Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

ΟΔΟΔΕΙΚΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΣΜΟΣ)

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για συνεργατισμος, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Είναι φανερό πως αν ο κάθε λαός δεν ανακτήσει το συντομότερο τα κλειδιά της διατροφικής του αυτονομίας οι ίδιες οι συνθήκες της βιολογικής του επιβίωσης θα καταλήξουν να εξαρτώνται πλήρως από την κυνική στρατηγική των αγροβιομηχανικών λόμπι και από την χωρίς όριο απληστία των διεθνών κερδοσκόπων. 

Jean-Claude Michea


Οδοδείκτης 1

Η ρήση του Γάλλου ιερέα Jacques Bénigne Bossuet «ο Θεός γελά με τους ανθρώπους που παραπονιούνται για τις συνέπειες ενώ αγαπούν τις αιτίες» όφειλε να συνοδεύει το διακριτικό σήμα κάθε εγχειρήματος κοινωνικής οικονομίας. Οφείλουμε, πρωτίστως, προκειμένου να διασωθούμε από τον εμπαιγμό των γενεών που έρχονται, μια ειλικρινή αναμέτρηση των όσων λιβανίζουμε με τα αποτελέσματα τους.

Οδοδείκτης 2

Η «κοινωνική», «αλληλέγγυα», «fair trade», «συνεργατική», «αντιεξουσιαστική», «συμμετοχική», οικονομία των «από τα κάτω» αποτελούν δρυμό όρων που το μοναδικό πράγμα που μας αποκαλύπτουν είναι το ακαδημαϊκό άγχος όσων θέλουν να προβλέψουν σαν νέοι αστρολόγοι το τι μέλλει γενέσθαι της κοινωνίας. Έχει περάσει άλλωστε καιρός τώρα που οι ακαδημαϊκοί έχουν όχι μόνο παραιτηθεί από κάθε διάθεση να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά και από κάθε ικανότητα για να τον ερμηνεύσουν. Αντί ο Θεός του Μπασιέ να γελά πίσω από την πλάτη μας είναι προτιμότερο να γυρίσουμε εμείς την δική μας σε αυτούς που έχουν κάνει τον κοινωνικό ακτιβισμό επάγγελμα με κατεύθυνση τις social business και «ανθρωπιστικές» ΜΚΟ και στρώνουν χαλί  προς το Μαξίμου εξαργυρώνοντας με το αζημίωτο τη συμμετοχή τους στα κοινωνικά εγχειρήματα.

Οδοδείκτης 3

Το παραθετικό «κοινωνική» δίπλα στο οικονομία δηλώνει την ανικανότητα της οικονομίας ως επιστήμης μεγεθών να εκπληρώσει, για ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, τους ελάχιστους όρους μιας εξανθρωπισμένης ζωής. Η ανάγκη για την επαναδόμηση της ζωής δεν βολεύεται ούτε με νομοθετικές διατάξεις, ούτε εκτονώνεται σε φιλολογικά συνέδρια.

Όσοι, με πρόσχημα τον ρεαλισμό, πιστεύουν πως οι συσσωματώσεις που αναλαμβάνουν στο δικό τους πεδίο την ευθύνη για την αυτοσυντήρηση της κοινωνίας μπορούν να συγχρονιστούν με τον βηματισμό της αγοράς, προεξοφλούν τον εξανδραποδισμό τους από το κράτος και το ξεκοκάλισμα τους από τον ανταγωνισμό. Από την άλλη πλευρά, όσοι διεκδικούν μια ευθεία ρήξη με τον καπιταλιστικό σχεδιασμό εμμένοντας σε μια αυτιστική και κατά τ’ άλλα ναρκισσιστική νοοτροπία δεν κάνουν τίποτα άλλο από μια τρύπα στο νερό.

Οδοδείκτης 4

Η μοναδική προοπτική για εξανθρωπισμένη διαβίωση είναι εκ των ουκ άνευ δέσμια με την έξοδο από την κεφαλαιοκρατική οργάνωση της αγοράς. Η αγορά όμως παρόλες τις εξαγγελίες περί «αοράτου χεριού» κυβερνά με σιδηρά πυγμή επιβάλλοντας σε καταναλωτές και παραγωγούς την ισχύ του αστικού δικαίου. Αναγκαστικά λοιπόν επιλογή εξόδου από την λογική της κυρίαρχης οικονομίας σημαίνει ολομέτωπη αντιπαράθεση με τους κανόνες και τη νομοθετική ρύθμιση της αγοράς. Για τους φορείς της κοινωνικής οικονομίας οι αυταπάτες περί παράλληλου βηματισμού με την αγορά και συνεργασίας με το κράτος είναι το ελάχιστο πολυτέλεια, αν όχι η ένδειξη μιας αθεράπευτης φαντασιοκοπίας.

Οδοδείκτης 5

Τέτοιο πλαίσιο που «εντός στις θεμελιώδεις του αρχές να βρίσκεις πάντα την καλοσύνη από το πρώτο τους κύρος και το πρώτο τους φούντωμα» είναι η ζωντανή ιστορία του συνεργατικού κινήματος και αυτή είναι η μοναδική έγκυρη και θύραθεν του θεωρία. Από τους Χαρτιστές των αρχών του 19ου αιώνα έως τον καταναλωτικό συνεταιρισμό του Rochdale στο Ηνωμένο Βασίλειο, την συνεργατική “Εταιρεία για τον εφοδιασμό ψωμιού και σιταριού” του Raiffeisen στην Γερμανία και την “Κοινή Συντροφία και Αδελφότητα” των δικών μας Αμπελακίων η συλλογική εμπειρία στόχων, αστοχιών και κατακτήσεων είναι η μόνη ικανή βάση η οποία μπορεί να σηκώσει στους ώμους της το ακόμα άτολμο και αβέβαιο φαινόμενο των, όπως τους βάφτισε ο ν.4430/2016, «Φορέων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας».

Ας μην ξεχνάμε λοιπόν:

Συνεργατισμός δεν είναι να ανταλλάσεις τον τίτλο ενός ιδιοκτήτη με μια πολυπρόσωπη επιχείρηση που να εξακολουθεί να έχει όλα εκείνα τα χούγια και τα χαρακτηριστικά ενός «συλλογικού αφεντικού». Να διαχωρίζει τους εργαζόμενους από τη διοίκηση στο σημείο που η γενική του συνέλευση να γίνεται τόπος απολύσεων.

Η Αλληλεγγύη δεν εξαντλείται στα όρια ενός φιλανθρωπικού ακτιβισμού. Ούτε είναι μια μεταφυσική εμπειρία συγκινησιακού χαρακτήρα. Δεν υποχωρεί ούτε εκφράζεται από καταστατικά έγγραφα και αστικές αντιλήψεις. Η αλληλεγγύη παράγει το δικό της δίκαιο περικλείοντας ολότμητα την οργάνωση της ζωής. Επομένως μόνο φαυλότητα και κατάντια είναι οποιοδήποτε συνεργατικό εγχείρημα να θεωρεί ένα άλλο «ανταγωνιστικό».

Κοινωνία δεν είναι ένα αφηρημένο σύνολο αποξενωμένων ανθρώπων. Το πλήθος της πόλης δεν αντιπροσωπεύει κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Είναι πραγματικά ανέξοδο να είναι κανείς «κοινωνικός προς την κοινωνία» και να παραμένει ακοινώνητος στους γείτονες του. Οφείλουμε να παραδεχτούμε το εξής: η θωράκιση πίσω από τις ταμπέλες των καταστημάτων μας δεν μας κάνει περισσότερο κοινωνικούς από οποιαδήποτε άλλη εταιρία.

Οικονομία δεν είναι απλά η ανταλλαγή προϊόντων χρήσης, παραπλάνησης και αξίας. Μπορεί όμως να αποτελέσει την υλική βάση όπου επάνω της θα ξεδιπλώσει τις ικανότητες της μια νέα πολιτοφροσύνη αναφερόμενη σε μια αυτόκεντρη κοινότητα συνεργαζομένων εγχειρημάτων. Η παραγωγή της τροφής, η διάθεση στα νοικοκυριά, η σίτιση, η ανάταση της ψυχής, η αγωγή των νέων, η θεραπεία του σώματος και η καλλιέργεια του νου, η διαχείριση των κοινών αγαθών, η εναρμονισμένη συμβίωση συνθέτουν ένα ολιστικό πλέγμα σχέσεων που ή θα αποφασίσουμε να το διεκδικήσουμε κυριαρχικά ή θα αφεθούμε βορά στους ανέμους της μοιρολατρίας.

le mort saisit le vif! (Ο πεθαμένος αδράχνει τον ζωντανό!)

Ήδη από 1800 η «νέα κοινωνική θεώρηση» του Robert Owen στα ιδιόκτητα νηματουργεία του στο Lancashire και στο New Lanark όσο πρωτοπόρα και αν ήταν έδειξαν από τότε τα όρια αντοχής των λεγόμενων «νησίδων ελευθερίας». Οι καλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι, το ελάχιστο ταβάνι κέρδους του ιδιοκτήτη, η αλληλοβοήθεια, οι μειωμένες ώρες εργασίας, οι καλές κατοικίες, η σχολική εκπαίδευση των παιδιών των εργαζομένων φάνταζαν στα μάτια των συγχρόνων τους ως μια «εφικτή ουτοπία». Ήταν όμως στην καλύτερη περίπτωση μια ουτοπία με ημερομηνία λήξης που βασιζόταν στην καλή προαίρεση του Όουεν και μόλις αυτός βρέθηκε στην αφάνεια αφανίστηκε μαζί και η ουτοπία του.

Η μεγαλύτερη απειλή για τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς είναι να μετατραπούν σε ένα νέο είδος «ιδιοκτήτη». «Είναι ένας στυγνός κλέφτης» λέει ο Prοudhon για τον ιδιοκτήτη, αλλά ήταν ο Μarx ο οποίος πρώτος διατύπωσε στα χειρόγραφα του με τον πιο διαυγή τρόπο τον κίνδυνο η κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής να μετατραπεί σε ένα είδος «συλλογικού ιδιοκτήτη». Οι διάφοροι συνεταιρισμοί στην εποχή του Μαρξ, και αυτός είχε πράγματι την οξύνοια να είναι από τους πρώτους που το διαπίστωσαν αυτό, έτειναν να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο. Δηλαδή να μεταφέρουνε την καπιταλιστική λογική στο συνεταιριστικό επίπεδο. Εκεί που πάμε να κλείσουμε την πόρτα στον bellum omnium contra omnes, τον πόλεμο όλων εναντίων όλων, τον βάζουμε από το παράθυρο. Αυτό ακριβώς είναι το παράδοξο του Μποσιέ.

Το πόσο έχουμε προοδεύσει από το σημείο που περιέγραφε ο νεαρός Μαρξ φαίνεται στην ορολογία των «social business» που έχει δοθεί στην κοινωνική οικονομία από τους οικονομολόγους. H κοινωνική οικονομία, δίπλα στην «πράσινη ανάπτυξη» και την «ηθική επιχειρηματικότητα» αποτελούν την προσαρμογή του καπιταλισμού στις απαιτήσεις του ανεπτυγμένου μορφωτικά καταναλωτικού πληθυσμού. Οι καταναλωτές των μεσοαστικών τάξεων κοσμοπολίτες του δυτικόμορφου κόσμου θρέφουν ασφαλώς ανεπτυγμένο το αίσθημα ευαισθησίας απέναντι στα οικολογικά προβλήματα της παγκοσμιοποίησης. Είναι επομένως περισσότερο «απαιτητικοί» εάν τα καλλυντικά τους είναι cruelty-free και leaping bunny, παρά εάν παράγονται τα ίδια από ανθρώπους που κατέχουν τον έλεγχο της παραγωγής τους. Έτσι το ίδιο κάνει για αυτούς –και μάλιστα είναι καλύτερα- να αναλάβουν τον ρόλο της «κοινωνικής οικονομίας» η Nestle, τα super market Βασιλόπουλος και αύριο μεθαύριο η αναγεννημένη μέσα στην οικολογική κολυμβήθρα των ΜΚΟ Bayer και Monsanto.  Αυτή η lifestyle εναλλακτική συνείδηση της αγοραιοποίησης [marketisation] με χορηγούς τα προγράμματα των Βρυξελών έχει συνεπάρει στην κυριολεξία και τα εγχώρια συνεργατικά κινήματα τα οποία ως έγνοια τους έχουν περισσότερο να μιμηθούν τις faire trade πολυεθνικές παρά να αντιμετωπίσουν (οικονομικά και οργανωτικά) στα ίσα την κυρίαρχη αγορά του μονιστικού καταναλωτισμού.

Για την πολιτοφροσύνη των συνεργαζόμενων συνεταιρισμών

Πολύ περισσότερο από το να «χτίζουμε στο σήμερα στιγμές από το μέλλον», μπορούμε να θεμελιώσουμε μεταξύ μας μια νέα συνεννόηση μεταξύ των υπαρκτών συνεργατισμών και έτσι το μέλλον για το οποίο στα λόγια είμαστε τόσο απλόχεροι να γίνει το παρόν που τόσο  άτολμοι του είμαστε στα έργα.

Στην Ιστορία των δύο πόλεων ο Charles Dickens ξεκινά με την φράση:

It was the best of times, it was the worst of times.
It was the age of wisdom, it was the age of foolishness,
it was the epoch of belief, it was the epoch of incredulity,
it was the season of Light, it was the season of Darkness,
it was the spring of hope, it was the winter of despair,
we had everything before us, we had nothing before us.

Η απόφαση αυτή είναι αποκλειστικά δική μας. Από τις δύο πόλεις που μας αναλογούν να επιλέξουμε αυτή των καλύτερων εποχών.

πηγή: solon.org

Η ΠΡΩΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΗ ΓΗ ΚΑΙ Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΟΝ ΑΙΓΑΙΑΚΟ / ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΩΡΟ

$
0
0
ΠΡΩΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΣΤΗΝ ΓΗ (Α' μέρος) του Νήκου Παναγιωτάρα


Του Νίκου Παναγιωτάρα, καθηγητή Πανεπιστημίου

Απόσπασμα από  το  βιβλίο του με τίτλο "ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ"

Οι επικρατέστερες απόψεις είναι τέσσερις, στις οποίες θα αναφερθώ και θα ελέγξουμε σε βάθος.
1. Η πρώτη άποψη λοιπόν είναι ότι ο άνθρωπος κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην Αφρική και πιο συγκεκριμένα στην ευρύτερη περιοχή του Νείλου απ’ όπου κι ακολούθησε την ροή του έτσι ώστε να φτάσει να εξαπλωθεί σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.

2. Η δεύτερη εκδοχή είναι ότι ο άνθρωπος κάνει την πρώτη του εμφάνιση στην Ευρώπη, αφορμή γι’ αυτήν εδώ την εκδοχή μας δίνουν τα ευρήματα του σκελετού του Νεάντερνταλ ηλικίας 100.000 ετών περίπου.

3. Η τρίτη άποψη- εκδοχή είναι αυτή των Ινδοευρωπαίων που έφτασαν στην Ευρώπη, κατά τους τιμητές αυτής της άποψης, από τα βάθη της Κεντρικής Ασίας και το Παμίρ καθώς επίσης και από τις στέπες της Ρωσίας γύρω στο 3.000 π.Χ., εκ των οποίων ένα μέρος αυτών έφτασε στην Ελλάδα περί τα 2.000 π.Χ.

4. Η τέταρτη εκδοχή είναι ότι στην Ελλάδα κατοικούσαν οι Προέλληνες, οι οποίοι εν μέρει εξοντώθηκαν από τους Έλληνες που ήρθαν έξωθεν και κατά το υπόλοιπο αφομοιώθηκαν με αυτούς τους Αυτόχθονες. Στηριζόμενοι δε στον ήδη υπάρχοντα πολιτισμό των Αυτοχθόνων Προελλήνων  ανέπτυξαν τον δικό τους πολιτισμό. Αλλά όμως όπως θα δούμε πιο κάτω στο βιβλίο, όλοι οι Έλληνες είναι Αυτόχθονες και καμία μα καμία εντελώς είσοδος άλλων φύλων δεν έγινε, αντιθέτως εδώ υπήρξε μόνον μια Παλιννόστηση και τίποτε άλλο.

Ας ρίξουμε λοιπόν μια καλύτερη ματιά στα προαναφερθέντα.



Α) Ο ισχυρισμός ότι ο άνθρωπος πρωτοεμφανίστηκε, όπως ισχυρίζονται διάφοροι δήθεν επιστημονικοί κύκλοι, στην Αφρική, βασίζεται στο ότι εκεί κατά μερικούς θεωρούμενα παλαιότερα υπολείμματα και υπέθεσαν ότι ο πρόγονος του ανθρώπου δεν μπορεί να είναι παρά άλλος από τον Αυστραλοπίθηκο τον Αφρικανό, ο οποίος και πρωτοεμφανίζεται στην ευρύτερη περιοχή του Ισημερινού πριν από 6 εκατομμύρια χρόνια. Όμως στην Ελλάδα αγαπητοί αναγνώστες έχουμε την εμφάνιση του Πεντελικού Μεσοπιθήκου, ηλικίας άνω των 10 εκατομμυρίων ετών.

α. Στην Βόρεια Ελλάδα έχουμε το ανθρωποειδές, ηλικίας 9-11 εκατομμυρίων ετών.
β. Στο Πικέρμι τον ανθρωπόμορφο πίθηκο ηλικίας πέραν των 13 εκατομμυρίων ετών.

γ. Στα Λιόσια Αττικής τον Γραιγοπίθηκο, ηλικίας άνω των 90 εκατομμυρίων ετών.

δ. Στο Αλιβέρι Ευβοίας ο Ελλαδοπίθηκος homo-erectus βάδιζε στα δυο (ημιόρθιος), ηλικίας 9-10 εκατομμυρίων ετών ο οποίος και θεωρήθηκε ως ο πλησιέστερος προς τον σημερινό άνθρωπο.

ε. Στην αρχαία αγορά της Αθήνας που ξεκινάει στην Νεολιθική Εποχή, βρέθηκαν 7.500 επιγραφές περίπου (νόμοι, τιμητικά ψηφίσματα, συνθήκες, κατάλογοι ιερών σκευών, αγάλματα, νομίσματα κ.α.). 
στ. Στην Σητεία της Κρήτης βρέθηκαν οστά ελέφαντα ηλικίας 7-9 εκατομμυρίων ετών. Στο Ηράκλειο της Κρήτης επίσης βρέθηκε θηλαστικό 12 εκατομμυρίων ετών. 

Από τον Αφρικανοπίθηκο λέγεται ότι προήρθε ο επιδέξιος άνθρωπος (homo habilis) πριν από 3,7 εκατομμύρια χρόνια, κι αυτόν ακολούθησε ο όρθιος άνθρωπος (homo erectus) ηλικίας 1,5 εκατομμυρίων ετών και στην συνέχεια αυτού εμφανίζεται ο Ροδεσιανός και ο άνθρωπος του Μπόσκοτ (Ν. Αφρική) από τον οποίον τελικά προέκυψε ο σύγχρονος εχέφρων άνθρωπος (homo sapiens), πριν από περίπου 100.000 χρόνια, πλην όμως στην Ελλάδα έχουμε ευρήματα εχέφρονος ανθρώπου που η ηλικία του υπερβαίνει τα 11 εκατομμύρια χρόνια.


Αξίζει εδώ να αναφέρω ότι ο Leacky (1903-1972) βρήκε στην Τανζανία λείψανα κάποιου ανθρωποειδούς που έζησε πριν από 1,5-2 εκατομμύρια έτη. Την Lucy που την θεώρησε ως τον πρώτο άνθρωπο, μέχρι και πέλεκεις ηλικίας 1 εκατομμυρίου ετών.


Ας σημειωθεί εδώ ότι ο Αυστραλοπίθηκος ο Αφρικανός δεν είναι άνθρωπος αλλά ανθρωποειδής πίθηκος κι ως εκ τούτου τίποτα δεν αποδεικνύει ότι αυτός ήταν ο πρόγονος του ανθρώπου. Άλλωστε την ίδια ηλικία με τον Αυστραλοπίθηκο έχουν και οι λεγόμενοι αρχάνθρωποι της Ασίας και που αμφισβητείται από πάρα πολλούς επιστήμονες ότι αυτοί αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερο γένος. Επίσης την ίδια ηλικία με τα εργαλεία που βρέθηκαν στην Αφρική έχουν και τα εργαλεία του σπηλαίου Βαλλόνε της Γαλλίας.      

Μια ομάδα Αμερικανών και Αιθιόπων επιστημόνων του πανεπιστημίου της Καλιφορνίας τον Δεκέμβρη του 1997 ανακάλυψαν έναν σκελετό χιμπατζή ύψος 1,22 και ηλικίας 5,2-5,8 εκατομμυρίων ετών, πάρα πολύ κοντά στην εποχή εκείνη όπου οι άνθρωποι και οι χιμπατζήδες ανέπτυξαν τους χωριστούς-διαφορετικούς δρόμους της εξέλιξής των. Πιθανολογήθηκε δε πως λόγω της μεγάλης όξυνσης των κυνοδόντων καθώς επίσης και το μεγαλύτερο μέγεθος των οπισθίων οδόντων, ότι ανήκουν στα ανθρωποειδή και τους έδωσαν την ονομασία Ardipithecus Ramidus Kadabba, αποφασίζοντας να τον ταξινομήσουν ως πρόγονο του ανθρώπου και ποικιλία του Ardipithecus Ramidus που έζησε πριν από 4,4 εκατομμύρια χρόνια και βρέθηκε στο 1990.  

Πιθανολόγησαν επίσης και όρθια στάση από το μεγαλύτερο μέγεθος των δακτύλων των ποδών και την προς τα κάτω κάμψη τους (κύρτωση) μιας και πάντα πιέζεται το μπροστινό μέρος του ποδιού για να σηκωθεί η φτέρνα όταν σηκωνόμαστε στην όρθια στάση. Ας μην ξεχνάμε βέβαια πως και οι πρώτοι άνθρωποι ζούσαν στα δάση επίσης και όχι στα λιβάδια για να δικαιολογούνται οι χαρακτήρες των ποδιών καθώς επίσης και η ορθή στάση.

Στα δυο πόδια βέβαια έρχεται να μας τονίσει ο καθηγητής του πανεπιστημίου George Washington, o Bernard Wood στηρίζονται και περπατούν και τα πτηνά, και όπως απέδειξε εκτενέστερη μελέτη-έρευνα το μέγεθος του εγκεφάλου καθώς επίσης και οι αναλογίες των βραχιόνων και των άκρων είναι παρόμοια με εκείνα των χιμπατζήδων.

Μια άλλη ομάδα επίσης Γαλλοκενυατών ερευνητών, οι Brigite Senat και Martin Picford, τον Δεκέμβρη του 2.000 ανακάλυψαν σκελετό ηλικίας 6 εκατομμυρίων ετών και τον ονόμασαν Orrorin Tugenensis, τον οποίο θεωρούν και αυτοί πραγματικό πρόγονο του ανθρώπου, καθ’ ότι τα δόντια του μοιάζουν περισσότερο με αυτά του ανθρώπου παρά με του πιθήκου.

Παρ’ αυτά ο καθηγητής Stringer, επικεφαλής του τμήματος Ανθρώπινης Προέλευσης του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου καθώς επίσης και ο καθηγητής κ. Κοτταρίδης συνιστούν να μην προτρέχουμε διότι είναι πάρα πολλά ακόμη που χρίζουν επισταμένη μελέτη κι έρευνα, καθ’ ότι και το DNA της Lucy που θεωρήθηκε ως η Εύα του ανθρωπίνου γένους αποδείχτηκε κατά πολύ διαφορετικότερο από εκείνο του ανθρωπίνου γένους ως σήμερα γνωρίζουμε. Αλλά ανάλογα αρκετά ευρήματα εκτός από αυτά της Αφρικής βρέθηκαν και στην Ασία, Ευρώπη, Ελλάδα, Αμερική, Μεξικό και πολύ μεγαλύτερης ηλικίας κ.τ.λ. και δεν πρόκειται περί ανθρώπων και το DNA των είναι επίσης διαφορετικότερο από αυτό του ανθρώπου. 

Αλλά και στην Ελλάδα βρέθηκαν εργαλεία στην περιοχή Περδίκα της Πτολεμαΐδας 2,7-3,6 εκατομμυρίων ετών και είναι τα αρχαιότερα που έχουν βρεθεί σε όλη την γη μέχρι σήμερα.

Το 1996 ο Klark Howell βρήκε στην Αιθιοπία υπολείμματα εχέφρονος ανθρώπου (homo sapiens) ηλικίας 2 εκατομμυρίων ετών. Άρα αυτός προϋπήρξε του όρθιου ανθρώπου και του Ροδεσιανού και του Μπόσκοτ και δεν είναι μετεξέλιξης του.


Ο άνθρωπος της Ελλάδας (σπήλαιο Πετραλώνων) του Άρη Πουλιανού έχει ηλικία 750.000 ετών. Υπολογίζεται δε ότι η πρώτη φωτιά από άνθρωπο συνέβηκε πριν από περίπου 1 εκατομμύριο χρόνια στην Αιγαιΐτιδα, και πιο συγκεκριμένα στο σπήλαιο των Πετραλώνων όπου βρέθηκαν ίχνη φωτιάς ηλικίας πέραν του 1 εκατομμυρίου ετών, η αρχαιότερη στον κόσμο. Επιπλέον βρέθηκαν εργαλεία καθώς και κρανίο ανθρώπου (pro-homo sapiens) ηλικίας 550.000-700.000 ετών, κι απ’ ότι δείχνουν οι έρευνες αυτός ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε εργαλεία, μαχαίρια από βωξίτη, ξέστρα, πριόνια, όπλα από βωξίτη, χαλαζία, σταλαγμίτη κ.τ.λ.

Στο ίδιο σπήλαιο αποκαλύφθηκαν δυο ανθρώπινοι σκελετοί 800.000 ετών. Τον άνθρωπο των Πετραλώνων βάφτισε ο Πουλιανός ως Αρχαιάνθρωπο και μάλιστα πρόκειται για τον αρχαιότερο άνθρωπο που έχει βρεθεί ποτέ. Στην Ευρώπη έχουν καταγραφή παλαιάνθρωποι, όπως αυτοί της Αιδελβέργης ηλικίας 200-250.000 ετών.


Ο Αρχαιάνθρωπος  του Πουλιανού έχει ηλικία άνω των 750.000 ετών και καμία σχέση δεν έχει με τον Ροδεσιανό, είναι Αυτόχθονας. Στον Αρχαιάνθρωπο βρέθηκαν ίχνη φωτιάς 1 εκατομμυρίου ετών και βεβαίως πρόκειται για την αρχαιότερη φωτιά που άναψε ποτέ ο άνθρωπος, δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι μόνο οι Έλληνες έχουν προϊστορία με την ανακάλυψη της φωτιάς, βλέπε (Προμηθέας Δεσμώτης). Προκύπτει λοιπόν από τα προ-αναφερθέντα ότι ο άνθρωπος της Αιγαιίδος κατασκεύαζε και χρησιμοποιούσε εργαλεία, και συνεπώς γνώριζε την φωτιά. Στην Περδίκα βρέθηκε σκελετός ελέφαντα ηλικίας 2,7-3 εκατομμυρίων ετών και δίπλα του τα εργαλεία με τα οποία τον διαμέλισαν.

Όλα τα άνωθεν λοιπόν ανατρέπουν περίτρανα την υπόθεση-φαντασία ότι ο άνθρωπος πρωτοεμφανίστηκε στην Αφρική καθ’ ότι ο άνθρωπος των Πετραλώνων θεωρείται εχέφρων (homo sapiens archaic) και είναι ηλικίας 750.000 ετών, ανάλογο ηλικιακά εύρημα δεν εντοπίστηκε ποτέ στην Αφρική. Στην κοιλάδα του ποταμού Αξιού το 1989 βρέθηκε κρανίο εξελιγμένου πιθήκου ο οποίος ονομάστηκε Ουρανοπίθηκος ο Μακεδονικός, ηλικίας 9-10 εκατομμυρίων ετών και δεν είναι λίγοι αυτοί (παλαιοντολόγοι: Γ. Κουφός κι ο Γάλλος Λουί Μπονίς)133 που έθεσαν το ερώτημα, γιατί ο άνθρωπος να μην προήρθε από τον Ουρανοπίθηκο; Και βεβαίως θα αναρωτηθεί κανείς πως ο πιθηκάνθρωπος από τις εκβολές του Νείλου πέρασε στην Ευρώπη αφού ούτε ναυσιπλοΐα και πολύ περισσότερο μήτε ναυπηγική γνώριζε και βεβαίως πουθενά δεν έχουν βρεθεί πολιτιστικά του υπολείμματα στο ελάχιστο. 

Ο Μπερνάλ εξέφρασε την άποψη ότι η Αίγυπτος προηγήθηκε του Αιγαίου και μάλιστα πιθανολογεί επιδρομή των Αιγυπτίων στην Ελλάδα γύρω στο 6.000 π.Χ. και ότι η Μαύρη Αθηνά αντιστοιχεί στην Μαύρη Αιγύπτια θεά Ναΐθ. Μόνο που το όνομα Ναΐθ (Αθυνόη ή Αθόνη, αντιστοιχεί στο όνομα της ελληνίδας θεάς Αθηνάς σ’ ανάστροφη γραφή 144-145, 161). Η συγγραφέας Μ. Λέφκοβιτς στο βιβλίο της «Μαύρη Μυθική Πραγματικότητα» έρχεται να απορρίψει παντελώς την άποψη του Μπερνάλ όπως ακριβώς το ομολογεί και αυτός ο ίδιος ο Αιγύπτιος ιερέας της Ελληνικής πόλης Σαΐδος, Σόγρις κατά τον Σόλωνα, ότι ο ελληνικός λαός είναι κατά πολύ αρχαιότερος του αιγυπτιακού, τουλάχιστον κατά 9.000 χρόνια, και οι Έλληνες λάτρευαν τους Θεούς που περιγράφονται στην Θεογονία αρκετά πριν την εμφάνιση των κειμένων της Ανατολής.


Την χαριστική βολή έρχονται να δώσουν τα καταπληκτικά ευρήματα των 40 και πλέον ετών έρευνας του Άρη Πουλιανού που δείχνουν αδιάσειστα την ύπαρξη πολιτισμού στην Ελλάδα ηλικίας 12 εκατομμυρίων ετών όπου παντελώς ανατρέπουν όχι απλά την άποψη του Αφροκεντρισμού, αλλά επιπλέον εντοπίζουν και την πρωτοεμφάνιση του ανθρώπου στη Γη, στο Αιγαίο. Ο άνθρωπος κινήθηκε και λειτούργησε στο Β. Αιγαίο πριν από 11-12 εκατομμύρια χρόνια, όπως ακριβώς επιβεβαιώνουν τα πλέον πρόσφατα ευρήματα της Χαλκιδικής-Καλαύρου και Τρίγλιας όπου βρέθηκαν οστά ορθίου ανθρώπου, κνήμη, ωλένη, κερκίδα, εργαλεία λίθινα, οστέινα, οστά ζώων και σκελετοί φυτών και δέντρων που δηλώνουν ξεκάθαρα ότι ο εχέφρων άνθρωπος έχει ηλικία μεγαλύτερη του 1 εκατομμυρίου ετών και άρα στο Αιγαίο πρωτοεμφανίστηκε ο αρχαιότερος πολιτισμός. Εδώ ακριβώς βρίσκονται οι ρίζες του λαού μας και από αυτό εδώ το σημείο ο πολιτισμός επεκτάθηκε κι εξαπλώθηκε στην Μ. Ανατολή-Αίγυπτο-Ινδία-Κίνα κ.τ.λ. Η Αίγυπτος όσο κι αν δεν βρίσκει πολλούς σύμφωνους ή δεν αρέσει υπήρξε αποικία Ελλήνων, των Αττιδών από το Άργος (σας λέει κάτι η Πυραμίδα στην Αργολίδα; 150-200 χρόνια παλαιότερη αυτών της Αιγύπτου), και των Μινύων από τον Ορχομενό. Τα αντίστοιχα, αν θέλετε, ευρήματα της Αφρικής έχουν ηλικία 500.000 ετών.

Από τα ευρήματά μας έρχεται έμμεσα κι αποδεικνύεται ότι υπήρχε έναρθρος λόγος, καθώς βλέπουμε πως υπήρξε δεξιοχειρία από το είδος των εργαλείων που κατασκεύασαν και χρησιμοποίησαν.


Στο νησί της Χίου βρέθηκε απολιθωμένος σκορπιός ηλικίας 200 εκατομμυρίων ετών.

Και τέλος θα ‘πρεπε όλος ο κόσμος να είναι Μαύροι. Ο ίδιος ο παλαιοντολόγος Leacky, που ανακάλυψε την Lucy, υποστηρίζει ότι η Ελλάδα υπήρξε κοιτίδα ανθρωπογενέσεως.

Αλλά αν υποθέσουμε χάριν ιστορίας ότι έγινε μετάλλαξη των γονιδίων τους και άρχισαν να γεννιούνται και λευκοί, αυτό έπρεπε όμως να συνεχίζεται. Άρα η Αφρικανική προέλευση του ανθρώπου απορρίπτεται παντελώς και ισχύει η παλιγένεση, δηλαδή ότι οι άνθρωποι γεννήθηκαν κατά πάσαν πιθανότητα σε 5 διαφορετικά σημεία της γης, όσες είναι και οι ανθρώπινες φυλές όταν οι κλιματολογικές συνθήκες των διαφόρων τόπων-περιοχών το επέτρεψαν. Άρα η Αφροκεντρική άποψη της Μαύρης Αθηνάς επίσης απορρίπτεται. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως είναι διαφορετικό και το DNA.

B)Τώρα όσον αφορά την πρωτοεμφάνιση του ανθρώπου στην Ευρώπη,1-3  είναι τρομερά δύσκολο να εμφανιστεί πρωταρχικά στον βορρά, κι αυτό διότι ήταν πλήρως καλυμμένος από παγετώνες, εκτός από μέρος των νοτίων τμημάτων του, επομένως όποιος πληθυσμός και αν υπήρχε θα βρισκόταν σε μια κατάσταση αντίστοιχη ή ανάλογη αυτής των σημερινών Εσκιμώων.

Η διεργασία της τήξης των πάγων άρχισε περίπου 25.000 χρόνια πριν και διήρκησε αρκετές χιλιετίες. Οι παγετώνες πιθανόν να είναι και η κύρια αιτία της απότομης εξαφάνισης του Νεάντερνταλ που έζησε πριν από 100.000 χρόνια, και που φυσικά δεν έχει καμία σχέση με τον σημερινό άνθρωπο όπως απέδειξαν και οι μελέτες του DNA (Stringer, 20-7-1997).  

Ελβετοί επιστήμονες του πανεπιστημίου της Ζυρίχης με ηλεκτρονικό υπολογιστή ανέπλασαν, οικοδόμησαν το πρόσωπο παιδιού του Νεάντερνταλ από απολιθωμένο κρανίο και έκαναν σύγκριση αυτού του προσώπου με πρόσωπο σημερινού ανθρώπινου παιδιού. Το συμπέρασμα ήταν ότι ο άνθρωπος του Νεάντερνταλ είναι αδελφό είδος και μάλιστα ότι δεν υπήρξαν αναμεταξύ τους διασταυρώσεις, με διαφορετικό DNA κι ότι αποτελεί παρακλάδι της εξέλιξης του ανθρώπου. Ο άνθρωπος του Νεάντερνταλ ζούσε πριν από 100.000 χρόνια στην Ευρώπη, Μ. Ασία, Κεντρική Ασία, και ξαφνικά προ 30.000 χρόνια μυστηριωδώς εξαφανίστηκε.

Τους πάγους στην Ευρώπη διαδέχτηκαν στην συνέχεια τεράστιου μεγέθους έλη, λίμνες, ποτάμια, πυκνή βλάστηση, πυκνά δάση και ζωή, οπότε ο άνθρωπος άρχισε να ανακτά την ήπειρο ορμώμενος από τα νότια τμήματά της γιατί μόνο εκεί ήταν εφικτό να υπάρχουν αξιόλογες ανθρώπινες κοινότητες που να μπορούσαν να αναπτυχθούν πολιτιστικά εξ αιτίας των κατάλληλων κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούσαν.


Στην Ευρώπη βρέθηκαν προϊστορικά ίχνη πολιτισμών όπως ο Ωρινάκιος (320.000 χρόνια), ο Σολουτράϊος (20.000 χρόνια), ο Μαγδαλινάϊος (16.000 χρόνια) και ο Αζιλάϊος (12.000 χρόνια) π.Χ. Στην Ευρώπη και στην Αμερική το κλίμα πήρε την σημερινή του μορφή γύρω στα 11.000-4.000 π.Χ. όπου έγινε θερμότερο και μεγάλες εκτάσεις που ήταν καλυμμένες με πάγους άρχισαν να απελευθερώνονται για φυτά, ζώα και ανθρώπους. Αντίθετα την ίδια εποχή σε μεγάλα γεωγραφικά τμήματα της Ασίας το κλίμα επιδεινώθηκε τραγικά.

Γύρω στο 9.500 π.Χ. το Παμίρ πάγωσε, πιθανότατα από μια απότομη άνοδο του φλοιού της Γης που ίσως να συνδέεται με τον καταποντισμό της Ατλαντίδας, πράγμα που εξηγεί και την αιφνίδια εξαφάνιση των μαμούθ και άλλων μεγάλων θηρίων στην Σιβηρία και άρα η ανάκτηση της Ευρώπης από τον άνθρωπο έγινε από τα νότια τμήματά της καθότι ήταν παγωμένη.

Ως προς την εξαφάνιση των Μαμούθ – Δεινοσαύρων και λοιπόν μεγαθηρίων ευλόγως ενοχοποιείται και η πρόσκρουση ενός υπερμεγέθους αστεροειδούς πάνω στην Γη σε πιθανή χρονολογία περί των 65 εκατομμυρίων ετών. Κάπως έτσι εξηγείται και ο καταποντισμός και αφανισμός της Ατλαντίδας.

Αυστραλοί ερευνητές του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας Πέρο, ανάλυσαν τους πυρήνες ιζημάτων που συνέλεξαν από τις ακτές της Αυστραλίας και της Κίνας και διαπίστωσαν ότι ο Ωκεανός είχε περιορισμένη συγκέντρωση οξυγόνου, ενώ είχε δυσανάλογα μεγάλο αριθμό βακτηριδίων που προσελκύονται από το θείο και καταλήγουν βάση της μελέτης τους αυτής ότι η ατμόσφαιρα αναλόγως της εποχής είχε έλλειψη οξυγόνου ακριβώς επειδή είχε δηλητηριαστεί από τις θερμές εκπομπές θείου, από αέρια προερχόμενα από εκρήξεις ηφαιστείων. Αυτό έγινε περί τα 250 εκατομμύρια χρόνια πριν (Μέγας Θάνατος) ο οποίος και εξάλειψε το 90% περίπου των έμβιων όντων της θάλασσας καθώς επίσης και το 75% των φυτών και ζώων της στεριάς. Επίσης η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον μελέτησε εκτενώς απολιθώματα που βρέθηκαν κυρίως στην Ν. Αφρική (126 απολιθώματα κρανίων από αμφίβια και ερπετά) για να καταλήξουν στο συμπέρασμα και να διαπιστώσουν ότι ο αφανισμός των ειδών ήταν σταδιακός από την εποχή της Τριασίου Περιόδου πριν από 250 εκατομμύρια χρόνια. Το περιβάλλον ήταν υπερβολικά θερμό και το οξυγόνο εξ’ ίσου λίγο (Science, 22-1-2000).    

Υπολογίζεται ότι αστεροειδής με διάμετρο μεγαλύτερη των 200 μέτρων θα έχει μάζα 6 τρισεκατομμυρίων τόνων περίπου και η σύγκρουσή του εύκολα θα μπορούσε να εξοντώσει το ¼ του παγκόσμιου πολιτισμού σε μόλις 1΄από την εξαέρωση της μάζας του όταν πλησιάζει την Γη λόγω υπερθέρμανσης. Προ 65 εκατομμύρια χρόνια ένας μετεωρίτης διαμέτρου 9,5 χιλιομέτρων που έπεσε στον κόλπο του Μεξικού, εξαφάνισε το 70% της έμβιας ζωής στον πλανήτη.


Επιστήμονες από το πανεπιστήμιο του Νέου Μεξικού και της Αριζόνας υπολόγισαν ότι ο μετεωρίτης 2001 VB5 με διάμετρο 300 μέτρα ο οποίος υπήρξε έντονος φόβος να πλήξει την γη στις 7-1-2002, αν έπεφτε στην Αγγλία, τότε, Βρετανία, Γαλλία και Ολλανδία θα εξαφανίζονταν από το πρόσωπο της Γης.

Πάντως διαπιστώνουμε πως υπάρχουν αρκετά νεώτεροι πολιτισμοί στην Ευρώπη που δεν έχουν ίχνος ναυπηγικής και ναυσιπλοΐας και το κυριότερο χωρίς τα χαρακτηριστικά του Μεσογειακού τύπου, ενώ αντιθέτως οι ντόπιοι της Αιγαιΐδος χρονολογούνται πολλών χιλιάδων ετών νωρίτερα.


Τέλος αν η Ανθρωπογένεση γινόταν μόνο στην Ευρώπη, τότε όλοι οι πληθυσμοί της Γης  θα ήταν λευκοί και δεν θα υπήρχαν άλλες φυλές.

Γ) ΙΝΔΟΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΑΠΟΨΗ (ΙΕ)
Το παραμύθι και το φάντασμα της ΙΕ εκδοχής, ο μύθος ότι εκεί πρωτοεμφανίστηκε ο άνθρωπος και ότι οι Έλληνες είναι απόγονοί τους, δημιουργήθηκε κατ’ εξοχήν από τους Δυτικούς που ζούσαν στις αποικίες ως ιεραπόστολοι, έμποροι, δικαστικοί και υπάλληλοι που πολύ θα ήθελαν να δικαιώσουν την παρουσία τους εκεί, χωρίς να έχουν την ελάχιστη ιστορική, αρχαιολογική και ανθρωπολογική γνώση-κατάρτιση, αλλά απλά στηριζόμενοι σε γλωσσολογικές ομοιότητες, κατ’ αρχήν με την Ιταλική (Filippo Sasseti), την Γαλλική (Couedouso), την Αγγλική (Hehed 1978), την Λατινική και Ελληνική (W. Jones1786) και ακόμη την Γερμανική-Ινδογερμανική γλώσσα (F. Bopp 1850).

Το 1813 ο Άγγλος ιατρός Τ. Young προτείνει την όρο «Ινδοευρωπαϊκές Γλώσσες» ως φιλοφρόνηση σ’ έναν αξιωματούχο.

Ξεκινώντας από τα προαναφερθέντα, διάφοροι γλωσσολόγοι διατύπωσαν την υπόθεση ότι η αρχική μητρική γλώσσα ήταν η Ινδοευρωπαϊκή (W. Jones). Οι Ινδοευρωπαίοι κατέβηκαν στην Ελλάδα το 2.000 π.Χ. κατά τους Ινδοευρωπαϊστές και για πρώτη φορά αντικρίζουν θάλασσα το 1.800 π.Χ. (Kitto).10  Φτάνουν δε στο απίστευτο σημείο οι Ινδοευρωπαίοι να αμφισβητήσουν τον τεράστιο και μοναδικό στο είδος του Μινωϊκοκυκλαδικό Πολιτισμό καθώς επίσης και τον Μυκηναϊκό και τον Τρωικό, αφού κατά τις αντιλήψεις τους ούτε Αγαμέμνονας, ούτε Αχιλλέας, ούτε Οδυσσέας και κατ’ επέκταση κι ο Όμηρος ως Προδωριείς υπήρξαν Έλληνες και θα αναρωτηθεί κανείς έστω και στοιχειωδώς πως όλα αυτά τα ανωτέρω εκτεθέντα βρίσκονται μόνο στην ελληνική γραφή.


Φτάνουν επίσης στο ακραίο σημείο αυτοί ας μου επιτραπεί ο όρος, οι μισέλληνες να αγνοούν παντελώς τα ήθη κι έθιμα, τις παραδόσεις, την γλώσσα, την θρησκεία, τα ανθρωπολογικά ευρήματα γενικότερα και το ότι οι Έλληνες ζούσαν στην Ελλάδα πολλές χιλιάδες χρόνια πρίν από την δήθεν φανταστική κάθοδο των Ινδοευρωπαίων.

Ούτε μια πηγή, συγγραφή, παράδοση ή μυθολογία υπάρχει που να βεβαιώνει ή έστω και να συνηγορεί για την κάθοδό τους στην Ελλάδα, αντιθέτως μάλιστα γίνεται ευρύτατος λόγος με απολύτως θετικές αποδείξεις, με αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ευρήματα για εκστρατείες, αποικισμούς Ελλήνων από τον Αιγαιακό χώρο προς την Ινδία, τον Καύκασο, την Λιβύη, την Αίγυπτο, την Ιταλία, το Γιβραλτάρ (Ηράκλειες στήλες), την Βόρειο και Νότιο Αμερική, την Καραϊβική, την Αφρική κ.τ.λ.. Πάρα πολλά δε ονόματα πόλεων στις προαναφερθέντες χώρες είναι αμιγώς Ελληνικά από Έλληνες μετανάστες, χιλιάδες χρόνια πριν από την δήθεν κάθοδο των Ινδοευρωπαίων.


Στο νεότερο εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Ήλιου, και συγκεκριμένα στο τόμο «Λαοί της Ανατολής», τονίζεται ότι στης πανάρχαιες τους παραδόσεις δεν γίνεται καμία εντελώς αναφορά-μνεία σχετική με την Ινδοευρωπαϊκή φυλή.


Ο Ινδός αρχαιολόγος Chattery δέχεται ότι τα πολιτιστικά στοιχεία του Μοχάντζο Ντόρο (3η χιλιετία π.Χ.) προήρθαν από το Αιγαίο. Ο σοφός Κινέζος Λάο στο 17ο κεφάλαιο του αρχαίου Κινέζικου κειμένου «Τάο-τε-κινγκ» γράφει ότι οι Θεοί και ο πολιτισμός ήρθαν από την Δύση με επικεφαλής τον Λάο ο οποίος ταξίδεψε σε ολόκληρη την οικουμένη όντας τέλειος δάσκαλος. (Ermatica Walters Scott p. 84).

              
Ας σημειωθεί εδώ ότι οι δήθεν πρόγονοι των Ινδοευρωπαίων οι Δραβίδες ή Δράβας όπως τους αποκαλούν, ο ίδιος ο Ινδός αρχαιολόγος και ανατολιστής Chattery τονίζει στο έργο του «History Culture of Indian People» είναι το όνομα Δραβίδες που προήρθε από τους Έλληνες της Μ. Ασίας, ενώ οι Έλληνες της ηπειρωτικής χώρας τους αποκαλούσαν Τερμίλες.


Ο Ηρόδοτος δε στο έργο του (Α. Κλειώ, 173) αναφέρει ότι οι Δραβίδες ή Τερμίλες ήταν Κρήτες που εγκαταστάθηκαν στην Μιλιάδα της Μ. Ασίας και οι οποίοι αργότερα ονομάστηκαν Λύκιοι επειδή η Μιλιάδα μετονομάστηκε Λυκία και βασιλιάς τους ήταν ο Έλληνας Βελλεροφόντης. Επίσης ο βασιλιάς του Άργους Δαναός τυγχάνει να είναι δίδυμος βασιλιάς της Αιγύπτου. Τον Οκτώβρη του 2000 δόθηκε ομιλία στα Τρίκαλα με θέμα «Δραβίδες, οι προέλληνες του Αιγαίου».

Ο Demisel μας λέει πως δεν υπάρχει ούτε μια λέξη, ούτε ένα όνομα κοινού Θεού ή κοινής θυσίας ή έστω κάποια ιεροτελεστία, όλα τα ανθρωπολογικά ευρήματα του Αίμου είναι καθαρά Μεσογειακού φύλου από το 5.000 π.Χ. και πλέον. Ο ίδιος τονίζει κι επισημάνει  πως «δεν νοείται Εθνολογία χωρίς ανθρωπολογία, αυτό είναι αδιανόητο».

Στους τάφους της εποχής της υποτιθέμενης αφίξεως των βορείων δεν βρέθηκαν ανθρωπολογικά τους ευρήματα, αντιθέτως όλα τα οστεολυτικά χαρακτηριστικά είναι του μεσογειακού τύπου. Ο καθηγητής της ανθρωπολογίας Ι. Κούμαρης τονίζει πως οι κρανιολογικές έρευνες δεν έδειξαν Βορείους αλλά Έλληνες.


Ο παγκοσμίου φήμης Αμερικανός ανθρωπολόγος Angel κατόπιν ενδελεχούς μελέτης σκελετών της αρχαίας Ελλάδας, των Αχαιών, της Μινωικής εποχής, της Κλασσικής και Βυζαντινής κατέληξε στο αδιάσειστο συμπέρασμα ότι πρόκειται πάντα για τον ίδιο σταθερό μεσογειακό αναλλοίωτο τύπο στο πέρασμα των αιώνων. Ο Άγγλος ανθρωπολόγος G. Huxley, απέδειξε με αδιαφιλονίκητα στοιχεία ότι η ύπαρξη των Ινδοευρωπαίων αποτελεί αποκύημα της φαντασίας και είναι εντελώς αντίθετος προς την επιστήμη της ανθρωπολογίας.

Ο William Durant στο έργο του «Παγκόσμια Ιστορία του Πολιτισμού» καθώς επίσης και ο Γερμανός Κίρχοφ στο έργο του «Μελέτη της Ιστορίας του Ελληνικού Αλφάβητου», τονίζουν ότι η ελληνική γραφή είναι αυτόχθων. Οι πρώτοι Φοίνικες ήταν Έλληνες προερχόμενοι από την Κρήτη (Κρητοφοίνικες), είναι ο Σαρπηδόνας ο αδελφός του Μίνωα που μετά την αποτυχία της ανταρσίας του για την εξουσία, κατέφυγε με τους ομοϊδεάτες του στην Τύρο του Λιβάνου από την πολίχνη των Σφακιών της Κρήτης, την Φοινίκη απ’ όπου προέρχεται το όνομα Φοινίκη και Φοίνικες (6η χιλιετία π.Χ.). Γύρω στο 1.100 π.Χ. ήρθαν στον Λίβανο οι Σημιτοφοίνικες Εβραίοι μετά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας το 1.450 π.Χ.

  
Τα χαρακτηριζόμενα ως Ινδοευρωπαϊκά γλωσσικά στοιχεία υπήρχαν στην Ελλάδα πολύ πριν από την υποτιθέμενη άφιξη των Ινδοευρωπαίων, είναι Πελασγικά. Στην αποκρυπτογράφηση της Μυκηνομινωϊκής Γραμμικής Γραφής Β, από τον Άγγλο αρχιτέκτονα Βέντρις και τον γλωσσολόγο Τσάντγουϊκ, αποδείχτηκε η ύπαρξη Δωρισμών στην προ-ομηρική Ελληνική αιώνες πριν από την κάθοδο των Δωριέων που δηλώνει τον επαναπατρισμό τους.

Λέγεται δε ότι η κάθοδος των Δωριέων είναι η σύγκρουση Ρουμελιωτών και Πελοποννησίων.



Ο φιλόλογος Γεωργούντζος, πρόεδρος των Ελλήνων φιλολόγων, μας πληροφορεί ότι στην Ιθάκη 1.600 χρόνια πριν τον Οδυσσέα οι κάτοικοι μιλούσαν Ελληνικά.

Ο διάσημος καθηγητής του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, Renfrew, τονίζει ότι οι αρχαίοι έλληνες ήταν Αυτόχθονες. Το Αλφάβητο – η γραφή των Ελλήνων που βρέθηκε στην βυθισμένη υποβρύχια πόλη των Ινδιών Gambay 9.500 ετών, δίνει ένα ισχυρό χτύπημα σε αυτούς που ψεύδονται.


Το 1925 στο Γκλοζέλ της Γαλλίας βρέθηκαν εκατοντάδες αγάλματα και πινακίδες με ποικίλες παραστάσεις ηλικίας πέραν των 7.000 ετών, στις οποίες διαφαίνονται ξεκάθαρα πολλά γράμματα του Ελληνικού Αλφάβητου όπως π.χ. Γ-Η-Κ-Μ-Χ κ.τ.λ. Αλλά και στις επιγραφές του Γκρατίβ-Κρηκ στην Δ. Βιρτζίνια των Η.Π.Α. φαίνονται καθαρά τα γράμματα Κ-Λ-Τ-Χ κ.α. Το ίδιο συμβαίνει στην Β. Ινδία όπου η γραφή Χαράπα περιλαμβάνει ελληνικά σύμβολα ηλικίας άνω των 5.500 ετών. Στον Ελλαδικό χώρο υπάρχει γραφή χιλιάδες χρόνια πριν της δήθεν άφιξης των Ινδοευρωπαίων (1.800-2.000 π.Χ.). Όπως στο: α) Δισπηλιό Καστοριάς, γραφή του 5.200 π.Χ., β) Γιαννιτσά, λίθινη επιγραφή του 7.000 π.Χ., γ) σπήλαιο Κυκλώπων στα Γιούρα, του 4.000 π.Χ., δ) Κρήτη, του 5.230 π.Χ., ε) Ελάτεια Κεραμικού, του 6.400 π.Χ., στ) Μακεδονία, βραχογραφίες του 4.500 π.Χ., ζ) Φαιστός, Δίσκος, ηλικίας άνω των 1.700 ετών π.Χ., η) Πύλος, το ανάκτορο του Νέστορα, γραφή άνω των 3.000 ετών π.Χ., θ) Πηλικάτα, Ιθάκης, ενεπίγραφα όστρακα του 2.600-3.000 π.Χ.,


Ο Πιτθέας, ο εγγονός του Τάνταλου και παππούς του Θησέα, γνώριζε και δίδασκε γραφή προ 45.000 χρόνων περίπου. («Ενταύθα Πιτθέα δίδαξτι λόγον, τέχνην φασί, και τι βιβλίον Πιτθέως δη σύγγραμμα υπό ανδρός εκδοθέν επιδαυρίου και αυτός επελεξάμην»), έτσι ο Πιτθέας δίδαξε την τέχνη του λόγου και βιβλίο συνέγραψε.   


Αλλά και πολλά ακόμη ερωτήματα μένουν αναπάντητα όπως για παράδειγμα:

Ποια είναι η πρώτη κοιτίδα των Ινδοευρωπαίων; Τίποτε δεν μας το αποσαφηνίζει αυτό.

Πότε και γιατί εγκατέλειψαν την γή τους; Αδιευκρίνιστο και αυτό. 

Ποια πορεία ακολούθησαν αφού κάθε Ινδοευρωπαϊστής υποδεικνύει και διαφορετική οδό;

Πως αποδεικνύεται ότι εγκαταστάθηκαν στην Ουγγαρία και γιατί να εγκαταλείψουν τις εύφορες κοιλάδες και να εγκατασταθούν σε ορεινές άγονες περιοχές; Κι εδώ κανένα ίχνος. 

Που ακριβώς βρίσκονται τα πολιτιστικά, ανθρωπολογικά και παλαιοντολογικά ευρήματά τους αφού όπως ανέφερε ο Ούγγρος συγγραφέας-μελετητής Kiszely ο πολιτισμός του Κερέζ (Ουγγαρία) έφτασε εκεί από την Μεσόγειο;
Πως τελικά να είναι δυνατόν να έφτασαν οι Έλληνες στην Ελλάδα το 2.000 π.Χ., αφού προϋπήρχαν σ’ αυτήν χιλιάδες χρόνια πριν1-2,5,11,16-17,21,28-31 και είχαν ήδη διαπλεύσει τους ωκεανούς και είχαν γνωρίσει την οικουμένη ως φαίνεται πιο κάτω από την παλαιολιθική ήδη εποχή;


Σαφέστατα τονίζει ο Γκρότι και προσφάτως ο Άγγλος Wace ότι ο Ελληνικός πολιτισμός είναι απόλυτα Αυτόχθων. Ο Ελληνιστής John Linton  τονίζει με έμφαση και βεβαιότητα ότι η κοιτίδα των Ελλήνων είναι το Αρχιπέλαγος (ΑΙΓΑΙΟΝ).


Ο Curtious  λέει ότι καμία παράδοση, μύθος ή ανάμνηση δεν αναφέρει μετανάστευση λαών προς τις περιοχές κατοικίες ελληνικών φύλων, όπως οι Ίωνες, Δωριείς κ.α. Κανείς αρχαίος συγγραφέας δεν μίλησε για κάθοδο λαών στον Περιαιγαιακό χώρο, ούτε Ελλήνων από τον Βορρά (Θουκυδίδης, Σόλων, Ηρόδοτος, Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Διόδωρος)1-3,10,12,47  και θεωρούν τους Έλληνες αυτόχθονες και για την πολυθρύλητη κάθοδο των Δωριέων δεν ήταν παρά μια οικειοθελής παλιννόστηση.

Ο Ησίοδος, ο Ηρόδοτος και ο Ισοκράτης τονίζουν ότι οι Έλληνες είναι αυτόχθονες πολιτιστικά από εδώ και 3.500 χρόνια π.Χ. «Είναι φασί τας αυτόχθονας κλεινάς Αθήνας ου επείσεκτον γένος» (Ευριπίδης, Ίων.).


Ο Ισοκράτης στον Πανηγυρικό του λόγο τονίζει:

«Είμεθα γνήσιοι, ευγενές γένος αυτής της γης, που μας εγέννησεν από τα σπλάχνα της και εις αυτήν εξακολουθώμεν άνευ διακοπής να κατοικώμεν διότι είμεθα Αυτόχθονες».

Οι Αρκάδες θεωρούσαν τους εαυτούς τους «ΠΡΟΣΕΛΗΝΟΥΣ», ότι υπήρξαν πριν να υπάρξει η Σελήνη και ο Όμηρος τονίζει ότι οι Έλληνες κατάγονται από τρανή γενιά.

Ο Περικλής στον Επιτάφιό του μιλάει για το αυτόχθονο των Ελλήνων: «Άρξομαι δε από των προγόνων πρώτον δίκαιον γαρ αυτοίς και πρέπον δε άμα εν των τοιώδες την τιμήν ταύτην της μνήμης δίδοσθαι. Την γαρ χώραν οι αυτοί αεί οικούντες διαδοχήν των επιγιγνωμένων μέχρι τούδε ελευθέραν δι’ αρετήν παρέδωσαν».

Ο Στράβων στα «Γεωγραφικά» (τ. Α΄) αναφέρει: «Οι Πελασγοί ήτο αρχαίο φύλο πάσαν επιπολάσαν… παρά τοις Αιολώσι και κατά Θετταλίαν και της Κρήτης έποικοι γεγόνασιν… και Πελασγικόν Άργος ή Θετταλία λέγεται, πολλοί δε και τα Ηπειρωτικά Έθνη Πελασγικά ειρήκασι…τον δε Δία τον Δωδωναίον αυτός ο ποιητής Όμηρος ονομάζει Πελασγικόν».

Ο Θουκυδίδης (Α΄) λέει: «Την γουν Αττικήν… άνθρωποι ώκουν οι αυτοί».


Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Γραφής Β΄ έδωσε την δυνατότητα ανάγνωσης, ερμηνείας, των αρχείων της Πύλου, Μυκόνου, Κρήτης, των προϊστορικών οικισμών Διμήνι, Σέσκλου, Τσαγκλί, Φθία, Λιανοκλάδι, Φράγχθι κ.α. και να αποδείξει την ύπαρξη οργανωμένων οικισμών εκατοντάδων χιλιάδων ετών.

Μετά τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα (9.700 π.Χ.) και καταβύθιση της Αιγηίδος οι Πελασγοί φαίνεται να είναι οι μόνοι επιζήσαντες στον ελλαδικό χώρο. Πελασγοί είναι και οι Αιολείς, Δωριείς και Ίωνες. Ο Αισχύλος στις Ικέτιδες παραθέτει: «Του γηγενούς γαρ ειμί παλαίχθων ίνις Πελασγός, της δε γης Αρχηγέτης». Ο γενάρχης του Πελασγικού φύλου είναι ο γιός του Δία και της Νιόβης. Σύμφωνα με την λακωνική παράδοση ο γηγενής και αυτόχθων γενάρχης και πρώτος βασιλιάς των Λακώνων, ήταν ο Λέλεξ, απ’ όπου και οι κάτοικοι της περιοχής πήραν το όνομά τους, Λέλεγες, «ως δε αυτοί Λακεδαιμόνιοι λέγουσι, Λέλεξ αυτόχθων ων εβασίλευσε πρώτος εν τη γη ταύτη και από τούτου Λέλεγες ωνομάσθησαν», (Παυσανίας). Τελικά Λέλεγες, Κάρες, Λύκιοι, Πελασγοί και Δόλοπες, όλοι ανήκουν στον προϊστορικό πλαίσιο της Αιγηΐδος.  


Ο Ι. Κορδάτος τονίζει ότι οι μετακινήσεις δεν έγιναν από πάνω προς τα κάτω αλλά αντιστρόφως, από κάτω προς τα πάνω. Οι ανθρωπολόγοι Rotteck-Linton-Muckie κ.α. έρχονται να επιβεβαιώσουν το αυτόχθονο των Ελλήνων και ότι η Ελληνική γλώσσα ομιλείτο πριν από το 1.700 π.Χ.

Ο καθηγητής Bayer, ιδρυτής της συγκριτικής γλωσσολογίας στην Πετρούπολη, επιμένει ότι οι γλωσσικές ομοιότητες έχουν προέλευση Ελληνική.

Ο Γιουγκοσλάβος Gavela Branco υπογραμμίζει ότι η Ινδοευρωπαϊκή φυλή είναι μια άκρως φανταστική εθνότητα.

Ο Σέλλεϋ και ο Χίτλερ θεωρούν προγόνους τους τούς Έλληνες. Ο προαναφερθείς καθηγητής του Cambridge, o C. Renfrew τονίζει ότι η μεταναστευτική θεωρία για την προέλευση του Αιγαιακού πολιτισμού είναι αστήρικτη και ότι οι Μεσογειακοί έφτασαν στα Βρετανικά νησιά γύρω στο 4.000 π.Χ. Στο μεγαλιθικό κτίσμα στο Stonehenge στην Αγγλία (2.500 π.Χ.) υπάρχει απεικόνιση Μινωικού Εγχειριδίου, ο δε Γάλλος αρχαιολόγος J. Capitan τονίζει ότι όλα τα διάσπαρτα μεγαλιθικά κτίσματα στην Ευρώπη είναι Αιγαιϊκά, όπως το σπήλαιο Menga στην επαρχία Malaga της Ισπανίας – το Καρνάκ στην Βρετάνη της Γαλλίας με περισσότερους από 1.000 μονήρεις γιγαντιαίους ογκόλιθους – το Τρίλιθον του Stonehenge στο Salisbury της Αγγλίας που φέρει χαραγμένους μινωικούς διπλούς πέλεκεις καθώς επίσης και μυκηναϊκά ξίφη. Το συγκεκριμένο μνημείο ήταν χώρος τελετών των Δρυΐδων (Druids), παιδιά-απόγονοι της Δρυός, του ιερού δένδρου του Δία. Οι Δρυΐδες ήταν οι κυβερνήτες της Ευρώπης ως και την εποχή του Ιουλίου Καίσαρα όπως μας αναφέρει στο έργο του ο De Bello Gallico και μάλιστα κατέγραφαν τα απόρρητα και δημόσια έγγραφα στα Ελληνικά – τα Μενίρ της Ισπανίας περίπου 30 σήμερα σώζονται στο νησί Μινόρκα (Ελαχίστη) σε σχήμα Ταύλων δηλ, Τραπεζιών, και είναι απόλυτα ελληνικής αρχιτεκτονικής –τα Dolmen Steintisch, λίθινα τραπέζια στην Βαρκελώνη, στην Σκανδιναβία, στην Β. Αφρική, είναι όλα ελληνικής δόμησης και τεχνοτροπίας, στην Μάλτα, στην Σικελία, στην Σαρδηνία κ.τ.λ.


Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης προσθέτει ότι στην Βρετανία υπήρχε ένα τεράστιο μεγαλοπρεπές τέμενος προς τιμή του Θεού Απόλλωνα. Ο V. Miloijcic επισημάνει ότι η Ινδοευρωπαϊκή φυλή γεννήθηκε από μια υπόθεση αμύητων γλωσσολόγων στην αρχαιολογία και την ανθρωπολογία, αξίζει δε να σημειωθεί ότι η ομοιογλωσσία των Αρίων Λαών μητρική γλώσσα έχουν την Πρωτοελληνική.


Επιτρέψτε μου ανεπιφύλακτα να πιστεύω ότι οι λεγόμενοι Ινδοευρωπαίοι δεν είναι τίποτε άλλο από το συνονθύλευμα των Ελληνικών Φυλών.  

Πιστεύω ακράδαντα ότι δεν πρέπει καν να γίνεται μνεία από την στιγμή που έχουμε τόσο στην ηπειρωτική όσο και στην νησιωτική Ελλάδα πολλές δεκάδες χιλιάδες μέχρι τώρα ελληνικούς οικισμούς από την παλαιολιθική εποχή και μετέπειτα. Επίσης ας ληφθεί σοβαρά υπόψη ότι έχουμε ελληνική γραφή χιλιάδων ετών προ της φανταστικής αφίξεως των Ινδοευρωπαίων που η δήθεν άφιξή τους κατ’ αυτούς είναι το 2.000 π.Χ. όπως παρακάτω θα γίνει αναφορά.



πηγή: mcnews.gr

ΑΡΗΣ ΠΟΥΛΙΑΝΟΣ - Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΠΟΙΗΣΗΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ανθρωποποίηση του πιθηκου

Ομιλία Δρ. Άρη Ν. Πουλιανού στο ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟ ΑΘΗΝΑΙΟΝ «ΕΚΑΤΗΒΟΛΟΣ» 

Ο τίτλος της ανακοίνωσής μου ίσως ακουστεί κάπως ντετερμινιστικός, είμαι όμως πεπεισμένος πλέον ότι εμείς, τα ανθρώπινα όντα, περάσαμε από μια πολύ πιο μακρά εξελικτική πορεία ανθρωποποίησης από αυτήν που παραδέχονται συνήθως οι ιστορικοί, των μαρξιστών συμπεριλαμβανομένων.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως προερχόμαστε από τους πιθήκους, όχι όμως από τους Αφρικανικούς. Κάποτε, ζούσαν στην Ευρώπη περισσότερα από πενήντα είδη πιθήκων. Ένα είδος όμως, που το ονόμασα Ελλαδοπίθηκο Semierectus, έζησε επάνω στα δένδρα πριν από δεκαεπτά εκατομμύρια χρόνια (περιοδικό «ΑΝΘΡΩΠΟΣ», ν. 1, Ιανουάριος 1976, σ.σ. 3 -30, Αθήνα).

Η τόσο γνωστή μας πανίδα από το Πικέρμι της Μειοκαίνου περιόδου εντοπίστηκε από την Ουγγαρία, μέσω των Βαλκανίων, ως το Ιράν. (Wagner, A 1840: Fossile Uberreste Von einem Affen und anderensaugetierrenaus Griechenland. Abh. Bayer, Acad Wissi. Munchen). Ανάμεσα σε άλλα ευρήματα, ένα από τα σημαντικότερα αυτής της περιόδου είναι ο Μεσοπίθηκος ο Πεντελικός, η ζώνη διαβίωσης του οποίου απλωνόταν σε μια τεράστια έκταση, πέρα από την Ελλάδα. Για αυτό το είδος πιθήκου, γνωρίζουμε ότι δεν ζούσε επάνω στα δένδρα αλλά στο έδαφος. Η πλατιά του εξάπλωση σε μια τόσο μεγάλη έκταση προϋποθέτει ήδη ότι κάποιοι ανθρωπόμορφοι πίθηκοι μπορούσαν να κατεβούν από τα δένδρα (Roghinski, JJ&M. G. Levin, 1963: Anthropologia, Moskva, str. 184 - 185) και να αρχίσουν να περπατούν. Συνεπώς, ανάμεσα σε αυτούς τους… «κατιόντες» μπορεί να βρίσκονται και κάποιοι από τους δικούς μας ανιόντες συγγενείς.

Μια άλλη κάτω γνάθος που βρέθηκε από έναν Γερμανό αξιωματικό κατά τα χρόνια της κατοχής (1942) και μελετήθηκε από τον C. Von Koenigswald (1972: Einunterkiefezeinesfossilen Hominoide naus demunterpliozan Griechenlands. Konikl. Nederl. Academie Van Wetenschappen. Series B, 75, No 5, str. 385 -394, Amsterdam), φαίνεται πως είναι ένας εξελιγμένος τύπος που δεν ανήκει στον Δρυοπίθηκο, και που θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιπροσωπεύει την πρώτη εμφάνιση των Αφρικανικών Πρωτευόντων Θηλαστικών. Ο Koenigswald του έδωσε ένα όχι και τόσο εύστοχο όνομα («γκραικοπίθηκος»). Η ηλικία του ανέρχεται στα εννέα εκατομμύρια χρόνια περίπου. Η κάτω γνάθος ενός άλλου δείγματος που βρέθηκε από την Γαλλική αποστολή το 1972 κοντά στην Θεσσαλονίκη, ονομάστηκε Δρυοπίθηκος Μακεδονικός. Είναι όμως ένας τύπος ακόμη περισσότερο εξελιγμένος από τον Δρυοπίθηκο και, σύμφωνα προς τον Koenigswald, πιο κοντινό στα Ανθρωποειδή. Η ηλικία του παραπέμπει στην Ανωτέρα Μειόκαινο (Vallesian).

Τέλος, το εύρημα που περιγράφεται σε αυτή την ανακοίνωση (ο Ελλαδοπίθηκος) , είναι το άνω τμήμα ενός αριστερού μηριαίου οστού, που βρέθηκε από την δική μας αποστολή το 1974, κοντά στα Θαρούνια, ένα χωριό στο νησί της Εύβοιας. Η ηλικία του, όπως την προσδιορίσαμε αργότερα, ανέρχεται στην Κατωτέρα Μειόκαινο, είναι δηλαδή περίπου δεκαεπτά εκατομμυρίων ετών, επιβεβαιωμένη και από την στρωματογραφία. Τώρα φυλάσσεται στο Ανθρωπολογικό Μουσείο του Αρχανθρώπου, στα Πετράλωνα της Χαλκιδικής.

Έχει μελετηθεί και περιγραφεί εξ ολοκλήρου, και κατατάχτηκε στους semierectus (ημι –όρθιους) πιθήκους, όπως ονομάζει ο συγγραφέας ολόκληρο το πλέγμα των παρόμοιων ευρημάτων από την Αττική, όπως επίσης και από την Μακεδονία.

Το νέο οστό που βρέθηκε, μήκους 98 mm (στο οποίο δόθηκε το κωδικό όνομα «Α.Ε. -1») φαίνεται πως ανήκε σε μάλλον νεαρό άτομο, και το συνολικό του μήκος (υπολογισμένο κατ’ αναλογία) δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο από 350 mm. Αυτό σημαίνει ότι το ύψος του ατόμου θα πρέπει να ήταν γύρω στα 140 -150 cm. Το βάρος του, σύμφωνα με τον δείκτη Debetz (ICVS), υπολογίζεται κατά προσέγγιση στα 40 - 42 κιλά. Ο δείκτης πάχους («stoutnessindex») τότε, είναι περίπου 22, 85, τη στιγμή που για τον Ουραγκοτάγκο, τον Χιμπατζή και τον Γορίλλα ο ίδιος δείκτης είναι 32 - 33 ενώ για τον άνθρωπο είναι 18 - 21!

Ανάμεσα όμως σε όλες αυτές τις έμμεσες μεθόδους ταυτοποίησης και καθορισμού ενός ευρήματος, η καλύτερη θα ήταν η ακριβής μέτρηση της γωνίας στρέψης, προκειμένου να προσδιορίσουμε την αναλογία της όρθιας στάσης του. Έτσι, αναπτύχθηκε μια καινούρια μέθοδος υπολογισμού της γωνίας στρέψης, σε ένα σπασμένο μηριαίο οστό. Αυτή η μέθοδος βασίζεται στην υπόθεση ότι η γωνία στρέψης ενός οστού (θ) είναι ευθέως ανάλογη προς την γωνία της κυλινδρικής του επιφάνειας (α). Ο άξονας ενός οστού είναι η γραμμή που διέρχεται από όλα τα κέντρα βάρους στην πλάγια τομή του (ΑΒ).Το όριο της κυλινδρικής επιφανείας ενός οστού είναι η γραμμή που ενώνει όλες τις αντίστοιχες γωνίες της διαγώνιας τομής (ΓΔ). Δηλαδή: θ = Κ. α, όπου Κ – συντελεστής αναλογίας.

Και αυτή η υπόθεση βασίζεται στα εξής:

α) την γεωμετρική αναλογία των αντίστοιχων οστών διαφορετικών ζώων
β) την φυσιο –χημική ομοιότητα των οστών, και
γ) την κατά προσέγγιση σταθερή αναλογία ανάμεσα στο βάρος ενός ζώου και το εμβαδόν της διαγώνιας τομής, που σημαίνει ότι  η πίεση από το βάρος που δέχεται το οστό είναι σχεδόν σταθερή (το βάρος του ζώου  ανά μονάδα του εμβαδού της διαγώνιας τομής του οστού).

Προκειμένου να υπολογίσουμε το Κ, παίρνουμε ένα αντίστοιχο σύγχρονο μη σπασμένο οστό, και μετράμε τις γωνίες του θ και α: Κ= θ άθραυστο προς α άθραυστο.

Ύστερα, μετράμε την γωνία α του σπασμένου οστού που αποτελεί το εύρημά μας, και υπολογίζουμε την γωνία θ: θ σπασμένο = Κ. α άθραυστο = θ άθραυστο. α σπασμένο προς α άθραυστο
Η γωνία α είναι ο μέσος όρος των γωνιών β και γ.

Οι γωνίες β και γ μπορούν να βρεθούν αν φωτογραφίσουμε το οστό και τις μετρήσουμε επάνω στη φωτογραφία. Για να κάνουμε ξεκάθαρα διακριτό το όριο ΓΔ, φωτίζουμε το οστό από το πλάι. Τότε, το ΓΔ γίνεται οριακή γραμμή που χωρίζει δυο επιφάνειες οι οποίες διακρίνονται χάρη στον φωτισμό. Στην δική μας περίπτωση, πήραμε δεκαεπτά φωτογραφίες από διαφορετικές γωνίες και των δύο οστών, του σπασμένου και του μη σπασμένου.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών των διαδικασιών έδειξε πως το θ (στρέψη) σπασμένο, ισούται κατά προσέγγιση με δεκαοκτώ μοίρες, κάτι το οποίο σημαίνει πως αυτός ο συγκεκριμένος πίθηκος ήταν περίπου κατά 65% όρθιος στην διάρκεια της ζωής του. Αυτό, με την σειρά του σημαίνει ότι ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό όρθιος, και σίγουρα σε πολύ μεγαλύτερο από όσο είναι σήμερα τα περισσότερα Αφρικανικά Πρωτεύοντα Θηλαστικά. Το συμπέρασμα που προέκυψε από αυτές τις διαπιστώσεις είναι πως ο Ελλαδοπίθηκος μπορεί να είναι ο πρόγονος του Ανθρώπου.

Τελικά, καταλήγουμε ότι ολόκληρο το πλέγμα των σχετικών με τον Ελλαδοπίθηκο ευρημάτων από την Ελλάδα, κατατάσσεται σε μια εντελώς ξεχωριστή οικογένεια, την οποία ταξινομούμε χρονολογικά αμέσως μετά την οικογένεια των Ανθρωπίδων. Ως αποτέλεσμα της παραπάνω εξελικτικής πορείας, προκύπτει ο πρώτος όρθιος άνθρωπος επάνω στην γη, ο Homo Erectus Trilliensis, που εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο από αυτήν την περιοχή του Αιγαίου, στα Νοτιοανατολικά της Ευρώπης, πριν από 13 εκατομμύρια χρόνια.

Έτσι τώρα φαίνεται πως λήγει και η μακρά διαμάχη που ξεκίνησε εδώ και περισσότερα από εκατό χρόνια ανάμεσα στους ανθρωπολόγους («πολυφυλετική εναντίον μονοφυλετικής καταγωγής»). Η μονοφυλετική καταγωγή του ανθρώπου (από τον Ελλαδοπίθηκο ως τον Homo Erectus Trilliensis) που εξαπλώθηκε στη συνέχεια μέσω του Ατλαντικού στον Ειρηνικό Ωκεανό και στη συνέχεια σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο, έχει, κατά τη γνώμη μας, σε μεγάλο βαθμό επιβεβαιωθεί. Φαίνεται λοιπόν πια πως το κάθε βιολογικό είδος επάνω στην γη προέρχεται από ένα συγκεκριμένο κέντρο, και στην συνέχεια εξαπλώνεται από εκεί σε ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο.

Εν τω μεταξύ, οι ανασκαφές συνεχίζονται: ένα νέο εύρημα, προερχόμενο από ένα νεαρό κορίτσι 14 ετών, ήλθε στο φως. Το εύρημα ονομάστηκε: Homo Erectus Daphnae,προς τιμήν της κυρίας Δάφνης Α. Πουλιανού.

πηγή: diipetes.ysee.gr

Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

$
0
0
Ο Πλούτων δειπνεί με τη συντροφιά της Περσεφόνης. Αττική ερυθρόμορφη κύλικα, Βρετανικό ΜουσείοΛονδίνο, 440-430 π.Χ. περίπου.

Τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων χαρακτήριζε η λιτότητα, κάτι που αντικατόπτριζε τις δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες διεξάγετο η ελληνική γεωργική δραστηριότητα. Θεμέλιο τους ήταν η λεγόμενη «μεσογειακή τριάδα»:[α] σιτάριλάδι και κρασί.

Στη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων συναντούμε τα δημητριακά σιτάρι και, σε περιπτώσεις ανάγκης, μείγμα κριθαριού με σιτάρι, από το οποίο παρασκευαζόταν ο άρτος. Τα δημητριακά συνοδεύονταν συνήθως από οπωροκηπευτικά (λάχανακρεμμύδιαφακές και ρεβύθια). Η κατανάλωση κρέατος και θαλασσινών σχετιζόταν με την οικονομική κατάσταση της οικογένειας, αλλά και με το αν κατοικούσε στην πόλη, στην ύπαιθρο ή κοντά στη θάλασσα. Οι Έλληνες κατανάλωναν ιδιαιτέρως τα γαλακτοκομικά και κυρίως το τυρί. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά αντί αυτού γινόταν χρήση κυρίως του ελαιόλαδου. Το φαγητό συνόδευε κρασί (κόκκινο, λευκό ή ροζέ) αναμεμειγμένο με νερό.


Πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Ελλήνων παρέχουν τόσο οι γραπτές μαρτυρίες όσο και διάφορες καλλιτεχνικές απεικονίσεις: οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και το έργο του γραμματικού Αθήναιου από τη μία πλευρά, τα κεραμικά αγγεία και τα αγαλματίδια από ψημένο πηλό από την άλλη.

Γεύματα

Για τους αρχαίους Έλληνες τα γεύματα της ημέρας ήταν τρία στον αριθμό. Το πρώτο από αυτά (ἀκρατισμός) αποτελούσε κριθαρένιο ψωμί βουτηγμένο σε κρασί (ἄκρατος), συνοδευόμενο από σύκα ή ελιές.[1] Το δεύτερο (ἄριστον) λάμβανε χώρα το μεσημέρι ή νωρίς το απόγευμα.[2] Το τρίτο (δεῖπνον), το οποίο ήταν και το σημαντικότερο της ημέρας, σε γενικές γραμμές καταναλωνόταν αφού η νύχτα είχε πλέον πέσει. Σε αυτά μπορεί να προστεθεί ένα επιπλέον ελαφρύ γεύμα (ἑσπέρισμα) αργά το απόγευμα. Τέλος το ἀριστόδειπνον ήταν ένα κανονικό γεύμα που μπορούσε να σερβιριστεί αργά το απόγευμα στη θέση του δείπνου.

Φαίνεται πως, στις περισσότερες περιστάσεις, οι γυναίκες γευμάτιζαν χωριστά από τους άνδρες.[3] Εάν το μέγεθος του σπιτιού το καθιστούσε αδύνατο, οι άνδρες κάθονταν στο τραπέζι πρώτοι, με τις γυναίκες να τους ακολουθούν μόνο αφού οι τελευταίοι είχαν ολοκληρώσει το γεύμα τους.[4] Ρόλο υπηρετών διατηρούσαν οι δούλοι. Στις φτωχές οικογένειες, σύμφωνα με το φιλόσοφο Αριστοτέλη, τις υπηρεσίες τους προσέφεραν οι γυναίκες και τα παιδιά, καλύπτοντας την απουσία δούλων.[5]

Χάρις στο έθιμο της τοποθέτησης στους τάφους μικρών μοντέλων επίπλων από ψημένο πηλό, σήμερα κατέχουμε σημαντικές πληροφορίες για το πώς έμοιαζαν. Οι Έλληνες έτρωγαν καθιστοί, ενώ οι πάγκοι χρησιμοποιούνταν κυρίως στα συμπόσια.[6] Τα τραπέζια, υψηλά για καθημερινή χρήση και χαμηλά για τα συμπόσια, είχαν συνήθως ορθογώνιο σχήμα. Κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. ιδιαίτερα διαδεδομένα ήταν τα στρογγυλά τραπέζια, συχνά με ζωόμορφα πόδια.

Κομμάτια πεπλατυσμένου ψωμιού μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πιάτα, ωστόσο τα πήλινα δοχεία ήταν και τα πιο διαδεδομένα.[7] Τα πιάτα με την πάροδο του χρόνου κατασκευάζονταν με περισσότερο γούστο και επιμέλεια, με αποτέλεσμα να συναντά κανείς κατά τη ρωμαϊκή περίοδο πιάτα από πολύτιμα μέταλλα ή ακόμη και γυαλί. Η χρήση μαχαιροπήρουνων δεν ήταν και πολύ συχνή: η χρήση του πηρουνιού ήταν άγνωστη και ο σύνηθης τρόπος λήψης του φαγητού ήταν με τα δάχτυλα.[8] Εντούτοις μαχαίρια χρησιμοποιούνταν για την κοπή του κρέατος, καθώς και κάποια μορφή κουταλιών για σούπες και ζωμούς.[7] Κομμάτια ψωμιού (ἀπομαγδαλία) μπορούσαν να χρησιμεύσουν για τη λήψη τροφής [8] ή ακόμη και ως πετσέτα για τα δάχτυλα.[9]

Συμπόσιον

Στην ελληνική αρχαιότητα εκτός από το καθημερινό δείπνο (βραδινό γεύμα) υπήρχε και το δειπνούμενο γεύμα με φίλους ή γνωστούς που ονομάζονταν "συμπόσιο"ή "εστίαση"που σήμερα λέγεται συνεστίαση. Υπήρχαν και δείπνα όπου οι συμμετέχοντες συνεισέφεραν ή οικονομικά, ή με τρόφιμα, τα οποία και λέγονταν "συμβολές". Ο Όμηρος τα αποκαλεί "εράνους", ενώ γνωστές είναι οι αρχαίες σχετικές φράσεις "δειπνείν από συμβολών", ή "δείπνον από σπυρίδος".

Το συμπόσιον (λέξη που σημαίνει «συνάθροιση ανθρώπων που πίνουν») αποτελούσε έναν από τους πιο αγαπημένους τρόπους διασκέδασης των Ελλήνων.[10] Περιελάμβανε δύο στάδια: το πρώτο ήταν αφιερωμένο στο φαγητό, που σε γενικές γραμμές ήταν λιτό, ενώ το δεύτερο στην κατανάλωση ποτού.[10] Στην πραγματικότητα, οι αρχαίοι έπιναν κρασί και μαζί με το γεύμα, ενώ τα διάφορα ποτά συνοδεύονταν από μεζέδες (τραγήματα): κάστανακουκιά, ψημένοι κόκκοι σίτου ή ακόμη γλυκίσματα από μέλι, που είχαν ως στόχο την απορρόφηση του οινοπνεύματος ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος της συνάθροισης.[11]

Το δεύτερο μέρος ξεκινούσε με σπονδή, τις περισσότερες φορές προς τιμή του Διονύσου.[12] Κατόπιν οι παριστάμενοι συζητούσαν ή έπαιζαν διάφορα επιτραπέζια παιχνίδια, όπως ο κότταβος. Συνεπώς τα άτομα έμεναν ξαπλωμένα σε ανάκλιντρα (κλίναι), ενώ χαμηλά τραπέζια φιλοξενούσαν τα φαγώσιμα και τα παιχνίδια. Χορεύτριες, ακροβάτες και μουσικοί συμπλήρωναν την ψυχαγωγία των παρευρισκομένων. Ένας «βασιλιάς του συμποσίου» ο οποίος εκλεγόταν στην τύχη αναλάμβανε να υποδεικνύει στους δούλους την αναλογία κρασιού και νερού κατά την προετοιμασία των ποτών.

Εντελώς απαγορευμένο στις γυναίκες, με εξαίρεση τις χορεύτριες και τις εταίρες, το συμπόσιο ήταν ένα σημαντικότατο μέσο κοινωνικοποίησης στην Αρχαία Ελλάδα. Μπορούσε να διοργανωθεί από έναν ιδιώτη για τους φίλους ή για τα μέλη της οικογένειάς του, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα με τις προσκλήσεις σε δείπνο. Μπορούσε επίσης να αφορά τη μάζωξη μελών μιας θρησκευτικής ομάδας ή μιας εταιρείας (ενός είδος κλειστού κλαμπ για αριστοκράτες). Τα πολυτελή συμπόσια προφανώς προορίζονταν για τους πλούσιους, ωστόσο στα περισσότερα σπιτικά θρησκευτικές ή οικογενειακές γιορτές αποτελούσαν αφορμή για δείπνο, έστω και μετριοπαθέστερο.

Το συμπόσιο ως πρακτική εισήγαγε κι ένα πραγματικό λογοτεχνικό ρεύμα: το «Συμπόσιον» του Πλάτωνα, το ομώνυμο έργο του Ξενοφώντα«Το Συμπόσιον των Επτά Σοφών» του Πλουτάρχου και οι «Δειπνοσοφισταί» του Αθήναιου αποτελούν χαρακτηριστικά έργα.

Συσσίτια

Τα συσσίτια αποτελούσαν κοινά γεύματα στα οποία συμμετείχαν υποχρεωτικά άνδρες κάθε ηλικίας στα πλαίσια κοινωνικού ή θρησκευτικού εθιμοτυπικού. Οι χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις εντοπίζονται στην Κρήτη και τη Σπάρτη, αν και ορισμένες πηγές κάνουν αναφορά σε ανάλογες πρακτικές και σε άλλα μέρη. Άλλες γνωστές ονομασίες της πρακτικής αυτής είναι φειδίτια και ὰνδρεῖα.

Συγκεκριμένα στην Αρχαία Σπάρτη, η συμμετοχή στα συσσίτια ήταν υποχρεωτική. Ανάμεσα στις υποχρεώσεις των Ομοίων, δηλαδή των μελών της σπαρτιατικής κοινωνίας με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ήταν η συνεισφορά τροφίμων (ή έτερης αποζημίωσης) για τη διατροφή που τους παρείχε το κράτος. Η αποτυχία ανταπόκρισης στον κανόνα αυτό ήταν ατιμωτική. Αντίθετα με τα συμπόσια, τα συσσίτια χαρακτήριζε η λιτότητα και η μετριοπάθεια.[13]

Δημητριακά και ψωμί

Τα δημητριακά αποτελούσαν τη βάση της διατροφής των αρχαίων Ελλήνων, κατά τη μινωική, τη μυκηναϊκή[14] και την κλασική περίοδο.[15] Χαρακτηριστικό είναι πως η Αθήνα του Περικλή, αποτελούσε το μεγαλύτερο εισαγωγέα σιτηρών του αρχαίου κόσμου: τα φορτία που κατέφθαναν από τη Μαύρη Θάλασσα και τον Ελλήσποντο ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 17.000 τόνους ετησίως.[16]
Κύρια προϊόντα ήταν το σκληρό σιτάρι (πύρος), η όλυρα (ζειά) και το κριθάρι (κριθαί).[17]

Το σιτάρι μουσκευόταν προκειμένου να γίνει μαλακό και κατόπιν επεξεργαζόταν με δύο πιθανούς τρόπους: πρώτη περίπτωση ήταν το άλεσμά του προκειμένου να γίνει χυλός, ώστε να αποτελέσει συστατικό του λαπά. Η άλλη περίπτωση ήταν να μετατραπεί σε αλεύρι (ἀλείατα) από το οποίο προέκυπτε το ψωμί (ἄρτος) ή διάφορες πίττες, σκέτες ή γεμιστές με τυρί ή μέλι.[18] Η μέθοδος «φουσκώματος» του ψωμιού ήταν γνωστή. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι Έλληνες χρησιμοποίησαν κάποιο αλκαλικό συστατικό ή μαγιά σαν καταλύτη της διαδικασίας.[19][20]Η ζύμη ψηνόταν στο σπίτι σε υπερυψωμένους φούρνους από άργιλο (ἰπνός).[21] Μια απλούστερη μέθοδος προέβλεπε την τοποθέτηση αναμμένων κάρβουνων στο έδαφος και την κάλυψη του σκεύους με καπάκι σε σχήμα θόλου (πνιγεὐς). Όταν το έδαφος ήταν αρκετά ζεστό, τα κάρβουνα απομακρύνονταν και στη θέση τους τοποθετούταν η ζύμη, η οποία καλυπτόταν και πάλι από το καπάκι. Κατόπιν τα κάρβουνα αποθέτονταν πάνω ή γύρω από το καπάκι για διατήρηση της θερμοκρασίας.[22] Οι πέτρινοι φούρνοι έκαναν την εμφάνισή τους κατά τη ρωμαϊκή πια περίοδο. Ο Σόλων, ο Αθηναίος νομοθέτης του 6ου αιώνα π.Χ., όρισε πως το ψωμί από σιτάρι έπρεπε να καταναλώνεται μόνο κατά τις εορταστικές ημέρες.[23] Από την κλασική εποχή και έπειτα, και μόνο για εκείνους που είχαν τα οικονομικά μέσα, το εν λόγω ψωμί ήταν διαθέσιμο καθημερινά στα αρτοπωλεία.[24][25]

Το κριθάρι ήταν απλούστερο στην παραγωγή, μα αρκετά πιο δύσχρηστο στην παραγωγή ψωμιού. Το ψωμί που προκύπτει από το κριθάρι είναι θρεπτικό αλλά και βαρύτερο.[19] Συνεπώς συνήθως ψηνόταν προτού αλεστεί για να προκύψει αλεύρι(ἄλφιτα), το οποίο χρησίμευε στην παραγωγή (τις περισσότερες φορές άνευ ψησίματος καθώς οι σπόροι ήταν ήδη ψημμένοι) του βασικού πιάτου της ελληνικής κουζίνας, που ονομαζόταν μᾶζα.
Γενικά το σιταρένιο ψωμί λεγόταν "άρτος", το κριθαρένιο "άλφιτον", το προερχόμενο με ζύμη που ψηνόταν σε χαμηλούς κλιβάνους (είδος γάστρας) λεγόταν "ζυμίτης", ενώ το προερχόμενο χωρίς ζύμη που ψηνόταν σε ανθρακιά λεγόταν "άζυμος"και ιδιαίτερα "σποδίτης". Οτιδήποτε τρώγονταν με ψωμί (προσφάγιο) λεγόταν "όψον". Ο άρτος ή το άλφιτο που τρώγονταν βουτηγμένο σε άκρατο οίνο (= ανέρωτο) λεγόταν "ακράτισμα". Το ακράτισμα τρώγονταν κυρίως το πρωί, εξ ου και το πρωινό γεύμα λέγονταν ομοίως ακράτισμα.
Χαρακτηριστικά οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν τους Έλληνες «κριθαροφάγους», ενώ στην κωμωδία «Ειρήνη» ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί την έκφραση «ἔσθειν κριθὰς μόνας», που μεταφράζεται «το να ζει κανείς μονάχα με κριθάρι» ή κατά τη νεοελληνική έκφραση «τη βγάζω με νερό και ψωμί».[26] Στις μέρες μας επιβιώνουν διάφορες συνταγές για την παρασκευή μάζας. Σερβιριζόταν ψημένη ή ωμή, με τη μορφή χυλού ή ζυμαρικών ή ακόμη και πίττας.[18] Επίσης μπορούσε να νοστιμίσει με τυρί ή μέλι.

Φρούτα, λαχανικά και όσπρια

Τα δημητριακά σερβίρονταν συνήθως με ένα συνοδευτικό γνωστό με τη γενική ονομασία ὄψον.[27] Αρχικά η ονομασία αναφερόταν σε ό,τι μαγειρευόταν στη φωτιά, και, κατ'επέκταση, σε ο,τιδήποτε συνόδευε το ψωμί. Από την κλασική εποχή και μετά, πρόκειται για ψάρι και λαχανικά: λάχανακρεμμύδια (κρόμμυον), γλυκομπίζελαπράσαβολβούςμαρούλιαβλίταραδίκια κ.ά. Σερβίρονταν ως σούπα, βραστά ή πολτοποιημένα (ἔτνος), καρυκευμένα με ελαιόλαδοξύδι, χόρτα ή μια σάλτσα ψαριού γνωστή με την ονομασία γάρον. Αν πιστέψουμε τον Αριστοφάνη,[28] ο πουρές ήταν ένα από τα αγαπημένα πιάτα του Ηρακλή, ο οποίος στις κωμωδίες πάντα παρουσιαζόταν ως μεγάλος λιχούδης. Οι πιο φτωχές οικογένειες κατανάλωναν βελανίδια (βάλανοι).[29] Οι ελιές ήταν πολύ συνηθισμένο συνοδευτικό, ωμές ή συντηρημένες.[30]
Ειδικά οι λαϊκές τάξεις κατανάλωναν πολύ και όσπρια.[15] Προτιμούσαν τους φασίολους,[β] τις φακές, τα ρεβύθια, τα κουκιά (κύαμοι) και τους θέρμους (λούπινα).
Για τους κατοίκους των πόλεων τα φρέσκα οπωροκηπευτικά ήταν πολύ ακριβά κι έτσι καταναλώνονταν σπάνια. Οι φτωχότεροι πολίτες προτιμούσαν τα ξηρά λαχανικά. Το τυπικό φαγητό του μέσου εργάτη ήταν η φακή. Μια τυπική στρατιωτική μερίδα περιελάμβανε τυρίσκόρδο και κρεμμύδια.[31] Ο Αριστοφάνης συχνά συνδέει την κατανάλωση κρεμμυδιών με τους στρατιώτες,[32] για παράδειγμα στην κωμωδία του, «Ειρήνη», ο χορός που πανηγυρίζει για τη λήξη των πολέμων εκφράζει την χαρά του που απαλλάχτηκε πλέον «από το κράνος, το τυρί και τα κρεμμύδια».[33] Ο πικρός βίκος θεωρούταν φαγητό λιμού.
Τα φρούτα, φρέσκα ή ξηρά, τρώγονταν ως επιδόρπιο. Πρόκειται κυρίως για σύκασταφίδεςκαρύδια και φουντούκια. Τα ξηρά σύκα χρησίμευαν επίσης ως ορεκτικό, πίνοντας παράλληλα κρασί. Στην περίπτωση αυτή, συνοδεύονταν συχνά από ψητά κάσταναστραγάλια ή ψημένους καρπούς οξιάς.

Κρέας

Η κατανάλωση ψαριών και κρεατικών σχετίζεται με την οικονομική επιφάνεια του σπιτικού αλλά και τη γεωγραφική του θέση: οι αγροτικές οικογένειες μέσω του κυνηγιού και της τοποθέτησης μικροπαγίδων είχαν πρόσβαση σε πτηνά και λαγούς, ενώ μπορούσαν να μεγαλώνουν πουλερικά και χήνες στις αυλές τους. Οι ελαφρώς πλουσιότεροι μπορούσαν να διατηρούν κοπάδια με πρόβατακατσίκες και γουρούνια. Στις πόλεις το κρέας κόστιζε πάρα πολύ με εξαίρεση το χοιρινό: κατά την εποχή του Αριστοφάνη, ένα γουρουνάκι γάλακτος κόστιζε τρεις δραχμές,[34] ποσό που αντιστοιχεί σε τρία ημερομίσθια ενός δημοσίου υπαλλήλου. Στην κλασική Αθήνα, οι περισσότεροι έτρωγαν κρέας, αρνίσιο ή κατσικίσιο, μονάχα στις γιορτές.[16] Μολαταύτα, τόσο οι πλούσιοι όσο και οι φτωχοί κατανάλωναν λουκάνικα.[35]
Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο είναι γνωστό πως κατανάλωναν αρνίσιοβοδινό και μοσχαρίσιο κρέας.[15] Κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. ο Ησίοδος, περιγράφει στο «Έργα και Ημέραι» την ιδανική αγροτική γιορτή:

«...εἴη πετραίη τε σκιὴ καὶ Βίβλινος οἶνος, μάζα τ᾽ ἀμολγαίη γάλα τ᾽ αἰγῶν σβεννυμενάων, καὶ βοὸς ὑλοφάγοιο κρέας μή πω τετοκυίης πρωτογόνων τ᾽ ἐρίφων·»
«...θα μπορούσα να έχω τη σκιά ενός βράχου και Βίβλινο κρασί, πέτσα και γάλα από κατσίκες που έχουν στερέψει και κρέας δαμάλιδος η οποία τράφηκε στα δάση και που δεν γέννησε ποτέ ή εριφίων από πρώτη γέννα...» [36]

Το κρέας αναφέρεται πολύ λιγότερο στα κείμενα της κλασικής εποχής σε σύγκριση με την ποίηση της αρχαϊκής εποχής. Κατά πάσα πιθανότητα αυτό δεν οφείλεται σε αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, μα μόνο στους άτυπους κανόνες που διέπουν τα δύο αυτά είδη γραμματείας.
Η κατανάλωση κρέατος έχει εξέχοντα ρόλο στα πλαίσια θρησκευτικών εθιμοτυπικών: η μερίδα των θεών (λίπη και οστά) παραδίδονται στις φλόγες, ενώ η μερίδα των ανθρώπων (το ψαχνό κρέας) μοιράζεται στους παρευρισκομένους. Παράλληλα παρατηρούμε την ακμή ενός εμπορικού κλάδου, εκείνου των ψημένων ή παστών κρεάτων, που φαίνονται επίσης να σχετίζονται με θρησκευτικές τελετές και θυσίες.[37] Χαρακτηριστικό της τεχνικής του Έλληνα χασάπη είναι πως το σφάγιο δεν διαμελιζόταν ανάλογα με τον τύπο των μελών του, μα σε κομμάτια ίσου βάρους. Στην Κρήτη τα καλύτερα από αυτά αποδίδονταν στους φρονιμότερους πολίτες ή στους καλύτερους πολεμιστές. Σε άλλες περιοχές όπως στη Χαιρώνεια, οι μερίδες μοιράζονταν τυχαία με αποτέλεσμα να είναι θέμα τύχης για τον καθένα το αν θα λάμβανε καλό ή κακό κομμάτι.[38]

Κύρια τροφή των Σπαρτιατών πολεμιστών ήταν ένας ζωμός από χοιρινό, γνωστός με την ονομασία μέλας ζωμός. Ο Πλούταρχος υποστηρίζει πως «ανάμεσα στα πιάτα, αυτό που έχαιρε της μεγαλύτερης εκτίμησης ήταν ο μέλας ζωμός, μάλιστα σε τέτοιο σημείο που οι ηλικιωμένοι δεν αναζητούσαν καθόλου το κρέας. Το άφηναν για τους νεότερους και δειπνούσαν μονάχα με το ζωμό που τους παρείχαν».[39] Για τους υπόλοιπους Έλληνες πρόκειται για αξιοπερίεργο φαινόμενο. «Φυσικά και οι Σπαρτιάτες είναι οι γενναιότεροι ανάμεσα σε όλους», αστειεύεται ένας Συβαρίτης«ο οποιοσδήποτε λογικός άνθρωπος θα προτιμούσε να πεθάνει χίλιους θανάτους παρά να διάγει τόσο λιτό βίο».[40][41] Το πιάτο αυτό αποτελούταν από χοιρινό, αλάτιξύδι και αίμα.[7] Συνοδευόταν από τη γνωστή μάζα, σύκα, τυρί και καμία φορά από θηράματα ή ψάρι.[39] Ο Αιλιανός, συγγραφέας του 2ου και 3ου αιώνα μ.Χ., υποστηρίζει πως στους Λακεδαιμόνιους μάγειρες απαγορευόταν να προετοιμάζουν ο,τιδήποτε άλλο εκτός από κρέας.[42]

Ψάρι

Η στάση των Ελλήνων απέναντι στο ψάρι ποικίλλει ανάλογα με την εποχή. Στο έπος της Ιλιάδας δεν γίνεται κατανάλωση ιχθύων παρά μόνο ψητού κρέατος.[43] Ο Πλάτων το αποδίδει στην αυστηρότητα των εθίμων της εποχής,[44] εντούτοις μοιάζει πως το ψάρι θεωρούνταν φαγητό για φτωχούς. Στην Οδύσσεια αναφέρεται πως οι σύντροφοι του Οδυσσέα κατέφυγαν στο ψάρι, αλλά μόνο γιατί υπέφεραν από την πείνα αφού πέρασαν από τα στενά της Σκύλλας και της Χάρυβδης κι έτσι αναγκάστηκαν να φάνε ό,τι υπήρχε διαθέσιμο.[45]

Αντιθέτως, κατά την κλασική εποχή, το ψάρι μετατρέπεται σε προϊόν πολυτελείας, το οποίο αναζητούν για το τραπέζι τους οι γευσιγνώστες. Μάλιστα κατά την ελληνιστική περίοδο συναντούμε και σχετική βιβλιογραφία, όπως ένα σύγγραμα του Λυγκέως από τη Σάμο το οποίο πραγματεύεται την τέχνη του να αγοράζει κανείς ψάρι σε χαμηλές τιμές.[46] Άλλα ειδικά συγγράμματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας με έξοχες και λεπτομερείς περιγραφές ψαριών είναι: το «Περί Ιχθύων» του Αριστοτέλη, ο «Αλιευτικός» του Νουμηνίου, η «Αλιευομένη», του Αντιφάνους, ο «Ιχθύς» του Αρχίππου.

Πάντως όλα τα προϊόντα αλιείας δεν κόστιζαν το ίδιο. Μια στήλη που ανάγεται στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. και που προέρχεται από τη βοιωτική πόλη Ακραιφνία, στη λίμνη της Κωπαΐδας, εμπεριέχει έναν τιμοκατάλογο ψαριών, ίσως για την προστασία των καταναλωτών από την κερδοσκοπία.[47] Οικονομικότεροι όλων είναι οι σκάροι, ενώ η κοιλιά του κόκκινου τόννου κοστίζει τρεις φορές περισσότερο.[48] Οι σαρδέλλες, οι αντζούγιες και οι μαρίδες είναι οικονομικές και αποτελούν φαγητά της καθημερινότητας για τους αρχαίους Αθηναίους. Επίσης στην ίδια κατηγορία μπορούν να αναφερθούν ο λευκός τόνος, το λυθρίνι, το σαλάχι, ο ξιφίας και ο οξύρρυγχος, ο οποίος καταναλώνεται αλατισμένος. Η λίμνη Κωπαΐδα φημιζόταν για τα χέλια της, ξακουστά σε ολόκληρη την Ελλάδα, τα οποία εξαίρονται και στην κωμωδία «Αχαρνής». Ανάμεσα στα ψάρια του γλυκού νερού μπορούν να σημειωθούν το λαβράκι, ο κυπρίνος και το υποτιμημένο γατόψαρο.

Οι Έλληνες απολάμβαναν εξ ίσου και τα υπόλοιπα θαλασσινά. Σουπιές (σηπία), χταπόδια (πολύπους) και καλαμάρια (τευθίς) μαγειρεύονταν ψητά ή τηγανητά και σερβίρονταν ως ορεκτικά, ως συνοδευτικά ή ακόμη και στα συμπόσια, αν ήταν μικρού μεγέθους. Τα θαλασσινά μεγαλύτερου μεγέθους συγκαταλέγονταν στα πιάτα της υψηλής μαγειρικής.[49] Ο ποιητής Έριφος κατατάσσει τις σουπιές, την κοιλιά του τόνου και τον γόγγρο στα εδέσματα των θεών, απλησίαστα για τους θνητούς με περιορισμένα οικονομικά μέσα.[50] Οι σουπιές και τα χταπόδια αποτελούσαν παραδοσιακά δώρα κατά τον εορτασμό των Αμφιδρομίων, όταν οι γονείς έδιναν ονόματα στα παιδιά τους. Όσον αφορά τα οστρακοειδή, οι αρχαίες πηγές αναφέρουν την κατανάλωση σπειροειδών κοχυλιώνμυδιώνπίνναςαυτιών της θάλασσαςαχιβάδωνπεταλίδων και χτενιών.[49] Ο Γαληνός είναι ο πρώτος που αναφέρει την κατανάλωση ψητών στρειδιών (ὄστρεον).[51] Τέλος εκτίμησης έχαιραν τα καβούρια (καρκίνος), οι αστακοί (ἀστακός), οι αχινοί (ἐχῖνος) και οι καραβίδες (κάραϐος).[52]

Οι ψαράδες στην πλειοψηφία των περιπτώσεων έβγαιναν στη θάλασσα μόνοι και παρέμεναν κοντά στην ακτή.[53] Χρησιμοποιούσαν άγκιστρα, κυρίως χάλκινα, τα οποία έδεναν με ορμιά (πετονιά), φτιαγμένη από τρίχες ζώων ή φυτικές ίνες. Για να βυθίζεται το άγκιστρο, του έδεναν μολύβδινο βαρίδι. Συνηθισμένο ήταν το ψάρεμα με δίχτυα διαφόρων ειδών ανάλογα με το είδος των ψαριών, εφοδιασμένα με φελλούς και βαρίδια, αλλά και το ψάρεμα με καμάκι (κάμαξ) ή τρίαινα. Χρησιμοποιούσαν επίσης κύρτους πλεγμένους από βέργες. Πιο κατάλληλες ώρες για ψάρεμα θεωρούσαν το σούρουπο και το χάραμα. Ψάρευαν επίσης τη νύχτα με φως πυρσών.[54]

Το μεγαλύτερο μέρος της ψαριάς πρέπει να πωλούταν στις αγορές των πόλεων σε ειδικούς χώρους.[55] Το ψάρι εμφανίζεται συχνά διατηρημένο στην άλμη. Πρόκειται για μια διαδικασία πολύ διαδεδομένη στα ψάρια μικρού μεγέθους, ωστόσο απαντάται και σε μεγαλύτερα όπως η παλαμίδα, ο τόνος, το σκουμπρί, η πεσκαντρίτσα και ο οξύρρυγχος, ακόμη στα καβούρια και τους αχινούς.[56]

Αυγά και γαλακτοκομικά

Οι Έλληνες ανέτρεφαν πάπιεςχήνεςορτύκια και κότες για να εξασφαλίζουν αυγά. Ορισμένοι συγγραφείς [57] κάνουν ακόμη αναφορά σε αυγά φασιανού και αιγυπτιακής χήνας, εντούτοις μπορούμε να υποθέσουμε πως επρόκειτο για σπάνια εδέσματα. Τα αυγά καταναλώνονταν είτε μελάτα είτε σφικτά ως ορεκτικό ή επιδόρπιο. Επιπλέον τόσο ο κρόκος όσο και το ασπράδι του αυγού αποτελούσαν συστατικά διάφορων συνταγών.[58]

Το γάλα ήταν αρκετά διαδεδομένο, ωστόσο σπάνια χρησιμοποιούταν στη μαγειρική. Το βούτυρο ήταν γνωστό, αλλά χρησιμοποιούταν σπάνια: γενικώς θεωρούταν χαρακτηριστικό της διατροφής των κατοίκων της Θράκης τους οποίους ο κωμικός ποιητής Αναξανδρίδας αποκαλεί «βουτυροφάγους».[59] Παρόλα αυτά τα γαλακτοκομικά προϊόντα έχαιραν εκτίμησης. Η πυριατή [60] ήταν ένα είδος παχύρρευστου γάλακτος, το οποίο συχνά συγχέεται με το γιαούρτι. Βασικό συστατικό της ελληνικής διατροφής ήταν το τυρί, είτε από γάλα κατσίκας είτε από γάλα προβάτου. Γινόταν διάκριση ανάμεσα στο φρέσκο και το σκληρό τυρί που πωλούταν σε διαφορετικά καταστήματα: το πρώτο κόστιζε τα δύο τρίτα της τιμής του δεύτερου.[61] Καταναλώνονταν σκέτα ή με μέλι ή με λαχανικά. Επίσης αποτελούσε συστατικό διάφορων συνταγών, ανάμεσα στα οποία συναντούμε και το ψάρι.[62]

Άλλα φαγητά

Άλλα εδέσματα των αρχαίων Ελλήνων ήταν γλυκά όπως η «σησαμίς» (είτε με τη μορφή που έχει το σημερινό παστέλι, είτε σε σφαιροειδή μορφή),[63] οι «πλακούντες», η «άμμιλος» (τούρτα), η «μελιττούτα» (είδος γαλατόπιττας) καθώς και τα «αρτοκρέατα» (κρεατόπιττες), οι «τηγανίτες» ή τα «τήγανα» (τηγανίτες ή λουκουμάδες).[64]

Ποτά

Στη πόση των αρχαίων Ελλήνων με την ευρύτερη κατανάλωση ήταν προφανώς το νερό. Η αναζήτηση νερού υπαγόταν στις εργασίες που έπρεπε να διεκπεραιώσουν καθημερινά οι γυναίκες. Αν και η χρήση πηγαδιού συχνά ήταν αναπόφευκτη, όπως είναι φυσικό υπήρχε προτίμηση σε νερό «από πηγή πάντα ρέουσα και αναβλύζουσα».[65] Το νερό θεωρείται θρεπτικό - κάνει τα δέντρα και τα φυτά να αναπτύσσονται - αλλά και επιθυμητό.[γ] Ο Πίνδαρος ονομάζει το νερό μιας πηγής «ευχάριστο σαν μέλι».[66] Οι πηγές περιγράφουν κατά καιρούς το νερό ως βαρύ (βαρυσταθμότερος), ξηρό (κατάξηρος), όξινο (Ὀξύς), να θυμίζει κρασί (Οἰνώδης) κ.ά. Ένας από τους χαρακτήρες του κωμικού ποιητή Αντιφάνη υποστηρίζει πως θα μπορούσε να αναγνωρίσει ανάμεσα σε όλο το νερό του κόσμου εκείνο της Αττικής από την καλή του γεύση.[67] Τέλος, ο Αθήναιος αναφέρει μια σειρά από φιλοσόφους που κατανάλωναν παρά μόνο νερό, συνήθεια που συνοδεύεται συνήθως από αυστηρή χορτοφαγία.[68] Άλλα ποτά που καταναλώνονται συχνότατα ήταν το γάλα κατσίκας και το υδρόμελι.

Το σκεύος που χρησιμοποιούταν για την πόση ήταν ο σκύφος, κατασκευασμένος από ξύλοπηλό ή μέταλλο. Ο Κριτίας αναφέρει δια μέσου του έργου του Πλουτάρχου ένα λακωνικής καταγωγής κυκλικό αγγείο, που ονομαζόταν κώθων.[69] Θεωρούνταν από τους αρχαίους το πιο κατάλληλο για στρατιωτική χρήση, γιατί λόγω του χρώματος του δοχείου εμποδίζονταν εκείνος που έπινε να αντιληφθεί τις τυχόν ακαθαρσίες του νερού και χώματα, ενώ παράλληλα είχε αρκετά γυριστό χείλος, ώστε να μένουν σε αυτό οι ακαθαρσίες κατά την πόση. Ένα άλλο διαδεδομένο σκεύος ήταν η κύλικα, ένα ποτήρι κυκλικού σχήματος, βαθύ, αλλά τελείως ανοιχτό, με βάση και δύο λαβές. Επίσης, ο κάνθαρος, αγγείο με δύο, συνήθως ψηλές, κάθετες λαβές και το ρυτόν που ήταν συχνά ζωόμορφο και που χρησιμοποιούταν συνήθως ως κρασοπότηρο σε συμπόσια.[70]

Οίνος

Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν πολλά είδη κρασιού: λευκό, κόκκινο, ροζέ. Υπάρχουν μαρτυρίες για όλα τα είδη καλλιέργειας, από το καθημερινό κρασί μέχρι εκλεκτές ποικιλίες. Ξακουστοί αμπελώνες υπήρχαν στη Νάξο, τη Θάσο, τη Λέσβο και τη Χίο. Δευτερεύον κρασί παραγόταν από νερό και μούστο, αναμεμειγμένο με κατακάθια, το οποίο και διατηρούσαν οι χωρικοί για προσωπική τους χρήση. Ορισμένες φορές το κρασί γινόταν γλυκύτερο με μέλι, ενώ μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για φαρμακευτικούς σκοπούς αν ανακατευόταν με θυμάρικανέλλα και άλλα βότανα.

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή, ίσως και λίγο νωρίτερα, ήταν γνωστό ένας πρόγονος της σημερινής ρετσίνας [71] και του βερμούτ.[72] Ο Αιλιανός επίσης αναφέρει έναν οίνο που αναμιγνυόταν με άρωμα.[73][74] Επίσης παρασκευαζόταν και ζεστό κρασί,[75] ενώ στη Θάσο ένα είδος «γλυκού κρασιού».[73]

Το κρασί στις περισσότερες περιπτώσεις αραιωνόταν με νερό, καθώς ο "άκρατος οίνος" (μη αραιωμένο κρασί) δεν ενδεικνυόταν για καθημερινή χρήση. Το κρασί αναμιγνυόταν σε έναν κρατήρα από τον οποίο οι δούλοι γέμιζαν τα ποτήρια με τη βοήθεια μιας οινοχόης. Το κρασί επίσης είχε θέση και στη γενική ιατρική, καθώς του αποδίδονταν φαρμακευτικές ιδιότητες. Ο Αιλιανός αναφέρει πως το κρασί της Ηραίας στην Αρκαδία μπορεί να επιφέρει τρέλλα στους άνδρες, αλλά και πως καθιστούσε τις γυναίκες γόνιμες. Αντιθέτως ένα κρασί από την Αχαΐα είχε τη φήμη πως μπορούσε να επιφέρει αποβολή στις εγκύους.[76] Εκτός από τις ιατρικές περιστάσεις, η ελληνική κοινωνία αποδοκίμαζε τις γυναίκες που έπιναν κρασί. Σύμφωνα με τον Αιλιανό ένας νόμος στη Μασσαλία απαγόρευε στις γυναίκες να πίνουν ο,τιδήποτε εκτός από νερό.[77] Η Σπάρτη ήταν η μοναδική πόλη όπου επιτρεπόταν στις γυναίκες να καταναλώνουν ό,τι ήθελαν.

Τα κρασιά που προορίζονταν για τοπική χρήση διατηρούνταν σε ασκιά. Εκείνα που επρόκειτο να πουληθούν τοποθετούνταν σε πίθους, μεγάλα αποθηκευτικά αγγεία από πηλό. Κατόπιν μεταφέρονταν σε σφραγισμένους αμφορείς για να πωληθούν ανεξάρτητα, είτε στον ίδιο τόπο, είτε σε άλλο, μεταφερόμενοι με πλοία. Τα επώνυμα κρασιά έφεραν ετικέτες με το όνομα του παραγωγού ή των αρχόντων μιας πόλης που εγγυόντουσαν την καταγωγή του.[78] Αποτελεί το πρώτο παράδειγμα στην ιστορία μιας πρακτικής που επιβιώνει ως τις ημέρες μας.

Κυκεών και Πτισάνη

Ο Έλληνες παρασκεύαζαν επίσης ένα τρόφιμο ανάμεσα στο φαγητό και το ποτό που ονομαζόταν κυκεών (προέρχεται από το ρήμα «κυκάω» που σημαίνει «ανακατεύω»). Πρόκειται για πλιγούρι κριθαριού στο οποίο προσέθεταν νερό και βότανα. Στην Ιλιάδα περιελάμβανε επίσης τριμμένο κατσικίσιο τυρί.[79] Στην Οδύσσεια, η μάγισσα Κίρκη του προσέθεσε μέλι κι ένα μαγικό φίλτρο.[80] Στον Ομηρικό Ύμνο της Δήμητρας,[81] η θεά απορρίπτει το κόκκινο κρασί, ωστόσο δέχεται κυκεώνα από νερό, αλεύρι και βλήχονα. Χρήσιμος και ως ιερό ποτό στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο κυκεώνας αποτελεί και λαϊκή τροφή ιδίως στην ύπαιθρο: ο Θεόφραστος στους «Χαρακτήρες» του παρουσιάζει έναν αγρότη που ήπιε δυνατό κυκεώνα προκαλώντας δυσφοριά στους διπλανούς του στην Εκκλησία του Δήμου με την αναπνοή του.[82] Το ποτό αυτό είναι επίσης φημισμένο για την ιδιότητά του να βοηθά στην πέψη. Έτσι, στην «Ειρήνη», ο θεός Ερμής το συνιστά στον πρωταγωνιστή που το παράκανε τρώγοντας ξηρά φρούτα.[83]

Στην ίδια λογική, η πτισάνη ήταν ένα αφέψημα από κριθάρι που χρησίμευε ως τροφή για αρρώστους.[84] Ο Ιπποκράτης το συνιστά σε ασθενείς που υποφέρουν από οξείες παθήσεις.[85]

Καλοφαγάδες και Μάγειροι

Κατά την αρχαϊκή και κλασική εποχή, η λιτότητα, την οποία επέβαλλαν οι φυσικές και κλιματικές συνθήκες της Ελλάδας, αναγνωρίζεται ως αρετή. Οι Έλληνες δεν αγνοούν την καθαρή απόλαυση που μπορεί να προσφέρει το φαγητό, εντούτοις το τελευταίο ώφειλε να παραμένει απλό. Ο Ησίοδος, ως άνθρωπος της υπαίθρου, θεωρεί πραγματικό τσιμπούσι μια μερίδα κρέατος ψημμένη στη σχάρα, το γάλα και τις γαλέττες, όλα αυτά στα πλαίσια μιας ηλιόλουστης ημέρας. Ακόμη καλύτερο γεύμα θεωρείται το δωρεάν γεύμα: «ξεφάντωμα χωρίς πληρωμή είναι κάτι που δεν πρέπει να αφήνει κανείς να πάει χαμένο», σημειώνει ο φιλόσοφος Χρύσιππος.[86]

Η επιδίωξη της γαστρονομικής υπερβολής θεωρούταν, αντίθετα, απαράδεκτη, το δίχως άλλο ένα σημάδι ανατολίτικης μαλθακότητας: οι Πέρσες ήταν πρότυπο παρακμής εξαιτίας της αγάπης τους για την πολυτέλεια, η οποία εκδηλώνεται φυσικά και στο τραπέζι.[87] Οι αρχαίοι συγγραφείς αρέσκονταν στο να περιγράφουν το γεύμα του Μεγάλου Βασιλέως των Αχαιμενιδών: ο Ηρόδοτος,[88] ο Κλέαρχος ο Σολεύς,[89] ο Στράβων [90] και ακόμη περισσότερο ο Κτησίας [91] συμφωνούν στις περιγραφές τους.

Από την άλλη πλευρά, οι Έλληνες τόνιζαν με υπερηφάνεια την αυστηρότητα των διατροφικών τους συνηθειών. Ο Πλούταρχος [92] αφηγείται πως ένας από τους βασιλείς του Πόντου, περίεργος να δοκιμάσει τον περίφημο «μέλανα ζωμό» των Λακεδαιμονίων, αγόρασε έναν μάγειρα από τη Λακωνία. Δοκιμάζοντάς το διαπίστωσε πως ήταν πολύ άνοστο για τα γούστα του. Ο μάγειράς του, ωστόσο, απεφάνθη: «Ω βασιλιά, για να εκτιμήσει κάποιος αυτό το ζωμό, πρέπει αρχικά να κολυμπήσει στον ποταμό Ευρώτα». Σύμφωνα με τον Πολύαινο,[93] ο Αλέξανδρος ο Μέγας, ανακαλύπτοντας την αίθουσα όπου παρατίθονταν τα γεύματα της περσικής αυλής, ειρωνεύτηκε το γούστο τους στο φαγητό και σε αυτό απέδωσε την ήττα τους. Ο Παυσανίας από τη Σπάρτη, μαθαίνοντας τις διατροφικές συνήθειες του Πέρση Μαρδόνιου, ειρωνεύτηκε τους Πέρσες που επιθυμούσαν να κατακτήσουν τους Έλληνες τη στιγμή που ζούσαν τόσο απλά.[94]

Αποτέλεσμα αυτής της λατρείας για την αυστηρότητα, ήταν η κουζίνα παραμένει για αιώνιες βασίλειο των γυναικών, είτε ελεύθερων είτε δούλων. Μολαταύτα, στην κλασική περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους στην αρχαία γραμματεία ειδικοί στη μαγειρική. Τόσο ο Αιλιανός, όσο και ο Αθήναιος αναφέρουν τους χίλιους μάγειρες που συνόδευαν το Σμινδυρίδη από τη Σύβαρη στο ταξίδι του στην Αθήνα κατά την εποχή του Κλεισθένη, αν και με αποδοκιμασία. Ο Πλάτων στο έργο του «Γοργίας» αναφέρει το Θεαρίωνα τον αρτοποιό, το Μίθαικο που συνέγραψε μια πραγματεία για τη μαγειρική των Σικελών και το Σάραμβο που πωλούσε κρασιά. Τρεις εξέχοντες γνώστες των γλυκισμάτων, της κουζίνας και του οίνου.[95] Και διάφοροι άλλοι μάγειρες συνέγραψαν έργα σχετικά με την τέχνη τους.

Με το πέρασμα του χρόνου, οι Έλληνες όλο και πιο πολύ εξελίσσονται σε καλοφαγάδες. Ο Αιλιανός σημειώνει: «στη Ρόδο, εκείνος που προσέχει ιδιαίτερα τα ψάρια και τα εκτιμά κι εκείνος που ξεπερνά τους πάντες σε γευσιγνωσία εγκωμιάζεται, θα λέγαμε, από τους συμπολίτες του ως ευγενικό πνεύμα». Κατά την ελληνιστική και κατόπιν κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, οι Έλληνες - τουλάχιστον οι εύποροι - χάνουν σιγά σιγά την εμμονή στη λιτότητα. Οι συνδαιτημόνες του συμποσίου το οποίο αφηγείται ο Αθήναιος κατά το 2ο - 3ο αιώνα μ.Χ. αφιερώνουν μεγάλο μέρος της συζήτησής τους σε απόψεις για το κρασί και τη γαστρονομία. Αναφέρονται στις ιδιότητες κάποιων ποικιλιών κρασιού, λαχανικών και κρεάτων, καθώς και σε ξακουστά πιάτα (γεμιστό καλαμάρι, κοιλιά κόκκινου τόνου, καραβίδες, μαρούλια ποτισμένα με οίνο και μέλι). Επικαλούνται ακόμη μεγάλους μάγειρες όπως ο Σωτηρίδης, σεφ του βασιλέως Νικομήδη Α' της Βιθυνίας. Όταν ο αφέντης του Σωτηρίδη βρισκόταν βαθειά στην ενδοχώρα πεθύμησε να φάει αντζούγιες. Εκείνος τότε προσομοίασε τη γεύση τους χρησιμοποιώντας ραπανάκια προσεκτικά τυλιγμένα ώστε να θυμίζουν αντζούγιες, λαδωμένα και αλατισμένα, πασπαλισμένα με σπόρους παπαρούνας. Το κατόρθωμα αυτό η Σούδα, μια βυζαντινή εγκυκλοπαίδεια,[96] το αποδίδει λανθασμένα στο διάσημο Ρωμαίο γευσιγνώστη Απίκιο (1ος αιώνας π.Χ.), απόδειξη πως οι Έλληνες δεν υπολείπονταν πλέον σε τίποτα από τους Ρωμαίους.

Χορτοφαγία

Ο ορφισμός και ο πυθαγορισμός, δύο αρχαιοελληνικά θρησκευτικά ρεύματα, πρότειναν ένα διαφοροποιημένο τρόπο ζωής, βασισμένο στην αγνότητα και την κάθαρση - στην πραγματικότητα πρόκειται για μία μορφή άσκησης. Στο πλαίσιο αυτό η χορτοφαγία αποτελεί κεντρικό σημείο στην ιδεολογία του ορφισμού, καθώς και σε μερικές από τις παραλλαγές του πυθαγορισμού.

Ο Εμπεδοκλής τον 5ο αιώνα π.Χ. πλαισιώνει τη χορτοφαγία στην πεποίθηση της μετεμψύχωσης: ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι ένα ζώο που θανατώνεται δεν αποτελεί το καταφύγιο μιας ανθρώπινης ψυχής; Οφείλουμε να παρατηρήσουμε, ωστόσο, πως ο Εμπεδοκλής, αν ήθελε να είναι συνεπής με την ίδια του τη λογική, θα έπρεπε να αρνείται επίσης να καταναλώνει και φυτά για τον ίδιο λόγο.[97] Η χορτοφαγία πιθανώς επίσης εκπορεύεται από την απέχθεια προς τη θανάτωση ζωντανών οργανισμών, καθώς ο ορφισμός δίδασκε την αποχή από αιματοχυσίες.[98]

Η διδασκαλία του Πυθαγόρα τον 4ο αιώνα π.Χ. είναι ακόμη δυσκολότερο να οριοθετηθεί με ακρίβεια. Οι ποιητές της Μέσης Κωμωδίας, όπως ο Άλεξις ή ο Αριστοφών, περιγράφουν τους πυθαγόρειους ως αυστηρά χορτοφάγους: μάλιστα ορισμένοι περιορίζονταν μονάχα στην κατανάλωση ψωμιού και νερού. Ωστόσο, άλλα ρεύματα περιορίζονταν στην απαγόρευση συγκεκριμένων φυτικών τροφών όπως τα κουκιά [99] ή ιερών ζώων όπως ο λευκός κόκκορας ή ακόμη συγκεκριμένων σημείων του σώματος των ζώων. Τέλος, ακόμη και οι οπαδοί της χορτοφαγίας σε συγκεκριμένες θρησκευτικές περιστάσεις κατανάλωναν θυσιασμένα ζώα, κατά την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.[100]

Η χορτοφαγία και η ιδέα της αγνότητας παρέμειναν στενά συνδεδεμένες και ορισμένες φορές συνοδεύονταν κι από την αποχή από τη σεξουαλική πράξη. Στο έργο του «Περί σαρκοφαγίας» ο Πλούταρχος (1ος - 2ος αιώνας μ.Χ.) αναβιώνει την αντίληψη πως η αιματοχυσία αποτελεί βάρβαρη πράξη και ζητά από τον άνθρωπο που καταναλώνει σάρκα να δικαιολογήσει την προτίμησή του.[101]

Ο νεοπλατονικός Πορφύριος από την Τύρο (3ος αιώνας), στο έργο του «De abstinentia ab esu animalium» συνδέει τη χορτοφαγία με τα κρητικά μυστήρια και παρέχει έναν κατάλογο με διάσημους χορτοφάγους του παρελθόντος, ξεκινώντας από τον Επιμενίδη. Για εκείνον, είναι ο ήρωας Τριπτόλεμος, που δέχτηκε από τη θεά Δήμητρα ένα στάχυ ως δώρο, εκείνος που εισήγαγε τη χορτοφαγία. Οι τρεις εντολές του ήταν: «Τίμα τους γονείς σου», «Τίμα τους θεούς με καρπούς» και «Δείξε οίκτο στα ζώα».[102]

Διατροφή των αρρώστων

Οι αρχαίοι Έλληνες ιατροί συμφωνούν για την αναγκαιότητα ιδιαίτερης διατροφής για τους αρρώστους, εντούτοις οι απόψεις τους για το ποια τρόφιμα πρέπει να περιλαμβάνει δεν συμφωνούν. Στο έργο του «Περί Διαίτης Οξέων» ο Ιπποκράτης αναφέρεται στις ευεργετικές ιδιότητες της πτισάνης, η οποία αφομοιώνεται εύκολα από τον οργανισμό και προκαλεί πτώση του πυρετού. Εντούτοις, άλλοι τη θεωρούν βαριά, καθώς εμπεριέχει σπόρους κριθαριού, ενώ άλλοι την συνιστούν με την προϋπόθεση να μην τοποθετούνται οι σπόροι αυτοί κατά την προετοιμασία της. Ορισμένοι ιατροί δεν επιτρέπουν παρά μόνο υγρές τροφές μέχρι και την έβδομη ημέρα, και μετά επιτρέπουν την πτισάνη. Τέλος μια μερίδα εξ αυτών υποστηρίζει πως δεν θα πρέπει να καταναλώνονται στερεές τροφές καθ'όλη τη διάρκεια της ασθένειας.[103]

Οι ίδιες οι μέθοδοι του Ιπποκράτη αποτελούν αντικείμενο διχογνωμίας ανάμεσα στους διάφορους ιατρούς: άλλοι κατηγορούν το μεγάλο ιατρό πως υποσιτίζει τους ασθενείς του, ενώ άλλοι πως τους τρέφει υπερβολικά. Κατά την ελληνιστική εποχή, ο Αλεξανδρινός Ερασίστρατος προσάπτει στον Ιπποκράτη ότι απαγόρευε στους αρρώστους να τρώνε ο,τιδήποτε παρά λίγο νερό, χωρίς να λαμβάνουν κανένα άλλο θρεπτικό στοιχείο: πρόκειται πράγματι για την πρακτική των μεθοδικών που δεν επέτρεπαν στους ασθενείς τη λήψη τροφής κατά το πρώτο 48ωρο. Αντίθετα, κάποιος Πετρονάς συνιστά την κατανάλωση χοιρινού και τη λήψη ανόθευτου οίνου.[104]

Διατροφή των αθλητών της αρχαιότητας

Αν θεωρήσουμε τον Αιλιανό αξιόπιστη πηγή, ο πρώτος αθλητής που ακολούθησε ποτέ ειδική διατροφή ήταν ο Ίκκος από τον Τάραντα, που έζησε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ.[105] Ο Πλάτων επιβεβαιώνει πως ακολουθούσε πολύ πειθαρχημένο πρόγραμμα, με την έκφραση «γεύμα του Ίκκου» να γίνεται παροιμιώδης.[106] Ωστόσο, ο Μίλων από τον Κρότωναολυμπιονίκης της πάλης, κατείχε τη φήμη πως κατανάλωνε 7,5 λίτρα κρασιού, 9 κιλά ψωμί και κάμποσο κρέας καθημερινά.[107] Πριν από αυτόν, οι αθλητές της κλασικής εποχής ακολουθούσαν δίαιτα στηριγμένη στις ξηρές τροφές (ξηροφαγία), όπως για παράδειγμα στα ξηρά σύκα, το τυρί και το ψωμί.[108] Ο Πυθαγόρας (είτε ο γνωστός φιλόσοφος είτε κάποιος προπονητής αθλητών) είναι ο πρώτος που συμβουλεύει τους αθλητές να καταναλώνουν κρέας.[109]

Ακολούθως, οι προπονητές συνιστούν μια προκαθορισμένη διατροφή: για να κατακτήσει κάποιος έναν ολυμπιακό τίτλο «πρέπει να ακολουθεί ιδιαίτερη διατροφή, να μην τρώει επιδόρπια (…), να μην πίνει παγωμένο νερό και να μην καταναλώνει ποτήρια κρασιού όποτε του κάνει κέφι».[110] Η διατροφή αυτή πρέπει να είχε ως βάση το κρέας, πληροφορία που επιβεβαιώνει ο Παυσανίας.[111] Ο ιατρός Γαληνός αποδοκιμάζει τους συγχρόνους του αθλητές επειδή καταναλώνουν ωμό κρέας που ακόμη στάζει αίμα.[112] Θεωρεί πως η συνήθεια αυτή προκάλεί πύκνωση της σαρκικής μάζας εξαφανίζοντας την εσωτερική θερμότητα του σώματος, οδηγώντας σταδιακά τον αθλητή στο θάνατο.[113] Αντίθετα, υποστηρίζει πως η διατροφή πρέπει να προσαρμόζεται στις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε αθλητή και να βασίζεται στις συμβουλές εξειδικευμένου ιατρού.[114][115]

Πηγές για την αρχαιοελληνική διατροφή

Για τις τροφές και τις διατροφικές συνήθειες των Αρχαίων Ελλήνων, αντλούμε πληροφορίες από διαφορετικές πηγές, ανάλογα με την εκάστοτε εποχή. Ειδικά, για τις πρώτες χιλιετίες, σημαντική θεωρείται η συμβολή της αρχαιολογίας.[15] Έτσι, από πινακίδες της Πύλου και της Κνωσού, πληροφορούμαστε για τη διατροφή των Μυκηναίων και των Μινωιτών.[14] Για τη Γεωμετρική εποχή (1100-800 π.Χ.) χρησιμοποιούνται τα έπη του Ομήρου, τα οποία και απεικονίζουν την πραγματικότητα.[15] Αντίθετα, ωστόσο, με τις προηγούμενες περιόδους, για την Κλασική εποχή η σπουδαιότερη πηγή είναι η αρχαία ελληνική γραμματεία,[15] όπως οι κωμωδίες του Αριστοφάνη και τα έργα του Αθήναιου. Σε γενικές γραμμές, πάντως, πληροφορίες μας παρέχουν και τα αγγεία και τα αγαλματίδια.

__________________________


  1.  Flacelière, σελ. 205.
  2. Άλμα πάνω
     Flacelière, σελ. 206.
  3. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 5.
  4. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 15.
  5. Άλμα πάνω
     Αριστοτέλης, «Πολιτικά», 1323a4.
  6. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 13-14.
  7. ↑ 
    Άλμα πάνω, στο:
    7,0 7,1 7,2 Flacelière, σελ. 209.
  8. ↑ 
    Άλμα πάνω, στο:
    8,0 8,1 Sparkes, σελ. 132.
  9. Άλμα πάνω
     Αριστοφάνης, «Ιππείς», 413–16.
  10. ↑ 
    Άλμα πάνω, στο:
    10,0 10,1 Flacelière, σελ. 212.
  11. Άλμα πάνω
     Flacelière, σελ. 213.
  12. Άλμα πάνω
     Flacelière, σελ. 215.
  13. Άλμα πάνω
     Levy, 2008.
  14. ↑ 
    Άλμα πάνω, στο:
    14,0 14,1 Δρακόπουλος & Ευθυμίου, σ. 21.
  15. ↑ 
    Άλμα πάνω, στο:
    15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 15,5 15,6Δρακόπουλος & Ευθυμίου, σ. 23.
  16. ↑ 
    Άλμα πάνω, στο:
    16,0 16,1 Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, σ. 81
  17. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 90-91.
  18. ↑ 
    Άλμα πάνω, στο:
    18,0 18,1 Migeotte, σελ. 62.
  19. ↑ 
    Άλμα πάνω, στο:
    19,0 19,1 Dalby, σελ. 91.
  20. Άλμα πάνω
     Γαληνός, Περί τροφών δυνάμεως / «De Alimentorum Facultatibus», I 10.
  21. Άλμα πάνω
     Sparkes, σελ. 127.
  22. Άλμα πάνω
     Sparkes, σελ. 128.
  23. Άλμα πάνω
     Flacelière, σελ. 207.
  24. Άλμα πάνω
     Αριστοφάνης, «Βάτραχοι», 858.
  25. Άλμα πάνω
     Αριστοφάνης, «Σφήκες», 238.
  26. Άλμα πάνω
     Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 449.
  27. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 22.
  28. Άλμα πάνω
     Αριστοφάνης, «Βάτραχοι», 62-63.
  29. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 89.
  30. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 23.
  31. Άλμα πάνω
     Flacelière, σελ. 208.
  32. Άλμα πάνω
     Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 529.
  33. Άλμα πάνω
     Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 1127-1129.
  34. Άλμα πάνω
     Αριστοφάνης, «Ειρήνη», 374.
  35. Άλμα πάνω
     Sparkes, σελ. 123.
  36. Άλμα πάνω
     Ησίοδος, «Έργα και Ημέραι», 588-593.
  37. Άλμα πάνω
     Davidson, σελ. 15.
  38. Άλμα πάνω
     Πλούταρχος, «Ηθικά», 642ef.
  39. ↑ 
    Άλμα πάνω, στο:
    39,0 39,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 12
  40. Άλμα πάνω
     Αθήναιος, «Δειπνοσοφισταί», 138d.
  41. Άλμα πάνω
     Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Πελοπίδας», 1.3
  42. Άλμα πάνω
     Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XIV, 7.
  43. Άλμα πάνω
     Davidson, σελ. 12-13.
  44. Άλμα πάνω
     Πλάτων, «Πολιτεία», 404b-405405a.
  45. Άλμα πάνω
     Όμηρος, «Οδύσσεια», Ραψωδία Μ, 329-332.
  46. Άλμα πάνω
     Corvisier, σελ. 232.
  47. Άλμα πάνω
     Corvisier, σελ. 231.
  48. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 67.
  49. ↑ 
    Άλμα πάνω, στο:
    49,0 49,1 Dalby, σελ. 73.
  50. Άλμα πάνω
     Έριφος, «Μελίβοια», αναφορά από τον Αθήναιο, στους «Δειπνοσοφιστές», 302e.
  51. Άλμα πάνω
     Γαληνός, «De Alimentorum Facultatibus», III.32.2.
  52. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 74.
  53. Άλμα πάνω
     Corvisier, σελ. 197.
  54. Άλμα πάνω
     Φακλάρης, Παναγιώτης Β. (18 Ιουλίου 1999). ««Αι αφύαι, ο θεόπαις λάβραξ και ο ορφώς»»Ιστοσελίδα εφημερίδας «Το Βήμα» (Δ.Ο.Λαμπράκη). Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2010.
  55. Άλμα πάνω
     Corvisier, σελ. 226.
  56. Άλμα πάνω
     Corvisier, σελ. 220.
  57. Άλμα πάνω
     Ο Επαίνετος και ο Ηρακλείδης, αναφορά στους οποίους κάνει ο Αθήναιος στους «Δειπνοσοφιστές», 58b.
  58. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 65.
  59. Άλμα πάνω
     Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 151b.
  60. Άλμα πάνω
     Γαληνός, «De Alimentorum Facultatibus», III.15.
  61. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 66.
  62. Άλμα πάνω
     Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 325f.
  63. Άλμα πάνω
  64. Άλμα πάνω
     «Ιδιωτικός βίος των αρχαίων»Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία (Δρανδάκη), τ. Ι΄. Πυρσός. 1934, σσ. 780. Ανακτήθηκε στις 2011-01-23.
  65. Άλμα πάνω
     Ησίοδος, «Έργα και Ημέραι», στ. 595.
  66. Άλμα πάνω
     Πίνδαρος, απ. 198 B4.
  67. Άλμα πάνω
     Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 43b-c.
  68. Άλμα πάνω
     Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 44.
  69. Άλμα πάνω
     Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 9.7 έως 9.8
  70. Άλμα πάνω
     «Αρχαία Αγγεία ~ Σχήματα και Χρήση»Ιστότοπος pantheon.20m.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2004-11-30. Ανακτήθηκε στις 18 Απριλίου 2010.
  71. Άλμα πάνω
     Πεδάνιος Διοσκουρίδης, «Materia Medica», V, 34.
  72. Άλμα πάνω
     Πεδάνιος Διοσκουρίδης, «Materia Medica», V, 39.
  73. ↑ 
    Άλμα πάνω, στο:
    73,0 73,1 Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XII, 31.
  74. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 150.
  75. Άλμα πάνω
     Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», I, 31d.
  76. Άλμα πάνω
     Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XIII, 6.
  77. Άλμα πάνω
     Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», II, 38.
  78. Άλμα πάνω
     Dalby, σελ. 88-89.
  79. Άλμα πάνω
     Όμηρος, «Ιλιάδα», Ραψωδία Ο, 638-641.
  80. Άλμα πάνω
     Όμηρος, «Οδύσσεια», Ραψωδία κ, 234.
  81. Άλμα πάνω
     Ομηρικοί Ύμνοι, «Δήμητρα», στ. 208.
  82. Άλμα πάνω
     Θεόφραστος, «Χαρακτήρες», IV, 2-3.
  83. Άλμα πάνω
     Αριστοφάνης, «Ειρήνη», στ. 712.
  84. Άλμα πάνω
     Jouanna, σελ. 236.
  85. Άλμα πάνω
     Ιπποκράτης, «Περί Διαίτης Οξέων», 4.
  86. Άλμα πάνω
     Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», I, 8c.
  87. Άλμα πάνω
     Briant, σελ. 297-306.
  88. Άλμα πάνω
     Ηρόδοτος, «Ιστορίες», I, 133.
  89. Άλμα πάνω
     Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», XII, 539b.
  90. Άλμα πάνω
     Στράβων, «Γεωγραφία», XV, 3, 22.
  91. Άλμα πάνω
     Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», II, 67a.
  92. Άλμα πάνω
     Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι: Λυκούργος», 7.13.
  93. Άλμα πάνω
     Πολύαινος, «Στρατηγήματα», IV, 3, 32.
  94. Άλμα πάνω
     Πολύαινος, «Στρατηγήματα», IX, 82.
  95. Άλμα πάνω
     Πλάτων, «Γοργίας», 518b.
  96. Άλμα πάνω
     Σούδα, λήμμα ἀφὐα.
  97. Άλμα πάνω
     Dodds, σελ. 158-159.
  98. Άλμα πάνω
     Αριστοφάνης, «Βάτραχοι», στ. 1032.
  99. Άλμα πάνω
     Flint-Hamilton, σελ. 379–380.
  100. Άλμα πάνω
     Davidson, σελ. 17.
  101. Άλμα πάνω
     Πλούταρχος, «Ηθικά», XII, 68.
  102. Άλμα πάνω
     Πορφύριος, «De abstinentia ab esu animalium», IV, 22.
  103. Άλμα πάνω
     Ιπποκράτης, «Περί Διαίτης Οξέων», I 12 H.
  104. Άλμα πάνω
     Pietrobelli, σελ. 117.
  105. Άλμα πάνω
     Κλαύδιος Αιλιανός, «Ποικίλη Ιστορία», XI, 3.
  106. Άλμα πάνω
     Πλάτων, «Νόμοι», VIII, 839e-840a.
  107. Άλμα πάνω
     Θεόδωρος ο Ιεραπολίτης, «Περί αγώνων», αναφορά στους «Δειπνοσοφιστές» του Αθήναιου, 412e.
  108. Άλμα πάνω
     Αθήναιος, «Δειπνοσοφιστές», 205.
  109. Άλμα πάνω
     Διογένης Λαέρτιος, «Βίοι Φιλοσόφων», VIII, 12.
  110. Άλμα πάνω
     Επίκτητος, «Διατριβαί», XV, 2, 5.
  111. Άλμα πάνω
     Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», VI, 7-10.
  112. Άλμα πάνω
     Γαληνός, «Προτροπή για τη μελέτη της τέχνης της ιατρικής», 9.
  113. Άλμα πάνω
     Γαληνός, «Προτρεπτικός», XI, 1-8 et XII, 1.
  114. Άλμα πάνω
     Γαληνός, «Υγιεινή», VI, 164-166.
  115. Άλμα πάνω
     Felsenheld, σελ. 137.

Αρχαία Βιβλιογραφία



Σύγχρονη βιβλιογραφία

  • (Γαλλικά) Briant, Pierre, «Histoire de l'Empire perse de Cyrus à Alexandre», Fayard, Παρίσι, 1996 (ISBN 2-213-59667-0).
  • (Γαλλικά) Corvisier, Jean-Nicolas, «Les Grecs et la mer, Belles Lettres», coll. «Realia», Παρίσι, 2008 (ISBN 978-2-251-33828-6).
  • (Αγγλικά) Dalby, Andrew, «Siren Feasts: A History of Food and Gastronomy in Greece», Routledge, Λονδίνο, 1996 (ISBN 0-415-15657-2).
  • (Αγγλικά) Davidson, James, «Courtesans and Fishcakes. The Consuming Passions of Classical Athens», Fontana Press, Λονδίνο, 1997 (ISBN 978-0-00-686343-4).
  • (Γαλλικά) Delatte, Armand, «Le Cycéon, breuvage rituel des mystères d'Éleusis», Belles Lettres, Παρίσι, 1955.
  • (Γαλλικά) Dodds, Eric Robertson, «Les Chamans grecs», στο έργο «Les Grecs et l'irrationnel», Flammarion, συλλ. «Champs», 1977 (1η έκδοση 1959).
  • (Ελληνικά) Δρακόπουλος, Βαγγέλης & Ευθυμίου, Γεωργία, «Επίτομο Λεξικό της Ελληνικής Ιστορίας», Αρχαία Ελλάδα/Μέρος 4ο, Δημοσιογραφικός Όμιλος Λαμπράκη.
  • (Γαλλικά) Felsenheld, E., «Galien et la gymnastique : science sans conscience n'est que ruine du corps», BAGB 2, (2009).
  • (Γαλλικά) Flacelière, Robert, «La Vie quotidienne en Grèce au temps de Périclès», Hachette, 1988 (1η έκδ. 1959) (ISBN 2-01-005966-2).
  • (Αγγλικά) Flint-Hamilton, K.B., «Legumes in Ancient Greece and Rome: Food, Medicine, or Poison?», Hesperia, τόμος.68, νο3 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1999), σελ. 371-385.
  • (Αγγλικά) Garnsey, Peter, «Cities, Peasants and Food in Classical Antiquity: Essays in Social and Economic History», Cambridge University Press, 2004 (ISBN 978-0521892902).
  • (Αγγλικά) Garnsey, Peter, «Food and Society in Classical Antiquity (Key Themes in Ancient History)», Cambridge University Press, 1999 (ISBN 978-0521645881).
  • (Γαλλικά) Jouanna, Jacques, «Hippocrate», Fayard, 1992 (ISBN 978-2213028613).
  • (Ελληνικά) Κωνσταντινίδη, Ελένη Μ.: «Πρόσκληση σε γεύμα στην Αρχαία Ελλάδα», Περισκόπιο της Επιστήμης, τεύχος 219 (Ιούλιος-Αύγουστος 1998), σσ. 36-45
  • (Ελληνικά) Levy, Edmont, «Σπάρτη : Κοινωνική και πολιτική ιστορία έως τη ρωμαϊκή κατάκτηση », μετάφραση Αθαν. Δ. Στεφάνης, 1η έκδοση, Αθήνα : Πατάκη, 2008 (ISBN 978-960-16-1694-0).
  • (Γαλλικά) Migeotte, Léopold, «L'Économie des cités grecques», Ellipses, συλλ. « Antiquité : une histoire », 2002 (ISBN 2-7298-0849-3).
  • (Γαλλικά) Pietrobelli, Antoine, «Démonstrations géométriques de Galien», BAGB 2, 2009.
  • (Αγγλικά) Ricotti, Eugenia Salza Prina, «Meals and Recipes from Ancient Greece», Getty Publications, 2007 (ISBN 978-0892368761).
  • (Γαλλικά) Schmitt-Pantel, Pauline, «La Cité au banquet : histoire des repas publics dans les cités grecques», École française de Rome, 2000.
  • (Αγγλικά) Sparkes, B.A., «The Greek Kitchen», The Journal of Hellenic Studies, τόμος 82, 1962.
  • (Ελληνικά) Time-Life Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος 3, Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, Αθήνα 1993
  • (Αγγλικά) Wilkins, John, «Boastful Chef: Discourse of Food in Ancient Greek Comedy», Oxford University Press, USA, 2001 (ISBN 9780199240685). (e-book)

πηγή: el.wikipedia.org

Ο ΑΚΡΟΓΩΝΙΑΙΟΣ ΛΙΘΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΡΗΤΟΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΡΗΤΟΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ, ΕΝΑ ΠΤΗΝΟ

Ο ακρογωνιαίος λίθος του ένθεου ζην (θρησκεία) των Ελλήνων όταν πλέον όχι μόνον η Βασιλεία του Κρόνου είχε τελειώσει – η 1 εκ των 2 περιόδων της αέναης κοσμικής ανακυκλήσεως -- και βρισκόμασταν στη βασιλεία του Διός αλλά και το ανθρώπινο γένος πλέον δεν είναι το κατά τον Ησίοδο χρυσό & αργυρό γένος («προ-Μινωική» & «Μινωική» εποχή) αλλά ούτε καν το ηρωικό γένος («Μυκηναϊκή» εποχή) αλλά το κατά τον Ησίοδο σιδερένιο γένος, όπου οι ψυχές πλέον δεν έχουν νοητική ζωή αλλά υπάγονται πλέον όχι στην Αδράστεια αλλά στην Ειμαρμένη και τελειώνει ως εκ τούτου η λατρεία του εν Κρήτη Ιδαίου Ζαγρέως (νους του Κόσμου) και αρχίζει η λατρεία του εν Θήβαις Διονύσου (νους των 7 σφαιρών = μονοειδής εμπείριος τομέας, τριμερείς αιθερικός τομέας και τριμερείς υλαιός τομέας), ήτοι του Σειληνού Βάκχου και της Ευτέρπης, του Λύσιου Βάκχου και της Ερατώς, του Τριετηρικού Βάκχου και της Μελπομένης, του Βασσαρέα Βάκχου και της Κλειώς, του Σαβάζιου Βάκχου και της Τερψιχόρης, του Αμφίετου Βάκχου και της Πολύμνιας, του Περικιόνιου Βάκχου και της Ουρανίας, του Βάκχου Ερίβρομου και της Καλλιόπης.

Ως γνωρίζουμε οι Πλούταρχος ο Αθηναίος, Συριανός, Πρόκλος και γενικά όλοι οι πλατωνικοί φιλόσοφοι & θεολόγοι, χρησιμοποιούν και ακολουθούν την Ορφική Θεογονία, την «Ιερή Πραγμάτευση» ή «Ιεροί Λόγοι εν Ραψωδίαις κδ’» ή «Ραψωδική Θεογονία»[1].


Κάτι άλλωστε που φαίνεται και από τα λεγόμενα του μαθητή του Πρόκλου Μαρίνου Νεαπόλεως που αναφέρει πως:

«όταν εγώ μελετούσα κάποτε κοντά του – στον Πρόκλο – τα Ορφικά, και ακούγοντας στις διδασκαλίες όχι μόνο όσα έχει γράψει ο Ιάμβλιχος και ο Συριανός, αλλά περισσότερα και ταυτόχρονα πιο ταιριαστά με την θεολογία, ζήτησα από τον φιλόσοφο να μην αφήσει χωρίς υπομνήματα και αυτή την ένθεη ποίηση, αλλά να την υπομνηματίσει πλήρως. Και αυτός έλεγε ότι είχε την διάθεση πολλές φορές να γράψει τέτοια υπομνήματα, αλλά εμποδίστηκε ξεκάθαρα από κάποια όνειρα. Γιατί έλεγε ότι είδε τον ίδιο τον δάσκαλό του, τον Συριανό, να τον εμποδίζει απειλητικά. Επινοώντας λοιπόν ένα άλλο τέχνασμα, του ζήτησα να γράψει όσα ήθελε στο περιθώριο των βιβλίων του δασκάλου του. Και αφού πείστηκε ο αγαθότατος άνδρας και έγραψε στο περιθώριο των υπομνημάτων, αποκτήσαμε συλλογή όλων μαζί και υπήρξαν στον Ορφέα από αυτόν σχόλια και υπομνήματα όχι λίγα, αν και δεν κατέστη σε αυτόν δυνατόν να το κάνει για όλη την θεολογική μυθολογία ή για όλες τις ορφικές Ραψωδίες.»[2]

Αυτές οι Ορφικές Ραψωδίες είναι η καταγραμμένη θεολογία στην οποία στηρίζεται η θρησκεία των Ελλήνων την μετά Κρητομυκηναϊκή χρονική περίοδο, είναι η των Ελλήνων Θρησκεία την μετά Κρητομυκηναϊκή χρονική περίοδο – ειδικά την κλασική περίοδο. Κάτι που αποδεικνύεται και από τα αρχαιολογικά ευρήματα της Ολβίας στην Σκυθία[3] κατά τον 5ο π.Χ. αιώνα. Αυτό καταδεικνύεται και από τον «πάπυρο του Δερβενίου»[4], ο οποίος περιέχει ένα υπόμνημα σε κάποιο μη διασωμένο ορφικό έπος. Μάλιστα ο «πάπυρος του Δερβενίου» ταιριάζει απόλυτα σε πολλές λεπτομέρειες με την «Ευδήμεια Θεογονία»[5] η οποία παρατίθεται από τον Αριστοφάνη στις “Όρνιθες, στ. 693-703”. Όμως ο άνθρωπος που μπορεί να θεωρηθεί ως κατεξοχήν “σωτήρας” και μεταλαμπαδευτής της του Ορφέως θεολογίας είναι ο Πλάτων, ο οποίος σε πάμπολλα σημεία των διαλόγων του παρουσιάζει τόσο Ομηρικούς όσο και Ορφικούς μύθους. Πολύ σημαντικό είναι δε το γεγονός ότι στους «Νόμους»[6] παραθέτει ένα ορφικό στίχο που ταυτίζεται με τον 26-ον στίχο του παπύρου του Δερβενίου και στο «Συμπόσιο»[7] παραθέτει μια παράφραση ορφικού στίχου, που όμοιά της υπάρχει στον 1-ον σωσμένο στίχο του «παπύρου του Δερβενίου».[8]

Γιατί όμως να θεωρεί κάποιος την Ορφική Θεογονία ή «Ιερή Πραγμάτευση» ή «Ιεροί Λόγοι εν Ραψωδίαις κδ’» ή «Ραψωδική Θεογονία», τα Ομηρικά έπη και τα την Ησιόδεια “Θεογονία” ιερά βιβλία (ως νόημα) και τον ακρογωνιαίο λίθο της θρησκείας των Ελλήνων την μετά Κρητομυκηναϊκή χρονική περίοδο;

Η απάντηση έρχεται δια στόματος Πλάτωνος, ο οποίος στο έργο του «Τίμαιος, 40.d.6 – 41.a.3», λέγει περί των προαναφερόμενων θεολόγων & ποιητών και των έργων αυτών το εξής ένα:

«Ας πιστέψουμε λοιπόν εκείνους που μίλησαν για τους Θεούς στο παρελθόν και που, επειδή όπως έλεγαν ήταν απόγονοι Θεών (νοητικά, της θεϊκής σειράς που ακολουθούν), και επειδή ήξεραν ξεκάθαρα τους προγόνους τους. Γιατί είναι αδύνατον να απιστούμε σε τέκνα Θεών, έστω και αν όσα λένε στερούνται επαρκών αποδείξεων, αλλά, αφού μιλάνε για οικογενειακά τους θέματα, ας δεχτούμε αυτά που υποστηρίζουν, ότι δηλ. από τη Γη και τον Ουρανό γεννήθηκαν ο Ωκεανός και η Τηθύς, και από αυτούς ο Φόρκυς, ο Κρόνος, η Ρέα και αρκετοί άλλοι μαζί τους. Κι ότι από τον Κρόνο και τη Ρέα γεννήθηκαν ο Ζευς και η Ήρα και όλοι εκείνοι τους οποίους λέμε αδελφούς και απογόνους τους.»[9]

Σχολιάζοντας δε ο Πρόκλος το επίμαχο απόσπασμα από τον Πλατωνικό «Τίμαιο» λέγει πως:

«Αυτός που γνωρίζει τα πράγματα με μια απλή νόηση, ακόμα και στα ζητήματα που φαίνονται δυσδιάκριτα και δυσεπίλυτα, βρίσκει τον δρόμο της λύσης ανατρέχοντας στην θεία γνώση και στην ένθεση νόηση, μέσω της οποίας όλα γίνονται φανερά και γνωστά. Γιατί όλα υπάρχουν μέσα στους Θεούς και αυτό που έχει συμπεριλάβει από πριν τα πάντα μπορεί να συμπληρώσει και τα άλλα με τη γνώση του. Αυτό, λοιπόν που κάνει ο εδώ Τίμαιος, ανάγοντας μας στους θεολόγους και στη γένεση των θεών η οποία έχει εξυμνηθεί από εκείνους. Ποιοι είναι, λοιπόν, οι θεολόγοι και ποια είναι η γνώση τους; Αυτοί, λοιπόν, είναι “απόγονοι Θεών” και “γνωρίζουν ξεκάθαρα τους προγόνους τους”. Είναι απόγονοι και τέκνα Θεών επειδή στην παρούσα ζωή τους σώζουν το είδος ζωής του προστάτη θεού τους. Γιατί οι απολλωνιακές ψυχές, όταν επιλέξουν ένα μαντικό ή τελεστικό τρόπο ζωής, αποκαλούνται παιδιά και απόγονοι του Απόλλωνα. Παιδιά του επειδή είναι ψυχές προσήκουσες με την συγκεκριμένη σειρά, και απόγονοί του επειδή εμφανίζουν απολλωνιακή και την παρούσα ζωή τους. Όλες, λοιπόν, οι ψυχές είναι παιδιά Θεών, αλλά δεν αναγνώρισαν όλες τον Θεό τους. Όσες, όμως, τον αναγνώρισαν και επέλεξαν την αντίστοιχη ζωή, αποκαλούνται παιδιά Θεών. Για αυτό και ο Πλάτων προσέθεσε το “όπως έλεγαν”. Γιατί οι ίδιες αποκαλύπτουν από ποια τάξη έχουν κατέβει, όπως η Σίβυλλα, η οποία άρχισε να λέει χρησμούς αμέσως μόλις γεννήθηκε ή ο Ηρακλής ο οποίος κατά την γέννηση εμφανίστηκε μαζί με τα δημιουργικά σύμβολα. Οι ψυχές αυτού του είδους επιστρέφουν στους προγόνους τους και πληρούνται από αυτούς με ένθεη νόηση. Η γνώσης τους είναι ενθουσιαστική, συνδέεται με τον θεό τους δια του θείου φωτός και βρίσκεται υπεράνω κάθε άλλης γνώσης που επιτυγχάνεται είτε μέσω πιθανών επιχειρημάτων είτε μέσω αποδείξεων. Γιατί η γνώση που προέρχεται από τα πιθανά επιχειρήματα ασχολείται με την φύση και με τις γενικές αρχές που υπάρχουν μέσα στα επιμέρους. Η γνώση που προέρχεται από τις αποδείξεις ασχολείται με την ασώματη ουσία και με τα αντικείμενα της επιστήμης. Μόνο η ένθεη γνώση ενώνεται με τους ίδιους τους θεούς.»[10]

Και συνεχίζει ο Πρόκλος:

«Αν κανείς, λοιπόν, εξετάσει με ακρίβεια τα λόγια του Πλάτωνα, θα μπορέσει να συμπεράνει πολλά, όπως για παράδειγμα ότι η ένθεη γνώση επιτυγχάνεται μέσω της εξομοίωσης με τους Θεούς (γιατί και ο ήλιος φανερώνεται μέσω του ηλιακού φωτός και το θείο φανερώνεται μέσω της θείας ελλάμψεως), ή ότι ο θείος νόμος καθόρισε τις θείες τάξεις, νόμος τον οποίο αποκαλύπτουν οι ένθεες νοήσεις των παλαιών και σύμφωνα με τον οποίο οι ψυχές που ενεργούν και δεν ενθουσιάζονται από το θείο υπακούουν σε όσες ενθουσιάζονται από το θείο. Σε αυτόν τον νόμο υπάκουσε ο Πλάτωνας και είπε στο προοίμιο του “Τίμαιου” ότι θα επικαλεστεί τους θεούς και τις θεές προκειμένου να διευθετήσει όλες τις βασιλείες τις εν ουρανώ και τις υπό σελήνη σύμφωνα με τις πρώτες νοητικές αρχές, και προκειμένου όλες οι βασιλείες να υπάρχουν παντού με βάση την αναλογία και η τάξη των πραγμάτων να κατευθύνει τις δικές μας νοήσεις.[11] »




[1] Βλ. Δαμάσκιος ο διάδοχος “Απορίες και λύσεις περί των πρώτων αρχών ,1.316.18 – 1.317.14” :
     De principiis 1.316.18 ` to     De principiis 1.317.14   Ἐν μὲν τοίνυν ταῖς φερομέναις ταύταις ῥαψῳδίαις <ὀρφικαῖς> ἡ θεολογία δή τίς ἐστιν ἡ περὶ τὸν νοητόν, ἣν καὶ οἱ <φιλόσοφοι> διερμνεύουσιν ἀντὶ μὲν τῆς μιᾶς τῶν ὅλων ἀρχῆς τὸν <Χρόνον> τιθέντες, ἀντὶ δὲ τοῖν δυεῖν <Αἰθέρα> καὶ <Χάος>, ἀντὶ δὲ τοῦ ὄντος ἁπλῶς τὸ ὠὸν ἀπολογιζόμενοι, καὶ τριάδα ταύτην πρώτην ποιοῦντες· εἰς δὲ τὴν δευτέραν τελεῖν ἤτοι τὸ κυούμενον καὶ τὸ κύον ὠὸν τὸν θεόν, ἢ τὸν ἀργῆτα χιτῶνα, ἢ τὴν νεφέλην, ὅτι ἐκ τούτων ἐκθρώσκει ὁ Φάνης· ἄλλοτε γὰρ ἄλλα περὶ τοῦ μέσου φιλοσοφοῦσιν. Τοῦτο μὲν οὖν ὁποῖον ἂν ᾖ, ὡς τὸν νοῦν, ὡς δὲ πατέρα καὶ δύναμιν, ἄλλα τινὰ προσεπινοοῦντες οὐδὲν τῷ <Ὀρφεῖ> προσήκοντα, τὴν δὲ τρίτην τὸν <Μῆτιν> <ὡς νοῦν>, τὸν <Ἠρικεπαῖον> ὡς δύναμιν, τὸν <Φάνητα> αὐτὸν ὡς πατέρα.       Μήποτε δὲ καὶ τὴν μέσην τριάδα θετέον κατὰ τὸν τρίμορφον θεὸν ἔτι κυόμενον ἐν τῷ ὠῷ· καὶ γὰρ καὶ τὸ μέσον ἀεὶ φαντάζει συναμφότερον τῶν ἄκρων, ὥσπερ καὶ τοῦτο ἅμα καὶ ὠὸν καὶ τρίμορφος ὁ θεός. Καὶ ὁρᾷς ὅτι τὸ μὲν ὠόν ἐστιν τὸ ἡνωμένον, ὁ δὲ τρίμορφος καὶ πολύμορφος τῷ ὄντι θεὸς τὸ διακεκριμένον τοῦ νοητοῦ, τὸ δὲ μέσον κατὰ μὲν τὸ ὠὸν ἔτι ἡνωμένον, κατὰ δὲ τὸν θεὸν ἤδη διακεκριμένον, τὸ δὲ ὅλον εἰπεῖν, διακρινόμενον. Τοιαύτη μὲν ἡ συνήθης <ὀρφικὴ θεολογία>.
«στις θεωρούμενες Ορφικές ραψωδίες, η θεολογική άποψη για το νοητό είναι παρόμοια με αυτή που εξηγούν οι φιλόσοφοι βάζοντας στη θέση της μιας αρχής των όλων τον “Χρόνο”, στη θέση των δύο τον “Αιθέρα” και το “Χάος” και θεωρώντας ότι στη θέση του καθολικού Όντος είναι το ”Ωό”, κάνοντας αυτή πρώτη τριάδα. Στη δεύτερη ότι φέρνει το ”Ωό”, που κυοφορεί και κυοφορείται τον θεό ή τον “λαμπρό χιτώνα” ή την “Νεφέλη”, γιατί από αυτά ξεπηδά ο Φάνης – διότι θεωρούν ως μεσαίο πότε το ένα και πότε το άλλο. την τρίτη ανήκει ο “Μήτις” ως Νους, ο “Ηρικεπαίος” ως δύναμη και ο ίδιος ο Φάνης ως πατέρας…… Κάπως έτσι είναι η γνωστή Ορφική θεολογία
[2] Βλ. Μαρίνος Νεαπόλεως “Βίος Πρόκλου ή Περί Αρετή, 27”.
[3] Αναφερόμαστε στην πρώτη από τις σημαντικότερες Ολβίες, που ιδρύθηκε από Μιλήσιου το 645 π.Χ. κοντά στις εκβολές του Δνείπερου ποταμού – όπως μαρτυρεί ο Στράβων στα «Γεωγραφικά»:
Geog 7.3.17.4 ` to    Geog 7.3.17.6 πλεύσαντι δὲ τὸν Βορυσθένη σταδίους διακο σίους ὁμώνυμος τῷ ποταμῷ πόλις· ἡ δ᾽ αὐτὴ καὶ Ὀλ βία καλεῖται, μέγα ἐμπόριον, κτίσμα Μιλησίων.
Τον 6-ον π.Χ. αιώνα γνώρισε μεγάλη ακμή, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες του Ηρόδοτου αλλά και από τα αρχαιολογικά ευρήματα (χρυσά κοσμήματα, περίτεχνα αγγεία, αλαβάστρινοι τρίποδες κτλ.). Η Ολβία Ποντική (ονομαζόταν και Βορυσθένης) ήταν στις βορειοδυτικές ακτές της Μαύρης Θάλασσας και χτίστηκε κατά τον δεύτερο ελληνικό αποικισμό πιθανόν τον 7ο αιώνα π.Χ. Στην Ολβία υπήρχε ναός αφιερωμένος στον Απόλλωνα Δελφίνιο. Οι κάτοικοι εκτός από τον Απόλλωνα λάτρευαν και τον Αχιλλέα, ως θεό.
[4] Χρονολογείται γύρω στο 340-320 π.Χ. και αντιγράφει ένα παλιότερο κείμενο του τέλους του 5ου αι. π.Χ.. Βρέθηκε στην νεκρόπολη της αρχαίας Λητής, επάνω σε έναν κιβωτιόσχημο τάφο, ανάμεσα σε απομεινάρια καμένων κτερισμάτων που συνόδευαν τον νεκρό. Η γλώσσα του κειμένου είμαι μια μίξη ιωνικής και αττικής διαλέκτου, σε εξάμετρο στίχο.
[5] Βλ. Δαμάσκιος ο διάδοχος “Απορίες και λύσεις περί των πρώτων αρχών, 1.319.8   – 1.319.15” :
     De principiis 1.319.8 ` to     De principiis 1.319.15   Ἡ δὲ παρὰ τῷ περιπατητικῷ <Εὐδήμῳ> ἀναγεγραμμένη ὡς τοῦ <Ὀρφέως> οὖσα θεολογία πᾶν τὸ νοητὸν ἐσιώπησεν, ὡς παντάπασιν ἄρρητόν τε καὶ ἄγνωστον τρόπῳ κατὰ διέξοδόν τε καὶ ἀπαγγελίαν· ἀπὸ δὲ τῆς <Νυκτὸς> ἐποιήσατο τὴν ἀρχήν, ἀφ᾽ ἧς καὶ ὁ <Ὅμηρος>, εἰ καὶ μὴ συνεχῆ πεποίηται τὴν γενεαλογίαν, ἵστησιν· οὐ γὰρ ἀποδεκτέον <Εὐδήμου> λέγοντος ὅτι ἀπὸ <Ὠκεανοῦ> καὶ <Τηθύος> ἄρχεται· φαίνεται γὰρ εἰδὼς καὶ τὴν <Νύκτα> μεγίστην οὕτω θεόν, ὡς καὶ τὸν Δία σέβεσθαι αὐτήν· ἅζετο γὰρ μὴ Νυκτὶ θοῇ ἀποθύμια ῥέζοι.
«Η αναφερόμενη στον περιπατιτικό Εύδημο ως έργο του Ορφέα Θεολογία αποσιώπησε καθετί το νοητό ως παντελώς άγνωστο και άρρητο. Ως αρχή των πάντων θεωρεί την Νύχτα, από την οποία ξεκινάει και ο Όμηρος, αν και αυτός δεν έχει παρουσιάσει την γενεαλογία συνεχή. Διότι δεν πρέπει να δεχτούμε αυτό που λέει ο Εύδημος, ότι δηλαδή ο Όμηρος ξεκινάει από τον Ωκεανό και την Τηθή. Γιατί φαίνεται να ξέρει ότι και η Νύχτα ήταν τόσο μεγάλη θεά, ώστε να την σέβεται και ο Ζευς : “γιατί φοβόταν μην κάνει δυσάρεστο στην γρήγορη Νύχτα” (Ιλιάδα Ξ’ 261). Ας αρχίζει λοιπόν και αυτό ακόμη ο Όμηρος από την Νύχτα
[6] Leg 715.e.7 ` to Leg 716.a.2 ὁ μὲν δὴ θεός, ὥσπερ καὶ ὁ παλαιὸς λόγος, ἀρχήν τε καὶ τελευτὴν καὶ μέσα τῶν ὄντων ἁπάντων ἔχων, εὐθείᾳ περαίνει κατὰ φύσιν περιπορευόμενος·
[7] Βλ. Πλάτωνος «Συμπόσιο, 218.b3 – 218b.7» :
Symp 218.b.3 ` to   Symp 218.b.7 πάντες γὰρ κεκοινωνήκατε τῆς φιλοσόφου μανίας τε καὶ βακχείας—διὸ πάντες ἀκούσεσθε· συγγνώσεσθε γὰρ τοῖς τε τότε πραχθεῖσι καὶ τοῖς νῦν λεγομένοις. ο δ οκται, κα ε τις λλος στν ββηλς τε κα γροικος, πλας πνυ μεγλας τος σν πθεσθε.
[8] 1-ος σοσμένος στίχος του παπύρου του Δερβενίου : Ἀείσω συνετοῖσι – θύρας δ’ ἐπίθεσθε βέβηλοι.
[9]      Tim 40.d.6 ` to     Tim 41.a.3 Περὶ δὲ τῶν ἄλλων δαιμόνων εἰπεῖν καὶ γνῶναι τὴν γένεσιν μεῖζον ἢ καθ᾽ ἡμᾶς, πειστέον δὲ τοῖς εἰρηκόσιν ἔμπροσθεν, ἐκγόνοις μὲν θεῶν οὖσιν, ὡς ἔφασαν, σαφῶς δέ που τούς γε αὑτῶν προγόνους εἰδόσιν· ἀδύνατον οὖν θεῶν παισὶν ἀπιστεῖν, καίπερ ἄνευ τε εἰκότων καὶ ἀναγκαίων ἀποδείξεων λέγουσιν, ἀλλ᾽ ὡς οἰκεῖα φασκόντων ἀπαγγέλλειν ἑπομένους τῷ νόμῳ πιστευτέον. οὕτως οὖν κατ᾽ ἐκείνους ἡμῖν ἡ γένεσις περὶ τούτων τῶν θεῶν ἐχέτω καὶ λεγέσθω. Γῆς τε καὶ Οὐρανοῦ παῖδες Ὠκεανός τε καὶ Τηθὺς ἐγενέσθην, τούτων δὲ Φόρκυς Κρόνος τε καὶ Ῥέα καὶ ὅσοι μετὰ τούτων, ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ῥέας Ζεὺς ῞Ηρα τε καὶ πάντες ὅσους ἴσμεν ἀδελφοὺς λεγομένους αὐτῶν, ἔτι τε τούτων ἄλλους ἐκγόνους·
[10] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 3.159.13 – 3.160.12» :
     in Ti 3.159.13 ` to     in Ti 3.160.12   Ὁ ἁπλῶς ἐπιστήμων καὶ ἐν τοῖς δοκοῦσι δυσγνώστοις καὶ ἀπόροις θεῖ τὰς τῆς εὐπορίας ὁδοὺς ἐπὶ τὴν θείαν γνῶσιν ἀνατρέχων καὶ τὴν ἔνθεον νόησιν, δι᾽ ἧς πάντα φανὰ καὶ γνώριμα γίγνεται· πάντα γάρ ἐστιν ἐν θεοῖς. τὸ δὲ πάντα προειληφὸς δύναται καὶ τὰ ἄλλα τῆς ἑαυτοῦ γνώσεως πληροῦν. τοῦτο δὴ καὶ ἐνταῦθα πεποίηκεν ὁ Τίμαιος, ἐπὶ τοὺς θεολόγους ἡμᾶς ἀναπέμπων καὶ τὴν παρ᾽ ἐκείνων ὑμνημένην γένεσιν τῶν θεῶν. τίνες οὖν εἰσιν οὗτοι καὶ τίς αὐτῶν ἡ γνῶσις; αὐτοὶ μὲν οὖν εἰσιν <ἔγγονοι θεῶν> καὶ <σαφῶς τοὺς ἑαυτῶν προγόνους εἰδότεσ>, ἔγγονοι μὲν καὶ παῖδες ὄντες θεῶν ὡς τὸ εἶδος σῴζοντες τοῦ ἑαυτῶν προστάτου κατὰ τὴν παροῦσαν ζωήν· αἱ γὰρ Ἀπολλωνιακαὶ ψυχαὶ μαντικὸν ἢ τελεστικὸν ἑλόμεναι βίον παῖδες καὶ ἔγγονοι καλοῦνται τοῦ Ἀπόλλωνος, παῖδες μὲν καθὸ ψυχαὶ προσήκουσαι τῷδε τῷ θεῷ καὶ ᾠκειωμέναι πρὸς τήνδε τὴν σειράν, ἔγγονοι δὲ ὅτι καὶ τὸν παρόντα βίον τοιοῦτον ἐπιδείκνυνται. πᾶσαι μὲν οὖν ψυχαὶ θεῶν παῖδες, ἀλλ᾽ οὐ πᾶσαι τὸν ἑαυτῶν ἐπέγνωσαν θεόν· αἱ δὲ ἐπιγνοῦσαι καὶ τὴν ὁμοίαν ἑλόμεναι ζωὴν καλοῦνται παῖδες θεῶν. διὸ καὶ τὸ <ὡς ἔφασαν> προσέθηκεν· αὐταὶ γὰρ ἑαυτὰς ἐκφαίνουσιν ἀφ᾽ ἧς ἥκουσι τάξεως, ὥσπερ καὶ ἡ Σίβυλλα παρ᾽ αὐτὴν τὴν ἀποκύησιν χρησμῳδήσασα καὶ ὁ Ἡρακλῆς κατὰ τὴν γένεσιν μετὰ συμβόλων δημιουργικῶν ἐκφανείς. αἱ δὲ τοιαῦται ψυχαὶ καὶ ἐπιστρέφουσιν ἐπὶ τοὺς ἑαυτῶν προγόνους καὶ πληροῦνται παρ᾽ ἐκείνων ἐνθέου νοήσεως, ἡ δὲ γνῶσις αὐτῶν ἐστιν ἐνθουσιαστική, διὰ τοῦ θείου φωτὸς τῷ θεῷ συναπτομένη, πάσης ἄλλης ἐξῃρημένη γνώσεως τῆς τε δι᾽ εἰκότων καὶ τῆς ἀποδεικτικῆς· ἣ μὲν γὰρ περὶ τὴν φύσιν διατρίβει καὶ τὰ καθ᾽ ὅλου τὰ ἐν τοῖς καθ᾽ ἕκαστα, ἣ δὲ περὶ τὴν ἀσώματον οὐσίαν καὶ τὰ ἐπιστητά· μόνη δὲ ἡ ἔνθεος γνῶσις αὐτοῖς συνάπτεται τοῖς θεοῖς.
[11] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο Πλάτωνος, βιβλίο Ε’, 3.160.17 – 3.160.30» :
     in Ti 3.160.17 ` to     in Ti 3.160.30   Πολλὰ ἄν τις ἀπὸ τούτων λάβοι τῶν τοῦ Πλάτωνος ῥημάτων σκοπῶν ἀκριβῶς, οἷον τὸ τὴν ἔνθεον γνῶσιν δι᾽ οἰκειότητος ἐπιτελεῖσθαι τῆς πρὸς τοὺς θεούς (καὶ γὰρ ἥλιος ὁρᾶται διὰ τοῦ ἡλιοειδοῦς φωτὸς καὶ τὸ θεῖον ἐκφαίνεται διὰ τῆς θείας ἐλλάμψεως)· τὸ τὸν θεῖον νόμον διορίσαι τὰς θείας τάξεις, ὃν ἐκφαίνουσιν αἱ ἐνθεαστικαὶ τῶν παλαιῶν νοήσεις, καθ᾽ ὃν καὶ ψυχαὶ ἐνεργοῦσαι καὶ μὴ ἐνθουσιάζουσαι πείθονται ταῖς ἐνθουσιαζούσαις. τούτῳ δὲ τῷ νόμῳ πειθόμενος καὶ <ἐν προοιμίοισ> [27 C] εἶπε θεοὺς καὶ θεὰς παρακαλέσειν τὸ κατὰ τὰς πρωτίστας καὶ νοερὰς ἀρχὰς πάσας διακεκοσμῆσθαι τὰς βασιλείας τάς τε ἐν οὐρανῷ καὶ τὰς ὑπὸ σελήνην καὶ εἶναι πανταχοῦ πάσας κατὰ τὸ ἀνὰ λόγον, τὴν δὲ τάξιν τῶν πραγμάτων προηγεῖσθαι τῶν ἡμετέρων νοήσεων·

πηγή: eleysis69

ΣΩΚΡΑΤΗΣ - Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΙΩΣΗ ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΨΥΧΗ

$
0
0

Της Δήμητρας Αθανασάκου, Ψυχολόγου, Ψυχοθεραπεύτριας*

Ο φιλόσοφος Σωκράτης παραμένει ένα αίνιγμα, όπως άλλωστε υπήρξε και όσο ζούσε. Παρόλο που δεν άφησε ούτε δείγμα συγγράμματος, θεωρείται ακόμα και σήμερα ένας από τους φιλοσόφους που άλλαξαν για πάντα το πώς αντιλαμβανόμαστε την φιλοσοφία και επηρέασε σχεδόν όλες τις υπόλοιπες φιλοσοφικές σχολές. 


Πέρασε τη ζωή του στις αγορές και του δρόμους της Αθήνας και θεωρούσε ότι τα χωράφια και τα δέντρα δεν έχουν κάτι να του πουν. Ό,τι ξέρουμε για αυτόν το γνωρίζουμε μέσω άλλων, όπως τον Πλάτωνα, τον Ξενοφώντα και τον Αριστοτέλη. Η ζωή του θεωρείται παράδειγμα προς μίμηση για μια φιλοσοφική ζωή – όπως εξάλλου και ο θάνατός του. Είναι πολύ δύσκολο όμως να διακρίνουμε τον ιστορικό Σωκράτη, από τον Σωκράτη όπως τον παρουσιάζει κάθε ένας που γράφει γι’ αυτόν, που τελικά έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση γνωστή ως το “Σωκρατικό πρόβλημα”. Δεν έχουμε τον αληθινό Σωκράτη, αλλά τις πολλές ερμηνείες που αναπαριστούν έναν θεωρητικά πιθανό Σωκράτη.



Ξέρουμε πάντως ότι ήταν γιος του Σωφρονίσκου και της Φαιναρέτης από το δήμο της Αλωπεκής. Παντρεύτηκε σε μεγάλη ηλικία την Ξανθίππη κι έκαναν 3 παιδιά. Στις φιλοσοφικές του έρευνες τον παρακολουθούσαν πολλοί, κυρίως νέοι και σχηματίστηκε γύρω του ένας όμιλος, που δεν αποτελούσε όμως σχολή, γιατί ο Σωκράτης δεν δίδαξε συστηματικά, αλλά διαλεγόταν σε κάθε σημείο της πόλης, με ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης. Σε αντίθεση με τους σοφιστές δεν έπαιρνε χρήματα από τους μαθητές του. Δήλωνε ότι άκουγε μέσα του μία φωνή, την οποία ονόμαζε «δαιμόνιο» και του απαγόρευε να πράττει κάποια πράγματα, ανεξαρτήτως καλού ή κακού όμως, δεν πρέπει δηλαδή να συγχέεται με την έννοια της συνείδησης. Αυτό βέβαια δεν ακουγόταν πολύ ωραίο στους υπόλοιπους Αθηναίους. Απέφευγε την εμπλοκή στην πολιτική και προτιμούσε να πορεύεται τη δική του ανεξάρτητη πορεία. Μόνη εξαίρεση, όταν η πατρίδα τον καλούσε.


Θεωρούσε τον εαυτό του την αλογόμυγα που τσιμπά, ενοχλεί τους εφησυχασµένους πολίτες, ξυπνώντας τους από το λήθαργο.

Ζωή

Ο Σωκράτης πίστευε ότι η αυτογνωσία ήταν επαρκής για να ζήσει κανείς μια καλή ζωή.Ταύτιζε την γνώση με την αρετή. Οι άνθρωποι είναι δυνατόν να φτάσουν στην απόλυτη γνώση έλεγε, αρκεί να ακολουθήσουν τη σωστή μέθοδο. Η γνώση δεν είναι δεδομένη και ανώδυνη, παρομοιάζεται μάλιστα με τις ωδίνες του τοκετού. Αν μπορούμε να “μάθουμε τη γνώση”, τότε μπορούμε να διδαχθούμε και την αρετή. Ο τρόπος που ζούσε συνίστατο στην εξέταση της ζωής των ανθρώπων, τη δική του και των άλλων, επειδή “Ο δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ” (η ζωή που δεν εξετάζεται δεν αρμόζει σε άνθρωπο). Πρέπει κανείς να αναζητά τη γνώση και τη σοφία πριν από τα άλλα ιδιωτικά του συμφέροντα. Η γνώση αναζητείται ως μέσο για την ηθική δράση. Η λογική αποτελεί προϋπόθεση για να ζήσει κανείς μια καλή ζωή, κατά τον Σωκράτη.  Η αληθινή μας ευτυχία εξαρτάται από το αν κάνουμε αυτό που είναι σωστό. Δεν μπορείς να είσαι ευτυχισμένος αν δρας αντίθετα με όσα πιστεύεις.  


Η ηθική του Σωκράτη έχει έναν τελολογικό χαρακτήρα – η μηχανιστική εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι λανθασμένη. Η ανθρώπινη δράση στοχεύει στο καλό και υπάρχει σκοπός στη φύση. Ο Σωκράτης πίστευε ότι όταν οι άνθρωποι λειτουργούν ανήθικα δεν το κάνουν σκόπιμα, το οποίο είναι γνωστό και ως το Σωκρατικό Παράδοξο. Έλεγε ότι αν κάποιος ξέρει ποιο είναι το σωστό, τότε θα πράξει αναλόγως. Αλλιώς απλώς δεν ξέρει ποιο είναι το σωστό. Αν κάποιος δεν λειτουργεί με τρόπο καλό, τότε μάλλον κάνει λάθος, του λείπει η γνώση για το πώς θα φερθεί σωστά στην όποια περίσταση. Οπότε για τον Σωκράτη, η γνώση σημαίνει αρετή και είναι “καλή”, ενώ η άγνοια είναι “κακή”, άχρηστη. Είναι λοιπόν σαν να είμαστε υπεύθυνοι για το τι γνωρίζουμε και τι όχι, επομένως είμαστε και υπεύθυνοι για την προσωπική μας ευτυχία. 


Ο Αριστοτέλης βέβαια διαφωνούσε, έλεγε ότι κάποιος μπορεί να γνωρίζει ποιο είναι το καλύτερο που έχει να κάνει, αλλά και πάλι να δράσει λανθασμένα.

Συχνά ρωτούσε τους συμπολίτες του “Δεν ντρέπεστε για την προθυμία σας να αποκτήσετε όσο πιο πολλά πλούτη, φήμη και τιμές γίνεται, αλλά δεν νοιάζεστε το ίδιο για την σοφία ή την αλήθεια, ή για την καλύτερη κατάσταση της ψυχής σας;” Τους έλεγε ότι ασχολούνται συνέχεια με τις οικογένειές τους, τις ευθύνες τους και τις πολιτικές τους ευθύνες, ενώ θα έπρεπε να ανησυχούν για την “ευημερία της ψυχής τους”.

Παρότρυνε τους ανθρώπους να “νοιαστούν για την ψυχή τους, να γνωρίσουν τον εαυτό τους,γιατί άπαξ και μάθουμε τους εαυτούς μας μπορεί και να αρχίσουμε να νοιαζόμαστε για αυτούς”. Θεώρησε την ψυχή ως την πραγματική ουσία του ανθρώπου και την αρετή ως αυτό που επιτρέπει την πλήρωση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την αναζήτηση και βελτίωση της ψυχής. Η αυτογνωσία δεν είναι παρά σοφία και δε γίνεται να ξεχωρίσουμε το σωστό από το λάθος (είτε για μας, είτε για τους άλλους), αν δεν έχουμε σοφία.


Καθημερινά, όλοι ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις στις οποίες πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στην βολική συμβατικότητα ή στην αφοσίωση στην αλήθεια και τη λογική. Ο Σωκράτης προτίμησε να τιμήσει την αφοσίωσή του στην αλήθεια και την ηθική, παρόλο που στο τέλος του κόστισε την ίδια του την ζωή. Πίστευε ότι δεν πρέπει ποτέ να κάνει κανείς κάτι κακό, ούτε καν ως αντίδραση σε ένα κακό που έχει υποστεί. Πίστευε ακόμα ότι είναι πάντα λάθος να παρακούει κανείς τους νόμους του κράτους, άρα δεν πρέπει ποτέ να παρακούει το κράτος. Όπως δεν πρέπει να κάνουμε κακό στους γονείς μας, άλλο τόσο δεν πρέπει να κάνουμε κακό στην πατρίδα μας.

Παρόλο που κατηγορήθηκε για ασέβεια προς τους θεούς, υπάρχει μια ισχυρή θρησκευτική πλευρά στον χαρακτήρα του και αυτά που λέει στην Απολογία ή στον Κρίτωνα φανερώνουν έναν βαθύ σεβασμό για τα Αθηναϊκά θρησκευτικά έθιμα και ειλικρινή εκτίμηση για τους θεούς.



Ενδιαφέρεται για την αληθινή αρετή η οποία πιστεύει ότι είναι ίδια για όλους. Αυτή η ευρεία έννοια της αρετής μπορεί να περιλαμβάνει συγκεκριμένες αρετές όπως το κουράγιο, η σοφία, η μετριοφροσύνη, αλλά θα έπρεπε να έχουμε και μια γενική περιγραφή της αρετής ως σύνολο, την ικανότητα, τη δεξιότητα του να είσαι ανθρώπινος. Αλλά ποιος είναι αυτός ο ορισμός; Αυτή η ερώτηση μάλλον δεν απαντάται ποτέ, αλλά συνεχίζονται κι άλλες ερωτήσεις κι αμφισβητήσεις κλπ. 


Πίστευε επίσης ότι υπάρχει μια ενιαία γνώση. Υπάρχει μία κοινή αλήθεια στην οποία όλοι μπορούν να φτάσουν, ακόμα και οι δούλοι. Κάτι σχετικό βρίσκει ως αποτέλεσμα της έρευνάς του ο Goldin και δείχνει την ύπαρξη γνωστικών καθολικών σχημάτων που διέρχονται χρόνου και πολιτισμών. Όπως είναι φυσικό να γεννάμε, είναι δηλαδή κάτι που κάπως ξέρουμε, έτσι είναι και οι φιλοσοφικές αλήθειες και η γνώση, είναι μέσα μας, αρκεί να χρησιμοποιήσουμε το μυαλό μας. Κι εδώ δένει κάπως η Σωκρατική μέθοδος της οποίας σκοπός δεν είναι η μετάδοση νέας γνώσης, αλλά να εκμαιεύσει κάτι που ο άλλος ξέρει ήδη, έχει μέσα του ήδη.


Ο Σωκράτης, σε αντίθεση με τους σοφιστές, πίστευε ότι η γνώση ήταν δυνατή, αλλά πίστευε ότι το πρώτο βήμα για τη γνώση ήταν αρχικά να παραδεχτεί κανείς την άγνοιά του. Ο ίδιος ο Σωκράτης έλεγε ότι το μόνο που γνωρίζει είναι ότι δε γνωρίζει τίποτα και αυτή η συνειδητότητα της αμάθειάς του ήταν τελικά που τον έκανε τον πιο σοφό από τους συμπολίτες του. Η ουσία της μεθόδου του Σωκράτη εξάλλου ήταν να πείσει τον συνομιλητή του ότι ενώ νόμιζε ότι γνωρίζει κάτι, στην ουσία δεν το γνώριζε. Η Σωκρατική μέθοδος, κυρίως ο Σωκρατικός τρόπος ερωτήσεων, έχει χρησιμοποιηθεί και στην ψυχοθεραπεία (κυρίως στη Γνωστική, την Αντλεριανή και το Reality Therapy) για διευκρινίσεις, αλλά και για να κοιτάξει βαθιά μέσα του ο θεραπευόμενος ή να εξερευνήσει εναλλακτικούς τρόπους δράσης.

Ο Σωκράτης πίστευε ότι ο καλύτερος τρόπος να ζει κανείς ήταν να επικεντρωθεί στην αυτο-εξέλιξη και όχι στο κυνήγι του υλικού πλούτου. Πάντα παρότρυνε τους άλλους να επικεντρωθούν περισσότερο στις φιλίες και στην αίσθηση κοινότητας γιατί αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να μεγαλώσουν όλοι μαζί σαν λαός. Η αρετή αξίζει περισσότερο από κάθε τι, η ιδανική ζωή αφιερωμένη στην αναζήτηση του Καλού. Η αλήθεια βρίσκεται στις σκιές της ύπαρξης κι είναι δουλειά του φιλοσόφου να δείξει στους υπόλοιπους πόσα λίγα ξέρουν στ’αλήθεια.

Θάνατος

Ο Σωκράτης μετά τη δίκη του κρίνεται ένοχος με θανατική ποινή. Αυτοκτονεί ουσιαστικά πίνοντας κώνειο και το προτιμά από το να δραπετεύσει για άλλη πόλη. Στον Κρίτωνα αναφέρει ότι ένας άντρας στην ηλικία του (70 ετών όταν πέθανε) δε θα έπρεπε να δυσαρεστείται που ο θάνατος πλησιάζει κι ότι αυτό που θα έπρεπε να έχει αξία δεν είναι απλά η ζωή, αλλά η καλή ζωή(Όχι δηλαδή να ζήσει λίγο παραπάνω, αλλά να ζει καλά). Πιστεύει ότι κανένας αληθινός φιλόσοφος δεν έχει φόβο θανάτου. Λένε πως πεθαίνοντας ο Σωκράτης είπε “Κρίτωνα, χρωστάμε έναν κόκκορα στον Ασκληπιό. Σε παρακαλώ, μην ξεχάσεις να ξεχρεώσεις.” Ο Ασκληπιός ήταν ο θεός που γιάτρευε τις αρρώστιες οπότε είναι πιθανό ο Σωκράτης να εννοούσε ότι ο θάνατος είναι η γιατριά και η ελευθερία της ψυχής από το σώμα. Βέβαια αναφέρεται και μια άλλη ερμηνεία, ότι ο Σωκράτης ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος, ότι ο θάνατός του ήταν η καθαρτική θεραπεία για τα κακά της Αθήνας. Στην περίπτωση αυτή ο κόκορας αναπαριστά την ίαση των ασθενειών της Αθήνας.



Στην Απολογία λέει πως δε θα έπρεπε να υπολογίζουμε τα πράγματα με βάση το αν θα ζήσουμε ή θα πεθάνουμε, αλλά με βάση το αν αυτό που κάνουμε είναι σωστό ή λάθος. Προτιμάει να μιλήσει όπως πιστεύει και να πεθάνει παρά μιλήσει όπως θέλουν και να ζήσει. Γιατί “ούτε στον πόλεμο, αλλά ούτε και στον νόμο πρέπει να ψάχνει κανείς τρόπους να αποφύγει τον θάνατο”. Η δυσκολία δε βρίσκεται στο να αποφύγει κανείς τον θάνατο, αλλά στο να αποφύγει την κακία, την αδικία που τρέχει γρηγορότερα κι από τον θάνατο. Λέει “Θεωρώ αυτό που μου συνέβη καλό και αυτοί που θεωρείτε ότι ο θάνατος είναι κακός κάνετε λάθος. Εξάλλου ούτε το δαιμόνιο έχει εκφράσει αντίθετη γνώμη, που σημαίνει ότι όσα λέω είναι σωστά.



Είτε ο θάνατος είναι μια κατάσταση ανυπαρξίας και ασυνειδησίας, ή όπως λένε κάποιοι άλλοι είναι μια αλλαγή και μετάβαση της ψυχής από αυτόν τον κόσμο σε ένα άλλο. Αν υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει συνείδηση, αλλά ένας ύπνος ανενόχλητος από όνειρα, τότε ο θάνατος θα είναι ανείπωτο κέρδος. Γιατί αν κάποιος είναι να κοιμηθεί ανενόχλητος από όνειρα νομίζω αυτή θα είναι μία από τις καλύτερες νύχτες της ζωής του. Ουσιαστικά η αιωνιότητα θα είναι μία και μόνη νύχτα. Αλλά αν ο θάνατος είναι ένα ταξίδι σε ένα άλλο μέρος όπου όλοι είναι νεκροί, τότε ποιο καλό μπορεί να είναι καλύτερο από αυτό; Τι δε θα έδινε κανείς για να μπορέσει να συζητήσει με τον Ορφέα, τον Ησίοδο ή τον Όμηρο; 

Αν αυτό είναι αλήθεια τότε αφήστε με να πεθάνω ξανά και ξανά! Θα συναντήσω και άλλους που τους έκριναν άδικα σε θάνατο, όπως τον Παλαμήδη και θα συγκρίνουμε τα δεινά του καθενός μας. Πάνω από όλα θα μπορέσω να συνεχίσω να ψάχνω για την αληθινή και την λάθος γνώση, όπως σε αυτό τον κόσμο έτσι και σε εκείνον, θα βρω ποιος είναι σοφός και ποιος προσποιείται πως είναι. Πόσο καταπληκτικό θα είναι να συνομιλήσω με όλους αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες! Γιατί σε εκείνον τον κόσμο σίγουρα δεν σκοτώνουν κάποιον για αυτό. Ίσα ίσα αν είσαι χαρούμενος σε εκείνον τον κόσμο είσαι αθάνατος, αν ισχύουν όσα λένε. Οπότε ας είμαστε χαρούμενοι σχετικά με τον θάνατο και μάθετε ότι τίποτε κακό δεν μπορεί να συμβεί σε έναν καλό άνθρωπο, πριν ή μετά θάνατον. Οι θεοί δεν θα τον παραμελήσουν. Βλέπω καθαρά ότι το να πεθάνω και να απελευθερωθώ είναι το καλύτερο για μένα, δεν είμαι θυμωμένος με τους κατηγορητές μου γιατί δε με έβλαψαν, παρόλο που βέβαια δεν ήθελαν να μου κάνουν και καλό, που για αυτό διακριτικά τους μέμφομαι”.


“Κι όταν μεγαλώσουν οι γιοι μου σας ζητάω να τους τιμωρήσετε αν ενδιαφέρονται για πλούτη ή τίποτα άλλο πέρα από την αρετή, ή αν προσποιούνται ότι είναι κάτι ενώ στην ουσία δεν είναι τίποτα. Τότε να τους κατακρίνετε όπως εγώ εσάς και αν το κάνετε, τότε θα έχουν λάβει δικαιοσύνη από τα χέρια σας”.

Ο Σωκράτης αναρωτιέται πώς γίνεται κάποιος να φοβάται κάτι για το οποίο δεν έχει ιδέα; Του φαίνεται χαζό να φοβάσαι το άγνωστο. (Ωστόσο οι περισσότεροι δεν φοβόμαστε το άγνωστο, την αλλαγή;)

——————————————————–

(Σημειώσεις από μία παρουσίαση που έγινε στο “γίγνεσθαι” την Ελληνική Εταιρεία Υπαρξιακής Ψυχολογίας, στα πλαίσια του Εργαστηρίου Υπαρξιακών Θεμάτων, τον Οκτώβριο του 2012)

Από τη Δήμητρα Αθανασάκου, 
Ψυχολόγο, Ψυχοθεραπεύτρια

πηγή: psychografimata

Η ΠΛΑΤΩΝΙΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ

$
0
0

Το 170 μ.Χ, οι Σαρμάτες κατέστρεψαν τον σε παμπάλαιους χρόνους και με το θεϊκό θέλημα της Θέας Δήμητρας κατασκευασμένο στην Ελευσίνα ναός της, ο οποίος όμως ανοικοδομήθηκε από το Μάρκο Αυρήλιο, που μυήθηκε κι ο ίδιος στα Μυστήρια. Ο Αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α’ προσπάθησε να τα καταργήσει, αλλά συνάντησε πολλές αντιδράσεις, οπότε συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή του Βυζαντινού/Χριστιανού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’. Ο Θεοδόσιος Α’ ως αυτοκράτορας με διάταγμα το 392 μ.Χ. διέταξε το κλείσιμο όλων των ιερών/ναών των Θεών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντίσταση των κατά τα πάτρια λατρευόντων στην επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατική και μόνη υπαρκτή θρησκεία της αυτοκρατορίας. Έτσι τα τελευταία απομεινάρια των Ελευσίνιων Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το 396 μ.Χ., όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος μαζί με Χριστιανούς ιερείς και μοναχούς κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας και θανάτωσαν όλο το ιερατείο. Το τέλος των Ελευσίνιων αναφέρεται από τον ιστορικό Ευνάπιο, ο οποίος είχε μυηθεί κι ο ίδιος στα Μυστήρια κι είχε γίνει ιεροφάντης. Τελευταίος νόμιμος ιεροφάντης των Μυστηρίων της Δήμητρας & Κόρης φαίνεται από την γραμματεία να είναι ο Ευμολπίδης Νεστόριος, ο οποίος «ανήγγειλε την αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα«.

Ο Ευνάπιος στον βίο του Ιουλιανού μας αναφέρει εκτός των άλλων και τα εξής:

«Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Ιουλιανός, πληροφορήθηκε ότι υπήρχε στην Ελλάδα ένα είδος ανώτερης σοφίας, την οποία κατείχε ο ιεροφάντης των δύο Θεαινών, και βιαστικά πήγε να τον βρει. Δεν είναι σωστό να αναφέρω το όνομα του ιεροφάντη, που ασκούσε τα καθήκοντά του εκείνη την εποχή. Γιατί είναι αυτός που μύησε στα μυστήρια τον συγγραφέα του παρόντος. Καταγόταν από την γένος των Ευμολπιδών. Αυτός ήταν που πρόβλεψε την καταστροφή των ιερών και τον αφανισμό ολόκληρης της Ελλάδος, ενώπιον μου, και αποκάλυψε φανερά ότι ο ιεροφάντης που θα τον διαδεχτεί δεν θα έχει το δικαίωμα να ακουμπήσει τους ιεροφαντικούς θρόνους, γιατί θα έχει καθιερωθεί σε άλλους θεούς, και να πρωτοστατήσει στις τελετές, γιατί θα έχει δώσει άρρητους όρκους σε άλλα ιερά. Εν τούτοις θα πρωτοστατήσει, χωρίς καν να είναι Αθηναίος. Έλεγε επίσης (ήταν πράγματι τόσο διορατικός) ότι στην εποχή του τα ιερά θα εκθεμελιώνοντας και θα λεηλατούνταν κι ότι ο ίδιος θα ζούσε να τα δει αυτά και ότι θα τον κατηγορούσαν για υπερβάλλουσα φιλοδοξία. Έλεγε ότι θα πάψει η λατρεία των δυο Θεαινών πριν από τον θάνατό του, ότι εκείνος θα αποστερηθεί τα ιερά του αξιώματα και ότι δεν θα ζήσει βίο ιεροφάντη ούτε θα γεράσει. Έτσι και έγινε. Τον καιρό που ήταν αρχιερέας στα μυστήρια του Μίθρα κάποιος από τις Θεσπιές, όχι μετά από πολύ καιρό, έγιναν πολλά και ανεκδιήγητα κακά, μερικά από τα οποία αναφέρω με λεπτομέρειες στην “Ιστορία” μου, τα άλλα όμως, Θεού θέλοντος, θα τα διηγηθώ τώρα. Ήταν τότε που ο Αλάριχος με τους βαρβάρους του πέρασε τις Θερμοπύλες, σαν να έτρεχε αγώνα δρόμου ή σε ιπποδρομίες. Η ασέβεια των μαυροφορεμένων μοναχών, που εισέβαλαν μαζί του ανεμπόδιστα, άνοιξε σε εκείνον τις πύλες τις Ελλάδος. Τα θεμέλια και ο νόμος των ιεροφαντικών θεσμών άρχισαν να κλονίζονται[1]

Όμως παρότι ο πανίερος της Δήμητρας και της Κόρης Περσεφόνης ναός σταμάτησε να λειτουργεί (όντας κατεστραμμένος πλέονκαι τα πάναγνα μυστήρια τους έπαυσαν δια ποινής θανάτου, τα Ελευσίνια του Ιεροφάντη Ευμολπίδη Νεστόριου Μυστήρια και σύμπασα η στους θεούς θεουργική  αναγωγή δεν χάθηκε, μιας και αυτός μύησε σε αυτά, όπως λέγει ο Μαρίνος Νεαπόλεως στο «βίο του Πρόκλου«, τον υιό του Πλούταρχο τον νεότερο.

Ο δε θείος Πλούταρχος[2] – “ἡ φιλοσοφίας ἁπάσης ἀφροδίτη καὶ λύρα” όπως τον χαρακτηρίζει ο ιστορικός Ευνάπιος – “μύησε την κόρη του – και εγγονή του Νεστόριου – Ασκληπιγένεια αλλά και τον μαθητή του τον θείο Συριανό[3][4]δηλ τους παρέδωσε τα Ελευσίνια του Ιεροφάντη Ευμολπίδη Νεστόριου Μυστήρια και σύμπασα η στους θεούς θεουργική – δηλ. την ιεροσύνη και τις πανίερες της Δήμητρας και Κόρης τελετές, καθιστώντας τους Αρχιερείς.

Η δε Ασκληπιγένεια μύησε τον θείο Πρόκλο[5], άμα την μύηση του τελευταίου στην του Πλάτωνος περί τα θεία μυσταγωγία εκ μέρους του θείου Συριανού. Εκ μέρους δηλ. εκείνου που «υπήρξε αληθώς συμβακχεύσας του Πλάτωνα και εκείνος που συμπληρώθηκε πλήρως από την θεία Αλήθεια και κατέστη όντως Ιεροφάντης των θείων λόγων του Πλάτωνα»[6], εκ μέρους «του Συριανού, που με άχραντο τρόπο στους κόλπους της ψυχής του δέχτηκε το γνησιότερο και καθαρότερο φώς της Αλήθειας και έγινε μαζί με τους Θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα καλά και αγαθά, εκείνος που μας κατέστησε μετόχους και κοινωνούς ολόκληρης της του Πλάτωνος Φιλοσοφίας και σε όσα απόρρητα από τους προ αυτού θεουργούς είχε μυηθεί, και έτσι μας κατέστησε συγχορευτές πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων».[7] Εκ μέρους του Συριανού, που όπως λέγει ο Πρόκλος, «ήρθε εκείνη την εποχή στους ανθρώπους σαν πρότυπο της Φιλοσοφίας προς ευεργεσία των ψυχών που βρίσκονται εδώ κάτω, ως ανταπόδοση για τα αγάλματα, για τους ναούς, για την ίδια την αγιστεία στο σύνολό της, αρχηγός της σωτηρίας για τους ανθρώπους που ζουν τώρα και για όσους θα ζήσουν στο μέλλον.»[8] – εκ του θείου Συριανού ο οποίος κατά πως λέγει ο Πρόκλος “τον κατέστησε όχι μόνον επόπτη των όντως θείων τελετών με τα αθόλωτα όμματα της ψυχής και την άχραντη του νου περιωπή, αλλά τον κατέστησε και μέτοχο & κοινωνό σε όλα τα από τους προ αυτού θεουργούς παραδομένα μυστήρια και πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων αφού τον προετοίμασε ικανοποιητικά δια κάποιων προτέλειων και μικρών μυστηρίων έπειτα τον μύησε στην του Πλάτωνος περί τα θεία μυσταγωγία”.[9]

Δηλ. ο Πρόκλος ο Λύκιος, ο σχολάρχης της του Πλάτωνος Ακαδημίας, όχι μόνον ήταν επόπτης των όντως θείων τελετών με τα αθόλωτα όμματα της ψυχής και την άχραντη του νου περιωπή και μέτοχος & κοινωνός όλων των – εκ των προ αυτού θεουργών –  παραδομένων μυστηρίων και πάσης της μυστικής αλήθειας των θείων, αλλά του παραδόθηκαν και εκ της Ασκληπιγένειας τα Ελευσίνια του Ιεροφάντη Ευμολπίδη Νεστόριου Μυστήρια και σύμπασα η στους θεούς θεουργική αναγωγή, ήτοι η ιεροσύνη και οι πανάγιες τελετές, καθιστώντας τον Αρχιερέα, Ιεροφάνη & Δαδούχο των Ελευσίνιων Μυστηρίων!

Δηλ., έχουμε την εξής άτυπη Ελευσίνια Ιεροφαντική & Δαδουχική διαδοχή, παραδιδόμενη εκ του Νεστόριου του Ευμολπίδη και τελευταίου νόμιμου Ιεροφάντη του Ελευσίνιου της Δήμητρας & Κόρης ναού:
  1. Πλούταρχος ο νεότερος, γιός του Νεστόριου
  2. Συριανός[10] & Ασκληπιγένια (κόρη του Πλουτάρχου του Αθηναίου και εγγονή του Νεστόριου)
  3. Πρόκλος[11] ο Λύκιος. Εξ ου και ο Μιχαήλ Ψελλός αναφερόμενος στον θείο Πρόκλο λέγει ότι : «ο Πρόκλος υπήρξε των Ελλήνων ο τελευταίος Δαδούχος & Ιεροφάντης.»[12]
Ο Νεστόριος είναι Ευμολπίδης, άρα τόσο ο Πλούταρχος όσο και η Ασκληπιγένεια είναι Ευμολπίδες! Δηλ. επι της ουσίας η Ακαδημία του Πλάτωνα είχε περάσει υπό την διοίκηση ανθρώπων, από το 400 – 485μ.Χ., που όχι μόνο ήταν μυημένοι στην του Πλάτωνα Φιλοσοφία αλλά ήταν, έστω και με άτυπο τρόπο, αλλά και μέλη του Ελευσίνιου Ιερατείου των Ευμολπιδών! Αυτό και μόνον δείχνει αφενός το μεγάλο κύρος της του Πλάτωνα Ακαδημίας και την μέγιστη εγκυρότητα της Φιλοσοφίας του Πλάτωνα αφενός όσο αφορά την αλήθεια και την γνώση περί τα θεία αφετέρου σε σχέση με την λατρεία των Θεών στους Έλληνες, ειδάλλως ο Νεστόριος δεν θα παρέδινε ουδέποτε τα Ελευσίνια Μυστήρια και σύμπασα τη θεουργική αναγωγή στην του Πλάτωνα Ακαδημία και τους φιλοσόφους & θεουργούς της, αφετέρου εξηγεί το γιατί η του Πλάτωνος Ακαδημία από και τον Πλούταρχο τον Νεστορίδη και έπειτα εξέδωσε τόσο μεγάλο αριθμό υπομνημάτων: άμα την καταστροφή του πανίερου της Ελευσίνας ναού και το κλείσιμο των μυστηρίων δυο Θεανών, της Δήμητρας και Κόρης, η τύχη της θεολογίας και των Μυστηρίων της των θεών λατρείας – κατά την μ.Χ. εποχή – έπεφτε στις πλάτες της του Πλάτωνος Ακαδημίας!

Δηλ., άμα το πέρασμα της «σκυτάλης» εκ του τελευταίου Ιεροφάντη του σεπτού της Δήμητρας & Περσεφόνης ναού Νεστόριου στην Πλατωνική Ακαδημία, ως το μόνο πλέον πνευματικό οχυρό της θρησκείας των Θεών στους Έλληνες, ο νεοπλατωνισμός στην πόλη της Παρθένου Αθηνάς, κατά τα έτη 431 – 485 μ.Χ., ανέλαβε, δια της εντατικής προσπάθειας, εξ ανάγκης, «κοινοποιήσεως» και δια εκατοντάδων κειμένων διεξοδικής αναλύσεως της θεολογίας της λατρείας των θεών στους Έ, τον ρόλο του θεματοφύλακα σε οδό διασώσεως εκ της λαίλαπας του ιερατείου της αβραμαϊκής θρησκείας που αυτό-ονομάζεται «Χριστιανισμός», μια θρησκεία που οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, ιδικά της Αθηναϊκής σχολής, όχι αδίκως χαρακτήριζαν ως «μεγάλη σύγχυση»!

Ειδικά ο νεοπλατωνισμός στην πόλη της Παρθένου Αθηνάς, κατά τα έτη 431- 485 μ.Χ., που απόηχός του έχει φθάσει μέχρι και τις ημέρες μας, είχε τόσο ισχυρά θεολογικά/φιλοσοφικά θεμέλια, όντας το ισχυρότερο «κλαδί» του θρησκευτικού τύπου γενεαλογικού δένδρου της των Θεών λατρείας στους Έλληνες, που τελικώς, αυτός ο ίδιος ο νεοπλατωνισμός, αποτέλεσε την ίδια τη βάση της Χριστιανικής θρησκείας, η οποία για να μπορέσει να κυριαρχήσει απέναντι του αναγκάστηκε να “ασπαστεί” συγκαλυμμένα πάμπολλες θεολογικές και φιλοσοφικές εξηγήσεις του, καθώς ο ίδιος ο Χριστιανισμός προσπαθούσε να δημιουργήσει εκείνη την εποχή το θεολογικό του υπόβαθρο!

Εν τέλει το ιερατείο της αβραμαϊκής θρησκείας που αυτό-ονομάζεται «Χριστιανισμός», αδυνατώντας όχι μόνον να καταστείλει – αν όχι σταματήσει παντελώς, αλλά ούτε καν να αντιμετωπίσει θεολογικά τον νέο-πλατωνισμό (ειδικά της Πλατωνικής Ακαδημίας της πόλης της Αθηνάς Παλλάδας), όντας ο μόνος ουσιαστικά πανίσχυρος – αν όχι ο μόνος – εχθρός του, στο τέλος προέβη, μη έχοντας άλλο “όπλο”, στο κλείσιμο της του Πλάτωνος Ακαδημίας των Αθηνών το 529 μ.Χ. – από τον χριστιανό Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ιουστινιανό – και στη δια ποινής θανάτου απαγόρευση της διδασκαλίας της πανελλήνιας (Ορφικής) θεολογίας και Πυθαγόρειας-Πλατωνικής φιλοσοφίας και στον αναθεματισμό όσων ακολουθούσαν την του Πλάτωνος θεολογία(Ορφική) και φιλοσοφία.

Πράγμα που ανάγκασε[13], όπως λέγει ο βυζαντινός ιστορικός του 6ου αι. μ.Χ. Αγαθίας[14], τον τελευταίο σχολάρχη της Ακαδημίας, τον Δαμάσκιο από την Συρία – να αυτοεξοριστεί το 531μ.Χ. μαζί με τους 6 μαθητές του – τους Σιμπλίκιο από την Σικελία, Ευλάμιο από τη Φρυγία, Πρισκιανό από τη Λυδία, Ερμείας και ο Διογένη από τη Φοινίκη και Ισίδωρο από την Γάζα – στην Περσία στην αυλή του Πέρση βασιλέα «Χοσρόη Α’» και από εκεί στις Κάρρες της Μεσοποταμίας.[15]

Τουτέστιν στα 916 έτη υπάρξεώς της η Πλατωνική Ακαδημία Αθηνών (με όλα τα προβλήματα που αντιμετώπισε μέσα στο ρου της ιστορίας) – αλλά και οι νέο-πλατωνικές σχολές,
  • Η Νεοπλατωνική Σχολή Ρώμης: Κεντρικός εκπρόσωπός της ήταν ο Πορφύριος ή Μάλχος ο Τύριος/Φοίνικας και ο Αμέλιος Γεντιλιανός(216/226-290/300μ.Χ.).
  • Η Νεοπλατωνική Σχολή Συρίας: Κύριος εκπρόσωπός της ήταν ο Ιάμβλιχος απο την Χαλκίδα της Κοίλης Συρίας (245 – 325 μ.Χ.). Ο Ιάμβχλιος, «ya-mlku» στην πατρογονική του γλώσσα, καταγόταν από τους βασιλείς-ιερείς της Έμεσας (σημερινή Χομς), πόλη περίφημη για το ναό του Ήλιου και υπήρξε μαθητής του Πορφύριου του Τύριου και του Πλωτίνου του Αλεξανδρινού. Μαθητής του υπήρξε ο Σώπατρος ο Απαμεύς(-337μ.Χ.), τον οποίο ο Αυτοκράτορας «Μέγας» Κωνσταντίνος τον είχε ορίσει επόπτη των τελετών ιδρύσεως της Κωνσταντινούπολης και έπειτα τον δολοφόνησε με την κατηγορία της μαγείας επι ανέμων. Επίσης στους μαθητές του συγκαταλέγονται ο Θεόδωρος ο εξ Ασίνης και ο Δέξιππος(-350μ.Χ.).
  • Η Νεοπλατωνική Σχολή Περγάμου: Κύριος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο Αιδέσιος (-335μ.Χ.) ο οποίος και την ίδρυσε, μαθητής του Ιάμβλιχου. Σ΄ αυτήν ανήκαν ο Ευσέβιος της Μύνδου, ο Μάξιμος(310 – 372 μ.Χ.), ο Χρυσάνθιος (310 – 390 μ.Χ.), ο Ευνάπιος(347-414μ.Χ.) και ο Αυτοκράτωρ Ιουλιανός (331-363μ.Χ.).
  • Η Νεοπλατωνική Σχολή Αλεξανδρείας: Κύριος εκπρόσωπος της ήταν ο Αμμώνιος Σακκάς (-243μ.Χ.) ο οποίος είναι και ο ιδρυτής του Νεοπλατωνισμού. Ήταν δάσκαλος του Πλωτίνου από το 232 – 243 μ.Χ. Φυσικά ο ίδιος ο Πλωτίνος, όπως επίσης ο Ολυμπιόδωρος ο Νεότερος ή Ολυμπιόδωρος ο Φιλόσοφος (495-570 μ.Χ.). Επίσης η Υπατία (370-416 μ.Χ.), ο μαθηματικός και ιατρός Ασκληπιόδοτος (-526μ.Χ) και ο Ιεροκλής, ο οποίος δίδαξε στην Αλεξάνδρεια από το 420-450μ.Χ. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου του Νεστορίδη και δάσκαλος του Αινεία από τη Γάζα και του Θεοσεβίου. Τελευταίος εκπρόσωπος της Αλεξανδρινής Σχολής ήταν ο Στέφανος ο Αλεξανδρινός που επί Αυτοκράτορα Ηράκλειου δίδαξε την του Πλάτωνος φιλοσοφία στη Κωνσταντινούπολη δημιουργώντας έτσι την Νεοπλατωνική Σχολή Κωνσταντινούπολης,
υπήρξαν όχι μόνον οι μόνοι αληθώς & όντως θύλακες της ιερής λατρείας και Ευσέβειας των Θεών και των μυστηρίων τους – ειδικά την μ.Χ. εποχή – αλλά ταυτόχρονα ήταν και το ισχυρότερο «κλαδί» του κατά την μετά-Μυκηναϊκή εποχή θρησκευτικού τύπου γενεαλογικού δένδρου της των θεών λατρείας για τους Έλληνες.

Επί της ουσίας αφενός η στην πόλη της Αθηνάς Παλλάδας του θειότατου Πλάτωνα Ακαδημία, δηλαδή η του Πλάτωνος θεία φιλοσοφία, αφετέρου οι συνεχιστές αυτής νεοπλατωνικές σχολές, δηλ. ο Νεοπλατωνισμός, υπήρξαν η μόνη αληθής & όντως επεξήγηση της πανελλήνιας (Ορφικής)θεολογίας – ειδικά στην μ.Χ. εποχή – και ως εκ τούτου της λατρείας των Θεών στους Έλληνες.

Ως τέτοια προσπάθεια αποτελεί ανυπολόγιστης αξίας για σύμπαντες τους ανθρώπους, μιας και κατάφερε όχι μόνον να διατηρήσει αλλά και να μεταλαμπαδεύσει, όντας ο ισχυρότερος θύλακας – ειδικά την μ.Χ. εποχή – επί της Ευρωπαϊκής ηπείρου, την λατρείας των Θεών μέχρι την σύγχρονη εποχή – παρόλη την διαστρέβλωση, παραχάραξη & κατασυκοφάντηση της των θεών λατρείας εκ μέρους του ιερατείου του Χριστιανισμού και του γνωστικισμού!

____________________

[1]  Βλ. Ευνάπιος «Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών, 7.3.1.1 – 7.3.5.6» :
Vitae sophistarum 7.3.1.1 ` to Vitae sophistarum 7.3.5.6   Ὡς δὲ καὶ ταῦτα εἶχε καλῶς, ἀκούσας τι πλέον εἶναι κατὰ τὴν Ἑλλάδα παρὰ τῷ ταῖν Θεαῖν ἱεροφάντῃ, καὶ πρὸς ἐκεῖνον ὀξὺς ἔδραμεν. τοῦ δὲ ἱεροφάντου, κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὅστις ἦν, τοὔνομα οὔ μοι θέμις λέγειν· ἐτέλει γὰρ τὸν ταῦτα γράφοντα, καὶ εἰς Εὐμολπίδας ἦγε· καὶ οὗτός γε ἦν ὁ καὶ τὴν τῶν ἱερῶν καταστροφὴν καὶ τῆς Ἑλλάδος ἀπώλειαν ἁπάσης προγνούς, τοῦ συγγραφέως παρόντος, καὶ φανερῶς διαμαρτυρόμενος ὡς μεθ᾽ αὑτὸν ἱεροφάντης γενήσοιτο, ᾧ μὴ θέμις ἱεροφαντικῶν ἅψασθαι θρόνων, ἐπειδὴ θεοῖς ἑτέροις καθιέρωται, καὶ ὀμώμοκεν ἀρρήτους ὅρκους ἑτέρων ἱερῶν μὴ προστήσεσθαι· προστήσεσθαι δὲ ἔλεγεν ὅμως αὐτὸν μηδὲ Ἀθηναῖον ὄντα. καὶ (εἰς τοσόνδε προνοίας ἐξικνεῖτο) ἐφ᾽ αὑτῷ τε τὰ ἱερὰ κατασκαφήσεσθαι καὶ δῃωθήσεσθαι ἔφασκεν, κἀκεῖνον ζῶντα ταῦτα ἐπόψεσθαι, διὰ φιλοτιμίαν περιττὴν ἀτιμαζόμενον, καὶ προτελευτήσειν γε αὐτοῦ τὴν θεραπείαν ταῖν Θεαῖν, τὸν δὲ τῆς τιμῆς ἀποστερηθέντα, μήτε τὸν ἱεροφάντην μήτε τὸν γηραιὸν βίον ἔχειν. καὶ ταῦτά γε οὕτως· ἅμα τε γὰρ ὁ †ἐκ θεσπιὼν† ἐγίνετο, πατὴρ ὢν τῆς Μιθριακῆς τελετῆς, καὶ οὐκ εἰς μακρὰν πολλῶν καὶ ἀδιηγήτων ἐπικλυσθέντων κακῶν, ὧν τὰ μὲν ἐν τοῖς διεξοδικοῖς τῆς ἱστορίας εἴρηται, τὰ δέ, ἐὰν ἐπιτρέπῃ τὸ Θεῖον, λελέξεται, ὁ [τε] Ἀλλάριχος ἔχων τοὺς βαρβάρους διὰ τῶν Πυλῶν παρῆλθεν, ὥσπερ διὰ σταδίου καὶ ἱπποκρότου πεδίου τρέχων· τοιαύτας αὐτῷ τὰς πύλας ἀπέδειξε τῆς Ἑλλάδος ἥ τε τῶν τὰ φαιὰ ἱμάτια ἐχόντων ἀκωλύτως προσπαρεισελθόντων ἀσέβεια, καὶ ὁ τῶν ἱεροφαντικῶν θεσμῶν παραρραγεὶς νόμος καὶ σύνδεσμος 
[2] <Πλούταρχος> = Νεστορίου, Ἀθηναῖος, φιλόσοφος, διδάσκαλος Συριανοῦ τοῦ ἐξηγητοῦ γενομένου Πρόκλου τοῦ Λυκίου, τοῦ προστάντος τῆς ἐν Ἀθήναις φιλοσόφου σχολῆς· οὗ Μαρῖνος διάδοχος. ἔγραψε πολλά. ζήτει περὶ τούτου ἐν τῷ Δομνῖνος.(βλ. Λεξικό Σούδα).
[3]  <Συριανός> = Ἀλεξανδρεύς, φιλόσοφος, Ἰσοκρατίων, ἡγησάμενος τῆς ἐν Ἀθήναις σχολῆς τε καὶ διατριβῆς καὶ διδάσκαλος γενόμενος Πρόκλου, ὃς καὶ διάδοχος αὐτοῦ ἐγένετο. ἔγραψεν εἰς Ὅμηρον ὅλον ὑπόμνημα ἐν βιβλίοις ἑπτά, εἰς τὴν πολιτείαν Πλάτωνος βιβλία τέσσαρα, εἰς τὴν Ὀρφέως Θεολογίαν βιβλία δύο, [εἰς τὰ Πρόκλου] Περὶ τῶν παρ᾽ Ὁμήρῳ θεῶν, Συμφωνίαν Ὀρφέως, Πυθαγόρου, Πλάτωνος περὶ τὰ λόγια βιβλία δέκα· καὶ ἄλλα τινὰ ἐξηγητικά. ὅτι Ἰσίδωρος ὁ φιλόσοφος, ὥς φησι Δαμάσκιος, πάντα τὰ τῶν παλαιῶν ἐξετάζων οὐκ ἀνίει πρὸς τὸ ἀκριβέστατον· προσεῖχε δὲ τὸν νοῦν ἐς τὰ μάλιστα μετὰ Πλάτωνα τῷ Ἰαμβλίχῳ, καὶ τοῖς Ἰαμβλίχου φίλοις δὴ καὶ ὀπαδοῖς. ὧν ἄριστον εἶναι διϊσχυρίζετο τὸν ἑαυτοῦ πολίτην Συριανόν, τὸν Πρόκλου διδάσκαλον. ἀτιμάζειν δὲ οὐδένα ἠξίου πρὸς συναγυρμὸν ἀληθοῦς ἐπιστήμης. (βλ. Λεξικό Σούδα).
[4] Ο Μαρίνος Νεαπόλεως, μαθητής, βιογράφος και διάδοχος του θείου Πρόκλου στην Ακαδημεία του Πλάτωνα, στο «Βίος Πρόκλου ή Περί Αρετής, 28.13 – 28.15», αναφέρει πως :
«Από αυτήν μόνο, την Ασκλειπιγένεια, διασώζονταν τα του μεγάλου Νεστόριου Μυστήρια και ολόκληρη η θεουργική αγωγή, παραδομένα σε αυτήν από τον πατέρα της Πλούταρχο τον νεότερο.»
[5]  <Πρόκλος,> = ὁ Λύκιος, μαθητὴς Συριανοῦ, ἀκουστὴς δὲ καὶ Πλουτ άρχουτοῦ Νεστορίου φιλοσόφου, καὶ αὐτὸς φιλόσοφος Πλατωνικός. οὗτος προέστη τῆς ἐν Ἀθήναις φιλοσόφου σχολῆς, καὶ αὐτοῦ μαθητὴς καὶ διάδοχος χρηματίζει Μαρῖνος ὁ Νεαπολίτης. ἔγραψε πάνυ πολλά, φιλόσοφά τε καὶ γραμματικά. ὑπόμνημα εἰς ὅλον τὸν Ὅμηρον, ὑπόμνημα εἰς τὰ Ἡσιόδου Ἔργα καὶ Ἡμέρας, Περὶ χρηστομαθείας βιβλία γ, Περὶ ἀγωγῆς β, Εἰς τὴν πολιτείαν Πλάτωνος βιβλία δ, Εἰς τὴν Ὀρφέως Θεολογίαν, Συμφωνίαν Ὀρφέως, Πυθαγόρου, Πλάτωνος περὶ τὰ Λόγια βιβλία ι, Περὶ τῶν παρ᾽ Ὁμήρῳ θεῶν, Ἐπιχειρήματα κατὰ Χριστιανῶν ιη. ἔγραψε Πρόκλος Μητρῳακὴν βίβλον, ἣν εἴ τις μετὰ χεῖρας λάβοι, ὄψεται, ὡς οὐκ ἄνευ θείας κατακωχῆς τὴν θεολογίαν τὴν περὶ τὴν θεὸν ἐξέφηνεν ἅπασαν, ὥστε μηκέτι θράττεσθαι τὴν ἀκοὴν ἐκ τῶν ἀπεμφαινόντων θρήνων.(βλ. Λεξικό Σούδα).
[6]  Βλ. Πρόκλος στο «Υπόμνημα στον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α’, 620.15 – 620.19» :
      in Prm 620.15 ` to in Prm 620.19 ὁ τῷ Πλάτωνι μὲν συμβακχεύσας ὡς ἀληθῶς καὶ ὁ μεστὸς κα ταστὰς τῆς θείας ἀληθείας, τῆς δὲ θεωρίας ἡμῖν γενόμενος ταύτης ἡγεμὼν καὶ τῶν θείων τούτων λόγων ὄντως ἱεροφάντης·
[7]   Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, 1. 7.1 – 1.7.15» :
     Theol Plat 1.7.1 ` to Theol Plat 1.7.15 παρ᾽ ὧν τὸ γνησιώτατον καὶ καθαρώτατον τῆς ἀληθείας φῶς τοῖς τῆς ψυχῆς κόλποις ἀχράντως ὑποδεξάμενος ὁ μετὰ θεοὺς ἡμῖν τῶν καλῶν πάντων καὶ ἀγαθῶν ἡγεμών, τῆς τε ἄλλης ἁπάσης ἡμᾶς μετόχους κατέστησε τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας καὶ κοινωνοὺς ὧν ἐν ἀπορρήτοις παρὰ τῶν αὐτοῦ πρεσβυτέρων μετείληφε, καὶ δὴ καὶ τῆς περὶ τῶν θείων μυσ τικῆς ἀληθείας συγχορευτὰς ἀπέφηνε.   
[8] Βλ. Πρόκλος στο «Υπόμνημα στον Πλάτωνος Παρμενίδη, βιβλίο Α’, 620.19 – 620.24» :
     in Prm 620.19 ` to in Prm 620.24 ὃν ἐγὼ φαίην ἂν φιλοσοφίας τύπον εἰς ἀνθρώπους ἐλθεῖν ἐπ᾽ εὐεργεσίᾳ τῶν τῇδε ψυχῶν, ἀντὶ τῶν ἀγαλμάτων, ἀντὶ τῶν ἱερῶν, ἀντὶ τῆς ὅλης ἁγιστείας αὐτῆς, καὶ σωτηρίας ἀρχηγὸν τοῖς γε νῦν οὖσι ἀνθρώποις καὶ τοῖς εἰσαῦθις γενησομένοις. 
[9]  Ο Μαρίνος Νεαπόλενως, μαθητής, βιογράφος και διάδοχος του Πρόκλου στην Ακαδημεία του Πλάτωνα, στο «Βίος Πρόκλου ή Περί Αρετής, 13.4 – 13.10», αναφέρει ότι :
«Ο Συριανός λοιπόν αφού τον προετοίμασε ικανοποιητικά με αυτά, σαν δια κάποιων προτέλειων και μικρών μυστηρίων. έπειτα τον μύησε στην του Πλάτωνος περί τα θεία μυσταγωγία, με την σειρά “κι όχι απλώνοντας το πάδι πάνω από τα σκαλοπάτια”, σύμφωνα με τον Χαλδαϊκό Χρησμό, και τον κατέστησε επόπτη των όντως θείων τελετών του, με τα αθόλωτα όμματα της ψυχής και την άχραντη του νου περιωπή».
[10]  Μαθητής του Συριανού ήταν και ο Ερμείας ο Αλεξανδρινός.
[11]   Μαθητές του Πρόκλου υπήρξαν ο Αμμώνιος ο Αλεξανδρινός (γιός του Ερμεία του Αλεξανδρινού και της Αιδεσίας της Αλεξανδρινής) – ο οποίος διατέλεσε και σχολάρχης της πλατωνικής σχολής της Αλεξάνδρειας – και ο Ηλιόδωρος.
[12]  Βλ. Μιχαήλ Ψελλός «Θεολογικά, 74.124 – 74.138» :
  Theologica 74.124 ` to Theologica 74.125 Ελλήνων δὲ παῖδες, ὧν δὴ τελευταῖος δᾳδοῦχος καὶ ἱεροφάντης ὁ Πρόκλος ἐγένετο,
[13]   Λόγω και του ότι οι νόμοι 1.11.9, 1.11.10 και 1.11.10.3 του Ιουστινιανού που εκδόθηκαν το 531μ.Χ., σύμφωνα με τους οποίους απαγορεύτηκε αφενός στους Φιλοσόφους και στις σχολές τους να λαμβάνουν πάσης φύσεως δωρεές από τους πολίτες, με τις οποίες συντηρούνταν οι φιλόσοφοι και η σχολές τους, αφετέρου τα περιουσιακά στοιχεία των Ελλήνων θα κατάσχονταν από τον αυτοκράτορα.
[14]  Βλ. Αγαθίας σχολαστικό «Ιστοριών Β, 30.1 – 30.6» : Τότε δὴ οὖν ὁ Οὐράνιος καίριον μὲν οὐδὲν ὁτιοῦν ἔλεγεν οὐδέ γε τὴν ἀρχὴν διενοεῖτο· μόνῳ δὲ τῷ θρασύς τε εἶναι καὶ στωμυλώτατος, καθά που φησὶν ὁ ἐν Γοργίᾳ Σωκράτης, «οὐκ εἰδὼς ἐν οὐκ εἰδόσιν» ἐνίκα. οὕτω τε εἷλε τὸν βασιλέα ὁ βώμαξ ἐκεῖνος καὶ ἔμπληκτος, ὡς χρημάτων τέ οἱ δωρήσασθαι πλῆθος καὶ κοινῆς μεταδοῦναι τραπέζης καὶ ἀπάρ ξασθαι φιλοτησίας, οὔπω τοῦτο ἐπ’ ἄλλῳ τῳ γεγενημένον, ἐπόμνυσθαί τε πολλάκις ἦ μὴν  οὐπώποτε τοιόνδε ἄνδρα ἑωρακέναι. καίτοι πρότερον ἀρίστους ὡς ἀληθῶς ἐτεθέατο φιλοσόφους, ἐνθένδε ὡς αὐτὸν ἀφικομένους. οὐ πολλῷ γρ μπροσθεν Δαμσκιος ὁ Σρος καὶ Σιμπλκιος ὁ Κλιξ Ελμις τε ὁ Φρξ καὶ Πρισκιανς ὁ Λυδς ρμεας τε καὶ Διογνης οἱ ἐκ Φοινκης καὶ Ἰσδωρος ὁ Γαζαος, οτοι δὴ ον παντες τὸ ἄκρον ωτον, κατὰ τν ποησιν, τν ν τῷ καθ’ μς χρνῳ φιλοσοφησντων, πειδὴ ατος ἡ παρὰ Ῥωμαοις κρατοσα πὶ τῷ κρεττονι δξα οκ ρεσκεν οντό τε τν Περσικν πολιτεαν πολλῷ εναι μενονα, τοτοις δὴ τος πὸ τν πολλν περιδομνοις ναπεπεισμνοι, ς εη παρ’ κενοις δικαιτατον μν τὸ ἄρχον καὶ ὁποον εναι ὁ Πλτωνος βολεται λγος, φιλοσοφας τε καὶ βασιλεας ς τατὸ ξυνελθοσης, σφρον δὲ ἐς τὰ μλιστα καὶ κσμιον τὸ κατκοον, καὶ οτε φρες χρημτων οτε ρπαγες ναφονται, τρ οδὲ τν λλην μετιντες δικαν, λλ’ εἰ καί τι τν τιμωνκτημτων ν τῳ δὴ ον χρῳ ἐρημοττῳ καταλειφθεη, φαιρεται στις οδες τν ντυγχανντων, μνει δὲ οτω, εἰ καὶ ἀφλακτον , σωζμενον τῷ λελοιπτι, στ’ ν πανκοι· 4 τοτοις δὴ ον ς ληθσιν ρθντες καὶ πρς γε πειρη μνον ατος κ τν νμων δες νταθα μπολιτεεσθαι, ς τῷ κάθε σττι οχ πομνοις, οἱ δὲ ατκα πιντες χοντο ς λλοδαπὰ καὶ ἄμικτα θη, ς κεσε τὸ λοιπν βιωσμενοι. πρῶτα μὲν οὖν τοὺς ἐν τέλει ἀλαζόνας μάλα εὑρόντες καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐξωγκωμένους ἐβδελύττοντό γε αὐτοὺς καὶ ἐκάκιζον· ἔπειτα δὲ ἑώρων, ὡς τοιχωρύχοι τε πολλοὶ καὶ λωποδύται οἱ μὲν ἡλίσκοντο, οἱ δὲ καὶ διελάνθανον, ἅπαν τε εἶδος ἀδικίας ἡμαρτάνετο. καὶ γὰρ οἱ δυνατοὶ τοὺς ἐλάττονας λυ μαίνονται ὠμότητί τε πολλῇ χρῶνται κατ’ ἀλλήλων καὶ ἀπανθρωπίᾳ. καὶ τὸ δὴ πάντων παραλογώτερον· ἐξὸν γὰρ ἑκάστῳ μυρίας ὅσας ἄγεσθαι γαμετὰς καὶ τοίνυν ἀγομένοις, ἀλλὰ μοιχεῖαί γε ὅμως τολμῶνται. 7 τούτων δὴ οὖν ἁπάντων ἕκατι οἱ φιλόσοφοι ἐδυσφόρουν καὶ σφᾶς αὐτοὺς ᾐτιῶντο τῆς μεταστάσεως ἄγεσθαι γαμετὰς καὶ τοίνυν ἀγομένοις, ἀλλὰ μοιχεῖαί γε ὅμως τολμῶνται. τούτων δὴ οὖν ἁπάντων ἕκατι οἱ φιλόσοφοι ἐδυσφόρουν καὶ σφᾶς αὐτοὺς ᾐτιῶντο τῆς μεταστάσεως

[15]  Πηγή :
  • Christian Wildberg, Philosophy in the Age of Justinian, The Cambridge Companion to the Age of Justinian, Cambridge University Press 2005, σελ. 335-336 [76] Philosophical History, 45b, 117c, 119j, 126b, 126c-e, 146b.
  • Polymnia Athanassiadi, Persecution and Response in Late Paganism, the Evidence of Damascius, Journal of Hellenic Studies, vol. 133, 1993, σελ. 20.
  • Edward Watts, Justinian, Malalas and the End of Athenian Philosophical Teaching in A.D. 529, Journal or Roman Studies, vol. 94, 2004, σελ. 180.
  • Edward Watts, Where to Live the Philosophical Life in the Sixth Century: Damascius, Simplicius, and the Return from Persia, Greek, Roman, and Byzantine Studies 45 (2005), pp. 285-315.
πηγή: eleysis69

Η ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΥΘΩΝ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΟΙ αρχαίοι ΕΛΛηνικοί μύθοι

Όπως μας λέγει ο Πρόκλος, στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Α’, 21.1 – 23.12», ο Πλάτων δεν αποδέχτηκε ολόκληρη τη δραματουργία των μυθικών δημιουργημάτων, αλλά όποιο μέρος της «έχει σαν στόχο το ωραίο και το αγαθό», όπως λέγει στην «Πολιτεία, 462.a», και δεν είναι ασύμφωνο με τη θεία υπόσταση. Γιατί ο τρόπος της μυθολογίας είναι αρχαίος και, δηλώνοντας με υπονοούμενα τα θεία και απλώνοντας πολλά παραπετάσματα μπροστά από την αλήθεια και απεικονίζοντας τη φύση, η οποία προβάλλει τα αισθητά δημιουργήματα των νοητών και τα υλικά των άυλων και τα διαιρετά των αδιαιρέτων, κατασκευάζει είδωλα των αληθινών όντων και ψεύτικα όντα. Επειδή βέβαια οι παλαιοί ποιητές θεωρούσαν καλό να ανασυνθέτουν πιο τραγικά τις μυστικές γνώσεις για τους θεούς και για αυτό δημιούργησαν απάτες των θεών, ακρωτηριάσεις, πολέμους, αλληλοσπαραγμούς, αρπαγές, μοιχείες και πολλά άλλα τέτοια σύμβολα της κρυμμένης σε αυτά αλήθειας για τα θεία, ο Πλάτων αποποιείται αυτόν τον τρόπο της μυθολογίας και υποστηρίζει, πολύ σωστά όπως έχουμε εξηγήσει, ότι είναι εντελώς ακατάλληλος για την εκπαίδευση των νέων, ενώ συμβουλεύει η δημιουργία των διηγήσεων για τους θεούς με την μορφή μύθου να γίνεται με έναν τρόπο πιο ταιριαστό στην αλήθεια και πιο οικείο στην φιλοσοφική έξη. Αυτές οι διηγήσεις θα πρέπει να θεωρούν και να δεικνύουν πασιφανώς ότι το θείο είναι υπαίτιο όλων των αγαθών και κανενός κακού, ότι δεν μετέχει σε καμία μεταβολή διατηρώντας πάντοτε αμετάβλητη τη δική του σειρά, και ότι, έχοντας συμπεριλάβει εκ των προτέρων εντός του την πηγή της αλήθειας, δεν θα γίνεται αίτιο καμίας απάτης για τα άλλα. Τέτοια λοιπόν πρότυπα για την θεολογία ο Σωκράτης στην «Πολιτεία» υπέδειξε. 


Όλοι λοιπόν οι μύθοι του Σωκράτη στην πλατωνική «Πολιτεία» διαφυλάσσουν την αλήθεια απόρρητη, χωρίς όμως να έχουν την εξωτερική μορφή τους ασύμφωνη από την αδίδακτη και αδιάφθορη προ-αντίληψη [γνώση με μορφή μνήμης], η οποία υπάρχει εκ φύσεως μέσα μας, αλλά μεταφέρουν μια εικόνα της συγκρότησης του Κόσμου, στην οποία και το φαινόμενο κάλλος [ορατή ομορφιά] είναι ταιριαστό με τον θεό και η πιο θεϊκή από αυτήν έχει εδραιωθεί μέσα στις αφανείς ζωές και δυνάμεις των θεών. Ένας τρόπος, λοιπόν, είναι αυτός με τον οποίο τους μύθους τους σχετικούς με τα θεία πράγματα «ἐκ τοῦ φαινομένου παρανόμου καὶ ἀλογίστου καὶ ἀτάκτου» τους οδήγησε στην τάξη, τον κανόνα και την σύνθεση που στοχεύει στο καλό (ωραίο) και στο αγαθό. 

Ένας άλλος τρόπος είναι αυτός τον οποίο μας παραδίδει στον «Φαίδρο», ζητώντας να διατηρούμε παντού απρόσμικτη τη μυθολογία των θεών από τις φυσικές ερμηνείες και πουθενά να μην ανακατεύουμε ούτε να διασταυρώνουμε την Θεολογία και τη φυσική θεωρία. Γιατί, καθώς το θείο «ἐξῄρηται τῆς ὅλης φύσεως» [στέκεται πάνω από το σύνολο της φύσεως], έτσι βέβαια και οι περί θεών λόγοι πρέπει να είναι εντελώς απρόσμικτοι από τη μελέτη της φύσεως. Γιατί αυτό, λέει, είναι «ἐπίπονον καὶ οὐ πάνυ, φησίν, ἀνδρὸς ἀγαθοῦ»[1], το να αποτελούν σκοπό του νοήματος των μύθων τα φυσικά φαινόμενα , και τη Χίμαιρα, για παράδειγμα, και τη Γοργόνα και καθένα από αυτά με τη βοήθεια της σοφίας να το ταυτίσουμε με τα φυσικά πλάσματαΓιατί αυτά ο Σωκράτης τα έχει πει κατηγορώντας όσους υποστηρίζουν ότι η Ωρείθυια λέγεται με τη μορφή μύθου ότι έχει αρπαχτεί από τον Βορέα, επειδή την ερωτεύτηκε, αν και ήταν θνητή, γιατί, καθώς έπαιζε, παρασύρθηκε και έπεσε πάνω στα βράχια από έναν βόρειο άνεμο. Γιατί πρέπει οι μύθοι γύρω από τους θεούς να έχουν πάντοτε πιο σοβαρά από τα φαινόμενα τα κρυφά νοήματα τους. Επομένως, αν κάποιοι και από τους πλατωνικούς μύθους μας θέτουν θέματα φυσικά ή θέματα που περιστρέφονται γύρω από τα εδώ εγκόσμια, θα ισχυριστούμε ότι και αυτοί εντελώς απομακρύνονται από τη φιλοσοφική σκέψη και ότι μόνο εκείνοι οι λόγοι είναι ερμηνευτές της αλήθειας που υπάρχει εντός των μύθων, όσοι στοχεύουν στην θεία, άυλη και χωριστή υπόσταση και κοιτάζοντας προς αυτήν κάνουν τις συνθέσεις και τις αναλύσεις των μύθων κατά τρόπο ταιριαστό με τις προλήψεις που υπάρχουν μέσα μας για τα θεία.

Μάλιστα ο Πρόκλος, στο «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, τόμος Ε’, 1024.39 – 1025.37», λέει ότι όπως η κάθοδος μας έχει γίνει μέσα από πολλά ενδιάμεσα στάδια, καθώς η ψυχή προχωρά από τις απλούστερες ενέργειες στις πιο σύνθετες, έτσι και η άνοδος θα γίνει μέσα από πολλά ενδιάμεσα στάδια, καθώς η ψυχή αναλύει τον διάκοσμο της ζωής που συνέθεσε. Κατά αυτή την έννοια λέει ότι πρέπει πρώτα να καταδικάσουμε τις αισθήσεις «ὡς οὐδὲν ἀκριβὲς οὐδὲ ὑγιὲς γιγνώσκειν δυναμένων», αλλά έχουν μεγάλη σύγχυση, υλικότητα και παθητικότητα, επειδή χρησιμοποιούν κάποια τέτοια όργανα. Έπειτα πρέπει να αφαιρέσουμε τις φαντασίες, τις Στυμφαλίδες όρνιθες που πετούν μέσα μας, στον βαθμό που νοούν πράγματα «κακὰ μορφωτικὰ καὶ ἐσχηματισμένα» και δεν μπορούν να συλλάβουν καθόλου το «ἀσχημάτιστον καὶ ἀμερὲς εἶδος», αλλά παρεμποδίζουν την καθαρή και άυλη νόηση της ψυχής με το να παρεμβάλλονται και να της δημιουργούν θόρυβο (ενοχλήσεις) κατά τις αναζητήσεις της. Τρίτον, μετά από τα παραπάνω, να αποκόψουμε τις πολύμορφες γνώμες και την περιπλάνηση των ψυχών γύρω από αυτές. Γιατί δεν προσεγγίζουν την αιτία και δεν προκαλούν μέσα μας την επιστήμη και τη μετουσία στον χωριστό (υπερβατικό) νου. Τέταρτον, τέλος, αφού αναχθούμε στο πέλαγος των επιστημών, εκεί μέσω της διαλεκτικής να θεωρήσουμε (παρατηρήσουμε) τις διαιρέσεις και τις συνθέσεις τους και γενικά την ποικιλία των εν ημίν Ειδών. Τότε η διάνοιά μας (η μεταβατική νόησή μας) αφού μέσω της θεωρήσεως (παρατηρήσεως) εξυφάνει τον εαυτής διάκοσμο, θα δει ότι πρέπει να απομακρυνθεί από αυτή την σύνθεση και να προσεγγίσει πλέον νοητικά (με τον τρόπο του νου) τα όντως Όντα. Γιατί ο νους είναι ανώτερος από την επιστήμη, και η κατά νου ζωή της προτιμότερη της κατ’ επιστήμη ζωής. Είναι, λοιπόν πολλές οι περιπλανήσεις και οι περιδινήσεις της ψυχής. Γιατί άλλη είναι αυτή στο επίπεδο της φαντασίας, άλλη πριν από αυτήν στο επίπεδο της γνώμης, άλλη στο επίπεδο της ίδιας της μεταβατικής νόησης. Μόνο η ζωή που στηρίζεται στον νου είναι απλανής και αυτό είναι το μυστικό λιμάνι της ψυχής, στο οποίο η ποίηση οδηγεί τον Οδυσσέα μετά την μεγάλη περιπλάνηση της ζωής και εμείς περισσότερο θα οδηγήσουμε τους εαυτούς μας, αν βεβαίως θέλουμε να θεωθούμε.

Αυτά για τους φιλοσοφικούς & θεολογικούς μύθους, Πλατωνικούς και μη. Πέραν τούτων όμως Ιουλιανός, στο «Προς Ηράκλειον κυνικόν, 12.9», μας λέγει πως:

«Διότι εκείνο που μας ανοίγει το δρόμο προς την αλήθεια είναι ακριβώς το απίθανο στοιχείο που υπάρχει στους μύθους. Όσο δηλαδή πιο παράδοξος κι απίστευτος είναι ο μύθος, τόσο περισσότερο δεν θέλουμε να πιστέψουμε ό,τι λέει, αλλά να ερευνήσουμε όσα υπονοεί, και δεν σταματάμε μέχρις ότου, με την καθοδήγηση των θεών φωτιστούμε ή μάλλον τελειοποιήσουμε τον νου μας, χωρίς να ξεχνάμε πως υπάρχει μέσα μας κάτι ανώτερο από τον νου, ένα μικρό κομμάτι δηλαδή από το Ένα και το Αγαθό, που κατέχει αδιαίρετα το Παν, το πλήρωμα, θα λέγαμε της ψυχής, μέσα στο οποίο η αφηρημένη παρουσία του Ενός και του Αγαθού περικλείει ολόκληρη την ψυχή.  Αλλά δεν ξέρω τι μου ήρθε και παρασύρθηκα σε τέτοιες Διονυσιακές εξάρσεις, «και θα σφραγίσω το στόμα μου» επειδή δεν πρέπει να λέμε τίποτα για τα άρρητα. Για τα οποία όμως εύχομαι οι θεοί να μου δώσουν το προνόμιο, όπως και στους περισσότερους από εσάς που είστε ακόμα αμύητοι».

Ὁ δε Σαλλούστιος, στο «Περί Θεών και Κόσμου, 3.1.1. – 4.5.10», διακρίνει τους Μύθους ως εξής:

ς’. Περί μύθων. Ότι και οι μύθοι είναι θείοι.
ζ’. Γιατί οι μύθοι είναι θείοι.
η’. Ότι υπάρχουν πέντε είδη μύθων∙ και παραδείγματα για το καθένα.

Αντίστοιχη ανάλυση:

(ς’) Το γιατί λοιπόν οι αρχαίοι αγνόησαν τελικά τους λόγους των διδασκαλιών και επινόησαν τους μύθους αξίζει να το μελετήσουμε. Και ήδη, το πρώτο όφελος που αποκομίζουμε από τους μύθους είναι η αναζήτηση αυτή, καθώς και το ότι ενεργοποιείται η σκέψη μας. Έτσι λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι μύθοι είναι θείοι, αν σκεφτούμε ποιοι τους χρησιμοποίησαν: οι κατεξοχήν θεόληπτοι ανάμεσα στους ποιητές και οι σπουδαιότεροι ανάμεσα στους φιλοσόφους, εκείνοι που δίδαξαν τις τελετές και οι ίδιοι οι Θεοί, καθώς στους χρησμούς τους οι θεοί χρησιμοποίησαν μύθους.

(ζ’) Το γιατί, όμως, οι μύθοι είναι θείοι, η φιλοσοφία πρέπει να το αναζητήσει. Καθώς πάντα τα Όντα χαίρονται για κάτι που τους ομοιάζει και αποστρέφονται το ανόμοιο, πρέπει και οι λόγοι των διδασκαλιών σχετικά με τους Θεούς να ομοιάζουν προς αυτούς για να είναι αντάξιοι της ουσίας τους και να εξασφαλίζουν την ευμένειά τους απέναντι σ’ αυτούς που παρέχουν τους σχετικούς λόγους. Αυτά θα μπορούσαν να γίνουν μόνον μέσω των Μύθων.

Σχετικώς δε με τους Θεούς αυτούς καθ’ εαυτούς, οι μύθοι τους παριστάνουν συμφώνως προς το ρητόν και άρρητον, το αφανές και το φανερόν, το σαφές και το κρυπτόμενον∙ αναπαριστούν ομοίως την αγαθότητα των Θεών, διότι εκείνοι μεταδίδουν προς όλους τα αγαθά τα οποία προέρχονται εκ των αισθητών, ενώ τις Νοητές Αλήθειες μόνον στους έμφρονες. Ομοίως, και οι μύθοι λέγουν προς όλους ότι οι Θεοί ΕΙΝΑΙ, αλλά ποιοι είναι αυτοί (δηλ. η ‘φύση’ τους) και ποιες οι ιδιότητές τους μόνον στους ικανούς να τα γνωρίσουν. Αλλά και τις ενέργειες των Θεών αναπαριστούν οι μύθοι∙ μπορούμε να θεωρήσουμε και τον Κόσμο ως έναν μύθο διότι τα μεν σώματα και πράγματα είναι εμφανή σ’ αυτόν, ενώ οι Ψυχές και οι Νόες αποκρύπτονται.

Επομένως, το να θελήσει να διδάξει κανείς προς όλους την Αλήθεια περί των Θεών, θα προκαλέσει στους μεν ανόητους την καταφρόνηση λόγω της αδυναμίας τους να κατανοήσουν, στους δε μορφωμένους την αδιαφορία. Δια της συγκαλύψεως αντιθέτως της Αλήθειας μέσω μύθων δεν διατρέχουμε τον κίνδυνο να προκαλέσουμε την καταφρόνηση στους μεν και προτρέπουμε τους δε στην Φιλοσοφία.

Γιατί, όμως, διηγούνται στους Μύθους μοιχείες, κλοπές και δεσμά για τους πατέρες και άλλα τέτοια άτοπα; Ή μήπως και τούτο είναι άξιον θαυμασμού, αφού λόγω της φαινομενικής παραδοξολογίας η Ψυχή αντιλαμβάνεται τις αφηγήσεις αυτές ως πέπλα και την Αλήθεια ως άρρητον;

(η’) Από τους μύθους, οι μεν είναι θεολογικοί, οι δε φυσικοί, οι δε ψυχικοί, οι δε υλικοί, καθώς και οι εξ’ αυτών μεικτοί.

Θεολογικοί είναι εκείνοι οι οποίοι, δεν αναφέρονται εις τίποτε το σωματικό, αλλά θεωρούν αυτές καθαυτές τις ουσίες των Θεών. Τέτοιος μύθος είναι η καταπόσεις από τον Κρόνο των παιδιών του. Επειδή ο Θεός είναι Νοερός και κάθε Νους επιστρέφει στον εαυτόν του, επομένως την ουσία του Θεού υπαινίσσεται ο μύθος.

Φυσικούς, μπορούμε να θεωρήσουμε τους μύθους όταν γίνεται λόγος για τις ενέργειες των Θεών στον Κόσμο. Έτσι, κάποιοι νόμισαν τον Κρόνο ως Χρόνο, και αποκαλώντας «παιδιά του Όλου» τα μέρη του χρόνου, λέγουν ότι καταβροχθίστηκαν από τον πατέρα τους.

Το είδος των ψυχικών μύθων αποβλέπει στην εξέταση των ενεργειών αυτής της ίδιας της Ψυχής, γιατί ακριβώς οι Νοήσεις των Ψυχών μας, ακόμη κι όταν εκπέμπονται προς τους άλλους ανθρώπους, παραμένουν στους γεννήτορές τους.

Υλικοί τέλος και τελευταίοι είναι οι μύθοι εκείνοι, τους οποίους οι Αιγύπτιοι χρησιμοποίησαν λόγω απαιδευσίας, θεωρώντας τα ίδια σώματα ως Θεούς και καλέσαντες την μεν Ίσιδα γη, τον Όσιρι υγρασία, θερμότητα τον Τυφώνα, ή ύδωρ τον Κρόνον, τους καρπούς Άδωνι, και τον οίνο Διόνυσο. Το να πούμε ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι αφιερωμένα στους Θεούς όπως τα φυτά, οι λίθοι, και τα ζώα είναι γνώμη σωφρόνων ανθρώπων, αλλά να τα καλούμε Θεούς αυτό είναι έργον παραφρόνων ανθρώπων. Εκτός αν λαμβάνεται τούτο με την έννοια ότι τόσον η σφαίρα του Ηλίου, όσον και η εξ’ αυτής εκπεμπόμενη ακτίνα, λαμβάνουν συνήθως το όνομα του Ηλίου.

Παραδείγματα αποκωδικοποίησης μύθων

Όσο για το είδος των μεικτών μύθων, μπορούμε να αναφέρουμε πολλά παραδείγματα. Μεταξύ άλλων λέγεται ότι κατά το Συμπόσιο των Θεών η Έρις έρριψε το Χρυσό Μήλο προκαλώντας φιλονικία μεταξύ των Θεαινών. Γι’ αυτό και παραπέμφθηκαν από τον Δία στον Πάρη για να τις κρίνει. Η Αφροδίτη του φάνηκε ωραιότερη και της προσέφερε το Μήλον.

Εδώ, το Συμπόσιο συμβολίζει τις Υπερκόσμιες Δυνάμεις των Θεών και γι’ αυτό παρουσιάζονται συγκεντρωμένοι. Το Χρυσό Μήλο είναι ο Κόσμος ο οποίος γίνεται (δημιουργείται) εκ των αντιθέτων, και καλώς λέγεται ότι ρίπτεται από την Έριδα. Οι άλλοι Θεοί προσφέροντας άλλα χαρίσματα στον Κόσμο, φαίνεται να φιλονικούν για το Μήλο. Η Ψυχή που ζει συμφώνως προς τις αισθήσεις – και αυτή είναι ο Πάρις – καθώς δεν βλέπει τις υπόλοιπες δυνάμεις στον Κόσμο, παρά μόνον το κάλλος, λέγει ότι το Μήλον είναι της Αφροδίτης.

Εκ των μύθων λοιπόν, οι μεν θεολογικοί αρμόζουν στους φιλοσόφους, οι δε φυσικοί και ψυχικοί στους ποιητές, οι δε μεικτοί στις τελετές, επειδή κάθε τελετή αποσκοπεί να μας συνδέσει με τον Κόσμο και τους Θεούς.

Αν χρειασθεί να αναφέρουμε άλλον έναν μύθο, λέγεται ότι η Μητέρα των Θεών είδε τον Άττιν ξαπλωμένο στην όχθη του Γάλλου ποταμού, τον ερωτεύτηκε, και αφού έλαβε το αστερωτό κάλυμμα της κεφαλής της το έθεσε σ’ αυτόν, και έτσι τον είχε μαζί της τον υπόλοιπο χρόνο. Εκείνος όμως, αφού ερωτεύτηκε μια Νύμφη εγκατέλειψε την Μητέρα των Θεών για να ζήσει με την Νύμφη. Γι’ αυτό η Μητέρα των Θεών κατέστησε παράφρονα τον Άττιν, ο οποίος αφού απέκοψε τα γόνιμα μέλη του τα άφησε στην Νύμφη, και αφού ανήλθε πάλι στον Ουρανό εξακολούθησε να συνοικεί με την Μητέρα των Θεών.

Λοιπόν, η Μητέρα των Θεών είναι Θεά Ζωογόνος και γι’ αυτό καλείται Μητέρα. Ο Άττις είναι ο Δημιουργός των γινομένων και φθειρομένων, και γι’ αυτό λέγεται ότι βρέθηκε στον Γάλλο ποταμόν, διότι ο Γάλλος υπαινίσσεται τον κύκλο του Γαλαξία απ’ όπου προέρχεται το σώμα το υποκείμενο στα πάθη. Επειδή οι Πρώτοι Θεοί τελειοποιούν τους Δεύτερους η Μητέρα ερωτεύεται τον Άττιν, και του δίδει τις Ουράνιες Δυνάμεις, που είναι το κάλυμμα της κεφαλής.

Όμως ο Άττις ερωτεύεται την Νύμφη. Οι Νύμφες είναι εκείνες που επιστατούν την γένεση διότι παν το γινόμενον ρέει. Επειδή, όμως, έπρεπε να ανασταλεί η γένεση για να μην δημιουργηθεί από τα έσχατα κάτι το χειρότερο, ο Δημιουργός αυτών αφήνει τις γόνιμες δυνάμεις στην γένεση για να συναφθεί πάλι με τους Θεούς. Τα «γεγονότα» αυτά δεν έγιναν κάποια στιγμή μέσα στον χρόνο, αλλά συμβαίνουν συνεχώς. Ο Νους βλέπει τα πάντα ταυτοχρόνως, ενώ ο Λόγος λέγει τα μεν κατ’ αρχάς και έπειτα τα δε.

Έτσι, αφού ο μύθος βρίσκεται σε στενή συνάρτηση με τον Κόσμο και εμείς μιμούμαστε τον Κόσμο – διότι πώς θα μπορούσαμε να βρούμε καλύτερη τάξη; −, στις παρακάτω τελετές ουσιαστικά οργανώνουμε μια γιορτή: Καταρχάς, αφού και εμείς έχουμε πέσει απ’ τον ουρανό και ζούμε με την Νύμφη, παραμένουμε σκυθρωποί και απέχουμε από το ψωμί και από κάθε άλλη λιπαρή και ακάθαρτη τροφή, επειδή και τα δύο είναι ενάντια στην ψυχή. Επίσης, ο ακρωτηριασμός ενός δέντρου και η νηστεία απεικονίζουν την απομάκρυνσή μας από την περαιτέρω πρόοδο της γένεσης. Έπειτα, η τροφή του γάλακτος αναπαριστάνει την αναγέννησή μας. Τέλος, αυτές είναι εκδηλώσεις χαράς, στέφανοι, και, θα ‘λεγε κανείς, επάνοδος προς τους Θεούς.

Η ερμηνεία αυτή αποδεικνύεται και από την εποχή, κατά την οποία τελούνται τα δρώμενα αυτά. Τα δρώμενα γίνονται πράγματι κατά την άνοιξη και την ισημερία, όταν παύει να γεννά ό,τι γεννά και η μέρα γίνεται μεγαλύτερη από την νύχτα, πράγμα που παραπέμπει στην αναγέννηση των ψυχών. Και κατά την άλλη ισημερία τοποθετεί ο μύθος την αρπαγή της Κόρης, η οποία συμβολίζει την κάθοδο των ψυχών.

Απέναντι λοιπόν σε εμάς, που είπαμε τόσα σχετικά με τους μύθους, ας διάκεινται ευνοϊκά οι Θεοί, καθώς και οι ψυχές εκείνων που έγραψαν τους μύθους.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τα λεγόμενα, τόσο του Ιουλιανού όσο και του Σαλλούστιου κατανοούμε ότι το πραγματικό νόημα των μύθων δεν έχει καμία, μα καμία, σχέση με τις σύγχρονες επιστημονικές θεωρίες που θέλουν τους μύθους των Ελλήνων να είναι απλά και μόνον πραγματικά ιστορικά γεγονότα μιας κάποιας αρχαίας εποχής, αλλά αντιθέτως το νόημα και ο λόγος των μύθων είναι και οντολογικής υφής, αφενός, και άχρονος, αφετέρου, ως υπόδειγμα οντολογικού περιεχομένου κοσμικών διαστάσεων.

Δηλαδή οι ελληνικοί αρχαίοι μύθοι περιγράφουν οντολογικά γεγονότα σε Κοσμικό  επίπεδο και πως αυτά εκφράζονται σε ανθρώπινο επίπεδο.

_____________________________

Πηγές

Πρόκλος
  • «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, τόμος Α’, 21.1 – 23.12».
  • «Εις τον Πλάτωνος Παρμενίδη, τόμος Ε’, 1024.39 – 1025.37».
  • Ιουλιανός, στο «Προς Ηράκλειον κυνικόν, 12.9»  : «τὸ γὰρ ἐν τοῖς μύθοις ἀπεμφαῖνον αὐτῷ τούτῳ προοδοποιεῖ πρὸς τὴν ἀλήθειαν· ὅσῳ γὰρ μᾶλλον παράδοξόν ἐστι καὶ τερατῶδες τὸ αἴνιγμα, τοσούτῳ μᾶλλον ἔοικε διαμαρτύρεσθαι μὴ τοῖς αὐτόθεν λεγομένοις πιστεύειν, ἀλλὰ τὰ λεληθότα περιεργάζεσθαι καὶ μὴ πρότερον ἀφίστασθαι, πρὶν ἂν ὑπὸ θεοῖς ἡγεμόσιν ἐκφανῆ γενόμενα τὸν ἐν ἡμῖν τελέσῃ. μᾶλλον δὲ τελειώσῃ, νοῦν καὶ εἰ δή τι κρεῖττον ἡμῖν ὑπάρχει τοῦ νοῦ αὐτοῦ, τοῦἑνὸς καὶ τἀγαθοῦ μοῖρά τις ὀλίγη τὸ πᾶν ἀμερίστως ἔχουσα, τῆς ψυχῆς πλήρωμα, καὶἐν τῷἑνὶ καὶἀγαθῷ συνέχουσα πᾶσαν αὐτὴν διὰ τῆς ὑπερεχούσης καὶ χωριστῆς αὐτοῦ καὶἐξῃρημένης παρουσίας. Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἀμφὶ τὸν μέγαν Διόνυσον οὐκ οἶδ’ ὅπως ἐπῆλθέ μοι βακχεύοντι μανῆναι, «τὸν βοῦν δὲἐπιτίθημι τῇ γλώττῃ»· περὶ τῶν ἀρρήτων γὰρ οὐδὲν χρὴ λέγειν. Ἀλλά μοι θεοὶ μὲν ἐκείνων καὶὑμῶν δὲ τοῖς πολλοῖς, ὅσοι τέως ἐστὲ τούτων ἀμύητοι, τὴν ὄνησιν δοῖεν».
  • Σαλούστιος, Περί Θεών και Κόσμου
    De deis et mundo 3.1.1 ` to De deis et mundo 3.4.10 (ς) Τί δήποτε οὖν τούτους ἀφέντες τοὺς λόγους οἱ παλαιοὶ μύθοις ἐχρήσαντο, ζητεῖν ἄξιον• καὶ τοῦτο πρῶτον ἐκ τῶν μύθων ὠφελεῖσθαι τό γε ζητεῖν, καὶ μὴ ἀργὸν τὴν διάνοιαν ἔχειν. Ὅτι μὲν οὖν θεῖοι οἱ μῦθοι ἐκ τῶν χρησαμένων ἔστιν εἰπεῖν• καὶ γὰρ τῶν ποιητῶν οἱ θεόληπτοι καὶ τῶν φιλο σόφων οἱ ἄριστοι, οἵ τε τὰς τελετὰς καταδείξαντες καὶ αὐτοὶ δὲ ἐν χρησμοῖς οἱ Θεοὶ μύθοις ἐχρήσαντο. 3.2 (ζ) Διὰ τί δὲ θεῖοι οἱ μῦθοι φιλοσοφίας ζητεῖν. Ἐπεὶ τοίνυν πάντα τὰ ὄντα ὁμοιότητι μὲν χαίρει ἀνομοιότητα δὲ ἀποστρέφεται, ἐχρῆν καὶ τοὺς περὶ Θεῶν λόγους ὁμοίους εἶναι ἐκείνοις, ἵνα τῆς τε οὐσίας αὐτῶν ἄξιοι γίνωνται καὶ τοῖς λέγουσι τοὺς Θεοὺς ποιῶσιν εὐμενεῖς• ὅπερ διὰ τῶν μύθων μόνως ἂν γένοιτο. 3.3 Αὐτοὺς μὲν οὖν τοὺς Θεοὺς κατὰ τὸ ῥητόν τε καὶ ἄρρητον, ἀφανές τε καὶ φανερόν, σαφές τε καὶ κρυπτό μενον οἱ μῦθοι μιμοῦνται, <καὶ> τὴν τῶν Θεῶν ἀγαθότητα, ὅτι ὥσπερ ἐκεῖνοι τὰ μὲν ἐκ τῶν αἰσθητῶν ἀγαθὰ κοινὰ πᾶσιν ἐποίησαν, τὰ δὲ ἐκ τῶν νοητῶν μόνοις τοῖς ἔμφρο σιν, οὕτως οἱ μῦθοι τὸ μὲν εἶναι Θεοὺς πρὸς ἅπαντας λέγουσι, τίνες δὲ οὗτοι καὶ ὁποῖοι τοῖς δυναμένοις <μόνοις> εἰδέναι. Καὶ τὰς ἐνεργείας δὲ μιμοῦνται τῶν Θεῶν• ἔξεστι γὰρ καὶ τὸν Κόσμον μῦθον εἰπεῖν, σωμάτων μὲν καὶ χρημάτων ἐν αὐτῷ φαινομένων, ψυχῶν δὲ καὶ νῶν κρυπτομένων. 3.4 Πρὸς δὲ τούτοις, τὸ μὲν πάντας τὴν περὶ Θεῶν ἀλήθειαν διδάσκειν ἐθέλειν τοῖς μὲν ἀνοήτοις, διὰ τὸ μὴ δύνασθαι μανθάνειν, καταφρόνησιν, τοῖς δὲ σπουδαίοις ῥᾳθυμίαν ἐμποιεῖ• τὸ δὲ διὰ μύθων τἀληθὲς ἐπικρύπτειν τοὺς μὲν καταφρονεῖν οὐκ ἐᾷ, τοὺς δὲ φιλοσοφεῖν ἀναγκάζει. Ἀλλὰ διὰ τί μοιχείας καὶ κλοπὰς καὶ πατέρων δεσμὰ καὶ τὴν ἄλλην ἀτοπίαν ἐν τοῖς μύθοις εἰρήκασιν; ῍Η καὶ τοῦτο ἄξιον θαύματος, ἵνα διὰ τῆς φαινομένης ἀτοπίας εὐθὺς ἡ ψυχὴ τοὺς μὲν λόγους ἡγήσηται προκαλύμματα, τὸ δὲ ἀληθὲς ἀπόρρητον εἶναι νομίσῃ;
De deis et mundo 4.1.1 ` to De deis et mundo 4.5.10 (η) Τῶν δὲ μύθων οἱ μέν εἰσι θεολογικοί, οἱ δὲ φυσικοί, οἱ δὲ ψυχικοί τε καὶ ὑλικοί, καὶ ἐκ τούτων μικτοί. Εἰσὶ δὲ θεολογικοὶ μὲν οἱ μηδενὶ σώματι χρώμενοι ἀλλὰ τὰς οὐσίας αὐτὰς τῶν Θεῶν θεωροῦντες• οἷον αἱ τοῦ Κρόνου καταπόσεις τῶν παίδων• ἐπειδὴ νοερὸς ὁ Θεὸς πᾶς δὲ νοῦς εἰς ἑαυτὸν ἐπιστρέφει, τὴν οὐσίαν ὁ μῦθος αἰνίττεται τοῦ Θεοῦ. 4.2 Φυσικῶς δὲ τοὺς μύθους ἔστι θεωρεῖν ὅταν τὰς περὶ τὸν Κόσμον ἐνεργείας λέγῃ τις τῶν Θεῶν• ὥσπερ ἤδη τινὲς χρόνον μὲν τὸν Κρόνον ἐνόμισαν, τὰ δὲ μέρη τοῦ χρόνου παῖδας τοῦ Ὅλου καλέσαντες καταπίνεσθαι ὑπὸ τοῦ πατρὸς τοὺς παῖδάς φασιν. Ὁ δὲ ψυχικὸς τρόπος ἐστὶν αὐτῆς τῆς ψυχῆς τὰς ἐνερ γείας σκοπεῖν, ὅτι καὶ τῶν ἡμετέρων ψυχῶν αἱ νοήσεις, κἂν εἰς τοὺς ἄλλους προέλθωσιν, ἀλλ᾽ οὖν ἐν τοῖς γεννήσασι μένουσιν. 4.3 Ὑλικὸς δέ ἐστι καὶ ἔσχατος, ᾧ μάλιστα Αἰγύπτιοι δι᾽ ἀπαιδευσίαν ἐχρήσαντο, αὐτὰ τὰ σώματα Θεοὺς νομίσαντες καὶ καλέσαντες [καὶ] Ἶσιν μὲν τὴν γῆν, Ὄσιριν δὲ τὸ ὑγρόν, Τυφῶνα δὲ τὴν θερμότητα, ἢ Κρόνον μὲν ὕδωρ, Ἄδωνιν δὲ καρπούς, Διόνυσον δὲ οἶνον. Ταῦτα δὲ ἀνακεῖσθαι μὲν Θεοῖς λέγειν ὥσπερ καὶ βοτάνας καὶ λίθους καὶ ζῷα σωφρονούντων ἐστὶν ἀνθρώπων, Θεοὺς δὲ καλεῖν μαινο μένων• εἰ μὴ ἄρα ὥσπερ τοῦ ἡλίου τὴν σφαῖραν καὶ τὴν ἀπὸ τῆς σφαίρας ἀκτῖνα ῞Ηλιον ἐν συνηθείᾳ καλοῦμεν. 4.4 Τὸ δὲ μικτὸν εἶδος τῶν μύθων ἐν πολλοῖς μὲν καὶ ἄλλοις ἔστιν ἰδεῖν, καὶ μέντοι καὶ ἐν τῷ συμποσίῳ φασι τῶν Θεῶν τὴν Ἔριν μῆλον ῥῖψαι χρυσοῦν, καὶ περὶ τούτου τὰς Θεὰς φιλονεικούσας ὑπὸ τοῦ Διὸς πρὸς τὸν Πάριν πεμφθῆναι κριθησομένας• τῷ δὲ καλήν τε φανῆναι τὴν Ἀφροδίτην, καὶ ταύτῃ δοῦναι τὸ μῆλον. 4.5 Ἐνταῦθα γὰρ τὸ μὲν συμπόσιον τὰς ὑπερκοσμίους δυνάμεις δηλοῖ τῶν Θεῶν, καὶ διὰ τοῦτο μετ᾽ ἀλλήλων εἰσί• τὸ δὲ χρυσοῦν μῆλον τὸν Κόσμον, ὃς ἐκ τῶν ἐναντίων γινόμενος εἰκότως ὑπὸ τῆς Ἔριδος λέγεται ῥίπτεσθαι. Ἄλλων δὲ ἄλλα τῷ Κόσμῳ χαριζομένων Θεῶν, φιλονεικεῖν ὑπὲρ τοῦ μήλου δοκοῦσιν• ἡ δὲ κατ᾽ αἴσθησιν ζῶσα ψυχή—τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ Πάρις—τὰς μὲν ἄλλας ἐν τῷ Κόσμῳ δυνάμεις οὐχ ὁρῶσα μόνον δὲ τὸ κάλλος, τῆς Ἀφροδίτης τὸ μῆλον εἶναί φησι.
De deis et mundo 4.6.1 ` to De deis et mundo 4.11.8 Πρέπουσι δὲ τῶν μύθων οἱ μὲν θεολογικοὶ φιλοσόφοις, οἱ δὲ φυσικοὶ καὶ ψυχικοὶ ποιηταῖς, οἱ δὲ μικτοὶ τελεταῖς, ἐπειδὴ καὶ πᾶσα τελετὴ πρὸς τὸν Κόσμον ἡμᾶς καὶ πρὸς τοὺς Θεοὺς συνάπτειν ἐθέλει. 4.7 Εἰ δὲ δεῖ καὶ ἕτερον μῦθον εἰπεῖν, τὴν Μητέρα τῶν Θεῶν φασι τὸν Ἄττιν παρὰ τῷ Γάλλῳ κείμενον ἰδοῦσαν ποταμῷ ἐρασθῆναι τε καὶ λαβοῦσαν τὸν ἀστερωτὸν αὐτῷ περιθεῖναι πῖλον, καὶ τοῦ λοιποῦ μεθ᾽ ἑαυτῆς ἔχειν, ὁ δὲ Νύμφης ἐρασθεὶς τὴν Θεῶν Μητέρα ἀπολιπὼν τῇ Νύμφῃ συνῆν. Καὶ διὰ τοῦτο ἡ Μήτηρ τῶν Θεῶν ποιεῖ μανῆναι τὸν Ἄττιν, καὶ τὰ γόνιμα ἀποκοψάμενον ἀφεῖναι παρὰ τῇ Νύμφῃ, πάλιν δὲ ἀνελθόντα αὐτῇ συνοικεῖν. 4.8 Ἡ μὲν οὖν Μήτηρ τῶν Θεῶν ζωογόνος ἐστὶ Θεά, καὶ διὰ τοῦτο Μήτηρ καλεῖται• ὁ δὲ Ἄττις τῶν γινομένων καὶ φθειρομένων δημιουργός, καὶ διὰ τοῦτο παρὰ τῷ Γάλλῳ λέγεται εὑρεθῆναι ποταμῷ• ὁ γὰρ Γάλλος τὸν γαλαξίαν αἰνίττεται κύκλον, ἀφ᾽ οὗ τὸ παθητὸν ἔρχεται σῶμα. Τῶν δὲ πρώτων Θεῶν τελειούντων τοὺς δευτέρους, ἐρᾷ μὲν ἡ Μήτηρ τοῦ Ἄττεως καὶ οὐρα νίους αὐτῷ δίδωσι δυνάμεις, τοῦτο γάρ ἐστιν ὁ πῖλος. 4.9 Ἐρᾷ δὲ ὁ Ἄττις τῆς Νύμφης• αἱ δὲ Νύμφαι γενέσεως ἔφοροι, πᾶν γὰρ τὸ γινόμενον ῥεῖ• ἐπεὶ δὲ ἔδει στῆναι τὴν γένεσιν καὶ μὴ τῶν ἐσχάτων γενέσθαι τι χεῖρον, ὁ ταῦτα ποιῶν δημιουργὸς δυνάμεις γονίμους ἀφεὶς εἰς τὴν γένεσιν πάλιν συνάπτεται τοῖς Θεοῖς. Ταῦτα δὲ ἐγένετο μὲν οὐδέποτε, ἔστι δὲ ἀεί• καὶ ὁ μὲν νοῦς ἅμα πάντα ὁρᾷ, ὁ δὲ λόγος τὰ μὲν πρῶτα τὰ δὲ δεύτερα λέγει. 4.10 Οὕτω δὲ πρὸς τὸν Κόσμον οἰκείως ἔχοντος τοῦ μύθου, ἡμεῖς τὸν Κόσμον μιμούμενοι—πῶς γὰρ ἂν μᾶλλον κοσμηθείημεν; —ἑορτὴν ἄγομεν διὰ ταῦτα• καὶ πρῶτον μὲν ὡς καὶ αὐτοὶ πεσόντες ἐξ οὐρανοῦ καὶ τῇ Νύμφῃ συνόντες ἐν κατηφείᾳ ἐσμὲν σίτου τε καὶ τῆς ἄλλης παχείας καὶ ῥυπαρᾶς τροφῆς ἀπεχόμεθα, ἑκάτερα γὰρ ἐναντία ψυχῇ• εἶτα δένδρου τομαὶ καὶ νηστεία ὥσπερ καὶ ἡμῶν ἀποκοπτομένων τὴν περαιτέρω τῆς γενέσεως πρόοδον• ἐπὶ τούτοις γάλακτος τροφὴ ὥσπερ ἀναγεννωμένων• ἐφ᾽ οἷς ἱλαρία καὶ στέφανοι καὶ πρὸς τοὺς Θεοὺς οἷον ἐπάνοδος. 4.11 Μαρτυρεῖ δὲ τούτοις καὶ ὁ τῶν δρωμένων καιρός• περὶ γὰρ τὸ ἔαρ καὶ τὴν ἰσημερίαν δρᾶται τὰ δρώμενα, ὅτε τοῦ μὲν γίνεσθαι παύεται τὰ γινόμενα ἡμέρα δὲ μείζων γίνεται τῆς νυκτός, ὅπερ οἰκεῖον ἀναγομέναις ψυχαῖς. Περὶ γοῦν τὴν ἐναντίαν ἰσημερίαν ἡ τῆς Κόρης ἁρπαγὴ μυθολογεῖται γενέσθαι, ὃ δὴ κάθοδός ἐστι τῶν ψυχῶν. Τοσαῦτα περὶ μύθων εἰποῦσιν ἡμῖν αὐτοί τε οἱ Θεοὶ καὶ τῶν γραψάντων τοὺς μύθους αἱ ψυχαὶ ἵλεῳ γένοιντο.

[1] Παράφραση χωρίου στον πλατωνικό «Φαίδρο, 229.d».

πηγή: eleysis69

ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ - ΤΟ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΚΑΙ Η ΘΕΟΥΡΓΙΑ

$
0
0

H ΘΕΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ Ο ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ

Ο Ιάμβλιχος είναι αυτός που ίδρυσε την πρώτη σχολή πρακτικής θεουργίας (θεός + έργον) μαζί με άλλους Αλεξανδρινούς Πλατωνιστές.
Η Θεουργία ήταν ο τρόπος, η επικοινωνία, για να κατέλθουν τα πλανητικά πνεύματα οι deva , οι Θεοί του Φωτός. Για αυτή την επικοινωνία όμως χρειαζόταν μεγάλη καθαρότητα ψυχής, αγνότητα ζωής και γνώση των ιεραρχιών. Ένας θεουργός έπρεπε να είναι ιεροφάντης και γνώστης της εσωτερικής γνώσης των Ιερών όλων των μεγάλων χωρών.
Οι Νεοπλατωνιστές της σχολής του Ιάμβλιχου ονομάζονταν θεουργοί γιατί, εφάρμοζαν την τελετουργική μαγεία και επικαλούνταν τα πνεύματα αρχαίων ηρώων και θεών, και άλλων θείων πνευματικών οντοτήτων.

Η Η. P. Blavatsky αναφέρει, ότι το Βιβλίο των Επικλήσεων στις παγόδες, δείχνει την ταύτιση των τελετουργιών ανάμεσα στην βραχμανική θεουργία και στη αντίστοιχη των Αλεξανδρινών Πλατωνιστών.
Συνεχίζοντας η Η. P. Blavatsky λέει ότι «είναι λάθος η διαδεδομένη αντίληψη ότι οι θεουργοί κάνουν θαύματα, όπως το να καλούν τις ψυχές των ηρώων, των θεών και άλλα θαυματουργά έργα, μέσω υπερφυσικών δυνάμεων. Αυτό ποτέ δεν γινόταν έτσι.
Το έκαναν μέσα από την ελευθέρωση του δικού τους αστρικού σώματος, το οποίο παίρνοντας τη μορφή ήρωα ή θεού χρησίμευε σαν φορέας, με τη βοήθεια του οποίου μπορούσε να προσεγγιστεί το «ιδιαίτερο ρεύμα» που διατηρούσε τις ιδέες και τη γνώση εκείνου του ήρωα ή του θεού».
Σε αυτή την θεουργική επίκληση αναφέρεται ο Ιάμβλιχος όταν μιλάει για «την ένωση με την θεότητα» όπως θα κάνουν και αργότερα άλλοι.
Στην αρχή η σχολή του ήταν ξεχωριστή από τη σχολή του Πορφύριου και του Πλωτίνου, γιατί αυτοί διαφωνούσαν ως προς την τελετουργική μαγεία και τη πρακτική θεουργία, τις οποίες θεωρούσαν επικίνδυνες. Αργότερα ωστόσο ο Ιάμβλιχος έπεισε τον Πορφύριο, για τη χρησιμότητα τους και πίστευαν και οι δυο στη θεουργία και στη μαγεία αν και η θεουργία εθεωρείτο ο αποτελεσματικότερος τρόπος επικοινωνίας με το Ανώτερο Εγώ. Η θεουργική είναι ευεργετική μαγεία και γίνεται σκοτεινή και κακή μόνο όταν χρησιμοποιείται για ιδιοτελείς σκοπούς ή νεκρομαντεία.

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ

Παρά τις κάποιες διαφορές στο σύστημα του Ιάμβλιχου είναι πολλές αυτές οι μεταφυσικές ιδέες που μπορούμε να δούμε ότι προϋπήρχαν, αλλά παρουσιάζονται πιο απλά συστηματοποιημένες, με μια πιο λογική τάξη.
Δίδασκε ότι το Ένα ή Συμπαντική Μονάδα ή «Άρρηκτον», ήταν η αρχή κάθε ενότητας και διαφοράς, της ομοιογένειας και της ετερογένειας. Η Δυάδα ήταν η διάνοια και η Τριάδα η ψυχή.
Θεωρούσε ότι οι  «υποστάσεις του Όντος» δεν είναι ομοούσιες, εφόσον η πρώτη είναι απόλυτη και οι άλλες εξαρτημένες.
Έτσι αρνήθηκε την ταύτιση  του πράγματος και της έννοιας του. Για παράδειγμα η «Ιδέα της Λευκότητας» είναι διαφορετική από την γενική έννοια της λευκότητας που υπάρχει στα επιμέρους αντικείμενα. Αυτή ήταν η θεωρία των «Αμέθεκτων Όρων» του Ιάμβλιχου, της «μέθεξης» των επιμέρους πραγμάτων στις ιδέες, όπως έλεγε ο Πλάτων.
 Το Ιαμβλίχειο σύστημα βασιζόταν στις παρακάτω 3 Αρχές:
1.Η Αρχή του Ρεαλισμού, που είναι το αποτέλεσμα της προτεραιότητας των Νοητών απέναντι στα σκεπτόμενα υποκείμενα.
2.Ο Ιαμβλίχειος Νόμος των Μέσων Όρων
3.Η Αρχή της Αντιστοιχίας, «τα πάντα ενυπάρχουν στα πάντα, αλλά το καθένα ανάλογα με τη φύση του»
Η 3η Αρχή της Αντιστοιχίας θεωρήθηκε βασικής σημασίας για τους μετέπειτα Νεοπλατωνικούς, τόσο για τη Μεταφυσική όσο και για τη Θεουργία. Η Αρχή αυτή μπορούσε να εφαρμοστεί είτε κάθετα είτε οριζόντια.
Κάθετα, δηλώνει ότι με κατάλληλες συνθήκες κάθε υπόσταση μπορεί να εκφράσει την πληρότητα του Όντος και οριζόντια για να εκφράσει ότι κάθε μέρος της υπόστασης εκφράζεται και στο σύνολο της.
Όσο για την Ιαμβλίχεια Αρχή του Ρεαλισμού ήταν μια ακραία έκφραση ρεαλισμού. Βάση αυτής της αρχής οι ιδέες είναι αυτοδύναμες ουσίες και άρα υπεύθυνες στην ουσία για την ύπαρξη των πραγμάτων τόσο στα επιμέρους όσο και στην ουσία τους. 

Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ Η ΘΕΩΣΗ ΤΗΣ

Ένα άλλο σημαντικό θέμα που υπήρχε διαφοροποίηση στις αντιλήψεις, ήταν αυτό της «σωτηρίας της ψυχής». Και όταν γίνεται λόγος για σωτηρία στην  ελληνική θεολογία εννοούμε "θέωση". 
Για τον Ιάμβλιχο και την Σχολή της Αθήνας ήταν η Θεουργία αυτή που είχε την μεγαλύτερη αξία και η μόνη που μπορούσε να δώσει την πλήρη σωτηρία, την μυστική Ένωση με το Θείο, τον τελικό στόχο!
Ο Ιάμβλιχος δεν πίστευε ότι μόνο η σκέψη μπορεί να δημιουργήσει την «Ένωση με τη Θεότητα». Αυτό μπορεί να συμβεί μόνο όταν ο θεουργός κάνει σωστά τις τελετουργικές πράξεις.
Στο εδάφιο «Περί Ψυχής» ο Ιάμβλιχος λέει ότι η Ψυχή εξαρτάται και είναι κατώτερη από το Νου, παρόλο που είναι μια ξεχωριστή Υπόσταση. Η ουσία της Ψυχής μπορεί να είναι αιώνια αλλά οι δραστηριότητες της είναι μέσα στο χρόνο. Αυτός ο ίδιος νόμος ισχύει και για τις θεϊκές ψυχές …«μια οντότητα περιέχει το σύνολο της πραγματικότητας μόνο με ένα τρόπο κατάλληλο στη δική της ατομική φύση».
Εκείνο που απέρριπταν ο Ιάμβλιχος και ο Πρόκλος ήταν η θέση του Πλωτίνου για τον άνθρωπο ως νοητό κόσμο και αυτό για δύο λόγους:
1. Η Ψυχή είναι κατώτερη από το Νου, άρα οι αρχές που βλέπει είναι μόνο Λόγοι, όχι Υπερβατικές Ιδέες καθαυτές. Καμιά ψυχή δεν μπορεί να τις γνωρίσει εφόσον παραμένει ψυχή
2. Υπάρχουν κατηγορίες Ψυχών, η ανθρώπινη Ψυχή δε δεν είναι ομοούσια με των Θεών. Ο Ιάμβλιχος πιστεύει ότι οι διανοητικές δυνάμεις του ανθρώπου λειτουργούν μόνο διαμεσολαβητικά.
Μια άλλη θέση ήταν ότι η συναισθηματική διαταραχή επηρέαζε μόνο τη σχέση σώματος και κατώτερης ψυχής, όχι καθεαυτή την ουσία της ψυχής, αν και κάποιες φορές μπορούσε να επηρεάσει και ολόκληρη την ψυχή.
Για τον Ιάμβλιχο υπήρχε ένα ιεραρχικό σύμπαν με αυστηρή τάξη, γι αυτό η ψυχή δεν εγκαταλείπει την τάξη που βρίσκεται. Γι αυτό τον λόγο απέρριψε την θεωρία του Πλωτίνου σχετικά με την μετεμψύχωση δηλαδή ότι η ανθρώπινη ψυχή μπορούσε να μεταμορφωθεί σε ψυχή ζώου.
Βέβαια δεχόταν το ενδεχόμενο να μπορεί η ψυχή να ανέβει στη βαθμίδα των Αγγέλων αλλά όχι από μόνη της, μόνο μέσα από μια υπερβατική αιτία, και σαν τέτοια δεχόταν την Θεουργία, όπως αναφέρει στο έργο του «Περί Μυστηρίων».

ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΟΥ ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ

Ο Ιάμβλιχος είχε αρκετούς μαθητές. Βασικός μαθητής του ήταν ο Έδεστος , ο οποίος ίδρυσε δική του σχολή στη Πέργαμο.
Μαθητής του Έδεστου ήταν ο Μάξιμος ο Εφέσιος, ο πνευματικός καθοδηγητής του αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-3), ο οποίος προσπάθησε να αντικαταστήσει το Χριστιανισμό μ’ έναν αναγεννημένο παγανισμό, που θα βασιζόταν στη Νεοπλατωνική φιλοσοφία.
Σε διάφορα θεολογικά δοκίμια του Ιουλιανού που έχουν βρεθεί, η φιλοσοφία του είναι εκλαΐκευση της διδασκαλίας του Ιάμβλιχου.
Από μια επιστολή του Ιουλιανού προς τον Πρίσκο βλέπουμε πως ήταν διαμορφωμένη η κατάσταση τότε, τι τάσεις κυριαρχούσαν και πόσο αντιφατικές μπορεί να ήταν μεταξύ τους. Άλλοι μπορεί να θεωρούσαν τον Ιάμβλιχο «άγιο» και άλλοι «τσαρλατάνο ή επιδειξία».
Ο Ιουλιανός στην επιστολή του αναφέρει:
«Προς τον Πρίσκο
"…. Μην αφήσεις σε θερμοπαρακαλώ να σου βάλουν ιδέες οι γύρω από το Θεόδωρο ότι τάχα είναι δοξομανής ο αληθινά θείος Ιάμβλιχος, ο τρίτος σε αξία μετά τους Πυθαγόρα και Πλάτωνα. Αν και είναι τολμηρό να εκδηλώνει κανείς τη γνώμη του ενώπιον σου, όπως δα συνηθίζουν οι ενθουσιώδεις, εντούτοις δίκαια θα με συγχωρέσεις. Σ’ εμένα τον ίδιο αρέσει υπερβολικά η φιλοσοφία του Ιάμβλιχου και η θεοσοφία του ομώνυμου μου και νομίζω ότι οι άλλοι – για να θυμηθώ τον Απολλόδωρο – είναι ανάξιοι λόγου κοντά τους..."

ΕΡΓΑ TOY ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ

Από τον Ιάμβλιχο κανένα μεταφυσικό έργο, δεν έχει σωθεί ολόκληρο με συνέπεια να έχει υποτιμηθεί η σπουδαιότητα τους.
Από τα σημαντικότερα έργα του Ιάμβλιχου θεωρείται η βιογραφία του Πυθαγόρα  «Περί του Πυθαγορικού Βίου», όπου προσπαθεί να αναζωογονήσει την θεωρία των Αριθμών. Στο ίδιο έργο διασώζονται τα ονόματα δεκαεπτά πυθαγορείων γυναικών, που ήταν γνώστριες των μαθηματικών και της πυθαγόρειας φιλοσοφίας.
Το έργο που ήδη αναφέραμε το «Περί Μυστηρίων», αναφέρεται στις μυστηριακές Αιγυπτιακές τελετές.
Άλλα έργα του:«Λόγος προτρεπτικός εις φιλοσοφίαν», «Περί κοινής Μαθηματικής Επιστήμης», «Θεολογούμενα Αριθμητικής», «Περί της Νικομάχου αριθμητικής επιστήμης», μια πραγματεία περί δαιμόνων, όπου είναι αντίθετος σε οποιαδήποτε επαφή μαζί τους. Τα έργα του είναι μια πηγή εσωτερικής γνώσης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
H.P.B. Λεξικό
ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ: R.T.Wallis B. Dalsgaard Larsen Jamblique de Chalcis (Aarhus 1972)

πηγή: nea-acropoli

ΓΙΑΤΙ ΣΧΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

$
0
0


«Η λογική των σταδιακών μεταβιβάσεων στην ιεράρχηση, τη δομή, το κύρος, τους κανόνες, και την ένταξη, είναι ο μυστικός τόπος γένεσης της κοινωνικής πραγματικότητας
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από την δ’έκδοση του 2ου τόμου του βιβλίου Κοινωνιολογία – Κοινωνική Οργάνωση και Πολιτισμικές Διεργασίες του Ν. Χ. Τάτση, Εκδόσεις Οδυσσέας 1994. Ο συγγραφέας προσεγγίζει ένα ζήτημα μεγάλης σημασίας,το οποίο είναι ο σχηματισμός και η οργάνωση των ανθρώπινων ομάδων. Μέσα στο χαοτικό περιβάλλον της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, που χαρακτηρίζεται κυρίως από την απομόνωση και τον ατομικισμό, είναι ένα κείμενο αφορμή για ερωτήματα, προβληματισμό αλλά και ενστάσεις. Προσφέρεται επίσης και για μια ανάγνωση απ’ την «ανάποδη», δηλαδή για την αναζήτηση όλων εκείνων των στοιχείων που λειτουργούν ή καταλήγουν να δρουν αποτρεπτικά, ανασταλτικά και διαλυτικά.

————– / ————–

Σχηματισμός των ομάδων

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει δικαιολογημένα ότι το ερώτημα «γιατί σχηματίζονται οι ανθρώπινες ομάδες», αποτελεί βασικό πρόβλημα ενασχόλησης των κοινωνιολόγων. Παραδόξως το ερώτημα αυτό στη γενικότητά του δεν έχει γίνει αντικείμενο διεξοδικής επεξεργασίας, όπως άλλωστε και άλλα θέματα κοινωνικής οντολογίας. Υπάρχουν διάφορες ερμηνείες για τη σχετική απουσία μελετών, αλλά αποτελούν ένα ζήτημα εκτός των ορίων της παρούσης εργασίας. Να αναφέρουμε ενδεικτικά την προσήλωση στη δυναμική των ομάδων όπως η κοινωνική αλλαγή που έχει σαφώς ιδεολογικό χαρακτήρα, τη σπουδή ιδιαίτερων τύπων συλλογικής ζωής, και τις λανθάνουσες βιολογικές-ψυχολογικές θεμελιώσεις των ομάδων που άπτονται μιας παρόμοιας ανάλυσης. Η δική μας αναφορά εδώ θα περιοριστεί σε κάποιες εξειδικευμένες θεωρητικές προσεγγίσεις με ερείσματα σε ερευνητικές αναζητήσεις.

1. Οι Νόρμαν Γκούντμαν και Γκάρυ Τ. Μαρξ παραδέχονται ότι η επίτευξη κάποιων στόχων θα πρέπει λογικά να θεωρηθεί ως η πλέον κοινή αιτία για την οποία δημιουργούνται ανθρώπινες ομάδες, αν και δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει συγκεκριμενοποίηση αυτών των στόχων από την αρχή. Το ερώτημα όμως είναι, πώς επιλέγονται τα μέλη μιας ομάδας; Οι Γκούντμαν και Γ. Τ. Μαρξ αναφέρουν δύο συγκεκριμένους λόγους, τη γειτονική συνύπαρξη και την κοινωνική ομοιότητα. Παραθέτουν δε προς υποστήριξη της επιλογής των δύο αυτών διαστάσεων αφενός μια παλαιότερη έρευνα του Λήον Φέστιντζερ και αφετέρου μια νεότερη του Ντ. Μπυρν και των συνεργατών τους. Ο Φέστιντζερ βρήκε ότι η απόσταση που χωρίζει τα άτομα είναι για την επιλογή φίλων και μάλιστα η ελαχιστοποίησή της αυξάνει σε πολύ μεγάλο βαθμό την κοινωνική συναναστροφή. Η επίδραση της γειτνίασης ήταν πάντοτε γνωστή, αλλά είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς το μέγεθος της ασκούμενης επιρροής. Αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι η συμβίωση δημιουργεί πλέγματα αλληλοδράσεων που οδηγούν αναπόφευκτα σε αναζητήσεις ομαδικής καθιέρωσης των προτύπων συμπεριφοράς και κατ’ επέκταση την επισημοποίηση των σκοπών τους οποίους αυτά τα πρότυπα συνήθως επιδιώκουν να υλοποιήσουν. Με άλλα λόγια, ο σχηματισμός της ομάδας μέσα από το συγχρωτισμό και τον επικοινωνιακό σύνδεσμο των ατόμων συνιστά μια πρωτόλεια μορφή δομικών και θεσμικών σχηματισμών. Ο Μπυρν προσδιόρισε ότι οι ελεύθερες επιλογές των ατόμων ακολουθούν σχεδόν μαγνητικά ομαδικές καταστάσεις που έχουν με αυτά κοινότητα αξιών και ενδιαφερόντων. Υπάρχει μια διαρκής προσπάθεια συνένωσης των ομοίων σε κάποιο κοινωνικό πλαίσιο -ηλικία, φύλο, παιδεία, θρήσκευμα, εθνότητα, επάγγελμα, κ.λπ. Ο Μπυρν θεμελίωσε ακόμη και τη δυναμική εξάπλωση της ομοιότητας. Την επέκτασή της, δηλαδή, και σε άλλους τομείς, οι οποίοι δεν υφίσταντο στην αρχική επαφή της ομαδικής συγκρότησης.

2. Ο γνωστός μελετητής της συλλογικής συμπεριφοράς Νηλ Tζ. Σμέλσερ παραθέτει τέσσερις ειδικότερους λόγους ομαδοποίησης:
α. Το λειτουργικό, ο οποίος προφανώς οδηγεί στην επιτέλεση κάποιον έργου που δεν είναι δυνατόν να γίνει με απλή δι-ατομική προσπάθεια. Υπάρχει ένας στόχος και η ομάδα δημιουργείται για την υλοποίησή του. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία τι είναι ο σκοπός αυτός ή τι είδους ομάδα Θα δομηθεί. Από τον επιστημονικό σύλλογο μέχρι τη συμμορία κλεφτών και από την επιχειρηματική ένωση μέχρι το πολιτικό κόμμα, κοινός είναι ο λειτουργικός χαρακτήρας για το έργο που έχουν αναλάβει και επιθυμούν να διεκπεραιώσουν.
β. Τον εκφραστικό, ο οποίος τείνει να ικανοποιήσει την ανάγκη των ατόμων για «αποδοχή, κοινωνικό κύρος, και συναναστροφή». Οι ομάδες αυτές έχουν συχνά ένα έντονο στοιχείο αυτόνομης και σχετικά αυθόρμητης δράσης και δεν επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες. Ο Σμέλσερ διευκρινίζει πως συχνά τα όρια των εκφραστικών και λειτουργικών ομάδων είναι δυσδιάκριτα. Μια λειτουργική ομάδα ενδέχεται να παρέχει κύρος (π.χ. τα μέλη μιας αντιστασιακής ομάδας επιβραβεύονται με τιμητική διάκριση για τους αγώνες τους εναντίον της δικτατορίας), ενώ μια εκφραστική ομάδα μπορεί να στραφεί προς την επιδίωξη στόχων ευρύτερης κοινωνικής χρησιμότητας (π.χ. τα μέλη ενός πολιτιστικού ομίλου αναλαμβάνουν εκστρατεία μείωσης τον αναλφαβητισμού).
γ. Τον προστατευτικό, που ωθεί τα άτομα να αναζητήσουν μια ομάδα διαφυγής των προσωπικών τους βιωμάτων. Ο Σμέλσερ μνημονεύει μια έρευνα τον κοινωνικού ψυχολόγου Στάνλεϋ Σάχτερ για να υποστηρίξει την αναγκαγκαιότητα αυτής της κατηγορίας. Ο Σάχτερ διαπίστωσε πειραματικά πως αν έχουν να επιλέξουν ανάμεσα στην προσωπική και τη συλλογική αντιμετώπιση δυσχερών καταστάσεων, τα άτομα θα επιλέξουν τον ομαδικό προστατευτισμό. Οι ομάδες κατά τον Σάχτερ, μειώνουν σημαντικά τα αρνητικά συναισθήματα παρέχοντας επιβεβαιωτικές εγγυήσεις ασφάλειας και άλλων υπηρεσιών.
δ. Τον ψυχικό, ο οποίος υποκαθιστά τις οικογενειακές σχέσεις, ιδιαίτερα τη γονική ταύτιση και εξάρτηση. Ο Σμέλσερ αναγνωρίζει ότι η αιτία αυτή είναι ουσιαστικά η πλήρωση των συναισθηματικών αναγκών τον ατόμου. Η θεωρητική της προέλευση είναι ασφαλώς ψυχαναλυτική, αφού ο Φρόυντ έβλεπε την ομάδα σαν μια μορφή συμβολικής ανάπλασης της οικογένειας. Στην ομάδα το άτομο αναζητά όλα εκείνα τα στοιχεία πού έβρισκε στην αρχική οικογενειακή του ζωή. Τα παραδείγματα τον «στρατού» και της «εκκλησίας» με τους δύο θεμελιακούς εναλλακτικούς τύπους εξουσιαστικής συνάρτησης (επιβολή και αγάπη) δίδουν το νόημα της θέσης του Φρόυντ για τη σχέση γονέων-τέκνων.
3. Ο Τήοντορ Μ. Μιλς, πρωτοποριακός σπουδαστής στον τομέα της κοινωνιολογίας των μικρο-ομάδων, είναι πιο αναλυτικός. Επισημαίνει ότι υπάρχουν πέντε κατηγορίες ή «τάξεις», όπως τις αποκαλεί, παραγόντων για το σχηματισμό των ομάδων. Και οι πέντε φανερώνουν ένα σαφή δεοντολογικό προσανατολισμό που όχι μόνο αποκλείουν το τυχαίο, αλλά προσδίδουν έναν κυρίαρχα ορθολογικό χαρακτήρα πρωτογενούς συγκρότησης:

α. Άμεση ικανοποίηση

Τα άτομα επιζητούν να συνδεθούν με σχέσεις πλήρωσης των αναγκών τους προς έτερα πρόσωπα και αυτή η φυσική τάση αναζήτησης λειτουργικού χαρακτήρα για τον εαυτό τους συνιστά τον πρώτο και πιο συχνό λόγο ομαδοποίησης. Οι ανάγκες φυσικά ποικίλλουν -σεξ, γνώση, ασφάλεια, ανακούφιση- και συνιστούν την κινητήρια δύναμη των ανθρώπινων αναγκών. Ο Μιλς παρατηρεί ότι η αίσθηση των αναγκών ενδέχεται να μην είναι συνειδητή ή καλύτερα να μην είναι, γνωστικά προσδιορισμένη την ώρα του σχηματισμού. Φίλοι που συγκεντρώνονται για να θρηνήσουν το θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου δεν έχουν βέβαια την ιδέα ότι αποτελούν μια ομάδα, όπως δεν ενδιαφέρονται αν αποτελούν «δυάδα» οι ερωτευμένοι που αποφασίζουν να έχουν σεξουαλική επαφή. Ο Μιλς σχολιάζει ειρωνικά τη διάσταση ανάμεσα στο επίπεδο της εμπειρίας και στο επίπεδο της επιστημονικής αναζήτησης των νοηματικών πράξεων.

β. Διατήρηση κοινωνικότητας

Στα προηγούμενα παραδείγματά μας, θα ήταν δυνατό αφενός οι επιστήθιοι φίλοι τον αποθανόντος που ενδεχόμενα ήταν ένας μεγάλος συγγραφέας να συστήσουν «σύλλογο» προώθησης της μελέτης του έργου του, αφετέρου οι εραστές να αποφασίσουν να παντρευτούν και να κάνουν πολυμελή οικογένεια. Η κατηγορία είναι αρκετά σαφής και ο Μιλς επιδιώκει να τονίσει την ανάγκη συνέχισης μιας κοινωνικής κατάστασης, η οποία παρείχε στα άτομα που επιθυμούν να δημιουργήσουν ομάδα κάποια ιδιαίτερη ικανοποίηση. Να διευκρινιστεί πως δεν είναι αναγκαίο να έχει πραγματωθεί η επιθυμία τους και αρκεί η υποσχετική κατάσταση —«τι θα μπορούσαμε να κάνουμε». Αφήνεται έτσι ο χώρος για τους «εραστές» κάθε μορφής! Σημασία έχει η επαναληπτικότητα των αρχικών επιθυμιών ή απολαύσεων. Τα δύο πρόσθετα παραδείγματα που δίνει ο Μιλς είναι ενδεικτικά: Μετά από μία επιτυχή εκδήλωση που έλαβε χώρα εξαιτίας τοπικής εορτής σε κάποια κοινότητα, οι οργανωτές αποφασίζουν να καθιερώσουν το πανηγύρι σε ετήσια βάση και να συγκροτηθούν σε σύλλογο με τον ειδικό αυτό στόχο. Οι ενθουσιώδεις φοιτητές ενός χαρισματικού καθηγητή σχηματίζουν σεμινάριο σπουδών.

γ. Επιδίωξη συλλογικού στόχου

Η κατηγορία αυτή είναι γενικότερα αποδεκτή διότι πράγματι αποτελεί κοινό τόπο συνάντησης του ομαδικού πνεύματος. Δεν είναι όμως πάντοτε ευκρινής η έννοια του «συλλογικού» καθώς και η σχέση του σκοπού με τις εκάστοτε ανάγκες. Χρειάζεται επομένως να αποσαφηνιστεί πρώτον ότι η αναφορά στη «συλλογική επιδίωξη» προϋποθέτει τη σύλληψη μιας ενότητας βούλησης και όχι απλά τη δι-ατομική συνεργασία. Δεύτερον, μολονότι οι σκοποί συνδέονται πάντοτε με τις ανάγκες, θα πρέπει να διαχωρίσουμε αυτή την περίπτωση από την πρώτη κατηγορία. «Επιδίωξη σκοπού» συνιστούν η οργάνωση αστυνόμευσης μιας περιοχής μείζονος πολιτικής σημασίας, η σύσταση ορχήστρας από μουσικούς, η συνεργασία επιστημόνων σε ερευνητικό πρόγραμμα, η πολυπρόσωπη και με διάφορες εξειδικεύσεις ομάδα ειδικών στρατηγικού σχεδιασμού της χώρας, η χειρουργική ομάδα των ιατρών ενός νοσοκομείου, οι παραγωγικοί τομείς μιας βιομηχανικής μονάδας.

δ. Αυτο-προσδιορισμός

Τα μέλη μιας συντιθέμενης ομάδας ενδιαφέρονται να καθιερώσουν συνθήκες τέτοιες που θα επιτρέψουν τον από μέρους τους προσδιορισμό και πραγμάτωση κάποιων στόχων. Αυτό είναι το νόημα της τέταρτης κατηγορίας. Βασικό, λοιπόν, στοιχείο της είναι η ελευθεριότητα δράσης, η αποδέσμευση από παραδοσιακά πλαίσια, η απαλλαγή από υποχρεώσεις προσωπικού χαρακτήρα και όλα τα συναφή. Ένας ριζοσπαστικός επαναπροσανατολισμός των αξιών κυριαρχεί στις επιλογές των μελών της ομάδας. Θα μπορούσε να διακινδυνεύσει ένα χαρακτηρισμό αποκαλώντας ομάδες οι οποίες εκφράζουν παρόμοιες τάσεις σαν «ουτοπικά λειτουργικές». Ο Μιλς μας δίδει ορισμένα επιτυχή παραδείγματα —μια θρησκευτική αίρεση μεταναστεύει για να ιδρύσει τη δική της ανεξάρτητη κοινότητα, ένας όμιλος εξερευνητών αποφασίζει να διασχίσει χωρίς τεχνικά μέσα την Ανταρκτική, μια ομάδα επιστημόνων αναλαμβάνει τη διερεύνηση ενός θέματος ιδιαίτερα αμφισβητήσιμου, μια ομάδα καλλιτεχνών υιοθετεί ένα νέο μανιφέστο αισθητικής έκφρασης αλλάζοντας τεχνοτροπία ζωγραφικής.

ε. Ανάπτυξη

Ο σκοπός των ομάδων της τελευταίας κατηγορίας είναι η επέκταση και ενίσχυση της ομάδας σε δύναμη, επιρροή, τεχνική, γνώσεις, πλούτο, και κάθε άλλη διάσταση που αποτελεί μέρος της συλλογικής της επιδίωξης. Ανάπτυξη σημαίνει ενδεχόμενα πρόσθετες αναζητήσεις της ομάδας με ταυτόχρονες προσαρμογές ή και αλλαγές των αρχικών σκοπών της. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν αυτή η αναπτυξιακή τάση αφορά μια μικρο-ομάδα ή ένα μεγάλο κοινωνικό οργανισμό. Να σημειωθεί τέλος ότι ο Μιλς αντιλαμβάνεται τις πέντε αυτές τάσεις σαν μια σταδιακή ανέλιξη της διαδικασίας της ομαδοποίησης.

4. Οι Μονζάφερ και Κάρολιν Σέριφ που αναφέραμε στην αρχή τον κεφαλαίου ασχολήθηκαν με τα ουσιαστικά εκείνα στοιχεία τα οποία μπορούν να θεωρηθούν καταστατικά τον σχηματισμού κάθε ανθρώπινης ομάδας:

α. Βάση κινήτρων

Η αφετηρία των ομαδικής ζωής Θα πρέπει να αναζητηθεί στην ύπαρξη κάποιων θεμελιακών για τα άτομα κινήτρων, τα οποία δεν μπορούν μόνα τους να ικανοποιήσουν. Τα κίνητρα οδηγούν αυτά τα άτομα στην αναζήτηση και άλλων που πιθανόν να εμφορούνται από τις ίδιες παρορμήσεις για ορισμένα πράγματα. Ο συγχρωτισμός δημιουργεί κοινότητα ενδιαφερόντων και συλλογική προσπάθεια. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία τι ακριβώς επιδιώκεται. Μπορεί να έχουμε πολιτιστικό προσανατολισμό (π.χ. δικαιοσύνη), κοινωνικές αξιώσεις (π.χ. καταπολέμηση της ανεργίας), πολιτιστικά προγράμματα (π.χ. διεθνής ειρήνη), δι-ατομικές σχέσεις (π.χ. προστασία εναλλακτικών τρόπων ζωής), καθημερινές ενασχολήσεις (π.χ. διακοπές), κ.λπ. Γεγονός παραμένει πάντως ότι οι στόχοι επηρεάζουν βαθμιαία τα άτομα, όπως τα επηρεάζουν και οι συνθήκες μέσα στις οποίες εκδηλώνονται οι αρχικές τάσεις. Οι M. και K. Σέριφ τονίζουν πως στα πρώτα στάδια εμφανίζεται μια, σε πρωτόλεια μορφή, αίσθηση ομαδικότητας. Η αλληλόδραση είναι με άλλα λόγια γενεσιουργός δύναμη κοινωνικότητας.

β. Οργανωτική δομή

Αναφερόμενοι στο πείραμά τους, οι M. και K. Σέριφ τονίζουν τις εντυπώσεις που έχει η ενασχόληση μερικών ατόμων με το συγκεκριμένο πρόβλημα το οποίο οδήγησε στη συλλογική διαβίωση μετά από την πάροδο ενός χρονικού διαστήματος. Εφόσον ξεκινάμε με δεδομένη την ανυπαρξία κάποιας ομαδικής δόμησης των δραστηριοτήτων, να μην ξεχνάμε ότι αρχικά έχουμε απλά άτομα με ομοιότητα κινήτρων σαν βάση της συλλογικής τους παρουσίας στο χώρο, το μόνο που διαφαίνεται είναι ένα πλέγμα ρόλων συγκυριακά ανατιθεμένων για την επίτευξη τον όποιου στόχου τους ενδιαφέρει. Στο στάδιο αυτό οι ρόλοι δεν είναι τίποτε άλλο από ατομικές προσδοκίες ότι έκαστος θα ενεργήσει σύμφωνα με τον τρόπο που οι άλλοι περιμένουν πως θα ενεργήσει υλοποιώντας τα συμφωνηθέντα. Οι M. και K. Σέριφ υπογραμμίζουν ότι το πλέον κρίσιμο σημείο που πρέπει να κατανοηθεί για το σχηματισμό ομάδων είναι η διαφοροποίηση των ρόλων, η οποία γίνεται όχι με την πληρότητα και επιτυχία στην εκτέλεση τον ρόλου ή την προσωπική ποιότητα που κάθε άτομο έχει, αλλά με την αξιολόγηση τον ρόλου από τους άλλους. Το εκπληκτικό στην υπόθεση είναι ότι η αξιολόγηση αυτή που δίνει στα άτομα και ένα ειδικό κύρος στηρίζεται σε μια ελεύθερη εκτίμηση ηγετικών ικανοτήτων (προτάσεις για δράση, λήψη αποφάσεων, συντονισμός δραστηριοτήτων, καταστολή έκτροπων τάσεων). Η αναφυόμενη κοινωνική δομή πίσω από την οργανωτική διάρθρωση των ρόλων, πού σαφώς ενέχει εξουσιαστική συνάρτηση των ατόμων, συγκροτείται με τον τρόπο πού περιγράψαμε συνοπτικά. Το παρατιθέμενο σχήμα που δίνουν οι Μ. και K. Σέριφ είναι πρόσθετα διαφωτιστικό με την απεικόνιση της προοδευτικής διαφοροποίησης του κύρους με την έννοια που μόλις εξηγήσαμε.
Τα τρίγωνα εμφανίζονται με πολωτική απόσταση στην αρχή υποδηλώνοντας ύπαρξη υψηλότερης και χαμηλότερης βαθμίδας κύρους, που δίνει το στίγμα του «αρχηγού» και φυσικά την ιεράρχηση που θα ακολουθήσει. Η σταθεροποίηση της δομής είναι ένα τεράστιο θέμα που δεν μπορούμε να αναλύσουμε εδώ, αλλά πρέπει να σημειώσουμε ότι συναρτάται εν πολλοίς και με εξωτερικούς παράγοντες -ύπαρξη δεύτερης ομάδας ανταγωνιστικής στους στόχους της πρώτης.

γ. Κανονιστικό πλαίσιο

Με την πορεία διαχρονικά των συλλογικών δραστηριοτήτων και τη δομική συγκρότηση «ατόμων-ρόλων-κύρους», που επιφέρει όπως επεξηγήσαμε λειτουργικές ιεραρχήσεις, αρχίζουν να εμφανίζονται διάφορες οριστικοποιημένες επιταγές προς τις οποίες υποχρεούται να συμμορφωθεί κάθε δρων υποκείμενο της ομάδας. Οι «κανόνες», μας διευκρινίζουν οι Μ. και K. Σέριφ, είναι κατά κάποιο τρόπο όργανα μέτρησης της συμπεριφοράς και δεν έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Οριοθετούν την πραγματικότητα χαράσσοντας παραμέτρους συμμόρφωσης και είναι εύκολο να τους επισημάνεις από τις επιβαλλόμενες τιμωρίες των παραβατών. Θα ήταν ίσως σκόπιμο να αναφερθεί με γενικευτικό τρόπο η ιδιαίτερα σημαντική διαπίστωση πως ο βαθμός της ομαδοποίησης είναι ανάλογος τον βαθμού αφομοίωσης των κανόνων. Η αποδοχή τον κανονιστικού πλαισίου δίχως κοινωνική πίεση μας δείχνει ότι η ομάδα έχει προχωρήσει στη διαμόρφωση συλλογικής συνείδησης που κατευθύνει προσδιοριστικά τα άτομα. Η ανθεκτικότητα των κανόνων αποτελεί απόδειξη ότι έχει ήδη διαμορφωθεί μια παράδοση. Στο στάδιο επομένως αυτό της σχηματοποιημένης ομαδικής πραγματικότητας, κάθε περίπτωση παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς επισύρει βίαιες αντιδράσεις και τιμωρίες.

δ. Κοινωνική ένταξη

Το τελευταίο στη σειρά φαινόμενο που οι Μ. και K. Σέριφ δίνουν για το σχηματισμό της ομάδας είναι οι συνέπειες της κοινωνικής ένταξης. Από την αρχική περίοδο που υπάρχει μόνο μια τυπική συμβίωση με απλή κοινότητα κινήτρων μέχρι τη συνειδητή υποταγή στους καθορισμένους τρόπους δράσης και την προφανή διαμόρφωση της συλλογικής συνείδησης, διαγράφεται μια πορεία μεταμόρφωσης των ατόμων σε μέλη της ομάδας. Ενώ στις πρώτες επαφές το κάθε ένα από αυτά αποτελούσε πρακτικά ξένο σώμα και τίποτε δεν ένωνε αυτές τις ετερογενείς κοινωνικά και ίσως πολιτιστικά υπάρξεις, φθάνουμε στο σημείο κατά το οποίο η συμπεριφορά τους και ο τρόπος σκέψης ρυθμίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ομάδα. Έντονη είναι η αίσθηση τον «εμείς» με την ομαδική ταύτιση. Οι φιλίες συνάπτονται μέσα στην ομάδα και εκεί εμφανίζονται οι περισσότερες δραστηριότητες τον κάθε μέλους, το οποίο αισθάνεται την ιεροποίηση των δεσμών που αναπτύχθηκαν. Οι Μ. και K. Σέριφ υποστηρίζουν πως κάθε ομάδα περνάει αναγκαστικά απ’ αυτή τη διεργασία για να σχηματιστεί. Η λογική των σταδιακών μεταβιβάσεων στην ιεράρχηση, τη δομή, το κύρος, τους κανόνες, και την ένταξη, είναι ο μυστικός τόπος γένεσης της κοινωνικής πραγματικότητας.
————– / ————–
Μετά το σχηματισμό της ομάδας, ακολουθεί το δυσχερές έργο που είναι η συμμόρφωση των μελών της. Όχι με την έννοια του τυπικού εξαναγκασμού, αλλά με την έννοια της πολύτιμης κοινωνικής ευπείθειας. Η υπακοή στην ομαδική βούληση, η συμμόρφωση και ο συνειδητός προσανατολισμός σε μια ομαδική γραμμή πλεύσης, θα αποτελέσουν αντικείμενο επόμενης ανάρτησης.

πηγή: respublica.gr

Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ Ή ΘΕΤΙΚΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΑΤΟΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ

$
0
0

Σε προηγούμενη ανάρτηση με τίτλο «ΓΙΑΤΙ ΣΧΗΜΑΤΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΟΜΑΔΕΣ» ο  Ν. Χ. Τάτσης, στο βιβλίο τουΚοινωνική οργάνωση και πολιτισμικές διεργασίες Εκδόσεις Οδυσσέας 1994, προσέγγισε τις αιτίες σχηματισμού των ανθρώπινων ομάδων. Το παρόν κείμενο περιλαμβάνει αποσπάσματα του παραπάνω βιβλίου που σχετίζονται με τη συμμόρφωση των μελών μιας ομάδας. Δηλαδή με την υπακοή των ατόμων της ομάδας στην ομαδική βούληση.

——————– / ——————–

«Τόση είναι η δύναμη συμμόρφωσης του ατόμου προς την ομάδα, ώστε τα άτομα με δημόσιο ήθος και σπάνια ακαδη­μαϊκή κατάρτιση να δέχονται την ένοχη σιωπή της ανομίας και του παραλόγου»


H συμμόρφωση προς την ομάδα αποτελεί ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα που δείχνει τη δύναμη της συλλογικής κυριαρχίας πάνω στις ατομικές επιλογές, την ικανότητα της ομάδας να διαπλάθει τη συμπεριφορά εκάστου από εμάς με τρόπο συνάδοντα σε ένα γενικό πρότυπο σκέψης και δράσης.

H συμμόρφωση προς την ομάδα προκύπτει έντονα σε δύο καταστάσεις που μπορούν να μας χρησιμεύσουν σαν ενδεικτι­κά πλαίσια της σημασίας της: Αφενός με την ετερογενή επίδραση ομάδων σε μια πλουραλιστική κοινωνία και αφετέ­ρου με την ετερόκλητη επιρροή των κoινωνικoπoιητικώv φο­ρέων. Αν υποθέσουμε ότι ένας ανήλικος μαθητής του λυκείου συλληφθεί για βανδαλισμό ενός δημόσιου μνημείου, συνήθης είναι η αιτιολόγηση της πράξης του σαν αποτέλεσμα της «κακής παρέας» που οδήγησε το νεαρό σε μια αντικοινωνική πράξη χωρίς αυτός να συνειδητοποιήσει το μέγεθος των συνεπειών. Η άσκηση της ομαδικής πίεσης για ανεύθυνη «πλάκα» γίνεται συχνά καταλυτική στις δραστηριότητες των «παραβατι­κών ανηλίκων». Ας σκεφθούμε τώρα έναν ενήλικα ο οποίος ανήκει σε κάποιο πολιτικό κόμμα και υφίσταται τη συνειδη­σιακή πίεση να δεχθεί κάποιο μέτρο κοινωνικής πρόνοιας που απάδει προς τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Όπως στο πρώτο παράδειγμα, η ομάδα της πολιτικής ένταξης μεταβάλει εδώ τη στάση του καλού χριστιανού. Πρέπει να αναγνωρίσου­με πως τόσο οι καταλυτικές μεταστροφές στα στάδια της κοινωνικοποίησης, όσο και η πληθώρα των διαφοροποιημένων ομαδικών προσανατολισμών στις σύγχρονες κοινωνίες, κάνουν το θέμα πρωταρχικού ενδιαφέροντος.

Ποιος είναι ο βαθμός της επήρειας; Μέχρι ποιου σημείου μπορεί να φτάσει το άτομο από την επιβολή της ομάδας; Τι χαρακτηρίζει την καθόλου διαδικασία μεταστροφής των απόψεων ενός ατόμου; Υπάρχουν όρια αντίστασης στην ομαδική ευθυγράμμιση; Οι κοινωνιολόγοι και οι κοινωνικοί ψυχολόγοι ασχολήθηκαν εκτενέστατα με όλα αυτά τα ζητήματα. Ο λόγος ήταν φυσικά οι πολλές και συνεχείς διαπιστώσεις ότι το άτομο κινείται μαγνητικά προς τη συμμόρφωση σε μια πλειάδα κατα­στάσεων ομαδικής επενέργειας.

Ο Ουίλιαμ Γουέστλεη βρήκε ότι οι αστυνομικοί αρνούνται να καταδώσουν συνάδελφό τους που παρανόμησε. Στο ερώτημα τι θα έκαναν εάν πληροφορού­νταν πως ένας συνάδελφός τους έκλεψε χρηματικό ποσό από κάποιο μεθυσμένο που συνελήφθη, η συντριπτική πλειοψηφία απάντησε πως ούτε θα τον κατέδιδε, ούτε θα δεχόταν να χρησιμοποιηθεί ως μάρτυρας κατηγορίας. Τα όργανα του νό­μου παρέβαιναν, επομένως, συνειδητά το νόμο εξαιτίας της ομαδικής αίσθησης συμπαράστασης και φυσικά τις συνέπειες του εξοστρακισμού που οπωσδήποτε θα ακολουθούσε την α­ναίρεση της συναδελφικής υποστήριξης σε μια «κακή στιγμή» του εν λόγω παραβάτη αστυνομικού. Η συμμόρφωση ως προς τους άγραφους νόμους της ομαδικής αλληλεγγύης ήταν απόλυ­τη. Ένας μόνο αστυνομικός φάνηκε ότι ακολουθούσε το κα­θήκον του ως όργανο της τάξης, προς πάσα κατεύθυνση, μας πληροφορεί ο Γουέστλεη, και αυτός ήταν ένας νεαρός που μόλις είχε προσληφθεί στο σώμα της αστυνομίας. Οι διαπι­στώσεις πλείστων μελετών συνηγορούν υπέρ του κανόνα ότι με ελάχιστες εξαιρέσεις η ομάδα ρυθμίζει πλήρως την κοινωνι­κή δράση. Να δώσουμε όμως μερικές ακόμη έρευνες από εκείνες που άφησαν εποχή στις κοινωνικές επιστήμες και συνεχίζονται ως τις μέρες μας.

Η πρώτη έρευνα που παρέμεινε για καιρό πηγή έμπνευσης σε πλειάδα μελετητών ήταν εκείνη του Σόλομον Ας. Ο Ας έθεσε το ακόλουθο ερώτημα: Μέχρι ποιου σημείου τα άτομα αποδέχονται την πίεση της ομάδας όταν οι απόψεις τους δια­φωνούν με τις ομαδικές παραδοχές; Ο Ας οργάνωσε μικρο-ο­μάδες* στις οποίες ένα άτομο δεν γνώριζε τη σκηνοθετημένη πειραματική προσπάθεια. Το «αφελές υποκείμενο», όπως συ­νήθως αποκαλείται από τους ειδικούς, αγνοούσε ότι οι υπόλοι­ποι που συνευρίσκονταν στη σχετική διαδικασία συνεργάζο­νταν με τους επικεφαλής της ομάδας για να δημιουργήσουν τεχνητή πίεση σ’ αυτόν. Ο Ας έδειχνε δύο κάρτες με τις γραμμές που απεικονίζουν τα παρακάτω σχήματα:
Είναι άμεσα προφανές ότι η «Γραμμή A» της δεύτερης κάρτας συμπίπτει σε μήκος με τη γραμμή της πρώτης κάρτας. Καθώς όμως το μη μυημένο στο πείραμα άτομο άκουγε τους άλλους να υποδεικνύουν τις γραμμές B και Γ υφίστατο σύγχυ­ση και εκνευρισμό εξαιτίας της οφθαλμοφανούς παραβίασης της εμπειρικής πραγματικότητας. Να ήταν «όλοι» οι άλλοι ξαφνικά μύωπες; Ήταν λογικό «όλοι» οι άλλοι να κάνουν λάθος; Πώς να διαφωνήσει κανείς με το σύνολο των παρευρισκόμενων; Ο Ας παρ’ όλα αυτά είδε ποικιλία αντιδράσεων με διάφορους τρόπους προσαρμογής της μειοψηφίας στη βούλη­ση της πλειοψηφίας. Το ένα τρίτο των ατόμων που συμμετεί­χαν σαν «αφελή υποκείμενα» μετέβαλε τις απόψεις του και ακολούθησε την πασιφανώς λανθασμένη άποψη της ομάδας. Το ποσοστό αυτό είναι εκπληκτικό αν σκεφθεί κανείς ότι πολύ μικρότερα ποσοστά έχουν διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο στην ιστορία του κόσμου. Ο Ας μετέτρεψε τον αρχικό ερευνητικό του σχεδιασμό και έβαλε ένα μέλος να συμφωνήσει με το «αφελές υποκείμενο». H επίδραση της ομαδικής πίεσης μειώθηκε σημαντικά. Όταν όμως σε μια τρίτη πειραματική φάση, το μέλος που διαφοροποιήθηκε από την πλειοψηφία και συνετάγει με το «αφελές υποκείμενο» άλλαξε και πάλι την άποψή του υποστηρίζοντας ότι είχε κάνει λάθος, τότε η πίεση της ομάδας επανέκτησε την αρχική της ισχύ. Ο Ας προσδιό­ρισε ότι και μια μικρή πλειοψηφία τριών ατόμων οδηγεί στη συμμόρφωση.

H δεύτερη έρευνα διεξήχθη από ένα μαθητή του Ας, τον Στάνλεη Mίλγκραμ. Με σκοπό την επισήμαν­ση της επιρροής που ασκεί η εξουσιαστική επιβολή και των ορίων της αποδοχής από τα άτομα, ο Μίλγκραμ επινόησε ένα πείραμα μνήμης. Χώρισε τους συμμετέχοντες σε «δασκάλους» και «μαθητές». Οι μαθητές ήταν μέλη της πειραματικής προ­σπάθειας, ενώ οι «δάσκαλοι» αποτελούσαν τα «αφελή υποκεί­μενα» που δεν γνώριζαν τους απώτερους στόχους του Μίλγκραμ. Κάθε «δάσκαλος» έπρεπε να ελέγχει την ικανότητα του «μαθητή» να θυμάται τη δεύτερη λέξη από τα ζεύγη λέξεων που του υποβάλλονταν. Σε περίπτωση λάθους, ο «δάσκαλος» «τιμωρούσε» το «μαθητή» με ηλεκτροσόκ διαφόρων βαθ­μών έντασης αναλογικά προς τη συχνότητα των λανθασμένων απαντήσεων. Χωρίς να υπεισέλθουμε στις λεπτομέρειες τον πειράματος του Μίλγκραμ, θα αναφέρουμε απλώς ότι, παρά το υποτιθέμενο μαρτύριο των «μαθητών» από τα ηλεκτροσόκ που το «αφελές υποκείμενο» πίστευε ότι ήταν αληθινά, περίπου τα δύο τρίτα δέχθηκαν να συνεχίσουν τη διαδικασία της γνωστι­κής επιχείρησης και φυσικά τη δοκιμασία. Με τη νομιμοποιη­τική κάλυψη της επιστημονικής αναζήτησης, οι «δάσκαλοι» δεν είχαν προβλήματα. Αν λοιπόν συλλογιστούμε τι σημαίνει γενικότερα η συμμόρφωση αυτή των υποκειμένων της πειραμα­τικής παραποίησης που επιχειρούσε ο Μίλγκραμ, θα αντιλη­φθούμε τους κινδύνους που διατρέχουμε από τις πιέσεις των φορέων της εξουσίας που εμφανίζονται μάλιστα με τα ιδεολογικά προσωπεία κάποιας «νόμιμης ή καθαγιασμένης» στήρι­ξης. Οι σκοποί κάθε ομάδας είναι για τους περισσότερους και νόμιμοι και καθαγιασμένοι από την παράδοση και τις θεσμικές αιτιολογήσεις. Τι νόημα έχει ότι το πείραμα εμφανιζόταν εικονικά μέσα στα πλαίσια της επιστημονικής αναζήτησης; Πάντοτε θα υπάρχει κάποιος λόγος υπέρτερης εξουσιαστικής στήριξης της συλλογικής δράσηςΤο ζήτημα είναι μέχρι πού μπορεί να μας φέρουν ντετερμινιστικά οι δυνάμεις που εκφρά­ζουν εκάστοτε το λόγο της αρχής. H έρευνα του Μίλγκραμ αποτελεί ένα είδος ανθρωπιστικής προειδοποίησης για τις πα­γίδες της ομαδικής μας υπόταξης.

H τρίτη έρευνα ήταν ιστορικού χαρακτήρα και διεξήχθη από τον Ίρβινγκ Τζάνις πάνω σε ένα θέμα που έχει πλέον πάρει τραγικές διαστάσεις. Τα ηγετικά κλιμάκια, όπως συνή­θως αποκαλούνται, των μεγάλων δυνάμεων συντίθενται από επιτελεία πολιτικών, στρατιωτικών, διπλωματών, ακαδημαϊκών κ.λπ. Οι αποφάσεις λαμβάνονται με συλλογικές διαδικασίες κατά τη διάρκεια των οποίων προκύπτουν ασφαλώς διαφωνίες και αντιρρήσεις σχετικά με τις προτεινόμενες ειδικές ενέρ­γειες. Με δεδομένη την παγκόσμια επιρροή που ασκούν αυτές οι αποφάσεις, το ζήτημα δεν είναι πλέον Αμερικανικό, Ρωσι­κό, Γερμανικό, Αγγλικό ή Ευρωπαϊκό, αλλά συναρτάται άμεσα με όλους τους λαούς της γης. Αν μάλιστα σκεφθούμε το πλήθος των εμφανιζόμενων κρίσεων οι οποίες φθάνoυv στο σημείο να οδηγούν τα πράγματα σχεδόν σε πυρηνικό ολοκαύ­τωμα που θα σήμαινε το τέλος του πλανήτη, η έρευνα του Τζάνις αποκτά μια άλλη διάσταση. Το ερώτημα, το πολύ απλό ερώτημα, που τέθηκε από τον Τζάνις και θα τίθεται από κάθε λογικό άτομο είναι το εξής: Πώς συμβαίνει να λαμβάνονται τέτοιες αποφάσεις όπως η ρίψη της βόμβας στη Χιροσίμα, η εισβολή στην Κούβα ή o πόλεμος στο Βιετνάμ, και να μην εμφανίζεται ισχυρή αντίσταση που να αποτρέψει τις ιστορικά παράλογες πράξεις; Ο Τζάνις θέλησε να ελέγξει τις γνωστές περιπέτειες στη χώρα του εξαιτίας της εξωτερικής της πολιτι­κής. Το ερώτημα γίνεται πράγματι εφιαλτικό αν σκεφθούμε ότι οι μικρο-ομάδες των δραματικών αποφάσεων αφενός λει­τουργούν δημοκρατικά και αφετέρου έχουν ως μέλη άτομα που διακρίθηκαν για την ικανότητα και το χαρακτήρα τους. Δεν βρέθηκε κανείς να αποτρέψει τους προέδρους Τρούμαν, Κέννεντυ και Τζόνσον που έλαβαν τις προαναφερθείσες τρεις αποφάσεις; Θα μπορούσε ίσως να στοιχειοθετηθεί κάποια δικαιολογία σε ολοκληρωτικά καθεστώτα και με δικτάτορες ό­πως ο Χίτλερ ή ο Στάλιν. Πώς όμως εξηγείται το φαινόμενο σε δημοκρατικές κοινωνίες; Ο Τζάνις πιστοποίησε την πίεση της ομάδας με τον ακόλουθο μηχανισμό:
α. Διαφαίνεται μια τάση ομοφωνίας. Αντί να εξετάζεται το πρόβλημα από διαφορετικές πλευρές, η δυναμική της ομάδας περιορίζει την πρισματική θεώρησή του.
β. Οι ομάδες που έχουν μια κοινή σύνθεση για ένα διάστημα διαμορφώνουν ένα είδος κοινής λογικής σύλληψης και ερμη­νείας των φαινομένων.
γ. Από τη στιγμή κατά την οποία μία ομάδα πρέπει να πάρει απόφαση, κάθε διαφοροποιημένος ισχυρισμός χαρακτη­ρίζεται σαν υποβολιμιαίος και εχθρικός.
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η «ομαδική σκέψη», η οποία περιορίζει το στοχασμό και αποθαρρύνει κάθε διαφωνία. Σε μια συνεδρίαση για τον πόλεμο του Βιετνάμ, γράφει ο Τζάνις, ένας υπουργός εξωτερικών προέτρεπε τα μέλη κάποιας επιτρο­πής να συσκέπτονται «σαν μια ορχήστρα από βιολιά». H «ορχήστρα» αυτή αποφάσιζε τους βομβαρδισμούς στην ασιατι­κή χώρα! Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι ο έγκυρος ιστορικός-καθηγητής Άρθουρ Σλέσιντζερ, ο οποίος υπήρξε στενός συ­νεργάτης και σύμβουλος του προέδρου Τζων Κέννεντυ, εξήγη­σε ως εξής τη σιωπή του κατά την εισβολή στην Κούβα: Το «κλίμα» στις διυπουργικές διαβουλεύσεις με τον πρόεδρο ήταν τέτοιο που να αποθαρρύνει κάθε αντίθετη γνώμη. Οτιδήποτε δεν συμφωνούσε με την άποψη της ομάδας αυτής εθεωρείτο ανοησία. Τόση είναι η δύναμη συμμόρφωσης του ατόμου προς την ομάδα, ώστε τα άτομα με δημόσιο ήθος και σπάνια ακαδη­μαϊκή κατάρτιση να δέχονται την ένοχη σιωπή της ανομίας και του παραλόγου.
——————– / ——————–
*Μια μικρο-ομάδα δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 15 με 20 άτομα. Ο αριθμός αυτός είναι «ενδεικτικά περιοριστικός». Μικρο-ομάδες είναι για παράδειγμα ένα υπηρεσιακό συμβούλιο, τα ηγετικά στελέχη μιας οικουμενικής κυβέρνησης, οι διαπραγματευτικές ομάδες, οι εταιρικές ενώσεις, οι ομάδες επικοινωνίας ή χάραξης στρατηγικής μιας πολιτικής οργάνωσης. Ασφαλώς το αριθμητικό κριτήριο που αποτελεί τη βάση μιας πρώτης τυπικής αναγνώρισης αυτής της κατηγορίας ομάδων, ενδέχεται να δημιουργήσει (και μερικές φορές δημιουργεί) αντιρρήσεις.
πηγή: respublica.gr

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΕΛΕΥΣΙΝΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΒΕΙΡΙΩΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για καβείρια και ελευσίνια μυστήρια

Κατ’ αρχήν να αναφέρουμε πως το όνομα της η πόλη το οφείλει στον τοπικό ήρωα Ελευσίνα. Να τι αναφέρει σχετικά ο Παυσανίας:

«Ο ήρωας Ελευσίνας, που έδωσε το όνομά του στην πόλη, άλλοι λένε πως ήταν γιός του Ερμή και της Δαείρας, κόρης του Ωκεανού και άλλοι ποιητές θεωρούν πατέρα του Ελευσίνα τον Ώγυγο[1]

Τα Μυστήρια της Ελευσίνας είναι θεοπαράδοτα εκ της Θεάς Δήμητρας, όπως παραδίδει ο Όμηρος στον ένα εκ των δύο ύμνων του προς την Θεά. Τα παρέδωσε η Θεά στους ανθρώπους όταν αυτή ξεκινώντας από την Κρήτη περιπλανιόταν ψάχνοντας την αρπαγμένη από τον Πλούτωνα κόρη της Περσεφόνη, και έφτασε στην Ελευσίνα – όπως παραδίδει ο Όμηρος:

«ώσπου στου αντρείου Κελεού έφτασε το παλάτι,
Άρχοντας της ευωδιαστής πόλης της Ελευσίνας.»[2]

Να ο μύθος όπως τον παραδίδει περιληπτικά ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος και αναλυτικά ο Όμηρος:

«Ο Πλούτωνας ερωτεύτηκε την Περσεφόνη και με την βοήθεια του Διός την άρπαξε κρυφά. Η Δήμητρα περιπλανιόταν νύχτα και μέρα σε όλη τη γη αναζητώντας την. Όταν έμαθε από τους Ερμιονείς ότι την απήγαγε ο Πλούτωνας, οργισμένη με τους Θεούς εγκατέλειψε τον ουρανό και με την μορφή απλής γυναίκας έφτασε στην Ελευσίνα. Πρώτα κάθισε σε μια πέτρα, που από εκείνη ονομάστηκε Αγέλαστος, δίπλα στο φρέαρ που λέγεται Καλλίχορο. Μετά πήγε στον Κελεό, που ήταν τότε βασιλιάς των Ελευσινίων. Εκεί μέσα στον οίκο του ήταν κάποιες γυναίκες, που της είπαν να καθίσει κοντά τους, και μια από αυτές, η Ιάμβη, με τα πειράγματα της έκανε τη θεά να χαμογελάσει. Για αυτό, λένε, κατά τις θεσμοφορίες οι γυναίκες πειράζονται μεταξύ τους. Ο Κελεός και η γυναίκα του Μετάνειρα είχαν έναν παίδα και αυτό το πήρε η Δήμητρα και το μεγάλωνε. Θέλοντας να κάνει το βρέφος αθάνατο, τις νύχτες το παράχωνε στο πυρ και του αφαιρούσε τις θνητές σάρκες. Καθώς ο Δημηφώντας – γιατί αυτό ήταν το όνομά του παιδός – μεγάλωνε παράδοξα κάθε μέρα, την παραφύλαξε η Μετάνειρα κι όταν την είδε να το κρύβει μέσα στο πύρ, έβαλε τις φωνές. Έτσι το βρέφος καήκε από το πύρ και η θεά φανερώθηκε ποια ήταν. Έφτιαξε στον Τριπτόλεμο, τον μεγαλύτερο για της Μετάνειρας, δίφρο που το έσερναν πτερωτοί δράκοι, και του έδωσε τον πυρό(σιτάρι)[3], με το οποίο έσπειρα όλη την οικουμένη, υψωμένος στον ουρανό. Ο Πανύασις λέει ότι ο Τριπτόλεμος ήταν γιός του Ελευσίνου. Γιατί σε αυτόν, λέει, πήγε η Δήμητρα. Ο Φερεκίδης τον ονομάζει γιό του Ωκεανού και της Γής. Όταν ο Ζεύς διέταξε τον Πλούτωνα να στείλει πίσω την κόρη, ο Πλούτωνας, για να μην μείνει πολύ καιρό κοντά στη μητέρα της, της έδωσε να φάει ένα σπυρί ροδιού. Εκείνη, επειδή δεν μπορούσε να προβλέψει τι θα συνέβαινε, το έφαγε. Επειδή ο Ασκάλαφος, γιός του Απόλλωνα και της Γοργύρας, την κατηγόρησε (ότι το έφαγε επίτηδες), η Δήμητρα έβαλε πάνω του στον Άδη ένα βαρύ βράχο, και η Περσεφονη αναγκάστηκε να μένει ένα τρίτο κάθε χρόνο με τον Πλούτωνα και τον υπόλοιπο χρόνο παρά των Θεών.»[4]

Βέβαια θα πρέπει να ξέρουμε πως ο Παυσανίας αναφέρει σχετικά με την Ελευσίνα πως:

«οι Ελευσίνιοι έχουν ναό του Τριπτόλεμου και άλλο της Προπυλαίας Αρτέμιδος και του Ποσειδώνα Πατρός. Υπάρχει και φρέαρ που λέγεται Καλλίχορο, όπου για πρώτη φορά χόρεψαν και τραγούδησαν προς τιμήν της Θεάς οι γυναίκες των Ελευσινίων. Λένε ακόμα πως το Ράριο πεδίο ήταν το πρώτο που σπάρθηκε και έδωσε καρπούς και για αυτό παίρνουν από εκεί χοντροαλεσμένο κριθάρι και να φτιάχνουν γλυκά ψωμάκια για τις θυσίες. Εκεί κοντά υπάρχει το αλώνι του Τριπτόλεμου και ο βωμός[5]

Ενώ ο σχολιαστής του Ευριπίδη λέγει:

     Scholia in Euripidem sch Or.964.8 ` to     Scholia in Euripidem sch Or.964.19 ἰστέον ὅτι τῆς κόρης, ἤγουν τῆς Περσεφόνης, ἁρπασθείσης ὑπὸ τοῦ Πλούτωνος ἡ μήτηρ αὐτῆς, ἡ Δηὼ, νῆστις περιήρχετο ζητοῦσα αὐτήν. καὶ δὴ περιερχομένη καὶ ζητοῦσα αὐτὴν ὑπεδέχθη ἐν τοῖς οἴκοις τοῦ Ἱπποθόοντος ὑπὸ τῆς γυναικὸς αὐτοῦ Μετανείρας, ἥτις, Μετάνειρα, παρέθηκεν αὐτῇ τράπεζαν καὶ ἐκέρασεν αὐτῇ οἶνον. ἡ δὲ θεὸς οὐκ ἐδέξατο λέγουσα μὴ θεμιτὸν εἶναι πιεῖν αὐτὴν οἶνον ἐπὶ τῇ θλίψει τῆς θυγατρὸς, ἀλφίτων δὲ κυκεῶνα ἐκέλευσεν αὐτὴν κατασκευάσαι· ὃν δε ξαμένη ἔπιεν. Ἰάμβη δέ τις δούλη τῆς Μετανείρας ἀθυμοῦσαν τὴν θεὰν ὁρῶσα γελοιώδεις λόγους καὶ σκώμματά τινα ἔλεγε πρὸς τὸ γελάσαι τὴν θεόν. ἦσαν δὲ τὰ ῥήματα, ἅπερ αὕτη πρῶτον εἶπεν, ἰαμβικῷ μέτρῳ ῥυθμισθέντα ἐξ ἧς καὶ τὴν προσηγορίαν ἔλαβον ἴαμβοι λέγεσθαιἸάμβη δὲ θυγάτηρ Ἠχοῦς καὶ τοῦ Πανὸς, Θρᾷσσα τὸ γένος.

Όσο αφορά την αναφορά του Απολλοδώρου ότι όταν «ο Δημηφώντας μεγάλωνε παράδοξα κάθε μέρα, παραφύλαξε η Μετάνειρα την Δήμητρα κι όταν την είδε να το κρύβει μέσα στο πύρ, έβαλε τις φωνές και έτσι το βρέφος κάηε από το πύρ και η θεά φανερώθηκε ποια ήταν», ο Όμηρος το περιγράφει με περισσότερες λεπτομέρειες ως εξής:

«Έτσι σαν είπε τό ‘βαλε με τ’ αθάνατά της τα χέρια
στον κόρφο τον ευωδιαστό κι εχάρη η ψυχή της μάνας.
Στα μέγαρα έτρεφε λοιπόν του ανδρείου Κελεού το γυιόκα
το λαμπρό Δημοφώντα, που η καλλίζωνη Μετάνειρα εγέννα.
Μεγάλωνε όμοιος με θεό δίχως να τρώει στάρι
ούτε και που εβύζαξε το μητρικό το γάλα
μα η Δήμητρα τον άλειβε σα γυιό θεού μ’ αμβροσία.
Γλυκά πάνω του φύσαγε βαστώντας τον στον κόρφο
τη νύχτα όμως σαν δαυλό στο πυρ έκρυβε μέσα
κρυφά απ τους προσφιλείς γονιούς που τό ‘χαν μέγα θαύμα
πώς έθαλλε και φούντωνε τέλειος θεός να μοιάζει.
Αγέραστο θα τον έκαμνε κι αθάνατο εκείνη
αν δεν την παραμόνευε απ τον θάλαμο τον ευώδη
μια νύχτα η καλλίζωνη Μετάνειρα μ’ αφροσύνη.
Βάζει φωνή και χτύπαγε τα δύο τα μεριά της
για το παιδί φοβούμενη, στο νου πολύ εσκοτίσθη,
ολοφυρόταν κι έλεγε κουβέντες που πετούσαν:
«Παιδί μου η ξένη, Δημοφών, σε μέγα πυρ σε κρύβει
κι εμέ σε πόνο ελεεινό και θρήνο με βυθίζει.»
Έτσι οδυρόταν λέγοντας κι άκουε των θεών η αρίστη
η καλλιστέφανη Δήμητρα. Μαζί της εχολώθη,
τ’ ανέλπιστο λατρευτό παιδί πού γέννησε αυτή στο παλάτι
μ’ αθάνατα χέρια απ το πυρ τραβά και χάμω τ’ απιθώνει.
Πολύ οργισμένη, στην καλλίζωνη Μετάνειρα τότε απαντάει:
Απειροι ανθρώποι και χαζοί,
που την καλή σαν έρθει ή κακή μοίρα δεν την νογάτε
και συ απ την αφροσύν[6]η σου τόσο πολύ εσκοτίσθης.
Μάρτυράς μου ο όρκος των θεών, τ αμείλικτο ύδωρ της
Στύγας αθάνατο κι αγέραστο για όλες του τις μέρες
θα ΄κανα γω το αγαπητό παιδί σου τιμώντας αιώνια.
Μα τώρα πια δε γίνεται θάνατο ή δεινά να γλυτώσει.
Άφθορη όμως για πάντα τιμή ότι στο γόνα μου ανέβη
θε να του μείνει και σ’ αγκαλιά δική μου ότι εκοιμήθη.
Και στη δική του επέτειο σαν θα κυλούν τα χρόνια
των ελευσίνιων τα παιδιά πόλεμο και σκληρή αμάχη
ανάμεσό τους θα προκαλούν στον άπαντα τον αιώνα.
Η Δήμητρα είμαι του λόγου μου η πολυτιμημένη
που φέρνω στους αθάνατους και στους θνητούς ανθρώπους
το πιο μεγάλο όφελος, χαρά την πιο μεγάλη.»

Να αναφέρουμε βεβαίως πως στο φρέαρ Καλλίχορον την Δήμητρα την συνάντησαν οι 4 θυγατέρες του βασιλέα της Ελευσίνας Κελεού: η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη (στ.105-110):

«Του Ελευσίνιου Κελεού θυγατέρες την είδαν τότε,
όταν πήγαιναι από εκεί ύδωρ να κουβαλήσουν
δροσερό με αγγεία χάλκινα στον οίκο του πατέρα τους.
Ήταν τέσσερος σαν θεές μες στο άνθος της νιότης,
Καλλιδίκη, Κλεισιδίκη, Δημώ και Καλλιθόη,
η μεγαλύτερη από όλες τους.»[7]

Όταν μάλιστα η ανύπαντρη και πιο άριστη στο είδος Καλλιδίκη θέλει να πληροφορήσει την με μορφή θεοείκελης γυναίκας Θεά Δήμητρα για το μέρος που αυτή βρίσκεται της λέγει (στ. 149 – 156):

«Θα σου πω ξεκάθαρα και θα σου αναφέρω
τους άνδρες που μέγα κράτος και τιμή έχουν
και του λαού τους άρχοντες, που τα τείχη της πόλης
προστατεύουν με σκέψεις τους και με ευθυκρισία.
Του συνετού ΤριπτόλεμουΔιόκλου,
Πολύξεινου, και Εύμολπου αψεγάδιαστου,
του Δόλιχου και του ανδρείου, του δικου μας πατέρα (Κελεού),
οι γυναίκες όλων αυτών τους οίκους τους φροντίζουν.»[8]

Να όμως και οι Ομηρικοί στίχοι (στ. 268 – 274) που αποδεικνύουν τα λεγόμενά μας περί του θεοπαράδοτου των Μυστηρίων της Ελευσίνας:

«Η τιμημένη Δήμητρα είμαι. Πλούτο μεγάλο
και χαρά σε αθανάτους και σε θνητούς προσφέρω.
Εμπρός για χάρη μου ναό και βωμό αποκάτω
ας χτίσει όλος ο λαός στην πόλη και στο τείχος
κάτω από το Καλλίχορο σε κάποιο λόφο.
Θα σας δείξω όργια(=μυστήρια). Αν καλά αυτές γίνουν,
πολύ θα εξιλεώσετε και το δικό μου νου.»[9]

Μάλιστα ο ναός της Θεάς δημιουργήθηκε με θεία βοήθεια δαίμονος. Να οι επίμαχοι στίχοι (296 – 300):

«Κάλεσε (ο Κελεός) σε συνέλευση αυτός τον λαό
και στην ομορφοστέφανη πλούσιο ναό να δημιουργήσουν
πρόσταξε και ένα βωμό σε ψηλό λόγο επάνω.
Εκείνοι ευθύς υπάκουσαν, σαν άκουσαν τον λόγο,
κι έκαναν ότι πρόσταξε με δαίμονος βοήθεια.»[10]

Ενώ τις τελετές, που η ίδια η Θεά καθόρισε να είναι άρρητες στους ατέλεστους, τις έδειξε στους θεμιστοπόλους βασιλείς της Ελευσίνας – να οι επίμαχοι στίχοι (473 – 482):

«θεμιστοπόλους βασιλείς πήγε να συναντήσει (η Δήμητρα),
έδειξε στον Τριπτόλεμο και στον ιππέα τον Διοκλή,
και στον πανίσχυρο Εύμολπο και στον ηγέτη λαών Κελεό,
την θεραπεία των ιερών, κι αποκάλυψε σ’ όλους αυτούς τα όργια
στον Τριπτόλεμο και στον Πολύξενο καθώς και στον Διοκλή
τα σεμνά, που δεν επιτρέπεται ούτε να τα παραμελήσεις ούτε να τα ερευνήσεις
ούτε να τα κοινολογήσεις[11]. Γιατί μέγα σέβας στους θεούς δένει τη γλώσσα.
Όλβιος όποιος από τους επιχθόνιους ανθρώπους τα χει δει,
ο ατελής όμως στα ιερά και ο αμέτοχος δεν έχει όμοια
μοίρα νεκρός στο μουχλιασμένο σκότος.»[12]

Όπως βλέπουμε τους βασιλείς της Ελευσίνας ο Όμηρους τους αναφέρει ως «θεμιστοπόλους».
Όμως:

     Scholia in Iliadem 9.63b1.1 ` to     Scholia in Iliadem 9.63b1.3 <ἀθέμιστος> = θηριώδης, ἄνομος, ὅπου καὶ Κύκλωπες θεμιστεύουσι «παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων» (ι 115), οἱονεὶ τὸ περὶ τὴν συγγένειαν φυλάσσουσι δίκαιον.

Άρα, οι βασιλείς της Ελευσίνας ως θεμιστοπόλοι «τὸ περὶ τὴν συγγένειαν φυλάσσουσι δίκαιον».

Εν συνεχεία θα αναφέρουμε πως όταν ο Παυσανίας αναφέρεται στην Ελευσίνα λέγει εκτός των άλλων πως:

«Όνειρο μου απαγόρεψε να περιγράψω όσα υπάρχουν μέσα από το τείχος του Ιερού. Και είναι φανερό ότι οι ατέλεστοι δεν πρέπει να πληροφορούνται για όσα απαγορεύεται να δούν.»[13]

Ο Εύμολπος ήταν γιός του Ποσειδώνα και της Χιόνης. Ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος λέγει σχετικά πως:

«Η Χίονη έσμιξε με τον Ποσειδώνα, γέννησε, κρυφά από τον πατέρα της, τον Εύμολπο, και για να μην αποκαλυφθεί, έριξε το παιδί στη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας όμως το πήρε και το έφερε στην Αιθιοπία, όπου το έδωσε να το μεγαλώσει η Βενθεσικύμη, που ήταν κόρη δική του και της Αμφιτρίτης. Όταν ο Εύμολπος μεγάλωσε, ο άντρας της Βενθεσικύμης του έδωσε για γυναίκα του μία από τις θυγατέρες του. Εκείνος όμως επιχείρησε να βιάσει και την αδερφή της γυναίκας του και για αυτό, διωγμένος μαζί με τον Ίσμαρο, πήγε στον Τεγύριο, βασιλιά των Θρακών, ο οποίος πάντρεψε τον γιο εκείνου με την κόρη του. Αργότερα όμως συνελήφθη συνωμοτεί εναντίον του Τεγύριου, για αυτό κατέφυγε στους Ελευσινίους και έκανε φιλία μαζί τους. Όταν πάλι τον κάλεσε ο Τέγυριος, μετά τον θάνατο του Ίσμαρου, πήγε και, αφού διέλυσε την προηγούμενη έχθρα τους, παρέλαβε τη βασιλεία. Όταν ξέσπασε πόλεμος των Αθηναίων με τους Ελευσινίους, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση των Ελευσινίων και πολέμησε μαζί τους με πολύ στρατό από Θράκες. Όταν ο Ερεχθέας ζήτησε χρησμό για το πώς θα νικήσουν οι Αθηναίοι, ο θεός απάντησε ότι θα κερδίσουν τον πόλεμο, αν σφάξει μια από τις κόρες του. Όταν αυτός έσφαξε τη μικρότερη, αυτοκτόνησαν και οι υπόλοιπες γιατί είχαν κάνει μεταξύ τους, όπως λένε κάποιοι, κρυφή συμφωνία να πεθάνουν όλες μαζί. Στην μάχη που ακολούθησε τη σφαγή ο Ερεχθέας σκότωσε τον Εύμολπο και, όταν ο Ποσειδώνας κατέστρεψε και τον Ερεχθέα και την οικία του, έγινε βασιλιάς ο Κέκροπας Β’, ο νεότερος, ο μεγαλύτερος γιός του Ερεχθέα, ο οποίος παντρεύτηκε την Μητιάδουσα, την κόρη του Ευπάλαμου, και απέκτησε ένα γιο, τον Πανδίονα τον νεότερο (τον Πανδίονα τον Β’).»[14]

Ο δε Παυσανίας αναφέρει πως:

«ο Εύμολπος ήρθε από την Θράκη και ήταν γιός του Ποσειδώνα και της Χιόνης. Η Χιόνη λένε ότι ήταν κόρη του Βορέα και της Ωρειθυίας. Ο Όμηρος δεν αναφέρει τίποτα για την καταγωγή του, αλλά στα ποιήματά του χαρακτηρίζει τον Εύμολπο ανδρείο.»[15]

Τονίζει δε πως:

«Στην μάχη Ελευσίνιων και Αθηναίων σκοτώθηκε ο Ερεχθέας, ο βασιλέας της Αθήνας, και ο Ιμμάραδος, γιός του Εύμολπου.[16] Ο πόλεμος έληξε και ορίστηκε συμφωνία οι Ελευσίνιοι να είναι στο εξής υπήκοοι της Αθήνας, αλλά να τελούν αυτοί την τελετή. Ο ίδιος ο Εύμολπος και οι κόρες του Κελεού ήταν υπεύθυνοι για την τελετή προς τις δυο Θεές, που ο Πάμφως και ο Όμηρος τις αποκαλούν το ίδιο Διογένεια, Παμμερόπη και Σαισάρα. Πεθαίνοντας ο Εύμολπος, άφησε τον νεότερο γιό του, τον Κήρυκα, για τον οποίο οι Κήρυκες οι ίδιοι ισχυρίζονται ότι είναι γιός του Ερμή και της Αγλαύρου, θυγατέρας του Κέκροπα, αλλά όχι του Εύμολπου.»[17]

Ο Εύμολπος ήταν αυτός που μύησε και τον Ηρακλή, ώστε να μπορέσει ο τελευταίος να κατέβει στον Άδη. Γράφει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος:

«Όταν ήταν λοιπόν να φύγει για εκεί, πήγε στον Εύμολπο, στην Ελευσίνα, θέλοντας να μυηθεί [διότι δεν επιτρεπόταν τότε να μυούνται ξένοι και μυήθηκε αφού έγινε θετός γιός του Πυλίου[18]. Καθώς δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τα μυστήρια, επειδή δεν είχε εξαγνιστεί από τον φόνο των Κενταύρων, εξαγνίστηκε τότε από τον Εύμολπο και μυήθηκε.»[19]

Ο δε Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει πως: στην τελετή για τον Ηρακλή προΐστατο ο Μουσαίος ο υιός του Ορφέα.[20]

Συμπληρώνει επίσης πως: η Δήμητρα προς τιμήν του Ηρακλέους χώρισε τα μυστήρια στα δύο και εγκαθίδρυσε τα μικρά Ελευσίνια προς εξαγνισμό του από τον φόνο των Κενταύρων.[21]

Ο Ερχομός της Δήμητρας στην Αττική γη έγινε την εποχή που βασιλιάς στην Αθήνα ήταν ο Πανδίων, ο γιός του Εριχθόνιου! Αλλά ας δούμε ολόκληρη της ιστορία: 

Κατ’ αρχήν να τονίσουμε ότι πριν τον ερχομό της Δήμητρας στην Αττική γη είχε ήδη προηγηθεί η γένεση του Έλληνα που έλαβε χώρα σύμφωνα με τον Απολλόδωρο τον Αθηναίο, μετά την εκ του Διός και δια του κατακλυσμού του Δευκαλίωνα καταστροφή του χάλκινου γένους, την εποχή που βασιλιάς στην Αττική ήταν ο Κραναός ο πεθερός του Αμφικτύωνα, και ταυτόχρονα με την ακολουθούμενη εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων το οποίο διήρκεσε 7 ή 8 γενιές μέχρι τα Τρωικά, άλλωστε όπως λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος [Μυθολογική Βιβλιοθήκη, 1.50.1] ο Έλλην «φ ατο τος καλουμνους Γραικος προσηγρευσεν λληνας».
Επί παραδείγματι:
  • ο Εύμηλος, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον της Τροίας, ήταν γιός του Άδμητου, και αυτός του Φέρη, και αυτός του Κρηθέα, και αυτός του Αίολου, και αυτός του Έλληνα, και αυτός του Δευκαλίωνα.
  • ο Γλαύκος, ο οποίος εκστράτευσε εναντίον της Τροίας, ήταν γιός του Ιππόλοχου, του γιού του Βελλερεφόντη, του γιού του Γλαύκου, του γιού του Σίσυφου, του γιού του Αίολου, του γιού του Έλληνα, του γιού του Δευκαλίωνα.
Σε όλα αυτά συνηγορούν τα όσα αναφέρει ο Πλάτωνας στον «Κριτία, 109.b.1 – 110.b.2» – εκεί λέγεται ότι:

«Κάποτε οι θεοί έβαλαν σε κλήρο τις διάφορες περιοχές όλης της γης και τις μοιράστηκαν μεταξύ τους, χωρίς τσακωμούς. Δεν θα ήταν ασφαλώς σωστό να μην ξέρουν τι ανήκει στον καθένα τους ούτε να θέλουν να πάρουν με έριδες κάτι, αν και ξέρουν ότι ανήκει σε κάποιον άλλο. Αφού λοιπόν έγινε η διανομή με κλήρο, πήρε ο καθένας το μερίδιο του και κατοίκησαν στην περιοχή που κέρδισαν. Κι όταν εγκαταστάθηκαν, σαν «νομῆς ποίμνια, κτήματα καὶ θρέμματα ἑαυτῶν ἡμᾶς ἔτρεφον», χωρίς να χρησιμοποιούν όμως σωματική βία, σαν τους ποιμένες που οδηγούν τα κοπάδια στην βοσκή με χτυπήματα, αλλά επειδή ο άνθρωπος είναι ευκολοκυβέρνητο πλάσμα, κατευθύνουν, όπως το πλοίο από την πρύμνη με το πηδάλιο, αγγίζοντας την ψυχή με την πειθώ ανάλογα με τις διαθέσεις τους, και δίνοντας κατεύθυνση με αυτό τον τρόπο κυβερνούσαν όλους τους θνητούς. Άλλοι λοιπόν από τους θεούς, αφού πήραν με κλήρο διάφορους τόπους, τους τακτοποίησαν. Στον Ήφαιστο και στην Αθηνά, επειδή είχαν κοινή φύση, ως αδέλφια από τον ίδιο πατέρα, και είχαν την ίδια κατεύθυνση στην σοφία και στις τέχνες, έτυχε να πέσει στον κλήρο αυτή εδώ η περιοχή, η οποία από τη φύση της τους ταιριάζει και ήταν κατάλληλη για την αρετή και την φρόνηση τους. Έφτιαξαν λοιπόν εκεί καλούς κατοίκους και τους βοήθησαν να αντιληφθούν ποιος ήταν ο σωστότερος τρόπος για τη διακυβέρνηση της πολιτείας τους. Τα ονόματα των ντόπιων εκείνης της εποχής έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα, έχουν χαθεί όμως τα έργα τους από τις πολλές καταστροφές που έκαναν οι διάδοχοι τους και από τη φθορά του χρόνου. Όπως έχει αναφερθεί, όσοι επιζούσαν μετά από κάθε κατακλυσμό ήταν αγράμματοι ορεσίβιοι, που είχαν ακούσει μόνο τα ονόματα των παλαιών ηγετών αλλά γνώριζαν ελάχιστα πράγματα για τα έργα τους. Έτσι, προτιμούσαν να δίνουν αυτά τα ονόματα στα παιδιά τους, αγνοούσαν όμως τις αρετές και τους νόμους των προγενέστερων, εκτός από κάποιες ασαφείς πληροφορίες που είχε τύχει να ακούσουν για τον καθένα. Και επειδή ακόμα οι ίδιοι και τα παιδιά τους επί πολλές γενιές δεν είχαν τα αναγκαία μέσα για την συντήρησή τους, σκέφτονταν συνεχώς για τα πράγματα που τους έλειπαν, χωρίς να δίνουν καμία σημασία σε όσα είχαν συμβεί προηγουμένως τα περασμένα χρόνια. Οι ιστορικές γνώσεις και η έρευνα του παρελθόντος ήρθαν και τα δύο στις πόλεις αργότερα, όταν οι άνθρωποι είχαν εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την ζωή τους, και όχι πιο πριν. Με αυτό τον τρόπο διατηρήθηκαν τα ονόματα των αρχαίων αλλά όχι και τα έργα τους. Αναφέρω αυτά συμπεραίνοντας από το ότι ο Σόλωνας είπε πως οι Αιγύπτιοι ιερείς, περιγράφοντας τον πόλεμο εκείνης της εποχής, δηλαδή ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Ατλαντίνους, με αυτά ως επί το πλείστον ονόμαζαν εκείνους, όπως του «Κέκροπός τε καὶ Ἐρεχθέως καὶ Ἐριχθονίου καὶ Ἐρυσίχθονος», καθώς και πολλά άλλα που αναφέρονται σε ήρωες παλαιότερους από τον Θησέα».[22]

Δηλ. πρώτα, την εποχή που βασιλέας στην Αττική ήταν ο Κέκροπας, μοίρασαν την Γη οι Θεοί, ο Ποσειδώνας πήρε με κλήρο την Ατλαντίδα και η Αθηνά την Αθήνα και την Σάϊδα της Αιγύπτου. Έπειτα έγινε ο πόλεμος ανάμεσα στους Ατλαντίνους και τους Αθηναίους[23], την εποχή που βασιλέας στην Αθήνα ήταν ο Κέκροπας. Έπειτα έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα που επέφερε την γένεση του Έλληνα, την εποχή που βασιλιάς στην Αττική ήταν ο Κραναός ο πεθερός του Αμφικτύωνα, έπειτα η εκ του Διός δημιουργία του ιερού γένους των Ηρώων το οποίο διήρκεσε 7 ή 8 γενιές μέσα στις οποίες έγινε ο Τρωικός πόλεμος, την εποχή που βασιλιάς στην Αθήνα ήταν ο Μενεσθεύς (Μενεσθέας), ο γιός του Πετεού, που είχε πάρει μέρος και στον Τρωικό πόλεμο ως μνηστήρας της Ελένης. Άλλωστε αναφερόμενος ο Όμηρος στους Αθηναίους που εκστράτευσαν στην Τροία λέγει στην Β’ ραψωδία στ. 546 – 555 :

«Εκείνοι είχαν τας Αθήνας, την καλοκτισμένη πόλη,
τον δήμο του μεγαλόκαρδου Ερεχθέως[24] που κάποτε η Αθηνά
ανάθρεψε του Διός η θυγατέρα, και τον έτεκε η ζωοδότρα γη,
και τον εγκατέστησε στας Αθήνας[25], στον πλούσιο ναό της.
εκεί με ταύρους και αρνιά ζητούν το έλεός του
οι κούροι των Αθηναίων κάθε χρόνο.
Σε αυτούς πάλι ηγεμόνευε ο γιός του Πετεού Μενεσθεύς.
Άλλος όμοιος του επιχθόνιος δεν έγινε άνδρας
που να παρατάσσει ίππους και άνδρες ασπιδοφόρους.
Ο Νέστωρ μόνος του παράβγαινε. Γιατί ήταν προγενέστερος.»[26]

Στην συνέχεια θα πρέπει να πούμε πως σύμφωνα με τον Παυσανία :

«Οι Αθηναίοι λένε πως ο πρώτος βασιλιάς της λεγόμενης σήμερα Αττικής ήταν ο Ακταίος (Ακτεύς). Όταν ο Ακταίος πέθανε, το διαδέχτηκε στον θρόνο ο Κέκροπας, επειδή ήταν σύζυγος της κόρης τουΑυτός είχε αποκτήσει τρεις κόρες, την Έρση, την Άγλαυρο και την Πάνδροσο, και ένα γιο, τον Ερυσίχθονα, που δεν έγινε ποτέ βασιλιάς των Αθηναίων, γιατί πέθανε όσο ακόμα βασίλευε ο πατέρας τουςΣτον θρόνο έπειτα διαδέχτηκε τον Κέκροπα ο Κραναός, ο πιο ισχυρός άνδρας της ΑθήναςΟ Κραναός απέκτησε, ανάμεσα σε άλλες κόρες, και την Ατθίδα, από την οποία ονομάζουν Αττική την χώρα που μέχρι τότε αποκαλούσαν ΑκταίαΚάνοντας επανάσταση ενάντια στον Κραναό ο Αμφικτύονας, σύζυγος της κόρης του, τον ανέτρεψε από την εξουσία. Κι αυτός, όμως, αργότερα ανατράπηκε από τον Εριχθόνιο και τους άλλους που επαναστάτησαν μαζί του. Λένε ότι ο Εριχθόνιος δεν είχε πατέρα θνητό. Ο Ήφαιστος και η Γη ήταν γονείς του[27]

Βέβαια ο Παυσανίας λέγει πως :

«οι κάτοικοι του Αθηναϊκού δήμου των Αθμονέων λένε πως το ιερό της Ουρανίας Αφροδίτης που βρίσκεται εκεί ιδρύθηκε από τον Πορφυρίωνα (Πορφυρίων), βασιλιά αρχαιότερο από τον Ακταίονα(Ακταίος/Ακτεύς)[28]

Εδώ βέβαια θα πρέπει να πούμε πως σύμφωνα με τον Παυσανία :

«ο πρώτος Κέκροπας που κυβέρνησε την Αττική ήταν εκείνος που παντρεύτηκε την κόρη του Ακταίου και μεταγενέστερος εκείνος που μετοίκησε στην Εύβοια, γιός του Ερεχθέα, γιου του Πανδίονα κι εγγονού Εριχθόνιου. Και βασίλεψε κάποιος Πανδίονας, που ήταν γιος του Εριχθονίου, κι ένας άλλος Πανδίοανς, γιός του Κέκροπα του δεύτερου. Αυτόν στέρησαν από την εξουσία Μητιονίδες κι όταν κατέφυγε στα Μέγαρα – γιατί είχε πάρει γυναίκα του την κόρη του Πύλα, του βασιλιά των Μεγάρων – έδιωξαν και τα παιδιά του. Λέγεται πως ο Πανδίονας αρρώστησε και πέθανε εκεί. Υπάρχει και μνημείο του στη Μεγαρίδα κοντά στην θάλασσα, στον βράχο που ονομάζεται της Αιθυίας Αθηνάς. Τα παιδιά του, όμως, ήρθαν από τα Μέγαρα, απομάκρυναν τους Μητιονίδες και ανέλαβε τότε τη διακυβέρνηση της Αθήνας ο Αιγέας, που ήταν ο μεγαλύτερος γιός[29]

Στην συνέχεια, για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα, θα αναφέρουμε εν περιλήψει ότι όπως λέγει ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος :

Κέκροψ αὐτόχθων, συμφυὲς ἔχων σῶμα ἀνδρὸς καὶ δράκοντος”, ήταν ο πρώτος βασιλιάς της Αττικής “καὶ τὴν γῆν πρότερον λεγομένην Ἀκτὴν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Κεκροπίαν ὠνόμασενΣτην εποχή του, λένε, αποφάσισαν οι Θεοί να καταλαμβάνουν ο καθένας από μία πόλη, όπου θα απολαμβάνουν ιδιαίτερες τιμές. Πρώτος λοιπόν έφτασε στην Αττική ο Ποσειδώνας και μπήγοντας την τρίαινα του καταμεσής στην Ακρόπολη, εμφάνισε θάλασσα, αυτή που σήμερα ονομάζεται Ερεχθηίδα. Μετά από αυτόν ήρθε η Αθηνά και, βάζοντας τον Κέκροπα για μάρτυρα ότι κατέλαβε την πόλη, φύτεψε μια ελιά, αυτή που έδειχναν μέσα στο Πανδρόσειο. Επειδή λοιπόν φιλονίκησαν οι δυο θεοί για τον τόπο, ο Ζεύς, για να τους συμφιλιώσει, όρισε για κριτές όχι τον Κέκροπα και τον Κραναό, όπως είπαν κάποιοι, ούτε τον Ερυσίχθονα αλλά τους δώδεκα θεούς. Αυτοί ως δικαστές έδωσαν τη χώρα στην Αθηνά, μετά από μαρτυρία του Κέκροπα ότι η πρώτη εκείνη φύτεψε την ελιά. Η Αθηνά λοιπόν ονόμασε την πόλη με το όνομά της, Αθήνα, ενώ ο Ποσειδώνας, οργισμένος,”τὸ Θριάσιον πεδίον ἐπέκλυσε καὶ τὴν Ἀττικὴν ὕφαλον ἐποίησε”. Ο Κέκροπας παντρεύτηκε την κόρη του Ακταίου Άγραυλο και απέκτησε ένα γιό, τον Ερυσίχθονα, που πέθανε άτεκνος, και τρείς κόρες, την Άγραυλο, την Έρση και την Πάνδροσο.»[30]

Και ποιο κάτω ο Απολλόδωρος ο Αθηναίος λέγει πως :

Μετά τον θάνατο του Κέκροπα βασιλιάς έγινε ο αυτόχθων Κραναός. Στην εποχή του λένε ότι έγινε ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Αυτός παντρεύτηκε «ἐκ Λακεδαίμονος Πεδιάδα τὴν Μύνητος ἐγέννησε Κρανάην καὶ Κραναίχμην καὶ Ἀτθίδα», προς τιμή της οποίας, επειδή πέθανε νέα κοπέλα, ο Κραναός ονόμασε την περιοχή Ατθίδα. Μετά έγινε βασιλιάς της Αττικής ο Αμφικτύονας, εκθρονίζοντας τον Κραναό. Αυτός, σύμφωνα με κάποιους, ήταν γιός του Δευκαλίωνα, ενώ για άλλους, αυτόχθονας. Αφού βασίλευσε για δώδεκα χρόνια, τον έδιωξε ο Εριχθόνιος. Για αυτόν μερικοί λένε ότι ήταν γιος του Ηφαίστου και της κόρης του Κραναού Ατθίδας, άλλοι του Ηφαίστου και της Αθηνάς, γεννημένος με τον ακόλουθο τρόπο : η Αθηνά πήγε να βρει τον ‘Ήφαιστο επειδή ήθελε να της φτιάξει όπλα. Εκείνος, έτσι όπως τον είχε εγκαταλείψει η Αφροδίτη, ένιωσε επιθυμία για την Αθηνά και άρχισε να την κυνηγάει. Εκείνη, δεν σώφρων και παρθένα καθώς είναι, δεν το ανέχτηκε. Έτσι ο Ήφαιστος «ἀπεσπέρμηνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεᾶς. ἐκείνη δὲ μυσαχθεῖσα ἐρίῳ ἀπομάξασα τὸν γόνον εἰς γῆν ἔρριψε. φευγούσης δὲ αὐτῆς καὶ τῆς γονῆς εἰς γῆν πεσούσης Ἐριχθόνιος γίνεται» (δηλ. εκείνος εκσπερμάτωσε πάνω στο σκέλος της Αθηνάς. Αυτή, αηδιασμένη, σκούπισε το σπέρμα με μαλλί και το έριξε καταγής. Η θεά λοιπόν έφυγε, ενώ από το σπέρμα που έπεσε στη γεννήθηκε ο Εριχθόνιος). Η Αθηνά τον ανέθρεψε κρυφά από τους άλλους θεούς, σκοπεύοντας να τον κάνει αθάνατο. Τον έβαλε σε μια κίστη και τον έδωσε στην Πάνδροσο, κόρη του Κέκροπα, απαγορεύοντας της να την ανοίξει. Οι αδερφές της Πανδρόσου όμως την άνοιξαν από περιέργεια και βλέπουν το βρέφος «παρεσπειραμένον δράκοντα». Και όπως λένε κάποιοι, «ὑπ᾽ αὐτοῦ διεφθάρησαν τοῦ δράκοντος», ενώ, συμφώνα με άλλους, τις τρέλανε η Αθηνά και ρίχτηκαν από την Ακρόπολη. Τον Εριχθόνιο ανέθρεψε μέσα στο τέμενος η ίδια η Αθηνά και αυτός, αφού έδιωξε τον Αμφικτύονα, έγινε βασιλιάς της Αττικής, έστησε το ξόανο της Αθηνάς στην Ακρόπολη, καθιέρωσε την γιορτή των Παναθηναίων και παντρεύτηκε την Ναϊάδα νύμφη Πραξιθέα, από την οποία γεννήθηκε ο ΠανδίοναςΑφού πέθανε ο Εριχθόνιος και θάφτηκε στο ίδιο το τέμενος της Αθηνάς, βασίλευσε ο Πανδίονας, στον καιρό του οποίου ήρθαν στη Αττική η Δήμητρα και ο ΔιόνυσοςΤην Δήμητρα τη φιλοξένησε ο Κελεός στην Ελευσίνα, ενώ τον Διόνυσο ο Ικάριος, ο οποίος παρέλαβε το κλήμα αμπέλου και διδάχτηκε την παρασκευή του οίνου

Θέλοντας λοιπόν να χαρίσει τα δώρα του θεού στους ανθρώπους, πήγε σε κάποιους ποιμένες, οι οποίο, αφού γεύτηκαν το ποτό και από την ευχαρίστησή τους το ήπιαν χωρίς ύδωρ και σε μεγάλη ποσότητα, νόμισαν ότι τους φαρμάκωσε και τον σκότωσαν. Την ημέρα κατάλαβαν τι είχαν κάνει και τον έθαψαν. Ένας από τους πιστούς σκύλους του Ικάριου, η Μαίρα, που τον ακολούθησε, έδειξε στην κόρη του Ηριγόνη, που έψαχνε τον πατέρα της, που είναι ο νεκρός. Εκείνη, κλαίγοντας γοερά για τον πατέρα της, κρεμάστηκε. Ο Πανδίονας παντρεύτηκε την Ζευξίππη, την αδερφή της μητέρας του, και απέκτησε δυο κόρες, την Πρόκνη και τη Φιλομήλα, και δυο παίδες δίδυμοι, τον Ερεχθέα και τον Βούτη. Όταν κάποτε ξέσπασε πόλεμος με τον Λάβδακο για τα σύνορα, κάλεσε βοηθό του από την Θράκη τον Τηρέα, γιο του Άρη, και, αφού κέρδισε τον πόλεμο με τη βοήθεια του, του έδωσε για γυναίκα την κόρη του Πρόκνη. Ο Τηρέας απέκτησε μαζί της ένα γιο, τον Ίτυ, αλλά μετά ερωτεύτηκε και τη Φιλομήλα και τη διεύθειρε, λέγοντας της ότι πέθανε η Πρόκνη, την οποία έκρυβε στα χτήματά του. Στην συνέχεια παντρεύτηκε τη Φιλομήλα και κοιμόταν μαζί της, κόβοντάς της την γλώσσα. Εκείνη τότε ύφανε γράμματα πάνω σε ένα πέπλο και με αυτά πληροφόρησε την Πρόκνη για τις συμφορές της. Εκείνη τότε, αφού έψαξε και βρήκε την αδερφή της, μετά σκότωσε τον γιό της Ίτυ και, αφού τον έβρασε, τον παρέθεσε δείπνο στον ανύποπτο Τηρέα. Στην συνέχει τράπηκε σε φυγή μαζί με την αδερφή της. Ο Τηρέας, μόλις κατάλαβε τι είχε γίνει, άρπαξε ένα τσεκούρι και τις κυνηγούσε. Όταν οι γυναίκες έφτασαν στην Δαυλία της Φωκίδας, επειδή τις είχε προφτάσει ο Τηρέας, (προσ)ευχήθηκαν στους θεούς να γίνουν πουλιά. Έτσι η Πρόκνη έγινε αηδόνι και η Φηλομήλα χελιδόνι και ο Τηρέας μεταμορφώθηκε σε τσαλαπετεινό. Μετά τον θάνατο του Πανδίονα οι γιοι του μοίρασαν την πατρική κληρονομιά. Την βασιλεία την πήρε ο Ερεχθέας και την ιεροσύνη της Αθηνάς και του Ερεχθέα Ποσειδώνα ο ΒούτηςΟ Ερεχθέας παντρεύτηκε την Πραξιθέα, κόρη του Φράσιμου και της Διογένειας, κόρης του Κηφισού, και απέκτησε τρείς γιούς, τον Κέκροπα, τον Πανδίονα τον νεότερο και τον Μητίονα, και τέσσερις κόρες, την Πρόκρι, την Κρέουσα, τη Χθονία και την Ωρείθυια, την οποία άρπαξε ο Βορέας.[31]

Όμως και τα των Καβείρων Μυστήρια είναι θεοπαράδοτα εκ της Ρέας/Δήμητρας! Απόδειξη περι αυτού είναι τα όσα λέγει ο Παυσανίας όταν αναφέρεται στον δρόμο από την Θήβα προς τα ερείπια της Ογχηστού και μας λέγει εκτός των άλλων ότι :

προχωρώντας από την Θήβα (από τις Νηϊστές πύλες) εικοσιπέντε στάδια, υπάρχει άλσος της Καβειραίας Δήμητρας και της Κόρης, στο οποίο μπορούν να μπούν οι μυημένοι. Από το άλσος αυτό επτά στάδια περίπου είναι το ιερό των ΚαβείρωνΠοιοι είναι οι Κάβειροι και τι είδους δρώμενα γίνονται για αυτούς «καὶ τῇ Μητρὶ» θα τα αποσιωπίσω, και ας με συγχωρήσουν οι φιλομαθείς. Όμως τίποτα δεν με εμποδίζει να αναφέρω σε όλους όσα λένε οι Θηβαίοι για την αρχή των τελετών. Λένε ότι εδώ κοντά υπήρχε πόλη, όπου ζούσαν οι λεγόμενοι Κάβειροι. Στον Προμηθέα, έναν από τους Κάβειρους, και στον γιό του Προμηθέα Αιτναιό, φτάνοντας η Δήμητρα, τους έμαθε κάτι («ἐς γνῶσιν παρακαταθέσθαι σφίσιν»). Ποια είναι «ἡ παρακαταθήκη καὶ τὰ ἐς αὐτὴν γινόμενα» νομίζω πως είναι ανόσιο να το γράψω, όμως «Δήμητρος δ᾽ οὖν Καβειραίοις δῶρόν ἐστιν ἡ τελετή». Κατά την εκστρατεία των Επιγόνων και την άλωση της Θήβας, οι Καβειραίοι διώχτηκαν από τους Αργείους και για κάποιο διάστημα σταμάτησε και η τελετή. Αργότερα λένε πως η Πελαργή, κόρη του Ποτνιέα, και σύζηγος της Πελαργής Ισθμιάδης οργάνωσαν από την αρχή εκεί τις οργιαστικές τελετές, αλλά τις μέτέφεραν στον λεγόμενο Αλεξιάρουν. Επειδή όμως η Πελαργή έκανε τη μύηση έξω από τα παλιά σύνορα, ο Τηλώνδης και όσοι επιζούσαν από τη γενιά των Καβειριτών επέστρεψαν πάλι στην Καβειραία. Για να τιμήσουν την Πελαργή και άλλα έχουν οριστεί, σύμφωνα με χρησμό από τη Δωδώνη, αλλά και η θυσία ζώου «φέρον ἐν τῇ γαστρὶ ἱερεῖον». «τὸ δὲ μήνιμα τὸ ἐκ τῶν Καβείρων ἀπαραίτητόν ἐστιν ἀνθρώποι», όπως φάνηκε με πολλούς τρόπους. Κάποιοι ιδιώτες τόλμησαν να τελέσουν στην Ναύπακτο τα μυστήρια της Θήβας, αλλά δεν άργησαν να τιμωρηθούν. Οσοι από τον στρατό του Ξέρξη, που είχαν μείνει στην Βοιωτία με τον Μαρδόνιο, είχαν μπει στο ιερό των Καβείρων, ίσως με την ελπίδα μεγάλου κέρδους, αλλά μου φαίνεται περισσότερο από ασέβεια στους θεούς, αυτοί αμέσως παραφρόνησαν και σκοτώθηκαν πέφτοντας στην θάλασσα ή στους γκρεμούς. Κι όταν ο Αλέξανδρος νίκησε σε μάχη και έκαψε τη Θήβαϊδα, οι Μακεδόνες που μπήκαν στο ιερό των Καβείρων, βρισκόταν κι αυτό σε γη εχθρική, σκοτώθηκαν από εξ ουρανού κεραυνούς και αστραπές. Έτσι το ιερό αυτό από την αρχή ήταν άγιο.”[32]


[1] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.7. 4 –7» :
     Graeciae descriptio 1.38.7.4 ` to     Graeciae descriptio 1.38.7.7 Ελευσῖνα δὲ ἥρωα, ἀφ᾽ οὗ τὴν πόλιν ὀνομάζουσιν, οἱ μὲν Ἑρμοῦ παῖδα εἶναι καὶ Δαείρας Ὠκεανοῦ θυγατρὸς λέγουσι, τοῖς δέ ἐστι πεποιημένα Ὤγυγον εἶναι πατέρα Ἐλευσῖνι·
[2] Βλ. Όμηρος «Εις Δήμητραν, στ. 96 – 97» :
     Dem 96 ` to     Dem 97 πρίν γ᾽ ὅτε δὴ Κελεοῖο δαΐφρονος ἵκετο δῶμα,
ὃς τότ᾽ Ἐλευσῖνος θυοέσσης κοίρανος ἦεν.
[3]      Scholia mythologica 5.12.1 ` to     Scholia mythologica 5.12.5 Τριπτόλεμος καὶ Κελεὸς παρὰ τῆς Δήμητρος λαβόντες τὰ σπέρματα, οἷον σῖτον καὶ κριθήν, καὶ πτερωτὸν ἅρμα δρακόντων ἔχοντες, περιῄεσαν ἀνὰ πᾶσαν τὴν γῆν παρέχοντες τὸν σῖτον ἐπὶ τὸ σπείρειν καὶ γεωργεῖν.
[4] Βλ. Απολλόδωρος ο Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Α’, 1.29.1 – 1.33.9» :
     Bibliotheca 1.29.1 ` to     Bibliotheca 1.33.9 Πλούτων δὲ Περσεφόνης ἐρασθεὶς Διὸς συνεργοῦντος ἥρπασεν αὐτὴν κρύφα. Δημήτηρ δὲ μετὰ λαμπάδων νυκτός τε καὶ ἡμέρας κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν ζητοῦσα περιῄει· μαθοῦσα δὲ παρ᾽ Ἑρμιονέων ὅτι Πλούτων αὐτὴν ἥρπασεν, ὀργιζομένη θεοῖς κατέλιπεν οὐρανόν, εἰκασθεῖσα δὲ γυναικὶ ἧκεν εἰς Ἐλευσῖνα. καὶ πρῶτον μὲν ἐπὶ τὴν ἀπ᾽ ἐκείνης κληθεῖσαν Ἀγέλαστον ἐκάθισε πέτραν παρὰ τὸ Καλλίχορον φρέαρ καλούμενον. ἔπειτα πρὸς Κελεὸν ἐλθοῦσα τὸν βασιλεύοντα τότε Ἐλευσινίων, ἔνδον οὐσῶν γυναικῶν, καὶ λεγουσῶν τούτων παρ᾽ αὑτὰς καθέζεσθαι, γραῖά τις Ἰάμβη σκώψασα τὴν θεὸν ἐποίησε μειδιᾶσαι. διὰ τοῦτο ἐν τοῖς θεσμοφορίοις τὰς γυναῖκας σκώπτειν λέγουσιν. ὄντος δὲ τῇ τοῦ Κελεοῦ γυναικὶ Μετανείρᾳ παιδίου, τοῦτο ἔτρεφεν ἡ Δημήτηρ παραλαβοῦσα· βουλομένη δὲ αὐτὸ ἀθάνατον ποιῆσαι, τὰς νύκτας εἰς πῦρ κατετίθει τὸ βρέφος καὶ περιῄρει τὰς θνητὰς σάρκας αὐτοῦ. καθ᾽ ἡμέραν δὲ παραδόξως αὐξανομένου τοῦ Δημοφῶντος (τοῦτο γὰρ ἦν ὄνομα τῷ παιδί) ἐπετήρησεν ἡ <Μετάνειρα>, καὶ καταλαβοῦσα εἰς πῦρ ἐγκεκρυμμένον ἀνεβόησε· διό περ τὸ μὲν βρέφος ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀνηλώθη, ἡ θεὰ δὲ αὑτὴν ἐξέφηνε. Τριπτολέμῳ δὲ τῷ πρεσβυτέρῳ τῶν Μετανείρας παίδων δίφρον κατασκευάσασα πτηνῶν δρακόντων τὸν πυρὸν ἔδωκεν, ᾧ τὴν ὅλην οἰκουμένην δι᾽ οὐρανοῦ αἰρόμενος κατέσπειρε. Πανύασις δὲ Τριπτόλεμον Ἐλευσῖνος λέγει· φησὶ γὰρ Δήμητρα πρὸς αὐτὸν ἐλθεῖν. Φερεκύδης δέ φησιν αὐτὸν Ὠκεανοῦ καὶ Γῆς. Διὸς δὲ Πλούτωνι τὴν Κόρην ἀναπέμψαι κελεύσαντος, ὁ Πλούτων, ἵνα μὴ πολὺν χρόνον παρὰ τῇ μητρὶ καταμείνῃ, ῥοιᾶς ἔδωκεν αὐτῇ φαγεῖν κόκκον. ἡ δὲ οὐ προϊδομένη τὸ συμβησόμενον κατηνάλωσεν αὐτόν. καταμαρτυρήσαντος δὲ αὐτῆς Ἀσκαλάφου τοῦ Ἀχέροντος καὶ Γοργύρας, τούτῳ μὲν Δημήτηρ ἐν Ἅιδου βαρεῖαν ἐπέθηκε πέτραν, Περσεφόνη δὲ καθ᾽ ἕκαστον ἐνιαυτὸν τὸ μὲν τρίτον μετὰ Πλούτωνος ἠναγκάσθη μένειν, τὸ δὲ λοιπὸν παρὰ τοῖς θεοῖς.
[5] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.6.1 –1.138.7.1» :
     Graeciae descriptio 1.38.6.1 ` to     Graeciae descriptio 1.38.7.1 Ελευσινίοις δὲ ἔστι μὲν Τριπτολέμου ναός, ἔστι δὲ Προπυλαίας Ἀρτέμιδος καὶ Ποσειδῶνος Πατρός, φρέαρ τε καλούμενον Καλλίχορον, ἔνθα πρῶτον Ἐλευσινίων αἱ γυναῖκες χορὸν ἔστησαν καὶ ᾖσαν ἐς τὴν θεόν. τὸ δὲ πεδίον τὸ Ῥάριον σπαρῆναι πρῶτον λέγουσι καὶ πρῶτον αὐξῆσαι καρπούς, καὶ διὰ τοῦτο οὐλαῖς ἐξ αὐτοῦ χρῆσθαί σφισι καὶ ποιεῖσθαι πέμματα ἐς τὰς θυσίας καθέστηκεν. ἐνταῦθα ἅλως καλουμένη Τριπτολέμου καὶ βωμὸς δείκνυται·
[6] Βλ. Όμηρος «Εις Δήμητραν, στ. 231 – 269» :
     Dem 231 ` to     Dem 269   Ὣς ἄρα φωνήσασα θυώδεϊ δέξατο κόλπῳ
χερσίν τ᾽ ἀθανάτοισι· γεγήθει δὲ φρένα μήτηρ.
ὣς ἡ μὲν Κελεοῖο δαΐφρονος ἀγλαὸν υἱὸν
Δημοφόωνθ᾽, ὃν ἔτικτεν ἐΰζωνος Μετάνειρα,
ἔτρεφεν ἐν μεγάροις· ὁ δ᾽ ἀέξετο δαίμονι ἶσος
οὔτ᾽ οὖν σῖτον ἔδων, οὐ θησάμενος <γάλα μητρὸς>                                    
Δημήτηρ
χρίεσκ᾽ ἀμβροσίῃ ὡς εἰ θεοῦ ἐκγεγαῶτα,
ἡδὺ καταπνείουσα καὶ ἐν κόλποισιν ἔχουσα·
νύκτας δὲ κρύπτεσκε πυρὸς μένει ἠΰτε δαλὸν
λάθρα φίλων γονέων· τοῖς δὲ μέγα θαῦμ᾽ ἐτέτυκτο
ὡς προθαλὴς τελέθεσκε, θεοῖσι δὲ ἄντα ἐῴκει.
καί κέν μιν ποίησεν ἀγήρων τ᾽ ἀθάνατόν τε
εἰ μὴ ἄρ᾽ ἀφραδίῃσιν ἐΰζωνος Μετάνειρα
νύκτ᾽ ἐπιτηρήσασα θυώδεος ἐκ θαλάμοιο
σκέψατο· κώκυσεν δὲ καὶ ἄμφω πλήξατο μηρὼ
δείσασ᾽ ᾧ περὶ παιδὶ καὶ ἀάσθη μέγα θυμῷ,  
καί ῥ᾽ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·  
Τέκνον Δημοφόων ξείνη σε πυρὶ ἔνι πολλῷ
κρύπτει, ἐμοὶ δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ τίθησιν.  
Ὣς φάτ᾽ ὀδυρομένη· τῆς δ᾽ ἄϊε δῖα θεάων.
τῇ δὲ χολωσαμένη καλλιστέφανος Δημήτηρ
παῖδα φίλον, τὸν ἄελπτον ἐνὶ μεγάροισιν ἔτικτε,
χείρεσσ᾽ ἀθανάτῃσιν ἀπὸ ἕο θῆκε πέδον δὲ
ἐξανελοῦσα πυρὸς θυμῷ κοτέσασα μάλ᾽ αἰνῶς,
καί ῥ᾽ ἄμυδις προσέειπεν ἐΰζωνον Μετάνειραν·  
Νήϊδες ἄνθρωποι καὶ ἀφράδμονες οὔτ᾽ ἀγαθοῖο
αἶσαν ἐπερχομένου προγνώμεναι οὔτε κακοῖο·
καὶ σὺ γὰρ ἀφραδίῃσι τεῇς μήκιστον ἀάσθης.
ἴστω γὰρ θεῶν ὅρκος ἀμείλικτον Στυγὸς ὕδωρ
ἀθάνατόν κέν τοι καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα
παῖδα φίλον ποίησα καὶ ἄφθιτον ὤπασα τιμήν·
νῦν δ᾽ οὐκ ἔσθ᾽ ὥς κεν θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξαι.
τιμὴ δ᾽ ἄφθιτος αἰὲν ἐπέσσεται οὕνεκα γούνων
ἡμετέρων ἐπέβη καὶ ἐν ἀγκοίνῃσιν ἴαυσεν.
ὥρῃσιν δ᾽ ἄρα τῷ γε περιπλομένων ἐνιαυτῶν
παῖδες Ἐλευσινίων πόλεμον καὶ φύλοπιν αἰνὴν
αἰὲν ἐν ἀλλήλοισι συνάξουσ᾽ ἤματα πάντα.
εἰμὶ δὲ Δημήτηρ τιμάοχος, ἥ τε μέγιστον
ἀθανάτοις θνητοῖσί τ᾽ ὄνεαρ καὶ χάρμα τέτυκται.
[7]      Dem 105 ` to     Dem 110 τὴν δὲ ἴδον Κελεοῖο Ἐλευσινίδαο θύγατρες
ἐρχόμεναι μεθ᾽ ὕδωρ εὐήρυτον ὄφρα φέροιεν
κάλπισι χαλκείῃσι φίλα πρὸς δώματα πατρός,
τέσσαρες ὥς τε θεαὶ κουρήϊον ἄνθος ἔχουσαι,  
Καλλιδίκη καὶ Κλεισιδίκη Δημώ τ᾽ ἐρόεσσα
Καλλιθόη θ᾽, ἣ τῶν προγενεστάτη ἦεν ἁπασῶν·
[8]      Dem 149 ` to     Dem 156 ταῦτα δέ τοι σαφέως ὑποθήσομαι ἠδ᾽ ὀνομήνω
ἀνέρας οἷσιν ἔπεστι μέγα κράτος ἐνθάδε τιμῆς,
δήμου τε προὔχουσιν, ἰδὲ κρήδεμνα πόληος
εἰρύαται βουλῇσι καὶ ἰθείῃσι δίκῃσιν.
ἠμὲν Τριπτολέμου πυκιμήδεος ἠδὲ Διόκλου
ἠδὲ Πολυξείνου καὶ ἀμύμονος Εὐμόλποιο
καὶ Δολίχου καὶ πατρὸς ἀγήνορος ἡμετέροιο
τῶν πάντων ἄλοχοι κατὰ δώματα πορσαίνουσι·
[9]      Dem 268 ` to     Dem 274 εἰμὶ δὲ Δημήτηρ τιμάοχος, ἥ τε μέγιστον
ἀθανάτοις θνητοῖσί τ᾽ ὄνεαρ καὶ χάρμα τέτυκται.
ἀλλ᾽ ἄγε μοι νηόν τε μέγαν καὶ βωμὸν ὑπ᾽ αὐτῷ  
τευχόντων πᾶς δῆμος ὑπαὶ πόλιν αἰπύ τε τεῖχος
Καλλιχόρου καθύπερθεν ἐπὶ προὔχοντι κολωνῷ·
ργια δ ατ γν ποθσομαι ὡς ἂν ἔπειτα
εὐαγέως ἕρδοντες ἐμὸν νόον ἱλάσκοισθε.
[10]      Dem 296 ` to     Dem 300 αὐτὰρ ὅ γ᾽ εἰς ἀγορὴν καλέσας πολυπείρονα λαὸν
ἤνωγ᾽ ἠϋκόμῳ Δημήτερι πίονα νηὸν
ποιῆσαι καὶ βωμὸν ἐπὶ προὔχοντι κολωνῷ.
οἱ δὲ μάλ᾽ αἶψ᾽ ἐπίθοντο καὶ ἔκλυον αὐδήσαντος,
τεῦχον δ᾽ ὡς ἐπέτελλ᾽·  δ ἀέξετο δαμονος ασ.
[11] Μάλιστα όπως αναφέρει ο Σοφοκλής στον «Οιδίποδα επί Κολωνό, στ. 1048 – 1053» οι Ευμολπίδες ιερείς του ναού της Δήμητρας στην Ελέυσίνα άγγιζαν πάνω στην γλώσσα των μυημένων ένα χρυσό κλειδί, σύμβολο της σιωπής των αρρήτων.
     OC 1048 ` to     OC 1053
ἢ λαμπάσιν ἀκταῖς,      
οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη      
θνατοῖσιν ὧν καὶ χρυσέα      
κλῂς ἐπὶ γλώσσᾳ βέβα        
κε προσπόλων Εὐμολπιδᾶν·
[12]      Dem 473 ` to     Dem 482 ἡ δὲ κιοῦσα θεμιστοπόλοις βασιλεῦσι δ[εῖξε,]
Τριπτολέμῳ τε Διοκλεῖ τε πληξίππῳ,
Εὐμόλπου τε βίῃ Κελεῷ θ᾽ ἡγήτορι λαῶν,
δρησμοσύνην θ᾽ ἱερῶν καὶ ἐπέφραδεν ὄργια πᾶσι,
Τριπτολέμῳ τε Πολυξείνῳ τ᾽, ἐπὶ τοῖς δὲ Διοκλεῖ,
σεμνά, τά τ᾽ οὔ πως ἔστι παρεξ[ίμ]εν [οὔτε πυθέσθαι,]
οὔτ᾽ ἀχέειν· μέγα γάρ τι θεῶν σέβας ἰσχάνει αὐδήν.
ὄλβιος ὃς τάδ᾽ ὄπωπεν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων·
ὃς δ᾽ ἀτελὴς ἱερῶν, ὅς τ᾽ ἄμμορος, οὔ ποθ᾽ ὁμοίων
αἶσαν ἔχει φθίμενός περ ὑπὸ ζόφῳ εὐρώεντι.
[13] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.7.1 – 1.38.7.4» :
     Graeciae descriptio 1.38.7.1 ` to     Graeciae descriptio 1.38.7.4 τὰ δὲ ἐντὸς τοῦ τείχους τοῦ ἱεροῦ τό τε ὄνειρον ἀπεῖπε γράφειν, καὶ τοῖς οὐ τελεσθεῖσιν, ὁπόσων θέας εἴργονται, δῆλα δήπου μηδὲ πυθέσθαι μετεῖναί σφισιν.
[14] Βλ. Απολλόδωρος ο Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Γ’, 3.201.1 – 3.205.1» :
     Bibliotheca 3.201.1 ` to     Bibliotheca 3.205.1 Χιόνη δὲ Ποσειδῶνι μίγνυται. ἡ δὲ κρύφα τοῦ πατρὸς Εὔμολπον τεκοῦσα, ἵνα μὴ γένηται καταφανής, εἰς τὸν βυθὸν ῥίπτει τὸ παιδίον. Ποσειδῶν δὲ ἀνελόμενος εἰς Αἰθιοπίαν κομίζει καὶ δίδωσι Βενθεσικύμῃ τρέφειν, αὐτοῦ θυγατρὶ καὶ Ἀμφιτρίτης. ὡς δὲ ἐτελειώθη, ὁ Βενθεσικύμης ἀνὴρ τὴν ἑτέραν αὐτῷ τῶν θυγατέρων δίδωσιν. ὁ δὲ καὶ τὴν ἀδελφὴν τῆς γαμηθείσης ἐπεχείρησε βιάζεσθαι, καὶ διὰ τοῦτο φυγαδευθεὶς μετὰ Ἰσμάρου τοῦ παιδὸς πρὸς Τεγύριον ἧκε, Θρᾳκῶν βασιλέα, ὃς αὐτοῦ τῷ παιδὶ τὴν θυγατέρα συνῴκισεν. ἐπιβουλεύων δὲ ὕστερον Τεγυρίῳ καταφανὴς γίνεται, καὶ πρὸς Ἐλευσινίους φεύγει καὶ φιλίαν ποιεῖται πρὸς αὐτούς. αὖθις δὲ Ἰσμάρου τελευτήσαντος μεταπεμφθεὶς ὑπὸ Τεγυρίου παραγίνεται, καὶ τὴν πρὸ τοῦ μάχην διαλυσάμενος τὴν βασιλείαν παρέλαβε. καὶ πολέμου   ἐνστάντος πρὸς Ἀθηναίους τοῖς Ἐλευσινίοις, ἐπικληθεὶς ὑπὸ Ἐλευσινίων μετὰ πολλῆς συνεμάχει Θρᾳκῶν δυνάμεως. Ἐρεχθεῖ δὲ ὑπὲρ Ἀθηναίων νίκης χρωμένῳ ἔχρησεν ὁ θεὸς κατορθώσειν τὸν πόλεμον, ἐὰν μίαν τῶν θυγατέρων σφάξῃ. καὶ σφάξαντος αὐτοῦ τὴν νεωτάτην καὶ αἱ λοιπαὶ ἑαυτὰς κατέσφαξαν· ἐπεποίηντο γάρ, ὡς ἔφασάν τινες, συνωμοσίαν ἀλλήλαις συναπο λέσθαι. γενομένης δὲ μετὰ <τὴν> σφαγὴν τῆς μάχης Ἐρεχθεὺς μὲν ἀνεῖλεν Εὔμολπον, Ποσειδῶνος δὲ καὶ τὸν Ἐρεχθέα καὶ τὴν οἰκίαν αὐτοῦ καταλύσαντος, Κέκροψ ὁ πρεσβύτατος τῶν Ἐρεχθέως παίδων ἐβασίλευσεν, ὃς γήμας Μητιάδουσαν τὴν Εὐπαλάμου παῖδα ἐτέκνωσε Πανδίονα.
[15] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.2.8 – 1.38.3.1» :
Graeciae descriptio 1.38.2.8 ` to     Graeciae descriptio 1.38.3.1 τοῦτον τὸν Εὔμολπον ἀφικέσθαι λέγουσιν ἐκ Θρᾴκης Ποσειδῶνος παῖδα ὄντα καὶ Χιό νης· τὴν δὲ Χιόνην Βορέου θυγατέρα τοῦ ἀνέμου καὶ Ὠρειθυίας φασὶν εἶναι. Ὁμήρῳ δὲ ἐς μὲν τὸ γένος ἐστὶν οὐδὲν αὐτοῦ πεποιημένον, ἐπονομάζει δὲ ἀγή 1.38.3 νορα ἐν τοῖς ἔπεσι τὸν Εὔμολπον.
[16] Εξ ου και όταν ο Παυσανίας, στα «Αττικά, 1.27.4.3 – 1.27.5.1», περιγράφει τον βράχο της Ακροπόλεως αναφέρει πως :
«Υπάρχουν δυο χάλκινα αγάλματα ανδρών να ετοιμάζονται για μάχη. Ονομάζουν τον ένα Ερεχθέα και τον άλλο Εύμολπο. Όσοι Αθηναίοι γνωρίζουν τον την ιστορία δεν ξεχνούν ότι εκείνος που σκοτώθηκε από τον Ερεχθέα είναι ο Ιμμάραδος
     Graeciae descriptio 1.27.4.3 ` to    Graeciae descriptio 1.27.5.1 ἔστι δὲ ἀγάλματα μεγάλα χαλκοῦ διεστῶτες <ἄνδρες> ἐς μάχην· καὶ τὸν μὲν Ἐρεχθέα καλοῦσι, τὸν δὲ Εὔμολπον· καίτοι λέληθέ γε οὐδὲ Ἀθηναίων ὅσοι τὰ ἀρχαῖα ἴσασιν, Ἰμμάραδον εἶναι παῖδα Εὐμόλπου τοῦτον τὸν ἀποθανόντα ὑπὸ Ἐρεχθέως.
[17] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.38.3.1 – 1.38.3.12» :
Graeciae descriptio 1.38.3.1 ` to     Graeciae descriptio 1.38.3.12 γενομένης δὲ Ἐλευσινίοις μάχης πρὸς Ἀθηναίους ἀπέθανε μὲν Ἐρεχθεὺς Ἀθηναίων βασιλεύς, ἀπέθανε δὲ Ἰμμάραδος Εὐμόλπου· καταλύονται δὲ ἐπὶ τοῖσδε τὸν πόλεμον, ὡς Ἐλευσινίους ἐς τὰ ἄλλα Ἀθηναίων κατηκόους ὄντας ἰδίᾳ τελεῖν τὴν τελετήν. τὰ δὲ ἱερὰ τοῖν θεοῖν Εὔμολπος καὶ αἱ θυγατέρες δρῶσιν αἱ Κελεοῦ, καλοῦσι δὲ σφᾶς Πάμφως τε κατὰ ταὐτὰ καὶ Ὅμηρος Διογένειαν καὶ Παμμερόπην καὶ τρίτην Σαισάραν· τελευτήσαντος δὲ Εὐμόλπου Κήρυξ νεώτερος λείπεται τῶν παίδων, ὃν αὐτοὶ Κήρυκες θυγατρὸς Κέκροπος Ἀγλαύρου καὶ Ἑρμοῦ παῖδα εἶναι λέγουσιν, ἀλλ᾽ οὐκ Εὐμόλπου.  
[18] Η αναφορά του Απολλόδωρου ότι ο Πυλίος ενέργησε ως θετός πατέρας του Ηρακλή επαναλαμβάνεται και από τον Πλούταρχο :
[19] Βλ. Απολλόδωρος ο Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Β’, 2.122.4 – 2.122.9» :
Bibliotheca 2.122.4 ` to     Bibliotheca 2.122.9 μέλλων οὖν ἐπὶ τοῦτον ἀπιέναι ἦλθε πρὸς Εὔμολπον εἰς Ἐλευσῖνα, βουλόμενος μυηθῆναι [ἦν δὲ οὐκ ἐξὸν ξένοις τότε μυεῖσθαι, ἐπειδήπερ θετὸς Πυλίου παῖς γενόμενος ἐμυεῖτο]. μὴ δυνάμενος δὲ ἰδεῖν τὰ μυστήρια ἐπείπερ οὐκ ἦν ἡγνισμένος τὸν Κενταύρων φόνον, ἁγνισθεὶς ὑπὸ Εὐμόλπου τότε ἐμυήθη.
[20] Βλ. Διόδωρος Σικελιώτης «Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4.25.1.7 – 4.25.1.10» :
Bibliotheca historica 4.25.1.7 ` to     Bibliotheca historica 4.25.1.10 πρὸς δὲ τοῦτον τὸν ἆθλον ὑπολαβὼν συνοίσειν αὑτῷ, παρῆλθεν εἰς τὰς Ἀθήνας καὶ μετέσχε τῶν ἐν Ἐλευσῖνι μυστηρίων, Μουσαίου τοῦ Ὀρφέως υἱοῦ τότε προεστηκότος τῆς τελετῆς.
[21] Βλ. Διόδωρος Σικελιώτης «Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4.14.3.12 – 4.14.3.14» :
Bibliotheca historica 4.14.3.12 ` to     Bibliotheca historica 4.14.3.14 Δημήτηρ δὲ πρὸς τὸν καθαρμὸν τοῦ Κενταύρων φόνου τὰ μικρὰ μυστήρια συνεστήσατο, τὸν Ἡρακλέα τιμῶσα.
[22]     Criti 109.b.1 ` to     Criti 110.b.2 Θεοὶ γὰρ ἅπασαν γῆν ποτε κατὰ τοὺς τόπους διελάγχανον—οὐ κατ᾽ ἔριν· οὐ γὰρ ἂν ὀρθὸν ἔχοι λόγον θεοὺς ἀγνοεῖν τὰ πρέποντα ἑκάστοις αὑτῶν, οὐδ᾽ αὖ γιγνώσκοντας τὸ μᾶλλον ἄλλοις προσῆκον τοῦτο ἑτέρους αὑτοῖς δι᾽ ἐρίδων ἐπιχειρεῖν κτᾶσθαι—δίκης δὴ κλήροις τὸ φίλον λαγχάνοντες κατῴκιζον τὰς χώρας, καὶ κατοικίσαντες, οἷον νομῆς ποίμνια, κτήματα καὶ θρέμματα ἑαυτῶν ἡμᾶς ἔτρεφον, πλὴν οὐ σώμασι σώματα βιαζόμενοι, καθάπερ ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες, ἀλλ᾽ ᾗ μάλιστα εὔστροφον ζῷον, ἐκ πρύμνης ἀπευθύνοντες, οἷον οἴακι πειθοῖ ψυχῆς ἐφαπτόμενοι κατὰ τὴν αὐτῶν διάνοιαν, οὕτως ἄγοντες τὸ θνητὸν πᾶν ἐκυβέρνων. ἄλλοι μὲν οὖν κατ᾽ ἄλλους τόπους κληρουχήσαντες θεῶν ἐκεῖνα ἐκόσμουν, ῞Ηφαιστος δὲ κοινὴν καὶ Ἀθηνᾶ φύσιν ἔχοντες, ἅμα μὲν ἀδελφὴν ἐκ ταὐτοῦ πατρός, ἅμα δὲ φιλοσοφίᾳ φιλοτεχνίᾳ τε ἐπὶ τὰ αὐτὰ ἐλθόντες, οὕτω μίαν ἄμφω λῆξιν τήνδε τὴν χώραν εἰλήχατον ὡς οἰκείαν καὶ πρόσφορον ἀρετῇ καὶ φρονήσει πεφυκυῖαν, ἄνδρας δὲ ἀγαθοὺς ἐμποιήσαντες αὐτόχθονας ἐπὶ νοῦν ἔθεσαν τὴν τῆς πολιτείας τάξιν· ὧν τὰ μὲν ὀνόματα σέσωται, τὰ δὲ ἔργα διὰ τὰς τῶν παραλαμβανόντων φθορὰς καὶ τὰ μήκη τῶν χρόνων ἠφανίσθη. τὸ γὰρ περιλειπόμενον ἀεὶ γένος, ὥσπερ καὶ πρόσθεν ἐρρήθη, κατελείπετο ὄρειον καὶ ἀγράμματον, τῶν ἐν τῇ χώρᾳ δυναστῶν τὰ ὀνόματα ἀκηκοὸς μόνον καὶ βραχέα πρὸς αὐτοῖς τῶν ἔργων. τὰ μὲν οὖν ὀνόματα τοῖς ἐκγόνοις ἐτίθεντο ἀγαπῶντες, τὰς δὲ ἀρετὰς καὶ τοὺς νόμους τῶν ἔμπροσθεν οὐκ εἰδότες, εἰ μὴ σκοτεινὰς περὶ ἑκάστων τινὰς ἀκοάς, ἐν ἀπορίᾳ δὲ τῶν ἀναγκαίων ἐπὶ πολλὰς γενεὰς ὄντες αὐτοὶ καὶ παῖδες, πρὸς οἷς ἠπόρουν τὸν νοῦν ἔχοντες, τούτων πέρι καὶ τοὺς λόγους ποιούμενοι, τῶν ἐν τοῖς πρόσθεν καὶ πάλαι ποτὲ γεγονότων ἠμέλουν. μυθολογία γὰρ ἀναζήτησίς τε τῶν παλαιῶν μετὰ σχολῆς ἅμ᾽ ἐπὶ τὰς πόλεις ἔρχεσθον, ὅταν ἴδητόν τισιν ἤδη τοῦ βίου τἀναγκαῖα κατεσκευασμένα, πρὶν δὲ οὔ. ταύτῃ δὴ τὰ τῶν παλαιῶν ὀνόματα ἄνευ τῶν ἔργων διασέσωται. λέγω δὲ αὐτὰ τεκμαιρόμενος ὅτι Κέκροπός τε καὶ Ἐρεχθέως καὶ Ἐριχθονίου καὶ Ἐρυσίχθονος τῶν τε ἄλλων τὰ πλεῖστα ὅσαπερ καὶ Θησέως τῶν ἄνω περὶ τῶν ὀνομάτων ἑκάστων ἀπομνημονεύεται,
[23] «πρέπει να θυμηθούμε ότι πέρασαν συνολικά εννέα χιλιάδες έτη από τότε που έγινε ο πόλεμος ανάμεσα σε εκείνους που ζούσαν έξω από τις στήλες του Ηρακλή και σε όλους εκείνους που κατοικούσαν στο μέσα μέρος» λέγει ο Πλάτων του «Κριτία, 108.e». Ο Σόλων, όμως, στον οποίο εξιστόρησε τα περί του πολέμου Ελλήνων/Αθηναίων και Ατλαντίνων, ο Αιγύπτιος Ιερέας της Αθηνάς/ Νηίθ στην πόλη Σάϊδα, πήγε στην Αίγυπτο τον 5ον π.Χ. αιώνα, ως εκ τούτου ο πόλεμος έγινε 9000 + 500 + 2011 = 11.511+ έτη πριν από σήμερα.
[24] Βλ. Σχόλια στην Ιλιάδα : <Ἐρεχθῆος> = Το βασιλως τν θηναων, το κα ριχθονου καλουμνου, γεννηθντος κ τοφαστου. Οὗτος γὰρ ἐδίωκε τὴν Ἀθηνᾶν, ἐρῶν αὐτῆς· ἡ δὲ ἔφευγεν. Ὡς δὲ ἐγγὺς αὐτῆς ἐγένετο, πολλῇ ἀνάγκῃ (ἦν γὰρ χωλὸς) ἐπειρᾶτο συνελθεῖν. Ἡ δὲ, ὡς σώφρων, καὶ παρθένος, ὡς οὐκ ἠνείχετο, ἀπεσπέρμῃνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεοῦ. Ἡ δὲ μυσαχθεῖσα, ἐρίῳ ἀπομάξασα τὸν γόνον, ἔῤῥιψεν εἰς γῆν. θεν ριχθνιος,  κ τς γς ναδοθες πας· κατά τινα ἐτυμολογίαν, ὡς ἀπὸ τοῦ ἐρίου, καὶ τῆς χθονός.
[25] Scholia in Iliadem 2.549.1 ` to     Scholia in Iliadem 2.549.3 κὰδ δ᾽ ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν] = καθίδρυσε δὲ αὐτὸν Ἀθήνῃσιν ἐν τῷ ἰδίῳ αὑτῆς ἱερῷ <ἡ> θεὸς καὶ δωκε φυλττειν τας Κκροπος θυ γατρσιν.
[26]      Il 2.546 ` to     Il 2.555 Οἳ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνας εἶχον ἐϋκτίμενον πτολίεθρον
δῆμον ρεχθος μεγαλήτορος, ὅν ποτ᾽ Ἀθήνη
θρέψε Διὸς θυγάτηρ, τέκε δὲ ζείδωρος ἄρουρα,
κδ δ ν θνς εἷσεν ἑῷ ἐν πίονι νηῷ·
ἔνθα δέ μιν ταύροισι καὶ ἀρνειοῖς ἱλάονται
κοῦροι Ἀθηναίων περιτελλομένων ἐνιαυτῶν·
τῶν αὖθ᾽ ἡγεμόνευ᾽ υἱὸς Πετεῶο Μενεσθεύς.
τῷ δ᾽ οὔ πώ τις ὁμοῖος ἐπιχθόνιος γένετ᾽ ἀνὴρ
κοσμῆσαι ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας·
Νέστωρ οἶος ἔριζεν· ὃ γὰρ προγενέστερος ἦεν·
[27] Βλ. Παυσανίας «Αττικά : 1.2.6. 1 – 16»
     Graeciae descriptio 1.2.6.1 ` to     Graeciae descriptio 1.2.6.16 τὴν δὲ βασιλείαν Ἀμφικτύων ἔσχεν οὕτως. Ἀκταῖον λέγουσιν ἐν τῇ νῦν Ἀττικῇ βασιλεῦσαι πρῶτον· ἀποθανόντος δὲ Ἀκταίου Κέκροψ ἐκδέχεται τὴν ἀρχὴν θυγατρὶ συνοικῶν Ἀκταίου, καί οἱ γίνονται θυγατέρες μὲν Ἕρση καὶ Ἄγλαυρος καὶ Πάνδροσος, υἱὸς δὲ Ἐρυσίχθων· οὗτος οὐκ ἐβασίλευσεν Ἀθηναίων, ἀλλά οἱ τοῦ πατρὸς ζῶντος τελευτῆσαι συνέβη, καὶ τὴν ἀρχὴν τὴν Κέκροπος Κραναὸς ἐξεδέξατο, Ἀθηναίων δυνάμει προύχων. Κραναῷ δὲ θυγατέρας καὶ ἄλλας καὶ Ἀτθίδα γενέσθαι λέγουσιν· ἀπὸ ταύτης ὀνομάζουσιν Ἀττικὴν τὴν χώραν, πρότερον καλουμένην Ἀκταίαν. Κραναῷ δὲ Ἀμφικτύων ἐπαναστάς, θυγατέρα ὅμως ἔχων αὐτοῦ, παύει τῆς ἀρχῆς· καὶ αὐτὸς ὕστερον ὑπὸ Ἐριχθονίου καὶ τῶν συνεπαναστάντων ἐκπίπτει· πατέρα δὲ Ἐριχθονίῳ λέγουσιν ἀνθρώπων μὲν οὐδένα εἶναι, γονέας δὲ ῞Ηφαιστον καὶ Γῆν.
[28] Βλ. Παυσανίας «Αττικά, 1.14.7.10 – 1.14.7.13» :
     Graeciae descriptio 1.14.7.10 ` to     Graeciae descriptio 1.14.7.13 δῆμος δέ ἐστιν Ἀθηναίοις Ἀθμονέων, οἳ Πορφυρίωνα ἔτι πρότερον Ἀκταίου βα σιλεύσαντα τῆς Οὐρανίας φασὶ τὸ παρὰ σφίσιν ἱερὸν ἱδρύσασθαι.
[29] Βλ. Παυσανίας «Αττικά : 1.5.3.3 – 1.5.4.4» :
     Graeciae descriptio 1.5.3.3 ` to     Graeciae descriptio 1.5.4.4 πρότερός τε γὰρ ἦρξε Κέκροψ, ὃς τὴν Ἀκταίου θυγατέρα ἔσχε, καὶ ὕστερος, ὃς δὴ καὶ μετῴκησεν ἐς Εὔβοιαν, Ἐρεχθέως υἱὸς τοῦ Πανδίονος τοῦ Ἐριχθονίου. καὶ δὴ καὶ Πανδίων ἐβασίλευσεν ὅ τε Ἐριχθονίου καὶ ὁ Κέκροπος τοῦ δευτέρου· τοῦτον Μητιονίδαι τῆς ἀρχῆς ἐξελαύνουσι, καί οἱ φυγόντι ἐς Μέγαρα—θυγατέρα γὰρ εἶχε Πύλα τοῦ βασιλεύσαντος ἐν Μεγάροις—συνεκπίπτουσιν οἱ παῖδες. καὶ Πανδίονα μὲν αὐτοῦ λέγεται νοσήσαντα ἀποθανεῖν, καί οἱ πρὸς θαλάσσῃ μνῆμά ἐστιν ἐν τῇ Μεγαρίδι ἐν Ἀθηνᾶς Αἰθυίας καλουμένῳ σκοπέλῳ· οἱ δὲ παῖδες κατίασί τε ἐκ τῶν Μεγάρων ἐκβαλ[λ]όντες Μητιονίδας, καὶ τὴν ἀρχὴν τῶν Ἀθηναίων Αἰγεὺς πρεσβύτατος ὢν ἔσχεν.
[30]  Βλ. Απολλόδωρος Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Γ’, 3.177.1 – 3.180.3» :
     Bibliotheca 3.177.1 ` to     Bibliotheca 3.180.3 Κέκροψ αὐτόχθων, συμφυὲς ἔχων σῶμα ἀνδρὸς καὶ δράκοντος, τῆς Ἀττικῆς ἐβασίλευσε πρῶτος, καὶ τὴν γῆν πρότερον λεγομένην Ἀκτὴν ἀφ᾽ ἑαυτοῦ Κεκροπίαν ὠνόμασεν. ἐπὶ τούτου, φασίν, ἔδοξε τοῖς θεοῖς πόλεις καταλαβέσθαι, ἐν αἷς ἔμελλον ἔχειν τιμὰς ἰδίας ἕκαστος. ἧκεν οὖν πρῶτος Ποσειδῶν ἐπὶ τὴν Ἀττικήν, καὶ πλήξας τῇ τριαίνῃ κατὰ μέσην τὴν ἀκρόπολιν ἀπέφηνε θάλασσαν, ἣν νῦν Ἐρεχθηίδα καλοῦσι. μετὰ δὲ τοῦτον ἧκεν Ἀθηνᾶ, καὶ ποιησαμένη τῆς καταλήψεως Κέκροπα μάρτυρα ἐφύτευσεν ἐλαίαν, ἣ νῦν ἐν τῷ Πανδροσείῳ 3.179 δείκνυται. γενομένης δὲ ἔριδος ἀμφοῖν περὶ τῆς χώρας, Ἀθηνᾷ καὶ Ποσειδῶνι διαλύσας Ζεὺς κριτὰς ἔδωκεν, οὐχ ὡς εἶπόν τινες, Κέκροπα καὶ Κραναόν, οὐδὲ Ἐρυσίχθονα, θεοὺς δὲ τοὺς δώδεκα. καὶ τούτων δικαζόντων ἡ χώρα τῆς Ἀθηνᾶς ἐκρίθη, Κέκροπος μαρτυρήσαντος ὅτι πρώτη τὴν ἐλαίαν ἐφύτευσεν. Ἀθηνᾶ μὲν οὖν ἀφ᾽ ἑαυτῆς τὴν πόλιν ἐκάλεσεν Ἀθήνας, Ποσειδῶν δὲ θυμῷ ὀργισθεὶς τὸ Θριάσιον πεδίον ἐπέκλυσε καὶ τὴν Ἀττικὴν ὕφαλον ἐποίησε. Κέκροψ δὲ γήμας τὴν Ἀκταίου κόρην Ἄγραυλον παῖδα μὲν ἔσχεν Ἐρυσίχθονα, ὃς ἄτεκνος μετήλλαξε, θυγατέρας δὲ Ἄγραυλον Ἕρσην Πάνδροσον.
[31] Βλ. Απολλόδωρος Αθηναίος «Μυθολογική Βιβλιοθήκη, Τόμος Γ’, 3.186.1 – 3.196.8» :
     Bibliotheca 3.186.1 ` to     Bibliotheca 3.196.8 Κέκροπος δὲ ἀποθανόντος Κραναὸς <ἐβασίλευσεν> αὐτόχθων ὤν, ἐφ᾽ οὗ τὸν ἐπὶ Δευκαλίωνος λέγεται κατακλυσμὸν γενέσθαι. οὗτος γήμας ἐκ Λακεδαίμονος Πεδιάδα τὴν Μύνητος ἐγέννησε Κρανάην καὶ Κραναίχμην καὶ Ἀτθίδα, ἧς ἀποθανούσης ἔτι παρθένου τὴν χώραν Κραναὸς Ἀτθίδα προσηγόρευσε. Κραναὸν δὲ ἐκβαλὼν Ἀμφικτύων ἐβασίλευσε· τοῦτον ἔνιοι μὲν Δευκαλίωνος, ἔνιοι δὲ αὐτόχθονα λέγουσι. βασιλεύσαντα δὲ αὐτὸν ἔτη δώδεκα Ἐριχθόνιος ἐκβάλλει. τοῦτον οἱ μὲν Ἡφαίστου καὶ τῆς Κραναοῦ θυγατρὸς Ἀτθίδος εἶναι λέγουσιν, οἱ δὲ Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς, οὕτως· Ἀθηνᾶ παρεγένετο πρὸς ῞Ηφαιστον, ὅπλα κατασκευάσαι θέλουσα. ὁ δὲ ἐγκαταλελειμμένος ὑπὸ Ἀφροδίτης εἰς ἐπιθυμίαν ὤλισθε τῆς Ἀθηνᾶς, καὶ διώκειν αὐτὴν ἤρξατο· ἡ δὲ ἔφευγεν. ὡς δὲ ἐγγὺς αὐτῆς ἐγένετο πολλῇ ἀνάγκῃ (ἦν γὰρ χωλός), ἐπειρᾶτο συνελθεῖν. ἡ δὲ ὡς σώφρων καὶ παρθένος οὖσα οὐκ ἠνέσχετο· ὁ δὲ ἀπεσπέρμηνεν εἰς τὸ σκέλος τῆς θεᾶς. ἐκείνη δὲ μυσαχθεῖσα ἐρίῳ ἀπομάξασα τὸν γόνον εἰς γῆν ἔρριψε. φευγούσης δὲ αὐτῆς καὶ τῆς γονῆς εἰς γῆν πεσούσης Ἐριχθόνιος γίνεται. τοῦτον Ἀθηνᾶ κρύφα τῶν ἄλλων θεῶν ἔτρεφεν, ἀθάνατον θέλουσα ποιῆσαι· καὶ καταθεῖσα αὐτὸν εἰς κίστην Πανδρόσῳ τῇ Κέκροπος παρακατέθετο, ἀπειποῦσα τὴν κίστην ἀνοίγειν. αἱ δὲ ἀδελφαὶ τῆς Πανδρόσου ἀνοίγουσιν ὑπὸ περιεργίας, καὶ θεῶνται τῷ βρέφει παρεσπειραμένον δράκοντα· καὶ ὡς μὲν ἔνιοι λέγουσιν, ὑπ᾽ αὐτοῦ διεφθάρησαν τοῦ δράκοντος, ὡς δὲ ἔνιοι, δι᾽ ὀργὴν Ἀθηνᾶς ἐμμανεῖς γενόμεναι κατὰ τῆς ἀκροπόλεως αὑτὰς ἔρριψαν. ἐν δὲ τῷ τεμένει τραφεὶς Ἐριχθόνιος ὑπ᾽ αὐτῆς Ἀθηνᾶς, ἐκβαλὼν Ἀμφικτύονα ἐβασίλευσεν Ἀθηνῶν, καὶ τὸ ἐν ἀκροπόλει ξόανον τῆς Ἀθηνᾶς ἱδρύσατο, καὶ τῶν Παναθηναίων τὴν ἑορτὴν συνεστήσατο, καὶ Πραξιθέαν νηίδα νύμφην ἔγημεν, ἐξ ἧς αὐτῷ παῖς Πανδίων ἐγεννήθη. Ἐριχθονίου δὲ ἀποθανόντος καὶ ταφέντος ἐν τῷ αὐτῷ τεμένει τῆς Ἀθηνᾶς Πανδίων ἐβασίλευσεν, ἐφ᾽ οὗ Δημήτηρ καὶ Διόνυσος εἰς τὴν Ἀττικὴν ἦλθον. ἀλλὰ Δήμητρα μὲν Κελεὸς εἰς τὴν Ἐλευσῖνα ὑπεδέξατο, Διόνυσον δὲ Ἰκάριος· ὃς λαμβάνει παρ᾽ αὐτοῦ κλῆμα ἀμπέλου καὶ τὰ περὶ τὴν οἰνοποιίαν μανθάνει. καὶ τὰς τοῦ θεοῦ δωρήσασθαι θέλων χάριτας ἀνθρώποις, ἀφικνεῖται πρός τινας ποιμένας, οἳ γευσάμενοι τοῦ ποτοῦ καὶ χωρὶς ὕδατος δι᾽ ἡδονὴν ἀφειδῶς ἑλκύσαντες, πεφαρμάχθαι νομίζοντες ἀπέκτειναν αὐτόν. μεθ᾽ ἡμέραν δὲ νοήσαντες ἔθαψαν αὐτόν. Ἠριγόνῃ δὲ τῇ θυγατρὶ τὸν πατέρα μαστευούσῃ κύων συνήθης ὄνομα Μαῖρα, ἣ τῷ Ἰκαρίῳ συνείπετο, τὸν νεκρὸν ἐμήνυσε· κἀκείνη κατοδυρομένη τὸν πατέρα ἑαυτὴν ἀνήρτησε. Πανδίων δὲ γήμας Ζευξίππην τῆς μητρὸς τὴν ἀδελφὴν θυγατέρας μὲν ἐτέκνωσε Πρόκνην καὶ Φιλομήλαν, παῖδας δὲ διδύμους Ἐρεχθέα καὶ Βούτην. πολέμου δὲ ἐξαναστάντος πρὸς Λάβδακον περὶ γῆς ὅρων ἐπεκαλέ σατο βοηθὸν ἐκ Θρᾴκης Τηρέα τὸν Ἄρεος, καὶ τὸν πό λεμον σὺν αὐτῷ κατορθώσας ἔδωκε Τηρεῖ πρὸς γάμον τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα Πρόκνην. ὁ δὲ ἐκ ταύτης γεννή σας παῖδα Ἴτυν, καὶ Φιλομήλας ἐρασθεὶς ἔφθειρε καὶ ταύτην, εἰπὼν τεθνάναι Πρόκνην, κρύπτων ἐπὶ τῶν χωρίων. αὖθις δὲ γήμας Φιλομήλαν συνηυνάζετο, καὶ τὴν γλῶσσαν ἐξέτεμεν αὐτῆς. ἡ δὲ ὑφήνασα ἐν πέπλῳ γράμματα διὰ τούτων ἐμήνυσε Πρόκνῃ τὰς ἰδίας συμφοράς. ἡ δὲ ἀναζητήσασα τὴν ἀδελφὴν κτείνει τὸν παῖδα Ἴτυν, καὶ καθεψήσασα Τηρεῖ δεῖπνον ἀγνοοῦντι παρατίθησι· καὶ μετὰ τῆς ἀδελφῆς διὰ τάχους ἔφυγε. Τηρεὺς δὲ αἰσθόμενος, ἁρπάσας πέλεκυν ἐδίωκεν. αἱ δὲ ἐν Δαυλίᾳ τῆς Φωκίδος γινόμεναι περικατάληπτοι θεοῖς εὔχονται ἀπορνεωθῆναι, καὶ Πρόκνη μὲν γίνεται ἀηδών, Φιλομήλα δὲ χελιδών· ἀπορνεοῦται δὲ καὶ Τηρεύς, καὶ γίνεται ἔποψ. Πανδίονος δὲ ἀποθανόντος οἱ παῖδες τὰ πατρῷα ἐμερίσαντο, καὶ τὴν <μὲν> βασιλείαν Ἐρεχθεὺς λαμβάνει, τὴν δὲ ἱερωσύνην τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ποσειδῶνος τοῦ Ἐρεχθέως Βούτης. γήμας δὲ Ἐρεχθεὺς Πραξιθέαν τὴν Φρασίμου καὶ Διογενείας τῆς Κηφισοῦ, ἔσχε παῖδας Κέκροπα Πάνδωρον Μητίονα, θυγατέρας   δὲ Πρόκριν Κρέουσαν Χθονίαν Ὠρείθυιαν, ἣν ἥρπασε Βορέας.
[32] Βλ. Παυσανίας «Βοιωτικά, 9.25.5.1 – 9.26.1.1» :
     Graeciae descriptio 9.25.5.1 ` to     Graeciae descriptio 9.26.1.1 σταδίους δὲ αὐτόθεν πέντε προελθόντι καὶ εἴκοσι Δήμητρος Καβειραίας καὶ Κόρης ἐστὶν ἄλσος· ἐσελ θεῖν δὲ τοῖς τελεσθεῖσιν ἔστι. τούτου δὲ τοῦ ἄλσους ἑπτά που σταδίους τῶν Καβείρων τὸ ἱερὸν ἀφέστηκεν. οἵτινες δέ εἰσιν οἱ Κάβειροι καὶ ὁποῖά ἐστιν αὐτοῖς καὶ τῇ Μητρὶ τὰ δρώμενα, σιωπὴν ἄγοντι ὑπὲρ αὐτῶν συγγνώμη παρὰ ἀνδρῶν φιληκόων ἔστω μοι. τοσοῦτο δὲ δηλῶσαί με καὶ ἐς ἅπαντας ἐκώλυσεν οὐδέν, ἥντινα λέγουσιν ἀρχὴν οἱ Θηβαῖοι γενέσθαι τοῖς δρωμένοις. πόλιν γάρ ποτε ἐν τούτῳ φασὶν εἶναι τῷ χωρίῳ καὶ ἄνδρας ὀνομαζομένους Καβείρους, Προμηθεῖ δὲ ἑνὶ τῶν Καβείρων καὶ Αἰτναίῳ τῷ Προμηθέως ἀφικομένην Δήμητρα ἐς γνῶσιν παρακαταθέσθαι σφίσιν· ἥτις μὲν δὴ ἦν ἡ παρακαταθήκη καὶ τὰ ἐς αὐτὴν γινόμενα, οὐκ ἐφαίνετο ὅσιόν μοι γράφειν, Δήμητρος δ᾽ οὖν Καβειραίοις δῶρόν ἐστιν ἡ τελετή. κατὰ δὲ τὴν Ἐπιγόνων στρατείαν καὶ ἅλωσιν τῶν Θηβῶν ἀνέστησαν μὲν ὑπὸ τῶν Ἀργείων οἱ Καβειραῖοι, ἐξελείφθη δὲ ἐπὶ χρόνον τινὰ καὶ ἡ τελετή. Πελαργὴν δὲ ὕστερον τὴν Ποτνιέως καὶ Ἰσθμιάδην Πελαργῇ συνοικοῦντα καταστήσασθαι μὲν τὰ ὄργια αὐτοῦ λέγουσιν ἐξ ἀρχῆς, μετενεγκεῖν δὲ αὐτὰ ἐπὶ τὸν Ἀλεξιάρουν καλούμενον· ὅτι δὲ τῶν ὅρων ἐκτὸς ἐμύησεν ἡ Πελαργὴ τῶν ἀρχαίων, Τηλώνδης καὶ ὅσοι γένους τοῦ Καβειριτῶν ἐλείποντο κατῆλθον αὖθις ἐς τὴν Καβειραίαν. Πελαργῇ μὲν δὴ κατὰ μάν τευμα ἐκ Δωδώνης καὶ ἄλλα ἔμελλεν ἐς τιμὴν κατα στήσασθαι καὶ ἡ θυσία, φέρον ἐν τῇ γαστρὶ ἱερεῖον· τὸ δὲ μήνιμα τὸ ἐκ τῶν Καβείρων ἀπαραίτητόν ἐστιν ἀνθρώποις, ὡς ἐπέδειξε δὴ πολλαχῇ. τὰ γὰρ δὴ δρώ μενα ἐν Θήβαις ἐτόλμησαν ἐν Ναυπάκτῳ κατὰ ταὐτὰ ἰδιῶται δρᾶσαι, καὶ σφᾶς οὐ μετὰ πολὺ ἐπέλαβεν ἡ δίκη. ὅσοι δὲ ὁμοῦ Μαρδονίῳ τῆς στρατιᾶς τῆς Ξέρξου περὶ Βοιωτίαν ἐλείφθησαν, τοῖς παρελθοῦσιν αὐτῶν ἐς τὸ ἱερὸν τῶν Καβείρων τάχα μέν που καὶ χρημάτων μεγάλων ἐλπίδι, τὸ πλέον δὲ ἐμοὶ δοκεῖν τῇ ἐς τὸ θεῖον ὀλιγωρίᾳ, τούτοις παραφρονῆσαί τε συνέπεσεν αὐτίκα καὶ ἀπώλοντο ἐς θάλασσάν τε καὶ ἀπὸ τῶν κρημνῶν ἑαυτοὺς ῥίπτοντες. Ἀλεξάνδρου δέ, ὡς ἐνίκησε   τῇ μάχῃ, Θήβας τε αὐτὰς καὶ σύμπασαν τὴν Θηβαΐδα διδόντος πυρί, ἄνδρες τῶν ἐκ Μακεδονίας ἐλθόντες ἐς τῶν Καβείρων τὸ ἱερὸν ἅτε ἐν γῇ τῇ πολεμίᾳ κεραυνοῖς τε ἐξ οὐρανοῦ καὶ ἀστραπαῖς ἐφθάρησαν. οὕτω μὲν τὸ ἱερὸν τοῦτό ἐστιν ἐξ ἀρχῆς ἅγιον·

πηγή: eleysis69

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΩΝΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΤΟΜΟΣ Α΄(ΒΙΒΛΙΑ Α΄-Ζ΄)

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για περί τησ κατά πλάτωνα θεολογίασ

“Κατά Πλάτωνα Θεολογία” : Βιβλίο Α΄, κεφάλαιο α’ – ζ’ : Πρόκλου πλατωνικού διαδόχου (σχολάρχης της Πλατωνικής Ακαδημίας)


Α’) Προοίμιο, στο οποίο έχει προσδιοριστεί ο σκοπός της πραγματείας, μαζί με ένα έπαινο και του ίδιου του Πλάτωνα και των διδαχών του στη φιλοσοφία.

Β’) Ποιος είναι ο τρόπος των λογικών συλλογισμών στην παρούσα πραγματεία και ποια προετοιμασία πρέπει να προηγηθεί από όσους θα την παρακολουθήσουν.

Γ’) Ποιος είναι ο θεολόγος σύμφωνα με τον Πλάτωνα και από πού αρχίζει και μέχρι ποιες υποστάσεις ανεβαίνει και με ποια δύναμη της ψυχής ειδικά ενεργεί.

Δ’) Όλοι οι θεολογικοί τρόποι, σύμφωνα με τους οποίους ο Πλάτων διαμορφώνει τη διδασκαλία του για τους Θεούς.

Ε’) Ποιοι είναι οι διάλογοι από τους οποίους κυρίως πρέπει να λάβουμε τα στοιχεία για την πλατωνική Θεολογία και σε ποιές βαθμίδες των Θεών καθένα από αυτούς μας εισάγει.

ς’) Αντίρρηση προς τη σύνοψη της του Πλάτωνος θεολογίας μέσα από τους περισσότερους διαλόγους, απορρίπτοντας την ως μερική και αποσπασματική.

Ζ’) Απάντηση στην αντίρρηση που προαναφέρθηκε, απάντηση η οποία ανάγει σε έναν διάλογο, τον “Παρμενίδη”, ολόκληρη την παρά τον Πλάτωνα αλήθεια περί Θεών.

Όλη η του Πλάτωνος φιλοσοφία, Περικλή, φίλτατε των φίλων μου, εμφανίστηκε σύμφωνα με την των κρείττονων αγαθοειδή βούληση, αποκαλύπτοντας τον εν αυτοίς κεκρυμμένο νου (νόηση) και την αλήθεια η οποία μαζί με τα όντα έλαβε υπόσταση μέσα στις περί γένεσιν στρεφόμενες ψυχές, όσο επιτρέπεται σε αυτές να μετέχουν σε τόσο υπερφυσικά και μεγάλα αγαθά, και ότι πάλι αργότερα αυτή τελειοποιήθηκε και, αφού αποσύρθηκε στον εαυτό της και κατέστη άγνωστη στους περισσότερος από αυτούς που διακήρυσσαν ότι είναι φιλόσοφοι και αδημονούσαν να ασχοληθούν με «την του όντος θήραν», όπως λέγει ο Πλάτων στον «Φαίδωνα, 66.c», πάλι ήρθε στο φως. Ειδικά νομίζουμε ότι η μυσταγωγία για τα ίδια τα θεία, η οποία έχει στηριχτεί με αγνότητα σε ιερό βάθρο και έχει λάβει υπόσταση αιώνια δίπλα στους ίδιους τους θεούς, από εκεί εμφανίστηκε σε όσους μέσα στον χρόνο μπορούν να την απολαύσουν με το έργο ενός ανθρώπου, τον οποίο δεν θα σφάλαμε, αν τον αποκαλούσαμε προηγεμόνα και Ιεροφάντη «των  αληθινών τελετών, τις οποίες τελούν» οι ψυχές απομακρυσμένες από τους γήινους τόπους, καθώς και «των ολοκλήρων και γεμάτων εσωτερική ηρεμία φασμάτων», στα οποία συμμετέχουν όσες είναι γνήσια προσκολλημένες στην ευδαίμονα και μακάρια ζωή. Αυτή, αφού τόσο σεμνά και απόρρητα από αυτόν για πρώτη φορά έλαμψε σαν σε άγια ιερά και τοποθετήθηκε με ασφάλεια μέσα σε άδυτα και δεν κατανοήθηκε από τους περισσότερους που εισήλθαν, σε τακτά διαστήματα προωθήθηκε, όσο ήταν δυνατόν σε αυτήν, από κάποιους αληθινούς ιερείς, οι οποίοι ανέλαβαν και την κατάλληλη για αυτήν τη μυσταγωγία ζωή, και φώτισε ολόκληρο τον τόπο και εμφάνισε τις λάμψεις των θεϊκών φασμάτων παντού.

Ως τέτοιους ερμηνευτές της πλατωνικής θεωρίας, οι οποίοι μας ανέπτυξαν τις παναγέστατες περί των θείων υφηγήσεις και οι οποίοι είχαν την τύχη να έχουν μια παρόμοια φύση με τον αρχηγέτη τους, θα θεωρούσαν εγώ τουλάχιστον, τον Πλωτίνο τον Αιγύπτιο και όσους από αυτόν παρέλαβαν την θεωρία, δηλ. τον Αμέλιο και τον Πορφύριο, και τρίτους όσους μετά από αυτούς αποτέλεσαν κάτι ανδριάντα για εμάς, δηλ. τον Ιάμβλιχο και τον Θεόδωρο, και όποιους άλλους μετά από αυτούς ακολουθούν αυτόν τον θείο τούτο χορό και με την δική τους διάνοια έφτασαν έως την ανεβάκχευση των δογμάτων του Πλάτωνα. Από αυτούς το γνησιότερο και καθαρότερο φώς της αλήθειας αφού δέχτηκαν αχράντως στους κόλπους της ψυχής του ο μαζί με τους θεούς καθοδηγητής μας σε όλα τα ωραία και αγαθά, μας εισήγαγε και σε όλη την υπόλοιπη φιλοσοφία του Πλάτωνα και σε όσα απόρρητα από τους προγενέστερους του είχε μυηθεί, και έτσι μας κατέστησε συγχορευτές της περί τα θεία μυστικής αλήθειας.

Αν πρόκειται σε αυτόν να αποδώσουμε την πρέπουσα ευγνωμοσύνη για τις ευεργεσίες του προς εμάς, δεν θα θα έφτανε ούτε όλος μαζί ο χρόνος. Αν όμως πρέπει όχι μόνο οι ίδιοι να παραλάβουμε από άλλους το εξαιρετικό αγαθό της πλατωνικής φιλοσοφίας, αλλά να αφήσουμε και υπομνήματα στους μεταγενέστερους για τα μακάρια θεάματα, των οποίων οι ίδιοι υποστηρίζουμε ότι γίναμε κατά το δυνατόν παρατηρητές και υποστηρικτές υπό την καθοδήγηση του κάλλιστου οδηγού της εποχής μας, ο οποίος είχε φτάσει στο έπακρο της γνώσης της φιλοσοφίας, τότε ίσως δικαιολογημένα θα παρακαλούσαμε τους ίδιους τους Θεούς να φέξουν το φώς της αλήθειας στις ψυχές μας, και τους «ακολούθους και υπηρέτες» των θείων να κατευθύνουν τον νου μας και να τον οδηγήσουν στην πλήρη, θεϊκή και υψηλή τελειότητα της πλατωνικής θεωρίας. Γιατί παντού, πιστεύω, πρέπει και αυτός «που είναι έστω και ελάχιστα συνετός» να ξεκινά από τους Θεούς, περισσότερο μάλιστα όσον αφορά τις ερμηνείες για τους Θεούς. Γιατί δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε διαφορετικά το θείο, παρά αφού τελειοποιηθούμε με το φως που πηγάζει από εκείνους, ούτε να το μεταδώσουμε σε άλλους, παρά καθοδηγούμενοι από εκείνους και διατηρώντας την ερμηνεία των θείων ονομάτων απαλλαγμένη από τις πολύμορφες δοξασίες και από την ποικιλία που εκφράζεται με τα λόγια.

Αυτά λοιπόν και εμείς γνωρίζοντας και υπακούοντας στις προτροπές του πλατωνικού «Τίμαιου», θα καταστήσουμε τους θεούς ηγεμόνες μας της περί αυτών διδασκαλίας. Κι αυτοί ακούσαντες «ἵλεῴ τε καὶ εὐμενεῖς» ελθόντες, και ας οδηγήσουν τον της ψυχής ημών νουν και ας τον μεταφέρουν στην εστία του Πλάτωνα και στον ανηφορικό δρόμο αυτής της θεωρίας. Εκεί, λοιπόν, αν βρεθούμε, θα λάβουμε όλη την αλήθεια για αυτούς και θα έχουμε το άριστο τέλος της εν ημίν οδύνης για τα θεία, καθώς ποθούμε να γνωρίσουμε κάτι για αυτά, είτε ζητώντας να το μάθουμε από άλλους είτε πιέζοντας τους εαυτούς μας, όσο μπορούν.

—– Βλ. Πρόκλος «Κατά Πλάτωνα Θεολογία, Βιβλίο Α’, 1.5.6 – 1.8.22»). —-

Β΄

Αρκετά όμως με αυτά για εισαγωγή. Είναι αναγκαίο εξάλλου σε εμένα να παρουσιάσω τον τρόπο της παρούσας διδασκαλίας, τι λογής πρέπει να περιμένει κανείς ότι θα είναι, και να προσδιορίσω και την προετοιμασία όσων πρόκειται να την παρακολουθήσουν, προετοιμασία με βάση την οποία δεν θα αντεπεξέλθουν κατάλληλα στους δικούς μας συλλογισμούς, αλλά στη “υψηλόνοη” και ένθεη πλατωνική φιλοσοφία. Γιατί ταιριάζει βέβαια και τα είδη των λόγων και η προετοιμασία των ακροατών να είναι κατάλληλα ως βάση, όπως ακριβώς και στις ανάλογες τελετές την υποδοχή των θεών την προετοιμάζουν οι περί αυτά δεινοί, και ούτε πάντοτε τα ίδια, είτε άψυχα αντικείμενα είτε άλλα ζώα είτε ανθρώπους, δεν χρησιμοποιούν για την παρουσία των Θεών, αλλά σε κάθε περίπτωση φέρνουν στην συγκεκριμένη τελετή αυτό που από την φύση του μπορεί να μετέχει

Θα είναι, λοιπόν, ο λόγος μου κατ’ αρχάς χωρισμένος σε τρία μέρη. Αρχικά συνοψίζω όλες τις κοινές σκέψεις για τους θεούς, τις οποίες παραδίδει ο Πλάτων, και εξετάζω παντού τις σημασίες και τις αξίες των αξιωμάτων. Ενδιάμεσα, απαριθμώ όλες τις βαθμίδες των θεών και προσδιορίζω τις ιδιότητες και την πρόοδο τους, σύμφωνα με τον πλατωνικό τρόπο, και όλα τα ανάγω στις θεωρίες των θεολόγων. Στο τέλος, πραγματεύομαι τους υπερκόσμιους και εγκόσμιους θεούς που σποραδικά στα Πλατωνικά συγγράμματα έχουν εξυμνηθεί και αποδίδω στα καθολικά γένη των θείων (δια)Κόσμων τη θεώρηση τους.

Σε όλα λοιπόν θα προτιμήσουμε τη σαφήνεια, την οργάνωση και την απλότητα από τα αντίθετα τους, μεταφέροντας όσα έχουν παραδοθεί δια συμβόλων, στην ευκολονόητη διδασκαλία για αυτά, ανάγοντας όσα παραδίδονται στην δοκιμασία των “υπολογισμών των αιτίων τους” όσα έχουν καταγραφεί με τη μορφή μιας πιο βέβαιης κρίσης, διερευνώντας όσα αποτελούνται από αποδείξεις, “επεξηγώντας” τον τρόπο της αλήθειας που κρύβεται σε αυτά και κάνοντάς τον γνωστό στους ακροατές, ανακαλύπτοντας από αλλού το σαφές νόημα όσων είναι καταγεγραμμένα αινιγματικά, όχι από άσχετες υποθέσεις, αλλά από εκεί έρχονται στον νου των ακροατών. Από όλα αυτά λοιπόν θα αποκαλυφθεί σε εμάς το μοναδικό και τέλειο είδος της Πλατωνικής θεολογίας, καθώς και ο μοναδικός νους που παρήγαγε όλο τούτο το κάλλος του και την μυστική ανάπτυξη της θεωρίας αυτής.

Τέτοιος θα είναι ο λόγος μου, όπως ακριβώς είπα. Ο ακροατής, πάλι των εξεταζομένων απόψεων ας είναι εκ των προτέρων εφοδιασμένος με τις ηθικές αρετές, ας έχει δαμάσει με τη λογική της αρετής όλα τα ταπεινά και ανάρμοστα πάθη της ψυχής και ας έχει συνθέσει μαζί στη μορφή της φρόνησης. “Γιατί αν κάτι μη καθαρό”, λέει ο Σωκράτης (“Φαίδων, 67.b”), “πιάνει το καθαρό, να τι είναι ανεπίτρεπτο”. Κάθε κακός βέβαια είναι οπωσδήποτε ακάθαρτος, ενώ ο αντίθετος του είναι καθαρός. Ας έχει εξασκηθεί, εξάλλου, και σε όλους τις συλλογιστικές μεθόδους και ας έρθει έχοντας μελετήσει πολλές αδιάψευστα νοήματα για τις αναλύσεις και για τις αντίθετές τους διαιρέσει, όπως ακριβώς, νομίζω, και ο Παρμενίδης προέτρεψε τον Σωκράτη. Γιατί πριν από μια τέτοια “περιπλάνηση” στους λογικούς συλλογισμούς είναι δύσκολη και ακατόρθωτη η κατανόηση των θείων γενών και εντός αυτών ιδρυμένης αλήθειας. Και τρίτον μετά από αυτά, ας μην ανίδεος από τη Φυσική και από τις κάθε μορφής θεωρίες μέσα στους κόλπους της, για να αναζητήσει μέσα στις εικόνες, όπως πρέπει, τις αιτίες των όντων και για να πορευτεί πιο εύκολα στην ίδια πλέον την φύση των ξεχωριστών και πρωταίτιων υποστάσεων. Ας μην απέχει λοιπόν ούτε από την αλήθεια των αισθητών, την οποία αναφέραμε, ούτε, πάλι, από “τις εκπαιδευτικές μεθόδους” (πβλ. “Τίμαιος, 52.c”) και την μάθηση που προκύπτει από αυτές. Γιατί μέσα από αυτά αναγνωρίζουμε ως πιο άυλη τη θεία ουσία.

Αφού όλα αυτά τα συνδυάσει κανείς στη σκέψη που θα τον οδηγήσει και συμμετάσχει και στην πλατωνική διαλεκτική και μελετήσει τις άυλες και ξεχωριστές από τις σωματικές δυνάμεις ενέργειες και “νοήσει μετά λογικών συλλογισμών” τα όντα επιθυμώντας να τα θεωρήσει (πβλ. “Τίμαιος, 28.a”), ας αναλάβει με ζήλο την ερμηνεία των θείων και μακάριων δογμάτων, “ανοίγοντας” σύμφωνα με τον χρησμό “στον έρωτα τα βάθη της ψυχής του”, επειδή δεν είναι δυνατόν “να πάρει κάποιον καλύτερο συνεργό από τον έρωτα” για την κατανόηση αυτής της θεωρίας, όπως λένε κάπου τα λόγια του Πλάτωνα (πβλ. “Συμπόσιο, 212.b”), έχοντας εξασκηθεί στην αλήθεια που τα διέπει όλα, ανυψώνοντας το όμμα του νου στην ίδια την πραγματική αλήθεια, τοποθετώντας τον εαυτό του δίπλα στο μόνιμο, αμετάβλητο και ασφαλές είδος της γνώσης των θείων, χωρίς να παρασύρεται να θαυμάσει πλέον κάτι άλλο ή να στοχεύσει προς κάτι άλλο, αλλά σπεύδοντας με ατάραχη διάνοια και με την “δύναμη της άφθαρτης” ζωής προς το θείο φως, και, για να μιλήσω γενικά, έχοντας προβάλει μαζί ένα τέτοιο είδος ενέργειας και ηρεμίας, όποια πρέπει να έχει αυτός που θα γίνει έτσι “κορυφαίος”, ‘όπως λέει ο Σωκράτης στον “Θεαίτητο, 173.c”».

—- Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, βιβλίο Α’, 1.8.17 – 1.11.26». —-

Γ΄

Όλοι λοιπόν όσοι μέχρι την εποχή του Πλάτωνα είχαν ασχοληθεί με την θεολογία, κατονομάζοντας «θεούς» τα από τη φύση τους πρώτα, υποστήριζαν ότι γύρω από αυτά περιστρέφεται η διαπραγμάτευση της θεολογικής επιστήμης. Οι Στωικοί π.χ. θεωρώντας αξιόλογη μόνο την σωματική υπόσταση του είναι και θέτοντας σε δεύτερη μοίρα ως προς την ουσία όλα τα είδη των άυλων, χαρακτήριζαν τις αρχές των όντων σωματοειδείς και την εσωτερική μας διάθεση που τις αναγνωρίζει σωματική. Άλλοι πάλι, όπως ο Αναξαγόρας, εξαρτώντας όλα τα σώματα από τα άυλα, και εντοπίζοντας την πρωταρχική ύπαρξη εν ψυχή και τις ψυχικές δυνάμεις, «θεούς», αποκαλούσαν τις άριστες  ψυχές, ενώ ονόμαζαν θεολογία της επιστήμη που ανέρχεται έως αυτές και τις αναγνωρίζει. Όσοι πάλι, όπως ο Αριστοτέλης, και τα πλήθη των ψυχών όπως αναφέρει και ο Πλάτων στους «Νόμους, 631.d»τα παρήγαγαν από κάποια άλλη πρεσβύτερη αρχή και θεωρούσαν «τον νου ως ηγεμόνα» των πάντων, υποστήριζαν ότι η καλύτερη τελείωση είναι η ένωση της ψυχής με τον νου και πίστευαν ότι το νοητικό [νοερό] είδος της ζωής είναι το πιο πολύτιμο από όλα και ταύτιζαν βέβαια τη θεολογία με την ερμηνεία της νοητικής ουσίας.

Όλοι λοιπόν, όπως είπαμε, τις πιο πρώτες και πιο αυτοτελείς αρχές των όντων τις αποκαλούσαν θεούς και θεολογία την τούτων επιστήμη. Μόνο η ένθεη υφήγηση του Πλάτωνα θέτοντας όλα τα σωματικά σε κατώτερη μοίρα από την αρχή [γιατί καθετί που μπορεί να χωριστεί και να διαιρεθεί από τη φύση του δεν μπορεί να παράγει ούτε να διατηρηθεί, αλλά και την ύπαρξή του και το ότι ενεργεί ή πάσχει τα έχει  μέσω της ψυχής και των κινήσεων που συμβαίνουν σε αυτήν] και αποδεικνύοντας ότι η ουσία της ψυχής είναι πρεσβύτερη [ανώτερη] από αυτή των σωμάτων, αλλά εξαρτάται από την νοητική υπόσταση του νοός [επειδή κάθε τι που κινείται μέσα στον χρόνο, ακόμα κι αν κινείται από μόνο του, είναι ηγεμονικότερο από αυτά που κινούνται μέσω άλλων, είναι κατώτερο όμως από την αιώνια κίνηση], χαρακτηρίζει τον Νου πατέρα και αίτιο των ψυχών και των σωμάτων, και γύρω από αυτόν υπάρχουν και ενεργούν όλα όσα αποκτούν ζωή μέσα στις τροχιές και τις ανακυκλώσεις, προχωρά όμως και σε μια άλλη αρχή εντελώς εξηρημένη [ανεξάρτητη] από τον Νου, πιο άυλη και πιο μυστική, από την οποία αναγκαστικά πηγάζει η υπόσταση των πάντων, ακόμα και αν μιλήσεις για τα τελευταία όντα. Γιατί από τη φύση τους δεν συμμετέχουν όλα στην ψυχή, αλλά όσα έχουν λάβει μέσα τους περισσότερο ή λιγότερο ξεκάθαρη, ούτε είναι δυνατόν όλα να μετέχουν στον νου και στην ουσία, αλλά όσα έχουν λάβει υπόσταση σύμφωνα με κάποιο είδος. Πρέπει, όμως, πάλι στην αρχή των πάντων να συμμετέχουν και όλα τα όντα, για να μην «απουσιάσει από κανένα» αυτή, εφόσον είναι αίτια όλων όσων θεωρούνται ότι έχουν λάβει υπόσταση με οποιονδήποτε τρόπο.

Αφού αυτή την πρώτη και την πρεσβύτερη [ανώτερη] του Νου αρχή – (Νους = νοητό πλάτος = Νοητικοί Θεοί + Νοητικοί & Νοητοί Θεοί + Νοητοί Θεοί) -, η οποία είναι κρυμμένη σε άβατους χώρους, με ένθεη έμπνευση η πλατωνική φιλοσοφία ανακάλυψε και παρουσίασε αυτές τις τρείς αιτίες και ενιαίες μονάδες πέρα από τα σώματα, εννοώ την ψυχή, τον πρωταρχικό νου και την υπέρ Νου Ένωση, παράγει από αυτά σαν μονάδες τους  οικείους αριθμούς [πλήθη], το ενιαίο δηλαδή, το νοητικό και το ψυχικό, και συνδέει, όπως ακριβώς τα σώματα με τις ψυχές, έτσι λοιπόν και τις ψυχές με τα νοητικά είδη και αυτά τα τελευταία με τις ενάδες των όντων, ενώ όλα επιστρέφουν στη μία Ενάδα, η οποία δεν επιδέχεται συμμετοχή. Και ανεβαίνοντας μέχρι αυτή, πιστεύει ότι κατέχει την κορυφή της θεώρησης των πάντων και ότι αυτή η αλήθεια για τους θεούς, αυτή που ασχολείται με τις ενάδες των όντων και μας παραδίδει τις προόδους και τις ιδιότητες τους και τη σύνδεση των όντων με αυτές τις μονάδες και τις βαθμίδες των ειδών, οι οποίες εξαρτώνται από αυτές τις ενιαίες υποστάσεις. Και η θεωρία που περιστρέφεται γύρω από τον νου και τα είδη και τα γένη του νου πιστεύει ότι είναι κατώτερη από την επιστήμη που πραγματεύεται τα θέματα των ίδιων των θεών. Και ότι αυτή η τελευταία αγγίζει ακόμα και τα νοητά είδη και αυτά που μπορούν να αναγνωριστούν από την ψυχή μέσω της νοητικής συλλήψεως, ενώ εκείνη που υπερτερεί από αυτήν αναζητά μέσα στις άρρητες και άφθεγκτες υπάρξεις την μεταξύ τους διάκριση και την εμφάνισή τους από μια αιτία. 

Για αυτό πιστεύω το νοερό ιδίωμα [η νοητική ιδιότητα] της ψυχής μπορεί να συλλάβει τα νοητικά είδη και τη διαφορά τους, και ότι η κορυφή του νοός, το «άνθος» και η ύπαρξη του συνδέεται με τις ενάδες των όντων και μέσω αυτών με την ίδια την απόκρυφη Ένωση όλων των θείων ενάδων. Γιατί, ενώ υπάρχουν σε εμάς πολλές αναγνωριστικές δυνάμεις, με αυτή μόνο από τη φύση μας ερχόμαστε σε επαφή με το θείο και μετέχουμε σε εκείνο. Γιατί ούτε με την αίσθηση είναι αντιληπτό το «θείο γένος» όπως επισημαίνει ο Πλάτων στον «Φαίδρο, 246.d», αφού είναι εντελώς εξηρημένο [ξεχωριστό] από όλα τα σωματικά, ούτε από την δόξα [αντίληψη] και την διάνοια, αφού αυτές είναι διαμοιρασμένες και έρχονται σε επαφή με το πολύμορφα πράγματα, ούτε από τη «νόηση μετά Λόγου [με λογικούς συλλογισμούς]», αφού του είδους οι γνώσεις αφορούν τα αληθινά όντα, ενώ η των θεών ύπαρξη εποχείται [επιβαίνει] στα όντα όπως λέγει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες, 1.1.8.9, 2.5.5.10, 6.7.5.24» και έχει προσδιοριστεί από την Ένωση των πάντων. Απομένει, λοιπόν, αν μπορεί να γίνει με κάποιο τρόπο το θείο γνωστό, να είναι αντιληπτό από την ύπαρξη της ψυχής και από αυτήν να αναγνωρίζεται, καθ’ όσον είναι δυνατόν. Γιατί παντού υποστηρίζουμε ότι «τα όμοια αναγνωρίζουν τα όμοιά τους». Από την αίσθηση το αισθητό, από την δόξα [αντίληψη] το δοξαστό [αντιληπτό], από την διάνοια το διανοητό και από τον νου το νοητό, ώστε και από το ένα το πιο ενιαίο από όλα και από το μυστικό το μυστικό. Σωστά λοιπόν και ο Σωκράτης στον «Αλκιβιάδη, 133.b» έλεγε ότι η ψυχή εισερχόμενη στον εαυτό θα δει και όλα τα άλλα και τον θεό. Και συγκεντρωμένη προς την ένωσή της και το κέντρο της ζωής, και ξεπερνώντας το πλήθος και την ποικιλία των κάθε είδους δυνάμεων που βρίσκονται σε αυτήν, ανεβαίνει στη ίδια την άκρα [κορυφαία] «περιωπή» [παρατηρητήριο] των όντων όπως λέγει στον «Πολιτικό, 272.b» ο Πλάτων. Και όπως ακριβώς στις πιο ιερές τελετές λένε ότι οι μύστες [μυούμενοι] στην αρχή συναντούν πολυποίκιλα και πολυειδή αυτά τα γένη των θεών που έχουν προπορευτεί, ενώ, αν εισέλθουν ακλινείς [ατάραχοι] και προστατευόμενοι από τις τελετές, την ίδια τη θεία έλλαμψιν ακραιφνώς [γνήσια] εγκολπώνονται και «γυμνοί», όπως εκείνοι  λένε, του θείου μεταλαμβάνουν, κατά τον ίδιο τρόπο και εν τη θεωρία των όλων η ψυχή η οποία κοιτάζει αυτά που βρίσκονται μετά από αυτήν, βλέπει τις σκιές και τα είδωλα των όντων, ενώ, αν στραφεί προς τον εαυτό της, ξεδιπλώνει τη δική της ουσία και τους δικούς της λογικούς προσδιορισμούς. 

Και αρχικά, καθώς βλέπει μόνο τον εαυτό της, εμβαθύνει στην αυτογνωσία της και βρίσκει τον νου μέσα της και τις βαθμίδες των όντων, και προχωρώντας στο εσωτερικό της και περίπου στο άδυτο της ψυχής, εκεί «με κλειστά τα μάτια» (εξ ου και μύηση) παρατηρεί (εξ ου και εποπτεία) και «το γένος των θεών» και τις ενάδες των όντων. Γιατί όλα υπάρχουν εντός μας με τρόπο ψυχικό και για αυτό από τη φύση μας τα γνωρίζουμε όλα, αφυπνίζοντας τις δυνάμεις που βρίσκονται εντός μας και τις εικόνες των πάντων.

Και αυτό είναι το άριστον της ενέργειας, με ηρεμία δηλαδή των δυνάμεων να ανατείνουμε προς το ίδιο το θείο και να χορεύουμε γύρω από εκείνο, και όλο το πλήθος τη ψυχής αεί να το «συγκεντρώνουμε μαζί» προς την ένωση ταύτην, αφήνοντας όλα όσα μετά το Ένα είναι προσιδρυμένα [προσκολλημένα] σε αυτό και συνάπτονται [συνδέονται] με το άρρητο και πάντων επέκεινα των όντων [με αυτό που βρίσκεται υπεράνω των όντων]. Γιατί μέχρι αυτό πρέπει να ανεβαίνει η ψυχή, έως ότου ολοκληρώσει την άνοδο της στην ίδια την αρχή των όντων. Όταν φτάσει εκεί και παρατηρήσει τον εκεί τόπο και εξηγήσει τα πλήθη των ειδών, εξετάζοντας τις ενιαίες μονάδες τους και τους αριθμούς τους, και αναγνωρίζοντας με τον νου πως κάθε τι εξαρτάται από τις δικές του ενάδες, ας γνωρίζει ότι κατέχει πλήρως την επιστήμη των θείων, αφού παρατηρήσει, από τη σκοπιά την ενότητας, και τις προόδους των θεών στα όντα και τις διακρίσεις των όντων με βάση τους θεούς.

——– Πρόκλος στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.12.11 – 1.17.7». —- —

Δ΄

Ο θεολόγος λοιπόν σύμφωνα με την προτίμηση του Πλάτωνα  ας είναι για εμάς τέτοιος και η θεολογία μία τέτοια έξη, η οποία φανερώνει την ίδια την ύπαρξη των θεών και διακρίνει το άγνωστο και ενιαίο φως τους από την ιδιότητα όσων μετέχουν σε αυτούς, και παρατηρεί και αναγγέλλει στους άξιους αυτή τη μακάρια ενέργεια, η οποία παρέχει όλα μαζί τα αγαθά. Μετά από αυτά ας ξεχωρίσουμε και τους τρόπους με τους οποίους ο Πλάτων μας εξηγεί τα μυστικά νοήματα για τους θεούς. Γιατί δεν αναπτύσσει τη διδασκαλία του για τα θεία παντού με τον ίδιο τρόπο, αλλά άλλοτε με ένθεη έμπνευση και άλλοτε με την διαλεκτική αναπτύσσει την αλήθεια για αυτά, άλλοτε δηλώνοντας συμβολικά της άρρητες ιδιότητες τους και άλλοτε ανατρέχοντας από τις εικόνες στους θεούς και ανακαλύπτοντας σε αυτούς τις πρωταρχικές αιτίες των πάντων.

Στον «Φαίδρο, 238.d» γενόμενος νυμφόληπτος την ανθρώπινη νόηση με την  κρείττονα μανία αλλάζει, με ένθεο στόμα εκθέτει πολλά απόρρητα δόγματα για τους νοητικούς θεούς όπως επίσης πολλά και για τους απόλυτους [ανεξάρτητους] ηγεμόνες, οι οποίοι το πλήθος των εγκόσμιων θεών αναβιβάζουν στης νοητές και χωριστές από όλες μονάδες, και ακόμη περισσότερο από τους ίδιους τους θεούς που έχουν μοιράσει τον Κόσμο, εξυμνώντας της νοήσεις τους και τις δημιουργίες που προκαλούν μέσα στον Κόσμο και την άχραντη πρόνοια τους και την διακυβέρνηση τους πάνω στις ψυχές και σε όσα άλλα παραδίδει ο Σωκράτης σε εκείνα τα σημεία με ένθεη έμπνευση, όπως ο ίδιος ξεκάθαρα λέει, και μάλιστα αποδίδοντας στους τοπικούς θεούς την αυτή μανία [έκσταση].

Ο Πλάτων στον «Σοφιστή» εξάλλου συζητώντας διαλεκτικά για το ΟΝ και τη χωριστή υπόσταση του Ενός από τα όντα και διατυπώνοντας απορίες προς τους παλιότερους, αποδεικνύει πώς όλα τα όντα είναι εξαρτημένα από την αιτία τους και από το πρώτο ΟΝ, και πως το ίδιο το ΟΝ μετέχει στην ξεχωριστή από όλα Ενάδα, και ότι το ΟΝ έχει δεχτεί την σφραγίδα του Ενός και δεν είναι το απόλυτο Ένα, καθώς είναι πιο υποβιβασμένο από το Ένα και είναι ενοποιημένο, χωρίς όμως να είναι πρωταρχικά Ένα. Το ίδιο πάλι και στον «Παρμενίδη» τις προόδους του Όντος από το Ένα και την υπεροχή του Ενός την παρουσιάζει διαλεκτικά από τις πρώτες συζητούμενες υποθέσεις και, όπως ο ίδιος λέει εκεί, με την τελειότατη διαίρεση αυτής της μεθόδου.

Αλλά όμως και στον «Γοργία, 523.a» για τους τρείς δημιουργούς και για την δημιουργική διανομή μεταξύ τους λέγοντας ένα μύθο, ο οποίος δεν είναι μόνο «μύθος αλλά και Λόγος», και στο «Συμπόσιο» για την ένωση του έρωτα, και στον «Πρωταγόρα» για την διευθέτηση  των θνητών ζωών από τους θεούς, με τον συμβολικό τρόπο κρύβει την αλήθεια για τους θεούς και μέχρι το επίπεδο μιας απλής ένδειξης παρουσιάζει τη πρόθεσή του στους γνησιότερους από τους ακροατές του. Αλλά δεν θα μείνουμε μόνο σε αυτά, θα αναφέρουμε και την διδασκαλία μέσω των μαθηματικών και τη διαπραγμάτευση για τους θεούς μέσω των ηθικών και των φυσικών λόγων, τέτοια μπορούμε να δούμε πολλά στον «Τίμαιο» στον, στον «Πολιτικό» και πολλά άλλα στους άλλους διαλόγους σκορπισμένα. Γιατί όλα ατά απεικονίζουν τις δυνάμεις των θεών. Ο «Πολιτικός» για παράδειγμα απεικονίζει την δημιουργία στον ουρανό, τα σχήματα των πέντε στοιχείων τα οποία έχουν αναλυθεί στις γεωμετρικές σχέσεις απεικονίζουν όλες τις τάξεις των θεών. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι και τις πολιτείες τις οποίες συγκροτεί, τις συγκροτεί απεικονίζοντας τα θεία και ολόκληρο τον Κόσμο και τις δυνάμεις μέσα σε αυτόν. Όλα λοιπόν αυτά μέσω της ομοιότητας που έχουν τα εδώ εγκόσμια προς τα θεία μας υποδεικνύουν τις προόδους, τις βαθμίδες εκείνων μέσω εικόνων.

Οι τρόποι λοιπόν της θεολογικής διδασκαλίας του Πλάτωνα είναι αυτοί περίπου και είναι φανερό από όσα έχουν ειπωθεί ότι είναι αναγκαίο να είναι στον αριθμό τόσοι. Γιατί μιλούν για τα θεία με ενδείξεις, μιλούν ή συμβολικά και μυθικά ή με εικόνες, ενώ όσοι απροκάλυπτα αναγγέλλουν τις σκέψεις τους, άλλοι κατά επιστήμη και άλλοι κατά την εκ θεών επίπνοια. Ο τρόπος που δηλώνει με σύμβολα ο Πλάτων είναι ορφικός και γενικά οικείος με όσους γράφουν τις μυθολογίες για τους θεούς. Ο τρόπος με εικόνες είναι πυθαγόρειος, επειδή και από τους πυθαγόρειους έχουν εφευρεθεί τα μαθηματικά για την ανάμνηση των θείων και μέσω αυτών, σαν να είναι εικόνες, επιχειρούσαν να μεταβούν σε εκείνα. Γιατί και τους αριθμούς και τα σχήματα τα ανήγαγε στους θεούς. Ο άλλος τρόπος, ο οποίος με ένθεη επίπνοια αποκαλεί αυτούσια την ίδια την αλήθεια των θεών, εμφανίζεται κυρίως στις ανώτερες βαθμίδες μυσταγωγών. Γιατί δεν θεωρούν αυτοί άξιο μέσα σε κάποια παραπετάσματα βέβαια να παρουσιάσουν στους μαθητές τους τις θεϊκές βαθμίδες και τις ιδιότητες τους, αλλά αναγγείλουν τις δυνάμεις και τους αριθμούς που βρίσκονται μέσα στους θεούς, κινούμενοι από τους ίδιους τους θεούς. Ο τρόπος εξάλλου της επιστήμης είναι ιδιαίτερος της Σωκρατικής φιλοσοφίας. Γιατί και τη βαθμιαία πρόοδο των θεϊκών γενών και τη μεταξύ τους διαφορά και τις κοινές ιδιότητες όλων των Κόσμων και τις ξεχωριστές καθενός μόνο ο Πλάτων επιχείρησε και να διακρίνει και να τακτοποιήσει, όπως πρέπει.

Αυτό λοιπόν θα γίνει φανερό, όταν αναπτύξουμε τη βασική επιχειρηματολογία μας για τον “Παρμενίδη” και για όλες τις διαιρέσεις σε αυτόν τον διάλογο. Προς το παρών όμως ας πούμε ότι ο Πλάτων δεν αποδέχτηκε ολόκληρη τη δραματουργία των μυθικών δημιουργημάτων, αλλά όποιο μέρος της «έχει σαν στόχο το ωραίο και το αγαθό», όπως λέγει στην «Πολιτεία, 462.a», και δεν είναι ασύμφωνο με τη θεία υπόσταση.

Γιατί ο τρόπος της μυθολογίας είναι αρχαίος και, δηλώνοντας με υπονοούμενα τα θεία και απλώνοντας πολλά παραπετάσματα μπροστά από την αλήθεια και απεικονίζοντας τη φύση, η οποία προβάλλει τα αισθητά δημιουργήματα των νοητών και τα υλικά των άυλων και τα διαιρετά των αδιαιρέτων, κατασκευάζει είδωλα των αληθινών όντων και ψεύτικα όντα. Επειδή βέβαια οι παλαιοί ποιητές θεωρούσαν καλό να ανασυνθέτουν πιο τραγικά τις μυστικές γνώσεις για τους θεούς και για αυτό δημιούργησαν απάτες των θεών, ακρωτηριάσεις, πολέμους, αλληλοσπαραγμούς, αρπαγές, μοιχείες και πολλά άλλα τέτοια σύμβολα της κρυμμένης σε αυτά αλήθειας για τα θεία, ο Πλάτων αποποιείται αυτόν τον τρόπο της μυθολογίας και υποστηρίζει, πολύ σωστά όπως έχουμε εξηγήσει, ότι είναι εντελώς ακατάλληλος για την εκπαίδευση των νέων, ενώ συμβουλεύει η δημιουργία των διηγήσεων για τους θεούς με την μορφή μύθου να γίνεται με έναν τρόπο πιο ταιριαστό στην αλήθεια και πιο οικείο στην φιλοσοφική έξη. Αυτές οι διηγήσεις θα πρέπει να θεωρούν και να δεικνύουν πασιφανώς ότι το θείο είναι υπαίτιο όλων των αγαθών και κανενός κακού, ότι δεν μετέχει σε καμία μεταβολή διατηρώντας πάντοτε αμετάβλητη τη δική του σειρά, και ότι, έχοντας συμπεριλάβει εκ των προτέρων εντός του την πηγή της αλήθειας, δεν θα γίνεται αίτιο καμίας απάτης για τα άλλα. Τέτοια λοιπόν πρότυπα για την θεολογία ο Σωκράτης στην «Πολιτεία» υπέδειξε. Όλοι λοιπόν οι μύθοι του Σωκράτη  στην πλατωνική «Πολιτεία» διαφυλάσσουν την αλήθεια απόρρητη, χωρίς όμως να έχουν την εξωτερική μορφή τους ασύμφωνη από την αδίδακτη και αδιάφθορη προ-αντίληψη [γνώση με μορφή μνήμης], η οποία υπάρχει εκ φύσεως μέσα μας, αλλά μεταφέρουν μια εικόνα της συγκρότησης του Κόσμου, στην οποία και το φαινόμενο κάλος [ορατή ομορφιά] είναι ταιριαστό ,ε τον θεό και η ποιο θεϊκή από αυτήν έχει εδραιωθεί μέσα στις αφανείς ζωές και δυνάμεις των θεών.

Ένας τρόπος, λοιπόν, είναι αυτός με τον οποίο τους μύθους τους σχετικούς με τα θεία πράγματα από την φαινομενική ακαταστασία, παραλογισμό και αταξία τους οδήγησε στην τάξη, τον κανόνα και την σύνθεση που στοχεύει στο καλό (ωραίο) και στο αγαθό. Ένας άλλος τρόπος είναι αυτός τον οποίο μας παραδίδει στον «Φαίδρο», ζητώντας να διατηρούμε παντού απρόσμικτη τη μυθολογία των θεών από τις φυσικές ερμηνείες και πουθενά να μην ανακατεύουμε ούτε να διασταυρώνουμε την Θεολογία και τη φυσική θεωρία. Γιατί, καθώς το θείο «ἐξῄρηται τῆς ὅλης φύσεως» [στέκεται πάνω από το σύνολο της φύσεως], έτσι βέβαια και οι περί θεών λόγοι πρέπει να είναι εντελώς απρόσμικτοι από τη μελέτη της φύσεως. Γιατί αυτό, λέει, είναι «ἐπίπονον καὶ οὐ πάνυ, φησίν, ἀνδρὸς ἀγαθοῦ», το να αποτελούν σκοπό του νοήματος των μύθων τα φυσικά φαινόμενα , και τη Χίμαιρα, για παράδειγμα, και τη Γοργόνα και καθένα από αυτά με τη βοήθεια της σοφίας να το ταυτίσουμε με τα φυσικά πλάσματα. Γιατί αυτά ο Σωκράτης τα έχει πει κατηγορώντας όσους υποστηρίζουν ότι η Ωρείθυια λέγεται με τη μορφή μύθου ότι έχει αρπαχτεί από τον Βορέα, επειδή την ερωτεύτηκε, αν και ήταν θνητή, γιατί, καθώς έπαιζε, παρασύρθηκε και έπεσε πάνω στα βράχια από έναν βόρειο άνεμο. Γιατί πρέπει οι μύθοι γύρω από τους θεούς να έχουν πάντοτε πιο σοβαρά από τα φαινόμενα τα κρυφά νοήματα τους. Επομένως, αν κάποιοι και από τους πλατωνικούς μύθους μας θέτουν θέματα φυσικά ή θέματα που περιστρέφονται γύρω από τα εδώ εγκόσμια, θα ισχυριστούμε ότι και αυτοί εντελώς απομακρύνονται από τη φιλοσοφική σκέψη και ότι μόνο εκείνοι οι λόγοι είναι ερμηνευτές της αλήθειας που υπάρχει εντός των μύθων, όσοι στοχεύουν στην θεία, άυλη και χωριστή υπόσταση και κοιτάζοντας προς αυτήν κάνουν τις συνθέσεις και τις αναλύσεις των μύθων κατά τρόπο ταιριαστό με τις προλήψεις που υπάρχουν μέσα μας για τα θεία.

——– Πρόκλος στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.17.9 – 1.23.11». —- —

Ε΄

Αφού λοιπόν απαριθμήσαμε όλους αυτούς τους τρόπους της Πλατωνικής θεολογίας και έχουμε αναφέρει ποιες πρέπει να είναι οι συνθέσεις και οι αναλύσεις των μύθων για την αλήθεια των θεών, ας περιοριστεί λοιπόν αυτή η εξέταση σε αυτά. Ας εξετάσουμε όμως εκτός από αυτά από πού και από ποιους διαλόγους κυρίως πρέπει να συλλεγούν οι απόψεις του Πλάτωνα για τους θεούς, και ποια πρότυπα έχοντας στο νου θα μπορέσουμε να κρίνουμε τα γνήσια και τα νόθα από όσα αποδίδονται σε αυτόν.

Όλους, λοιπόν, τους πλατωνικούς διαλόγους τους διαπνέει η αλήθεια για τους θεούς και είναι εγκατασπαρμένα σε όλους, σε άλλους πιο αμυδρά και σε άλλους πιο ξεκάθαρα, τα νοήματα της πρώτιστης φιλοσοφίας, τα οποία ιερά, φωτεινά και υπερφυή μπορούν να ανεβάσουν προς την άυλη και υπερβατική ουσία των θεών όσους μπορούν να συμμετέχουν σε αυτά με οποιονδήποτε τρόπο. Και όπως ακριβώς σε κάθε μέρος του σύμπαντος και σε κάθε φύση ο δημιουργός όλων των εγκόσμιων τοποθέτησε ινδάλματα της ασύλληπτης των θεώ υπάρξεως, για να μπορούν όλα να επιστρέφουν στο θείο με βάση τη συγγένεια τους προς αυτό, έτσι και ο ένθεος νους του Πλάτωνα εμφύτευσε μέσα στα δημιουργήματά του τις έννοιες του για τους θεούς και κανένα δεν αφήνει και κανένα δεν το αφήνει χωρίς συμμετοχή από την μνήμη του θείου, για να μπορούν οι γνήσιοι εραστές των θείων να αναβιβάζονται  και αποκομίζουν από όλα την ανάμνηση των καθολικών όντων.

Αν όμως πρέπει αυτούς τους διαλόγους που κυρίως μας αποκαλύπτουν τη μυσταγωγία στα μυστήρια των θεών να τους ξεχωρίσουμε από τους υπόλοιπους, ας απαριθμήσουμε τότε τον «Φαίδωνα», τον «Φαίδρο», το «Συμπόσιο» και τον «Φίληβο», συγκαταλέγοντας μετά από αυτούς και τον «Σοφιστή», τον «Πολιτικό», τον «Κρατύλο» και τον «Τίμαιο». Γιατί όλοι αυτοί συμβαίνει να είναι ως σύνολο γεμάτοι από την ένθεη επιστήμη του Πλάτωνα. Δεύτερους θα τοποθετήσουμε τον μύθο του «Γοργία» και τον μύθο του «Πρωταγόρα» και τα σχετικά με την πρόνοια των θεών στους «Νόμους» και όσα για τις Μοίρες ή για τις περιφορές του σύμπαντος μας έχουν παραδοθεί στο δέκατο βιβλίο της «Πολιτείας». Στην τρίτη θέση θα βάλουμε τις «Επιστολές» εκείνες από τις οποίες είναι δυνατόν να ανέλθουμε στην επιστήμη για τα θεία. Γιατί σε αυτές έχει γίνει λόγος για τρείς βασιλείς και έχουν αναφερθεί και πάμπολλα άλλα θεία δόγματα άξια της πλατωνικής θεωρίας.

Πρέπει λοιπόν κοιτάζοντας αυτά να αναζητάμε από τον «Φίληβο» την γνώση για το Ένα Αγαθό και για τις δύο αρχές και για την τριάδα που προκύπτει από αυτά, γιατί θα βρούμε όλα αυτά να μας έχουν παραδοθεί από τον Πλάτωνα διαχωρισμένα. Από τον «Τίμαιο» την περί των νοητών θεωρία και την ένθεη περί της δημιουργικής μονάδας υπόδειξη και την πιο πληρέστερη αλήθεια για τους εγκόσμιους θεούς. Από τον «Φαίδρο» όλα τα νοητά – νοητικά γένη και τις απόλυτες βαθμίδες των θεών, οι οποίες είναι εγκατεστημένες αμέσως πάνω από τις ουράνιες περιφορές. Από τον «Πολιτικό» τη δημιουργία μέσα στον ουρανό και τις διττές περιόδους του σύμπαντος και τις νοητικές αιτίες τους. Τέλος, από τον «Σοφιστή» ολόκληρη την υποσελήνια γένεσιν και την ιδιότητα των θεών που έλαβαν αυτόν τον κλήρο. Για κάθε θεό ειδικά θα συλλέξουμε πολλά ιερά ιεροπρεπή νοήματα από το «Συμπόσιο», πολλά και από τον «Κρατύλο», πολλά και από τον «Φαίδωνα». Γιατί σε καθένα από αυτούς τους διαλόγους γίνεται μεγαλύτερη ή μικρότερη αναφορά των θείων ονομάτων, από τα οποία είναι εύκολο αν γυμνασθούμε στα θεία να κατανοήσουμε με τον λογισμό μας τις ιδιότητές τους.

Πρέπει όμως καθεμία από τις αναλύσεις να τις παρουσιάσουμε σύμφωνη με τις πλατωνικές αρχές και με τις μυστικές παραδόσεις των θεολόγων. Γιατί Ολόκληρη η Θεολογία των Ελλήνων προέρχεται από την Ορφική μύηση, καθώς πρώτος ο Πυθαγόρας από τον Αγλαόφημο διδάχτηκε τα όργια των Θεών και δεύτερος ο Πλάτωνας δέχτηκε την παντελή περί τούτων επιστήμη από τα πυθαγόρεια και τα ορφικά συγγράμματα. Στον «Φίληβο,16.c», λοιπόν, ο Πλάτων ανάγοντας τη θεωρία για τα δύο είδη αρχής στους Πυθαγόρειους, τους αποκαλεί «συγκάτοικους των θεών» και μακάριους. Πολλές, βέβαια, θαυμαστές σκέψεις για τους θεούς και ο Φιλόλαος [ο Κροτωνιάτης] ο Πυθαγόρειος κατέγραψε για εμάς, εξυμνώντας την κοινή πρόοδο τους στα όντα και την ξεχωριστή τους δημιουργική δράση. Στον «Τίμαιο, 40.e» εξάλλου επιχειρώντας να μιλήσει για τους υποσελήνιους θεούς και για την διαβάθμιση μέσα σε αυτούς, κατέφευγε στους θεολόγους και τους αποκαλεί «παιδιά των θεών» και τους θεωρεί πατέρες της αλήθειας για τους θεούς και, τέλος σύμφωνα με την πρόοδο των νοητικών βασιλέων, όπως εμφανίστηκε στους θεολόγους, και των υποσελήνιων θεών, μας παραδίδει και τους Κόσμους που προέρχονται από τα καθολικά. Και παντού, για να μιλήσω γενικά, ακολουθώντας τις αρχές των θεολόγων αναπτύσσει τους περί θεών λόγους, αφαιρώντας το τραγικό στοιχείο από τη μυθολογία και θέτοντας τις αρχικές υποθέσεις ως κοινές με αυτούς.

—— Πρόκλος στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.23.13 – 1.26.22». ——-


ς΄ 

Ίσως όμως κανείς θα απαντούσε σε όλα αυτά λέγοντας ότι δεν υποστηρίζουμε σωστά ότι είναι παντού διασκορπισμένη η Πλατωνική θεολογία ούτε σωστά επιχειρούμε να συγκεντρώσουμε άλλα από το ένα και άλλα από τον άλλο διάλογο, σαν να προσπαθούμε να ενώσουμε σε ένα μείγμα πολλά νάματα τα οποία δεν βγαίνουν όλα από μια και την αυτή πηγή.

Αν λοιπόν έτσι συμβαίνει, θα μπορέσουμε να αναγάγουμε στις διάφορες πραγματείες του Πλάτωνα τις διάφορες απόψεις, οι απόψεις όμως περί θεών πουθενά δεν θα αποτελούν τον κύριο σκοπό της διδασκαλίας, ούτε θα τοποθετηθούν σε μια περιοχή η οποία θα προάγει τα γένη των θεών πλήρη και ολοκληρωμένα και μαζί με την μεταξύ τους σύνδεση. Και θα μοιάζουμε με όσους επιχειρούν να συγκροτήσουν το όλον από τα μέρη, λόγω έλλειψης της ολότητας που προηγείται από τα μέρη, και να συγκροτήσουν το τέλειο από τα ατελή, αν και πρέπει το ατελές να έχει μέσα στο τέλειο την πρωταρχική αιτία της δημιουργίας του. Γιατί ο Πλάτων στον «Τίμαιο» θα μας διδάξει, για παράδειγμα, τη θεωρία για τα νοητά γένη, και στον «Φαίδρο» θα εμφανιστεί να μας παραδίδει με την σειρά τους πρώτους νοητικούς Κόσμους. που όμως εντοπίζεται η σύνδεση των νοητικών με τα νοητά και ποια είναι η δημιουργία των δεύτερων από τα πρώτα και γενικά με ποιο τρόπο από τη μία αρχή των πάντων έχει γίνει η πρόοδος των θεϊκών Κόσμων προς το πλήθος των εγκόσμιων θεών και πως έχουν συμπληρωθεί τα ενδιάμεσα μεταξύ του Ενός από τη μια και του πλήρους πλήθους από την άλλη από τις δημιουργίες των θεών με βάση την ομοιόμορφο και αδιαίρετο υποβιβασμό των καθολικών, δεν θα μπορέσουμε να πούμε.

Και ποια είναι η ιερότητα, θα έλεγαν αυτοί που υποστηρίζουν αυτά, της πολυσυζητημένης από εσάς επιστήμης των θείων ;; Γιατί και αυτά τα οποία συγκεντρώνονται από πολλές μεριές είναι παράλογο να τα αποκαλέσουμε Πλατωνικά δόγματα, καθώς μαζεμένα από τον «Φαίδρο, 235.d», όπως λέτε, ανάγονται στην Πλατωνική φιλοσοφία, και δεν θα μπορέσετε να αποδείξετε ότι έχετε διαμορφώσει μια ολοκληρωμένη αλήθεια για τους θεούς. Και ίσως κάποιοι υποστηρίξουν ότι οι μεταγενέστεροι από τον Πλάτωνα συγκρότησαν και παρέδωσαν ένα και ολοκληρωμένο είδος θεολογίας στα συγγράμματά τους. Μπορούν όμως, αυτοί που θα υποθέσουν κάτι τέτοιο, από τον Πλατωνικό «Τίμαιο» να αναπτύξουν ολόκληρη τη θεωρία για την Φύση, και από την Πλατωνική «Πολιτεία» ή τους Πλατωνικούς «Νόμους» τα κάλλιστα ηθικά δόγματα, τα οποία συναποτελούν ένα είδος φιλοσοφίας, και εγκαταλείποντας έτσι μόνο της διαπραγμάτευση του Πλάτωνα για την φιλοσοφία των πρώτων αρχών, την οποία θα μπορούσε να την πει κανείς κεντρική ιδέα όλης της Πλατωνικής θεωρίας, θα στερήσουν από τους εαυτούς τους την ποιο ολοκληρωμένη γνώση των Όντων, εφόσον δεν θέλουν με αφελή τρόπο να καμαρώνουν με τα φανταστικά δημιουργήματα της μυθολογίας, καθώς η ανάλυση αυτών είναι γεμάτη από πολλή αληθοφάνεια, ενώ και αυτά παραδίδονται στους διαλόγους του Πλάτωνα με ακανόνιστο επίσης τρόπο, όπως για παράδειγμα, στον «Πρωταγόρα» για την πολιτική και για τις αποδείξεις σχετικά με αυτήν, στην «Πολιτεία» για την δικαιοσύνη και στον «Γοργία» για την σωφροσύνη. Γιατί όχι για τους ίδιους σκοπούς συνδυάζει ο Πλάτωνας τις μυθολογίες με τις αναζητήσεις των ηθικών δογμάτων, για να μην εξασκήσουμε μόνο τον νοητικό μέρος της ψυχής με τη διαλεκτική επιχειρηματολογία, αλλά και για να αντιλαμβάνεται πιο ολοκληρωμένα το θείο μέρος της ψυχής την γνώση των όντως Όντων μέσω της έμφυτης ομοιοπάθειας που έχει με τα μυστικότερα. Γιατί από την υπόλοιπη λογική συζήτηση φαίνεται ότι αναγκαζόμαστε να παραδεχτούμε την αλήθεια, ενώ από τους μύθους με μυστικό τρόπο υφιστάμεθα κάτι και προβάλλουμε τις αδιάφθορες έννοιες σεβόμενοι την μυστικότητα που έχουν. 

Για αυτό πιστεύω και ο Πλατωνικός «Τίμαιος» δικαιολογημένα ζητάει να αναπτύξουμε τα θεία γένη ακολουθώντας τους μυθοπλάστες ως «παιδιά θεών» παράγοντας πάντοτε από τα προηγούμενα τα επόμενα, αν και μιλούν «νευ ποδεξεως», όπως λέγει ο Πλάτων στον «Τίμαιο, 40.e». Γιατί αυτού του είδους οι διηγήσεις δεν έχουν σαν σκοπό την απόδειξη, αλλά εκφράζουν μια θεία έμπνευση, επινοημένες από τους παλαιούς όχι για εξαναγκασμό, αλλά για την πειθώ, στοχεύοντας όχι σε μία σκέτη μάθηση, αλλά στην ομοιοπάθεια με τα πράγματα. Αν όμως δεν θελήσουν να εξετάσουν τις αιτίες μόνο των μύθων, αλλά και των υπολοίπων θεολογικών απόψεων, θα βρείτε ότι άλλα με σκοπό ηθικές και άλλα με σκοπό φυσικές θεωρίες είναι εγκατεσπαρμένα μέσα στους Πλατωνικούς διαλόγους. Γιατί και στον «Φίληβο, 16.c» «περ τε περου κα πρατος» κάνει λόγο με σκοπό την ηδονή και τον σύμφωνο με τον νου βίο. Γιατί πιστεύουμε ότι τα πρώτα είναι γένη [ανώτερες υποστάσεις] των δεύτερων και είναι φανερό ποιο από τα δυο είναι ποιανού. Στον «Τίμαιο», εξάλλου, έχουν ληφθεί τα θέματα για τους νοητούς θεούς λόγω της φυσικής μελέτης, επειδή είναι αναγκαίο παντού τις εικόνες να τις αναγνωρίζουμε από τα υποδείγματά τους, και υποδείγματα των ένυλων είναι τα άυλα, των αισθητών τα νοητά και των φυσικών ειδών τα χωριστά [αφηρημένα] είδη. Στον «Φαίδρο» εξάλλου, ανυμνεί τον «περουρνιον τπον» και το «πουρνιον βθος» και ολόκληρο γένος κάτω από εκείνο με σκοπό την ερωτική μανία και τον τρόπο ανάμνησης των ψυχών και την «ντεθεν πκενα πορεα». Παντού, για να το πούμε έτσι, ο βασικός του σκοπός είναι φυσικός ή πολιτικός, ενώ οι σκέψεις για το θείο προβάλλονται με σκοπό την ανεύρεση ή την ολοκλήρωση αυτών των σκοπών.

Πως θα είναι λοιπόν, θα αναρωτηθεί κάποιος, πλέον ιερή και υπερφυής αυτή η θεωρία και περισσότερο άξια από κάθε άλλη να σπουδάζεται, ενώ δεν μπορεί να επιδείξει μια πληρότητα ούτε μια τελειότητα μέσα της ούτε το να είναι ο βασικός στόχος της διαπραγμάτευσης του Πλάτωνα, αλλά στερείται όλα αυτά κι με τρόπο απότομο και μη φυσιολογικό έχει μια σειρά ακανόνιστη, όπως στα δράματα, και αταίριαστη ;

——– Πρόκλος στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.27.2 – 1.30.17». ——-

Ζ΄

Οι αντιρρήσεις λοιπόν που θα προέβαλε κανείς στα συζητούμενα θέματά μας είναι τέτοιες. Εγώ όμως σε αυτή την αντιρρητική επιχειρηματολογία θα δώσω κατάλληλα και ξεκάθαρα την απάντηση, και
θα υποστηρίξω ότι ο Πλάτωνας παντού αναπτύσσει τους συλλογισμούς τους για τους θεούς ακολουθώντας τις πανάρχαιες παραδόσεις και την φύση των πραγμάτων, και ότι άλλοτε με σκοπό την αιτία αυτών που έχουν τεθεί ως θέμα φτάνει έως τις αρχές των απόψεων του και από εκεί «σπερ π σκοπις» καταθεωρεί από ψηλά τη φύση του υπό εξέταση πράγματος, και άλλοτε θέτει ως βασικό σκοπό την θεολογική επιστήμη. Γιατί και στον «Φαίδρο» η διαπραγμάτευση στρέφεται γύρω από το νοητό κάλλος και την επικοινωνία με τα καλά [ωραία] που από εκεί απλώνονται σε όλα και στο «Συμπόσιο» στρέφεται γύρω από την ερωτική τάξη.

Αν όμως πρέπει την πληρότητα και την ολότητα και την συνέχεια της θεολογίας από τα ανώτερα μέχρι ολόκληρο τον αριθμό των κατώτερων να την αναζητήσουμε σε έναν πλατωνικό διάλογο, ίσως αυτό που θα ειπωθεί να είναι παράδοξο κατανοητό μόνο σε όσους προέρχονται εκ της ημετέρας εστίας. Πρέπει όμως να το τολμήσουμε και να πούμε ότι ο πλατωνικός «Παρμενίδης» είναι ο διάλογος που επιθυμείται να έχετε στο νου σας και τα μυστικά νοήματα του συγκεκριμένου διαλόγου προσπαθείτε να φανταστείτε. Γιατί σε αυτόν τον διάλογο όλα τα θεία γένη προέρχονται από την πρώτιστη αιτία με σειρά και επιδεικνύουν και τη μεταξύ τους σύνδεση. Και τα κορυφαία και συνενωμένα με το ένα και πρωτουργά έλαβαν ενιαίο, απλό και μυστικό είδος ύπαρξης, ενώ τα κατώτατα κατακερματίζονται σε μεγάλο πλήθος και υπερτερούν σε αριθμό, αλλά υστερούν σε δύναμη από τα ανώτερά τους, ενώ τα ενδιάμεσα, όπως είναι φυσικό είναι πιο σύνθετα από τα αίτια τους και πιο απλά από τα δημιουργήματά τους. Και όλα, για να μιλήσω περιληπτικά, τα αξιώματα της θεολογικής επιστήμης με πληρότητα εμφανίζονται εδώ και όλοι των θείων οι διάκοσμοι αποδεικνύεται ότι λαμβάνουν υπόσταση ο ένας αμέσως μετά τον άλλο. Και τίποτα άλλο δεν έχει υμνηθεί παρά η δημιουργία των θεών και όσων με οποιοδήποτε τρόπο υπάρχουν από την απόρρητη και άγνωστη αιτία των πάντων.

Το όλον και τέλειο της θεολογικής επιστήμης φώς ο πλατωνικός «Παρμενίδης» ανάπτει για τους του Πλάτωνος εραστές, και μετά από αυτόν οι προαναφερόμενοι διάλογοι έλαβαν μερίδια της περί θεών μυσταγωγίας, και όλοι, για να το πω έτσι, έχουν συμμετάσχει στην ένθεη σοφία και τις αυτοφυείς ημών έννοιες [νοήματα] περί το θείον διεγείρουν. Και πρέπει το όλον πλήθος των διαλόγων να το αναγάγουμε στους προαναφερθέντες και αυτούς τους τελευταίους πάλι να τους συνοψίσουμε στη μια και ολοκληρωμένη του πλατωνικού «Παρμενίδη» θεωρία. Γιατί έτσι, θεωρώ, θα εξαρτήσουμε τα ατελέστερα από τα τέλεια και τα μέρη από της ολότητες και θα παρουσιάσουμε τους λόγους μας αντίστοιχους με τα πράγματα, των οποίων είναι “ερμηνευτές”, σύμφωνα με τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα.

—-βλ. Πρόκλος στο «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Α, 1.30.19 – 1.32.12». —–
====================================================================
Αρχαίο Κείμενο:

ΠΡΟΚΛΟΥ ΠΛΑΤΩΝΙΚΟΥ ΔΙΑΔΟΧΟΥ – ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΠΛΑΤΩΝΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΟΥ Α’ τόμου :

α. Προοίμιον, ἐν ᾧ διώρισται τῆς πραγματείας ὁ σκοπός, μετ᾽ εὐφημίας τῆς τε αὐτοῦ τοῦ Πλάτωνος καὶ τῶν ἀπ᾽ αὐτοῦ διαδεξαμένων τὴν φιλοσοφίαν.  
β. Τίς ὁ τρόπος τῶν λόγων ἐν τῇ προκειμένῃ πραγματείᾳ καὶ τίνα προηγεῖσθαι δεῖ τῶν ἀκροασομένων παρασκευήν.  
γ. Τίς ὁ κατὰ Πλάτωνα θεολογικὸς καὶ πόθεν ἄρχεται καὶ μέχρι τίνων ἄνεισιν ὑποστάσεων καὶ κατὰ τίνα τῆς ψυχῆς δύναμιν ἐνεργεῖ διαφερόντως.  
δ. Τρόποι θεολογικοὶ καθ᾽ οὓς πάντας ὁ Πλάτων διατί θησι τὴν περὶ θεῶν διδασκαλίαν.  
ε. Τίνες εἰσὶν οἱ διάλογοι ἀφ᾽ ὧν μάλιστα ληπτέον τὴν Πλάτωνος θεολογίαν καὶ τίσι τάξεσι θεῶν ἕκαστος τούτων ἡμᾶς ἐφίστησι.  
ς . Ἀπάντησις πρὸς τὴν ἐκ πλειόνων διαλόγων ἄθροισιν τῆς Πλατωνικῆς θεολογίας ὡς μερικὴν καὶ κατατετεμαχισ μένην ἀτιμάζουσα.  
ζ. Λύσις τῆς προειρημένης ἀπαντήσεως εἰς ἕνα τὸν Παρμενίδην ἀνάγουσα τὴν ὅλην παρὰ Πλάτωνι περὶ θεῶν ἀλήθειαν.  
Α’)
       Theol Plat 1.5.6 ` to     Theol Plat 1.8.22   Ἅπασαν μὲν τὴν Πλάτωνος φιλοσοφίαν, ὦ φίλων ἐμοὶ φίλτατε Περίκλεις, καὶ τὴν ἀρχὴν ἐκλάμψαι νομίζω κατὰ τὴν τῶν κρειττόνων ἀγαθοειδῆ βούλησιν, τὸν ἐν αὐτοῖς κεκρυμμένον νοῦν καὶ τὴν ἀλήθειαν τὴν ὁμοῦ τοῖς οὖσι συνυφεστῶσαν ταῖς περὶ γένεσιν στρεφομέναις ψυχαῖς, καθ᾽ ὅσον αὐταῖς θεμιτὸν τῶν οὕτως ὑπερφυῶν καὶ μεγάλων ἀγαθῶν μετέχειν, ἐκφαίνουσαν, καὶ πάλιν ὕστερον τελειωθῆναι καὶ ὥσπερ εἰς ἑαυτὴν ἀναχωρήσασαν καὶ τοῖς πολλοῖς τῶν φιλοσοφεῖν ἐπαγγελλομένων καὶ <τῆς τοῦ ὄντος θήρασ> ἀντιλαμβάνεσθαι σπευδόντων ἀφανῆ καταστᾶσαν, αὖθις εἰς φῶς προελθεῖν· διαφερόντως δὲ οἶμαι τὴν περὶ αὐτῶν τῶν θείων μυσταγωγίαν <ἐν ἁγνῷ βάθρῳ> καθαρῶς ἱδρυμένην καὶ παρ᾽ αὐτοῖς τοῖς θεοῖς διαιωνίως  ὑφεστηκυῖαν ἐκεῖθεν τοῖς κατὰ χρόνον αὐτῆς ἀπολαῦσαι δυναμένοις ἐκφανῆναι δι᾽ ἑνὸς ἀνδρός, ὃν οὐκ ἂν ἁμάρτοιμι <τῶν> ἀληθινῶν <τελετῶν, ἃς τελοῦνται> χωρισθεῖσαι τῶν περὶ γῆν τόπων αἱ ψυχαί, καὶ τῶν <ὁλοκλήρων καὶ ἀτρεμῶν φασμάτων> ὧν μεταλαμβάνουσιν αἱ τῆς εὐδαίμονος καὶ μακαρίας ζωῆς γνησίως ἀντεχόμεναι, προηγεμόνα καὶ ἱεροφάντην ἀποκαλῶν· οὕτως δὲ σεμνῶς καὶ ἀπορρήτως ὑπ᾽ αὐτοῦ τὴν πρώτην ἐκλάμψασαν οἷον ἁγίοις ἱεροῖς καὶ τῶν ἀδύτων ἐντὸς ἱδρυνθεῖσαν ἀσφαλῶς καὶ τοῖς πολλοῖς τῶν εἰσιόντων ἀγνοηθεῖσαν [ἀσφαλῶς], ἐν τακταῖς χρόνων περιόδοις ὑπὸ δή τινων ἱερέων ἀληθινῶν καὶ τὸν προσήκοντα τῇ μυσταγωγίᾳ βίον ἀνελομένων προελθεῖν μὲν ἐφ᾽ ὅσον ἦν αὐτῇ δυνατόν, ἅπαντα δὲ καταλάμψαι τὸν τόπον καὶ πανταχοῦ <τὰς> τῶν θείων φασμάτων ἐλλάμψεις καταστήσασθαι.
Τούτους δὴ τοὺς τῆς Πλατωνικῆς ἐποπτείας ἐξηγητὰς καὶ τὰς παναγεστάτας ἡμῖν περὶ τῶν θείων ὑφηγήσεις ἀναπλώσαντας καὶ τῷ σφετέρῳ καθηγεμόνι παραπλησίαν τὴν φύσιν λαχόντας εἶναι θείην ἂν ἔγωγε Πλωτῖνόν τε τὸν Αἰγύπτιον καὶ τοὺς ἀπὸ τούτου παραδεξαμένους τὴν θεωρίαν, Ἀμέλιόν τε καὶ Πορφύριον, καὶ τρίτους οἶμαι τοὺς ἀπὸ τούτων <ὥσπερ ἀνδριάντασ> ἡμῖν ἀποτελεσθέντας, Ἰάμβλιχόν τε καὶ Θεόδωρον, καὶ εἰ δή τινες ἄλλοι μετὰ τούτους ἑπόμενοι τῷ θείῳ τούτῳ χορῷ περὶ τῶν τοῦ Πλάτωνος τὴν ἑαυτῶν διάνοιαν ἀνεβάκχευσαν, παρ᾽ ὧν τὸ γνησιώτατον καὶ καθαρώτατον τῆς ἀληθείας φῶς τοῖς τῆς ψυχῆς κόλποις ἀχράντως ὑποδεξάμενος ὁ μετὰ θεοὺς ἡμῖν τῶν καλῶν πάντων καὶ ἀγαθῶν ἡγεμών, τῆς τε ἄλλης ἁπάσης ἡμᾶς μετόχους κατέστησε τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας καὶ κοινωνοὺς ὧν ἐν ἀπορρήτοις παρὰ τῶν αὐτοῦ πρεσβυτέρων μετείληφε, καὶ δὴ καὶ τῆς περὶ τῶν θείων μυστικῆς ἀληθείας συγχορευτὰς ἀπέφηνε.
Τούτῳ μὲν οὖν εἰ μέλλοιμεν τὴν προσήκουσαν χάριν ἐκτίσειν τῶν εἰς ἡμᾶς εὐεργεσιῶν, οὐδ᾽ ἂν ὁ σύμπας ἐξαρκέσειε χρόνος. Εἰ δὲ δεῖ μὴ μόνον αὐτοὺς εἰληφέναι παρ᾽ ἄλλων τὸ τῆς Πλατωνικῆς φιλοσοφίας ἐξαίρετον ἀγαθὸν ἀλλὰ καὶ τοῖς ὕστερον ἐσομένοις ὑπομνήματα καταλείπειν τῶν μακαρίων θεαμάτων, ὧν αὐτοὶ καὶ θεαταὶ γενέσθαι φαμὲν καὶ ζηλωταὶ κατὰ δύναμιν ὑφ᾽ ἡγεμόνι τῷ τῶν καθ᾽ ἡμᾶς τελεωτάτῳ καὶ εἰς ἄκρον ἥκοντι φιλοσοφίας, τάχ᾽ ἂν εἰκότως αὐτοὺς τοὺς θεοὺς παρακαλοῖμεν τὸ τῆς ἀληθείας φῶς ἀνάπτειν ἡμῶν ταῖς ψυχαῖς, καὶ τοὺς τῶν κρειττόνων <ὀπαδοὺσ> καὶ <θεραπευτὰσ> κατιθύνειν τὸν ἡμέτερον νοῦν, καὶ ποδηγετεῖν εἰς τὸ παντελὲς καὶ θεῖον καὶ ὑψηλὸν τέλος τῆς Πλατωνικῆς θεωρίας. Πανταχοῦ μὲν γάρ, οἶμαι, προσήκει τὸν <καὶ κατὰ βραχὺ μετέχοντα σωφροσύνησ> ἀπὸ θεῶν ποιεῖσθαι τὰς ἀρχάς, οὐχ ἥκιστα δὲ ἐν ταῖς περὶ τῶν θεῶν ἐξηγήσεσιν· οὔτε γὰρ νοῆσαι τὸ θεῖον ἄλλως δυνατὸν ἢ τῷ παρ᾽ αὐτῶν φωτὶ τελεσθέντας, οὔτε εἰς ἄλλους ἐξενεγκεῖν ἢ παρ᾽ αὐτῶν κυβερνωμένους καὶ τῶν πολυειδῶν δοξασμάτων καὶ τῆς ἐν λόγοις φερομένης ποικιλίας ἐξῃρημένην φυλάττοντας τὴν τῶν θείων ὀνομάτων ἀνέλιξιν. Ταῦτ᾽ οὖν καὶ ἡμεῖς εἰδότες καὶ τῷ Πλατωνικῷ Τιμαίῳ παραινοῦντι πειθόμενοι προστησώμεθα τοὺς θεοὺς ἡγεμόνας τῆς περὶ αὐτῶν διδασκαλίας· οἱ δὲ ἀκούσαντες <ἵλεῴ τε καὶ εὐμενεῖσ> ἐλθόντες, ἄγοιεν τὸν τῆς ψυχῆς ἡμῶν νοῦν καὶ περιάγοιεν <εἰς> τὴν τοῦ Πλάτωνος ἑστίαν καὶ τὸ <ἄναντεσ> τῆς θεωρίας ταύτης. Οὗ δὴ γενόμενοι σύμπασαν τὴν περὶ αὐτῶν ἀλήθειαν ὑποδεξόμεθα, καὶ τέλος τὸ ἄριστον ἕξομεν τῆς ἐν ἡμῖν ὠδῖνος ἣν ἔχομεν περὶ τὰ θεῖα, γνῶναί τι περὶ τούτων ποθοῦντες καὶ παρ᾽ ἄλλων πυνθανόμενοι καὶ ἑαυτοὺς εἰς δύναμιν βασανίζοντες.
Β’ )
       Theol Plat 1.8.17 ` to     Theol Plat 1.11.26   Ἀλλὰ τῶν μὲν προοιμίων ἅλις· ἀναγκαῖον δέ ἐστί μοι καὶ τὸν τρόπον ἐκθέσθαι τῆς προκειμένης διδασκαλίας, ὁποῖόν τινα αὐτὸν ἔσεσθαι προσδοκᾶν χρή, καὶ<τῶν> τούτου ἀκροασομένων τὴν παρασκευὴν ἀφορίσασθαι, καθ᾽ ἣν οὐ πρὸς τοὺς ἡμετέρους λόγους ἀλλὰ πρὸς τὴν <ὑψηλόνουν> καὶ ἔνθεον τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίαν ἐπιτηδείως ἔχοντες ἀπαντήσονται. Προσήκει γὰρ δήπου καὶ τὰ εἴδη τῶν λόγων καὶ τὰς ἐπιτηδειότητας τῶν ἀκροατῶν προσφόρους ὑποκεῖσθαι, καθάπερ ἐν ταῖς τελεταῖς οἰκείας τὰς ὑποδοχὰς τοῖς θεοῖς προευτρεπίζουσιν οἱ περὶ ταῦτα δεινοί, καὶ οὔτε ἀψύχοις ἀεὶ τοῖς αὐτοῖς ἅπασιν οὔτε τοῖς ἄλλοις ζῴοις οὔτε ἀνθρώποις χρῶνται πρὸς τὴν παρουσίαν τῶν θεῶν, ἀλλ᾽ ἐφ᾽ ἑκάστων τὸ μετέχειν συμφυῶς δυνάμενον εἰς τὴν προκειμένην ἄγουσι τελετήν.  
Ὁ μὲν οὖν λόγος ἔσται μοι τριχῇ τὴν πρώτην διῃρημένος· ἐν ἀρχῇ μὲν τὰ κοινὰ πάντα νοήματα περὶ θεῶν, ὅσα παραδίδωσιν ὁ Πλάτων, συγκεφαλαιούμενος καὶ τάς τε δυνάμεις ἁπανταχοῦ καὶ τὰς ἀξίας τῶν ἀξιωμάτων ἐπισκοπῶν· ἐν δὲ μέσοις τὰς ὅλας τάξεις τῶν θεῶν διαριθμούμενος [δέ], καὶ τὰς ἰδιότητας αὐτῶν καὶ τὰς προόδους κατὰ τὸν Πλατωνικὸν τρόπον ἀφοριζόμενος, καὶ πάντα ἐπανάγων εἰς τὰς τῶν θεολόγων ὑποθέσεις· ἐν δὲ τῇ τελευτῇ περὶ τῶν σποράδην ἐν τοῖς Πλατωνικοῖς συγγράμμασιν ὑμνημένων θεῶν εἴτε ὑπερκοσμίων εἴτε ἐγκοσμίων διαλεγόμενος, καὶ ἀναφέρων εἰς τὰ ὅλα γένη τῶν θείων διακόσμων τὴν περὶ αὐτῶν θεωρίαν.  
Ἐν ἅπασι δὲ τὸ σαφὲς καὶ διηρθρωμένον καὶ ἁπλοῦν προθήσομεν τῶν ἐναντίων, τὰ μὲν διὰ συμβόλων παραδεδομένα μεταβιβάζοντες εἰς τὴν ἐναργῆ περὶ αὐτῶν διδασκαλίαν, τὰ δὲ δι᾽ εἰκόνων ἀναπέμποντες ἐπὶ τὰ σφέτερα παραδείγματα, καὶ τὰ μὲν ἀποφαντικώτερον ἀναγεγραμμένα τοῖς τῆς <αἰτίας> βασανίζοντες <λογισμοῖς>, τὰ δὲ δι᾽ ἀποδείξεων συντεθέντα διερευνώμενοι καὶ τὸν τρόπον τῆς ἐν αὐτοῖς ἀληθείας <ἐπεκδιηγούμενοι> καὶ γνώριμον τοῖς ἀκούουσι ποιοῦντες, καὶ τῶν μὲν ἐν αἰνίγμασι κειμένων ἀλλαχόθεν τὴν σαφήνειαν ἀνευρίσκοντες οὐκ ἐξ ἀλλοτρίων ὑποθέσεων ἀλλ᾽ ἐκ τῶν γνησιωτάτων τοῦ Πλάτωνος
ὑποθέσεων ἀλλ᾽ ἐκ τῶν γνησιωτάτων τοῦ Πλάτωνος συγγραμμάτων, τῶν δὲ αὐτόθεν τοῖς ἀκούουσι προσπιπτόντων τὴν πρὸς τὰ πράγματα συμφωνίαν θεωροῦντες· ἀφ᾽ ὧν δὴ πάντων ἡμῖν τὸ ἓν καὶ τέλειον τῆς Πλατωνικῆς θεολογίας εἶδος ἀναφανήσεται, καὶ ἡ δι᾽ ὅλων αὐτοῦ τῶν θείων νοήσεων ἀλήθεια διήκουσα, καὶ εἷς νοῦς <ὁ> τὸ σύμπαν τούτου κάλλος ἀπογεννήσας καὶ τὴν μυστικὴν ταύτης τῆς θεωρίας ἀνέλιξιν.  
Ὁ μὲν οὖν λόγος τοιοῦτος ἔσται μοι, καθάπερ ἔφην· ὁ δὲ αὖ τῶν προκειμένων δογμάτων ἀκροατὴς ταῖς μὲν ἠθικαῖς ἀρεταῖς κεκοσμημένος ὑποκείσθω καὶ πάντα τὰ ἀγενῆ καὶ ἀνάρμοστα τῆς ψυχῆς κινήματα τῷ τῆς ἀρετῆς λόγῳ καταδησάμενος καὶ πρὸς ἓν τὸ τῆς φρονήσεως εἶδος ἁρμόσας. <Μὴ καθαρῷ γάρ>, φησὶν ὁ Σωκράτης, <καθαροῦ ἐφάπτεσθαι μὴ οὐ θεμιτὸν> ᾖ· πᾶς γε μὴν ὁ κακὸς πάντως ἀκάθαρτος, καθαρὸς δὲ ὁ ἐναντίος. Ταῖς δὲ λογικαῖς μεθόδοις ἁπάσαις γεγυμνάσθω καὶ πολλὰ μὲν περὶ ἀναλύσεων πολλὰ δὲ περὶ τῶν ἐναντίων πρὸς ταύτας διαιρέσεων ἀνέλεγκτα νοήματα τεθεαμένος παρέστω, καθάπερ οἶμαι καὶ ὁ Παρμενίδης τῷ Σωκράτει παρεκελεύσατο· πρὸ γὰρ τῆς τοιαύτης ἐν τοῖς λόγοις <πλάνης>, χαλεπὴ καὶ ἄπορός ἐστιν ἡ τῶν θείων γενῶν καὶ τῆς ἐν αὐ τοῖς ἱδρυμένης ἀληθείας κατανόησις. Τὸ δὲ δὴ τρίτον ἐπὶ τούτοις μηδὲ τῆς φυσικῆς ἀνήκοος ἔστω καὶ τῶν ἐν ταύτῃ πολυειδῶν δοξασμάτων <ἵνα κἀν> ταῖς εἰκόσι κατὰ τρόπον τὰς αἰτίας τῶν ὄντων διερευνησάμενος ἐπ᾽ αὐτὴν ἤδη τὴν τῶν χωριστῶν καὶ πρωτουργῶν ὑποστάσεων φύσιν ῥᾷον πορεύηται. Μήτ᾽ οὖν ταύτης, ὅπερ εἴπομεν, τῆς ἐν τοῖς φαινομένοις ἀληθείας, μήτε <αὖ τῶν κατὰ παίδευσιν ὁδῶν> καὶ τῶν ἐν αὐταῖς μαθήσεων ἀπολελείφθω· διὰ γὰρ τούτων ἀυλότερον τὴν θείαν οὐσίαν γινώσκομεν.  
Πάντα δὲ ταῦτα συνδησάμενος εἰς τὸν ἡγεμόνα νοῦν καὶ τῆς Πλάτωνος διαλεκτικῆς μεταλαβὼν καὶ μελετήσας τὰς ἀΰλους καὶ χωριστὰς τῶν σωματικῶν δυνάμεων ἐνεργείας καὶ <νοήσει μετὰ λόγου> τὰ ὄντα θεωρεῖν ἐφιέμενος, ἁπτέσθω λιπαρῶς τῆς τῶν θείων τε καὶ μακαρίων δογμάτων ἐξηγήσεως, <ἔρωτι> μὲν <τὰ> <βάθη> κατὰ τὸ
Λόγιον ἀναπλώσας <τῆς ψυχῆς>, ἐπεὶ καὶ <συνεργὸν ἔρωτος ἀμείνω λαβεῖν> εἰς τὴν τῆς θεωρίας ταύτης ἀντίληψιν οὐκ ἔστιν, ὥς πού φησιν ὁ Πλάτωνος λόγος, <ἀληθείᾳ> δὲ τῇ διὰ πάντων ἡκούσῃ γεγυμνασμένος καὶ πρὸς αὐτὴν τὴν ὄντως ἀλήθειαν ἐγείρας τὸ νοητὸν ὄμμα, τῷ δὲ μονίμῳ καὶ ἀκινήτῳ καὶ ἀσφαλεῖ τῆς τῶν θείων γνώσεως εἴδει προσιδρύσας ἑαυτὸν καὶ μηδὲν ἄλλο θαυμάζειν ἔτι μηδὲ ἀποβλέπειν εἰς ἄλλα <πειθόμενος>, ἀλλ᾽ ἀτρεμεῖ τῇ διανοίᾳ καὶ ζωῆς <ἀτρύτου δυνάμει> πρὸς τὸ θεῖον φῶς ἐπειγόμενος καί, ὡς συνελόντι φάναι, τοιοῦτον ἐνεργείας τε καὶ ἠρεμίας εἶδος ὁμοῦ προβεβλημένος, ὁποῖον ἔχειν προσήκει τὸν ἐσόμενον οὕτως <κορυφαῖον>, ὥς πού φησιν ὁ ἐν Θεαιτήτῳ Σωκράτης.
Γ’)
       Theol Plat 1.12.11 ` to     Theol Plat 1.17.7   Ἅπαντες μὲν οὖν ὅσοι πώποτε θεολογίας εἰσὶν ἡμμένοι, τὰ πρῶτα κατὰ φύσιν θεοὺς ἐπονομάζοντες, περὶ ταῦτα τὴν θεολογικὴν ἐπιστήμην πραγματεύεσθαί φασιν. Καὶ οἱ μὲν τὴν σωματικὴν ὑπόστασιν τοῦ εἶναι μόνον ἀξιοῦντες, τὰ δὲ τῶν ἀσωμάτων γένη συμπάντα πρὸς οὐσίαν δεύτερα τιθέμενοι, τάς τε ἀρχὰς τῶν ὄντων σωματοειδεῖς καὶ τὴν ταύτας γνωρίζουσαν ἐν ἡμῖν ἕξιν σωματικὴν ἀποφαίνουσιν. Οἱ δὲ τὰ μὲν σώματα πάντα τῶν ἀσωμάτων ἐξάψαντες, τὴν <δὲ> πρωτίστην ὕπαρξιν ἐν ψυχῇ καὶ ταῖς ψυχικαῖς δυνάμεσιν ὁριζόμενοι, θεοὺς μέν, οἶμαι, καλοῦσι τῶν ψυχῶν τὰς ἀρίστας, τὴν δὲ μέχρι τούτων ἀνιοῦσαν καὶ ταύτας γινώσκουσαν ἐπιστήμην θεολογίαν ἐπονομάζουσιν. Ὅσοι δὲ αὖ καὶ τὰ τῶν ψυχῶν πλήθη παράγουσιν ἐξ ἄλλης πρεσβυτέρας ἀρχῆς καὶ <νοῦν ἡγεμόνα> τῶν ὅλων ὑποτίθενται, τέλος μὲν τὸ ἄριστον εἶναί φασι τὴν πρὸς τὸν νοῦν τῆς ψυχῆς ἕνωσιν καὶ τὸ νοερὸν τῆς ζωῆς εἶδος τιμιότητι τῶν πάντων διαφέρειν νομίζουσιν, εἰς δὲ ταὐτὸν ἄγουσι θεολογίαν δήπου καὶ τὴν περὶ τῆς νοερᾶς οὐσίας ἐξήγησιν.
Ἅπαντες μὲν οὖν, ὅπερ ἔφην, τὰς πρωτίστας ἀρχὰς τῶν ὄντων καὶ αὐταρκεστάτας θεοὺς ἀποκαλοῦσι καὶ θεολογίαν τὴν τούτων ἐπιστήμην. Μόνη δὲ ἡ τοῦ Πλάτωνος ἔνθεος ὑφήγησις τὰ μὲν σωματικὰ πάντα πρὸς ἀρχῆς λόγον ἀτιμάσασα (διότι δὴ τὸ μεριστὸν πᾶν καὶ διαστατὸν οὔτε παράγειν οὔτε σῴζειν ἑαυτὸ πέφυκεν ἀλλὰ καὶ τὸ εἶναι καὶ τὸ ἐνεργεῖν ἢ πάσχειν διὰ ψυχῆς ἔχει καὶ τῶν ἐν αὐτῇ κινήσεων), τὴν δὲ ψυχικὴν οὐσίαν πρεσβυτέραν μὲν εἶναι σωμάτων ἀποδείξασα τῆς δὲ νοερᾶς ὑποστάσεως ἐξηρτημένην (ἐπειδὴ πᾶν τὸ κατὰ χρόνον κινούμενον, κἂν αὐτοκίνητον ᾖ, τῶν μὲν ἑτεροκινήτων ἐστὶν ἡγεμονικώτερον τῆς δὲ διαιωνίας κινήσεως δεύτερον), σωμάτων μέν, ὥσπερ εἴρηται, καὶ ψυχῶν πατέρα τὸν νοῦν ἀποφαίνει καὶ αἴτιον, καὶ περὶ ἐκεῖνον πάντα καὶ εἶναι καὶ ἐνεργεῖν ὅσα τὴν ζωὴν ἐν διεξόδοις καὶ ἀνελίξεσι κέκτηται, πρόεισι δὲ ἐπ᾽ ἄλλην ἀρχὴν τοῦ νοῦ παντελῶς ἐξῃρημένην καὶ ἀσωματωτέραν καὶ ἄρρητον ἀφ᾽ ἧς πάντα, κἂν τὰ ἔσχατα τῶν ὄντων λέγῃς, τὴν ὑποστάσιν ἔχειν ἀναγκαῖον· ψυχῆς μὲν γὰρ οὐ πάντα μετέχειν πέφυκεν ἀλλ᾽ ὅσα ζωὴν ἔσχηκε τρανεστέραν ἢ ἀμυδροτέραν ἐν αὑτοῖς, οὐδὲ νοῦ πάντα καὶ τοῦ ὄντος ἀπολαύειν δυνατὸν ἀλλ᾽ ὅσα κατ᾽ εἶδος ὑφέστηκε, δεῖ δὲ αὖ τὴν ἀρχὴν τῶν πάντων ὑπὸ πάντων μετέχεσθαι τῶν ὄντων, εἴπερ <μηδενὸς ἀποστατήσει>, πάντων αἰτία τῶν ὁπωσοῦν ὑφεστάναι λεγομένων οὖσα.  
Ταύτην δὲ πρωτίστην τῶν ὅλων καὶ νοῦ πρεσβυτέραν ἀρχὴν ἐν ἀβάτοις ἀποκεκρυμμένην ἐνθέως ἀνευροῦσα καὶ τρεῖς ταύτας αἰτίας καὶ μονάδας ἐπέκεινα σωμάτων ἀναφήνασα, ψυχὴν λέγω καὶ νοῦν τὸν πρώτιστον καὶ τὴν ὑπὲρ νοῦν ἕνωσιν, παράγει μὲν ἐκ τούτων ὡς μονάδων τοὺς οἰκείους ἀριθμούς, τὸν μὲν ἑνοειδῆ τὸν δὲ νοερὸν τὸν δὲ ψυχικόν (πᾶσα γὰρ μονὰς ἡγεῖται πλήθους ἑαυτῇ συστοίχου), συνάπτει δὲ ὥσπερ τὰ σώματα ταῖς ψυχαῖς οὕτω δήπου καὶ <τὰς> ψυχὰς μὲν τοῖς νοεροῖς εἴδεσι, ταῦτα δὲ ταῖς ἑνάσι τῶν ὄντων, πάντα δὲ εἰς μίαν ἐπιστρέφει τὴν ἀμέθεκτον ἑνάδα. Καὶ μέχρι ταύτης ἀναδραμοῦσα, πέρας οἴεται τὸ ἀκρότατον ἔχειν τῆς τῶν ὅλων θεωρίας, καὶ ταύτην εἶναι τὴν περὶ θεῶν ἀλήθειαν, ἣ περὶ τὰς ἑνάδας τῶν ὄντων πραγματεύεται, καὶ τάς τε προόδους αὐτῶν καὶ τὰς ἰδιότητας παραδίδωσι καὶ τὴν τῶν ὄντων πρὸς αὐτὰς συναφὴν καὶ τὰς τῶν εἰδῶν τάξεις, αἳ τούτων ἐξήρτηνται τῶν ἑνιαίων ὑποστάσεων· τὴν δὲ περὶ νοῦν καὶ τὰ εἴδη καὶ τὰ γένη τοῦ νοῦ στρεφομένην θεωρίαν δευτέραν εἶναι τῆς περὶ αὐτῶν τῶν θεῶν πραγματευομένης ἐπιστήμης· καὶ ταύτην μὲν ἔτι νοητῶν ἀντιλαμβάνεσθαι καὶ τῇ ψυχῇ δι᾽ ἐπιβολῆς γινώσκεσθαι δυναμένων εἰδῶν, τὴν δὲ ταύτης ὑπερέχουσαν ἀρρήτων καὶ ἀφθέγκτων ὑπάρξεων μεταθεῖν τήν τε ἐν ἀλλήλαις [αὐτῶν] διάκρισιν καὶ τὴν ἀπὸ μιᾶς αἰτίας ἔκφανσιν. Ὅθεν οἶμαι καὶ τῆς ψυχῆς τὸ μὲν νοερὸν ἰδίωμα καταληπτικὸν ὑπάρχειν τῶν νοερῶν εἰδῶν καὶ τῆς ἐν αὐτοῖς διαφορᾶς, τὴν δὲ ἀκρότητα τοῦ <νοῦ> καί, ὥς φασι, τὸ <ἄνθος> καὶ τὴν ὕπαρξιν συνάπτεσθαι πρὸς τὰς ἑνάδας τῶν ὄντων καὶ διὰ τούτων πρὸς αὐτὴν τὴν πασῶν τῶν θείων ἑνάδων ἀπόκρυφον ἕνωσιν. Πολλῶν γὰρ ἐν ἡμῖν δυνάμεων οὐσῶν γνωριστικῶν, κατὰ ταύτην μόνην τῷ θείῳ συγγίνεσθαι καὶ μετέχειν ἐκείνου πεφύκαμεν· οὔτε γὰρ αἰσθήσει <τὸ θεῶν γένος> ληπτόν, εἴπερ ἐστὶ σωμάτων ἁπάντων ἐξῃρημένον, οὔτε δόξῃ καὶ διανοίᾳ, μερισταὶ γὰρ αὗται καὶ πολυειδῶν ἐφάπτονται πραγμάτων, οὔτε <νοήσει μετὰ λόγου>, τῶν γὰρ ὄντως ὄντων εἰσὶν αἱ τοιαῦται γνώσεις, ἡ δὲ τῶν θεῶν ὕπαρξις <ἐποχεῖται> τοῖς οὖσι καὶ κατ᾽ αὐτὴν ἀφώρισται τὴν ἕνωσιν τῶν ὅλων. Λείπεται οὖν, εἴπερ ἐστὶ καὶ ὁπωσοῦν τὸ θεῖον γνωστόν, τῇ τῆς ψυχῆς ὑπάρξει καταληπτὸν ὑπάρχειν καὶ διὰ ταύτης γνωρίζεσθαι καθ᾽ ὅσον δυνατόν. <Τῷ γὰρ ὁμοίῳ> πανταχοῦ <φαμὲν τὰ ὅμοια γινώσκεσθαι>· τῇ μὲν αἰσθήσει δηλαδὴ τὸ αἰσθητόν, τῇ δὲ δόξῃ τὸ δοξαστόν, τῇ δὲ διανοίᾳ τὸ διανοητόν, τῷ δὲ νῷ τὸ νοητόν, ὥστε καὶ τῷ ἑνὶ τὸ ἑνικώτατον καὶ τῷ ἀρρήτῳ τὸ ἄρρητον. Ὀρθῶς γὰρ καὶ ὁ ἐν Ἀλκιβιάδῃ Σωκράτης ἔλεγεν εἰς ἑαυτὴν εἰσιοῦσαν τὴν ψυχὴν τά τε ἄλλα πάντα κατόψεσθαι καὶ τὸν θεόν· συννεύουσα γὰρ εἰς τὴν ἑαυτῆς ἕνωσιν καὶ τὸ κέντρον τῆς συμπάσης ζωῆς καὶ τὸ πλῆθος ἀποσκευαζομένη καὶ τὴν ποικιλίαν τῶν ἐν αὑτῇ παντοδαπῶν δυνάμεων, ἐπ᾽ αὐτὴν ἄνεισι τὴν ἄκραν τῶν ὄντων <περιωπήν>. Καὶ ὥσπερ ἐν ταῖς τῶν τελετῶν ἁγιωτάταις φασὶ τοὺς μύστας τὴν μὲν πρώτην πολυειδέσι καὶ πολυμόρφοις τῶν θεῶν προβεβλημένοις γένεσιν ἀπαντᾶν, εἰσιόντας δὲ ἀκλινεῖς καὶ ταῖς τελεταῖς πεφραγμένους αὐτὴν τὴν θείαν ἔλλαμψιν ἀκραιφνῶς ἐγκολπίζεσθαι καὶ <γυμνῆτας>, ὡς ἂν ἐκεῖνοι φαῖεν, τοῦ θείου μεταλαμβάνειν· τὸν αὐτὸν οἶμαι τρόπον καὶ ἐν τῇ θεωρίᾳ τῶν ὅλων εἰς μὲν τὰ μεθ᾽ ἑαυτὴν βλέπουσαν τὴν ψυχὴν τὰς σκιὰς καὶ τὰ εἴδωλα τῶν ὄντων βλέπειν, εἰς ἑαυτὴν δὲ ἐπιστρεφομένην τὴν ἑαυτῆς οὐσίαν καὶ τοὺς ἑαυτῆς λόγους ἀνελίττειν· καὶ τὸ μὲν πρῶτον ὥσπερ ἑαυτὴν μόνον καθορᾶν, βαθύνουσαν δὲ τῇ ἑαυτῆς γνώσει καὶ τὸν νοῦν εὑρίσκειν ἐν αὑτῇ καὶ τὰς τῶν ὄντων τάξεις, χωροῦσαν δὲ εἰς τὸ ἐντὸς αὑτῆς καὶ τὸ οἷον ἄδυτον τῆς ψυχῆς, ἐκείνῳ καὶ τὸ <θεῶν γένος> καὶ τὰς ἑνάδας τῶν ὄντων <μύσασαν> θεάσασθαι. Πάντα γάρ ἐστι καὶ ἐν ἡμῖν ψυχικῶς καὶ διὰ τοῦτο τὰ πάντα γινώσκειν πεφύκαμεν, ἀνεγείροντες τὰς ἐν ἡμῖν δυνάμεις καὶ τὰς εἰκόνας τῶν ὅλων.
Καὶ τοῦτό ἐστι τὸ ἄριστον τῆς ἐνεργείας, ἐν ἠρεμίᾳ τῶν δυνάμεων πρὸς αὐτὸ τὸ θεῖον ἀνατείνεσθαι καὶ περιχορεύειν ἐκεῖνο, καὶ πᾶν τὸ πλῆθος τῆς ψυχῆς <συναγείρειν> ἀεὶ πρὸς τὴν ἕνωσιν ταύτην, καὶ πάντα ἀφέντας ὅσα μετὰ τὸ ἓν αὐτῷ προσιδρύεσθαι καὶ συνάπτεσθαι τῷ ἀρρήτῳ καὶ πάντων ἐπέκεινα τῶν ὄντων. Μέχρι γὰρ τούτου τὴν ψυχὴν ἀνιέναι θεμιτὸν ἕως ἂν ἐπ᾽ αὐτὴν ἀνιοῦσα τελευτήσῃ τὴν τῶν ὄντων ἀρχήν· ἐκεῖ δὲ γενομένην καὶ τὸν ἐκεῖ τόπον θεασαμένην καὶ κατιοῦσαν ἐκεῖθεν καὶ διὰ τῶν ὄντων πορευομένην καὶ ἀνελίττουσαν τὰ πλήθη τῶν εἰδῶν, τάς τε μονάδας αὐτῶν καὶ τοὺς ἀριθμοὺς διεξιοῦσαν καὶ ὅπως ἕκαστα τῶν οἰκείων ἑνάδων ἐξήρτηται νοερῶς διαγινώσκουσαν, τελεωτάτην οἴεσθαι τῶν θείων ἐπιστήμην ἔχειν, τάς τε τῶν θεῶν προόδους εἰς τὰ ὄντα καὶ τὰς τῶν ὄντων περὶ τοὺς θεοὺς διακρίσεις ἑνοειδῶς θεασαμένην.
Δ’)
       Theol Plat 1.17.9 ` to     Theol Plat 1.23.11   Ὁ μὲν δὴ θεολογικὸς ἡμῖν ἔστω κατὰ τὴν τοῦ Πλάτωνος ψῆφον τοιοῦτος καὶ ἡ θεολογία τοιάδε τις ἕξις, αὐτὴν τὴν τῶν θεῶν ὕπαρξιν ἐκ φαίνουσα, καὶ τὸ ἄγνωστον αὐτῶν καὶ ἑνιαῖον φῶς ἀπὸ τῆς τῶν μετεχόντων ἰδιότητος διακρίνουσα καὶ <θεωμένη> καὶ ἀπαγγέλλουσα τοῖς ἀξίοις τῆς μακα ρίας ταύτης καὶ πάντων ὁμοῦ τῶν ἀγαθῶν παρεκτικῆς ἐνεργείας· μετὰ δὲ ταύτην τὴν παντελῆ τῆς πρωτίστης θεωρίας περίληψιν καὶ τοὺς τρόπους διαστησώμεθα καθ᾽ οὓς ὁ Πλάτων τὰ μυστικὰ περὶ τῶν θείων ἡμᾶς ἀναδιδάσκει νοήματα. Φαίνεται γὰρ οὐ τὸν αὐτὸν πανταχοῦ τρόπον μετιὼν τὴν περὶ τῶν θείων διδασκαλίαν, ἀλλ᾽ ὁτὲ μὲν ἐνθεαστικῶς ὁτὲ δὲ διαλεκτικῶς ἀνελίττων τὴν περὶ αὐτῶν ἀλήθειαν, καὶ ποτὲ μὲν συμβολικῶς ἐξαγγέλλων τὰς ἀρρήτους αὐτῶν ἰδιότητας, ποτὲ δὲ ἀπὸ τῶν εἰκόνων ἐπ᾽ αὐτοὺς ἀνατρέχων καὶ τὰς πρωτουργοὺς ἐν αὐτοῖς αἰτίας τῶν ὅλων ἀνευρίσκων.  
Ἐν Φαίδρῳ μὲν γὰρ <νυμφόληπτος>2 γενόμενος καὶ τῆς ἀνθρωπίνης νοήσεως τὴν κρείττονα μανίαν ἀλλαξάμενος, ἐνθέῳ στόματι πολλὰ μὲν περὶ τῶν νοερῶν διέξεισι θεῶν ἀπόρρητα δόγματα, πολλὰ δὲ περὶ τῶν ἀπολύτων ἡγεμόνων τοῦ παντός, οἳ τὸ τῶν ἐγκοσμίων θεῶν πλῆθος ἐπὶ τὰς νοητὰς καὶ χωριστὰς τῶν ὅλων μονάδας ἀνατείνουσιν, ἔτι δὲ πλείω περὶ αὐτῶν τῶν τὸν κόσμον διαλαχόντων θεῶν, τάς τε νοήσεις αὐτῶν καὶ τὰς περικοσμίους ποιήσεις ἀνυμνῶν καὶ τήν τε πρόνοιαν τὴν ἄχραντον καὶ τὴν περὶ τὰς ψυχὰς διακυβέρνησιν καὶ ὅσα ἄλλα παραδίδωσιν ὁ Σωκράτης ἐν ἐκείνοις ἐνθεαστικῶς, ὡς αὐτὸς διαρρήδην λέγει, καὶ τοῦτο τοὺς ἐγχωρίους θεοὺς τῆς τοιαύτης μανίας αἰτιώμενος.
Ἐν δέ γε τῷ Σοφιστῇ περί τε τοῦ ὄντος καὶ τῆς τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τῶν ὄντων χωριστῆς ὑποστάσεως διαλεκτικῶς ἀγωνιζόμενος καὶ ἀπορῶν πρὸς τοὺς παλαιοτέρους, ἐπιδείκνυσιν ὅπως τὰ μὲν ὄντα πάντα τῆς ἑαυτῶν αἰτίας ἐξήρτηται καὶ τοῦ πρώτως ὄντος, αὐτὸ δὲ τὸ ὂν μετέχει τῆς ἐξῃρημένης τῶν ὅλων ἑνάδος, καὶ ὡς πεπονθός ἐστι τὸ ἓν ἀλλ᾽ οὐκ αὐτοέν, ὑφειμένον τοῦ ἑνὸς καὶ ἡνωμένον ὑπάρχον ἀλλ᾽ οὐ πρώτως ἕν. Ὁμοίως δὲ αὖ κἀν τῷ Παρμενίδῃ τάς τε τοῦ ὄντος ἀπὸ τοῦ ἑνὸς προόδους καὶ τὴν τοῦ ἑνὸς ὑπεροχὴν διὰ τῶν πρώτων ὑποθέσεων ἐκφαίνει διαλεκτικῶς καί, ὡς αὐτὸς ἐν ἐκείνοις λέγει, κατὰ τὴν τελεωτάτην τῆς μεθόδου ταύτης διαίρεσιν.  
Καὶ μὴν καὶ ἐν Γοργίᾳ μὲν περὶ τῶν τριῶν δημιουργῶν καὶ περὶ τῆς δημιουργικῆς ἐν αὐτοῖς διακληρώσεως μῦθον ἀπαγγέλλων, οὐ <μῦθον> ὄντα μόνον ἀλλὰ καὶ <λόγον> ἐν Συμποσίῳ δὲ περὶ τῆς τοῦ ἔρωτος ἑνώσεως, ἐν δὲ Πρωταγόρᾳ περὶ τῆς τῶν θνητῶν ζῴων ἀπὸ θεῶν διακοσμήσεως, τὸν συμβολικὸν τρόπον κατακρύπτει τὴν περὶ τῶν θείων ἀλήθειαν, καὶ μέχρι ψιλῆς ἐνδείξεως ἐκφαίνει τὴν ἑαυτοῦ βούλησιν τοῖς γνησιωτάτοις τῶν ἀκουόντων.  
Εἰ δὲ βούλει καὶ τῆς διὰ τῶν μαθημάτων διδασκαλίας μνησθῆναι καὶ τῆς ἐκ τῶν ἠθικῶν ἢ φυσικῶν λόγων περὶ τῶν θείων πραγματείας, οἷα πολλὰ μὲν ἐν Τιμαίῳ πολλὰ δὲ ἐν Πολιτικῷ πολλὰ δὲ ἐν ἄλλοις διαλόγοις ἐστὶ κατεσπαρμένα θεωρεῖν, ἐνταῦθα δήπου σοι καὶ <ὁ> διὰ τῶν εἰκόνων τὰ θεῖα γινώσκειν ἐφιέμενος τρόπος ἔσται καταφανής. Ἅπαντα γὰρ ταῦτα τὰς τῶν θείων ἀπεικονίζεται δυνάμεις· ὁ μὲν πολιτικός, εἰ τύχοι, τὴν ἐν οὐρανῷ δημιουργίαν, τὰ δὲ τῶν πέντε στοιχείων ἐν λόγοις γεωμετρικοῖς ἀποδεδομένα σχήματα τὰς τῶν θεῶν τῶν ἐπιβεβηκότων τοῖς μέρεσι τοῦ παντὸς ἰδιότητας, αἱ δὲ τῆς ψυχικῆς οὐσίας διαιρέσεις τὰς ὅλας τῶν θεῶν διακοσμήσεις. Ἐῶ γὰρ λέγειν ὅτι καὶ τὰς πολιτείας ἃς συνίστησιν ἀπεικάζων τοῖς θείοις καὶ τῷ παντὶ κόσμῳ καὶ ταῖς ἐν αὐτῷ δυνάμεσι διακοσμεῖ. Πάντα δὴ οὖν ταῦτα δι᾽ ὁμοιότητος τῶν τῇδε πρὸς τὰ θεῖα τὰς ἐκείνων ἡμῖν προόδους καὶ τάξεις καὶ δημιουργίας ἐν εἰκόσιν ἐπιδείκνυσιν.
Οἱ μὲν οὖν τρόποι τῆς παρὰ τῷ Πλάτωνι θεολογικῆς διδασκαλίας τοιοίδε τινές εἰσι· δῆλον δὲ ἐκ τῶν εἰρημένων ὅτι καὶ τὸν ἀριθμὸν εἶναι τοσούτους ἀναγκαῖον· οἱ μὲν γὰρ δι᾽ ἐνδείξεως περὶ τῶν θείων λέγοντες ἢ συμβολικῶς καὶ μυθικῶς ἢ δι᾽ εἰκόνων λέγουσιν, οἱ δὲ ἀπαρακαλύπτως τὰς ἑαυτῶν διανοήσεις ἀπαγγέλλοντες οἱ μὲν κατ᾽ ἐπιστήμην οἱ δὲ κατὰ τὴν ἐκ θεῶν ἐπίπνοιαν ποιοῦνται τοὺς λόγους. Ἔστι δὲ ὁ μὲν διὰ τῶν συμβόλων τὰ θεῖα μηνύειν ἐφιέμενος Ὀρφικὸς καὶ ὅλως τοῖς τὰς θεομυθίας γράφουσιν οἰκεῖος. Ὁ δὲ διὰ τῶν εἰκόνων Πυθαγόρειος, ἐπεὶ καὶ τοῖς Πυθαγορείοις τὰ μαθήματα πρὸς τὴν τῶν θείων ἀνάμνησιν ἐξηύρητο καὶ διὰ τούτων ὡς εἰκόνων ἐπ᾽ ἐκεῖνα διαβαίνειν ἐπεχείρουν· καὶ γὰρ τοὺς ἀριθμοὺς ἀνεῖσαν τοῖς θεοῖς καὶ τὰ σχήματα, καθάπερ λέγουσιν οἱ τὰ ἐκείνων ἱστορεῖν σπουδάζοντες. Ὁ δὲ ἐνθεαστικῶς μὲν αὐτὴν καθ᾽ ἑαυτὴν ἐκφαίνων τὴν περὶ θεῶν ἀλήθειαν παρὰ τοῖς ἀκροτάτοις τῶν τελεστῶν μάλιστα καταφανής· οὐ γὰρ ἀξιοῦσιν οὗτοι διὰ δή τινων παραπετασμάτων τὰς θείας τάξεις ἢ τὰς ἰδιότητας αὐτῶν τοῖς ἑαυτῶν γνωρίμοις ἀποδιδόναι, ἀλλὰ τάς τε δυνάμεις καὶ τοὺς ἀριθμοὺς τοὺς ἐν αὐτοῖς ὑπ᾽ αὐτῶν κινούμενοι τῶν θεῶν ἐξαγγέλλουσιν. Ὁ δὲ αὖ κατ᾽ ἐπιστήμην ἐξαίρετός ἐστι τῆς τοῦ Πλάτωνος φιλοσοφίας· καὶ γὰρ τὴν ἐν τάξει πρόοδον τῶν θείων γενῶν καὶ τὴν πρὸς ἄλληλα διαφορὰν καὶ τάς τε κοινὰς τῶν ὅλων διακόσμων ἰδιότητας καὶ τὰς ἐν ἑκάστοις διῃρημένας μόνος, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, τῶν ἡμῖν συνεγνωσμένων ὁ Πλάτων καὶ διελέσθαι καὶ τάξαι κατὰ τρόπον ἐπεχείρησε.  
Τοῦτο μὲν οὖν ἔσται καταφανές, ὅταν περὶ Παρμενίδου τὰς προηγουμένας ἀποδείξεις ποιησώμεθα καὶ τῶν ἐν αὐτῷ πασῶν διαιρέσεων· νῦν δὲ λέγωμεν ὅτι καὶ τῶν μυθικῶν πλασμάτων οὐ πᾶσαν ὁ Πλάτων εἰσεδέξατο τὴν δραματουργίαν ἀλλ᾽ ὅσον αὐτῆς τοῦ καλοῦ <στοχάζεται> καὶ <τοῦ ἀγαθοῦ> καὶ πρὸς τὴν θείαν ὑπόστασίν ἐστιν οὐκ ἀνάρμοστον. Ἔστι μὲν γὰρ ὁ τῆς μυθολογίας τρόπος ἀρχαῖος, δι᾽ ὑπονοιῶν τὰ θεῖα μηνύων καὶ πολλὰ παραπετάσματα τῆς ἀληθείας προβεβλημένος καὶ τὴν φύσιν ἀπεικονιζόμενος, ἣ τῶν νοητῶν αἰσθητὰ καὶ τῶν ἀύλων ἔνυλα καὶ τῶν ἀμερίστων μεριστὰ προτείνει πλάσματα, καὶ τῶν ἀληθινῶν εἴδωλα καὶ ψευδῶς ὄντα κατασκευάζει. Τῶν δέ γε παλαιῶν ποιητῶν τραγικώτερον συντιθέναι τὰς περὶ τῶν θεῶν ἀπορρήτους θεολογίας ἀξιούντων καὶ διὰ τοῦτο πλάνας θεῶν καὶ τομὰς καὶ πολέμους καὶ σπαραγμοὺς καὶ ἁρπαγὰς καὶ μοιχείας καὶ πολλὰ ἄλλα τοιαῦτα σύμβολα ποιουμένων τῆς ἀποκεκρυμμένης παρ᾽ αὐτοῖς περὶ τῶν θείων ἀληθείας, τὸν μὲν τοιοῦτον τρόπον τῆς μυθολογίας ὁ Πλάτων ἀποσκευάζεται καὶ πρὸς παιδείαν εἶναί φησι παντελῶς ἀλλοτριώτατον, πιθανώτερον δὲ καὶ πρὸς ἀλήθειαν καὶ φιλόσοφον ἕξιν οἰκειότερον πλάττειν παρακελεύεται τοὺς περὶ θεῶν λόγους ἐν μύθων σχήμασι, πάντων μὲν ἀγαθῶν τὸ θεῖον αἰτιωμένους κακοῦ δὲ οὐδενός, μεταβολῆς μὲν ἁπάσης ἄμοιρον ἀεὶ δὲ τὴν ἑαυτοῦ τάξιν ἄτρεπτον διαφυλάττον καὶ τῆς μὲν ἀληθείας ἐν ἑαυτῷ τὴν πηγὴν προειληφὸς ἀπάτης δὲ οὐδεμιᾶς ἄλλοις αἴτιον γινόμενον· τοιούτους γὰρ ἡμῖν θεολογίας τύπους ὁ ἐν Πολιτείᾳ Σωκράτης ὑφηγήσατο. Πάντες τοίνυν οἱ τοῦ  Πλάτωνος μῦθοι τὴν ἀλήθειαν ἐν ἀπορρήτῳ φρουροῦντες οὐδὲ τὴν ἐκτὸς προφαινομένην διασκευὴν ἀπᾴδουσαν ἔχουσι τῆς περὶ θεῶν ἀδιδάκτου καὶ ἀδιαστρόφου κατὰ φύσιν ἐν ἡμῖν προλήψεως, ἀλλ᾽ [ὅτι] εἰκόνα φέρουσι <τῆς> κοσμικῆς συστάσεως, ἐν ᾗ καὶ τὸ φαινόμενον κάλλος θεοπρεπές ἐστι καὶ <τὸ> τούτου θειότερον ἐν ταῖς ἀφανέσιν ἵδρυται ζωαῖς καὶ δυνάμεσι τῶν θεῶν.
Ἕνα μὲν οὖν τοῦτον τὸν τρόπον τοὺς περὶ τῶν θείων πραγμάτων μύθους ἐκ τοῦ φαινομένου παρανόμου καὶ ἀλο γίστου καὶ ἀτάκτου μετήγαγεν εἰς τάξιν καὶ ὅρον καὶ τὴν τοῦ καλοῦ καὶ ἀγαθοῦ στοχαζομένην σύνθεσιν· ἕτερον δὲ ὃν ἐν Φαίδρῳ παραδίδωσιν, ἄμικτον ἀξιῶν φυλάττειν τὴν θεομυθίαν πανταχοῦ πρὸς τὰς φυσικὰς ἀποδόσεις καὶ μηδαμοῦ συμφύρειν μηδὲ ἐπαλλάττειν θεολογίαν καὶ φυσικὴν θεωρίαν. Ὡς γὰρ αὐτὸ τὸ θεῖον ἐξῄρηται τῆς ὅλης φύσεως, οὕτω δήπου καὶ τοὺς περὶ θεῶν λόγους καθαρεύειν πάντῃ προσήκει τῆς περὶ τὴν φύσιν πραγματείας· τὸ γὰρ τοιοῦτον <ἐπίπονον καὶ οὐ πάνυ>, φησίν, <ἀνδρὸς ἀγαθοῦ>, τέλος ποιεῖσθαι τῆς τῶν μύθων ὑπονοίας τὰ φυσικὰ παθήματα, καὶ τήν τε <Χίμαιραν>, εἰ τύχοι, καὶ τὴν <Γοργόνα> καὶ τῶν τοιούτων ἕκαστον ὑπὸ <σοφίας> εἰς ταὐτὸν ἄγειν φυσικοῖς πλάσμασιν. Ταῦτα γὰρ δὴ καὶ ὁ Σωκράτης ἐν ἐκείνοις αἰτιώμενος πεποίηται τοὺς τὴν Ὠρείθυιαν παίζουσαν ὑπὸ τοῦ πνεύματος βορέου κατὰ τῶν πετρῶν ὠσθεῖσαν ἐν μύθου σχήματι λέγοντας ὑπὸ τοῦ Βορέου δι᾽ ἔρωτα θνητὴν οὖσαν ἡρπάσθαι· δεῖ γὰρ, οἶμαι, τὰ περὶ θεῶν μυθολογήματα σεμνοτέρας ἀεὶ τῶν φαινομένων ἔχειν τὰς ἀποκεκρυμμένας ἐννοίας. Ὥστ᾽ εἴ τινες καὶ τῶν Πλατωνικῶν μύθων φυσικὰς ἡμῖν εἰσηγοῖντο καὶ περὶ τὰ τῇδε στρεφομένας ὑποθέσεις, παντάπασιν αὐτοὺς τῆς τοῦ φιλοσόφου διανοίας ἀποπλανᾶσθαι φήσομεν καὶ μόνους ἐκείνους τῶν λόγων τῆς ἐν τούτοις ἀληθείας ὑπάρχειν <ἐξηγητάς>, ὅσοι τῆς θείας καὶ ἀύλου καὶ χωριστῆς ὑποστάσεως στοχάζονται καὶ πρὸς ταύτην βλέποντες τάς τε συνθέσεις ποιοῦνται καὶ τὰς ἀναλύσεις τῶν μύθων οἰκείας ταῖς περὶ τῶν θείων ἐν ἡμῖν προλήψεσιν.
Ε’)
       Theol Plat 1.23.13 ` to     Theol Plat 1.26.22   Ἐπειδὴ τοίνυν τούτους τε τοὺς τρόπους ἅπαντας τῆς Πλατωνικῆς θεολογίας διηριθμησάμεθα καὶ τὰς τῶν μύθων συνθέσεις τε καὶ ἀναλύσεις ὁποίας εἶναι προσήκει τῆς περὶ θεῶν ἀληθείας παραδεδώκαμεν, τοῦτο μὲν οὖν αὐτοῦ περιγεγράφθω· σκεψώμεθα δὲ ἐπὶ τούτοις πόθεν καὶ ἐκ τίνων μάλιστα διαλόγων ἡγούμεθα χρῆναι τὰ περὶ θεῶν δόγματα τοῦ Πλάτωνος ἀναλέγεσθαι, καὶ πρὸς τίνας τύπους ἀποβλέποντες τά τε γνήσια καὶ τὰ νόθα τῶν εἰς αὐτὸν ἀναφερομένων κρίνειν δυνησόμεθα.  
Ἔστι μὲν οὖν διὰ πάντων, ὡς εἰπεῖν, τῶν Πλατωνικῶν διαλόγων ἡ περὶ θεῶν ἀλήθεια διήκουσα καὶ πᾶσιν ἐνέσπαρται τοῖς μὲν ἀμυδρότερα τοῖς δὲ εὐαγέστερα<τὰ> τῆς πρωτίστης φιλοσοφίας νοήματα σεμνὰ καὶ ἐναργῆ καὶ ὑπερφυῆ καὶ πρὸς τὴν ἄυλον καὶ χωριστὴν οὐσίαν τῶν θεῶν ἀνεγείροντα τοὺς καὶ ὁπωσοῦν αὐτῶν μετασχεῖν δυναμένους· καὶ ὥσπερ ἐν ἑκάστῃ μοίρᾳ τοῦ παντὸς καὶ φύσει τῆς ἀγνώστου τῶν θεῶν ὑπάρξεως ἰνδάλματα κατέθηκεν ὁ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ πάντων δημιουργὸς ἵνα πάντα πρὸς τὸ θεῖον ἐπιστρέφηται κατὰ τὴν πρὸς αὐτὸ συγγένειαν, οὕτως οἶμαι καὶ τὸν ἔνθεον τοῦ Πλάτωνος νοῦν ἅπασι τοῖς ἑαυτοῦ γεννήμασι τὰς περὶ θεῶν ἐννοίας συνυφῆναι καὶ μηδὲν ἄμοιρον ἀφεῖναι τῆς τοῦ θείου μνήμης ἵν᾽ ἐκ πάντων ἀνάγεσθαι καὶ τῶν ὅλων ἀνάμνησιν πορίζεσθαι τοῖς γνησίοις ὑπάρχῃ τῶν θείων ἐρασταῖς.  
Εἰ δὲ δεῖ τοὺς μάλιστα τὴν περὶ θεῶν μυσταγωγίαν ἡμῖν ἐκφαίνοντας τῶν πολλῶν προθεῖναι διαλόγων, οὐκ ἂν φθάνοιμι τόν τε Φαίδωνα καὶ τὸν Φαῖδρον ἀπολογιζόμενος καὶ τὸ Συμπόσιον καὶ τὸν Φίληβον, τόν τε αὖ Σοφιστὴν καὶ τὸν Πολιτικὸν μετὰ τούτων καταλέγων καὶ Κρατύλον καὶ Τίμαιον· ἅπαντες γὰρ οὗτοι τῆς ἐνθέου τοῦ Πλάτωνος ἐπιστήμης δι᾽ ὅλων, ὡς εἰπεῖν, ἑαυτῶν πλήρεις τυγχάνουσιν ὄντες. Δευτέρους ἂν ἔγωγε θείην μετὰ τούτους τόν τε ἐν Γοργίᾳ καὶ τὸν Πρωταγόρειον μῦθον καὶ τὰ περὶ προνοίας θεῶν ἐν Νόμοις καὶ ὅσα περὶ Μοιρῶν ἢ τῆς μητρὸς τῶν Μοιρῶν ἢ τῶν περιφορῶν τοῦ παντὸς ἐν τῷ δεκάτῳ τῆς Πολιτείας ἡμῖν παραδέδοται. Εἰ δὲ βούλει, κατὰ τρίτην τάξιν καὶ τὰς Ἐπιστολὰς τίθει παρ᾽ ὅσων δυνατὸν εἰς τὴν περὶ τῶν θείων ἐπιστήμην ἀναπέμπεσθαι· καὶ γὰρ περὶ τῶν τριῶν βασιλέων ἐν ταύταις εἴρηται καὶ ἄλλα πάμπολλα δόγματα θεῖα τῆς Πλατωνικῆς ἐπάξια θεωρίας.  
Δεῖ τοίνυν πρὸς ταῦτα βλέποντας ἕκαστον διάκοσμον θεῶν ἐν τούτοις ἀναζητεῖν, καὶ λαμβάνειν ἐκ μὲν τοῦ Φιλήβου τὴν περὶ τοῦ ἑνὸς ἀγαθοῦ καὶ τὴν περὶ τῶν δυεῖν ἀρχῶν τῶν πρωτίστων καὶ τῆς ἐκ τούτων ἀναφανείσης τριάδος ἐπιστήμην, εὑρήσεις γὰρ ταῦτα πάντα διακεκριμένως ὑπὸ τοῦ Πλάτωνος ἡμῖν παραδεδομένα, ἐκ δὲ τοῦ Τιμαίου τὴν περὶ τῶν νοητῶν θεωρίαν καὶ τὴν περὶ τῆς δημιουργικῆς μονάδος ἔνθεον ὑφήγησιν καὶ τὴν περὶ τῶν ἐγκοσμίων θεῶν πληρεστάτην ἀλήθειαν, ἐκ δὲ τοῦ Φαίδρου τά τε νοητὰ πάντα καὶ νοερὰ γένη καὶ τὰς ἀπολύτους τάξεις τῶν θεῶν ὅσαι προσεχῶς ὑπερίδρυνται τῶν οὐρανίων περιφορῶν, ἐκ δὲ τοῦ Πολιτικοῦ τήν τε ἐν οὐρανῷ δημιουργίαν καὶ τὰς διττὰς περιόδους τοῦ παντὸς καὶ τὰς νοερὰς αἰτίας αὐτῶν, ἐκ δὲ τοῦ Σοφιστοῦ σύμπασαν τὴν ὑπὸ σελήνην γένεσιν καὶ τὴν ἰδιότητα τῶν ταύτην κληρωσαμέ νων θεῶν. Περὶ δὲ αὖ τῶν καθ᾽ ἕκαστα θεῶν πολλὰ μὲν ἐκ τοῦ Συμποσίου θηράσομεν ἱεροπρεπῆ νοήματα, πολλὰ δὲ ἐκ τοῦ Κρατύλου, πολλὰ δὲ ἐκ τοῦ Φαίδωνος· <ἐν> ἑκάστῳ γὰρ αὐτῶν πλείων ἢ ἐλάττων μνήμη γίνεται τῶν θείων ὀνομάτων ἀφ᾽ ὧν ῥᾴδιον τοῖς περὶ τὰ θεῖα γεγυμνασμένοις τὰς ἰδιότητας αὐτῶν τῷ λογισμῷ περιλαμβάνειν.   Δεῖ δὲ ἕκαστα τῶν δογμάτων ταῖς Πλατωνικαῖς ἀρχαῖς ἀποφαίνειν σύμφωνα καὶ ταῖς τῶν θεολόγων μυστικαῖς παραδόσεσιν· ἅπασα γὰρ ἡ παρ᾽ Ἕλλησι θεολογία τῆς Ὀρφικῆς ἐστὶ μυσταγωγίας ἔκγονος, πρώτου μὲν Πυθαγόρου παρὰ Ἀγλαοφήμου τὰ περὶ θεῶν ὄργια διδαχθέντος, δευτέρου δὲ Πλάτωνος ὑποδεξαμένου τὴν παντελῆ περὶ τούτων ἐπιστήμην ἔκ τε τῶν Πυθαγορείων καὶ τῶν Ὀρφικῶν γραμμάτων. Ἐν Φιλήβῳ μὲν γὰρ τὴν περὶ τῶν δυοειδῶν ἀρχῶν θεωρίαν εἰς τοὺς Πυθαγορείους ἀναφέρων, <μετὰ θεῶν οἰκοῦντας> αὐτοὺς καὶ μακαρίους ὄντως ἀποκαλεῖ· πολλὰ γοῦν ἡμῖν περὶ τούτων καὶ Φιλόλαος ὁ Πυθαγόρειος ἀνέγραψε νοήματα καὶ θαυμαστά, τήν τε κοινὴν αὐτῶν εἰς τὰ ὄντα πρόοδον καὶ τὴν διακεκριμένην ποίησιν ἀνυμνῶν·
ἐν Τιμαίῳ <δὲ> περὶ τῶν ὑπὸ σελήνην θεῶν καὶ τῆς ἐν αὐτοῖς τάξεως ἀναδιδάσκειν ἐγχειρῶν, ἐπὶ τοὺς θεολόγους κατα φεύγει καὶ <θεῶν παῖδας> αὐτοὺς ἀποκαλεῖ, καὶ πατέρας ποιεῖται τῆς περὶ αὐτῶν ἀληθείας, καὶ τέλος κατὰ τὴν παρ᾽ αὐτοῖς τῶν νοερῶν βασιλέων πρόοδον καὶ τῶν ὑπὸ σελήνην θεῶν παραδίδωσι τὰς ἀπὸ τῶν ὅλων προϊούσας διακοσμήσεις· καὶ πάλιν ἐν Κρατύλῳ  τῆς τῶν θείων διακόσμων τάξεως, ἐν Γοργίᾳ δὲ τὸν Ὅμηρον τῆς τῶν δημιουργικῶν <μονάδων> τριαδικῆς ὑποστάσεως. Πανταχοῦ δέ, ὡς εἰπεῖν συλλήβδην, ἑπομένως ταῖς ἀρχαῖς τῶν θεολόγων τοὺς περὶ θεῶν λόγους ἀποδίδωσι, τῆς μὲν μυθοποιίας τὸ τραγικὸν ἀφελὼν τὰς δὲ ὑποθέσεις τὰς πρωτίστας κοινὰς πρὸς αὐτοὺς τιθέμενος.  
ς’)
       Theol Plat 1.27.2 ` to     Theol Plat 1.30.17   Ἴσως δ᾽ ἄν τις ἡμῖν ταῦτα διαταττομένοις ἀπαντήσειε λέγων ὡς οὐκ ὀρθῶς διεσπαρμένην πανταχοῦ τὴν Πλατωνικὴν θεολογίαν ἀποφαίνομεν καὶ τὰ μὲν ἐξ ἄλλων τὰ δὲ ἐξ ἄλλων διαλόγων ἀθροίζειν ἐπιχειροῦμεν, ὥσπερ νάματα πολλὰ συνάγειν εἰς μίαν σύγκρασιν σπουδάζοντες οὐκ ἐκ μιᾶς ὁρμώμενα πάντα καὶ τῆς αὐτῆς πηγῆς.  
Εἰ γὰρ οὕτως ἔτυχε, τὰ μὲν ἄλλα δόγματα πρὸς τὰς ἄλλας ἀναφέρειν ἕξομεν τοῦ Πλάτωνος πραγματείας, τὰ δὲ περὶ θεῶν οὐδαμοῦ προηγουμένην ἕξει διδασκαλίαν οὐδὲ εἴς τινα ταχθήσεται χώραν παντελῆ καὶ ὁλόκληρα τὰ θεῖα γένη προάγουσαν καὶ μετὰ τῆς πρὸς ἄλληλα συντάξεως· ἀλλὰ γὰρ ἐοίκαμεν τοῖς τὸ ὅλον ἐκ τῶν μερῶν κατασκευάζειν ἐπιχειροῦσι δι᾽ ἀπορίαν τῆς πρὸ τῶν μερῶν ὁλότητος κἀκ τῶν ἀτελῶν τὸ τέλειον συνυφαίνειν, δέοντος ἐν τῷ τελείῳ τὸ ἀτελὲς τὴν πρωτίστην αἰτίαν ἔχειν τῆς αὑτοῦ γενέσεως. Ὁ μὲν γὰρ Τίμαιος ἡμᾶς, εἰ τύχοι, διδάξει τὴν περὶ τῶν νοητῶν γενῶν θεωρίαν, ὁ δὲ Φαῖδρος τὰς πρώτας νοερὰς διακοσμήσεις ἐν τάξει παραδιδοὺς ἀναφανήσεται· ποῦ δὲ ἡ τῶν νοερῶν πρὸς τὰ νοητὰ σύνταξις καὶ τίς ἡ τῶν δευτέρων ἀπὸ τῶν πρώτων γένεσις, καὶ ὅλως τίνα τρόπον ἀπὸ τῆς μιᾶς τῶν πάντων ἀρχῆς εἰς τὸ πλῆθος τῶν ἐγκοσμίων θεῶν ἡ πρόοδος γέγονε τῶν θείων διακόσμων καὶ πῶς συμπεπλήρωται τὰ μέσα τοῦ τε ἑνὸς καὶ τοῦ παντελοῦς ἀριθμοῦ ταῖς τῶν θεῶν ἀπογεννήσεσι κατὰ τὴν ὁμοφυῆ καὶ ἀδιαίρετον ὑπόβασιν τῶν ὅλων, εἰπεῖν οὐχ ἕξομεν.
Καὶ τί τὸ σεμνόν, ἔτι φαῖεν ἂν οἱ ταῦτα λέγοντες, τῆς παρ᾽ ὑμῖν θρυλλουμένης περὶ τῶν θείων ἐπιστήμης; Καὶ γὰρ ταῦτα τὰ πολλαχόθεν ἀθροιζόμενα δόγματα Πλατωνικὰ προσονομάζειν ἄτοπον, <ἐξ ἀλλοτρίων> ὥς φατε <ναμάτων> εἰς τὴν τοῦ Πλάτωνος ἀναχθέντα φιλοσοφίαν, καὶ μίαν ὅλην περὶ τῶν θείων ἀλήθειαν δεικνύναι παρ᾽ ὑμῖν οὐχ ἕξετε. Καίτοι φαῖεν ἂν ἴσως καὶ τοὺς τοῦ Πλάτωνος νεωτέρους ἓν καὶ τέλειον εἶδος θεολογίας ἐν ταῖς ἑαυτῶν συνυφήναντας παραδιδόναι συγγραφαῖς τοῖς ἑαυτῶν κατη κόοις. Ὑμεῖς δὲ ἄρα ἐκ μὲν τοῦ Τιμαίου τὴν ὅλην περὶ τῆς φύσεως θεωρίαν προάγειν δυνήσεσθε, ἐκ δὲ τῆς Πολιτείας ἢ τῶν Νόμων τὰ περὶ τῶν ἠθῶν κάλλιστα δόγματα πρὸς ἓν φιλοσοφίας εἶδος συντείνοντα, μόνην δὲ ἄρα τὴν Πλάτωνος πραγματείαν τὴν περὶ τῆς πρώτης φιλοσοφίας [ἀγαθόν], ὃ δὴ κεφάλαιον ἄν τις εἴποι τῆς συμπάσης θεωρίας, ἀπολιπόντες, τῆς τελεωτάτης ὑμᾶς <αὐτοὺς> ἀφαιρήσετε τῶν ὄντων γνώσεως, εἰ μὴ λίαν εὐηθικῶς ἀπὸ τῶν μυθικῶν πλασμάτων ἐθέλοιτε καλλωπίζεσθαι, πολλοῦ τοῦ εἰκότος ἀναπεπλησμένης τῆς τῶν τοιούτων ἀναλύσεως, καίτοι καὶ τούτων ἐπεισοδιώδη τὴν παράδοσιν ἐν τοῖς Πλατωνικοῖς διαλόγοις ἐχόντων, οἷον ἐν Πρωταγόρᾳ τῆς πολιτικῆς ἕνεκα καὶ τῶν περὶ αὐτῆς ἀποδείξεων, ἐν δὲ Πολιτείᾳ τῆς δικαιοσύνης, ἐν δὲ Γοργίᾳ τῆς σωφροσύνης. Οὐ γὰρ αὐτῶν ἀλλὰ τῶν προηγουμένων ἕνεκα σκοπῶν συμπλέκει τὰς μυθολογίας ὁ Πλάτων ταῖς τῶν ἠθικῶν δογμάτων ζητήσεσιν, ἵνα μὴ μόνον τὸ νοερὸν τῆς ψυχῆς διὰ τῶν ἀγωνιστικῶν λόγων γυμνάζωμεν, ἀλλὰ καὶ τὸ θεῖον τῆς ψυχῆς τῇ πρὸς τὰ μυστικώτερα συμπαθείᾳ τελειότερον ἀντιλαμβάνηται τῆς τῶν ὄντων γνώσεως. Ἐκ μὲν γὰρ τῶν ἄλλων λόγων ἀναγκαζομένοις ἐοίκαμεν εἰς τὴν τῆς ἀληθείας παραδοχήν, ἐκ δὲ τῶν μύθων ἀρρήτως πάσχομεν καὶ τὰς ἀδιαστρόφους ἐννοίας προβάλλομεν τὸ ἐν αὐτοῖς μυστικὸν σέβοντες. Ὅθεν οἶμαι καὶ ὁ Τίμαιος εἰκότως ἀξιοῖ τοῖς μυθοπλάσταις ὡς <παισὶ θεῶν> ἑπομένους τὰ θεῖα γένη προάγειν, ἀπὸ τῶν πρώτων ἀεὶ τὰ δεύτερα γεννῶντας, εἰ καὶ <ἄνευ ἀποδείξεως> λέγοιεν. Οὐ γὰρ ἀποδεικτικὸν τὸ τοιοῦτον εἶδος τῶν λόγων, ἀλλ᾽ ἐνθεαστικόν, οὐδὲ ἀνάγκης ἀλλὰ πειθοῦς ἕνεκα τοῖς παλαιοῖς μεμηχανημένον, οὐδὲ μαθήσεως ψιλῆς ἀλλὰ τῆς πρὸς τὰ πράγματα συμπαθείας στοχαζόμενον. Εἰ δὲ μὴ τῶν μύθων μόνον ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων θεολογικῶν δογμάτων τὰς αἰτίας ἐθέλοιτε σκοπεῖν, εὑρήσετε <τὰ> μὲν ἠθικῶν ἕνεκα τὰ δὲ φυσικῶν σκεμμάτων τοῖς Πλατωνικοῖς παρεσπαρμένα διαλόγοις. Ἐν Φιλήβῳ μὲν γὰρ περί τε <ἀπείρου καὶ πέρατος> τῆς ἡδονῆς ἕνεκα καὶ τοῦ κατὰ τὸν νοῦν βίου πεποίηται τὸν λόγον· γένη γὰρ οἶμαι τὰ ἕτερα τῶν ἑτέρων, δῆλον δὲ πότερα ποτέρων. Ἐν Τιμαίῳ <δὲ> τὰ περὶ τῶν νοητῶν θεῶν τῆς προκειμένης ἕνεκα φυσιολογίας παρείληπται, διότι δὴ πανταχοῦ τὰς εἰκόνας ἀπὸ τῶν παραδειγμάτων γινώσκειν ἀναγκαῖον, παραδείγματα δὲ τὰ ἄυλα τῶν ἐνύλων, τὰ νοητὰ τῶν αἰσθητῶν, τὰ χωριστὰ τῶν φυσικῶν εἰδῶν. Ἐν δὲ αὖ τῷ Φαίδρῳ τόν τε <ὑπερουράνιον τόπον> ἀνυμνεῖ καὶ τὸ ὑπουράνιον βάθος καὶ πᾶν τὸ ὑπὸ τοῦτο γένος τῆς <ἐρωτικῆς> ἕνεκα <μανίας> καὶ τοῦ τρόπου τῆς <ἀναμνήσεως> τῶν ψυχῶν καὶ τῆς ἐντεῦθεν ἐπ᾽ ἐκεῖνα <πορείας>. Πανταχοῦ δὲ ὡς εἰπεῖν τὸ μὲν προηγούμενον τέλος ἐστὶ φυσικὸν ἢ πολιτικόν, τὰ δὲ περὶ τῶν θείων νοήματα τῆς ἐκείνων εὑρέσεως ἢ τελειώσεως ἕνεκα προτείνεται.  
Πῶς οὖν ἔτι παρ᾽ ὑμῖν ἡ τοιαύτη θεωρία σεμνὴ καὶ ὑπερφυὴς ἔσται καὶ παντὸς μᾶλλον ἀξία σπουδάζεσθαι, μήτε τὸ ὅλον ἐν ἑαυτῇ δεικνύειν ἔχουσα μήτε τὸ τέλειον μήτε τὸ προηγούμενον ἐν τῇ πραγματείᾳ τοῦ Πλάτωνος, ἀλλὰ πάντων τούτων ἀπολειπομένη καὶ βιαίως ἀλλ᾽ οὐκ αὐτοφυῶς οὐδὲ γνησίαν ἀλλ᾽ ἐπεισοδιώδη τὴν τάξιν ὥσπερ ἐν δράμασι κεκτημένη;
Ζ’)
       Theol Plat 1.30.19 ` to     Theol Plat 1.32.12   Ἃ μὲν οὖν δυσχεράνειεν ἄν τις ἐπὶ τοῖς προκειμένοις, τοιαῦτα ἄττα ἐστίν. Ἐγὼ δὲ πρὸς μὲν τὴν τοιαύτην ἀπάντησιν δικαίαν ποιήσομαι καὶ σαφῆ τὴν ἀπόκρισιν, καὶ τὸν Πλάτωνα πανταχοῦ μὲν τοὺς περὶ θεῶν λόγους ἑπομένως ταῖς παλαιαῖς φήμαις καὶ τῇ φύσει τῶν πραγμά των μετιέναι φήσω, καὶ ποτὲ μὲν τῆς αἰτίας ἕνεκα τῶν προκειμένων ἐπὶ τὰς ἀρχὰς τῶν δογμάτων ἀνάγεσθαι κἀκεῖθεν <ὥσπερ ἀπὸ σκοπιᾶς> καταθεωρεῖν τὴν τοῦ προκειμένου φύσιν, ποτὲ δὲ καὶ προηγούμενον τέλος τίθεσθαι τὴν θεολογικὴν ἐπιστήμην· καὶ γὰρ ἐν Φαίδρῳ περὶ τοῦ νοητοῦ κάλλους καὶ τῆς ἐκεῖθεν ἐπὶ πάντα διηκούσης τῶν καλῶν μετουσίας καὶ ἐν Συμποσίῳ περὶ τῆς ἐρωτικῆς τάξεως ἡ πραγματεία.  
Εἰ δὲ δεῖ τὸ παντελὲς καὶ ὅλον καὶ συνεχὲς ἄνωθεν ἄχρι τοῦ σύμπαντος ἀριθμοῦ τῆς θεολογίας ἐν ἑνὶ Πλατωνικῷ διαλόγῳ σκοπεῖν, παράδοξον μὲν ἴσως εἰπεῖν καὶ τοῖς ἐκ τῆς ἡμετέρας ἑστίας μόνης τὸ λεχθησόμενον καταφανές· τολμητέον δ᾽ οὖν ὅμως, ἐπείπερ ἠρξάμεθα τῶν τοιούτων λόγων, καὶ ῥητέον πρὸς τοὺς ταῦτα λέγοντας ὡς ὁ Παρμενίδης ὃν ποθεῖτε, καὶ τὰ μυστικὰ τοῦ διαλόγου τοῦδε νοήματα φαντάζεσθε. Πάντα γὰρ ἐν τούτῳ τὰ θεῖα γένη καὶ πρόεισιν ἐκ τῆς πρωτίστης αἰτίας ἐν τάξει καὶ τὴν πρὸς ἄλληλα συνάρτησιν ἐπιδείκνυσι· καὶ τὰ μὲν ἀκρότατα καὶ τῷ ἑνὶ συμφυόμενα καὶ πρωτουργὰ τὸ ἑνιαῖον καὶ ἁπλοῦν καὶ κρύφιον ἔλαχε τῆς ὑπάρξεως εἶδος, τὰ δὲ ἔσχατα πληθύνεται κατακερματιζόμενα καὶ τῷ μὲν ἀριθμῷ πλεονάζει τῇ δὲ δυνάμει τῶν ὑπερτέρων ἐλασσοῦται, τὰ δὲ μέσα κατὰ τὸν προσήκοντα λόγον συνθετώτερα μέν ἐστι τῶν αἰτίων ἁπλούστερα δὲ τῶν οἰκείων γεννημάτων. Καὶ πάντα, ὡς συνελόντι φάναι, τὰ τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης ἀξιώματα τελέως ἐνταῦθα καταφαίνεται καὶ τῶν θείων οἱ διάκοσμοι πάντες συνεχῶς ὑφιστάμενοι δείκνυνται· καὶ οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ θεῶν γένεσις ὑμνημένη καὶ τῶν ὁπωσοῦν ὄντων ἀπὸ τῆς ἀρρήτου καὶ ἀγνώστου τῶν ὅλων αἰτίας. Τό τε οὖν ὅλον καὶ τέλειον τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης <φῶς> ὁ Παρμενίδης <ἀνάπτει> τοῖς τοῦ Πλάτωνος ἐρασταῖς, καὶ μετὰ τοῦτον οἱ προειρημένοι διάλογοι μέρη κατενείμαντο τῆς περὶ θεῶν μυσταγωγίας, καὶ πάντες ὡς εἰπεῖν τῆς ἐνθέου σοφίας μετειλήφασιν καὶ τὰς αὐτοφυεῖς ἡμῶν ἐννοίας περὶ τὸ θεῖον ἀνεγείρουσι. Καὶ δεῖ τὸ μὲν ὅλον πλῆθος εἰς τοὺς προκειμένους ἀναφέρειν διαλόγους, τοὺς δὲ αὖ πάλιν εἰς τὴν μίαν καὶ παντελῆ τοῦ Παρμενίδου θεωρίαν συνάγειν. Οὕτω γὰρ οἶμαι τά τε ἀτελέστερα τῶν τελείων καὶ τὰ μέρη τῶν ὅλων ἐξάψομεν καὶ τοῖς πράγμασιν ἐοικότας ἀποφανοῦμεν τοὺς λόγους <ὧνπέρ εἰσιν ἐξηγη ταί>, κατὰ τὸν παρὰ Πλάτωνι Τίμαιον.

πηγή: eleysis69

ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ - ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΙΚΟΥ ΒΙΟΥ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ιάμβλιχος


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Με τη γέννησή της η φιλοσοφική σκέψη δέχτηκε την πρόκληση του μη όντος. Από τον αγώνα για το ον και το μη ον βγήκε νικήτρια. Δάμασε τις έννοιες που τη συνόδευσαν και, με βοηθό τον ορθό λόγο, προχώρησε στη διερεύνηση της ``ζητούμενης επιστήμης``, στο λόγο για τα γένη του όντος. Μια μάχη, όμως, έχασε ۠ τη μάχη του «άλλου». Γιατί το «άλλο» είναι « πάγκρυφον» και ο άνθρωπος δεν κατορθώνει να το προσεγγίσει, να το δει. Έτσι, ο άνθρωπος αρκείται να το ονομάζει. Οι ονομασίες, όμως, δε σβήνουν τον πόθο για τη γνώση του. 

Το « Άλλο », ωστόσο, αποκαλύπτεται με χίλιες δυο μορφές. Είναι, όμως, η μοίρα του ανθρώπου να μην το καταλαβαίνει και έτσι ακολουθεί το δρόμο των μυστηρίων. Και ξεπηδά μια μορφή θρησκευτικότητας, την οποία ο άνθρωπος θέλει να μοιράζεται μόνο σε λίγους. Γιατί το « Άλλο » το ονομάζει πια Θεό, αρχή των πάντων, Ένα.

Πάνω από 800 χρόνια χωρίζουν τον Ιάμβλιχο από τον Πυθαγόρα. Μαθαίνουμε ότι ο Πυθαγόρας έγραψε έργα που όλα χάθηκαν. Υπήρξαν άραγε; Οι γνώμες ποικίλουν ήδη από τους αρχαίους χρόνους. Ο Πλούταρχος εμφατικά τονίζει ότι δεν έγραψε ποτέ. Ο Επίκτητος, ο Κλήμης και ο Ιάμβλιχος δέχονται ότι άφησε βιβλία, ο Διογένης αφήνει το θέμα ανοιχτό. Αν καταφύγουμε στον Αριστοτέλη, που εκθέτει στα ``Μετά τα Φυσικά`` τις θεωρίες των Πυθαγορείων, βλέπουμε ότι συνάγεται έμμεσα ότι υπήρχαν βιβλία του ίδιου του Πυθαγόρα. 

Η λέξη φιλόσοφος δηλώνει την αγάπη για τη σοφία. Και ο άνθρωπος που υψώνεται στη σοφία υπερέχει από τους άλλους. Μόνο ο φιλόσοφος μπορεί και αγγίζει την ουσία των πραγμάτων. Η σοφία δεν ανήκει στον άνθρωπο ۠ τείνει σ` αυτήν ως ένα ιδεώδες, ποτέ δεν την αγγίζει, Ο Πίνδαρος λέει ότι η σοφία είναι των θεών και όχι των θνητών. Ο άνθρωπος, λοιπόν, γνωρίζει ότι από μόνος του δε μπορεί να φτάσει στη σοφία, ή μπορεί ίσως, αν άλλοι το θελήσουν να του αποκαλυφθεί με θεϊκή πια παρέμβαση. Στρέφει έτσι το βλέμμα στους θεούς, με την εσώτερη σκέψη ότι κάτι θα φωτισθεί μέσα του, αρκεί να έχει την προετοιμασία εκείνη την εσωτερική, που τον φέρνει σε μυστική επαφή με το ιερό. Η προετοιμασία σώματος και ψυχής, άσκησης των αισθήσεων και άσκησης του νου δεν είναι εύκολη, ούτε είναι δοσμένο στον καθένα να την αντέξει. Γιατί η προετοιμασία είναι πραγματικός τρόπος ζωής, είναι βίος, ο βίος του Πυθαγόρα. 

Έτσι φτάνουμε στην ιδέα εκείνη, τον πυρήνα του πυθαγορικού βίου, που είναι η εσωτερική βελτίωση του ανθρώπου μέσα από διδασκαλία και πρακτικές με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Εσωτερική ζωή, ηθική τελειότητα, τάση προς το μυστικισμό και ασκητισμός είναι στοιχεία που θα συγκροτήσουν την όλη εικόνα των Πυθαγορείων. Και σε αυτή την εικόνα κυρίαρχη είναι η συνύπαρξη θρησκείας και φιλοσοφίας, μυστικισμού και πρακτικής.

Η θρησκεία παίρνει ήδη τη μορφή της πολιτικής οργάνωσης : πειθαρχία, υπακοή, διδαχή, σιωπή. Οδηγός η καταπληκτική αρχή της αρμονίας ο Πυθαγόρας ακούει την αρμονία των ουράνιων σφαιρών. Μπορεί και ο άνθρωπος, αρκεί να σιωπά. Γίνεται έτσι η σιωπή πρώτη βαθμίδα της άσκησης. Για να γνωρίσεις πρέπει να μάθεις να ακούς, πρέπει να μάθεις να σωπαίνεις. 

Όλη η ασκητική των Πυθαγορείων απέβλεπε στην περιφρόνηση του σώματος και στην αρετή της υπακοής. Για τον Πυθαγόρα η φιλοσοφία απαιτεί σιωπή και περισυλλογή. Δεν της αρμόζει η δημοσιότητα. Έτσι, δημιουργείται η παράδοση του απόρρητου λόγου, έτσι επιβάλλεται στους Πυθαγορείους ο όρκος να μην πωλούν και να μη δίνουν σε άλλους τα βιβλία τους. Ο ορθός λόγος είναι το όπλο και η δύναμη του Πυθαγόρα. Σκοπός είναι ο καθαρμός από τα πάθη. Για να βρει ο άνθρωπος την αρετή, είναι αναγκαίο να ελέγχει το λογικό του. 

Ο ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΟΣ ΒΙΟΣ

Ο Πυθαγόρας, γιος του Μνήσαρχου και της Παρθενίδας, γεννήθηκε το 580 π.Χ. και πέθανε γύρω στο 490 π.Χ. Ήταν μαθηματικός, γεωμέτρης, αστρονόμος, γιατρός και μουσικός. Ταξίδεψε στην Κρήτη, στη Δήλο, στη Σπάρτη, στη Φοινίκη και στη Βαβυλωνία της Μεσοποταμίας, όπου ήρθε σε επαφή με τα περσικά μυστήρια και τον Ζωροαστρισμό. Μετά από την πολυετή περιήγησή του στις χώρες των μυστηρίων, σε ηλικία περίπου 56 χρονών, επέστρεψε στην πατρίδα του τη Σάμο και οργάνωσε Σχολή, από όπου, όμως, σύντομα αποδήμησε ξανά, λόγω του τυραννικού καθεστώτος του Πολυκράτη και λόγω της αδιαφορίας των συμπολιτών του για όσα αυτός τους δίδασκε. 

Η καινούργια αποδημία του φιλοσόφου από τη Σάμο τον φέρνει στις δωρικές αποικίες της Νότιας Ιταλίας και πιο συγκεκριμένα στην πόλη της Κρότωνος. Η Κρότων την εποχή εκείνη φημιζόταν για τον πνευματικό της πολιτισμό, τους εξαίρετους φυσικούς, τους μαθηματικούς, τους γιατρούς και τους αθλητές της. Η άφιξη του Πυθαγόρα χαιρετίστηκε από το λαό με μεγάλο ενθουσιασμό, και μάλιστα κατά την πρώτη του ομιλία είχε περισσότερους από 2.000 ακροατές. Σημαντικό ρόλο για την επιτυχία αυτή έπαιξε η εξαιρετική του φύση, οι φιλελεύθερες ιδέες του, το ήθος του, η χάρη και η ευπρέπεια στη φωνή του. Τόσο πολύ εκτίμησαν οι Κροτωνιάτες τη διδασκαλία του, που του επέτρεψαν να οργανώσει Σχολή, του πρότειναν να κυβερνήσει την πόλη τους και να θεσπίσει νόμους για τους Έλληνες της Ιταλίας. Πράγματι, ο Πυθαγόρας ανέλαβε να κυβερνήσει την πόλη ۠ κατέταξε τους ενεργούς πολίτες σε τρεις τάξεις: στους εμπόρους, τους αγωνιζόμενους και τους θεωρητικούς ή φιλοσόφους, και πρότεινε τη φιλία και την αδελφοσύνη για όλους τους ανθρώπους. 

Έτσι, στην πόλη της Κρότωνος κυριάρχησαν οι Πυθαγόρειοι, οι οποίοι κατείχαν τα ανώτερα αξιώματα ۠ παρόμοια κατάσταση επικράτησε και σε άλλες πόλεις της Νότιας Ιταλίας. Το γεγονός αυτό δημιούργησε τη ζηλοφθονία και την αντίδραση όσων δεν ήταν ικανοποιημένοι από την ακριβοδίκαιη νομοθεσία. Η εξέγερση που εκδηλώθηκε το 510 π.Χ. στη γειτονική πόλη της Σύβαρης εναντίον των Πυθαγορείων, ο σφαγιασμός της τριανταμελούς αποστολής των Κροτωνιατών στη Σύβαρη και η αποδημία 500 Πυθαγορείων στην Κρότωνα, ήταν μονάχα η αρχή του κακού : ο Κύλων ο Κροτωνιάτης θα υποστηρίξει ότι οι Πυθαγόρειοι είχαν σκοπό να επιβάλουν στην πόλη τυραννικό καθεστώς και θα πείσει του συμπολίτες του, να επιτεθούν στους κυβερνώντες Πυθαγορείους, κατορθώνοντας άλλους από αυτούς να σκοτώσουν και άλλους να απομακρύνουν από την πόλη. Σύμφωνα με το Διογένη Λαέρτιο, ο Πυθαγόρας συνελήφθηκε και φονεύτηκε, ενώ προσπαθούσε να ξεφύγει. 

Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΩΝ 

Ο Πυθαγόρας, όταν έφτασε στην πόλη της Κρότωνος, οργάνωσε Σχολή, το "ομακοείον" ( το χώρο των κοινών ακροάσεων ), που απαρτιζόταν από 300 μέλη. Η ένταξη των μελών γινόταν μέσα από διαδικασίες μύησης και τελετουργικών πρακτικών. Σκοπός της Πυθαγόρειας διδασκαλίας ήταν η επίτευξη της επικοινωνίας με το θεό, η οποία συνιστούσε τον τέλειο εξαγνισμό της ψυχής από τους ρύπους της σωματικής φυλακής. Η διαδικασία ήταν μακροχρόνια και απαιτούσε αυστηρό σεβασμό στους νόμους της Σχολής. 

Οι Πυθαγόρειοι δείχνουν μεγάλη εμπιστοσύνη στις μυθολογικές αφηγήσεις του παρελθόντος (θεογονίες και ομηρικά έπη) και έχουν ``ορφική`` νοοτροπία. ``Ανακαλύπτουν`` έτσι τη σημασία του αριθμού, τη δυνατότητα δηλ. της ακριβούς έρευνας στη φυσική και ταυτόχρονα κατασκευάζουν φανταστικές αναλογίες που ορίζουν έννοιες όπως της διάνοιας (ανάλογη με τον αριθμό 1), της γνώμης (ανάλογη με τον αριθμό 2), της δικαιοσύνης, του γάμου, της τελειότητας, του σύμπαντος, των σφαιρικών πλανητών κ.λπ.

Η επιλογή των υποψήφιων μελών γινόταν σε πρώτη φάση φυσιογνωμικά, και κατόπιν τα μέλη υποβάλλονταν σε τριετή δοκιμασία και έλεγχο της συμπεριφοράς. Αν η δοκιμασία αυτή στεφόταν με επιτυχία, τότε οι υποψήφιοι γίνονταν δεκτοί στη Σχολή ως ``ακουσματικοί``, και αποκτούσαν το δικαίωμα να ακροώνται μέρος της διδασκαλίας του Διδασκάλου, χωρίς όμως να μπορούν να τον βλέπουν ή να του μιλούν. Η διδασκαλία των ``ακουσμάτων`` κρατούσε 5 χρόνια. Μετά το τέλος της πενταετίας, όσοι επιτύγχαναν στη δοκιμασία αυτοί γίνονταν ``εσωτερικοί`` και, ταυτόχρονα, επίσημα μέλη της Σχολής, πράγμα που υποδήλωνε ότι κατείχαν τα προκαταρκτικά εφόδια για να διδαχθούν το ουσιαστικό γνωσιοθεωρητικό μέρος των μαθημάτων, που κάλυπταν τις επιστήμες της Αριθμητικής, της Γεωμετρίας και της Μουσικής. Λόγω, μάλιστα, του χαρακτήρα των μαθημάτων αυτών, οι ``εσωτερικοί`` ονομάζονταν και ``μαθηματικοί`. Η διδαχή των Μαθηματικών επιστημών συμπληρωνόταν με διδασκαλίες σχετικές με τις Φυσικές επιστήμες, την Αστρονομία, τη Γεωγραφία, τη Μετεωρολογία, την Ανατομία, τη Φυσιολογία και την Ιατρική. 

ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΣ, ΚΑΘΑΡΣΗ, ΘΕΟΥΡΓΙΑ

Σύμφωνα με την Πυθαγόρεια διδασκαλία, οι υποψήφιοι εκπαιδεύονταν να αγνοούν κάθε δυσαρμονική και περιττή επιθυμία τους και να ικανοποιούν μονάχα τις αληθινά χρήσιμες ανάγκες του σώματος και της κοινότητας. Αυτό το επιτύγχαναν με την άσκηση. Ο φιλοσοφικός στοχασμός σκόπευε στον έλεγχο της διατροφής – ο Πυθαγόρας αποδοκίμαζε όσες τροφές προκαλούν φούσκωμα και διαταραχή (κρέας, αυγά, κουκιά και κρασί), και παρότρυνε να χρησιμοποιούνται όσες αποκαθιστούν τη σωματική ευεξία (κυρίως τα δημητριακά), στον έλεγχο του ύπνου (να είναι μικρής διάρκειας και με καλά όνειρα) και, γενικότερα, στον έλεγχο του τρόπου του βίου, επειδή μονάχα έτσι είναι δυνατό το πνεύμα να απελευθερωθεί και να καταστεί ικανό να θεωρεί υπέρ – λογικά και ενορατικά την πραγματικότητα. 

Η ορθή, ωστόσο, θεώρηση της πραγματικότητας προαπαιτούσε συγκεκριμένη αγωγή, η οποία συνέτεινε στην κάθαρση, την απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη της αυτογνωσίας και της θεωρίας της πραγματικότητας. Η γνωσιοθεωρητική, όμως, αγωγή δεν ήταν επαρκής παράγοντας. Σε ένα ανώτερο στάδιο μύησης, ο μυημένος επιτυγχάνει μέσω της ταπεινοφροσύνης (φρόνησης)  και της ευλαβικής του στάσης να κυριαρχεί, τόσο στον ίδιο του τον εαυτό όσο και στον κοινωνικό του περίγυρο, να ερμηνεύει τα σύμβολα και, τέλος, κατορθώνει να οδηγηθεί στη φιλοσοφία. Η ολοκληρωτική κάθαρση προϋποθέτει τη συνεπικουρία των θεών, οι οποίοι ανταποκρίνονται στις ανθρώπινες επικλήσεις. Οι φιλάνθρωποι θεοί, λοιπόν, υποβοηθούν τις ανθρώπινες ψυχές να ανυψωθούν προς τις ανώτερες τάξεις και να ενθεωθούν. Η θεϊκή αυτή παρουσία καλείται θεουργία.
Ο Ιάμβλιχος αποκαλεί τον Πυθαγόρα δαίμονα και θεϊκό άντρα ۠ ο Πυθαγόρας δηλαδή. μεταβαίνει σε μια ανώτερη κατάσταση, σύμφωνα με την οποία είναι κάτι περισσότερο από άνθρωπος και κάτι λιγότερο από θεός: είναι φιλόσοφος και θεός καθ` ομοίωση. Στο τυπικό της ορφικοπυθαγόρειας-πλατωνικής παράδοσης ο Πυθαγόρας θεωρείται καταχθόνιος δαίμων, δηλαδή επέχει βαθμού δαίμονος που ενίοτε ενσαρκώνεται σε κάθε νέα φάση θείου γεννητού. Αυτό, όμως, προϋποθέτει την τελετουργική δραστηριότητα και τη θεϊκή συγκατάβαση.

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΙΑΜΒΛΙΧΟΥ

Ο Ιάμβλιχος γεννήθηκε στη Χαλκίδα της Κοίλης Συρίας γύρω στο 245 μ.Χ. από οικογένεια γαιοκτημόνων και πέθανε το 325. Σπούδασε στην Αντιόχεια και στην Αλεξάνδρεια, πόλεις – κέντρα τόσο της ελληνορωμαϊκής φιλοσοφίας όσο και της χριστιανικής θεολογίας. Ο Ανατόλιος – που πιθανόν ήταν καθηγητής της αριστοτελικής φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια – ήταν ο πρώτος από τους δασκάλους του Ιάμβλιχου και συνέγραψε βιβλία πάνω στην αριθμητική. Ο άλλος του δάσκαλος ήταν ο Πορφύριος ο Τύριος, μαθητής του Πλωτίνου. 

Ο Ιάμβλιχος, γύρω στο 290, αναλαμβάνει τη Σχολή της Συρίας, που βρισκόταν στη Δάφνη, προάστιο της Αντιόχειας, όπου και θα διδάξει μέχρι την έκρηξη του ``μεγάλου διωγμού`` που κηρύχθηκε από τον αυτοκράτορα Διοκλητιανό (303 – 311 μ.Χ.). Ο Ιάμβλιχος είχε πλήθος μαθητών, άντρες υπέρτατης αρετής, τους οποίους και δίδασκε σύμφωνα με τον τρόπο των Πυθαγορείων. Την τελευταία περίοδο της ζωής του επιστρέφει και εγκαθίσταται στη Χαλκίδα, ενώ ο Κωνσταντίνος γίνεται κυρίαρχος της δυτικής αυτοκρατορίας και υποστηρίζει ένθερμα το Χριστιανισμό. Πιθανόν, όμως, να μην πρόλαβε να τον δει να κυβερνά και την ανατολική αυτοκρατορία το 324, ούτε να συγκαλεί την Α` Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας το 325.

ΤΟ ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Η επίσημη αποδοχή του Χριστιανισμού από τον Κωνσταντίνο είχε ως αποτέλεσμα και την επαναπροσέγγιση του ελληνορωμαϊκού τρόπου σκέψης. Ο θεός των νεοπλατωνικών διαφέρει από τον χριστιανικό και ως προς την ποιότητα αλλά και ως προς το πλήθος. Για τους νεοπλατωνικούς ο χριστιανικός θεός φαίνεται να λειτουργεί αυθαίρετα, επειδή ο υιός αυτός είναι με σάρκα και οστά, πράγμα που προκαλεί περιέργεια, καθώς είναι ασύμφωνο με το χαρακτήρα της πρώτης υπόστασης, δηλ. της υπόστασης του Ενός. Γι` αυτό και οι νεοπλατωνικοί θα στραφούν προς τους Χαλδαϊκούς χρησμούς και τα Ερμητικά κείμενα, που έδιναν μια πιο έγκυρη κατά τη γνώμη τους ερμηνεία του θεού ``Πατέρα Διός``, ως την Ενάδα εκείνη που συνδημιουργεί τον κόσμο μαζί με τους υπόλοιπους θεούς

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΥΘΑΓΟΡΙΚΟΥ ΒΙΟΥ

Από τότε που η φιλοσοφία παραδόθηκε από τους θεούς, δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να γίνει κατανοητή παρά μονάχα με τη βοήθειά τους. 

Η Πυθαΐδα (Παρθενίδα) γέννησε στη Σιδώνα της Φοινίκης γιο και τον ονόμασε Πυθαγόρα, καθώς η γέννησή του προφητεύτηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα. Ο Μνήμαρχος ανέθρεψε το παιδί του με ποικίλους και αξιόλογους τρόπους ۠ διδασκόταν τα θεία όσο το δυνατόν καλύτερα. Ο Πυθαγόρας, μετά το θάνατο του πατέρα του, μεγάλωσε με πολλή σεμνότητα και σωφροσύνη και, ακριβώς γι` αυτό, αν και ήταν ακόμη νέος, απολάμβανε το σεβασμό όλων. Ο ίδιος, καμαρώνοντας για την παιδεία που άρχισε να αποκτά από τη βρεφική του ηλικία, όσο και από την εκ φύσεως θεόμορφη όψη του, κόσμησε τον εαυτό του με θρησκευτικές συνήθειες, μαθήματα και εξαίρετη διατροφή, με ψυχική ισορροπία και σωματική νηστεία ۠ και όλα όσα έλεγε ή έπραττε τα έκανε με ηρεμία και αμίμητη γαλήνη, χωρίς να κυριεύεται ποτέ ούτε από οργή, ούτε από γέλια, ούτε από ζήλια, ούτε από άλλη διαταραχή ή απερισκεψία, ζώντας στη Σάμο ένα νηφάλιο τρόπο ζωής.
Για τους λόγους αυτούς, όταν ήταν ακόμη έφηβος, η μεγάλη του φήμη διαδόθηκε στους σοφούς, στη Μίλητο στον Θαλή, στην Πριήνη στον Βίαντα και στις γειτονικές πόλεις. Όταν, γύρω στα 18 του χρόνια, άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες ενδείξεις της επερχόμενης τυραννίδας του Πολυκράτη, ξέφυγε από όλους μέσα στη νύχτα και, μαζί με τον Ερμοδάμαντα, πέρασαν απέναντι στον Φερεκύδη, στον Αναξίμανδρο τον φυσικό και στον Θαλή τον Μιλήσιο. Συναντώντας όλους αυτούς, τον ένα μετά τον άλλο, μιλούσε με τέτοιο τρόπο ώστε όλοι να τον αγαπούν και να θαυμάζουν τη φύση του. Και μάλιστα ο Θαλής, αφού του μετέδωσε όσα μπορούσαν να είναι αντικείμενο μάθησης, τον προέτρεψε να πλεύσει στην Αίγυπτο για να συναναστραφεί με τους ιερείς στη Μέμφιδα ۠ διότι και ο Θαλής από εκείνους είχε πάρει τα εφόδια, χάρη στα οποία ο κόσμος τον θεωρεί σοφό. 

Αφού, λοιπόν, ωφελήθηκε από τον Θαλή, για χάρη του απαρνήθηκε την οινοποσία, την κρεοφαγία και ακόμη περισσότερο την πολυφαγία και έμαθε να τρώει με μέτρο φαγητό ελαφρύ και εύπεπτο. Και, όταν χάρη σ` αυτόν απόχτησε την ικανότητα να κοιμάται λίγο, απόχτησε ακόμη εγρήγορση, καθαρότητα ψυχής, καθώς και τέλεια και διαρκή σωματική υγεία, απέπλευσε προς τη Σιδώνα, γιατί θεώρησε ότι από εκεί ευκολότερα θα περνούσε στην Αίγυπτο. 

Εκεί συναντήθηκε με τους απογόνους του φυσικού φιλοσόφου Μώχου και με τους άλλους ιεροφάντες της Φοινίκης. Και μυήθηκε σε όλες τις θείες τελετές που τελούνται με κάθε ιεροπρέπεια στη Βύβλο, στην Τύρο και σε πολλά μέρη της Συρίας. Μετά από αυτά πήγε στην Αίγυπτο. Προσάραξε σε μια ακρογιαλιά που βρίσκεται κάτω από το φοινικικό όρος Κάρμηλο κι εκεί έμεινε για πολύ καιρό μόνος κοντά στο ιερό. Καθ` όλη τη διάρκεια του ταξιδιού έμεινε στην ίδια στάση για δύο νύχτες και τρεις ημέρες, χωρίς να πάρει ούτε τροφή ούτε νερό και χωρίς να κοιμηθεί! Έπειτα προσορμίστηκε στην Αιγυπτιακή ακτή. 

Εκεί σύχναζε σε όλα τα ιερά με μεγάλο ζήλο και θαυμασμό. Μάθαινε με επιμέλεια το καθετί, χωρίς να παραβλέπει ούτε άκουσμα σχετικό με εκείνα που κατά την εποχή του επαινούνταν, ούτε κάποιον άντρα που φημιζόταν για τη σύνεσή του, ούτε τελετές που λάμβαναν χώρα για να τιμηθούν κάποιοι. Κατά τον ίδιο τρόπο επισκέφτηκε όλους τους ιερείς, επωφελούμενος από τη σοφία που ο καθένας τους διέθετε. 

22 χρόνια παρέμεινε στα βάθη της Αιγύπτου, ασχολούμενος με την αστρονομία και τη γεωμετρία και μυημένος σε όλες τις τελετές των θεών, μέχρις ότου μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στη Βαβυλώνα από τους στρατιώτες του Καμβύση. Στην Αίγυπτο μάθαινε για την θρησκεία των θεών (ίδιας ποιότητας και καταγωγής με την μινωική θρησκεία) και έφτανε (με τη βοήθεια θεουργών) στο υψηλότερο σημείο γνώσης των αριθμών, της μουσικής και των άλλων επιστημών. Αφού, λοιπόν, συναναστράφηκε με τους σοφούς μάγους άλλα 12 χρόνια, επέστρεψε στη Σάμο σε ηλικία περίπου 56 ετών. 

Επειδή αναγνωρίστηκε για την αξία του, η πατρίδα του τον κάλεσε δημόσια να είναι χρήσιμος σε όλους, μεταδίδοντάς τους όσα έμαθε. Και ενώ η φιλοσοφία είχε ήδη κάνει μεγάλη πρόοδο, ολόκληρη η Ελλάδα τον αναζητούσε και τον θαύμαζε ۠ όλοι ήθελαν να συμμετέχουν στα μαθήματα που έκανε και οι συμπολίτες του τον ανέβαζαν σε αξιώματα και τον υποχρέωναν να συμμετέχει σε όλες τις δημόσιες λειτουργίες. 
Χάρη στον Πυθαγόρα οι οπαδοί του απόχτησαν μια σχετικά ορθή κατανόηση περί των θεών, των ηρώων, των δαιμόνων και του κόσμου, περί των ουράνιων σφαιρών και κάθε αστρικής κίνησης, των σκιάσεων, των εκλείψεων και των εκτροπών και περί όλων όσων αφορούν τον κόσμο, τον ουρανό και τη γη και τις φύσεις που βρίσκονται στο ενδιάμεσο, φανερές και αόρατες. Τέλος, η βέλτιστη σχέση του πολίτη με την πόλη, η καλή συμβίωση, τα ¨ κοινά ¨ των φίλων, η λατρεία των θεών, ο σεβασμός προς αυτούς που έχουν πεθάνει, η νομοθεσία, η παιδεία, η εχεμύθεια, η οξύτητα του νου, η θεία φύση και τα άλλα αγαθά, όλα αυτά χάρη στον Πυθαγόρα έγιναν γνωστά. 

Ο Πυθαγόρας, αφού αποδήμησε στην Ιταλία και στη Σικελία, σε όσες πόλεις συνάντησε να είναι υπόδουλες η μία στην άλλη, ενέπνευσε το φρόνημα της ελευθερίας μέσω των ακροατών του, τις λύτρωσε από το ζυγό και τις απελευθέρωσε. Έπειτα θέσπισε νόμους και, χάρη σε αυτούς, οι πόλεις κυβερνούνταν καλά για πολύ καιρό και ήταν αξιοζήλευτες στους περιοίκους. Σταμάτησε αμέσως κάθε πολιτική εξέγερση, διχόνοια και απλή διαφωνία από όλες σχεδόν τις πόλεις της Ιταλίας και της Σικελίας. Διότι ένα βαθυστόχαστο απόφθεγμά του ήταν παντού γνωστό : ¨ Πρέπει να αποφεύγεται με κάθε τρόπο και να κόβεται δια πυρός και σιδήρου από το σώμα η ασθένεια, από την ψυχή η αμάθεια, από την κοιλιά η πολυτέλεια, από την πόλη η πολιτική εξέγερση, από την οικογένεια η διχόνοια και από όλα η έλλειψη μέτρου ¨. Τα άριστα αυτά δόγματα τα υπενθύμιζε με μεγάλη φιλοστοργία σε κάθε μαθητή του. 

Σε κάποιον λόγο του προέτρεπε τους νέους να σέβονται τους μεγαλύτερους, υποστηρίζοντας ότι και στον κόσμο και στη ζωή και στις πόλεις και στη φύση τιμάται περισσότερο αυτό που προηγείται, παρά αυτό που έπεται στο χρόνο, όπως η ανατολή περισσότερο από τη δύση, η αυγή από την εσπέρα, η αρχή από το τέλος, η γέννηση από τη φθορά. Με παρόμοιο τρόπο, μάλιστα, τιμώνται περισσότερο οι αυτόχθονες από τους ξένους και, γενικά, οι θεοί περισσότερο από τους δαίμονες, οι δαίμονες περισσότερο από τους ημίθεους, οι ήρωες από τους ανθρώπους, και από αυτούς οι γονείς περισσότερο από τα παιδιά τους. Τους έλεγε ακόμη ότι οφείλουν τόση χάρη στους γονείς τους όση θα όφειλε ένας νεκρός σε αυτόν που θα μπορούσε να τον ξαναφέρει στη ζωή. Κατά συνέπεια, είναι δίκαιο, τους πρώτους και αυτούς που τους ευεργέτησαν περισσότερο να τους αγαπούν πιο πολύ από όλους και ουδέποτε να τους προκαλούν λύπη. Και μονάχα τους γονείς πρέπει κατά προτεραιότητα να ευεργετούν ۠ διότι για όλα όσα κατορθώνουν οι απόγονοι, αίτιοι είναι οι πρόγονοι. Και πρέπει να ευεργετούμε τους προγόνους όχι λιγότερο από όσο τους θεούς. Αυτά, λοιπόν, συζήτησε με τους νέους στο γυμναστήριο. 

Έπειτα, αφού τον κάλεσαν σε συνέδριο οι Κροτωνιάτες, τους συμβούλευε πρώτα απ` όλα να είναι δίκαιοι. Τους είπε να μην κάνουν κατάχρηση των όρκων προς τους θεούς και ότι είναι ορθό να χρησιμοποιούν λόγους που να γίνονται πιστευτοί και χωρίς όρκους. Τους προέτρεπε να αποδοκιμάζουν την αναβολή της εκτέλεσης των πράξεών τους, καθώς δεν υπάρχει άλλο αγαθό από το να επιτελείται η κάθε πράξη στον καιρό της. Να θεωρούν ότι το άριστο είναι να μπορεί ο καθένας να προβλέπει το συμφέρον του, δεύτερο να αντιλαμβάνεται αυτό που τον συμφέρει από όσα προκύπτουν από τις πράξεις των άλλων και ότι το χειρότερο είναι να περιμένει κάποιος να πάθει κακό, για να αντιληφθεί το καλύτερο. Όταν οι Κροτωνιάτες άκουσαν αυτά (και άλλα παρόμοια πολλά), ζήτησαν από τον Πυθαγόρα να συζητήσει ξεχωριστά με τα παιδιά τους στο Πυθαίο και με τις γυναίκες τους στο ιερό της Ήρας.
Αφού, λοιπόν, ο Πυθαγόρας πείσθηκε να συζητήσει, λένε ότι εισηγήθηκε στα παιδιά τα εξής : ποτέ να μην αρχίζουν να λοιδορούν (να κακολογούν και να υβρίζουν) και να ασχολούνται πρόθυμα και επιμελώς με την παιδεία. Τους είπε να σέβονται τους θεούς και να μην αντιμιλούν καθόλου στους μεγαλύτερους. Διότι έτσι θα έχουν τη φυσική αξίωση να μην αντιδικούν καθόλου στους μεγαλύτερους. Διότι έτσι θα έχουν τη φυσική αξίωση να μην αντιδικούν οι νεότεροι με αυτούς. 

Στις γυναίκες λέγεται ότι πρώτα μίλησε σχετικά με τις θυσίες, λέγοντάς τους ότι, όταν σκοπεύουν να κάνουν προσφορές στους θεούς – στρογγυλές πίτες και γλυκίσματα από σιμιγδάλι και κηρήθρες και λιβάνι – να τις πραγματοποιούν με τα δικά τους χέρια και να τις φέρνουν στους βωμούς χωρίς τη βοήθεια δούλων. Λέγεται, επίσης, ότι στη συγκέντρωση είπε και αυτό : ότι εάν, μετά από συνουσία με το σύζυγο, η σύζυγος την ίδια μέρα παρευρεθεί σε τελετουργίες, τότε ο θεός θα τη συγχωρήσει ۠ εάν, όμως, έρθει σε συνουσία με άλλον άνδρα, ποτέ δε θα τη συγχωρήσει.

Ο Πυθαγόρας ημέρευε ακόμα και τα άλογα ζώα, έχοντας στο λόγο του κάτι παραινετικό. Με τη διδασκαλία του επιβαλλόταν σε όλους τους νοήμονες ανθρώπους και σε όλα τα ανήμερα ζώα που θεωρούμε ότι στερούνται λογικής. Ως πρώτη μορφή εκπαίδευσης των νέων καθόρισε τη μουσική. Και αυτό διότι με κάποιες μελωδίες και ρυθμούς θεράπευε τις συμπεριφορές και τα ανθρώπινα πάθη, επινοώντας καταστολές και θεραπείες για τα σωματικά και τα ψυχικά νοσήματα. 

Με τον ίδιο τρόπο επιχειρούσε και άλλη κάθαρση της διάνοιας και, συγχρόνως, όλης της ψυχής, με κάθε είδους φροντίδες. Θεωρούσε ότι τα μαθήματα και οι παιδαγωγικές ασκήσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται με γενναιοφροσύνη και θεσμοθέτησε, για όσους υποπίπτουν σε σφάλματα, ποικιλόμορφες δοκιμασίες και τιμωρίες και εμπόδια. Πρόσθετα με αυτά, υπέδειξε στους συντρόφους του να απέχουν από το να τρώνε οποιοδήποτε έμψυχο και, ακόμη, από κάποια φαγητά που εμποδίζουν την εγρήγορση και την κριτική σκέψη. Οι σύντροφοι ασκούνταν μαζί για πολλά χρόνια στην εχεμύθεια και την απόλυτη σιωπή, έτσι ώστε να ελέγχουν τα λεγόμενά τους. Ακόμη, συνιστούσε και αποχή από το κρασί και λιτή διατροφή, περιορισμένο ύπνο, καθώς επίσης και εναντίωση κατά της δόξας και του πλούτου και των παρομοίων. Προς τους μεγαλύτερους συνιστούσε ανυπόκριτο σεβασμό και απέναντι στους νεότερους, στάση ενίσχυσης και παρόρμησης, χωρίς φθόνο. Συνιστούσε και τη φιλία από όλους για όλους. 

Αφού, λοιπόν, ο Πυθαγόρας είχε προετοιμαστεί με αυτόν τον τρόπο για την εκπαίδευση των μαθητών, όταν έρχονταν οι νεότεροι και εκδήλωναν την επιθυμία να περνούν το χρόνο τους μαζί του, δεν τους δεχόταν αμέσως, έως ότου να τους δοκιμάσει από όλες τις μεριές. Και όποιον δοκίμαζε, τον έθετε σε τριετή περιφρόνηση, για να ελέγξει τη σταθερότητα και την αυθεντικότητα της αγάπης που έχει για μάθηση. Κατόπιν αυτού, σε όσους προσέρχονταν, επέβαλε πενταετή σιωπή, επιχειρώντας να μάθει σε ποια κατάσταση βρίσκονται από άποψη εγκράτειας, θεωρώντας ως το δυσκολότερο από τα υπόλοιπα το να συγκρατούν τη γλώσσα τους. Κατά το χρονικό αυτό διάστημα, τα υπάρχοντα του καθενός (οι περιουσίες τους) δημεύονταν και δίνονταν προς φύλαξη σε εκείνους από τους μαθητές που ήταν αποδεδειγμένα ικανοί γι` αυτό, οι οποίοι ονομάζονταν ¨ πολιτικοί ¨. Οι νέοι, μετά από την πενταετή σιωπή, γίνονταν ¨ εσωτερικοί ¨ και, φορώντας σεντόνι, άκουγαν και ταυτόχρονα έβλεπαν τον Πυθαγόρα ۠ κατά την προηγούμενη εκπαίδευση δεν το φορούσαν και, χωρίς ποτέ να τον βλέπουν, παρευρίσκονταν στους λόγους ακούγοντας μονάχα, δίνοντας έτσι για πολύ καιρό αποδείξεις για το δικό τους χαρακτήρα. Εάν, λοιπόν, μετά από τη φυσιογνωμική εξέταση του παραστήματος, του βαδίσματος και του χαρακτήρα τους, έκαναν τον Πυθαγόρα να ελπίζει θετικά ότι θα προόδευαν μετά από την πενταετή σιωπή και των άλλων μαθημάτων, γεννιόταν γι` αυτούς η κριτική ικανότητα και η καθαρότητα της ψυχής με κάθε τρόπο και σε όλα τα επίπεδα. 

Από την έλλειψη αυτοκυριαρχίας έχουν γεννηθεί άνομοι γάμοι, διαφθορές, μεθύσια, παρά φύση ηδονές και κάποιες σφοδρές επιθυμίες, που καταδιώκουν όσους κατέχονται από αυτές μέχρι τα βάραθρα και τους γκρεμούς. Αυτές, λοιπόν, οι επιθυμίες, δένοντας πισθάγκωνα τους εμπαθείς σαν να ήταν αιχμάλωτοι, τους έριξαν στη μεγαλύτερη καταστροφή. Από την πλεονεξία, πάλι, έχουν γεννηθεί αρπαγές, ληστείες, πατροκτονίες, ιεροσυλίες, δηλητηριάσεις κ.ά. Ο Πυθαγόρας προσέδιδε τεράστια σημασία και εξέταζε λεπτομερέστατα όσα αφορούσαν τη διδασκαλία και τη μετάδοση αυτών που ο ίδιος είχε διδάξει. 

Μετά από αυτά διαχώριζε όσους ο ίδιος ενέκρινε, ανάλογα με την αξία του καθενός. Τους μεν άξιους αποκάλεσε ¨ Πυθαγορείους ¨, τους δε λιγότερο άξιους ¨ Πυθαγοριστές ¨. Διέταξε, λοιπόν, η περιουσία των Πυθαγορείων να είναι κοινή και η συμβίωση να είναι συνεχής καθ` όλη τη διάρκεια των μαθημάτων. Για τους Πυθαγοριστές, ωστόσο, διέταξε να κρατήσουν τις προσωπικές τους περιουσίες, αλλά να συναντιούνται στον ίδιο χώρο, συζητώντας μεταξύ τους. 

Η σοφία που δίδασκε ο Πυθαγόρας είναι ίδια με τη σοφία των ¨ Επτά Σοφών ¨. Διότι και εκείνοι αναζητούσαν όχι τι είναι το αγαθό, αλλά ποιο είναι το μεγαλύτερο (αγαθό) ۠ όχι τι είναι το δύσκολο, αλλά ποιο είναι το δυσκολότερο (που είναι η γνώση του εαυτού). Το θείο είναι η αρχή ۠ ολόκληρη η ζωή έχει οργανωθεί έτσι ώστε να ακολουθεί το θεό ۠ και αυτός είναι ο λόγος της φιλοσοφίας. Για το λόγο αυτό και οι άνθρωποι συμπεριφέρονται γελοία όταν ζητούν την ευτυχία από αλλού και όχι από τους θεούς. Οι θεοί σε όλους όσους αγαπούν και χαίρονται με αυτούς, σε αυτούς δίνουν τα αγαθά, στους άλλους που αντιπαθούν δίνουν τα αντίθετα. Αρχικά, λοιπόν, ο Πυθαγόρας αποσκοπούσε στο να γίνεται πλήρης δοκιμή, αν μπορούν να είναι εχέμυθοι, και παρατηρούσε κατά πόσο, αφού μάθαιναν τα ¨ ακούσματα ¨, μπορούν να σιωπούν και να τα διαφυλάσσουν. Έπειτα παρατηρούσε εάν συμπεριφέρονται με σεβασμό ۠ και νοιαζόταν περισσότερο για τη σιωπή παρά για την ομιλία. Παρατηρούσε όμως και όλα τα άλλα, μήπως δηλαδή επηρεάζονται ελλείψει αυτοκυριαρχίας από κάποιο πάθος ή επιθυμία. Ακόμη, επέβλεπε π.χ. πώς συμπεριφέρονται όταν είναι οργισμένοι ή πώς συμπεριφέρονται όταν κυριεύονται από επιθυμία ή αν είναι φιλόνικοι ή φιλότιμοι. Εάν, λοιπόν, σε όλα όσα εξέταζε λεπτομερώς, αυτοί φαίνονταν ότι έχουν καλούς χαρακτήρες, εξέταζε όσα αφορούν την ικανότητά τους για μάθηση και απομνημόνευση. Έψαχνε να βρει πώς είναι η φύση τους για να την εξημερώσει.

Σύμφωνα με τη μέθοδό του, όσοι ήταν υπό την καθοδήγησή του, έπρατταν τα εξής : Οι άνδρες αυτοί έκαναν πρωινούς περιπάτους σε τόπους, στους οποίους συνέβαινε να υπάρχει στον ίδιο βαθμό ησυχία και ηρεμία και στους οποίους υπήρχαν ιερά και άλση και άλλα παρόμοια θέλγητρα της ψυχής, επειδή πίστευαν ότι δεν πρέπει να συναντηθούν με κάποιον πριν από τους περιπάτους, προτού δηλαδή φέρουν την ψυχή τους σε ευστάθεια και προτού βάλουν σε τάξη τις σκέψεις τους. Θεωρούσαν, μάλιστα, ότι αυτού του είδους η ησυχία είναι κατάλληλη για την ευστάθεια της διάνοιας. Μόνον ύστερα από τον πρωινό περίπατο (τον οποίο έκαναν ένας ένας) συνευρίσκονταν μεταξύ τους ۠ και χρησιμοποιούσαν το χρόνο της συνεύρεσης για διδασκαλίες και μαθήσεις και για τη διόρθωση του χαρακτήρα τους. 

Μετά την ενασχόληση αυτή, στρέφονταν προς την άσκηση των σωμάτων. Οι περισσότεροι έτρεχαν, λιγότεροι ήταν αυτοί που ασκούνταν στην πάλη, ενώ άλλοι έκαναν άλματα ή γύμναζαν τα χέρια και το σώμα τους με βάρη. Για το γεύμα τους χρησιμοποιούσαν ψωμί με μέλι ή κηρήθρα, ενώ κρασί κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν έπιναν. Μετά το γεύμα ασχολούνταν με τα πολιτικά ζητήματα και με ζητήματα που αφορούσαν τους ξένους. Και όταν έφτανε το δειλινό, εξορμούσαν πάλι σε περιπάτους, όχι όμως ένας ένας (όπως τον πρωινό περίπατο), αλλά δύο δύο και τρεις τρεις, φέρνοντας ξανά στη μνήμη τους τα μαθήματα και ασκούμενοι στις καλές ενασχολήσεις. 

Μετά τον περίπατο έκαναν λουτρό και, όταν τελείωναν, συναντιόντουσαν στα συσσίτια ۠ τα συσσίτια είναι χώροι που δε γευματίζουν περισσότεροι των δέκα ανθρώπων. Αφού, λοιπόν, συγκεντρώνονταν, έκαναν σπονδές και θυσίες σφαγείων και λιβανωτού. Κατόπιν προχωρούσαν για το δείπνο, ώστε να έχουν τελειώσει το φαγητό πριν από τη δύση του ήλιου. Χρησιμοποιούσαν κρασί και κριθαρένιες πίτες και ψωμί και εδέσματα και λαχανικά, βρασμένα και ωμά ۠ παρέθεταν, επίσης, κρέας (ιερών) ζώων που επιτρεπόταν να θυσιάσουν. 

Μετά από το δείπνο γίνονταν σπονδές και ακολουθούσε ανάγνωση. Όταν μετά επρόκειτο να προχωρήσουν, ο οινοχόος έκανε σπονδή για χάρη τους : να έχουν ευνοϊκό και καλοπροαίρετο τρόπο σκέψης αναφορικά με το θείο, το δαιμόνιο και το ηρωικό γένος ۠ και να σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο για τους γονείς και τους ευεργέτες, να υπηρετούν το νόμο και να καταπολεμούν την παρανομία. Αφού, λοιπόν, λέγονται αυτά, ο καθένας πηγαίνει στο σπίτι του. Στα σπίτια πρέπει να χρησιμοποιούνται λευκά και καθαρά στρώματα και λινά υφάσματα, όχι προβιές. 

Ας εξετάσουμε τώρα τι νομοθέτησε και για την τροφή, επειδή και αυτή συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στην άριστη παιδεία. Από όλες, λοιπόν, τις τροφές αποδοκίμαζε όσες προκαλούν φούσκωμα και διαταραχή, ενώ αντίθετα δοκίμαζε και παρότρυνε να χρησιμοποιούνται όσες αποκαθιστούν τη σωματική ευεξία. Αφαίρεσε μια για πάντα τα περιττά και βλαβερά εδέσματα, εισηγούμενος να μην τρώνε ποτέ έμψυχο, ούτε να πίνουν ποτέ κρασί, ούτε να θυσιάζουν ζώα στους θεούς, ούτε καν να τα βλάπτουν, αλλά να τα διασώζουν με μεγάλη επιμέλεια και με την ανάλογη δικαιοσύνη. Ο ίδιος εξάλλου έζησε με τον ίδιο τρόπο. Τα άγρια ζώα μάλλον τα ημέρευε και τα εκπαίδευε με λόγια και έργα, παρά τα έβλαπτε με τιμωρίες. 

Επιπλέον, θεωρούσε ότι και η μουσική συμβάλλει κατά πολύ στην υγεία, αν κάποιος τη χρησιμοποιεί με ορθό τρόπο. Έβαζε, λοιπόν, κάποιον να παίζει λύρα και γύρω του ( έβαζε ) αυτούς που μπορούσαν να τραγουδούν παιάνες. Υπήρχαν κάποιες μελωδίες τις οποίες είχε επινοήσει ως εξαιρετικά βοηθητικές, για να αποκαθίστανται τα ψυχικά πάθη, οι απελπισίες και οι οξείς πόνοι. Άλλες πάλι μελωδίες τις επινοούσε για την οργή και το θυμό. Υπάρχει, επίσης, και άλλο είδος μουσικής για τις επιθυμίες. Χρησιμοποιούσαν μάλιστα και την όρχηση. Ως όργανο χρησιμοποιούσαν τη λύρα, διότι θεωρούσαν ότι ο αυλός δεν έχει ήχο που να απελευθερώνει τα ήθη. Ακόμη, απαγγέλλονταν και επιλεγμένοι στίχοι από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, για να επανορθώνουν την ψυχή. 

Οι Πυθαγόρειοι θεωρούν ότι, αφού υπάρχουν θεοί, και αυτοί είναι κύριοι όλων, πρέπει να είναι αποδεκτό από όλους ότι από αυτούς πρέπει να ζητούμε το αγαθό. Σε αυτούς, λοιπόν, που οι θεοί αγαπούν και με αυτούς που χαίρονται, σε αυτούς δίνουν τα αγαθά, ενώ σε αυτούς για τους οποίους αισθάνονται τα αντίθετα, απουσιάζουν πλήρως. Οι θεοί δεν παρεμβαίνουν, οι άνθρωποι είναι αυτοί που πρέπει να ανέβουν πνευματικά για να τους πλησιάσουν. Γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι πρέπει να πράττουμε αυτά με τα οποία συμβαίνει να χαίρεται ο θεός. Θεωρούσαν, επίσης, πως τίποτα δε συμβαίνει από μόνο του τυχαία, αλλά από θεία πρόνοια. Ο Πυθαγόρας έλεγε ότι πρέπει κανείς να μπαίνει στο ιερό φορώντας λευκή και καθαρή ενδυμασία, με την οποία να μην έχει κοιμηθεί ۠ η καθαριότητα είναι μαρτυρία που αποδεικνύει την ισορροπημένη σκέψη και τη δικαιοσύνη. Ακόμη, παραγγέλνει σε όλους να ορκίζονται την αλήθεια, επειδή το μακρινό παρελθόν, για τους θεούς δεν είναι μακρινό, διότι ενώ οι άνθρωποι ξεχνούν και κατά συνέπεια μπορούν να συγχέουν την αλήθεια με το ψέμα, οι θεοί δεν ξεχνούν ποτέ. Τέτοιος περίπου λέγεται ότι ήταν ο τρόπος ενασχόλησής του με την ευσέβεια. Ο Πυθαγόρας δίδαξε όλα όσα αφορούν τη φύση και τελειοποίησε την ηθική φιλοσοφία και τη λογική. Ακόμη, ασχολήθηκε με τη γεωμετρία και τα ουράνια σώματα. Συνήθιζε να χρησιμοποιεί με συμβολικό τρόπο πολύ μικρές φράσεις, με πολλά και ποικιλόμορφα νοήματα, μιλώντας εμπνευσμένα στους μαθητές του, όπως π.χ. ¨ η αρχή είναι το ήμισυ του παντός ¨. Απέκρυπτε τους σπινθήρες της αλήθειας, που προοριζόταν μονάχα για όσους μπορούσαν να λάβουν το έναυσμα. 

Καθημερινά οι Πυθαγόρειοι έκαναν επανάληψη των όσων λέγονταν με τον εξής τρόπο : Κανείς δε σηκωνόταν από το κρεβάτι του, αν πρώτα δεν έφερνε στο μυαλό του όσα έκανε την προηγούμενη μέρα. Ο Πυθαγόρας προέτρεπε τους μαθητές του να στέκονται στο πλευρό του νόμου και να πολεμούν την παρανομία. Και έθεσε νόμους σχετικούς με την αποχή από τη βρώση ζωικών τροφών, διότι αυτοί που εθίζονται στην αποστροφή της σφαγής ζώων, θεωρώντας την παράνομη και αφύσικη, πολύ περισσότερο θεωρούν παράνομο το να σκοτώνουν άνθρωπο ή να εμπλέκονται σε πολέμους.

Ο Πυθαγόρας και οι μαθητές του απείχαν από τις ζωικές τροφές, καθώς επίσης και από κάποιες τροφές που συντείνουν στην ακολασία. Ο ίδιος παράγγελνε μάλιστα να παραθέτουν εύγευστα και πολυτελή φαγητά κατά τις συνεστιάσεις, αλλά να τα απομακρύνουν και να τα προσφέρουν στους δούλους, επειδή τα έχουν παραθέσει μονάχα για να τιμωρηθούν οι επιθυμίες! Επίσης, καμιά ελεύθερη γυναίκα δεν πρέπει να φορά χρυσά κοσμήματα παρά μονάχα οι δούλες! Άλλες αρετές ήταν: η εχεμύθεια, η παντελής σιωπή, που συμβάλλει στην άσκηση της εγκράτειας της γλώσσας, η αποχή από το κρασί, η ολιγοφαγία και η ολιγοϋπνία, η ανεπιτήδευτη περιφρόνηση του πλούτου και των ομοίων, ο σεβασμός προς τους μεγαλύτερους, η ειλικρινής παρατήρηση και η ενθάρρυνση προς τους νεότερους, και όλα τα παρόμοια. Ακόμη, ο Πυθαγόρας τους παράγγελνε να μην είναι ούτε φαιδροί ούτε κατηφείς σε ό,τι αφορά την ψυχική τους διάθεση, αλλά να χαίρονται με μέτρο και πραότητα. Αντέκρουαν και την οργή, την απελπισία και τη σύγχυση. Εάν, μάλιστα, τους συνέβαινε κάποτε να οργίζονται ή να λυπούνται ή κάτι άλλο παρόμοιο, απομακρύνονταν αμέσως από τους υπόλοιπους και, ο καθένας απομονωμένος στον εαυτό του, επιχειρούσε να καταπραΰνει και να θεραπεύσει το πάθος του. 

Η τάξη και η συμμετρία είναι ωραία πράγματα, ενώ τα αντίθετά τους, η αταξία και η ασυμμετρία, είναι αισχρά. Επίσης, ο μέθυσος και ο άπληστος είναι επονείδιστοι. Οι Πυθαγόρειοι, μάλιστα, προέτρεπαν όσους τους συναναστρέφονταν να προφυλάσσονται από την ηδονή περισσότερο από κάθε άλλο πράγμα, διότι τίποτα δε μας κάνει να σφάλλουμε τόσο και τίποτα δεν πρέπει να πράττουμε έχοντας κατά νου την ηδονή. Όμως, πάνω από όλα, πρέπει να πράττουμε αποβλέποντας προς το καλό και το ωραίο και, κατά δεύτερο λόγο, προς το συμφέρον και το ωφέλιμο. Από τη νεαρή ηλικία, μόλις αρχίζουν να δημιουργούνται τα πάθη, πρέπει να υπάρχει φροντίδα, ώστε οι νέοι να επιθυμούν αυτά που πρέπει ۠ και, όντας ατάραχοι και καθαροί από τέτοιες πράξεις, να περιφρονούν τους αξιοκαταφρόνητους που είναι προσκολλημένοι στις επιθυμίες. 

Τα μικρά αγόρια και τα παρθένα κορίτσια πρέπει να ανατρέφονται με πόνους και ασκήσεις και με την κατάλληλη υπομονή, και να δέχονται την αρμόζουσα τροφή για μια φιλόπονη, σώφρονα και υπομονετική ζωή. Το μικρό αγόρι πρέπει να ανατρέφεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να μην αναζητά κατά τα πρώτα 20 χρόνια συνεύρεση. Και όταν φτάσει σε αυτήν την ηλικία, σπάνια πρέπει να επιζητεί τις σαρκικές ηδονές. Οι άνθρωποι δεν κάνουν σωστές σκέψεις για τους δικούς τους απογόνους, αλλά γεννούν συμπτωματικά και τυχαία τα παιδιά τους. 

Ο Πυθαγόρας, ταξιδεύοντας παντού μόνος, αντιμετώπισε πολλούς πόνους και ανυπέρβλητους κινδύνους. Κατέλυσε τυραννικά καθεστώτα και οργάνωσε ταραγμένα πολιτεύματα, παραδίδοντας τις πόλεις ελεύθερες από τη δουλεία και ακόμη, σταματώντας την παρανομία, νίκησε την αλαζονεία και παρεμπόδισε τους υβριστές και τους τυράννους. Οι σύντροφοί του προτιμούσαν να πεθάνουν, παρά να παραβούν κάποια από τις εντολές του. Υπήρχε σε αυτούς μια αδιάκοπη προτροπή : να βοηθούν πάντοτε το νόμο και να μάχονται την παρανομία, και να εθίζονται από τη μέρα που γεννιούνται στο σώφρονα και ανδρικό τρόπο του βίου, αποφεύγοντας και καταπολεμώντας την τρυφηλότητα. 

Για μεγάλο χρονικό διάστημα κανένα από τα αξιόλογα δόγματα δε δημοσιοποιήθηκε, παρά γίνονταν γνωστά μονάχα από διδασκαλίες και μαθήματα. Ο κυριότερος σκοπός είναι η απαλλαγή και η απελευθέρωση του νου από τους τόσους δεσμούς και εξαρτήσεις που τον κρατούν δέσμιο από την βρεφική ηλικία ۠ χωρίς το σκοπό αυτό τίποτε το υγιές ούτε το αληθές δε μπορεί να μάθει ή να κατανοήσει κανείς, ενεργώντας μέσα από οποιαδήποτε αίσθηση. Διότι, σύμφωνα με τους Πυθαγόρειους, « ο νους όλα τα βλέπει και όλα τα ακούει ». 

Υπήρχαν, όμως, και μερικοί που αντιτάχθηκαν στους Πυθαγόρειους και εξεγέρθηκαν εναντίον τους. Ο Κύλων ο Κροτωνιάτης κατείχε την πρώτη θέση ανάμεσα στους συμπολίτες του λόγω του γένους του, της δόξας του και του πλούτου του ۠ στο χαρακτήρα, όμως, ήταν δύστροπος, βίαιος και τυραννικός. Έτσι, αν και έδειξε κάθε προθυμία να γίνει κοινωνός του Πυθαγορικού βίου, αφού πήγε στον ίδιο τον Πυθαγόρα όταν ήταν ήδη γέρος, αποδοκιμάστηκε για τους προαναφερθέντες λόγους. Εξαιτίας, λοιπόν, του περιστατικού αυτού, ο Κύλων και οι φίλοι του κήρυξαν ανελέητο πόλεμο κατά του Πυθαγόρα και των συντρόφων του. Ο Πυθαγόρας, για το λόγο αυτό, διέφυγε στο Μεταπόντιο, και εκεί λέγεται ότι τερμάτισε τη ζωή του. Με την πάροδο του χρόνου εξοντώθηκαν και οι τελευταίοι Πυθαγόρειοι. 

Από όλους ομολογείται ότι διάδοχος του Πυθαγόρα είχε γίνει ο Αρισταίος, ο γιος του Δαμοφώντα, ο Κροτωνιάτης, που έζησε κατά τους ίδιους χρόνους με τον Πυθαγόρα, 7 γενεές πριν από τον Πλάτωνα. Και επειδή κατείχε απόλυτα τα δόγματα των Πυθαγορείων, καταξιώθηκε να γίνει ηγέτης της Σχολής. Ιστορείται ότι ο Πυθαγόρας δίδαξε στη Σχολή για 39 χρόνια, ότι έζησε συνολικά περίπου 100 χρόνια και ότι, όταν ήταν ήδη πολύ γέρος, παρέδωσε τη Σχολή στον Αρισταίο. Μετά από αυτόν ηγήθηκε της Σχολής ο Μνήμαρχος, ο γιος του Πυθαγόρα, και αυτός την παρέδωσε στον Βουλαγόρα. Μετά από αυτόν, διάδοχος έγινε ο Γαρτύδας ο Κροτωνιάτης. Αργότερα ανέλαβε την ηγεσία της Σχολής ο Αρεσάς από τους Λευκανούς ۠ αυτός, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, διέδωσε τις Πυθαγόρειες διδασκαλίες. 


πηγή: alexmandis

ΙΑΜΒΛΙΧΟΣ - Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΕΠΙΚΛΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΤΕΛΕΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΘΕΟΥΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για περί μυστηρίων, ιάμβλιχος

Απόσπασμα από το βιβλίο ΠΕΡΙ ΜΥΣΤΗΡΙΩΝ του Ιάμβλιχου, εκδόσεις Κάκτος (39.16 - 42.20, σελίδες 113 - 117):

Οι δυνάμεις των ανθρώπινων παθών που υπάρχουν μέσα μας, όταν εμποδίζονται εντελώς, καθίστανται σφοδρότερες. Όταν, όμως, μπαίνουν σε ενέργεια λίγο και όσο επιτρέπει το μέτρο, χαίρονται με μέτρο και ικανοποιούνται, και αφού καθαίρονται με αυτόν τον τρόπο, σταματούν με την πειθώ και όχι με τη βία. Γι΄αυτό και, όταν στην κωμωδία και στην τραγωδία παρακολουθούμε ξένα πάθη, σταματούμε, μετριάζουμε και αποκαθαίρουμε τα δικά μας. Και στις ιερές τελετές, με κάποια θεάματα και ακούσματα άσχημων πραγμάτων, λυτρωνόμαστε από τη βλάβη που προκαλούνται από αυτά στην πράξη.

Αυτά, λοιπόν, προσφέρονται για θεραπεία της ψυχής που βρίσκεται μέσα μας, για μετριασμό των κακών που προσκολλώνται σε αυτήν λόγω της γέννησης, για λύτρωση και απαλλαγή από τα δεσμά της. Γι΄αυτό ορθώς ο Ηράκλειτος τα χαρακτήρισα τούτα "φάρμακα", επειδή γιατρεύουν τα κακά και απαλλάσσουν την ψυχή από τις συμφορές του κόσμου της γένεσης.


Αλλά οι επικλήσεις, λέει, γίνονται προς τους θεούς σαν να είναι εμπαθείς, ώστε δεν είναι μόνο οι δαίμονες εμπαθείς αλλά και οι θεοί. Αυτό, όμως, δεν έχει έτσι, όπως το έχεις αντιληφθεί. Γιατί η φώτιση μέσω των επικλήσεων εμφανίζεται από  μόνη της και αυτοπροαίρετα και απέχει πολύ από το να προσελκυθεί. Έρχεται στο φως μέσω της θεϊκής ενέργειας και τελειότητας, και υπερέχει τόσο από την εκούσια κίνηση, όσο το θεϊκό  θέλημα του καθεαυτού Αγαθού υπερέχει από την εσκεμμένη ζωή. Με αυτό, λοιπόν, το θέλημα οι θεοί εκπέμπουν το φως γενναιόδωρα, καθώς είναι ευμενείς και ευνοϊκοί προς τους τελετουργούς και καλούν τις ψυχές τους κοντά τους εκεί ψηλά και χορηγούν σε αυτές την ένωση μαζί τους, συνηθίζοντάς τες, μολονότι αυτές βρίσκονται ακόμη στο σώμα, να απομακρύνονται από τα σώματα και να περιφέρονται στην αιώνια και νοητή αρχή τους.

Είναι φανερό και από τις ίδιες τις πράξεις πως αυτό το οποίο λέμε τώρα είναι σωτήριο για την ψυχή. Γιατί, όταν η ψυχή παρακολουθεί τα μακάρια θεάματα, προσλαμβάνει άλλη ζωή και πραγματοποιεί άλλη ενέργεια και τότε σωστά δεν πιστεύει καν ότι είναι άνθρωπος. Πολλές φορές, μάλιστα, αφού αποβάλει τη δική της ζωή, την ανταλλάσσει με τη μακαριότατη επενέργεια των θεών.  Αν λοιπόν η άνοδος μέσω των επικλήσεων παρέχει στους ιερείς κάθαρση των παθών, απαλλαγή από τον κόσμο της γένεσης και ένωση με τη θεϊκή αρχή, γιατί άραγε προσδίδει σε αυτήν πάθη; Γιατί αυτή δεν παρασύρει τους απαθείς και καθαρούς στο παθητικό και το ακάθαρτο, αλλά, αντιθέτως, εμάς που γίναμε εμπαθείς λόγω της γέννησής μας  μάς καθιστά καθαρούς και αμετάβλητους. 

Ούτε, όμως, και οι επικλήσεις συνδέουν τους ιερείς με τους θεούς μέσω κάποιου πάθους. Αντιθέτως, μέσω της θεϊκής φιλίας που συγκρατεί τα πάντα τούς φέρνουν σε επαφή με τον αδιάλυτο δεσμό των θεών. Και, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, δεν προσελκύουν τον νου των θεών προς τους ανθρώπους, όπως το όνομά τους φανερώνει, αλλά σύμφωνα με την ίδια την αλήθεια, όπως αυτή θέλει να μας υποδεικνύει, καθιστούν τη σκέψη των ανθρώπων κατάλληλη για να μετάσχει στους θεούς, και την ανυψώνουν προς τους θεούς και τη συνδέουν μέσω μιας αρμονικής πειθούς.

Γι΄αυτό , λοιπόν, και τα ιεροπρεπή ονόματα των θεών και τα υπόλοιπα θεϊκά σύμβολα τα οποία είναι ανυψωτικά προς τους θεούς μπορούν να τη συνδέσουν μαζί τους.  

ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ ΣΤΙΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για διόνυσος


ΔΙΟΝΥΣΟΣ - ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΛΑΤΡΕΙΑ

Ο Διόνυσος ήταν προπάντων θεός του κρασιού. Όμως κατά τους πρώτους χρόνους η εξουσία του απλώνονταν σ'ολόκληρη τη φύση. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της λατρείας του είναι κάτι σαν εκστατικό παραλήρημα που κυριεύει τους πιστούς του, που φαντάζομαι μέσα στο μεθύσι τους πως και οι ίδιοι συμμετέχουν στη θεϊκή φύση του γιου της Σεμέλης και του Διός. 

Ο Ευριπίδης λέει: "Ο Διόνυσος είναι θεός του γλεντιού, βασιλεύει στα συμπόσια ανάμεσα σε λουλουδένια στέφανα, ζωηρεύοντας τους χαρούμενους χορούς στον ήχο της φλογέρας. Γέλια τρελά προκαλεί και διώχνει τις μαύρες έγνοιες. Και στο τραπέζι των θεών, το νέκταρ του αυξάνει τη μακαριότητά τους κι αντλούν οι θνητοί από τη γελαστή του κύλικα τον ύπνο και ξεχνούν τα βάσανά τους".

Την ίδια ιδέα εκφράζει κι ο Πλάτωνας, όταν γράφει, "όμοιοι με τους Κορύβαντες, που χορεύουν μόνο σαν έξαλλοι είναι. Οι λυρικοί ποιητές δε βρίσκουν στη νηφαλιότητά τους ωραίους τους στίχους. Μέσα στην ψυχή τους πρέπει να μπουν η αρμονία και το μέτρο και να τη μεθύσουν. Οι Βάκχες, μονάχα μέσα στην παράκρουσή τους, από τα ποτάμια αντλούν το γάλα και το μέλι. Τελειώνει η δύναμή τους σαν και το παραλήρημά τους τελειώσει".

Ο Αριστοφάνης λέει στο θεό του κρασιού, "Διόνυσε κισσοστεφανωμένε, τις χορωδίες μας διεύθυνε. Σ'εσένα απευθύνονται οι ύμνοι κι οι χοροί μας, ω Εύιε, ω Βρόμιε, ω της Σεμέλης γιε, ω συ Διόνυσε που σου αρέσει ν'ανακατεύεσαι στις χορωδίες των Νυμφών τις τρισχαριτωμένες επάνω στα βουνά και που χορεύοντας δε σταματάς να τραγουδάς τον ιερό σου ύμνο "Εύιος, Εύιος". 
Και γύρω σου αντιλαλεί του Κιθαιρώνα η ηχώ κι αναριγούν τα βουνά με τις φυλλωσιές τις μαύρες και τους πηχτούς τους ίσκιους, αναριγούν κι οι βράχοι μέσα στο δάσος".

Οι Σκύθες κατηγορούσαν τους Έλληνες ότι αναγνώριζαν για θεό τον Διόνυσο, που έκανε τους ανθρώπους να μαίνονται: 

"Σκύθαι δὲ τοῦ βακχεύειν περὶ Ἕλλησι ὀνειδίζουσι'οὐ γὰρ φασι εἰκὸς εἶναι θεὸν ἐξευρίσκειν τοῦτον ὅστις μαίνεσθαι ἐνάγει ἀνθρώπους" 

(Ηρόδοτος Δ, 79,3). 

Ο Σωκράτης ισχυρίζεται ότι ο άνθρωπος μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα των δυνατοτήτων του, μόνο μέσω μανίας σε δόση θεϊκά ρυθμισμένη:

"νῦν δὲ τὰ μέγιστα τῶν ἀγαθῶν ἡμῖν γίγνεται διὰ μανίας θείᾳ μέντοι δόσει διδομένης". 

Δικαιολογεί δε τη φαινομενική αυτή παραδοξολογία του με το ότι η μανία είναι "θείο δώρο"και αναφέρει 4 τύπους "μανίας": α) την προφητική (που εμπνέεται από τον Απόλλωνα), β) τη θρησκευτική (από τον Διόνυσο), γ) την ποιητική (από τις Μούσες) και δ) την ερωτική (από την Αφροδίτη και τον Έρωτα): 


"Τῆς δὲ θείας (μανίας) τέτταρα μέρη διελόμενοι μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικὴν, Μουσῶν δ'αὖ ποιητικὴν, τετάρτην δὲ Ἀφροδίτης καὶ Ἔρωτος, ἐρωτικὴν μανίαν". 





Η Διονυσιακή "μανία"είναι ομαδική και μεταδοτική: 

"...θιασεύεται ψυχάν, ἐν ὄρεσι βακχεύων ὁσίοις καθαρμοῖσιν" ("Βάκχες", 75). Οι δυο τεχνικές του Διονύσου είναι το κρασί κι ο χορός` σκοπός του δε η "κάθαρσις"με την ψυχολογική σημασία. Η μανία του χορού κι η ομαδική υστερία οδηγεί κατευθείαν στην "κάθαρσιν", δηλαδή: στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Κι ο Διόνυσος είναι ο "Ελευθέριος"και ο "Λύσιος"θεός (δηλαδή, ο Απελευθερωτής θεός, που κάνει τον άνθρωπο να πάψει για λίγο να είναι ο εαυτός του και να απολυτρωθεί).

Στην αρχαία κοινωνία, με τις γυναίκες αυστηρά περιορισμένες στην οικογενειακή τους ζωή χωρίς πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες, οι Μαινάδες ή Βάκχες, οι παράφορες γυναίκες με την εξημμένη φαντασία και τα διεγερμένα νεύρα, φαντάζουν σαν όντα μυθικά. Με θύρσους και λαμπάδες ακολουθούν τον αόρατο θεό και οδηγό τους, ψάλλοντας θρησκευτικούς ύμνους, χορεύοντας ξέφρενα και βγάζοντας άγριες κραυγές. Έτσι, με τη δύναμη του ξέφρενου χορού, την ομαδική υποβολή και την υστερία, γίνεται ο ποθητός διαχωρισμός της ψυχής από το σώμα και η ένωσή της με το θείο` η Διονυσιακή έκσταση πραγματώνει επιτέλους την πλήρη αλλοτρίωση της προσωπικότητας: "το εκτός εαυτού". 

Αυτοί οι "οργιαστικοί"χοροί συνοδεύονταν από αντίστοιχη "οργιαστική"μουσική που την έπαιζαν "οργιαστικά"όργανα, όπως: τα τύμπανα, τα κύμβαλα, τα χάλκινα κρόταλα και ο φρυγικός αυλός: 

"οὐκ ἐστιν αὐλὸς ἠθικὸν ἀλλὰ μᾶλλον ὀργιαστικὸν" 

(Αριστοτέλης "Πολιτικά", 1341 α).

Έτσι, μέσα στους εκστατικούς τους χορούς οι Μαινάδες δεν καταλάβαιναν, όπως μας λέει κι ο Ευριπίδης ("Βάκχες" 757) τη φωτιά που άναβε στα μαλλιά τους, χωρίς φυσικά να τις καίει

"ἐπὶ δὲ βοστρύχοις πῦρ ἔφερον, οὐδ'ἔκαιεν"

γιατί, ως φαίνεται, πραγμάτωναν κατά βούλησιν, είτε μια ιδανική "υπέρβαση"είτε μια ομαδική υστερία με αναλγικές συνέπειες... Όπως κι αν είχαν τα πράγματα, 

"ἔμφρονες δὲ οὖσαι οὐ" ...

(Πλάτων "Ιων", 534 α). 

Ιδιαιτέρως επίσης πρέπει να τονιστεί, ότι από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό και το παγκόσμιο θέατρο, κάτι που μας επιτρέπει, και δικαίως, να θεωρούμε τον γιο του Δία και της Σεμέλης ως θεό της ποίησης και της μουσικής.

Σ’ αυτό άλλωστε συνηγορούν οι 2 τελευταίοι στίχοι (58-59) του Ομηρικού Ύμνου «στον Διόνυσο» 

''Χαῖρε τέκος Σεμέλης εὐώπιδος` οὐδέ πη ἔστι σεῖό γε ληθόμενον γλυκερὴν κοσμῆσαι ἀοιδήν''.

δηλαδή «Γεια σου παιδί της όμορφης Σεμέλης·..όποιος σε λησμονήσει δεν θα μπορέσει ούτε στιγμή γλυκόφθογγο τραγούδι να τονίσει». 

Δίπλα στις Μαινάδες ως συμπλήρωμά τους στη συνοδεία του Διονύσου υπήρχαν όντα ειδικού χαρακτήρα, μισο-άνθρωποι και μισο-ζώα, οι Σάτυροι και οι Σειληνοί, που όντας στην αρχή ξεχωριστοί, κατέληξαν αργότερα να συγχέονται και να θεωρούνται όμοιοι. Είναι ιδιαίτερα γνωστοί από τις πολυάριθμες καλλιτεχνικές απεικονίσεις τους, παρά από λογοτεχνικές πηγές.
Η πατρίδα των Σάτυρων φαίνεται πως ήταν η Πελοπόννησος και ειδικότερα η Αρκαδία, που οι γεωργικοί της πληθυσμοί τους φαντάζονταν ως πνεύματα, δαίμονες που κατά προτίμηση διέμεναν στα δάση και τις κορυφές των βουνών. Τους έπλαθαν με τη φαντασία τους με κέρατα, μακριά ουρά και νύχια γαμψά ή νύχι δίχηλο στα πόδια, με αναλογίες πολλές με τράγους, ακόμα και στο λάγνο χαρακτήρα τους.

Οι Σειληνοί που κατάγονταν από τη Θράκη και τη Φρυγία ξεχώριζαν από τους Σάτυρους, μοιάζοντας πολύ με Κένταυρους. Είχαν αυτιά, ουρά, οπλές και κάποιες μάλιστα φορές και πόδια αλόγου. Παρουσιάζονταν με χαίτη και με ολόκληρο το κορμί τους τριχωτό.

Ο οργιαστικός χαρακτήρας της λατρείας του Διονύσου είναι ολοφάνερος. Η ύπαρξή του για τους πιστούς του είναι μια αδιάκοπη συνέχεια από θορυβώδικα γλέντια, που κατέληγαν σε όργια, όπου προπάντων έπαιρναν μέρος οι γυναίκες. Από όπου πέρναγε ο Διόνυσος, συνέβαιναν θαυμαστά φαινόμενα. Πηγές κρασιού και νερού στο έδαφος κι από τα βράχια ανάβλυζαν κι από τα ποτάμια κυλούσε μέλι και γάλα. Κι ήταν τα κορφοβούνια αγαπημένος του τόπος διαμονής, όπου τελούνταν οι γιορτές του, κατά προτίμηση τη νύχτα.
Όμως ο ρόλος του Διονύσου δεν περιορίζεται στο να διώχνει θλίψεις και καημούς από τους ανθρώπους και να τους κάνει να ξεχνούν τις καθημερινές έγνοιες με τα χαρούμενα μεθύσια.



Μαινάδα


Ο Διόνυσος από άλλη άποψη ήταν και ο ευεργέτης της ανθρωπότητας. Τρέλαινε όσους ήταν αντίθετοι στη λατρεία του και δεν ήθελαν να συμμετάσχουν σ'αυτή, από την άλλη όμως μεριά εξασφάλιζε την ησυχία και τη γαλήνη των πιστών του με τον πλούτο που χαρίζει η γεωργία.

Του απέδιδαν την εφεύρεση του αρότρου, όπου πρώτος αυτός έζεψε βόδια. Ο Διόνυσος, συνέβαλε στην ανάπτυξη του πολιτισμού -υποβοηθώντας την ύπαρξη αρμονικών σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων- και την καλή διοργάνωση πόλεων, όπου παρουσιάζεται ως υπερασπιστής των αδυνάτων ενάντια σε όσους τους καταπιέζουν. Από τη λατρεία του Διονύσου γεννήθηκε το ελληνικό θέατρο, πράγμα που μας επιτρέπει να θεωρήσουμε το γιο του Διός και της Σεμέλης θεό της ποίησης και της μουσικής.


Σ'όλους σχεδόν τους μύθους, ο Διόνυσος παρουσιάζεται ανάμεσα σε μια θορυβώδικη ακολουθία, όπου οι Μαινάδες αποτελούν το θηλυκό στοιχείο και οι Σάτυροι, οι Σειληνοί και ο Πάνας το αρσενικό.
Οι Μαινάδες, που ονομάζονταν επίσης και Βάκχες, ήταν Νύμφες. Οι Νύμφες είχαν αναθρέψει τον Διόνυσο στο βουνό Νύσα. Έγιναν οι πιστές ακόλουθες και συντρόφισσες του θεού του αμπελιού και τις βλέπουμε να καταγίνονται πρόθυμα με τον τρύγο, μαζί με τους Σειληνούς συχνά. Εμψυχωμένες από τον Διόνυσο, από το πνεύμα του θεού, ρίχνονταν αναμαλλιασμένες σε τρελές ορμητικές και ακανόνιστες διαδρομές, σαν με πηδήματα ελαφίνας, που προσπαθεί να ξεφύγει από την καταδίωξη του κυνηγού. Βγάζουν δυνατές κραυγές, χτυπώντας κρόταλα σαν μανιασμένες. 

Σάτυρος



Στεφανωμένες με κληματόφυλλα ή με κισσό, φορούσαν, όπως ο Διόνυσος, νεβρίδα, φόρεμα ελαφρό που δεν θα τις εμπόδιζε να παραδίνονται στο χορό, το αγαπημένο τους γλέντι. Πολύ συχνά τις συνόδευαν ζώα. Γίδες, ελάφια, πάνθηρες, λιοντάρια, έχοντας κάποιες φορές στα χέρια τους και φίδια. Όπως ο ίδιος ο Διόνυσος κρατούν κι αυτές το θύρσο, που τον στολίζουν με κισσό ή και με κληματόφυλλα.
Ο τύπος των Μαινάδων με την επίδραση των ξένων στοιχείων είχε υποστεί βαθιές μεταβολές, καθώς οι τροποποιήσεις αυτές προερχόμενες από τα ξένα στοιχεία προπάντων της Φρυγίας και της Λυδίας είχαν επηρεάσει και τη λατρεία του Διονύσου. Γίνονταν ολοένα και πιο θορυβώδικες, η φρενίτιδα και το παραλήρημά τους συνοδεύονται από κύμβαλα, ντέφια και λυδικόν αυλό. Οι χοροί τους παίρνουν σχεδόν άγριο χαρακτήρα, που τρομάζει τους ασυνήθιστους σ'αυτά πληθυσμούς. Γι'αυτό τους κάνουν πολλές φορές κακή υποδοχή, καθώς φαίνεται από τους μύθους του Πενθέα, του Λυκούργου και των Μινυάδων.

Ο Διόνυσος τιμωρούσε τους εχθρούς της λατρείας του, μεταδίδοντάς τους την ίδια φρενίτιδα που έπιανε τις Μαινάδες και σπρώχνοντάς τους σε πράξεις αλλόφρονες κι εξωφρενικές.
Μάλιστα η μανία των Μαινάδων δεν γνώριζε όρια. Ξεσκίζανε ζώα και έτρωγαν ωμές τις σάρκες τους. Δεν γλίτωναν μήτε οι άνθρωποι από τη φονική τους παράκρουση όπως στον μύθο του Ορφέα που τον κατασπάραξαν οι Βάκχες, οι μαινόμενες.

 Τα Φαλλοφόρια

 Τα Διονύσια ήταν πανελληνίες γιορτές προς τιμή του Διονύσου με σημαντικότερα κέντρα τους την Αθήνα, την Κόρινθο, τη Σμύρνη, την Κέρκυρα, τη Νάξο, τη Δήλο, τη Τήνο, τη Σικυώνα, τη Μίλητο και τη Βοιωτία.
Ο γενικός χαρακτήρας των Διονυσίων περιελάμβανε οινοποσία, ευθυμία, άκρατο ενθουσιασμό, κύμβαλα, τύμπανα, θιάσους, πομπές και διθυράμβους.
Στα «Μικρά» ή «κατ’ αγρούς» Διονύσια οι πανηγυριστές ανταλλάζανε σκώμματα και χειρονομίες με τους περαστικούς, ενώ γίνονταν πομπές κανηφόρων, μεταμφιέσεις, φαλλοφορίες και δραματικοί αγώνες προς τιμή του Θεού, αλλά και συμπόσια με μουσική και χορό. Οι κωμαστές μετά το τέλος του συμποσίου φορούσαν προσωπίδες και στεφάνους, έκαναν αγώνες λαμπαδηφορίας και μετά περιφέρονταν στους δρόμους
χορεύοντας και τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής.
Στα «Μεγάλα Διονύσια τιμούσαν το Θεό ως «Ελευθερέα», με περιφορά του αγάλματος του Θεού και φαλλοφορία, θυσία ταύρου και θεατρικούς αγώνες στο θέατρο του Θεού, κάτω απ’ την Ακρόπολη

 

 Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί Ποιητικής» παρατηρεί: «Αφού λοιπόν γινόταν αρχικά αυτοσχέδιος, και αυτή και η κωμωδία, και η μεν από των εξαρχόντων τον διθύραμβον, η δε από των εξαρχόντων τα φαλλικά, τα οποία ακόμα και τώρα σε πολλές πόλεις διατηρούνται και γιορτάζονται».  

«Φαλλικόν είναι ποίημα αυτοσχέδιον επί τω φαλλώ αδόμενον»

  Ο διθύραμβος, απ’ όπου γεννήθηκε η τραγωδία, είχε αρκετά κωμικά και σατυρικά στοιχεία.
. Ητανε τραγούδια πειραχτικά και βωμολοχικά, που τραγουδούσανε μπουλούκια από μεθυσμένους (κώμοι). Αυτοί περιέφεραν έναν φαλλό τεράστιο, ιερό σύμβολο για να έχει γονιμότητα η φύση. Μια σημερινή Αποκριά, αλλά πολύ πιο ελευθερόστομη. Η κωμωδία, που κατάγεται από τα φαλλικά, φαίνεται και στις φοβερές βωμολοχίες, στο λεγόμενο «κωμωδείν», και στο γεγονός ότι οι υποκριτές στην κωμωδία, οποιοδήποτε πρόσωπο καν αν υποκρίνοταν, έφεραν πάντα κρεμασμένο ένα δερμάτινο φαλλό.

Τα σύγχρονα  «Φαλλοφόρια».

Φαλλοφόρια", σύγχρονες διονυσιακές οργιαστικές γιορτές, για να τιμηθεί ο μέγας "αρχισκανταλιάρης", ο ανδρικός γεννητικός "οργανοπαίχτης", γίνονται και στις φετινές Απόκριες.

"Δεν κατεβαίνω ψώλαρε,
γιατ'είσαι σκανταλιάρης,
τα σκανταλέβεις τα μουνιά,
και τα τρυπάς αβέρτα".
"Μάστορά μου στη ζωή σου,
κάνε μια σαν τη δική σου,
νάχει μπούκα, νάχ'αφάλι,
σαν του γαϊδουριού κεφάλι".

Φαλλοφόρια, διονυσιακές γιορτές, που σουλατσάρουν, εξυμνούνε, τραγουδούν ή σχολιάζουνε τον "πρωταγωνιστή"φαλλό, το εξωτερικό ομοίωμα, το γεννητικό όργανο στον άνδρα, με το να γίνονται σύγχρονα "δρώμενα"τις Απόκριες σε διάφορους τόπους στη χώρα

Κοινό χαρακτηριστικό σ'αυτά τ'αποκριάτικα "δρώμενα"είναι η συμβολική τέλεση της σεξουαλικής πράξης "αφροδισία", που προκαλεί το γενετήσιο ένστικτο με την αμοιβαία έλξη ανάμεσα στα δύο φύλα. Τα αιδοία, τα εξωτερικά γεννητικά όργανα στον άνδρα ή τη γυναίκα, έχουνε πρωταγωνιστικό ρόλο στον λόγο και στην πράξη, στ'αποκριάτικα "δρώμενα".

Τους μασκερεμένους, τ'αποκριάτικα δαιμονικά, ο Αριστοφάνης ονομάζει "Ονοκώλες". Ο λαός μας, εύστοχα, στο πλούσιο λεξιλόγιό του, έδωσε τις πιο χαρακτηριστικές ονομασίες, που φανερώνουν ανάγλυφα κι αδρά τόσο την εμφάνιση όσο και τη φασαρίστικη παρουσία τους. Σε κάθε τόπο λέγονται διαφορετικά, όπως: Γιανίτσαροι, Κουδουνάτοι, Μωμόεροι, Κουκούγεροι, Καμουζέλες, Μούσκαροι, Κουδουνάδες, Τράγοι, Προσώπεια, Μουτζούνες και πιο κοινά Μασκαράδες και Καρνάβαλοι, που φοράνε βραδινά κέρατα, μάσκες και γιδοπροβιές, πολλά κουδούνια στη μέση και στον λαιμό, κι ένα κουδούνι φαλλικό ανάμεσα στα σκέλια τους, που πηδάνε και χορεύουνε και φέρνουν πραγματικό πανδαιμόνιο.

Είναι ακόμα οι: Κούκεροι, Χούχουτοι, Σταχτάδες, Μπέηδες, Κιοπεκμπέηδες, Πιτεράδες, κι αυτοί που έχουνε γυναικείο μασκάρεμα: Απλετώ, Βυζώ, Γελώ, Βαρδένα, Μαρμάρω, Πετασιά, Χαμοδράκαινα, Παιδοπνίχτρα, Στρίγγλα κι άλλα πολλά, που, εκτός από τη σωματική τους σκιαγράφηση, φανερώνουνε και τις απόκρυφες διαθέσεις που έχουν οι μασκαρεμένοι γιορταστές.

Ανάμεσα στα φαλλικά "δρώμενα" είναι: Τα "εξ αμάξης"στη λεσβιακή Αγιάσο, στην Ελασσόνα, στο Ρέθυμνο, στην Όλυμπο Καρπάθου, ο "Καλόγερος"στην Αγία Ελένη Σερρών και στο Διδυμότειχο, το "πανωπροίκι"στη Θήβα, η "σοπανίκα"στην Ξάνθη, "Πώς το τρίβουν το πιπέρι..."στη Σκιάθο, το "μπουρανί"στον Τύρναβο, ο "Μπέης"στο Διδυμότειχο, στις Καστανιές, στο Πεντάλοφο και τα Ρίζια Αλεξανδρούπολης, ο "Καντής"σε χωριά στο Ρέθυμνο, τα "ζευγάρια"στην Άνδρο, ο "τρίφτης"και η "τσαμπούνα"στη Σάμο, τα "σκάλιθρα"στη λεσβιακή Άντισσα, ο "πίρονας"και τα ερωτικά "φεστίνια"στη Ζάκυνθο, τα "φαλλοτράγουδα"στην Κήρυνθο Εύβοιας, ο "φανός"στην Κοζάνη, τα "ερωτόπαθα"στη Σέριφο και η "καμήλα"στη Σίφνο.

Στα Φαλλοφόρια δεν τιμάται ο αρχαίος θεός, γιος του Δία και της Σεμέλης, αλλά ο σύγχρονος Διόνυσος, που ταυτίζεται με τον Βάκχο, τον προστάτη στην αμπελουργία, στο κρασί, στο θέατρο και γενικά στην παραγωγό δύναμη που έχει η γη. Οι διονυσιαστές - οργιαστές διονυσιάζονται, περνούν τη ζωή τους γιορταστικά, άσωτα. Υπάρχουν και οι διονυσιοκόλακες, αυτοί που κολακεύουν τον Διόνυσο, τον ναό ή το άγαλμα για τον Διόνυσο, το σημερινό τσουκάλι με τη φασολάδα ή το "μπουρανί"και τον φαλλό, χλευάζονται για τις ηθικολογίες τους. Τα αιδοία έχουν τον φυσιολογικό τους προορισμό, άσχετα από θρησκευτική ή άλλη προκατάληψη. Στα σύγχρονα Φαλλοφόρια ο άνδρας αφροδισιάζει, απολαμβάνει τις αφροδίσιες - σεξουαλικές ηδονές. Η γυναίκα αφροδισιάζεται, συνουσιάζεται με τον αρσενικό, τον άντρα.

Ο αφροδισιακός ξεσηκώνει τη γενετήσια ορμή. Ο συμβολικός αφροδισιασμός στ'αποκριάτικα "δρώμενα"φανερώνει το σαρκικό σμίξιμο. Ο αφροδισιαστής είναι ο έκδοτος στις σαρκικές ηδονές, ο λάγνος, ο φιλήδονος. Ο αφροδίσιος είναι οπαδός της θεάς της ομορφιάς και του έρωτα Αφροδίτης, αυτός για τη σαρκική ηδονή. Τα αφροδίσια, οι σαρκικές ηδονές, τελούνται στο "αφροδίσιο", στον ναό ή στο άγαλμα για την Αφροδίτη, που είναι τα αποκριάτικα "δρώμενα"με το τελετουργικό και τα σκεύη τους. Η σύγχρονη Αφροδίτη μετονομαστικά είναι η σαρκική απόλαυση, η ηδονή, ο ακράτητος πόθος, η μεγάλη ευχαρίστηση, το θέλγητρο, η χάρη, η τραβηχτική ομορφιά για έρωτα, όπως τη βλέπουν οι σύγχρονοι γιορταστές στην Αποκριά.

Γλέντι, τραγούδι, χορός, φαγοπότι, ξέδωμα ώς την ασυδοσία, παραλυσία και, πάνω απ'όλα, έρωτας, ή περισσότερο διονυσιασμός, είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά στα αποκριάτικα "δρώμενα"στους περισσότερους τόπους μας. Τις Αποκριές, άντρες και γυναίκες, άνθρωποι που συνηθίζουν να μετρούνε με το υποδεκάμετρο ακόμα και την παραμικρή χειρονομία τους και την πιο ασήμαντη κουβέντα τους, καθώς τρώνε φασολάδα, "μπουρανί"και πίνουν μπόλικα ποτήρια κρασί ή τσίπουρο, είναι πρόθυμοι για όλα, φτάνει να βρούνε κατάλληλη συντροφιά. Και συνηθίζεται να τη βρίσκουν. Όλα τα τελούμενα έχουν κοινά δύο βασικά γνωρίσματα: την παλλαϊκή συμμετοχή και την έξαρση για ερωτική δραστηριότητα. Αυτές άλλωστε είναι οι βασικές προϋποθέσεις για πραγματικά αποκριάτικα "δρώμενα".

Τα ήθη, τα έθιμα, τα τραγούδια, οι χοροί, οι γιορτές και οι παραδόσεις μας είναι ο κρίκος που ενώνει τον αρχαίο, βυζαντινό και σημερινό ελληνισμό. Έχουν βαθιά τις ρίζες τους στην πατρική γη. Έτσι και οι Αποκριές έχουν την καταγωγή τους και σχετίζονται με τις αρχαιοελληνικές γιορτές. Συγκεκριμένα:

Οι αρχαίοι Έλληνες γιορτάζανε τα "Διονύσια"για να τιμήσουν τον Διόνυσο, τον προστάτη στις γονιμοποιές δυνάμεις στη γη και ξεχωριστά στ'αμπέλι και στο κρασί, που φανερά συνδυάζει την ορμή που έχουν το υγρό στοιχείο και η φωτιά, σμίγουν και γονιμοποιούν. Ο θεός πίστευαν πως ζούσε σε σπηλιά, περιπλεγμένη με κληματαριά. Όταν ωριμάσανε τα σταφύλια, έκοψε και γεύτηκε τον χυμό τους. Ευχαριστήθηκε γεύση και μέθυσε. Πρόσφερε στους αγρότες, στους βοσκούς, στις νύμφες - βοσκοπούλες. Ήπιανε και νιώσανε να λύνονται οι κόποι, οι θλίψεις, οι αγωνίες, οι φροντίδες τους. Ξεκίνησε ο ωραίος και εύθυμος θεός. Τον ακολούθησαν παράφορα, στεφανωμένοι με κλήματα, όσα γεύτηκαν τον μούστο. Χοροπηδούσαν και φώναζαν "ευοί, ευάν", χτυπούσαν κύμβαλα και τύμπανα, παίζανε σύριγγες κι αυλούς, γυρίζανε παντού και ξαπλώνανε την καλλιέργεια στ'αμπέλι. Σκορπούσαν την ευθυμία, τη χαρά και την ξεγνοιασιά.

Η Αιτωλία και η Αττική δέχτηκαν πρώτες σαν δώρο το κλίμα. Η αμπελουργία διαδόθηκε, η οινοπαραγωγή αναπτύχθηκε και καθιερώθηκαν φαιδρές γιορτές για να τιμηθεί ο θεός με το θείο ποτό. Έτσι, για να θυμούνται αυτόν τον θρύλο γίνονταν τα "Διονύσια". Τα Μικρά στους Αγρούς, τέλη Δεκέμβρη, τα Λήναια κοντά στον ναό του Διόνυσου και στο θέατρο, στα νότια από την Ακρόπολη, και τα Μεγάλα Διονύσια, τα αστικά, τέλη Μάρτη. Στα Μικρά γίνονταν τα "Πιθοίγια", μέρος από τη μεγάλη γιορτή, τα "Ανθεστήρια". Ανοίγανε τα πιθάρια, δοκίμαζαν και άρχιζαν να πίνουν τα νέα κρασιά. Τη δεύτερη μέρα γιόρταζαν τους "Χόες" (ποτήρια χωματένια). Πίνανε, χορεύανε και κάνανε διάφορα διασκεδαστικά παιχνίδια, λέγανε κώμους - αστεία, πειράγματα, σατυρίσματα και παίζανε τ'"ασκώλια". Πηδούσαν με το ένα πόδι σε ασκί φουσκωμένο κι αλειμμένο με λάδι, καθώς βαστούσαν χόες, κύπελλα γεμάτα κρασί. Όποιος έπινε περισσότερο και γρηγορότερα χωρίς να του χυθεί το κύπελλο, έπαιρνε έπαθλο το ασκί γεμάτο κρασί.

Δραματικές και κωμικές παραστάσεις κι άλλες ψυχαγωγίες σκορπούσαν ευθυμία, γέλιο, χαρά και ξεγνοιασιά. Την τρίτη μέρα γίνονταν οι "Χύτροι". Φέρνανε πομπικά πήλινες χύτρες και ψημένους καρπούς και χορταρικά, όπως το σημερινό "μπουρανί"στον Τύρναβο και τα λεβέτια με τη φασολάδα στη Ρούμελη, λουλούδια και σπόρια στον Διόνυσο, για τις ψυχές σ'αυτούς που πεθάνανε (τα σημερινά κόλλυβα στα Ψυχοσάββατα).


ΘΡΑΚΗ


Σατυροι και Μαινάδες


Τους Θράκες τους θεωρούσαν κατά την αρχαιότητα ιδρυτές της λατρείας του Διονύσου, που στη χώρα τους ονομάζονταν: Βασσαρέας, Γίγων, Δίαλος, Σαβάτιος, Σάβος. Αυτή η λατρεία είχε οργιαστικό χαρακτήρα. Μέσα σε θόρυβο και αταξία διεξάγονταν οι τελετές κι έπαιρναν προπάντων οι γυναίκες μέρος σ'αυτές. Και γίνονταν οι θορυβώδεις τελετές πάνω στα βουνά, τη νύχτα, στο φως των πυρσών. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι για να φτάσουν οι πιστοί στον απαιτούμενο βαθμό της έξαρσης δεν πίνουν μοναχά κρασί αλλά χρησιμοποιούν και παραισθησιογόνα φυτά. Πίστευαν οι οπαδοί του θεού ότι τον πλησιάζουν κι εξομοιώνονταν μ'αυτόν.

Από την Θράκη η λατρεία του Διονύσου διεισδύει στην Ελλάδα πολύ νωρίς. Στη Βοιωτία η διονυσιακή λατρεία αναπτύχθηκε ταχύτατα και σημαντικά. Ο γενικότερα παραδεκτός μύθος τοποθετούσε τη γέννηση του Διονύσου στη Θήβα. Όμως ο θεός δεν είχε ναό μέσα στην πόλη. Οι γιορτές που τελούνταν κάθε τρία χρόνια, τα '"Τριετηρικά", γίνονταν στις πλαγιές του Κιθαιρώνα. Και ήταν νυκτερινές, στο φως των πυρσών. Λέει ο Jules Girard: "Μόνο γυναίκες έπαιρναν μέρος σ'αυτές, στεφανωμένες με κισσό, ντυμένες με νεβρίδες (προβιές μικρού ελαφιού), με τα μαλλιά τους ξέπλεκα, κρατώντας θύρσους και χτυπώντας τύμπανα, χόρευαν και έτρεχαν σαν φρενιασμένες στο βουνό, καλώντας το θεό με δυνατές κραυγές".

Ιδιότυπες θυσίες πρόσφεραν σ'αυτές τις τελετές, που πιθανόν ήταν κατά ένα μέρος αναπαράσταση των διάφορων μύθων σχετικών με τον Διόνυσο. Σημαντικό μέρος της λατρείας του θεού ήταν ο Ορχομενός. Στο βουνό Λάφυστο τελούνταν τα "Αγριώνια",σε ανάμνηση των τριών θυγατέρων του Μινύα. Στην τελετή αυτή που γίνονταν νύχτα, ο ιερέας καταδίωκε τις γυναίκες με ένα γυμνό σπαθί στο χέρι, έχοντας το δικαίωμα να σκοτώνει όσες μπορούσε να φτάσει. 

Στις κορυφές του Παρνασσού ανάλογες τελούνταν ιεροτελεστίες. Οι γυναίκες που έπαιρναν μέρος σ'αυτές ονομάζονταν Θυιάδες κι από τους Δελφούς έρχονταν, μα κι από την Αττική. Κρατώντας πυρσούς έτρεχαν στο βουνό εδώ κι εκεί, τη γέννηση του θεού πανηγυρίζοντας, που παριστάνονταν πλαγιασμένος μέσα σ'ένα πανέρι για το λίχνισμα του σταριού.
Μια άλλη γιορτή που αναφέρονταν στο θάνατο του θεού, τελούνταν κάθε διετία. Στους Δελφούς, κοντά στον τάφο του Διονύσου, μέσα στο ναό του Απόλλωνα, οι Όσιοι τελούσαν μια μυστηριακή γιορτή που δεν έχουμε πληροφορίες γι'αυτή.

Αν και, ύστερα από μιαν ορισμένη εποχή, τελούνταν "Διονύσια"σε ολόκληρη την Ελλάδα, πουθενά δεν έφταναν σε λαμπρότητα αυτά της Αττικής. 

Στην Αττική αναπαρίστανε κατά τις γιορτές αυτές ορισμένους μύθους ιδιαίτερα του Ικάριου και της Ηριγόνης. Στις γιορτές του δήμου Ικαρίας κρεμούσαν στα κλωνιά των δέντρων κούκλες, σε ανάμνηση των παρθένων, που ακολουθώντας την Ηριγόνη, κρεμάστηκαν από την απελπισία τους. Αυτές οι γιορτές ονομάζονταν "Αιώρα". Στον Ικάριο εξάλλου αποδίδουν την ίδρυση των "Ασκωλίων", μιας γιορτής κατά την εποχή του τρύγου, που κατ'αυτήν οι αμπελουργοί χόρευαν πάνω σε φουσκωμένους ασκούς με αέρα και αλειμμένους με λάδι. Έλεγαν πως ο Ικάριος σκότωσε έναν τράγο που αφάνιζε τα κλήματά του κι από το δέρμα του έκανε έναν ασκό και πάνω σ'αυτόν βάλθηκε να χορεύει. Ένας κάτοικος του δήμου Ικαρίας, ο Θέσπις, δημιούργησε αργότερα την τραγωδία από το διθύραμβο.

Στην Αττική τελούνταν προς τιμή του Διονύσου δυο ειδών γιορτές Τα μικρά και τα μεγάλα "Διονύσια". Τα πρώτα διατηρούσαν πάντοτε ένα χαρακτήρα αγροτικό και ονομάζονταν "Θεοίνια", δηλαδή γιορτή του θεού του οίνου (του κρασιού). Έλεγαν πως είχαν ιδρυθεί από το βασιλιά Αμφικτύονα και τελούνταν στους δήμους όπου η καλλιέργεια της αμπέλου δεν ήταν αναπτυγμένη. Ο Πλούταρχος λέει, "η πατροπαράδοτη γιορτή των Διονυσίων είχε άλλοτε μιαν απλή και λαϊκή ευθυμία. Επικεφαλής της πομπής ένας αμφορέας γεμάτος κρασί κι ένα κλαδί από κλήμα, ύστερα ένας τράγος που τον έσερνε κάποιος, ύστερα ένα πανέρι σύκα, που κάποιος άλλος το σήκωνε, και τέλος ο φαλλός".

Όταν κατά τους Μηδικούς πολέμους οι Πέρσες λεηλάτησαν τη Βραυρώνα, πήραν μαζί τους και το άγαλμα της Άρτεμης. Μετά τη νίκη των Ελλήνων, το ιερό της αδελφής του Απόλλωνα μεταφέρθηκε στην Αθήνα, ενώ στη Βραυρώνα η λατρεία της θεάς αντικαταστάθηκε με τη λατρεία του Διονύσου. Αυτή λοιπόν η λατρεία είχε πάρει στη Βραυρώνα χαρακτήρα ιδιαίτερα οργιαστικό. Οι άνδρες μεθοκοπούσαν αντάμα με εταίρες. Οι γιορτές τελούνταν κάθε πέντε χρόνια κι έστελναν οι Αθηναίοι σ'αυτές δέκα "ιεροποιούς". Και γίνονταν διάφοροι αγώνες, που ο γνωστότερος τους ήταν ο διαγωνισμός μεταξύ ραψωδών.

Στα "Μικρά Διονύσια"περιλαμβάνονταν και τα "Οσχοφόρια", που γιορτάζονταν στην Αθήνα ως πρόλογος του τρύγου. Όφειλαν δε την ονομασία τους στο γεγονός πως κατ'αυτά περιέφεραν κλαδιά από κλήματα (όσχους) με τσαμπιά σταφύλια. Έλεγαν πως τα Οσχοφόρια τα είχε θεσπίσει ο Θησέας, όταν γύρισε από την Κρήτη, μετά τη νίκη του κατά του Μινώταυρου. Επικεφαλής της πομπής πήγαιναν είκοσι αγόρια από τις καλύτερες οικογένειες της Αθήνας, οι "οσχοφόροι", κρατώντας κληματόβεργες με τσαμπιά. Κι έρχονταν πίσω τους επτά έφηβοι, σε ανάμνηση των θυμάτων που οι Αθηναίοι ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν στον Μινώταυρο, πριν εξοντωθεί το τέρας από τον Θησέα. 

Ακολουθούσαν μετά οι "δειπνοφόρες"μητέρες των είκοσι οσχοφόρων κρατώντας τρόφιμα, σε ανάμνηση των γυναικών που συνόδευαν τα παιδιά τους ως τη μοιραία τριήρη που θα τα πήγαινε στην Κρήτη.
Σ'όλη την διαδρομή αυτοί που έπαιρναν μέρος στην πομπή έψελνα ύμνους. Οι είκοσι οσχοφόροι παλεύανε μεταξύ τους κατά ζεύγη και στους δέκα νικητές πρόσφεραν ένα ποτό από κρασί, λάδι, μέλι, αλεύρι και τυρί. Σαν έφταναν στο ναό της Σκιράδος Αθηνάς, στο Φάληρο, κατάθεταν εκεί τις κληματόβεργες, που είχαν μεταφέρει οι οσχοφόροι. Στο εσωτερικό του ναού έκαναν τελετουργίες, τα "Σκίρα". Ανάμεσα στ'άλλα παράθεταν συμπόσιο, που κατ'αυτό καταναλώνονταν τα φαγητά που είχαν φέρει οι δειπνοφόρες. Τελικά, η πομπή επέστρεφε στην Αθήνα, ανάμεσα σε κραυγές χαράς του πλήθους.

Τα αρχαία Ανθεστήρια

Στα άγνωρα βάθη του προϊστορικού κόσμου και του πρωτόγονου ανθρώπου, του δεμένου με τη φύση και τους κύκλους της ζωής, βρίσκεται η απαρχή της παράδοσης αυτής, που ταυτίζεται με το Φλεβάρη. 

Τον Ανθεστηριώνα, κατά τους αρχαίους Ελληνες, που τον γιόρταζαν με τα τριήμερα Ανθεστήρια, προς τιμήν του Διονύσου - θεού του κρασιού, του θεάτρου, της μεταμφίεσης, της ελευθέριας διακωμώδησης των πάντων. 

Τα Ανθεστήρια ήταν πομπή, με άνθη, τραγούδια, μουσικούς και σκώμματα (σατιρικοί αστεϊσμοί, από το ρήμα σκώπτω = κοροϊδεύω, χλευάζω, σατιρίζω), που έλεγαν ντυμένοι ως σάτυροι -ακόλουθοι του Διονύσου, κρατώντας θύρσους κοσμημένους με κισσό (σύμβολο γονιμότητας)- και φορώντας προσωπίδες οι συμποσιαστές. Δηλαδή, οι κωμαστές (κωμάζω = γυρίζω με άλλους στους δρόμους, λέγοντας τραγούδια και πειράγματα και κώμος = νυχτερινή έξοδος - πομπή συμποσιαστών στους δρόμους, με προσωπίδες, λαμπάδες, μουσικά όργανα και σατιρικά τραγούδια. Εξ ου και κωμωδία ). Ο κορυφαίος, σε άρμα, όπως κάθε κωμαστής ( "τρεκλίζει ο κισσοστέφανος, χορεύει ο θυρσοφόρος", όπως έλεγε ο Α. Σικελιανός) - με τα πειράγματά του έσουρνε σε άλλους "τα εξ αμάξης"...

Στα Βυζαντινά χρόνια

Οι περισσότερες από τις διονυσιακές γιορτές και έθιμα των αρχαίων Ελλήνων πέρασαν στο Βυζάντιο και έφτασαν μέχρι τα χρόνια μας. Σ’ αυτό βοήθησε και η ανεξιθρησκεία, που κατοχύρωσε ο Μ. Κωνσταντίνος με το διάταγμα των Μεδιολάνων (313 μ.Χ.). Επίσης, πολύ συνετέλεσε στην διάδοση των ειδωλολατρικών εθίμων και ο αυτοκράτορας Ιουλιανός που τάχθηκε υπέρ της ειδωλολατρίας των αρχαίων με διατάγματα.

Ο Θεοδόσιος κυρίως και ο Ιουστινιανός αργότερα, με τα πολύ σκληρά μέτρα που πήραν και τους σχετικούς κώδικες διατάγματα, προσπάθησαν να καταπνίξουν τα ειδωλολατρικά έθιμα, φθάνοντας μάλιστα και σε ακραίες καταστάσεις (σφαγές) για την εδραίωση της ορθοδοξίας.

Πολλά από τα έργα τέχνης του αρχαίου πολιτισμού καταστράφηκαν και έκλεισε η ακαδημία του Πλάτωνα που λειτούργησε για 1.000 περίπου χρόνια. Κατά την διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου, οι αποκριές γιορτάζονταν στον Ιππόδρομο. Στις εκδηλώσεις που γίνονταν δεν έπαιρναν μέρος μόνον οι πλούσιοι, αλλά και ο απλός λαός.
Η αποκριά έγινε θέμα πολλών συνόδων και προπαντός μια αποκριάτικη παράδοση η λεγόμενη «Ημέρα των τρελών και των αθώων».

Στην Ύστερη Αρχαιότητα, ο Διόνυσος είχε αποκτήσει έναν λυτρωτικό ρόλο, στη διαμόρφωση του οποίου κάποια συμμετοχή πρέπει να είχε και ο χριστιανισμός, που ήταν τελικά ο μεγάλος νικητής. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι οπαδοί του Διονύσου ισχυρίζονταν ότι ο θεός τους «έχυνε δάκρυα, για να βάλει τέλος στα βάσανα των θνητών», ενώ είναι γνωστό ότι οι θεοί του Δωδεκάθεου, ακόμη και στις εποχές της παντοδυναμίας τους, δεν νοιάζονταν και πολύ για τα βάσανα των ανθρώπων.

Γίνεται συνήθως λόγος για δάνεια του χριστιανισμού από τις παλιές παγανιστικές θρησκείες, πρέπει όμως να υπήρχαν και αμφίδρομα φαινόμενα, αφού ειδωλολατρικές θρησκείες επηρεάζονταν επίσης από το σύγχρονό τους χριστιανικό περιβάλλον. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι τέτοιες επιδράσεις διαπιστώνονται και στην τέχνη, όπως μπορούμε να δούμε π.χ. σ'ένα ψηφιδωτό με το οποίο, γύρω στο 325-250 μ.X., ένας ευκατάστατος ειδωλολάτρης στην Πάφο επέλεξε να διακοσμήσει το δάπεδο της κατοικίας του. Απεικονίζεται ο Διόνυσος, ως θείο βρέφος, με φωτοστέφανο στην κεφαλή του, στα γόνατα του καθήμενου Ερμή, παρουσία, μεταξύ άλλων, και της Θεογονίας, της προσωποποίησης της γέννησης του θεού. H όλη σκηνή θυμίζει εξαιρετικά παραστάσεις που εικονίζουν τη γέννηση του Χριστού.

Εχει από παλιά παρατηρηθεί ότι η διονυσιακή λατρεία παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με τον χριστιανισμό. H θεϊκή π.χ. καταγωγή του Διονύσου, όπως και του Χριστού, είχε αρχικά αμφισβητηθεί από πολλούς, έτσι ο γιος του Δία έκανε και αυτός θαύματα για να πείσει, ενώ πολλοί ήταν και εκείνοι που τον καταδίωξαν απηνώς, όπως και τους οπαδούς του. Σύμφωνα με μια ορφική παράδοση ο ίδιος ο Δίας όρισε τον γιο του βασιλέα όλων των θεών του κόσμου, ενώ είναι γνωστό ότι ο Διόνυσος συχνά ενσάρκωνε και άλλους θεούς, όπως τον Ηλιο και τον Απόλλωνα. «Ο κόσμος είναι ο Δίας και ο Διόνυσος ο νους του κόσμου (Διός νους)». Στη διαμόρφωση τέτοιων παγανιστικών μονοθεϊστικών αντιλήψεων την εποχή αυτή, είναι αδύνατον να μην είχε συμμετοχή ο χριστιανισμός. Αλλά ο Διόνυσος ήταν και μια πάσχουσα όσο και ακατάλυτη θεότητα. «Γιος του υπέρτατου θεού και μιας θνητής, θανατώνεται από θεοκτόνους αλλά ανασταίνεται θριαμβικά».

Με τέτοια δεδομένα η σύγκρουση ανάμεσα στους οπαδούς του Χριστού και σ'αυτούς του Διονύσου ήταν αναπόφευκτη. Οι χριστιανοί δεν δίστασαν να υιοθετήσουν διονυσιακά σύμβολα με πρώτο το κλήμα. «Εγώ ειμί η άμπελος η αληθινή» διακήρυξε ο ιδρυτής της νέας θρησκείας, για τον οποίο ο πολυμαθής θιασώτης του χριστιανισμού Κλήμης ο Αλεξανδρεύς είπε χαρακτηριστικά ότι είναι «ο μέγας βότρυς, ο Λόγος, ο υπέρ ημών θλιβείς». Ετσι οι απεικονίσεις του κλήματος είναι πολύ συχνές σε τοιχογραφίες κατακομβών, σε ψηφιδωτές παραστάσεις εκκλησιών κ.α. Πρέπει ωστόσο να επισημάνουμε ότι ο χριστιανισμός, αν και οικειοποιήθηκε τα σύμβολα του Διονύσου, τον οποίο και ονομάτισε ως τον μεγαλύτερο εχθρό του, δεν μπόρεσε να απαλλαγεί εύκολα από αυτόν και ας είχε την πλήρη στήριξη της κρατικής εξουσίας. Ακόμη και στα τέλη του 7ου αι. μ.X., η Στ/ Οικουμενική Σύνοδος ασχολείται μαζί του και απαγορεύει ρητά στους χριστιανούς να τον επικαλούνται, να χρησιμοποιούν διονυσιακά προσωπεία και να παριστούν διονυσιακά δρώμενα!

Γιορτή ανατροπής και αναγέννησης 

Στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση ιεραρχίας και στην κατάργηση καθιερωμένων ορίων, εστιάζεται η φιλοσοφία των αποκριάτικων εθίμων

Από τις λατρευτικές εθιμικές τελετουργίες, που ξεδιπλώνονται στον κύκλο του χρόνου, πιο ανθεκτικές αποδείχτηκαν εκείνες των αγροτικών κοινωνιών, κρατώντας στο βάθος αναλλοίωτο το μαγικοθρησκευτικό τους πυρήνα. Εθιμα, πίσω από τα οποία κρύβονται αρχέγονες δοξασίες και δεισιδαιμονίες, ανεξιχνίαστες για το νου του λαϊκού ανθρώπου, αλλά βαθιά ριζωμένες στην ψυχή και τη συνήθειά του.

Στις γιορτές και ιεροτελεστίες με φανερή παγανιστική αγροτική προέλευση, ανήκει η νεοελληνική αγροτική Αποκριά. Σε μια κρίσιμη καμπή του χρόνου, στο πέρασμα από το χειμώνα στην άνοιξη, οι άνθρωποι με αυτές τις προεαρινές τελετουργίες και το ξέφρενο ξέσπασμα χαράς πανηγύριζαν την ετήσια αναγέννηση του κόσμου.

Η Αποκριά, όπως περίπου διαμορφώθηκε στους Βυζαντινούς χρόνους, περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα παμπάλαιων εθίμων, αποτελώντας, ακόμα και στις μέρες μας, μια γιορτή με ψυχαγωγική, αλλά και κοινωνική διάσταση. Η φιλοσοφία των αμέτρητων αποκριάτικων εθίμων, που συναντάμε στις διάφορες γωνιές της χώρας μας, εστιάζεται στην ιδέα της ανατροπής της τάξης του κόσμου, στην αμφισβήτηση αξιών και ιεραρχίας, στην κατάργηση ορίων και καθιερωμένων νόμων.

Αντίσταση σε κοσμική ή υπερκόσμια καταπιεστική εξουσία

Κορυφαία γιορτή χαράς και ανανέωσης για το λαϊκό άνθρωπο, η Αποκριά παρέμεινε η μόνη καθαρά εξωεκκλησιαστική λατρευτική ψυχαγωγική γιορτή, που τυπικοί μόνο δεσμοί τη συνδέουν με το χριστιανικό εορτολόγιο. Οπως αναφέρει η λαογράφος - εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου, «με τη συνειδητοποίηση του παράλογου κάθε κοινωνικής διάκρισης και του αυταπόδεικτου της πανανθρώπινης ισότητας, η ανατροπή προκύπτει σαν φυσικό και εύλογο επακόλουθο». Ανατροπή, που σε επίπεδο «εικόνας» συντελείται «μέσα από τις μεταμφιέσεις και τα δρώμενα, όπου τα άτομα δεν μπορούν να καθοριστούν ούτε από φύλο, ούτε από την ηλικία, ούτε καν από το ζωικό είδος τους: Οι άντρες γίνονται γυναίκες, οι γυναίκες άντρες, οι φτωχοί αρχοντάδες, οι παλαβοί βασιλιάδες, οι γριές λεχώνες, οι άνθρωποι ζώα, οι ιερουργίες φάρσες, μέσα σ'ένα γενικό χαοτικό κλίμα, όπου η τρέλα αντικαθιστά τη σοβαρότητα, η κατάχρηση τη συνήθη λιτότητα, ο αισθησιασμός την εγκράτεια, η ανεξέλεγκτη σεξουαλικότητα τον αυστηρό έλεγχο, η αταξία την τάξη.

Με αντίστοιχο τρόπο συντελείται η ανατροπή και σε επίπεδο «λόγου», που είναι «ο κωμικός λόγος, και κυρίως ο λόγος των τραγουδιών, τα οποία απηχούν όλο το σύστημα ιδεών, αξιών και αναπαραστάσεων για το φυσικό κόσμο και την κοινωνία, ιδωμένο όμως με την οπτική του καρναβαλιού, άρα αντεστραμμένο. Στο πλαίσιο του αντεστραμμένου αυτού συστήματος αξιών, νομιμοποιείται η ελευθεροστομία, η βωμολοχία, η παραβίαση των ισχυρών ταμπού, η βεβήλωση της ιερότητας, η διατυμπάνιση της σεξουαλικής επιθυμίας. Τα παράλογα γίνονται λογικά, το ψέμα διαψεύδει την αλήθεια, τα αντίθετα και αντίπαλα συναντιούνται και συμβιβάζονται. Ανθρωποι που δεν είναι αυτό που φαίνονται τραγουδούν τραγούδια που δεν εννοούν αυτό που λένε. Γιατί, μέσα από τον εύθυμο, ανάλαφρο, περιπαικτικό λόγο και τις κωμικές καταστάσεις και μέσα από το παραπλανητικό μπέρδεμα σημαινόντων και σημαινομένων, αναζητούν τον διφορούμενο κώδικα, με τον οποίο θα εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους για τα κακώς κείμενα, θα δηλώσουν την αντίστασή τους σε κάθε κοσμική ή υπερκόσμια καταπιεστική εξουσία».

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας οι ανάγκες έκφρασης ήταν διαφορετικές. Εκτός από μια φυσική ροπή των ανθρώπων προς τη χαρά και τη διασκέδαση ακόμα και στις πιο σκοτεινές περιόδους της ιστορίας διακρίνουμε εδώ και την ανάγκη των υποδούλων, να τονώσουν την εθνική τους συνείδηση μέσα από εκδηλώσεις που τους παρείχαν αυτή τη δυνατότητα, είτε γιατί το ανέχονταν οι κατακτητές είτε γιατί δεν το αντιλαμβάνονταν.

Όπως αναφέρει ο Νάσης Αλευράς στην μελέτη του «Ο Φανός στην Κοζάνη», οι Φανοί αποτελούσαν τόπο συγκέντρωσης για του υπόδουλους Έλληνες όπου συνεννοούνταν και έπαιρναν αποφάσεις κατά την επανάσταση του 21 και στο κατοπινό Μακεδονικό Αγώνα. Μάλιστα, σε τούτον τον τελευταίο, κουβαλούσαν και μοίραζαν κρυφά τα όπλα και τα πολεμοφόδια δια τους αντάρτες.

Η διαχρονική ανατροπή της τάξης


Εχοντας τις ρίζες της στην αρχέγονη αγωνία και αγώνα του ανθρώπου για την επιβίωση, η Αποκριά αποτελεί ταυτόχρονα και το πιο καταλυτικό «βήμα» διακωμώδησης των κυρίαρχων ηθών κάθε εποχής

Η Αποκριά, πέραν των άλλων ιδιομορφιών, κατέχει κι αυτή της μοναδικής αρχέγονης τελετής, που δεν μπόρεσε να απορροφήσει ή να ιδιοποιηθεί ο χριστιανισμός (όπως έγινε με τις γιορτές του Δωδεκαήμερου κ.ά.), με φυσικό επακόλουθο, η Εκκλησία να την εξοβελίσει από το τυπικό της, χωρίς όμως να καταφέρει να τη θέσει υπό καταστολή στη λαϊκή συνείδηση.

Ετσι, η Αποκριά αποτελεί μέχρι σήμερα, πραγματικά, ένα εθιμικό «μνημείο» για τους λαογράφους,ακριβώς γιατί δε νοθεύτηκε από το χριστιανισμό,και, σε κάθε περίπτωση, μια λυτρωτική «όαση» για το λαό, ο οποίος επιμένει, παρά και ενάντια, ορισμένες φορές, στα ξένα πρότυπα του καρναβαλιού, να εκφράζει τις αγωνίες και τις ελπίδες του με την ανατρεπτική, χιουμοριστική, αθυρόστομη και «μαγική» διάθεση αυτών των ημερών. Αναβιώνοντας, μάλιστα - και χάρη στους τοπικούς πολιτιστικούς συλλόγους ανά την Ελλάδα - τελετουργικά της γιορτής, που είτε είχαν ξεχαστεί στο πέρασμα του χρόνου, είτε είχαν χάσει την παλιά τους αίγλη. Προσδίδοντας με αυτόν τον τρόπο στην Αποκριά ακόμη ένα σημειολογικό στίγμα, σύγχρονο αυτή τη φορά, αλλά σε άμεση συνάρτηση με το πνεύμα της γιορτής, δηλαδή τη λανθάνουσα επιμονή του λαού μας να αντιστέκεται στην πλαστή, ψεύτικη, εμπορευματοποιημένη αντίληψη για τη διασκέδαση, την ψυχαγωγία και τον πολιτισμό εν γένει.

«Ξορκίζοντας» την εξουσία και το θάνατο

Ακριβώς αυτή η διάθεση είναι το κεντρικό στοιχείο αυτής της γιορτής, που την κατέστησε υπό διωγμόν από την Εκκλησία, ενώ παράλληλα της χάρισε αυτήν την αξιοθαύμαστη μακροζωία ανά τους αιώνες. Η μεταμφίεση, το μεθύσι, η αθυροστομία, οι φαλλικοί συμβολισμοί, οι τελετουργικοί χοροί και οι άλλες εκδηλώσεις, που έχουν τις ρίζες τους στις αρχέγονες, μαγικές τελετές για το καλωσόρισμα της άνοιξης, για το «καλόπιασμα» της γης που πρέπει να είναι γόνιμη και τη νέα χρονιά για να θρέψει την ομάδα ή την κοινότητα, συνδέονται στην Αποκριά με το στοιχείο της ανατροπής της τάξης, όπου όλα επιτρέπονται. Και σε αυτό το «όλα» εμπεριέχεται η διακωμώδηση της εξουσίας και η συμβολική έκφραση από το λαό της γνώσης της ουσίας των πραγμάτων. Γνώση σαφώς απαγορευμένη, αφού κουβαλά το σπέρμα της κοινωνικής ανατροπής.

Στο βαθμό που κυριαρχούν τα μαγικά στοιχεία της γιορτής, η Αποκριά αποτελεί και μια συμβολική νίκη όχι μόνο ενάντια στην εξουσία, αλλά ακόμη και στο θάνατο. Οπως σημειώνει η λαογράφος -εθνολόγος Μιράντα Τερζοπούλου «η ιδέα του θανάτου που υπόκειται σ'όλη την αποκριάτικη λατρευτική δράση - της οποίας μάλιστα οι περισσότερες εκδηλώσεις διεξάγονται στο ύπαιθρο, πάνω στο νωπό, λόγω της εποχής, χώμα - αναδεικνύει τον πολύσημο συμβολισμό της ίδιας της γης, ως υποδοχέα των νεκρών σωμάτων αλλά και ως μήτρας και τροφοδότριας κάθε μορφής ζωής. Η ταύτιση της γονιμότητάς της με τη γυναικεία γονιμότητα δίνει τη βάση για μια σειρά μιμικών παραστάσεων με το διφορούμενο θέμα όργωμα-συνουσία. Αλέτρι, υνί και φαλλός, ταυτόσημα, είναι πρωταγωνιστικά σύμβολα του ελληνικού καρναβαλιού, τόσο ως θεατρικά εξαρτήματα των μεταμφιεσμένων όσο και ως θέμα των αδόμενων τραγουδιών, δίνοντας μέσα από το συνταυτισμό φύσης- ανθρώπων μια υπόσχεση γονιμότητας και αιωνιότητας... Η συμφιλίωση με το θάνατοδίνει στους ανθρώπους την αίσθηση μιας απεριόριστης υπαρξιακής ελευθερίας, που πρώτα απ'όλα εκδηλώνεται ως αμφισβήτηση κάθε κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας». 

Πρόσωπο και προσωπείο, είναι τα "μέσα"του Καρναβαλιού. "Μέσα"της παντοτινής και πανανθρώπινης ανάγκης για ξεφάντωμα της ψυχής, της φαντασίας και το σμίξιμό του με άλλους ανθρώπους σε μια ευφρόσυνη γιορτή. "Μέσα"δημιουργικής τροφοδότησης του θεάτρου, του παιχνιδιού μεταξύ του "είναι"και "φαίνεσθαι".

Στη Μακεδονία, οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας έφεραν το έθιμο του Κωστιανού Καλόγερου που ήταν ο"δαίμων"της βλάστησης. Οι χωριανοί συναγωνίζονταν ποιος θα τον παραστήσει καλύτερα, όπως και τα άλλα πρόσωπα: Βασιλιάς, Βασίλισσα, Βασιλόπουλο, Κορίτσα, Ζευγολάτης, Σιδεράς, Ψωμάς, Δαμαλάκια (παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή γονιμοποίηση της γης). Κι όλα αυτά με νταούλια, λύρες κι άλλα όργανα, με νεροκολοκύθες - μάσκες, σατιρικά στιχάκια, χορό, και φαγοπότι. Στην Κοζάνη από το 1650 καθιερώθηκαν το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων τα Ρογκατζιάρια, που παραλλαγμένα αργότερα γίνονταν το Φλεβάρη.

Στη Θράκη είχαν θεατρικά δρώμενα με τον Καλόγερο, τον Κούκερο (ή Χούχουτο), τον Σταχτά, τον Κιοκμπέη, τους Πιτεράδες.

Στις Μυκήνες παρασταίναν τον Πεθαμένο, τη νεκρώσιμη ακολουθία και ταφή του:

"Στον τάφο σου μπεκρή
τρέχει κρασάκι
όπου έπινες πολύ
με την τέσα τη γεμάτη".

Μια οργιαστική παρωδία της αέναης νεκρανάστασης της ζωής.

Στην Κύπρο η Αποκριά λεγόταν «Σήκωσες», επειδή όλη τη βδομάδα, και ιδίως την Τσικνοπέμπτη, η τσίκνα των ψημένων κρεάτων «σηκωνόταν»... στους ουράνιους θεούς. Οι Κεφαλονίτες είχαν το γαϊτανάκι του Μάσκαρα, φορούσαν προβάτινες προσωπίδες, κουδούνια και άλλες Μασκαρίες και έδιναν ακόμη και παραστάσεις στο δρόμο με ηθοποιούς τους κατοίκους των χωριών. Στη Ζάκυνθο υπήρχε μεγάλη, αυτοσχέδια, προφορική παράδοση των τοπικών θεατρικών δρώμενων, των Ζακυνθινών Ομιλιών. Η Μυτιλήνη είχε τις Μουτσούνες, τους κουδουνάτους θιάσους που ελευθεροστομούσαν, αλλά έπαιζαν και σκηνές του «Ερωτόκριτου», της «Θυσίας του Αβραάμ» και άλλων δραμάτων.

Στη Θήβα, στην Κορινθία και το Μαραθώνα αναπαρίσταναν το Βλάχικο Γάμο, έθιμο οι ρίζες του οποίου χάνονται σε θρακικές αποκριάτικες τελετές. 

Στη Σκύρο έσερναν τα Διονυσιακά «εξ αμάξης» οι Νυφάδες και ο Γέρος. Ο χορός και το τραγούδι της Κοκάλας είχαν ιδιαίτερη παράδοση στην Αττική, στη Θεσσαλία και αλλού: 

«Εστειλα τον άντρα μου
να πάρει κρέας
και του δώσαν μια κοκάλα
και τη βάζω στην τσουκάλα.

Τήνε βράζω και δε βράζει
πέντε μέρες τήνε βράζω
στις οκτώ την κατεβάζω.

Να και μου 'ρχεται ένας φίλος
της γειτόνισσας ο σκύλος
και μ'αρπάζει την κοκάλα
και μ'αφήνει την τσουκάλα».

Στη Σίφνο λέγανε τα Ξίκολα, τραγούδια, όπως το παρακάτω: 

«Κουτσός στον κάμπο έτρεχε 
να φτάσει καβαλάρη
κι ο καβαλάρης του 'λεγε
να ζήσεις παλικάρι.

Στραβός βελόνα γύρευε
μέσα στον αχυρώνα
κι ένας κουφός του έλεγε 
την άκουσα που βρόντα». 

Στη Χίο κυριαρχούσαν οι Καρκαλούες, οι άντρες μεταμφιεσμένοι σε γυναίκες, ενώ στη Μύκονο χόρευαν το γαϊτανάκι και την Καμήλα.

Στη Μακεδονία, ιδιαίτερα στα χωριά των Σερρών και της Δράμας που εγκαταστάθηκαν οι πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας, «εγκαταστάθηκε» μαζί τους και ο Καλόγερος, το αποκριάτικο έθιμό τους. Σε αυτό συμμετέχουν μόνο άνδρες και υποδύονται διάφορους ρόλους (Βασιλές, Βασίλισσα, Βασιλόπουλο, Κορίτσα, Ζευγολάτης, Σιδεράς, Ψωμάς, Μπαρμπέρης, Δαμαλάκια, τα παλικάρια που σέρνουν το άροτρο για την ιερή γονιμοποίηση της γης κ.ά.). Παλιά, ο ρόλος του Καλόγερου ήταν κληρονομικό δικαίωμα μιας οικογένειας, το οποίο όμως σήμερα έχει ατονήσει. Επικεφαλής του δρώμενου, ο Καλόγερος, με τη συνοδεία μουσικής, ξεκινά την τελετουργική επίσκεψη στα σπίτια του χωριού . Οποιον προλάβει στο διάβα του τον λασπώνει με ένα σφουγγάρι που κρατά. Στα σπίτια οι νοικοκυρές ραίνουν τον Καλόγερο με στάρι, κριθάρι και άλλους σπόρους και ανταλλάσσουν μαζί του ευχές για καλή παραγωγή. Το Βασιλόπουλο βάζει κρασί σε ένα ποτήρι, το δίνει στον Βασιλέ κι αυτός στον νοικοκύρη. Το έθιμο περιλαμβάνει και αναπαράσταση οργώματος.

Στο Σοχό της Θεσσαλονίκης μεταμφιέζονται με πολύχρωμες μάσκες, μεγάλα κουδούνια των κοπαδιών και μαύρες, τραγίσιες, ολόσωμες προβιές. Ο μεταμφιεσμένος ονομάζεται «καρναβάλι». Τα καρναβάλια θα μαζευτούν και θα ξεχυθούν στους δρόμους φωνάζοντας, χτυπώντας τα κουδούνια, ανταλλάσσοντας ευχές, κερνώντας κρασί. Το έθιμο αυτό, όπως και τα άλλα αποκριάτικα έθιμα σε άλλες περιοχές, είναι άμεσα συνδεδεμένο με την αγωνία για καλή σοδειά.

Στον Τύρναβο,το Μπουρανί. είναι πιθανό να αποτελεί την τοπική εκδοχή των αρχαίων βακχικών συμποσίων.Είναι η πλέον αθυρόστομη, συμβολική και φαλλική αποκριάτικη τελετή που επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας. Το μπουρανί είναι το φαγητό της Καθαρής Δευτέρας, μια χορτόσουπα χωρίς λάδι, το μαγείρεμα της οποίας συνοδεύεται με άσεμνα πειράγματα και τραγούδια. Κεντρικό σύμβολο του εθίμου είναι ο φαλλός σε διάφορες μορφές, σύμβολο, το οποίο, όπως είπαμε, εκφράζει την ανάγκη επίκλησης των «μαγικών» δυνάμεων της γης για να «γεννήσει».

Η Κοζάνη είναι γνωστή για το έθιμο του Φανού. Ο Κοζανίτης Νάσος Αλευράς αναφέρει ότι η λέξη φανός βγαίνει από το φαίνω («φαίνομαι από μακριά»). Το έθιμο κορυφώνεται τη νύχτα της Μεγάλης Αποκριάς, «που ανάβουν οι φανοί στις γειτονιές, και γύρω-τριγύρω, τραγουδούν και χορεύουν οι εορταστές. Κι έτσι δείχνει μια εικόνα, που πολύ θυμίζει κάτι ανάλογες πολεμικές γιορτές της αρχαίας Ελλάδας. Και σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε αδίσταχτα να ισχυριζόμαστε, ότι είναι η συνέχεια εκείνων και ο χορός που χορεύεται (σε χρόνο 2/4), δεν είναι παρά αυτούσιος ο πυρρίχιος χορός των αρχαίων Ελλήνων». Ο κορυφαίος του χορού των φουστανελάδων ξεκινούσε ένα τραγούδι και το επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι και ύστερα ξεκινούσε ο χορός.

Ο «Γέρος», η «Κορέλα» και ο «Φράγκος» είναι τα κεντρικά πρόσωπα στη σκυριανή Αποκριά. Ο «Γέρος» είναι ντυμένος με ολόσωμη, τραγίσια προβιά, φοράει δεκάδες κουδούνια προβάτων και μια μάσκα επίσης από προβιά μικρού γιδιού. Η «Κορέλα» είναι ένας νέος ντυμένος με γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά και με μάσκα ίδια με του «Γέρου». Ο «Φράγκος» φορά παντελόνι, μια οποιαδήποτε μάσκα, ένα μεγάλο κουδούνι πίσω στη μέση και κρατά ένα μεγάλο κοχύλι το οποίο φυσά συνέχεια. Η ετερόκλητη αυτή παρέα γυρνάει στους δρόμους σκορπίζοντας το κέφι και τη χαρά στους περαστικούς και στους νοικοκυραίους. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι θεατρικές παραστάσεις και οι απαγγελίες από ερασιτέχνες ηθοποιούς, στις οποίες σατιρίζονται θέματα της επικαιρότητας.

Στη Σιάτιστα κορυφώνονται με τα «Μπουμπουσιάρια» σήμερα και ανήμερα των Φώτων. Αργά το απόγευμα οι μεταμφιεσμένοι (κυρίως γυναίκες) γλεντούν στην πλατεία Γεράνειας συνοδεία ορχήστρας με χάλκινα, σιατιστινό κρασί και παραδοσιακούς μεζέδες, ενώ το ξεφάντωμα συνεχίζεται μέχρι τα ξημερώματα. Ανήμερα των Φώτων οι παρέες των μεταμφιεσμένων συγκεντρώνονται στην πλατεία Γεράνειας και στις 2 μ.μ. ξεκινά η μεγάλη παρέλαση και η τελική αξιολόγηση για τη βράβευση των καρναβαλιστών.

Στην Καστοριά  τα «Ραγκουτσάρια», ένα έθιμο που αναβιώνει κάθε χρόνο στην πόλη ανήμερα των Θεοφανίων κι έχει τις ρίζες του στις αρχαίες εθνικές πανηγύρεις που τελούνταν στο πλαίσιο της διονυσιακής λατρείας. Ανδρες και γυναίκες μεταμφιεσμένοι σε ελάφια, τράγους και καμήλες περιπαίζουν τους περαστικούς, χτυπούν τις πόρτες των σπιτιών και ζητούν δώρα. Τα «Ραγκουτσάρια» κορυφώνονται στις 8 Γενάρη, με την παρέλαση των καρναβαλιστών (1 μ.μ.) και αφετηρία την οδό Μητροπόλεως.

Με ρίζες πολλών αιώνων αναβιώνουν ανήμερα των Θεοφανίων τα «Τζαμαλάρια» στην Αρνισσα Πέλλας.Πρόκειται για ένα χορευτικό δρώμενο των κατοίκων, όπου σατιρίζεται ο γάμος. «Νύφη» ντύνεται ένα αγόρι που βαστάζεται από δυο «Καπεταναίους», οι οποίοι προσπαθούν να προστατέψουν την τελετή από το «Μπούμπαρ», το ζιζάνιο που προσπαθεί να δώσει με τις κινήσεις του ένα κωμικό και παράλληλα τραγικό χαρακτήρα στην όλη παράσταση του δρώμενου. Πειράζοντας τη «Νύφη» σκοτώνεται από τους «Καπεταναίους» ύστερα από χτυπήματα μεγάλων «Λασταγκαρκιών - Βασταγαριών». Το δρώμενο ολοκληρώνεται με την ανάσταση του «Μπούμπαρ» και τα τρελά πηδήματα των «Τζαμαλάρηδων» που προσπαθούν να προκαλέσουν θόρυβο χαράς με τραγούδια.




Αποκριάτικα δρώμενα στην Ελλάδα

Από τις αρχαίες αγροτικές κοινωνίες στις μεσαιωνικές και τις νεότερες, το γέλιο, οι αστεϊσμοί, οι βωμολοχίες, η διακωμώδηση γίνονταν συστατικά στοιχεία των γιορτασμών της γονιμότητας και της βλάστησης στην εναλλαγή των εποχών. Τα στοιχεία αυτά κατείχαν δεσπόζοντα ρόλο στο τελετουργικό.

ΤΥΡΝΑΒΟΣ

Από τα αρχαία «φαλλοφόρια», στο Μπουρανί


Την πλέον αθυρόστομη, συμβολική και φαλλική αποκριάτικη τελετή που επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας αποτελεί το Μπουρανί, στον Τύρναβο, που πιθανά αποτελεί την τοπική εκδοχή των αρχαίων βακχικών συμποσίων.

«Ψηλέ, λιγνέ μου κάβουρα, πώς το τρίβουν το πιπέρι, του διαβόλ’ οι καλογέροι.
Με τη φτέρνα τρίβανε, σκορδοκοπανίζανε.
Με το γόνα τρίβανε…
Με το μπούτσο τρίβανε, σκορδοκοπανίζανε».

Είναι αποκριάτικο μιμητικό δρώμενο, οι ρίζες του βρίσκονται στον αρχαίο διθύραμβο, που ήταν ενθουσιαστικό ποίημα για να τιμηθεί ο Διόνυσος. Καθώς λένε οι γιορταστές το ποίημα, κάνουνε και την κίνηση με κάποιο μέρος από το σώμα τους στο χώμα ή στο πάλκο.

Ο Αριστοτέλης στο έργο του «Περί Ποιητικής» παρατηρεί: «Αφού λοιπόν γινόταν αρχικά αυτοσχέδιος, και αυτή και η κωμωδία, και η μεν από των εξαρχόντων τον διθύραμβον, η δε από των εξαρχόντων τα φαλλικά, τα οποία ακόμα και τώρα σε πολλές πόλεις διατηρούνται και γιορτάζονται». Ο διθύραμβος, απ’ όπου γεννήθηκε η τραγωδία, είχε αρκετά κωμικά και σατυρικά στοιχεία.

«Φαλλικόν είναι ποίημα αυτοσχέδιον επί τω φαλλώ αδόμενον». Ητανε τραγούδια πειραχτικά και βωμολοχικά, που τραγουδούσανε μπουλούκια από μεθυσμένους (κώμοι). Αυτοί περιέφεραν έναν φαλλό τεράστιο, ιερό σύμβολο για να έχει γονιμότητα η φύση. Μια σημερινή Αποκριά, αλλά πολύ πιο ελευθερόστομη. Η κωμωδία, που κατάγεται από τα φαλλικά, φαίνεται και στις φοβερές βωμολοχίες, στο λεγόμενο «κωμωδείν», και στο γεγονός ότι οι υποκριτές στην κωμωδία, οποιοδήποτε πρόσωπο καν αν υποκρίνοταν, έφεραν πάντα κρεμασμένο ένα δερμάτινο φαλλό. 

Τα τωρινά «Φαλλοφόρια».

«Ψωμί και τυρί, τον Κύριον υμνείτε. Αν είναι και κρασί, υπερψωλοϋψούτε. Αν είναι και μουνί, εις πάντας τους αιώνας».

Αιδοίου δοξαστικό

Αποκριάτικο δοξαστικό τροπάρι για το γυναικείο αιδοίο. Στη Λέφκη που τη λένε Μάβρη, στην Αίγενα και στη Μάβρη που τη λένε Λέφκη, για να ομορφύνουνε τον τόπο, στην «Καρούλα» μαζεύονται και οργιάζουν οι αποκριάτικοι Καλικάντζαροι, θαλασσομούνια και θαλασσόμπουτσοι:

«Το μουνί το λένε Γιώτα,
και το μπούτσο Παναζώτη,
το κεφάλι μπαίνει πρώτα,
και τ’ αρχίδια κλειούν την πόρτα».

Είναι μια σιδεροπλουμισμένη πόρτα, κατεβαίνεις μερικά σκαλοπάτια και βρίσκεσαι στην υπόγα, στο κουτούκι, όπου ο βωμός που έστησε ο Αριστοφάνης, για τον μπεκρούλιακα θεό Διόνυσο. Ορθόμπουτσος καβλωμένος, σμιλεμένος σε μάρμαρο. Γύρω η «Καρούλα», όπου εκεί πάνω τελετουργούνται τ’ αποκριάτικα όργια με διάφορους καβλομεζέδες, βαρελίσιο κρασί και όργανα:

«Το μπουζούκι παίζει ο σπάρος,
μπαγλαμά ο μπακαλιάρος,
την κιθάρα η σαρδέλλα,
τραγουδίστρα η μποτέλα».

Πολύ παλιά η Μάβρη ήτανε θάλασσα, γεμάτη θαλασσομούνια. Πλακώσαν οι θαλασσόμπουτσοι και τα ξεπατώσανε στα γαμήσια. Μαύρισε ο τόπος και τον ονομάσανε Μάβρη.

Εδώ ο Αριστοφάνης μαζώνει τους «Ονοκώλες»: Γιανίτσαρους, Κουδουνάτους, Τράγους, Προσώπεια, Μουτζούνες, Μασκαράδες, Καρνάβαλους.

Είναι και οι αριστοφανικές αγαθομούνες: Απλετώ, Βυζώ, Γελώ, Βαρδένα, Μαρμάρω, Πετασιά, Χαμοδράκαινα, Στρίγγλα, Ψωλορουφήχτρα, Λυσιστράτα, που θέλει τον Αριστοφάνη να χορεύει με τον καβλωμένο μπούτσο του και να της τον χώνει στο ανάκλιντρο, γιατί αλλιώς θα τονε κουρέψει και θα κάνει το κεφάλι του κώλο ξεβράκωτο.

Του Αριστοφάνη

Στην αποκριάτικη «Καρούλα» η ταβέρνα «Ο Αρχιδομουνοκωλόβυζος» (γωνία Ορθοπούτσογλου και Πλακουμουνίου 3), με μεγάλη ποικιλία από μεζέδες, ο σεφ Παναζώτης Καβλιάρης προτείνει: κώλο ζωντοχήρας τριαντάχρονης, μουνί δασκάλας στη σχάρα, μουνί παπαδιάς πιλάφι, πούτσο καλογήρου κοκορέτσι, μουνί δακτυλογράφου σωτέ κ.λπ. Εξόν από κρασί βαρελίσιο, σερβίρονται και τα ποτά: πορδή εμφιαλωμένη, κάτουρα καλογήρου Πεντέλης. Γιατί εδώ,

«Ο θεός Διόνυσος δεν κάνει κρίση, στο φαΐ και στο γαμήσι».

Υστερα από μια σπονδή που κάνει ο Αριστοφάνης, αρχίζουνε τα «Φαλλοφόρια», οργιαστικά, αποκριάτικα:

«Τις μεγάλες αποκρές, στέκουν οι ψωλές ορθές,
και την Καθαρή Δευτέρα, παίρνουν
τα μουνιά αέρα».

Ο Αριστοφάνης διαλαλεί: «Φίλος επιζήμιος, εχθρός αποκαλείται». Και οι βακχιστές τραγουδάνε:

«Κάτω στις αλυγαριές, 
φέραν δυο σακιά ψωλές,
το ακούσαν οι κοπέλες,
τρέχουνε ξελιγωμένες,
το μαθαίνουνε οι χήρες,
τρέχουνε οι κακομοίρες,
τρέχει και μια παπαδιά,
δεν επρόφτασε καμιά,
πιάν’ αδειάζει τα τσουβάλια,
βρίσκει μια με δυο κεφάλια.
-Τουτ’ είναι καλή για μένα,
πουν τα σπλάχνα μ’ αναμμένα,
Σαν την ένιωθε στα σκέλια,
λιγωνότανε στα γέλια».

Ξεπετάγεται ένας «Ονόκωλος» και ξεφωνίζει:

«Το μουνί το λένε Νι
και τον μπούτσο Νικολή,
το μουνί το κακαράτο,
κακαρίζει μες στο βάτο.
Του μουνιού σου το γλωσσίδι,
μούριξε κλωτσιά στ’ αρχίδι.

Το μουνί δεν είν’ αρνί,
να το βάλεις στο παχνί.
Το μουνί θέλει παιχνίδι,
με τον μπούτσο με τ’ αρχίδι.
Το μουνί δεν είναι βιόλα,
να το παίζουνε πολλοί.
Το μουνί και το χταπόδι,
όσο το χτυπάς απλώνει».

Μια καψωμούνα φωνάζει, στριγγλίζει:
«Μάστορά μου στη ζωή σου, κάνε μια σαν τη δική σου, νάχει μπούκα, νάχει αφάλι,
σαν του γαϊδουριού κεφάλι».

Η ταβέρνα «Αρχιδομουνοκωλόβυζος» έχει και «μπουρανί», το αποκριάτικο καβλοφαγητό που γίνεται στον Τύρναβο:

«Μπρε, μπρε, μπρε το μπουρανί,
κι τσ’ Χαλάτσινας το μουνί.

Τρεις καλές νοικοκυρές
στο προσήλιο κάθονταν,
τα μουνιά τους ήλιαζαν,
μπαταριές τα τίναζαν.

Τις τρανές Αποκριές,
αποκρέβουν το τυρί,
αποκρέβουν και το νταρί,
και την Καθαρά Δευτέρα,
παίρνουν τα μουνιά αέρα.
Και του Αη Θοδώρη το Σαββάτο,
κλαίει ο μπούτσος σαν το γάτο».

Στην αριστοφανική ταβέρνα «Αρχιδομουνοκωλόβυζος» κερνάνε κι επιδόρπια. Γλυκίσματα: ψωλόχυμα κρέμα σαντιγύ, μουνόχειλα χανούμ μπουρέκ, μουνότριχες κανταΐφι, αρχίδια καλόγερου κομπόστα, βυζόρωγες δεκαοχτάρας παγωτό τουρλέ (σπεσιαλιτέ). Φρούτα: καρεκλάτο, συντριβανάτο, πισωκολλητό, τσιμπούκια για γλείψιμο.

Ο Αριστοφάνης στη Μάβρη που τη λένε Λέφκη ξεκαθαρίζει: «Εδώ στην “Καρούλα” ούτε ο θεός μάς ενοχλεί». Είναι σύγχρονα «Φαλλοφόρια» που συνεχίζουνε την παράδοση από την αρχαιότητα. Ο διθύραμβος με σπέρματα στην τραγωδία.

Αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής παράδοσης των κατοίκων του Τυρνάβου αποτελεί το μπουρανί το οποίο, παρά τις απαγορεύσεις που έχουν επιβληθεί στη μακροχρόνια πορεία του, δεν έχει χάσει ούτε σε ένταση ούτε σε υποστηρικτές. .



Οι ρίζες του Μπουρανίου βρίσκονται στις πανάρχαιες εορτές των Ελλήνων, όπως τα Διονύσια, τα Θεσμοφόρια, τα Αφροδίσια, τα Θαργήλια και κυρίως οι αλωαί, που ήταν γεωργική εορτή, πανάρχαια λατρεία και προθρησκευτική. Έτσι, επιτρέπει την αθυροστομία και τους βωμολοχικούς χαρακτηρισμούς. Οι ξέφρενοι διονυσιακοί ρυθμοί και το αμείωτο κέφι όλων όσοι συμμετέχουν έχει καταστήσει το μπουρανί ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Κεντρικής Ελλάδας και αποτελεί πόλο έλξης για πληθώρα καρναβαλιστών από όλα τα μέρη της χώρας. Οι καρναβαλικές εκδηλώσεις αρχίζουν με το άνοιγμα του Τριωδίου, διαρκούν ένα μήνα και ολοκληρώνονται την Καθαρά Δεύτερα, οπότε όλοι οι κάτοικοι συγκεντρώνονται βόρεια της πόλης σε ένα μεγάλο αλώνι, κοντά στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία και στρώνουν να φάνε στο γρασίδι. Παράλληλα αρχίζει η διαδικασία παρασκευής του περίφημου μπουρανίου.



Το μπουρανί είναι μια χορτόσουπα χωρίς λάδι από σπανάκι και ξίδι, η οποία μαγειρεύεται σε τεράστιες κατσαρόλες. Παλαιότερα, προκειμένου οι μυημένοι να φτάσουν στο στάδιο της μέθεξης, έπρεπε πρώτα να δοκιμάσουν από τη σούπα και έπειτα να αρχίσουν τους αστεϊσμούς. Σήμερα, γύρω από το μπουρανί στήνεται ένα σκηνικό παιχνιδιού με φαλλικά σύμβολα και τολμηρά λογοπαίγνια, τα οποία υποκινούνται από τα σκωπτικά και άκρως προβοκατόρικα τραγούδια των Συλλόγου των μπουρανίδων με σκοπό την έξαρση της διονυσιακής ατμόσφαιρας. Το έθιμο συμβολίζει την αναπαραγωγή και την ευτεκνία



http://1.bp.blogspot.com/-OBub0Q1v3Sw/T1yzhCRhWCI/AAAAAAAAAcY/X52PrmgafzQ/s1600/momorodoxori.JPG

ΠΟΝΤΟΣ

Μώμος - Μωμόγεροι

Μώμος: Θεός του γέλιου και της σάτιρας, προσωποποίηση της μομφής και της κατηγορίας. 

«…Νυξ δ΄έτεκε στυγερόν τε Μόρον και Κύρα μέλαιναν 
και θάνατον τέκε δ΄Ύπνον, έτικτε δε φύλον Ονείρων 
δεύτερον αυ Μώμον και Οϊζύν αλγινόεσσαν 
ου τινί κοιμηθείσα Θεών τέκε Νυξ ερεβεννή» 

Ο Μώμος προέρχεται από το ομηρικό ρήμα μω, που σημαίνει αναζητώ, ψάχνω να βρω ελάττωμα(κουσούρι). Εκφράσεις στα ποντιακά: 

« Μω το νόμο σ΄, μω σε, μω π΄έπλανε σε, μω την πίστη σ΄ » 

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, άριστο ήταν το έργο που ο Μώμος δεν είχε τίποτα να πει. 

«…ο αεί επιζητών και μηδέν των άλλων ικανόν νομίζων, 
αλλ΄ενδείν του κρείττονος, αεί παν οτιούν λέγων και διασύρων» 

Από το «Μώμος» προέρχονται και οι λέξεις «μίμος» και «μίμησις». 

Η λατρεία του Θεού Μώμου τελείται από ιερείς και είναι μυστική και απόκρυφη. Μόνο ευγενείς συμμετέχουν στην ιεροτελεστία. 


«… Η Βακχική όρχησις εν Ιωνία μάλιστα και εν Πόντω σπουδαζομένη καίτοι σατυρική ούσα ούτω κεχείρωται τους ανθρώπους τους εκεί ώστε κατά τον τεταγμένον έκαστοι καιρόν απάντων επιλαθόμενοι των άλλων κάθηνται δι ημέρας τιτάνας και κορύβαντας και σατύρους και βουκόλους ορώντες-και ορχούνται γε ταύτα οι ευγενεστάτοι και πρωτεύοντες εν εκάστη των πόλεων ουχ όπως αιδούμενοι αλλά και μέγα φρονούντες επί τω πράγματι μάλλον, υπέρ επ΄ευγενείας και λειτουργίας και αξιώμασι προγονικοίς» (Λουκιανου, Περί ορχήσεως) 

Μωμό΄εροι: Οι ιερείς του Μώμου, οι ακόλουθοί του στη μεγάλη γιορτή που τελείται κάθε χρόνο την ίδια πάντα χρονική περίοδο, από 25 Δεκεμβρίου έως 6 Ιανουαρίου (Δωδεκαήμερο ή Καλαντόφωτα). 

«Μωμό΄ερος επί των ημερών μας εσήμαινε κυρίως πρόσωπον μεταμφιεσμένον και με προσωπίδα το οποίον ελάμβανε μέρος εις τας κωμικάς παραστάσεις τας διδομένας από 1 μέχρι 6 Ιανουαρίου, δηλαδή από του νέου έτους μέχρι των Θεοφανείων» (Δ.Κ.Παπαδόπουλος-Σταυριώτης, Τα Μωμο΄έρια – Ποντιακός Καρνάβαλος). 

Η προσεκτική μελέτη του δρώμενου δίνει επαρκή στοιχεία να ισχυριστούμε ότι οι Μωμόγεροι δεν είναι απλά προχριστιανικό δρώμενο, που δάνεισε πολλά στοιχεία στη διονυσιακή λατρεία, αλλά υπήρξε το αυτούσιο υλικό της δραματικής τέχνης του Αρίωνα του Μηθυμναίου (διθύραμβος), του Θίασου (ιερατείο διονυσιακής λατρείας) και του Θέσπη (άρμα Θέσπιδος), που αργότερα τελειοποιήθηκε από τον Αισχύλο, το Σοφοκλή, τον Ευριπίδη και τον Αριστοφάνη (ελληνικό δράμα). 

Η αυτόνομη- παράλληλη πορεία του δρώμενου δεν κλονίστηκε όταν κατέρρεε η διονυσιακή λατρεία και παρήκμαζε το αρχαίο ελληνικό δράμα. Το δρώμενο συνεχίστηκε στον Πόντο κατά τη ρωμαϊκή, βυζαντινή και οθωμανική περίοδο και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα ( Νομό Κοζάνης) από τους ξεριζωμένους Πόντιους πρόσφυγες (1923). Κορυφαίο ιστορικό γεγονός, η αναβίωση του δρώμενου την Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2009, στο χωριό της Τραπεζούντας Λιβερά, από απογόνους προσφύγων του χωριού, που ζουν σήμερα στην Ελλάδα.





Ωραιόκαστρο


Πρόκειται ουσιαστικά για ένα προαιώνιο λαϊκό παραμύθι με περίεργες οντότητες και ζωομορφικές φιγούρες, με χορό και θέατρο, μυσταγωγία και σάτιρα, με ρόλο και κορυφαίους, με χορικά και στάσιμα, όπως ακριβώς το αρχαίο δράμα.

Το δρώμενο των Μωμόγερων, που στο Καρυοχώρι είναι γνωστό ως Κοτσαμάνια,αναβίωσε για πρώτη φορά την δεκαετία του ‘30, από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, μετά την μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών. Στις διάφορες παραλλαγές, καθώς το έθιμο ήταν απλωμένο σε όλο τον Πόντο και το Καρς, τα μέλη του θιάσου ήταν πάντα μασκοφορεμένα και ντυμένα με ρούχα που ταίριαζαν στο ρόλο και την εποχή τους.

Η παραλλαγή του Καρυοχωρίου προέρχεται από τη Λιβερά της Ματσούκας και είναι μάλλον η νεότερη, αφού διαμορφώθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν διαμορφωνόταν και η εθνική συνείδηση. Τότε καθιερώθηκε η παράξενη ενδυμασία με τις φουστανέλες, τις περικεφαλαίες και τις πολύχρωμες γραβάτες,σατιρίζοντας τις ενδυματολογικές προτιμήσεις της αναδυόμενης αστικής κοινωνίας της εποχής.….

Στους Μωμόγερους, ειδικά, ο χορός, μαζί με τη μουσική, το τραγούδι και τις επιφώνησεις, προκαλεί την εντύπωση υποτυπώδους χορικού τραγωδίας η κωμωδίας, πράγμα που μας δίνει μιαν ιδέα του πώς θα πρέπει να ήταν η προσθεσπική μορφή των αττικών δραμάτων. Γιατι οι Μωμόγεροι είναι στενότερα δεμένοι, από ό,τι οι αρχαίοι χορευτές του κλασικού δράματος, με τα παριστανόμενα: Είναι ταυτόχρονα και υποκριτές με ρόλο, τη μια στιγμή, και χορευτές την άλλη, και αντίστροφα. Μ’άλλα λόγια, τα ίδια μεταμφιεσμένα πρόσωπα άλλοτε παίζουν θέατρο κι άλλοτε χορεύουν σαν χορεύτες τον κοινό χορό, κάποτε μαλίστα μαζί και με τους θεατές. Με χορό, λοιπόν, επαναλαμβάνω, αρχίζουν, γενικά, την παράσταση τους οι Μωμόγεροι, σ’όλες σχεδόν τις πενήντα τόσες παραλλαγές που έχουμε, και με χορό τελειώουν. Κάποτε ο χορός κρατάει σ’όλη τη διάρκεια της παράστασης η το δρώμενο παίζεται χορευτηκά. Με χορό και μουσική εκδηλώνουν τη λύπη τους για το θάνατο η, σε νεωτερικές παραλλαγές, για την αρρώστια του κεντρικού προσώπου, και με χορό και μουσική φανερώνουν τη χαρά τους για την ανάσταση η θεραπεία του, καθώς και για το γάμο του, σε άλλες παραλλαγές, με τη Νύφη…

Συμβολισμός των μελών του θιάσου

Τα μέλη του θιάσου ποικίλουν από περιοχή σε περιοχή. Στη Σκήτη Κοζάνης υπάρχουν οι παρακάτω χαρακτήρες:


Ο «Γέρον»: Συμβολίζει το χρόνο που φεύγει και για αυτό το λόγο δέχεται τα πειράγματα όλου του κόσμου. Λέει κωμικές κουβέντες και μετά από κωμικό διάλογο και διαπληκτισμούς μαζί της, πέφτει κάτω αναίσθητος. Ακολουθεί κωμικοτραγικό μοιρολόι της "Γραίας"και η πρόσκληση του "Γιατρού"για να τον κάμει καλά. Μιλάει με την "Γραία"την κοινή Νεοελληνική, ενώ εκείνη μιλάει την ποντιακή διάλεκτο και έτσι δημιουργούνται αστείοι διάλογοι από παρεξήγηση. 

Η «Γραία»: Συμβολίζει την πίστη και την αφοσίωση στα ιδανικά. Παρουσιάζεται σχεδόν πάντα με τον "Γέρον". Κρατάει ρόκα, κλαίει για τον "Γέρον"της που έχει λιποθυμήσει. Όταν έρχεται ο "Γιατρόν", κάνει μαζί του κωμικό διάλογο που φτάνει σε οξύτητα. Περπατάει "αγκαζέ"με τον "Γέρον"της, που την φιλά, ενώ εκείνη τον μαλώνει, στην συνέχεια πέφτει, χτυπάει και την περιποιείται ο "Γιατρόν".


Ο «Γιατρόν»: Ένα από τα συνηθισμένα πρόσωπα των θιάσων. Εξετάζει τον νεκρό "Γέρον", τον ακροάζεται με ζουρνά, αντί για ακουστικό, στα διάφορα μέρη του σώματος του και στα απόκρυφα μέρη. Γιατρεύει την "Νύφεν", που λιποθυμάει ταραγμένη από την απαγωγή της και πληρώνεται από τον νοικοκύρη. 

Ο «Δάβολον»: Είναι βουβό πρόσωπο, αλλά πολύ ενεργητικό. Πειράζει θεατές και μέλη του θιάσου. Προπορεύεται στον όμιλο, μπαίνει στα σπίτια και τα ανασκαλεύει, χοροπηδάει, κάνει διάφορες αστείες κινήσεις και ενέργειες. Παροτρύνει και υποκινεί τα άλλα πρόσωπα και τους θεατές στο "κακό', στο "άσεμνο"και το κωμικό. Ειδοποιεί ότι έρχονται οι "μωμόγεροι", χτυπάει τις πόρτες για να ανοίξουν οι σπιτικοί. Χοροπηδώντας χώνεται παντού, ανακατεύει τα πάντα, ενοχλεί τους σπιτικούς. 


Η «Νύφε»: Η νύφη, η οποία προστατεύεται από τους "Μωμόγερους", συμβολίζει τη μάνα γη, που προσπαθούν να την κλέψουν αλλά μάταια. Κάποιος από τους θεατές «κλέβει» τη νύφη και τρέχουν μακριά. Ένας από τους «Μωμόγερους» τρέχει, πιάνει και τη νύφη και τον κλέφτη και τους φέρνει στο χώρο όπου γίνεται το δρώμενο. Ο «γιατρόν» εξετάζει τη νύφη, ενώ ο χωροφύλακας δίνει πρόστιμο στον κλέφτη. Τη γη του Πόντου υπερασπίζονταν οι Πόντιοι παππούδες μας, την πατρίδα της πατρίδας μας, την Ελλάδα, υπερασπιζόμαστε σήμερα!

Ο «Χωροφύλακας»: Αποδίδει δικαιοσύνη σε κάθε παρανομία, όπως αυτή με την αρπαγή της «νύφης».






ΔΡΑΜΑ

Μπαμπούγεροι

Από τις πιο ενδιαφέρουσες εθιμικές εκδηλώσεις που συναντούμε στη διάρκεια του χρόνου σε διάφορα μέρη είναι τα δρώμενα στην Καλή Βρύση - που βρίσκεται είκοσι τρία χλ δυτικά της Δράμας- τις ημέρες των Θεοφανείων, με κυρίαρχο στοιχείο τα Μπαμπούγερα, παραδοσιακούς μεταμφιεσμένους κατά το τριήμερο 6-8 Ιανουαρίου.

Το εθιμικό πλαισίωμα της θρησκευτικής γιορτής αρχίζει το πρωί της παραμονής. Οι γυναίκες παίρνουν στάχτη και τη σκορπίζουν με το δεξί χέρι γύρω από το σπίτι προφέροντας εξορκιστικές λέξεις ‘για να φύγουν τα ‘καλακάντζουρα’ και να μην έχει φίδια το καλοκαίρι. Την ίδια ημέρα γίνεται και στην Καλή Βρύση ο φωτισμός με αγιασμό των σπιτιών από τον ιερέα. Οι νοικοκύρηδες επιπλέον ραντίζουν τα αμπέλια και τα φυτά, ‘για να ψοφήσουν τα σκουλήκια.

Έτσι εκ Θεού βρέθηκε (το έθιμο)’. Την ημέρα των Θεοφανείων, γίνεται ο αγιασμός σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη και το εθιμολογικό τυπικό. Μετά το τέλος της τελετής του αγιασμού έχουν ήδη συγκεντρωθεί έξω από την εκκλησία ομάδες από Μπαμπούγερα, δίνοντας με τη θορυβώδη παρουσία τους έναν ιδιαίτερο τόνο στο όλο σκηνικό.

Η αμφίεση των Μπαμπούγερων είναι εντυπωσιακή, με ζωόμορφη όψη. Αποτελείται από άσπρη περισκελίδα, γυναικείο μαύρο επενδυτή αμανίκωτο, φλοκωτό στην εσωτερική πλευρά(που το φορούν συνήθως αντίστροφα, για να δίνει την εντύπωση προβιάς), άσπρο πουκάμισο και πέντε μεγάλα κουδούνια, που ζώνονται στη μέση. Η κεφαλή καλύπτεται με προσωπίδα από μάλλινο λευκό ύφασμα του αργαλειού. Με κομμάτι προβιάς σχηματίζουν μουστάκι, μακριά γενειάδα και φρύδια. Κομμάτι επίσης από προβιά τοποθετείται στην απόληξη των κεράτων, που σχηματίζονται ως συνέχεια της προσωπίδας, από το ίδιο υφαντό(‘σαν διάβολος να φαίνεται’). Στο μέτωπο ράβεται ένα στρογγυλό καθρεπτάκι, ενώ με ρούχα σχηματίζουν μεγάλη καμπούρα στη ράχη του μεταμφιεσμένου. 

Εντυπωσιακά είναι και τα δόντια, από δύο σειρές φασουλιών στη θέση του στόματος. Κόκκινα σιρίτια γύρω από τα μάτια, τα ρουθούνια και την απόληξη των κεράτων λειτουργούν ως διακοσμητικό στοιχείο, με όλη τη συμβολική και μαγική σημασία που μπορεί να έχει το χρώμα αυτό. Στα χέρια κρατούν μικρό σακούλι με στάχτη μέσα με το οποίο χτυπούσαν όσους συναντούσαν μέχρι πριν από λίγα χρόνια ‘για να φοβερίζουν τα καλακάντζουρα’. Σήμερα, για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων από τους αμύητους στο τοπικό έθιμο επισκέπτες, επειδή η στάχτη λέρωνε τα ρούχα, το σακίδιο είναι κενό. Παλαιότερα στα πόδια έβαζαν τσαρούλια, από δέρμα βοδιού ή αλόγου. Στους νεότερους χρόνους όμως φορούν συνηθισμένα παπούτσια, κατά προτίμηση λαστιχένια, κατάλληλα για τις λάσπες και το τρέξιμο.




Ομάδες-ομάδες τα Μπαμπούγερα ή χωριστά γυρίζουν τους δρόμους του χωριού κυνηγώντας όσους συναντούν και ζητώντας συμβολικά κάποιο φιλοδώρημα. Κανένας δεν ξεφεύγει. Συνεχή τρεχάματα, χτύποι κουδουνιών, χαρούμενα ξεφωνητά, ζωόμορφη μεταμφίεση, πλακόστρωτοι δρόμοι, η συνηθισμένη πρωινή ομίχλη του τοπίου, ορχηστρικές κινήσεις και τα άλλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το δωδεκαμερίτικο έθιμο της Καλής Βρύσης δίνουν αίσθηση χώρου και χρόνου εξωπραγματική.
Οι προετοιμασίες αρχίζουν πολλές μέρες πριν από τα Θεοφάνεια. Η εξεύρεση των ρούχων, όταν δεν υπάρχουν στα οικογενειακά κειμήλια, απαιτεί φροντίδα πολλή. Ιδιαίτερα για τα κουδούνια, που ο ήχος τους πρέπει να δίνει αίσθημα ακουστικής αρμονίας. Έτσι και μακρινά ταξίδια γίνονται για εξεύρεση κατάλληλων κουδουνιών ή ενοικίασή τους από κτηνοτρόφους.

Τα Μπαμπούγερα επαναλαμβάνονται και τις δύο επόμενες μέρες. Αποκορύφωμα και λήξη του γιορτασμού αποτελεί εύθυμη αναπαράσταση γάμου, στις 8 Ιανουαρίου, με συμμετοχή όλου του χωριού. Η αναπαράσταση μιμείται το τοπικό εθιμικό τυπικό με κάποιους νεοτερισμούς ή ευρηματικές προσαρμογές στην πραγματικότητα.

Παλαιότερα, σύμφωνα με σχετικές μαρτυρίες, τα Μπαμπούγερα γίνονταν για τη συγκέντρωση χρημάτων υπέρ της Εκκλησίας, η οποία και είχε τη σχετική φροντίδα. Την τρίτη επίσης μέρα, τιμούσαν και στην Καλή Βρύση, όπως συνηθίζεται σε πολλά μέρη του Βορειοελλαδικού χώρου, τη μαμή, της οποίας η παρουσία ήταν πολύτιμη στην παραδοσιακή κοινότητα και κοινωνία.

Μιλώντας οι Καληβρυσιώτες για τα Μπαμπούγερα, την πιο χαρακτηριστική εκδήλωση στο τοπικό καλαντάρι, τονίζουν την παλαιότητα του εθίμου και με τον δικό τους τρόπο αιτιολογούν την τέλεσή του: ‘Τα Μπαμπούγερα τα κάνομε από παλιά. Εμείς έτσι τα βρήκαμε. Και οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας έτσι τα βρήκαν. Γίνονται από τότε που βαφτίσανε το Χριστό. Επειδής στη βάφτιση του Χριστού, για να μη βλέπει ο κόσμος τη βάπτιση, οι ειδωλολάτρες έγιναν καρναβάλια για να απασχολούν τον κόσμο και από τότε έμεινε αυτό το έθιμο και το κάνομε μέχρι σήμερα’.



Οι δύο γριές «προλογίζουν» με το δικό τους τρόπο την κορύφωση του δρώμενου




Τα Μπαμπούγερα αποτελούν παραλλαγή των μεταμφιέσεων του Δωδεκαημέρου, οι οποίες σήμερα συνηθίζονται στον Βορειοελλαδικό χώρο (Ρογκάτσια, Ρογκατσάρια κ.α.), παλαιότερα και στον Μικρασιατικό βορρά, τον ελληνικό Πόντο (Μωμόγεροι). Πρέπει όμως να τονιστεί ότι οι μεταμφιέσεις στην Καλή Βρύση δεν αποτελούν απλή παραλλαγή ενός ευρύτερα γνωστού εθίμου, αλλά παραδοσιακή εκδήλωση ξεχωριστής σημασίας, με την ένταξη τους στα πολύμορφα δρώμενα των ημερών των Θεοφανείων.

Η μεταμφίεση γενικότερα, ανεξάρτητα από το χρόνο και τον χώρο που παρουσιάζεται, αποτελεί συνήθεια που πραγματικά μπορούμε να πούμε ότι χάνεται στα βάθη του παρελθόντος, γνωστή και σε αρχαίους και σε νεότερους λαούς, κάθε πολιτιστικής βαθμίδας.


Η αρχική χρήση της μάσκας, καθώς και η λοιπή μεταμφίεση, πρέπει να σχετίζεται με την λατρεία των προγόνων, όπως αυτή εκδηλώθηκε ήδη στη νεολιθική εποχή και όπως διαπιστώθηκε η ύπαρξή της στη ζωή των λεγόμενων πρωτόγονων λαών. Οι αρχέγονοι λαοί, και μάλιστα οι γεωργικοί, είχαν κάθε χρόνο την ευκαιρία να ζουν το θαύμα της ανανέωσης της ζωής. Ο σπόρος που ρίχνεται στη γη και στη συνέχεια βλαστάνει, είναι ένα συγκλονιστικό βίωμα, που απετέλεσε κεντρικό θέμα θρησκειών και φιλοσοφιών, αφού πρώτα επηρέασε βαθιά τη σκέψη και τη ζωή του ανθρώπου. 
Κάτι παρόμοιο με το φαινόμενο αυτό φαντάστηκαν ότι θα συνέβαινε και με τους πεθαμένους προγόνους και αυτούς ακριβώς παρίσταναν οι μεταμφιεσμένοι, προσδοκώντας την εύνοια και την προστασία τους. Εκτός από τους προγόνους οι μάσκες, τουλάχιστον στην αρχική λατρευτική χρήση τους, φαίνεται ότι συμβόλιζαν και τις θεότητες της βλάστησης, τις μορφές εκείνες, που, όπως πίστευαν, παρουσιάζονταν στον θερισμό και σε άλλες γεωργικές ασχολίες και γιορτές, ως ενσάρκωση του πνεύματος του σιταριού και της καρποφορίας γενικότερα. Οι μεταμφιέσεις είναι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των παγανιστικών αυτών γιορτών και είχαν εισαχθεί σ’ αυτές από την αρχαία ελληνική θρησκεία και μάλιστα από τον διονυσιακό λατρευτικό κύκλο.



Παρέες Μπαμπούγερων με τα σακουλάκια




Το γεγονός ότι οι μεταμφιέσεις έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα, δεν είναι δυσεξήγητο. Διότι από τις ευετηρικές τελετές, τις τελετές δηλαδή που αποσκοπούσαν στην καλή χρονιά με την ευρύτερη έννοιά της, της καλής υγείας και πλούσιας καρποφορίας, όπως ήτανε οι Διονυσιακές, ο λαός κράτησε κυρίως το εύθυμο στοιχείο, μέσα σ’ ένα γενικότερο κλίμα χαράς και πανηγυρισμού, όπως αυτό του Δωδεκαημέρου.

Με τις δωδεκαημερίτικες μεταμφιέσεις διασώθηκαν και άλλα στοιχεία της ελληνικής αρχαιότητας, μέσω των ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων. Ένα παράδειγμα αρκεί: η αναπαράσταση γάμου στην Καλή Βρύση αποτελεί παραδοσιακό στοιχείο.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε, ότι τα δρώμενα των Θεοφανείων στην Καλή Βρύση αποτελούν σημαντική έκφραση της τοπικής λαϊκής λατρείας, με ευρύτερο ενδιαφέρον. Τα δρώμενα αυτά αποκτούν ακόμη μεγαλύτερη σημασία μετά τις πρόσφατες αρχαιολογικές ανασκαφές στην περιοχή του χωριού, οι οποίες, ένα μόλις χιλιόμετρο έξω απ’ αυτό, αποκάλυψαν ναό, αφιερωμένο, σύμφωνα με τις υπάρχουσες ενδείξεις, στη λατρεία του Διόνυσου. Έχει έτσι η Καλή Βρύση το προνόμιο να συνδυάζει ένα δρώμενο διονυσιακού χαρακτήρα μ’ έναν πραγματικά διονυσιακό χώρο, ο οποίος μάλιστα αποτελεί και χώρο σύγχρονης λατρευτικής εκδήλωσης.


Οι “τράγοι” του Σοχού”

 «Κουδουνοφόροι Τράγοι» που αιώνες πριν, μέχρι σήμερα, την περίοδο της Αποκριάς γεμίζουν τους δρόμους του Σοχού, αναστατώνουν γη και ουρανό. Ομάδες μεταμφιεσμένων με μαύρες γιδοπροβιές ζωσμένοι με τη ντουζίνα, τα τέσσερα ογκώδη σιδερένια κουδούνια κ.α. παρουσιάζονται από παντού, χοροπηδούν και σείουν τα κουδούνια τους, μαζεύονται και τραγουδούν. Επίσης συμβολικές πράξεις συνδυάζονται με ιστορικά γεγονότα ή μύθους.
Oι «αράπηδες» όπως ονομάζονται εδώ οι μασκοφόροι, τις τρεις τελευταίες 
μέρες της Aποκριάς τριγυρνάνε στο χωριό από σπίτι σε σπίτι, προσφέροντας ούζο σε φίλους και συγγενείς. Iδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η προσωπίδα τους, μια μάσκα που καλύπτει όλο το πρόσωπο και καταλήγει σ'ένα ψηλό λοφίο από κορδέλες. Eίναι φτιαγμένη από μαύρο ύφασμα, πάνω στο οποίο κεντιούνται σε γεωμετρικούς σχεδιασμούς πολύχρωμα κομμάτια υφάσματος. Στη θέση του στόματος κρέμονται μουστάκια από ουρά αλόγου.

Στη μέση οι "αράπηδες"φοράνε κουδούνια, μέσα αποτρεπτικά εναντίον των δαιμόνων. Παρόλο που οι ρίζες αυτών των εθίμων ανάγονται στην παγανιστική λατρεία, η τελευταία ημέρα στο Σοχό είναι επηρεασμένη από τη χριστιανική θρησκεία. Eίναι η μέρα της μετάνοιας ή "προσταβάνι", όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι. Oι νεότεροι επισκέπτονται τους ηλικιωμένους συγγενείς και τους ζητούν συγχώρεση. Tους φιλούν το χέρι και τους προσφέρουν ένα πορτοκάλι.


Η ρίζα του εθίμου

Το καρναβάλι του Σοχού διατηρεί πάρα πολλά στοιχεία από την αρχαιοελληνική λατρεία.

A) Η σχέση των κουδουνοφόρων με το θεό Πάνα

Η ένδυση με στολές από δέρματα ζωών υποδηλώνει τον τραγόμορφο θεό ΠΑΝΑ που ήταν γιος του Ερμή και μίας νύμφης. Είχε ανθρώπινο σώμα τριχωτό, πόδια και αυτιά τράγου, κέρατα και ουρά κατσίκας. Του άρεσε να δημιουργεί πανικό και να τρομάζει τους περαστικούς, ακριβώς όπως τρόμαξαν και οι εχθροί στη θέα των τραγόμορφων στρατιωτών.

Με το χριστιανισμό ο ΠΑΝΑ αντικαταστάθηκε με τον άγιο Χριστόφορο που τιμάται στο Σοχό ιδιαίτερα. Στην κεντρική εκκλησία του Σοχού, στο ναό του Αγίου Γεωργίου, υπήρχε η τραγόμορφη εικόνα του Αγίου Χριστοφόρου, όπου σύμφωνα με την παράδοση, κλείστηκε γυμνός σε ένα κελί με μια γυναίκα, και για να μην αμαρτήσει πήρε μορφή τράγου.

Επίσης ο Άγιος Χριστόφορος είναι γνωστός ως «Κυνοκέφαλος», που σ'αυτή τη περίπτωση υπάρχει συσχέτιση με τον αρχαίο θεό Απόλλωνα που παρουσιάζεται σε παραστάσεις και ως λύκος και η μητέρα του η Λητώ όταν τον γεννά είναι μεταμορφωμένη σε λύκαινα.

Β) Το «καλπάκι» και η λατρεία του Ερμή

Το «καλπάκι», το κάλυμμα του κεφαλιού , που είναι χαρακτηριστικό μόνο στο Σοχινό καρναβάλι, φανερώνει τον «ιθυφαλλικό» ή «σώκο» ή «χθόνιο» Ερμή, ο οποίος γιορταζόταν στη περίοδο των ανθεστηρίων τον Φεβρουάριο.

Κατά τις γιορτές του Ερμή οι πιστοί έβραζαν διάφορους σπόρους και τα πρόσφεραν στον Ερμή και στις ψυχές των νεκρών. Είναι φανερές λοιπόν οι ομοιότητες στη λατρεία του Ερμή με τον τρόπο που τιμούν οι χριστιανοί τους Αγίους Θεοδώρους.

Συγκεκριμένα τιμούνται τον Φεβρουάριο και κατά τη γιορτή του Αγίου Θεοδώρου του Τήρωνα οι χριστιανοί φτιάχνουν από τους καρπούς του σιταριού κόλλυβα, τα οποία και μοιράζουν για τους ίδιους λόγους με τους πιστούς του Ερμή.


Γ) Ο ήχος των κουδουνιών

Ο θόρυβος που δημιουργούν οι κουδουνοφόροι με τα κουδούνια, θυμίζει τους «Κορύβαντες» που θορυβούσαν για να απομακρύνουν το κακό.


Δ) Ο Άγιος Θεόδωρος και τα «Ανθεστήρια»
Παλαιότερα οι «τραγόμορφες μεταμφιέσεις» δε γινόταν τις Αποκριές αλλά το Σάββατο του Αγίου «Θεοδώρου του τηρών» και τη πρώτη εβδομάδα της νηστείας. Δηλαδή κατά το μήνα ανθεσηρίωνα. Τον ίδιο μήνα γιόρταζαν στην αρχαιότητα τα «ανθεστήρια», προς τιμή του Ερμή και του Διονύσου. Κατά τα ανθεστήρια τις δυο πρώτες μέρες γιορταζόταν ο ερχομός της άνοιξης και τη Τρίτη μέρα τιμόταν οι νεκροί του κάτω κόσμου.

Ε) Οι «χοές», - χθες και σήμερα

Κατά την αρχαιότητα γινόταν οι «χοές»,κατά τις οποίες χυνόταν κρασί στην γη για εφορία και ευτυχία. Το ίδιο περίπου γίνεται και με τους κουδουνοφόρους του Σοχού. Όταν ο κουδουνοφόρος ετοιμαστεί,τότε οι συγγενείς και οι φίλοι τον χτυπούν στην πλάτη και εύχονται «καλή σοδιά κ υγεία»καιν την ίδια στιγμή η μάνα ή γιαγιά του σπιτιού ραίνει με λίγο νερό και ρίχνει το υπόλοιπο στη γη και εύχεται «όπως κυλά το νερό στη γη, έτσι και ο δρόμος του καρναβαλιού να είναι ανοιχτός».

ΣΤ) Ο Άγιος Θεόδωρος και οι «Μιμάλλονες»

Το τέχνασμα της σωτηρίας του Αγίου Θεοδώρου και των συντρόφων του, που βρέθηκαν κυκλωμένοι από εχθρούς θυμίζει την ιστορία των «Μιμαλλόνων». Ο ιστορικός Πολύαινος στα «Στρατηγικά» περιγράφει το γεγονός ως εξής: «Ο βασιλέας των Μακεδόνων Αργαίος πολεμούσε κατά των Ιλλυρίων Ταυλαντίων υπό τον Γάλαυρο και επειδή δεν είχε αρκετούς στρατιώτες για να αμυνθεί, διέταξε τις παρθένες της Μακεδονίας, μόλις φτάσει η φάλαγγα των εχθρών, να εμφανιστούν στο όρος της Ερεβοίας. Έτσι και έγινε. Οι παρθένες εμφανίστηκαν σε μεγάλο αριθμό πάλλοντας αντί για δόρατα, θύρσους και έχοντας τα πρόσωπα τους καλυμμένα με στεφάνια. Ο Γάλαυρος εξεπλάγη νομίζοντας από μακρία ότι οι παρθένες είναι άνδρες και έδωσε το σήμα της υποχώρησης. Οι Ταυλάντιοι έφευγαν πετώντας τον οπλισμό τους και εγκαταλείποντας τις σκευοφόρες τους.

Οι Μακεδόνες που νίκησαν αμαχητί, έκτισαν στο μέρος εκείνο, ιερό προς τιμήν του Διονύσου Ψευδάνορα, (δηλαδή αυτός που εξαπατά τους άνδρες), ενώ οι παρθένες που μέχρι τότε ονομάζονταν «Κλώδωνας», τις ονόμασαν «Μιμάλλονες», δηλαδή αυτές που μιμούνται τους άνδρες».

Για την προέλευση του καρναβαλιού υπάρχουν διάφορες εκδοχές .Μια από αυτές σχετίζεται με τον Άγιο Θεόδωρο. Λένε ότι τον 4ο αιώνα μ.Χ ο Άγιος Θεόδωρος ήταν Στρατηλάτης και πολεμώντας ενάντια στους βαρβάρους , βρέθηκε σε ασφυχτικό κλοιό από τις εχθρικές δυνάμεις σε ένα δάσος και κινδύνεψε να αιχμαλωτιστεί .Αφού εξαντλήθηκαν όλα τα τρόφιμα, για να μη πεθάνουν οι στρατιώτες από τη πείνα ,ο στρατηλάτης διέταξε να σφαχτούν τα γίδια που υπήρχαν στο δάσος εκείνο και να διανεμηθούν στους στρατιώτες του. κατόπιν έγιναν πολλές προσπάθειες ώστε να διασπαστεί ο κλοιός και να απελευθερωθεί ο Άγιος Θεόδωρος και ο στρατός του, αλλά ήταν αποτυχημένες. Τότε ο Άγιος Θεόδωρος χάρη στη πίστη που είχε προς το θεό σοφίστηκε να φορέσουν οι άντρες του τα δέρματα από τις γίδες που είχαν σφάξει, στους οποίους κρέμασε και τα κουδούνια των τράγων. Με τη στολή αυτή όρμησαν οι στρατιώτες, εναντίων των βαρβάρων που τους είχαν κυκλωμένους. Οι βάρβαροι βλέποντάς τους σαν κοπάδι ζώων, φοβήθηκαν και τράπηκαν σε άταχτη φυγή. Αυτοί οι μασκαρεμένοι ονομάστηκαν «Στρατιώτες του Άγιου Θεόδωρου».Σε ανάμνηση αυτού του γεγονότος καθιερώθηκε να τιμούν στο Σοχό τον Άγιο Θεόδωρο και να γιορτάζουν τα καρναβάλια με στολές από δέρματα αιγών και κουδούνια.

Μια άλλη όμως παράδοση εξηγεί διαφορετικά την αρχή του εθίμου. Σύμφωνα με αυτή σε κάποιες διώξεις των χριστιανών από τους ειδωλολάτρες, οι χριστιανοί είχαν συναχθεί σε μια εκκλησία με προτροπή του Αγίου Θεοδώρου του Στρατάρχη περικυκλωμένοι από τους ειδωλολάτρες που τους περίμεναν να βγουν. Στη συνέχεια και κατόπιν εντολής πάλι του Αγίου Θεοδώρου, οι χριστιανοί ντύθηκαν καρναβάλια με δέρματα ζώων και βγήκαν από την εκκλησία προκαλώντας τεράστιο πανικό και φόβο στους ειδωλολάτρες που τράπηκαν σε φυγή.

Οι Σοχινοί έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στην επιτυχία του Καρναβαλιού. Έλεγαν ότι θα πάει καλά η χρονιά μόνο αν θα γίνουν καλά καρναβάλια. Την θεωρούσαν την καλύτερη γιορτή της χρονιάς. Το έθιμο του καρναβαλιού σχετίζεται με την πλούσια παραγωγή χωραφιού και των κοπαδιών και με τη πλούσια βλάστηση.


Η ενδυμασία του καρναβαλιού

Αρχικά οι συγγενείς και φίλοι του καρναβαλιού γλεντάν και πίνουν την ώρα που ντύνεται το καρναβάλι. Τραγουδούν παραδοσιακά τραγούδια και διασκεδάζουν.

Το καρναβάλι φοράει μια πρόχειρη φόρμα κι ένα άσπρο πουκάμισο. Έπειτα φοράει τα λεγόμενα μανικιέτια στα μπράτσα και τα δερμάτινα τσαρούχια στα πόδια. Από πάνω, φοράει δέρματα τράγου, τα λεγόμενα κουζούφια.

Πάνω από τα δέρματα δένονται στη μέση του τα τέσσερα μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια και ένα χάλκινο πολύ μεγάλο στο πίσω μέρος του κορμιού τους.
Τα κουδούνιααποτελούν το πιο σημαντικό στοιχείο των Σοχινών. Τα κουδούνια της ντουζίνας δεν είναι τυχαία. Τονίζεται επίμονα ότι προϋποθέτουν ειδικό σχήμα και όγκο καθώς και ειδική κατασκευή. Για τα κουδούνια λένε,λοιπόν, οι γεροντότεροι ότι πρέπει να είναι ταιριαστά συνδυασμένος ο ήχος.
Επίσης εχουν και το ζάρι γύρω από τα κουδούνια, το οποίο περνιέται από τους ώμους του για να κρατάει το βάρος των κουδουνιών.

Αφού γίνουν όλα αυτά, περνιέται η κόκκινη - συνήθως- πλεκτή σάλπα και φοράει στο κεφάλι το "καλπάκι"που είναι μια προσωπίδα από μάλλινο μαύρο ύφασμα σε κωνικό σχήμα περίπου ενός μέτρου, ενώ στην κορυφή του κρεμιέται μια ουρά από αλεπού.
Όλη η επιφάνεια από το καλπάκι είναι στολισμένη με κορδέλες και φέρει ένα είδος προσωπίδας, με την οποία καλύπτεται το πρόσωπο. Επίσης είναι κεντημένος ένας σταυρός στο μέτωπο και υπάρχουν τρύπες στο στόμα, στα μάτια και στην μύτη. Ανάμεσα στη μύτη και στο στόμα υπάρχει μεγάλο μουστάκι από ουρά αλόγου.
Στα χέρια τους κρατούν μία ξύλινη ράβδο,γκλίτσα, και μια φιάλη ούζο.

  ΚΟΖΑΝΗ «Φανός»

 Ο εορτασμός της Αποκριάς στην Κοζάνη διαρκεί δώδεκα μέρες. Αρχίζει από την Τσικνοπέμπτη και διαρκεί έως και το απόγευμα της Καθαράς Δευτέρας. Επί δώδεκα ημέρες, η Κοζάνη, ξεφαντώνει κυριολεκτικά, με αποκορύφωμα την «Τρανή την Απουκρά», δηλαδή την "Τυρινή Αποκριά". Άντρες, γυναίκες και παιδιά, Κοζανίτες και μη, κάθε ηλικίας, ξεχύνονται από το απόγευμα κιόλας, στους δρόμους, όπου πίνουν, γελούν, σατιρίζουν, γλεντούν!

Κύριο χαρακτηριστικό της Κοζανίτικης Αποκριάς είναι ο «Φανός» - προέρχεται από το αρχαίο ρήμα "φαίνω" - το άναμμα δηλαδή φωτιάς σε βωμό στο σταυροδρόμι κάθε γειτονιάς και τα σατιρικά πειράγματα στο Κοζανίτικο γλωσσικό ιδίωμα, που της προσδίδουν την ιδιαιτερότητα και έχουν κάνει ξακουστή την Κοζανίτικη Αποκριά. Το έθιμο του ανάμματος του «Φανού» έχει παμπάλαιες ρίζες αφού ο λόφος του Ψηλού Αϊλιά, που δεσπόζει της Κοζάνης, ήταν χώρος αφής φρυκτωριών κατά την αρχαιότητα.

Η χρήση πάλι του Κοζανίτικου γλωσσικού ιδιώματος, προκαλεί εκπληκτικές ηχητικές εκπλήξεις, που ξαφνιάζουν τον επισκέπτη. Για παράδειγμα, ένα από τα αποκριάτικα τραγούδια που επικρατεί είναι το εξής:

«Πού τς ανά…
πού τς ανά…
πού τς ανάβουν τις φουτιές;
Τις Τρανές τις Απουκρές…»

Το τραγουδιστικό αυτό ερώτημα δεν σημαίνει τίποτε άλλο από το «Πού ανάβουν τις φωτιές - δηλαδή τους Φανούς - στην Τυρινή Αποκριά». Ο ακροατής όμως συνειρμικά καταλαβαίνει διαφορετικές έννοιες. Με τον τρόπο αυτό προκαλείται το αυθόρμητο γέλιο...


Iστορικά στοιχεία της Αποκριάς στην Κοζάνη...

Η ύπαρξη της Κοζανίτικης Αποκριάς - η οποία έχει έντονα Διονυσιακά στοιχεία - η μεταμφίεση με προσωπίδες και το γλέντι των μεταμφιεσμένων ήταν από τα πρώτα προνόμια που είχαν αποκτήσει οι Κοζανίτες επί τουρκοκρατίας.

Με το τέχνασμα αυτό, τα παλικάρια της Κοζάνης, που την ίδια ώρα πολεμούσαν τον Τούρκο κατακτητή, έβρισαν την ευκαιρία να βρεθούν στην πόλη, να συναντηθούν με τους δικούς τους και να πάρουν οδηγίες για τον αγώνα, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο της σύλληψης.

Μέχρι το 1860, η Κοζανίτικη Αποκριά γιορταζόταν από την 1η έως την 7η Ιανουαρίου. Ήταν τα γνωστά «Ρογκατσάρια». Κατά την περίοδο αυτή, ομάδες μεταμφιεσμένων κουδουνοφόρων περιφερόταν στα στενά της τότε πόλης και ήταν έθιμο να μην επιτρέπει η μία ομάδα στην άλλη να περάσει από το συγκεκριμένο στενό.

Η υποχώρηση αυτή, ήταν εξαιρετικά προσβλητική με αποτέλεσμα να γίνονται «μάχες». Κατά τη διάρκεια μίας τέτοιας διένεξης, σκοτώθηκαν δύο αδέλφια γιατί, επειδή δεν γνώριζε ο ένας τη μεταμφίεση του άλλου, αλληλομαχαιρώθηκαν. Το γεγονός αυτό, έκανε τους διοικούντες την πόλη κατακτητές, να απαγορεύσουν τις εκδηλώσεις των «Ρογκατσαρίων», λίγο μετά το 1860.

Η απαγόρευση αυτή, προκάλεσε την αγανάκτηση των Κοζανιτών, που λίγο αργότερα ζήτησαν από τον Βαλή του Μοναστηρίου να επιτρέψει ξανά τις εκδηλώσεις. Τότε, εκείνος απέσυρε την απαγόρευση με τη φράση «Μπιτούν Καζαναράλ εξ μασκαρά ολσούν», δηλαδή «αφού το θέλουν ας γίνουν όλοι οι Κοζανίτες μασκαράδες!».

Έτσι, το έθιμο αναβίωσε από το 1902 και μετά, αλλά μόνο για τις ημέρες της Αποκριάς της Τυροφάγου, για να περιοριστεί η διάρκειά τους. Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, την 11η Οκτωβρίου 1912, επεκτάθηκαν οι Αποκριές, παίρνοντας τη σημερινή τους μορφή.

Με το πέρασμα του χρόνου, διακόπηκε ο εορτασμός αρκετές φορές - λόγω της Κατοχής και της Επταετίας - ενώ ορισμένες χρονιές υποβαθμίστηκαν. Μετά τη μεταπολίτευση, αναβίωσαν και πήραν τη σημερινή τους μορφή, που συνδυάζει την τήρηση της Παράδοσης με τη σύγχρονη εποχή.

Οι Κοζανίτες τηρούν ευλαβικά την Παράδοση. Είναι αδιανόητο για κάποιο Κοζανίτη να μη μεταμφιεστεί, έστω με μια πρόχειρη μάσκα, και να μη πειράξει ή σατιρίσει. Κάθε γειτονιά διοργανώνει το δικό της «Φανό».

Από τα Φώτα και μετά συγκεντρώνονται καθημερινά, ανταλλάσσουν απόψεις και καταθέτουν ιδέες για να γίνει ο φανός της γειτονιάς τους ο καλύτερος! Και βέβαια φροντίζουν να τηρούν τα έθιμα!





Νάουσα, Μπούλες

  Η Αρχαία εκδοχή 
Ψηλαφώντας την πορεία του εθίμου στο χρόνο,αναπόφευκτα θα αναφερθούμε στη σχέση που έχει με τις λαμπρές διονυσιακές γιορτές που γινόταν κατά την αρχαιότητα για την υποδοχή της άνοιξης (ανθεστήρια) και που κατεξοχήν τιμώμενο πρόσωπο ήταν ο Θεός Διόνυσος
,του οποίου την εύνοια επιζητούσαν οι άνθρωποι για γόνιμη γη και πλούσια σοδειά. Γνωρίζοντας ότι το διάστημα που διαδραματίζεται η ιεροτελεστία της Μπούλας συμπίπτει με τον αρχαίο μήνα Ανθεστηρίωνα (15 Φεβρουαρίου-15 Μαρτίου),το μήνα που γινόταν ο γάμος του Διόνυσου και της Βασίλινας,δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε το τραγούδι που λέγανε οι Ναουσαίοι την παραμονή της Πρωτοχρονιάς,κρατώντας κουδούνι και τζιουμπανίκα, Το τραγούδι αυτό αφήνει έδαφος να υποθέσουμε πως ο γαμπρός είναι ο Διόνυσος,Ίσως ο Διόνυσος,που στην αρχαιότητα η προφορά του ήταν Ντιόνουσος,να ακούστηκε κάποια φορά και ως Ντγιόνουσος. Στη συνέχεια,με το πέρασμα του χρόνου,άρχισε να θυμίζει το όνομα του Ιωάννη,η γιορτή του οποίου βρίσκεται στο δωδεκαήμερο. Τότε έχασε το ντ και έμεινε Γιάνουσος και γράφτηκε Γιάννουσος,έγινε Γιανούσης,Γιανουσας κ.λ.π Αν ο συλλογισμός είναι σωστός,με το δεδόμενο ότι σε ορισμένη περίοδο ο γαμπρός της Νύφης-Μπούλας στη Νάουσα ονομάζονταν Γιανούσος ή Γιανούσης και θύμιζε περισσότερο τον Αη'Γιάννη,ίσως μπορούμε να ταυτίσουμε το Γενίτσαρο με το Διόνυσο. Όταν λοιπόν ο γαμπρός της νύφης(Μπούλας)έγινε στη Νάουσα από Διόνυσος Γιανούσος,Γίανυσος,Γιανύσης,τότε φαίνεται ότι τα παλικάρια,οι ένοπλοι συνοδοί του θεϊκού ζευγαριού,που ήταν στολισμένα με ρόδα,ροϊδάρια, δηλαδή ρογκατσάρια,ονομάστηκαν Γιανουσάρια,Γιανυσάρια,Γιανουτσούρια. Έπειτα από τον πληθυντικό προήλθε και ο νέος πληθυντικός Γενίτσαροι-Γιανίτσαροι. Ο χρόνος βέβαια που γινόταν αυτές οι μετατροπές δεν είναι γνωστός.
 
 Η νεώτερη ιστορία

Αν προχωρήσουμε τώρα σε νεότερη ιστορία και φτάσουμε στο 15ο και 16ο αιώνα,η οθωμανική αυτοκρατορία στρατολογούσε ακόμα και με τη βία παιδιά των υπόδουλων λαών της και δημιουργούσε τα περιβόητα τάγματα των Γενιτσάρων ή Γιανίτσαρων. Μέχρι το 1705, η προνομιούχος Νάουσα δεν είχε υποστεί αυτό το φόρο αίματος. Τότε ο Σουλτάνος έστειλε τον σιλιχτάρη των ανακτόρων Αχμέτ Τσελεμπή να κάνει το πρώτο παιδομάζωμα στην πόλη. 
Οι Ναουσαίοι όχι μόνο δεν παρέδωσαν τα παιδιά,αλλά σκότωσαν και τον απεσταλμένο. Ήταν τότε μέρες Αποκριάς. Το γεγονός αυτό ήταν αφορμή πολλοί Ναουσαίοι με αρχηγό τον Ζήση Καραδήμο να βγουν αντάρτες στο βουνό. Η ανταρσία αυτή του Καραδήμου,όπως φαίνεται από σουλτανικό φιρμάνι που βρέθηκε σε ιεροδικείο της Βέροιας,έληξε άδοξα. Όπως μπορούμε να εικάσουμε από επιμέρους στοιχεία του εθίμου,τα γεγονότα αυτά στάθηκαν καθοριστικά. Ο απόηχος της τρομερής καταστολής του κινήματος του Καραδήμου ανάγκασε τους νέους της πόλης την επόμενη Αποκριά να φορέσουν την αρματολίτικη τους φορεσιά με περίσκεψη. Με τον πρόσωπο,τη μάσκα,όπως έφτασε μέχρι τις μέρες μας από την αρχαιότητα,τα ασημικά που σχημάτιζαν έναν τέλειο θώρακα,τις μακριές τους πάλες και όλα τα εξαρτήματα. Τριγύρισαν χορεύοντας στα όρια της πόλης και από γειτονιά σε γειτονιά με τον τρόπο που γινόταν σε ιερές λιτανείες για να διώξουν τα κακό,μια τελετή που έμοιαζε με την περιφορά του επιταφίου της ενορίας τους. Από τότε το έθιμο συνεχίζεται αδιάλειπτα σε όλη την διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα με εξαίρεση την περίοδο των πολέμων. Βέβαιο είναι πως οι Γενίτσαροι και οι Μπούλες έφτασαν στις μέρες μας με μνήμες και ιστορίες και πάντα φρέσκοι και ικανοί να εκφράσουν τους καημούς και τις ανάγκες και της δικής μας εποχής.

  Η τέλεση του Εθίμου

Η προετοιμασία του εθίμου ξεκινά πολύ πριν την Αποκριά όταν απο το Νοέμβρη κιόλας οι χορευτές ετοιμάζουν τις φορεσιές τους, η Νάουσα χτυπά σε ρυθμό καρναβαλιού. Παλιότερα το ντύσιμο κρατούσε όλο το βράδυ, ο Γενίτσαρος καθόταν στην καρέκλα και οι της οικογενείας, τον έραβαν ένα ένα όλα τα εξαρτήματα της φορεσιάς.


Κυριακή της Αποκριάς - Το μάζεμα

Ο Γενίτσαρος, ντυμένος απο το βράδυ παλιότερα και απο νωρίς το πρωί σήμερα,
είναι έτοιμος.Απο μακρυά ακούγεται ο λυπητερός ήχος του ζουρνά, καθώς συνοδεύεται απο το βαρύ χτύπο του νταουλιού, που παίζει το μάσιμο.
Πρόκειται για τον Ζαλιστό ή Προσκύνημα, μελωδία ελεύθερου ρυθμικού. Οι Γενίτσαροι κινούν τα χέρια και το στήθος ώστε να ακούγονται τα νομίσματα απο το γιλέκο.
Μόλις το μπουλούκι φτάσει σπίτι, ο Γενίτσαρος τινάζεται 2-3 φορές στο παράθυρο, βγαίνει απο την πόρτα κάνοντας το σταυρό του και αφού πάρει χέρι τους δικούς του (πηδά επι τόπου),αναχωρεί με το μπουλούκι.

Το Δρομολόγιο

Αφού ολοκληρωθεί το μάζεματο μπουλούκι καταφθάνει στο Δημαρχείο όπου ο αρχηγός θα πάρει την άδεια του Δημάρχου (τότε Τούρκου μουντίρη), για να ξεκινήσει ο χορός. Ο αρχηγός του μπουλουκιού  μαζί με τη νύφη ανεβαίνουν στο Δήμαρχο, ενώ οι υπόλοιποι ζαλίζονται κάτω, και ζητούν την άδεια του, λέει χαρακτηριστικά ο αρχηγός αποκαλυπτόμενος ....Δήμαρχε ζητώ την άδεια να χορέψει το μπουλούκι στους δρόμους και τις πλατείες της πόλης.Μόλις παρθεί η άδεια ο σκοπός του ζουρνά αλλάζει και βγαίνουν οι πάλες για το χορό.
Το δρομολόγιο είναι καθορισμένο, είναι τα όρια της παλιάς Νάουσας.
Σε κάθε πλατεία χορεύουν μπροστά οι περίοικοι κάθε γειτονιάς.
Το δρομολόγιο συνεχίζεται ωσότου φτάσουν στα Αλώνια, όπου βγαίνει ο Πρόσωπος,γίνεται κι ένα μικρό γλέντι εκεί, ενώ χορεύουν και παλιοί γενίτσαροιχωρίς στολή.
Το μπουλούκι τελειώνει στην κεντρική πλατεία της Νάουσας

Δευτέρα - Καθαρή Δευτέρα

Τις δύο αυτές μέρες το μπουλούκι γλεντά σε σπίτια χορευτών.Τρώνε και πίνουν, ενώ η Μπούλα κερνάει τους συνοδούς του Μπουλουκιού.
Το βράδυ της Καθαράς Δευτέρας και μόλις τελειώσει ο χορός όλοι οι χορευτές περικυκλώνουν το ζουρνατζή και χτυπούν τα σπαθιά τους.

Λένε χαρακτηριστικά.....Ότι είπαμε και δεν είπαμε εδώ να μείνει.
Και του Χρόνου....... 



ΕΒΡΟΣ, Το έθιμο του  ''Μπέη ''

 Ελαία

Ο Μπέης είναι ένα καθαρά λαογραφικό έθιμο της Θράκης και ειδικότερα του βόρειου Έβρου.
Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας ονομαζόταν έτσι ο Τούρκος αξιωματούχος που εξουσίαζε απόλυτα μια ορισμένη γεωγραφική περιοχή. Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, οι υπόδουλοι Θρακιώτες για μια μόνο μέρα μπορούσαν να κάνουν ό,τι ήθελαν τους Τούρκους, δηλαδή να τους πειράξουν, να τους βρίσουν και άλλα διάφορα.

Ο Μπέης συνοδευόμενος από την ακολουθία του, που αποτελείται από: δύο γκάιντες, μερικά χανουμάκια, δύο σωματοφύλακες προσωπική φρουρά ή κουρουτζήδες (σημαίνει: αγροφύλακες), τον έφορα, τον γιατρό, τη νοσοκόμα, το γύφτο και τη γύφτισσα με το μωρά της, όλα τα παιδιά του χωριού καθώς και όσους θέλουν περιοδεύει μέσα στο χωριό, από σοκάκι σε σοκάκι και μαζεύει τον υποτιθέμενο “Φόρο εισοδήματος” που πλήρωναν παλιότερα οι Έλληνες υπόδουλοι. Σε κάθε αυλή η νοικοκυρά κερνάει όλη τη συνοδεία με κρασί (ή ούζο), μεζέδες και γλυκά, και ο νοικοκύρης προσφέρει το Φόρο.
Ο “φόρος” αυτός μεταφράζεται σε χρήμα και στάρι. Αφού δοθεί στον Μπέη το δοχείο με το στάρι εύχεται “καλή σοδειά και καλή προκοπή” και συνεχίζει το γύρισμα του χωριού.


Στη διάρκεια της περιφοράς, όποιος πειράξει το μωρό της γύφτισσας, πιάνεται από τους κουρουτζήδες και “καλυβώνεται” (πεταλώνεται) συμβολικά του καρφώνουν το πόδι, τον πεταλώνουν και είναι υποχρεωμένος να πληρώσει φόρο, σαν αποζημίωση.
Κατά το μεσημέρι αφού τελειώσει η περιοδεία, το άρμα του Μπέη έρχεται στην πλατεία που είναι κατάμεστη από κόσμο που μαζεύεται από τη γύρω περιοχή. Το έθιμο αυτό έχει χαρακτήρα λαϊκού πανηγυριού. Στην κεντρική πλατεία του χωριού, που είναι αμφιθεατρική, υπάρχει ειδικός χώρος για να γίνουν τα απαραίτητα έθιμα. Οι κοπέλες ντυμένες παραδοσιακά σχηματίζουν κύκλο γύρω από τον χώρο αυτό.

Ο Μπέης με τους επιτελείς του μετρά το χωράφι για να “κόψει καπάκι”, όπως λένε. Μετά βάζει στο ζυγό του ξύλινου αλετριού, το γύφτο και την γύφτισσα. Το όργωμα έχει αρχίσει. Ο γύφτος και η γύφτισσα κάνουν “νούμερα”, λιποθυμούν, ξεφεύγουν και τρέχουν ν’ αποφύγουν το μαρτύριο, αγκαλιάζονται τρυφερά αλλά τους το απαγορεύουν οι φύλακες και έτσι συνεχίζουν.
Ακολουθεί η σπορά. Ο Μπέης σπέρνει με το χέρι, με τη συνοδεία των Φρουρών του και του έφορα. Το έθιμο ορίζει πως κάποιος πρέπει να προσπαθήσει να κλέψει το δοχείο που έχει το σιτάρι και να το πετάξει ψηλά. Αν το δοχείο αναποδογυριστεί κατά την πτώση του, η χρονιά θα ‘ναι ανάποδη, αν όμως πέσει κανονικά η σοδειά θα πάει καλά.

Μετά τη σπορά σειρά έχει ο θέρος. Το θέρισμα γίνεται με δρεπάνια, από τους κουρουτζήδες, στο τέλος ξαπλώνονται ο ένας πάνω στον άλλο και σχηματίζουν την θημωνιά (στίβα από δεμάτια). Αφού θεριστεί το στάρι ακολουθεί το αλώνισμα με τον παραδοσιακό πάντα τρόπο. Το αλώνισμα γίνεται με τη “ντουκάνα” (ξύλινο εργαλείο που έχει πάνω του καρφωμένες χιλιάδες πετρούλες και όταν σέρνεται στ’ αλώνι ξεχωρίζει το στάρι από τα στάχυα). Η “ντουκάνα” σέρνεται από ζώα, στο έθιμο όμως απ’ το γύφτο και τη γύφτισσα, για να γίνει εμφανής η εκμετάλλευση του ανθρώπου ειδικά του υπόδουλου Έλληνα (κι ας μας λένε ακόμα και τώρα Τούρκους).
Έτσι κλείνει ο κύκλος των γεωργικών εργασιών.

Το πατροπαράδοτο έθιμο «Μπέης», εκτός από την Ελαία, αναβιώνει σε πολλά χωριά του Εβροου, όπως Μαρασια, Κόμαρα, στο Παλιούρι,αλλά και ως «Βασιλιάς» στα Πετρωτά.

Κάθε χρόνο, τη Δευτέρα πριν την Κυριακή της Αποκριάς , γιορταζόταν στο χωριό, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του `60 , το έθιμο του μπέη, ή κιοπέκ-μπέη 

Το έθιμο αυτό έρχεται από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας . Στην πραγματικότητα ξεκινάει από τη Διονυσιακή λατρεία των αρχαίων χρόνων , μια και το κρασί παίζει βασικό ρόλο στη γιορτή . Μπέηδες ήταν οι πλούσιοι Τούρκοι που είχαν μεγάλες περιουσίες και στην ουσία ήταν εξουσία για τον τόπο .

Στο σπίτι του ο Μπέης είχε την καλύτερη κοπέλα του χωριού , γιατρό δικό του , νοσοκόμα , σωματοφύλακες και κάποιον έφορο , για να μαζεύει τους φόρους .
Επειδή την εποχή εκείνη υπήρχε μεγάλη πείνα , πολλοί Χριστιανοί πήγαιναν να δουλέψουν στο σπίτι του μπέη . Δούλευαν για ένα κομμάτι ψωμί . Αντιδρούσαν σ` αυτή την εκμετάλλευση , διαμαρτύρονταν και στο τέλος κατάφεραν να σταματήσει η σκληρή εκμετάλλευση .

Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν στους Έλληνες να συγκεντρώνονται και να μιλάνε ελεύθερα . Μετά από προσπάθειες τους επέτρεπαν να συγκεντρώνονται την
Αποκριά , να μιλούν ελεύθερα και να λύνουν τα προβλήματά τους . Σιγά-σιγά μπορούσαν να σατιρίζουν τους Τούρκους και να τους πειράζουν , μόνο τη μέρα εκείνη . Το έθιμο συνεχίστηκε , και μετά την απελευθέρωση γινόταν σαν γιορτή
για την απελευθέρωση από την εκμετάλλευση των Τούρκων . Κράτησε , και με τα χρόνια αύξησε το σατιρικό και περιπαικτικό χαρακτήρα του .

Ο μπέης , είναι ένας ώριμος άντρας με μουστάκι και φέσι . Φοράει την παραδοσιακή φορεσιά του χωριού , ποτούρια ( παραγεμισμένα συνήθως με άχυρο ) και γιλέκο .

Έχει ραβδί , πιστόλια και ναργιλέ , όπως ένας κανονικός μπέης .

Δεν είναι μόνος του , έχει και συνοδεία : η φιλενάδα του  η καντίνα ( από το τουρκικό kadin = γυναίκα ) , ο έφορος , ο γιατρός , η νοσοκόμα , σωματοφύλακες , και οι απαραίτητες γκάιντες . Ένας από τους συνοδούς κουβαλάει το τσουβάλι που
βάζουν μέσα το φόρο ( σε ανάμνηση του φόρου που πλήρωναν οι υπόδουλοι στην Τουρκοκρατία ) . Ο «φόρος » είναι σιτάρι και χρήματα .


Ο μπέης παίρνει το « φόρο » , εύχεται στους νοικοκυραίους καλή σοδειά και μπερεκέτ ( προκοπή ) . Η νοικοκυρά κερνάει το μπέη και τη συνοδεία του κρασί ή ούζο , μεζέδες και γλυκά και η συνοδεία φεύγει για το επόμενο σπίτι .

Με την πάροδο του χρόνου ο Μπέης και η συνοδεία του ήταν ανεβασμένοι σε ένα τρακτέρ , για να κάνουν το γύρο του χωριού .

Ο κόσμος πείραζε το μπέη , του τραβούσαν τα ποτούρια και τα μουστάκια , προσπαθούσαν να του κλέψουν την καντίνα , οι σωματοφύλακες κυνηγούσαν τους κλέφτες . Το κέφι ήταν αμείωτο όλη τη μέρα .

Όταν γύριζαν όλα τα σπίτια του χωριού , πήγαιναν στην πλατεία . Εκεί γινόταν η αναπαράσταση των εθίμων : ο Μπέης μετράει το χωράφι όπου θα γίνει η σπορά .

Καστανιές

« Ζεύει » δύο άτομα σε ένα ξύλινο αλέτρι , για να οργώσουν το χωράφι . Αυτοί κάνουν κόλπα , λιποθυμούν , ξεφεύγουν , τους φέρνουν πίσω με το ζόρι .

Ακολουθεί η σπορά . Ο Μπέης σπέρνει με το χέρι , μαζί με τον έφορο και τους φρουρούς του . Κάποιος , σύμφωνα με το έθιμο , πρέπει να κλέψει το δοχείο με το σιτάρι και να το πετάξει ψηλά . Αν το δοχείο πέσει ανάποδα , η χρονιά θα είναι ανάποδη . Αν πέσει κανονικά , η σοδειά θα είναι καλή .

Μετά γίνεται ο θέρος . Με τα δρεπάνια , όπως τότε . Οι θεριστές ξαπλώνονται , ο ένας πάνω στον άλλο και σχηματίζουν θημωνιές .

Ύστερα γίνεται το αλώνισμα με τη ντουκάνα ( εργαλείο που χρησιμοποιούσαν στο αλώνι , για να ξεχωρίζει το σιτάρι από τα στάχυα ) . Η ντουκάνα σέρνεται από ζώα , όμως στη γιορτή τη σέρνουν άνθρωποι , για να θυμούνται όλοι τη σκληρή εκμετάλλευση από τους Τούρκους .

Κλείνει έτσι ο κύκλος των γεωργικών εργασιών .

Μετά , στα παλιότερα χρόνια , γινόταν παλαίστρα , άθλημα συνδεδεμένο με τη ζωή των κατοίκων όλης της Θράκης , από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα .

Σε κάποια χωριά της περιοχής μας γίνονταν και γαϊδουροδρομίες .

Μετά την παλαίστρα άρχιζε το γλέντι με παραδοσιακούς χορούς και τραγούδια , με τις γκάιντες και άφθονο κρασί και ούζο .


 ΦΕΡΕΣ,  Το έθιμο της καμήλας 

Το έθιμο της καμήλας αλλά και άλλα έθιμα σχετικά με τη λατρεία του Διονύσου, της θεάς Γης, της φύσης και της γονιμότητας αναβιώνουν την Καθαρή Δευτέρα στις Φέρες.
Πηγή πληροφοριών: Δημοτική Επιχείρηση Τοπικής Ανάπτυξης Φερών

Το ιστορικό του εθίμου

Στη Θράκη, τον τόπο όπου λατρεύτηκε με πάθος ο Διόνυσος και αφιερώθηκαν σ’ αυτόν πλήθος τελετών, μεταφέρθηκαν από τα βάθη των αιώνων μέχρι σήμερα έθιμα που έχουν σχέση με τη λατρεία του Διόνυσου, της θεάς Γης - της φύσης - της γονιμότητας.
Οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης μαζί με τα λίγα υπάρχοντά τους έφεραν μαζί τους το δικό τους τρόπο ζωής, τα ήθη και τα έθιμα, εκ των οποίων πολλά είχαν Διονυσιακή προέλευση και ήταν αφιερωμένα στο Φθινόπώρο τον καιρό της σποράς και την Άνοιξη, τον καιρό της γονιμότητας. Από τα έθιμα ενδιαφέρον παρουσιάζει αυτό της “καμήλας” που είναι αποκριάτικο έθιμο και ταυτίζεται με την Καθαρή Δευτέρα.

Περιγραφή του εθίμου

Ένας παλιός καμηλιέρης διηγείται:

Την καμήλα έμαθα να την κατασκευάζω από τον πατέρα μου που ήταν και αυτός καμηλιέρης. Πολλές μέρες πιο μπροστά στη γειτονιά που ετοιμάζονταν η καμήλα είχε κίνηση, ζωή. Ψήναμε μεζέδες, πίναμε κρασί, η γκάιντα έπαιζε και εμείς όλοι σκεπτόμασταν και προσπαθούσαμε να κάνουμε την καμήλα καλύτερη από πέρσι. Ετοιμάζαμε τον ξύλινο σκελετό - το κεφάλι το προσέχαμε ιδιαίτερα - και βάζαμε όλη την τέχνη μας ώστε να μοιάζει με της καμήλας.
Την Καθαρή Δευτέρα σκεπάζαμε τον ξύλινο σκελετό της καμήλας με πολύχρωμα κιλίμια - φούντες -χάντρες, έμπαιναν κάτω από δύο άντρες, βάζαμε πάνω τον καρνάβαλο, δύο καμηλιέρηδες ο ένας με τη γυναίκα του, ο γκαϊντατζής και ο οδηγός με το γαϊδουράκι και παίρναμε τους δρόμους.
Στη διαδρομή η καμήλα ζωηρή με το μεγάλο της στόμα άρπαζε ό,τι της άρεσε και ό,τι της κερνούσαν. Πλήθος μεταμφιεσμένων με τολμηρές χειρονομίες, πειράγματα και τραγούδια συμπλήρωναν το σκηνικό.
Ο ένας καμηλιέρης σε κάποια στιγμή σκότωνε τον αντίπαλο του, εκείνος όμως ξαφνικά ξαναζωντάνευε. Η αιώνια αναπαράσταση της ζωής και του θανάτου. Του σπόρου που πέφτει στη γη και βλασταίνει με τρόπο μαγικό.
Στο τέλος κρεμούσαν την καμήλα τιμωρώντας την για τα αγαθά που έκλεψε, εκδικούμενοι μ’ αυτόν τον τρόπο τον Τούρκο κατακτητή για την άγρια φορολογία. Όλοι μαζί κατέληγαν στην πλατεία Δημοκρατίας (Βουλγαρίδη) και γλεντούσαν ως το πρωί. Σ’ όλη αυτή τη διαδικασία με αποκορύφωμα το γλέντι ακούονταν τραγούδια, στίχοι με ποιητικό πλούτο. Όπως σ’ όλα τα έθιμα έτσι και στο έθιμο της καμήλας έχουμε την αναπαράσταση της σποράς, της βλάστησης, της δημιουργίας της ζωής. 






Σκύρος  Γέροι και Κορέλες

Στη Σκύρο, όπως και σ'ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα, οι αποκριές είναι λαϊκές γιορτές ευθυμίας, που παράλληλα με το γενικό ξεφάντωμα, τους χορούς και τα τραγούδια, διατηρούν το κοινό χαρακτηριστικό των μασκαρεμένων γλεντοκόπων.

Ανάμεσα στις εκδηλώσεις αυτές της Σκυριανής αποκριάς, ξεχωρίζει σαν μοναδική στον ελληνικό χώρο, μια τριάδα μεταμφιεσμένων που αποτελείται από τον "γέρο", την "κορέλα"και τον "φράγκο". Οι μεταμφιεσμένοι σχηματίζουν ομίλους που περιέρχονται το χωριό, δίνοντας με την παρουσία τους έναν τόνο χαράς και μυστηριακού μεγαλείου.

Από την αρχή του Τριωδίου, με έξαρση κατά τις εβδομάδες της Κρεοφάγου και της Τυρινής, αυτό το περίεργο θέαμα συναντάται καθημερινά στον κεντρικό δρόμο της αγοράς και στα σοκάκια της χώρας της Σκύρου. Σε κανένα μέρος της Ελλάδας δεν γιορτάζεται με τόση ζωντάνια, τόσο μεγάλη συμμετοχή του λαού και ίσως πουθενά αλλού δεν παρουσιάζει τόσο ξεχωριστό ενδιαφέρον εξαιτίας της μυστηριακής μεταμφίεσης των εορταστών. Οι μεταμφιεσμένοι είναι πάντοτε και οι τρεις άντρες, ενώ οι γυναίκες δεν μετέχουν κατά κανόνα στις μεταμφιέσεις.


Ο "ΓΕΡΟΣ"

Ο "γέρος"που είναι η κυρίαρχη μορφή της μασκαρεμένης συντροφιάς, παριστάνει γέρο-τσοπάνη ζωσμένο με κουδούνια. Κάτω φοράει άσπρο μάλλινο κοντοβράκι ("κοντοβράτσι") των τσοπάνηδων, άσπρες υφαντές κάλτσες χωρίς πέλμα ("τροχαδόκαλτσες") και πέτσινα σανδάλια ("τροχάδια"). Οι "τροχαδόκαλτσες"καλύπτουν μόνο τις κνήμες και στερεώνονται κάτω από το γόνατο με μαύρες καλτσοδέτες ("καρτσδέτες").

Στο πάνω μέρος του σώματος, μέχρι τη μέση, Γέροςφοράει την τσοπάνικη κάπα ("καπότο"), μαύρου χρώματος, γυρισμένη ανάποδα για να είναι απέξω το μαλλιαρό μέρος και να φαίνονται οι μακριές τρίχες. Η κουκούλα του "καπότου"σκεπάζει το κεφάλι και στερεώνεται με τη μακριά υφαντή και κεντημένη ζώνη των βοσκών ("ζουνάρι"), που πέφτει μπροστά στο στήθος. Στη ράχη παραχώνει κουρέλια ή μαξιλάρι για να σχηματιστεί καμπούρα.

Το πρόσωπο το κρύβει με μάσκα ("μτσούνα") από προβιά μικρού γιδιού με δύο τρύπες για τα μάτια. Στη μέση ζώνεται καμιά πενηνταριά τσοπάνικα κουδούνια που στερεώνονται από τους ώμους και στο χέρι κρατάει το τσοπάνικο στραβοράβδι στολισμένο στη λαβή με αγριολούλουδα.

Ο τρόπος που δένονται τα κουδούνια στη ζώνη της μέσης είναι αρκετά έξυπνος, έτσι που να επιτρέπει να φοριούνται πολλά κουδούνια, χωρίς να στομώνουν από την επαφή τους με την κάπα. Οι άκρες του "καπότου"είναι γυρισμένες στη μέση για ν'αφήνουν τελείως ελεύθερη τη μάζα των κουδουνιών. Κάθε κουδούνι κρατιέται από έναν κρίκο με τον οποίο φοριέται στα πρόβατα κι αυτοί οι κρίκοι είναι περασμένοι σ'ένα σχοινί ("λιτάρι") γύρω στη μέση, ώστε να κρέμονται ελεύθερα και να βροντούν καθώς ο "γέρος"χοροπηδάει.

Ο "γέρος"προχωρεί με ρυθμικούς βηματισμούς, κουνώντας τη μέση του, έτσι ώστε τα κουδούνια που είναι περασμένα σ'αυτή, να δίνουν ήχους φοβερούς, αλλά ρυθμικούς κι εναλλασσόμενους. Κατά διαστήματα στέκεται και "σείεται", και τότε το κούνημα του κορμιού του είναι διαφορετικό, όπως και οι ήχοι των κουδουνιών.

Η ονομασία του "γέρου"οφείλεται μάλλον στη γεροντική εμφάνιση γι'αυτό και φοράει ψεύτικη καμπούρα.



Η "ΚΟΡΕΛΑ"

Η "κορέλα"είναι άντρας ντυμένος με Σκυριανά γυναικεία ρούχα. ΚορέλαΚάτω φοράει μια κεντητή φούστα ("σκούτα")? πάνω απ'αυτήν ένα άσπρο πλισεδένιο μεσοφόρι ("κολοβόλι") και μια κεντημένη ποδιά. Στο πάνω μέρος του σώματος φοράει μεταξωτά πουκάμισα κι από πάνω χρυσοΰφαντο "μεντενέ". Στη μέση δένεται μια φαρδιά ζώνη που κλείνει με πόρπες ("κλειδοτήρια"). Η "κορέλα"σκεπάζει το κεφάλι με κίτρινο μαντήλι απ'το οποίο προβάλλουν ψεύτικες πλεξούδες μαλλιών με μεταξωτές κορδέλες και κρύβει το πρόσωπο με χάρτινη γυναικεία μουτσούνα. Στα πόδια φοράει "τροχάδια".

Η "κορέλα"κρατάει στο χέρι ένα μαντήλι, που το κουνά, χορεύοντας γύρω από το "γέρο", όταν αυτός προχωρά, ή στέκεται και τραγουδά τον ιδιαίτερο αποκριάτικο σκοπό, που έχει τ'όνομά της ("της κορέλας"), όταν ο "γέρος"στέκεται, για να ξεκουραστεί, σείοντας πάντα τα κουδούνια του.
Η ονομασία "κορέλα"προέρχεται ίσως από το "κόρη"ή μάλλον από το "κουρέλα"– στη Σκύρο το κουρέλι το λένε "κορέλι"– για την ατημελησιά και την προχειρότητα της αμφίεσης, τουλάχιστον στην αρχική της μορφή. Εξάλλου εμφανίζεται μάλλον σαν γυναίκα και όχι κόρη του "γέρου".Top

Ο "ΦΡΑΓΚΟΣ"

Τέλος, ο "φράγκος"ντύνεται με κοινά "ευρωπαϊκά"παλιόρουχα (παντελόνι, σακάκι, φανέλα ή κάτι ανάλογο). "Ευρωπαϊκά"έλεγαν στη Σκύρο τις σύγχρονες ενδυμασίες σε αντίθεση με τις ντόπιες παραδοσιακές φορεσιές. Στο κεφάλι φοράει ό,τι καπέλο του αρέσει, ενώ το πρόσωπο το κρύβει με μια κοινή αποκριάτικη μουτσούνα. Απαραίτητο στοιχείο της κατά τα άλλα ελεύθερης μεταμφίεσής του, είναι ένα τσοπάνικο κουδούνι που κρεμιέται πίσω στη μέση κι ένα κοχύλι που κρατάει στο χέρι, το γνωστό στους ναυτικούς σαν "μπουρού", όπου φυσά διαρκώς όταν κουνιέται ασταμάτητα πειράζοντας όσους παρακολουθούν το θέαμα.

Ο "φράγκος"ονομάστηκε έτσι γιατί είναι ο μόνος που δεν φοράει Σκυριανά ρούχα, αλλά "φράγκικα" (σακάκι – παντελόνι).


πηγή: thehistoryofgreece

ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ - ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΝΟΗΜΑΤΑ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για άμεση δημοκρατία

Απόσπασμα από την ομιλία που έγινε στην εκδήλωση για τα 150 χρόνια από την ίδρυση του Δικηγορικού Συλλόγου Μεσολογγίου (από τους αρχαιότερους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας),  στο Κέντρο Λόγου και Τέχνης «Διέξοδος», Μεσολόγγι, 23 Οκτωβρίου 2016.

            Ο ελληνοδυτικός πολιτισμός ξεκινά με το αίτημα για δικαιοσύνη. Αυτό είναι εμφανές στα καταγωγικά κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας στην «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» του Ομήρου (8ος π.Χ.) και στα «Έργα και Ημέραι» του Ησιόδου (7ος π.Χ.).  Πράγματι από τα έργα αυτά αναδύεται ένα σαφές αίτημα για δικαιοσύνη, όπως φαίνεται τόσο στο περιεχόμενο όσο και στους χρησιμοποιούμενους όρους που υποδηλώνουν ή εκφράζουν την έννοια της δικαιοσύνης. Το αίτημα αυτό δεν είναι μόνο γραμματειακό ή ποιητικό, αλλά αντανακλά κοινωνικές διεργασίες που γίνονταν κυρίως στα κατώτερα και μεσαία στρώματα, τα οποία υπέφεραν από την άκρατη καταπίεση του αριστοκρατικού καθεστώτος και τον φόβο της δουλείας.


            Το αίτημα για δικαιοσύνη έγινε στις αρχαιοελληνικές πόλεις  κοινωνικό πρόταγμα, το οποίο οδήγησε κατ’ αρχάς στη δημιουργία του γραπτού νόμου και εν συνεχεία σε σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις. Στην πορεία αυτή διακρίνονται δύο σημαντικοί σταθμοί, δύο μεγάλα «συμβάντα».  

            Το πρώτο συμβάν ήταν οι μεταρρυθμίσεις στην Αθήνα που είναι γνωστές με το όνομα του Σόλωνα (594 π.Χ.). Αυτές προήλθαν από την δυναμική εξέγερση των κατωτέρων στρωμάτων που ανέδειξε τον Σόλωνα ως νομοθέτη και είχαν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, την κατάργηση των χρεών, την απαγόρευση υποδούλωσης των ανθρώπων λόγω χρεών και τη συμμετοχή για πρώτη φορά των στρωμάτων αυτών στην εξουσία, κυρίως τη δικαστική. Με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα η εξουσία διανέμεται αναλόγως του κοινωνικοοικονομικού status των μερών που αποτελούν την πόλιν. Έτσι η πολιτική δικαιοσύνη λαμβάνει τη μορφή της αναλογικότητας. Η αλλαγή αυτή αποτελεί τη γενέθλια πράξη του δικαιικού και πολιτικού πολιτισμού.

            Το δεύτερο σημαντικό συμβάν ήταν η ίδρυση της δημοκρατίας στην Αθήνα με τις μεταρρυθμίσεις που φέρουν το όνομα του Κλεισθένη (508 π.Χ.). Και αυτές οι μεταρρυθμίσεις προήλθαν από τη θέληση του δήμου, ο οποίος αυτοθεσμίζεται για πρώτη φορά ως η μοναδική πηγή του νόμου και του δικαίου, ασκώντας άμεσα την εξουσία υπό όλες τς μορφές της, κυβερνητική, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Η δημοκρατία έφερε στο προσκήνιο νέες σημασίες, όπως ελευθερία, ισονομία, ισηγορία και παρρησία. Έτσι η δημοκρατική έννοια της δικαιοσύνης ταυτίζεται με την απόλυτη πολιτική ισότητα: όλοι συμμετέχουν εξίσου στην εξουσία, ανεξαρτήτως περιουσίας, καταγωγής και παιδείας. «Δίκαιον εστί το ίσον», γράφει ο Αριστοτέλης. 
    
            Ένα τρίτο καθοριστικό συμβάν στη διαμόρφωση του ελληνοδυτικού πολιτισμού ήταν η μακρά ευρωπαϊκή Αναγέννηση από τον 12ο αιώνα, η οποία στηρίχθηκε στον αρχαίο ελληνικό δημοκρατικό πολιτισμό. Ακολούθησαν η ανάπτυξη της νεωτερικής επιστήμης και ο Διαφωτισμός που άλλαξαν ριζικά την κοσμοεικόνα και τις αντιλήψεις και έδωσαν τις κοσμοϊστορικές επαναστάσεις στην Αγγλία (1688), στην Β. Αμερική (1776) και στη Γαλλία (1789).[1] Με τις επαναστάσεις αυτές άλλαξε ο αυταρχικός και ανελεύθερος κόσμος του Μεσαίωνα, ανατράπηκαν οι απόλυτες μοναρχίες και οι θεοκρατικές εξουσίες αιώνων, κατακτήθηκαν συν τω χρόνω τα ανθρώπινα δικαιώματα, οι ατομικές ελευθερίες, το καθεστώς του κοινοβουλευτισμού με την καθολική ψηφοφορία και την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, ο χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας.[2] Με τη δυναμική των επαναστάσεων αυτών και τα ρηξικέλευθα μηνύματά τους καταργήθηκε η δουλεία τον 19ο αι. και οι γυναίκες απέκτησαν σταδιακώς δικαιώματα και ισοτιμία στον 20οαιώνα. Έτσι η νεωτερική μορφή της δικαιοσύνης σημαίνει τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις ατομικές ελευθερίες για όλους και την ίδρυση του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος. 

            Και τα τρία αυτά ιστορικά πολιτικά συμβάντα προήλθαν από κοινωνικές εξεγέρσεις που έθεσαν τα προτάγματα της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας, επέφεραν σημαντικές θεσμικές αλλαγές, άλλαξαν τον ρού της ιστορίας και συγκρότησαν τον ελληνοδυτικό πολιτισμό. Χωρίς αυτά τα συμβάντα δεν υφίσταται η δυτική ταυτότητα. Επομένως, η έννοια της δικαιοσύνης είναι βασική για τον ελληνοδυτικό πολιτισμό αφού έχει τεθεί ως κοινωνικό και πολιτικό πρόταγμα σε χαρακτηριστικές φάσεις του και οδήγησε στη δημιουργία της δημοκρατίας. Όμως τις τελευταίες δεκαετίες η δικαιοσύνη και η δημοκρατία δεν αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και αναζήτησης. Οι πολιτικές εξουσίες, οι διανοούμενοι και η κοινωνία δεν ενδιαφέρονται καθόλου γι αυτές - η δικαιοσύνη και η δημοκρατία είναι ξεχασμένα νοήματα. Η λήθη αυτή είναι και ένας από τους λόγους που έφεραν την πρωτοφανή κρίση που μαστίζει τον ελληνοδυτικό πολιτισμό.

            Συνεπώς το ουσιαστικό ζήτημα που τίθεται είναι εάν σήμερα, που η ανθρωπότητα διέρχεται μεγάλη κρίση και η Ελλάς ακόμη μεγαλύτερη, μπορεί να υπάρξει κάποιο αίτημα δικαιοσύνης, το οποίο  να αποτελέσει έναυσμα για μιαν άλλη δημοκρατική πορεία. Δικαιοσύνη με την έννοια της πολιτικής ισότητας και Δημοκρατία με την έννοια της κοινωνικής συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων και στον έλεγχο της εξουσίας. Το πρόταγμα αυτό δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο αν η ίδια η κοινωνία απαιτήσει δικαιοσύνη και δημοκρατία.


[1] Στη δυναμική των επαναστάσεων αυτών και υπό την επιρροή τους έγινε και η ελληνική επανάσταση το 1821, στην οποία συνετέλεσαν παράγοντες, όπως η ίδρυση   της Φιλικής Εταιρείας (1814) και το σπουδαίο έργο του νεοελληνικού Διαφωτισμού (Ρήγας, Κοραής, Παμπλέκης, Μοισιόδαξ, «Ελληνική Νομαρχία» κ.ά.).
[2] Ο χωρισμός αυτός δεν έχει γίνει ακόμη στην παρακμιακή Ελλάδα του 21ου αιώνα. 

πηγή: oikonomouyorgos

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΝΟΗΜΑ

$
0
0
Book-pen-83

Η γλώσσα είναι ένα ιδίωμα του ανθρώπου που τον ξεχωρίζει από τα άλλα βασίλεια. Εννοούμε εδώ τη γλώσσα ως έκφραση εσωτερικών αιτίων και ως γραπτό και προφορικό σύμβολο των εσωτερικών νοημάτων που διευκολύνει την επικοινωνία. Βέβαια, ένα είδος γλώσσας υπό ευρεία έννοια, όπως έχουμε μάθει ώς τώρα, διαθέτουν τα βασίλεια φυτικό και ζωικό ως κώδικα επικοινωνίας μεταξύ των μελών τους, όμως δεν υπάρχει ο Λόγος, εκείνη η νοητική επεξεργασία για την οποία είναι ικανός ο άνθρωπος.

Το πρόβλημα που ανακύπτει εδώ είναι το εξής: Είναι η γλώσσα αίτιο ή επιφαινόμενο; Σύμβολο ή συμβολιζόμενο; Κύριο ή δευτερεύον στοιχείο;

Κατά την άποψή μας η γλώσσα είναι επιφαινόμενο, σύμβολο και δευτερεύον στοιχείο σε σχέση με το νόημα που είναι το αίτιο της γλώσσας. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ποτέ το γεγονός ότι και η γλώσσα βοηθάει στην ανάπτυξη νοημάτων και υπάρχει μία συνεχής αλληλεπίδραση ανάμεσά τους. Όμως ακόμη και αυτή η αλληλεπίδραση, για να υπάρξει, πρέπει να υπάρχει νόημα ή σκοπός, επειδή αυτό είναι το κινούν αίτιο αυτής της σχέσης. Όπως λέει ο Χάιντεγκερ η γλώσσα είναι ο Οίκος του Είναι, δηλαδή ο τόπος όπου κατοικεί το Είναι – και φυσικά το Είναι έχει σχέση κυρίως με το νόημα.

Εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να διευκρινίσουμε το εξής: η γλώσσα δεν είναι εξ αυτού του λόγου εργαλείο, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι. Αυτή είναι μία βάρβαρη άποψη που τείνει στο να εργαλειοποιεί τα πάντα. Η γλώσσα έχει μία ψυχικότητα και μια ζωή που είναι στενά συνυφασμένη με αυτήν του νοήματος το οποίο υπηρετεί και εκφράζει, δηλαδή η σχέση τους είναι ζωντανή και τα όρια ανάμεσά τους δεν είναι εύκολα διακριτά.

Βέβαια, το νόημα μπορεί να παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με τη φάση του πολιτισμού ή την ατομική κατάσταση Π.χ. μπορεί να βρίσκεται μέσα στο πάθος ή μέσα στη νόηση ή στην ανάγκη κτλ. Δεν συνδέεται κατ’ ανάγκην με τη σκέψη. Όσο βέβαια ο άνθρωπος εξελίσσεται πέραν των παθών, το νόημα θα συνδέεται όλο και εντονότερα με τη νόηση και τη σκέψη -αλλά και πέραν αυτών- που θα γίνονται ζωτικοί παράγοντες και όχι παράγοντες μιας νεκρής απόστασης για τον παρατηρητή, όπως λανθασμένα εκλαμβάνουν ορισμένοι τη σκέψη.

Εξάλλου, το νόημα ως θεμελιώδες αίτιο της ζωής είναι στο κέντρο μίας μεγάλης διαμάχης, επειδή η φύση του είναι διαφιλονικούμενη και άπτεται κατ’ ανάγκην εσχατολογικών θεμάτων που δεν μπορούν να τύχουν οριστικής ερμηνείας και απάντησης. Αν το νόημα είναι το αίτιο της γλώσσας, τότε δεν μπορεί η γλώσσα να είναι το μόνο χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τα άλλα βασίλεια της φύσης. Σε αυτή την περίπτωση θα είναι μόνον το σύμβολο του αιτίου που είναι η πραγματική ειδοποιός διαφορά του από αυτά.

Βέβαια, υπό μία άλλη έννοια και το νόημα ίσως αποτελεί ένα είδος γλώσσας σε σχέση με μια άγνωστη οντολογική φύση που το υπερβαίνει. Αλλά ας μείνουμε στη γλώσσα ως έκφραση εσωτερικών αιτίων και ως γραπτό και προφορικό σύμβολο των εσωτερικών νοημάτων που διευκολύνει την επικοινωνία.

Η ίδια η γλώσσα είναι ένας φορέας επικοινωνίας και εννοιών ή νοημάτων. Όμως και το ίδιο το νόημα είναι πολύ περισσότερο τέτοιος φορέας επικοινωνίας, όπου μάλιστα η επικοινωνία γίνεται πρώτα με τον εαυτό σε επίπεδο σκέψης, αίσθησης και συνειδητοποίησης, καταγράφοντας αυτό που ο εαυτός αντιλαμβάνεται και όχι κατ’ ανάγκην σε γραπτό ή προφορικό επίπεδο. Το νόημα συνειδητοποιούμενο και αποκτώντας την ιστορική του ατομική διάσταση ενδύεται με λέξεις. Το πού τελειώνει το ένα και πού αρχίζει το άλλο είναι μάλλον αδύνατον να διακριβωθεί με ακρίβεια, αν μάλιστα και το ίδιο το νόημα είναι ένα είδος γλώσσας υπερβατικότερης, τότε η διάκριση γίνεται ακόμη δυσχερέστερη. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το νόημα περιλαμβάνει τη γλώσσα, αλλά η γλώσσα δεν περιλαμβάνει κατ’ ανάγκην το νόημα, γιατί το νόημα είναι ιδίωμα του υποκειμένου και όχι της οργάνωσης λέξεων.

Το παραπάνω χαρακτηριστικό της συνειδητοποίησης αναφέρεται στην αυτεπίγνωση του ανθρώπου ή την αυτοσυνείδηση, την οποία δεν φαίνεται να διαθέτουν τα ζώα – ή ίσως τη διαθέτουν σε πολύ ατελή μορφή, πράγμα που τα διαφοροποιεί δραματικά από τον άνθρωπο. Εδώ αρχίζουμε να αγγίζουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στον άνθρωπο και το ζωικό.

Αυτό το γεγονός της σχέσης γλώσσας και νοήματος δεν είναι μία διαπίστωση άχρηστη, αλλά αποφασιστικής σημασίας, εφ’ όσον την αποδεχθούμε. Στην παιδεία, στην εξέλιξη ενός έθνους, στην ανάπτυξη κάθε νέας γενιάς, δεν αρκεί η ύπαρξη της γλώσσας για να πορευτούν στο μέλλον. Η γλώσσα είναι απόλυτα αναγκαία για την επικοινωνία, την έκφραση καθώς και την περαιτέρω ανάπτυξη της συνείδησης, αλλά μόνη της δεν εκπροσωπεί τίποτε, αν λείπει το νόημα. Η απουσία νοήματος ή η απουσία οραματικού νοήματος φτωχαίνει σταδιακά τη γλώσσα και, αντί αυτή να εμπλουτίζεται με τον χρόνο που περνάει και να αλληλεπιδρά με το νόημα, αντιθέτως συρρικνώνεται και πεθαίνει. Στην μεν πρώτη περίπτωση της απουσίας νοήματος αυτό συμβαίνει, επειδή ο άνθρωπος στην καθημερινότητά του μη λειτουργώντας νοήματα έχει ανάγκη χρήσης λίγων λέξεων με συνέπεια τα υπόλοιπα να πεθαίνουν από αχρησία. Στην δε δεύτερη περίπτωση συμβαίνει, επειδή η απουσία οραματικού νοήματος αφήνει χώρο για κυριαρχία της επιθυμίας ως νοήματος, η οποία όμως είναι χαοτική στη φύση της και αποτελεί ενέλιξη που αντιστρατεύεται το νόημα και διαστρεβλώνει τη γλώσσα, αν δεν την καθιστά κιόλας άχρηστη.

Η μεγάλη ανάγκη του κόσμου ήταν πάντοτε τα νοήματα που κατευθύνουν τη ζωή του. Όταν όμως φθάνουμε στο σημείο να υπάρχει τμήμα της διανόησης που απορρίπτει το νόημα ως κάτι που στερεί την ελευθερία (κατά την άποψή μας είναι η ελευθερία της αυθαιρεσίας που περιορίζεται), τότε η γλώσσα ή θα πεθάνει ή θα γίνει όργανο παραπλάνησης και διαστρέβλωσης. Συμβαίνουν και τα δύο ταυτόχρονα. Μία ελίτ εξουσίας παντός είδους (π.χ. διανοητική ελίτ)  χρησιμοποιεί τη γλώσσα επιδέξια αλλά παραπλανητικά και χωρίς νόημα και ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων χάνει το προνόμιο της γλώσσας είτε από αμέλεια και απουσία νοήματος ζωής είτε λόγω ύπαρξης φτωχού νοήματος.

Τα νοήματα εκπροσωπούν στόχους ζωής, συνειδητούς ή ασυνείδητους, και έτσι φθάνουμε στο πεδίο των κινήτρων, του σκοπού και του οράματος.

Η γλώσσα μέχρι σήμερα έχει αναλυθεί περισσότερο με την προοπτική της εξωτερικής ταυτότητας ενός έθνους, ενός τυπικού χαρακτηριστικού. Όμως είναι καιρός πια να αφήσει χώρο για αυτό που εκπροσωπεί, σύμφωνα με το πλατωνικό αξίωμα της ιεράρχησης των αξιών ή ιδεών. Ο πολιτισμός των συμβόλων πρέπει να λάβει τέλος, όχι για να αφανιστούν τα σύμβολα, αλλά για να μην υποκαθιστούν και κρύβουν το συμβολιζόμενο νόημα. Τότε θα ζήσουν και αυτά.

πηγή: solon.org

ΜΑΡΤΙΝ ΧΑΪΝΤΕΓΓΕΡ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ (ΒΙΒΛΙΟ)

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για εισαγωγη στη μεταφυσικη χαιντεγκερ

Ό Μάρτιν Χάϊντεγγερ είναι ένας από τους κορυφαίους φιλοσόφους τού αiώνα μας. Τήν ύψηλή αύτή θέση τήν κατέχει, επειδή έδωσε νέο προσανατολισμό στή φι­λοσοφική επίγνωση τής εποχής μας - αλλά καί τής ίστορίας εν γένει. Ή σκέψη τού Χάϊντεγγερ σημειώνει τήν πιό γνήσια κατάληξη τού δυτικού φιλοσο­φικού στοχασμού, ό όποιος άρχισε από τους προσωκρατικοίις φιλοσόφοuς, τόν Άναξίμανδρο, τόν Ήράκλειτο, τόν Παρμε­νίδη. Ή κατάληξη αύτή έχει διπλή σημασία. Πρώτον, παροuσιάζεται ως κατάρρεuση τής κλασικής όντολογίας, τής όποίας οί μέ­θοδοι καί ή προβληματική οδήγησαν μα­κριά από τό καθαυτό πρόβλημα τής φιλο­σοφίας, τό όποιο, κατά τόν Χάϊντεγγερ, εί­ναι τό ερώτημα γιά τό νόημα τού 'Όντος. 


Καί δεύτερον, προσλαμβάνει τή μορφή επι­στροφής στίς αρχέγονες πηγές τού φιλοσο­φικού στοχασμού. Αύτή ή επιστροφή, όμως, δέν νοείται ως απλή επανάληψη, αλλά πραγματοποιείται ως επανατοποθέ­τηση τής όντολογικής απορίας κατά τρόπο περισσότερο ριζικό, από όσο συνέβη στήν αρχή. Αύτό ακριβώς επιχειρεί ό Χάϊντεγκερ στό βιβλίο του "Εiσαγωγή στή μεταφuσική». Κα­θώς, γι'αύτόν, ή πρώτη φανέρωση τού 'Όντος συνέβη στήν προσωκρατική Έλ­λάδα, όλη ή προσπάθειά του σέ τούτο τό βιβλίο αποβλέπει πρός μία νέα ερμηνεία τού αρχαίοu ελληνικού πνεύματος, τού φιλοσοφικού καί τού τραγικού, προκειμένου νά αποσαφηνισθεί ή αφετηρία τής δυτικής σκέψης. Διότι πιστείιει πώς μόνον έτσι μπο­ρούμε νά εκτιμήσουμε φιλοσοφικώς τήν πα­ρούσα κατάστασή μας, καί νά τής δώσουμε περιεχόμενο, όντολογικά. 


ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΧΑϊΝΤΕΓΓΕΡ ΕΔΩ:
ΜΑΡΤΙΝ ΧΑΪΝΤΕΓΓΕΡ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

Υ.Γ
(Τρόπος ανοίγματος του βιβλίου: δεξί κλικ πάνω στον σύνδεσμο, αντιγραφή του συνδέσμου και επικόλληση σε νέο παράθυρο)

ΑΛΒΙΝΟΣ - ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΟΣ, Η ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΗΣ ΠΛΑΤΩΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (ΒΙΒΛΙΟ)

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για πλατωνικός




Ο Αλβίνος υπήρξε ένας από τους σημαντικότε­ρους πλατωνικούς σχολιαστές του 2ου αιώνα μ.Χ. Ήταν μαθητής του Γάιου Πλατωνικού, ερμηνευτή του Πλά­τωνα (πρώτο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ.) και του Θέωνα του Σμυρναίου, δίδα­ξε στη Σμύρνη και είχε μεταξύ των μαθητών του τον ευρέως γνωστό γιατρό Γαληνό από την Πέργαμο. Δυστυχώς, δεν έχουν διασωθεί πε­ραιτέρω πληροφορίες σχετικά με τη ζωή του Αλβίνου και έτσι, από τις ελάχιστες αναφορές στο όνομα του, η χρονολογία γέννησης του ει­κάζεται πως είναι περίπου το 100 μ.Χ. Δύο μικρές πραγματείες είναι τα μοναδικά έργα του Αλβίνου που σώζονται ακέραια έως τις μέρες μας. Το πρώτο είναι η Εισαγωγή ή Πρόλογος, που, όπως δηλώνει και ο τίτλος, πρόκειται για μια εισαγωγή στους διάλογους του Πλάτωνα, αποτελούμενη από έξι σύντομα κεφάλαια. Στον «Πρόλογο» αυτό, αφού πρώτα επεξηγεί τη φύση του πλατωνικού διαλόγου, συγκρίνοντας τα έργα αυτά με μικρά δράματα, ο Αλβίνος υποδιαιρεί τους πλατωνικούς διαλόγους σε 4 κατηγορίες (τάξεις): τους λογικούς, τους κριτικούς, τους φυσικούς και τους ηθικούς. Αναφέρει επίσης μία άλλη ταξινόμησή τους σε τετραλογίες, σύμφωνα με τα θέματά τους. Συμβουλεύει ότι οι διάλογοι ΑλκιβιάδηςΦαίδωνΠολιτεία και Τιμαίος πρέπει να διαβάζονται σε σειρά. 


Το δεύτερο είναι ο Διδασκαλικός ή Επιτομή του Πλάτωνος Δογμάτων, όπως κατα­γράφεται σε παλαιότερα χειρόγραφα. Πρόκει­ται για μια περίληψη της ερμηνείας του Αλβί­νου στην πλατωνική θεωρία, αποτελούμενη από τριάντα έξι κεφάλαια ποικίλου μήκους. Εκτός από αυτά τα δύο έργα, δεν αποκλείεται να συ­νέγραψε ο Αλβίνος σχόλια σε αρκετούς από τους διάλογους του Πλάτωνα, όμως οι σπορα­δικές μαρτυρίες δεν επαρκούν για να αποδεί­ξουν πέραν πάσης αμφιβολίας κάτι τέτοιο.

Η δομή του "Διδασκαλικού" 

Όπως καταγράφει ο ίδιος ο Αλβίνος (κεφά­λαιο 36), σκοπός του Διδασκαλικού είναι να χρησιμεύσει ως εισαγωγή στη διδασκαλία του Πλάτωνα και ως βοήθημα για όποιον ενδια­φέρεται να εντρυφήσει στο νόημα της φιλο­σοφίας του. Το έργο είναι χωρισμένο σε τέσ­σερα μέρη ως εξής: 

α. Κεφάλαια 1-3: Εισαγωγή (τι διακρίνει το φιλόσοφο, με τι ασχολείται) 

β.Κεφάλαια 4-6: Διαλεκτική (ποιο είναι το βασικό έργο της, σε ποια μέρη χωρίζεται, ποιοι είναι οι τρόποι της ανάλυσης και τα είδη των προτάσεων) 

γ.Κεφάλαια 7-26: Θεωρητική φιλοσοφία (μα­θηματικά, θεολογία, φυσική) 

δ.Κεφάλαια 27-34: Ηθική (ύψιστο Αγαθό, αρετές, ηδονή και πόνος, φιλία, πολιτική αρετή και είδη πολιτειών) 

Ο Διδασκαλικόςδεν αποτελεί πρωτότυπο έργο. Σκοπός του Αλβίνου είναι να παρου­σιάσει την ουσία της πλατωνικής σκέψης αξιόπιστα, γεγονός που καταδεικνύει το σε­βασμό που έτρεφε για τη διάνοια του μεγά­λου φιλοσόφου. Το γεγονός όμως αυτό δεν μειώνει την αξία του έργου του, καθώς είναι το μοναδικό πλήρως σωζόμενο έργο του Πλατωνισμού έως την εποχή του Πλωτίνου και έτσι αποτελεί ένα σημαντικό έργο για την κατανόηση της ιστορίας του μετά το θά­νατο του Πλάτωνα.  

Ο Αλβίνος παρουσιάζει μια τάση ταύτισης της πλατωνικής διδασκαλίας με την περιπα­τητική και τη στωική. Όπως αναφέρει ο R. Τ. Wallis:1 «Η κύρια επιρροή του Αλβίνου είναι αριστοτελική αυτή τον οδηγεί να απο­δώσει στον Πλάτωνα (ανομολόγητα) το σύ­νολο της λογικής αυτού του φιλοσόφου. Βρί­σκεται επίσης στη βάση της ταύτισης που έθεσε ο Αλβίνος ανάμεσα στη δική του Υπέρτατη Θεότητα και τον αυτοσυνείδητο αριστοτελικό Νου (ο οποίος στη συνέχεια ταυτίζεται με το Θείο Δημιουργό του Πλά­τωνα και με την ιδέα του Αγαθού). Υπαι­νίσσεται επίσης ότι ο Θεός ενδέχεται πράγματι να υπερβαίνει το Νου.

Η στωική επιρ­ροή στη σκέψη του, μολονότι δευτερεύουσα, εκφράζεται, για παράδειγμα, στη στωικίζουσα γλώσσα με την οποία παρουσιάζει την πλατωνική θεώρηση της γνώσης ως Ανάμνησης». Και συμπληρώνει: «Ο Αλβίνος περιγράφει την Υπέρτατη Θεότητα ως αυτήν που ρυθμίζει την Ψυχή του Κόσμου εγείρο­ντας την να θεαθεί τη δική της τελειότητα. Όπως και οι περισσότεροι Μεσοπλατωνικοί, αρνείται ότι ο Θεός δημιουργεί την Ύλη και την Ψυχή του Κόσμου, όμως προλαμβάνει το Νεοπλατωνισμό όταν αρνείται ότι ο κό­σμος έχει μια έναρξη στο χρόνο». Εν κατα­κλείδι, τα συγγράμματα του Αλβίνου μας επιτρέπουν να διακρίνουμε τη διείσδυση ενός Πλατωνισμού που προβάλλει το Δημι­ουργό ως αρχή ανώτερη από τις ιδέες, οι οποίες είναι μόνο συναίτιες του όντος, χρη­σιμοποιεί το εννοιολογικό ζευγάρι δύναμις- ενέργεια και εισάγει στο πλατωνικό σύστη­μα τη διαβάθμιση της θεότητας. 

Η ανάγνωση και η μελέτη του Διδασκαλι­κού αποκαλύπτει στον αναγνώστη ένα κείμε­νο πολύτιμο για την κατανόηση της ιστορίας του Πλατωνισμού, που προϊδεάζει για τη μυ­στική θεολογία των μετέπειτα αιώνων. Ο Αλβίνος, με πλήρη αφοσίωση σε ό,τι πιστεύει πως είναι οι θεμελιώδεις διδασκαλίες του Πλάτωνα, τις μεταδίδει με το έργο του και επιχειρεί έτσι να μυήσει και άλλους στον ιδε­ολογικό κόσμο του μεγάλου φιλοσόφου.

ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΑΛΒΙΝΟΥ ΕΔΩ: 
ΑΛΒΙΝΟΣ - ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΚΟΣ (ΒΙΒΛΙΟ)

Υ.Γ
(Τρόπος ανοίγματος του βιβλίου: δεξί κλικ πάνω στον σύνδεσμο, αντιγραφή του συνδέσμου και επικόλληση σε νέο παράθυρο)
Viewing all 939 articles
Browse latest View live