Quantcast
Channel: Jasa Digital Marketing Agency Alam Sutera Tangerang
Viewing all 939 articles
Browse latest View live

Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΙΟΥΔΑΪΚΟΥ ΘΕΟΥ "ΓΙΑΧΒΕ"ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΟΝΥΣΟ

$
0
0
Γιαχβέ ἤ Διόνυσος;

Ο Γιαχβέ ήταν μία Θεότητα ανάμεσα στις πολλές τις οποίες είχαν οι Εβραίοι/Ιουδαίοι. Μάλιστα είχε διάφορα ονόματα. Η ονομασία Γιαχβέ ή Ιαχέ ή Ιακχέ προέρχεται από το ελληνικό όνομα  Ίακχος, ή Βάκχος που δεν είναι άλλος από τον ελληνικό Θεό Διόνυσο. (Βλέπε αντίστοιχο αιγυπτιακό μύθο περί Ίσιδος και Οσίριδος). Στην ελληνική θεολογία ο Διόνυσος είναι έκτος στη σειρά δημιουργός θεός μετά τις 5 βασιλείες/δημιουργίες του Ηρικεπαίου (Φάνης), της Αδράστειας, του Ουρανού, του Κρόνου και του Δία σύμφωνα με την ορφικοπυθαγόρεια-πλατωνική παράδοση. Η δημιουργία του Διόνυσου είναι ο αισθητός ορατός κόσμος. 

Παλαιότερα τώρα, η κύρια Θεότητά τους ήταν θηλυκή και ονομαζόταν Asherath (η γνωστή Ελληνική Άρτεμη). Δηλαδή η θρησκεία των αρχαίων Εβραίων ήταν Μητριαρχική όπως και η παλαιότερη θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων πριν την λατρεία του Δία.
Η Asherath ήταν η λεγόμενη Μητέρα των Θεών και του Ουρανού και της Γης, το αντίστοιχο της θεότητας Ιννάνα των Σουμερίων και της Αστάρτης των Βαβυλωνίων κτλ. Ήταν η Μητέρα Θεά Γη, μάνα των Θεών που  γέννησε από τον ίδιο της τον εαυτό τον υποδεέστερο Γιαχβέ. Από τον ιερό γάμο (συνεχίζει η κατά τα άλλα Εβραϊκή αρχαία Θεολογία) της Asherath με τον Yawheh (Γιαχβέ) προήλθε ο φωτεινός Υιός Εωσφόρος, όπου τον συμβόλιζαν αστρολογικά με τον πλανήτη Αφροδίτη δηλαδή την Πούλια και τον Αυγερινό. Ο Πλάτωνας ονόμαζε των φωτεινό Υιό την Πούλια και τον Αυγερινό, δηλαδή και πάλι τον πλανήτη Αφροδίτη. Ο Πλάτων συνεχίζοντας έλεγε πως ο φορέας αυτής της γνώσης είναι ο Ήφαιστος (ως άλλη ονομασία που απέδιδε στον φωτεινό Υιό που μάλιστα δεν ήθελε να αποκαλύψει γιατί ήταν μυστικό των Ελευσίνιων).

Ο Γιαχβέ λοιπόν ήταν εβραϊκός Θεός με Ελληνικές ρίζες (τουλάχιστον κατά την ονομασία του) και η μεγαλύτερη Θεότητα ήταν η Asherath -΄Άρτεμη. Μάλιστα ο Σολομώντας είχε ιερό της Θεάς μέσα στον γνωστό ναό του. 
Ας μην ξεχνάμε και άλλη μία ελληνική εισαγωγή στην ιουδαϊκή θεολογία ενός άλλου ονόματος του Θεού Διόνυσου, του φρυγικού θεού Σαβάζιου που στην Ιουδαϊκή / χριστιανική θεολογία συναντάται με το όνομα του "Κυρίου Σαβαώθ".
Αργότερα οι Ιουδαίοι εξαφάνισαν τη θεά Asherath και επικράτησε η πατριαρχική θεότητα του Γιαχβέ. Ακριβώς το ανάλογο δηλαδή του περάσματος στην Αρχαία Ελλάδα από την Μητέρα χθόνια Θεά στον Θεό Δία. Η συνέχεια όμως εκπλήσσει στην Ιουδαϊκή θεολογία. Οι Ιουδαίοι πέρα από αυτήν την αλλαγή καταργούν όλες τις υπόλοιπες θεότητες και καθιστούν τη θρησκεία τους μονοθεϊστική και τον Γιαχβέ θεό μονάρχη και τύραννο. Στην ουσία οι Ιουδαίοι προσάρμοσαν τη θρησκεία τους στην κολεκτιβιστική τους πολιτική οργάνωση, η οποία προωθεί τον ανελεύθερο άνθρωπο, τον δούλο του θεού, ο οποίος λειτουργεί με το φόβο της αιώνιας τιμωρίας, έναν άνθρωπο που δεν έχει δικαιώματα και ούτε καν είναι άτομο υπεύθυνο για τον καθορισμό της μοίρας του. Για να μπορεί ο Γιαχβέ να κυριαρχεί και να δεσπόζει στην κοινωνική και θρησκευτική ζωή των ανθρώπων κάτω από την απειλή του φόβου της τιμωρίας εισάγεται από τους Ιουδαίους το κατασκεύασμα του Σατανά, που είναι ζωροαστρικής προέλευσης. Η δημοκρατία ως ελληνική επινόηση, για την ιουδαϊκή θεολογία, είναι πολίτευμα του Σατανά που αντιτίθεται στο θέλημα του Θεού τους  (όπως και αργότερα στο Βυζάντιο με την επικράτηση της ελέω θεού μοναρχίας και τους αυτοκράτορες).  
Σήμερα οι Έλληνες λατρεύουν χωρίς να το συνειδητοποιούν μία αρχαία Εβραϊκή θεότητα, τον Γιαχβέ με όλες τις αυθαίρετες κοπτοραπτικού χαρακτήρα αλλαγές και θεολογικές παρεμβάσεις και έπαψαν να λατρεύουν την δική τους αρχαία θεότητα, τον Δία. Αν κάποιος Έλληνας υιοθετήσει ξανά τον πολυθεϊσμό με τον  Δία αρχηγό και τις υπόλοιπες θεότητες, τον κατηγορούν ως ειδωλολάτρη, ενώ τώρα που πιστεύει στον θεό Γιαχβέ, τον πατέρα του Ιησού, με τις κατώτερες υπόλοιπες αγγελικές εβραϊκές οντότητες που τον συνοδεύουν, τον αποκαλούν Πιστό και ορθώς θεολογούντα.
Δηλαδή απεμπολήσαμε τις δικές μας αρχαίες παραδοσιακές ελληνικές λατρείες ή τουλάχιστον την ελληνική αντίληψη και φιλοσοφία (οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από την νεοελληνική χριστιανική εκκλησία ως Σατανικές – Παγανιστικές), για να οδηγηθούμε στη λατρεία αρχαίων ιουδαϊκών θρησκευτικών δοξασιών που μάλιστα είναι και κακέκτυπη αντιγραφή των αρχαίων Ελληνικών.
πηγή: filonoi.gr - erevoktonos

ΠΛΩΤΙΝΟΣ - ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για εννεάδες πλωτίνου

Το παρόν κείμενο είναι αναπόσπαστο κομμάτι από το έργο του Πλωτίνου «Εννεάδες». Στο παρακάτω κειμενο ο Πλωτίνος («Εννεάδες,  3.1.1 – 3.6.24») πραγματεύεται την Διαλεκτική.

«Ποιά τέχνη, ποια μέθοδος ή επιτήδευση θα μας οδηγήσει εκεί που πρέπει να πάμε; Πού πρέπει να πάμε; Στο Αγαθό και στην πρώτη αρχή, καθώς θέσαμε ως συμφωνημένο και αποδεδειγμένο, με πολλές αποδείξεις. Και οι ίδιες οι αποδείξεις είναι ένας τρόπος να αναχθούμε μέχρι εκεί.

Αλλά τι είδους άνθρωπος είναι αυτός που ανάγεται έτσι; Μήπως κάποιος που έχει δει τα πάντα ή, όπως λέει ο Πλάτων «που έχει δει τα περισσότερα και στην πρώτη γέννηση του εισήλθε στην γονή ανθρώπου που επρόκειτο  να γίνει φιλόσοφος, μουσικός ή ερωτικός ; – τὸν πλεῖστά φησιν ἰδόντα, ὃς ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει εἰς γονὴν ἀνδρὸς ἐσομένου φιλοσόφου μουσικοῦ τινος ἢ ἐρωτικοῦ;».


Ο μεν φιλόσοφος υψώνεται από τη φύση του, ο μουσικός όμως και ο ερωτικός πρέπει να οδηγηθούν. Με ποιο τρόπο; Είναι ο ίδιος για όλους ή μήπως είναι διαφορετικός για τον καθένα τους; Η πορεία είναι διττή για όλους, η ανάβαση και η ύψωση. Η μεν πρώτη οδηγεί από τα χαμηλά, η δεύτερη είναι για εκείνους που βρίσκονται ήδη στον Κόσμο των νοητών και που έχουν βάλει ίχνος εκεί, αλλά πρέπει να βαδίσουν ακόμη μέχρι να φτάσουν στα όρια του τόπου εκείνου, «στο τέλος της πορείας» όπως λέγει ο Σωκράτης στην πλατωνική «Πολιτεία, 532.e», όταν κανείς έχει φτάσει στην κορυφή του νοητού Κόσμου. Αλλά αυτό μπορεί να περιμένει: στην αρχή θα προσπαθήσουμε να μιλήσουμε για την ανάβαση.

Πρώτα από όλα θα διευκρινίσουμε τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων αυτών, αρχίζοντας από την περιγραφή της φύσης τουμουσικού. Πρέπει λοιπόν να τον σκεφτούμε ως ευκίνητο [ευσυγκίνητο;] και γοητευμένο προς το καλό [ωραίο], αδύναμο όμως στο να κινηθεί από μόνος του. Εντυπωσιάζεται από τις πρώτες τυχαίες εντυπώσεις. Όπως ο δειλός από τους θορύβους έτσι και αυτός είναι ευαίσθητος στους μουσικούς ήχους και το καλό το εν υπάρχον σε αυτούς, αποφεύγει το μη αρμονικό και την κακή ένωση τραγουδιών και στίχων και κυνηγά το ρυθμικό και το ταιριαστό. Ξεκινώντας από αυτά τα αισθητά, ήχους και ρυθμούς και σχήματα, πρέπει αυτός να προχωρήσει. Πρέπει να διαχωρίσει την ύλη που πάνω της στηρίζονται τα μέτρα και οι αρμονίες και να οδηγηθεί στο κάλλος αυτών των σχέσεων και να μάθει ότι αυτό που τον γοητεύει ήταν η νοητή αρμονία και ομορφιά, το απόλυτο κάλλος και όχι το συγκεκριμένο κάλλος, και να αφομοιώσει τους φιλοσοφικούς λόγους. Χάρη σε αυτούς θα οδηγηθεί να πιστέψει σε όσα δεν γνωρίζει ότι έχει εντός του. Θα δούμε αργότερα ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι.

Ο Ερωτικός, στον οποίο θα μεταπέσει [μεταμορφωθεί] ο μουσικός και είτε θα μείνει σε αυτό το στάδιο είτε θα προχωρήσει, έχει μια κάποια ανάμνηση του κάλλους. Όμως, δεν μπορεί να τη διανοηθεί αυτή καθαυτή, αλλά εντυπωσιάζεται και γοητεύεται από τα ορατά κάλλη. Πρέπει λοιπόν να του διδάξουμε πώς να μην εκστασιάζεται από ένα σώμα, αλλά να οδηγηθεί από τον λόγο στο να σκεφτεί όλα τα σώματα και να δει ότι το κάλλος είναι το ίδιο για όλα και κάτι διαφορετικό από αυτά, ότι έρχεται από αλλού, ότι εκδηλώνεται καλύτερα σε άλλα πράγματα, υποδεικνύοντας του το κάλλος των «επιτηδευμάτων» [έργων] και των «νόμων» – έτσι θα συνηθίσει στον έρωτα των ασωμάτων-, και ότι υπάρχει κάλλος στις τέχνες, στις «επιστήμες» και στις αρετές. Έπειτα πρέπει να του υποδειχτεί η ενότητα του κάλλους και να διδαχτεί με ποιο τρόπο αυτή γεννάται – βλ. πλατωνικό «Συμπόσιο, 210.a-c». Από τις αρετές πρέπει να ανέλθει στο Νου και από εκεί στο ΟΝ. Και από εκεί να βαδίσει πιο ψηλά.

Αλλά ο φιλόσοφος από την φύση του είναι έτοιμος για αυτή την πορεία, «σαν να έχει πτερά – οἷον ἐπτερωμένος» κατά την έκφραση του Σωκράτη στον πλατωνικό «Φαίδρο, 249.a», και, χωρίς να χρειάζεται να αποχωριστεί τα αισθητά, όπως οι άλλοι, κινείται προς τα άνω και χρειάζεται μόνο να του υποδείξει κάποιος τον δρόμο. Πρέπει να του υποδειχτεί και να αφεθεί ελεύθερος με την καλή του θέληση, αυτός που είναι ελεύθερος από την φύση του. Πρέπει να διδαχτεί τα μαθηματικά, ώστε να συνηθίσει τη φιλοσοφική σκέψη και την "πίστη"στον ασώματο Κόσμο – εύκολα θα τα δεχτεί γιατί είναι φιλομαθής. Είναι από την φύση του ενάρετος και οφείλει να οδηγηθεί στην τελείωση των αρετών του. Ύστερα από τα μαθηματικά, πρέπει να διδαχτεί τα διαλεκτικά μαθήματα και να γίνει ολοκληρωμένος διαλεκτικός.

Τι είναι αυτή η διαλεκτικήπου οι προηγούμενοι όπως και ο φιλόσοφος πρέπει να διδαχτούν; Είναι η επιστήμη που μπορεί να εκφράζεται για το καθετί με έλλογο τρόπο και να λέει τι είναι, σε τι διαφέρει και σε τι ομοιάζει με τα άλλα, ανάμεσα σε ποια βρίσκεται και αν είναι πράγματι αυτό που είναι και πόσα όντα υπάρχουν και πάλι πόσα μη όντα, διάφορα των όντων[1]. Αυτή διαλέγεται για το καλό και για το μη καλό, για όσα κατατάσσονται στο καλό και όσα στο αντίθετό του, τι είναι το αΐδιο και τι το μη αΐδιο. Και για όλα έχει επιστήμη ακριβή και όχι απλή δόξα [γνώμη]. Αυτή διακόπτει τις περιπλανήσεις μας στον κόσμο των αισθητών και εγκαθίσταται στον κόσμο των νοητών, κι εκεί ασχολείται με την εκδίωξη τους ψεύδους και τρέφει την ψυχή, κατά την έκφραση του Σωκράτη στον «Φαίδρο, 248.b», στο «ἀληθείας πεδίῳ», χρησιμοποιώντας δηλαδή την πλατωνική μέθοδο της διαίρεσης και διάκρισης των ειδών, του ορισμού της φύσης του κάθε Είναι και της εύρεσης των πρώτων γενών [ειδών], και νοερώς κάνει όλους τους συνδυασμούς με βάση αυτά τα πρώτα ώσπου να διέλθει παν το νοητό [όλο τον νοητό Κόσμο]. Έπειτα, με αντίστροφη πορεία, αυτήν της αναλύσεως, επιστρέφει στην Αρχή. Τότε, έρχεται σε ησυχία, γιατί είναι σε ησυχία όσο είναι Εκεί, και δεν πολυπραγμονεί, αλλά επιδίδεται στην θεωρία του ενός. Αφήνει την λεγόμενη λογική πραγματεία περί προτάσεων και συλλογισμών, όπως θα άφηνε την εκμάθηση της γραφής, σε μια άλλη τέχνη. Μερικά από τα ζητήματα λογικής που θεωρεί αναγκαία ως προκαταρκτικά, αλλά γίνεται η ίδια κριτής αυτού και κάθε άλλου πράγματος, και κάποια τα κρίνει ως χρήσιμα και κάποια άλλα ως περιττά, αρμόζοντας μόνο για τις μεθόδους που ασχολούνται με αυτά.

Αλλά από πού αντλεί τις αρχές της αυτή η επιστήμη;

Ο νους δίνει ευκρινείς αρχές σε όποια ψυχή μπορεί να τις δεχτεί. Τότε, συνδυάζει και συνθέτει και διαιρεί μέχρι να φτάσει στο τέλειο νου. Γιατί, στον «Φίληβο, 58.d», ο Πλάτων λέει ότι  η διαλεκτική είναι το «καθαρότερο τμήμα του νου και της φρονήσεως – τὸ καθαρώτατον νοῦ καὶ φρονήσεως». Ανάγκη  λοιπόν είναι, αφού είναι η τιμιότερη έξη της νόησής μας, απαραίτητο είναι να ασχολείται με το όντως ΟΝ και με το πολυτιμότερο, δηλαδή με την φρόνηση περί του Είναι και με την νόηση του επέκεινα του όντως Όντος – «Ανάγκη οὖν τιμιωτάτην οὖσαν ἕξιν τῶν ἐν ἡμῖν περὶ τὸ ὂν καὶ τὸ τιμιώτατον εἶναι, φρόνησιν μὲν περὶ τὸ ὄν, νοῦν δὲ περὶ τὸ ἐπέκεινα τοῦ ὄντος» γράφει ο Πλωτίνος.

Αλλά πώς; Δεν είναι φιλοσοφία το πολυτιμότερο;  Διαλεκτική και φιλοσοφία είναι το ίδιο; [Και βέβαια]. Αυτή είναι το πολυτιμότερο τμήμα της φιλοσοφίας. Δεν πρέπει να θεωρηθεί ως όργανο του φιλοσόφου. Δεν είναι απλές θεωρίες και κανόνες, αλλά εξετάζει τα πράγματα και έχει ως υλικό τα όντως Όντα. Τα προσεγγίζει μεθοδικά και κατέχει, μαζί με τις θεωρίες της, τα ίδια τα πράγματα. Γνωρίζει περιστασιακά το σόφισμα και το ψεύδος ως προϊόν άλλου και κρίνει το ψεύδος ως κάτι το αλλότριο προς τις αλήθειες που ενέχει, αναγνωρίζοντας, όταν κάποιος το φέρει εμπρός της, αυτό που ξεφεύγει από τον κανόνα του αληθούς. Δεν γνωρίζει τη θεωρία περί προτάσεων – που είναι απλώς γράμματα για αυτήν- αλλά, γνωρίζοντας την αλήθεια, ξέρει τι ονομάζουν προτάσεις και, γενικώς, γνωρίζει τις διεργασίες της ψυχής, αυτό που καταφάσκει και αυτό που αναιρεί, αν αρνούμενη καταφάσκει ή κάτι άλλο και κατά πόσο τα πράγματα ομοιάζουν ή είναι διαφορετικά, και έχει όλες αυτές τις γνώσεις άμεσα, όπως οι αισθήσεις προσλαμβάνουν τα πράγματα, και αφήνει την ακριβολογία για την επιστήμη που ευρίσκεται να ασχολείται με αυτά.

Επομένως, η διαλεκτική είναι το τιμιότερο [πολυτιμότερο] τμήμα. Πράγματι, η φιλοσοφία έχει και άλλα τμήματα. Εξετάζει τη φύση με την βοήθεια της διαλεκτικής, όπως οι άλλες τέχνες χρησιμοποιούν ως βοήθημα την αριθμητική. Αν και η φυσική φιλοσοφία στέκεται πλησιέστερα στη διαλεκτική όταν ζητείται βοήθεια. Με τον ίδιο τρόπο, η φιλοσοφία που εξετάζει την ηθική πηγάζει από την διαλεκτική, αλλά προσθέτει τις καλές συνήθειες καθώς και τις ασκήσεις από τις οποίες προέρχονται οι συνήθειες. Οι λογικές συνήθειες έχουν την Αρχή τους εκεί. Αν και συμβαδίζουν με τα υλικά πράγματα, διατηρούν πολλά από τη διαλεκτική. Αν οι άλλες αρετές εφαρμόζουν τους συλλογισμούς στα πάθη και στις πράξεις που ανήκουν στον καθένα ξεχωριστά, η φρόνηση είναι ένα είδος ανώτερου συλλογισμού που στοχεύει στο καθολικό. Ασχολείται με το πόσο μια στάση είναι συνεπής, αν σε μια περίπτωση πρέπει να αποφεύγει μια πράξη ή να την επιτελέσει ή μήπως υπάρχει κάποια καλύτερη. Αλλά είναι η διαλεκτική και η σοφία που παρέχουν στην φρόνηση τους γενικούς και νοητούς κανόνες για να τους χρησιμοποιήσει. Μπορούν οι κατώτερες αρετές να υπάρχουν χωρίς διαλεκτική και σοφία; Ναι, αλλά μόνο ατελώς και ελλειματικώς. Μπορεί κανείς να είναι διαλεκτικός και σοφός χωρίς τις κατώτερες αρετές; Αυτό είναι αδύνατον, γιατί αυτές προέρχονται ή αυξάνουν μαζί με την σοφία. Κάποιος μπορεί να έχει φυσικές αρετές από τις οποίες αναπτύσσονται οι τέλειες μαζί με την σοφία. Άρα η σοφία έρχεται μετά τις φυσικές αρετές και τελειοποιεί τότε τα ήθη.  Ή, ορθά, όταν υπάρχουν οι φυσικές αρετές αυξάνουν και τελειοποιούνται μαζί με την σοφία. Καθώς το ένα προοδεύει τελειοποιεί το άλλο. Γιατί, γενικώς, η φυσική αρετή είναι ατελής και στην θέαση και στον χαρακτήρα, και οι αρχές από τις οποίες πηγάζει είναι το σημαντικότερο και για τις δύο, τη σοφία και την φυσική αρετή.

_______

Τίς τέχνη ἢ μέθοδος ἢ ἐπιτήδευσις ἡμᾶς οἷ δεῖ πορευθῆναι ἀνάγει; Ὅπου μὲν οὖν δεῖ ἐλθεῖν, ὡς ἐπὶ τἀγαθὸν καὶ τὴν ἀρχὴν τὴν πρώτην, κείσθω διωμολογημένον καὶ διὰ πολλῶν δεδειγμένον· καὶ δὴ καὶ δι᾽ ὧν τοῦτο ἐδείκνυτο, ἀναγωγή τις ἦν. Τίνα δὲ δεῖ εἶναι τὸν ἀναχθησόμενον; Ἆρά γε τὸν πάντα ἢ <τὸν πλεῖστά> φησιν <ἰδόντα>, ὃς <ἐν τῇ πρώτῃ γενέσει εἰς γονὴν ἀνδρὸς ἐσομένου φιλοσόφου μουσικοῦ τινος ἢ ἐρωτικοῦ;> Ὁ μὲν δὴ φιλόσοφος τὴν φύσιν καὶ ὁ μουσικὸς καὶ ὁ ἐρωτικὸς ἀνακτέοι. Τίς οὖν ὁ τρόπος; Ἆρά γε εἷς καὶ ὁ αὐτὸς ἅπασι τούτοις, ἢ καθ᾽ ἕνα εἷς τις; Ἔστι μὲν οὖν ἡ πορεία διττὴ πᾶσιν ἢ ἀναβαίνουσιν ἢ ἄνω ἐλθοῦσιν· ἡ μὲν γὰρ προτέρα ἀπὸ τῶν κάτω, ἡ δέ γε δευτέρα, οἷς ἤδη ἐν τῷ νοητῷ γενομένοις καὶ οἷον ἴχνος θεῖσιν ἐκεῖ πορεύεσθαι ἀνάγκη, ἕως ἂν εἰς τὸ ἔσχατον τοῦ τόπου ἀφίκωνται, ὃ δὴ <τέλος τῆς πορείασ> ὂν τυγχάνει, ὅταν τις ἐπ᾽ ἄκρῳ γένηται τῷ νοητῷ. Ἀλλ᾽ ἡ μὲν περιμενέτω, περὶ δὲ τῆς ἀναγωγῆς πρότερον   πειρατέον λέγειν. Πρῶτον δὴ διασταλτέον τοὺς ἄνδρας τούτους ἡμῖν ἀρξαμένους ἀπὸ τοῦ μουσικοῦ ὅστις ἐστὶ λέγοντας τὴν φύσιν. Θετέον δὴ αὐτὸν εὐκίνητον καὶ ἐπτοημένον μὲν πρὸς τὸ καλόν, ἀδυνατώτερον δὲ παρ᾽ αὐτοῦ κινεῖσθαι, ἕτοιμον δὲ ἐκ τῶν τυχόντων οἷον ἐκτύπων, ὥσπερ οἱ δειλοὶ πρὸς τοὺς ψόφους, οὕτω καὶ τοῦτον πρὸς τοὺς φθόγγους καὶ τὸ καλὸν τὸ ἐν τούτοις ἕτοιμον, φεύγοντα δὲ ἀεὶ τὸ ἀνάρμοστον καὶ τὸ μὴ ἓν ἐν τοῖς ᾀδομένοις καὶ ἐν τοῖς ῥυθμοῖς καὶ τὸ εὔρυθμον καὶ τὸ εὔσχημον διώκειν. Μετὰ τοίνυν τοὺς αἰσθητοὺς τούτους φθόγγους καὶ ῥυθμοὺς καὶ σχήματα οὕτως ἀκτέον· χωρίζοντα τὴν ὕλην ἐφ᾽ ὧν αἱ ἀναλογίαι καὶ οἱ λόγοι εἰς τὸ κάλλος τὸ ἐπ᾽ αὐτοῖς ἀκτέον καὶ διδακτέον, ὡς περὶ ἃ ἐπτόητο ἐκεῖνα ἦν, ἡ νοητὴ ἁρμονία καὶ τὸ ἐν ταύτῃ καλὸν καὶ ὅλως τὸ καλόν, οὐ τό τι καλὸν μόνον, καὶ λόγους τοὺς φιλοσοφίας ἐνθετέον· ἀφ᾽ ὧν εἰς πίστιν ἀκτέον ὧν ἀγνοεῖ ἔχων. Τίνες δὲ οἱ λόγοι, ὕστερον.
Ο δὲ ἐρωτικός, εἰς ὃν μεταπέσοι ἂν καὶ ὁ μουσικὸς καὶ μεταπεσὼν ἢ μένοι ἂν ἢ παρέλθοι, μνημονικός ἐστί πως κάλλους· χωρὶς δὲ ὂν ἀδυνατεῖ καταμαθεῖν,πληττό μενος δὲ ὑπὸ τῶν ἐν ὄψει καλῶν περὶ αὐτὰ ἐπτόηται. Διδακτέον οὖν αὐτὸν μὴ περὶ ἓν σῶμα πεσόντα ἐπτοῆσθαι, ἀλλ᾽ ἐπὶ πάντα ἀκτέον τῷ λόγῳ σώματα δεικνύντα τὸ ἐν πᾶσι ταὐτὸν καὶ ὅτι ἕτερον τῶν σωμάτων καὶ ὅτι ἄλλοθεν   λεκτέον καὶ ὅτι ἐν ἄλλοις μᾶλλον, οἷον <ἐπιτηδεύματα> καλὰ καὶ <νόμουσ> καλοὺς δεικνύντα—ἐν ἀσωμάτοις γὰρ ὁ ἐθισμὸς τοῦ ἐρασμίου ἤδη—καὶ ὅτι καὶ ἐν τέχναις καὶ ἐν <ἐπιστήμαισ> καὶ ἐν ἀρεταῖς. Εἶτα ἓν ποιητέον καὶ διδακτέον, ὅπως ἐγγίνονται. Ἀπὸ δὲ τῶν ἀρετῶν ἤδη ἀναβαίνειν ἐπὶ νοῦν, ἐπὶ τὸ ὄν· κἀκεῖ βαδιστέον τὴν ἄνω πορείαν.
Ο δὲ φιλόσοφος τὴν φύσιν ἕτοιμος οὗτος καὶ οἷον <ἐπτερωμένοσ> καὶ οὐ δεόμενος χωρίσεως, ὥσπερ οἱ ἄλλοι οὗτοι, κεκινημένος πρὸς τὸ ἄνω, ἀπορῶν δὲ τοῦ δεικνύντος δεῖται μόνον. Δεικτέον οὖν καὶ λυτέον βουλόμενον καὶ αὐτὸν τῇ φύσει καὶ πάλαι λελυμένον. Τὰ μὲν δὴ μαθήματα δοτέον πρὸς συνεθισμὸν κατανοήσεως καὶ πίστεως ἀσωμάτου—καὶ γὰρ ῥᾴδιον δέξεται φιλομαθὴς ὤν—καὶ φύσει ἐνάρετον πρὸς τελείωσιν ἀρετῶν ἀκτέον καὶ μετὰ τὰ μαθήματα λόγους διαλεκτικῆς δοτέον καὶ ὅλως διαλεκτικὸν ποιητέον.
Τίς δὲ ἡ διαλεκτική, ἣν δεῖ καὶ τοῖς προτέροις  παραδιδόναι; Ἔστι μὲν δὴ ἡ λόγῳ περὶ ἑκάστου δυναμένη ἕξις εἰπεῖν τί τε ἕκαστον καὶ τί ἄλλων διαφέρει καὶ τίς ἡ κοινότης· ἐν οἷς ἐστι καὶ ποῦ τούτων ἕκαστον καὶ εἰ ἔστιν ὅ ἐστι καὶ τὰ ὄντα ὁπόσα καὶ τὰ μὴ ὄντα αὖ, ἕτερα δὲ ὄντων. Αὕτη καὶ περὶ ἀγαθοῦ διαλέγεται καὶ περὶ μὴ ἀγαθοῦ καὶ ὅσα ὑπὸ τὸ ἀγαθὸν καὶ ὅσα ὑπὸ τὸ ἐναντίον καὶ τί τὸ ἀίδιον δηλονότι καὶ τὸ μὴ τοιοῦτον, ἐπιστήμῃ περὶ πάντων, οὐ δόξῃ. Παύσασα δὲ τῆς περὶ τὸ αἰσθητὸν πλάνης ἐνιδρύει τῷ νοητῷ κἀκεῖ τὴν πραγματείαν ἔχει τὸ ψεῦδος ἀφεῖσα ἐν τῷ λεγομένῳ <ἀληθείας πεδίῳ> τὴν ψυχὴν τρέφουσα, τῇ διαιρέσει τῇ Πλάτωνος χρωμένη μὲν καὶ εἰς διάκρισιν τῶν εἰδῶν, χρωμένη δὲ καὶ εἰς τὸ τί ἐστι, χρωμένη δὲ καὶ ἐπὶ τὰ πρῶτα γένη, καὶ τὰ ἐκ τούτων νοερῶς πλέκουσα, ἕως ἂν διέλθῃ πᾶν τὸ νοητόν, καὶ ἀνάπαλιν ἀναλύουσα, εἰς ὃ ἂν ἐπ᾽ ἀρχὴν ἔλθῃ, τότε δὲ ἡσυχίαν ἄγουσα, ὡς μέχρι γε τοῦ ἐκεῖ εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ, οὐδὲν ἔτι πολυπραγμονοῦσα εἰς ἓν γενομένη βλέπει, τὴν λεγομένην λογικὴν πραγματείαν περὶ προτάσεων καὶ συλλογισμῶν, ὥσπερ ἂν τὸ εἰδέναι γράφειν, ἄλλῃ τέχνῃ δοῦσα· ὧν τινα ἀναγκαῖα καὶ πρὸ τέχνης ἡγουμένη, κρίνουσα δὲ αὐτὰ ὥσπερ καὶ τὰ ἄλλα καὶ τὰ μὲν χρήσιμα αὐτῶν, τὰ δὲ περιττὰ ἡγουμένη καὶ μεθόδου τῆς ταῦτα βουλομένης.
Ἀλλὰ πόθεν τὰς ἀρχὰς ἔχει ἡ ἐπιστήμη αὕτη; ῍Η νοῦς δίδωσιν ἐναργεῖς ἀρχάς, εἴ τις λαβεῖν δύναιτο ψυχῇ· εἶτα τὰ ἑξῆς καὶ συντίθησι καὶ συμπλέκει καὶ διαιρεῖ, ἕως εἰς τέλεον νοῦν ἥκῃ. Ἔστι γάρ, φησιν, αὕτη <τὸ καθαρώτατον νοῦ καὶ φρονήσεωσ>. Ἀνάγκη οὖν τιμιωτάτην οὖσαν ἕξιν τῶν ἐν ἡμῖν περὶ τὸ ὂν καὶ τὸ τιμιώτατον εἶναι, φρόνησιν μὲν περὶ τὸ ὄν, νοῦν δὲ περὶ τὸ ἐπέκεινα τοῦ ὄντος. Τί οὖν; ἡ φιλοσοφία τὸ τιμιώτατον; ἢ ταὐτὸν φιλοσοφία καὶ διαλεκτική; ῍Η φιλοσοφίας μέρος τὸ τίμιον. Οὐ γὰρ δὴ οἰητέον ὄργανον τοῦτο εἶναι τοῦ φιλοσόφου· οὐ γὰρ ψιλὰ θεωρήματά ἐστι καὶ κανόνες, ἀλλὰ περὶ πράγματά ἐστι καὶ οἷον ὕλην ἔχει τὰ ὄντα· ὁδῷ μέντοι ἐπ᾽ αὐτὰ χωρεῖ ἅμα τοῖς θεωρήμασι τὰ πράγματα ἔχουσα· τὸ δὲ ψεῦδος καὶ τὸ σόφισμα κατὰ συμβεβηκὸς γινώσκει ἄλλου ποιήσαντος ὡς ἀλλότριον κρίνουσα τοῖς ἐν αὐτῇ ἀληθέσι τὸ ψεῦδος, γινώσκουσα, ὅταν τις προσαγάγῃ, ὅ τι παρὰ τὸν κανόνα τοῦ ἀληθοῦς. Περὶ προτάσεως οὖν οὐκ οἶδε— καὶ γὰρ γράμματα—εἰδυῖα δὲ τὸ ἀληθὲς οἶδεν ὃ καλοῦσι πρότασιν, καὶ καθόλου οἶδε τὰ κινήματα τῆς ψυχῆς, ὅ τε τίθησι καὶ ὃ αἴρει, καὶ εἰ τοῦτο αἴρει ὃ τίθησιν ἢ ἄλλο, καὶ εἰ ἕτερα ἢ ταὐτά, προσφερομένων ὥσπερ καὶ ἡ αἴσθησις ἐπιβάλλουσα, ἀκριβολογεῖσθαι δὲ ἑτέρᾳ δίδωσι τοῦτο ἀγαπώσῃ.
Μέρος οὖν τὸ τίμιον· ἔχει γὰρ καὶ ἄλλα φιλοσοφία· καὶ γὰρ καὶ περὶ φύσεως θεωρεῖ βοήθειαν παρὰ διαλεκτικῆς λαβοῦσα, ὥσπερ καὶ ἀριθμητικῇ προσχρῶνται αἱ ἄλλαι τέχναι· μᾶλλον μέντοι αὕτη ἐγγύθεν κομίζεται παρὰ τῆς διαλεκτικῆς· καὶ περὶ ἠθῶν ὡσαύτως θεωροῦσα μὲν ἐκεῖθεν, προστιθεῖσα δὲ τὰς ἕξεις καὶ τὰς ἀσκήσεις, ἐξ ὧν   προίασιν αἱ ἕξεις. Ἴσχουσι δὲ αἱ λογικαὶ ἕξεις καὶ ὡς ἴδια ἤδη τὰ ἐκεῖθεν· καὶ γὰρ μετὰ τῆς ὕλης τὰ πλεῖστα· καὶ αἱ μὲν ἄλλαι ἀρεταὶ τοὺς λογισμοὺς ἐν τοῖς πάθεσι τοῖς ἰδίοις καὶ ταῖς πράξεσιν, ἡ δὲ φρόνησις ἐπιλογισμός τις καὶ τὸ καθόλου μᾶλλον καὶ εἰ ἀντακολουθοῦσι καὶ εἰ δεῖ νῦν ἐπισχεῖν ἢ εἰσαῦθις ἢ ὅλως ἄλλο βέλτιον· ἡ δὲ διαλεκτικὴ καὶ ἡ σοφία ἔτι καθόλου καὶ ἀύλως πάντα εἰς χρῆσιν προφέρει τῇ φρονήσει. Πότερα δὲ ἔστι τὰ κάτω εἶναι ἄνευ διαλεκτικῆς καὶ σοφίας; ῍Η ἀτελῶς καὶ ἐλλειπόντως. Ἔστι δὲ σοφὸν εἶναι καὶ διαλεκτικὸν οὕτως ἄνευ τούτων; ῍Η οὐδ᾽ ἂν γένοιτο, ἀλλὰ ἢ πρότερον ἢ ἅμα συναύξεται. Καὶ τάχα ἂν φυσικάς τις ἀρετὰς ἔχοι, ἐξ ὧν αἱ τέλειαι σοφίας γενομένης. Μετὰ τὰς φυσικὰς οὖν ἡ σοφία· εἶτα τελειοῖ τὰ ἤθη. ῍Η τῶν φυσικῶν οὐσῶν συναύξεται ἤδη ἄμφω καὶ συντελειοῦται; ῍Η προλαβοῦσα ἡ ἑτέρα τὴν ἑτέραν ἐτελείωσεν· ὅλως γὰρ ἡ φυσικὴ ἀρετὴ καὶ ὄμμα ἀτελὲς καὶ ἦθος ἔχει, καὶ αἱ ἀρχαὶ τὸ πλεῖστον ἀμφοτέραις, ἀφ᾽ ὧν ἔχομεν«.


[1] Πρβ. Πλάτων «Πολιτεία, 531.c – 535.a» , «Φαίδρος, 265.d – 266.a» και «Σοφιστής, 253.c-d».

πηγή: eleysis69

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΛΚΙΒΙΑΔΗ 175

$
0
0


Έτσι και η ψυχή όταν συνταράσσεται από τις ψεύτικες υποκειμενικές γνώμες, την βοήθεια που της δίνει η γνώση την δέχεται σύμφωνα με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, με αποτέλεσμα να την κάνει αρχή ακόμα μεγαλύτερης ψευδούς δοξασίας και απάτης.

Ούτω δη και ψυχή δια της ψευδούς οιήσεως επιταραττομένη και την της επιστήμης ενδιδομένην βοήθειαν οικείως της εαυτής έξει δεχομένη ποιείται μείζονος ψευδοδοξίας και απάτης αρχήν.

ΓΕΝΕΣΗ ΚΑΙ ΝΕΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για γένεση τραγωδίας

Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε την τραγωδία ως είδος πολιτιστικής δημιουργίας με τόσο και τέτοιο εύρος, οφείλουμε να αναχθούμε στην αρχική στιγμή σύλληψης, γένεσης και διαμόρφωσής της ως σκηνικής οντότητας, στην Αθήνα του 5ου π.χ. αιώνα. Σ’ αυτή μας την προσέγγιση, διαπιστώνουμε ότι η ιστορική πραγματικότητα, τα αντικειμενικά δηλαδή γεγονότα για τα οποία ενδεχομένως άκουσαν κάποιοι να γίνεται λόγος μέσα από μυθολογικές αφηγήσεις ή από τις λογοτεχνικές εκδοχές τους και τα οποία συντελέστηκαν κάποτε στο απώτερο  παρελθόν, μετατράπηκαν μέσα στην αχλύ της ιστορίας σε θρύλο και στη συνέχεια, μορφοποιήθηκαν μέσα στο πέρασμα του χρόνου σε μύθο (Τρωικός πόλεμος, αργοναυτική εκστρατεία). Αυτά, με τη σειρά τους,  αποτέλεσαν το θεματικό πλαίσιο από το οποίο αντλήθηκαν οι υποθέσεις των έργων που γράφτηκαν αρκετά μεταγενέστερα από τους κορυφαίους έλληνες τραγικούς ποιητές, μετατρεπόμενα από μυθολογικές εξιστορήσεις σε δραματικές απεικονίσεις, παραστατικά μορφοποιημένες πάνω στη σκηνή από ηθοποιούς, απευθυνόμενες σε θεατές. Κατ’ αυτό τον τρόπο η τραγωδία προσφεύγει στον μύθο όχι με την αρχική μαγικο-θρησκευτική σημασία του, αλλά την μεταγενέστερη σημασιοδότησή του στο χώρο και το χρόνο της λογοτεχνίας, που τον μετατρέπει σε ένα δυναμικό σημειωτικό σύστημα συμβόλων και νοημάτων που συνιστούν ένα λογοτεχνικό πια κείμενο (J.PVernant-PVidal-Naquet 1981).
Γιατί, ως γνωστόν, οι απαρχές της θεατρικής έκφρασης χάνονται στο βάθος της προϊστορίας και συνδέονται με τον μύθο, ο οποίος αναφέρεται σε κοσμικές οντότητες και μορφοποιεί κοινωνικές καταστάσεις, στις οποίες αποδίδει αξία που υπερβαίνει την αποσπασματικότητα των φαινομένων (Roudhardt 1977:315). Αυτός αποτελεί ένα αιτιώδη λόγο για τη συνείδηση του πρωτόγονου (Frye 1988), σύστημα επικοινωνίας του με το περιβάλλον, ανάλογο με τον ψυχισμό του (Eliade 1963:174).
Όμως η κατανόηση του κόσμου δεν αρκεί. Απαιτείται και η δημιουργική παρέμβαση σ’ αυτόν, με την αποτρεπτική ή προτρεπτική επενέργεια που θα εξασφαλίσει την επιβίωση και θα εγγυηθεί τη συνέχεια της ζωής. Αυτό πραγματοποιείται μέσα από μια ιεροπραξία μαγικού και θρησκευτικού περιεχομένου, η οποία στηρίζεται σε καθαρά «θεατρικές» καταστάσεις και συνιστά την αφετηρία του θεάτρου. Διαθέτει διάκριση του χώρου δράσης από τον χώρο παρακολούθησης της δράσης (σκηνήπλατεία), δρώντες (ηθοποιούς) και συμμετέχοντες (θεατές), θεατρική μεταμφίεση, κίνηση και αυτοσχεδιασμό, προετοιμασία για το «ρόλο» και «υποκριτική». 
Με όλα αυτά τα δεδομένα, διαπιστώνεται ότι δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για να αναπτυχθεί το δράμα. Το μόνο που απομένει είναι να προστεθεί ο διάλογος, ο οποίος δεν υπήρχε σ’ αυτή την αρχική κατηγορία του πρωτόγονου δρωμένου και η ομοιοπαθητική σχέση μεταξύ δρώντων / συμμετεχόντων να μετατραπεί σε ψευδαισθητική σχέση ηθοποιών / θεατών, με συνέπεια την μετάλλαξη της αρχικής «έκστασης» σε «κάθαρση» (Schechner 1985: 117-150). 
            Η πορεία μετεξέλιξης των δεδομένων αυτών είναι αργή και μας οδηγεί μετά τον 10π.Χ αιώνα στην Ελλάδα, όταν καθιερώνεται η λατρεία του θεού Διονύσου και δημιουργείται μια ειδική τελετή προς τιμήν του, γνωστή ως «Διθύραμβος» που εμπεριέχει πολλά από τα στοιχεία που προαναφέρθηκαν. 
Συνδεδεμένος με τις δυνάμεις της φύσης, τη βλάστηση, τη ζωή και φυσικά το κρασί και τη διασκέδαση, ο θεός Διόνυσος αποτελεί τον προνομιούχο φορέα ανάπτυξης παρόμοιων δράσεων, τις οποίες και πάλι στον 7ο π.χ. αιώνα στην Κόρινθο, την εποχή του τυράννου Περίανδρου, ο Αρίων ο Μηθυμναίος επεξεργάζεται και μετατρέπει (το Διθύραμβο) σε πιο λόγιο δημιούργημα. 
Στη συνέχεια αυτών, στην Αθήνα, την εποχή του Πεισίστρατου, ο Θέσπις, όπως είναι γνωστό από ιστορικές πηγές και μαρτυρίες, φορώντας προσωπίδα και στηριζόμενος στον αυτοσχεδιασμό του χορού των ατόμων που μετείχαν στο Διθύραμβο διαλέχθηκε μ’ αυτούς και νίκησε στους αγώνες τραγωδίας που έγιναν το 534-533 π.Χ. κατά τη διάρκεια των εορτών των Μεγάλων Διονυσίων, που τότε θεσπίστηκαν για πρώτη φορά. 
Αν και μέχρι 472 π.Χ. όταν ο Αισχύλος παρουσίασε τους Πέρσες μεσολαβούν αρκετοί ελάσσονες δραματικοί ποιητές, όπως ο Χοιρίλος, ο Πρατίνας και ο Φρύνιχος, έργα των οποίων δε σώζονται παρά μόνο αποσπασματικά, η εικόνα που δημιουργείται στους μεταγενέστερους για τη φύση και το περιεχόμενο της τραγωδίας, είναι αυτή που αποδόθηκε αρχικά από τον Αριστοτέλη στο έργο του «Περί Ποιητικής» και στη συνέχεια, πολύ μεταγενέστερα, από φιλοσόφους, φιλολόγους, ιστορικούς του πολιτισμού, ανθρωπολόγους ψυχαναλυτές, ανάλογα με τα προσωπικά ιδεολογικά, πολιτισμικά και ψυχο-πνευματικά δεδομένα του καθενός, αντίστοιχα της εποχής στην οποία έζησαν και την οποία αντιπροσωπεύουν. 
Η πολυεδρικότητα και συχνά αντιφατικότητα των απόψεων αυτών, φαίνεται ακόμα και από την ερμηνεία της λέξης «τραγωδία», η οποία, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, προέρχεται από την «ωδή των τράγων», των ζωόμορφα μεταμφιεσμένων ακολούθων του Θεού Διονύσου, που ορχούμενοι απήγγειλαν τον Διθύραμβο, το θρνηντικό άσμα προς τιμήν του Θεού, μέσα σε κατάσταση ψυχο-σωματικής έκστασης. 
Σύμφωνα  με άλλες, νεότερες ερμηνείες που παρακάμπτουν την αριστοτελική άποψη και ανάγονται σε μια περισσότερο τελετουργική και ανθρωπολογική διάσταση, ο όρος απεδόθη από τον τράγο, το ζώο που προσφερόταν, προς θυσία για εξαγνισμό της κοινότητας, με μετάθεση σ’ αυτόν όλων των ενοχικών συμπλεγμάτων της ομάδας και κατ’ επέκταση τον εξαγνισμό («κάθαρση») από τις όποιες ανομίες της (Romilly 1970:18-20). 
Αν επιχειρήσουμε μια επιγραμματική σκιαγράφηση των παραμέτρων της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, μπορούμε να αναφέρουμε τα ακόλουθα: ο Τρωικός πόλεμος, έδωσε στους τραγικούς ποιητές το θέμα να δημιουργήσουν μια πλειάδα από τραγωδίες, που ανήκουν στον ίδιο «κύκλο» (ΕκάβηΕλένηΤρωάδεςΦιλοκτήτηςΑγαμέμνων) και να μιλήσουν στην ανθρωπότητα για το παράλογο και ανώφελο του πολέμου, για το αδιέξοδο της βίας, για τη φρίκη του βίαιου θανάτου, για το ανώφελο της θυσίας και του ηρωισμού. 
Γι αυτό και δεν είναι ίσως άστοχη η επισήμανση ότι ο Όμηρος είναι «πατέρας» της τραγωδίας. Αλλά ο μύθος, στη συνείδηση του αθηναίου και του αρχαιοέλληνα πολίτη, δεν αποτελεί πια παρά μια ψευδή αφήγηση. Είναι μια πραγματικότητα που αποδίδει τον κόσμο με ένα διαφορετικό τρόπο, κοινά αποδεκτό από όλους, ένα εννοιολογικό και αξιακό σύστημα που σταδιακά είχε ήδη αρχίσει να εκτοπίζεται από την ανάπτυξη του «Λόγου» και την αντικατάστασή του απ’ αυτόν. Το ευρύτερο όμως πολιτισμικό υπόστρωμα του αρχαιοελληνικού κόσμου, η σύλληψη και αιτιώδης ερμηνεία των πραγμάτων, συνέχιζε σ’ ένα μεγάλο βαθμό να επιτελείται όχι με τρόπο μόνο ορθολογικό, διανοητικό, αλλά ταυτόχρονα και μυθολογικό, ώστε η συνείδηση των πραγμάτων να υπάρχει μ’ ένα αντίστοιχο υπόβαθρο. Ο μύθος, εξακολουθεί να εξηγεί τα γεγονότα, να δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα πραγματικής υπόστασης, να ερμηνεύει το ιστορικά προσδιορισμένο με όρους ανιστορικούς, να αποδίδει την αλήθεια των πραγμάτων με τρόπο έμμεσο, κάποτε συμβολικό, υπαινικτικό και συνδηλωτικό. Με τη σημασία αυτή, η «μυθολογική αφήγηση», με τη σειρά της μεταπλάθεται σε «θεατρική αλήθεια», την οποία προσλαμβάνουν οι αθηναίοι και όλοι οι άλλοι θεατές, στη συνέχεια. 
Γιατί δεν πρέπει να διαφεύγει καθόλου της προσοχής, ότι η τραγωδία (και το δράμα γενικότερα) σε αντίθεση προς τα προγενέστερα, άλλα λογοτεχνικά είδη (έπος, λυρική ποίηση) δεν απευθύνεται σε αναγνώστες αλλά θεατές. Δεν γράφεται για να διαβαστεί ατομικά, αλλά να αποτελέσει κοινό θέαμα για τις μάζες που προσέρχονται γι αυτόν ακριβώς το σκοπό σ’ ένα συγκεκριμένο χώρο (θέατρο) ένα καθορισμένο χρόνο (Διονυσιακές εορτές) (Frye 1971: 489-514). 
Αυτοί, με βάση τη λειτουργία της «θεατρικής σύμβασης» γνωρίζουν καλά ότι αυτό που συντελείται σκηνικά δεν είναι αληθινό. Όμως προσποιούνται ότι το εκλαμβάνουν ως τέτοιο, όπως επίσης το ίδιο κάνουν και για το «σημαινόμενό του», την «ιστορία» που εμφανίζεται μορφοποιημένη μπροστά τους. Το ενδιαφέρον τους δεν εστιάζεται τόσο στην πραγματικότητα, στην αλήθεια των γεγονότων, όσο στην αληθοφάνεια των καταστάσεων και στις συνέπειες, για τις ψυχο-συναισθηματικές και διανοητικές διεργασίες που προκύπτουν στη συνείδησή τους απ’ αυτά. Νά γιατί ο μύθος, έρχεται να αποτελέσει το κατεξοχήν «όχημα σημασίας» προκειμένου οι δραματικοί ποιητές να απευθυνθούν στο κοινό τους περισσότερο από ό, τι η ίδια η Ιστορία, με την όποια θεατρική της εικονοποίηση (J.PVernant 1985). 
Φυσικά, η καταφυγή των τραγικών ποιητών στη μυθική αφήγηση και η αξιοποίησή της στο δράμα, έχει και άλλες αιτίες. Η φιλοσοφία και η κοσμοθεωρία, που αποτελούν το εννοιολογικό υπόβαθρο της τραγωδίας, ο αξιακός κόσμος και η πραξιακή συμπεριφορά του αρχαίου έλληνα, βρίσκουν τον άμεσο αντίκτυπο στο εννοιολογικό υπόβαθρο της τραγωδίας. Η διατάραξη της κοσμικής ισορροπίας από την «υβριστική» συμπεριφορά του ήρωα, που επιφέρει, στη συνέχεια την «άτη» των θεών και την αναπόδραστη «νέμεση» που τιμωρεί τον «υβριστή» και αποκαθιστά την ομαλότητα, η προδιαγεγραμμένη πορεία του ήρωα που, αν και δέσμιος της «ειμαρμένης» αρνείται (ή αδυνατεί) να ξεφύγει από αυτή, δεχόμενος τις συνέπειες πράξεων που (συνήθως) άλλοι διέπραξαν στο παρελθόν ερήμην του, αλλά προς βλάβη της πάσχουσας αθωότητας που αντιπροσωπεύει, δεν μπορούν να εκφραστούν με συγκεκριμένα και χειροπιαστά ιστορικά γεγονότα και περιστατικά. Ο μύθος, με την πολυσημία, τη δυνατότητα ανασημασιοδότησης και την πολλαπλή δυναμική ανάγνωσης που διαθέτει, με την αμφισημία και το ακαθόριστο της αποκλειστικά μίας και μοναδικής ερμηνείας (όπως αυτή χαρακτηρίζει το νεότερο ρεαλιστικό δράμα), έρχεται να εκφράσει τη δυνατότητα, το ενδεχόμενο, το εναλλακτικό, ικανοποιώντας ποικιλότροπα τις πολλαπλές απαιτήσεις των θεατών, ανάλογα με τις προσληπτικές τους ικανότητες και τον ορίζοντα προσδοκιών τους. 
Η διαδικασία αυτή, άλλοτε φανερή και άλλοτε λανθάνουσα, οδηγεί το συγγραφέα σε μια μυθοπλαστική παρέμβαση στα δεδομένα του θέματος που διαπραγματεύεται και τη δημιουργία ενός έργου που άμεσα ή έμμεσα σχετίζεται με το αρχικό μυθολογικό υλικό. Ζητούμενο σ’ αυτή τη διαδικασία δεν είναι τόσο η αλήθεια, όσο η αληθοφάνεια, δεν είναι η αντικειμενικότητα, αλλά οι συνέπειες που αυτή προκαλεί στη συνείδηση του θεατή, μέσα από τη βιωματική της απόδοση από τους ηθοποιούς στη σκηνή. Με αυτές τις προϋποθέσεις η αρχαία τραγωδία αποκτά τις παραμέτρους της «διαχρονικότητας» και της «παγκοσμιότητας» και γίνεται η αρχετυπική μορφή του «κλασικού» στο θέατρο, αφού κινείται αριστοτεχνικά χωρίς αισιοδοξία, αλλά ούτε και απαισιοδοξία πάνω στον άξονα του «μέτρου», χωρίς υποτίμηση του προβλήματος, ούτε απαξίωση της ανθρώπινης προσπάθειας. Οι ατομικές και συλλογικές αξίες μιας εποχής τίθενται σε δοκιμασία. Από τη στιγμή που ο ήρωας αναζητά αυτές τις αξίες, έρχεται σε αντιπαράθεση προς τις προσωπικές ή απρόσωπες δυνάμεις και μηχανισμούς που του τις στερούν ή που εμποδίζουν την κατάκτησή τους. Εξ αυτού απορρέει το αναπόφευκτο της σύγκρουσης και συγκροτείται η ίδια η έννοια του τραγικού, στα όρια της ανθρώπινης ύπαρξης και πέρα απ’ αυτά. 
Στη συνέχεια αυτής της πρώτης μας τοποθέτησης, αν επιχειρήσουμε μια κριτική αποτίμηση των απόψεων που κατά καιρούς έχουν διατυπωθεί για τη γένεση και ανάπτυξη της τραγωδίας στην Αρχαία Ελλάδα, μπορούμε να διαγνώσουμε την ύπαρξη μιας διαρκούς «α-πορίας» ως προς την κατανόηση και ερμηνεία του φαινομένου. Σύμφωνα με τους μελετητές που άμεσα ή έμμεσα ασχολήθηκαν με το ζητούμενο, πρόκειται για ένα πολυδιάστατο πολιτισμικό προϊόν με αισθητική, φιλοσοφική, υπαρξιακή, κοινωνική υπόσταση, που δημιουργήθηκε σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, κάτω από ιδιάζουσες καταστάσεις: κοινωνικές (αθηναϊκή δημοκρατία), ιστορικές (νικηφόρος κατάληξη Μηδικών πολέμων), οικονομικές (αθηναϊκή ηγεμονία), πολιτισμικές (χρυσός αιώνας), φιλοσοφικές (σοφιστική, Σωκράτης, προσωκρατικοί), θρησκευτικές (μυθολογική θεολογία), λογοτεχνικές (επική, λυρική ποίηση), πολιτιστικές (μουσικοί αγώνες, Διθύραμβος) και αισθητικές (κλασικισμός). 
Πρόκειται για ένα σύνθετο δημιούργημα που αντιπροσωπεύει σφαιρικά την αρχαιοελληνική διανόηση και τις πολιτισμικές αξίες του αρχαιοελληνικού κόσμου, όπως αυτές εμφανίζονται στη φιλοσοφία και την τέχνη, την πολιτική και την μυθολογία, την κοινωνική συμπεριφορά και τη θρησκεία, που συμπεριλαμβάνει όλες τις άλλες προγενέστερες αλλά και σύγχρονές της μορφές γραπτού έντεχνου λόγου (επική-λυρική ποίηση). 
Το διαφορετικό στοιχείο το οποίο εμφανίζεται μ’ αυτήν, είναι ότι το νέο είδος προορίζεται να παρασταθεί σκηνικά και να αποτελέσει ζωντανό θέαμα που παρουσιάζεται σε συγκεκριμένο δημόσιο χώρο και απευθύνεται στο σύνολο της αθηναϊκής κοινωνίας. 
Πρόκειται για το αμφιθέατρο, που ως κτίσμα δημιουργείται την ίδια εποχή για να περιλάβει την πολιτιστική εκδήλωση που αποκαλείται έκτοτε «θέατρο». 
Το πρώτο θέατρο της Αθήνας, χτισμένο στους πρόποδες της Ακρόπολης (Θέατρο Διονύσου) ήταν αρχικά ξύλινο και αργότερα έγινε μαρμάρινο, με χωρητικότητα που κυμαινόταν σε αρκετές χιλιάδες θεατών (Moretti 2001:100-120). Σ’ αυτό συγκεντρωνόταν το πλήθος για να παρακολουθήσει το θέαμα το οποίο είχε εκτός από τον καθαρά καλλιτεχνικό και κοινωνικό χαρακτήρα, αφού πριν από την έναρξη των παραστάσεων παρουσιαζόταν σε τιμητική θέση τα μόλις ενηλικιωμένα παιδιά των στρατιωτών που έπεσαν σε πρόσφατους αγώνες της Αθήνας, ενώ έφερναν στην ορχήστρα και τις συμμαχικές εισφορές προς κοινή θέα (Meier 1993: 75-87). 
            Αλλά και ο  χρόνος ήταν καθορισμένος. Πρόκειται για τις τέσσερις βασικές πολυήμερες εορτές προς τιμή του θεού Διονύσου και τους καλλιτεχνικούς / θεατρικούς «αγώνες» που θεσπίσθηκαν σ’ αυτές, δηλαδή τα «Κατ’ αγρούς Διονύσια» (Δεκέμβριος-Ιανουάριος), τα Λήναια (Ιανουάριος-Φεβρουάριος), τα  Ανθεστήρια (Φεβρουάριος-Μάρτιος) και τα «Εν άστει» ή «Μεγάλα Διονύσια» (τέλος Μαρτίου Απρίλιος) (Moretti2001: 65-73). 
Γνωρίσματά τους ήταν ότι  διέθεταν ταυτόχρονα ένα τελετουργικό / λατρευτικό (άνοιγμα πιθαριών με το νέο κρασί, σπονδές στο θεό, τελετές προς τιμή των νεκρών) αλλά και κοινωνικό / εορταστικό χαρακτήρα, στον οποίο συμμετείχε ολόκληρη η «πόλις» είτε από την πλευρά των θεατών, είτε των παραγόντων / συντελεστών της παράστασης (συγγραφείς, χορηγοί, ηθοποιοί, υπεύθυνοι άρχοντες κ.α.). Αποτελούσαν ένα ενοποιητικό ιστό που συνένωνε όλα τα μέλη της αθηναϊκής κοινωνίας, αφού σ’ αυτές συμμετείχαν όλοι οι πολίτες για τους οποίους συνιστούσαν σημαντικό μέρος της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής τους. 
Οι γιορτές αυτές αποτελούσαν προέκταση άλλων μουσικών και αθλητικών που είχαν θεσπισθεί ανά το πανελλήνιο, προς τιμή θεοτήτων ή μυθολογικών ηρώων. Ιδιαίτερα τα Μεγάλα Διονύσια, έδιναν μια ιδανική ευκαιρία για τη νεοπαγή αθηναϊκή δημοκρατία να προβάλει και να καταξιώσει τις αρχές της. Σ’ αυτές (μέσα από τη θεατρική εικονοποίηση που αποτελούσαν η τραγωδία και η κωμωδία), οι παλιές αριστοκρατικές κοινωνικές αξίες που έβρισκαν τη θεμελίωσή τους στους προγενέστερους μύθους και τη θρησκεία, συνδιαλέγονται με τον σοφιστικό ορθό λόγο και καταλήγουν συμβιβαστικά στο μέτρο, που αποτελεί το ουσιαστικό και γενικό κριτήριο για τους συγκεκριμένους αθηναίους πολίτες / θεατές των παραστάσεων. Εκείνοι με τη συμμετοχή τους στο σκηνικό θέαμα, έβρισκαν την ευκαιρία να ξεφύγουν από την καθημερινότητά τους και να επανεξετάσουν τη θέση και τη σχέση τους τόσο σε διαπροσωπικό, όσο και πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο (Meier 1993: 19-25). 
Η τραγωδία, συνδέεται λοιπόν από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της με τη δημόσια ζωή της πόλης, τα ενδιαφέροντα και τους προβληματισμούς της αθηναϊκής κοινωνίας, συμβάλλοντας στη δημιουργία μιας νέας συγκροτημένης πολιτισμικής ταυτότητας για τον αθηναίο πολίτη, μετά τους Μηδικούς πολέμους. Εξ αυτού ακριβώς απορρέει και ο συγκερασμός παραδοσιακών μυθολογικών μοτίβων του αρχαϊκού τρόπου σκέψης με το νέο ορθολογισμό των σοφιστών, όπως και η συνύπαρξη μιας λαϊκής πολιτισμικής παράδοσης που εκπροσωπεί ο χορός με την έντεχνη καλλιτεχνική δημιουργία, που ομογενοποιεί τις πεπαλαιωμένες αντιλήψεις με τη σύγχρονη επιχειρηματολογία του δήμου και των σοφιστών. 
Τα μηνύματα των έργων που έπαιρναν οι θεατές χωρίς να έχουν ξεκάθαρο διδακτισμό, αν και ήταν γνωστά ως ιδέες, αξίες και καταστάσεις μέσα από την προγενέστερη μυθολογική και λογοτεχνική τους εκδοχή, τους έδιναν ηθικά πρότυπα και σημεία αναφοράς που νοηματοδοτούσαν τη ζωή τους. Γι αυτό και το θέατρο επιδοτούταν από την πόλη, γιατί ασκούσε ένα ιδιαίτερα μορφοπαιδευτικό και κοινωνικό ρόλο. 
Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο της αθηναϊκής δημοκρατίας του 5ου π.Χ. αιώνα με το αντίστοιχο πολίτευμα τη συγκεκριμένη δομή και ιεραρχία την ύπαρξη συγκεκριμένων δραστηριοτήτων (διονυσιακές γιορτές) και χώρων (θέατρο) , βρίσκει την ευκαιρία να εδραιωθεί και να αναπτυχθεί η τραγωδία ως είδος, με τη συγκεκριμένη μορφή και το περιεχόμενο που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. 
Εξαιτίας όμως των διαφορετικών και (κάποτε) ετερόκλητων δομικών συστατικών από τα οποία απαρτίζεται ομογενοποιημένα η «τραγωδία», όπως μεταγενέστερα καθιερώθηκε από την εμβληματική ανάλυση του Αριστοτέλη στο έργο του «Περί Ποιητικής», οι μελετητές και ερευνητές για υποκειμενικούς ή άλλους λόγους προκρίνοντας κάποια στοιχεία έναντι άλλων, προσέδωσαν πολλαπλές και ενίοτε αντικρουόμενες απόψεις ως προς την προέλευση το περιεχόμενο και τις διαστάσεις της. 
Αναμφίβολα η ιστορικά πρώτη ερμηνεία, είναι αυτή που μας δίνει ο Αριστοτέλης, ο οποίος συνδέει άμεσα την προέλευση της τραγωδίας από το Διθύραμβο και τις θρησκευτικές τελετές, δίνοντας βαρύτητα σ’ αυτό το μεταφυσικό και θεολογικό χαρακτήρα του νέου είδους, γεγονός που πρόθυμα υποστηρίζεται και πολύ μεταγενέστερα από διαφορετικούς μελετητές  όπως ο ThCaster που στο έργο του ThespisRitual,  Mythe and Drama in the Ancient Far East (1993) επιμένει στο συσχετισμό της τραγωδίας με τη μυθολογία και τη θρησκεία. 
Ανάμεσα στις πιο αντιπροσωπευτικές και καθιερωμένες απόψεις όμως, που επέδρασαν ποικιλότροπα στις περισσότερες από τις μεταγενέστερες και σύγχρονες εκδοχές, μπορούμε να αναφέρουμε εκείνη του FrNietzsche, ο οποίος στη μελέτη του Η γένεση της Τραγωδίας το 1872 υποστηρίζει την άποψη ότι το είδος προκύπτει από τη σύγκρουση του προγενέστερου διονυσιακού στοιχείου, όπως αυτό ενυπάρχει στην ιρρασιοναλιστική μυθολογία από τη μια και τον απολώνειο ορθολογισμό όπως αυτός αναπτύχθηκε τον 5 π.Χ. αιώνα από την άλλη και τελικά οδηγεί σε μια ενότητα που επιτελείται μέσα από την τραγική ποίηση, κατεξοχήν του Σοφοκλή. Ο «Λόγος» του Απόλλωνα και το «Πάθος» του Διονύσου επιφέρουν τη σύγκρουση και προκαλούν την ανάπτυξη της τραγικότητας. 
Μια διαφορετική ερμηνεία δίνει ο SFreud, ο οποίος επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον (λόγω της ιδιότητάς του) στην έννοια της «κάθαρσης», όπως αυτή δίνεται από τον Αριστοτέλη , στο γνωστό ορισμό της τραγωδίας (Περί Ποιητικής VI, 1-4, 1449b). Τονίζει την εκ του ασφαλούς ικανοποίηση που αισθάνεται ο θεατής με την ψευδαισθητική συντριβή του ήρωα, χωρίς τον παραμικρό κίνδυνο (γι αυτόν) ούτε προσωπικό πόνο, εξαιτίας των όσων υφίσταται το σκηνικό δρων πρόσωπο και ερμηνεύει το φαινόμενο «τραγωδία» με ψυχαναλυτικούς όρους. 
Εκτός από αυτές τις νιτσεϊκές και φροϋδικές απόψεις, μια διαφορετική σχολή ερμηνείας της αρχαίας τραγωδίας, είναι αυτή που τη συνδέει με τις ανθρωπολογικές έρευνες και τις επιρροές του συγκεκριμένου επιστημονικού κλάδου, όπως αυτός ξεκίνησε από το μνημειώδες έργο του Sir James Frazer The Golden Bough (1890). Σύμφωνα μ’ αυτές και τους εκπροσώπους της όπως οι GMurray με το έργο του Excursus On the Ritual Forms Perserved in Greek Tragedy (1912) και FMc.  Cornford με το The Origin of Attic Comedy (1914), η δομή και η προέλευση της τραγωδίας ανάγονται σε ανθρωπολογικούς αντιθετικούς όρους όπως φως / σκοτάδι, θυσία / θάνατος και σχετίζονται με εποχικές πρωτόγονες τελετουργίες συνδεδεμένες με το θάνατο και την ανάσταση. 
Νεότερες προσεγγίσεις κάτω από την ίδια οπτική και με ιδιαίτερη έμφαση στη συμβολή του μύθου για τη δημιουργία της τραγωδίας, γίνονται από τους Jean-Pierre Vernant και Pierre Vidal-Nacquet οι οποίοι στο Mythe et tragédie en Grèce ancienne (1972) και το μεταγενέστεροMythe et pensée en Grèce ancienne (1895) (του πρώτου από τους δύο προαναφερόμενους συγγραφείς), επιχειρούν να ερμηνεύσουν την ανάπτυξη της τραγωδίας δια του προϋπάρχοντος μυθολογικού υποβάθρου της αρχαιοελληνικής σκέψης στο σύνολό της, κάτι παρόμοιο που είχε άλλωστε υποστηριχθεί από τον E.RDodds στη μελέτη του The greeks and the Irrational (1951), στην οποία η έμφαση δινόταν κυρίως στα «διονυσιακά» (κατά Νίτσε) στοιχεία της τραγωδίας. 
            Μια σύνθεση ανθρωπολογικών, θρησκειολογικών και κοινωνιολογικών δεδομένων, προτείνεται από την Jacquelin de Romilly στο έργο της La Tragédie Grèque (1970) ως συνιστώσες στη δημιουργία της τραγωδίας στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο της αθηναϊκής δημοκρατίας τον 5ο π.Χ. αιώνα. Σύμφωνα μ’ αυτή, το είδος συνδέεται με τη λατρεία του θεού Διονύσου και το παγανιστικό υπόβαθρο που αυτή περιείχε, συναπτόμενη προς τους «αγώνες» που γινόταν στην πόλη προς τιμή του συγκεκριμένου θεού, γεγονός που μετέτρεπε τον αρχικά θρησκευτικό χαρακτήρα σε κοινωνικό γεγονός και στη συνέχεια σε κοσμικό / καλλιτεχνικό αποτέλεσμα με αντίστοιχο περιεχόμενο. 
            Αυτός ο κοινωνικός χαρακτήρας και αποστολή της τραγωδίας, ως θεάματος του συνόλου των πολιτών της αθηναϊκής δημοκρατίας που, εκτός από καλλιτεχνική εκδήλωση με καθαρά αισθητικό περιεχόμενο, διέθετε εξίσου (ίσως και περισσότερο) μια κοινωνική αποστολή, αποτελώντας ισχυρό συνδετικό ιστό της νεοπαγούς συνείδησης των αθηναίων πολιτών, αποτέλεσε εξίσου ισχυρό πόλο έλξης των μελετητών, οι οποίοι με τις εργασίες τους δημιούργησαν μια συμπαγή τάση στην ερμηνεία του αρχαίου δράματος. Ξεκινώντας από τις ακραίες μαρξιστικές απόψεις του GLucacs οι υποστηρικτές αυτής της άποψης GThompson (Aeschylus and AthensA Study in the Social origins of Drama1966), M.I. Finley (Politics in the Ancient world, 1983), Chr. Meier (The Political Art of Greek Tragedy 1993) επιμένουν στην κοινωνική και πολιτική διάσταση της τραγωδίας. Υποστηρίζουν ότι αυτή γεννιέται τη στιγμή που οι θρησκευτικοί αυτοσχεδιασμοί από τους οποίους προήλθε ο Διθύραμβος πέρασαν στα χέρια μιας πολιτικής εξουσίας που στηριζόταν στο λαό και αναδιοργανώθηκαν με κοινωνικό περιεχόμενο, γεγονός που συμπίπτει με την άνθιση της αθηναϊκής δημοκρατίας και την καθιέρωση της έννοιας του πολίτη (Meier 1993: 19-25). 
            Μια εντελώς διαφορετική εικόνα παρουσιάζουν οι απόψεις του υπαρξιστή φιλοσόφου Miguel de Unamuno (The Tragic sense of Life1926), σύμφωνα με τις οποίες η τραγωδία αποτελεί καταγραφή της διαρκούς πορείας του ατόμου προς τις υπερβατικές αξίες, που τον φέρνει σε σύγκρουση με την κατεστημένη τάξη πραγμάτων, αλλά και τα όρια της δικής του ύπαρξης. 
Αδιαφορώντας, ή αγνοώντας τους μηχανισμούς και τις αιτιώδεις κοινωνικές σχέσεις που ευνόησαν και κατέστησαν δυνατή την εμφάνισή της, ο μελετητής τονίζει τον μεταφυσικό και ιδεαλιστικό χαρακτήρα της τραγωδίας. Ο τραγικός ήρωας, πυρήνας του είδους και της έννοιας, είναι ο ξεχωριστός άνθρωπος που αμφισβητεί την κατεστημένη ηθική, την κοινωνική και θρησκευτική τάξη πραγμάτων και θέτει τα δικά του όρια, όσο και εκείνα του περιβάλλοντός του σε διαρκή «κρίση» / «διακύβευση». Κατ’ αυτό τον τρόπο ανακαλύπτει το υπερβατικό, το οποίο και του αποκαλύπτεται. 
Σε μια ιδιαίτερα ακραία, τέλος, κατηγορία, μπορεί ακόμα να ενταχθούν οι σύγχρονες «μεταμοντέρνες» εκδοχές των LacanFoucault καιDerrida, αλλά και της φεμινιστικής προσέγγισης, που από μια διαφορετική οπτική καταλήγουν σε διαφορετικές προτάσεις για την εμφάνιση και ανάπτυξη του είδους. 
            Όπως διαπιστώνεται, οι απόψεις για την προέλευση και τον χαρακτήρα της τραγωδίας είναι πολλές και ποικίλες, άλλοτε συγκλίνουσες και άλλοτε αποκλίνουσες. Αυτό όμως δεν είναι αρνητικό, αφού αντιστοιχεί στην πολυσημία και την παγκοσμιότητα του είδους, που διαθέτει το γνώρισμα του «κλασικού» και πανανθρώπινου. 
Οποιαδήποτε άποψη και αν υιοθετήσουμε για την αφετηρία και την εξέλιξη της τραγωδίας στην αρχαία Ελλάδα, κάτω από οποιαδήποτε προσέγγιση και αν επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε το περιεχόμενο και τις διαστάσεις της, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η όποια ερμηνεία μας στηρίζεται και μόνο σε ελάχιστα από τα έργα που έχουν διασωθεί από τις κατά προσέγγιση πάνω από χίλιες τραγωδίες που γράφτηκαν κατά το διάστημα ενός αιώνα (επτά του Αισχύλου, επτά του Σοφοκλή και δεκαοκτώ του Ευριπίδη). 
Επίσης δεν πρέπει να αγνοείται η παράμετρος της παράστασης, δηλαδή ο χαρακτήρας του ζωντανού θεάματος που έπαιρνε χώρα μπροστά σε θεατές, συγκεντρωμένους να παρακολουθήσουν τη σκηνική μορφοποίηση δράσεων, των οποίων την πλοκή και κατάληξη γνώριζαν εκ των προτέρων. 
Κάτω από αυτό το πρίσμα και με αυτούς τους όρους, γίνεται κατανοητός ο λόγος για τον οποίο η αρχαία ελληνική τραγωδία αποτελεί μοναδικό πολιτισμικό προϊόν , όχι μόνο για τα θέματα που πραγματεύεται, ούτε για το είδος και το μέγεθος των συγκρούσεων που παρουσιάζει, ούτε (τέλος) για την αντιπαράθεση του φυσικού στον μεταφυσικό κόσμο, με την προσωποποιημένη ή απρόσωπη μορφοποίησή των αντιθέσεων που εικονοποιεί. 
Η έννοια του «τραγικού» δεν είναι ποσοτικό, αλλά ποιοτικό μέγεθος, που, ως τέτοιο, ξεπερνά τα χρονικά όρια και τις δεσμεύσεις του χώρου, αποκτώντας διαστάσεις παγκοσμιότητας, που τηρουμένων των αναλογιών, συναντώνται ακόμα και σήμερα, κάτω από διαφορετικές συνθήκες και μέσα σε διαφορετικό πλαίσιο αναφοράς. Αυτή η συμπυκνωμένη μορφή, αλλά και ο συγκεκριμένος τρόπος δράσης, η σχέση αιτίων με αποτελέσματα και η θέση του ήρωα μέσα σ’ αυτά, είναι που συγκροτεί τη διάσταση της «τραγικότητας», που παρά τους όποιους μορφολογικούς μετασχηματισμούς, μπορεί να εντοπισθεί ακόμα και στη σύγχρονη μεταβιομηχανική κοινωνία (Mc Donald 1993). 
Η βία στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, η διεθνής τρομοκρατία, οι διογκωμένες κοινωνικές ανισότητες, οι τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές αντιθέσεις των προηγμένων μεταβιομηχανικών κοινωνιών και των μαζών του τρίτου κόσμου, η καταπίεση και εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο, η περιφρόνηση των νόμων της φύσης που επιφέρει σωρευτικά τα μεγάλα οικολογικά προβλήματα που απειλούν το ίδιο το μέλλον της ανθρωπότητας, ο παραγκωνισμός των ανθρωπιστικών αξιών και ιδανικών, ο φανατισμός και τα ρατσιστικά φαινόμενα, η ιδεολογική αποδυνάμωση και η αντικατάστασή της από απροκάλυπτα συμφέροντα οικονομικής, κοινωνικής και κρατικής προελεύσεως, αποτελούν τη νέα πραγματικότητα, από την οποία η τραγωδία μπορεί να αντλήσει το υλικό της. 
Οι αρχές πάνω στις οποίες δομήθηκε η αρχαία τραγωδία παραμένουν ακόμα σταθερές, μόνο που σήμερα έχει αλλάξει, το περιεχόμενο ή / και η μορφή τους: Η ύβρις, ως ενδογενής τάση του ανθρώπου να ξεπερνά τα όρια που του έχουν καθοριστεί και να επιβάλει το δικό του εγώ πάνω στα πράγματα και τις καταστάσεις, εμφανίζεται περίτρανα με την εικόνα της τεχνολογίας και τις άπειρες δυνατότητες που προσφέρει στον άνθρωπο. Η περιφρόνηση των νόμων της φύσης με την εξέλιξη στους τομείς της γενετικής, της μοριακής βιολογίας, της ρομποτικής, που τόσο προκλητικά προβάλλουν την εικόνα ενός «διαφορετικού» ανθρώπινου είδους, εγκυμονεί τεράστιους κινδύνους για τη φυσιογνωμία του ανθρώπου πάνω στη γη. Επομένως η «μοίρα» που ερχόταν να αποτελέσει την αναπόδραστη πραγματικότητα για τον αρχαιοελληνικό κόσμο και την τραγωδία κατ’ επέκταση, ίσως να ενυπάρχει στην εξίσου και σημερινή προσπάθεια του ανθρώπου να αλλάξει ριζικά τα πράγματα και να κυριαρχήσει εγωιστικά στο σύμπαν. 
Από εδώ, ίσως να προέλθει η «άτη» και η «νέμεσις» που να επιφέρει τη συντριβή του «υβριστή». Να κάποιες από τις πιθανές πηγές που μπορεί να προκαλέσουν τραγικές καταστάσεις στον άνθρωπο του 21ου αιώνα και να αποτελέσουν θέματα αξιοποίησης από τη σύγχρονη μορφή τραγωδίας (Aylen 1964). 
Γιατί αν συγκεκριμενοποιήσουμε προσδιοριστικά και μόνο τα μεγέθη σε πρόσωπα (Αγαμέμνων, Κλυταιμνήστρα, Ηλέκτρα, Ορέστης, Οιδίποδας, Αντιγόνη, Κρέων), θεματικές ενότητες (Τρωικός Πόλεμος, Μυκήνες, Θήβα) και καταστάσεις (φόνος, αυτοκτονία, αυτοτιμωρία, θάνατος, δικαίωση, υπέρβαση), τότε κινδυνεύουμε να χάσουμε το ουσιαστικό νόημα και το περιεχόμενο του είδους (τραγωδία) των έργων που το αντιπροσωπεύουν: την αίσθηση του τραγικού ως στοιχείου της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, ως εγγεγραμμένης (ίσως και προδιαγεγραμμένης) κατάστασης υπαρξιακού, οντολογικού και μεταφυσικού χαρακτήρα, από την οποία απορρέει η «διαχρονικότητα» και στην οποία οφείλεται η «παγκοσμιότητά» της. 
Κάτω από αυτό το πρίσμα, η «ιστορία» που μεταπλάθει θεατρικά η δημιουργική συνείδηση των συγγραφέων του αρχαίου δράματος, δεν είναι παρά το πρόσχημα που θα δώσει στο θεατή τη δυνατότητα να επιχειρήσει και να πραγματοποιήσει την υπέρβαση του «εδώ τώρα» της δικής του ύπαρξης προς το «αλλού άλλοτε» της μυθοποιημένης ιστορίας. Μέσα σ’ αυτήν την ψευδαισθητική «υπερπραγματικότητα» και με δεδομένη τη λειτουργία της θεατρικής σύμβασης και τη φαντασιακή σύλληψη του πραγματικού που καθορίζει κατά τον Αριστοτέλη (και μετά απ’ αυτόν ολόκληρο το δυτικό θέατρο) την επικοινωνία της σκηνής με την πλατεία, ο θεατής θα βρει τα ερείσματα εκείνα που θα του επιτρέψουν να κάνει τις αναγωγές και τους παραλληλισμούς με τη δική του αντικειμενικότητα, που θα του προσφέρουν τελικά την «κάθαρση» με την  πολυδιάστατη σημασία της. 
Με τη σημασία αυτή, το τραγικό αποσυνδέεται πια από την τραγωδία και μετατρέπεται σ’ ένα «τραγικό της καθημερινότητας», χωρίς ιδιαίτερη δράση, ούτε «ήρωα» - φορέα της. Η τραγωδία των «Μεγάλων» του Οιδίποδα και της Ιοκάστης στη Θήβα, του Αγαμέμνονα και της  Κλυταιμνήστρας στις Μυκήνες,  μπορεί να γίνει η τραγωδία των «μικρών» του John και της Helen, στο Μπρούκλιν, του Robert και της Christineστο Cartier Latin, του Κώστα και της Μαρίας στην Αθήνα.



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

AYLEN L. (1964) Greek Tragedy and Modern World, London, Methuen
CORNFORD (31993) The Origin of Attic Comedy, gr. Transl. L. Zenakos Athens, Papadimas ed.
DODDS E. (1981) The Greeks and the Irrational, Berkley, University of California Press
ELIADE M. (1963) Aspests du mythe, Paris, Callimard
FINLEY Μ.Ι. (1983) Politics in the Ancient World, Cambridge, Cambridge University Press
FRYE N. (1971) «Littérature et mythe» Poétique 8 : 489-514
FRYE N. (1988) Mythe and Metaphor. Selected Essays 1974-1988, Charlottesville, University Press of Virginia
GASTER Th. (1993) Thespis. Ritual, Myth and Drama in the Ancient Far East, New York, Doubleday and Company
MDONALD M. (1993) Αncient Sun, Modern light, New York Columbia University Press
MEIER Christian (1993) The Political Art of Greek Tragedy, Cambridge, Polity Press
MORETTI JCh(2001 Théâtre and Sociéte dans la Grèce antique, Paris, Librairie Générale Française
NIETZSCHE Fr. (1967) The Birth of Tragedy trnsl. Walter Kaufman, New York, Vintage, 1967
ROMILLY J. de  (1970) La Tragédie Gréque, Paris, P.U.F.
RUDHARDT J. (1977) «La fonction du mythe dans la pensée religieuse de la Crèce» in Il mito greco [cl.], Roma, ed. Dell’ Ateneo-Bizzani : 307-320
SCHECHNER R(1985) Between theatre and anthropologyPhiladelphia, University of Pennsylvania Press
THOMPSON George (1966) Aeschylus and Athens. A Study in the Social Origins of Drama, London
VERNANT J.P. (1985) Mythe et pensée en Grèce ancienne, Paris, La Decouverte
VERNANT J.P.- VIDAL-NAQUET P. (1972) Mythe et tragédie en Grèce ancienne, Paris, Maspero
UNAMUNO M. de (1954) [1926] The Tragic Sens of Life trs. J.E. Crawford Flich, London Dover Publications 

πηγή:  ekivolos.gr

ΤΟ ΤΡΟΦΩΝΙΟ ΑΝΤΡΟ - ΤΟ ΜΑΝΤΕΙΟ ΤΟΥ ΔΙΑ ΚΑΙ Η ΑΠΟΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΩΝ ΔΡΩΜΕΝΩΝ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για τροφώνιο μαντείο

Η Λιβαδειά είναι η αρχαία πρωτεύουσα της Βοιωτίας, και δεν ονομάζεται έτσι επειδή υπάρχουν εκεί λιβάδια. Στην βαθιά αρχαιότητα, όπως γράφει ο Παυσανίας υπήρχε εκεί μία πόλη με την ονομασία Μήδεια και ήταν χτισμένη στον «πράσινο λόφο». Αργότερα, σύμφωνα με την μυθολογική παράδοση, ο Αθηναίος Λέβαδος ίδρυσε μία πόλη στην πεδιάδα, η οποία πήρε το όνομα της από τον κτήτορα της και ονομάστηκε Λιβαδεία και πολύ αργότερα το τοπωνύμιο παραφράστηκε και έγινε «Λιβαδειά».

Στους ιστορικούς χρόνους η πόλη έγινε ευρύτερα γνωστή στον Ελλαδικό χώρο λόγω του μυστηριακού μαντείου του Τροφωνίου. Στο αρχαίο Τροφώνιο Άντρο ταξίδευαν από παντού και ζητούσαν μελλοντολογικούς χρησμούς πάρα πολλοί άνθρωποι και εκεί είχαν προσφύγει ζητώντας βοήθεια πολύ σπουδαίοι άντρες (ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι εκεί ζήτησε χρησμό ο πάμπλουτος βασιλιάς Κροίσος, ο αρχηγός του περσικού στρατού Μαρδόνιος, ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος-Παύλος, κ.α.).


Κατά την αρχαιότητα ή πόλη λεηλατήθηκε και καταστράφηκε δύο φορές (395π.κ.ε.- 86π.κ.ε.) αλλά τον 2ο αι. μ.κ.ε. η πόλη γνώρισε μεγάλη ακμή και στο Τροφώνιο Άντρο κατέφτασαν για χρησμό άνθρωποι από τις τέσσερις γωνίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, (ανάμεσα τους και ο Παυσανίας, που στις Περιηγήσεις του περιγράφει με όλες τις λεπτομέρειες τα παράξενα που συνέβαιναν εκεί). Στο ιερό άλσος, το μαντείο του Τροφώνιου λειτουργούσε μέχρι την πλήρη εγκαθίδρυση του Χριστιανισμού και την απαγόρευση δια νόμου, από τον Θεοδόσιο ‘Α, των τελετουργιών, των αρχαίων θρησκειών και μυστηρίων.

Το όνομα Λιβαδειά έγινε ταυτόσημο με τη παγανιστική χθόνια μαγεία και την μυστηριακή μαγεία. Συχνά το μέρος αναφερόταν ως Λεβάδις, από το Λέβις (αρχ. Λέβητας, καζάνι) και Άδης, δηλαδή η Λιβαδειά θεωρούνταν πλέον «το καζάνι του Άδη» δηλαδή η είσοδος προς τα καζάνια της κόλασης, τα λεγόμενα κεκολαστήρια, επειδή εκεί οι άνθρωποι έμπαιναν σε πειρασμό να αμαρτήσουν αναβιώνοντας τα αρχαία παγανιστικά μυστήρια λόγω της ύπαρξης του Τροφωνίου Άντρου στην περιοχή.

Επιστρέφοντας από τον κάτω κόσμο ο Λουκιανός οδηγήθηκε και εκείνος στην Λιβαδειά. Είχε καταλήξει να επισκεφθεί τον Άδη για να ζητήσει μία απάντηση στην ερώτηση: «Ποια είναι καλύτερη ζωή που πρέπει κάθε μυαλωμένος άνθρωπος να εκλέγει»; Αυτή ήταν πάντα ή αγωνία που επιζητούσε χρησμό από τους Θεούς και σε συμβουλή από τους σοφούς. Αυτή ήταν και η ερώτηση που βασάνιζε το Λουκιανό στις σελίδες του εξαίσιου έργου του Μένιππος η Νεκυομαντεία.

Διηγείται στους φίλους του ότι κανένας φιλόσοφος δεν μπόρεσε να του προτείνει τον τρόπο για μια καλύτερη ζωή, όσους και αν επισκέφτηκε, και έτσι αποφάσισε να φτάσει για να μάθει τα πάντα για το μυστήριο της ζωής: «Δεν επιτρέπεται όμως να ανακοινώνονται σε όλους αυτά και ούτε να λέγονται τα όσα είναι μυστικά γιατί υπάρχει φόβος να με καταγγείλει κανείς για ασέβεια στο Ραδάμανθυ…» «Μην φοβάσαι Μένιππε, για το Θεό, δεν υπάρχει τέτοιος φόβος από μένα. Σε παρακαλώ λοιπόν, μην το κρύβεις από τους φίλους σου. Θα μιλήσεις σε άνθρωπο που ξέρει να κρατά τα μυστικά και σε μεμυημένο…»

«…Κάποια νύχτα δεν με έπαιρνε ο ύπνος κάνοντας αυτές τις σκέψεις, πήρα την απόφαση να πάω στη Βαβυλώνα και να παρακαλέσω κάποιον από τους μάγους εκείνους, που είναι μαθητές και διάδοχοι του Ζωροάστρη, για τους οποίους είχα ακούσει ότι με κάποιες τελετές μπορούσαν να ανοίξουν και τις κρυφές πόρτες του Άδη και να κατεβάσουν σ’ αυτόν στα σίγουρα όποιον θέλουν και να τον ανεβάσουν πάλι επάνω, να με βοηθήσουν αυτοί να βρω την αλήθεια.

Νόμιζα, λοιπόν, πως το καλύτερο που είχα να κάνω με την βοήθεια από αυτούς τους μάγους, να κατεβώ στον Άδη και να πάω να βρω τον Τειρεσία τον Βοιωτό για να μάθω από αυτόν, που ήταν μάντης και σοφός, ποια είναι η καλύτερη ζωή που πρέπει ο κάθε μυαλωμένος άνθρωπος να εκλέγει. Πετάχτηκα λοιπόν αμέσως από το κρεβάτι μου και πήγα στη Βαβυλώνα. Όταν έφτασα εκεί, βρήκα ένα Χαλδαίο, που ήταν σοφός και θαυμάσιος στην δουλειά του, με κάτασπρα μαλλιά και σεβάσμια γενειάδα, που τον έλεγα Μυθροβαρζάνη και ύστερα από χίλιες ικεσίες και όρκους, τον κατάφερα να μου δείξει τον δρόμο για τον Άδη..

Τότε ο Χαλδαίος με πήρε κοντά του και πρώτα άρχισε να με λούζει 29 μέρες κατά σειρά κάνοντας αρχή από το νέο φεγγάρι. Με κατέβαζε κάθε πρωί ξημερώματα στον Ευφράτη και όταν έβγαινε ο ήλιος απάγγελλε σ’ αυτόν μια μεγάλη προσευχή, που απ’ αυτήν ούτε λέξη δεν καταλάβαινα, φαινόταν ωστόσο πως επικαλούσε κάποιους θεούς. Ύστερα από την μαγική του προσευχή και αφού με έφτυνε 3 φορές στο πρόσωπο, γυρίζαμε πίσω στο σπίτι του, χωρίς όμως να βλέπω κανέναν από τους ανθρώπους που έβρισκα στο δρόμο. 

Ή τροφή μας ήταν τα ακροβλάσταρα, ποτό μας το γάλα και το υδρόμελι, καθώς και το νερό του Χοάσπου και κρεβάτι μας ή ύπαιθρος, πάνω στα χορτάρια. Όταν έγινε ή προετοιμασία που έπρεπε με έφερε κατά τα μεσάνυχτα στον Τίγρητα ποταμό, όπου με έπλενε, με σπόγγιζε, με εξάγνιζε με δαδιά και σκοινιά και με άλλα τέτοια πολλά μουρμουρίζοντας και την μαγική του προσευχή, και ύστερα αφού έκανε μάγια σε όλο του το σώμα και έκανε διάφορους κύκλους ολόγυρά μου για να μην πάθω κανένα κακό από τα πνεύματα με ξανάφερε πάλι στο σπίτι μου έτσι όπως ήμουν, βαδίζοντας όμως πισώπατα.

Ως το πρωί ετοιμαζόμασταν για το ταξίδι και μου έδινε οδηγίες… Μου έφερε τούτο το καπέλο την προβιά του λιονταριού, και μου ‘δωσε να κρατώ τη λύρα, και με πρόσταξε, αν με ρωτήσει κανείς στο δρόμο για το όνομα μου, να μην πω ότι με λένε Μένιππο, αλλά Ηρακλή ή Οδυσσέα, η Ορφέα……αφού περάσαμε και την λίμνη, φτάσαμε σε ένα μέρος έρημο, που ήταν γεμάτο από δέντρα, που δεν το έβλεπε ο ήλιος… στο τέλος, ο Μυθροβαρζάνης, κρατώντας δαυλό αναμμένο και με δυνατή φωνή, επικαλούνταν φωνάζοντας όλα τα δαιμόνια μαζί, και τις Τιμωρίες και τις Ερινύες, και τη μαύρη Εκάτη και τη φοβερή Περσεφόνη ανακατεύοντας μαζί με τα ονόματα αυτά και μερικές άλλες βαρβαρικές, άγνωστες μου, θεότητες που τα ονόματα τους ήταν δύσλεξα και μακρόλεξα.

Αμέσως τότε, όλος ο τόπος τραντάχτηκε, και όταν ειπώθηκε η μαγική προσευχή η γη σχίστηκε και ακούστηκε από μακριά η κραυγή του Κέρβερου και με κατάκλυσε φόβος και τρόμος. «…και ο βασιλιάς τον νεκρών κάτω από την γη φοβήθη». Γιατί φαίνονταν τα πιο πολλά ,μέρη του Άδη, και λίμνη και ο πυριφλεγέθων ποταμός και του Πλούτωνα τα ανάκτορα…»

Έπειτα από πολλές παράξενες περιηγήσεις στον κάτω κόσμο και συναντήσεις με πνεύματα στο βασίλειο των σκιών, ο Μένιππος διηγείται το τέλος της περιπέτειας του: «Ήταν πια αργά, και τότε εγώ είπα στον Μυθροβαρζάνη εμπρός, γιατί αργοπορούμε και δεν γυρίζουμε στην επάνω ζωή;» 

Αυτός μου απάντησε: «Μην ανησυχείς Μένιππε θα σου δείξω ένα μονοπάτι που θα σε βγάλει γρήγορα και εύκολα…» «Και αμέσως με έφερε σε ένα μέρος πιο σκοτεινό από τον άλλο Άδη που ήταν ημιφωτισμένος, και μου έδειξε από μακριά ένα φωτάκι που μόλις ζάριζε και φαινόταν σαν να έβγαινε από κλειδαρότρυπα. Εκεί, μου είπε είναι το ιερό του Τροφώνιου, και από εκεί κατεβαίνουν εδώ όσοι έρχονται από την Βοιωτία. Πάρε λοιπόν αυτό το μονοπάτι και σε λίγο θα είσαι στην Ελλάδα. Τα λόγια του αυτά με γέμισαν χαρά, και αφού χαιρέτησα τον μάγο, σερνάμενος και με πολύ κόπο βρέθηκα χωρίς να καταλάβω πως στην Λιβαδειά…»

Ακολουθώ αντίστροφα την Ερκύνα (τον αρχαίο ποταμό Έρκυνα) το μικρό ποτάμι που διασχίζει την πόλη της Λιβαδειάς. Κάτω από τα πλατάνια, οδηγούμαι στις αρχαίες πηγές της Κρύας, της Λήθης και της Μνημοσύνης, κοιτώ ψηλά το μεσαιωνικό κάστρο στο λόφο, στους πρόποδες του οποίου βρίσκονται τα ερείπια για τα οποία πιστεύεται ότι αποτελούν, ό,τι απέμεινε από το Τροφώνιο Άντρο, στο ιερό άλσος της αριστερής όχθης του ποταμού, προς τον προφήτη Ηλία (το κάστρο το έχτισαν εκεί οι Φράγκοι και οι Καταλανοί και κρύβει ερείπια από το ιερό του Διός Βασιλέως).

Κοιτώ γύρω μου: τα παιδάκια ταΐζουν τις πάπιες, οι παρέες γελούν και διασκεδάζουν στις καφετέριες και στα αναψυκτήρια που περικυκλώνουν τον χώρο, παντού ακούγεται χορευτική μουσική, βρίσκομαι στο κέντρο αναψυχής της Λιβαδειάς, κανείς απ’ όλους αυτούς δεν ξέρει ότι εδώ βρισκόταν ένα από τα πιο μυστηριώδη μέρη της αρχαιότητας, κανείς τους δεν ξέρει πόσο παράξενα ήταν αυτά τα νερά, σχεδόν κανείς του δεν προσέχει ούτε κανείς τις αρχαίες αναθηματικές κόγχες και τις εισόδους από τις σπηλαιώδεις στοές στην απέναντι όχθη, που παλιά χανόντουσαν στα βάθη της γης ενώ τώρα μετά τα είκοσι μέτρα σταματούν, έχουν στραγγιστεί και λένε ότι το έκανε ο δήμος γιατί εκεί μέσα χάθηκε ένα ζευγάρι νέων που δεν βρέθηκε ποτέ, πριν από αρκετά χρόνια.

Πίσω στον χρόνο, όλοι αυτοί οι χώροι ολόγυρα μου ήταν αφιερωμένοι στη λατρεία του Αγαθού Δαίμονα, της Αγαθής Τύχης, του Ερμή, του Διόνυσου, της Άρτεμης και της Ειλυθείας, και άλλων πολύ παράξενων θεοτήτων, που σήμερα-για κάποιον ανεξήγητο λόγο-θεωρούμε κλασικές και οικείες και εκεί, πέρα, στο Τροφώνιο, υπήρχε ένα μέρος μυστηρίου, τρόμου, δέους, ψυχεδέλειας…

Ο Τροφώνιος ήταν ένας μυθολογικός ήρωας για τον οποίο πιστευόταν ότι έχτισε το μαντείο και το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Ο μύθος λέει ότι όταν τελείωσε την κατασκευή, συμβουλεύτηκε ο ίδιος το μαντείο των Δελφών, και όταν ρωτήθηκε τι θα ήθελε ως ανταμοιβή για την υπηρεσία του στο Θεό, εκείνος απάντησε: «Θέλω αυτό που είναι καλύτερο για τον άνθρωπο…» (χωρίς να ξέρει ότι μια παρόμοια επιθυμία θα οδηγούσε αιώνες αργότερα τον Λουκιανό στον Άδη και έπειτα στη Λιβαδειά).

Το μαντείο απάντησε ότι την Τρίτη μέρα η επιθυμία του θα πραγματοποιούνταν και θα είχε αυτό που ήταν καλύτερο για τον άνθρωπο. Και έπειτα από τρεις ημέρες, την αυγή, ο Τροφώνιος βρέθηκε νεκρός. Το καλύτερο, λοιπόν, για τον άνθρωπο είναι να πεθάνει ή αν δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι ο χρησμός ήταν πέραν του δέοντος κυνικός, το καλύτερο βρίσκεται στα πεδία πέρα από το θάνατο η στον Άδη… ένας άλλος θρύλος λέει ότι τον Τροφώνιο τον «τον κατάπιε η γη στην Λιβαδειά».

Όπως και να ‘χει το μαντείο των Δελφών έπειτα πρόσταξε να εγκαθιδρυθεί ή λατρεία του Τροφώνιου στη Λιβαδειά και να χτιστεί εκεί ένα μαντείο αφιερωμένο σε αυτόν και ήταν ένα υπόγειο μαντείο (αντίστοιχο ίσως με τα νεκρομαντεία που ήταν διάσπαρτα σε όλο τον αρχαίο κόσμο). Ο Τροφώνιος ξεκίνησε να ιστορείται ως ήρωας (οι λεπτομέρειες της ιστορίας του δεν έφτασαν μέχρι εμάς), έπειτα να λατρεύεται ως ημίθεος και έπειτα ως θεός (πολλοί ειδικοί πιστεύουν ότι αντικατέστησε την λατρεία του Ερμή και κατά κάποιον τρόπο ταυτιζόταν με τον «υπόγειο Ερμή»).

Πάλι ο Λουκιανός, στους Νεκρικούς διαλόγους του (10:338-40), διηγείται τον διάλογο του νεκρού Τροφώνιου μαζί με ένα άλλο φάντασμα στον Άδη. Ο συνομιλητής του τον ρωτά γιατί, ενώ ο ίδιος δεν είναι παρά ακόμη ένα φάντασμα, πιστεύει ότι είναι άξιος για ένα δικό του ναό και για λατρεία. Ο Τροφώνιος απαντά: «Είμαι Ήρωας, και είμαι και προφήτης για κάποιον που θα έλθει εδώ κάτω για μένα. Αλλά, δεν νομίζω ότι έχεις επισκεφτεί τη Λιβαδειά, αλλιώς δεν θα ήσουν τόσο σκεπτικιστής…».

Το άλλο φάντασμα απαντά: «Τι λες; Πρέπει άραγε να πάω στη Λιβαδειά, να φορέσω λινά ρούχα και να κρατώ μια μελόπιτα στα χέρια, και να συρθώ μέσα στη σπηλιά σου μέσα από εκείνο το πέρασμα που είναι τόσο στενό, για να μπορώ να πω ότι είσαι νεκρός σαν κι εμάς, κι ότι μας ξεπερνάς μόνο στα ψέματα που λες; Αλλά, στο όνομα της προφητείας, τι είναι ένας ήρωας; Εγώ δεν το γνωρίζω…» κι ο Τροφώνιος απαντά: «Ένας συνδυασμός θεού και ανθρώπου, μισός άνθρωπος και μισός θεός…» Το άλλο φάντασμα γελά και τον ρωτά: «Και, πού είναι αυτή τη στιγμή το θεϊκό άλλο σου μισό;…» κι ο Τροφώνιος απαντά ότι είναι πίσω στη Λιβαδειά και προφητεύει…

Όμως, τι ακριβώς συνέβαινε στο μυστηριώδες Τροφώνιο Άνδρο; Ο Παυσανίας-που συμβουλεύτηκε και ο ίδιος το μαντείο- μας διηγείται τα πάντα γι αυτό, ή, τέλος πάντων, όσα δεν ήταν απαγορευμένα να συζητηθούν: «Στο μαντείο γίνονται τα εξής: όταν κάποιος αποφασίσει να κατεβεί στον Τροφώνιο, πρώτα ζει καθορισμένες ημέρες σε οίκημα, το οποίο είναι αφιερωμένο στον αγαθό Δαίμονα και στην αγαθή Τύχη. Όσο ζει εκεί, και κατά τα άλλα μένει καθαρός και απέχει από θερμά λουτρά, λούζεται στον ποταμό Έρκυνα. Κρέατα έχει άφθονα από τις θυσίες, γιατί όποιος κατεβαίνει θυσιάζει και στον ίδιο τον Τροφώνιο, στα παιδιά του, καθώς και στον Απόλλωνα, στον Κρόνο, στον επονομαζόμενο Βασιλιά Δία, στην Ηνίοχη Ήρα και στη Δήμητρα, που την ονομάζουν Ευρώπη και λένε πως ήταν η τροφός του Τροφωνίου. Σε κάθε θυσία παρευρίσκεται μάντης, που εξετάζει τα σπλάχνα του σφαγίου και προλέγει σ’ εκείνον που πρόκειται να κατέβει, αν ο Τροφώνιος θα τον δεχθεί με ευμένεια και καλοσύνη…

Τη νύχτα που πρόκειται να κατέβει κανείς, θυσιάζουν σε βόθρο επικαλούμενοι τον Αγαμήδη. Αν όλα τα σφάγια είναι ευνοϊκά και δείξουν όλα το ίδιο, τότε καθένας κατεβαίνει με καλές ελπίδες. Κάποιος, κατεβαίνει ως εξής: Τον οδηγούν πρώτα τη νύχτα στον ποταμό Έρκυνα, τόν αλείφουν με λάδι και τον λούζουν δύο παιδιά των πολιτών, δεκατριών περίπου χρονών, που επονομάζονται Ερμές. Αυτά πλένουν όποιον θα κατέβει και τον βοηθούν σε ό,τι χρειάζεται. Κατόπιν οδηγείται τους ιερείς όχι αμέσως στο μαντείο, αλλά σε πηγές νερού που είναι πολύ κοντά η μία στην άλλη.

Εδώ αυτός πρέπει να πιει το λεγόμενο Νερό της Λήθης, για να λησμονήσει όλα όσα σκεφτόταν προηγουμένως, έπειτα να πιει και το άλλο Νερό της Μνημοσύνης για να θυμάται όσο θα δει όταν κατέβει. Βλέπει το άγαλμα, πού λένε ότι είναι έργο του Δαιδάλου, που οι ιερείς δεν το παρουσιάζουν παρά μόνο σ’ όσους πρόκειται να πάνε στον Τροφώνιο. Αφού δει το άγαλμα αυτό και το λατρέψει και προσευχηθεί, έρχεται προς το μαντείο φορώντας λινό χιτώνα, ζωσμένο με ταινίες και φορώντας ντόπια υποδήματα.Το μαντείο είναι στο βουνό, πάνω από το άλσος.

Περιβάλλεται από κυκλικό κρηπίδωμα από λευκό μάρμαρο, η περιφέρεια του είναι όσο ένα μικρό αλώνι και το ύψος του λιγότερο από δύο πήχεις. Πάνω στο κρηπίδωμα είναι στημένοι πάσσαλοι, χάλκινοι και αυτοί και οι ζώνες που τους συνδέουν, και διαμέσου αυτών υπάρχει πόρτα. Μέσα στον περίβολο υπάρχει άνοιγμα γης, όχι φυσικό, αλλά χτισμένο με μεγάλη τέχνη και αρμονία. Το οικοδόμημα αυτό έχει σχήμα φούρνου… Για να κατέβει κανείς στο βάθος δεν έχει χτιστή σκάλα, αλλά όταν κανείς έρχεται στον Τροφώνιο του φέρνουν μια σκάλα στενή κι ελαφριά.

Στο βάθος υπάρχει τρύπα ανάμεσα στο δάπεδο και στο οικοδόμημα… «Αυτός λοιπόν που κατεβαίνει, ξαπλώνει ανάσκελα στο έδαφος κρατώντας γλυκά ζυμωμένα με μέλι (μελόπιτες) και βάζει πρώτα μέσα στην τρύπα τα πόδια του για να μπει μετά και ο ίδιος. Αν τα γόνατα του βρεθούν μέσα στην τρύπα, το υπόλοιπο σώμα τραβιέται αμέσως ακολουθώντας τα γόνατα, όπως ο μεγαλύτερος και γρηγορότερος ποταμός μπορεί να ρουφήξει τον άνθρωπο που τον άρπαξε με τη δίνη του. (!!) Έπειτα, για όσους βρεθούν στο άδυτο, δεν υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να μάθουν το μέλλον, αλλά άλλος βλέπει και άλλος ακούει.

Όσοι κατεβαίνουν γυρίζουν πίσω από το ίδιο στόμιο, και βγάζοντας πρώτα τα πόδια, ξεβράζονται έξω.Λένε πως κανένας απ’ όσους κατέβηκαν δεν πέθανε, εκτός από κάποιον δορυφόρο του Δημητρίου. Αυτός δεν έκανε όσα προβλέπουν οι κανονισμοί του ιερού, ούτε κατέβηκε για μαντεία, αλλά πήγε με την ελπίδα να πάρει ασήμι και χρυσάφι από το άδυτο. Λέγεται ότι το πτώμα του φάνηκε σε άλλο μέρος και δεν βγήκε από το ιερό στόμιο. Λένε κι άλλα για τον άνθρωπο αυτόν, αλλά ανέφερα τα πιο αξιόλογα.

Όποιον ανεβαίνει από τον Τροφώνιο τον παίρνουν πάλι οι ιερείς και τον καθίζουν στον λεγόμενο θρόνο της Μνημοσύνης, που βρίσκεται κοντά στο άδυτο. Αφού καθίσει, τον ρωτούν για όσα είδε και έμαθε, και αφού τα πληροφορηθούν τον παραδίδουν στους δικούς του, που τον παίρνουν και τον μεταφέρουν στο οίκημα όπου έμενε προηγουμένως, κοντά στην αγαθή Τύχη και στον αγαθό Δαίμονα, ενώ αυτός έχει χάσει το γέλιο του και κατέχεται ακόμη από μεγάλο φόβο και δεν γνωρίζει ούτε τον εαυτό του ούτε τους γύρω του. Αργότερα όμως, ανακτά και άλλα και τη φρόνηση στον βάθρο που την είχε και πριν, και επανέρχεται το γέλιο του.

Γράφω αυτά, όχι επειδή τα άκουσα, αλλά και άλλους είδα και εγώ ο ίδιος έκανα χρήση του Τροφωνίου. Όσοι κατεβαίνουν στο Τροφώνιο είναι ανάγκη να αφιερώσουν, γραμμένα σε πινακίδα, όσα άκουσε ή είδε ο καθένας…»

Φαντάζομαι μια ολόκληρη βιβλιοθήκη από πινακίδες, στις οποίες είναι καταγεγραμμένες ατελείωτες ιστορίες παράξενων εμπειριών και αποκαλύψεων για το μέλλον, μια βιβλιοθήκη που -φυσικά- αγνοείται η τύχη της, ούτε την έχει αναζητήσει ποτέ κανείς. Ο Φιλόστρατος, επίσης, μας διηγείται πολλά για το Τροφώνιο Άνδρο, και μεταξύ άλλων μας λέει ότι η υπόγεια εμπειρία του επισκέπτη συμπεριλάμβανε και επαφές με «ερπετά»: «Το σπήλαιο στη Λιβαδειά είναι αφιερωμένο στον Τροφώνιο, τον γιο του Απόλλωνα, και εκεί μπορούν να εισέλθουν μόνο όσοι μείνουν εκεί για να πάρουν χρησμό, και το μαντείο δεν είναι ορατό από τον ναό, αλλά στέκει λίγο πιο πάνω απ’ αυτόν, στον λόφο, και είναι κλεισμένο από σιδερένια κάγκελα που το περικυκλώνουν. Για να κατέβεις σε αυτό, πρέπει να καθίσει κάτω και να τραβηχτείς απότομα εκεί μέσα. Εκείνοι που εισέρχονται εκεί, είναι ντυμένοι με λευκά ρούχα και κρατούν μελόπιτες στα χέρια τους, για να εξευμενίσουν τα ερπετά που συναντούν κατά την κάθοδο τους…».

Η αληθινή μαντική σπηλιά του Τροφώνιου στη Λιβαδειά δεν έχει ανακαλυφθεί, παρόλο που οι ιερές πηγές αποτελούν τουριστικό αξιοθέατο και τα ερείπια ενός ναού στέκουν λίγο πιο πέρα. Οι ερευνητές και οι αρχαιολόγοι δεν φαίνονται να γνωρίζουν την αναφορά του Φιλόστρατου που δηλώνει με ακρίβεια ότι «το μαντείο δεν είναι ορατό από τον ναό, αλλά στέκει στον λόφο», ούτε την αντίστοιχη αναφορά του Παυσανία που συμφωνεί με αυτήν του Φιλόστρατου:«Το μαντείο είναι στο βουνό, πάνω από το άλσος…» (Ανεβαίνοντας προς τη Ζωοδόχο Πηγή, στον δρόμο μπορείς να ακούσεις νερό να τρέχει μέσα από τους βράχους, υπάρχει ακόμη ένα υπόγειο σύστημα από σπήλαια μέσα στο βουνό).

Ο Φιλόστρατος, επίσης, αναφέρει την ύπαρξη ενός μεγάλου συστήματος σπηλαίων στη Λιβαδειά, και λέει για εκείνους που το επισκέπτονται ότι «η γη τους φέρνει και πάλι στην επιφάνεια, σε μερικές περιπτώσεις εκεί κοντά, αλλά σε άλλες περιπτώσεις πολύ μακριά από εκεί…» (εννοώντας ότι υπάρχουν στοές και ανοίγματα όχι μόνο στην περιοχή αλλά και άλλα που σε βγάζουν πολύ μακριά από εκεί), ένα δίκτυο συνδεόμενων σπηλαίων και μυστικών εσόδων και εξόδων, στοές μεγάλης απόστασης. Μάλιστα, οι αρχαίοι θρύλοι υποστήριζαν ότι όχι μόνο υπήρχαν τέτοιας έκτασης σπηλαιώδεις διάδρομοι, αλλά και ότι οδηγούσαν μέχρι τους Δελφούς, κι αυτή ήταν η μυστική «συγγένεια» των δύο μαντείων.

Ο Δικαίαρχος, ένας από τους αγαπημένους μαθητές του Αριστοτέλη, ένας πολύ φημισμένος ιστορικός κατά την εποχή του, ασχολήθηκε με το ζήτημα. Τα έργα του δεν «διασώθηκαν» μέχρι τις μέρες μας, αλλά υπήρχαν ακόμη και την εποχή του Κικέρωνα (50 π.κ.ε.), ο οποίος αναφέρει σε μία επιστολή προς τον φίλο του Αττικό: «Στηρίζομαι στους χάρτες του Δικαίαρχου, ενός συγγραφέα μεγάλου κύρους… Στην περιγραφή του για το σπήλαιο του Τροφώνιου, την οποία βάζει στο στόμα του Χάρωνα, κατηγορεί τους Έλληνες για το γεγονός ότι έμειναν προσκολλημένοι στις σκιές της θάλασσας…»

Έτσι, πληροφορούμαστε έμμεσα από τον Κικέρωνα ότι αυτός ο μεγάλος λόγιος του Λυκείου του Αριστοτέλη είχε συγγράψει μία περιγραφή για το «σπήλαιο του Τροφώνιου», την οποία δεν νομίζω ότι θα έμπαινε στον κόπο να συγγράψει αν δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο σπήλαιο εκεί.

Υπάρχουν πολλοί που θεωρούν ότι η παράξενη τρύπα της γης που «σε ρουφάει σαν ηλεκτρική σκούπα» (όπως θα περιέγραφε κανείς τις διηγήσεις των αρχαίων για την είσοδο εκεί κάτω, όπου κανείς δεν ξέρει τι συνέβαινε) κι έπειτα σε ξεβράζει πίσω (έπειτα από πολλές ώρες ή και μέρες), δηλαδή το υπόγειο μαντείο του Τροφώνιου, βρίσκεται επάνω στον Προφήτη Ηλία, στον απόκρημνο λόφο. Άλλοι μελετητές (με τους οποίους μάλλον συμφωνώ) υποστηρίζουν ότι ο λάκκος όπου κατέβαινε ο επισκέπτης πριν εισχωρήσει στην παράξενη τρύπα, μετατράπηκε σε υπόγειο χριστιανικό ναό της Αγίας Βαρβάρας, και πάνω του χτίστηκε και δεύτερος υπέργειος ναός της Αγίας Σοφίας.

Εκεί που σήμερα βρίσκεται αυτός ο παράξενος διπλός διώροφος ναός, κατά τη γνώμη μου και όχι μόνο, ήταν ο «λάκκος του Αγαμήδη» (π.χ. βλέπε στον Παυσανία: «θυσιάζουν σε βόθρο επικαλούμενοι τον Αγαμήδη»), κι αυτό σημαίνει ότι κάπου εκεί ήταν και η παράξενη τρύπα, η είσοδος του υπόγειου μαντείου. Στον υπόγειο ναό της Αγίας Βαρβάρας, το ιερό που έχει χτιστεί έτσι ώστε να φράζει ακριβώς τη δίοδο που οδηγούσε στην τρομακτική τρύπα, (φαινόμενο που επαναλαμβάνεται σε εκατοντάδες ναούς της Ελληνικής υπαίθρου, που το ιερό σφραγίζει στοές ή εισόδους σπηλαίων.

Ο Αριστοφάνης αναφέρεται στο Τροφώνιο και στον Σωκράτη (για το ένθερμο ενδιαφέρον του Σωκράτη για το Τροφώνιο, θα μιλήσουμε παρακάτω) στο σατιρικό έργο του Νεφέλες (423 π.κ.ε.}, σε έναν χαρακτηριστικό διάλογο: «Στρεψιάδης: Α! Συμφορά μου! θα γίνω μισοπεθαμένος. Σωκράτης: Άσε τα λόγια κι ακολούθησε με και κούνα τα πόδια σου. Στρεψιάδης: Δώσε μου πρώτα να βαστάω μια μελόπιτα, γιατί τρομάζω σαν να κατεβαίνω στο Τροφώνιο Άνδρο. Σωκράτης: Εμπρός! Τι στέκεσαι στην πόρτα και σκύβεις και κοιτάς; Προχώρα!…»

Αυτή η παράξενη είσοδος που βρισκόταν στο έδαφος, μια στενή σκοτεινή τρύπα μπροστά στην οποία καθόσουν στο έδαφος, έβαζες τα πόδια σου μέχρι τα γόνατα μέσα σου, κι εκείνη σε τραβούσε απότομα μέσα, στην λεγόμενη «απαγωγός οπή» {ένας αγωγός που έκανε απαγωγή). Χανόσουν από την επιφάνεια της γης, κανείς δεν ήξερε πού πηγαίνεις, εσύ ταξίδευες μέσα στο μαντείο (!), ήταν σαν να πήγαινες σε έναν άλλον κόσμο, έβλεπες οράματα, συναντούσες ερπετά και φαντάσματα, σκιές και οπτασίες, άκουγες φωνές και ιστορίες, διδασκαλίες και Χρησμούς, έλειπες για ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα πολλών ωρών και ακόμη και ημερών, ώσπου να σε ξεβράσει έξω η ίδια τρύπα, να σε πετάξει έξω και να εμφανιστεί πρώτα με τα πόδια κι έπειτα με το υπόλοιπο σώμα, ακριβώς όπως σε ρούφηξε, αντίστροφα αυτή τη φορά.

Έβγαινες συγκλονισμένος, δεν θυμόσουν ούτε καν πώς σε λένε, ήσουν σαν χαμένος, ακόμη «έχανες το χαμόγελο και το γέλιο σου», κι έπρεπε να σε περιλάβουν οι ιερείς, να σε πάνε σε έναν ειδικό χώρο για να σε συνεφέρουν. Μόλις ανακτούσες την ομιλία σου και την πρόσφατη μνήμη σου, σε ανέκριναν για να τους διηγηθείς τα πάντα που είδες ή άκουσες εκεί κάτω, όλα αυτά που σου συνέβησαν. Κατέγραφαν την εμπειρία σου στο ιερό αρχείο τους, κι έπειτα σε παρέδιδαν στους δικούς σου ανθρώπους, τελικά έβρισκες τον εαυτό σου, κι έπειτα από λίγο καιρό «επανερχόταν το γέλιο σου», πράγμα που σημαίνει ότι τότε βρισκόσουν σε κατάθλιψη ή μελαγχολία. Είχες πάρει τον χρησμό που ζητούσες, αλλά απαγορευόταν αυστηρά να μιλήσεις σε οποιονδήποτε άλλον γι’ αυτόν, ούτε έπρεπε να διηγηθείς ποτέ σε κανέναν αυτά που σου συνέβησαν στο υπόγειο ταξίδι σου μέσα από εκείνη την τρύπα-ρουφήχτρα.

Όποιος παρέβαινε αυτόν τον άγραφο νόμο, πέθαινε με ανεξήγητο τρόπο. Όλα αυτά τα τρομακτικά πράγματα, πάνω-κάτω, τα ήξεραν οι άνθρωποι που επισκέπτονταν το Τροφώνιο, κι όμως χιλιάδες απ’ αυτούς πήγαιναν εκεί ανά τους αιώνες -τουλάχιστον από το 500 π.κ.ε. ως την απαγόρευση λειτουργίας από τον Θεοδόσιο Α’ -για να ζητήσουν χρησμό, κι αυτό το γεγονός δείχνει πόσο σημαντική θεωρούνταν η περιπέτεια αυτή και πόσο έγκυρο: ήταν οι μελλοντολογικοί χρησμοί που δίνονταν εκεί).

Τις ιδιότητες αυτής της ιερής τρύπας στο Τροφώνιο, φαίνεται ότι είχαν και άλλες τρύπες και σχισμές σε άλλα μέρη της αρχαιότητας. Για παράδειγμα, όπως ανακαλύπτω στα γραπτά του Φιλόστρατου, μια τέτοια σχισμή υπάρχει στον πρόδομο του Παρθενώνα, πάνω στον βράχο της Ακρόπολης των Αθηνών, «μια σχισμή η οποία τραβά μέσα της όλα τα πουλιά που πετούν από πάνω της».

(Με αυτό σχετίζεται η λεγόμενη «άορνος πέτρα» – ο βράχος που δεν πετούν τα όρνια από πάνω του. Την πληροφορία γι’ αυτή τη σχισμή στην Ακρόπολη που ρουφάει τα πουλιά -που είναι και η αιτία για την παλιά δοξασία που λέει ότι ποτέ δεν θα δεις πουλιά να πετούν ακριβώς πάνω από την Ακρόπολη -κάποιοι μελετητές την παραφράσανε και την παρουσίασαν ως πληροφορία για κάποιο υποτιθέμενο ηλεκτρομαγνητικό πεδίο της Ακρόπολης που απωθεί τα πουλιά, που εξαιτίας του αποπροσανατολίζονται και δεν πετούν πάνω από τον βράχο).

Ο τρόπος εισόδου και εξόδου στο μαντείο, καθώς και το υπόγειο ταξίδι του τολμηρού επισκέπτη του Τροφώνιου, «μου υποδεικνύουν ένα είδος ιερατικής Πνευματικής Συγκοινωνίας της αρχαιότητας. {Ο όρος «Πνευματική» -αλλά και το πνεύμα- προέρχεται από τη λέξη πνοή, πνέω, κλπ, δηλαδή φύσημα, φυσώ ή εμφυσώ, και υπονοεί τη ροή του αέρα που χρησιμοποιείται ως προωθητική δύναμη για τη συγκοινωνία αυτή).

Η επινόηση της Πνευματικής Συγκοινωνίας, δηλαδή της μεταφοράς ανθρώπων ή αντικειμένων με το μέσον του πεπιεσμένου αέρα μέσα σε ένα δίκτυο σωληνώσεων, ή «Pneumatics» ή «Pneumatic Transit», στη νεότερη Ιστορία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο από τον George Medhurst, γύρω στο 1810. Ο Medhurst και οι συνεργάτες του προσπαθούσαν να στήσουν ένα υπόγειο δίκτυο από Pneumatics σε όλο το Λονδίνο, για να μεταφέρει με τον πεπιεσμένο αέρα του επιστολές και δέματα, για λογαριασμό της ταχυδρομικής υπηρεσίας, με σωλήνες μικρής διαμέτρου.

Ένα ολόκληρο Institute of Pneumatic Research είχε δημιουργηθεί για να ερευνηθούν οι προδιαγραφές και οι δυνατότητες που θα οδηγούσαν στην επίτευξη αυτού του παράξενου σχεδίου. Τελικά, κατασκευάστηκε ένα τμήμα πειραματικού δικτύου το οποίο όμως έπεσε σε αχρηστία εξαιτίας κάποιων τεχνικών προβλημάτων, κυρίως… διότι εκείνη την εποχή ο Medhurst δεν μπορούσε να κατασκευάσει μία αεραντλία αρκετά ισχυρή ώστε να παράγει την απαιτούμενη πίεση αέρα για το δίκτυο.

Παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα έγινε έμμονη ιδέα για πολλούς εφευρέτες και μηχανικούς, που συνέχισαν να πειραματίζονται με σκοπό την εγκαθίδρυση ενός τέτοιου ταχυδρομικού δικτύου.Ο Αμερικανός εφευρέτης και επιχειρηματίας Alfred Ely Beach (1826-1896), μεταξύ άλλων αρθρογράφος και ιδρυτής, εκδότης, ιδιοκτήτης του γνωστού επιστημονικού περιοδικού Scientific American, ενημερώθηκε –στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1860- για παλαιότερες προσπάθειες των Άγγλων εφευρετών, και του ήρθε μία φαεινή ιδέα: να κατασκευάσει ένα τεράστιο υπόγειο σύστημα με Pneumatics κάτω από τη Νέα Υόρκη, το οποίο θα μεταφέρει ανθρώπους, λύνοντας έτσι το αυξανόμενο κυκλοφοριακό πρόβλημα της μεγαλούπολης. Στην αρχή ήθελε να εκτοξεύει με τη ροή του αέρα ανθρώπους μέσα σε σωλήνες κάτω από την πόλη!

Ο Beach οραματίστηκε τελικά ένα κλειστό βαγονέτο με επιβάτες, σαν κάψουλα, που θα κινείται μέσα σε ένα σωλήνα (γι’ αυτό και λέγεται «tube-way»), με την ισχυρή ροή του αέρα που δημιουργεί ένας τεράστιος ανεμιστήρας, σε ένα υπόγειο δίκτυο στο υπέδαφος της Νέας Υόρκης. Τελικά, έπειτα από χρόνια αγώνων, ο Beach κατάφερε να πραγματοποιήσει το σχέδιο του για το Pneumatics. Το Φεβρουάριο του 1870 παρουσίασε στο κοινό της Νέας Υόρκης το πρώτο Πνευματικό Τούνελ: ξεκινούσε από τη Warren Street κάτω από το Broadway και το διέσχιζε προς το νότο, μέχρι τη Murray Street.

Ηταν καθαρό, χωρίς ρύπους, λαμπρά φωτισμένο, αθόρυβο και χωρίς δονήσεις, προσφέροντας ένα πολύ άνετο και πολύ γρήγορο ταξίδι. Ο υπόγειος σταθμός ήταν φωτισμένος από τεράστιους πολυέλαιους, υπήρχε ένα πιάνο με ουρά που έπαιζε μουσική, και ένα σιντριβάνι γεμάτο χρυσόψαρα. Τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του, τετρακόσιες χιλιάδες επιβάτες το επισκέφτηκαν, πληρώνοντας είκοσι πέντε σεντς για να κάνουν τη βόλια.

Ο Beach αγωνιζόταν πλέον για την έγκριση της διεύθυνσης του Πνευματικού δικτύου σε όλο το υπέδαφος της Νέας Υόρκης. Τελικά, για άγνωστους λόγους, το Πνευματικό Τούνελ έκλεισε, και στο τέλος σφραγίστηκε… Μέσα σε λίγα χρόνια είχε ξεχαστεί τελείως. Η Πνευματική Συγκοινωνία του Beach αποτέλεσε το πρώτο «μετρό». Η ιδέα των Pneumatics υποτίθεται ότι δεν καρποφόρησε διότι σύντομα αντικαταστάθηκε από την ιδέα των ηλεκτροκίνητων υπόγειων τραίνων.

Το παράξενο σύστημα των Pneumatics, τελικά, χρησιμοποιήθηκε με μικρά δίκτυα σωληνώσεων μέσα σε γραφειακά κτίρια, στα οποία μέσω πεπιεσμένου αέρα γινόταν η ταχύτατη μεταφορά επιστολών και γραφειοκρατικών χαρτιών μέσα σε κάψουλες, από γραφείο σε γραφείο και από όροφο σε όροφο, η Πνευματική Συγκοινωνία του Beach σε μικροσκοπική κλίμακα.

Η Πνευματική Συγκοινωνία και το Πνευματικό Τούνελ είχε ξεχαστεί από τους περισσότερους κατοίκους της Νέας Υόρκης, όταν το 1912, δεκάξι χρόνια μετά το θάνατο του Alfred Ely Beach, οι εργάτες της BMT Subway που έκαναν εκσκαφές για ένα νέο παρακλάδι της υπόγειας γραμμής Μπρούκλιν-Μανχάταν, έπεσαν επάνω σε ένα χτισμένο και ερμητικά σφραγισμένο τούνελ, το οποίο φιλοξενούσε σχεδόν ανέπαφο ένα παράξενο βαγόνι. Ήταν το Πνευματικό Τούνελ.

Βρήκαν ακόμη και τον σταθμό, με το πιάνο του και το σιντριβάνι του. Πήραν την εντολή καταστρέψουν τα πάντα… (Για περισσότερα περί Πνευματικής Συγκοινωνίας και για παράξενες ιστορίες σε σχέση με όλα αυτά, βλέπε στο κεφάλαιο Όταν Ήμουν Αόρατος του βιβλίου μου Megapolisomancy: Τα Μυστήρια των Πόλεων). Άραγε, υπήρχε, λοιπόν, ένα είδος ιερατικής Πνευματικής Συγκοινωνίας της αρχαιότητας, σε ενέργεια στο Τροφώνιο Άντρο και αλλού;

Ίσως να χρησιμοποιούσε φυσικά ρεύματα ισχυρού σέρα που διέτρεχε τις υπόγειες στοές, αλλά ίσως και να ήταν ένα τεχνητό δίκτυο (η αρχαία τεχνολογία που ξέρουμε πως είχαν στη διάθεση τους οι αρχαίοι Έλληνες, αρκούσε για να κατασκευαστεί κάτι ανάλογο). Το θεωρώ πολύ πιθανό, αν και είναι μια τολμηρή, σκέψη, φυσικά. (Να μία ακόμη πιο τολμηρή σκέψη: Μήπως οι ιερείς είχαν κατασκευάσει εκεί κάτω μία υπόγεια ιερατική «Disneyland; Σου έδιναν να πιεις ψυχοτροπικές ουσίες μαζί με τα νερά της Λήθης και της Μνημοσύνης, σε ρουφούσε η τρύπα, κι έπειτα ταξίδευες με τρόπο πνευματικό και παρακολουθούσες έντρομος το Grotesque υπόγειο ιερό σώου που είχαν στημένο εκεί κάτω…)

Όπως είπα, αυτά που είδαν, άκουσαν και έμαθαν μέσα στο Τροφώνιο οι επισκέπτες, δεν επιτρεπόταν να τα διηγηθούν σε τρίτους. (Ούτε ο Παυσανίας μάς διηγείται τι συνέβη εκεί μέσα στον ίδιο). Απ’ όσο ξέρουμε, στον ιερό νόμο που απαγόρευε να διηγηθεί κανείς την εμπειρία του στους άλλους, υπήρξε τουλάχιστον μία εξαίρεση: ένας Αθηναίος, ο Τίμαρχος, συγκλονισμένος απ’ αυτά που του συνέβησαν μέσα στο Τροφώνιο, τα διηγήθηκε όλα λεπτομερώς στους φίλους του, με αποτέλεσμα να πεθάνει ανεξήγητα λίγο αργότερα.

Οι φίλοι του αυτοί, μετέφεραν τη διήγηση του Τίμαρχου στον Σωκράτη, κι εκείνος οργίστηκε και τους μάλωσε, λέγοντας τους ότι έπρεπε να είχαν φέρει αμέσως τον Τίμαρχο σ’ αυτόν, για να ακούσει από τον ίδιο τη διήγηση των συμβάντων. (Σημειώστε ότι ο Σωκράτης ήταν εξαιρετικά σκεπτικιστής και κυνικός απέναντι στα θρησκευτικά δρώμενα, κι όμως ενδιαφερόταν πολύ για το τι συνέβαινε στο Τροφώνιο). Τόσο σπουδαία τα θεώρησε όλα αυτά ο Σωκράτης, ώστε οργίστηκε που μπόρεσε να μιλήσει με τον ίδιο τον Τίμαρχο εξαιτίας αυτής της απερισκεψίας των φίλων του, αλλά μόνο άκουσε τη διήγηση από δεύτερο ή τρίτο χέρι (κι έτσι γνώριζε πως κάποιες ίσως σημαντικές λεπτομέρειες είχαν αλλοιωθεί).

Ο Πλούταρχος παραθέτει με πολλές λεπτομέρειες τη διήγηση του Τίμαρχου για την επίσκεψη του στο Τροφώνιο, και, ως αρχιερέας του γειτονικού Μαντείου των Δελφών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι κατείχε πολλές ειδικές γνώσεις πάνω στο ζήτημα. Η αναφορά του Πλουτάρχου είναι αρκετά σκοτεινή και δυσνόητη, πολύ μεγάλη για να την παραθέσω εδώ, αλλά τα αποσπάσματα που τελικά θα παραθέσω είναι ιδιαιτέρως διαφωτιστικά:

«Κατήλθε στην κρύπτη του Τροφώνιου, αφού πρώτα τέλεσε όλες τις τελετουργίες που συνηθίζοντας στο μαντείο. Έμεινε κάτω από το έδαφος για δύο νύχτες και μία μέρα, οι περισσότεροι είχαν ήδη αφήσει κάθε ελπίδα να τον ξαναδούν, και η οικογένεια του τον θρηνούσε για νεκρό, όταν το πρωί εκείνος βγήκε έξω με λαμπερό παρουσιαστικό. Λάτρεψε τον θεό, και, αμέσως μόλις ξεγλίστρησε από το πλήθος, άρχισε να μας διηγείται τα πολλά θαύματα που είδε και άκουσε εκεί μέσα…»

Το υπόγειο σύστημα πρέπει να ήταν τόσο μεγάλο σε έκταση για να δικαιολογεί την περιπλάνηση κάποιου εκεί μέσα για μέρες ολόκληρες, κι αυτό υποδεικνύει έναν λαβύρινθο από στοές (ίσως και κάποια μέσα για να του δοθεί φαγητό και νερό, ίσως ακόμη και αίθουσες όπου μπορούσε να φιλοξενηθεί). Ο σοφός Απολλώνιος Τυανέας, λέγεται ότι έμεινε εκεί μέσα για δύο ολόκληρες εβδομάδες (σίγουρα σπάζοντας κάποιο ρεκόρ), όπως αναφέρει ο Φιλόστρατος… Ο Πλούταρχος συνεχίζει τη διήγηση του: «Ο Τίμαρχος είπε ότι, στην κάθοδο του στη μαντική κρύπτη, η πρώτη του εμπειρία ήταν αυτή της πτήσης σε απόλυτο σκοτάδι, κι έπειτα από μια προσευχή, έμεινε να κείτεται για πολύ ώρα χωρίς να έχει συνείδηση για το αν ήταν ξυπνητός ή αν ονειρευόταν. Παρ’ όλα αυτά, την ίδια ώρα τού φάνηκε ότι άκουσε έναν κρότο και ότι χτύπησε στο κεφάλι, και ότι χτύπησε στο κεφάλι, και ότι οι ραφές του κρανίου του χωρίστηκαν και απελευθέρωσαν την ψυχή του…».

Έπειτα είχε μια πολύ μεγάλη και πολύπλοκη μυστικιστική εμπειρία, βλέπονται οράματα που χρειάζονται πολλές σελίδες για να περιγραφούν, και όταν έπειτα από απροσδιόριστο χρονικό διάστημα αναδύθηκε από τα οράματα, άκουσε μια φωνή στο σκοτάδι (ένας ιερέας; κάποια οντότητα;) να του μιλά:«Τίμαρχε, τι θέλεις να σου εξηγήσω;» «Τα πάντα», απάντησε εκείνος, «γιατί, τι υπάρχει εδώ κάτω που να μην είναι θαυμαστό;» «Όχι», είπε η φωνή, «στα υψηλότερα πεδία εμείς οι άλλοι λαμβάνουμε ελάχιστο μέρος, διότι ανήκουν στους θεούς.

Αλλά, μπορείς αν θέλεις να ρωτήσεις για το πεδίο της Περσεφόνης, που διοικείται από εμάς, είναι μια από τις τέσσερις "χώρες", και σημαδεύεται από την πορεία της Στυγός…» «Τι είναι η Στύγα;» ρώτησε εκείνος. «Είναι το μονοπάτι που οδηγεί στον Κάτω Κόσμο, στον Άδη», ήρθε η απάντηση, «περνά δίπλα σου απ’ εδώ… εκτείνεται προς τα πάνω, όπως βλέπεις, ερχόμενη από τον Άδη από κάτω μας. Καθώς η Στύγα πλησιάζει, οι ψυχές φωνάζουν από τρόμο, γιατί πολλοί είναι εκείνοι που γλιστρούν και μεταφέρονται μακριά από τον Άδη…» «Μα, δεν βλέπω τίποτε», είπε ο Τίμαρχος, «μονάχα βλέπω πολλά άστρα να τρεμοφέγγουν πάνω από την Άβυσσο, άλλα να βυθίζονται μέσα σ’ αυτήν, και άλλα να εξακοντίζονται από εκεί κάτω προς τα πάνω…» «Τότε», αποκρίθηκε η φωνή, «χωρίς να το συνειδητοποιείς βλέπεις τους δαίμονες…»

«Όταν ο Τίμαρχος θέλησε να αντικρίσει τον ομιλούντα, (η φωνή ακουγόταν από πίσω του), δεν μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι του (είχε πάθει κάτι σαν αγκύλωση). Έπειτα ένιωσε πάλι έναν οξύ πόνο στο κεφάλι, σαν να το πίεζε μια δύναμη μεγάλη για να το συμπιέσει, κι έχασε κάθε συνείδηση και αίσθηση του τι συνέβαινε. Όταν αργότερα συνήλθε, βρήκε τον εαυτό του στην είσοδο του μαντείου, εκείνη που τον είχε τραβήξει κάτω εκεί… Όταν αργότερα ήρθε στην Αθήνα, και πέθανε στον τρίτο μήνα, όπως το είχε προφητέψει το μαντείο, θαυμάσαμε και είπαμε στον Σωκράτη όλη την ιστορία…»

Ο Πλούταρχος, λοιπόν, στο έργο του Περί του Σωκράτους Δαιμονίου (590Β) καταγράφει ένα μέρος της διδασκαλίας που εκπέμπεται από τη θεία φωνή προς τον Τίμαρχο. Να ένα απόσπασμα του διδακτικού χρησμού που δίδεται στον Τίμαρχο:«Η ανθρώπινη Ψυχή προήλθε από τον θείο Νου. Ένα μέρος της, καθώς αναμιγνύεται με τα πάθη της ύλης, αλλοιώνεται, αλλά ένα άλλο θαυμάσιο μέρος της μας κρατάει ψηλά το κεφάλι, ώστε να αναπνέουμε τον ελεύθερο αέρα, σαν αεραγωγός επικοινωνών με το σκάφανδρο ανθρώπου που έχει καταδυθεί στον βυθό. Το μέρος εκείνο που βρίσκεται στο υποβρύχιο σώμα ονομάζεται Ψυχή. Ενώ, γι’ αυτό που δεν αλλοιώνεται, οι πολλοί, βλέποντάς το ως ανταύγεια επί εσόπτρου, πιστεύουν ότι βρίσκεται μέσα τους. Όσοι όμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ότι αυτό βρίσκεται έξω από αυτούς, και το αποκαλούν Δαίμονα…».

Μελετώντας διάφορα βιβλία, ανακάλυψα ένα αξιόλογο σχόλιο για την παραπάνω παράγραφο. Σχολιάζοντας αυτό το απόσπασμα, ο Δημ. Δημόπουλος, στο εξαιρετικό έργο του περί των ελληνικών μαντείων, γράφει:«Εδώ γίνεται για πρώτη φορά η διάκριση της Ψυχής σε δύο τμήματα, αυτά που αργότερα η φιλοσοφία δια του Πλάτωνος θα ονόμαζε Επιθυμητικόν και Θυμοειδές, και, επί το φιλοσοφικότερον, Μεριστή και Αμέριστη Ουσία.

Η Ψυχή-Νέκυς, διακρίνεται από την ψυχή-θυμόν: αυτή η δεύτερη είναι η θεία αιτία της ζωής, είναι αυτή που μπορεί να διασυνδέει τον άνθρωπο, σαν αεραγωγός με σκάφανδρο δύτου, προς τον θείον Δαίμονα, προς την Αμέριστη Ουσία του Κόσμου. Τι είναι όμως άραγε αυτός ο Δαίμων, που ευρίσκεται επάνω από τον άνθρωπο και τον οποίο αυτός είναι σε ψυχική συνάρτηση;

Οι Δαίμονες, γράφει ο Πλούταρχος, είναι ‘ψυχές αποχωρισθείσες του σώματος ή ουδέποτε ενσωματωθείσες, οι οποίες, κατά τον θείον Ησίοδο, είναι αγνοί επιχθόνιοι φύλακες θνητών ανθρώπων…’ Ο Κέλσος ονομάζει «ήρωες» και «αγγέλους» αυτά τα δύο είδη δαιμόνων. Οι Δαίμονες είναι γενικώς ανώτερες υπάρξεις, πνευματικές, οι οποίες συμπαρίστανται αθέατες στους ενάρετους ανθρώπους. Για τον πολύν κόσμο, που δεν είχε τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε ένθεο Μαντείο (σ’ αυτά προηγούνταν οι εκπρόσωποι των πόλεων), λειτουργούσαν τα Νεκρομαντεία και τα Ηρωομαντεία.

Εκεί ερχόταν κανείς σε επαφή με ψυχές νεκρών ή με σχετικώς κατώτερα πνεύματα, με ψυχές δηλαδή αποχωρισθείσες του σώματος. Αυτά τα Μαντεία μπορεί να μην είχαν τις δυνατότητες των μεγάλων ένθεων Μαντείων, αλλά προσέφεραν σοβαρές υπηρεσίες στους απλούς ανθρώπους, και γι’ αυτό μέχρι και τη βίαιη καταστροφή τους δεν έπαψαν να λειτουργούν. Η ύπαρξη βεβαίως ανωτέρων και κατωτέρων δαιμόνων, δεν σημαίνει ότι υπάρχουν και «πονηροί δαίμονες» είτε (πολλώ μάλλον) και δαίμονες «του Κακού». Απαξιούμε δε τελείως να σχολιάσουμε τη βλάσφημη διαφθορά που έχει γίνει στη λέξη «δαίμων».

Λέγοντας όμως «δαίμονα» ο χρησμός του Τροφωνίου εννοούσε τις ‘ψυχές τις ουδέποτε ενσωματωθείσες’: το Θείον! Με αυτό ευρίσκεται η ανθρώπινη ψυχή σε πλήρη εξάρτηση, είτε το έχει συνειδητοποιήσει είτε όχι. Όταν όμως εκείνη το συνειδητοποιεί αυτό, τότε της ανοίγονται τεράστιοι ορίζοντες γνώσεως και χάριτος…» (Δημ. Δημόπουλος, Στο Άδυτο των Ελληνικών Μαντείων, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις).

«Οι πολλοί, βλέποντας το ως ανταύγεια επί εσόπτρου, πιστεύουν ότι βρίσκεται μέσα τους. Όσοι όμως διαισθάνονται σωστά, γνωρίζουν ότι αυτό βρίσκεται έξω από αυτούς, και το αποκαλούν Δαίμονα…» Αυτό το σημείο της διήγησης του Πλούταρχου, δεν μπορεί παρά να μου φέρει στον νου ένα θρυλικό αινιγματικό εδάφιο από τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, εμπνευσμένο από τη πλατωνική θεολογία (Προς Κορινθίους Α ‘, ιγ’: 12): «Βλέπομεν γαρ άρτι δι εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον, άρτι γιγνώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην…» (Τώρα βλέπουμε μέσα σ’ έναν εσωτερικό καθρέφτη, αινιγματικά, σκοτεινά, τότε όμως θα δούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Αυτό που τώρα γνωρίζω μόνο εν μέρει, τότε θα το γνωρίσω όπως γνωρίζομαι…» (Αναφέρεται είτε στη θέαση της θεότητας, είτε στον τρόπο που θεώμεθα τα πάντα).

Ο Leon Bloy (Le mendiant Ingrant, 1894), σχολιάζει εξίσου αινιγματικά: «Η φράση του Αποστόλου Παύλου: Videmus nunc per speculum in aenigmate , ίσως να είναι ο φωταγωγός, απ’ όπου μπορούμε να καταδυθούμε στην αληθινή Άβυσσο: την ψυχή του ανθρώπου. Η τρομακτική απεραντοσύνη των αβύσσων του στερεώματος είναι μια ψευδαίσθηση, ένα εξωτερικό είδωλο των δικών μας αβύσσων που «καθρεφτίζονται». Πρέπει να στρέψουμε τα μάτια, να αφιερωθούμε σε μια ανυπέρβλητη αστρονομία προς το άπειρο της καρδιάς μας, για την οποία θυσιάστηκε ο θεός… Αν βλέπουμε τον Γαλαξία, είναι γιατί υπάρχει αληθινά μέσα στην ψυχή μας…».

Κρυφακούγοντας τα λόγια της φωνής μέσα στο σκοτάδι, που λέει: «ένα άλλο θαυμαστό μέρος της μας κρατάει ψηλά το κεφάλι, ώστε να αναπνέουμε τον ελεύθερο αέρα, σαν αεραγωγός επικοινωνών με το σκάφανδρο ανθρώπου που έχει καταδυθεί στον βυθό…..», σκέφτομαι ότι η κατάδυση στο εσωτερικό της γης είναι ταυτόχρονα και μία κατάδυση στο εσωτερικό της ψυχής, και είναι ξεκάθαρο ότι αυτό υπονοούνταν στις εμπειρίες των «καταδύσεων» στο Τροφώνιο Άνδρο.

Μια υπόγεια ονειροπόληση. Αυτό προϋποθέτει μία «ψυχαγωγία» και μία «φωταγωγία». (Για τις δύο αυτές μυστικές καταστάσεις, βλέπε υπό έκδοση βιβλίο μου Ονειροπόλος, στο κεφαλαίο Καβάλα στον Άνεμο, απ’ όπου και προέρχονται οι παρακάτω παράγραφοι}: Ναι, μέσα μας έχουμε ένα ψιχίο του Σύμπαντος, ένα ψιχίο από το Όλον, ένα ψίχουλο. Αυτό είναι η ψυχή: ένα κομμάτι του σύμπαντος, όχι του υλικού σύμπαντος αλλά του πνευματικού, ένα ψίχουλο από την ψίχα (που είναι το εσωτερικό μέρος του ψωμιού, κρυμμένο μέσα από την κόρα του. Κι αυτό είναι ένα σπάνιο ψωμί του οποίου ο φούρναρης μας είναι άγνωστος).

Αυτή είναι μία σπίθα μιας φλόγας, που προέρχεται από τη μεγάλη φωτιά, που στέλνει το φως της παντού, διαφωτίζοντας τα πιο βαθιά σκοτάδια, κανόνισε μία φωτεινή διάνοιξη στο σκότος, ένα φως που μπαίνει μέσα στο σκοτεινό υπόγειο από τον φωταγωγό: μία φωταγωγία.

Λοιπόν, πλέον δεν υπάρχει λόγος να το κρατάμε μυστικό (αρκετά κρατήθηκε τόσο ζηλότυπα μέσα στους καιρούς}: η ονειροπόληση είναι ψυχαγωγία. Αυτό το διαφωτιστικό γεγονός μας αποκρύπτεται εξαιτίας του πέπλου που σκεπάζει την καθημερινή μας αντίληψη, και επιπλέον υπάρχουν άνθρωποι που νομίζουν ότι ψυχαγωγία σημαίνει απλά διασκέδαση, και άλλοι που με στόμφο λένε ότι σημαίνει την αγωγή της ψυχής (έχοντας κατά νου την αμφιλεγόμενη διαγωγή μας).

Ψυχαγωγός είναι ο αγωγός μέσα στο μεταλλείο, στο υπόγειο και σκοτεινό εκείνο μέρος όπου εργάζονται οι μεταλλωρύχοι, ο αγωγός από τον οποίο εισχωρεί ο αέρας και φέρνει δροσιά και οξυγόνο για τους ανθρώπους εκεί κάτω. Ο αγωγός του ψύχους. Υπάρχουν μέρη και άνθρωποι εκεί κάτω, στο βαθύτερο σκοτάδι, που έχουν ψυχαγωγία. Ψυχαγωγός είναι ο κρυφός αγωγός μέσα στη σπηλιά στην οποία είμαστε κλεισμένοι, φυλακισμένοι και ξεχασμένοι, από τον οποίο εισχωρεί ο άνεμος στη φυλακή μας και ανεμίζει την ψυχή μας.

Καθόμαστε εκεί, μέσα στο σκοτάδι, στη δυσωδία, στη δύσπνοια και στην αφόρητη ζέστη, και ξαφνικά εισχωρεί από τον ψυχαγωγό ένας άνεμος από έξω, ένας άνεμος από αλλού, που φέρνει -μέσα από ένα άνοιγμα, άνοιξη- ευωδιές λουλουδιών, ανοιξιάτικη αύρα, δρόσο, αναπνοή, έμπνευση, ελπίδα ελευθερίας. Και από την ίδια δίοδο εισχωρεί το φως: η φωταγωγία.

Αν περιπλανιέσαι μέσα στο σκοτάδι και αναζητάς το φως, να θυμάσαι ότι η φωταγωγία δεν φαίνεται από μακριά στη σκοτεινιά, σε αντίθεση με αυτό που σου είπαν, πως αν υπάρχει φως στο βάθος του τούνελ θα το δεις. Πρέπει να ψυχανεμιστείς τον τόπο, να περιπλανηθείς μέχρι να νιώσεις ένα ρίγος, να αισθανθείς τη δροσιά, να ακολουθήσει το αιθέριο ίχνος της, κι έπειτα να βρεθείς εκεί που φυσάει ο άνεμος.

Εκεί, αν αφήσεις την ψυχή σου να παρασυρθεί από τον άνεμο και περιέλθει σε κατάσταση ψυχαγωγίας, θα δεις τη φωταγωγία… Ο άνεμος είναι καλός αγωγός της ψυχής, αφού η ψυχή είναι η ανάσα μας και ο άνεμος είναι η ανάσα του κόσμου…Ο Παυσανίας διηγείται τον τρόπο με τον οποίο ανακαλύφθηκε η τρύπα του Τροφώνιου Μαντείου. Ένα μεγάλο σμήνος από άγριες μέλισσες εμφανίστηκε στη Λιβαδειά, κάποιοι το ακολούθησαν ως την τεράστια κυψέλη του κάτω από τη γη, κι αυτό τους οδήγησε στην ανακάλυψη του Μαντείου (που σημαίνει ότι κάτι «έπαθαν» εκεί).

Γι’ αυτόν τον λόγο ο Τροφώνιος συχνά απεικονίζεται να κρατά μία κυψέλη μελισσών. Αυτή η διήγηση της ανακάλυψης μοιάζει αλληγορική, ο Παυσανίας μιλάει σε κώδικα το ίδιο και όλοι οι άλλοι που το διηγούνται αυτό ως δοξασία, αφού η «κυψέλη κάτω από τη γη» υπονοεί το υπόγειο δίκτυο στοών που κρύβεται στο Τροφώνιο. Οι μέλισσες, επίσης, ως σύμβολο συνδεόταν με τους Δελφούς, και το σμήνος που ακολουθείται ως το Μαντείο του Τροφώνιου υπονοεί την εντολή του Μαντείου των Δελφών για να ιδρυθεί ένας τόπος λατρείας του Τροφώνιου στη Λιβαδειά…

Ένας από τους πιο αινιγματικούς μυστικιστές του 13ου αιώνα, ο Michael Scott, έγραφε ότι το μέλι πλανάται στον αέρα και πέφτει από τον ουρανό στα λουλούδια, απ’ όπου και το συλλέγουν οι μέλισσες. Μπορεί σε κάποιους η ιδέα αυτή να ακούγεται παράδοξη, μονάχα όμως επειδή δεν καταλαβαίνουν ότι είναι η δήλωση ενός ανθρώπου που έχει εντρυφήσει στις μυστικιστικές τέχνες. Ο Scott ήξερε ότι η μέλισσα είναι ένα αρχαιότατο σύμβολο για την ανθρώπινη ψυχή, ενώ το μέλι συμβόλιζε την ουσία εκείνη που είναι η τροφή της ψυχής. Κανόνισε αυτή τη δήλωση στα αινιγματικά γραπτά του, ο Scott έγραφε στη μυστικιστική γλώσσα των πουλιών.

Οι ουρανοί δίνουν μυστικά τη γνώση σε αυτούς που την αναζητούν, «Ubi mel ibi apes» (Όπου υπάρχει μέλι, εκεί υπάρχουν και μέλισσες). Οι μέλισσες παίρνουν το μέλι από τα ρόδα και το συγκεντρώνουν στην κυψέλη, κι ή κυψέλη (από το κυώ /κύηση και ψάλλω) είναι το σύμβολο για το ανθρώπινο σώμα, στο οποίο ενοικεί η μέλισσα, η ψυχή. Το ρόδο είναι το σύμβολο του Μυστικού. Η λέξη Μυστικό σημαίνει την απόκρυφη πνευματική γνώση που προέρχεται από τους Μύστες.

“Dat rosa mel apibus” (Το Ρόδο δίνει στις μέλισσες το μέλι), μια παλιά ροδοσταυρική ρήση που στη μυστική γλώσσα σημαίνει: «Η πνευματική γνώση χαρίζει παρηγοριά στις ψυχές». (Αυτό το ροδοσταυρικό σύμβολο χρησιμοποιήθηκε πρώτα στο αλχημιστικό έργο Summum Bonum-Υπέρτατο Αγαθό- του Joachim Frizious, και ύστερα υιοθετήθηκε από τον Robert Fludd, γι’ αυτό είναι γνωστό και ως το «Κλειδί του Fludd»). Η μέλισσα και το μέλι της, επίσης, χρησιμοποιούνται και ως κωδικές λέξεις για το μέλλον.

Κατά τη γνώμη μου, είναι φανερό ότι το Τροφώνιο Άνδρο ήταν μία κρύπτη Ψυχεδέλειας (η λέξη σημαίνει φανέρωση της ψυχής), κι εκείνοι που κατέβαιναν εκεί (δια της απαγωγής) έκαναν μία εξομοίωση της κατάβασης στον Άδη, περνούσαν από μυητικό θάνατο της προσωπικότητάς τους (την οποία δεν θυμόντουσαν όταν ανέρχονταν), ταξίδευαν στο εσωτερικό της γης ταξιδεύοντας στο εσωτερικό της ψυχής τους και βλέποντας «δι’ εσόπτρου εν αινίγματι» την ψυχή τους να φανερώνεται θριαμβικά σε αυτούς με οράματα και διοράματα, στη φαντασμαγορία του γκροτέσκου περιβάλλοντος, συνομιλούσαν με τους Δαίμονες (με την αρχαία ελληνική σημασία του όρου), έπαιρναν χρησμούς, μιλούσαν με το μέλλον (έπαιρναν το μέλι από την κυψέλη του Τροφώνιου), εξιστορούσαν την περιπέτεια τους στους επόπτες ιερείς, εκείνοι κατέγραφαν τη διήγηση, είχαν λεπτομερές αρχείο με τις ψυχές όλων των επισκεπτών, μία υπόγεια ψυχολογία, έκαναν ένα είδος μυστικής ψυχανάλυσης.

Τα μυστικά γνωστικά αντικείμενα των αρχαίων ελληνικών τόπων, όπως αυτά που βρισκόντουσαν στο Τροφώνιο στη Λιβαδειά, χάθηκαν όχι επειδή ξεχάστηκαν ή καταστράφηκαν, αλλά επειδή τα μελέτησαν και τα έκλεψαν -ή έστω τα διέσωσαν μυστικά- ξένοι περιηγητές οι οποίοι ήταν μυημένοι σε μυστικές αδελφότητες της Ευρώπης, οι οποίοι ερχόντουσαν στην Ελλάδα για να ανακαλύψουν τις ρίζες των πραγμάτων που διδάσκονταν στις αδελφότητες τους.

Στη Λιβαδειά υπάρχει ακόμη το ρολόι που δώρισε ο Βρετανός διαβόητος αρχαιοκάπηλος λόρδος Έλγιν. Το δώρο αυτό δόθηκε στην πόλη για να καλοπιάσει τους Τούρκους αγάδες για της ανασκαφές που έκανε το 1803 στον χώρο του Τροφωνίου (και, όπως καταλαβαίνετε, έφυγε με πολύ περισσότερα πράγματα από τα «Ελγίνεια» του Παρθενώνα, αφού στο Τροφώνιο έκανε τόσες μελέτες και έρευνες όσες δεν έκανε πουθενά αλλού. Αλλά κανείς δεν συζητάει για όλα αυτά, κι ακόμη κι εγώ το αναφέρω εδώ εκ παραδρομής…)

Ή αρχετυπική εντύπωση ότι μια κατάβαση μέσα στη Γη είναι μια βουτιά στον κόσμο των ονείρων, αλλά και η ανησυχητική αίσθηση και ο αποπροσανατολισμός που οι περισσότεροι από εμάς νιώθουν στα σκοτεινά κλειστά μέρη, έχει εμπνεύσει πολλές δραματικές χρήσεις σπηλαίων και υπόγειων θαλάμων για πολλές χιλιάδες χρόνια. Όταν χρησιμοποιούνταν για θρησκευτικές τελετές και για συναντήσει μυστικών αδελφοτήτων, οι υπόγειοι ναοί και στοές υπενθύμιζαν στους μυημένους την ανάγκη για μυστικότητα.

Επίσης, μετέφεραν ένα ισχυρό συναίσθημα της στενής σύνδεσης μεταξύ θανάτου και γέννησης, Η παλιά πεποίθηση πολλών δήθεν "αιρετικών"ότι τίποτε απ’ όσα μπορούν να γίνουν σε υπόγεια μέρη δεν ήταν αμαρτία και ότι κάτω από τη γη κανένας νόμος δεν ισχύει, οδήγησε πολλές μυστικές αδελφότητες σε οργιαστικές δραστηριότητες σε υπόγεια μυστηριακά μέρη που ήταν, γνωστά από την αρχαιότητα και λίγοι γνώριζαν που βρίσκονταν.

Για παράδειγμα, ο χρονικογράφος Καισάριος αναφέρει «για αιρετικούς στη Βερόνα, γύρω στα 1175, οι οποίοι συγκεντρώνονταν σε μια τεράστια υποχθόνια αίθουσα, παρακολουθούσαν μια βλάσφημη τελετή, έσβηναν όλα τα κεριά και έκαναν όργια σε απόλυτο σκοτάδι, χωρίς να βλέπουν ποιον έχουν κοντά τους. Έλεγαν ότι έτσι γνώριζαν τον αληθινό τους εαυτό, ενώ κανείς άλλος δεν μπορούσε να τους δει…».

Αλλά τα πιο δραματικά τελετουργικά ταξίδια στον αρχετυπικό κόσμο της γέννησης και του θανάτου, πολύ μακριά από τον επιφανειακό κόσμο του συνειδητού και της λογικής, γίνονταν από τα μυστικά θρησκευτικά τάγματα πολλών πολιτισμών, με τις τελετές μύησής τους, η του «μικρού θανάτου», η της «δεύτερης γέννησης». Αυτές οι τελετές ήταν πολύ εντυπωσιακές, τρομαχτικές, συχνά βίαιες, σαν ένα «shock treatment», όπως λέει ο Joseph Cambell για τις παλαιολιθικές τελετές του 30.000-10.000 π.Χ.

Αυτές οι τελετουργίες «μεταμόρφωναν μωρά σε άντρες, ικανούς κυνηγούς, γενναίους υπερασπιστές της φυλής…» Εκεί, μόνο όταν ο έφηβος περνούσε με επιτυχία από δύσκολες τελετουργικές δοκιμασίες, μπορούσε να γίνει άντρας, και να του εμπιστευθούν τα μεγαλύτερα μυστικά της φυλής. Για να γίνει ενήλικος το παιδί έπρεπε να ξαναγεννηθεί, και σε πολλές κοινωνίες αυτή ή μυητική αναγέννηση η σε υπόγεια Άνδρα, σε στενά σκοτεινά μέρη που θύμιζαν ταυτόχρονα τον τάφο και τη μήτρα. (Μυστικιστικά, ο αμύητος συμβολίζεται με το «μωρό», ο μυούμενος με το «παιδί», ο νεόφυτος με τον «νεαρό» και ο μυημένος με τον «ενήλικο»).

Ο Joseph Cambell περιγράφει τις παλαιολιθικές και νεολιθικές τελετουργικές σπηλιές και στοές της νότιας Γαλλίας και της βόρειας Ισπανίας, σαν μέρη αληθινά τρομερά και πλημμυρισμένα από το δέος του Άγνώστου: «Μια τρομακτική αίσθηση κλειστοφοβίας, αλλά ταυτόχρονα και μια αίσθηση λύτρωσης από κάθε στοιχείο του επάνω κόσμου, επιτίθεται στο μυαλό που ήταν έγκλειστο σ’ αυτές τις κατασκότεινες αβύσσους, όπου το σκοτάδι δεν είναι απλώς μία απουσία φωτός, αλλά μία χθόνια δύναμη που μπορείς να τη βιώσεις βαθιά μέσα σου. Έπειτα ερχόταν το αναπάντεχο φως. Κατά τη διάρκεια των τελετών, όλα γινόντουσαν για να εμπνεύσουν στο νεαρό μια πνευματική αναγέννηση, τον σκότωναν συμβολικά με το ενεργοποιούν το φόβο της παιδικής ηλικίας για το σκοτάδι.

Το σκοτάδι που επιφέρει την τυφλότητα που είναι το σύμβολο της άγνοιας, είναι το πεδίο του Αγνώστου, και το φως στο σκοτάδι είναι ή γνώση που έρχεται να φωτίσει το Άγνωστο…» Τα μυστηριακά υπόγεια μέρη λειτουργούσαν ως αναπαραστάσεις του Άδη (όπως συνέβαινε στο τρομερό υπόγειο δίκτυο στοών και σπηλαίων στο νεκρομαντείο της Βιαία στην Ιταλία, όπου οι ιερείς είχαν στήσει μία ολόκληρη γεωγραφική αναπαράσταση του Άδη), το ταξίδι της μύησης σε αυτά, νοούνταν ως ένα ταξίδι πέρα από τον θάνατο.

Ή γνώση του μέλλοντος είτε δινόταν από ιερείς που έπαιζαν τον ρόλο των θείων δαιμόνων, των πνευματικών μεσολαβητών ανάμεσα στους ανθρώπους και τους Θεούς, είτε δινόταν από αληθινούς δαίμονες που έμοιαζαν σαν άστρα μέσα σε μια υπόγεια νύχτα, στον ουρανό της Αβύσσου, όπως διηγείται και ο Τίμαρχος… Εξέρχομαι τώρα από αυτό το σκοτεινό και μυστηριώδες άρθρο, διαβάζοντας την τελευταία στροφή της «Κόλασης» στη «Θεία Κωμωδία» του Δάντη (Dante):

«Ο οδηγός μου και εγώ, στον κρύφιο τούτο δρόμο μπήκαμε για να βρούμε του φωτός τονκόσμο,και δίχως να ζητούμε ανάπαυση καμιά, ανεβήκαμε πρώτος αυτός και εγώ ξωπίσω του,μέχρι που είδα εγώ τα πράγματα τα ωραία που’ χει ο ουρανός, από ένα στρόγγυλο φωταγωγό,κι εβγήκαμε απ’ αυτόν να ξαναδούμε τ’ άστρα…!».

πηγή: ekivolos.gr - περιοδικό Strange (τεύχος 62)

ΖΩΝΤΑΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΤΗΛΕΣΚΟΠΙΟ HUBBLE ΤΗΣ NASA - ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΠΕΙΡΟΙ ΚΟΣΜΟΙ

$
0
0


ΠΕΡΙ ΦΥΣΕΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ - ΒΙΒΛΙΟ ΙΙ 1090-1105

9ο Απόσπασμα: Τίτος Λουκρήτιος Κάρος - Επικούρειος - Υπάρχουν άπειροι κόσμοι. 
Πρώτα πρώτα, παντού γύρω μας, απ'όλες τις μεριές, κι από το πλάι και πάνω και κάτω, το σύμπαν δεν έχει όρια σου το απόδειξα και πριν, μα και τα ίδια τα πράγματα το βροντοφωνάζουν και η φύση της αβύσσου το μαρτυρά. Αν το διάστημα απλώνεται δίχως όρια προς κάθε κατεύθυνση, και άτομα αναρίθμητα με χίλιους δυο τρόπους παρασυρμένα σε μια αδιάκοπη κίνηση πετούν σ'όλα τα μήκη και τα βάθη του σύμπαντος, με κανένα τρόπο μη το δεχτείς ως πιθανό πως η δική μας γη και ο δικός μας ουρανός είναι τα μόνα που έχουν δημιουργηθεί, και πως όλη η υπόλοιπη ύλη έξω από αυτά μένει αδρανής. Πόσο μάλλον που ο κόσμος μας είναι έργο της φύσης: τα άτομα από μόνα τους, αυθόρμητα και τυχαία προσέκρουαν μεταξύ τους και έσμιγαν με χίλιους δυο τρόπους στα τυφλά, μάταια και δίχως σκοπό, ώσπου ήρθε η στιγμή και σχημάτισαν εκείνες τις ενώσεις που στάθηκαν μια για πάντα οι απαρχές των μεγάλων πραγμάτων, της θάλασσας και τ'ουρανού, της γης κι όλων των έμβιων όντων. Γι'άλλη μια φορά, δε μπορείς παρά να ομολογήσεις ότι υπάρχουν και αλλού συσσωρεύσεις ύλης όμοιες μ'ετούτην εδώ που την αγκαλιάζει άπληστα ο αιθέρας.
Κι έπειτα, όσο υπάρχει άφθονη ύλη διαθέσιμη και χώρος ελεύθερος, και τίποτα και καμιά αιτία δεν στέκεται εμπόδιο, τα πράγματα θα πρέπει το δίχως άλλο να γεννιούνται και να ολοκληρώνονται. Κι αν τη στιγμή αυτή υπάρχει τέτοιο απόθεμα σπερμάτων, που δεν σου φτάνουν όλες οι ζωές όλων των ζωντανών για να τ απαριθμήσεις, κι αν διατηρεί η φύση τη δύναμη να συνδυάζει σε όποιον τόπο θέλει τα άτομα, όπως τα συνδύασε εδώ, τότε δε μένει παρά να ομολογήσεις πως υπάρχουν κι άλλοι κόσμοι κάπου στο σύμπαν, και διαφορετικές φυλές ανθρώπων και θηρίων.

πηγή: enneaetifotos.

ΠΡΟΚΛΟΣ - ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΘ΄ ΕΛΛΗΝΑΣ ΙΕΡΑΤΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για Περί της Καθ’ Έλληνας Ιερατικής τέχνης – Πρόκλος

«Όπως ακριβώς οι ερωτικοί προχωρούν ξεκινώντας από το αισθητό κάλλος και καταλήγουν στην μία αρχή όλων των καλών και νοητών, έτσι ακριβώς και ιερατικοί, ξεκινώντας από την ομοιοπάθεια που έχουν όλα τα αισθητά και μεταξύ τους και με τις αόρατες δυνάμεις, κατανόησαν ότι όλα βρίσκονται μέσα σε όλα και έτσι συγκρότησαν την ιερατική, θαυμάζοντας που έβλεπαν ότι τα τελευταία βρίσκονται μέσα στα πρώτα, και τα πρώτα μέσα στα τελευταία, τα χθόνια εν ουρανώ κατ’ αιτία και ουρανίως, και εν τη γη τα ουράνια γηίνωςΑλλιώς πως τα ηλιοτρόπια κινούνται μαζί με τον ήλιο και τα σεληνοτρόπια μαζί με την σελήνη, συμπεριπολόντας όσο μπορούν τους φωστήρες; Γιατί όλα προσεύχονται σύμφωνα με την θέση που έχουν, και υμνούν τους ηγεμόνες ολόκληρων των σειρών είτε με νοητική τρόπο είτε με λογικό είτε με φυσικό είτε με αισθητό τρόπο. Γιατί και το ηλιοτρόπιο κινείται με το μέρος του που είναι ευκίνητο και, αν κανείς κατά την περιστροφή του μπορούσε να το ακούσει να κρούει τον αέρα, θα αντιλαμβάνονταν ότι με αυτόν το ήχο απευθύνει στον Βασιλιά ένα ύμνο τον οποίο μπορεί να απευθύνει ένα φυτό.


Στη γη, λοιπόν, μπορεί να δει κανείς ήλιους και σελήνες με γήινο τρόπο, και στον ουρανό όλα τα φυτά, τους λίθους και τα ζώα να ζούνε με ουράνιο και νοητικό τρόπο. Έχοντας διαπιστώσει αυτά οι παλαιοί σοφοί, προσέφεραν σε κάθε ουράνια δύναμη διαφορετικά αντικείμενα και έτσι μέσω της ομοιότητας προσείλκυσαν τις θείες δυνάμεις στον θνητό τόπο (υποσελήνιος τόπος). Γιατί η ομοιότητα είναι ικανή να συνδέσει μεταξύ τους τα όντα. Γιατί, αν κανείς θερμάνει από πριν ένα φιτίλι και το κρατήσει κάτω από το φώς του λυχναριού όχι μακριά από την φωτιά, θα το δει να ανάβει χωρίς να ακουμπήσει τη φωτιά, και θα δει το άναμμα του κατώτερου μέρους να ξεκινά από πάνω. Ας φανταστείς, λοιπόν, ότι η προθέρμανση του φιτιλιού αντιστοιχεί στην ομοιοπάθεια όσων βρίσκονται εδώ κάτω με όσα βρίσκονται ψηλά, ότι το πλησίασμα και η κατάλληλη τοποθέτηση αντιστοιχεί στην χρησιμοποίηση των υλικών από την ιερατική στην κατάλληλη περίσταση και με τον κατάλληλο τρόπο, ότι η μετάδοση της φωτιάς αντιστοιχεί στην παρουσία του θείου φωτός σε όποιον μπορεί να μετέχει σε αυτό, το άναμμα στην θεοποίηση των θνητών και στην φώτιση των υλικών όντων τα οποία κινούνται προς τα πάνω σύμφωνα με το θείο σπέρμα στο οποίο μετέχουν, όπως το φώς το αναμμένου φιτιλιού.
  • η προθέρμανση του φιτιλιού αντιστοιχεί στην ομοιοπάθεια όσων βρίσκονται εδώ κάτω με όσα βρίσκονται ψηλά,
  • το πλησίασμα και η κατάλληλη τοποθέτηση αντιστοιχεί στην χρησιμοποίηση των υλικών από την ιερατική στην κατάλληλη περίσταση και με τον κατάλληλο τρόπο,
  • η μετάδοση της φωτιάς αντιστοιχεί στην παρουσία του θείου φωτός σε όποιον μπορεί να μετέχει σε αυτό,
  • το άναμμα στην θεοποίηση των θνητών και στην φώτιση των υλικών όντων τα οποία κινούνται προς τα πάνω σύμφωνα με το θείο σπέρμα στο οποίο μετέχουν, όπως το φώς το αναμμένου φιτιλιού
Και ο λωτός επιδεικνύει την ομοιοπάθεια, καθώς μένει κλειστό προτού εμφανιστεί το φώς, και πάλι μαζεύεται όταν ο ήλιος οδεύει προς την δύση. Σε τι διαφέρει λοιπόν το να υμνούν οι άνθρωποι τον ήλιο ανεβάζοντας και κατεβάζοντας τα σαγόνια ή τα χείλη τους από το να τον υμνεί το τριφύλλι κλείνοντας και ανοίγοντας τα φύλλα του; Γιατί αυτά είναι τα σαγόνια του τριφυλλιού και ο ύμνος του είναι φυσικός. Και γιατί πρέπει να μιλάω για τα φυτά στα οποία υπάρχει κάποιο ίχνος γενεσιουργού ζωής; Μπορούμε να δούμε και λίθους που ζωντανεύουν από την επίδραση των αστέρων, όπως βλέπουμε τον ηλίτη λίθο να μιμείται με τις χρυσόμορφες ακτίνες του τις ηλιακές ακτίνες, ή το αποκαλούμενο μάτι του Βήλου, που λένε ότι πρέπει να το αποκαλούμε μάτι του ήλιου, να έχει σχήμα παραπλήσιο με τις κόρες των ματιών και να εκπέμπει από την κόρη που έχει μέσα του ένα αστραφτερό φώς, ή τον σεληνίτη λίθο να μετατρέπει με τη μορφή και με την κίνηση του μαζί με την σελήνη, και τον ηλιοσέληνο λίθο ως αγάλματα της συνόδου των φοστήρων

Έτσι όλα είναι γεμάτα από τους θεούς, τα επίγεια από τους ουράνιους, τα ουράνια από τους υπερουράνιους, και κάθε σειρά προχωρά αποκτώντας πλήθος μέχρι τα κατώτατα. Γιατί όσα περιέχονται σε ένα πριν από τα πάντα, αυτά εμφανίστηκαν και μέσα στα πάντα. Σε αυτά ανήκουν και οι συστάσεις των ψυχών που κάθε μία τους υπάγεται σε διαφορετικό θεό, και έπειτα το πλήθος των ζώων, για παράδειγμα τα ζώα που υπάγονται στον ήλιο, όπως τα λιοντάρια και οι πετεινοί που μετέχουν και αυτά στο θείο σύμφωνα με την δική τους βαθμίδα.

Και είναι θαυμαστό πως όσα ανάμεσά τους είναι μακρύτερα ως προς την δύναμη και το μέγεθος προκαλούν τον φόβο σε όσα είναι ισχυρότερα ως προς και τα δύο. Γιατί το λιοντάρι, λένε, φοβάται τον πετεινό. Το αίτιο για αυτό το πράγμα δεν είναι δυνατόν να το εξάγουμε από την αίσθηση, αλλά από την νοητική έρευνα και από την διαφορά που υπάρχει μέσα στα αίτια. Για παράδειγμα, στον πετεινό είναι εμφανέστερη η παρουσία των συμβόλων του ήλιου. Το δείχνει ο πετεινός που συναισθάνεται τις περιστροφές του ήλιου και αναπέμπει ύμνο στον φωστήρα όταν αυτός φτάνει πλησιάζει και όταν φτάνει στα κέντρα. Για αυτό και παρουσιάστηκαν κάποιοι Άγγελοι του Ήλιου να έχουν τέτοιες μορφές και, παρότι αμόρφωτοι, εμφανίζονται με μορφή σε εμάς που είμαστε εγκλωβισμένη μέσα σε μορφή. Στο παρελθόν, μάλιστα, λένε ότι κάποιος ηλιακός Δαίμονας που εμφανίστηκε με πρόσωπο λιονταριού, εξαφανίστηκε όταν είδε πετεινό. Επειδή φοβήθηκε τα σύμβολα των ανώτερων δυνάμεων. Γιατί και οι πολλοί, βλέποντας τις εικόνες θείων ανδρών, λόγω των εικόνων, αποτράπηκαν από το να κάνουν κάτι μιαρό.

Και γενικά όλα τα όντα κινούνται με τις περιστροφές του φωστήρα, όπως τα φυτά που έχουν ειπωθεί, άλλα μιμούνται το σχήμα των ακτίνων του, όπως ο φοίνικας, άλλα τη διάπυρη ουσία, όπως η δάφνη, και άλλα κάτι άλλοΜπορείς, λοιπόν, να δεις τις ιδιότητες που είναι συγκεντρωμένες στον ήλιο να διαιρούνται στους Αγγέλους, στους Δαίμονες, στις ψυχές, στα ζώα, στα φυτά και στους λίθους που μετέχουν στον ήλιο. Για αυτό και οι καθοδηγητές της ιερατικής τέχνης έχουν ανακαλύψει τα θεραπεία (λατρεία) των ανώτερων δυνάμεων από όσα βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας, άλλοτε αναμειγνύοντας και άλλοτε κάνοντας τις κατάλληλες επιλογές. Η ανάμειξη οφείλεται στο γεγονός ότι βλέπουν πως καθετί αμιγές έχει κάποια ιδιότητα του θεού, αλλά δεν επαρκεί για την προσέλευση εκείνου. Για αυτό με την ανάμειξη των πολλών ενώνουν τις επιρροές που έχουν προ-αναφερθεί και εξομοιώνουν το μείγμα που προκύπτει από όλα με εκείνο το σύνολο που υπάρχει πριν από όλα. Και πολλές φορές κατασκευάζοντας ανάμεικτα αγάλματα και θυμιάματα, ανακατεύοντας μαζί τα διαιρεμένα σύμβολα και κατασκευάζοντας με την τέχνη κάτι που μοιάζει με το θείο το οποί περιλαμβάνει ενωμένα περισσότερες δυνάμεις. Ο επιμερισμός των δυνάμεων, βέβαια, εξασθένησε καθεμιά τους, αλλά η ανάμιξη τους τις επαναφέρει στην μορφή του υποδείγματος. Μερικές φορές, όμως, αρκεί για την πράξη ένα φυτό ή ένας λίθος. Γιατί για την αυτοφάνεια ενός θεού επαρκεί το κνέωρον, για την προφύλαξη η δάφνη, η ράμνος, η σκύλλα (σκιλλοκρεμμύδα), το κοράλλι, το διαμάντι και ο ίασπις, για την πρόγνωση η καρδιά του ασπάλακος και για τους καθαρμούς το θειάφι και το θαλάσσιο ύδωρ.

Μέσω της ομοιοπάθειας, λοιπόν, προσελκύουν, και μέσω της αντιπάθειας απομακρύνουν, κάνοντας, για παράδειγμα, καθαρμούς με το θειάφι και με την πίσσα ή ραντίζοντας με θαλασσινό ύδωρ. Γιατί το θειάφι καθαίρει λόγω της οξύτητας της οσμής του, ενώ το θαλασσινό ύδωρ επειδή μετέχει στην δύναμη του πυρός.


Και στις τελετές και στις υπόλοιπες περί τους Θεούς θεραπείες επέλεξαν τα κατάλληλα ζώα και κάποια άλλα. Ξεκινώντας, λοιπόν, από αυτά και από παρόμοια, αναγνώρισαν τις δαιμονικές δυνάμεις, των οποίων οι υπάρξεις συνδέονται με τις δυνάμεις που βρίσκονται μέσα στην φύση και μέσω στα σώματα, και μέσω αυτών ακριβώς των πραγμάτων τις προσέλκυσαν να έρθουν σε επαφή μαζί τουςΚαι από αυτές πλέον ανέτρεξαν στις ίδιες τις δημιουργίες των Θεών, άλλοτε καθοδηγούμενοι από τους. Θεούς και άλλοτε οδηγούμενοι εύστοχα οι ίδιοι από μόνοι τους στην επινόηση των κατάλληλων συμβόλων. Και έτσι λοιπόν, αφήνοντας κάτω την φύση και τις φυσικές ενέργειες, χρησιμοποίησαν τις πρωτουργές και θείες δυνάμεις[1]


—Βλ. Πρόκλος «Περί της Καθ’ Έλληνας Ιερατικής τέχνης, 148.2 – 151.23» —


[1]       De sacrificio et magia 148.2t ` to     De sacrificio et magia 151.23
<περὶ τῆς καθ᾽ Ἕλληνας ἱερατικῆς τέχνης.>
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ᾽ αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν, οὕτως καὶ οἱ ἱερατικοὶ ἀπὸ τῆς ἐν τοῖς φαινομένοις ἅπασι συμπαθείας πρός τε ἄλληλα καὶ πρὸς τὰς ἀφανεῖς δυνάμεις, πάντα ἐν πᾶσι κατανοήσαντες, τὴν ἐπιστήμην τὴν ἱερατικὴν συνεστήσαντο, θαυμάσαντες τῷ βλέπειν ἔν τε τοῖς πρώτοις τὰ ἔσχατα καὶ ἐν τοῖς ἐσχάτοις τὰ πρώτιστα, ἐν οὐρανῷ μὲν τὰ χθόνια κατ᾽ αἰτίαν καὶ οὐρανίως, ἔν τε γῇ τὰ οὐράνια γηΐνως. ῍Η πόθεν ἡλιοτρόπια μὲν ἡλίῳ, σεληνοτρόπια δὲ σελήνῃ συγκινεῖται συμπεριπολοῦντα ἐς δύναμιν τοῖς τοῦ κόσμου φωστῆρσιν; Εὔχεται γὰρ πάντα κατὰ τὴν οἰκείαν τάξιν καὶ ὑμνεῖ τοὺς ἡγεμόνας τῶν σειρῶν ὅλων ἢ νοερῶς ἢ λογικῶς ἢ φυσικῶς ἢ αἰσθητῶς· ἐπεὶ καὶ τὸ ἡλιοτρόπιον ᾧ ἔστιν εὔλυτον, τούτῳ κινεῖται καί, εἰ δή τις αὐτοῦ κατὰ τὴν περιστροφὴν ἀκούειν τὸν ἀέρα πλήσσοντος οἷός τε ἦν, ὕμνον ἄν τινα διὰ τοῦ ἤχου τούτου συνῄσθετο τῷ Βασιλεῖ προσάγοντος, ὃν δύναται φυτὸν ὑμνεῖν.
Ἐν μὲν οὖν τῇ γῇ χθονίως ἐστὶν ἡλίους καὶ σελήνας ὁρᾶν, ἐν οὐρανῷ δὲ οὐρανίως τά τε φυτὰ πάντα καὶ λίθους καὶ ζῷα, ζῶντα νοερῶς. Ἃ δὴ κατιδόντες οἱ πάλαι σοφοί, τὰ μὲν ἄλλοις, τὰ δὲ ἄλλοις προσάγοντες τῶν οὐρανίων, ἐπήγοντο θείας δυνάμεις εἰς τὸν θνητὸν τόπον καὶ διὰ τῆς ὁμοιότητος ἐφειλκύσαντο· ἱκανὴ γὰρ ἡ ὁμοιότης συνάπτειν τὰ ὄντα ἀλλήλοις· ἐπεὶ καί, εἴ τις θρυαλλίδα προθερμήνας ὑπόσχοι τῷ λυχναίῳ φωτὶ μὴ πόρρω τοῦ πυρός, ἴδοι ἂν αὐτὴν ἐξαπτομένην μὴ ψαύουσαν τοῦ πυρός, καὶ τὴν ἔξαψιν ἄνωθεν τοῦ κατωτέρω γινομένην. Ἀναλόγως οὖν ἡ μὲν προθέρμανσις νοείσθω σοι τῇ συμπαθείᾳ τῶν τῇδε πρὸς ἐκεῖνα, ἡ δὲ προσαγωγὴ καὶ ἐν καλῷ θέσις τῇ τῆς ἱερατικῆς τέχνης κατά τε καιρὸν τὸν πρέποντα καὶ τρόπον τὸν οἰκεῖον προσχρήσει τῶν ὑλῶν, ἡ δὲ τοῦ πυρὸς διάδοσις τῇ παρουσίᾳ τοῦ θείου φωτὸς εἰς τὸ δυνάμενον μετέχειν, ἡ δὲ ἔξαψις τῇ θειώσει τῶν θνητῶν καὶ τῇ περιλάμψει τῶν ἐνύλων, ἃ δὴ κινεῖται πρὸς τὸ ἄνω λοιπὸν κατὰ τὸ μετασχεθὲν ὑπ᾽ αὐτῶν σπέρμα θεῖον, ὥσπερ τὸ τῆς ἐξαφθείσης θρυαλλίδος φῶς.
Καὶ ὁ λωτὸς δὲ παρίστησι τὴν συμπάθειαν, μεμυκὼς μὲν πρὸ τῶν ἡλιακῶν αὐγῶν, διαπτυσσόμενος δέ πως ἠρέμα τοῦ ἡλίου πρῶτον φανέντος, καὶ ὅσον ὑψοῦται τὸ φῶς, ἐξαπλούμενος, καὶ αὖθις συναγόμενος, ἐπὶ δύσιν ἰόντος. Τί δὴ οὖν διαφέρει τοὺς ἀνθρώπους αἴροντας ἢ τιθέντας <τὰς> γένυς ἢ τὰ χείλη ὑμνεῖν τὸν ἥλιον, ἢ τὸν λωτὸν τὰ φύλλα συμπτύσσοντα καὶ ἀναπλοῦντα; Γίγνεται γὰρ ἀντὶ τῶν γενύων ταῦτα τῷ λωτῷ, καὶ ὁ ὕμνος φυσικός. Καὶ τί δεῖ λέγειν περὶ φυτῶν οἷς ὑπάρχει ζωῆς ἴχνος τι γεννητικῆς; Ἀλλὰ καὶ λίθους ἔστιν ἰδεῖν ταῖς τῶν φωστήρων ἀπορροίαις ἐμπνέοντας, ὡς τὸν μὲν ἡλίτην ταῖς χρυσοειδέσιν ἀκτῖσιν ὁρῶμεν τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας μιμούμενον, τὸν δὲ Βήλου προσαγορευόμενον ὀφθαλμὸν καὶ σχῆμα παραπλήσιον ἔχοντα κόραις ὀφθαλμῶν καὶ ἐκ μέσης τῆς ἐν αὐτῷ κόρης στιλπνὸν ἀφιέντα φῶς, ὅν φασιν ἡλίου χρῆναι καλεῖν ὀφθαλμόν, τὸν δὲ σεληνίτην τύπῳ τε καὶ κινήσει σὺν τῇ σελήνῃ τρεπόμε νον, τὸν δὲ ἡλιοσέληνον τῆς συνόδου τῶν φωστήρων τούτων οἷον ἄγαλμα ταῖς κατ᾽ οὐρανὸν συνόδοις τε καὶ διαστάσεσιν ἀφομοιωθέν. Οὕτω μεστὰ πάντα θεῶν, τὰ μὲν ἐν γῇ τῶν οὐρανίων, τὰ δὲ ἐν οὐρανῷ τῶν ὑπὲρ τὸν οὐρανόν, καὶ πρόεισιν ἑκάστη πληθυομένη σειρὰ μέχρι τῶν ἐσχάτων· τὰ γὰρ ἐν ἑνὶ πρὸ τῶν πάντων, ταῦτα ἐν πᾶσιν ἐξεφάνη, ἐν οἷς καὶ ψυχῶν συστάσεις ἄλλων ὑπ᾽ ἄλλοις ταττομένων θεοῖς, ἔπειτα ζῴων ἡλιακῶν εἰ τύχοι πλῆθος, οἷον λέοντες καὶ ἀλεκτρυόνες, μετέχοντες καὶ αὐτοὶ τοῦ θείου κατὰ τὴν ἑαυτῶν τάξινΚαὶ τὸ θαυμαστὸν ὅπως ἐν τούτοις τὰ ἐλάττονα δυνάμει τε καὶ μεγέθει τοῖς κατ᾽ ἄμφω κρείττοσίν ἐστι φοβερά· ὑποστέλλεται γὰρ ὁ λέων, φασί, τὸν ἀλεκτρυόνα. Τὸ δὲ αἴτιον ἀπὸ μὲν τῆς αἰσθήσεως οὐκ ἔστι λαβεῖν, ἀπὸ δὲ τῆς νοερᾶς ἐπιβλέψεως καὶ τῆς ἐν τοῖς αἰτίοις διαφορᾶς. Ἐνεργεστέρα γοῦν ἐστιν ἡ τῶν ἡλιακῶν συμβόλων εἰς τὸν ἀλεκτρυόνα παρουσία· δηλοῖ δὲ τῶν ἡλιακῶν περιόδων συναισθανόμενος καὶ ᾄδων ὕμνον τῷ φωστῆρι προσιόντι τε καὶ ἐπὶ τὰ λοιπὰ κέντρα τρεπομένῳ· διὸ καὶ ἄγγελοί τινες ἡλιακοὶ ὤφθησαν τοιαύτας ἔχοντες μορφάς, καὶ ὄντες ἀμόρφωτοι, φαίνονται τοῖς ἐν μορφῇ κατεχομένοις ἡμῖν μεμορφωμένοι. ῎Ηδη δέ τινα τῶν ἡλιακῶν δαιμόνων λεοντοπρόσωπον φαινόμενον, ἀλεκτρυόνος δειχθέντος, ἀφανῆ γενέσθαι φασὶν ὑποστελλόμενον τὰ τῶν κρειττόνων συνθήματα· ἐπεὶ καὶ θείων ἀνδρῶν εἰκόνας ὁρῶντες πολλοὶ ἀνεστάλησαν ὑπ᾽ αὐταῖς τι τῶν μιαρῶν ἐνεργεῖν.
Ἁπλῶς δὲ τὰ μὲν ταῖς περιόδοις τοῦ φωστῆρος συγκινεῖται, ὡς τὰ εἰρημένα φυτά, τὰ δὲ τὸ σχῆμα μιμεῖται τῶν ἀκτίνων, ὥσπερ ὁ φοῖνιξ, τὰ δὲ τὴν ἐμπύριον οὐσίαν, ὥσπερ ἡ δάφνη, τὰ δὲ ἄλλο τιἼδοις ἂν οὖν τὰς συνεσπειραμένας ἰδιότητας ἐν ἡλίῳ μεριζομένας ἐν τοῖς μετέχουσιν ἀγγέλοις, δαίμοσι, ψυχαῖς, ζῴοις, φυτοῖς, λίθοις. Ὅθεν οἱ τῆς ἱερατικῆς ἡγεμόνες ἀπὸ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς κειμένων τὴν τῶν ἀνωτέρω δυνάμεων θεραπείαν εὑρήκασι, τὰ μὲν μίξαντες, τὰ δὲ οἰκείως ἀναιρούμενοι· ἡ δὲ μῖξις διὰ τὸ βλέπειν τῶν ἀμίκτων ἕκα στόν τινα ἔχον ἰδιότητα τοῦ θεοῦ, οὐ μὴν ἐξαρκοῦν πρὸς τὴν ἐκείνου πρόκλησιν· διὸ τῇ μίξει τῶν πολλῶν ἑνίζουσι τὰς προειρημένας ἀπορροίας καὶ ἐξομοιοῦσι τὸ ἐκ πάντων ἓν γενόμενον πρὸς ἐκεῖνο τὸ πρὸ τῶν πάντων ὅλον· καὶ ἀγάλματα πολλάκις κατασκευάζουσι σύμμικτα καὶ θυμιάματα, φυράσαντες εἰς ἓν τὰ μερισθέντα συνθήματα καὶ ποιήσαντες τέχνῃ ὁποῖον κατ᾽ οὐσίαν τὸ θεῖον περιληπτικὸν καθ᾽ ἕνωσιν τῶν πλειόνων δυνάμεων, ὧν ὁ μὲν μερισμὸς ἠμύδρωσεν ἑκάστην, ἡ δὲ μῖξις ἐπανήγαγεν εἰς τὴν τοῦ παραδείγματος ἰδέανἜστι δὲ ὅτε καὶ μία πόα καὶ λίθος εἷς ἀρκεῖ πρὸς τὸ ἔργον· ἀπόχρη γὰρ πρὸς μὲν αὐτοφάνειαν τὸ κνέωρον, πρὸς δὲ φυλακὴν δάφνη, ῥάμνος, σκύλλα, κουράλιον, ἀδάμας καὶ ἴασπις, πρὸς δὲ πρόγνωσιν ἡ τοῦ ἀσπάλακος καρδία, πρὸς δὲ καθάρσεις τὸ θεῖον καὶ τὸ θαλάττιον ὕδωρ.  
Διὰ μὲν οὖν τῆς συμπαθείας προσήγοντο, διὰ δὲ τῆς ἀντιπαθείας ἀπήλαυνον, καθαίροντες εἰ τύχοι θείῳ καὶ ἀσφάλτῳ καὶ περιρραίνοντες θαλάττῃ· καθαίρει γὰρ τὸ μὲν θεῖον διὰ τὸ δριμὺ τῆς ὀσμῆς, ἡ δὲ θάλαττα διὰ τὸ μετέχειν ἐμπυρίου δυνάμεως.
Καὶ ἐν ταῖς τελεταῖς δὲ καὶ ταῖς ἄλλαις περὶ τοὺς θεοὺς θεραπείαις ζῷά τε προσήκοντα ἐξελέγοντο καὶ ἕτερ᾽ ἄτταἈπὸ δὴ τούτων καὶ τῶν τοιούτων ὁρμηθέντες, τὰς δαιμονίους δυνάμεις ἔγνωσαν, ὡς προσεχεῖς εἰσιν οὐσίαι τῆς ἐν τῇ φύσει καὶ τοῖς σώμασιν ἐνεργείας, καὶ ἐπηγάγοντο δι᾽ αὐτῶν τούτων εἰς συνουσίαν· ἀπὸ δὲ τούτων ἐπ᾽ αὐτὰς ἤδη τὰς τῶν θεῶν ἀνέδραμον ποιήσεις, τὰ μὲν ἀπ᾽ αὐτῶν διδασκόμενοι, τὰ δὲ καὶ αὐτοὶ κινούμενοι παρ᾽ ἑαυτῶν εὐστόχως εἰς τὴν τῶν οἰκείων συμβόλων ἐπίνοιαν· καὶ οὕτω λοιπόν, τὴν φύσιν καὶ τὰς φυσικὰς ἐνεργείας κάτω καταλιπόντες, ταῖς πρωτουργοῖς καὶ θείαις ἐχρήσαντο δυνάμεσι.


πηγή: eleysis69

Ο ΘΕΟΣ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΓΚΟΣΜΙΟΣ ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

$
0
0

Ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, στο έργο του Συμποσιακά Β’, στο 4ον Βιβλίο και συγκεκριμένα στο «Πρόβλημα Στ’» (στ.671e – 672c) και στο με τίτλο «Τίς ὁ παρ’ Ἰουδαίοις θεός» κεφάλαιο, λέγει ότι:

«Απορώντας με αυτό που λέχθηκε στο τέλος, ο Σύμμαχος είπε: Επομένως, Λαμπρία, τον συμπατριώτη σου Θεό, τον Διόνυσο του Ευοί, που ξεσηκώνει τις γυναίκες και δέχεται τις τιμές που του αποδίδουν μέσα στη μανία τους, τον πολιτογραφείς και τον εισάγεις κρυφά στα απόρρητα δόγματα των Εβραίων; Ή μήπως υπάρχει όντως κάποια παράδοση που τον ταυτίζει με εκείνον;”. Ο Μοιραγένης όμως πήρε τον λόγο και είπε: “Άφησε τον Λαμπρία, διότι εγώ, που είμαι Αθηναίος, σου απαντώ και σου λέω πως δεν είναι διαφορετικός. Τα περισσότερα τεκμήρια για το θέμα αυτό είναι ρητά και διδάσκονται μόνο σε όσους μυούνται στα μέρη μας στην “Τριετηρική Παντέλεια”[1], ενώ όσα δεν απαγορεύεται να εκθέσει κανείς σε φίλους, τη στιγμή μάλιστα που βρισκόμαστε μπροστά στον οίνο και τα δώρα του Θεού, αν τούτοι μου το ζητήσουν, είμαι έτοιμος να σου τα πω


Καθώς όλοι τον καλούσαν και τον παρακαλούσαν να μιλήσει, είπε: “Πρώτα απ’ όλα ο καιρός (εποχή) και ο τρόπος της μεγίστης και τελειοτάτης εορτής τους, ταιριάζει στον Διόνυσο. Πράγματι, όταν τηρούν τη λεγόμενη νηστεία, πάνω στην κορύφωση του τρύγου, στρώνουν τραπέζια με κάθε είδους φρούτα κάτω από σκηνές και καλύβες πλεγμένες κυρίως από κλήματα και κισσό. Εξ άλλου, την πρώτη μέρα της εορτής ονομάζουν σκηνή. Λίγες μέρες αργότερα εορτάζουν άλλη εορτή, που δεν την ονομάζουν (…) με αινίγματα αλλά την αποκαλούν ξεκάθαρα “του Βάκχου”. Υπάρχει επίσης σε αυτούς και εορτή που γίνεται λιτανεία με κλαδιά και θύρσους, κατά την οποία, κρατώντας θύρσους, μπαίνουν στο ιερό. Αφού μπουν δεν ξέρουμε τι κάνουν, κατά πάσα πιθανότητα όμως τα όσα γίνονται είναι βακχικά: και σάλπιγγες μικρές χρησιμοποιούν για να καλέσουν τον Θεό, όπως ακριβώς οι Αργείοι στα Διονύσια, και άλλοι προχωρούν μπροστά παίζοντας κιθάρα, τους οποίους τους αποκαλούν Λευίτες, και το όνομα προέρχεται είτε από το “Λύσιος” ή πιο πιθανό, από το “Εύιος”Αλλά και η εορτή των Σαββάτων δεν είναι, θαρρώ, τελείως άσχετη με τον Διόνυσο, διότι ακόμα και σήμερα πολλοί αποκαλούν τους Βάκχους, Σάβους και αυτή είναι η φωνή τους όταν τελούν τις οργιαστικές τελετές προς τιμή του Θεού, κάτι για το οποίο μπορεί να βρει επιβεβαίωση στον Δημοσθένη και στον Μέναδρο και δεν θα ήταν άστοχο να πει κανείς ότι το όνομα είναι πεποιημένο από ένα είδους παράκρουση(σόβησιν) που κατέχει τους βακχεύοντες

Οι ίδιοι, εξ άλλου, μαρτυρούν υπέρ της παράδοσης αυτής, όταν εορτάζουν τα Σάββατα, όπου κυρίως καλεί ο ένας τον άλλον να πίνει και να μεθάει, και έχουν έθιμο, όταν τους εμποδίζει κάποια ανώτερη βία, να γεύονται τουλάχιστον σε κάθε περίπτωση οίνο άκρατο. Τούτα βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν είναι παρά πιθανοφανή. Ισχυρότατη διάψευση όμως για όσους έχουν αντίθετη γνώμη είναι ο αρχιερέας, ο οποίος πηγαίνει μπροστά στις εορτές φορώντας μίτρα, τυλιγμένος μέσα σε νεβρίδα χρυσοποίκιλτηφορώντας ποδήρη χιτώνα και κοθόρνους, ενώ πολλά κουδουνάκια κρέμονται από τα ρούχα του, που ηχούν όταν βαδίζει, όπως ακριβώς και σε εμάς∙ παράγονται επίσης θόρυβοι κατά τα νυκτέλια και ονομάζονται χαλκόκροτοι οι παραμάνες τροφοί του Θεού∙ αλλά και ο σκαλισμένος θύρσος που βλέπουμε (…) στα πλάγια του Ναού και τα τύμπανα, τα οποία βέβαια δεν ταιριάζουν σε κανέναν άλλον από τους Θεούς περισσότερο παρά στον Διόνυσο. Επίσης, δεν κάνουν βέβαια προσφορές με μέλι στις ιερουργίες, επειδή θεωρείται ότι καταστρέφει τον οίνο ανακατεμένο μαζί του, αλλά αυτό χρησιμοποιούνταν στις σπονδές ως ποτό, προτού φανεί το αμπέλι. Επίσης, μέχρι σήμερα όσοι από τους βαρβάρους δεν φτιάχνουν οίνο πίνουν μελίτειον, μειώνοντας τη γλυκύτητά του με ρίζες που έχουν τη στυφή γεύση του οίνου, ενώ οι Έλληνες το ίδιο αυτό μείγμα προσφέρουν ως νηφάλιες σπονδές και μελίσπονδα (νερό, γάλα & μέλι), επειδή θεωρούν ότι η φύση του μελιού είναι κατ’ εξοχήν αντίθετη προς του οίνου. Για το ότι αυτές είναι οι πίστεις των Ιουδαίων ενδεικτικό σημείο όχι ασήμαντο είναι και το ότι ανάμεσα στις πολλές τιμωρίες που εφαρμόζουν μία είναι κυρίως η πιο ατιμωτική, η οποία απαγορεύει στους τιμωρούμενους να πίνουν οίνο για όσο χρόνο ορίσει αυτός που επιβάλλει την τιμωρία.»[2]

Στο δε προηγούμενο κεφάλαιο, «Πρόβλημα Ε’» (στ. 669e – 671e), όταν εξετάζοντας γιατί οι Ιουδαίοι δεν τρώνε χοιρινό («Πτερον οουδαοι σεβμενοι τν ν  δυσχερανοντες πχονται τν κρεν»), λέγει ο Πλούταρχος ότι οι Ιουδαίοι αναφέρουν ότι ο θεός που οι Έλληνες ονομάζουν Διόνυσο ονομάζεται εκ των Ιουδαίων Θαμμούζ ή Άδωνης, ακριβολογώντας λέγει:

«εάν λοιπόν πρέπει να προσλάβουμε τα μυθικά, στα οποία λέγεται μεν ότι ο Άδωνις υπό του συός σκοτώθηκε, τον δε Άδωνιν τον θεωρούν όχι άλλον από τον Διόνυσο, το ότι δε και οι δύο τελούν στις εορτές τα ίδια βεβαιώνει τον λόγο.»[3]

Έτσι λοιπόν βλέπουμε ούτε λίγο ούτε πολύ πως στα μυστήρια του “Τριετηρικού Διονύσου στην Αθήνα με το όνομα «Τριετηρική Παντέλεια» διδασκόταν ότι ο θεός που οι Ιουδαίοι ονομάζουν Άδωνη είναι ο Θεός που οι Έλληνες ονομάζουν Διόνυσο – δηλ. ο Άδωνης (Θαμμούζ)  των Ιουδαίων και ο Διόνυσος των Ελλήνων είναι μια και η αυτή θεότητα! (Ακόμα και η λέξη Άδωνις που υιοθέτησαν οι Ιουδαίοι ήταν ελληνικής επινόησης).

Πέραν αυτών στο θέμα τούτο – στις αντιστοιχίσεις των ονομάτων των θεών στους Αιγύπτιους, Έλληνες, Ρωμαίους & Ιουδαίους – έχει αναφερθεί και ο Ιωάννης Λυδός στο έργο του «Περί μηνών» όπου λέγει:

«Ότι πολλή η διαφωνία των θεολόγων περί του ποιος είναι ο παρά των Εβραίων τιμώμενος θεός. Οι Αιγύπτιοι και πρώτος ο Ερμής ο Τρισμέγιστος τον θεολογούσε ότι είναι ο Όσιρις, περί του οποίου λέγει ο Πλάτων στον “Τίμαιο” : “τι είναι το ΌΝ μεν το αεί, που δεν έχει γένεσι, και τι το γιγνόμενον, που δεν είναι ΟΝ ουδέποτε ;” Οι Έλληνες δε τον Ορφέως Διόνυσο έλεγαν αυτόν, διότι, όπως λέγουν αυτοί, προς το άδυτο του στα Ιεροσόλυμα ναού δεξιά & αριστερά των σταθμών του υπάρχουν άμπελοι πεποιημένοι από χρυσό που συγκρατούν τα παραπετάσματα του ναού τα πεποικιλμένα από πορφύρα & κόκκους, εξ ου και το εξέλαβαν ως ιερό του Διονύσου. Ο Λίβιος δε στην “καθόλου Ρωμαϊκή ιστορία” τον αναφέρει ως άγνωστον. Αυτό δε ακολούθως ο Λουκιανός λέγει ότι ο ναός στα Ιεροσόλυμα είναι αδήλου θεού, ο δε Νουμήνιος τον θεωρεί ακοινώνητο και πατέρα πάντων των θεών τον αναφέρει, που απαξιώνει να δεχτεί για τον εαυτό του οποιαδήποτε τιμή. Ο Ιουλιανός δε ο βασιλέας, όταν εκστράτευσε προς τους Πέρσες, έγραψε στους Ιουδαίους λέγοντας τους τα εξής: “Θα αναγείρω με κάθε προθυμία τον ναό του υψίστου θεού”. Για αυτήν την αιτία και κάποιοι εκ των απαίδευτων, ακόμη και για την περιτομή νόμισαν ότι είναι ο Κρόνος. Γιατί λένε ότι ο υψηλότερος των πλανητών είναι ο Κρόνος. Μη γνωρίζοντας ότι η περιτομή είναι σύμβολο το καθαρμού της νοητικής ψυχής, όπως λέγουν οι μυστικοί των Εβραίων, ότι δεν είναι Κρόνια τελετή η περιτομή. Από τους Άραβες οι λεγόμενοι Σκηνίτες κατά τον 13 έτος της ηλικίας τους περιτέμνουν τους παίδες τους όπως λέγει ο Ωριγένης, παρότι τιμούν την Αστάρτη αλλά όχι τον Κρόνο. Και οι Αιθίοπες δε τις κόγχες των γονάτων των νέων τους με καυτό σίδηρο σφραγίζουν για τον Απόλλωνα. Και ο Πορφύριος στο υπόμνημά του στα Χαλδαϊκά Λόγια τον “δις επέκεινα”[4] τουτέστιν τον δημιουργό των όλων αξιεί να είναι ο παρά των Ιουδαίων τιμώμενος θεός, τον οποίο ο Χαλδαίος δεύτερον μετά από τον “άπαξ επέκεινα”[5], τουτέστιν του αγαθού[6], θεολογεί. Οι περί τον Ιάμβλιχο και το Συριανό και τον Πρόκλο τον θεωρούν δημιουργό του αισθητού Κόσμου και τον αποκαλούν θεό της τετραστοίχου. Ο δε Ρωμαίος Βάρρων λέγει ότι οι Χαλδαίοι στα μυστικά τους τον ονομάζουν Ιαώ αντί του “φως νοητόν” στην Φοινίκων γλώσσα, όπως λέγει ο Ερέννιος. Και Σαβαώθ από πολλούς λέγεται, δηλ. ο υπερ τους 7 πόλους, τουτέστιν ο δημιουργός.»[7]

Συγκρατούμε τα εξής για τον παρά των Ιουδαίων τιμώμενο θεό:
  • «Οι Έλληνες δε τον Ορφέως Διόνυσο έλεγαν αυτόν το Άδωνη των Ιουδαίων, διότι, όπως λέγουν αυτοί, προς το άδυτο του στα Ιεροσόλυμα ναού δεξιά & αριστερά των σταθμών του υπάρχουν άμπελοι πεποιημένοι από χρυσό που συγκρατούν τα παραπετάσματα του ναού τα πεποικιλμένα από πορφύρα & κόκκους, εξ ου και το εξέλαβαν ως ιερό του Διονύσου.»
  • «Ο Ιουλιανός δε ο βασιλέας, όταν εκστράτευσε προς τους Πέρσες, έγραψε στους Ιουδαίους λέγοντας τους τα εξής : “Θα αναγείρω με κάθε προθυμία τον ναό του υψίστου θεού”.»
  • «Οι περί τον Ιάμβλιχο και το Συριανό και τον Πρόκλο τον θεωρούν δημιουργό του αισθητού Κόσμου και τον αποκαλούν θεό της της τετραστοίχου.»
Επιπλέον ο Ιουλιανός, στις «Επιστολές, 89a.46 – 89a.64», λέγει περί του θεού που λάτρευαν οι Ιουδαίοι:

«Επειδή βλέπω την μεγάλη αδιαφορία μας προς τους θεούς και αναλογίζομαι ότι το σύνολο της ευλάβειας που οφείλουμε στις ανώτερες δυνάμεις έχει παραμεριστεί από μια ακάθαρτη & χυδαία μαλθακότητα, από καιρό τώρα δεν έχω πάψει να θρηνώ μέσα μου για όλα αυτά, την στιγμή που οι Ιουδαίοι είναι τόσο αφοσιωμένοι σε αυτή, ώστε προτιμούν να πεθάνουν γι’ αυτήν, προτιμούν να ανέχονται την φτώχεια και την πείνα, παρά να φάνε χοιρινό ή άλλο κρέας που δεν στραγγίστηκε το αίμα του αμέσωςΕμείς είμαστε τόσο αδιάφοροι προς τους Θεούς ώστε λησμονούμε τα πάτρια και αγνοούμε ακόμη και το ότι κάποτε επιβλήθηκε κάποιος θεσμόςΠάντως εκείνοι είναι εν μέρει θεοσεβείς, αφού εκείνον που τιμούν […]είναι αληθινά παντοδύναμος & αγαθότατος και επιτροπεύει τον αισθητό κόσμο, θεός που, όπως γνωρίζω καλά, θεραπεύουμε και εμείς με άλλα ονόματα. Επομένως, μου φαίνεται φυσικό να μην παραβαίνουν στους νόμους του. Μοναδικό τους αμάρτημα είναι πως δεν θεραπεύουν και τους άλλους Θεούς και αρέσκονται μόνο σε αυτό τον Θεό, επειδή φαντάζονται ότι οι άλλοι Θεοί αρμόζουν μόνο σε μας από όλους τους λαούς, και παρασύρθηκαν σε αυτή την ύβρη από την βαρβαρική αλαζονεία τους».[8]

Δηλαδή ο θεός που οι Ιουδαίοι ονομάζουν Άδωνη και οι Έλληνες Διόνυσο, ο οποίος είναι ο δημιουργός της μεριστής ή δεύτερης δημιουργίας και μονάδα των εγκοσμίων θεών, αυτός ο Θεός ως μονάδα υποστασιοποιείται στους υπερκόσμιους θεούς: ο κατά τους Έλληνες Διόνυσος ή κατά τους Ιουδαίου Άδωνης είναι υπερκόσμιος θεός.  

Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει αφενός ότι:

«ο Τίμαιος, επειδή είναι πυθαγόρειος, ακολουθεί τις αρχές των πυθαγορείων. Γιατί όσα έχει παραδώσει ο Ορφέας με μυστικό τρόπο και μέσω απόρρητων λόγων, αυτά ο Πυθαγόρας τα έμαθε αφού μυήθηκε στα Λίβηθρα της Θράκης από τον τελεστή Αγλαόφημο, ο οποίος του μετάδωσε τη σοφία που σχετικά με τους θεούς διδάχτηκε ο Ορφέας από τη μητέρα του, την Μούσα Καλλιόπη. Γιατί αυτά τα λέει ο ίδιος ο Πυθαγόρας στον “Ιερό Λόγο”. Ποιες, είναι, λοιπόν, οι “ορφικές παραδόσεις” (βλ. Ορφικό απ. Νο.85), εφόσον πιστεύουμε ότι πρέπει σε αυτές να αναγάγουμε τη διδασκαλία του Τίμαιου σχετικά με τους Θεούς; Ο Ορφέας έχει παραδώσει ότι υπάρχουν βασιλείς των Θεών, οι οποίοι “κατὰ τὸν τέλειον ἀριθμὸν”[9] εποπτεύουν τα πάντα: ο Φάνης, η Νύχτα, ο Ουρανός, ο Κρόνος, ο Ζευς και ο Διόνυσος. Γιατί πρώτος ο Φάνης κατασκευάζει το σκήπτρο: “καὶ πρῶτος βασίλευσε περικλυτὸς Ἠρικεπαῖος”. Δεύτερη η Νυξ, “δεξαμένη παρὰ τοῦ πατρός” το σκήπτρο, τρίτος ο “Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτός”, τέταρτος ο Κρόνος, “βιασάμενος”, όπως λένε, τον πατέρα του, πέμπτος ο Ζευς, [επί]”κρατήσας τοῦ πατρός”, και μετά από αυτόν ο Διόνυσος. Όλοι αυτοί, λοιπόν, οι βασιλείς ξεκίνησαν από ψηλά, από τους νοητικούς και νοητούς θεούς, και προχωρούν μέσω των μεσαίων τάξεων μέχρι τον ορατό Κόσμο, προκειμένου να ταχτοποιήσουν και όσα βρίσκονται εδώ κάτωΓιατί ο Φάνης[10] δεν υπάρχει μόνο μέσα στους νοητούς θεούς αλλά και στους νοητικούς, δηλαδή στην δημιουργική βαθμίδα, και στους υπερκόσμιους και στους εγκόσμιους, και το ίδιο η Νυξ και ο Ουρανός. Γιατί οι ιδιότητές τους απλώνονται σε όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες. Και μήπως ο ίδιος μέγιστος Κρόνος δεν έχει τοποθετηθεί πριν από τον Δία και μετά την Δίιον βασιλεία, αφού “μετὰ τῶν ἄλλων Τιτάνων τὴν Διονυσιακὴν μερίζων δημιουργίαν”, και άλλος είναι μέσα στον ουρανό, άλλος “ἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην”, άλλος μέσα στην σφαίρα των απλανών, άλλος μέσα στις σφαίρες των πλανητών, και το ίδιο και ο Δίας και ο Διόνυσος! Αυτά, λοιπόν έχουν δηλωθεί ρητώς από τους παλαιούς».[11]

Αφέτερου ότι:

«η βασιλική σειρά των θεών ξεκινά από τον Φάνη και καταλήγει στον δεσπότη ημών τον Διόνυσο και μεταβιβάζει το ίδιο το σκήπτρο από ψηλά, μέχρι την έσχατη βασιλείαμόνο ο Κρόνος στον οποίο έλαχε η τέταρτη βασιλική βαθμίδα, αντίθετα προς τους άλλους, πήρε με υβριστικό τρόπο, κατά το μυθικό πρόσχημα, το σκήπτρο από τον Ουρανό και έδωσε εν συνέχεια στον Ζευς. Διότι και η Νύχτα το παίρνει από τον Φάνη με τη θέλησή του: “Το λαμπερό του σκήπτρο έβαλε στα χέρια της θεάς Νύχτας, για να έχει βασιλική τιμή” λέγεται στο ορφικό απ. Νο.86. Και ο Ουρανός παίρνει από τη Νύχτα με τη θέλησή της την κυριαρχία επί των πάντων. Το ίδιο και ο Διόνυσος είναι ο τελευταίος βασιλιάς των θεών παρά του Διός. Γιατί ο πατήρ τον ιδρύει εντός του βασιλικού θρόνου και του βάζει στο χέρι σκήπτρο και τον ποιεί βασιλέα των εγκόσμιων θεών: “Ακούστε θεοί. Τούτον εγώ βασιλέα σας τον τοποθετώ”, λέει ο Ζευς προς τους νέους Θεούς σύμφωνα  με το ορφικό απ. Νο.190. Ο Κρόνος λοιπόν είναι ο μόνος που αφαιρεί εντελώς την βασιλεία από τον Ουρανό, και παραχωρεί την ηγεμονία στον Ζευς “τέμνοντας και τεμνόμενος” όπως λέγεται στο ορφικό απ. Νο.114.»[12]

Μάλιστα ο θείος Πρόκλος αφενός ότι:

«τον Διόνυσο οι θεολόγοι με αυτήν την προσωνυμία – νέο θεό – τον έχουν αποκαλέσει. Ο Διόνυσος είναι η μονάδα πάσης της δεύτερης ή μεριστής δημιουργίας. Γιατί ο Ζευς τον  τοποθετεί βασιλέα απάντων των εγκοσμίων θεών και πρώτιστα σε αυτόν διανέμει τιμές, “αν και είναι νέος & νήπιος συνδαιτημόνας”. Εξ ου και τον Ήλιο συνηθίζουν να τον προσαγορεύουν νέο θεό (και “νέος κάθε ημέρα Ήλιος”, λέει ο Ηράκλειτος) επειδή μετέχει Διονυσιακής δυνάμεως.»[13]

Αφετέρου ότι:

«τα τρία είδη πολιτειών ανάγονται στις τρείς μορφές δημιουργίας, στην Δίιον, στην Διονυσιακή και Αδωνιακή (διότι κάθε πολιτικός τείνει στο να αποτελεί απεικόνιση ενός δημιουργού – εκείνος που κάνει τα πάντα κοινά είναι απεικόνιση του δημιουργού των όλων. Εκείνος που μοιράζει και διαχωρίζει αυτού που διακρίνει τα μέρη από το όλον. Εκείνος, τέλος, που επανορθώνει όσα αλλοιώνονται αυτού που αποκαθιστά όσα υπόκεινται σε γένεση & φθορά),»[14]

Αυτός που επανορθώνει όσα αλλοιώνονται αυτού που αποκαθιστά όσα υπόκεινται σε γένεση και φθορά είναι ο ορφικώς Άδωνης ή πλατωνικός εγκόσμιος Διόνυσος, ενώ αυτός που μοιράζει και διαχωρίζει αυτού που διακρίνει τα μέρη από το όλον είναι η μονάδα της μερικής ή 2ης δημιουργίας, η μονάδα/βασιλέας των εγκόσμιων πλατωνικώς “νέων θεών”, ο Φιλοσοφικά ονομαζόμενος Εγκόσμιος Νους ή Θεολογικά/ορφικώς αναφερόμενος Ζαγρέας Διόνυσος. Ενώ ο πρώτος στην αναφορά του Πρόκλου, ο καθολικός δημιουργός, είναι ο Πηγαίνος & νοητικός Ζεύς.

Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει πως:

 «ο Ορφέας τοποθέτησε πριν από ολόκληρη τη διαιρεμένη δημιουργία έναν δημιουργό ο οποίος αντιστοιχεί στον ένα πατέρα που γεννά την καθολική δημιουργία, παράγει από αυτόν ολόκληρο το εγκόσμιο νοητικό πλήθος και τον αριθμό των ψυχών και τις σωματικές συστάσεις, καθώς αυτός γεννά όλα τούτα με ενωμένο τρόπο, ενώ οι θεοί γύρω από αυτόν διαιρούν και διαχωρίζουν τα δημιουργήματα του. Αλλά ο Ορφέας λέει ότι όλα τα άλλα δημιουργήματα του έχουν διαμελιστεί  από τους διαιρετικούς θεούς και μόνο η καρδιά του παραμένει αδιαμοίραστη με πρόνοια της Αθηνάς. Γιατί, επειδή ο δημιουργός δίνει υπόσταση σε νόες, ψυχές και σώματα, αλλά οι ψυχές και τα σώματα δέχονται πάνω τους μεγάλη διαίρεση και διαμελισμό, ενώ ο νους μένει ενωμένος και αδιαίρετος μέσα σε ένα, αφού είναι τα πάντα και περιέχει όλα τα νοητά σε μία νόηση, λέει ο Ορφέας ότι μόνο η νοητική ουσία και ο νοητικός αριθμός έχει απομείνει διασωσμένος από την Αθηνά: “γιατί μόνο τη νοητική καρδιά άφησαν”, λέει ο Ορφέας, αποκαλώντας τη ρητώς νοητική, προφανώς είναι νους και νοητικός αριθμός, όχι όμως κάθε νους αλλά ο εγκόσμιος. Γιατί αυτός είναι η αδιαίρετη καρδιά, επειδή ο θεός που διαμελιζόταν ήταν ο δημιουργός αυτού του νου

Αποκαλεί, λοιπόν, ο Ορφέας τον Νου αδιαίρετη ουσία του Διονύσου, ενώ αποκαλεί γεννητικά όργανα του τη ζωή που διαιρείται στο σώμα και είναι φυσική και παράγει σπέρματα, για την οποία λέει επίσης ότι η Άρτεμις, που είναι επικεφαλής ολόκληρης της γέννησης μέσα στη φύση και ξεγεννά τους φυσικούς Λόγους, την απλώνει από ψηλά μέχρι τα υποχθόνια, ενδυναμώνοντας τη γόνιμη δύναμη της. Και αποκαλεί την ψυχική σύσταση όλο το υπόλοιπο σώμα του θεού, το οποίο και αυτό έχει διαιρεθεί: “Μοίρασαν σε επτά μέρη όλα τα μέλη του νέου”, λέει ο θεολόγος για τους Τιτάνες, όπως και ο Τίμαιος διαιρεί την ψυχή σε επτά μέρη

Μάλιστα, το ότι η ψυχή είναι απλωμένη σε ολόκληρο τον Κόσμο θα θυμίσει στους Ορφικούς τον διαμελισμό από τους Τιτάνες, λόγω του οποίου η ψυχή όχι μόνον καλύπτει ολόγυρα το σύμπαν, αλλά και είναι απλωμένη σε ολόκληρο το σύμπαν. Δικαιολογημένα, λοιπόν, και ο Πλάτωνας αποκάλεσε αδιαίρετη ουσία αυτή που βρίσκεται αμέσως πάνω από την ψυχή και, για να μιλήσουμε με συντομία, τον Νου που επιδέχεται την συμμετοχή της ψυχής, ακολουθώντας τους ορφικούς μύθους και θέλοντας να είναι κάτι σαν ερμηνευτής των απορρήτων παραδόσεων[15]

Η δεύτερη δημιουργία είναι η δημιουργία των μερών του Κόσμου και δημιουργός είναι ο Διόνυσος. Εποπτεύει την υγρή και θερμή γέννηση της οποίας σύμβολο είναι ο οίνος, ως θερμός και υγρός, για αυτό και σύμβολο του Διονύσου είναι ο οίνος.

Εξ και ο Πρόκλος λέγει πως:

«Ο Φιλόλαος αφιέρωσε τη γωνία του τριγώνου σε τέσσερις Θεούς, τον Κρόνο, τον Άδη, τον Άρη και τον Διόνυσο, συμπεριέλαβε μέσα σε αυτούς ολόκληρη την τετραμερή διακόσμηση των στοιχείων η οποία κατεβαίνει από ψηλά, είτε από τον ουρανό, είτε από τους τέσσερις τομείς του ζωδιακού. Ο Κρόνος δίνει υπόσταση σε ολόκληρη την υγρή και ψυχρή ουσία, ο Άρης σε ολόκληρη την έμπυρη φύση, ο Άδης συνέχει όλη την χθόνια ζωή και ο Διόνυσος εποπτεύει ολόκληρη την υγρή και θερμή γέννηση. Της οποίας σύμβολο είναι ο οίνος που είναι υγρό και θερμό.»[16]

Η τρίτη δημιουργία είναι η δημιουργία της υποσελήνιου περιοχής και δημιουργός είναι ο ορφικώς θεός Άδωνις ή πλατωνικώς εγκόσμιος Διόνυσος, για τον οποίο ο Ιάμβλιχος – στο «Σχόλια τον Πλάτωνα στον Σοφιστή Προοίμιο» – αναφέρει πως ο υποσελήνιος δημιουργός:

«είναι δημιουργός ειδώλων και καθαρτής ψυχών, που τις χωρίζει πάντα από τους αντίθετους λόγους, μεταβλητικός και “έμμισθος θηρευτής πλούσιων νέων”, ο οποίος υποδέχεται ψυχές που κατεβαίνουν από πάνω γεμάτες με Λόγους[17] και παίρνει από αυτές ως μισθό την χορηγία ζωής στα θνητά σύμφωνα με λογικές αρχέςΕίναι συνδεδεμένος με το μη ον, επειδή δημιουργεί τα ένυλα και επειδή ασπάζεται το αληθινό ψεύδος, την ύλη. Αποβλέπει, ωστόσο, στο όντως ΌΝ. Αυτός είναι ο πολυκέφαλος, προβάλει πολλές ουσίες και ζωές, μέσα από τις οποίες κατασκευάζει την ποικιλία της γένεσης. Είναι επίσης γητευτής, καθώς γοητεύει τις ψυχές με Φυσικούς Λόγους[18], έτσι ώστε να τους γίνεται δύσκολο να αποσπαστούν από την γένεση. Διότι και ο έρωτας είναι γητευτής, αλλά και η Φύση έχει χαρακτηριστεί από κάποιους ως μάγος λόγω των φυσικών συμπαθειών & αντιπαθειών.»[19].

Στην βαθμίδα δε του ορφικώς Θεού Άδωνη  και πλατωνικώς εγκόσμιου Διονύσου ανήκουν, αυτός δηλ. είναι η μονάδα τους, οι της γενέσεως επόπτες & προστάτες θεοί ανάμεσα στους οποίους και η Ομηρική Κίρκη η οποία υφαίνει «τν ν τ τετραστοχ ζων» και ταυτόχρονα με τις ωδές της «ναρμνιον ποιοσα τν π σελνην τπον».

Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει ότι:

«τις ποιητικές και γόνιμες δυνάμεις των θεών, τις οποίες προάγουν στο σύμπαν, τις αποκαλούμε τέχνες δημιουργικές, νοητικές, γεννητικές και τελεσιουργούς. Μάλιστα οι θεολόγοι των Ελλήνων μέσω αυτών υποδείχνουν τις θεϊκές δημιουργίες, καθώς αναφέρουν ότι οι Κύκλωπες είναι αίτιοι της τεχνικής δημιουργίας, αυτοί είναι που δίδαξαν τον Ζευς, την Αθηνά και τον Ήφαιστο, και ότι η Αθηνά, ανάμεσα στις άλλες τέχνες ξεχωριστά προστατεύει την υφαντική και ότι ο Ήφαιστος είναι έφορος της μεταλουργίας.  Η δε υφαντική αρχίζει από την δέσποινα Αθηνά (“γιατί είναι ανώτερη από όλες τις αθάνατες να υφαίνει τον ιστό, και της υφαντικής τα έργα να πετυχαίνει” λέγεται στο ορφικό απ. Νο.135) και προχωρά στην ζωογόνο της Κόρης σειρά (καθώς αυτή, που μένει άνω, και όλος ο χορός της λέγεται ότι υφαίνει τον διάκοσμο της ζωής) και δέχεται την μέθεξη πάντων των εγκόσμιων θεών (καθώς ο ένας δημιουργός ορίζει στους νέους δημιουργούς να υφαίνουν μαζί με το αθάνατο το θνητό είδος ζωής) και τελειώνει με τους της γενέσεως επόπτες & προστάτες θεούς, ανάμεσα στους οποίους είναι και η ομηρική Κίρκη, η οποία υφαίνει τν ν τ τετραστοχ ζων[20] και ταυτόχρονα με τις ωδές της ναρμνιον ποιοσα τν π σελνην τπονΟι θεολόγοι των Ελλήνων, λοιπόν, συγκαταλέγουν την Κίρκη σε τούτες τις υφάντρες, ωστόσο, κατά πώς λένε, παρουσιάζουν “χρυσή” την νοητική και άχραντη ουσία της[21], άυλη και αμιγή προς την γένεσιν, λέγοντας επίσης ότι το έργο της διακρίνει τα σττα από τα κινούμενα και τα χωρίζει κατά την θεϊκή ετερότητα[22]

Αυτό δηλ. εν ολίγοις που απεικονιζόταν από τους Έλληνες με την γιορτή, και όχι τελετή ή μυστήριο, προς τιμήν του ανθρώπου Άδωνη γιού του Κινύρα, πέραν της σποράς των ψυχών, της καθόδου τους στον Άδη προς κάθαρση και την επιστροφή τους στη θεία ζωή των Θεών, ήταν η παλιγγενεσία της υποσελήνιας περιοχής που επιτελείτο εξ αυτών των καθόδων και ανόδων των ψυχών. Η αυτή περιοχή, ο υποσελήνιος τόπος, και η παλιγγενεσία της, περιγράφεται στα μυθολογικά κείμενα από τους Έλληνες με τον Κάδμο και την 7-πυλη πόλη του.

Πέραν αυτών ο Ερμείας, στα «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 260.14 – 160.16» λέγει πως ο Πλάτων «καλεῖ, ἐπειδὴ τῶν ἐν γῇ φυομένων καὶ ἀποβιωσκομένων ὁ δεσπότης Ἄδωνις ἐφέστηκε, πᾶσα δὲ ἡ γένεσις καὶ φθορὰ ἡ περὶ ἡμᾶς κήποις ἔοικε». Δηλ. αφενός ο υποσελήνιος τόπος, η γένεσις και η φθορά, ονομάζεται «κήποι» του θεού Άδωνη ή εγκόσμιου Διόνυσου, αφετέρου κατά την διάρκεια της εν τη γενέσει ζωής μας, όταν δηλ είμαστε ένσαρκα όντα, τρεφόμαστε από την γύρω μας φύση και κυρίως από όσα φύονται/ γεννιούνται εντός τη γης.

Αλλωστε : <Αδώνιδος κῆποι> = ἐπὶ τῶν ἀώρων καὶ ὀλιγοχρονίων καὶ μὴ ἐῤῥιζωμένων.[23]

Μάλιστα συμφώνως με τον Ολυμπιόδωρος:

       In Platonis Gorgiam commentaria 44.3.1 ` to     In Platonis Gorgiam commentaria 44.4.7  ἰστέον ὅτι οἱ ἱστορικοὶ  πολλὰ μυθώδη ὡς ἱστορίας λέγουσιν. οὕτως γοῦν φασὶν αὐτόχθονας εἶναι τοὺς Ἀθηναίους· καὶ μὴν μυθῶδες καὶ παντελῶς ἀνόητον. μῦθος γάρ ἐστιν ὅτι, ὅτε ὁ ῞Ηφαιστος ἀπέτεμεν τὴν κεφαλὴν τοῦ Διός, ἐξῆλθεν ἡ Ἀθηνᾶ, καὶ ἤρξατο διώκειν αὐτὴν ὁ ῞Ηφαιστος ὡς θέλων μιγῆναι, εἶτα μὴ καταλαβὼν ἀπεσπέρμαινεν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐγένετο ὁ Ἐριχθόνιος, ἐξ οὗ οἱ Ἀττικοί. ἰδοὺ οὖν ὅτι ταῦτα ὡς ἱστορίας οἱ ἱστορικοὶ παραλαμβάνουσιν, ἔδει δὲ κατὰ Πλάτωνα αὐτόχθονας εἰπεῖν. λέγει γὰρ αὐτὸς ὅτι «εἴπωμεν τοὺς ἐν <τῇ> πόλει αὐτόχθονας ψευσάμενοι Φοινικικόν τι» (ἔστι δὲ Φοινικικὸν τὸ τοῦ Κάδμου, ὅτι ἔσπειρεν ὀδόντας δράκοντος καὶ ἀνῆλθον)· «ὀδόντας οὖν ἂν θρέψωμεν τοὺς ἀνθρώπους ψευσώμεθα, καὶ εἴπωμεν αὐτοὺς αὐτόχθονας, ἵνα μὴ μόνον ὡς θρεψαμένην εὐεργετήσωσι τὴν πόλιν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐνεγκαμένην, καὶ μὴ ὡς ξένοι πολιτεύσωνται». οὐ δεῖ οὖν τὰ μυθώδη παραδέχεσθαι, ἀλλ᾽ εἰδέναι ὅτι δρκων μν στιν  μερικ τν ψυχν ζω (σπερ γρ οτος ποδεσθαι τ γρας λγεται, οτως κα  ψυχ τ ε ρχεσθαι ες τν γνεσιν νεζει), γ δ στι τ περγειον τς ψυχς φρνημα, δντες δ τ μεριστν τς ζως, πειδ τος δοσι μερζομεν τν τροφν κα καταλεανομεν.

Δηλαδή στον μύθο του Κάδμου και της – από αυτόν δημιουργηθείσας στην Βοιωτία – Θήβας:
  • Ο Δράκος = η μερική των ψυχών ζωή, η ένυλη ζωη.
  • Ο γη = το περίγειο της ψυχής φρόνημα
  • Τα δόντια δράκου = το μεριστό της ζωής, της ένυλης ζωής.
Όμως ο Ιεροκλής λέγει αφενός πως:

«Η “λογική ουσία[24] έχοντας συμφυές σώμα παρά του δημιουργού οδηγήθηκε στο Είναι, ώστε αυτή να μην είναι το συμφυές σώμα της αλλά ούτε να υπάρχει χωρίς αυτό, αλλά η ίδια να είναι ασώματη και ολόκληρο το είδος της να περατώνεται σε ένα συμφυές σώμα.»[25]
Αφετέρου πως:

«Κάθε ήρωας είναι λογική ψυχή μετά φωτεινού σώματος και κάθε άνθρωπος ομοίως είναι λογική ψυχή μετά συμφυούς αθανάτου σώματος, και αυτό ήταν των Πυθαγορείων δόγμα, το οποίο αποκάλυψε αργότερα ο Πλάτωνας, παρομοιάζοντας κάθε ψυχή, θεία και ανθρώπινη, με την ενωμένη δύναμη ενός πτερωτού ζεύγους ίππων και του ηνιόχου.»[26]

Επίσης ο Ιεροκλής λέγει πως:

«το άυλο σώμα είναι ένα είδος ζωής που γεννά την ένυλη ζωή, από την οποία συμπληρώνεται ο θνητός άνθρωπος, που αποτελείται από την άλογη ζωή και το υλικό σώμα, και αποτελεί είδωλο (ο θνητός άνθρωπος), του άυλου ανθρώπου που έχει συσταθεί από λογική/μαθηματική ουσία και άυλο σώμα.»[27]

Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει πως:

«άνθρωπος είναι μια ψυχή αθάνατη η οποία χρησιμοποιεί αθάνατο σώμαΑυτόν τον άνθρωπο, μάλιστα, πρέπει να τον διαχωρίσουμε από καθετί θνητό, προκειμένου να γίνει αυτός που ήταν πριν την πτώση εν τη γενέσει.»[28]

Συγκρατούμε πως:
  • << το άυλο σώμα είναι ένα είδος ζωής που γεννά την ένυλη ζωή, από την οποία συμπληρώνεται ο θνητός άνθρωπος >>
  • << κάθε άνθρωπος είναι λογική ψυχή μετά συμφυούς αθανάτου σώματος>>
Δηλαδή έχουμε:
  • Άυλο σώμα = άυλη ζωή => ένυλη/άλογη ζωή.
  • Θνητός υλικός άνθρωπος = άλογη/ένυλη ζωή  + υλικό σώμα.
  • Αΐδιος άυλος άνθρωπος = λογική ουσία + άυλο σώμα(αύλη ζωή).
Άρα στον μύθο του Κάδμου και της από αυτόν δημιουργηθείσας στην Βοιωτία Θήβας:
  • Άυλο σώμα = άυλη ζωή => ένυλη ζωή = δράκος.
  • Δόντια Δράκου = η επιμέρους ζωή του κάθε βίου, τα μέρη του κάθε βίου.
Βέβαια ο Δαμάσκιος μας λέγει πως:

       In Phaedonem  378.1 ` to     In Phaedonem  378.9 «Τί δὲ δὴ τὰ Κάδμου, πῶς ἱλασόμεθα;» ἢ Κδμος μν  ποσληνος κσμος ς Διονυσιακς· δι κα ρμονίᾳ σνεστι τ θε κα τν τεττρων Βακχν πατρ. δηλοῖ δὲ καὶ ὁ Πείσανδρος [frg. 21] θεολογῶν τὰ κατὰ Κάδμον ἐν τῷ μύθῳ ἐν ᾧ φησιν τὸν Κάδμον ὑποτίθεσθαι τῷ Διί, πῶς ἂν καταγωνίσαιτο τὸν Τυφῶνα. α δ τ τσσαρα στοιχεα Διονυσιακ ποιοσιν, Σεμλη μν τ πρ, γαη δ τν γν διασπσα τ οκεα γεννματα, ν δ τ δωρ νλιος οσα, κα Ατονη δ τν ἀέρα  λοιπ. «ἱλάσκεται» δὲ τὸν Κάδμον ἀποδεικνὺς τὴν ψυχὴν πάμπαν ἀθάνατον καὶ τόδε τὸ πᾶν οὐ θνητῶν μόνων οὐσιῶν οὐδὲ μακραιώνων δεκτικόν, ἀλλὰ καὶ παντάπασιν ἀθανάτων.

Δηλ έχουμε :
  • Κάδμος = ο υποσελήνιος κόσμος ως Διονυσιακός.
  • Σεμέλη = το πυρ
  • Αγαύη = το ύδωρ
  • Ινώ = το ύδωρ.
  • Αυτονόη = ο αήρ
Οπότε κατανοούμε ότι ο μύθος του Κάδμου περιγράφει την δημιουργία των υποσελήνιων όντων – κατά την τετραστοιχία. Η θανάτωση, λοιπόν, του δράκου από τον Κάδμο, με εντολή της Αθηνάς, είναι εικόνα του τεμαχισμού της μερικής ζωής των ψυχών και η ένωση της αυτής της ζωής με το σώμα, άλλωστε ο δράκος ήταν γιός του Άρεως.

Όμως συμφώνως με τον Πρόκλο:

«ο Άρης είναι αυτός που ακτινοβολεί στις σωματικές φύσεις την ισχύ, τη δύναμη και τη στερεότητα, όπως λέει ο Σωκράτης στον “Κρατύλο, 407.d”.»[29]

Η δε μητέρα του ήταν η Νύμφη Τέλφουσα. Όμως σύμφωνα με τον Ερμεία:
  • «Οι Νύμφες είναι έφοροι θεές της παλιγγενεσίας, υπουργοί του εκ Σεμέλης Διονύσου. Για αυτό και παρά του ύδατος είναι, τουτέστιν στην γένεση επιβαίνουν. Ο Δυόνυσος άρχει στην παλιγγενεσία ολόκληρου του αισθητού Κόσμου».[30]
  • «της γενέσεως προστάτιδες είναι οι Νύμφες, εκ των οποίων άλλες κινούν την αλογία, άλλες την Φύση, άλλες τα σώματα επιτροπεύουν. Αυτές λέγονται Ναϊάδες, Αμαδρυάδες και Ορεστιάδες».[31]
  • «οι Νύμφες είναι θείες ψυχές ανώτερες των ανθρώπινων ψυχών, οι οποίες επιτροπεύουν ολόκληρη της γενεση. Αυτές είναι θεές συνεργάτες του λόγιου και δεσπότου θεού Ερμή που δίδουν τη δόση του στον Κόσμο».[32]
Δηλαδή στον Μύθο του Κάδμου – και όσο αφορά την γέννηση των σπαρτών ανδρών – ο μύθος αφορά τους 5 τύπους υποσελήνιων όντων κατά αναλογία: 

Ουδαίος, Χθόνιος, Πέλωρ, Υπερήνωρ και Εχίων.

Τις δε ένυλες-άλογες ζωές που δημιουργούνται τις υφαίνει  η Κίρκη.


O θεός δε που οι Ιουδαίοι ονομάζουν Άδωνη και οι Έλληνες Διόνυσο, είναι ο αυτός θεός που οι Αιγύπτιοι ονομάζουν Όσιρι

Εξ ου και ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς λέγει ότι :

«Ότι ο Διόνυσος είναι ο αυτός Όσιρις, ποιος άλλος είναι πρέπον να το γνωρίζει παρά εσύ, ω Κλέα, η οποία είσαι αρχηίδα των εν Δελφοίς Θυιάδων και καθωσιωμένη εκ του πατρός και της μητρός σου στα ιερά του Οσίριδος ; Εάν δε, χάριν των άλλων, απαιτείται να παραθέσουμε αποδείξεις, τα μεν απόρρητα τα αφήνουμε κατά μέρος, όσα δε εμφανώς γίνονται εκ των ιερέων όταν θάπτουν τον Άπιν, όταν μεταφέρουν το σώμα του επί σχεδίας, ταύτα καθόλου δεν διαφέρουν της βακχείας. Και νεβρίδες φορούν και θύρσους φέρουν, και κραυγάζουν και κινήσεις κάνουν ακριβώς όπως οι κατεχόμενοι εκ των Διονυσιακών οργιασμών. Δια τούτο και ταυρόμορφο κατασκευάζουν τον Διόνυσο πολλοί εκ των Ελλήνων σε αγάλματαΟι γυναίκες μάλιστα των Ηλείων και παρακαλούν ευχόμενες “με πόδι βοός να έλθει προς αυτές”.[33] Και στους Αργείους ο Διόνυσος επονομάζεται “βουγενής”. Τον φωνάζουν δε με σάλπιγγες να έλθει εξ ύδατος, ρίπτοντας στην άβυσσο άρνα στον ΠυλούχοΤις σάπλιγγες δε έπειτα κρύπτουν επιμελώς μέσα στου θύρσους, όπως έχει αναφέρει ο Σωκράτης στα γραφόμενά του περί των Οσίων, περί των Έφορων, δηλ., του Δελφικού ΜαντείουΠλήρως δε συμφωνούν και τα Τιτανικά και τα Νυκτέλια στους λεγόμενους διασπασμούς του Οσίριδος και τις αναβιώσεις και παλιγγενεσείες αυτούΟμοίως και τα περί τις ταφές. Διότι και οι Αιγύπτιοι δεικνύουν σε πολλά μέρη τάφους του Οσίριδος και οι Δελφοί θεωρούν ότι πλησίον τους, παρά του χρηστηρίου έχουν αποτεθεί τα λείψανα του Διονύσου. Και οι Όσιοι[34] προσφέρουν θυσία απόρρητη εν τω ιερώ του Απόλλωνος, όταν οι Θυιάδες εγείρουν τον Λικνίτη[35]



[1]  Η “Τριετηρική Παντέλεια” αφορά τον Τριετηρικό Διόνυσο, τον οποίο ο θειότατος Ορφέας υμνεί ως εξής :
       Hymni 52.t ` to     Hymni 52.13  {<Τριετηρικοῦ>, θυμίαμα ἀρώματα.} Κικλήσκω σε, μάκαρ, πολυώνυμε, † μανικέ, Βακχεῦ, ταυρόκερως, ληναῖε, πυρίσπορε, Νύσιε, λυσεῦ, μηροτρεφής, λικνῖτα, † πυριπόλε καὶ τελετάρχα, νυκτέρι᾽, Εὐβουλεῦ, μιτρηφόρε, θυρσοτινάκτα, ὄργιον ἄρρητον, τριφυές, κρύφιον Διὸς ἔρνος, πρωτόγον᾽, Ἠρικεπαῖε, θεῶν πάτερ ἠδὲ καὶ υἱέ, ὠμάδιε, σκηπτοῦχε, χοροιμανές, ἁγέτα κώμων, βακχεύων ἁγίας τριετηρίδας ἀμφὶ γαληνάς, ῥηξίχθων, πυριφεγγές, † ἐπάφριε, κοῦρε διμάτωρ, οὐρεσιφοῖτα, κερώς, νεβριδοστόλε, ἀμφιέτηρε, Παιὰν χρυσεγχής, † ὑποκόλπιε, βοτρυόκοσμε, Βάσσαρε, κισσοχαρής, † πολυπάρθενε καὶ διάκοσμε † ἐλθέ, μάκαρ, μύσταισι βρύων κεχαρημένος αἰεί.
[2]         Quaestiones convivales  671.C.5 ` to     Quaestiones convivales  672.C.4   Θαυμάσας οὖν τὸ ἐπὶ πᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος “ἆρ᾽” ἔφη “σὺ τὸν πατριώτην θεόν, ὦ Λαμπρία, “εὔιον ὀρσιγύναικα μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον” (Lyr. adesp. 131) ἐγγράφεις καὶ ὑποποιεῖς τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις; ἢ τῷ ὄντι λόγος ἔστι τις ὁ τοῦτον ἐκείνῳ τὸν αὐτὸν ἀποφαίνων;” ὁ δὲ Μοιραγένης ὑπολαβών “ἔα τοῦτον” εἶπεν· “ἐγὼ γὰρ Ἀθηναῖος ὢν ἀποκρίνομαί σοι καὶ λέγω μηδέν᾽ ἄλλον εἶναι· καὶ τὰ μὲν πολλὰ τῶν εἰς τοῦτο τεκμηρίων μόνοις ἐστὶ ῥητὰ καὶ διδακτὰ τοῖς μυουμένοις παρ᾽ ἡμῖν εἰς τὴν τριετηρικὴν παντέλειαν· ἃ δὲ λόγῳ διελθεῖν οὐ κεκώλυται πρὸς φίλους ἄνδρας, ἄλλως τε καὶ παρ᾽ οἶνον ἐπὶ τοῖς τοῦ θεοῦ δώροις, ἂν οὗτοι κελεύωσι, λέγειν ἕτοιμος.”  Πάντων οὖν κελευόντων καὶ δεομένων “πρῶτον μέν” ἔφη “τῆς μεγίστης καὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ᾽ αὐτοῖς ὁ καιρός ἐστιν καὶ ὁ τρόπος Διονύσῳ προσήκων. τὴν γὰρ λεγομένην νηστείαν ἀκμάζοντι τρυγητῷ τραπέζας τε προτίθενται παντοδαπῆς ὀπώρας ὑπὸ σκηναῖς καὶ καλιάσιν ἐκ κλημάτων μάλιστα καὶ κιττοῦ διαπεπλεγμέναις· καὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκηνὴν ὀνομάζουσιν. ὀλίγαις δ᾽ ὕστερον ἡμέραις ἄλλην ἑορτήν, οὐκ (…) ἂν δι᾽ αἰνιγμάτων ἀλλ᾽ ἄντικρυς Βάκχου καλουμένην, τελοῦσιν. ἔστι δὲ καὶ κραδηφορία τις ἑορτὴ καὶ θυρσοφορία παρ᾽ αὐτοῖς, ἐν ᾗ θύρσους ἔχοντες εἰς τὸ ἱερὸν εἰσίασιν· εἰσελθόντες δ᾽ ὅ τι δρῶσιν, οὐκ ἴσμεν, εἰκὸς δὲ βακχείαν εἶναι τὰ ποιούμενα· καὶ γὰρ σάλπιγξι μικραῖς, ὥσπερ Ἀργεῖοι τοῖς Διονυσίοις, ἀνακαλούμενοι τὸν θεὸν χρῶνται, καὶ κιθαρίζοντες ἕτεροι προΐασιν, οὓς αὐτοὶ Λευίτας προσ ονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης. οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββάτων ἑορτὴν μὴ παντάπασιν ἀπροσδιόνυσον εἶναι· Σάβους γὰρ καὶ νῦν ἔτι πολλοὶ τοὺς Βάκχους καλοῦσιν καὶ ταύτην ἀφιᾶσι τὴν φωνὴν ὅταν ὀργιάζωσι τῷ θεῷ, οὗ πίστωσιν ἔστι δήπου καὶ παρὰ Δημοσθένους (18, 260) λαβεῖν καὶ παρὰ Μενάνδρου (fr. 1060), καὶ οὐκ ἀπὸ τρόπου τις ἂν φαίη τοὔνομα πεποιῆσθαι πρός τινα σόβησιν, ἣ κατέχει τοὺς βακχεύοντας· αὐτοὶ δὲ τῷ λόγῳ μαρτυροῦσιν, ὅταν σάββατα τελῶσι, μάλιστα μὲν πίνειν καὶ οἰνοῦσθαι παρακαλοῦντες ἀλλήλους, ὅταν δὲ κωλύῃ τι μεῖζον, ἀπογεύεσθαί γε πάντως ἀκράτου νομίζοντες. καὶ ταῦτα μὲν εἰκότα φαίη τις ἂν εἶναι· κατὰ κράτος δὲ τοὺς ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρη φόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ᾽ ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς (…) ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσῆκεν. ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουργίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ᾽ ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελίτειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, Ἕλληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ᾽ αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως·
[3]          Quaestiones convivales  671.B.6 ` to     Quaestiones convivales  671.B.9 εἰ δὲ δεῖ καὶ τὰ μυθικὰ προσλαβεῖν, λέγεται μὲν ὁ Ἄδωνις ὑπὸ τοῦ συὸς διαφθαρῆναι, τὸν δ᾽ Ἄδωνιν οὐχ ἕτερον ἀλλὰ Διόνυσον εἶναι νομίζουσιν, καὶ πολλὰ τῶν τελουμένων ἑκατέρῳ περὶ τὰς ἑορτὰς βεβαιοῖ τὸν λόγον·
[4]   Αυτός είναι κατά πως λέγει ο Πρόκλος ο Πηγαίος ή νοητικός Ζευς. Ο οποίος υποστασιοποιείται ως νους της 1ης τριάδας των νοητικών Θεών : Πηγαίος ή θείος Νους ή Κρόνος – Ρέα, ή Δύναμη του Κρόνου – Πηγαίος Ζευς, ή νους/διάνοια του Κρόνου. Είναι αυτός που κάνει ορατή την αόρατη δημιουργία του Κρόνου. Βλέπε σχετικώς στον “Πολιτκό” του Πλάτωνος περί της αόρατης βασιλείας-δημιουργίας του Πηγαίου ή νοητικού Κρόνου μετά του Πηγαίου ή νοητικού Διός και περί της ορατής βασιλείας-δημιουργίας του Πηγαίου ή νοητικού Διός μετά της Ειμαρμένης ή Φύσεως.
[5]   Αυτός είναι κατά πως λέγει ο Πρόκλος ο Πηγαίος ή νοητικός Κρόνος, η υπερούσια, μεθεκτή & αυτοτελείς Ενάδα/Αγαθότητα των νοητικών θεών & δημιουργός της αόρατης δημιουργίας. Αυτός είναι η Ενάδα ή Ύπαρξη ή Πυρσός της 1ης τριάδας των νοητικών Θεών : Πηγαίος ή θείος Νους ή Κρόνος – Ρέα, ή Δύναμη του Κρόνου – Πηγαίος Ζευς, ή νους/διάνοια του Κρόνου.
[6]  Εννοεί ότι ο Κρόνος έχει θέση μέσα στου νοητικούς θεούς ανάλογη με το υπερούσιο & αμέθεκτο, πλατωνικώς, Εν/Αγαθό, ή ορφικώς ο Χρόνος. Εξ ου και  ο Πρόκλος, στο «Σχόλια στον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 109.1 – 109.8», λέγει ότι :
«Τον Κρόνο λόγω της αμέριστης, ενιαίας, πατρικής και αγαθοεργού φύσης του μεταξύ των νοητικών, μερικοί από τους παλαιούς θεολόγους τον ταύτιζαν με την μία αιτία των πάντων, χωρίς να το λένε όμως σωστά. Διότι είναι απλός ανάλογος της, όπως και οι Ορφικοί αποκαλούν την πρώτη αιτία των πάντων Χρόνο, με το ίδιο σχεδόν όνομα με τον Κρόνο, και οι θεοπαράδοτοι χρησμοί την θεότητα αυτή την χαρακτηρίζουν με το “ἅπαξ”, λέγοντας “ἅπαξ ἐπέκεινα”, διότι το “ἅπαξ” είναι αριθμητικό επίρρημα του “ένας” και έτσι συγγενεύει με το υπερούσιο & αμέθεκτο Έν/Αγαθό.»
       in Cra 109.1 ` to     in Cra 109.8     Ὅτι τὸν Κρόνον διὰ τὸ ἀμέριστον αὐτοῦ καὶ ἑνιαῖον καὶ πατρικὸν καὶ ἀγαθουργὸν ἐν τοῖς νοεροῖς εἰς ταὐ τόν <τινες> ἄγουσι τῇ μιᾷ τῶν πάντων αἰτίᾳ, οὐ καλῶς λέγοντες· ἀναλογεῖ γὰρ αὐτῇ μόνον, ὡς καὶ <Ὀρφεὺς> (frg 50) τὴν πρώτην πάντων αἰτίαν Χρόνον καλεῖ ὁμωνύμως σχεδὸν τῷ Κρόνῳ, αἱ δὲ <θεοπαράδοτοι φῆμαι> τὴν θεότητα ταύτην τῷ <ἅπαξ> χαρακτηρίζουσιν λέγουσαι <ἅπαξ ἐπέκεινα>· τὸ γὰρ <ἅπαξ> τῷ ἑνὶ συγγενές.
[7]  Βλ. Ιωάννης Λυδός «Περί Μηνών, .53.1 – 4.53.47» :
        Mens 4.53.1 ` to     Mens 4.53.47  Ὅτι πολλὴ τοῖς θεολόγοις διαφωνὴ περὶ τοῦ παρ᾽ Ἑβραίων τιμωμένου θεοῦ καὶ γέγονε καὶ ἔστιν· Αἰγύπτιοι γὰρ καὶ πρῶτος Ἑρμῆς Ὄσιριν τὸν ὄντα θεολογοῦσιν αὐτόν, περὶ οὗ Πλάτων ἐν Τιμαίῳ λέγει· «τί τὸ ὂν μὲν ἀεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχον, τί δὲ τὸ γινόμενον, ὂν δὲ οὐδέποτε;» Ἕλληνες δὲ τὸν Ὀρφέως Διόνυσον, ὅτι, ὡς αὐτοί φασι, πρὸς τῷ ἀδύτῳ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ ἐξ ἑκατέρων σταθμῶν τὸ πρὶν ἄμπελοι ἀπὸ χρυσοῦ πεποιημένοι ἀνέστελλον τὰ παρα πετάσματα ἐκ πορφύρας καὶ κόκκου πεποικιλμένα, ἐξ ὧν καὶ ὑπέλαβον Διονύσου εἶναι τὸ ἱερόν· Λίβιος δὲ ἐν τῇ καθόλου Ῥωμαϊκῇ ἱστορίᾳ ἄγνωστον τὸν ἐκεῖ τιμώμενόν φησι· τούτῳ δὲ ἀκολούθως ὁ Λούκανος ἀδήλου θεοῦ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν εἶναι λέγει, ὁ δὲ Νουμήνιος ἀκοινώνητον αὐτὸν καὶ πατέρα πάντων τῶν θεῶν εἶναι λέγει, ἀπαξιοῦντα κοινωνεῖν αὐτῷ τῆς τιμῆς τινα· καὶ Ἰουλιανὸς δὲ ὁ βασιλεύς, ὅτε πρὸς Πέρσας ἐστρατεύετο, γράφων Ἰουδαίοις οὕτω φησίν· «ἀνεγείρω γὰρ μετὰ πάσης προθυμίας τὸν ναὸν τοῦ ὑψίστου θεοῦ»· δι᾽ ἣν αἰτίαν καί τινες τῶν ἀπαιδεύ των, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὴν περιτομὴν Κρόνον αὐτὸν εἶναι νομίζουσιν· ὑψηλότερος γάρ φασι τῶν πλανήτων ὁ Κρόνος· οὐ συνορῶντες ὅτι ἡ περιτομὴ σύμβολόν ἐστι τοῦ καθαρμοῦ τῆς νοερᾶς ψυχῆς, ὡς τοῖς μυστικοῖς τῶν Ἑβραίων δοκεῖ, ὅτι δὲ οὐ Κρονία τελετὴ ἡ περιτομή· καὶ Ἀράβων οἱ λεγόμενοι Σκηνῖται ἐπὶ τοῦ τρισκαιδεκάτου ἐνιαυτοῦ τοὺς ἑαυτῶν παῖδας περιτέμνουσιν ὡς Ὠριγένης λέγει, καίτοι Ἀστάρτην ἀλλ᾽ οὐ Κρόνον τιμῶντες· καὶ Αἰθίοπες δὲ τὰς κόγχας τῶν γονάτων τῶν νέων σιδηρῷ καυστικῷ σφραγίζουσι τῷ Ἀπόλλωνι. ὁ μέντοι Πορφύριος ἐν τῷ ὑπομνήματι τῶν λογίων τὸν δὶς ἐπέκεινα τουτέστι τὸν τῶν ὅλων δημιουργὸν τὸν παρὰ Ἰουδαίων τιμώμενον εἶναι ἀξιοῖ, ὃν ὁ Χαλδαῖος δεύτερον ἀπὸ τοῦ ἅπαξ ἐπέκεινα, τουτέστι τοῦ ἀγαθοῦ, θεολογεῖ. οἱ μέντοι περὶ Ἰάμβλιχον καὶ Συριανὸν καὶ Πρόκλον δημιουργὸν αὐτὸν τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου νομίζουσιν εἶναι καλοῦντες αὐτὸν τῆς τετραστοίχου θεόν· ὁ δὲ Ῥωμαῖος Βάρρων περὶ   αὐτοῦ διαλαβών φησι παρὰ Χαλδαίοις ἐν τοῖς μυστικοῖς αὐτὸν λέγεσθαι Ἰάω ἀντὶ τοῦ φῶς νοητὸν τῇ Φοινίκων γλώσσῃ, ὥς φησιν Ἑρέννιος. καὶ Σαβαὼθ δὲ πολλαχοῦ λέγεται, οἷον ὁ ὑπὲρ τοὺς ἑπτὰ πόλους, τουτέστιν ὁ δημιουργός.
[8]       Epistulae 89a.46 ` to     Epistulae 89a.64   Ὁρῶν οὖν πολλὴν μὲν ὀλιγωρίαν οὖσαν ἡμῖν πρὸς τοὺς θεούς, ἅπασαν δὲ εὐλάβειαν τὴν εἰς τοὺς κρείττονας ἀπεληλαμένην ὑπὸ τῆς ἀκαθάρτου καὶ χυδαίας τρυφῆς, ἀεὶ μὲν οὖν ὠδυράμην ἐγὼ κατ᾽ ἐμαυτὸν τὰ τοιαῦτα, τοὺς μὲν ·····ων····είας σχολῇ προσέχοντας οὕτω διαπύρους ὡς αἱρεῖσθαι μὲν ὑπὲρ αὐτῆς θάνατον, ἀνέχεσθαι δὲ πᾶσαν ἔνδειαν καὶ λιμόν, ὑείων ὅπως μὴ γεύσαιντο μηδὲ κρέως του μὴ παραχρῆμα ἀποθλιβέντος, ἡμᾶς δὲ οὕτω ῥᾳθύμως τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς διακειμένους, ὥστε ἐπιλελῆσθαι μὲν τῶν πατρίων, ἀγνοεῖν δὲ λοιπὸν εἰ καὶ ἐτάχθη πώποτέ τι τοιοῦτον. Ἀλλ᾽ οὗτοι μὲν ἐν μέρει θεοσεβεῖς ὄντες, ἐπείπερ ὃν τιμῶσι …,   ἀλλ᾽ ἀληθῶς ὄντα δυνατώτατον καὶ ἀγαθώτατον, ὃς ἐπιτροπεύει τὸν αἰσθητὸν κόσμον, ὅνπερ εὖ οἶδ᾽ ὅτι καὶ ἡμεῖς ἄλλοις θεραπεύομεν ὀνόμασιν, εἰκότα μοι δοκοῦσι ποιεῖν τοὺς νόμους μὴ παραβαίνοντες, ἐκεῖνο <δὲ> μόνον ἁμαρτάνειν, ὅτι μὴ καὶ τοὺς ἄλλους θεούς, ἀρέσκοντες τούτῳ μάλιστα τῷ θεῷ, θεραπεύουσιν, ἀλλ᾽ ἡμῖν οἴονται τοῖς ἔθνεσιν ἀποκεκληρῶσθαι μόνοις αὐτούς, ἀλαζονείᾳ βαρβαρικῇ πρὸς ταυτηνὶ τὴν ἀπόνοιαν ἐπαρθέντες.
[9]  Κατά την εξάδα.
[10]  Είναι το νοητό υπόδειγμα ή σύμπαν στο οποίο αποβλέπει ο δημιουργός & πατέρας – ο νοητικός ή Πηγαίος Ζευς καταπίνει τον Φάνη λένε οι Ορφικοί. Ο δημιουργικός νους έπειτα δημιουργεί με την ουσία του και την ύπαρξή του το αισθητό σύμπαν.
[11]  Βλ. Πρόκλος «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, 3.168.7 – 3.169.9» :
       in Ti 3.168.7 ` to in Ti 3.169.9 . ῥητέον δ᾽ οὖν τοῦτον τὸν τρόπον, ὅτι Πυθαγόρειος ὢν ὁ Τίμαιος ἕπεται ταῖς τῶν Πυθαγο ρείων ἀρχαῖς. αὗται δέ εἰσιν αἱ Ὀρφικαὶ παραδόσεις• ἃ γὰρ <Ὀρφεὺς δι᾽ ἀπορρήτων λόγων> μυστικῶς παραδέδωκε, ταῦτα <Πυθαγόρας> ἐξέμαθεν <ὀργιασθεὶς ἐν Λεβήθροις τοῖς Θρᾳκίοις Ἀγλαοφάμω τελεστᾶ μεταδόντος> ἣν περὶ θεῶν <Ὀρφεὺς> σοφίαν <παρὰ Καλλιόπης τῆς μητρὸς ἐπινύσθη>• ταῦτα γὰρ αὐτός φησιν ὁ <Πυθαγόρας ἐν τῷ Ἱερῷ λόγῳ>. τίνες οὖν <αἱ Ὀρφικαὶ παραδόσεις> [frg. 85], ἐπειδήπερ εἰς ταύτας ἀναφέρειν οἰόμεθα χρῆναι τὴν τοῦ Τιμαίου περὶ θεῶν διδασκαλίαν; θεῶν βασιλέας παραδέδωκεν Ὀρφεὺς κατὰ τὸν τέλειον ἀριθμὸν τῶν ὅλων προεστηκότας Φάνητα Νύκτα Οὐρανὸν Κρόνον Δία Διόνυσον• πρῶτος γὰρ ὁ Φάνης κατασκευάζει τὸ σκῆπτρον• <καὶ πρῶτος βασίλευσε περικλυτὸς Ἠρικεπαῖος>• δευτέρα δὲ ἡ Νύξ, δεξαμένη παρὰ τοῦ πατρός, τρίτος δὲ <ὁ> Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτός, καὶ τέταρτος ὁ Κρόνος, βιασάμενος, ὥς φασι, τὸν πατέρα, καὶ πέμπτος ὁ Ζεύς, κρατήσας τοῦ πατρός, καὶ μετὰ τοῦτον ἕκτος ὁ Διόνυσος. οὗτοι δὴ πάντες οἱ βασιλεῖς ἄνωθεν ἀπὸ τῶν νοητῶν καὶ νοερῶν ἀρξάμενοι θεῶν χωροῦσι διὰ τῶν μέσων τάξεων καὶ ἐς τὸν κόσμον, ἵνα καὶ τὰ τῇδε κοσμήσωσι• Φάνης γὰρ οὐ μόνον ἐστὶν ἐν τοῖς νοητοῖς, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς νοεροῖς, ἐν τῇ δημιουργικῇ τάξει καὶ ἐν τοῖς ὑπερκοσμίοις καὶ τοῖς ἐγκοσμίοις, καὶ Νὺξ καὶ Οὐρανὸς ὁμοίως• αἱ γὰρ ἰδιότητες αὐτῶν διὰ πάντων χωροῦσι τῶν μέσων. αὐτὸς δὲ ὁ μέγιστος Κρόνος οὐχὶ καὶ πρὸ τοῦ Διὸς τέτακται καὶ μετὰ τὴν Δίιον βασιλείαν, μετὰ τῶν ἄλλων Τιτάνων τὴν Διονυσιακὴν μερίζων δημιουργίαν, καὶ ἄλλος μὲν ἐν τῷ οὐρανῷ, ἄλλος δὲ ἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην, καὶ ἐν μὲν τῇ ἀπλανεῖ ἄλλος, ἐν δὲ ταῖς πλανωμέναις ἄλλος, καὶ Ζεὺς ὁμοίως καὶ Διόνυσος; ταῦτα μὲν οὖν καὶ διαρρήδην <εἴρηται τοῖς παλαιοῖς>.
[12]  Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 105.10 – 105.32». —-
          in Cra 105.10 ` to     in Cra 105.32 τῆς βασιλικῆς τῶν θεῶν σειρᾶς ἀρχομένης μὲν ἀπὸ Φάνητος, καταντώσης δ᾽ εἰς τὸν δεσπότην ἡμῶν τὸν Διόνυσον καὶ τὸ αὐτὸ σκῆπτρον ἄνωθεν ἄχρι τῆς ἐσχάτης βασιλείας προαγούσης, μόνος ὁ Κρόνος, τὴν τετάρτην βασιλικὴν τάξιν κληρωσάμενος, παρὰ πάντας τοὺς ἄλλους ὑβριστικῶς δοκεῖ κατὰ τὸ μυθικὸν πρόσχημα προσδέχεσθαι καὶ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ τὸ σκῆπτρον καὶ μεταδιδόναι τῷ Διΐ· καὶ γὰρ ἡ Νὺξ παρ᾽ ἑκόντος αὐτὸ λαμβάνει τοῦ Φάνητος· <σκῆπτρον δ᾽ ἀριδείκετον εἷο χέρεσσιν θῆκε θεᾶς Νυκτός, <ἵν᾽ ἔχῃ> βασιληΐδα τιμήν> (Orph. frg 86).   καὶ ὁ Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτὸς ἑκούσης ὑποδέχεται τὴν ἐπικράτειαν τῶν ὅλων· καὶ ὁ Διόνυσος <ὁ> τελευταῖος θεῶν βασιλεὺς παρὰ τοῦ Διός· ὁ γὰρ πατὴρ ἱδρύει τε αὐτὸν ἐν τῷ βασιλείῳ θρόνῳ καὶ ἐγχειρίζει τὸ σκῆπτρον καὶ βασιλέα ποιεῖ τῶν ἐγκοσμίων ἁπάντων θεῶν· <κλῦτε, θεοί· τόνδ᾽ ὔμμιν ἐγὼ βασιλῆα τίθημι> (Orph.  frg 190) λέγει πρὸς τοὺς νέους θεοὺς ὁ Ζεύς. μόνος δ᾽ ὁ Κρόνος καὶ ἀφαιρεῖται τὸν Οὐρανὸν τὴν βασιλείαν τελέως, καὶ τῷ Διῒ παραχωρεῖ τῆς ἡγεμονίας, <τέμνων καὶ τεμνόμενοσ>, ὥς φησιν ὁ μῦθος ( Orph. frg 114 ).
[13]  Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον του Πλάτωνος Τίμαιον, 3.310.30 – 3.311.6»:
          in Ti 3.310.30 ` to     in Ti 3.311.6 τὸν γὰρ Διόνυσον <οἱ θεολόγοι> [frg. 191] ταύτῃ τῇ προσηγορίᾳ κεκλήκασιν, ὃ δέ ἐστι πάσης τῆς δευτέρας δημιουργίας μονάς· ὁ γὰρ Ζεὺς βασιλέα τίθησιν αὐτὸν ἁπάντων τῶν ἐγκοσμίων θεῶν καὶ πρωτίστας αὐτῷ νέμει τιμάς,     <καίπερ ἐόντι νέῳ καὶ νηπίῳ εἰλαπιναστῇ>. διὰ δὴ τοῦτο καὶ τὸν ῞Ηλιον νέον θεὸν εἰώθασι καλεῖν (καὶ <νέος ἐφ᾽ ἡμέρῃ ῞Ηλιοσ>, φησὶν <Ἡράκλειτοσ> [frg. 6D.]), ὡς Διονυσιακῆς μετέχοντα δυνάμεως.
[14] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συν.], 2.8.15 – 2.8.23» :
       in R 2.8.15 ` to     in R 2.8.23  Τῶν τριῶν πολιτειῶν εἰς τὰς τρεῖς δημιουργίας ἀναφερομένων, εἰς τὴν Δίιον, εἰς τὴν Διονυσιακήν, εἰς τὴν Ἀδωνιακήν (πᾶς γὰρ πολιτικὸς ἀπεικονίζεσθαι βούλεταί τινα δημιουργόν, ὁ μὲν πάντα κοινὰ ποιῶν τὸν τὰ ὅλα ποιοῦντα, ὁ δὲ νέμων καὶ διαιρῶν τὸν διελόντα ἀπὸ τῶν ὅλων τὰ μέρη, ὁ δὲ ἐπανορθῶν τὸ διάστροφον εἶδος τὸν τὰ γιγνόμενα καὶ φθειρόμενα ἀνυφαίνοντα), νῦν ὁ <Πλάτων> περὶ τῆς πρώτης διδάσκων πολιτείας μιμεῖται τὸν ὅλον δημιουργόν.
[15]  Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος, τόμος Γ’, 2.145.11 – 2.146.22» :
     in Ti 2.145.11 ` to     in Ti 2.146.22  ἕνα τοίνυν ἐκεῖνος δημιουργὸν τῆς διῃρημένης πάσης ποιήσεως προστησάμενος ἀνὰ λόγον ὄντα τῷ ἑνὶ πατρὶ τῷ τὴν ὁλικὴν ἀποτίκτοντι δημιουργίαν ἀπὸ τούτου παράγει τό τε νοερὸν πλῆθος ὅλον τὸ ἐγκόσμιον καὶ τὸν τῶν ψυχῶν ἀριθμὸν καὶ τὰς σωματικὰς συστάσεις, αὐτοῦ μὲν ἡνωμένως πάντα ταῦτα γεννῶντος, τῶν δὲ περὶ αὐτὸν θεῶν διαιρούντων καὶ διακρινόντων τὰ δημιουργήματα αὐτοῦ. ἀλλὰ τὰ μὲν ἄλλα δημιουργήματα αὐτοῦ πάντα μεμερίσθαι φησὶν ὑπὸ τῶν διαι ρετικῶν θεῶν, μόνην δὲ τὴν καρδίαν ἀμέριστον εἶναι προνοίᾳ τῆς Ἀθηνᾶς· ἐπειδὴ γὰρ ὑφίστησι μὲν καὶ νοῦς καὶ ψυχὰς καὶ σώματα, ἀλλὰ ψυχαὶ μὲν καὶ σώματα δέχονται πολλὴν τὴν πρὸς ἑαυτὰ διαίρεσιν καὶ τὸν μερισμόν, νοῦς δὲ ἡνωμένος μένει καὶ ἀδιαίρετος ἐν ἑνὶ τὰ πάντα ὢν καὶ μιᾷ νοήσει τὰ ὅλα τὰ νοητὰ περιέχων, μόνην τὴν νοερὰν οὐσίαν καὶ τὸν νοερὸν ἀριθμὸν ἀπολελεῖφθαί φησιν ὑπὸ τῆς Ἀθη νᾶς σεσωσμένον·     <μούνην γὰρ κραδίην νοερὴν λίπον>,
φησίν, ἄντικρυς νοερὰν αὐτὴν προσαγορεύων. εἰ τοίνυν ἡ ἀμέριστος καρδία νοερά ἐστι, νοῦς ἂν εἴη δηλαδὴ καὶ νοερὸς ἀριθμός, οὐ μέντοι πᾶς νοῦς, ἀλλ᾽ ὁ ἐγκόσμιος· οὗτος γάρ ἐστιν ἡ καρδία ἡ ἀμέριστος, ἐπειδὴ καὶ τούτου δημιουργὸς ἦν ὁ μεριζόμενος θεός. τὸν μὲν δὴ νοῦν ἀμέριστον οὐσίαν τοῦ Διονύσου καλεῖ, τὸ δὲ γόνιμον αὐτοῦ τὴν μεριστὴν αὐτὴν περὶ τὸ σῶμα ζωὴν φυσικὴν οὖσαν καὶ σπερμάτων οἰστικήν, ἣν καὶ τὴν Ἄρτεμίν φησι τὴν πάσης προεστῶσαν τῆς ἐν τῇ φύσει γεννήσεως καὶ μαιευομένην τοὺς φυσι κοὺς λόγους ἄνωθεν διατείνειν ἄχρι τῶν ὑποχθονίων, δυναμοῦσαν αὐτῆς τὴν γόνιμον δύναμιν, τὸ δὲ λοιπὸν τοῦ θεοῦ σῶμα πᾶν τὴν ψυχικὴν σύστασιν, εἰς ἑπτὰ καὶ τοῦτο διῃρημένον
<ἑπτὰ δὲ πάντα μέλη κούρου διεμοιρήσαντο>, φησὶν ὁ <θεολόγοσ> περὶ τῶν Τιτάνων, καθάπερ καὶ ὁ Τίμαιος εἰς ἑπτὰ διαιρεῖ μοίρας αὐτήν. καὶ τάχα ἂν τὸ διὰ παντὸς τοῦ κόσμου τεταμένην εἶναι τὴν ψυχὴν τοῦ Τιτανικοῦ μερισμοῦ τοὺς Ὀρφικοὺς ἀναμιμνήσκοι, δι᾽ ὃν οὐ μόνον ἡ ψυχὴ περικαλύπτει τὸ πᾶν, ἀλλὰ καὶ τέταται δι᾽ αὐτοῦ παντός. εἰκότως δὴ οὖν καὶ ὁ Πλάτων ἀμέριστον οὐσίαν ἀπεκάλεσε τὴν προσεχῶς ὑπὲρ ψυχὴν καὶ ὡς συντόμως εἰπεῖν τὸν μεθεκτὸν ὑπὸ ψυχῆς νοῦν, τοῖς <Ὀρφικοῖσ> ἑπόμενος <μύθοισ> καὶ οἷον ἐξηγητὴς <τῶν ἐν ἀπορρήτοις λεγομένων> εἶναι βουλόμενος.
[16]  Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον Ευκλείδη, 166.25 – 167.11»:
       in Euc 166.25 ` to     in Euc 167.11  εἰκότως ἄρα καὶ ὁ <Φιλόλαοσ> τὴν τοῦ τριγώνου γωνίαν τέτταρσιν ἀνέθηκεν θεοῖς, Κρόνῳ καὶ Ἅιδῃ καὶ Ἄρεϊ καὶ Διονύσῳ, πᾶσαν τὴν τετραμερῆ τῶν στοιχείων διακόσμησιν τὴν ἄνωθεν ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ καθήκουσαν εἴτε ἀπὸ τῶν τεττάρων τοῦ ζωδιακοῦ τμημάτων ἐν τούτοις περιλαβών. ὁ μὲν γὰρ Κρόνος πᾶσαν ὑφίστησι τὴν ὑγρὰν καὶ ψυχρὰν οὐσίαν, ὁ δὲ Ἄρης πᾶσαν τὴν ἔμπυρον φύσιν, καὶ ὁ μὲν Ἅιδης τὴν χθονίαν ὅλην συνέχει ζωήν, ὁ δὲ Διόνυσος τὴν ὑργὰν καὶ θερμὴν ἐπιτροπεύει γένεσιν, ἧς καὶ ὁ οἶνος σύμβολον ὑγρὸς ὢν καὶ θερμός.
[17]  Ψυχικές Λογικές αρχές.
[18]  Φυσικές Λογικές αρχές.
[19]       Scholia in Platonem  Sph.t.1 ` to     Scholia in Platonem  Sph.ad tit.27 Sph.t  {1ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΟΦΙΣΤΗΝ}1 Sph.ad tit  ΣΟΦΙΣΤΗΣ. ἔστι γὰρ κατὰ τὸν μέγαν Ἰάμβλιχον ὁ σκοπὸς νῦν περὶ τοῦ ὑπὸ σελήνην δημιουργοῦ. οὗτος γὰρ καὶ εἰδωλοποιὸς καὶ καθαρτὴς ψυχῶν, ἐναντίων λόγων ἀεὶ χωρίζων, μεταβλητικός, καὶ νέων πλουσίων ἔμμισθος θηρευτής, ψυχὰς ὑποδεχόμενος πλήρεις ἀλόγων ἄνωθεν ἰούσας, καὶ μισθὸν λαμβάνων παρ᾽ αὐτῶν τὴν ζωοποιίαν τὴν κατὰ λόγον τῶν θνητῶν. οὗτος ἐνδέδεται τῷ μὴ ὄντι, τὰ ἔνυλα δημιουργῶν, καὶ τὸ ὡς ἀληθῶς ψεῦδος ἀσπαζόμενος, τὴν ὕλην· βλέπει δὲ εἰς τὸ ὄντως ὄν. οὗτός ἐστιν ὁ πολυκέφαλος, πολλὰς οὐσίας καὶ ζῳὰς προβεβλημένος, δι᾽ ὧν κατασκευάζει τὴν ποικιλίαν τῆς γενέσεως. ὁ δ᾽ αὐτὸς καὶ γόης, ὡς θέλγων τὰς ψυχὰς τοῖς φυσικοῖς λόγοις, ὡς δυσαποσπάστως ἔχειν ἀπὸ τῆς γενέσεως. καὶ γὰρ ὁ ἔρως γόης, καὶ ἡ φύσις ὑπό τινων μάγος κέκληται διὰ τὰς συμπαθείας καὶ ἀντιπαθείας τῶν φύσει.
[20]  Εξ ου και ο Όμηρος μας αναφέρει στην Οδύσσειας, ραψωδία Κ΄, σ. 348 – 351,  ότι :
«Υπηρέτριες στα μέγαρα κατεπονούντο
τέσσερεις, που το δώμα υπηρετούσαν.
Και γεννήθηκαν από κρήνες και από άλση
και από ιερούς ποταμούς, που στην θάλασσα προρρέουν
       Od 10.348 ` to     Od 10.351   ἀμφίπολοι δ᾽ ἄρα τεῖος ἐνὶ μεγάροισι πένοντο
τέσσαρες, αἵ οἱ δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασι.
γίνονται δ᾽ ἄρα ταί γ᾽ ἔκ τε κρηνέων ἀπό τ᾽ ἀλσέων
ἔκ θ᾽ ἱερῶν ποταμῶν, οἵ τ᾽ εἰς ἅλαδε προρέουσι.
[21]  Βλ. Οδύσσεια, ραψωδία Κ’, σ. 222 – 223 :
«ιστό πηγαινοφέρνοντας μέγαν, αθάνατο,
τέτοια που θεών λεπτά και χαρίεντα και αγλαά έργα γίνονται».
       Od 10.222 ` to     Od 10.223 ἱστὸν ἐποιχομένης μέγαν ἄμβροτον, οἷα θεάων
λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται.
[22]  Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 53. 1- 47» :
   in Cra 53.1 ` to     in Cra 53.47     Ὅτι τῶν μὲν ἐνταῦθα τεχνητῶν (p 389b-c ) διωρισμένας αἰτίας καὶ παραδείγματα ἀπολείπειν οὐκ ἀνεκτόν· τὰ γὰρ ἐκείνων ἀποτελέσματα οὐσίαι τέ εἰσιν καὶ μέτρα οἰκεῖα καὶ τὴν εἰς τὸ πᾶν ἀναφορὰν ἔχει καὶ διὰ τῆς φύσεως πρόεισι, τὰ δὲ τεχνητὰ πάντα καὶ ἀνούσιά ἐστιν καὶ πρὸς τὰς ἡμετέρας χρείας καὶ περιστάσεις παντοίως μεταβάλλεται καὶ ὅρον οὐδένα ἔχει τῶν μερῶν ἢ τῆς ἐν αὐτοῖς θέσεως, καὶ διέστηκε τῶν φύσει συνισταμένων. εἰ δέ τις αὐτὰς τὰς ποιητικὰς καὶ γονίμους δυνάμεις τῶν θεῶν, ἃς εἰς τὸ πᾶν προάγουσι, τέχνας προσαγορεύοι δημιουργικὰς καὶ νοερὰς καὶ γεννητικὰς καὶ τελεσιουργούς, οὐκ ἂν οὐδ᾽ ἡμεῖς ἀποδοκιμάσαιμεν τὴν τοιαύτην προσηγορίαν, ἐπεὶ καὶ τοὺς θεολόγους εὑρίσκομεν διὰ τούτων τὰς θείας ποιήσεις ἐνδεικνυμένους, καὶ τοὺς μὲν Κύκλωπας ἁπάσης τεχνικῆς ποιήσεως αἰτίους λέγοντας, οἳ καὶ τὸν Δία καὶ τὴν Ἀθηνᾶν καὶ τὸν ῞Ηφαιστον ἐδίδαξαν, τὴν δ᾽ Ἀθηνᾶν τῶν τ᾽ ἄλλων τεχνῶν καὶ διαφερόντως τῆς ὑφαντικῆς προστατεῖν, τὸν δ᾽ ῞Ηφαιστον ἄλλης ἰδίως ἔφορον τέχνης, αὐτὴν δὲ τὴν ὑφαντικὴν ἀρχομένην μὲν ἀπὸ τῆς δεσποίνης Ἀθηνᾶς  (<ἥδε γὰρ ἀθανάτων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων  ἱστὸν ὑφήνασθαι, ταλασήια τ᾽ ἔργα πινύσσειν>  (Orph. frg 135) φησὶν <Ὀρφεύς>), προϊοῦσαν δ᾽ εἰς τὴν ζωογόνον τῆς Κόρης σειρὰν (καὶ γὰρ αὕτη καὶ πᾶς αὐτῆς ὁ χορὸς ἄνω μενούσης ὑφαίνειν λέγονται (Orph. frg 211) τὸν διάκοσμον τῆς ζωῆς), μετεχομένην δὲ ὑπὸ πάντων τῶν ἐν κόσμῳ θεῶν (καὶ γὰρ ὁ εἷς δημιουργὸς τοῖς νέοις δημιουργοῖς προσυφαίνειν τῷ <ἀθανάτῳ> παρακελεύεται (Tim. p 41d) τὸ <θνητὸν> εἶδος τῆς ζωῆς), περατουμένην δ᾽ εἰς τοὺς τῆς γενέσεως προστάτας θεούς, ὧν ἐστιν καὶ ἡ παρ᾽ Ὁμήρῳ Κίρκη πᾶσαν ὑφαίνουσα τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν καὶ ἅμα ταῖς ᾠδαῖς ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον. ἐν ταύταις οὖν ταῖς ὑφαντικαῖς καὶ ἡ Κίρκη ὑπὸ τῶν θεολόγων παραλαμβάνεται, <χρυσῆ> μέντοι, καθάπερ φασίν, ἐνδεικνύμενοι τὴν νοερὰν αὐτῆς καὶ ἄχραντον οὐσίαν καὶ ἄυλον καὶ ἀμιγῆ πρὸς τὴν γένεσιν, καὶ τὸ ἔργον αὐτῆς διακρίνειν τὰ ἑστῶτα τῶν κινουμένων καὶ χωρίζειν κατὰ τὴν ἑτερότητα τὴν θείαν. εἴ τις οὖν, ὅπερ ἔλεγον, κατὰ ταύτας τὰς ἀναλογίας ἐκπεριτρέχων τὰς μὲν τῶν θεῶν δυνάμεις αἰτίας ἐπονομάζοι τῶν τεχνῶν τούτων, τὰ δ᾽ ἀποτελέσματα αὐτῶν ἐκλάμψεις τῶν δυνάμεων τούτων δι᾽ ὅλου τοῦ κόσμου φοιτώσας, ὀρθῶς ἂν λέγοι. δεῖ γὰρ οὐ τὴν παρ᾽ ἡμῖν μόνον ὑφαντικὴν τῆς Ἀθηνᾶς ἐξάπτειν, ἀλλὰ πρὸ ταύτης τὴν διὰ τῆς φύσεως ἐνεργοῦσαν καὶ συνάπτουσαν τὰ μὲν γενητὰ τοῖς ἀιδίοις, τὰ δὲ θνητὰ τοῖς ἀθανάτοις, τὰ δὲ σώματα τοῖς ἀσωμάτοις, τὰ δ᾽ αἰσθητὰ τοῖς νοεροῖς, καὶ τὴν τεκτονικὴν ὅλην ἐν ταῖς φύσεσι πρῶτον θεωρεῖν καὶ τῶν ἄλλων ἑκάστην τεχνῶν·
[23]  Βλ. Lexicon Platonicum.
[24]  Λογική & αίδια Ψυχή = καθαυτό άνθρωπος = μαθηματική ουσία = λογική & αίδια ουσία.
[25]  Βλ. Ιεροκλής, «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.1.1 – 26.1.4» :
     In aureum carmen 26.1.1 ` to     In aureum carmen 26.1.4 Η λογικὴ οὐσία συμφυὲς ἔχουσα σῶμα παρὰ τοῦ δημιουργοῦ εἰς τὸ εἶναι παρῆλθεν, ὡς μήτε τὸ σῶμα εἶναι αὐτὴν μήτε ἄνευ σώματος, ἀλλ᾽ αὐτὴν μὲν ἀσώματον, ἀποπερα τοῦσθαι δὲ εἰς σῶμα τὸ ὅλον αὐτῆς εἶδος.
[26]  Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.2.2 – 26.3.1» :
     In aureum carmen 26.2.2 ` to     In aureum carmen 26.3.1 καὶ ἔστιν ἕκαστος ἥρως ψυχὴ λογικὴ μετὰ φωτεινοῦ σώματος καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁμοίως ψυχὴ λογικὴ μετὰ συμφυοῦς ἀθανάτου σώματος. καὶ τοῦτο τῶν Πυθαγορείων ἦν δόγμα, ὃ δὴ Πλάτων ὕστερον ἐξέφηνεν, ἀπεικάσας ξυμφύτῳ δυνάμει ὑποπτέρου ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου πᾶσαν θείαν τε καὶ 26.3  ἀνθρωπίνην ψυχήν.
[27] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.5.4 – 26.6.1» :
       In aureum carmen 26.5.4 ` to     In aureum carmen 26.6.1  ζωὴ γάρ τίς ἐστι τὸ ἄϋλον σῶμα καὶ ζωῆς ἐνύλου γεννητικόν, δι᾽ ἧς τὸ θνητὸν ἡμῶν ζῷον συμπληροῦται ἐκ τῆς ἀλόγου ζωῆς καὶ τοῦ ὑλικοῦ σώματος συγκείμενον, εἴδωλον ὂν τοῦ ἀνθρώπου, 26.6  ὃς ἐκ λογικῆς οὐσίας καὶ σώματος ἀΰλου συνέστηκεν.
[28]   Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον “Τίμαιο” του Πλάτωνα, τόμος Ε’(συνέχεια), 3.307.17 – 3.307.20» :
       in Ti 3.307.17 ` to     in Ti 3.307.20 ἄνθρωπός ἐστι ψυχὴ σώματι χρωμένη ἀθάνατος ἀθανάτῳ, ὃν καὶ χωρίσαι δεῖ τοῦ θνητοῦ παντός, ἵνα γένηται ὃς ἦν πρὸ τῆς εἰς γένεσιν πτώσεως.
[29] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, βιβλίο ς’, 97.6 –  98.24».
[30]  Βλ. Ερμείας «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 32. 10 – 14» :
       In Platonis Phaedrum scholia 32.9 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 32.14. Νύμφαι δέ εἰσιν ἔφοροι θεαὶ τῆς παλιγγενεσίας ὑπουργοὶ τοῦ ἐκ Σεμέλης Διονύσου· διὸ καὶ παρὰ τῷ ὕδατί εἰσι, τουτέστι τῇ γενέσει ἐπιβε βήκασιν. Αὐτὸς δὲ ὁ Διόνυσος τῆς παλιγγενεσίας ἐπάρχει παντὸς τοῦ αἰσθητοῦ.
[31] Βλ. Ερμείας «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 62.  11  – 13» :
       In Platonis Phaedrum scholia 62.11 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 62.13 τῆς γενέσεως προστάτιδές εἰσιν αἱ Νύμφαι, αἳ μὲν τὴν ἀλογίαν κινοῦσαι, αἳ δὲ τὴν φύσιν, αἳ δὲ τὰ σώματα ἐπιτροπεύουσαι, Ναΐδες τέ τινες καὶ Ἁμαδρυάδες καὶ Ὀρεστιάδες καλούμεναι,
[32] Βλ. Ερμείας «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 264. 1 – 3» :
       In Platonis Phaedrum scholia 264.1 ` to     In Platonis Phaedrum scholia 264.3 Νύμφαι δέ εἰσι θεῖαι ψυχαὶ κρείττους τῶν ἀνθρωπίνων, ἐπιτροπεύουσαι πᾶσαν τὴν γένεσιν· καὶ αὗται οὖν αἱ θεαὶ συνεργοὶ γίνονται τῇ τοῦ λογίου θεοῦ τοῦ δεσπότου Ἑρμοῦ δόσει τῇ εἰς πάντα τὸν κόσμον διδομένῃ.
[33]  Βλ. Πλούταρχος «Αίτια Ρωμαϊκα & Ελληνικά, 299.a.10 – 299.b.15» :
«”Γιατί τον Διόνυσο οι των Ηλείων γυναίκες υμνούν και τον καλούν τον να έρθει προς εκείνες με πόδι βοός ;”
Έχει δε αυτός – ο Διόνυσος – ύμνο : “έλθε το έαρ, ώ Διόνυσε, στον Ηλείων τον αγνό ναό μαζί με τις Χάριτες στον ναό με το βοϊδίσιο
πόδι φθάσε”.
Έπειτα δύο φορές άδουν “άξιε ταύρε”. Και κατά ποιόν τρόπο κάποιοι προσαγορεύουν τον Θεό και βουγενή και ταύρο ; Επειδή έχει μεγάλα πόδια τα λένε “βοϊδίσια”, όπως “βοώπιν” ο ποιητής λέγει την “μεγαλόφθαλμη” και “βουκεφάλα” τον καυχησιάρη; Ή μάλλον, ότι του βοός το πόδι είναι αβλαβής το δε κέρας φοβερό(επιβλαβές), για αυτό τον θεό παρακαλούν να έρθει πράος και άλυπος ; ή ότι και του αρότρου και της σποράς πολλοί νομίζουν τον Διόνυσο αρχηγό».
       Aetia Romana et Graeca  299.A.10 ` to     Aetia Romana et Graeca  299.B.15 «Διὰ τί τὸν Διόνυσον αἱ τῶν Ἠλείων γυναῖκες ὑμνοῦσαι παρακαλοῦσι βοέῳ ποδὶ παραγίνεσθαι πρὸς αὐτάς;»
ἔχει δ᾽ οὕτως ὁ ὕμνος (Anth. Lyr. Diehl  II  p. 206)
«Ἐλθεῖν, ἦρ᾽, ὦ Διόνυσε,           ἅλιον ἐς ναὸν               ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν               ἐς ναὸν τῷ βοέῳ               ποδὶ δύων.»
 εἶτα δὶς ἐπᾴδουσιν «ἄξιε ταῦρε». πότερον ὅτι καὶ βουγενῆ προσαγορεύουσι καὶ ταῦρον ἔνιοι τὸν θεόν; ἢ τῷ μεγάλῳ ποδί «βοέῳ» λέγουσιν, ὡς «βοῶπιν» ὁ ποιητὴς (Α 551 et passim) τὴν μεγαλόφθαλμον καὶ «βουγάιον» (Ν 824,  79 ) τὸν μεγάλαυχον; ἢ μᾶλλον, ὅτι τοῦ βοὸς ὁ ποὺς ἀβλαβής ἐστι τὸ δὲ κέρας φο<βε>ρόν [ἐπιβλαβές], οὕτω τὸν θεὸν παρακαλοῦσι πρᾶον ἐλθεῖν καὶ ἄλυπον; ἢ ὅτι καὶ ἀρότου καὶ σπόρου πολλοὶ τὸν θεὸν ἀρχηγὸν γεγονέναι νομίζουσι;
[34]  Βλ. Πλούταρχος «Αίτια Ελληνικά, 292.D.8 – 292.E.1» :
«”Οσιωτήρα” αποκαλούν αυτόν που θύει ιέρειο, όταν “όσιος” αποδειχθεί. Πέντε δε ήταν όσιοι δια βίου, και τα πολλά μετά των προφητών έπρατταν ούτοι και συνιερουργούσαν, τα οποία δημιουργήθηκαν από τον Δευκαλίωνα».
       Aetia Romana et Graeca  292.D.8 ` to     Aetia Romana et Graeca  292.E.1  «ὁσιωτῆρα» μὲν καλοῦσι τὸν θυόμενον ἱερεῖον, ὅταν «ὅσιος» ἀποδειχθῇ. πέντε δ᾽ εἰσὶν ὅσιοι διὰ βίου, καὶ τὰ πολλὰ μετὰ τῶν προφητῶν δρῶσιν οὗτοι καὶ συνιερουργοῦσιν, ἅτε γεγονέναι δοκοῦντες ἀπὸ Δευκαλίωνος.
[35]  Βλ. Πλούταρχος «Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 364.d.12 – 365.a.9»:
          De Iside et Osiride  364.D.12 ` to     De Iside et Osiride  365.A.9   Ὅτι μὲν οὖν ὁ αὐτός ἐστι Διονύσῳ, τίνα μᾶλλον ἢ σὲ γινώσκειν, ὦ Κλέα, δὴ προσῆκόν ἐστιν, ἀρχηίδα μὲν οὖσαν ἐν Δελφοῖς τῶν Θυιάδων, τοῖς δ᾽ Ὀσιριακοῖς καθωσιωμένην ἱεροῖς ἀπὸ πατρὸς καὶ μητρός; εἰ δὲ τῶν ἄλλων ἕνεκα δεῖ μαρτύρια παραθέσθαι, τὰ μὲν ἀπόρρητα κατὰ χώραν ἐῶμεν, ἃ δ᾽ ἐμφανῶς δρῶσι θάπτοντες τὸν Ἆπιν οἱ ἱερεῖς, ὅταν παρακομίζωσιν ἐπὶ σχεδίας τὸ σῶμα, βακχείας οὐδὲν ἀποδεῖ· καὶ γὰρ νεβρίδας περικαθάπτονται καὶ θύρσους φοροῦσι καὶ βοαῖς χρῶνται καὶ κινήσεσιν ὥσπερ οἱ κάτοχοι τοῖς περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοῖς. διὸ καὶ ταυρόμορφα Διονύσου ποιοῦσιν ἀγάλματα πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων· αἱ δ᾽ Ἠλείων γυναῖκες καὶ παρακαλοῦσιν εὐχόμεναι «ποδὶ βοείῳ τὸν θεὸν ἐλθεῖν» πρὸς αὐτάς. Ἀργείοις δὲ βουγενὴς Διόνυσος ἐπίκλην ἐστίν· ἀνακαλοῦνται δ᾽ αὐτὸν ὑπὸ σαλπίγγων ἐξ ὕδατος ἐμβάλλοντες εἰς τὴν ἄβυσσον ἄρνα τῷ Πυλαόχῳ· τὰς δὲ σάλπιγγας ἐν θύρσοις ἀποκρύπτουσιν, ὡς Σωκράτης ἐν τοῖς περὶ ὁσίων (fr. 5 M.) εἴρηκεν. ὁμολογεῖ δὲ καὶ τὰ Τιτανικὰ καὶ Νυκτέλια τοῖς λεγομένοις Ὀσίριδος διασπασμοῖς καὶ ταῖς ἀναβιώσεσι καὶ παλιγγενεσίαις· ὁμοίως δὲ καὶ τὰ περὶ τὰς ταφάς.  Αἰγύπτιοί τε γὰρ Ὀσίριδος πολλαχοῦ θήκας, ὥσπερ εἴρηται (358a 359a), δεικνύουσι, καὶ Δελφοὶ τὰ τοῦ Διονύσου λείψανα παρ᾽ αὐτοῖς παρὰ τὸ χρηστήριον ἀποκεῖσθαι νομίζουσικαὶ θύουσιν οἱ ὅσιοι θυσίαν ἀπόρρητον ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὅταν αἱ Θυιάδες ἐγείρωσι τὸν Λικνίτην.

πηγή: eleysis69

ΣΟΥΜΠΕΤΕΡ - Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΚΥΚΛΟΙ

$
0
0

Ο Γιόζεφ Αλόις Σουμπέτερ είναι αμερικανός οικονομολόγος, αυστριακής καταγωγής, γνωστός για τις θεωρίες του περί καπιταλιστικής ανάπτυξης και οικονομικών κύκλων, καθώς και για την εκλαΐκευση του μαρξικού όρου της «δημιουργικής καταστροφής» (του καπιταλισμού). Το πιο δημοφιλές έργο του είναι το πολυδιαβασμένο βιβλίο «Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία», που εκδόθηκε το 1942. Θεωρείται ένας από τους επιδραστικότερους οικονομολόγους του 20ου αιώνα.


Ο Σουμπέτερ καταδεικνύει το στατικό μοντέλο του καπιταλισμού, που είναι καταδικασμένο να διαγράφει αέναους και μη παραγωγικούς κύκλους. Η συσσώρευση κεφαλαίου δεν είναι πλέον η σημαντικότερη πτυχή του καπιταλισμού όπως στον Άνταμ Σμιθ, τον Μαρξ και τον Τζον Στιούαρτ Μιλ. Το οικονομικό σύστημα περιγράφεται ως μια επαναλαμβανόμενη διαδικασία όπου η αδράνεια παίζει κυρίαρχο ρόλο, η επανάληψη των ίδιων διαδικασιών είναι μία συνήθεια και ο ανταγωνισμός αναγκάζει τους κεφαλαιοκράτες να αποδίδουν στους εργάτες την πλήρη αξία της εργασίας τους. Τα κέρδη κατά τον Σουμπέτερ δεν προέρχονται από την εκμετάλλευση της εργασίας ή από κάποια ενσωματωμένη αξία στο κεφάλαιο. Τα κέρδη εμφανίζονται όταν η κυκλική μη εξελίξιμη πορεία των πραγμάτων δεν ακολουθεί τη συνήθη στατική της πορεία. Εν ολίγοις εμφανίζονται όταν εισαχθούν στην παραγωγική διαδικασία καινοτόμες ιδέες κάθε είδους, οι οποίες αυξάνουν την παραγωγικότητα σημαντικά ή βοηθούν στη δημιουργία εντελώς νέων προϊόντων. Η καινοτομία λοιπόν δίνει στον καπιταλιστή που την εκμεταλλεύεται ένα σημαντικό άλλα πρόσκαιρο πλεονέκτημα, γιατί λίαν συντόμως οι ανταγωνιστές την αντιγράφουν και αποκαθίσταται η προηγούμενη ισορροπία του τρόμου. Οι καινοτόμοι ή επαναστάτες της παραγωγής (entrepreneurs) δεν ανήκουν κατ´ανάγκην σε κάποια κοινωνική/οικονομική τάξη, ωστόσο αποτελούν τον μοχλό της ανάπτυξης και της ευημερίας.

Ο καινοτόμος ή νεωτεριστής δεν προσπορίζεται τα κέρδη που του αναλογούν, δεν μεταβιβάζει σε άλλες γενιές τις ικανότητές του. Ο επιχειρηματίας όμως που προάγει την καινοτομία έχει το κίνητρο κατά τον Σουμπέτερ να δημιουργήσει ένα ιδιωτικό βασίλειο ή μία δυναστεία, να επιτύχει και να απολαύσει τη χαρά της δημιουργίας και της επίτευξης στόχων. Εντέλει, ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής δεν διακατέχεται μόνο από τη νοοτροπία της επικράτησης και της αρπαγής του πλούτου από την κοινωνία αλλά και από έναν ιδιότυπο ρομαντισμό και διάθεση ανατροπής της στατικότητας των πραγμάτων.

Το πρόβλημα που προέκυπτε από τη Θεωρία αυτή, ήταν η εξήγηση των περιόδων ύφεσης, γιατί δηλαδή σε αυτές τις περιόδους εξέλιπε η καινοτομία. Η απάντηση δόθηκε σε επόμενα έργα του.

Στους οικονομικούς κύκλους (Bussiness Cycles), o Σουμπέτερ ισχυρίζεται ότι την οικονομική διαδικασία διατρέχουν τρεις οικονομικοί κύκλοι. Ο πρώτος κύκλος είναι μικρής διάρκειας, ο δεύτερος επαναλαμβάνεται κάθε επτά έως έντεκα χρόνια και ο τρίτος διαρκεί μέχρι και 50 χρόνια, διάστημα που συνήθως συμπίπτει με νέες σημαντικές ανακαλύψεις της επιστήμης και τεχνολογίας όπως η ατμομηχανή το αυτοκίνητο και ο ηλεκτρισμός. Η αρνητική επίδραση αστάθμητων παραγόντων, όπως η Ρωσική Επανάσταση και η αναποτελεσματική πολιτική ορισμένων κυβερνήσεων καθώς και η ταυτόχρονη και τυχαία, αλλά καθοδική πορεία και των τριών κύκλων, εξηγούσαν την έλλειψη καινοτομίας και επακόλουθα την ύφεση.

Σύμφωνα με την παραπάνω ανάλυση, ο καπιταλισμός όσον αφορά την οικονομική του δυναμική, είχε μέλλον μπροστά του (σε αντίθεση με τα επιχειρήματα των Μαρξιστών και άλλων, ότι διένυε τις τελευταίες του στιγμές). Ωστόσο η κοινωνιολογική του υπόσταση, κατά τον Σουμπέτερ, δεν επρόκειτο να αλλάξει ή να βελτιωθεί, και αυτό το γεγονός ήταν και κρίσιμο για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση του.

Ο Σουμπέτερ υπήρξε σημαντικός μελετητής του Μαρξ και σε πολλά σημεία σύμφωνος με τη θεωρία του. Ωστόσο αν και η ανάλυση του, βασίζεται και χρησιμοποιεί πολλά στοιχεία της μαρξιστικής ανάλυσης, ο Σουμπέτερ θεωρεί πως ο δυναμισμός του Κεφαλαίου δεν εξηγείται επαρκώς από την πάλη των τάξεων αλλά από την εγγενή τάση προς την καινοτομία, τον ορθολογισμό και την προσήλωση στις πολιτιστικές αστικές συνήθειες. Εντούτοις ο Σουμπέτερ προβλέπει στη μελέτη του αυτή το οριστικό και αναπότρεπτο τέλος του καπιταλισμού όπως και ο Μαρξ, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Ο καπιταλισμός θα καταρρεύσει γιατί ο ορθολογικός τρόπος της λειτουργίας του θα εναντιωθεί στον μη ορθολογικό τρόπο της πολιτισμικής διάρθρωσης των τάξεων που τον απαρτίζουν. Το σύστημα θα καταρρεύσει στο απώτερο μέλλον, λόγω της υπερβολικής γραφειοκρατικής διαχείρισης των πραγμάτων, της θεσμοποίησης της ίδιας της καινοτομίας και της αλλαγής της ατμόσφαιρας και της αυτοπεποίθησης της αστικής τάξης προς το χειρότερο. Εντέλει ο πολιτισμός της αστικής τάξης διαβρώνεται και οι ηθικές της αξίες καταρρέουν.

πηγή: sansimera - el.wikipedia

ΕΡΜΕΙΑΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΥΣ Ο ΝΕΟΠΛΑΤΩΝΙΚΟΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ερμείας αλεξανδρείας

Νεοπλατωνικός φιλόσοφος ο οποίος έδρασε στην Αθήνα και κυρίως στην Αλεξάνδρεια τον 5ο αιώνα μ.Χ. Το Yπόμνημά του στον Φαίδρο, στο οποίο καταγράφεται η διδασκαλία του Συριανού, αποτελεί το μοναδικό σωζόμενο αρχαίο Υπόμνημα στον συγκεκριμένο πλατωνικό διάλογο.

Βίος
Ο Ερμείας γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου ανέλαβε αργότερα τη δημόσια έδρα τηςφιλοσοφίας (βλ. Η νεοπλατωνική σχολή της Αλεξάνδρειας). Φοίτησε μαζί με τον Πρόκλο κοντά στον Συριανό στην Αθήνα την εποχή κατά την οποία ο τελευταίος ήταν  πλατωνικός διάδοχος . Καθώς ο Συριανός πέθανε το 437, η γέννηση του Ερμεία πρέπει να τοποθετηθεί γύρω στο 410/415. Νυμφεύθηκε την Αιδεσία, συγγενή του Συριανού, την οποία ο τελευταίος είχε προτείνει αρχικά στον Πρόκλο. Από το γάμο του με την Αιδεσία γεννήθηκαν οι Αμμώνιος  , ο οποίος επρόκειτο να αναλάβει την έδρα της φιλοσοφίας στην Αλεξάνδρεια, και ο επίσης φιλόσοφος Ηλιόδωρος. Δεδομένου ότι η Αιδεσία κατάφερε να μεταφέρει το δικαίωμα της δημόσιας σίτισης του συζύγου της στα νεαρά ακόμη παιδιά της, εικάζεται ότι ο Ερμείας πέθανε σχετικά νέος, δηλαδή γύρω στο 450/455.
Ο Πλατωνικός διάδοχος Δαμάσκιος  υποβαθμίζει τη διαλεκτική δεινότητα και την εμβρίθεια της φιλοσοφικής κατανόησης του Ερμεία, επαινεί εντούτοις τον αληθώς ενάρετο βίο του, στον οποίο κυριαρχούσαν η πραότητα και η δικαιοσύνη (βλ. κειμενικές πηγές).
Συγγραφικό έργο και επιρροή
Ο Ερμείας είναι συγγραφέας του μοναδικού σωζόμενου αρχαίου υπομνήματος στον Φαίδρο του Πλάτωνα, το οποίο φέρει τον τίτλο Ἑρμείου φιλοσόφου εἰς τὸν Πλάτωνος Φαῖδρον σχόλια. Ο διάλογος εξηγείται υπό νεοπλατωνική σκοπιά ως διάλογος περί του «παντοδαπού καλού» (και όχι ως διάλογος «περί ψυχής» ή «περί έρωτος», όπως είχαν υποστηρίξει αρχαιότεροι γραμματικοί ή φιλόσοφοι), το οποίο δεν ταυτίζεται με την ουσία αλλά με την ενέργεια του έρωτα στον κόσμο και στις εγκόσμιες ψυχές• μέσω αυτής της ενέργειας,όπως αναφέρεται στο Υπόμνημα, τα πάντα ανάγονται στο ωραίο (τὸ καλόν). Εντούτοις, το περιεχόμενο του Υπομνήματος στον Φαίδρο δεν ανήκει πραγματικά στον Ερμεία, αφού αποτελεί καταγραφή των διαλέξεων του Συριανού• σε αυτό καταγράφονται επίσης, κατά τρόπο που ζωντανεύει την αρχαία διδακτική πράξη, οι απορίες του Ερμεία, όπως και αυτές του «εταίρου» του Ερμεία Πρόκλου.
Ο Αμμώνιος αναφέρει επίσης την άποψη του πατέρα του σχετικά με την τελειότητα των συλλογισμών του δευτέρου και του τρίτου σχήματος, πιθανώς σε κάποιο μη σωζόμενο υπόμνημα του Ερμεία στα Αναλυτικά πρότερα του Αριστοτέλη. Φαίνεται ότι και ως προς αυτό ο Ερμείας ακολούθησε την ερμηνεία του Συριανού.
Παρότι το διδακτικό έργο του Ερμεία δεν σώζεται, μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι ο Αλεξανδρινός φιλόσοφος μεταλαμπάδευσε στη γενέτειρα του την ερμηνευτική γραμμή της Νεοπλατωνικής σχολής της Αθήνας, όπως του μεταδόθηκε από τον Συριανό.
Δαμάσκιος, Βίος Ισιδώρου, επιμ. C. Zintzen, στο Damascii vitae Isidori reliquiae (Hildesheim 1967), απόσπασμα 122.2-6: «Στους λόγους και τα επιχειρήματά του ήταν φτωχότερος απ’ όσο θα έπρεπε, ήταν όμως τόσο καλά ασκημένος στην αρετή ώστε ούτε ο Μώμος μπορούσε να του βρει ψεγάδι ούτε ο Φθόνος να τον μισήσει• τόση πραότητα και τέτοια δικαιοσύνη υπήρχαν σε αυτόν τον άνδρα.»

πηγή: n1.xtek.gr

ΑΡΙΣΤΟΞΕΝΟΣ - Ο ΘΕΜΕΛΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΟΛΟΓΙΑΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΡΙΣΤΌΞΕΝΟς

Ο Αριστόξενος (370 π.Χ - 304 π.Χ.), ήταν αρχαίος φιλόσοφος από τον Τάραντα, μαθητής του Αριστοτέλη. Η πιο σημαντική προσωπικότητα στον αρχαίο κόσμο στην μουσική θεωρία. Ήταν γνωστός στην αρχαιότητα ως ο ΄Μουσικός’. Ο Αριστόξενος μαθήτευσε αρχικά στον πατέρα του. Στην συνέχεια δίπλα στον Πυθαγόρειο φιλόσοφο Ξενόφιλο και μετά δίπλα στον Αριστοτέλη στο Λύκειο. Σύμφωνα με τις πηγές ανέμενε να διαδεχθεί τον Αριστοτέλη μετά τον θάνατο του στο Λύκειο αλλά η ανάληψη αυτών τον καθηκόντων από τον συνάδελφο του Θεόφραστο προκάλεσε την οργή του.


Αναφέρεται ότι συνέγραψε 453 δοκίμια και βιβλία για την μουσική την φιλοσοφία την ιστορία και την εκπαίδευση. Δυστυχώς το σύνολο του έργου του έχει χαθεί αν και κάποια αποσπάσματα έχουν διασωθεί μέσω των έργων του Πλούταρχου, του Αθήναιου και άλλων. Το έργο του ακολουθεί το ύφος του Αριστοτέλη, όσον αφορά στο φιλοσοφικό, ηθικό και μουσικό τους περιεχόμενο. Η θεωρία που ανέπτυξε βασιζόταν στην ιδέα, ότι το σώμα και η ψυχή του ανθρώπου συνδέονται μεταξύ τους με τον ίδιο τρόπο όπως η αρμονία της μουσικής συνδέεται με τα μέλη του μουσικού οργάνου.

Ο Αριστόξενος διατύπωσε μια άλλη αντίληψη για τον υπολογισμό των διαστημάτων, διαφορετική από την πυθαγόρεια, σύμφωνα με την οποία ο υπολογισμός αυτός γίνεται βάσει μαθηματικών σχέσεων. Ο Αριστόξενος θεωρεί ότι ο υπολογισμός των διαστημάτων δεν πρέπει να γίνεται με βάση τις αριθμητικές πράξεις, αλλά με βάση την εκτίμηση του αυτιού. Έτσι π.χ. στο διατονικό τετράχορδο αρνείται το λείμμα που προκύπτει από την διαφορά 4/3 : 81/64 και θεωρεί ότι με βάση την εκτίμηση του αυτιού υπάρχει μόνο ένα ημιτόνιο (το ήμισυ του τόνου), το οποίο είναι ακριβώς ίσο με την απόσταση του δεύτερου κινητού από τον δεύτερο ακίνητο φθόγγο του τετράχορδου.
Παράλληλα ο Αριστόξενος διακρίνει 6 είδη τετραχόρδων (2 διατονικά, 3 χρωματικά και το εναρμόνιο), στα οποία οι σχέσεις των βαθμίδων χαρακτηρίζονται από προοδευτική αύξηση του διαστήματος ανάμεσα σε πρώτο ακίνητο και πρώτο κινητό φθόγγο και ταυτόχρονα από προοδευτική μείωση του διαστήματος ανάμεσα στις άλλες βαθμίδες έτσι, ώστε αρχίζοντας από το διατονικό σύντονο (1, 1, 1/2) να καταλήγει στο εναρμόνιο (2, 1/4, 1/4).
Ο μαθηματικός υπολογισμός των διαστημάτων δεν περιορίζεται σε όσα συνοπτικά παρουσιάστηκαν παραπάνω. Η παρουσίαση αυτή όμως περιέλαβε τις βασικές έννοιες και τις κύριες γραμμές του σχετικού προβληματισμού.
Αξιοσημείωτο επιστημονικό επίτευγμα του σχετικού με τον υπολογισμό των διαστημάτων μουσικοθεωρητικού στοχασμού είναι ότι ανεξάρτητα από τις μυστικιστικές αφετηρίες του και τις σχολαστικές υπερβολές του κατόρθωσε να ανακαλύψει, να διατυπώσει και να κωδικοποιήσει θεμελιακές σχέσεις που διέπουν τους μουσικούς ήχους και ως ένα βαθμό τους ήχους γενικότερα βάζοντας έτσι τα θεμέλια της ακουστικής. Το επίτευγμα αυτό έχει άμεση σχέση με την ιστορική εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και τον αποχωρισμό της από την μαγική-θρησκευτική σκέψη – το βήμα δηλαδή που ήταν απαραίτητο για την συγκρότησή της ως φιλοσοφίας και για την ανάπτυξη των βάσεων επιστημονικού στοχασμού. Οι αντιπαραθέσεις των διαφόρων θεωρητικών της μουσικής στην αρχαιότητα αποτελούσαν παράγοντα ορθολογικής εξέτασης και επανεξέτασης των διαφόρων απόψεων, υπαγωγής τους στον έλεγχο της κριτικής και απομάκρυνσης από τα θέσφατα μυστικιστικών διδασκαλιών. Έτσι μπορούμε να πούμε πως μέσα από τον αρχαιοελληνικό μουσικοθεωρητικό στοχασμό συνολικά –δηλαδή όχι μόνο τον σχετικό με τον υπολογισμό των διαστημάτων– δημιουργήθηκε η θεωρία της μουσικής ως επιστημονικός κλάδος. Παράλληλα η αρχαία ελληνική θεωρία της μουσικής παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αποσπασμένη από την μουσική πρακτική. Το γεγονός αυτό και η εξαιρετικά αποσπασματική διάσωση μουσικοθεωρητικών συγγραμμάτων και ακόμα περισσότερο πρακτικών πηγών δυσκολεύουν σοβαρά σήμερα την γνώση πολλών πλευρών και ζητημάτων της αρχαίας ελληνικής μουσικής.

Ο Αριστόξενος ταύτισε την ηθική με την μουσική διατυπώνοντας εμπειρικές αντιλήψεις για την ψυχή υποστηρίζοντας ότι «η ψυχή σχετίζεται με το σώμα, όπως η αρμονία με τα μέρη του μουσικού οργάνου». Στην συνέχεια ανάγνωσης του έργου του διατήρησε την διαίρεση της μουσικής σε αρμονική, ρυθμική και μετρική δίνοντας την διάσταση της ταύτισης της επιστήμης με την τέχνη, με τον εμπλουτισμό των εννοιών της «φωνής», του « διάστηματος», του «βάθους», της «αρμονίας», και της «παραφωνίας».
Η σύνδεση του έργου του με την σημερινή πραγματικότητα συνδέεται με τις θεωρίες της μουσικοθεραπείας που αναλύσαμε σε προηγούμενο άρθρο μας, καθώς ο Αριστόξενος πίστευε ότι η μουσική έχει θεραπευτικές και ευεργετικές ιδιότητες  για την ανθρώπινη ψυχή μέσω μιας ευρύτερης φιλοσοφικής θεώρησης της ίδιας της μουσικής. Βλέπουμε ότι η σημερινή θεώρηση της μουσικής ως ένα απλό ψυχαγωγικό μέσο δεν ταυτίζεται με την θεώρηση των «πρώτων δημιουργών της» καθώς αποτελούσε έναν τεράστιο φιλοσοφικό και επιστημονικό κλάδο…. Καιρός να γνωρίσουμε και αυτήν την «οπτική της μουσικής» με τον σεβασμό που της αρμόζει……

Ο Αριστόξενος κατηγοριοποιεί τους αυλούς σε πέντε είδη με βάση το πώς και πού είναι τα ανοίγματα:
"πέντε γένη εἶναι αὐλῶν, παρθε νίους, παιδικούς, κιθαριστηρίους, τελείους, ὑπερτελείους" (Αθήναιος, Δειπνοοφισταί, βιβλίο 14ο).

Ο Αριστόξενος κατά τον Διογένη του Λαέρτιο (Βίοι Φιλοσόφων) που αναφέρεται σε μαρτυρία του Παρμενίδη που έχει χαθεί, ο Αριστόξενος είναι ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι ο πλανήτης Αφροδίτη είναι το ίδιο αστρονομικό σώμα που εμφανίζεται το πρωί πριν τον Ήλιο ή το βράδυ μετά την δύση του. "καθά φησιν Ἀριστό ξενος ὁ μουσικός Ἕσπερον καὶ  Φωσφόρον τὸν αὐτὸν εἰπεῖν, ὥς φησι Παρμενίδης".

πηγή: el.wikipedia - echodiastasis.gr

ΝΙΚΟΣ ΣΒΟΡΩΝΟΣ - Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΔΕΑΣ

$
0
0
Η μάχη του Μαντζικέρτ μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των Σελτζούκων έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου του 1071, κοντά στο Μαντζικέρτ (σημερινό Μαλαζγκίρτ στην Τουρκία).
Η μάχη του Μαντζικέρτ μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και των Σελτζούκων έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου του 1071, κοντά στο Μαντζικέρτ (σημερινό Μαλαζγκίρτ στην Τουρκία).

Ο Νίκος Σβορώνος (1911 – 26 Απριλίου 1989) υπήρξε σημαντικός Έλληνας ιστορικός με ιδιαίτερη επιρροή στην σύγχρονη ιστοριογραφία της Ελλάδας.
Κείμενο: Νίκος Σβορώνος*
Η νέα τούτη πορεία του Ελληνισμού αρχίζει να διαγράφεται καθαρά από το τέλος του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα, για να διαρκέσει, περνώντας από διάφορα στάδια, ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Είναι η περίοδος που ένας παλαιός λαός, με την προοδευτική του διαμόρφωση σε συντελεσμένο έθνος, ανανεώνεται και αποτελεί μια καινούργια ιστορική οντότητα, τον Νέο Ελληνισμό, δηλαδή το Ελληνικό έθνος.

Οι ιστορικοί παράγοντες, εσωτερικοί και εξωτερικοί, που θα προκαλέσουν το αδυνάτισμα και την πτώση της συγκεντρωτικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έχουν βαθειές τις ρίζες, εκδηλώνονται όμως με ιδιαίτερη δύναμη από το τέλος του 11ου αιώνα και προκαλούν την πρώτη βαθειά κρίση, που η Αυτοκρατορία δεν θα καταφέρει να ξεπεράσει τελικά. Η αριστοκρατία των μεγάλων γαιοκτημόνων στο τέλος του 11ου αιώνα έχει κερδίσει την οριστική της μάχη, και με τις αποκεντρωτικές της τάσεις απειλεί την ενότητα του κράτους. Οι εξωτερικοί εχθροί στα Βαλκάνια, στην Ανατολή και στη Δύση, επωφελούμενοι από την εσωτερική κρίση, επιτίθενται από παντού. Ένα μεγάλος μέρος της Μικράς Ασίας χάνεται, ύστερα από την ήττα του Μαντζικέρτ (1071), για την Αυτοκρατορία και πέφτει στα χέρια των Σελτζούκων Τούρκων, που ιδρύουν το μεγάλο τουρκικό κράτος στη Μικρά Ασία. Η σύγκρουση με τον δυτικό κόσμο, σύγκρουση οικονομική, ιδεολογική και πολιτική, οξύνεται και γίνεται οριστική. Η εχθρότητα που είχε προκαλέσει ήδη από τον 9ο αιώνα η ίδρυση μιας Φραγκικής Αυτοκρατορίας, που διεκδικεί τη Ρωμαϊκή οικουμενικότητα, εντείνεται τώρα με τις διαμάχες ανάμεσα στην Αγία Έδρα και στο πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως επί Φωτίου, για να καταλήξει στο οριστικό σχίσμα επί Κηρουλαρίου (1078). Η οικονομική διείσδυση των Ιταλικών πόλεων στην Ανατολή παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Τέλος, η στρατιωτική σύγκρουση των δύο κόσμων αρχίζει με την επίθεση των Νορμανδών στην Ιταλία, που χάνεται για το Βυζάντιο ύστερα από την κατάληψη του Μπάρι (1071), και εντείνεται με τις επιθέσεις των ίδιων των Νορμανδών εναντίον των βαλκανικών κτήσεων της Αυτοκρατορίας, προοίμια των Σταυροφοριών που θα ακολουθήσουν και που θα λήξουν με τη διάλυση της Αυτοκρατορίας (1204). Στην ίδια αυτή περίοδο, ανάμεσα στα 1040 περίπου και 1200, οι διάφοροι μη ελληνικοί λαοί που έμεναν ως τώρα υποταγμένοι στην Αυτοκρατορία (Αρμένιοι και Ίβηρες στην Ανατολή, Σέρβοι και Βούλγαροι στα Βαλκάνια), αρχίζουν να αποχωρίζονται ο ένας μετά τον άλλον, ιδρύουν ανεξάρτητους πολιτικούς σχηματισμούς με πυρήνες εθνικούς και τείνουν διαρκώς να συνενωθούν και να εξελιχθούν σε πραγματικά εθνικά κράτη.
Το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής -που, αν θέλουμε να της δώσουμε μια συμβατική χρονολογική αφετηρία, θα μπορούσαμε να διαλέξουμε το έτος 1071 (έτος των δύο μεγάλων ηττών στην Ανατολή και στη Δύση), ή, ακόμα το 1081, έτος της ανόδου στον θρόνο του Αλεξίου Κομνηνού, του ιδρυτή της πρώτης καθαρά ελληνικής δυναστείας, και που διαρκεί ως την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους (1204)- είναι η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση όλων των μη εξελληνισμένων στοιχείων. Το μόνο συστατικό στοιχείο της μένει ο Ελληνισμός, που απομονωμένος και περικυκλωμένος από εχθρικούς πλέον λαούς-εθνότητες, παίρνει βαθύτερη συνείδηση του εαυτού του ως ιδιαίτερης πολιτικής και πολιτιστικής οντότητας. Η ελληνική ιδέα, που ως τα τώρα έμενε σαν μακρινή ίσως ανάμνηση στα λαϊκότερα στρώματα, προβάλλεται ολοένα και εντονότερα από τους λογίους. Η ελληνική παιδεία, που είχε αρχίσει ν’ αποκαθίσταται από πριν, παρουσιάζεται στους σημαντικότερους συγγραφείς σαν δική τους κληρονομιά για την οποία είναι υπερήφανοι. Το όνομα Έλλην αρχίζει να ξαναπαίρνει το διπλό του πολιτιστικό και εθνολογικό περιεχόμενο. Έλλην είναι όποιος μετέχει ελληνικής παιδείας και έχει ελληνική καταγωγή. Για άλλη μια φορά οι Βυζαντινοί λόγιοι χωρίζουν τον κόσμο σε Έλληνες και βαρβάρους. Η Άννα Κομνηνή, που σεμνύνεται για τις ελληνικές της σπουδές και για το ότι είχε μελετήσει τους πλατωνικούς διάλογους και τα έργα του Αριστοτέλη, και θεωρεί αμόρφωτο και βάρβαρο κάθε άμοιρο ελληνικής παιδείας, μιλώντας για τη σχολή της Κωνσταντινούπολης που ίδρυσε ο Αλέξιος Κομνηνός γράφει: «Και έστιν ιδείν και Λατίνον ενταύθα παιδοτριβούμενον και Σκύθην ελληνίζοντα και Ρωμαίον τα των Ελλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον και τον αγράμματον Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα». Για τον Νικήτα Χωνιάτη οι Ρωμαίοι υπήκοοι της Αυτοκρατορίας είναι Έλληνες. Έτσι, σταματώντας με την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους βαρβάρους, δηλώνει ότι αρνείται να συνεχίσει την ιστορία του, γιατί: «πώς αν είην εγώ το βέλτιστον χρήμα, την ιστορίαν, το κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων, βαρβαρικαίς καθ’ Ελλήνων πράξεσι χαριζόμενος;».
Άλλωστε η επαφή με την ελληνική παιδεία γίνεται τώρα ουσιαστικότερη. Οι διανοητές του Βυζαντίου προσπαθούν, πέρα από την απλή μίμηση της ελληνικής έκφρασης, να αφομοιώσουν την ελληνική σκέψη. Τέτοια ήταν η προσπάθεια του Ψελλού, του Ιταλού και των μαθητών τους, που, παρ’ όλο ότι η σκέψη τους μένει ακόμα εξαρτημένη από τη θεολογία, δείχνει συγχρόνως και την απαρχή κάποιας ανεξάρτητης φιλοσοφικής διάθεσης, η οποία αντιμετωπίζει την εξέταση των μεταφυσικών προβλημάτων επί τη βάσει του ανθρωπίνου λόγου θέτοντας προβλήματα ανάλογα με τα φιλοσοφικά προβλήματα που εμφανίζονται στη Δύση την ίδια περίπου εποχή (πλατωνισμός, αριστοτελισμός, ρεαλισμός, νομιναλισμός). Την ίδια αυτή περίοδο έχουμε επίσης την πρώτη ένδειξη κάποιας γεφύρωσης του πολιτιστικού χάσματος ανάμεσα στον επίσημο και το λαϊκό πολιτισμό. Ήδη ο Ψελλός εξετάζει τις λαϊκές παραδόσεις και προσπαθεί, άλλοτε με κάποια ορθολογιστική μέθοδο, άλλοτε με την αλληγορία, να αναχθεί σε γενικά θεολογικά ή φιλοσοφικά συμπεράσματα. Συγχρόνως, για πρώτη φορά η λαϊκή γλώσσα αρχίζει να χρησιμοποιείται σε μεγαλύτερη έκταση από τους λογίους στη λογοτεχνία. Σ’ αυτή την περίοδο ανήκουν τα στιχουργήματα του Πτωχοπρόδρομου και ίσως η παλαιότερη σύνθεση σ’ ένα ενιαίο έργο των ακριτικών τραγουδιών.
Από το τελευταίο λοιπόν τέταρτο του 11ου αιώνα ως το 1204 ο Βυζαντινός αρχίζει να συνδέεται με το ιστορικό του παρελθόν και να ξαναβρίσκει σιγά-σιγά τις λαϊκές ρίζες του πολιτισμού του. Αρχαία ελληνική κληρονομιά και χριστιανική πίστη αρχίζουν να συμβιβάζονται στη συνείδηση του και να γίνονται τα συστατικά της στοιχεία. Η ίδια η επίσημη Εκκλησία, παρ’ όλη την αντίδραση της στους νέους αυτούς προσανατολισμούς, με τις διαμάχες της με την Παποσύνη και τον οριστικό της χωρισμό από τη δυτική εκκλησία, αρχίζει να χάνει τον οικουμενικό της χαρακτήρα και να μεταβάλλεται σε ανατολική ορθόδοξη εκκλησία, που έχει για κύριο στήριγμα τον Ελληνισμό. Η νέα αυτή ιδεολογία εκφράζει το πρώτο ξύπνημα ενός εθνικού αισθήματος στον Ελληνισμό, που έχει μείνει πλέον το μόνο στήριγμα του Βυζαντίου.
Οι ιδεολογικές αυτές κατευθύνσεις θα ξεκαθαριστούν περισσότερο στους αιώνες που ακολουθούν, με την ανάπτυξη ενός ισχυρού πατριωτικού αισθήματος μέσα στους πολύπλευρους αγώνες του Ελληνισμού. Το παλαιό αυτοκρατορικό-πατριωτικό αίσθημα που γνώρισε το Βυζάντιο σε παλαιότερους αιώνες κατά τους αγώνες του εναντίον των Αβάρων, των Σλάβων ή των Αράβων, παίρνει πράγματι τώρα για πρώτη φορά εθνικό-ελληνικό περιεχόμενο με την αντίθεση ολόκληρου του Ελληνισμού εναντίον της φραγκικής κατάκτησης, αντίσταση που ο εθνικός της χαρακτήρας τονίζεται περισσότερο από το γεγονός ότι ο Ελληνισμός δεν παλεύει μόνο εναντίον ξένων προς την Αυτοκρατορία στοιχείων (των Φράγκων ή των Τούρκων κατακτητών), αλλά και εναντίον λαών όπως οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, που είχαν θεωρηθεί επί αιώνες αναπόσπαστα τμήματα της Αυτοκρατορίας. Ελληνισμός και Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά κάποιον τρόπο ταυτίζονται στη συνείδηση των Ελλήνων. Τα διάφορα ελληνικά πολιτικά συγκροτήματα που δημιουργήθηκαν έπειτα από τη διάλυση της Αυτοκρατορίας, το Βασίλειο της Νικαίας, το Δεσποτάτο της Ηπείρου, αργότερα το Δεσποτάτο του Μωρέως, με τους αγώνες τους εναντίον των Φράγκων, του Τούρκων και των βαλκανικών κρατών, παίρνουν όλο και σαφέστερα τον χαρακτήρα εθνικών κρατών, τα οποία, παρ’ όλους τους εμφυλίους πολέμους που διεξάγουν μεταξύ τους, θέλουν να συνενώσουν, το καθένα για λογαριασμό του, τον Ελληνισμό.
Ο εθνικός αυτός χαρακτήρας φαίνεται ακόμη και στην εσωτερική τους δομή, η οποία χρειάζεται να ερευνηθεί ακόμη βαθύτερα· φαίνεται ιδιαίτερα από το γεγονός ότι τα κράτη αυτά επιχείρησαν να στηριχτούν για τους αγώνες τους, σε αντίθεση με την Αυτοκρατορία των Κομνηνών, στις ντόπιες εθνικές δυνάμεις. Ιδιαίτερη σημασία στην εξέλιξη τούτη είχε η προσπάθεια των βασιλέων της Νικαίας να εφαρμόσουν μια πολιτική ρυθμιστική των αντίρροπων κοινωνικών δυνάμεων, να αναπτύξουν την εγχώρια οικονομία, να την ανεξαρτητοποιηθούν από τη Δύση και να ανακουφίσουν τις μεσαίες και λαϊκές τάξεις, για να πετύχουν έτσι στο κράτος αυτό μια πραγματική εθνική συνοχή. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ακριβώς το κράτος αυτό ήταν το πρώτο που ονομάστηκε από τους συγχρόνους «ελληνίς επικράτεια», «ελληνικόν», «Ελλάς», ότι ο πληθυσμός του με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Ιωάννη Γ’ Βατατζή έχει τη συνείδηση ότι ανήκει στο «γένος των Ελλήνων».
Ιππότε;ς της Α'Σταυροφορίας, μεσαιωνική απεικόνιση
Ιππότε;ς της Α’ Σταυροφορίας, μεσαιωνική απεικόνιση
Η πρόσκαιρη ανασύσταση της Αυτοκρατορίας με την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) δεν διέκοψε την πορεία προς την όλο και μεγαλύτερη ενάργεια της ελληνικής εθνικής συνείδησης. Η προσπάθεια του Μιχαήλ Παλαιολόγου να ξαναδώσει στο κράτος του τον παλαιό του οικουμενικό χαρακτήρα, χωρίς καμία πλέον ανταπόκριση με την πραγματικότητα, αποτυγχάνει τελικά. Εσωτερικά η μεγάλη αριστοκρατία της γης έχει κατορθώσει να οικειοποιηθεί με την επέκταση του συστήματος των προνοιών-οικονομιών, που γίνονται κληρονομικές, και των διαφόρων παραχωρήσεων γης και εισοδημάτων, το μεγαλύτερο μέρος της γης και των κρατικών εσόδων. Επιπλέον, συνδυάζοντας την ανάληψη των ανώτατων διοικητικών θέσεων στις διάφορες επαρχίες με την απόκτηση, κατά κυριότητα ή κατά πρόνοιαν οικονομίαν, προνομιακών γαιών στις επαρχίες αυτές, ανεξαρτητοποιείται όλο και περισσότερο από την κεντρική εξουσία. Η αποκεντρωτική αυτή κίνηση διευκολύνεται από τις ξένες κατακτήσεις, που απομονώνουν ολόκληρα τμήματα του κράτους και επιβάλλουν ένα είδος «συλλογικής» αυτοκρατορικής διοίκησης, γεγονός το οποίο στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με πλήρη πολιτική διάσπαση και με την εκμηδένιση της κεντρικής εξουσίας.
Η εσωτερική αυτή διάλυση δεν επιτρέπει στο κράτος των Παλαιολόγων να αντιμετωπίσει τις αλλεπάλληλες επιθέσεις. Το σερβικό και το βουλγαρικό κράτος, το καθένα με τη σειρά του, δεν αρκούνται πλέον στην εξασφάλιση της ανεξαρτησίας τους, αλλά αναπτύσσουν ιμπεριαλιστική πολιτική και αμφισβητούν από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες την ίδια την Αυτοκρατορία. 0 Δουσάν, κατακτώντας ένα μεγάλο μέρος του Βυζαντίου ως τη Θεσσαλία, θα τιτλοφορηθεί αυτοκράτωρ των Σέρβων και των Ρωμαίων. Η ραγδαία πρόοδος των Τούρκων, ύστερα από τη δημιουργία του κράτους των Οθωμανών (1281-1326), το οποίο θα αναπτυχθεί γρήγορα και θα απορροφήσει τα άλλα τουρκικά κρατίδια, αφαιρεί οριστικά από το Βυζάντιο το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας, ο πληθυσμός της οποίας ή εκτουρκίζεται ή αποσύρεται, μπροστά στην τουρκική προέλαση, προς τα βορειοδυτικά παράλια ή προς τις ηπειρωτικές χώρες, που κι αυτές η μια μετά την άλλη αρχίζουν, από τα μέσα του 14ου αιώνα, να περιέρχονται στα χέρια των Οθωμανών.
Έτσι, από το τέλος του 13ου αιώνα ο Ελληνισμός βρίσκεται πολιτικά κατακερματισμένος. Ένα μέρος του βρίσκεται κάτω από την ξένη κυριαρχία: κάτω από τους Φράγκους, τους Σέρβους, τους Βουλγάρους, τους Τούρκους. Το υπόλοιπο τμήμα που βρίσκεται κάτω από την ελληνική διοίκηση κατανέμεται ανάμεσα στο κράτος της Κωνσταντινουπόλεως και στους διαφόρους τοπάρχες της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Πελοποννήσου, που, ακόμα και όταν θεωρητικά αναγνώριζαν τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινουπόλεως, ουσιαστικά παρέμεναν ανεξάρτητοι. Η Κωνσταντινούπολη παύει λοιπόν να είναι το μοναδικό πολιτικό κέντρο του Ελληνισμού. Νέα πολιτικά κέντρα δημιουργούνται ή αναπτύσσονται, η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, η Άρτα, ο Μυστράς. Στους αποκεντρωμένους αυτούς πολιτικούς σχηματισμούς εμφανίζονται ορισμένες κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις, που θα έχουν αποφασιστική σημασία για την εξέλιξη του Ελληνισμού. Η τοπική πολιτική δραστηριότητα που αναπτύσσεται στα διάφορα αυτά κέντρα βρίσκεται βέβαια κατά κύριο λόγο στα χέρια της αριστοκρατίας της γης, που με τις χωριστικές της τάσεις είχε συμβάλει ως κύριος παράγοντας στη διάλυση της Αυτοκρατορίας. Η αριστοκρατία αυτή μένει, στη μεγάλη πλειονότητα της, αρνητικό στοιχείο για τη συνοχή του Ελληνισμού και την ανάπτυξη της εθνικής ιδέας. Οι αρχικοί αγώνες των δεσποτών της Ηπείρου ή των άλλων τοπαρχών της Ελλάδας εναντίον των κατακτητών εκφυλίζονται την εποχή αυτή σε διαλυτικές έριδες ανάμεσα στους διαφόρους τοπάρχες, που συχνά συμμαχούν με τους ξένους κατακτητές και, γενικά, συμβιβάζονται μαζί τους, όταν εξασφαλίσουν τα οικονομικά και κοινωνικά τους προνόμια. Στην αριστοκρατία αυτή της γης αντιτίθεται μια μέση τάξη εμπόρων και βιοτεχνών, που αποκτά την εποχή αυτή ιδιαίτερη σημασία. Πράγματι η πολιτική αποκέντρωση διευκολύνει την ανάπτυξη μιας τάξης εμπόρων και επιχειρηματιών, που, ξεφεύγοντας από την καταπιεστική κηδεμονία της κεντρικής εξουσίας, επωφελείται από την οικονομική δραστηριότητα που εμφανίζεται έντονη στα Βαλκάνια χάρη στους Ιταλούς εμπόρους. Βέβαια το μεγάλο εξωτερικό εμπόδιο βρίσκεται στα χέρια των ξένων. Οι ντόπιοι όμως συμμετέχουν κατά ένα ποσοστό στην οικονομική αυτή κίνηση, κρατώντας στα χέρια τους τις εσωτερικές αγορές και συνεργαζόμενοι ως ενδιάμεσοι με τους ξένους, με τους οποίους συγχρόνως βρίσκονται σε συνεχή ανταγωνισμό. Στην οικονομική αυτή δραστηριότητα μετέχει άλλωστε και ένα μέρος της αριστοκρατίας της γης, είτε γιατί έχει στα χέρια του την ντόπια παραγωγή, είτε γιατί συμμετέχει έμμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις των ξένων. Δημιουργείται έτσι μια ανάμικτη κοινωνική τάξη πλουσίων πολιτών, η οποία έρχεται σε αμεσότερη επαφή με τις πιο ανεπτυγμένες μορφές της οικονομίας των ιταλικών πόλεων, επηρεάζεται επίσης από τις πολιτικές τους ιδέες. Μετέχοντας ενεργά στην οικονομική ζωή, αρχίζει να έχει, για πρώτη φορά με τέτοιαν ένταση, αξιώσεις συμμετοχής στην πολιτική ζωή, και εν μέρει το πετυχαίνει διευκολυνόμενη από την απουσία μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας και από την ανάπτυξη κάποιων εμβρυωδών μορφών αυτοδιοίκησης. Αυτό το νόημα έχουν τα οικονομικά και διοικητικά προνόμια που πετυχαίνουν τα «κοινά» της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων ή οι πολίτες της Μονεμβασίας. Σε μερικά μάλιστα αστικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη, η Αδριανούπολη και άλλες πόλεις της Θράκης, η μέση αυτή τάξη με την υποστήριξη των βιοτεχνών και των λαϊκότερων κοινωνικών στοιχείων εμφανίζει τέτοια πολιτική οργάνωση, ώστε να μπορεί να αμφισβητήσει με πραγματικές εξεγέρσεις την εξουσία από την αριστοκρατία της γης σε περιόδους πολιτικών κρίσεων, όπως κατά την περίοδο των δυναστικών ερίδων ανάμεσα στον Ανδρόνικο Β’ και Ανδρόνικο Γ’, ανάμεσα στον Ιωάννη Καντακουζηνό και Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο.
Η ανάμικτη αυτή τάξη, που βρίσκεται σε οικονομικό συναγωνισμό με τους ξένους και σε αντίθεση με την προνομιούχο ντόπια αριστοκρατία της γης, γίνεται μαζί με τα λαϊκότερα κοινωνικά στρώματα το κύριο κοινωνικό βάθρο της εθνικής ιδέας και -με προοδευτικό αδυνάτισμα της αυτοκρατορίας- ενός ενιαίου εθνικού ελληνικού κράτους. Η εθνική αυτή τάση φαίνεται στην υποστήριξη του νομίμου αυτοκράτορα Ιωάννου Ε’ Παλαιολόγου εναντίον του Ιωάννου Καντακουζηνού, αντιπρόσωπου της μεγάλης αριστοκρατίας, από τους επαναστάτες της Θεσσαλονίκης και των άλλων θρακικών πόλεων φαίνεται από την αντίσταση που αυτοί προβάλλουν συγχρόνως στους Σέρβους που απειλούσαν τη Θεσσαλονίκη, από τον αποχωρισμό των πόλεων της Ηπείρου από τους Ηπειρώτες τοπάρχες και την προσχώρηση τους στη νόμιμη εξουσία της Κωνσταντινουπόλεως, και από τη λαϊκή αντίδραση στην Πελοπόννησο, που ανάγκασε τον δεσπότη Θεόδωρο να ματαιώσει το σχέδιο του της παραχώρησης της Πελοποννήσου στο τάγμα των ιπποτών της Ρόδου.
Η εθνική ελληνική ιδεολογία με τις βαθειές πλέον λαϊκές ρίζες εκφράζεται με σαφήνεια από τις αξιολογότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της εποχής, που είναι απελευθερωμένες από τις οικουμενικές υπερεθνικές παραδόσεις της Κωνσταντινουπόλεως και ζουν σε χώρους ελληνικούς, όπου η παρουσία του ελληνικού παρελθόντος ήταν εντονότερη και η επίκληση του ευκολότερη. Η χριστιανική πίστη δεν εμποδίζει πλέον την ανασύνδεση με το ελληνικό παρελθόν. Η πολιτιστική και φυλετική τώρα συνέχεια του Ελληνισμού γίνεται κοινή συνείδηση. Παρ’ όλη την αντίδραση των ορθοδόξων εκκλησιαστικών κύκλων που συνασπίζονται γύρω από την ιδεολογία της «ησυχίας», η μελέτη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και η ουσιαστικότερη επαφή μαζί του γενικεύεται και οδηγεί ενίοτε σε τολμηρές για την εποχή πνευματικές συνθέσεις. Η ελληνική ιδέα κατακτά συνεχώς έδαφος, ακόμα και στους συντηρητικούς κύκλους, και καταλήγει να γίνει κοινό στοιχείο στη συνείδηση των αντίπαλων πολιτικών και πνευματικών ομάδων της εποχής: στους οπαδούς της ησυχίας, υπέρμαχους της ορθόδοξης παράδοσης, ή στους ανανεωτές με τις ορθολογιστικές τάσεις, στους ενωτικούς, που θεωρούν την ένωση με τη δυτική εκκλησία ως το μόνο μέσο σωτηρίας του Ελληνισμού από την τουρκική απειλή, ή στους ανθενωτικούς, που ταύτιζαν εθνική ιδέα και ορθοδοξία και θεωρούσαν τον καθολικισμό ως την πραγματική απειλή του έθνους. Οι αναφορές της γραμματείας της εποχής στην αρχαία Ελλάδα και στα αρχαία ελληνικά παραδείγματα είναι συχνές. Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου παραλληλίζονται με τα μεγάλα ονόματα της αρχαιότητας, οι Τούρκοι ονομάζονται Πέρσες. Η ορθοδοξία και ο μυστικισμός του Νικολάου Καβάσιλα δεν τον εμποδίζουν να μελετά την αρχαία φιλοσοφία και να θεωρεί τους συμπατριώτες του απόγονους των αρχαίων Ελλήνων. Το ίδιο ο Θεόδωρος Μετοχίτης όταν γράφει: «εκείνων τοίνυν γένος μεν το άρχηθεν ήσαν και πατέρες Έλληνες». Ο ίδιος ο Κων-σταντίνος Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτορας, ονομάζει την Κωνσταντινούπολη «καταφύγιον» των Χριστιανών, «ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων». Στο τέλος τους 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα η συνείδηση της ελληνικής συνέχειας είναι τόσο καθαρή, ώστε ο Ιωάννης Αργυρόπουλος να ταυτίζει το Βυζάντιο με την αρχαία Ελλάδα και να γράφει για τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο: «Οίαν ιδέαν απέκρυψε, οίον εξείλε κοινόν τοις Έλλησιν όφθαλμόν, ω της Ελλάδος ορθότης, ήλιε βασιλεύ», ο δε Γεώργιος Πληθών Γεμιστός, απευθυνόμενος προς τον Μανουήλ Παλαιολόγο, κηρύσσει: «Εσμέν γάρ νυν, ων ήγεϊσθε τε και βασιλεύετε, Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».
Από την ελληνική τούτη γωνιά, άλλωστε, επιχειρείται, στα πρόθυρα της οριστικής πτώσης της Αυτοκρατορίας, και η σπουδαιότερη προσπάθεια, με τους αγώνες του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, απελευθέρωσης και συγκέντρωσης του Ελληνισμού σε ένα ενιαίο εθνικό κράτος, του οποίου ο Γεμιστός διατυπώνει την πρώτη θεωρία. Αν αφαιρέσουμε τα ουτοπιστικά στοιχεία που έχουν την πηγή τους στην πλατωνική σκέψη και που ανάλογα συναντάμε και σε άλλους αρχαιολάτρες αντιπροσώπους της Αναγέννησης, τα κύρια συστατικά στοιχεία του κράτους που προτείνει ο Γεμιστός είναι οι γενικές αρχές στις οποίες στηρίχτηκαν τα καινούργια εθνικά κράτη που άρχισαν να σχηματίζονται ύστερα από τη διάλυση του μεσαιωνικού φεουδαλικού συστήματος και των αυτοκρατοριών: εθνικός στρατός, εθνική ανεξάρτητη οικονομία, με εθνικό γερό νόμισμα, λελογισμένη φορολογία βασισμένη στο εισόδημα, ισχυρή κεντρική εξουσία με επικεφαλής έναν μονάρχη, με ακέραιους και ειδικευμένους συμβούλους διαλεγμένους από τη μεσαία τάξη των πολιτών. Η εθνική πολιτική ιδεολογία του Γεμιστού προσδιορίζεται, ακόμη, με προφητική σαφήνεια, όταν ο Γεμιστός προσπαθεί να καθορίσει τις γεωγραφικές και εθνολογικές βάσεις ενός τέτοιου κράτους, που είναι οι καθαρά, κατά τη γνώμη του, ελληνικές χώρες.
Ολόκληρη η πνευματική και καλλιτεχνική παραγωγή του Βυζαντίου στην τελευταία περίοδο της ιστορίας του φανερώνει την ανασύνδεση των συγχρόνων με την ελληνική παράδοση. Ο ελληνικός χαρακτήρας εμφανίζεται καθαρότερα στην τέχνη, που αποκαθαίρεται όλο και περισσότερο από τα ανατολικά της στοιχεία ή την ιερατική ακαμψία των προηγουμένων εποχών, και, πλουτιζόμενη με ζωντανά λαϊκά στοιχεία, δημιουργεί μορφές ελεύθερες που θυμίζουν ελληνικά και ελληνιστικά πρότυπα.
Παράλληλα η λαϊκή γλώσσα αρχίζει να υψώνεται σε λογοτεχνική γλώσσα, να χρησιμοποιείται σε ευρύτερη κλίμακα από τους λογίους, με αξιόλογα επιτεύγματα, όπως τα διάφορα έμμετρα μυθιστορήματα και άλλα στιχουργήματα, που δεν απευθύνονται μόνο στα λαϊκά στρώματα αλλά και στους αυλικούς κύκλους. Και εδώ παρατηρείται, όπως και στην αρχαΐζουσα γραμματεία, η ίδια ανάμιξη των λαϊκών στοιχείων με τις αναμνήσεις από την αρχαία Ελλάδα. Μερικά μάλιστα από τα έργα αυτά έχουν αρχαία ελληνικά θέματα (Αχιλληΐς, παράφραση Ιλιάδας κτλ.).
Η ανασύνδεση με την αρχαία Ελλάδα, η προβολή των λαϊκών στοιχείων στην τέχνη και η ανύψωση της ομιλούμενης λαϊκής γλώσσας σε λογοτεχνικό όργανο, οι πρώτες δειλές και αδέξιες απόπειρες επιστημονικής σκέψης, γενικά χαρακτηριστικά ενός αναγεννητικού πνεύματος και συγχρόνως θετικά σημεία της γέννησης της εθνικής συνείδησης συνοδεύονται, όπως είναι φυσικό, με την προοδευτική απομάκρυνση των Βυζαντινών από την ιδέα της αυτοκρατορικής ρωμαϊκότητας. Ο άγνωστος στιχοπλόκος του Χρονικού του Μορέως ξέρει ότι οι σύγχρονοι του Βυζαντινοί « Έλληνες είχαν το όνομα» και ότι «από τη Ρώμη επήρασι τ’ όνομα των Ρωμαίων». Μερικοί από τους συγχρόνους θα πάψουν να δίνουν το όνομα Ρωμαίος στους Βυζαντινούς και θα το χρησιμοποιούν κυρίως για τους δυτικούς, τους πιστούς της ρωμαϊκής καθολικής εκκλησίας. Ο Κυδώνης χρησιμοποιεί για τους Έλληνες τον όρο Γραικός, που χρησιμοποιείται, όπως ο όρος Graecia, κατά γενικό κανόνα από τους δυτικούς, και σπανιότερα τον όρο Ρωμαίος, που τον χρησιμοποιεί συχνότερα για τους δυτικούς. Πιο καθαρά γίνεται η διάκριση στα πρακτικά της Συνόδου της Φλωρεντίας. Ακόμη και όσοι δεν μπορούν εύκολα να εγκαταλείψουν την έννοια της ρωμαϊκότητας, αισθάνονται την ανάγκη να καταλήξουν σε έναν συμβιβασμό. Γι’ αυτούς οι Βυζαντινοί είναι απόγονοι των Ρωμαίων και των Ελλήνων, ανάμιξη των δύο επισήμων γενών της αρχαιότητας, απ’ όπου προέρχεται το γένος των «Ρωμαιο-ελλήνων». Ως απάντηση στη θεωρία τούτη έρχεται το ιστορικό διάγραμμα στον πρόλογο της ιστορίας του Χαλκοκονδύλη, μαθητή του Γεμιστού, όπου πρώτος ίσως αυτός εκφράζει με τέτοιαν ενάργεια την ιδέα της αδιάκοπης συνέχειας του Ελληνισμού από τους μυθικούς χρόνους ως την εποχή του και τονίζει τη θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στον Ελληνισμό και στη Ρώμη, και το ιστορικό και πολιτικό συνάμα λάθος του λαού αυτού και των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου, που, περιφρονώντας την ελληνική τους υπόσταση, προτίμησαν τον τίτλο των Ρωμαίων, όταν, παρά τη ρωμαϊκή ανάμιξη, ο λαός αυτός στη μεγάλη του πλειονότητα διατήρησε τα πάτρια ελληνικά ήθη και την ελληνική γλώσσα: «Έλληνας τε το από τούδε Ρωμαίοις αυτού επιμιγνύντας, γλώτταν μέν και ήθη δια τω πολλώ πλέονας Ρωμαίων Έλληνας αυτού επικρατεϊν, δια τέλους φυλάξαι ,τούνομα μέν τοι μηκέτι κατά το πάτριον καλουμένους αλλάξασθαι και τους γε βασιλείς Βυζαντίου επί το σφας αυτούς Ρωμαίων βασιλείς τε και αυτοκράτορας σεμνύνεσθαι αποκαλείν, Ελλήνων δε βασιλείς ουκέτι ουδαμή αξιούν». Και λίγο παρακάτω: «ταύτα μεν ες τοσούτον μοι αποχρώντως έχοντα επιδεδείχθω περί τε της των Ελλήνων βασιλείας και της ες Ρωμαίους εχούσης αυτών διαφοράς, ως δη ουκ ορθώς τάγε ες βασιλείαν και ες τούνομα αύτω προσηγορεύετο τούτοις».
*Πηγή: Το απόσπασμα από το βιβλίο Νίκος Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος – Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού. Εκδ. Πόλις, Αθήνα 2004.
πηγή: eranistis.net

ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

$
0
0
"Greece on the ruins of Missolonghi" by Eugène Delacroix.

Κατεβάστε δωρεάν 20 βιβλία για την Επανάσταση του 1821 (PDF)


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΑΘΑ - ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΗ ΕΛΛΑΣ (ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ)

ΤΡΙΚΟΥΠΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 1

ΤΡΙΚΟΥΠΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 2

ΤΡΙΚΟΥΠΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 3

ΤΡΙΚΟΥΠΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ 4

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ - Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

ΦΩΤΑΚΟΥ - ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΕΡΡΑΙΒΟΥ - ΠΟΛΕΜΙΚΑ ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ

ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΕΡΡΑΙΒΟΥ - ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟΥ

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΠΕΡΡΑΙΒΟΥ - Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΣΟΥΛΙΟΥ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΠΗΛΙΑΔΗΣ - ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ Α

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΣΠΗΛΙΑΔΗΣ - ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ Β

ΚΟΚΚΙΝΟΥ - Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ, ΤΟΜΟΣ 1

ΚΟΚΚΙΝΟΥ - Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΜΟΣ 2

ΚΟΚΚΙΝΟΥ - Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΜΟΣ 3

ΚΟΚΚΙΝΟΥ - Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΜΟΣ 4

ΚΟΚΚΙΝΟΥ - Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΜΟΣ 5

ΚΟΚΚΙΝΟΥ - Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΜΟΣ 6

Υ.Γ
(Σε περίπτωση που δεν ανοίγουν οι σύνδεσμοι - Τρόπος ανοίγματος του βιβλίου: δεξί κλικ πάνω στον σύνδεσμο, αντιγραφή του συνδέσμου και επικόλληση σε νέο παράθυρο)

πηγή: eranistis.net

ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΊΑ ΤΗς ΕΛΛΆΔΑς


Κατά τη μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας, η οποία άρχισε με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η προοπτική να εξασφαλίσουν οι Έλληνες την ελευθερία τους έμοιαζε μακρινή. Μόνο προς τα τέλη του 18ου αιώνα άρχισαν να εκδηλώνονται τα πρώτα σκιρτήματα του εθνικού κινήματος, ενός αιώνα κατά τη διάρκεια του οποίου η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε αρχίσει να αποδυναμώνεται στρατιωτικά, εδαφικά και οικονομικά. H επιφανής ομάδα των Ελλήνων Φαναριωτών αλλά και η εύρωστη τάξη των εμπόρων ελληνικής καταγωγής και παιδείας που έφτασαν να κυριαρχούν στο εμπόριο της αυτοκρατορίας προσέφεραν την απαραίτητη υλική βάση για μια πνευματική αναγέννηση με σκοπό να τονωθεί το αίσθημα του απαράμιλλου εθνικού κληροδοτήματος, ενώ ο άνεμος που φύσηξε με το ξέσπασμα της πρόσφατης Γαλλικής Επανάστασης έπνεε ακόμη.

Κυριότεροι φορείς αυτής της πνευματικής κινητοποίησης ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ρήγας Βελεστινλής, το μαρτύριο του οποίου ενέπνευσε τρεις νεαρούς Ελληνες, μέλη των εμπόρων της διασποράς, τους Εμμανουήλ Ξάνθο, Νικόλαο Σκουφά και Αθανάσιο Τσακάλωφ, να ιδρύσουν τη Φιλική Εταιρεία (1814) με σκοπό την απελευθέρωση της «Μητέρας Πατρίδας». H ηγεσία της (μετά την απόρριψη του διεθνούς φήμης διπλωμάτη, κόμη Ιωάννη Καποδίστρια, που θεωρούσε ότι το εγχείρημα παρεξέκλινε από τον στόχο του) προσφέρθηκε στον Φαναριώτη Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος πέρασε (Μάρτιος 1821) με τον μικρό αλλά ανομοιογενή στρατό του τον Προύθο ποταμό επικαλούμενος τα πνεύματα του Επαμεινώνδα, του Θρασύβουλου, του Μιλτιάδη και του Λεωνίδα στον αγώνα για να φέρει ελευθερία στην «κλασική γη της Ελλάδας».
Και μπορεί ο στρατός του να ηττήθηκε στη μάχη του Δραγατσανίου, ο κρυφός αναβρασμός όμως που επικρατούσε στην Πελοπόννησο και αλλού δεν άργησε να εκδηλωθεί σε μεγάλη έκρηξη. H πρώτη απόπειρα συνένωσης των δυνάμεων του έθνους έγινε από τον ηγεμόνα της Μάνης Πετρόμπεη, ο οποίος πήρε τα όπλα τον Μάρτιο του 1821 και κατέλαβε την Καλαμάτα, ενώ στην Πάτρα πολλοί από τους προκρίτους μαζί και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έβγαλαν προκήρυξη που έστειλαν σε όλους τους προξένους της Πόλης, τον Αγγλο τον Ρώσο, τον Γάλλο και τον Πρώσο: «Ημεις το Ελληνικόν έθνος των Χριστιανών, βλέποντες ότι μας καταφρονεί το οθωμανικόν γένος και σκοπεύει όλεθρον εναντίον μας... απεφασίσαμεν σταθερώς ή να αποθάνωμεν όλοι ή να ελευθερωθώμεν, και τούτου ένεκα βαστούμεν τα όπλα εις χείρας ζητούντες τα δικαιώματά μας...». Από την αρχή της εξέγερσής τους οι Ελληνες αντιλήφθηκαν ότι πρέπει να εξασφαλίσουν την εύνοια των μεγάλων δυνάμεων. Τις ίδιες ημέρες ο Κολοκοτρώνης μπήκε με ένα πρόχειρα οργανωμένο σώμα στην Καρύταινα. Οι σπίθες της πυρκαϊάς δεν άργησαν να εξαπλωθούν από την Πελοπόννησο στα νησιά, την Υδρα, τις Σπέτσες, την Κάσο, τα Ψαρά, αλλά και στη Ρούμελη, στη Μακεδονία, στην Ηπειρο και, βεβαίως, στην Κρήτη.
Το αναθεωρημένο Σύνταγμα
Πρώτη μεγάλη επιτυχία των επαναστατημένων η - συνοδευόμενη από ωμότητες εκ μέρους των πολιορκητών - πτώση της Τριπολιτσάς τον Σεπτέμβριο του 1821, που συνέβαλε στο να ανατείλει το άστρο του Κολοκοτρώνη και υπήρξε καθοριστική για την εδραίωση του Αγώνα, μολονότι την ίδια περίοδο είχαν αρχίσει να απειλούν την ενότητα των αγωνιστών οι αντιθέσεις προκρίτων και στρατιωτικών. «Φθόνος και εμφύλιον μίσος κατατρώγει τα σπλάχνα μας» έγραφε ο Τρικούπης. Και μπορεί στις επιτυχίες του Αγώνα να είχαν προστεθεί οι πτώσεις των φρουρίων Μονεμβασίας, Νεοκάστρου, Ακροκορίνθου (ενώ, αντίθετα, η απόπειρα πολιορκίας του Ναυπλίου αποδείχθηκε αποτυχημένη), αλλά στον κατάλογο των πληρεξουσίων της A´ Εθνικής Συνέλευσης της Επιδαύρου τον Δεκέμβριο του 1821 βλέπει κανείς ότι επικράτησαν οι πρόκριτοι, οι λόγιοι, οι κληρικοί, ενώ «πρόσκαιρος» Πρόεδρος εξελέγη ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος και άλλοι από τους σημαντικούς αγωνιστές απουσίαζαν. H ατμόσφαιρα όμως δεν ήταν βαριά. Γενικός ενθουσιασμός επισφράγισε την ψήφιση του πρώτου προσωρινού πολιτεύματος της Ελλάδας, ενώ σύμφωνα με το κείμενο του όρκου των πληρεξουσίων «ορκιζόμεθα... να συσκεπτώμεθα εν ειλικρινεία καθαρά και αδελφική αγάπη, αδιαφορούντες περί των προσωπικών συμφερόντων μας...».
H Επανάσταση στις βόρειες και βορειοανατολικές επαρχίες, ωστόσο, δεν είχε την ίδια επιτυχία με αυτήν της Πελοποννήσου, της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας. Στις αρχές του 1822 οι μόνοι που αγωνίζονταν στην Ηπειρο ήταν οι ηρωικοί Σουλιώτες. H καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στο χωριό Πέτα, ωστόσο, σήμανε και το τέλος κάθε ελπίδας σωτηρίας για το Σούλι. H Επανάσταση από το Σούλι μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι, όπου ο Μαυροκορδάτος φτάνοντας εκεί με τον Μάρκο Μπότσαρη και τα λείψανα του Πέτα συνέβαλε στη σωτηρία του τελευταίου προμαχώνα της Δυτικής Ελλάδας. Είχε προηγηθεί η καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη πασά στα Δερβενάκια από τον Κολοκοτρώνη και τις δυνάμεις του, ενώ στα νησιά είχε συμβεί ό,τι περίπου και στην ηπειρωτική Ελλάδα. H Επανάσταση, παίρνοντας στην αρχή μεγάλες διαστάσεις, περιορίστηκε στη συνέχεια στα πιο κοντά στην Ελλάδα νησιά, περιστολή που άρχισε με την καταστροφή της Χίου το 1822. Αυτή η χρονιά όμως είχε να αναδείξει ναυτικούς θριάμβους, με τις φυσιογνωμίες των Ανδρέα Μιαούλη και Κωνσταντίνου Κανάρη να κυριαρχούν στις θάλασσες, ενώ το ελληνικό ναυτικό συνέβαλε στον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού άρα και στην παράδοση του φρουρίου του Ναυπλίου στον Κολοκοτρώνη (Νοέμβριος 1822). Εν τω μεταξύ τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου η B´ Εθνική Συνέλευση στο Αστρος ψήφισε το νέο αναθεωρημένο Σύνταγμα, με προοδευτικές διατάξεις που αποτελούσαν απηχήσεις των φιλελεύθερων γαλλικών συνταγμάτων, περιορίζοντας την εξουσία του Μαυροκορδάτου και αφήνοντας για μια φορά δυσαρεστημένους στρατιωτικούς αλλά και νησιώτες, Ρουμελιώτες και Φαναριώτες. Ο Κολοκοτρώνης υπέγραψε μόνο και μόνο για να μη θεωρηθεί ότι ακολουθεί αντεθνική στάση. Ο Δημήτριος Υψηλάντης έμεινε εντελώς ασυμβίβαστος και δεν προσήλθε να υπογράψει. Αποτέλεσμα, η περίοδος που ακολούθησε να διχάσει περισσότερο τους Ελληνες και να βαθύνει την εμφύλια διαμάχη. Προσωπικές φιλοδοξίες, συμφέροντα, τοπικιστικό και φατριαστικό πνεύμα καθιστούσαν αμφίβολη την έκβαση του Αγώνα της ανεξαρτησίας σε κρίσιμες στιγμές του.
Ο όρκος του Μακρυγιάννη
Το 1823 και το 1824 η Πελοπόννησος δεν δέχθηκε καμία μεγάλη εχθρική επίθεση και έτσι δεν μεσολάβησε εξωτερικός κίνδυνος ικανός να κατευνάσει τις εμφύλιες διενέξεις. Το Εκτελεστικό ήρθε σε σύγκρουση με το Βουλευτικό, το καθένα κήρυξε παράνομο το άλλο, και η διαμάχη δεν άργησε να οδηγηθεί σε πολεμική σύγκρουση. Τι κι αν στις αρχές του 1823 η Υψηλή Πύλη φάνηκε να φροντίζει ιδιαίτερα τις ναυτικές επιχειρήσεις της; Είναι ενδεικτική η αναφορά του γάλλου μοίραρχου Δεριγνύ (μετέπειτα ναυάρχου στη ναυμαχία του Ναυαρίνου): «Οι φοβερές προετοιμασίες των Τούρκων δεν καταφέρνουν τίποτα. Συμπληρώνεται το τρίτο έτος της ελληνικής Επανάστασης και οι αγώνες των Τούρκων δεν έχουν αποτέλεσμα. H Τούρκοι μπορούν να καταστρέψουν τους Ελληνες, όχι όμως και να τους υποτάξουν... Από την άλλη μεριά, οι Ελληνες τρώγονται μεταξύ τους μόλις η τύχη τούς χαμογελάσει λίγο και δεν μπορούν να κάνουν περισσότερα απ'όσα έχουν καταφέρει μέχρι τώρα...».
Πράγματι, στη διάρκεια του 1824 οι εχθροί είχαν επιχειρήσει μόνο μία εκστρατεία στην Ανατολική Ελλάδα και από εκεί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν άπρακτοι μετά τη μάχη στην Αμπλιανη. Στη θάλασσα τα κατορθώματα των Ελλήνων ήταν ενδοξότερα. Παρά τις ολοσχερείς (και ανόσιες σύμφωνα με τη διεθνή κατακραυγή των φιλελληνικών ρευμάτων του εξωτερικού) καταστροφές της Κάσου και των Ψαρών, οι εχθρικοί στόλοι, νικημένοι πολλές φορές από το ελληνικό ναυτικό, είχαν σημαντικές απώλειες. Δυστυχώς όμως, στο εσωτερικό μέτωπο η εμφύλια σύγκρουση μαινόταν. Χαρακτηριστικό το παράπονο του στρατηγού Μακρυγιάννη: «Πήρα όρκο να πολεμήσω τους Τούρκους και όχι τους Ελληνες». Στις ένοπλες συγκρούσεις μάλιστα σκοτώθηκε ο γιος του Κολοκοτρώνη, Πάνος, και ο Γέρος του Μοριά καταβλήθηκε τόσο ώστε παραδόθηκε στην κυβέρνηση.
Επεμβαίνει ο Ιμπραήμ
Δυστυχώς όμως, τα δάνεια που απέσπασε η ελληνική διπλωματία δεν επενδύθηκαν στη δημιουργία τακτικού στρατού. Και η απειλή μιας σύγκρουσης με στρατό πολύ διαφορετικό από τα άτακτα τουρκικά στίφη που οι Ελληνες αντιμετώπιζαν ως τότε είχε πλέον πλησιάσει: η αποτυχία καταστολής του κινήματος της ελληνικής Επανάστασης ανάγκασε τον σουλτάνο Μαχμούτ B'να βρει σύμμαχο τον - κατ'όνομα μόνο - υποτελή του κυβερνήτη της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή και τον γιο του, Ιμπραήμ, αρχηγό τολμηρότατο και συνετό μιας τακτικής δύναμης, στους οποίους υποσχέθηκε ένα μεγάλο μερίδιο από τα λάφυρα. Και ο αιγύπτιος πασάς, έχοντας καταπνίξει στο αίμα την Επανάσταση στην Κρήτη, ξεκίνησε από τη Σούδα για τα μεσσηνιακά παράλια κατορθώνοντας να σπείρει τον τρόμο και τον πανικό. Υπό την εχθρική απειλή η κυβέρνηση αμνήστευσε τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος κατόρθωσε να αναπτερώσει το ηθικό του στρατού και του λαού χρησιμοποιώντας σε ηγετικές θέσεις πρόσωπα που δεν είχαν φθαρεί όπως ο Δημήτριος Υψηλάντης ή ο Μακρυγιάννης. Ως το τέλος του 1825 όμως, η επικράτηση των Αιγυπτίων στην Πελοπόννησο, εκτός της Αργοναυπλίας και ορεινών περιοχών της Πελοποννήσου όπου μαινόταν ο κλεφτοπόλεμος, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Στη Στερεά μόνο το ηρωικό Μεσολόγγι αντιστεκόταν και μια άλλη γωνιά, στην Αττική, όπου οι Ελληνες κατείχαν την Ακρόπολη, έμενε ελεύθερη. Και κάτω από αυτή τη στρατιωτική απειλή, οι Ελληνες στράφηκαν απεγνωσμένα προς τις μεγάλες δυνάμεις αναζητώντας διέξοδο στη δυσχερή τους κατάσταση. Είχαν αρχίσει να σκέπτονται ότι έπρεπε να συγκαλέσουν γενική συνέλευση του έθνους για τη συγκέντρωση της εξουσίας στα χέρια λίγων ή και ενός που θα είχε τη δύναμη και το κύρος να διαπραγματευθεί με τις ξένες δυνάμεις για την επίλυση του ζητήματος. Δεν στέγνωνε όμως το μελάνι του ψηφίσματος για τη διεκδίκηση νέου δανείου που να χρησιμεύσει «για το Μεσολόγγι και τα γύρω στρατόπεδα» και η πόλη έπεφτε ύστερα από μαραθώνια πολιορκία με ηρωική έξοδο τη νύχτα της 10ης Απριλίου 1826. Βαριά έπεσε η σιωπή στη Συνέλευση όταν έφθασε η είδηση. Καθώς έλεγε ο Κολοκοτρώνης: «Εμέτραε ο καθένας με το νου του τον αφανισμό μας...».
Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης
Κι όμως. Δεκατέσσερις ημέρες αργότερα υπογραφόταν στην Πετρούπολη το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στην Ελλάδα. Οι συνθήκες στο διεθνές διπλωματικό πεδίο είχαν ωριμάσει προς αυτή την κατεύθυνση. Οι ελληνικές επιτυχίες είχαν παρουσιάσει την Επανάσταση στην Ευρώπη πολύ πιο σπουδαία απ'ό,τι λογιζόταν, οι σφαγές και οι καταστροφές των Τούρκων δυνάμωσαν τη συμπάθεια για το ελληνικό έθνος (χαρακτηριστική η περίπτωση του λόρδου Βύρωνα που άφησε την τελευταία του πνοή επί ελληνικού εδάφους), η επιτήδεια εργασία του Μαυροκορδάτου συνέβαλε στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης υπέρ της Ελλάδας στη Δύση και η καίρια διπλωματική παρέμβαση του Καποδίστρια έφερε αποτέλεσμα την αναχώρηση του ρώσου πρεσβευτή Στρογκανόφ από την Κωνσταντινούπολη ήδη από τον Ιούλιο του 1821. Αποχωρώντας από το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας το 1822, ο Καποδίστριας άφηνε συγκεκριμένες κατευθύνσεις που έμελλε να καρποφορήσουν αργότερα. Στην πραγματικότητα όμως, ήταν η ανάρρηση του Τζορτζ Κάνινγκ («ο οποίος έτρεφε γνήσια συμπάθεια στο ελληνικό ζήτημα», σύμφωνα με τον βρετανό καθηγητή Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας Ρίτσαρντ Κλογκ) στο πόστο του υπουργού Εξωτερικών της Αγγλίας το 1822 που σήμανε μεταστροφή τής ως τότε φιλοτουρκικής, αγγλικής πολιτικής. Κυρίως όμως οι μεγάλες δυνάμεις στράφηκαν στην υιοθέτηση ενός παρεμβατικού ρόλου, όχι μόνο γιατί θίγονταν τα εμπορικά τους συμφέροντα αλλά και γιατί η καθεμιά φοβόταν ότι η άλλη θα κατάφερνε να στρέψει τη συνεχιζόμενη σύγκρουση προς δικό της πολιτικό όφελος.
Με θετικό στοιχείο, ως διαπραγματευτικό όπλο, την εμπιστευτική διαβεβαίωση του Μαυροκορδάτου και του Ζωγράφου ότι πολλοί έλληνες αρχηγοί θα δέχονταν ως λύση την αυτονομία της Ελλάδας στον έκτακτο απεσταλμένο της Βρετανίας στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ Κάνινγκ, μια αποστολή του δούκα του Γουέλινγκτον κατέληξε στο Πρωτόκολλο της Πετρούπολης στις 24 Απριλίου του 1826, σύμφωνα με το οποίο η Βρετανία και η Ρωσία ανελάμβαναν να μεσολαβήσουν στη σύγκρουση. Το Πρωτόκολλο δεν ήταν πρότυπο στο είδος του (ο Κάνινγκ το χαρακτήρισε «όχι πολύ αριστοτεχνικά συντεταγμένο») και ιδιαίτερα αόριστο. Ναι μεν τα μέλη όριζαν να δράσουν, αλλά δεν καθόριζαν τον τρόπο της ενδεχόμενης δράσης τους.
Τα πυροβόλα της ειρήνης
Ιδού πώς χαρακτήρισε την πολιτική των δυνάμεων σε απόρρητη επιστολή του ο μεγάλος πολέμιος των ελληνικών συμφερόντων, ο αυστριακός καγκελάριος Μέτερνιχ, που αρεσκόταν να φιλοσοφεί: « H πορεία της Ρωσίας είναι αμφίβολη, γιατί έχει χαρακτήρα πότε αυστηρό και πότε ήπιο. Της Αγγλίας αγέρωχη, αλαζονική και γεμάτη απροσδόκητα τολμήματα. Της Γαλλίας είναι απερίσκεπτη, αμφίρροπη και αμφιταλαντευόμενη...». Πράγματι, η Γαλλία δεν συντάχθηκε με τις άλλες δύο δυνάμεις ώσπου πείστηκε ότι θα προέβαιναν σε πράξεις χωρίς αυτή.
Ετσι άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με τη συμμετοχή της Γαλλίας για την πιο πρακτική ειρήνευση. Οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν στη Συνθήκη που υπογράφηκε στο Λονδίνο στις 6 Ιουλίου του 1827, που σήμανε σπουδαιότατη πρόοδο του ελληνικού ζητήματος: το πρώτο άρθρο της όριζε ότι θα απαιτηθεί από τα αντιμαχόμενα μέρη συμβιβασμός και ανακωχή. Αν ο σουλτάνος δεν το δεχόταν θα επιβαλλόταν η ανακωχή και ύστερα ειρήνη με τον όρο της επικυριαρχίας της Πύλης στην αυτόνομη Ελλάδα διά μέσου ετήσιου φόρου. Οπωσδήποτε οι τρεις σύμμαχοι (η Αυστρία έμεινε απ'έξω από την «Ιουλιανή Συνθήκη») θα δημιουργούσαν προξενικές σχέσεις με την Ελλάδα. Το σημαντικότερο όμως απ'όλα ήταν ότι σε ένα άρθρο της Συνθήκης οριζόταν ότι «εάν η ανακωχή δεν εγένετο δεκτή εντός μηνός, οι υπογράφουσαι Δυνάμεις ήθελον λάβη τα προσήκοντα εις τας περιστάσεις μέτρα...». Τι σήμαινε αυτό; Ιδού τι απάντησε ο Στράτφορντ Κάνινγκ στον άγγλο ναύαρχο Κόδριγκτον, αρχηγό των αγγλικών δυνάμεων της Μεσογείου, που προέβλεψε άρνηση του Ιμπραήμ: «... Αν δεν γίνεται αλλιώς, να επιβάλετε την ειρήνη με τα πυροβόλα σας».
Λίγους μήνες νωρίτερα, η ηγεσία του Αγώνα στη θάλασσα και στη στεριά ανετέθη στους Βρετανούς στην Γ´ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας (η οποία συστήθηκε μετά τη διακοπή που είχε προκαλέσει η ανακοίνωση της πτώσης του Μεσολογγίου). Ο λόρδος Κόχραν διορίστηκε αρχηγός του στόλου, ο Ριχάρδος Τσορτς αρχιστράτηγος των δυνάμεων της ξηράς και ο Ιωάννης Καποδίστριας κυβερνήτης της Ελλάδας. Μιας Ελλάδας που το 1827 είχε περιορίσει την Επανάστασή της στα τείχη του Ναυπλίου και του Ακροκορίνθου, στους βράχους της Μάνης και της Υδρας. Παρά την ηρωική δράση του Καραϊσκάκη, η Στερεά Ελλάδα είχε υποταχθεί εντελώς, ενώ το Αιγαίο είχε μεταβληθεί σε ορμητήριο ληστών. Ο Ιμπραήμ, μάλιστα, άρχισε να ετοιμάζεται για το αποφασιστικό χτύπημα εναντίον των Ελλήνων, την εκστρατεία εναντίον της Υδρας που ο ίδιος ονόμαζε «Μικρή Αγγλία», παρ'ότι η Ιουλιανή Συνθήκη είχε ανακοινωθεί επισήμως. Ωστόσο πολεμικά πλοία των Αγγλων και των Γάλλων από τους στόλους της Μεσογείου συγκεντρώθηκαν το καλοκαίρι του 1827 στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, όπου πήγε να ενωθεί μαζί τους και μια μοίρα του ρωσικού στόλου με ναύαρχο τον Χέυδεν. Οταν ενώθηκαν οι τρεις μοίρες σχημάτισαν ενιαίο στόλο υπό τις διαταγές του άγγλου ναυάρχου Κόδριγκτον. Στη σύστασή τους να επιβληθεί η ανακωχή, ο Ιμπραήμ απάντησε ότι θα ζητούσε διαταγές από Αίγυπτο και Κωνσταντινούπολη. Και ίσως να τις περίμενε άπρακτος αν οι αντίπαλοί του δεν επιχειρούσαν νέες εχθροπραξίες. Οι ναύαρχοι των συμμαχικών δυνάμεων, φοβούμενοι τις συνέπειες της πράξης, απαίτησαν πιο αυστηρά την αποδοχή της ανακωχής από τον Ιμπραήμ. Αυτός ζήτησε να τιμωρήσει εκείνους που προέβησαν σε εχθροπραξίες. Δεν τήρησε έτσι τα υπεσχημένα και τα πράγματα οδηγήθηκαν στην ιστορική ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827), τελευταία μεγάλη ναυμαχία στην ιστορία του ναυτικού, όπου έγινε σχεδόν ολοσχερής καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου από τους ενωμένους στόλους των τριών δυνάμεων.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου
H Υψηλή Πύλη όμως, όχι μόνο δεν δέχθηκε να υποχωρήσει στα δικαιώματα της Ελλάδας, αλλά κάλεσε στα όπλα εναντίον του άπιστου λαού, με αποτέλεσμα η Ρωσία να της κηρύξει τον Απρίλιο 1828 τον πόλεμο που απειλούσε να ξεσπάσει εδώ και επτά χρόνια. Πόλεμος που αποδυνάμωσε τη θέση των Οθωμανών και διευκόλυνε τις περαιτέρω ενέργειες των δυνάμεων προς όφελος της Ελλάδας. Σε αυτό συνετέλεσε το γεγονός ότι τον Ιανουάριο του 1828 είχε φθάσει στην Ελλάδα ο νέος κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας και συγκροτήθηκε η πρώτη κυβέρνηση που άξιζε να αποκαλείται έτσι.
Ηταν ιδιαίτερα κρίσιμες οι στιγμές για τη ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος, ιδιαίτερα αφότου ο θάνατος του Τζορτζ Κάνινγκ (Αύγουστος 1827) είχε συμβάλει στο να ατονήσει το ενδιαφέρον της Αγγλίας. Τις διπλωματικές ενέργειες ανέλαβε ο υπερέμπειρος Καποδίστριας και εργάστηκε προς αυτή την κατεύθυνση με άκρα επιμέλεια, έμπνευση και αποτελεσματικότητα. Πρωτίστως φρόντισε να ενισχύσει την εξουσία του εξαιτίας των περιστάσεων (η νέα πολιτειακή οργάνωση του κράτους οριστικοποιήθηκε με την Δ´ Εθνική Συνέλευση του Αργους τον Ιούλιο του 1829) και εν συνεχεία να ανασυγκροτήσει τις ένοπλες δυνάμεις της Επανάστασης παράλληλα με τα επιτεύγματά του στους τομείς της εσωτερικής πολιτικής και κυρίως της παιδείας. Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1828 ο Ιμπραήμ είχε αποχωρήσει αμαχητί από την Πελοπόννησο βοηθούντων και των ξένων δυνάμεων, ενώ η έγκαιρη ανακατάληψη της Στερεάς Ελλάδας το 1828 και το 1829 είχε σκοπό να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός όταν επρόκειτο να κριθεί από τις μεγάλες δυνάμεις το θέμα των συνόρων της χώρας.
Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου ωστόσο, που υπογράφηκε στις 10-22 Μαρτίου του 1829, περιείχε τον όρο ότι η Ελλάδα θα τελούσε υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης και καθοριζόταν ετήσιος φόρος προς τον σουλτάνο 1.500.000 γρόσια. Οριζόταν συνοριακή γραμμή στο ύψος Αμβρακικού - Παγασητικού κόλπου, ενώ προβλεπόταν επίσης κληρονομικός ηγεμόνας της Ελλάδας χριστιανός, ξένος προς τις βασιλικές οικογένειες των τριών δυνάμεων, που θα εκλεγόταν «κατά συναίνεσιν των τριών Αυλών και της Οθωμανικής Πύλης». H Υψηλή Πύλη αναγκάστηκε να αποδεχθεί τις αποφάσεις του Λονδίνου όταν καταβλήθηκε οριστικά από τη Ρωσία. Ενώ στις 27 Ιουλίου του 1829 απέρριπτε υπεροπτικά «την φιλικήν μεσιτείαν των ξένων Αυλών» και δεν δεχόταν «μηδέ και την υποτελή αυτονομίαν των εν Πελοποννήσω Ελλήνων», ύστερα από 18 ημέρες, όταν οι Ρώσοι είχαν διαβεί τον Αίμο και πλησίαζαν προς την Αδριανούπολη, η οθωμανική Πύλη έσπευσε να δηλώσει ότι «υπό αισθημάτων καλοκαγαθίας ορμωμένη, συγκατατίθεται εις την Συνθήκην του Λονδίνου και δέχεται τας προτάσεις των Πρεσβευτών αλλά υπό όρους». Λίγες ημέρες αργότερα, στο στρατηγείο του ρώσου αρχιστρατήγου στην Αδριανούπολη, οι εκπρόσωποι της οθωμανικής Πύλης υπέγραψαν το κείμενο της Συνθήκης της Αδριανούπολης της 14ης Σεπτεμβρίου του 1829 και αποδέχθηκαν με το άρθρο 10 της Συνθήκης αυτής όχι αόριστα μόνο τη Συνθήκη της 6ης Ιουλίου του 1827 αλλά και το Πρωτόκολλο της 10-22 Μαρτίου 1829, δηλαδή και τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής Αμβρακικού - Παγασητικού κόλπου. Κατά τον μεγάλο άγγλο πολιτικό Γλάδστωνα, η Συνθήκη της Αδριανούπολης υπήρξε «το διεθνές συμβόλαιο της πολιτικής υπόστασης και αυτοτέλειας του ελληνικού κράτους».
H Συνθήκη της Αδριανούπολης, όπως ήταν φυσικό, προκάλεσε ταραχή και δυσφορία στην αγγλική κυβέρνηση δημιουργώντας αυξημένο γόητρο της ρωσικής αυτοκρατορίας στην Ελλάδα. Εξάλλου εμφανίστηκε στη σκέψη πολλών ως λύση του κενού από τη μελλοντική διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η ύπαρξη ανεξάρτητου, ισχυρού ελληνικού κράτους. Προς τη λύση αυτή προσανατολίστηκε κατ'εξοχήν ο υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας, λόρδος Αμπερντίν, που ξαναβρήκε τον, φλογερό πριν από 8 χρόνια, φιλελληνισμό του. Οι διαθέσεις και η κατάσταση, όπως είχαν διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες του 1829, έδειχναν ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για τη διευθέτηση του ελληνικού ζητήματος οριστικά. Και ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Γουέλινγκτον απότομα στράφηκε προς την προοπτική ίδρυσης ελληνικού κράτους ολωσδιόλου ανεξάρτητου.
Υστερα από διαβουλεύσεις επί περίπου τρεις μήνες γύρω από το πρόσωπο του «Ηγεμόνα της Ελλάδος» και αφού ο Γουέλινγκτον είχε αποδεχθεί τον πρίγκιπα Λεοπόλδο του Σαξ - Κοβούργου, εγκρίθηκε από την αγγλική κυβέρνηση στις 11 Ιανουαρίου 1830 σχέδιο πρωτοκόλλου για τη ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος. Στο μεταξύ ο Λεοπόλδος είχε φροντίσει να εισηγηθεί, ύστερα από αναφορές του Καποδίστρια, τη συμπερίληψη της Κρήτης στο ελληνικό κράτος και να δηλώσει ότι δεν θα δεχόταν τον θρόνο αν δεν επιδοκίμαζε ο ελληνικός λαός την εκλογή του, όροι οι οποίοι αγνοήθηκαν.
H Ελλάδα ανεξάρτητη
Στις 22 Ιανουαρίου - 3 Φεβρουαρίου του 1830 η διάσκεψη του Λονδίνου, ύστερα από αγγλική πρόταση, διακήρυξε την πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας με το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου που υπογράφτηκε από τους πληρεξουσίους της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830 όριζε: «H Ελλάς θέλει σχηματίσει έν Κράτος ανεξάρτητον, και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησίαν».
H πανηγυρική αυτή διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας συνιστούσε διπλωματική πράξη ιδρυτική του ελληνικού κράτους. H διεθνής αναγνώριση του ελληνικού κράτους σήμαινε έναρξη της υπάρξεώς του από την άποψη της διεθνούς κοινωνίας. H πρόοδος σχετικά με τους αντίστοιχους ορισμούς του Πρωτοκόλλου της 10-22 Μαρτίου 1829 ήταν μεγάλη και είχε σπουδαιότητα κρίσιμη. Αντίθετα οι ορισμοί του Πρωτοκόλλου εκείνου για τα σύνορα του ελληνικού κράτους αθετούνταν μερικώς με ό,τι όριζε πολύ δυσμενέστερα για την Ελλάδα το άρθρο 2 του νέου Πρωτοκόλλου.
H συνοριακή γραμμή του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου κρατούσε έξω από το έδαφος της Ελλάδας μεγάλο τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Ως αντάλλαγμα προς την Πύλη για την οδυνηρή θυσία της πλήρους ανεξαρτησίας του ελληνικού κράτους, έγινε περικοπή της νέας γραμμής στη Δυτική Ελλάδα και ολόκληρη η περιοχή πέρα από τον Αχελώο επανήλθε στην εξουσία του σουλτάνου. Οι διατάξεις του Πρωτοκόλλου επίσης αποσκοπούσαν να ικανοποιηθεί η επιθυμία των άγγλων αποικιοκρατών για κατοχύρωση των Ιονίων νήσων από τον κίνδυνο, τον απότοκο της κυριαρχίας των Ελλήνων στη γειτονική Ακαρνανία.
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου, «η ελληνική Κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας». Το ίδιο άρθρο παρείχε στις τρεις δυνάμεις το δικαίωμα της εκλογής του προσώπου του βασιλέα της Ελλάδας χωρίς καθόλου να έχει ερωτηθεί ο ελληνικός λαός.
H εκπλήρωση του αρχικά διακηρυγμένου σκοπού της επεμβάσεως των τριών συμμάχων στον ελληνοτουρκικό αγώνα εξαίρεται και στο «Συμπέρασμα» του Πρωτοκόλλου όπου «αι τρεις Δυνάμεις συγχαίρουν αλλήλας» για το «κλείσιμο» του ελληνικού ζητήματος. Πράγματι, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία έβλεπαν σε αυτό το Πρωτόκολλο την οριστική διευθέτηση ενός ενοχλητικού ζητήματος. Οι Ελληνες, αντίθετα, έβλεπαν σε αυτό την απαρχή του ελεύθερου πολιτικού βίου του έθνους. Το νέο κράτος, αν και περιείχε λιγότερο από το ένα τρίτο των Ελλήνων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας την εποχή που ξέσπασε ο Αγώνας, ωστόσο αναγνωριζόταν επίσημα στη διεθνή κοινωνία. Ετσι πραγματοποιούνταν κρίσιμη καμπή της ελληνικής Ιστορίας. 
__________________
«...Ροζιασμένος, γέρος, γερακομύτης, πρόσωπο μελαμψό και ρυτιδωμένο, με έκφραση σκληρή και μάτια που σπίθιζαν ή θόλωναν... Εδινε την εντύπωση πως είχε ξεπηδήσει από κάποια ρωγμή της πελοποννησιακής γης σα δαιμονικό που ξεπετάχτηκε, κι ελευθερωμένο πια δεν το χωράει τίποτα...». H περιγραφή του Αγγελου Σ. Βλάχου αιχμαλωτίζει τη μορφή του επιφανέστερου στρατιωτικού ηγέτη της ελληνικής Επανάστασης, του Γέρου του Μοριά, το όνομα του οποίου συνδέθηκε με τις σημαντικότερες φάσεις του Αγώνα στην Πελοπόννησο. H ακτινοβολία και το κύρος της ηγετικής του φυσιογνωμίας επισφραγίστηκαν με την άλωση της Τριπολιτσάς (1821) και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (1822), αλλά ο φατριασμός και το παρασκήνιο του Αγώνα τον βρήκαν να ηγείται του «στρατιωτικού» κόμματος. Αποτέλεσμα της εμφύλιας σύγκρουσης ήταν η κράτησή του στο Ναύπλιο (1824), για να αποφυλακιστεί από την ανάγκη αντιμετώπισης του Ιμπραήμ, να του ανατεθεί η αρχηγία των ελληνικών δυνάμεων και ως το τέλος της Επανάστασης να παρενοχλεί τις δυνάμεις του αιγύπτιου πασά διαδραματίζοντας ρόλο στα πολιτικά πράγματα. Μπορεί να δέχθηκε την άφιξη του Οθωνα με ενθουσιασμό, γρήγορα όμως διαφώνησε με τα μέτρα της αντιβασιλείας, συνελήφθη (1833), κλείστηκε σε αυστηρή απομόνωση στο Ιτς Καλέ του Ναυπλίου και στις 25 Μαΐου του 1834 καταδικάστηκε σε θάνατο για να αμνηστευθεί με την ενηλικίωση του Οθωνα και να αναλάβει το αξίωμα του συμβούλου της Επικρατείας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του υπαγόρευσε στον Τερτσέτη τα Απομνημονεύματά του. 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ (1776-1831)

Κορυφαίος πολιτικός και διπλωμάτης, πρώτος κυβερνήτης του ελληνικού κράτους (1830-1831), ανήκε σε επιφανή οικογένεια που είχε μετοικήσει στην Κέρκυρα κατά τον ΙΔ'αιώνα από την Ιστρια της Δαλματίας. Διάσημος υπουργός των Εξωτερικών της Ρωσίας (1815-1822 και «επ'αδεία» ως το 1827) προστάτευσε στους δύσβατους δρόμους της διεθνούς διπλωματίας την ελληνική Επανάσταση και μετά την παραίτησή του - διαφωνώντας με τον τσάρο για την πολιτική που έπρεπε να ακολουθηθεί στο ελληνικό ζήτημα - προσέφερε με διάφορους τρόπους τις υπηρεσίες του στον Αγώνα συνάπτοντας σχέσεις με επιφανείς Ευρωπαίους. Τον Απρίλιο του 1827 εξελέγη κυβερνήτης της Ελλάδας στο «απέραντον τούτον ερείπιον», με το μεγαλύτερο τμήμα των εδαφών που ελευθερώθηκαν να έχουν καταληφθεί από τον εχθρό. Το έργο όμως που επετέλεσε και σε κυβερνητικό και σε διπλωματικό επίπεδο είναι θεαματικό. Με το διεθνές κύρος του και παράλληλα με την ανασυγκρότηση της Επανάστασης πέτυχε να προωθήσει το ελληνικό ζήτημα στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους (1830), ενώ εξαιρετικά θεωρούνται τα επιτεύγματά του στους τομείς της εσωτερικής πολιτικής και της ανοικοδόμησης της χώρας. Ηταν υπόδειγμα ανθρώπου που εργάζεται με αυταπάρνηση για τα κοινά. Ο συγκεντρωτισμός στην άσκηση της εξουσίας του όμως προκάλεσε δυσαρέσκεια στις ανώτερες τάξεις. H έξαψη παθών οδήγησε στη δολοφονία του την αυγή της 27ης Σεπτεμβρίου του 1831 στο Ναύπλιο από τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη. 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΥΡΟΚΟΡΔΑΤΟΣ (1791-1865)

Πολιτικός και διπλωμάτης, αρχηγός του «αγγλικού» κόμματος, αποδείχθηκε, σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο πιο άξιος υπουργός Εξωτερικών της ελληνικής Επανάστασης (αν και ποτέ δεν διορίστηκε επίσημα), ενώ ανέλαβε και πρωθυπουργός της Ελλάδας. Πολυμήχανος αλλά και φίλαρχος, ήρθε από νωρίς σε διάσταση με τους πελοποννήσιους στρατιωτικούς και τον Κολοκοτρώνη, καθώς και με τους Υψηλάντη και Καραϊσκάκη. H εμφύλια αντιπαλότητα μέσα στους κόλπους των ηγετικών φυσιογνωμιών του Αγώνα τον ανάγκαζε συχνά κατά τη διάρκειά του να αποσύρεται στη Δυτική Ελλάδα, όπου είχε αναλάβει την ευθύνη των πολιτικών και πολεμικών υποθέσεων. Θεωρήθηκε υπεύθυνος για την ήττα του Πέτα (1822) αλλά του αναγνωρίστηκε η συμβολή του στην επιτυχημένη οργάνωση της άμυνας του Μεσολογγίου (από τον Οκτώβριο του 1822). Στην επίσημη και ημιεπίσημη αλληλογραφία του προσπάθησε να πείσει την Ευρώπη για την πολιτική αξία του ελληνικού έθνους, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι όλες οι αρχές στις οποίες στήριξε την εξωτερική του πολιτική - μοναρχία, πλήρη ανεξαρτησία, ευρωπαϊκό δάνειο και ευρωπαϊκός στρατός - έγιναν στο τέλος δεκτές από τις μεγάλες δυνάμεις. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια δεν άργησε να αναδειχθεί ηγέτης της αντιπολίτευσης και η κατηγορία της ηθικής αυτουργίας για τη δολοφονία του κυβερνήτη, κυρίως από τους οπαδούς του «ρωσικού» κόμματος, τον ακολούθησε ως τον θάνατό του, στο τέλος μιας σταδιοδρομίας που τον βρήκε μεταξύ άλλων και σε πρωθυπουργικό πόστο κατά τη διάρκεια της οθωνικής περιόδου. 

ΤΖΟΡΤΖ ΚΑΝΙΝΓΚ (1770-1827)

Αγγλος πολιτικός που συνέβαλε στον διπλωματικό τομέα στην ευνοϊκή για τους Ελληνες έκβαση του Αγώνα του 1821. Εζησε μέσα στη φτώχεια ως το 1778 οπότε ανέλαβε την εκπαίδευσή του ο θείος του, Στράτφορντ, και ακολούθησε, εν συνεχεία, μια δικηγορική και πολιτική σταδιοδρομία. Και ήταν από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών (ανέλαβε τον Μάρτιο του 1807) που συγκρούστηκε με τον υπουργό Πολέμου Κάσελρι, μια διαμάχη η οποία κατέληξε σε μονομαχία κατά την οποία ο Κάνινγκ τραυματίστηκε ελαφρά αλλά στη συνέχεια παραιτήθηκαν και οι δύο. Δεν ήταν όμως παρά τον Αύγουστο του 1822 που ο Κάνινγκ κλήθηκε να αντικαταστήσει στο υπουργείο Εξωτερικών τον παλιό του αντίπαλο, που είχε μόλις αυτοκτονήσει, και με τις πράξεις του να ανατρέψει την όχι ιδιαίτερα φιλελληνική πολιτική του προκατόχου του. H φιλελεύθερη εξωτερική πολιτική του αποδείχθηκε καίριας σημασίας για την ελληνική Επανάσταση, ιδιαίτερα για τη συμβολή του στην υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης (Απρίλιος 1826) και στη Συνθήκη του Λονδίνου (Ιούλιος 1827) που έθεσαν τις βάσεις της ελληνικής ανεξαρτησίας (1830). Ο Κάνινγκ ανέλαβε και την πρωθυπουργία της χώρας του από τον Απρίλιο του 1827 και για λίγους μήνες ως τον θάνατό του. Πρώτος εξάδελφός του ήταν ο διπλωμάτης σερ Στράτφορντ Κάνινγκ, ο οποίος υπηρέτησε στην Κωνσταντινούπολη και εργάστηκε με ζήλο για την υπόθεση της ελληνικής ανεξαρτησίας. 

ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΟΔΡΙΓΚΤΟΝ (1770-1851)

Αγγλος ναύαρχος, αρχηγός του συμμαχικού στόλου (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) που κατανίκησε τον τουρκοαιγυπτιακό στην ιστορική ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827), η οποία συνέβαλε στην ελληνική ανεξαρτησία. Κατετάγη νεότατος στο πολεμικό ναυτικό της χώρας του, διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις και το 1826, ήδη αντιναύαρχος, τοποθετήθηκε αρχηγός των αγγλικών ναυτικών δυνάμεων της Μεσογείου. Ο ίδιος διατάχθηκε να συμπράξει με τις μοίρες του γαλλικού και του ρωσικού στόλου για υλοποίηση των όσων συμφωνήθηκαν περί ανακωχής ανάμεσα στην επαναστατημένη Ελλάδα και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη Συνθήκη του 1827. Αναλαμβάνοντας την αρχηγία του συμμαχικού στόλου, ήρθε σε επαφή με τον Ιμπραήμ πασά ο οποίος προσέφερε τα λάθη τακτικής και πολιτικής που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή της ναυμαχίας του Ναυαρίνου. «Δεν ήλθα να λάβω αλλά να δώσω διαταγές» ήταν η απάντηση του αγέρωχου και τολμηρού Αγγλου σε σύσταση αιγυπτίων ναυάρχων να μην προχωρήσει. H ολοσχερής καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου από τις συμμαχικές δυνάμεις εξασφάλισε την τύχη της ελληνικής Επανάστασης και την αίσια έκβαση του Αγώνα για ανεξαρτησία. Ο Κόδριγκτον, πάρα ταύτα, χρειάστηκε να δικαιολογηθεί στην αγγλική κυβέρνηση για την πρωτοβουλία ενός «ατυχούς συμβάντος», όπως χαρακτήρισε τη ναυμαχία του Ναυαρίνου ο πρωθυπουργός της Αγγλίας το 1828, δούκας του Γουέλινγκτον. Πέτυχε ωστόσο, τον Αύγουστο του 1828, την υπογραφή συμφωνίας για οριστική αποχώρηση των Αιγυπτίων από την Πελοπόννησο. Το 1837 προήχθη σε ναύαρχο και το 1839 σε αρχιναύαρχο.

πηγή: tovima.gr

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΞΕΝΟΥΣ ΠΙΣΤΩΤΕΣ ΤΗΣ (ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ)

$
0
0
Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΊΑ ΤΗς ΕΛΛΆΔΑς

Η Ελλάδα δεν είναι “ξένη” ως προς τις οικονομικές κρίσεις,όπως η σημερινή. Η χώρα είναι χρεωμένη από την ανεξαρτησία της κι έχει περάσει από ένα κύκλο δανεισμού πολλές φορές. Οι ξένες δυνάμεις είχαν πάντα ενδιαφέρον για τη διατήρηση της σταθερότητας στην Ελλάδα και πάντα συμφωνούσαν στην αναχρηματοδότηση του χρέους της. Το μόνο νέο στοιχείο σ΄ αυτή τη κρίση είναι ότι η Ελλάδα δεν έχει πια τόσο μεγάλη στρατηγική σημασία,όπως είχε πριν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Υπερχρεωμένο γεννήθηκε το σύγχρονο ελληνικό κράτος μετά από τον αγώνα ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1821-1832).Χρειάστηκε η αποφασιστική δυτική επέμβαση το 1827 για να γείρει η πλάστιγγα υπέρ της Ελλάδας σ΄ αυτή τη σύγκρουση. Ο πόλεμος είχε διαταράξει το εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο και η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο εξέφραζαν την ανησυχία τους ότι ένα κενό εξουσίας στην περιοχή θα έδινε τη δυνατότητα στη Ρωσική Αυτοκρατορία να βρει την πρόσβαση που πάντα επιθυμούσε στη Μεσόγειο.

Προσπάθησαν λοιπόν να περιορίσουν αυτή την επέκταση μ΄ ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Όταν η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της ήταν αυτές οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις - Γαλλία. Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσία - που διαπραγματεύτηκαν τους όρους της ανεξαρτησίας.  Η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης το 1832, ανέφερε το Βασίλειο της Ελλάδας ως μία μοναρχία στην οποία διορίστηκε βασιλιάς ο πρίγκηπας της Βαυαρίας Όθωνας,17 ετών τότε.

Λόγω της νεαρής ηλικίας του είχε δίπλα του ένα “συμβούλιο αντιβασιλέων” οι οποίοι ήταν τρεις βαυαροί σύμβουλοι που έγιναν γνωστοί ως τρόικα! Ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται και στην δεκαετία του 2010 για το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και την ΕΕ. Τότε την εποχή του Όθωνα ένα μέλος της τρόϊκας είχε καθοριστικό ρόλο: ο πρώην υπουργός Οικονομικών της Βαυαρίας Josef Ludwig von Armansberg, διορίστηκε πρωθυπουργός της Ελλάδας.

Κατά τη διάρκεια του αγώνα εναντίον των Οθωμανών δημιουργήθηκε ένα τεράστιο μεγάλο εξωτερικό χρέος, για το οποίο υπήρξε αδυναμία πληρωμής του το 1826. Οι τρεις Μεγάλες Δυνάμεις συμφώνησαν σε νέο δάνειο 600 εκατομμυρίων φράγκων. Ως προϋπόθεση, οι τρεις χώρες είχαν διπλωματικούς αντιπροσώπους στην Αθήνα οι οποίοι είχαν την εποπτεία της ελληνικής κυβέρνησης. Οι Μεγάλες Δυνάμεις ήθελαν να ελέγχουν την απόδοση των δανείων τους.

Η μοναδική πηγή εσόδων για την Ελλάδα ήταν η γεωργία.Τα δάνεια δόθηκαν σε αγρότες για να επεκτείνουν τις καλλιέργειες τους σε γη που είχε κρατικοποιηθεί μετά το πόλεμο. Οι όροι των κρατικών δανείων που έπαιρναν οι αγρότες όμως τους “έσπρωχναν” να ζητάνε δάνεια από λίγους ιδιώτες οι οποίοι είχαν πρόσβαση σε μεγάλα κεφάλαια,ήταν μέλη της ελληνικής διασποράς ή έμποροι. Αυτό δημιούργησε ένα κύκλο χρέους όπου οι προσπάθειες του κράτους να εξοφλήσει τα χρέη του οδηγούσε τον πληθυσμό του σε όλο και μεγαλύτερα…χρέη.


Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας βρέθηκε σε αδιέξοδο το 1870. Η αδυναμία της στην εξυπηρέτηση του εξωτερικού της χρέους συνέχισε να την κρατά εκτός από τις διεθνείς πιστωτικές αγορές. Η στρατηγική σημασία της Ελλάδας προκάλεσε άλλη μια δυτική επέμβαση. Η επιταχυνόμενη παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το κενό εξουσίας σε νέα ανεξάρτητα κράτη των Βαλκανίων ανησυχούσαν τους Δυτικούς. Αμέσως μετά το Συνέδριο του Βερολίνου το 1878 το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και η Γερμανία ήθελαν να αυξήσουν την στρατιωτική ισχύ της Ελλάδος. Ήθελαν να γίνει η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στα Βαλκάνια. Οι τρεις χώρες συμφώνησαν να ενεργούν ως μεσάζοντες του ελληνικού δημοσίου και ξένων πιστωτών για να διευκολύνουν τη παροχή νέων δανείων! Η Ελλάδα αυξάνει τις αμυντικές της δαπάνες αλλά και το χρέος της. Το 1893 έρχεται νέα αδυναμία πληρωμής. Η Αθήνα αδυνατώντας να διαπραγματευτεί “παρέδωσε” την οικονομική και φορολογική πολιτική της σε μία Διεθνή Επιτροπή Δημοσιονομικού Ελέγχου που αποτελούνταν από εκπροσώπους των ομολογιούχων - Ηνωμένο Βασίλειο,Γαλλία,Ιταλία,Ρωσία και Αυστροουγγαρία- η οποία επέβαλε αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία.


Αυτή η επιτροπή καθόριζε τη νομισματική και δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Στο πλαίσιο αυτής της εποπτείας η Αθήνα σημείωσε κάποια πρόοδο στον εξορθολογισμό του προϋπολογισμού της, μεταρρύθμισε το τραπεζικό της σύστημα και έκανε κάποιες αλλαγές. Παρόλα αυτά η οικονομική της ανάπτυξη ήταν μικρή. Οι μεταρρυθμίσεις αποσκοπούσαν περισσότερο στις πληρωμές των δανείων της Ελλάδας. Πολύ λίγα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για να επενδυθούν στην ανάπτυξη.

Παρά τη προσάρτηση της Θεσσαλίας το 1881 που θα μπορούσε να κάνει τη χώρα αυτάρκη σε σιτηρά, η χώρα παρέμεινε μεγάλος εισαγωγέας σιταριού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι επιπτώσεις δύο Βαλκανικών Πολέμων, ενός Παγκοσμίου Πολέμου, ενός Ελληνοτουρκικού και η μεγάλη ύφεση, ήταν πάρα πολύ μεγάλες για την ελληνική οικονομία.Το 1932 ήρθε νέα αδυναμία πληρωμών. Μέχρι το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι “χορηγοί “ της βρίσκονταν σε οικονομικά ερείπια. Το Μάρτιο του 1947 το Ηνωμένο Βασίλειο έπρεπε να τερματίσει την οικονομική βοήθεια στην Ελλάδα. Ο εμφύλιος που ξεκίνησε στην Ελλάδα, μεγιστοποίησε την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης και έθεσε θέμα ελέγχου των στρατηγικών σημείων της Ανατολικής Μεσογείου.

Η οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ελλάδα -στρατιωτική και οικονομική- εμπόδισε την επιρροή των κομμουνιστών στην χώρα. Το 1981 η Ελλάδα έγινε το 10ο μέλος της ΕΟΚ. Η Ελλάδα έλαβε μεγάλα δάνεια και επιδοτήσεις, εκτός από τις αμερικανικές ενισχύσεις. Παρόλα αυτά από τις αρχές του 1990, η έλλειψη οικονομικής ανάπτυξης και το τεράστιο έλλειμμα του προϋπολογισμού, οδήγησαν το ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εποπτεύει τα οικονομικά της χώρας.

Τα σημερινά προβλήματα στην Ελλάδα 

Μεγάλο εξωτερικό χρέος, μεγάλες αμυντικές δαπάνες, ένα αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα, αποκλεισμός από τις αγορές είναι μερικά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα. Το στρατηγικό ενδιαφέρον μεγάλων δυνάμεων τα τελευταία 200 χρόνια δεν έχει καταφέρει να αλλάξει και πολλά. Δεν είναι σαφές πόσο σημαντική είναι για τις ξένες δυνάμεις η πολιτική και οικονομική αστάθεια στην Ελλάδα. Η Ελλάδα είναι ενσωματωμένη στο ευρωπαϊκό σύστημα και η όποια αποτυχία της θα έχει επιπτώσεις. Ταυτόχρονα, η Ε.Ε ως κοινότητα είναι αναγκασμένη να οικοδομήσει δημοκρατικούς θεσμούς ελέγχου των κοινωνικών ανισοτήτων με σκοπό την περαιτέρω κοινωνική και πολιτική της ένωση. Οι Ευρωπαίοι θέλουν να κρατήσουν ισορροπίες ανάμεσα στα συμφέροντά τους και στην δυνατότητα επιβίωσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Πρώτιστα, όμως, αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες πιστεύουν ότι η σωτηρία της Ελλάδας είναι το “κλειδί” για τη δική τους οικονομική σωτηρία, τότε ίσως η Ελλάδα να μην έχει χάσει τη στρατηγική αξία για τη Δύση.

πηγή: istorikathemata


ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ ΣΤΑ ΔΕΡΒΕΝΑΚΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΛΗ

$
0
0

Η μεγαλύτερη νίκη της ελληνικής επανάστασης
Μετά την πτώση της Τριπολιτσάς, καθώς και των φρουρίων της Μονεμβασιάς και του Νεοκάστρου, ο Κολοκοτρώνης πρότεινε στο πολεμικό συμβούλιο την άμεση πολιορκία της Πάτρας. Οι πρόκριτοι της Αχαΐας όμως, πρωτοστατούντων του Ανδρέα Ζαΐμη και του Παλαιών Πατρών Γερμανού, συνειδητοποίησαν ότι ο Κολοκοτρώνης αποκτούσε ολοένα μεγαλύτερη δύναμη και διεμήνυσαν στον Δημήτριο Υψηλάντη ότι δεν επιθυμούσαν τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη αλλά μπορούσαν μόνοι τους να απαλλαγούν από τους Τούρκους της Πάτρας. Επειτα από πολλές αμφιταλαντεύσεις και διαφωνίες ανετέθη τελικά στον Κολοκοτρώνη η πολιορκία της Πάτρας, δίχως όμως ουσιαστική βοήθεια. Ο Κολοκοτρώνης, με μόλις 600 άνδρες και πικραμένος από τις συνωμοσίες που γνώριζε ότι υπήρχαν, παραιτήθηκε από την πολιορκία στις 23 Ιουνίου 1922.


Τότε ήταν όμως που φάνηκε ο πραγματικά μεγάλος κίνδυνος για τη νεαρή επανάσταση των Ελλήνων.

Η στρατιά του Πασά της Δράμας Μαχμούτ, του επονομαζόμενου Δράμαλη, συγκεντρώθηκε και προετοιμάστηκε στην Ηπειρο, μετά την ήττα του εξεγερμένου Αλή Πασά. Ο νικητής Χουρσίτ Πασάς, που είχε καταπνίξει την εξέγερση, είχε πέσει στη δυσμένεια του Σουλτάνου και έτσι σερασκέρης (δηλαδή αρχιστράτηγος) ανακηρύχθηκε ο Δράμαλης. Ο Μέντελσον Μπαρτόλντι και πάλι περιγράφει το πλήθος της στρατιάς: «Είκοσι τέσσαρες χιλιάδες πεζοί,εξακισχίλιοι ιππείς και ισχυρόν πυροβολικόν απετέλουν αυτήν· από του έτους δε 1715, ότε ο Αλή Κουμουρτζής διέβη τον Σπερχειόν, απερχόμενος όπως ανακτήση Μωρέαν από τους Ενετούς, ουδέποτε είχεν ίδει η Ελλάς τοιαύτην στρατιωτικήν πομπήν...».


Χωρίς αντίσταση η στρατιά του Δράμαλη έφτασε στη Βοιωτία, λεηλάτησε την πεδιάδα της Κωπαΐδας, έκαψε τη Θήβα και επέβαλε φρικτά αντίποινα στην Αττική. Καθώς ο Δράμαλης προήλαυνε προς τον Ισθμό, αντιλήφθηκε ότι οι Ελληνες είχαν εγκαταλείψει αμαχητί τα στενά των Γερανείων και φαίνεται ότι η αλαζονεία του, η οποία ήδη ήταν μεγάλη λόγω του διορισμού του, εντάθηκε ακόμη πιο πολύ. Οταν μάλιστα βρήκε εγκαταλειμμένο και το φρούριο του Ακροκόρινθου, πίστεψε, καθώς φαίνεται, πως κάθε αντίσταση είχε εκλείψει και ότι ο ίδιος ήταν πλέον ο αδιαμφισβήτητος νικητής της Πελοποννήσου και ο καταστολέας της επανάστασης των Ελλήνων. Στην Κόρινθο ο Δράμαλης συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο, κατά το οποίο πολλοί αξιωματούχοι με επικεφαλής τον Γιουσούφ Πασά συμβούλευσαν τον Δράμαλη να χρησιμοποιήσει την Κόρινθο ως βάση και ορμητήριο και να χτίσει εκεί αποθήκες για πολεμοφόδια. Με τη βοήθεια μάλιστα του τουρκικού στόλου στον Κορινθιακό και στον Σαρωνικό κόλπο, η Πελοπόννησος θα αποκλειόταν εντελώς, αφήνοντας εκτεθειμένους τους επαναστάτες της Στερεάς. Τότε, με την Κόρινθο ως ασφαλή έδρα, ο Δράμαλης θα μπορούσε να αποστείλει εκστρατευτικά σώματα για να καταλάβουν την Τριπολιτσά και, εν τέλει, τη Μάνη.

Ο Δράμαλης όμως, καθώς είχε φτάσει ως την Κόρινθο δίχως αντίσταση, ήταν πια πεπεισμένος για την πολεμική ανικανότητα των αντιπάλων του. Μολονότι λοιπόν ελάχιστα γνώριζε τη μορφολογία της Πελοποννήσου, δεν άκουσε τη συμβουλή των αξιωματούχων του και διέταξε σχεδόν αμέσως να προελάσει σύσσωμη η στρατιά προς το Ναύπλιο, να ανεφοδιαστεί εκεί από τον τουρκικό στόλο και τότε να επιτεθεί στην Τριπολιτσά.


Ο συντομότερος δρόμος για το Ναύπλιο ήταν μέσω των στενών περασμάτων των Δερβενακίων. Οι Ελληνες ωστόσο δεν προέβλεψαν να υπερασπιστούν τα περάσματα, τυφλωμένοι καθώς ήταν από
τον όγκο της εκστρατείας του Δράμαλη. Ετσι ο τούρκος αρχιστράτηγος πέρασε τα στενά χωρίς μάχη και έφτασε στο Αργος. Τόσο ικανοποιημένος ήταν μάλιστα από την πορεία του ως εκείνο το σημείο, ώστε εγκατέλειψε τα Δερβενάκια και τα χωριά που δέσποζαν στις πλαγιές τους δίχως φρουρά, αφήνοντας έτσι εκτεθειμένη τη γραμμή υποχώρησής του. Η εμπροσθοφυλακή της τουρκικής στρατιάς, υπό τον Πασά του Αργους, έφτασε στο Ναύπλιο, το οποίο ήδη διαπραγματευόταν την παράδοσή του στους Ελληνες, και αποπειράθηκε να το ανεφοδιάσει, λίγα όμως μπορούσε να κάνει, καθώς το κύριο σώμα της στρατιάς είχε ήδη αρχίσει να μην έχει αρκετά εφόδια: ο Δράμαλης είχε υπερτιμήσει την πειθαρχία του τουρκικού στόλου, ο οποίος αγνόησε τις διαταγές και αντί να καταπλεύσει στο Ναύπλιο περιέπλευσε τον Αργολικό κόλπο και κατευθύνθηκε προς την Πάτρα. Η στρατιά του Δράμαλη βρέθηκε στρατοπεδευμένη κοντά στο Αργος, περικυκλωμένη από βουνά, με τα εφόδια να λιγοστεύουν. Φαίνεται μάλιστα ότι εκείνο το καλοκαίρι του 1822 ήταν ιδιαίτερα θερμό, ώστε είχαν καταστραφεί τα σιτηρά και πολύ σύντομα τα άλογα του τουρκικού ιππικού δεν έβρισκαν ούτε τροφή ούτε νερό.


Εν τω μεταξύ ο Υψηλάντης και περίπου 700 άνδρες έσπευσαν να ενισχύσουν το οχυρό φρούριο του Αργους, Λάρισα, το οποίο ως τότε υπερασπιζόταν με λίγους άνδρες ο μανιάτης οπλαρχηγός Καραγιάννης. Ηταν προφανές ότι με την αύξηση των υπερασπιστών τα εφόδια θα τελείωναν γρηγορότερα και συνεπώς η Λάρισα θα υποτασσόταν στον Δράμαλη. Ο Δράμαλης από την άλλη
Δημήτριος Υψηλάντης γνώριζε ότι δεν ήταν δυνατόν να στραφεί προς την Τριπολιτσά δίχως να καταλάβει τη Λάρισα και έτσι οι Ελληνες πέτυχαν τον στόχο τους, δηλαδή να κρατήσουν την τουρκική στρατιά κοντά στο Αργος.

Οσο ο τουρκικός στρατός πολιορκούσε τη Λάρισα του Αργους ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αγωνιζόταν να συγκεντρώσει αρκετούς άνδρες. Πολλοί έχουν επιτημήσει τον Γέρο του Μοριά για τις μεθόδους που χρησιμοποίησε σε αυτή του την προσπάθεια, οι οποίες φαίνεται ότι ήταν πράγματι σκληρές αλλά απαραίτητες. Στα τέλη Ιουλίου ξεκίνησε ο Κολοκοτρώνης από την Τριπολιτσά διακηρύσσοντας ότι όποιος ικανός να φέρει όπλα βρισκόταν στην πόλη ύστερα από δύο ώρες θα τουφεκιζόταν αμέσως. Ο Κολοκοτρώνης κατέλαβε τα στενά περάσματα που οδηγούν προς την Κόρινθο, οι δε έγκλειστοι στη Λάρισα κατόρθωσαν, λίγες ημέρες αργότερα, να εγκαταλείψουν το φρούριο, καθ'ότι ο σκοπός τους είχε επιτευχθεί. Η κύρια δύναμη των Ελλήνων είχε καταφύγει στους Μύλους, στα δυτικά της πόλης του Αργους.

Χάνοντας σιγά σιγά τις ελπίδες του ότι ο στόλος θα καταφθάσει στο Ναύπλιο, ο Δράμαλης άρχισε να συνειδητοποιεί πως η μόνη λύση στην έλλειψη εφοδίων ήταν η υποχώρηση και αυτήν προσπάθησε να οργανώσει με πανουργία. Εστειλε λοιπόν τον χριστιανό γραμματέα του στο στρατόπεδο των Ελλήνων για να τους προσφέρει αμνηστία. Οπως το περίμενε, οι Ελληνες αρνήθηκαν και τότε ο γραμματέας τούς συμβούλευσε τάχα φιλικά ότι έπρεπε να σπεύσουν να φυλάξουν τα περάσματα προς την Τριπολιτσά, διότι η στρατιά του Δράμαλη ετοιμαζόταν να ξεκινήσει. Η στρατηγική σκέψη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη όμως προέβλεψε για ακόμη μία φορά την αδυναμία του αντιπάλου του· ήταν προφανές ότι δίχως εφόδια η τουρκική στρατιά δεν θα μπορούσε να πορευθεί προς την Τριπολιτσά και ότι επρόκειτο απλώς για αντιπερισπασμό.

Ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε να επιβάλει τη γνώμη του στο πολεμικό συμβούλιο, ότι δηλαδή το σημαντικό ήταν να εμποδιστεί η υποχώρηση του Δράμαλη προς την Κόρινθο. Καθώς όμως για άλλη μια φορά το συμβούλιο ήταν δύσπιστο απέναντι στις παραινέσεις του, ο Κολοκοτρώνης άφησε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού στους Μύλους και με ένα μικρό σώμα εγκαταστάθηκε στο χωριό Αγιος Γεώργιος, το οποίο δεσπόζει στα στενά των Δερβενακίων. «Πηγαίνει να ξαναγίνει κλέφτης στα βουνά και να πιάση τα κορφοβούνια και τους Αηλιάδες...» λέγεται ότι είπε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης με περιφρόνηση.


Στις 26 Ιουλίου από το στρατόπεδο του Δράμαλη ακούστηκαν οι πυροβολισμοί που ανήγγειλαν την εκκίνηση της μεγάλης στρατιάς. Λέγεται ότι τότε ο Κολοκοτρώνης μίλησε στους Ελληνες, διηγούμενος ότι στο όνειρό του η ίδια η θεά Τύχη τον είχε βεβαιώσει για τη νίκη. Τόσο σίγουρος ήταν μάλιστα, ώστε λέγεται ότι είπε: «Εχω τόσην βεβαιότητα να σας ειπώ να μην πάρετε ούτε τα άρματά σας, για να πάρωμε των Τούρκων. Σήμερα ο καθένας από εμάς θα καταδιώκη πολλούς...». Για να κρύψει μάλιστα τον μικρό αριθμό των συμπολεμιστών του - υπολογίζονται σε περίπου 2.300 άνδρες - ο έλληνας οπλαρχηγός κατέφυγε σε ένα «κλέφτικο» τέχνασμα: Αφού παρέταξε σχεδόν όλους τους  άνδρες του στην πλαγιά όπου βρισκόταν το χωριό Αγιος Σώστης, ο ίδιος, μαζί με τους ηλικιωμένους και τους άμαχους, πήγε απέναντι στον Αγιο Γεώργιο και, αφού μάζεψε ολόγυρα όσο περισσότερα ζώα μπορούσε για να κάνουν φασαρία, κρέμασε κάπες, φέσια και σημαίες από διάφορα ξύλα, ώστε από μακριά να φαίνεται ότι εκεί ενέδρευε ανυπόμονος στρατός.

Το πρώτο τμήμα της τουρκικής στρατιάς, η εμπροσθοφυλακή των Αλβανών, πέρασε τα στενά δίπλα από τον «πλαστό» στρατό του Κολοκοτρώνη, δίχως σημαντικές απώλειες. Το δεύτερο όμως κατατροπώθηκε. «Από εκάστου λόφου», κατά τον Μπαρτόλντι, «ανεπήδων ένοπλοι Ελληνες και καπνός πυρίτιδος κατεκάλυψε όλας τας κλιτύς του όρους.

Οι Τούρκοι ιππείς, υποχωρήσαντες τάχιστα, προσεπάθησαν να αναβώσι την δεξιάν όχθην του χειμάρρου, αφ'ης ανελίσσεται η ανωφέρεια του Αγίου Σώστη. Οι πεζοί παρηκολούθουν όπως ηδύναντο, τα όπλα δε και αι αποσκευαί και παν ό,τι παρεκώλυε την πορείαν απερρίφθησαν. Αλλ'οι Ελληνες έσπευδον διώκοντες τους φεύγοντες και το λαμπρόν όνειρον του Κολοκοτρώνη ήρχιζε να πραγματοποιήται».

Και θα είχε πράγματι πραγματοποιηθεί το όνειρο, αν οι οπλαρχηγοί που είχε καλέσει ο Κολοκοτρώνης είχαν καταφθάσει εγκαίρως. Ο μόνος που απάντησε στο κάλεσμα ήταν ο Νικηταράς ο «Τουρκοφάγος», με τους άνδρες του οποίου όμως είχαν ενωθεί και αυτοί του Παπαφλέσσα και του Υψηλάντη. Ο Νικηταράς έσπευσε να ανακόψει την υποχώρηση των Τούρκων προς την Κόρινθο και έτσι στη χαράδρα μπροστά στον Αγιο Σώστη οι Τούρκοι άφησαν περισσότερους από 3.000 νεκρούς. Η δε μεγάλη τουρκική στρατιά διασπάστηκε και ένα μέρος της κατέφυγε στην Κόρινθο, ενώ το άλλο γύρισε πίσω στο Αργος, όπου ο Δράμαλης παρέμεινε άπραγος για μία ημέρα, προσπαθώντας να συνέλθει από την πανωλεθρία.

Ηταν όμως αδύνατον να παραμείνει άλλο η τουρκική στρατιά στο Αργος, δίχως εφόδια. Μη θέλοντας ασφαλώς να δοκιμάσει την τύχη του από το ίδιο πέρασμα, ο τούρκος αρχιστράτηγος επέλεξε το πέρασμα του Αϊνορίου, ανατολικότερα από το σημείο όπου είχε ηττηθεί το πρώτο τμήμα της στρατιάς του. Το ελληνικό πολεμικό συμβούλιο, υπό την καθοδήγηση του Κολοκοτρώνη, είχε βεβαίως εκπονήσει σχέδιο για αυτή την περίπτωση, το οποίο όμως δεν εκτελέστηκε σωστά. Το σχέδιο ήθελε τους Ελληνες που ως τότε είχαν στρατοπεδεύσει στους Μύλους να χτυπήσουν τα νώτα του Δράμαλη, μόλις αυτός άφηνε πίσω του το Αργος. Αντ'αυτού, τους Ελληνες προσήλκυσαν τα λάφυρα του εγκαταλειμμένου τουρκικού στρατοπέδου και άφησαν τα νώτα του Δράμαλη ανενόχλητα. Ο Νικηταράς και ο Υψηλάντης βέβαια επιτέθηκαν στους Τούρκους από τον Αγιο Σώστη, ο δε Παπαφλέσσας από το Αϊνόρι, οι τούρκοι ιππείς όμως κατόρθωσαν να ανοίξουν δρόμο, καθώς δεν τους κατεδίωκε κανένας. Τα σώματα που έστειλε ο Κολοκοτρώνης, υπό τη διοίκηση του γιου του, Γενναίου Κολοκοτρώνη, και του Πλαπούτα, έφτασαν πολύ αργά, ώστε μεγάλο μέρος της τουρκικής στρατιάς διέφυγε, αφήνοντας πίσω μόλις 1.000 νεκρούς. Ηττημένος και καταδιωκόμενος ο μεγάλος σερασκέρης έφτασε στην Κόρινθο.

Ο Κολοκοτρώνης διέταξε να φυλαχθούν όλα τα περάσματα προς τη Δυτική Πελοπόννησο ή προς τη Στερεά τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον ανεφοδιασμό της Κορίνθου. Υστερα από λίγο ό,τι είχε απομείνει από τη λαμπρή τουρκική στρατιά άρχισε να υποκύπτει στην πείνα και στις αρρώστιες που επέφερε η στέρηση. Και ο ίδιος ο τρομερός Δράμαλης, ο «κατακτητής της Πελοποννήσου», πέθανε στην Κόρινθο, εξουθενωμένος.

Η νίκη των Ελλήνων στα Δερβενάκια ήταν αναμφίβολα η μεγαλύτερη σε μέγεθος από όλες τις Ελληνικής Επανάστασης. Αναπτέρωσε το ηθικό των επαναστατών, τους προμήθευσε με πολύτιμο οπλισμό και λάφυρα, ενώ έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την ασθμαίνουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία που αδυνατούσε να αναπληρώσει γρήγορα τόσο εκτεταμένες απώλειες. Ταυτόχρονα ο θρίαμβος στα Δερβενάκια αύξησε το γόητρο του Κολοκοτρώνη ανάμεσα στους Έλληνες, ενώ ανάδειξε και τους οπλαρχηγούς ως εν δυνάμει διεκδικητές της κεντρικής εξουσίας, κάτι όμως που βαθμιαία οδήγησε στους δύο εμφυλίους πολέμους.

πηγή: pame.gr

Ο ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ ΚΑΙ Η ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΜΑΝΙΑΚΙ

$
0
0

Στις αρχές του 1825 η Ελληνική Επανάσταση διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, όχι μόνο από τον Ιμπραήμ, αλλά και εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Ο αιγύπτιος πολέμαρχος, μετά την κατάληψη του Νεόκαστρου (κάστρου της Πύλου), γρήγορα έγινε κυρίαρχος σχεδόν όλης της Μεσσηνίας και ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Τριπολιτσάς, διοικητικού κέντρου της Οθωμανικής Πελοποννήσου, που κατείχαν οι Έλληνες από το 1822.

Στις απελευθερωμένες περιοχές κυβερνούσε το «Εκτελεστικό» υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη, ενώ οι αρκετοί οπλαρχηγοί (Κολοκοτρώνης κ.ά.) βρίσκονταν στις φυλακές, θύματα της εμφύλιας διαμάχης. Ο Παπαφλέσσας, που ασκούσε καθήκοντα Υπουργού Στρατιωτικών, διείδε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Επανάσταση και παρότι πολιτικός φίλος του Κουντουριώτη και αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, εισηγήθηκε την απελευθέρωση των φυλακισμένων οπλαρχηγών. Συν τοις άλλοις, συναντούσε απροθυμία να συγκροτήσει ένα επαρκές στράτευμα για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ.
Στα μέσα Μαΐου αποφάσισε να αναλάβει δράση και να αντιπαρατεθεί ο ίδιος με τον εχθρό, σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει τους Έλληνες. Είχε όμως και πολιτικά κίνητρα το σχέδιό του. Ήλπιζε ότι με μια νίκη κατά του Ιμπραήμ θα αποκτούσε δύναμη για να ανατρέψει την κυβέρνηση Κουντουριώτη και να σχηματίσει κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας. Με λίγους άνδρες αναχώρησε από το Ναύπλιο και αφού διέσχισε την Πελοπόννησο κατέλαβε την ανατολική πλευρά του όρους Μάλα στο Μανιάκι της Μεσσηνία, μία ορεινή περιοχή που «βλέπει» όλη την περιοχή μέχρι το Νεόκαστρο και από όπου θα είχε καλύτερη εποπτεία των κινήσεων του εχθρού.
Ο Ιμπραήμ με τις υπηρεσίες πληροφοριών που διέθετε εντόπισε εύκολα τις θέσεις των ανδρών του Παπαφλέσσα και κινήθηκε εναντίον του με 6.000 πεζούς και ιππείς. Ο Παπαφλέσσας μόλις και μπόρεσε να παρατάξει 1.300 άνδρες, αν και σύμφωνα με τις υποσχέσεις των οπλαρχηγών η ελληνική δύναμη θα έπρεπε να αγγίζει τους 10.000 άνδρες. Κατασκεύασε πρόχειρα προχώματα και παρέταξε τους άνδρες τους σε άμυνα τριών σειρών. Κάποιοι από τους οπλαρχηγούς του πρότειναν να δώσουν αλλού τη μάχη, επειδή η περιοχή ήταν ακατάλληλη και ότι τα ταμπούρια που είχαν κατασκευάσει θα ήταν εύκολη υπόθεση για το αιγυπτιακό ιππικό. Ο Παπαφλέσας επέμεινε να δώσει τη μάχη στο Μανιάκι, υπολογίζοντας στις ενισχύσεις που περίμενε.
Με τη θέα των ορδών του Ιμπραήμ στις 19 Μαΐου 1825, αρκετοί από τους Έλληνες καταλήφθηκαν από φόβο και αρνήθηκαν να πολεμήσουν. «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» γράφει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος (Φώτιου Χρυσανθόπουλου ή Φωτάκου: «Βίος Παπαφλέσσα», 1868). Σχεδόν αμέσως άρχισαν οι διαρροές. Το σύνθημα της αποχώρησε έδωσε ο μανιάτης οπλαρχηγός Σταυριανός Καπετανάκης με δέκα άνδρες και στη συνέχεια η φυγή γενικεύτηκε. Το ελληνικό στρατόπεδο δεν αριθμούσε πάνω από 600 άνδρες.
Η μάχη άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και κράτησε περίπου οκτώ ώρες. Για τους πεπειραμένους Αιγύπτιους και τους Γάλλους αξιωματικούς τους δεν ήταν δύσκολο να κάμψουν την αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων, παρότι πολέμησαν με υπέρμετρη γενναιότητα. Εισέβαλαν στα ταμπούρια τους και τους σκότωσαν σχεδόν όλους, ανάμεσά τους και τον Παπαφλέσσα. Ήταν μια άνιση μάχη από όλες τις πλευρές και έφερε στη μνήμη πολλών τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη θυσία των 300 του Λεωνίδα. Οι ενισχύσεις έφθασαν σχεδόν κατόπιν εορτής. Οι 1.300 άνδρες του Δημητράκη Πλαπούτα μόλις που πρόλαβαν να ρίξουν μερικές τουφεκιές, ενώ ο αδελφός του Παπαφλέσσα, Νικήτας Φλέσσας, με 700 άνδρες προτίμησε να αποσυρθεί μόλις έμαθε την καταστροφή.
Μετά τη μάχη, ο Ιμπραήμ αναζήτησε τον νεκρό Παπαφλέσσα. Του έφεραν ένα ακέφαλο πτώμα. Διέταξε να βρεθεί και η κεφαλή του και αφού στερέωσαν όρθιο σε ένα κορμό δέντρου το σώμα του, του πρόσδεσαν και το κεφάλι, ώστε να παρέχει την εντύπωση ζωντανού ανθρώπου. Τότε ο Ιμπραήμ, κατά τον Φωτάκο, τον κοίταξε άφωνος για λίγο, έκαμε μια χειρονομία σεβασμού και θαυμασμού και είπε: «Πράγματι αυτός ήτο ικανός και γενναίος άνθρωπος. Καλύτερα να επαθαίναμεν άλλην τόσην ζημίαν, αλλά να τον επιάναμεν ζωντανόν».
Μετά τη νίκη του στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ ολοκλήρωσε την κατάληψη της Μεσσηνίας με την πυρπόληση της Καλαμάτας και στη συνέχεια στράφηκε κατά της Τριπολιτσάς, την οποία κατέλαβε στις 11 Ιουνίου 1825. Εν τω μεταξύ, από τις 17 Μαΐου ο Κολοκοτρώνης είχε αποφυλακιστεί και διοριστεί αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων. Ως στρατηγική αντιμετώπισης του Ιμπραήμ επέλεξε τον κλεφτοπόλεμο, την ανύψωση του ηθικού του πληθυσμού και την καταπολέμηση του «προσκυνήματος» τύπου Νενέκου.
πηγή: sansimera.gr

Η ΝΑΥΜΑΧΙΑ ΤΟΥ ΝΑΒΑΡΙΝΟΥ

$
0
0

Μετά την πτώση της Ακρόπολης (24 Μαΐου 1827) η Επανάσταση του '21 έπνεε τα λοίσθια. Στην Ηπειρωτική Ελλάδα είχε κατασταλεί και μόνο στο ανατολικό τμήμα της Πελοποννήσου παρέμενε ζωντανή. Κι εκεί, όμως, απειλείτο από τον Ιμπραήμ, που σκόπευε να εκστρατεύσει κατά του Ναυπλίου και της Ύδρας.
Σε αυτή τη δύσκολη στιγμή για την Ελλάδα, η ευρωπαϊκή διπλωματία άλλαξε στάση και άρχισε να διάκειται ευμενώς προς την Επανάσταση. Συνέβαλε σε αυτό και ο νέος Υπουργός Εξωτερικών της Αγγλίας Γεώργιος Κάνινγκ, που έδωσε μια πιο φιλελεύθερη τροπή στην εξωτερική πολιτική της Γηραιάς Αλβιόνας. Έτσι, στις 24 Ιουνίου 1827 υπογράφτηκε στο Λονδίνο συνθήκη μεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, που καθόριζε τα της ανεξαρτησίας της Ελλάδας.

Σύμφωνα με τη συνθήκη, ιδρυόταν ελληνικό κράτος υπό την επικυριαρχία του Σουλτάνου, με σύνορα τον Αμβρακικό και τον Παγασητικό Κόλπο. Στη Συνθήκη Ειρηνεύσεως της Ελλάδος υπήρχε κι ένα μυστικό άρθρο, που προέβλεπε την επέμβαση των τριών δυνάμεων, εάν οι δύο εμπόλεμοι δεν δέχονταν τους όρους της σύμβασης.
Προς τούτο, ο αγγλικός στόλος υπό τον αντιναύαρχο Κόδριγκτον, ο γαλλικός υπό τον υποναύαρχο Δεριγνύ και ο ρωσικός υπό τον υποναύαρχο Χέυδεν, κατέπλευσαν στην Πελοπόννησο για να επιβάλουν την κατάπαυση των εχθροπραξιών. Η ελληνική πλευρά δέχτηκε με προθυμία την πρόταση των τριών Συμμάχων, ενώ ο Σουλτάνος δυσανασχέτησε και απέκρουσε οποιαδήποτε επέμβαση στην επικράτειά του.
Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, υπό τους Ταχίρ Πασά, Μουχαρέμ Μπέη και Μουσταφά Μπέη, πρόλαβε να προσορμισθεί στη λιμνοθάλασσα του Ναβαρίνου (σημερινή Πύλος), προτού προλάβει ο Δεριγνύ να τον εμποδίσει. Στόχος, τώρα, των τριών ναυάρχων ήταν να παρεμποδίσουν τη μεταφορά αιγυπτιακών στρατευμάτων σε άλλες περιοχές της Πελοποννήσου. Στις 7 Σεπτεμβρίου 1827 ο Κόδριγκτον, που είχε το γενικό πρόσταγμα, διαμήνυσε στον Ιμπραήμ ότι ο στόλος του βρισκόταν εκεί για να επιβάλει ανακωχή και τον προειδοποίησε ότι τυχόν άρνησή του θα τον υποχρέωνε να την επιβάλει δια της βίας.
Ο Ιμπραήμ, που συνέχιζε με αμείωτη ένταση τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του στην Πελοπόννησο, πήρε μάλλον αψήφιστα την απειλή του Κόδριγκτον και τις επόμενες μέρες δύο μοίρες του τουρκοαιγυπτιακού στόλου εξήλθαν από το Ναβαρίνο με κατεύθυνση την Ύδρα και την Πάτρα. Εμποδίστηκαν, όμως, από τον συμμαχικό στόλο και αναγκάσθηκαν να προσορμιστούν και πάλι στο Ναβαρίνο.
Οι παρασπονδίες του Ιμπραήμ ανάγκασαν τους τρεις ναυάρχους να αλλάξουν γραμμή πλεύσης. Αποφάσισαν τα πλοία τους να εισπλεύσουν στον κόλπο του Ναβαρίνου για να επιτηρούν αποτελεσματικότερα τις κινήσεις του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, που τον αποτελούσαν συνολικά 89 σκάφη και 41 μεταγωγικά, από τα οποία τα 8 αυστριακά. Η συμμαχική δύναμη ήταν αριθμητικά πολύ μικρότερη. Αποτελείτο από 12 βρετανικά πλοία με επικεφαλής τη ναυαρχίδα Ασία, 7 γαλλικά με ναυαρχίδα τη φρεγάτα Σειρήνα και 8 ρωσικά με ναυαρχίδα το πλοίο Αζόφ.

Το μεσημέρι της 8ης Οκτωβρίου τα πλοία του συμμαχικού στόλου άρχισαν να εισπλέουν στον κόλπο του Ναβαρίνου, με επικεφαλής την αγγλική ναυαρχίδα Ασία. Ο Κόδριγκτον ήλπιζε ότι έστω και την τελευταία στιγμή ο Ιμπραήμ θα έσπευδε να συμφωνήσει με την προτεινόμενη ανακωχή. Αντί απάντησης, οι Αιγύπτιοι πέρασαν στη δράση και άρχισαν τους πυροβολισμούς κατά της αγγλικής λέμβου, την οποία είχε στείλει με λευκή σημαία ο Κόδριγκτον προς συνεννόηση, με αποτέλεσμα να φονευθεί ο έλληνας πηδαλιούχος της Πέτρος Μικέλης. Ταυτόχρονα, εκανονιοβολούντο η αγγλική και η γαλλική ναυαρχίδα.
Ο Κόδριγκτον, μη έχοντας άλλη λύση, έδωσε το παράγγελμα της επίθεσης. Παρά την αριθμητική υπεροχή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου και τη βοήθεια των πυροβολείων της Σφακτηρίας (το νησάκι που σχεδόν φράζει τον κόλπο του Ναβαρίνου), η ναυμαχία αμέσως έκλινε υπέρ του συμμαχικού στόλου, που είχε μεγαλύτερη δύναμη πυρός. Γύρω στις 6 το απόγευμα, η λιμνοθάλασσα είχε γεμίσει από τα κατεστραμμένα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. 12 φρεγάτες, 22 κορβέτες και 25 μικρότερα πλοία είχαν βυθισθεί, ενώ 6.000 άνδρες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν. Οι Σύμμαχοι έχασαν 172 άνδρες, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε περίπου 500. Δύο πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και αρκετά υπέστησαν εκτεταμένες ζημίες.
Η είδηση για τη ναυμαχία έτυχε διαφορετικής υποδοχής στις πρωτεύουσες των δυνάμεων που συμμετείχαν στην επιχείρηση. Στο Λονδίνο ο πρωθυπουργός δούκας του Ουέλινγκτον χαρακτήρισε τη ναυμαχία «ατυχές και απαίσιο γεγονός», ενώ μία μερίδα πολιτικών υποστήριξε ότι ο Κόδριγκτον έπρεπε να παραπεμφθεί στο ναυτοδικείο για ανυπακοή, επειδή δεν είχε εντολή να δράσει. Αντίθετα, στο Παρίσι και τη Μόσχα η είδηση προκάλεσε μεγάλο ενθουσιασμό. Ο εμπνευστής της Ιεράς Συμμαχίας και μέγας εχθρός της Ελληνικής Επανάστασης πρίγκηπας Μέτερνιχ χαρακτήρισε την καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου ως «αρχή της βασιλείας του χάους».
Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου σήμανε την ελευθερία της Ελλάδας, παρά τη συνεχιζόμενη σφοδρή άρνηση του Σουλτάνου. Οι τρεις δυνάμεις επέβαλαν τελικά τη θέλησή τους και μέχρι τις 12 Σεπτεμβρίου 1829 που δόθηκε η τελευταία μάχη του Αγώνα στην Πέτρα της Βοιωτίας, το ελληνικό κράτος είχε σχηματισθεί με βόρεια σύνορα τη γραμμή Αμβρακικού - Παγασητικού.
πηγή: sansimera.gr

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ - Η ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ, Ο ΑΦΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΤΑΤΟΥΑΖ

$
0
0
Kolokotronis01.jpg

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (3 Απριλίου 1770 - 4 Φεβρουαρίου 1843) ήταν αρχιστράτηγος και ηγετική μορφή της Επανάστασης του 1821πολιτικός, πληρεξούσιος, σύμβουλος της Επικράτειας. Το ψευδώνυμό του ήταν Γέρος του Μοριά.

Προερχόταν από φημισμένη οικογένεια. Το επώνυμο της οικογένειάς του αρχικά ήταν Τσεργίνης, όπως αναφέρεται στα απομνημονεύματά του ευρίσκοντο 60 οικογένειες στην Μεσσηνία με το ίδιο επώνυμο.


Αργότερα, ο παππούς του, Γιάννης Μπότσικας, υιοθέτησε το «Κολοκοτρώνης» ως οικογενειακό όνομα, σαν μετάφραση του αρβανίτικου παρωνυμίου «Μπιθεγκούρας» (Μπίθ = Οπίσθια, Γκούρ = Πέτρα και η ερμηνεία: Αυτός που έχει "πέτρινους"γλουτούς) που του αποδόθηκε ως παρατσούκλι. Ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε στο Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, καταγόταν από το Λιμποβίσι της Καρύταινας και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στην Αλωνίσταινα της Αρκαδίας που ήταν τόπος καταγωγής της μητέρας του, Ζαμπίας Κωτσάκη. Ο πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, πήρε μέρος στην ένοπλη εξέγερση η οποία υποκινήθηκε από την Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας το 1770 και σκοτώθηκε μαζί με δύο αδελφούς και τον φημισμένο Παναγιώταρο στον πύργο της Καστάνιτσας από τους Τούρκους.

Από μικρός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ακολούθησε τον πατέρα του στις διάφορες περιπέτειές του. Σε ηλικία μόλις 15 ετών έγινε αρματωλός εναντίον των κλεφτών που λυμαίνονταν την περιφέρεια του Λεονταρίου.

Η δράση του Κολοκοτρώνη σιγά-σιγά απλώθηκε, μαζί με τη φήμη του, σ'όλη την Πελοπόννησο. Το 1802 είχε γίνει τόσο επικίνδυνος στους κατακτητές, ώστε ο βοεβόδας της Πάτρας πέτυχε να εκδοθεί σουλτανικό φιρμάνι που τον καταδίκαζε σε θάνατο και ανάθετε την εκτέλεση στους προεστούς, οι οποίοι αν δεν κατόρθωναν να τον σκοτώσουν θα εκτελούνταν οι ίδιοι.

Έχοντας αποκτήσει πείρα και στη θάλασσα ως κουρσάρος, το 1805 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πήρε μέρος στις ναυτικές επιχειρήσεις του ρωσικού στόλου κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Τον Ιανουάριο του 1806 και ενώ βρισκόταν στην Πελοπόννησο βγήκε διάταγμα δίωξής του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ακολουθήσει πολύμηνη περιπετειώδης και δραματική καταδίωξή του από τους Τούρκους σε πολλά χωριά και πόλεις της Πελοποννήσου. Κατάφερε τελικά, μαχόμενος, να διαφύγει με πλοιάριο, φεύγοντας από περιοχή στα δυτικά του Λακωνικού κόλπου και περνώντας στα ρωσοκρατούμενα Κύθηρα με ενδιάμεση στάση στην Ελαφόνησο λόγω κακοκαιρίας. Από το 1810 υπηρέτησε στο ελληνικό στρατιωτικό σώμα του αγγλικού στρατού στη Ζάκυνθο, όπου γρήγορα διακρίθηκε για τη δράση του εναντίον των Γάλλων και έφτασε στο βαθμό του ταγματάρχη.

Το 1818 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και τον Ιανουάριο του 1821 ξαναγύρισε στη Μάνη όπου άρχισε να προετοιμάζει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο γνωρίζοντας ότι η ημέρα έναρξης ήταν η 25 Μαρτίου. Βρέθηκε στην Καλαμάτα κατά την αναίμακτη κατάληψη της πόλης στις 23 Μαρτίου 1821 υπό τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και την πομπώδη δοξολογία. Την επομένη κινήθηκε προς την Μεγαλόπολη με τον Νικηταρά και την 25η Μαρτίου το πρωί βρίσκονταν στον Κάμπο της Καρύταινας ή της Μεγαλόπολης. Ο Κολοκοτρώνης έμεινε στο χωριό Τετέμπεη ενώ ο Νικηταράς στα «πίσω χωριά» ή Σιαμπάζικα. Είχε οριστεί στις 25 Μαρτίου να βρίσκοναι όλοι οι οπλαρχηγοί στις επαρχίες τους ώστε να κηρυχθεί η Επανάσταση, όπως και έγινε.

Το χαρακτηριστικό κούρεμα του Θ.Κολοκοτρώνη (και άλλων πολλών Ελλήνων της εποχής) είναι παμπάλαιο αρβανίτικο έθιμο και στοιχείο. Το ξύρισμα του κεφαλιού πάνω από το μέτωπο και στους κροτάφους και πλούσιο-μακρυ μαλλί στο πίσω μέρος της κεφαλής (σαν χαίτη) είναι έθιμο αρβανίτικης καταγωγής. Επίσης δήλωνε αντρεία και δεν ήταν εύκολο και εφικτό για τον εχθρό να σε πιάσει απ'τα μαλλιά (ή εν ώρα της μάχης). Τέλος, αυτό το κούρεμα δεν το βρίσκουμε σε μη αρβανίτες.[4] (Σχετικά για την παραπομπή: Είναι οι σελίδες 296, 297 από το βιβλίο "ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ"του Αριστείδη Κόλλια.)
Άγαλμα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στην Θεσσαλονίκη.
Προτομή του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (έργο του Ιωάννη Βούλγαρη 1937) στο Πεδίον του Άρεως
Πρωταγωνίστησε σε πολλές στρατιωτικές επιχειρήσεις του Αγώνα, όπως στη νίκη στο Βαλτέτσι (14 Μαΐου 1821), στην άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821), στην καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη στα Δερβενάκια (26 Ιουλίου 1822), όπου διέσωσε τον Αγώνα στην Πελοπόννησο, αφού πρυτάνευσαν η ευφυΐα και η τόλμη του στρατηγικού του νου. Οι επιτυχίες αυτές τον ανέδειξαν σε αρχιστράτηγο της Πελοποννήσου. Στη διάρκεια του Εμφυλίου πολέμου, πολλές φορές προσπάθησε να αμβλύνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στους αντιπάλους, αλλά παρ'όλα αυτά δεν απέφυγε τη ρήξη. Μετά από ένοπλες συγκρούσεις, ο ίδιος και ο γιος του συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν στο Ναύπλιο.

Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά του Κολοκοτρώνη στα απομνημονεύματά του σχετικά με την κατάληψη της Τριπολιτσάς:

Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άιντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», και διέταξα και το έκοψαν.
Ο Σουλτάνος ζήτησε τη βοήθεια της Αιγύπτου για να σταματήσει την Επανάσταση, οπότε ο γιος του Μεχμέτ Αλή και διάδοχος του αιγυπτιακού θρόνου Ιμπραήμ αποβιβάστηκε το 1825 στην Πελοπόννησο. Η Σφακτηρία και το Ναυαρίνο έπεσαν στα χέρια των Αιγυπτίων και τότε ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε για να αντιμετωπίσει τον Ιμπραήμ μαζί με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Χωρίς πολυάριθμο στρατό ξεκίνησε και πάλι τον κλεφτοπόλεμο, που διήρκεσε ως το 1828, όταν στην Ελλάδα έφτασε το στράτευμα του στρατηγού Μεζόν με εντολή του Καρόλου Ι´ της Γαλλίας για να διασώσει την Ελλάδα από τα αιγυπτιακά στρατεύματα (η Γαλλική Εκστρατεία του Μωριά).

Αξίζει να τονιστεί η στρατηγική φυσιογνωμία του Κολοκοτρώνη, καθώς διοικούσε τα στρατεύματα με ιδιοφυή τρόπο, χρησιμοποιώντας τις τακτικές του κλεφτοπολέμου, ώστε να μπορεί να αντεπεξέρχεται το στράτευμα στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Ενδεικτικό της δυσκολίας του αγώνα του 1821 είναι το παρακάτω απόσπασμα από τα απομνημονεύματα του:
O Ιμπραΐμης μου επαράγγειλε μια φορά διατί δεν στέκω να πολεμήσωμεν (κατά μέτωπον). Εγώ του αποκρίθηκα, ας πάρη πεντακόσιους, χίλιους, και παίρνω και εγώ άλλους τόσους, και τότε πολεμούμε, ή αν θέλη ας έλθη και να μονομαχήσωμεν οι δύο. Αυτός δεν με αποκρίθηκε εις κανένα. Και αν ήθελε το δεχθή το έκαμνα με όλην την καρδιάν, διότι έλεγα αν χανόμουν, ας πήγαινα, αν τον χαλούσα, εγλύτωνα το έθνος μου.
Επίσης μεγάλη σημασία έδινε στην καταστροφή των πόρων (τροφές/ζωοτροφές) του αντιπάλου, καθώς και στην εξασφάλιση τροφής για το στράτευμα του. Αναγνώρισε πολλές φορές το έργο και τη σημασία των Ελλήνων κτηνοτρόφων, οι οποίοι εξασφάλιζαν με τα χιλιάδες ζώα τους τροφή για την υποστήριξη των μαχητών και γενικά της Επανάστασης.

Ως το τέλος της Επανάστασης, ο Κολοκοτρώνης συνέχισε να διαδραματίζει ενεργό ρόλο στα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα της εποχής.

Η στολή, τα όπλα και προσωπικά αντικείμενα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη
Υπήρξε ένθερμος οπαδός της πολιτικής του Καποδίστρια και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την ενθρόνιση του Όθωνα. Το 1833, όμως, οι διαφωνίες του με την Αντιβασιλεία τον οδήγησαν, μαζί με άλλους αγωνιστές, πάλι στις φυλακές του Ιτς-Καλέ στο Ναύπλιο με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Έτσι, στις 25 Μαΐου 1834, μαζί με τον Πλαπούτα, καταδικάστηκε σε θάνατο. Έλαβε χάρη μετά την ενηλικίωση του Όθωνα το 1835, οπότε και ονομάστηκε στρατηγός και έλαβε το αξίωμα του «Συμβούλου της Επικρατείας». Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε στον Γεώργιο Τερτσέτη τα «Απομνημονεύματά» του, που κυκλοφόρησαν το 1851 με τον τίτλο Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 και τα οποία αποτελούν πολύτιμη πηγή για την Ελληνική Επανάσταση. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1843 το πρωί, από εγκεφαλικό επεισόδιο, έχοντας επιστρέψει από γλέντι στα βασιλικά ανάκτορα, όπου τα τελευταία χρόνια ήταν υπασπιστής του Όθωνα.

Ο Κολοκοτρώνης κηδεύτηκε με κάθε επισημότητα στην Αθήνα. Το φέρετρο με το νεκρό του ακολούθησε πομπή χιλιάδων λαού σε μια κατανυκτική διαδρομή που διήλθε από τις οδούς Ερμού και Αιόλου για να καταλήξει στον –τότε- Μητροπολιτικό Ναό της Αγίας Ειρήνης, όπου και τελέσθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία. Γύρω του βρίσκονταν όλοι οι εναπομείναντες εν ζωή συμπολεμιστές του, όπως οι Γεώργιος Κουντουριώτης, Τζαβέλας, Δημήτρης ΠλαπούταςΡήγας ΠαλαμήδηςΜακρυγιάννης, Γιατράκος, Δεληγιάννης κ.α. Στα πόδια του είχε εναποτεθεί μια τουρκική σημαία για να συμβολίζει τις μεγάλες του νίκες επί των Οθωμανών καθόλη τη διάρκεια της επανάστασης. Συντετριμμένοι παρακολούθησαν την τελετή οι δυο γιοι του «Γέρου του Μοριά», ο Γενναίος και ο Κολίνος που αναδύθηκαν σε λυγμούς τη στιγμή που εκφωνούνταν οι επικήδειοι λόγοι, ενώ ο δεύτερος έχασε και τις αισθήσεις του.
Σημείο αναφοράς της ομιλίας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στη Πνύκα (1838) αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα:
Όταν αποφασήσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλογισθήκαμε, ούτε πόσοι είμεθα, ούτε πως δεν έχομε άρματα, ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις, ούτε κανένας φρόνιμος μας είπε: «Που πάτε εδώ να πολεμήσετε με σιταροκάραβα βατσέλα;», αλλά , ως μία βροχή, έπεσε σε όλους μας η επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και οι κληρικοί, και οι προεστοί, και οι καπεταναίοι, και οι πεπαιδευμένοι, και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση.

 Ο Κολοκοτρώνης ήταν παντρεμένος από το 1790 με την Αικατερίνη Καρούτσου, κόρη του προεστού και Μορόγιαννη του Άκοβου Δημητρίου Καρούτσου. Παιδιά του με την Αικατερίνη ήταν ο Γενναίος(Ιωάννης), που έγινε στρατιωτικός και μετέπειτα πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος, ο Πάνος, που δολοφονήθηκε το 1824, και η Ελένη, σύζυγος του Νικήτα Δικαίου. Ο Κολοκοτρώνης είχε έναν ακόμη γιο τον επίσης Πάνο Κολοκοτρώνη που τον απέκτησε εκτός γάμου με την Μαργαρίτα Βελισσάρη, κόρη του Αγγελή Βελισσάρη. Έγινε λαμπρός αξιωματικός και διοικητής της σχολής Ευελπίδων.

Τον Ιανουάριο του 1806, δεκαπέντε χρόνια πριν την επανάσταση, οι Τούρκοι αποφάσισαν να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με τους κλέφτες της Πελοποννήσου, οι οποίοι είχαν γίνει κράτος εν κράτει. Μεγαλύτερος όλων και πιο ενοχλητικός για την Υψηλή Πύλη, ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Τον μήνα εκείνο έφθασε στην Τριπολιτσά ο αφορισμός των κλεφτών από το Πατριαρχείο, μαζί με ένα σουλτανικό διάταγμα, που διέταζε τον τοπικό πληθυσμό, να μη προσφέρει καταφύγιο στους κλέφτες, να μην τους χορηγεί τρόφιμα, να διακόψει κάθε σχέση μαζί τους, να τους καταδίδει στις τουρκικές αρχές και να ενισχύει τον στρατό, κάθε φορά που θα οργάνωνε επιχειρήσεις εναντίον τους. Έτσι, με τη συνδρομή της εκκλησίας και όλων των προκρίτων του Μοριά, ο κατατρεγμός εναντίον των κλεφτών έλαβε την αγριότερη μορφή του. 

Ο Κολοκοτρώνης συγκέντρωσε τους περίπου 150 άνδρες του και τους πρότεινε να καταφύγουν στη Ζάκυνθο. Μετά την επίμονη άρνησή τους, τους συμβούλευσε να σχηματίσουν πέντε ή έξι μπουλούκια, να κρυφτούν, να περιμένουν έως τον Μάρτιο να λιώσουν τα χιόνια και τότε να συγκεντρωθούν εκ νέου. Ωστόσο, δεν εισακούσθηκε. Οι άνδρες του ήθελαν να αντισταθούν ενωμένοι σε ολόκληρη τη στρατιωτική δύναμη του Μοριά, τουρκική και ελληνική. Οι Τούρκοι συνέλαβαν πολλούς Έλληνες, υπόπτους για υπόθαλψη των κλεφτών και τους υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια. Με αυτήν τη μέθοδο τρομοκρατίας, κατάφεραν να εξαναγκάσουν τους ντόπιους πληθυσμούς, να καταδιώξουν τους Κολοκοτρωναίους και τους άλλους κλέφτες. Κάθε χωριό έγινε και μια θανάσιμη παγίδα. Τούρκοι και Έλληνες που συνεργάζονταν μαζί τους, έστηναν ενέδρες, τους συλλάμβαναν και τους οδηγούσαν σιδηροδέσμιους στην Τριπολιτσά. Η απομόνωση των κλεφτών στέφθηκε από επιτυχία. 

Η οριστική εξολόθρευσή τους ήταν πλέον θέμα χρόνου. Οι αφορισμένοι Κολοκοτρωναίοι δεν μπορούσαν να βρουν άσυλο πουθενά. Το σώμα τους έπρεπε να αυτοδιαλυθεί. Χωρίσθηκαν με δάκρυα στα μάτια και με αυτά τα λόγια: «Καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο». Λίγο καιρό μετά τον χωρισμό, ο δρόμος, ο χαραγμένος με αίμα για την κλεφτουριά, έφθασε στο τέλος του. Όλοι όσοι χωρίσθηκαν από τον Κολοκοτρώνη, σκοτώθηκαν. Η εξόντωση των κλεφταρματολών του Μοριά υπήρξε ολοκληρωτική. Οι δυστυχισμένοι ραγιάδες έχαναν τους μοναδικούς φυσικούς τους προστάτες, απέναντι στις αυθαιρεσίες της τουρκικής εξουσίας. Ο Κολοκοτρώνης στη Ζάκυνθο Τελικά ο Κολοκοτρώνης, κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες κατάφερε να περάσει στη Ζάκυνθο. Η φήμη του όμως, παρέμεινε στην Πελοπόννησο. Ο θρύλος του φοβερού κλέφτη, τον οποίο τόσο αποτελεσματικά συντηρούσε η λαϊκή φαντασία, προκαλούσε υστερία στις τουρκικές Αρχές. Στην Τριπολιτσά, σχεδόν καθημερινά, έφθαναν οι πιο παράξενες και αντιφατικές πληροφορίες για τον Κολοκοτρώνη. Άλλοι τον έβλεπαν να λεηλατεί, με δεκάδες κλέφτες, τα τουρκικά τσιφλίκια και άλλοι διέδιδαν ότι σκοτώθηκε. 

Ο Σουλτάνος τον επικήρυξε και πολλοί εμφανίσθηκαν στις αρχές με κομμένα κεφάλια, που υποστήριζαν ότι ήταν του τρομερού αρματολού. Άλλωστε, οι Τούρκοι στο διοικητικό κέντρο της Τρίπολης, δεν γνώριζαν πως ήταν το πρόσωπό του. Γνώριζαν όμως, πως είχε «κεντήσει» στο χέρι του, με στίγμα πυρίτιδας, τη χρονολογία γέννησής του. Για να σταματήσει η προσπάθεια εξαπάτησης, που μεγέθυνε και τον θρύλο του Κολοκοτρώνη, έκοψαν μερικά κεφάλια απατεώνων, που έλεγαν ψέματα ότι σκότωσαν τον Θόδωρο Κολοκοτρώνη. Άλλοι, κάθε τόσο, παρουσίαζαν στον διοικητή του Μοριά κάποιο κομμένο χέρι με το συγκεκριμένο σημάδι. Οι Τούρκοι έδιναν υπέρογκη αμοιβή και το κρεμούσαν επιδεικτικά στην αγορά, σύντομα όμως μάθαιναν πως ο Κολοκοτρώνης ζούσε. Τότε, για έναν ολόκληρο χρόνο, πήγαιναν στον διοικητή άλλα κομμένα χέρια. Τελικά απελπίστηκαν. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, ο Γέρος επέστρεψε στον Μοριά, κρατώντας στο κεντημένο χέρι του το φλάμπουρο της Επανάστασης.... 



πηγή: mixanitouxronou.gr - el.wikipedia

Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΘΕΑΤΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΦΟΙΝΙΚΑ

$
0
0
Φεβρουάριος 1821. Έναρξη της Επανάστασης. Στην ρομαντική απεικόνιση του Hess ο Μ. Σούτσος της Μολδαβίας  υποδέχεται τον προερχόμενο από την Ρωσία αρχηγό της Επανάστασης Αλ. Υψηλάντη. Φορά στολή ιερολοχίτη.  Ο σταυρός απουσιάζει στο σήμα του. Το χαμένο χέρι του είναι το αριστερό αντί για το δεξί. Η σημαία του είναι  παραλλαγμένη και ο Φοίνικας δυσδιάκριτος. (Μουσείο Μπενάκη)

ΤΙ ΕΓΙΝΕ ΤΟ 1820 ΣΤΗΝ ΑΓ. ΠΕΤΡΟΥΠΟΛΗ; ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΙΣ 24-2-1821;

Αλέξανδρος Κ. Υψηλάντης, αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης (1792-1828)
Μια βασική θέση πολλών ιστορικών του 20ου αιώνα για την Επανάσταση του 1821, είναι ότι έγινε κατά μίμηση της Γαλλικής. Για να το αποδείξουν, χρησιμοποιούν -μεταξύ άλλων- το επιχείρημα του διαφωτισμού, την φράση του Κολοκοτρώνη για την Γαλλική Επανάσταση και τον Ναπολέοντα, την βασική προκήρυξη του Υψηλάντη, τα τρία Συντάγματα. Για τον διαφωτισμό και την χρονική αλληλουχία Ελληνικής και Γαλλικής Επανάστασης μιλήσαμε πρόσφατα. Για τον Κολοκτρώνη: οι ίδιοι ιστορικοί (που συχνά τον περνάνε γενεές δεκατέσσερις για την «ιδιοτελή» και «τοπικιστική» στάση του) ξεχνούν να διαβάσουν δυο γραμμές πιο κάτω: Όχι μόνον δεν δηλώνει οπαδός της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα, αλλά εξηγεί γιατί είπε πως αυτοί «άνοιξαν τα μάτια του κόσμου»: «δι’ αυτό είναι δυσκολότερο να διοικήσεις τώρα λαό». Ο Κολοκοτρώνης θα πει και κάτι άλλο: «Η Επανάστασις η δική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ’ όσαις γίνονται την σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης αι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος». Αυτό είναι μερικώς σωστό, όχι γιατί ο Κολοκοτρώνης δεν ήξερε τι του γινόταν, αλλά επειδή απέφυγε ως το τέλος να εξηγήσει ποιος και γιατί κίνησε την Επανάσταση της οποίας έγινε άτυπος αρχηγός μέχρι να φτάσει ο Καποδίστριας. Τα Συντάγματα: η μεγαλύτερη πλάνη είναι ότι οι «συνταγματικοί» ήταν αντιμοναρχικοί. Μοναρχικοί και ταυτόχρονα συνταγματικοί ήταν όλοι οι πρωταγωνιστές, αμφοτέρων των παρατάξεων. Η διαφορά βρισκόταν στο είδος του. Τα ελληνικά Συντάγματα αφορούσαν μια Επανάσταση διαφορετική από του Υψηλάντη. Ήταν κομμένα και ραμμένα (ιδιαίτερα το δεύτερο και το τρίτο) πάνω στην εκτροπή της Επανάστασης από τον στόχο της. Έθεταν τις βάσεις για να εξαλειφθεί μεσοπρόθεσμα η δημιουργία ενός υπερεθνικού χριστιανικού κράτους. Οι ιστορικοί παραλείπουν τελείως να εξηγήσουν ότι στόχος της αίτησης για Αγγλική προστασία (1825) ήταν να αποφύγει η Επανάσταση τον Βρετανικό εκβιασμό «ή εμείς ή κανείς», για να επιβιώσει μέχρι να βρει τρόπο να εξασφαλίσει νόμιμα τον Καποδίστρια. Παραλείπεται δηλαδή το εξής βασικό: η αίτηση προστασίας προς την Αγγλία συντάχθηκε από την «φιλορωσική» πλευρά του Ρώμα (που κατατάχθηκε λανθασμένα στην «φιλοαγγλική» παράταξη), γι’ αυτό την υπέγραψε και ο αποφυλακισμένος Κολοκοτρώνης. Στόχευε στην αποκατάσταση των ηττημένων του «εμφυλίου», στην ανατροπή του δανειακώς αναδειχθέντα Κουντουριώτη και στην κατάργηση του Συντάγματος. Το τελευταίο πραγματοποιήθηκε στην Επίδαυρο το 1826. Εκεί ξεκίνησε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση που σύντομα διακόπηκε. Συνεχίστηκε το 1827 πρώτα σε δυο ξεχωριστές Συνελεύσεις (Ερμιόνη και Αίγινα), στη συνέχεια, «ενωτικά» στην Τροιζήνα. Η επιλογή του Καποδίστρια έγινε ομόφωνα επειδή οι διαφωνούντες αποχώρησαν. Τα αντίμετρα στην ανάδειξη του Καποδίστρια ήταν η επαναφορά του καταργημένου Συντάγματος (σε λαϊκότερη εκδοχή και σε άλλο μήκος κύματος από την Ιουλιανή Συνθήκη που ακολούθησε) και η εσπευσμένη δράση του ναυάρχου Κόχραν υπέρ του Κιουταχή. Λίγο μετά ακολουθεί η ρωσική συγκατάθεση απελευθέρωσης του Υψηλάντη.
Ο Αλέξαδρος Υψηλάντης σε νεαρή ηλικία με την στολή του ρωσικού στρατού (Μουσείο Πούσκιν)
Μόνη γνωστή από τις προκηρύξεις του Υψηλάντη είναι αυτή με τον τίτλο «Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος«. Η προκήρυξη είναι σκόπιμα αμφίσημη. Έχει προκύψει μετά από έναν τεράστιο κλυδωνισμό εντός της Εταιρείας των Φιλικών (1818) και μια υποκριτική αντίδραση κατά του Υψηλάντη (1820) από την πλευρά των δυτικόφιλων που υποστήριζαν τον Καποδίστρια (!) στην θέση του αρχηγού. Αρχηγού τίνος; Της Επανάστασης, αφού παρά τα λεγόμενα, καμιά απόδειξη δεν υπάρχει που να πιστοποιεί ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης έγινε ποτέ αρχηγός της Εταιρείας. Αντίθετα, υπάρχουν αποδείξεις, μεταξύ των οποίων και πολλές του ίδιου του Υψηλάντη που πιστοποιούν ότι ο ίδιος δεν έγινε η Αρχή των Φιλικών. Ας δούμε μια, που μάλιστα είναι και χειρόγραφη. Στις 28-9-1820 εκδίδει απόδειξη παραλαβής χρημάτων η οποία γράφει:
Δυνάμει της πληρεξουσιότητος ην έλαβον παρά της Σεβαστής Αρχής των Φιλικών, εδέχθην παρά του κυρίου Ιωάννου Αμβροσίου δυο χιλιάδας πεντακόσια ρούπλια, Νο 2.500, και εις ένδειξιν δίδω το παρόν μου.
Εν Οδησσώ τη 28 Σεπτεμβρίου 1820
Αλέξανδρος Υψηλάντης
Χειρόγραφο του Αλέξανδρου Υψηλάντη, γραμμένο με το αριστερό του χέρι, στο οποίο διαχωρίζει το πρόσωπό του από την Αρχή των Φιλικών. Υπογράφεται 5½ μήνες μετά την υποτιθέμενη αποδοχή της Αρχής από τον Ξάνθο
Επίσης, δεν υπάρχουν αποδείξεις για την ίδρυση της Εταιρείας από την τριάδα της Οδησσού, ή μάλλον, υπάρχουν πολλές ενδείξεις και αποδείξεις ότι σκόπιμα παραπλανητική ήταν και η πρώτη γενικώς παραδεκτή «ιδρυτική» τριάδα: Σκουφάς, Τσακάλωφ, Αναγνωστόπουλος (πριν απ’ αυτήν υπήρξε η εκδοχή Σκουφά, Ξάνθου, Δικαίου η οποία υποστηρίχθηκε και από το περιβάλλον του Υψηλάντη). Ο Υψηλάντης λοιπόν θα πει το 21 ότι κινείται στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά αυτό, όπως θα δούμε, είναι αντίστοιχο με την αποκήρυξη του Πατριάρχη, την αποκήρυξη του τσάρου και τις κραυγές του Καποδίστρια το 1820 «εγώ δεν έχω καμιά σχέση με την Φιλική Εταιρεία» που ετοιμάζει Επανάσταση καπηλευόμενη το όνομά μου. Άλλωστε ο Υψηλάντης δεν θα πει μόνον αυτό. Στο ίδιο κείμενο και σε άλλα κείμενα περιέχεται η αντίθετη δήλωση, που συμπίπτει με τα έργα του και το ευρύτερο παζλ της προεπαναστατικής εικόνας.
Από τους 4 αδελφούς Υψηλάντη που έλαβαν μέρος στην Επανάσταση οι Νικόλαος και Γεώργιος δεν απεικονίζονται. Αλλά και τα πρόσωπα Αλέξανδρου και Δημήτριου συχνά συγχέονται. Εδώ, ένα πορτραίτο του νεαρού Δημήτριου Υψηλάντη έχει λανθασμένα ταυτιστεί με τον Αλέξανδρο
Από τον Απρίλιο του 1820 ο Υψηλάντης είναι ο Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Με αυτό τον τίτλο υπογράφει ορισμένα από τα έγγραφα του 1820-21. Στα υπόλοιπα δεν υπάρχει ούτε τίτλος ούτε σφραγίδα. Ο ακριβής τίτλος του με βάση το πρακτικό που εμφανίζονται να συνυπογράφουν στην Πετρούπολη ο Μάνος και ο Ξάνθος είναι «Γενικός Έφορος της Ελληνικής Εταιρείας«. Οι Εφορίες που οργανώνονταν από το 1819 δεν είχαν απλώς στόχο τα χρήματα, αλλά την δημιουργία πυρήνων που δεν θα αμφισβητούσαν τον επαναστατικό στόχο της (αοράτου) Αρχής, πράγμα που έγινε το 1818 στην Κων/πολη. Ο Υψηλάντης το 1820 παραλαμβάνει το σχεδόν άδειο ταμείο και αναλαμβάνει να «εφορεύει και επιστατεί εν πάσιν«. Η ιστορία τον εμφανίζει ως παραλήπτη της Αρχής, αλλά η όλη εξιστόρηση μιας προϋπάρχουσας Κινητικής Αρχής που ανάγεται σε τρεις ιδρυτές παρουσιάζει μεγάλα κενά, σοβαρές αντιφάσεις και μηδενικά τεκμήρια. Η τυπική σχέση του Υψηλάντη με την Φιλική Εταιρεία είναι αδιευκρίνιστη. Η μόνη ξεκάθαρη ιδιότητά του είναι αυτή του αποκλειστικού διαχειριστή της νέας Εταιρείας-βιτρίνας που δημιουργείται για να (ξανα)μαζέψει χρήματα η Φιλική Εταιρεια. Η νέα Εταιρεία-Ταμείο λέγεται «Φιλόμουσος και Φιλάνθρωπος Γραικική Εμπορική Εταιρεία«. Συμπληρώνει ή υποκαθιστά την αρχική που λεγόταν «Φιλόμουσος Εταιρεία» και από το 1813 «συνεργάζονταν» σ’ αυτήν η Βρετανική και η Ρωσική πολιτική πάνω σ’ έναν «φιλεκπαιδευτικό στόχο» (σχηματικά: Κοραής, Guilford, Thiersch και Καποδίστριας, Ιγνάτιος, Al. Sturdza). Το καταστατικό της Φ.Φ.Γ.Ε.Ε. φέρει μια μόνο υπογραφή: του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Στις μυστικές παραγράφους ο συντάκτης κάνει λόγο για «Εταιρίαρχο», έναν, δηλαδή αρχηγό της Φ.Φ.Γ.Ε.Ε. ο οποίος θα λάβει εξουσιοδότηση από την Αρχή της Φιλικής Εταιρείας να διαχειριστεί τα χρήματα, όταν αυτή αποφασίσει την έναρξη της Επανάστασης. Να σημειώσουμε ότι η Εταιρεία ονομάζεται «Γραικική» και αυτό είναι επίσημο. Στο κείμενο Υψηλάντη-Μάνου-Ξάνθου του οποίου το πρωτότυπο δεν έχουμε, ονομάζεται «Ελληνική». Η Επανάσταση τι θα είναι; Γραικική (εθνική) όπως η Γαλλική ή Ελληνική (υπερεθνική) δηλαδή χριστιανική;
Όταν ακόμη και τα Απομνημονεύματα του Ξάνθου διαβάζονται επιλεκτικά, η Επανάσταση συνεχίζει να παραμένει στο σκοτάδι. Τα στοιχεία με τα οποία η ιστορία αναδεικνύει τον Υψηλάντη αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας είναι ανύπαρκτα. Ο Υψηλάντης ανέλαβε Γενικός Επίτροπος αυτής της Εταιρείας  (κλικ στην εικόνα), μέσα από μια διαδικασία άγνωστη, την οποία η ιστορία ονόμασε «παράδοση της ηγεσίας».
Έχουμε λοιπόν μια «Ελληνική Επανάσταση» συμβολικά ν’ αρχίζει, όταν ο αρχηγός της περνάει με μια κουστωδία 5-10 ατόμων τον Προύθο, ένα ποτάμι που χωρίζει την (τότε) Ρωσική Βεσσαραβία από την Ρωσοτουρκική Μολδαβία. Ο αρχηγός αλλάζει τον τόπο έναρξης των επιχειρήσεων. Το γιατί αρχίζει η Επανάσταση στην Μολδαβία δεν εξηγείται πειστικά από τον Υψηλάντη. Λέει ότι αναγκάστηκε, πιεζόμενος από τις Επαναστάσεις της Ιταλίας ή ότι αποκαλύφθηκε το μυστικό. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξε προσχεδιασμός ενός διπλού πολιτικο-στρατιωτικού «αντιπερισπασμού» που επιβεβαιώθηκε από την εξέλιξη των πραγμάτων ως απόλυτα σωστός. Από το 1817 η Εταιρεία επένδυσε τεράστια ενέργεια στρατολόγησης μελών στις ηγεμονίες ΜολδαβίαςΒλαχίας που θα τα χαρακτηρίζαμε «Βλάχους, Βούλγαρους, Μολδαβούς, Σέρβους, Έλληνες, Αρβανίτες». Δεν το έκανε για να ενεργήσει αποκλειστικά στην Πελοπόννησο. Όσο για την δράση του Ιωάννη Παπαρρηγόπουλου, αυτή είτε απουσιάζει από την ιστορία ώστε να μην αναδεικνύεται η σύνδεση Φιλικής Εταιρείας – Ρωσίας – Αλή πασά, είτε περιγράφεται με τρόπο τέτοιο, ώστε να συνδέεται ο Αλή πασάς με μια Εταιρεία Γραικική και λαϊκή. Το 1821 ο Αλή πασάς έπαιξε τον αντίθετο ρόλο από αυτόν του 1803-1809 και αυτό ήταν μια τεράστια επιτυχία της Εταιρείας που είχε μάθει από το πάθημά της. Η διαφορά ήταν ότι το 1807 ο Αλή, εκτός του εαυτού του, εργαζόταν υπέρ της (αντίθετης στην Επανάσταση) Γαλλίας, ενώ το 1821 δεν εργαζόταν υπέρ της (αντίθετης στην Επανάσταση) Βρετανίας. Αλή πασάς και Υψηλάντης ήλπιζαν ότι άμεσα ή σε μικρό διάστημα η Ρωσία θα άνοιγε πόλεμο με την Πύλη. Ο πόλεμος έγινε, και έδωσε την λύση σε όσα περίεργα ξεκίνησαν το 1821, αλλά με καθυστέρηση 7 ετών. Το ερωτηματικό για την Μολδοβλαχία του 21 γίνεται μεγαλύτερο, όταν ο Υψηλάντης αρχίζει την δράση ένα μήνα νωρίτερα από το την ημερομηνία την οποία ο ίδιος είχε ορίσει. Άρα η «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ» που είχε όντως προσδιοριστεί για την 25η Μαρτίου στην Πελοπόννησο, δεν ξεκινάει ούτε σε «Ελληνικό» έδαφος, ούτε τον Μάρτιο. [Για τον προσδιορισμένο χρόνο έναρξης, πέρα από τις πελοποννησιακές μαρτυρίες, τον Τρικούπη και τον Finlay (!), υπάρχει και η κοινώς αποδεκτή αργία της 25-3-1827 στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας]. Ποιος και γιατί πήρε αυτές τις αποφάσεις; Μαρτυρίες Φιλικών μας βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση.
Ο Ξάνθος μας άφησε ένα πολύτιμο τεκμήριο. Στις 19-3-1821 γράφει από το Ισμαήλ της Βεσσαραβίας: Ο Καλός (Αλ. Υψηλάντης) όμως διορισθείς Γενικός επίτροπος παρά της αρχής, και αρχιστράτηγος του ελληνικού έθνους, και εισακουσθείς μετά του φιλανθρώπου (τσάρου Αλέξανδρου) και του ευεργετικού (Καποδίστρια)έλαβεν διαταγήν να κινήση φανερά δια της Δακίας (Αρχείο του Εμμανουήλ Ξάνθου, Ι.Ε.Ε.Ε., τ. Γ΄, σ. 152). Στην επιστολή της ίδιας ημερομηνίας προς τον Κυριακό Κουμπάρη ο Ξάνθος γράφει το ίδιο με άλλα λόγια: ότι ο Υψηλάντης ξεκίνησε από το Κισινόβιο (πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας) την 21η Φεβρουαρίου «λαβών ανωτέρας διαταγάς» (ό.π. σ. 158). Στα κείμενα που συνέταξε ο Ξάνθος μεταξύ 1835-1845 αποκρύπτει αυτή την πληροφορία, αφού μέσα στο κλίμα όσων έγραφε, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει πώς γίνεται ο Γενικός Επίτροπος και αρχιστράτηγος του Ελληνικού έθνους να λαμβάνει και να εκτελεί διαταγές άνωθεν. Οι επιστολές αυτές έγιναν για πρώτη φορά γνωστές το 2002 και -αναμενόμενο- δεν εξέπληξαν τους πανεπιστημιακούς ιστορικούς. Στο αρχείο του Ξάνθου βρίσκεται πληθώρα αξιοποιήσιμου υλικού που επιβεβαιώνει την εκβιαστική πίεση υπό την οποία ευρισκόμενος ο Ξάνθος, έγινε άθελά του ο ιστορικός της Φιλικής Εταιρείας και μιας Επανάστασης η οποία δήθεν ξεπήδησε από την κοινωνική μεσότητα και την αγανάκτηση του κοινωνικού συνόλου. Μάλιστα, η τύφλωση της Ιστορίας εδώ είναι απόλυτη, επειδή ο Ξάνθος είχε δημοσιεύσει το 1845 το καταστατικό (φανερό και κρυφό) της Εταιρείας του 1820 την οποία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θα διαχειριζόταν με εντολή της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας.
Η διπλή πληροφορία του Ξάνθου ήρθε να επιβεβαιώσει τον φιλικό Αθ. Ξόδιλο, ο οποίος είχε κάνει λόγο για απόφαση του Υψηλάντη να ξεκινήσει την Επανάσταση μετά από γράμμα το οποίο έλαβε στις 17-2-1821 από το Τροπάου (δημοσίευση του 1964 που επίσης πέρασε «στα ψιλά»). Και σ’ αυτή την μαρτυρία «ένοχος» της υπόθεσης φαίνεται ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο οποίος -φυσικά- εκπροσωπεί τον τσάρο Αλέξανδρο. Ο τελευταίος αποφασίζει πότε ο Υψηλάντης θα βγει στο θέατρο του παραλόγου, πράγμα απόλυτα φυσιολογικό και μόνο από το γεγονός ότι ο τσάρος είναι βασικός χρηματοδότης στην Εταιρεία της οποίας ο Υψηλάντης είναι Γενικός Επίτροπος. Τσάρος και Καποδίστριας θα αρνηθούν στη συνέχεια τον Υψηλάντη, όχι όμως όπως ο Πέτρος τον Χριστό. Και θα τον αρνηθούν στα μάτια του κόσμου, εφόσον οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις γνωρίζουν το ποιος και γιατί. Ο τσάρος, ως εγγυητής της Μολδοβλαχίας και «αμέτοχος» των γεγονότων, θα δώσει έγκριση στον Σουλτάνο για είσοδο τουρκικών στρατευμάτων. Μια βασική μάχη θα είναι αρκετή για να διαλύσει τον ήδη αποσυσπειρωμένο στρατό του Υψηλάντη. Όλη αυτή η εικόνα μας οδηγεί στο πιθανό συμπέρασμα ότι ο Υψηλάντης γνώριζε λιγότερα από όσα ο τσάρος με τον Καποδίστρια είχαν σχεδιάσει.
Έγγραφο της Φιλικής υπογεγραμμένο από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Κισνόφ, τον Δεκέμβριο 1820 (Αρχείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος). Η σφραγίδα φέρει το πριγκιπικό υψηλαντικό οικόσημο. Ο Φοίνικας παραμένει ακόμα κρυφός. Δεν έχουν διασωθεί έγγραφα μετά την 24-2-1821 με την σφραγίδα του Φοίνικα. Ο Φιλήμων λέει ότι η προκήρυξη «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος» έφερε την σφραγίδα με τον αναγεννώμενο Φοίνικα και περιμετρικά τις λέξεις «Γενικός επίτροπος του Ελληνικού έθνους Αλέξανδρος Υψηλάντης». Τέτοιο έγγραφο δεν έχει βρεθεί ακόμα. Σώζεται όμως ο Φοίνικας στην σφραγίδα του Δ. Υψηλάντη
Η φυλάκιση του Υψηλάντη στην Αυστρία είναι ρωσική, το ίδιο και η αποφυλάκισή του. Η φυλάκιση απαλλάσσει τον τσάρο από την ενοχλητική δίκη και απολογία του υπασπιστή του, η αποφυλάκιση γίνεται από τον επόμενο τσάρο, αφού έχει υπογραφεί η τριμερής Ιουλιανή Συνθήκη στο Λονδίνο. Ντοκουμέντα δείχνουν ότι η Αυστρία εκτέλεσε ένα ρωσικό σχέδιο, φροντίζοντας να εκμεταλλευτεί προς το συμφέρον της την αιχμαλωσία του Υψηλάντη. Ο Αλέξανδρος μαζί με τ’ αδέρφια του Νικόλαο και Γεώργιο θα περάσουν τα σύνορα Βλαχίας-Αυστρίας με ελληνικά ψευδώνυμα και υπόσχεση διαφυγής στην Αμερική μέσω Αμβούργου. Θα κρατηθούν στην Αυστρία με γερμανικά ψευδώνυμα και οι όροι της αιχμαλωσίας θα είναι να μην δραπετεύσουν και να μην αποκαλύψουν τον τόπο κράτησής τους. Τους απαγορεύτηκε να επικοινωνήσουν με οποιονδήποτε πέρα από την μητέρα τους και κάποια πρόσωπα στην Ρωσία μέσω ανοιχτής αλληλογραφίας. Η ελλαδική ιστορία και η ελλαδική Πολιτεία θα τους επιφυλάξει παρόμοια συμπεριφορά. Ο Υψηλάντης θα μείνει στα ψιλά, στα ηρωικά ανεξήγητα και στα προσεκτικά φυλασσόμενα συρτάρια. Η δράση του θα χαρακτηρισθεί -έμμεσα ή άμεσα- «παράλληλη Επανάσταση«, άλλη δηλαδή από την «Ελληνική» της Πελοποννήσου. Η δράση του Κωνσταντίνου Υψηλάντη (πατέρα) και του Αλέξανδρου Υψηλάντη (παππού) θα μείνουν στα φαναριώτικα αζήτητα και ένας μεταλλαγμένος Ρήγας θα έρθει να πλαισιώσει τον επαναστάτη Κοραή σ’ ένα τεχνητό υποστύλωμα στο οποίο θα επικαθήσει η «ιδέα του Ξάνθου». Στα έξι χρόνια της απομόνωσής του ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δεν θα έχει επιλογές. Τα όσα τυχόν έγραψε, υποχρεώθηκε να τα καταστρέψει, αφού όχι μόνο δεν θα έφταναν στου κατάλληλους παραλήπτες, αλλά θα χρησιμοποιούνταν εναντίον του. Η εμπιστοσύνη του κλονίστηκε λίγους μήνες μετά την φυλάκισή του. Στο επόμενο διάστημα φαίνεται ότι κατανόησε το νόημα του μαρτυρίου του. Στον ελάχιστο χρόνο που έμεινε ζωντανός μετά την υπό όρους αποφυλάκισή του θα παραμείνει εσωτερικά εγκλωβισμένος μεταξύ της ανάγκης του για αποκάλυψη της αλήθειας και του χρέους του να πιει σιωπηρά το πικρό ποτήρι (που καθυστερημένα αντιλήφθηκε πλήρως) μέχρι τέλους. Θα θέλει, αλλά δεν θα μπορεί να εξηγήσει, γιατί επικαλέστηκε την Ρωσία ως επερχόμενη δύναμη και γιατί δεν παραιτήθηκε από την ρωσική υπηρεσία πριν αναλάβει το έργο του. Ο Υψηλάντης θα πεθάνει λίγο πριν αρχίσει ο ρωσοτουρκικός πόλεμος που περίμενε. Θα προλάβει όμως να γράψει το 1828 στον τσάρο Νικόλαο ότι ο Καποδίστριας είχε εγκρίνει όλα τα σχέδια της Επανάστασης και ότι τον συμβούλεψε να βγει στην Μολδαβία χωρίς να έχει παραιτηθεί από τον ρωσικό στρατό. Λέει σχεδόν καθαρά ότι ο Καποδίστριας είχε αναλάβει να ενημερώσει τον τσάρο. Ο Καποδίστριας, δυο χρόνια νωρίτερα, (σ’ ένα κείμενο που αγνοούσε ο Υψηλάντης) απευθυνόμενος επίσης στον τσάρο Νικόλαο, είχε αρνηθεί κάθε ανάμειξή του στην Επανάσταση μέσω της Φιλικής Εταιρείας και μέσω του Υψηλάντη. Είχε δηλαδή δώσει διαπιστεύσεις προς τις ευρωπαϊκές αυλές (εκεί ουσιαστικά απευθυνόταν) ότι θα αναλάμβανε την διακυβέρνηση ενός κράτους που η Βρετανία επέτρεπε να δημιουργηθεί ως πελοποννησιακό έθνος-κράτος και με όρους που αυτή και η Ρωσία έθεταν την περίοδο της πτώσης του Μεσολογγίου. Η πλήρης δημοσίευση του Καποδιστριακού κειμένου στον 20ο αιώνα αντιμετωπίστηκε με τρόπο που τραβάει την προσοχή. Βαφτίστηκε «αυτοβιογραφία», ερμηνεύτηκε μέσα στον μέσο όρο των διιστάμενων απόψεων, στη συνέχεια πειράχτηκε ανεπαίσθητα και χαρακτηρίστηκε από την νεωτερικότητα ως κείμενο «θαυμαστής ειλικρίνειας»· πράγμα που ταυτόχρονα σήμαινε ότι ο Υψηλάντης ήταν ένας επικίνδυνος αιθεροβάμων και ψευδόταν ακόμα και ετοιμοθάνατος. Αν στις πολλαπλές διαψεύσεις και προδοσίες που υπέστη στην Μολδοβλαχία πρέπει να προστεθούν και οι διαταραγμένες σχέσεις του με τα δυο του αδέρφια λόγω διαφορετικής αντίληψης και δράσης μέχρι το Δραγατσάνι, τότε η κατάστασή του ήταν περισσότερο τραγική απ’ όσο μπορεί κανείς να φανταστεί. Το τελευταίο, συνεπώς, που θα περίμενε κάποιος να πει δημόσια, βγαίνοντας από την φυλακή ήταν «Πρώτα απασχόλησα πολυπληθή τουρκικό στρατό επί εξάμηνο. Στη συνέχεια, αν και φυλακισμένος, κράτησα τουρκικά στρατεύματα στην Μολδοβλαχία έως την συνθήκη του Άκκερμαν (1826) για τον φόβο ενός ρωσοτουρκικού πολέμου». Και όντως, δεν το έκανε.
Απεικόνιση πολλαπλών συμβολισμών. Επάνω η τεκτονική απεικόνιση του Θεού. Οι θυρεοί Μολδαβίας και Βλαχίας βρίσκονται κάτω από τον ρωσικό δικέφαλο αετό. Στο κάτω μέρος τα σύμβολα του εχθρού που πρόκειται να ηττηθεί.
Πώς έμεινε γνωστός ο Υψηλάντης; με πολλούς τίτλους ή χαρακτηρισμούς που δείχνουν το σύνθετο πρόβλημα: Γενικός Έφορος, Γενικός Επίτροπος, Γενικός Αρχηγός, Υπέρτατος Αρχηγός, Αρχιστράτηγος. Ρομαντικός ποιητής; Ναι. Εθνεγέρτης; ενίοτε. Πρίγκιπας; Μερικές φορές, αλλά χωρίς καμιά ουσιαστική εξήγηση του τίτλου που έφεραν οι διοριζόμενοι ηγεμόνες Βλαχίας-Μολδαβίας. Κάποιοι, θέλοντας εκείνη την εποχή να τον μειώσουν, θα τον έλεγαν «Οσποδάρο» ή «Φαναριώτη». Ο δεύτερος όρος έμεινε μέχρι σήμερα και προσπαθεί, όπως τότε, να προσδώσει χαρακτήρα με πλάγιο και ισοπεδωτικό τρόπο. Όταν ο ρόλος του Αλέξανδρου Υψηλάντη τελείωσε, η Ρωσία τον έστειλε από την Βλαχία στην «Αμερική» ως Δημήτριο Παλαιογενείδη, η Αυστρία τον κράτησε αιχμάλωτο ως βαρώνο Σένβαρτ (Schönwarth).
Σύντομες ερωτήσεις – απαντήσεις για τον αρχηγό της Επανάστασης
  • Τι θα γινόταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης αν πετύχαινε η Επανάσταση; Αρχηγός του κράτους.
  • Ποιος έγινε αρχηγός στην θέση του; Ο Καποδίστριας. Αυτός που παραδέχτηκε ότι η θέση του ανήκε στον Υψηλάντη.
  • Ποιος καθοδηγούσε τον Υψηλάντη και από το 1814 είχε καθορίσει την εξέλιξη των πραγμάτων; Ο Καποδίστριας, αρχηγός της Εταιρείας του Φοίνικα που βρισκόταν στο τιμόνι της Εταιρείας των Φίλων (Φιλικών) και είχε έδρα την Μόσχα και την Ζάκυνθο.
  • Τι δεν έγινε ποτέ ο Υψηλάντης; Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας στην οποία τυπικός αρχηγός ήταν ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄, ουσιαστικός αρχηγός ήταν ο Καποδίστριας.
  • Ποια σημαία ύψωσε ο Υψηλάντης στην Μολδαβία; Την τρίχρωμη σημαία με το σήμα του Φοίνικα που αναγεννιέται από τις στάχτες του, με τον Σταυρό συνοδευόμενο από το σύνθημα «Εν τούτω νίκα» και με τους ιδρυτές του χριστιανικού κράτους Κωνσταντίνο και Ελένη.
  • Ποια σημαία θα γινόταν η επίσημη του ελληνικού κράτους αν επικρατούσε η πλευρά Καποδίστρια-Υψηλάντη; Η σημαία του Φοίνικα.
Όσο κι αν προσποιηθεί ένα κίνημα, είναι αδύνατο να ισχυριστεί ότι Επανάσταση με αυτό το σύνθημα-σύμβολο ως κεντρικό, είναι παρόμοια με την Γαλλική. Αξιοπερίεργη είναι και η μη αμφισβήτηση της ημερομηνίας-γιορτής της Φιλικής Εταιρείας: 14 Σεπτεμβρίου, ημέρα ύψωσης του Τιμίου Σταυρού
Δεκάδες ερωτήματα ξεπηδούν από αυτές τις γενικές τοποθετήσεις. Δεν θα τις υποβάλλουμε, γιατί δεν πρόκειται για μια ολοκληρωμένη πραγματεία σχετικά με την Επανάσταση που προσπαθούσε επί δεκαετίες να ξεκινήσει μέσω διεθνών μηχανισμών και διασυνδέσεων. Θα επικεντρωθούμε τώρα στα αρχικά κείμενα του Υψηλάντη. Στην κεντρική του προκήρυξη θα δηλώσει ότι ο πόλεμος διεξάγεται υπέρ Πίστεως ΚΑΙ Πατρίδος. Εκεί βρίσκεται η κεντρική αμφισημία που περικλείεται στα εξής σημεία: α) κινούμαστε εις μίμησιν των λαών της Ευρώπης υπέρ δικαιωμάτων και ελευθερίας (έμμεση αναφορά στην Γαλλία, άμεση αναφορά στην Ισπανία), β) κινούμαστε για την επαναφορά της ελευθερίας κατά μίμηση της κλασικής Ελλάδας που νίκησε την αυτοκρατορία των Περσών και τους εντόπιους τυράννους (ιδιαίτερη αναφορά στους Αρμόδιο και Αριστογείτονα) γ) έμφαση στις λέξεις-κλειδιά «τυραννίαδεσποτισμός«. Τα σημεία αυτά και ιδιαίτερα το πρώτο και το τρίτο υπονοούν μια «πατρίδα» στον τύπο του έθνους-κράτους, άρα οι «Έλληνες» που αναφέρονται τέσσερις φορές είναι οι «εθνικοί» με την νεωτερική έννοια. Μπορούν όμως να συμβαδίζουν όλα αυτά με την ταυτόχρονη αναφορά σε «Σέρβους«; Μπορούν αυτά να γίνουν με την ύψωση του σημείου δι’ ου πάντοτε νικώμεν; δηλαδή τον Σταυρόν; Η κατάταξη των Σέρβων στους «Έλληνες» είναι τυχαία; Όχι, ιδιαίτερα αν γνωρίζουμε ότι στους βασικούς οργανωτές της επανάστασης των Σέρβων πριν 16 χρόνια περιλαμβανόταν και ο πατέρας του Κωνσταντίνος Υψηλάντης, ως ηγεμόνας της Βλαχίας και παράγοντας της ρωσικής πολιτικής. Ακόμη λιγότερο τυχαία είναι η αναφορά στην επιγραφή με την οποία ο Κωνσταντίνος νικά το 312 τον συναυτοκράτορα Μαξέντιο και καθίσταται ο μοναδικός κυρίαρχος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, την οποία μετουσιώνει σε Χριστιανική. Μια πρώτη παρατήρηση λοιπόν, λέει ότι ο Υψηλάντης και οι όπισθεν αυτού ευρισκόμενοι δεν ήταν σχιζοφρενείς ώστε να επιδιώκουν ταυτόχρονα ένα εθνικό και ένα υπερεθνικό κράτος.
Αλέξανδρος Υψηλάντης. Εκτελέστηκε από τον Σουλτάνο το 1807 για την δράση του γιού του Κων/νου. Ο Φιλήμων αναφέρει πως υπήρξε συνεχιστής του πατέρα του Ιωάννη για κοινή πολιτική δράση των ορθοδόξων
Σε ποιούς «Έλληνες» απευθύνεται ο Υψηλάντης; Ποια είναι η ταυτότητα της Ελληνικής ΕπανάστασηςΕίναι η αντίθετη της Επανάστασης των Γραικών, την οποία με πάθος υποστήριζε ο Κοραής την περίοδο του Ναπολέοντα. Ο Υψηλάντης αναφέρεται ξεχωριστά σ’ αυτούς. Στην σύντομη προκήρυξη προς τους εντόπιους Γραικούς της Μολδαβίας και της Βλαχίας ο αρχηγός δεν τηρεί τις ισορροπίες «πίστεως ΚΑΙ πατρίδος». Λέει καθαρά αυτό που κάνει, αυτό που έκαναν ο πατέρας του και ο παππούς του, αυτό που προωθεί η ρωσική πολιτική και ο Καποδίστριας. «Γραικοί» είναι οι χριστιανοί που μιλούν ελληνικά. Αυτοί καλούνται μαζί με όσους μιλούν σερβικά, βουλγαρικά, αρβανίτικα, βλάχικα να κινηθούν ως «ΕΛΛΗΝΕΣ«. Ο Φοίνικας των Ελλήνων απλώνει πάλι τις πτέρυγές τους και καλεί όλους τους Έλληνες να νικήσουν μέσω του σημείου που πάντα τους οδηγούσε στην νίκη: μέσω του Σταυρού. «Έλληνες» σημαίνει «χριστιανοί ορθόδοξοι» και «Ελληνικό κράτος» σημαίνει «πολυεθνικό κράτος ορθοδόξων». Για «προπατορικές σημαίες» μιλάει ο Υψηλάντης. Ποιες είναι αυτές; «Πατρίδα» σημαίνει «πατρότητα» και αυτή για τον χριστιανό συνοψίζεται στο «Πάτερ ημών» και πηγάζει από την πίστη «εις ένα Θεό, Πατέρα, παντοκράτορα». Συνεπώς ο χριστιανός «πατριώτης» δεν μπορεί να είναι αυτός που υπηρετεί έναν πολιτικό νόμο αντίθετο προς τον νόμο του Θεού και ο «πολίτης» της Γαλλικής Επανάστασης είχε αυτήν ακριβώς τη σημασία.
Στο μικρό βίντεο που ακολουθεί ο ήχος ενός παλιού ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ συνοδεύεται από νέο οπτικό υλικό, που δείχνει ορισμένες λογοκριμένες εικόνες του αθέατου 1821.
Ποια άλλα κείμενα της Εταιρείας απουσιάζουν από την ιστορία; Η προκήρυξη «Φίλτατοι ομογενείς Γραικοί χαίρετε!» η οποία είναι ανυπόγραφη. Συνενώνει το πνεύμα της Φ.Φ.Γ.Ε.Ε. και το «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», χωρίς να περιλαμβάνει τις αναφορές στις Ευρωπαϊκές Επαναστάσεις. Ο όρκος του Ιερού Λόχου. Ό,τι συνδέει την Εταιρεία με τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, όπως η αναφορά του Ξάνθου για τον μυημένο Πατριάρχη, οι αποστολές του Δ. Θέμελη και του Α. Παππά με τα συστατικά του Πατριάρχη, η παρέμβαση του Πατριάρχη για την ομαδική προσχώρηση των Μανιατών στην Εταιρεία, το γράμμα του Υψηλάντη στον Κολοκοτρώνη από την Βεσσαραβία (29-1-1821) ότι θα ακολουθήσει αφορισμός του Πατριάρχη που δεν πρέπει να ληφθεί υπόψιν, η επικοινωνία Υψηλάντη-Πατριάρχη, η αιτία απαγχονισμού του Πατριάρχη. Απουσιάζει η πατριαρχική αποκήρυξη η οποία απενοχοποιεί τους Φιλικούς έναντι του Θεού, λύνοντας τον όρκο τους. Απουσιάζει επίσης το τελευταίο ανακοινωθέν του Υψηλάντη ως αρχηγού (από το Ρίμνικο), λίγο πριν περάσει τα σύνορα προς την Αυστρία. Εκεί καταγγέλλει ονομαστικά τους Σάββα, Δούκα, Μπαρλά, Μάνο Γ., Σούτσο Γρ., Σκούφο, Καραβιά και απευθυνόμενος προς τους στρατιώτες που λιποτάκτησαν λέει μεταξύ άλλων:
…επροδόσατε Θεόν και πατρίδα· επροδόσατε και εμέ εις την στιγμήν, καθ’ ην ήλπιζα ή να νικήσω, ή να συναποθάνω μαζί σας ενδόξως. … Τρέξετε εις τους Τούρκους, τους μόνους αξίους φίλους των φρονημάτων σας· … τρέξατε εις τους Τούρκους και καταφιλήσετε τας χείρας των, από τας οποίας ακόμη στάζει το ιερόν αίμα των κατασφαγέντων απανθρώπως κορυφαίων υπουργών της θρησκείας Πατριαρχών, Αρχιερέων και μυρίων άλλων αθώων αδελφών σας.
Τι νόημα θα είχε η λύση του όρκου της Φιλικής από τον Πατριάρχη, αν όσοι τον έδιναν, γνώριζαν ότι αυτός δεν δινόταν στο όνομα του τριαδικού Θεού; Γιατί ο πρώτος που θα έπρεπε να θεωρήσει «προδοσία» τον αφορισμό (ο αφορισμένος Υψηλάντης) όχι μόνον δεν το έκανε, αλλά κατέταξε τον Πατριάρχη στους μάρτυρες της ελευθερίας; Και πώς μπορούσε να μην γνωρίζει προκαταβολικά ο Υψηλάντης για την τουρκική στάση (και τις όπισθεν αυτής πολιτικές πιέσεις ορισμένων ξένων πρεσβειών στην Κων/πολη) και να μην παροτρύνει τους πάντες μέσω του Κολοκοτρώνη; Τα ίδια ακριβώς είχαν γίνει το 1804, την περίοδο που ο πατέρας του στην Βλαχομολδαβία βρισκόταν σε διασύνδεση με την Ρωσία και τα Επτάνησα και έβλεπε τον Ζαχαριά και τον Κ. Κολοκοτρώνη στην θέση που το 1821 βρισκόταν ο γιός του τελευταίου. Αυτά, οι προεκτάσεις τους και τα παρόμοια θέματα απουσιάζουν με ευθύνη όλων των ιστορικών. Το αποτέλεσμα αυτών των κενών είναι η διαιώνιση μιας φιλολογίας που στην καλυτερη περίπτωση συνοψίζεται στον διαχωρισμό στάσης μεταξύ «ανώτερου και κατώτερου κλήρου» ή στην φράση «ποια ήταν η συνεισφορά της Εκκλησίας στην Επανάσταση;» Ας δούμε τώρα πώς αντιστρέφεται και το «εύκολο» κομμάτι της ιστορίας.
Στον βαθμό που ο Υψηλάντης δεν μπορούσε να απουσιάζει από την νεωτερική ιστορία του 20ου αιώνα, έπρεπε να εμφανιστεί κι αυτός ως «εκσυγχρονιστής». Η επιλεκτικά διαβασμένη κεντρική του προκήρυξη ήταν ό,τι έπρεπε και το σαθρό ιστορικό πλαίσιο ήταν το εξής: Όταν ο τσάρος Αλέξανδρος δήλωσε άγνοια και αποδοκίμασε τον υπασπιστή του, όταν ο Πατριάρχης καταδίκασε την Επανάσταση, όταν σύσσωμα τα «χριστιανικά» ανακτοβούλια αποδοκίμασαν τον Υψηλάντη κι αυτός «απέτυχε» στην Μολδοβλαχία, η δυτικόφιλη ελληνική πλευρά μπορούσε να ισχυριστεί ότι όλοι οι χριστιανοί αποποιήθηκαν μια Επανάσταση, γιατί [άρα] αυτή ήταν εθνική-νεωτερική. Μάλιστα, ο τσάρος ήταν ο ιδρυτής της Ιεράς Συμμαχίας, άρα η καταδίκη του μετρούσε διπλά. Έτσι, η διεκδίκηση της ταυτότητας της Επανάστασης στην Πελοπόννησο έμεινε ανοιχτή, με την πλευρά του Αλ. Υψηλάντη (Κολοκοτρώνης στην θέση του Δ. Υψηλάντη) σε στάση αναμονής, έναντι όσων ελληνοκαρμπονάρων έσπευσαν υποκριτικά να δηλώνουν προς τις δήθεν αντικαρμποναρικές αγγλογαλλικές κυβερνήσεις «εμείς δεν είμαστε καρμπονάροι όπως ο Υψηλάντης, σας καλούμε να μας αναγνωρίσετε ως εθνικούς χριστιανούς». Νέγρης και Μαυροκορδάτος έσπευσαν να δημιουργήσουν «Άρειο Πάγο» και -ως «χριστιανοί»- να αποκαθηλώσουν το «αντιχριστιανικό» σύμβολο του Αλέξανδρου και Δημήτριου Υψηλάντη: τον Φοίνικα. Κυρίως όμως, έσπευσαν να δημιουργήσουν ένα Σύνταγμα που προσδιόριζε τον «Έλληνα» ως ιθαγενή του κράτους και την σχέση κράτους-Εκκλησίας στα πρότυπα του έθνους-κράτους. Το μόνο που δεν έκαναν ήταν να καταργήσουν τελείως το χριστιανικό ημερολόγιο, όπως έκανε το Γαλλικό Διευθυντήριο. Αρκέστηκαν στην διπλή χρονολόγηση: 1822, Α’ της ανεξαρτησίας (από την Οθωμανική διοίκηση και υπόρρητα-ευχητικά, από το Οικουμενικό Πατριαρχείο). Έτσι, μια Επανάσταση που και οι πέτρες γνώριζαν ότι κατευθύνεται στην Κωνσταντινούπολη, άρχισε να μεταποιείται σε Επανάσταση που κατευθύνεται στην αρχαία Σπάρτη, στην αρχαία Κόρινθο, ίσως και στην Ακρόπολη των Αθηνών, αν το επέτρεπε η Βρετανία.
ΠΟΣΟ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙ ΣΗΜΕΡΑ Ο ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ;
Γρηγόριος Υψηλάντης του Γρηγορίου. Είναι γιος του μικρότερου από τους 5 αδελφούς Υψηλάντη που δεν πήρε μέρος στην Επανάσταση. Σ’ αυτόν αφιέρωσε ο Φιλήμων το τετράτομο Ιστορικό του Δοκίμιο (1859-61)
Σχεδόν κάθε πρόσωπο της Επανάστασης παραμένει τόσο άγνωστο, όσο ανεξήγητη είναι η Επανάσταση. Δεν είναι θέμα πληροφόρησης, αλλά θέμα σωστής ερμηνείας των καταστάσεων και ένταξης των προσώπων μέσα σ’ αυτές. [Το παρόν κείμενο δεν λύνει το συνολικό θέμα, αλλά προσπαθεί να παρουσιάσει το επόμενο στάδιο, εντοπίζοντας τις άλυτες συνιστώσες.] Ο Υψηλάντης δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί από την μάχη των δυο παρατάξεων που μετά τον πόλεμο, συνεχίστηκε στην ιστορική αποτύπωση των γεγονότων. Όσο η αποτύπωση είχε εκατέρωθεν σκοπιμότητες, ο Υψηλάντης παρέμενε είτε στην αφάνεια, είτε στην κατάκριση. Ο Ιωάννης Φιλήμων υπήρξε ο πρώτος μεγάλος ιστορικός της Επανάστασης. Ξεκίνησε το 1834 με το δοκίμιό του για την Φιλική Εταιρεία και συνέχισε 25 χρόνια αργότερα με το ημιτελές του δοκίμιο για την Ελληνική Επανάσταση. Αν και «υψηλαντικός» (υπήρξε γραμματέας του Δημητρίου Υψηλάντη), ήταν αναγκασμένος να μιλάει για ένα εταιρικό κίνημα με λίκνο την Οδησσό και να λογοκρίνει τα λίγα -σχετικά- κείμενα του αρχηγού, στο πλαίσιο της απόκρυψης του ρόλου της Ρωσίας και των Καποδίστρια-Υψηλάντη-Ρώμα. Ο Φοίνικας και η τρίχρωμη σημαία εμφανίζονται θριαμβευτικά, εξηγούνται όμως μέχρι του προκαθορισμένου σημείου. Το τεράστιο έργο του Φιλήμονα δεν έχει μέχρι σήμερα αξιοποιηθεί. Το αρχείο του παραμένει πολύτιμο, αν και έχει υποστεί ελάφρυνση. Ο Φιλήμων άφησε το έντυπο έργο του κλειδωμένο, δείχνοντας διακριτικά το σημείο στο οποίο βρίσκεται το κλειδί.
Η τρίχρωμη σημαία του «σφετεριστή» Αλ. Υψηλάντη απουσιάζει από την Επανάσταση που εξιστορεί ο Σ. Τρικούπης. Ο «ύποπτος σφετερισμού εξουσίας» Δ. Υψηλάντης αντιδρά στην κυανόλευκη εθνική σημαία της Επιδαύρου.
Ο Σπυρίδων Τρικούπης από την άλλη πλευρά έγραψε την μαυροκορδάτεια εκδοχή της Επανάστασης με μια διαφορετική από τον Φιλήμονα συνταγή ισορροπίας μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Η συνταγή δείχνει μάλλον και την ιδιοσυγκρασία ενός ανθρώπου που ισορροπεί μεταξύ της φιλαλήθειας και της ξεροκέφαλης ιδεοληψίας. Ενώ δέχεται τον χριστιανικό χαρακτήρα της Φιλικής Εταιρείας και της Επανάστασης, εμφανίζει τον Ξάνθο να «χειροτονεί» τον Υψηλάντη Επίτροπο της Αρχής κι αυτός να σφετερίζεται την «υπερτάτην διοίκησιν των πραγμάτων», μόλις αντιλήφθηκε ποιοι [ασήμαντοι] συνιστούσαν την Αρχή. Πίστευε προφανώς ο Τρικούπης ότι η γενναιότητά του να εμφανίσει τον Σκουφά ως μοναδικό ιδρυτή της Εταιρείας του έδινε το δικαίωμα στη μεγέθυνση της ψευδούς ανάθεσης της Αρχής. «Κακοί σύμβουλοι παρέσυραν τον Υψηλάντη να αρχίσει τον αγώνα στην Μολδοβλαχία». Η τρικούπεια εξιστόρηση ρίχνει διακριτική χολή κατά μιας Επανάστασης που εμπλέκει «Έλληνες» με «Σέρβους, Αρβανίτες, Βούλγαρους» οι οποίοι δεν [θα έπρεπε να] ανήκουν στην Φιλική Εταιρεία. Παραλείποντας την προγενέστερη, συνδυασμένη δράση της φαναριώτικης και της ρωσικής πολιτικής, κινείται στον άξονα «δομικά διαφορετική ήταν η Επανάσταση του 1821 από την Επανάσταση που ήταν έτοιμη να ξεσπάσει το 1807». Η τελετή ύψωσης της Επαναστατικής σημαίας στο Ιάσιο αναφέρεται τηλεγραφικά και αυτό θα πρέπει να συνδυαστεί με την αστεία προσπάθεια του Τρικούπη να εξηγήσει την επανεμφάνιση του Φοίνικα από τον Καποδίστρια – Κυβερνήτη. Ο Τρικούπης θέτει τις βάσεις της επίσημης ιστορίας που θα μασάει τα λόγια της για την Φιλική Εταιρεία (άρα και για τον Φοίνικα) μέχρι να εμφανιστεί η έτι χειρότερη (ως προς τα κεντρικά σημεία) μαρξιστική ιστορία: ο Υψηλάντης «θεωρείται» αρχηγός της Επανάστασης. Αυτό λέει ο Τρικούπης (τ. Α΄, σ. 141) και συμπληρώνει ότι κακώς ο φιλόδοξος-ευαπάτητος πατριώτης δέχθηκε την αρχηγία (της Εταιρείας) που του προσφέρθηκε από μια ασήμαντη, αόρατη Αρχή της Φιλικής.
Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος θα αποτελέσει μια μικρή ανάπαυλα στον πόλεμο της γραφίδας, όχι επειδή η ιστορία του λύνει τα θέματα, αλλά επειδή μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο η ρωσική πολιτική περνάει από τον ορθόδοξο διεθνισμό στον ορθόδοξο εθνισμό και όλοι συσπειρώνονται προσωρινά γύρω απ’ αυτό που ονομάζουμε «Μακεδονικό αγώνα, Βαλκανικούς πολέμους». Στον 20ο αιώνα στήνεται ένα νέο, ευρύτερο σκηνικό διχασμού που επιβάλλεται από την πραγματικότητα του Α΄ παγκόσμιου πολέμου. Η ιστορία του Τρικούπη αντικαθίσταται από την μαρξιστική ιστορία η οποία στην αρχή είναι εξαιρετικά χοντροκομμένη. Υποστηρίζεται ότι δεν επαναστάτησε το χριστιανικό έθνος των Ελλήνων αλλά η αστική τάξη του παροικιακού ελληνισμού, η οποία παρέσυρε τους στενάζοντες υπό τους κοτζαμπάσηδες και τους πλοιοκτήτες Έλληνες. Η παραδοσιακή ιστορία δεν ανανεώνεται. Ακολουθεί τα χνάρια του Παπαρρηγόπουλου (πολιτική είναι η χάραξη), όχι του Φιλήμονα, ούτε βέβαια του Φραντζή. Ο Ρώμας και ο Ν. Υψηλάντης δεν αξιοποιούνται. Και πώς θα μπορούσαν, όταν δεν αξιοποιήθηκε ούτε το αρχείο του Κουντουριώτη που εμφανίζεται λίγο μετά. Η παράδοση βρίσκεται σε άμυνα και καθώς η μαρξιστική ιστορία σταδιακά βελτιώνει την μεθοδολογία της και αξιοποιεί τα νέα, ανώτερα εργαλεία της, η παράδοση αδυνατεί να πείσει ευρύτερα στρώματα, καθηλωμένη στον ορθόδοξο εθνισμό του Παπαρρηγόπουλου. Ιστορικοί όπως ο Απόστολος Βακαλόπουλος έχουν επί μέρους επιτυχή αντιπαράθεση με τους μαρξιστές, όμως ο κεντρικός τους άξονας και η συνολική τους ερμηνεία για την γένεση του ελληνικού κράτους με βάση την πολιτισμική συνέχεια σκοντάφτει στο Γραικικό «Βυζάντιο», στην δυτικότροπη «Αναγέννηση», στον νεωτερικό «Διαφωτισμό», στο «ομοιογενές» δίδυμο Κοραή-Ρήγα και -φυσικά- στην Φιλική Εταιρεία της Οδησσού, στον περίεργο Καποδίστρια, στον προβληματικό Υψηλάντη. Η παραδοσιακή ιστορία αδυνατεί να αξιοποιήσει και τις πρωτογενείς ξενόγλωσσες πηγές, συνεπώς η σοβαρή έλλειψη του 19ου αιώνα εξελίσσεται στην λογικοφανή παράνοια του 20ου. Το πόσο αποτρεπτικά προς την λογική λειτούργησε η παρατεταμένη χρήση του άξονα που πρόβαλαν ο Τρικούπης και ο Παπαρρηγόπουλος μπορούμε να το δούμε σε μεταγενέστερες περιπτώσεις.
Πολυχρόνης Ενεπεκίδης. Καθηγητής ιστορίας στην Βιέννη και σημαντικός ερευνητής αρχειακού υλικού
Ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης υπήρξε ένας ακούραστος, μετριοπαθής, μη μαρξιστής ιστορικός. Ερεύνησε ιδιαίτερα την προεπαναστατική δράση των Ελλήνων της Αυστρίας και το 1969 δημοσίευσε τα ντοκουμέντα για την 6ετή αιχμαλωσία του Υψηλάντη. Η προσφορά αυτή ήταν πολύ σημαντική, πρέπει όμως να δούμε σε ποιο πλαίσιο ενέταξε τα ευρήματά του. Εκπλησσόμενος από όσα ανακάλυψε, ο Π. Ενεπεκίδης δεν κατάφερε να διαχωρίσει τον σχολιασμό των αρχείων από την συναισθηματική του φόρτιση και αυτό είναι αρνητικό μόνον στο βαθμό που δεν του επέτρεψε να τα ερμηνεύσει σωστά. Η σκληρή μεταχείριση του Υψηλάντη αποδίδεται προσωπικά στον Μέτερνιχ και επισκιάζει τα ερωτήματα που απορρέουν από την ρωσική φυλάκιση του Υψηλάντη, την οποία όμως εντοπίζει. Ο Π. Ενεπεκίδης παρεμβάλλει κεφάλαια φανταστικών διαλόγων μεταξύ των φυλακισμένων Υψηλαντών, του Λασσάνη και των υπηρετών, τα οποία αντικατοπτρίζουν την ορθή ως προς κάποια σημεία, προβληματική ως προς άλλα, γνώση της Ιστορίας που έδινε τότε το Ελληνικό σχολείο. Το σχολείο επένδυε σαφώς στον συγκινησιακό τομέα και στα πρόσωπα-ήρωες, αφήνοντας τα τεράστια κενά να συμπληρώνονται στον πανεπιστημιακό χώρο από γνώση που όμως όφειλε να συμβαδίζει με την γραμμή Παπαρρηγόπουλου ή έστω Βακαλόπουλου. Η γραμμή αυτή όμως είχε ομογενοποιήσει το μπόλιασμα του Τρικούπη και η Ελλάδα εξακολουθούσε να ανήκει εις την Δύσιν. Τα θέσφατα του «διαφωτισμού», της ανελεύθερης Ιεράς Συμμαχίας, της δημοκρατίας που ισοδυναμεί με ελευθερία και δικαιοσύνη, κλπ παγίδευαν την σκέψη και σταματούσαν τα ερωτήματα. Ως ιδρυτή της Ιεράς Συμμαχίας ο Ενεπεκίδης θεωρούσε τον «κακό» Μέτερνιχ, τον δράκο της Επανάστασης, όπως τον περιέγραφε επί δεκαετίες το ελληνικό σχολείο. Η αντιφατική στάση του τσάρου δεν διερευνάται. Ούτε η στάση του Νικόλαου Υψηλάντη με το περίεργο σύγγραμμα που αρκετοί αμφιβάλλουν ως προς την ταυτότητα  του συντάκτη. Ο αλληλογραφών μικρότερος αδελφός του Αλέξανδρου, ο Γρηγόριος Υψηλάντης, συγχέεται με τον γιό του, που έγινε πρέσβης του ελληνικού κράτους στην Αυστρία. Η στάση του Καποδίστρια προς τον Υψηλάντη κρίνεται διακριτικά, αλλά αρνητικά, μέσα στο απάνθρωπο μετερνίχειο πλαίσιο. Συναντώντας τον φοίνικα στο νόμισμα του Καποδίστρια, ο Ενεπεκίδης το μόνο που είχε να παρατηρήσει, ήταν ότι τον είχε πρωτοχρησιμοποιήσει ο Υψηλάντης. Η αλληλογραφία των αυστριακών παραγόντων αντιμετωπίζεται με κριτήρια παρόμοια της αλληλογραφίας του Αλέξανδρου με την μητέρα του Ελισάβετ. Αυτά θα ήταν αναμενόμενα από έναν ερασιτέχνη ιστοριοδίφη, αποτελούν όμως ελλείψεις για έναν πανεπιστημιακό ιστορικό.
Μια ακόμα περίπτωση που ο αρχηγός της Επανάστασης κρίνεται σ’ ένα «παραδοσιακό πλαίσιο μαρξίζουσας απόχρωσης» ως ο γενναίος, φλογερός και ηρωικός πατριώτης που επηρεάστηκε από το φιλελεύθερο δυτικό πνεύμα, είναι η επέτειος εορτασμού των 200 ετών από την γέννησή του, όπως αποτυπώθηκε στην Επιστημονική διημερίδα της Θεσσαλονίκης το 1993. Χαρακτηριστικό είναι το άρθρο «Αλέξανδρος Υψηλάντης, Εθνικός ήρωας της Ελλάδας. Άγνωστα στοιχεία για την ζωή και την πατριωτική του δράση» του Grigori Arsh. Ο Ρώσος ιστορικός σκέπτεται με αναχρονισμούς και προκαταλήψεις. Η προσπάθεια λήψης ενός γαλλικού δανείου το 1820 από τον Αλ. Υψηλάντη κρίνεται από τον Grigori Arsh μόνον ως «επιδίωξη επιστροφής της κατασχεθείσας περιουσίας από τους Οθωμανούς στην Κων/πολη», όχι ως προσπάθεια διασύνδεσης και αναγνώρισης της Επανάστασης από τον γαλλικό τεκτονισμό σε αντιστάθμισμα προς τον -εχθρικό εκείνη τη στιγμή- αγγλικό. Η προσπάθεια αυτή θα προχωρήσει το 1822 μέσω του Jourdain και μαζί με την αποτυχία του Δράμαλη, θα γίνουν οι κύριοι λόγοι για τους οποίους ο υπουργός Κάσλρη θα χαράξει αλλαγή της βρετανικής πολιτικής λίγο πριν αυτοκτονήσει. Η άποψη του Αρς για την πρόωρη έκρηξη της Επανάστασης είναι ότι ο Υψηλάντης έσπευσε να προλάβει τις προδοσίες στην Πύλη, οπότε, μη δυνάμενος να μεταβεί στην Πελοπόννησο, άρχισε την Επανάσταση στην Μολδαβία και την Βλαχία. Εκεί εγκλωβίστηκε, γιατί δεν είχε προβλέψει τις αντιδράσεις του τσάρου και του Πατριάρχη. Πρόκειται για την πλέον αφελή (πέρα από αντιφατική) διατύπωση, που υποβιβάζει το επίπεδο των οργανωτών σε ερασιτέχνες γ΄ βαθμού. Μια Επανάσταση που οργανώθηκε από το επιτελείο του Καποδίστρια αριστοτεχνικά, με εμπειρία και διεθνείς διασυνδέσεις αντιμετωπίζεται ως ένα κίνημα που γίνεται με τον Ρουσσώ παραμάσχαλα, επειδή ο Αλή πασάς «έτυχε» εκείνη την στιγμή να κηρυχθεί αποστάτης από τον Σουλτάνο. Βασικό σημείο που εμποδίζει τον Ρώσο ιστορικό είναι η κεντρική του θέση πως ο Υψηλάντης και ο Καποδίστριας είχαν απόψεις που θα τους επέτρεπαν -αν μπορούσαν- να γκρεμίσουν την εξουσία του δεσπότη τσάρου για να την αντικαταστήσουν με μια «προοδευτική» συνταγματική μοναρχία ή μια αβασίλευτη δημοκρατία. Υπό αυτή την έννοια, χαρακτηρίζει «ξένο» παράγοντα τον τσάρο, που ως τέτοιος, δεν θα μπορούσε ποτέ να δώσει το σύνθημα της έναρξης της Επανάστασης. Γι αυτό και ο Αρς αναγκάζεται να στηριχθεί στην επίσημη μετεπαναστατική αλληλογραφία Καποδίστρια-Υψηλάντη, προκειμένου να κατατάξει απροβλημάτιστα τον δεύτερο στον κατά Ρουσσώ ορισμό του ανθρώπου και της ανθρώπινης ελευθερίας.
«Δυο πρίγκιπες στην Ελληνική Επανάσταση». Ένας τίτλος, τα δυο μέρη του οποίου συνιστούν αντίφαση. Γιατί όμως;
Ένα σημαντικό απομνημόνευμα του 1820-21 εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά μόλις το 2015. Πρωτοκυκλοφόρησε στα γερμανικά το 1824 και αποτελείται από δυο ξεχωριστά κείμενα. Το πρώτο λέγεται «Επιστολές ενός αυτόπτη μάρτυρα της Γραικικής Επανάστασης του 1821» και το δεύτερο «Υπόμνημα του πρίγκιπα Γεωργίου Καντακουζηνού για τα γεγονότα στην Βλαχία κατά τα έτη 1820 και 1821». Το πρώτο, ανώνυμο κείμενο μπορεί με βεβαιότητα να αποδοθεί στον Αλέξανδρο Καντακουζηνό, αδελφό του Γεωργίου. Πρόκειται δηλαδή για τις αφηγήσεις δυο αδελφών που πήραν μέρος στην αρχή της Επανάστασης, ο πρώτος υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη (στην πολύ σύντομη περίοδο αίσθησης ενός αρχηγού στην Πελοπόννησο), ο δεύτερος υπό τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στις ηγεμονίες. Στα δυο κείμενα οι συγγραφείς αφηγούνται τα γεγονότα, υπερασπιζόμενοι τις απόψεις και τις πράξεις τους. Ο χαρακτήρας δηλαδή των κειμένων είναι απολογητικός-καταγγελτικός. Πρέπει να θυμόμαστε ότι μετά την τσαρική αποκήρυξη οι αδελφοί Καντακουζηνοί βρέθηκαν σ’ αυτούς που αδυνατούσαν να επιστρέψουν στη Ρωσία. Η διαφορά μεταξύ τους έγκειται στο ότι ο Αλέξανδρος επέλεξε να αποχωρήσει από ένα επιτυχές πεδίο μάχης, ενώ ο Γεώργιος εγκατέλειψε τον χώρο ευθύνης του, το Σκουλένι της Μολδαβίας όπου έπεσαν ηρωικά μαχόμενοι όσοι παρέμειναν υπό τον Αθανάσιο Καρπενησιώτη. Ευνόητο είναι, ότι το κείμενο του Γεωργίου, αξιωματικού του ρωσικού στρατού όπως ο Υψηλάντης, έχει ως βασικό αποδέκτη τον τσάρο Αλέξανδρο. Πιθανώς όμως να απευθύνεται και στην Φιλική Εταιρεία, καθώς ο Γεώργιος είχε δώσει επιπρόσθετα τον όρκο των «διακεκριμένων προσώπων» σύμφωνα με τον Φιλήμονα. Η ελληνική έκδοση φέρει τον τίτλο «Δυο πρίγκιπες στην Ελληνική Επανάσταση«. Η μετάφραση είναι του Χ. Μ. Οικονόμου, η εισαγωγή, ο σχολιασμός και η επιμέλεια φέρουν την υπογραφή του έμπειρου ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου.
Το βιβλίο είναι πολύτιμο από μια ακόμα πλευρά. Οι εισαγωγές και οι σχολιασμοί του Β. Παναγιωτόπουλου είναι εκτενείς (υπερβαίνουν τα κείμενα των Καντακουζηνών) και θέτουν προβληματισμούς σε πολλά ζητήματα του Υψηλάντη και της Φιλικής Εταιρείας. Σε ποιο πνεύμα; Στο γνωστό, σ’ αυτό όπου απουσιάζει παντελώς ο «φοίνικας».
Πλαγίως και συνεχώς διαπιστώνεται μια κίνηση αντίθετη προς την (δυτικότροπη) λαϊκοκινούμενη Επανάσταση. Είναι η κίνηση που χαρακτηρίζεται «αριστοκρατική, φαναριώτικη, πριγκιπική, τοπικιστική» κλπ Έτσι ο Β. Παναγιωτόπουλος εθελοτυφλεί έναντι της εξόφθαλμης μάχης που δίνει η παράταξη της Αθηνάς έναντι της παράταξης του Φοίνικα, παρότι, ως νουνεχής, αναγκάζεται να εκφράσει μισοδιατυπωμένες σκέψεις, απορίες και ατελή συμπεράσματα ως προς τα κατά ριπάς εμφανιζόμενα στοιχεία που δείχνουν προς το πραγματικό κέντρο βάρος της Φιλικής Εταιρείας. Σύμφωνα με ένα δυτικό αξίωμα μόνον οι «λαϊκές» επαναστάσεις και τα «λαϊκά» πολιτεύματα εξασφαλίζουν τον λαό από την εκμετάλλευση, οπότε η Επανάσταση του 1821 θεωρείται -φυσιολογικά- καρπός της Δύσης. Κατά τραγική ειρωνεία, οι μαρξιστές και οι μαρξίζοντες διαφωνούν σ’ αυτό τελείως με τον Μαρξ, ο οποίος -σε γενική διατύπωση- πιστώνει την οργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης, την έναρξη και την «λήξη του 1829» στον ρωσικό παράγοντα.
Η νεωτερικότητα έχει από τον 19ο αιώνα εφεύρει την «τοπικιστική νοηματοδότηση της επανάστασης» για να δικαιολογήσει με διαφορετικό τρόπο την αντιπαράθεσή της με την χριστιανική νοηματοδότηση. Στο πλαίσιο αυτό ο Β. Παναγιωτόπουλος διαπιστώνει σύγκρουση Φιλικής-τοπικιστών. Εδώ έχουμε μια αντιστροφή των νοημάτων. Η πραγματική τοποθέτηση της αντιπαράθεσης θα τα έδειχνε το αντίθετο, καθόσον το νεωτερικό έθνος είναι στενότερο του παραδοσιακού (χριστιανικού). Το πρώτο ορίζεται με βάση την γλώσσα σε χρηστικό επίπεδο, το δεύτερο με βάση την πίστη και την γλώσσα σε λειτουργικό επίπεδο.
Ενώ στο ελληνικό Βασίλειο ο Κοραής απεικονίστηκε δίπλα στον Ρήγα σ’ ένα πλαίσιο συμφιλίωσης και συνύπαρξης της Αθηνάς με τον Φοίνικα, κάποιοι άρχισαν να ομογενοποιούν την συνύπαρξη. Καθώς ο φοίνικας σταδιακά σβήστηκε από την κοινή μνήμη, το μόνο τους πρόβλημα ήταν το άδετο της υπερεθνικής διάστασης του Ρήγα με την εθνική διάσταση του Κοραή· το πρόβλημα αυτό κλήθηκε να λύσει η δημοκρατία. Όπως πολλοί, ο Β. Παναγιωτόπουλος ονομάζει τα σχέδια του Ρήγα με τον αναχρονιστικό όρο «Βαλκανική Δημοκρατική Επανάσταση», όταν τα «Βαλκάνια» είναι η προσπάθεια αποφυγής του όρου «Χριστιανισμός της Ανατολής» και η «Δημοκρατία» είναι το κράτος εκείνο στο οποίο ακόμα και ο Θούριος λέει «και της πατρίδας ένας να γίνει αρχηγός». Προσπαθώντας η Επανάσταση της Οδησσού να βρει προϊστορία, διέγραψε την περίοδο 1800-07 και έκανε μια επιλεκτική ανάγνωση του -αναγκαστικά- άγνωστου στο ευρύ κοινό Ρήγα Βελεστινλή. Γι αυτό και ξέχασε να αναφέρει την σχέση του με τον Αλέξανδρο Ι. Υψηλάντη (1726;-1807). Γι αυτό και παρέλειψε την σημαία του Ρήγα που ήταν ίδια στα χρώματα με αυτήν που υψώθηκε στις 26-2-1821 στο Ιάσιο.
Αγκιστρωμένος επί 30 χρόνια στην ερμηνεία της δικής του «Πίζας», ο Β. Παναγιωτόπουλος επιμένει να κλείνει τα μάτια ή να χρησιμοποιεί την προκρούστεια κλίνη της νεωτερικότητας. Η κριτική έχει να κάνει με την ειδίκευση του Β. Παναγιωτόπουλου στα της Εταιρείας των Φιλικών. Στην περίπτωση των Καντακουζηνών επιλέγει ή ασπάζεται έναν τίτλο βιβλίου, υπερασπιζόμενος μέσα σ’ αυτό την θέση ότι στην Επανάσταση που έχει οργανωθεί «από τον λαό» οι «πρίγκιπες» παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Δεν υπονοούμε εδώ για μια αντιδιαστολή της «Επανάστασης του Ξάνθου» με την «Επανάσταση του Καποδίστρια». Όχι. Θα ήταν άδικο, αν πηγαίναμε σε τόσο βάθος. Μιλάμε για την κοινώς αποδεκτή ιστορία, η οποία δέχεται ότι της Επανάστασης του λαού ηγήθηκε ένας πρίγκιπας, ενώ ως «πρίγκιπας» προσπάθησε -για τον ίδιο λόγο- να εμφανιστεί ο ηγέτης του αντίπαλου στόχου, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, δικαιολογούμενος στη συνέχεια «δεν μπορώ να απαγορεύσω στους αυθόρμητους υποστηρικτές μου να με αποκαλούν όπως αυτοί νομίζουν». Αν μη τι άλλο, όφειλαν οι νεωτερικοί ιστορικοί να εξηγήσουν γιατί ένας λαός ανταποκρινόταν στο κάλεσμα της «αστικής τάξης» και ξεσηκωνόταν (και) εναντίον της «καταπίεσης των κοτζαμπάσηδων» μόνον όταν μπροστάρης ήταν ένας επίσκοπος, ένας παπάς ή ένας πρίγκιπας και δίπλα ένας Κολοκοτρώνης ή ένας Δεληγιάννης. Όφειλαν, δηλαδή, να εξηγήσουν γιατί οι Αναγνωστόπουλοι και οι Τσακάλωφ δεν τέθηκαν επί κεφαλής του 1821, αλλά προτίμησαν «να παραδώσουν την εξουσία» και γιατί ουδείς σκέφτηκε το 1827 να προτείνει τον Ξάνθο για αρχηγό του κράτους.
31-1-2016 στο Εκκλησάκι των Ταξιαρχών της οδού Στησιχόρου. Ένας αρχηγός ελληνικού κράτους παρίσταται για πρώτη φορά σε επιμνημόσυνη δέηση για τον αρχηγό της Επανάστασης, 188 χρόνια μετά τον θάνατό του. Όχι, δεν πρόκειται για κρατική πρωτοβουλία. Μια Πανελλήνια Ένωση Ποντίων αξιωματικών και ένα Ινστιτούτο Διαβαλκανικής Συνεργασίας διοργάνωσαν την τελετή.
Λίγοι ασφαλώς γνωρίζουν πού βρίσκεται σήμερα ο τάφος του αρχηγού της Επανάστασης. Πριν πούμε γι’ αυτόν, να πούμε ότι η ταριχευμένη καρδιά του βρίσκεται στο παρεκκλήσι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, πίσω από το μέγαρο Μαξίμου, στην οδό Στησιχόρου. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης επιθυμούσε η καρδιά του να ταφεί στην Ελλάδα. Μετά τον θάνατό του αποσπάστηκε από το σώμα και ο αδελφός του Γεώργιος την έστειλε το 1843 στην Αθήνα. Από το 1859 η καρδιά του Αλέξανδρου μαζί με του Γεωργίου βρίσκονται στο παρεκκλήσι, κάτι που έγινε γνωστό πολύ αργότερα.
Καλά κρυμμένος μέσα στο πεδίο του Άρεως βρίσκεται ο τάφος του Αλέξανδρου Υψηλάντη από το 1964
Το παρεκκλήσι των Παμμεγίστων Ταξιαρχών και το μνημείο του Ιερού Λόχου του 1942, αριστερά και δεξιά από τον τάφο του Υψηλάντη. Στην κάθετη, εικονιζόμενη πλευρά αναγράφεται: «Αλέξανδρος Υψηλάντης, Γενικός Επίτροπος της Αρχής της Φιλικής Εταιρείας»
Η λιγότερο φωτογραφημένη πλευρά περιλαμβάνει τον Αναγεννώμενο Φοίνικα και τον σκούφο του Ιερού Λόχου
Ο αρχηγός της Επανάστασης πέθανε την 31 Ιανουαρίου 1828 στην Βιέννη. Ετάφη στο κοιμητήριο του Αγ. Μάρκου δυο μέρες αργότερα. Το 1903 έγινε εκταφή και τα λείψανα μεταφέρθηκαν προσωρινά στον οικογενειακό τάφο Υψηλάντη-Σίνα έξω από την Βιέννη. Νωρίτερα η ελληνική Βουλή είχε αποφασίσει να διακομισθούν δημοσία δαπάνη τα οστά του Υψηλάντη στο Ναύπλιο, όπου υπήρχε ήδη μνημείο του Δ. Υψηλάντη. Στο βιβλίο του Π. Ενεπεκίδη «Ρήγας-Υψηλάντης-Καποδίστριας» μπορεί κάποιος να διαβάσει την πορεία για την ευτυχή κατάληξη της απόφασης. Χρειάστηκαν …περί τα 70 χρόνια για να ταφεί ο αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Και πάλι καλά δηλαδή, αφού το άγαλμα του Καποδίστρια χρειάστηκε έναν αιώνα από την ημέρα της απόφασης για να στηθεί στο Ναύπλιο. Πρόκειται για την γνωστή εχθρότητα του ελληνικού κράτους προς την πλευρά του Φοίνικα, η οποία, διαρκώς παρεξηγημένη, αναφέρεται ως «αχαριστία ή αγνωμοσύνη». Στον περίβολο ενός ακόμα παρεκκλησίου των Παμμεγίστων Ταξιαρχών βρίσκεται από το 1964 ο τάφος του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Στο πεδίο του Άρεως. Κατά μια περίεργη συγκυρία κι εκεί ο Φοίνικας δεν είναι προσιτός. Μάλλον επειδή φωτογραφίζεται από την καλή πλευρά του Υψηλάντη, την αριστερή του.
Από το 2014 ο Αλ. Υψηλάντης βρίσκεται και στην Πλατεία Φιλικής Εταιρείας στο Κολωνάκι. Δίπλα του οι Σκουφάς και Τσακάλωφ. Άλλη μια μη κρατική πρωτοβουλία δίπλα στην κρατική σιωπή για τα 200 χρόνια της οργάνωσης που δημιούργησε το ελληνικό κράτος. Πρωτοβουλία της Εταιρείας Ελλήνων Ευεργετών και της Πανελλήνιας Ένωσης Ελλήνων Αξιωματικών «Αλέξανδρος Υψηλάντης», χορηγία Ευάγγελου Μαρινάκη (γόνου Υψηλαντών)
Πολλές ανοησίες έχουν διαχρονικά ακουστεί για την Επανάσταση του 1821. Αναγκαστικό αυτό (χωρίς υπερβολή) για τέσσερις λόγους. Α) Η κρατική ιστορία έχει πάντα προκαθορισμένο στόχο. Β) Η εξιστόρηση του 21 ξεκίνησε ως ένας συμβιβασμός αυτοδέσμευσης. Η πλευρά που κίνησε την Επανάσταση εμφάνισε διακριτικά τον στόχο της κρύβοντας τα πρόσωπα. Η αντίπαλη πλευρά αρνήθηκε τον συμβιβασμό, ζητώντας διαφορετική διατύπωση στον στόχο. Γρήγορα η μάχη μεταφέρθηκε στα πρόσωπα. Γ) Με το πέρασμα του χρόνου, ορισμένα κεντρικά στοιχεία, αν και αναπόδεικτα, θεωρήθηκαν -μέσω ψυχολογίας- ως θέσφατα, εγκλωβίζοντας τους ιστορικούς αμφοτέρων των πλευρών. Στον 20ο αιώνα τόσο η παραδοσιακή όσο και η μαρξιστική / νεομαρξιστική σχολή απέκτησαν εξαρτημένα ανακλαστικά απόρριψης νέων στοιχείων που έρχονταν σε σύγκρουση με τα θέσφατα. Κοινό στοιχείο αναχρονιστικής θέασης της ιστορίας και για τις δυο σχολές ήταν το «εθνικό ελληνικό παρελθόν». Αν και το έθνος μεταφραζόταν διαφορετικά, κάθε πλευρά, έβλεπε την επαναστατική πράξη ως πρόθεση δημιουργίας ενός ελληνόγλωσσου κράτους. Δ) Τα ντοκουμέντα ήταν εξαιρετικά πολύπλοκα και διάσπαρτα σε μεγάλο χώρο και χρόνο. Παραμένουν ως σήμερα μερικώς άγνωστα ή αναξιοποίητα.
Μοιραίο είναι, τα κομμάτια του παζλ που λείπουν, να συμπληρώνονται από αστοχίες ή λανθασμένες εκτιμήσεις. Κάποιες όμως κεντρικές ανοησίες θα μπορούσαν να είχαν εξαλειφθεί, είτε να είχαν τοποθετηθεί σοβαρά ερωτηματικά δίπλα στην διατύπωσή τους. Ένα από αυτά είναι η σχέση Γαλλικής και Ελληνικής Επανάστασης. Δεν είναι μόνον η αντίστροφη χρονική διάταξή τους που μας αποτρέπει να διαπιστώσουμε ότι η πρώτη επηρεάζει καθοριστικά την δεύτερη. Η Ελληνική δεν έχει απλώς προηγηθεί, αλλά έχει υπονομευτεί πολλές φορές από την δύναμη που γέννησε την Γαλλική. Πρώτα στην αυστρο-ρωσική συνεργασία με το «ελληνικό σχέδιο» (1787), ύστερα στην περίοδο του Ρήγα, τέλος στην Επτανησιακή περίοδο του Καποδίστρια (1803-07). Μια τέταρτη περίπτωση που η «Γαλλική» δράση επιφέρει αρνητικό αποτέλεσμα στο θέμα των χριστιανών της ανατολής ήταν η εισβολή του Ναπολέοντα στην Ρωσία το 1812. Τότε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος στον Δούναβη τερματίζεται βιαστικά με την Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Ο Καποδίστριας είναι παρών στον πόλεμο και απ’ ευθείας σχετιζόμενος με τον Καραγιώργη των Σέρβων. Στη συνέχεια θ’ ακολουθήσει την ρωσική στρατιά του Δούναβη στην δύσκολη πορεία για την αντιμετώπιση του Ναπολέοντα. Την ίδια περίοδο ο Κωνσταντίνος Υψηλάντης βρίσκεται παροπλισμένος στο Κίεβο. Θα πεθάνει ξαφνικά το 1816, αφού ο τσάρος τον καλέσει και πάλι στην Πετρούπολη και αφού υπάρξει συνεργασία με τον Καποδίστρια και τον Μαυροκορδάτο Φιραρή (τα βασικά πρόσωπα του Φοίνικα). Το πρώτο ελληνικό κράτος με διεθνή υπόσταση (1800-07) έχει σβηστεί από την ιστορία για τους ίδιους λόγους που σβήνεται κάθε τι αντίθετο με τους επικρατήσαντες το 1824 και το 1832. Γι αυτό και ο Καποδίστριας εμφανίζεται το 1827 ως χαλαρά σχετιζόμενος με το 1821. Τα πράγματα είναι αντίθετα. Ο Ναπολέων που χαρακτηρίζεται και ως «διάλειμμα» της Γαλλικής Επανάστασης ήταν ο πιο χαρακτηριστικός εκφραστής και ο πιο αποδοτικός διαφημιστής της σε πολιτικό επίπεδο. Αυτός που έκανε το παν για να γίνει ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων, χαρακτήριζε καυστικά τον τσάρο Αλέξανδρο «έναν Έλληνα της ύστερης αυτοκρατορίας» (Un Grec du Bas Empire). Ποιας αυτοκρατορίας; των Ρωμαίων φυσικά. Και όταν το κατόρθωνε σε πρώτη φάση (1805) ο Κοραής ασθμαίνων έσπευδε να ειδοποιήσει τους Έλληνες ότι σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να σκέφτονται Επανάσταση ως «Ρωμαίοι«, αλλά να εγκαταλείψουν τον τσάρο Αλέξανδρο και ως «Γραικοί«, να περιμένουν (και πάλι) τον Ναπολέοντα. Εννοείται, πως η αντιρωμαϊκή προπαγάνδα των Montesquieu, Gibbon, Bartholdy αφορούσε στην φαναριώτικη-ρωσική ορθοδοξία και στον Ιωσήφ Β΄ της Αυστρίας,  όχι στον Ναπολέοντα-Καρλομάγνο. Από την άλλη πλευρά η ανασύσταση του ρωμέικου σε καμιά περίπτωση δεν περιλάμβανε τον όρο. Τα επίσημα κείμενα παρουσίαζαν πάντα τους Ρωμηούς ως «Έλληνες» και η Επανάσταση οριζόταν ως «επιστροφή των Μουσών στην Εστία τους». Το 1809 ο Καποδίστριας μεταβαίνει στην Ρωσία για να οργανώσει «επί τόπου» το σχέδιο. Το 1814 ξεκινά η πορεία προς το 1821 επειδή το 1813 ο Ναπολέων ηττήθηκε, πρώτα από τους Ρώσους και στη συνέχεια από την λοιπή Ευρώπη που συνασπίσθηκε εναντίον του. Την ίδια χρονιά ο Αλ. Υψηλάντης θα χάσει το χέρι του στην μάχη της Λειψίας (ή μάχη των Εθνών). Αμέσως μετά, η ενωμένη εναντίον του Ναπολέοντα Ευρώπη (μαζί και η «παλινορθωμένη» Γαλλία) είπε «όχι» στο παλιό σχέδιο της υπερεθνικής χριστιανικής Επανάστασης (Συνέδριο της Βιέννης). Τότε, ο επαναστατικός φορέας που -λόγω Ναπολέοντα- διέκοψε την δράση του το 1807, μεταμορφώθηκε σε μια εθνική συσκευασία όπου το «έθνος» εμφανίστηκε για λίγο ως «μια προϋπάρχουσα Πίστη + μια υπό συζήτηση Πατρίδα» και όχι ως «μια Πίστη που εξ ορισμού υπονοεί την σχετική Πατρίδα» όπως ανέκαθεν ήταν.
Γίνεται φανερό πόσο κωμικοτραγική είναι η περιγραφή μιας Ελληνικής Επανάστασης που δημιουργείται «κατ’ απομίμηση της Γαλλικής» και μόνον από το γεγονός ότι ο αρχηγός της πρώτης έχει χάσει το χέρι του πολεμώντας εναντίον της δεύτερης. Στη συνέχεια, ξεκίνησε την Επανάσταση φορώντας όχι τον φρυγικό σκούφο, αλλά τον σκούφο του Ιερού Λόχου. Πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, ζήτησε να ταφεί με την στολή του ιερολοχίτη.
πηγή: karavaki
Viewing all 939 articles
Browse latest View live