειχτεί μάταιη και απατηλή. Από αυτή την άποψη, η φρόνησις είναι πολυτιμότερη από τη φιλοσοφία, διότι η φιλοσοφία νοείται εξαρχής ως πρακτική δραστηριότητα, ως τρόπος ζωής που απομακρύνει τον πόνο και ενισχύει την ηδονή:
'Οταν λέω ότι η ηδονή είναι ο σκοπός της ζωής, δεν εννοοώ τις ηδονές των ασώτων ούτε τις αισθησιακές ηδονές, όπως νομίζουν μερικοί απληροφόρητοι ή όσοι είναι αντίθετοι με τις απόψεις μου ή τις παρερμηνεύουν. Εννοώ το να μην υποφέρει, κανείς σωματικούς πόνους και ψυχική ταραχή (μήτε άλγειν κατά σώμα μήτε ταράττεσθαι κατά ψυχήν). Διότι την ευχάριστη ζωή δεν μας την προσφέρουν τα φαγοπότια και τα ξεφαντώματα ούτε οι απολαύσεις αγοριών και γυναικών ή ψαριών και άλλων εδεσμάτων που προσφέρει το πλούσιο τραπέζι, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός (νήφων λογισμός), που ερευνά τα αίτια κάθε προτίμησης και αποφυγής και διώχνει τις δοξασίες που με τόση σύγχυση γεμίζουν τις ψυχές μας.
Η αρχή όλων αυτών και μέγιστο αγαθό συνάμα είναι η φρόνησις. Γι αυτό και είναι πολυτιμότερη η φρόνηση κι από τη φιλοσοφία ακόμη, γιατί από αυτήν απορρέουν όλες οι άλλες αρετές - επειδή ακριβώς η φρόνηση μάς διδάσκει ότι δεν είναι δυνατό να ζει κανείς ευχάριστα (ήδεως ζην), χωρίς σύνεση {άνευ του φρονίμως), χωρίς ομορφιά και δικαιοσύνη'κι ούτε πάλι μπορεί να ’χει η ζωή του φρόνηση, ομορφιά και δικαιοσύνη, χωρίς την ηδονή. Γιατί οι αρετές είναι σύμφυτες με την ηδονική ζωή'και η ηδονική ζωή είναι αξεχώριστη από τις αρετές.
Μάλιστα, ο Επίκουρος είναι πρόθυμος να προχωρήσει ένα ακόμη βήμα: υποστηρίζει ότι δεν μπορεί κανείς να επιδιώκει την ηδονή χωρίς ταυτόχρονα να ασκεί την δικαιοσύνη. Το ευ ζην στη βάση της αρχής της ηδονής, θα ’λεγε κανείς, προϋποθέτει τη συνετή άσκηση της βούλησης εντός των φυσικών ορίων που θέτει ο αλγόριθμος των επιθυμιών. Αυτό, βεβαίως, παραπέμπει στην φυσιοκρατική μεσότητα και, ακόμη περισσότερο, μαρτυρά ότι δικαιοσύνη είναι ακριβώς η συνετή εφαρμογή μιας τέτοιας μεσότητας. Η δικαιοσύνη, λοιπόν, θα μπορούσε να είναι η φυσική συνέπεια της άσκησης της φρονήσεως κατά την επιδίωξη της ηδονής. Εντούτοις, λόγω της ελλειπτικής διατύπωσης του Επίκουρου, η ιδέα παραμένει αβέβαιη και ασαφής.
πηγή: antikleidi

ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ - Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΕΝΗ, ΩΣ ΝΟΗΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ ΕΩΣ ΤΟΝ ΕΛΥΤΗ (ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ)

$
0
0






Ο γερο-Πρίαμος, ο πιό φρόνιμος, ανάμεσα στους Τρώες, ο εκατοχρονίτης, εκείνος ο βασιλιάς Πρίαμος, από την πλευρά των Τρώων ο Πρίαμος, από την πλευρά των Ελλήνων, σαν φρόνιμος άνθρωπος, ο γερο-Νέστορας, όπως ξέρετε.Λοιπόν, εκεί είναι κάποιοι που γνωρίζουνε και λέει, αυτός εκεί μακρυά που βλέπεις είναι ο Αγαμέμνονας, αυτός είναι ο Μενέλαος, αυτός είναι ο Αίαντας, με το επταβόηον κέρας, την ασπίδα με τα εφτά δέρματα βοδιού...Τούτος είναι.. γι'αυτό λέγεται τοιχοσκοπία ονομάστηκε η ραψωδία από τους Αλεξανδρινούς φιλολόγους.



Εκείνη τη στιγμή, έρχεται και ανεβαίνει επάνω στις επάλξεις, στο τείχος, η Ελένη. Συνοδεύεται από δύο κυρίες των τιμών, θα λέγαμε, που κρατάνε το λευκό της πέπλο που φοράει κι ανεβαίνει, προφανώς, θέλοντας να μεταφέρει κάποιο μήνυμα στον πεθερό της, γιατί ήταν νόμιμη και ευλογητή γυναίκα του Πάρη, του Αλέξανδρου-Πάρη, στο πεθερό της να μεταφέρει ένα μήνυμα, δηλαδή κάποια ικετήρια παράκληση, έ... να γίνουν σπονδές και θυσίες στο ναό της θεάς Αθηνάς, για να εξευμενιστεί η θεά διότι έχει στραφεί με ιδιαίτερη οργή εναντίον των Τρώων, εκείνη τη στιγμή, και τα λοιπά.
Εκείνη τη στιγμή λοιπόν πλησιάζει η Ελένη κοντά στους γέροντες που κάθονται εκεί και συζητούν και βλέπουν. Όταν λοιπόν έρχεται κοντά και τη γνωρίζουν και βλέπουν ότι αυτή είναι η Ελένη, εκεί ο Όμηρος βάζει στο στόμα του Πριάμου, τους ακόλουθους στίχους: Θα σας τους πω στο άγιο πρωτότυπο και θα σας τους μεταφράσω :
Ου νέμεσις τοιήδ'αμφί γυναικί Τρώας και εϋκνήμιδας Αχαιούς χρόνον πολύν άλγεα πάσχειν: αινώς αθανάτησι θεής εις ώπα έοικεν
(Γ, 156 - 8 ) . 
Σημαίνουν αυτοί οι στίχοι: Χαλάλι, τόσοι παιδομοί για μιά τέτοια γυναίκα, στους Τρώες και στους Αχαιούς με τις καλές κνημίδες. Με τις αθάνατες θεές φρικτά μοιάζει στην όψη.
Αυτή είναι όλη, η μόνη και η όλη περιγραφή που γίνεται της Ελένης από τον Όμηρο. Τα σημεία στα οποία σταματάμε εδώ, είναι πρώτον: αυτή η λέξη, η φοβερή λέξη, φρικτά, μοιάζει στην όψη, θα το πούμε, - πού είναι η κιμωλία μου; - αινώς, λέει ο Όμηρος, έτσι, αυτό θα πει φρικτά, αινώς, φρικτά μοιάζει στην όψη με τις αθάνατες θεές.
Η λέξη αυτή, αμέσως μας δίνει την εικόνα του ωραίου. Η ομορφιά σκοτώνει, αγαπητοί μου φίλοι. Η ομορφιά σκοτώνει. Το κάλλος, η ομορφιά, είναι η αρχή του τρομερού, θα μας πει ένας νέος, Ευρωπαίος ωραίος λυρικός, ο Ρίλκε, στις Ελεγείες του Ντουίνο, γιατί η ομορφιά είναι η αρχή του τρομερού που μόλις την αντέχουμε και γαλήνια περιφρονεί και να μας καταστρέψει ακόμη. Η ομορφιά σκοτώνει.
Και από δω κάνοντας μιά προέκταση με μία μεγάλη... έτσι να πούμε ένα άλμα, μπορούμε να καταλάβουμε γιατί όλοι οι μεγάλοι έρωτες μέσα στην ιστορία ή όπως τους έζησαν οι ποιητές, έχουνε την καταστροφή. Θυμάστε, λέγαμε κάποια μέρα σε άλλες συναρτήσεις ότι δεν υπάρχει μεγάλος έρωτας, που να μην έχει μέσα του την καταστροφή. Εκείνο είναι που τον δικαιώνει και τον οδηγεί σε ακραία ακμή, που τον κάνει αρχέτυπο.
Λοιπόν, η ομορφιά σκοτώνει. Αυτό το μεγάλαιο κεφάλαιο, ν'αρχίσουμε να πούμε γιατί σκοτώνει και τί είναι η ομορφιά, να δώσουμε δηλαδή την κατηγορία του ωραίου, όπως λέμε στην αισθητική, σ'αυτό τον κλάδο της φιλοσοφίας.
Ομορφιάς έχουμε δύο είδη: έχουμε το ωραίο, το pulchrum, λατινικός όρος, ωραίο, κανονικές μορφές, έ; - αναλογίες, τομές, το όρισε ο Fechner, πρέπει να υπάρχουν ωρισμένες αναλογίες στη μορφή, στην όψη. Αυτό που λέμε ένα ωραίο τριαντάφυλλο, μία ωραία μορφή, μία ωραία γυναίκα, ένα ωραίο πρόσωπο, ένας ωραίος άντρας, μιά ωραία δύση του ηλίου, μιά ωραία ανατολή, έ; - ένα ωραίο.... η θάλασσα, απλές μορφές, αυτή είναι η κατηγορία του ωραίου.
Αλλά υπάρχει και το υπέροχο, σαν κατηγορία ομορφιάς, μας λέει ο Καντ, στην Κριτική του καθαρού λόγου, Kritik der Urtheilskraft στην αισθητική του δηλαδή, το υπέροχο είναι εκείνο που είναι μιά ανώτερη μορφή, από αυτό το αυτό..... και να πει το pulchrum, το ωραίο που έχει μέσα της τον κίνδυνο. Δηλαδή, ένας κεραυνός, όταν σκάζει δίπλα μας και καταλάβει ο τόπος και μας πιάνει αυτή η φρίκη στον ήχο του, έ; - Τι ομορφιά που έχει! Αλλά σκοτώνει. Μιά τρικυμία, μιά άγρια τρικυμία! Έχει ομορφιά μέσα της. Με κίνδυνο. Ένας σεισμός! Αυτό είναι το υπέροχο! Das Erhabene.
Όταν λέει λοιπόν, φρικτά μοιάζει στην όψη με τις αθάνατες θεές, θέλει να βάλει κι'αυτή την κατηγορία του υπέροχου. Εντάξει. Όλα αυτά τα πράγματα δεν δικαιολογούν το γεγονός ότι η Ελένη είναι η πιό όμορφη γυναίκα και θα είναι και στο μέλλον.
Κάποια άλλα στοιχεία που πρέπει εδώ να προσέξουμε, θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε τί σημαίνει αυτή η κρίση του Πριάμου, αυτή η περιγραφή δηλαδή.
Το πρώτο είναι ότι ... ποιός μιλάει για ποιόν; Μιλάει ένας γέροντας εκατό χρονών, γεμάτος φρόνηση, γεμάτος ανθρώπινη σοφία, γεμάτος ανθρώπινη πείρα, έ; - Δε μιλάει ένα τζόβενο, ένας έφηβος που είδε μιά ωραία γυναίκα και ξαφνικά κόπηκε στα δύο, έρωτας κεραυνός και δεν ξέρει τί λέει. Μιλάει ένας φρόνιμος άνθρωπος. Έτσι. Να πάθουμε όσα πάθαμε, έ; - δέκα χρόνια τώρα, σφαγή, λοιμός, πείνα, καταστροφή, αγωνία, να πάθουμε όσα πάθαμε, κι'άλλα γι'αυτή τη γυναίκα. Ένας φρόνιμος το λέει.
Και δεύτερον: ποιός είναι αυτός ο φρόνιμος; Είναι εκείνος που θάχε κάθε λόγο να μιλήσει με σκυλίσιο τρόπο, να βρίσει δηλαδή, και να ελεεινολογήσει και να ατιμάσει την Ελένη. Γιατί; Γιατί αυτή είναι η αιτία της συμφοράς του λαού του. Απλά και μόνο να θυμήσουμε το γεγονός ότι ως τη στιγμή εκείνη, στο δέκατο χρόνο του πολέμου που γίνονται αυτά, ως τη στιγμή εκείνη, ο Αχιλλέας του είχε σκοτώσει είκοσι παιδιά, του Πριάμου. Είκοσι παιδιά. Επομένως, τι γνώμη εξ'αντικειμένου, θα λέγαμε, έπρεπε νάχει γι'αυτή τη γυναίκα, που είναι η πέτρα του σκανδάλου, που λέμε. Και όμως. Έ; Έμμεσα πιά συνάγεται το τί γυναίκα πρέπει να ήτανε, για να μιλάει αυτός ο φρόνιμος και ο πολύπαθος, έτσι, για την Ελένη. Αλλά, παρά ταύτα, δε φτάνουμε στο σημείο να πούμε ότι είναι η γυναίκα που προεξόφλησε την ομορφιά του αιώνια θηλυκού, όπως μας λέει ο Γκαίτε, και στο μέλλον. Μία γυναίκα μπορεί να γεννηθεί πιό ωραία.
Εδώ, για να κατανοήσουμε αυτό το σημείο, θα πρέπει πάλι να σκεφτούμε κάτι άλλο. Τί; Πως ήτανε αυτή η Ελένη; Για να πούμε ότι είναι η γυναίκα, η αξεπέραστη ομορφιά. Ήταν ψιλή, ήταν λιγνή, ηταν καμαροφρύδα; έ; Είχε ψιλό λαιμό, είχε ωραίες κνήμες, τί μέση; Τα στήθη της; Ήταν πλούσιο το στήθος της; "Με το βαθύ στηθόδεσμο, τον ήλιο στα μαλλιά", θα πει ο Σεφέρης στη δική του Ελένη. Ρούσα ήταν; Τα κινήματά της, τα μάτια της, πως ήταν γαλανά, μαύρα; Για κοιτάξτε. Κανένα απ'αυτά τα στοιχεία. Δεν μας δίνει κανένα συγκεκριμένο φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό. Τι σημαίνει αυτό; Εδώ είναι η επίνοια και η εφεύρεση του Ομήρου. Την άφησε την Ελένη να την πλάσει ο καθένας μας όπως θέλει, κι όσο μπορεί κι όπου μπορεί και φτάνει με τη φαντασία του. Διότι αν μούλεγε ότι είχε μεγάλα στήθη, θάλεγα, ξέρεις εμένα μου αρέσουν οι μικροβύζες. Αν μούλεγε ότι είναι ξανθιά, η Μέριλιν Μονρόε, να πούμε, θάλεγα, ξέρεις, εμένα μ'αρέσει η Ρόμυ Σνάϊντερ, πούναι καστανή. Αν μούλεγε τούτο, εκείνο, περιόριζε δηλαδή την ομορφιά, καταλάβατε; Την περιόριζε, την έκανε πεπερασμένη, που σημαίνει ότι της αφαιρούσε το στοιχείο του απείρου. Ενώ τώρα, έτσι όπως την έδωσε, η Ελένη είναι το σύμβολο που έχουμε, η ιδέα που έχουμε, η αισθητική καλλιέργεια, σε τελική ανάλυση, που έχει ο καθένας μας, που τον οδηγεί πού; Για την ομορφιά.
Για να το πούμε πολύ απλά, θα σας θυμίσω ένα στίχο, έναν ωραίο στίχο του Ναζίμ Χικμέτ, του ωραίου αυτού τούρκου ................. πάνω από σωβινιστικές μερικότητες, που λέει σ'ένα τραγούδι του, οι πιό ωραίοι έρωτες, είναι εκείνοι που δε ζήσαμε. Αυτό το πράγμα κάνει ο Όμηρος εδώ. Είναι εκείνο που, δεν μιλάμε για κορυφές πιά, είναι μία ακραία μορφή ομορφιάς. Μιλάμε γιά ύψος. Και στο ύψος δε βρίσκουμε άκρη. Ανοιγόμαστε σε μιά άπειρη διάσταση. Είναι δηλαδή μια εφεύρεση, ένα τρικ, αν θέλετε, που επινόησε ο Όμηρος, αν και είναι συνηθισμένο και γιά άλλες μορφές αυτό, αλλά χαρακτηριστικά με την Ελένη,που προεξοφλεί ότι και στο μέλλον δε θα γεννηθεί γυναίκα καλύτερη από την Ελένη. Ωραιότερη, η Belle Ellene.
Πάει καλά λοιπόν ως εδώ. Ερχόμαστε στο δεύτερο τώρα σημείο. Γιατί αυτή την υπέροχη γυναίκα, το αρχέτυπο του θηλυκού, οι Έλληνες τη θελήσανε μοιχαλίδα και άπιστη; Ρε αδερφέ, ήταν ανάγκη μ'αυτή τη ρετσινιά τη φοβερή; Εδώ, αγαπητή φίλοι, έχουμε ένα από τα πιό σημαντικά σημεία της ελληνικής φιλοσοφίας, της ελληνικής κοσμοθεωρίας και της ελληνικής ηθικής. Είναι μεγάλο το κεφάλαιο αυτό. Γιατί τη θελήσανε πόρνη αυτή τη γυναίκα και άπιστη. Ξελογιάστηκε με τον ωραίο αυτό Πάρη, κάτω εκεί, στους πορτοκαλεώνες της Λακεδαίμονας και στους καλαμιώνες του Ευρώτα και σηκώθηκε και έφυγε. Μα μιά γυναίκα, το αρχέτυπο του θηλυκού, επιτρέπεται να τη θέλουμε άπιστη και μοιχαλίδα;
Το κεφάλαιο είναι πολύ μεγάλο, θάπρεπε να γίνει ειδική ανάλυση επάνω σ'αυτό, γιατί κατεβάζει ολόκληρη την ψυχολογία κι ολόκληρη τη φιλοσοφική ανθρωπολογία κάτω, και θέτει μπροστά στα πόδια μας..Θα σας το πω πολύ συνεπτυγμένα όμως. Πολύ συνοπτικά. Και είναι και η ουσία, το κεντρικό σημείο της ελληνικής ηθικής. Δεν είναι αυτό που λένε, που ακούμε στην τρέχουσα να λένε, ότι μία ωραία γυναίκα δεν ανήκει, δεν μπορεί να ανήκει ποτέ σε ένα μόνο άντρα. Έτσι λέει ο κόσμος, η αρβύλα και τα λοιπά. Μιά ωραία γυναίκα δεν μπορεί να ανήκει σε έναν άντρα. Το πιό ισχυρό αρσενικό, είναι προορισμένο από τη φύση να την κατακτά. Και κατά τούτο είναι δραματική αυτή η γυναίκα. Δε λέω τραγική φύση, αλλά είναι δραματική. Το πιό; Αν κάτι ασυνείδητα από τη φύση της τη φέρνει, να θέλει, ίσως πληρώνει τα λύτρα της στην ευδοκία, στην εύνοια που της έδωσε η φύση να την κάνει τόσο όμορφη. Πληρώνει τα λύ... Είναι προορισμένη δηλαδή να κατακτιέται από το πιό ισχυρό, όταν λέμε πιό ισχυρό εννοούμε πιό ωραίο, αλλά ωραίο, έχουμε πει κι άλλη φορά, είναι βασικά κατηγορία δύναμης και νόησης η ομορφιά, έ; Μην τα λέμε αυτά, τα έχουμε ξαναπεί. Να κατακτιέται από το πιό ισχυρό αρσενικό γι'αυτό δε μπορεί να ανήκει σε έναν άντρα, που σημαίνει κάπου, μοιχαλίς ή άπιστη. Αυτή η ερμηνεία, είναι μιά ερμηνεία που μπορεί να φτάσει μέχρι σ'ένα σημείο, αλλά δεν είναι εκείνο το βαθύτερο που εκφράζει τους Έλληνες. Το βαθύτερο που εκφράζει τους Έλληνες...και γι'αυτό θέλησαν να πλάσουν έτσι την Ελένη, δηλαδή μοιχαλίδα, είναι το γεγονός ότι την ανθρώπινη φύση μέσα στον ορίζοντα της ηθικής, έτσι; μέσα στην κατηγορία της ηθικής, την είδανε οι Έλληνες σαν μία φυσική απορροή, μέσα από τη φυσική πραγματικότητα.Εάν φύγουμε από την ηθική και πάμε στη φύση, εκεί δεν υπάρχει πίστη και απιστία ανάμεσα στα φύλλα, στο αρσενικό και στο θηλυκό. Δεν υπάρχει πίστη. Είναι άλλοι οι νόμοι που λειτουργούν. Και βέβαια το σωστό, το ακέραιο, το αληθινό, δεν είναι η παράσταση που σχηματίζουμε από την οποιαδήποτε ηθική μιάς εποχής ή ενός πολιτισμού και τα λοιπά, αλλά είναι η παράσταση που σχηματίζουμε από τη φυσική οδηγία. Και η φυσική οδηγία, εν προκειμένω, όταν θέλουμε να φτάσουμε πιά σ'αυτά τα βάθη, σ'αυτούς τους μυχούς, σ'αυτό το βαθύτερο κοίτασμα της φυσικής πραγματικότητας, των φυσικών νόμων, μας λέει ότι είναι μέσα στους κανόνες του παιχνιδιού, να μην ανήκει αυτή η έννοια της κατοχής και της κτήσης που έχουμε, σε παντρεύτηκα, με παντρεύτηκες, είσαι κτήμα μου, είμαι κτήμα σου.. Η ιδιοκτησία είναι κλοπή, είπε ο Pouldot, από τους τοπικούς σοσιαλιστές, τον περασμένο αιώνα. Λοιπόν. Κι'αυτό είναι που σκοτώνει τον έρωτα, γιατί τον περιορίζουμε, τον εγκλωβίζουμε και τα λοιπά.
Εν πάσει περιπτώσει, αυτές οι απόψεις πάνε κάπως κόντρα, έ; - Εναντιώνονται στις τρέχουσες ηθικές αντιλήψεις και μάλιστα σε μία αστική, μικροαστική ή μεσοαστική αντίληψη.Θα ιδούμε, από την άλλη πλευρά, για να κατανοήσουμε αυτό το πράγμα, ότι και μέσα στην ιστορία, ποτέ δεν εφαρμόστηκε ο νόμος της μονογαμίας, γι'αυτό σας έλεγα κάποτε, το ου μοιχεύσεις, η όγδοη εντολή του Μωσαϊκού Νόμου, είναι, ό,τι το πιό απάνθρωπο, επινόησε, καθιέρωσε και επέβαλλε η Ιστορία, στην Ηθική. Είναι μιά δαμόκλειος... είναι μιά σπάθα, που κατεβαίνει και κόβει κεφαλές. Γι'αυτό το μόνο νόημα που έχει αυτή η εντολή, έχουμε ξαναπεί, είναι σταθερά, μέσα στην Ιστορία, να παραβαίνεται. Γιατί παραγνωρίζει την ανθρώπινη φύση. Εκείνο που θα λέγαμε, στην έσχατη και πιό επιεική περίπτωση, για το γεγονός ότι θέλησαν οι Έλληνες την Ελένη μοιχαλίδα, είναι ότι είδανε αυτό το βάθος της ανθρώπινης φύσης που δε σημαίνει ότι εισάγει την ερωτική αναρχία ή την ηθική αναρχία.

Το πρόβλημα αυτό, μας δόθηκε η ευκαιρία, νομίζω, και το θίξαμε προχθές, που μιλήσαμε για Πλατωνικό Έρωτα, θυμάστε; Το πρόβλημα είναι, νάσαι πάντα ηθικά εγρήγορος και να αγωνίζεσαι. Κι αν πέσεις, να μπορέσεις να ξανασηκωθείς. Εκεί είναι η ομορφιά και η δραματικότητα, αν θέλετε, και το μεγαλείο, ο πόνος και η οδύνη, που έχει η ηθική, σα ζωντανή ηθική, που λειτουργεί με αίμα και με οστά και όχι με σχηματοποιημένες λύσεις και συνταγές και εντολές και σχήματα, να δίνουμε αυτόν τον περιορισμό, ο οποίος - εδώ θα συμφωνήσετε μαζί μου - εγώ επιχειρώ... δεν οικειοποιούμαι αυτές τις θέσεις, μην τα αποδίδετε σ'εμένα, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τον Όμηρο, έτσι; Θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης και της ιστορικής πείρας, το δίκιο είναι με τους Έλληνες και όχι με τους Εβραίους, με το ου μοιχεύσεις, δηλαδή. Η απιστία είναι μέσα στους κανόνες και πάντα ... Απόδειξη το γεγονός, που έχουμε πει πολλές φορές, ότι σήμερα στους τρεις ο ένας χωρίζει. Τι θα πει χωρίζει; Έχει προηγηθεί απιστία. Έχει προηγηθεί μοιχεία  ας το πούμε. Έχει προηγηθεί, το γνήσιο αυτό φυσικό κοίτασμα της Ελένης, όπως τη θελήσανε οι Έλληνες. Αλλά. Για νάχουμε και ολοκληρωμένη την εικόνα, πρέπει να πούμε και κάτι άλλο. Εάν ο Όμηρος μας έδωσε την Ελένη μοιχαλίδα, μ'αυτό το στίγμα, μ'αυτή τη ρετσινιά, και στεκόμαστε κριτικά και με επιφυλάξεις απέναντί του, μιά περιορισμένη ηθική αντίληψη, εν πάσει περιπτώσει, αν δώσουμε τα νόμιμα του δικαίου, του δικαιώματος αυτής της αντίληψης, μη ξεχνάμε από την άλλη μεριά ότι ο Όμηρος μας έδωσε και το αντίθετο, τον άλλο πόλο. Η Ελένη άπιστη, αλλά μας έδωσε και την Πηνελόπη, την πιστή. Την Πηνελόπη την πιστή. Και δεν έχουμε σταθεί στην προσπάθεια να ερμηνεύσουμε και να κατανοήσουμε τί σημαίνει Πηνελόπη πιστή, στην Οδύσσεια. Κοιτάξτε να δείτε. Απλοποιούμε, αγαπητοί μου φίλοι. Για φανταστείτε μιά ωραία γυναίκα, στα είκοσι, εικοσιπέντε της χρόνια, που φεύγει, που έχει πλήρη ερωτική εμπειρία και ερωτική λειτουργία. Όμορφη, θηλυκό, βρυαρό, πλούσιο, τρυφερό, γεμάτο, που θέλει και διψάει το αρσενικό, να το'χει και να το χαίρεται, κάθε μέρα. Φανταστείτε ξαφνικά να μένει μόνη της, μέσα στα δώματα, και να περιμένει είκοσι χρόνια να γυρίσει ο άντρας της. Φέρτε στο μυαλό σας, κάντε μία ψυχική μετάθεση, και φέρτε το σε μία σύγχρονη γυναίκα. Μία, από σας, που είσαστε όλες ζωντανές. Λοιπόν. Τι σημαίνει είκοσι χρόνια να καίγεται και να σταυρώνεται και να πεθαίνει το θάνατο μέσα σ'αυτή τη στέρηση, τη θεία στέρηση, την πενία, που λέει ο Πλάτων. Και να μπορέσει να αντέξει αυτό το πράγμα. Ποιά θα το άντεχε; Κάποιες θα το αντέχανε, αλλά ποιές; Με την έννοια αυτή, η Πηνελόπη είναι μία νοητική εποπτεία, όπως λέμε, ένας τύπος που έχει πλάσει η παγκόσμια λογοτεχνία, άκρως δραματική. Εγώ δε λέω, καθόλου λιγότερο δραματική από τον Οδυσσέα, που πλέει στις θάλασσες και ταξιδεύει, αυτός γνώρισε και τον έρωτα σε όλα του τα μεγαλεία, έ; ............ ofurk (?) στον έρωτα.
Λοιπόν. Αυτή την εποπτεία όμως τη νοητική, σαν αντίθετο πόλο, μας την έδωσε ο Όμηρος. Ένας αντίλογος δηλαδή και μία απάντηση ότι αυτή είναι η Ελένη αλλά αυτή είναι και η Πηνελόπη. Πάει λοιπόν αυτό. Δε θα επιμείνω άλλο στην εικόνα που μας παρουσιάζει ο Όμηρος για την Ελένη, για να πάμε τώρα σε άλλα πράγματα, να ιδούμε πως επεξεργαστήκανε αυτή την υπέροχη μορφή, άλλες σπουδαίες στιγμές της κλασσικής, ελληνικής πρώτα, Τέχνης και ναρθούμε λίγο και στη νεώτερη.
Ο δεύτερος, αγαπητοί μου φίλοι, που δούλεψε αυτό το μοτίβο, αυτό το θέμα, το θέμα Ελένη, μετά τον Όμηρο, είναι ο Στησίχορος. Ο Στησίχορος είναι ένας λυρικός ποιητής, της χορικής ποίησης μάλιστα, δωρικής καταγωγής, δωριαίας, κάτω από τα δωρικά φύλλα της Πελοποννήσου, ο οποίος λέγεται και Στησίχορος διότι, κατά μία εκδοχή, έστησε χορόν, καθώς άρχιζε ο χορός, η λυρική έγινε μελική, και η μελική, έγινε χορική ποίηση. Λυρική με λύρα, μέλος τραγουδούσανε κιόλας, χορική χορεύανε. Εκεί λοιπόν, είχανε κάποιες κινήσεις που κάνανε και σε μιά στιγμή κάνανε τέσσερα-πέντε βήματα και στεκόντουσαν, ας πούμε. Έστησε χορόν. Και μετά, αυτό που λέμε στροφή-αντιστροφή, μετά στην Τραγωδία και λοιπά. Λοιπόν. Ο Στησίχορος, αναφέρεται μία υπέροχη ιστορία από τους Έλληνες για το Στησίχορο. Σκέφτηκε μιά μέρα την Ελένη σα μοιχαλίδα και τον έπιασε οργή. Και πιάνει και γράφει ένα pamflet, ένα λίβελλο. Πιάνει μιά ωδή και της ψέλνει τα εξ'αμάξης, που λέμε. Άτιμη, πόρνη, ελεεινή, φόνισσα, τούτα κείνα, με αφορμή τη μοιχεία της δηλαδή, ποιός είδε το Θεό και δεν τόνε φοβήθηκε! Τί της καταμαρτύρησε, που λέμε... Εκείνη λοιπόν, όταν τελείωσε την ωδή, και το ευχαριστήθηκε κι'όλας, τάψαλλε, ξέρουμε, κι'΄άλλους ποιητές που ήταν και μισογύνηδες, έτσι; Κάποιοι λυρικοί, σπουδαίοι, ένας Σιμωνίδης Αμοργίνος, και λοιπά. Όταν λοιπόν τελείωσε αυτή την ωδή, - αχ, της τάψαλλα και ησύχασα, είπε. Ηρέμησε ο άνθρωπος! Εκείνη τη στιγμή, τυφλώθηκε, κατά την παράδοση. Έχασε το φως του. Χωρίς να υπάρχει λόγος. Δεν ήταν καταρράκτης, δεν ήταν γλαύκωμα. Έχασε το φως, τυφλώθηκε. Βρε τι έπαθα, στα καλά καθούμενα, το φως του... Έμεινε μερικές μέρες εκεί τυφλός, και τότε, εκεί του ήρθε ολίγο ο νους και αρχίνησε να λέει: Βρε, ποιός είμαι εγώ, που έβρισα την Ελένη; Την Ελένη! Τη Διογέννητη Ελένη! Την κόρη του Δία! Τη θεά! Που τη γέννησε σαν ωραίος κύκνος με τη λύρα, κάτω εκεί στον Ευρώτα. Αυτή την υπέροχη γυναίκα, το αξεπέραστο πρότυπο της ομορφιάς και της θηλυκότητας. Ποιός είμαι εγώ ο άθλιος, ο ελεεινός, που έβρισα την Ελένη; Τούρθαν οι τύψεις. Κι αμέσως πιάνει, αγαπητοί μου φίλοι, και γράφει μία πάλιν ωδή, μία άλλη ωδή, ωδή γράφει πάλιν, στην οποία ωδή, πέφτει εκεί, ένδακρυς και ικέτης και ζητάει συγγνώμη και λέει: συγχώρεσέ με, μεγάλη Θεά. Βρέθηκα σε μιά στιγμή ανθρώπινης αδυναμίας, σε μιά στιγμή ποιητικής και καλλιτεχνικής και ηθικής έκπτωσης, και σε έβρισα. Εσένα, το πιό αγνό, το πιό υπέροχο, το πιό όμορφο πλάσμα που αξιώθηκε να γεννήσει η φύση. Συγχώρεσέ με, αν έχεις τη μεγαλοψυχία. Και αμέσως, ξαναβρήκε το φως του. Απ'αυτό το πάλιν ωδή, σώθηκε σε όλες τις γλώσσες, ελληνικά πρώτα, και μετά και στις ευρωπαϊκές και τα λοιπά, η λέξη παλινωδία. Έτσι; Που λέμε μην παλινωδείς, λέω και ξελέω. Έτσι; Η λέξη παλινωδία, να ξέρετε ότι έχει την καταγωγή της εδώ, από το Στησίχορο.

Αυτή η ιστορία παραδίδεται και μάλιστα εκεί μας λέει πιά ο... εισηγείται, δε θυμάμαι αν το κάνει εδώ, ή, εάν πιά παίρνει την αφορμή, εδώ να φτάσουμε στο τρίτο μεγάλο σημείο, στον τρίτο κόμβο της επεξεργασίας της Ελένης, στον Ευρυπίδη. Αλλά ας το κατηγορήσουμε στον Ευρυπίδη, γιατί δε θυμάμαι εάν λέει ο Στησίχορος ότι δεν πήγε ποτέ στην Τροία. Ο τρίτος μεγάλος που ασχολήθηκε με την Ελένη και Απαία η τιμή πάλι εδώ, είναι ο τρίτος τη τάξει μεγάλος τραγικός, ο Ευρυπίδης. (να μου σβύνει κάποιος τον πίνακα, θα σας χαλάσω τις αυτές... γελάει ) Ο Ευρυπίδης, στις δεκαεπτά σωσμένες, από τις ογδόντα περίπου τραγωδίες που έγραψε, μας έγραψε και μιά Ελένη. Που τύχη αγαθή, θα λέγαμε, πολύ καλότυχοι είμαστε, σώθηκε αυτή η Τραγωδία του. Έχει τον τίτλο Ελένη. Εκεί, ούτε λίγο ούτε πολύ, ο Ευρυπίδης εισηγείται, εισάγει και επεξεργάζεται μία νέα εκδοχή για την Ελένη, η οποία δεν υπάρχει στον Όμηρο. Τι μας λέει; Μας λέει ότι η Ελένη της Σπάρτης δεν πήγε ποτέ στην Τροία. Στον Όμηρο δεν υπάρχει αυτό. Τι θα πει δεν πήγε ποτέ στην Τροία; Μας λέει ότι όταν πήγε να την αρπάξει ο Πάρης, ο Αλέξανδρος- Πάρης και την έβαλε κει κάτω, στο νησάκι Κρανάη, - ποιόν έχουμε από το Γύθειο; - στο νησάκι Κρανάη, από κει την πήρε, στο Γύθειο, στο Μαραθονήσι, που λένε, στο Λακωνικό κόλπο, στο μυχό, είναι ένα μικρό νησάκι κι από κει την έβαλε στο πλοίο και την πήρε. Όταν λοιπόν την έβαλε στο πλοίο, την αγκάλιασε, στα χέρια του αγκαλιά και την πήρε στο πλοίο για να φύγει, να πάει στα Πέργαμα, στην Τροία δηλαδή, εκείνη τη στιγμή επενέβη η θεά Ήρα, η οποία αγαπούσε εξεχόντως, ευνοούσε δηλαδή τους Δωριείς και μάλιστα το βασιλιά της Σπάρτης, το Μενέλαο, και δε θέλησε να του κάνει τέτοια ατιμία και έβαλε στην αγκαλιά του άρπαγος, του Πάρη, το είδωλο της Ελένης. Το είδωλο. Πως γίνεται αυτό;Έ, με λίγη ποιητική ελευθερία, φανταστείτε, κοιτάζουμε τον εαυτό μας στον καθρέφτη και τον βλέπουμε εκεί. Αυτό είναι είδωλο, δεν είναι υλικό πράγμα.
Πέστε ότι τό κανε η θεά, τού δωσε, έτσι, υλική υπόσταση, και του βάζει το είδωλο της Ελένης και την αληθινή Ελένη την παίρνει, την έβαλε σ'ένα άλλο πλοίο και την έστειλε στην Αίγυπτο, στα παλάτια του βασιλιά Νηρέα, νομίζω. Εκεί, στις εκβολές, στο Δέλτα του Νείλου. Την έστειλε και της λέει... Ανάθεσε στο βασιλιά εκεί, να τη φυλάει στο παλάτι, ωσότου μια μέρα θα ρθεί ο σύζυγός της και θα την πάρει. Και περίμενε εκεί, αγνή, - έ; - πιστή, καθαρή, αμόλυντη, η Ελένη, δέκα ολόκληρους χρόνους. Και στην Τροία πήγε, ποιος  Πήγε το είδωλο της Ελένης. Αυτή είναι η ιστορία, και μας λέει μετά πώς, ύστερα, η Τραγωδία αυτή, ύστερα από μύριες περιπέτειες, κατάφερε και ανακάλυψε ο Μενέλαος ότι είναι εκεί κάτω και την έφερε στη Σπάρτη. Έτσι λήγει, δεν είναι Τραγωδία, είναι... δεν είναι τραγική υπόθεση, είναι δραματική, όπως λέγαμε, κάθε φορά που κάναμε τη διάκριση ανάμεσα σε τραγικό και δραματικό, γιατί λήγει καλά, δε λήγει με καταστροφή.
Μας λέει λοιπόν.. Τώρα δε βρίσκει κανείς πού είναι η ουσία σ'αυτό το ποίημα που έπλασε ο Ευρυπίδης. Εντάξει, μας λέει μιά διαφορετική ιστορία. Υπάρχει μιά φοβερή ουσία! Υπάρχει μιά ουσία που θα μας κάνει, θα μας αφήσει άναυδους! Δε θα σας την πω αυτή τη στιγμή, θα σας την πω, μην αγωνιάτε, σήμερα θα σας το πω, αλλά θα σας το πω στην κατάλληλη θέση, όταν θα μιλήσουμε για την Ελένη του Γιώργου Σεφέρη.
Σαν κατακλείδα κλείνοντας, διότι ο Γιώργος Σεφέρης, τη δική του Ελένη που έπλασε, στην τελευταία περίοδο της ποιητικής του δημιουργίας, την ενεπνεύσθη από την Ελένη του Ευριπίδη  Εκεί λοιπόν θα πούμε πού είναι η ουσία και τί φοβερή πάλι ιδέα έπιασε ο Ευριπίδης μ'αυτή την Ελένη! Για να'ρθούμε στην τέταρτη μεγάλη κορφή, μετά τον Ευριπίδη, ώχ! εδώ θέλω λίγο γερά νεύρα, έ; - στον Πλάτωνα. Πώς ο ωραίος αυτός αρσενοκοίτης, επεξεργάστηκε αυτό το υπέροχο πρότυπο, την Ελένη, Ο Πλάτων λοιπόν. Λέμε: Όμηρος, έτσι; Στησίχορος, Ευριπίδης, Πλάτων. Kαι θα σταματήσουμε εκεί, να μην πάμε... ο Γοργίας έχει πλέξει, ο περίφημος αυτός σοφιστής, ένα ωραίο εγκώμιο στην Ελένη, την ύμνησε, αλλά έχουν σωθεί λίγα, δεν έχει σωθεί,νομίζω, ολόκληρο το αυτό... και είναι μάλλον ένα γύμνασμα ρητορικό, οι σοφιστές ήταν και ρήτορες, αλλά εκεί τους πλέκει ωραία το εγκώμιο ο Γοργίας.
Πάμε λοιπόν στον Πλάτωνα. Στον Πλάτωνα έχουμε μία κορυφή, στην επεξεργασία του ειδώλου, που είναι αυτόχρημα της ίδιας ποιότητας με τον Ευρυπίδη και με τον Όμηρο, θάλεγα. Κοιτάξτε τί γίνεται: την Ελένη, του δίνει αφορμές για επεξεργασίες και ορθώματα καλλιτεχνικά, του Πλάτωνα, η Ελένη, στο διάλογο Φαίδρος.Ο Φαίδρος, ο Πλατωνικός Φαίδρος. Σας έχω πει πολλές φορές και τόχετε εντυπώσει πιά. Ο Πλατωνικός Φαίδρος είναι το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Στο βαθμό, αγαπητοί φίλοι, που είναι ένας επαρκής αναγνώστης, δε βρίσκω πιό ΟΜΟΡΦΟ και πιό μεγάλο κατόρθωμα, στο χώρο της ερωτικής ποίησης, από τον Πλατωνικό Φαίδρο. Σας έλεγα κάποτε μάλιστα, ότι εδώ αναπτύσσει και τη θεωρία των Ιδεών, στοιχειωδώς. Καθώς επίσης και πολλά άλλα πράγματα λέει εδώ, ποιός είναι ο συγγραφέας, αυτά που λέμε που ψάχνουμε να βρούμε ο μεγάλος συγγραφέας, τα κριτήρια και τα λοιπά, υπέροχο!Μας λέει τους υπέροχους μύθους των Τεττίγων, του Θεύθ, του Θαμούζ, τις ανακαλύψεις, τις εφευρέσεις, τι κακό φέρνουν οι εφευρέσεις, χίλια δύο υπέροχα πράγματα, αλλά είναι ο κατ'εξοχήν ερωτικός διάλογος.
Για να δείτε, θα σας πω λίγα λόγια, είμαστε υποχρεωμένοι, να σας δώσω την εικόνα, έτσι; - τη σκηνογραφία του διαλόγου, για να ιδούμε πώς φτάνει στην Ελένη. Ένα πρωϊ, έτσι αρχίζει ο Φαίδρος, ένα πρωϊ, ένας ωραίος έφηβος, ο Φαίδρος, βρίσκει στην Αγορά, στην Αρχαία Αγορά, εκεί που την είδαμε προχθές, που είχαμε πάει στην Ακρόπολη, κάτω, να περιφέρεται ο Σωκράτης. Πάντα σε στοές, σε κρήνες, ο Σωκράτης, έ; - σε άλση και τα λοιπά. Πήγε λοιπόν και τον παίρνει από κοντά. - Καλημέρα, Σωκράτη. - Καλώς τον ωραίο, τον πάγκαλο!Τον Σωκράτη τον ετρέλαινε η ομορφιά, μας λέει σε πολλούς Διαλόγους ο Πλάτων, στο Θεαίτητο, κυρίως, όπου έβλεπε ωραίο αγόρι, ωραίο έφηβο... Του λέει: ξέρεις, ο Φαίδρος, θέλω να σου πω κάτι. - Πες το μου Χθες, του λέει, μού στειλε ένα γράμμα ερωτικό ο Λυσίας, ο ρήτορας Λυσίας. Θυμάστε, στο Γυμνάσιο μαθαίναμε Λυσίου Υπέρ Αδυνάτου , που μαθαίναμε. Μού στειλε ένα γράμμα, λέει, και μου τα ρίχνει κατευθείαν, μου την έριξε (γελάει) που λέτε σεις, στη γλώσσα σας, η νέα γε ... (μου την έπεσε), μου την έπεσε, που λέτε στη γλώσσα σας, η νέα γενεά. Λοιπόν. Μού χει γράψει ένα γράμμα, μ'έχει ζαλίσει. Σαν το κοτόπουλο είμαι, του λέει. Δεν ξέρω, είμαι έτοιμος να εν δώσω  - Και τί κάθεσαι; του λέει ο Σωκράτης. Άμα σούχει γράψει τέτοια πράγματα...- Κοίταξε, του λέει, προτού πάρω τις όποιες αποφάσεις, ο Φαίδρος, μιλάμε τώρα, ερχόμαστε, κάνουμε μία πολύ συνοπτική αναφορά στο φαινόμενο ομοφυλοφιλία στην αρχαία Ελλάδα, είναι τεράστιο το πρόβλημα, δεν μπορούμε να το επεξεργαστούμε σήμερα, η σχέση, ως γνωστόν, ήτανε ανάμεσα στον έφηβο από δεκαπέντε έως είκοσι, εικοσιδύο χρονών και στον ώριμο άντρα, από σαράντα έως πενήντα χρονών. Ο ώριμος ήταν ο εραστής, που έπαιζε το ρόλο του παιδαγωγού, έκανε "καλόν καγαθόν", έφτανε μιά στιβαρή και ρωμαλέα προσωπικότητα εξωτερικά και εσωτερικά, από γυμνάσματα μέχρι καλλιέργειες πνευματικές, το ρόλο του παιδαγωγού, και ο ερώμενος, ήταν το αγόρι, ο ωραίος αυτός έφηβος, που η ομορφιά του, η ομορφιά του και η δροσιά του, το ίουλον και το χνούδι και τα τούτα και τα κείνα, ενέπνεε, διότι υπάρχει μιά ιδιότυπη αντίληψη στους Έλληνες, και όχι μόνο στους Έλληνες, για την ομορφιά, πώς μπορούσε ένα αγόρι, άντρας, να συγκινεί άντρα, από την άλλη μεριά έχουμε το ανάλογο φαινόμενο του λεσβιακού έρωτα, έτσι; Η Σαπφώ και τα λοιπά, γυναίκα με γυναίκα, αυτό που λέμε σήμερα... αχ, σήμερα πού έχουμε φτάσει... σε τι εκπεσμούς... Λοιπόν. Είναι μεγάλο το κεφάλαιο αυτό, η απλή εκδοχή που μας λένε οι καλλιτέχνες, οι γλύπτες, οι ζωγράφοι, οι ποιητές, και τα λοιπά, είναι ότι από πλευράς καθαρά αντικειμενικής, ένα αντρικό σώμα, σαν ομορφιά, αισθητικά, είναι πολύ πιό άρτιο, πολύ πιό τέλειο, από ένα γυναικείο, έστω και αν αυτή η γυναίκα είναι η Ελένη, το σώμα.
Λοιπόν.Πολύ συνοπτικά, πολύ γενικά, σας λέω, να μην αρχίσω την ιστορία, πώς άρχισε το φαινόμενο, πώς εξελίχθηκε, πώς τους λέγανε, ονοματολογίες, είναι ολόκληρη φιλολογία, σας λέω. Σας παραπέμπω εκεί. Ελπίζω να σας δώσω και βιβλιογραφία καμιά φορά, κάπου έχω, μου είχε στείλει πέρσι, ένας μετεκπαιδευόμενος, μία άρτια βιβλιογραφία! Χάζεψα όταν την είδα! Απ'όλους τους αρχαίους, δηλαδή, τί λένε γι'αυτό το ... τους μεγάλους συγγραφείς. Λοιπόν. Του λέει, αυτό κι αυτό, είμαι ζαλισμένος με το γράμμα που μούστειλε. -
Εντάξει, του λέει ο Σωκράτης.- Όχι, λέει, θέλω πρώτα να στο διαβάσω. Και να μου πεις η γνώμη σου. Να μου πεις, αν πράγματι είναι σωστή η κρίση μου. - Να μου το διαβάσεις του λέει ο Σωκράτης. Πάμε, του λέει, από δω, από την Αγορά. - Πού να πάμε; - Πάμε να καθίσουμε εκει πέρα, στο ποταμάκι, στον Ιλισσό, εκεί στα πόδια του Αρδηττού λόφου, που είναι το Καλλιμάρμαρο, που λέμε σήμερα, έρεε το ποταμάκι τότε, μέσα σε πλατάνια, δροσιές, (δεν ξέρω τα βάρβαρα..... ) εκεί που είναι η οδός Καλλιρόης σήμερα, απέναντι από τις στήλες. Πήγαν λοιπόν, καθίσαν εκεί, ξυποληθήκανε, βάλανε και τα πόδια τους να τα βρέχει το νεράκι, και πιάνει και του διαβάζει το γράμμα, του Λυσία. - Πές μου, του λέει, δεν είναι πράγματι ωραίο γράμμα;Του λέει ο Σωκράτης:
- Απορώ πώς κάθεσαι! Αυτό δεν είναι γράμμα, παιδί μου. Αυτό, του λέει, κόβει κεφαλές. Ωραιότερο γράμμα, δεν θα μπορούσα να ακούσω να μου διαβάζουν.
- Είδες που στά λεγα, του λέει ο Φαίδρος, είδες που στά λεγα;
- Έχεις δίκιο, του λέει, όρμα του!
-Δε μου λες, του λέει, του κάνει μιά επίθεση ο Φαίδρος. Εσύ, τάχα, του λέει, δεν θα μπορούσες να γράψεις ένα τέτοιο γράμμα;
-στο Σωκράτη. Τον κοιτάζει ο Σωκράτης, μ'εκείνη την ειρωνία, την τραγική ειρωνία.
- Καϋμένε μου, του λέει. Σου γράψω γω, σου γράψω γράμμα μόνο τέτοιο; Σου καλουπώσω άγαλμα εγώ! Άγαλμα! Εκατό φορές καλύτερο!
- Γράφτο! του λέει ο Φαίδρος.
- Πάρε χαρτί και μολύβι και γράφε, του λέει ο Σωκράτης.
Και πιάνει λοιπόν και του υπαγορεύει ένα γράμμα, ερωτικό. Που παίζει το ρόλο ο Σωκράτης εδώ του εραστή, που προσπαθεί να πείσει τον ερώμενο ότι πρέπει να δεχτεί να γίνει ο ερώμενός του, να δημιουργήσουν αυτό το δεσμό. Όταν λοιπόν τελειώνει το γράμμα, διάβασε, τώρα, του λέει, στο Φαίδρο. Και πες μου αν σ'αρέσει.
Το διαβάζει ο Φαίδρος και λέει: έχεις δίκιο, Σωκράτη. Ωχριά το γράμμα του Λυσία, μπροστά σ'αυτό το γράμμα που μού γραψες εσύ. Κανείς δε μπορεί να γράψει καλύτερο!Είδες που στάλεγα; - του λέει ο Σωκράτης. Εκείνο που πρέπει να ειπωθεί όμως εδώ, είναι ότι η όλη επεξεργασία του προβλήματος, ήτανε απάνω σε μία τακτική ή σε ένα επίπεδο μηχανιστικό. Δηλαδή. Το ερωτικό γράμμα πού χε γράψει ο Λυσίας στο Φαίδρο, τού λεγε ότι οφείλεις να διαλέξεις απ'όλους τους ώριμους άντρες, τους επίδοξους εραστές, εμένα για εραστή σου. Διότι θα είναι η καλύτερη επιλογή που έχεις να κάνεις διότι εάν διαλέξεις εμένα έχεις να πάρεις αυτό, κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό. Θα κερδίσεις όλα αυτά τα πράγματα. Χίλια δύο! Φερεγγυότητα, πλούτο, ιδέες, καλλιέργεια, παιδαγωγική, αξιοπιστία, ότι δεν θα τον προδώσει, ότι δεν θα τον διαβάλλει, θα τον κατασυκοφαντήσει, θα τον εξευτελίσει, χίλια δυό πράγματα! Και συ θα μου δώσεις, λέει, αυτό, που θα μου δώσεις. Ήτανε δηλαδή ένα ερωτικό γράμμα, απάνω σε μιά... στη διαδικασία του do ut des, που λέμε. Σου δίνω, για να μου δώσεις. Σου δίνω για να μου δώσεις. Αυτό είναι έρωτας. Αυτό πράγματι γίνεται. Στην πιό χυδαία, στην πιό απλή, έτσι; - στην πιό εμπράγματη εκδοχή, αυτό γίνεται.Σου δίνω για να μου δώσεις. Όταν συναντιούνται δύο, να πούμε, και... σ'αυτή την οαριστήν, την ερωτική συνάντηση, o ένας δίνει στον άλλον και παίρνει από τον άλλον, είναι δηλαδή μία εμπορική σύμβαση. Ένα είδος τέτοιας, μηχανιστικής, συμπεριφοράς, - καταλάβατε; Κι απάνω σ'αυτό το μοτίβο είχε γράψει το γράμμα ο Λυσίας. Και βεβαίως ο Σωκράτης, ήταν υποχρεωμένος να του απαντήσει στο ίδιο ύφος. Στην ίδια προβληματική και στην ίδια ...
Εκεί λοιπόν ήταν που υπερείχε το γράμμα του Σωκράτη. Εκείνη τη στιγμή, που έχει μείνει εκστατικός ο Φαίδρος, μπροστά στην ανάγνωση του γράμματος του Σωκράτη, γίνεται κάτι παράξενο! Κάτι αλλόκοτο, αγαπητοί μου φίλοι.
Ξαφνικά αναποδογυρίζει το μάτι του Σωκράτη, να φανεί το ασπράδι. Μιά ταραχή και μιά σύγχυση, σαν τις αυτές .. τις.. κρίσεις ή τις εκστάσεις που πάθαινε ο Βοναπάρτης πριν απ'τις μεγάλες μάχες, όταν έπιανε τα σχέδια, πώς θα την κάνω, εκεί γινότανε τέρας! Γύριζε το μάτι του ανάποδα! Γιατί αυτό ήταν η φοβερή σύλληψη, εκείνο που δεν το πήρε κανένας άλλος, έτσι; Αναποδογυρίζει το μάτι του Σωκράτη, πέφτει κάτω σε μιά κατάσταση υστερίας, σελληνιασμός! Τον έπιασε μιά κρίση...
- Τί έπαθες του λέει ο..
- Ι....... Φαίδρε, του λέει, ω, Φαίδρε καλέ, ώ ρε Φαίδρε, τι κόντεψα να πάθω!
- Τι έπαθες Σωκράτη; - του λέει
- Δεν έπαθα αλλά θα το πάθω, του λέει. Θα πάθω εκείνο που έπαθε ο Στησίχορος. Θα τυφλωθώ! Θα με τυφλώσει ο έρωτας! Γιατί; Γιατί τον ύβρισα! Τί είναι αυτά τα πράγματα που έπιασε ..... αυτό είναι ο έρωτας; Ντετερμινιστική διαλεκτική, εμπόριο, συναλλαγή, τέτοια αισχρή και ωμή, να πάρω για να πάρεις, σα να πουλάμε κρομμύδια και σκόρδα;
- Ι......Και πέφτει κάτω και ικετεύει, Ω, θείε έρωτα συγχώρεσέ με,που πρόφτασα την τελευταία στιγμή και γλύτωσα γιατί τώρα θα περιγράψω τον αληθινό έρωτα. Τώρα θα πω ποιός είναι ο έρωτας! Κάνει δηλαδή την παλινωδία του ο Σωκράτης προτού τυφλωθεί. Κάνει την παλινωδία του, με την έννοια ότι περιγράφοντας μ'αυτό τον χυδαίο τρόπο τον αυτόν.. και περιγράφει πιά τον έρωτα σαν ουσία, σα βάθος, σαν πέμπτη ουσία, σαν την ομορφιά, σαν τον βαθύτερο κοσμικό Νόμο που κυβερνάει ολόκληρο το σύμπαν. Η αγάπη που τον ήλιο κινάει και τάλλα τ'αστέρια. Έτσι τελειώνει πάντοτε τα τρία μέρη της Κωμωδίας του ο Δάντης. Κι ο Αριστοτέλης θα μας πει, ο Θεός είναι αγάπη, έρωτας δηλαδή με την έννοια του κινούντος-ακινήτου, ως ερωμένου.
Σας τόχω πει ποτέ αυτό; Αυτό είναι συγκλονιστικό! Τι λέει; Ο Αριστοτέλης μας λέει ότι ο Θεός είναι.. από έρωτα έπλασε τον κόσμο και ο έρωτας είναι αυτός που κινεί τον κόσμο, κατά την εξής έννοια: είναι το κινούν ακίνητον ο Θεός που έπλασε και όλα γυρίζουν γύρω, γύρω του, από μία ερωτική αναζήτηση. Τι σημαίνει αυτό, πολύ απλά; Φέρτε στο μυαλό σας την εξής εικόνα: ένας έφηβος ερωτεύεται ένα κορίτσι, μία κόρη, στα δεκαοχτώ της χρόνια. Έρωτας σφοδρότατος! Η κόρη δεν το ξέρει. Και κάθεται μες το σπίτι της, διαβάζει τα μαθήματά της, κεντάει σαν την Αρετή του Ερωτόκριτου, κάνει τις αυτές της... , είναι χαρούμενη, τραγουδάει, γελάει, και τα λοιπά. Ο νέος όμως έχει άγριο έρωτα! Και δεν της έχει πει ακόμη τίποτα. Και όλη η σκέψη του είναι κολλημένη απάνω της. Τι κάνει τώρα,πού είναι, τρέχει στο σπίτι της μήπως τη δει από το παράθυρο, γυρίζει γύρω-γύρω, κάνει κύκλους, ό,τι κάνει το κάνει για να σταθεί μιά μέρα άξιος όταν θα την ζητήσει, - να τι έκανα εγώ και τα λοιπά, εμπνέεται, εργασι ... όλες οι κινήσεις, όλες οι δράσεις, όλες οι σκέψεις, εμπνέονται δηλαδή από το αντικείμενο του έρωτά του. Έτσι μας λέει ο Αριστοτέλης είναι και ο Θεός. Έπλασε τα πλάσματά του κι από ένα φοβερό έρωτα, όλα γυρίζουν γύρω από αυτόν κι αυτός δεν ξέρει τίποτα! Όπως η κόρη δεν ξέρει τίποτα! Κι αυτό, λέει, είναι το κινούν ακίνητον, ως ερώμενον, ο Αριστοτέλης, - ο έρωτας. Κάτι ανάλογο λοιπόν, αυτόν τον έρωτα, με όλο αυτό το βάθος και όλη την ουσία και όλη την ευγένεια, αυτό το άρωμα, τώρα, λέει, θα το περιγράψω, ο Σωκράτης. Κι αρχίζει λοιπόν να μας περιγράφει την εικόνα του αυθεντικού έρωτα.
Εδώ θα σταματήσω. Δεν θα πω πώς περιέγραψε την εικόνα του αυθεντικού έρωτα γιατί τα ξέρουμε. Είναι εκείνο το άρμα της ψυχής, που λέγαμε προχθές, με τα δύο κακά άλογα, έ; - Ο Ηνίοχος στη μέση, η άγρια πάλη που γίνεται, - έ; - Οι δυνάμεις, από τη μία να συναντηθούν τα κακά άλογα, επιπηδάν, να ζευγαρώσουν, και τούτα, από την άλλη το σεμνό άλογο, με την αιδώ και τα λοιπά, που αντιστέκεται, η βούληση, ο Ηνίοχος που δεν αφήνει, και όοολη αυτή η ιστορία που είδαμε, αυτά τα υπέροχα πράγματα, αυτό το βάθος και η ομορφιά, η μαγεία και η δραματικότητα της ελληνικής ηθικής, όπως λέγαμε, είναι πιά αυτό το πράγμα που μας λέει ο Σωκράτης κι εκεί δίνεται και η λύση, από μία οπτική, η λύση αυτή, που την έχει αποσιωπήσει η σεμνότυφη παιδεία μας, ότι δεν αποκλείεται ο Σωκράτης να είχε και ερωτική, -πώς το λένε; - σωματική επαφή με τους μαθητές του, ή και όπως τα είπαμε τότε, "την υπό των πολλών μακαριστήν αίρεσιν ειλέσθειν τε και διεπραξάσθην", "και διαπραξαμένω", άπαξ, θα το ξανακάνουν, πλην "σπανία δε", που λέγαμε, όλα αυτά τα πράγματα. Αυτή λοιπόν είναι η Ελένη στον Πλάτωνα. H περίφημη παλινωδία μέσα, που του δίνει αφορμή δηλαδή να περιγράψει μ'αυτόν τον υπέροχο τρόπο, το ερωτικό φαινόμενο.
Θα αφήσω τους αρχαίους, για να πάμε σε μία πιά νεώτερη, πολύ μεγάλη μορφή, που δούλεψε την Ελένη... λίγο-πολύ, όλους τους ποιητές, και στην ευρωπαϊκή μέσα λογοτεχνία, η Ελένη τους έχει απασχολήσει, αλλά θα πάμε σε ένα ακραίο μέγεθος, που έχει τις αξιώσεις, της ίδιας ποιότητας, όπως είναι ο Πλάτων, όπως είναι ο Ευρυπίδης και τα λοιπά. Θα σας πω μόνο πώς είδε ο Γκαίτε την Ελένη, ο μεγάλος αυτός γερμανός ποιητής, ο Ολύμπιος Γκαίτε, όταν λέμε Γκαίτε εννοούμε ο Ευρωπαίος καλλιτέχνης,ποιητής, θεωρητικός, και όλα αυτά τα πράγματα. Πώς την είδε λοιπόν ο Γκαίτε την Ελένη και θα τελειώσουμε, ύστερα, θα κάνουμε μία σύντομη επισκόπηση, πώς την είδανε πιά οι Νεοέλληνες μεγάλοι ποιητές, τέσσερα-πέντε αναστήματα, πολύ μεγάλα, να τελειώσουμε την εισήγησή μας.
Ο Γκαίτε, όπως ξέρετε αγαπητοί μου φίλοι, το μεγάλο του αυτό έργο, η Τραγωδία είναι ο Φάουστ, δούλεψε όπως λέγαμε πενήντα χρόνια, είχαμε μιλήσει, στην ερώτηση της Μαργαρίτας, να μην τα ξανα-υπενθυμίζουμε και τα λοιπά. Ο Φάουστ έχει δύο μέρη: πρώτον και δεύτερον. Φάουστ eins και Φάουστ zwei. Το πρώτο μέρος είναι τέσσερεις, τεσσερσίμισυ περίπου χιλιάδες στίχοι κα το δεύτερο μέρος είναι επτά χιλιάδες στίχοι.Και τα δύο δηλαδή, μας δίνουν μία Ηλιάδα σχεδόν. Το έργο αυτό το δούλευε σε πενήντα χρόνια και εκεί υπάρχει, να πούμε, όλη η σοφία του.. όλες οι δεξαμενές του ευρωπαϊκού πνεύματος. Το δεύτερο μέρος, ο Γκαίτε, του δίνει υπότιτλο Die Tragedie vom Helena. H Tραγωδία της Ελένης. Αυτή η Ελένη, είναι η Ελένη της Σπάρτης. Και μας λέει εκεί, βέβαια ακολουθεί τη ροή, την υπόθεση, την πλοκή του μύθου του, με το Φάουστ, με το Μεφιστοφελή, όλες αυτές οι ιστορίες, η γνώση του κόσμου, η εμπλοκή με την πείρα και την πίκρα και τη μαγεία του κόσμου, όλα αυτά τα σημεία και τα τέρατα που λέει, αλλά συνεχώς παρουσιάζεται η Ελένη, είναι δηλαδή η διοίκουσα γραμμή, η σπονδυλική στήλη, θάλεγε κανείς, ε.... με πολλούς τρόπους την ανασταίνει, δηλαδή, την Ελένη, αυτός την ανάστησε - κάτι ανάλογο θα επιχειρήσει να κάνει και ο Καζαντζάκης στην Οδύσσεια, αλλά αυτουνού... θα πάθει νεκροφάνεια, θα βγει βρυκόλακας η Ελένη, δε θα αναστηθεί, όπως και ο Οδυσσέας του, του Καζαντζάκη δυστυχώς δε θα αναστηθεί στην Οδύσσειά του, γι'αυτό δε διαβάζεται - έχει διαβάσει κανείς σας την Οδύσσεια ολόκληρη, του Καζαντζάκη; Να κάνουμε και εφαρμογές, έ; Να κάνουμε και εφαρμογές.
Λοιπόν. Του Γκαίτε η Ελένη αναστήθηκε όμως. Ζωοδοτήθηκε και ξαναπερπάτησε, σαν την Ελένη του Ομήρου. Λοιπόν. Στο τέλος, η όλη του ιδέα είναι, για να μη τα πολυλογώ, αν θέλετε να μάθετε ελληνική ιστορία, ελληνική γεωγραφία, κλασσική εννοώ, ελληνική μυθολογία, θα πάτε να διαβάσετε το δεύτερο Φάουστ του Γκαίτε. Δεν ξέρετε τι λέει για την Ελλάδα εκεί! Ολα τα λέει και τα περιγράφει λεπτομερώς. Από κοντά του θα τον ακολουθήσει ο Χέλντερλιν, την ίδια εποχή, παρ'ότι αυτοί οι δύο μεγάλοι ευρωπαίοι ποιητές δεν ήρθαν ποτέ στην Ελλάδα. Δεν ήρθαν, δεν την είδαν, δεν την επισκεφθήκανε, όπως ο Μπάϋρον, παραδείγματος χάριν, ενώ ζήσαν και την επανάσταση, και τα λοιπά. Ο Γκαίτε, μάλιστα, έχει προφητεύσει και τη δολοφονία του Καποδίστρια, σας τόχω πει, από τους Μαυρομηχαλαίους, ένα-δυό χρόνια προτού πεθάνει.
Λοιπόν. Γιατί μας βάζει την Ελένη, μέσα στο Φάουστ ο Γκαίτε; Την Ελένη τη βάζει σαν σύμβολο της κλασσικής ιδέας. Αυτό που λέμε το κλασσικόν, όχι το κλασσικιστικόν. Το κλασσικόν. Η κλασσική αντίληψη ζωής και Τέχνης, έτσι; Κλασσική Ελλάδα, Κλασσικός κόσμος, Κλασσική Γραμματεία, Κλασσική Τέχνη. Το Κλασσικό. Το κλασσικό είναι μία τεχνοτροπία, όπως λέμε το ρομαντικό, ο παρνασσισμός, ο συμβολισμός - έ; , ο υπερρεαλισμός, τούτα-κείνα, ο ιμπρεσσιονισμός, εξπρεσσιονισμός, όλα αυτά τα πράγματα, είναι μία τεχνοτροπία, ένας τρόπος δηλαδή με τον οποίον γράφεις, και στους αντίποδές του έχει το ρομαντικό, το ρομαντισμό,αλλά εδώ κάνουμε μία πρώτη βασική παρατήρηση. Είναι οι δύο μόνες τεχνοτροπίες που συνιστούν και ολοκληρωμένους τρόπους ζωής. Δεν είναι απλώς τεχνοτροπία το κλασσικό. Σύμφωνα μ'αυτή την αντίληψη, μπορείς να ζήσεις από το Α ως το Ω, ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία. Το ίδιο και το ρομαντικό. Πράγμα που δεν μπορούμε να ισχυριστούμε με τις άλλες αυτές... αισθητικές κατηγορίες, παραδείγματος χάριν με τον υπερρεαλισμό. Δεν μπορείς να ζήσεις με τον υπερρεαλισμό. Υπερρεαλιστικά δεν μπορείς να ζήσεις. Μπορείς να γράψεις Τέχνη, να συγκινείς και τα λοιπά, αλλά να ζήσεις, όχι. Γι'αυτό ακριβώς είναι και μερικότερα αυτά τα φαινόμενα και κάποτε εξαντλούνται ενώ το κλασσικό και το ρομαντικό είναι ανεξάντλητα.
Λοιπόν. Μας παίρνει λοιπόν την Ελένη και τη βάζει στο δεύτερο Φάουστ, με την έννοια ότι πίσω από αυτό το σύμβολο, υπάρχει η κλασσική Ελλάδα. Και η αντίληψη που είχαν οι Έλληνες για τη ζωή, η κοσμοθεωρία τους και η αντίληψη αυτή, όπως ήρθε στη νεώτερη εποχή και επηρέασε τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, μετά την Αναγέννηση. Από την άλλη μεριά όμως, υπάρχει το ρομαντικό. Το άλλο μισό. Ο ρομαντισμός είναι αντίθετο πράγμα. Δεν είναι τώρα της στιγμής, να πιάσουμε να δώσουμε τα βασικά γνωρίσματα, τι είναι κλασσικό, τι είναι ρομαντικό, απλώς σας δίνω την εικόνα και αφορμές για προβληματικές προσωπικές. Δυστυχώς, πολλά πράγματα θα τελειώσουμε και δε θα προφθάσουμε να τα πούμε.
Λοιπόν. Ο ρομαντισμός είναι η Ευρώπη. Το ρομαντικό πνεύμα. Γι'αυτό η Ευρώπη, ο Ρομαντισμός, αρχίζει με τον Οсean, μας λέει ο Σολωμός μας, τον 3ο μ.Χ. αιώνα, αυτόν τον Σκώτο αοιδό και φτάνει, αποκορυφώνεται την εποχή, στα τέλη του 18ου αιώνα - έτσι; Λαμαρτίνος, θυμηθείτε εκεί, όλος.... Ουγκώ, όλος αυτός ο αγώνας, ο ρομαντισμός στην Ευρώπη, η εποχή της Schturm und Drang, oρμής και θύελλας, που λένε στη Γερμανία, ρομαντικοί, και φτάνει στην Ελλάδα, έρχεται καθυστερημένος και πιά όταν έχει περάσει η ακμή του στην Ευρώπη, άρρωστος δηλαδή, και πολύ καθυστερημένος, η ρομαντική σχολή των Αθηνών, που λέμε, οι Φαναριώτες, μετά το 1830, όλα αυτά τα κινήματα, αντίθετα από τη σχολή του Σολωμού, τους Επτανησιώτες, που έχουνε περισσότερο κλασσικίζοντα χαρακτήρα. Λοιπόν.
Το μεγάλο ερώτημα λοιπόν για τον Γκαίτε ήταν: μπορούν αυτά τα δύο ρεύματα, που είναι αντίθετα, το κλασσικό και το ρομαντικό ή η Αρχαία Ελλάδα και η Ευρώπη, ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός, μπορούν αυτά τα δύο να συνδυαστούν, να αποτελέσουν μία εύκρατη, μία οργανική σύνθεση και να μας δώσουν το τέλειο; Εκεί είναι τα δύο μισά, που εάν είναι δυνατόν να τους γίνει η σύνθεση η σωστή, θα μας δώσουν το τέλειο. Κι'αυτό το πρόβλημα ερευνά εισάγοντας την Ελένη. Ρομαντισμός, θα πρέπει ίσως να πούμε δυό-τρία στοιχεία για να καταλάβετε, σαν εντελώς βασικές πληροφορίες, Α-Β, που λέμε η Ευρώπη είναι ρομαντική, ο σκοτεινός μεσαίωνας, που είναι η μήτρα, δέκα αιώνες κείται ο νέος άνθρωπος, ο Ευρωπαίος, στο Μεσαίωνα, για να τον τινάξει η Αναγέννηση και ναρθεί σαν σύνθεση κλασσικών, ελληνικών και λατινικών στοιχείων και από την άλλη μεριά χριστιανικών στοιχείων. Ο ρομαντισμός λοιπόν, είναι αυτό το σκοτεινό, το ομιχλώδες, τα δάση εκεί της Βόρειας Ευρώπης, με τις μάγισσες, φέρτε στο μυαλό σας τον Μακμπέθ, του Σαίξπηρ, το ακαθόριστο, αυτή η φαντασία, να δουλεύει έτσι τα πάθη, το συναίσθημα. Συναίσθημα, αυτό είναι ρομαντικό. Ενώ το κλασσικό, είναι λογική περισσότερο, είναι καθαρότητα, είναι επιστήμη, είναι εμπειρία, πιστεύω πρώτα στα μάτια μου και μετά προχωρώ. Εδώ είναι και η αντίθεση που σας λέω, υπάρχει πολύ μεγάλη αντίθεση ανάμεσα στην Αρχαία Ελλάδα και στο Χριστιανισμό, στη Χριστιανική διδασκαλία. Αυτά τα πράγματα είναι ασυμβίβαστα, είναι η φωτιά με το νερό. Γι'αυτό πολεμήσανε με τόση μανία οι Χριστιανοί τους πρώτους αιώνες και τα σπάσανε όλα τα κλασσικά, δεν αφήσαν τίποτα, έ; Κι ήρθε ο Θεοδόσιος και δεν άφησε ούτε σχολές, έκλεισε τις σχολές, ούτε θέατρα, ούτε αγώνες γυμναστικούς, υπάρχει μιά φοβερή σύγκρουση εδώ η οποία δεν είναι φαινομενική, είναι από τις μεγάλες κοσμικές αντινομίες, που μας λεει ο Καντ. Δεν συμπληρώνονται (?) ποτέ αυτά τα πράγματα.
Λοιπόν. Η ιδέα του Γκαίτε ήταν, μπορούν να συνδυαστούν αυτά τα πράγματα και να μας δώσουν το τρίτο, το τέλειο πιά; Και πάνω σ'αυτό δούλεψε την παράστασή του με την Ελένη. Μας παρουσιάζει λοιπόν την Ελένη, την οποίαν, τη φέρνει στη Σπάρτη, την ανεβάζει απάνω στο Μυστρά, όχι κλασσική Σπάρτη πιά αλλά ο ρομαντικός Μυστράς, με το Μεσαίωνα, οι Βιλλεαρδουίνοι, τα Κάστρα, το Χρονικό του Μωρέως, θυμάστε, η πρώτη κατάκτηση της πόλης ... την ανεβάζει απάνω στο ρομαντικό Μυστρά, φέρνει και το Φάουστ από την Ευρώπη, το ρομαντικό Φάουστ, και τους παντρεύει. Τους παντρεύει λοιπόν, τον Ιππότη, αυτό το Φάουστ, την έκφραση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και την Ελένη, την κλασσική μορφή με το ρομαντικό. Τους παντρεύει, τους φέρνει εις γάμου κοινωνίαν, που λέμε, προσπαθώντας να ιδεί εάν από τη σύνδεση αυτή θα βγεί το τέλειο,που θάναι οργανικό, θάναι .....
Λοιπόν. Πράγματι. Μετά από εννέα μήνες, αυτός ο γάμος δίνει έναν υπέροχο καρπό. Γεννιέται ένα αγοράκι, ο Εyphoreon: Ευφορίων. Ο Ευφορίων. Eyphoreon, το λέει ο Γκαίτε. Ένα υπέροχο αγοράκι, το οποίον από μικρό είναι θαυματουργό και τί δεν κάνει, αυτό το αγοράκι! Πίσω από αυτό το σύμβολο ο Γκαίτε θα σαρκώσει την εικόνα του Μπάϋρον, που την εποχή εκείνη κατεβαίνει στην Ελλάδα. Βλέπετε υπάρχουν εσωτερικοί οιρμοί, που την εποχή εκείνη κατεβαίνει στην Ελλάδα ο Μπάϋρον και μάλιστα, όπως ξέρουμε θα πεθάνει στην Ελλάδα, ο ρομαντικός Μπάϋρον. Μας δίνει λοιπόν... γεννιέται αυτό το παιδάκι, από τον καρπό του έρωτα του Φάουστ και της Ελένης, του κλασσικού και του ρομαντικού, αλλά το παιδάκι αυτό είναι θνησιγέννητο. Όταν θα γεννηθεί, μετά από λίγο θα πεθάνει. Η ιδέα, δηλαδή, του Γκαίτε, είναι πιά ότι αυτά τα δύο πράγματα δεν μπορούν να οδηγηθούν σε οργανική σύνθεση, να δέσουν. Έχουνε τέτοιες αντίθετες δυνάμεις μέσα τους, εσωτερικές και διαλυτικές, που ποτέ δε θα φτάσουν στη χρυσή σύνθεση. Εκεί θα καταλήξει όλη η σοφία του Γκαίτε. Ότι πιά ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από τον ελληνικό πολιτισμό. Μπορεί να πήρε πολλά στοιχεία, να τα αφομοίωσε, κάτω από την οδηγία και την επίδραση της χριστιανικής διδασκαλίας, γιατί η Ευρώπη είναι χριστιανισμός, έτσι; Μην το ξεχνάμε. Η Ευρώπη είναι τα πεντακόσια εκατομμύρια του Πάππα. Τα εφτακόσια εκατομμύρια του Πάππα, Ευρώπη και Αμερική. Ο Πάππας κυβερνάει, δεν κυβερνάνε οι Βοstpon πώς τους λέτε; Και Major. Πώς τον λένε το Γάλλο; Ντεμιρέλ. Το Γάλλο το... Μιτεράν, Μιραμπώ, παρολίγο να πω... Μιραμπώ. Λοιπόν. O Πάππας είναι αυτός που κυβερνάει. H Eυρώπη είναι χριστιανική και ο Νίτσε λέει κάπου, τέσσερι άνθρωποι τη χτίσαν την Ευρώπη, σας τόχω ξαναπεί, έ; Ένας ωραίος ποιητής πάναγνος, ένας φοβερά πονηρός οργανωτής, ο Παύλος, που την έκανε κοσμικό σύστημα, η Μαρία, αυτή η πάναγνη κόρη και ο Πέτρος, που είναι η βάση, η πέτρα, πάνω στην οποία χτίστηκε, είναι η συνέχεια των αποστόλων, ο Πέτρος, το Βατικανό, δηλαδή.
Μεγάλες ιστορίες, τα αφήνουμε αυτά. Η ιδέα του Γκαίτε είναι ότι αυτά τα δύο πράγματα δε μπορούν να συνδεθούν και θα μείνουν, γι'αυτό δίνει να πεθαίνει ο καρπός. Εδώ θέλω να κάνω τώρα μία σύνδεση, μιά σύνδεση με τον μεγάλο μας Σολωμό. Σας λέω πολλές φορές, σας έλεγα όλο το χρόνο πολλές φορές, τι γίγαντας ποιητής είναι ο Σολωμός! Και μου λέγατε, σας έβλεπα να αμφιβάλλετε, στα μάτια σας τόβλεπα, τί μας λέει τώρα... ο Σολωμός.. Αυτή η φοβερή πρόταση του Ελύτη στο "Άξιον Εστί" , ο Σολωμός είναι ένας από τους πέντε ή δέκα μεγαλύτερους ποιητές όλων των αιώνων και όλων των λαών. Πάσχα των Ελλήνων, έλεγε ο ... - είχαμε Πάσχα προχθές, λέει ο Σικελιανός. Ημέρα της Λαμπρής, θα πει ο Σολωμός. Δε θα πει Πάσχα, εβραϊκή λέξη. Λαμπρή! Όπως βγήκε μέσα από τη λαχτάρα και την ομορφιά και την ευσέβεια του Έλληνα. Λαμπρή! Ξέρετε πόσο χάος αισθητικό και χάος μεγαλοσύνης, υπάρχει ανάμεσα στους δύο ποιητές ; Απ'αυτή μόνο τη λέξη! Ημέρα της Λαμπρής! Και θα μας δώσει τις περίφημες αυτές τρεις οκτάβες, που είναι ίσως από τα καλύτερα ελληνικά ποιήματα.
Λοιπόν ο Σολωμός, όλη του τη ζωή, από τη στιγμή που άρχισε να γράφει και συνειδητοποιήθηκε, την πέρασε μέσα σε μία φρικτή αγωνία, συμπληγάδες πέτρες, να ενώσει το ρομαντικό με το κλασσικό. Για να βρει το τρίτο είδος, μικτό, αλλά νόμιμο, όπως το λέει, το τρίτο είδος, το μικτό, αλλά νόμιμο, η σύνθεση η μεγάλη, με το οποίον αυτό ύφος να επιχειρήσει να κάνει την Τέχνη του. Αυτό, μας τόχει πει μ'εκατό φωνές, θα το βρείτε στα γράμματά του, στα γράμματα προς τον πατέρα του Γεράσιμου Μαρκορά, θα το βρείτε μέσα στο... πέστε το.... μέσα στους στοχασμούς του ποιητή, στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, ότι, άχ, λέει, στους φίλους του, πόσο χαίρομαι που δεν σας βασανίζει αυτό που με βασανίζει εμένα, να συνθέσω το ρομαντικό με το κλασσικό, και να φέρει σαν άκρα παραδείγματα του κλασσικού, τον Όμηρο. Και σαν άκρα παραδείγματα του ρομαντικού, του ρομαντισμού, τρεις Ευρωπαίους ποιητές, το Δάντη, τον Σαίξπηρ και τον Γκαίτε. Εδώ πάει, τον Γκαίτε λιγώτερο. Τον Δάντη και τον Σαίξπηρ. κυρίως. Και όλος του ο αγώνας είναι να συνθέσει αυτά τα δύο πράγματα και να μπορέσει να δώσει ποίηση. Ποιό ήταν το αποτέλεσμα; Ότι ο Σολωμός δεν μας έδωσε ποίηση. Γιατί δεν μας έδωσε ποίηση, αγαπητοί μου φίλοι; Γιατί συντρίφτηκε μέσα σ'αυτά τα χασματικά του μετέωρα. Σ'αυτή την αδυνατότητα. Ο Σολωμός δεν το επεξεργάστηκε θεωρητικά το πρόβλημα σαν τον Γκαίτε. Ο Γκαίτε το επεξεργάζεται θεωρητικά, γι'αυτό μας καταλήγει με τον Ευφορίωνα, ότι θα πεθάνει ο Ευφορίωνας. Ο Σολωμός, τόζησε στην πράξη, όχι σαν θεωρητικός. Αλλά σαν αγωνιστής, με την έννοια ότι προσπάθησε να κάνει ποίηση. Μ'αυτή τη σύνθεση και αυτό, επειδή δεν μπορεί να γίνει αυτή η σύνθεση, το τρίτο είδος το μικτό αλλά νόμιμο, όπως το λέει, τρίτο είδος μικτό αλλά νόμιμο, επειδή δε μπορεί να γίνει η σύνθεση αυτών των πραγμάτων, γι'αυτό δε μας έγραψε ο Σολωμός και δεν μας άφησε ποίηση, αλλά μας άφησε αποσπάσματα, μόνο φραγκμέντα, στίχους, που κάθε ένα απόσπασμα όμως, κάθε ένας στίχος, αγαπητοί μου φίλοι, ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια, στην τελευταία φάση του Σολωμού, - ξέρετε πόσο βαραίνει; Για δέκα τόμους. Πάτε να διαβάσετε, εκείνος που κατανοεί βαθειά ποίηση και τέχνη, ένα... όταν λέει ο στίχος... ο Σολωμός, το στίχο: "ολίγο φως και μακρινό, σε μέγα σκότος κι'έρμο" .. , να μπορέσει να αναγνώσει κανείς και να ερμηνεύσει αυτό το στίχο. Θέλει να γράψει δέκα τόμους! Όταν λέει ο Σολωμός στα Τελικά του, "αχ, πού είν'ο ύπνος ο γλυκός και τ'όμορφο όνειρό του"... ένας στίχος, δέκα τόμους θα γράψει! Όταν λέει ο Σολωμός "άγγελε, μόνο στ'όνειρο, μου δίνεις τα φτερά σου", δέκα τόμους θα γράψεις! Και για να φτάσεις σε μιά τέτοια αυτή... μπορεί να βασανιζότανε ένα, δυό, τρία χρόνια, αυτό που λέγαμε.. Ποιές είναι οι κατηγορίες της Τέχνης; Ο Σολωμός λοιπόν δεν μας έδωσε ποίηση διότι στην πράξη επεχείρησε να κάνει, γιαυτό συντρίφτηκε, αυτό που θεωρητικά το έκανε ο Γκαίτε την ίδια εποχή και το δούλεψε. Ο μεγάλος Γκαίτε. Κάπου, ο Ελύτης, σε μιά στιγμή του ευνοημένη, τόπιασε αυτό, και μας τόπε σε δύο ωραίους στίχους, έλα δω Γιώργη, που έχεις κοντά σου το "Άξιον Εστί", πούν'ο Γιώργης; Πες τους ωραίους αυτούς στίχους, που λέει ... μετά.. θα σας τους πω εγώ. Θα μας τους σχολιάσει ο Γιώργος.
Πρώτον. Οι περίφημοι εκείνοι στίχοι, που λέει, κάπου: "Όπου και να σας βρίσκει το κακό αδερφοί, όπου και να θολώνει ο νούς σας, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη". Αλλά έχει δύο στίχους θεωρητικούς, που δεν τους κατάλαβε και ο Ελύτης. Είμαι βέβαιος, την ώρα που τους έγραφε, δεν ήξερε τί γράφει. Λέει: - δεν ήξερε, δηλαδή αυτό κάνουν οι μεγάλοι ποιητές, ο poete vates που λένε, ο μάντης ποιητής (η μούσα, η έμπνευση) η μούσα είναι αυτή, ναι, η μανία, δηλαδή. Γιά κοιτάξτε δύο στίχους, λέει: "Ποιητής", - στο Δοξαστικό, το τρίτο μέρος στο " Άξιον Εστί", "Ποιητής, που δουλεύει το μαχαίρι, στο ανεξήτηλο τρίτο του χέρι". Για κοιτάξτε, τί θέλει να πει ο Ελύτης. "Ποιητής, που δουλεύει το μαχαίρι, στο ανεξήτηλο τρίτο του χέρι". Ποιό είναι το τρίτο χέρι; Δύο χέρια έχουμε. Ετούτο και κείνο. Ποιό είναι το τρίτο χέρι; Που είναι και το ανεξίτηλο, το πραγματικό; Ήτανε αυτό το ύφος που αναζήτησε ο Σολωμός, σε όλη του τη ζωή. Τον πρόφτασε δηλαδή τον Γκαίτε, στην ίδια εποχή, ο Γκαίτε προηγήθηκε, όπως πρόφτασε και τη φοβερή σφαγή που έγινε ανάμεσα στον Νίτσε και το Βιλαμόβιτς, που σας έλεγα, που περιέγραψε, που κατηγορεί τον Ευρυπίδη, γιατί σκότωσε την αρχαία τραγωδία, που λέει ότι ο μεγαλότολμος Αισχύλος, την υποψιάστηκε, το ρομαντισμό, που θαρθεί μετά από οκτώ αιώνες στην Ευρώπη, αυτά όλα στους στοχασμούς του ποιητή, χίλια δύο άλλα πράγματα, και, όπως προέβλεψε λοιπόν αυτή τη φοβερή σύγκρουση ανάμεσα στο Νίτσε και στο Βιλαμόβιτς, έτσι δούλεψε και στα επίπεδα του Γκαίτε, πολύ πιό αγνός όμως, γιατί αυτός έσπασε και τα μούτρα του κι έπεσε μέσα και συντρίφτηκε, εκεί που ο Γκαίτε, μακριά από την Ευρώπη, αυτό το πράγμα το είδε σαν θεωρητικός και το επεξεργάστηκε με τον τρόπο που επεξεργάστηκε. Θα μου πείτε: Αυτά βγαίνουν εμμέσως. Με την ίδια την Ελένη, έχει καμιά σχέση ο Σολωμός; Όπως θα ιδούμε έχει ο Ελύτης, έχει ο Σεφέρης, έχει, ξέρω εγώ, ο Σικελιανός, έχει ο Καβάφης. Για την Ελένη μας έχει δώσει ένα μόνο στίχο, ο οποίος δεν υπάρχει στην κλασσική έκδοση του Λίνου Πολίτη, που έχει κάνει ο "Ίκαρος", θα τον βρείτε στα αυτόγραφα έργα του, τις φωτοτυπίες δηλαδή, που τις φωτοτυπήσανε, τα χειρόγραφα που τα φωτοτύπησε ο Λίνος Πολίτης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο οποίος όμως αυτός στίχος, είναι από εκείνους τους στίχους που λέμε βαραίνει, βαραίνει, όσο ένα κυβικό εκατοστό από μάζα μελανής οπής. (γελάει)
Θυμάστε που σας έλεγα πόσο βαραίνει, ένα κυβικό εκατοστό μάζα, ένα ζάρι δηλαδή, δέκα εις την δεκάτην πέμπτη γραμμάρια, ένα δισεκατομμύριο τόνους δηλαδή. Ποιός είναι ο στίχος; "και την Ελένη αστόχησα κι έλεγα, μνήσθητί μου". Το "μνήσθητί μου"ο παπάς το λέει για να τον ακούσουμε, τη φριχτή ώρα του θανάτου, που πεθαίνουμε, "και την Ελένη αστόχησα κι έλεγα, μνήσθητί μου". Για μιά στιγμή την έχασα, δηλαδή, την Ελένη, και χάνομαι. Αυτός ο στίχος είναι από τον "Κρητικό", το απόσπασμα, το περίφημο εκείνο ποίημα, το απόσπασμα ο "Κρητικός"και θα σας πω, είναι αξιόλογο, ότι αυτό το "μνήσθητί μου", θα σας δώσω τη γραφή για να δείτε, στο "Σολωμό"μου τόχω βάλει, στο βιβλίο που είχα γράψει παλαιότερα στα νιάτα μου για το Σολωμό, τόχω βάλει μετωπίδα, όταν γρα...συμπεριλαμβάνω τον "Κρητικό"γιατί πιστεύω ότι είναι το καλύτερο κομμάτι του, το γράφει ως εξής: "μνί-σθι-τί μου" , όλα γιώτα, μία λέξη, φωνητική γραφή. Φωνητική, ούτε ορθογραφίες, ούτε τίποτα. Άλλωστε η γραφή του Σολωμού ξέρετε ότι είναι τέτοια, έ; Δεν υπάρχουν ούτε ορθογραφίες, τίποτα, από τα αυτά... Πόσο μακριά έβλεπε, δηλαδή, ή πόσο βλέπει, σε δύο αιώνες, γιατί δε θα γίνουμαι ποτέ, θα εξαφανιστούμε...
Έχω την ιδέα, θα σας πω κάτι πολύ μελαγχολικό, εάν εισαγάγουμε το λατινικό αλφάβητο και μεις, όπως τόκανε ο Ατατούρκ με τους Τούρκους, θα εξαφανιστούμε μέσα στην Ευρώπη. Είναι φοβερό αυτό που σας λέω. Και σαν υπόθεση ακόμη. Αλλά δεν μπορεί να φανταστεί κανείς, τί τραγική μοίρα που έχουμε εμείς, ο μόνος λαός, μέσα στα εκατόν ογδόντα έθνη του ΟΗΕ, που έχουμε μία γλωσσική παράδοση τόσο ισχυρή, με τέτοιο πλούτο και με τέτοια δύναμη και που ζουν στις εκατό οι πενήντα λέξεις, όπως τις έλεγε ο λαός μας την εποχή του Ομήρου μέχρι σήμερα, και είμαστε τόσο απομονωμένοι από την Ευρώπη με το αλφάβητο αυτό, γιατί τα γράμματά μας τα βλέπουνε όπως βλέπουμε εμείς... , - σταματήσατε ποτέ σε Κινέζικα; σταματήσατε ποτέ σε Γιαπωνέζικα; σταματήσατε ποτέ στη γραφή του Ισραήλ; 'Ετσι τα βλέπουνε. Δέκα Γερμανοί μούχαν πει, κατά καιρούς που έκανα στη Γερμανία, πότε, τέλος πάντων, θα βάλετε το λατινικό αλφάβητο, να σας διαβάσουμε και εμείς. Αντιμετωπίζουμε ένα δίλημμα φοβερό, απάνω σ'αυτό, γιατί ένας λόγος είναι να βάλεις το λατινικό αλφάβητο! Ένα δίλημμα φοβερό, σαν αυτό που αντιμετώπισε ο Σολωμός, με το κλασσικό και το ρομαντικό και συντρίφτηκε. Είναι μεγάλη ιστορία, θα μας πάει σε άλλα νερά...
Λοιπόν, τελειώνω με το Σολωμό και κάνω, πολύ, σε τρία λεπτά τελειώνω, πολύ σύντομες αναφορές. Σικελιανός, δεν έπιασε η Ελένη του, όπως δεν έπιασε τίποτα του Σικελιανού, έχει κάτι ωραίους στίχους, πολλά έχει γράψει για την Ελένη, την περίφημη εκείνη "κι ανάμεσα στ'αδέρφια της,που ακροποδίζουν το βουνό, σκυμμένη μέσα σε πέπλο αθάνατο, κατηφοράει σαν το νερό η Ελένη", - από τον Ταϋγετο που κατεβαίνει, ανάμεσα στους Διοσκούρους, - ε; στον Κάστορα και στον Πολυδεύκη, Δυοσκούροι, οι κούροι του Διός, τα αδέρφια της, οι δύο αστερισμοί που βλέπουμε πάνω τώρα να μεσουρανούν, το βράδυ, στις δέκα η ώρα, έντεκα, οι Δίδυμοι, που λέμε, και είναι, νομίζω, και τώρα η εποχή των Διδύμων, έ; Τα ζώδιά σας και οι βλακείες τους. Οι Δίδυμοι δεν είναι τώρα; Το ζώδιο των Διδύμων είναι. Λοιπόν. Ο Ταύρος είναι. Μετά είναι οι Δίδυμοι. Τώρα είναι ο Αλντεμπαράν! Ω, τι έχουμε να πούμε αύριο για το Αλντεμπαράν του Εμπειρίκου ! Λοιπόν. Τίποτα, δε στάθηκε τίποτα για το (Σικελιανό) , είπε, αλλά δεν την άγγιξε την Ελένη. Την Ελένη την άγγιξε ο Καβάφης. Προσέξτε! Με την εξής ιδιοτυπία. Ο Καβάφης δεν έχει γυναίκες μές την ποίησή του. Το ξέρουμε αυτό. Τέσσερεις,πέντε μορφές, αλλά αυτές σεβάσμιες γυναίκες, η Κρατησίκλεια, αυτή η ωραία Σπαρτιάτισσα, η μάνα του Κλεομένη του Β'και δυό-τρεις άλλες, να πούμε, Αλεξάνδρα και Ιαναίος, και τέτοια, δεν έχει γυναίκα γιατί έχει τους εφήβους, είχε τη γνωστή αυτή... ωραία , τον ελληνικό έρωτα, ομοφυλοφιλική συμπεριφορά του, αλλά το σύμβολο της Ελένης, θα μπορούσε να πει κανείς, το πέρασε μέσα στο ιδεώδες ζεύγος του Πατρόκλου και του Αχιλλέα, οι οποίοι ήτανε ερωτικό ζευγάρι, όπως ξέρετε, έτσι; Ερώμενος ο Αχιλλέας και εραστής ο Πάτροκλος. Αυτά μας τα λέει.. θα τα διαβάσετε στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Αλλά και άλλες \ μαρτυρίες... , όπως επίσης ερωτικό ζευγάρι ήτανε ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, οι δύο αυτοί τυραννοκτόνοι που παραδίδονται, πηγαίνετε στο Θουκυδίδη να τα βρείτε αυτά. Και βέβαια για τον.... είπαμε ομοφυλοφιλικό έρωτα στην Ελλάδα, δεν έχουμε καιρό.. να ιδείτε τί .. λέει ο Πίνδαρος, έβλεπε ένα αγοράκι δώδεκα χρονών και λέει "λυώνω, όπως λυώνει το κερί της κερύθρας τον Ιούλιο", ή τι λέει ο Φειδίας ή τι λέει ο Σοφοκλής, είναι άλλα πράγματα, μας στέλνουνε μακριά. Τώρα απλώς, έτσι, αφορμές σας δίνω, αλλά μετά φόβου Θεού τα πλησιάζουμε αυτά.
Λοιπόν. Το ζευγάρι αυτό, ο Αχιλλέας και Πάτροκλος, οι περίφημοι, είτε "Η Κηδεία του Σαρπηδόνος"είτε τα περίφημα "Άλογα του Αχιλλέως", θάλεγε κανείς, μέσα από την ομοφυλική του ιδιαιτερότητα την ερωτική, συμπε... Εκείνος που πολλά έχει να πει για την Ελένη, αλλά όχι βέβαια στα βάθη του Σολωμού, - για το Θεό δηλαδή! - , μη μας ακούσουνε, είναι ο Ελύτης που όπως σας έχω πει και άλλοτε, το όνομά του το πήρε από το ΕΛ - της Ελένης, Ελ, Ελένη, Ελευθερία, Ελλάδα, και λοιπά, το Υ grecum, το μόνο ελληνικό γράμμα, παγκόσμια, το Υ grecum, το υ το ποτηράκι, που λέτε, και η αρχαιοπρεπής κατάληξη - ΤΗΣ. Μας έχει δώσει και δύο-τρία ωραία ποιήματα για την Ελένη ο Ελύτης, ήδη από τους Προσανατολισμούς, έτσι; "κι όταν σε πήρε το φιλί γυναίκα", "με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι", και άλλα μετά, "η Ελένη με το πρόσωπο και με το πλάι, "κάτασπρο γιασεμί και μυ και μυ και μυστικέ μου Αποσπερίτη, φέρτε με, φέρτε με στη Κρήτη και μη και μη ρωτάτε το γιατί " . "Ελένη, σελήνη, σελήνη, Ελένη σελήνη αναβρυτή, Ελένη χώρα του Ήδυπνου, πόρπη ασημένια Ελένη".... , μας έχει δώσει πολλά ωραία, ο Ελύτης, και σταματάμε στο Γιώργο Σεφέρη.
Τρία λεπτά και τελειώνουμε. Η περίφημη Ελένη του Σεφέρη, είναι της ύστερης ποιητικής δημιουργίας του Γιώργου Σεφέρη, μετά το 1950, είναι στο "Ημερολόγιον Καταστρώματος Γ'", ...Κύπρον, ου μ'εθέσπισεν...», στα ποιήματα για την Κύπρο, την ενεπνεύσθη από κει, και εδω, σαν πηγή, δεν λαβαίνει πιά τον Όμηρο, αλλά λαβαίνει τον Ευρυπίδη. Μας λέει ότι - θυμάστε, εκεί, ότι πήγανε και πολεμούσαν δέκα χρόνια, οι Έλληνες, στην Τροία, και σκοτωνόντουσαν και γέμισε ο Σκάμανδρος κουφάρια, "και τα κορμιά μας σαν τα σταρόσπυρα στις μυλόπετρες", που τ'αλωνίζανε, γιατί; "Γιά ένα πουκάμισο αδειανό, για μιάν Ελένη". Ο κλασσικός στίχος. Για κάτι που δεν υπήρχε, δηλαδή, για ένα στόχο που δεν υπήρχε, τούτα και κείνα. Αυτή είναι η ιδέα του Ευρυπίδη, βέβαια, στην Τραγωδία, αυτό που σας είπα τώρα, ξαναγυρίζουμε στον Ευριπίδη, γι'αυτό έχει και μετωπίδα στο ποίημά του αυτό ο Σεφέρης, τους στίχους αυτούς του Ευρυπίδη, κάποιους στίχους από την Ελένη,που λέει "ουκ εύα εις Πέργαμα Τροίας", δεν πήγε ποτέ στην Τροία, ούτε μπήκε στα "γαλαζόπλωρα καράβια", "αλλ'είδωλον ην", το είδωλό της ήταν αυτό που πήγε. Το ερώτημα, εδώ απάνω, αγαπητοί μου φίλοι, είναι το εξής: από τον Ευρυπίδη ο Σεφέρης απλά το μιμήθηκε και θέλησε να του δώσει και μιά πολιτική απόχρωση, με την ασβολερή μοίρα της Κύπρου, τώρα με την κατοχή από τους Άγγλους, την εποχή εκείνη που τόγραφε, και τα λοιπά.
Γιατί πολεμούσαν οι Έλληνες δέκα χρόνια στην Τροία; Για ένα στόχο. Για ένα σκοπό. Υπήρχε στόχος και σκοπός. Και για αυτό τον στόχο τάδωσαν όλα. Φύγανε, αφήσανε οικογένειες, πατρίδες, χωριά, περιουσίες, πλούτη, ειρήνη, χαρά, έρωτες και πηγαίναν και σκοτωνόντουσαν μέχρι τέλους και μέχρις εσχάτων. Ποιός ήταν αυτός ο στόχος; Να πάρουν την Ελένη. Η Ελένη δεν ήταν στην Τροία. Που σημαίνει ότι πίσω από αυτό το στόχο, δεν υπήρχε νόημα, δεν υπήρχε ουσία. Ο στόχος ήταν μία απάτη. Ήταν κάτι δηλαδή χωρίς λόγο, μιά ανοησία, μιά απάτη. Ως εδώ πάει καλά. Από εδώ το πράγμα γίνεται δραματικό και καταντάει τραγικό και μπορούμε να καταλάβουμε την ιδέα του Ευρυπίδη.
Μήπως, μήπως και όλοι αυτοί οι στόχοι που έχουμε και εμείς στη ζωή μας, δεν έχουνε ένα αντίκρυσμα, δεν έχουνε ένα κοίτασμα; Δεν έχουν μιά πραγματικότητα; Είναι μία απάτη; Και την παθαίνουμε και εμεις, όπως εκείνοι που πολεμούσαν για το τίποτα και πεθαίνανε; Μήπως όλη η ζωή μας είναι χωρίς λόγο; Που εισάγεται πιά ένας πεσσιμισμός, μιά απαισιοδοξία, μιά ...
Αυτό το πρόβλημα από την αρχαία εποχή απασχολεί τους Έλληνες στοχαστές, και μάλιστα την εποχή που, έγραφε, είχε προηγηθεί του Ευριπίδη, το είχανε επεξεργαστεί οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι και το είχαν κλείσει κάτω από τη φοβερή αυτή στέγη, στην ιστορία της φιλοσοφίας που λέμε γιγαντομαχία της "περί της ουσίας". Εδώ γίνεται γιγαντομαχία, ουσία υπάρχει ή δεν υπάρχει; 

πηγή: antikleidi

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ (ΑΝΑΛΥΣΗ)

$
0
0

Όπως εξηγεί ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος πρώτον Αλκιβιάδη, βιβλίο Α’, 78.11 – 83.21», για το δαιμόνιο του Σωκράτη τρία ξεχωριστά πράγματα μπορούμε να πούμε:


Πρώτον, ότι δεν πρόκειται μόνο για δαίμονα αλλά και για θεό. Άλλωστε, και στον υπό εξέταση διάλογο, προχωρώντας παρακάτω ο Σωκράτης λέει καθαρά : «ο δικός μου επίτροπος, Αλκιβιάδη, είναι καλύτερος από τον Περικλή, τον θείο σου. Είναι ο θεό, ο οποίος δεν με άφηνε να σου μιλήσω – ἐπίτροπος ἐμὸς βελτίων ἐστὶν ἢ Περικλῆς ὁ σὸς θεῖος, Ἀλκιβιάδη, θεός, ὅσπερ σοί με οὐκ εἴα διαλέγεσθαι». Τον ίδιο λοιπόν τον χαρακτηρίζει δαίμονα και θεό, διότι αυτόν για τον οποίον είπε παραπάνω «ένα εμπόδιο δαιμόνιο, τη δύναμη του οποίου θα καταλάβεις αργότερα – δαιμόνιον ἐναντίωμα, οὗ σὺ τὴν δύναμιν καὶ ὕστερον πεύσῃ», αυτόν ακριβώς τον αποκάλεσε θεό, διότι τούτος είναι που του έδωσε την αιτία της σιωπής την οποία τήρησε κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα.

Αλλά και στην «Απολογία» ο Σωκράτης δίνει πιο σαφείς ενδείξεις για την βαθμίδα του και για το ότι του έλαχε θεϊκή υπεροχή λόγω της δαιμόνιας φύσης του. Τούτο είναι το ότι οι δαίμονες των ψυχών οι οποίες είναι θεϊκές και έχουν επιλέξει τον νοητικό και ανυψωτικό βίο είναι θεϊκοί και εδρεύουν πάνω από όλο το γένος των δαιμόνων, μετέχοντας πρωταρχικά στους θεούς. Όπως δηλ. υπάρχει και μεταξύ των θεών δαίμων, έτσι υπάρχει και μεταξύ των δαιμόνων θεός. Στην πρώτη περίπτωση όμως η ύπαρξη είναι θεϊκή και η αναλογία δαιμόνια, ενώ μεταξύ των δαιμόνων ισχύει το αντίθετο, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας εμφανίζεται ως προς την ουσία του δαιμόνιος, ενώ η αναλογία αρμόζουσα προς τους θεούς. Διότι, λόγω της υπεροχής τους έναντι των άλλων δαιμόνων, δίνουν συχνά την εντύπωση που είναι θεοί. Δικαιολογημένα, συνεπώς, ο Σωκράτης αποκαλεί και θεό τον δαίμονα του, διότι ανήκει στους πρωταρχικούς και κορυφαίους δαίμονες. Για τούτο και ο Σωκράτης ήτα απολύτως τέλειος, αφού τον κυβερνούσε τέτοιος προστάτης κι αφού μέτραγε τον εαυτό του σε παραβολή με έναν τέτοιο ηγεμόνα και φύλακα της ζωής του. Τα παραπάνω λοιπόν είναι το πρώτο τέτοιο ξεχωριστό πράγμα που μαρτυρεί ο διάλογος σχετικά με το δαιμόνιο του Σωκράτη.

Το δεύτερο είναι ότι αισθανόταν να βγαίνει από μέσα του κάποια φωνή. Πράγματι, τούτα είναι δικά του λόγια από τον «Φαίδρο» : «κι εκείνη την ώρα, καλέ μου, που πήγαινα να περάσω το ποτάμι, παρουσιάστηκε το δαιμόνιο σημάδι, αυτό που μου εμφανίζεται συνήθως και πάντα με εμποδίζει από αυτό που θέλω να κάνω. Μου φάνηκε μάλιστα πως άκουσα και κάποια φωνή να έρχεται από εκεί, η οποία δεν με αφήνει να φύγω επειδή έχω κατά κάποιο τρόπο αμαρτήσει απέναντι στη θεότητα – ἡνίκα ἔμελλον, ὠγαθέ, τὸν ποταμὸν διαβαίνειν, τὸ δαιμόνιον καὶ τὸ εἰωθὸς σημεῖόν μοι γίνεσθαι ἐγένετο· ἀεὶ δέ με ἐπίσχει ἃ ἂν μέλλω πράττειν· καί τινα καὶ φωνὴν ἔδοξα αὐτόθεν ἀκοῦσαι, ἥ με οὐκ ἐᾷ ἀπιέναι ὡς δή τι ἡμαρτηκότα εἰς τὸ θεῖον». Τι δείχνει λοιπόν ο Σωκράτης με τα λόγια του αυτά, και ποια είναι η φωνή με την οποία, λέει, το δαιμόνιο του δηλώνει τη βούληση του; Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι, πρώτα, σύμφωνα με τη διάνοια του και την των όντων επιστήμη, ο Σωκράτης δέχεται την επίνοια (θεϊκή έμπνευση) του δαίμονα που τον κινούσε προς τον θεϊκό έρωτα, και, κατά δεύτερο λόγο, τον υποστήριζε στα ζητήματα της ζωής και οργάνωνε την πρόνοιά του για τους ατελέστερους, και στην εκδήλωση της ενέργειας αυτής του δαίμονα υποδεχόταν το από εκεί ερχόμενο φως όχι μόνο με τη διάνοια του ή με τις δοξαστικές δυνάμεις, αλλά και με το πνεύμα, καθώς η δαιμόνια έκλαμψη διαπερνούσε ξαφνικά ολόκληρη τη ζωή του κι αμέσως έθετε σε κίνηση την αίσθηση του. 

Είναι προφανές ότι, και όταν η εκδήλωση μιας ενέργειας είναι η ίδια, διαφορετικά δέχεται την παροχή ο λόγος, διαφορετικά η φαντασία, διαφορετικά η αίσθηση, και ότι κάθε στοιχείο μας δέχεται τα ερεθίσματα και κινείται από τον δαίμονα με τον δικό του διαφορετικό τρόπο. Η φωνή λοιπόν δεν έπεφτε επάνω στον Σωκράτη σαν ένα εξωτερικής προελεύσεως ερέθισμα που υφίστατο, αλλά η επίνοια (έμπνευση), ερχόμενη «ἔνδοθεν διὰ πάσης φοιτήσασα τῆς ψυχῆς καὶ μέχρι τῶν αἰσθητικῶν ὀργάνων διαδραμοῦσα», γινόταν εν τέλει φωνή που μπορούσες να την αναγνωρίσεις με την συναίσθηση περισσότερο παρά με την αίσθηση. Τέτοιου είδους είναι, στα αλήθεια, οι εκλάμψεις των αγαθών δαιμόνων και των θεών.

Το τρίτο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του δαίμονα του Σωκράτη είναι ότι «Ποτέ δεν προτρέπει, αλλά πάντοτε με αποτρέπει –προτρέπει μὲν οὐδέποτε, ἀποτρέπει δὲ ἀεί». Ας αναγάγουμε όμως πάλι την ζωή του Σωκράτη και το στοιχείο αυτό, διότι δεν είναι κάτι που ισχύει γενικά για τους δαίμονες που μας έλαχαν, αλλά ιδιαίτερο στοιχείο της επιστασίας του Σωκράτη. Λέμε λοιπόν ότι «τὸ ἀγαθοειδὲς τῆς τοῦ Σωκράτους ζωῆς καὶ τὸ κοινὸν καὶ τὸ φιλάνθρωπον» και η «διαχυτικότητα», όπως λέει κάπου ο ίδιος, δεν χρειαζόταν την προτροπή του δαίμονα για τη μετάδοση των αγαθών, γιατί έσπευδε προς αυτό από μόνος του και προσφερόταν στους πάντες με προθυμία για την κοινωνία της άριστης ζωής. Επειδή όμως πολλοί από αυτούς που τον πλησίαζαν δεν ήταν κατάλληλοι να μεταλάβουν τα έργα της αρετής και την επιστήμης του σύνολό της, ο επιτροπεύων αγαθός δαίμων τον σταματούσε ώστε να μην εκδηλώνει πρόνοια για τέτοιους ανθρώπους. Είναι σαν ένας επιδέξιος ηνίοχος που έχει ένα ίππο ικανό από τη φύση του για αγώνες δρόμου να του ανακόβει την ορμή του μόνο  όσο λίγο χρειάζεται και να μην το κεντρίζει άλλο, καθώς τρέχει από μόνο του κατά εμπρός και δεν έχει ανάγκη από το «κέντρισμα του ηνιόχου» αλλά από χαλινάρια. Καθώς λοιπόν και ο Σωκράτης είχε έντονη τη τάση να κάνει καλό σε όσους τον πλησίαζαν (όπως λέει ο Πλάτων στον «Θεαίτητο, 183.d», «όταν προκαλείς τον Σωκράτη στα λόγια, είναι σαν να προκαλείς το ιππικό στην πεδιάδα – ἱππέας ἐς πεδίον προκαλεῖ Σωκράτη προκαλούμενος εἰς λόγους») είναι λογικό ότι πιο πολύ χρειαζόταν κάποιον που να τον αποτρέπει κυρίως παρά να τον προτρέπει. 

Πράγματι, η ακαταλληλότητα εκείνων που μας πλησιάζουν, επειδή κατά μεγάλο μέρος δεν γίνεται αντιληπτή από την ανθρώπινη διάνοια, χρειάζεται να κριθεί από το δαιμόνιο, που είναι και το μόνο ικανό να μας υπαγορεύει με ακρίβεια τη διαπίστωση της καταλληλότητας των περιστάσεων. Για τον σκοπό αυτό βέβαια έχουν επινοήσει και οι άνθρωποι κάποιες μεθόδους ή τέχνες, αλλά τα συμπεράσματα που εξάγονται και από αυτές είναι ασαφή και υστερούν κατά πολύ σε σχέση με την υπόδειξη των αγαθών δαιμόνων. Αφού συνεπώς η ανθρώπινη διάνοια αστοχεί στα ζητήματα αυτά, είναι λογικό ότι ο Σωκράτης χρειαζόταν αποτροπή μόνο όσο αφορά την καταλληλότητα της περίστασης για την εκδήλωση της τάσης του, αφού η παρακίνηση προς το αγαθό ήταν σύμφυτη του. Και αυτά λοιπόν είναι αληθινά σχετικά με το ότι το δαιμόνιο ποτέ δεν προέτρεπε τον Σωκράτη, αλλά πάντοτε τον απέτρεπε. Ακόμη περισσότερο πρέπει να πούμε για τους δαίμονες ότι σε άλλους έλαχε δύναμη καθαρτήρια και άχραντη, σε άλλους δύναμη γεννητική, σε άλλους τελειοποιητική, σε άλλους δημιουργική, και ότι γενικά η διαίρεση τους γίνεται με κριτήριο τις ιδιότητες των θεών και τις δυνάμεις υπό τις οποίες ετάχθησαν. Επίσης όλοι, ο καθένας σύμφωνα με την ύπαρξη του, συμβάλλουν στο να κερδίσουν την ευδαίμονα ζωή οι άνθρωποι προς τους οποίους κατευθύνουν την πρόνοιά τους, άλλοι με τον παρακινούν προς την επιμέλεια των υποδεέστερων και άλλοι με το να στέκονται εμπόδιο στις πράξεις και στην ενέργεια που ρέπει προς τα εξωτερικά πράγματα. 

Φαίνεται λοιπόν και το σωκρατικό δαιμόνιο, στο οποίο έλαχε τέτοια τοιαύτη ιδιότητα – εννοώ καθαρτήριος και περιεκτικός της άχραντης ζωής -, και το οποίο είναι ταγμένο υπό την ιδιότητα εκείνη του Απόλλωνα που εν είδει μονάδος προΐσταται της όλης καθάρσεως, αν αποτρέπει τον Σωκράτη από την σχέση με τους πολλούς και από την ζωή που απευθύνεται προς το πλήθος, και να το οδηγεί «εἰς τὸ εἴσω τῆς ψυχῆς» και την ενέργεια που μένει αμόλυντη από τα υποδεέστερα, και τούτος είναι ο λόγος για τον οποίο «ποτέ δεν τον προτρέπει, αλλά πάντοτε τον αποτρέπει –προτρέπειν μὲν αὐτὸν οὐδέποτε, ἀποτρέπειν δὲ ἀεί». Τι άλλο δηλ. είναι η αποτροπή παρά η προβολή εμποδίου από το πλήθος των ενεργειών που κατατείνουν προς τα εξωτερικά πράγματα. Και αυτό ποιανού άλλου είναι έργο αν όχι της καθαρτήριας ιδιότητας; Μάλιστα, όπως ο Ορφέας θέτει επικεφαλής του βασιλιά Διονύσου την Απολλωνιακή μονάδα, η οποία τον αποτρέπει από την πρόοδο στο Τιτανικό πλήθος και από την απομάκρυνση του από τον βασιλικό θρόνο και τον φρουρεί «ἄχραντον ἐν τῇ ἑνώσει», έτσι και ο δαίμων του Σωκράτη τον οδηγεί στο νοητική περιωπή (παρατηρητήριο) και τον κρατά μακριά των προς τους πολλούς συνουσιών (συναναστροφών). Διότι ο δαίμων είναι ανάλογος προς τον Απόλλωνα, όντας ακόλουθος του, και ο λόγος του Σωκράτη ανάλογος προς τον Διόνυσο, αφού ο «ἐν ἡμῖν νοῦς τῆς τοῦ θεοῦ τούτου» δυνάμεως είναι γέννημα.

πηγή: eleysis69
Viewing all 939 articles
Browse latest View live